You are on page 1of 11

Μακαρισμός πρῶτος

Α
γαπητοί μου, ἄν θά θέλαμε νά εἴμαστε ὁλοκληρωμένοι
πνευματικά ἄνθρωποι, ὅπως μᾶς θέλει ὁ Χριστός, θά ἔπρε-
πε νά μελετᾶμε, ἀλλά καί νά ζοῦμε, τήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμι-
λία τοῦ Κυρίου μας, καί εἰδικότερα τούς ἐννέα μακαρι-
σμούς, πού νομίζω ὅτι εἶναι γνωστοί σέ ὅλους. Ἐπί πλέον
ἐδῶ, ἔχουμε ἀσφαλῶς καί τόν Νομοθέτη, πού εἶναι τό τέ-
λειο ὑπόδειγμα, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Καί ἐπειδή ὁ Κύριος ἔ-
γινε τέλειος ἄνθρωπος, αὐτό σημαίνει ὅτι καί ὁ ἄνθρωπος
ἔχει τή δυνατότητα νά κάνει πράξη ὅσα εἶπε Ἐκεῖνος.
Ἡ ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία λοιπόν εἶναι τέλειος νόμος,
ἀνθρώπινα ἐφικτός, δηλαδή πραγματοποιήσιμος. Δέν μπο-
ρεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι αὐτός ὁ νόμος ἀποτελεῖ ὑπεράνθρωπη
κατάθεση ἐκ μέρους τοῦ νομοθέτου, καί εἶναι ὑπεράνθρω-
πος καί ἀκατόρθωτος στήν ἐφαρμογή του. Ὄχι· εἶναι ἀν-
θρώπινα ἐφικτός νόμος, ἀλλά καί σωτήριος.
Ὅταν ὁ Χριστός ὁλοκλήρωσε τούς μακαρισμούς, πού
περιλαμβάνονται στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία Του, εἶπε:
«Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν
τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» 1. Αὐτό πού φαίνεται πολύ

1
. Ματθ. 5, 48.
14 Ο Ι Μ Α Κ Α Ρ Ι Σ Μ Ο Ι
μακρινό, κι ὅμως εἶναι ἀληθινό, δηλαδή ἡ τελειότητα, εἶ-
ναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ! Τό λέει ὁ Κύριος: «Νά γίνετε
τέλειοι , ὅπως καί ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος εἶναι τέλει-
ος»! Αὐτό ὅμως δείχνει καί τό πόσο μακριά εἴμαστε ἀπό
τήν πραγματικότητα τοῦ νά βιώσουμε τό Εὐαγγέλιο.
Μέ τόν νόμο Του αὐτόν ὁ Κύριος μᾶς δίνει τή δυνα-
τότητα νά φτάσουμε στό καθ’  ὁμοίωσιν, πού, μετά ἀπό
τήν πτώση μας στόν Παράδεισο, δέν μπορέσαμε νά τό κά-
νουμε πράξη.
Ὁ Θεός μᾶς ἔκανε κατ’  εἰκόνα Του. Αὐτό βέβαια εἶ-
ναι ἔξω ἀπό τή θέλησή μας, καί συνιστᾶ τήν ὕπαρξη πού
λέγεται ἄνθρωπος. Ἀλλά τό καθ’  ὁμοίωσιν μᾶς τό ἔδωσε
ὡς δυνατότητα γιά νά μποροῦμε νά φτάσουμε τό κατ’  εἰ-
κόνα καί νά μποροῦμε νά τό ἀξιοποιήσουμε. Αὐτό ὅμως
δέν τό κάναμε. Καί ἔτσι ἔρχεται ὁ Κύριος νά μᾶς βοηθήσει
νά πραγματοποιήσουμε αὐτό τό καθ’ ὁμοίωσιν.
Τόν λόγο Του αὐτόν τόν ἐκφώνησε ὁ Κύριος σέ κά-
ποια πλαγιά χαμηλοῦ λόφου ἤ σέ κάποιο χαμηλό ὀροπέ-
διο, γι’ αὐτό καί δώσαμε τήν ἐπωνυμία ἐπί τοῦ ὄρους ὁμι-
λία.
Στό εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου ἡ ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία
ἐκτείνεται σέ τρία κεφάλαια, καί ἀρχίζει μέ τούς γνωστό-
τατους σέ μᾶς ἐννέα μακαρισμούς. Λέγονται μακαρισμοί
γιατί σέ κάθε πρόταση προτάσσεται ἡ λέξη ἤ ὁ χαρακτηρι-
σμός μακάριος ἤ μακάριοι· ὅπως: «μακάριοι οἱ
πενθοῦντες...», «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι...» καί
οὕτω καθ’ ἑξῆς. Καί τοῦτο γιατί ἄν βιωθοῦν αὐτές οἱ ἐννέ-
α προτάσεις πού ὁ Κύριος μᾶς εἶπε, καθιστοῦν τόν ἄνθρω-
πο μακάριο, δηλαδή εὐτυχῆ.
Μακάριος σημαίνει εὐτυχής. Παράγεται ἀπό τή λέξη
μᾶκος –εἶναι δωρικός τύπος τῆς λέξεως μῆκος– πού ση-
μαίνει μάκρος. Γιά τόν ἄνθρωπο ἀποδίδεται ὡς μέγας,
ψηλός στό ἀνάστημα, καί κατ’ ἐπέκταση ἐπίσημος, ἰσχυ-
ρός, ἱκανοποιημένος, εὐτυχής. Ὡστόσο ἡ ἐτυμολογία τῆς
ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ 15
λέξεως εἶναι ἀμφισβητούμενη. Ἀπό τήν ἴδια ρίζα βγαίνει
καί παράγεται καί ἡ λέξη ὁ Μακεδών, πού ἐκφράζει τόν
μακρύ, δηλαδή τόν ψηλό ἄνδρα –διότι οἱ Μακεδόνες ἦταν
ἄνδρες ὑψηλοί, ἰσχυροί– τόν ἰσχυρό ἄνδρα, ἀλλά καί ἡ
Μακεδονία εἶναι ἡ χώρα πού κατοικεῖται ἀπό τούς Μακε-
δόνες, πού εἶναι ψηλοί ἄνδρες.
Ἡ μακαριότητα ἀνταποκρίνεται στόν βαθύτερο πόθο
τῆς πραγματικῆς εὐτυχίας. Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε γιά νά
εἶναι εὐτυχής· ἔχασε ὅμως αὐτή του τή δυνατότητα
ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας του.
Ὁ Χριστός λοιπόν ἔρχεται νά ἀποκαταστήσει αὐτήν
τή μακαριότητα· γι’ αὐτό στόν πρῶτο μακαρισμό
συνοπτικά λέει «ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρα-
νῶν»2, δική τους εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, δηλαδή ἡ
πλήρης ἀπολαβή τῆς ἀληθινῆς, τῆς ἄφθαρτης καί αἰώνιας
εὐτυχίας καί μακαριότητος. Χάσαμε τόν Παράδεισο, ἀλλά
ἔρχεται τώρα νά ἀποκαταστήσει αὐτή τήν ἀπώλεια ὁ Κύ-
ριος καί νά μᾶς δώσει τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λέγοντας τόν
πρῶτο μακαρισμό.
Μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ λοιπόν, ἄς ἀρχίσουμε σήμε-
ρα μέ αὐτόν. Λέει: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅ-
τι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Νά τό
μεταφράσω: Εὐτυχισμένοι ὅσοι εἶναι πτωχοί “τῷ πνεύμα-
τι” – δέν μεταφράζω αὐτή τή δοτική– γιατί σ’ αὐτούς ἀνή-
κει ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται περίεργο τό πῶς μακαρί-
ζονται οἱ «πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Μήπως πρόκειται γιά
τούς ἀνόητους, δηλαδή αὐτούς πού, κατά μία ἔκφραση, εἶ-
ναι ″φτωχοί στό πνεῦμα″; Αὐτοί λοιπόν εἶναι μακάριοι,
ἐπειδή πιθανῶς, μέ τήν ἀργοστροφία τοῦ πνεύματός τους,
δέν θά τούς δινόταν ἡ εὐκαιρία νά ἁμαρτήσουν; Ὁ Θεός
νά φυλάξει! Βεβαίως ὄχι.
2
. Ματθ. 5, 3.
16 Ο Ι Μ Α Κ Α Ρ Ι Σ Μ Ο Ι
Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο εὔστροφο, καί δέν Τοῦ
ἀρέσει ἡ ἀνοησία, δέν τή θέλει. Καί ἄν θέλετε, θά σᾶς
ἀναφέρω, ἔτσι, δειγματοληπτικά, πῶς ὁ Κύριος
ἀντιμετώπιζε τέτοιες περιπτώσεις. Κάποτε, μέ κάποια
ἀφορμή, εἶπε στούς μαθητές Του: «ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς ἀσύ-
νετοί ἐστε;»3, ὥστε κι ἐσεῖς εἶστε ἀνόητοι ; Καί σέ ἄλλη
περίπτωση εἶπε: «οὔπω νοεῖτε, οὐδὲ μνημονεύετε;»4, δέν
καταλαβαίνετε καί δέν θυμᾶστε ; Καί ἀκόμα στούς δύο
μαθητές πρός Ἐμμαούς εἶπε: «Ὦ ἀνόητοι καὶ βραδεῖς τῇ
καρδίᾳ»5, ὦ ἄμυαλοι καί βραδυκίνητοι στόν νοῦ, ἀργό-
στροφοι ! Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι ὁ Θεός δέν ἀγαπάει τόν
ἀνόητο ἄνθρωπο. Ὁ Θεός ἔκανε τόν ἄνθρωπο εὐφυῆ, εὔ-
στροφο, τόν ἔκανε νά ἔχει γρήγορη ἀντίληψη.
Τότε τί ἐννοεῖ ὅταν λέει «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ
πνεύματι»; Πρόκειται γιά ἐκείνους πού ἔχουν μικρή, φτω-
χή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους. Προσέξτε ὅμως, γιατί ἔχει καί
ἄλλη μιά σημασία, πού θά τή δοῦμε πρός τό τέλος τοῦ θέ-
ματός μας.
Ὁ Κύριος, ὅπως μᾶς λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, «ἦλθε
εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς»6, ἦλθε γιά νά φέρει εὐχάριστα
νέα στούς φτωχούς. Μήπως ἐννοεῖ στό βαλάντιο, στήν
τσέπη φτωχοί; Ἦλθε δηλαδή νά πεῖ: «Ξέρετε, ἐδῶ στή σύ-
ναξη πού ἔχουμε δέν δέχομαι νά ὑπάρχουν πλούσιοι. Θέλω
νά ὑπάρχουν φτωχοί, γιατί ἦρθα νά μιλήσω καί νά πῶ χα-
ρούμενα πράγματα στούς φτωχούς»! Αὐτό εἶναι; Ὄχι!
Ποιοί λοιπόν εἶναι αὐτοί οἱ πτωχοί ; Εἶναι ἐκεῖνοι πού
ἔχουν τήν αἴσθηση τῆς πνευματικῆς καί ἠθικῆς τους ἀνε-
πάρκειας, ἀπό θρησκευτικῆς πλευρᾶς βέβαια, ὄχι
διανοητικῆς! Αὐτοί θά ἀποδέχονταν τό Εὐαγγέλιο. Αὐτή
3
. Ματθ. 15, 16.
4
. Ματθ. 16, 9.
5
. Λουκ. 24, 25.
6
. Ἡσ. 61,1.
ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ 17
εἶναι ἡ φυσιολογική τοποθέτηση. Θά δέχονταν τό Εὐαγγέ-
λιο, διότι, ἁπλούστατα, θά εἶχαν ταπείνωση.
Γι’ αὐτό οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ Γραμματεῖς, πού αἰσθά-
νονταν πνευματική καί ἠθική ἐπάρκεια –νόμιζαν ὅτι δέν
εἶχαν ἀνάγκη, γιατί ἦταν ἐντάξει ἄνθρωποι, ἦταν φτασμέ-
νοι– αὐτοί δέν δέχθηκαν τό Εὐαγγέλιο.
Βλέπετε λοιπόν ὅτι φτωχός εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει
φτωχή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του.
Ἐδῶ ὅμως θά ἤθελα νά σᾶς πῶ ὅτι φτωχός δέν εἶναι
ἐκεῖνος πού πάσχει ἀπό αἰσθήματα μειονεκτικότητος, γιατί
αὐτό εἶναι τό ἄλλο ἄκρο στόν ἄξονα τοῦ ἐγωισμοῦ. Ὁ ἄξο-
νας τοῦ ἐγωισμοῦ ἔχει δύο πόλους· ὁ ἕνας εἶναι τά αἰσθή-
ματα ὑπεροχῆς καί ὁ ἄλλος πόλος εἶναι τά αἰσθήματα μει-
ονεκτικότητος. Ἀλλοίμονο ἄν θά λέγαμε ὅτι ἐδῶ μακαρί-
ζονται αὐτοί πού ἔχουν αἰσθήματα μειονεκτικότητος! Νά
φυλάξει ὁ Θεός! Αὐτοί εἶναι νοσηροί ἄνθρωποι. Τό ὑπο-
γραμμίζω. Θά μακάριζε ποτέ ὁ Κύριος τούς νοσηρούς ἀν-
θρώπους;... Δέν εἶναι ποτέ δυνατόν.
Λοιπόν, πτωχεία εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς πνευματικῆς καί
ἠθικῆς ἀνεπάρκειας, τό νά αἰσθάνομαι δηλαδή ὅτι δέν εἶ-
μαι ἀνεβασμένος ἄνθρωπος, ὅτι ὑπολείπομαι. Αὐτό ὅμως
μπορῶ νά τό κάνω μόνο ὅταν ἔχω αὐτογνωσία. Ἡ αὐτο-
γνωσία εἶναι σπουδαῖο στοιχεῖο, καί βγαίνει ἀπό ἕνα τα-
πεινό καί εἰλικρινές κοίταγμα τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅταν κοι-
τάξουμε μέ εἰλικρίνεια τόν ἑαυτό μας, τότε θά μποροῦμε
νά μιλᾶμε γιά σωστή αὐτογνωσία. Γενικά θά λέγαμε πώς
αὐτό εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὅταν ἔχουμε ταπείνωση, θά
βλέπουμε μέ ἀκρίβεια καί μέ εἰλικρίνεια τόν ἑαυτό μας,
καί δέν θά θέλουμε νά τόν δικαιολογοῦμε. Καί ταπείνωση
βέβαια δέν εἶναι τό σκυμμένο κεφάλι –μερικοί σκύβουν τό
κεφάλι, και νομίζουμε ὅτι εἶναι ταπεινοί!– ἀλλά τό σκυμ-
μένο φρόνημα· καί ἀκριβέστερα εἶναι ἡ ἀληθινή γνώση
τῆς καταστάσεως τῆς ψυχῆς μας.
Ὁ μέγας Βασίλειος λέει ὅτι ταπείνωση εἶναι: «Ἡ ἀπό-
18 Ο Ι Μ Α Κ Α Ρ Ι Σ Μ Ο Ι
θεσις τοῦ ματαίου φρονήματος καὶ ἡ ἀπὸ τοῦ ἐπάρματος
καὶ ὕψους ἀλαζονικοῦ καὶ οἰήματος διακένου πρὸς τὴν
οἰκείαν ἀξίαν ἐπάνοδος»7, δηλαδή νά ἀποθέσεις τό μάται-
ο φρόνημα , νά φύγεις ἀπό ἐκείνη τήν ἀλαζονική ἔπαρση ,
τήν οἴηση , τήν κούφια ὑπερηφάνεια , καί νά γυρίσεις σ’  ἐ-
κεῖνο πού εἶσαι, ἐκεῖνο πού ἀξίζεις.
Ἐκεῖνο πού θά ἤθελα νά θυμᾶστε εἶναι οἱ τελευταῖες
λέξεις: Ταπείνωση εἶναι ἡ «πρὸς τὴν οἰκείαν ἀξίαν ἐπά-
νοδος», τό νά γυρίσεις πίσω στόν πραγματικό ἑαυτό σου,
καί νά πεῖς ″εἶμαι αὐτό ″. Νά ἔχεις ἀκριβῆ γνώση τοῦ ἑαυ-
τοῦ σου. Ἄν σοῦ ζητήσουν νά κάνεις κάτι καί τό μπορεῖς,
τότε νά πεῖς ″ναί , θά τό κάνω ″. Δέν εἶναι ὑπερηφάνεια, ἀ-
φοῦ ξέρεις ὅτι μπορεῖς νά τό κάνεις. Ἄν πεῖς στόν ἑαυτό
σου ″μπορῶ ″ καί στούς ἄλλους πεῖς ″δέν μπορῶ ″, αὐτό
πολλές φορές δέν εἶναι ταπείνωση, ἀλλά αἴσθημα μειονε-
κτικότητος, εἶναι ψευτοταπείνωση!
Καί στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθή-
κης ἀναφέρεται: «οἱ ἑαυτῶν ἐπιγνώμονες σοφοί »8, σοφοί
εἶναι αὐτοί πού ξέρουν τόν ἑαυτό τους.
Καί ἀκόμη στή Φιλοκαλία –ἀπό τούς Πατέρες– δια-
βάζουμε: «Ἀρχὴ προόδου τὸ ἐπιγνῶναί τινα ἑαυτόν». Ἡ
ἀρχή τῆς προκοπῆς εἶναι τό νά γνωρίζει κανείς τόν ἑαυτό
του. Εἶναι ἐκεῖνο τό «γνῶθι σαυτόν»9, πού ἔλεγε ὁ Σωκρά-
της, καί τό ὁποῖο εἶχε πάρει ἀπό τή μετώπη τοῦ ναοῦ τοῦ
Ἀπόλλωνος στούς Δελφούς. Ὅλη του ἡ φιλοσοφία, ἡ λε-
γόμενη σωκρατική φιλοσοφία, ἡ πλατωνική, ἐκεῖ κινεῖται,
7
. Μ. Βασίλειος, Λόγος εἰς τὸν προφήτην Ἡσαΐαν, LTG 2.86.16,
8
. Παρ. Σολ. 13, 10.
9
. Βλ. Plutarchi moralia, vol. 6, 2, Adversus Colotem, TLG 1118, C,
7 - 11. «...καὶ τῶν ἐν Δελφοῖς γραμμάτων θειότατον ἐδόκει τὸ
″γνῶθι σαυτόν ″· ὃ δὴ καὶ Σωκράτει τῆς ἀπορίας καὶ ζητήσεως
ταύτης ἀρχὴν ἐνέδωκεν, ὡς Ἀριστοτέλης ἐν τοῖς Πλατωνικοῖς εἴρη-
κε...». Platonis opera, Alcibiades ii, TLG 124, a.7-b.1. «...ἀλλ’, ὦ
μακάριε, πειθόμενος ἐμοί τε καὶ τῷ ἐν Δελφοῖς γράμματι, γνῶθι
σαυτόν, ὅτι οὗτοι...»
ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ 19
πάνω στό «γνῶθι σαυτόν», δηλαδή στό περίφημο ἀνθρω-
πολογικό λεγόμενο πρόβλημα, στό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος,
στό ποιός εἶμαι ἐγώ.
Ὅταν πέθαινε ὁ Σωκράτης, ἕνας μαθητής του ἐκδή-
λωσε ὅλη του τή λύπη γιατί ἔβλεπε ὅτι χάνεται ἕνας φιλό-
σοφος πού τά γνώριζε ὅλα. Ἀλλά ὁ φιλόσοφος Σωκράτης
τοῦ ἀπάντησε: «Ἕν οἶδα , ὅτι οὐδὲν οἶδα»10. «Ἀπατᾶσαι,
ἀπατᾶσαι ! Μόνο ἕνα πράγμα γνωρίζω , ὅτι δέν ξέρω
τίποτα»! Ὁ Σωκράτης εἶχε αὐτογνωσία, ἤξερε τί μποροῦσε
νά μαθαίνει ἕνας ἄνθρωπος καί τί μποροῦσε νά γνωρίζει ὁ
ἴδιος. Καί μόνο γιατί εἶχε αὐτή τή γνώση τῆς πνευματικῆς,
τῆς διανοητικῆς ἀνεπάρκειάς του, αὐτό τόν καθιστοῦσε
πράγματι σπουδαῖο καί σοφό. Ὁ Σωκράτης πάνω στό
«γνῶθι σαυτόν» ἔκτισε τή φιλοσοφία του.
Καί ὁ Μένανδρος, πού ἦταν συγγραφέας θεατρικῶν
ἔργων, ὅπως ὁ Σοφοκλής, ὁ Εὐριπίδης καί ἄλλοι, ἔλεγε:
«γένοιο οἷος ἔσσι» 11, (să devii acela care ești) εἴθε νά γί-
νεις ἐκεῖνος πού πραγματικά εἶσαι· δηλαδή νά ψάξεις νά
βρεῖς ποιός εἶσαι, καί νά γίνεις αὐτό πού εἶσαι δημιουρ-
γημένος νά γίνεις. Ὁ ἐγωισμός ὅμως καί ἡ ὑπερηφάνεια,
δυστυχῶς, ἐμποδίζουν τόν ἄνθρωπο νά δεῖ τόν ἑαυτό του.
Ἡ ταπείνωση θά λέγαμε ὅτι ἔχει τρεῖς πτυχές:
Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἠθική αὐτογνωσία, αὐτή πού δέν
εἶχαν δυστυχῶς οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρι-
σαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ. Πίστευαν γιά τόν ἑαυτό
τους ὅτι εἶναι ἄμεμπτοι... Κι ὅμως εἶναι ἐκεῖνοι πού σταύ-
ρωσαν τόν Χριστό! Τέλος πάντων. Ἡ ἠθική αὐτογνωσία

10
. Epicteti, dissertationes ab Arriano digestae, Περὶ ἀνομολογίας,
TLG 2, 21, 10. ἔκδ. Teubner, Leipzig 1916. «ἔχω ἣν δεῖ συναίσθησιν
τὸν μηδὲν εἰδότα, ὅτι οὐδὲν οἶδα», κ.ἀ.
11
. Εὐστράτιος, ἀρχιεπίσκοπος Θεσ/νίκης, Ommentarii ad Homeri O-
dysseam, 2 vols. in 1, TLG Od 1, 277, 36-38. «Τὸ δὲ τοῖος ἐὼν οἷος
ἐσσί, ὠφέλησε τὸν Πίνδαρον εἰπεῖν πρὸς ἀγαθὸν ἄνδρα τινὰ τὸ κα-
λὸν νόημα ἐκεῖνο, τὸ γένοιο οἷος ἐσσί. ὡς μὴ ἔχων δηλαδὴ κρείττο-
να πρὸς ὃν ἂν ὅμοιος γένοιο.»
20 Ο Ι Μ Α Κ Α Ρ Ι Σ Μ Ο Ι
εἶναι τό νά γνωρίζεις ποιός εἶσαι, νά δεῖς τήν ἁμαρτωλή
σου κατάσταση. Νά μή λές ″δέν ἔκανα τίποτα ἄσχημο στή
ζωή μου , εἶμαι σπουδαῖος , εἶμαι ἠθικότατος ἄνθρωπος ″.
Εἶναι μερικοί πού ἔτσι λένε, καί εἶναι δυστύχημα! Πρέπει
νά βλέπουμε τίς ροπές μας, αὐτές πού ἔχουμε μέσα μας,
καί πού θά ντρεπόμαστε νά τίς δημοσιοποιήσουμε. Εἶναι
ροπές βρώμικες, ποικίλες ροπές, πού θά ντρεπόμαστε νά
τίς ποῦμε! Δέν κάναμε ἴσως καμία πράξη ὡς πρός τίς ρο-
πές αὐτές, ἀλλά ὅμως ἔχουμε μέσα μας ἕνα ἀκάθαρτο ὑπο-
συνείδητο, καί κατ’ ἐπέκταση μία ἀκάθαρτη συνείδηση.
Ἔχουμε αἰσθήματα ἀκάθαρτα, ἔχουμε λογισμούς καί
ἐπιθυμίες ἀκάθαρτες, πού βέβαια δέν φαίνονται στούς
πολλούς. Πῶς μποροῦμε λοιπόν νά λέμε ὅτι εἴμαστε σπου-
δαῖοι;
Ἔλεγε ὁ Ψαλμωδός, στόν 18ο Ψαλμό: «καὶ ἐκ τῶν
κρυφίων μου καθάρισόν με» 12, νά μέ καθαρίσεις ἀπό
ἐκεῖνα πού εἶναι μέσα μου κρυφά. Ἄν ἔπρεπε νά μιλήσου-
με μέ μία σύγχρονη γλώσσα, θά λέγαμε: «Κύριε, καθάρισέ
μου τό ὑποσυνείδητο». Οἱ ἀσκητές πού πήγαιναν στήν ἔ-
ρημο γιά βαριά ἀσκητική, τό ἔκαναν γιά νά καθαρίσουν τό
ὑποσυνείδητό τους. Ρωτῆστε, ἄν θέλετε, ἕναν ψυχίατρο, ἕ-
ναν ψυχολόγο, ἄν εἶναι εὔκολο ἤ δύσκολο νά καθαρίσει
κανείς τό ὑποσυνείδητό του. Θά σᾶς ἔλεγε πώς εἶναι ἀδύ-
νατον! Ἔ, θά λέγαμε, ὄχι ἀκριβῶς, ἀλλά περίπου ἀδύνα-
τον. Πράγματι, μπορεῖ κάποιος νά καθαρίσει τόν ἑαυτό
του, τό ὑποσυνείδητό του, ἀλλά μέ πολύ βαριά ἄσκηση.
Δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, πρέπει νά ξέρουμε ὅτι στά μάτια
τοῦ Θεοῦ δέν εἴμαστε σπουδαῖοι καί τρανοί! Ἄρα λοιπόν
πρέπει νά ἔχουμε αὐτογνωσία.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, κατεβαίνοντας τά τρία σκαλο-
πάτια τῆς ταπεινώσεως, στήν ἀρχή ἔλεγε: «Εἶμαι ὁ ἔσχα-
τος τῶν Ἀποστόλων». Ὅταν πέρασαν κάποια χρόνια, ἔλε-
γε: «Εἶμαι ὁ ἔσχατος τῶν ἀνθρώπων». Καί ὅταν πέρασαν

12
. Ψαλμ. 18, 13.
ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ 21
πάλι μερικά χρόνια, ἔλεγε: «Εἶμαι ὁ ἔσχατος τῶν ἁμαρτω-
λῶν»13. Ποιός; Ὁ Παῦλος!...
Νά θυμηθοῦμε καί τόν τελώνη ἀπό τήν παραβολή τοῦ
τελώνου καί τοῦ φαρισαίου. Θά λέγαμε ″δέν εἶμαι ἅγιος ″.
Ἀλλά ἡ ἐντολή λέει «ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι».14
Ἀφοῦ λοιπόν τό λέει ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά γίνουμε ἅγιοι –
δέν εἴμαστε βέβαια– πρέπει ἀναμφισβήτητα νά εἴμαστε
στόν δρόμο νά γινόμαστε ἅγιοι.
Ἡ δεύτερη πτυχή τῆς ταπεινώσεως εἶναι ἡ διανοητική
αὐτογνωσία, ἐκείνη πού ἀναφέρεται στήν ἀκριβῆ γνώση
τῶν διανοητικῶν προσόντων.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Μὴ ὑπερφρονεῖν παρ’  ὃ
δεῖ φρονεῖν , ἀλλὰ φρονεῖν εἰς τὸ σωφρονεῖν» 15. Δηλαδή:
Νά μή φρονεῖ κανείς γιά τόν ἑαυτό του ὅτι εἶναι παραπάνω
ἀπό ἐκεῖνο πού πρέπει νά φρονεῖ , ἀλλά νά φρονεῖ ἔτσι
ὥστε νά μπορεῖ νά εἶναι σώφρων. Νά ἔχουμε, λέει, γνώση
τῶν διανοητικῶν μας δυνάμεων καί καταστάσεων.
Καί ἄν ἀκόμη ἔχουμε προσόντα calități, ἄς θυμηθοῦ-
με ἐκεῖνο πού λέει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «οὐχ ὅτι
ἱκανοί ἐσμεν ἀφ’  ἑαυτῶν λογίσασθαί τι ὡς ἐξ ἑαυτῶν,
ἀλλ’ ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ»16. Δηλαδή: Δέν εἴμα-
στε ἀπό μόνοι μας ἱκανοί , ἀλλά ἄν ἔχουμε κάτι , μιά ἱκανό-
τητα , ἕνα προσόν, αὐτό εἶναι ἀπό τόν Θεό , ὁ Θεός μᾶς τό
ἔδωσε. Μάλιστα κάπου ἀλλοῦ λέει: «Τί καυχᾶσαι ὡς μὴ
λαβών;» 17. Γιατί ὑπερηφανεύεσαι ὅτι εἶναι δικά σου αὐτά
πού ἔχεις , σάν νά μήν τά ἔχεις πάρει ; Τίποτα δέν ἔχουμε
πού νά μή μᾶς τό ἔχει δώσει ὁ Θεός. Ὅ,τι ἔχουμε, ὁ Θεός
μᾶς τό ἔχει δώσει.

13
. Α΄ Κορ. 15, 7-9. Ἐφεσ. 3, 8. Α΄ Τιμ. 1, 15.
14
. Α΄ Πέτρ. 1, 16. Πρβλ. Λευϊτ. 20, 6. Ματθ. 5, 48.
15
. Ρωμ. 12, 3.
16
. Β΄ Κορ. 3, 5.
17
. Α΄ Κορ. 4, 7.
22 Ο Ι Μ Α Κ Α Ρ Ι Σ Μ Ο Ι
Ἄς θυμηθοῦμε ἀκόμη –νά τό πῶ ἔτσι– τά ″χαρτία τοῦ
Σωκράτους ″. Τόν ρώτησαν κάποτε: «Γιατί δέν γράφεις αὐ-
τά τά σοφά πού λές ;», καί ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Θεωρῶ ὅτι
τά χαρτιά εἶναι πιό ἀκριβά , πιό πολύτιμα ἀπό τά λόγια πού
θά ἔγραφα»!18 Ἀκούσατε;
Νά θυμηθοῦμε καί τά ″κοχύλια τοῦ Νεύτωνος ″, πού
ὅταν τοῦ εἶπαν κάποτε ὅτι εἶναι σοφός, ἐκεῖνος εἶπε:
«Ξέρετε τί εἶμαι; Εἶμαι σάν ἕνα μικρό παιδάκι πού εἶναι
στήν παραλία ἑνός ἀπέραντου ὠκεανοῦ γνώσεων, καί παί-
ζει μέ τά βοτσαλάκια καί μέ τά κοχύλια»! Μόνο αὐτά μπο-
ρεῖ νά γνωρίζει τό μικρό παιδάκι. Αὐτό λέγεται διανοητική
ταπείνωση.
Ὁ Ἀμπέρ ἐπίσης –καθηγητής Πανεπιστημίου– πήγαι-
νε καί ἄκουγε τό κατηχητικό μάθημα πού ἔκανε ἕνας φοι-
τητής του. Ἔκπληκτος λοιπόν ὁ φοιτητής τοῦ εἶπε: «Κύριε
καθηγητά , ἔρχεστε νά ἀκούσετε ἐμένα;...». Καί ὁ Ἀμπέρ
τοῦ λέει: «Ναί, παιδί μου, ναί. Καταρχάς μοῦ θυμίζεις αὐ-
τά πού ἔμαθα μικρός· καί ὕστερα μιλᾶς τόσο ὄμορφα , πού
θά ἤθελα νά σέ ἀκούω»! Ἀκούσατε; Ὁ πολύς Ἀμπέρ!
Αὐτό εἶναι διανοητική ταπείνωση.
Καί τέλος ἔχουμε τή σωματική ἤ τήν ὑλική, θά λέγα-
με, αὐτογνωσία, πού εἶναι νά γνωρίζουμε τά σωματικά μας
προσόντα, τίς προσωπικές μας δυνατότητες. Νά μή λέμε
«Εἶμαι ὄμορφος –ἤ τοῦτο ἤ ἐκεῖνο– καί πρέπει νά μέ προ-
σέχουν ὅλοι». Νά ἔχουμε ταπείνωση.
Ὁ Κύριος, τέλος, εἶπε: «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύ-
ματι» 19. Αὐτό θά πεῖ: Μακάριοι ἐκεῖνοι πού εἶναι φτωχοί
μέ τή δική τους προαίρεση , ἐπειδή οἱ ἴδιοι τό θέλουν νά
εἶναι φτωχοί.

18
. Ioannis Stobaei anthologium,  Περὶ τοῦ γνῶθι σαυτόν, TLG 3, 21,
9. «Σωκράτης ἐρωτηθεὶς διὰ τί οὐ συγγράφει, ″ὅτι″ εἶπεν ″ὁρῶ τὰ
χαρτία πολὺ τῶν γραφησομένων τιμιώτερα″.»
19
. Ματθ. 5, 3.
ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ 23
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: «Πνεῦμα γὰρ ἐνταῦθα
τὴν ψυχὴν καὶ τὴν προαίρεσιν εἴρηκεν»20. Διότι ἐδῶ ὁ
Κύριος εἶπε πνεῦμα τήν ψυχή καί τήν προαίρεση. Κι ὅπως
λέει ὁ Ζιγαβηνός, «διότι οὐδὲν τῶν ἀπροαιρέτων μακαρι-
στόν· πᾶσα γὰρ ἀρετὴ τῷ ἑκουσίῳ χαρακτηρίζεται». Τί-
ποτε δέν μακαρίζεται χωρίς προαίρεση· γιατί ἡ ἀρετή
λογίζεται σ’  αὐτόν πού τή θέλει. Δηλαδή: Μένω φτωχός –
ἀπό χρήματα– γιατί θέλω νά μένω φτωχός . Ὄχι γιατί δέν
ἔχω τήν ἱκανότητα νά γίνω πλούσιος , ἀλλά θέλω νά μένω
χωρίς περιουσία  γιά κάποιο σκοπό: γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ,
γιά τήν οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας Του, γιά τήν ἱεραποστο-
λή , καί λοιπά.
Ἀγαπητοί μου, ὁ καρπός αὐτῆς τῆς ἑκούσιας πτωχείας
καί ταπεινώσεως εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θε-
οῦ. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει ἀπό μέσα μας καί ὁλο-
κληρώνεται στόν Οὐρανό. Γιά νά βρεθοῦμε λοιπόν στή
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά περάσουμε ἀπό τήν πολύ - 
πολύ χαμηλή πορτούλα πού λέγεται ταπείνωση.

Κυριακή, 19 Νοεμβρίου 1995

20
. Ἅγ. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον, MPG 57, 224,
15-16.

You might also like