You are on page 1of 135

ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.1.1
Στο φιλοσοφικό έργο του Πλάτωνα δεν εμφανίζεται ο Πλάτωνα σε πολλούς από αυτούς βλέπουμε
τον Σωκράτη και δεν γνωρίζουμε ποιες είναι οι θέσεις του συγγραφέα όταν δεν παρουσιάζει ο ίδιος
τις απόψεις του.
Όταν ο διάλογος όμως είναι φιλοσοφικός υποτίθεται ότι τα επιχειρήματα που παρουσιάζει ο
συγγραφέας ως ισχυρότερα είναι για αυτός πράγματι τα ισχυρότερα και τα οποία προς το παρόν τα
πιστεύει . Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι επειδή είναι τα ισχυρότερα είναι και ικανοποιητικά για αυτό
δεν είμαστε σίγουροι ότι έχει πειστεί από τα επιχειρήματα επειδή τα παρουσιάζει σαν ισχυρότερα.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.1.2
Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΝΝΟΙΑ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ
Αφού ο Σωκράτης γενικά επιθυμεί να αποκτήσει γνώση των περί της αρετής θα ήταν σωστό να
πούμε ότι τα προβλήματα που τον απασχολούν σχετίζονται με την ηθική αλλά στις συζητήσεις του
Σωκράτη η έννοια της ηθικής είναι πιο γενική από την έννοια της ηθικής μετά τον Καντ.
Για τον Σωκράτη και γενικά για τους αρχαίους Έλληνες που ασχολούνται με το θέμα η ηθική αφορά
γενικά την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής που δεν έχει σχέση με την ηθική της μετακαντιανής
εποχής. Συμφωνα με την σύγχρονη έννοια της ηθικής θα ήταν δυνατό να περάσει κάποιος την ζωή
του ηθικά διαβάζοντας περιοδικά ή βλέποντας τηλεόραση και αυτό θα ήταν κάτι ηθικά αδιανόητο
για τους αρχαίους Ελληνες ενώ για τον σύγχρονο φιλόσοφο δεν υπάρχει ηθικό λάθος σε αυτή την
ένεργεια.
Οι αρχαίοι στοχαστές ασχολούνται με τις αρετές όπως την ανδρεία την σωφροσύνη και τις θεωρούν
απαραίτητες για την αποδεκτή ηθική ζωή αλλά δεν είναι εύκολο για μας να δούμε την σχέση που
υπάρχει ανάμεσα στην ανδρεία την σωφροσύνη και την ηθική. Για παράδειγμα ενώ σήμερα
θαυμάζουμε την ανδρεία του στρατιώτη στην μάχη αν αυτός δειλιάσει δεν θα χαρακτηρίσουμε την
πράξη ως ένα ηθικό λάθος.
Γενικά δεν είναι σίγουρο ότι οι λόγοι που θα συνιστούσαμε την ανδρεία ή την σωφροσύνη είναι
λογοι που θα χαρακτηρίζαμε ηθικής φύσεως.
Για τον Σωκράτη όμως είναι αδύνατον κάποιος να έχει ηθική καλοσύνη και να μην είναι ανδρείος.
Για τους αρχαίους Έλληνες γενικά η ηθική έχει σκοπό να βελτιώσει την καθημερινή ιδιωτική και
δημόσια ζωή. Έτσι η αρχαία ηθική χαρακτηρίζεται ευδαιμονική γιατί ο στόχος είναι η ιδιωτική και
δημόσια ευδαιμονία και αυτό το χαρακτηριστικό διαχωρίζει καθαρά την μετακντιανή ηθική σκέψη.
Όχι γιατί το ενδιαφέρον της αρχαίας ηθικής περιορίζεται σε διαφορετικά προβλήματα γιατί και ο
Σωκράτης ενδιαφέρεται για προβλήματα που σήμερα τα θεωρούμε ηθικής φύσεως αλλά τα συζητούν
σε ένα γενικό πλαίσιο ευδαιμονίας ενώ τροποποιούν έτσι την έννοια της 4ευδοαμονίας ώστε είναι
αδύνατον για κάποιον να ευδαιμονίσει αν δεν ενδιαφέρεται για θέματα που σήμερα θα τα λέγαμε
ηθικής φύσεως.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.1.3
ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΟΧΟΣ Της ΣΩΚΡΑΤΙΚΉΣ ΕΡΩΤΗΣΗΣ.
Στους διάλογους ο Σωκράτης ρωτά για την αρετή θέτοντας ερωτήσεις όπου το ζητούμενο είναι
ένας ηθικός όρος π.χ τι είναι αρετή ή τι είναι οσιότης. Ο Πλάτωνας μας δείχνει πως προβλήματα της
καθημερινής ζωής μπορεί αν γίνουν κίνητρο φιλοσοφικής σκέψης. Ένα τελείως καθημερινό θέμα
όπως ή περίπτωση του Ευρύφρωνα που δεν ξέρει να καταγγείλει τον πατέρα του που σκότωσε τον

1
δούλο και να φερθεί ηθικά όπως πρέπει ή να μην αποκαλύψει τίποτα γιατί αν το κάνει αυτό θα
θεωρεί ανόσιος?
Άλλοι τον χαρακτηρίζουν όσιο και άλλοι ανόσιο . Έτσι λοιπόν συμπεραίνει ο Σωκράτης επειδή δεν
ξέρουμε ποια θέση να πάρουμε θα πρέπει να βρούμε την απάντηση στο τι τελικά είναι όσιο?

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.1.4
Σε όλες τις συζητήσεις του ο Σωκράτης ρωτά λέγοντας ότι δε γνωρίζει την αλήθεια και θέλει να
την μάθει και πιστεύουμε ότι λέγει την αλήθεια γιατί δεν θα μπορούσε να γίνει φιλοσοφικός
διάλογος που να μην στηρίζεται στην ειλικρίνεια και όπως ειλικρινής είναι ο Σωκράτης το ίδιο θέλει
και από τους συνομιλητές του. Απ την άλλη θα μπορούσαμε ένα σκεφτούμε ότι ο Σωκράτης κάνει
ότι δεν γνωρίζει για να μην δώσει έτοιμη την απάντηση και να την ανακαλύψει το άτομο με το οποίο
συζητά. Μπορούμε όμως όλοι να καταλάβουμε κάτι που δεν έχουμε ανακαλύψει, και με τους
άλλους τι γίνεται που δεν μπορούν να ανακαλύψουν μόνοι τους την αλήθεια, θα μείνουν στο
σκοτάδι?
Παρόλο που ο Σωκράτης δεν γνωρίζει την απάντηση μπορεί να ελέγξει αν οι συνομιλητές την
γνωρίζουν και μάλιστα να αποδείξει ότι τελικά δεν γνωρίζουν την απάντηση ακόμη και αν
ισχυρίζονται ότι την ξέρουν
Ο Σωκράτης ρωτά τον Λάχη στρατηγό τι είναι ανδρεία και αυτός απαντά όταν ο στρατιώτης
μπαίνει στην μάχη χωρίς να κάνει πίσω. Ο Σωκράτης θέλει να του πει τι είναι κείνο το στοιχείο που
κάνει κάποιον ανδρείο. Ο Λάχης λέγει ότι είναι η καρτερία της ψυχής.
Ο Σωκράτης επισήμανε ότι για να μπορεί η καρτερία να είναι ανδρεία θα πρέπει να συνοδεύεται
από γνώση. Π.χ ο στρατιώτης που μπαίνει στην μάχη παρά τις διαταγές του επικεφαλείς δεν είναι
ανδρείος είναι θρασύς.. Έτσι ο Λάχης παραδέχεται ότι η ανδρεία θα πρέπει να αφορά την γνώση
αλλά δεν ξέρει τι είδους γνώση είναι αυτή. Οι συνομιλητές καταλήγουν ότι για να είναι κάποιος
ανδρείος είναι αναγκαίο να έχει γενική γνώση. Ο Σωκράτης λέγει ότι η γνώση αποτελεί όλη την
αρετή και όχι μόνο την ανδρεία άρα καταλήγουμε ότι δεν γνωρίζουν τι είναι ανδρεία

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.1.5
ΑΡΕΤΗ
Για τον Σωκράτη ή ανδρεία και η αρετή γενικά δεν είναι κανόνες που μας λένε τι να κάνουμε για
να είμαστε καλοί. Η αρετή είναι συγκεκριμένη κατάσταση της ψυχής. Αν η ψυχή μας δεν είναι στην
κατάσταση αυτή δεν θα είμαστε ούτε εμείς καλύτεροι ούτε οι πράξεις μας. Αν είμαστε σε αυτή την
κατάσταση οι πράξεις μας θα είναι καλές για πάντα. Για τον Σωκράτη οι πράξεις είναι ηθικά καλές
μόνο αν είναι καλός και αυτός που τις πράττει

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.1.6
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΡΑΞΗ

Το ύφος της ηθικής σκέψης του Σωκράτη έχει να κάνει πάντα με την άποψη του για την
ψυχολογία. Βασική του αρχή που την παρουσιάζει στον Πρωταγόρα είναι ότι όλοι οι άνθρωποι οι
ψυχολογικά υγιείς επιθυμούν και έχουν μια φυσική τάση να θέλουν να ευδαιμονήσουν. Αυτή ή
άποψη είναι πολύ σημαντική όσο αφορά την ψυχολογία του πως πράττουν οι άνθρωποι.
Ο Σωκράτης αναρωτιέται τι ακριβώς προϋποθέτει η εκτέλεση μια πράξης και λέγει ότι για να
είναι αυτό που κάποιος εκτελεί μια πράξη θα πρέπει να ξεκινά αλλά και να έχει ως βάση του το

2
γενικό πλαίσιο σκοπιμότητας και το κίνητρο της πράξης θα πρέπει να συνδέεται με το πλαίσιο αυτό.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κάθε φορά που κάνουμε μια πράξη προωθούμε κάποιο σκοπό αλλά
σημαίνει ότι για να θεωρηθεί μια πράξη δικά μας θα πρέπει αν κάποιος μας ρωτήσει γιατί το
κάναμε , η απάντηση μας να συνδέει αυτό που κάναμε με τους σκοπούς για τους οποίους το κάναμε
και που τους αναγνωρίζουμε ως μέλη του γενικότερου πλαισίου σκοπιμότητα της πράξης αυτής
Στον Λάχη ο Σωκράτης επισημαίνει ότι για να είναι η καρτερία της ψυχής ανδρεία πρέπει να
συνοδεύεται και από γνώση. Αν κάποιος διασχίσει τον δρόμο την ώρα που περνούν τα αυτοκίνητα
χωρίς λόγο θα είχαμε αμφιβολίες αν αυτή η πράξη του ήταν ανδρεία αλλά αν αυτό το έκανε για να
σώσει ένα μικρό παιδί που διέφυγε της προσοχής τότε αυτή την πράξη θα την χαρακτηρίζαμε
ανδρεία
Έτσι για να μπορέσει μια πράξη να έχει ηθική αξία θα πρέπει να ξεκινά και να συνδέεται από ένα
πλαίσιο σκοπιμότητας του εκτελεστή της. Αλλά και για να της δώσουμε εμείς ηθική αξία θα πρέπει
να την δούμε κάτω από το φως αυτού του πλαισίου.
Οι στόχοι του εκτελεστή έχουν να κάνουν με την γενική γνωσιολογική αντίληψη που έχει πάνω
στα θέματα αυτά. Όταν η αντίληψη βασίζεται σε πραγματική γνώση τότε οι αποφάσεις του έχουν
θετική ηθική αξία και προωθούν τα ενδιαφέροντά του αφού για τον Σωκράτη η ηθική καλοσύνη
έχει σχέση άμεση με την ευδαιμονία. Μόνο αν βασίζεται κάποιος σε αυτή τη γνώση θα είναι
πραγματικά ηθικά καλός και ο ίδιος αλλά και οι πράξεις του
Για να πράξουμε μια καλή ηθική πράξη κατά τον Σωκράτη θα πρέπει να γνωρίζουμε τους ηθικούς
όρους και όλες οι πράξεις ξεκινούν από το πλαίσιο σκοπιμότητας τους εκτελεστή τους και αυτό το
πλαίσιο είναι που τους δίνει την ηθική αξία. Αυτό που είναι βασικό για την διαμόρφωση αυτού του
πλαισίου είναι η αναγκαία γνώση χωρίς αυτή το πλαίσιο σκοπιμότητας δεν είναι διαμορφωμένο με
κατάλληλο τρόπο και δεν του επιτρέπει να εκτελέσει τις πράξεις όπως πρέπει.
Θα μπορούσε όμως κάποιος να πει ότι η αναγκαία αυτή γνώση από μόνη της δεν μπορεί να μας
οδηγήσει στην εκτέλεση της ηθικής πράξης και αυτό γιατί θα μπορούσε κάποιος να έχει αυτή την
γνώση και να μην την χρησιμοποιεί
Κατά τον Σωκράτη ο ψυχολογικά υγιής που έχει γνώση θα την χρησιμοποιήσει για δύο λόγους.
Πρώτον επειδή όπως λέγει ο Σωκράτης είναι όλοι θέλουν το προσωπικό καλός τους είναι αδύνατος
για κάποιον να μην χρησιμοποιήσει την γνώση αφού γνωρίζει ότι είναι αυτό που μπορεί να
προωθήσει τα συμφέροντά του.
Συμφωνα με την ψυχολογία της πράξης είναι αδύνατος για κάποιον να αποφασίσει να μην κάνει
αυτό που θεωρεί ότι είναι καλό.
Όλες οι αποφάσεις του ανθρώπου παίρνονται μέσα στο στοχαστικό του πλαίσιο που αυτό
κυβερνάται από την γνωσιολογική αντίληψη εκείνου στον οποίο ανήκει και εξαρτάται λοιπόν από
την γνώση του άρα για τον Σωκράτη είναι αδύνατος για κάποιον να πάρει μια απόφαση που δεν του
την υποδεικνύει η γνώση του.

ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Ο Σωκράτης επιμένει ότι δεν γνωρίζει τις ερωτήσεις που θέτει και σε όλες τις συζητήσει
καταφέρνει να αποδεικνύει ότι τελικά και αυτοί που νόμιζαν ότι γνώριζαν τελικά δεν γνωρίζουν
τίποτα αλλά ο Σωκράτης θέλει να βρει απαντήσεις στις ερωτήσεις του και καλεί τους συνομιλητές
του που νόμιζαν ότι είχαν γνώση να βρουν μαζί τις απαντήσεις.
Ο Σωκράτης ξεκινά από ένα μύθο από τους πυθαγόρειους και λέγει ότι η ψυχή πριν κατοικήσει στο
σώμα μας είχε αποκτήσει γνώση για όλα τα θεωρητικά θέματα. Όταν όμως ενώθηκε με το σώμα την
ξέχασε αυτή την γνώση αλλά έχει την δυνατότητα να την ξαναθυμηθεί και συχνά το καταφέρνει
.Έτσι λέγει ο Πλάτωνας ότι αυτό που αποκαλούμε μάθηση στην ουσία είναι ανάμνηση.
Για να το αποδείξει θέτει ένα γεωμετρικό πρόβλημα στον δούλο τον Μενωνα που δεν γνωρίζει
καθόλου γεωμετρία. Ο δούλο προσπαθεί να το λύσει λέγοντας ότι είναι εύκολο αλλά στην συνεχεία
αντιμετωπίζει δυσκολίες Μια παρέμβαση του Σωκράτη στο γεωμετρικό πρόβλημα είναι αρκετή να
κάνει τον Μενωνα τελικά να δώσει την λύση στο πρόβλημα Ο Σωκράτης πιστεύει ότι ο λόγος που ο

3
δούλος έλυσε το πρόβλημα ήταν οι ερωτήσεις του Σωκράτη που του επέτρεψαν να ξαναθυμηθεί μια
ξεχασμένη γνώση.
Βασικό στην έρευνα είναι να έχουμε ένα βαθμό γνώσης του ζητούμενου και για να βρούμε αυτό
που ζητάμε θα πρέπει να το αναγνωρίσουμε σαν ζητούμενο αλλά για να το αναγνωρίσουμε θα πρέπει
να το ξέρουμε ήδη. Συμφωνα λοιπόν με τον Σωκράτη ο δούλος έχει γνώση πριν η ψυχή του έρθει και
κατοικήσει στο σώμα του. Δεν είναι δύσκολο να κάνουμε ανακαλύψεις γιατί η ανακάλυψη είναι
στην πραγματικότητα αναγνώριση.
Ο Πλάτωνας λέγει ότι υπάρχει μια μεταφυσική σχέση ανάμεσα σε εμάς και την φύση, μια σχέση
που έχει γνωσιολογικές επιπτώσεις και λόγω αυτής της σχέσης είμαστε σε θέση να αναγνωρίζουμε
την αλήθεια όταν την \συναντήσουμε Για να μπορεί η ψυχή να βρει την αλήθεια θα πρέπει να
ευαισθητοποιηθεί και αυτό σήμαινε να αποδεχτεί το δεν γνωρίζει αυτά που νόμιζε ότι γνώριζε. Και
έτσι η ψυχή μπαίνει σε γνωσιολογική ετοιμότητα.
Δεν σημαίνει όμως ότι πάντα πρέπει να υπάρχει ένα Σωκράτης για να ευαισθητοποιηθεί την
ψυχή αλλά σημαίνει ότι για να βρει κάποιος θα πρέπει να ψάξει και κάνεις δεν ψάχνει κάτι αν
δεν είναι πεπεισμένος ότι δεν το έχει

ΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ.


Στον Φαίδωνα ο Σωκράτης μας αποδεικνύει ότι ξαναθυμόμαστε την ξεχασμένη γνώση και λέγει
ότι όλοι μας έχουμε μια γνώση σχετικά με την ισότητα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε αρκετή
γνώση για να μπορούμε να κρίνουμε αν δύο πράγματα είναι ίσια ή οχι. Από πού την βρήκαμε λοιπόν
αυτή την γνώση? θα μπορούσαμε να πούμε ότι την αποκτήσαμε βλέποντας τα πράγματα αλλά αυτά
πάλι μας φαίνονται άλλες φορές ίσα και άλλες όχι. Άρα τα πράγματα από μόνα τους δεν μπορούνε
να παρουσιάσουν την ισότητα και άρα την γνώση την έχουμε από κάπου αλλού. Συνεπώς την γνώση
την έχουμε αποκτήσει από κάπου αλλού και κάνουμε κρίσεις Και αυτή την γνώση την έχουμε
αποκτήσει από τις οντότητες που είναι οι ιδέες.
Τα αισθητά λοιπόν από μόνα τους είναι οντολογικά ανεπαρκή και δεν μπορούν να μας
παρουσιάσουν την αλήθεια γιατί δεν μπορούν και αν ακόμα την έχουν αυτή την δυνατότητα την
έχουν ανεπαρκώς και γιαυτό οι κρίσεις μας για την ισότητα είναι αντιφατικές άλλες φορές βλέπουμε
τα ξυλά ίσα και άλλες όχι.
Εδώ βρίσκεται και η θεωρία του Πλάτωνα ότι οι αισθήσεις αδυνατούν να μας οδηγήσουν στην
αληθινή γνώση. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι αν οι αισθήσεις ήταν εφοδιασμένες καλύτερα θα
μπορούσαν να μας οδηγήσουν στην γνώση, σημαίνει ότι οι αισθήσεις είναι εφοδιασμένες για
συγκεκριμένους γνωσιολογικούς σκοπούς και ο σκοπός τους είναι να μας παρουσιάσουν μια
αντικειμενική και αληθινή εικόνα των αισθητών. Πράγματι οι αισθήσεις παρουσιάζουν τα αισθητά
όπως αυτά είναι αλλά επειδή αυτά είναι οντολογικά ανεπαρκή η εικόνα που μας παρουσιάζουν
είναι ασταθείς. Και είναι κατάλληλες για γνωσιολογική επαφή μόνο με τα αισθητά.
Από την μια λοιπόν τα αισθητά δεν μπορούν να μας αποκαλύψουν την αλήθεια αλλά από την άλλη
είναι σημαντικά γιατί οι αισθήσεις είναι το μέσο που ερχόμαστε σε γνωσιολογική επαφή με τον
κόσμο για πρώτη φορά. Αυτός είναι ένας λόγος αλλά ο πιο σημαντικό λόγος είναι ότι ακριβώς αυτή
η αστάθεια τους είναι που γεννά ερωτηματικά και ερεθίζουν την νόηση προκαλώντας την να
απαντήσει και αυτή η νόηση είναι που μας οδηγεί στις ιδέες και τελικά στην γνώση.
Αυτή η ενεργοποίηση της γνώσης είναι που μας οδηγεί στις ιδέες και τελικά στην γνωσιολογική
μας πρόοδο.
Οι ιδέες είναι από την φύση τους οντολογικά επαρκείς και πραγματικά αντικείμενα γνώσης και
αφού οι αισθήσεις μας φέρνουν σε επαφή μόνο με τα αισθητά εκείνο που απομένει για να έρθουμε
σε επαφή με τις ιδέες είναι η νόηση.
Το φιλοσοφικό κίνητρο του Πλάτωνα είναι ότι αν βασιστούμε αποκλειστικά στην μαρτυρία των
αισθήσεων τότε αφήνουμε έξω τις νοηματικές κατηγορίες που είναι οι ιδέες βάσει των οπιων
ερμηνεύουμε την μαρτυρία

4
Όταν π.χ. βλέπουμε ξύλα ή πέτρες πιστεύουμε ότι οι πληροφορίες που μας παρέχουν έχουν να
κάνουν απλώς με αντικείμενα που κατέχουν μια θέση στο χώρο. Αυτό όμως που βλέπουμε δεν είναι
το αντικείμενο αυτό καθεαυτό. Το αντικείμενο αυτό καθαυτό είναι ένα νοηματικό μέγεθος αλλά
αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κατασκεύασμα της νόησης μας. Έχει την δική του οντολογική υπόσταση
είναι διαφορετικό από αλλά και ίδιο μόνο με τον εαυτό του. Είναι νοηματικό γιατί το
συλλαμβάνουμε με την νόηση και όχι με τις αισθήσεις.
Επίσης λέγει ο Πλάτωνας ότι είναι λάθος να λέμε τι είναι αυτό που κάνει κάτι ωραίο αποκλειστικά
και μόνο βασιζόμενοι στις ορατές του ιδιότητας Γιατί οι ορατές αυτές ιδιότητες είναι αυτές που το
κάνουν ωραίο θα πρέπει κάνουν ωραίο και οτιδήποτε άλλο μέσα στο οποίο αυτές βρίσκονται. Αυτό
είναι λάθος γιατί μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τα ίδια χρώματα σε κάτι που είναι ωραίο και σε
κάτι που είναι άσχημο. Άρα δεν είναι τα χρώματα και οι άλλες ορατές ιδιότητες που κάνουν κάτι
όμορφο. Θα πρέπει αν είναι κάτι άλλο και αυτό το άλλο είναι ι ιδέα του κάλλους.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2.2
ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ
Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι ο νεαρός δούλος δεν έχει πραγματική γνώση ( επιστήμη) παρόλο που
βρήκε την λύση του προβλήματος. Κατά την άποψή του ο νεαρός έχει την σωστή γνώμη.
Κατά τον Πλάτωνα υπάρχουν τρεις γνωσιολογικές καταστάσεις.
Η απλή γνώμη, ( δόξα) όταν κάποιος πιστεύει ότι η γνώμη του είναι σωστή χωρίς να είναι σίγουρος.
Η σωστή γνώμη που είναι μεταξύ απλής γνώμης και γνώσης . Διαφέρει από την απλή γνώμη στο
έξης.
Πρώτον μπορεί να είναι σωστή ή όχι. Η σημαντικής της ιδιότητα είναι ότι η σωστή γνώμη δίνει
κάποια ένδειξη στον κάτοχο της ότι είναι πράγματι σωστή εν αντιθέσει με την απλή γνώμη.
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα ο νεαρός βασίστηκε στην γνώμη του και βρήκε τη λύση στο
πρόβλημα. Η σωστή γνώμη όμως δεν είναι και γνώση. Γιατί ο νεαρός δεν γνωρίζει το θεώρημα που
θα μπορούσε να αποδείξει γιατί ή διαγώνιος στο πρόβλημα έχει αυτή την ιδιότητα. Αν λοιπόν ήξερε
το θεώρημα και την σχέση του με άλλα θεωρήματα της γεωμετρίας θα ήταν σε θέση να πούμε ότι
έχει πράγματι γνώση. Και όταν θα έχει γνώση θα έχει και απόδειξη και θα μπορεί αυτήν την
απόδειξη να την χρησιμοποιήσει και να πείσει οποιοδήποτε
Έτσι εδώ βλέπουμε τα χαρακτηριστικά της γνώσης
Πρώτον το αντικείμενο της είναι η αλήθεια
Δεύτερον κάποιος που είναι σε κατάσταση γνώσης μπορεί να εξηγήσει αν είναι αλήθεια αυτό το
οποίο γνωρίζει και να δώσει και τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους είναι αλήθεια και το
πώς αυτοί οι λόγοι συνδέονται μεταξύ τους.
Πρέπει να πούμε ότι για τον Πλάτωνα η παρουσίαση της σωστής γνώμης είναι σημαντική και το
βλέπουμε αυτό αν παρατηρήσουμε τις δυσκολίες που εμποδίζουν την απλή γνώμη να γίνει γνώση.
Ένα σύνολο απόψεων μπορεί να συγκροτήσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα όπου τα μέλη θα
βρίσκονται σε αμοιβαία συμφωνία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η συμφωνία αυτή είναι και η
αλήθεια. Πολλές λανθασμένες απόψεις μπορούν να είναι σε συμφωνία μεταξύ τους. Μόνον η σωστή
γνώμη συμφωνα με την ανάμνηση μπορεί να είναι ένδειξη αλήθειας και έτσι να μπορεί κάποιος να
είναι σίγουρος ότι έχει βρει κάποιες αλήθειες πριν μπει στην θέση να εξηγήσει γιατί είναι αλήθειες.
Έτσι τοποθετεί την έρευνα του στην σωστή κατεύθυνση.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ


Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι ο νεαρός δούλος δεν έχει πραγματική γνώση ( επιστήμη) παρόλο που
βρήκε την λύση του προβλήματος. Κατά την άποψή του ο νεαρός έχει την σωστή γνώμη.

5
Κατά τον Πλάτωνα υπάρχουν τρεις γνωσιολογικές καταστάσεις.
Η απλή γνώμη, ( δόξα) όταν κάποιος πιστεύει ότι η γνώμη του είναι σωστή χωρίς να είναι σίγουρος.
Η σωστή γνώμη που είναι μεταξύ απλής γνώμης και γνώσης . Διαφέρει από την απλή γνώμη στο
έξης.
Πρώτον μπορεί να είναι σωστή ή όχι. Η σημαντικής της ιδιότητα είναι ότι η σωστή γνώμη δίνει
κάποια ένδειξη στον κάτοχο της ότι είναι πράγματι σωστή εν αντιθέσει με την απλή γνώμη.
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα ο νεαρός βασίστηκε στην γνώμη του και βρήκε τη λύση στο
πρόβλημα. Η σωστή γνώμη όμως δεν είναι και γνώση. Γιατί ο νεαρός δεν γνωρίζει το θεώρημα που
θα μπορούσε να αποδείξει γιατί ή διαγώνιος στο πρόβλημα έχει αυτή την ιδιότητα. Αν λοιπόν ήξερε
το θεώρημα και την σχέση του με άλλα θεωρήματα της γεωμετρίας θα ήταν σε θέση να πούμε ότι
έχει πράγματι γνώση. Και όταν θα έχει γνώση θα έχει και απόδειξη και θα μπορεί αυτήν την
απόδειξη να την χρησιμοποιήσει και να πείσει οποιοδήποτε
Έτσι εδώ βλέπουμε τα χαρακτηριστικά της γνώσης
Πρώτον το αντικείμενο της είναι η αλήθεια
Δεύτερον κάποιος που είναι σε κατάσταση γνώσης μπορεί να εξηγήσει αν είναι αλήθεια αυτό το
οποίο γνωρίζει και να δώσει και τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους είναι αλήθεια και το
πώς αυτοί οι λόγοι συνδέονται μεταξύ τους.
Πρέπει να πούμε ότι για τον Πλάτωνα η παρουσίαση της σωστής γνώμης είναι σημαντική και το
βλέπουμε αυτό αν παρατηρήσουμε τις δυσκολίες που εμποδίζουν την απλή γνώμη να γίνει γνώση.
Ένα σύνολο απόψεων μπορεί να συγκροτήσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα όπου τα μέλη θα
βρίσκονται σε αμοιβαία συμφωνία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η συμφωνία αυτή είναι και η
αλήθεια. Πολλές λανθασμένες απόψεις μπορούν να είναι σε συμφωνία μεταξύ τους. Μόνον η σωστή
γνώμη συμφωνα με την ανάμνηση μπορεί να είναι ένδειξη αλήθειας και έτσι να μπορεί κάποιος να
είναι σίγουρος ότι έχει βρει κάποιες αλήθειες πριν μπει στην θέση να εξηγήσει γιατί είναι αλήθειες.
Έτσι τοποθετεί την έρευνα του στην σωστή κατεύθυνση.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2.3
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΙΔΕΩΝ
ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΙΔΕΩΝ
ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΑ

Στο Μενωνα ο Πλάτωνας δεν μας παρουσιάζει με πειστικά επιχειρήματα τελικά τι είναι αυτό που
θυμόμαστε σύμφωνα με τη θεωρία της ανάμνησης.
Ποίες είναι οι αιτίες που ξεκινούν από την προηγούμενη ξεχασμένη γνώση και κάνουν τον νεαρό
να πιστεύει ότι έχει μπροστά του την αλήθεια. Θα μπορούσε το αίτιο να μην είναι η ανάμνηση της
πραγματικής γνώσης και απλά να έτυχε στην συγκεκριμένη περίπτωση να μα δείχνει κάτι που είναι
σωστό.
Στον Φαίδωνα ο Πλάτωνας παρουσιάζει ένα επιχείρημα που αποδεικνύει ότι ξαναθυμόμαστε
ξεχασμένη γνώση και λέγει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια κάποια γνώση για την ισότητα και ενώ
δεν έχουμε π συγκεκριμένη περίπτωση να μα δείχνει κάτι που είναι σωστό.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΙΔΕΩΝ


ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΑ

6
Στο Μενωνα ο Πλάτωνας δεν μας παρουσιάζει με πειστικά επιχειρήματα τελικά τι είναι αυτό που
θυμόμαστε σύμφωνα με τη θεωρία της ανάμνησης.
Ποίες είναι οι αιτίες που ξεκινούν από την προηγούμενη ξεχασμένη γνώση και κάνουν τον νεαρό
να πιστεύει ότι έχει μπροστά του την αλήθεια. Θα μπορούσε το αίτιο να μην είναι η ανάμνηση της
πραγματικής γνώσης και απλά να έτυχε στην συγκεκριμένη περίπτωση να μα δείχνει κάτι που είναι
σωστό.
Στον Φαίδωνα ο Πλάτωνας παρουσιάζει ένα επιχείρημα που αποδεικνύει ότι ξαναθυμόμαστε
ξεχασμένη γνώση και λέγει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια κάποια γνώση για την ισότητα και ενώ
δεν έχουμε π συγκεκριμένη περίπτωση να μα δείχνει κάτι που είναι σωστό.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΙΔΕΩΝ


ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΑ

Στο Μενωνα ο Πλάτωνας δεν μας παρουσιάζει με πειστικά επιχειρήματα τελικά τι είναι αυτό που
θυμόμαστε σύμφωνα με τη θεωρία της ανάμνησης.
Ποίες είναι οι αιτίες που ξεκινούν από την προηγούμενη ξεχασμένη γνώση και κάνουν τον νεαρό
να πιστεύει ότι έχει μπροστά του την αλήθεια. Θα μπορούσε το αίτιο να μην είναι η ανάμνηση της
πραγματικής γνώσης και απλά να έτυχε στην συγκεκριμένη περίπτωση να μα δείχνει κάτι που είναι
σωστό.
Στον Φαίδωνα ο Πλάτωνας παρουσιάζει ένα επιχείρημα που αποδεικνύει ότι ξαναθυμόμαστε
ξεχασμένη γνώση και λέγει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε μια κάποια γνώση για την ισότητα και ενώ
δεν έχουμε π συγκεκριμένη περίπτωση να μα δείχνει κάτι που είναι σωστό.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2.4
ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΣΘΗΤΑ
Ο Πλάτωνας διέκρινε την πραγματικότητα σε δύο επίπεδα στον αισθητό κόσμο που
χαρακτηριστικό του είναι η μεταβλητότητα των πραγμάτων και τον ιδεατό κόσμο που διέπεται από
σταθερότητα των οντοτήτων που τον συνθέτουν. Τα αισθητά είναι εκείνα τα πράγματα που
μπορούμε να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας Οι αισθήσεις όμως δεν μπορούνε να μας
οδηγήσουν στην γνώση γιατί υποφέρουν από μια επιστημολογική ανεπάρκεια που δεν τους
επιτρέπει να διεισδύσουν στην αλήθεια. Οι αισθήσεις έχουν δουλειά τους να μας παρουσιάσουν μια
αντικειμενική και αληθινή εικόνα να μας παρουσιάσουν τα αισθητά όπως αυτά είναι αλλά επειδή
αυτά είναι οντολογικά ανεπαρκή η εικόνα που μας παρουσιάζεται είναι και αυτή ασταθής . Οι
αισθήσεις μας είναι εντελώς ακατάλληλες ως μέσα γνωσιολογικής επαφής με οτιδήποτε άλλο εκτός
από τα αισθητά . Από την μια λοιπόν δεν μπορούν να μας αποκαλύψουν την αλήθεια από την άλλη
είναι απαραίτητες γιατί είναι το μέσο με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή με τον κόσμο για πρώτη
φορά. Είναι σημαντικές γιατί είναι η μαρτυρία τους είναι ασταθής και αυτή η αστάθεια γεννά
ερωτηματικά που ερεθίζουν την γνώση προκαλώντας την να τα απαντήσεις και έτσι
δραστηριοποιείται η νόηση που μας οδηγεί στις ιδέες

Τι είναι οι ιδέες

Για τον Πλάτωνα για κάθε αισθητό πράγμα υπάρχει αντίστοιχη ιδέα π.χ. για όλα τα τραπέζια υπάρχει
και η ιδέα του τραπεζιού, για όλες τις δίκαιες πράξεις υπάρχει η ιδέα της δικαιοσύνης. Η ιδέα είναι ο
τροφοδότης της ύπαρξης των αντίστοιχων αισθητών πραγμάτων. Π.χ το τραπέζι που βρίσκεται στο
δωμάτιο μου είναι τραπέζι επειδή παρίσταται σε αυτό η ιδέα του τραπεζιού. Αν από το τραπέζι
απουσίαζε η ιδέα του τραπεζιού τότε αυτό δεν θα ήταν τραπέζι θα ήταν κάτι άλλο. Τα τραπέζια

7
λοιπόν και όλα τα πράγματα που βλέπω με τις αισθήσεις μου είναι αντίγραφα της ιδέας του
τραπεζιού. Είναι όπως τα είδωλα των όντων στον καθρέφτη που δεν υπάρχουν από μόνα τους αλλά
υφίστανται σαν αντίγραφα κάποιων άλλων όντων που υπάρχουν πράγματι . Έτσι το τραπέζι που το
βλέπω το αγγίζω κτυπώ πάνω του το χέρι μου δεν υπάρχει, αυτό που υπάρχει είναι η ιδέα του
τραπεζιού που δεν την συλλαμβάνω με τις αισθήσεις μου αλλά είναι δυνατό να την σκεφτώ μόνο με
το μυαλό μου
Οι ιδέες έχουν να κάνουν με την νόηση. Είναι αιώνιες, νοητές αναλλοίωτες οντότητες στο χώρο
και στο χρόνο, όχι κατασκευάσματα της νόησης μας και η σχέση που έχουμε με αυτές είναι σχέση
γνώσης που προϋποθέτει τον γνώστη και το αντικείμενο της γνώσης. Οι ιδέες έχουν ανεξάρτητη
οντολογική υπόσταση και μπορεί να τις συλλάβει η νόηση μας.
Η επαφή μας με αυτές τις οντότητες δεν γίνεται διαμέσου των αισθήσεων έχει όμως γνωσιολογικές
επιπτώσεις που αφορούν άμεσα τις αισθήσεις. Άρα καταλήγουμε ότι ιδέες και αισθητά σχετίζονται
άμεσα και μπορούμε να κάνουμε κρίσεις για τα αισθητά στηριζόμενοι στις ιδέες Αυτή η σχέση
ιδεών και αισθητών είναι για τον Πλάτωνα σχέση αιτιολογική. Οι ιδέες είναι οι αιτίες των αισθητών
τόσο γνωσιολογικές όσο και οντολογικές. Είναι γνωσιολογικές αιτίες γιατί μας δίνουν την
γνώση για να αντιληφθούμε τα αισθητά και δεν θα ήταν γνωσιολογικές αν δεν ήταν πρώτα
οντολογικές. Ως γνωσιολογικές αιτίες είναι πρότερες των αισθητών γιατί αν δεν είχαμε μια
γνωσιολογική επαφή μαζί τους πως θα μπορούσαμε να κάνουμε κρίσεις για τις ιδιότητες των
αισθητών? Ως οντολογικές αιτίες είναι υπεύθυνες για την ύπαρξη των αισθητών γιατί είναι
οντολογικά υπεύθυνες για τις ιδιότητές τους
Για τον Πλάτωνα οτιδήποτε αισθητό που υπάρχει γύρω μας είναι ένα σύνολο ιδιοτήτων και ότι
υπάρχει σε αυτόν τον αισθητό κόσμο χρωστά την οντολογική του υπόσταση απολύτως και μόνον
στις ιδέες

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2.5.
ΝΟΗΣΗ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ
Όπως είπαμε ο Πλάτωνας δεν θεωρεί ότι τα αισθητά μπορούν αν μας αποκαλύψουν τις ιδιότητες
που έχουν. Τα ξύλα και οι πέτρες δεν μας παρουσιάζουν την ισότητα. Για αυτό και έχουμε ανάγκη
τις ιδέες για να κάνουμε τις κρίσεις μας. Τα αισθητά δεν είναι σε θέση να μας παρουσιάσουν τις
ιδιότητες τους γιατί έχουν οντολογική ανεπάρκεια. Εδώ βρίσκεται και η άποψη του Πλάτωνα ότι οι
αισθήσεις αδυνατούν να μας οδηγήσουν στην αληθινή γνώση. Οι αισθήσεις μας είναι εφοδιασμένες
για να μας παρουσιάσουν μια αντικειμενική και αληθινή εικόνα των αισθητών όπως αυτά ακριβώς
είναι. Τα αισθητά είναι οντολογικά ανεπαρκή και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να
παρουσιάζουν μια εικόνα γνωσιολογικά ασταθή. Οι αισθήσεις είναι κατάλληλες για γνωσιολογική
επαφή μόνο με τα αισθητά που είναι οντότητες ανεπαρκείς άρα και η γνωσιολογικής τους συμβολή
είναι περιορισμένη. Έτσι απ την μια η συμβολή τους είναι περιορισμένη για να μας αποκαλύψουν
την αλήθεια απ την άλλη είναι απαραίτητη η συμβολή τους αυτή. Βέβαια οι αισθήσεις μας φέρνουν
σε επαφή με τον κόσμο για πρώτη φορά αλλά είναι και σημαντικές ακριβώς γιατί η μαρτυρία τους
είναι ασταθής. Αυτή η αστάθεια είναι που γεννά τα ερωτηματικά και έτσι ερεθίζεται η νόηση η
οποία και δραστηριοποιείται και μας οδηγεί στις ιδέες και στην γνώση.
Oι ιδέες είναι αμετάβλητες όπως είπαμε και οντολογικά πληρως επαρκείς. Οι ιδέες είναι τα
πραγματικά αντικείμενα της γνώσης. Και αφού οι αισθήσεις μας φέρνουν σε επαφή μόνο με τα
αισθητά εκείνο που απομένει για να έρθουμε σε επαφή με τις ιδέες και τελικά την γνώση είναι η
νόηση. Εδώ κρύβεται και το φιλοσοφικό κίνητρο του Πλάτωνα. Το φιλοσοφικό του κίνητρο είναι ότι
αν βασιστούμε αποκλειστικά στην μαρτυρία των αισθήσεων τότε παραβλέπουμε τις νοηματικές
κατηγορίες που είναι οι ιδέες βάσει των οποίων μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτή τη μαρτυρία των
αισθήσεων.
Βλέπουμε τα ξύλα και τις πέτρες και πιστεύουμε ότι αυτές οι πληροφορίες που μας παρέχουν
έχουν να κάνουν με αντικείμενα που καταλαμβάνουν κάποια θέση στον χώρο. Αλλά οι αισθήσεις δεν
μας παρουσιάζουν το αντικείμενο ως αντικείμενο και δεν βλέπουμε το αντικείμενο αυτό καθαυτό,
8
αυτό που βλέπουμε είναι κάτι που το συλλαμβάνουμε νοηματικά σαν κάποιο αντικείμενο. Το
αντικείμενο είναι ένα νοηματικό μέγεθος και δεν σημαίνει ότι είναι δημιούργημα της νόησης μας,
έχει την δική του οντολογική υπόσταση . Καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο αυτό το αισθητό υπάρχει
και εμείς το συλλαμβάνουμε σαν ένα πράγμα διαφορετικό από τα άλλα. Το αντικείμενο παίζει
βασικό ρόλο στην δομή του κόσμου όπως αυτός είναι αλλά είναι νοηματικό μέγεθος επειδή το
συλλαμβάνουμε μόνο με την νόηση και όχι με τις αισθήσεις.
Επίσης ο Πλάτωνας με τον ίδιο τρόπο λέγει ότι δεν μπορούμε να ξέουμε τι είναι αυτό που κάνει
ωραίο ένα αντικείμενο βλέποντας τις ιδιότητες του. Οι ορατές ιδιότητες ενός αντικειμένου αν
πράγματι είναι αυτές που το κάνουν ωραίο θα πρέπει να ωραιοποιούν και τα αλά αντικείμενα στα
οποία τα βλέπουμε. Αλλά αυτό δεν ισχύει γιατί βλέπουμε κάποια αντικείμενα που έχουν τις ίδιες
ορατές ιδιότητες και είναι άσχημα . Τι είναι λοιπόν αυτό εκτός των ορατών ιδιοτήτων που μας κάνει
να λέμε ότι είναι όμορφο? Ο Πλάτωνας λέγει ότι είναι η ιδέα του κάλλους και το πράγμα που
κρίνουμε ότι είναι ωραίο μετέχει σε αυτήν την ιδέα

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2.6.
Η ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ

Η νόηση είναι εκείνο το στοιχείο με το οποίο ερχόμαστε σε επαφή με τις ιδέες και έτσι φτάνουμε
στην πλήρη γνώση των ιδεών. Η έδρα της νόησης είναι η ψυχή
Οι αισθήσεις είναι τα στοιχεία με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή με τα αισθητά και μπορούμε να
τα γνωρίσουμε. Η έδρα των αισθήσεων είναι το σώμα.
Πολλές φορές συμβαίνει να θέλουμε κάτι ταυτόχρονα και να μην το θέλουμε . Αλλά κατά τον
Πλάτωνα δεν μπορεί η ψυχή να φάσκει και να αντιφάσκει για αυτό καταλήγει στο συμπέρασμα ότι
υπάρχουν τρία μέρη ψυχής
Το πρώτο λέγεται επιθυμητικόν και είναι αυτό που θέλει να γίνει αυτό το κάτι και έχει να κάνει
με τα πάθη και τις επιθυμίες.
Το δεύτερο λέγεται λογιστικόν και είναι το μέρος που έχει την αντίθετη άποψη και έχει να κάνει
με τον στοχασμό.
Το τρίτο λέγεται θυμοειδές και είναι ανεξάρτητο από τα άλλα δύο και προσανατολίζεται με την
προστασία της τιμής. Πολλές φορές όμως κάνουμε κάτι παρόλο που θεωρούμε ότι δεν είναι καλό για
μας και αφού μάλιστα το κάνουμε θυμώνουμε με τον εαυτό μας γιατί το κάναμε.
Μπορούμε όμως να αναρωτηθούμε πως είναι δυνατό η ψυχή να χωρίζεται σε τρία μέρη? Κατά τον
Πλάτωνα ο χωρισμός της ψυχής σε τρία μέρη σημαίνει τρεις διαφορετικές πηγές κινήτρων στον
άνθρωπο, τρία διαφορετικά είδη ευχαρίστησης
Το διανοητικό μέρος που ελκύεται από την ευχαρίστηση που παρέχει η γνώση
Ο θυμός που προσανατολίζεται προς την τιμή και βρίσκει ευχαρίστηση σε ενασχολήσεις που έχουν
να κάνουν με την προστασία της προσωπικής μας τιμής
Οι επιθυμίες που προσανατολίζονται προς τις σωματικές ηδονές και την απόκτηση πλούτου.
Το διανοητικό μέρος είναι το μόνο που ελκύεται από ευχαριστήσεις που έχουν να κάνουν με το
μακροπρόθεσμο καλό
Τα άλλα δύο μέρη ασχολούνται με τις δικές τους απολαύσεις και δεν ενδιαφέρονται για το
μακροπρόθεσμο καλό του οργανισμού. Μπορούν να αναγνωρίζουν την προσωρινή ευχαρίστηση και
να προσπαθούν να την αποκτήσουν αμέσως και δεν μπορούν να έχουν άποψη για το πώς θα
μεγιστοποιήσουν την δική τους ικανοποίηση.
Ο θυμός και το επιθυμητικό αποβλέπουν στην άμεση ικανοποίηση τους που μπορεί να έρχεται σε
σύγκρουση με το γενικό καλό του οργανισμού
Παρόλα αυτά ο Πλάτωνας πιστεύει ότι υπάρχει μια συγγένεια μεταξύ του διανοητικού και του
θυμού αν δηλαδή κάποιος παρατηρήσει ότι απειλείται η τιμή του ατόμου υπεραμύνεται παρά την
άποψη του διανοητικού μέρους που λέγει να μην αντιδράσει καθόλου.

9
Αν πάλι υπάρχει σύγκρουση του διανοητικού με το επιθυμητικόν τότε ο θυμός υποστηρίζει το
διανοητικό γιατί γενικά δέχεται απόψεις που αφορούν το γενικό καλό

Ενότητα 3.2.7.
Η Πλατωνική Πολιτεία
Ο Πλάτωνας είναι ο μόνος ίσως φιλόσοφος που λέγει ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στην
ψυχολογία των ανθρώπων και του κράτους και το κράτος είναι ένας συγκεκριμένος τα τρόπος
οργάνωσης μιας κοινωνικής ομάδας και είναι εκείνο που οργανώνει την ζωή των ανθρώπων Η
πολιτεία του Πλάτωνα θέτει το ερώτημα τι είναι δικαιοσύνη με την έννοια ποια είναι η ιδεατή
δικαιοσύνη και όχι πως την αντιλαμβανόμαστε. Γιατί αυτό και προσπαθεί να την παρουσιάσει μέσα
στο πλαίσιο μιας ιδεατής πολιτείας που την κατασκευάζει νοητικά
Αυτή η πολιτεία έχει τρεις τάξεις που είναι οι
παραγωγοί, οι φύλακες και οι κυβερνήτες.
Όλες αυτές οι τάξεις λειτουργούν κανονικά για την σωστή λειτουργία της κοινωνίας
Οι πολίτες τοποθετούνται στις τάξεις αυτές ανάλογα με ποιο από τα τρία μέρη της ψυχής είναι
κυρίαρχο. Έτσι υπάρχουν οι:
Οι παραγωγοί που το κυρίαρχο μέρος της ψυχής είναι το επιθυμητικό και ασχολούνται με τις
χειρονακτικές εργασίες κι είναι επιφορτισμένοι με τον πορισμό των υλικών αγαθών για την
συντήρηση της πο+9λιτείας.
Οι φύλακες μέρος της ψυχής είναι το θυμοειδές και είναι υπεύθυνοι για την προάσπιση της
πολιτείας και την προστασία της από του εχθρούς.
Οι κυβερνώντες είναι εκείνοι που το κυρίαρχο μέρος της ψυχής είναι το λογιστικό και είναι εκείνοι
που ασκούν την εξουσίας και όλοι πρέπει να υπακούουν σε αυτούς
Οι πολίτες τοποθετούνται στις διάφορες κατηγορίες και δεν αποφασίζουν αυτοί σε ποια τάξη θα
γίνουν μέλη και αφού τοποθετηθούν δεν μπορούν αν αλλάξουν τάξη. Η καταγωγή και το φύλο δεν
είναι εμπόδιο για να ενταχθεί κάποιος στην τάξη των κυβερνητών ακόμη και για τους δούλους.
Αντίθετα πάλι τα παιδιά των κυβερνητών μπορεί να βρεθούν στην τάξη των παραγωγών ή των
φυλάκων.
Το μέσο για να γίνει η ταξινόμηση είναι η παιδεία που αποτελεί ευθύνη του κράτος και ιδιαίτερα η
επίδοση στα μαθηματικά. Αυτοί που αποχωρούν από την εκπαίδευση και πηγαίνουν στην τάξη των
παραγωγών και αυτοί που αποχωρούν αργότερα πηγαίνουν στην τάξη των φυλάκων ενώ αυτοί που
προχωρούν συνεχίζουν την εκπαίδευση στη φιλοσοφία και γίνονται κυβερνήτες
Οι κυβερνήτες έχουν στα χέρια τους την δικαστική την νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία
χωρίς να τις διαχωρίζει ο Πλάτωνας σημαίνει ότι οι κυβερνήτες είναι υπεύθυνοι για τις εξουσίες
αυτές. Μάλιστα παίρνουν αποφάσεις σχετικά με την προστασία του κράτους από εσωτερικούς και
εξωτερικούς κινδύνους. Βοηθοί των κυβερνώντων για την προστασία της πόλης είναι οι φύλακες.
Μια παρεξήγηση της θέσης του Πλάτωνα είναι ότι η ταξινόμηση και τοποθέτηση των πολιτών στις
διάφορες τάξεις έχει να κάνει με την διανοητική τους ικανότητα δηλαδή πόσο έξυπνοι είναι με
κριτήριο της απόδόση τους στα μαθηματικά. Αλλά μπορεί κάποιος να είναι έξυπνος και να μην είναι
καλός στα μαθηματικά επειδή δεν του αρέσουν. Απ τη άλλη μπορεί κάποια μέλη της παραγωγικής
τάξης να είναι μεγαλοφυή έτσι ώστε να μπορούν να παράγουν για το κράτος αλλά να προτιμούν να
ασχολούνται με την παραγωγή
Άρα βασικό στοιχείο για την κατάταξη σε μια τάξη δεν είναι η διανοητική ικανότητα αυτών που
μετέχουν στην εκπαίδευση αλλά ο τρόπος που προτιμούν να την εφαρμόσουν και το αντικείμενο
προς το οποίο την προσανατολίζουν.
Η εκπαίδευση είναι αυτοί που διαπιστώνει την ακριβή ψυχολογική ταυτότητα των μαθητευομένων
και έτσι τους τοποθετεί στην τάξη που πράγματι ανήκουν.
Εδώ υπάρχει και ένα βασικό στοιχείο το οποίο είχε αγνοήσει ο Πλάτωνας και δεν το συζητάει. Πως
μπορεί να είναι σίγουρος ότι υπάρχει εκπαιδευτικό σύστημα που να έχει την δυνατότητα να
διαπιστώνει αλάνθαστα την ψυχολογική ταυτότητα ενός ανθρώπου και πως είναι σίγουρος ότι η
κλίση κάποιου στην πορεία δεν θα μπορούσε να αλλάξει.
10
Στην ιδανική πολιτεία όλα λειτουργούν ιδανικά και κάθε τάξη ε΄χει τις αρετές της
Η αρετή των παραγωγών είναι η σωφροσύνη
Η αρετή των φυλάκων είναι η ανδρεία
Η αρετή των κυβερνητών είναι η σοφία
Έτσι ο καθένας έχει τις αρετές του και επικρατεί δικαιοσύνη με την έννοια ότι κάθε τάξη κάνει την
δουλειά της και δεν παρενοχλεί την άλλη τάξη να κάνει και αυτή τη δικά της
Οι κυβερνήτες έχουν σκοπό να επιβλέπουν το έργο των άλλων και επισημαίνουν τα προβλήματα.
Κάθε τάξη έχει ευθύνη να εκτελεί όλα αυτά που πρέπει να κάνει
η ίδια αυτή η τάξη.
Η αρετή της πολιτείας είναι ένα στοιχείο που εξαρτάται από την αρετή των σοφών κυβερνητών και
δεν μπορεί να υπάρχει μια πολιτεία που να έχει αρετή χωρίς την καθοδήγηση των κυβερνητών.
Η δομή της πολιτείας αντανακλά και την ψυχολογική δομή των ατόμων Γιαυτό και υπάρχει μια
ομοιότητα μεταξύ της αρετής της πολιτείας και εκείνης των πολιτών
Αλλά και κάθε μέρος της ψυχής έχει και αυτό την αρετή του έτσι:
Η αρετή του επιθυμητικού είναι η σωφροσύνη
Η αρετή του θυμοειδούς είναι η ανδρεία
Η αρετή του λογιστικού είναι η σοφία.
Κάποιος είναι σοφός όταν το λογιστικό του γνωρίζει τι είναι ηθικά καλό να πράξει γνωρίζει τον λόγο
για το οποίο είναι καλό
Κάποιος είναι σώφρων όταν τα επιθυμητικά του κίνητρα και η κατεύθυνση που αυτά το στέλνουν
ανταποκρίνονται στο λογιστικό του όταν αυτό είναι σοφό για το γενικό καλό του.
Κάποιος είναι ανδρείος όταν τα κίνητρα και οι πράξεις που ξεκινούν από το θυμοειδές του
καθοδηγούνται από το σοφό λογιστικό του.
Τα άτομα είναι δίκαια όταν τα τρία μέρη της ψυχής του είναι σε ισορροπία και αυτό συμβαίνει όταν
και τα τρία έχουν τη δική τους αρετή.
Το ερώτημα τώρα είναι . Μπορεί κάποιος που δεν είναι σοφός να είναι πραγματικά δίκαιος και να
έχει γενική αρετή?
Η σοφία είναι εκείνη που δρομολογεί το λογιστικό και στον δίκαιο άνθρωπο το λογιστικό παίζει
σπουδαίο ρόλο γιατί προσανατολίζει το επιθυμητικό και το θυμό.
Αν του λείπει αυτή η αναγκαία γνώση πως θα μπορέσει να εκτελέσει σωστά τις υποχρεώσεις του ?
Και αν αυτές δεν εκτελεστούν σωστά πως είναι δυνατόν αυτό το άτομο να είναι ανδρείο και
σώφρον.? Από την άλλη δεν μπορούμε να πόυμε ότι ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι μόνο οι σοφόι είναι
δίκαιοι. Στην πολιτεία του Πλάτων οι κυβερνήτες είναι η πιο μικρή ομάδα. Είναι δυνατόν η ιδανική
πολιτεία που πραγματικά επικρατεί δικαιοσύνη να αποτελείται από μέλη που δεν έχουν την
δυνατότητα να είναι δίκαια?

11
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

O Αριστοτέλης διατύπωσε μια διαφορετική άποψη από τον Πλάτωνα που έλεγε ότι την ουσία
των πραγμάτων ο άνθρωπος πρέπει να την αναζητήσει στον ουράνιο τόπο των ιδεών .
Ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι η ουσία βρίσκεται μέσα στα ίδια τα πράγματα που υπάρχουν
γύρω μας. Ο Αριστοτέλης προσανατολίστηκε στον γήινο κόσμο για την αναζήτηση της
πραγματικότητας
Αντί των πλατωνικών ιδεών ο Α συνδέει την πραγματικότητα με τα « είδη» τα οποία τα
διακρίνει σε δύο κατηγορίες
Στα ένυλα είδη που προϋποθέτουν την ύπαρξη ύλης και τέτοιο είδος είναι ο άνθρωπος που
αποτελείται από υλικά στοιχεία και
στα καθαρά ή αυλα είδη που είναι ο Θεός , ο νους που είναι καθαρά και αιώνια επειδή δεν
κρύβουν μέσα τους ύλη και επομένως καμία μεταβολή
Τα ενυλα είδη δεν είναι αιώνια και εξασφαλίζουν την επιβίωση τους μέσα στο χρόνο με την
αναπαραγωγή δηλαδή ένας άνθρωπος δεν είναι αθάνατος ως ατομική ύπαρξη αλλά το είδος του
είναι αθάνατο μέσα της αναπαραγωγής

Βλέπουμε στο παράδειγμα μια διάκριση μεταξύ του συγκεκριμένου ανθρώπου και του είδους
του ανθρώπου γενικώς. Υπάρχουν πράγματα γύρω μας που υπάρχουν ατομικά και η ύπαρξή τους
δεν μπορεί να αντικατασταθεί με την ύπαρξη κάποιου άλλου. Ο Γαλιλαίος ήταν ένας και
μοναδικός. Υπάρχουν όμως εκτός των συγκεκριμένων προσώπων και πραγμάτων και ολόκληρες
κατηγορίες ή ομάδες πραγμάτων και προσώπων που τις δηλώνουμε με την χρήση επιθέτων όπως
άσχημος, ελαφρύς, μεγάλος. Ένα επίθετο ή ένα όνομα είδους δηλώνει μια καθολική ιδιότητα μια
γενική μορφή κάτω από την οποία μπορεί να υπάρξουν πολλά ετερόκλητα, ατομικά πράγματα
και πρόσωπα.
Μεγάλο μπορεί να είναι ένα λιοντάρι ένα κοντάρι ένα παιδί που ενώ είναι από την φύση τους
διαφορετικά μεταξύ τους ταυτίζονται ως προς το μέγεθος τους
Ο Αριστοτέλης λέγει ότι όλα τα υλικά σώματα αποτελούνται από την άμορφη ύλη και την
μορφής τους
Η μορφή ή η ιδιότητα χάρις στην οποία μια κατηγορία όντων συγκροτούν ένα ορισμένο είδος,
δεν είναι το ίδιο με την ουσία του καθενός από αυτά τα όντα.
Η ουσία λέγει ο Αριστοτέλης είναι κάτι ειδικό είναι το τοδε τι εκείνο που κάνει ένα πράγμα να
είναι αυτό που είναι. Π.χ βλέπω ένα τραπέζι που είναι τετράγωνο ψηλό κίτρινο έχει τέσσερα
πόδια. Σε κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν χρωστά την ύπαρξη του γιατί αν αυτά
αλλάξουν το τραπέζι θα παραμείνει να είναι τραπέζι. Αν όμως το τραπέζι καεί και γίνει στάχτη
τότε δεν υπάρχει πια επειδή καταστράφηκε η ουσία του.
Έτσι για κάθε συγκεκριμένο ον του κόσμου θα πρέπει να διακρίνομε την ουσία του που κάνει
το πράγμα να είναι αυτό που είναι από τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά που για τον Α λέγονται
συμβεβηκότα και που αν μεταβληθούν ή αλλάξουν το ον συνεχίζει να υπάρχει.
Είναι σαφές ότι η ουσία ενός αισθητού όντος υπερέχει των συμβεβηκότων του και η υπεροχή
αυτή είναι οντολογική και γνωστική
Από οντολογική άποψη η ουσία ενός τραπεζιού για παράδειγμα υπερέχει των συμβεβηκότων
του γιατί είναι εκείνη που το κρατά στην ύπαρξη, από γνωστική άποψη υπερέχει η ουσία των
συμβεβηκότων γιατί αν κάποιος κατέχει την ουσία ενός πράγματος γνωρίζει περί τίνος πρόκειται.
Η ουσία ενός πράγματος δεν έχει την παραμικρή επιρροή σε οποιοδήποτε άλλο ον ή ουσία
κάθε πράγματος λέγει ο Α είναι αυτό που προσιδιάζει σε εκείνο και δεν ανήκει σε οτιδήποτε
άλλο.

12
Αντίθετα το είδος είτε πρόκειται για μορφή όπως η μορφή του ανθρώπου που διαμοιράζεται
μεταξύ όλων των ανθρώπινων όντων είτε για ιδιότητα π.χ της γλυκεία γεύση που έχουν όλα τα
γλυκά πράγματα είναι πάντοτε κάτι το γενικό και ως τέτοιο ανήκει σε περισσότερα του ενός
πράγματα
Με δεδομένη την αντίληψη του Α ότι η ουσία αποτελεί κάτι ειδικό το τόδε τι του κάθε
πράγματος σημαίνει ότι το είδος επειδή εκφράζει μια καθολική ποιότητα δεν ταυτίζεται με την
ουσία.
Παρά τη διαφορά τους αυτή η ουσία και το είδος τροφοδοτούν τα πράγματα και τα πρόσωπα
του αισθητού κόσμου με την πραγματική υπόστασή τους και είναι ενσωματωμένα στα αισθητά
πράγματα.

ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ΔΥΝΑΜΕΙ-ΕΝΕΡΓΕΙΑ
Πρόκειται για την θεωρία ότι η μεταβολή μια οντότητας δεν είναι τυχαία, είναι μια εξέλιξη προς
ένα τέλος ένα σκοπό. Αυτό στην περίπτωση του Αριστοτέλη συνδέεται με την έννοια του εν
δυνάμει όντος και του εν ενεργεία οντος μεταξύ εκείνου που δεν υπάρχει ακόμα αλλά έχει την
δυνατότητα να υπάρξει γιατί φέρει μέσα του το σκοπό Έτσι ερμηνεύει ο Αριστοτέλης το
φαινόμενο της μεταβολής των πραγμάτων όχι σαν καταστροφή του Α και εμφάνιση του Β αλλά
σαν μια εσωτερική πορεία του Α προς το Β
Δυνάμει δηλαδή είναι η λανθάνουσα ιδιότητα που βρίσκεται σε ένα σώμα για την ολοκλήρωση
του σκοπού τους
Ενεργεία είναι η κατάσταση στην οποία το φυσικό σώμα έχει πραγματώσει τον σκοπό του. Αυτό
ισχύει για όλα τα σώματα εκτός του Θεού που μόνο ενεργεία.
Η Μεταβολή ενός εν δυνάμει οντος σε ενεργεία ον ορίζεται από κάποιες συνθήκες. Οι συνθήκες
αυτές δεν είναι μόνο φυσικές αλλά δίνουν και εξηγήσεις για την μεταβολή. Σε κάθε μεταβολή
υπάρχει η ερώτηση «γιατί?» και οι απαντήσεις ταξινομούνται σε 4 κατηγορίες. Ο Αριστοτέλης
για ην δημιουργία ενός αγάλματος διακρίνει τέσσερα είδη αιτίας:

 το ειδικό αίτιο που είναι η μορφή που παίρνει το αντικείμενο, το σχήμα του αγάλματος
 Το υλικό που είναι η ύλη που διατηρείται σταθερή καθ ολη την διάρκεια της μεταβολής
το μάρμαρο
 Το ποιητικό αίτιο που αφορά την δραστηριότητα που χρειάζεται για να γίνει η
μεταβολή δηλαδή ο γλύπτης
 Το τελικό αίτιο δηλαδή ο σκοπός της μεταβολής.
Τα δύο πρώτα έχουν να κάνουν με τον υλομορφισμό του Αριστοτέλη και το τελικό αίτιο έχει
να κάνει με το γεγονός ότι όλα βαδίζουν προς ένα σκοπό.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4.3.2
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΣ
Θεμέλιος λίθος της Αριστοτελικής ηθικής είναι η έννοια της ευδαιμονίας που είναι άρρηκτη
συνδεδεμένη με εκείνο του τέλους του σκοπού. Η σχέση είναι η εξής. ΄Εάν αγαθόν μπορεί να
οριστεί αυτό που επιδιώκουμε με τις πράξεις μας τότε οι δραστηριότητες μας κατακερματίζονται
σε στόχους και κάθε στόχος εξυπηρετεί ένα στάδιο για την επίτευξη περαιτέρω σκοπών. Αυτό
όμως θα οδηγούσε σε κατακερματισμό της προσωπικής μας ζωής και απόλυτη σχετικότητα ως
προς το τέλος το αγαθόν που επιλέγει κανείς.

13
Ο Αριστοτέλης λέγει ότι το τελειότερο τέλος δηλαδή αγαθόν είναι εκείνο που αποτελεί κάτι
που θα πρέπει να επιδιώκουμε για αυτό που είναι και όχι μέσον για να πετύχουμε κάτι άλλο, κάτι
που είναι πλήρες και δεν απαιτεί την επίτευξη άλλου κάποιου συναφούς ή επικουρικού σκοπού.
Τέτοιο αύταρκες τέλος είναι η ευδαιμονία. Κάθε πράξη της ηθικής μας ζωής θα πρέπει να
κινείται με βάση την επίτευξη αυτού του πρώτου αγαθού. Αν η ευδαιμονία είναι ένα τέλος
αύταρκες θα πρέπει να αφορά το σύνολο της ζωής μας και όχι μια ορισμένη περίοδο.
Ευδαιμονία υπάρχει στην προοπτική του «βίου τέλειου». Έτσι απομακρύνεται ο κίνδυνος να
παρουσιασθεί η ευδαιμονία σαν κάτι που φεύγει και έρχεται. Η ταύτιση της ευδαιμονίας με την
ολότητα του βίου δεν σημαίνει ότι γίνεται κανείς ευδαίμων την ώρα του θανάτους.
Αν το τέλειο αγαθό είναι εκείνο που είναι αύταρκες τι πρέπει να κάνει ο άνθρωπος για να το
εξασφαλίσει? Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αγαθό καλείται ότι ο καθένας νομίζει σαν ελεύθερη
συνείδηση, όμως για τον Αριστοτέλη η ευδαιμονία έχει να κάνει με τον λόγο.
Εφαρμόζοντας την θεωρία της μεσότητας ο άνθρωπος γίνεται κάτοχος των αρετών.

Η Αρετη στον Αριστοτέλη

Η αριστοτελική αρετή δεν έχει σκοπό στη δημιουργία κανόνων ούτε προτύπων ανθρώπινης
συμπεριφοράς.
Η ηθική του Αριστοτέλη δεν έχει να κάνει με οδηγίες αλλά με προσεγγίσεις που αναγνωρίζουν
την πολυπλοκότητα και τις ισορροπίες ατόμου- κοινωνίας. Βασικό στην ηθική του Α είναι η
έννοια της ευδαιμονίας που είναι το μεγαλύτερο αγαθό που δεν μπορεί να αποτελέσει μέσο για
κάτι άλλο καλύτερο και αυτή η ευδαιμονία είναι σε συνάρτηση με την αρετή ως
επαναλαμβανόμενη συνήθεια.
Οι ηθικές αρετές όπως θάρρος τιμιότητα γενναιοδωρία σωφροσύνη εφαρμόζονται με βάση την
μεσότητα δηλαδή την ικανότητα αποφυγής των ηθικών άκρων και υπερβολών δηλαδή το θάρρος
είναι η μεσότητα ανάμεσα στην δειλία και την θρασύτητα.
Η μεσότητα δεν είναι κοινή για όλους και ο άνθρωπος οφείλει να κατακτήσει την δική του
μεσότητα με πρότυπο το μέτρο της λογικής του φρόνιμου ατόμου.
Για την εκτίμηση μιας πράξης απαραίτητη προϋπόθεση είναι να έχει γίνει αυτή υπό το καθεστώς
της ελεύθερης βούλησης Η τήρηση της μεσότητας κατακτάται με την επανάληψη έτσι ώστε αυτή
να γίνει συνήθεια και να αποτελέσει ηθική αρετή.
Οι διανοητικές αρετές για τον Αριστοτέλη είναι:
ο νους ( ενορατική γνώση),
η επιστήμη ( αποδεικτική γνώση),
η τέχνη ( πρακτική δημιουργία),
η φρόνηση και η σοφία και
ο συνδυασμός νου και επιστήμης που είναι και η κορυφή των διανοητικών αρετών
Στο τελευταίο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχειών η ηθική συμπεριφορά φαίνεται να μην είναι το
πιο σημαντικό για την ευδαιμονία και ο Αριστοτέλης δίνει μεγαλύτερη σημασία στον θεωρητικό
βίο στην αναζήτηση της φιλοσοφίας.

Φρόνηση στον Αριστοτέλη


Στο χώρο της ηθικής συμπεριφορά ο λόγος είναι η φρόνηση δηλαδή η ηθική κρίση.
Ορίζουμε φρόνηση μια λογική έξη που συλλαμβάνει την αλήθεια και αφορά την πράξη που έχει
να κάνει με το τι είναι αγαθό για τον άνθρωπο.
Η φρόνηση είναι στο κέντρο της ηθικότητας καθοδηγεί τον άνθρωπο στην επιλογή του ηθικού
μέσου και αξιολογεί καταστάσεις και λαμβάνει υπό όψιν τις ιδιαιτερότητες των περιστάσεων και

14
τις προθέσεις και τους στόχους και τελικά αποφασίζει. Είχε όμως και ένα επιτακτικό
χαρακτήρα αποφασίζει τι πρέπει να πραχθεί γιατί πριν την πράξη δεν υπάρχει φρόνηση.
Η φρόνηση γνωρίζει τα «καθόλου» που είναι οι αρχές που κανονίζουν την ηθική μας
συμπεριφορά και αυτά τα καθόλου θέλουν εμπλουτισμό αποσαφήνιση ακόμα και διόρθωση.
Στην αριστοτελική ηθική δεν υπάρχουν κανόνες και οδηγεί ο φρόνιμος είναι παράδειγμα δεν
λέγει πως πρέπει να πράξουμε αλλά μας καθοδηγεί.
Η φρόνηση είναι μια διανοητική αρετή και προϋποθέτει ηθική αρετή και ο άνθρωπος πρέπει
να είναι σε μια ορισμένη ηθική διάθεση ώστε να παίρνει σωστές αποφάσεις και να εκτελεί
ηθικές πράξεις Φρόνιμος δεν είναι αυτός που θα πράξει το σωστό σε μια δεδομένη στιγμή αλλά
αυτός που καθοδηγείται από την αντιστοιχεί προδιάθεση.
Η ηθική γνώση εξαρτάται από το χαρακτήρα του πράττοντας και όχι όπως έλεγε ο Σωκράτης ότι
όποιος έχει ηθική γνώση θα πράξει και το σωστό.

ΑΡΧΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ


Η πολιτική κοινωνία είναι ένα σύνολο ατόμων που σκέπτονται και ενεργούν ως «πολιτικά
όντα» δηλαδή αντιλαμβάνονται τις έννοιες του δικαίου του αγαθού του ωφέλιμου και τις
εκφράζουν με την λογική. Ο άνθρωπος είναι πάνω από όλα πολιτικό ζώο και για να ζήσει
χρειάζεται νόμους αλλιώς θα γίνει θηρίο.
Καταρχήν μελετώντας τα Πολιτικά θα δούμε ότι ο Α βρίσκεται ανάμεσα στην περιγραφή
του ιδανικού πολιτεύματος και στην καταγραφή των υπαρκτών αλλά και των θεωρητικά
δυνατών πολιτευμάτων θεωρητικών πολιτευμάτων.
Πρώτον αυτά τα πολιτεύματα περιγράφονται σαν αυτοτελείς μορφές και αξιώνουν την
επιβίωση τους και την νομιμοποίηση τους και
Δεύτερον για να προσεγγίσουμε τα Πολιτικά πρέπει να αποσαφηνίσουμε την έννοια της
αυτάρκειας, του πολίτη και των θεσμών.
1. H πόλη οφείλει να είναι αυτάρκης δηλαδή να είναι ικανή να εξασφαλίσει την
διατήρηση της
2. Ο πολίτης αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της πόλης και είναι αυτός που κρίνει και
διαχειρίζεται την πολιτική εξουσία
3. Οι θεσμοί πρέπει να είναι ανεξάρτητοι απέναντι στα εκάστοτε πρόσωπα που τους
αντιπροσωπεύουν και εκπροσωπούν τον ίδιο τον νόμο.
Πυρήνας της πολιτείας είναι η οικογένεια τα παιδιά οι γονείς οι δούλοι και η περιουσία.
Ο Αριστοτέλης δικαιολογεί την δουλεία κάνοντας μια διάκριση βάσει ενός φυσικού
νόμου ανάμεσα στους ελεύθερους πολίτες που ενεργούν πολιτικά και στους δούλους που
κάνουν βάναυσες εργασίες. Αυτή η διάκριση είναι ένα είδος φυσικού νόμου
Η πολιτική φιλοσοφία του Α σχετίζεται με την ηθική φιλοσοφία και πιστεύει ότι ο
σκοπός της πόλης δεν είναι μόνο να εξασφαλίσει την επιβίωση των πολιτών αλλά και το
ευ ζήν δηλαδή την ηθική τελείωση που επιτυγχάνεται με την ηθική παιδεία που
διαμορφώνει ηθικούς ανθρώπους. Πιστεύει επίσης ότι η τέλεια πόλη είναι αυτή που
συνδυάζει το αγαθός ανήρ και το σπουδαίος πολίτης.
Με βάση τα παραπάνω έχουμε τρία είδη πολιτευμάτων:
 Τη βασιλεία που είναι η εξουσία του ενός
 Την αριστοκρατία που είναι η εξουσία των ηθικά και γνωστικά αρίστων
 Την δημοκρατία που είναι η εξουσία του συνόλου των πολιτών
Σημαντικό για τα παραπάνω είδη είναι οι αρνητικές εκδοχές αυτών που είναι
αντίστοιχα:
Για την βασιλεία η μοναρχία
Για την αριστοκρατία η ολιγαρχία
Για την δημοκρατία η οχλοκρατία .

15
Το κοινό καλό είναι η βάση του πολιτεύματος αλλά στις παρεκβάσεις των
πολιτευμάτων δεν ισχύει αυτό και οι διοικούντες κοιτούν το δικός τους συμφέρον

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Ηταν ο πιο φημισμένος διανοητής του Μεσαίωνα και ιδρυτής της σχολαστικής σχολής του
θωμισμού που γεννήθηκε ( 13Ο αιώνα) στην Νάπολη της Ιταλία που σύνδεσε όμως τη ζωή του
με το Παρίσι που δίδαξε και θεολογία. Μαθητής του Αλβέρτου του Μέγα του οποίου συνέχισε το
έργο
Προσπάθησε να συνδυάσει τον λόγο με την πίστη ώστε αυτά τα δύο να μην είναι αντιφατικά
και λέγει ότι όταν οι απόψεις της φιλοσοφίας είναι σε αντίφαση με αυτές της θεολογίας, οι δύο
αλήθειες δεν είναι αντιφατικές αυτό οφείλεται στην ερμηνεία που δίνουμε εμείς Και οι δύο
απόψεις προέρχονται από τον Θεό.
Η θεολογία προς την φιλοσοφία για τον Ακινάτη είναι ότι το πλήρες προςτο ημιτελές.
Εξασκούμε τη φιλοσοφία γιατί προσφέρει υπηρεσίες στην θεολογία. Δηλαδή η φιλοσοφία είναι
θεραπαινίδα της θεολογίας. Στην πραγματικότητα παράλλαξε λίγο αυτή την άποψη και είπε ότι η
θεραπαινίδα έχει δείξει και με το παραπάνω την υπευθυνότητα της και έτσι μπορεί να κατέχει μια
ανώτερη θέση και η φιλοσοφία να κάμει καλύτερα την δουλειά της χωρίς να παρακολουθείται
από την θεολογία
Γενικά στα έργα του προωθεί ένα χριστιανικό αριστοτελισμό και ασχολείται με την εξήγηση
της ύπαρξης των πραγμάτων ενώ θεωρείται συνεχιστής της θεωρίας της ουσιοκρατίας που δίνει
σημασία στην ουσία αντί για την ύπαρξη
Υποστηρίζει τις θεωρίες του τόσο από την παρατήρηση και τον στοχασμό στα δεδομένα των
αισθήσεων.
Πίστευε ότι το αντικείμενο του ανθρώπινου πνεύματος είναι η ουσία των υλικών πραγμάτων

ΑΛΒΕΡΤΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
Γεννήθηκε στην Γερμανία το 13 ο αιώνα και υπήρξε δάσκαλος του Θωμά Ακινάτη . Η
προσφορά του έγκειται στη μεθοδολογίας της φιλοσοφίας και της θεολογίας καθώς και της
επιστήμης
Έδωσε σημασία στο πείραμα και την παρατήρηση και οτι την βεβαιότητα μπορεί να την δώσει
μόνο η εμπειρία.
Στο έργο του και στην διδασκαλία του εκφράζει ένα πνεύμα περιέργειας, παρατήρησης και
έρευνας που δεν ήταν συνηθισμένο την εποχή του σχολαστικισμού. Μιλούσε με σεβασμό για τον
Αριστοτέλη παρόλο που σε πολλά είχε αντιρρήσεις ενώ υποστήριξε και νεοπλατωνικές θέσεις.
Σκοπός του ήταν να κάνει προσιτή την εξηγητική ισχύ της αριστοτέλικής φιλοσοφίας την οποία
θεωρούσε προπαρασκευή για την θεολογία
Για τον Αλβέρτο υπήρχαν δύο βεβαιότητες στο θέμα πίστης – λογικής:
 Η εξ αποκαλύψεως αλήθεια
 Η προσωπική εμπειρία
Ο Αριστοτέλης είναι ένας οδηγός στη λογική που μας λέγει και καθοδηγεί για το τι θα πρέπει να
πιστεύουμε για τον κόσμο που μας περιβάλλει Στα σημεία εκείνα που ο Αριστοτέλης έρχεται σε
αντίθεση με την αποκάλυψη και την παρατήρηση ο Αριστοτέλη έχει κάνει λάθος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5.3.2.
16
Ο Ακινάτης πίστευε ότι η φιλοσοφία πρέπει
Να διακρίνεται από την θεολογία και ως προς την μέθοδο αλλά και ως προς το αντικείμενο
Ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί την λογική για να βγάλει συμπεράσματα για τον κόσμο, τον Θεό
Ο θεολόγος χρησιμοποιεί και αυτός την λογική και βασίζεται στην αυθεντία του δόγματος
Δυο είναι τα είδη της θεολογίας :
Η φυσική θεολογία που χρησιμοποιεί πιο πολύ την λογική και λιγότερο την αποκάλυψη και
Η δογματική θεολογία που χρησιμοποιεί πιο πολύ το δόγμα
Ως προς το αντικείμενο η φιλοσοφία ασχολείται πιο πολύ με τον άνθρωπο και τον κόσμο ενώ η
θεολογία περισσότερο με τον Θεό
Το μόνο κοινό που έχουν και ως προς το αντικείμενο και ως προς την μέθοδο είναι σχετικά με
τις αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού. Άρα ο μόνος χώρος που επικοινωνούν είναι της φυσικής
θεολογίας.
Ο Ακινάτης πίστευε ότι μπορούν και οι δύο να συνεργαστούν προς μια κατεύθυνση δηλαδή να
γνωρίζει κανείς με την βοήθεια της θεολογίας κάτι που δεν μπορεί να το γνωρίζει με την
φιλοσοφία. Πίστευε ότι η φιλοσοφία δεν αντικαθιστά την θεολογία και ηθική υποχρέωση του
φιλόσοφου είναι να ασχοληθεί με την θεολογία για να ικανοποίηση την προδιάθεση να ενωθεί με
τον Θεό. Έτσι οι άθεοι ή οι ειδωλολάτρες φιλόσοφοι μπορεί να γνωρίζουν την αλήθεια για την
ύπαρξη του θεού αλλά οι θεωρίες θα είναι ατελείς
Ο Ακινάτης πίστευε για την φιλοσοφία ότι η ατέλεια και η μη ολοκλήρωση δεν είναι
πλάνη και για την θεολογία πίστευε ότι όπου συγκρούεται ο Αριστοτέλης με το δόγμα
πρέπει να υποχωρεί ο Αριστοτέλης
Βλέπουμε το πόσο είχε επηρεαστεί από τον Αλβέρτο
Ο Μποναβεντούρα θεωρούσε ότι η αλήθεια πρέπει να πηγάζει από το δόγμα γιατί σε αντίθετη
περίπτωση θα ήταν πλάνη
Ο Ακινάτης θεωρεί αντίθετα ότι οι άπιστοι φιλόσοφοι μπορεί να είναι σωστοί στην κρίση τους
για τον κόσμο αλλά η γνώση του αυτή θα είναι ατελής και ανολοκρήρωτη αλλά ποτέ πλάνη
Αυτή είναι και η βασική διάφορα που θα οδηγήσει στην αντιπαράθεση τους οπαδούς του
Αυγουστίνου με αυτούς του Αριστοτέλη
Η άποψη του Ακινάτη εντάσσεται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των αντιπαραθέσεων που
δημιούργησαν οι μεταφράσεις του Αβερρόη γιατί όπως ξέουμε οι φιλόσοφοι και θεολόγοι ήρθαν
σε γνωριμία των έργων του Α μέσα από τις μεταφράσεις στα λατινικά των αραβικών σχολίων.
Ο Αβερρόης ο Σχολιαστής.
Ο Ακινάτης προσπαθεί να βρει την συμβιβαστική λύση ανάμεσα στο σεβασμό για τον
Αβερρόη και την αφοσίωση του στην επιθυμία του πάπα να αναδειχθεί η λατινική θεολογία
ανώτερη από την αραβική προσπαθώντας να απομακρυνθεί από το δόγμα της διπλής αλήθειας
και να πλησιάσει το χριστιανικό δόγμα ότι η τέλεια αλήθεια είναι μόνο στην θεολογία.

5.3.3.ΑΚΙΝΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ Ι:Η ΥΛΟΜΟΡΦΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ


ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ
Το Ανθρώπινο μυαλό οδηγείται στην γνώση στηριζόμενο στην εμπειρία και τα πρώτα
πράγματα που βλέπει ο άνθρωπος είναι αυτά που γνωρίζει διαμέσου των αισθήσεων. Βλέπει
μερικά να αλλάζουν και να γίνονται κάτι άλλο (πεταλούδα-κάμπια) και άλλα να αλλάζουν
φαινομενικά αλλά να παραμένουν στην ουσία τα ίδια.
Ο Ακινατης για να εξηγήσεις αυτές τις αλλαγές:
Δέχεται όπως και ο Αριστοτέλης την διάκριση των ουσιωδών και επουσιωδών χαρακτηριστικών
και ότι ι τα υλικά σώματα αποτελούνται από άμορφη ύλη και τη μορφή τους που τα κάνει να
διατηρούν την φύση τους μέσα από τις διάφορες αλλαγές της εμφάνισής τους.
Δεχεται τον αριστοτελικό υλομορφισμό δηλαδή ότι όλα τα σώματα αποτελούνται από ύλη και
μορφή
Ορίζει την άμορφη ύλη ως καθαρή δυνατότητα που μπορεί να ενωθεί με οποιαδήποτε μορφή

17
Ορίζει την μορφή ως την πρώτη πράξη ενός φυσικού σώματος με την έννοια ότι αυτή βάζει
το υλικό σώμα σε ένα σύστημα αναφοράς που το διακρίνει από όλα τα άλλα πριν από τη
δημιουργία άλλης σχέσης.
Αν και υπάρχει αυτή η διάκριση, άμορφη ύλη και μορφή δεν υπάρχουν μεμονωμένα και
εμφανίζονται μαζί στον κόσμο
Ο Ακινατης δέχεται μόνο οι ατομικές συνθέσεις ύλης και μορφής υπάρχουν στον υλικό κόσμο
Υποστηρίζει ότι η μορφή πρέπει να είναι εξατομικευμένη και αρχή της εξατομικευσης είναι
η ίδια η ύλη και αν και θεωρεί ότι η ύλη είναι καθαρή δυνατότητα δηλ. μπορεί να ενωθεί με
μια μορφή και να γίνει ένα αντικείμενο υποστηρίζει ότι η ύλη είναι σχεδιασμένη για ποσοτικό
προσδιορισμό που τον λαμβάνει αφού ενωθεί με μια συγκεκριμένη μορφή
Η χαρακτηριστική μορφή του κάθε αισθητού και της υλικής πραγματικότητας οδηγεί σε
τελεολογικά πλαίσια τον κόσμο και στις περιγραφές χρησιμοποιούνται τελεολογικά ρήματα και
φράσεις. Οι περιγραφές αυτές γίνονται με τελεολογική εξήγηση και αναφέρονται στις
δυνατότητες που ενυπάρχουν στην κάθε συγκεκριμένη μορφή να αλλάξει
Οι αλλαγές που βλέπουμε στον κόσμο είναι σκόπιμες γιατί μας οδηγούν στον τελικό σκοπό του
κόσμου και όλες οι αλλαγές υπάρχουν και στο υποκείμενο που πράττει και στο αντικείμενο που
αλλάζει.(η γυναίκα που γεννά, γεννά γιατί υπάρχει στην μορφή της αυτή η δυνατότητα)
Ο Ακινατης σε αντίθεση με τον Μποναβεντούρα υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του
υλομορφισμού έχει να κάνει με τον ορατό και σωματικό κόσμο και μόνο.
Κατά την υλομορφική θεωρία του Ακινατη τα υλικά σώματα αποτελούνται:
από την πρώτη ύλη που είναι καθαρή δυνατότητα και
την υποστατική μορφή τους που είναι η αρχική πράξη του φυσικού σώματος και το εντάσσει
στην κατηγορία του με την οποία προσδιορίζεται η ουσία του
Παρατήρησε όμως ο Ακινάτης ότι αν η ύλη είναι καθαρή δυνατότητα τότε αυτό έρχεται σε
αντίθεση με την θεωρία του Αυγουστίνου περί σπερματικών λόγων. Με την απόρριψη των
σπερματικών λόγων τα υλικά σώματα παίρνουν μορφές από τις δυνατότητες της πρώτης ύλης με
την ενέργεια ενός υποκειμένου που δρα
Κατά τον υλομορφισμό του Ακινάτη η αλλαγή προϋποθέτει μια έλλειψη μια ανάγκη για
δημιουργία μιας νέας μορφής που θα πραγματοποιηθεί από την δράση ενός εξωτερικού
παράγοντα πάνω στην πρώτη ύλη
Κάθε υλικό όν αποτελείται από την υποστατική ή ουσιαστική μορφή του που είναι η μορφή
που το τοποθετεί στην κατηγορία του και του δίνει και την ουσία του.
Μπορεί να λάβει και άλλες μορφές που το προσδιορίζουν ως δευτερεύοντα χαρακτηριστικά ως
συμβεβηκότα
Ο Ακινάτης λέγει ότι μόνο η πρώτη μορφή μπορεί να είναι υποστατική γιατί το ον θα είναι μια
συγκεχυμένη μορφή
Έτσι διαμορφώνεται μια ιεραρχία μορφών με βάση τις ανόργανες ουσίας μετά τις μορφές των
φυτών μετά όλων αυτών που δεν έχουν λογική αλλά έχουν αίσθηση , ζώων η μορφή της λογικής
ψυχής του ανθρώπου και τέλος στην κορυφή είναι ο Θεός που είναι καθαρή ενέργεια.
Μεταξύ Θεού και ανθρώπων υπάρχει ένα κενό που είναι η μορφή των αγγέλων που κατά τον
Ακινάτη δεν έχουν ύλη. Το τελευταίο δημιούργησε και πολλούς προβληματισμούς στους
οπαδούς των δύο φιλοσοφικών – θεολογικών συστημάτων

ΕΝΟΤΗΤΑ 5.3.4.
ΑΚΙΝΑΤΕΙΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΗΣ
Ο Μποναβεντούρα υποστήριξε ότι οι άγγελοι έχουν ύλη γιατί αν δεν είχαν θα ήταν καθαρή
ενέργεια και καθαρή ενέργεια έχει μόνο ο Θεός.

18
Ο υλομορφισμός του Ακινάτη έχει εφαρμογή στον μόνο στον ορατό κόσμο και γιαυτό
αναρωτιέται σε τι διαφέρουν οι άγγελοι από τον Θεό. Αντιμετωπίζει το πρόβλημα με την
διάκριση ουσίας και ύπαρξης και τοποθετεί την επίλυση αυτού
του προβλήματος στο πρόβλημα της αλλαγής.
Παρατηρεί ότι αν η υλομορφική θεωρία εφαρμοστεί στον ορατό, στον υλικό κόσμο τότε η
διάκριση μεταξύ δύναμης (δηλαδή δυνατότητας για αλλαγή ) και ενέργειας ( πραγματοποίηση
αυτής της δυνατότητας) μπορεί να εφαρμοστεί στον ορατό και στον αόρατο κόσμο Για να γίνει
όμως η αλλαγή θα πρέπει να υπάρχει μια δυνατότητα αλλαγής στο ον που αλλάζει και μια
ενέργεια από κάποιον εξωτερικό παράγοντα. Η Δυνατότητα αλλαγής στα ορατά όντα υπάρχει
στην ύλη τους είναι το υλικό τους σώμα
Οι άγγελοι δεν έχουν υλικό σώμα, έχουν όμως την δυνατότητα αλλαγής επειδή έχουν νου και
θέληση σαν λογικά όντα που είναι . Έτσι στους αγγέλους θα πρέπει να εξηγηθεί διαφορετικά η
δυνατότητα για αλλαγή. Και εδώ προκύπτει η διαφορά κτιστών και Άκτιστου την οποία
προσπαθεί να εξηγήσει με την διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης
Υποστηρίζει ότι όλα τα κτιστά οντα υπάρχουν γιατί έχουν ύπαρξη. Από την σύνθεση της
μορφής και της ύλης προκύπτει η ουσία ενός υλικού σώματος που είναι και η υπόστασή του ενώ
η ουσία σε ένα μη υλικό ον είναι μόνο η μορφή του.
Η ύπαρξη ενός υλικού ή μη υλικού οντος οφείλεται στην δυνατότητα του να υπάρχει και η
ύπαρξη του είναι η πραγματωμένη δυνατότητα της ουσίας αυτού του οντος για ύπαρξη δηλαδή η
ουσία ανάγεται στην δύναμη, δυνατότητα για ύπαρξη και η ύπαρξη στην ενέργεια της ύπαρξης.
Έτσι σε όλα τα κτιστά οντα υπάρχει η δυνατότητα και η ενέργεια από την πρώτη στιγμή που
αυτά δημιουργήθηκαν ανεξάρτητα από την υλική ή μη υλική φύση τους και όλες οι αλλαγές στα
χαρακτηριστικά τους έχουν να κάνουν με τα εν δυνάμει χαρακτηριστικά τους και με τα ενεργεία
πραγματοποιημένα
Μόνο ο Θεός δεν έχει δυνατότητα και είναι ενέργεια με πλήρως πραγματοποιημένη
δυνατότητα και είναι Άκτιστος.
Σε όλα τα κτιστά οντα υλικά και μη, η ύπαρξη διαχωρίζεται από την ουσία γιατί η ουσία είναι
δυνατότητα για ύπαρξη και η ύπαρξη είναι η πραγματωμένη αυτή δυνατότητα. Αντίθετα στον
Θεό η ύπαρξη είναι και η ουσία του και δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ ουσίας και ύπαρξης
Έτσι υπάρχει ένας διαχωρισμός μεταξύ κτιστού και Ακτίστου που περιλαμβάνει τα υλικά και
μη υλικά όντα
Ανάλογες απόψεις πανω στο θέμα της ύπαρξης και της ουσίας διατύπωσαν και ο Αλφαράμπι
και ο Αβικέννας και επηρέασαν τον Ακινάτη
Ο Αλφαράμπι είπε ότι σε κάθε πεπερασμένο όν πρέπει η ύπαρξη και η ουσία να είναι
διαχωρισμένες για να καταλήξει να λέγει ότι η ύπαρξη είναι συμβεβηκός δηλαδή δευτερεύον
χαρακτηριστικό της ουσίας
Ο Ακινάτης δέχτηκε ότι κάθε πεπερασμένη ουσία μπορεί να νοηθεί και χωρίς το
χαρακτηριστικό της ύπαρξης ποτέ όμως η ουσία δεν διαχωρίζεται από την ύπαρξη του οντος που
την κατέχει γιατί χωρίς ύπαρξη δεν μπορεί να υπάρχει η ουσία.
Η Αναβάθμιση της ύπαρξης σε βάρος της ουσιολογίας επηρέασε την δυτική νεότερη και
σύγχρονη φιλοσοφία και τον υπαρξισμό που έχει βασική θέση ότι η ύπαρξη καθορίζει την ουσία

ΕΝΟΤΗΤΑ 5.3.5
ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Πρώτη απόδειξη η απόδειξη εκ της κινήσεως.

19
Ξεκινά από την παρατήρηση ότι όλα τα φυσικά οντα κινούνται και η κίνηση αυτή εξηγείται ως
μια αναγωγή της δυνατότητας για ενέργεια στην πραγματοποίηση της ενέργειας.
Ένα ον πηγαίνει από την δυνατότητα στην ενέργεια και τίθεται σε κίνηση από ένα άλλο ον το
οποίο δεν κινείται από άλλους κινητικούς παράγοντες γιατί τότε θα υπήρχε μια ατελείωτη κίνηση
χωρίς τέλος και αυτό δεν μπορεί να γίνει.
Αυτό το εξωτερικό ον που θέτει σε κίνηση θα πρέπει να είναι ο Θεός που είναι όλος ενέργεια και
που θέτει σε κίνηση όλα τα οντα. . Αυτή η απόδειξη ακολουθεί την λογική του Αριστοτέλη για
την απόδειξη του πρώτου κινούν ακίνητον
Η δεύτερη απόδειξη
Κανένα ον δεν μπορεί να είναι η αιτία της ίδιας του της ύπαρξης γιατί θα έπρεπε να υπήρχε πριν
από την ύπαρξη του πράγματα που δεν γίνεται. Άρα υπάρχει μια αρχική αιτία για όλα τα οντα και
αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από τον Θεό.
Η τρίτη απόδειξη
Βασίζεται στην παρατήρηση ότι όλα τα οντα του κόσμου που βλέπουμε μεταβάλλονται και η
ύπαρξη τους δεν είναι αναγκαία αλλά τυχαία. Αν είχαν ανάγκα ύπαρξη δεν θα καταστρέφονταν
και θα ζούσαν αιώνια . Αυτό όμως δεν συμβαίνει γιατί βλέπουμε ότι τα οντα πεθαίνουν
καταστρέφονται και εξαφανίζονται .
Για να υπάρχουν όμως στην αρχική μορφή τους ολα αυτά τα οντα που μεταβάλλονται πρέπει να
υπάρχει κάτι σταθερό και αναγκαίο που δεν μπορεί να είναι άλλο από τον Θεό το μόνον ον που
υπάρχει αναγκαία.
Η τέταρτη απόδειξη
Έχει να κάνει με την τελειότητα που αντιπροσωπεύει ο Θεός ( Αυγουστίνος και Ανσελμος)
Όλα τα οντα που βλέπουμε μπορούν αν συγκριθούν μεταξύ τους με κριτήριο της τελειότητα σαν
κοινό χαρακτηριστικό τους.
Συγκρίνουμε το ένα λουλούδι με το άλλο και λέμε ότι το ένα είναι πιο όμορφο. Έτσι για να
κάνουμε συγκρίσεις μεταξύ των κτιστών θα πρέπει να υπάρχει το τέλειο ον σύμφωνα με το
οποίο όλες οι συγκρίσεις έχουν νόημα, αυτό το τέλειο ον δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο όμοιο
προς αυτό και που οφείλει την τελειότητα του αποκλειστικά στο ίδιο
Η πέμπτη απόδειξη ,η τελεολογική απόδειξη ύπαρξης του Θεού
Βασίζεται στην παρατήρηση ότι όλα τα μη οργανικά όντα λειτουργούν προς ένα σκοπό και αυτό
δεν συμβαίνει τυχαία αλλά είναι αποτέλεσμα κάποιου σκοπού. Τα μη οργανικά οντα όμως δεν
έχουν γνώση για να ξέρουν αν κίνηση τους είναι στο σωστό δρόμο για την επίτευξη του σκοπού.
Άρα αυτά τα μη οργανικά οντα έχουν ανάγκη κάποιο ον με νόηση για τα κατευθύνει σωστά.
Αυτό το ον δεν είναι άλλο από τον Θεό.
Από τις πέντε αποδείξει ο Ακινάτης θεώρησε πιο σημαντική την πρώτη σαν πιο ξεκάθαρη για να
αντιληφθούμε την ύπαρξη του Θεού.
Οι τρεις πρώτες έχουν να κάνουν με την καθημερινή ζωή και κινούνται στο ότι ο Θεός είναι η
αρχή των πάντων.
Η Τετάρτη είναι μια παραλλαγή των τριών προηγούμενων
Η Πέμπτη είναι η βασική θέση των ρωμαιοκαθολικών και δυτικών χριστιανών φιλοσόφων από
το Μεσαίωνα μεχρι σήμερα και ασχολήθηκε με αυτή την απόδειξη και ο Καντ στην νεότερη
φιλοσοφία. Στην εποχή του Ακινάτη δίδονταν μεγάλη σημασία στην εμπειρία και στις
παρατηρήσεις της καθημερινής ζωής γιατί κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι ο νους του ανθρώπου
είναι πολύ αδύνατος για να κατανοήσει την ύπαρξη του Θεού απριόρι χωρίς εμπειρικά
δεδομένα

ΕΝΟΤΗΤΑ5.3.6
ΑΚΙΝΑΤΕΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑ
Ο Ακινάτης λέγει ότι ο άνθρωπος απαρτίζεται από σώμα και ψυχή και συμφωνα με την
υλομορφική θεωρία του η λογική ψυχή του ανθρώπου είναι η συγκεκριμένη υποστατική
20
μορφή του που το προσδιορίζει στην κατηγορία του και ενώνεται με την πρώτη ύλη και
κάνουν το ανθρώπινο σώμα Ονομάζουμε άνθρωπο αυτό που προκύπτει από την ένωση
σώματος και ψυχής και όχι μεμονωμένα το σώμα ή την ψυχή.
Στην ανθρώπινη ψυχή και στην συγκεκριμένη υποστατική μορφή του οφείλουμε τα
χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του οι αισθαντικές, αναπτυξιακές και λογικές λειτουργίες
του σώματός του.Ο Ακινάτης διαφωνεί με τον Αβερρόη που λέγει ότι οι υπάρχουν τρεις ψυχές
στον άνθρωπο
Η άποψη του Πλάτωνα ότι το σώμα είναι ο τάφος της ψυχής δεν ισχύει για τον Ακινάτη . Η
ψυχή ενώνεται με το σώμα για να εξασκήσει στο έπακρο τις λειτουργίες και τις ικανότητες
της. Το σώμα υπάρχει για να έρθει η ψυχή σε επαφή με τον κόσμο αλλά και για να μπορέσει η
υποστατική μορφή του να ενεργοποιηθεί συμφωνα με τη φύση της.
Η ψυχή του ανθρώπου έχει ικανότητες, δυνάμεις που συνδέονται και καθορίζουν την
εσωτερική ζωή του ανθρώπου
Ετσι έχουμε τις οι αισθαντικές ικανότητες που χρειάζονται το σώμα για να
πραγματοποιηθούν και είναι σε μια λανθάνουσα κατάσταση μετά θάνατον και περιμένουν να
αναδραστηριοποιηθούν στην τελική ανάσταση.
Έχουμε επίσης τις αναπτυξιακές και τις νοητικές ικανότητες οι λειτουργίες που διατηρούν
την ισχύ τους και μετά τον θάνατο όπως όταν ήταν συνδεδεμένες με το σώμα.
Παράλληλα με αυτές υπάρχουν και άλλες που βοηθούν στην πραγματοποίηση των ανωτέρων
λειτουργιών και αυτές είναι οι λειτουργίες της κίνησης και την επιθυμίας.
Ετσι η εσωτερική ζωή του ανθρώπου έχει να κάνει με τα τρία βασικά επίπεδα της ψυχής του που
είναι :
 Tο αναπτυξιακό που είναι οι δυνάμεις της τροφής και της ανάπτυξης
 Το αισθαντικό που γενικά οι αισθήσεις και οι δυνάμεις της κίνησης και της επιθυμίας
 Το λογικό που περιλαμβάνει τον ενεργητικό και παθητικό νου
Ολες αυτές οι δυνάμεις κατηγοριοποιούνται ως προς το τι ακριβώς μπορούνε να
ενεργοποιήσουν με τέτοιο τρόπο που όλες οι ανθρώπινες πράξεις να μπορούν να εξηγηθούν από
την ανθρωπολογία και ψυχολογία του Ακινάτη
Αυτή η συστηματοποίηση της εσωτερικής ζωής που βλέπουμε στην ανθρωπολογία του
Ακινατη έχει επιπτώσεις και στην ελευθέρια της βούλησης αλλά και στον ενεργητικό και
παθητικό νου καθώς και στην επιστημολογία
Έτσι για τον Ακινάτη επειδή η επιθυμία προσδιορίζεται από το καλό που θέλει ο άνθρωπος να
αποκτήσει με αυτή τότε η η ανθρώπινη βούληση προσδιορίζεται από την θεωρία του καλού που
είναι αποδεκτή και μας κατευθύνει στη ζωή
Έτσι η βούληση διακρίνεται σε ελεύθερη ( που σημαίνει να υπαρχει ελευθερία ως προς την
επιλογή των μέσων )και μη ελεύθερη ( που σημαίνει να μην υπάρχει ελευθερία ως προς την
επιλογή των μέσων)
Ετσι η ελευθερία της βούλησης κατά τον Ακινάτη εξαρτάται από την επιλογή των μέσων
αλλά συνδέεται και με την λογική ικανότητα της ψυχής του ανθρώπου. Το ζώο π.χ. δεν έχει
ελευθερία της βούλησης, ο άνθρωπος όμως κρίνει και μπορεί να επιλέξει τα μέσα για να κάνει το
κάθε φορά κρινόμενο καλό
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι για τον Ακινάτη η ελευθερία της βούλησης δεν είναι ελευθερία ως
προς τους σκοπούς .Δέχεται ότι ο άνθρωπος έχει μια φυσική τάση στην βούληση για να
ακολουθεί το καλό όμως δεν ακολουθεί καμιά λογική όταν συνδέει τα μέσα για την επίτευξη
ενός σκοπού. Ο σκοπός στον οποίο βασίζεται η βούληση είναι πάντα το καλό Ο άνθρωπος
μπορεί να έχει σκοπό το κακό γιατί δεν έχει καταλάβει ότι αυτό που επιζητεί δεν είναι καλό
Εδώ ο Ακινατης δέχεται μια νοησιαρχική τοποθέτηση στο ζήτημα της ανθρώπινης βούλησης
αφού η ελευθερία του ανθρώπου έχει να κάνει πια με την ελευθερία της κρίσης σχετικά με το
ποια μέσα είναι κατάλληλα για την επίτευξη του σκοπού.
Ο Ακίνατης πιστεύει ότι κατά βάθος όλοι οι άνθρωποι θέλουν την ευδαιμονία που υπάρχει μόνο
κοντά στον Θεό.

21
Επειδή όμως δεν ξέουμε ποια πράξη πρέπει να πράξομε για την κατάκτηση του τελικού σκοπού
και επειδή δεν ξέρουμε που να κατευθυνθούμε για να πλησιάσουμε τον Θεό για αυτόν τον λόγο
αμαρτάνουμε και δυστυχούμε
Όσο αναφορά την σχέση ενεργητικού και παθητικού νου ο Ακινάτης ακολουθεί τον Αριστοτέλη
και εστιάζεται στο χριστιανικό δόγμα. Ο Αλβέρτος ο Μέγας ασχολήθηκε με το θέμα εκτεταμένα.
Ο Ακινάτης υπερασπίστηκε το χριστιανικό δόγμα λέγοντας ότι η σωστή ερμηνεία του
Αριστοτέλη είναι ότι ο νους του ανθρώπου είναι μέρος της ψυχής και όχι ξεχωριστή ουσία
Ο Ακινατης για την αθανασία της ψυχής πίστευε:
1. Η ψυχή είναι μορφή του σώματος και πολλαπλασιάζεται όπως πολλαπλασιάζονται τα
σώματα και
2. Άρα δεν υπάρχει μια κοινή ψυχή για όλους τους ανθρώπους
3. Υπάρχει μια ξεχωριστή και αθάνατη ψυχή για κάθε άνθρωπο με μόνο κοινό την
δημιουργία τους από τον Θεό
Αν δεχτούμε αυτή την αλήθεια για την αθανασία της προσωπικής ψυχής τότε τα μέρη της
ψυχής διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο και έτσι και κανένας δεν μπορεί να σκεφτεί με το
ίδιο τρόπο με κάποιον άλλο άνθρωπο
Τα επιχειρήματα Ακινάτη για την ψυχή σε σχέση με τον Αβερρόη είναι:
1. Αν δεχθούμε την θεωρία του Αβερρόη ότι η ψυχή ή μέρη της είναι κοινά σε όλους τους
ανθρώπους τότε η θεωρία για την ανταμοιβή της ψυχής μετά θάνατον δεν έχει νόημα
2. Αν δεχτούμε την θεωρία του Αβερρόη ότι ο ενεργητικός νους είναι κοινός σε όλους τους
ανθρώπους θα πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος την ελευθερία της βούλησης που λέγει ο
Ακινάτης (χάνουμε τον αποκλειστικό έλεγχο του ενεργητικού νου αφού αυτός θα πρέπει
να υπακούει σε λειτουργίες που είναι κοινές για όλους τους ανθρώπους)
3. Αν δεχτούμε τη θεωρία του Αβερρόη ότι ο παθητικός νους είναι κοινός σε όλους τους
ανθρώπους αρνούμαστε την αριστοτελική θέση ότι η ψυχή είναι μορφή του σώματος.
4. Αν δεχτούμε την άποψη του Αβερρόη ότι ο ενεργητικός και παθητικός νους είναι
ξεχωριστές ουσίες και ξεχωριστά μέρη της ψυχής τότε τα δεδομένα των αισθήσεων
κρίνονται περιττά ( γιατί ο ενεργητικός θα συνθέτει ο παθητικός θα δέχεται αιώνια για
όλους τους ανθρώπους χωρίς αυτοί να χρειάζονται να έρθουν σε επαφή με το περιβάλλον
τους.)
Έτσι με αυτά βλέπουμε την έμφαση που δίνει ο Ακινάτης στην θεωρία του ανθρώπου και
στην επιστημολογική σημασία που δίνει στα δεδομένα των αισθήσεων δίνοντας έμφαση στην
εμπειρία γίνεται άριστος αριστοτελιστής και τονίζει ότι οι διάφορες των ανθρώπων έχουν να
κάνουν καθαρά με τις εσωτερικές νοητικές διαφορές. Αποφεύγει τον ρεαλισμό και τον
ιδεαλισμό.
Η καθημερινή αντίληψη του κόσμου για τον Ακινάτη είναι
1. Οι αισθήσεις αντιλαμβάνονται συγκεκριμένα δεδομένα του κόσμου και επιμέρους
έννοιες
2. Στην φαντασία δημιουργείται ένα φάντασμα που αναπαριστά το συγκεκριμένο
αντικείμενο που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις.
3. Ο ενεργητικός νους επιδρά αφαιρετικά πάνω σε αυτό το φάντασμα και το αναλύει με
την βοήθεια γενικών και καθολικών εννοιών που μπορούν να το τοποθετήσουν σε
κατηγορίες.
4. Ο ενεργητικός νους μετά επιδρά στον παθητικό νου και τυπώνει πάνω σε αυτόν τις
γενικές ιδέες που πήρε από τα δεδομένα των αισθήσεων
5. Ο παθητικός νους αντιδρά στην επίδραση του ενεργητικού με το να δίνει μορφή
στην γενική έννοια.
Για τον Ακινάτη οι αισθήσεις αντιλαμβάνονται τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που έχει
το αντικείμενό τους, ο νους του άνθρώπου είναι αυτός που αντιλαμβάνεται την ουσία του.
Οι καθολικές ή οι συγκεκριμένες έννοιες και τα χαρακτηριστικά των δεδομένων των
αισθήσεων είναι απλώς τα μέσα της νόησης και όχι η ίδια η νόηση.

22
Ο Ακινάτης είναι ο πρώτος που μελέτησε την ζωή της συνείδησης μας ορίζοντας σαν
κύριο χαρακτηριστικό την προθετικότητα ή αναφορικότητα δηλαδή ότι μπορεί να
θέτει ως αντικείμενά της όχι μόνο τα δεδομένα των αισθήσεων αλλά και τις ίδιες τις
έννοιες. Η επίδρασή του ήταν μεγάλη για την διαμόρφωση της νεότερης ευρωπαϊκής
φιλοσοφίας.

5.3.7. Η ΗΘΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ

Ο Ακινάτης λέγει ότι ο άνθρωπος με τις ηθικές του πράξεις πετυχαίνει την ολοκλήρωση του
και το σκοπό της ζωής του που είναι η ευδαιμονία. Αυτά θα επιτευχθούν με την ηθική πράξη
που κινείται στον Θεό. Αριστοτελικά όσο αφορά το περιεχόμενο της ευδαιμονίας με την μόνη
διάφορα ότι για τον Αριστοτέλη αυτή έχει να κάνει με την γνώση της λειτουργίας του κόσμου
ενώ ο Ακινατης υποστηρίζει ότι η ευδαιμονία είναι η Θέαση του Θεού του Απόλυτου
αγαθού και την χωρίζει:
 Ατελή ευδαιμονία που πετυχαίνουμε όταν είμαστε στην ζωή με τις ελεύθερες πράξεις
που κινούνται προς την φυσική γνώση του Θεού και τα έργα αγάπης προς τον Θεό
και η επίτευξη αυτής της ευδαιμονίας είναι κάτι το φυσικό και είναι στις ανθρώπινες
δυνάμεις
 Τέλεια ευδαιμονία που αποκτούμε όταν δούμε τον Ίδιο τον Θεό μετά θάνατον και
είναι συνέχεια της πρώτης και για να επιτευχθεί θέλει θειική παρέμβαση
Tα δύο αυτά είδη ευδαιμονίας αλληλεξαρτώνται και μάλιστα η τέλεια ευδαιμονία είναι το
αποτέλεσμα της ατελούς ευδαιμονίας. Η ροπή προς της επίτευξη της ευδαιμονίας είναι κάτι που
βρίσκεται στην φύση του ανθρώπου.
Με βάση τα παραπάνω ο Ακινάτης δημιουργεί ένα ολόκληρο ηθικό σύστημα που διακρίνεται
για την δομή και την λογική του συνέπεια.
Όλες οι εμπρόθετες πράξεις χωρίζονται σε ηθικές και ανήθικες.
Οι εμπρόθετες πράξεις που σχεδιάζονται με βάση την λογική και εξυπηρετούν τον τελικό
σκοπό της ευδαιμονίας είναι καλές ενώ είναι κακές όλες οι άλλες.

Οι ακούσιες πράξεις αυτές που δεν έχουν ηθικό χαρακτήρα γιατί είναι χωρίς πρόθεση. Ο
άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις εμπρόθετες πράξεις του και για αυτές που του έχουν γίνει
συνήθεια και δεν μπορεί εύκολα να σταματήσει. Ακινατης και Αριστοτέλης συμφωνούν στο ότι
οι αρετές αλλά και οι κακίες του ανθρώπου έχουν να κάνουν με τις συνήθειες που ζει και για
τις οποίες είναι πλήρως υπεύθυνος.
Έτσι το ηθικά καλό συνδέεται με τον Θεό. Τι ΄γίνεται με το κακό? Ο Ακινατης διαφωνεί με
τους μανιχαιστές που λέγουν ότι όπως υπάρχει η οντότητα του καλού υπάρχει και η οντότητα
του κακού. Ο Ακινατης λέγει ότι το κακό δεν υπάρχει ως οντότητα και είναι μια έλλειψη του
καλού. Ο Θεός δεν δημιούργησε το κακό γιατί ποτέ δεν θα το επιθυμήσει ο άνθρωπος. Αν ο
άνθρωπος πράττει το κακό το κάνει γιατί δεν ξέρει ότι αυτό που πράττει δεν είναι το καλό .
Ουδεις εκών κακός.
Ο Ακινατης συμφωνεί σε πολλά σημεία με τον Αριστοτέλη όπως στο θέμα της μεσότητας. Έτσι
λέγει ο Ακινάτης ότι η ουσία της ηθικής ζωής μας βρίσκεται στην επίτευξη της μεσότητα όσο
αφορά τα πάθη μας. Και απαιτείται η με μέτρο χρήση της λογικής για να οδηγηθούμε στον ενάρετο
βίο ενώ η ελλιπής ή η υπερβολική χρήση της λογικής οδηγεί σε κακίες. Ο Ακινατης δεν είναι
πουριτανός και αφήνει χώρο και για την σχόλη αλλά και για τον κατάλληλο χειρισμό των παθών .
Να κυβερνά στην ζωή μας η λογική αλλά να υπάρχει χώρος και για τα παθη.
Η φυσιοκρατία του Ακινάτη παίζει σημαντικό ρόλο στην ηθική θεωρία του.

23
Έτσι αν και λέγει ότι ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθεί το λογικό του για βρει το μέσο για την
επίτευξη της αρετής και της ευδαιμονίας, η πράξη που είναι σύμφωνη με την λογική δεν είναι
αντίθετη προς την φύση γιατί από την φύση του ο άνθρωπος επιθυμεί την ευδαιμονία και την ηθική
ζωή. Υπάρχει δηλαδή ένας φυσικός νόμος που είναι η βάση και η προϋπόθεση του ηθικού
νόμου στην εύρεση του οποίου μας βοηθούν οι λογικές ικανότητές μας.
Αυτοί οι δύο νόμοι φυσικός και ηθικός έχουν αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση που μας
προφυλάσσει από την υπερβολική χρήση της λογικής
Ο ηθικός νόμος είναι ένας και διαχρονικός όπως και ο φυσικός και το μόνο που αλλάζει
είναι εφαρμογή των ηθικών κανόνων που έχουν να κάνουν τις διαφορές από πολιτισμό σε
πολιτισμό και από εποχή σε εποχή .
Σε καμιά περίπτωση όμως δεν εναντιώνεται η εφαρμογή των ηθικών κανόνων στην λογική του
ηθικού νόμου

που περιβάλλει αυτούς τους κανόνες. Αυτός ο νόμος δεν αλλάζει ποτέ είναι θεϊκός ή
υπερβατικός νόμος που οδηγεί:
Τόσο στον φυσικό νόμο επειδή ο Θεός ξέρει την φύση μας αφού αυτός μας έχει δημιουργήσει
και αρα μπορεί να μας οδηγήσει στον φυσικό νόμο
Όσο και στον ηθικό νόμο επειδή ο Θεός είναι αυτός που ξέρει τις συνθήκες των ηθικών
πράξεων μας και άρα μπορεί να μας βοηθήσει στην επίτευξη της αρετής.
Υπεράνω του φυσικού και ηθικού νόμου για τον Ακινάτη βρίσκεται ο θεϊκός νόμος που είναι η
ασφαλής δικλείδα για να αντιμετωπίσει με την γενική και απόλυτη ισχύ του όλες τις αντιθέσεις
που μπορεί να προκύψουν μεταξύ του φυσικού και ηθικού νόμου. Ο Θεϊκός είναι αυτός που
βοήθα τον άνθρωπο να ακολουθήσει τον ηθικό και φυσικό νόμο και να επιτύχει τον τελικό
σκοπό που είναι η τέλεια ευδαιμονία η θέαση δηλαδή τον ίδιου του Θεού.

5.3.8
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΑΚΙΝΑΤΗ
Στην Εποχή του Ακινάτη δυο ήταν οι πολιτικές θεωρίες:
Η αριστοτελική πολιτική θεωρία που πιστεύει την αποδέσμευση της κοσμικής εξουσίας από
την εκκλησία και ειχε εμπλουτιστεί από τον Αβερρόη
Ο αυγουστίνειος νεοπλατωνισμός που πιστεύει στην θεωρία ότι η κοσμική εξουσία πρέπει να
ακολουθεί τις οδηγίες της εκκλησίας.
Όλος ο νομικός στοχασμός της Δυτικής Ευρώπης ήταν βασισμένος σε αυτές τις δύο πολιτικές
θεωρίες
Ανάμεσα σε αυτές τις δύο είναι η θεωρία των Δύο Σπαθιών που πιστεύει ότι η εκκλησιαστική
αλλά και η κοσμική εξουσία είναι ισότιμα μέλη και οι δυο ενδιαφέρονται να συνεργαστούν για
το καλό της κοινωνίας. Το πρόβλημα όμως με αυτούς ήταν δεν πρόσφεραν μια οργανωμένη
πρόταση έτσι ώστε η πολιτική θεωρία να μπορεί να θεμελιωθεί μεταφυσικά και να συνδεθεί με
την ηθική οντολογία.
Ετσι εδώ ερχεται να βοηθήσει η φυσιοκρατία του Ακινάτη. Κατά τον Ακινάτη λοιπόν η
κοσμική εξουσία είναι ένας φυσικός κοινωνικός θεσμός όπως είναι η οικογένεια. Ο
άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό και πολιτικό ον που βασίζεται στην κοινωνία για να
προστατευθεί από τις φυσικές καταστροφές και τα άγρια θηρία αλλά οδηγείται στην κοινωνία
για να καλύψει τις βιοτικές του ανάγκες και γενικά να επιτευχθεί η ευδαιμονία του. Είναι
κοινωνικό και πολιτικό ον που αποδεικνύεται από τις ικανότητες για επικοινωνία αλλά και από
τις φράσεις και τις προτάσεις του που συνδέονται λογικά μεταξύ τους. Από την φυσική
προδιάθεση που έχει ο άνθρωπος για κοινωνική και πολιτική οργάνωση προκύπτει και η
φυσικότητα του θεσμού της διακυβέρνησης υποστηρίζοντας ότι όπως διαλύεται το σώμα αν
φύγει η ψυχή έτσι και οι κοινωνίες διαλύονται αν δεν υπάρχει διακυβέρνηση. Ακόμα και στις
πρωτόγονες κοινωνίες πρέπει να υπάρχει μια μορφή πολιτικής οργάνωσης
24
Κάθε κράτος πρέπει 1)να εδραιώνει την ειρήνη στα όρια της επικρατείας του και 2) να
καθοδηγεί τους πολίτες προς το κοινό καλό και 3) να εξασφαλίζει τα υλικά αγαθά για να ζουν οι
πολίτες του ενώ η κοσμική εξουσία θα έχει στη διάθεσή της το στρατό και την δικαστική
εξουσία.
Βέβαια τα παραπάνω δείχνουν κάποιο είδος απολυταρχισμού. Η ανάλυση όμως της σχέσης
της πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας αλλά και η σχέση πολιτικής και δικαστικής
προφυλάσσουν το σύστημα του Ακινάτη.
Ο Ακινάτης σε αντίθεση με τον Αυγουστίνο δεν διαχωρίζει το κοσμικό κράτος από το βασίλειο
του θεού.
Η εκκλησιαστική εξουσία είναι διαφορετική αλλά και ανώτερη από την κοσμική γιατί έχει
ανώτερο σκοπό που είναι η τελεια ευδαιμονία μετα θάνατον.
Η κρατική εξουσία έχει σκοπό το καλό των υπηκόων και πραγματοποιεί την ατελή ευδαιμονία
Ο Ακινάτης υποστηρίζει ότι υπάρχουν τέσσερα είδη νόμου.
Ο αιώνιος νόμος και ο φυσικός νόμος που τους έχει δημιουργήσει ο θεός και τους γνωρίζει
μόνο αυτός.
Ο θεϊκός θετός είναι ο νόμος που αποκάλυψε στους ανθρώπους ο Θεός
Ο ανθρώπινος θετός που δημιουργήθηκε από τους άρχοντες της πολιτικής και δικαστικής
εξουσίας. Ο σκοπός του ανθρώπινου Θετού είναι να εφαρμόζει τον φυσικό νόμο και να εγγυάται
την τήρησή του με απαγορεύσεις και τιμωρίες. Αν ένας ανθρώπινος νόμος είναι αντίθετος από
τον φυσικό νόμο ο υπήκοος μπορεί αν μην τον ακολουθήσει γιατί είναι διεστραμμένος αλλά αν
ο ανθρώπινος νόμος είναι αντίθετος με τον θεϊκό τότε ο υπήκοος πρέπει επιβάλλεται να μην τον
ακολουθήσει. Έτσι ο πολιτικός πρέπει να υπακούει τόσο τον φυσικό όσο και τον θεϊκό νόμο για
να δημιουργεί τον κατάλληλο ανθρώπινο θετό γιατί αν δεν γίνει αυτό οι υπήκοοι θα εξεγερθούν
εναντίον του. κάνει νόμους που να συμφωνούν με τον θεϊκό γιατί αλλιώς θα εξεγερθούν οι
υπήκοοι του
Η πολιτική θεωρία του Ακινάτη επέδρασε σε ολόκληρο το πολιτειακό στοχασμό αλλά και στο
αισθημα του δικαίου στον Μεσαίωνα και έκανε και σχολή για τη δίκαιη χρήση της πολιτικής
εξουσίας αλλά και επέδρασε στην σκέψη του Λοκ του Βολτέρου του Ρουσσώ
Αν και ωφελιμιστική και τελεολογική αυτή η έμπνευση κατάφερε να βάλει κάποιους ηθικούς
φραγμούς στην πολιτική εξουσία και να κάνει να σεβαστεί την ελευθερία του πολίτη υπηκόου.

25
ENOTHTA 6.1.1
Γουίλιαμ Οκκαμ
Γεννήθηκε τον 13ο αιώνα μάλλον στο Οκκαμ της Αγγλίας και ανήκε στους φραγκισκανούς. Η
ζωή του ήταν περιπετειώδης ήρθε σε ρήξη με την ρωμαιοκαθολική εκκλησία για την περιουσία
της εκκλησίας και αφορίστηκε από τον Πάπα και κατέφυγε στο Μόναχο προστατευόμενος του
Λουδοβίκου της Βαυαρίας και εκεί έγραψε δοκίμια συμφωνα με τα οποία ο πάπας συγκέντρωνε
αντικανονικά την εκκλησιαστική και πολιτική εξουσία. Προσπάθησε να προσεγγίσει την
εκκλησία όταν πέθανε ο προστάτης του αλλά πέθανε θύμα του Μαύρου Θανάτου.
Έγραψε πολλά φιλοσοφικά και θεολογικά έργα
Γενικά ο Οκκαμ χρησιμοποιώντας την αριστοτελική λογική και γνωσιοθεωρία φέρνει μια
ανατροπή της ουσιοκρατίας. Πίστευε ότι η παντοδυναμία και η απόλυτη ελευθερία του
Θεού ( βασικά σημεία του χριστιανικού δόγματος) δεν συμβιβάζονται με την ουσιοκρατία
και τον ρεαλισμό της εποχής του που βασίζεται στις θεωρίες των αρχαίων Ελλήνων
Προσπάθησε να δώσει μια άλλη ώθηση στην ονοματοκρατία.
Ο Οκκαμ δεν δίστασε να συγκρουστεί με τις αυθεντίες ακόμα και στο θέμα της μεταφυσικής, αν
και συμφωνεί με τους αριστοτελικούς ότι το θέμα της μεταφυσικής είναι η ύπαρξη λέγει ότι
υπάρχουν πολλά αντικείμενα μεταφυσικής που έχουν να κάνουν με διαφορετικούς κλάδους της
μεταφυσικής παραμένει όμως η ύπαρξη να είναι το πρώτο σε σημασία αντικείμενό της.
Ο Οκκαμ λέγει ότι αν το κριτήριο είναι η τελειότητα η μεταφυσική μπορεί να έχει κύριο
αντικείμενο τον Θεό

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΣΗΜΙΑΣ


Ο Οκκαμ αν και συμφωνεί ότι η γενική έννοια της ύπαρξης είναι μια και για τα
δημιουργήματα και τον Θεό υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρία διαφορετικά είδη ταυτοσημίας
1) Η ταυτοσημία που έχει να κάνει με δύο διαφορετικά πράγματα που έχουν την ίδια έννοια ο
Παύλος και ο Κώστας είναι δύο διαφορετικά όντα που κατηγοριοποιούνται στην έννοια
«άνθρωπος»)
2) Η ταυτοσημία που έχει να κάνει με δύο ή περισσότερα αντικείμενα που έχουν μερικά σημεία
όμοια και άλλα όχι όμοια ( ο γάιδαρος και ο άνθρωπος είναι ταυτόσημα της λέξης «ζώο» και τα
δύο όντα κατηγοριοποιούνται και ενώνονται στην γενική έννοια «ζώο» και είναι σε κάποια
σημεία όμοια και σε άλλα όχι.
3) Η ταυτοσημία που έχει να κάνει με αντικείμενα που δεν έχουν ούτε τυχαία ούτε ουσιαστική
ομοιότητα και αυτό το είδος της ταυτοσημίας υπάρχει στην έννοια της ύπαρξης όταν
αναφερόμαστε σε ένα δημιούργημα και στον Θεό.
Ο Οκκαμ πιστεύει ότι αν δεχτούμε την έννοια της αναλογίας, μόνο με το τρίτο είδος
ταυτοσημίας δίνουμε περιεχόμενο στην έννοια της αναλογίας μεταξύ του Θεού και ενός
δημιουργήματος και αυτό μας επιτρέπει την τυχαία και ουσιαστική διαφορά μεταξύ
δημιουργήματος και Θεού . Αν επιτρέψουμε ταυτοσημία του πρώτου ή δεύτερου είδους μεταξύ

26
δημιουργήματος και Θεού τότε θα οδηγηθούμε στον πανθεϊσμό και θ μειώσουμε τον Δημιουργό
σε δημιούργημα.
Ο Οκκαμ προσπάθησε να βρει μια χρυσή τομή να ανάμεσα στο χριστιανικό δόγμα και στην
αριστοτελική λογική της εποχής τους και ήρθε σε αντιπαράθεση με τις παραδοσιακές αποδείξεις
του Θεού και είπε ότι μπορούμε να έχουμε μια ανθρωπογενή εικόνα του πως μπορεί να είναι ο
Θεός άρα και αμφισβητήσιμη.
Οδηγήθηκε σε ένα αγνωστικισμό σχετικά με την δυνατότητα γνώσης του Θεού. Αν δεν
υπάρχει η δυνατότητα τυχαίας ή ουσιαστική ομοιότητας κι αναλογίας μεταξύ του Θεού και του
δημιουργήματος τότε όλες οι προσπάθειες για την γνώση του Θεού είναι εκ των προτέρων
αποτυχημένες . Ο αγνωστικισμός του Οκκαμ οδήγησε τον Γρηγόριο Παλαμά στη δημιουργία
της ησυχαστικού ρεαλισμού.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6.1.4
Η ΟΚΚΑΜΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ

O Οκκαμ συνέβαλε στην ανάπτυξη μια μορφής της Λογικής των όρων που είναι μια θεωρία
που ασχολείται με τη σχέση των όρων των συλλογισμών. Είναι ο εκφραστής του κινήματος του
τερμινισμού ή οροκρατίας. Στηρίχθηκε στην λογική του Πέτρου της Ισπανίας ο οποίος
υποστήριξε ότι η διαλεκτική ( που εκείνη την εποχή ήταν το άλλο όνομα της λογικής) είναι η
επιστήμη των επιστημών που μας οδηγεί στο να ανακαλύψουμε τις αρχές των μεθόδων Ο Πέτρος
της Ισπανίας πιστεύει οτι η διαλεκτική γίνεται με την χρήση της γλώσσας που και αυτή
χρειάζεται τις λέξεις. Έτσι πρέπει να δούμε την λέξη σαν φυσική οντότητα και σαν όρο
Στο έργο του διακρίνει τη significatio που είναι το γενικό νόημα από το suppositio που είναι
το εξειδικευμένο νόημα των λογικών όρων
Στη significatio βλέπει μια ορισμένη γενική σχέση ενός σήματος ( λέξης) με αυτό που
σηματοδοτείται π.χ ο όρος άνθρωπος έχει την ίδια σχέση με το αντικείμενο του έναν άνθρωπο
την οποία σχέση με το αντικείμενο του έχουν και όλοι οι όροι άνθρωπος των διαφόρων
γλωσσών. Η λέξη όμως ΄άνθρωπος στην πρόταση «ένας άνθρωπος τρέχει» έχει την significatio
που είπαμε αλλά έχει τώρα και τη λειτουργία να σημαίνει τον συγκεκριμένο άνθρωπο που τρέχει.
Λέγει δηλαδή ο Πέτρος της Ισπανίας ότι πρέπει να διακρίνουμε τη significatio που είναι το
γενικό νόημα από το suppositio που είναι το εξειδικευμένο νόημα
Ο Οκκαμ επηρεάστηκε από τον Πέτρο της Ισπανίας και προχώρησε σε μια ακραία μορφή των
λογικών όρων με στόχο την πραγματοκρατία της εποχής του και τους σκωτικούς.
Ο Οκκαμ λέγει ότι πρέπει να διαχωρίσουμε την προφορική και την γραπτή λέξη από την έννοια
που σηματοδοτούν . Λέγει ότι οι λέξεις παρόλο που είναι συμβατές με κάποια διάλεκτο και
γλώσσα και είναι αδύνατον για κάποιον να καταλάβει τις αυτές εννοούν αν δεν γνωρίζει την
γλώσσα, στην ουσία όλες αυτές οι λέξεις σηματοδοτούν την ίδια έννοια ανεξάρτητα από
γλώσσα και διάλεκτο και ονόμασε αυτή την έννοια «φυσικό σήμα» για να δείξει ότι όταν ένας
άνθρωπος έχει εμπειρία ενός πράγματος φυσικά, δημιουργεί και μια αντίστοιχη έννοια.
Το φυσικό σήμα είναι το ίδιο για όλους για δύο ανθρώπους που μιλούν διαφορετικές
γλώσσες απλά αλλάζουν οι συμβατικοί όροι δηλαδή οι τρόποι που το εκφράζουν, οι λέξεις
και αυτά όλα εξαρτώνται από το πολιτιστικό περιβάλλον του καθενός.
Οι λογικοί όροι ανήκουν και αυτοί στις μορφές έκφρασης των φυσικών σημάτων και
λειτουργούν ως suppositio μόνο μέσα σε μία πρόταση
Τα « καθόλου» που είναι οι γενικές κατηγορίες των όντων ή οι καθολικές έννοιες με την
χρήση της suppositio σηματοδοτούν τα « καθέκαστον επιμέρους» που είναι τα συγκεκριμένα
όντα που γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις.

27
Άρα οι καθολικές έννοιες δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρξουν στην
πραγματικότητα γιατί η ύπαρξή τους είναι συμβατική και εξαρτάται από το πολιτιστικό
πλαίσιο στο οποίο ανήκουν.
Αν πούμε ότι υπάρχουν οι καθολικές έννοιες τότε στην πραγματικότητα αν υπάρχει μια
καθολική έννοια τότε ταυτόχρονα η ύπαρξη της μετατρέπεται σε συγκεκριμένο ον.
Ο συλλογισμός αυτός του Οκκαμ μετατρέπει όλες τις γενικές κατηγορίες των οντων σε μη
υπαρκτά και εξαρτώμενα από ένα υποκείμενο που δρα και αντιλαμβάνεται.
Η θεωρία αυτή η ονοματοκρατική έννοια της αρχής της εξατομίκευσης έχει κοινά με την
θεωρία του Ακινάτη και με την θεωρία του Ντανς του Σκώτου αλλά και σε πολλά
σημεία διαφέρει.
1. Ο Θωμάς λέγει ότι τα πράγματα μοιάζουν μεταξύ του γιατί έτσι τα έχει δημιουργήσει ο
Θεός
Ο Οκκαμ δεν το δέχεται αυτό γιατί λέγει ότι δεν υπάρχουν στον Θεό ιδέες που συμφωνα
με αυτές να δημιουργεί τα αντικείμενα
2. Ο Θωμάς οι γενικές κατηγορίες υπάρχουν στην πραγματικότητα
Ο Οκκαμ λέγει ότι οι γενικές κατηγορίες δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα
3. Ο Οκκαμ υιοθετεί την αρχή της οικονομίας ( συμφωνα με την οποία τα καθόλου
υπάρχουν έξω από τον νου μας μέσα στα ίδια τα πράγματα και θα πρέπει να εξαλείψομε
τα καθόλου από την έννοια της πραγματικότητας), πρέπει οι οντολογικές μας
κατηγορίες να είναι ελάχιστες.
Ο Θωμάς και ο Ντανς ο Σκώτος υποστηρίζουν ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες: το
αντικείμενο, το «καθέκαστον επιμέρους» και το « καθόλου»
Στον Οκκαμ υπάρχει μια κατηγορία αυτή των υπαρκτών και άμεσα αντιληπτών
εξατομικευμένων όντων

Ο Οκκαμ ακολούθησε την ίδια λογική και για την επιστήμη και την φιλοσοφία και
διαχώρισε την επιστήμη στη:
Πραγματική επιστήμη που ασχολείται με πράγματα που υπάρχουν στην
πραγματικότητα, τα συγκεκριμένα όντα που βλέπουμε με τις αισθήσεις δηλαδή τα
καθέκαστα επιμέρους
Λογική επιστήμη που έχει να κάνει με τις καθολικές έννοιες. Βλέπουμε ότι η λογική
του Οκκαμ μελετά όρους που δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τον νου και αυτή την
διάκριση θα πρέπει να ΄έχει κατά νου ο επιστήμονας για να κάνει την δουλειά του. Ο
επιστήμονας χρησιμοποιεί την πραγματική επιστήμη για να κάνει τις παρατηρήσεις του
και την λογική για να βγάλει τα συμπεράσματα του. Ο Οκκαμ επίσης πιστεύει ότι η
δουλειά της επιστήμης είναι να αποδεικνύει το ψεύδος ή την αλήθεια και ενώ ξεκινά
από το εξατομικευμένο πρέπει να εμπλέκει και το καθολικό στα συμπεράσματα της
δηλαδή αν και οι δύο επιστήμες διαφέρουν ως προς το αντικείμενο των ενδιαφερόντων
τους δηλαδή η πραγματική έχει όρους που αναφέρονται σε πραγματικά πράγματα και η
λογική έχει ρους που αναφέρονται έμμεσα στα υπαρκτά, ενοποιούνται μεθοδολογικά.
Ειδικά ο Οκκαμ λέγει ότι η επιστημονική ενασχόληση συνδέεται με την επιστημολογική
και τη λογική και ο επιστήμονας πρέπει να είναι και φιλόσοφος και να ασχολείται με την
γνωσιοθεωρία την μεταφυσική

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ Ή ΟΝΟΜΑΤΟΚΡΑΤΙΑ
Φιλοσοφική θεωρία με την οποία δεν υπάρχουν καθολικές ή γενικές ή αφηρημένες έννοιες. Το
γεγονός ότι στη γλώσσα μας υπάρχουν γενικοί ορισμοί π.χ. δέντρο άνθρωπος, θηλαστικό δεν
σημαίνει ότι θα πρέπει αναγκαστικά και η πραγματικότητα να αποτελείται από γενικές έννοιες
αντίστοιχές προς αυτούς τους ορισμούς.

28
Η γενική έννοια είναι μόνο μια λέξη που συνοψίζει τα κοινά χαρακτηριστικά πολλών
ξεχωριστών πραγμάτων που είναι και τα μόνα που έχουν αληθινή ύπαρξη Για το νομιναλιστή
από την μία μεριά δίνονται οι μοναδικές και ατομικές πραγματικότητες και από την άλλη γενικά
ονόματα που μπορούν να γίνουν κατηγορούμενα περισσοτέρων ξεχωριστών πραγματικοτήτων
αλλά που δεν έχει νόημα να αποδίδουμε αντικειμενική πραγματικότητα στις αφηρημένες και
γενικές έννοιες.
Η φιλοσοφική αυτή θεωρία ξεκίνησε από τον 11ο αιώνα και τον 12ο και τον 14ο αιώνα με
κύριο εκφραστή τον Οκκαμ που θεμελίωσε την φιλοσοφία του πάνω στην ονοματοκρατική
θεωρία για τα καθόλου συμφωνα με την οποία τα καθόλου δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα
αλλά μόνο τα καθέκαστα επιμέρους.
Ο Οκκαμ είναι στενά δεμένος με την πεποίθηση περί της αναλλοίωτης αξίας του ατόμου. Στο
άτομο του Οκκαμ δεν υπάρχει καμία γενική έννοια εντελώς διαφορετική από αυτό που είναι το
κάθε άτομο.
Οι γενικοί όροι σκύλος, φυτό που χρησιμοποιούμε, δηλώνουν έννοιες καθολικές και
συγκεχυμένες που παρουσιάζουν το πλεονέκτημα ότι αντιστοιχούν σε ολότητες δηλαδή
σημαίνουν μια πλούσια πολλαπλότητα ατομικών οντοτήτων αλλά μόνο «σημαίνουν» γιατί η
βέβαιη γνώση είναι αυτή που έρχεται μόνο με την άμεση εποπτεία αυτού του σκύλου ή αυτού
του φυτού. Αληθινή επιστήμη για τον Οκκαμ είναι αυτή που στηρίζεται στην εμπειρία η οποία
συλλέγει τα καθέκαστα πράγματα στην συγκεκριμένη ύπαρξη τους.
Η θεωρία του Οκκαμ και των οκκαμιστών ήταν μια θεωρία που σκοπό είχε να αντιταθεί στην
πραγματοκρατία ( συμφωνα με την οποία γνωρίζουμε τα πράγματα όπως αυτά υπάρχουν
ανεξάρτητα από εμάς) και στον αριστοτελικό σχολαστικισμό. Προετοίμασε το έδαφος για
την Αναγέννηση και την ανάπτυξη της επιστήμης και έστρεψε τους φιλόσοφους στο
νεοπλατωνισμό.

ΕΝΟΤΗΤΑ 6.1.5
Η ΟΚΚΑΜΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΓΝΩΣΗ
Ο Οκκαμ υιοθετώντας τον αριστοτελικό ορισμό ότι απόδειξη είναι ένας συλλογισμός που
παράγει γνώση προχωρεί στο διατύπωση της θέσης ότι απόδειξη είναι ουσιαστικά η απόδειξη
των ιδιοτήτων ενός υποκειμένου και όχι της ύπαρξης του ίδιου του υποκειμένου. Π.χ. δεν
μπορούμε να αποδείξουμε ότι ένα βότανο υπάρχει αλλά μπορούμε να αποδείξουμε τις ιδιότητες
αυτού του βοτάνου. Η άμεση εμπειρία με το βότανο μπορεί να μας πει ότι αυτό το βότανο έχει
συγκεκριμένες ιδιότητες αφού βέβαια πρώτα κάνουμε χρήση αυτών των ιδιοτήτων αλλά για να
δείξουμε την αιτιακή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο βότανο και στις ιδιότητες του
χρειαζόμαστε απαραίτητα την απόδειξη που θα μας οδηγήσει στην αποδεικτική γνώση
Άμεση εμπειρία και ενορατική γνώση και μας κάνουν την αποδεικτική γνώση που είναι
κατά τον Οκκαμ και το θεμέλιο της επιστημονικής.
Η ενορατική γνώση κατευθύνει τον νου μας στην αποδεικτική γνώση και εμφανίζεται
ταυτόχρονα με την άμεση εμπειρία των υπαρκτών πραγμάτων. Λέμε για παράδειγμα ότι έχουμε
μια ενορατική γνώση ότι δηλαδή το όλον είναι μεγαλύτερο από τα μέρη που το απαρτίζουν.
Αυτή την ενορατική γνώση γίνεται αμέσως κτήμα μας, αφού κατανοήσουμε το νόημα των
λέξεων και είναι τόσο βέβαιη όπως όταν βλέπουμε ένα υλικό αντικείμενο
Βλέπουμε έτσι την έμφαση που δίνει ο Οκκαμ στην άμεση εμπειρία αλλά και στην ενορατική
γνώση που αποκτούμε από αυτή, οδηγείται σε μια μορφή ήπιου εμπειρισμού ότι η γνώση
θεμελιώνεται στην εμπειρία των όντων που πραγματικά υπάρχουν (περιφρονεί την ακιτανεια και
μποναβεντούρεια θεωρία) διότι απομακρύνεται από την σωστή χρήση της γλώσσας. Ο Οκκαμ
δεν είναι ακραίος εμπειριστής ούτε και ιδεοκράτης
Η αρχή της οικονομίας ή αλλιώς το ξυράφι του Οκκαμ (συμφωνα με την οποία στην
επιστήμη αλλά και στη φιλοσοφία θα πρέπει να παίρνουμε την πιο απλή και όχι σύνθετη λύση)
και ο εμπειρισμός του φαίνονται στις αντιλήψεις του για τον χρόνο και την κίνηση.
29
Για τον Οκκαμ ο χρόνος δεν είναι τίποτα άλλο παρά κίνηση . Κίνηση και χρόνος είναι το ίδιο
πράγμα . Επειδή ο Οκκαμ πίστευε μόνο στα καθέκαστον επιμέρους που προσδιορίζονται από
ιδιότητες που τις παρατηρούμε κατέληξε στο ότι κίνηση είναι μια διαδοχική ύπαρξη ενός
αντικειμένου σε διαφορετικές θέσεις χωρίς να μεσολαβεί ηρεμία. Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με
τον Αριστοτέλη που μιλούσε για την κίνηση ως πραγματωμένη δυνατότητα.
Το πνεύμα του Οκκαμ άσκησε σημαντική επίδραση για την ανάπτυξη της αρχής της αδράνειας
τον 17ο αιών και γενικά στην επιστημονική επανάσταση

ΕΝΟΤΗΤΑ 6.1.6
Η ΟΚΚΑΜΙΚΗ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Η ΗΘΙΚΗ
Ο Οκκαμ προσπαθεί να εφαρμόσει την αρχή της οικονομίας και στην ηθική οντολογία και
προχωρεί σε μια σύνθεση του αριστοτελισμού και του χριστιανικού δόγματος που θα παίξει
σημαντικό όλο στη ψυχολογία και ηθική οντολογία του 16ου αιώνα
Πιστεύει ότι, στον άνθρωπο υπάρχει μια μη υλική και μη φθαρτή μορφή, η ψυχή που όμως
δεν επιδρά άμεσα πάνω στην ύλη του και χρειάζεται την μεσολάβηση της αισθητικής ή
σωματιακής μορφής που είναι φθαρτή και είναι διαφορετική από την ψυχή, που αν δεν
επέμβει ο Θεός η μορφή αυτή θα χαθεί με το σώμα.
Η αισθητική ή σωματιακή μορφή χωρίζεται σε τμήματα και κάθε τμήμα είναι υπεύθυνο για
την επαφή της ψυχής με τα διαφορετικά μέρη και όργανα του σώματος. Όλα αυτά τα μέρη
ενώνονται στην αισθητική ή σωματιακή μορφή μέσω της οποίας η ψυχή επικοινωνεί με όλο το
σώμα.
Σταθερός ο Οκκαμ πάντα στην αρχή της οικονομίας λέγει ότι οι διάφορες ενέργειες της
ανθρώπινης ψυχής ενοποιούνται. Η ψυχή με την δική της μορφή και με την αισθητική ή
σωματιακή μορφή δρουν ενιαία στην πράξη και στην αλληλεπίδραση με το σώμα.
Έτσι η λογική και νοητική ψυχή του ανθρώπου είναι πνευματικής φύσεως και δεν έχει
διαχωρισμένες λειτουργίες. Όταν νοούμε κάτι, η ψυχή μας στο σύνολό της νοεί κάτι, και
όταν θέλουμε κάτι , η ψυχή μας στο σύνολό της το θέλει αυτό το κάτι. Η θέληση δεν
διαχωρίζεται από την νόηση.
Η τάση αυτή του Οκκαμ για ενοποίηση και απλοποίηση της ανθρώπινης ψυχολογίας
εκφράστηκε με την θεωρία του για το ανθρώπινο πρόσωπο που είναι ένα τέλειο ον που δεν
μπορούν να το έχουν και άλλα όντα εκτός του Θεού και που δεν χρειάζεται άλλον ον για να
υπάρξει εκτός του Θεού. Η ύπαρξη του ανθρώπινου προσώπου για να έχει όλα τα
χαρακτηριστικά που αναφέραμε πρέπει να έχει σώμα και ψυχή γιαυτό ο Οκκαμ δέχεται ότι μετά
τον θάνατο δεν είμαστε πια πρόσωπα.
Η αυτοδυναμία και αυτονομία του ανθρώπινου προσώπου εκφράζεται με την απόλυτη
ελευθερία που έχει ο άνθρωπος χάριν της οποίας έχουν νόημα οι ηθικές και νομικές
κυρώσεις των πράξεων του,. Μάλιστα ορίζει ως ελευθερία την δύναμη να γίνει ο άνθρωπος
η αιτία ή μη αιτία ενός αποτελέσματος το οποίο έχει τη δύναμη να επιτύχει. Η απόλυτη
ελευθερία για τον Οκκαμ δεν περιορίζεται από την σχέση νόησης και βούλησης αν και είναι
δυνατή η επίδραση της νόησης στην βούληση , δεν είναι όμως αναγκαία.
Η απόλυτη όμως ελευθερία του δημιουργήματος συνεπάγεται και την απόλυτη αίσθηση
καθήκοντος και υποχρέωσης προς τον Δημιουργό που δημιούργησε το άνθρωπο. Έτσι ο
ηθικός νόμος για τον Οκκαμ οφείλει την ύπαρξή του και τους κανόνες του στην βούληση του
Θεού και Δημιουργού. Μάλιστα υποστήριξε αν το θέλημα του Θεού ήταν να διαπράξει ο
άνθρωπος την αμαρτία θα ήταν ηθικό για τον άνθρωπο να την διαπράξει.

30
Αν και αντίθετος με την νοησιαρχία του Ακινάτη ο Οκκαμ πιστεύει οτι στην καθημερινή μας ζωή
θα πρέπει να υπακούμε τον ορθό λόγο του κοινά αποδεκτού μέτρου. Έτσι εντάσσεται στους
αριστοτελικούς ορθολογιστές της εποχής του.

Η πολιτική θεωρία του Οκκαμ


Παρόλο που ο Οκκαμ δεχόταν την βούληση του Θεού ως ένα απόλυτα ηθικό κανόνα δεν
ίσχυε το ίδιο για την βούληση του παπα
Εναντιώθηκε στην θέληση του πάπα Ιωάννη του 2όταν αυτός καταδίκασε ως αιρετική την
βασική θέση των φραγκισκανών που έλεγε ότι οι εκκλησιαστικοί πρέπει να είναι φτωχοί
Μάλιστα εξέδωσε και μια πραγματεία το 1332 που υποστήριζε την άποψη αυτή. Έτσι ο Οκκαμ
κυνηγήθηκε από τον παπα τον Ιωάννη τον 22 ο και μαζί του όσοι τον υποστήριξαν και
κατέφυγαν στον αυτοκράτορα της Βαυαρίας . Ο πάπας έντονα θιγμένος από την ανυπακοή αλλά
και την έντονη κριτική που ασκήθηκε από τους φραγκισκανόυς για την εκκλησιαστική περιουσία
εξέδωσε διάταγμα με έντονο επικριτικό ύφος στο οποίο απάντησε ο Οκκαμ με την πραγματεία
του.
Ο Οκκαμ σε αυτή την πραγματεία λέγει ότι ο άνθρωπος έχει φυσικό δικαίωμα να αποκτήσει
περιουσία γιατί την έχει ανάγκη για να επιβιώσει αλλά και γιατί έτσι υπακούει στην βούληση
και τις εντολές του Θεού αλλά και στις υποδείξεις του ορθού λόγου
Ο πάπας υποστήριζε την καταδίκη όσων χρησιμοποιούν χωρίς δικαίωμα ένα πράγμα και ότι οι
μόνοι που έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιούν υλικά αγαθά είναι ο ίδιος και τα μοναχικά τάγματα.
Ο Οκκαμ και οι Φραγκισκανοί όμως θεωρούν ότι ακολουθούν τις εντολές του Θεού, τη ζωή
του Χριστού και των Αποστόλων όταν λέγουν ότι δεν έχουν δικαίωμα για κατοχή και χρήση
υλικών αγαθών. Μέσα στην πραγματεία του ο Οκκαμ λέγει ότι αν και δεν έχει κανείς κανένα
δικαίωμα να κατέχει υλικά αγαθά μπορεί να τα χρησιμοποιεί για την επιβίωση του αφού αυτό
είναι η εντολή του Θεού.
Ο πάπας βλέποντας να αμφισβητείται και η ίδια η εξουσία του τον καταδίκασε και δεν
κάμφθηκε από τις εκκλήσεις φίλων του παρά μόνο όταν ο Οκκαμ υπέγραψε την οριστική
μεταμέλεια του ένα χρόνο πριν πεθάνει θύμα του Μαύρου Θανάτου
Μ ε αυτήν αλλά και με άλλες πραγματείες ο Οκκαμ έφερε μια επανάσταση στα πολιτικά και
εκκλησιαστικά πράγματα του Μεσαίωνα επειδή αναιρούσε το επίσημο δόγμα της παπικής
εκκλησίας που ήταν η καθυπόταξη της πολιτικής στην εκκλησιαστική εξουσία. Έθετε σε
αμφισβήτηση την πολιτική και κρατική εξουσία του πάπα. Μάλιστα σε άλλη πραγματεία είπε
ότι αν ο πάπας προσπαθεί να παίξει κάποιο ρόλο στην πολιτική κατάσταση της Ευρώπης θα
πρέπει να αυτοαναίρεσει την εκκλησιαστική και θεολογική του ισχύ.
Με αυτόν τον τρόπο ο Οκκαμ αποδέσμευσε τους ευρωπαίους ηγεμόνες από την έγκριση του
παπα και άνοιξε τον δρόμο για ραγδαίες εξελίξει στην διάρκεια της Αναγέννησης και του
Διαφωτισμού.

31
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.1.7
ΝΙΚΟΛΑΟς ΤΗΣ ΩΤΡΕΚΟΥΡΤ: Η ΤΕΛΕΙΟΠΟΙΗΣΗ Της ΟΚΚΑΜΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

Γάλλος φιλόσοφος του 14ου αιώνα. Μόλις άρχισε την διδασκαλία του Αριστοτέλη άρχισε να τον
αμφισβητεί και αντιμετώπισε για αυτό την κριτική του πάπα. Στο τέλος μετά από περιπλάνηση
στην Αυλή του Λουδοβίκου της Βαυαρίας διατάχθηκε από πάπα να κάψει τα γραπτά του και να
ανακαλέσει πράγμα το οποίο και έκανε για αυτό και δεν υπάρχουν πολλά από αυτόν
Η κύρια συμβολή του Νικόλαου ήταν η παρατήρησή του ότι βασική προϋπόθεση των
επιστημολογικών συλλογισμών και η μόνη πρόταση που είναι αληθής και βέβαιη είναι ότι μια
πρόταση και η αντίφασή της δεν μπορούν να είναι και οι δύο αληθείς την ίδια χρονική στιγμή
Αυτή η προϋπόθεση είναι η λεγόμενη αρχή της αντίφασης που χρησιμοποιήθηκε τόσο από τον
Αριστοτέλη όσο και από νεώτερους στοχαστές σαν τον βασικός νόμος της νόησης..
Συμφωνα με τον Νικόλαο όλες οι αλήθειες πρέπει να βασίζονται στην αρχή αυτή που είναι
τόσο βέβαιη που μόνο ο Θεός μπορεί να κλονίσει την αλήθεια της. Έτσι αν μια πρόταση στην
λογική και στην επιστήμη δεν συμφωνεί ή αντιβαίνει σε αυτήν την αρχή είναι ψευδής ή
τουλάχιστον δεν είναι αληθής.
Σε πρακτικό επίπεδο αυτή η αρχή επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την
πραγματικότητα και όταν έχουμε μια αντίληψη της πραγματικότητας για μας είναι αλήθεια
δηλαδή δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι ένα χρώμα που βλέπουμε είναι και δεν είναι το χρώμα που
βλέπουμε, αυτό θα ήταν αντίφαση.
Αυτήν την αντίληψη της εξωτερικής πραγματικότητας ο Νικόλαος την ονόμασε άμεσο
στοχασμό και την θεωρεί αληθή και βέβαιη και συνέπεια της αρχής της αντίφασης.
Ο Νικόλαος στους αντίπαλους παραθέτει τον εξής συλλογισμό:
Αν δεν δεχτούμε ότι υπάρχουν αντιλήψεις της πραγματικότητας που είναι αναμφισβήτητες και
μας δίνουν αρκετές εγγυήσεις για την γνώση της πραγματικότητας, τότε δεν θα μπορέσουμε να
είμαστε ποτέ βέβαιοι για την εξωτερική πραγματικότητα όσες εγγυήσεις και να έχουμε. Έτσι η
βεβαιότητα της αντίληψής μας οφείλεται στην αρχή της αντίφασης: δεν μπορούμε να βλέπουμε
και να μην βλέπουμε κάτι την ίδια στιγμή
Αν δεχτούμε ότι η αρχή της αντίφασης δεν ισχύει στην άμεση αντίληψη τότε θα οδηγηθούμε σε
ολικό και αυτοκαταστροφικό σκεπτικισμό
Υποστηρίζει λοιπόν ότι η άμεση αντίληψη της πραγματικότητας και η αρχή της αντίφασης
είναι δύο σίγουρα και αληθή αντικείμενα της γνωσιοθεωρίας
Ο Νικόλαος υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ύπαρξη όλων των
πραγμάτων που δεν πέφτουν στην άμεση αντίληψη μας. Είναι δηλαδή ένας πρόδρομος του
Χιουμ
Γενικά ο Νικόλαος αμφισβήτησε όλα τα πράγματα που δεν είναι άμεσα αντιληπτά και δεν
ταυτίζονται με την αρχή της αντίφασης.

32
Αμφισβήτησε την φιλοσοφική και θεολογική γνώση της εποχής του υποστήριξε τον ατομισμό
τον οποίο απέρριπτε ο Αριστοτέλης και πίστευε ότι έτσι αντιμετωπίζονται τα προβλήματα της
κίνησης και της αλλαγής.

ΤΟΜΟΣ Β’

ΚΕΦ.1

ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1
ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητα του για την οποία δεν
ευθύνεται αυτός. Η ανωριμότητά του είναι η αδυναμία του ανθρώπου να μεταχειριστεί τον νου
του χωρίς την βοήθεια κάποιου άλλου. Αιτία της ανωριμότητας δεν είναι η ανεπάρκεια του νου
αλλά η ΄έλλειψη απόφασης και θάρρους. Για αυτό το motto του Διαφωτισμού ήταν η ρήση του
Κάντ sapere aude δηλαδή τόλμα να γνωρίσεις
Έτσι ο Διαφωτισμός είναι η αποκήρυξη της αυθεντίας και των παραδοσιακών αξιών και η
αποφασιστικότητα να στηριχθεί ο άνθρωπος στις δικές του δυνάμεις για να κατακτήσει την
γνώση.
Έλαβε χώρα τον 18ο αιώνα αλλά εκτείνεται στον 17ο αιώνα και είναι συνέχεια τη Αναγέννησης
Ποίος είναι όμως ο κοινός παρονομαστής μιας περιόδου που ενσωματώνει όλα τα διακριτικά
του Διαφωτισμού μέσα στην πολυμορφία της ιστορικής πραγματικότητας χωρίς να καταστρέφει
της ιδιομορφίες της?
Ο κοινός παρονομαστής είναι η ρήση του Καντ sapere aude που τονίζει την κριτική διάθεση
να αμφισβητηθούν τα πάντα
Έτσι η κριτική διάθεση το στιλ η αίσθηση συμμετοχής σε ένα καινούργιο πνευματικό
περιβάλλον είναι το κοινό χαρακτηριστικό των διαφόρων στοχαστών του Διαφωτισμού.

ΕΝΟΤΗΤΑ 1.2
Οι ιστορικοί έκτος του ότι προσπαθούσαν να δούμε πιο είναι εκείνο το γνώρισμα που ενώνει τον
Διαφωτισμός μέσα στην αναμφισβήτητη ποικιλομορφία είχαν αν αντιμετωπίσουν και στις
ερμηνείες της ρομαντικής περιόδου που είχε χαρακτηρίσει τον Διαφωτισμό ένα ρηχό
πνευματικό προϊόν που τείνει σε μια εύκολη λύση των προβλημάτων και που αποτελεί μια

33
αποθέωση του λόγου, μια υπεραισιοδοξία και γενικά ένα επιφανειακό ορθολογισμό που αφήνει
έξω τα πάθη του ανθρώπου και αφήνει έξω τη λειτουργία του ανορθολογικού στοιχείου
Θα δούμε ότι οι υπεραπλουστευσεις φτάνουν στο σημείο να γίνονται παρερμηνείες:
1)O Διαφωτισμός δεν είναι ένα μονοδιάστατο και απλουστευτικό πνευματικό φαινόμενο.
Δεν χαρακτηρίζεται η περίοδος που δεσπόζει ο ορθολογισμός και η απεριόριστη αισιοδοξίας.
Είναι η εποχή που εμπλέκονται συνυπάρχουν πολλά αντιθετικά ρεύματα με ασυμβίβαστη σκέψη
όπως η αισιοδοξία η απαισιοδοξία ο ορθολογισμός, η εσχατολογία ακόμα και ο μηδενισμός.
Πρόκειται δηλαδή για ένα πλουραλισμό που δεν συμβιβάζεται με τις προκρούστειες ερμηνείες
του Διαφωτισμού.
Για να ενσωματώσουμε όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία διακρίνουμε μεταξύ Διαφωτισμού
και εποχής του Διαφωτισμού.
Μεταξύ Διαφωτισμού υπό την στενή έννοια και Διαφωτισμού υπό τη ευρεία έννοια . Ο
Διαφωτισμός ως κυρίαρχο ρεύμα δίνει το στίγμα του στην εποχή στην οποία εκτυλίσσεται ενώ η
εποχή περιλαμβάνει κα τάσεις που αμφισβητούν το κυρίαρχο αυτό ρεύμα. Αυτές οι τάσεις μέσα
από την αντιπαράθεσή τους με τα κυρίαρχα ρεύματα προσδιορίζουν και τα θέματα προς
συζήτηση
Υπό την ευρεία έννοια ο Διαφωτισμός αναφέρεται στην κριτική διάσταση του Διαφωτισμού που
έχει στόχο να αναιρέσει την παραδεισιακή μεταφυσική την σχολαστική και την θεολογία
Υπό την στενή έννοια έχει ένα πιο στρατευμένο χαρακτήρα γιατί συγκρούεται με τα πρώτα
πνευματικά συμπτώματα της απαγκίστρωσης από την παραδοσιακή θεολογία προτάσσοντας ένα
νέο κανονιστικό ιδεώδες.
2) Ο Διαφωτισμός δεν είναι ανιστόρητος
Η ρομαντική εποχή δεν συνειδητοποίησε ότι η προσπάθεια του Διαφωτισμού να απεγκλωβιστεί
η ιστορία από την εκκλησιαστική ιστορία ήταν η προϋπόθεση για να διαμορφώσει αυτή την
ιστορική της αίσθηση. Το καλύτερο παράδειγμα ιστορία και φιλοσοφία είναι ο Χιούμ που ήταν
περισσότερος γνωστός ως ιστορικός. Μόνο ο καρτεσιανισμός δεν δείχνει ενδιαφέρον για την
ιστορία επειδή θεωρούσε ότι η γνώση των γεγονότων δεν έχει καμία σημασία μπροστά στην
βέβαιη γνώση που παρέχουν τα μαθηματικά και η λογική
Αντίθετα το πνευματικό κλίμα του Διαφωτισμού διαμορφώνεται από τον Πιέρ Μπευλ τον 18
αιώνα με το έργο του Ιστορικό και κριτικό Λεξικό όπου συνειδητά και με προσοχή στα ιστορικά
γεγονότα προσπαθεί να υπηρετήσει την αλήθεια μελετώντας το παρελθόν για να καταγράψει τα
λάθη της παράδοσης
Επίδραση άσκησαν και τα έργα του Μοντεσκιέ και του Βολτέρου που δεν θεωρούν δεδομένη
την ανθρώπινη φύση.
3) Ο Διαφωτισμός δεν αγνοεί τα πάθη
Είναι σφάλμα να πιστεύουμε ότι ο Διαφωτισμός αγνόησε τα πάθη με τα οποία ασχολείται
άριστα η ρομαντική περίοδος . Αν το ισχυριζόμασταν αυτό θα έπρεπε να τεθούν εκτός
Διαφωτισμού ο Ρουσσώ ο Χιούμ αλλά και ο θεμελιωτής της αισθησιοκρατίας ο Λόκ
Τα πάθη και τα αισθήματα είναι στο κέντρο των αναζητήσεων του Διαφωτισμού γιατί ο λόγος
δεν μπορεί αν λειτουργήσει χωρίς αισθήματα και φαντασία
Ο Φοντενέλ λέγει ότι η δράση και η ενέργεια του ανθρώπου εκδηλώνεται μέσα από τα πάθη
ενώ Χιούμ λέγει ότι ο λόγος είναι και πρέπει να είναι ο σκλάβος των παθών
Έτσι άλλο ρεύμα μέσα στη εποχή του Διαφωτισμού τονίζει την υπεροχή του λόγου και
προσπαθεί να αφανίσει τα πάθη και άλλο ισχυρίζεται ότι ο λόγος όχι μόνο δεν ξεριζώνει τα πάθη
αλλά οφείλει να τα υπηρετεί και να δείχνει πως αυτά θα ικανοποιηθούν.

EΝΟΤΗΤΑ 1.3
ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΝΟΗΣΙΑΡΧΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

34
ΕΝΟΤΗΤΑ 1.4
Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ, Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ
Κατά την διαρκεια του Μεσίαωνα επικρατούσε η αποψη ότι ο κοσμος των αισθήσεων είναι
συνώνυμος με την φθορά και την αμαρτία η Αναγέννηση αμφισβήτησε αυτήν την ιδέα και ο
Διαφωτισμός αποκατέστησε πλήρως τον αισθητό κόσμο στο επιστημονικό και κοινωνικό με
την μορφή της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στην φύση και γνώση για τους νόμους που την
διέπουν με την βοήθεια των μαθηματικών. Η καλλιεχνικότητα της Αναγέννησης δίνει την
σκυτάλη στο φυσικό επιστήμονα του Διαφωτισμού.
Η επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα ( μεγαλύτερης σημασίας ακόμη και από την
Μεταρρύθμιση ) οφείλεται στο ότι εγκαταλείπεται η αριστοτελική τελεολογία και η έρευνα
επικεντρώνεται σε ποσοτικά μετρήσιμες ιδιότητες και όχι σε ποιοτικές διαφορές. Οι
ανακαλύψεις του Γαλιλαίου του Μπουλ ήταν πιο σοβαρές από τα δόγματα του Καλβίνου και του
Λούθηρου.
Η επιστήμη αποτιμάται περισσότερο για την νέα της λειτουργία και λογότερο για το
περιεχόμενό της ενώ η «ανάλυση» είναι το κλειδί για την κατανόηση του πνευματικού κλίματος
του 18ου αιώνα.
Τα όρια όμως της φιλοσοφίας και της επιστήμης είναι ακόμη δυσδιάκριτα και η φιλοσοφία
εμφανίζεται ως βασική προϋπόθεση για να ανθίσουν οι άλλες επιστήμες αλλά ταυτόχρονα το
πρότυπο της φιλοσοφίας είναι οι επιστήμες της φύσης, ενώ γίνεται μια προσπάθεια να περάσει η
επιστημονικότητα και σε άλλους τομείς όπως η Αισθητική αλλα και η πολιτική θεωρία
Ο Καντ, ο Μπυφον και άλλοι ξεκίνησαν την καριέρα τους ως επιστήμονες πριν περάσουν
στην φιλοσοφία και ο Βολτέρος και ο Ντιντερό είχαν στο κύκλο του γιατρούς και αστρονόμους
και μαθηματικούς
Η ένωση φιλοσοφίας και επιστήμης ευνόησε τον εμπειρισμό που πρώτα απ΄όλα
αμφισβητεί τα μαθηματικά , αυτό αποτελεί συνέπεια της αλλαγής της αντίληψης για την ύλη
που εμπλουτίζεται πια με ιδιότητες πέρα απ΄την έκταση και η νέα αντίληψη είναι ότι η ύλη
αποτελείται και από άλλες ιδιότητες πέρα από την έκταση. Τα μαθηματικά είναι αρκετά
επαρκούν στο βαθμό που η ύλη είναι συνώνυμη με την έκταση αλλά η νέα αντίληψη ότι η ύλη
δεν μπορεί να αναγάγει τις φυσικές ιδιότητες στην έκταση

Έτσι καλλιεργείται η ιδέα ότι τα μαθηματικά δεν μπορούν να συλλάβουν την πολυμορφία του
κόσμου και δεν μας περιγράφουν τον κόσμο όπως αυτός είναι. Οι μαθηματικές σχέσεις δεν
παρέχουν γνώση και είναι ταυτολογίες.
Αν είναι γεγονός ότι η γνώση έρχεται από τις αισθήσεις τότε οι μαθηματικές αλήθειες δεν
είναι αιώνιες και τα μαθηματικά δεν παρέχουν γνώση
Ο Διαφωτισμός είχε όμως και κοσμικό χαρακτήρα ώστε η γνώση να μπορέσει να βοηθήσει
στην καλυτέρευση των συνθηκών της ζωής του ανθρώπου σε αντίθεση με την σωτηρία της
ψυχής που επικρατούσε πριν
Ο άνθρωπος θεωρείται όχι μόνο κυρίαρχος της φύσης αλλά και μέρος της φύσης. Έτσι
ενισχύεται ο εμπειρισμός και από την στιγμή που η ύλη φέρεται ότι έχει μέσα της τις αιτίες της
κίνησης ο Θεός που μέχρι τώρα ήταν το πρώτο κινούν φεύγει από το προσκήνιο
Η απόσυρση του Θεού δεν δημιούργησε προβλήματα στην μελέτη των φυσικών φαινομένων
αλλά σε συνδυασμό με την υλιστική έξαρση εμφανίστηκαν κίνδυνοι γι την ηθική που διέπει την
κοινωνία Έτσι πολλοί στοχαστές επειδή κατάλαβαν τον κίνδυνο εκθείασαν το ρόλο της
θρησκείας.

35
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

Τον 17ο αιώνα η κεντρική ιδέα για την ερμηνεία της φύσης ήταν η συνεχής και χωρίς διακοπή
κίνηση, αυτή συνεπάγεται την πρόσκρουση των σωμάτων.
Έτσι όλες οι αιτιακές σχέσεις έχουν να κάνουν με την κίνηση και την πρόσκρουση και
απομακρύνονται από την αριστοτελική τελεολογία. Η αντίληψη του Γαλιλαίου για την κίνηση
των σωμάτων και η αντίληψη του Καρτέσιου για την διαφοροποίηση του πνεύματος από την
ύλη και του νου από τον εγκέφαλο μας οδηγούν στην νέα γνωσιολογία
Σωματίδια του εξωτερικού κόσμου ενεργούν στα αισθητήρια όργανά μας και παράγουν κάτι το
διαφορετικό, μια ιδέα, μια παράσταση μέσα στον νου. Αυτή είναι και η κυρίαρχη τάση με την
οποία δεν συμφωνούν όλοι αλλά και αυτοί που συμφωνούν διχάζονται σε θέματα όπως η
οντολογική υπόσταση του εξωτερικού κόσμου, η αντιστοιχία των πραγματικών υποστάσεων και
των νοητικών ειδώλων που παράγονται στον νου.
Όταν λέμε μεταφυσική εννοούμε να διερευνήσουμε φιλοσοφικά τη φύση, τη δομή και την
συγκρότηση της πραγματικότητας.
Έτσι η μεταφυσική προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα που η επιστήμη τα θεωρεί
αξιώματα επειδή δεν μπορεί να τα εξηγήσει.
Το ότι κάθε γεγονός έχει μια αιτία είναι μεταφυσικό πρόβλημα
Η περιγραφή των φυσικών νόμων που παράγουν ένα φυσικό γεγονός είναι δουλεία της
επιστήμης.
Αν και διαφορετικά τα πεδία η επιστήμη με την μεταφυσική δεν συγκρούονται.
Την περίοδο του Διαφωτισμού η φυσική επιστήμη έκανε θεαματικές προόδους ενώ η
μεταφυσική εμφανιζόταν εμπόδιο στην επιστημονική πρόοδο και μάλιστα. Έδινε και αυθαίρετες
ερμηνείες του κόσμου που προέβαλαν πιο πολύ τα ενδιαφέροντα του δημιουργού και
ανταγωνιζόντουσαν την πειραματική έρευνα .
Έτσι δεσπόζει η διάκριση μεταξύ πνεύματος του συστήματος και συστηματικού πνεύματος.
Πάνω σε αυτήν την βάση ο Διαφωτισμός κατανοεί τον εαυτό του.
Το πνεύμα συστήματος χαρακτηρίζει τα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα
Το συστηματικό πνεύμα χαρακτηρίζει την επιστημονική στάση απέναντι στην πραγματικότητα
που παίρνει την μορφή του εμπειρισμού.
Για τους διαφωτιστές το σύστημα «στριμώχνει» την εμπειρική πραγματικότητα και έτσι
παύει να έχει ερμηνευτική αξία και οι ερμηνευτικές του αρχές εκφράζουν την μεροληψία

36
του στοχαστή και η εσωτερική συνοχή των δεδομένων της πραγματικότητας επιτυγχάνεται
μέσα από το παιχνίδι με τις λέξεις

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2
ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ
Ο Καρτέσιος αποτέλεσε σταθμός στην φιλοσοφία αν και οι ιδέες του δεν έτυχαν την καλύτερη
κατάληξη.
Υπήρξε αναμφισβήτητα δάσκαλος γιατί προσπάθησε να απεγκλωβίσει τη φιλοσοφία από την
σχολαστική και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις νοητικές δυνάμεις του άνθρώπου και
να απελευθερώσει το πνεύμα από τις αυθεντίες του παρελθόντος.
Υπήρξε όμως και θύμα γιατί οι ιδέες του έπεσαν θύμα του εμπειρισμού που τελικά επικράτησε
Με την διάκριση μεταξύ ύλης και πνεύματος βοήθησε μακροπρόθεσμα μάλλον τον υλισμό παρά
την πνευματοκρατία.
Συντέλεσε στην αντιμετώπιση του υλικού κόσμου σαν είναι ένα αυτόνομο αντικείμενο μελέτης.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2.1
ΒAΚΩΝΑΣ ΚΑΙ ΝΕΥΤΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΝΤΕΚΑΡΤ

Παρά το γεγονός ότι ο Βάκωνας και ο Καρτέσιος θεωρούνται οι πρωτεργάτες της επιστημονικής
μεθόδου μετά τον θάνατο του Καρτέσιου οι ιστορικοί απλούστευσαν τα σύνθετα προβλήματα
που ήρθε αντιμέτωπος. Παρουσίασαν ένα εμπειριστή Βάκωνα και ένα ρασιοναλιστή Ντεκάρτ
που αργότερα αυτή η εικόνα εξελίχθηκε σε έντονη αντιπαλότητα μεταξύ Ντεκαρτ και Νεύτωνας.
Αργότερα οι επιστημονικές ερμηνείες του Ντεκαρτ δεν άντεξαν την βάσανο που τις επέβαλε ο
Νεύτωνας. Παρόλες τις αδυναμίες η συνεισφορά του Ντεκάρτ ήταν μεγάλη. Κατά τον 18 ο αιώνα
η αντίληψη για τον Καρτέσιο ήταν ότι ήταν μια ιδιοφυΐα που έσφαλε γιατί δεν υιοθέτησε τον
εμπειρισμό. Το βασικό του επιχείρημα για την ενορατική βεβαιότητα της ύπαρξης μας το
υιοθετεί και ο Λοκ και φτάνει μέχρι και τον Χιουμ

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2.2
ΤΟ COGITO
Κατά τον Καρτέσιο η σταθερότητα και η βεβαιότητα θεμελιώνεται στις πρώτες αρχές που
συλλαμβάνει η νόηση η οποία διακρίνεται σε ενόραση και απαγωγή
Θέλει να ανατρέψει τα πάντα και να ξανακτίσει το οικοδόμημα της γνώσης εκ θεμελίων και
βάζει την αμφιβολία στην θέση της βεβαιότητας της πίστης της μεσαιωνικής φιλοσοφίας.
Η αμφιβολία ελέγχει την εγκυρότητα της γνώσης και υποστηρίζει ο Καρτέσιος ότι είμαι
απόλυτα βέβαιος μόνο για ότι μπορώ να συλλάβω με ευκρίνεια και η σαφήνεια.
Οι βαθμίδες αμφιβολίας στον Καρτέσιο είναι 4:
Η αναξιοπιστία των αισθήσεων. Οι αισθήσεις είναι αναξιόπιστες και δεν μπορούν να μας
παρουσιάσουν την πραγματική εικόνα του κόσμου και πολλές φορές μας παρουσιάζουν τα
υπαρκτά ως ανύπαρκτα και αντίθετα
Η αβεβαιότητα σε ότι αφορά την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου. Η αισθητηριακή εμπειρία
μας γνωρίζει πως φαίνεται σε μας ο κόσμος γύρω μας όχι πως είναι πραγματικά

37
Η αναξιοπιστία των συλλογισμών. Επειδή μερικές φορές παραλογιζόμαστε είναι αναξιόπιστοι
και οι συλλογισμοί μας
Η ριζική αμφιβολία. 2+3=5. Μπορεί να υπάρχει ένας πανούργος θεος που να θελει να μας
εξαπατήσει όχι μόνο για τα εξωτερικά πράγματα αλλά και για την αλήθεια των μαθηματικών
(που ο Καρτέσιος πιστεύει ότι είναι πρότυπο γνώσης γιατί δεν στηρίζονται στις αισθήσεις αλλά
στην αναλυτική μέθοδο), και ετσι να μην υπάρχει πια το κριτήριο της ευκρίνειας και της
σαφήνειας και η πλάνη και η αλήθεια να είναι κάτι καθαρά υποκειμενικό. Πριν την γνώση του
αληθινού Θεού δεν υπάρχει βέβαιη γνώση
Λεγει ο Καρτέσιος «ότι ας μας ξεγελά αυτός ο πανούργος και κακός θεός για όλα, δεν μπορεί
όμως να κάνει ώστε να μην είμαι τίποτε όσο σκέφτομαι ότι είμαι κάτι. Ενώ όλα αυτά που
σκέπτομαι είναι ψεύτικα πρόσεξα ότι αναγκαστικά εγώ πουτα σκέπτομαι θα είμαι κάτι.»
cogito ego sum είναι η αλήθεια που κανείς δεν μπορεί να την κλονίσει και θα υπάρχω όσο
σκέφτομαι.
Η Βεβαιότητα αυτή δεν στηρίζεται στην αυθεντία
Η βεβαιότητα της ύπαρξης μου είναι άμεση και ενορατική και δεν στηρίζεται σε καμιά άλλη
αλήθεια και επιβάλλεται με την προφάνεια της.
Η βεβαιότητα του να σκέφτομαι συγκροτεί την υπόστασή μου η οποία δεν χρειάζεται ούτε καν
το σώμα μου για να υπάρχει. Με ε αυτό τον τρόπο η γνώση του εαυτού μου προηγείται της
γνώσης του εξωτερικού κόσμου.
«Για να μην οδηγηθώ από ένα πανούργο Θεό οδηγώ την αμφιβολία στα άκρα» Αφού με την
αμφιβολία έγιναν όλα αβέβαια δεν έμεινε τίποτα να αμφιβάλει κανείς και η αμφιβολία δεν έχει
πια αντικείμενο και στρέφεται στον ίδιο της τον εαυτό αλλά όπως είναι κατανοητό η αμφιβολία
δεν μπορεί να καταστεί αντικείμενο της αμφιβολίας δεν μπορώ να αμφιβάλω ότι αμφιβάλω
Αυτό είναι και το βασικό σημείο της καρτεσιανής φιλοσοφίας είναι η βεβαιότητα της
αυτοσυνειδησίας.
Από αυτή την συνειδητοποίηση της ύπαρξης μου ο Καρτέσιος συνάγει και τον κανόνα για την
γνώση που στηρίζεται στην ευρετική διαδικασία ( σχολή της Παντοβας):
1) Κάτι το γνωρίζω ως αληθινό αν δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτό
2) Διαιρώ τις δυσκολίες σε τμήματα
3) Ταξινομώ την σκέψη μου πρώτα με απλά πράγματα και μετά με τα πιο σύνθετα
4) Κάνω πολλές απαριθμήσεις και γενικές θεωρήσεις.
Τα ανωτέρω βοήθησαν στην κατοχύρωση του μηχανιστικού κοσμοειδώλου που ηγήθηκε την
νέα επιστήμη

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2.3
Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ Η ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ Της ΓΝΩΣΗΣ
Η φιλοσοφία του Καρτέσιου θεμελιώθηκε γύρω από τον δυϊσμό δηλαδή την διάκριση
πνεύματος και ύλης
Ο ψυχικός κόσμος περιλαμβάνει όλα αυτά που δεν έχουν έκταση
Ενώ το στοιχείο που χαρακτηρίζει την ύλη είναι η έκταση
Η διάκριση αυτή δημιουργεί ένα αγεφύρωτο χάσμα που είναι δύσκολο να γεφυρωθεί.
Η βεβαιότητα της ύπαρξής μου σαν σκεπτόμενο όν σημαίνει ότι η πνευματική μου
υπόσταση δεν έχει ανάγκη τον εξωτερικό κόσμο για να υπάρξει ούτε καν το σώμα
Με την νόηση γνωρίζω τον εξωτερικό κόσμο αλλά από πού συνάγεται η βεβαιότητα της
ύπαρξης μου?
Μπορεί να υπάρχει ένας δαίμονας πανούργος που να μας παραπλανεί και να μας εξαπατά
και να μας παρουσιάζει τα πράγματα πολύ διαφορετικά απ ότι είναι στην αλήθεια

38
Ο Καρτέσιος καταφεύγει στον Θεό επειδή αισθάνεται ανήμπορος. Χάρη στην άπειρη
καλοσύνη, την απέραντη σοφία και την ατέλειωτη δύναμη που τον διακρίνουν, υποθέτει ότι
ο Θεός δε μας θα μας άφηνε να ζούμε μόνιμα μέσα σε παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις.
Η γνώση του κόσμου συναρτάται με την βεβαιότητα της ύπαρξης του Θεού.
Υπάρχει όμως ο Θεός? Πως μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη του?
Δυό είναι οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν στη φιλοσοφία σχετικά με την ύπαρξη του Θεού:
εκείνες που οι εισηγητές πρόβαλλαν εμπειρικά επιχειρήματα και εκείνες που οι εισηγητές
στηρίχθηκαν σε λογικούς συνειρμούς.
Μια συνήθης εμπειρικού τύπου είναι ότι όλα πάνω στο σύμπαν δημιουργούνται από μια
αιτία και αυτή με την σειρά της από μια άλλη αιτία κλπ, προχωρώντας προς τα πίσω θα
πρέπει να υπάρχει μια έσχατη αιτία που είναι η αιτία όλων και αυτή είναι ο Θεός. Αυτ5ή η
υπόθεση όμως δεν δικαιολογείται εμπειρικά αφού κανένας δεν μπορεί να παρατηρήσει
αυτήν την πρώτη αιτία και η λογική μου λέει ότι και αυτή η αιτία θα πρέπει να έχει
δημιουργηθεί από μια άλλη αιτία
Μια άλλη εμπειρικού τύπου διαπίστωση για την ύπαρξη του θεού είναι ότι όταν βλέπουμε
την πολυπλοκότητα της φύσης σημαίνει ότι αυτή έχει δημιουργηθεί από κάποιον απλό
κατασκευαστή αλλά από ένα ον που δεν είναι σαν τα συνηθισμένα όντα και το Ον αυτό
είναι ο Θεός, αρα αυτό υπάρχει. Η πολυπλοκότητα και η αρμονία όμως δεν σημαίνει ότι
υπάρχει ο παντοδύναμος Θεός και μπορεί κάποιος να πιστεύει κάποιος την θέση του
Επίκουρου ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε από άτομα που κινούνται ατάκτως και έχουν έρθει
σε επαφή μεταξύ τους και έτσι δημιουργήθηκε το σύμπαν που βλέπουμε.

Ο Καρτέσιος βλέποντας τις δυσκολίες που παρουσιάζουν οι εμπειρικές τοποθετήσεις για


την ύπαρξη του Θεού επιχείρησε να απαντήσει στο πρόβλημα της ύπαρξης του Θεού με το
οντολογικό επιχείρημα. Λέγεται οντολογικό επειδή η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού
βασίζεται στην ανάλυση του όντος του Θεού ως τέλειου οντος.
Πιο συγκεκριμένα ο Καρτέσιος λέγει ότι κουβαλάμε μέσα στην ψυχή μας ορισμένες
έμφυτες ιδέες που δεν τις έχουμε δημιουργήσει εμείς. Μεταξύ των έμφυτων αυτών ιδεών
είναι και η ιδέα της τελειότητας που σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να έχει
δημιουργηθεί από τον άνθρωπο που είναι ατελής αλλά έχει δημιουργηθεί από το τέλειο ον
που είναι ο Θεό. Ο Θεός λοιπόν ως τέλειο ον που είναι θα πρέπει μαζί με τα άλλα
χαρίσματά του την καλοσύνη την δύναμη να περικλείει και την ύπαρξη δηλαδή να υπάρχει.
Η ιδιότητα της ύπαρξης είναι τόσο δεμένη με την Λέξη Θεός όπως δεμένη είναι η ιδιότητα
των τριών γωνιών με την λέξη τρίγωνο.
Για τον Καρτέσιο ο Θεός όχι μόνο υπάρχει αλλά υπάρχει κατά λογική αναγκαιότητα και
αφού υπάρχει δεν μπορεί να μας εξαπατά γατί διακρίνεται και για την φιλαλήθεια του. Αν
μας εξαπατούσε δεν θα ήταν τέλειο ον.

Έτσι η βεβαιότητα και η αλήθεια της επιστήμης εξαρτάται από την γνώση του αληθινού
Θεού και είναι αυτός που διασφαλίζει την αλήθεια όλων όσο συλλαμβάνω με ευκρίνεια και
σαφήνεια.
Η βεβαιότητα της ύπαρξης μου γίνεται πηγή όλων των άλλων αληθειών και μαζί η
βεβαιότητά μας σε ότι αφορά την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου.
Ο θεός μεσολαβεί μεταξύ του ανθρώπινου πνεύματος και της φύσης και επειδή είναι τέλειος
και καλός δεν μας εξαπατά και έτσι υπάρχει μια συμφωνία μεταξύ του νου με τα εξωτερικά
αντικείμενα. Έτσι αίρεται η αμφιβολία δυνάμει αναγκαίων συμπλοκών αμφιβάλω-υπάρχω- ο
θεός υπάρχει –δεν αμφιβάλω.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλες οι κρίσεις μας για την εξωτερική πραγματικότητα είναι αληθείς
και λέγει ο Καρτέσιος ότι ο άνθρωπος ακόμα και μετά την απόδειξη ενός καλού Θεού κάνει
πολλά σφάλματα που τα αποδίδει στην αυθαιρεσία της βούλησης που επιδοκιμάζει ή
αποδοκιμάζει πριν αποφανθεί ο λόγος.

39
H βασική αδυναμία του επιχειρήματος του Καρτέσιου είναι ότι εξέλαβε την ύπαρξη του
Θεού σαν μια από τις ιδιότητες του. Υπέθεσε ότι η σχέση του Θεού προς την ύπαρξη του
είναι ανάλογη προς τη σχέση ενός τριγώνου και των ιδιοτήτων των τριών γωνιών του. Ο
παραλληλισμός αυτός όμως είναι αυθαίρετος. Δύο άνθρωποι ο ένας φαντάζεται ένα τρίγωνο
και ο άλλος το βλέπει πραγματικά. Ανεξάρτητα από την ύπαρξη και οι δυο ορίζουν σαν
τρίγωνο ακριβώς το ίδιο πράγμα ένα σχήμα με τρεις πλευρές και τρεις γωνίες.
Η ύπαρξη δεν είναι όμως όπως οι ιδιότητες των τριών πλευρών και τριών γωνιών που πρέπει
κατά ανάγκη να υπάρχουν για να θεωρηθεί ένα σχήμα τρίγωνο . Ανάμεσα στην έννοια του
τριγώνου και την ύπαρξη του δεν υπάρχει καμία απολύτως σχέση ώστε να λέγει κάποιος
αναλύοντας την έννοια του τριγώνου αυτό πραγματικά υπάρχει Και αυτό ισχύει με την
ύπαρξη κάθε οντος και με με τον Θεό
Από την νοηματική ανάλυση δεν προκύπτει ότι υπάρχει. Τόσο ο πιστός όσο και ο άπιστος
όταν μιλούν για τον Θεό εννοούν ακριβώς το ίδιο πράγμα
Επομένως η ουσία του Θεού ως τέλειου όντος δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την
ύπαρξη του Θεού
Έτσι δεν μπορούμε όπως εισηγήθηκε ο Καρτέσιος με το οντολογικό του επιχείρημα να
αποδείξουμε την ύπαρξη του Θεού αναλύοντας την έννοια του τέλειου όντος.
Άλλες έμφυτες ιδέες δηλαδή ιδέες που δεν προέρχονται από τα δεδομένα των αισθήσεων
αλλά ενυπάρχουν στον νου και χρησιμεύουν για να οργανώσουν τα δεδομένα των αισθήσεων
είναι η έννοιες της ύπαρξης του αριθμού της διάρκειας αλλά και η έκταση η μορφή και η
κίνηση
Ο Καρτέσιος πίστευε ότι το κριτήριο για το αν μια ιδέα είναι έμφυτη ή όχι έγκειται στην
προφάνεια της. Έτσι διεύρυνε τον χαρακτηρισμό έμφυτες ιδέες σε σημείο που να
περιλαμβάνει καθετί που γίνεται αντιληπτό με το φυσικό φως το διαυγές και το διακριτό.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2.4
ΣΧΕΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ - ΥΛΗΣ
Ο Καρτέσιος επανέφερε στο προσκήνιο μια παλιά φιλοσοφική αντίληψη ότι ο άνθρωπος
αποτελείται από δύο ξεχωριστές οντότητες από το σώμα και την ψυχή
Το σώμα είναι ένα υλικό αντικείμενο που έχει έκταση και μπορώ να το δω να το αγγίξω
γενικά να το αντιληφθώ με τις αισθήσεις μου
Αντιθέτως η ψυχή είναι κάτι που δεν έχει έκταση και για αυτό δεν μπορώ να την συλλάβω
με τις αισθήσεις μου καταλαβαίνω πως υπάρχει μέσα μου ψυχή επειδή μέσα μου υπάρχει
κάτι που σκέφτεται, στοχάζεται, αμφιβάλλει
Ενώ το σώμα και η ψυχή είναι δύο διαφορετικές οντότητες στην ουσία υπάρχει μεταξύ
τους μια ουσιώδη σχέση και είμαι τόσο στενά συνδεδεμένος με το σώμα μου ώστε κάθε
αυτό και εγώ απαρτίζουμε μια ύπαρξη, διαφορετικά κάθε φορά που πληγωνόμουνα δεν θα
έπρεπε να αισθάνομαι να αισθάνομαι πόνο.
Έτσι βλέπουμε ότι ο ισχυρισμός του Καρτέσιου για την διάκριση σώματος και ψυχής
αντιφάσκει προς τον ισχυρισμό του για την ουσιαστική σχέση μεταξύ τους.
Πως όμως μια μη εκτατή οντότητα όπως είναι η ψυχή και μια εκτατή οντότητα όπως είναι το
σώμα μπορούν να επηρεάζουν το ένα το άλλο?
Ο Καρτέσιος επινοεί εδώ την θεωρία του για το κωνάριο που είναι μια μικρή υπόφυση στον
εγκέφαλο. Η αλληλεπίδραση σώματος και ψυχής μέσω του κωναρίου γίνεται με την
συνδρομή των ζωικών πνευμάτων που λεπτά μέρη του αίματος που μπαίνουν στον εγκέφαλο
Έτσι όταν εκδηλωθεί στο σώμα μου κάποιο γεγονός ο ερεθισμός με την βοήθεια των
αισθητηρίων οργάνων διεγείρει τα ζωικά πνεύματα που πληροφορούν το κωνάριο και αυτό
με την σειρά του επηρεάζει αναλόγως την ψυχή και έτσι προκαλείται μέσα μας το ανάλογο
αίσθημα

40
Βέβαια η θεωρία αυτή στην ουσία ήταν επιστημονικά αλλά και λογικά αυθαίρετη γιατί
σύμφωνα με την θεωρία του Καρτέσιου ο άνθρωπος αποτελείται από δυο οντότητες και
τίποτα άλλο και μάλιστα υπάρχει μεταξύ τους ένα αγεφύρωτο χάσμα. Για αυτό και επινοεί
το κωνάριο το οποίο ως συστατικό θα πρέπει να ανήκει ή στο σώμα ή στην ψυχή. Όπου όμως
και να ανήκει το κωνάριο, το χάσμα παραμένει ανάμεσα στο σώμα και στην ψυχή ( για την
εξάλειψη του οποίου επινόησε το κωνάριο.
Το θέμα αυτό με την ψυχή και το σώμα απασχόλησε αρκετά και μετά τον Ντεκαρτ.
Γενικα ξαναέρχονται τα ερωτήματα. Πως αλληλεπιδρούν αυτοί οι δυο κόσμοι? Τι είναι αυτό
που κάνει το χέρι μου και σηκώνεται?
Ο Γκελινγκς άπαντα και λέγει ότι το πνεύμα είναι πεπερασμένο και έτσι δεν μπορεί να
αποτελεί αιτία. Απ την άλλη μεριά και η ύλη είναι παθητική και έτσι δεν μπορεί να είναι
αιτία και η ίδια, γραμμή που υιοθετήθηκε και από τον Μαλμπρανς, άρα αιτία είναι μόνο η
παρέμβαση του Θεού.
Αφού δεν υπάρχει ενότητα μεταξύ σώματος και ψυχής την σχέση ιδεων και πραγματικότητας
την εγγυάται η παρέμβαση του Θεού.
Μεταξύ δυο γεγονότων ή καταστάσεων που θεωρούμε ότι συνδέονται μεταξύ τους αιτιακα
δεν υπάρχει πραγματική αιτιακή σχέση. Το πρώτο γεγονός είναι η ευκαιρία να εκδηλωθεί η
παρέμβαση του Θεού που παράγει το δεύτερο. Έτσι η βούληση μου να σηκώσω το χέρι μου
είναι η ευκαιρία να το θέσει σε κίνηση ο Θεός.

Γενικά ο Καρτέσιος αντιμετώπιζε διαφορετικά το πνεύμα και την ύλη.


Πίστευε ότι ο κόσμος του πνεύματος διέπεται από ελευθερία αλλά είχε μια μηχανιστική
αντίληψη για τον κόσμο που διέπεται από φυσικούς νόμους και η φύση γίνεται κατανοητή
με τους νόμους της κίνησης.
Ανακαλύπτουμε αυτούς τους νόμους και τους δίνουμε μαθηματική έκφραση.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3
ΜΠΑΡΟΥΧ ΣΠΙΝΟΖΑ

Ο Σπίνοζα έζησε τον 17ο αιώνα την σύντομη ζωή του στην Ολλανδία. Θεωρείται ανάμεσα
στις πιο σημαντικές μορφές του ρασιοναλιστικού ρεύματος και το δύσκολο έργο του έχει
ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους. Πολλοί λέγουν ότι είναι ο συνεχιστής του Ντεκαρτ και ο
στοχαστής που θέλησε να συμφιλιώσει τον αριστοτελισμό με τα δεδομένα της νέας
επιστήμης
Συμφωνα λοιπόν με τον Σπινόζα δεν είμαστε άθροισμα των δύο υποστάσεων – της ψυχής
και του σώματος – όπως έλεγε ο Ντεκαρτ. Είμαστε μια οντότητα που προϋπήρχε του
σώματος και της ψυχής μας και αυτό γιατί ένα σώμα και μια ψυχή είναι το σώμα και η ψυχή
κάποιου και προϋποθέτουν ένα ιδιοκτήτη. Σαν ιδιοκτήτες λοιπόν του σώματος και της ψυχής
δεν προερχόμαστε από την ανάμειξη αυτών των δύο. Ο Εαυτός μας είναι μια αδιαίρετη και
ενιαία οντότηα.
Ο Σπινόζα λέγει ότι κάθε οντότητα χαρακτηρίζεται από κατηγορήματα ή ιδιότητες που
προσδιορίζουν την ουσία αυτής της οντότητας, ετσι και ο Θεός σαν άπειρη ουσία που είναι
διαθέτει άπειρα κατηγορήματα ή ιδιότητες που ο άνθρωπος δεν μπορεί να συλλάβει γιατί
είναι πεπερασμένο ον. Από όλα τα κατηγορήματα του Θεού ο άνθρωπος μπορεί να
συλλάβει μόνο δύο την νόηση και την έκταση.
Έτσι επειδή με την πανθεστική αυτή αντίληψη του Σπινόζα ο Θεός ταυτίζεται με το
σύνολο των πραγμάτων του κόσμου συνεπάγεται ότι όλα τα πράγματα που υπάρχουν στον
κόσμο, υπάρχουν υπό τις ιδιότητες της έκτασης και της νόησης.

41
Η μονιστική άποψη του Σπινόζα υποστηρίζει ότι η έκταση και η νόηση είναι ιδιότητες που
αναφέρονται στον Θεό ή τον κόσμο και μπορεί να αναπαρασταθεί με την εικόνα ενός κυρτού
κατόπτρου του οποίου η εξωτερική επιφάνεια αναπαριστά την ιδιότητα της έκτασης και η
εσωτερική αναπαριστά την ιδιότητα της νόησης. Όπως δεν μπορούμε να φανταστούμε την
εσωτερική πλευρά χωρίς της εξωτερική έτσι δεν μπορεί να υπάρξει η έκταση και η νόηση
ανεξάρτητα η μια από την άλλη
Η ψυχή και το σώμα είναι το ίδιο και το αυτό πράγμα εννοούμενο άλλοτε κάτω από το
κατηγόρημα της σκέψης και άλλοτε κάτω από το κατηγόρημα της Έκτασης
Για το Σπινόζα δεν υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ σώματος και ψυχής γιατί η ψυχή και το
σώμα δεν είναι υποστάσεις αλλά κατηγορήματα ή ιδιότητες μιας ενιαίας ουσίας και στο
σύμπαν δεν μπορούν να υπάρχουν πολλές διαφορετικές ουσίες.
Ουσία είναι μόνο ο Θεός και εμείς δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε γιατί σαν
πεπερασμένα οντα που είμαστε μπορούμε μόνο πεπερασμένα όντα να συλλάβουμε και αυτή
η γνώση είναι η γνώση των τρόπων των κατηγορηματων της ουσίας.
Ο Σπινόζα κάνει μια διάκριση ουσίας και τρόπου και δίνει ένα ενδιάμεσο ρόλο στο
κατηγόρημα.
Ουσία είναι εκείνο που προέρχεται από τον εαυτό του και υπάρχει για τον εαυτό του και
δεν χρειάζεται άλλη έννοια και είναι αύταρκες και τέτοια ουσία αιώνια και αυτάρκης με
αιώνια υπόσταση είναι ο Θεός και είναι μόνη ουσία που είναι η ίδια αιτία της ύπαρξης τους
και αιτία ύπαρξης όλων των άλλων πραγμάτων.
Κατηγόρημα είναι αυτό που η διάνοια μπορεί να αντιληφθεί ότι συγκροτεί την ουσία αφού
η ίδια η ουσία είναι γνωστικά απροσπέλαστη.
Ο τρόπος αντίθετα από την ουσία για να υπάρξει χρειάζεται να υπάρξει σε κάτι από το οποίο
εξαρτάται. Οι τρόποι είναι οι μορφές που ο Θεός εμφανίζεται στα πράγματα και κάθε τρόπος
έκτασης είναι ίδιος με τον αντίστοιχο τρόπο σκέψης.
Το ανθρώπινο πνεύμα και σώμα είναι το ίδιο πράγμα ιδωμένο από διαφορετική σκοπιά από
την σκοπιά των κατηγορημάτων της έκτασης και της σκέψης.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.3.1
Ο ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗς ΣΤΟΝ ΣΠΙΝΟΖΑ
Η άποψη του Σπινόζα ότι ο Θεός και ο κόσμος είναι το ίδιο τον οδήγησε σε πανθεϊσμό και
το όνομα του έγινε συνώνυμο της αθεΐας.
Η ιδεώδης επιστήμη για αυτόν πρέπει να ερευνά τον κόσμο από την σκοπιά της
αιωνιότητας και όχι σε συγκεκριμένο χωροχρόνο.
Γιατί έτσι βλέπει τον κόσμο ο Θεός και έτσι οφείλουμε να κάνουμε και εμείς.
Η γνώση είναι κάτι που προέρχεται απαγωγικά από σαφείς ιδέες και η αντικειμενική γνώση
έρχεται μόνο με τα μαθηματικά που λειτουργούν με ορισμούς και έννοιες και όχι με γενικές
ιδέες πού παίρνουμε από τις εμπειρίες και ετσι τα μαθηματικά μας προφυλάσσουν από την
επίδραση της φαντασία και του συναισθήματος που τα στρεβλώνουν όλα και μας οδηγούν
αλλού.
Η γνωσιολογία του Σπινόζα αλλά και η ηθική του διακατέχονται από τον γεωμετρικό τρόπο
σκέψης και προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα ανθρώπινα πάθη σαν να ήταν τρίγωνα και
παραλληλόγραμμα
Για τον Σπινόζα υπάρχουν τρία είδη γνώσης:
 Η γνώμη που βασίζεται στα αισθητήρια δεδομένα και είναι ανεπαρκής
 Ο λόγος που είναι η κοινή γνώση της ανθρωπότητας με βάση την οποία γνωρίζουμε
τα χαρακτηριστικά αλλά όχι την ουσία των πραγμάτων

42
 Η Ενορατική γνώση που είναι η ουσία των πραγμάτων και είναι επαρκής και
ακριβής.
Ο Σπινόζα αντιτίθεται στην τελεολογική αντίληψη για την φύση και καταπολεμά τον
ανθρωπομορφισμό της θεολογίας, έτσι για την σχέση θεού – κόσμου είναι άτοπο να
γίνεται λόγος για σκοπούς της θεότητας και ιδιαίτερα για σκοπούς που έχουν να κάνουν
με τον άνθρωπο γιατί τα παντα απορρέουν με αιώνια αναγκαιότητα από την ουσία της
θεότητας.
Επίσης δεν πρέπει να προεκτείνουμε στην ερμηνεία της; φύσης τον τρόπο με τον οποίο
κατανοούμε τον εαυτό μας γιατί αν το κάνουμε αυτό δεν βλέπουμε την φύση αλλά
προβάλουμε τον εαυτό μας στην φύση και αυτή η αντίληψη ανατρέπει την σχέση αιτίας
και αποτελέσματος που διέπει την φύση.
Τα παντα λειτουργούν μέσα από μια αιτιακή αλληλοεπίδραση και ο κόσμος είναι
ένα κλειστό σύστημα που υπάρχει στον εαυτό του και φέρει μέσα του την αιτία της
ύπαρξής του.
Όταν βέβαια γεννιούνται οι άνθρωπου δεν γνωρίζουν τίποτα από αιτιότητα και
προσανατολίζουν τις ενέργειές τους στην γνώση αυτό που θεωρούν χρήσιμο και τα πάντα
να γίνονται με αρμονία και τάξη στην φύση χωρίς να ενυπάρχουν αντιφάσεις.
Ο Σπινόζα λέγει ότι το καλά και το κακό είναι αξίες σχετικές και εξαρτώνται από τις
επιδιώξεις μας και όπως λέγει και ο Χομπς δεν επιθυμούμε κάτι γιατί το θεωρούμε αγαθό
αλλά αντιθέτως θεωρούμε αγαθό ότι επιδιώκουμε το επιθυμούμε και το θέλουμε διακαώς

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.4
ΛΑΙΜΠΝΙΤΣ
Ο ίδιος ήταν ευφυής αλλά το έργο του δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του
κύριου ρεύματος του Διαφωτισμού και η φιλοσοφία του συγκροτεί ένα μεταφυσικό σύστημα
που έπεσε θύμα της απέχθειας των διαφωτιστών για το πνεύμα του συστήματος ενώ ο
Βολταίρος τον παρωδεί λέγοντας ότι η φιλοσοφία του είναι σπατάλη πνευματικής ενέργειας
και τροχοπέδη της γνώσης.
Ρασιοναλιστής του 17ου αιώνα που αντιτάχθηκε στην θεωρία του Λόκ επιβεβαιώνοντας την
θεωρία των έμφυτων ιδεών.
Μάλιστα λέγει ότι η έννοιες ουσία και αιτιότητα είναι έμφυτες υπάρχουν στην ψυχή και
τα εξωτερικά αντικείμενα απλά βοηθούν για να αποκαλυφτούν αυτές οι έννοιες.
Οι έμφυτες ιδέες είναι πάντα αληθείς και περιμένουν την εμπειρία για να επιβεβαιωθούν
και περιγράφουν τον κόσμο όπως αυτός είναι πραγματικά
Για τον Λαιμπνιτς ο λόγος είναι αυτός που συλλαμβάνει αντικειμενικά τον κόσμο και
μπαίνει στις πραγματικές ουσίες πίσω από τα επιφαινόμενα που είναι τα αντικείμενα του
κόσμου όπως αυτά παρέχονται μέσω των αισθήσεων .
Ο πραγματικός κόσμος είναι προσβάσιμος μόνο στο λόγο. Ωστόσο ο φαινομενικός κόσμος
βρίσκεται σε αντιστοιχία με τον πραγματικό.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.4.1
ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Η ΜΟΝΑΔΑ
Κεντρική ιδέα του φιλοσοφικού συστήματος του Λαιμπντς είναι η μονάδα και με αυτή
προσπαθεί να ξεπεράσει τις αντιφάσεις του σώματος και της ψυχής, της ύλης και του χώρου.

43
Κάθε μονάδα αποτελεί έναν ξεχωριστό κόσμο και αντικατοπτρίζει το σύμπαν μέσα από
διαφορετική οπτική γωνία, είναι ο καθρέφτης του κόσμου δηλαδή κρύβει μέσα της την
παράσταση όλου του κόσμου
Οι μονάδες είναι πραγματικές οντότητες ενώ οι υλικές οντότητες είναι φαινόμενα
Οι μονάδες είναι αμετάβλητες αληθινές ουσίες που διαφέρουν μεταξύ τους και η μια δεν
επηρεάζει την άλλη
Σύμφωνα με τον Λαιμπντς σώμα και ψυχή επιδρούν το ένα στο άλλο με τρόπο έμμεσο μέσω
ενός τρίτου ανεξάρτητου παράγοντα του Θεού που εκ των προτέρων φροντίζει να υπάρχει
πλήρη αντιστοιχία σώματος και ψυχής.
Η ψυχή και το σώμα δεν υπάρχουν ως υποστάσεις και μόνο οι μονάδες είναι υποστάσεις και
είναι κλειστά συστήματα που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους.
Οι μονάδες έχουν εσωτερική αυτάρκεια.
Πρόκειται για μια τελεολογική αντίληψη που δεν έρχεται σε αντίθεση με την μηχανιστική
αντίληψη της φύσης γιατί λειτουργεί σε διαφορετικό επίπεδο αφαίρεσης.
Οι μονάδες διαφέρουν μεταξύ τους αλλά κάθε μια μοιάζει με το σύνολο των μονάδων

Η ΠΡΟΑΠΟΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΗ ΑΡΜΟΝΙΑ

Η αλληλεπίδραση του σώματος και της ψυχής κατά τον Λαιμπνιτς δεν γίνεται απ ευθείας
αλλά είναι έμμεση.
Κατά την δημιουργία του κόσμου ο Θεός φρόντισε να υπάρχει μια αντιστοιχία και
εναρμόνιση μεταξύ των εκδηλώσεων της ψυχής και των γεγονότων του σώματος με τέτοιο
τρόπο ώστε κάθε φορά που εκδηλώνεται μια ψυχική λειτουργία να προκύπτει και μια
αντίστοιχη σωματική αντίδραση και αντίστροφα.
Η σχέση αυτή του σώματος και της ψυχής μοιάζει με δύο ρολόγια που ενώ δείχνουν την ίδια
ώρα λειτουργούν το ένα ανεξάρτητα από το άλλο

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.5
ΙΣΑΑΚ ΝΕΥΤΩΝ

Κάλυψε το τέλος του 16 και τις αρχές του 17 ου αιώνα και θεωρείται ότι αυτός που τον
Διαφωτισμό..
Ήταν μια μεγάλη πνευματική προσωπικότητα, ένας οραματιστής προσηλωμένος στην
εμπειρία. Γι κάθε φιλόσοφο η σύγκριση με τον Νεύτωνα αποτελούσε μεγάλη φιλοφρόνηση.
Η επίδραση των ιδεών του ήταν τεραστία και εισχώρησε ακόμα και στο χώρο των επιστημών
του ανθρώπου.
Ο Χιουμ δανείζεται την κεντρική ιδέα της φιλοσοφίας του Νεύτωνα και μιλάει αναφορικά με
τον ηθικό νόμο για ένα είδος έλξης όπως συμβαίνει και στον φυσικό κόσμο.
Ο Καντ απ την άλλη μερια θεωρεί τον Ρουσσώ Νεύτωνα της ηθικής
Ο Καντ βασίστηκε στον Νεύτωνα αναρωτιέται: Αφού ο Νεύτωνας μας διαβεβαιώνει ότι
έχουμε βέβαιη γνώση, ποιος είναι αυτός ο κόσμος που ξανοίγεται στην νόηση μας?
Ο Νεύτωνας δεν ήταν αποκομμένος από την επιστημονική παράδοση της εποχής του και
πάτησε στις ιδέες άλλων όπως του Βάκωνα του Κεπλερ
Ο Νεύτωνας έγινε γνωστός στην ηπειρωτική Ευρώπη με το έργο του Βολτέρου που
προσπαθεί να εξισώσει τον Διαφωτισμό με την νευτώνεια μέθοδο που είναι και η μόνη
επιστημονική μέθοδος που μπορεί να δώσει κύρος στα Διαφωτιστικά διδάγματα

44
Ο Βολτέρος είχε μεγαλώσει μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα που κυριαρχούσε ο
καρτεσιανισμός και δεν ήταν και τόσο σίγουρος για το που βρίσκεται η επιστημονική
αλήθεια.
Ο Νεύτωνας διαμέσου του Βολτέρου έγινε το αντίπαλο δέος κατά οποιουδήποτε
μεταφυσικού συστήματος.

2.5.2
ΝΕΥΤΩΝΑΣ ΝΤΕΚΑΡΤ ΚΑΙ ΒΑΚΩΝΑΣ
Ο Νεύτωνας κάνει την εμφάνιση του την στιγμή ο καρτεσιανισμός αρχίζει να γίνεται
ανεπαρκής και η ιδέα της απαγωγής αρχίζει να γίνεται όλο και πιο ανεπαρκής. Ο Καρτέσιος
είναι καλός την σύλληψη των γενικών αρχών αλλά η προσέγγιση των επιμέρους θεμάτων με
την απαγωγή ( από την γενική αρχή προς τα επιμέρους) κρίνεται ανεπαρκής.
Ο Νεύτωνας συνεχίζει το έργο του Βάκωνα ότι υπάρχει ανάγκη να αλλάξει η κατεύθυνση και
η ανθρώπινη γνώση να προχωρά από το μερικό προς το γενικό δηλαδή συστήνει την
επαγωγή.
Λέγει ο Βάκωνας για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει ο άνθρωπος να καταπολεμήσει τις
προκαταλήψεις που τις λέγει είδωλα και είναι τέσσερα:
Είδωλα της φυλής: είναι οι προκαταλήψεις που οφείλονται στην τάση του ανθρώπου να
βλέπει τα πράγματα σε σχέση με τον εαυτό του.
Είδωλα του σπηλαίου: που είναι οι προσωπικές προκαταλήψεις του επιστήμονα
Είδωλα της αγοράς: που είναι οι πλάνες που προκαλεί η
Είδωλα του θεάτρου που είναι οι πλάνες που δημιουργήθηκαν από παλιά φιλοσοφικά
συστήματα από τον Αριστοτέλη και τους συνεχιστές του
Μ ε τον Γαλιλαίο τα φυσικά φαινόμενα εμφανίζονατι ως ενιαία σύνολα και για να τα
εξηγήσουμε θα καταφύγουμε στην « ευρετικη διδασκαλία» να βρούμε τις πρωταρχικές αιτίες
των φαινομένων. Πίστευε ότι είναι η καλύτερη μέθοδος για να βλέπουμε τα συμπεράσματα
από την εμπειρία
Δυο είναι οι πτυχές της διαδικασίας:
 Η ανάλυση δηλαδή από το αποτέλεσμα στην αιτία
 Η σύνθεση από την αιτία στο αποτέλεσμα
Αναλυτικότερα η ανάλυση αρχίζει από ένα πολύπλοκο φαινόμενο που αχεί μπροστά του
ο επιστήμονας και που γνωρίζει ότι είναι αποτέλεσμα κάποιων αιτιών που ακόμα δεν
γνωρίζει. Αυτό σημαίνει ότι το αποτέλεσμα που έχουμε μπροστά μας άρχεται δεύτερο σε
σχέση με την αιτία που το προκάλεσε και που προηγείται Για να ανακαλύψουμε την αιτία
πρέπει να διασπάσουμε αυτό το φαινόμενο στα απλά του συστατικά μέχρι να φτάσουμε
στα πρωτογενή χαρακτηριστικά που μας παρουσιάζει η εμπειρία. Το αντίθετο γίνεται
στην σύνθεση.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.5.3
ΤΟ ΝΕΥΤΩΝΕΙΟ ΣΥΜΠΑΝ

Η βασική αντίληψη του Νεύτωνα είναι ότι η φύση διέπεται από νόμους και πίσω
απ΄αυτόυς υπάρχει μια κανονικότητα και τα γεγονότα είναι η μορφή με την οποία μας
γίνεται προσιτή αυτή η κανονικότητα . Κλειδί εδώ είναι οι μαθηματικοί και ποσοτικοί
όροι.

45
Η απαγωγή σιγά σιγά εγκαταλείπεται γιατί δεν μπορούμε από την γενική έννοια να
βγάζουμε συμπεράσματα για τα γεγονότα
Αντιθέτως ξεκινάμε από τα γεγονότα μεχρι να βρούμε τιςς κανονικότητες που τα διέπουν.
Στηριζόμαστε στην παρατήρηση που μας προσφέρουν τα δεδομένα και ζητούμε να
βρούμε την γενική αρχή. Οδηγούμαστε πια με βάση την επαγωγή. Η ανάλυση ξεκινά από
τα δεδομένα της εμπειρίας με προσωρινού σταθμούς. Ο Νεύτωνας ακόμη και όταν
διατύπωσε την έννοια της βαρύτητας την θεωρούσε μια προσωρινή υπόθεση δηλαδή
επαρκούσε για να εξηγήσει τα μέχρι τώρα γνωστά φαινόμενα χωρίς να αποκλείει ότι θα
μπορούσε να αναχθεί και σε κάτι πιο απλό.
Ο Νεύτωνας εγκατέλειψε τον καρτεσιανισμό συλλογισμό ότι η ύλη είναι παθητική ως
προς την κίνηση που επιδρά πάνω της εξωγενώς και προωθεί την ιδέα ενός σύμπαντος
που διέπεται από δυνάμεις με κύρια την δύναμη της έλξης.
Για τον Νεύτωνα ( Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφία) η φύση είναι ένα ενιαίο
σύστημα που διέπεται από καθολικούς και αναγκαίους νόμους
Διατύπωσε τρία αξιώματα
 Ο Νόμος της αδράνειας. Κάθε σώμα από την στιγμή που τίθεται σε κίνηση θα
συνεχίζει να κινείται στο διηνεκές με σταθερή και ομοιόμορφη κίνηση σε ευθεία
γραμμή εκτός και να ενεργήσει πάνω ου μια άλλη δύναμη.
 Κάθε αλλαγή στην κίνηση ενός σώματος είναι ανάλογη με το μέγεθος της
δύναμης που προκάλεσε την αλλαγή αυτή.
 Σε κάθε δράση αντιτίθεται μια ίσου μέγεθος αντίδραση

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.6
ΤΖΟΝ ΛΟΚ
Μεγάλη μορφή του Διαφωτισμού ήταν ο Τζον Λοκ που θεωρούσε ότι ήταν ο συνεχιστής του
Νεύτωνα.
Μάλιστα ήθελε να κατανοήσει το σύστημα του αλλά χωρίς να χρειαστεί να ασχοληθεί με τα
μαθηματικά.
Είναι πιθανό να κινήθηκε κατά των Σχολαστικών της εποχής του που έδιναν μεγάλη σημασία
στην απαγωγή
Ο Βολταίρος τον θεωρεί ανώτερο από τον Πλατωνα και ο Κοντιγιάκ μετά τον Αριστοτέλη περνά
κατευθείαν στον Λοκ
Η Μόνη πλευρά του εμπειρισμού του Λοκ που αμφισβητήθηκε ήταν η διάκριση μεταξύ
εσωτερικής και εξωτερικής εμπειρίας.

Η ΦΥΣΙΚΉ ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΟΥ ΝΟΥ.


Ο Λοκ βασικά θέλησε να αναλύσει τις δραστηριότητες της ανθρώπινης νόησης και όχι την
σύλληψη της ουσίας και τα αιτία της ύπαρξης της.
Οι σχολαστικοί όταν αναφερόντουσαν σε πραγματική ουσία εννοούσαν μια μεταφυσική
οντότητα πέρα από κάθε υλική ποιότητα. Ο Λοκ αντιτάχθηκε στην θεωρία αυτή λέγοντας ότι
δεν εμπλουτίζει καθόλου την γνώση.
Ο φιλόσοφος έτσι αλλάζει ρόλο και γίνεται φυσικός επιστήμονας και σκοπός του είναι να
περιγράψει την φυσική ιστορία του νου δηλαδή να περιγράψει τον τρόπο την ανάπτυξη
λειτουργίας των ιδεών του.
Την μεταστροφή αυτή από την μελέτη της φύσης του νου στις λειτουργίες του νου την
ακολούθησαν και άλλοι μετά τον Λοκ.

46
Χομπς και Γκασεντι είχαν από παλιά θέση τις βάσεις για την αισθησιοκρατική αντίληψη
λέγοντας ότι αν ο άνθρωπος αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής γνώσης είναι πέρα για πέρα
υλικό ον που εχει αισθήματα και παρορμήσεις του σώματος.
Μάλιστα ο Χομπς λέγει ότι οι παραστάσεις πηγάζουν από τη δραστηριότητα των αισθήσεων και
τα ψυχικά μορφώματα ανάγονται στην αίσθηση και ερμηνεύονται με τους συνειρμούς.

2.6.3
Η ΜΕΘΟΔΟς ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΣΤΟΝ ΛΟΚ

Ο Λοκ είναι αυτός που διαμόρφωσε επιστημονικά τον εμπειρισμό


Ξεκινά με την αρχή ότι τα όρια της γνώσης συμπίπτουν με τα όρια της εμπειρίας και ότι δεν έχει
σχέση με την εμπειρία μας είναι άγνωστο. Είναι ιδρυτής του εμπειρικού ιδεαλισμού που εξαρτά
την γνώση από την εμπειρία αλλά ποιοι είμαστε εμεις που βλέπουμε τα πράγματα?
Κατά τον Λοκ ο άνθρωπος όταν γεννιέται είναι μια άγραφη πλάκα που δεν έχουν εισέλθει
πληροφορίες από τα αισθητά.
Άρα λέγει δεν υπάρχουν έμφυτες ιδέες όπως έλεγε ο Καρτέσιος και μάλιστα ούτε αυτή της μη
αντίφασης και της ταυτότητας.
Οι έμφυτες ιδέες θα ήταν παρούσες συνεχώς στην συνείδηση του ανθρώπου αλλά κάτι τέτοιο
δεν ισχύει ούτε για τα καθυστερημένα άτομα ούτε για τα μικρά παιδιά .
Ο Νους όχι μόνο δεν είναι αποκομμένος από το σώμα αλλά επεξεργάζεται όλα τα υλικά που του
δίνουν οι αισθήσεις.
Ο Λοκ πιστεύει ότι με την βοήθεια των αισθήσεων αποκτούμε τις ιδέες που είναι πληροφορίες
που αντιστοιχούν στα γεγονότα του εξωτερικού κόσμου.
Οι ιδέες είναι τα αντικείμενα της νόησης όταν ο άνθρωπος σκέφτεται και υποκαθιστούν στο νου
τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου που δεν είναι πάντα παρόντα αλλά η νόηση μπορεί να τα
δει κάθε στιγμή ανακαλώντας τις ιδέες τους.
Οι ιδέες υπάρχουν μέσα στον νου σαν αντικείμενα γνωστικής διαδικασίας.

Ο Λοκ κατατάσσει σε δύο κατηγορίες τις ιδέες :


Απλές ιδέες που είναι εκείνες οι παραστάσεις που δεν μπορούν να αναλυθούν π.χ η αίσθηση της
μυρωδιάς ενός λουλουδιού. Δεν μπορείς να πεις τίποτα παραπάνω
Στις νέες ιδέες που χωρίζονται:
Στις σύνθετες ιδέες όπως η εικόνα του ουράνιου τόξου που αποτελείται από τα χρώματα της
ίριδας.
Στις ιδέες των σχέσεων όπως η ιδέα της ομοιότητας που λέμε ότι υπάρχει μεταξύ δύο
ανθρώπων
Στις γενικές ιδέες όπως η ιδέα του ζώου.
Η ιδέα γενικά είναι το ομοίωμα ενός αντικειμένου που σχηματίζεται στο πνεύμα μας.
Οι απλές ιδέες προκύπτουν από την εμπειρία και με την βοήθεια του πνεύματος γίνονται
σύνθετες, η φαντασία δεν μπορεί να κατασκευάσει ιδέες ότι προκύπτει έχει προκύπτει από την
εμπειρία.
Δεν μπορούμε να δείξουμε στο τυφλό τι είναι το χρώμα όταν δεν το έχει δει ποτέ.

Πως σχηματίζονται οι αφηρημένες ιδέες


Οι απλές ιδέες εξαντλούνται στα δεδομένα των αισθήσεων και δεν αναλύονται περαιτέρω και
είναι η σκληρότητα, η οσμή κλπ.
Συνδυάζοντας τις απλές ιδέες καταλήγουμε στις σύνθετες, ιδέες σχέσεων, ή γενικές ιδέες
Πώς όμως σχηματίζονται οι γενικές αφηρημένες ιδέες?

47
Πρόκειται για τα καθόλου που έρχονται στα αντίθεση με τα συγκεκριμένα πράγματα τα καθ
εκαστον επιμέρους.
Αναγνωρίζουμε κάτι ως κόκκινο ή κάτι ως άνθρωπο επειδή ταιριάζει με την αφηρημένη έννοια
της κοκκινότητας ή της ανθρωπότητας?
Ο Λοκ λέγει πως όχι. Αντίθετα πιστεύει ότι παρατηρώντας τα μεμονωμένα αντικείμενα που
έχουν κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που τα κάνει να μοιάζουν σχηματίζουμε την γενική
αφηρημένη ιδέα που υποδηλώνεται με μια λεξη π.χ. ανθρωπος.

Τρεις είναι οι εκδοχές για το πώς σχηματίζονται οι γενικές ιδέες.


1)Η ιδέα ενός συγκεκριμένου αντικειμένου γίνεται γενική ιδέα με το να λειτουργεί ως
αντιπροσωπευτικό δείγμα όλων των αντικειμένων της ομάδας ή του είδους.
2) Η γενική αφηρημένη ιδέα σχηματίζεται παραμερίζοντας τις ιδέες όλων των επιμέρους
χαρακτηριστικών των αντικειμένων της ομάδας που τα διαφοροποιούν
3) Η γενική αφηρημένη ιδέα που σχηματίζεται αναμιγνύοντας όλες τις ιδιότητες των
επιμέρους αντικειμένων της ομάδας.

2.6.5
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΥΡΟΥς Της ΓΝΩΣΗΣ
Οι ιδέες στο σύνολό τους υπάρχουν μεσα μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει για τον Λοκ ότι
είναι αυθαίρετα κατασκευάσματα μας. Οι ιδέες υπάρχουν γι να μας πληροφορούν τι ισχύει
έξω από εμάς στο κόσμο.
Το κύρος των ιδεών εξαρτάται από την αντιστοιχία τους με την πραγματικότητα κατά
πόσον δηλαδή αναπαριστούν τις ιδιότητες των αισθητών πραγμάτων.
Έτσι προκύπτει το πρόβλημα της σχέσης των ιδεών που υπάρχουν στο γνωστικό
υποκείμενο και στον άνθρωπο
Αφού ο νους ασχολείται με τις ιδέες που βρίσκει εντός του πως μπορούμε να είμαστε
σίγουροι ότι η γνώση που παράγεται δεν είναι μια φαντασίωση?
Έτσι ο Λοκ επικαλείται με τις ιδιότητες των πραγμάτων που τις ονομάζει ποιότητες και
αντίθετα με τον Καρτέσιος που χρησιμοποίησε τις πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ιδιότητες
των πραγμάτων για να αποδείξει το αφερέγγυο της εμπειρικής μεθόδου – ο Λοκ κάνει την
διάκριση για να στηρίξει ένα κριτικό ρεαλισμό όπου η εμπειρία διορθώνει την εμπειρία
Πρωτεύουσες είναι οι ιδιότητες χωρίς τις οποίες δεν μπορεί να υπάρξει ένα πράγμα
Και δευτερεύουσες είναι οι ιδιότητες που να εκλείψουν τα αισθητά θα συνεχίζουν να
υπάρχουν

Κατά το Λοκ οι ποιότητες είτε είναι πρωτεύουσες είτε είναι δευτερεύουσες ανήκουν στα
αισθητά πράγματα όπου υπάρχουν έξω απ΄μας. Αυτό δεν σημάνει ότι ταυτίζονται με τα
αισθητά μάλιστα σε κάθε αισθητό θα πρέπει να διακρίνουμε την υλική υπόστασή του από
τις ποιότητες.
Η ύπαρξη όμως της υλικής υπόστασης αντιφάσκει με την ιδεαλιστική θεωρία του
εμπειρισμού που υποστήριξε ο Λοκ.
Συμφωνα με αυτή όπως ξέρουμε δικαιούμαστε να ομιλούμε μόνο για τις ιδέες. Παρόλα αυτά
ο Λοκ μολονότι η υλική υπόσταση όπως αυτός την παρουσίασε είναι έξω από το πλέγμα των
ιδεών ομιλεί για αυτήν
Την ίδια ασυνέπεια προσάπτει κανείς στον Λοκ και για την άποψη του για τις ποιότητες.
Πως ένας θιασώτης του εμπειρισμού λέγει ότι δεν υπάρχει τίποτα έξω από μας και μιλάει για
τις ποιότητες που όπως ο ίδιος λέγει υπάρχουν έξω από μας?
Έτσι εμφανίστηκε ο Μπερκλει για να κάνει την « διόρθωση»
Το βασικό πρόβλημα της θεωρίας του Λοκ ήταν το εξής:

48
Αν ολη η γνώση μας για τον εξωτερικό κόσμο έρχεται από τις σχέσεις των ιδεών πως
μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι αυτός ο κόσμος που γνωρίζουμε είναι ο πραγματικός
κόσμος?
Ο Λοκ λέγει ότι υπάρχουν δύο κόσμοι.
Ο υποκειμενικός που είμαστε ελεύθεροι να τον ερευνήσουμε αλλά που δεν μας παρέχει
αντικειμενική γνώση και ο αντικειμενικός από τον οποίο πάντα θα μας χωρίζει το φάσμα των
ιδεών μας.
Καταλήγει στην διαρχία του Καρτέσιου και επιλέγει να κρατήσει τα χειρότερα των δύο
κόσμων.

2.6.6
ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

Εδώ δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟ.

Ο Μπάρκλευ θεωρείται ο συνεχιστής του Λοκ και ο κρίκος που συνδέει τον Λοκ με τον
Χιουμ
Ιδεαλισμός λέγεται η τάση που είναι αντίθετη του υλισμού που θεωρεί πρωτεύουσα
ιδιότητα το πνεύμα και ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα ανεξάρτητη από την σκέψη.
Ο Μπαρκλευ απ την μια είναι προσηλωμένος στον εμπειρισμό και λέγει ότι δεν υπάρχουν
περιθώρια για τίποτα παρά μόνο από τις εμπειρίες και τις αισθήσεις και από την άλλη τονίζει
την δύναμη του πνεύματος όπου η ύλη είναι απούσα την οποία μάλιστα είχε ταυτίσει με την
αθεΐα.
Αρνείται την ύπαρξη της άψυχης ύλης και τα καθόλου. Για αυτόν δεν υπάρχουν γενικοί όροι
όπως τρίγωνο , άνθρωπος. Υπάρχουν συγκεκριμένα τρίγωνα και άνθρωποι.
Η ύλη είναι αδρανής και δεν επενεργεί πάνω στο δυναμικό πνεύμα και αφού η ύλη είναι
παθητική αιτία πως μπορεί να είναι αιτία των ιδεών μας? Θα μπορούσε να είναι ένα οργανο
για να γεννήσει ο Θεός τις ιδέες αλλα αυτό πως συμβιβάζεται με την τελειότητα του Θεού?
Αιτία των ιδεών μας είναι μόνο ο Θεός που τις δημιουργεί με την βούληση του.
Ο Μπερκλευ λέγει ότι ένα υλικό σώμα είναι το σύνολο των παρατηρήσεων που έχουμε κάνει
για αυτό και υπάρχει κρατημένο στο νου μας, Η «πραγματικότητα» είναι η αντίληψή μας
για την πραγματικότητα
Ο Μπερκλευ εξέφρασε το αξίωμα του ότι το Είναι ταυτίζεται με το αντιλαμβάνεσθαι ότι
δηλαδή ο άνθρωπος τα μόνα πράγματα που γωνρίζει είναι οι ιδέες που σχηματίζει από τις
αισθήσεις του δηλαδή αυτό που θεωρούμε πραγματικότητα είναι ότι μπορούμε να
αντιληφθούμε με τις αισθήσεις.
Τα πραγματα για τον Μπερκευ είναι συμπέγματα ιδεών
Ουσιαστικά προσπαθεί να θεραπεύσει την θεωρία του εμπειρισμού από την ασυνέπεια του
ΛΟΚ που ενώ έλεγε ότι το μόνο που δικαιούμαστε να μιλάμε είναι οι ιδέες υποστήριζε, την
υλική υπόσταση που όπως την παρουσιάζει είναι έξω από τις ιδέες μας. Το ίδιο ισχύει και για
τις ποιότητες. Πως ένας θιασώτης του εμπειρισμού λέγει ότι δεν υπάρχει τίποτα έξω από μας
εντούτοις μιλάει για τις ποιότητες που είναι εξω από μας?
Στην ουσία ενώ προσπαθεί να θεραπεύσει την θεωρία του Λοκ δεν απέφυγε και ο ίδιος να
υιοθετήσει την ύπαρξη μιας νοητικής υπόστασης που είναι πέρα από τις ιδέες μας.

49
Σύμφωνα με αυτή την άποψη οι ιδέες υπάρχουν συγκεντρωμένες στο πνεύμα μας.. Και ενώ
μπορεί να πει κανείς ότι συγγενεύουν με το πνεύμα στην ουσία δεν ταυτίζονται και το
πνεύμα προϋπήρχε πριν εγκατασταθούν στ αυτό οι ιδέες

Η ΚΡΙΤΙΚΉ ΚΑΙ Η ΠΡΟΈΚΤΑΣΗ ΤΟΥ λΟΚ

1) Ο Μπερκλευ θεωρεί περιττό και εσφαλμένο των διαχωρισμό τον πρωτευουσών και
δευτερευουσων ιδιοτήτων μέσω των οποίων προσπάθησε ο Λοκ να θεμελιώσει την αληθινή
ύπαρξη των πραγμάτων.
Δεν μπορούμε να φανταστούμε ένα τρίγωνο χωρίς χρώμα αλλά εστιάζουμε την προσοχή
μας σε άλλα στοιχεία του τριγώνου και αγνοούμε το χρώμα. Εδώ έρχεται να πλήξει την
θεωρία του Λοκ
2)Όλη η γνώση μας εξαντλείται στα δεδομένα της εμπειρίας και αυτά τα δεδομένα δεν είναι
τίποτα άλλο από συνδυασμοί ιδεών μέσα μας, αφού το μόνο που μπορούμε να γνωρίζουμε
είναι οι ιδέες πώς μπορούμε να ξέρουμε τις ποιότητες των σωμάτων αφού αυτές δεν είναι
ιδέες? Πως μπορούμε να ξέρουμε ότι είναι οι αιτίες των ιδεών μας ή ότι τους μοιάζουν
Έτσι καταλήγει ότι δεν μπορούμε να αποφανθούμε για τον πραγματικό κόσμο ( συνδυασμός
καρτεσιανού υποκειμενισμού και λοκιανόυ εμπειρισμού).
3) Ο Λοκ λέγει ότι οι γενικές ιδέες όπως αυτή του χρώματος σχηματίζονται από αυτό που
μένει αν αφαιρέσουμε όλες εκείνες τις ιδιότητες που δεν είναι κοινές για όλα τα χρώματα
Ο Μπερκλευ διαφωνεί και λέγει ότι αν αφαιρέσουμε όλα τα στοιχεία που συναπαρτίζουν
ένα χρώμα δεν θα μείνει τίποτα. Δεν μπορούμε να σχηματίσουμε την ιδέα ενός χρώματος
γενικά, σχηματίζουμε την ιδέα πάντα ενός συγκεκριμένου χρώματος και σχηματίζουμε την
εικόνα ενός χρώματος και την έχουμε ως αντιπροσωπευτική εικόνα του είδους.
Οι λέξεις μας μπερδεύουνε και νομίζουμε ότι σκεπτόμαστε κάτι αφηρημένο αλλά το
αφηρημένο δεν υπάρχει και το γενικό είναι πολλά συγκεκριμένα
Ο Μπερκλευ αντιλαμβάνεται διαφορετικά τον τρόπο που σχηματίζουμε τις γενικές ιδέες.
Λέγει ότι όταν σκεπτόμαστε ένα τρίγωνο ξεχνάμε τις επιμέρους ιδιότητες του όπως το χρώμα
του αλλά ποτέ δεν μπορούμε να σχηματίσουμε στον νου την παράσταση ενός τριγώνου χωρίς
το χρώμα του
Η προσφορά του Μπερκλευ έγκειται στην φιλοσοφία της γλώσσας και λέγει ότι κάθε
νοηματική πρόταση για τον εξωτερικό κόσμο πρέπει να αναλύεται σε προτάσεις που έχουν
για περιεχόμενο τις εμπειρίες που παίρνουμε από τις αισθήσεις.

NTEIBINT XIOYM
Mμεγάλος βρετανός φιλόσοφος που αν και αισθάνεται τον εαυτό του οπαδός του Νεύτωνα
δεν ασχολείται με τους φυσικούς νόμους. Για αυτόν ο κόσμος είναι ένα πλούσιο αμάγαλμα
και όχι εάν καρτεσιανό σύστημα.
Δεν συμμερίζεται τον άκρατο ιδεαλισμό του Μπερκλευ που λέγει ότι η πραγματικότητα
εξαρτάται από εμάς. Όταν δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία για ένα πράγμα καλό είναι να λέμε
ότι δεν γνωρίζουμε τίποτα γιαυτό και όχι ότι δεν υπάρχει
Ο Χιουμ υποστηρίζει μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ του Λοκ και του Μπερκλυευ.
Τα αντικείμενα είναι μια συλλογή και διαδοχή ποιοτήτων που προσλαμβάνονται μέσω των
αισθήσεων.
Δυο είναι τα είδη των παραστάσεων που συλλαμβάνει ο νους:
Οι εντυπώσεις που προκύπτουν από τις αισθήσεις και είναι ακούσιες
Οι ιδέες που προκύπτουν από τον αναστοχασμό πάνω στις εντυπώσεις.

50
Την στιγμή που βλέπω ένα αντικείμενο σχηματίζω μια εντύπωση και την στιγμή που μπορώ
να το ανακαλέσω έχω την ιδέα του.
Οι εντυπώσεις μπορεί να είναι σύνθετες ή απλές
Κάθε ιδέα είναι αντίγραφο της εντύπωσης που προηγείται χρονικά και ενώ μπορούμε να
έχουμε μια εντύπωση που δεν παρήγαγε ιδέα , δεν άφησε ίχνη δεν μπορεί να γίνει το
αντίθετο. Όλες οι ιδέες ανάγονται σε εντυπώσεις.
Εδώ βρίσκεται και ο συνεπής εμπειρισμός του Χιουμ.
Ο Χιουμ δεν πιστεύει ότι αυτή η θεωρία είναι ικανή να διαψεύσει ή να βεβαιώσει την ύπαρξη
των έμφυτων ιδεών.
Τάσσεται με τον Μπερκλκευ που πίστευε ότι ο σωστός εμπειρισμός είναι αυτός που τάσσεται
με τα δεδομένα των αισθήσεων και ότι δεν μπορεί να υποστηρίξει την αντικειμενική
υπόσταση του κόσμου.
Ωστόσο ο Χιουμ λέγει ότι αν ο πραγματικός κόσμος δεν είναι προσιτός δεν πρέπει να
κάνουμε καμία προσπάθεια να τον ερμηνεύσουμε
Η φιλοσοφία του Χιουμ είναι περιγραφική ψυχολογία.
Διάφορες εντυπώσεις ε΄χουν να κανουν με τον νου επειδή εχουν μια ομοιτητα. Οι γενικές
ιδές είναι ειδικές ιδέες επειδή τις ενοποιεί μια λέξη για΄τι σκεφτόμαστε παντα το
συγκεκριμένο αλλα λόγω μια φυσικής τεμπελιάς του νου αδιαφορούμε για τα επιμέρους
στοιχεία και κατατάσσουμε με βαση τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά. Περνάμε στο γενικό από
το μερικό συστηματοποιώντας τα ειδη.
Οδηγήθηκε σε μια εκδοχή σκεπτικισμού που συμφωνα με αυτή την θεωρία είναι δυνατό
αλλά δύσκολο να αποδειχθεί ότι υπάρχει ένας υλικός κόσμος ανεξάρτητος από τις αισθήσεις
που δεν μπορούμε να μπούμε σε αυτόν γιατί δεν έχουμε τα εμπειρικά μέσα
Δεν μπορούμε να παραλληλίσουμε τις ιδέες με την αντικειμενική δομή του κόσμου. Κατι
τέτοιο θα ήταν ακατόρθωτο αφού θα έπρεπε να βγούμε έξω από τις ιδέες μας και αφήνοντας
τις πίσω να τις συγκρίνουμε ως τρίοτς κριτής.
Ο Χιουμ όχι μόνο αμφισβήτησε την γνώση του εξωτερικού κόσμου αλλά αμφισβήτησε και
την ύπαρξη του ίδιου του εαυτού μας.
Η γνωστική μας δύναμη φτάνει μέχρι τα όρια της εμπειρίας που είναι ανεπίτρεπτο να τα
ξεπεράσουμε. Ο Χιουμ λέγει ότι και η αρχή της αιτιότητας που στηρίζεται η
τεκμηριωμένη γνώση είναι αυθαίρετη. Οι απόψεις του για την αιτιότητα ήταν και το
πιο σπουδαίο κομμάτι του Χιουμ γιατί πάνω σε αυτή στηρίζουμε την βεβαιότητα για
τον κόσμο.
Υποθέτουμε ότι σε κάθε αιτιώδη σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος υπάρχει ένα
αναγκαίος δεσμός και κάθε φορά που θα συμβαίνει η αιτία θα ακολουθεί και το αποτέλεσμα.
Ζεστάθηκε η ράβδος τότε θα ακολουθήσει και η διαστολή της. Η γειτνίαση αυτών των
γεγονότων επιβάλλει στο νου μια ψυχολογική προδιάθεση ότι κάθε φορά που θα γίνεται το
γεγονός α θα ακολουθεί το β. Στην ουσία όμως πρόκειται απλά και μόνο για μια διαδοχή
γεγονότων.
Ο Χιουμ πίστευε ότι αυτό που μπορώ να παρατηρήσω είναι τα δύο γεγονότα αυτής της
σχέσης και τίποτα άλλο.
Αδυνατώ να δώ τον αναγκαίο δεσμό που υπάρχει σε αυτήν την αιτιώδη σχέση αφού δεν το
βλέπω δεν μπορώ να σχηματίσω καμία εντύπωση γιατυτόν και κατ επέκταση δεν έχω καμία
ιδέα.

Έτσι βάσει και της αρχής του εμπειρισμού που λέγει ότι μπορώ να ομιλώ για πράγματα που
έχω παραστάσεις, είναι ανεπίτρεπτο να αναφερόμαστε σε ένα αναγκαίο δεσμό μεταξύ αιτίας
και αποτελέσματος.
Εκείνο που συμβαίνει στις αιτιώδεις σχέσεις λέγει ο Χιουμ είναι ότι επειδή έχουμε
παρατηρήσεις πολλές φορές ένα γεγονός να ακολουθεί το άλλο νομίζουμε ότι το ένα
συνεπάγεται το άλλο κατά ανάγκην .

51
Ο Χιουμ αμφισβήτησε και τους φυσικούς νόμους και την αρχή της ομοιομορφίας στην φύση
που συμφωνα με την οποία στο μέλλον η φύση θα μοιάζει με αυτό που ήταν στο παρελθόν.
Σχετικά με την ανατολή του ήλιου παρατηρήσαμε το φαινόμενο και χτες και προχθές και
πριν από δέκα χρόνια και μάλιστα λέμε ότι ο ήλιος ανατέλλει μια φορά το 24ωρο.
Ο Νόμος αυτός ισχύει μέχρι σήμερα. Δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι ο ήλιος θα ανατέλλει
και αύριο γιατί δεν έχει σχηματισθεί μέσα μας η παράσταση της αυριανής ημέρας.
Θα μπορούσε βέβαια να επικαλεστούμε την αρχή της ομοιομορφίας στην φύση αλλά για την
ομοιομορφία μπορούμε να μιλάμε μόνο κατά την συντέλεια που θα μπορούσαμε να κάνουμε
τον απολογισμός και θα βλέπαμε αν η συμπεριφορά είναι ομοιόμορφη
Διατυπώνοντας ένα φυσικό νόμο δεν λέμε τίποτα περισσότερο από αυτό που οι άνθρωποι
έχουν παρατηρήσει μέχρι τώρα να συμβαίνει.
Η σχέση αιτίας – αποτελέσματος είναι καθαρά ψυχολογική διάθεση
Ο Χιουμ κάνει μια διάκριση μεταξύ συνθετικών και αναλυτικών προτάσεων
Συνθετικές είναι αυτές οι προτάσεις που μας δίνουν πληροφορίες για το τι συμβαίνει στο
κόσμο και μπορούν να επαληθευτούν από την εμπειρία αλλά δεν είναι αλήθειες.
Αναλυτικές αντίθετα κρύβουν αλήθειες αλλά δεν δίνουν πληροφορίες γιατί είναι ταυτολογίες.

ΟΙ ΥΛΙΣΤΈΣ

Κύριο χαρακτηριστικό των υλιστών του 18ου αιώνα είναι ότι εγκαταλείπουν τα μαθηματικά
και την φυσική και εστιάζονται περισσότερο στην βιολογία και την φυσιολογία ορμώμενοι
και από τις επιστημονικέ ανακαλύψεις της εποχής.
Από γνωσιολογικής άποψης δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν που δεν έχει ειπωθεί. Θέτουν
προβλήματα για την ηθική και την κοινωνική οργάνωση

ΧΑΡΤΛΕΥ ΝΤΕΙΒΙΝΤ
Βρετανός ιατρός και φιλόσοφος που προσπάθησε στο πλαίσιο διδασκαλίας του συνειρμού
να εξηγήσει τον τρόπο που δημιουργούνται μέσα μας οι παραστάσεις.
Όπως και ο Χιουμ διέκρινε τα περιεχόμενα της εμπειρίας σε εντυπώσεις και σε ιδέες.
Ο Χαρτλευ λέγει ότι όταν ένα αντικείμενο αποτυπωθεί σε κάποια από τις αισθήσεις τότε
επηρεάζονται πρώτα τα νεύρα που συνδέουν τις αισθήσεις με τον εγκέφαλο και μέσω
παλμικών κινήσεων αποκαλύπτεται στον εγκέφαλο η εντύπωση που εμφανίστηκε αρχικά
στην αίσθηση
Από την διδασκαλία αυτή για την δημιουργία των εντυπώσεων πέρασε στο πως
δημιουργούνται οι ιδέες.
Οι εντυπώσεις μπορούν να διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα στις αντίστοιχες
αισθήσεις από την απομάκρυνση των αντικειμένων που τις προκάλεσαν. Για να διατηρηθεί
όμως η εντύπωση στον εγκέφαλο θα πρέπει να γίνει ιδέα. Για να μετατραπεί όμως η
εντύπωση σε ιδέα πρέπει η εντύπωση να επαναληφθεί πολλές φορές.
Οι ιδέες που προκαλούνται από εντυπώσεις είναι απλές ιδέες και μπορούν να γίνουν και
σύνθετες
Από την στιγμή που διαμορφώνονται οι ιδέες στον νου αρχίζει η διαδικασία του συνειρμού
με την έννοια ότι η δημιουργία μιας παράστασης ενός αντικειμένου μέσω των αισθήσεων
παραπέμπει σε μια απλή ιδέα και στην συνέχεια σε μια σύνθετη ιδέα

52
Η ψυχολογία του Χαρτλευ ανέτρεπε το δόγμα της ελεύθερης βούλησης για τους
χριστιανούς εκτός των Καλβινιστών. Η θεωρία του χαρακτηρίζεται από ένα υλιστικό
ντετερμινισμό και αν και ήταν θρησκευόμενο άτομο καταχωρήθηκε στον Ριζοσπαστικό
Διαφωτισμό που ερμηνεύει τον άνθρωπο χωρίς την επίκληση του Θεού.

ΚΟΝΤΙΓΙΑΚ ΚΑΙ ΑΚΡΑΙΑ ΛΟΚΙΑΝΙΣΜΟΣ


Ο Κοντιγιάκ θεώρησε ότι ο Λοκ δεν μπόρεσε να δώσει το τελικό κτύπημα στις έμφυτες ιδέες
από την μια γιατί έδινε την έννοια του αναστοχασμού έδινε ενεργό ρόλο στο πνεύμα και από
την άλλη αποδέχτηκε κάποιες έμφυτες λειτουργίες του νου που μας επιτρέπουν να κάνουμε
συγκρίσεις και κρίσεις.
Ο Κοντιγιάκ τα αναγάγει όλα στην αίσθηση ερμηνεύοντας όλες τις λειτουργίες
αισθησιοκρατικά.
Η αισθησιοκρατική ερμηνεία κορυφώνεται στην αντίληψή του για την ανησυχία που είναι
ένα ορμέφυτο που μας κάνει προτρέπει να αποκτήσουμε το αγαθό που μας λείπει ή να
διώξουμε το κακό που μας απειλεί και σε αυτό εδράζεται η βούληση και η γνώση και έτσι
διαλύει και τα τελευταία στοιχεία του Καρτεσιανισμού.
Ο Κοντιγιακ λέγει ότι δεν προέρχεται η ανησυχία από την επιθυμία αλλά η επιθυμία από την
ανησυχία και είναι η ανησυχία η πρώτη αρχή μέσω της οποίας αποκτούμε οπές τις συνήθειες
το φόβο και την γνώση
Έτσι έχουμε τον αντίποδα του καρτεσιανισμού.
Η βούληση δεν εδράζεται στην ιδέα αλλά η ιδέα στην βούληση

Ο Λαμετρι και η πλήρης αναστροφή του καρτεσιανισμού.

Ο Λαμετρι έδωσε ένα μεγαλύτερο πλήγμα στον Καρτέσιο ο όποιος θέλοντας να θεμελιώσει
την αυτονομία του πνεύματος και την αθανασία της ψυχής θεωρούσε τα ζώα χωρίς ψυχικές
λειτουργίες.
Η εικόνα αλλάζει ριζικά καθώς ο άνθρωπος γίνεται μέρος της φύσης.
Μάλιστα πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι οι διαφορές μεταξύ ανθρώπου και ζώου είναι
καθαρά ποσοτικές και όχι ποιοτικές
Ο Λοκ έλεγε ότι τα ζώα μπορούν να σχηματίσουν απλές ιδέες όχι σύνθετες γιατί δεν έχουν
δυνατότητα αναστοχασμού.
Ο Λαμετρί καταργεί τις διακρίσεις μεταξύ ζώου και ανθρώπου με βασικό εργαλείο τα
ερεθίσματα που έρχονται από τις αισθήσεις.

ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ
Γερμανός φιλόσοφος του Διαφωτισμού που ΄ξύπνησε από τον λήθαργό του εξαιτίας του
Χιουμ που αμφισβήτησε την αιτιοκρατική προβλεψιμότητα που η επιστήμη είχε στηρίξει το
κύρος της.

53
Δέχεται ότι η εμπειρία συντελεί στην γνώση όπως λέγει ο Χιουμ αλλά δεν είναι ο μοναδικός
και αποκλειστικός παράγοντας.
Περα από τις παραστάσεις ενυπάρχει ι ένα παρατηρητής ο εαυτός μας που με τον a priori
εξοπλισμό του και τις κατηγορίες κατορθώνει να οργανώσει το περιεχόμενο της εμπειρίας
και να φτάσει στην γνώση του κόσμου.
Έτσι πέρασε από την προκριτική φάση που ασχολείτο με τα νεφελώματα στην κριτική φάση
Προσπαθεί και κατορθώνει με την συγγραφή του Κριτική του καθαρού λόγου να σώσει το
νευτώνειο σύστημα από την αμφιβολία που το διαβρώνει.
Προσπάθησε να συνθέσει τον εμπειρισμό του Χιουμ με τον ρασιοναλισμό του Λαιμπνιτς και
είπε ότι η εμπειρία είναι τυφλή χωρίς τον λόγο και ο λόγος χωρίς την εμπειρία είναι μορφή
χωρίς περιεχόμενο.
Το ερώτημα του Καντ είναι κατά πόσον μπορούμε να έχουμε γνώση του αντικειμενικού
κόσμου
Ο Λαιμπνιτς υποστήριξε ότι μπορούμε να έχουμε αντίληψη του αντικειμενικού κόσμου αλλά
ο πραγματικός κόσμος δεν είναι αυτός που βλέπουμε γύρω μας.
Ο Χιουμ υποστήριξε ότι δεν υπάρχει άλλος κόσμος μόνο αυτός που μπορούμε να
αντιληφθούμε μέσω των αισθήσεων.
Ο Καντ θέλει να γεφυρώσει το χάσμα υποστηρίζοντας την ύπαρξη του κόσμου που είναι
αντικείμενο της επιστήμης και δεν αφηρημένος και απρόσιτος.
Ο Καντ υποστηρίζει ότι η εμπειρία δεν φτάνει για να οδηγηθούμε στην γνώση. Η
εμπειρία μας λεει τι υπάρχει αλλά δεν μας λεει γιατί είναι ετσι και όχι αλλιώς

Ο Καντ εισηγήθηκε μιας θεωρίας του υπερβατολογικού ιδεαλισμού. Υιοθέτησε μεν την
άποψη των εμπειριστών ότι τα περιεχόμενα της εμπειρίας είναι αυτά που μπορούμε να
γνωρίσουμε, να έρθουμε σε επαφή, αλλά υποστήριξε ότι πέρα από την εμπειρία υπάρχει μια
ανεξάρτητη πραγματικότητα που μπορεί να μην είμαστε σε θέση να την γνωρίσουμε αλλά
μπορούμε να σκεφτούμε ότι υπα΄ρχει.
Ο Καντ διέκρινε τα πράγματα σε δύο κατηγορίες:
Στα φαινόμενα που είναι τα πράγματα που συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις και τα
γνωρίζουμε και
Στα πράγματα καθεαυτά τα οποία είναι τα πράγματα όπως είναι στον εξωτερικό κόσμο έξω
από την εμπειρία μας, ανεξάρτητα από εμάς και δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε.
Ο Καντ αντικρούει τον Χιουμ που λεγει ότι η αρχή της αιτιότητας _ πάνω στην οποία
στηρίζεται η τεκμηριωμένη γνώση – είναι αυθαίρετη. Λέγει ο Καντ ότι η αιτιώδης σχέση που
δίνουμε στα πράγματα και στα γεγονότα δεν είναι προϊόν χρονικής διαδοχής δεν είναι μια
σχέση που βγαίνει εμπειρικά που καταλήξαμε μετά από πολλές εμπειρικές παρατηρήσεις.
Η αιτιακή σχέση είναι ένας τρόπος του σκεφτεσθαι a priori μέσα στην λογική.
Το ερώτημα του Καντ είναι όχι η προέλευση της εμπειρίας αλλά τι υπάρχει μέσα σε αυτήν

Ενοτητα 2.10.2
Η ΟΡΓΆΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Ο Χιουμ έλεγε ότι αν κοιτάξουμε μέσα μας το μόνο που θα δούμε είναι οι εμπειρίες μας και
τίποτα άλλο.

54
Η παρατήρηση όμως σημαίνει ότι εκτός του αντικείμνυ που παρατηρούμε θα πρέπει να
υπάρχει και ένας παρατηρητής που σαφώς δεν μπορεί να παρατηρεί τον εαυτό του γιατί αυτό
δεν γίνεται.
Οσο βαθιά και να πάμε μέσα μας για να δούμε τι υπαρχει εκεί πάντα θα υπάρχει ένα
κομμάτι του εαυτού μας που λειτουργώντας σαν παρατηρητής δεν μπορεί να παρατηρηθεί. Ο
εσωτερικός αυτός παρατηρητής του εαυτού μας λέγεται υπερβατολογική συνείδηδη γιατί
κάθε φορά υπερβαίνει κάθε δυνατότητα παρατήρησης και στέκεται πάντα πίσω από τις
εμπειρίες μας.
Η υπερβατολογική συνείδηση ενώνει όλες τις παραστάσεις που παίρνουμε από τις αισθήσεις
και δύνει νόημα
Τα δεδομένα από τις αισθήσεις δεν μπορούν να έχουν από μόνα τους δομή πρίν
μεταμορφωθούν από τις νοητικές δυνάμεις.
Αν κατανοούμε τις εμπειρίες μας είναι γιατί περιέχουν ήδη μέσα τους έννοιες που δεν
πηγάζουν από τις αισθήσεις.
Ο Καντ υποστήριξε ότι ο νους μας είναι εξοπλισμένος με ορισμένες γενικές έννοιες όπως η
αρχή της αιτιότητα που δεν προέρχονται από την εμπειρία αλλά προηγούνται αυτής είναι a
priori.
Τις γενικές αυτές a priori έννοιες που δεν προκύπτουν από την εμπειρία τις λεει ο Καντ
κατηγορίες και είναι 12 και δεν πρέπει να συγχέονται με τις έννοιες που σχηματίζουμε από
τις αισθήσεις. Τέτοιες κατηγορίες είναι η αιτιότητα και η ουσία.
Αν τα εμπειρικά δεδομένα δεν οργανώνονταν από τις νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου δεν
θα μπορούσαμε να πούμε ότι η καμπάνα χτύπησε δύο φορές. Θα ακούγαμε ένα ήχο και μετά
έναν άλλο χωρίς να μπορούμε να συνδέσουμε τους δύο ήχους.
Οι a priori αρχές είναι πολλές ( χρόνου, ποσού , αναφοράς) και το ότι είναι εκ των προτέρων
δεν σημαίνει ότι είναι αποκομμένες από τον κόσμο των εμπειριών. Είναι τα εργαλεία που τα
επινόησε το μυαλό μας για να οργανώσει τα δεδομένα των αισθήσεων
Ο Χιουμ διακρίνει:
Αναλυτικές προτάσεις που είναι αληθείς αλλά δεν δίνουν πληροφορίες γιατί είναι
ταυτολογίες 1+ 1
Συνθετικές προτάσεις « εξω βρέχει» που μας δίνουν πληροφορίες και επαληθεύονται από
την εμπειρία αλλά δεν είναι αληθείς
Ο Κάντ για να θεμελιώσει την εκ των προτέρων γνώση δημιουργεί τις συνθετικές a priori
που είναι πάντα αληθείς και έχουν γνωστική αξία και δίνουν αντικειμενικέ πληροφορίες για
τον κόσμο. Οι αναλυτικές a priori είναι ταυτολογίες.
Η διαφορά από τις αναλυτικές είναι ότι των αναλυτικών προτάσεων οι αρνήσεις είναι
αντιφατικές προτάσεις.

Η βούληση στον Καντ

Για τον Ντεκάρτ η βούληση θέτει σε λειτουργία τον λόγο που είναι αδρανής αλλά επειδή
πρόκειται για μια παρορμητική ενέργεια κάνει διαπιστώσεις πρίν αποφανθεί ο λόγος και έτσι
μιλάμε για σφάλμα που επισημαίνει ο λόγος.
Η διδασκαλία του Καντ έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του περιεχομένου της
βούλησης
Ο Καντ έκανε ένα διαχωρισμό στην λειτουργία του θεωρητικού λόγου από τη λειτουργία του
πρακτικού λόγου.
Θεωρητικός είναι ο λόγος του οποίου η λειτουργία στοχεύει στην απόκτηση της αλήθειας
και της γνώσης.
Πρακτικός είναι ο λόγος που υποστηρίζει ότι η ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου δεν
εξαρτάται από την γνώση.
Στον Καντ η βούληση γίνεται το επίκεντρο της ηθικής συμπεριφοράς και της προσομοίωσης
με τον Θεό.

55
Ο Καντ κανει ένα διαχωρισμό μεταξύ καθαρής και εμπειρικής βούλησης
Η καθαρή βούληση δεν εξαρτάται από τίποτε άλλο παρά από τον ίδιο τον εαυτό της και
είναι ο πρακτικός λόγος που διαφέρει από τον θεωρητικό και από την εμπειρική βούληση
Η εμπειρική βούληση καθορίζεται από παράγοντες πέρα από αυτήν

Ο Πρακτικός λόγος που υποστηρίζει ότι η ηθική συμπεριφορά του ανθρώπου δεν εξαρτάται
από την γνώση είναι αυτός που επιτάσσει να επιλεγούμε όποια αρχή θέλουμε αλλά να την
ακολουθούμε με συνέπεια
Το ύψιστο αγαθό για τον Καντ εμπεριέχει την αρετή και την ευτυχία. Για να είναι κανείς
ευτυχισμένος.

ΚΕΦ. 3

ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΣΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ.

Εδώ θα εστιάσουμε την προσοχή μας στην αντιπαράθεση εκκλησίας και φυσικής θρησκείας
αλλά και μεταξύ ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και του κοινωνικού ρόλου της
θρησκείας.
Θα παρουσιάσουμε το θέμα της ελευθερίας της βούλησης ως προαπαιτούμενο ηθικής
αποτίμησης

Φυσική θρησκεία είναι ότι η ύπαρξη του Θεού και γενικά η θρησκεία δικαιολογούνται μόνο
με τον λόγο = νόηση.
Αντίθετα στην εξ αποκαλύψεως θεολογία ο άνθρωπος γνωρίζει τις θρησκευτικές
αλήθειες μέσω της αποκαλύψεως με άμεσο τρόπο που δεν έχει να κανει με την ενε΄ργεια του
νου.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.1
Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΣΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ.
Η έννοια του Θεού παίζει σημαντικό ρόλο στην επιστήμη και γίνεται προϋπόθεση για να
είναι έγκυρη.

56
Η έννοια του Θεού προαπαιτείται για μια θεωρία αλλά υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που
διαμορφώνουν την αντίληψη περί θεότητας και θρησκείας.
Ο Ντεκάρτ λέγει ότι ο θεός δεν θα επέτρεπε ποτέ στο κακό δαίμονα να μας εξαπατά και ότι
δημιούργησε τον κόσμο και μετά αποτραβήχτηκε
Ο Μπερκλευ λέγει ότι ο Θεός κανονίζει την αντιστοιχία ιδεών και αντικειμένων του κόσμου
Ο Νεύτωνας εξισώνει τον Θεό με τον απόλυτο χώρο και λγέι ότι είναι αυτός ο δίκαιος και
αγαθός που εξασφαλίζει την αρμονία στο σύμπαν με τους φυσικούς νόμους.
Ο Λαιμπνιτς λέγει ότι ο Θεός χρειάζεται να επεμβαίνει και να κουρδίζει το ρολόι του
κόσμου και μίλησε για την προαποκατεστημένη αρμονία της στιγμή της Δημιουργίας
Έτσι βλέπουμε ότι η έννοια του Θεού προαπαιτείται για μια θεωρία αλλά υπάρχουν και άλλοι
παράγοντες που διαμορφώνουν την αντίληψη περί θεότητας και θρησκείας.

ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ


Στην εποχή του 17 ου και 18ου αιώνα οι επιστήμες δεν αυτονομούνται από τις θεολογικές
συζήτησες σε θέματα θρησκείας, μάλιστα ο αθεϊσμός δεν υιοθετούνταν ούτε από τους
φιλόσοφους ούτε από τον μέσο άνθρωπο
Οι επιστημονικές ανακαλύψεις δεν εξοβέλισαν τον Θεό ούτε αρνήθηκαν την ύπαρξη του
Ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο που διέπεται από φυσικούς νόμους και ή αποτραβήχτηκε ή
παρεμβαίνει συνεχώς και διατηρεί την ισορροπία
Οι επιστήμονες του 17 αιώνα αναζητούν την αλήθεια μαζί με το πρόβλημα του Θεού.
Π.χ. ο Νεύτωνας που προσπαθούσε να συνδυάσει τις βιβλικές χρονολογίες με τα
επιστημονικά δεδομένα
Ακόμα και ο Σπινόζα που κατηγορήθηκε για αθεϊσμό λέγει ότι η Βίβλος είναι εκτός
φιλοσοφικής σφαίρας.
Η έντονη αντιπαράθεση επιστήμης και θρησκείας έχει να κάνει περισσότερο με την
εκκοσμίκευση που έγινε στα τέλη του 18 ου αιώνα παρά δήθεν σύγκρουσης της επιστήμης
με την χριστιανική διδασκαλία
Ο Νεύτωνας λέγει ότι το σύμπαν είναι δομημένο και εύτακτο είναι μια τέλεια μηχανή αλλά
σε καμία περίπτωση δεν αμφισβήτησε τον Θεό λέγοντας ότι αυτός είναι υπεύθυνος για την
δημιουργία αυτής της τέλειας μηχανής
Την αλλαγή κάνει ο Ντιντερό που θέλει να αναζητήσει τις προϋποθέσεις που γράφτηκαν τα
Ιερά Κείμενα.
Έτσι οι φιλοσοφικές αλήθειες δεν αναιρούν τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες αλλά οι εξ
αποκαλύψεως αλήθειες εξαρτώνται από την συμφωνία τους με τον λόγο. Οδηγούμαστε
δηλαδή σε μια φυσική θρησκεία

Η άποψη ότι ο Διαφωτισμός είναι αλληλένδετος με την αθεΐα αφορά κυρίως τον γαλλικό
Διαφωτισμό και όχι τον αγγλικό ή γερμανικό εξαιτίας του έργου του Βολτέρου που όντως
ντειστής δεν απέβαλε το στίγμα του αθεϊσμού και δεν τάχθηκε κατά της θεότητας αλλά κατά
της δεισιδαιμονίας της εκκλησίας.
Ο Διαφωτισμός γενικά τάχθηκε κατά της δεισιδαιμονίας και της προκατάληψης της
εκκλησίας. Οι Ορθολογιστές Ετερόδοξοι στην Αγγλία ερμηνεύουν ρασιοναλιστικά τον λόγο
του Θεού και δεν βλέπουν ότι υπάρχει σύγκρουση μεταξύ πίστης και επιστήμης.

ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ


Στον Μεσαίωνα ο ανθρώπινος λόγος ήταν πεπερασμένος και έπρεπε να συμπληρώνεται
από την εξ Αποκαλύψεως Αλήθεια και η φιλοσοφία ήταν θεραπαινίδα της θρησκείας.

57
Όταν άρχισαν να ανθούν οι θεωρίες του Φυσικού Δικαίου- ( είναι οι βασικές αρχές που
υπάρχουν στον λόγο που είναι κοινός σε όλους του ανθρώπους)- το θέμα που τέθηκε και
ειδικά από τον Λοκ ήταν πως αν οι αλήθειες της Αποκάλυψης είναι συνυφασμένες με την
σωτηρία της ψυχής ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου που δεν έχει έρθει σε επαφή με τον
Λόγο του Θεού θα μείνει καταδικασμένο και ο Θεός θα καταδικάσει αυτούς τους ανθρώπους
για τα παραπτώματα τους που τα έπραξαν χωρίς να γνωρίζουν τον Λόγου Του.
Αυτό όμως ο Θεός δεν μπορεί να το κάνει γιατί δεν εκφράζει την Θεία βούληση. Έτσι ο
Θεός έδωσε την δυνατότητα να γνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι τις μεγάλες αλήθειες
δίνοντας τους το Φυσικό φως και να μην τους αποστερήσει την σωτηρία.
Έτσι άρχισε να συγκλίνει ο Λόγος με την Αποκάλυψη.

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΣΤΗΝ ΦΥΣΙΚΉ ΘΡΗΣΚΕΙΑ.


Το πέρασμα από το νευτώνειο σύμπαν στην θεοποίησης φύσης και στον Ντεϊσμό ήταν εύκολο.
Και ενώ εκ πρώης όψεως η επιστήμη του Νεύτωνα ενίσχυσε τις αντιθεολογικές τάσεις αυτό
στην ουσία δεν έγινε και ένα κομμάτι της πεφωτισμένης θεολογίας ανατιμά την ύλη στην
προσπάθεια να θεραπεύσει την καρτεσιανισμό που εξοβέλισε τον Θεό. Η τάση αυτή οδήγησε
στην θεοποίηση της φύσης.
Έτσι βλέπουμε να φιλελευθεροποιείται η θεολογία και να πλησιάζει την φυσική επιστήμη
Οι απόγονοι του Νεύτωνα ασπάστηκαν την νέα φυσική θρησκεία με ακραία μορφή τον
Ντεϊσμό του Βολτέρου ( πίστη σε ένα θεό που αν και υπάρχει ανεξάρτητα από την κοσμική
πραγματικότητα παρίσταται συνεχώς σε αυτήν)
Από την άλλη μεριά οι θεολογικοί κύκλοι επειδή φοβόντουσαν ότι η εγκατάλειψη των τελικών
αιτίων που δέθηκαν με το σχολαστικισμό θα οδηγούσε στον θάνατο του Θεού προσπάθησαν να
βρουν τους σκοπούς του Θεού στην ανατιμημένη φύση και έτσι ήρθαν κοντά με τον εμπειρισμό
και την αισθησιοκρατία που καλλιεργούσε η σύγχρονη επιστήμη αλλά και την νοησιαρχία.
Η σύγκλιση πνεύματος και ύλης σε ένα ενιαίο σύνολο φαίνεται από την ρήση του Ποουπ που
λέγει ότι τα πάντα είναι μέρος ενός συνόλου που το σώμα είναι η Φύση και η ψυχή του ο Θεός.
Στην φύση υπάρχει τάξη και αρμονία όχι αταξία και φορά που επέβαλε το προπατορικό
αμάρτημα
Η φυσική θρησκεία είναι το αποτέλεσμα της εκκοσμικευσης της θρησκείας στην
προσπάθεια να τιθασεύσει το μυστηριώδες και αυτό ισχύει σε όλες τις θρησκείες

Ο Τζων Τολαντ προσπάθησε να εφαρμόσει την θρησκεία στην φιλοσοφία του Λοκ και λέγει
ότι η γνώση είναι η συνειδητοποίηση της συμφωνίας ή διαφωνίας των ιδεών μεταξύ τους και
αυτό προϋποθέτει ότι τα δεδομένα της γνώσης πρέπει να είναι κατανοητά. Έτσι οριοθετείται το
αντικείμενο της θρησκευτικής λατρείας και δεν μπορεί να είναι ακατανόητο
Ο Μαθιους Τινταλ λέγει ότι η φυσική και η εξ Αποκαλύψεως Αλήθεια διαφέρουν μόνο στον
τρόπο που κοινοποιούνται η πρώτη εσωτερικά και η δεύτερη ως εξωτερική εκδήλωση της
βούλησης του πανάγαθου Θεού.
Στο εργο του Σαμουήλ Κλαρκ η χριστιανική θρησκεία παίρνει την μορφή αξιωμάτων με
οικουμενική ισχύ.

Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ


Η φυσική θρησκεία εξύψωσε τον Λόγο χωρίς να θέλει να εξοβελίσει τις αλήθειες της
Αποκαλύψεως με την προϋπόθεση ότι αυτές δεν αντιβαίνουν στον Λόγο και προσπάθησε να
κατανοήσει τον Θεό μέσα από την φύση η αρμονία της οποίας είναι η τρανή απόδειξη της
ύπαρξης του.
Αντίπαλο είχε τις ιστορικές μορφές της θεολογίας και για αυτό προσπάθησε να επαναφέρει το
θρησκευτικό συναίσθημα στις πρώτες αγνές του μορφές. Ο καταστροφικός όμως σεισμός στην
58
Λισσαβόνα το 1755 έφερε το πρόβλημα ότι η φύση τελικά δεν διέπεται από αρμονία κι έφερε
το θέμα ότι υπάρχει το κακό που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ενεργή παρουσία της Θείας
πρόνοιας. Η φύση δεν είναι τέλεια και τελικά δεν ενδιαφέρεται και τόσο για την ευτυχία των
ανθρώπων.
Ο Χιουμ αμφισβήτησε την φυσική θρησκεία και λέγει ότι ο θρησκευτικό φαινόμενο
δημιουργείται από φόβο και την ανάγκη του ανθρώπου να ελέγξει το άγνωστο. Η θρησκεία για
τον Χιουμ πηγάζει από τα πάθη και την ελπίδα όχι από τον Λόγο.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.1.6
Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Έτσι η φυσική θρησκεία με εκλογικευσή της και με την «φυσικοποιήση « της έγινε μια
φιλοσοφία του νου και τα όρια της φυσικής θρησκείας και του αθεϊσμού έγιναν δυσδιάκριτα.
Η θρησκεία όμως είχε και μια κοινωνικοπολιτική διάσταση και κάλυπτε μια ανάγκη
που δεν μπορούσε να καλύψει καμιά φιλοσοφία του νου ειδικά στα λαϊκά στρώματα.
Η σωτηρία της ψυχής, ο φόβος και η ελπίδα που τροφοδοτούσε η μορφή του
Παντοδύναμου Θεού που ανταμείβει και τιμωρεί έχει καταλυτικές συνέπειες για την
ενδυναμώσει του κοινωνικού ιστού μέσω της καταπίεσης των αντικοινωνικών
ενστίκτων.
Ότι δεν μπορούσε να ελέγξει το κράτος το έλεγχε η θρησκευτική συνείδηση και έτσι η
εκκλησία απέκτησε και έναν κοινωνικό ρόλο και μπορούσε να ελέγξει την ανθρώπινη
συμπεριφορά
Ο προτεσταντισμός που πίστευε στην αποκατάσταση της προσωπικής σχέσης με το θεό
χωρίς την μεσολάβηση του κλήρου έκανε πιο οξύ το πρόβλημα του ελέγχου των
αντικοινωνικών παθών.
Η εκκλησία γίνεται πολιτικός θεσμός που σκοπό έχει να τιθασεύει τα πάθη η συντηρητική
Εκκλησία θέλοντας να αναχαιτίσει την ορθολογική ερμηνεία της θρησκείας τονίζει το
κοινωνικό ρόλο της θρησκείας
Ο Βολταίρος λέγει ότι αν δεν υπήρχε ο Θεός θα έπρεπε να τον εφεύρουμε
Ο Ρουσσώ συμπληρώνει τα άρθρα της πίστης του ιερέα της Σαβοΐας με την αντίληψη του για
την πολιτική θρησκεία
Ο Σειφτσμπουρι εκθέτοντας τις αντιλήψεις του για την φυσική θρησκεία λέγει ότι θα πρέπει
να διαπαιδαγωγούνται οι μάζες με τα διδάγματα της θετικής θρησκείας δηλαδή της
Εκκλησίας

Η ΗΘΙΚΗ ΣΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ.


Το γεγονός ότι η φυσική θρησκεία προσπάθησε τον 18 ο αιώνα να βρει στην ηθική το
στήριγμα που δεν μπορούσε να της δώσει πια η μεταφυσική οφείλεται στο ότι η ηθική είχε
ανεξαρτητοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό από την θετική θρησκεία.
Από δω και πέρα επικρατεί μια βαθύτερη ενασχόληση του ανθρώπου με τον εαυτό του μια
στροφή στο ψυχολογικό πεδίο
Όσο περισσότερη σημασία αποκτούσε για τον καθένα ο εαυτός του και όσο μεγαλύτερη
ήταν η ανάγκη να δουν οι άνθρωποι ποιο είναι το περιεχόμενο της ευτυχίας, τόσο το κράτος
και η κοινωνία εμφανίζονταν προβληματικά
Το βασικό πρόβλημα του Διαφωτισμού ήταν η σχέση του ατόμου με το ευρύτερο πλαίσιο
της ζωής και το άτομο αντιλαμβάνεται σαν πρωταρχικό και δεδομένο και όλες οι σχέσεις
ερμηνεύονται με αφετηρία το άτομο.

59
Η ηθική ζωή εμφανιζόταν σαν ενα εξωτερικό στοιχείο που έπρεπε να εξηγηθεί και να
διαπιστωθεί τι είναι τέλος πάντων, να το γνωρίσουμε, ποιο είναι το περιεχόμενο της
ηθικότητας που έγκειται η εγκυρότητα των ηθικών επιταγών
Βασικό για τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα της ηθικής ήταν το ζήτημα της σχέσης της
αρετής και ευτυχίας με τελικό αποτέλεσμα την ικανοποίηση των παρορμήσεων του ατόμου.
Η έννοια του Θεού ήταν σημαντική για την επιστήμη και την γνώση αλλά ήταν ακόμη πιο
σημαντική για την θεμελίωση της ηθικής. Οι φυσικοί νόμοι μπορούσαν να μελετηθούν
βλέποντας τα φυσικά φαινόμενα και ο Θεός είναι αυτό που προαπαιτείται για να υπάρχουν
αυτά τα φαινόμενα.
Στην θεμελίωση όμως της ηθικής δεν υπάρχει ο ίδιος βαθμός βεβαιότητας όπως στο
φυσικοθεωρητικό μοντέλο και επιδέχεται μεγάλων αμφισβητήσεων.
Η θεμελίωση της ηθικής έχει περισσότερο ανάγκη την στήριξη του Θεού σαν μια ανώτατη
δικαιοδοτική αρχή από την οποία απορρέουν κανόνες.
Τα μεγάλα προβλήματα θεμελίωσης της ηθικής φιλοσοφίας δημιουργήθηκαν όταν η
ηθική αυτονομήθηκε από την Θεότητα ενώ μέχρι τότε όλα τα φιλοσοφικά συστήματα
διαφωνούσαν για το αν η ηθική εκφράζει την βούληση ή τον Λόγο του Θεού.
Μια από τις τάσεις του Διαφωτισμού ήταν η προσπάθεια να αυτονομηθεί η ηθική από το
θρησκευτικό δόγμα και η αυτονόμηση της ηθικής αποτελεί την συνεχεία της αυτονόμησης
της φυσικής από την θρησκεία και βλέπουμε ότι ανατιμάται ο αισθητός κόσμος σε σημείο
που θεοποιείται η φύση και η φύση σφετερίζεται τον ρόλο της θρησκείας.

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΒΟΥΛΗΣΗ ΚΑΙ ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ


Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Ντετερμινισμός είναι η αντίληψη ότι οτιδήποτε συμβαίνει είναι προσδιορισμένο από πριν
να συμβεί και βασίζεται στην αρχή ότι τίποτα στον κόσμο δεν δημιουργείται εκ του μηδενός
αλλά έχει κάποια αιτία. Η αιτιοκρατία παρουσιάζει δυσκολία σε σχέση με την βούληση. Αν
θεωρήσουμε ότι κάθε τι είναι εκ των προτέρων προδιαγραμμένο και καθορισμένο τότε η
ελευθερία της βούλησης είναι αδύνατη.
Αυτή η αντιπαράθεση ντετερμινισμού και βούλησης κυριαρχεί τον 17 ο και 18ο αιώνα και
πολλοί ήταν οι θεολόγοι που προσπαθούσαν να συνδυάσουν και να συμφιλιώσουν την
ατομική ευθύνη και την ύπαρξη του κακού με την παντογνωσία και παντοδυναμία του Θεού.
Ο άνθρωπος όταν κάνει αμαρτία κολάζεται αλλά ο Θεός που είναι δίκαιος δεν μπορεί να
τιμωρεί τους ανθρώπους αν δεν είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Αλλά για να έχουν
ευθύνη των πράξεών τους θα πρέπει αυτές οι πράξεις να είναι απόρροια της ελεύθερης
επιλογής, απόρροια της βούλησης τους που είναι ελεύθερη και δεν είναι προκαθορισμένη
από τον Θεό. Έτσι βλέπουμε ότι η ελεύθερη βούληση είναι προϋπόθεση για την ηθική.
Εδώ προκύπτει το πρόβλημα ότι αν έχω ελεύθερη βούληση ο Θεός δεν μπορεί να είναι
παντογνώστης και αν είναι παντογνώστης γνωρίζει τι θα πράξω που σημαίνει ότι θα το
πράξω τελικά γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς και άρα δεν είμαι ελεύθερος να μην το πράξω.
Η γνησιότητα της ελεύθερης βούλησης έχει να κάνει με τον αν ο άνθρωπος που πράττει
την πράξη μπορούσε να πράξει διαφορετικά από αυτό που έπραξε.
Οι συζητήσεις τον Μεσαίωνα έχουν να κάνουν με την σύγκρουση ανάμεσα στον Αγίου
Αυγουστίνου και τον Πελάγιο που υποστήριζε ότι ο Θεός δεν μπορεί να τιμωρεί τους
ανθρώπους για αμαρτίες άλλων εννοώντας τον Αδάμ και του Αγιου Αυγουστίνου που

60
θεωρούσε την ΄πτώση κληρονομική και ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος και μπορεί να
σωθεί μόνο με την Θεια χάρη.
Τα ίδια ισχύουν και στον Διαφωτισμό και η συζήτηση γίνεται πια σε ένα ρασιοναλιστικό
πνεύμα εξαιτίας του Καρτέσιου που δίνει το δίνοντας το προβάδισμα στη νόηση
(νοησιαρχική προδιάθεση) ενώ στην βούληση δίνει επικουρικό ρόλο.
Στην πορεία πολλοί είναι αυτοί που θα δώσουν το προβάδισμα στην βούληση- που γίνεται
το κριτήριο της ηθικής- εις βάρος του Λόγου
Έτσι η ανθρώπινη βούληση υποκαθιστά την θεία βούληση του Αυγουστίνου , ενώ οι
ντεντερμινιστές παραμένουν οπαδοί της βούλησης ακόμα και όταν δεν έχει θεία προέλευση.

ΤΟ ΘΕΜΑ Της ΒΟΥΛΗΣΗς.


Με εξαίρεση τον Αριστοτέλη που δίνει σημασία στην βούληση πολλοί άλλοι φιλόσοφοι
αντιμετώπισαν τα διάφορα προβλήματα με γνώμονα τον λόγο.
Στην νεότερη εποχή η βούληση μπορεί να μην παίζει πρωταρχικό ρόλο δεν μπορούμε όμως
να την αγνοήσουμε.
Ο Ντεκάρτ για να εξηγήσει το φαινόμενο της πλάνης κατέφυγε στην λειτουργία της
βούλησης και λέγει ότι η ψυχή εκτός από την νόηση έχει και την βούληση.
Λόγος και βούληση έχουν διαφορετική αποστολή
Έργο του λόγου ή της νόησης είναι η απόκτηση της αλήθειας μέσω της ευκρίνειας και της
σαφήνειας των εννοιών
Έργο της βούλησης είναι η επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία των πορισμάτων που καταλήγει η
νόηση.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει πάντοτε και στην περίπτωση της πλάνης η βούληση κατά
υπέρβαση του ρόλου της αποδοκιμάζει ή επιδοκιμάζει κάτι για το οποίο η νόηση δεν έχει
αποφανθεί
Έτσι έρχεται ο λόγος και διαπιστώνουμε την πλάνη στην οποία οδηγηθήκαμε έχοντας
παρασυρθεί από την βούληση
Αυτή η υπέρβαση της βούλησης κατά τον Καρτέσιο οφείλεται στο ότι εν αντιθέσει προς τον
λόγο που δεσμεύεται από τις αρχές της νόησης, η βούληση είναι απεριόριστη.
Για τον Καρτέσιο η βούληση έχει επικουρικό ρόλο.

Ο Καντ έκανε διαχωρισμό του θεωρητικού και πρακτικού λόγου και επίσης κάνει
διαχωρισμό της καθαρής βούλησης και στης εμπειρικής βούλησης.
Για τον Καντ και για τον Ντεκαρτ η βούληση είναι καθαρά ανθρώπινη λειτουργία ενώ για
άλλους φιλόσοφους έχει και κοσμική δύναμη.
Ετσι για τον Σοπενχάουερ η βούληση είναι μια δύναμη που διαπερνά όλα τα έμβια και
ανόργανα οντα του κόσμου που δρα χωρίς σχέδιο και είναι ακατάπαυστη και απεριόριστη
Η φύση αλλά και η συμπεριφορά του ανθρώπου θα πρέπει να αναζητηθεί στην βούληση. Η
επιστήμη περιγράφει μόνο φαινομενικές εκδηλώσεις και την ουσία τους την αποκαλύπτει η
βούληση που ενυπάρχει σε αυτά περιγράφει τον τρόπο που το δέντρο αναπτύσσεται αλλά
δεν απαντά στο ερώτημα γιατί αναπτύσσεται έτσι.Η αιτία που μας επιτρέπει να απαντήσουμε
αυτό το ερώτημα είναι η βούληση και το δέντρο είναι ετσι όπως είναι και αναπτύσσεται έτσι
γιατί η βούληση που υπάρχει μέσα σε αυτό το προτρέπει να δημιουργείται και να
εκδηλώνεται με αυτόν τον τρόπο. Κάθε τι στον κόσμο είναι αυτό που είναι επειδή περικλείει
μέσα του μια δύναμη που το κάνει να είναι όπως είναι . Έτσι και στον άνθρωπο η ζωή του
είναι προϊόν της βούλησης του, σε κάθε κύτταρο του ανθρώπου όπως και κάθε άλλου
οργανισμού υπάρχει η βούληση για ζωή που τον πιέζει να συνεχίσει να ζει έτσι έστω και αν
μερικές φορές υπάρχει απελπισία Η ατομική βούληση που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο πέρα
από την βούληση για ζωή είναι και αιτία για την δυστυχία του γιατί η βούληση του τον
υποχρεώνει να θέλει κατι που αν δεν το αποκτήσει να είναι δυστυχισμένος. Αν αποκτήσει

61
αυτό το κάτι η βούληση τον πιέζει να επιθυμεί κάτι άλλο και μετά κάτι άλλο και αυτό δεν
έχει τελειωμό..
Η μόνη σωτηρία για τον άνθρωπο είναι να απαλλαγεί από τα δεσμά της ατομικής βούλησης
του γιατί το εξωθεί μια στο ανικανοποίητο και μια στην στέρηση. Η απαλλαγή από την
βούλησης είναι μόνο με τον θάνατο και ενώνεται ο άνθρωπος με την τέλεια ανυπαρξία που
είναι το νιρβάνα. Στην κατάσταση νιρβάνα δεν υπάρχει δυστυχία αφού δεν υπάρχει η
ατομική βούλησης που την προκαλεί ούτε γνώση που όσο ζει ο άνθρωπος τον υποχρεώνει να
συνειδητοποιεί τα δεινά με τα οποία τον τροφοδοτεί η δύναμη της βούλησής του για ζωή.

Στον Νίτσε η βούληση εκφράζεται με το να προσπαθεί το κάθε ον να επιβληθεί στο άλλο και
κάθε συγκεκριμένο ον αγωνίζεται να κυριαρχήσει στο σύμπαν και να αντιδρά σε οτιδήποτε
αντιστέκεται στην επέκταση του
Η βούληση στον Νίτσε είναι έμφυτη τάση για επικράτηση και περιέχει και δημιουργία γιατί
η βούληση είναι η αρχή της δημιουργίας του κόσμου
Η άποψη ότι τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από μας δεν ισχύει και όπως έλεγε ο Χιουμ
ένα τριαντάφυλλο υπάρχει γιατί έχω εγώ τις αισθήσεις και μπορώ να το βλέπω να το μυρίζω
να το αγγίζω. Όλα τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου είναι μια δέσμη πληροφοριών της
εμπειρίας και των αισθήσεων μας και ο αληθινός κόσμος είναι οι πληροφορίες των
αισθήσεων και όχι τα ίδια τα πράγματα γύρω μας. «Δεν υπάρχουν πράγματα λέγει ο Νίτσε
αυτά είναι στην φαντασία μας και χειριζόμαστε ανύπαρκτα πράγματα»
« Η βούληση για αλήθεια είναι η ανικανότητα της βούλησης για δημιουργία» λέγει ο Νίτσε
Υποστήριξε πως ότι αποκαλούμε «πραγματικότητα» είναι δημιούργημα των προθέσεών μας
και επιλογών και προέτρεψε τους φιλόσοφους αν θέλουν να είναι αληθινοί να
αντικαταστήσουν την ψευδαίσθηση για την ύπαρξη την αντικειμενικής πραγματικότητας και
της βούλησης για αλήθεια με την άποψη ότι η πραγματικότητα είναι προϊόν την δύναμης της
βούλησης. Ο Καθένας μας στην προσπάθεια να ικανοποιήσει την βούληση του για δύναμη
και επικράτηση μπορεί να γίνει αιτία για να προκύψει ένας καινούργιος κόσμος.
ΘΕΙΑ ΒΟΥΛΗΣΙΑΡΧΙΑ
Στα πλαίσια του φυσικού δικαίου παράλληλα γίνεται μια συζήτηση που αλληλοκαλύπτεται
με συζητήσεις περί ελευθερίας βούλησης και ντετερμινισμού και αφορά την περιβολή μίας
ηθικής απόφανσης με το κύρος του νόμου.
Υπάρχουν δύο θέσεις:
 Aπό την μια μεριά η έννοια του νόμου συνδέεται με την ορθότητα μια εξουσιαστικής
επιταγής και η αναγωγή έχει να κάνει με την αγαθοσύνη ή νόηση του μεγάλου
νομοθέτη που είναι ο Θεός
 Από την άλλη μεριά η έννοια του νόμου συνδέεται με την βούληση του και η
αναγωγή είναι στην παντοδυναμία του
Και ο νόμος ισχύει επειδή το θέλει ο Θεός. Έτσι έχουμε και δυο κατευθύνσεις που
διαμορφώνουν την ηθικοπολιτική σκέψη
Στην πρώτη είναι η βουλησιοκρατία θεϊκής ή κοσμικής προέλευσης και ο Θεός είναι
νομοθέτης και είναι αντίστοιχος με τον κυρίαρχο της πολιτικής κοινωνίας
Ο Χομπς υπήρξε εκφραστής αυτής της αντίληψης και πίσω από αυτήν την αντίληψη υπάρχει
η θεώρηση ότι το κακό και το καλό δεν υπάρχουν ως τέτοια στην φύση αλλά εκφράζουν την
αρέσκεια ή την απαρέσκεια του ανθρώπου σε σχέση με κάτι και κάθε άνθρωπος έχει τις
δικές του προτιμήσεις για το τι του αρέσει ή δεν του αρέσει και έτσι υπάρχουν και
διαφορετικές απόψεις για το καλό και το κακό.
Αν δεν υπάρχει κριτήριο η βούληση του κυρίαρχου θα αποφασίσει τι ισχύει και αυτή την
αντίληψη προσπάθησαν να θεμελιώσουν οι θεωρητικοί του φυσικού δικαίου ότι οι
αλήθειες ενυπάρχουνε στη φύση των πραγμάτων και ισχύουν αιώνια και παρά την
βούληση του Θεού.

62
Ο λόγος αυτό το θεϊκό φως δίνει την δυνατότητα στον άνθρωπο να συλλαμβάνει τις ηθικές
διακρίσεις και να ρυθμίζει κατάλληλα την συμπεριφορά του.
Ο Ντεκαρτ δέχεται ότι ο Θεός θα μπορούσε να έχει κάνει τον κόσμο διαφορετικό και να
ισχύουν άλλα πράγματα αλλά αποχώρισε μετά την Δημιουργία.
Ο Λοκ υιοθετεί την βουλησιαρχική αντίληψη χωρίς να είναι αντίθετη από τον ορθό λόγο
Άσχετα από το περιεχόμενο του νου η βούληση του Θεού είναι το στοιχείο που καθιστά τον
νόμο.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2.3
Από το βιβλίο σελ.93

ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙς στις ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕς

Το μοντέλο είτε είναι ντερμινιστικό είτε είναι ιντετερμινιστικό είχε επιπτώσεις στις
πολιτικές ιδέες.
Η έννοια της αυτονομίας συνδέεται με την ηθική υπόσταση του ανθρώπου
Οι ντετερμινιστές τείνουν στην αποδοχή ενός πιο ωφελιμιστικού τύπου θεωρία και
πιστεύουν ότι τα πάθη κατανικούνται με τα πάθη και όπου δεν υπάρχει η τάση για το
κοινωνικά ωφέλιμο θα πρέπει να επιλαμβάνεται του θέματος ο νομοθέτης.

ΤΑ ΗΘΙΚΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ
Με την ανατίμηση του βουλητικού στοιχείου σε βάρος του λόγου η ηθική έρχεται πιο
κοντά στον κόσμο των συναισθημάτων και οι φιλόσοφοι μιλούν πια για συναισθήματα μια
άποψη που υιοθετήθηκε πιο πολύ από τον σκωτικό Διαφωτισμό και είχε στόχο τον Χομπς
που ενώ συνείσφερε τα μέγιστα στην αισθησιοκρατική αντίληψη εντούτοις εξέφρασε μια
πεσιμιστική αντίληψη για την ανθρώπινη φύση και έναν κόσμο εγωιστικών ατόμων.
Ο Σειφτσμπουρι είναι ο στοχαστής που εναντιώνεται στον Χόμπς.
Οι ιδέες του μοιάζουν με την αρχαία αντίληψη για την ζωή και συμφωνα με αυτή η
ηθικότητα ταυτίζεται με την αληθινή και φυσική ουσία του ανθρώπου άρα και με την γνήσια
ευτυχία του. Το ηθικό για τον Σειφτσμπουρι είναι το αυθεντικό, το ανθρώπινο.
Δεν συμφωνεί με τον Χομπς ότι το μόνο γνώρισμα του ανθρώπου είναι ο εγωισμός ενώ
συμφωνεί με τον Κουμπερλαντ ότι οι αλτρουιστικές τάσεις είναι έμφυτες στον άνθρωπο και
ότι ΄τελικά η ηθικότητα είναι η τελείωση του ανθρώπου και η αρχή της ηθικότητας είναι η
αλληλοδιείσδυση εγωιστικών και αλτρουιστικών τάσεων.
Η ηθικά αυτή δεν ζητά από τον άνθρωπο να καταπιέσει την δική του ευτυχία για την
ευτυχία των άλλων, αυτό γίνεται μόνο στις κατώτερες βαθμίδες της ανάπτυξης.
Ο τέλεια αναπτυγμένος άνθρωπος ζει και για τον εαυτό του αλλά και για τους άλλους. Στο
ώριμο άνθρωπο έχει εντελώς εξισορροπηθεί η σύγκρουση ανάμεσα στα εγωιστικά και
αλτρουιστικά κίνητρα.
Η Ηθικότητα δεν έγκειται στο να τηρήσουμε γενικά ηθικά αξιώματα ούτε να υποτάξουμε
την ατομική βούληση σε ηθικούς κανόνες αλλά να απολαύσουμε μια ολοκληρωμένη
ατομικότητα.
Το ανώτερο στον ηθικό χώρο είναι η ηθική δεξιότητα που δεν αφήνει να πάει τίποτα
χαμένο καμία έμφυτη προδιάθεση του ανθρώπου αλλά εναρμονίζει όλες τις σχέσεις σε τέλειο
βίο και χαρίζει στον άνθρωπο την ευτυχία αλλά και την δυνατότητα να είναι χρήσιμος και
στο σύνολο.

63
Στον Σειφτσμπουρι η αρχή της ηθικότητας έχει αισθητική χροιά και προβάλλει
περισσότερο στο ερώτημα για την πηγή της γνώσης των ηθικών καθηκόντων.
Και για τους μεταφυσικούς αλλά και για τους αισθησιοκράτες η αληθινή γνώση
συνιστάται σε θεμελιακά αξιώματα που δέχονται λογική απόδειξη
Απεναντίας η ηθική της δεξιοτεχνίας ριζώνει στο συναίσθημα
Οι ηθικές κρίσεις με τις οποίες το άτομο επιδοκιμάζει τις παρορμήσεις που το ωθούν στο
καλό το δικό του και των άλλων και αυτές που αποδοκιμάζει τις αφύσικες παρορμήσεις που
τον οδηγούν στο αντίθετο, βασίζονται στην ικανότητα του ανθρώπου να εξαντικειμενικεύει
τις ψυχικές λειτουργίες.
Για τον Χατσεσον το ηθικό συναίσθημα δεν είναι μια δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να
«εξαντικειμενικεύει τις ψυχικές λειτουργίες» αλλά στην κυριολεξία μια έκτη αίσθηση
Η σκωτική σχολή αντικρούει την άποψη του Χομπς ότι το αγαθό συνδέεται με το ατομικά
ωφέλιμο.
Ο ωφελιμισμός ξεκίνησε από τον Χομπς που υποστήριζε ότι το περιεχόμενο της ανθρώπινης
βούλησης είναι η ωφέλεια ή η βλάβη του ατόμου. Και έτσι το κριτήριο της ηθικής πράξης
εξεταζόταν στα επακόλουθα που θα είχε αυτή η πράξη για τους άλλους ενώ η ηθικότητα
νοείται μόνο μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο. Για το επιμέρους άτομο υπάρχουν μόνο οι χαρές
και οι λύπες του, στην κοινωνία όμως οι πράξεις κρίνονται με το αν ωφελούν ή βλάπτουν
τους άλλους ανθρώπους.
Ετσι προκύπτει το πρόβλημα να θεμελιωθεί η ηθική σε εμπειρικές – ψυχολογικές βάσεις και
όχι στην μεταφυσική
Με τον καρό διαμορφώθηκε ο χρυσός κανόνας του ωφελιμισμού. The greatest happiness of
the greatest number.
Μεγαλύτερη ευτυχία για μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων
Ο Μπενθαμ εκφραστής της ωφελιμότητας αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του κοινού καλού
και σκοπός της μεθόδου του είναι να προσδιοριστεί με ακρίβεια η αξία κάθε πράξης τόσο για
εκείνον που την πράττει αλλά και για το κοινωνικό σύνολο μέσα στο οποίο ανήκει και
δημιουργεί ένα σχήμα για τον υπολογισμό των βλαβερών ή όχι συνεπειών της ανθρώπινης
δραστηριότητας και των κοινωνικών θεσμών.
Ο Χιουμ κάνει διαχωρισμό του ωφελιμισμου από το εγωιστικό σύστημα του Χομπς και το
κριτήριο της ηθικής επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας έγκειται στα ευχάριστα ή δυσάρεστα
συναισθήματα που συνεπάγεται η πράξη που πρόκειται να κριθεί και συγκαταλέγει στα
ηθικά παραδεκτά αντικείμενα όχι μόνο τις κοινωνικές αρετές όπως την δικαιοσύνη την
επιείκεια αλλά και τις φυσικές ικανότητες όπως το θάρρος η ευφυΐα.
Ο Χιουμ υποστήριξε την συμπάθεια δηλαδή την ικανότητα του ανθρώπου να
συναισθάνεται τις καταστάσεις των άλλων ανθρώπων και αυτά τα συμπαθητικά
συναισθήματα δεν είναι μόνο αίτια για να γίνουν οι ηθικές κρίσεις αλλά και πρωταρχικά
κίνητρα του ηθικώς πράττειν

ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΥΛΙΣΜΟΣ

Η αντινοησιαρχική και αισθησιοκρατική τάση του Διαφωτισμού βοήθησε την εμφάνιση και
την ανάπτυξη του υλισμού που με την σειρά του οδήγησε στην διάχυση των ωφελιμιστικών
ιδεών.
Υλισμός είναι η θεωρία ότι όλα τα όντα εξηγούνται δια της αναγωγής τους στην ύλη την
αποκλειστική πηγή της πραγματικότητας Ο αντιθεολογικός χαρακτρας του υλισμού και η
ανάπτυξη γενικότερα των υλιστικών ιδεών συνδέεται με τον αγώνα να κατά των δεινών που
είχε επιφέρει στην ανθρωπότητα η εκκλησία που για να εδραιώσει την δύναμής της διαιώνιζε
δεισιδαιμονίες

64
Παρά το αντιεκκλησιαστικό μένος δεν υπάρχει ανάλογη σχέση του υλισμού και
ριζοσπαστισμού ή αθεΐας

Η ΗΘΙΚΗ ΣΤΟΝ ΣΠΙΝΟΖΑ


Ο Σπινοζα ενοχλημένος από την νοησιαρχική ερμηνεία της ηθικής από το Ντεκάρτ θεωρεί
επίκεντρο της φιλοσοφίας του όχι την επιστήμη όπως ο Ντεκαρτ αλλά την ίδια την ζωή, θέλει
να μιλήσει για τον «Θεό», τον άνθρωπο την ευτυχία και τα ανθρώπινα πάθη και τις ορμές
σαν να ήταν γραμμές και επίπεδα και δεν θέλει να συνθλίψει τα πάθη για την επίτευξη της
ηθικής όπως κάνει ο Ντεκαρτ αντίθετα για τον Σπινόζα η ηθική ζωή είναι η χαρούμενη ζωή.
Ηθική και ευδαιμονία συμβαδίζουν
Η μεγαλύτερη ευτυχία για τον άνθρωπο είναι να συνενωθεί με τον Θεό και αυτό
γίνεται με την ενορατική γνώση που είναι η ψηλότερη βαθμίδα γνώσης.
Ο λόγος υπερβαίνει την εμπειρία και η ενορατική αλήθεια υπερβαίνει το λόγο για τον
Σπινόζα
Ο Σπινόζα διατηρεί από τον Χομπς το ένστικτο της αυτοσυντήρηση σαν κάτι που πρέπει να
προϋπάρχει για να διατηρήσει κάτι τηνύπαρξή του.
Για τον Σπινόζα αγαθό είναι ότι συνεισφέρει για την διατήρηση του και κακό ότι οδηγεί
στο αντίθετο.
Τρεις είναι οι εκδοχές για το αγαθό στον Σπινόζα.
 Αγαθό = ωφελιμότητα
 Αγαθό είναι ότι συμφωνεί με την φύση μας
 Ύψιστο αγαθό είναι η γνώση του Θεού.

Η ΗΘΙΚΗ ΣΤΟΝ ΛΑΙΜΠΝΙΤΣ ΚΑΙ ΒΟΛΦ


Ο καθορισμός της ηθικότητας βάσει αρχών έγινε για πρώτη φορά από τον Λαιμπνιτς που
προχώρησε προς την κατεύθυνση του Βολφ ο οποίος είχε ασχοληθεί ευκαιριακά
Η μοναδολογία θεωρεί το σύμπαν αποτελούμενο από έμβια οντα που δουλειά τους είναι να
πραγματώνουν και να ξετυλίγουν το πρωταρχικό περιεχόμενο τους.
Αυτή η αριστοτελική αντίληψη είναι θεμελιακή έννοια και στον Σπινόζα – καθορίζει την ζωή
και οι γερμανοί μαθητές του τη χαρακτήρισαν ως τελειότητα
Ο Νόμος της Φύσης ταυτίζεται με τον ηθικό νόμο και όλα τα όντα έχουν την τάση για την
τελειότητα. Η τελείωση συνδέεται με ένα ευχάριστο συναίσθημα ενώ αντίθετα κάθε
απομάκρυνση από τον ηθικό νόμο οδηγεί σε λύπη και έτσι προκύπτει η ταύτιση του ηθικού
καλού με την ευδαιμονία.
Ο φυσικός νόμος είναι δηλαδή αυτός που επιβάλλει στον άνθρωπο να πράττει ότι προάγει την
ηθική και να του απαγορεύει ότι θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις για αυτήν.
Ο Βολφ αναπτύσσει όλη την ηθική του με αυτό το διανόημα και λέγει ότι ο άνθρωπος για να
έχει ηθική τελείωση χρειάζεται και τους άλλους ανθρώπους και βοηθώντας τους να
εκπληρώσουν τον προορισμό τους εργάζεται και για την δική του ηθική προαγωγή. Έτσι θα
πρέπει ο άνθρωπος να γνωρίζει τι του είναι απαραίτητα για την ηθική τελείωσή του γιατί κάτι
προς στιγμήν που φαίνεται ότι προάγει την ζωή δεν σημαίνει ότι είναι ένα βήμα προς την
τελειότητα.
Επομένως η ηθικότητα έχει ανάγκη την ηθική γνώση. Με αυτό το πρίσμα η ηθική διάνοια
παρουσιάζεται το πιο υψηλό ηθικό έργο.
Για τον Λαιμπνιτς η μονάδα είναι μια συνέπεια αυτής της έννοιας που είναι η πιο τέλεια στο
βαθμό που ξεδιπλώνεται με σαφείς και καθαρές παραστάσεις και ο φυσικός νόμος είναι αυτός
που ξεκαθαρίζει το περιεχόμενο των παραστάσεων που είναι συγκεχυμένο.

65
Αντίθετα ο Βολφ θέλει να δείξει εμπειρικά τις συνέπειες της γνώσης να κάνει την φιλοσοφία
εύχρηστη και πρακτικά αποτελεσματική χάρις στην σαφήνεια των αποδείξεών της
Ο Βολφ είχε επηρεαστεί από τον Τομασιους τον δάσκαλο του που ενώ δεν είχε την εμβέλεια
του Λαιμπνιτς ήταν οξυδερκής και νοιαζόταν για τον γενικό καλό. Πίστευε ότι στην ζωή των
ατόμων πρέπει να βασιλεύει ο λόγος και αγωνίστηκε κατά της δεισιδαιμονίας και των
βασανιστηρίων
Κατά τον Τομασίους ο Διαφωτισμός αντλεί την αξία του για το άτομο και το κοινωνικό σύνολο
από την ωφέλεια που μόνο από τον Διαφωτισμό μπορεί κανείς να περιμένει.
Τελειότητα και ωφελιμότητα είναι τα δύο γνωρίσματα του Διαφωτισμού για τον Βολφ και
κατά την γνώμη του δίνουν στον Διαφωτισμό την αξία της ηθικής αρχής:
Το πρώτο γνώρισμα εκδηλώνεται στο γενικό μεταφυσικό θεμέλιο του Διαφωτισμού.
Το δεύτερο στην συστηματική δομή του.
Αυτά τα δύο γνωρίσματα διέπουν τον Βολφ και τη λαϊκίστικη φιλοσοφία και όλα γίνονται πιο
ρηχά ότι δηλαδή η φιλοσοφία πρέπει να ασχολείται με πράγματα που είναι αναγκαία για την
ευτυχία των ανθρώπων. Αυτό οδηγούσε όμως σε μια στενοκέφαλη σωφροσύνη και παρά τις
ευεργετικές επιδράσεις οδήγησε στον ξεπεσμό του Διαφωτισμού για το κοινωνικά ωφέλιμο με
τον Νικολαι που κατάντησε γραφική μορφή.
Η πλειονότητα των γερμανών διαφωτιστών δεν κατάλαβε ότι με τον πεζό ωφελιμισμό
απομακρυνόταν από το πλαίσιο του μεγάλου Λαιμπνιτς και ο Βολφ απομακρυνόταν από την
προαποκατεστημενη αρμονία. Δεν καταλάβαιναν ότι η αρχή της τελειότητας που εκφράζεται
στην φιλοσοφία του Λαιμπνιτς έθετε τον ηθικό στόχο της εκδίπλωσης της ατομικής ζωής και
την μορφοποίηση της πρωταρχικής ουσίας που το άτομο διαισθάνεται μέσα του κάπως
συγκεχυμένα.

Η ΗΘΙΚΗ ΣΤΟΝ ΜΠΕΥΛ


Ο Μπευλ εκφράζει ένα ηθικό ορθολογισμό χωρίς μεταφυσικά στοιχεία και θέλει να
εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της ηθικής από κάθε δογματισμό.
Ούτε η φυσική θρησκεία αλλά ούτε και το θετικό δόγμα μπορούν να θεμελιωθούν λογικά .
Ότι αμφισβητούσε στο θεωρητικό πεδίο του το πρόσφερε το πρακτικό ηθικό πεδίο.
Ο ανθρώπινος λόγος παρόλο που δεν μπορεί να δει την ουσία των πραγμάτων μπορεί να
έχει συναίσθηση των καθηκόντων του και ενώ προς τα έξω είναι αδύναμος εσωτερικά είναι
απόλυτα κύριος του εαυτού του. Ότι του λείπει σε γνώση το έχει σε φρόνηση και έχει
πρόσβαση σε αιώνιες και αναλλοίωτες αλήθειες.
Ο ηθικός λόγος για τον Μπευλ παραμένει αναλλοίωτος όσο και να αλλάζουν οι εποχές και
οι άνθρωποι.
Ο Μπευλ κάνει μένα διαχωρισμό του πρακτικού από τον θεωρητικό λόγο- που θα
εξεργαστεί αργότερα πολύ καλά ο Καντ- και κορυφώνει την αντίθεση του στο θεολογικό
πεδίο και συμφωνεί με τους καθολικούς ότι η πίστη και η αποκάλυψη είναι θεωρητικός
φωτισμός αδιάφορα από ηθική άποψη.
Θαύμαζε την ηθικότητα του αρχαίου ειδωλολατρικού κόσμου και πίστευε ότι θα υπήρχε η
δυνατότητα για μια κοινότητα άθεων.
Όταν ο Μπευλ έλεγε ότι τα ηθικά αξιώματα είναι αιώνιες αλήθειες και το εννοούσε όπως
και ο Καρτέσιος δηλαδή υπό το πρίσμα της άμεσης προφάνειας που δεν μπορούμε να την
προσεγγίσουμε λογικά.

66
ΚΕΦ.4

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ.

ΤΟΜΑΣ ΧΟΜΠΣ
Επηρεασμένος από την ιδέα της κίνησης που μπορούσε να περιγράψει την λειτουργία της
φύσης μέσα από μαθηματικές έννοιες και είχε εκφραστή τον Γαλλιλαίο ο Χομπς προσπάθησε
να προεκτείνει αυτήν την μέθοδο και στην κοινωνία και στην ιδέα της πολιτικής υποχρεώσεις
χρησιμοποιώντας την απαγωγή όπως για τις μαθηματικές αλήθειες.
Καταφεύγει στην εμπειρία μόνο για να ανατρέψει την θρησκεία και την παράδοση όχι για
να θεμελιώσει την πολιτική του φιλοσοφία.
Πιστεύει ότι από την εμπειρία μπορούμε να έχουμε μια άποψη του μερικού αλλά δεν
γνωρίζουμε τις πραγματικές αιτίες όπως απαιτεί η επιστήμη.
Δέχεται τον εμπειρισμό για την καθημερινή ζωή αλλά όχι στο επιστημονικό πεδίο.
Ο Χομπς αντιλαμβάνεται το σύμπαν μηχανιστικά και μέσα σε αυτό το σύμπαν όλα
κινούνται από μια αδιάκοπη κίνηση σωματιδίων Ο άνθρωπος είναι και αυτός ένα αυτόματο
που φέρει μέσα του την πηγή της κίνησης του, και όλα τα όργανα είναι εξαρτήματα μιας
μηχανής.
Η κίνηση και η συνέχεια της κίνησης είναι η ίδια η ζωή ενώ ο φόβος είναι η παύση της
ζωής δηλαδή ο θάνατος.

67
Δεν υπάρχουν άλλες αξίες και κάθε αυτόματο θεωρεί καλό ότι το βοηθά να διατηρεί την
συντήρηση του.
Με την μηχανιστική αυτή αντίληψη περιορίζεται ο λόγος και η βούληση είναι το
αποτέλεσμα της σύγκρουσης των επιθυμιών και η ισχυρότερη επιθυμία νικά όλες τις άλλες
επιθυμίες.
Ο Χομπς σαν γνήσιος ντετερμινιστής διαφοροποιεί την έννοια της ελευθερίας από την
έννοια της βούλησης και η ελευθερία δεν είναι ιδιότητα της βούλησης και η βούληση
δεν είναι ελεύθερη γιατί καθορίζεται αιτιακά από διάφορα ψυχικά κίνητρα.
Για τον Χομπς η ελευθερία είναι ιδιότητα του ανθρώπου σε σχέση με τον εξωτερικό
κόσμο και όχι υπόθεση του εξωτερικού του κόσμου.
Ο Χομπς λέγει ότι τα κινούμενα άτομα στην φυσική κατάσταση δεν έχουν δεσμευτικές
επιταγές που να καθορίζουν τις σχέσεις τους και ότι το κάθε άτομο κινδυνεύει εξ ίσου να
χάσει την ζωή του από ένα άλλο άτομο για αυτό και κάθε άτιμο προσπαθεί να διατηρήσει
την συντήρησή του ικανοποιώντας τις επιθυμίες και κυρίως την επιθυμία της απόκτησης
δύναμης. Η επιθυμία για αυτοσυντήρηση και απόκτηση δύναμης είναι αδιαχώριστες
Το άτομο στον Χομπς δεν κάνει τίποτα άλλο από το να συσσωρεύει δύναμη για να
αυτοσυντηρηθεί πιστεύοντας ότι αν δεν το κάνει θα το κάνει κάποιος άλλος και θα τον
εξοντώσει..
Έτσι επικρατεί μια κατάσταση γενικευμένης κρίσης όπως ο καθένας προσπαθεί να
αποκτήσει δύναμη
Ο Χομπς γενικά ομιλεί για Φυσικούς νόμους από τους οποίους ο πρωταρχικός είναι η
αυτοσυντήρηση και η επιδίωξη της ειρήνης.
Με κίνητρο τους Φυσικούς νόμους και για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους και για να
βγουν από την γενικευμένη κρίση τα άτομα συνάπτουν ένα συμβόλαιο μεταξύ τους και
σταματούν την αυτοδικία που είχαν όταν βρισκόταν στην φυσική κατάσταση και
μεταβιβάζουν στον κυρίαρχο τον μονάρχη τα δικαιώματα.
Ο κυρίαρχος είναι η προσωποποίηση της κρατικής εξουσίας και σκοπό έχει να εγγυηθεί
την ειρήνη και την ασφάλεια των ατόμων.
Αν σταματήσει να υπάρχει ο κυρίαρχος επανέρχονται τα άτομα στην φυσική κατάσταση
και δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ συμβολαίου που δημιουργεί η κοινωνία και συμβολαίου
που δημιουργεί το κράτος.
Ο Χομπς θεμελιώνει την πολιτική του άποψη για την έννοια της κυριαρχίας την οποία
δανείζεται από τον Μποντέν και την προεκτείνει μέχρι την απολυταρχία.
Η έννοια της κυριαρχίας είναι η απόλυτη εξουσία που έχει το κράτος και η εξουσία αυτή
ασκείται από τον ανώτατο άρχοντα
Για τον Χομπς η έννοια της κυριαρχίας συνεπάγεται την κατάργηση όλων των
περιορισμών των εξουσιών και αρμοδιοτήτων. Και με αυτόν τον τρόπο ο Χομπς καταργεί
όλα τα φεουδαρχικά κατάλοιπα και σκιαγραφεί το νεότερο συγκεντρωτικό κράτος που
προσπαθεί να μεγιστοποιήσει την εσωτερική και εξωτερική ισχύ. Ο κυρίαρχος είναι εγγυητής
του συμβολαίου όχι συμβαλλόμενο μέρος ο ίδιος και ενώ έχει απεριόριστη εξουσία δεν
μπορεί να εισχωρεί στην ιδιωτική ζωή των υπηκόων του αν δεν παραβαίνουν τον νόμο και
απειλούν την πολυπόθητη ειρήνη και αυτό γιατί δεν έχει όραμα για να μεταμορφώσει την
κοινωνία.
Και εδώ είναι το παράδοξο, ο θεμελιωτής του πολιτικού αυταρχισμού να είναι ο πρόδρομος
του Φιλελευθερισμού.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
ΤΖΩΝ ΛΟΚ 17ος -18ος αιώνας

68
Αντίθετα απ΄αυτό που συνέβη με τον Χομπς δεν συνέβη με τον Λοκ και οι γνωσιολογικές
του απόψεις δεν ταυτίστηκαν με τις πολιτικές θεωρίες του δηλαδή ενώ έλεγε ότι ο
ανθρώπινος νους είναι μια άγραφη πλάκα πάνω στην οποία καταγράφονται όλα τα δεδομένα
των αισθήσεων, οι πολιτικές του απόψεις προϋποθέτουν ένα φυσικό νόμο που μας είναι
γνωστός μέσα από το φυσικό φως, μια ιδέα που δεν συνάδει με την αντίληψη ότι ο
ανθρώπινος νους είναι μια άγραφη πλάκα.
Η φιλοσοφία του Λοκ δεν έχει την συνεκτικότητα του Χομπς αλλά αυτό δεν είναι
μειονέκτημα γιατί η θεωρία του Λοκ είναι συμβατικότερη και έχει ένα εκλεκτισμό που
έγινε αιτία να γίνει καλύτερα αποδεκτή αλλα πέρα Πέρα όμως από τις εσωτερικές
αντιφάσεις που υπάρχουν στον Λοκ το έργο του επέδρασε δραστικά αναδεικνύοντας τον από
τους σημαντικότερους διαμορφωτές του πνευματικού κόσμου των νεοτέρων χρόνων και
ενέπνευσε απελευθερωτικά κινήματα
Ο στόχος του Λοκ ήταν η θεωρία του Φιλμερ για την ελέω Θεού μοναρχία .Ο Λοκ έχει
πολλά στοιχεία κοινά με τον Χομπς όσο αφορά τους στόχους του νεότερου κράτους αλλά
διαφοροποιείται αισθητά από τον Χομπς Ο Λοκ ακολουθεί την μεσαιωνική αντίληψη περί
φυσικού δικαίου και αντίθετα από τον Χομπς που οι φυσικοί νόμοι έχουν να κάνουν με το
ατομικό συμφέρον, ο φυσικός νόμος για τον Λοκ έχει κανονιστικό περιεχόμενο και
ρυθμίζει τις σχέσεις των ανθρώπων στην φυσική κατάσταση όπου κανείς δεν έχει
δικαίωμα σε όλα δικαίωμα που φτάνει μέχρι εκεί που φτάνει η δύναμη του για να επιβληθεί
στους άλλους.
Η φυσική κατάσταση του ανθρώπου για τον Λοκ είναι η κατάσταση που τοποθετεί ο Θεός
όλους τους ανθρώπους ως φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ύπαρξη αυτού του
φυσικού νόμου σε συνδυασμό με το oτι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον συντελούν στο ότι ο
άνθρωπος πριν την πολιτική ζωή ζει ειρηνικά σε μια ανταλλακτική κοινωνία και οι σχέσεις
γίνονται πολυπλοκότερες από την στιγμή που μπαίνει το χρήμα και αναπτύσσεται η
κοινωνία που ποτέ όμως δεν καταλήγουν στην ακραία κατάσταση που υποστηρίζει ο Χομπς.
Όταν τα άτομα διαφωνούν η ατομική κρίση δεν είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την
αποδικωποίηση των επιταγών του φυσικού νόμου. Έτσι τα άτομα αντιλαμβάνονται την
ανάγκη να ζουν συμφωνα με κάποιους κανόνες ώστε ο άνθρωπος να μην γίνεται κριτής και
να καταφεύγει στην αυτοδικία .
Έτσι δημιουργείται η πολιτική κοινωνία που λειτουργεί με την αρχή της πλειοψηφίας και
αναθέτει σε μια κυβέρνηση την διασφαλίσει των φυσικών δικαιωμάτων που θεμελιώνει ο
φυσικός νόμος.
Στον Χομπς κυρίαρχος, κυβέρνηση, κοινωνία είναι συνώνυμα στον Λοκ η κυβέρνηση έχει
την μορφή του διαιτητή ο οποίος κρίνει τις διαφωνίες χωρίς να είναι ταυτόσημος με την
κοινωνία.
Έργο της κυβέρνησης είναι να εφαρμόζει τον φυσικό νόμο ερμηνεύοντας τα δύσκολα
σημεία και όχι να τον θεσπίζει αλλά και να προστατεύει τα προϋπάρχοντα φυσικά
δικαιώματα που είναι η ιδιοκτησία, η ζωή και η ελευθερία. Και εδώ βλέπουμε τον
περιορισμένο χαρακτήρα της κυβέρνησης δηλαδή η κυβέρνηση δεν μπορεί να επιβάλει
φόρους χωρίς την συγκατάθεση των κυβερνώμενων γιατί αυτό έρχεται σε αντίθεση με το
δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Τα φυσικά δικαιώματα επικρατούν έναντι των νόμων και για
τους κυβερνώντες αλλά και τους ιδιώτες.
Κεντρική έννοια στην διακυβέρνηση του Λοκ είναι η εμπιστοσύνη που δημιουργείται
μεταξύ των κυβερνώντων και των κυβερνωμένων και αν οι κυβερνώντες προδώσουν την
εμπιστοσύνη τότε δεν διαλύεται η κοινωνία όπως λέγει ο Χομπς αλλά αλλάζει η
κυβέρνηση.
Aυτη είναι η θεωρία της πολιτικής επανάστασης της « προσφυγής στον ουρανό» που
λαμβάνει χώρα σε περίπτωση που οι κυβερνώντες προδώσουν την εμπιστοσύνη του λαού.
όπου έχουμε την επίκληση στον Θεό για την ενεργοποίηση του φυσικού δικαίου απέναντι
στον τύραννο.

69
Σε αυτό το σημείο ο Λοκ επαναφέρει την μεσαιωνική θεωρία της αντίστασης στον τύραννο
για να θεμελιώσει την συνταγματική διακυβέρνηση που στηρίζεται στην διάκριση των
εξουσιών νομοθετική, δικαστική και ομοσπονδιακή ( θα τα αναπτύξει καλύτερα ο
Μοντεσκιέ) και υποστηρίζει ότι διαλύεται η κυβέρνηση αλλά δεν διαλύεται η κοινωνία. Η
επίκληση στον Θεό σημαίνει αφού δεν υπάρχει δικαστής στην γη ας αναζητηθεί ο Θεός
Ο Λοκ τόνισε ότι πρέπει να υπάρχει κράτος δικαίου και η εξουσία να σέβεται τους κανόνες
που θεσπίζει.
Δυο είναι οι ερμηνείες του πολιτικού έργου του Λοκ:
Πρώτον οι μεταγενέστερες σκέψεις πάνω στις αντιλήψεις του Λοκ συσκότισαν λίγο την
επιχειρηματολογία του και καθήλωσαν τις απόψεις σε ένα απλοϊκό σχήμα που του
προσέγραφε την απολογία της Ένδοξης Επανάστασης του 1688 και η ερμηνεία αυτή έφτασε
να ισχυρίζεται ότι ο Λοκ είναι ο απολογητής της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και
του άκρατου ατομικισμού, απόψεις που δεν ίσχυσαν αργότερα αφού διαβάστηκαν καλά
τα χειρόγραφα του Λοκ.
Ο Λοκ τόνισε τον ρόλο του Θεού σαν βαθιά θρησκευόμενο άτομο που ήταν και τονίζει την
προσήλωση του στην καταστολή της κρατικής αυθαιρεσίας το δικαίωμα στην ελευθερίας και
την κατοχύρωση των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου χρησιμοποιώντας τον όρο
ιδιοκτησία που περιλαμβάνει την ζωή και την ελευθερία.

ΡΟΥΣΣΩ 18ος αιωνας


Ιδιοφυής και άστατος με συναίσθηση των αντινομιών της πολιτικής και ηθικής πράξης.
Η έμφαση του Ρουσσώ στο συναίσθημα για άλλους είναι η εξέγερση του συναισθήματος
κατά του ορθολογισμού του Διαφωτισμού και για άλλους ήταν γνήσιο τέκνο του
Διαφωτισμού και κυρίως εκπρόσωπος μιας αντιρασιοναλιστικής παράδοσης.
Θα λέγαμε με λίγα λόγια ότι ο Ρουσσώ ήταν η αντίδραση στην υπεραισιοδοξία του Λοκ.
Το έργο του Ρουσσώ διαποτίζεται από την αγάπη για την ελευθέρια και τον φόβο για κάθε
μορφή εξάρτησης και η εξάρτηση συνδέεται με την ανάγκη και η ανάγκη όταν είναι
πλασματική είναι εξάρτηση χειρίστης μορφής.
Ο Ρουσσώ για αυτό καταδικάζει την πολυτέλεια που δημιουργεί πλασματικές ανάγκες και
τονίζει την αγροτική ζώη και αυτές τις απόψεις τις θεμελιώνει στο έργο Περί των τεχνών και
των επιστημών.
Την εποχή του Ρουσσώ γινόταν μεγάλες κουβέντες για τους κινδύνους της
εμπορευματικής κοινωνίας και πολλοί ήταν αυτοί που πίστευαν ότι ακόμα και η διαφθορά
της κοινωνίας θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη για την εξέλιξη της κοινωνία άποψη που
υιοθέτησε και ο Ανταμ Σμιθ λέγοντας ότι τα ιδιωτικά κακά μπορούν να παράγουν
δημόσια αγαθά και πολλοί εκπρόσωπο του σκωτικού διαφωτισμού έλεγαν ότι η
εμπορευματική κοινωνία λειτουργεί κατά της βαρβαρότητας γιατί φέρνει πιο κοντά τους
ανθρώπους και κατασιγάζει τον φανατισμό.
Απέναντι σε αυτό το κλίμα αναβίωσε το ιδεώδες του ουμανισμού που τόνιζε την αρετή
της πολιτικής κοινότητας απέναντι στην διαφθορά της αγοράς.
Σε αυτό το κλίμα ο Ρουσσώ ανέπτυξε τις ιδέες του ότι η ανάπτυξη των τεχνών και της
επιστήμης είναι τεμπελιά και επιθυμία διάκρισης και ότι όλα αυτά επιστήμες και τέχνες
εμποδίζουν τον άνθρωπο να ολοκληρωθεί μέσα στην φύση
Ο Ρουσσώ εξίσωσε την αρετή με την αθωότητα και είπε ότι οι πλασματικές ανάγκες
δημιουργούν την ανισότητα και οι πλασματικές ανάγκες εξωραίζονται με τις καλές τέχνες
που στολίζουν με λουλούδια τις αλυσίδες των ανθρώπων.

70
Ο Ρουσσώ έτσι θεωρείται επικίνδυνος στοχαστής και ο Βολτέρος λέγει ότι μπερδεύει την
άγνοια με την αρετή και ενώ κερδίζει την πρώτη φορά στην Ακαδημία ο Λόγος περί
ανισότητας δεν είχε την ίδια τύχη.
Για να δει τα αίτια της κοινωνικής ανισότητας ανατρέχει στην φυσική κατάσταση και θέλει
να δει πως ήταν οι άνθρωποι χωρίς τα επίκτητα χαρακτηριστικά και υποστηρίζει ότι ο
πρώτος άνθρωπος δεν ήταν κοινωνικό ον και ζούσε μονήρης και σε αυτό συμφωνεί με τον
Χομπς για την «φύσει κατάσταση». Σε αντίθεση με τον Χομπς που πίστευε ότι ο άνθρωπος
σε αυτήν την κατάσταση ήταν φτωχός και δυσαρεστημένος, ο Ρουσσώ λέγει ότι εφόσον ο
μονήρης του βίος ήταν παραδεκτός ήταν ευτυχισμένος και ελεύθερος και τα ελαττώματα
εμφανίστηκαν όταν ο άνθρωπος δημιούργησε κοινωνίες. Έτσι ο Ρουσσώ ενοχοποιεί την
κοινωνία
Στη φυσική κατάσταση ο άνθρωπος ζούσε ήρεμη ζωή με υγιές σώμα και αδιαφορούσε για
τις ανέσεις .
Οι κοινωνίες δημιουργήθηκαν από την στιγμή που ο άνθρωπος έφτιαξε τις πρώτες καλύβες
και έτσι άρχισε να ζει με την οικογένεια και τους γειτόνους η κατάσταση άλλαξε και μαζί
με την αγάπη γεννήθηκε και η ζήλια και οι γείτονες άρχισαν να βλέπουν και να συγκρίνουν
τις ικανότητες τους και έτσι έγινε το πρώτο βήμα στην ανισότητα και στην διαφθορά
Σιγά σιγά ο άνθρωπος αρχίζει να γίνεται υπερόπτης και να γίνει καλύτερος από τους
άλλους.
Η εισαγωγή της ιδιοκτησίας είναι ένα άλλο βήμα προς την ανισότητα γιατί δημιούργησε
την ανάγκη να θεσπίσουν οι άνθρωποι νόμους και κυβερνήσεις για να προστατεύσουν την
ιδιοκτησία που οδήγησε σε μια φρίκη αφού ο άνθρωπος έφυγε από την κατάσταση που η γη
δεν ανήκε σε κανένα και εκεί αρχίζει ο χομπσιανός πόλεμος που τελειώνει με το απατηλό
συμβόλαιο με το οποίο οι πλούσιοι ξεγελούν τους φτωχούς για να διαιωνίσουν την κυριαρχία
τους.
Ενέπνευσε τον Μαρξ και τον Λένιν και λέγει ότι δεν υπάρχει περίπτωση ο άνθρωπος να
γυρίσει στον «χρυσό αιώνα»
Ο Ρουσσώ αντιδιαστέλλει τον φυσικό εγωισμό που είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης
με την φιλαυτία (την υπερβολική αγάπη στον εαυτό μας) που είναι και η αρχή της
δυστυχίας. Ο φυσικός άνθρωπος διακατέχεται και από το ένστικτο του οίκτου να μπαίνει
δηλαδή στην θέση του άλλου και σε αυτό το ένστικτο βρίσκεται η προϋπόθεση της ηθικής
ασύνειδης του Ρουσσώ.
Στην απάντηση γιατί οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την φυσική κατάσταση ο Ρουσσώ άπαντα
ότι υπήρχε μια φυσική προδιάθεση που λέγεται βελτιωσιμότητα και είναι ευχή και κατάρα
για τον άνθρωπο και τον κάνει ή καλύτερος ή χειρότερο.
Αμέσως μετά ακολουθεί το έργο Περί Κοινωνικού Συμβολαίου να διασφαλίζει την
ισότητα και την ελευθερία όλων των πολιτών.
Την λύση ο Ρουσσώ την βρήκε στην Γενική βούληση δανειζόμενος την θεωρία της
κυριαρχίας από τον Μποντέν τον Χομπς μετατρέποντάς την όμως σε δημοκρατική θεωρία.
Και αντίθετα από τον Ντιντερό που δεχόταν τον οικουμενικό χαρακτήρα της γενικής
βούλησης ο Ρουσσώ διερευνά τις κοινωνικές συλλογικές προϋποθέσεις της επίτευξής
της
Και λέγει «ότι πρέπει να βρεθεί μια μορφή συνένωσης που ο άνθρωπος να προστατεύεται
με την δύναμη όλων και θα συνενώνεται με τους άλλους δεν θα υπακούει σε κανέναν μόνο
στον εαυτό του και να είναι ελεύθερος όπως πριν.»
Πως γίνεται όμως να κυβερνάται κάποιος και να είναι και ελεύθερος και εδώ ο Ρουσσώ
στην θέση του αυτόματου ατόμου του Χομπς βάζει το αυτόνομο άτομο
Ενώ μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ότι ένα άτομο είναι ελεύθερο αν υπακούει μόνο στους
δικούς του νόμους, αυτό συμβαίνει γιατί το άτομο είναι ένα πρόσωπο με μια μόνο βούληση.
Η κοινωνία όμως αποτελείται από ένα σύνολο ανθρώπων με πλήθος ατομικών βουλήσεων
και η σύγκρουση των βουλήσεων είναι κάτι που το έχει δείξει η εμπειρία

71
Ο Ρουσσώ ορίζει την πολιτική κοινωνία σαν ένα συλλογικό πρόσωπο « στο οποίο ο
καθένας από εμάς συνεισφέρει από κοινού το πρόσωπο του και την ισχύ του» υπό την
ανώτατη γενική βούληση .
Η Δημοκρατία του Ρουσσώ είναι δημιούργημα της γενικής βούλησης, της βούλησης
καθενός από τα μέλη της να προωθήσει το κοινό και δημόσιο συμφέρον ακόμα και αν
συγκρούεται αυτό με το προσωπικό και ο υπήκοος γίνεται συνειδητοποιημένος πολίτης.
Για να αντιπροσωπεύει η γενική βούληση το δημόσιο συμφέρον θα πρέπει να στηρίζεται
στην πολιτική ισότητα των μελών της κοινότητας και στην έκφραση της γνώμης τους.
Ο Ρουσσώ φαίνεται να συμφωνεί με τον Χομπς ότι βάσει του συμβολαίου με το οποίο οι
άνθρωποι μπαίνουν στην οργανωμένη κοινωνία κάθε άνθρωπος μεταβιβάζει όλα τα
δικαιώματα του στην κοινότητα με την διαφορά στον Ρουσσώ οι άνθρωποι απαρνούνται τα
φυσικά τους δικαιώματα με αντάλλαγμα τα πολιτικά τους δικαιώματα.
Η πιο υποβλητική παράγραφος στο Κοινωνικό Συμβόλαιο είναι αυτή που αναφέρεται
«στον εξαναγκασμό του ανθρώπου να είναι ελεύθερος» και που μεταφράστηκε από πολλούς
κριτικούς ότι ο Ρουσσώ είναι πρόδρομος του ολοκληρωτισμού.
Ο Ρουσσώ δεν ισχυρίζεται ότι όλη η κοινωνία μπορεί να εξαναγκαστεί να είναι ελεύθερη,
αλλά μόνο ο άνθρωπος που είναι σκλαβωμένος από τα πάθη του και παρακούει τον νόμο
μόνο αυτός υποχρεώνεται δια της βίας να υπακούσει την φωνή της γενικής βούλησης η οποία
βρίσκεται μέσα του.
Ο αληθινός νόμος όπως περιγράφεται στον Κοινωνικό Συμβόλαιο είναι δίκαιος νόμος
επειδή τίθεται από τον λαό και γίνεται σεβαστός από τον λαό και βέβαια τέτοιοι νόμοι δεν
μπορεί να είναι άδικοι γιατί είναι αδιανόητο ένας λαός να θεσπίσει άδικους νόμους
Ο Ρουσσώ όμως ανησυχούσε και υποστήριζε ότι η πλειοψηφία του λαού δεν είναι ευφυείς
και τότε η γενική βούληση είναι πολλές φορές εσφαλμένη.
Έτσι απαιτείται η παρουσία ενός ισχυρού νομοθέτη σαν τον Σόλων, τον Λυκούργο για να
συντάξει το Σύνταγμα και τους νόμους και αυτός ο νομοθέτης πρέπει να επικαλείται τον Θεό
ώστε να πείθει το ανόητο πλήθος να αποδέχεται τους νόμους που του προσφέρει
ακολουθώντας τον Πλάτωνα που έλεγε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ανόητοι

ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ 17ος-18ος αιώνας


Αποκαλείται ο πατριάρχης του Διαφωτισμού, αν θεωρήσουμε ότι ο Διαφωτισμός
γεννήθηκε κάποια συγκεκριμένη στιγμή αυτή είναι όταν εκδόθηκαν οι Περσικές Επιστολές,
ένα έργο που απηχεί το πνεύμα του Διαφωτισμού. Στο έργο αυτό μιλά για την θρησκεία τις
προκαταλήψεις την σκληρότητα τον δεσποτισμό και ασκεί κριτική στην γαλλική κοινωνία
και καταδικάζει τον δεσποτισμό με τρόπο σατιρικό ενώ εξυμνεί την αβασίλευτη πολιτεία που
υπερέχει της μοναρχίας γιατί στηρίζεται στην αρετή των πολιτών και όχι στην υποταγή τους.
Το δεύτερο βιβλίο του είναι το Πνεύμα των νομών
Η Δημοκρατία είναι το ιδανικό πολίτευμα αλλά είναι μια ουτοπία για την σύγχρονη
πραγματικότητα και επεξεργάζεται ένα νέο πολίτευμα που είναι η συνταγματική μοναρχία.
Συμφωνεί με τον Λοκ, την ελαχιστοποίηση των δογματικών άρθρων της θρησκευτικής
πίστης και τάσσεται υπέρ της ελευθερίας υπό του νόμου και πιστεύει ότι το φυσικό δίκαιο
υπάρχει πριν το θεσπίσει ο νομοθέτης.
Ο Μοντεσκιε όμως δεν γίνεται γνωστός για την θεωρία του φυσικού δικαίου αλλά σαν
ένας πρωτοπόρος στοχαστής που εντρυφά στην μελέτη των πολιτισμών σαν κοινωνικός
αναλυτής και προσπαθεί α) να προσεγγίσει κοινωνιολογικά τα φαινόμενα β) να ασχοληθεί με
τα πολιτεύματα γ) τη θεωρία για την διάκριση των εξουσιών.
Επαναδιατυπώνει την άποψη του Μποντέν για την επίδραση του κλίματος. Μέσα από την
συλλογή διάφορων στοιχείων και ευρημάτων από διάφορες περιοχές της γης οι ευρωπαίοι
του Διαφωτισμού συνειδητοποιούν την ύπαρξη και άλλων πολιτισμών ηθών και εθίμων. Ο
Μοντεσκιέ προσπαθεί να εξηγήσει τα άλλα πολιτισμικά πρότυπα και να εντάξει όλη αυτή

72
την ποικιλία σε ένα εξηγητικό σχήμα και να αναδείξει τις βαθύτερες γενεσιουργές αιτίες.
Έτσι αρχίζει να εξετάζει τις υλικές και φυσικές αιτίες κλίμα γεωγραφική θέση αλλά και
κοινωνικών αίτια π.χ. εμπόριο . Προχωρεί από τις υλικές σε πνευματικές αιτίες
Ο Μοντεσκιέ διακρίνει τρεις τύπους πολιτευμάτων::
 Την αβασίλευτη πολιτεία
 Tην μοναρχία
 Τον δεσποτισμό
Κάθε πολιτευμα εχει και την αρχή του που βοηθά στην διατήρηση του και είναι:
Για την αβασίλευτη πολιτεία η αρετή
Για την μοναρχία η τιμή
Για τον δεσποτισμό ο φόβος.
Ετσι διακρίνει μεταξύ μετριοπαθών και μη πολιτευμάτων
Η αβασίλευτη πολιτεία και η μοναρχία είναι μετριοπαθή γιατί στηρίζονται στον νόμο
αντίθετα με τον δεσποτισμό που στηρίζεται στην αυθαιρεσία του ενός.
Η αβασίλευτη πολιτεία επιτυγχάνει την ισότητα
Η μοναρχία την ανισότητα
Ο Δεσποτισμός την ισότητα στον φόβο.
Αυτή η αντίληψη αντανακλάται και στις αρχές τους:
Η αρετή σημαίνει σεβασμό στους νόμους και αφοσίωση των πολιτών στην κοινότητα
Η τιμή σημαίνει τον σεβασμό στην κοινωνική θέση
Ο φόβος είναι ένα υποπολιτικό αίσθημα
Ο Μοντεσκιέ θεωρεί από ηθική σκοπιά την αρετή πιο σημαντική ενώ θεωρεί ψεύτικη
αξία την τιμή που όμως είναι σημαντική και κοινωνικά χρήσιμη για να στηρίξει την
σωστή λειτουργία του πολιτεύματος.
Ο Μοντεσκιέ είναι ο πρώτος που μίλησε για την διάκριση των εξουσιών την
εκτελεστική την νομοθετική και την δικαστική και στόχος του είναι με αυτή την
διάκριση να προστατεύσει την ελευθέρια του πολίτη όχι με ένα κατάλογο φυσικών
δικαιωμάτων που περιορίζουν την κρατική εξουσία αλλά μέσα από τον διαχωρισμό και
τον αλληλοελεγχο των κρατικών λειτουργιών ώστε να αναχαιτίζεται η κρατική
αυθαιρεσία.
Η θεωρία αυτή του Μοντεσκιέ ερμηνεύεται από νομικίστικη και κοινωνιολογική
κατεύθυνση
Η νομικίστικη τονίζει τον αλληλελεγχο των εξουσιών
Η κοινωνιολογική τονίζει την αντιστοιχία των εξουσιών και των κοινωνικών
συμφερόντων που εκπροσωπούν τα κοινωνικά στρωματά
Ο Μοντεσκιέ δίνει μεγάλη σημασία στα «ενδιάμεσα σώματα» που είναι ο κλήρος, η
αριστοκρατία και υποστηρίζει ότι η ύπαρξη αυτή των ενδιάμεσων σωμάτων διακρίνει
την μοναρχία από τον δεσποτισμό που ο δεσπότης μπορεί να λειτουργεί αυθαίρετα. Τα
ενδιάμεσα σώματα είναι η άμυνα της κοινωνίας κατά του δεσποτισμού
Έτσι υπεραμύνεται της αριστοκρατίας απέναντι στον κρατικό συγκεντρωτισμό και
αγωνία για τις προϋποθέσεις ενός γνήσιου πολιτικού φιλελευθερισμού και όχι για την
αναβίωση φεουδαλικών μορφών διακυβέρνησης

Ήταν πρωτοπόρος στον αγώνα γα την αναμόρφωση του ποινικού συστήματος και έθεσε επί
τάπητος το θέμα της δουλείας που το θεωρούσε το στίγμα του Διαφωτισμού

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΧΙΟΥΜ


Η πολιτική θεωρία του Χιουμ είναι συνεπής με την γνωσιολογία και την ηθική του.
Απορρίπτει κάθε ρασιονασλιτικό πλάνο κοινωνικής οργάνωσης και είναι αντίθετος με την
θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου. Αποκτάμε ιδέες για τον κόσμο και την ηθική μέσα από

73
συνειρμικές παραστάσεις και τις κάνουμε ηθικές αρχές επειδή τις βρίσκουμε εύχρηστες
μέσα από την συνήθεια και το έθιμο
Δεν θεωρεί ότι το καθήκον για υπακοή στους άρχοντες μπορεί να αναχθεί στο καθήκον των
πολιτών για τήρηση προσυμφωνημένων υποσχέσεων αλλά μάλλον το αντίστροφο.
Αντιπαραθέτει την σιωπηρή συναίνεση των μελών της κοινωνίας και απαιτεί τον συντονισμό
δράσης με απώτερο σκοπό την ωφέλεια. Η αναζήτηση της ωφέλειας για τον Χιουμ είναι
αποτέλεσμα μιας φυσικής κλίσης του νου και δεν συνδέεται με ατομικό συμφέρον αλλά με
μη συμφεροντολογικά και μη εγωιστικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης.
Ο Χιουμ θεωρεί ότι πρέπει να υπάρχουν συμβατικοί κανόνες για την λειτουργία της κοινωνίας
γιατί αυτοί επωφελείς γιατί η απουσία των κανόνων οδηγεί σε άξεστη και κτηνώδη μοναχική
ζωή. Όλες οι εκδηλώσεις της ηθικής ζωής έχουν αιτία τα συναισθήματα και κυρίως την
συμπάθειας και όχι την έλλογη σκέψη. Τα συναισθήματα ριζώνουν στην κοινωνική συμβίωση
και δημιουργούν ηθικούς κανόνες που καθορίζουν την συμβίωση αυτή. Ο ρόλος της
κυβέρνησης είναι να παρεμβαίνει και να μετατρέπει την φυσική προδιάθεση των ανθρώπων για
το άμεσο όφελος σε πιο μακρυπροθεσμους στόχους.
Αντί ενός αφηρημένου κανονιστικού μοντέλου και συντηρητικού ο Χιουμ υιοθετεί ένα
κοσμοπολίτικο ιδεώδες συμφωνα με το οποίο η άνθηση του εμπορίου και της οικονομίας της
αγοράς είναι παράγοντας ανάπτυξης του πολιτισμού που φέρνει κοντά τους ανθρώπους και
παραγκωνίζει τον εθνικισμό.

ΝΤΙΝΤΕΡΟ 18ος αιώνας


Ο Ντιντερό ήταν πολύπλευρη προσωπικότητα του Διαφωτισμού που δεν ήταν
διατεθειμένος να θυσιάσει τις ιδέες του για τις ανέσεις της ζωής και έθετε ο ίδιος τις ιδέες του
σε συνεχή επανέλεγχο με αποτέλεσμα να συγκροτήσει ένα αντιφατικό σύστημα ιδεών.
Θεωρείται θιασώτης του απολυταρχισμού του φιλελευθερισμού αλλά και προάγγελος του
λενισμού. Πραγματοποίησε το όνειρο του Βάκωνα και εξέδωσε την Εγκυκλοπαίδεια το
σύμβολο του Διαφωτισμού το σύνολο της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης της
εποχής μαζί με το Νταλαμπέρ.
Η πολιτική του σκέψη είναι ανάμεσα σε Ρουσσώ Χομπς και Μοντεσκιέ. Ασπάστηκε
τον υλισμό και τον ντετερμινισμό αλλά όχι με την ίδια συνέπεια και βλέπει τον άνθρωπο όχι
σαν μηχανή αλλά σαν οργανισμό που εξελίσσεται καθώς ξεδιπλώνει όλη του την δύναμη
Η πολιτική του σκέψη προσεγγίζει την ιδέα της αριστοκρατίας του πνεύματος και της
τεχνογνωσίας που λειτουργεί για το όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Οραματίζεται μια δεσποτεία που ο μονάρχης θα επικυρώνει τις αποφάσεις των
τεχνοκρατών
Πίστευε ότι τα πολιτικά προβλήματα λύνονται με την προσκόμιση αποδείξεων και
στοιχείων και σταδιακά και αυτός όπως και ο Μοντεσκιέ αναζήτησε τις κοινωνικές
προϋποθέσεις του φιλελευθερισμού
Από τον Ντιντερό δανείστηκε ο Ρουσσώ την ορο γενική βούληση για τον Ντιντερό
όμως η γενική βούληση είναι ο φυσικός νόμος που είναι στην καρδιά των ανθρώπων και
τους κάνει να επιθυμούν το καλό, όταν κατασιγάσουν τα πάθη.
Ο Ντιντερό λέγει ότι ο άνθρωπος είναι φύσει καλός ενώ ο Ρουσσώ λέγει ότι ο φυσικός
άνθρωπος δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός και ζει απομονωμένος και σε αρμονία μέσα
στην φύση.
Ο Ντιντερό είχε άποψη και για τον εγκληματία που τον θεωρούσε ασθενή που χρήζει
θεραπείας και όχι τιμωρίας και τάχθηκε και αυτός υπέρ της αναμόρφωσης του ποινικού
συστήματος και θεωρούσε ότι έγκλημα είναι ότι στρέφεται κατά των νόμων που θεσπίζει η
πολιτική κοινωνία αλλά όχι των νόμων που θεσπίζει η εκκλησία ( πράγμα που σήμερα είναι
αυτονόητο )

74
ΧΟΛΜΠΑΧ 18Ος αιώνας
Συντελεστής και αυτός της Εγκυκλοπαίδειας που αντίθετα με τον Νταλαμπερ που
θεωρητικά ακολουθούσε, υποστήριξε ότι πρέπει το ποινικό σύστημα να υποστηρίζεται από
καλούς νόμους.. Ο υλισμός του Χολμπαχ έχει να κάνει με το μοντέλο του Ρουσσώ και
υποστηρίζει ότι η εμπορευματική κοινωνία φθείρει τα ήθη με τεχνητά πάθη
Προτιμά μια κλειστή αγροτική κοινωνία και το κράτος έχει ρυθμιστικό ρόλο
Σκληρός πολέμιος κάθε μορφής θρησκείας. Υποκαθιστά τον Θεό με την φύση και λέγει ότι
η μητέρα φύση έχει δημιουργήσει τον άνθρωπο έτσι ώστε όταν δεν είναι εγωιστής να
ανταμείβεται μακροπρόθεσμα με ευδαιμονία.
Για τον Χολμπαχ η φύση του ανθρώπου είναι μια και ο ηθικός και φυσικός άνθρωπος
είναι δυο διαφορετικές πλευρές του ίδιου θέματος.

EΝΟΤΗΤΑ 4.7
Οι ιδέες του Διαφωτισμού επιτάχυναν δυο μεγάλες επαναστάσεις της νεότερης εποχής την
Αμερικανική και την Γαλλική Επανάσταση .Οι ιδέες περί επανάστασης διαμόρφωσαν
ιδεολογικά ρεύματα που ήρθαν σε σύγκρουση μεταξύ τους διαπλέκοντας πολλά ρεύματα
σκέψης .Η «μεγάλη αυτή αντιπαράθεση» είχε σαν αιχμή τα δικαιώματα του ανθρώπου με
πολλούς πρωταγωνιστές όπως τον Λοκ Τον Ρουσώ τον Χιουμ αλλά και τον Μοντεσκιέ.
Η συζήτηση πολώθηκε με την αντιπαράθεση μεταξύ του Πέιν και του Μπεργκ ενώ το
μήλο της έριδας ήταν ο Πραις.
Το πολιτικό ιδεώδες στην Ευρώπη και ειδικά στην Γαλλία ήταν το αγγλικό φιλελεύθερο
σύστημα που είχε δημιουργηθεί μετά την Ένδοξη Επανάσταση και είχε εξωραϊστεί με τον
Μοντεσκιέ και τον Βολτέρο.
Η Αμερικάνική Επανάσταση είχε δημιουργήσει ένα ευνοϊκό προηγούμενο και πολλοί
πίστευαν ότι η Γαλλική Επανάσταση θα είναι μια επέκταση της Αγγλικής και Αμερικανικής
Επανάστασης.
Μόνο ο Μπεργκ και μερικοί άλλοι είδαν ότι η Γαλλική Επανάσταση είναι κάτι πολύ
ευρύτερο
Για τον Μπεργκ η Γαλλική Επανάσταση σηματοδοτεί την κατάλυση: του ευρωπαϊκού
πολιτισμού, της θρησκείας της ιδιοκτησίας και του ιπποτικού πνεύματος
Στην Αγγλία με πρωτεργάτη τον Πραις γίνεται μια προσπάθεια να προωθηθεί ο
εκδημοκρατισμός της αγγλικής πολιτικής σκηνής εμπνεόμενοι από τους Γάλλους
Επαναστάτες.
Ο Πράις υποστηρίζει ότι ο λαός με την Ένδοξη Επανάσταση άσκησε το φυσικό του
δικαίωμα να διώξει του κυβερνώντες και κακοδιαχείριση και να ορίσει άλλη κυβέρνηση κατά
βούληση
Ο Μπεργκ λέγει ότι κανένα φυσικό δικαίωμα δεν επιβεβαιώθηκε στην Ένδοξη
Επανάσταση και το μόνο που έγινε ήταν μια παρέμβαση μέσω των εγκατεστημένων
εξουσιών για την διατήρηση των αρχών του πολιτεύματος
Ο Μπεργκ καταγγέλλει την Γαλλική Επανάσταση ως την κατάλυση του ευρωπαϊκού
πολιτισμού και η επαναστατική έκρηξη και ανατροπή της απολυταρχίας ήταν το
αποτέλεσμα του ορθολογισμού στην πολιτική σκηνή. Μάλιστα ο Μπεργκ φοβάται ότι ο
ψυχρός λόγος θα αντικαταστήσει το συναίσθημα της παραδοσιακής κοινωνίας και η στοργή
θα αντικατασταθεί από τον φόβο προμηνύοντας βέβαια την δικτατορία στην Γαλλία

75
Αυτές λέγει ο Μπεργκ είναι οι συνέπειες του ορθού λόγου και της φιλοσοφίας του
κοινωνικού συμβολαίου στην θέση του οποίου ο Μπεργκ προτείνει το συμβόλαιο «μεταξύ
αυτών που ζουν, των νεκρών και όσων πρόκειται να γεννηθούν» που εκτρέφει κοινωνικά
συναισθήματα και εξασφαλίζει την συνοχή των κοινωνιών.
Ο Μπεργκ υποστηρίζει τις προκαταλήψεις και τις αξίες της παραδοσιακής κοινωνίας που
λειτουργούσαν σαν παράγοντες έλεγχου της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Όλα όμως λέγει
έχουν καταστραφεί από τις συνέπειες του ορθολογισμού.
Ο Πειν έρχεται να απαντήσει σε αυτές τις ρητορείες και χρησιμοποιώντας τον Λοκ λέγει
ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και έρχονται στην πολιτική κοινωνία για να
διαφυλάξουν τα φυσικά τους δικαιώματα γιατί δεν μπορούν μόνοι τους και έτσι δεν
χρωστάνε τίποτα στην κοινωνία, τα άτομα συντηρούν την κοινωνία και δεν συντηρούνται
από αυτήν . Η μοναρχία δεν έχει θέση σε ένα πολιτισμένο κράτος που τα πάντα πρέπει να
υπόκεινται στις επιταγές του Μεγάλου Μωρού
Πολλοί αργότερα ήταν εκείνοι που συνέδεσαν τα φυσικά δικαιώματα με τις φυσικές
ανάγκες του ανθρώπου και η περίοδος της Τρομοκρατίας δικαίωσε τις φοβίες του Μπεργκ.

ΤΟΜΟΣ Γ’
ΝΕΟΤΕΡΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ

Ο ελληνικός 5ος αιώνας και ο 19ος είναι το ορόσημο για την ανέλιξη της δυτικής φιλοσοφίας
Κατά την περίοδο αυτή ο στοχασμός για την πραγματικότητα αλλά και την θέση του ανθρώπου
μέσα σε αυτή φτάνει σε μεγάλες ενοράσεις.
Η « καθαρή» φιλοσοφία η δια του λόγου δηλαδή σύλληψη των πραγμάτων διεκδικεί τα πρωτεία
της πάλι που είχαν αμφισβητηθεί τον Μεσαίωνα στα πρώτα χρόνια της νεωτερικότητας.
Έτσι η μεταφυσική σκέψη του 19ου αιώνα αντιπροσωπεύει μια επιστροφή σε ένα ανώτερο όμως
επίπεδο στην κλασική Αρχαιότητα και αναβιώνει η αρχαιοελληνική αντίληψη του λόγου ως
βασική δύναμη που μπαίνει στις καρδιές των όντων και αναπαριστά την ουσία τους μέσω
καθολικών εννοιών
Συζητήσεις έχουν γίνει για την παρουσία προτύπων με πλατωνικές και αριστοτελικές καταβολές
στην σκέψη του γερμανικού ιδεαλισμού που ήταν το επίτευγμα του 19 ου αιώνα και καθόρισε και
τις μετέπειτα εξελίξεις.
Ο 19 ος αιώνας όμως δεν είναι μια στείρα επαναφορά των αρχαιοελληνικών προτύπων. Τα
πρότυπα αυτά εμπλουτίζονται και εφαρμόζονται σε νέες απόψεις με πιο σημαντικό το
ενδιαφέρον για την δυναμική της ιστορικής ζωής που διαποτίζει την σκέψη αποτέλεσμα των
μεγάλων κοινωνικοπολιτικών αλλαγών που προέκυψαν από την Γαλλική Επανάσταση
Άλλο χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας του 19ου αιώνα είναι το αίτημα για συστηματικότητα και η
φιλοσοφία ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης γνώσης έχει υποχρέωση να βάζει τις έννοιες σε μια
αυστηρά λογική τάξη και έτσι η αλήθεια της φιλοσοφίας γίνεται ένα καθολικό δόγμα που σκοπό

76
έχει να μαζέψει ολες τις τάσεις και να δει τις μεταξύ τους σχέσεις δηλαδή το Είναι να γίνει μια
Ολότητα που διέπεται από λογικούς νόμους
Η σύλληψη αυτή όμως βάζει και τα όρια του θεωρητικού λόγου και λίγο πολύ στην φιλοσοφία
του 19ου αιώνα «θεωνεται» ο ανθρώπινος νους που όπως λέγει και ο Χέγκελ ταυτίζεται πλέον με
τον νου του Θεού.
Αν δεχτούμε ότι ο ανθρώπινος νους ταυτίστηκε με τον Θείο νου τότε δεν έμεινε τίποτα να
κατακτήσει ο άνθρωπος και έτσι έρχεται το «τέλος της φιλοσοφίας» αφού ότι ήταν να μας
αποκαλυφθεί μας αποκαλύφθηκε
Η φιλοσοφία του 19ου αιώνα πέρα από την τόλμη διακατέχεται από την άποψη ότι η μεταφυσική
από ένα σημείο και πέρα παύει να είναι πλέον δυνατή και η φιλοσοφία πραγματώνεται και μέσα
από αυτήν την πραγμάτωση χάνει πια κάθε λόγο να υπάρχει ως καθαρός στοχασμός.
Ήδη τον 19ο αιωνα υπάρχει μια αντίθετη θεώρηση προς τον μεταφυσικό λόγο που πρόκειται για
ένα κίνημα επιστροφής στα πράγματα και αυτό το βλέπουμε στο έργο του Νιτσε του Κιρκεγκωρ
κλπ.
Έτσι την στιγμή που ο Λόγος θριαμβεύει δέχεται ένα καίριο πλήγμα και οι φιλοσοφίες της
υλικότητας θέτουν το θέμα της νομιμότητας του θεωρητικού στοχασμού.
Ο 2οος αιώνας χαρακτηρίζεται από έντονη κρίση ταυτότητας της φιλοσοφίας και στο τέλος του
αιώνα η φιλοσοφία έχει χάσει την σχέση με την αλήθεια και την Ολότητα ακόμα και την ίδια της
ιδέα του νοήματος.

ΕΝΟΤΗΤΑ 1.1 ΚΑΙ 1.2


Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ:

1) ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΣ ΔΟΓΜΑΤΙΣΜΟΣ
Εδώ θα δούμε την κληρονομιά της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού μέσα στο πνεύμα που
γαλουχήθηκε ο Καντ
Το κύριο θέμα του 18 αιώνα ήταν η ερμηνεία της φύσης σαν ένα μηχανικό σύστημα μέσα στο
οποίο βρίσκεται και ο άνθρωπος ο οποίος επεξεργάζεται όλα αυτά που παίρνει μέσω των
αισθήσεων.
Βασικό είναι να κατανοήσει ο άνθρωπος τις φυσικές αναγκαιότητες που θα βοηθήσουν στην
πλήρωση των ανθρώπινων αναγκών. Αφού λοιπόν ο άνθρωπος κατανοήσει το περιβάλλον θα
μπορέσει να ευδαιμονίσει και σαν άτομο αλλά και σαν κοινωνία. Προϋπόθεση για αυτό είναι
να αναδειχτεί η επιστήμη σαν το μέσο που θα ρυθμίσει τις σχέσεις του ανθρώπου με την φύση
και θα εξορθολογίσει τις κοινωνικές σχέσεις και θεσμούς.
O Kant γαλουχήθηκε μέσα σε αυτό το πνεύμα και ποτέ δεν απέκλινε από τον επιστημονικό
στοχασμό για αυτό και η νευτώνεια σύλληψη του σύμπαντος ήταν το ιδανικότερο επίτευγμα του
άνθρωπο
Καθήκον της φιλοσοφίας ήταν να φωτίσει τα επιστημονικά προαπαιτούμενα αλλά οι
επιστημολογικές έρευνες του 18ου αιώνα είχαν οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο
Από την μια μεριά ήταν η παράδοση του ορθολογισμού με τον Καρτέσιο που είχε αναδείξει το
λογικό ως το μόνο μέσο για να περιγράψουμε με βεβαιότητα την τάξη στον κόσμο.
Στην Γερμανία αυτήν την τάση την εκπροσώπησε ο Λαιμπνιτς
Υπό το δόγμα αυτό ανδρώθηκε η άποψη του Καντ.

77
2) ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ
Η σπουδαιότερη πρόκληση ερχόταν από τον αγγλοσαξονικό εμπειρισμό και ειδικά από τον
Χιουμ που οι απόψεις του ήταν το αντίδοτο στον ορθολογισμό και που υποστήριξε ότι
θεμελιώδεις έννοιες όπως η έννοια της αιτιότητας είναι μια εκ των υστέρων σύνοψη όλων των
εντυπώσεων που έχουμε αποκομίσει από τον κόσμο και η ισχύς είναι καθαρά ψυχολογική και
βασίζεται στην λειτουργία της μνήμης. Περιγράφουν τι εμείς σκεπτόμαστε για τον κόσμο όχι
πως πραγματικά αυτός είναι Ανακαλούμε από το παρελθόν ένα φιανόμενο Α που το
ακολουθούσε ένα φαινόμενο Β και ετσι κάθε φορά που θα συναντούμε το φαινόμενο Α να
νομίζουμε ότι θα ακολουθήσει και το φαινόμενο Β
Ο Χιουμ λέγει ότι αυτή η πίστη δεν έχει καμία λογική και επίσης δεν έχει εμπειρική θεμελίωση
αφού δεν υπάρχουν εμπειρικά δεδομένα για το πώς θα λειτουργεί η φύση στο μέλλον γιατί το
μέλλον δεν έχει ακόμα συμβεί Πρόκειται λοιπόν για μια καθαρά συνήθεια του ανθρώπινου.
Αμφισβήτησε την αρχή της ομοιομορφίας στην φύση .
Όταν προεπισκοπούμε βάζουμε μέσα και τον εαυτό μας που μπορεί να πάψει υπάρχει.
Η ψυχολογική αιτιότητα του Χιουμ αμφισβήτησε όλο το κύρος της επιστήμης και την
δυνατότητα της να προβαίνει σε ασφαλείς προβλέψεις
Η θεωρία του Χιουμ ξύπνησε τον Καντ από τον πνευματικό του λήθαργο
Ο Μπορούμε να αποφύγουμε και τον ορθολογικό δογματισμό που καταργεί την εμπειρία αλλά
και τον εμπειρισμό που καταργεί την βεβαιότητα της επιστήμης?
Ο Καντ λέγει πως ναι μπορούμε.

ΕΝΟΤΗΤΑ 1.3
Η «ΚΟΠΕΡΝΙΚΕΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»
Η κριτική περίοδος του Κνατ εγκαινιάζεται με το έργο του Η Κριτική Του καθαρού λόγου που
προσπαθεί να αποτινάξει την επίδραση του Λαιμπνιτς και Βολφ και προτείνει μια άλλη άποψη
από αυτή του Χιουμ που αμφισβήτησε το κύρος της γνώσης.
Ο Καντ υποστηρίζει ότι θα πρέπει να σταματήσει να καθοδηγείται ο επιστημονικός λόγος από
έννοιες που βγάζουμε από τα δεδομένα της εμπειρίας.
Τα δεδομένα των αισθήσεων δεν μπορούν να έχουν από μόνα τους δομή πριν μεταμορφωθούν
από τις νοητικές δυνάμεις.
Αν κατανοούμε τις εμπειρίες μας είναι γιατί περιέχουν έννοιες που δεν πηγάζουν από τις
αισθήσεις
Η παρατήρηση μας παρέχει το υλικό της εμπειρίας μας το λογικό όμως βάζει σε σειρά αυτά τα
υλικά και τα συγκροτεί σε μια ολότητα.
Ο νους είναι εξοπλισμένος από τέτοιες έμφυτες έννοιες όπως είναι και η αρχή της αιτιότητας
που δεν προέρχονται από την εμπειρία αλλά προηγούνται αυτής α πριόρι. Τις γενικές αυτές
έννοιες που δεν υπάρχουν στην εμπειρία αλλά στον νου ο Καντ τις ονόμασε κατηγορίες και
υπάρχουν 12 από αυτές και δεν πρέπει να συνδέονται με τις έννοιες που παίρνουμε από τις
αισθήσεις.
Οι επιστημονικές έννοιες είναι «αναγκαίες και καθολικές» γιατί είναι σταθεροί λογικοί τύποι
υπάρχουν μέσα στον νου και δεν στηρίζονται στις επαγωγικές γενικεύσεις.
Αυτή την μετατόπιση στην διαδικασία της γνώσης, τη αντιστροφή από τα αντικείμενα της
γνώσης στον παρατηρητή τους ο Καντ την παραλλήλισε με την επανάσταση του Κοπέρνικου ο
οποίος βλέποντας ότι δεν μπορούσε να εξηγήσει τις κινήσεις του ουρανού με βάση ότι όλα τα

78
άστρα περιστρέφονται γύρω από τον παρατηρητής τους, θέλησε να δει αν θα τα κατάφερνε
καλύτερα υποθέτοντας ότι παρατηρητής είναι εκείνος που περιστρέφεται και όχι τα άστρα.

ΕΝΟΤΗΤΑ 1.4

Γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι κάθε τι που γίνεται στον κόσμο και αντιλαμβανόμαστε έχει
αιτιακή δομή και τα πράγματα έχουν μεταξύ τους μια σχέση αιτίας και αποτελέσματος.
Το να ερμηνεύουμε τα πράγματα μέσα από την σχέση αιτίας-αποτελέσματος είναι κάτι
που βρίσκεται έμφυτο στον νου του γνωστικού υποκειμένου
Η αιτιότητα είναι μια έννοια- μια κατηγορία- όπως την λέγει ο Καντ που είναι δεδομένη εκ
των υστέρων στον νου του υποκειμένου και είναι ένας λογικός και σταθερός τύπος που δεν
έχει καμία σχέση με το ψυχολογικό υπόβαθρο της προσωπικότητας
Ακριβώς έτσι και ο χώρος και ο χρόνος είναι και αυτά εκ των προτέρων δεδομένα και είναι οι
σταθερές μήτρες μέσα στις οποίες μπαίνουν τα δεδομένα της παρατήρησης και είναι ένα
εργαλείο με το οποίο το υποκείμενο αρπάζει στην κυριολεξία την εξωτερική πραγματικότητα
και την κάνει δικιά του.
Αντιλαμβάνομαι δια των αισθήσεων σημαίνει:
κατασκευάζω χρονικές αλληλουχίες ( πριν, μετά , ταυτοχρόνως) και χωρικές διασυνδέσεις
( πάνω, κάτω, μέσα, βόρεια) και στην συνέχεια επιλέγω εκείνες τις σχέσεις που πιστεύω ότι
έχουν αιτιακή δομή και μετά τις υποβάλω σε πειραματικό έλεγχο
Ο Χιουμ διέκρινε τις προτάσεις σε αναλυτικές και συνθετικές
Οι αναλυτικές προτάσεις είναι ταυτολογίες όπως πχ «όλα τα τρίγωνα έχουν τρεις γωνίες». Αυτή
η πρόταση είναι αναλυτική γιατί βασιζόμαστε στην ανάλυση των λέξεων και οι αναλυτικές
προτάσεις είναι αληθείς αλλά δεν παρέχουν γνώση
Οι συνθετικές προτάσεις έχουν γνωστική αξία αλλά δεν είναι κατά ανάγκην αληθείς π.χ «έξω
βρέχει».Για να δούμε αν αυτή η πρόταση είναι αληθής πρώτα να δούμε το νόημα, την σημασία
των λέξεων και σε δεύτερον να δούμε αν ισχύουν εμπειρικά, να δούμε δηλαδή αν έξω βρέχει. Οι
συνθετικές που λέγονται έτσι επειδή απαιτούν την ανάλυση των όρων αλλά και την αναφορά
στην εμπειρία γιαυτό και λέγονται και εμπειρικές
Ο Χιουμ υιοθετώντας μόνο αυτούς τους δύο τύπους προτάσεων αναδείχθηκε σε απολογητή της
αμφισβήτησης της γνώσης.
Ο Καντ εισηγήθηκε ένα τρίτο τύπο προτάσεων για να εγγυηθεί την αξιοπιστία της γνώσης.
Αυτές είναι οι συνθετικές α πριόρι προτάσεις που μας εξασφαλίζουν πληροφορίες και γνώση
για τον κόσμο αλλά και είναι αληθείς όπως οι αναλυτικές προτάσεις.
Οι αναλυτικές α πριόρι είναι ταυτολογίες και η διαφορά από τις αναλυτικές είναι ότι των
αναλυτικών προτάσεων οι αρνήσεις είναι αντιφατικές προτάσεις. Όλα τα λευκά λουλούδια δεν
είναι λευκά.

ΕΝΟΤΗΤΑ 1.5

Και ενώ αρχικά ο Καντ μιλώντας για τις κατηγορίες τις έννοιες αυτές που προϋπάρχουν στον νου
του ανθρώπου – φαίνεται να είναι ορθολογιστής στην συνέχεια έρχεται να απορρίψει την βασική
ιδέα του ορθολογισμού ότι η γνώση για τον κόσμο έρχεται αποκλειστικά και μόνο μέσα από τις
λογικές έννοιες χωρίς τα δεδομένα της παρατήρησης

79
Ο Καντ λέγει ότι από μόνες τους οι κατηγορίες δεν οδηγούν σε γνώση και μόνον όταν
εμπλουτιστούν από το περιεχόμενο της εμπειρίας μας μπορεί να γίνουν επιστημονικές προτάσεις
και το περιεχόμενο της εμπειρίας μας παρέχεται μέσω των αισθήσεων
Για να δούμε την αιτιακή σχέση που υπάρχει στην φυσική πραγματικότητα είναι απαραίτητο το
πείραμα και η παρατήρηση

ΕΝΟΤΗΤΑ 1.6
ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ΚΑΘΑΥΤΟ
Ο Καντ επεδίωξε να ξεπεράσει τόσο την ρεαλιστική αντίληψη ότι τα πράγματα που υπάρχουν
γύρω μου μπορούν να υπάρχουν ανεξάρτητα από τη δική μου παρουσία αλλά και τη ιδεαλιστική
αντίληψη που λέει ότι οτιδήποτε υπάρχει είναι προϊόν της δικής μου νοητικής και αντιληπτικής
ικανότητα. Για να ξεπεράσει τη διάσταση μεταξύ των δύο απόψεων εισάγει τη διάκριση μεταξύ
φαινομένου και πράγματος καθεαυτό.
Για τον Καντ το κάθε πράγμα που γνωρίζουμε , το γνωρίζουμε όπως μας φαίνεται με τις
αισθήσεις μας σαν φαινόμενο - ιδεαλιστική θέση που την προέβαλλαν και ο Λοκ και Μπαρκλευ
και ο Χιουμ περιοριζόμενος όμως κανείς στην ιδεαλιστική θέση κινδυνεύει να κατηγορηθεί ότι
όλη η γνώση του κόσμου είναι αυθαίρετη και αμφισβητήσιμη.
Έτσι για να θεραπεύσει ο Καντ τη αδυναμία αυτή του ιδεαλισμού υποθέτει ότι αν θέλουμε οι
παραστάσεις των αισθήσεων μας να μην είναι χίμαιρες θα πρέπει να υπάρχει κάτι ανεξάρτητο
από αυτές κάτι το οποίο αυτές τελικά πηγάζουν και τους δίνει αντικειμενική αξία. Αυτό το κάτι ο
Καντ το ονομάζει «πράγμα καθαυτό»
Το πράγμα καθαυτό είναι νοούμενο δηλαδή δηλαδή μπορούμε να το σκεφτούμε αλλά δεν
μπορούμε να το γνωρίσουμε Το νοούμενο υπάρχει στη φαντασία μας και δεν έχει εμπειρική
υπόσταση και μας είναι παντελώς αδιαγνωστο όχι γιατί η επιστημονική μας θεωρία δεν έχει
τελειοποιηθεί αλλά γιατί το λογικό μας είναι έτσι κατασκευασμένο που να μην μπορεί να το
αγγίξει. Ο επιστημονικός νους έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει και να εξηγεί μόνο τα φαινόμενα.
Η γνώση είναι πάντοτε γνώση για ένα υποκείμενο ατομικό ή συλλογικό που περνάει μέσα από τα
όργανα που διαθέτει για το σκοπό αυτό
Κάθε φιλοσοφία λοιπόν που ισχυρίζεται ότι έχει πρόσβαση στη περιοχή των νοούμενων
δηλαδή των πραγμάτων που είναι πέρα από κάθε δυνατότητα αισθητηριακής αντίληψης
παραβιάζει τον θεμελιακό γνωσιολογικό περιορισμό. Εδώ βρίσκεται και η καντιανή κριτική
ακριβώς στη χάραξη αυτού του ανυπέρβλητου ορίου.

ΕΝΟΤΗΤΑ 1.7
Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΜΠΕΡΚΛΕΥ Η
ΓΝΩΣΙΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ.

Με την έκδοση της κριτικής του καθαρού λόγου στη Γερμανία παρανοήθηκε η άποψη ότι τα
πράγματα καθαυτά είναι απροσπέλαστα Μάλιστα οι πρώτοι σχολιαστές θεώρησαν ότι εισαγόταν
πάλι ο ιδεαλισμός του Μπερκλευ η θεωρία δηλαδή ότι τα υλικά πράγματα δεν υπάρχουν
ανεξάρτητα από το νου και ότι το πράγμα είναι μια κατασκευή που βρίσκει ο νους μέσα στον
εαυτό του
Μια τέτοια όμως ερμηνεία ήταν λανθασμένη και ο ιδεαλισμός του Καντ δεν είχε τίποτα κοινό
με τον ιδεαλισμό του Μπερκλευ. Η κριτική φιλοσοφία του Καντ δεν ισχυρίζεται ότι αν
κλείσουμε τα μάτια μας εξαφανίζεται ο κόσμος . Δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν όντα που
βρίσκονται πέρα από τις δυνατότητες του ανθρώπου που να τα παρατηρήσει.

80
Μάλιστα ο Καντ έγραψε το δεύτερο μέρος της κριτικής του καθαρού λόγου για να ξεδιαλύνει
τη θέση του από τον ιδεαλισμό του Μπερκλευ
Το βασικό επιχείρημα του Καντ είναι καθαρά επιστημολογικό. Δεν ασχολείται με την ύπαρξη
των υλικών πραγμάτων πέρα και έξω από τον νου αλλά με τον τρόπο που αυτά μας γίνονται
γνωστά και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι όλη η γνώση του κόσμου έρχεται από τα δεδομένα
που παίρνουμε με τις αισθήσεις. Και από δω πηγάζει η προσπάθεια της επιστήμης να μαζεύει όλο
και περισσότερα εμπειρικά στοιχεία Το μόνο ζήτημα είναι αν αυτές οι συνθήκες μπορούν να
διασφαλίσουν τη δυνατότητα στην επιστήμη να ξανακαλύπτει τους αναγκαίους νόμους μέσα στη
φύση και να προβλέπει βασιζόμενη πάνω σε αυτούς

ΕΝΟΤΗΤΑ 1.8
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ
Το συμπέρασμα της καντιανής φιλοσοφίας συνοψίζεται στο εξής:
Η έκτυπος διάνοια του ανθρώπου δεν έχει σχέση με την αρχέτυπη διάνοια του Θεού που
γνωρίζει ενορατικά την ουσία κάθε πράματος αφού είναι αυτός που το έχει δημιουργήσει ενώ
αντίθετα αυτό δεν ισχύει για τον άνθρωπο δέχεται εντυπώσεις που του δίνουν οι αισθήσεις.
Τα μεγάλα προβλήματα της μεταφυσικής έχουν τη ρίζα τους στη προσπάθεια να αποκτήσουμε
επιστημονική γνώση για πράγματα που ξεπερνούν τα όρια της εμπειρίας.
Η υπέρβαση αυτή μας μεταφέρει από τον διασκεπτικό στην περιοχή του καθαρού λόγου τα
αντικείμενα του οποίου δεν έχουν εμπειρική υπόσταση Τέτοια «καθαρά»αντικείμενα είναι ο
Κόσμος μια ολότητα, η ψυχή αυτό που ενοποιεί την εσωτερικής μας εμπειρία και ο Θεός το
θεμέλιο της πραγματικότητας.
Η προσπάθεια να εξηγήσουμε τα αντικείμενα αυτά όπως εξηγούμε και τα αντικείμενα της
εμπειρίας είναι καταδικασμένη και οδηγεί σε αποτυχία, οδηγεί σε μια κακοφωνία λόγων και
επιχειρημάτων που το ένα αναιρεί το άλλο. Αυτή είναι η διαλεκτική του καθαρού λόγου.
Τα αυτά όντα είναι εν δυνάμει και θεωρητικά μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν ποτέ όμως δεν
δίνονται όπως δίνεται μια καρέκλα ή ένα τραπέζι. Είναι νοούμενα και κανείς δεν μπορεί να τα δει
ή να τα φανταστεί γιατί για να τα φανταστεί θα πρέπει κάποτε να τα έχει δει και πρέπει να
παραιτηθούμε από οποιαδήποτε προσπάθεια να τα γνωρίσουμε με τον τρόπο που γνωρίζουμε τα
αισθητά όντα.
Δεν υπάρχει λογική απόδειξη για τη φύση και την ύπαρξη της ψυχής ούτε για την ύπαρξη του
Θεού όπως ισχυριζόταν ο Καρτέσιος με το οντολογικό επιχείρημα
Έτσι διακρίνουμε μια επιστημολογική ταπεινοφροσύνη δηλαδή παρά τις μεγάλες επιτυχίες στην
εξήγηση των εμπειρικών φαινομένων, η επιστήμη δεν έχει δικαιοδοσία σε θέματα που ξεπερνούν
την αισθητηριακή αντίληψη

ΕΝΟΤΗΤΑ 1.9
H ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ TOY ΠΡΑΚΤΙΚΟΎ ΛΟΓΟΥ. ΤΟ ΗΘΙΚΟ
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ Ως «ΠΡΑΓΜΑ ΚΑΘΑΥΤΟ»

Ο Καντ λοιπόν λεει ότι δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στα όντα που είναι πέρα από κάθε
δυνατή εμπειρία και ανοίγει μια άλλη δίοδο τη δίοδο των νοούμενων που μπορεί να μην
παρέχει επιστημονική γνώση παρέχει όμως μια πρακτική βεβαιότητα. Πρόκειται για την οδό του
ηθικού στοχασμού που παρουσιάζει τον άνθρωπο όχι σαν ένα απλό εξάρτημα του φυσικού

81
συστήματος που υπόκεινται σε καταναγκασμό αλλά σαν ένα υποκείμενο που βάζει το ίδιο
κανόνες που διέπουν την ύπαρξη του με αναφορά στο καλό και στο κακό.
Ο καθένας από εμάς έχει άμεση συναίσθηση του εαυτού του ως φορέα ελευθερίας και
επιλέγουμε όλους εκείνους τους στόχους που δίνουν αξία και νόημα στη ζωή μας και μάλιστα
είμαστε όλοι ικανοί να αψηφήσουμε ότι μας εμποδίζει να πραγματοποιήσουμε αυτές τις αξίες.
Από την μια έχουμε μια φυσική διάσταση ταυτόχρονα έχουμε όμως και μια εσωτερική
ενορατική γνώση του εαυτού μας σαν αυτόβουλα όντα και εδώ είναι η ουσία του ανθρώπινου
Εγώ ως πράγμα καθαυτό.
Ο άνθρωπος υπάρχει όχι για να γνωρίζει αλλά για να πράττει και εδώ βρίσκεται η
πρωτοκαθεδρία του πρακτικού λόγου ο στοχασμός δηλαδή γύρω από τα ζητήματα που έχουν να
κάνουν με την ηθική του κοινωνικού βίου.

Η ΕΜΠΕΙΡΙΚΉ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ


Ο Καντ υποστηρίζει ότι η ηθική συμπεριφορά δεν είναι προϊόν γνώσης και οι ηθικές μας
επιλογές καθορίζονται από την βούληση μας που σε καμιά περίπτωση δεν έχει σχέση με
ένστικτα, συναισθήματα και πάθη. Για τον Καντ η ηθική βούληση είναι αυτή που την ονομάζει
πρακτικό λόγο.
Υπάρχουν δύο μορφές βούλησης: Η καθαρή και εμπειρική
Ένας παντοπώλης ζυγίζει τα προϊόντα του σωστά γιατί έτσι θέλει να κερδίσεις περισσότερη
πελατεία και ένας άλλος το κάνει γιατί θέλει να είναι τίμιος .Και στις δύο περιπτώσεις
επιδιώκουν διαφορετικά πράγματα. Στον πρώτο το κίνητρο είναι το κέρδος και στον δεύτερο το
κίνητρο είναι η βούληση για εντιμότητα. Η περίπτωση του κέρδους είναι η εμπειρική βούληση
και η δεύτερη περίπτωση είναι η καθαρή. Η διαφορά είναι ότι σε αντίθεση με την καθαρή η
εμπειρική βούληση πρόκειται από εξωτερικούς παράγοντες. Είναι σαφές ότι στην εμπειρική
βούληση υπάγονται τα πάθη οι ορέξεις και η εμπειρική βούλησης υπαγορεύεται πάντοτε από
καταστάσεις έξω από αυτή.
Ο Καντ λέγει ότι η ηθική μας συμπεριφορά είναι προϊόν της βούλησης της καθαρής. Το κριτήριο
που ενώνει την ηθική συμπεριφορά με την καθαρή βούληση είναι η ελευθερία που είναι βασικό
στοιχείο για την ηθική συμπεριφορά. Μια πράξη αξιολογείται ηθικά μόνο αν το άτομο που την
έπραξε ήταν ελεύθερο για να την πράξει.
Για τον Καντ η προϋπόθεση της ελευθερίας μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με την καθαρή
βούληση

Και στις δύο περιπτώσεις της βούλησης βλέπουμε ότι υπάρχει η δέσμευση. Στην πρώτη
περίπτωση του παντοπώλη η βούληση εξαρτάται από εξωτερικά στοιχεία προς αυτή δηλαδή το
κέρδος και στη δεύτερη περίπτωση η καθαρή βούληση δεν είναι ανεξέλεγκτη και ο παντοπώλης
δεσμεύεται από την βούληση του να είναι τίμιος.
Η δέσμευση όμως αυτή διαφέρει στην εμπειρική και καθαρή μορφή της.
Η καθαρή βούληση δεν αναφέρεται σε κάτι πέρα από αυτήν, αναφέρεται και δεσμεύεται σε
εκείνο που ίδια έχει θέσει ως επιδίωξη της και είναι δηλαδή μια αυτοδέσμευση που για τον Καντ
ταυτίζεται με την ελευθερία της βούλησης.
Η εμπειρική βούληση δεν είναι ελεύθερη επειδή η αιτία που κάθε φορά θέλουμε κάτι βρίσκεται
έξω από εμάς μόνο η καθαρή βούληση είναι ελεύθερη γιατί η αιτία της κάθε επιδίωξης
βασίζεται σε μέσα της , γιατί αυτοκαθορίζεται. Η ελευθερία της βούλησης συνίσταται στην
αυτονομία της και αυτό γίνεται μόνο στην καθαρή μορφή της.
Ο Καντ λέγει ότι το δεν μπορώ δεν υφίσταται στη περίπτωση της καθαρής βούλησης γιατί στο
όνομα της ελευθερίας της έχουμε την δυνατότητα να προβούμε στις επιλογές που κρίνουμε ότι
μπορούμε να φέρουμε εις πέρας. Η υπακοή μας στα αιτήματα της καθαρής βούλησης είναι
απόλυτη.

82
Η ηθική μας συμπεριφορά λοιπό ορίζεται με βάση των κανόνων που απορρέουν από την
απόλυτη ελευθερία της καθαρής βούλσησης και ρυθμίζουμε την συμπεριφορά μας στο πλαίσιο
της κατηγορηματικής προσταγής

ΩΦΕΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΕΟΝΤΟΚΡΑΤΙΚΗ ΗΘΙΚΗ

Ο πρακτικός λόγος ασχολείται με εκείνες τις επιλογές που δίνουν νόημα στην ανθρώπινη
ύπαρξη και σε αυτό το επίπεδο η φιλοσοφία ασχολείται με τον άνθρωπο στη νοητή και όχι
στην εμπειρική του διάσταση.
Ο Καντ πιστεύει ότι αν αναλύσουμε τις ηθικές επιλογές που διαθέτουμε σαν άνθρωποι θα
μπορέσουμε να καθορίσουμε το πλέγμα των ηθικών κανόνων υπό τις οποίες πραγματώνεται η
πρακτική μας ελευθερία
Έτσι και στον ηθικό στοχασμό ο Καντ διαχωρίζει τη θέση του από τις τάσεις του Διαφωτισμού
Για τον τυπικό εμπειριστή και φυσιοκράτη του 18 ου αιώνα η ανθρώπινη ευδαιμονία έχει να
κάνει με την πλήρωση κάποιων θεμελιακών βιοτικών αναγκών και κάθε πράξη που αποφέρει
σωματικές ικανοποιήσεις είναι σωστή και στόχος και περιεχόμενο της ηθικής είναι η ωφέλεια
ατομική και συλλογική και μόνο μέσα από την παρατήρηση μπορούμε να ξέρουμε ποίες είναι
εκείνες οι συμπεριφορές που δίνουν αυτό το αποτέλεσμα. Η εμπειρική ψυχολογία μπορεί να δει
όλες αυτές τις έξεις που είναι από τη φύση φτιαγμένες να οδηγούν σε αυτή την ικανοποίηση.
Εκείνο που οι άνθρωποι επιθυμούν είναι εκείνο που πρέπει να επιθυμούν συμφωνα με τον
ωφελισμό.
Για τον Καντ όμως η ηθικότητα έχει να κάνει με την επιδίωξη του δέοντος ως
αυτοσκοπού και αυτό που φανερώνεται ως ηθικά σωστό ισχύει πέρα από την προσωπική ή
κοινωνική ωφέλεια. Το συμφέρον και το δέον πολλές φορές αντικρούονται, αν τύχει και
συμπίπτουν αυτό είναι πολύ επιθυμητό αλλά και σπάνιο να γίνει αλλά και στην περίπτωση αυτή
είναι μια τυχαία συμφωνία και η εκτέλεση του καθήκοντος δεν σημαίνει ότι ικανοποιείται και ο
πράττοντας.
Για τον Καντ όλη η ανέλιξη του πολιτισμού στηρίζεται στην προσπάθεια να πραγματωθούν όλοι
οι κανόνες της ηθικής σε πείσμα του ωφελισμού, πράγμα που βρίσκεται στην αυτοσυνειδησία
του ατόμου.
Έτσι η προσπάθεια να συνδεθεί η ηθική σε υπολογισμούς που έχουν να κάνουν με την ατομική
ή συλλογική ωφέλεια παραβιάζει τις θεμελιακές ενοράσεις που ορίζουν την παιδεία και τον
πολιτισμό μας.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ


Άρα λοιπόν το ηθικά ορθό δεν έχει σχέση με εμπειρικές καταβολές και είναι αντίθετα αίτημα
του πρακτικού λόγου που πηγάζει από τον άνθρωπο που ενεργεί με αυτό, που κατά περίπτωση
είναι το καθήκον του.
Αυτή η γνώση βρίσκεται μέσα σε κάθε λογικό Εγώ και το συγκροτεί ως ένα ον που δεν
καθορίζεται μόνο από τη φυσική νομοτέλεια αλλά στο πεδίο της ηθικής επιβάλλει ο ίδιος το
νόμο στον εαυτό του και αναγνωρίζει και αποδέχεται τους κανόνες που ρυθμίζουν τη
συμπεριφορά του. Ο άνθρωπος, ως πράγμα καθαυτό είναι αυτόνομος και μόνο σε σχέση με
τη βιολογική του διάσταση καταναγκάζεται από το φυσικό νόμο.
Η ελευθερία του ανθρώπου είναι να υπερβεί όλες τις εξωτερικές πιέσεις και να πράξει
συμφωνα με το καθήκον του

83
Αυτή του είδους η ελευθερία είναι θεμέλιο της ηθικότητας που εξηγεί όλα τα επιμέρους
φαινόμενα του πρακτικού λόγου χωρίς ποτέ να μπορεί να εξηγηθεί η ίδια με κανένα τρόπο.
Το μόνο που μπορούμε να ξέρουμε είναι ότι αν δεν υπάρχει αυτή η ελευθερία τότε η ηθική
πράξη είναι αδύνατη και ο άνθρωπος είναι έρμαιο των εγωιστικών και ωφελιμιστικών ροπών της
ψυχής του.

ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ Ως ΘΕΜΕΛΙΟ Της ΗΘΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ.


Η ηθική σκέψη στον Καντ δεν έχει σκοπό να μας διδάξει πως πρέπει να ενεργούμε γιατί ποια
είναι τα καθήκοντα μας το ξέρουμε πολύ καλά. Είμαστε υποχρεωμένοι να μην λέμε ψέματα να
σεβόμαστε την προσωπικότητα του άλλου κ.λ.π.
Η φιλοσοφία ερευνά τον τρόπο που θα δημιουργήσουμε μια κοινωνία που σε όλα τα άτομα θα
έχει πραγματωθεί η ηθική συνείδηση που είναι έμφυτη σε όλους άσχετα αν το παραδέχονται
ή όχι. Το Πιο σημαντικό είναι να ενεργούμε συμφωνα με το δέον επειδή μας το επιβάλλει ο
«καθαρός» εαυτός μας και εδώ πάνω βασίζεται η αυτοεκτίμηση μας και η αξιοπρέπεια μας.
Το καθήκον μας υποχρεώνει από την στιγμή που θα το αναγνωρίσουμε ως τέτοιο, και
ισχύει ακόμα και στην περίπτωση που αν το πράξουμε θα καταστραφεί ο κόσμος.
Μια πράξη είναι ηθική όχι μόνο αν έχει υλικές συνέπειες που είναι συμφωνα με το δεον αλλά
μόνο αν πηγάζει από την εσωτερική δέσμευση του ανθρώπου που κάνει το καθήκον του
αδιαφορώντας για τα εμπειρικά αποτέλεσμα της πράξης του.
Ένας άνθρωπος που ελεεί τους φτωχούς επειδή θέλει να αποκτήσει καλή φήμη αν και δεν
παραβιάζει του κανόνες της ηθικής δεν είναι ηθικός. Η ηθικότητα έχει να κάνει αποκλειστικά με
την εσωτερική διάθεση ή φρόνημα του ανθρώπου.

Η «ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΉ ΠΡΟΣΤΑΓΗ» ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΩΝ


ΤΕΛΩΝ, ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΙΡΗΝΗ.

Οι σκοποί της ηθικής του Καντ συνοψίζονται σε μια κατηγορηματική προσταγή που
απορρέει από την συνείδηση κάθε έλλογου ατόμου όσο διαφθαρμένο και να είναι. Είναι μια
εσωτερική φωνή που μας καλεί να ακολουθήσουμε το αίτημα του πρακτικού λόγου και μας
πληροφορεί ποια συμπεριφορά μας οδηγεί και ποια όχι στο καθήκον. Είναι μια φωνή που δεν
επιδέχεται αμφισβήτηση και μας προσανατολίζει τι να κάνουμε για να έχει νόημα η ζωή μας.
Η βασική διατύπωση της κατηγορηματικής προσταγής είναι: πράττε έτσι ώστε να μπορεί αυτό να
γίνει καθολικός κανόνας. Ο καθένας μπορεί να επιλέξει όποια αρχή κρίνει σωστή εφόσον αυτή
μπορεί να γίνει καθολικός νόμος για όλους συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου.
Το πιο σημαντικό της κατηγορηματικής προσταγής είναι η υποχρέωση μας να
μεταχειριζόμαστε τα έλλογα όντα με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή ως αυτοσκοπούς και όχι ως
μέσα για να εξυπηρετήσουμε τις ιδιοτελείς μας επιδιώξεις Οφείλουμε να σεβόμαστε τον
συνάνθρωπο μας.
Έτσι με αυτή τη κατηγορηματική προσταγή δημιουργείται η κοινωνία των τελών ή κοινωνία
των σκοπών που είναι μια κοινότητα ατόμων που είναι ισότιμα και έτσι αναγνωρίζουν ο ένας
τον άλλον.
Η κοινότητα αυτή δεν είναι τίποτα άλλο από μια δημοκρατία που αποτελείται από
αυτοκυβερνώμενους πολίτες που είναι ταυτόχρονα και νομοθέτες και εκτελεστές των κανόνων
που ρυθμίζουν τη κοινή ζωή Στην ουσία είναι μια ιδανική αναρχία αφού η υποταγή των
έλλογων όντων πηγάζει από την αυθόρμητη δέσμευση του καθενός στην κατηγορηματική
προσταγή και δεν προέρχεται από εξωτερικό καταναγκασμό.

84
Η άσκηση βίας για την επιβολή της ορθής συμπεριφοράς γίνεται στην περίπτωση εκείνη των
ατόμων που έχουν χάσει τη ηθική αυτοσυνειδησία.
Αν πραγματοποιηθεί αυτή η κοινωνία των τελών τότε θα υπάρξει ειρήνη η ρίζα του πολέμου
είναι όταν μια ισχυρή ομάδα προσπαθεί να επιβληθεί σε μια αδύναμη.
Ο κανόνας ηθικής αναγνώρισης του άλλου θα οδηγήσει στην ομοσπονδία ίσων και
ελευθέρων και ο κοσμοπολιτισμός η ιδέα δηλαδή ότι κάθε έλλογη συνείδηση ταυτίζεται με
κάθε άλλη πέρα από συμβατικούς διαχωρισμούς φυλετικής ταυτότητας και θρησκευτικού
προσανατολισμού. Αυτή είναι η πραγμάτωση του ηθικού μας πεπρωμένου.

Η ΜΕΤΆ ΛΟΓΟΥ ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ


Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΉ ΠΙΣΤΗ ΕΝΤΟΣ ΟΡΙΩΝ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ.
Η ηθική θεωρία του Καντ όπως άλλωστε και η επιστημολογική βασίζεται στο ότι θα πρέπει να
αποκαθαρθεί από κάθε ψυχολογική παράμετρο και να μην επηρεάζεται από τις μεταβολές της
καθημερινότητας. Αυτή η άποψη πηγάζει από το ότι ο άνθρωπος αποτελείται από ένα βιολογικο-
ψυχολγικό τμήμα και από ένα καθαρά νοητικό. Έχουμε δηλαδή ένα ανθρωπολογικό δυϊσμό.
Όσο και αν οραματιζόμαστε μια μελλοντική τελείωση ο άνθρωπος διακατέχεται από
αντικοινωνική εγωπάθεια και οι άδικοι και οι άρπαγες νέμονται τα αγαθά της επίγειας ζωής
Έτσι ο ηθικός σεβασμός δεν υφίσταται και τελικά η ηθικότητα τείνει να είναι μια φαντασιοκοπία
χωρίς να έχει καμία επίπτωση στη κοινωνική πραγματικότητα.
Έτσι λοιπόν υποθέτουμε ότι υπάρχει μια υπερκόσμια εξουσία που επιβραβεύει μετά θάνατον
εκείνους που έμειναν πιστοί στα παραγγέλματα της συνείδησης
Η Αθανασία της ψυχής και η ύπαρξη του θεού είναι τα αιτήματα του πρακτικού λόγου με την
έννοια ότι αν δεν υπάρχουν αυτά καταρρέει το οικοδόμημα της ηθικής
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε επιστημονικά να αποδείξουμε την ύπαρξη τόσο της
αθάνατης ψυχής όσο και την ύπαρξη του θεού. Παρόλα αυτά υπάρχει αυτή η ανώτατη εξουσία
γιατί αν δεν υπήρχε η ζωή συμφωνα με τους κανόνες του δέοντος δεν θα είχε νόημα γιατί θα
βασίζονταν σε μια αντίφαση.
Ο Θεός για τον Καντ είναι το θεμέλιο και ο εγγυητής και ερμηνεύει τη θρησκευτική πίστη
με κριτήρια του καθαρού λόγου και όχι συμφωνα με τη παραδοσιακή θεολογία.
Για τον Καντ η θρησκεία έχει νόημα μόνο στα όρια του
«καθαρού » λόγου και η αφετηρία του είναι ο άνθρωπος που έχει λόγο –νόηση και δεν υπακούει
τυφλά εκ των προτέρων στο Θεό
Έτσι ο Καντ βάζει σε πρώτο επίπεδο τον ανθρωπολογικό πρόβλημα και ενδιαφέρεται για τη
δυνατότητα του λογικού Εγώ να αυτοκαθορίζεται και να αυτοκυβερνάται και σε καμία
περίπτωση δεν θέλει να ερμηνεύσει τον άνθρωπο σαν ένα ον εξαρτημένο από ανεξιχνίαστες
και μυστηριώδεις δυνάμεις.
Ο Καντ κατηγορήθηκε για αθεΐα από τη συντηρητική θεολογία και έτσι του απαγορεύτηκε να
διδάσκει.

ΣΥΝΘΕΣΗ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΦΥΣΗΣ.


Ο Καντ συνθέτει το λόγο και τη φύση μέσα από το έργο του Κριτική της κριτικής δύναμης που θα
επιδράσει γενικά στον γερμανικό ιδεαλισμό.
Οι δυο πρώτες Κριτικές είχαν ανοίξει ένα χάσμα ανάμεσα στην φυσική τάξη και την
νομοτέλεια της και τη ανθρώπινη συνείδηση και αίτημα της ελευθερίας
Ο άνθρωπος είναι μια βιοφυσική μηχανή και μια ηθική οντότητα που υπερβαίνει τους
καταναγκασμούς της φύσης

85
Μπορεί άραγε να υπάρξει ένα ενιαίο σύστημα ?
Μπορούμε να στοχαστούμε την έλλογη συνείδηση ως προϊόν της ίδιας της φυσικής διαδικασίας?
Ο Καντ απαντά ότι μπορούμε με την προϋπόθεση ότι θα πρέπει να ισχύει ότι ειπώθηκε στην
πρώτη Κριτική.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΩΣ ΟΡΓΑΝΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ


«ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ»
Η «ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ» ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΣης
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ

Αν αναφερόμαστε στο κόσμο ως ολότητα το λογικό μας κάνει μια τελείως διαφορετική
λειτουργία από αυτή που κάνει για να εξηγήσει τα φυσικά φαινόμενα και αυτό γιατί το εμπειρικό
υλικό δεν είναι περιορισμένο.
Για τον Καντ στον τομέα της επιστήμης υπάρχει μια «καθορίζουσα» «συγκροτούσα»
κριτική δύναμη που σημαίνει ότι ο επιστήμονας κατέχει κάποιες καθολικές έννοιες όπως
είναι η αιτιότητα που του επιτρέπουν να εξηγήσει το επιμέρους φαινόμενο ως εκδήλωση ενός
γενικού νόμου αρχίζοντας από θεωρίες γενικού κύρους που τις εφαρμόζει στα δεδομένα της
εμπειρίας που είναι περιορισμένα.
Στην περίπτωση που αναφερόμαστε στον Κόσμο σαν ολότητα, τότε ο στοχασμός είναι τελείως
αντίθετος και αρχίζουμε από κάποια επιμέρους στοιχεία που τα θεωρούμε σημαντικά και έτσι
τολμούμε να εξάγουμε τη δομή ενός άπειρου Όλου που δεν μας δίνεται ποτέ από την εμπειρική
παρατήρηση.
Αυτή η ανάβαση του λογικού λέγεται κατά τον Καντ λέγεται «στοχαστική κριτική δύναμη»
και είναι η προσπάθεια του αυτοσυνείδητου Εγώ να συλλάβει τι συμβαίνει γύρω του.
H στοχαστική κριτική δύναμη δεν παράγει αλήθειες γιατί τα ζητούμενα της είναι πέρα από
την εμπειρία και είναι μια εσωτερική δύναμη του έλλογου οντος.

Αυτή η στοχαστική προσέγγιση στη φύση ξεκινάει:


από την ενόραση της οργανικής ενότητας των πραγμάτων και
από μια τελεολογική ερμηνεία των φαινομένων.
Ένας επιστήμονας προτείνει μια εξήγηση ενός φαινομένου που έχει ελεγχθεί πειραματικά, και
καθοδηγείται από το γεγονός ότι αυτή η εξήγηση εντάσσεται σε ένα ευρύτερο θεωρητικό
σύστημα. Όλες οι θεωρίες αποτελούνται από ένα σώμα αληθειών, σε μια νομοτέλεια που
περιγράφει τον κόσμο σαν ένα σύνολο πραγμάτων
Αυτή η «περί των πάντων θεωρία» δεν είναι μια πραγματικότητα και η επιστήμη δεν έχει
κατακτήσει ακόμα τη γνώση αλλά ο κάθε επιστήμονας εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση
άλλο αν αυτό μπορεί να μη γίνει ποτέ. Αυτό όμως δημιουργεί πρωτότυπες ιδέες και
ερμηνευτικές προσεγγίσεις και από αυτή τη διαδικασία προάγεται η γνώση της φύσης.

Έτσι η επιστημονική πράξη κατευθύνεται από το αίτημα για την τελική ενότητα όλων των
θεωριών σε μια και μοναδική θεωρία ότι ο Κόσμος είναι ένα ενιαίο αντικείμενο και προβάλλεται
ένα κανονιστικό ιδεώδες που δίνει ώθηση σε βαθύτερες θεωρητικές εξηγήσεις
Χωρίς την εικασία για την ενότητα των πάντων, δηλαδή ότι τα πάντα στον κόσμο είναι
αλληλένδετα δεν θα είχε προχωρήσει η επιστήμη σε νέες θεωρίες .
Η ιδέα της οργανικής ενότητα των πάντων φαίνεται και στην βιολογία όπου κάθε μέρος του
σώματος υπηρετεί όλον τον οργανισμό

86
Ο Καντ λέγει ότι ο μηχανιστικός τρόπος του σκεφτεσθαι από μόνος τους δεν μπορεί να
ερμηνεύσει απολύτως τίποτα αν δεν δούμε την φυσική σκοπιμότητα που εξυπηρετεί ένας
οργανισμός. Στην αντίθετη περίπτωση δεν ξέρουμε τίποτα για αυτόν.
Για να κατανοήσουμε τα υλικά πράγματα θα πρέπει να τα εντάξουμε στο φυσικό σύστημα
ερμηνευμένο ως ολότητα όπου το κάθε συστατικό εξαρτάται από το άλλο.

Ένας άλλος τομέας για την αρχή της οργανικής ενότητας των όντων είναι ο τομέας της
καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Η καλαισθητική αξία ενός αντικειμένου εξαρτάται από την συναρμογή των μερών από τα οποία
αποτελείται . Αυτή την ιδέα την βλέπουμε στον Αριστοτέλη που πιστεύει ότι η οργανική συνοχή
ενός έργου τέχνης μιμείται τον αντικειμενικό κόσμο.
Ο Καντ δεν το δέχεται αυτό και λέγει ότι το σημαντικό είναι το υποκείμενο που θεωρεί
Η σκοπιμότητα ενός έργου τέχνης υπάρχει μέσα στο ίδιο το αντικείμενο και δεν απεικονίζει την
εξωτερική φύση και είναι απλά μια πνευματική απόλαυση και άρα πρόκειται για μια
σκοπιμότητα άνευ σκοπού, μια εμπειρία που εξαρτάται πως το αντιλαμβάνεται κανείς και
προκαλεί τέρψη, μακριά από κάθε προσπάθεια να περιγράφει η πραγματική δομή του κόσμου
Ανάλογα λειτουργεί και ο καλλιτέχνης που λειτουργεί βασιζόμενος στην δική του ενόραση και
δημιουργική φαντασία. Ο καλλιτέχνης είναι υποκείμενο που αυτενεργεί, μια ελεύθερη ιδιοφυΐα
που δεν εγκλωβίζεται σε φόρμες και τεχνικές. με εαυτό τον τρόπο ο Καντ μας εισάγει στο
ανερχόμενο κίνημα του αισθητικού ρομαντισμού.

ΕΝΟΤΗΤΑ 1.22
Ο ΚΑΝΤ ΠΡΟΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Στο βιβλίο σελ.59

ΚΕΦ.2

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.1
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΛΟΓΟ.
Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΩΝ ΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ Η
ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΤΙΑΝΙΣΜΟΥ.

Ο Καντ υπήρξε ο γενάρχης του ρεύματος που λεγεται γερμανικός ιδεαλισμός.


Ο ιδιος είχε κατηγορηθεί ότι προσπαθεί να επαναφέρει τον ιδεαλισμό του Μπερκλευ ότι δηλαδή
τα πράγματα είναι προϊόντα της δικής μου αντιληπτικής και νοητικής ικανότητας.
Ο Κνατ δεν υποστηρίζει ότι τα υλικά πράγματα δεν έχουν υπόσταση και ότι υπάρχουν μόνο οι
ιδέες. Δεν υποστηρίζει ότι αν κλείσω τα μάτια μου ο κόσμος δεν υπάρχει.
Υποστηρίζει ότι τα υλικά πράγματα μας είναι γνωστά επειδή υπάρχουν έννοιες που
κατασκευάζει η λογική του υποκειμένου. Η επαφή με τά πράγματα δεν μπορεί να γίνει αν δεν
μεσολαβήσει ο νους

87
Η κατανόηση αυτή του ιδεαλισμού εξελίχθηκε σε μια ηθικό-πολιτική με βάση τη θέση ότι οι
κοινωνικοί θεσμοί μεταβάλλονται και δημιουργούνται πρότυπα και καταστάσεις που αναδύονται
από τη συνείδηση και παρακινούν να υποκείμενα να δράσουν
Ο Καντ υποστήριζε ότι αυτό που συνδέει τον νου με την εξωτερική πραγματικότητα είναι η
φυσική επιστήμη
Για του επίγονους του Καντ το ενδιαφέρον εστιάζεται στην ηθικοπολιτική σκέψη αλλά η θεωρία
του Καντ ότι το υποκείμενο αυτενεργεί απέναντι στα φυσικά πράγματα παραμένει.
Ο Καντ λέγει ότι ο άνθρωπος λειτουργεί μέσα σε κάποια όρια που δεν μπορεί να τα ξεπεράσει
για αυτό και στρέφεται στα πράγματα της εμπειρίας. Όσο καθαρή και να είναι αυτή η γραμμή
των ορίων που χωρίζει την εμπειρία από τον έξω κόσμο, είναι σαφές ότι υπάρχει ένας
υπερεμπειρικός- υπερβατικός κόσμος.
Η γραμμή αυτή σημαίνει ότι υπάρχουν δύο περιοχές
Το «επέκεινα» είναι η πέρα μεριά του φράχτη που ανεγείρει η κριτική του καθαρού λόγου που
όσο απαγορευμένη περιοχή και να είναι ο νους κοιτάζει, δείχνει προς σε αυτήν και ο κόσμος των
νοούμενων –των πραγμάτων πέρα από την εμπειρία – είναι άπειρος και ο επιστημονικός
στοχασμός θέλει να τοn πλησιάσει αλλά δεν μπορεί και το γνωστικό αντικείμενο μένει
ανικανοποίητο.
Εδώ ακριβώς έρχεται η μετακαντιανή θέση που αποπειράται να μπει στην περιοχή των «
πραγμάτων καθαυτών » με την προϋπόθεση ότι αυτά θέλουν να γίνουν αντικείμενα γνώσης. Αν
δεν συμβεί αυτό ακυρώνεται η φιλοσοφία.
Συμβολικά αυτή η μετάβαση αναπαριστάται με την κίνηση από το διασκεπτικό επιστημονικό
λογισμό στον καθαρό λόγο. Αυτή η μετακίνηση θα είναι η υποβάθμιση της εμπειρικής
επιστήμης και των μαθηματικών και θα αναδειχθεί η «διαλεκτική» που είναι μια θεώρηση που
βλέπει την ιστορία σαν ζωντανή ολότητα που παρόλη την αντιφατικότητα αυτών των ολοτήτων
εκδηλώνεται τελεολογική δυναμική. Αυτή η καινούργια διαλεκτική θα απαλλαγεί από την
αρνητική σημασία που είχε στον καθαρό λόγο ότι δηλαδή η προσπάθεια να εξηγήσουμε τα
«καθαρά» αντικείμενα όπως εξηγούμε αυτά της εμπειρίας θα μας οδηγήσει σε μια κακοφωνία
λόγων και επιχειρημάτων που το ένα θα αναιρεί το άλλο αφήνοντας έτσι ένα γνωστικό κενό.
Αντίθετα από δω και πέρα η σύγκρουση αυτή των αντιθέτων εννοιών θεωρείται ουσιαστική για
την οικοδόμηση της πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής.

ΕΝΟΤΗΤΑ 2.2

Ο ΦΙΧΤΕ ΚΑΙ Ο «ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.


Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΚΟΠΙΑΣ:
EITE EΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΙΤΕ ΑΙΤΙΟΚΡΑΤΙΑ.

Είναι ο πρώτος που τολμά μια υπέρβαση της καντιανής κληρονομιάς. Στην αρχή
παρουσιάζεται σαν καντιανός που σιγά- σιγά ανατρέπει τον μεγάλο του δάσκαλο..
Από την πρώτη στιγμή υποστηρίζει ότι το βασικότερο στοιχείο του Καντ είναι η ηθική
δηλαδή η θεωρία της ελευθερίας και δεν είναι αυτό τυχαίο γιατί έχει σαγηνευτεί από την
Γαλλική Επανάσταση και θέλει να περάσει τις ιδέες της στην Γερμανία.
Η ιδέα του αυτόνομου υποκείμενου τον ενέταξε στους επικίνδυνους και «ερυθρούς»
ανατροπείς.
Ο πρακτικός λόγος για τον Φίχτε είναι το βασικότερο στοιχείο της φιλοσοφίας και η
ηθική αυτογνωσία, η ενορατική γνώση του εαυτού κάνει το έλλογο Εγώ να είναι σαν
πράγμα καθαυτό, καταλύοντας όλους τους περιορισμούς της θεωρητικής γνώσης.

88
Ο προορισμός του ανθρώπου είναι να είναι αυτεξούσιος να επιλέγει τις συνθήκες εκείνες στη
ζωή του σε πείσμα κάθε περιορισμού.

Η φιλοσοφία για τον Φιχτε είναι μια εξωτερίκευση ενός εσωτερικού συνειδησιακού πάθους και
είναι ο τρόπος που το υποκείμενο προσεγγίζει τα πράγματα.
Ο Φιχτε λέγει ότι το είδος της φιλοσοφίας που υιοθετεί κανείς εξαρτάται από τι άνθρωπος είναι
γιατί ένα φιλοσοφικό σύστημα δεν είναι ένα κομμάτι έπιπλο ..αλλά παίρνει ζωή από την ψυχή
του ανθρώπου που το έχει. Αυτό φυσικά ισχύει και για την δική του φιλοσοφία που από μια
βασανιστική αυτοεμμονή κατόρθωσε να εξασφαλίσει την συμπάθεια των εθισμένων στον Καντ.
Ο Ίδιος ο Φίχτε λέγει ότι το σύστημα του είναι καντιανό παρόλο που ο ίδιος ο Καντ δεν
συμφωνούσε.
Εκείνος που φλέγεται από το πάθος της ελευθερίας και θέλει να μετασχηματίσει τον κόσμο
συμφωνα με τον ηθικό λογο θα ακολουθήσει τον Καντ.
Εκείνος που θεωρεί τον εαυτό του ένα άβουλο πράγμα της φυσικής μηχανής θα υιοθετήσει το
δόγμα της αιτιοκρατίας

Η ανθρώπινη ζωή εξηγείται από δυο διαφορετικές προσεγγίσεις.:


Από την αντικειμενική και αιτιοκρατική σκοπιά δηλαδή ότι κάθε ενέργεια μας είναι απόρροια
φυσικών καταναγκασμών.
Από την εναλλακτική προσέγγιση που λέγει ότι κάθε ανθρώπινη πράξη είναι μια προσπάθεια να
υπαχθεί το φυσικό σύστημα στο λόγο για να πραγματοποιηθούν όλες οι επιλογές της συνείδησης
μας σαν αυτόνομα ατομα που είμαστε, στο νομοκρατικό σύμπαν,
Αλλα ο Φιχτε δεν βάζει δίπλα – δίπλα τον κόσμο της φυσιοκρατικής αναγκαιότητας με τον
ιδεατό της συνειδησιακής αυτονομίας.
Βάζει το εξής αίτημα : H συνείδηση και μπορεί και οφείλει να πραγματώσει την ελευθερία
μέσα στον υλικό κόσμο , να επιβληθεί στη φύση και να την βάλει να δουλέψει για αυτήν.
Όλη η μεταγενέστερη σκέψη του γερμανικού ιδεαλισμού ξεπηδά από αυτή την άποψη του Φίχτε
Στην επιστημονική γνώση το αυτόβουλο Εγώ υποτάσσει τη φύση σε μια ανθρώπινη και
κοινωνική σκοπιμότητα.
Η λογική συνείδηση οφείλει να είναι κυρίαρχος της φύσης και όχι υποχείριο της.

ΒΑΣΙΚΗ ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΦΙΧΤΕ: Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν εξαρτάται από κανένα εξωτερικό
πράγμα. Είναι αυτάρκης και καθορίζει αυτός την υλική πραγματικότητα δεν καθορίζεται από
αυτήν. Οποίος είναι ελεύθερος και αυτοτελής απορρίπτει κάθε φιλοσοφία που εξηγεί τον
άνθρωπο ως εξάρτημα της φύσης. Οποίος έχει συνηθίσει να κυβερνιέται από πράγματα που
βρίσκονται έξω από αυτόν θα διαλέξει την φιλοσοφία της αιτιοκρατίας.

Έτσι θεμέλιο της φιλοσοφικής αλήθειας του Φίχτε είναι η διανοητική εποπτεία του
υποκειμένου με μέσω της οποίας η αυτοκυρίαρχη συνείδηση λέγει ναι στον εαυτό της.
« Εγώ ίσον Εγώ» είναι η ενόραση από την οποία έρχεται όλη η γνώση που επιτρέπει στο
υποκείμενο να εξουσιάζει τον άλογο κόσμο και είναι το πιο βαθύ a priori
Το Εγώ δεν ταυτίζεται με την υποκειμενικότητα του μέσου εμπειρικού ατόμου γιατί αυτό δεν
ενδιαφέρει τη φιλοσοφία.
Το Εγώ της φιλοσοφίας είναι μια υπερβατολογική οντότητα μια ιδεατή πραγματικότητα και
είναι η προϋπόθεση για κάθε εμπειρική πράξη
Η υπερβατολογική αυτή ερμηνεία της συνείδησης είναι αναγκαία μόνο αν υπάρχει το
αυτοδιάθετο Εγώ και έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε τα αιτήματα του πρακτικού λόγου γύρω από
τα οποία μορφοποιείται η ζωή παρά το γεγονός ότι στην πράξη οι άνθρωποι λειτουργούν αλλιώς
Το απόλυτο Εγώ είναι ο δημιουργός ενός δυνητικού κόσμου μέσα στον οποίο πραγματώνονται
όλα όσα ηθικά αιτήματα θέτει η φιλοσοφία του λόγου και από εκεί πηγάζει κάθε ηθική και
κοινωνική πρόοδος.

89
Για να μπορέσει όμως αυτός το απόλυτο Εγώ να φέρει εις πέρας την αποστολή του πρέπει να
έρθει αντιμέτωπο με τα υλικά εξωτερικά πράγματα που προσπαθούν να το υποδουλώσουν.
Πρόκειται για μια σύγκρουση ανάμεσα στο λογικό Εγώ και τη μηχανική αδράνεια της φύσης.
Έτσι το Εγώ έρχεται αντιμέτωπο με το μη- Εγώ δηλαδή συγκρούεται με την φυσική ύλη και
με τους καταπιεστικούς θεσμούς που θέλουν να εξαφανίσουν το χαρακτηριστικό του γνώρισμα
που είναι η ελευθερία Η διαπάλη αυτή είναι διαρκής και δεν καταλήγει πουθενά ενώ
πρόκειται για μια ανάβαση με διαβαθμίσεις χωρίς ποτέ να εξαλείφεται ο κίνδυνος να υποκύψει η
συνείδηση στον φυσικό εξαναγκασμό.
Ο Φίχτε φοβάται ότι ανά πάσα στιγμή η συνείδηση απειλείται από την υλικότητα.
Έτσι η μοίρα του ηθικού υποκείμενου είναι να αγωνίζεται στο διηνεκές και μέσα από αυτό τον
αγώνα ανακαλύπτει όλο και βαθύτερα στρώματα του λογικού εαυτού και καταλήγει σε μια
αυτογνωσία που έρχεται μέσα από τα εμπόδια, ενώ μαθαίνει ότι η βούληση για ελευθερία
περιορίζεται ανά πάσα στιγμή από την δύναμη των πραγμάτων που το περιβάλλουν.

Αυτός ο περιορισμός της ελευθερίας του υποκείμενου έχει προεκτάσεις πολιτικοκοινωνικές.


Όμως η φυσικότητα είναι χαρακτηριστικό στοιχείο του λογικού Εγώ είναι το ίδιο του το σώμα
και η βία των πραγμάτων γίνεται μέσα στον ίδιο του τον εαυτό και έτσι η οποιαδήποτε
απόκρουση είναι επιβολή πάνω στον ίδιο του τον εαυτό.
Το γεγονός ότι το υποκείμενο είναι ηθικά αυτεξούσιο το κάνει να νικά τις ψυχολογικές ροπές
που θέλουν να το οδηγήσουν αλλού πέρα από τους σκοπούς που βάζει η συνείδηση.
Όμως στο κοινωνικό επίπεδο υπάρχουν και άλλα όντα που θέλουν να καθυποτάξουν το Εγώ που
βρίσκουν μπροστά τους και να διεκδικήσουν και αυτά ένα κομμάτι του φυσικού κόσμου και να
ριζώσουν ως αυτόνομες οντότητες Από τη διαπλοκή αυτή γεννιέται η αναγνώριση του Άλλου.
Η Αυτοσυνειδησία του Εγώ εξαρτάται από την δυνατότητα να αναγνωρίζει το «Έτερον»( τα
άλλα ανταγωνιστικά υποκείμενα που το περιβάλλουν) σαν συστατικό της ίδιας του της ουσίας.
Η κοινωνία είναι μια συνένωση υποκειμένων που αυτενεργούν και αλληλοαναγνωρίζονται σαν
ισότιμες ηθικές οντότητες Για να πραγματοποιηθεί η ελευθερία θα πρέπει να αποδίδονται στον
άλλον τα ίδια δικαιώματα που διεκδικεί η κάθε συνείδηση από μόνη της.
Έτσι με την αναγνώριση αυτή σώζεται το σύστημα από την υπερβατολογική Εγωλογία και το
«απόλυτο Εγώ» αλληλεξαρτάται από τα άλλα υποκείμενα και όλα μαζί αποτελούν μέρος του
πλαισίου της ζωής.

Στο κοινωνικό επίπεδο η πραγματοποίηση της ελευθερίας λαμβάνει χώρα μόνο μέχρι το σημείο
που οι πράξεις δεν μπαίνουν στην σφαίρα του άλλου.
Αυτή όμως η αρχή είναι δύσκολο να τηρηθεί από το μέσο άτομο και έτσι χρειάζεται να επιβληθεί
μια μορφή « δημοκρατικού» δικαίου που είναι ο κρατικός καταναγκασμός.
Η παραχώρηση των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων προϋποθέτει τη συγκέντρωση της βίας
στην εξουσία με αποστολή να αναγκάσει αυτούς που δεν πειθαρχούν να συμμορφωθούν με τις
επιταγές του δικαίου, ιδέες που κατάγονται από τις απόψεις περί κοινωνικού συμβολαίου
Στην πορεία ωρίμασε μια πιο δραστική αντίληψη σχετικά με τον καθοριστικό ρόλο που παίζει η
κεντρική εξουσία στη διαμόρφωση της ηθικότητας στην κοινωνία. Τα άτομα αφεθούν στις
παρορμήσεις τους τότε καταρρέει η ηθική συναίνεση πάνω στην οποία θεμελιώνεται η κοινωνία
Η πολιτική αυτή αρχή εκφράζει το απόλυτο ιδεώδες της συνείδησης όλων των μελών και ο
πολίτης θα «παράγεται» από τη ηθικοπλαστική δραστηριότητα του κράτους ως φορέα της
υπέρτατης λογικής.
Η θεωρία για το ηθικό προβάδισμα του κράτους απέναντι στην κατακερματισμένη κοινωνία
ενσωματώθηκε στη θεωρία του Χέγκελ και επικράτησε και στο μαρξιστικό κίνημα παρά τις
αντιρρήσεις του Μαρξ. Η αντίληψη αυτή κατάγεται από τον Ρουσσώ αλλά ο Φίχτε της
προσέδωσε ένα κρατικιστικό περιεχόμενο και επηρέασε την πολιτική σκέψη αναβιώνοντας την
ολοκληρωτική πολιτεία των φιλοσόφων – βασιλέων του Πλάτωνα. Η πολιτική εξουσία
ελέγχει όλες τις πτυχές της ζωής των πολιτών και η σκέψη του Φίχτε ολοκληρώνεται με το
όραμα του κλειστού εμπορικού κράτους που είναι η οικονομική εκδοχή του ολοκληρωτισμού.

90
Επηρεαζόμενος από την άνοδο του γερμανικού έθνους και την εξάντληση της δυναμικής της
Γαλλικής Επανάστασης ο Φίχτε ευαγγελίζεται την ανωτερότητα της γερμανικής φιλοσοφικής
παιδείας και γλώσσας και υποστηρίζει ότι το κράτος θα πρέπει να αναλάβει την εθνική
συνείδηση διώχνοντας κάθε ξένη επιρροή που δεν έχει φυλετική αναφορά, όπως θα
διαμορφωθούν κάποιες κακοήθεις μορφές του εθνικισμού τον 19ο αιώνα αλλά βλέπουμε ότι
έρχεται μια βαθιά αλλαγή στην Ευρώπη που ξεφεύγει από τη φιλοσοφία του εθνικισμού.

ΣΕΛΛΙΝΓΚ
Άλλος μεγάλος καντιανός του τέλους του 18 ου αιώνα που πιστεύει ότι πρέπει να γεφυρωθεί το
χάσμα ανάμεσα στον καθαρό νου, τα α απριόρι και τη φυσική αναγκαιότητα από την άλλη
O Σέλλινγκ πιστεύει ότι ο Καντ ανέπτυξε πολύ ωραία τον τρόπο που το υποκείμενο της
γνώσης διαχειρίζεται τα πράγματα με τις λογικές κατηγορίες που βρίσκει μέσα του αλλά δεν
έθιξε καθόλου την αντικειμενικότητα της φύσης και το πώς ο αντικειμενικός κόσμος
συντονίζεται με τις παραστάσεις του νου και το αντίθετο αν δεν υπάρχει μια αρμονία μεταξύ
τους.
Ο Σελλινγκ λέγει ότι στην μεταφυσική εξίσωση υπάρχουν δύο σκέλη από την μια το
υποκείμενο και από την άλλη τα εξωτερικά αντικείμενα μέσω των οποίων ζει το υποκείμενο. Η
γνώση παράγεται από την μείξη του νου και των φυσικών όντων.
Για να γίνει η φιλοσοφία σύστημα θα πρέπει να θεματοποιήσει την μεταβίβαση από το
υποκείμενο στο αντικείμενο και αντίστροφα και να περιγράψει την κίνηση των ιδεών προς την
υλικότητα ενώ ταυτοχρόνως μετασχηματίζεται η φυσική ύλη σε λογικό σύστημα.
Ο Σελλινγκ ανακινεί το ζήτημα της ουσίας των πραγμάτων όπως αυτά είναι καθαυτά που είχε
πει και ο Καντ και για να το πετύχει ανακινεί το αίτημα του Σπινόζα σχετική με την παραδοχή
ότι «η τάξη και η ακολουθία των ιδεών» και «η τάξη και η ακολουθία των αισθητών πραγμάτων»
είναι το ίδιο και το αυτό πράγμα.
Μάλιστα λέγει ότι η ταυτότητα των πραγμάτων και των ιδεών δεν είναι κάτι στατικό είναι μια
ζωντανή διαδικασία και προσπαθεί να ξαναγεμίσει τη φιλοσοφία με φυσικό περιεχόμενο και για
αυτό ο Σελλινγκ εντάσσεται στην πρωτοπορία του ρομαντικού κινήματος που εστιάζεται στη
φύση ως ένα σύστημα που πάλλεται με πολλές εκφάνσεις που δεν αποτυπώνονται στο νευτώνειο
σύστημα.
Ο Σελλινγκ πιστεύει ότι αυτή η ολότητα της φύσης εκφράζεται μόνο στο επίπεδο της
καλλιτεχνικής δημιουργίας και η τέχνη είναι σημαντική για τη φιλοσοφία επειδή καταφέρνει
αυτό που δεν κάνει ο μαθηματικός λογισμός να αναμείξει το Εγώ με την ύλη των αισθητών
όντων.
Η τέχνη καταλύει τον διαχωρισμό υποκειμένου και αντικειμένου και υπάρχει μια οργανική
ενότητα του παντός που είναι η πραγματικότητα και όχι η ‘ψιλή’ ιδέα του στοχασμού που λέγει ο
Καντ.
Το ζητούμενο στη θεωρία του Σέλλινγκ είναι να δούμε το θεμελιακό βάθος της ύλης πέρα
από τους πολλούς τρόπους που μας παρουσιάζεται και ο παλμός της φύσης παρουσιάζεται
από μια ανιούσα σειρά υλικών καταστάσεων, «δυνάμεων» που πραγματώνουν ένα ανώτερο
βαθμό ζωής.
Την ουσία του Υλικού Είναι την καταλαβαίνουμε από την ισορροπία, το ισοζύγιο που
προέρχεται από την σύγκρουση κάθε φυσικής δύναμης με μια αντίρροπη που την εξουδετερώνει.
Οι εμπειρικές αντιθέσεις των επιμέρους πραγμάτων χωνεύονται σε μια οντολογική
«αδιαφορία» που μοιάζει με την κοσμική ύλη που λέγει ο Καντ στην προκριτική του φάση.

ΧΕΓΚΕΛ

91
Κατά την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα η κριτική φιλοσοφία είχε διασπαστεί σε δυο
αποκλίνουσες τάσεις.
Ο Σελλιγκ από την μια μεριά τον μονομερή φυσιοκρατικό στοχασμός και ο Φίχτε με την ίδια
μονομερή έμφαση στο απόλυτο Εγώ.
Έτσι εμφανίζεται ο Χέγκελ στην αρχή φίλος του Σελλινγκ που στην πορεία προτίμησε να
ακολουθήσει τις ιδέες του Φίχτε.
Ο Φιχτιανός δρόμος είναι ο ορθολογικός και δίνει σημασία στην λογική συνείδηση σαν το
πραγματικό εργαλείο για την εκπλήρωση της φιλοσοφίας ενώ η προσέγγιση του Σελλινγκ
οδηγεί στην απώλεια της συνείδησης και στην κατάλυση του λόγου μέσα από ένα ποιητικό
αισθησιασμό.
Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι το Είναι νοείται μια καθολική υποκειμενικότητα που
εξελίσσεται εκδηλώνοντας αντιθέσεις που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα σε
αυτή την υποκειμενικότητα και η ζωή δεν είναι «αδιαφορία» και αμοιβαία εξουδετέρωση,
η ζωή είναι «αρνητικότητα» μια ανοδική δυναμική που παράγεται από την σύγκρουση των
αντίθετων μεταξύ τους.
Ο πολιτισμός παράγεται από ακριβώς αυτή την αντίθεση των ροπών και τάσεων που ο
ρομαντισμός έχει αγνοήσει.
Ο Χέγκελ όσο και αν αναγνώρισε την ηθικοπολιτική πράξη σαν το βασικό πεδίο της συνείδησης,
ο Φίχτε εξακολουθούσε να προσεγγίζει τη συνείδηση με τις λογικές κατηγορίες του Καντ που
είναι κενές από ιστορικό περιεχόμενο.
Για τον Χέγκελ αντίθετα το πρόταγμα του λόγου είναι μέσα στη θέρμη του ίδιου του ιστορικού
γίγνεσθαι . Η ιστορικότητα στον Φίχτε είναι ένα γυμνό σύμβολο ενώ στον Χέγκελ είναι το ίδιο
το σώμα της συλλογικής συνείδησης που ζητά να πραγματωθεί μέσα στο ιστορικό πάθος της
ανθρωπότητας.
«Το έλλογο είναι πραγματικό και το πραγματικό είναι έλλογο» είναι η διάσημη φράση του
Χέγκελ
Η λογικότητα υπάρχει για να γίνεται μορφές της ζωής και κοινωνικές πράξεις και
αντίστροφα όλος ο ιστορικός μόχθος της ανθρωπότητας έχει σκοπό την πραγματοποίηση
της κοινωνικής αμοιβαιότητας και ηθικής αυτονομίας.
H λογικότητα δεν είναι η αυτογνωσία ενός αφηρημένου Εγώ που προσπαθεί να απεγκλωβιστεί
από την αντικειμενική πραγματικότητα αλλά είναι μια κατάσταση που κερδίζεται μέσα από την
εμπλοκή στα ιστορικά πράγματα. Ο λόγος είναι ο ίδιος γέννημα της ιστορίας.
Η ελευθερία δεν είναι μια ανιστόρητη κατάσταση, είναι το σύνολο των κοινωνικοπολιτικών
μορφών που εκφράζουν το αίτημα της πρακτικής αυτονομίας από την πρώτη στιγμή της
ιστορικής μας ανάβασης.
Έτσι η επιστήμη της συνείδησης προσπαθεί να ταξινομήσει όλα τα επιχειρήματα και να
κατανοηθεί η εσωτερική λογική έτσι ώστε να παραχθεί πολιτισμός.
Ο Χέγκελ συνέβαλε τα μέγιστα στην ιστορισμό που ήταν μια τάση που εκδηλώθηκε στη
Γερμανία στις αρχές του 19ου αιώνα, και συνδέθηκε με το ρομαντισμό αλλά μετά ταυτίστηκε με
το εθνικιστικό κίνημα. Ο στόχος των ιστοριστών είναι ότι κάθε ανθρώπινη κοινότητα είναι
μοναδική από την άποψη θεσμών εθίμων και ιστορικών βιωμάτων.
Ιστορική σχολή του δικαίου τόνιζε ότι οι κανόνες που ισχύουν για μια συγκεκριμένη κοινότητα
δεν μπορούν να γίνονται και καθολικές έννοιες και να ισχύουν για όλες τις κοινωνίες. Ο Σαβενι
εκπρόσωπος αυτού δικαίου διαφωνούσε με την πρακτική να εφαρμοστούν οι νόμοι καθολικά σε
ολη τη Γερμανία, αντίθετα από την άποψη των Διαφωτιστών.
Η ιστορική ερμηνεία του δικαίου έρχεται σε αντίθεση με τις πολιτικές ιδέες της Γαλλικής
Επανάστασης, και καλλιεργούσε αυτό το πνεύμα εξαιτίας των βλέψεων των φεουδαρχών που
για αυτούς ιστορικότητα σημαίνει διαιώνιση των προνομίων και των τίτλων.

Ο Χέγκελ εναντιώθηκε σε αυτές τις ερμηνείες και κύριο μέλημα του είναι τα μελετήσει την
οικουμενικότητα των αιτημάτων του λόγου όπως αυτό της ισότητας και την ελευθερία μέσα στην
ιστορία. Θέλει να δείξει ότι ο πολιτισμός είναι ποικιλόμορφος και μέσα από αυτές τις πολλές

92
παραδόσεις και τους ανθρώπινους τρόπους , δημιουργεί συστήματα ζωής, που ενώ
χρωματίζονται από την μοναδικότητα της κάθε ομάδας, αποτελούνται από κοινές
πανανθρώπινες ενοράσεις . Το καθολικό ριζώνει στο τοπικό και αντιστρόφως κάθε κοινωνία
προσφέρει την δική της πείρα στο να δημιουργηθεί η ανθρώπινη ηθική συνειδητοτητα.
Έτσι η θεωρία του Χέγκελ εκφράζει τα αιτήματα του Διαφωτισμού για την δημιουργία ενός
κοινωνικού βίου που θα έχει άξονες τους κανόνες του λόγου και λέει αυτό ότι αυτό μπορεί να
συμβεί αφού μπλεχτούν οι διαφορετικές πρακτικές των λαών σε μια ενιαία πανανθρώπινη
ιστορία.
Η παγκοσμιότητα και η εντοπιοτητα δεν είναι αντίθετες και η μια συμπληρώνει την άλλη και η
εσωτερική εξέλιξη μίας κοινωνία θα την οδηγήσει φέρνει αναπόφευκτα σε πολιτισμική επαφή
με τις άλλες. Το ταυτόν και το έτερον αλληλοκαθορίζονται και δεν γνωρίζουν σύνορα
πολιτισμικά κ.λπ. Κάθε κοινωνία οδηγείται μέσα από την εμπειρία της προς τις καθολικές
έννοιες που στο τέλος συγκροτούν ένα πανανθρώπινο λόγο.
Η Αρχή του εγελιανισμού είναι «η ταυτότης εν τη διαφορά» η συνεύρεση και η
αλληλογονιμοποιήση των αντιθέτων. Η αρχή αυτή βρίσκει την εφαρμογή της στην ιδέα ενός
πολιτισμού που δημιουργείται από τις ιδιομορφίες και τις ηθικές ευαισθησίες των
διαφόρων λαών.
Αν δούμε τις ιστορικές καταβολές των κοινωνιών θα δούμε ότι υπάρχει ένας βασικός πυρήνας
ιδεωδών που ενεργοποιούνται με το ιδιαίτερο τρόπο που είναι προσιδιάζει στο πνεύμα της
συγκεκριμένης κοινότητας.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Ο λογικός άξονας της ιστορίας είναι η ιδέα της ελευθερίας που για τον Χέγκελ δεν έχει να κάνει
με την ανεξέλεγκτη βούληση του να κάνω το θέλω συμφωνα με το συμφέρον μου, ούτε σημαίνει
ότι δίνει εγώ νόμους στον εαυτό μου χωρίς εξαναγκασμό.
Ελευθερία σημαίνει για τον Χέγκελ να έχω συνείδηση ότι ανήκω σε μια πολιτισμική ομάδα που
η ατομική μου ευημερία να κερδίζεται μέσα από την αναγνώριση του άλλου.
Αυτή η ελευθερία λέγεται «θετική» (ή ελευθερία να πετύχω κάποιους ουσιώδεις σκοπούς ) και
έχει αρχαιοελληνικές ρίζες και δει αριστοτελικές, ότι η κοινωνία δημιουργεί εκείνο το
συλλογικό πλαίσιο για να μπορέσει κάποιος να ευδαιμονίσει.
Συμφωνα με τα ανωτέρω οι νόμοι του Χαμουραμπί, ο ναπολεόντειος κώδικας, οι νόμοι του
Σόλωνα εκφράζουν μια κοινή ανθρώπινη φιλοδοξία και το πώς θα δομηθεί η κοινωνία του
δικαίου.
Το τι σημαίνει δίκαιο και σε ποιες κοινωνικές ομάδες αναφέρεται εξαρτάται από τις
κοινωνικοπολιτικές εμπειρίες του κάθε λαού. Στην πορεία όμως της ανθρωπότητας και με
δεδομένη την αλληλεπίδραση των πολιτισμών τα κεκτημένα ενός λαού δεν εξαφανίζονται αλλά
ενσωματωνoνται στα ανώτερα στάδια της εξέλιξης.

H ιστορία είναι ένα δράμα αφανισμού, ένα σφαγείο όπου αναιρούνται και εξαφανίζονται
ιεροί πόθοι που συντηρούν τις κοινότητες και τα άτομα αλλά παρόλη την συντριβή αυτή
παραμένει πάντα ένας βασικός πυρήνας ηθικών και διανοητών πραγμάτων πάνω στον οποίο
κτίζονται ανώτεροι πολιτικοί σχηματισμοί και έτσι ένας ιστορικός θάνατος είναι πάντα η αρχή
μια καινούργια συλλογικής ζωής.
Ιστορία σημαίνει καταστροφή και απώλεια των παλιών νεκρών τρόπων ζωής και η
μετουσίωση τους σε νέους τρόπους ζωής. Αυτή η δυναμική του ιστορικού γίγνεσθαι
λέγεται Aughebuhg που είναι και το κλειδί για να κατανοήσουμε τα κοινωνικά πράγματα
πράττει ο άνθρωπος.
Έτσι το ιστορικό παρελθόν αναβιώνει στο σήμερα και οι όλες οι έννοιες του σήμερα έχουν
αναγωγή στο παρελθόν στον πολιτισμό των αρχαίων Ελλήνων των Ινδών και των Αιγυπτίων.
93
Ο Χέγκελ δίνει σημασία ιδιαίτερα στην προσφορά κάποιων εθνών ξεχωριστών, όπως τα λέει
και είναι ξεχωριστά για το πνεύμα τους που έπαιξε σημαντικό ρόλο για το παγκόσμιο πνεύμα και
αυτά η διάκριση αυτών των εθνών δεν σχετίζεται με τα εθνοφυλετικά στοιχεία. Οι λαοί αυτό
δημιούργησαν πολιτισμό για όλη την ανθρωπότητα. Ελλονορωμαική Αρχαιότητα, χριστιανικός
Μεσαίωνας γαλλικός Διαφωτισμός.

ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΣ


Ο Χέγκελ πιστεύει ότι η μετάβαση από το ένα στάδιο της ιστορίας στο άλλο γίνεται με
αντιπαραθέσεις που συγκρούονται οι κυρίαρχοι θεσμοί με αυτούς που προμηνύουν το μέλλον
του πολιτισμού.
Οι θεσμοί του μέλλοντος αντιπροσωπεύονται από τα κατώτερα στρώματα που καταπιέζονται
από την άρχουσα τάξη από αυτή την ελιτ η εξουσία των οποίων στηρίζεται στην ιδιοποίηση
του μόχθου των δούλων.
Το υποταγμένο σώμα είναι η μηχανή των αγαθών και έχουν με κανένα δικαίωμα.
Μόλις εξαντληθεί η ιστορική δύναμη των κυρίαρχων στρωμάτων αρχίζει ο εκφυλισμός τους και
επιβιώνουν παρασιτικά εις βάρος των δούλων. Η παρακμή αυτή έχει σαν αποτέλεσμα την
αφύπνισης των δούλων και έτσι οι δούλοι αποχαβδωμένοι από την συνεχή εργασία τους
αποκτούν συναίσθηση ότι είναι ηθικές οντότητες και έτσι μια και η ζωή τους δεν τους ανήκει
μπαίνουν δυναμικά στον αγώνα γιατί δεν έχουν τίποτα να χάσουν και έτσι αποκτούν συνείδηση
ότι αυτοί είναι το θεμέλιο της κοινωνικής ζωής και η εξουσία των κυρίων τους έχει φτάσει στο
τέλος. Οι πρώην δούλοι γίνονται αυτοί κυρίαρχοι παίρνουν την εξουσία και δημιουργούν άλλους
θεσμούς και καταπιέζουν άλλα στρώματα, και έτσι δημιουργείται ένα κύκλος.
Η πρόοδος της ανθρωπότητας εξαρτάται από αυτούς τους δούλους και η ιστορική μοίρα των
κυρίων είναι η ανατροπή και η εξαφάνισή τους μόλις ολοκληρωθεί η πολιτιστική αποστολή τους.
Αυτή είναι η βάση της μαρξιστικής θεωρίας που ο Μαρξ πρόσθεσε και μια οικονομική και
κοινωνική διάσταση στη θεωρία του Χέγκελ
Ο Χέγκελ μιλά για μια διεθνή κοινωνία που κάθε κράτος επιδιώκει τα δικά του συμφέροντα και
δεν υφίσταται μια διεθνή αρχή, ένας γενικός κανόνας για όλα τα κράτη και ο πόλεμος υπό αυτές
τις συνθήκες είναι μια φυσιολογική κατάσταση των πραγμάτων ( άποψη περίεργη για
Ο Χέγκελ πιστεύει ότι η ανέλιξη του πολιτισμού δεν κάτι τυχαίο και είναι η ακολουθία των
κοινωνικών μορφών που η ανώτερη βαθμίδα πραγματώνει την κοινωνική ιδέα της ελευθερίας.
Ο Χέγκελ λέγει ότι η ανάβαση αυτή είναι πεπρωμένο να συμβεί και η ιστορία θα φτάσει στο
«τέλος της» όταν θα έχει δημιουργηθεί εκείνο το σχήμα που θα μπορεί να εκφραστεί η
θετική ελευθερία. Για να γίνει αυτή η κορύφωση θα πρέπει να πρέπει να υπάρχει μια κρατική
εξουσία που θα έχει κύριο μέλημα το λόγο σαν το πιο σημαντικό ανθρώπινο πράγμα. Αυτή η
εξουσία συνδυάζει την ελευθερία στο οικονομικό επίπεδο με την υπαγωγή στο συλλογικό
πεπρωμένο. Την σύνθεση του ατομικού με το συλλογικό την εξασφαλίζει η καθολική τάξη των
γραφειοκρατών η άρχουσα τάξη στην εγελιανή πολιτεία.
Αυτό οι γραφειοκράτες είναι μια σύγχρονη εκδοχή των Φιλόσοφων βασιλέων του Πλάτωνα που
υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον αλλά κυβερνούν στο πλαίσιο που δημιούργησε η Γαλλική
Επανάσταση
Ο Χέγκελ πίστευε ότι η πατρίδα του εκείνη την εποχή ΄ήταν αυτή η «πολιτεία» και ενσάρκωνε το
ανώτερο ιδεώδες χωρίς αυτό να έχει φυλετική χροιά. Αλλά στην δύση της σταδιοδρομίας του η
σκέψη του Χέγκελ παίρνει μια εθνική χροιά όπως αυτή του Φίχτε αν και ο Χέγκελ δεν
ανέδωσε ποτέ στον ολοκληρωτισμό το εθνικιστικό κίνημα της Γερμανία οικιοποειθηκε την
θεωρία του σαν ένα από τους πρόδρομούς του.
O Xεγκελ μιλά για μια διεθνή κοινωνία που κάθε κράτος επιδιώκει τα δικά του συμφέροντα και
δεν υφίσταται δια διεθνή αρχή ένας γενικός κανόνας για όλα τα κράτη και ο πόλεμος υπό αυτές

94
τις συνθήκες είναι μια φυσιολογική κατάσταση (περίεργη άποψη για τον Χέγκελ και την θεωρία
του ) Μάλλον αυτή η άποψη είχε να κάνει και με τις πολιτικές συγκυρίες.
Τελικά ο Χέγκελ δικαιώνει θεωρητικά τον πόλεμο ως εκείνο την ιστορική στιγμή που το
υποκείμενο αρνείται το Εγώ του κατανοώντας ότι το προσωπικό του πεπρωμένο είναι
υποταγμένο σε αυτό της ολότητας.
Ο πόλεμος εξαγνίζει αφού μας αναγκάζει να αποποιηθούμε κάθε προσωπική βλέψη και
ιδιοτέλεια.
Οι ιδέες αυτές κατάγονται από τον Χομπς και από την πατριωτική ιδεολογία της Γαλλικής
Επανάστασης και αντιτάσσονται στην παγκόσμια ειρήνη του Καντ και προβάλουν μια πολιτική
που διαμορφώνεται κατά την περίοδο των εθνικών πόλεμων και της εθνικής ανάτασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η ΔΙΑΜΑΧΗ ΠΑΛΑΙΟΙ ΚΑΙ ΝΕΟΙ ΕΓΕΛΙΑΝΟΙ.

Η Φιλοσοφία του Χέγκελ έδωσε έναυσμα για συζητήσεις καθ όλη την διάρκεια του 19 ου
αιώνα και γρήγορα πήρε την μορφή αντιπαράθεσης για τις ερμηνείες του Χέγκελ.
Οι παλαιο-εγελιανοι πίστευαν ότι η θεωρία του Χέγκελ δεν ΄ήταν τίποτα άλλο παρά η
υπεράσπιση του στατους κβο που δεχόταν απειλές από τα κινήματα τα ριζοσπαστικά με
κατάληξη το 1848 Το βασικό επιχείρημα ήταν τα διαπιστευτήρια που είχε ΄δώσει ο Χέγκελ στο
πρωσικό κράτος όπου είχε γίνει καθηγητής γιατί η αντίθεσή του προς τον ρομαντισμό αλλά και
οι αντικαθεστωτικές τάσεις του έδιναν την εντύπωση ότι υπερασπιζόταν το δεδομένο πολιτικό
σύστημα.
Οι νεογελιανοι οι δεξιοί όπως ονομάστηκαν στην συνέχεια ερμηνεύοντας την ρήση «το
πραγματικό είναι το έλλογο και το έλλογο το πραγματικό» σταματούσαν και έδιναν έμφαση στο
πρώτο συστατικό και για αυτό η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα είναι ορθολογισμένη και
δεν χρειάζεται άλλες αλλαγές.

95
Μια άλλη ομάδα νεότερων στοχαστών οι αριστεροί λέγει ότι η ιστορία του πρωσικού
κράτους δεν τελείωσε με την πρωσική αριστοκρατία και την γραφειοκρατία να ενσαρκώνει τα
αιτήματα του λόγου αλλά οι ιστορικές ανακατατάξεις συνεχίζονται.
Η «αρνητικότητα» δηλαδή η ανοδική δυναμική που παράγεται από την σύγκρουση των
αντιθέτων συνεχίζεται και διαποτίζει την ανέλιξη του πολιτισμού για να πραγματωθεί η
ελευθερία της κοινωνίας.
Έτσι οι πολιτικοί σχηματισμοί είναι σκεύη εκλογής ενός καθολικού λόγου και κρίνονται από
το αν μπορούν να πραγματώσουν τα αιτήματα της ηθικής φιλοσοφίας. Αν συγκρίνουμε τα
αιτήματα της λογικής συνείδησης με τον τρόπο που αυτά πραγματοποιούνται μέσα στην ιστορία
θα δούμε ότι η ιστορία υπολείπεται του καθαρού ιδεώδους και έτσι η ιστορική ζωή προχωρά όλο
και σε ανώτερες πραγματώσεις των ιδεωδών αυτών.
Έτσι παρατηρούμε ότι οι νεωτεριστές αυτί έδιναν σημασία στο «έλλογο είναι το πραγματικό»
που σημαίνει ότι η συνείδηση δεν δεσμεύεται από το εμπειρικά υπαρκτό. Η πραγματική
πραγματικότητα δεν έχει σχέση με την καθημερινή μας ζωή και ο λόγος έχει πάντοτε
προτεραιότητα απέναντι σε οποιοδήποτε θεσμό ή κάθε υπαρκτό.
Για αυτούς τους στοχαστές ο εγελιανισμός δεν είναι δόγμα είναι κριτική μέθοδος που δίνει το
δικαίωμα στον φιλόσοφο να απορρίψει μια κοινωνική κατάσταση όσο εδραιωμένη και να είναι.
Η δεκαετία του 1840 στην Πρωσία δεν είναι η εποχή που ήταν παλιά και ο διανοητικός βίος
της χώρας κατακλύστηκε από ένα ανορθολγικό ρομαντισμό που καταδίωκε κάθε δημοκρατική
τάση.
Στις παραμονές των επαναστάσεων του 1848 κατακλύστηκε η διανόηση από την ριζοσπαστική
ερμηνεία της θεωρίας του Χέγκελ και αυτοί οι αριστεροί εγελιανοί προωθούσαν αυτή ακριβώς
την θέση.

ΕΝΟΤΗΤΑ 3.2
Η αντιπαράθεση μεταξύ των δυο σχολών του εγελιανισμού επεκτάθηκε σε μια αντιδικία όσο
αφορά την θέση της θεολογίας στο σύστημα του Χέγκελ που έλεγε ότι η φιλοσοφία είναι το πιο
σπουδαίο πράγμα της λογικής συνείδησης.
Η φιλοσοφία αντιπροσωπεύει την καθαρότητα της συνείδησης που κρατά στα χέρια της όλον
τον κόσμο και εκφράζει με λογική γλώσσα όλα τα ανθρώπινα ιδεώδη που έχουν σχέση με την
θρησκεία και την τέχνη με συμβολικό ή συναισθηματικό τρόπο Η λογική αναγωγή της θρησκείας
δηλαδή η μετατροπή του περιεχομένου της σε ανθρώπινες έννοιες και αιτήματα και είναι
προϋπόθεση για τη πραγμάτωση των αιτημάτων αυτών
Για τους παλαιοεγελιανους συντηρητικούς η άποψη είναι ριζικά διαφορετική. Η
πρωτοκαθεδρία της φιλοσοφίας σημαίνει ότι η φιλοσοφία έχει ενσωματώσει και το περιεχόμενο
της παραδοσιακής θρησκείας και η φιλοσοφία είναι η νέα θεολογία που δεν καταργεί την
κοινωνική ιεραρχία αλλά την επενδύει με νέες νομιμοποίησης.
Οι αριστεροί νεοεγελιανοι απορρίπτουν αυτή την αντίληψη και λέγουν ότι έχει νικήσει ο λόγος
και αυτό σημαίνει κατάλυση της θρησκείας και όλου του συστήματος που την υποστηρίζει. Ο
άνθρωπος είναι χειραφετημένος όσο αφορά το πεπρωμένο του. Είναι αυτεξούσιος και κυρίαρχος
της ζωής του . Έτσι ο εγελιανισμός προικίζεται με ένα απελευθερωτικό νόημα που δεν είναι
συμβατό με τις διανοητικές και πολιτικές εξουσίες.
Σε αυτό βοήθησε η έκδοση του έργου του Στραους η Ζωή του Ιησού που εμφανίζει τον Θεό με
ανθρώπινη μορφή που έρχεται στην επίγεια ζωή και έτσι παύει να είναι μια υπερκόσμια οντότητα
πέρα από την φύση και την κοινωνία. Ο Θεάνθρωπος συμβολίζει την ιδέα ότι η θεότητα ενοικεί
μέσα στο συλλογικό είδος και είναι ο γιος του ανθρώπου που εμφυσά στα παιδιά ΄της γης την
συναίσθηση της θεϊκής αποστολής.
Μετά το Χριστό το υποκείμενο της θρησκείας δεν είναι κάτι αλλόκοτο και απειλητικό και είναι η
ανθρώπινη κοινότητα που παίρνει στα χέρια της την σωτηρία της.

96
ΕΝΟΤΗΤΑ 3.3
ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΚΑΙ ΥΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΦΟΥΕΡΜΠΑΧ
Οι απόψεις των αριστερών νεοεγελιανών για την θρησκεία διατυπώνονται και στον Φουρμπαχ
με τον πλέον ανατρεπτικό και προκλητικό τρόπο. Ο Φουρμπαχ κάνει μια αντιστροφή του
υποκειμένου -κατηγορουμένου.
Η παραδοσιακή θρησκεία πιστεύει ότι ο Θεός είναι το μόνο ελεύθερο και δημιουργικό
υποκείμενο και η φύση και η ύπαρξη του ανθρώπου εξαρτώνται από την παντοδυναμία του.
Ο Φουρμπαχ πιστεύει ότι όλα οι ιδιότητες που η παραδοσιακή θεολογία αποδίδει στον Θεό
είναι γνωρίσματα του ίδιου του ανθρώπου ως φυσικού οντος. Στην πορεία ο άνθρωπος έχασε
τις ιδιότητες αυτές δηλαδή την αυτοδυναμία και την δημιουργικότητα, αποξενώθηκε από την
ιδια του τη φύση και αυτές οι χαμένες ιδιότητες προβλήθηκαν ως γνωρίσματα ενός
φανταστικού και υπερκόσμιου οντος που κυβερνά την ζωή μας από ψηλά
Η φιλοσοφία έτσι για πρώτη φορά φανερώνει αυτή την αντιστροφή για να δείξει την
αλλοτρίωση της ανθρώπινης ουσίας και την απώλεια των ιδιοτήτων μας και την προβολή τους
στον ουρανό σαν αποτέλεσμα δυνάμεων ενός ξένου και σκοτεινού υποκειμένου
Λέγει ο Φουρμπαχ ότι η θεία παντογνωσία που στην θεολογία είναι φανταστική ιδέα και οπτασία
έγινε πια λογική και πραγματική γνώση μέσα από την γνώση των φυσικών επιστημών του
μικροσκοπίου και του τηλεσκοπίου. Η θεία παντογνωσία και η θεία γενικά παρουσία έχει
πραγματωθεί από τον άνθρωπο.
Έτσι παρατηρούμε ότι ο άνθρωπος ξανακερδίζει την συνείδηση της φυσικής του ελευθερίας
και ο διανοητής που έβαλε τα θεμέλια είναι ο Χέγκελ που ο Φουρμπαχ θεωρεί γνήσιο απόστολο
της αθεΐας.
Η εποχή της θεολογίας έχει τερματιστεί και όλα τα αιτήματα του λόγου πραγματώνονται
από την ανθρώπινη πράξη ενώ η φιλοσοφία του μέλλοντος βλέπει τον άνθρωπο σαν φυσικό
και μόνο ον που μπορεί να χειρίζεται τα υλικά της ζωής του και να χτίσει ένα σύστημα
αρμονίας.
Το καθήκον της σύγχρονης φιλοσοφίας είναι η μετατροπή της θεολογίας σε ανθρωπολογία. Η
σύγχρονη φιλοσοφία είναι η φιλοσοφία του Χέγκελ. Η νέα φιλοσοφία δηλαδή αυτή του
ανθρωπιστικού υλισμού έχει το ίδιο καθήκον αναφορικά με τη σύγχρονη φιλοσοφία το οποίο και
η τελευταία έχει αναφορικά με τη θεολογία
Η νέα φιλοσοφία είναι η πραγμάτωση της φιλοσοφίας του Χέγκελ που είναι ταυτόχρονα
και η άρνησης της.
Ο κανόνας που επικρατεί εδώ είναι εκείνος της αμοιβαιότητας ή της αγάπης, εννοια που δεν
έχει καμιά σχέση με θεολογικά συμφραζόμενα. Η αγάπη για τον Φουρμπαχ είναι ψυχολογική
βιοφυσική διαδικασία και είναι η άμεση σωματική και συναισθηματική ταύτιση του ανθρώπου
με άλλον άνθρωπο. Η εμπειρία αυτή είναι το θεμέλιο της ηθικής και πολιτικής ζωής.
Το Είναι που αξίζει το όνομα του είναι το Είναι της αγάπης, των αισθήσεων, της αντίληψης.
Ο ριζοσπαστισμός του Φουρμπαχ που στηλιτεύτηκε από τον Ενγκελς έθεσε το πλαίσιο που
κινήθηκε η επαναστατική πρωτοπορία στα μέσα του 19ου αιώνα
Η ανάδυση της υλικής βάσης της ζωής αξιοποιήθηκε από τον μαρξισμό

Ενότητα 3.4
Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ
ΤΟΥ ΜΑΡΞ

97
Ο Μαρξ υπήρξε το πιο μαχητικό μέλος του αριστερού εγελιανισμού και η φιλοσοφική του
σκέψη κατάγεται από την διαλεκτική της ιστορικής αρνητικότητας του Χέγκελ και την υλιστική
ερμηνεία του πολιτισμού του Φουρμπαχ, με την μόνη διαφορά ότι ο Μαρξ ξεφεύγει από την
συναισθηματική χροιά και μετατρέπει το σύστημα του σε μια κοινωνική περιπέτεια
Η κριτική των ουρανών έχει ολοκληρωθεί και η φιλοσοφία πρέπει να γίνει ένα ιδεολογικό
όπλο στα χέρια εκείνων των κοινωνικών ομάδων που θέλουν να κτίσουν την ανθρώπινη ζωή
ξανά από την αρχή. Οι ιδέες πρέπει να μετατρέπονται πια σε υλικές δυνάμεις ώστε να
γκρεμιστεί το καταστημένο της εξουσίας.
Η φιλοσοφία ερευνά πια τις θεμελιακές δομές της σύγχρονης κοινωνίας για να βρει την
αντιθετικότητα και να προχωρήσουμε σε μια νέα κοινωνία Η αλλοτρίωση έχει την βάση της
στην ταξική δομή των μέχρι τώρα κοινωνιών.
Εκείνο το στοιχείο που αφαιρεί από τα υποκείμενα την αυτενέργεια και τη δημιουργικότητα
είναι μια υλική απώλεια που λαμβάνει χώρα μέσα στην κοινωνική ζωή Είναι το γεγονός ότι μια
ταξική μειοψηφία νέμεται τον μόχθο του κοινωνικού σώματος
Ο άνθρωπος από την φύση του είναι δημιουργικός και η ελευθερία του πραγματοποιείται από
όλα τα υλικά στοιχεία που έχει στην διάθεση του για να ευδαιμονίσει αλλά από το καθεστώς της
ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, η εργατική
τάξη υποχρεώνεται να λιμοκτονεί στα χέρια των κεφαλαιοκρατών. Η εργατική τάξη γίνεται
νεκρό αντικείμενο που αγοράζεται και πωλείται και γενικά ή οργάνωση της εργασίας δεν
προωθεί τα συμφέροντα των υποκειμένων. Έτσι χρειάζεται μια ουσιαστική και ριζική ανανέωση
των θεσμών για να πάρουν τα υποκείμενα την κυριότητα πάνω στα παράγωγα του μόχθου τους
και να ζήσουν σε πραγματική ελευθερία.
Ο κομμουνισμός δηλαδή η αταξική κοινωνία είναι η επιστροφή του ανθρώπου στην ίδια
του τη φύση σαν δημιουργικό ον που είναι. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γίνει ένας
εξανθρωπισμός της φύσης. Τα υποκείμενα αυτενεργούν και ως άτομα και ως συλλογικές
οντότητες και απαλλάσσονται από την κυριαρχία των καταπιεστικών εξουσιών και υπηρετούν
πια το δικό τους πρόσταγμα.
Ο κομμουνισμός είναι η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας και η επιστροφή του ανθρώπου
στον εαυτό του ως κοινωνικό ον
Ο κομμουνισμός είναι ένας πλήρης ανθρωπισμός και ως τέτοιος είναι και νατουραλισμός. Είναι
η κατάλυση του ανταγωνισμού ανάμεσα στον άνθρωπο και στην ΄φύση, ανάμεσα σον άνθρωπο
και στον άνθρωπο.
Ο κομμουνισμός δίνει τη δυνατότητα σε κάθε υποκείμενο να ανακαλύψει όλα του τα
ταλέντα και τις δεξιότητες και να επιλέξει σε ποια δημιουργική εργασία θα αναλώσει τις
δυνάμεις του, ενώ ο καπιταλισμός είναι η εξειδίκευση του εργάτη και η ατροφία των
καλλιτεχνικών και διανοητικών ενδιαφερόντων του
Η κοινωνική απελευθέρωση η κατάργηση της αλλοτρίωσης για τον Μαρξ προϋποθέτει τη
καλλιέργεια μια συνολικής προσωπικότητας που ασχολείται με ένα φάσμα δημιουργικών
δραστηριοτήτων και δεν επιλέγει αυτά μόνο που έχουν να κάνουν με την εξασφάλιση της υλικής
επιβίωσης.
Το ιδεώδες αυτό απασχόλησε την εργατική τάξη τις επόμενες δεκαετίες και εκφράζει και
εξέφραζε την φιλοδοξία του ανθρώπου κατά των κοινωνικών αδιέξόδων.
Ο Μαρξ συνέβαλε στον να γίνουν οι θεωρητικές διερευνήσεις ένα ρωμαλέο κίνημα που άλλαξε
το πρόσωπο της Ευρώπης.

98
Κεφαλαιο 4

Ενότητα 4.1
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΥΛΙΚΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΗς ΖΩΗς.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ.

Ο Κιρκεγκωρ πρωτότυπος διανοητής του 19ου αιώνα που ενώ ασχολιόταν με τις αντιθέσεις και
τα τους περιορισμούς ο στοχασμός του έγινε γνωστός μόνο τον 20 αιώνα και όταν μεταφράστηκε
το έργο του αποδείχτηκε ένα οξυδερκές και διεισδυτικό πνεύμα.
Ο Κιρκεγκωρ ξεκινά από το εγελιανό σύστημα αλλά επεξεργάζεται μια λογική έξω από τις
παραδοχές του γερμανικού ιδεαλισμού.
Ζητούσε να καταβάσει τις εγελιανές έννοιες στο επίπεδο της καθημερινής και απτής ζωής.
Συμμερίζεται με τον δικό του τρόπο και τον Μαρξ και γενικά τους αριστερούς εγελιανους και
μιλά για μια επιστροφή στην ζεόυσα καθημερινότητα.

99
Ερμηνεύει με τρόπο ανατρεπτικό και ερεθιστικό την διαλεκτική του Χέγκελ. Και ενώ ο Χέγκελ
υποστήριζε την αντιθετικότητα των δυνάμεων είτε είναι θεσμοί είτε ιδεολογίες σαν εκείνο το
σημείο που προάγει τον πολιτισμός σε ανώτερες κορυφώσεις, ο Κιρκεγκόρτ υποστηρίζει ότι η
αντιθετικότητα του ιστορικού κόσμου θα πρέπει να βιωθεί από κάθε ζωντανό και μοναδικό
υποκείμενο σαν προσωπικό πεπρωμένο. Αν δεν υπάρχει αυτή η εσωτερίκευση τότε η
ιστορικότητα δεν θα αφορά την ατομική συνείδηση.
Ο Κιρκεγκορ πιστεύει ότι η ιστορικότητα είναι το ταξίδι του αυτοσυνείδητου Εγώ μέσα σε ένα
κόσμο που το απειλεί και το πιέζει. Ο κάθε ξεχωριστός άνθρωπος ιδιοποιείται την ιστορία και
την μετουσιώνει σε προσωπικό δράμα εντάσεων και διαψεύσεων και με αυτές τις εντάσεις
οδηγείται στην ωριμότητα
Αντί η ανθρώπινη πράξη να προχωρεί σε καταστάσεις που υποτάσσουν το μερικό στον Όλον
όπως λέγει ο Χέγκελ, η ανθρώπινη πράξη λέγει ο Κιρκεγκορ διασπάται σε απόλυτα
προσωποπαγείς ενοράσεις των πραγμάτων
Οσο ανυψώνεται η αυτοσυνειδησία του ανθρώπου τόσο βυθίζεται στον κρυφό λόγο του
Εγώ και ο λόγος αυτός δεν χωρά μέσα σε καμιά καθολική κατηγορία.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4.2
Η ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ

Θα ήταν άδικο όμως να κατηγορήσουμε τον Χέγκελ ότι αγνοεί την υποκειμενικότητα του
ιστορικού λόγου. Δεν την αγνοεί απλά την ονομάζει «κακή υποκειμενικότητα» από το γεγονός
ότι αποκόπτει το ατομικό Εγώ από τις καθολικές μήτρες και δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ότι το
υποκείμενο είναι αυτό που παίζει το σημαντικό ρόλο στα κοινωνικά πράγματα. Ο Χέγκελ λέγει
ότι αν εστιάζουμε σε μεμονωμένα φαινόμενα των ιστορικών δρώμενων, είναι ψεύδος και η
αλήθεια είναι πάντοτε το Όλον
Ένα ιστορικό πρόσωπο από την εμπειρική πλευρά δεν λέει τίποτα παραπάνω από ότι λέει ένα
κοινός άνθρωπος. π.χ ο Ναπολέοντας.
Η φιλοσοφία παραμερίζει όλα εκείνα τα φυσικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά που
εξισώνουν τις μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας με τον ανθρώπινο κοινό νου.
Ο Ναπολέοντας μας ενδιαφέρει σαν κοσμοϊστορικό υποκείμενο με την έννοια του πνεύματος.
Σαν εμπειρική οντότητα δεν είναι ανεπανάληπτος και αν δεν είχε γεννηθεί οι ιστορικές
μεταβολές θα είχαν γίνει από έναν άλλο άνθρωπο όχι βέβαια με τον ίδιο τρόπο.
Ο Κιρκεγκορ μορφοποιεί εννοιολογικά το πρωτογενές βιωματικό υλικό που απορρίπτει ο
Χέγκελ και λέγει να ότι αν δεν γίνει αυτό μιλάμε για μια φιλοσοφία που δεν έχει ανθρώπινο
υπόβαθρο.

ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ Της ΘΕΟΛΟΓΙΑς


Ο Κιρκεγκορ ενασχολείται με τη θεολογία και την φιλοσοφική της ερμηνεία.
Για τον Κιρκεγκορ, το σημαντικό δεν είναι πως μετεξελίσσεται το περιεχόμενο της θρησκείας
αλλά πώς αυτό γίνεται πράξη με μια εσωτερική δέσμευση που φέρνει το Θεό να κατοικήσει
μέσα στο υποκείμενο.
Ο Κιρκεγκορ όπως και ο Σωκράτης και ο Πασκάλ αναγορεύεται σε ένα μύστη της
θρησκευτικότητας και για αυτόν όπως και για τους άλλους η πίστη δεν είναι συμμορφώσει σε
λατρευτικούς και δογματικούς κανόνες. Η πίστη είναι μια αγωνία υπέρβασης της
πραγματικότητας είναι το τόλμημα να δημιουργηθεί ο Θεός για να αποκτήσει υπόσταση ο εαυτός
μας. Η πίστη «θέτει» τον Θεό και μόνο αν αυτός υπάρχει, υπάρχει και το υποκείμενο της πίστης
Δεν μπορούν να υπάρχουν το ένα χωρίς το άλλο.

100
Η φιλοδοξία του Κιρκεγκορ ήταν να «φέρει ξανά τον Χριστό στη χριστιανοσύνη»
εννοώντας ότι η παραδοσιακή θρησκεία είχε καταντήσει ένας νεκρός τόπος και η πίστη έπρεπε
να γίνει ένα εσωτερικό βίωμα ζωής μια ζωντανή σχέση με τον Χριστό

Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΙΡΩΝΕΙΑΣ


Το ύφος γενικά του Κιρκεγκορ διακρίνεται από μια περιπαικτική διάθεση και μια ειρωνεία.
Σκοπός του είναι να βγάλει τις μάσκες των προφάσεων που περιβάλλουν κάθε ιδεολογία ακόμα
και εκείνες που περιβάλλουν τον εαυτό μας.
Έγραφε πάντα με ψευδώνυμα και τόνιζε με αυτή την πράξη ότι το να μιλάς είναι μια στρατηγική
για να κρύψεις τις εσωτερικές σου και αυθεντικές διαστάσεις σου, που φθεγγόμενος υποβάλεις
τον εαυτό σου στην κρίση της αλλοτριωμένης αλλά κοινωνικά πανίσχυρης κοινής γνώμης.
Η μεταμφίεση αυτή είναι ο δρόμος για να ενταχθεί το υποκείμενο στην αστική ζωή αλλά και το
τέχνασμα για την υπονομεύσει Στόχος αυτού του ριζοσπαστικού στοχασμού είναι να προσβάλει
αυτά τα τεχνητά προσωπεία την ίδια στιγμή που παίζει το παιχνίδι της εξουσίας.
Ενώ για τον Χέγκελ «η πονηριά του λόγου» ήταν ο τρόπος που το «‘παγκόσμιο πνεύμα»
επιτάσσει τις φιλοδοξίες ακόμα και τις μωρίες των προσώπων για να φέρει εις πέρας τις
πολιτιστικές μεταβολές που σφραγίζουν την ιστορία, ο Κιρκεγκορ πιστεύει αντίθετα ότι «η
πονηριά του υποκειμενικού λόγου» είναι ο τρόπος που η συνείδηση χρησιμοποιεί τους θεσμούς
και τις νοοτροπίες για να υποσκάψει τις συμβάσεις τους και να καθαρει ένα μυστικό χώρο
πνευματικής αυθορμησίας κάτω από την μύτη των φρουρών του συστήματος.
Ενώ για τον Χέγκελ η κοινότητα επιβάλει ιστορικά το θεμελιωμένο λόγο της στα μέλη της
διαλύοντας κάθε αυταπάτη τους ότι είναι αυτόνομα για τον Κιρκεγκορ το πολυμήχανο Εγώ
μέσα από το τυχαίο της ύπαρξης του κοροϊδεύει την πρόφαση της κοινωνικής εξουσίας να
ελέγχει τις συνειδήσεις των υποτακτικών της.
Για τον Κιρκεγκορτ ο υπαρξιακός άνθρωπος είναι αριστοτέχνης στο να διαφεύγει
Το ξεμασκάρεμα των προφάσεων της κοινωνίας που είναι στην καρδιά του νεοεγελιανισμού
πραγματοποιείται με αυτόν τον ανατρεπτικό λόγο. Έτσι αυτοσαρκαζόμενος λόγος εμφανίζεται
σαν ένα πείραγμα που διαβρώνει τις παραδοχές της καθημερινότητας.
Ο πειραστής εχει σκοπό του να αναιρέσει τις συμβάσεις της κοινωνίας Βλέπουμε τον Κιρκεγκορ
να είναι εμπνευσμένος από τον Σωκράτη.

«ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΊΝΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ


Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΕΓΕΛΙΑΝΙΣΜΟΥ.

Ο Δανός έχει προφητικά απομονώσει το μεγάλο πρόβλημα της εγελιανής μεταφυσικής από το
οποίο προέκυψαν όλες οι καταστροφές κατά την εφαρμογή των ολιστικών αντιλήψεων του
Χέγκελ.
Η αχίλλειος πέρνα του συστήματος του εγελιανισμού ήταν η απαξίωση του Εγώ και των
βιωμάτων του και στην πράξη αυτό ήταν μια βίαια πολιτική της εξουσίας στην κοινωνία των
πολιτών.
Ο Κιρκεγκορ ανατρέπει όλα τα αιτήματα της ελεγιανής φιλοσοφίας που στοχεύουν να υποτάξουν
το Εγώ σε μια καθολική νομοτέλεια Μάλιστα ο Δανός λέγει ότι ο Χέγκελ θα ήταν ο μεγαλύτερος
φιλόσοφος μόνο αν στο τέλος έγραφε ότι από όλα αυτά δεν εννοεί τίποτα και αυτό ότι αυτό που
λείπει από αυτή τη μεταφυσική είναι δεν έχει συναίσθηση των ορίων της και ότι παίρνει
σοβαρά τον εαυτό της.

101
Ο Δανός λοιπόν λέγει ότι το σύστημα του Χέγκελ είναι αδύνατον και μόνο η εποπτεία του
υποκειμένου μπορεί να είναι δυνατή. Αλήθεια είναι αυτός ο αυθορμητισμός της ατομικής
συνείδησης και το πώς βιώνει τις υλικές αναγκαιότητες που βαραίνουν πάνω της χωρίς να την
μηδενίσουν
Η φιλοσοφία για τον Κιρκεγκορ είναι σπαράγματα ζωής και όχι λογικά ικριώματα που χάνονται
στα σύννεφα της γενικότητας

ΕΝΟΤΗτΑ 4.6
ΟΙ ΑΝΑΒΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ:Ο
ΑΙΣΘΗΣΙΑΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

Ο Κιρκεγκορτ προκείμενου να κατακτήσει την αλήθεια και να καταλάβει τι σημαίνει να ζει


κανείς αυθεντικά είναι υποχρεωμένος να περάσεις από τρία στάδια. Το αισθητικό, το ηθικό και
το θρησκευτικό στάδιο.
Το πρώτο λοιπόν βίωμα της ζωής είναι η εμπειρία του Εγώ μέσα στο επίπεδο της αισθητικότητας
και εδώ είναι η πλήρωση των ερωτικών απολαύσεων και αναπτύσσεται η πρώτη ιδέα της
ελευθερίας που βασίζεται στα υλικά πράγματα που είναι για προσωπική ευχαρίστηση και
ωφέλεια.
Πρόκειται για τον δόμο του Δον Ζουαν. Ο δρόμος αυτός έχει υπαρκτική αξία μόνο στο βαθμό
που το άτομο που διαλέγει αυτό το δρόμο μπορεί να διαχωρίζει «τον πραγματικό του εαυτό»
από την μηχανική επανάληψη του σαρκικού έρωτα. Αν το άτομο δεν κατορθώσει να πετύχει
αυτόν τον υπαρξιακό διπλασιασμό να μάθει δηλαδή να βλέπει το φυσικό του εαυτό ως Άλλο τότε
θα υποδουλώνεται στην σαρκικότητα και θα εθίζεται στον έρωτα που τον βιώνει σαν εξωτερική
ανάγκη
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Δον Ζουάν εγκατέλειπε τις ερωτικές συντρόφους του και δεν
δεσμεύεται ποτέ συναισθηματικά μαζί τους.
Ο σαρκικός έρωτας μπορεί να γίνει ένα πεδίο αυθορμησίας του ανθρώπου μόνο στο βαθμό
που τελείται υπό συνθήκες απόλυτης εσωτερικής μοναξιάς. Αυτό που τον σώζει είναι ένα
εσωτερικό πάθος, η ιδέα ότι η φυσική ικανοποίηση δεν είναι ούτε δυνατή ούτε επιτρεπτή . Αυτά
τα εφάρμοσε και στην προσωπική του ζωή.

ΕΝΟΤΗΤΑ 4.7
Η «ΑΠΕΙΡΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ» ΤΟΥ ΗΘΙΚΟΎ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Καθώς λέγει ο Κιρκεγκορ ο άνθρωπος αναλώνεται και εξαντλεί τελικά την δυναμική του στον
σαρκικό αισθησιασμό, αρχίζει να βιώνει έναν τρόμο και απελπισία.
Με το πέρασμα του χρόνου εξαφανίζεται και αιωρείται σε ένα απόλυτο κενό.
Για να βγει από το αδιέξοδο της αισθησιακής εμπειρίας αναλαμβάνει μια ηθική δέσμευση που
αυτή τη φορά δεν έχει επίκεντρο τον φυσικό του εαυτό
Ο θεσμός του γάμου παρέχει ένα πλαίσιο για μια τέτοια υπέρβαση γιατί θέτει τον άνθρωπο σε
μια κοινότητα που απαιτεται να θυσιαστεί για έναν κοινό σκοπό αλλά και γιατί παραμένει στην
φθορά του χρόνου σταθερός σε αντίθεση με τον ρομαντικό έρωτα που χάνεται όταν σταματήσει
το συναίσθημα Άλλες τέτοιες δυνατότητες είναι η πατρίδα η ανθρωπότητα το κοινωνικό σύνολο.

102
Η υποταγή σε ένα γενικό νόμο που χαρακτηρίζει την ηθικότητα δεν πρέπει να προέρχεται από
εξωτερικό καταναγκασμό. Είναι μια εσωτερική πράξη του υποκειμένου και υποτάσσομαι επειδή
πραγματικά εγώ το έχω επιλέξει.
Και η ηθική όμως εμπειρία οδηγεί τον άνθρωπο σε μια απελπισία, σε μια «παραίτηση» από
κάθε άλλη πράξη ιδέα ή αίσθημα που βγαίνει έξω από τα όρια του σκοπού που οικειοθελώς έχει
κάποιος ταχθεί. Πρόκειται για την κατάφαση σε νέα και μοναδικό όραμα που συνοδεύεται με την
ταυτόχρονη άρνηση σε όλα τα άλλα ιδεώδη.
Σε σύγκριση με την αισθητική εμπειρία όπου ο ερωτικός άνθρωπος αλλάζει τον ένα σύντροφο
μετά τον άλλον η ηθικότητα είναι ή αυτό ή εκείνο και ο ηθικός άνθρωπος δεν δικαιούται να
έχει και τούτο και το άλλο και το επόμενο. Η μεταπήδηση από τον ένα σκοπό στον άλλον
είναι υποκρισία.
Το αίσθημα αυτό να κατακτήσει την ηθική κάνοντας στην άκρη την πολυμέρεια του εαυτού
του κάνει τον «ιππότη της άπειρης παραίτησης να έχει μια προσήλωση και φανατισμό στις
πεποιθήσεις του και να θέλει να κάνει τους άλλους να πιστέψουν τα ίδια με αυτόν
Ο φανατισμός αυτός είναι βέβαια ανασφαλής γιατί γνωρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα
υποχρεωτικό στην επιλογή του και κάθε άλλη ανθρώπινη δέσμευση είναι το ίδιο ισχυρή με την
δική του

ΕΝΟΤΗΤΑ 4.8
Ο «ΙΠΠΟΤΗΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ»
Από το αδιέξοδο ο Κιρκεγκορ επιθυμεί στο τρίτο στάδιο να βγει με την θρησκευτική πίστη μεσα
από την οποία σώζεται τελειωτικά ο άνθρωπο από κάθε συμβιβασμό
Η πίστη για τον Κιρκεγκορ είναι μια τελεολογική κατάργηση της ηθικότητας και αυτό
σημαίνει ότι δεν αναζητούνται λόγοι δέσμευσης προς ένα ή άλλο ιδεώδες και ότι πέρα από τα
ιδεώδη που κατασκευάζει ο λόγος υπάρχει το ανώτερο τέλος που δίνει νόημα στην ύπαρξη μας.
Ο πιστός αφήνει όλα αυτά που έχουν να κάνουν με φυσικά αγαθά και πετάει προς τον Θεό όπως
ο Αβραάμ ο πατέρας της πίστης ακόμα και αν πρέπει να εγκληματήσει.
Η θρησκευτική εμπειρία για τον Κιρκεγκορ είναι μια εξωτερική περιπέτεια και δεν
εκδηλώνεται με συμπεριφορά και από κανένα εξωτερικό σχήμα και δεν έχει σχέση με
λατρευτικούς και δογματικού τύπους και οπωσδήποτε η πίστη δεν έχει ανάγκη την θεολογία. Την
θεολογία την έχει ανάγκη το άθεος.
Η πίστη είναι μια προσωπική σχέση με τον Χριστό ως παρόντα στην καθημερινή μας ζωή.
Πρόκειται για ένα άλμα προς την πίστη που το υποκείμενο το πραγματοποιεί μόνο του χωρίς την
βοήθεια ηθικών αρχών και με την βεβαιότητα ότι υπάρχει πάντοτε ο πραγματικός σκοπός για τον
οποίο κάνει αυτό το άλμα
Σε αντίθεση με τον ιππότη της παραίτησης που διαλαλεί την ηθική του και θέλει να τη επιβάλλει
και στους άλλους ο Ιππότης της πίστης είναι ο πρωταθλητής της σιωπής και ο μύστης μια
εσωτερικότητας και έχει τα ίδια εξωτερικά γνωρίσματα με οποιοδήποτε αστό. Όμως το
κατόρθωμα του είναι ότι έχει ένα έξοχο πνεύμα που φαίνεται και σε ένα περίπατο στο πάρκο και
βιώνει τέτοιες καταστάσεις σαν να επρόκειτο να εξαρτηθεί απ αυτές η τύχη του ίδιου του κόσμου
Μέσα του καίει ένας έρωτας για το σκοτεινό κενό που περιβάλλει τον φυσικό μας κόσμο ένα
κενό που πρέπει να γεμίσει από το υπαρξιακό μας πάθος.
Για να αποδώσει ο Κιρκεγκορ το γνήσιο υπαρξιακό περιεχόμενο της θρησκείας δανείζεται την
ίδια την ένταση του σαρικιού έρωτα και την μεταφέρει σε ένα επίπεδο καθαρά πνευματικής
εμπειρίας όπου το αντικείμενου το πόθου είναι απόν και λέγει ότι μόνο αυτός που απαρνείται το
φυσικό του σώμα θα το πάρει πίσω με μυστικό τρόπο πραγματοποιώντας τον έρωτα μια
μυστικής μυσταγωγίας Όπως και ο Σωκράτης έτσι και ο Δανός παρέμειναν ερωτικά άτομα η
διαφορά είναι μόνο στο ότι Ο δανός μετουσίωσε τον έρωτα σε μια συνειδησιακή περιπέτεια σε
πτήση προς το αδύνατο
103
Η υπέρβαση αυτή δεν είναι παράδοξη αν αναλογιστεί κανείς ότι το στο σωματικό πάθος που μας
ελκύει δεν είναι το φυσικό σώμα, είναι η εικόνα που έχουμε κατασκευάσει στην συνείδηση μας
και το σώμα του άλλου για τον υπαρξιακό άνθρωπο είναι η αφορμή για την μοναχικότητα και
της εσωτερίκευσή του. Η μεγαλύτερη ειρωνεία είναι ότι από την στιγμή που θα κατακτηθεί το
αντικείμενο του πόθου ο σαρκικός έρωτας πεθαίνει.
Ο Δανός επίσης λέγει αντίθετα με τον Χέγκελ ότι δεν υπάρχει καμιά αναγκαιότητα στην
ανάβαση της συνείδησης από τα κατώτερα στα ανώτερα στάδια και η ανύψωσή του Εγώ
είναι μια ελεύθερη επιλογή και κάποιος μπορεί να παραμείνει δια παντός στην βαθμίδα που
βρίσκεται αν είναι διατεθειμένο να πληρώσει για αυτό
Ελευθερία για τον Δανό σημαίνει να βρίσκεσαι πάντοτε εκτός και να λειτουργείς ενάντια σε κάθε
κατεστημένο και να αντιδράς σε οτιδήποτε μπορεί να γίνει ρουτίνα. Έτσι το υποκείμενο
ξαναγυρνά στον εαυτό του και μέσα αυτού στον Θεό.
Σε μια εποχή που πριμοδοτούσε τις μεγάλες Ολότητες κράτος κοινωνία ο στοχασμός του Δανού
χάθηκε μέσα στα συστήματα της ολιστικής μεταφυσικής αλλά είχε συλλάβει την ακεραιότητα
και του μοναδικού ατόμου που συντρίβεται και ελέγχεται από τις κλειστές συγκεντρωτικές
εξουσίες.

KEFALAIO 5

ΕΝΟΤΗΤΑ 5.1
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΣΤΗΝ
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ.

Από τον 19 αιώνα αρχίζει να διαμορφώνεται μια κατάσταση κατά την οποία η φιλοσοφία
ενώνεται με τους ρυθμούς της υλικής ζωής και αυτό φαίνεται και στους προσανατολισμούς των
νεοεγελιανων και του Κιρκεγκορ.
Παρατηρούμε μια κάθοδο στην πραγματικότητα και μια απομάκρυνση από την παράδοση του
Χέγκελ και του Καντ που αναγάγουν την ζωή σε νοηματικές κατηγορίες αφήνοντας έτσι τον
αντικειμενικό κόσμο.
104
Ο Σοπενχάουερ ξεκινά από την καντιανή θεωρία και λέγει ότι στόχος της φιλοσοφίας είναι να
αναδυθεί ο στοχασμός στην ζωντανή ουσία των πραγμάτων
Αυτό το εγχείρημα πραγματοποιείται από τον Σοπενχάουερ με την βοήθεια των ανατολικών
θρησκειών. Πίστευε ότι η αναβίωση αυτών των κειμένων θα βοηθούσε να ξεπερασθεί ο
λογοκεντρισμός που υποτίθεται ότι δεν είναι συμβατός με τις ανησυχίες του σύγχρονου
ανθρώπου.
Πίστευε ότι η παρατήρηση των φυσικών φαινομένων δεν μπορεί να είναι εργαλείο μόνο για
την πειραματική επιστήμη αλλά μπορεί να χρησιμεύσει και στην μεταφυσική Ο Σοπενχάουερ
δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στο βιολογικό υπόβαθρο της ανθρώπινης ζωής και στο σύστημα
του Σ. βλέπουμε μια πρώτη εκδήλωση της σημασίας της βιολογία. Ο Σ. ασχολείται με
προκλητική έμφαση με την ουσία του ερωτικού φαινομένου και της σαρκική σχέση των δύο
εταίρων και την γενετήσια ένταση.

ΕΝΟΤΗΤΑ 5.2
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. Η ΑΡΧΕΓΟΝΗ
ΒΟΥΛΗΣΗ Ως ΠΡΑΓΜΑ ΚΑΘΑΥΤΟ.

Βασικό Έργο του Σ. είναι ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση.,με αυτό συνεχίζει την
παράδοση του γερμανικού ιδεαλισμού.
Αφετηρία του έχει τον Καντ που λέγει ότι αν κατανοούμε την πραγματικότητα αυτό γίνεται
γιατί έχουμε μέσα μας έννοιες που προηγούνται της εμπειρίας. Αυτό είναι θεμέλιο για τον Σ.
Ο Ίδιος Ο Καντ αργότερα δίστασε για την παραπάνω άποψη και στην β έκδοση του καθαρού
λόγου διαχωρίζει την θέση του έτσι ώστε αυτή να μην έχει σχέση με την ιδεαλιστική άποψη του
Μπερκελυ και το κατορθώνει με την εισαγωγή του πράγματος καθαυτό και ζητούσε να
συμβιβάσει τον υποκειμενισμό με τις υλιστικές θεωρήσεις της πραγματικότητας που έβαζαν τον
υποκείμενο σε ζυγό μια εξωτερικής ανάγκης.
Η σύνθεση αυτή για τον Σ είναι αδύνατη και επιθυμεί να φύγει από την καντιανή
προβληματική. Η υλιστική θεώρηση του κόσμου ζητούσε να καθυποτάξει τα φαινόμενα στην
αρχή της αιτιότητας και να τα δει ως αποτελέσματα μιας
νομοτέλειας του σύμπαντος. Όμως η αρχή της αιτιότητας όπως λέγει ο Καντ είναι μέσα στο
ανθρώπινο λογικό και συνεπώς η εφαρμογή της πάνω στα αισθητά πράγματα δεν σημαίνει ότι
υπερβαίνει την υποκειμενικότητα γιατί η εμπειρία δίνεται πάντα σε ένα υποκείμενο.
Οι αιτιοκρατικές εξηγήσεις των φαινομένων της εμπειρίας είναι καθαρά περιγραφικές και
δεν μας λένε γιατί τα πράγματα της εμπειρίας πρέπει να είναι έτσι και δεν μπορούν να είναι
αλλιώς.
Αν δεχτούμε ότι η επιστήμη είναι το εργαλείο για να χειριστούμε την εμπειρία δεν έχουμε αγγίξει
το θέμα της φιλοσοφίας που είναι η γνώση των πραγμάτων όπως αυτά υπάρχουν δηλαδή το διότι.
Για να γίνει αυτό θα πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από την φαινομενικότητα στο «πράγμα
καθαυτό» του Καντ. Αυτό δεν είναι εύκολο και γίνεται με την άμεση κατοχή της ουσίας των
όντων από εμάς ως υποκείμενα όμως της πράξης.
Η στροφή στον εαυτό μας ως υπόβαθρο ζωής φανερώνει ότι η πηγή των πολλών φαινομένων που
συνιστούν την ζωντανή πράξη είναι η βούληση που μας παρακινεί να διατηρηθούμε εν ζωή και
εν ενεργεία. Η βούληση αυτή πραγματώνεται μέσω του σώματος και το σώμα μας είναι η
βούληση μας ως φαινόμενο ο τρόπος δηλαδή που παρουσιάζονται στους άλλους οι ζωτικές μας
επιλογές. Βιωμένο από μέσα το σώμα είναι για τον καθένα μας η πραγμάτωση των επιβιωτικών
του παρορμήσεων.

105
Βλέπουμε μια ριζική στροφή προς το σώμα και η σκεπτική του Σ διαχωρίζεται από αυτή του
Καντ που καταλήγει στην απόλυτη πνευματοκρατία αλλά ανακαλύπτει μια οντολογική διαπλοκή
ανάμεσα στο σώμα και το υποκείμενο( καταγωγή από Σπινόζα)

ΕΝΟΤΗΤΑ 5.3
Η ΒΟΥΛΗΣΗ Ως ΤΥΦΛΟΣ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΟς ΠΑΛΜΟΣ. Η
ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ

Εκείνο που πραγματικά είμαστε για τον Σ είναι η βούληση μας .


Καθε ατομική βούληση ζωής είναι με τη σειρά της συστατικό της παγκόσμιας βούλησης που
διαπερνάει την ζωντανή ύλη.
Ο κόσμος είναι ένα σύστημα που πάλλεται για να διαιωνίσει τον εαυτό του και αυτό το
σύστημα διατηρείται ενεργό καταναλώνοντας και μηδενίζοντας όλα τα επιμέρους ατομικά
συστατικά που το απαρτίζουν
Ο σκοπός του παντός είναι η καθολική βούληση που έχει κάθε ατομικό ον ως μέλος του σώματος
της. Είναι μια συμπαντική βούληση που δεν εξαρτάται από τίποτα έξω από αυτήν και η βούληση
αυτή δεν έχει καμία σχέση με ηθικές βλέψεις και ωφελιμιστικές σκοπιμότητες που καθορίζουν
την ζωή των εμπειρικών ατόμων.
Λειτουργούμε με την παραδοχή ότι ο κόσμος έχει μια αρμονία και κάθε ύπαρξη μέσα σε αυτόν
θέλει να εχει την ευδαιμονία της. Ο Σ λέγει όμως ότι τίποτα δεν φανερώνει ότι ο κόσμος είναι
συγκροτημένος λογικά πολύ περισσότερο για τα πεπερασμένα όντα που βρίσκονται μέσα σε
αυτό τον κόσμο
Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει και το υλικό γίγνεσθαι χαρακτηρίζεται από καταρρεύσεις και
ανατροπές και έτσι ολόκληρα συστήματα εξαφανίζονται και οποιαδήποτε αντίδραση στην
σκληρότητα και απανθρωπιά τους είναι μάταιη. Οι καταστροφικοί κλυδωνισμοί χρησιμεύουν
μόνο για να διατηρείται το σύστημα της φυσικής ζωής σε μια κατάσταση ισορροπίας και αυτό
κατορθώνεται πάντα εις βάρος αυτών που εξολοθρεύονται. Πόνος και θάνατος είναι μια κάτι
αναγκαίο στην φύση
Πρώτον το να προσπαθεί κάθε ον να συντηρήσει τον εαυτό του σημαίνει ότι έρχεται σε
ανταγωνισμό μετά άλλα όντα που θέλουν να κάνουν το ίδιο
Δεύτερον υπάρχει μια πάλη με τον φυσικό θάνατο που είναι το ΄τέλος όλων. Άρα το να
προσπαθούν τα όντα να καταπατήσουν τα άλλα όντα είναι μια ματαιότητα από την στιγμή που
υπάρχει ο φυσικός θάνατος
Αυτό που θα μείνει είναι μόνο η Ζωή που θα διαρκέσει στους αιώνες
Λέγει Ο Σ. ότι η φύση δεν ενδιαφέρεται για μεμονωμένα άτομα αλλά μόνο για το είδος. Το
άτομο για την φύση δεν έχει την παραμικρή αξία γιατί το βασίλειο της είναι ο άπειρος χρόνος και
χώρος και μάλιστα είναι έτοιμη να προκαλέσει την πτώση του ατόμου Το άτομο είναι
προορισμένο για την καταστροφή και οδηγείται προς αυτήν από την ιδια την φύση από την
στιγμή που έκανε το καθήκον του δηλαδή να διατηρήσει το είδος.
Μ ε τον θάνατο δεν επηρεάζεται λέγει ο Σ το πράγμα καθαυτό , η βούληση, ότι διαλύεται είναι η
συγκεκριμένη ύπαρξη που είναι το φαινόμενο και είναι αντανάκλαση της βούλησης της. Τα
πράγμα καθαυτό, η βούληση που συντηρούσε την ύπαρξη όσο βρισκόταν στη ζωή είναι κάτι
πέρα από αυτήν, την ξεπερνάει και μένει αλώβητη και μετά τον φυσικό της θάνατο.
Γρήγορα η σκέψη του Σ απέκτησε την φήμη της παθητικής απαισιοδοξίας αλλα η
μοιρολατρία του παρά τις φοβίες του και τις ιδιορρυθμίες δεν ΄ήταν το σκοπός της σκέψης του.
Μάλιστα καταδικάζει την αυτοκτονία λέγοντας ότι αυτός ο πόνος δεν συνεπάγεται την εύκολη
λύση του θανάτου γιατί η αυτοχειρία θα σήμαινε το τέλος της φιλοσοφίας

106
Λέγει ο Σ. Η φύση με την εξαφάνιση των ατόμων εκφράζει την αλήθεια ότι μόνο οι Ιδέες και όχι
τα άτομα εκφράζουν την αντικειμενικότητα της βούλησης αλλά επειδή ο άνθρωπος είναι και
αυτός μέρος της φύσης και η φύση ταυτίζεται με τη βούληση για ζωή ο άνθρωπος που το
κατανοεί παρηγορείται σκεπτόμενος τον θάνατο του εκείνων και των φίλων του στρέφοντας τα
μάτια του στην αθάνατη ζωή της φύσης που είναι ο ίδιος του ο εαυτός.
Η μεταφυσική του Σ επηρέασε την μεγενεστερη σκέψη κυρίως μέσα από την αντιστροφή της
τάσης της δυτικής σχέση που κορυφώνεται με τον Λαιμπνιτς ότι η φυσική τάξη αντιστοιχεί σε
μια αρμονία που βρίσκει μέσα του ο άνθρωπος.
Η σχέση αυτή ότι η φύση ταυτίζεται με το λόγο και ο λόγος με την φύση είναι αστήρικτη και
ικανοποιεί την ματαιοδοξία μας ότι είμαστε τα μόνο λογικά όντα στην φύση αλλά δεν
υποχρεώνει την φύση να λειτουργεί συμφωνα με τα πρότυπα του ανθρώπινου νου
Βέβαια η ανθρώπινη ψυχή έχει μεγαλύτερο βάθος αλλά και αυτή μεροληψία υπέρ της
λογικότητας παραποιεί την πραγματικότητα και εδώ ο Σ λέγει ότι ο κόσμος μας αντί να είναι ο
καλύτερος όλων των δυνητικών κόσμων όπως έλεγε ο Λαιμπνιτς είναι ο χειρότερος.
Η μεταφυσική του Σ είναι σκοτεινή μόνο αν την αντιπαραβάλουμε τους θετικιστές που έλεγαν
αρκεί να οργανώσουμε συστηματικά την γνώση της φυσικής νομοτέλειας και θα απαλλάξουμε
τον άνθρωπο από τον πόνο.

Παρά την εγγυημένη ματαιότητα των αγώνων του ο άνθρωπος δεν παραλύει κατά τον
Σοπενχάουερ και προσπαθεί να ξεφύγει από τις εκρήξεις της βούλησης και να φτάσει στον
ουρανό της πνευματικής γαλήνης. Αυτά είναι και να μόνο που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος μέσα
στα πλαίσια που του επιτρέπει ένας κόσμος που πάει να το μηδενίσει.
Δυο είναι οι δρόμοι για να ξεφύγει το υποκείμενο από την τυραννία της βούλησης: Ο
καλαισθητικός δρόμος και ο ηθικός
1) Η Τέχνη μέσα από τα αντικείμενα της μας δείχνει με αισθητικό τρόπο όχι τα καθημερινά και
τετριμμένα και τα εφήμερα και τα πεπερασμένα, αλλά καθολικές ιδέες όπως τις περιέγραψε ο
Πλάτωνας που ξεπερνούν τον χρόνο . Βλέποντας λοιπόν τα έργα τέχνης και ιδιαίτερα την
μουσική που την θεωρεί γλώσσα της βούλησης το υποκείμενο παύει να αισθάνεται το βάρος της
προσωπικής του ύπαρξης και τις πιέσεις της βούλησης του που τον ταλαιπωρούν στην ζωή και
ενώνεται με τις αιώνιες ιδέες που τα έργα εκφράζουν. Θέτει προσωρινά ένα τέρμα στην
παρόρμηση του να βασανίζει τις υπόλοιπες πτυχές του φυσικού του βίου
Ο Σ στο θέμα της τέχνης συνδυάζει τον Πλάτωνα και την καντιανή θεώρηση της τέχνης ως
καθαρής και χωρίς αισθησιακό ενδιαφέρον εποπτεία ενός έργου από την άποψη μόνο της
μορφής.
2) Ο ηθικός δρόμος. Το κάθε εμπειρικό Εγώ προσπαθεί με την ορμή της ατομικής βούλησης του
να νικάει και να αποκλείσει από τα υλικά αγαθά κάθε άλλη ατομική βούληση και αυτό είναι κάτι
που το βλέπουμε στην κοινωνική ζωή και που είναι τόσο μάταιο αφού όλοι τελικά θα οδηγηθούν
στον μηδενισμό.
Έτσι το Εγώ θα πρέπει να απαλλαγεί από τις υλικές επιδιώξεις γιατί πρέπει να
συνειδητοποιήσει ότι είναι μια μηδαμινή προσωπικότητα μέσα στο καθολικό σύστημα της
ζωής.
Έτσι λοιπόν οδηγείται στην αρχή ότι η ύπαρξη του περνά μέσα από τον άλλον και αυτή είναι η
αρχή που τον καθοδηγεί αρχίζοντας από τα άψυχα και άλογα πράγματα και φτάνοντας μέχρι τις
λογικές συνειδήσεις που μέχρι τώρα θεωρούσε ότι το αντιπάλευαν και ήθελαν να το μηδενίσουν.
Έτσι το Εγώ μαθαίνει να βρίσκει τον εαυτό του στο μη- Εγώ και μαθαίνει να λέγει το
υποκείμενο συμφωνα με ένα ινδουιστικό μύθος «και αυτό το πράγμα είμαι Εγώ» καθώς
περνούν τα άλλα συστατικά του φυσικού κόσμου. Έτσι η ατομικότητα του ενώνεται με τον
ζωικό παλμό του κόσμου ενώ το Εγώ διαλύεται και γίνεται αιώνιο μέσα από την άρνηση αυτή
και γαληνεύει μέσα στην φύση. Αυτό είναι και το νιρβάνα των ανατολικών θρησκειών.
Ο Σ. έγινε αιτία να βλαστήσει η λεγόμενη «φιλοσοφία της ζωής» με την οποία κλείνει ο 19 ος
αιώνας και δίνει βήμα στην συνταρακτική σκέψη του Νίτσε.

107
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Η απαξίωση της ορθολογικότητας και το βιωματικό υπόβαθρο της ανθρώπινης πράξης. Ο
ιστορισμός των νεοκαντιανών Βιντελμπαν και Ριλερκ

ΕΝΟΤΗΤΑ 6.1

Το τέλος του 19ου αιώνα σημαδεύεται γύρω από την έννοια της «φιλοσοφίας της ζωής» και η
φιλοσοφία εστιάζεται στα βιωματικά φαινόμενα της ζωής.

108
Το ζητούμενο τώρα είναι να δούμε την ρίζα της ζωής και το σύστημα όλων αυτών των
ορμών από το ποιο πηγάζει η ενέργεια αυτή του κόσμου.
Η ρήση του Σοπενχάουερ ότι «το υποκείμενο δεν βούλεται αυτό που γνωρίζει. Γνωρίζει αυτό
που βούλεται» επηρέασε την «ψυχολογία του βάθους» του Φρουντ
Έτσι δημιουργείται η ‘φιλοσοφία της ζωής’ και το κύριο επίτευγμα αυτής της τάσης είναι η
διάκριση ανάμεσα στις φυσικές επιστήμες από την μια και στις επιστήμες του πνεύματος ή τις
επιστήμες του ανθρώπου από την άλλη. Η διάκριση αυτή ήταν το θεμέλιο του ιστορισμού.
Ο ορισμός της φιλοσοφίας της ζωής όπως τον όρισε ίσως ο πιο τυπικός εκφραστής ο Ντιλται
είναι:
«Αφού προσέγγισα ιστορικά και ψυχολογικά τον άνθρωπο σαν ολότητα κατάφερα να εξηγήσω
και την γνώση και τις έννοιες της γνώσης με αναφορά ένα ον που μπορεί να σκέφτεται να
στοχάζεται και να βούλεται. Προσπάθησα να ερευνήσω τα συστατικά της σύγχρονης
αφηρημένης επιστήμης και με την ολότητα της ανθρώπινης φύσης όπως αυτή μας
παρουσιάζεται καθημερινά μέσα στην εμπειρία και κατέληξα στο αποτέλεσμα ότι στην ολότητα
της ανθρώπινης φύσης χρωστάμε όλα τα σημαντικά πράγματα που ξέρουμε για τον κόσμο. Έτσι
τα ερωτήματα που θέτουμε στην φιλοσοφία απαντώνται μόνο από την σκοπιά μίας ιστορίας που
εξελίσσεται και πηγάζει από την ολότητα του είναι μας.»
Η παραπάνω θεώρηση είχε βάση του νεοκαντιανούς της σχολής της Βαδης με προεξάρχοντες
τους Ρικερτ και Βινταλμπαντ

Ο Ρικερτ βασικά παραδέχεται την καντιανή θεώρηση για την προτεραιότητα του πρακτικού
λόγου καθώς και το ότι η ηθική δεν έχει σχέση με την εμπειρία αλλά επιχειρηματολογεί ότι η
κινητήριος δύναμη της ιστορίας δεν είναι τα υλικά μεγέθη και το πώς είναι αντικειμενικά ο
κόσμος- αυτό είναι κάτι που το κάνει η εμπειρική επιστήμη αλλά σημασία είναι οι αξίες που
επιλέγουν να υπηρετήσουν τα υποκείμενα. Ο άνθρωπος γνωρίζει τον σωστό προσανατολισμό και
πάνω σε αυτόν τον άξονα δομείται η κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά του.
Η ισχύς ενός συστήματος δεν αποδεικνύεται ούτε λογικά αλλά ούτε με αναφορά στις υλικές
συνέπειες . Το να θα δεσμευτούμε σε αυτό έχει να κάνει με μια διανοητική μέθεξη. Στην ιστορία
θα δούμε ότι υπάρχουν πολλές αξιολογιτικές ενοράσεις και αυτή η πολλαπλότητα είναι το
θεμελιακό γνώρισμα της κοινωνικής ζωής.
Όταν σκεφτόμαστε πάνω στην ιστορία δεν μπορούμε να αποδείξουμε την αλήθεια της μιας ή
της άλλης κοσμοθεωρίας και αυτό γιατί δεν έχουμε να κάνουμε με τις επιστημονικές θεωρίες
που ψάχνουν την αιτιακή δομή αλλά κάθε άνθρωπος κάθε συνείδηση αξιολογεί διαφορετικά
αυτό που βλέπει.
Έτσι ο φιλοσοφικός στοχασμός της ιστορίας θέλει να διεισδύσει στο εσωτερικό της συνείδησης
της ατομικής ή συλλογικής και να μελετήσει πως φαίνεται από μέσα ο κόσμος με άξονα όλες τις
αξιολογιτικές παραδοχές που την διαποτίζουν.
Η κατανοητική μέθοδος στην κοινωνιολογία που επεξεργάστηκε ο Μαξ Βέμπερ κατάγεται από
την προβληματική του Ρικερτ.
Ο Βιντελμπαντ ταξινομεί τις επιστήμες σε δυο κατηγορίες: τις νομοθετικές και τις ιδιογραφικές
Οι νομοθετικές είναι εκείνες που παρατηρούν τα επιμέρους φαινόμενα και καταλήγουν σε
γενικούς και καθολικούς νόμους που τα κυβερνούν
Οι ιδιογραφικές είναι οι ιστορικές ή κοινωνικές επιστήμες που η ενασχόληση με την
κανονικότητα και περιοδικότητα των φαινομένων είναι δευτερεύουσας σημασίας και το βασικό
τους στοιχείο είναι ότι στοχεύουν στην απομόνωση ενός συγκεκριμένου γεγονότος
Ιστορία είναι το σύνολο των μοναδικών πράξεων που παρολες τις ομοιότητες δεν μπορούν να
πουν σε μια καθολική νομοτέλεια. Δεν μπορούμε να πούμε μια θεωρία για τις επαναστάσεις
αλλά θα πρέπει να δούμε κάθε επανάσταση ξεχωριστά, κάθε επανάσταση είναι μια και μοναδική
εμπειρία που συνθέτεται από τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο σε αυτήν
Στην μελέτη της ιστορίας θα πρέπει να δούμε τον τρόπο που έδρασαν τα υποκείμενα και
πραγμάτωσαν ή όχι τους οραματισμούς τους και όσο πιο βαθιά μπαίνουμε στην ιστορία τόσο και

109
περισσότερο αυτή αναλύεται σε ένα καλειδοσκόπιο ατομικών ενοράσεων. Έτσι καταλήγει ότι η
φιλοσοφία θα πρέπει να αναγνωρίζει την αυτοτέλεια των ιστορικών επιστημών και να μην
προσπαθεί να δώσει εξηγήσεις όπως στα φυσικά φαινόμενα.

eΝΟΤΗΤΑ 6.2
Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ
ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΟΥ ΠΝΕΎΜΑΤΟς ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ
ΝΤΙΛΤΑΥ

Ο Ντίλταυ είναι ο στοχαστής που προσπαθεί να συγκεφαλαιώσει το αίτημα για την αυτοτέλεια
των ιστορικών επιστημών Δυστυχώς η πολυδαίδαλη σκέψη του δεν ολοκληρώνεται. Η σκέψη
έχει να κάνει με την προσπάθεια να ορίσει το πεδίο των επιστημών σε αντιδιαστολή με τις
θριαμβευουσες φυσικές επιστήμες και το θετικισμό που ήθελε να τα υποβάλει όλα σε
πειραματικός έλεγχο και παρατήρηση
Ο Ντιλταυ αντιτάχθηκε στην «αντικειμενοποιηση» των κοινωνικών φαινομένων και εκ των
έξω περιγραφή των ιστορικών γεγονότων
Η έννοια της αιτιότητας όπως την εννοεί η φυσική επιστήμη δεν έχει καμία σχεση με την
κοινωνική δυναμική
Η ιστορική εξέλιξη δεν έχει μία σχέση με τις υλικές δομές και αυτές με τις σειρά τους να
προκαλούν αλλά υλικά αποτελέσματα. Όπως στην Γαλλική επανάσταση που κάποιοι λένε ότι τα
αίτια ήταν οι οικονομικοί δείκτες. Η οικονομική κατάρρευση μπορεί να είχε υπάρξει όπως και σε
πολλές χώρες χωρίς να γίνει όλη αυτή η αναδιάρθρωση που σημάδεψε τον πολιτικό και
κοινωνικό βίο στην Γαλλία και όχι μόνο.
Ο ιστορικός δεν ψάχνει τα αίτια, άλλα τους λογούς που έγιναν οι κοινωνικές ανακατατάξεις
τα ιστορικά φαινόμενα έχουν τους λόγους τους και πηγάζουν από τις καταστάσεις αυτές που
κάνουν τα υποκείμενα να έρχονται σε ρήξη με την πραγματικότητα την οποία και θέλουν να
αλλάξουν κατά τις δικές τους ηθικές ενοράσεις. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στους λόγους και τα
αίτια υπάρχει μέχρι σήμερα.
Ο Ντιλταυ είναι ο στοχαστής που εισάγει τον όρο «επιστήμες του πνεύματος» και με τον όρο
αυτό δηλώνει τον μεθοδολογικό διαχωρισμό ανάμεσα στις κοινωνικές και φυσικές
επιστήμες .
«Αυτό που διαχωρίζει τις επιστήμες του ανθρώπου από τις φυσικές επιστήμες είναι η πρακτική
που βρίσκεται καλά μέσα στην αυτοσυνειδησία του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος βρίσκει εντός του μέσα του την κυριαρχία της βούλησης, την υπευθυνότητα των
πράξεων του και την ικανότητα να καθυποτάξει τα όλα αυτά που αντιστέκονται στην σκέψη του.
Υπάρχει μέσα στο βασίλειο της φύσης σαν ένα Βασίλειο μέσα στο βασίλειο. Κάθε αξία και
σκοπός ενυπάρχει μέσα στον κόσμο του πνεύματος που είναι ενεργός μέσα του.
Ο σκοπός της κάθε πράξης του είναι να παράγει πνευματικά γεγονότα και έτσι ξεχωρίζει το
βασίλειο της ιστορίας από το βασίλειο της φύσης. Και αντίθετα από την μηχανική διαδικασία της
φυσικής αλλαγής που έχει μέσα της από την αρχή όλα αυτά που παράγει οι πράξεις της
βούλησης απαιτούν θυσίες και αποτελούν μια εξέλιξη για τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα
γενικά κάτι περισσότερο από την επανάληψη που της φυσικής διαδικασίας.»

Έτσι οι επιστήμες του πνεύματος στηρίζονται στο ότι ο άνθρωπος πράττει για τι θέτει και
επιδιώκει σκοπούς. Για να δοθεί μια ιστορική εξήγηση θα πρέπει να μπούμε στο εσωτερικό της
συνείδησης που πράττει τα γεγονότα που βλέπουμε μόνο έτσι θα κατανοήσουμε τα ιστορικά
φαινόμενα Ο ιστορικός λοιπόν εδώ δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τα αισθητήρια όργανα του.

110
Όργανο του ιστορικού είναι η φαντασία να βλέπει πίσω από τα υλικά πράγματα που
επιβίωσαν με τον πέρασμα των αιώνων. Ο Παρθενώνας δεν είναι ένας σωρός από μάρμαρα αλλά
θα είναι το αποτέλεσμα μεγάλων παραδοχών που καθορίζουν ένα πολιτισμό γιατί όπως λεγει και
ο Κολιγκγουντ η ιστορία είναι μια ιδέα και ο ιστορικός πρέπει να ξεπερνάει τα υλικά στοιχεία
και εισχωρήσει..
Ο Ντίλταυ ανέπτυξε αυτές τις θεωρίες που μοιάζουν με τις θεωρίες του Χέγκελ αλλά ο Ντιλτάυ
απορρίπτει την άποψη του Χέγκελ και την υποταγή της συνείδησης σε καθολικούς νόμους Ο
Χέγκελ υπήρξε ο πρώτος υπαρξιστής που βιώνει τον εαυτό του μέσα από την ιστορική
πραγματικότητα και την διαπερνάει

ΕΝΟΤΗΤΑ 6.3
Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΗΣΕΩΝ

Ο Ντίλταυ υποστηρίζει ότι κάθε ιστορική πράξη είναι εξατομικευμένη και θεωρείται από
την ψυχολογική άποψη του υποκειμένου.
Οι σκοποί στους όποιους τάσσονται τα ιστορικά υποκείμενα πηγάζουν από τις ηθικές και
ψυχολογικές δεσμεύσεις που ορίζουν την προσωπικότητά τους και σύμφωνα με αυτές τις
δεσμεύσεις και θεωρήσεις βλέπουν τον κόσμο.
Ο ιστορικός αυτές τις κοσμοθεωρησεις βλέπει που είναι αναγκαία η συνειδησιακή προϋπόθεση
για την πρακτική τους συμπεριφορά των υποκειμένων και δουλειά του φιλόσοφου του
πολιτισμού είναι να ταξινομήσει αυτά τα κοσμοθεωρητικά σχήματα που βοήθησαν στην ανέλιξη
της ιστορίας. Αυτή μάλλον είναι και η τέταρτη κριτική την οποία δεν έγραψε ο Καντ αλλά και το
έργο του Ντιλαταυ έμεινε ανολοκλήρωτο όπως επίσης και η προσπάθεια του να συμπληρώσει
τον ιδεαλισμό σχετικά με το τι προαπαιτείται για να γίνει μια ιστορική πράξη
Αυτός ο τύπος του ιστορισμού συνδυάζει τις καντιανές απόψεις για την εμπειρία και την
εγελιανή αντίληψη για την ιστορική πραγματικότητα ως το πεδίο εκείνο που πραγματώνονται οι
επιλογές του ανθρώπου.
Τρεις είναι οι βασικοί τύποι των κοσμοθεωριών για τον Ντίλταυ που ενυπάρχουν σε κάθε
περίοδο τη πορείας της ιστορίας του πολιτισμού αλλά πάντα μια υπερισχύει έναντι των άλλων.
Αυτές οι ερμηνευτικές μήτρες είναι «έμφυτες» και είναι κάτι σαν τις λογικές κατηγορίες του
Καντ:
Ο «υποκειμενικός ιδεαλισμός» που δίνει το προβάδισμα στις έννοιες που φυτρώνουν μέσα στην
καθαρή συνείδηση ανεξάρτητα από την φυσική κατάσταση
Ο «αντικειμενικός ιδεαλισμός» που βρίσκει μια λογική τάξη μέσα στον κόσμο.
Ο φυσιοκρατικός υλισμός που κατανοεί την πραγματικότητα σαν ένα σύστημα που αποτελείται
από απαράβατους νόμους.
Κάθε μια από τις ανωτέρω κοσμοθεωρήσεις δίνει την δική της αλήθεια για την πραγματικότητα.
Στην ιστορία δεν υπάρχει μια και μοναδική αλήθεια που να ορίζεται με αναφορά τα υλικά
δεδομένα έξω από την συνείδηση. Στην ιστορική σκέψη συγκρούονται οι διάφορες
αξιολογήσεις με άξονα τα συμφέροντα των ατόμων και οι αξιολογήσεις αυτές
αλλοσυμπληρώνονται.
Ο Ντιλταυ φιλοδοξούσε να εγκαινιάσει ένα διάλογο για να φέρει κοντά αυτές τις
κοσμοθεωρήσεις ώστε να δημιουργηθούν κοινές παραδοχές χωρίς να χάσει καμία από αυτές τις
ενοράσεις της.
Αυτό το όνειρό του βέβαια ήταν μια ουτοπία γιατί κάθε πρόσωπο από τους πρωταγωνιστές της
ιστορίας επιλέγει μια από αυτές γιατί να κάποιος καταλάβει ότι και ο αντίπαλος έχει μετοχή στην
αλήθεια σταματάει την δράση και στην πράξη η σύγκρουση των κοσμοθεωρήσεων προάγει την
ανέλιξη του πολιτισμού

111
Η άποψη του Ντιλταυ πέφτει μέσα στο ρήγμα μεταξύ θεωρίας κι πράξης διασπώντας την
ενότητα ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο.
Ο ιστορισμός γενικά χαρακτηρίζεται από μια πολλαπλότητα αξιολογητικών επιλογών και έτσι
οδηγούμαστε σε ένα γνωσιολογικό σχετικισμό ότι δηλαδή η ιστορία έχει πάντα υποκειμενική
αναφορά
Έτσι είναι οι επιστήμες του ανθρώπου επιστήμες ή είμαστε καταδικασμένοι να μείνουμε στο τι
βιώνει το κάθε υποκείμενο Με αυτό ασχολήθηκε ο Μαξ Βέμπερ

ΕΝΟΤΗΤΑ 6.4
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΖΩΤΙΚΗ ΟΡΜΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
ΤΟΥ ΜΠΕΡΞΟΝ

«Φιλόσοφος της ζωής» των αρχών του 20ου αιώνα με διεθνή και λαική ακτινοβολία μάλιστα το
1927 πήρε το νόμπελ Λογοτεχνίας αντλώντας το υλικό του από την βιολογία.
Βασικό του βιβλίο ήταν το Η δημιουργός εξέλιξη που αποτελεί ένα διαλογισμό πάνω στην
φυσική εξέλιξη εμπνευσμένος από τον Δαρβίνο και αποβάλλει κάθε κάθε επιστημονικό
περιορισμό και η θεωρία του ανυψώνεται σε μια ποιητική ενόραση του πυρήνα της ζωής.
Και δανείζεται την ορολογία της επιστήμης για να πετάξει πέρα από τα επιστημονολογικά όρια
της πειραματικής μεθόδου.
Ο Μπερξον λέγει ότι η προσέγγιση του στο πρόβλημα της ζωής δεν είναι ούτε τελολογική, ούτε
αιτιοκρατική γιατί και οι δύο θεωρήσεις προϋποθέτουν μια απαράβατη αναγκαιότητα στην
δυναμική των φυσικών και ανθρώπινων πραγμάτων που εξετάζουν. Ο Μπερξόν αντίθετα θέλει
να ξεκινήσει από το μηδενικό σημείο εισάγοντας και αυτός μια «αντιστροφή οπτικής» που
χαρακτηρίζει τον στοχασμό της νεωτερικότητας.
Ξεκινά λοιπόν από μια νέα κατανόηση της έννοιας του χρόνου που είναι σημαντικό εργαλείο
σε σχέση με το φαινόμενο της ζωής. Οι αντιλήψεις για τον χρόνο βασίζονται σε μια παρανόηση
και τεμαχίζουν τον χρόνο σε μικρά αυθύπαρκτα κομμάτια και μόνο εκ των υστέρων ενώνονται
γιατί το επιβάλει κάποιο επιστημονικό ή λογικό σχήμα. Αυτή η αναλυτική ιδέα του χρόνου είναι
χρήσιμη μόνο για την πειραματική έρευνα και εφαρμόζεται μόνο σε αντικείμενα που υπόκεινται
σε εξωτερικές δυνάμεις.
Έτσι λοιπόν αυτή η ιδέα, ή έννοια του χρόνου δεν μπορεί να είναι συμβατή με την εσωτερική
εμπειρία του αυτοδημιουργόυμενου οντος γιατί ο χρόνος για αυτό το ον δεν είναι κάτι που θέλει
να το κατασπαράξει αλλά ταυτίζεται με αυτό. Ο χρόνος είναι ο εαυτός του.
Αυτός ο πρωτογενής χρόνος είναι το ρεύμα της δημιουργικής ζωής που αναβλύζει από την ίδια
της φυσικής μας υπόσταση και αυτός ο χρόνος είναι εντός μας και γίνεται αντιληπτός με
διαίσθηση από το καθαρά υπερεμπειρικό Εγώ μας και για αυτό τον λόγο δεν χαρακτηρίζεται από
τον κατακερματισμό του εξωτερικού χρόνου Ο εσωτερικός χρόνος έχει απόλυτη και αμέριστη
διάρκεια. Και στο πεδίο αυτό πραγματοποιείται η ένταση του ζωντανού Εγώ που προορισμό έχει
να είναι μια αυτοκινούμενη οντότητα.
Ο πυρήνας του αυτενεργού υποκειμένου μας αποκαλύπτεται μέσα από την νέα αυτή κατανόηση
του χρόνου που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα συστατικό ενός καθολικού συστήματος ζωτικής
ενεργεια που βγαίνει μεσα από την φυσική υλη και ταυτόχρονα είναι σε αντιθεση προς αυτή, Η
ζωή είναι η μετάλλαξη της υλης σε πνευμα.από ένα σκίρημα στην ιδια την καρδιά του υλικού
είναι

112
ΕΝΟΤΗΤΑ 6.5
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΣ

Ο αμερικανικός πραγματισμός είναι ένα ιδιότυπο κίνημα διανοητικό που εγκαινιάζει την
είσοδο των αμερικανών στην διανόηση και ξεχωρίζει τόσο από τον ορθολογισμό όσο και από τον
εμπειρισμό που υπάρχει στην Ευρώπη μάλιστα ο Εμερσον προτρέπει τους αμερικανούς λογίους
να κόψουν τον ομφάλιο λώρο με την μητέρα Ευρώπη και να κάνουν μια αυτόνομη παιδεία.
Πράγματι καμία σχόλη δεν δίνει με τον καθαρό τρόπο τις ιδιαίτερες πρακτικές και
θεωρητικές παραδοχές της κοινωνίας από την οποία βγήκε.
Ο πραγματισμός είναι μια θεωρία της πράξης με την πιο αντιιδεολογική και
αντιθεωρητική σημασία που μπορεί κανείς να δώσει και εκφράζει τον προσανατολισμό σε
πρακτικό αποτέλεσμα που χαρακτηρίζει την αμερικανική ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της.
Τα σπέρματα του πραγματισμού ανιχνεύονται στον εμπειρισμό και τον ωφελιμισμό με την
μόνη διαφορά ότι οι αμερικανοί λέγουν ότι κάθε θεωρία ηθική ή επιστημονική θα πρέπει να
μετριέται σε αποδοτικότητα.
Παρόλα αυτά «η φιλοσοφία της ζωής» παρουσιάζει πολλές συνάφειες με τον πραγματισμό
ειδικά του Τζειμς γιατί και εδώ βλέπουμε τον ζήλο να ασχοληθεί η φιλοσοφία με την ύλη της
ανθρώπινης εμπειρίας και εδώ καταλυτική είναι η επιρροή της βιολογίας και κυρίως του
δαρβινισμού αλλά και η επιβιωτική προσταγή ενώ ταυτόχρονα ξεπηδά η άποψη ότι η ιδέα
κυρώνεται στις χειροπιαστές συνέπειες που αυτή έχει πάνω στα εξωτερικά πράγματα.
Βλέπουμε δηλαδή ότι ο πραγματισμός πραγματεύεται την επιστροφή στα πράγματα.
Τρεις είναι οι εκφραστες ο Πιρς, ο Τζειμς και ο Ντιουι

Πραγματισμός και θρησκευτική πίστη.


Η αλήθεια κατά τον πραγματισμό είναι ένα υλικό αντίτιμο που εξαργυρώνεται στην πράξη
Ας υποθέσουμε ότι μια ιδέα είναι αληθής αν πράγματι είναι αληθής τι θα προκαλέσει μέσα στην
πρακτική ζωή κάποιου και πως θα πραγματοποιηθεί η αλήθεια της, τι θα συμβεί διαφορετικό από
εκείνες τις εμπειρίες που αν ίσχυαν θα ήταν ψευδής? Ποιο είναι το υλικό αντίτιμο αυτής της
αλήθειας? Η αλήθεια συμβαίνει σε μια ιδέα που τα γεγονότα την κάνουν αληθινή, η αλήθεια
είναι στην πραγματικότητα ένα γεγονός, μια διαδικασία από την οποία επαληθεύεται η
επαλήθευση της.
Έτσι λοιπόν η πίστη βρίσκεται σε διάσταση με τα ευρήματα της εμπειρικής έρευνας αυτό δεν
στάθηκε ικανό να την διαψεύσει γιατί επιστήμη και πιστη συνυπάρχουν και αυτό γιατί
αναφέρονται σε διαφορετικές διαστάσεις της πραγματικότητας
Το θρησκευτικό πρόσταγμα δεν έχει να κάνει με την περιγραφή των πραγμάτων όπως αυτά και
είναι αφορά την απάντηση στο ερώτημα»γιατί υπάρχω»και σε αυτό το ερώτημα δεν υπάρχει
λύση που να βασίζεται σε εμπειρικά δεδομένα. Με αυτόν τον τρόπο δεν μπορούμε να πούμε ότι
ο Θεός υπάρχει αλλά ούτε ότι δεν υπάρχει.
Τι θέση που θα κρατήσει ο καθένας μας εξαρτάται από το τι άνθρωπος είναι. Άλλος λοιπόν
επιλέγει την αθεΐα (ψυχοπνευματική σκληρότητα) και ενδιαφέρεται μόνο για να ικανοποιηθεί
στο σύντομα πέρασμα από την ζωή και άλλος μένει ταγμένος σε οράματα και ηθικές αξίες και
αρνείται τον φυσικό μηδενισμό.
Η τρυφερή ψυχολογική του ιδιοσυστασία τον φέρνει στην πίστη .Αν θέλει κάποιος «να πιστεύει
«κανείς δεν μπορεί να του το απαγορέψει με αναφορά τα επιστημονικά δεδομένα και η πίστη
είναι κάτι που απορρέει από την ψυχολογική έφεση του ανθρώπου να δει τον κόσμο να διέπεται
από αναγκαιότητες πνευματικού τύπου. Επειδή όμως κάθε άνθρωπος προσλαμβάνει διαφορετικά
τον κόσμο είναι προφανές ότι δεν υπάρχει μια υποχρεωτική μορφή θρησκευτικότητας.

113
PEIRCE

Ιδρυτής του πραγματισμού, πρωτοπόρα διάνοια, θεμελιωτής της σημειολογίας αλλά και της
σύγχρονης φιλοσοφίας της επιστήμης και πρώιμος εκφραστής της αρχής της διαψευσιμότητας.
Καταρχήν είναι ορθολογιστής και χρησιμοποιεί ως πρότυπο για την κατανόηση των θεωριών
την πειραματική διαδικασία της επιστήμης. Δυο αφηρημένες διαφορετικές αντιλήψεις που
διαφέρουν μόνο στον τρόπο που είναι διατυπωμένες στην ουσία δεν έχουν καμία διαφορά και οι
έριδες που πυροδοτούν δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να βγάζουν την κοινωνία από τον
πραγματικό στόχο που είναι ο έλεγχος της φύσης με σκοπό την ευδαιμονία και την επιβίωση.
Π.χ. ερίζουν οι διαμαρτυρόμενοι με τους καθολικούς για το θέμα του οίνου και του άρτου της
θείας ευχαριστίας αλλά οι βιολογικές επιπτώσεις και στις δυο περιπτώσεις είναι οι ίδιες και
επομένως υπάρχει αντιδικία άνευ αντικειμένου.
Η αρχή του πραγματισμού όπως την διατύπωσε ο Πιερς είναι ότι μια πρόταση ή ένας όρος
για να έχει ουσία και νόημα θα πρέπει να ταυτίζεται με το ΄σύνολο των πρακτικών
επιπτώσεων που μπορούμε να διανοηθούμε ότι αυτά έχουν.

Η διασαφήνιση των εννοιών είναι το απαραίτητο στοιχείο για τα πρώτα στάδια μίας
αποδεικτικής διαδικασίας . Αν μια θεωρία δεν μας λέγει από την αρχή που να κατευθυνθούμε
όσο αφορά την υλική πραγματικότητα είναι άνευ νοήματος και δεν μπορούμε να πούμε αν είναι
αληθινή ή όχι. Αυτές είναι προτάσεις α-νοητες και τέτοιες είναι οι θεολογικές προτάσεις.
Μια έννοια είναι ένα σημείο που κατευθύνει αυτόν που το διαβάζει και το ερμηνεύει προς ένα
συγκεκριμένο τομέα της πραγματικότητας με καθορισμένο πρακτικό καθήκον.
Η σχέση αυτή είναι τριαδική και αν δεν υπάρχουν τα τρία της συστατικά δηλαδή το σημείο, ο
ερμηνευτής και η φυσική πραγματικότητα η διαδικασία της επικοινωνίας διακόπτεται.
Η παραδοσιακή μεταφυσική φιλοσοφία στερείται επιστημονικού υποβάθρου ακριβώς γιατί
υπάρχει πληθώρα διακοπών με έμφαση πάντα στο μεγαλείο των θεωρητικών οραμάτων.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟς ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΙΡS

Έτσι συνεπάγεται ότι για τον Πιρς η θεωρία δεν είναι αυτοσκοπός μέσα στη διάθρωση της
ζωής αλλά εξυπηρετεί την ένταξη του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον.
Ο άνθρωπος είναι ένα πρακτικό ον και θέλει να ενταχθεί μέσα στη ζωή και για αυτό αναπτύσσει
συνήθειες και συμπεριφορές που συντονίζονται με τη φύση γίγνεσθαι.
Αν γίνει όμως μια ανατροπή στο φυσικό περιβάλλον και κάποια από τις συμπεριφορές ή
συνήθειες προσβληθεί τότε ακολουθεί ψυχολογική δυσφορία και το υποκείμενο θέλει να ξεφύγει.
Διαμορφώνεται μια ριζική αμφιβολία και παραλύει η ζωή του. Αυτή η αμφιβολία δεν έχει
σχέση με την αμφιβολία του Καρτέσιου αλλά είναι μια αμφιβολία που έρχεται από την τριβή
των ιδεών πάνω στα φυσικά πράγματα και αφορά μόνο εκείνες τις ιδέες που έχασαν την επαφή
με τον φυσικό περίγυρο.
Ο άνθρωπος όμως χρησιμοποιεί το βασικό του όπλο που είναι η λογική για να διαγνώσει τον
νέο περιβάλλον και μόλις το κάνει αυτό αποκρυσταλλώνεται νέες συμπεριφορές που

114
αντιστοιχούν προς τις αλλαγμένες εξωτερικές καταστάσεις. Έτσι κερδίζεται η ισορροπία μέσα
στην φύση και τον άνθρωπο.

ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ


ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ ΜΑΣ
Για τον Πιρς μόνο η επιστημονική μέθοδος είναι ο δρόμος για να ελέγχουν οι θεωρίες μας και
αυτό βοήθα στο να ξεκαθαρίσει η ανθρώπινη συνείδηση από τα άχρηστα υλικά που την
ταλανίζουν τώρα εδώ και αιώνες . Αυτή η εξέλιξη βέβαια είναι πρόσφατη και μέχρι τώρα η
ανθρώπινη κοινωνία χρησιμοποιούσε ψεύτικες μεθόδους που είναι οι εξής:
Μέθοδος της επιμονής δηλαδή να εμμένω σε μια θεωρία παρόλο που αυτή στα μάτια έχει
διαψευστεί από τα γεγονότα
Μέθοδος της εξουσίας δηλαδή να τιμωρείται όποιος ακολουθεί άλλη ιδεολογία
Μέθοδος του λόγου.
Από τις προηγούμενες μεθόδους θα σωθούμε μόνο αν μόνο αν θέσουμε τις ιδέες μας στην
πειραματική βάσανο και έτσι η επιστημονική πρόοδος είναι η προϋπόθεση για την λύτρωση από
τα φαινόμενα ιδεολογικού εξαναγκασμού και φανατισμού και οι επιστήμονες είναι μια ομάδα
διανοητικά και ηθικά αδέσμευτοι . Έτσι μέσω της πειραματικής έρευνας θα φτάσουμε σε ένα
σημείο που οι επιστημονικές γνώσεις θα ταυτισθούν με την φυσική δομή του κόσμου και θα
επέλθει η αρμονία.

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΥ ΑΠΟ


ΤΖΕΙΜΣ

Στον Πιρς ο πραγματισμός έδινε σημασία στην διασαφήνιση των εννοιών σαν απαραίτητο
στοιχείο της αποδεικτικής μεθόδου και αυτό γιατί αν μια θεωρία δεν μας καθοδηγεί από την αρχή
πώς να καταπιαστούμε με την υλική πραγματικότητα τότε είναι κενή νοήματος και δεν είναι ούτε
αληθής ούτε ψευδής.
Αυτή η άποψη έχει και ένα ρεαλιστικό υπόβαθρο με την έννοια ότι η αντικειμενική
πραγματικότητα υπάρχει ανεξάρτητα για το τι εμείς πιστεύουμε για αυτήν. Η γνώση τυχαίνει να
συμπίπτει με τη δομή των φυσικών πραγμάτων και μια θεωρία είναι ακριβέστερη σε σχέση με
την προηγούμενη αλλά και πάλι δεν καταφέρνει να δώσει την οριστική εικόνα των φυσικών
δομών.
Στον Τζειμς όμως η θεωρία παίρνει μια υποκειμενιστική τροπή, πράγμα που έκανε τον Πιρς να
θέλει να αλλάξει τον όνομα του πραγματισμού σε πραγματιστικός.
Και ενώ ο Πισρς μένει σταθερός στην πειραματική έρευνα και ο φυσικός επιστήμονας πρέπει να
βρίσκεται στο εργαστήριο του ο Τζειμς θεωρείται ο πρωτοπόρος της ψυχολογίας και
αναγάγει τα πάντα στην εμπειρία τον τρόπο δηλαδή που φανερώνεται η πραγματικότητα
στο υποκείμενο. Λέγει ότι πέρα από την φυσική τάξη των πραγμάτων παίζει σημαντικό ρόλο και
ο τροπος που αυτά αποτυπώνονται στον νου
Γνώση για τον Τζειμς είναι ο τρόπος που κάνουμε τον κόσμο δικό μας και ότι υπάρχει πέρα από
την φυσική τάξη που μας περιβάλλει και ένα ευρύ πεδίο προσωπικών αξιολογήσεων
Η εμπειρία είναι μια συνεχής ροή παραστάσεων μέσω των οποίων «πιάνουμε» τα πράγματα και
να βάζουμε να υπηρετήσουν τις προσωπικές μας βλέψεις.

115
Μια ιδέα είναι αληθής μόνο αν μπορεί να μας δίνει ικανοποίηση προσωπική ή πρακτική
ακόμα και να μην είναι ορθολογική από την στιγμή που φέρνει ψυχολογική και πνευματική
απόλαυση είναι αληθής.

Ο Τζειμς ασχολήθηκε με τα συναισθηματικά σκιρτήματα της ανθρώπινης ψυχής και ο


φιλόσοφος θα πρέπι να είναι ανεκτικός και να κατανοεί και όχι να κρίνει.
Έτσι συνδέθηκε η φιλοσοφία του με την «φιλοσοφία της ζωής» και η συνάφεια αυτή έκανε τον
Μπερξον να τον αποδεχτεί και να έχουν μάλιστα και επικοινωνία και έφερε καλύτερα τον Τζειμς
στην Ευρώπη.
Αυτός όμως ο ψυχολογικός πραγματισμός βρήκε αντίπαλο τον Ράσελ που δεν έβλεπε σε αυτό ν
καμιά λύση στο πρόβλημα της αλήθειας. Η θεωρία του Τζειμς κατοχύρωνε έναν άκρατο
σχετικισμό που τόνιζε το κριτήριο για την αλήθεια μιας θεωρίας είναι το πάθος και η ένταση με
την οποία κανείς την πίστευε αλλά και τις ψυχολογικές ροπές του υποκείμενου.
Το προτέρημα των θεωριών του Τζειμς ήταν ότι απέδειξε ότι οι ενοράσεις και οι πόθοι του
υποκείμενου είναι περίπλοκοι και δεν είναι εύκολος απλά ενας επιστημονισμός.
Η επιστήμη είναι ανίκανη να δώσει απαντήσεις σε θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο και
μάλιστα επεμβαίνει στην κοινωνική ζωή και έτσι δεν μπορούμε να θέτουμε εκτός νόμου τις
κλίσεις του ανθρώπινου πνεύματος.
Η ενεργητικότητα που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη πράξη είναι πέρα από το λόγο και τις
επιστημολογίες.
Ο Τζειμς μας βάζει στα βαθιά νερά και ταραγμένα του 20 αιώνα.

Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΤΙΟΥΙ


Με τον Ντιουι ο πραγματισμός επιστρέφει στις ορθολογικές καταβολές του και αναπτύσσει την
ερμηνεία της λογικότητας που συμφωνα με αυτή ο ρόλος της θεωρίας είναι να συμβάλλει στο
να λυθούν πρακτικά προβλήματα που προκύπτουν από την εμπλοκή του ανθρώπου στο φυσικό
περιβάλλον.
Ο Ντιουι επιβεβαιώνει τις θεωρίες του Πιρς περί «ερευνητικής μεθόδου» αλλά για τον
Ντιουι η λογική είναι εγχείρημα «καθαρής έρευνας.» Πιστευει τοι η αντίληψη με τις
αισθήσεις είναι εκείνη η λειτουργία που δένει τον οργανισμό με το φυσικό περιβάλλον.
Για τον Ντιουι λοιπόν η θέση ότι η γνωσιολογική απορία λύνεται με τον εμπειρισμό ή τον
ορθολογισμό είναι ψευδοπρόβλημα τόσο ο ορθολογισμός όσο και ο εμπειρισμός
Οι ιδέες μας είναι σε πλήρη αντιστοιχία με τα πρακτικά προβλήματα που προκαλεί η
εμπλοκή μας στον φυσικό κόσμο.
Καθήκον της λογικής είναι να οργανώσει τα εμπειρικά υλικά της ζωής.
Χαρακτηριστικό της ζωής μας είναι η διαρκής μετάπτωση από καθορισμένες σε
ακαθόριστες καταστάσεις.
Στις καθορισμένες η διάταξη είναι τέλεια και επιτρέπει την δραστηριότητα του υποκείμενου
μέσα στο περιβάλλον
Στις ακαθόριστες έχει διαταραχτεί η συνοχή και το υποκείμενο είναι σε σύγχυση και δεν
επιτρέπει την δράση.
Έτσι επεμβαίνει το λογικό και διορθώνει τα λάθη και τις υποκειμενικές αντιλήψεις και έτσι
οδηγούμαστε στην αρμονία υποκειμένου με το αντικείμενο και αυτή είναι μια περιπέτεια που
μας οδηγεί σε ανώτερες μορφές.

116
Ο άνθρωπος είναι ένα προοδευτικό ον και η πρόοδος αυτή μετριέται με κριτήριο πόσο
οργανωμένη είναι η κοινωνία .Η ιδανική κοινωνία είναι αύτη που εμπλέκονται όλα τα μέλη για
την επίτευξη ενός κοινού σκοπού να ξεπεραστούν τα προβλήματα από την εμπλοκή μας με την
φύση και να εξασφαλιστεί η ευδαιμονία όλων.
Το σημαντικό σημείο εδώ είναι το βάρος που δίνεται και στη ίδια την κοινωνία για την
υπηρέτηση του συλλογικού συμφέροντος.
Η κοινωνία είναι ένα οργανωμένο σύστημα , είναι ένα σύνολο θεσμός που υποστηρίζει την
κριτική σκέψη των μελών της με αναφορά τα κοινά προβλήματα. Η επιστήμη είναι το εργαλείο
στα χέρια της δημοκρατικής κοινότητας που εκλαμβάνει τον εαυτό της σαν ένα σύνολο για να
εισχωρεί ολο και σε βαθύτερες μορφές ισότητας και δικαιοσύνης.
Ο Ντιουι ήταν διαμορφωτής και ενός εκπαιδευτικού συστήματος συμφωνα με το οποίο το
σχολείο είναι ο προθάλαμος της ζωής και ο μαθητής θα πρέπει να εξοικειώνεται με τα
προβλήματα της ένταξης του στην κοινωνία και το σχολείο να μην είναι ο τόπος των νεκρών
γνώσεων αλλά η εξομοίωση της κοινωνίας
Σε αυτό ο δάσκαλος δεν πρέπει να είναι αυτός που δίνει έτοιμες γνώσεις αλλά ο καταλύτης ο
διευκολυντής που ορίζει το πλαίσιο για να εκφραστεί ο μαθητής.
Ετσι θα διαπλαστούν ενεργά υποκείμενα που θα στηρίζονται στις έμφυτες πνευματικές τους
δυνάμεις και ακολουθούν τον προσωπικό τους στοχασμό ακόμα και αν παρεκκλίνουν από τις
παραδοσιακές νοοτροπίες.
Αυτοί θα μπορούν να γίνουν ηγέτες και πρωτοστατήσουν στην κοινωνική αλλαγή

Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΗΜΕΡΑ: ΠΟΡΤΥ.

Βασική θέση του Πορτυ είναι ότι ο στόχος της φιλοσοφίας δεν είναι η ανακάλυψη των
θεμελιακών αληθειών αλλά η διεκολυνση του θεωρητικού λόγου γύρω από τα κεντρικά
΄προβλήματα μια κοινωνίας
Ο φιλόσοφος πρέπει να είναι ο επιδέξιος συζητητής και να διερευνά τα θέματα στο λογικό του
βάθος και έτσι θα είναι σε θέση να γνωρίζει ολες τις θεωρητικές αντιλήψεις και το βαθμό ισχύος
όλων των ανταγωνιστικών απόψεων ακόμα και αυτών που προτιμά.
Η θεωρία είναι μια τυχαία και ενδεχομενική ερμηνεία του κόσμου χωρίς να έχει καμία βάση
με την αληθινή φύση των πραγμάτων.
Βασικό εδώ είναι η ειρωνεία που γίνεται όπλο στα χέρια του στοχαστή και βοήθα στον να
δημιουργηθεί ένα φιλελευθερο διανοητικό ήθος όπου τίθεται όλα τα ιδεολογικά ρεύματα και οι
κοσμοθεωρήσεις.

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ ΣΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ Της ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ


Παιδείας.

Η Φιλοσοφία του 19ου αιώνα φτάνει στην κορυφή με την συνταρακτική φωνή του Νίτσε του
στοχαστή που ενσαρκώνει όσο κανείς άλλος τις τιτάνιες ενοράσεις και τις εσωτερικές ρωγμές
όλης της μεταφυσικής παράδοσης που αρχίζει από τους αρχαίους Έλληνες.
Οι απόψεις του άνοιξαν τον ορίζοντα για την αρνητικότητα μέσα στην οποία κινήθηκε όλη η
φιλοσοφία του 20ουαιώνα.
Ήταν ο στοχαστής του τέλους που αναγγέλλει το τέλος μιας ολόκληρης εποχής

117
Βασική σκέψη στον Νίτσε είναι η υποτιθέμενη λοξοδρόμηση του δυτικού πολισμού από
την ορθή κατανόηση της υπόστασης του ανθρώπου και της σχέσης αυτής με το σύστημα
των φυσικών δυνάμεων που την στηρίζουν
Την κατανόηση αυτή την είχε επεξεργαστεί ο αρχαιοελληνικός στοχασμός της ομηρικής και
προσωκρατικής περιόδου και από την σκοπιά αυτή ο άνθρωπος είναι ένας πυρήνας
ενεργητικότητας που θέλει να καθυποτάξει το περίγυρο του στην βούληση του. Αυτό το
επιτυγχάνει είτε ως λαμπρός ήρωας είτε κατακεραυνώνεται από το πεπρωμένο που θέλει να
αλλάξει . Η περιπέτεια αυτή αποτυπώνεται στην τραγωδία.
Κατά την «τραγική εποχή των Ελλήνων η φιλοσοφία είχε επαφή με τον πρωτόγονο ψυχισμό
από τον οποίο βλασταίνουν οι μεγαλειώδεις πράξεις του πολιτισμού.
Ο Έλληνας αφομοίωσε τις επιρροές της Ανατολής και τις μετουσίωσε σε ανώτερες πολιτιστικές
μορφές. Η απολλώνια γαλήνη είναι αυτό που φαίνεται γιατί μέσα υπάρχει μια διονυσιακή μανία
που γίνεται πνευματική καθαρότητα.

Ο Νίτσε υποστηρίζει ότι από τον 5ο αιώνα η ανθρώπινη σωματικότητα απαξιώνεται μπροστά
στο μυστικό υπερπέραν. Ηγέτης σε αυτό είναι ο πλατωνικός Σωκράτης που οδήγησε στην
«αρρωστημένη» αυτή τροπή του πολιτισμού και που όρισε την φιλοσοφία ως «μελέτη του
θανάτου». Έτσι ο φιλόσοφος από δω και πέρα αντί να λέει ναι στην ζωή και να ενωθεί με την
θύελλα των φυσικών δυνάμεων και να γίνει ένα μαζί τους, γυρνάει την πλάτη στην ζωή. Οι
πλατωνικοί είχαν μια μανία με την «αθανασία της ψυχής» και δεν έδιναν σημασία στην σώμα και
στις διανοητικές δυνάμεις.
Ο πλατωνισμός θριάμβευσε αλλά πέθανε η τραγωδία.
Ο θανατόφιλος προσανατολισμός ενισχύθηκε και από τον Χριστιανισμό που δεν είναι τίποτα
άλλο από την προέκταση της πλατωνικής μεταφυσικής.
Έτσι ο άνθρωπος έγινε τύραννος του ίδιου του του εαυτού. Ο άνθρωπος έχασε την βιολογική
και πνευματική του δύναμη και έγινε μια ξεπεσμένη αγέλη ζώων που αρκούνται να νοιώθουν
τη ζωή τα περνά ανάμεσα στα παγωμένα πόδια τους. Ανήμπορα να έρθουν σε επαφή με τον
φυσικό κόσμο αρκούνται να οραματίζονται την μεταθανάτια ζωή
Οι φανατικοί ιερείς μισούν το ανθρώπινο σώμα και συμμαχούνε τους φιλοσόφους του «ιδεώδους
κόσμου « και προσπαθούν να ξεριζώσουν τη θέληση του ανθρώπου για ελευθερία.

Ο Νιτσε άσκησε κριτική και στις ιδεολογίες του 19 ου αιώνα τις οποίες χαρακτήρισε εκδοχές
της παραδοσιακής θρησκείας.
Πρόκειται για υποδουλωτικά και θανατόφιλα δόγματα που δεν δίνουν σημασία στην
προτεραιότητα της βούλησης για ζωή αλλά θέλουν να καθυποτάξουν τον αυθορμητισμό των
ξεχωριστών ανθρώπων σε μια καθολική νομοτέλεια. Την θέση του Θεού την παίρνει το κράτος ,
η Ανθρωπότητα το Έθνος και η Λαϊκή κυριαρχία.
Δημοκρατία , ωφελισμός σοσιαλισμός εθνικισμός για τον Νίτσε έιναι οι θεολογίες του 19 ου
αιώνα δολιότερες οσο υποκρίνονται οτι κατάργησαν την παραδοσιακή θρησκεία.
Όλες αυτές οι ιδεολογίες έχουν κατά τον Νίτσε ένα θεωρητικό υπόβαθρο την έννοια της
ισότητας
Ισότητα για τον Νίτσε είναι η ισοπέδωση των πάντων για μια δήθεν ανώτερη ηθικότητα.

Τι λέει πάνω στα αυτά ο Νίτσε

Καθήκον του ελευθέρου στοχασμού είναι να κάνει μια νέα αρχή από το μηδέν και μια
επιστροφή στους προσωκρατικούς αρχαίους Έλληνες που μεγαλούργησαν πριν μπει το
σωκρατικό μικρόβιο.
Προϋπόθεση για αυτό είναι ο Θάνατος του Θεού και ο θάνατος του ανθρώπου που
διαπλάστηκε από την θεολογική ερμηνεία της ζωής.
Από το κτύπημα του Νίτσε δεν γλίτωσε τίποτα ούτε ο θετικισμός ούτε καμία αλλά ιδεολογία του
19ου αιώνα ούτε και η επιστήμη. Ο επιστήμονας λέγει ο Νίτσε δεν είναι τίποτα άλλο από ένα

118
ιερέα που έχει αλλάξει τα ρούχα του. Υποτίθεται ότι απαρνείται τον εαυτό του διαγράφει τα
συναισθήματα του και θυσιάζει τις επιθυμίες του στην ανάγκη για αντικειμενική γνώση.
. Ταυτόχρονα όλα αυτά που ανακαλύπτει τα δίνει στην ανθρωπότητα για να προαχθεί το γενικό
καλό.
Η νέα φιλοσοφία του Νίτσε θέλει να αποτινάξει τις ταφόπλακες και να γεννηθεί ένας αρχέγονος
πυρήνας βουλητικής ορμής που θα φτιάξει ανώτερες μορφές δημιουργικότητας. Έτσι θα γεννηθεί
ένα πλάσμα καινούργιο φυσικό που θα έχει αφήσει όλα τα χαρακτηριστικά του «τελευταίου»
ανθρώπου
Μια καινούργια επιστήμη θα αναδυθεί γεμάτη ευθυμία γι ανάταση του πνεύματος που
συνειδητοποιεί ότι κυριαρχεί και που δεν έχει καμία σχέση με την προηγούμενη μεταφυσική. Θα
είναι μια η ποιητική έκσταση ενός νου που δαμάζει την πραγματικότητα.
Το εργαλείο τώρα του φιλόσοφου δεν θα είναι η γραφίδα αλλά το «σφυρί» με το όποιο θα
σπάζει ότι παλιό έχει απομείνει από την θανατικές άξιες. Θα «επαναξιολογεί όλες τις αξίες» και
θα υπονομεύσει όλες της παραδοχές της κοινής συνείδησης. Αυτός ο σπασμός καταστροφής
είναι μια διάρρηξη όλων των δεσμών και κανόνων που καθορίζουν αυτή την αγέλη των
ανθρώπων. Είναι η έκρηξη ενός θηριου. Από αυτόν το σεισμό θα ισοπεδωθεί όλο το διανοητικό
οικοδόμημα. Και αυτή η κρίση θα σημαίνει την εποχή του μηδενισμού
Ο μηδενισμός δεν είναι η τελευταία λέξη στην φιλοσοφία του Νίτσε. Η αποδόμηση της
κυρίαρχης ηθικής είναι η προαναγγελία μιας άλλης ανώτερης φάση ζωής που θα βλαστήσει στα
ερείπια του σημερινού Βασιλείου του θανάτου. Προφήτης της νέας αυτής είναι ο Ζαρατούστρα
αυτή η διάπυρη μορφή που περιδιαβαίνει τα χαλάσματα βεβαιώνοντας την σήψη του
«τελευταίου» ανθρώπου και αναγγέλλει ως νέος Πρόδρομος την επικείμενη παρουσία του
υπεράνθρωπου.
Τι είναι αυτός ο Υπεράνθρωπος?
Σιγουρα δεν είναι κάτι υπερφυσικό όπως το φαντάζεται η επιστημονική φαντασία αλλά δεν είναι
και το «ξανθό»θηρίο της ναζιστικής μυθολογίας.
Ο Υπεράνθρωπος είναι ένα διανοητικό κατασκεύασμα που συμβολίζει το ξεπέρασμα της
σημερινής ανθρώπινης πραγματικότητας είναι εκείνο το άλμα που εγκαινιάζει την φυσική
ελευθερία.
Είναι εκείνο το καινοφανές φυσικό ον που δεν δεσμεύεται από καμία παραδοχή της
προηγούμενης «ανθρώπινης» περιόδου που εχει απορρίψει την ευσπλαχνία, την αμοιβαιότητα
την δημοκρατική ισότητα που κυριαρχούν στην ζωή των άβουλων και παθητικών ζώων και δρα
συμφωνα με τις επιθυμίες του και τις ορμές του
Σκοπός του δεν είναι να διατηρηθεί στην ζωή σαν ένα ευάλωτο άτομο αλλά να διαπλάσει ένα
κόσμο συμφωνα με τις ενοράσεις της φαντασίας του, ένα βίωμα κυριαρχίας.
Ο Υπεράνθρωπος είναι ένας ποιητής είναι ο δημιουργός που υπακούει μόνο στον εαυτό του και
στις προσταγές της ιδιοφυΐας του. Είναι εκείνος ο καλλιτέχνης που δεν διστάζει να καταστρέψει
το υλικό του χωρίς καμία συναισθηματική ή ηθική απαγόρευση
Μόνο έτσι θα πραγματοποιηθεί η θεμελιακή ελευθερία
Ελευθερία σημαίνει η καθυπόταξη των άλλων όντων του περιβάλλοντος στον προσωπικό του
λόγο.
Ο Υπεράνθρωπος ξέρει να υποφέρει αλλά αποδέχεται τον πόνο γιατί αν εμμείνει θα κερδίσει τα
δημιουργικά τολμήματά του.
Η «βούληση για δύναμη» είναι το οντολογικό χαρακτηριστικό του Υπεράνθρωπου. Το κενό
που άφησε ο Θεός το καταλαμβάνει αυτός που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ο Θεός με
αντίθετο πρόσημο.
Το μεταφυσικό σύστημα του Νίτσε κορυφώνεται με την περίεργη ιδέα της αιώνιας
επιστροφής.
Πρόκειται για ένα όραμα που έρχεται απότομα στον Ζαρατούστρα την κορφή του βουνού την
ώρα που βλέπει μπροστά του τον Υπεράνθρωπο. Η αιώνια επιστροφή με τις ανατολικές
καταβολές της έρχεται και ίαινε το τελευταίο και πιο δραστικό εμπόδιο που έχει να

119
αντιμετωπίσει η ελεύθερη σκέψη καθώς πολεμάει να γκρεμίσει από πάνω της το βάρος τον
θανατοκεντρικών ιδεολογιών.
Αν στην ανακύκλωση του αιώνα όλα επιστρέφουν τότε το παρελθόν θα επιστρέψει ως μέλλον
και ταυτόχρονα και εκείνος ο τρωγλοδύτης ανθρωπάκος που ποθεί τον θάνατο και μισεί το σώμα
του θα γυρίσει ως θριαμβευτής.
Ο πολεμιστής της χαράς θα πρέπει να σηκώσει αυτή την αβάσταχτη σκέψη και να μην συντριβεί
από απελπισία και η ψυχή του έτσι θα χαλυβδωθεί και δεν θα μπορεί να τον νικήσει τίποτα. Το
παρελθόν όμως θα γυρίσει και έτσι θα πρέπει να το αντιμετωπίσει σαν παρόν και να
προσπαθήσει να το αλλάξει . Το αν θέλεις να αλλάξεις το παρελθόν είναι η μεγαλύτερη
εκδήλωση της δύναμης. Που ωθεί τον ποιητή στην κορυφή της δημιουργίας.
Η φιλοσοφία του Νιτσε είναι εξυγιαντική και ανανεώνει την μέθη για ζωή. Αναβιώνει η ηθική
του αρχαϊκού κόσμου ο διονυσιασμός η αδίστακτη τόλμη του ανθρώπου που υπακούει μόνο στον
εαυτό του και εχει ένα ήθος όχι του μέτριου αλλά εκείνο το υπέροχο ήθος που υπερνικά την
πραγματικότητα.
Ο Νίτσε ύμνησε την γενιά την δεύτερη γενιά των σοφιστών του 5 ου αιώνα και επαναφέρει το
εκείνο το εσωκίνητο ον που είναι πιστό στο πάθος του όπου το ελεύθερο πνεύμα ορθώνεται για
να χαράξει ένα προσωπικό λόγο και είτε θεωνεται είτε συντρίβεται.
Ο Νίτσε ήταν ελληνιστής και ο αντιπλατωνισμός του ξεθάβει μια διάσταση της αρχαιοελληνικής
κοινωνίας που είχε ξεχαστεί από τους φιλόσοφους του γερμανικού ιδεαλισμού.
Ο λόγος για τον Νίτσε ιππεύει το θηρίο του άλογου πάθους και η ένταση του νου ζητά να
ελέγξει το ένστικτο και άρα δεν μπορεί χωρίς εκείνο.
Ο λόγος είναι η άλλη όψη του πρωτόγονου ψυχισμού είναι η ορμή που γίνεται πολιτιστική
δημιουργία.
Ο Νίτσε δίδαξε ότι η Ελλάδα δεν ήταν μια ομοιογενής μονοσήμαντη πραγματικότητα αλλά μια
πολυσύνθετη ενότητα διανοητικών και κοινωνικοπολιτικών τρόπων ν και τύπων που
περιελάμβανε ολη την ανθρώπινη δυνατότητα.
Ο Νίτσε δεν υπήρξε ποτέ ταυτισμένος με την ιδεολογία του ναζισμού και αποτελεί αποτέλεσμα
προπαγάνδας. Οι έννοιες της φυλής και του έθνους και του κράτους έγιναν αντικείμενο κριτικής
και εμπαιγμού και εκφάνσεις της αρρώστια του 19ου αιώνα.
Δεν είναι αληθές και είναι ριζικά αντίθετος και με το κράτος που λέγει ότι είναι το πιο παγερό
τέρας όλων των τεράτων
Δεν υπήρξε ποτέ εθνικιστής ούτε αντισημίτης.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΙΚΉ

Η αναλυτική φιλοσοφία είναι μια ριζοσπαστική τάση του 20ου αιώνα και καθαιρεί όλα τα
στοχαστικά πρότυπα του φιλοσοφικού παρελθόντος και έτσι πραγματοποιεί το «τέλος της
φιλοσοφίας» που είχε ξεκινήσει από τον 19ο χωρίς όμως τελικά να μπορέσει να αποτινάξει το
παρελθόν.
Η αναλυτική τάση διαμορφώνεται και συνδέεται με την θεμελίωση της σύγχρονης λογικής ενώ
από όλα τα συστατικά της παράδοσης επιβιώνει η αριστοτελική λογική . Ο Καντ θεωρούσε ότι
μόνο η λογική από την αρχαιότητα είχε φτάσει στην ολοκλήρωση και ειδικά ο Αριστοτέλης.

120
Με αρχή τον γερμανικό ιδεαλισμό από τον 19 ο αιώνα η σκέψη προχωρά πέρα από την τυπική
λογική και τον κανόνα της μη αντίφασης και εισάγεται η ιδέα της «διαλεκτικής λογικής» που
ξεπερνά τον αυστηρό διαχωρισμό των αντιθέτων δηλαδή το χ είναι μαύρο ή μη μαύρο και δεν
υπάρχει τρίτη επιλογή και ερευνά τις συνθήκες που τα αντίθετα ταυτίζονται μέσα στην
δυναμική της ζωής. Π.Χ, για να κατανοήσεις το σκοτάδι πρέπει να το δεις σε σχέση με το φως.
Αυτή η διαλεκτική λογική όμως δεν είναι μια λογική σκέψη με στην αυστηρή έννοια του όρου
Είναι μια ερμηνευτική επισκόπηση ή αναστοχασμός της πραγματικότητας στο σύνολο της και
προσπαθεί να μπολιάσει τα υλικά της κοινωνικής ζωής με κάποιο νόημα . Έτσι η διαλεκτική δεν
είναι επιστήμη επειδή ξεπερνά όλα τα εμπειρικά και πειραματικά δεδομένα και με την δύναμη
του λογικού κατασκευάζει ένα λογικό σχήμα που όλα τα συστατικά ορίζονται με αναφορά
κάποια καθολική νομοτέλεια.
Η άλλη κυρίαρχη τάση του 19ου αιώνα είναι ανορθόλογη και είναι η ιδέα της»φιλοσοφίας της
ζωής» ότι δεν μπορεί καμιά λογική να μπει μέσα στον οντολογικό πυρήνα της πραγματικότητας
και τα πράγματα αποκαλύπτονται μέσα από ενόραση και φαντασία.
Η αναλυτική του Αριστοτέλη είχε βασική ιδέα ότι η πραγματικότητα χωρίζεται σε «είδη»
δηλαδή ομάδες ίδιων πραγμάτων που είναι οντολογικά σταθερές και η «ουσία» τους μπορεί
να περιγραφεί με απόλυτη ακρίβεια.
Ο αριστοτελικός ορισμός έχει δύο συστατικά:
Το «προσεχές γένος» την αμέσως επόμενη ομάδα που περιέχει το είδος που θέλουμε να
γνωρίσουμε και
Την «ειδοποιό διαφορά» την ιδιαιτερότητα δηλαδή του είδους που το ξεχωρίζει από τα άλλα
πράγματα που είναι στην ίδια κατηγόρια
Είναι απαραίτητο λοιπόν να καθοριστούν τα κριτήρια που τα πράγματα μπαίνουν στις
κατηγορίες και αν η επιστήμη τα καθορίσει τότε κάθε ατομικό ον που πέφτει στην αντίληψή μας
θα μπορεί να ενταχθεί σε κάποιο είδος. Το κάθε εμπειρικό πράγμα υπάρχει για να ανήκει σε μια
συγκροτημένη οντολογική κατηγορία και η δυναμική της ζωής δεν είναι τίποτα άλλο οπό την
προσπάθεια να εκδηλωθούν στην πράξη όλα τα χαρακτηριστικά του είδους του.
Η νέα λογική απορρίπτει αυτόν τον οντολογικό ολισμό και η πραγματικότητα αποτελείται
πλέον από ατομικά και μεμονωμένα συμβάντα ή γεγονότα και κάθε γεγονός περιγράφεται από
μια πρόταση. Τα γεγονότα όμως στην πραγματικότητα εμφανίζονται κατά ομάδες και με κάποια
σειρά και την σύνθετη αυτή τάξη των πραγμάτων την αντικατοπτρίζει και η δομή της γλώσσας.
Και τα επιμέρους γεγονότα συνδέονται μεταξύ τους με διάφορους λογικούς συνδέσμους.
Επομένως το ζήτημα της λογικής είναι :
1) να συνδεθούν οι ατομικές προτάσεις ώστε να γίνουν σύνθετες περιγραφές της διαπλοκής
των πραγματικών γεγονότων.
2) Να εξακριβωθούν οι συνθήκες που αληθεύει μια πρόταση π.χ. έξω βρέχει και είναι Τρίτη
αληθεύει στο σύνολο μόνο αν είναι και οι δύο συστατικά αληθή.
3) Να δούμε τι επίπτωση έχει η αλήθεια της μιας πρότασης στην αλήθεια ή μη αλήθεια της
άλλης αν μπορούμε δηλαδή να βγάλουμε ένα συμπέρασμα για την αλήθεια της δεύτερης
από εκείνη της πρώτης.
4) Έτσι δημιουργείται ένας λογικός χώρος στην γλώσσα και η μετάβαση από την μια
περιοχή στην άλλη γίνεται με καθορισμένους κανόνες συνεπαγωγής.

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ. Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ Ως


Α-ΝΟΗΣΙΑ.

Η λογική δομή είναι η ραχοκοκαλιά της ανθρώπινης γλώσσας. Αλλά αυτή την λογική δομή
δεν την καταλαβαίνουμε αμέσως γιατί κρύβεται κάτω από τα πολλά λεκτικά πλουμίδια που
χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε τις απόψεις μας και τις γνώμες μας. Το μαγικό της γλώσσας
είναι ότι μπορούμε να δηλώσουμε το ίδιο και το αυτό πράγμα με ένα σωρό εκφραστικούς

121
τρόπους., αυτή η ευκαμψία όμως οδηγεί και στην λανθασμένη αντίληψη ότι αν αλλάξουμε τις
λέξεις αλλάζει και το νόημα
Έτσι πρωταρχικό καθήκον είναι να βγει ο πυρήνας του νοήματος που κρύβεται μέσα σε
όλες αυτές τις φραστικές κατασκευές.
Η ανθρώπινη ομιλία κινείται σε δυο επίπεδα:
Την ρητορική επιφάνεια που δεν αφορά την λογική και ο ομιλητής παίζει με τις λέξεις για να
πείσει τους ακροατές του.
Το νοηματικό βάθος που στοχεύει στα νοήματα και στην διάταξη τους.
Αν ένα λεκτικό οικοδόμημα έχει νόημα, τότε αυτό το νόημα δημιουργεί ένα ιστό ατομικών
προτάσεων και μια διαδικασία μεταβάσεων από την μια πρόταση στην άλλη και αφού γίνει αυτό
καθορίζονται και οι συνθήκες που αληθεύει η κάθε πρόταση ξεχωριστά και αν αυτή μετάβαση
από την μια πρόταση στην άλλη είναι λογικά ισχυρή.
Έτσι βλέπουμε ότι το πρώτο κριτήριο για το αν μια θεωρία είναι έγκυρη ( ή οτιδήποτε
εκφράζει ο άνθρωπος ), είναι καθαρά γλωσσικό Αν δεν καταφέρουμε να ξεκαθαρίσουμε τα
φραστικά στολίδια και να φτάσουμε στον πυρήνα των νοημάτων τότε όσο περίτεχνη και
ρητορική να είναι μια θεωρία ή γνώμη είναι κενή, είναι μια α-νοησία.
Η εφαρμογή αυτού του κανόνα έφερε ένα μεγάλο κτύπημα στα μεγαλοπρεπή οικοδομήματα της
μεταφυσικής του 19 ου ειδικά, γιατί οι θεωρίες τους δεν ήταν σε θέση να υποβληθούν σε λογική
δοκιμασία που είναι ο έλεγχος ως προς το νόημα
Βασική προϋπόθεση για να αληθεύει μια θεωρία είναι να αποτελείται από ένα σώμα
νοημάτων. Για να διαπιστώσουμε αν αυτό που ισχυρίζεται η πρόταση είναι ψευδές ή αληθές θα
πρέπει πρώτα απ όλα να καταλάβουμε τι ακριβώς αυτή ισχυρίζεται γιατί αν δεν το καταλάβουμε
αυτό δεν χρειάζεται να κάνουμε καμία προσπάθεια να ελέγξουμε την αλήθεια.. Έτσι τα
παραδοσιακή μεταφυσικά ρεύματα δεν ήταν τίποτα άλλο από φραστικές εντυπωσιακές
περικοκλάδες χωρίς εσωτερική δομή και αναφορά στην πραγματικότητα
Η «γλωσσική στροφή» της αναλυτικής φιλοσοφίας είναι η δυναμική προσπάθεια από την εποχή
του Καρτέσιου να ξεκαθαρίσει το ανθρώπινο λογικό από τα άχρηστα υλικά.
Η πειραματική και η μαθηματική γλώσσα είναι οι επιστήμες που ξεκαθαρίζουν τα νοήματα
και οδηγούν σε αυτονομία, σε πείσμα του μεταφυσικού μυστικισμού που θέλει τον άνθρωπο
ένα παιχνίδι μέσα τις αδιαγνωστες ροπές και δυνάμεων μέσα στο σύμπαν.

Η ΛΟΓΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ


ΦΡΕΓΚΕ.

Θεμελιωτής της σύγχρονης λογικής με βασικό του μέλημα να ξεκαθαρίσει τα μαθηματικά από
την ψυχολογική εμπειρία.

122
Απορρίπτει την θεωρία του ψυχολογισμού και εισηγήθηκε την θεωρία της λογικοκρατίας και
λέγει:
Τα μαθηματικά έχουν καθαρό λογικό θεμέλιο και ο αριθμός είναι «η απόδοση μίας
ιδιότητας σε μια έννοια» και ορίζεται πάντοτε με αναφορά σε μια σύλληψη του νου
αποδίδοντας σε αυτή κεφαλαιώδη χαρακτηριστικά. Περιγράφει την «έκταση» της δηλαδή
ξεχωρίζει το σύνολο των αντικειμένων που ενσαρκώνουν την ιδέα που είναι και το νοηματικό
της περιεχόμενο. Το νόημα μια έννοιας συνοψίζει όλα τα χαρακτηριστικά του πράγματος που η
έννοια δηλώνει.
Η διάκριση ανάμεσα στο νόημα και στην έννοια είναι το κεντρικό σημείο της φιλοσοφίας
των μαθηματικών του Φρεγκε.
Βάση αυτής της διάκρισης δύο ή περισσότερες λέξεις είναι δυνατόν να έχουν το ίδιο σημείο
αναφοράς να δηλώνουν το ίδιο πράγμα αλλά να έχουν διαφορετικό νόημα. Π.χ. οι λέξεις
Αποσπερίτης και Αυγερινός μπορεί να έχουν εκ διαμέτρου διαφορετικό νόημα ο ένας δηλώνει
το άστρο της αυγής και το άλλο άστρο της νύχτας πλην όμως δηλώνουν και αναφέρονται στο
ίδιο άστρο της Αφροδίτης
Η λογική εξίσωση είναι ότι ο Αποσπερίτης και ο Αυγερινός είναι το ίδιο ουράνιο σώμα, μας
δίνει νέα γνώση επειδή φέρνει σε σχέση ισοδυναμίας δυο διαφορετικά νοήματα. Η πρόταση
αντίθετα η Αφροδίτη είναι η Αφροδίτη είναι ταυτολογία δεν μας παρέχει γνώση.
Οποιαδήποτε σχέση αποδίδει κάποιο χαρακτηριστικό στον Αποσπερίτης ισχύει και για τον
Αυγερινό και αν σε μια πρόταση που περιγράφει τον Αυγερινό αντικαταστήσουμε την λέξη με
τον Αποσπερίτης η αλήθεια παραμένει αναλλοίωτη.. Αυτός είναι ο κανόνας της «σωτηρίας της
αλήθειας» που ορίζει τις συνθήκες συνωνυμίας ή νοηματικής ισοδυναμίας ανάμεσα σε δυο
προτάσεις.
Η γλώσσα για τον Φρεγκε είναι νοηματικές συναρτήσεις όπως στα μαθηματικά και είναι μια
λογική διαπλοκή νοημάτων που μαζί με την εμπειρική αναφορά μας ορίζουν τις συνθήκες υπό
τις όποιες αληθεύει μια πρόταση καθώς και το πώς ισοδυναμεί με άλλες προτάσεις.
Βλέπουμε λοιπόν μια καντιανή και πλατωνική διάσταση στην μαθηματική φιλοσοφία του
Φρεγκε. Μια έννοια είναι μια λογική οντότητα που δεν πηγάζει από την εμπειρία. Η οντότητα
όμως αυτή γίνεται εργαλείο για την σχέση θεωρητικού νου και πραγματικότητας Αν δεν υπάρχει
η σχέση ιδεών και εμπειρίας τότε η έννοια είναι κενή.
Ο Φρεγκε δεν αντιλαμβανόταν το νόημα σε σχέση με το υποκείμενο όπως ο Χουσσερλ. Το
νόημα αποκρυσταλλώνεται σε δημόσιο χώρο μέσα από την διαπροσωπική επικοινωνία και
συντηρείται μέσα στην κοινή γλώσσα.

ΕΝΟΤΗΤΑ 8.4

ΛΟΓΙΚΟΣ ΑΤΟΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ Της


ΓΝΩΣΗΣ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΡΑΣΣΕΛ.

Επιφανής και πρωτοπόρος της αναλυτικής σκέψης του 20 ου αιώνα Ρασσελ συνεχίζει να ανάγει
τα μαθηματικά στη λογική αυτή τη φορά όμως μέσω της θεωρίας των συνόλων. Έγραψε το
Πρινστιπα Μαθημάτικα.
Διαχωρίζει την γλωσσική μορφή που είναι ο τρόπος που εκφράζουμε μια γνώμη από την
λογική δομή του νοήματος που είναι κρυμμένη μέσα στα φραστικά υλικά που χρησιμοποιούμε
στην καθημερινότητα όταν επικοινωνούμε.
Πρέπει να επαναφέρουμε τον καθημερινό λόγο στην λογική τάξη ώστε να αναδειχθούν τα
νοήματα που βρίσκονται μέσα στην ασαφή ομιλία του μέσου ανθρώπου.

123
Θέτει το εξής ερώτημα: ο βασιλιάς της Γαλλίας είναι φαλακρός? Και λέγει ότι η ερώτηση αυτή
αποτελείται στην πραγματικότητα από δυο ξεχωριστά που έχουν ενωθεί σε ένα. Είναι μια
λογικά σύνθετη πρόταση αλλά η λογική της κατασκευή κρύβεται κάτω από τις λέξεις.
Υπάρχει σήμερα βασιλιάς στη Γαλλία και αν υπάρχει είναι ο βασιλιάς φαλακρός είναι τα δύο
νοήματα που συνδέει η πρόταση μας. Μπορούμε επίσης να πούμε υπάρχει πράγμα στον κόσμο
που να είναι ταυτόχρονα και βασιλιάς στην Γαλλία και να είναι φαλακρός?
Αν λοιπόν η ερώτηση τεθεί με αυτόν τον αυστηρό τρόπο γίνεται και σαφές το νόημα της.
Ο Ράσελ αναδεικνύοντας την υποκειμενική λογική δομή μιας φραστικής κατασκευής
θεμελίωσε την διάκριση ανάμεσα σε ατομικές και σύνθετες λογικές προτάσεις όπου είναι και
η καρδιά της σύγχρονης μαθηματικής λογικής και πάνω σε αυτή την διάκριση στηρίζεται η
δυνατότητα να υπολογίζουμε την αλήθεια μίας συνολικής πρότασης με αναφορά στην
αληθειακή αξία των ατομικών συστατικών της. Αυτή είναι και η θεωρία του λογικού
ατομισμού που είναι μια θεωρία αναλυτική γιατί ‘σπάει’ τις περίπλοκες δομές του λόγου στα
απλά νοηματικά συστατικά που οι δομές αυτές αποτελούνται.
Πίσω από όλα αυτά κρύβεται η θέση ότι ο ανθρώπινος καθημερινός λόγος δεν είναι «καθόλου
εντάξει» και πρέπει να διορθωθεί και ο αυτός ο λόγος της καθημερινής ζωής πρέπει να
προσαρμοστεί στην γλώσσα της επιστήμης στα μαθηματικά δηλαδή.
Ο λογικός αυτός ατομισμός συνάδει με αυτόν τον τρόπο στο ρεύμα του λογικού θετικισμού
και του κύκλου της Βιέννης
Η επιστημολογία του Ράσελ χρωματιζόταν από ένα επίμονο εμπειρισμό και ο Ράσελ θεωρούσε
ότι η έννοια του υλικού αντικειμένου είναι επιστημονικά αναγκαία αλλά στην θεωρητική όμως
χρήση δεν είναι παρά μια λογική κατασκευή από αισθητήρια δεδομένα.
Για να μπορέσουμε να ορίσουμε ένα αντικείμενο θα πρέπει να έχει έρθει ο επιστήμονας σε
αισθητηριακή επαφή με αυτό το αντικείμενο. Αν δεν υπάρχει η άμεση εποπτεία δεν μπορούν
να γίνουν επιστημονικές περιγραφές η γνώση για τον Ρασελ έρχεται μόνο από την επαφή με τα
πράγματα.
Ο Ράσελ δίπλα στην εμπειρική γνώση τοποθετεί και την γνώση των θεμελιακών νόμων της
λογικής μέσα από μια διανοητική εποπτεία, ενώ υπάρχει για αυτόν και μια εκ των προτέρων
γνώση των καθολικών εννοιών και σχέσεων όπως σε ορισμένες ηθικές προτάσεις π/χ. ότι
οφείλουμε να επιδιώκουμε το αγαθό για το αγαθό όμως δεν έχουμε αναφορά στην εμπειρία και
άρα λειτουργούμε με τον ψυχολογικό παράγοντα. και έτσι ο εμπειρισμός του Ρασελ
συμπληρώνεται και με ένα πλατωνισμό.
Ο εμπειρισμός για τον Ρασελ είναι το υπόβαθρο για να ριζώσει η αναλυτική θεωρία του
νοήματος και από την σκοπιά αυτή η τακτοποίηση των προτάσεων δεν είναι τίποτα άλλο από
την προετοιμασία τους να υποβληθούν σε επαλήθευση και έτσι βλέπουμε ότι η λογική μέθοδος
υποτάσσεται στην πειραματική διαδικασία
Ο Ρασελ παρέμεινε μέχρι το τέλος πιστός στην κλασική βρετανική φιλοσοφία και τελικά ο
υφερπων ψυχολογισμός τον έβαλε εκτός της αναλυτικής φιλοσοφίας και έμεινε ο χώρος για τον
Βιτγκενσταιν
Έγραψε και ένα άλλο έργο όπου έκανε κριτική της δυτικής φιλοσοφίας από την μεριά της
αναλυτικής θεωρίας και ο Πλάτωνας και ο Χεγκελ έγιναν αποδεκτές μια διαλυτικής ειρωνείας.

ΕΝΟΤΗTΑ 8.5
Η ΚΑΤΑΞΙΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΤΟΥ
ΜΟΥΡ.

124
Ο Μουρ μορφή της αναλυτικής φιλοσοφίας που καταπολέμησε τον απόλυτο ιδεαλισμό που
επικρατούσε εκείνη την εποχή στα πανεπιστήμια της Βρετανίας.
Ο Μουρ λέγει ότι κάθε πρόταση που είναι αυταπόδεικτη από τον κοινό νου του ανθρώπου
δεν χρειάζεται θεωρητική θεμελίωση και τέτοιες προφανείς αλήθειες αναφέρονται στον
υλικό κόσμο. Έτσι καθήκον του στοχασμού είναι να «απογράψει» να καταλήξει στο τι υπάρχει
μέσα στον αισθητό κόσμο και ποια πράγματα έχουν ουσιαστική υπόσταση. Αυτά τα πράγματα
είναι αυθύπαρκτες οντότητες και η ύπαρξη τους δεν εξαρτάται από τον τρόπο που εμείς τα
αντιλαμβανόμαστε και τα φυσικά πράγματα αυτά καθαυτά. Βλέπουμε ένα ρεαλισμό. Ο Μουρ
διέψευσε τον ιδεαλισμό που λέγει ότι τα πράγματα δεν υπάρχουν αλλά μόνο οι ιδέες που
φυτρώνουν στον νου και λέγει ότι αυτό θα το δούμε αν σηκώσουμε το χέρι μας. Αυτό που
βλέπουμε δεν είναι μια οπτασία αλλά κάτι υπαρκτό.
Αφελής επιστημολογία που καταλήγει σε αδιέξοδα αν σκεφτεί κανείς ότι ο κοινός νους είναι
γεμάτος παρανοήσεις και λανθασμένες αντιλήψεις.
Δεν είναι επιτρεπτό να ταυτίζει κανείς τον πραγματικό κόσμο με αυτόν που προσλάβει ο
άνθρωπος. Η επιστημονική καταγραφή του κόσμου δεν έχει σχέση με τον τρόπο που την
αντιλαμβανόμαστε με τα αισθητήρια μας.

Η αφέλεια όμως αυτή του Μουρ ήταν όμως ένα αντίδοτο ενάντια στον απόλυτο μονισμό του
Μπρατλευ που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή.
Πρόκειται για μια αντίληψη που ξεκινούσε από τον Χέγκελ ότι η «αλήθεια είναι το όλον»
και κατέληγε στο ότι το σύμπαν είναι το μόνο που έχει πραγματική υπόσταση και όλα τα
επιμέρους πράγματα πρέπει να υποτάσσονται σε αυτή την οργανική Ολότητα και να είναι
υποταγμένα στην νομοτέλεια της. Κανένα πράγμα δεν μπορεί να υπάρξει αποκομμένο από τα
αλλά πράγματα από τα οποία συναρτάται. Κάθε ατομικό πράγμα υπάρχει μέσα από τις
σχέσεις που δημιουργεί με το περιβάλλον και οι σχέσεις αυτές είναι η ίδια η υπόσταση του
πράγματος, αυτής της ατομικότητας. Αυτές είναι και οι λεγόμενες εσωτερικές σχέσεις.
Έτσι προκύπτει ένα κρίσιμο σημείο αυτής της θεωρίας που λέγει ότι για να γνωρίσει κανείς και
να εξηγήσει επιστημονικά ένα επιμέρους πράγμα θα πρέπει να εξετάσει το σύνολο των
πραγμάτων που σχετίζονται με αυτό. Για να γνωρίσουμε το συμπάν πρέπει να γνωρίσουμε
ένα φύλλο χλόης ή ένα κόκκο σκόνης.
Ο Ράσελ λέγει ότι αυτή η αντίληψη βραχυκυκλώνει την επιστήμη και ότι πρέπει να γίνεται το
αντίθετο. Κάθε επιμέρους πράγμα θα πρέπει να αποκόπτεται από το περιβάλλον του και κάθε
σχέση που έχει με τον περίγυρο του θα διερευνάται με την εμπειρική και άρα πιθανολογική
μέθοδο. Τίποτα δεν υπάρχει α απριόρι. Αρχίζουμε συλλέγοντας επιμέρους παρατηρήσεις και
αφού συγκεντρώσουμε πολλές προχωρούμε επαγωγικά.
Η ενορατική σύλληψη του Παντός λέγει ο Ράσελ δεν είναι τίποτα άλλο παρά μυστικισμός και
δεν έχει σχέση με την επιστημονική μέθοδο.

ΟΜουρ και η ηθική η φυσιοκρατική πλάνη.

Ο Μουρ εδραιώθηκε και από μια θεμελίωση της ηθικής που βασίζεται στην φιλοσοφική
ενόραση. Στο έργο του Πριντσιπα εθικα η βασική ιδέα είναι ότι δεν μπορούμε να εξηγήσουμε
την έννοια του αγαθού με αναφορές στην εμπειρία και τις φυσικές καταστάσεις και μια πράξη
μπορεί να είναι ευχάριστη για το άτομο και την κοινότητα. Το ερώτημα που παραμένει ανοικτό
είναι αν αυτή η πράξη είναι ηθική ή όχι.
Ο Μουρ επισημαίνει ότι δεν μπορούμε να αναγάγουμε το αγαθό σε μια υλική κατάσταση
πραγμάτων και δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί με αναφορές σε ψυχολογικές και σωματικές
απολαύσεις. Όποιος κάνει αυτή την αναγωγή διαπράττει την φυσιοκρατική πλάνη
Η έννοια του αγαθού είναι μια απλή πρωτογενής ιδέα και δεν αναλύεται με αναφορά σε
ψυχολογικά και αισθητηριακά φαινόμενα που μπορεί να σχετίζονται μαζί της.
Το αγαθό γίνεται αμέσως καταληπτό από τις ενοράσεις του καλλιεργημένου ηθικού και
καλλιτεχνικού αισθητηρίου.

125
Το ηθικό υποκείμενο μέσα στην ζωή αντιλαμβάνεται από όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω
του τι είναι φορέας ηθικής αξίας. Και εδώ ο Μουρ λέγει ότι η υψηλότερη έκφραση αγαθού
στην ζωή είναι η φιλία

ΕΝΟΤΗΤΑ 8.8
Η ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΛΟΓΙΚΟ-
ΦΙΛΟΣΟΦΊΑ ΤΟΥ ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΙΝ

Κορυφαία μορφή της αναλυτικής φιλοσοφίας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Πρόκειται για
μια αινιγματική και βασανισμένη φυσιογνωμία
Ανέπτυξε δυο αποκλίνουσες εκδοχές του αναλυτικού προγράμματος.
Έγραψε την Λογικο-φιλοσοφική Πραγματεία που είναι ένα έργο λιγόλογο της πρώτης φάσης
του γλωσσοαναλυτικού κινήματος. Ο πυρήνας αυτού του έργου είναι η απεικονιστική θεωρία
του νοήματος. Έγραψε αυτό το έργο για να υποδείξει στους ανθρώπους πώς να αποφύγουν τους
κινδύνους που κρύβει η κακή χρήσης της γλώσσας και να καταλάβουν οι φιλόσοφοι ποιο είναι το
νόημα της γλώσσας και να γίνουν καλοί χειριστές απαλλαγμένοι από λάθη και σφάλματα του
παρελθόντος.
Η απεικονιστική θεωρία πιστεύει ότι η γλώσσα απεικονίζει την πραγματικότητα, την
περιγράφει και ανάμεσα στην γλώσσα και στην πραγματικότητα υπάρχει κάποια αναλογία,
μια δομική ισομορφία. Η θεωρία αυτή βλέπει τον κόσμο σαν ένα σύνολο καταστάσεων που
αληθεύουν όπως λέμε στα μαθηματικά ισχύουν. Κάθε μια κατάσταση δηλώνεται με μια πρόταση
η οποία με τα δομικά της στοιχεία δηλαδή το ρήμα το υποκείμενο κλπ απεικονίζει την
κατάσταση στην οποία αναφέρεται. Για να υπάρχουν όμως καταστάσεις πραγμάτων θα πρέπει να
υπάρχουν και ατομικά πράγματα
Στα απλά γεγονότα έξω βρέχει αντιστοιχεί η πρόταση έξω βρέχει και αντίστοιχα στα σύνθετα
σήμερα βρέχει και είναι Τρίτη αντιστοιχεί η σύνθετη πρόταση σήμερα βρέχει και είναι Τρίτη
Η πραγματικότητα είναι αυθύπαρκτη και απλά κατά τύχη υπάρχουν κάποιες αλληλουχίες. Η
πραγματικότητα είναι όπως είναι, και της φιλοσοφίας δεν της πέφτει κανένας λόγος.

Οι αληθοπινακες του Β
Οι προτάσεις στην γλώσσα συνδέονται με λογικούς συνδέσμους και, ή όπως έχουμε στα
μαθηματικά το πλην και συν. Η γλώσσα κατά τον Β είναι ένα σύστημα συναρτήσεων και οι
σύνθετες θεωρίες αποτελούνται από τον συνδυασμό ατομικών προτάσεων και η αλήθεια μιας
συνθετικής πρότασης εξαρτάται από την αλήθεια ή το ψεύδος των ατομικών συστατικών.
Ο Β χωρίζει τις προτάσεις σε κατηγορίες
Τις ταυτολογίες που αληθεύουν πάντα οποιεσδήποτε κι αν είναι οι αληθοτιμές των ατομικών
τους συστατικών ή χή μη χ
Τις λογικές αντιφάσεις που είναι πάντα ψευδείς οποιαδήποτε κι αν είναι οι αληθοτιμές των
ατομικών συστατικών π.χ και ωραίος και άσχημος.
Και αυτές που αληθεύουν ή είναι ψευδείς κατά περίπτωση και είναι ανάμεσα στις ταυτολογίες
και τις λογικές αντιφάσεις
Η περιεκτική διάζευξη είναι μια καινοτομία των αληθοπινάκων που αληθεύει όταν αληθεύουν
και τα δύο συστατικά ταυτοχρόνως
Έτσι μέσα στην γλώσσα χτίζεται ένας λογικός χώρος που κυριαρχεί η αναγκαιότητα
και η αναγκαιότητα αυτή είναι καθαρά γλωσσική δεν έχει σχέση με την μεταφυσική

126
Η γλώσσα κατά τον Β ως α απριόρι του στοχασμού.
Το κρίσιμο σημείο που διαχωρίζει την φιλοσοφία της γλώσσας του Β από τον εμπειρισμό του
Ρασσελ και τους λογικούς θετικιστές είναι:
Η παραλληλία γλώσσας και πραγματικότητας είναι α πριορί και όχι αποστεριόρι δηλαδή ο
άνθρωπος δεν συλλαμβάνει πρώτα τον κόσμο που υπάρχει έξω από αυτόν και μετά οδηγείται με
εμπειρικό τρόπο στον γλωσσικό κώδικα. Αντίθετα ο άνθρωπος σκέφτεται και συλλαμβάνει την
πραγματικότητα αποκλειστικά μέσα στον γλωσσικό κώδικα Το νόημα σχηματίζεται μέσα στην
ίδια την γλωσσική περιοχή. Αυτή είναι και η γλωσσική στροφή της φιλοσοφίας.

Μια πολυθόρυβη σιωπή.


Ο Β. υποστηρίζει ότι η γλώσσα είναι ο κόσμος μας και κάθε τι που δεν εκφράζεται ως
κατάσταση πραγμάτων δεν χωράει στην γλώσσα και για αυτό είναι άρρητο.
Τέτοια άρρητα πράγματα είναι οι αξίες γενικά ηθικές και καλαισθητικές που είναι και τα
πιο πολύτιμα πράγματα. Η ηθική είναι εκτός γλωσσας. Για αυτά όμως δεν μπορούμε να
μιλήσουμε. Με εκείνα που μπορούν να λεχθούν έτσι πετυχαίνουμε ελάχιστα πράγματα, τα πιο
αξιόλογα είναι αυτά που βρίσκονται εκτός γλωσσαναλυτικού λογισμού.
Επίσης μέσα στην γλώσσα δεν χωράει ο αφηρημένος στοχασμός σχετικά με την ίδια την
λογική δομή ή την μορφή των προτάσεων καθώς επίσης και με την ισομορφία τους με τον
κόσμο.
Αυτό είναι και το περιεχόμενο της Πραγματείας που ο Β λέγει ότι είναι κάτι που δεν λέγεται.
Είναι ένα σκάλα εννοιών που όταν ανεβαίνει ο φιλοσοφικός νους στην κορυφή δίνει μια από
κάτω του, άρα εδώ υπάρχει μια ιδέα που δεν μπορεί να εκφραστεί άρα και να κατανοηθεί.
Τα άρρητα δεν λέγονται αλλά μπορούν να δειχθούν. Πως γίνεται αυτό? Δεν ξέρει και ο Β
λέγει ότι με για αυτά που κάποιος δεν μπορεί να μιλήσει καλύτερα να σωπαίνει.
Η Πραγματεία βάζει τέλος σε μια μακραίωνη μεγάλη φιλοσοφία που φαινόταν ότι παραβιάζει το
βασικό της εργαλείο που είναι η γλώσσα
Παλιότερα ο Καντ ζητούσε να χαράξει το ανυπέρβλητο όριο του θεωρητικού λογισμού έτσι και
τώρα με την διαφορά ότι εδώ είναι ι δια η γλώσσα που μας περιορίζει.
Βασικό στη θεωρία του Β είναι ότι απαξίωνε κάθε ανορθολογη και ενορατική νοησιαρχικής
κατευθύνσεως φιλοσοφία και εστιάστηκε στην λειτουργία της γλώσσας ως αποκλειστικό φορέα
μηνυμάτων

Ο Β. επικρίνει την Πραγματεία.


Ο Β λέγει ότι η γλώσσα είναι ένα δημόσιο και αντικειμενικό σύστημα κανόνων και
χρησιμοποιώντας αυτούς τους κανόνες τα υποκείμενα εντάσσονται σε ένα λογικό πλέγμα και
μια γενική θεωρία του κόσμου που δεν εξαρτάται από αυτά αλλά τα καθορίζει.
Αυτό σημαίνει ότι το Εγω γίνεται σε τρίτο πρόσωπο και η υποκειμενικότητα υποτάσσεται
στην διυποκειμενικότητα. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ο επικοινωνιακός ή λογικός χώρος
όχι τα άτομα που κινούνται εντός του. Το βασικό ζήτημα είναι πως μπορεί ενα υποκείμενο να
κατανοεί ένα νοημα που είναι ανεξάρτητο από αυτό και υποχρεώνει την διάνοια του χωρίς να
πηγάζει μέσα από τις πεποιθήσεις. Η συνείδηση του υποκείμενου διαποτίζεται από τις
παραδοχές του κοινού λόγου
Παράλληλα ο Β διατυπώνει το αίτημα της σταθερότητας και της οριστικότητας των
νοημάτων. Αν αναλύσουμε τις προτάσεις και τις συνθήκες που αυτές αληθεύουν θα οδηγηθούμε

127
στην νοηματική καθαρότητα που μας καθορίζει το περιεχόμενο των προτάσεων με αναφορά στις
καταστάσεις πραγμάτων που απεικονίζουν.
Κάθε πρόταση μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα και αν το παραβιάσουμε αυτό τότε η
γλώσσα θα γεμίσει από ατοπήματα και θα φέρει σύγχυση. Η γλώσσα είναι ένα εργαλείο
επικοινωνίας και λειτουργεί μόνο με κανονικές σημασίες και θα πρέπει να αποφεύγονται οι
μεταφορικές έννοιες. Η πραγματική γλώσσα κρύβεται πίσω από τις εκφραστικές ατέλειες και
απροσεξίες του καθημερινού λόγου
Αυτές τις παραδοχές τις αλλάζει δραστικά στο δεύτερο έργο του στις Φιλοσοφικές Ερευνες
όπου ο Β επικρίνει τον συγγραφέα της Πραγματείας δηλαδή τον εαυτό του ότι παρανόησε την
καταγωγή και την λειτουργία των γλωσσικών νοημάτων.
Λέγει τώρα ότι το νόημα δεν είναι απεικόνιση μια και μοναδικής κατάστασης πραγμάτων που
είναι δεδομένη απεναντίας παράγεται μέσα στο επικοινωνιακό πλαίσιο δηλαδή ανάλογα με το
που βρισκόμαστε, σε ποιον μιλάμε κλπ .

Μορφές και λογικά παίγνια


Οι μορφές ζωής είναι κοινότητες που καθεμία εξυπηρετεί το δικό της σκοπό και διαθέτει το
δικό της γλωσσικό παίγνιο. Η κοινότητα επιβάλλει στα άτομα που ανήκουν σε αυτήν μια
συγκεκριμένη άποψη για τον κόσμο που διαφαίνεται στο επίπεδο της γλώσσας. Η γλώσσα κάθε
κοινότητα έχει κοινά σημεία με την γλώσσα των άλλων κοινοτήτων. Το γλωσσικό παίγνιο είναι
ένα πλέγμα σημασιών στο οποίο προσφεύγουν τα άτομα για να πραγματώσουν τις προθέσεις
τους.
Αυτό που είναι σημαντικό εδώ είναι ότι η γλώσσα εμφανίζεται σαν ένα σύνολο από πολλές
επικοινωνιακές πρακτικές και δεν υπάρχει αντικειμενική σταθερότητα. Τα πάντα
εξαρτώνται από το πρόσωπο που μιλά και από το επικοινωνιακό πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται.
Τα διάφορα νοήματα αποκρυσταλλώνονται σε κάθε επικοινωνιακό παιχνίδι. Περιλαμβάνουν
συγγενικά νοήματα αλλά λίγο διαφορετικά ανάλογα με τον κοινωνικό χώρο δηλαδή την μορφή
ζωής που βρισκόμαστε. Π.Χ άλλο πράγμα σημαίνει το σ αγαπώ όταν το λεει ένα Αμερικανός
γιάπης τριαντάρης και άλλο σημαίνει όταν το λέγει ένα Ινδός φτωχός αγρότης 20 χρόνος.
Βέβαια υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στα διάφορα παίγνια που ο Β τις λέγει οικογενειακές
ομοιότητες για να δείξει ότι δεν υπάρχει μια καθαρή γλώσσα αλλα μόνο πρακτικές της γλώσσας
ανάλογα με την κάθε περίσταση.
Άρα ο Β είναι αντίθετος με τον Πλάτωνα που πίστευε ότι κάθε λέξη αντιστοιχεί σε μια έννοια-
ιδέα. π.χ η λέξη αγάπη αντιστοιχεί στην έννοια της αγάπης που είναι αιώνια και άφθαρτη και
βρίσκεται στον Θεό. Ο Β. πιστεύει ότι η γλώσσα είναι μια σειρά από πρακτικές καταστάσεις και
δεν κρύβει κάποια άφθαρτη ουσία.
Η γλώσσα από δω και πέρα είναι ένα σμήνος ανοικτών εννοιών και κάθε όρος αλλάζει διαρκώς
δέχεται συναισθηματικές φορτίσεις ανάλογα με το επικοινωνιακό πλαίσιο. Μέσα στην κοινωνία
παρατηρούμε μια ποικιλία ενασχολήσεων που καθεμία έχει τους δικούς της κανόνες. Άρα ο Β
καταργεί την ουσιοκρατία τον πλατωνισμό και διαμορφώνει ένα πλαίσιο όπου το βασικό είναι
η χρήση μιας έννοιας. Μην ερευνάτε το νόημα, ερευνάτε την χρήση λέγει
Ο Β λέγει ότι δεν υπάρχει ενας γλωσσικός κανόνας εκ των προτέρων που τον ακολουθούμε. Ο
κανόνας ανακαλύπτεται πάντα εκ των υστέρων και δεν είναι δεδομένος και εξαρτάται από τις
επικοινωνιακές πράξεις και κοινωνικές συνθήκες.

Το επιχείρημα της ιδιωτικής γλώσσας


Το ομιλούν Εγώ πραγματώνει μια συλλογική λογική και υποτάσσεται σε ένα κοινωνικό
σύστημα νοημάτων.

128
Ο Β απαγόρευσε την ιδιοποίηση της γλώσσας από την εσωτερική συνείδηση . Κάθε έννοια
αναστοχασμού και αυτογνωσίας που έχει να κάνει με την φιλοσοφία του Καντ και του
Καρτέσιου κρίνεται λογικά ασυνάρτητη.
Ο Β καταρρίπτει την καρτεσιανή θεώρηση σκέπτομαι άρα υπάρχω δηλαδή ότι το υποκείμενο
χάρη στην γλώσσα έχει εσωτερική συνείδηση και αυτοκαθορίζεται. Το Εγώ για τον Βιτ. δεν
διαθέτει δική του γλώσσα γιατί κάθε γλωσσικό παίγνιο προϋποθέτει την έννοια ενός τρίτου που
λειτουργεί ως ανεξάρτητος κριτής. Η γλώσσα είναι δημόσιο σύστημα και το υποκείμενο είναι ο
τόπος που διασταυρώνονται οι διάφορες επικοινωνιακές πρακτικές. Η γλώσσα δεν βγαίνει από
μέσα του είναι απλώς ο διαχειριστής κάποιων νοημάτων.
Οι μελετητές παρατήρησαν στον Βιτ.
Ένα κρυμμένο πραγματισμό ( η γλώσσα είναι αυτό που κάνει που ενεργεί)
ένα συμπεριφορισμό (η γλώσσα είναι πρακτική και ο χρηστής εκφράζεται σε ένα κοινωνικό
πλαίσιο.
Ένα σχετικισμό οι έννοιες δεν είναι σταθερές και εξαρτώνται από το κοινωνικό πλαίσιο.

Η αναλυτική φιλοσοφία μετά τον Βιτ. Η επικράτηση του


συμπεριφορισμού.
Και στα δυο εργα του Β η γλώσσα αναδεικνύεται το πεδίο της φιλοσοφικής πρακτικής.
Φιλοσοφία σημαίνει η διερεύνηση του νοήματος των εννοιών και όχι η διερεύνηση κάποιας
οντολογικής αλήθειας.
Στις αρχές του 2oο αιώνα το πρότυπο ήταν η αρμονικότητα των λογικών εννοιών και ο ρόλος των
μαθηματικών
Στο δεύτερο μισό του 20 ου αιώνα κερδίζει έδαφος η ιδέα ότι η συνείδηση είναι ένα φυσικό
σύστημα, νευρώνες που επεξεργάζονται πληροφορίες ή αντίστοιχα ένα πλέγμα συμπροφορών.
Σε αυτή την αναγωγή έπαιξε ρόλο ο Ryle λέγοντας ότι στο εσωτερικό της συνείδησης στο οποίο
έχει πρόσβαση μονάχα το ατομικό υποκείμενο μέσω του αναστοχασμού. Οι έννοιες που
αποτελούν την γλώσσα αυτού του υποκειμένου δεν είναι περιγραφές του χώρους αλλά
δηλώσεις προδιαθέσεων για πράξη. Ο νους είναι το άθροισμα των συμπεριφορών που
πηγάζουν από ένα υλικό σώμα.
Ο διαχωρισμός του Καρτέσιου ανάμεσα στον νου και στο σώμα είναι ασύστατος δεν
υπάρχει κανένα φάντασμα στην μηχανή καμία αυλη οντότητα που κατοικεί στο βιολογικό
σώμα. Το ανθρώπινο υποκείμενο είναι το σύνολο των κινήσεων που έχουμε παρατηρήσει στον
φυσικό και κοινωνικό χώρο. Είναι λάθος να ψάχνουμε ένα ενιαίο νοητικό κέντρο πίσω από τα
εμπειρικά φαινόμενα που απαρτίζουν την ζωή αυτού του υποκειμένου. Αυτό είναι το
κατηγορηματικό λάθος που έγινε βασική αρχή στην κλασική φιλοσοφία. Το λάθος αυτό είναι
ότι ο παραδοσιακός φιλόσοφος δεν ικανοποιείται παρατηρώντας και περιγράφοντας ένα σώμα
ξεχωριστών φαινομένων αλλά επιμένει να ψάχνει πίσω από αυτά να βρει την λογική αρχή που
υποτίθεται ότι συγκροτεί τα φαινόμενα σε ολότητα.
Έτσι η φιλοσοφία προς το τέλος του αιώνα αρχίζει να κατανοεί τον εαυτό της σαν κάτι που
διαμορφώνεται κοινωνικά μέσα στις προοπτικές της ανθρώπινης ομάδας και είναι και η ίδια
μορφή ζωής που συγκροτείται γύρω από το δικό της γλωσσικό παίγνιο. Στην πρακτική αυτή
εμπλέκονται όχι μόνο πειραματικές διαδικασίες αλλά και ηθικές και πολιτικές απόψεις που
πηγάζουν μέσα από την ίδια την ζωή.
 Ο Κουν αναμόρφωσε την φιλοσοφία της επιστήμης και προσπαθεί να κατανοήσει την
ανθρώπινη πράξη σαν ένα πολύπλοκο σύστημα διαπροσωπικών συναλλαγών.
 Ο Β με τις φιλοσοφικές Έρευνες έστρεψε το ενδιαφέρον στην καθημερινή ζωή και στα
νοήματα που διαμορφώνονται μέσα στον δημόσιο λόγο και μετά τον Β η αναλυτική
φιλοσοφία εξελίσσεται σε φιλοσοφία της καθημερινής γλώσσας.

129
 Ο Κουιν και ο Νταβινσον επίσης ασχολούνται με την φυσιοκεντρική αναγωγής της
επιστημολογίας και στόχος της φιλοσοφίας δεν είναι να θέτει απριόρι κριτήρια
λογικότητας στα οποία οφείλει να συμμορφωθεί η γλώσσα των ανθρώπων αλλά αντίθετα
παρακολουθεί πως αναπτύσσεται η νοητική και γλωσσική ικανότητα του ανθρώπινου
οργανισμού μέσα στον φυσικό του περίγυρο και να περιγράψει ποιες είναι οι συνθήκες
που άνθρωποι που μοιράζονται τον ίδιο κόσμο είναι σε θέση να κατανοούν ο ένας τον
άλλον ερμηνεύοντας κει μεταφράζοντας τα νοήματα του ομιλητή.
Οι ερμηνείες αυτές λαμβάνουν χώρα υπό συνθήκες απροσδιοριστίας δηλαδή αν και δεν
ταυτίζονται οι λογικοί όροι ειδικά από την μια γλώσσα στην άλλη, παρόλα αυτά η εμπειρία
δείχνει ότι υπάρχει επικοινωνία με την προϋπόθεση ότι δεν θα επιζητήσει κανείς την πλήρη
σύμπτωση των θεωρητικών κατηγοριών αλλά θα ικανοποιηθεί με μια μες τις άκρες
αντιστοιχία που αφήνει περιθώριο αποκλίσεων. Αυτός είναι ο κανόνας της
επιστημολογικής ευσπλαχνίας. Η διαδικασία της γλωσσικής επικοινωνίας κρίνεται από τα
αποτελέσματα της και τα νοήματα μεταφέρονται πέρα από ψυχολογικά βιωματικά ΄σύνορα
που υπάρχουν στην ζωή του ανθρώπου. Έτσι επιτυγχάνεται η δοσοληψία των ανθρώπων με
το φυσικό τους περιβάλλον και η εσωτερική οργάνωση τους με άξονα μια δημόσια γλώσσα
και η φιλοσοφία περιγράφει την διαδικασία αυτή

Τι είναι υπαρξισμός.
Ο υπαρξισμός διαμορφώνεται τον 19 ο αιώνα με τον Κιρκεγκορτ ο όποιος είναι
δυσαρεστημένος από την φιλοσοφία του Χεγλεκ που επικρατεί εκείνη την εποχή. Ο Κ λέγει ότι
στο σύστημα του Χεγκελ δεν βρήκε καμία αλήθεια ώστε να γίνει ιδέα του και να πεθάνει για
αυτήν . Ο άνθρωπος αντιμετωπιζόταν σαν μια απρόσωπη οντότητα και όχι σαν ένα υπάρχον
πρόσωπο.
Η βασική θέση του υπαρξισμού ειπώθηκε από τον Σαρτρ με το μοττό ότι η ύπαρξη προηγείται
της ουσίας και σε κάθε άνθρωπο θα πρέπει να διακρίνουμε την ύπαρξη από την ουσία.
Λέγοντας ουσία θα πρέπει να αινούμε την έννοια του ανθρώπου, τον ορισμό του οπου
καταγράφονται τα βασικά χαρακτηριστικά του που απαντώνται σε όλα τα πλάσματα
ανεξαιρέτως. Τέτοια είναι ότι ο ανθρώπος έχει δύο πόδια δυο χέρια και είναι σε όρθια στάση. Η
ουσία του ανθρώπου καλύπτει το σύνολο των ανθρώπινων πλασμάτων που υπάρχουν στον
πλανήτη
Αντίθετα με το ορο ύπαρξη εννοούμε εκείνο τον ιδιαίτερο και προσωπικό τύπο κάθε ανθρώπου
που τον διαφοροποιεί από τον άλλο άσχετα αν και οι δύο έχουν την ίδια ουσίας.
Κατά το παρελθόν οι φιλόσοφοι έδιναν μεγαλύτερη σημασία στην ουσία και πίστευαν ότι μεσα
στην ουσία ήταν καταχωρημένη ολόκληρη η ανθωποότητα έτσι ώστε αναλύοντας την
ανθρωπότητα να μπορεί κανείς να βρει και τον εαυτό του.
Αυτό θέλησαν να αμφισβητήσουν οι υπαρξιακοί φιλόσοφοι και για αυτούς η ύπαρξη του
καθενός από εμας δεν είναι δεδομένη αλλα η υπαρξή μας διαμορφώνεται διαρκώς μέσα από τις
εμπειρίες τα προσωπικά βιώματα και είναι κάτι που ποτέ δεν είναι ίδιο στον άνθρωπο καθώς
αυτός εξελίσσεται
Κατά τους υπαρξιστές θα πρέπει να σκύψουμε στην ύπαρξη και να δούμε τις διακυμάνσεις και
τις αποχρώσεις και να προσπαθούμε να την συλλάβουμε αντί να επιχειρούμε μάταια να την
συλλάβουμε μέσω της ουσίας μας.

Ο ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΑΡΤΡ


130
Είναι ο στοχαστής που ταύτισε το όνομα του με τον υπαρξισμό και οι σκέψεις του κατάγονται
από την φαινομενολογία του Χαιντεγκερ αλλα με τον Σαρτρ αυτές οι σκέψεις έχουν έναν
καινούργιο προσανατολισμό.
Για τον Σαρτρ υπάρχουν δυο κατηγορίες όντων:
Τα καθεαυτά , το Είναι, τα όντα που μας περιβάλλουν δηλαδή το en soi.
Τα δι’ εαυτά που είναι οι συνειδήσεις των ανθρώπινων πλασμάτων δηλαδή το pour soi
Και ενώ στην θεωρία του Χαιντεγκερ η συνείδηση θέλει να αναμιχθεί με το Είναι σε μια
σχέση σχεδόν ερωτική ,στην θεωρία του Σαρτρ γίνεται το αντίθετο ανάμεσα στους δύο
αυτούς πόλους ζωής.

Το αυτενεργό υποκείμενο αισθάνεται να απειλείται από τον τεράστιο όγκο της ύλης που
προκαλεί να το εξαφανίσει και αισθάνεται μια απέχθεια μια ΄ναυτία’. Το Είναι ,en soi, είναι μια
αδρανής ουσία που προσπαθεί να καταπνίξει κάθε προσπάθεια αυτενέργειας μέσα στην
συνείδηση.
Ετσι η εκρηκτικότητα της αυτόνομης πράξης πηγάζει από αποκλειστικά και μόνο από το
συνειδητό υποκείμενο που υπάρχει δια τον εαυτό του, το pour soi και που προσπαθεί να
αποφύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό του Μηδενός και να δημιουργήσει μια περιοχή
δημιουργικής κυριαρχίας μακριά από την συμπαντική Ανάγκη αλλά και από τα άλλα αυτόνομα
Εγώ
Τα καθεαυτά όντα είναι πλήρεις οντότητες, υπάρξεις που έχουν συμπληρώσει την εξέλιξη τους
αντίθετα τα δι έαυτά δηλαδή οι ανθρώπινες υπάρξεις είναι ατελείς και βρίσκονται σε εξέλιξη.
Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ριγμένη στον κόσμο των καθεαυτών όντων και αγωνίζεται να
διαμορφώσει το μέλλον της και να σχηματιστεί σε οντότητα. Στην εξελικτική αυτή πορεία η
ανθρώπινη ύπαρξη είναι τελείως μόνη της και αναλαμβάνει μόνη της την ευθύνη για το που θα
κατευθυνθεί γιατί ούτε ο Θεός υπάρχει αλλά δεν υπάρχουν ούτε οι ηθικές αρχές που μπορούσαν
να πουν σε αυτήν την συνείδηση που να κατευθυνθεί.
Οι οροι en soi kai pour soi κατάγονται από την φαινομενολογία του Χέγκελ και ο Σαρτρ δείχνει
την σημασία που έδινε στην ιστορικότητα ο Γάλλος φιλόσοφος καθώς και την αντίληψη που είχε
ότι ο ιστορικός κόσμος έχει σημασία για την δημιουργική δράση ενώ διαφωνούσε με την θεωρία
του Χεγκελ για την υπαγωγή της ατομικής συνείδησης στο κράτος ή στην κοινωνία.
Ο ιστορικός μόχθος της συνείδησης είναι μια ατελείωτη ανάβαση χωρίς τέλος και αρχή
όπου το μοναδικό νόημα είναι η αυτοβεβαιωση του Εγώ ως υπαρκτική μονάδα. Μια πορεία
που χαρακτηρίζεται από την σύγκρουση της συνείδησης με κάθε σύστημα που προσπαθεί να την
ενσωματώσει.
Το pour soi, το δι εαυτόν υπάρχει για να πράττει και τι είδους πράγμα είναι φαίνεται από
τα πεπραγμένα του και όχι από το τι υπάρχει μέσα στην συνείδηση του ( διαχωρίζεται ο Σαρτρ
από τον Καρτέσιο)
Η Ύπαρξη προηγείται από την ουσία ήταν το μοττό του γαλλικού υπαρξισμού και ενώ
παλιότερα οι φιλόσοφοι επεδίωκαν να προσδιορίσουν την ουσία του ανθρώπου ώστε βάση
αυτής να μπορεί η ανθρώπινη ύπαρξη να προσδιορίσει τον εαυτό της και να κατανοήσει την
παρουσία της στον κόσμο, κατά τους υπαρξιστές η συγκεκριμένη ύπαρξη δεν καθορίζεται εκ των
προτέρων, δεν ανάγεται σε τίποτα απολύτως.
Ο άνθρωπος λέγει ο Σαρτρ όταν γεννιέται είναι ένα μηδέν μη ον μια δυνατότητα απλώς να γίνει
άπειρα πρόσωπα. Σε κάθε στιγμή που παίρνει ο άνθρωπος οικοδομεί τον εαυτό του και γίνεται
εκείνο που θα ολοκληρωθεί με τον φυσικό του θάνατο και τότε με τον θάνατο γίνεται αυτό που
σχηματίστηκε κατά την διαδρομή της ζωής του. Τότε ο άνθρωπος γίνεται ον, ουσία.
Αυτή η ρήση του γαλλικού υπαρξισμού ότι η ύπαρξη έχει προτεραιότητα σε σχέση με την ουσία
δίνει με συμπυκνωμένο τρόπο το αίτημα για την άνευ ορίων ελευθερία του υποκείμενου.
Το υπαρξιακό Εγώ γίνεται αυτό που είναι και δεν υπάρχει μια καθορισμένη ταυτότητα, δεν
υφίσταται κανένας εκ των προτέρων ορισμός του ανθρώπου για όλους τους ανθρώπους.
Κάθε ξεχωριστό άτομο αποτελεί από μόνο του είδος και ορίζει τον εαυτό του κατά βούληση. Ο
καθένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του και η ευθύνη που απορρέει από την αδέσμευτη

131
ελευθερία μας είναι τόσο μεγάλη που οδηγεί σε τρόμο. Αυτός ο τρόμος που κυριεύει το
υποκείμενο λόγω της ευθύνης που πρέπει να αναλάβει με τις επιλογές τρέπει πολλά υποκείμενα
στην κατάστασης της «κακής πίστης» δηλαδή την υπαγωγή των αποφάσεων μας ή στην
βούληση του Θεού ή σε παραδοσιακές αρχές και αξίες. Η κακή πίστη διαβρώνει τα υποκείμενα
τους γίνεται συνήθεια και δεν μπορούν να καταλάβουν ότι αλλοτριώνεται η ύπαρξη τους.. Όταν
η ανθρώπινη ύπαρξη εγκλωβίζεται στην κακή πίστη και στις παραδοσιακές αρχές παύει να είναι
μηδέν ανακόπτει την πορεία και την εξέλιξή της χάνει την ελευθερία της και γίνεται καθαυτό en
soi και αλλοτριώνεται πεθαίνει.
Οι κανονικότητες υπάρχουν για να τις σπάμε και ο υπαρξιακός άνθρωπος είναι από μόνος του
ένα ολόκληρο σύμπαν και οι πράξεις του δημιουργούν μια κανονικότητα εκ του μηδενός
Η πράξη του ελευθέρου ατόμου είναι ένα σωματικό βίωμα και καταπιάνεται μετά υλικά
πράγματα που το περιστοιχίζουν και αναμιγνύει την ύπαρξη του με αυτά. Η αίσθηση που ηγείται
εδώ είναι της αφής και όχι της όρασης όπως έλεγε η παραδοσιακή φιλοσοφία.
Υπάρχω σημαίνει λερώνω τα χέρια μου με τα υλικά πράγματα και με αυτή την εμπλοκή χτίζω
τον εαυτό μου.

Προταγματα
Ο υπαρξιακός άνθρωπος δημιουργεί με την μορφή προσταγμάτων και καθένα από αυτά
ενσαρκώνει την ελεύθερη προαίρεση στην συγκεκριμένη στιγμή δηλαδή είναι αυτοσκοπός. Τα
προστάγματα αυτά δεν είναι οργανωμένα τελολογικά και κάθε ένα από αυτά ξεχωριστά είναι μια
αυθύπαρκτη πράξη που δεν εξαρτάται από καμία άλλη δεν σκοπεύει σε κάτι απώτερο και
υπηρετεί μόνο αυτήν την ίδια την πράξη και όχι άλλη.
Η δέσμευση του υποκείμενου σε κάτι γίνεται υπό συνθήκες και δεν είναι κάτι μόνιμο, μπορεί να
αναιρεθεί σε κάποια άλλη φάση. Το ορθό και το λάθος κρίνεται πάντα από την υπαρκτική
κατάσταση που γίνεται η πράξη Το άτομο πράττει πάντοτε en situation
Η μόνη δέσμευση του ατόμου που ισχύει για πάντα είναι η αυτοδέσμευση του ότι δεν θα
απορροφηθεί ποτέ από το συμπαντικό Είναι.

Η μοναχικότητα του ελεύθερου και ο άλλος ως κόλαση


Ο Χεγκελ υποστήριζε ότι η προσωπική ύπαρξη επιτυγχάνεται με την κατάσταση της αμοιβαίας
αναγνώρισης και αυτή με την σειρά της απαιτεί συμμόρφωση με τον ηθικό νόμο όπου ο άλλος
δεν είναι ξένος και εχει και αυτός τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με μένα. Αυτή όμως η
αμοιβαιότητα φαίνεται ότι δεν ισχύει για τον Σαρτρ . Το ίδιο το αίτημα της ελευθερίας αποκλείει
τον άλλο από τον κόσμο μου και αν και βρίσκεται εκεί είναι εκ πρώτοις εχθρός μου.
Η ελευθερία του ανθρώπου λαμβάνει χώρα υπό συνθήκες χωρισμού ανάμεσα στο Εγώ και τα
άλλα Εγώ ανάμεσα στο Εγώ και στο κόσμο. Πρόκειται για μια αντίθεση που δεν πρόκειται να
καταλαγιάσει είναι ένας αγώνας για κυριαρχία και υποταγή του αντιπάλου στο πρόσταγμα του
νικητή.
Κάθε τομέα της ζωής χρωματίζεται από αυτή την αντιπαράθεση από τις ιδιωτικές στιγμές έως
τις απρόσωπες και τις υπολογιστικές
Το «βλέμμα του αλλού» εισβάλει στην προσωπική σφαίρα του υπαρξιακού Εγώ και θέλει να το
καθηλώσει. Η κοινωνία είναι ένα τετοιο κρυφό μάτι που παρακολουθεί και προσπαθεί να κάνει
το Είναι μας να ακολουθήσει τα προστάγματα της και τους κανόνες της.
Η συμβατική ορθοφροσύνη και η ηθικότητα καταδυναστεύουν τις συνειδήσεις.. Μάλιστα
εκείνες που αντιστέκονται κατατάσσονται στις αποκλίνουσες συμπεριφορές. Η αυθορμησία και η
φυσικότητα χαρακτηρίζονται έγκλημα ή διαστροφική ψυχασθένεια και μάλιστα ιδρύονται και
εξουσίες για να τις ελέγξουν. Το έγκλημα όμως δεν ειναι τίποτα άλλο από μια κοινωνική
κατασκευή και ο «εγκληματίας» είναι αυτός που ροκανίζει τα υποστυλώματα της καταπιεστικής
κοινωνίας
132
Ο Σαρτρ απορρίπτει τα ζητούμενα της φαινομενολογίας που ήταν η συνύπαρξη των συνειδήσεων
και η αμοιβαιότητα. Για το ελεύθερο άνθρωπο ο Άλλος είναι η «κόλαση». Ο Άλλος προσπαθεί
να επιβληθεί κατά της υπαρξιακής μας αυτοδυναμίας και από την στιγμή που μπαίνει στο οπτικό
μας πεδίο παραβιάζει την ενότητα του βίου μας. Ο ελεύθερος είναι εξ ανάγκης μοναχός.
Τα μηνύματα του Σαρτρ προβλήθηκαν κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής και
επηρέασαν τα καφενεία της αριστερής όχθης του Σηκουάνα και μάλιστα έγιναν μανιφέστο κατά
της ναζιστικής κατοχής.
Όμως ο καθαρόαιμος υπαρξισμός της πρώτης περιόδου της σκέψης του Σαρτρ διαποτίζεται
από ένα ηθικό σχετικισμό., μια καταστασιακή η περιπτωσιακή ηθική που μπορεί να
δικαιολογήσει οποιαδήποτε στράτευση και λογική ακόμα και το ναζιστικό ιδεώδες.
Αν έχουμε τάξει το Είναι μας σε μια ιδέα τότε κάνουμε τα πάντα για αυτή την ιδές και η
δέσμευση μας είναι ορθή. Με μόνη προϋπόθεση ότι η πράξη είναι αυθόρμητη και δεν εξαρτάται
από φυσικό ή κοινωνικό εξαναγκασμό για να στηρίξει την επιλογή μας. Τα υπαρξιακά
υποκείμενα είναι ελεύθερα να τραβήξουν όποιο δρόμο επιθυμούν και αυτή η θεώρηση είναι τόσο
χαλαρή που μπορεί οιοδήποτε έγκλημα να είναι μορφή ελευθερίας.

ΧΟΥΣΣΕΡΛ

Φαινομενολογία είναι μια ιδιόμορφη τάση του 20ου αιώνα που έρχεται σε αντίθεση με την
δυναμική της εποχής που είναι η απόπειρα να εξηγηθεί το φαινόμενο της λογικότητας και της
αυτοσυνειδησίας με αναφορά στο ψυχολογικό κοινωνικό υπόβαθρο τους.
Ο όρος ξεκινά από τον Χέγκελ που για αυτόν η φαινομενολογία είναι οι διάφορες βαθμίδες
αυτοσυνειδησίας που κατακτά το συλλογικό πνεύμα μέσα στην ανέλιξη του πολιτισμού για να
φτάσει στην απόλυτη γνώση των νόμων που διέπουν την ιστορική ζωή.
Τα φαινόμενα που λέγει ο Χέγκελ είναι οι κοινωνικοί θεσμοί οι ηθικές αντιλήψεις και οι
κοσμοθεωρίες που ενσαρκώνουν τον βαθμό ωριμότητα που πετυχαίνει κάθε συνείδηση.
Η φαινομενολογία όμως διαμορφώνεται με την σκέψη του Χουσσερλ
Το θέμα εδώ είναι να καθοριστεί η συνειδητότητα στην καθαρή της μορφή ανεξάρτητα από την
πραγματικότητα που την περιβάλλει. Τι σημαίνει να έχει κανείς συνείδηση ενός πράγματος.
Αν πούμε ότι η συνείδηση είναι ένα εξαρτήματα του κοινωνικού ή φυσικού συστήματος τότε η
συνείδηση παύει να είναι συνείδηση και εξαφανίζεται η δυνατότητα να αυτοκαθορίζεται και να
είναι αυτόνομη και όλες οι λειτουργίες είναι αντιδράσεις στον καταναγκασμό των φυσικών
δυνάμεων.
Η φαινομενολογία του Χουσσερλ δείχνει τον τρόπο που θα πρέπει να προσεγγίζονται και να
περιγράφονται τα γεγονότα της εμπειρίας, οι παραστάσεις ,τα αισθήματα
Πολλά από τα περιεχόμενα της εμπειρίας μας, οι παραστάσεις που σχηματίζουμε με τις
αισθήσεις μας αντιστοιχούν σε πράγματα του εξωτερικού κόσμου στα οποία δεν έχουμε καμία
δυνατότητα πρόσβασης και έτσι θα πρέπει να θέσουμε τον εαυτό μας στην κατάσταση της
εποχής και να μην διανοηθούμε να προχωρήσουμε σε οτιδήποτε εκτείνεται των ορίων της
εμπειρίας μας Η εποχή είναι μια είναι μια κατάσταση (που ξεκινά από τους πυρωνιστές) κατά
την οποία για ένα πράγμα δεν πρέπει να λέει κανείς ούτε ναι ούτε όχι, να μην κλίνει σε καμία
κατεύθυνση και να υπάρχει μια απόλυτη ισορροπία γιατί για κάθε θετική ή αρνητική κρίση είναι
δυνατόν να αντιπαρατεθεί ένα επιχείρημα που ανατρέπει αυτήν την κρίση.
Τα περιεχόμενα της εμπειρίας θα πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε σαν καθαρά φαινόμενα όπως
μας παρουσιάζονται μέσα στην εμπειρία μας χωρίς δηλαδή να τα συσχετίζουμε με εξωτερικά
αντικείμενα και γεγονότα Ότι υπάρχει μέσα στην εμπειρία μας οφείλουμε να το εκλάβουμε όπως
αυτό υπάρχει καθεαυτό μέσα στην εμπειρία μας.

133
Ο Χουσσερλ διέκρινε τρεις φάσεις μεσω των οποίων χειριζόμαστε τα φαινόμενα της εμπειρίας
μας προκείμενου να ολοκληρωθεί η φαινομενολογική μέθοδος:
Την φαινομενολογική αναγωγή,
την ειδητική αναγωγή
την αντιδιαστολή των νοήσεων προς τα νοήματα.

1) Φαινομενολογική αναγωγή.
Ο Χουσσερλ λέγει ότι τα περιεχόμενα της συνείδησης μας μπορεί να μην είναι ακριβείς
αντανακλάσεις του εξωτερικού κόσμου και να είναι παραισθήσεις. Στο σημείο αυτό ο Χουσσερλ
επαναφέρει την ριζική αμφιβολία του Καρτέσιου με σκοπό να φτάσει σε θεμέλιο υπεράνω πάσης
αμφισβήτησης, στην άμεση εκείνη εποπτεία που δεν αφήνει περιθώρια σφάλματος. Έτσι όπως ο
Καρτέσιος αμφέβαλε για τα πάντα έτσι και ο Χουσσερλ λέγει ότι βρίσκεται μέσα στην
συνείδηση μας υπάρχει ως καθαρό φαινόμενο και όχι ως κάτι που υπάρχει στον κόσμο.
Ο Χουσσερλ ζητά να προβούμε σε ένα είδος εποχής και να θέσουμε μέσα σε παρένθεση όσα
φαινόμενα υπάρχουν μέσα στην συνείδηση μας για να δούμε τι υπόλοιπο μένει και αυτό που
θα μείνει θα είναι η καθαρή συνειδηση μας και η συνείδηση μας είναι ένα ρεύμα μέσα στο οποίο
παίρνουν υπόσταση τα περιεχόμενα της συνείδησης, οι ψυχολογικές καταστάσεις μας, οι
παραστάσεις του εξωτερικού κόσμου μέσα στον οποίο περιλαμβάνονται τα φυσικά όντα και
γεγονότα οι κοινωνικές σχέσεις τα ιστορικά συμβάντα τα καλλιτεχνικά και αλλα.
Η διαδικασία αυτή οπισθοδρόμησης από τα φαινόμενα, στην καθαρή συνείδηση είναι ότι
ονόμασε ο Χουσσερλ φαινομενολογική αναγωγή Αυτή η φαινομενολογική αναγωγή για τον
Χουσσερλ μας φανερώνει την βασική λειτουργία της συνείδησης που είναι η αναφορικότητα
που είναι μια ενέργεια η οποία αναφέρεται πάντοτε σε κάτι που φαίνεται να είναι διαφορετικό
προς τον εαυτό της.

2) Ειδητική αναγωγή
Είναι το επόμενο στάδιο μετά την φαινομενολογική αναγωγή κατά το οποίο προσπαθούμε να
δούμε την σταθερή δομή του κάθε πράγματος. Κάθε πράγμα έχει μια ποικιλία μορφών που
μεταβάλλονται και πίσω από όλες αυτές τις εκφάνσεις του κάθε πράγματος υπάρχει ένα είδος
αναφορικά στο οποίο υπάρχουν αυτές οι εκφάνσεις. Το είδος που συνιστά το αμετάβλητο «τι»
των διαφόρων εκφάνσεων των πραγμάτων παραλληλίζεται με την ιδέα του Πλάτωνα.
Έτσι η ειδητική αναγωγή είναι η αναγωγή στο είδος, είναι η μετάβαση από την πολλαπλότητα
των διάφορων εκφάνσεων ενός πράγματος στην καθαρή ουσία του, την απόλυτα αναγκαία και
καθολική ουσία από την οποία εκπορεύονται όλες οι εκφάνσεις ενός πράγματος.

3) Η αντιδιαστολή των νοήσεων προς τα νοήματα.


Ο Χουσσερλ όρισε την φαινομενολογία ως την θεωρία των ουσιών ως την μελέτη των
καθολικών δομών των καθαρών φαινομένων. Η αναγωγή στην καθαρή συνείδηση μας ( μετά την
τοποθέτηση των καθαρών φαινομένων εντός παρενθέσεως,) μας επιτρέπει να δούμε τον σύνθετο
τρόπο που η συνείδηση λειτουργεί. Παρατηρούμε ότι η συνείδηση μας αποτελείται από μια
αδιάκοπη σειρά από νοήσεις, νοητικές ενέργειες που δεν περιορίζονται στον εαυτό τους αλλά
αναφέρονται σε κάτι διαφορετικό προς την συνείδηση. Η παράσταση που κάνει μια νόηση είναι
η παράσταση ενός χρώματος, ενός σχήματος. Η επιθυμία που είναι και αυτή μια νόηση είναι η
επιθυμία ενός φαγητού ενός ταξιδιού κλπ. Τα σημεία αναφοράς της συνείδησης ο Χουσσερλ
τα ονόμασε νοήματα προκείμενου:
 να επισημάνει την διαφορά των νοημάτων από τις αντίστοιχες νοήσεις
 να δηλώσει ότι ανεξάρτητα από τον διαφορετικό σε σχέση με τις νοήσεις χαρακτήρα τα
νοήματα υπάρχουν όπως υπάρχουν και οι νοήσεις, εντός των ορίων της συνείδησης και
δεν αποτελούν αντικείμενα ή γεγονότα του εξωτερικού κόσμου.
Ο Χουσσερλ εξέλαβε την αναφορική λειτουργία της συνείδησης, την δυνατότητα δηλαδή
κάθε νοητικής ενέργειας της συνείδησης να αναφέρεται σε κάτι διαφορετικό από αυτή με την

134
σημασία που της απέδωσε ο Μπρεντάνο που έλεγε ότι η αναφορική λειτουργία της
συνείδησης είναι εντελώς ανεξάρτητα από την ύπαρξη του πράγματος στο οποίο αυτή
αναφέρεται.

135

You might also like