You are on page 1of 3

Οδοιπορίες και εγκλεισμοί (από το τρεις Χάριτες στον τοίχο)

Προσέχω, όταν πέφτω να κοιμηθώ, να μην σταυρώνω τα πόδια μου. Αν κοιμηθώ με


σταυρωμένα πόδια σκοντάφτω και πέφτω στον ύπνο μου. Χαντάκια, περιφράξεις
κήπων, μικρές παγίδες που δεν προσέχω βρίσκονται ξαφνικά μπροστά μου, μπερδεύ-
ομαι, και βρίσκομαι στο έδαφος χτυπημένη. Ξυπνώ αμέσως και βλέπω ότι δεν έχω
σπάσει τίποτα. Από αυτά τα πεσίματα κατάλαβα ότι οδοιπορώ κι εγώ κρυφά.
Ήταν μια γυναίκα στη Ρώμη που ζούσε έγκλειστη χωρίς να βγαίνει ποτέ από το σπίτι
της. Αυτό είχε προκαλέσει θαυμασμό στους γύρω της, ώστε κάποτε που πέρασε από
εκεί ένας ερημίτης της Αιγύπτου, ο Άγιος Σεραπίων ο Σιδώνιος, ζήτησε να τη δει και τη
ρώτησε να μάθει γιατί κάθεται κλεισμένη μέσα. Αυτή του απάντησε: «Δεν κάθομαι,
οδοιπορώ».
«Voyages autour de ma chambre», 1 ένας φυλακισμένος συγγραφέας έγραψε τον 18ο αι.
Το διάβασα σ’ ένα μυθιστόρημα, και έμαθα για τον Ξαβιέ ντε Μαιτρ. Τόσο
κυριολεκτικός. Δεν με γοήτευσε, μου έδωσε την ιδέα ωστόσο – όλα είναι δρόμος. Οι
φυλακές μου –ένα κείμενο του Σίλβιο Πέλικο του καρμπονάρου (αγαπημένου φίλου
του Ανδρέα Κάλβου), που είχαν φυλακίσει οι Αυστριακοί και αποστήθιζε ένα κάντο του
Δάντη τηνημέρα– ήταν ο τρόπος να ξεκινήσει ξανά να γράφει. Καλωσορίσατε (στην
Κύπρο) «αρχόντοι, τράγοι και μαϊμούδες», τα λόγια του Σεφέρη στο τέλος του
ποιήματος Νεόφυτος ο έγκλειστος μιλά. Η πολιτική και ο ψηφιδωτός καημός της
ποίησης.
Περίκλειστος κήπος. Από μια εγκαταλειμμένη αγροικία στην οδό Εθνάρχου Μακαρίου.

1
Ταξίδια γύρω από το δωμάτιό μου
Οι τρεις Χάριτες (Από το τρεις Χάριτες τον τοίχο)

Οι τρείς Χάριτες είναι ένα γκράφιτι με τρεις γυναικείες μορφές, έξω από το ερειπωμένο
σπίτι στην οδό Ροδοδάφνης. Τρεις μοίρες, τρεις καλόγνωμες νεράιδες. Εικόνα-σύμβολο.
Τρέμω στην ιδέα ότι θα γκρεμιστεί, και δεν θα το βλέπω. Ο τοίχος τους είναι μια πύλη
για τη μαγεία, ένα χέρι που σου απλώνει ο τόπος, ένα σημάδι για να αναγνωρίζεις τις
ζωές των άλλων.
Από το παράθυρο, σ’ ένα από τα, συνήθως ισόγεια, διπλανά σπιτάκια, από τη δική μας
πλευρά του ρέματος, είδα κάποιο βράδυ έναν άνδρα ηλικιωμένο στο κρεβάτι του, με τα
πόδια σχεδόν κολλητά στο παράθυρο. Έκανε ζέστη, και είχαν ανοίξει. Αλλιώς δεν θα τον
έβλεπα ποτέ τόσον καιρό που περνούσα από εκεί. Ανήμπορος αλλά και άγνωστος
εντελώς. Ποτέ δεν τον είχα συναντήσει στη γειτονιά. Ένιωσα ένα σφίξιμο για την
αδιακρισία μου, μια ταραχή. Στο διπλανό δωμάτιο, η γυναίκα που τον προσέχει, μιλά
στο τηλέφωνο. Σε άλλη γλώσσα. Αισθάνεται ασφαλής από τα αδιάκριτα αυτιά και μιλά
δυνατά.
Οι γείτονές μου κι εγώ να ’μαστε όλοι τώρα καρφιτσωμένοι στο χάρτη της βιογραφίας.
Αυτήν που δημιουργώ περπατώντας νομίζοντας ότι είμαι έγκλειστη, εκείνος
καθηλωμένος στο κρεβάτι του, έγκλειστος των εγκλείστων, κι εκείνη απελευθερώ-
νεται από τα δεσμά της μετανάστευσης βρίσκοντας καταφύγιο στη μητρική της
γλώσσα.
Υπάρχουν αρκετοί ξένοι που μένουν εδώ, τους ακούω συχνά όταν περπατώ το
απόγευμα. Επιστρέφουν από κάπου. Αναγνωρίζω τον διαφορετικό ρυθμό στη φωνή.
Είναι και κάποιοι, γυναίκες συνήθως, που δουλεύουν στην περιοχή. Συνοδεύουν
παππούδες, σαν ζευγάρια αγαπημένα κάνουν τις διαδρομές τους. Τους έχουν
καθαρούς και περιποιημένους, τους πάνε μαζί στο φαρμακείο για τα φάρμακα. Μια
κανονικότητα και μια ανακούφιση για όλους.

Άλλη εικόνα: Βλέπω από μακριά μια ηλικιωμένη γυναίκα σε καροτσάκι, συνοδευόμενη
από τις δυο της συνοδούς. Ο περίπατος είναι, φαίνεται, η κοινή τους διασκέδαση. Έξω
καρδιά.
Το κυλούν γρήγορα γρήγορα, με λαχτάρα να περπατήσουν, να της κάνουν τη βόλτα της.
Μερικές φορές τρέχουν, χοροπηδούν γελώντας. Εκείνη δεν μιλά. Μια φορά τις είδα
νύχτα από κοντά. Παρατήρησα τότε πως η γυναίκα με το πετρωμένο πρόσωπο, στο
καρότσι, ήταν έντονα βαμμένη. Μαύρη σκιά στα μάτια και κραγιόν – έντονο που θα
μπορούσες να το πεις και θλιβερό. Δεν ήταν όμως. Ήταν η προσπάθεια να την
περιλάβουν, να την έχουν μαζί τους στη μικρή παρέα, τη μικρή οχούμενη πομπή μιας
ταπεινής χαράς στους δρόμους.

Σέφηλντ – Στιγμιότυπα (από το 199 σκαλοπάτια)

Έχω αποσυρθεί βυθισμένη στις σελίδες του Μπίλι Κόλινς. Να είναι καλά η αγαπημένη
Χρύσα2, που μου τον έμαθε τότε που είχε μεταφράσει το Γδύνοντας την Έμιλυ
Ντίκινσον, και τώρα ταξιδεύω με το βιβλιαράκι αυτό, που αγόρασα το απόγευμα,
ξεχνώντας την κούραση της μέρας, τη συσσωρευμένη κούραση των ημερών. Με έχει
συνεπάρει αυτή η πεζότητα, καθρεφτίζομαι, έχω την αίσθηση ότι αυτό θα μπορούσα να
το είχα γράψει κι εγώ, και μετά διαβάζω να μου λέει, «ξέρω πώς θα νιώσεις/όταν
2
Η Χρύσα Φραγκιαδάκη είναι μπλόγκερ, μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων
ανακαλύψεις/ότι εγώ το έγραψα αυτό αντί για σένα».

Αύριο είναι το μεγάλο ταξίδι για το Γουίτμπι, 140 περίπου χιλιόμετρα, το περιμένω πώς
και πώς. Η ακτή (σύμφωνα με το μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ) όπου έφτασε το
πλοίο που έφερε τον Κόμη Δράκουλα στην Αγγλία· το Αβαείο, οι ιστορίες των ναυτικών
και πώς ξελογιάστηκε πρώτα η Λούσυ. Αυτή οδηγήθηκε στον χαμό. Θέλει 199 σκαλιά να
ανέβεις τη σκάλα που οδηγεί στο Αβαείο, αλλά εγώ ανέβηκα τα «Σκαλοπάτια του
Σκωτζέζου» στο Εδιμβούργου. Θα το κάνω!
Μα τόσο όμορφα πουλιά μέσα στις βρετανικές πόλεις! Έχω αναρτήσει φωτογραφίες
στο διαδίκτυο: ένα σπουργίτι έξω από τα Στάρμπακς, όπου ήπιαμε καφέ, κι έναν
ερωδιό κάτω από μια γέφυρα. Τόσο επιβλητικός! Και άλλες εικόνες: μια μικρή ιδέα
από την Πινακοθήκη Γκρέηβς, δίπλα στη Βιβλιοθήκη και το Αναγνωστήριο της πόλης.

You might also like