You are on page 1of 978

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Οικονομία και Πολιτική


στην Ελλάδα του Β΄
Παγκοσμίου πολέμου
(1940-1944)

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Γ. ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ



Διδακτορική διατριβή που εκπονήθηκε στο Τμήμα Πολιτικών


Επιστημών του ΑΠΘ με επιβλέποντα καθηγητή τον κ. Γιώργο
Μαργαρίτη, Καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας.

Θεσσαλονίκη 2014
Email για επικοινωνία, σχόλια και παρατηρήσεις: vmanousa@gmail.com
Στον πατέρα μου,

που δεν το πρόλαβε


Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Περιεχομένα

Περιεχομένα .......................................................................................................................... 5
Πίνακες .................................................................................................................................. 9
Γραφήματα .......................................................................................................................... 12
Εικόνες ................................................................................................................................. 13
Συντομογραφίες - Λεξιλόγιο ............................................................................................... 15
Πρόλογος ............................................................................................................................. 19
1. Εισαγωγή ......................................................................................................................... 22
1.1. Η ελληνική οικονομία της Κατοχής και το ζήτημα της «οικονομικής συνεργασίας»
......................................................................................................................................... 22
1.2 Το ευρωπαϊκό πλαίσιο και η ως τώρα έρευνα. ........................................................ 23
1.3 Σύντομο σημείωμα για τις πρωτογενείς πηγές......................................................... 55
Μέρος 1ο ....................................................................................................................... 59
2. Η Ελλάδα στη «Νέα Ευρώπη» του Άξονα ....................................................................... 59
2.1 Η ελληνική οικονομία το 1940-41. ............................................................................ 59
2.2 Σχέδια και Οικονομικές πολιτικές για την κατεχόμενη Ελλάδα ............................... 68
2.3 Η στάση του επιχειρηματικού κόσμου: συνεργασία, αντίσταση ή «προσαρμογή»;
....................................................................................................................................... 100
3. Η χρηματοδότηση του μηχανισμού κατοχής ................................................................ 127
3.1 Νομίσματα κατοχής και αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ...................................... 127
3.2 Κλήρινγκ και εξαγωγές ............................................................................................ 160
3.3 Έξοδα κατοχής και απευθείας πληρωμές από τον ελληνικό προϋπολογισμό ....... 176
Α) Μέτρα, διαπραγματεύσεις και χρηματοδότηση .................................................. 176
Β) Το ύψος των ποσών .............................................................................................. 209
3.4 Η επιχείρηση χρυσού (“Goldaktion”) του Neubacher ............................................ 231
3.5 Η συνολική αξία της απομύζησης ............................................................................ 249
4. Τομείς της ελληνικής κατοχικής οικονομίας ................................................................. 264
4.1 Γεωργία - κτηνοτροφία............................................................................................ 264
4.2 Βιομηχανία και βιοτεχνία ........................................................................................ 287
Α) Γενικά .................................................................................................................... 287
Β) Σιδηροβιομηχανία ................................................................................................. 314
Γ) Τσιμέντα και οικοδομικά υλικά ............................................................................. 324

5
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

4.3 Ενέργεια και ορυκτά................................................................................................ 339


Α) Ενέργεια ................................................................................................................ 339
Β) Ορυκτά .................................................................................................................. 351
4.4 Εμπόριο ................................................................................................................... 366
Μαύρη αγορά............................................................................................................ 372
Οι προμηθευτές των αρχών κατοχής και η Ελληνο-Γερμανική Οικονομική Εταιρεία
................................................................................................................................... 391
5. Εργασία ......................................................................................................................... 403
5.1 Γερμανική οικονομία και ξένοι εργάτες .................................................................. 403
5.2 Η κατοχική ανεργία, η πολιτική αντιμετώπισής της και οι γερμανικές απαιτήσεις 408
5.3 Αμοιβές, συνθήκες εργασίας και κόστος επιβίωσης. ............................................. 429
5.4 Εργασία στο εξωτερικό ........................................................................................... 450
6. Μια πρώτη απόπειρα αποτίμησης των κερδών ........................................................... 469
6.1 Οι διακυμάνσεις των καθαρών κερδών .................................................................. 469
6.2 Η αποθησαύριση: χρυσός, έργα τέχνης και ακίνητα .............................................. 484
7. Δημοσιοοικονομικά και ΑΕΠ ......................................................................................... 505
7.1 Ελληνικό ΑΕΠ και κατακτητές ................................................................................. 505
7.2 Δημόσια οικονομικά ............................................................................................... 527
Μέρος 2ο ..................................................................................................................... 541
8. Οι ελληνικές εταιρείες πολεμικής παραγωγής. ............................................................ 543
8.1 Ο Μποδοσάκης και η Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου
(ΕΕΠΚ) ............................................................................................................................ 543
Α) Η Εταιρεία μέχρι την κατοχή................................................................................. 543
Β) 1941: Η φυγή Μποδοσάκη και η έλευση των Γερμανών. .................................... 554
Γ) Walter Deter, ο κατοχικός πληρεξούσιος/διευθυντής ......................................... 564
8.2 Η κατοχική παραγωγή των επιχειρήσεων Μποδοσάκη.......................................... 573
Α) Γενικά .................................................................................................................... 573
Β) Πυρομαχικά........................................................................................................... 579
Γ) Εκρηκτικά ............................................................................................................... 589
Δ) Περιορισμός των δραστηριοτήτων και μεταφορά μηχανημάτων στο εξωτερικό 595
Ε) Το κόστος της κατοχικής παραγωγής και τα αποτελέσματα των εταιρειών
Μποδοσάκη ............................................................................................................... 604
8.3 Κρατικό Εργοστάσιο Αεροσκαφών (ΚΕΑ) ................................................................ 610
8.4 Ελληνική Εταιρεία Εναερίων Συγκοινωνιών (ΕΕΕΣ) ................................................ 613

6
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

9. Οι επισκευές γερμανικών αεροσκαφών στα ελληνικά εργοστάσια. ............................ 619


9.1 Η δράση της Luftwaffe και οι ανάγκες για επισκευές στην Ελλάδα ....................... 619
9.2 Η πορεία των επισκευών: αεροσκάφη, εγκαταστάσεις και εργαζόμενοι. ............. 627
Α) Τα αεροσκάφη ...................................................................................................... 627
Β) Εταιρείες, εγκαταστάσεις και εργαζόμενοι ......................................................... 638
Γ) Η σημασία των επισκευών .................................................................................... 662
10. Ελληνικές επιχειρήσεις και Γερμανικό ναυτικό .......................................................... 671
10.1 Ανελκύσεις - διαλύσεις ......................................................................................... 674
Α) Ιστορικές εταιρείες και κατοχικές ανελκύσεις: Βερνίκος – Μάτσας ................... 675
Β) Ίδρυση νέων επιχειρήσεων ανέλκυσης ................................................................ 683
Γ) Διαλύσεις και η τύχη των ανελκυόμενων πλοίων................................................. 691
10.2 Συμβατικές Ναυπηγήσεις ...................................................................................... 700
Α) Το πλαίσιο των θαλασσίων μεταφορών στην κατεχόμενη Ελλάδα: κρατικές αρχές,
γερμανικές ακτοπλοϊκές εταιρείες και το γερμανικό ναυπηγικό πρόγραμμα. ........ 701
Β) Κρατικά ναυπηγεία: Σκαραμαγκάς και Σαλαμίνα ................................................. 730
Γ) Το γερμανικό ναυτικό και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις του Πειραιά. ....................... 743
Δ) Ναυπηγεία Βασιλειάδη ......................................................................................... 752
Ε) Μηχανουργείο Ροντήρη – Στρουμπούλη .............................................................. 760
Στ) Πέραμα και Αμπελάκι Σαλαμίνας ........................................................................ 768
Ζ) Η πολυσχιδής δράση των Ξανθόπουλου – Κατσουρόπουλου: ναυπηγεία, λέσχες -
SD και προμήθειες των αρχών κατοχής .................................................................... 788
11. Το γερμανικό πρόγραμμα ναυπήγησης τσιμεντοπλοίων στην κατεχόμενη Ελλάδα. 798
11.1 Τα τσιμεντόπλοια στους δύο παγκοσμίους πολέμους . ....................................... 798
11.2 Το γερμανικό πρόγραμμα ξεκινά στην Ελλάδα .................................................... 802
11.3 Οι ναυπηγικές εγκαταστάσεις σε Βάρη-Βάρκιζα και Πέραμα .............................. 807
11.4 Οι εργαζόμενοι ...................................................................................................... 814
11.5 Τα σκάφη ............................................................................................................... 819
11.6 Το τέλος του προγράμματος τσιμεντοπλοίων. ..................................................... 839
11.7 Το κόστος και οι δυσκολίες του υπολογισμού του ............................................... 845
11.8 Η τύχη των τσιμεντοπλοίων του Περάματος ........................................................ 858
11.9 Οι κατασκευαστές ................................................................................................. 862
Α) Η Γενική Εταιρεία Τεχνικών Εκτελέσεων (ΓΕΤΕ) ................................................... 866
Β) Παναγιώτης Σ. Ξανθόπουλος ................................................................................ 894
Γ) Ανώνυμος Οικοδομική Εταιρεία «ΤΕΚΤΩΝ». ........................................................ 905

7
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δ) Εργοληπτική Γ.Ε.Ε.Μ.Α. Διαμαντόπουλος και ΝΕΒΑ ............................................ 915


Ε) Ιωάννης. Γ. Κριεζής ................................................................................................ 921
Στ) Ομόρρυθμος Τεχνική Εταιρεία Κωνστ. Μεϊδάνη και Σία .................................... 924
12. Επίλογος ....................................................................................................................... 929
Πηγές .......................................................................................................................... 944
1) Ανέκδοτες αρχειακές πηγές .......................................................................................... 944
Α) Ελλάδα ...................................................................................................................... 944
Β) Βέλγιο ........................................................................................................................ 946
Γ) Γερμανία .................................................................................................................... 946
Δ) Ηνωμένο Βασίλειο .................................................................................................... 947
Ε) Η.Π.Α.......................................................................................................................... 948
2) Δημοσιευμένες πρωτογενείς πηγές .............................................................................. 948
3) Εφημερίδες-μη ακαδημαϊκά/μη λογοτεχνικά Περιοδικά ............................................ 952
4) Ξενόγλωσση βιβλίογραφία ........................................................................................... 953
5) Ελληνόγλωσση βιβλίογραφία ....................................................................................... 962
6) Άρθρα/Working Papers ................................................................................................. 968
7) Μελέτες και διατριβές .................................................................................................. 974
8) Λευκώματα κλπ. ............................................................................................................ 976
9) Διαδίκτυο ...................................................................................................................... 976

8
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πίνακες

Πίνακας 2.1: Ίδρυση Εργοστασίων την δεκαετία πριν την έναρξη του πολέμου
(εξαιρούνται τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας) .............................................................. 63
Πίνακας 2.2: Σταθμικός δείκτης βιομηχανικής παραγωγής (ποσότητες, 1928=100) ............. 64
Πίνακας 3.1: RKKS εκδοθέντα από τα Ταμεία (RKK) Αθηνών και Θεσσαλονίκης................. 135
Πίνακας 3.2: RKKS που βρέθηκαν σε υποκαταστήματα της ΕΤΕ, ανά περιφέρεια
(τέλη Ιουνίου 1941). .............................................................................................................. 146
Πίνακας 3.3: Επιστροφές Μάρκων Κατοχής, 1941-42.......................................................... 148
Πίνακας 3.4: Αξία των RKKS (σε χρυσές λίρες) κατά την έναρξη της κυκλοφορία τους
στην Ελλάδα το 1941.. ........................................................................................................... 151
Πίνακας 3.5: Γερμανικές εκτιμήσεις για τις γερμανικές εισαγωγές από, και εξαγωγές
προς την Ελλάδα, 1940-1944 (σε εκατ. RM) ......................................................................... 166
Πίνακας 3.6: Εισαγωγές από και εξαγωγές προς τη Γερμανία από την κατεχόμενη
Ελλάδα, 1941-44 σύμφωνα με τα επίσημα ελληνικά στοιχεία της περιόδου. ..................... 170
Πίνακας 3.7: Κλήρινγκ Γερμανίας (RM) ................................................................................ 172
Πίνακας 3.8: Κατάσταση τιμαρίθμων καταρτιζομένων υπό της ειδικώς
συσταθείσης Επιτροπής (3/1942=100) ................................................................................. 208
Πίνακας 3.9: Διάφορες εκτιμήσεις για τα έξοδα κατοχής του Άξονα (σε χρυσές λίρες)...... 211
Πίνακας 3.10: Χρηματοδότηση Reikosee – Στοιχεία μέχρι Σεπτέμβριο 1944....................... 220
Πίνακας 3.11: Δαπάνες για Υπηρεσίες Κατοχής, ως 14/11/1941 (εκατ. δρχ.) ..................... 227
Πίνακας 3.12: Δαπάνες κρατικού προϋπολογισμού για προμήθειες, έργα και
μεταφορές για λογαριασμό των αρχών κατοχής (χρυσές λίρες), 4/1941-6/1944................ 229
Πίνακας 3.13: "Χρυσός για την Ελλάδα", 1943-44, σε Reichsmark ...................................... 240
Πίνακας 3.14: Αξία νομισμάτων της επιχείρησης χρυσού του Neubacher σε χρυσές
Λίρες και ως ποσοστό των εξόδων κατοχής .......................................................................... 243
Πίνακας 4.1: Επίσημες εκτιμήσεις για την αγροτο-κτηνοτροφική παραγωγή (τόνοι) ......... 266
Πίνακας 4.2: Επίσημες μεταπολεμικές εκτιμήσεις αγροτικής παραγωγής
1940-1943 (1940=100). ......................................................................................................... 267
Πίνακας 4.3: Κατοχικές εκτιμήσεις βιομηχανικής παραγωγής του 1941 ως ποσοστού εκείνης
του 1939 ................................................................................................................................ 288
Πίνακας 4.4: Έτος ίδρυσης Βιομηχανιών και βιοτεχνιών κατά κλάδους .............................. 290
Πίνακας 4.5: Μέσος ετήσιος όρος ιδρύσεων βιομηχανιών και βιοτεχνιών ανά
περιφέρεια, 1931-1948 ......................................................................................................... 292
Πίνακας 4.6: Επιχειρήσεις υπό Γερμανική εποπτεία (1942). ............................................... 302

9
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πίνακας 4.7: Ανάγκες πληρωμών Γραφείου Αμυντικής Οικονομίας για τον


Αύγουστο 1944. ..................................................................................................................... 307
Πίνακας 4.8: Στατιστικά στοιχεία των απασχολούμενων σε βιομηχανίες
Αθηνών-Πειραιώς και περιχώρων, Απρίλιος 1941 και 12.10.1944. ..................................... 311
Πίνακας 4.9: Κατανομή και παραδόσεις μεταλλικών ειδών (τόνοι), Νοέμβριος 1942 ........ 317
Πίνακας 4.10: Παραγωγή και κατανάλωση Τσιμέντων στην Ελλάδα, 1923-46 (τόνοι) ....... 325
Πίνακας 4.11: Συγκριτικός πίνακας παραγωγής τσιμέντων σε Γαλλία και Ελλάδα. ............ 331
Πίνακας 4.12: Επισκόπηση μηνιαίων αναγκών σε πετρέλαιο ή άνθρακα
λαμβανομένων υπόψη και των περιορισμών στην κατανάλωση (τόνοι) ............................. 342
Πίνακας 4.13: Μηνιαία εξόρυξη λιγνίτη, φθινόπωρο 1941. ................................................ 344
Πίνακας 4.14α: Παραγωγή και κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας Ηλεκτρικής
Εταιρείας Αθηνών-Πειραιώς (Kw/h) ..................................................................................... 346
Πίνακας 4.14β: Παραγωγή και κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας Ηλεκτρικής
Εταιρείας Αθηνών-Πειραιώς (Kw/h, στοιχεία ισολογισμών ΗΕΑΠ) ...................................... 347
Πίνακας 4.15: Ετήσια ελληνική παραγωγή ορυκτών που εξασφαλίστηκε για
το Ράιχ από την Krupp ........................................................................................................... 352
Πίνακας 4.16: Παραγωγή μεταλλευτικών προϊόντων, λατομείων κλπ, σύμφωνα
με τα ελληνικά στοιχεία (τόνοι, 1938-44) ............................................................................ 356
Πίνακας 4.17: «Η σημασία της παραγωγής των ορυχείων στην Ελλάδα» (1943, τόνοι) ..... 360
Πίνακας 4.18: Παραγωγή και μεταφορά παραγωγής ελληνικών ορυχείων,
Μάιος 1944 (τόνοι)................................................................................................................ 362
Πίνακας 4.19: Η εξάρτηση της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής από
Βαλκάνια, Τουρκία, Νορβηγία, Φινλανδία, Ουκρανία, Νοέμβριος 1943. ............................ 363
Πίνακας 4.20: Σιδηροδρομικές μεταφορές (1938-1941) ...................................................... 374
Πίνακας 4.21: Νόμιμες και κατασχεμένες κάρτες αρτοποιείων (ΔΕΣ, 1943-44) .................. 383
Πίνακας 4.22: Προμήθειες των γερμανικών αρχών κατοχής μέσω της
Ελληνογερμανικής ................................................................................................................. 400
Πίνακας 5.1: Εκτίμηση ανεργίας κατά κλάδο σύμφωνα με τον ΣΕΒΒ .................................. 410
Πίνακας 5.2: Τρόφιμα για όσους εργάζονταν για τους Γερμανούς (Οκτώβριος 1942) ........ 447
Πίνακας 5.3: Αποστολές εργατών από την Ελλάδα στη Γερμανία ....................................... 454
Πίνακας 5.4: Μεταβιβάσεις μισθών ξένων ιδιωτικών υπαλλήλων και εργατών
εργαζομένων στη Γερμανία ................................................................................................... 464
Πίνακας 5.5: Αριθμός κατά προσέγγιση των ξένων που εργάζονταν για την
γερμανική πολεμική προσπάθεια στα παλιά σύνορα του Ράιχ (Ιανουάριος 1945) ............. 467

10
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πίνακας 6.1: Καταθέσεις Γερμανικού Κεντρικού Ταμείου Στρατού (ΕΤΕ, 1943-44) ............ 480
Πίνακας 6.2: Μεταβιβάσεις ακινήτων, 4/1941-10/44, με βάση το υποθηκοφυλακείο
Αθηνών - Πειραιώς. ............................................................................................................... 497
Πίνακας 6.3: Πίνακας αγοραστών ακινήτων στην πρωτεύουσα για το διάστημα
από 1/4/41 ως 31/12/42 ....................................................................................................... 502
Πίνακας 6.4: Αγορές ακινήτων την περίοδο της κατοχής ανά αγοραστή (πανελλαδικά) .... 503
Πίνακας 7.1: Δείκτες διαφορετικών εκτιμήσεων για το ελληνικό ΑΕΠ (1938=100)............. 511
Πίνακας 7.2: Νέοι ποσοστιαίοι δείκτες εκτίμησης του ελληνικού κατοχικού
ΑΕΠ (1938=100) ..................................................................................................................... 517
Πίνακας 7.3: Δημόσια οικονομικά κατοχής .......................................................................... 529
Πίνακας 7.4: Σύγκριση εισπραχθέντων προς βεβαιωθέντες άμεσους φόρους ................... 531
Πίνακας 7.5: Στοιχεία δημοσιοοικονομικών χρήσεων (σε δις δραχμές 1938-39) ................ 534
Πίνακας 7.6: Νομισματική κυκλοφορία ως % του ΑΕΠ στα τέλη κάθε έτους
(αξία σε χρυσές λίρες) ........................................................................................................... 538
Πίνακας 8.1: Περιβλήματα οβίδων του εργοστασίου Υμηττού που
βρίσκονται υπό επεξεργασία ή είναι μηχανικώς έτοιμα (9/1941) ....................................... 580
Πίνακας 8.2: Βλήματα πυροβολικού που βρίσκονται στο εργοστάσιο Ελευσίνας,
ανά φάση παραγωγής (9/1941) ............................................................................................ 581
Πίνακας 8.3: Βλήματα πυροβολικού στο εργοστάσιο Ελευσίνας, Μάιος 1942. .................. 586
Πίνακας 8.4: Βλήματα όλμων και πυροβολικού (75 χιλ. και άνω) κατασκευασμένα
από την ΕΕΠΚ κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου (1940-41). .......................... 589
Πίνακας 8.5: Κατανομή ελληνικών εκρηκτικών από 26/5/42 ως 22/6/42 .......................... 590
Πίνακας 8.6: Εκρηκτικά της Εταιρείας Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και
Καλυκοποιείου σε ιδιώτες (1.5.42 ως 15.5.42) ..................................................................... 592
Πίνακας 9.1: Γερμανικά αεροσκάφη σε Ηπειρωτική Ελλάδα, Κρήτη και Αιγαίο,
Απρίλιος 1941- Ιανουάριος 1944 .......................................................................................... 619
Πίνακας 9.2: Μηχανήματα του ΚΕΑ που μετακινήθηκαν στα βόρεια
(μάλλον Γιουγκοσλαβία), άνοιξη του 1944 ........................................................................... 653
Πίνακας 9.3: Απώλειες αεροσκαφών της Luftwaffe στο πολεμικό θέατρο
της Μεσογείου, Νοέμβριος 1942- Μάιος 1943..................................................................... 664
Πίνακας 10.1: Ποσοστό ιστιοφόρων σε ναυτιλιακή κίνηση (%) ........................................... 707
Πίνακας 10.2: Επιχειρήσεις που εργάζονται για την Υπηρεσία Εποπτείας
Ναυπηγήσεων Γερμανικού Ναυτικού ................................................................................... 744
Πίνακας 10.3: Μερίδες άρτου από τον αρτοποιείο Γ. Αντωνιάδου στον

11
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πειραιά (Δραπετσώνα) σε επιχειρήσεις εργαζόμενες για τις δυνάμεις


κατοχής, 1-7/6/1942 ............................................................................................................. 750
Πίνακας 10.4: Επίσημοι κύκλοι εργασιών και κέρδη ναυπηγείων
Βασιλειάδη, 1938-1943 ......................................................................................................... 757
Πίνακας 10.5: Μερίδες άρτου ανά εβδομάδα από το αρτοποιείο Πανουτσίδου
στο Πέραμα προς εργαζόμενους των ναυπηγείων που δουλεύουν
για τους Γερμανούς ............................................................................................................... 770
Πίνακας 10.6: Μερίδες άρτου ανά εβδομάδα από το αρτοποιείο Πανουτσίδου
στο Πέραμα προς εργαζόμενους σε τεχνικά και οικοδομικά έργα
των δυνάμεων κατοχής ......................................................................................................... 779
Πίνακας 10.7: Μερίδες άρτου ανά εβδομάδα από τον αρτοποιείο Πανουτσίδου
στο Πέραμα προς εργαζόμενους λεβητοποιείων και μηχανουργείων
που δούλευαν για τους Γερμανούς ....................................................................................... 781
Πίνακας 11.1: Τα τσιμεντόπλοια του Περάματος(συγκεντρωτικός πίνακας) ...................... 828
Πίνακας 11.2: Χρηματοδότηση προγράμματος κατασκευής Τσιμεντοπλοίων
σε Πέραμα και Βάρκιζα (1941-1943).................................................................................... 847
Πίνακας 11.3: Έξοδα και τόκοι ως ποσοστά των εσόδων της ΓΕΤΕ,
σύμφωνα με τους επίσημους ισολογισμούς της εταιρείας. ................................................. 878
Πίνακας 11.4: Έξοδα και τόκοι ως ποσοστά των εσόδων της «Τέκτων» ............................. 911

Γραφήματα

Γράφημα 3.1: Διαφορετικές εκτιμήσεις για τα έξοδα κατοχής Γερμανών


(σε χρυσές λίρες). .................................................................................................................. 213
Γράφημα 3.2: Κατανομή εξόδων κατοχής της Wehrmacht στην Ελλάδα (% συνόλου) ....... 219
Γράφημα 3.3: Λειτουργική κατάταξη των γερμανικών εξόδων κατοχής
στην Ελλάδα (1944) ............................................................................................................... 222
Γράφημα 4.1: Ιδρύσεις βιομηχανιών και βιοτεχνιών ανά περιφέρεια,
1931-1948 (% του συνόλου) ................................................................................................. 293
Γράφημα 4.2: Αριθμός αδειών του Συμβουλίου Βιομηχανίας (Υπ.Εθ.Ο.)
ανά εξάμηνο, Απρίλιος 1941 - Σεπτέμβριος 1944 ................................................................ 296
Γράφημα 4.3: Πωλήσεις παραγωγής βιομηχανιών μεταλλικών ειδών
στις δυνάμεις κατοχής (σε τόνους, Μάιος 1942 - Ιούνιος 1944) .......................................... 320

12
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Γράφημα 4.4: Αξία και ποσότητες πωλήσεων σιδηροβιομηχανιών προς


τις αρχές κατοχής, Μάιος 1942 - Ιούνιος 1944 (5/1942=100) .............................................. 323
Γράφημα 4.5: Ποσοστιαία διάρθρωση παραγωγής ελληνικών τσιμέντων (1935-46) ......... 329
Γράφημα 4.6: Κατανομή ελληνικού τσιμέντου, 5/1942 - 11/1942 ...................................... 334
Γράφημα 4.7: Κατανομή ελληνικής παραγωγής τούβλων, 5/1942 - 11/1942 ..................... 337
Γράφημα 4.8: Αναλογία τιμολογίων προμηθευτών της Wehrmacht στην
Ελλάδα (ανά σώμα, 1942) ..................................................................................................... 397
Γράφημα 5.1: Πραγματικοί μισθοί και κόστος ζωής στην Αθήνα (1940=100) ..................... 444
Γράφημα 5.2: Ώρες εργασίας για μία χρυσή λίρα (Κρήτη, ανώτερες αμοιβές) ................... 445
Γράφημα 6.1: Λόγος αύξησης τιμής χρυσής λίρας προς αύξηση κόστους
διαβίωσης, 1941-44 (4/1941=1) ........................................................................................... 488
Γράφημα 6.2: Τίμημα πωληθέντων ακινήτων σε Αθήνα και
Αθήνα - Πειραιά (5/1941-9/1944) ........................................................................................ 498
Γράφημα 6.3: Αριθμός πωλήσεων ακινήτων επί κατοχής, ανά μήνα .................................. 499
Γράφημα 7.1: Διάρθρωση ελληνικού ΑΕΠ, 1938, 1941-44 (σε δρχ. του 1938).................... 518
Γράφημα 7.2: Ποσοστό αθροίσματος εξόδων κατοχής του Άξονα
σε σχέση με τη νομισματική κυκλοφορία ............................................................................. 536
Γράφημα 9.1: Επισκευές γερμανικών αεροσκαφών στην Ελλάδα
(Φεβρουάριος 1942 - Φεβρουάριος 1944) ........................................................................... 630
Γράφημα 10.1: Αριθμός εργαζομένων στην Α.Ε. Γενικής Σιδηροβιομηχανίας
Ροντήρης - Στρουμπούλης & Σία, 1937-1948 ....................................................................... 764
Γράφημα 10.2: Μερίδες άρτου ανά εβδομάδα σε Πέραμα - Σαλαμίνα .............................. 769
Γράφημα 11.1: Μέσος μηνιαίος όρος χρηματοδότησης τσιμεντοπλοίων
σε χρυσές λίρες (7/1941 - 12/1943)...................................................................................... 850

Εικόνες

Εικόνα 1: Δομή του οικονομικού επιτελείου της 12ης Στρατιάς στην Ελλάδα,
Ιούλιος 1941 ............................................................................................................................ 77
Εικόνα 2: Η λειτουργία του κλήρινγκ μετά την ίδρυση της DEGRIGES ................................. 165
Εικόνα 3: Υπόδειγμα του ταμειακού γραμματίου της ΤτΕ, όπως
εμφανίζεται στο σχετικό ΦΕΚ (208Α/24-11-1942). ............................................................... 202
Εικόνα 4: Διαφημίσεις Ελλήνων επαγγελματιών στην Deutsche

13
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Nachrichten für Griechenland (17/5/1941) ........................................................................... 368


Εικόνα 5: Διαφημίσεις Ελλήνων επαγγελματιών στην Deutsche
Nachrichten für Griechenland (22/5/1941) ........................................................................... 368
Εικόνα 6: Διαφήμιση του μεγάλου οίκου δημοπρασιών «Βερίτας Α.Ε.» ............................. 372
Εικόνα 7: Γερμανικό φυλλάδιο για την υποχρέωση εργασίας του
πληθυσμού των Χανίων, 17/6/1941. .................................................................................... 431
Εικόνα 8: "Φύλλον παρατηρήσεων. Αφορά την εθελουσίαν εργασίαν εν Γερμανία" ......... 456
Εικόνα 9: Προπολεμική διαφήμιση της ΕΕΠΚ ....................................................................... 544
Εικόνα 10: Η πρώτη σελίδα του διαβατηρίου του W. Deter ................................................ 571
Εικόνα 11: Το Κρατικό Εργοστάσιο Αεροσκαφών στο Φάληρο,
σε βρετανική αεροφωτογραφία (Απρίλιος 1944) ................................................................ 611
Εικόνα 12: Γερμανικές αεροπορικές μεταφορές προς τη Βόρειο Αφρική,
Ιούνιος-Νοέμβριος 1942 ....................................................................................................... 622
Εικόνα 13: Γερμανικές αεροπορικές μεταφορές προς τη Βόρειο Αφρική,
Νοέμβριος 1942 – Ιανουάριος 1943 ..................................................................................... 624
Εικόνα 14: Βομβαρδιστικό Ju 88A, νησιά της Μάγχης, 1940 ............................................... 635
Εικόνα 15: Νυκτερινό καταδιωκτικό Ju 88C-6, Σικελία, (μάλλον) 1943 ............................... 635
Εικόνα 16: Κατεστραμμένα γερμανικά μεταγωγικά Ju 52 στο αεροδρόμιο
του Μάλεμε (Μάιος – Ιούνιος 1941) ..................................................................................... 697
Εικόνα 17: Φωτογραφία από την αποσυναρμολόγηση μισο-κατεστραμμένων
αεροσκαφών στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, στο νομό Χανίων (Αύγουστος 1941) .............. 697
Εικόνα 18: Σχέδιο του «Ελληνικού ναυπηγείου» του Σκαραμαγκά...................................... 732
Εικόνα 19: Βρετανική αεροφωτογραφία των εγκαταστάσεων στο Σκαραμαγκά ................ 733
Εικόνα 20: Το KFK 5 στο Αιγαίο, ένα από τα σκάφη που ολοκληρώθηκαν
στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά στα τέλη του 1943 ................................................................... 738
Εικόνα 21: Σχέδιο των ναυπηγικών εγκαταστάσεων της Βάρκιζας, αρχές 1942.................. 809
Εικόνα 22: Γερμανικά σχέδια του ναυπηγείου τσιμεντοπλοίων στο Πέραμα
(σημερινή «Γερμανική Σκάλα»), τέλη 1943........................................................................... 812
Εικόνα 23: Το “Pionier 1”, το πρώτο τσιμεντόπλοιο που κατασκευάστηκε
στο Πέραμα το 1942 από την ΓΕΤΕ ........................................................................................ 820
Εικόνα 24: Τσιμεντόπλοια υπό κατασκευή στα ναυπηγεία Περάματος .............................. 820
Εικόνα 25: Το General Herrmann μεταπολεμικά .................................................................. 824
Εικόνα 26: Σχέδιο των «αρχαιοελληνικών» τσιμεντοπλοίων τύπου ΙΙΙ, “Achilles” κλπ. ....... 825

14
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Συντομογραφίες - Λεξιλόγιο

AA-PA Auswärtigen Amt-Politisches Archiv (Υπουργείο Εξωτερικών Γερμανίας –


Πολιτικό Αρχείο)
Abwehr Γερμανική οργάνωση στρατιωτικών πληροφοριών (1921-1944)
AOK Armeeoberkommando (Ανώτερη Διοίκηση Στρατιάς)
BA-MA Bundesarchiv-Militärarchiv, Freiburg am Breisgau (Ομοσπονδιακό Αρχείο
Γερμανίας – Στρατιωτικό Αρχείο)
BArch Bundesarchiv, Berlin Lichterfelde (Ομοσπονδιακό Αρχείο Γερμανίας)
BIS Bank for International Settlements (Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών)
CEGESOMA Centre d'Études et de Documentation Guerre et Sociétés contemporaines/
Studie- en Documentatiecentrum Oorlog en Hedendaagse Maatschappij
(Βέλγιο)
DAK Deutsche Afrikakorps (Γερμανικό Σώμα Αφρικής, η ονομασία του
γερμανικού εκστρατευτικού σώματος στη Β. Αφρική. Τυπικά η ονομασία
ίσχυε μόνο για την αρχική δύναμη, αλλά στην πράξη χρησιμοποιείται
ευρύτερα)
DEGRIGES Deutsch-Griechische Warenausgleichsgesellschaft (Γερμανοελληνική
Εταιρεία Συμψηφιστικού Εμπορίου)
DGFP Documents on German Foreign Policy
DLH Deutsche Luft Hansa
Dwt Dead Weight Tonnage (χωρητικότητα εκτοπίσματος). Άθροισμα της
συνολικής μεταφορικής ικανότητας ενός πλοίου (φορτίο, καύσιμα,
επιβάτες, εφόδια, έρμα κλπ).
DYWIDAG Dyckerhoff & Widmann A.G. (Γερμανική κατασκευαστική εταιρεία)
Flak Flugabwehrkanone (αντιαεροπορικό πυροβόλο)
GmbH Gesellschaft mit beschränkter Haftung (Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης)
Grt Gross Register Tonnage (ολική, ή μικτή χωρητικότητα ή χωρητικότητα
νηολογίου ενός πλοίου). Κόροι.
IAETE Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος
IWM Imperial War Museum, Duxford (Βρετανικό Αυτοκρατορικό Πολεμικό
Μουσείο)
Kriegsmarine Γερμανικό πολεμικό ναυτικό
Luftwaffe Γερμανική πολεμική αεροπορία

15
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Mohako Montan HandelsKontor (ελληνική θυγατρική της Südost Montan)


NARA National Archives and Records Administration (Εθνικά Αρχεία και Υπηρεσία
Εγγράφων ΗΠΑ)
NSDAP Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei (Εθνικοσοσιαλιστικό
Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, η επίσημη ονομασία του Ναζιστικού
κόμματος)
OCCPAC Office of Chief of Counsel for the Prosecution of Axis Criminality
O.T. Organization Todt (Οργάνωση Todt)
OKH Oberkommando des Heeres (Ανώτατη Διοίκηση του Γερμανικού Στρατού
Ξηράς)
OKL Oberkommando der Luftwaffe (Ανώτατη Διοίκηση της Γερμανικής
Πολεμικής Αεροπορίας)
OKM Oberkommando der Marine (Ανώτατη Διοίκηση του Γερμανικού
Πολεμικού Ναυτικού)
OKW Oberkommando der Wehrmacht (Ανώτατη Διοίκηση των Γερμανικών
Ενόπλων Δυνάμεων)
OSS Office of Strategic Services (Υπηρεσία πληροφοριών των ΗΠΑ, 1942-45)
Reikosee Reichskommissar für die Seeschifffahrt (Επίτροπος του Ράιχ για τη
Ναυσιπλοΐα)
RFM Reichsfinanzministerium (Υπουργείο Οικονομικών του Ράιχ)
RHG Reichswerke Hermann Göring. Κρατική βιομηχανική κοινοπραξία υπό την
επίβλεψη (αλλά όχι ιδιοκτησία) του Hermann Göring.
RKK Reichskreditkasse (Πιστωτικό Ταμείο του Ράιχ)
RKKS Reichskreditkassen-Scheine (Χαρτονομίσματα Πιστωτικού Ταμείου του
Ράιχ, γνωστά και ως μάρκα κατοχής)
RLM Reichs-Luftfahrts-Ministerium (Υπουργείο Αεροπορίας του Ράιχ)
RM Reichsmark
ROGES Rohstoff-Handelsgesellschaft mbH
RSHA Reichssicherheitshauptamt (Κεντρική Υπηρεσία Ασφαλείας του Ράιχ.
Αποτελούνταν από τη SD και την Αστυνομία Ασφαλείας – SiPo – στην
οποία είχε υπαχθεί και η Gestapo)
RWM Reichswirtschaftsministerium (Υπουργείο Οικονομίας του Ράιχ)
SACIG Società Anonima Commerciale Italo-Greca (Ιταλοελληνική Ανώνυμη
Εμπορική Εταιρεία)

16
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

SOE Special Operations Executive (Βρετανική οργάνωση πληροφοριών,


κατασκοπείας και σαμποτάζ, 1940-46)
SOEG Südosteuropa – Gesellschaft (Εταιρεία Νοτιοανατολικής Ευρώπης)
SS Schutzstaffel (Ομάδα Ασφαλείας)
SD SicherheitsDienst (Υπηρεσία ασφαλείας και πληροφοριών των SS)
TNA The National Archives, Kew, London (Εθνικά Αρχεία Ηνωμένου Βασιλείου)
UNRRA United Nations Relief and Rehabilitation Administration
WASH-SPDF-INT Washington Office, Special Funds Division (Διεύθυνση Ειδικών Κεφαλαίων
του γραφείου Ουάσινγκτον του OSS)
WBA Wehrmacht Baustoffamt (Υπηρεσία Δομήσιμων Υλών των γερμανικών
ενόπλων δυνάμεων)
Wbfh Südost (επίσης και W.bfh Südost) Wehrmachtbefehlshaber Südost (Στρατιωτικός
διοικητής Νοτιοανατολικής Ευρώπης)
Wehrmacht Γερμανικές ένοπλες δυνάμεις (1935-1945). Περιλάμβανε τον στρατό ξηράς
(Heer) το πολεμικό ναυτικό (Kriegsmarine) και την πολεμική αεροπορία
(Luftwaffe)
Wi Rü Amt Wehrwirtschafts- und Rüstungsamt (Υπηρεσία Αμυντικής Οικονομίας και
Εξοπλισμών)
W.O. Wirtschaftsoffizier (αξιωματικός για την αμυντική οικονομία)
ΑΔΧ Αρχείο Δήμου Χανίων
ΑΕΓΟΕ Ελληνογερμανική Οικονομική Εταιρεία (Griechisch-Deutsche Finanzierungs
Gesellschaft στα γερμανικά). Συναντάται καμιά φορά σε έγγραφα και με
την τηλεγραφική της διεύθυνση «Gedefi».
ΑΕΕΧΠΛ Ανώνυμος Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων
ΑΕΚΕΑ RAAB Ανώνυμη Εταιρεία Κατασκευή και Εκμεταλλεύσεως Αεροπλάνων ‘ΡΑΑΒ’
ΑΣΚΙ Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας
ΑΤΕ Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος
Β.Ν. Βασιλικό Ναυτικό
ΓΑΚ Γενικά Αρχεία του Κράτους (Κεντρική Υπηρεσία, Αθήνα)
ΓΕΝ Γενικό Επιτελείο Ναυτικού (τότε: Βασιλικού Ναυτικού)
ΓΕΣ/ΔΙΣ Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
ΓΕΤΕ Γενική Εταιρεία Τεχνικών Εκτελέσεων
ΓΚΤΣ Γερμανικό Κεντρικό Ταμείο Στρατού (Wehrmachtzentralkasse ή WZK)
Δ.Σ. Διοικητικό Συμβούλιο

17
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ΔΕΣ Διεθνής Ερυθρός Σταυρός


ΕΑΜ Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο
ΕΒΕΑ Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών
ΕΔΕΣ Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος
ΕΕΠΚ Ελληνική Εταιρεία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου
ΕΚΑΠ Εταιρεία Κατασκευής Αντιασφυξιογόνων Προσωπίδων
ΕΛΑΝ Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό (το ναυτικό του ΕΛΑΣ)
ΕΛΑΣ Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ)
ΕΛΙΑ Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο
Ε(Ε)ΠΑΚ Επιτροπή (Ελέγχου) Προμηθειών Αρχών Κατοχής
ΕΣΠΟ Εθνικο-Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις
ΕΤΕ Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος
ΗΕΑΠ Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών - Πειραιώς
ΙΑΕΤΕ Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τραπέζης
ΙΑΔΕΗ Ιστορικό Αρχείο Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού
ΙΑΚ Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Χανιά
ΙΑΚ-ΑΓΚ Ιστορικό Αρχείο Κρήτης – Αρχείο Γερμανικής Κατοχής
Π. Αρχ. Προσωπικό αρχείο (έγγραφα στην κατοχή του συγγραφέα)
ΠΕΑΝ Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων (αντιστασιακή οργάνωση)
ΡΟΣΤΡΟ Συντομογραφία (χρησιμοποιούμενη και στο σήμα της εταιρείας), της Α.Ε.
Γενικής Σιδηροβιομηχανίας Ροντήρης - Στρουμπούλης & Σία.
ΣΕΒΒ Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων και Βιοτεχνών (Σήμερα ΣΕΒ – Σύνδεσμος
Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών)
Τ.τ.π. Τεκτονικός τετραγωνικός πήχης (παλαιά μονάδα μέτρησης, 1 τεκτονικός
πήχης = 0,75 μέτρα, 1 τ.π.π. = 0,5625μ2)
ΤΕΕ Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας
ΤτΕ Τράπεζα της Ελλάδος
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου – Υπουργείο Εξωτερικών
ΦΕΚ Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως
ΧΡΩΠΕΙ Χρωματουργεία Πειραιώς

18
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πρόλογος

Όταν το 2007-2008 αποφάσιζα, κατόπιν συζητήσεων με τον κ. Γιώργο Μαργαρίτη, ν’


ασχοληθώ με τη μελέτη της κατοχικής οικονομίας δεν μπορούσα να φανταστώ τις
προκλήσεις που θα συναντούσα, αλλά και το πλήθος των πληροφοριών που τελικά θα
συγκέντρωνα. Οι γνώσεις μου για το ζήτημα ήταν απειροελάχιστες, και φοβόμουν πως θα
δυσκολευόμουν να βρω τον απαραίτητο όγκο πληροφοριών που θα χρειαζόταν για μια
σοβαρή διδακτορική διατριβή, ειδικά για ζητήματα όπως εκείνο της οικονομικής
συνεργασίας. Αυτός ήταν και ο λόγος που επιλέχθηκε ένας αρκετά γενικός τίτλος, ώστε να
καλυφθεί η πιθανότητα το ελλιπές υλικό να καταστήσει απαγορευτική την εστίαση σε
πλέον ευαίσθητα, αλλά και εξειδικευμένα ζητήματα της περιόδου.
Τελικά με επιμονή και συστηματική έρευνα ανακάλυψα πως οι πληροφορίες
υπάρχουν, έστω και αν οι σχετικά μικρές ελλείψεις στις βασικές πηγές αφήνουν κάποια
κενά. Λόγω του πλήθους των πληροφοριών που τελικά συλλέχθηκαν, η διατριβή
εστιάστηκε περισσότερο στη γερμανική κατοχή και λιγότερο στην ιταλική (η
διαφορετικότητα της βουλγαρικής ζώνης κατοχής είναι τέτοια που χρειάζεται ξεχωριστή
μελέτη).
Επιπλέον, η περίπου εξάχρονη ενασχόλησή μου με το αντικείμενο, αλλά και οι
εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον και στην σύγχρονη ιστορία της χώρας, οδήγησε στην
ανάδυση νέων επιμέρους ερωτημάτων που δεν με είχαν αρχικά απασχολήσει. Ειδικά η
έλευση της πρόσφατης οικονομικής κρίσης ανέδειξε κάποια ερωτήματα που δεν
βρίσκονταν αρχικά το επίκεντρο της μελέτης, όπως ο κατά το δυνατόν ακριβής υπολογισμός
τόσο της πτώσης του ΑΕΠ όσο και των πόρων που ο Άξονας πήρε από την ελληνική
οικονομία.
Η παρούσα διατριβή περιστρέφεται γύρω από τρία βασικά ερωτήματα: Ποια η
ελληνική «συνεισφορά» στην πολεμική προσπάθεια του Άξονα; Ποια η επίπτωση στην
ελληνική οικονομία των πολιτικών που επέλεξαν ή αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν οι αρχές
κατοχής και η κατοχική κυβέρνηση; Ποια η έκταση και τα χαρακτηριστικά της οικονομικής
συνεργασίας με τους κατακτητές; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά θα καλύψουν τα
μεγάλα σχετικά κενά που υπάρχουν στην ελληνική ιστοριογραφία, αλλά θα συμβάλουν και
στην καλύτερη κατανόηση των ευρύτερων ζητημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης και
συνεργασίας με τους κατακτητές στην Ευρώπη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Για να δοθούν ικανοποιητικές απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά έπρεπε να
εξεταστούν πρώτα μια σειρά από δευτερεύοντα ζητήματα, όπως η σχέση οικονομίας και
πολιτικής στη ναζιστική Γερμανία και στην Ελλάδα, τα ευρύτερα σχέδια για την «Νέα

19
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ευρώπη» του Άξονα και τη θέση της Ελλάδας σ’ αυτή, οι διάφορες μέθοδοι που
χρησιμοποιήθηκαν για την χρηματοδότηση των αρχών κατοχής, η πορεία των διαφόρων
κλάδων της οικονομίας επί κατοχής, οι επιπτώσεις στον κόσμο της εργασίας, τα κέρδη από
τις έκτακτες επιχειρηματικές δραστηριότητες της περιόδου (μαύρη αγορά, προμήθειες και
εργολαβίες δυνάμεων κατοχής κλπ).
Η διατριβή χωρίζεται σε δύο κύρια μέρη. Στο πρώτο, αφού παρουσιαστεί η πορεία
των κυριώτερων τομέων της ελληνικής οικονομίας, καθώς και οι παράγοντες που την
επηρέασαν, γίνεται προσπάθεια ποσοτικού υπολογισμού της κατοχικής παραγωγής, της
ελληνικής «συνεισφοράς» στην πολεμική προσπάθεια του Άξονα, αλλά και των πιθανών
κερδών μαυραγοριτών, εργολάβων και προμηθευτών των αρχών κατοχής. Στο δεύτερο
μέρος εξετάζονται κυρίως τα ζητήματα της πολεμικής παραγωγής για τον Άξονα και της
οικονομικής συνεργασίας Ελλήνων επιχειρηματιών με τους κατακτητές, με εστίαση κυρίως
σε συγκεκριμένα προγράμματα της γερμανικής αεροπορίας (επισκευές αεροσκαφών), του
γερμανικού ναυτικού (ανελκύσεις, επισκευές και ναυπηγήσεις σκαφών) και του γερμανικού
μηχανικού (τσιμεντόπλοια), καθώς και σε κάποιες από τις εταιρείες που ενεπλάκησαν σ’
αυτά.
***
Η συγγραφή μιας διδακτορικής διατριβής είναι μια αρκετά μοναχική, απαιτητική
και μακροχρόνια ενασχόληση, που γίνεται δυσκολότερη λόγω των συνθηκών που
αντιμετωπίζει ο ερευνητής – διδακτορικός φοιτητής στη σύγχρονη Ελλάδα. Ωστόσο, στην
προσπάθεια για την επίτευξη των αρκετά φιλόδοξων στόχων της παρούσας διατριβής,
υπήρξε μια σειρά από πρόσωπα και ιδρύματα που χωρίς τη βοήθειά τους δεν θα ήταν
δυνατό το αποτέλεσμα που έχετε στα χέρια σας. Σε αυτούς χρωστάω τις ευχαριστίες μου.
Ο επιβλέπων καθηγητής κ. Μαργαρίτης που εκτός από την αρμονική (και αρκετά
υπομονετική από πλευράς του) συνεργασία που είχαμε, μου μετέδωσε έναν τρόπο σκέψης
που ενσωματώνει την επεξεργασία οικονομικών και τεχνικών στοιχείων για την υποστήριξη
ευρύτερων υποθέσεων. Οι κύριοι Σ. Πετμεζάς και Γ. Κωστελένος μου προσέφεραν χρήσιμες
συμβουλές για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που προξενούσε η έλλειψη αξιόπιστων
στοιχείων στην προσπάθεια εκτίμησης του κατοχικού ΑΕΠ. Ευχαριστώ επίσης τους
υπευθύνους και το προσωπικό όλων των πολυάριθμων αρχείων που χρειάστηκε να
επισκεφτώ, κυρίως του πολύτιμου αρχείου της Εθνικής Τράπεζας (και την ιδιαίτερα
εξυπηρετική κυρία Μαρία Καραμικέ), του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου
(και ειδικά τον Δημήτρη Μπαχάρα), των Γενικών Αρχείων του Κράτους, της Βιβλιοθήκης της
Βουλής και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, των National Archives στο Λονδίνο, του αρχείο του

20
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Imperial War Museum στο Duxford (και ειδικά τον Stephen Walton), των Bundesarchiv
Βερολίνου και Freiburg, του αρχείο του Γερμανικού Υπουργείου Εξωτερικών (επιπλέον γιατί
μαζί με τα ΙΑΕΤΕ, ΕΛΙΑ, και TNA ήταν από τα λίγα αρχεία που επέτρεπαν τη δωρεάν
αναπαραγωγή αρχειακού υλικού σε ικανοποιητική για τους ερευνητές έκταση και χωρίς
προσκόμματα). Ευχαριστώ επίσης τους υπεύθυνους του ΤΕΕ (Αθηνών και Ηρακλείου
Κρήτης), της Σιβιτανιδείου Δημόσιας Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων (και ειδικά τον κ.
Μπαφούνη) και του ΕΒΕΑ για την ευκαιρία που μου έδωσαν να ερευνήσω τα αρχεία τους,
τον Lieven Saerens για την αποστολή των εγγράφων που είχα εντοπίσει στα αρχεία του
βελγικού CEGESOMA, και την Μυρτώ Χρονάκη για τη βοήθειά της στη μετάφραση στα
ελληνικά κάποιων δύσκολων γερμανικών εγγράφων. Ένας αριθμός ιστορικών και
ερευνητών έβαλαν επίσης κάποια μικρά λιθαράκια κατά τη διάρκεια συζητήσεων που
είχαμε κατά καιρούς, με τα ερωτήματα, τις υποδείξεις και τη βοήθειά τους σε κάποιες
πηγές. Με κίνδυνο να ξεχαστεί κάποιος, αναφέρω εδώ αλφαβητικά τα ονόματα των
Δημήτρη Βογιατζή, Δημήτρη Γκαλών, Γαβριέλλας Ετμεκτσόγλου, Κώστα Θωκταρίδη, Μαρίας
Καβάλα, Δημήτρη Κουσουρή, Άρη Μπιλάλη, Γιάννη Σκαλιδάκη, Νίκου Τζαφλέρη, Λεφτέρη
Τσουλφίδη, Χρήστου Χατζηιωσήφ, Christina Eckert, Håvard Hovdet, Peter Schenk, Jonas
Scherner και Tamás Vonyó. Τέλος θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα το ζεύγος Γιάννη
Κυριαζή και Μαρία Χρηστίδου, χωρίς τη φιλοξενία των οποίων στο Λονδίνο θα ήταν
εξαιρετικά δύσκολη η σχετικά εκτενής έρευνα των βρετανικών αρχείων, αλλά και την
οικογένειά μου, η υποστήριξη της οποίας σε κάθε επίπεδο βοήθησε να γίνει το έργο αυτό
πραγματικότητα.
Ένα έργο τέτοιας έκτασης, που προσπαθεί να εξετάσει τόσο πολύπλευρα
φαινόμενα είναι αναπόφευκτο να περιέχει λάθη, ειδικά από τη στιγμή που ο συγγραφέας
του δεν είναι οικονομολόγος, ούτε τεχνολόγος, μεταλλειολόγος/μεταλλουργός, ιστορικός
τέχνης, αεροπόρος, ναυπηγός και γενικά δεν έχει εκπαιδευτεί σε επιστήμες των οποίων
εργαλεία προσπάθησε να χρησιμοποιήσει προκειμένου να υποστηρίξει τα συμπεράσματά
του. Τα όποια σχετικά λάθη είναι ασφαλώς δικιά μου ευθύνη.

21
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

1. Εισαγωγή

1.1. Η ελληνική οικονομία της Κατοχής και το ζήτημα της «οικονομικής


συνεργασίας»

Η μελέτη του ζητήματος των πολιτικών οικονομικής εκμετάλλευσης της Ευρώπης από τον
Άξονα, και σε μικρότερο βαθμό της εκμετάλλευσης της κατακτημένης Ελλάδας από τη
Γερμανία και την Ιταλία ειδικότερα, γνωρίζει σχετική περίοδο ακμής τα τελευταία χρόνια.
Κάποιες αναφορές για το αντικείμενο υπήρχαν από την εποχή ακόμα του πολέμου, αλλά
μέχρι πρόσφατα ήταν ελάχιστες οι σοβαρές προσπάθειες εκτίμησης των συνεπειών της
κατοχής στις εθνικές οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών και των ωφελειών που ο Άξονας
κατάφερε τελικά να αποκομίσει από την εκμετάλλευσή τους. Επιπλέον, για μεγάλο
διάστημα, οι σχετικές μελέτες γίνονταν υπό το φως της μεγαλύτερης αντιπαράθεσης γύρω
από τον χαρακτήρα του ναζισμού και του φασισμού, τη σχέση τους με τον καπιταλισμό, ή –
τα πρώτα ειδικά χρόνια μετά τον πόλεμο – ως τμήμα των εθνικών προσπαθειών για τη
διεκδίκηση αποζημιώσεων, προσπάθειες που εστιάζονταν ασφαλώς στις ζημιές της κατοχής
συγκαλύπτοντας ή παραβλέποντας το ζήτημα της οικονομικής συνεργασίας. Εξάλλου και τα
πρώτα χρόνια αμέσως μετά τον πόλεμο, όταν οι αναφορές στο ζήτημα μέσω του τύπου
ήταν περισσότερο συχνές, δεν υπήρχε σοβαρή αντιμετώπιση του ζητήματος: όσοι είχαν
οικονομικές δοσοληψίες με τους κατακτητές ήταν ή απλώς «αθώα θύματα» ή «προδότες»,
ανάλογα με την πολιτική στάση ή τα συμφέροντα εκείνου που εξέφραζε την εκάστοτε
άποψη, χωρίς να γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στις συνθήκες, στα αίτια, στην έκταση κλπ του
φαινομένου που ονομάστηκε «οικονομική συνεργασία» και χωρίς ασφαλώς να υπάρχουν
αναλυτικές μελέτες για τα πραγματικά κέρδη των δραστηριοτήτων αυτών.1
Ωστόσο το ζήτημα δεν είναι καθόλου αμελητέο. Σημαντικός παράγοντας στη λήψη
πολιτικών αποφάσεων από τις βασικές χώρες του Άξονα για τον πόλεμο και την
αντιμετώπιση των διάφορων περιοχών της Ευρώπης ήταν η οικονομία. Χωρίς την

1
Το ζήτημα της «οικονομικής συνεργασίας με τον εχθρό» είχε βεβαίως απασχολήσει τις χώρες αυτές
από την εποχή του πολέμου και έγινε επίσης αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης μεταπολεμικά.
Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν αποτέλεσε αντικείμενο σοβαρής ακαδημαϊκής έρευνας
παρά πολλά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, ενώ στην Ελλάδα οι σχετικές έρευνες είναι
περισσότερο πρόσφατες. Για μεγάλο διάστημα, η μεταπολεμική ιστορία των κατεχόμενων
ευρωπαϊκών κρατών ήταν – ειδικά σε επίπεδο δημόσιας ιστορίας – μια ιστορία του κατακτητή και
των ηρωισμών της αντίστασης, όπου απλώς υπήρχαν κάποιες (όχι πάντα συγκεκριμένες) μαύρες
κηλίδες προδοτών, τις περισσότερες φορές άσχετων με την οικονομία.

22
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κατανόηση της σημασίας που δινόταν στους παραγωγικούς πόρους της Ευρώπης και του
τρόπου που λειτουργούσαν οι μηχανισμοί κατοχής είναι δύσκολο κάποιος να καταλάβει την
ιστορία του πολέμου και της κατοχής, τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν, τα αίτια και τις
συνέπειές τους. Επιπλέον, η μελέτη του ζητήματος της οικονομικής συνεργασίας, καθώς και
μεγάλων οικονομικών ζητημάτων της περιόδου όπως ο πληθωρισμός, οι ελλείψεις και η
μαύρη αγορά, είναι απαραίτητη για την κατανόηση κάποιων από τις μεσοπρόθεσμες ή και
μακροπρόθεσμες επιπτώσεις που ο πόλεμος είχε στην ελληνική κοινωνία.
Παρά την σχετικά μεγάλη ευρύτητα των ζητημάτων αυτών και την σημαντική
προσπάθεια ανακάλυψης και αναλυτικής παρουσίασης των στοιχείων που τα αφορούν, τα
μεγάλα κενά που υπάρχουν ακόμα στην έρευνα της κατοχικής οικονομίας δεν είναι βέβαια
δυνατόν να καλυφθούν στο σύνολό τους στην παρούσα εργασία. Εξάλλου η εργασία
φιλοδοξεί να εξετάσει ένα φαινόμενο και όχι να καταγράψει το σύνολο των επιχειρήσεων
που είχαν κάποιας μορφής οικονομική συνεργασία με τους κατακτητές. Θα απαιτηθεί
λοιπόν συνέχεια ερευνών τόσο για την κάλυψή των κενών και τον εμπλουτισμό των
γνώσεών που έχουμε για την κατοχή, όσο και για τη σύνδεση των γεγονότων της περιόδου
αυτής με τον μεταπόλεμο.

1.2 Το ευρωπαϊκό πλαίσιο και η ως τώρα έρευνα.

Πριν μπούμε στον πυρήνα των ζητημάτων αυτών πρέπει να δούμε πρώτα το ιστορικό
πλαίσιο, ξεκινώντας από τη σχέση οικονομίας και πολιτικής στο εσωτερικό των χωρών
κατακτητών. Ο χαρακτήρας της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας έπαιξε
σημαντικότατο ρόλο στην επιλογή και εφαρμογή πολιτικών εκμετάλλευσης των χωρών της
Ευρώπης (κατακτημένων και μη), καθώς και στην αντιμετώπιση των τοπικών
επιχειρηματιών, ειδικά μάλιστα αν αυτοί ήταν Εβραίοι.2

2
Αν και στην παρούσα εργασία θα εστιαστούμε περισσότερο στην γερμανική κατοχή και ως εκ
τούτου δεν θα παρουσιαστούν αναλυτικά οι ιστοριογραφικές αντιπαραθέσεις για τον ρόλο των
οικονομικών παραγόντων της Ιταλίας και του φασισμού του Μουσολίνι, αξίζει να παρατηρήσουμε
πως παρά τις σαφείς ομοιότητες με τη Γερμανία υπήρχαν και κάποιες διαφορές. Συνοπτικά, αν και
στο ζήτημα της φασιστικής οικονομικής πολιτικής δεν φαίνεται να υπάρχει πλήρης συμφωνία,
μπορούμε να πούμε τα εξής: Οι Ιταλοί βιομήχανοι, σε αντίθεση με τους γερμανούς συναδέλφους
τους, φαίνεται να είχαν ξεκάθαρη ιδεολογική θέση βασισμένη στο δίπολο φιλελευθερισμού και
τεχνοκρατικής παραγωγικότητας, παρεμβαίνοντας μάλιστα ιδεολογικά στο κτίσιμο του φασιστικού
κράτους. Αλλά, πέρα από την σταδιακή εφαρμογή του κορπορατισμού, η κυβέρνηση Μουσολίνι είχε
λιγότερο σαφή «νέα» οικονομική πολιτική από ότι η Γερμανική ηγεσία, αν και σίγουρα είχε

23
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η σχέση των οικονομικών παραγόντων με το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα


(Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei – NSDAP) στη Γερμανία και το Φασιστικό
(Partito Nationale Fascista – PNF) στην Ιταλία έγιναν αντικείμενο δημόσιας συζήτησης πριν
ακόμα την έναρξη του πολέμου.3 Το αν το Μεγάλο Κεφάλαιο ήταν υπεύθυνο και σε πιο
βαθμό για την άνοδο των κομμάτων αυτών και για τις πολιτικές τους αποτελεί ζήτημα
εκτεταμένης ιστορικής έρευνας και αντιπαράθεσης μέχρι και σήμερα. Για μεγάλο χρονικό
διάστημα (τουλάχιστον μέχρι και τη δεκαετία του 1960), στην αντιπαράθεση φαίνεται να
κυριαρχούσαν οι απόψεις κλασσικών μαρξιστών μελετητών.4 Οι σχετικές αναλύσεις έχουν

οικονομικούς στόχους. Στην πρώτη μάλιστα φάση, μέχρι το 1925, ακολουθούσε μια πολιτική αρκετά
φιλελεύθερη που περιλάμβανε και ιδιωτικοποιήσεις ασφαλειών και τηλεφωνικού δικτύου, ευνοϊκά
φορολογικά μέτρα για τις επιχειρήσεις κλπ. Η αλλαγή ήρθε σταδιακά και σε μεγάλο βαθμό ως
απόρροια των διεθνών εξελίξεων. Βλ. Ενδεικτικά: Alder, Franklin Hugh: Italian Industrialists from
Liberalism to Fascism: The Political Development of the Industrial Bourgeoisie, 1906-34, Cambridge
University Press, Cambridge, 1995, Satri, Roland: “Fascism and the Industrial Leadership before the
March on Rome”, Industrial and Labor Relations Review Vol. 21, No. 3 (Apr., 1968), σσ. 400-417, Sarti,
Roland: “Mussolini and the Italian Industrial Leadership in the Battle of the Lira 1925-1927”, Past &
Present, No. 47 (May, 1970), σσ. 97-112 και Baker, David: "The political economy of fascism: Myth or
reality, or myth and reality?" στο: New Political Economy, Volume 11, Issue 2, June 2006, σσ. 227-250.
Στο ζήτημα της εκμετάλλευσης των κατακτημένων χωρών πάντως οι διαφορές περιορίζονταν
ουσιαστικά στα φυλετικά ζητήματα.
3
Για μια από τις πρώτες σχετικές μελέτες βλ. Guerrin, Daniel: Fascism and Big Business, Pathfinder
Press, New York, 1973 (πρώτη έκδοση 1936).
4
Βλ. Για παράδειγμα το έργο του Γερμανού μαρξιστή καθηγητή Jürgen Kuczynski (Germany:
Economic and Labour Conditions under Fascism, International Publishers, New York, 1945), ο οποίος
είχε δουλέψει κατά τη διάρκεια του πολέμου στην United States Strategic Bombing Survey. Για μια
πρώτη κατάταξη των θεωριών σε κατηγορίες βλ.: Schweitzer, Arthur: “Review” (Reviewed works:
How Nazi Germany Has Controlled Business by L. Hamburger, The Nazi Economic System: Germany's
Mobilization for War by Otto Nathan with the collaboration of Milton Fried), The Journal of Political
Economy, Vol. 54, No. 1 (Feb., 1946), σσ. 84-86. Κατά τον Schweitzer οι σχετικές θεωρίες χωρίζονται
σε: α) αυτές που κάνουν λόγο για πολεμική οικονομία (οι στρατιωτικοί κανόνες έχουν
αντικαταστήσει τις οικονομικές αρχές και ελέγχουν την διεξαγωγή των οικονομικών
δραστηριοτήτων), β) στη μονοπωλιακή θεωρία (μερική ή ολοκληρωτική κυριαρχία των
καπιταλιστικών μονοπωλίων), και γ) στην ενδιάμεση θεωρία του κρατικού καπιταλισμού
(διαμοιρασμός εξουσίας και διεύθυνσης οικονομίας από το κόμμα και τα μονοπώλια με την
αλληλεξάρτηση που προκύπτει να οδηγεί στη σταδιακή μετατροπή της οικονομίας σε ένα σύστημα
κρατικού καπιταλισμού). Η περίπτωση της Ιταλίας δεν απασχόλησε την ιστορική έρευνα στον ίδιο

24
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ως αφετηρία τον ορισμό που η Τρίτη Διεθνής έδωσε για τον φασισμό, ως «την πιο ανοιχτά
τρομοκρατική δικτατορία, των πιο αντιδραστικών, σοβινιστικών και ιμπεριαλιστικών
στοιχείων του χρηματιστικού Κεφαλαίου». Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, ο φασισμός δεν
ήταν παρά μια μέθοδος υπέρβασης της κρίσης του καπιταλισμού.5
Από τη δεκαετία του 1960 και μετά, η εν πολλοίς θεωρητική ως τότε ιστορική
μελέτη ανανεώθηκε με ένα νέο κύμα Ανατολικογερμανών ιστορικών, με σημαντική χρήση
πρωτογενών πηγών που για πρώτη φορά μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης εξέταζε και τις
πολιτικές που αφορούσαν τις οικονομίες των κατεχόμενων χωρών. Οι μελετητές αυτοί
δέχονται την ύπαρξη δομικών αιτίων που οδήγησαν στην άνοδο του Ναζισμού και
παρουσίαζαν τον Χίτλερ ως υποχείριο του μεγάλου Μονοπωλιακού Κεφαλαίου (ή των
Μεγάλων Επιχειρήσεων – «Big Business» – όπως αναφέρονται συχνά). Σύμφωνα με τον
κυριότερο ίσως εκφραστή της τάσης αυτής: «με τον φασισμό δημιουργήθηκε μια κυρίαρχη
μορφή του κρατικού Μονοπωλιακού Κεφαλαίου, η οποία στόχευε να ξεπεράσει την κρίση
του καπιταλισμού με τη χρήση τρομοκρατίας στο εσωτερικό και με το ξαναμοίρασμα του
κόσμου στο εξωτερικό».6 Ως κεντρικούς στόχους της κλίκας του Χίτλερ και του
Μονοπωλιακού Κεφαλαίου ο Eichholtz θεωρεί την καταστροφή της ΕΣΣΔ, την κατάκτηση
ζωτικού χώρου στην ανατολή και την ανατροπή των Βερσαλλιών και των απωλειών που
αυτές είχαν επιβάλει στη θέση του γερμανικού Κεφαλαίου στην Ευρώπη.7
Στον αντίποδα, οι περιπτώσεις βιβλίων που υποστήριζαν πως οι οικονομικοί
παράγοντες της Γερμανίας ήταν οι ηττημένοι της εσωτερικής αντιπαράθεσης (ότι δηλαδή η

βαθμό. Οι ιστοριογραφικές αναφορές που θα γίνουν στη συνέχεια είναι ενδεικιτικές και δεν
φιλοδοξούν ασφαλώς να εξαντλήσουν το θέμα, για το οποίο έχουν άλλωστε γραφτεί τόσα που θα
απαιτούνταν ειδικό βιβλίο για μια πλήρη παρουσίαση.
5
Sinclair, Peter R.:”Fascism and Crisis in Capitalist Society”, New German Critique, No. 9 (Autumn,
1976), σσ. 87-112 (για τον ορισμό που έδωσε το 1933 η Τρίτη Διεθνής βλ. σελ. 88).
6
Dietrich Eichholtz: Geschichte der deutschen Kriegswirtschaft 1939-1945, Β΄ έκδοση – σε 5 τόμους –
2003), τόμος I. Χαρακτηριστικότερα ίσως είναι τα κεφάλαια I (που εξετάζει τον γερμανικό
ιμπεριαλισμό και τον ρόλο του μονοπωλιακού Κεφαλαίου) και IV (η πρώτη φάση τη επέκτασης του
γερμανικού μονοπωλίου στην Ευρώπη), του πρώτου τόμου του παραπάνω έργου, που
πρωτοεκδόθηκε το 1969. Βλ. επίσης Eichholtz, Dietrich & Schumann, Wolfgang: Anatomie des
Krieges: Neue Dokumente über die Rolle des deutschen Monopolkapitals bei der Vorbereitung und
Durchführung des zweiten Weltkrieges, Deutscher Verlag der Wissenschaften, Berlin, 1969.
7
Ο. π. σελ. 63. Οι απόψεις για την ανακατάληψη της θέσης του γερμανικού Κεφαλαίου την Ευρώπη
γίνονται συχνά αποδεκτές και από αντιπάλους της μαρξιστικής οπτικής, έστω παρά τις διαφωνίες ως
προς την έκταση των βλέψεων του Κεφαλαίου στην δυτική Ευρώπη.

25
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κυριαρχία της πολιτικής ήταν ολοκληρωτική) ήταν αρχικά αρκετά σπάνιες και μάλλον είχαν
περιορισμένο αντίκτυπο.8 Ακόμα λιγότεροι ήταν αυτοί που έπαιρναν τοις μετρητοίς τη
χρήση του όρου «Σοσιαλισμός» στο όνομα του NSDAP.
Η επιρροή της μαρξιστικής θεωρίας συνέχισε να είναι σημαντική, αφού ήταν η
πρώτη που προσέφερε μια σοβαρή οικονομική εξήγηση για το πώς έφτασε ο κόσμος στον
πόλεμο. Αρκετοί μη ορθόδοξοι μαρξιστές ιστορικοί όπως ο Neumann9 και ο Schweitzer
αποδέχονταν πολλά στοιχεία από την μαρξιστική ερμηνεία στο συγκεκριμένο σημείο, χωρίς
ωστόσο να ταυτίζονται απόλυτα με αυτή. Η διάκριση ανάμεσα σε «πλήρη» και «μερικό»
φασισμό του Schweitzer, για παράδειγμα, επηρέασε αρκετούς μετέπειτα μελετητές, ενώ
έγινε αποδεκτή και από ενταγμένους στη μαρξιστική σκέψη μελετητές.10 Η επιρροή της

8
Για ένα σχετικό δείγμα βλ. Hamburger, L. L.: How Nazi Germany Controlled Business, Brookings
Institution, Washington, 1943. Μεταπολεμικά οι θέσεις αυτές υποστηρίχθηκαν στις απολογητικές
συνεντεύξεις των Γερμανών βιομηχάνων, τις οποίες χρησιμοποίησε ως κύρια πηγή ο Luis Lochner για
τη συγγραφή του Tycoons and Tyrant: German Industry from Hitler to Adenauer, Henry Regnery
Company, Chicago, 1954. Το βιβλίο αυτό, ήταν το αποτέλεσμα της προσπάθειας εκ μέρους Γερμανών
βιομηχάνων για την αλλαγή της εικόνας του κλάδου τους μεταπολεμικά. Βασικός χρηματοδότης ήταν
η γερμανική βιομηχανία (κυρίως ο Krupp), η οποία και ενέκρινε το κείμενο για έκδοση. Ως
συγγραφέας επιλέχθηκε ένας Αμερικάνος δημοσιογράφος, βραβευμένος μάλιστα με Πούλιτζερ, με
σκοπό το πόνημα να αποκτήσει μεγαλύτερη αξιοπιστία (βλ. Wiesen, S. Jonathan: West German
Industry & the Challenge of the Nazi Past, 1945-1955, University of North Carolina Press, Chapel Hill,
2001, σσ. 205-235). Δεν είναι τυχαία η παρατήρηση του (φιλοναζιστή) γιου του ιδρυτή της I.G.
Farben, πως ο Lochner ήταν «το πρώτο άτομο μετά τον πόλεμο που έγραψε με σκοπό να σώσει την
τιμή των Γερμανών βιομηχάνων» (ο.π. σελ. 202).
9
Neumann, Franz: Behemoth: The Structure and Practice of National Socialism, Oxford University
Press, New York, 1942. Ο Neumann έχει μαρξιστικές καταβολές, αλλά εντάχθηκε στη λεγόμενη σχολή
της Φρανκφούρτης.
10
Schweitzer, Arthur: Big Business in the Third Reich, Indiana University Press, Bloomington, 1964. Ο
Schweitzer έκανε διάκριση ανάμεσα σε «μερικό» φασισμό μέχρι την τομή του 1936 (Τετραετές
σχέδιο) και «πλήρη» μετά το 1936. Η τομή αυτή επηρέασε και τη συμμαχία ανάμεσα στις
επιχειρηματικές ελίτ και τη ναζιστική ηγεσία καθιστώντας κατά τον Schweitzer την πρώτη ολοένα και
περισσότερο εξαρτώμενη από τη δεύτερη. Ωστόσο ο Schweitzer είχε από νωρίς διαχωρίσει τη θέση
του από τον Μαρξισμό σε ό, τι αφορά το θέμα. Σε ένα άρθρο του το 1946 (“Profits under Nazi
Planning”, The Quarterly Journal of Economics, Vol. 61, No. 1, Nov., 1946, σσ. 1-25), ο Schweitzer
περιγράφει το πώς και το γιατί στο Τρίτο Ράιχ, «για πρώτη φορά η κερδοφορία των επιχειρήσεων
κατέστη δυνατή κάτω από κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό». Είχαν όμως προηγηθεί άλλα δύο στα
οποία γίνεται ακόμα πιο προφανής η θέση του ανάμεσα στο Μαρξισμό και την υπεράσπιση των

26
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μαρξιστικής θεωρίας ενισχυόταν επιπλέον και από αρκετά ενοχοποιητικά έγγραφα που
προέκυψαν από τις δίκες της Νυρεμβέργης (κυρίως σε αυτές που αφορούσαν επιχειρήσεις
όπως την Krupp και την I.G. Farben), αλλά και από εκθέσεις των συμμαχικών αρχών κατοχής
της Γερμανίας.11
Από τη δεκαετία του 1960 (και ακόμα περισσότερο από αυτή του 1970) η σχέση
Κεφαλαίου και πολιτικής στη Γερμανία της εποχής έγινε κατεξοχήν πεδίο ιδεολογικής
ακαδημαϊκής αντιπαράθεσης ανάμεσα σε μελετητές Μαρξιστές και μη. Την αφορμή έδωσε
η ανάπτυξη της μαρξιστικής ιστοριογραφίας στη Δύση και το σταδιακό άνοιγμα αρκετών
από τις αρχειακές πηγές και η πρωτοποριακή μελέτη του Alan Milward.12 Την ίδια περίοδο ο
νεομαρξιστής Timothy Mason δημοσιεύει ένα άρθρο που θα γινόταν αντικείμενο ακόμα
μεγαλύτερων ιστοριογραφικών συζητήσεων. Στο άρθρο αυτό ο Mason έκανε λόγο για
περιορισμένο «πρωτείο της πολιτικής» (ή μάλλον σωστότερα για αλλαγή στο κέντρο
βάρους), ειδικά μετά το 1936, όταν οι βιομήχανοι είχαν λιγότερη συμμετοχή στην λήψη
αποφάσεων, ενώ το γερμανικό κράτος και οι κρατικές εταιρείες κυριαρχούσαν ολοένα και
περισσότερο στην οικονομία. Με άλλα λόγια, αν και εξακολούθησε ασφαλώς να θεωρεί τον
φασισμό και το ναζισμό καπιταλιστικά καθεστώτα, υποστήριξε πως διέθεταν μια σχετική
αυτονομία, τουλάχιστον στην πολιτική σφαίρα, όπου δεν ενεργούσαν ως απλά όργανα των
καπιταλιστικών συμφερόντων. Επρόκειτο για τη διαλεκτική φύση της διαδικασίας με την
οποία, αυτή η αυτονόμηση της πολιτικής, σε αλληλεπίδραση με την επιδίωξη των ιδιωτικών

επιχειρήσεων. Στο πρώτο από αυτά είχε μιλήσει μεταξύ άλλων για καταστροφή των τεσσάρων
βασικών καπιταλιστικών ελευθεριών από τους Ναζί και αυξημένο ρόλο του Δημοσίου στην
οικονομία. Συνέπεια ήταν οι Μεγάλες Επιχειρήσεις να καταστούν μικρότερος φορέας εξουσίας στην
οικονομία, αν και οι όποιες προσπάθειες να τους στερήσουν τελείως από την εξουσία αυτή
απέτυχαν (Schweitzer, Arthur: "Big Business and the Nazi Party in Germany”, The Journal of Business
of the University of Chicago, Vol. 19, No. 1, January 1946, σσ. 1-24.) Ακολούθησε δεύτερο άρθρο του
(Schweitzer, Arthur: "Big Business and Private Property under the Nazis”, The Journal of Business of
the University of Chicago, Vol. 19, No. 2, April 1946, σσ. 99-126), στο οποίο παίρνει μια θέση ανάμεσα
σε αυτές που θεωρεί τις δύο ακραίες, πως δηλαδή η ιδιωτική περιουσία καταστράφηκε από τους
Ναζί ή πως έμεινε πλήρως ανέγγιχτη.
11
Βλ. π.χ. Simpson, Christopher (ed.): War Crimes of the Deutsche Bank and the Dresdner Bank, Office
of the Military Government (US) Reports, Holmes & Meier, New York, 2002.
12
Milward, Alan: The German Economy at War, University of London, Athlone Press, London 1965.
Μελέτη που όμως έμμεσα μόνο έθετε το θέμα της σχέσης Κεφαλαίου και οικονομικής πολιτικής,
υποστηρίζοντας πως η στρατηγική του κεραυνοβόλου πολέμου ήταν αποτέλεσμα των αδυναμιών της
οικονομίας και όχι καλά οργανωμένο από χρόνια σχέδιο.

27
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

συμφερόντων, είχε ως αποτέλεσμα μια συνενοχή ιδιαίτερης μορφής από την πλευρά της
Γερμανικής βιομηχανίας στη φρίκη του Τρίτου Ράιχ.13
Στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει γράφτηκαν νέες μελέτες αρκετές από τις
οποίες έχουν χτίσει πάνω στα έργα των προηγούμενων.14 Με το σταδιακό άνοιγμα μάλιστα
των αρχείων, κάποιων από τις μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις της εποχής, ήρθαν και οι
πρώτες εστιασμένες σχετικές μελέτες (συχνά από αντίπαλους της μαρξιστικής θεωρίας),
στις οποίες συχνά έμφαση δίνεται στους περιορισμούς δράσης που είχαν οι Γερμανοί
κεφαλαιούχοι την περίοδο αυτή.15 Η διάκριση ανάμεσα στους ιστορικούς που είναι άμεσα
ή έμμεσα επηρεασμένοι από την μαρξιστική θεωρία και σε αυτούς που είναι αντίθετοι σε
αυτή συνεχίζει σε γενικές γραμμές να είναι εμφανείς. Ωστόσο, όπως είναι φυσικό σε ένα
ζήτημα που έχει μελετηθεί τόσο πολύ, υπάρχουν αρκετές επιμέρους θεωρίες που δέχονται

13
Ο Mason κατέκρινε τις απόψεις που ήθελαν το απόλυτο πρωτείο να βρίσκεται στην οικονομία ή
στην πολιτική, θεωρώντας πως το φαινόμενο ήταν περισσότερο σύνθετο και μεταβαλλόμενο. Tim
Mason:“The Primacy of Politics. Politics and Economics in National Socialist Germany”, στο Jane
Caplan, ed. : Nazism, Fascism and the Working Class. Essays by Tim Mason, Cambridge: Cambridge
Univ. Press, 1995 (πρώτη έκδοση του άρθρου στα γερμανικά το 1966), σελ. 54. Η τομή αυτή του
Mason με τον ορθόδοξο μαρξισμό οδήγησε όπως ήταν φυσικό σε κριτική από τους οπαδούς του
τελευταίου (π.χ. Eichholtz), ενώ έγινε μάλλον ένθερμα δεκτή από αρκετούς μη μαρξιστές ιστορικούς.
14
Βλ. π.χ. Turner, Henry Ashby, Jr: “Big Business and the Rise of Hitler”, The American Historical
Review, vol 75, no 1, Oct. 1969 (το σχετικό βιβλίο εκδόθηκε μιάμιση περίπου δεκαετία αργότερα, με
τίτλο German Big Business and the Rise of Hitler), Overy, Richard J.: War and Economy in the Third
Reich, Oxford University Press, Oxford, 1995, Barkai, Avraham: Nazi Economics, Ideology, Theory, and
Policy, Yale University Press, New Haven, 1990, Tooze, Adam: Wages of Destruction, the Making and
Breaking of Nazi Economy, Allen Lane, London, 2006. Παρά τα όποια κοινά τους σημεία οι μελέτες
αυτές δεν συμφωνούν απαραίτητα στις επιμέρους παραδοχές για τη φύση της σχέσης Κεφαλαίου
και πολιτικής στη Γερμανία της εποχής.
15
Για μία από τις πρώτες εξειδικευμένες τέτοιες μελέτες βλ.: Hayes, Peter: Industry and Ideology, IG
Farben in the Nazi Era (second edition), Cambridge University Press, Cambridge, 2001 (πρώτη έκδοση
1987). Σύμφωνα με το συγγραφέα μελέτες σαν και τη δική του προχωρούν πέρα από την απλή
περιγραφή μια θετικής στάσης των βιομηχάνων και τραπεζιτών της χώρας απέναντι στον ναζισμό,
εξετάζοντας τους μεγαλοκεφαλαιούχους ως αντικείμενα αλλά και υποκείμενα των γεγονότων, ως
ανθρώπους που είχαν μεν σαφείς προτάσεις εθνικής πολιτικής, αλλά δεν μπορούσαν πάντα να τις
επιβάλουν (ο. π. σελ. X). Η ιστορία της I. G. Farben την εποχή του ναζισμού είναι, κατά τον Ηayes,
«μια ιστορία χειραγώγησης και μερικής αναδημιουργίας της βιομηχανικής νοοτροπίας από μία
ιδεολογική» (ο. π. σελ. xxvii). Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν αρκετές ακόμα μελέτες με βάση τα
αρχεία επιχειρήσεων.

28
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

επιρροές από το ένα ή το άλλο ρεύμα.16 Άλλοι ιστορικοί κρατούν ενδιάμεση στάση
επιδιώκοντας τη σύνθεση και θεωρώντας πως οι απόψεις για «πρωτείο» της πολιτικής ή
της οικονομίας είναι απλοποιητικές.17
Αλλά και η ίδια η δομή του Ναζιστικού καθεστώτος έχει αποτελέσει ζήτημα
μελέτης ως παράγοντας που επηρεάζει τις οικονομικές επιλογές της χώρας. Οι εσωτερικές
διαμάχες ανάμεσα στα στελέχη του κόμματος που αντλούσαν την εξουσία τους από τον
ίδιο τον Χίτλερ, τους άλλους ηγετικούς πόλους Göring και Himmler (με τα SS), και τους
θεσμούς όπως ο στρατός και η παραδοσιακή κρατική γραφειοκρατία (π.χ. ό, τι είχε
απομείνει από το Υπουργείο Εξωτερικών) έχουν θεωρηθεί υπεύθυνες για την παραγωγική
αναποτελεσματικότητα της Γερμανίας, αλλά επηρέαζαν και την πολιτική απέναντι στις
κατεχόμενες χώρες.18 Πράγματι, αν κοιτάξει κανείς το αρχειακό υλικό της εποχής βλέπει

16
Για παράδειγμα ο Overy θεωρεί τον Χίτλερ ως «διστακτικό διευθυντιστή» (“reluctant dirigiste”)
που έβλεπε την οικονομία ως υποτελή στον εθνικό πολιτικό σκοπό της κατάκτησης του γερμανικού
ζωτικού χώρου και ως εκ τούτου προσπαθούσε, με ανοργάνωτο και αποσπασματικό τρόπο, να
κατευθύνει την οικονομία προς τον σκοπό αυτό. Για τον Barkai η γερμανική οικονομία περιγράφεται
καλύτερα ως «εθνικός κρατισμός» (“National Etatism”), το στοιχείο που κυριαρχούσε ήταν η
ιδεολογία (δηλαδή όχι ακριβώς η πολιτική), και όχι οι επιχειρηματίες. Πιστεύει, περίπου όπως και ο
Overy, πως ο ρόλος του κράτους έγινε σημαντικότερος μετά το 1936, αλλά αναφέρεται στη
βιομηχανία ως «σιωπηλό συνεργάτη» του καθεστώτος, αναγνωρίζοντας μάλιστα τη συνεργασία
αυτή από τα πρώτα χρόνια της ναζιστικής εξουσίας (Nazi Economics…, σελ. 17).
17
Ο Kershaw, αντιπρόσωπος της άποψης αυτής δέχεται την ύπαρξη μιας συμμαχίας μεταξύ
ναζιστικής ελίτ και στρατιωτικό-βιομηχανικού συμπλέγματος, η οποία, αν και κράτησε μέχρι το
τέλος, το βάρος σταδιακά μετατοπιζόταν προς την πρώτη. Επιπλέον τονίζει πως κλειδί για την
καλύτερη κατανόηση των σχέσεων είναι οι περίπλοκες και συνεχώς μεταβαλλόμενες πολυδιάστατες
δομές εξουσίας («Καρτέλ Εξουσίας») του Τρίτου Ράιχ. Κατά τον Kershaw τα καρτέλ αυτά είναι το
κόμμα με τις οργανώσεις του, οι μεγάλες επιχειρήσεις, και ο στρατός, με το ολοένα και πιο δυνατό
σύμπλεγμα των SS/SD να προστίθεται αργότερα (The Nazi Dictatorship: Problems and Perspectives of
Interpretation, Bloomsbury Academic (4 edition), London, 2000 [1985], σσ. 57-68).
18
Για μια ενδιαφέρουσα ανάλυση των διαμαχών αυτών, σε ό, τι έχει να κάνει ευρύτερα με την
πολιτική για τα κατακτημένα εδάφη βλ. Mazower, Mark: Hitler’s Empire. Nazi rule in Occupied
Europe, Penguin Books, London 2009, σσ. 224-256. Ειδικά για το ρόλο της πολυαρχίας στην
βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας βλ. τα όσα γράφει σχετικά ο Müller στο δεύτερο μέρος του:
Kroener, Bernhard R., Müller, Rolf-Dieter & Umbreit, Hans (eds), (Transl. Ewald Osers, John
Brownjohn, Patricia Crampton, and Louise Willmott): Germany and the Second World War, Vol. 5
Organization and Mobilization of the German Sphere of Power. Part I: Wartime Administration,

29
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

συχνά διαφωνίες για την επιμέρους πολιτική, παράπονα και ανταγωνισμούς για το ποια
πλευρά θα έχει το πάνω χέρι στον πολύπλοκο μηχανισμό λήψης (και εφαρμογής) των
αποφάσεων του Τρίτου Ράιχ.
Όπως θα δούμε και στην περίπτωση της κατεχόμενης Ελλάδας, οι ανταγωνισμοί
και η πολυδιάσπαση των διαφόρων κέντρων λήψης αποφάσεων, κυρίως σε τοπικό επίπεδο,
έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πρακτική τοπική οικονομική πολιτική. Οι διαμάχες όμως
αυτές δεν επιλύουν από μόνες τους το ζήτημα της γενικής οικονομικής πολιτικής. Εξάλλου,
παρά τις κόντρες στο εσωτερικό του κρατικού και κομματικού μηχανισμού κάποιες γενικές
αρχές πολιτικής δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ σοβαρά.
Η σχέση οικονομίας και πολιτικής στη ναζιστική Γερμανία συνέχισε όλα αυτά τα
χρόνια να είναι ένα από πιο «καυτά» θέματα ιστορικής έρευνας.19 Ακόμα και σήμερα το
ζήτημα συνεχίζει να προκαλεί έντονες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους ιστορικούς.20 Παρά
τις επιμέρους διαφωνίες, είναι πια μάλλον γενικά αποδεκτό πως το Τρίτο Ράιχ έδειξε
αρκετό σεβασμό στην ιδιωτική οικονομία και – τουλάχιστον μέχρι την πτώση του – δεν
επιχείρησε ποτέ να την καταργήσει. Εξάλλου ένας κοινωνικός δαρβινιστής όπως ο Χίτλερ
δεν θα μπορούσε να είναι εναντίον της ιδιωτικής οικονομίας και του ανταγωνισμού, παρά
τις όποιες αλλαγές που επιδίωκε να επιβάλει στη λειτουργία τους.21 Σε επίπεδο

Economy, and Manpower Resources, 1939-1941, Oxford University Press, 2000. Δευτερεύουσες
αναφορές στο ζήτημα γίνονται και σε πλήθος άλλων μελετών (π. χ. Mason: “The Primacy…”, σελ. 72).
19
Για μια σχετική επισκόπηση βλ. Kershaw: The Nazi…, κυρίως το κεφάλαιο 3, που εστιάζεται όμως
περισσότερο στις πολιτικές που ακολούθησε η ναζιστική κυβέρνηση και όχι τόσο στο πώς έφτασε
στην εξουσία.
20
Βλ. τη σχετική ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στον Peter Hayes από τη μία πλευρά και τους
Christoph Buchheim και Jonas Scherner από την άλλη, στο Bulletin of the German Historical Institute
(45), Fall 2009.
21
Ακόμα και ιστορικοί που προσπαθούν να καταρρίψουν τις μαρξιστικές θεωρίες για τη σχέση
Κεφαλαίου και ναζισμού, όπως ο Turner, δέχονται πως ο Εθνικοσοσιαλισμός ήταν προϊόν του
καπιταλισμού (Big Business…, σσ. 69-70). Κατά τον Barkai επίσης, παρ’ όλη τη ρητορεία περί
«γερμανικού σοσιαλισμού», «δεν υπάρχει αμφιβολία πως η οικονομία της Γερμανίας ήταν
καπιταλιστική, αν και ελεγχόταν και καθοδηγούνταν από τα πάνω», ενώ οι καπιταλιστές, πέρα από
τα προνόμιά τους, είχαν – όπως όλοι οι Γερμανοί – και περιορισμούς στην ελευθερία τους. Στην
οικονομική αυτή μέθοδο ταιριάζει περισσότερο ο όρος «οργανωμένος καπιταλισμός» (Nazi
Economics…, σελ. 248). Για τους Buchheim και Scherner, ο πιο ρεαλιστικός ορισμός της γερμανικής
οικονομίας της περιόδου θα ήταν «κρατικά διευθυνόμενη οικονομία ατομικής ιδιοκτησίας», αφού
διατηρείται ο καίριος ρόλος που η ατομική ιδιοκτησία έχει στον καπιταλισμό, αλλά χωρίς την
κυριαρχία της αγοράς (“The Role of Private Property in the Nazi Economy: The Case of Industry”, The

30
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

διακυρήξεων ο Χίτλερ καταφερόταν βεβαίως συχνά κατά της φιλελεύθερης οικονομικής


θεωρίας. Στην επέτειο των τεσσάρων χρόνων από την άνοδο στην εξουσία, ο Χίτλερ έλεγε
για παράδειγμα πως εθνικοσοσιαλισμός είναι ο πιο ένθερμος εχθρός της φιλελεύθερης
οπτικής, «σύμφωνα με την οποία η οικονομία υπάρχει προς όφελος του Κεφαλαίου και οι
άνθρωποι για την οικονομία», συμπληρώνοντας όμως πως η ελεύθερη οικονομία ήταν
πολιτικά απαράδεκτη και έπρεπε να τεθεί υπό έλεγχο.22 Στην πράξη όμως ποτέ δεν
προσπάθησε να καταργήσει τον καπιταλισμό ενώ όπως θα δούμε σε κάποιες περιπτώσεις
(όπως στην Ελλάδα) οι Γερμανοί αξιωματούχοι χρησιμοποίησαν οι ίδιοι μέτρα
φιλελεύθερου χαρακτήρα. Εξάλλου, όπως μάλλον αποδέχονται οι περισσότεροι ιστορικοί,
οι θεσμικές αλλαγές στην οικονομία, ειδικά την περίοδο Schacht και κυρίως μέχρι το 1936,
αντιπροσώπευαν, εν πολλοίς μια νίκη της βιομηχανίας και των μεγάλων επιχειρήσεων.23 Οι
όποιες ανησυχίες των οικονομικών παραγόντων μετά το 1936, παρέμειναν σε ιδιωτικό ή
θεωρητικό επίπεδο και περιορίστηκαν όταν άρχισαν να εισρέουν τα πρώτα κέρδη από την
κατάκτηση της Ευρώπης ενώ αργότερα η κακή τροπή του πολέμου στην Ανατολή επέφερε
μια μεγαλύτερη συσπείρωση απέναντι στη «Σοβιετική απειλή».24

Journal of Economic History, Vol. 66, No. 2 (June 2006), σελ. 411). Οι κυριότερες λοιπόν διαφορές
έχουν να κάνουν με την έκταση του σεβασμού και των περιορισμών που επιβλήθηκαν στο κεφάλαιο
(εγχώριο και ξένο), και με τις υποθέσεις για τους απώτερους στόχους του, όταν θα είχε πια
κυριαρχήσει στον κόσμο.
22
James, Harold: The Nazi Dictatorship and the Deutsche Bank, Cambridge University Press,
Cambridge 2004, σελ. 18. Όπως αναγνωρίζει και ο Hayes: «τα σχέδια του Χίτλερ δεν στόχευαν στην
επαναστατική μεταβολή της Γερμανικής οικονομίας, αλλά στην στρατολόγησή της». Hayes:
Industry…, σελ. 73.
23
Barkai: Nazi Economics… σελ. 132. Ο Hjalmar Schacht ήταν Γερμανός τραπεζίτης και πολιτικός που
είχε αναλάβει τη διοίκηση της Reichsbank την περίοδο 1923-31 και 1933-39 και την ηγεσία του
γερμανικού υπουργείου οικονομικών την περίοδο 1934-37.
24
Ακόμα και φιλελεύθεροι επιχειρηματίες που ένιωθαν άβολα με τους Ναζί, όπως ο Fritz Roessler
(γιος του ιδρυτή της Degussa, εταιρείας που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επεξεργασία των
πολύτιμων μετάλλων που λεηλατήθηκαν από την κατεχόμενη Ευρώπη καθώς και – μέσω μιας
θυγατρικής της – στην παραγωγή των θανατηφόρων αερίων για τα στρατόπεδα εξόντωσης)
παρατηρούσαν πως το νέο καθεστώς επανέφερε την τιμή και το κύρος της Γερμανίας, την
απελευθέρωσε από τα δεσμά των Βερσαλλιών, εξάλειψε την ανεργία και ανέστησε την οικονομία.
Επιπλέον ο ίδιος ο Χίτλερ έκανε στον Roessler την εντύπωση έξυπνου, τίμιου, καλού δημαγωγού και
ικανού ηγέτη. Πάντως συνέχισε να ανησυχεί για την υψηλή φορολογία. Ο Roessler κατέληγε πως η
άνοδος των Ναζί οφειλόταν στον «εκβαρβαρισμό της πολιτικής ζωής» και την «πτώση του ηθικού της
οικονομικής και κοινωνικής ζωής μετά τον πόλεμο και την αριστερή επανάσταση» που ακολούθησε.

31
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η μελέτη της κατακτητικής επέκτασης του Χίτλερ στην Ευρώπη που αποτέλεσε
προέκταση της γενικότερης ιστοριογραφικής αντιπαράθεσης για τον χαρακτήρα του
ναζισμού. Βασικά ζητήματα είναι το αν η απόφαση για την κατάκτηση της Ευρώπης ήταν
κυρίως ζήτημα ιδεολογίας, δομικών αδυναμιών ή οικονομικών συμφερόντων και το αν ο
ναζιστικός ιμπεριαλισμός αποτελεί απόλυτη ιδιαιτερότητα ή μπορεί να ενταχθεί στα
πλαίσια ευρύτερων φαινομένων.25
Σημαντικό ρόλο στη συζήτηση για την εκμετάλλευση των πόρων της κατεχόμενης
Ευρώπης, παίζει το ζήτημα της ιδεολογίας ως στοιχείου που καθόριζε τους ευρύτερους
στόχους (κατάκτηση και τελικά εποικισμός του Ζωτικού Χώρου της ανατολικής Ευρώπης)
26
καθώς και την αντιμετώπιση των κατακτημένων. Ωστόσο η ιδεολογία δεν φαίνεται να
εξηγεί κάθε απόφαση σχετικά με τους σχεδιασμούς της γερμανικής ηγεσίας και την
πολιτική στις κατεχόμενες χώρες. Στην περίπτωση για παράδειγμα που μας αφορά
(Ελλάδα), η ιδεολογία φαίνεται να έπαιξε μικρότερο ρόλο από τους στρατιωτικούς,

Βλ. P. Hayes: “Fritz Roessler and Nazism: The Observations of a German Industrialist, 1930-37”,
Central European History, vol. 20, no. 1 (Mar. 1987), σσ. 71 και 78-79 αντίστοιχα, καθώς και Βλ.
Hayes, Peter: From Cooperation to Complicity, Degussa in the Third Reich, Cambridge University Press,
2004, σελ. 24. H Degussa ήταν χημική βιομηχανία που είχε αναλάβει μεταξύ άλλων το λιώσιμο των
πολύτιμων μετάλλων που αρπάχθηκαν από τους Εβραίους. Μια δεύτερη εταιρεία, η Degesch, η
οποία είχε περάσει υπό τον έλεγχο της Degussa ήταν από τους βασικούς κατασκευαστές του
δηλητηριώδους αερίου Zyklon B που χρησιμοποιήθηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης.
25
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχαμε το ξέσπασμα αυτού που έμεινε γνωστό ως η διαμάχη των
ιστορικών στη Γερμανία (“Historikerstreit“), με αφορμή το αν το ολοκαύτωμα των Εβραίων
μπορούσε να ενταχθεί σε μια ευρωπαϊκή ιστορική πορεία ακραίας βίας και εξολόθρευσης, στην
οποία η Σοβιετική Ένωση παρουσιαζόταν από τους συντηρητικούς ιστορικούς περίπου ως πρόγονος
της χιτλερικής Γερμανίας, τουλάχιστον σε αυτόν τον τομέα. Παρά την έντονη κριτική που δέχθηκαν οι
απόψεις αυτές, μια παραλλαγή τους είναι ιδιαίτερα δημοφιλής τελευταία ειδικά στις πολιτικές
επιστήμες με τη μορφή των συγκριτικών μελετών των «ολοκληρωτισμών». Για τη σχετική διαμάχη
βλ. Kershaw, Ian: The Nazi Dictatorship: Problems and Perspectives of Interpretation, Bloomsbury
Academic (4 edition), London, 2000 [1985], αλλά και Aly, Götz: “The logic of horror: The time is ripe
for a complete overhaul of the historical contextualisation of the Holocaust”, 12/6/2006 (μετάφραση
γερμανικού κειμένου από την γερμανική εφημερίδα Die Zeit on 1/6/2006),
http://www.signandsight.com/features/800.html.
26
Ο όρος «ζωτικός χώρος» προϋπήρχε του ναζισμού, όπως και πολλές άλλες από τις έννοιες που ο
Χίτλερ υιοθέτησε. Smith, Woodruff D.: The Ideological Origins of Nazi Imperialism, Oxford University
Press, New York, 1986. Ο Smith διακρίνει τις βασικές αντίπαλες ιδεολογίες στη Γερμανία του πρώτου
ου
μισού του 20 αιώνα σε «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) και «παγκόσμια πολιτική» (Weltpolitik).

32
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γεωγραφικούς και οικονομικούς παράγοντες, αφού η εισβολή ήρθε ως αποτέλεσμα


ανάγκης που δημιουργήθηκε για να κλείσει ένα ανοικτό μέτωπο (μετά την αποτυχία της
Ιταλίας) που κινδύνευε να φέρει τους Βρετανούς σε θέση να απειλήσουν τα ρουμανικά
πετρέλαια και τις επιχειρήσεις στην ΕΣΣΔ. Αλλά και στην αντιμετώπιση της ελληνικής
οικονομίας και των επιχειρήσεων της χώρας, η ναζιστική ιδεολογία φαίνεται να έπαιξε
μάλλον δευτερεύοντα ρόλο, με την προφανή εξαίρεση των εβραϊκών περιουσιών.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, πρακτικές όπως η εξολόθρευση των Εβραίων, η
αντιμετώπιση πληθυσμών που θεωρούνται κατώτεροι (κυρίως Σλάβοι), ή συλλογικά
υπεύθυνοι για σαμποτάζ και άλλες «παράνομες» πράξεις είναι καθαρά ζητήματα
επηρεασμένα από την ιδεολογία του ναζισμού. Εξάλλου η ευρύτερη οπτική του φυλετικού
ανταγωνισμού σε παγκόσμια κλίμακα επηρέασε την οικονομική θεωρία του ναζισμού, για
τη δημιουργία μιας μεγάλης και οικονομικά αυτάρκους περιοχής (Μεγάλο Οικονομικό
Χώρο) που θα ενοποιούνταν υπό γερμανική «ηγεσία» (δηλαδή έλεγχο), θα επέτρεπε την
«κοινή» εκμετάλλευση των παραγωγικών πόρων της περιοχής και θα έδινε έτσι τη
δυνατότητα στο Ράιχ να ανταγωνίζεται τις ΗΠΑ και τη Βρετανική Αυτοκρατορία.27 Ωστόσο

27
Η γερμανική ζήλια για την αφθονία των πλουτοπαραγωγικών πόρων των ΗΠΑ εκφραζόταν συχνά
και με άρθρα που έφταναν στον διεθνή τύπο. Σε ένα από αυτά που δημοσιεύτηκε στην Ελλάδα
γραφόταν πως: «Σχεδόν καμία άλλη χώρα δεν ευρέθη ποτέ εις τόσον ευνοϊκήν θέσιν ούτε είχε τόσας
ευτυχείς προϋποθέσεις δια την εξάπλωσίν της. Η Αμερική, από του Πόλου μέχρι του Παναμά, είναι
και υπό την σημερινήν γεωπολιτικήν και στρατιωτικογεωγραφικήν έννοιαν μία ‘ήπειρος΄. Αι
Ηνωμέναι Πολιτείαι είχον όλας τας δυνατότητας να την καλύψουν εντελώς». Η Γερμανία από την
άλλη είχε κατά το άρθρο την ατυχία να «πέσει» σε μία ήπειρο με λιγότερο ευνοϊκά όρια και μεγάλο
ανταγωνισμό («Τα δεδομένα του ευρασιατικού χώρου», εφημερίδα Πρωία, 12/11/1941, δεύτερο
από σειρά έξι άρθρων του Κ. Ροςς). Ο Χίτλερ εξάλλου συχνά σύγκρινε την σχεδιαζόμενη κατάκτηση
της Ανατολής με την αμερικανική κατάκτηση της Άγριας Δύσης (όπου ο Βόλγας θα ήταν ο γερμανικός
Μισισιπής και οι Σλάβοι οι Ινδιάνοι της Ανατολής), ή με την Βρετανική κατάκτηση της Ινδίας. Σε αυτή
τη γερμανική αποικιακή εξάπλωση, όσοι είχαν εμπειρίες από τις γερμανικές αποικίες της Αφρικής θα
ήταν χρήσιμοι, οι δε «ιθαγενείς» μπορεί να είχαν την τύχη των Ινδιάνων της Αμερικής (Adam Tooze:
The Wages of Destruction. The Making and Breaking of the Nazi Economy, Allen Lane, 2006, σσ. 469-
470 και Mazower, Mark: Hitler’s Empire. Nazi rule in Occupied Europe, Penguin Books, London 2009,
σσ. 581-586). Σε ελληνική εφημερίδα δημοσιεύτηκε μάλιστα επί κατοχής και άρθρο Ούγγρου
δημοσιολόγου για τον εποικισμό της ανατολικής Ευρώπης, με σαφείς παραλληλισμούς με Αμερική,
Ασία και Αφρική (π.χ. «την Εταιρείαν Ανατολικών Ινδιών αντικατέστησε τώρα η Εταιρεία Ανατολικής
Ευρώπης», ή την σύγκριση με «την πατρίδα του Βορειοαμερικάνου λευκού ανθρώπου»). «Ο
εντατικός εποικισμός μέσα εις τον χώρον της Νέας Ευρώπης», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα,
10/3/1943.

33
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, οι ιδεολογικές αναφορές του ναζισμού δεν είναι πάντα
νέες: ειδικά σε ό, τι αφορά τα σχέδια οικονομικής κυριαρχίας στην Ευρώπη, και τελικά στον
κόσμο, αυτά προϋπήρχαν ασφαλώς του ναζισμού, όπως εξάλλου και η ίδια η έννοια των
ευρύτερων γεωγραφικών περιοχών, ο έλεγχος των οποίων υποτίθεται ότι θα προσέφερε
σημαντικά γεωπολιτικά και οικονομικά πλεονεκτήματα. Αλλά και η ίδια η έννοια του
«Μεγάλου Χώρου» (“Großraum”), ως ευρύτερης περιοχής υπό την πολιτικο-οικονομική
ηγεσία της Γερμανίας είχε δημιουργηθεί πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο από έναν
οικονομολόγο (Julius Wolf), ιδρυτή ενός οργάνου (Mitteleuropäischen Wirtschaftsverein)
που εξέφραζε ιδιωτικά και βιομηχανικά συμφέροντα.28

28 ου
Οι γεωπολιτικές θεωρίες είχαν βρει πρόσφορο έδαφος στη Γερμανία από την αρχή του 20 αιώνα
και συνέχιζαν την επιτυχία τους και επί Βαϊμάρης, επηρεάζοντας ως ένα βαθμό και το ναζισμό. Ιδέες
περί δημιουργίας «ευρωπαϊκού μπλοκ», όπου οι μεγάλες γερμανικές εταιρείες θα είχαν την
πρωτοκαθεδρία στον τομέα τους, είχαν εκφράσει από την αρχή του αιώνα και οι ηγεσίες εταιρειών
όπως της AEG (το 1913). Την περίοδο εκείνη, πολιτικοί παράγοντες μη σχετιζόμενοι με το ναζισμό,
όπως ο ηγέτης των «Νέων Φιλελευθέρων» Robert Kauffmann τασσόταν υπέρ της δημιουργίας μιας
τελωνιακής ένωσης από τη Βόρεια Θάλασσα μέχρι τη Βαγδάτη, οικονομικές εφημερίδες (Deutsche
Volkswirtschaftliche Correspondenz) έγραφαν για μια «Pax Germanica στη Μικρά Ασία και τις
Βαλκανικές χώρες», βιβλία γράφονταν για τη δημιουργία Κεντροευρωπαϊκού Μπλοκ που θα
μπορούσε να σταθεί απέναντι στη «Μεγάλη Ρωσία», την «Παγκόσμια Βρετανία» και την «Παν-
Αμερική», φιλελεύθερες ομάδες πίεσης (Hansabund) υποστήριζαν μια «στενότερη ευρωπαϊκή
συνεργασία» που θα επέτρεπε στη Γερμανία και τις γειτονικές της χώρες να διασφαλίσουν τις
εξαγωγές τους απέναντι στα μη ευρωπαϊκή κράτη (κυρίως στις ΗΠΑ) και επιχειρηματίες όπως ο
August Thyssen (πατέρας του γνωστού βιομήχανου και μετέπειτα χρηματοδότη του NSDAP, Fritz)
προσέβλεπαν σε ένα «κλειστόν οικονομικό μπλοκ από το Pas de Calais ως τον Καύκασο. Παρά τις
επιμέρους διαφορές των απόψεων αυτών μεταξύ τους αλλά και με τα μεταγενέστερα σχέδια του
Χίτλερ, τα κοινά στοιχεία είναι προφανή. Βλ. Volker Berghahn: “German Big Business and the Quest
for a European Economic Empire in the Twentieth Century”, στο: Berghahn, Volker R.(ed): Quest for
Economic Empire, European Strategies of German Big Bussiness in the Twentieth Century, Berghahn
Books, Providence, 1996, σσ. 1-34, (κυρίως σσ. 8-10 – όπου όμως συγχέει την ονομασία της
Mitteleuropäischen Wirtschaftsverein με τη Mitteleuropäische Wirtschaftstag των δεκαετίων 1930
και 1940, ουσιαστικό απόγονο της πρώτης), Smith, Woodruff D.: The Ideological Origins of Nazi
Imperialism, Oxford University Press, New York, 1986, σσ. 218-223, Cassels: Ideology and
International…, σσ. 162-3, Eichholtz, Dietrich: “Die ‘Neuordnung’ des europäischen
‘Großwirtschaftsraumes’”, στο: Lund, Joachim (ed.): Working for the New Order, European Business
under German Domination, 1939-1945, University Press of Southern Denmark & Copenhagen

34
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Παρά λοιπόν τις ιδεολογικές αναφορές, οι σχεδιασμοί για την ένωση του
Ευρωπαϊκού Μεγάλου Οικονομικού Χώρου ήταν ουσιαστικά παλιό όνειρο οικονομικών και
εθνικιστικών κύκλων της Γερμανίας για την άνοδο της χώρας στη θέση που της «άξιζε»,
εκείνη της παγκόσμιας δύναμης, όνειρο που είχε προσωρινά πληγεί σοβαρά με την ήττα
στον προηγούμενο παγκόσμιο πόλεμο και έβρισκε τώρα τον εκφραστή του μέσω της
«ανανεωμένης» ναζιστικής Γερμανίας.29 Όταν ο Walther Funk, πρώην δημοσιογράφος με

Business School Press, 2006, καθώς και την εισαγωγή στο βιβλίο του Adam Tooze: Wages of
Destruction, the Making and Breaking of Nazi Economy, Allen Lane, London, 2006.
29
Ο όρος Großraumwirtschaft (οικονομία του μεγάλου χώρου) ήταν από εκείνους που είχε γεμίσει
τον τύπο της περιόδου (αλλά και αρκετά ράφια βιβλιοθηκών) και συναντάται σε πλήθος μελετών και
βιβλίων της εποχής – όχι πάντα από Γερμανούς συγγραφείς. Ως ιδεολογικοί του πρόδρομοι
ου
θεωρούνται (συχνά από τους ίδιους τους συγγραφείς) κάποιοι οικονομολόγοι του 19 αιώνα, όπως
ο Friedrich List, με έμμεσες αναφορές ακόμα και στο «Ηπειρωτικό Σύστημα» του Ναπολέοντα. Βλ.
ενδεικτικά: Daitz, Werner: Der Weg zur voelkischen Wirtschaft und zur europäischen
Großraumwirtschaft, Meinhold Verlagsgesellschaft, Dresden, 1938, Croll, Walther: Wirtschaft im
Europäischen Raum, Wilhelm Frick Verlag, Wien, 1940, Surányi-Unger, Theo: “Der Kampf um die
Großraumwirtschaft“, Zeitschrift für die gesamte Staatswissenschaft / Journal of Institutional and
Theoretical Economics, Bd. 101, H. 3. (1941), σσ. 417-447, Vöchting, Friedrich: “Vom Welthandel zur
Großraumwirtschaft”, Weltwirtschaftliches Archiv, 55. Bd. (1942), σσ. 1-33 και Brunner, Max: “Vom
Sinn der Großraumwirtschaft”, Zeitschrift für die gesamte Staatswissenschaft / Journal of Institutional
and Theoretical Economics, Bd. 103, H. 1. (1943), σσ. 119-136. Οι Γερμανικές εταιρείες και κυρίως τα
μεγάλα καρτέλ θα έπαιζαν βασικό ρόλο στη «νέα βιομηχανική τάξη» της γερμανοκρατούμενης
Ευρώπης: Sölter, Arno: Das Großraumkartell. Ein Instrument der industriellen Marktordnung im Neuen
Europa, Herausgegeben vom Zentralforschungsinstitut für nationale Wirtschaftsordnung und
Großraumwirtschaft, Dresden, Meinhold Verlagsgesellschaft, Dresden, 1941. Ο όρος
Großraumwirtschaft χρησιμοποιήθηκε ασφαλώς και σε συνέδρια ή συλλογικές εκδόσεις της
περιόδου, όπου οικονομολόγοι και οικονομοί παράγοντες του Άξονα συζητούσαν τα προβλήματα και
τα σχέδιά τους για την καλύτερη λειτουργία του Ευρωπαϊκού αυτού οικονομικού μπλοκ,
«ντύνοντας» συχνά τη σχετική ρητορική με ολοένα και περισσότερο θεωρητικό «ευρωπαϊκό»
προσωπείο, ειδικά όταν η προσδοκώμενη νίκη άρχισε να απομακρίνεται. Βλ. ενδεικτικά: Verein
Deutscher Wirtschaftswissenschafter: Europäische Großraumwirtschaft. Vorträge gehalten auf der
Tagung zu Weimar vom 9.-11. Oktober 1941, Verlag von Felix Meiner, Leipzig, 1942, Reithinger, A.,
Kiesewetter, B., Grävell, W., Krueger, K. & Schmidt, W. (gesammelte Beiträge von): Probleme des
Europäischen Graswirtschaftsraumes, Junker und Dünnhaupt Verlag, Berlin, 1942 και Deutsche
Institut für Außenpolitische Forschung (Herausgegeben vom): Europa. Handbuch der politischen,
wirtschaftlichen und kulturellen Entwicklung des neuen Europa, Helingsche Verlagsanstalt, Leipzig,
1943.

35
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ειδίκευση στην οικονομία και τις επιχειρήσεις και υπουργός οικονομικών από το 1938,
μιλούσε για τη δημιουργία μιας αίσθησης οικονομικής κοινότητας ανάμεσα στα έθνη της
Ευρώπης, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, είχε βεβαίως υπόψη του πρώτα και κύρια τα
γερμανικά εθνικά συμφέροντα όπως τα αντιλαμβανόταν ο ίδιος και το ναζιστικό κόμμα.
Ωστόσο, η ομάδα εργασίας που δημιουργήθηκε στο υπουργείο Οικονομικών, συνέστησε
την ενοποίηση του συστήματος μεταφορών, την ελεύθερη μεταφορά κεφαλαίου και την
ίδρυση μιας «Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης» βασισμένη κυρίως στη σύμπτωση
συμφερόντων μεταξύ επιχειρηματιών και εμπόρων και όχι τόσο των κυβερνήσεων,
συμβουλευόμενη Γερμανούς, Ολλανδούς, Βέλγους και Σουηδούς επιχειρηματίες.30 Τα
ζητήματα αυτά ήταν ανάμεσα σε εκείνα που επιδίωκαν διαχρονικά αρκετές μεγάλες
ευρωπαϊκές (και κυρίως γερμανικές) επιχειρήσεις και απασχόλησαν και την μεταπολεμική
ΕΟΚ.31
Οι στρατηγικές λοιπόν του γερμανικού κεφαλαίου γενικά, αλλά και
συγκεκριμένων επιχειρήσεων ειδικότερα, παρουσιάζουν ενδιαφέρον, αφού συμπλέκονται
ως ένα βαθμό με ιδεολογικές πτυχές του παλιού γερμανικού ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη.
Η σύμπλευση σε μεγάλο βαθμό των επεκτατικών στόχων (κάποιοι από αυτούς υπήρχαν ήδη
από την αρχή του 20ου αιώνα) των μεγάλων γερμανικών επιχειρήσεων και με τους
οικονομολόγους και πολιτικούς της Γερμανίας της δεκαετίας του 1930, περιόριζε σε μεγάλο
βαθμό τη συζήτηση στο ζήτημα της επιλογής μιας στρατηγικής επίσημης (πολιτικό-
στρατιωτικής) ή ανεπίσημης (οικονομικής) γερμανικής αυτοκρατορίας, σε ό, τι αφορούσε

30
Ο Χίτλερ πάντως επέκρινε τον Funk γιατί ενθάρρυνε τέτοιες συζητήσεις, τη στιγμή που αυτός δεν
επιθυμούσε καμία μορφή δέσμευσης για τα μελλοντικά του σχέδια. Βλ. Mazower, Mark: Hitler’s
Empire. Nazi rule in Occupied Europe, Penguin Books, London 2009, σσ. 123-124, αλλά και την ομιλία
του Funk για τη Νέα Οικονομική Τάξη στην Ευρώπη (25 Ιουλίου 1940), στο: Lipgens, Walter (ed.):
Documents on the History of European Integration: vol. 1, Continental plans for European Union,
1939-1945, Walter de Gruyter, Berlin, 1985, σσ. 65-71.
31
Κατά τη διάρκεια του πολέμου αναφερόταν αρκετές φορές ακόμα και ο όρος «Ευρωπαϊκή
Οικονομική Κοινότητα», που περιγραφόταν δημοσίως με όρους που ίσως θυμίζουν ακόμα και τη
σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, τουλάχιστον στην επιφάνεια (νομισματική ένωση, ελευθερία
διακίνησης κεφαλαίου κλπ). Βλ. για παράδειγμα το συλλογικό: Verein Berliner Kaufleute und
Industrieller & Wirtschafts-Hochschule, Berlin (Herausgegeben von): Europäische
Wirtschaftsgemeinschaft, Haude & Spenersche Verlagsbuchhandlung Max Paschke, Berlin, 1942.
Παρά τα κοινά στοιχεία δεν πρέπει ασφαλώς να παραγνωρίζουμε τις μεγάλες διαφορές που
υπήρχαν ανάμεσα στα προπολεμικά σχέδια, σε εκείνα της ναζιστικής Γερμανίας, και στα
μεταπολεμικά της ΕΟΚ/ΕΕ.

36
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τουλάχιστον την κεντρική Ευρώπη.32 Επιπλέον, οι στενές σχέσεις μεγάλων γερμανικών


επιχειρήσεων και ναζιστικής ηγεσίας, σήμαιναν πως η τελευταία επέτρεπε συχνά σε
γερμανικές επιχειρήσεις να εξαγοράσουν εγκαταστάσεις ή και εταιρείες των κατακτημένων
περιοχών (συχνά επιχειρήσεις με τις οποίες είχαν ήδη κάποιες σχέσεις συνεργασίας ή
ανταγωνισμού), όπως συνέβη και στην Ελλάδα.
Χαρακτηριστικό για τον ρόλο των γερμανικών επιχειρήσεων στην εκμετάλλευση
της κατακτημένης Ευρώπης είναι το παράδειγμα της I.G. Farben. Μετά την ήττα της Γαλλίας
το 1940, όταν φάνηκε προσωρινά πως ο πόλεμος μπορεί να έβαινε προς το τέλος του, ο
Göring ζήτησε από το Υπουργείο Οικονομικών να σχεδιάσει μια οικονομική πολιτική για την
μεταβατική πορεία προς την Ευρώπη της Νέας Τάξης. Ο Schlotterer (νούμερο δύο του
τμήματος διεθνούς εμπορίου του υπουργείου), στον οποίο είχε απευθυνθεί ο Göring,
ζήτησε με τη σειρά του από κάποιες επιχειρήσεις και ομίλους να εκπονήσουν μελέτες και
προτάσεις ως προετοιμασία για μια πιθανή διάσκεψη ειρήνης. Βασική ανάμεσά τους ήταν
η I. G. Farben, από την οποία ζητούσε προτάσεις για την αναδιοργάνωση του συνόλου της
ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας, υπολογισμούς για τις έμμεσες και άμεσες ζημιές από τη
συνθήκη των Βερσαλλιών και μελέτες για τη χημική βιομηχανία των κατακτημένων ή προς
κατάκτηση χωρών. Στο πρόγραμμα της Νέας Τάξης, το πρώτο κομμάτι του οποίου
παρέδωσε η Farben λίγες βδομάδες αργότερα, φαινόταν παρά τα όποια επιμέρους
προβλήματα τα προηγούμενα χρόνια, η εταιρεία ενστερνιζόταν ολοένα και περισσότερο
την πολιτική της Οικονομίας του Μεγάλου Χώρου (“Grossraumwirtschaft“) και έκανε λόγο
για τη δημιουργία ευρωπαϊκού μπλοκ που θα ανταγωνιζόταν τους άλλους παγκόσμιους
Μεγάλους Χώρους. Μοντέλο για τη νέα διεθνή οικονομική συνεργασία επιδιωκόταν να

32
Volker Berghahn: “German Big Business and the Quest for a European Economic Empire in the
Twentieth Century”, στο: Berghahn, Volker R.(ed): Quest for Economic Empire, European Strategies of
German Big Bussiness in the Twentieth Century, Berghahn Books, Providence, 1996, σσ. 1-34, κυρίως
σελ. 17. Αν και κανείς δεν αρνείται τη σημασία της ιδεολογίας, η βαρύτητα που δίνουν οι ιστορικοί σ’
αυτή δεν είναι ασφαλώς πάντα η ίδια. Βλ. την ενδιαφέρουσα κατάταξη βασικών θεωριών για τον
ναζισμό ανάλογα με τη βαρύτητα που δίνουν σε υλικά ή ιδεολογικά ζητήματα και στον ρόλο της ελίτ,
στο: Adam Tooze: “Economics, Ideology and Cohesion in the Third Reich: A critique of Goetz Aly’s
Hitlers Volksstaat”, (English version of essay for Dapim Lecheker HaShoah), 9/2005, προσβάσιμο στη
σελίδα του συγγραφέα: http://adamtooze.commons.yale.edu/files/2012/10/Tooze-Article-on-Aly-
for-Dapim-Lecheker-HaShoah-Sep-2006-Corrected.pdf.

37
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αποτελέσουν οι συμφωνίες ανταλλαγής (κλήρινγκ) που είχαν υπογραφεί με τα (ακόμα


ανεξάρτητα) κράτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.33
Οικονομικοί παράγοντες φαίνεται ότι έπαιξαν κάποιο σημαντικό ρόλο και στις
στρατηγικές επιλογές της Γερμανίας, επηρεάζοντας με τη σειρά τους τις πολιτικές
εκμετάλλευσης των κατεχόμενων χωρών. Η απόφαση για την επίθεση στη Σοβιετική Ένωση
ήταν σαφώς επηρεασμένη από οικονομικούς παράγοντες, όπως και η εστίαση των
επιχειρήσεων στην κατάληψη κρίσιμων οικονομικά περιοχών, όπως του σιτοβολώνα της
Ουκρανίας και των πετρελαίων του Καυκάσου.
Ένα από τα ζητήματα όπου διαπλέκονται στρατιωτικές επιλογές και οικονομία, και
έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνιών ανάμεσα στους ιστορικούς για χρόνια, είναι το
ζήτημα της θεωρίας της στρατηγικής του κεραυνοβόλου πολέμου (Blitzkrieg) ως
αποτέλεσμα οικονομικών παραγόντων, κυριότερος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο
Milward. Σύμφωνα με τη σχετική θεωρία, η στρατηγική αυτή σκόπευε σε μικρές γρήγορες
νίκες με σκοπό την αποφυγή της πλήρους επιστράτευσης της γερμανικής οικονομίας σε
βάθος, για να αποφύγει η Γερμανία έναν πόλεμο φθοράς που δεν μπορούσε να κερδίσει.34

33
Στην έκθεση φαινόταν επίσης πως η παλαιότερη προτίμηση της εταιρείας προς την ελεύθερη
αγορά είχε πια εγκαταλειφτεί. Όπως δήλωνε η εταιρεία στην έκθεση: «η εποχή του ανεξέλεγκτου
ελευθέρου εμπορίου σύμφωνα με τις θεωρίες του Adam Smith και του Ricardo έχουν, κατά την
εκτίμησή μας, περάσει». Hayes: Industry…, σσ. 266-273. Η I.G. Farben, όπως και οι περισσότερες
εξαγωγικές γερμανικές επιχειρήσεις, προτιμούσε αρχικά τον φιλελευθερισμό, αλλά μετά τα
αλυσιδωτά προβλήματα που δημιούργησε η κρίση του 1929 και η «απειλή» του γερμανικού
κομμουνισμού προτίμησαν να ταχθούν με τον Χίτλερ, έστω και αν διαφωνούσαν σε επιμέρους
ζητήματα. Κατά τον Hayes πάντως η I. G. Farben δεν επιδόθηκε στη λεηλασία του συνόλου της
χημικής βιομηχανίας της Ευρώπης, αλλά περιορίστηκε στην απόκτηση κάποιων μονάδων
στρατηγικού γι’ αυτή χαρακτήρα, κυρίως σε Αυστρία και Τσεχοσλοβακία (ό.π., σσ. 216-217, για μια
αντίθετη άποψη σχετικά με το ρόλο της I.G. Farben στην λεηλασία της Ευρώπης βλ. Borkin: Crime
and Punishment… κεφ. 5).
34
Αν και αναγνωρίζει πως ρόλο στην απόφαση αυτή έπαιξαν και παράγοντες όπως το μικρό μέγεθος
των γειτονικών της Γερμανίας χωρών καθώς και η επηρεασμένη από ιδεολογικούς παράγοντες
υπολογιζόμενη αδυναμία της ΕΣΣΔ, ο Milward θεωρούσε πως η γερμανική ηγεσία είχε πειστεί πως
λόγω των αδυναμιών της γερμανικής οικονομίας και της υστέρησης σε πρώτες ύλες και παραγωγικό
δυναμικό έπρεπε να αποφευχθεί ένας μακροχρόνιος πόλεμος φθοράς που θα είχε μικρότερες
πιθανότητες επιτυχίας και θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπονόμευση της λαϊκής υποστήριξης.
Milward, Alan: The German Economy at War, University of London, Athlone Press, London 1965. Την
πρόταση αυτή επανέλαβε ο Milward στο: War, Economy and Society, 1939-45, University of California
Press, Berkeley, 1979 [1977].

38
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πίσω από τη θεωρία του κεραυνοβόλου πολέμου ως στρατηγικής επιλογής με


οικονομικά αίτια βρισκόταν μια αντίληψη που πηγάζει ήδη από τα ευρήματα της United
States Strategic Bombing Survey (USSBS), αμέσως μετά τον πόλεμο.35 Άλλα δύο από τα μέλη
της USSBS υποστήριξαν τη θεωρία αυτή με μελέτες που εξέδωσαν τα επόμενα χρόνια.36
Πηγή για τα οικονομικά στοιχεία όλων αυτών των μελετών ήταν οι στατιστικές του Dr. Rolf
Wagenfürt, βασικού στελέχους του γερμανικού κρατικού μηχανισμού για την πολεμική
οικονομία.37 Με βάση τα στοιχεία από τις πηγές αυτές, η γερμανική οικονομία εμφανιζόταν
να φτάνει σταδιακά σε πλήρη κινητοποίηση και με αποκορύφωμα το 1944, ως αποτέλεσμα
των αλλαγών που επέφερε ο διορισμός του Speer ως υπουργού το 1942. Ως τότε, αλλά
ειδικά την περίοδο 1940-41 η συνολική πολεμική παραγωγή της χώρας ήταν ουσιαστικά
σταθερή.38

35
Σύμφωνα με την έκθεση της USSBS (ηγετικό ρόλο στην οποία έπαιζε ο J. K. Galbraith), ο Χίτλερ
απέφυγε να επιστρατεύσει πλήρως την οικονομία της χώρας μέχρι λίγο πριν το τέλος. Αιτία ήταν,
κατά την έκθεση, πως υποτιμούσε τους αντιπάλους και θεωρούσε ότι ο πόλεμος θα ήταν σύντομος,
ενώ ήταν πεπεισμένος πως οι στερήσεις του γερμανικού πληθυσμού είχαν παίξει σημαντικό ρόλο
στην ήττα του προηγούμενου πολέμου. The United States Strategic Bombing Survey: The Effects of
Strategic Bombing on the German Economy, Overall Economic Effects Division, October 31, 1945,
κυρίως σσ. 6-12. Η διασύνδεση ανάμεσα στα προβλήματα που αντιμετώπιζε η γερμανική οικονομία
από το 1938 και την επιθετική εξωτερική πολιτική του Χίτλερ είναι πάντως ακόμα παλαιότερη (βλ.
για παράδειγμα: Palyi, Melchior: “Economic Foundations of the German Totalitarian State”, στο: The
American Journal of Sociology, Vol. 46, No. 4, Jan. 1941, σελ. 486).
36
Kaldor, Nicolas: “The German War Economy”, Review of Economic Studies, Vol. 13, No. 1 (1945-46),
σσ. 33-52 (ο Overy στο War and Economy… αναφέρει λανθασμένα πως βρίσκεται στο Review of
Economic Statistics), και Klein, Burton H.: Germany’s Economic Preparations for War, Harvard
University Press, Cambridge Mass., 1959. Αν ακολουθήσουμε βεβαίως τη θεωρία αυτή, το
συμπέρασμα είναι πως η Γερμανία θα μπορούσε ίσως να είχε κερδίσει τον πόλεμο αν είχε
προετοιμαστεί κατάλληλα, ειδικά σε ό, τι αφορά την εισβολή στην ΕΣΣΔ.
37
Τις στατιστικές αυτές εξέδωσε μεταπολεμικά ως: Wagenfürt, Rolf: Die Deutsche Industrie im Kriege,
(Dritte Auflage), Duncker & Humblot, Berlin, 2006 [1954]. O Wagenfürt ήταν βοηθός του Hans Kehrl
στο Υπουργείο Οικονομικών και από το 1943 δούλευε για την Επιτροπή Κεντρικού Σχεδιασμού του
Speer. Έτσι έγινε θερμός υποστηρικτής του τελευταίου, και στο βιβλίο του είναι εμφανής η
προσπάθεια να προβάλει το έργο της περιόδου Speer. Σε αυτόν οφείλεται και η πρώτη χρήση της
φράσης «ειρηνική οικονομία σε περίοδο πολέμου» (Friedenswirtschaft zur Kriegszeit), για να
περιγράψει την περίοδο πριν αναλάβει ο Speer (βλ. ο. π. σελ. 10).
38
Η έμφαση της παραγωγής μεταβαλλόταν όμως ανάλογα με την πορεία του πολέμου. Έτσι κατά την
μάχη της Γαλλίας, η οποία με βάση την εμπειρία του προηγούμενου πολέμου αναμενόταν να

39
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σε παρόμοιο κλίμα βρισκόταν και ο Mason, σύμφωνα με τον οποίο όταν η


γερμανική οικονομία υπερθερμάνθηκε από τους εξοπλισμούς και τις ελλείψεις το 1938-9, ο
Χίτλερ αποφάσισε να συντομεύσει το πρόγραμμά του και να λύσει την επερχόμενη
εσωτερική κρίση με κατακτητικό πόλεμο. Ωστόσο ο Mason εστιάστηκε και σε μια άλλη
πτυχή του προβλήματος αυτού, την αντιμετώπιση των αιτημάτων της εργατικής τάξης (η
δύναμη της οποίας αυξανόταν λόγω της εξαφάνισης της ανεργίας) και κατά συνέπεια τις
δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ναζιστική ηγεσία τόσο στην αποδοχή των στόχων της όσο και
στην πορεία του προγράμματος εξοπλισμών.39
Τα επόμενα όμως χρόνια η θέση περί στρατηγικής κεραυνοβόλου πολέμου, ειδικά
από τον R. Overy, οδηγώντας σε μια από τις κλασσικότερες και εντονότερες ακαδημαϊκές
διαμάχες γύρω από την γερμανική οικονομία και τον πόλεμο. Για τους βασικούς επικριτές
της θεωρίας πως ο κεραυνοβόλος πόλεμος ήταν στρατηγική επιλογή με οικονομικά αίτια,

απαιτήσει μεγάλη κατανάλωση πυρομαχικών, η έμφαση της παραγωγής δόθηκε στον τομέα αυτόν.
Όταν η Γαλλία έπεσε, υπήρχε ακόμα σημαντικό απόθεμα πυρομαχικών, ενώ επόμενος στόχος ήταν η
Βρετανία, για την κατάκτηση της οποίας απαιτούνταν ισχυρή αεροπορία. Έτσι το καλοκαίρι του 1940,
όταν είχαμε και τη Μάχη της Βρετανίας ανάμεσα στη Luftwaffe και τη RAF, εντάθηκε η παραγωγή
αεροσκαφών και αεροπορικών βομβών. Η στροφή στην ανατολή και την εισβολή στη Ρωσία έστρεψε
από τα τέλη του 1940 την παραγωγή και πάλι στο στρατό ξηράς. Όμως, όταν ο αριθμός τους κρίθηκε
ικανοποιητικός και η νίκη έμοιαζε σχεδόν βέβαιη, έγινε νέα στροφή κατά τα μέσα του 1941 για να
ετοιμαστεί η Wehrmacht για μια νέα εκστρατεία στη δύση. Η προετοιμασία αυτή αφορούσε κυρίως
την κατασκευή μεγάλου αριθμού υποβρυχίων με σκοπό τη νίκη στη μάχη του Ατλαντικού. Έτσι η
στρατιωτική κρίση που αντιμετώπισε η Wehrmacht στα πρόθυρα της Μόσχας επιδεινώθηκε από την
οικονομική απόφαση να μειώσει την παραγωγή όλων των ειδών που θα ήταν περισσότερο αναγκαία
για την υπέρβαση της κρίσης αυτής.
39
Βλ. σχετικά τα άρθρα του «internal crisis and the war of aggression, 1938-39” και “the domestic
dynamics of Nazi conquests. A response to critics” (και τα δύο περιέχονται στο: Jane Caplan, ed.:
Nazism, Fascism and the Working Class, σσ. 104-130 και 295-322 αντίστοιχα), καθώς και το Mason,
Tim & Overy, R.J. “Debate: Germany, `domestic crisis’ and the war in 1939”, στο: The Origins of The
Second World War edited by Patrick Finney, Edward Arnold: London, United Kingdom, 1997. Όπως
αναγνωρίζει και ο ίδιος, αν και σαφώς επηρεασμένη από το μαρξισμό, η θεωρία του διαφέρει στη
σημασία που προσδίδει στις προσωπικές αποφάσεις του Χίτλερ σε αντίθεση με το βάρος που οι
κλασσικές μαρξιστικές-λενινιστικές θεωρίες δίνουν στον οικονομικό ιμπεριαλισμό και τα
συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών (Nazism, Fascism…, σελ. 299). Από τις ίδιες παραδοχές
σχετικά με την αποφυγή επιβάρυνσης του γερμανικού λαού με το κόστος του πολέμου ξεκινάει και ο
Götz Ally (Hitler’s Beneficiaries…), για να αναπτύξει τη δικιά του θεωρία σύμφωνα με την οποία το
κόστος του πολέμου έπεσε κατά κύριο λόγο στις πλάτες των κατακτημένων χωρών.

40
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

το ζήτημα δεν βρίσκεται τόσο στους αριθμούς, όσο στην ερμηνεία τους. Κατά τους
αντίπαλους λοιπόν της θεωρίας της στρατηγικής του Blitzkrieg, η ελλιπής κινητοποίηση της
γερμανικής οικονομίας δεν ήταν θέμα επιλογής. Ο Overy για παράδειγμα θεωρεί πως το
ζήτημα εξηγείται λόγω του ότι η οικονομία προετοιμαζόταν για πόλεμο που θα ξεκινούσε
μερικά χρόνια μετά το 1939, σε συνδυασμό με την αναποτελεσματικότητα του γερμανικού
μηχανισμού που δεν κατάφερε να αναδιοργανώσει την οικονομία, κυρίως την πρώτη
περίοδο μετά την έναρξη του πολέμου.40 Για τον ίδιο εξάλλου μπορεί να υπήρχαν
οικονομικά κίνητρα για την κατάκτηση της Ευρώπης, αλλά τα κίνητρα αυτά δεν
συνεπάγονται αυτόματα σημαντική οικονομική πίεση και επερχόμενη κρίση στο
εσωτερικό.41
Υπάρχουν λοιπόν αμφισβητήσεις ως προς το αν οι αποφάσεις για τον χρόνο της
έναρξης του πολέμου και της εισβολής συγκεκριμένων χωρών – και σε κάποιες περιπτώσεις
ακόμα και για την ίδια την εισβολή – ήταν άμεσο αποτέλεσμα της κατάστασης της
Γερμανικής οικονομίας ή της σχέσης Μεγάλου Κεφαλαίου και ναζιστικής ηγεσίας. Το
βέβαιο όμως είναι ότι η ναζιστική ηγεσία είχε συγκεκριμένους οικονομικούς στόχους για
κάποιες τουλάχιστον χώρες της Ευρώπης, και είχε από χρόνια επιλέξει την εισβολή και
κατοχή τους ως μέσο επίτευξης των στόχων αυτών. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα
αποτελεί η Σοβιετική Ένωση, που από χρόνια είχε περιγραφεί ως μέρος του «ζωτικού
χώρου» της Γερμανίας. Όταν μάλιστα ξεκίνησε ο πόλεμος, τα κάπως αόριστα αυτά σχέδια
πήραν συγκεκριμένη μορφή, και εστιάστηκαν στην εξασφάλιση για το Ράιχ της αγροτικής
παραγωγής και των πρώτων υλών της χώρας, ακόμα και αν αυτό σήμαινε την άμεση
εξολόθρευση σημαντικού μέρους του πληθυσμού της.42 Εξάλλου, όπως θα δούμε και στην

40
Βλ. Mason, Tim & Overy, R.J. “Debate: Germany, `domestic crisis’ and the war in 1939”, στο: The
Origins of The Second World War edited by Patrick Finney, Edward Arnold: London, United Kingdom,
1997 και Overy, Richard: “Mobilization for Total War in Germany, 1939-45”, English Historical Review,
Vol. 103. No. 408 (Jul. 1988) και War and Economy… (κυρίως το: “Hitler’s War and the German
Economy: A Reinterpretation”, σσ. 233-256).
41
Overy: War and Economy…, σελ. 221.
42
Για τα γερμανικά σχέδια (με έμφαση στην υπόθεση των τροφίμων) βλ. σχετικά: Kay, Alex J.:
Exploitation, Resettlement, Mass Murder. Political and Economic Planning for German Occupation
Policy in the Soviet Union, 1940-1941, Berghahn Books, New York, 2011 [2006] και για το ρωσικό
πετρέλαιο βλ.: Eichholtz, Dietrich (translated by John Broadwin): War for Oil. The Nazi Quest for an Oil
Empire, Potomac Books, Washington DC, 2012. Για μια διαφορετική άποψη βλ. Arnold, Klaus Jochen
& Lübbers, Gert C.: “The Meeting of the Staatssekretäre on 2 May 1941 and the Wehrmacht: A
Document up for Discussion”, Journal of Contemporary History, Vol. 42, 2007, σσ. 613-626.

41
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

περίπτωση της Ελλάδας, Γερμανικές εταιρείες έσπευσαν συχνά εξαγοράσουν επιχειρήσεις,


κοιτάσματα και παραγωγικούς πόρους σε πολλές από τις κατακτημένες χώρες, έστω και αν
οι πρακτικές τους δεν χαρακτηρίζονταν από την ίδια έλλειψη αυτοπεριορισμών σε κάθε
περίπτωση.43
Επιπλέον, η πορεία του πολέμου είχε επιπτώσεις στην πολιτική για την
εκμετάλλευση των κατακτημένων χωρών. Η εισβολή στην ΕΣΣΔ και ακόμα περισσότερο η
συνειδητοποίηση στα τέλη του 1941, μετά την αποτυχία κατάληψης της Μόσχας και την
είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, πως οι πολεμικές επιχειρήσεις, και ως εκ τούτου οι ανάγκες
για εντατική πολεμική παραγωγή, θα διαρκούσαν ακόμα για μεγάλο χρονικό διάστημα,
είχαν ως αποτέλεσμα την εντατικοποίηση της προσπάθειας αύξησης της παραγωγής στο
εσωτερικό των κατακτημένων χώρων. Η θεωρία του κεραυνοβόλου πολέμου θα εξηγούσε
την όποια σχετική καθυστέρηση στην έναρξη της βιομηχανικής παραγωγής στις χώρες
αυτές. Ωστόσο οι νεώτερες μελέτες δείχνουν πως η καθυστέρηση αυτή δεν ήταν τόσο
μεγάλη όσο θα υπονοούσε η θεωρία του κεραυνοβόλου πολέμου και σε κάθε περίπτωση

43
Αν και οι γερμανικές ιδιωτικές επιχειρήσεις επωφελήθηκαν από την κατάκτηση της Ευρώπης
αποκτώντας πρώτες ύλες, αυξάνοντας τις παραγγελίες τους, ακόμα και εξασφαλίζοντας φθηνό
εργατικό δυναμικό, σε κάποιες περιπτώσεις στα κέρδη συμμετείχαν και (ημι)κρατικές γερμανικές
εταιρείες. Σημαντικότερο αντίκτυπο είχαν για παράδειγμα στον τομέα των καυσίμων η ίδρυση των
Kontenentale Öl (πετρέλαιο) και Brabag (συνθετικά καύσιμα), εταιρείες που δημιουργήθηκαν από το
κράτος, με τη συμμετοχή ιδιωτικών επιχειρήσεων όπως η IG Farben. Υπήρχαν και άλλες μικρότερες
εταιρείες που διεκδικούσαν μερίδιο από τις κρατικές επενδύσεις ανήκαν ακόμα και στα SS όπως η
“Deutsche Erd- und Steinwerke GmbH (DEST)”, που ιδρύθηκε με σκοπό να προμηθεύει τα δομικά
υλικά για τα δημόσια έργα του Χίτλερ, χρησιμοποιώντας τα εργατικά χέρια των στρατοπέδων
συγκέντρωσης. Mazower: Hitler’s Empire..., σελ. 126. Σύμφωνα πάντως με τον Speer, η παραγωγή
της DEST δεν ήταν ικανοποιητική με συνέπεια τελικά ο Χίτλερ να παρατηρήσει σαρκαστικά πως τα SS
θα έκαναν καλά να περιοριστούν στην κατασκευή των παραδοσιακών προϊόντων των φυλακισμένων,
δηλαδή χάρτινων σακουλών και τσόχινων παντοφλών. Speer, Albert: Inside the Third Reich. London:
Phoenix, 1995 [1970], σσ. 211-212. Παρ’ όλα αυτά η DEST συνέχισε τη διεύρυνση της παραγωγής
της, κατασκευάζοντας ακόμα και τμήματα βομβών, τουφεκιών και αεροσκαφών, σε μικρές πάντως
ποσότητες. Για την εταιρεία αυτή βλ. σχετικά και τα: Michel Fabréguet : «Une entreprise
concentrationnaire SS. La société des terres et pierres allemandes (1938-1945)», στο: Vingtième
Siècle. Revue d'histoire, No. 54 (Apr. - Jun., 1997), σσ. 51-60, Allen, Michael Thad: Hitler’s Slave Lords,
the business of forced labour in occupied Europe, Tempus, Stroud (UK), 2004, σσ. 67-80, καθώς και
Georg, Enno: Die wirtschaftlichen Unternehmungen der SS, Schriftenreihe der Vierteljahrshefte für
Zeitgeschichte, Band 7, Stuttgart, 1963, κυρίως σελ. 42 κ.ε.

42
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

είχε περισσότερο να κάνει με το δίλημμα ανάμεσα στην εκμετάλλευση των πρώτων υλών
στη Γερμανία ή την διασπορά της παραγωγής και στις ίδιες τις κατακτημένες χώρες.44
Άσχετα πάντως με το αν ενστερνίζεται κανείς τη θεωρεία του κεραυνοβόλου
πολέμου, είναι αλήθεια πως οι δυσμενείς για τη Γερμανία εξελίξεις στα τέλη του 1942 και
στις αρχές του 1943 (Ελ Αλαμέιν, Στάλινγκραντ, αλλά και οι αποφάσεις της διάσκεψης της
Καζαμπλάνκα που ζητούσαν την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας) επέφεραν ακόμα
μεγαλύτερη κρίση. Σε περιοχές μάλιστα που βρίσκονταν κοντά στα μέτωπα αυτά, όπως η
Ελλάδα, οι επιπτώσεις ήταν ακόμα σημαντικότερες όπως θα δούμε. Η απάντηση της
γερμανικής ηγεσίας ήταν μια νέα έμφαση στην αύξηση της παραγωγής και η απαίτηση για
περισσότερες θυσίες από τον γερμανικό λαό. Οι δύο ομιλίες του Goebbels, στις 30
Ιανουαρίου και 18 Φεβρουαρίου 1943 έκαναν λόγο για πρώτη φορά για «ολοκληρωτικό
πόλεμο», αναγνωρίζοντας την κρίσιμη περίοδο στην οποία βρισκόταν η χώρα, επισείοντας
τον κίνδυνο του Μπολσεβικισμού και της καταστροφής της Γερμανίας και ζητώντας από
τους Γερμανούς και τις Γερμανίδες να δώσουν όλες τους τις δυνάμεις για να βγει η χώρα
(και κατ’ επέκταση «η Ευρώπη») νικήτρια, δουλεύοντας ακόμα και 14 ώρες την ημέρα αν
τους ζητηθεί.45 Η οικονομία όμως κινούνταν ήδη προς αυτή την κατεύθυνση από το 1942.

44
Για μια πρόσφατη συνεισφορά στη σχετική συζήτηση βλ. Scherner, Jonas: “Europas Beitrag zu
Hitlers Krieg. Die Verlagerung von Industrieaufträgen der Wehrmacht in die besetzten Gebiete und
ihre Bedeutung für die deutsche Rüstung im Zweiten Weltkrieg“, στο: Buchheim, Christoph & Boldorf,
Marcel (Hrsg.): Europäische Volkswirtschaften unter deutscher Hegemonie. 1938–1945, Schriften des
Historischen Kollegs, Bd. 77. Oldenbourg Verlag, München 2012, σσ. 69-92. Βασική θέση του Scherner
είναι πως οι γερμανικές παραγγελίες στις χώρες τις κατεχόμενης Ευρώπης ξεκίνησαν από νωρίς (πριν
το την αποτυχία του κεραυνοβόλου πολέμου το 1942 και τον διορισμό του Speer) και έφτασαν να
τροφοδοτούν μέχρι το τέλος του πολέμου περίπου το ¼ της πολεμικής προσπάθειας του Ράιχ.
45
Για την πρώτη ομιλία βλ. της περίληψή της στο: “Goebbel's Speech of Jan. 30, 1943”, Bulletin of
International News, Vol. 20, No. 3 (Feb. 6, 1943), σσ. 104-105. Για την δεύτερη (γνωστή και ως ομιλία
στο Sportpalast) βλ.: German Propaganda Archive:
http://www.calvin.edu/academic/cas/gpa/goeb36.htm και Stackelberg and Winkle: The Nazi
German…, σσ. 299-303. Η γερμανική προπαγάνδα έκανε προσπάθεια μάλιστα για να φτάσει το
περιεχόμενο των ομιλιών και στην τελευταία γωνιά της κατεχόμενης Ευρώπης. Για την ομιλία της 18
Ιανουαρίου βλ. για παράδειγμα την Χανιώτικη εφημερίδα Παρατηρητής (Έτος Β΄, φύλο 393, 21
Φεβρουαρίου 1943, «Τα Κυριότερα Σημεία του Λόγου του Δρος Γκαίμπελς προς τον Γερμανικόν
Λαόν». Και οι δύο ομιλίες υπάρχουν σήμερα ηχογραφημένες σε αριθμό σελίδων στο διαδίκτυο. Για
το πώς παρουσιάζεται η προώθηση των κυριότερων σημείων του προγράμματος ολοκληρωτικού
πολέμου από τον Goebbels στον Χίτλερ και η αποδοχή του από τον τελευταίο βλ. Goebbels, Joseph:
Journal 1943-45, Tallandier, Paris, 2005, σσ. 33-45 (καταχώριση 23 Ιανουαρίου 1943). Για τις ίδιες τις

43
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δεν ήταν όμως μόνο η δομή της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας
και οι εξελίξεις στο στρατιωτικό πεδίο που επηρέαζαν τις οικονομικές πολιτικές για τις
κατεχόμενες χώρες.46 Σημαντικό ρόλο έπαιζαν άλλοι παράγοντες, από τον τύπο
διακυβέρνησης των περιοχών αυτών και τη διαπάλη εξουσίας ανάμεσα στους διάφορους
μηχανισμούς των αρχών κατοχής, μέχρι την κατάταξη των χωρών στην φυλετική κλίμακα
του ναζισμού, ή κάποιες ειδικά προβλήματα επιμέρους περιοχών της «Νέας Ευρώπης» (π.χ.
ο ελληνικός υπερπληθωρισμός).
Κάποιες διαφορές ανάμεσα στις πολιτικές που ακολουθήθηκαν στις κατεχόμενες
χώρες είναι σχετικά εύκολα ορατές. Η πλέον ευδιάκριτη είναι η διαφορά στην
αντιμετώπιση της «πολιτισμένης» δυτικής Ευρώπης από αυτή της «άγριας» Ανατολής των
Σλάβων «υπανθρώπων». Παρά τη συχνή ρητορική περί «Ευρώπης» οι κατακτητές – κυρίως
οι Γερμανοί – δεν έκρυβαν πολλές φορές τον νεοαποικιακό χαρακτήρα της εκμετάλλευσης
των κατακτημένων περιοχών ειδικά της Ανατολής. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι
η περιγραφή της κατακτημένης Ουκρανίας ως σιτοβολώνα της ευρωπαϊκής ηπείρου που
κάνει ο πολεμικός ανταποκριτής της Εθνικής Εφημερίδας του Έσσεν Β. Έστερμαν και που
αναδημοσιεύτηκε και στην Ελλάδα της κατοχής. Σύμφωνα λοιπόν με τον Έστερμαν, η
Ευρώπη ολόκληρη «στηρίζει τις ελπίδες της» στην «γονιμοτάτη αυτή χώρα» για τη
διατροφή της. Οι δε Γερμανοί, για να αυξήσουν την αγροτική κυρίως παραγωγή «έλαβαν
μέτρα δια την μεταφοράν» πληθυσμού από τις αστικές περιοχές προς τις αγροτικές που

ομιλίες και την πρόσληψή τους σσ. 55-58 (καταχώρηση 31 Ιανουαρίου 1943) και 62-64 (19
Φεβρουαρίου 1943).
46
Σε γενικές γραμμές πάντως στις κατεχόμενες χώρες παρατηρείται μια πρώτη φάση με έμφαση στη
λεηλασία, μια δεύτερη, λίγους μήνες αργότερα, με έμφαση στην προσπάθεια μερικής επανέναρξης
της εντόπιας παραγωγής, και μια λιγότερο ευδιάκριτη τρίτη (που ξεκινά συνήθως το 1942 ή στις
αρχές του 1943), όπου η προσπάθεια απομύζησης πόρων επεκτείνεται και στα εργατικά χέρια,
συχνά με κάποιες τουλάχιστον δυσμενείς επιπτώσεις την εγχώρια παραγωγή. Είναι γνωστές για
παράδειγμα οι διαμάχες Speer και Sauckel για τα γαλλικά εργατικά χέρια και την εγχώρια γαλλική
πολεμική παραγωγή, ενώ, όπως θα δούμε παρακάτω, κάποιες διαφωνίες στο εσωτερικό του
μηχανισμού κατοχής για τις επιπτώσεις της μεταφοράς εργατών στη Γερμανία υπήρξαν και στην
Ελλάδα. Πάντως οι περίοδοι αυτοί (ειδικά η πρώτη) διέφεραν κάποιες φορές ανάλογα με την
ημερομηνία κατάκτησης της χώρας. Διαφορές παρουσίαζε επίσης και η έντασή τους, ειδικά στην
Ανατολή, όπου η εντόπια βιομηχανική παραγωγή ήταν πάντα περισσότερο περιορισμένη από ό, τι
στη δύση. Για το διαχωρισμό των φάσεων από Ολλανδούς και Γάλλους ιστορικούς βλ. Hein Klemann
& Sergei Kudryashov (Occupied Economies. An Economic History of Nazi-Occupied Europe, 1939-1945,
σσ. 56-57.

44
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

είχαν ζήτηση αγροτικών χεριών, ενώ ανέθεσαν και σε Γερμανούς «ζήσαντες εις την άλλοτε
γερμανικήν αποικίαν της Νοτιοδυτικής Αφρικής» την οργάνωση της
προβατοκτηνοτροφίας.47 Αν και η πολιτική απέναντι στις κατακτημένες χώρες της δύσης
δεν ήταν βεβαίως ιδιαίτερα ευνοϊκή για τους ντόπιους κατοίκους, θα δυσκολευτεί κανείς
πολύ να βρει παρόμοιες «εύκολες» ανοικτές αναφορές σε μαζικές μεταφορές πληθυσμού,
πόσο μάλλον σε σχέδια μείωσης του πληθυσμού μέσω της πείνας, όπως αυτό που
αφορούσε μεγάλο τμήμα της ΕΣΣΔ ήδη από το 1940-41.48
Εκτός του βασικού αυτού διαχωρισμού υπάρχουν και άλλες κατηγορίες, που
συνήθως κυμαίνονται στις διάφορες μελέτες ανάμεσα σε τρεις, τέσσερις ή καμιά φορά και
παραπάνω, ενώ αρκετές είναι και οι υποκατηγορίες που αναφέρονται.49 Όσο όμως εστιάζει

47
Πλούτος, εβδομαδιαία οικονομολογική εφημερίς, 18 Μαΐου 1942, «Ουκρανία, ο σιτοβολών της
Ευρώπης». Παρά την επίθεση προς «τα Σοβιέτ» και την κακή οργάνωση τους, η αντικατάσταση των
Κολχόζ, όπως παραδεχόταν το άρθρο δεν θα γινόταν άμεσα και θα χρειαζόταν «κάποιον καιρόν» για
να ολοκληρωθεί.
48
Για το «σχέδιο της πείνας» (Hunger Plan) βλ. αναλυτικότερα: Kay, Alex J.: Exploitation,
Resettlement, Mass Murder. Political and Economic Planning for German Occupation Policy in the
Soviet Union, 1940-1941, Berghahn Books, New York, 2011 [2006], κυρίως σσ. 47-67 και 96-167.
Ακόμα και αν οι αναφορές υποδηλώνουν περισσότερο την συνολική αδιαφορία για τον θάνατο
εκατομμυρίων «υπανθρώπων» παρά την συστηματική προσπάθεια γενοκτονίας των κατοίκων της
ΕΣΣΔ, το σχέδιο παραμένει αναμφισβήτητα εγκληματικό. Η πείνα είχε θύματα και σε άλλες περιοχές
της κατεχόμενης Ευρώπης, με κυριότερη βεβαίως την Ελλάδα. Ωστόσο αυτά δεν ήταν θύματα μιας
προσχεδιασμένης πολιτικής από πλευράς Γερμανίας.
49
Ενδεικτικά, οι Hein Klemann & Sergei Kudryashov (Occupied Economies. An Economic History of
Nazi-Occupied Europe, 1939-1945, σσ. 35-36) για παράδειγμα διακρίνονται 4 βασικές κατηγορίες: α)
ανατολή, β) δύση, γ) νοτιοανατολική Ευρώπη και δ) Βοημία – Μοραβία. Στο Rich, Norman: Hitler’s
War Aims. The Establishment of the New Order, W. W. Norton & Company Inc., New York, 1974, έργο
που δεν εστιάζεται αποκλειστικά στην οικονομία, αν και δεν αναφέρονται ρητά κατηγορίες, από τη
δομή των κεφαλαίων προκύπτει ένας διαχωρισμός σε σλάβους, βόρειους (Ολλανδούς, Σκανδιναβούς
και Λουξεμβούργο), λοιπές δυτικές χώρες (με διακρίσεις ανάμεσα στις στρατοκρατούμενες περιοχές
της Β. Γαλλίας και του Βελγίου από τη μία και της λοιπής Γαλλίας από την άλλη), και βεβαίως στη
νοτιοανατολική Ευρώπη, ενώ επιπλέον κατηγορίες ή υποκατηγορίες αφορούν τις γειτονικές περιοχές
με γερμανόφωνες μειονότητες που ενσωματώθηκαν στη Γερμανία. Από την πλευρά του ο Mark
Mazower (Hitler’s Empire. Nazi rule in Occupied Europe. London: Penguin Books 2009) εστιάζεται
περισσότερο στη διαφορά Ανατολής Δύσης, αλλλα αναφέρει την διάρκιση σε 4 κατηγορίες που είχε
προτίνει στέλχος των γερμανικών αρχών (ο ταξίαρχος των SS Werner Best): α) την ανεπίσημη ή
«εποπτική» κατοχή της Δανίας, β) την περίπτωση πολλών δυτικών χωρών που για τη διοίκησή του

45
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κανείς στην περίπτωση μιας αποκλειστικά χώρας, τόσο περισσότερο μπαίνει στον πειρασμό
να την κατατάξει σε χωριστή κατηγορία, αφού – παρά τις ομοιότητες – υπήρχαν και
ιδιαίτερα σημαντικές διαφορές, ακόμα και σε διαφορετικές περιοχές της ίδιας χώρες (π.χ.
ανάμεσα στη Γαλλία του Βισύ και σε εκείνη της ζώνης στρατιωτικής διοίκησης Βελγίου – Β.
Γαλλίας). Πού θα κατέτασσε κανείς για παράδειγμα την περίπτωση της κατεχόμενης
Δανίας; Στην περίπτωσή της υπήρχαν μεν αρκετές ομοιότητες με την γενική αντιμετώπιση
των άλλων δυτικών χωρών, αλλά αντίθετα μ’ αυτές η χώρα («μοντέλο κατοχής» όπως
επιχείρησαν να την παρουσιάσουν και οι ίδιοι οι Γερμανοί) διατηρούσε – τουλάχιστον μέχρι
το 1943 – μεγάλα περιθώρια ελευθερίας και τυπική ανεξαρτησία, διεξάγοντας ακόμα και
σχετικά ελεύθερες εκλογές.50
Μάλλον σοβαρότερα προβλήματα από εκείνα της Δανίας ανακύπτουν στη
περίπτωση της Ελλάδας. Όπως θα δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, η χώρα έμοιαζε να
αντιμετωπίζεται ως επί το πλείστον διαφορετικά από τη σλάβικη Ανατολή, ακόμα
(τουλάχιστον αρχικά) και από τη γειτονική Γιουγκοσλαβία. Η ύπαρξη τυπικά ελληνικής
κυβέρνησης, με τους δικούς της κρατικούς μηχανισμούς – έστω και αν αυτοί βεβαίως δεν
είχαν μεγάλα περιθώρια ανεξαρτησίας από τις αρχές κατοχής – αλλά και ο τυπικός (όχι
όμως πάντα ουσιαστικός) σεβασμός του δικαιώματος της ατομικής ιδιοκτησίας ερχόταν σε
αντίθεση με τις πρακτικές που ακολουθούνταν κατά κόρον στη Σοβιετική Ένωση για

χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές κατοχής ο τοπικός κρατικός μηχανισμός, γ) εκείνη του
Προτεκτοράτου Βοημίας-Μοραβίας, όπου οι γερμανικές αρχές μετέβαλλαν και τον ίδιο τον τοπικό
κρατικό μηχανισμό, και δ) την «αποικιακού» τύπου κατοχή περιοχών σαν την Πολώνία. Σύμφωνα
τέλος με τον Heyes, υπήρχαν δύο βασικές κατηγορίες Ευρωπαϊκών κατακτημένων χωρών: αυτές που
θα προσαρτούνταν στο Ράιχ και θα αποκτούσαν έναν ημι-αποικιακό χαρακτήρα και όσες
προορίζονταν να διατηρήσουν ένα βαθμό ανεξαρτησίας, πάντα όμως στα πλαίσια της Νέας Τάξης
(κυρίως δυτικές εκτός Αυστρίας και Αλσατίας-Λωρραίνης, καθώς και τα Βαλκάνια).
50
Για την περίπτωση της Δανίας βλ. Giltner, Philip W.: German Economic Relations with Occupied
Denmark, 194-45, and the Extraordinary Industrial Deliveries, διδακτορική διατριβή, University of
Toronto, Canada, 1997. Στις εκλογές του 1943 το τοπικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα έλαβε μόλις
περίπου το 2% των ψήφων. Η πολιτική αυτή, που πιθανότατα ήταν αποτέλεσμα της αρχικής
εντύπωσης πως ο πόλεμος δεν θα αργούσε να τελειώσει, τελικά μεταβλήθηκε μετά το 1943, και
έκτοτε η αντιμετώπιση της Δανίας άρχισε να μοιάζει περισσότερο με εκείνη άλλων
δυτικοευρωπαϊκών χωρών (ειδικά για τη διοίκηση της χώρας και τις εκλογές βλ. επίσης Rich,
Norman: Hitler’s War Aims. The Establishment of the New Order.., σσ. 107-121).

46
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παράδειγμα.51 Από την άλλη, η ένταση της λεηλασίας και, κυρίως, οι εκτεταμένες – και
εξαιρετικά βίαιες – επιχειρήσεις εναντίον του αντάρτικου προς το τέλος της κατοχής, όπου
κάθε ύποπτη περιοχή αντιμετωπιζόταν με περίπου την ίδια σκληρότητα όπως στο
ανατολικό μέτωπο, αλλά και η τεράστια νομισματική κρίση, έκαναν τη χώρα να ξεχωρίζει. Η
έκταση των νομισματικών προβλημάτων, οδήγησαν, όπως θα δούμε, στο μοναδικό
φαινόμενο του προσωρινού – αλλά σημαντικής έκτασης – περιορισμού της απομύζησης της
χώρας στα τέλη 1942, ακριβώς δηλαδή την περίοδο όπου οι στρατιωτικές εξελίξεις
απαιτούσαν την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στην Ελλάδα.
***
Από τη στιγμή λοιπόν που η Γερμανία και η Ιταλία αποφάσισαν να μην καταργήσουν τον
καπιταλισμό και τη λειτουργία της αγοράς στις κατακτημένες χώρες, ή τουλάχιστον στις
περισσότερες από αυτές, για την κινητοποίηση των πόρων τους προς όφελος του Άξονα
έπρεπε ως ένα βαθμό να εξασφαλιστεί η συνεργασία μιας μερίδας τοπικών
επιχειρηματιών. Τα κίνητρά τους όπως θα δούμε κυμαίνονταν από τον φόβο και την
προσπάθεια επιβίωσης μέχρι τη γερμανοφιλία και την πίστη πως αν δενόταν στο άρμα του
κατακτητή θα μπορούσαν να «καβαλήσουν» το νέο κύμα ανάπτυξης της «Νέας Ευρώπης».
Στο Βέλγιο ή ακόμα περισσότερο στην Γαλλία, για παράδειγμα, αρκετοί οικονομικοί
παράγοντες καταφέρονταν από πριν τον πόλεμο κατά της πολιτικής αστάθειας και των
αριστερών κυβερνήσεων, δείχνοντας τη συμπάθειά τους σε ένα καθεστώς παρόμοιο με της
Γερμανίας, που θα έκανε το έργο τους ευκολότερο.52 Όπως χαρακτηριστικά δήλωνε ένας
από τους μεγαλύτερους – και πλέον γερμανόφιλους – οικονομικούς παράγοντες του
Βελγίου: «[εμείς] οι επιχειρηματίες πρέπει να διαρρήξουμε τα εθνικά σύνορα και να

51
Οι ίδιοι οι Γερμανοί επιχείρησαν είδη από την αρχή της κατοχής να εμφανιστούν ως εγγυητές της
ιδιοκτησίας, προσπάθεια που εντάθηκε προς το τέλος της κατοχής, όταν η κατοχική προπαγάνδα
εμφάνιζε ως απειλή τις οργανώσεις της αντίστασης (κυρίως το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ). Βλ. ενδεικτικά το άρθρο
με τίτλο: «ο Γερμανικός Στρατός εγγυάται πλήρη ασφάλειαν των προσώπων και της ιδιοκτησίας»,
στην εφημερίδα Πρωία, της 7/5/1941.
52
Για την προτίμηση που έδειχναν κάποιοι Γάλλοι επιχειρηματίες και ακροδεξιοί στον
Εθνικοσοσιαλισμό και στη Γερμανία σε σχέση με την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου βλ. Lacroix-
Riz, Annie : Industriels et banquiers français sous l'Occupation : la collaboration économique avec le
Reich et Vichy, Armand Colin, Paris, 2010 [1999] (κυρίως σσ. 40-64), και ακόμα περισσότερο το: Le
e
Choix de la défaite : les élites françaises dans les années 1930, Armand Colin, Paris, (2 édition) 2010
[2006]. Η έκταση που πήρε όμως στην πράξη η προτίμηση αυτή είναι ένα από τα ιστοριογραφικά
ζητήματα στη Γαλλία.

47
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μάθουμε να συνεργαζόμαστε για οικονομικούς λόγους».53 Οι επιχειρηματίες αυτοί έγιναν


συχνά οι πρωταγωνιστές των τοπικών οικονομιών παράγοντας σημαντικές ποσότητες
χρήσιμων ειδών για την πολεμική προσπάθεια του Άξονα.
Μεταπολεμικά, αν και αρκετοί είχαν κάποιες περιπέτειες, λίγοι από αυτούς (π.χ.
Renault) είχαν σοβαρές επιπτώσεις. Στις περισσότερες χώρες και για τις περιπτώσεις που
δεν είχαν τόσο δημόσιο προφίλ, το ζήτημα υποβαθμίστηκε και σπάνια έφτανε να γίνει
αντικείμενο ιστορικών μελετών. Όμως, τα τελευταία χρόνια, η αύξηση του ενδιαφέροντος
για τις οικονομικές πτυχές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου έφεραν και αρκετές
εξειδικευμένες νέες μελέτες για την οικονομία συγκεκριμένων κατακτημένων χωρών, οι
οποίες ασφαλώς αντιμετωπίζουν και το ζήτημα της παραγωγής για τον κατακτητή.54 Οι
μελέτες για τις μικρότερες χώρες, ή για εκείνες για τις οποίες σπανίζουν τα αξιόπιστα
στοιχεία, παραμένουν ακόμα σχετικά λιγοστές, αλλά ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις οι
γνώσεις μας έχουν αυξηθεί σημαντικά. Στη δε περίπτωση της κατεχόμενης Γαλλίας, το
πλήθος και η συστηματικότητα των μελετών κατά τις τελευταίες περίπου 2-2,5 δεκαετίες
μας επιτρέπουν να έχουμε πια μια αρκετά καλή ιδέα για το τι συνέβαινε στην οικονομία της
χώρας την περίοδο εκείνη, όχι μόνο σε επίπεδο οικονομικών πολιτικών, αλλά και
οικονομικών δεικτών, συνθηκών εργασίας ή πορείας επιμέρους κλάδων της οικονομίας.55 Η
53
John Gillingham: “The Baron de Launoit: a Case Study in the ‘Politics of Production’ of Belgian
Industry during Nazi Occupation”, Revue Belge d’Histoire Contemporaine, V (1974), 1-2, σσ. 1-59.
54
Για μια ενδεικτική μελέτη βλ. τα συμπεράσματα ενός Workshop σχετικού με το ζήτημα των
οικονομιών της κατεχόμενης Ευρώπης και των πλαισίων στα οποία κινούνταν οι επιχειρηματίες τις
Ευρώπης: Lund, Joachim (ed.): Working for the New Order, European Business under German
Domination, 1939-1945. University Press of Southern Denmark & Copenhagen Business School Press,
2006.
55
Το πλήθος των σχετικών μελετών είναι τέτοιο που δεν θα μπορούσε να γίνει μια εξαντλητική
απαρίθμηση τους στον σύντομο χώρο της παρούσας εισαγωγής. Ωστόσο αξίζει να αναφερθεί πως
μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι σχετικές έρευνες ήταν ελάχιστες (ενδεικτικά ας
αναφέρουμε τις μελέτες του Alan S. Milward: “French Labour and the German Economy, 1942-1945:
An Essay on the Nature of the Fascist New Order”, στο: The Economic History Review, New Series, Vol.
23, No. 2 (Aug., 1970), σσ. 336-351 και Milward, Alan: The New Order and the French economy,
Clarendon Press, Oxford, 1970). Από τη δεκαετία του 1990, και μετά έχουμε πλήθος σχετικών
εκδόσεων κάποιες από τις οποίες αναφέρονται ενδεικτικά: Beltran, Alain, Frank, Robert & Rousso,
Henry (dir): La vie des entreprises sous l’Occupation, Belin, Paris, 1994 και De Rochebrune, Renaud &
Hazera, Jean-Claude: Les Patrons sous l’Occupation, Odile Jacob, Paris, 2013 [1995], η οποίες
αργότερα εμπλουτίστηκαν και με άλλες τοπικές μελέτες όπως: Rousselier-Fraboulet, Daniele: Les
entreprises sous l’Occupation. Le monde de la métallurgie a Saint-Denis, CNRS Editions, Paris, 1998,

48
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σχετική έρευνα εμπλουτίστηκε ακόμα περισσότερο τα τελευταία χρόνια με τη δημιουργία


μιας ειδικής ερευνητικής ομάδας με αντικείμενο την ιστορία των γαλλικών επιχειρήσεων
επί κατοχής, ομάδας που για πρώτη ίσως φορά ασχολήθηκε τόσο επισταμένα με τη στάση
συγκεκριμένων εταιρειών απέναντι στο ζήτημα της παραγωγής για τον κατακτητή.56
Οι αντίστοιχες μελέτες για άλλες χώρες είναι ασφαλώς λιγότερες και
περιορίζονται όσο απομακρύνεται κανείς από τα βιομηχανικά κέντρα της δυτικής Ευρώπης
και πλησιάζει στην «άγρια» Ανατολή.57 Στην περιοχή μας οι σχετικές έρευνες είναι ακόμα
αρκετά πίσω. Κάποιες ευρύτερες μελέτες για οικονομικές πτυχές της εκμετάλλευσης των

Veyret, Patrick : Lyon 1939-1949. De la collaboration industrielle a l’épuration économique, La


Taillanderie, Châtillon-sur Chalaronne, 2008 και Malon, Claude: Occupation, Epuration,
Reconstruction. Le monde de l’ entreprise au Havre (1940-1950), Presses Universitaires de Rouen et
du Havre, Mont-Saint-Aignan, 2013.
56
Το 2003 δημιουργήθηκε το Laboratoire de Recherche Historique Rhône-Alpes (LARHRA), από το
μεγαλύτερο ερευνητικό ίδρυμα της χώρας (Centre National de la Recherche Scientifiques - CNRS) και
πανεπιστήμια της Lyon και της Grenoble, στο οποίο ενσωματώθηκε η ερευνητική ομάδα που είχε
ιδρυθεί τον προηγούμενο χρόνο από το CNRS για τη μελέτη των γαλλικών επιχειρήσεων επί κατοχής.
Οι πρώτες μελέτες προηγήθηκαν της δημιουργίας της ομάδας, αλλά η δημιουργία της
πολλαπλασίασε τις γνώσεις μας για το ζήτημα. Για κάποιες από τις ενδιαφέρουσες εκδόσεις των
συνεδρίων αυτών (μερικές από τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν και στην παρούσα εργασία για την
άντληση συγκριτικών στοιχείων) βλ.: Dard, Olivier, Daumas Jean-Claude & Marcot, François (sous la
direction de) : L’Occupation, L’Etat Français et les Entreprises, ADHE, Paris, 2000, Varaschin, Denis
(textes présentes par): Les Entreprises du Secteur de l’Energie sous l’Occupation, Artois Presses
Université, Arras, 2006, Chevandier, Christian & Daumas, Jean-Claude (textes réunis par): Travailler
dans les Entreprises sous l’Occupation, Presses Universitaires de Franche-Comté, Besançon, 2007 και
Effosse, Sabine, de Ferrière le Vayer, Marc & Joly, Hervé (textes réunis par): Les Entreprises de Biens
de Consommation sous l’Occupation, Presses Universitaires François-Rabelais, Tours, 2010.
57
Κάποιες αξιόλογες μελέτες υπάρχουν επίσης για τις γειτονικές στη Γαλλία και ιδιαίτερα
βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες του Βελγίου και της Ολλανδίας. Στην περίπτωση μάλιστα του
Βελγίου, όπου έχουμε και την πλέον ίσως οργανωμένη στάση απέναντι στο ζήτημα της συνεργασίας
(επιτροπή Galopin), οι έρευνες ήταν από τις σχετικά πρωτοπόρες (π.χ.: Gillingham, John: Belgian
Business in the Nazi New Order, Jan Dhondt Foundation, Gent, 1977), ενώ οι πρώτες αυτές έρευνες
έχουν συμπληρωθεί και από νεώτερα έργα (π.χ. Nefors, Patrick: La Collaboration Industrielle en
Belgique, 1940-1945, éditions Racine, Bruxelles, 2006). Ωστόσο η σχετική έρευνα ξεκίνησε στις
περισσότερες από τις υπόλοιπες χώρες με αρκετή καθυστέρηση και απέχει ακόμα πολύ από τα
επίπεδα της Γαλλίας, γεγονός που εν μέρει μόνο οφείλεται στην ευχέρεια πρόσβασης σε ικανό
αριθμό ποιοτικών αρχείων επιχειρήσεων.

49
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Βαλκανίων από τον Άξονα αφορούσαν περισσότερο ευρύτερες πολιτικές και συχνά δεν
είχαν παρά ελάχιστες αναφορές στην Ελλάδα.58 Κάποιες άλλες, αν και εστιάζονταν στις
σχέσεις ελληνικής και γερμανικής οικονομίας και εξέταζαν την ελληνική πολεμική
παραγωγή και τις οικονομικές σχέσεις με τη ναζιστική Γερμανία, σταματούσαν ακριβώς με
την έναρξη της κατοχής.59
Τα τελευταία χρόνια η μελέτη της περιόδου της κατοχής στην Ελλάδα έχει βέβαια
προχωρήσει σε αρκετό βάθος, όσον αφορά στις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις. Τα
βιβλία των Φλάισερ,60 Mazower61 και Μαργαρίτη,62 αποτελούν τα κλασσικότερα γενικά
έργα, που κρίνονται χρήσιμα για κάθε μελέτη της περιόδου, χωρίς όμως να καλύπτουν τις
ελλείψεις που υπάρχουν ως προς τις οικονομικές πτυχές της κατοχής. Επιπλέον δεν είναι
μικρός ο αριθμός, συνεχώς αυξανόμενος τα τελευταία χρόνια, βιβλίων και κυρίως άρθρων
και εισηγήσεων σε συνέδρια που φωτίζουν ειδικότερες πτυχές της περιόδου, παρά την,
αρχικά τουλάχιστον, περιορισμένη ενασχόληση με τα οικονομικά ζητήματα.63

58
Μια μελέτη για την ιστορία της SOEG για παράδειγμα, από τις πρώτες μελέτες για την οικονομική
εκμετάλλευση των Βαλκανίων, ουσιαστικά δεν αφορούσε την Ελλάδα, αφού η δράση της εταιρείας
εστιαζόταν περισσότερο στις βορειότερες βαλκανικές χώρες και ο συγγραφέας δεν ενδιαφερόταν
αρκετά για την Ελλάδα ώστε να εξαντλήσει τις σχετικές αναφορές στις πηγές (Orlow, Dietrich: The
Nazis in the Balkans. A Case Study of Totalitarian Politics, University of Pittsburg Press, 1968).
59
Mogens Pelt: Tobacco, Arms and Politics, Museum Tusculanum Press, Copenhagen, 1998 και
Mogens Pelt: “Germany and the Greek Armaments Industry: Policy Goals and Business
Opportunities”, σσ. 142-143, στο: Lund, Joachim (ed.): Working for the New Order, European Business
under German Domination, 1939-1945. University Press of Southern Denmark & Copenhagen
Business School Press, 2006, σσ. 141-156.
60
Φλάισερ, Χάγκεν: Στέμμα και Σβάστικα, η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944, 2
τόμοι, Παπαζήσης, Αθήνα χ.χ. και 1995.
61
Mazower, Mark: Στην Ελλάδα του Χίτλερ, η εμπειρία της κατοχής, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1994.
62
Μαργαρίτης, Γιώργος: Από την Ήττα στην Εξέγερση, Ελλάδα: άνοιξη 1941- φθινόπωρο 1942, ο
Πολίτης, Αθήνα, 1993.
63
Το πρώτο τέτοιο συνέδριο, τα πρακτικά του οποίου εκδόθηκαν λίγα χρόνια αργότερα στο
συλλογικό: Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950, ένα έθνος σε κρίση, (Αθήνα, 1984), έγινε η πρώτη
ίσως ιστορική μελέτη πτυχών της κατοχικής οικονομίας, αυτή του Σ. Β. Θωμαδάκη: «Μαύρη αγορά,
πληθωρισμός και βία στην οικονομία της κατεχόμενης Ελλάδας». Τα επόμενα περίπου 10 χρόνια και
μέχρι τις μελέτες του Χατζηιωσήφ επικρατεί ουσιαστική ησυχία στο σχετικό ιστοριογραφικό
«μέτωπο». Στα πρακτικά του διεθνούς ιστορικού συνεδρίου Η Ελλάδα 1936-1944. Δικτατορία,
Κατοχή, Αντίσταση (Μορφωτικό Ινστιτούτο ΑΤΕ, Αθήνα, 1989), η έμφαση ήταν κυρίως στις πολιτικο-
στρατιωτικές εξελίξεις (και δευτερευόντως σε πολιτιστικά ζητήματα), με μόνη ανακοίνωση για την

50
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ωστόσο η εξειδικευμένη μελέτη των οικονομικών ζητημάτων σημείωνε σημαντική


καθυστέρηση και μόλις πρόσφατα άρχισε να αναπτύσσεται με έναν σταθερότερο ρυθμό.
Αρκετές από τις πρώτες μελέτες ελάχιστα άγγιζαν το ζήτημα της έκτασης της ελληνικής
παραγωγής για τον Άξονα και ακόμα λιγότερο εκείνο που λόγω έλλειψης καλύτερου
ελληνικού όρου θα συνεχίσουμε αναφέρουμε ως «οικονομική συνεργασία».64 Αν και τα
τελευταία χρόνια υπήρξε σημαντικό ιστοριογραφικό ενδιαφέρον για το θέμα του
ευρύτερου δοσιλογισμού, αυτές εστιάζουν την προσοχή τους περισσότερο στο ζήτημα της

οικονομία να είναι εκείνη του D. Eichholtz: «Οικονομικές πλευρές της πολιτικής των γερμανικών
δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα», που όμως και αυτή αφορούσε περισσότερο οικονομικές πολιτικές.
Στο: Φλάισερ, Χάγκεν (επιμ.): Η Ελλάδα ’36 - ’49, από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο, τομές και
συνέχειες, Καστανιώτης, Αθήνα, 2003, οι οικονομικές αναφορές ήταν λίγο περισσότερες (αλλά
ακόμα ανεπαρκείς) και έκτοτε το αντικείμενο έχει αρχίσει να απασχολεί περισσότερο τους
μελετητές. Πλήθος άλλων αξιόλογων έργων για την κατοχή και την αντίσταση έχουν εκδοθεί τα
τελευταία χρόνια, κάποια από τα οποία περιέχουν και κάποιες χρήσιμες πληροφορίες (όπως πχ για
επιθέσεις της αντίστασης σε ορυχεία). Το ειδικότερο ζήτημα της βουλγαρικής κατοχής είναι επίσης
σχετικά παραμελημένο (το μόνο σημαντικό συνθετικό βιβλίο των τελευταίων χρόνων για το ζήτημα –
υπάρχουν επίσης κάποιες μελέτες και ανέκδοτες πανεπιστημιακές εργασίες, συχνά όμως τοπικού
χαρακτήρα ή εστιασμένες σε πολιτικοστρατιωτικά ζητήματα – έχει ένα κεφάλαιο για την οικονομία,
που δεν καλύπτει βεβαίως παρά μέρος των κενών. Βλ. Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, Ξανθίππη (επιμ.): Η
βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη 1941-1944. Καθεστώς – Παράμετροι –
Συνέπειες, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 2002).
64
Οι περισσότερες από αυτές είναι τεχνικές οικονομικές μελέτες για τα μακροοικονομικά μεγέθη της
κατοχικής Ελλάδας, ή εξετάζουν φαινόμενα όπως της πείνας (το οποίο δεν θα αποτελέσει βασικό
ζήτημα της παρούσας εργασίας). Κάποια μάλιστα πρώτα γενικά οικονομοτεχνικά έργα είχαν γραφεί
ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια: Δελιβάνης, Δημήτριος Ι.: Η δραχμή από του Φθινοπώρου
1939 μέχρι της νομισματικής διαρρυθμίσεως της 25 Ιανουαρίου 1946 και τα πρώτα αποτελέσματά
της, Αργύρης Παπαζήσης, Αθήνα 1946, Delivanis, Dimitrios & William C. Cleveland: Greek Monetary
Developments 1939-1948, Indiana University Publications, Social Science Series No. 6, Bloomington,
1949, αλλά και τη δεκαετία του 1960: π.χ.: Δερτιλής, Παναγ. Β.: « Αριθμοί και Κείμενα των Εξόδων
ο
Κατοχής και η Αξίωσις της Ελλάδος», στο Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, Έτος 44 ,
ος
Τόμος 44 (1964), Τεύχος Γ΄, Ιούλιος – Σεπτέμβριος, σσ. 489-517. Για μία περισσότερο πρόσφατη
μελέτη βλ. Palairet, M.: The Four Ends of the Greek Hyperinflation of 1941-1946, (Museum
Tusculanum Press/ University of Copenhagen 2000), βιβλίο όμως που ασχολείται σχεδόν
αποκλειστικά με τα μακροοικονομικά, ενώ υποβαθμίζει κάπως τον ιταλο-βουλγαρικό παράγοντα και
τις επιπτώσεις των ενδο-ελληνικών εξελίξεων, (η έλλειψη πηγών στα ελληνικά δεν βοηθάει ιδιαίτερα
στον τομέα αυτόν).

51
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πολιτικής ή ένοπλης συνεργασίας κάνοντας απλώς κάποιες νύξεις σε οικονομικές πτυχές.65


Λίγες είναι οι δημοσιευμένες μελέτες που κάνουν αναφορές στο ζήτημα, αλλά ακόμα και
αυτές δεν αρκούν για να συνθέσουν την πλήρη εικόνα στον τομέα αυτό.66

65
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε ένα συνέδριο που πρόσφατα ασχολήθηκε με το αντικείμενο του
δοσιλογισμού, το ζήτημα της οικονομικής συνεργασίας θίχτηκε περιφερειακά μόνο στην ανακοίνωση
του Χρήστου Νίκα: «Δωσιλογισμός και οικονομικός παραλογισμός. Παραοικονομία και
υπερπληθωρισμός στην κατοχική Ελλάδα» αλλά δεν αποτέλεσε θέμα ξεχωριστής ανακοίνωσης.
Βλέπε: Μιχαηλίδης Ιάκωβος, Νικολακόπουλος Ηλίας και Φλάισερ Χάγκεν (επιμέλεια): «Εχθρός»
Εντός των Τειχών. Όψεις του Δωσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα,
2006. Κάποια χρήσιμα στοιχεία υπάρχουν σε ένα άλλο σχετικό βιβλίο που όμως εστιάζεται στον
ένοπλο δοσιλογισμό (Δορδανάς, Στράτος: Έλληνες εναντίον Ελλήνων, ο κόσμος των Ταγμάτων
Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη, 1941-1944, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2006).
66
Κάποιες χρήσιμες μελέτες ασφαλώς υπάρχουν, ωστόσο είναι συνοπτικές για να δώσουν μία σε
βάθος εικόνα. Πλην των δύο μελετών του Χατζηιωσήφ: «Όψεις της ελληνικής οικονομίας στη
διάρκεια της κατοχής (1941-1944)», στο συλλογικό Επιστημονικό Συμπόσιο στη Μνήμη Νίκου
Σβορώνου (30 και 31 Μαρτίου 1990), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής
Παιδείας Αθήνα 1993, σσ. 107-173, και «Η ελληνική οικονομία, πεδίο μάχης και αντίστασης», στο
Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμος Γ2, (Αθήνα 2007), σσ. 181-217, και εκείνων της
Ετμεκτσόγλου: «Η Οικονομία της Ελλάδας κατά τη Διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής», στο Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΣΤ, Σύγχρονος ελληνισμός από το 1914 έως το τέλος του αιώνα,
Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2000, σσ. 58-64, ελάχιστες ήταν οι αναφορές μέχρι πρόσφατα. Το θέμα
των κατοχικών κερδών και της οικονομικής συνεργασίας έθιξε και ο Βεργόπουλος («Η συγκρότηση
της νέας αστικής τάξης, 1944-1952», στο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950, ένα έθνος σε κρίση,
Αθήνα, 1984), όμως το κείμενό του είναι μικρό και αφιερώνει μεγάλο μέρος στις μεταπολεμικές
εξελίξεις. Πλήθος άλλων έργων για την οικονομία (ή και ειδικότερα τη βιομηχανία) ουσιαστικά
παραλείπουν την περίοδο της κατοχής και περνούν από το μεσοπόλεμο στην απελευθέρωση ή
απλώς σταματούν με την κήρυξη του πολέμου, αν και περιέχουν κάποια χρήσιμα στοιχεία για το
οικονομικό πλαίσιο της Ελλάδας του 1940. Βλ. για παράδειγμα: Χατζηιωσήφ, Χρήστος: Η Γηραιά
Σελήνη, η βιομηχανία στην Ελλάδα, 1830-1940, Θεμέλιο, Αθήνα, 1993, Τσοτσορός Στάθης: Η
συγκρότηση του βιομηχανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα (1898-1939), τόμος πρώτος, η αργόσυρτη
εκβιομηχάνιση, (ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1993), Δρίτσα, Μαργαρίτα: «Πίστη και βιομηχανία στο μεσοπόλεμο»
στο: Μαυρογορδάτος, Γιώργος Θ. και Χατζηιωσήφ, Χρήστος (επιμέλεια): Βενιζελισμός και Αστικός
Εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1988, σσ. 183-192 και: Βιομηχανία
και Τράπεζες στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, (ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1990), Mazower, Mark: «Οικονομική
πολιτική στην Ελλάδα, 1932-1936», στο: Μαυρογορδάτος, Γιώργος Θ. και Χατζηιωσήφ, Χρήστος
(επιμέλεια): Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο,
1988, σσ. 170-182, και: Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, (μετάφραση Σπύρος

52
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Το μόνο μέχρι πρόσφατα διδακτορικό ειδικά για την ιστορία της κατεχόμενης
οικονομίας ήταν εκείνο της Γαβριέλας Ετμεκτσόγλου, που προσφέρει μια πληρέστερη
ανάλυση των οικονομικών πολιτικών, και της εκμετάλλευσης της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο εστιάζεται στη γερμανική οπτική (εξάλλου είναι βασισμένο κυρίως σε γερμανικά
αρχεία) και ασχολείται σε μικρό βαθμό με την υποδοχή της κατοχής από τους Έλληνες
επιχειρηματίες και την στάση τους απέναντι στο ζήτημα της οικονομικής συνεργασίας.67
Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει μια ενθαρρυντική συνεχής σειρά
μελετών και συνεδρίων με ενότητες ειδικά για την ελληνική κατοχική οικονομία (αρκετά
μάλιστα κατά διάρκεια συγγραφής της παρούσας διατριβής), τα οποία εμπλουτίζουν τις
γνώσεις μας και αποτελούν παρακαταθήκη για τη συνεχή πρόοδο των σχετικών γνώσεών
μας στο μέλλον.68 Επιπλέον, κάποιες ξένες μελέτες, που ασχολήθηκαν με το γενικότερο

Μαρκέτος), ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2002, Φακιόλας, Ροζέτος: «Οικονομικές εξελίξεις στις δεκαετίες ’30 και
‘40» στο Φλάισερ, Χάγκεν (επιμ.): Η Ελλάδα ’36- ’49, από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο, τομές και
συνέχειες, Καστανιώτης, Αθήνα, 2003, σσ. 321-350 και Σταθάκης, Γιώργος: «Οικονομία και Θεσμοί –
από την προπολεμική ‘βιωσιμότητα’ στην μεταπολεμική ‘εκβιομηχάνιση’» στο Φλάισερ, Χάγκεν
(επιμ.): Η Ελλάδα ’36- ’49, από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο, τομές και συνέχειες, Καστανιώτης,
Αθήνα, 2003, σσ. 351-369. Σημαντικότερες σε έκταση είναι οι νέες προσθήκες στην κοινωνική
ιστορία, αλλά αυτές συνήθως δεν εμβαθύνουν στο ζήτημα της οικονομίας, εκτός ίσως από κάποιες
πτυχές που αφορούν ζητήματα πείνας, εργασιας κλπ.
67
Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43, αδημοσίευτη
διδακτορική διατριβή, Emory University, 1995. Στις σχεδόν δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν μέχρι
τον ολοκλήρωση του παρόντος διδακτορικού έχουν ανοίξει ασφαλώς πλήθος νέων αρχείων στο
οποία η πρόσβαση ήταν δυσκολότερη ή ανύπαρκτη τότε. Παρά την αδιαμφισβήτητη ποιότητά της, η
μελέτη δεν καταλήγει σε κάποια πειστικά ποσοτικά συμπεράσματα ως προς την ελληνική
«συνεισφορά» στην πολεμική προσπάθεια του Άξονα.
68
Συνέδρια με σχετικές ενότητες είναι για παράδειγμα η ημερίδα του 2009 για την «οικονομία της
κατοχής και τις εβραϊκές περιουσίες» στη Θεσσαλονίκη, και το πρόσφατό συνέδριο (2013):
«Αριστερά και Αστικός Πολιτικός Κόσμος, 1940-1960». Κάποια σχετικά πρόσφατα διδακτορικά
ασχολούνται με πτυχές της κατοχικής οικονομίας, όπως εκείνα του Νίκου Τζαφλέρη (Επιβίωση και
αντίσταση στο Βόλο την περίοδο της κατοχής, 1941-1944, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2007), της
Μαρίας Καβάλα (Η Θεσσαλονίκη στη Γερμανική Κατοχή (1941-1944): Κοινωνία, Οικονομία, Διωγμός
Εβραίων Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 2009) του Δημήτρη Κουσουρή (Une épuration ordinaire:
Les procès des collaborateurs en Grèce (1944-1949) comme composante de la reconstruction judiciaire
en Europe, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή École des Hautes Études en Sciences Sociales, Paris,
2009) και του Γιάννη Σκαλιδάκη (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (1944). Ένας τύπος
επαναστατικής εξουσίας: Πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές παράμετροι, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη,

53
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ζήτημα της αρπαγής πόρων από την υπόλοιπη Ευρώπη προς όφελος της ναζιστικής
Γερμανίας, κάνουν κάποιες συνοπτικές αναφορές και στην Ελλάδα, που αν και ελλιπείς,
προσφέρουν συχνά κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία ή νέες οπτικές.69

2012). Αρκετές είναι επίσης οι μικρότερες μελέτες, άρθρα περιοδικών κλπ των τελευταίων χρόνων
(κάποιες από τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν και στην παρούσα εργασία) που προσθέτουν χρήσιμες
επιμέρους πληροφορίες. Ένα βιβλίο που εκδόθηκε όταν η έρευνα για το διδακτορικό είχε
ολοκληρωθεί, έχει για πρώτη ίσως φορά στον τίτλο του την Ελληνική Οικονομία κατά την Κατοχή
(Κούκουνας, Δημοσθένης: Η Ελληνική Οικονομία κατά την Κατοχή και η Αλήθεια για τα Κατοχικά
Δάνεια, Ερωδιός, Θεσσαλονίκη, 2012) προσφέρει στο ευρύ κοινό σημαντικά στοιχεία από
πρωτογενείς πηγές, εφημερίδες και βιβλία της περιόδου, ωστόσο έχει σημαντικά μειονεκτήματα:
κάποια από τα κεφάλαια του βιβλίου (π.χ. περί τύπου) είναι πολύ καλύτερα από άλλα,
χαρακτηρίζεται από ελλιπέστατη καταγραφή των πηγών που χρησιμοποίησε, ενώ και η παράθεση
χρηματικών ποσών σε δραχμές στο κείμενο είναι συχνά προβληματική (η λίστα των πληρωμών με
εντολή των αρχών κατοχής για παράδειγμα, εκτός του ότι δεν αναφέρει πηγή, δεν περιλαμβάνει τις
ημερομηνίες πληρωμής ή κάποιον υπολογισμό της πραγματικής αξίας των ποσών, ενώ και ο
υπολογισμός του για την πραγματική αξία του γερμανικού χρέους από το κατοχικό δάνειο – περίπου
510 εκατομμύρια ευρώ – είναι μη ρεαλιστικός και παρέχεται κάποια εξήγηση για τον ακριβή τρόπο
υπολογισμού του).
69
Στην σχετική ιστοριογραφική συζήτηση που προέκυψε τα τελευταία χρόνια, ο Götz Aly (Hitler’s
Beneficiaries. How the Nazis Bought the German People, Verso, London, 2007 [2005, 2006])
υποστήριζε πως οι Εβραίοι (Γερμανοί και μη) και οι κάτοικοι των κατακτημένων περιοχών
«συνεισέφεραν» με ένα ποσοστό περίπου 70% των πολεμικών εξόδων της χώρας, από τα οποία η
Ελλάδα είχε ένα ποσοστό κάτω του 1% (1 δισεκατομμύριο RM). Οι υπολογισμοί του προκάλεσαν
όμως αρκετές αντιδράσεις και δεν θεωρούνται ιδιαίτερα αξιόπιστοι, αφού μειώνουν το πραγματικό
ποσό της συνεισφοράς των ίδιων των Γερμανών πολιτών μην υπολογίζοντας τα δάνεια στις άμεσες
συνεισφορές των Γερμανών. Νεώτεροι υπολογισμοί κάνουν λόγια για ποσοστά γύρω στο 25% ή λίγο
παραπάνω, χωρίς όμως να αναφέρονται ειδικά στην Ελλάδα και χωρίς να περιλαμβάνουν το κόστος
της καταναγκαστικής εργασίας. Bλ. Scherner, Jonas: “Europas Beitrag zu Hitlers Krieg. Die
Verlagerung von Industrieaufträgen der Wehrmacht in die besetzten Gebiete und ihre Bedeutung für
die deutsche Rüstung im Zweiten Weltkrieg“, στο: Buchheim, Christoph & Boldorf, Marcel (Hrsg.):
Europäische Volkswirtschaften unter deutscher Hegemonie. 1938–1945. Schriften des Historischen
Kollegs, Bd. 77. Oldenbourg Verlag, München 2012, σσ. 69-92 και Adam Tooze: “Economics, Ideology
and Cohesion in the Third Reich: A critique of Goetz Aly’s Hitlers Volksstaat”, (English version of essay
for Dapim Lecheker HaShoah), 9/2005, προσβάσιμο στη σελίδα του συγγραφέα:
http://adamtooze.commons.yale.edu/files/2012/10/Tooze-Article-on-Aly-for-Dapim-Lecheker-
HaShoah-Sep-2006-Corrected.pdf (ως βάση του για την εκτίμηση που αφορά το 1942 χρησιμοποιεί
τους υπολογισμούς του Harisson, Mark: „Resource mobilization for World War II: the U.S.A., U.K.,

54
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Παρά λοιπόν τη βελτίωση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν


ακόμα αρκετές σοβαρές ιστοριογραφικές ελλείψεις σε αρκετούς τομείς της έρευνας για την
ελληνική κατοχική οικονομία, και τα ζητήματα της εκτίμησης της ποσοτικής και ποιοτικής
εκμετάλλευσης της ελληνικής οικονομίας από τον Άξονα, αλλά και της οικονομικής
συνεργασίας ελλήνων επιχειρηματιών κατέχουν βασική θέση ανάμεσά τους. Σε αυτά
λοιπόν εστιάζεται η παρούσα εργασία, ελπίζοντας να καλύψει σημαντικό μέρος των
παρατηρούμενων κενών.

1.3 Σύντομο σημείωμα για τις πρωτογενείς πηγές.

Παρά την εντύπωση που θα μπορούσε να έχει κανείς για τη δυσκολία εξεύρεσης στοιχείων,
ειδικά σχετικά με το ζήτημα των οικονομικών συναλλαγών στην κατεχόμενη Ελλάδα, στην
πραγματικότητα τα στοιχεία που υπάρχουν δεν είναι λίγα. Βασική πηγή είναι βεβαίως τα
ίδια τα αρχεία των κατακτητών: το πολιτικό αρχείο του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών
(AA-PA) περιέχει αρκετές πληροφορίες, κυρίως για τις γερμανικές πολιτικές επιλογές και
την αντιμετώπιση βασικών προβλημάτων όπως τα έξοδα κατοχής. Φάκελοι του γερμανικού
υπουργείου οικονομικών και της Reichsbank, αλλά και κρατικών ή ημικρατικών οργανισμών
όπως της DEGRIGES και του Reikosee στο Βερολίνο (BArch) προσφέρουν επίσης σημαντικά
στοιχεία και αποδείχθηκαν απαραίτητα για επιμέρους κεφάλαια. Ακόμα σημαντικότερα
ήταν για την μελέτη της λειτουργίας επιμέρους κλάδων της οικονομίας και κυρίως της
βιομηχανικής παραγωγής, τα στρατιωτικά αρχεία στο Freiburg, στα οποία περιέχονται και
οι φάκελοι των υπευθύνων της αμυντικής οικονομίας για τη νοτιοανατολική Ευρώπη και
την Ελλάδα ειδικότερα. Δυστυχώς κάποιες απώλειες αρχειακού υλικού δημιουργούν
προβλήματα στην πλήρη εικόνα που ο ερευνητής μπορεί να αποκτήσει μέσω των

U.S.S.R. and Germany, 1938-1945“, στο: Economic History Review, New Series, Vol. 41, No. 2, May
1988 σσ. 171-192, κυρίως σελ. 184). Ένα πιο πρόσφατο βιβλίο που ασχολείται με το ζήτημα φαίνεται
να καταλήγει σε ένα ποσοστό γύρω στο 28-29%, με το ποσοστό της Ελλάδας να πλησιάζει το 1% του
συνόλου (ή περίπου 4% του ποσού της υπόλοιπης Ευρώπης), Βλ. Klemann, Hein & Kudryashov,
Sergei: Occupied Economies. An Economic History of Nazi-Occupied Europe, 1939-1945, Berg, London,
2012 (κυρίως σσ. 98-108). Όπως όμως θα δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, μπορεί οι συνολικοί
υπολογισμοί του εν λόγω βιβλίου να μην απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, αλλά σε ό, τι
αφορά την Ελλάδα υπάρχουν αρκετά λάθη, ενώ υπάρχει και το δύσκολα ποσοτικοποιούμενο ζήτημα
των αγαθών που ήταν απολύτως απαραίτητα για τη γερμανική βιομηχανία (κυρίως χρώμιο). Το
βιβλίο γεννήθηκε ως ιδέα σε ένα ακόμα από τα συνέδρια των τελευταίων χρόνων για την οικονομία
της κατεχόμενης Ευρώπης.

55
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γερμανικών αρχείων, αλλά με την αναμενόμενη διευκόλυνση στην πρόσβαση στους


φακέλους των γερμανικών αρχείων που βρίσκονται στη Μόσχα το επόμενο διάστημα η
κατάσταση θα βελτιωθεί σημαντικά.
Σημαντικό υλικό βρίσκει κανείς επίσης στα αρχεία του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα
Εθνικά Αρχεία (TNA) στο Kew Gardens του Λονδίνου (πρώην PRO) αποτελούν εξαιρετικά
χρήσιμη πηγή για την περίοδο, αφού σε αυτά βρίσκει κανείς πλήθος πληροφοριών που
συνέλεγαν οι συμμαχικές υπηρεσίες, αλλά και φάκελοι που αφορούν τις πολιτικές της
εξόριστης κυβέρνησης ή των συμμάχων, ή μεταπολεμικές πληροφορίες για την δράση
«συνεργατών του εχθρού», ατόμων που σχετίζονταν με ξένες υπηρεσίες και την τύχη τους.
Αντίγραφα πολλών από τους φακέλους αυτούς, καθώς και κάποιοι νέοι ενδιαφέροντες που
περιέχουν πληροφορίες για την Ελλάδα, ανακρίσεις αιχμαλώτων του γερμανικού κατοχικού
μηχανισμού και στρατιωτικές μελέτες της περιόδου συναντώνται επίσης στα αμερικάνικα
αρχεία (NARA). Στην Αγγλία επίσης υπάρχει το αρχείο του Αυτοκρατορικού Πολεμικού
Μουσείου (IWM, Duxford), στο οποίο βρίσκονται αρκετοί φάκελοι και άλλο υλικό του
γερμανικού Υπουργείο Εξοπλισμών και Πυρομαχικών του Speer.
Εξαιρετικά χρήσιμη πηγή αποδείχθηκε το μοναδικό από άποψης σημασίας για τους
μελετητές οικονομικής ιστορίας αρχείο της Εθνικής Τράπεζας, στο οποίο υπάρχουν φάκελοι
για πολλές από τις εταιρείες που αναφέρονται στη διατριβή, αλλά και η πολύ
ενδιαφέρουσα σειρά του αρχείου της Ελληνογερμανικής Οικονομικής Εταιρείας. Σημαντικά,
αν και μικρότερης βαρύτητας, στοιχεία αντλήθηκαν επίσης από υλικό της Διεύθυνσης
Ιστορίας Στρατού (κυρίως σε ό, τι αφορά τη δράση οργανώσεων κατασκοπείας) και του
αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών (φάκελοι της κυβέρνησης κατοχής, αλλά και της
εξόριστης κυβέρνησης). Δυστυχώς οι σημαντικοί περιορισμοί που τα δύο αυτά αρχεία
επιβάλλουν στους ερευνητές και οι ελλείψεις που παρουσιάζει το αρχείο τους (ή
τουλάχιστον το τμήμα που είναι προσβάσιμο στο κοινό) αποτελούν κάποια από τα
προβλήματα που οι ερευνητές της περιόδου πρέπει να αντιμετωπίσουν.
Σημαντική πηγή, ειδικά για τη στάση συγκεκριμένων ατόμων και επιχειρήσεων,
αποτελεί το αρχείο του Ειδικού Δικαστηρίου Αθηνών στα ΓΑΚ. Στα ΓΑΚ επίσης βρίσκονται
και άλλα αρχεία με υλικό χρήσιμο για το αντικείμενο, όπως το αρχείο του πρωθυπουργού
Τσουδερού, ή εκείνο του Υπουργείου Επισιτισμού. Ενδιαφέροντα στοιχεία συναντά κανείς
και στον τύπο της περιόδου, η ενδελεχής μελέτη του οποίου δίνει μια εικόνα των βασικών
ζητημάτων που απασχολούσαν το κοινό σε κάθε περίοδο της κατοχής, αλλά και των
πολιτικών των αρχών κατοχής και του κρατικού μηχανισμού (για τον τελευταίο σημαντική
πηγή είναι και τα ΦΕΚ). Επίσης οι εκδόσεις της Στατιστικής Υπηρεσίας προσφέρουν αρκετές

56
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εξειδικευμένες πληροφορίες, παρόλα τα σαφή προβλήματα που τις χαρακτηρίζουν.


Σημαντικό υλικό βρίσκει κανείς και σε ιδιωτικά αρχεία, κυρίως στο ΕΛΙΑ, ενώ έρευνα έγινε
και στο αρχείο Βοβολίνη, αλλά και στον Δήμο Χανίων και το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, όπου
υπάρχει σπάνιο υλικό προερχόμενο από τις τοπικές αρχές κατοχής. Επίσης μελετήθηκαν τα
πρακτικά των συνεδριάσεων των δύο μεγάλων Επιμελητηρίων που έχουν άμεση σχέση με
την οικονομία, του ΤΕΕ και του ΕΒΕΑ, αλλά και το αρχείο της ΔΕΗ, όπου βρίσκει κανείς
χρήσιμες πληροφορίες για την καταναλώση ενέργειας επί κατοχής, ειδικά σε ό, τι αφορά
κάποιες μεγάλες βιομηχανίες της Αθήνας.
Παρά το πλήθος των πηγών, υπάρχουν ωστόσο μεγάλα κενά ή προβλήματα που θα
συναντήσει ο ερευνητής. Οι περιορισμοί που επιβάλλονται τα τελευταία χρόνια από τη
νομοθεσία για την προστασία προσωπικών δεδομένων, είχαν για παράδειγμα ως
αποτέλεσμα να περιοριστούν οι αναφορές ονομάτων από το υλικό του Ειδικού Δικαστηρίου
μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες υπήρχαν στοιχεία και στον τύπο της εποχής ή σε άλλα
αρχεία. Ένα δεύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει κανείς με το υλικό του Δικαστηρίου
αφορά στην αξιοπιστία του: η καταγραφή των λεχθέντων είναι συχνά προβληματική (για
παράδειγμα υπάρχουν δίκες που διαρκούν αρκετές μέρες και τα πρακτικά των οποίων
περιορίζονται σε 3-4 σελίδες), η απώλεια (τουλάχιστον στο αρχείο των ΓΑΚ) του υλικού των
δικογραφιών περιορίζει σημαντικά τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα για κάθε υπόθεση, ενώ
είναι απαραίτητη και η διασταύρωση των στοιχείων, αφού διαπιστώθηκε πως οι
καταθέσεις, ειδικά μετά την πρώτη περίοδο, συχνά αποκρύπτουν ή διαστρεβλώνουν
περιστατικά, και (με την εξαίρεση κάποιων δικών του 1945) το σκεπτικό των αποφάσεων
σπάνια είναι ενδεικτικό των πραγματικών περιστατικών. Από τη μεριά τους οι πληροφορίες
που φτάνουν σε βρετανικές ή ελληνικές υπηρεσίες της Μέσης Ανατολής κάποιες φορές
περιέχουν υπερβολές ή αναξιόπιστες πληροφορίες βασισμένες σε φήμες. Κάθε αρχείο
λοιπόν – όπως συμβαίνει εξάλλου πάντοτε – περιέχει κάποιες πιθανές διαστρεβλώσεις από
άγνοια ή λόγω συμφερόντων του συντάκτη του και πρέπει οι πληροφορίες να
διασταυρώνονται στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό.
Από τα σημαντικότερα είναι και το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ερευνητής της
οικονομίας της περιόδου με τα στατιστικά και γενικά οικονομικά στοιχεία, τόσο λόγω του
πληθωρισμού, όσο και της ελλιπούς καταγραφής της παραγωγής και του εμπορίου (μαύρη
αγορά/παραγωγή, μη καταγεγραμμένες γερμανικές στρατιωτικές εξαγωγές κλπ). Κάποια
μικρότερα προβλήματα υπάρχουν και σε επιμέρους στοιχεία, όπως στην καταγραφή των
μεγάλων αγοραστών από την Ομοσπονδία Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, αφού
φαίνεται πως ήταν αρκετά διαδεδομένο το φαινόμενο της αγοράς στο όνομα διαφορετικών

57
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μελών της ίδιας οικογένειας. Έτσι για παράδειγμα ένας αγοραστής 10 ακινήτων που τα είχε
καταγράψει σε 5 μέλη της οικογένειάς του μπορεί να μην εμφανίζεται στους πίνακες της
Ομοσπονδίας που περιλαμβάνουν τους «μεγάλους» αγοραστές. Είναι σαφές πως για την
λεπτομερέστερη εξέταση του ζητήματος αυτού απαιτείται αναλυτικότερη έρευνα.
Περιορισμούς προκαλεί επίσης η έλλειψη κάποιων χρήσιμων πηγών. Τα αρχεία
πολλών Υπουργείων – αν επιβιώνουν ακόμα – δεν έχουν ανοίξει, εκείνο της Τράπεζας της
Ελλάδος είναι ακόμα ουσιαστικά κλειστό (σε αίτηση για έρευνα πριν από περίπου 4 χρόνια
δόθηκε η απάντηση πως το αρχείο ακόμα δεν είχε πλήρως εξοπλιστεί και δεν είναι
προσβάσιμο, ενώ νέα κρούση τον επόμενο χρόνο δεν έφερε αποτέλεσμα), ενώ σημαντική
είναι και η έλλειψη αρχειακής παιδείας στις ελληνικές επιχειρήσεις, πολλές από τις οποίες
έχουν «ξεφορτωθεί» τον όγκο του παλιού τους αρχείου, ή στην καλύτερη περίπτωση αυτό
βρίσκεται ξεχασμένο σε κάποια αποθήκη (σε σχετική αίτηση για παράδειγμα στον «Τιτάνα»
δόθηκε η απάντηση ότι δεν υπάρχει αρχειακό υλικό για την περίοδο).
Παρά τα προβλήματα πάντως ο επίμονος και μεθοδικός ερευνητής μπορεί να
ανακαλύψει σημαντικά στοιχεία, μικρό μόνο μέρος των οποίων έγινε δυνατόν να
χρησιμοποιηθεί στην παρούσα εργασία.
Τέλος, στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μια μεθοδολογική διευκρίνιση. Ο
πληθωρισμός, ο διοικητικός και συγκοινωνιακός κατακερματισμός της χώρας και η μαύρη
αγορά δημιουργούν πολλά προβλήματα σε όσους θέλουν να υπολογίσουν την πραγματική
αξία των διαφόρων ποσών, αγαθών και υπηρεσιών της περιόδου. Ακόμα και η τιμή της
χρυσής λίρας είναι δεν είναι πάντα η ίδια, έστω και κατά την ίδια περίοδο (υπάρχουν
σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, ενώ κάποιες
διαφοροποιήσεις συναντά κανείς ακόμα και στις πηγές που αφορούν μόνο την Αθήνα).
Στην παρούσα λοιπόν εργασία, ο υπολογισμός των τιμών σε χρυσές λίρες (απαραίτητος για
να αντισταθμιστούν τα προβλήματα που δημιουργεί ο υψηλός πληθωρισμός) έγινε
συνήθως με βάση τις μέσες μηνιαίες τιμές, όπως αυτές δίνονται στο: Αγαπητίδης Σ.-
Πιζάνιας Ν.: «Διαιτητική – Το κόστος στοιχειώδους συντηρήσεως κατά την περίοδον της
κατοχής (1940-1941)» [sic], Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, Συνεδρία 31 Μαΐου 1945, σελ.
288-289. Όταν όμως πρόκειται για τιμές κάποιων συγκεκριμένων ημερών, τότε επιλέγονται
οι ημερήσιες τιμές που αναφέρει ο Δαράβαλης (Η Χρυσή Λίρα από Απριλίου 1940 μέχρι και
Σήμερον. Όλαι αι διακυμάνσεις της Τιμής της εις την Επίσημον και Ελευθέραν Αγοράν, [χ.ε.],
Αθήνα, 1946).

58
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μέρος 1ο

2. Η Ελλάδα στη «Νέα Ευρώπη» του Άξονα

Ποια ήταν η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη του Άξονα; Ποια ήταν η οικονομική πολιτική
που σχεδιάστηκε για την περίπτωσή της – πριν ο πληθωρισμός και οι πολεμικές εξελίξεις
καταστήσουν τα περισσότερα από τα σχέδια παρωχημένα – και ποια η απάντηση των
επιχειρηματιών της χώρας στο ζήτημα της παραγωγής για τον κατακτητή; Στο κεφάλαιο
αυτό θα επιχειρηθεί να δοθεί μια απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, αφού πρώτα
παρουσιαστεί συνοπτικά η δομή της ελληνικής οικονομίας κατά την εποχή της κατάκτησής
της.

2.1 Η ελληνική οικονομία το 1940-41.


Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 η ελληνική οικονομία εξακολουθούσε να είναι κατά
βάση αγροτική. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, περίπου το 53,5% των Ελλήνων
ασχολούνταν με την αγροτική παραγωγή, σχεδόν το 7% με την κτηνοτροφία και το 0,6% με
την αλιεία. Με άλλα λόγια λίγο παραπάνω από το 61% του πληθυσμού της χώρας συνολικά
απασχολούνταν στον τομέα αυτόν. Η απογραφή του 1940 δεν δίνει ακριβή στοιχεία, αλλά
το ποσοστό δεν θα πρέπει να είχε μειωθεί πολύ.70 Κατά μεγάλο μέρος η ελληνική γεωργία
ήταν προσανατολισμένη στην καλλιέργεια προϊόντων που προορίζονταν για εξαγωγή (και
ως εκ τούτου απέφεραν συνήθως μεγαλύτερα κέρδη στους αγρότες) και όχι για
ιδιοκατανάλωση. Το σημαντικότερο (από πλευράς εσόδων) από τα προϊόντα αυτά ήταν ο
καπνός, που αποτελούσε και το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας, αποφέροντας
πολύτιμο συνάλλαγμα στο κράτος. Ταυτόχρονα απασχολούσε και αρκετές χιλιάδες κόσμου
στη μεταποίηση (π.χ. καπνοβιομηχανίες), αφού οι σχετικές επιχειρήσεις αποτελούσαν ένα
σημαντικό ποσοστό της σχετικά υποανάπτυκτης βιομηχανίας της χώρας. Σημαντικό ήταν
όμως και το σιτάρι, που αποτελούσε την πρώτη ύλη για μεγάλο μέρος της βασικής
διατροφής των κατοίκων της χώρας.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η πληθυσμιακή πίεση που προκάλεσε η έλευση των
προσφύγων και ο περιορισμός της μετανάστευσης, σε συνδυασμό με έναν έστω μερικό

70
Βλ. Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος: Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος, 1939, σελ. 56,
πίνακας 4 και Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος: Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την Απογραφήν
της 16 Οκτωβρίου 1940.

59
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εκσυγχρονισμό της γεωργίας, οδήγησαν σε αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων από


12.452.980 στρέμματα το 1922, σε 24.095.527 το 1938. Στα 2/3 περίπου των εκτάσεων
αυτών καλλιεργούνταν σε σταθερή βάση σιτηρά. Παρά την τεράστια σημασία της
καλλιέργειας των βιομηχανικών προϊόντων για την εθνική οικονομία, μόνο περίπου το 8%
των συνολικών καλλιεργούμενων εκτάσεων αφορούσαν τα προϊόντα αυτά.71 Ειδικά τα
τελευταία χρόνια πριν τον πόλεμο είχε γίνει σημαντική προσπάθεια για την επίτευξη της
σιτάρκειας (αυτάρκειας σε σιτηρά), που σε συνδυασμό με τη γενικότερη αύξηση των
καλλιεργήσιμων εκτάσεων είχε περιορίσει κάπως τις ανάγκες για εισαγωγή τροφίμων,
χωρίς ωστόσο η χώρα να καλύπτει το σύνολο των αναγκών της.72 Η καλλιέργεια των
βιομηχανικών φυτών όπως ο καπνός είχε σταθεροποιηθεί μετά την πτώση που παρουσίασε
λόγω της μεγάλης κρίσης του 1929, αν και σε κάποια από τα τελευταία μεσοπολεμικά έτη
ήταν εκ νέου ελαφρώς μειωμένη, κυρίως λόγω των προβλημάτων στις εξαγωγές.73

71
Στατιστική Επετηρίδα 1939, σελ. 438, πίνακας 16, «Καλλιεργηθείσαι εκτάσεις κατά διαμερίσματα»
και σελ. 439, πίνακας 17, «Καλλιεργηθείσαι εκτάσεις κατ’ είδη καλλιεργείας». Μεγάλο μέρος των
προσφύγων εγκαταστάθηκαν στην επαρχία και ασχολήθηκαν με αγροτικές εργασίες. Ο αριθμός τους
ήταν μεγαλύτερος από εκείνον όσων εγκατέλειψαν τη χώρα, και σε συνδυασμό με την υψηλή
γεννητικότητα και την αλλαγή της νομοθεσίας για τη μετανάστευση στις ΗΠΑ την ίδια περίπου
περίοδο οδήγησαν σε σημαντική αύξηση του πληθυσμού της χώρας τα χρόνια αυτά.
72
Οι ανάγκες σε σιτάρι που καλύπτονταν από εισαγωγές ανέρχονταν στο 35% της κατανάλωσης το
1938 ενώ το επόμενο έτος μειώθηκαν στο 26% (365.000 τόνοι), ή 10% της αξίας των συνολικών
εισαγωγών. Η πτώση των ποσοστών κατά τον μεσοπόλεμο ήταν αρκετά σημαντική (τα εισαγόμενα
σιτηρά κάλυπταν το 70% της κατανάλωσης το 1923 και το 60% το 1932), ωστόσο ένα έλλειμμα της
τάξης του 25-35% ήταν αρκετά σημαντικό για την επιβίωση του συνόλου του πληθυσμού. Βλ. τη
σχετική έκθεση της Εθνικής Τράπεζας στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ102, «Έκθεσις επί της Ελληνικής
Οικονομίας», 10/6/1941, κυρίως σσ. 2-3 (που αναφέρει όμως τις καλλιεργούμενες εκτάσεις του 1938
ως 25.843.000 στέμματα).
73
Οι εξαγωγές είχαν μειωθεί από 79.100 τόνους το τελευταίο έτος της παγκόσμιας ανάπτυξης (1929)
στις 48.800-50.000 την τελευταία προπολεμική χρονιά (1938). Βλ. T.C. Christidis: “Les tabacs d’orient
et le commerce Hellénique”, στο Bulletin de la Chambre de Commerce et d’Industrie, Ιανουάριος 1940
ου
και Σ. Πετμεζάς «Αγροτική Οικονομία», στο συλλογικό: Ιστορία της Ελλάδας του 20 αιώνα, τόμος
Β1, 1922-1940, ο Μεσοπόλεμος, σελ. 222. Η καλλιέργεια πάντως άλλων βιομηχανικών φυτών των
οποίων η εκμετάλλευση γινόταν σε μεγάλο βαθμό στο εσωτερικό της χώρας γνώρισαν σημαντική
αύξηση κατά τη δεκαετία του 1930. Η καλλιέργεια βαμβακιού για παράδειγμα αυξήθηκε από
116.000 στρέμματα το 1923 σε 772.000 το 1939. Οι 16.500 τόνοι παραγωγής του έτους αυτού
κάλυπταν περίπου το 82,5% της κατανάλωσης. Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ102, «Έκθεσις επί της Ελληνικής
Οικονομίας», σελ. 3.

60
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σε ό, τι αφορά τον σχετικά περιορισμένο βιομηχανικό τομέα, αυτός


κυριαρχούνταν από μικρές οικογενειακές βιοτεχνίες που βασίζονταν στην αφθονία
εργατικών χεριών και έκαναν σχετικά μικρή χρήση μηχανικών μέσων παραγωγής.74 Υπήρχε
ωστόσο ένας μικρός αριθμός από σημαντικές, για το μέγεθος της Ελληνικής οικονομίας,
βιομηχανίες, ενώ άλλες (κυρίως ορυχεία), αν και συνήθως αρκετά μικρότερες, είχαν
στρατηγική σημασία δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το μέγεθός τους, ειδικά για τη
Γερμανία.75 Επιπλέον η επιρροή του μικρού κύκλου ιδιοκτητών των μεγάλων επιχειρήσεων
αυξανόταν από τις σχέσεις που είχαν με τις κυρίαρχες τράπεζες της χώρας αλλά και με την
πολιτική της σκηνή.76 Συχνά τέτοιες σημαντικές βιομηχανίες είχαν πολύ στενές σχέσεις με

74
Σύμφωνα με τον επιθεωρητή βιομηχανίας Ν. Μικελή στις αρχές της δεκαετίας του 1930
απασχολούνταν στην βιομηχανία περίπου 280.000 άτομα (η απογραφή του 1928 – πριν την
οικονομική κρίση – εμφανίζει περίπου 430.000). Αν μάλιστα υπολογιστούν και οι οικογένειές των
εργατών, από τον κλάδο αυτό της οικονομίας συντηρούνται ίσως και περισσότερα από 800.000
άτομα (Νικόλαος Μικελής: «Η συμβολή της ελληνικής βιομηχανίας εις την εθνικήν οικονομίαν», στην
Βιομηχανική Επιθεώρηση, τεύχος 2 (Αύγουστος 1934), σελ. 16. Τα αποτελέσματα της «απογραφής
καταστημάτων των βιομηχανικών & εμπορικών επιχειρήσεων» του 1930 (στην οποία αναφέρεται ο
Μικελής) βρίσκονται στην Βιομηχανική Επιθεώρηση, τεύχος 6, Δεκέμβριος 1934, σσ. 21-25. Σύμφωνα
με αυτά το 61,6% των εργαζόμενων στα καταστήματα αυτά απασχολούνται στη βιομηχανία και το
38,4 στο εμπόριο, αν και συνολικά τα εμπορικά καταστήματα είναι περίπου κατά 25% περισσότερα
(76.591 και 99.240 αντίστοιχα). Όπως είναι αναμενόμενο η πλειονότητα των καταστημάτων και των
εργαζομένων βρίσκονται στην περιφέρεια Στερεάς και Εύβοιας (συνολικά περίπου 193.600 από τους
280.300 εργαζόμενους στη βιομηχανία). Άλλη καταμέτρηση (στα τέλη του 1932, όταν η κρίση είχε
κτυπήσει την πόρτα της ελληνικής οικονομίας) τους περιορίζει σε 191.129, απασχολούμενους κυρίως
σε βιομηχανίες ειδών διατροφής (35.165), κλωστοϋφαντουργικές (33.831), δέρματος (22.200)
μεταλλευτικές και μηχανολογικές (20.580), ιματισμού (18.500) και κατεργασίας ξύλου (18.335). Βλ.
Π. Παφύλα: «Η βιομηχανία της Ελλάδος», στη Βιομηχανική Επιθεώρηση, τεύχος 29 (Νοέμβριος
1936), σσ. 12-13. Ο αριθμός των βιομηχανικών εργατών πρέπει να είχε εκ νέου αυξηθεί ως το 1940,
χωρίς όμως να έχουν ακόμα εντοπιστεί τα ακριβή νούμερα.
75
Η μεγάλη στρατηγική σημασία που είχε κυρίως για τις ξένες βιομηχανικές οικονομίες αυτός ο
περιορισμένος αριθμός Ελληνικών βιομηχανικών μονάδων (ειδικότερα ορυχείων) φαίνεται στις
πρωτότυπες γερμανικές πηγές που αναφέρονται στα: Seckendorf, Martin (έρευνα – παρουσίαση): Η
Ελλάδα κάτω από τον Αγκυλωτό Σταυρό, ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία, (μετάφραση:
Θανάσης Γεωργίου), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1991. Περισσότερα σχετικά θα δούμε στη συνέχεια.
76
Την σχετική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα κατά την έναρξη του πολέμου συνοψίζει
εύγλωττα – αν και με κάποια δόση υπερβολής – ο Στάθης Ν. Τσοτσορός Η συγκρότηση του
βιομηχανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα (1898-1939), τόμος πρώτος, η αργόσυρτη εκβιομηχάνιση,

61
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

το κράτος, αφού αυτό αποτελούσε πολλές φορές και τον κυριότερο πελάτη τους, ενώ
κάποιες φορές το κράτος είχε προωθήσει ακόμα και την ίδια την ίδρυσή τους.
Οι δυσκολίες εξεύρεσης συναλλάγματος, και ειδικά ο περιορισμός των εισαγωγών
τη δεκαετία του 1930, έδωσαν την ευκαιρία στην ελληνική βιομηχανία να καλύψει τα κενά
που δημιουργούνταν στο εσωτερικό της χώρας (ή τουλάχιστον να το προσπαθήσει),
εκμεταλλευόμενη τον προστατευτισμό, την σχετική αφθονία φθηνού εργατικού δυναμικού
και, ως ένα βαθμό, την ύπαρξη κάποιων πρώτων υλών που παράγονταν στο εσωτερικό της
χώρας.77 Αν και δεν ήταν δυνατόν βεβαίως να υποκατασταθούν όλες οι εισαγωγές, η
ελληνική βιομηχανία εμφανιζόταν το 1939 να τροφοδοτεί το 81,64% της συνολικής
κατανάλωσης βιομηχανικών προϊόντων, ακόμα και μετά την αύξηση της κατανάλωσης των
προϊόντων αυτών κατά 5,24% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.78 Το μεγαλύτερο μέρος
των πρώτων υλών με το οποίο τροφοδοτούνταν τα ελληνικά εργοστάσια και βιοτεχνίες
προερχόταν επίσης από το εσωτερικό της χώρας, σε ποσοστό που κατά τους πρώτους 9
μήνες του 1939 έφτανε το 77,2%. Παρά την σχετική αύξηση των εισαγόμενων πρώτων υλών
τα ποσοστά τους επί του συνόλου μειώνονταν σταθερά.79

ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1993, σελ. 253: «Η χώρα στις αρχές του 1940 μπορεί να μη διέθετε βιομηχανία.
Διέθετε όμως μία περιορισμένη ομάδα ‘βιομηχάνων’ με συνειδητοποιημένα συμφέροντα και
σημαντικές διασυνδέσεις στον τραπεζικό και πολιτικό χώρο.»
77
Αρχικά βεβαίως η παγκόσμια οικονομική κρίση είχε δυσμενείς επιπτώσεις και στην ελληνική
βιομηχανία. Ωστόσο, μετά από μια μικρή πτώση η παραγωγή ανέκαμψε αμέσως σημειώνοντας
άνοδο σχεδόν 70% κατά τη δεκαετία πριν τον πόλεμο. Η πτώση στην απασχόληση ήταν μεγαλύτερη
και χρειάστηκε λίγο περισσότερο χρόνο να ανακάμψει. Ακόμα όμως και αυτή είχε πιάσει τα προ
κρίσης επίπεδα (1928) μέχρι το 1935, και συνέχισε την άνοδο μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου. Βλ.
Βιομηχανική Επιθεώρηση, τεύχος 69, (Μάρτιος 1940): «Από την Έκθεσιν του Α.Ο.Σ.: Η Βιομηχανική
Δραστηριότης κατά το παρελθόν έτος», σελ. 15.
78
Στοιχεία του Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου, όπως αναφέρονται στο: Βιομηχανική
Επιθεώρηση, τεύχος 69, (Μάρτιος 1940): «Από την Έκθεσιν του Α.Ο.Σ.: Η Βιομηχανική Δραστηριότης
κατά το παρελθόν έτος», σελ. 10.
79
Οι εισαγώμενες πρώτες ύλες ανέρχονταν το 1939 στο 108,15% των αντίστοιχων του 1928. Το
ποσοστό αυτό είχε κορυφωθεί το 1938, φτάνοντας το 120,67%, ενώ το 1932 ήταν μόλις 87,74%. Η
χρήση όμως εισαγόμενων πρώτων υλών σε σχέση με το σύνολο των χρησιμοποιούμενων στην
ελληνική βιομηχανία ήταν κάθε χρόνο και μικρότερη, φτάνοντας από το 43,15% κατό το 1928, στο
22,8% κατά το πρώτο εννεάμηνο του 1939. Ο. π. σελ. 11.

62
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

1929 1930 1931 1932 1933 1934 1935 1936 1937 1938

Ιπποδύναμη

Ιπποδύναμη

Ιπποδύναμη

Ιπποδύναμη

Ιπποδύναμη

Ιπποδύναμη

Ιπποδύναμη

Ιπποδύναμη

Ιπποδύναμη

Ιπποδύναμη
Αριθμός

Αριθμός

Αριθμός

Αριθμός

Αριθμός

Αριθμός

Αριθμός

Αριθμός

Αριθμός

Αριθμός
Βιομηχανίες

Μηχανολογικές 2 112 3 120 5 180 3 57 5 143 1 6 5 874 14 355 10 260 7 65


Οικοδομικές 2 30 3 72 0 0 2 10 1 25 3 538 3 85 2 0 8 1.240 8 140
Κλωστοϋφαντουργ. 12 743 8 483 6 238 11 240 2 834 8 130 8 212 7 186 18 852 15 1.162
Ειδών διατροφής 35 1.375 20 751 70 2.113 24 547 20 470 38 1.084 81 1.793 77 2.037 93 2.408 104 2.256
Χημικές 4 210 2 12 1 0 3 51 5 53 11 86 10 81 16 197 18 178 7 30
Κατεργ. Δέρματος 0 0 2 15 0 0 1 7 0 0 3 95 1 70 1 25 1 30 2 83
Χαρτιού-Εκτυπ. 2 680 0 0 2 20 0 0 0 0 1 0 1 70 0 0 6 450 1 5
Ιματισμού 1 15 0 0 0 0 2 53 0 0 0 0 2 7 0 0 0 0 0 0
Κατεργ. Ξύλου 4 50 6 148 9 200 4 28 4 88 2 30 2 62 7 125 6 120 6 231
Μεταλλ. Σιδήρου - - - - - - - - - - 0 0 0 0 0 0 0 0 2 1.700
Καπνού 0 0 1 35 0 0 0 0 0 0 - - - - - - - - - -

Σύνολα *62 *3.215 45 1.636 93 2.751 50 993 37 1.613 67 1.969 **115 ***3.604 124 2.925 160 5.538 152 5.672
Πίνακας 2.1: Ίδρυση Εργοστασίων την δεκαετία πριν την έναρξη του πολέμου (εξαιρούνται τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας). Στοιχεία από τις Στατιστικές
Επετηρίδες 1930-39.
* Επιπλέον ένα εργοστάσιο πλινθοποίησης λιγνίτη, 600 ίππων.
** Το σύνολο όπως το αναφέρει στην Επετηρίδα. Τα άθροισμα των άνω στηλών είναι 113.
*** Το σύνολο όπως το αναφέρει στην Επετηρίδα. Τα άθροισμα των άνω στηλών είναι 3.257.

63
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σταθμικός δείκτης βιομηχανικής παραγωγής (σε ποσότητες, 1928=100)


Κατηγορία βιομηχανίας

Κατεργ. Καπνού

Γενικός Δείκτης
Ειδ. Διατροφής
Κλωστοϋφαντ.

Ειδ. Ιματισμού
Κατ. Δέρματος

Ηλ. Ρεύματος
Μεταλλουργ.

εκτυπώσεων
Μηχανολογ.

Χαρτιού &
Χημικές
Έτος

1928 100,0 100,0 100,0 100,0 100,0 100,0 100,0 100,0 100,0 100,0 100,0
1934 93,4 137,2 153,5 93,6 108,1 100,0 202,4 49,4 102,2 245,8 127,5
1935 82,5 415,1 160,3 122,7 124,6 90,1 164,6 48,6 110,9 288,0 143,2
1936 80,8 306,0 180,3 95,9 134,0 75,5 155,2 40,5 114,1 322,3 141,7
1937 82,4 603,5 186,9 103,1 146,1 61,5 182,1 37,8 114,9 383,1 153,9
1938 81,2 584,2 199,0 104,9 178,5 62,6 173,9 29,9 125,3 433,8 168,1
Πίνακας 2.2: Στοιχεία από: Βιομηχανική Επιθεώρηση, τεύχος 69, (Μάρτιος 1940), «Από την έκθεσιν
του Α.Ο.Σ.: Η βιομηχανική δραστηριότης κατά το παρελθόν έτος», σελ 7.

Όπως φαίνεται από τους πίνακες 2.1 και 2.2, ο βιομηχανικός κλάδος με τις
περισσότερες ιδρύσεις κατά την τελευταία προπολεμική δεκαετία ήταν εκείνος των
τροφίμων, ωστόσο οι περισσότερες από αυτές ήταν σχετικά μικρές, και η συνολική
παραγωγή της κατηγορίας εμφανιζόταν περίπου στάσιμη. Μεγαλύτερη άνοδο σημείωνε ο
μηχανολογικός κλάδος (που ωστόσο αποτελούσε ένα μικρό ποσοστό του συνόλου, γύρω
στο 4,5% σύμφωνα με την επετηρίδα του 1939), και εκείνος της παραγωγής ηλεκτρικού
ρεύματος. Αντίθετα, στις μεταλλευτικές βιομηχανίες η κορύφωση της παραγωγής είχε
συχνά επέλθει στα τέλη του προηγούμενου ή στις αρχές του 20ου αιώνα και η σχετική
παραγωγή εμφάνιζε σχετική κάμψη, αν όχι πάντα σε απόλυτα μεγέθη τουλάχιστον ως
ποσοστό του κλάδου στο σύνολο της οικονομίας, ενώ σημαντική ήταν και η πτώση στην
κατεργασία δερμάτων και ακόμα μεγαλύτερη στα είδη ιματισμού.
Σημαντική ήταν και η ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα, που σαν ποσοστό του ΑΕΠ
είχε σημειώσει πρόοδο τον 20ο αιώνα, αν και είχε πληγεί αρκετά σοβαρά από τις πολεμικές
συγκρούσεις και την κρίση του 1929-32. Οι αποταμιεύσεις είχαν αυξηθεί σημαντικά, και ως
εκ τούτου και τα διαθέσιμα κεφάλαια για δανειοδότηση των επιχειρήσεων, αλλά η
διασπορά των δανείων σε μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων και η ελάχιστη
ανακατανομή ανάμεσα στους διάφορους βιομηχανικούς κλάδους αποτελούσαν, όπως
παρατηρεί και ο Χ. Χατζηιωσήφ, ασφαλή ένδειξη για την περιορισμένη αυτή επέμβαση των
τραπεζών στην εκβιομηχάνιση της χώρας.80 Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο ρόλος
κάποιων τραπεζών ήταν ιδιαίτερα σημαντικός για την Ελληνική οικονομία. Η Εθνική

80
Χατζηιωσήφ, Χρήστος: Η Γηραιά Σελήνη. Η βιομηχανία στην Ελλάδα, 1830-1940. Θεμέλιο, Αθήνα,
1993, σελ. 2001.

64
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Τράπεζα αποτελούσε το μεγαλύτερο δανειοδότη επιχειρήσεων, έχοντας υπό τον έλεγχό της
σημαντικά ποσοστά μετοχών από αρκετές επιχειρήσεις. Την περίοδο του μεσοπολέμου
υπήρξε σημαντικός ο ρόλος της στην προσπάθεια συνένωσης προβληματικών επιχειρήσεων
που βρίσκονταν ουσιαστικά υπό τον έλεγχό της, όπως η Πειραϊκή-Πατραϊκή ή οι
επιχειρήσεις που πέρασαν υπό τον έλεγχο του Μποδοσάκη-Αθανασιάδη.
Η αυξανόμενη διεθνής ανασφάλεια οδήγησε σε ένταση της προσπάθειας
προετοιμασίας της χώρας για ένα πιθανό πόλεμο κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του
1930. Εκτός από κάποιες προμήθειες που ανατέθηκαν σε βιομηχανίες της
κλωστοϋφαντουργίας (στολές κτλ) και των κλάδων των τσιμέντων, μετάλλων και
κατασκευών για οχυρώσεις, κατά την περίοδο αυτή έγιναν σημαντικές παραγγελίες
πυρομαχικών στο Ελληνικό Πυριτιδοποιείο και Καλυκοποιείο (από το οποίο μάλιστα έγιναν
και προσπάθειες υποκατάστασης ειδών που δεν παράγονταν στην Ελλάδα, αλλά η
εισαγωγή τους ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή81), αλλά και στην βιομηχανία εμαγιέ Αθ.
Κώστα.82 Άλλες παραγγελίες για αντικατάσταση υλικού, που όμως δεν παραδόθηκε από
εργοστάσια του εξωτερικού, περιλαμβάνουν αυτή της κατασκευής καλωδίων από την
«Βιομηχανία Καλωδίων Πουλόπουλου και Σια»,83 και πλήθος μικρότερων σε άλλες

81
Παράδειγμα αποτελούν οι πυροσωλήνες βλημάτων των γερμανικών πυροβόλων των 88 χιλιοστών
που είχε παραλάβει ο ελληνικός στρατός. Η ματαίωση της παραγγελίας (από Ουγγαρία) επέβαλε
εξεύρεση λύσης για το άμεσο πρόβλημα που θα μπορούσε να προκύψει, λύση που βρέθηκε με την
μετατροπή βρετανικών πυροσωλήνων των 94 χιλ. Βλ. Παπάγου, Αλέξανδρος: Ο Ελληνικός Στρατός
και η προς Πόλεμον Προπαρασκευή του από Αυγούστου 1923 μέχρι Οκτωβρίου 1940, Ίδρυμα
Γουλανδρή-Χόρν, Αθήνα, 1997, σελ. 228, και Χατζιώτης, Κώστας Χ: Πρόδρομός Μποδοσάκης
Αθανασιάδης, 1891-1979, Ίδρυμα Μποδοσάκη, Αθήνα, 2005, σελ. 171.
82
Η βιομηχανία αύτη είχε ήδη παραδώσει λίγο πριν τον πόλεμο υδροδοχεία στον στρατό (ΕΤΕ,
Α1Σ34Υ9Φ22: «Ελληνική βιομηχαν. Εταιρία Εμαγιέ Α.Ε.»), και στη συνέχεια τής παραγγέλθηκε η
κατασκευή άνω των 100.000 βλημάτων όλμου. Όμως λόγω προβλημάτων εισαγωγών από τη Γαλλία
(ή τουλάχιστον αυτή την αιτία αναφέρει ο Παπάγος, Αλέξανδρος: Ο Ελληνικός Στρατός…, σσ. 259-
260) το νέο εργοστάσιο που ιδρύθηκε για το σκοπό αυτό στο Λαύριο πουλήθηκε στην βιομηχανία
του Μποδοσάκη, η οποία αν και κλήθηκε να βοηθήσει δεν ήρθε σε συμφωνία παρά μόνο για να
αγοράσει το νέο εργοστάσιο. Τελικά το εργοστάσιο αυτό δεν παρέδωσε βλήματα στον ελληνικό
στρατό, αφού η παραλαβή των πρώτων βλημάτων προβλεπόταν κατά τον Μάιο του 1941.
83
Η εταιρεία αυτή σύμφωνα με τον Παπάγο (ο.π. σελ 284-285) ιδρύθηκε επί τούτου «εσπευσμένα»
με τη χρηματοδότηση και την επίβλεψη της Στρατιωτικής Υπηρεσίας, για την αναπλήρωση
ελλείψεων λόγω της μη παράδοσης από την Ιταλία ανάλογης παραγγελίας του φθινοπώρου του
1939 που αφορούσε σε 5 χιλιόμετρα καλωδίων. Η εταιρεία επεκτάθηκε επί κατοχής, μάλλον ως
αποτέλεσμα μεγάλων παραγγελιών των αρχών κατοχής.

65
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ελληνικές βιομηχανίες, μηχανουργεία ακόμα και τεχνικές σχολές. Αποτέλεσμα της


πολεμικής οικονομίας, κατά την περίοδο αυτή, ήταν η ενίσχυση του δεσμού μεγάλης
βιομηχανίας και κράτους, η στροφή κάποιων βιομηχανιών προς κρατικές (και δη πολεμικές)
προμήθειες, η εντατικοποίηση του σχεδιασμού και της πλήρους κινητοποίησης της
οικονομίας, αλλά και η μεγαλύτερη προσοχή στην προμήθεια και κατανάλωση σπάνιων
πρώτων υλών και τροφίμων.84 Αρκετές από τις βιομηχανίες αυτές προκάλεσαν έτσι το
ενδιαφέρον των Γερμανών και των Ιταλών, και με την έναρξη της κατοχής κλήθηκαν
γρήγορα να συνεχίσουν την παραγωγή τους για τον Άξονα.
Σε ό, τι αφορά τέλος το εμπόριο με το εξωτερικό, τη δεκαετία πριν τον πόλεμο η
Γερμανία εκτοπίζει τη Βρετανία και τις ΗΠΑ και σταδιακά γίνεται ο αδιαμφισβήτητος
πρώτος εμπορικός εταίρος της Ελλάδας. Στο Ράιχ αυτή εξάγεται το μεγαλύτερο μέρος των
καπνών – εξάλλου με την παγκόσμια οικονομική κρίση τέτοια προϊόντα «πολυτελείας» δεν
ήταν εύκολο να βρουν αγοραστή στο ελεύθερο εμπόριο – και από αυτό εισάγονται κάποια
ημι-κατεργασμένα προϊόντα και, από τα μέσα της δεκαετίας, όπλα. Η Ιταλία, χώρα
γειτονική, που όμως ποτέ δεν έγινε κύριος εμπορικός εταίρος, μαζί με Ρουμανία (υγρά
καύσιμα) και τους περισσότερο παραδοσιακούς εταίρους, Βρετανία και ΗΠΑ,
συμπληρώνουν την ομάδα των σημαντικών συναλλασσόμενων με την Ελλάδα χωρών.
Το νέο αυτό καθεστώς δημιουργούσε ασφαλώς αντιδράσεις τόσο στην ίδια την
Ελλάδα όσο και στις χώρες που έχαναν την επιρροή τους. Στέλεχος της Βρετανικής
πρεσβείας για παράδειγμα αναφέρει πως πολλοί Έλληνες κάνουν λόγο για μετατροπή της
χώρας σε «Γερμανική αποικία», για κυριαρχία των γερμανο-σπουδαγμένων καθηγητών και
για κατακλυσμό της αγορά με γερμανικά προϊόντα β΄ διαλογής.85 Ο κίνδυνος της οριστικής

84
Οι στενές σχέσεις κάποιων βιομηχάνων με τις ελληνικές κυβερνήσεις ασφαλώς δεν ήταν νέο
φαινόμενο, αλλά οι ανάγκες της περιόδου οδηγούσαν σε ενίσχυσή τους, σε σημείο που, όταν το
1939 προέκυψε πρόβλημα με τον τότε διοικητή της Εθνικής Τράπεζας Αλ. Κορυζή, ο Μποδοσάκης
μπορούσε να επιλύσει το άμεσο πρόβλημα ρευστότητας μέσω του Γενικού Λογιστηρίου του
Κράτους, και να απευθύνεται με άνεση στον Μεταξά για την επίλυση του προβλήματος. Σε άλλη
περίπτωση και πάλι ο Μποδοσάκης συγκρούσθηκε με τον Παπάγο λόγω της ανάκλησης ενός
στρατηγού που είχε προσλάβει ο πρώτος ως υπεύθυνο ασφάλειας για τα πυρομαχικά στο
εργοστάσιό του το Νοέμβρη του 1940. Και πάλι ο Μποδοσάκης απευθύνθηκε στον Μεταξά και
τελικά (μετά και από εμφάνιση του βασιλιά, σύμφωνα με τον Μποδοσάκη) ο στρατηγός παρέμεινε
στη δούλεψή του. Βλ. Χατζιώτης, Κώστας Χ.: Πρόδρομος Μποδοσάκης…, σσ. 152-154 και 172-173
αντίστοιχα.
85
ΤΝΑ, FO 286/1136, 22 Οκτωβρίου 1936. Στον ίδιο φάκελο υπάρχουν αρκετά έγγραφα που δείχνουν
την Βρετανική ανησυχία για την αυξανόμενη γερμανική επιρροή στην περιοχή, όπως το

66
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

απώλειας της βρετανικής επιρροής στην περιοχή οδήγησε σε μια προσπάθεια κρατικής
επιδότησης βρετανικών επιχειρήσεων για να αγοράσουν Ελληνικό καπνό χωρίς επιτυχία.86
Η έναρξη του πολέμου στην Ευρώπη θα έχει ως αποτέλεσμα μια περισσότερο οργανωμένη
προσπάθεια αγορών ελληνικών προϊόντων από τη Βρετανία με σκοπό τη στήριξη της
ελληνικής οικονομίας και τον προσεταιρισμό της χώρας, ή τουλάχιστον την αποτροπή της
πιθανότητας η οικονομική εξάρτηση της Ελλάδας από τη Γερμανία να οδηγήσει και σε
πολιτικο-στρατιωτική συστράτευση.87 Ωστόσο, αν και υπογράφηκαν κάποιες συμφωνίες, η
όλη προσπάθεια δεν είχε ιδιαίτερο αποτέλεσμα, αφού οι βρετανικές δυνατότητες

“Memorandum respecting German Economic Penetration in Central Europe, the Balkans and Turkey”
(20 August 1936), αριθμός αναφορών, που μεταξύ άλλων σχολιάζουν και την επίσκεψη του Schacht
στην Αθήνα, αλλά και αποκόμματα από τον τύπο της εποχής. Ένα από αυτά (“Messager d’ Athènes”,
15/3/36), έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «το Ράιχ κατακτά τα Βαλκάνια» (“Le Reich Conquiert les
Balkans”). Παρόμοια είναι η εντύπωση που δημιουργούν και άλλοι σχετικοί βρετανικοί φάκελοι της
περιόδου.
86
Βλ. τους σχετικούς φακέλους: ΤΝΑ, BT 11/1062 (για το 1939) BT 11/1337 (για το 1940) και BT
11/2364 (για τη συνολική ιστορία του ζητήματος). Μόλις το 2,61% των εισαγώμενων καπνών στη Μ.
Βρετανία κατά το 1937 ήταν από χώρες εκτών των ΗΠΑ και των αποικιών (βλ. Βογιατζόγλου,
Αλεξάνδρος Ι., Γιοχαλάς Σ., Γρηγοριάδης Μ. & Μοσκώφ Κ.: Τα Ελληνικά Καπνά εις την Βρετανικήν
Αγοράν, ανατύπωση εκ της «επιθεωρήσεως Κοινων. και Δημοσίας Οικονομικής», τεύχος Δ΄, 1938,
Πυρσός, Αθήνα, 1938, σελ.15).
87
Πέραν από τον καπνό, τους Βρετανούς απασχόλησαν και τα ελληνικά μεταλλεύματα (κυρίως
λευκόλιθου) και φρούτα, αλλά και η παροχή πρώτων υλών όπως μαλλιού, χημικών, δερμάτων και
άνθρακα για τις ελληνικές βιομηχανίες καθώς και η χρήση ελληνικών πλοίων για βρετανικές
μεταφορές. Βλ. ΤΝΑ, FO 371/23765 και FO 371/23766. Η σημασία της οικονομικής διείσδυσης της
Γερμανίας στη νοτιοανατολική Ευρώπη είχε γίνει ορατή από νωρίς, και ανησυχούσε ιδιαίτερα τους
Βρετανούς και τους Γάλλους. Λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα του πολέμου για παράδειγμα, άρθρο
σε βρετανικό εξειδικευμένο περιοδικό διεθνών σχέσεων (ουσιαστικά πρόκειται για τα πρακτικά
ομιλίας και των συζητήσεων που ακολούθησαν) περιέγραφε τις ανησυχητικές γερμανικές επιτυχίες
που ωθούσαν τις χώρες της περιοχής να ενταχθούν στη γερμανική σφαίρα, αν και θεωρούσε πως οι
γερμανικοί στόχοι ανησυχούσαν συχνά και τους ίδιους τους κατοίκους των Βαλκανίων. βλ. Fisher,
Allan G. B.: “The German Trade Drive in South-Eastern Europe” στο: International Affairs (Royal
Institute of International Affairs 1931-1939), Vol. 18, No. 2 (Mar. - Apr., 1939), σσ. 143-170. Αν και
μεταπολεμικά επιχειρήθηκε κάποια στιγμή να παρουσιαστούν οι σχετικά «κλειστές» αυτές
εμπορικές σχέσεις του Ράιχ με τη νοτιοανατολική Ευρώπη ως περισσότερο επωφελείς για την
τελευταία, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ίσχυε. βλ. Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of
Wartime Greece…, κυρίως σσ. 18-24.

67
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μεταφοράς και απορρόφησης ελληνικών προϊόντων σε καιρό πολέμου ήταν περιορισμένες,


ενώ σύντομα άλλα γεγονότα (Ιταλική και αργότερα Γερμανική εισβολή) θα έκριναν τη θέση
της Ελλάδας.
Στο εσωτερικό της Ελλάδας, η ανάδειξη της Γερμανίας ως πρώτου εμπορικού
εταίρου της χώρας είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σχέσεων με Γερμανούς οικονομικούς
παράγοντες και εταιρείες, σχέσεις (κάποιες φορές προσωπικές αλλά συνήθως εμπορικές –
εξαγωγές προϊόντων, γερμανικός μηχανικός εξοπλισμός κτλ) που σε αρκετές περιπτώσεις
θα παίξουν ρόλο κατά την κατοχή. Αντίθετα οι άλλες χώρες του Άξονα έχουν σχετικά μικρό
μερίδιο στις εμπορικές σχέσεις της χώρας. Μόνο τα καύσιμα της Ρουμανίας έχουν κάποιο
σημαντικό μερίδιο, η Ιταλία περιορίζεται σε μικρές σχετικά συναλλαγές, ενώ Βουλγαρία και
Ουγγαρία έχουν ακόμα μικρότερο, αν και όχι ανύπαρκτο μερίδιο (υπάρχουν
υπογεγραμμένες σχετικές συμφωνίες κλήρινγκ). Παρά την προσπάθεια της Ιταλίας για
ένταξη τμήματος τουλάχιστον των Βαλκανίων στο δικό της ζωτικό χώρο, τελικά η οικονομία
της περιοχής παρέμενε στενά συνδεδεμένη με τη Γερμανία και η Ιταλία δεν μπορούσε παρά
να παίζει τον δεύτερο ρόλο.88

2.2 Σχέδια και Οικονομικές πολιτικές για την κατεχόμενη Ελλάδα

Η Ελλάδα, δεν αποτελούσε αρχικά βασικό στόχο για ενσωμάτωση στο Ράιχ και ως εκ
τούτου δεν είχε καταστρωθεί προπολεμικά κάποιο γνωστό στρατιωτικό σχέδιο για την
κατάκτησή της. Η βασική αιτία βεβαίως ήταν ότι τα περισσότερα από τα ελληνικά προϊόντα
(όπως και εκείνα άλλων βαλκανικών κρατών) που θεωρούνταν χρήσιμα για τη γερμανική
οικονομία (μεταλλεύματα, καπνός κλπ) αγοράζονταν ήδη από το Ράιχ με ειδικές συμφωνίες
συμψηφιστικού εμπορίου (κλήρινγκ) στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1930.
Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Γερμανία
έφταναν σε αξία περίπου το 38,5% του συνόλου το 1938, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές

88
Για τα διλλήματα της Ιταλίας και την προσπάθεια ένταξης της περιοχής στη δική της σφαίρα βλ.
Rodogno, Davide: Fascism’s European Empire. Italian Occupation During the Second World War,
Cambridge University Press, Cambridge, 2006, κυρίως σσ. 24-57, 203-210 και 233-243. Στους 3
«κύκλους» της νέας ιταλικής αυτοκρατορίας (Μεγάλη Ιταλία, λοιπές Ευρωπαϊκές χώρες του ιταλικού
ζωτικού χώρου και αποικίες), η Ελλάδα θα βρισκόταν θεωρητικά στη δεύτερη, ενδιάμεση ζώνη.

68
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πλησίαζαν το 29%.89 Σε βορειότερες βαλκανικές χώρες τα ποσοστά συχνά ήταν ακόμα


μεγαλύτερα.
Τα κράτη της νοτιοανατολικής Ευρώπης προορίζονταν λοιπόν να παραμείνουν
τυπικά ανεξάρτητα, εφοδιάζοντας όμως τον Άξονα με τις πρώτες ύλες τους. Εξάλλου, η
Μεσόγειος και (τουλάχιστον) το νότιο και δυτικό μέρος της Βαλκανικής θα ήταν
περισσότερο τμήμα του ιταλικού ζωτικού χώρου (“Spazio Vitale”), τα ασφαλέστερα δε από
την θαλάσσια κυριαρχία του βρετανικού ναυτικού βορειότερα κράτη της Βαλκανικής
(Ρουμανία, Βουλγαρία), αναβαθμίζονταν μέσω της ένταξής τους στο στρατόπεδο του
Άξονα, πράξη από την οποία έλπιζαν να επωφεληθούν διευρύνοντας τα σύνορά τους.90
Οι στενές οικονομικές σχέσεις των Βαλκανίων με τη Γερμανία και ειδικά η αρκετά
ικανοποιητική για το Ράιχ λειτουργία του συστήματος του συμψηφιστικού εμπορίου σε όλη
σχεδόν τη δεκαετία του 1930 ενίσχυσε την εμφάνιση της περιοχής ως μοντέλου για τις
μελλοντικές οικονομικές σχέσεις που η Γερμανία θα επιδίωκε να έχει με τις ανεξάρτητες
χώρες. Έτσι η νοτιοανατολική Ευρώπη, έβρισκε τον ρόλο της ως τροφοδότη τροφίμων και
πρώτων υλών (κυρίως ορυκτών και βιομηχανικών γεωργικών προϊόντων) του ευρωπαϊκού
Μεγάλου Χώρου.
Ωστόσο, οι περιορισμοί της παραγωγής (σε κάποιους ειδικά τομείς) και οι
σημαντικές ελλείψεις σε υποδομές δρούσαν ανασταλτικά στην ανάδειξη της περιοχής σε
κάτι παραπάνω από περιφερειακή αγορά για αρκετές γερμανικές εταιρείες, τουλάχιστον
πέχρι τον πόλεμο. Χαρακτηριστική είναι η φράση με την οποία ο Bosch της I. G. Farben
περιέγραφε τα Βαλκάνια: “Hoffnungsmarkt” (δηλ. «αγορά προσδοκιών» με περιορισμένες
άμεσες προοπτικές). Οι πωλήσεις της εταιρείας στην περιοχή αυξήθηκαν ως ποσοστό των
πωλήσεων στο εξωτερικό από 15% το 1932 στο 24% το 1940. Όμως η αύξηση αυτή ήταν

89
Η Ιταλία, αν και δεν είχε εντελώς αμελητέο ποσοστό, δεν πλησίαζε τα διψηφία νούμερα. Στοιχεία
από: Στατιστική του Εμπορίου της Ελλάδος μετά των Ξένων Επικρατειών κατά το έτος 1939 (τόμος Ι,
Ε.Τ., Αθήνα 1946) και Μηνιαίο Δελτίο του Ειδικού Εμπορίου της Ελλάδος μετά των Ξένων
Επικρατειών, Δεκέμβριος 1939 (Ε.Τ., Αθήνα 1939), της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος.
90
Η αδυναμία της Ελλάδας να προστατεύσει τα εκτενή θαλάσσια σύνορά της, αλλά και η
φιλοβρετανική κλίση του βασιλιά της έκαναν την ένταξή της στο γερμανικό στρατόπεδο πρακτικά
αδύνατη. Επιπλέον, οι στενές σχέσεις των Ελλήνων πλοιοκτητών με το Λονδίνο (αρκετά σκάφη
μετέφεραν μάλιστα εφόδια για τη Βρετανία από το 1939) και τελικά η ιταλική επίθεση, οδήγησαν
στην αποτελμάτωση και τελικά στην ανατροπή των γερμανικών σχεδιασμών για την ομαλή ένταξη
της ελληνικής οικονομίας στη γερμανική Νέα Ευρώπη. Μέχρι το 1939-1940 πάντως οι γερμανικές
εκτιμήσεις υπολόγιζαν σε μια τυπικά ουδέτερη (και πάντως όχι φιλοσυμμαχική) Ελλάδα από την
οποία θα συνέχιζαν να εφοδιάζονται τα απαραίτητα.

69
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μικρότερη του προσδοκώμενου. Σε ότι αφορά τα έσοδα από της πωλήσει μάλιστα η
κατάσταση ήταν χειρότερη: το ποσοστό των εσόδων από τις πωλήσεις της εταιρείας στα
Βαλκάνια έβαινε μειούμενο ποσοστό φτάνοντας από 6,9% το 1932 στο 3,7% το 1940.
Σύμφωνα με μια έκθεση του κεντρικού τμήματος προμηθειών της I. G. Farben λίγο πριν την
έναρξη του πολέμου, τα Βαλκάνια αντιπροσώπευαν σημαντική αγορά σε 4 μόνο από τις 51
ύλες που θεωρούνταν βασικές για την εταιρεία. Από αυτές το χρώμιο, ο βωξίτης και το
αντιμόνιο που παρήγαγε η περιοχή θεωρούνταν κακής ποιότητας και πολύ ακριβές. Έτσι η
διείσδυση της επιχείρησης στην περιοχή ήταν περιορισμένη και μόνο στη Σλοβακία υπήρξε
από νωρίς διείσδηση σημαντικής έκτασης.91
Όμως οι πολιτικές εξελίξεις οδήγησαν στη μεγάλη αύξηση της σημασίας της
νοτιοανατολικής Ευρώπης για τη γερμανική οικονομία. Η διαφαινόμενη αποκοπή της
Γερμανικής οικονομίας από την (κυρίως Λατινική) Αμερική, την Αφρική, την Αυστραλία και
την Άπω Ανατολή (ειδικά μετά την έναρξη του πολέμου), σήμαινε πως πολλές από τις
απαραίτητες πρώτες ύλες θα σπάνιζαν και συνεπώς έπρεπε να γίνει προσπάθεια να
εξασφαλιστούν και να αναπτυχθούν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό οι πόροι των
Βαλκανίων. Χαρακτηριστικό είναι πως στο γραφείο δημοσίων οικονομικών της I. G. Farben
συγκεντρώθηκαν ανάμεσα στο 1933 και 1944 συνολικά 547 μελέτες για την οικονομία της
νοτιοανατολικής Ευρώπης, αρκετές από τις οποίες αφορούσαν (και) την Ελλάδα.92 Η
«προσδοκίες» έπρεπε να πραγματωθούν, αφού η αυξανόμενη γερμανική εξάρτηση από
τους πόρους της περιοχής δεν άφηνε άλλα περιθώρια.
Στα πλαίσια αυτά δημιουργήθηκαν νέες ειδικές γερμανικές «εταιρείες» ή
οργανώσεις, με σκοπό την ανάπτυξη της βαλκανικής παραγωγής σε κλάδους που
ενδιέφεραν γερμανικές επιχειρήσεις, όπως η (ιδιωτική) Mitteleuropäische Wirtschaftstag
που ιδρύθηκε ήδη από το 1931 για προώθηση των συμφερόντων γερμανικών επιχειρήσεων
και η (ουσιαστικά δημόσια) Südosteuropa-Gesellschaft που το 1940 ανέλαβε τον σχεδιασμό
οικονομικών πολιτικών για την εκμετάλλευση της νοτιοανατολικής Ευρώπης.93 Οι περιοχές

91
Hayes, Peter: Industry and Ideology, IG Farben in the Nazi Era, (second edition), Cambridge
University Press, Cambridge, 2001 [1987], σσ. 297-316.
92
Hayes: Industry…, σελ. 301. Οι μελέτες που συνέταξε ανάμεσα στα έτη 1935-41 μόνο το τμήμα
Eθνικής Oικονομίας (Volkswirtschaftliche Abteilung) της εταιρείας ειδικά την Ελλάδα ανέρχονταν σε
33. Βλ. Schmelzer, Janis & Seckendorf, Martin: “IG Farbenindustrie AG und deutsche
Okkupationspolitik in Griechenland. Ein bislang nicht beachtetes Dokument vom 21. April 1941”, σελ.
39, στο: Sozial. Geschichte τ. 20, τεύχος 2 (2005), σσ. 33-48.
93
Orlow, Dietrich: The Nazis in the Balkans. A Case Study of Totalitarian Politics, University of
Pittsburg Press, 1968 και Freytag, Carl: Deutschlands "Drang nach Südosten": Der Mitteleuropäische

70
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

της παλιάς Αυστρίας προορίζονταν μάλιστα για περιφερειακό οικονομικό και διοικητικό
κέντρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης, σε μιας μορφής έμεση αναβίωση οικονομικών
σχέσεων της περιόδου προ του προηγούμενου παγκοσμίου πολέμου.94
Ωστόσο δεν συμφωνούσαν όλοι οι οικονομικοί παράγοντες για τον ρόλο της
νοτιοανατολικής Ευρώπης ως απλού προμηθευτή πρώτων υλών και γεωργικών προϊόντων.
Αν και οι περισσότερες επιχειρήσεις και πολιτικοί παράγοντες προτιμούσαν μια ευρωπαϊκή
περιφέρεια απόλυτα εξαρτημένη για την εισαγωγή βιομηχανικών ειδών από το
βιομηχανικό κέντρο της Γερμανίας, θέτοντας κατά διαστήματα και εμπόδια σε προσπάθειες
εκβιομηχάνισης της περιοχής, υπήρχαν και διαφορετικές απόψεις.95 Ο Max Ilgner, επίσης
διευθυντικό στέλεχος της I. G. Farben, παρουσίασε σε μία σειρά από δημόσιες αναφορές
του ανάμεσα στο 1935 και το 1943 ένα εναλλακτικό σχέδιο για τη λύση του χρόνιου

Wirtschaftstag und der - Ergänzungsraum Südosteuropa- 1931 1945, Zeitgeschichte im Kontext Bd. 7,
V & R Unipress, Viena Univeristy Press, Vienna, 2012.
94
Τα σχέδια για την πρωτοκαθεδρία της Αυστρίας στην περιοχή προϋπήρχαν βεβαίως της ναζιστικής
Γερμανίας, και συνέχισαν να εκφράζονται ακόμα και μετά τη διάλυση της άλλωτε ισχυρής
Αυστρουγγαρίας. Συχνά μάλιστα ήταν και Γερμανοί που εξέφραζαν την άποψη αυτή, όταν
προσπαθούσαν να πείσουν τους Αυστριακούς για την ένωση (μερική ή πλήρη) με τη Γερμανία. Το
1931 για παράδειγμα, ο Carl Duisberg της I.G. Farben δήλωνε: «όσον αφορά την αξιολόγηση της
γερμανοαυστριακής τελωνιακής ένωσης… θα χρειασθεί να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε το
πρώτο αυτό βήμα να αποτελέσει την τοπική απαρχή για τη δημιουργία μιας μείζοντος κεντρικής
ευρωπαϊκής οικονομικής περιοχής. Αν καταστεί δυνατό να επιτευχθούν οικονομικές συμφωνίες και
με τη Ν.Α. Ευρώπη, η Αυστρία θα αποκτήσει αναμφισβήτητα νέα σημασία ως σημαντική γέφυρα
νοτιοανατολικά». D. Eichholtz: «Οικονομικές πλευρές της πολιτικής των γερμανικών δυνάμεων
κατοχής στην Ελλάδα», σελ. 220, στο: Φλάισερ, Χ. & Σβορώνος, Ν. (Επιμ.): Η Ελλάδα 1936-1944.
Δικτατορία, Κατοχή, Αντίσταση, Μορφωτικό Ινστιτούτο ΑΤΕ, Αθήνα, 1989, σσ. 219-226. Κάποιες από
τις απόψεις αυτές μοιραζόταν και το ναζιστικό κόμμα, το «υπουργείο εξωτερικών» του οποίου
(Außenpolitsches Amt der NSDAP) είχε εξετάσει μάλιστα την δημιουργία «Νοτιοανατολικού
Ινστιτούτου» στη Βιέννη από το 1938, ενώ ανάμεσα στους στόχους της ίδρυσης της SOEG το 1940
από το RWM ήταν να καταστεί η Βιέννη (έδρα της SOEG) το σημαντικότερο διακίνησης αγροτικών
προϊόντων της ευρύτερης περιοχής και «ένα παράδειγμα για την ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής
οικονομίας». Βλ. Orlow, Dietrich: The Nazis in the Balkans. A Case Study of Totalitarian Politics,
University of Pittsburg Press, 1968, σσ. 25 και 49.
95
Χατζηιωσήφ: «Όψεις της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια της κατοχής, 1941-1945», σσ. 115-
116, στο συλλογικό: Επιστημονικό Συμπόσιο στη Μνήμη Νίκου Σβορώνου (30 και 31 Μαρτίου 1990),
Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (ιδρυτής Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα,
1993, σσ. 107-173.

71
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εξαγωγικού προβλήματος της Γερμανίας: την επέμβαση στην εκβιομηχάνιση του κόσμου. Ο
Ilgner θεωρούσε πως η παγκόσμια ανάπτυξη θα δημιουργούσε νέες ευκαιρίες για πωλήσεις
γερμανικών προϊόντων στο εξωτερικό. Θεωρούσε μάλιστα ότι οι μεγαλύτερες ευκαιρίες
ανάπτυξης υπήρχαν στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, κυρίως σε τομείς εντάσεως εργασίας.
Ένας σωστός σχεδιασμός θα προφύλασσε και από το δυσάρεστο ενδεχόμενο η ανάπτυξη
των περιοχών αυτών να τις καθιστούσε ανταγωνιστικές της ανεπτυγμένης Γερμανίας. Το
πρόγραμμα αυτό προϋπέθετε την μεταφορά πόρων από τους εξοπλισμούς και την
προσπάθεια αυτάρκειας στις επιλεγμένες για εκβιομηχάνιση χώρες.96
Όσο όμως και αν προσπάθησε ο Ilgner να βρει μια συμβιβαστική λύση που θα
επέτρεπε τον συνδυασμό τους (απευθυνόμενος ακόμα και κατευθείαν στον Göring) δεν τα
κατάφερε και ίσως να έπεφτε σε δυσμένεια αν δεν είχε καλές σχέσεις με το ναζιστικό
κόμμα. Οι περισσότερες εξάλλου απόψεις Γερμανών παραγόντων της εποχής ήταν υπέρ
μιας νοτιοανατολικής Ευρώπης απλού τροφοδότη παραγωγικών πόρων και τροφίμων.
Υπήρχαν βεβαίως και διαφορές στις απόψεις αυτές. Ο Ulrich von Hassell για παράδειγμα σε
υπόμνημά του προς τη Mitteleuropäische Wirtschaftstag (Σεπτέμβριος 1941), υποστήριζε
πως η νοτιοανατολική Ευρώπη είχε «βαθμό ικανότητας για οικονομική ανάπτυξη, που
παρόμοιός του δεν υπάρχει στην Ευρώπη», γιατί συνδύαζε «πλατιά, ικανή για σημαντική
άνοδο αγροτική βάση» και «ανεκμετάλλευτο πλούτο σε ορυκτά με (διαφοροποιημένες στην
Ουγγαρία) οικονομικά και κοινωνικά υποτυπώδεις σχέσεις, συνδυασμένες με έλλειψη
κεφαλαίου» και ως εκ τούτου η «αγροτική οικονομία έπρεπε να μείνει στην πρώτη θέση».
Ταυτόχρονα όμως θεωρούσε πως «η πρόταση που έχει γίνει κατά καιρούς ώστε η

96
Οι πρώτη μορφή των σχεδίων έγινε ευρύτερα γνωστή με τη δημοσίευση το 1936 του βιβλίου του
Anton Reitinger: Das wirtschaftliche Gesicht Europas, που μεταφράστηκε μάλιστα τον επόμενο χρόνο
και στα γαλλικά ως Le visage économique de l’ Europe. Βλ. και Hayes: Industry…, σσ. 160-161, 196 και
300-302. Εξάλλου πριν περίπου το 1941-42 οι περισσότεροι ιθύνοντες του Ράιχ δεν ήθελαν να
ακούσουν για εκβιομηχάνιση άλλων χώρων, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε την εμφάνιση νέων
ανταγωνιστών και τη μείωση των κερδών από τις εξαγωγές. Ο Reitinger, επικεφαλής του οικονομικού
τμήματος της I.G. Farben, ήταν βεβαίως υπέρ της εννοποιημένης ευρωπαϊκής σφαίρας υπό
γερμανική ηγεσία, και πίστευε πως η νοτιοανατολική Ευρώπη παρουσίαζε τις καλύτερες προοπτικές
για την ανάπτυξη της «σφαίρας» αυτής, αφού έτσι κι αλλιώς ήταν στενότερα συνδεδεμένη με τις
κεντροευρωπαϊκές οικονομίες (κυρίως της Γερμανία) σε σχέση με τις δυτικότερες ή βορειότερες
χώρες, οι οποίες διατηρούσαν στενές σχέσεις με την Αμερική και τις αποικίες τους. Βλ. για
παράδειγμα την διάλεξη που έδωσε το 1942, στο: Lipgens, Walter (ed.): Documents on the History of
European Integration: vol. 1, Continental plans for European Union, 1939-1945, Walter de Gruyter,
Berlin, 1985, σσ. 109-111.

72
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Νοτιοανατολική Ευρώπη να γίνει ωφέλιμη για τη Γερμανία, προπαντός μέσω μεγάλων


αποστολών μεταναστών εργατών, αντί της εντατικοποίησης της τοπικής οικονομίας, δεν
αποτελεί πραγματικά χρήσιμο μέσο για να προωθηθεί οικονομικά και κοινωνικά η
Νοτιοανατολική Ευρώπη», και αποδεχόταν μια πιο περιορισμένη εκδοχή των προτάσεων
Ilgner, υποστηρίζοντας την βελτίωση του μεταφορικού δικτύου στην περιοχή, την
προσπάθεια αύξησης της στρεμματικής απόδοσης των καλλιεργειών σε συνδυασμό με την
στροφή σε φυτά υψηλότερης αξίας, αλλά και μια περιορισμένη εκβιομηχάνιση που «θα
πρέπει να προσανατολιστεί σε πρώτη γραμμή στη γεωργική παραγωγή, από τη μία μεριά
και τις υπάρχουσες πρώτες ύλες, από την άλλη.»97
Στα ευρύτερα αυτά σχέδια η Ελλάδα είχε κάπως ιδιάζουσα θέση, αφού από τη μία
η οικονομία της ήταν στενά συνδεδεμένη με τη γερμανική, αλλά, από την άλλη, οι ανάγκες
της διπλωματίας υπαγόρευαν την τοποθέτηση της χώρας στην ιταλική σφαίρα επιρροής. 98
Όμως η μονομερής απόφαση του Μουσολίνι να επιτεθεί στην Ελλάδα και η αποτυχία του
ιταλικού στρατού να καταφέρει να την κατακτήσει, οδήγησαν τελικά στην γερμανική
εισβολή, με τελική συνέπεια την εδραίωση της κυριαρχίας της Γερμανίας στον τομέα της
εκμετάλλευσης των ελληνικών πόρων. Αν και η ιταλική ζώνη περιλάμβανε περίπου τα 2/3
του ελληνικού εδάφους, ο διαμοιρασμός αυτός της χώρας σε ζώνες ευθύνης και η
θεωρητική πρωτοκαθεδρία (“Preponderenza”) της Ιταλίας περιοριζόταν μάλλον
περισσότερο σε ζητήματα φύλαξης και αστυνόμευσης παρά σε αυτά της οικονομίας. Η νίκη
των γερμανικών όπλων, η σχετικά καθυστερημένη είσοδος των Ιταλών στα μεγάλα
βιομηχανικά και διοικητικά κέντρα της χώρας, και το βάρος της γερμανικής οικονομίας στην
συνολική παραγωγή του Άξονα σήμαινε πως οι γερμανικές επιχειρήσεις, αλλά και αρμόδιες
κρατικές αρχές (Οργανισμός Τετραετούς Σχεδίου, Γραφείο Αμυντικής Οικονομίας της
Wehrmacht κλπ) θα είχαν την ευκαιρία να εξασφαλίσουν πολλούς από τους σημαντικούς

97
Εκτενές απόσπασμα από τις προτάσεις αναπαράγεται μεταφρασμένο στο: Μάρτιν Ζέκεντορφ
(επιμ.): Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό, Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, Σύγχρονη
Εποχή, 1991, σσ. 93-96.
98
Παρά τη συχνή αναφορά στη Νοτιοανατολική Ευρώπη ως μια ενιαία περιοχή, οι γερμανικές αρχές
είχαν για μεγάλο διάστημα άτυπα διαχωρίσει τις χώρες της περιοχής σε δύο ζώνες: την περιοχή του
Δούναβη με τις γειτονικές του χώρες (Ουγγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία, Βουλγαρία) και τις χώρες της
ιταλικής σφαίρας (Ελλάδα, Κροατία, Αλβανία). Orlow, Dietrich: The Nazis in the Balkans. A Case Study
of Totalitarian Politics, University of Pittsburg Press, 1968, σελ. 111. Εξάλλου, η Ελλάδα, αν και δεν
ανήκε στις ανεπτυγμένες οικονομίες της δυτικής Ευρώπης ήταν λιγότερο αγροτική και περισσότερο
πλούσια (σε όρους κατά κεφαλή ΑΕΠ) από τις περισσότερες χώρες της Ν.Α. Ευρώπης.

73
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

οικονομικούς στόχους που επιθυμούσαν.99 Σε ό, τι αφορούσε ζητήματα εκμετάλλευσης του


πλούτου της κατεχόμενης Ευρώπης οι Ιταλοί ήταν για τους Γερμανούς περισσότερο
ανταγωνιστές που έπρεπε να παραγκωνιστούν παρά σύμμαχοι.
Χαρακτηριστικό των γερμανικών βλέψεων είναι ένα έγγραφο που συντάχθηκε
σχεδόν αμέσως μετά την ελληνική συνθηκολόγηση, αλλά πριν ακόμα τελειώσουν οι
εχθροπραξίες σε ελληνικό έδαφος (η μάχη της Κρήτης θα ξεκινούσε περίπου δύο βδομάδες
αργότερα) και πριν να μπουν οι Ιταλοί στην Αθήνα. Στο έγγραφο αυτό, που συντάχθηκε στις
αρχές Μαΐου 1941, ο Georg Thomas (στρατηγός, επικεφαλής του Γραφείου Αμυντικής
Οικονομίας και Εξοπλισμών της Ανώτατης Διοίκησης της Wehrmacht – WiRü Amt der OKW),
δήλωνε προς τον Göring πως «έχει σημασία να αποσπάσουμε ορισμένες επιχειρήσεις στην
Ελλάδα από τη λαβίδα των Ιταλών ώστε έτσι να εξασφαλίσουμε αυτές οι παραγωγικές
μονάδες να είναι απεριόριστα στη διάθεση της γερμανικής οικονομίας», εστιαζόμενος
κυρίως στα μεταλλεία νικελίου και χρωμίου, στις τράπεζες και στην πολεμική βιομηχανία.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, η σχετική εντολή του στρατάρχη Göring (με την ιδιότητα του
πληρεξούσιου για το Τετραετές Σχέδιο) για τη νοτιοανατολική Ευρώπη απαιτούσε την
μεταφορά στο Ράιχ όσων μέσων παραγωγής κρίνονταν κατάλληλα. Στο ίδιο πνεύμα ο M.
Ilgner έγραφε σε επιστολή του προς τον Karl Clodius (του γερμανικού υπουργείου
εξωτερικών), σχετικά με τις επιθυμίες της εταιρείας του, ότι έπρεπε «τα οικονομικά
συμφέροντα της Γερμανίας όμως σ’ αυτές τις περιοχές [της νοτιοανατολικής Ευρώπης] να
διαφυλαχθούν όσο το δυνατόν περισσότερο…». Είναι προφανές ότι – στη συγκεκριμένη
τουλάχιστον περίπτωση – τα συμφέροντα της Γερμανίας ταυτίζονταν για τον Ilgner με τα
συμφέροντα της I.G. Farben.100

99
Στις 21-22 Απριλίου 1941 είχαν γίνει διαπραγματεύσεις στη Βιέννη μεταξύ των υπουργών
εξωτερικών Γερμανίας και Ιταλίας για τον διαμοιρασμό των ζωνών στα Βαλκάνια. Η σχετική ασάφεια
ως προς τον ακριβή προσδιορισμό της λείας φαίνεται να έπαιξε ρόλο στην προσπάθεια των
Γερμανών να προλάβουν τους συμμάχους τους. Schmelzer, Janis & Seckendorf, Martin: “IG
Farbenindustrie AG und deutsche Okkupationspolitik in Griechenland. Ein bislang nicht beachtetes
Dokument vom 21. April 1941”, σελ. 38, στο: Sozial. Geschichte τ. 20, τεύχος 2 (2005), σσ. 33-48.
100
Τα σχετικά έγγραφα αναπαράγονται στο Μάρτιν Ζέκεντορφ (επιμ.): Η Ελλάδα κάτω από τον
αγκυλωτό σταυρό, Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, Σύγχρονη Εποχή, 1991, σσ. 59, 70-77 και
62-64 αντίστοιχα. Για το πρωτότυπο του εγγράφου του Thomas βλ. επίσης: BA-MA, RW 19/5533,
“Vortgagsnttiz für den Herrn Reichsmarschall. Betr. Sicherung deutscher Wirtschaftsinteressen in
Griechenland”, 5/5/1941 (ως ημερομηνία ο Ζέκεντορφ αναφέρει – μάλλον λανθασμένα – 3/5/1941).
Αρχικός στόχος της I.G. Farben στην Ελλάδα σε ό, τι αφορά τα πιο συγκεκριμένα, εταιρικά της
συμφέροντα, ήταν η ακύρωση της ελληνικής προσπάθειας αντικατάστασης των εισαγωγών

74
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η εξασφάλιση αυτή των γερμανικών συμφερόντων πήρε τη μορφή εξαγοράς


μετοχών κάποιων σημαντικών επιχειρήσεων, ή υπογραφής μακροπρόθεσμων συμβολαίων
με κάποιους Έλληνες ιδιοκτήτες ορυχείων ή άλλων επιχειρήσεων, αρκετές από τις οποίες
επιτάχθηκαν εκ νέου από τη Wehrmacht, για να συνεχίσουν την πολεμική παραγωγή που
είχαν ξεκινήσει (συχνά και πάλι ως επιταγμένες) για την ελληνική πολεμική προσπάθεια.101
Μερικές άλλες γερμανικές εταιρείες έσπευσαν να επωφεληθούν υπογράφοντας συμφωνίες
με τις αρχές κατοχής και την κατοχική κυβέρνηση, ειδικά στην αρχή της κατοχής, πριν ο
πληθωρισμός δυσκολέψει ως ένα βαθμό τη δράση τους.102 Αν και η μορφή της ελληνικής
εμπόλεμης οικονομίας (κεντρικός έλεγχος κρίσιμων πρώτων υλών και ενέργειας, επιτάξεις
βιομηχανιών με πολεμική παραγωγή κλπ) προσφερόταν για την εκμετάλλευση της
ελληνικής οικονομίας, οι Γερμανοί προχώρησαν στη δημιουργία και μια ολοένα και
πολυπλοκότερη σειρά υπηρεσιών, συχνά χαρακτηριζόμενη από αλληλεπικαλύψεις,
υπηρεσιακούς ανταγωνισμούς και μεταβολές στην ονομασία ή στη δικαιοδοσία τους,
πάντα όμως με γενικό σκοπό την προώθηση των γερμανικών συμφερόντων στη χώρα.
Κάποιες από τις μονάδες ή αρχές/τμήματα οικονομικού χαρακτήρα είχαν σύντομη
διάρκεια ζωής στην Ελλάδα, όπως το μηχανοκίνητο Τεχνικό Τάγμα 13 που ακολούθησε τα
στρατεύματα εισβολής με σκοπό να εξασφαλίσει για τη Γερμανία και να επισκευάσει

χρωμάτων από τη Γερμανία – ουσιαστικά δηλαδή η εξάλειψη του ελληνικού ανταγωνισμού. Για την
επάνοδο στην κατάσταση προ του πρώτου παγκοσμίου πολέμου σε ό, τι αφορά τη γερμανική
κυριαρχία στον κλάδο των χημικών, η I.G. Farben υποστήριζε την «κατάσχεση» των αποθεμάτων του
κλάδου, «ώστε να αποφευχθεί σε κάθε περίσταση περαιτέρω ανάμιξη των ελληνικών εργοστασίων
χρωμάτων στα γερμανικά εξαγωγικά συμφέροντα». Στο ίδιο πλαίσιο, ο Γερμανός επίτροπος για τα
ελληνικά εργοστάσια έπρεπε «να καθοδηγεί τη δραστηριότητα των εταιρειών αυτών προς τον
προαναφερόμενο στόχο της εξάλειψης περαιτέρω ανάμιξης στα γερμανικά εξαγωγικά συμφέροντα
στον τομέα των χρωμάτων ή στο γερμανικό συνάλλαγμα». Schmelzer, Janis & Seckendorf, Martin: “IG
Farbenindustrie AG und deutsche Okkupationspolitik in Griechenland. Ein bislang nicht beachtetes
Dokument vom 21. April 1941”, σελ. 41-43, στο: Sozial. Geschichte τ. 20, τεύχος 2 (2005), σσ. 33-48.
Ωστόσο οι άμεσες στρατιωτικές ανάγκες για εγχώρια παραγωγή (έμμεσα ή άμεσα) πολεμικού
χαρακτήρα, συχνά περιέπλεκαν την κατάσταση.
101
Βλ. π.χ.: AA-PA, R105896, AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit der Abteilung Rohstoff-
Allgemein, Unterabteilung Immobilien, Übernahme wichtiger Betriebe in Besitz und Eigentum“ (μια
κάπως περιληπτική εκδοχή της ίδιας έκθεσης υπάρχει και στο BA-MA, RW 19/5533).
102
Ο πληθωρισμός δυσκόλεψε τόσο την χρήση γερμανικών κεφαλαίων για «επενδύσεις» στην
Ελλάδα μετά την πρώτη περίοδο, όσο και τη μισθοδοσία των εργατών. Ωστόσο, όπως θα δούμε και
στη συνέχεια, κάποιες γερμανικές εταιρείες παρέμειναν στην κατεχόμενη Ελλάδα για το μεγαλύτερο
διάστημα της κατοχής.

75
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

απαραίτητες πηγές πρώτων υλών και να βοηθήσει στις προετοιμασίες για την επιχείρηση
εναντίον της Κρήτης.103 Άλλα απλώς συγχωνεύτηκαν ή μετονομάστηκαν, όπως το τμήμα
κινητών αξιών (Abt. Mobilien) του οικονομικού επιτελείου, που περιορίστηκε κυρίως στην
εξασφάλιση του ομίλου Μποδοσάκη, ή μεταφέρθηκαν στη δικαιοδοσία πολιτικών αρχών,
όπως έγινε με το τμήμα για τα ελληνικά καπνά.104 Έτσι, τον Ιούλιο του 1941, τα τμήματα του
οικονομικού επιτελείου της Wehrmacht την Ελλάδα θα περιορίζονταν σε 4: ορυχεία (που
λόγω ασθένειας του αρμόδιου του Τετραετούς, Schiedlausky, δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί
η μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων σε πολιτικές αρχές), πλοία, όμιλος Μποδοσάκη και
ελαιόλαδο (βλ. την εικόνα που ακολουθεί).

103
Το TB [Technische Bataillon] 13 είχε τοποθετηθεί από τις αρχές του 1941 υπό τη διοίκηση του
συνταγματάρχη Wendt (που υπογράφει αργότερα αρκετές από τις πρώτες οικονομικές εκθέσεις της
κατεχόμενης Ελλάδας) προετοιμαζόμενο για την εισβολή στα Βαλκάνια. Το τάγμα χωρίστηκε στα δύο
και το μισό, με επικεφαλής τον λοχαγό von Ilberg ακολούθησε τα στρατεύματα στην Ελλάδα. Το
μεγαλύτερο μέρος του πολέμου το πέρασε εκτός Ελλάδας, αν και κάποια από τα στελέχη παρέμειναν
στον κατοχικό μηχανισμό. Βλ. Thomas, Georg (Herausgegeben von Wolfgang Birkenfeld): Geschichte
der deutschen Wehr- und Rüstungswirtschaft (1918, 1943/45), Harald Boldt Verlag, Boppard am
Rhein, 1966, σσ. 262-264.
104
BA-MA, RW 19/5533, AOK 12 – IV Wi (Vo Wi Rü), Tätigkeitsbericht vom 16.-31.5.41“, 1/6/1941 και
„Tätigkeitsbericht vom 16.-30.6.1941“, 4/7/1941.

76
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ης
Εικόνα 1: Δομή του οικονομικού επιτελείου της 12 Στρατιάς στην Ελλάδα, Ιούλιος 1941. Πηγή:
BA-MA, RW 19/5533. Αν και η δομή αυτή δεν διήρκεσε παρά για ένα διάστημα στην αρχή της
κατοχής, ο διαχωρισμός είναι ενδεικτικός κάποιων τομέων που οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές
θεωρούσαν ιδιαίτερα σημαντικές: ναυτικές μεταφορές, μεταλλεία/πρώτες ύλες, πολεμική
παραγωγή (με κυρίαρχή βέβαια την ΕΕΠΚ) και γεωργική παραγωγή (ελαιόλαδο).

Η ρευστότητα που επικρατούσε, ειδικά τις πρώτες εκείνες ημέρες, σήμαινε πως η
δομή αυτή δεν κράτησε πολύ και σύντομα ακόμα περισσότερες αρμοδιότητες
μεταφέρθηκαν σε πολιτικές αρχές κατοχής, με τις στρατιωτικές να εστιάζονται σε πολεμική
παραγωγή (ΕΕΠΚ, επισκευές αεροσκαφών, ναυπηγήσεις κλπ), καύσιμα, είδη ένδυσης και
υπόδησης και δομικές ύλες. Οι αλλαγές αυτές υποδηλώνουν και την μετατόπιση της
έμφασης των οικονομικών στόχων από την εξασφάλιση πόρων και επιχειρήσεων για το
Ράιχ κατά την πρώτη περίοδο, στην καλύτερη χρήση των σπάνιων πόρων για την αύξηση
της παραγωγής κρίσιμων τομέων της οικονομίας κατά την επόμενη.
Το επόμενο διάστημα προστέθηκαν νέες οργανώσεις και σχεδιασμοί στο σύστημα
ένταξης της παραγωγής των Βαλκανίων σε εκείνη της γερμανικής Ευρώπης, όπως η
δημιουργία μιας επιτροπής Νότιας Ανατολής (υπό τον Ilgner) κάτω από την Επιτροπή
Εξωτερικού Εμπορίου της Ομάδας Βιομηχανίας του Ράιχ. Στην επιτροπή αυτή θα ανήκαν οι
7 επιτροπές χωρών (Ρουμανίας, Ουγγαρίας, Ελλάδας, Βουλγαρίας, Κροατίας, Σερβίας και
Σλοβακίας), επιτροπές που θα μετέφεραν και θα βοηθούσαν στην εφαρμογή των

77
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

απαιτήσεων του Ράιχ και των γερμανικών επιχειρήσεων από τις τοπικές βιομηχανίες.105
Λίγο καιρό αργότερα, όταν ο πληθωρισμός είχε γίνει σημαντικό πρόβλημα για τις εξαγωγές
προς τη Γερμανία, στις προτάσεις για την καλύτερη εκμετάλλευση των ελληνικών πόρων
προστέθηκε και αυτή της ίδρυσης γερμανικής εμπορικής εταιρείας. Η εταιρεία αυτή θα
ιδρυόταν στην Αθήνα από το Reichsgruppe Großhandel (Ομάδα Χονδρεμπορίου του Ράιχ),
με μοναδικό σκοπό την αγορά ελληνικών εξαγωγικών ειδών σε μεγάλες ποσότητες,
βγάζοντας από τη μέση τους μεσάζοντες και έχοντας τη δυνατότητα να δεσμεύσουν τους
παραγωγούς και προμηθευτές με προπληρωμές. Στην Ελλάδα θα έρχονταν και κάποιοι
ειδικοί από τα Wirtschaftsgruppen (Ομάδες Οικονομίας) του Ράιχ για τη λειτουργία της
εταιρείας, αλλά γενικά ο μηχανισμός θα ήταν τόσο μικρός που υποτίθεται ότι θα
χρειάζονταν ελάχιστα επαγγελματικά έξοδα. Το πρόγραμμα όμως αναβλήθηκε γιατί ήταν
δύσκολη η εύερεση κεφαλαίων και κανείς δεν προγραμμάτιζε την μεταφορά των
απαραίτητων μέσων.106
Εκτός των ελληνικών παραγωγικών πόρων, το ενδιαφέρον των κατακτητών
προκάλεσαν και όσα αποθέματα πρώτων υλών ή εμπορευμάτων βρίσκονταν
αποθηκευμένα στη χώρα. Πλήθος ειδών που βρίσκονταν στις αποθήκες του Πειραιά ή
αλλού δεσμεύτηκε ως λεία πολέμου, ή πήρε τον τίτλο των «αγαθών δίχως ιδιοκτήτη». Οι
ποσότητες που καταγράφεται ότι Άξονας, πήρε μ’ αυτόν τον τρόπο – κυρίως κατά τους
πρώτους μήνες της κατοχής – ήταν κάπου 75.000 τόνους σταφίδας, 7.000 τόνους

105
Το πρωτότυπο έγγραφο («Σχέδια για τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση της Ν.Α. Ευρώπης», από τον
λόγο του Χ. Φέλινγκερ, 8/11/1941) αναδημοσιεύεται μεταφρασμένο στο Ζέκεντορφ: Η Ελλάδα κάτω
από τον αγκυλωτό σταυρό…, σσ. 103-106
106
Το σχέδιο που εκπονήθηκε στο Βερολίνο μεταφέρθηκε στα στελέχη της Ελληνογερμανικής
Οικονομικής Εταιρείας κατά τη διάρκεια συνάντησής τους με τον Fred Goecker, αρχηγό του
οικονομικού τμήματος του Landesgruppe Griechenland του NSDAP (ελληνικό παράρτημα του
ναζιστικού κόμματος), ο οποίος τους ρώτησε αν πίστευαν στη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν
τελικά τα σχέδια που υπήρχαν για περισσότερο από 1 έτος. Η απάντηση ήταν πως το ζήτημα των
εξασφαλισμένων μέσων ασφαλώς δεν είναι άλυτο. Θα μπορούσαν για παράδειγμα να κλείσουν
συμφωνία η Dresdner του Βερολίνου με τα ενδιαφερόμενα Reichsgruppe για εγγύηση προς την
ΑΕΓΟΕ, ώστε μια μεταφορά κεφαλαίων να είναι περιττή. Ωστόσο η άποψή τους ήταν πως τα
πράγματα είχαν αλλάξει στο ενδιάμεσο και το σχέδιο δεν έπρεπε να προχωρήσει, ενώ αν το
Reichsgruppe επέμενε θα χρειαζόταν νέος, περισσότερο πολυέξοδος μηχανισμός. ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ2Φ1,
Griechische-Deutsche Finanzierungs-Gesellschaft A.G. προς Dresdner Bank, Ausland-Sekretariat
Südosten, No. 371, 16/4/1942. “Έτσι, και σε συνδυασμό με τις εξελίξεις του φθινοπώρου, το σχέδιο
δεν προχώρισε.

78
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

βαμβακιού, 18.000 τόνους λαδιού, 110.000 τόνους καπνού, 1.500 τόνους καφέ, 3.500
τόνους ζάχαρης, 3.000 τόνους ρυζιού, 10.000 τόνους γαιάνθρακα και σιτάρι αξίας 530.000
δολαρίων που βρισκόταν φορτωμένο σε πλοία του Πειραιά.107 Όπως όμως συμβαίνει συχνά
με τις πηγές αυτές, τα παραπάνω νούμερα είναι μάλλον ενδεικτικά και δεν πρέπει να
θεωρούνται απαραίτητα ως απολύτως σωστά. Στα τεκμήρια για παράδειγμα που
παρουσιάστηκαν στη δίκη της Νυρεμβέργης κάποια από τα ποσά είναι λίγο διαφορετικά
(71.000 τόνοι σταφίδας, 10.000 τόνοι ελαιολάδου, 1.435 τόνοι καφέ, 1.143 τόνοι ζάχαρης,
2.520 τόνοι ρυζιού και φορτίο σταριού αξίας 530.000 δολαρίων).108
Σύμφωνα εξάλλου με τα Ιταλικά αρχεία του ιταλικού υφυπουργείου αρμόδιου για
τις πολεμικές βιομηχανίες (Sottosegretariato di Stato per le Fabbricazioni di Guerra ή
“Fabbriguerra”), στάλθηκαν (μεταξύ άλλων) από την κατεχόμενη Ελλάδα στην Ιταλία,
περίπου 1,8 τόνοι ασημιού, 509 χαλκού, 837 ορειχάλκου, 12 νικελίου, 100 αλουμινίου, 28
τόνοι μπουλόνιων και βιδών, 20 χαλύβδινων δοκών, καθώς και 1.888 τόνοι βαμβακιού, 26
τόνοι δέρματος, 26 πίσσας, 1.239 μάλλινων και βαμβακερών κουρελιών, 14.864
κολοφωνίου και 2.016 τερεβινθελαίου, και αρκετές ποσότητες παλαιού σιδήρου.109 Οι
ποσότητες αυτές δεν απείχαν πολύ από εκείνες που η Ιταλία πήρε από τη Γαλλία (στην
περίπτωση των χημικών και των υφασμάτων/βαμβακιού ήταν μάλιστα πολλαπλάσιες), και
107
Μαγκριώτης, Δημήτριος Ι.: Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής, 1941-1944, Φόρμιγξ,
Αθήνα, 1996 [1949], σσ. 28-29. Στην μεγάλη τους πλειονότητα οι ποσότητες αυτές αρπάχθηκαν από
τις γερμανικές αρχές, συχνά πριν ακόμα μπουν οι Ιταλοί στην Αθήνα.
108
Βλ. Μανουσάκης, Βασίλης: «Η κατοχή στην Ελλάδα μέσα από τη δίκη της Νυρεμβέργης. Η
γερμανική οπτική», στο συλλογικό: Η δίκη της Νυρεμβέργης, σειρά μεγάλες δίκες αρ. 8, Κυριακάτικη
η
Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 2011, σελ. 125 (Πρακτικά τόμος 8, ημέρα 63 , 20/2/1946). Η έκθεση για τις
οικονομικές συνέπειες της κατοχής (καταστροφές κλπ) υπάρχει και στο Ιστορικό Αρχείο του
Υπουργείου Εξωτερικών (ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ), σε φάκελο σχετικό με τους εγκληματίες πολέμου (Κ.Υ. 1945:
Φ35Υ5). Για τα νομικά κ.α. έγγραφα σχετικά με τους χαρακτηρισμούς «λεία πολέμου» και για τις
«εχθρικές» προς τον Άξονα επιχειρήσεις βλ. επίσης: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ8Υ7Φ221. Οι ποσότητες που είχαν
καταγραφεί ως λεία μέχρι τα τέλη του 1941 πλησίαζαν εκείνες που αναφέρθηκαν στο υλικό της δίκης
και περιλάμβαναν κάποια είδη (σε μικρότερες ποσότητες) που δεν περιλαμβάνονται στην
καταγραφή Μαγκριώτη (Σμπαρούνης, Αθανάσιος: Μελέται και Αναμνήσεις εκ του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, [χ.ε.], Αθήνα, 1950, σελ 70-71). Βλ. επίσης: Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis
Exploitation of Wartime Greece, 1941-43, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Emory University,
1995, κυρίως σσ. 279-285.
109
IWM, Speer Collection, FD 2064/44, “Grecia. Materiali Acquistati, Ricuperati e Spediti in Italia dal
13/9/1941 al 6/9/1943 (Segnalazioni dell’Ufficio Staccato del Miproguerra in Atene), 1/10/1943”. Για
ο
τον παλαιό σίδηρο, κυρίως προερχόμενο από ανελκύσεις, βλ. το σχετικό κεφάλαιο στο 2 μέρος.

79
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ήταν αρκετά μεγαλύτερες από εκείνες που προήλθαν από Κροατία, Ρωσία και Αφρική.
Μπορεί λοιπόν η Ιταλία να έλαβε σχετικά μικρό μερίδιο από τα ελληνικά λάφυρα, αλλά σε
σχέσει με τις ποσότητες που λάμβανε από την υπόλοιπη Ευρώπη, τα λάφυρα αυτά δεν ήταν
ασήμαντα.
Στα έγγραφα δεν αναφέρεται αναλυτικά ο τρόπος απόκτησης όλων αυτών των
υλικών, αλλά εκεί που παρέχονται κάποια στοιχεία (χημικά, υφάσματα), φαίνεται ότι μόνο
ανάμεσα στο 1/2 και στο 1/3 στάλθηκαν μέσω SACIG (δηλαδή μέσω του ιταλικού κλήρινγκ),
ενώ τα υπόλοιπα μάλλον αγοράστηκαν μέσω των εξόδων κατοχής και των Μεσογειακών
δραχμών, ή ήταν αποτέλεσμα κατασχέσεων και κατάταξής τους στην κατηγορία της λείας
πολέμου και πιθανότατα δεν θα εμφανίζονταν στο σύνολό τους στις επίσημες εξαγωγές.110
Πολλά από τα είδη αυτά αποκτήθηκαν σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές, ειδικά το 1941, ενώ ένα
ποσοστό τους δεν πληρώθηκε καθόλου.111 Η χώρα υπέγραψε (ή ανανέωσε) κατά τους
πρώτους κατοχικούς μήνες και άλλες συμφωνίες συμψηφιστικού εμπορίου με φιλικές προς
τη Γερμανία ή κατεχόμενες απ’ αυτήν χώρες (Ιταλία, Φινλανδία, Ολλανδία, Ρουμανία,
Σλοβακία), αλλά οι σχετικές εξαγωγές ήταν ελάχιστες.112
Σημαντικό ρόλο στην «εξασφάλιση» για τη Γερμανία της ελληνικής παραγωγής
έπαιξαν και αρκετές γερμανικές εταιρείες. Στον τραπεζικό τομέα, οι προϋπάρχουσες

110
Σε αρκετές περιπτώσεις η δέσμευση των ειδών εγκρίθηκε και με υπουργική απόφαση, όπως έγινε
στην περίπτωση κολοφωνίου και τερεβινθελαίου. Για την έγκριση της ιταλικής διάταξης αρ. 27 βλ.
«Περί δεσμεύσεως της ακατεργάστου ρητίνης, κολοφωνίου και τερεβινθελαίου υπό των Ιταλικών
Στρατιωτικών δυνάμεων των κατεχόμενων Ελληνικών χωρών» ΦΕΚ 165Β/23-9-1942.
111
Για παράδειγμα σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές (Μηνιαία Δελτία Εμπορίου της Ελλάδος
μετά των ξένων επικρατειών), στην Ιταλία εξήχθησαν μόνο 8.132 τόνοι κολοφωνίου την περίοδο
1941-43.
112
IWM, Speer Collection, FD 5048/45, „Übersicht über die Europäischen Verrechnungsabkommen,
Herausgegeben von der Außenhandels stelle für Nordwestfalen und das Ruhrgebiet zu Essen, Stand
Anfang September 1942“. Σύμφωνα με τα ανεπαρκή επίσημα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας
πλην Γερμανίας και Ιταλίας μόνο η Τουρκία εμφανίζεται το 1944 να ξεπερνά το 5% των εξαγωγών,
γεγονός που πιθανότατα οφείλεται στην ανταλλαγή προϊόντων για την εισαγωγή τροφίμων. Στις
εισαγωγές τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά, αφού κατά διαστήματα Ρουμανία, Τουρκία,
Γιουγκοσλαβία Ουγγαρία και Βουλγαρία κατάφεραν να ξεπεράσουν το 5% της αξίας του συνόλου.
Στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων της Ρώμης (Ιανουάριος – Μάρτιος 1942) για την Ελλάδα,
τέθηκαν συγκεκριμένοι όροι για την εκμετάλλευση του ελληνικού πλούτου. Σχετικά με τα ορυκτά βλ.
Το σημείο 5 του „Vertrauliches Protokoll betreffend deutsch-italienische Vereinbarungen über
Griechenland“ (σχετικό απόσπασμα στο: BArch, R 3101/31040).

80
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

συνεργασίες ενισχύθηκαν, και οι δύο μεγάλες γερμανικές τράπεζες, Deutsche Bank και
Dresdner Bank συνεργάστηκαν με τις δύο μεγαλύτερες της κατεχόμενης Ελλάδας, ΕΤΕ και
Τράπεζα Αθηνών αντίστοιχα, ώστε να δράσουν ως φορέας χρηματοδότησης γερμανικών
σχεδίων.113 Το φθινόπωρο του 1941 η Τράπεζα Αθηνών με την Dresdner Bank προχώρησαν
μάλιστα και στην ίδρυση νέας εταιρείας (ΑΕΓΟΕ), με σκοπό την προώθηση του διμερούς
εμπορίου και την χρηματοδότηση επιχειρηματικών προσπαθειών σχετιζόμενων με τη νέα
θέση της χώρας στην Νέα Ευρώπη. Η αντικατάσταση των βρετανικών και γαλλικών
κεφαλαίων και ο μερικός τουλάχιστον έλεγχος των κεφαλαίων που χρηματοδοτούσαν τις
ελληνικές επιχειρηματικές δραστηριότητες είχε από την αρχή θεωρηθεί σημαντικός
παράγοντας για την «προσαρμογή» της ελληνικής οικονομίας στον Μείζονα Οικονομικό
Χώρο της Ευρώπης του Άξονα.
Στην αρχή της κατοχής έγινε και η (συνήθως υποχρεωτική) μεταβίβαση μετοχών
κάποιων σημαντικών επιχειρήσεων που βρίσκονταν στα χρηματοκιβώτια ελληνικών
τραπεζών (κυρίως της ΕΤΕ). Δύο από τις σημαντικότερες τέτοιες περιπτώσεις ήταν οι
μετοχές επιχειρήσεων του ομίλου Μποδοσάκη και της γεωργικής εταιρείας Λεσσίνι,
περιπτώσεις όμως για τις οποίες υπάρχουν έντονες ενδείξεις ότι έγιναν με τη σύμφωνη
γνώμη – αν όχι με την προτροπή – και των μεγαλομετόχων των εταιρειών αυτών
(Μποδοσάκη και Ε. Χαρίλαου αντίστοιχα), που φαίνεται ότι προσπάθησαν να
εκμεταλλευτούν την κατοχή για να ανακτήσουν τον πλήρη έλεγχο των επιχειρήσεων μέσω
των Γερμανών.114 Όταν μπήκαν οι Ιταλοί στην πρωτεύουσα και τα άλλα μεγάλα βιομηχανικά

113
Στην περίπτωση της ΕΤΕ, στόχος έγιναν και οι μετοχές που είχε σε αυτή η Société Générale οι
οποίες αγοράστηκαν με τη βοήθεια του γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών (Βλ. Harold James: The
Nazi Dictatorship and the Deutsche Bank, Cambridge University Press, Cambridge, 2004, σελ. 173).
Γαλλικά κεφάλαια υπήρχαν και στην περίπτωση της Τράπεζας Αθηνών (η θέση που κατείχαν στο Δ.Σ.
μεταφέρθηκε στην Dresnder). Ο φόβος των στελεχών της ελληνικής τράπεζας ήταν πως αρκετές από
τις επιχειρήσεις που βρίσκονταν ουσιαστικά υπό τον έλεγχό της λόγω τους μεγάλου τους δανεισμού
κατά τα προηγούμενα χρόνια θα κινδύνευαν να περάσουν στον έλεγχο των Γερμανών, γεγονός που
επηρέασε και την απόφασή τους να συνεργαστούν στενότερα με την Deutsche Bank, για να
αποκτήσουν κάποιου είδους προστασία. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ3Υ3Β25, «πρακτικά συνεδριάσεων Γενικού
Συμβουλίου ΕΤΕ», κυρίως μήνες Μάιο-Ιούλιο 1941.
114
Για την περίπτωση Μποδοσάκη βλ. αναλυτικά στο δεύτερο μέρος. Η εταιρεία Λεσσίνι είχε
παρόμοια ιστορία. Ο ιδρυτής της εταιρείας Επαμεινώνδας Χαρίλαος (1874-1947) ήταν ένας από τους
μεγαλύτερους οικονομικούς παράγοντες της χώρας τα προηγούμενα χρόνια, «εκ των βασικών
δημιουργών και θεμελιωτών της ελληνικής βιομηχανίας» σύμφωνα με το Μέγα ελληνικόν
βιογραφικόν λεξικόν των αδελφών Βοβολίνη (εκδόσεις «Βιομηχανικής Επιθεωρήσεως», τόμος Α΄,

81
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αθήνα, 1958, σελ. 163). Ο Χαρίλαος είχε επίσης ιδρύσει την «Οίνων και Οινοπνευμάτων», την
«Τράπεζα Βιομηχανίας» και τον συνοικισμό «Χαριλάου» στη Θεσσαλονίκη, ενώ είχε διατελέσει και
Υπουργός Επισιτισμού και Αυτάρκειας το 1917, πρόεδρος του ΕΒΕΑ κατά τον μεσοπόλεμο και
διευθύνων σύμβουλος της ΑΕΕΧΠΛ από το 1936. Ο ίδιος ανέλαβε και την πρωτοβουλία για την
ίδρυση το 1943 της Ανωτέρας Σχολής Βιομηχανικών Σπουδών (ο.π. σελ. 163-175).
Στα μέσα λοιπόν του Μαίου 1941 φαίνεται πως ο Χαρίλαος είχε ζητήσει «προς αποφυγήν
πλέον δυσαρέστων πραγμάτων» την κατάρτιση σύμβασης πώλησης των μετοχών της «Λεσίνι» στον
Γερμανό γαμπρό του Hans Heine, πώληση που τελικά έγινε (8.000 μετοχές για 4.134.889 δραχμές)
μετά και από γερμανικές πιέσεις. Την ίδια περίοδο μεταβιβάστηκαν στην «Εταιρεία Μεταλλευτικών
Ερευνών» που ήταν υπό τον έλεγχο των Heine και Αριστοτέλη Μακρή (αντιπρόσωπο της Krupp η
οποία και είχε αρχικά ενδιαφερθεί) και οι μετοχές της «Διεθνούς Εταιρείας Μεταλλείων και
Εμπορίας Μεταλλευμάτων» που κατείχε η ΑΕΕΧΠΛ, ενώ ο ίδιος ο Heine μπήκε και στο Δ.Σ. της
ΑΕΕΧΠΛ. Στο τέλος όμως της κατοχής οι μετοχές βρίσκονταν στην κατοχή του Χαρίλαου, και η Εθνική
Τράπεζα είχε πειστεί πως «ο Χαρίλαος υπήρξεν αναμφισβητήτως ο υποκινητής της ασκηθείσης
πιέσης δια την παραχώρησιν των μετοχών, έχων συμφέρον όπως αφαιρεθεί η πλειοψηφία από την
Τράπεζαν και περιέλθει εις τον όμιλον του Χ.». Βλ. τα σχετικά έγγραφα στο: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ68Φ1166
και τις συνεδριάσεις του Δ.Σ. της ΕΤΕ στο: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ3Υ3Β25, καθώς και το: “Report on Sales of
Shares of CIE Internationale de Mines et Minerias [sic] by the Greek Firm, Etairia Lipasmaton, to the
German Firm, Krupp A/G”, στο: NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 1401-1500 (Box 7 folder 1). Το
ενδιαφέρον πάντως γερμανικών εταιρειών για ελληνικές καλλιέργειες, ειδικά καπνών, μεταξιού και
βαμβακιού ήταν δεδομένο. Μεγάλο μέρος των ελληνικών καπνών κατέληξε στην Reemstma ή άλλες
γερμανικές επιχειρήσεις, το ελληνικό μετάξι αγοράστηκε από την Südostropa, ενώ για το βαμβάκι
(που καλλειεργούνταν και στις εκτάσεις της Λεσίνι) είχε ενδιαφερθεί από το 1939 η Brebag, αν και το
σχέδιο είχε προσκρούσει στην έναρξη του πολέμου και την αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης. Βλ.
Mogens Pelt: “Germany and the Greek Armaments Industry: Policy Goals and Business
Opportunities”, σσ. 142-143, στο: Lund, Joachim (ed.): Working for the New Order, European Business
under German Domination, 1939-1945. University Press of Southern Denmark & Copenhagen
Business School Press, 2006, σσ. 141-156. Αλλά και επί κατοχής, οι γερμανικές αρχές είχαν εκφράσει
το πραγματικό ενδιαφέρον τους για την καλλιέργεια βαμβακιού σε Λεσσίνι και Κωπαΐδα, περιοχές
που ήταν «σημαντικές για τη γερμανική οικονομία». BA-MA, AOK 12-IV Wi (VO Wi Rü Amt) Oberst
Wendt, Nr. 2297/41 προς OKW/Wi Rü Amt/Ia, 31/5/1941. Ταυτόχρονα όμως, τα γερμανικά έγγραφα
της περιόδου φαίνεται να επιβεβαιώνουν έμμεσα την εμπλοκή Χαρίλαου, αφού αναφέρουν για την
εταιρεία, πως «η μεταβίβαση της κυριότητας σε γερμανικά χέρια είναι στην περίπτωση αυτή πολύ
πιο εύκολη, επειδή μεγάλο ποσοστό των μετοχών βρίσκονται στην κατοχή του κυρίου Χαρίλου και
δεν χρειάζεται παρά να επαναγοραστούν 8.000 μετοχές από αυτές που βρίσκονται στην κατοχή της
Εθνικής Τράπεζας προκειμένου να πάρει την πλειοψηφία» προσθέτοντας ότι συμφωνήθηκε οι
μετοχές να αντιπροσωπεύονται από τον Γερμανό γαμπρό του Χαρίλαου H. Heine (AA-PA, R105896,

82
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κέντρα, οι περισσότερες από τις ελληνικές επιχειρήσεις που θα ήθελαν να εξαγοράσουν


είχαν ήδη «εξασφαλιστεί» για την γερμανική οικονομία, με αποτέλεσμα οι αντίστοιχες
μεταβιβάσεις κυριότητας ή τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια με ιταλικές επιχειρήσεις να
είναι σχετικά περιορισμένα.115
Σε άλλους τομείς οι γερμανικές εταιρείες ήταν περισσότερο επιθετικές, με την
Krupp να χρησιμοποιεί τη Wehrmacht για να εξασφαλίσει τον έλεγχο ελληνικών
μεταλλείων, και κάποιες επιχειρήσεις που θεωρήθηκαν εχθρική περιουσία (κυρίως
παραρτήματα αγγλικών επιχειρήσεων κλπ) να τίθενται σε καθεστώς μεσεγγύησης,
περνώντας συχνά (έστω και άτυπα) υπό τον έλεγχο στελεχών ελληνικών υποκαταστημάτων
γερμανικών επιχειρήσεων, όπως έγινε με την εταιρεία ηλεκτρικού Αθηνών, επικεφαλής της
οποίας ορίστηκε ο E. Thomashausen, διευθυντής της ελληνικής θυγατρικής της AEG.116 Σε
περιπτώσεις επιχειρήσεων περίπου μονοπωλιακού χαρακτήρα, που διατηρούσαν στενή
συνεργασία με γερμανικές επιχειρήσεις (π.χ. η ΕΕΕΣ με την DLH), είχαμε εξαγορά από
μεγάλους Γερμανούς «συνεργάτες», που αντιμετώπιζαν ήδη από προπολεμικά τις
μικρότερες ελληνικές εταιρείες περίπου ως θυγατρικές τους ή ακόμα και ίδρυση νέων
επιχειρήσεων, όπως της Ανωνύμου Ελληνικής Ραδιοφωνικής Εταιρείας από την
Telefunken.117 Ιδρύσεις νέων επιχειρήσεων είχαμε τέλος και σε περιπτώσεις που
αφορούσαν την εκμετάλλευση κάποιων ελληνικών πρώτων υλών (π.χ. προϊόντα ρητίνης), ή

AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit der Abteilung Rohstoff-Allgemein, Unterabteilung
Immobilien, Übernahme wichtiger Betriebe in Besitz und Eigentum“, 31/5/1941).
115
Οι Ιταλοί επιχείρησαν να ανατρέψουν κάποιες μεταβιβάσεις σε γερμανικά συμφέροντα χωρίς
επιτυχία. Κάποιες αξιόλογες επιχειρήσεις όπως ορυχεία σε Λαύριο, Περιστέρι, Καλογρέζα και το
Αλιβέρι πέρασαν στον έλεγχο ιταλικών εταιρειών όπως η Commercio Italiano Oriente Mediterraneo.
Όμως οι «ήττες», όπως εκείνη που η Fiat υπέστη από την Krupp σχετικά με την ΑΕΕΧΠΛ, αλλά και η
Volpi που δεν κατάφερε να πάρει υπό τον έλεγχό της την εταιρεία της λίμνης Κωπαΐδας ήταν
οπωσδήποτε σημαντικές. Rodogno, Davide: Fascism’s European Empire. Italian Occupation During the
Second World War, Cambridge University Press, Cambridge, 2006, κυρίως σσ. 236-243.
116
Βλ. ενδεικτικά: Μάρτιν Ζέκεντορφ (επιμ.): Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό,
Ντοκουμέντα από τα γερμανικά αρχεία, Σύγχρονη Εποχή, 1991, σσ. 62-76.
117
Βλ. Ν.Δ. 126, «Περί κυρώσεως της από 25 Ιανουαρίου 1938 υπογραφείσης Συμβάσεως μεταξύ της
εν Βερολίνω εδρευούσης Εταιρείας υπό την επωνυμίαν Teleunken Gesellschaft für drahtlose
Telegraphie M.B.H. και του Υφυπουργού της Συγκοινωνίας κ. Ν. Νικολοπούλου», ΦΕΚ 184Α/4-6-1941
και «Το προνόμιον της εκμεταλλεύσεως των ραδιοφωνικών σταθμών εις την Ελλάδα. Συνεστήθη νέα
εταιρία», εφημερίδα Ακρόπολις, 28/10/1941.

83
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τον τύπο και την προπαγάνδα.118 Παρόμοια ήταν η αρχική πολιτική και των ιταλικών αρχών
κατοχής, αν και η στρατιωτική τους αποτυχία δεν τους επέτρεψε να εκμεταλλευτούν προς
όφελός τους τη θεωρητική κατάταξη της Ελλάδας στην ιταλική πολιτική σφαίρα, με
αποτέλεσμα να υπάρχουν συχνά παράπονα και προστριβές ανάμεσα στους δύο συμμάχους
του Άξονα για την εξασφάλιση ελληνικών παραγωγικών πόρων και επιχειρήσεων.119
Ωστόσο η πρώτη αυτή φάση κατασχέσεων και εξαγορών δεν κράτησε πολύ. Παρά
τον όποιο πανικό φαίνεται να κυρίευσε προσωρινά μερικούς Έλληνες
μεγαλοεπιχειρηματίες, λίγες ήταν οι ελληνικές επιχειρήσεις που άλλαξαν τελικά χέρια ως το
τέλος της κατοχής, και όσες επιτάχθηκαν (πολύ περισσότερες) υπέγραφαν κανονικά
συμβόλαια για τα οποία οι ιδιοκτήτες πληρώνονταν την κανονική αμοιβή τους. Όπως
μάλιστα θα δούμε και παρακάτω, τα συμβόλαια αυτά, σε συνδυασμό με την γενική μείωση
της ζήτησης, αλλά και το άλλοθι που προσέφερε η δικαιολογία της επίταξης, ώθησαν
κάποιους Έλληνες επιχειρηματίες να επιδιώξουν οι ίδιοι να ενταχθούν στο καθεστώς της
επίταξης.
Μετά λοιπόν την πρώτη σύντομη αυτή φάση «εξασφάλισης» της ελληνικής
οικονομίας (ή σε κάποιες περιπτώσεις ταυτόχρονα μ’ αυτήν) άρχισαν να καταρτίζονται
περισσότερο μακροπρόθεσμα σχέδια ώστε η χώρα να βρεί τη «σωστή» της θέση στον
καταμερισμό εργασίας της Αξονικής Ευρώπης. Στα πλαίσια αυτά, τα περιθώρια της
κατοχικής κυβέρνησης ήταν ασφαλώς ιδιαίτερα περιορισμένα. Όπως θα δούμε και στο
σχετικό κεφάλαιο, βασικό μέλημα της κυβέρνησης συνεργασίας του Τσολάκογλου ήταν να
αντιμετωπίσει τον φόβο της ανεργίας λόγω της αποστράτευσης και της πτώσης της
οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και να εξασφαλίσει την επανέναρξη της παραγωγής.

118
Τον Μάιο του 1942 για παράδειγμα ιδρύθηκε η «Γερμανοελληνική Εταιρεία Ρητίνης Α.Ε.»
(Deutsch-Griechische Harz A.G.) με έδρα την Αθήνα, και τυπικούς ιδρυτές τον οίκο Heinrich Brand
του Αμβούργου, τον εγκατεστημένο στην Αθήνα Γερμανό έμπορο Hans Boxheimer και τη γυναίκα του
Wilma και τους Έλληνες Αθανάσιο Στ. Μανουηλίδη (βιομήχανο), Γεώργιο Δ. Παπαδημητρακόπουλο
(χημικό) και Κωνσταντίνο Σπ. Παύλου (βιομήχανο). Βλ. το καταστατικό της εταιρείας στο ΦΕΚ
Ανωνύμων εταιρειών αρ. 72/5-5-1942 και τον φάκελο στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ3Φ113. Για μια (όχι πλήρη)
λίστα επιχειρήσεων που ίδρυσε ο Άξονας στην Ελλάδα βλ. επίσης TNA, Wo 204/9201, “Greece. New
Concerns formed by Axis”, 15/10/1942.
119
Βλ. Βλ. σχετικά: Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43,
αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Emory University, 1995, κυρίως σσ. 290-301. Οι προστριβές
συνεχίζονταν και στο υπόλοιπο της κατοχής, είτε για στρατιωτικά ζητήματα (π.χ. αντιμετώπιση του
αντάρτικου), είτε για οικονομικά (έξοδα κατοχής, αντιμετώπιση λιμού) με αποκορύφωση βεβαίως
την ιταλική παράδωση το 1943.

84
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι στενές οικονομικές σχέσεις με τους κατακτητές θεωρούνταν βέβαια


«μονόδρομος» για την ανάκαμψη της χώρας. Κάποιες από τις πρώτες δηλώσεις
Τσολάκογλου στις εφημερίδες ανέφεραν πως: «αι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδος
θα καταστούν έτι μάλλον στεναί και σταθεραί παρ’ όσον ήσαν προηγουμένως, προς όφελος
της χώρας μας, ήτις οφείλει πολλά εις την Γερμανίαν», συνεχίζοντας πως «[ό]σον αφορά
την νέαν Ευρώπην, κηρύσσομαι υπέρ της νέας αυτής τάξεως, διότι είμαι πεπεισμένος, ότι ο
Φύρερ, όστις θαυμάζει τον αρχαίον Ελληνικόν πολιτισμόν, θα δώσει ωσαύτως εις τον
Ελληνικόν λαόν την δυνατότητα συμμετοχής εις την νέαν τάξιν.»120 Εξάλλου, η Ελλάδα «εκ
φύσεώς της δεν είχε μιαν ισορροπημένην εθνικήν οικονομίαν» και «εζημιώθη σημαντικώς
όσον αφορά το σπουδαιότερον προϊόν της, του οποίου είχε το μονοπώλιον της εξαγωγής,
εκ της απωλείας παραγωγικών γαιών καπνοκαλλιεργείας εις το βόρειον αυτής τμήμα», ενώ
έχασε και τον εμπορικό της στόλο. Θεωρήθηκε λοιπόν «αυτονόητον το ότι η Ελλάς πρέπει
και θέλει σήμερον να προσαρμοσθεί εις το εθνικοσοσιαλιστικόν οικονομικόν σύστημα.» 121
Η προσμονή (ή ελπίδα) ότι θα συνεχίζονταν περίπου όπως και στην ειρηνική περίοδο οι
εμπορικές σχέσεις των δύο κρατών αποδείχθηκε ασφαλώς γρήγορα ανεδαφική.
Η προσπάθεια Τσολάκογλου για στενότερες εμπορικές σχέσεις με τη Γερμανία
εξέφραζε εν μέρει και αρκετούς παραγωγούς της χώρας, που φοβόντουσαν πως τα
προϊόντα τους θα έμεναν αδιάθετα, ή εισαγωγείς που είχαν αποκοπεί από τους
προμηθευτές τους. Δεν προκαλεί έτσι εντύπωση ότι στην αρχή της κατοχής οι εφημερίδες
ήταν γεμάτες από άρθρα – συχνά κατευθυνόμενα – που διασκέδαζαν τις αρχικές ανησυχίες,
διαβεβαιώνοντας πως θα επιτευχθεί συμφωνία με τη Γερμανία για τη διάθεση των
ελληνικών προϊόντων. Άρθρο της σύνταξης (πιθανώς όμως με κυβερνητική προέλευση)
στον Οικονομολόγο Αθηνών μετέφερε τις εντυπώσεις από έναν σχετικό λόγο του Χίτλερ,
περιγράφοντας με τα μελανότερα των χρωμάτων τις επιπτώσεις της διακοπής των
συναλλαγών με τη Γερμανία, αναφέροντας πως «ουδέν είχε να αναμένει [κανείς] από τας
αγοράς του Λονδίνου ή των Παρισίων» και πως αν η Γερμανία μείωνε τις συναλλαγές της με
την Ελλάδα «η κρίσις η οποία θα εξέσπα θα ηδύνατο να εκριζώση οικονομικώς όλους μας.»
Ωστόσο, «η Γερμανία όχι μόνον δεν εσκέφθη παρόμοιαν περίπτωσιν αλλά, τουναντίον,

120
Εφημερίδα Εστία Αθηνών, «Σοβαραί δηλώσεις του στρατηγού Τσολάκογλου. Η συνεργασία
Ελλάδος και Γερμανίας», 8/5/1941.
121
«Η Ελλάς εις την Νέαν Τάξιν, μια συνέντευσις του κ. πρωθυπουργού», εφημερίδα Πρωία,
7/9/1941. Η εξάρτηση από τη Γερμανία για την εξαγωγή των κυριότερων εξαγωγικών προϊόντων
ήταν λογικό να δημιουργεί ανησυχίες για την πιθανότητα να μείνουν τα προϊόντα αυτά αδιάθετα, με
αρνητικές συνέπειες τόσο για τους παραγωγούς, όσο και για τα έσοδα του κράτους.

85
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ηύξανε κατ’ έτος τον όγκον των μεθ’ όλων ημών συναλλαγών της.»122 Λίγες ημέρες
αργότερα, ο υπουργός οικονομίας Πλάτων Χατζημιχάλης, διαβεβαίωνε ότι η χώρα θα
μπορούσε να εισάγει από τις υπόλοιπες κατεχόμενες χώρες ή από χώρες φιλικές προς τον
Άξονα το σιτάρι, τα λίπη και τα καύσιμα που χρειαζόταν και όλα αυτά μέσα από το
γερμανικό κλήρινγκ. Διαβεβαίωνε μάλιστα, ότι από τις συνομιλίες του προέκυπτε πως «αι
γερμανικαί αρχαί της κατοχής όχι μόνον δεν αντιτίθενται εις το να εργαστούν εντατικώς οι
βιομηχανίαι μας, αλλά και είναι πρόθυμοι να τας υποστηρίξουν εντατικώς και εμπράκτως»,
αναλαμβάνοντας μάλιστα και την εκπαίδευση «Ελλήνων αρχιεργατών, οίτινες,
ειδικευόμενοι θα αποτελέσουν στελέχη, τόσο των υφισταμένων, όσον και των μελλουσών
να ιδρυθούν βιομηχανιών».123 Το κλίμα που επικρατούσε στα πρώτα άρθρα όλων περίπου
των εφημερίδων της κατοχής ήταν αυτό της σκληρής και πειθαρχημένης δουλειάς, της
επανεστίασης όλων των δυνάμεων του Έθνους από την πολεμική προσπάθεια στην
παραγωγική, αλλά και ταυτόχρονα της εναπόθεσης των ελπίδων για την ελληνική
οικονομική ανάκαμψη στη Γερμανία.124
Επόμενο βήμα ήταν η προσπάθεια για την απορρόφηση των ανέργων, για την
οποία – όπως θα δούμε λεπτομερέστερα παρακάτω – εξαγγέλθηκαν μεγάλα προγράμματα
δημοσίων έργων, συνήθως μετά από πρόταση, ή τουλάχιστον αποδοχή των αρχών κατοχής.

122
Εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, «Σημειώσεις και Κρίσεις: Το εμπόριο με την Γερμανίαν»,
10/5/1941.
123
Εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, «Σημειώσεις και Κρίσεις: Η οικονομική μας πολιτική»,
24/5/1941.
124
Σύμφωνα με σχετικό άρθρο του Οικονομολόγου Αθηνών για παράδειγμα (στήλη «Σημειώσεις και
κρίσεις: Έργασία-Πίστις-Πειθαρχία», 26/4/1941) «η αντίληψίς μας πρέπει να είναι μόνο: η μεθοδική
εργασία, η πειθαρχία, η αγάπη και η έμπρακτος εκδηλουμένη αλληλεγγύη προς τον πλησίον μας εις
μίαν σιδηράν προσπάθειαν δια την οικονομικήν μας ανασυγκρότησιν.» Στο ίδιο κλίμα, ο Πλούτος
έγραφε: «εργασία είναι πλέον το σύνθημα του νέου ειρηνικού αγώνος τον οποίον αναλαμβάνει το
Έθνος. Εργασία σύντονος [sic], μεθοδική και γόνιμος» («Γεγονότα και κρίσεις: η Νέα
Πραγματικότης», 28/4/1941), ενώ ο Οικονομικός Ταχυδρόμος: «Έχομεν να επιτελέσωμεν έργον βαρύ
και οφείλομεν να εργασθώμεν προς τούτο με όλας τας δυνάμεις μας, με όλην την ψυχήν μας, με
όλον τον ένθερμον ζήλον, τον οποίον δέον να μας εμπνέει και θα μας εμπνέει η αφοσίωσίς μας προς
το γενικόν καλόν. Εργασία και πάλιν εργασία.» («Να εργαθώμεν», 28/4/1941). Η δε Βιομηχανική
ο
Επιθεώρισις («Η μεταπολεμική περίοδος. Εργασία – Φρόνησις – Αλληλεγκύη», έτος 7 , τεύχος 82,
Απρίλιος 1941) έγραφε πως «επιβάλλεται, με προθυμίαν να συμβάλωμεν εις το Κυβερνητικόν
έργον». Είναι μάλλον προφανές πως τα άρθρα αυτά προέρχονταν από τα γραφεία προπαγάνδας των
νέων αρχών της χώρας.

86
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αρκετά ήταν (όπως θα δούμε και παρακάτω) και τα οδικά έργα που ξεκίνησαν την πρώτη
περίοδο της κατοχής. Σύμφωνα με γερμανικά στοιχεία, τον Σεπτέμβριο του 1941 στα έργα
ασχολούνταν 14 ελληνικές εταιρείες, η Οργάνωση Todt και διάφορες «ελληνικές φάλαγγες
οδεργατών» που πιθανόν να περιλάμβαναν και καταναγκαστικά εργαζόμενους.125 Αν και οι
περισσότερες επιχειρήσεις που ασχολήθηκαν μ’ αυτά ήταν ελληνικές, ανάμεσά τους
βρίσκονταν και εταιρείες των κατακτητών, άλλοτε σε ρόλο συμβούλου (όπως η εταιρεία
Aug. Klönne στην επισκευή της γέφυρας της Παπαδιάς) και άλλοτε αναλαμβάνοντας οι ίδιες
κάποια από τα έργα.126
Ταυτόχρονα πάρθηκαν μέτρα επιστροφής της καθημερινής ζωής σε μια
ομαλότητα που θα θύμιζε την ειρήνη (π.χ. άνοιγμα του ολυμπιακού κολυμβητηρίου),127
έγιναν σχέδια για βελτίωση της άρδευσης των καλλιεργειών,128 εξαγγέλθηκαν μέσω του
τύπου «εκστρατείες» για αύξηση της παραγωγής τροφίμων129 και έγινε προσπάθεια να
προχωρήσουν με γερμανική «βοήθεια» κάποια από τα επενδυτικά σχέδια της

125
BA-MA, RW 29/107, Kriegstagebuch, Blatt Nr. 127, 26/9/1941. Η Οργάνωση Todt (Ο.Τ.) είχε
αναλάβει τις οδούς προς Πολύκαστρο και Βελιγράδι, ενώ ελληνικές εταιρείες επισκεύαζαν ή
βελτίωναν δρόμους σε Φλώρινα – Κοζάνη, Έδεσσα – Βέροια, Θράκη, Σέρρες, Καβάλα, Κατερίνη και
Αθήνα. Βλ. επίσης: BArch, R 2/30904, Oberregierungsrat Dr. Nestler, “Einsatz der Organisation Todt in
Griechenland”, 10/8/1942 (αναφέρει 3 μονάδες της O.T. στην Ελλάδα). Η Ο.T. ιδρύθηκε επισήμως το
1938 από τον γενικό επιθεωρητή γερμανικών αυτοκινητοδρόμων και μετέπειτα πρώτο υπουργό
εξοπλισμών και πυρομαχικών F. Todt, για την εκτέλεση μεγάλων δημόσιων και στρατιωτικών έργων.
Seidler, Franz W.: “Das Nationalsozialistische Kraftfahrkorps und die Organisation Todt im Zweiten
Weltkrieg. Die Entwicklung des NSKK bis 1939“, Vierteljahrshefte für Zeitgeschichte, 32. Jahrg., H. 4
(Dec., 1984), pp. 625-636.
126
ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ2Φ1, Griechische-Deutsche Finanzierungs-Gesellschaft A.G. προς Dresdner Bank,
Ausland-Sekretariat Südosten, No. 276, „Brückenbaufirma Aug. Klönne, Dortmund”, 17/3/1942.
Περισσότερα για την εμπλοκή γερμανικών εταιρειών σε κάποια από τα έργα (κυρίως σε ναυτικές
εγκαταστάσεις) βλ. στο δεύτερο μέρος.
127
Βλ. Στήλη «με λίγα λόγια», εφημερίδα Εστία, 2/7/1941. Σύμφωνα με την ανακοίνωση το
κολυμβητήριο θα ήταν ανοικτό κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή 12-19.00, Τρίτη, Πέμπτη και
Σάββατο 11.30-19.00 και την Κυριακή από τι 8.00 ως τις 1 19.00.
128
Ν. Κανάσης: «Η εκμετάλλευσις του υδάτινου πλούτου», εφημερίδα Ακρόπολις, 23/8/1941.
129
Για παράδειγμα η εφημερίδα Εστία φιλοξενούσε κεντρικό άρθρο στις 8/5/1941 με τίτλο «η
κηπουρική εκστρατεία» και στόχο την αύξηση της παραγωγής λαχανικών κλπ. ενώ λίγες μέρες
αργότερα (23/5/1941), σε παρόμοιο κλίμα, έκανε λόγο για τον «ρόλο των δημοδιδασκάλων» να
καθοδηγούν τους αγρότες στην «μεγάλην και γενικήν προσπάθειαν της υπαίθρου.»

87
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

προηγούμενης περιόδου.130 Συχνά τέτοιες προτάσεις προέρχονταν από τον τεχνικό κόσμο
και όχι από την κυβέρνηση, αφού το μοντέλο του «απολίτικου» τεχνοκράτη συμβούλου
βρισκόταν σε ανοδική πορεία εντός και εκτός Ελλάδας. Σε αρκετά μάλιστα από αυτά θα
έπαιζε ρόλο η σύμπραξη ΕΤΕ – Deutsche Bank, η οποία θα χρηματοδοτούσε της έρευνες και
κάποια από τα ίδια τα έργα (μέχρι βέβαια η εκτόξευση του πληθωρισμού να κάνει τέτοια
πλάνα ανεδαφικά).131
Πολλά από τα σχέδια (κάποια από τα οποία συνέχισαν μάλιστα να μελετώνται σε
όλη τη διάρκεια της κατοχής και πραγματοποιήθηκαν μεταπολεμικά) εντάσσονταν στην
ευρύτερη γερμανική οπτική για την θέση της Ελλάδας στη ευρωπαϊκή οικονομία και
αφορούσαν την βελτίωση των μεταφορών και την ανάπτυξη της παραγωγής πρώτων ή
ημικατεργασμένων υλών. Σημαντική θέση ανάμεσά τους είχε η εκμετάλλευση των
υδατοπτώσεων (αλλά και γενικότερα η ηλεκτροδότηση της χώρας, αφού ταυτόχρονα έγινε

130
Στις εφημερίδες της εποχής έγινε προσπάθεια να τονιστεί ο ρόλος της Γερμανίας στην
«αναδημιουργία» της Ελλάδας, με άρθρα που παρουσίαζαν τα έργα στη χώρα, την «γερμανική
βοήθεια» στο ζήτημα του επισιτισμού (πρόβλημα που παρουσιαζόταν ως προερχόμενο σχεδόν εξ
ολοκλήρου από τον αγγλικό αποκλεισμό) κλπ. Η Ελλάδα όμως έπρεπε «να αλλάξει νοοτροπία εκ
βάθρων» και «εν τω συνόλω του να αποβάλει το λιμπεραλιστικόν κερδοσκοπικόν πνεύμα» (Ραϊνριχ
[sic] Ροντεμερ: «Η γερμανική συμβολή εις την αναδημιουργίαν της ελληνικής οικονομίας»,
εφημερίδα Ακρόπολις, 31/7/1941). Σε μεταγενέστερες δηλώσεις του ο Heinrich Rodemer
επαναλάμβανε κάποιες από τις προηγούμενες αναφορές, προσθέτοντας και τις εισαγωγές
καυσίμων, αλλά ακόμα και την γερμανική άδεια για την αγορά «εκ Σερβίας 1000 βοών και αρκετών
χιλιάδων ημιόνων και ίππων δια των οποίων θα βελτιωθεί αισθητώς η γεωργία» («Η Ελλάς εις το
νέον Ευρωπαϊκόν πρόγραμμα ανεφοδιασμού», εφημερίδα Ακρόπολις, 27/9/1941).
131
Η συμφωνία μεταξύ των δύο τραπεζών (17/6/1941), προέβλεπε τη σύσταση επιτροπής μελέτης
των ζητημάτων αυτών. Στην έκθεση της πρώτης συνεδρίασης (14/7/1941) της Ελληνογερμανικής
Επιτροπής που δημιουργήθηκε μετά τη συμφωνία ΕΤΕ – Deutsche Bank, αναφέρεται η ανάγκη
αρδευτικών κλπ έργων για αύξηση της γεωργικής παραγωγής, η χρήση υδραυλικής ενέργειας και
λιγνίτη για την επίλυση των προβλημάτων που προκαλούσε η έλλειψη εισαγόμενου άνθρακα και
πετρελαίου, η βελτίωση της παραγωγής των μεταλλείων μέσω της ηλεκτροδότησης, βελτίωση
συγκοινωνιών κλπ., πορίσματα που επαναλαμβάνονταν και στο «Σημείωμα επί των Οικονομικών
Συνθηκών της Ελλάδος (Επιτροπή Μελέτης Πηγών Ενεργείας)», 11/7/1942. Οι δύο τράπεζες
υπέγραψαν και σχετικό πρωτόκολλο στις 3/10/1941 για την ίδρυση «Ανωνύμου Ελληνικής Εταιρείας
Λιγνιτών της Ελλάδος – ΑΕΛΕ», με σκοπό ακριβώς την εκμετάλλευση του ελληνικού λιγνίτη. Βλ. τα
σχετικά έγγραφα στο: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ51. Τα τραπεζικά κεφάλαια που παρέμεναν
«ανεκμετάλλευτα» θεωρηθήκαν αρχικά από την κυβέρνηση και τον τεχνικό κόσμο ως αρκετά για τα
πρώτα από τα έργα αυτά. Σύντομα βέβαια ο πληθωρισμός άλλαξε την κατάσταση.

88
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σημαντική προσπάθεια αύξησης της εξόρυξης λιγνίτη). Ένα από τα σχέδια αυτά αφορούσε
το υδροηλεκτρικό έργο του Αχελώου, με την πρώτη συμφωνία να έχει υπογραφεί με
αμερικανική εταιρεία το 1940. Η σχετική συμφωνία δεν είχε προχωρήσει λόγω του
πολέμου, και το 1941 τα δικαιώματα για μελέτες εκμετάλλευσης υδατοπτώσεων
παραχωρήθηκαν στη γερμανική Hansa Leichtmetall, την ίδια περίπου περίοδο που η
γερμανική εταιρεία αναλάμβανε και τις μελέτες σε Αλιάκμονα, Στυμφαλία κλπ. Κάποια
μάλιστα από τα σχέδια αυτά φαίνεται πως σχετίζονταν και με την πρόθεση της γερμανικής
εταιρείας να προχωρήσει στην κατασκευή εργοστασίου κοντά στη Θεσσαλονίκη για την
εγχώρια παραγωγή αλουμινίου ή αλουμίνας, εκμεταλλευόμενη την τοπικά παραγόμενη
υδροηλεκτρική ενέργεια και τον ελληνικό βωξίτη.132
Άλλα ενδιαφέροντα προγράμματα που μελετήθηκαν την περίοδο εκείνη και
εντάσσονταν στην ίδια περίπου οπτική ήταν η σύζευξη Ρίου – Αντιρρίου,133 η χρήση

132
Η Hansa Leichtmetall είχε εξασφαλίσει και κάποια από τα ελληνικά ορυχεία που χρειαζόταν για το
σχέδιο αυτό. (Βλ. το υποκεφάλαιο για τα ορυκτά). Η αλουμίνα (ή οξείδιο του αργιλίου) παράγεται με
επεξεργασία του βωξίτη και είναι ενδιάμεσο προϊόν για την κατασκευή αλουμινίου. Βλ. επίσης και
Μάρτιν Ζέκεντορφ (επιμ.): Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό… , σελ. 77. Εκτός από τη Hansa
Leichtmetall, μεταλλευτικές παραχωρήσεις δόθηκαν και σε άλλους, κάποιοι από τους οποίους (όπως
οι Σκαλιστήρης και Μπάρλος) είναι γνωστοί για την δράση τους στον κλάδο από τα προπολεμικά ή
μεταπολεμικά χρόνια, άλλοι έγιναν γνωστότεροι για τη δράση τους ως συνεργάτες των Γερμανών επί
κατοχής (Κάρολος Γκουντρούμ). Για έναν πίνακα των παραχωρήσεων, 1940-45 (στις οποίες
πρωταγωνιστεί ο Σκαλιστήρης), βλ. Παπαστεφανάκη, Λήδα: «Από τα ορυκτά για το Γ΄ Ράιχ στα
ορυκτά για την ‘άμυνα της Δύσεως’: η εξορυκτική δραστηριότητα στην Ελλάδα, 1941-1966», σσ. 373-
374, στα Ιστορικά, τόμος εικοστός ένατος, τεύχος 57, Δεκέμβριος 2012, σσ. 367-408. Για την
προπολεμική σύμβαση και την ανάγκη του έργου βλ. επίσης: Δεληγιάννης Αντ. Αθ.: Τα βιομηχανικά
και μεταλλουργικά συγκροτήματα Αχελώου και Αλιάκμονος, Μελέται Οικονομοτεχνικαί
Ανασυγκροτήσεως και Αξιοποιήσεως της Ελλάδος, Ομοσπονδία Τεχνικών Επιστημόνων και Ειδικών,
Αθήνα, 1946.
133
Τα σχέδια φαίνεται να ξεκίνησαν με εντολή της ΕΤΕ το 1942, και στις μελέτες αναμείχθηκε και η
Reichswerke Hermann Goering. Είχε μάλιστα οριστεί και αμοιβή 16.667 RM για τη γερμανική
εταιρεία, αλλά μέχρι το 1943 δεν είχε υπογραφεί η ανάθεση της σχετικής μελέτης. Στα τέλη του
χρόνου αποφασίστηκε τελικά να προχωρήσει η (προ)μελέτη, με συμμετοχή των ΣΠΑΠ (στη
χρηματοδότηση), αλλά και της ελληνικής θυγατρικής της Siemens. Αντιπρόσωποι από ελληνικής
πλευράς ήταν οι μηχανικοί Θ. Ραυτόπουλος και Δ. Ευσταδιάδης εκ μέρους της ΕΤΕ και των ΣΠΑΠ
αντίστοιχα ενώ τη διεύθυνσή της μελέτης (που παραδόθηκε τον Αύγουστο του 1944) είχε ο επίσης
μηχανικός Adolf Ludin. Ανάμεσα στις διάφορες λύσεις που εξετάστηκαν τελικά προτάθηκε η
κατασκευή «υποβρυχίου μώλου μετά γέφυρας», με συνολικό κόστος 69.200.000 RM. Η RHG είχε

89
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ηλεκτροκίνητων λεωφορείων (τρόλεϊ) στην Πελοπόννησο, στην Αττική, στη Θεσσαλονίκη


και στο Βόλο,134 η ηλεκτροκίνηση του σιδηροδρομικού δικτύου (τουλάχιστον της Αττικής και
Πελοποννήσου),135 η βελτίωση του μεταφορικού δικτύου της χώρας,136 αλλά και γενικότερα
η εκμετάλλευση ελληνικών πόρων για παροχή ηλεκτρικής ενέργειας.137 Εκτός μάλιστα των
ελληνικών μεγάλων έργων, υπήρχαν και μερικά του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου, που αν
ολοκληρώνονταν (γεγονός που πιθανότατα θα σήμαινε και κάποιες εργασίες εντός του
ελληνικού εδάφους) θα είχαν άμεση επίπτωση στην ελληνική οικονομία. Ένα τέτοιο
αφορούσε τη σύνδεση του Δούναβη με το Αιγαίο, μέσω του οποίου η Θεσσαλονίκη θα

λειτουργήσει και ως σύμβουλος της Hansa Leichtmetall στη μλέτη για τον Αλιάκμονα (1941-42). Βλ.
τα σχετικά έγγραφα στα: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ37Υ1Φ127-129 (η έκθεση βρίσκεται στον τελευταίο φάκελο).
134
Η μελέτη παραδόθηκε την άνοιξη του 1944 και την υπογράφει ο μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος Δ.
Σίνης (ΙΑΕΤΕ, Α1Σ37Υ1Φ125).
135
Το σχέδιο αφορούσε ηλεκτροδότηση περίπου 565 χιλιομέτρων δικτύου των ΣΠΑΠ και
καταρτίστηκε με την τεχνική βοήθεια της Siemens. Για την παροχή της ηλεκτρικής ενέργειας
εξετάστηκε η δυνατότητα εκμετάλλευσης των υδατοπτώσεων της περιοχής, ενώ το σχέδιο
συνδεόταν και με τη σύνδεση Ρίου - Αντιρίου. Στα απώτερα σχέδια μάλιστα προβλεπόταν και η
ηλεκτροδότηση των υπόλοιπων σιδηροδρόμων. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ37Υ109Φ7 και Α1Σ37Υ1Φ60.
136
Η έκθεση παραδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1942 και σε αυτή τονιζόταν η σημασία της
εκμετάλλευσης των ελληνικών λιγνιτών και των υδατοπτώσεων. Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ37Υ109Φ6. Κάποια
από τα υρύτερα σχέδια δημοσιεύτηκαν και σε οικονομικές εφημερίδες (κυρίως Οικονομικό
Ταχυδρόμο) το 1943-44.
137
Η ΕΤΕ είχε ιδρύσει Ενεργειακή Επιτροπή η μελέτη της οποίας ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του
1942. Τον Σεπτέμβριο κρίθηκε μάλιστα απαραίτητο να προστεθεί «σημείωμα περί της τοποθετήσεως
του ενεργειακού προβλήματος», στο οποίο γινόταν εισαγωγή του γερμανόφερτου όρου της
«Μείζονος Ηλεκτρ. Οικονομίας (Elektr. Gross-Wirtschaft)». Στην επιτροπή συμμετείχαν εκτός του
μηχανικού της ΕΤΕ Ραυτόπουλου και πολλά στελέχη της τράπεζας ή οικονομολόγοι, όπως ο
Ζαβιτζιάνος, ο Διομήδης, ο Πεσματζόγλου, ο Παρασκευόπουλος, ο Αγγελόπουλος κλπ (ΙΑΕΤΕ,
Α1Σ37Υ1Φ25). Βλ. επίσης την έκθεση του Γ. Βορεάδη της Γεωλογικής Υπηρεσίας για τα φράγματα του
Αχελώου (Σεπέμβριος 1941, στο: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ37Υ1Φ39). Την έκθεση των γεωλογικών ερευνών είχε
ζητήσει η Hansa Leichtmetall τον Ιούλιο, όταν είχε αναλάβει τη μελέτη για τις ελληνικές
υδατοπτώσεις. Βλ. ρπίσης την προμελέτη Χωραφά (Φεβρουάριος 1944) για την εκμετάλλευση
υδατοπτώσεων της δυτικής Στερεάς Ελλάδας (ΙΑΕΤΕ, Α1Σ37Υ1Φ40) και την συνοπτική έκθεση Ι.
Ρωμαΐδη (Μάρτιος 1943) για τις υδραυλικές δυνάμεις στην Ελλάδα (ΙΑΕΤΕ, Α1Σ37Υ1Φ88).

90
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

βελτίωνε την συγκοινωνιακή σύνδεσή της με την κεντρική Ευρώπη, συμβάλλοντας στην
επίλυση του σημαντικού προβλήματος της μεταφοράς φορτίων προς και από το Ράιχ.138
Για την διευκόλυνση μάλιστα των έργων αυτών έγιναν και κάποιες αλλαγές στη
νομοθεσία, με βάση την οποία εγκρίθηκαν αρκετές απαλλοτριώσεις για την επέκταση του
σιδηροδρομικού ή οδικού δικτύου της χώρας.139 Θύματα των απαλλοτριώσεων έπεσαν και
τα σπίτια των χωριών Ελληνικού (Αττικής), καθώς και Καστελίου Πεδιάδας και Τυμπακίου
(Ηρακλείου), στην περιοχή των οποίων θα κατασκευάζονταν κάποια από τα μεγαλύτερα
γερμανικά αεροδρόμια της περιοχής με την επέκταση των ήδη υπαρχόντων

138
Το σχέδιο αυτό, που σκόπευε στην «ανάπτυξη των οικονομικών συναλλαγών μεταξύ νοτίου και
βορείου Ευρώπης αφ’ ενός και γενικότερον μεταξύ της ευρωπαϊκής ηπείρου και των χωρών της
βορείου Αφρικής και Εγγύς Ανατολής αφ’ ετέρου» προέβλεπε την κατασκευή διώρυγας είτε από τη
Βιέννη μέχρι την Τεργέστη, είτε μέχρι το Φιούμε, και την πρόβλεψη για σύνδεση του Δούναβη με τον
Αξιό και τη Θεσσαλονίκη, μέσω της κοιλάδας του Μόραβα. Τελικά θα συνδεόταν με ποταμόπλοια το
Αιγαίο ακόμα και με τη Βόρεια Θάλασσα. Βλ. το άρθρο: «ένα μεγαλεπήβολον σχέδιον ενώσεως του
Δουνάβεως με το Αιγαίον. Μια διώρυξ μήκους 548 χιλιομέτρων», στην εφημερίδα Ακρόπολις,
4/7/1941.
139
Οι σχετικές απαλλοτριώσεις ήταν πολυάριθμες. Βλ. ενδεικτικά Ν.Δ. υπ. αριθ. 80, «περί των
αναγκαστικών δια δημοσίαν ωφελείαν απλλοτριώσεων», ΦΕΚ 175Α/24-5-1941, το Ν.Δ. 1853/1942
«Περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων ενεργουμένων αιτήσεις των Αρχών Κατοχής δι’ εκτέλεσιν
έργων αρμοδιότητος Υπουργείου Συγκοινωνίας», ΦΕΚ 259Α/1-10-1942, την υπ. αρ. 265 έγκριση του
υπουργού Μουτούση «περί εγκρίσεως απαλλοτριώσεως κτημάτων προς εγκατάστασιν
σιδηροδρομικής διακλαδώσεως της γραμμής Λαυρίου προς τα Λιγνιτορυχία Καλογρέζας Αττικής»,
ΦΕΚ 8Β/11-2-1942, της έγκρισης «απαλλοτριώσεως κτημάτων δια την κατασκευήν νέων γραμμών»
σε: πρόσταθμο Δομοκού, της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιώς – Θεσσαλονίκης, σε στάση
Καστανά, σταθμό Χέρτας και σταθμό Πολυκάστρου της γραμμής Θεσσαλονίκης – Ειδομένης, της
απαλλοτρίωσης εκτάσεων «προς κατασκευήν νέων γραμμών εν τω σιδηροδρομικώ σταθμώ Θηβών
των ΣΕΚ αιτήσεις των Αρχών Κατοχής» και «κτημάτων δια την κατασκευήν νέων γραμμών τριγώνου
ανθρακεύσεως εν τω σταθμώ Ειδομένης της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης – Ειδομένης»,
«κτημάτων δια την κατασκευήν γραμμών ανθρακεύσεως Μηχανοστασίου σταθμού Κατερίνης της
σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιώς – Θεσσαλονίκης», και «σταθμού Δομοκού σιδηροδρομικής
γραμμής Πειραιώς – Λαρίσης» (όλα σε ένα μόνο ΦΕΚ: 16Β/10-2-1943). Επίσης για σταθμούς Τεμπών
και Λεπτοκαρυάς βλ. ΦΕΚ 76Β/29-5-1943, «Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ιδιωτικών
ιδιοκτησιών [sic] δια την διάνοιξιν αμαξιτής οδού μεταξύ της Μονής Αγ. Τριάδος και της Εγνατίας
οδού, υπέρ του Δήμου Εδέσσης του Νομού Πέλλης», ΦΕΚ 105Β/5-7-1943.

91
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αεροδιαδρόμων.140 Εκτός των έργων, απαλλοτριώσεις έγιναν όμως και για την ίδρυση ή
επέκταση κάποιων βιομηχανιών η παραγωγή των οποίων είχε κριθεί χρήσιμη από τον
Άξονα, όπως λατομεία-ορυχεία, εργοστάσια κλπ.141 Για τη διευκόλυνση των επεκτάσεων η
κυβέρνηση προχώρησε και στην περίπτωση αυτή σε αλλαγή του νομικού πλαισίου.142
Όμως ούτε η πρώτη περίοδος των αρπαγών, ούτε και οι πρώτοι σχεδιασμοί για
την μεταπολεμική Ελλάδα της Νέας Ευρώπης κράτησαν πολύ (μια δεύτερη περίοδος
σχεδιασμών ήρθε προς το τέλος της κατοχής). Όταν, γύρω στα τέλη του 1941 και κυρίως
στις αρχές του 1942, έγινε κατανοητό πλέον ότι ο πόλεμος δεν θα τελείωνε άμεσα και

140
Ν.Δ. 1515, «Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτων προς ίδρυσιν ή επέκτασιν του
αεροδρομίου Τυμπάκι (Κρήτης)», ΦΕΚ 178Α/15-7-1942 καθώς και πράξεις υπουργικού συμβουλίου
25 της 25 Ιανουρίου 1943, «Περί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτων προς επέκτασιν
του Αεροδρομίου Χασανίου», και «Περί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ακινήτων προς
ίδρυσιν του Αεροδρομίου Τυμπακίου (Κρήτης), στο ΦΕΚ 22Α/19-1-1943. Επίσης την πράξη
υπουργικού συμβουλίου «Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως προς επέκτασιν του Αεροδρομίου
Χασανίου», ΦΕΚ 1Α/10-1-1944, την απόφαση «Περί εφαρμογής ισχύος διατάξεων του υπ. αθιθ.
1515/1942 Ν.Δ. και επί των καταληφθέντων ή καταληφθησομένων ακινήτων υπό των Στρατ. Αρχών
Κατοχής προς ίδρυσιν ή επέκτασιν του αεροδρομίου Καστελίου Πεδιάδος Κρήτης», ΦΕΚ 90Β/12-6-
1943. Το 1943 αποφασίστηκε επίσης η απαλλοτρίωση εκτάσεων 320 στρεμμάτων για
«συμπληρωματικήν επέκτασιν αεροδρομίου Αγρινίου» (ΦΕΚ 84Α/13-4-1943).
141
Βλ. π.χ. το Κανονιστικό Διάταγμα «Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως γηπέδου ανήκοντος εις
τους Κωνστ. Μπάρμπαρην και κληρονόμους ιατρού Μπάρμπαρη εκτάσεως τετρ. Μέτρων 1683,93,
προς επέκτασιν του ενταύθα εργοστασίου παραγωγής χάρτου της Ομ. Εμπορ. Εταιρ. ‘Αθηναϊκή
Χαρτοποιΐα Γ. Γιαννουλάτος, Κ. Κεφαλάς και Σία’», ΦΕΚ 98Α/19-4-1943, την απόφαση «Περί
αναγκαστικής απαλλοτριώσεως εκτάσεων προς εγκατάστασιν και λειτουργίαν λατομείου εις την
περιοχήν του χωρίου Σφήνας παρά το χιλμ. 26 της Σιδηροδρομικής γραμμής Αγρινίου – Αμφιλοχίας,
αιτήσει των Αρχών Κατοχής», ΦΕΚ 120Β/24-7-1943.
142
Ν.Δ. 282 «Περί επαναφοράς της ισχύος των νόμων περί αναγκαστικής απαλλοτριώσως χάριν
ιδρύσεως λειτουργίας ή επεκτάσεως βιομηχανιών», ΦΕΚ 235Α/15-7-1941 και Ν.Δ. 1520 «Περί
απαλοτριώσεως ξένης ακινήτου ιδιοκτησίας υπέρ των αναγκών της εκμεταλλεύσεως των
μεταλλείων», ΦΑΚ 182Α/21-7-1942. Η αποζημίωση που ο βιομήχανος ήταν υποχρεωμένος να
καταβάλει ανερχόταν στο μέση τιμή του τελευταίου εξαμήνου επαυξημένη κατά 10%, ποσό που
αρχικά ίσως έμοιζε λογικό, αλλά σύντομα απαξιώθηκε από τον πληθωρισμό. Μικρές αλλαγές στη
νομοθεσία έγιναν και τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να μην είναι βέβαιο πόσοι βιομήχανοι
πρόλαβαν να κάνουν χρήση των ευνοϊκών ρυθμίσεων. Πάντως, όπως θα δούμε και παρακάτω, δεν
ήταν λίγες οι επιχειρήσεις που πήραν άδειες επέκτασης επί κατοχής και κάποιες τις συνδύασαν με
αγορές γειτονικών εκτάσεων σε τιμές που έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ χαμηλότερες των προπολεμικών.

92
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γινόταν συνειδητή η ανάγκη για κάθε δυνατή αύξηση της εκμετάλλευσης των πόρων των
εδαφών που ελέγχονταν από τον Άξονα, τότε άρχισε να εντείνεται και η προσπάθεια για
αύξηση της ελληνικής παραγωγής, παρά τα προβλήματα τροφοδοσίας και
χρηματοδότησης. Στα πλαίσια λοιπόν αυτά είχαμε στις ενδοϋπηρεσιακές συζητήσεις των
κατακτητών αναφορές σχετικά με την ίδρυση υπηρεσίας για την εξεύρεση εργατών, την
εγκαθίδρυση «οικονομικής δικτατορίας», ή την προσπάθεια βελτίωσης του εφοδιασμού
στη χώρας με άνθρακα και άλλα καύσιμα.143 Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι την περίοδο αυτή
έχουμε κάποιες μεταβολές στις οικονομικές υπηρεσίες του μηχανισμού κατοχής, αλλά και
μία προσπάθεια για καλύτερη οργάνωσή τους: η πρώτη έκθεση (Lagebericht) του
«οικονομικού αξιωματικού» (Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier) αποστέλλεται στους
ανώτερούς του στις 12/3/1942, ενώ η πρώτη χωριστή έκθεση πεπραγμένων
(Tätigkeitsbericht) της υπηρεσίας Δομησίμων Υλών (Wehrmacht Baustoffamt) στις
1/6/1942.144
Στην ελληνική περίπτωση όμως φαίνεται πως «ειδικοί» παράγοντες έπαιξαν
εξίσου σημαντικό, αν όχι μεγαλύτερο, ρόλο από τις εξελίξεις στο ανατολικό μέτωπο, την
είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο και τις ευρύτερες αλλαγές στην ευρύτερη γερμανική πολιτική.
Κατ’ αρχήν, το 1942 ήταν το έτος που η Ελλάδα θα δεχόταν τις σοβαρές επιπτώσεις της
γειτονίας της με το μέτωπο της Β. Αφρικής. Όπως ανέφερε ο νεοδιορισμένος Γερμανός
υπεύθυνος για τα ελληνικά οικονομικά Hermann Neubacher στα τέλη του έτους: «η
επιχειρησιακή βάση για την Ελλάδα ήταν, μέχρι την αλλαγή της κατάστασης στην Αφρική,
στην πράξη μια θέση – γέφυρα για τον εφοδιασμό της Κρήτης και της Βόρειας Αφρικής.

143
Βλ. για παράδειγμα: BA-MA, RW 29/108, Kriegstagebuch Blatt Nr. 174, 17/11/1941. Ο D. Eichholtz
(«Οικονομικές πλευρές της πολιτικής των γερμανικών δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα» στα
πρακτικά του διεθνούς ιστορικού συνεδρίου Η Ελλάδα 1936-1944. Δικτατορία, Κατοχή, Αντίσταση
(Μορφωτικό Ινστιτούτο ΑΤΕ, Αθήνα, 1989, σελ. 219-226) διακρίνει τέσσερεις φάσεις στην γερμανική
πολιτική εκμετάλλευσης της ελληνικής βιομηχανίας: α) από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο 1941
(κατάκτηση – Barbarossa), β) μέχρι τις αρχές του 1942, γ) μέχρι την ιταλική κατάρρευση, δ) ως το
τέλος της κατοχής. Η διάκριση αυτή έχει κάποια βάση σε επίπεδο κεντρικών πολιτικών επιδιώξεων,
αλλά στην πράξη δεν ήταν τόσο σαφής – ειδικά αν μιλάμε για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας,
αφού ο συνδυασμός εσωτερικών (κυρίως πληθωρισμός) και εξωτερικών (πολεμικές εξελίξεις)
παραγόντων είχε ως αποτέλεσμα να παρατηρούνται και άλλα σημεία καμπής, με κύριο το
φθινόπωρο του 1942. Επιπλέον η μετάβαση από τη πρώτη στη δεύτερη φάση μοιάζει περισσότερο
σταδιακή.
144
Και οι δύο βρίσκονται στο: BA-MA, RW 29/104. Η πρώτη αφορά τον Φεβρουάριο και η δεύτερη
τον Μάιο του 1942.

93
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μετά τα γεγονότα στην Αφρική, η κατάσταση άλλαξε. Αν και παραμένει ίδιος ο ρόλος ως
προς τον εφοδιασμό της Κρήτης, τώρα πια ο κίνδυνος για εισβολή στην ίδια την Ελλάδα
είναι ορατός και πρέπει να γίνουν προσπάθειες για την οχύρωση και γενικότερη ενίσχυση
της άμυνας της περιοχής.»145
Η αλλαγή αυτή της στρατηγικής σημασίας της χώρας συνέπεσε μετά και τις
γερμανικές ήττες, με την προσμονή των Ελλήνων για την άμεση απελευθέρωση, και σε
συνδυασμό με κάποια νέα μέτρα που λήφθηκαν την περίοδο εκείνη, κατάφεραν
προσωρινά να καταπολεμήσουν μια άλλη ιδιαιτερότητα της Ελλάδας: τον
υπερπληθωρισμό. Αν και το πρόβλημα του πληθωρισμού ήταν σημαντικό φόβητρο σε
μεγάλο μέρος της Ευρώπης, η κατάσταση στην Ελλάδα ξέφυγε το 1942 (και ξανά από τα
τέλη του 1943) πέρα από κάθε έλεγχο, περιορίζοντας σημαντικά τις οικονομικές πολιτικές
των αρχών κατοχής και της κατοχικής κυβέρνησης και οδηγώντας τελικά στην πρωτοφανή
απόφαση του προσωρινού περιορισμού των πληρωμών της χώρας προς τις δυνάμεις
κατοχής, προκειμένου να αποφευχθεί η πλήρης κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας.
Τη δεύτερη αυτή περίοδο παρατηρείται σε μεγάλο τμήμα της κατεχόμενης
Ευρώπης μια αυξανόμενη προσπάθεια προσέγγισης με τους τοπικούς οικονομικούς και
πολιτικούς παράγοντες. Στην προπαγάνδα των αρχών κατοχής και του ελληνικού κατοχικού
κράτους η Ελλάδα της «Νέας Ευρώπης» εμφανιζόταν ως μια περιοχή που θα είχε να παίξει
σημαντικό ρόλο. Μπορεί στην Ελλάδα η κατάσταση να μην ήταν η καλύτερη επί του
παρόντος, αλλά γι’ αυτό δεν έφταιγαν τόσο οι Γερμανοί ή οι Ιταλοί, το δε μέλλον –
ισχυριζόταν η προπαγάνδα των αρχών κατοχής – θα ήταν αρκετά καλύτερο.
Η Ελλάδα συγκρινόταν με άλλες πλούσιες χώρες ή περιοχές του δυτικού κόσμου. Σε
άρθρο του ο γενικός γραμματέας του υπουργείου γεωργίας, Φιλήμονας Πατίστας,
προσπαθούσε να πείσει πως η «ατυχήσασα» Ελλάδα σύντομα θα διαπρέψει σε μια Ευρώπη
χτισμένη γύρω από της κεντρικές ιδέες της «τάξεως», του «οικονομικού μεγάλου χώρου»,
της «φωτισμένης και στοργικής ηγεσίας» της Γερμανίας και της κοινότητας των λαών που
αντιστέκονται στην «ισοπέδωση» του μπολσεβικισμού και του κεφαλαιοκρατικού

145
AA-PA, R 29614, Telegramm, 2.12.42, (έγγραφο αρ. 47 – πρόκειται για μεταφορά από τον
Altenburg των σχετικών απόψεων του Neubacher). Μια ακόμα ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι πως
σύμφωνα με το τηλεγράφημα οι γερμανικές αρχές χρειαζόταν μια επιπλέον γερμανική μεραρχία για
την φύλαξη της καίριας σημασίας σιδηροδρομικής γραμμής ως την Αθήνα, αφού η ανατίναξη της
γέφυρας στον Γοργοπόταμο λίγες ημέρες νωρίτερα είχε σημαντικές επιπτώσεις στον ανεφοδιασμό
των γερμανικών δυνάμεων στη νότια Ελλάδα – αλλά και των ελληνικών βιομηχανιών που παρήγαγαν
για τους κατακτητές.

94
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

φιλελευθερισμού. Ο ρόλος της Ελλάδας στην Νέα αυτή Ευρώπη θα ήταν εκείνος ενός
«κόμβου συγκοινωνιακού προς όλην την Ανατολήν», ενός «σταθμού ναυσιπλοΐας μεταξύ
Ανατολής και Δύσεως», αλλά και μιας περιοχής με «πλούτον αφάνταστον, υπογείων υλών
και άλλων δυνάμεων, μετάλλων, μέλανος και λευκού άνθρακος», πόρων που θα
βοηθούσαν στην ανάπτυξη της βιομηχανίας «η οποία εξελισσομένη ως βιομηχανία των
γεωργικών της Ελλάδος ειδών θα είναι βιώσιμος και ωφέλιμος κλάδος της βιομηχανίας της
νέας Ευρώπης και δύναται να καταστήσει την Ελλάδα το Βέλγιον της νοτιανατολικής
Ευρώπης.»146
Η έμφαση στους κλάδους γεωργίας και μεταλλευμάτων, που και οι ίδιοι οι
γερμανικοί παράγοντες «παραχωρούσαν» στην Ελλάδα, εκφραζόταν και με τον
παραλληλισμό της με τον Καλιφόρνια. Στην Ευρωπαϊκή λοιπόν «Καλιφόρνια» θα
αναπτύσσονταν η καλλιέργεια «ειδικών» γεωργικών προϊόντων που ευνοούνταν από το
κλίμα της περιοχής, όπως τα εσπεριδοειδή και τα λαχανικά, καθώς βεβαίως και η
εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου και της ναυτιλίας. Η όποια βιομηχανία θα
αναπτυσσόταν γύρω από τους κλάδους αυτούς «δια της χρησιμοποιήσεως των
υδατοπτώσεων» (για την εκμετάλλευση των οποίων όπως είδαμε είχαν ήδη ξεκινήσει οι
μελέτες). Οι άλλοι κλάδοι «οι οποίοι διατηρούνται τεχνητώς μόνο δι’ υψηλών δασμών»
παράγοντας «προϊόντα που ημπορούν να εισάγονται καλύτερα εις ποιότητα και
ευθηνότερα εξ άλλων χωρών» (προφανώς κυρίως της Γερμανίας) θα έπρεπε να
περιοριστούν.147 Η συσχέτιση ασφαλώς της Ελλάδας με την αμερικάνικη δύση δεν είχε
απαραίτητα θετική απόχρωση για τους κατακτημένους, αφού, όπως είδαμε, για τους
Γερμανούς ο παραλληλισμός αφορούσε κυρίως την Ανατολή ως νέο αποικιακό πεδίο, όπου
οι «ιθαγενείς» δεν θα είχαν και την καλύτερη μοίρα.
Οι Γερμανοί επιχειρηματίες δήλωναν βέβαια περίπου εξ αρχής υπέρ μιας
«συνεργασίας» με τους συναδέλφους τους των κατεχόμενων χωρών, συνεργασίας βέβαια
που δεν θα γινόταν πρακτικά με ίσους όρους και οφέλη. Όπως έλεγε σε ομιλία του ο
πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικού Εμπορίου της Ομάδας Βιομηχανίας του Ράιχ «ένα από
146
Φιλ. Πατίστας: «Η Δημιουργία της Νέας Ευρώπης και τα Ευρωπαϊκά καθήκοντα της Ελλάδος»,
εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 2/7/1942 και «Η Ελλάς και η Νέα Ευρώπη», Ελεύθερον Βήμα, 4/7/1942.
147
Εφημερίδα Παρατηρητής Χανίων, «Η Ελλάς εις την Νέαν Ευρώπην. Ποίαι αι Δυνατότητές της», 20
& 21 Μαρτίου 1942. Μεταφρασμένο σε δύο μέρη άρθρο από την ημιεπίσημη γερμανική Εθνική
Εφημερίδα της Έσσης (National Zeitung, Essen). Σχετική δήλωση του Γενικού Γραμματέα του
κατοχικού Υπουργείου Γεωργίας Φιλ. Πατίστα είχε φιλοξενηθεί στο περιοδικό Die Deutsche
Volkswirtschaft, Nr. 36/1942. Συγκρίσεις με την Καλιφόρνια συνέχισαν σε εφημερίδες τουλάχιστον
ως και το επόμενο έτος (1943).

95
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τα σημαντικότερα καθήκοντα των [γερμανικών] επιτροπών των χωρών είναι η επαφή με


τους κορυφαίους βιομήχανους της άλλης χώρας και η απόκτηση της εμπιστοσύνης τους σαν
πρώτη προϋπόθεση για μια επιτυχή και διαρκή συνεργασία. Γι’ αυτό πρέπει να δίνεται
ιδιαίτερη σημασία σε κοινές συνεδριάσεις με τους ξένους βιομήχανους, ώστε να τους
πείσουμε για την ανάγκη της κοινής εργασίας.»148 Η θέση κάθε χώρας (και ως εκ τούτου
των βιομηχάνων της και γενικότερα της οικονομικής της δομής) μέσα στον Ευρωπαϊκό
Οικονομικό Χώρο ήταν πάντως συγκεκριμένη. Προσωρινά όμως προείχε η αύξηση (στο
βαθμό που επέτρεπαν οι συνθήκες) της παραγωγής ειδών που χρησίμευαν στην πολεμική
προσπάθεια του Άξονα, έστω και αν αυτά δεν εντάσσονταν απαραίτητα στον σχεδιασμό της
μελλοντικής ενιαίας Ευρώπης του Άξονα.
Η κυριαρχία των θεωρητικών σχημάτων του φασισμού/ναζισμού περί οικονομίας
στον δημόσιο λόγο, αλλά και – σε μεγάλο βαθμό – στο επίπεδο των πραγματικών σχέσεων
της ελληνικής οικονομίας με τις χώρες του Άξονα, δεν σήμαινε αυτόματα και την τυφλή
εφαρμογή τους στο εσωτερικό της Ελλάδας σε ολόκληρη την περίοδο της κατοχής. Παρά τη
θεωρητική αποστροφή του ναζισμού προς τον φιλελευθερισμό, αποστροφή που
εκφραζόταν συχνά στα διάφορα οικονομικά άρθρα που αναδημοσιεύονταν στον ελληνικό
τύπο, στην πράξη ήταν ακριβώς μια εκδοχή φιλελεύθερης πολιτικής που υιοθέτησαν σε
μεγάλο βαθμό από τα τέλη του 1942 στην Ελλάδα. Τα περισσότερα από τα μέτρα που
ελήφθησαν το φθινόπωρο της χρονιάς εκείνης για να σώσουν τη δραχμή και να
περιορίσουν τις ελλείψεις και τον πληθωρισμό κινούνταν φανερά προς την κατεύθυνση της
φιλελευθεροποίησης της οικονομίας – «αποκατάσταση της ελεύθερης αγοράς» τα
χαρακτηρίζει ο ίδιος ο Γερμανός ειδικός εντεταλμένος για τα οικονομικά ζητήματα στην
Ελλάδα Hermann Neubacher στο βιβλίο του.149 Περίπου ενάμιση χρόνο αργότερα, όταν
προσπαθούσε να ελέγξει τον πληθωρισμό μέσω των πωλήσεων χρυσών νομισμάτων (βλ.
αναλυτικότερα παρακάτω), ο Neubacher υπεδείκνυε στην ελληνική κυβέρνηση να «μη
υπερβαίνει κατά τον καθορισμόν των τιμών των εμπορευμάτων, την εξέλιξιν των τιμών του
συναλλάγματος, εάν θέλει ν’ αποφύγει την πρόκλησιν ζημιών διά τους κατόχους των
εμπορευμάτων», ενώ δικαιολογούσε την απόφαση «ενσυνειδήτως ν’ ακολουθούν την
αρχήν της ελευθέρας οικονομίας, διότι εις αυτήν ακριβώς την χώραν το άθροισμα των
ατομικών οικονομικών προσπαθειών αποτελεί μίαν όλως ιδιαιτέραν δύναμιν».150 Η

148
Ζέκεντορφ: Η Ελλάδα κάτω από τον αγκυλωτό σταυρό…, σσ. 103-106.
149
Neubacher, Hermann: Sonderbeauftrag Südost, 1940-45. Bericht eines fliegenden Diplomaten,
Göttingen, 1957, σελ. 76.
150
«Ο πρεσβευτής Δρ. Νοϋμπάχερ εις το χρηματιστήριον Αθηνών», εφημερίδα Πρωία, 27/5/1944.

96
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

φιλελευθεροποίηση αυτή είχε βεβαίως τα όριά της, αφού οι μεγάλες ελλείψεις πρώτων
υλών και καυσίμων σήμαιναν πως η βιομηχανική παραγωγή θα παρέμενε σε μεγάλο βαθμό
υπό τους κανόνες του κατοχικού κράτους και των αρχών κατοχής, οι οποίες θα έλεγχαν την
κατανομή των σπάνιων πόρων.151
Κάποια από τα φιλελεύθερα αυτά μέτρα είχαν προταθεί αρκετούς μήνες πριν
διοριστεί ο Neubacher, και μάλιστα από Έλληνες οικονομικούς παράγοντες. Για
παράδειγμα, στην έκθεση για τον επισιτισμό της χώρας που κατέθεσε τον Μάιο του 1942
ελληνική επιτροπή ειδικών υπό τον Αθ. Σμπαρούνη κατέληγε σε 7 αναγκαία μέτρα για την
επίλυση του προβλήματος, περίπου τα μισά σχεδόν από τα οποία κινούνταν προς την ίδια
αυτή κατεύθυνση: «α) απόλυτος ελευθερία εμπορικών συναλλαγών και μεταφορών», «β)
άρσις των διατιμήσεων» και «γ) αποδέσμευσις ειδών διατροφής». Σε μία οικονομία βέβαια
που «ολίγην παρουσίαζεν ικανότητα προς οργάνωσιν αυταρκείας» πριν ακόμα την κατοχή,
τα μέτρα αυστηρά ρυθμιζόμενης οικονομίας δύσκολα θα μπορούσαν να πετύχουν όταν η
κατάσταση επιδεινώθηκε μετά την κατάκτηση της χώρας,152 έστω και αν αρχικά τα μέτρα
που είχαν προταθεί κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση.153

151
Η ρύθμιση πολλών πτυχών της οικονομικής ζωής προϋπήρχε βεβαίως της κατοχής: πολλά από τα
μέτρα είχαν ξεκινήσει από τη δικτατορία του Μεταξά, ή ακόμα και από τις προηγούμενες
κυβερνήσεις που είχαν να αντιμετωπίσουν την παγκόσμια κρίση και την πτώχευση του 1932. Ωστόσο
ήδη από τις πρώτες εβδομάδες της κατοχής, οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές κάλεσαν μέσω του
Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς τις βιομηχανίες της περιοχής να δηλώσουν τα
στοιχεία τους (παραγωγή, μηχανήματα, ιπποδύναμη, ανάγκες σε καύσιμα, αποθέματα κλπ)
προκειμένου να ενταχθούν στον προγραμματισμό για τον εφοδιασμό τους με καύσιμα (βλ. «Η
βιομηχανία Πειραιώς», εφημερίδα Πρωία, 10/6/1941). Πρόκειται για νέα ειδοποίηση μέσω
εφημερίδων και φαίνεται πως είχε προηγηθεί άλλη γνωστοποίηση την οποία αρκετοί αγνόησαν.
Παρόμοιες ειδοποιήσεις πρέπει να έγιναν και άλλες περιοχές της χώρας.
152
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ19, «Έκθεσις επί των επισιτιστικών αναγκών της Ελλάδος κατά το έτος 1942-
1943», 21/5/1942 (απόσπασμά της δημοσιεύεται και στο: Σμπαρούνης, Αθανάσιος: Μελέται και
Αναμνήσεις εκ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, [χ.ε.], Αθήνα, 1950, σσ. 141-147). Στην έκθεση
συμμετείχαν και άλλοι γνωστοί οικονομολόγοι της περιόδου, όπως ο Ζολώτας, ο Αγγελόπουλος και ο
Ευελπίδης (τυπικά γεωπόνος-μηχανικός, αλλά ασχολούμενος με την αγροτική οικονομία και το ΑΕΠ).
153
Το Οικονομικό Συμβούλιο που είχε συσταθεί για να εξετάσει κυρίως το νομισματικό (και στο
οποία συμμετείχαν κάποια από τα ίδια πρόσωπα όπως ο Αγγελόπουλος και ο Ζολώτας) είχε
προτείνει το 1941 μέτρα όπως την εθνικοποίηση των εργοστασίων, ταυτόχρονα όμως με «εφαρμογή
κεφαλαιοκρατικής πολιτικής δια να ανακτήσει την εμπιστοσύνην του το κεφάλαιο». Τσολάκογλου,
Γεώργιος Κ.Σ.: Απομνημονεύματα, Έκδοση «Ακροπόλεως», Αθήνα, 1959, Σσ. 208-210. Στις δε
ην
συζητήσεις, όπως καταγράφονται στα «πρακτικά του κατά την 5 Νοεμβρίου 1941 συγκροτηθέντος

97
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ωστόσο ο φιλελευθερισμός παρέμενε λέξη με «κακό παρελθόν» και σχετικά


σπάνια θα έβρισκε κανείς άρθρο στον τύπο που να τον υποστηρίζει τόσο ανοικτά, έστω και
αν κάποια από τα μέτρα που προτείνονταν ήταν προς αυτή την κατεύθυνση. Οι
αυξανόμενες συζητήσεις για την πολιτική κατεύθυνση της χώρας κατά τη διάρκεια της
κατοχής – κυρίως δε κατά την τελευταία περίοδό της – ήταν αρκετά διαδεδομένες στις
οικονομικές εφημερίδες, αναφέρονταν συχνότερα σε κάποιας μορφής σοσιαλισμό (που
όμως μόνο σε κάποια κείμενα προερχόμενα από την αριστερά και δημοσιευόμενα στον
αντιστασιακό τύπο ίσως να συνοδευόταν από κατάργηση της αγοράς), ή – κυρίως προς το
τέλος της περιόδου – σε κάποια μορφή «κοινωνικού φιλελευθερισμού». Χαρακτηριστικό
ήταν το ερώτημα του Οικονομολόγου Αθηνών: «συμφέρει η επάνοδος εις τον
φιλελευθερισμόν ή πρέπει να κυριαρχήσει ο παρεμβατισμός;». Όπως παρατηρούσε ο
συγγραφέας «ελάχιστοι απέμειναν σήμερον οι πιστεύοντες ότι η επάνοδος εις τον
φιλευθερισμόν είναι δυνατή και ευκταία. Ο άκρατος φιλελευθερισμός έζησε την εποχήν
του».154
Οι εξελίξεις στη Γερμανία την περίοδο από το 1942 και μετά (διορισμοί Speer και
Sauckel, κήρυξη Ολοκληρωτικού Πολέμου κλπ) είχαν κάποιες επιπτώσεις και στην Ελλάδα,
με την προσπάθεια για αύξηση της παραγωγής κυρίως μεταλλεύματα, αλλά και την
απόπειρα προσέλκυσης εργατών για το Ράιχ. Ωστόσο οι γεωγραφικοί και οικονομικοί
περιορισμοί της Ελλάδας έκαναν τις επιπτώσεις αυτές λιγότερο εμφανείς από ότι σε άλλες
κατεχόμενες χώρες. Αν και οι Γερμανοί επιδίωξαν πράγματι την αύξηση της εγχώριας
παραγωγής, αυτή προσέκρουε σε αντικειμενικές δυσκολίες εφοδιασμού σε όλη περίπου τη
διάρκεια της κατοχής, δυσκολίες που συνοδεύονταν από τα προβλήματα επισιτισμού και
χρηματοδότησης για μεγάλα διαστήματα της περιόδου. Σε αυτά προστέθηκε κυρίως από το
δεύτερο μισό του 1942 και η δράση των ανταρτών και των Συμμαχικών υπηρεσιών, η οποία

Οικονομικού Συμβουλίου υπό την προεδρίαν του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως» (ΕΛΙΑ, αρχείο
Διομήδη, Φάκελος 42, και αρχείο Τουρκοβασίλη, φάκελος «υπομνήματα») ακούστηκαν προτάσεις
προς την κυβέρνηση όπως «να διωχθούν δι’ όλων των δυνάμεών σας η ελευθέρα αγορά και να
κλείσουν όλα τα ύποπτα γραφεία της κυβείας του χρυσού με τις παλάτζες και τα τεμπεσίρια»
(Κριεζής – ο Ζολώτας διαφωνούσε). Οι ταχύτατες μεταβολές και η αρχική αβεβαιότητα ενός
συμβουλίου που δεν ήθελε να μιλήσει περί πολιτικής (κατά την έκφραση του Πεσματζόγλου που
συμμετείχε σ’ αυτό) έκανε δυσκολότερη την συμφωνία για την κατεύθυνση των μέτρων κατά την
πρώτη αυτή περίοδο.
154
Πρώτο από σειρά άρθρων στον Οικονομολόγο Αθηνών, με τίτλο «τα Οικονομικά και Κοινωνικά
Προβλήματα», που ξεκινούσε στις 26/8/1944.

98
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

προξενούσε σημαντικά προβλήματα, κυρίως με τις ανατινάξεις γεφυρών και


σιδηροδρομικών γραμμών και με τις επιθέσεις στα πολύτιμα ορυχεία.155
Στο τέλος της κατοχής οι Γερμανοί δυσκολεύονταν ολοένα και περισσότερο να
εκμεταλλευτούν την ελληνική οικονομία και φαίνεται πως οι πλέον φανατικοί ναζιστές (SS)
εξέτασαν σοβαρά την πρόταση για πλήρη καταστροφή της ελληνικής οικονομίας και
κοινωνίας.156 Ωστόσο, όπως συνέβη και σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, οι οικονομικοί
παράγοντες ήθελαν να κρατήσουν ανοικτές τις γέφυρες για το μέλλον. Αλλά ακόμα και
κρατικοί παράγοντες φαίνεται να επιδίωκαν κάτι τέτοιο: προς το τέλος του πολέμου οι
Γερμανοί αποφάσισαν να κλείσουν εκκρεμείς λογαριασμούς του κλήρινγκ επιστρέφοντας
κάποια από τα αξιόγραφα που είχαν αποκτήσει νωρίτερα, κυρίως από χώρες της
νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η απόφαση αυτή, που αφορούσε περισσότερο συμμάχους του
Άξονα, εστιαζόταν κυρίως στην επιστροφή ομολογιών και μετοχών σιδηροδρομικών κλπ
επιχειρήσεων, ενώ οι Γερμανοί έδειχναν περισσότερο πρόθυμοι να αποχωριστούν μετοχές
τραπεζών και ασφαλειών. Από την πλευρά τους, οι χώρες αυτές προσπάθησαν να πετύχουν
και την επαναγορά αξιόγραφων άλλων χωρών (Γαλλία, Ελβετίας, Βελγίου), με απώτερο
ενδεχομένως στόχο να διασφαλίσουν τον έλεγχο επιχειρήσεων που στο παρελθόν είχαν
περάσει σε ξένα χέρια.157 Παρά τις ζημιές, οι επαφές θα συνεχίζονταν και μεταπολεμικά. Οι
Ελλάδα θα ανέπτυσσε εκ νέου ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με τη Γερμανία, και
οικονομικοί παράγοντες της χώρας θα σύναπταν συμφωνίες με γερμανικές εταιρείες, σε

155
Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στον Απρίλιο του 1941 και το Οκτώβριο του 1944 μεταβάλλονται και
τα βασικά ζητήματα που φαίνεται να απασχολούν τις κατοχικές κυβερνήσεις, όπως τουλάχιστον
αποτυπώνεται στον τύπο και στο νομοθετικό έργο της περιόδου: η πρώτη κατοχική κυβέρνηση
ασχολήθηκε αρχικά με την εξεύρεση εργασίας στους αποστρατευμένους στρατιωτικούς και
γενικότερα με την αντιμετώπιση του κινδύνου ανεργίας, στο οποίο σύντομα προστέθηκε η πείνα και
το νομισματικό. Η δεύτερη, στο μικρό διάστημα που έμεινε στην εξουσία εστιάστηκε περισσότερο
στο νομισματικό και στα έξοδα κατοχής, ενώ η τρίτη ασχολούνταν ολοένα και περισσότερο (προς το
τέλος σχεδόν αποκλειστικά) με την καταστολή της αντίστασης.
156
Για τη λεγόμενη «Θέση του Χάους» του Walter Blume βλ. Mazower, Mark: Η Ελλάδα του Χίτλερ. Η
εμπειρία της Κατοχής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1994 [1993], σελ. 260-262. Ο Blume ήταν από
το 1943 επικεφαλής της SD και της SicherheitsPolizei στην Ελλάδα (υπηρεσία στην οποία είχε και η
Geheime StaatsPolizei γνωστότερη ως Gestapo).
157
TNA, WO 204/8852, Ministry of Economic Warfare (Middle East), “Monthly Report of Economic
Intelligence Relating to Enemy Occupied Territory in South-Eastern Europe. Annexe B.: Repatriation of
Foreign Securities in German Hands”, 15/4/1944.

99
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κάποιες περιπτώσεις συνεχίζοντας «συνεργασίες» που υπήρχαν και την περίοδο της
κατοχής.158

2.3 Η στάση του επιχειρηματικού κόσμου: συνεργασία, αντίσταση ή


«προσαρμογή»;
Η στάση των επιχειρηματιών της κατεχόμενης Ελλάδας, αλλά και ευρύτερα της
κατεχόμενης Ευρώπης, έχει συχνά παρουσιαστεί με τους απλούστερους των όρων:
οικονομικός δοσιλογισμός ή (σπανιότερα) αντίσταση. Όμως αυτή η διάκριση είναι
ανεπαρκέστατη, αφού δεν εξηγεί τις αιτίες της στάσης τους, ούτε τα διαφορετικά επίπεδα
«δοσιλογισμού» ή «αντίστασης» που συναντά κανείς στην πράξη.
Η πολυπλοκότητα των σχέσεων αυτών κάνει γενικά δύσκολη την κατάταξη των
εκάστοτε περιπτώσεων σε εύκολες κατηγορίες. Μία τυπολογία που έχει προταθεί πριν από
δύο και κάτι δεκαετίες είναι χρήσιμη για την κατανόηση κάποιων από τα βασικά κίνητρα
πίσω από τη στάση που κάθε επιχειρηματίας μπορεί να επέλεγε, χωρίς όμως να καλύπτει
κάθε περίπτωση που μπορεί να συναντήσει κανείς. Σύμφωνα λοιπόν με την τυπολογία
αυτή, που γράφηκε για τη Γαλλία, αλλά έχει ισχύ σε όλη την Ευρώπη του Άξονα (και όχι
μόνο), οι επιχειρηματίες που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές μπορούν να καταταχθούν
σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
α) Στον Οικονομικό δοσιλογισμό (Collaborationnisme économique), στις
σπανιότερες δηλαδή περιπτώσεις ένθερμων υποστηρικτών των κατακτητών,
β) Στη συνεργασία του κέρδους (Collaboration-profit), που αφορά περιπτώσεις
επίσης εθελοντικού χαρακτήρα, αλλά με κίνητρα καθαρά συμφέροντος και όχι
πολιτικής ή ιδεολογικής πίστης και

158
Ο Μποδοσάκης για παράδειγμα, για την περίεργη στάση του οποίου θα δούμε στη συνέχεια,
αφού διέφυγε από την Ελλάδα και υποτίθεται ότι ζημιώθηκε από τους Γερμανούς, κατηγορήθηκε
από τους Αμερικάνους ως φιλοναζιστής, για να κερδίσει τελικά την εμπιστοσύνη τους, να
απορροφήσει μεγάλο μέρος των κονδυλίων της μεταπολεμικής βοήθειας και να προωθήσει τις ιδέες
του για την ανοικοδόμιση, προσλαμβάνοντας μάλιστα μετά το κλείσιμο της UNNRA στις επιχειρήσεις
του τον διευθυντή της στην Ελλάδα B. Maden, και πρωταγωνιστώντας στην ανάκαμψη των σχέσεων
με τη Γερμανία και τον επιχειρηματικό της κόσμο. Βλ. Mogens Pelt: “Germany and the Greek
Armaments Industry: Policy Goals and Business Opportunities”, σελ. 156, στο: Lund, Joachim (ed.):
Working for the New Order, European Business under German Domination, 1939-1945. University
Press of Southern Denmark & Copenhagen Business School Press, 2006, σσ. 141-156.

100
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γ) Στη συνεργασία της επιβίωσης (Collaboration-survie), όπου σκοπός είναι να


αποφευχθεί η εξαφάνιση της επιχείρησης ή και οι αρνητικές επιπτώσεις στον
ίδιο τον επιχειρηματία ως πρόσωπο)159
Στην πράξη βέβαια, όπως έχουν επισημάνει και άλλοι μελετητές, οι γκρίζες
ενδιάμεσες ζώνες είναι πολλές, και η κατάταξη των περιπτώσεων σε κάποιες από τις

159
Frank, Robert, Flonneau, Jean-Marie & Mencherini, Robert : « Conclusion : La guerre et
l’Occupation, une ‘chance’ pour les entreprises françaises ? », σσ. 384-389, στο: Beltran, Alain, Frank,
Robert & Rousso, Henry (dir): La vie des entreprises sous l’Occupation, Belin, Paris, 1994, σσ. 371-396
(το βιβλίο προέκυψε από συνέδριο του 1986). Ο όρος «collaborationnisme» στα γαλλικά
(collaborationism στα πρωτότυπα αγγλικά) εφευρέθηκε από τον Stanley Hoffmann ("Collaborationism
in France during World War II", Journal of Modern History 40, no. 3, September 1968, σσ. 375-95) για
να καταδείξει τον συνειδητό οπαδό της συνεργασίας με τον κατακτητή, κάνοντας έτσι διάκριση από
την απλή συνεργασία («collaboration»). Στα ελληνικά πολλές φορές μεταφράζονται και τα δύο ως
«δοσιλογισμός», αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιλέχθηκε η χρήση του «δοσιλογισμού» στην
πρώτη περίπτωση και της «συνεργασίας» στη δεύτερη, ώστε να φανεί η διάκριση μεταξύ των δύο. Στο
Βέλγιο το επιχείρημα της συνεργασίας ως «μικρότερο κακό» θεωρείται ανεπαρκές για να εξηγήσει το
φαινόμενο, για το οποίο έχει προταθεί από τον J. C. H. Blom ο διαχωρισμός ανάμεσα στον
«συμβιβασμό της επιφύλαξης και της αποφυγής» (“accommodement de réserve et d’ esquive”) και
στον «επιθετικό συμβιβασμό» (“accomodement agressif”). Βλ. σχετικά: Nefors, Patrick: La
Collaboration Industrielle en Belgique, 1940-1945, éditions Racine, Bruxelles, 2006, σελ. 304-306.
Στην Ελλάδα, ο στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος και ουσιαστικός πολιτικός καθοδηγητής των
ταγματασφαλιτών της Εύβοιας Ν. Αναγνωστόπουλος, αν και κατακρίνει μερικούς επιχειρηματίες
που «τυφλώς εξυπηρετήσαντες τους κατακτητάς εις τους πολεμικούς των σκοπούς απέβησαν
πραγματικοί λυμεώνες του υποδούλου Ελληνικού Λαού» συλλέγοντας «άφθονον χρήμα» και
δημιουργόντας «πλούτον πολύν», εντούτοις ασχολείται μόνο με τις κατηγορίες Ελλήνων εργατών που
εργάστηκαν σε επιχειρήσεις «πολεμικής σημασίας», διακρίνοντάς τους σε δύο βασικές κατηγορίες: 1)
χειρώνακτες χωρίζόμενους σε α) εθελούσια και β) βίαια ή ακούσια εργαζόμενους και 2) σε όσους
«μολονότι ξένοι προς πάσαν χειρωνακτικήν εργασίαν, διότι ήσαν μάλλον του πνεύματος εργάται και
σκαπανείς, εν τούτοις εργάσθησαν ως και οι πραγματικοί χειρώνακτες», που με τη σειρά τους
χωρίζονται: α) σε όσους αναγκάστηκαν ν’ αλλάξουν επάγγελμα λόγω πείνας και γενικής εξαθλίωση
και β) σε όσους εργάστηκαν σε τέτοια εργοστάσια είτε αυτοβούλως είτε με εντολή τρίτων
προκειμένου να δράσουν ως σαμποτέρ, πληροφοριοδότες κλπ. Αναγνωστόπουλος, Ν.: Η Εύβοια υπό
ος
Κατοχήν: Συμβολή εις την ιστορικήν έρευναν του όλου δράματος της Ελλάδος, τόμος 2 , τεύχος Α΄,
[χ.ε.], Αθήνα, 1973, σσ. 226-228. Στην πραγματικότητα βέβαια σχεδόν το σύνολο των εργατών
απασχολήθηκε αποκλειστικά για λόγους επιβίωσης (με βία ή χωρίς), γεγονός που αποτελεί και βασική
διαφορά σε σχέση με τους επιχειρηματίες, κάποιοι από τους οποίους είχαν μεγάλα περιθώρια
πλουτισμού.

101
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παραπάνω κατηγορίες δύσκολη.160 Πράγματι, όπως θα δούμε παρακάτω, αρκετές


περιπτώσεις που συναντάμε στην κατεχόμενη Ελλάδα είναι δύσκολο να καταταχθούν.
Συχνά βέβαια αυτό οφείλεται περισσότερο στις ελλιπείς γνώσεις μας για τις σκέψεις του
εκάστοτε επιχειρηματία στην αρχή της κατοχής, όταν συνήθως καλούνταν να αποφασίσει
αν θα συναλλάσσεται με τους κατακτητές και σε ποιόν βαθμό.
Υπάρχουν πάντως αρκετές περιπτώσεις που αντικειμενικά φαίνεται να
συνδυάζουν χαρακτηριστικά δύο (πολύ σπάνια και των τριών) από τις παραπάνω
κατηγορίες, αφού το κίνητρο του κέρδους φαίνεται να είναι παρόν σε πολλές αποφάσεις.
Κάποιες φορές είναι δύσκολο να αποφασίσει ο ιστορικός αν βαραίνει περισσότερο στη
ζυγαριά κάποια μετριοπαθής συμπάθεια που ο επιχειρηματίας μπορεί να είχε δείξει στο
παρελθόν για τη Γερμανία, από τον φόβο του για τις συνέπειες που θα είχε η άρνησή του
να συνεργαστεί, ή από τα χρήματα των συμβολαίων με τις αρχές κατοχής.
Θα μπορούσαμε εξάλλου να διακρίνουμε και μία ακόμα υποκατηγορία που
διαπλέκει τους δύο τελευταίους τύπων συνεργασίας που προαναφέρθηκαν: την περίπτωση
της ανισυχίας που προκαλούσε η ενδυνάμωση κάποιου βασικού επαγγελματικού
ανταγωνιστή από τα κατοχικά συμβόλαια που θα δεχόταν να εξυπηρετήσει. Η περίπτωση
αυτή θα μπορούσε να καταταγεί ευκολότερα στην κατηγορία της «επιβίωσης» (αφού
αφορά την μακροπρόθεσμη επιβίωση της επιχείρησης), αλλά σχετίζεται άμεσα και με το
κέρδος που ο επιχειρηματίας θα απολάμβανε ειδικά αν το στερούσε από τον ανταγωνιστή
του.
Υπάρχει τέλος και η περίπτωση κάποιων παραδοσιακά γερμανόφιλων, ή
ιταλόφιλων, ή επιχειρηματιών που είχαν στενές σχέσεις (οικογενειακές, σπουδών,
επιχειρηματικές) με τους κατακτητές χωρίς όμως να τρέφουν ιδιαίτερη συμπάθεια προς τα
καθεστώτα που την περίοδο εκείνη κυβερνούσαν τις χώρες αυτές. Κάποιες από τις
περιπτώσεις αυτές ίσως βρίσκονταν κοντύτερα στην πρώτη κατηγορία, άλλες στη δεύτερη,
στην τρίτη, ή μεταξύ δεύτερης και τρίτης (όπως η περίπτωση του γερμανοεβραϊκής
καταγωγής Ρόζενσταϊν που θα συναντήσουμε στο δεύτερο μέρος), ενώ κάποιες άλλες ίσως
θα μπορούσαν να καταταχθούν και σε μια νέα κατηγορία, αυτή της «συνεργασίας της
αδράνειας». Οι κατατασσόμενοι σ’ αυτή ίσως λειτουργούσαν περισσότερο συνεχίζοντας τις
συναλλαγές που είχαν στο παρελθόν με γερμανικές και ιταλικές επιχειρήσεις χωρίς να
διακρίνονται απαιραίτητα από έντονη φιλία προς τα καθεστώτα τους, επιθυμία για αύξηση

160
Βλ. Marcot, François : « Qu’est-ce qu’un patron résistant ? », στο: Dard, Olivier, Daumas Jean-Claude
& Marcot, François (sous la direction de) : L’Occupation, L’Etat Français et les Entreprises, ADHE, Paris,
2000, σσ. 277-292.

102
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

των κερδών τους πάση θυσία ή από φόβο για τις συνέπειες της διακοπής των
προπολεμικών αυτών σχέσεων.
Η κατάταξη αυτή δεν αναφέρει επίσης κάτι για την έκταση της συνεργασίας, αν
και υπονοεί ότι τουλάχιστον οι περιπτώσεις της πρώτης κατηγορίας ενδεχομένως να μην
είχαν καμία αναστολή στην επέκταση των δραστηριοτήτων τους, γεγονός που πιθανότατα
θα ίσχυε και στην δεύτερη κατηγορία, αλλά όχι απαραίτητα στην τρίτη. Ωστόσο, σε κάποιες
περιπτώσεις, η έναρξη της οικονομικής συνεργασίας, έστω και αν αυτή γινόταν αρχικά από
φόβο, λειτουργούσε καταλυτικά στον συνεργαζόμενο, ο οποίος μπορεί να ένιωθε ότι είχε
περάσει πλέον μια κόκκινη γραμμή και δεν είχε άλλη επιλογή παρά να συνεργαστεί
πλήρως, είτε να ανακάλυπτε τα μεγάλα πλεονεκτήματα της συνεργασίας (συνήθως
σημαντικά κέρδη) και να αποφάσιζε έτσι να επεκτείνει τις δραστηριότητές του,
μεταπηδώντας έτσι ουσιαστικά στην δεύτερη κατηγορία. Επίσης μεγάλη σημασία είχαν και
οι προοπτικές νίκης ή ήττας του κατακτητή. Αρχικά δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι
η Γερμανία είχε ουσιαστικά νικήσει τον πόλεμο και το λογικό θα ήταν αντί να αντιστέκεται
κανείς, να αγκαλιάσει τη Νέα Τάξη και να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τις διεθνείς
ανακατατάξεις.161 Αντίθετα, προς το τέλος ειδικά του πολέμου, είχαμε πλήθος περιπτώσεων
που προσπάθησαν είτε να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους, είτε να φανούν ότι
«συνεργάζονταν» αναγκαστικά, είτε ακόμα και να στραφούν προς την αντίσταση (συνήθως
χρηματοδοτώντας ή τροφοδοτώντας με πληροφορίες διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις).
Ενδιαφέρον για τη στάση (και) των επιχειρηματιών ήταν τέλος ο χαρακτηρισμός
που ένα στέλεχος του γαλλικού κρατικού μηχανισμού έδωσε μεταπολεμικά. Η έκφραση
«σύνδρομο της γέφυρας του ποταμού Κβάι», χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει κυρίως

161
Η φάση αυτή φαίνεται πάντως πως δεν κράτησε πολύ, τουλάχιστον στην Ελλάδα (στις χώρες που
είχαν καταληφθεί από το 1940 η διάρκειά της ήταν μεγαλύτερη), αφού η εισβολή στην ΕΣΣΔ και ακόμα
περισσότερο οι εξελίξεις στο τέλος τους έτους (είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο και σοβιετική
αντεπίθεση) έκαναν φανερό πως ο πόλεμος θα διαρκούσε καιρό ακόμα και η Γερμανία θα
δυσκολευόταν να νικήσει. Ο Λ. Άρτσερ κατέγραφε στο Βαλκανικό Ημερολόγιό του στις 22 Ιουνίου 1941
(σσ. 301-302), ότι «Οι συνεχώς εξασθενούντες Έλληνες γιορτάζουν. Πιστεύουν πως ο Χίτλερ επιτέλους
έπραξε το Μεγάλο Λάθος. Σίγουρα θα μειώσει την διάρκεια του πολέμου η φθορά που θα υποστεί,
λένε». Λίγους μήνες αργότερα, ο Γ. Θεοτοκάς, σημείωνε στα Τετράδια Ημερολογίου στις 14 Δεκεμβρίου
1941 (σελ. 313): «Νομίζω ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κρίθηκε, η Γερμανία τον έχασε. Τούτο
η
ανεξάρτητα από την ατομική μου πεποίθηση, που ποτέ δεν κλονίστηκε από την 1 Σεπτεμβρίου 1939
και που στηριζότανε όμως, κατά το μεγαλύτερο μέρος, σε μια διαίσθηση. Σήμερα νομίζω ότι κρίθηκε
αντικειμενικά και με τέτοιο τρόπο ώστε το αποτέλεσμα υποπίπτει στην κοινή αντίληψη. Η Γερμανία
διεύθυνε το παιχνίδι ως το καλοκαίρι του 1940. Από κει αρχίζει η σειρά των αποτυχιών της».

103
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τη συμπεριφορά διοικητικών στελεχών στην κατεχόμενη Γαλλία λόγω των ομοιοτήτων με τη


στάση του πρωταγωνιστή του ομώνυμου μυθιστορήματος που έγινε ταινία: πολιτική
αποστασιοποίηση και περιορισμός του ορίζοντά τους στα καθαρά τεχνικά, ή επαγγελματικά
χαρακτηριστικά που θα τους επέτρεπαν «να κάνουν καλά τη δουλειά τους». Εξάλλου σε μια
περίοδο ήττας και ανατροπής των βεβαιοτήτων, αυτή η στενή εστίαση στις επαγγελματικές
υποχρεώσεις ήταν συχνά η μόνη που μπορούσε να δώσει κάποιο νόημα στη ζωή τους.162 Ο
χαρακτηρισμός αυτός θα μπορούσε κάλλιστα να περιγράψει και τη στάση πολλών
επιχειρηματιών σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη, που μετά την ήττα απλώς προσπαθούσαν
να «κάνουν τη δουλειά τους» (δηλαδή να αυξήσουν τα κέρδη και να επεκτείνουν τις
επιχειρήσεις τους), χωρίς να ασχολούνται ιδιαίτερα με ευρύτερα εθνικά ή πολιτικά
ζητήματα. Εξάλλου αυτές ήταν οι μόνες δραστηριότητες στις οποίες είχαν κάποιο έλεγχο.
Εκτός όμως από τις ατομικές περιπτώσεις επιχειρηματιών ή επιχειρήσεων, έχουμε
και τις διαφορές στη στάση συλλογικών οργάνων. Το παράδειγμα του Βελγίου, όπου η
οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας αποφάσισε πριν ακόμα ολοκληρωθεί η κατάληψη
της χώρας να δημιουργηθεί μια επίσημη επιτροπή που θα έθετε τους όρους για την
οικονομική συνεργασία με τους Γερμανούς, είναι ίσως μοναδικό στην κατεχόμενη
Ευρώπη.163 Η επιτροπή Galopin (αλλά ως ένα βαθμό και τα υπόλοιπα συλλογικά όργανα
162
De Rochebrune, Renaud & Hazera, Jean-Claude: Les Patrons sous l’Occupation, Odile Jacob, Paris,
2013 [1995], σελ. 791. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από συνέντευξη με τον François Bloch – Lainé,
τραπεζίτη, στελέχους του γαλλικού κρατικού μηχανισμού από τα τελευταία προπολεμικά χρόνια και
συγγενούς του προκατοχικού πρωθυπουργού Léon Blum, με συμμετοχή στη γαλλική αντίσταση.
163
Το Βέλγιο είχε την εμπειρία της κατοχής του από τη Γερμανία στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, όπου
μεγάλο μέρος της βιομηχανίας εντάχθηκε στην γερμανική πολεμική παραγωγή και χιλιάδες εργάτες
μεταφέρθηκαν σε γερμανικά εργοστάσια. Το ζήτημα λοιπόν της οικονομικής συνεργασίας και των
συνεπειών της (θετικών και αρνητικών) ήταν γνωστό στη χώρα. Έτσι, στις 15 Μαΐου 1940
δημιουργήθηκε η εν λόγω επιτροπή, με επικεφαλής τον διοικητή της Société Générale de Belgique
(μεγαλύτερης τράπεζας στη χώρα, που είχε υπό τον έλεγχό της περίπου το 40% της βελγικής
βιομηχανίας), Alexandre Galopin. Η επιτροπή, που θα γινόταν η σκιώδης κυβέρνηση της χώρας για
οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, αποφάσισε (με αυτό που έγινε γνωστό ως «δόγμα Galopin») να
γίνει αποδεκτή η παραγωγή για τη Γερμανία, υπό όρους, οι σημαντικότεροι των οποίων ήταν να μην
παράγονται όπλα και πυρομαχικά και να περιοριστεί το κέρδος ώστε να μην υπάρξει αθέμητος
ανταγωνισμός και να μην κινδυνεύσει η οικονομική ελίτ της χώρας από κατηγορίες δοσιλογισμού.
Ωστόσο δεν ακολούθησαν όλοι οι βιομήχανοι της χώρας το δόγμα. Για περισσότερα βλ. Gillingham,
John: Belgian Business in the Nazi New Order, Ghent, 1977, (κυρίως σσ. 29-74), Nefors, Patrick: La
Collaboration Industrielle en Belgique, 1940-1945, Bruxelles, 2006, (κυρίως σελ. 86),
Verhoeyen, Ettienne: La Belgique Occupée, de l’ An 40 a la Libération, Bruxelles, 1994, (κυρίως σσ. 136-

104
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

των οικονομικών ελίτ στις κατεχόμενες χώρες) είχαν να αντιμετωπίσουν και ευρύτερα
ζητήματα, όπως την ανησυχία για την μαζική αποστολή εργατών στη Γερμανία, την έλλειψη
τροφίμων (ειδικά στην περίπτωση που θα σταμάταγε η παραγωγή) και την διάσωση της
βιομηχανικής υποδομής της χώρας.164
Στην Ελλάδα, τα στοιχεία για τη στάση του ΣΕΒΒ και του ΕΒΕΑ (ή άλλων
συλλογικών οργάνων των βασικών εργοδοτών) είναι ελλιπή, αλλά από αυτά δεν προκύπτει
κάποιος επίσημος προβληματισμός για το ζήτημα (πέρα από την απλή προσπάθεια
επανέναρξης της παραγωγής), κάτι που φαίνεται να ισχύει και για το μεγαλύτερο τμήμα της
κατεχόμενης Ευρώπης. Ωστόσο, το ενδεχόμενο η οικονομική συνεργασία στην Ελλάδα να
ήταν (επισήμως τουλάχιστον) περισσότερο ζήτημα ατομικής πρωτοβουλίας δεν
επιβεβαιώνεται απόλυτα όπως θα δούμε στη συνέχεια, αφού και εδώ υπήρξαν περιπτώσεις
συνεννόησης για κοινή στάση απέναντι στις απαιτήσεις των κατακτητών.
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα πώς αντιμετώπισαν οι Έλληνες επιχειρηματίες το
ζήτημα της οικονομικής συνεργασίας.

***

Η γερμανοφιλία στην Ελλάδα δεν ήταν βεβαίως κάτι νέο. Παραδοσιακά ένα μέρος ειδικά
της παλιάς Ελλάδας και της «καλής αθηναϊκής κοινωνίας» έτρεφε θετικά αισθήματα προς
τη Γερμανία, ενώ τα πλουσιότερα μέλη της έστελναν συχνά τα παιδιά τους να σπουδάσουν

137) και Luyten, Dirk: “The Belgian Economic Elite between Economy and Politics” (κυρίως σσ. 77-83),
στο: Lund, Joachim (ed.): Working for the New Order, European Business under German Domination,
1939-1945. University Press of Southern Denmark & Copenhagen Business School Press, 2006, σσ. 75-
92. Επίσης βλ.: Vassilis Manoussakis: “The Business Elites of occupied Europe and the end of Nazi ‘New
ου
Order’: the cases of Greece and Belgium” στα (υπό έκδοση) πρακτικά του 2 Διεθνούς Συνεδρίου
Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ελληνικής Εταιρείας Οικονομικής Ιστορίας και του Τμήματος
Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (10 - 12
Φεβρουαρίου 2012), με τίτλο: Οι «Αγορές» και η Πολιτική, Ιδιωτικά συμφέροντα και δημόσια εξουσία
ος ός
(18 -20 αιώνας).
164
Για ένα σχετικό πρωτότυπο έγγραφο βλ.: Centre d'Études et de Documentation Guerre et Sociétés
contemporaines (CEGESOMA), Archives Camille Gutt, AA 1624, 48 : Territoire occupé. Note sur la
production industrielle signée Alexandre Galopin: “Devons-nous reprendre la production industrielle en
Belgique? Dans quelle mesure?”, 12/7/1940. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτές οι αιτίες που
επισήμως προτάθηκαν ως βασικές για τη συνέχιση της παραγωγής βάραιναν στο σκεπτικό των Βέλγων
επιχειρηματιών περισσότερο από την απώλεια των κερδών τους ή την προοπτική αύξησής τους.
Ωστόσο είναι βέβαιο ότι σε ένα βαθμό τέτοια ζητήματα απασχολούσαν όλους τους επιχειρηματίες των
κατεχόμενων χωρών καθώς και τις κυβερνητικές αρχές (ή εκείνες που τις υποκαθιστούσαν).

105
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σε γερμανικά πανεπιστήμια. Όμως, οι παραδοσιακοί γερμανόφιλοι – και ακόμα


περισσότερο ιταλόφιλοι – (που δεν ήταν απαραίτητα και οπαδοί του Χίτλερ και του
Μουσολίνι) ήταν μάλλον μειονοτική ομάδα ανάμεσα στο σύνολο των επιχειρηματιών της
χώρας.165 Πολλοί περισσότεροι ήταν βεβαίως αυτοί που μετά τον περιορισμό του διεθνούς
εμπορίου και την μερική εξάρτηση της Ελλάδας από το συμψηφιστικό εμπόριο με τη
Γερμανία, διατηρούσαν στενές σχέσεις με επιχειρήσεις του Ράιχ, χωρίς όμως και αυτοί
απαραίτητα να ήταν θετικά διακείμενοι προς τη Γερμανία και την πολιτική της ηγεσία. Αν
και η κατηγορία των ένθερμων οικονομικών δοσιλόγων με πολιτικά ή/και ιδεολογικά
κίνητρα ήταν ασφαλώς υπαρκτή και στην κατεχόμενη Ελλάδα (κάποια τέτοια παραδείγματα
θα συναντήσουμε στο δεύτερο μέρος της διατριβής), αυτή σίγουρα δεν εξηγεί το
μεγαλύτερο μέρος των επιχειρηματικών συναλλαγών με τον Άξονα.
Μια άλλη σημαντική παράμετρος ήταν ο φόβος. Το πρώτο διάστημα της κατοχής
ήταν αρκετές οι φήμες που κυκλοφορούσαν για μαζικές και βίαιες μεταβιβάσεις
πλειοψηφικών μετοχικών πακέτων πολλών επιχειρήσεων (όχι αποκλειστικά των
μεγαλύτερων) της κατεχόμενης Ελλάδας. Τα νούμερα εργοστασίων που ακούγονταν ότι
άλλαξαν χέρια έφταναν τον πρώτο καιρό ακόμα και τα 2.000, γρήγορα όμως οι αναφορές
αυτές αποδείχθηκαν ιδιαίτερα υπερβολικές.166 Οι περιπτώσεις βίαιης εξαγοράς μετοχών
165
Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν κάποιος Νίκος Νικολόπουλος, ιδιοκτήτης εργοστασίου χαρτόσακων
στη Χαλκίδα (μάλλον καμία σχέση με τους συνεπόνυμους του θα θα δούμε σε ΕΕΕΣ και επιχειρήσεις
Μποδοσάκη), που λόγω του αγάπης του προς τη Γερμανία και του φόβου για τον κομμουνισμό
έφτασε να γίνει και πράκτορας των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών με το κωδικό όνομα Nauke. Βλ.
NARA, RG 238, OCCPAC Interrogation Transcripts And Related Records, Lt. Walther Kraushaar:
Military Intelligence Service Center APO 757, “CI Intermediate Interrogation Report (CI-IIR) No 50,
28/2/1946 (Annex I).
166
Ο Λ. Άρτσερ έγραφε για παράδειγμα στο ημερολόγιό του: «οι κυριότερες ελληνικές βιομηχανίες
άλλαξαν ιδιοκτήτες. Ο τρόπος που έγινε αυτή η αλλαγή βασίστηκε στην ίδια ευγενική μέθοδο της
‘αγοράς’ του 60% των εκδοθεισών μετοχών και της εγκατάστασης Γερμανού διευθυντή. Αν υπάρξει
άρνηση πωλήσεως μετοχών, ο ιδιοκτήτης συλλαμβάνεται και οδηγείται προς κράτηση, διατάσσεται η
έκδοση νέων μετοχών και συνεχίζεται το ίδιο βιολί. Ο γείτονάς μου ο Αντώνης υπολογίζει ότι
περισσότερα από δύο χιλιάδες μικρά και μεγάλα εργοστάσια άλλαξαν έτσι χέρια». Άρτσερ, Λαιρντ:
Βαλκανικό Ημερολόγιο (1934-1941), βιβλιοπωλείο της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε., Αθήνα, 1993,
σσ. 259-260 (28 Απριλίου 1941). Ο Χρηστίδης από πλευράς του καταγράφει στις 8 Μαΐου (Χρόνια
Κατοχής, 1941-1944. Μαρτυρίες Ημερολογίου, σελ. 20) την διάδοση πως «με μεγάλη πιεστικότητα,
ζητήθηκε από τους μετόχους του εργοστασίου Λαναρά και Κύρτση (υφαντήρια) και Μενούνου (χημική
βιομηχανία) να πουλήσουν σε ιδιώτες γερμανούς ‘αυτοβούλως’ τα 52% των μετοχών της εταιρείας
τους.» Το φαινόμενο όμως δεν ήταν τόσο γενικό όσο ήθελαν οι φήμες, αν και αδιαμφισβήτητα υπήρχε

106
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ιδιωτικών επιχειρήσεων ήταν μάλλον περιορισμένες, ενώ σε δύο από τα μεγαλύτερα


παραδείγματα που αναφέρονται στην παρούσε εργασία (ΕΕΠΚ – βλ. δεύτερο μέρος – και
Λεσσίνι – βλ. υποκεφ. 2.2) φαίνεται πως οι ίδιοι οι Έλληνες ιδιοκτήτες τους έπαιξαν κάποιο
ενεργό ρόλο στην εξαγορά.167
Στην πραγματικότητα, οι πλέον βίαιες περιπτώσεις πώλησης έχουν να κάνουν όχι
με εργοστάσια, αλλά με πλοία. Φαίνεται μάλιστα ότι ακόμα και οι περιπτώσεις αυτές δεν
ήταν ακριβώς τυπικές της γερμανικής πολιτικής απέναντι στο ζήτημα των επιχειρήσεων των
κατεχόμενων, αφού σε αυτή εμπλέκονται και εγκληματικές πράξεις του Γερμανού
επικεφαλής, από τις οποίες αποκόμιζε χρήματα ο ίδιος προσωπικά. Η δράση αυτή του

αρκετό γερμανικό και ιταλικό ενδιαφέρον για ελληνικές εταιρείες και αρκετές μετοχές άλλαξαν χέρια.
Εταιρείες σαν τον Λαναρά – Κύρτση που αναφέρονταν στις φήμες στην πραγματικότητα δεν άλλαξαν
ποτέ χέρια, και απλώς ανέλαβαν να παράγουν για τις αρχές κατοχής με τους παλιούς τους ιδιοκτήτες.
Εξάλλου ο ίδιος ο Χρηστίδης αναφέρει λίγο παρακάτω (10 Μαΐου, σελ. 25) πως «δεν επιβεβαιώθηκε η
πληροφορία περί εξαναγκασμού των μετόχων μερικών βιομηχανικών εταιρειών να πουλήσουν τα 52%
των μετοχών τους». Πέρα από τον όποιο πραγματικό πανικό που οι πραγματικές εξαγορές
δημιούργησαν σε κάποιους ιδιοκτήτες, δεν αποκλείεται η φήμη να χρησιμοποιήθηκε (ή ακόμα και να
ξεκίνησε) από κάποιους ως δικαιολογία για την έναρξη της υποχρεωτικής (σε εισαγωγικά ή χωρίς)
παραγωγής για τους κατακτητές.
167
Στόχοι εξαγορών ήταν σε μεγάλο βαθμό μεταλλεία. 3 από τις 5 περιπτώσεις που αναφέρονται σε
γερμανικό έγγραφο του 1941 ως «συμμετοχή γερμανικών κεφαλαίων» (δηλαδή αγορά μετοχών) σε
ελληνικές επιχειρήσεις αφορούν του Βωξίτες Παρνασσού, Δελφών και Ελευσίνας (Norddeutsche
Aluminium – μετέπειτα Hansa Leichtmetall), ενώ οι άλλες δύο περιπτώσεις ήταν οι διαπραγματεύσεις
για την επιδιωκόμενη αγορά του 52% (7.800 μετοχών) των μπαταριών ΠΑΚ και η συμμετοχή της
γερμανικής Mundus στο 51% της νεοϊδρυθείσας Βίβλος Α.Ε. AA-PA, R 105897, τηλεγράφημα Hahn,
Altenburg, “Betr.: Fernschreiben Reichswirtschaftministerium V O Nr. 40080/41 FSA Nr. 2636 vom
19.8.1941”, 1/9/1941. Η περίπτωση των βωξιτών Ελευσίνας είχε συναντήσει κάποιες δυσκολίες λόγω
της εμπλοκής Καναδικών κεφαλαίων μέσω Ελβετίας. Συμφωνίες συνεργασίας είχαν επίσης υπογραφεί
και με ιδιοκτήτες τουλάχιστον 12 ακόμα ελληνικών ορυχείων, καθώς και με την Ηλεκτρική Εταιρεία
Αθηνών-Πειραιώς (της Power and Traction). Αρκετοί από τους στόχους αυτούς αφορούσαν ξένες
(Αγγλικές, Γαλλικές, Βελγικές, Ολλανδικές κλπ) προπολεμικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Συνολικά, μέχρι
τον Σεπτέμβριο του 1941, οι Γερμανοί υπολόγιζαν ότι είχαν «επενδύσει» στην κατεχόμενη Ελλάδα
ποσό ύψους περίπου 2,5 δυσεκατομμυρίων δραχμών, ή (με την επίσημη ισοτιμία) κάτι παραπάνω από
40 εκατομμυρίων RM. Βλ. NARA, RG 260, OMGUS Finance Intelligence Group, Finance and Economics,
“Translation of document NID 10699, Office of Chief of Counsil for War Crimes, Enclosure to ordinance
8845/41 Secret, Record of the meeting of the interl-ministerial committee in question of investments of
capital, helt on Tuesday, 23 Sept. 1941, 11.00 hours at the Reich Ministry of Economy.”

107
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Γερμανού υπεύθυνου για την «εξασφάλιση» των ελληνικών πλοίων (Birgfeld) προκάλεσε
μάλιστα το ενδιαφέρον της GFP (γερμανικής μυστικής στρατονομίας) γιατί προσπάθησε να
αγοράσει το σκάφος «Βαρβάρα» ρίχνοντας τον ιδιοκτήτη του στη φυλακή, υποχρεώνοντάς
τον να υπογράψει εκεί το συμβόλαιο ενώ και ο λογαριασμός στον οποίο είχαν κατατεθεί τα
χρήματα για την αγορά ήταν στο όνομά του Birgfeld και όχι σε αυτό της υπηρεσίας του.168 Ο
Birgfeld προ της κατοχής υπηρετούσε στην Πάτρα μάλλον ως πρόξενος και ήταν
παντρεμένος με Ελληνίδα, το γένος Φιλιπποπούλου. Χρησιμοποιούσε μάλιστα συχνά το
σύστημα αυτό προσωπικού πλουτισμού κατά το πρώτο τουλάχιστον διάστημα της κατοχής,
αφού εκτός από την υπόθεση του «Βαρβάρα» είχε υποχρεώσει και άλλους ιδιοκτήτες
σκαφών να πωλήσουν με παρόμοιους όρους τα πλοία τους. Για παράδειγμα, ο ιδιοκτήτης
του «Θηρεσία Νομικού» Π. Νομικός υποχρεώθηκε να υπογράψει την πώληση του πλοίου
που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, με την ίδια μέθοδο (απειλή φυλάκισης). Οι όροι
της πώλησης ανέφεραν πως η πληρωμή θα γινόταν σε μάρκα κατοχής μετά τη μεταβίβαση
του πλοίου, αλλά και ότι ο ίδιος ο Birgfeld θα λάμβανε το 20% ως μεσιτεία. Παρόμοιες
πιέσεις δέχθηκαν οι αδελφοί Γουλανδρή και μεταβίβασαν το «Σάμος» που βρισκόταν τότε
στη Μασσαλία, καθώς και οι Λουκάς Νομικός και Σιγάλας πλοία των οποίων βρίσκονταν σε
Πορτογαλία και Ισπανία.169
Εκτός όμως των μάλλον ολιγάριθμων περιπτώσεων πλοίων, οι βίαιες
μεταβιβάσεις επιχειρήσεων φαίνεται πως δεν ήταν τόσο πολλές και σίγουρα δεν πλησίαζαν
ούτε στο ελάχιστο τα «2.000 εργοστάσια». Πολύ περισσότερο συχνή ήταν η προσωρινή
επίταξη των επιχειρήσεων που παρήγαγαν για τις αρχές κατοχής. Ωστόσο αυτή σπάνια
σήμαινε κάτι περισσότερο από κάποιους περιορισμούς και συνήθως δεν απειλούσε
σοβαρά ούτε την ιδιοκτησία της επιχείρησης ούτε την κερδοφορία της (σε πολλές
περιπτώσεις μάλιστα την αύξανε σημαντικά). Εξάλλου σε αρκετές περιπτώσεις το καθεστώς
της επίταξης προϋπήρχε από την περίοδο της επιστράτευσης για τον πόλεμο του 1940,
αφού οι κατακτητές επιδίωξαν να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται ως ένα βαθμό την
υπάρχουσα δομή πολεμικής παραγωγής στη χώρα. Φαίνεται πάντως πως η επιδίωξη της
τυπικής επίταξής από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες – κυρίως προς το τέλος της κατοχής – ως
μια προστασία απέναντι στην αντίσταση και σε πιθανά προβλήματα με τη μεταπολεμική

168
BA-MA, RW 19/5533, “Tätigkeitsbericht vom 16-30.6.1941“, σσ. 3-4. Τον Birgfeld θα συναντήσουμε
και στο δεύτερο μέρος, στο ναυπηγείο Αμπελακίων Σαλαμίνας.
169
Βλ. Βολταιράκης, Αντ.: Εις την Υπηρεσίαν της Γκεστάπο, Αθήνα 1946, σσ. 95-96.

108
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δικαιοσύνη, ήταν αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο τόσο στην Ελλάδα όσο και στην
υπόλοιπη κατεχόμενη Ευρώπη.170
Αρκετά συνηθισμένη ήταν και η περίπτωση υποχρεωτικής πώλησης των
αποθεμάτων πρώτων υλών ή προϊόντων των ελληνικών επιχειρήσεων, είτε σε Γερμανούς
και Ιταλούς, είτε σε άλλους Έλληνες επιχειρηματίες οι οποίοι είχαν συνάψει συμβόλαια με
τους κατακτητές. Ο Κατσάμπας της Πειραϊκής – Πατραϊκής αναφέρει για παράδειγμα ότι
στα μέσα Ιουλίου 1941 τον κάλεσαν (όπως και άλλους βιομήχανους του κλάδου) στο
γερμανικό φρουραρχείο όπου ένας εκπρόσωπος εταιρείας του Αμβούργου απαίτησε να
αγοράσει το βαμβάκι που βρισκόταν στις αποθήκες της εταιρείας, με αποτέλεσμα, μετά και
από απειλές για επίταξη να δεχθεί, καταφέρνοντας όμως να κρύψει ένα ποσοστό. Ο
Κατσάμπας στράφηκε και στην κατοχική κυβέρνηση για να μεσολαβήσει, χωρίς όμως
αποτέλεσμα. Έτσι, μετά κι από δυο νέες προσπάθειες (μία ενός Μιλεάνκο που εμφανιζόταν
ως εκπρόσωπος εργοστασίου του Αμβούργου και μια ενός Έλληνα που είχε συμβόλαιο με
τη Wehrmacht) να πάρουν υφάσματα και νήματα της εταιρείας, αποφάσισαν μαζί με τον
άλλον μεγαλομέτοχο Σ. Στράτο να δωροδοκήσουν ένα Γερμανό εμπειρογνώμονα της
πρεσβείας που στο παρελθόν εργαζόταν στην εταιρεία για να εξασφαλίσουν την ησυχία
τους. Αν και σύμφωνα με τα λεγόμενα του Κατσάμπα η εταιρεία απέφυγε να παράγει για
τους Γερμανούς (ισχυρισμός που όπως θα δούμε είναι μάλλον αβάσιμος), οι απαιτήσεις για
πωλήσεις προϊόντων και πρώτων υλών ήταν ανάμεσα στους βασικούς παράγοντες της
συνεννόησης των βιομηχάνων του κλάδου να δεχθούν τελικά την ιταλική πρόταση να
παραλάβουν βαμβάκι για να κατασκευάσουν σεντόνια και εσώρουχα για τον ιταλικό
στρατό. Τα γεγονότα όπως τα παρουσιάζει ο Κατσάμπας, δείχνουν μια περίπου
αναγκαστική αποδοχή της παραγωγής για τους κατακτητές, σε περιορισμένη έκταση και με
συνεχείς προσπάθειες καθυστέρησης των παραδόσεων.171

170
Για την αντίστοιχη πρακτική στο Βέλγιο βλ. Gillingham, John: Belgian Business in the Nazi New Order,
Jan Dhondt Foundation, Gent, 1977, σελ. 152. Παρακάτω θα δούμε και συγκεκριμένες αναφορές σε
τέτοιες πρακτικές στην Ελλάδα.
171
Σύμφωνα με τον ίδιο, από την ιταλική παραγγελία που είχε δοθεί τον Μάιο του 1942, είχε
παραδοθεί μόλις το 25% μέχρι Μάρτιο του 1943, και πιθανόν να μην παραδόθηκε επιπλέον μεγάλη
ποσότητα μέχρι την ιταλική κατάρρευση. Επιπλέον, αναφέρει πως μαζί με τους ιδιοκτήτες των άλλων
βιομηχανιών (Ρετσίνα, Καρέλλα, Βελισσαρόπουλο, Σφαέλλο κλπ) κατάφερε να ξεγελάσει τους
κατακτητές ανταλλάσοντας κρυφά μια ποσότητα ετοίμων προϊόντων (που πούλησε στο ελληνικό
κατοχικό κράτος) με πρώτη ύλη την οποία στη συνέχεια επέστρεψε στους Ιταλούς, επικαλούμενος
αδυναμία εκτέλεσης της παραγγελίας στα περιθώρια που του είχαν δοθεί. Κατσάμπας, Χριστόφορος
Α.: Πιστεύοντας εις το μέλλον. Το χρονικό μιας προσπάθειας, [χ.ε.], Αθήνα, 1966, σσ. 200-213.

109
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δεν είναι ωστόσο καθόλου βέβαιο ότι ο Κατσάμπας, που επιθυμούσε όπως και
άλλοι βιομήχανοι του κλάδου να απαλλαγεί μεταπολεμικά από το όποιο στίγμα
συνεργασίας, καταγράφει τα περιστατικά όπως ακριβώς έγιναν. Στο βιβλίο του, για
παράδειγμα, μοιάζει να υποννοεί ότι η άρνησή του να παραδώσει τα υφάσματα στον
Μιλεάνκο «του Αμβούργου» (ο Κατσάμπας φαίνεται να είχε αμφιβολίες για το αν ήταν
πραγματικά αυτός που έλεγε) και τα νήματα στον Έλληνα «αετονύχη» που είχε αναλάβει
την παραγωγή πλεκτών για τη Wehrmacht αποτέλεσε μία από τις αιτίες για την απόφαση
του να δωροδοκήσει τους Γερμανούς και να παράγει για τους Ιταλούς, ώστε να γλυτώσει
από παρόμοιες κρούσεις. Ωστόσο, η πρώτη περίπτωση αναφέρεται ότι έλαβε χώρα τον
Οκτώβριο του 1942 και η δεύτερη στην αρχή του 1943, ενώ (όπως ο ίδιος αναφέρει) η
συμφωνία με τους ιταλούς είχε ολοκληρωθεί την άνοιξη του 1942. Επιπλέον, η εταιρεία
περιέχεται σε λίστα δανειοδοτούμενων επιχειρήσεων που «εργάζονταν μετά των
Γερμανών» τουλάχιστον από τον χειμώνα του 1941-42.172 Τέλος, σύμφωνα με πληροφορίες
που έφταναν στις συμμαχικές υπηρεσίες, η εταιρεία δεν κατασκεύαζε μόνο σεντόνια και

Ενδιαφέρουσα συμπληρωματική λεπτομέρεια είναι πως το φθινόπωρο του 1941 η κυβέρνηση


Τσολάκογλου έδωσε, με την υπουργική απόφαση «περί συμπληρώσεως της υπ’ αριθ. 103709/1940
αποφάσεως περί ιδρύσεως Ενώσεως Βιομηχάνων Βαμβακουργών Ελλάδος» (ΦΕΚ 209Β/21-11-1941) τη
δυνατότητα στην ένωση των βαμβακοβιομηχάνων «να διαπραγματεύηται μετά των Αρχών Κατοχής την
υπό των μελών αυτής κατασκευήν ειδών εκ βάμβακος». Η συμφωνία των μελλών του κλάδου για
παραγωγή για τις ιταλικές αρχές μάλλον έγινε με τη χρήση αυτής της συμπλήρωσης, αφού η συμφωνία
της Ένωσης επιβεβαιώνεται και από τη επιστολή της ΗΕΑΠ (28/4/1942) προς την
«Κλωστοϋφαντουργική Εταιρεία Αφοί Ρετσίνα» με την οποία επιτρέπεται η κατανάλωση 123.800 kwh
(αρκετά μεγάλο ποσό) για την «εκτέλεση της παραγγελίας των Ιταλικών Αρχών, η οποία σας εδόθη
μέσω της Ενώσεως Βιομηχάνων Βαμβακουργών Ελλάδος» (βλ. ΙΑΔΕΗ, Αρχείο Ηλεκτρικών Εταιρειών
Περιοχής Αθηνών-Πειραιώς, Σειρά: Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών Πειραιώς, κουτί 9, Α1Σ1Υ3Φ1, «Αφοί
Ρετσίνα»). Δεν αποκλείεται μάλιστα η συμπλήρωση του εν λόγω νόμου να ήταν αποτέλεσμα πιέσεων
των βαμβακοβιομηχάνων που επιθυμούσαν να αποφύγουν φαινόμενα ανεξέλεγκτου ανταγωνισμού
για τα συμβόλαια των αρχών κατοχής μέσω μιας συνολικής και κατά το δυνατόν δεσμευτικής για τα
μέλη της Ένωσης συμφωνίας.
172
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ118, «Κατάστασις Χορηγήσεων από 29/4/41 μέχρι σήμερον εις πελάτας μας
εργαζομένους μετά των Γερμανών», 19/2/1941. Η «Πειραϊκή – Πατραϊκή» (για την οποία ο πίνακας δεν
αναφέρει περισσότες λεπτομέρειες ως προς την έναρξη των «εργασιών της μετά των Γερμανών») έχει
το τρίτο μεγαλύτερο ποσό της κατάστασης σε δραχμές (31.774.767) μετά το ναυπηγείο Βασιλειάδη και
τη ΒΕΣΟ. Ίσως οι εργασίες αυτές να μην είναι άσχετες με με την προαναφερθείσα υπουργική απόφαση
του ΦΕΚ 209Β/21-11-1941.

110
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εσώρουχα, αλλά και σκηνές καθώς και ύφασμα για καλοκαιρινές στρατιωτικές στολές.173
Φαίνεται λοιπόν ότι η άρνηση του Κατσάμπα να πουλήσει προϊόντα και πρώτες ύλες του
εργοστασίου του ήταν λιγότερο ηρωική από όσο ο ίδιος περιγράφει, αφού η εταιρεία είχε
ήδη εμπλακεί σε παραγωγή για τον Άξονα και ως εκ τούτου μπορούσε να έχει κάποια
προστασία. Αν και η περίπτωση «Πειραϊκής – Πατραϊκής» δεν φαίνεται να ανήκει στην
κατηγορία του ένθερμου ιδεολογικο-πολιτικού οικονομικού δοσιλογισμού, δεν είναι βέβαιο
ότι τα έσοδα από τα συμβόλαια δεν έπαιξαν κάποιον σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις του
(μαζί με την μάλλον αδιαμφισβήτητη πραγματική ανησυχία για το μέλλον της εταιρείας),
ούτε ότι η παραγωγή του ήταν πραγματικά τόσο μικρής σημασίας και τόσο καθυστερημένη
όσο την παρουσιάζει στο βιβλίο του ο Κατσάμπας.174
Ακόμα όμως και αν υποθέσουμε ότι αρκετά από τα λεγόμενα Κατσάμπα δεν
απέχουν τόσο από την πραγματικότητα που να αλλοιώνουν πλήρως την εικόνα για την
δράση του, φαίνεται πως άλλοι από τους συνάδελφούς του στον υφαντουργικό κλάδο (με
τους οποίους υποτίθεται ότι συμφώνησε να πουληθεί η παραγωγή στο ελληνικό κατοχικό

173
TNA, WO 204/9201, A.I.O. C 157, “Greece”, May 1943 (έγγραφο 24Β). Υφάσματα για γερμανικές (και
πιθανότατα και ιταλικές) στολές έφτιαχναν και άλλες από τις εταιρείες του κλάδου. Ο ίδιος δήλωσε στο
Ειδικό Δικαστήριο, πως η εξαγωγή 214.739 κιλών βάμβακα στη Γερμανία (που εμφανιζόταν να έγινε
τον Σεπτέμβριο του 1941) ήταν υποχρεωτική και τον ζημίωσε, ενώ η παραγωγή για τους Ιταλούς, για
την οποία φαίνεται να πληρώθηκε ανάμεσα σε Ιούλιο 1942 και Ιούνιο 1943 το ποσό των 1.156.273.924
δραχμών, έγινε με υπόδειξη του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, προκειμένου να μην χαθεί το
βαμβάκι στο εξωτερικό και να δοθεί εργασία στους εργάτες. Το δικαστήριο δέχθηκε τους ισχυρισμούς
του και έτσι ο Κατσάμπας έλαβε αθωωτικό βούλευμα (ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα, τόμος 2/1947, αρ.
178).
174
Η εταιρεία, όπως και πολλές άλλες του κλάδου, εμφανίζονται σε γερμανική έκθεση των πρώτων
ημερών της κατοχής, στην οποία το επιτελείο της γερμανικής αμυντικής οικονομίας αναφέρει ότι την
επισκέφτηκε (όπως και 21 άλλες) και «εξασφάλισε» τα αποθέματα που βρέθηκαν στο εργοστάσιο (BA-
MA, RW 19/5533, AOK 12-IV Wi, Oberst Wendt, Abt. Ro/Allg., Ref. Textil, “Erkundigungs- und
Erfassungs-Bericht vom 13.5. bis 31.5.41”, 27/5/1941 [sic]). Λίγο καιρό αργότερα, η επίσκεψη του
Kriegsverwaltungsrat (πολιτικού υπαλλήλου) Ueberle και του Valenta της Südostropa στην περιοχή της
Έδεσσας – Νάουσας είχε ως αποτέλεσμα την «κατάσχεση» (όρος που συνήθως στην πραγματικότητα
σημαίνει επίταξη) των μεταξοσκωλήκων της περιοχής και την προσωρινή αναστολή λειτουργίας της
επιχείρησης Δ. Ναθαναήλ και 4 μεταξουργείων (BA-MA, RW 29/107, Kriegstagebuch, Blatt Nr. 66,
2/7/1941). Η αρχική επίταξη και ο φόβος για απώλεια ελέγχου ή αναγκαστικό κλείσιμο της εταιρείας
φαίνεται λοιπόν πως πράγματι έπαιξαν ρόλο στις αποφάσεις Κατσάμπα. Βεβαίως, μετά τους πρώτους
μήνες, ο κίνδυνος των γερμανικών και ιταλικών αρπαγών είχε μειωθεί, και ενδεχομένως πλέον να ήταν
μικρότερος από εκείνον των Ελλήνων ανταγωνιστών.

111
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κράτος αντί για τις δυνάμεις κατοχής) δεν έδειχναν πάντα τις ίδιες προτιμήσεις. Στο
ημερολόγιο του Χρηστίδη καταγράφεται ρητά για παράδειγμα η προτίμηση του
εργοστασίου Κοσμίδη στις παραγγελίες της Wehrmacht αντί για τις ενδυμασίες για τους
αποστρατευμένους Έλληνες φαντάρους που προσπαθούσε ο Χρηστίδης (εκ μέρους της
αρχιεπισκοπής και του Near East Relief Association) να προμηθευτεί, αφού ο Κοσμίδης είχε
«μεγάλες παραγγελίες από τους Γερμανούς που τον πληρώνουν βέβαια καλύτερα από
μας».175
Το φαινόμενο αυτό δεν ήταν το μόνο, αφού παρακάτω θα δούμε και άλλη
περίπτωση κατασκευαστή μπισκότων που επιδίωξε να επιταχθεί από τους Γερμανούς ώστε
να αποφύγει την πώληση προϊόντων σε ελληνικά νοσοκομεία τα οποία δεν πλήρωναν το
ίδιο καλά. Σε άλλες περιπτώσεις η προσπάθεια Ελλήνων επιχειρηματιών να εξασφαλίσουν
γερμανικά ή ιταλικά συμβόλαια ήταν ακόμα περισσότερο εμφανείς και μάλιστα από την
αρχή της κατοχής και χωρίς να μεσολαβεί κάποια πίεση ή απειλή. Τον Νοέμβριο του 1941
για παράδειγμα, ο βιομήχανος καλτσών Ιωσήφ Λασκαρίδης ζητούσε συμβόλαιο για
κατασκευή στρατιωτικών καλτσών, αναφέροντας ότι μπορεί να κατασκευάσει περίπου
4.000 ζευγάρια την εβδομάδα με τιμή 1 RM το ζεύγος,176 ενώ στα τέλη Ιουλίου 1941 η
εταιρεία Τσίτση και Υιού, η οποία είχε δώσει νέα προσφορά στη Wehrmacht για την
κατασκευή 30.000 μέτρων νήματος, βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς,
αρνούμενη να δεχτεί νέο συμβόλαιο με την παλιά τιμή.177
Τα κέρδη των συμβολαίων των αρχών κατοχής φαίνεται πως ήταν μεγάλο –
πιθανότατα το μεγαλύτερο – κίνητρο, ειδικά σε μια περίοδο που αυτές έπαιζαν κυρίαρχο
ρόλο στην ελληνική οικονομία και οι λοιπές εργασίες (ή ακόμα περισσότερο οι
μισθοδοτούμενες θέσεις) έμοιαζαν ανεπαρκείς. Το παράδειγμα του γραμματέα του ΤΕΕ
Αθηνών Μαυροδήμου που είχε εγκαταλείψει ουσιαστικά τη θέση του για να εργαστεί για

175
Ύστερα από συζητήσες ο Κοσμίδης τελικά δέχτηκε να παραδόσει 800 ενδυμασίες, και την επόμενη
παρέδωσε τις πρώτες 150, αλλά φαίνεται πως προτεραιότητά του ήταν οι γερμανικές παραγγελίες.
Χρηστίδης, Χρ.: Χρόνια Κατοχής, 1941-1944. Μαρτυρίες Ημερολογίου, [χ.ε.], Αθήνα, 1971, σσ. 64, 66 και
69, (καταγραφές 4, 5 & 10 Ιουνίου 1941).
176
BA-MA, RW 29/108, Kriegstagebuch, Blatt Nr 181, 22/11/1941.
177
BA-MA, RW 29/107, Kriegstagebuch, Blatt Nr. 88, 31/7/1941. Σε άλλο σημείο του πολεμικού
ημερολογίου της γερμανικής «οικονομικής διοίκησης» Θεσσαλονίκης, καταγράφεται πως η εταιρεία
«Σεφερτζής – Κόκκινος» της Έδεσσας δεν είχε κάποιο συμβόλαιο με τη Wehrmacht ενώ θα μπορούσε
να παράξει υλικά ποιότητας, αλλά ο τρόπος που καταγράφεται το γεγονός υποδηλώνει πως μάλλον η
ίδια η εταιρεία είχε εκφράσει σχετικό παράπονο στις γερμανικές αρχές (BA-MA, RW 29/107,
Kriegstagebuch, Blatt Nr. 110, 4/9/1941).

112
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τις αρχές κατοχής δεν ήταν σίγουρα μοναδικό.178 Παρακάτω θα συναντήσουμε εξάλλου
κάποιες περιπτώσεις επιχειρήσεων που διαφημίζονταν σε γερμανικές εφημερίδες
προσπαθώντας να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των κατακτητών και άλλες που
δημιουργήθηκαν ειδικά για να διεκδικήσουν συμβόλαια των αρχών κατοχής (κάποιες από
αυτές στα γερμανικά ναυπηγικά προγράμματα που θα εξετάσουμε στο δεύτερο μέρος),
συνήθως με αποκλειστική αιτία την επιδίωξη πλουτισμού και σπανιότερα συνδυάζοντας
κάποια γερμανοφιλία ή ιταλοφιλία. Μια μερίδα οικονομικών παραγόντων (επιχειρηματίες,
τραπεζίτες και οικονομολόγοι) φαίνεται πως προσέβλεπαν ακόμα και στον «εκπολιτιστικό»
ρόλο της Γερμανίας: όπως αναφέρει ένας από τους πολιτικούς αξιωματούχους υπεύθυνους
εφοδιασμού της γερμανικής αεροπορίας, υπήρχε και μια κατηγορία «αξιοπρεπών Ελλήνων
επιχειρηματιών» που – σε αντίθεση με τους «εμπόρους» της μαύρης αγοράς –
διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τους Γερμανούς, ειδικά με τους αξιωματούχους, και
έλπιζαν ότι η συμπεριφορά και οι πολιτικές των Γερμανών θα «καθάριζαν την οικονομία
τους από τη Βαλκανική διαφθορά».179

178
Απολογούμενος τον Ιούλιο του 1942 γιατί απουσίαζε τακτικά από τη θέση του ο Μαυροδήμος,
αφού ανέφερε πως και άλλοι αναγκάστηκαν να ανοίξουν καταστήματα (δίνοντας το παράδειγμα ενός
Χαλκιόπουλου) γιατί ο μισθός τους ήταν ανεπαρκής, χωρίς να κατηγορηθούν γι’ αυτό, φαίνεται να
θεωρεί ότι τον στοχεύουν γιατί ζηλεύουν την επιτυχία του: «αν εν μέρει επέτυχον τούτο, φρονώ, ότι
την ευχαρίστησιν και ουχί τον φθόνον του κ. Τεχνικού Συμβούλου έπρεπε να προκαλέσει». Και
συνεχίζει «Τώρα αν εγώ εστάθην πιο τυχερός, τούτο οφείλεται εις το ότι πρώτος εγώ εκ των
συναδέλφων μου κατενόησα την ανάγκην μίας στενής συνεργασίας και ειλικρινούς μετά των Αρχών
Κατοχής, ως τούτο έπραξαν πλείστοι όσοι Μηχανικοί μέλη του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος,
η
έχοντες την γνώμην ότι τούτο δεν αντίκειται εις τους σκοπούς αυτού.» ΤΕΕ Αθηνών, Συνεδρίασις 21
ης
Διοικούσης Επιτροπής της 18 Ιουλίου 1942.
179
Piske, Dr Arthur, Generalintendant a.D.: “Logistical Problems of the German Air Force in Greece,
1941-43”, (Foreign Military Study B-645), Historical Division, Headquarters United States Army, Europe,
Foreign Military Branch, 1953, σσ. 78-79. Ο Piske αναφέρει επίσης πως μαζί τους ήταν και η
πλειονότητα του λαού, ισχυρισμός που βέβαια δεν έχει βάση. Ωστόσο δεν είναι απολύτως βέβαιο αν
αυτή η εικόνα των καλών σχέσεων που δίνει ο Piske είχε να κάνει περισσότερο με τις «πολιτισμένες» ή
φιλικές σχέσεις που πράγματι διατηρούσε με προμηθευτές, οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες
της χώρας, ή αν υπερέβαλε συνειδητά προκειμένου να παρουσιάσει κατά την αιχμαλωσία του μια
καλύτερη εικόνα «λαϊκής αποδοχή» των δραστηριοτήτων του προσωπικά και των γερμανικών αρχών
γενικότερα. Πάντως και άλλοι γερμανοί αξιωματούχοι όπως ο Merten φαίνεται να είχαν παρόμοια
άποψη. Ο τελευταίος εκμεταλλεύθηκε ακριβώς τέτοιες σχέσεις που είχε συνάψει στην κατοχική
Θεσσαλονίκη για να απελευθερωθεί μετά τη σύλληψή του από τους Αμερικάνους το 1945 (η
μεσολάβηση του Έλληνα στρατιωτικού ακολούθου στο Βερολίνο Ανδρέα Υψηλάντη έκανε λόγο για

113
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η έλλειψη πρώτων υλών και καυσίμων έκανε βέβαια ομολογουμένως δύσκολη


την προσπάθεια για συνέχιση της παραγωγής χωρίς τη σύναψη συμβολαίων με τις αρχές
κατοχής, με αποτέλεσμα τα συμβόλαια με τις αρχές κατοχής ή τουλάχιστον το κατοχικό
κράτος να είναι σχεδόν μονόδρομος για όσες επιχειρήσεις ήθελαν να συνεχίσουν την
παραγωγή σε αξιόλογα επίπεδα. Η εταιρεία Λαναρά-Κύρτση παραπονιόταν για παράδειγμα
από νωρίς στους Γερμανούς για τις δυσκολίες εύρεσης βαμβακιού, μαλλιού και καυσίμων,
με αποτέλεσμα να της δοθούν 5 τόνοι Diesel τον Ιούλιο 1941 για την παραγωγή που είχε
αναλάβει για τη Wehrmacht, ενώ λίγους μήνες αργότερα ζητούσε τον εφοδιασμό του με
150.000 κιλά μαλλιού.180 Την ίδια περίοδο, ο Στυλιανός Βαλιούλης, ιδιοκτήτης εργοστασίου
παραγωγής μαργαρίνης και ελαίων επισκέφθηκε τις γερμανικές αρχές ζητώντας να του
παραχωρηθεί λιγνίτης για να παρασκευάσει σάντουιτς για την 50η μεραρχία πεζικού της

«άμεμπτη διαγωγή» και «ανεκτίμητες υπηρεσίες» του Merten προς την Ελλάδα). Βλ. Σπηλιώτη Σούζαν-
Σοφία: «’Μια υπόθεση πολιτικής και όχι δικαιοσύνης’: Η δίκη Μέρτεν (1957-59) και οι
ελληνογερμανικές σχέσεις», στο: Mazower, Mark (επιμ.): Μετά τον Πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της
οικογένειας του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις
Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004 [2003], σελ. 319-328.
180
BA-MA, RW 29/107, Kriegstagebuch, Blatt Nr. 66, 3/7/1941 και RW 29/108, Kriegstagebuch, Blatt Nr.
240, 20/2/1942. Η τροφοδοσία των εργοστασίων που παρήγαγαν για τις αρχές κατοχής γινόταν σε
αρκετά τακτικά διαστήματα και – ειδικά όταν οι παραγγελίες αυξήθηκαν και το σύστημα προμηθειών
οργανώθηκε καλύτερα – αφορούσαν συχνά αρκετά μεγαλύτερες ποσότητες. Αργότερα Ο Λαναράς
ήταν βασικός αποδέκτης των 250 τόνων βαμβακιού της ΚΥΔΕΠ [Κεντρικής Υπηρεσίας Διαχειρίσεως
Εγχωρίων Προϊόντων], το οποίο παραδόθηκε με διατακτική των Ιταλών για την κατασκευή κουβερτών
και υφασμάτων. Βλ. NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 5201-5240 (Box 24 folder 7), BCIS
[Balkan Counter Intelligence Section], “Greece - Reports on Economic Collaborators. No. 3”, Secret,
24/4/1946. Η υπόθεση αφορά πιθανότατα τις μη επακριβώς κατονομαζόμενες 4 ελληνικές
βιομηχανίες που αναφέρει ο υπουργός γεωργίας της κυβέρνησης Ράλλη, Γεώργιος Παμπούκας, πως
ήταν οι αποδέκτες ποσότητας βαμβακιού της ΚΥΔΕΠ που οι ιταλικές αρχές πήραν παραβιάζοντας
αποθήκη στη Λειβαδειά, κατόπιν των καθυστερίσεων της κατοχικής κυβέρνησης να παραδόσει τους
600 τόνους εκκοκισμένου βάμβακος που οι Ιταλοί είχαν ζητήσει από τον Οκτώβριο του 1941. Οι 4
αυτές βιομηχανίες «ηρνούντο λογοδοσίαν επί του τρόπου της βιομηχανοποιήσεώς των [των
βαμβακιών], του κόστους αυτής και επί της περαιτέρω τύχης των εκ τούτων βιομηχανικών
προϊόντων, ισχυριζόμεναι ότι η άρνησίς των οφείλεται εις σχετικήν εντολήν της Ιταλικής
αντιπροσωπείας». Βλ. Γεώργιος: Το έργον μου εν τω Υπουργείον της Γεωργίας κατά την Κατοχήν,
[χ.ε.], Αθήνα, 1946, σελ. 39.

114
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Wehrmacht,181 ενώ λίγες ημέρες αργότερα η «Μέλισσα» ζητούσε τη μεταφορά 20 τόνων


βαμβακιού, για το συμβόλαιο που είχε υπογράψει με το υποκατάστημα Βελιγραδίου της
υπηρεσίας προμηθειών της Wehrmacht. Επίσης η «Υφανέτ» έκανε αίτηση για καύσιμα και
ενέργεια για την παραγωγή 7.240 κουβερτών και η βιομηχανία κονσερβοποίησης ψαριών
“Pelikan” ζητούσε 13.350 πλάκες λευκοσιδήρου το μήνα.182 Σε κάποιες μάλιστα
περιπτώσεις (όπως έγινε με 21 κλωστοϋφαντουργίες της χώρας) οι αιτήσεις προς τις αρχές
κατοχής αφορούσαν μέχρι και την προμήθεια μηχανημάτων που θα βελτίωναν την
παραγωγή επιχειρήσεων που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες τους.183
Ωστόσο υπήρχαν και (μάλλον αρκετά σπάνιες) περιπτώσεις που οι ιδιοκτήτες
αποφάσισαν να αποτραβηχτούν πουλώντας ή κλείνοντας την επιχείρησή τους. Τον Ιούλιο
του 1941 για παράδειγμα εμφανίστηκε αγγελία στις εφημερίδες για την πώληση
«εργοστασίου εις βιομηχανικήν ζώνην, μεγάλης εκτάσεως», χωρίς όμως να προσδιορίζεται
ποια ακριβώς επιχείρηση αφορά,184 ενώ και στο μεταπολεμικό Ειδικό Δικαστήριο υπάρχουν
κάποιες αναφορές (όχι πάντα απολύτως αξιόπιστες) εργοστασιαρχών που ισχυρίζονται ότι
έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους και αποσύρθηκαν στα κτήματα που κατείχαν, ή (συνήθως
προς το τέλος της κατοχής) διέφυγαν στη Μ. Ανατολή. Τα περιθώρια όμως για αντίσταση
από μέρους των επιχειρηματιών ήταν ασφαλώς μικρότερα από αυτά για παράδειγμα των
αγροτών και οι βιομήχανοι με πραγματική (και όχι ύστερη για ξέπλυμα της αρχικής
συνεργασίας) αντιστασιακή δράση ήταν ελάχιστοι.

181
BA-MA, RW 29/107, Kriegstagebuch, Blatt Nr. 79, 3/5/1941. Τις επόμενες ημέρες η μεραρχία
μεταφέρθηκε στην Πολωνία για την επιχείρηση Barbarossa. Έτσι δεν είναι βέβαιο αν η παραγγελία
ολοκληρώθηκε. Επίσης δεν είναι γνωστό αν επρόκειτο για μακροπρόθεσμη σύμβαση ή αφορούσε
απλώς τον εφοδιασμό των στρατιωτών με τρόφιμα για το ταξίδι τους στην Πολωνία.
182
BA-MA, RW 29/108, Kriegstagebuch, Blatt Nr. 250, 2/3/1942 και RW 29/107, Kriegstagebuch, Blatt
Nr. 110, 5/9/1941. Οι πωλήσεις κουβερτών της «Υφανέτ» φαίνεται πως συνεχίζονταν σε όλο περίπου
το διάστημα της κατοχής. Στις 21 Ιουνίου 1944 για παράδειγμα η εταιρεία πούλησε στους Γερμανούς
2.000 κουβέρτες. Βλ. NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 5201-5240 (Box 24 folder 7), BCIS
[Balkan Counter Intelligence Section], “Greece - Reports on Economic Collaborators. No. 3”, Secret,
24/4/1946.
183
Βλ. Χρήστος Χατζηιωσήφ: «Όψεις της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια της κατοχής, 1941-1945»,
σελ. 140, στο συλλογικό: Επιστημονικό Συμπόσιο στη Μνήμη Νίκου Σβορώνου (30 και 31 Μαρτίου
1990), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (ιδρυτής Σχολή Μωραΐτη),
Αθήνα, 1993, σσ. 107-173.
184
Ως στοιχεία επικοινωνίας δίνεται στην αγγελία το όνομα Σ. Καρέτσος, Πανεπιστημίου 77 και ένα
τηλέφωνο. Εστία, 16/7/1941.

115
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μια μάλλον μοναδική – και περισσότερο περίπλοκη – περίπτωση ήταν αυτή της
ΒΙΟ, μιας από τις σημαντικές βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας, που γρήγορα
επιτάχθηκε για τη Wehrmacht.185 Σύντομα όμως υπήρξαν διαφωνίες και οι ιδιοκτήτες
εμφανίζονται να αποσύρονται, τουλάχιστον από τον μηχανουργικό κλάδο, ο οποίος και
παρήγαγε περισσότερο για τους Γερμανούς. Σύμφωνα με καταθέσεις κάποιων μαρτύρων
στο Ειδικό Δικαστήριο, «οι διοικούντες εγκατέλειψαν την επιχείρηση μη θέλοντες να
συνεργαστούν», ενώ άλλοι αναφέρουν πως ήρθαν σε οικονομική αντίθεση με τους εργάτες
τους. «Εκ του λόγου αυτού και την επέμβαση του Υπουργείου Εργασίας το υπαλληλικόν και
εργατικόν προσωπικόν του εργοστασίου, εκ 350 μελών υπό την πίεση των οικονομικών
συνθηκών, εσχημάτησε διοικητική επιτροπή εκ των κατηγορουμένων Ε. Μαλάκη , Βουτσά,
Τρικαμηνά και Βαφειαδάκη, ήτις ανέλαβε την διεύθυνσιν των εργασιών του εργοστασίου
υπό τον έλεγχο του Γερμανού αξιωματικού, και την διανομή των πραγματοποιούμενων
κερδών, άτινα μόλις επήρκουν εις την πληρωμήν των ημερομισθίων και μισθών της
σχηματισθείσης συνεργατικής του προσωπικού του εργοστασίου.»186
Το γεγονός δημιουργίας επιτροπής προσωπικού επιβεβαιώνεται και από την ΕΤΕ,
η έκθεση της οποίας δεν αμφισβητεί βεβαίως την ιδιοκτησία της εταιρείας, αλλά κάνει λόγο
για «έντασιν σχέσεων μεταξύ προσωπικού και Εταιρείας, προς εξομάλυνση των οποίων,
κατόπιν αιτήσεως των εις την ‘ΒΙΟ’ εργαζομένων, εξεδόθη το υπ’ αριθ. 30699/29-8-1942
έγγραφον του Υπουργείου Εργασίας δι’ ου συνίστατο όπως η διάθεσις των προϊόντων της
Εταιρείας ενεργείται μέσω του εργατοϋπαλληλικού προσωπικού αυτής. Εν συνεχεία και η
Εταιρεία, κατόπιν αποφάσεως του Διοικητικού της Συμβουλίου υπό χρονολογίαν 10-9-1942,
έχουσα υπ’ όψει τας ανάγκας του προσωπικού και το ανωτέρω έγγραφον του Υπουργείου
Εργασίας, έλαβε την απόφασιν όπως μέρος των προϊόντων του μηχανοποιείου διατίθεται
διά του προσωπικού.» Στον κλάδο μηχανοποιίας της εταιρείας είχαν «δημιουργηθεί
ιδιόρρυθμοι συνθήκαι», αν και «τόσον η Διοίκησις της Εταιρείας όσον και οι εκπρόσωποι
του Συνεταιρισμού συμφωνούν επί της μεγαλυτέρας αποδόσεως του εργαζομένου
προσωπικού του μηχανοποιείου από της εποχής καθ’ ην εδημιουργήθη η ανάμιξις αυτή του
προσωπικού,» η οποία συνδυάζεται και με άλλα πλεονεκτήματα, όπως η αποφυγή
απεργιών, η κανονική συντήρηση του μηχανοποιείου και η αποφυγή εκποίησης

185
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ68Φ1123, ΑΟΚ 12 IV Wi «Πιστοποίησις», 20/10/1941. Ως ημερομηνία «κατάσχεσης»
(δηλαδή επίταξης – η λανθασμένη χρήση του όρου στα μεταφρασμένα κείμενα της εποχής είναι συχνό
φαινόμενο, αλλά οι Γερμανοί δεν έκαναν καμία επέμβαση για την αλλαγή στη διοίκηση της
η
επιχείρησης) αναφέρεται η 30 Απριλίου.
186
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α, βουλεύματα, τόμος 7/1947, αρ. 615.

116
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.187 Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΤΕ (η οποία


βεβαίως είχε συμφέροντα στην εταιρεία ελέγχοντας σεβαστό μέρος των μετοχών), «ο Νικ.
Δρίτσας, βασιζόμενος εις την συνεργασίαν του Μιχ. Συκιώτη έχει εξασφαλίσει ήδη εις την
Εταιρείαν ΒΙΟ σοβαράς εργασίας, τας οποίας αυτός λόγω ελλείψεως καταλλήλων
εγκαταστάσεων δεν είναι εις θέσιν να εκτελέσει», καταλήγοντας πως «είναι δυνατόν να
εξελιχθεί εις μίαν ‘Εθνικήν’ τεχνικήν επιχείρησιν προς όφελος όχι μόνο του κεφαλαίου αλλά
και της καθόλου οικονομίας της χώρας».188
Οι πληροφορίες που έχουμε για τα ακριβή αίτια της «έντασης» είναι ελλιπή, αλλά
φαίνεται πως αυτά είχαν να κάνουν κυρίως με ζητήματα αμοιβών και ενδεχομένως
απολύσεων (φαίνεται πως η διοίκηση επιδίωξε να μειώσει το εργατικό κόστος μειώνοντας
τις πληρωμές ή και απολύοντας μέρος των εργαζομένων). Το μοναδικό αυτό παράδειγμα
είναι ενδεικτικό των δυσκολιών που προκαλεί η κατάταξη στην ίδια γενική κατηγορία των
«οικονομικών συνεργατών» όλων των περιπτώσεων στις οποίες συναντούμε παραγωγή για
τους κατακτητές, είτε αυτές αφορούν φιλογερμανούς και λάτρεις του Χίτλερ, είτε
επιχειρηματίες και εργαζόμενους που αντιμετώπιζαν πραγματικά διλήμματα, είτε
αδίστακτους τυχοδιώκτες που δεν είχαν πρόβλημα να συνεργάζονται με όποιον τους
προσέφερε μεγαλύτερα κέρδη.189 Ανάμεσα στους τελευταίους υπάρχουν ακόμα και κάποιες
περιπτώσεις επιχειρηματιών γνωστών για τις φιλοαγγλικές τους τάσεις ή ακόμα και (ακόμα

187
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ7, ΕΤΕ, Τμήμα Βιομηχανική και Μακροπρ. Πίστεως, «’ΒΙΟ, Ανώνυμος Βιομηχανική
και Τεχνική Εταιρεία», Μάιος 1944.
188
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ7, «Ανώνυμος Γενικής Βιομηχανική Εταιρεία ‘ΒΙΟ’», Σεπτέμβριος 1941.
189
Ανησυχίες εργαζομένων για την ανεργία που θα τους προκαλούσε η διακοπή των γερμανικών
παραγγελιών δεν πρέπει να ήταν κάτι σπάνιο. Στα γερμανικά αρχεία, υπάρχει σειρά τηλεγραφημάτων
ενώσεων καπνεργατών προς τις γερμανικές αρχές που παραπονούνταν για την απόφαση της
Reemtsma να διακόψει την επεξεργασία καπνού στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1942. Βλ. AA-PA,
Vorlaeufiges Aktenverzeichnis Athen (Deutsche Gesandtschaft, Athen), 74. Μία λίγο διαφορετική
περίπτωση είναι αυτή των εφημερίδων του Δ. Λαμπράκη (Ελεύθερον Βήμα, Οικ. Ταχυδρόμος) που μετά
τη φυγή του χαρακτηρίζονται (ενδεχομένως ως βιτρίνα) «ιδιοκτησία και διεύθυνσις επιτροπής του
εργαζομένου προσωπικού». Ωστόσο στην περίπτωση αυτή φαίνεται πως γρήγορα ενεπλάκη και νέα
εταιρεία στην οποία συμμετείχαν Έλληνες και Γερμανοί, ενώ η αναφορά στην «επιτροπή» δεν κρατάει
παρά λίγες μέρες. Γενικά πάντως δεν έχουν εντοπιστεί αρκετά παραδείγματα ουσιαστικής ή έστω
τυπικής αποχώρησης της διεύθυνσης από την αρχή της κατοχής και αντικατάστασής της από επιτροπή
προσωπικού, αφού στην πλειονότητά τους οι επιχειρηματίες της εποχής δεν ήταν διατεθειμένοι να
παραχωρήσουν τέτοια δικαιώματα σε εργαζόμενους και προτιμούσαν να δεχτούν τις συναλλαγές με
τους κατακτητές για να συνεχίσουν τις εργασίες τους.

117
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πιο περιορισμένες) περιπτώσεις υποστηρικτών του ΕΑΜ και του κομμουνισμού. Η


γνωστότερη περίπτωση παλαιού κομμουνιστή που συνεργάστηκε οικονομικά με τους
Γερμανούς (μάλλον περισσότερο λόγω των κερδών και όχι εξαιτίας φόβου ή ασφαλώς
πολιτικών κινήτρων) ήταν εκείνη του (διαγραφέντα από το ΚΚΕ με την απελευθέρωση) Ι.
Πετσόπουλου.190

190
Οι Γ. και Ι. Πετσόπουλος ήταν χονδρέμποροι χαρτιού. Ο Ι. Πετσόπουλος ήταν ο πρώτος εκδότης
του Ριζοσπάστη στην Αθήνα, πριν η εφημερίδα γίνει επίσημο όργανο του ΚΚΕ. Ο ίδιος ήταν ενεργό
μέλλος του κόμματος τη δεκαετία του 1920, αλλά έκτοτε ουσιαστικά αποσύρθηκε (ήταν
υποστηρικτής της παλιάς Κ.Ε. εναντίων της «σοσιαλπατριωτικής» στάσης του Ζαχαριάδη). Οι
πληροφορίες που βρίσκει κανείς στα Βρετανικά αρχεία αναφέρουν ότι κατά τη διάρκεια της κατοχής
ο Γιάννης και ο αδελφός του Γιώργος είχαν στενές σχέσεις με τον Dr. Schwerbel, ακόλουθο τύπου της
Γερμανικής πρεσβείας, ο οποίος υποτίθεται ότι τους ανέθεσε την συγκέντρωση του συνόλου του
χαρτιού στην Ελλάδα, τους διευκόλυνε στην εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων χαρτιού από τη Γερμανία
και στην μεταφορά τροφίμων από τη Μακεδονία (TNA, WO 204/12766, BCIS [Balkan Counter
Intelligence Section], “Greece - Reports on Economic Collaborators No2”, Secret 31/3/1946). Αν και
κάποια από τα γεγονότα που μεταφέρονται στο έγγραφο (με προέλευση Έλληνες της
μεταδεκεμβριανή Αθήνα) πρέπει να έχουν μια δόση υπερβολής, ωστόσο άλλα έγινε δυνατόν να
επιβεβαιωθούν: στο αρχείο της ΑΕΓΟΕ υπάρχουν έγγραφα που αφορούν εισαγωγές του
Πετσόπουλου ή της εταιρεία «Τύπος» στην οποία είχε μεγάλο μετοχικό πακέτο (βλ. π.χ. ΙΑΕΤΕ,
Α36Σ2Υ1Φ5, ένταλμα αρ. 4001 είσπραξης 414.669.000 δραχμών από την Ι. Πετσόπουλος προς την
Degriges για εισαγωγές της πρώτης, 1/2/1944), ενώ ο Ι. Πετσόπουλος περιλαμβάνεται και στην λίστα
καλεσμένων προς τιμή της επίσκεψης του αντιπροέδρου της ΑΕΓΟΕ και προέδρου της Dresnder Bank
Hans Pilder στις 16.2.44. Σύμφωνα με τη λίστα αυτή στην εκδήλωση ήταν καλεσμένοι σχεδόν το
σύνολο του Γερμανικού πολιτικού μηχανισμού στην Ελλάδα (Graewenitz, Hahn, Neubacher κλπ),
αξιωματικοί της Wehrmacht, γερμανοί επιχειρηματίες (από τη Siemens, τη Degriges, την «Έλαιον», το
Γερμανικό επιμελητήριο, ο Thomashausen της ΗΕΑΠ κλπ), 13 Έλληνες τραπεζίτες, ο Τσιρονίκος από
πλευράς ελληνικής κυβέρνησης αλλά και επιχειρηματίες. Στους τελευταίους (μόλις 10 τον αριθμό)
υπάρχουν ονόματα όπως του πρώην υπουργού Χατζημιχάλη, του από χρόνια αντιπροσώπου της
Κρουπ Α. Μακρή, αλλά και του Ι. Πετσόπουλου (ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ2Φ24, “Liste der Gäste beim Empfang
in der Bank von Griechenland anläßlich der Anwesenheit von Herrn Dr. Pilder in Athen, am
16.2.1944”). Ο ίδιος ο Πετσόπουλος έγραψε μεταπολεμικά βιβλίο υπερασπιζόμενος τη δράση του
την κατοχή (Τα Πραγματικά Αίτια της Διαγραφής μου από το ΚΚΕ. Κριτική μιας πολιτικής
καιροσκοπίας και προδοσίας, χ.ε., Αθήνα, 1946), στο οποίο αναφέρει ότι έχασε χρήματα και
χρειάστηκε να πουλήσει ακίνητη περιουσία, και ότι έφερε σε πέρας κάποια αόριστη αποστολή για το
ΚΚΕ (ενδεχομένως να εννοεί την προμήθεια χαρτιού για αντιστασιακές εφημερίδες). Το όνομα του
ανάμεσα στους αγοραστές ακινήτων που δημοσιεύονταν στις οικονομικές εφημερίδες της εποχής
(31 Ιουλίου 1942, ακίνητο 197 τ.μ. στην οδό Φυλής, με τίμημα 8.000.000 δρχ. ή περίπου 55 λίρες). Αν

118
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η ανησυχία για την πιθανότητα εκμετάλλευσης της κατάστασης από τους πλέον
αδίστακτους βιομήχανους, αλλά πιθανώς και για την προστασία των παλιών επιχειρήσεων
από την είσοδο νέων, οδήγησε από την αρχή της κατοχής και σε κάποιες αποφάσεις για
κοινή στάση επιχειρήσεων κάποιων κλάδων σε ό, τι αφορά τις παραγγελίες των
κατακτητών. Οι βιομηχανίες τσιμέντων αποφάσισαν να μοιράσουν τα διανεμόμενα
καύσιμα και τις παραγγελίες που θα εξυπηρετούσαν, ενώ κάτι παρόμοιο έγινε – θεωρητικά
τουλάχιστον – και στην καπνοβιομηχανία, όπου 11 βιομήχανοι κατέθεσαν κοινή προσφορά
στους Γερμανούς.191 Ακόμα και ο ίδιος ο ΣΕΒΒ φαίνεται ότι είχε κάνει κάποια κρούση στις
γερμανικές αρχές «για ένα κεντρικό σύστημα παραγγελιών, προς το συμφέρον μιας
επιτυχημένης συνεργασίας της ελληνικής βιομηχανίας με τη Wehrmacht».192
Πάντως, πολλές από τις πρώτες αυτές επαφές πρέπει να γίνονταν ανεπίσημα και –
ακόμα και αν συζητούνταν στις συνεδριάσεις οργάνων όπως το ΕΒΕΑ – δεν καταγράφονταν
πάντα στα πρακτικά.193 Από όσα καταγράφονται δεν εμφανίζεται να απασχόλησε ανοικτά
τους βιομήχανους το αν θα παράγουν για τους κατακτητές και σε ποια έκταση. Στη δεύτερη
όμως συνεδρίαση του 1941 (και πρώτη επί κατοχής), που έγινε σχεδόν 3 μήνες μετά την
κατάκτηση της χώρας (στις 24/7/1941), εκφράστηκε (μαζί με τον ΣΕΒΒ) σχετικά με το

και η πολιτική του διαφορά με τον Ζαχαριάδη πιθανότατα έπαιξε επίσης ρόλο, φαίνεται πως η
συνεργασία Πετσόπουλου με τους Γερμανούς ήταν ανάμεσα στις βασικές αιτίες για την αποκήρυξή
του από το ΚΚΕ, παρά την τυπική αθώωσή των δύο αδελφών (βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος
2/1946, αρ. 344).
191
Χρήστος Χατζηιωσήφ: «Όψεις της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια της κατοχής, 1941-1945», σελ.
140, στο συλλογικό: Επιστημονικό Συμπόσιο στη Μνήμη Νίκου Σβορώνου (30 και 31 Μαρτίου 1990),
Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (ιδρυτής Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα,
1993, σσ. 107-173. Όπως είδαμε παραπάνω κάποια προσπάθεια συνεννόησης υπήρξε και στην
κλωστουφαντουργία (αναλυτικότερα για τα τσιμέντα βλ. υποκεφάλαιο 4.2).
192
BA-MA, RW 29/108, Kriegstagebuch Blatt Nr. 170, 10/11/1941. Από τα γερμανικά και πάλι αρχεία,
μαθαίνουμε πάντως ότι τον Ιούλιο η «Ένωση Βιομηχάνων» ετοίμαζε σε συνεργασία με τις γερμανικές
αρχές, κάποιο ερωτηματολόγιο για αποστολή προς τα μέλη του, υπόθεση που ίσως αφορά την
πρόσκληση που συναντήσαμε παραπάνω προς τις βιομηχανίες του Πειραιά να δηλώσουν τα στοιχεία
τους στο τοπικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο. BA-MA, RW 29/107, Kriegstagebuch, Blatt Nr.
69, 7/7/1941 και «η βιομηχανία Πειραιώς», εφημερίδα Πρωία, 10/6/1941.
193
Δυστυχώς η πρόσβαση στο αρχείο του ΣΕΒ (τότε ΣΕΒΒ) είναι δύσκολη, ενώ η επίσημη ιστορία του
συνδέσμου (Πανσεληνά, Γεωργία Μ. Και Μαυροειδή, Μαρία: Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών 1907-
2007. Ένας αιώνας στην υπηρεσία της επιχειρηματικής ιδέας, ΣΕΒ/Εκδόσεις Κέρκυρα, Economia
Publishing, Αθήνα, 2007) δεν αναφέρει κάτι σχετικά με την ύπαρξη σχετικής αλληλογραφίας. Το αρχείο
του ΕΒΕΑ, αν και ελλιπές, ήταν περισσότερο προσβάσιμο (προς τιμήν των σημερινών διοικούντων του).

119
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

«βιομηχανικόν ζήτημα», η ανάγκη της απαραίτητης «συνεννόησις μετά αρμοδίων


στρατιωτικών αρχών κατοχής δια την δίκαιαν κατανομήν των εν τη χώρα παραγομένων
πρώτων υλών, εκ των οποίων τουλάχιστον εν ποσοστόν 50% θα έπρεπε να τεθεί εις την
άμεσον διάθεσιν των κατεργαζομένων αυτάς βιομηχανίας δια να δυνηθώσιν εν μέτρω
τουλάχιστον περιορισμένω να συνεχίσωσι τας εργασίας των» και ζητείται «εν συννενοήσει
μετά των αρχών κατοχής, να μελετηθεί το ζήτημα της εισαγωγής έστω και μικρών
ποσοτήτων πρώτων υλών βιομηχανίας εκ των χωρών της Μεσευρώπης και της Νοτίου
τοιαύτης, άνευ των οποίων καθίσταται προβληματική η ύπαρξις της βιομηχανίας».
Θεωρήθηκε λοιπόν «ενδεδειγμένη η ίδρυσις μιας ανώτατης Επιτροπής Εφοδιασμού
Βιομηχανίας διά πρώτων υλών, ήτις καταρτιζομένη εξ αντιπροσώπων του Υπουργείου Εθν.
Οικονομίας, των Εμπορικών Επιμελητηρίων, του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων και
αντιπροσώπων των αρχών κατοχής κύριον μέλημα θα είχε την διασφάλισιν ορισμένου
ποσοστού των εν τη χώρα παραγομένων πρώτων υλών προς διάθεσιν εις την βιομηχανίαν
και την εισαγωγήν εκ του εξωτερικού των απαραιτήτως αναγκαιουσών πρώτων υλών δια
την συνέχισιν, έστω και εν περιορισμένω μέτρω, των εργασιών αυτής.» Επίσης, στην
συνεδρίαση ανακοινώθηκε και η αντικατάσταση του Δ.Σ. του ΕΒΕΑ από τον αρμόδιο
υπουργό (Πλάτωνα Χατζημιχάλη), με το αιτιολογικό ότι τα μέλη του «δεν ηδυνήθησαν να
προσανατολισθώσι προς τας ανάγκας της μεταπολεμικής καταστάσεως και δεν
συνεμορφώθησαν προς ορισμένας κατευθύνσεις της κοινωνικής πολιτικής ας έλαβεν η
κυβέρνησις».194
Η πρόταση αυτή για την Επιτροπή Εφοδιασμού είναι πολύ πιθανό να σχετίζεται με
την «κεντρική αρχή παραγγελιών» που συναντήσαμε να αναφέρεται στα γερμανικά αρχεία.
Σε κάθε περίπτωση είναι προφανές ότι υποκρύπτει την ανησυχία των βιομηχάνων πως σε

194
Στα πρακτικά καταγράφεται η λύπη των μελών για την υποχρεωτική αλλαγή στην ηγεσία του
Επιμελητηρίου, αλλά και η αποδοχή της νέας ηγεσίας («εδόθη η καλυτέρα λύσις»). Τα άλλα σημαντικά
θέματα προς συζήτηση ήταν το επισιτιστικό, το κοινωνικό (ανεργία κλπ), ζητήματα εφοδιασμού του
εμπορίου, αναπροσαρμογής τιμών και αποδέσμευσης δεσμευμένων ειδών. ΕΒΕΑ, Βιβλίο Πρακτικών
α η
Ολομέλειας Διοικητικού Συμβουλίου 1934-1937 και μέχρι 22 Μαρτίου 1943, Συνεδρίαση 2 ,
η
24/7/1941. Οι επόμενες συνεδριάσεις του 1941 αφορούσαν κυρίως θεσμικά θέματα, αν και στην 4
(9/11/1941) προέκυψε πρόβλημα με την παραίτηση του προέδρου «λόγω υγείας». Πραγματική αιτία
της παραίτησης μάλλον όμως ήταν ότι κάποια από τα αιτήματά του Επιμελητηρίου δεν εισακούονταν,
κυρίως σε ό, τι αφορά τη νέα νομοθεσία για τις επιταγές και τις Ανώνυμες Εταιρείες. Άλλα θέματα που
απασχόλησαν τις συνεδριάσεις των επόμενων κατοχικών ετών ήταν αυτό της ασφάλειας, της τύχης των
Εβραίων, των απεργιών και του κομμουνισμού, των αμοιβών και διάφορα νομοθετικά ή θεσμικά
ζητήματα.

120
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

περίοδο μεγάλης μείωσης της παραγωγής μπορεί να επωφελούνταν όσοι ήταν περισσότερο
πρόθυμοι να εργαστούν για τις αρχές κατοχής. Έτσι, αν και στην Ελλάδα δεν συναντάται
κάποιο αντίστοιχο του βελγικού δόγματος Galopin, υπάρχει η σκέψη της ελεγχόμενης
(άτυπης) οικονομικής συνεργασίας, χωρίς μεν όρους περί μη πολεμικής παραγωγής όπως
στο Βέλγιο, αλλά με προσπάθεια για «δίκαιη» κατανομή των συμβολαίων. Η αποφυγή
πολεμικής παραγωγής δεν φαίνεται να συζητείται καν και μάλλον επαφίεται στον
«πατριωτισμό» των εκάστοτε βιομηχάνων.
Οι σχέσεις των συλλογικών οργάνων με τις ελληνικές κυβερνήσεις κατοχής δεν
ήταν πάντα εύκολες. Κάποιοι τουλάχιστον βιομήχανοι έβλεπαν τις κυβερνήσεις αυτές ως
περισσότερο φιλικές απ’ όσο η κυβέρνηση Μεταξά (από την οποία όμως δεν είχαν όλοι
σημαντικά παράπονα). Έτσι, ο Αριστοτέλης Μακρής (της «Ελαΐς») έλεγε πως «δεν
διεμαρτυρήθηκεν επί 4ης Αυγούστου διότι ήτο καθεστώς στυγνής δικτατορίας, ενώ
αντιθέτως σήμερον έχομεν υπ’ όψιν επισήμους δηλώσεις του κ. Τσολάκογλου, όστις λέγει,
ότι θα θεωρήσει εαυτόν ευτυχήν, εάν αι οργανώσεις αι έχουσαι έγκυρον γνώμην θα
θελήσουν να τον βοηθήσουν», προσθέτοντας πως στο («μη δικτατορικό») καθεστώς
Τσολάκογλου, τον ρόλο της ανύπαρκτης Βουλής και Γερουσίας ως συμβούλων σε
συζητήσεις για αποφάσεις έπρεπε να παίζουν τα επιμελητήρια.195 Πράγματι κάποιες
προτάσεις μελλών του ΣΕΒΒ και του ΕΒΕΑ φαίνεται να εισακούονται, όπως προκύπτει από
την ανακοίνωση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας τον Αύγουστο του 1942 της
συγκρότησης Επιτροπής Βιομηχανίας υπό την προεδρία του Διευθυντή Βιομηχανίας Χ.
Τσεκούρα και με τη συμμετοχή βιομηχάνων που θα υποδεικνύονταν από τον ΣΕΒΒ.196

195 α
ΕΒΕΑ, Βιβλίο Πρακτικών Ολομέλειας Διοικητικού Συμβουλίου 1934-1937 και μέχρι 22 Μαρτίου
η
1943, Συνεδρίαση 4 , 9/11/1941. Με αφορμή τις αλλαγές της νομοθεσίας για τις Α.Ε. ο Μακρής κάνει
στην ίδια συνεδρίαση και τον περίεργο – αλλά ίσως χαρακτηριστικό του τρόπου λειτουργίας πολλών
παραδοσιακών επιχειρηματιών της εποχής – ισχυρισμό, ότι «εις τας Ανων. Εταιρείας εισάγεται ο
μπολσεβικισμός, διότι παρέχεται εκτός των άλλων δικαιωμάτων εις την μειοψηφίαν και το δικαίωμα
συμμετοχής εις την διοίκησιν των Ανων. Εταιρειών»!
196
Σκοπός της επιτροπής ήταν η μελέτη των μέτρων που θα απαιτούνταν «ίνα δυνηθή να καταστή
μελλοντικώς η εγχώριος βιομηχανία εξαγωγική». Βλ. Πανσεληνά, Γεωργία Μ. και Μαυροειδή, Μαρία:
Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών 1907-2007. Ένας αιώνας στην υπηρεσία της επιχειρηματικής ιδέας,
ΣΕΒ/Εκδόσεις Κέρκυρα, Economia Publishing, Αθήνα, 2007, σελ. 301. Τον Απρίλιο 1942 είχε συσταθεί η
θέση συμβούλου Βιομηχανίας στη Γενική Διεύθυνση Εμπορίου και Βιομηχανίας (απόφαση αρ. Υ.491,
ΦΕΚ 38Β/25-4-1942), θέση που κατέλαβε ο Διευθυντής Βιομηχανίας του Υπουργείου Εθνικής
Οικονομίας Σόλων Παπαδημητρίου, ενώ στην θέση του Παπαδημητρίου προωθήθηκε ο αρχαιότερος
εκ των Επιθεωρητών Βιομηχανίας με βαθμό διευθυντή Α΄ της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου και

121
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Από την άλλη είχαμε όπως είδαμε ακόμα και παραίτηση του «κουρασμένου»
προέδρου που ήταν δυσαρεστημένος γιατί οι προτάσεις του δεν εισακούονταν πάντα, ενώ
προβλήματα υπήρχαν και στη τροφοδοσία/μισθοδοσία των εργατών (οι βιομήχανοι
παραπονιούνταν κατά διαστήματα για το βάρος που οι θεωρητικά προστατευόμενοι από
τις απολύσεις εργάτες είχαν για τις επιχειρήσεις τους), καθώς και με τη πολιτική χορήγησης
νέων αδειών για ίδρυση ή επέκταση εργοστασίων. Η πολιτική αυτή οδήγησε μάλιστα και
στην παραίτηση του Χριστ. Κατσάμπα από το Συμβούλιο Βιομηχανίας του Υπουργείου
Εθνικής Οικονομίας των Σεπτέμβριο του 1942.197 Φαίνεται πως ανάμεσα στις βασικές
ανησυχίες του Κατσάμπα, αλλά και των περισσότερων παλιών βιομηχάνων ήταν η
δυναμική είσοδος τυχοδιωκτών που εκμεταλλευόμενοι τα συμβόλαια των αρχών κατοχής, ή
άλλες ευκαιρίες θα κατάφερναν να αλλάξουν το τοπίο.
Κάποι τριγμοί όμως υπήρξαν στο εσωτερικό του ΣΕΒΒ και το επόμενο έτος, με την
προσωρινή απομάκρυνση του προέδρου από τον Λογοθετόπουλο.198 Ο πρόεδρος του ΣΕΒΒ
δεν ήταν ο μόνος που απαλλάχθηκε των προσωρινών καθηκόντων του, αφού μαζί
εκδιώχθηκαν τον Μάρτιο του 1943 ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Πουλόπουλος, και οι πρόεδροι
του Εμπορικού Συλλόγου, των Ελλήνων Χημικών και των Επαγγελματικών Επιμελητηρίων

Βιομηχανίας, Χρίστος Τσεκούρας. Για κάποιο λόγο αρχική δημοσίευση χαρακτηρίστηκε ως


«εσφαλμένη» και η απόφαση δημοσιεύτηκε εκ νέου στο ΦΕΚ 92Β της 30-6-1942.
197
Ο Κατσάμπας έλεγε για τις αντιρρήσεις του με την πολιτική χορήγησης αδειών: «Πώς είναι δυνατόν
υπό τοιαύτας συνθήκας να χαράσσεται βιομηχανική πολιτική ανατρέπουσα καθορισμένα εν ειρηνική
περιόδω, εν γνώσει ότι ουδέν καλόν δύναται να προκύψη εις την Εθνικήν οικονομίαν της χώρας μας εκ
της τοιαύτης ενεργείας και εφ’ όσον ουδείς δύναται να γνωρίζει ποίον θα είναι το μέλλον της
χειμαζομένης σήμερον βιομηχανίας μας;» (Πανσεληνά Γεωργία Μ. και Μαυροειδή Μαρία: Σύνδεσμος
Ελληνικών Βιομηχανιών…, σσ. 294-304).
198
Ο.π. σελ. 304. Η υπόθεση των συγγραφέων του βιβλίου πως η παραίτηση έγινε με την ανάληψη της
εξουσίας από την κυβέρνηση Ράλλη και αποτελούσε ένδειξη των «σκληρών προθέσεών της» είναι
λανθασμένη. Όπως προκύπτει και από το έγγραφο που χρησιμοποίησαν (με ημερομηνία 16 Απριλίου),
επί Ράλλη έγινε η ανάκληση της απόφασης για απομάκρυνση του προέδρου. Η απομάκρυνση ήταν
όμως από τις τελευταίες πράξεις της καταρρέουσας κυβέρνησης Λογοθετόπουλου (βλ. και επόμενη
υποσημείωση). Το φθινόπωρο του 1943 νέοι τριγμοί, που μάλλον αφορούσαν περισσότερο στα
εσωτερικά του ΣΕΒΒ οδήγησαν στην εκ νέου παραίτηση της ηγεσίας του, χωρίς ωστόσο περαιτέρω
σοβαρές εξελίξεις.

122
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αθηνών και Πειραιώς. Το πρόβλημα φαίνεται πως λύθηκε τελικά εξαιτίας της αλλαγής της
κυβέρνησης λίγες ημέρες αργότερα.199
Η συνεργασία με την κυβέρνηση του παραδοσιακού εκπρόσωπου της αστικής
τάξης Ράλλη ήταν μάλλον στενότερη και το ΕΒΕΑ έστελνε αρκετά συχνά προτάσεις και
υπομνήματα για διάφορες νομοθετικές πρωτοβουλίες.200 Επιπλέον, την περίοδο αυτή
φαίνεται πως πολλοί από τους οικονομικούς παράγοντες της χώρας προτίμησαν να
συνασπιστούν γύρω από την κατοχική κυβέρνηση, την οποία έβλεπαν περίπου ως εγγυητή
της σωτηρίας τους από την απειλή του αντάρτικου. Όπως μετέφερε ο εφοπλιστής Π. Μ.
Νομικός στην αμερικάνικη OSS τον Ιούλιο του 1944: «τώρα γίνεται συνειδητό πόσο ηρωικός
ήταν ο κ. Ράλλης αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση. Αν δεν ήταν αυτός η δημιουργία των
Ταγμάτων Ασφαλείας θα ήταν αδύνατη. Αυτές είναι οι μόνες εγγυήσεις εναντίον του
κομμουνισμού και η μόνη δύναμη που θα κρατήσει την τάξη μέχρι οι Σύμμαχοι να

199
Ως αιτιολογία αναφέρεται ότι «ούτοι επιλήσμονες γενόμενοι του αξιώματος ο κατέχουσιν από
κοινού μετ’ άλλων συναποφάσισαν και συνέθεσαν έγγραφον παριλαμβανομένου ανάρμοστον
περιεχόμενον καθαπτόμενον της υπολήψεως του Προέδρου της Κυβερνήσεως, τελείως δε
αφιστάμενον της αληθείας όπερ και ετοιχοκόλλησαν εις τα οδούς των Αθηνών». Βλ. την σχετική
επιστολή Γκοτζαμάνη που αντιγράφεται στο: ΕΒΕΑ, Βιβλίο Πρακτικών Ολομέλειας Διοικητικού
α η
Συμβουλίου από 22 Μαρτίου 1943, Συνεδρίαση 3 , 7/4/1943. Το έγγραφο που αναφέρεται
πιθανότατα έχει να κάνει με την διαμαρτυρία των προέδρων στην προσπάθεια Λογοθετόπουλου να
τους παρουσιάσει ως υποστηρικτές της πολιτικής του μετά από σχετική συνάντηση που είχαν τον
Φεβρουάριο (βλ. σχετικά στο Αρχείο Ηλία και Απόστολου Πουλόπουλου στο ΕΛΙΑ, φάκελος 2). Βλ.
επίσης τι αναφέρει σχετικά ο κατοχικός πρωθυπουργός (από τα εστενογραφημένα πρακτικά) για τη
σύσκεψη της 13/2/43 που πιθανώς να αποτέλεσε αιτία των προβλημάτων: Λογοθετόπουλος, Κ.: Ιδού η
αλήθεια, [χ.ε.], Αθήνα 1948, σσ. 123-138. Στην επόμενη πάντως συνεδρίαση (7/5/43) ο Πουλόπουλος
παρέμενε πρόεδρος και το θέμα δεν ήταν πια στην ημερήσια διάταξη.
200
Χαρακτηριστική είναι η απόφαση των πρώτων μηνών της νέας κυβέρνησης «Περί χορηγήσεως
δανείου παρά της Τραπέζης της Ελλάδος εις βιομηχάνους της περιφερείας Βόλου», ΦΕΚ 262Α/16-8-
1943. Τα δάνεια που θα δίνονταν «κατά παρέκκλισιν των διατάξεων του Καταστατικού» της ΤτΕ δεν θα
μπορούσαν να ξεπεράσουν τα 2.800.000.000 δραχμές (ή, με τη μέση ισοτιμία Αυγούστου 1943,
περίπου 14.000 χρυσές λίρες). Κάτω από την επιφάνεια υπήρχαν βέβαια και διαφωνίες. Η απόφαση
για την απελευθέρωση των απολύσεων προκάλεσε για παράδειγμα επίσημες αντιδράσεις από πλευράς
του ΣΕΒΒ. Στην πράξη όμως αρκετοί βιομήχανοι φαίνεται πως έκαναν χρήση του νόμου αυτού που
ανακούφιζε τις επιχειρήσεις τους από τα μισθολογικά έξοδα σε περίοδο υποτονικών πωλήσεων.

123
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μπορέσουν να αναλάβουν».201 Δεν ήταν τυχαίο ότι την περίοδο εκείνη εντεινόταν η
προπαγανδιστική προσπάθεια παρουσίασης της κατοχικής κυβέρνησης κατοχής, αλλά και
των ίδιων των δυνάμεων κατοχής, ως εγγυητών της ιδιωτικής περιουσίας. Χαρακτηριστική
ήταν η εντολή του τότε νομάρχη Ηρακλείου Πασσαδάκη, ότι η διδασκαλία σε όλες τις
βαθμίδες έπρεπε να σκοπεύει στην τόνωση όχι μόνο του «Εθνικού αισθήματος της
θρησκείας, της οικογένειας» αλλά και «της ιδιοκτησίας».202 Οι κατακτητές είχαν πλέον
μετατραπεί από άρπαγες των ελληνικών επιχειρήσεων σε «σωτήρες» τους.
Ταυτόχρονα άρχιζε αυξανόμενη και η ανησυχία όσων είχαν κάτι να φοβούνται για
τις πιθανές συνέπειες των οικονομικών επιλογών τους επί κατοχής. Συχνότερη τακτική
(πανευρωπαϊκά) ήταν αυτή της ύστερης υποστήριξης της αντίστασης (ή τουλάχιστον των
φιλικότερων προς αυτούς οργανώσεων).203 Η βασική ανησυχία δεν ήταν πια, όπως στο
προηγούμενο διάστημα της κατοχής, το αν οι επιχειρηματίες θα κατάφερναν κρατήσουν
κάποιες ισορροπίες σώζοντας της επιχειρήσεις τους χωρίς να επιτρέψουν την ανατροπή
των δεδομένων και την εκμετάλλευση της κατάστασης από άλλους. Καθοριστικός ήταν
πλέον ο φόβος για ένα μέλλον όπου θα κυριαρχούσε ο ΕΛΑΣ ή/και ο κομμουνισμός και οι
ίδιοι θα κινδύνευαν να χάσουν τις επιχειρήσεις τους ή και να βρεθούν στη φυλακή. Στην
μεταπολεμική δικαστική εκκαθάριση του δοσιλογισμού, η προσπάθεια προστασίας των
201
Ο Νομικός ανέφερε επίσης πως «ο ελληνικός λαός θέλει την επιστροφή του βασιλιά». TNA, WO
204/12892, Office Of Strategic Services, Greece – Economic – Political, “Opinion of Greek Ship owner”, G
5020, 26/8/1944.
202
Σκοπός ήταν να καταπολεμηθούν «τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της κομμουνιστικής
προπαγάνδας». Βλ. ΙΑΚ-ΑΓΚ: Φ. 7β΄. Φάκελος Γερμανικών εγγράφων 1944, δεσμίς 3κ, Νομαρχία
Ηρακλείου προς τους κ.κ. Γυμνασιάρχας Νομού Ηρακλείου, Δ/ντην Παιδαγωγικής Ακαδημίας, Δ/ντην
Πρακτικού Λυκείου και κ.κ. Επιθεωρητάς Δημοτικής Εκπ/σεως Νομού Ηρακλείου, αρ. πρωτ. 157
(19/2/44).
203
Για τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν στο Βέλγιο και τις ομοιότητές τους με εκείνες στην Ελλάδα βλ.
Manoussakis, Vassilis: “The Business Elites of occupied Europe and the end of Nazi “New Order”: the
ου
cases of Greece and Belgium” στα (υπό έκδοση) πρακτικά του 2 Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και
Κοινωνικής Ιστορίας της Ελληνικής Εταιρείας Οικονομικής Ιστορίας και του τμήματος ιστορίας,
αρχαιολογίας και κοινωνικής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (10 - 12 Φεβρουαρίου 2012),
ος ός
με τίτλο: Οι «Αγορές» και η Πολιτική, Ιδιωτικά συμφέροντα και δημόσια εξουσία (18 -20 αιώνας),
Gillingham, John: Belgian Business in the Nazi New Order, Jan Dhondt Foundation, Gent, 1977, σελ. 152
και John Gillingham: “The Baron de Launoit: a Case Study in the ‘Politics of Production’ of Belgian
Industry during Nazi Occupation”, Revue Belge d’Histoire Contemporaine, V (1974), 1-2, σσ. 1-59. Το
τελευταίο περιέχει μάλιστα και λίστα χρηματοδοτούμενων παραγόντων (δημοσιογράφων,
συνδικαλιστών, αντιστασιακών κλπ) που χρηματοδοτήθηκαν από τον βιομήχανο Βαρόνο de Launoit.

124
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τάξεών τους από κάποιους εχθρικούς προς τα συμφέροντά τους νεόπλουτους (προφανώς
όχι όλους) έγινε φανερή και στις επιλογές των επιτροπών δοσιλόγων των Επιμελητηρίων. Σ’
αυτές αποφασίστηκε συνήθως η παραπομπή στα δικαστήρια κάποιων νέων και μικρότερου
βεληνεκούς, αλλά περισσότερο εκτεθειμένων μελών, τη στιγμή που σπάνια συναντούσε
κανείς στις σχετικές λίστες ονόματα μεγάλων παραδοσιακών επιχειρήσεων, έστω και αν
υπήρχαν αρκετές που είχαν σημαντική παραγωγή για τις αρχές κατοχής.204
Γενικά οι περισσότερες επιχειρήσεις (από τράπεζες μέχρι μηχανουργεία) φαίνεται
ότι συνέχισαν να εξετάζουν τα ζητήματα οικονομικής δραστηριότητας με βάση κυρίως
προπολεμικά κριτήρια. Όπως θα δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, η οικονομική
συνεργασία με τις αρχές κατοχής, καθώς και άλλες «ανώμαλες» οικονομικές
δραστηριότητες της κατοχής (μαύρη αγορά και εκμετάλλευση του συνδυασμού σταθερής
ισοτιμίας και πληθωρισμού για κέρδη από τις εισαγωγές) μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα
προσοδοφόρα. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως τα κέρδη ήταν σε κάθε περίπτωση τεράστια,
ούτε απαραίτητα ότι συνολικά η βιομηχανία και το εμπόριο βγήκαν κερδισμένα από την
κατοχική περίοδο. Η σημαντική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, οι ελλείψεις που
δεν επέτρεπαν την συνέχιση της παραγωγής στους ίδιους ρυθμούς, οι επιτάξεις υλικών και
ο περιορισμός των μεταφορών από και προς το εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό της
χώρας, σήμαινε πως συνολικά τα κέρδη ήταν μικρότερα από την ειρηνική περίοδο, έστω και
αν η εκτίμηση της Κεντρικής Επιτροπής του Πανεμπορικού Συνεδρίου τον Ιούλιο του 1945

204
Στις λίστες συμπεραμβάνονταν επίσης πολλοί από τους ξένους επιχειρηματίες που βρίσκονταν στην
κατεχόμενη Ελλάδα και δούλευαν με τις αρχές κατοχής. Για τις λίστες ονομάτων της επιτροπής
δοσιλόγων του ΕΒΕΑ βλ. ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1946: Φ31Υ2. Βλ. επίσης: Kousouris, Dimitris: Une épuration
ordinaire: Les procès des collaborateurs en Grèce (1944-1949) comme composante de la reconstruction
judiciaire en Europe, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή École des Hautes Études en Sciences Sociales,
Paris, 2009, κυρίως σσ. 283-291. Η επιτροπή χώρισε όσους περιέλαβε στους πίνακές της σε 3
κατηγορίες: όσους «θεωρώνται ως βαρυνόμενοι επί συνεργασία ελαφράς μορφής», τους «σοβαρά
συνεργασθέντες» και όσους «φέρονται ως μη απ’ ευθείας μεν αλλ’ εμμέσως συνεργασθέντες ή
συντελέσαντες ή προωθήσαντες άλλους εις συνεργασίαν μετά του εχθρού», ενώ υπήρξε και μια ακόμα
κατηγορία (τα 49 ονόματα της οποίας δεν αποστάλησαν), όσων ήταν ύποπτοι αλλά λόγω έλλειψης
χρόνου δεν εξετάστηκαν. Όπως ήταν αναμενόμενο υπήρξαν αρκετές διαφωνίες ως προς το έργο της
επιτροπής στο εσωτερικό του ΕΒΕΑ, ειδικά από τη στιγμή που ο πρόεδρός της βρέθηκε σύντομα
κατηγορούμενος στα δικαστήρια (χωρίς να έχει ασφαλώς συμπεριληφθεί στη λίστα, σε αντίθεση για
παράδειγμα με τον Κατσίγερα της ΕΛΜΑ που κατηγόρησε τον πρόεδρο ότι εκμεταλλεύτηκε τη θέση του
για να ξεμπερδέψει με τον ανταγωνισμό). Βλ. επίσης ΕΒΕΑ, βιβλία πρακτικών Ολομέλιας ΔΣ 1943-45
και 1945-48, Πρακτικά Διοικητικού συμβουλίου, αρ. 7, 3-6/8/1945.

125
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πως είχαν χαθεί τα 4/5 του προπολεμικού πλούτου «των εμπορικών τάξεων» αποτελούσε
υπερβολή.205 Επιπλέον, ανακατανομή εισοδήματος έγινε και στο εσωτερικό των εμπόρων
και βιομηχάνων: ο κλάδος του σιδήρου και των μηχανουργείων για παράδειγμα φαίνεται
ότι ήταν από εκείνους με τα σημαντικότερα κέρδη μέχρι τουλάχιστον τα μέσα του 1944,
ενώ και μέσα στον κλάδο αυτόν κάποιες επιχειρήσεις αύξησαν τις εργασίες τους
περισσότερο από άλλες.
Το ζήτημα πάντως των κατοχικών κερδών είναι από τα πλέον δύσκολα για την
εξαγωγή επακριβών συμπερασμάτων – μαζί βεβαίως με το ζήτημα των πραγματικών
κινήτρων για την απόφαση της συνεργασίας. Σε άλλο τμήμα της διατριβής θα γίνει
προσπάθεια κάποιων πρώτων γενικών εκτιμήσεων για το ύψος των κερδών αυτών, ενώ το
θέμα θα μας απασχολήσει και στις περισσότερο συγκεκριμένες περιπτώσεις κατοχικής
παραγωγής που θα δούμε στο δεύτερο μέρος. Πρέπει ωστόσο να έχουμε πάντα υπόψη,
πως λόγω του υψηλού πληθωρισμού και της κρυφής φύσης πολλών οικονομικών
δραστηριοτήτων (ειδικά στην περίπτωση της μαύρης αγοράς), το πραγματικό ύψος των
κερδών αυτών είναι μάλλον αδύνατο να υπολογιστεί με ακρίβεια.

205
Η εκτίμηση περιέχεται σε υπόμνημα που παραδόθηκε στην κυβέρνηση, και περιέχεται στο:
Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς: Πεπραγμένα του Εμπορικού και Βιομηχανικού
Επιμελητηρίου Πειραιώς. Περίοδος: Νοέμβριος 1944-Αύγουστος 1948, Ναυτεμπορική, Αθήνα, [1948],
σσ. 24-29. Οι χονδροειδείς εκτιμήσεις που έκαναν λόγο για πλούτο 7.170.000 χρυσών λιρών σε σχέση
με τον προπολεμικό των περίπου 30.000.000, είναι προφανές πως είχαν ως σκοπό να μειώσουν τη
φορολογία που η κυβέρνηση της περιόδου σκόπευε να επιβάλει στους εμπόρους. Αν και δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι ο πλούτος είχε συνολικά μειωθεί (τόσο κατά τη διάρκεια της κατοχής όσο και κατά την
αμέσως επόμενη περίοδο) η μείωση κατά 80% δεν μπορεί να θεωρηθεί ρεαλιστική.

126
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

3. Η χρηματοδότηση του μηχανισμού κατοχής

Οι σχετικές διατάξεις του διεθνούς δικαίου ήδη πριν από τον προηγούμενο παγκόσμιο
πόλεμο, προέβλεπαν την χρηματοδότηση από τον ηττημένο όσων στρατευμάτων κρίνονταν
αναλογικά απαραίτητα για την τήρηση της τάξης και την φύλαξη της χώρας, κάνοντας όμως
και μια ασαφή αναφορά στις εισφορές «μόνον υπέρ των αναγκών του στρατού Κατοχής, αι
οποίαι πρέπει να είναι ανάλογοι προς τους πόρους της Χώρας και φύσεως τοιαύτης, ώστε
να μην επιφέρουν διά τους κατοίκους την υποχρέωσιν της συμμετοχής των εις τας εναντίον
της ιδίας αυτών πατρίδος πολεμικάς επιχειρήσεις».206 Η φασιστική Ιταλία και κυρίως η
ναζιστική Γερμανία θεωρούσαν πως μια από τις βασικότερες πτυχές του πολέμου ήταν η
εξασφάλιση πόρων για την επέκταση των οικονομιών των χωρών τους. Έτσι, παρέκαμψαν
τις επιταγές του διεθνούς δικαίου και προχώρησαν στην εκτεταμένη απομύζηση των
κατεχόμενων οικονομιών όχι μόνο για την υποστήριξη των εκεί στρατευμάτων τους, αλλά
και για την υποβοήθηση της δικιάς τους πολεμικής παραγωγής. Ωστόσο, στην δυτική
τουλάχιστον Ευρώπη – σε γενικές γραμμές και στην Ελλάδα – οι κατακτητές αναφέρονταν
συχνά στο διεθνές δίκαιο, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνονταν οι ηγεσίες τους, και
χρησιμοποίησαν νομιμοφανή μέσα για την εξαγωγή των πόρων που χρειάζονταν (αθρόα
έκδοση νομισμάτων κατοχής, έξοδα κατοχής, κλήρινγκ κλπ), καταφεύγοντας μόνο κατά τις
πρώτες μέρες της κατοχής, και σπανιότερα στη συνέχεια, στην απλή, «παλαιομοδίτικη»
αρπαγή των αγαθών που χρειάζονταν (π.χ. «λείες πολέμου» στην αρχή της κατοχής και
αγαθά ανήκοντα σε «συμμορίτες» ή Εβραίους στη συνέχεια).

3.1 Νομίσματα κατοχής και αποδείξεις παροχής υπηρεσιών

Το πρώτο από τα μέτρα που χρησιμοποιήθηκε αμέσως μετά την εισβολή στην Ελλάδα
(όπως εξάλλου και στις περισσότερες άλλες χώρες) ήταν η έκδοση ειδικών νομισμάτων
κατοχής. Η τρίτη μόλις έκδοση της «Εφημερίδος διαταγών διά το κατεχόμενον ελληνικόν
έδαφος, εκδιδόμενης παρά του ανωτάτου διοικητού του στρατού», στις 10 Απριλίου 1941
(όταν δηλαδή ακόμα τα γερμανικά στρατεύματα είχαν μόλις καταλάβει τη Θεσσαλονίκη)
περιείχε τη σχετική διαταγή «περί των Πιστωτικών Ταμείων του Ράιχ» (Reichskreditkassen),

206
Δερτιλής, Παναγιώτης Β.: Τα Έξοδα ιδίως των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και η Σύμβασις της Χάγης,
ανάτυπο εκ του μηνός Μαΐου 1965 του Δελτίου του Ε.Β.Ε.Θ., Θεσσαλονίκη 1965 και Etmektsoglou-
Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή,
Emory University, 1995, σσ. 464-466.

127
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τη «γνωστοποίηση περί εκδόσεως χαρτονομισμάτων των Πιστωτικών Ταμείων του Ράιχ»


(Reichskreditkassenscheinen, γνωστών και με τη συντομογραφία RKKS), και τη «διαταγή
περί του «προσωρινού διακανονισμού του τρόπου πληρωμών μεταξύ του κατεχόμενου
ελληνικού εδάφους αφ’ ενός και των εδαφών του Ράιχ και του Εξωτερικού αφ’ ετέρου»,
ενώ η προεργασία για τη χρήση των νομισμάτων αυτών είχε προηγηθεί της έναρξης των
επιχειρήσεων κατά περίπου 5 εβδομάδες.207
Τα RKKS, που έγιναν γνωστά στην Ελλάδα ως μάρκα κατοχής, είχαν εγκαινιαστεί
στις 23 Σεπτεμβρίου 1939, προς το τέλος δηλαδή των επιχειρήσεων της Wehrmacht στην
Πολωνία και έκτοτε χρησιμοποιήθηκαν σε κάθε νέα εισβολή, αν και η χρήση τους δεν
συνεχίστηκε παντού σε ολόκληρο το διάστημα της κατοχής. Εκτυπώνονταν από κινητά
τυπογραφεία, συνήθως στην ίδια την κατεχόμενη χώρα, και υποτίθεται ότι δεν επιτρεπόταν
η εξαγωγή τους από την χώρα κυκλοφορίας χωρίς άδεια. Θεωρούνταν υποχρεωτικά ως
νόμιμα νομίσματα στις υπό κατοχή χώρες και υποτίθεται ότι είχαν προσωρινό χαρακτήρα,
αλλά απαγορευόταν αυστηρά η εισαγωγή τους στην ίδια της Γερμανία λόγω του βάσιμου
φόβου ότι θα προκαλούσαν άνοδο του πληθωρισμού. Χρησιμοποιήθηκαν λοιπόν μόνο ως
μέσο για τη νομιμοφανή λεηλασία των κατεχόμενων χωρών. Ήταν ένα νόμισμα που
δημιουργήθηκε χωρίς αντίκρισμα και σε όποιες ποσότητες κρίνονταν αναγκαίες σε κάθε
περίπτωση ώστε τα στρατεύματα των κατακτητών να είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν ό,
τι προϊόντα και υπηρεσίες επιθυμούσαν. Η διαίρεση της Πολωνίας και η προσάρτηση
μεγάλου τμήματός της στο ίδιο το Ράιχ σήμαινε πως υπήρχαν σημαντικές ποσότητες
πολωνικών νομισμάτων (Ζλότι) στη διάθεση των Γερμανών για χρήση στο υπόλοιπο της
κατεχόμενης χώρας («Γενική Κυβέρνηση»), με αποτέλεσμα να απαιτούνται μικρότερες
ποσότητες RKKS από ό, τι σε άλλες χώρες: τα περίπου 40 με 45 εκατομμύρια μάρκα κατοχής
ή γύρω στο 5% της νομισματικής κυκλοφορίας δεν ήταν βέβαια καθόλου μικρή ποσότητα,
αλλά πάντως ήταν μικρότερη από εκείνη σε άλλες κατεχόμενες χώρες όπως στην Ελλάδα.
Το επόμενο έτος χρησιμοποιήθηκαν και στην κατεχόμενη δυτική Ευρώπη. Τα 150
εκατομμύρια RKKS που κυκλοφόρησαν αρχικά στη Γαλλία (όπου οι περισσότερες αγορές θα

207
IWM, Speer Collection, FD 210/45 (μικροφωτογραφημένος φάκελος, ο πρωτότυπος του οποίου
έχει παραδοθεί στο BA-MA όπου επαναταξινομήθηκε ως RH 36/3). Ο γερμανικός τίτλος της
δίγλωσσης «εφημερίδας» (στα δύο πρώτα τεύχη αναφέρεται ως «φύλλο διατάξεων») ήταν
“Verordnungsblatt für das Besetzte Griechische Gebiet” (αργότερα απλώς: “…für Griechenland”).
Πέντε εβδομάδες πριν τη γερμανική εισβολή είχε εκδοθεί διάταγμα που επέτρεπε τη λειτουργία των
ταμείων (RKK) στις επιχειρήσεις (Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece,
1941-43, σελ. 475).

128
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γίνονταν μέσω των εξόδων κατοχής) έφταναν μόλις το περίπου 2% της νομισματικής
κυκλοφορίας, αλλά στη συνέχεια η κυκλοφορία τους αυξήθηκε μάλλον λόγω της μεγάλης
έκτασης μεταφοράς RKKS από άλλες κατεχόμενες χώρες. Μεγαλύτερα ήταν τα ποσά που
κυκλοφόρησαν σε Ολλανδία (108 εκατομμύρια ή περίπου 7%) και Βέλγιο (250 εκατομμύρια
ή 12%), ενώ στην περίπτωση Δανίας και Νορβηγίας η χρήση των κατοχικών μάρκων ήταν
κάπως πιο περιοριστική και αφορούσε κυρίως τη διάρκεια των επιχειρήσεων και λιγότερο
την κατοχή. Οι συνολικές ποσότητες των RKKS εκτοξεύτηκαν πραγματικά τα επόμενα
χρόνια, με τη γενικευμένη χρήση τους στα Βαλκάνια και την κατεχόμενη ΕΣΣΔ: το 1941 η
κυκλοφορία τους είχε φτάσει τα 1.700 εκατομμύρια στο σύνολο της κατεχόμενης Ευρώπης,
τα δύο τρίτα περίπου των οποίων βρίσκονταν στα Βαλκάνια και στην «Ανατολή», ενώ μέχρι
το 1943 ο αριθμός τους είχε αυξηθεί σε περίπου 3.352 εκατομμύρια, αρκετά των οποίων
χρησιμοποιούνταν στο κατεχόμενο τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ ένας σημαντικός
αριθμός ανακυκλωνόταν μεταφερόμενος επανειλημμένα (και όχι πάντα «νόμιμα» ή
ελεγχόμενα) ανάμεσα στη Γαλλία (πιθανότατα και το Βέλγιο) και στις κατεχόμενες
ανατολικές και νοτιοανατολικές ευρωπαϊκές χώρες.208
Στην Ελλάδα η πρακτική της χρηματοδότησης των αναγκών αποκλειστικά μέσω
των νομισμάτων κατοχής ακολουθήθηκε μόνο για τους πρώτους 3 περίπου μήνες της
κατοχής, ενώ στην συνέχεια, όπως θα δούμε, κυρίαρχο λόγο είχαν οι πληρωμές σε δραχμές
μέσω των λογαριασμών των εξόδων κατοχής. Η ισοτιμία του μάρκου κατοχής και του
γερμανικού κλήρινγκ ακολουθούσε και εδώ την γενικότερη γερμανική λογική για τις

208
Hein Klemann & Sergei Kudryashov: Occupied Economies. An Economic History of Nazi-Occupied
Europe, 1939-1945, σσ. 193-201. Τα στοιχεία για τα ποσά στις διάφορες χώρες δεν είναι πάντα σαφή
και συχνά συναντάει κανείς διαφορετικούς αριθμούς για τα νομίσματα αυτά. Σημαντική αιτία πρέπει
να είναι η μεταφορά νομισμάτων από τις μονάδες που άλλαζαν μέτωπα, αλλά κάποιο ρόλο πρέπει
να έπαιζαν και φαινόμενα διασυνοριακής μαύρης αγοράς και πλαστογραφίας, ενώ δεν μπορεί να
αποκλειστεί ακόμα και η πιθανότητα κάποιων εκτυπώσεων που δεν καταγράφονταν στα γερμανικά
βιβλία από τους επικεφαλής ή τους χειριστές των τυπογραφείων. Για τις εκτυπώσεις στην Ελλάδα βλ.
για παράδειγμα Μαγκριώτης, Δημήτριος Ι.: Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής, 1941-1944,
Φόρμιγξ, Αθήνα, 1996 [1949], σελ. 32, όπου αφήνεται να εννοηθεί πως οι εκτυπώσεις γίνονταν
σχεδόν ελεύθερα από τις εκάστοτε μονάδες που διέθεταν τα τυπογραφεία, στο βαθμό που οι
ανάγκες απαιτούσαν νέα χρήματα. Το στρατιωτικό προσωπικό πάντως λάμβανε στην
πραγματικότητα συγκεκριμένες ποσότητες χρημάτων ανάλογα με τον βαθμό του και δεν είχε
απεριόριστη πρόσβαση στα μάρκα κατοχής. Οι περιορισμοί αυτοί δεν ίσχυαν όμως για τις αγορές
που αφορούσαν τις μονάδες ή τις υπηρεσίες τους.

129
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

περισσότερες κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες.209 Η οριζόμενη ισοτιμία ήταν λίγο χειρότερη


για τις κατεχόμενες οικονομίες από εκείνη της τελευταίας προκατοχικής περιόδου, έτσι
ώστε να διατηρεί μια επίφαση νομιμότητας και συνέχισης της ισχύος των κανόνων της
αγοράς – εξάλλου θα ήταν λογικό σύμφωνα με τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς το
νόμισμα του ηττημένου να χάσει μέρος της αξίας του. Από την άλλη – θεωρητικά
τουλάχιστον και υπό την προϋπόθεση ότι το τοπικό νόμισμα δεν θα έχανε την αξία του – οι
νέες αυτές ισοτιμίες ήταν αρκετά βελτιωμένες για τους κατακτητές ώστε να επιτρέψουν την
αγορά αγαθών με τιμές καλύτερες από εκείνες της προπολεμικής περιόδου, αν και όπως θα
δούμε το μεγαλύτερο κέρδος στην ελληνική περίπτωση (στο βαθμό που αυτό υπήρχε)
προερχόταν περισσότερο από τις υποχρεωτικές χαμηλές «νόμιμες» τιμές πώλησης των
αγαθών παρά από την ισοτιμία του μάρκου και της λιρέτας που τελικά αποδείχθηκαν
προβληματικές για τις χώρες του Άξονα.
Στην Ελλάδα λοιπόν ορίστηκε αρχικά ως νέα ισοτιμία το 1 RM/RKKS προς 50
δραχμές, ενώ οι Ιταλοί αποφάσισαν να ορίσουν – χωρίς συνεννόηση με τους συμμάχους
τους – αυθαίρετη ισοτιμία της λιρέτας 1/16, ώστε να διευκολυνθούν στα σχέδιά τους για
την οικονομική διείσδυση στη χώρα μέσω εκτεταμένων εξαγορών. Η υπερβολικά υψηλή
αυτή ισοτιμία της λιρέτας με τη δραχμή διατάραζε τη σχέση μεταξύ των νομισμάτων
Γερμανίας και Ιταλίας (αντιστοιχούσε σε ισοτιμία δραχμής μάρκου 1/122), ενώ η αρχική
ισοτιμία του μάρκου είχε θεωρηθεί χαμηλή από τους Ιταλούς, αφού αντιστοιχούσε σε
ισοτιμία δραχμής λιρέτας 1/6,55, δηλαδή χαμηλότερης από εκείνη του προϋπάρχοντος
ιταλικού κλήρινγκ. Έτσι, μετά από αρκετά έντονες διαπραγματεύσεις ειδικών επιτροπών

209
Αν και συνήθως οι χώρες που διατηρούσαν μια τυπικά «ανεξάρτητη» ύπαρξη αναγκάζονταν να
υποστούν μια υποτίμηση του νομίσματός τους (ή να δουν την υπερτίμηση του μάρκου), αυτό δεν
σημαίνει ότι η γερμανική πρακτική ήταν πανομοιότυπη σε όλες τις κατεχόμενες χώρες. Για
παράδειγμα στις περιοχές που ενσωματώθηκαν στο Ράιχ υπήρξε προσωρινή ανατίμηση (στις
επίσημες ισοτιμίες) σε σχέση με ξένα νομίσματα, όπως το ελβετικό φράγκο και το δολάριο. Στην
Κροατία για παράδειγμα το μάρκο ανατιμήθηκε κατά 24% και στη Γενική Κυβέρνηση (Πολωνία) κατά
33%, ενώ η ισοτιμία του γιουγκοσλαβικού δηναρίου με το δολάριο που έπεσε αρχικά στο 1/55
ανέβηκε τον Ιούνιο του 1941 στο 1/50. Διαφορετική από την πρακτική για τις δυτικοευρωπαϊκές
χώρες ήταν και η απόφαση να υποχρεωθεί η ελληνική κυβέρνηση στην εξαγορά των
χαρτονομισμάτων με την απόσυρσή τους, αντί να πιστωθεί το ποσό στο υπόλοιπο του κλήρινγκ.
Milward, Alan: The New Order and the French economy, Clarendon Press, Oxford, 1970, σελ. 55 και
st st th
Bank for International Settlements: Twelfth Annual Report, 1 April 1941 – 31 March 1942, Basle, 8
June 1942, σσ. 25-27 και Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-
43, σσ. 476-7 και 482.

130
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

στο Βερολίνο αποφασίστηκε να αυξηθεί κάπως η ισοτιμία του μάρκου και να μειωθεί
εκείνη της λιρέτας με τη δραχμή, σε ένα ποσό που τελικά ήταν πλησιέστερα στις γερμανικές
επιθυμίες (και ταυτόχρονα – θεωρητικά τουλάχιστον – περισσότερο συμφέρον για την
ελληνική πλευρά).210
Έτσι λοιπόν, στις 23 Ιουνίου 1941 η ισοτιμία του μάρκου μετατράπηκε σε 1 προς
60, και εκείνη της λιρέτας σε 1/8.211 Η νέα αύξηση της τιμής του μάρκου στην Ελλάδα ήταν
αντίστοιχη με εκείνη στην κατεχόμενη Γαλλία, όπου η αξία του μάρκου κατοχής ορίστηκε
στα 20 γαλλικά φράγκα, ή στο ένα τρίτο της δραχμής, όση περίπου ήταν δηλαδή και η
προγενέστερη ισοτιμία δραχμής – γαλλικού φράγκου.212 Το RM ήταν με τη νέα ισοτιμία

210
Βλ. AA-PA, R 105896, Τηλεγραφήματα α) Hahn (και προσθήκη Altenburg) – 8/5/1941, β) Altenburg
– 28/5/1941 και επιστολές Wiehl – 29/5/1941 και Moraht – 30/5/1941. Επίσης AA-PA, R 105897,
σημείωμα (Moraht) – 4/6/1941, επιστολή Clodius – 21/6/1941, καθώς και Etmektsoglou-Koehn,
Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43, σσ. 476 – 478.
211
Δερτιλής, Παναγ. Β.: « Αριθμοί και Κείμενα των Εξόδων Κατοχής και η Αξίωσις της Ελλάδος», στο
ο ος
Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, Έτος 44 , Τόμος 44 (1964), Τεύχος Γ΄, Ιούλιος –
ης
Σεπτέμβριος, σσ. 489-517. Το σημείωμα του αρχηγού του γερμανικού επιτελείου της 29 Απριλίου
1941 προς τον προσωρινό διοικητή της ΤτΕ, όπου ορίζεται η αρχική ισοτιμία, παρατίθεται στη σελίδα
ης
492 και η τηλεγραφική διαταγή του Βερολίνου της 17 Ιουνίου (όπου ορίζεται και η ισοτιμία της
λιρέτας) στη σελίδα 493. Οι νέες τιμές φαίνεται πάντως ότι καθυστέρησαν λίγες μέρες να
ανακοινωθούν στις εφημερίδες. Η σχετική ανακοίνωση βγήκε στις 26/6/41 (εφημερίδα Ακρόπολις
Αθηνών, «Η τιμή του Μάρκου και της ιταλικής Λιρέτας» και Πρωία, «Η τιμή της λιρέτας ορίσθη 8
δραχμαί και του μάρκου 60»). Παρόμοια καθυστέρηση εμφανίζεται και στα σχετικά έγγραφα που
έφτασαν στον κρατικό μηχανισμό και στις τράπεζες, όπως προκύπτει από τους σχετικούς φακέλους
του ΙΑΕΤΕ (Α1Σ46Υ2Φ143 και Φ144), στη δε εγκύκλιο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών (ΙΑΕΤΕ, αρ.
πρωτ. 306, Α2Σ1Υ1Φ46, 25/7/1941), αναφέρεται πως η Ένωση ειδοποιήθηκε στις 23 Ιουνίου. Το
διάστημα αυτό της καθυστέρησης θα μπορούσε να έχει αποβεί κερδοφόρο για όσους είχαν κάποια
εσωτερική πληροφόρηση σχετικά με την αλλαγή της ισοτιμίας.
212
Βλ. για παράδειγμα τον σχετικό πρωτότυπο γαλλικό πίνακα του 1940 με την απεικόνιση των
γερμανικών νομισμάτων και την αξία τους στη Γαλλία όπως αναπαράγεται στο: Ally, Götz (trans.
Jefferson Chase): Hitler’s Beneficiaries. How the Nazis Bought the German People, Verso, London,
2007 [2005, 2006], σελ. 85. Η ισοτιμία των RKKS με το γαλλικό φράγκο και τη δραχμή διατηρούσε την
μεταξύ των δύο τελευταίων ισοτιμία στο 1 προς 3, στο επίπεδο δηλαδή που αυτή είχε οριστεί στις
τελευταίες προκατοχικές πράξεις. Στα μέσα Ιουνίου του 1940 για παράδειγμα, όταν δηλαδή
κατέρρεε το μέτωπο στη Γαλλία, η Τράπεζα της Ελλάδος αγόραζε τα γαλλικά φράγκα στις 2,98
δραχμές, ενώ η τιμή του γαλλικού κλήρινγκ ήταν 3,09, όση περίπου ήταν και η τιμή που η ΤτΕ
αγόραζε στην αρχή του χρόνου (βλ. τις σχετικές τιμές στον Οικονομολόγο Αθηνών, «Δελτίον

131
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

(1/50) αυξημένο μόλις κατά 8,7% σε σχέση με την (κάπως υποτιμημένη σε σχέση με την
επίσημη) προκατοχική τιμή του γερμανικού κλήρινγκ, αλλά η νέα αρκετά υψηλότερη
αύξηση τον Ιούνιο ανερχόταν σε 20%. Στην περίπτωση του ιταλικού νομίσματος η αύξηση
ήταν περίπου 15% σε σχέση με το προπολεμικό κλήρινγκ (ή περίπου 20% σε σχέση με την
τιμή που αναλογούσε στην ισοτιμία μάρκου/δραχμής 1/50).213

συναλλάγματος», 15/6/1940 και – ενδεικτικά – 16/3/1940). Η τιμή του γαλλικού κλήρινγκ δεν είχε
αλλάξει μέχρι την εισαγωγή των RKKS στην Ελλάδα (ο. π. 10/5/1941, «Το εξωτερικόν συνάλλαγμα»).
Μέχρι την αλλαγή ωστόσο της ισοτιμίας από τις αρχές κατοχής η τιμή του μάρκου είχε μείνει σε
σχετικά χαμηλά επίπεδα (46 δραχμές, ο. π.). Η ισοτιμία του ιταλικού κλήρινγκ από τα τέλη του 1939
είχε οριστεί στις 6,93 δραχμές. Η αύξηση της τιμής του μάρκου σε σχέση με το γαλλικό φράγκο έχει
αναφερθεί ως τεράστια, 50% με βάση την ισοτιμία δολαρίου – φράγκου και δολαρίου – RM τον
Ιούνιο του 1940, ή μεταξύ 54% και 63% αν λάβει κανείς υπόψη του τις ισοτιμίες των νομισμάτων
αυτών με τη στερλίνα το 1939 (βλ. Milward, Alan: The New Order and the French economy, Clarendon
Press, Oxford, 1970, σελ. 55). Ωστόσο ο Aly (Hitler’s Beneficiaries…, σελ. 81) αναφέρει
μετριοπαθέστερη μείωση της αξίας του φράγκου προς το RM από 100/6,6 στο 100/5 (δηλαδή από το
15,15/1 στο 20/1, ή μεταβολή -24,24%), ενώ η τελευταία ισοτιμία του RM με το φράγκο στις
9/5/1940, πριν δηλαδή την κατάρρευση του μετώπου, ήταν 1 προς 17,84, που υποδηλώνει ακόμα
μικρότερη αύξηση της αξίας του RM, περίπου κατά 12,1% (Bank for International Settlements:
st st th
Eleventh Annual Report, 1 April 1940 – 31 March 1941, Basle, 9 June 1941, σελ. 30). Οι αυξήσεις
πάντως διέφεραν από χώρα σε χώρα, ενώ οι περιορισμοί στις επίσημες ισοτιμίες, ο πληθωρισμός και
η ήττα περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τη διαφορά με τις πραγματικές ισοτιμίες μεταξύ των
διαφόρων νομισμάτων. Εξάλλου σε πολλές περιπτώσεις το μάρκο ήταν προηγουμένως κάπως
υποτιμημένο σε σχέση με την επίσημη τιμή του – όχι όμως και σε σχέση με εκείνη που θα είχε σε μια
ελεύθερη αγορά, αφού μια σύγκριση του κόστους του γαλλικού φράγκου και της στερλίνας ως
ποσοστό της αγοραστικής δύναμης των άλλων νομισμάτων το 1934 εμφανίζει το μάρκο ως το
περισσότερο υπερτιμημένο νόμισμα της εποχής (Foreman-Peck, James: A History of the World
Economy. International Economic Relations Since 1850, second edidtion, Financial Times/ Prentice
Hall/Pearson Education Limited, Harlow, UK, 1995 [1983], σελ. 129).
213
Το γερμανικό νόμισμα είχε θεωρητικά ίση αξία με το χρυσό μάρκο και σταθερή ισοτιμία 1/2,5 με
το δολάριο και 1/20,4 με τη χρυσή λίρα. Ωστόσο, αν συγκρίνει κανείς τις τιμές συναλλαγμάτων που
εμφανίζονται στις ελληνικές οικονομικές εφημερίδες βλέπει πως η τιμή του γερμανικού κλήρινγκ
απείχε από τις τιμές που θα έπρεπε να έχει με βάση τις ισοτιμίες δολαρίου, χρυσού μάρκου και
χρυσής λίρας κατά σχεδόν 10% την περίοδο 1938-39, ποσοστό που εκτοξεύτηκε σε 20%-30% μετά
την έναρξη του πολέμου και μέχρι την κατάκτηση της Ελλάδας (ενδεικτικά, στις 7 Απριλίου το
γερμανικό κλήρινγκ παρέμενε παγωμένο στις 46 δραχμές, όταν το χρυσό μάρκο βρισκόταν στις 57,2,
το δολάριο στις 150 και η χρυσή λίρα στις 1.168,6). Η μεγάλη αύξηση των τελευταίων εκείνων μηνών
πιθανότατα οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό και στην αύξηση της ζήτησης των ασφαλών χρυσών

132
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ακόμα όμως και αυτές οι μεγαλύτερες αυξήσεις στην πράξη δεν υπερέβαιναν την
υποτίμηση της δραχμής που είχε ήδη ξεκινήσει λόγω του πληθωρισμού. Η τιμή της χρυσής
λίρας τον Ιούνιο βρισκόταν γύρω στις 11.000 – 12.000 δραχμές, έχοντας αυξηθεί σε σχέση
με τα τελευταία προκατοχικά επίπεδα κατά περίπου 10 φορές (ή 1000%). Σε αντίθεση
λοιπόν με ό, τι συνέβη (ή επιχειρήθηκε να συμβεί) ως ένα βαθμό σε άλλες κατεχόμενες
χώρες, η «βελτιωμένη» ισοτιμία του μάρκου και της λιρέτας δεν είχε κάποια ουσιαστική
επίπτωση στην μακροχρόνια οικονομική εκμετάλλευση της Ελλάδας. Κύριο όπλο γι’ αυτή
ήταν η μαζική έκδοση χαρτονομισμάτων, αρχικά RKKS και Μεσογειακών δραχμών και στη
συνέχεια ελληνικών δραχμών για τους λογαριασμούς εξόδων κατοχής, και δευτερευόντως η
επίταξη αγαθών σε τιμές χαμηλότερες της ελεύθερης αγοράς.214
Οι ποσότητες των νομισμάτων κατοχής που χρησιμοποιήθηκαν τελικά στην
κατεχόμενη Ελλάδα δεν είναι απόλυτα βέβαιες, αλλά οι αριθμοί που παρατίθενται σχετικά
με τα εκδοθέντα RKKS σε σχετικές αναφορές γερμανικών εγγράφων της εποχής δεν
απέχουν πολύ μεταξύ τους και μας δίνουν μια αρκετά αξιόπιστη τάξη μεγέθους. Ο
Altenburg αναφέρει πως τον Ιούλιο του 1941 η κυκλοφορία των RKKS στην Ελλάδα έφτασε
τα 105 εκατομμύρια, αλλά ενδεχομένως να αφορά τα ποσά που τέθηκαν σε κυκλοφορία σε
ολόκληρο το προηγούμενο διάστημα, αφού το ποσό αυτό δεν επαναλαμβάνεται σε κάποιο
από τα υπόλοιπα έγγραφα της περιόδου ως RKKS σε ταυτόχρονη κυκλοφορία.215 Στην

νομισμάτων και του μη «εμπόλεμου» δολαρίου, ωστόσο το πιθανότερο είναι πως ακόμα και αν η
Γερμανία δεν είχε επιτεθεί στην Ελλάδα η ισοτιμία θα είχε αργά ή γρήγορα αυξηθεί, αν και
πιθανότατα όχι μέχρι το 1/60. Εξάλλου ο ελληνικός πληθωρισμός είχε επίσης αρχίσει να αυξάνεται
από τα τέλη του 1940, κυρίως λόγω του κόστους της πολεμικής προσπάθειας.
214
Το «όπλο» αυτό χρησιμοποιήθηκε με σχετική επιτυχία κυρίως στην αρχή της κατοχής και για
αγαθά που ήταν συγκεντρωμένα σε κρατικές αποθήκες, αφού στο επόμενο διάστημα οι χαμηλές
τιμές οδηγούσαν σε μεγάλης έκτασης απόκρυψη, με συνέπεια – παρά τα αυστηρά μέτρα – να είναι
απαραίτητη η συχνή καταφυγή σε προμήθειες με τις τιμές της μαύρης αγοράς.
215
Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43, σελ. 478. Έγγραφα
του Altenburg στον ίδιο φάκελο (ο. π. σελ. 466) υπολογίζουν όπως θα δούμε λάθος και το ποσοστό
του ελληνικού ΑΕΠ που απορροφούν οι δαπάνες κατοχής. Είναι πιθανό ο Altenburg απλώς να
αναφερόταν στη συνολική ποσότητα των RKKS που είχαν κυκλοφορήσει ως τότε (σύμφωνα με τον
πίνακα 3.1 ως τα τέλη του Σεπτέμβρη 1941 είχαν κυκλοφορήσει περίπου 87 εκατομμύρια RKKS και
άλλα σχεδόν 9 κυκλοφόρησαν τον Οκτώβρη), ή να αναφέρεται σε στοιχεία για το σύνολο των
Βαλκανίων και όχι σε όσα βρίσκονταν ταυτόχρονα σε κυκλοφορία στην Ελλάδα. Ένα άλλο
ενδεχόμενο, να μπερδεύτηκε με το ποσό των επιστρεφόμενων RKKS από την Τράπεζα της Ελλάδος

133
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μετακατοχική έκθεσή του (Ιανουάριος 1945) ο S. Nestler, στέλεχος του γερμανικού


οικονομικού μηχανισμού στην Ελλάδα μέχρι το 1944, αναφέρει πως μέχρι τον Ιούλιο 1941
είχαν τεθεί σε κυκλοφορία περίπου 67 εκατομμύρια RKKS από το ταμείο (RKK) Αθηνών, στα
οποία θα πρέπει να προστεθούν ακόμα 10 εκατομμύρια που μετέφεραν τα στρατεύματα
από το εξωτερικό κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων. Ακόμα περίπου 35 εκατομμύρια
τέθηκαν σε κυκλοφορία ανάμεσα στον Δεκέμβριο του 1941 και τον Ιανουάριο του 1942 «με
βάση τη συμφωνία» (βλ. παρακάτω), αν και σύμφωνα με τον παρακάτω πίνακα το ποσό
αυτό φαίνεται να αντιστοιχεί στην περίοδο Σεπτεμβρίου 1941 – Ιανουαρίου 1942. Συνολικά
οι πληρωμές σε RKKS ανέρχονταν κατά τον Nestler σε 154,1 εκατομμύρια, ενώ 54,4
εκατομμύρια είχαν αποσυρθεί και επιστραφεί από τις ελληνικές αρχές, μέχρι την σιωπηρή
παραίτηση της γερμανικής πλευράς από την απαίτηση επιστροφής τους τον Απρίλιο του
1942, αφού τότε κρίθηκε πως το βάρος της άνευ αντιτίμου επιστροφής των χρημάτων
αυτών (ουσιαστικά δηλαδή της δωρεάς της αξίας τους στους Γερμανούς) θα επιβάρυνε την
ήδη προβληματική ελληνική οικονομία.216

(10,5 εκατομμύρια μέχρι τα τέλη Ιουλίου 1941), μοιάζει λιγότερο πιθανό. Αναφέρει πάντως τη σωστή
ποσότητα Μεσογειακών δραχμών (περίπου 80 εκατομμύρια ή 5 δις δραχμές).
216
AA-PA, R 27320, “Das Finanzwesen Einschließlich der Besatzungskosten in Griechenland Während
der Deutschen Besatzungszeit, 1941-1944“, von Oberregierungsrat Dr. S. Nestler, σσ. 76-77. Η ίδια
έκθεση (όπως και οι υπόλοιπες εκθέσεις του φακέλου) υπάρχει και στο BArch, R 2/30680. Σε άλλη
έκθεση του φακέλου (“Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen unter der
Besetzung 1941-1944”, von Direktor b. d. Reichsbank P. Hahn – μεταπολεμικά την εξέδωσε ως
αυτόνομο μελέτημα με ελάχιστες αλλαγές) αναφέρεται κάπως αόριστα ότι το ποσό είχε φτάσει τα
150 εκατομμύρια RM. Η δωρεάν παραχώρηση μέρος της νομισματικής κυκλοφορίας (δηλαδή των
RKKS) στους Γερμανούς έχει μικρότερη επίπτωση στο ποσοστό που τα χαρτονομίσματα αυτά απλώς
βγήκαν από την ελληνική αγορά για να χρησιμοποιηθούν σε άλλη χώρα. Ένα όμως ποσοστό τους
φαίνεται ότι επανακυκλοφόρησε στην ελληνική αγορά τους επόμενους μήνες. Οι ίδιες οι γερμανικές
αρχές φαίνεται πως μετά από κάποιους μήνες πληθωρισμού άρχισαν τελικά να αυξάνουν την
υπολογιζόμενη αξία των μάρκων (άρα και των RKKS) από το καλοκαίρι του 1942. Όπως προκύπτει
από γερμανικούς πίνακες (BA-MA RW 40/126), η υπολογιζόμενη αξία του νομίσματος ανέβαινε κάθε
μήνα: από τις 190 δραχμές της δεύτερης (μετά τον Ιούνιο 1941) αύξησης, στις 250 τον Αύγουστο
1942, στις 410 τον Σεπτέμβριο, και στις 750 τον Οκτώβριο. Με την κατάρρευση των τιμών το αμέσως
επόμενο διάστημα έπεσαν και οι τιμές για τα RKKS φτάνοντας και πάλι περίπου τις 200 δραχμές.
Ωστόσο οι υπολογισμοί αυτοί δεν αφορούσαν τις επαναγορές των RKKS που γίνονταν με την παλιά
τιμή των 60 δραχμών, ούτε κατά πάσα πιθανότητα, τις πραγματικές αγοραίες τιμές του μάρκου. Αν
για παράδειγμα τις υπολογίσει κανείς με βάση τη χρυσή λίρα και την επίσημη ισοτιμία της με το
μάρκο η τιμή του τελευταίου τον Οκτώβριο 1944 έφτανε μόλις τις 17.500 δραχμές. Ακόμα όμως και

134
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Απόθεμα
Εκδοθέντα Επιστρεφόμενα Κυκλοφορία
επιστρεφόμενων
Ημερομηνία RKKS RKKS από την ΤτΕ RKKS (αξία σε
Μεσογειακών Δραχμών
(εκατ.) (εκατομμύρια) εκατ. RM)
στην ΤτΕ (εκ. ελλ. δρχ.)
1941
30.4 - - 10 -
31.5 32,1 - 42 -
30.6 19,7 - 62 -
31.7 25,2 10,50 77 72,15
31.8 7,2 4,12 80 687,85
30.9 2,3 23,48 58 1.424,72
31.10 8,8 5,35 62 1.710,11
30.11 16,2 0,40 78 1.515,90
31.12 3,4 5,00 76 1.525,45
1942
31.1 3,9 5,70 74 1.651,46
28.2 5,0 1,54 78 1.675,33
31.3 1,0 0,24 78 1.940,00
30.6 7,0 0,09 81 1.423,00
30.9 16,6 0,05 81 1.070,00
31.12 8,2 - 81 844,00
1943
31.3 4,0 - 81 1.282,00
30.6 -2,1 - Άγνωστη 871,00
31.7 -2,3 - Άγνωστη 916,00
31.8 -0,8 - Άγνωστη 948,00
30.9 -0,6 - Άγνωστη 700,00
Σύνολα 154,8 56,46
Πίνακας 3.1: RKKS εκδοθέντα από τα Ταμεία (RKK) Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Σύνθεση πινάκων
από: BArch, R2/310, “Übersicht, über den Umlauf an Drachmen, RKK-Scheinen, ausgegebenen
Wehrmachtbehelfsgeld und ausgegebenen Staatskassenbons in Griechenland sowie über den
Bestand der Italienischen Drachmen in Griechenland (Stand 30. September 1943)“ και BArch, R
2501/7098 „Übersicht über den Umlauf an Drachmen und RKK-Scheinen in Griechenland“ (ο ίδιος
πίνακας υπάρχει και στο R 2/14569). Στην πραγματικότητα δεν είναι βέβαιος ο αριθμός της
συνολικής κυκλοφορίας των χαρτονομισμάτων αυτών στην Ελλάδα, ειδικά από το 1942 και μετά.

Ελάχιστα διαφορετικά είναι τα αναλυτικότερα νούμερα που μας δίνουν άλλα


κατοχικά έγγραφα. Ωστόσο μια διαφορά προκύπτει ως προς τα Ταμεία από τα οποία
προέρχονταν τα ποσά αυτά. Στους πρώτους πίνακες που σταματούν στις αρχές του 1942
(στα BArch, R 2501/7098 και R 2/14569), αναφέρεται ρητά πως τα ποσά προέρχονται μόνο
από το Πιστωτικό Ταμείο (RKK) Αθηνών (και στην περίπτωση των πρώτων 10 εκατομμυρίων

αν το νόμισμα αυτό δεν είχε αντιμετωπιστεί θετικά από τον ελληνικό πληθυσμό, ο υψηλός
πληθωρισμός θα το καθιστούσε σίγουρα πολύ πιο επιθυμητό την περίοδο εκείνη από τη δραχμή.

135
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

από τα RKK του εξωτερικού), ενώ στον μεταγενέστερο (του BArch, R2/310) περιλαμβάνεται
και κάποιο Ταμείο Θεσσαλονίκης, για την πιθανή ύπαρξη του οποίου δεν υπάρχουν αρκετά
στοιχεία.217 Φαίνεται ότι ακόμα και οι ίδιες οι γερμανικές αρχές δεν είχαν πάντα απολύτως
ακριβή εικόνα τι γινόταν σε άλλες περιοχές της χώρας. Αν και δεν αναφέρονται στην
απολογιστική έκθεση του Ιανουαρίου 1945, δεν αποκλείεται λοιπόν να υπήρξαν –
τουλάχιστον και κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων – και κάποιες επιπλέον ποσότητες που
τυπώθηκαν εκτός Αθηνών και ίσως και εκτός Θεσσαλονίκης. Ωστόσο οι ποσότητες αυτές –
στο βαθμό που πράγματι υπήρξαν – μάλλον δεν θα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλες, αφού σε
αντίθετη περίπτωση μάλλον θα υπήρχε σχετική αναφορά στις γερμανικές εκθέσεις.
Κάποιες επιπλέον ποσότητες πρέπει επίσης να μεταφέρονταν μέσω των βορείων
συνόρων της χώρας χωρίς να περιλαμβάνονται στους επίσημους γερμανικούς πίνακες, αν
και με την τεχνητά χαμηλή ισοτιμία του μάρκου που ίσχυε για το μεγαλύτερο διάστημα,
είναι πιθανότερο να εξάγονταν τέτοια χαρτονομίσματα από την Ελλάδα στις άλλες
κατεχόμενες χώρες παρά να εισάγονταν, τουλάχιστον μετά τις πρώτες εβδομάδες της
κατοχής, όταν οι προθήκες των καταστημάτων είχαν ήδη εν πολλοίς αδειάσει και οι τιμές
της αγοράς είχαν ξεπεράσει την επίσημη ισοτιμία του μάρκου.218

217
Όπως προκύπτει τα τραπεζικά αρχεία, «τα εν Αθήναις γραφεία της Reichskreditkasse» έκλεισαν
τον Σεπτέμβριο του 1942. Ενδέχεται η αναφορά στο RKK Θεσσαλονίκης να αφορά το μικρό ποσό που
εμφανίζεται να μπαίνει στην κυκλοφορία μετά το μήνα εκείνο, χωρίς ωστόσο κάτι τέτοιο να είναι
βέβαιο, αφού δεν έχει προς το παρόν εντοπιστεί ξεχωριστή αναφορά σ’ αυτό πλην εκείνης του
πίνακα που προαναφέρθηκε. Το Ταμείο Θεσσαλονίκης πιθανώς στην πραγματικότητα να μην
ονομαζόταν καν RKK, αλλά να ταυτίζεται με το Στρατιωτικό Ταμείο (Feldkasse) που είναι γνωστό ότι
λειτούργησε εκεί. Δεν έχει ωστόσο εντοπιστεί ακόμα κάποιο έγγραφο που να το συσχετίζει με την
κυκλοφορία νέων RKKS. Επιταγές του RKK συνέχισαν να κινούνται στην Αθήνα στους λογαριασμούς
του Κεντρικού Γερμανικού Ταμείου Στρατού (Wehrmachtzentralkasse für Griechenland) και της
υπηρεσίας προμηθειών του γερμανικού στρατού ξηράς (Armee Marketenderei). Βλ. την κοινοποίηση
της γραμματεία της ΕΤΕ προς το κεντρικό και τα υποκαταστήματα, 9/10/1942, ΙΑΕΤΕ Α1Σ46Υ2Φ142.
218
Την ίδια πορεία φαίνεται να ακολουθούσαν και κάποιες όχι ασήμαντες ποσότητες RKKS από το
ανατολικό μέτωπο στη Γαλλία και τη δυτική Ευρώπη γενικότερα (μία από τις αιτίες της ανόδου της
κυκλοφορίας των RKKS στη Γαλλία που είδαμε παραπάνω), αφού σε γενικές γραμμές η επιδείνωση
της τοπικής οικονομίας και οι τεράστιες ποσότητες νομισμάτων χωρίς αντίκρισμα (RKKS) που είχαν
ριχθεί στην ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της επίσημης
(σταθερής) αξίας των μάρκων κατοχής στις περιοχές αυτές σε σχέση με τις περισσότερο ομαλές
αγορές της κατεχόμενης δυτικής Ευρώπης.

136
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σύμφωνα λοιπόν με τον πίνακα που περιλαμβάνει τα στοιχεία από τις γερμανικές
εκθέσεις, τα στρατεύματα εισβολής έφεραν πράγματι μαζί τους περίπου 10.000.000 RKKS,
στα οποία προσθέτονταν κάθε μήνα ένα ποσό νέων χαρτονομισμάτων που έμπαινε σε
κυκλοφορία, ενώ από τον Ιούλιο αφαιρούνταν από το άθροισμα αυτό ένα ποσό που
αποσυρόταν από την κυκλοφορία και παραδιδόταν στις γερμανικές αρχές από την Τράπεζα
της Ελλάδος. Έτσι, για παράδειγμα, τα 77 εκατομμύρια που βρίσκονταν σε κυκλοφορία τον
Ιούλιο 1941 προκύπτουν από το ποσό που βρισκόταν σε κυκλοφορία τον προηγούμενο
μήνα (62 εκατομμύρια), συν το ποσό των νέων RKKS του μήνα (25,2 εκατομμύρια), μείον το
ποσό που αποσύρθηκε κατά τον εν λόγω μήνα (10,5 εκατομμύρια), δηλαδή 62+25,2-
10,5=76,7 ή στρογγυλευόμενο: 77 εκατομμύρια. Σύμφωνα με τον πίνακα αυτόν τα RKKS
που είχαν τεθεί σε κυκλοφορία στην κατεχόμενη Ελλάδα ήταν ελάχιστα περισσότερα από
όσα αναφέρει η μεταγενέστερη έκθεση Nester (154,8 αντί 154,1 εκατομμυρίων).
Όπως φαίνεται εύκολα και στον πίνακα, τα ποσά των νέων (ή πιθανότατα
ανακυκλωμένων – γιατί είναι μάλλον βέβαιο ότι αρκετά από τα αρχικά αποσυρόμενα RKKS
έμπαιναν εκ νέου σε κυκλοφορία τον επόμενο μήνα) μειώθηκαν σημαντικά μετά την
συμφωνία για τις πληρωμές των αναγκών των δυνάμεων κατοχής με δραχμές (λογαριασμοί
εξόδων κατοχής). Ωστόσο τα RKKS δεν σταμάτησαν να κυκλοφορούν και μετά από μια
σύντομη πτώση της κυκλοφορίας τους κατά το πρώτο διάστημα μετά το άνοιγμα των
λογαριασμών εξόδων κατοχής, ο αριθμός τους αυξήθηκε εκ νέου και φαίνεται ότι για το
μεγαλύτερο διάστημα της κατοχής πρέπει να βρίσκονταν θεωρητικά σε κυκλοφορία γύρω
στα 75-80 εκατομμύρια RKKS, αν και το πιθανότερο είναι τα πραγματικά ποσά που
παρέμεναν στην Ελλάδα να ήταν μικρότερα, ειδικά από το 1942 και μετά.
Σύμφωνα με τις σημειώσεις των γερμανικών πρωτότυπων πινάκων (εσωτερικής
κυκλοφορίας) από τους οποίους έγινε η σύνθεση του πίνακα 3.1, οι νέες ποσότητες RKKS
μετά τον Αύγουστο του 1941 δίνονταν κυρίως σε μονάδες που μετακινούνταν σε άλλα
μέτωπα και σε αδειούχους που θα επέστρεφαν στη Γερμανία (τα ποσά υποτίθεται ότι
προορίζονταν κυρίως για τις άλλες κατεχόμενες χώρες από τις οποίες θα περνούσαν οι
στρατιώτες αυτοί, αλλά είναι πιθανό μέρος τους να προλάβαινε να ξοδευτεί στην Ελλάδα).
Όμως κατά τα τέλη Οκτωβρίου και κυρίως τον Νοέμβριο του 1941 η ανεπάρκεια των ποσών
που εκταμιεύονταν από τους λογαριασμούς εξόδων κατοχής (ειδικά μετά τη συμφωνία για
τον περιορισμό τους στο 1,5 δισεκατομμύριο δραχμές) οδήγησε σε νέα προσωρινή χρήση
των RKKS και πιθανώς κάποιων Μεσογειακών δραχμών ώστε να χρηματοδοτηθούν οι
στρατιωτικές προμήθειες στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό αποτελεί την αιτία της αύξησης
των εκδοθέντων RKKS από 2,3 εκατομμύρια τον Σεπτέμβριο σε 8,8 τον Οκτώβριο και 16,2

137
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τον Νοέμβριο. Με την επίλυση του προβλήματος τα εκδοθέντα RKKS μειώθηκαν ξανά τον
Δεκέμβριο στα 3,4 εκατομμύρια, ποσό που μάλλον ξοδεύτηκε σε μεγάλο βαθμό εκτός
Ελλάδας.
Η εκ νέου αύξηση των ποσών από το καλοκαίρι του 1942 οφείλεται και πάλι
κυρίως σε αδειούχους και μονάδες που μετακινούνταν σε άλλα θέατρα επιχειρήσεων
(ειδικά το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1942 οι μετακινήσεις αυτές αφορούσαν κυρίως το
μέτωπο της Β. Αφρικής). Μετά από εντολές της OKW, τον Απρίλιο και Μάιο του 1943 (19/4
και 19/5 πιο συγκεκριμένα) απαγορεύτηκαν οι δοσοληψίες των RKKS μεταξύ μελών της
Wehrmacht και Ελλήνων, με αποτέλεσμα – και σε συνδυασμό με την επίσημη μεταφορά
RKKS στο εξωτερικό από μετακινούμενες μονάδες – τα ποσά να εμφανίζονται αρνητικά
κατά τους τελευταίους μήνες πριν την απόσυρσή τους.219 Όπως και να έχει, μετά τη
συμφωνία για την αντικατάσταση των νομισμάτων κατοχής από τις δραχμές των ειδικών
λογαριασμών της ΤτΕ τον Αύγουστο του 1941, φαίνεται να τέθηκαν στην κυκλοφορία
τουλάχιστον 83,6 εκατομμύρια RKKS και άγνωστη ποσότητα Μεσογειακών δραχμών.220
Δυστυχώς, πέρα από τα ποσά των νέων μάρκων κατοχής που αναφέρεται ότι
έμπαιναν σε κυκλοφορία, δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για την κίνηση των RKKS και το
ύψος των αγορών που οι μονάδες και τα μέλη των δυνάμεων κατοχής έκαναν
χρησιμοποιώντας τα χαρτονομίσματα αυτά. Οι συντάκτες των πινάκων υποθέτουν βάσιμα
πως σημαντικό μέρος των ποσών που εμφανίζονται να έχουν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα
θα πρέπει να είχαν εντωμεταξύ καταλήξει στη Γαλλία, η οποία πράγματι όπως είδαμε
παρουσίαζε ανεξήγητη αύξηση της κυκλοφορίας RKKS, αν και στη χώρα θα πρέπει να

219
Βλ. σχετικά την υποσημείωση 6 στους πρωτότυπους γερμανικούς πίνακες στο BArch, R 2/310 και
Hahn, Paul: Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen unter der Besetzung 1941-
1944., Tübingen, 1957, σελ. 13.
220
Το ποσό των εξόδων κατοχής που εκταμιεύτηκε τον Νοέμβριο του 1941 ήταν ιδιαίτερα χαμηλό
και για τις δύο δυνάμεις κατοχής, στην περίπτωση όμως της Ιταλίας ακόμα χαμηλότερο είναι το ποσό
του Οκτωβρίου. Είναι λοιπόν πιθανό να κυκλοφόρησαν κάποιες επιπλέον ποσότητες Μεσογειακών
δραχμών τους μήνες εκείνους, ώστε να χρηματοδοτηθουν τις ανάγκες των ιταλικών αρχών κατοχής.
Με βάση τα περίπου 16 εκατομμύρια RKKS που κυκλοφόρησαν οι Γερμανοί τον Νοέμβριο θα
μπορούσε να υποθέσει κανείς οι ανάγκες για τον Οκτώβριο και Νοέμβριο θα καλύπτονταν με
περίπου 20 εκατομμύρια (αν τα υπολογίσουμε με βάση την αναλογία εξόδων Γερμανών/Ιταλών για
τους επόμενους μήνες) ως 30 εκατομμύρια Μεσογειακές δραχμές (με βάση τα έξοδα των πρώτων
μηνών). Ωστόσο είναι πολύ πιθανό να μην τέθηκαν σε κυκλοφορία τόσο πολλά επιπλέον νομίσματα
αφού ένα τουλάχιστον μέρος των πόρων που έλειπαν πιθανότατα μεταφέρθηκε ως χρέος τον
Δεκέμβρη (βλ. παρακάτω).

138
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παρέμεναν μέχρι και τα μέσα του 1943 αρκετά εκατομμύρια κατοχικά μάρκα. Ο Nestler στη
δικιά του έκθεση αναφέρει πως οι ίδιες οι γερμανικές αρχές αγόρασαν κάποιες ποσότητες
RKKS από την ελεύθερη ελληνική αγορά για τις χρησιμοποιήσουν για αγορές προϊόντων στη
Γαλλία και τη Σερβία, όπου τα νομίσματα αυτά διατηρούσαν ακόμα την αξία τους.221
Οι Ιταλοί έθεσαν σε κυκλοφορία τις Ιονικές δραχμές στα ομώνυμα νησιά (τα
οποία, όπως και οι Σποράδες και οι Κυκλάδες βρίσκονταν σε μία κατάσταση μεταξύ άτυπης
μερικής προσάρτησης στην Ιταλία και περιορισμένου τυπικού ελέγχου από το καθεστώς της
Αθήνας).222 Για την χρηματοδότηση των αναγκών των δικών τους στρατευμάτων στην

221
AA-PA, R 27320, “Das Finanzwesen Einschließlich der Besatzungskosten in Griechenland…”, σελ.
77. Δυστυχώς τα ποσά που αγοράστηκαν επισήμως (μάλλον με χρήματα από τα έξοδα κατοχής) δεν
είναι γνωστά. Θα έπρεπε μάλλον να αφαιρεθούν από τον τελικό υπολογισμό με την αξία κατά την
περίοδο αγοράς τους (τα χρήματα αυτά πήγαν για αγορά άλλου νομίσματος που χρηματοδότησε
αγορές αγαθών στο εξωτερικό). Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί χωρίς
περισσότερες πληροφορίες. Εξάλλου το κόστος της αγοράς τους πρέπει να ήταν αρκετά χαμηλό λόγω
του πληθωρισμού και της επίσημης ισοτιμίας, ενώ φαίνεται πως γινόταν και σε αρκετά μικρή
κλίμακα, ώστε να μην καταγράφεται ως φαινόμενο στα ημερολόγια της εποχής ή ως κάποιο
αξιόλογο σχετικό κονδύλι στα γερμανικά κατοχικά έγγραφα. Βλ. επίσης το μεταπολεμικό άρθρο στην
εφημερίδα Έθνος (Αθηνών), «τα παλιά χαρτονομίσματα, τα μάρκα κατοχής και αι τραπεζιτικαί
επιταγαί», 29/2/1945, στο οποίο αναφέρεται η μεταφορά των χαρτονομισμάτων αυτών στη Γαλλία
όπου ανταλλάσσονταν (με ισοτιμία 1 προς 150-170) με χρυσές λίρες που με τη σειρά τους στη
συνέχεια μεταφέρονταν. Το άρθρο αναφέρει και μία ακόμα ενδιαφέρουσα υπόθεση: τη ζήτηση
προπολεμικών δραχμών σε αρκετά μάλιστα υψηλές τιμές. Μέχρι την απελευθέρωση οι εν λόγω
δραχμές αγοράζονταν από την εξόριστη κυβέρνηση σε υψηλές τιμές (τουλάχιστον μέχρι τον
Οκτώβρη του 1944), γεγονός που φαίνεται πως είχε γίνει γνωστό στην Ελλάδα προκαλώντας το
σχετικό ενδιαφέρον όσων σκόπευαν να διαφύγουν στη Μ. Ανατολή.
222
Στα Ιόνια νησιά τον Απρίλιο του 1942 απαγορεύτηκε η κυκλοφορία τόσο των ελληνικών όσο και
των Μεσογειακών δραχμών, οι οποίες έπρεπε να ανταλλαγούν με ιονικές δραχμές. Οι τελευταίες
είχαν θεωρητικά την ίδια αξία με τις Μεσογειακές δραχμές, με τις οποίες ανταλλάσσονταν σε
αναλογία 1 προς 1. Από την αρχή είχε επίσης ουσιαστικά απαγορευτεί η κίνηση κεφαλαίων
(σύμφωνα τη διαταγή αρ. 1 του Bolettino Ufficiale Nr. 1, της 21/6/1941 που βρίσκεται στο ΙΑΕΤΕ,
Α1Σ46Υ2Φ144 επιτρεπόταν η μεταφορά μόνο 5.000 δραχμών), ενώ είχε περιοριστεί και εκείνη των
αγαθών και ανθρώπων με την ηπειρωτική Ελλάδα. Είχαν επίσης δεσμευτεί οι καταθέσεις σε ύψος
30%, αν και απελευθερώθηκαν τον Νοέμβριο του 1942. Σε αρκετά από τα νησιά εκείνα διορίστηκαν
Ιταλοί δημόσιοι υπάλληλοι υπεύθυνοι ακόμα και για την εκπαίδευση. Οι περισσότεροι από τους
περιορισμούς αυτούς άρθηκαν μετά την ιταλική κατάρρευση το 1943. Βλ. Δερτιλής, Παναγιώτης:
Οικονομικά Μέτρα των Ιταλικών Αρχών Κατοχής κυρίως εις την Επτάνησον και Ανάλυσις των Εξόδων

139
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

υπόλοιπη Ελλάδα έθεσαν σε κυκλοφορία τις λεγόμενες Μεσογειακές Δραχμές (έκδοσης της
Casa di Meditarraneo di Credito per la Grecia), με αξία ίση εκείνης των ιταλικών λιρετών, η
διακήρυξη για την κυκλοφορία των οποίων στο ελληνικό έδαφος προηγήθηκε της επίσημης
εισόδου των Ιταλών.223 Οι ιταλικές αρχές είχαν αρχικά ζητήσει (για παράδειγμα στις
Κυκλάδες) να γίνονται δεκτές οι ιταλικές λιρέτες, αλλά σύντομα αποφάσισαν να τις
αποσύρουν (μαζί με τα αλβανικά φράγκα) από την κυκλοφορία στη χώρα, καταβάλλοντας
(μάλλον όμως μέσω των εξόδων κατοχής) το αντίτιμό τους στις τράπεζες που τα συνέλεγαν.
Κάποιο ζήτημα δημιουργήθηκε όταν άλλαξε η ισοτιμία με όσα νομίσματα είχαν αποκτηθεί
από τις τράπεζες πριν τα τέλη Ιουνίου. Ειδικά στην περίπτωση των 378.889 λιρετών των
υποκαταστημάτων της ΕΤΕ Κυκλάδων και του Αγίου Νικολάου Κρήτης, οι λιρέτες
ανταλλάχτηκαν κατά την επιστροφή τους με τη νέα ισοτιμία, με αποτέλεσμα οι ελληνικές
τράπεζες να ζημιωθούν. Μετά από παράπονα της τράπεζας φαίνεται πως τελικά λύθηκε το

Κατοχής των, [χ.ε.], Θεσσαλονίκη, 1965 και Κοσμετάτος, Φωκάς Κ.Π.: Η Εισαγωγή της Ιταλικής Ιονικής
Δραχμής εις την Επτάνησον (1941-1943), Κοβάνης, Αθήνα, 1946. Η επιμονή των Ιταλών να μην
δεχθούν τις ελληνικές δραχμές, ακόμα και αν αυτές αφορούσαν πληρωμές των εξόδων κατοχής για
τα εκεί έργα, δημιούργησε μάλιστα και προστριβές με τους Γερμανούς, λόγω κάποιων έργων της
Luftwaffe στην περιοχή, οδηγώντας τελικά σε περιπλοκές που αφορούσαν στην πιθανή αναγνώριση
της παραχώρησης των νησιών στην Ιταλία (απόφαση που η γερμανική ηγεσία δεν ήταν διατεθειμένη
να πάρει – τουλάχιστον πριν το τέλος του πολέμου). Ως προσωρινή λοιπόν λύση αποφασίστηκε ο
«δανεισμός» στη Γερμανία των απαιτούμενων ποσών από την Ιταλία, τα οποία και δεν πρέπει να
επεστράφησαν ποτέ. Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43,
σσ. 484-485.
223
Εφημερίδες Ακρόπολις Αθηνών, «Διακήρυξις του Ιταλικού Φρουραρχείο. Η κυκλοφορία των
Μεσογειακών Δραχμών», 27/6/1941 και Εστία Αθηνών, «Η κυκλοφορία των Μεσογειακών
η
δραχμών». Η διακήρυξη αφορά στην ισχύ της προϋπάρχουσας (από την 22 Απριλίου 1941)
διακήρυξης υπ. αρ. 35 του Ιταλού «Ανώτατου Διοικητή Ενόπλων Δυνάμεων Αλβανίας», στρατηγού
Ugo Cavallero. Όσοι αρνούνταν να δεχθούν τα νέα χαρτονομίσματα θα τιμωρούνταν κατά τη
διακήρυξη με φυλάκιση 2 μηνών εως 1 έτους. Αν και επισήμως οι ιταλικές δυνάμεις μπήκαν στην
Αθήνα στα τέλη Ιουνίου μικρές μονάδες (ή πλοία) Ιταλών φαίνεται ότι είχαν προηγηθεί από τα τέλη
Απριλίου και τον Μάιο. Βλ. τις αναφορές Χρηστίδη στις 29 Απριλίου και 10 Μαΐου (Χρόνια Κατοχής,
1941-1944. Μαρτυρίες Ημερολογίου, σσ. 6 και 24-25) και εκείνη του Γ. Θεοτοκά στις 7 Ιουνίου
(Τετράδια Ημερολογίου, 1939-1953, τέταρτη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2005
[1987], σσ. 260-261). Οι στρατιώτες όμως αυτοί ήταν ολιγάριθμοι (ο Θεοτοκάς μιλά για
εμπροσθοφυλακές).

140
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πρόβλημα, αλλά στους μήνες που μεσολάβησαν οι ελληνικές τράπεζες έχασαν το


μεγαλύτερο μέρος της επιπλέον αξίας που είχαν καταβάλει.224
Σε ότι αφορά την κυκλοφορία των Ιονικών δραχμών δυστυχώς δεν έχουν
εντοπιστεί προς το παρόν απολύτως ακριβή στοιχεία, αλλά κατά τον κατοχικό διευθυντή
του υποκαταστήματος της ΤτΕ στην Κέρκυρα Α. Στρούζα, τα νομίσματα αυτά που τέθηκαν
σε κυκλοφορία ανταλλασσόμενα με ελληνικές και Μεσογειακές δραχμές ανέρχονταν
περίπου στο 1,3 δισεκατομμύριο, ποσό που μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943 είχε αυξηθεί σε
πάνω από 3,3 δισεκατομμύρια.225
Σύμφωνα με τις σημειώσεις των προαναφερθέντων γερμανικών πινάκων, όσο και
τις αναφορές της έκθεσης Nestler, οι Μεσογειακές δραχμές πιθανώς να μην υπερέβησαν
τελικά σε αξία τα 5 δισεκατομμύρια (ελληνικών) δραχμών (με τη νέα ισοτιμία των 60
δραχμών), ποσό ωστόσο που είναι από μόνο του αρκετά μεγάλο. Όπως παρατηρούσαν και
οι Γερμανοί, περίπου τα 2,5 με 3 θα πρέπει να συνέχισαν να βρίσκονται για ένα διάστημα
σε κυκλοφορία μετά την έναρξη της απόσυρσής τους, αφού από το φθινόπωρο του 1941

224
Τα νομίσματα που μαζεύτηκαν μ’ αυτό τον τρόπο μάλλον δόθηκαν κυρίως σε αδειούχους και
μονάδες που θα περνούσαν από την Ιταλία. Οι λιρέτες είχαν αρχική ισοτιμία 16 δραχμές και τα
αλβανικά φράγκα 100, ποσά που μειώθηκαν στο μισό μετά τις 26 Ιουνίου 1941. Σε 13
υποκαταστήματα της ΕΤΕ, κυρίως στη δυτική Ελλάδα και τις Κυκλάδες, είχαν συγκεντρωθεί 486.812,5
λιρέτες και 42.487,98 αλβανικά φράγκα, αγορασμένα με την διπλή, αυξημένη τιμή, αρκετά από τα
οποία όμως παραδόθηκαν στους Ιταλούς με τις τιμές που αγοράστηκαν. Τα σχετικά έγγραφα
βρίσκονται στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ46Υ2Φ144.
225
Από το 1,3 δις, οι 500.000.000 κυκλοφόρησαν στην Κέρκυρα (περίπου το 38,5% του συνόλου),
320.000.000 στην Κεφαλονιά, 200.000.000 στη Ζάκυνθο και 280.000.000 στα υπόλοιπα νησιά. Βλ.
Κοσμετάτος, Φωκάς Κ.Π.: Η Εισαγωγή της Ιταλικής Ιονικής Δραχμής εις την Επτάνησον (1941-1943),
σσ. 6 και 12-13. Τον Σεπτέμβριο 1943 αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία 3.291.854.615 ιονικές
δραχμές, ποσό που μάλλον δεν αφορά το σύνολο των ποσών αφού μέρος τους φαίνεται ότι
προτιμήθηκε από τους κατοίκους σε σχέση με τις ελληνικές δραχμές. Οι 2.086.279.070 (ή περίπου
63%) από τις περίπου 3,3 δις ιονικές δραχμές αποσύρθηκαν από την Κέρκυρα. Δεν είναι σαφές αν η
διαφορά στην αναλογία οφείλεται κυρίως στην (βέβαια σε κάποιο βαθμό) καθυστέρηση ανταλλαγής
νομισμάτων στις πλέον απομακρυσμένες περιοχές λόγω της ανεπαρκούς μεταφοράς ελληνικών
δραχμών, ή αν υποκρύπτει και κάποια μεταφορά πλούτου από τα υπόλοιπα νησιά προς την
Κέρκυρα. Ο λόγος που οι Ιονικές δραχμές ήταν τόσο πολλές, αν και αντίθετα με τις Μεσογειακές
περιορίζονταν σε μικρό μέρος της χώρας, είναι γιατί προορίζονταν για να χρησιμοποιηθούν από το
σύνολο του τοπικού πληθυσμού αντικαθιστώντας τα άλλα νομίσματα. Σε αντίθεση οι Μεσογειακές
δραχμές είχαν ως σκοπό τη χρηματοδότηση των ιταλικών στρατευμάτων και υπηρεσιών και δεν
αντικατέστησαν ποτέ άλλα νομίσματα.

141
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μέχρι και την έναρξη της καταστροφής τους (καλοκαίρι 1942), βρίσκονταν στα
υποκαταστήματα της ΤτΕ ανάμεσα σε 1,5 και 2 δισεκατομμύρια. Επιπλέον, όπως είδαμε, οι
αριθμοί αυτοί (για τους οποίους και οι ίδιοι οι Γερμανοί εμφανίζονται ως αβέβαιοι) δεν
αποκλείεται στην πραγματικότητα να υποτιμούν κάπως την πραγματική ποσότητα των
Μεσογειακών δραχμών που τέθηκαν σε κυκλοφορία, αφού δεν αναφέρουν κάποια νέα
ποσά για την περίοδο Οκτωβρίου – Νοεμβρίου.226
Στο πίνακα 3.1 εμφανίζονται τα ποσά (σε δραχμές) που σύμφωνα με τα
γερμανικά στοιχεία βρίσκονταν στην κατοχή των υποκαταστημάτων της Τράπεζας της
Ελλάδος στην επαρχία, αφού οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν το κλείσιμο της Casa Meditarranea
di Credito per la Grecia (μετά τις συμφωνίες του Ιουλίου – Αυγούστου για την απόσυρση
των νομισμάτων κατοχής), ως δικαιολογία για τη μη ύπαρξη κάποιας αρμόδιας αρχής που
θα επέβλεπε την απόσυρση και φύλαξη των Μεσογειακών δραχμών στην Αθήνα.
Πιθανότατα η έλλειψη αυτή ήταν και η αιτία της αναφοράς Nestler πως «η ιταλική πλευρά
δεν απαίτησε την επιστροφή των Μεσογειακών Δραχμών που είχαν καταλήξει στην
Τράπεζα της Ελλάδος»,227 αν και σε γερμανικό έγγραφο του Οκτωβρίου 1941 η Ιταλία
εμφανίζεται να διαφωνεί με την πιθανότητα δωρεάν απόσυρσης των υπόλοιπων κατοχικών
νομισμάτων, απαιτώντας να ανταλλάξει με δραχμές ποσό Μεσογειακών δραχμών
τουλάχιστον αντίστοιχο με εκείνο των αποσυρόμενων RKKS.228
Τα ποσά που παρουσιάζονται στη στήλη του πίνακα 3.1 αυξάνονται σταδιακά
μετά την απόφαση για την απόσυρσή τους αν και με μειούμενο ρυθμό, αφού φαίνεται πως
μετά το πρώτο τρίμηνο ο συνδυασμός του πληθωρισμού και της πιθανής προτίμησής τους
από τους Ιταλούς κράτησαν αρκετά σε κυκλοφορία. Ενδιαφέρον προκαλεί η ξαφνική
μείωση του ποσού που βρισκόταν στα χέρια της ΤτΕ τον Νοέμβριο του 1941, με δεδομένο

226
Όπως είδαμε τους μήνες εκείνους πρέπει να κυκλοφόρησαν σημαντικές ποσότητες νέων
χαρτονομισμάτων, κυρίως RKKS. Ωστόσο δεν είναι βέβαιο αν το ποσό των 83 περίπου Μεσογειακών
Δραχμών (αξίας 5 δις δρχ.) περιέχει όσα χαρτονομίσματα πιθανότατα κυκλοφόρησαν το φθινόπωρο,
ή αφορά μόνο εκείνα που είχαν τεθεί σε κυκλοφορία μέχρι και Ιούλιο.
227
AA-PA, R 27320, “Das Finanzwesen Einschließlich der Besatzungskosten in Griechenland Während
der Deutschen Besatzungszeit, 1941-1944“, von Oberregierungsrat Dr. S. Nestler, σελ. 77. Πίσω από
την απόφαση για τη μη λειτουργία κάποιας αρμόδιας αρχής πιθανότατα βρίσκονται τόσο η
αδυναμία χρήσης των αποσυρόμενων Μεσογειακών Δραχμών στο εξωτερικό (σε αντίθεση με τα
RKKS) όσο και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία.
228
AA-PA, R 105897, “Vorläufigen Verzicht auf die entschädigungslose Einlösung der RKK- und
italienischen Drachmenscheine“, 22/10/1941. Ως τότε η Ιταλία εμφανίζεται να είχε ανταλλάξει μέσω
της ΤτΕ Μεσογειακές Δραχμές αξίας 1 δισεκατομμυρίου ελληνικών Δραχμών.

142
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πως δεν αναφέρεται καταστροφή τους τόσο νωρίς. Ένα ενδεχόμενο θα ήταν η επιστροφή
μέρους τους στους Ιταλούς, το οποίο μπορεί να διατέθηκε εκ νέου για την κάλυψη των
αναγκών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου, αλλά κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται σε καμία πηγή από
αυτές που η έρευνα έχει προς το παρόν ανακαλύψει.
Τα ποσά των Μεσογειακών δραχμών που βρίσκονταν στα υποκαταστήματα της
ΤτΕ μειώνονται εκ νέου από τον Ιούνιο του 1942, λόγω της καταστροφής τους από τις
ελληνικές αρχές, μετά ασφαλώς από ιταλική άδεια. Ωστόσο στις αρχές του 1943
παρατηρείται μια νέα προσωρινή αύξηση, για τα αίτια της οποίας όμως δεν μπορούμε να
είμαστε βέβαιοι με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία: θα μπορούσε να υποδηλώνει και αυτή μια
προσωρινή – αν και μάλλον σχετικά περιορισμένη – αύξηση στη χρήση τους από τους
Ιταλούς το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1942 (τα χρήματα αυτά θα έκαναν κάποιες
εβδομάδες μέχρι να αποσυρθούν), ή απλώς να οφείλεται στην μείωση του ρυθμού
καταστροφής τους από τον Δεκέμβριο με αποτέλεσμα την αύξηση των αποθεμάτων που
μαζεύονταν στα υποκαταστήματα της ΤτΕ. Τους τελευταίους μήνες της κυκλοφορίας τους,
Μεσογειακές Δραχμές αξίας περίπου 4,35 δις δραχμών (με ισοτιμία 1/60) είχαν επιστραφεί
στην Τράπεζα της Ελλάδος, από τις οποίες η τράπεζα κατέστρεψε περίπου τα 3,66
δισεκατομμύρια.229
Αντίθετα με τους Ιταλούς που δεν απαίτησαν την επιστροφή των Μεσογειακών
δραχμών (εξάλλου προορίζονταν εξ αρχής για την Ελλάδα και δεν θα μπορούσαν εύκολα να
χρησιμοποιηθούν σε άλλες περιοχές κατεχόμενες από την Ιταλία), τα αποσυρόμενα από την
κυκλοφορία RKKS επιστρέφονταν στους Γερμανούς.230 Όπως φαίνεται και στον παρακάτω

229
Οι ελληνικές πηγές συνήθως δεν αναφέρουν παρά μόνο το ποσό των Μεσογειακών δραχμών που
καταστράφηκε από την ΤτΕ. Κατά τον Δερτιλή, Παναγ. Β.: Οικονομικά Μέτρα των Ιταλικών Αρχών
Κατοχής κυρίως εις την Επτάνησον και Ανάλυσις των Εξόδων Κατοχής των, σελ. 17: τον Ιούνιο του
1942 καταστράφηκαν «δια πυρός» Μεσογειακές δραχμές αξίας 1.200 δισεκατομμυρίων δραχμών,
περίπου ακόμα 818 εκατομμύρια μέχρι τον Ιούλιο, 545 εκατομμύρια τον Απρίλιο του 1943, 100
εκατομμύρια τον Μάιο του 1943 και τέλος 312 εκατομμύρια τον Σεπτέμβριο του 1943, ή σύνολο
3.659.766.480, ποσό που συμφωνεί με τα 3,66 δισεκατομμύρια του Nestler. Σύμφωνα με τον
τελευταίο, το υπόλοιπο (4,35-3,66 = 690 χιλιάδες) «κρατείται στην Τράπεζα της Ελλάδος» και «είναι
απίθανο να βρίσκονται σε χέρια ιδιωτών ακόμη μεγαλύτερα ποσά σε Μεσογειακές Δραχμές, αφού
το νόμισμα αυτό εξαρχής δεν είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου» (AA-PA, R 27320, “Das
Finanzwesen Einschließlich der Besatzungskosten in Griechenland Während der Deutschen
Besatzungszeit, 1941-1944“, von Oberregierungsrat Dr. S. Nestler, σελ. 77).
230
Κάποια χαρτονομίσματα κρατήθηκαν στα υπόγεια της Τράπεζας της Ελλάδος επί δεκαετίες,
πιθανότατα ενόψει κάποιες μελλοντικής διεκδίκησης αποζημιώσεων από τη Γερμανία. Εφημερίδα

143
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πίνακα 3.3, προερχόμενο από ελληνικές τραπεζικές πηγές, οι διαφορές με τα γερμανικά


στοιχεία είναι ελάχιστες. Η επιμονή των Γερμανών στην επίσημη ισοτιμία σήμαινε πως
σταδιακά το βάρος για τον ελληνικό προϋπολογισμό της επιστροφής των RKKS περιοριζόταν
σημαντικά.
Σταδιακά τα ποσά των RKKS που παρέμεναν στη χώρα πρέπει να μειώθηκαν
αρκετά (ακόμα και πριν τη γερμανική απόφαση για την ολοκληρωτική κατάργησή τους στην
Ελλάδα), ενώ αυξήθηκε και η δραχμική κυκλοφορία. Έτσι η τυπική (με ισοτιμία 1/60) αξία
των νομισμάτων αυτών μειώθηκε. Η χαμηλή επίσημη τιμή τους – σε συνδυασμό με τον
χαρακτήρα τους ως νομίσματα χωρίς αντίκρισμα ενός κατακτητή – μάλλον δεν τα έκανε
ιδιαίτερα αγαπητά στους Έλληνες. Για όσους πάντως είχαν προσβάσεις σε άλλες περιοχές
της κατεχόμενης Ευρώπης και ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν την πιθανή κατάσχεσή
τους, τα νομίσματα αυτά θα μπορούσαν να είναι ευκαιρία επένδυσης, αφού αγοράζονταν
φθηνά και δεν έχαναν την αξία τους στο εξωτερικό. Τη μεγαλύτερη χρήση τέτοιων τακτικών
πιθανότατα θα έκαναν οι Γερμανοί στρατιώτες που ετοιμάζονταν να μεταφερθούν στη
δυτική Ευρώπη, γεγονός που θα ήταν η κύρια αιτία πραγματικής μείωσης της κυκλοφορίας
των νομισμάτων αυτών. Κρίνοντας από το ποσό των RKKS που αποσύρθηκε μέσω της ΤτΕ
είναι πιθανό να διοχετεύτηκε στο εξωτερικό, είτε επισήμως (όσα δόθηκαν σε στρατεύματα
που αναχωρούσαν για το εξωτερικό), είτε (πιθανότατα στο μεγαλύτερο ποσοστό τους)
κρυφά, από Γερμανούς αλλά και Έλληνες που ταξίδευαν σε άλλες κατεχόμενες χώρες, μέχρι
και το 50-55% των νομισμάτων που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα (το πολύ 84 από τα 154,8
εκατομμύρια – τα υπόλοιπα παραδόθηκαν ή επανακαλύφθηκαν πρόσφατα στην ΤτΕ).
Λόγω της καθυστερημένης εισόδου των Ιταλών στην Αθήνα, αλλά και της κατοχής
του μεγαλύτερου τμήματος της χώρας από τα ιταλικά στρατεύματα, το πιθανότερο είναι ότι
ο μεγαλύτερο όγκος των Μεσογειακών δραχμών ξοδεύτηκε στις επαρχιακές πόλεις και στα
χωριά, αν και η έλλειψη επαρκών στοιχείων δεν μας επιτρέπει να επιβεβαιώσουμε την
υπόθεση αυτή.231

Τα Νέα (Αθηνών) 10/4/2012, "Θησαυρός από γερμανικά μάρκα στην Τράπεζα της Ελλάδος. Μόνο
ιστορική αξία έχουν τα 14.334.000 χαρτονομίσματα από την κατοχή". Τα RKKS αυτά πρέπει να είναι
επιπλέον των περίπου 56,46 εκατομμυρίων που παραδόθηκαν στους Γερμανούς. Το πιθανότερο
είναι να συλλέχθηκαν μεταγενέστερα από την ίδια την τράπεζα.
231
Όπως προκύπτει από τις γερμανικές εκθέσεις (βλ. παραπάνω) τα περισσότερα χαρτονομίσματα
Μεσογειακών δραχμών συγκεντρώθηκαν στα επαρχιακά υποκαταστήματα της Τράπεζας της
Ελλάδος. Η αιτία που αναφέρουν οι εκθέσεις για την συγκέντρωση αυτή δεν αφορά αυτές καθαυτές
τις αγορές, και αν ισχύει η μη συγκέντρωση Μεσογειακών δραχμών στην Αθήνα λόγω του
κλεισίματος της Casa Meditarranea di Credito per la Grecia, τότε δεν θα μπορούσαμε να βγάλουμε

144
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αντίθετα, για τα RKKS έχουμε την επιβεβαίωση από τραπεζικά στοιχεία ότι
πράγματι τα περισσότερα κυκλοφόρησαν κυρίως στην επαρχία, τουλάχιστον μέχρι και τα
τέλη Ιουνίου 1941. Με αφορμή λοιπόν την αλλαγή στην ισοτιμία των νομισμάτων κατοχής,
οι τράπεζες ζήτησαν αμέσως από τα υποκαταστήματά τους να καταγράψουν τα ποσά των
νομισμάτων κατοχής που βρίσκονταν στα ταμεία τους αγορασμένα με την παλιά τιμή.232
Λίγο αργότερα, το υπουργείο οικονομικών, κατόπιν απόφασης των γερμανικών αρχών
κατοχής, ζήτησε από τα υποκαταστήματα των τραπεζών να παραδώσουν στην Τράπεζα της
Ελλάδος αντί 50 δραχμών όσα χαρτονομίσματα είχαν αγοραστεί με την παλιά τιμή. 233 Όπως
προκύπτει από τις απαντήσεις των υποκαταστημάτων της ΕΤΕ, περίπου το 91,5% των RKKS
που συγκεντρώθηκαν είχε βρεθεί σε υποκαταστήματα πόλεων της Μακεδονίας, και σχεδόν
το 7% στη Στερεά Ελλάδα (η συντριπτική πλειονότητα των οποίων – το 6,7% του συνόλου –
στην Αττική). Οι υπόλοιπες περιοχές είχαν πολύ μικρές ποσότητες (βλ. πίνακα).
Αναλυτικότερα, τα μεγαλύτερα ποσά βρέθηκαν στην Έδεσσα (2,910.280), στη Θεσσαλονίκη
(1.623.119,5) στο Κεντρικό Αθηνών (335.041) στη Βέροια (203.800), στην Καστοριά
(105.321) και στη Φλώρινα (100.455), ενώ τα ποσά των άλλων 56 υποκαταστημάτων στην
Αττική και στην υπόλοιπη Ελλάδα ήταν κάτω των 100.000 ανά περίπτωση. Ακόμα 6
υποκαταστήματα είχαν διαθέσει τα χαρτονομίσματα αυτά μέχρι να ειδοποιηθούν, τα είχαν
στείλει στο κεντρικό, ενώ στην περίπτωση της Δράμας, τα νομίσματα (221.125 δραχμών)
είχαν παρακρατηθεί από την Εθνική Βουλγαρική Τράπεζα. Συνολικά στα υποκαταστήματα

απολύτως ασφαλή συμπεράσματα από στοιχεία της ΤτΕ για την γεωγραφική κατανομή των αγορών
με Μεσογειακές δραχμές. Ωστόσο το γεγονός ότι οι Ιταλοί μπήκαν επισήμως στην Αθήνα στα τέλη
Ιουνίου, ένα μήνα και κάτι πριν την απόσυρση των χαρτονομισμάτων αυτών, κάνει πολύ βάσιμη την
υπόθεση ότι οι περισσότερες αγορές πρέπει να έγιναν στην επαρχία, κυρίως στις περιοχές
προέλασης του ιταλικού στρατού (μάλλον δηλαδή στη δυτική και κεντρική Ελλάδα).
232
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ46Υ2Φ143, τηλεγράφημα «Εθνοτράπεζας» (ΕΤΕ), προς τα υποκαταστήματά της,
26/6/1941. Κατά την αρχική αυτή εντολή, η διαφορά των 10 δραχμών θα πιστωνόταν στον «ειδικό
λογαριασμό εκκρεμών λογαριασμών».
233
Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ46Υ2Φ143, «Εγκύκλιον έγγραφον προς τα Υποκαταστήματα υπ’ αριθ. 118», Αθήνα,
9 Αυγούστου 1941. Νωρίτερα, προηγούμενη εγκύκλιος (αρ. 107, 22/7/41) είχε ανακοινώσει στα
υποκαταστήματα την απόσυρση των μάρκων κατοχής και τους γνωστοποιούσε πως κατόπιν
συνεννόησης με τις γερμανικές αρχές δεν θα επιτρεπόταν να επαναφέρονται στην κυκλοφορία, αλλά
θα έπρεπε, όταν έφταναν στα υποκαταστήματα, να ανταλλάσσονται προς 60 δραχμές.

145
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

της ΕΤΕ βρέθηκαν μέχρι τα τέλη (συνήθως στις 25 ή 26) Ιουνίου, 5.784.831,5 μάρκα κατοχής
που είχαν κυκλοφορήσει με την παλιά τιμή των 50 δραχμών.234

RKKS που βρέθηκαν σε υποκαταστήματα της ΕΤΕ, ανά περιφέρεια (τέλη Ιουνίου 1941)
Περιφέρεια Ποσό (αξία σε RM) Ποσοστό συνόλου (%)
Μακεδονία 5.294.090,0 91,52%
Στερεά Ελλάδα 401.525,0 6,94%
Θεσσαλία 41.337,5 0,71%
Νησιά 26.322,5 0,46%
Πελοπόννησος 21.006,0 0,36%
Ήπειρος 550,5 0,01%
Σύνολο 5.784.831,5 100,00%
Πίνακας 3.2: Πηγή: δηλώσεις υποκαταστημάτων στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ46Υ2Φ143. Στα νησιά
συμπεριλαμβάνεται η Κρήτη, αλλά όχι ο Πόρος και η Εύβοια (κατά την επεξεργασία έχουν
υπολογιστεί στη Στερεά).

Το γεγονός αυτό εξηγείται σχετικά εύκολα, αφού μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας
(που είχε καταληφθεί και νωρίτερα) παρέμεινε υπό γερμανικό έλεγχο σε ολόκληρη την
κατοχή, ενώ η Κρήτη (επίσης κατά περίπου τα ¾ υπό γερμανικό έλεγχο), είχε καταληφθεί
πολύ πρόσφατα. Ωστόσο είναι ενδιαφέρον ότι, παρά τις συνταρακτικές αναφορές σε
κάποια ημερολόγια σχετικά με τις εκτεταμένες αγορές με μάρκα κατοχής στην Αθήνα,
φαίνεται πως το ποσοστό των συγκεκριμένων αγορών ήταν αρκετά μικρό σε σχέση με
εκείνες σε άλλες περιοχές, ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς το μέγεθος της πόλης και της
αγοράς της, αλλά και τον χαρακτήρα της Αθήνας ως οικονομικού κέντρου της χώρας. Οι
πολλαπλάσιες σε όγκο αγορές στη βόρεια Ελλάδα θα πρέπει να αφορούσαν πολύ
μεγαλύτερο ποσοστό των αγαθών των τοπικών οικονομιών. Το γεγονός ότι οι ελλείψεις
(κυρίως τροφίμων) και η πείνα κατά το πρώτο έτος της κατοχής ήταν μικρότερη έντασης
στις περιοχές αυτές από ό, τι στην Αθήνα, ήταν μάλλον αποτέλεσμα της εγγύτητας των
περιοχών αυτών της βορείου Ελλάδας στον αγροτικό τους περίγυρο, αλλά και των
μικρότερων προβλημάτων επικοινωνίας και μεταφορών που αντιμετώπιζαν. Εξάλλου η
Αθήνα, στην οποία είχαν συρρεύσει στρατιώτες και φυγάδες από την υπόλοιπη Ελλάδα,
είχε μεγαλύτερη ανάγκη των προϊόντων αυτών, τη στιγμή ακριβώς που είχε εν μέρει

234
Μέχρι τα τέλη Ιουνίου φαίνεται ότι δεν είχαν ακόμα δοθεί αρκετές μεγάλες παραγγελίες στις
βιομηχανικές μονάδες της χώρας, γεγονός στο οποίο μάλλον οφείλονται και τα σχετικά
περιορισμένα ποσά που εμφανίζονται στον Πειραιά (31.348,5) και στον Βόλο (12.059). Από τα νησιά
το μεγαλύτερο ποσό βρισκόταν στη Χίο (17.924). Στην Κρήτη δεν είχαν προλάβει να συγκεντρωθούν
παρά 739,5 RKKS σε 2 μόνο υποκαταστήματα του νησιού (Χανιά και Ρέθυμνο). Κάποιο επιπλέον
ενδιαφέρον προκαλούν τα 19.720 RKKS που βρέθηκαν στο Άγιο Όρος (υποκατάστημα στις Καρυές).

146
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αποκοπεί από την υπόλοιπη Ελλάδα και το εξωτερικό (πολλές ζώνες κατοχής, προβλήματα
συγκοινωνιών κλπ).
Τα ποσά που αντιπροσώπευαν τα νομίσματα κατοχής είχαν σημαντικότατη
πραγματική αξία, ειδικά στις πρώτες εβδομάδες της κυκλοφορίας τους. Η αξία των
δραχμών που καταβλήθηκαν για την εξαγορά των επιστρεφόμενων RKKS κατά τους 3
(σύμφωνα με τον Δερτιλή) ή 4 (κατά τους γερμανικούς πίνακες) πρώτους μήνες, μέχρι
δηλαδή και τον Οκτώβριο του 1941, ξεπερνούσε τις 200.000, ίσως και τις 220.000 λίρες
(σύμφωνα με τον υπολογισμό του συγγραφέα του παρόντος).235

235
Το ποσό αυτό ανερχόταν σε περίπου 2,6 δισεκατομμύρια δραχμές μέχρι και τον Οκτώβρη του
1941 (σχεδόν 3,4 δισεκατομμύρια δραχμές ως τον Οκτώβρη του 1942) και δεν αντιστοιχούσε στο
σύνολο των RKKS που είχαν κυκλοφορήσει ως τότε, όπως φαίνεται και στον πίνακα. Ωστόσο οι
Γερμανοί φέρονται να είχαν ήδη ζητήσει περίπου 5 δισεκατομμύρια από τα μέσα Αυγούστου 1941
ην
(ΕΛΙΑ, Αρχείο Αλ. Διομήδη, κουτί 4.3, φάκελος 42, «Πρακτικά του κατά την 5 Νοεμβρίου 1941
συγκροτηθέντος Οικονομικού Συμβουλίου υπό την Προεδρίαν του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως»,
σελ. 10), ποσό που αντιστοιχούσε σε 83 εκατομμύρια RM, όση δηλαδή ήταν η συνολική κυκλοφορία
των νομισμάτων αυτών μέχρι τις αρχές Αυγούστου. Σε γερμανικά έγγραφα ωστόσο αναφέρεται η
επιστροφή νομισμάτων κατοχής «μέχρι και το ποσό των 5 δισεκατομμυρίων δραχμών» (AA-PA, R
105897, Moraht προς Müller, «Im Anschluss an Drahterlass 947. Zur Information”, 13/8/1941. Λίγες
μέρες πριν οι δύο κυβερνήσεις των δυνάμεων κατοχής είχαν συμφωνήσει να περιοριστούν στην
απόσυρση από την ελληνική κυβέρνηση κατοχικών νομισμάτων αξίας μέχρι και 5 δισεκατομμυρίων
δραχμών η κάθε μία (AA-PA, R 105897, “Aufzeichnung über die Besatzungskosten in Griechenland”,
9/11/1941). Ένας επανυπολογισμός των συνολικών ποσών που δαπανήθηκαν για την εξαγορά των
RKKS όπως τα δίνει ο ίδιος ο Δερτιλής (σε δραχμές) με τις μέσες μηνιαίες τιμές χρυσής λίρας που
φαίνεται να χρησιμοποιεί, δίνει ένα ποσό σχεδόν 250.000 χρυσών λιρών (όλες πλην περίπου 18.500
αφορούν το 1941), ενώ αν πάρουμε τις λίγο μεγαλύτερες τιμές χρυσής λίρας άλλων πηγών
(Αγαπητίδης – Palerait), τότε το ποσό μειώνεται κατά περίπου 10.000 χρυσές λίρες. Ακόμα και αν
υπολογίσουμε τα ποσά με βάση την ισοτιμία του προηγούμενου μήνα από τον οποίο καταγράφει ότι
πληρώθηκαν (πράγματι κάποια από τα ποσά εμφανίζονται να έχουν πληρωθεί νωρίτερα στους
γερμανικούς πίνακες), το ποσό σε λίρες δεν ανεβαίνει πάνω από 10%.

147
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ως % των μηνιαίων
Περίοδος Δραχμές Υπολογισμός σε RM (1/60) εξόδων κατοχής
Γερμανών
Μέχρι Αυγ-41 997.200.000 16.620.000,0 39,9% - 66,5%
Σεπ-41 1.288.500.000 21.475.000,0 38,0% - 60,3%
Οκτ-41 318.000.000 5.300.000,0 15,5% - 18,7%
Νοε-41 25.380.000 423.000,0 2,7% - 2,8%
Δεκ-41 297.900.000 4.965.000,0 8,3% - 9,0%
Σύνολο 1941 2.926.980.000 48.783.000,0 23,5% - 30,7%
Ιαν-42 346.200.000 5.770.000,0 7,9% -8,5%
Φεβ-42 92.580.000 1.543.000,0 2,0% - 2,0%
Μαρ-42 10.140.000 169.000,0 0,2% - 0,2%
Απρ-42 5.100.000 85.000,0 0,1% - 0,1%
Οκτ-42 3.000.000 50.000,0 0,0% - 0,0%
Σύνολο 1942 457.020.000 7.617.000,0 0,3% - 0,3%
Γενικό σύνολο 3.384.000.000 56.400.000,0
Πίνακας 3.3: Επιστροφές Μάρκων Κατοχής, 1941-42. Πηγές: Παναγιώτου Β. Δερτιλή: Τα Έξοδα
ιδίως των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και η Σύμβασις της Χάγης, ανάτυπον εκ του μηνός Μαΐου
1965 του Δελτίου του Ε.Β.Ε.Θ., Θεσσαλονίκη, 1965, σελ. 10 (πρώτη στήλη). Η στήλη του
υπολογισμού σε RM έγινε από τον συγγραφέα του παρόντος με βάση τους αριθμούς της
προηγούμενης πηγής και τη σταθερή επίσημη ισοτιμία του μάρκου. Στην τρίτη στήλη το πρώτο
ποσοστό έχει υπολογιστεί με βάση τα ποσά της πρώτης και εκείνα που αναφέρονται στον πίνακα
του «Τμήματος Σχέσεων μετά του Δημοσίου της Τράπεζας της Ελλάδος», όπως αυτός παρατίθεται
στο: Γκοτζαμάνης, Σωτήριος: Κατοχικόν Δάνειον και Δαπάναι Κατοχής, [χ.ε.], Θεσσαλονίκη, 1954,
σελ. 21, ενώ το δεύτερο με βάση την πρώτη στήλη και τα μικρότερα ποσά εξόδων κατοχής που
αναφέρει ο Nestler (AA-PA, R 27320, “Das Finanzwesen Einschließlich der Besatzungskosten in
Griechenland Während der Deutschen Besatzungszeit, 1941-1944“).

Σε σύγκριση λοιπόν με τα ποσά που αναφέρονται ως πληρωμές εξόδων κατοχής


για τους Γερμανούς οι επιστροφές των RKKS ήταν ιδιαίτερα μεγάλες. Τα ποσοστά που
φαίνονται στον πίνακα δεν πρέπει να ληφθούν τοις μετρητοίς αλλά να θεωρούνται μόνο
ενδεικτικά, αφού τα έξοδα κατοχής διαφέρουν από πηγή σε πηγή και οι υπολογισμοί σε
λίρες δεν αντικατοπτρίζουν πάντα με ακρίβεια την πραγματική τους αξία. Ωστόσο δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι συνολικά τα ποσά που εκταμιεύτηκαν για τον σκοπό αυτόν το 1941
ισούνταν περίπου με το 1/4 ή ακόμα και με το 1/3 (ανάλογα με τα μηνιαία ποσά που
συναντάμε στις πηγές) του ποσού που καταβλήθηκε ως έξοδα κατοχής τον χρόνο εκείνο,
αντιστοιχούσαν δε περίπου στο 19% των κρατικών εσόδων και στο 4% των αυξημένων
κρατικών εξόδων (βλ. σχετικά παρακάτω) της περιόδου 1941-42, ενώ – κατά τους δύο
πρώτους μήνες – έφταναν ανάμεσα στο 3% με 4% της κυκλοφορίας της δραχμής στο
σύνολο της χώρας. Η αφαίρεση τόσο σημαντικών ποσών από την κυκλοφορία την περίοδο
Αυγούστου – Οκτωβρίου, πιθανότατα έδρασε αντισταθμιστικά στις μεγάλες πληρωμές των
εξόδων κατοχής και πρέπει να αποτελεί έναν από τους λόγους που ανακόπηκε προσωρινά
η άνοδος της τιμής της χρυσής λίρας.

148
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Το σύνολο των κυκλοφορούντων RKKS ήταν τεράστιο για τα δεδομένα της χώρας.
Σε σχέση με τη συνολική δραχμική κυκλοφορία, τα μάρκα κατοχής που βρίσκονταν
ταυτόχρονα σε κυκλοφορία έφταναν (με βάση την επίσημη ισοτιμία) σχεδόν το 19,3% τον
Ιούλιο του 1941, μέχρι δηλαδή ν’ αρχίσουν οι καταβολές των δραχμών στους λογαριασμούς
εξόδων κατοχής. Αν μάλιστα σε αυτά προσθέσουμε – κάνοντας τη βάσιμη υπόθεση ότι θα
πρέπει να βρίσκονταν ταυτόχρονα σε κυκλοφορία τον τελευταίο μήνα πριν το άνοιγμα των
λογαριασμών εξόδων κατοχής – και τα περίπου 83 δισεκατομμύρια Μεσογειακές δραχμές
(ίσες με περίπου άλλο ένα 20,9% της δραχμικής κυκλοφορίας αν τις υπολογίζουμε ως ίσης
αξίας με τα RKKS) τότε φτάνουμε σε ένα συνολικό ποσοστό λίγο πάνω από το 40,2% της
νομισματικής κυκλοφορίας!236 Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν πως οι τιμές στη χώρα
εκτοξεύτηκαν από την αρχή κιόλας της κατοχής, αφού εκτός από τις πραγματικές ελλείψεις
αγαθών που παρατηρούνταν (στις οποίες επίσης συνέβαλαν καταλυτικά οι αγορές που
έγιναν με τα νομίσματα κατοχής), η οικονομία της χώρας είχε να αντιμετοπίσει και την
τεράστια αύξηση της πραγματικής νομισματικής κυκλοφορίας.
Ο Αγγελόπουλος εκτιμά σε 530.824 χρυσές λίρες το κόστος όσων νομισμάτων από
αυτά παρουσιάστηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος για να ανταλλαγούν για τα RKKS και σε
574.081 χρυσές λίρες για τις Μεσογειακές δραχμές.237 Ο υπολογισμός αυτός, με την αξία
κατά την ημερομηνία κυκλοφορίας των νομισμάτων κατοχής, μπορεί να μην αντιστοιχεί στο
κόστος της επαναγοράς τους, αλλά δεν απέχει πολύ από το πραγματικό κόστος της
εισαγωγής για την Ελληνική οικονομία όσων ποσοτήτων χαρτονομισμάτων ήταν γνωστές
στον Αγγελόπουλο, αφού βρίσκονται πλησιέστερα στην αξία των αγαθών που
αγοράστηκαν κατά την εισαγωγή τους.
Ωστόσο στην πραγματικότητα ακόμα και αυτοί οι υπολογισμοί μάλλον υποτιμούν
το συνολικό κόστος που τα νομίσματα αυτά είχαν για την οικονομία της χώρας. Εκτός από

236
Το ποσοστό αυξάνεται σε περίπου 26,3% και αντίστοιχα 47,2% αν δεχθούμε το ποσό των 105
εκατομμυρίων RKKS που αναφέρει ο Altenburg, το οποίο όμως μάλλον δεν αφορά ταυτόχρονη
κυκλοφορία.
237
Αγγελόπουλος, Άγγελος Θ.: Οικονομικά. Άρθρα και Μελέτες, 1946-1967, τόμος πρώτος, Εκδόσεις
Παπαζήση, Αθήνα, 1974, σελ. 141. Στο ίδιο αναφέρει ωστόσο ότι «κατά δήλωση γερμανού
αντιπροσώπου» τα μάρκα κατοχής ανήλθαν σε 80 εκατομμύρια, ποσό που όπως είδαμε είναι πολύ
πλησιέστερα στην αλήθεια από τα περίπου 56,46 που επεστράφησαν στην ΤτΕ. Ο υπολογισμός
Αγγελόπουλου αντιστοιχεί σε ισοτιμία χρυσής λίρας/δραχμής περίπου 1/6.374. Ο ίδιος δεν αναφέρει
σε ποιόν μήνα αντιστοιχεί η ισοτιμία αυτή, αλλά είναι προφανές ότι αφορά περίοδο πριν τον
Αύγουστο (για τον οποίο ο ίδιος αναφέρει την τιμή της λίρας ως 10.400). Πιθανότατα να πρόκειται
για υπολογισμό μέρους του ποσού με ισοτιμία Μαΐου και το υπόλοιπο με τιμή Ιουνίου.

149
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

το μη άμεσα μετρήσιμο κόστος της εκτόξευσης της πραγματικής νομισματικής κυκλοφορίας


(και των επιπτώσεών της στον πληθωρισμό), υπάρχει και το αβέβαιο της πραγματικής αξίας
των αγαθών που αγοράστηκαν με τα νομίσματα αυτά, αφού συχνά οι τιμές δεν
αντιπροσώπευαν την πραγματική αξία των αγαθών (που συχνά αγοράζονταν σε τιμή
διατίμησης), ενώ η χρυσή λίρα ήταν υπερτιμημένη. Εξάλλου, όπως είδαμε το RKKS που
κυκλοφόρησαν στη χώρα ήταν αρκετά περισσότερα από εκείνα που αποσύρθηκαν μέσω
της ΤτΕ.
Ο υπολογισμός του Δερτιλή βρίσκεται πλησιέστερα στην αλήθεια, αναφέροντας
πως το σύνολο της αξίας εξαγοράς των RKKS ανερχόταν σε 782.428 χρυσές λίρες και εκείνο
των κατεστραμμένων Μεσογειακών δραχμών σε 846.189 χρυσές λίρες (αν και τα ποσά
αυτά δεν αντιστοιχούν στις ισοτιμίες της δραχμής κατά τις ημερομηνίες εξαγοράς τους),
ενώ καταγράφει και ένα ποσό 214.273 χρυσών λιρών για «Μάρκα Κατοχής μη
παραδοθέντα» και ένα ακόμα 162.610 χρυσών λιρών για Μεσογειακές δραχμές «μη
καταστραφείσες».238 Ωστόσο τα ποσά αυτά δεν έχουν λάβει επαρκώς υπόψη τους την
αλλαγή της ισοτιμίας κατά την ημερομηνία κυκλοφορίας των νομισμάτων αυτών (κάποια
κυκλοφόρησαν με αξία 50 δραχμών και άλλα με 60), ούτε έχει υπολογίσει το σύνολο των
ποσοτήτων αφού, αν και φαίνεται να ήταν καλύτερα πληροφορημένος από τον
Αγγελόπουλο, δεν διέθετε τα γερμανικά έγγραφα που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας. Αν
λοιπόν υπολογίσουμε την αξία των RKKS σε χρυσές λίρες κατά τον μήνα κυκλοφορίας τους
στην Ελλάδα με την μέση ισοτιμία κάθε μήνα (λίγο διαφορετική από εκείνη των
Αγγελόπουλου και Δερτιλή), τότε φτάνουμε στον ακόλουθο πίνακα:

238
Δερτιλής, Παναγ. Β.: « Αριθμοί και Κείμενα των Εξόδων Κατοχής και η Αξίωσις της Ελλάδος»…, σσ.
507-509, Τα Έξοδα ιδίως των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και η Σύμβασις της Χάγης…, σελ. 10 και
Οικονομικά Μέτρα των Ιταλικών Αρχών Κατοχής κυρίως εις την Επτάνησον και Ανάλυσις των Εξόδων
Κατοχής των, σελ. 17. Από τα νούμερα Δερτιλή προκύπτει ως ισοτιμία χρυσής λίρας/δραχμής γύρω
στις 4.325, που πλησιάζει εκείνη που ο ίδιος αναφέρει για τον μήνα Μάιο του 1941. Με την ίδια
ισοτιμία έχει υπολογίσει και τις Μεσογειακές δραχμές, αφού, όπως είδαμε, επισήμως είχαν την ίδια
αξία με τα γερμανικά μάρκα.

150
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αξία των RKKS (σε χρυσές λίρες) κατά την έναρξη της
κυκλοφορία τους στην Ελλάδα το 1941.

Περίοδος RKKS (εκατ.) Αξία σε χρυσές λίρες

30.4 10,0 427.862


31.5 32,1 356.667
30.6 19,7 99.357
31.7 25,2 127.059
31.8 7,2 38.230
30.9 2,3 10.698
31.10 8,8 24.673
30.11 16,2 34.105
31.12 3,4 9.668
Σύνολο 124,9 1.128.319
Πίνακας 3.4: Στοιχεία από τον παραπάνω πίνακα 3.3 και υπολογισμός της αξίας σε χρυσές λίρες με
βάση την ισοτιμία των RKKS σε δραχμές (υπολογισμός με 50 δραχμές μέχρι τον Μάιο, 58 τον
Ιούνιο λόγω της αλλαγής της ισοτιμίας προς τα τέλη του μήνα, και 60 δραχμές έκτοτε) και τη μέση
μηνιαία τιμή της χρυσής λίρας σε δραχμές κατά την περίοδο έκδοσης των RKKS (ή μεταφοράς τους
από το εξωτερικό για τον πρώτο μήνα).

Από τα παραπάνω ποσά γύρω στα 10-15 εκατομμύρια (τα περισσότερα από τα
ποσά δηλαδή που παρουσιάζονται να κυκλοφορούν τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο και
πιθανώς ένα σχετικά μικρό μέρος των ακόλουθων μηνών), ή RKKS αξίας περίπου 50.000-
70.000 χρυσών λιρών πιθανότατα δεν πρόλαβαν να χρησιμοποιηθούν στην Ελλάδα αφού
δόθηκαν σε στρατιώτες που έφευγαν για άλλες περιοχές (όπως και τα περισσότερα από τα
RKKS των επόμενων ετών). Ωστόσο κάποιες αγορές φαίνεται ότι έγιναν με χαμηλότερες
τιμές από εκείνες της αγοράς, με αποτέλεσμα στην πραγματικότητα το ποσό του πίνακα
(υπολογισμένο με την αγοραία τιμή της χρυσής λίρας) μάλλον να υποτιμά την πραγματική
αξία των αγορών στην Ελλάδα, η οποία δεν θα ήταν μικρότερη από τα 1,2 εκατομμύρια
χρυσές λίρες (ή αρκετά παραπάνω αν συνυπολογίσει κανείς και την υπερτίμηση της χρυσής
λίρας).
Στο ανωτέρω ποσό θα πρέπει να προσθέσουμε 750.000 χρυσές λίρες για τα
περίπου 83,3 εκατομμύρια Μεσογειακές δραχμές ενώ ακόμα και αν δεχτούμε πως μερικά
εκατομμύρια Μεσογειακές Δραχμές κυκλοφόρησαν τον Οκτώβριο και Νοέμβριο το ποσό
πιθανότατα να βρίσκεται λίγο κάτω από τις 800.000.239 Φαίνεται λοιπόν, πως αν και οι

239
Λόγω της ελαφρά καθυστερημένης μαζικής εισόδου των Ιταλών στη χώρα (στο Φρουραρχείο
Αθηνών οι Μεσογειακές δραχμές τέθηκαν σε ισχύ στα τέλη Ιουνίου 1941, βλ. Εφημερίδα Ακρόπολις
Αθηνών, «Διακήρυξις του Ιταλικού Φρουραρχείο. Η κυκλοφορία των Μεσογειακών Δραχμών»,
27/6/1941) τα ποσά που κυκλοφόρησαν τις πρώτες 2-3 εβδομάδες πρέπει να ήταν λιγότερα από τα
RKKS. Ωστόσο η καθυστέρηση δεν πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη. Όπως προκύπτει για παράδειγμα

151
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

επιμέρους υπολογισμοί του Δερτιλή δεν ήταν ακριβώς σωστοί, το τελικό αποτέλεσμα στο
οποίο κατέληγε δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα (σε ό, τι αφορά τουλάχιστον το
ποσό σε λίρες, και όχι απαραίτητα για την αγοραστική του αξία ή την αξία των αγαθών που
πράγματι αγόρασε).
Χωρίς λοιπόν να προσθέσουμε τις Ιονικές δραχμές, τις περίπου 220-230.000
χρυσές λίρες που κόστισε η επιστροφή των RKKS το 1941,240 ή την πιθανή πολλαπλή χρήση
κάποιων από τα χαρτονομίσματα αυτά (έστω και με μειούμενη σταδιακά πραγματική
συναλλακτική αξία λόγω πληθωρισμού), τα νομίσματα αυτά πρέπει να αγόρασαν το πρώτο
έτος της κατοχής προϊόντα και υπηρεσίες αξίας περίπου 2 εκατομμυρίων χρυσών λιρών,
ποσό που από μόνο του ξεπερνούσε το 22-25% του συνήθους (και ανεπαρκούς)
υπολογισμού του συνόλου των ποσών που εκταμιεύτηκαν από τους λογαριασμούς εξόδων
κατοχής για το σύνολο της κατοχής.
Η μέθοδος απόσπασης της ελληνικής παραγωγής με τη χρήση κατοχικών
νομισμάτων θα ήταν δύσκολο να συνεχιστεί στους ίδιους ρυθμούς, αφού η σταθερή
ισοτιμία και η άνοδος του πληθωρισμού θα απαιτούσε τεράστιες ποσότητες νέων

από επιστολή του τοπικού παραρτήματος της ΕΤΕ, οι ιταλικές δυνάμεις αντικατέστησαν τις
γερμανικές στη Ναύπακτο στις 13/5/41 (ΙΑΕΤΕ, Α1Σ46Υ2Φ144 υποκατάστημα ΕΤΕ Ναυπάκτου, αρ.
704, 13/5/1941). Οι Δερτιλής και Αγγελόπουλος λαμβάνουν υπόψη τους μόνο τα περίπου 61
εκατομμύρια (που αντιστοιχούν στα 3,66 δραχμές) από τα τουλάχιστον 83 που πρέπει να
κυκλοφόρησαν, αλλά υπολογίζουν το ρυθμό κυκλοφορίας των Μεσογειακών δραχμών ως όμοιο με
εκείνο των RKKS, πράγμα που μάλλον είναι λανθασμένο. Ένα επιπλέον ζήτημα που δημιουργείται
ωστόσο είναι ότι στην πραγματικότητα ένα (μάλλον μικρότερο του 50%) ποσοστό των Μεσογειακών
δραχμών κυκλοφόρησε με την μικρότερη ισοτιμία των 50 δραχμών, γεγονός που ίσως στην
πραγματικότητα να μειώνει την αξία των (αρχικών;) 83 εκατομμυρίων Μεσογειακών δραχμών σε
λιγότερα των 5 εκατομμύρια δραχμές αν υπολογίσει κανείς την αξία τους κατά την ημερομηνία της
κυκλοφορίας τους. Ακόμα και με την πιθανή επανακυκλοφορία μιας ποσότητας Μεσογειακών
δραχμών το φθινόπωρο (ίσως και το χειμώνα) του 1941 – και παρά τη συχνά αναγκαστική πώληση
σε τιμές διατίμησης – είναι αμφίβολο αν η αξία τους ξεπέρασε τις 750.000-800.000 χρυσές λίρες,
τουλάχιστον αν δεν συνυπολογίσουμε την υπερτίμηση της χρυσής λίρας σε σχέση με τα αγαθά της
ελληνικής αγοράς της εποχής.
240
Υπολογίσιμος με τιμές της περιόδου εξαγοράς τους. Κάπως μικρότερο πρέπει να ήταν το ποσό
που κόστισε η απόσυρση των Μεσογειακών δραχμών (οι οποίες ωστόσο δεν επεστράφησαν στους
Ιταλούς), αφού – αν και δεν έχουμε ακριβή στοιχεία – φαίνεται με βάση τον πίνακα 3.1 πως μέχρι το
τέλος του 1941 τουλάχιστον τα 2/3 των νομισμάτων αυτών πρέπει να βρίσκονταν ακόμα σε
κυκλοφορία, ενώ τα τελευταία πρέπει να αποσύρθηκαν μετά τα μέσα του 1943. Η ταχύτερη εξαγορά
των RKKS σήμαινε υψηλότερη αξία των 60 δραχμών που ξοδεύτηκαν για κάθε νόμισμα κατοχής.

152
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

νομισμάτων κατοχής κάθε μήνα. Τα τουλάχιστον 2 εκατομμύρια χρυσές λίρες, που


αντιπροσώπευαν κατά προσέγγιση οι αγορές με τα νομίσματα κατοχής, αντιστοιχούσαν στο
3,3% περίπου του ΑΕΠ της τελευταίας ειρηνικής χρονιάς (1938), ή περίπου 1,5 φορές
παραπάνω αν το συγκρίνει κανείς με το μειωμένο ΑΕΠ του 1941, έστω και αυτό το ποσοστό
δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική αξία των αγαθών που αποκτήθηκαν από τις κατοχικές
δυνάμεις με τα νομίσματα κατοχής, αφού η τιμή της χρυσής λίρας ήταν υπερτιμημένη,
ειδικά κατά τους πρώτους μήνες της κατοχής.241
Εκτός όμως των RKKS, τα Πιστωτικά Ταμεία είχαν δικαίωμα να εκδίδουν και
επιταγές. Σύμφωνα με τις σχετικές ανακοινώσεις προς τις ελληνικές τράπεζες, δικαίωμα
έκδοσης επιταγών του RKK είχαν τα υπηρεσιακά ταμεία του γερμανικού στρατού και οι
πιστωτές του RKK. Οι επιταγές θα έπρεπε να γίνονται δεκτές κανονικά σε κάθε τράπεζα που
επιθυμούσε να τις εισπράξει ο κάτοχος, ενώ οι τράπεζες που τις παραλάμβαναν θα τις
απέστελλαν στο Γραφείο Συμψηφισμού της Τράπεζας της Ελλάδος για την πίστωση του εκεί
λογαριασμού της. Οι σχετικές εντολές προς τις τράπεζες έκαναν μάλιστα λόγο για «σοβαρή
σκοπιμότητα» που «επιβάλει να περιορίζεται, ει δυνατόν, η δια μετρητών εξόφλησις» και
έδινε οδηγίες για την παράδοση επιταγών προς εξυπηρέτηση του πελάτη.242 Στη λίστα των
εκδοτών των επιταγών αυτών βλέπουμε τις γερμανικές μονάδες της περιοχής, γερμανικές
πολιτικές αρχές και οργανώσεις όπως το ελληνικό παράρτημα του NSDAP, ο εντεταλμένος
της “Kraft durch Freude” (οργάνωσης «ψυχαγωγίας» του Γερμανικού Εργατικού Μετώπου)
για την Ελλάδα και το γερμανικό αρχαιολογικό ινστιτούτο (ο επικεφαλής του οποίου την

241
Ο υπολογισμός έγινε με την μετατροπή του δραχμικού ΑΕΠ του 1938 σε χρυσές λίρες, με μέση
τιμή από τις οικονομικές εφημερίδες της εποχής (κατ’ εκτίμηση με βάση μηνιαίες δειγματοληπτικές
τιμές της χρυσής λίρας, η τιμή της οποίας έχει σχετικά περιορισμένες αλλαγές μέχρι περίπου τον
Σεπτέμβριο). Αν κάνει κανείς τον υπολογισμό με βάση την τυπική αξία των νομισμάτων αυτών σε
δραχμές (σχεδόν 11,5 με 13,3 δισεκατομμύρια δραχμές, δηλαδή 5 ή 6,8 δισεκατομμύρια για τις
Μεσογειακές δραχμές – ή ενδεχομένως περίπου 4,5 με 6,3 δισεκατομμύρια αν υπολογίσουμε ένα
ποσοστό με την παλιά ισοτιμία των 50 δραχμών – και σχεδόν 7 δισεκατομμύρια για τα μάρκα
κατοχής), τότε η αξία τους κυμαίνεται ανάμεσα στο 20,7% και στο 23,9% του ΑΕΠ του 1938, ποσοστό
που ωστόσο δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη του τον πληθωρισμό. Από την άλλη, η χρυσή λίρα ήταν –
όπως θα δούμε αναλυτικότερα αλλού – υπερτιμημένη μέχρι κατά 4,34 φορές σε σχέση με το κόστος
διαβίωσης τον Ιούνιο του 1941, γεγονός που σημαίνει πως ο υπολογισμός σε χρυσές λίρες μάλλον
υποτιμά (ενδεχομένως και πάνω από 50%) την πραγματική αξία των αγορών με τα νομίσματα
κατοχής. Για περισσότερα βλ. το κεφάλαιο για το ΑΕΠ της κατοχής.
242
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ46Υ2Φ142, Τράπεζα της Ελλάδος, Διεύθυνσις Β1 προς «τας ενταύθα Τράπεζες», No.
188168, 25 Νοεμβρίου 1941.

153
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εποχή εκείνη Walther Wrede ήταν ταυτόχρονα και αρχηγός της τοπικής οργάνωσης του
NSDAP), αλλά – κυρίως – μια αρκετά μακρά λίστα επιχειρηματιών και εταιρειών. Αρκετές
από αυτές ήταν γερμανικές, όπως η UfA (των γερμανικών ταινιών), η ασφαλιστική Allianz, ο
κολοσσός I.G. Farben (άδεια έκδοσης στο όνομα Werner Bertram), το «Συνδικάτο Αζώτου»
(Stickstoff Syndikat G.M.b.H., στο όνομα του Gustav Schlagdenhaufen), η Deutsche Asphalt
A.G. (πιθανότατα εμπλεκόμενη σε κάποια ελληνικά έργα), η Deutsche Lufthansa, η Hansa
Leichtmetall A.G., η Telefunken, και ο Kurt von Kleve της καπνοβιομηχανίας Reemtsma A.G..
Υπήρχαν όμως και άλλες που είχαν εξαγοραστεί, βρίσκονταν υπό μεσεγγύηση ή ενδιέφεραν
ιδιαίτερα τους Γερμανούς (π.χ. Κωπαΐς, ΕΕΠΚ, ΕΘΕΛ, Ελληνική Εριουργία, ΑΕΡΕ, Shell), ή
ακόμα και κάποιες που είχαν ιδρυθεί μαζί με Έλληνες επιχειρηματίες, όπως η «Βίβλος».
Τέλος στη λίστα βρίσκονταν και Έλληνες που αναλάμβαναν αντιπρόσωποι γερμανικών
εταιρειών στην Ελλάδα, όπως ο Αριστοτέλης Μακρής (διεύθυνε ορυχεία της Krupp,
συνονόματος του ιδιοκτήτη της ΕΛΑΪΣ), ή ελληνικές εταιρείες που προμήθευαν τις
γερμανικές δυνάμεις, όπως η επιπλοποιία Σαρίδη που κατασκεύαζε έπιπλα για τα
επιταγμένα κτήρια που χρησιμοποιούσαν τα γερμανικά στρατεύματα στην Αθήνα. 243
Δυστυχώς δεν είναι γνωστό το ποσοστό που αντιπροσώπευαν οι πληρωμές με τις επιταγές
αυτές σε σχέση με τα RKKS που είχαν τεθεί σε κυκλοφορία ή με τα έξοδα κατοχής.
Κάποιες επιπλέον γερμανικές πληρωμές των πρώτων ημερών της κατοχής έγιναν
με αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (Leistungsbescheinigungen). Οι αποδείξεις αυτές
προβλέπονταν για τις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και σταμάτησαν στα τέλη Μαΐου 1941,
ωστόσο μέχρι τότε είχαν προλάβει να χρησιμοποιηθούν για αγαθά αξίας (κατά τους
γερμανικούς υπολογισμούς) περίπου 4 με 5 εκατομμύρια RM, ποσό που σε λίρες μάλλον
πλησιάζει τις 100.000.244

243
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ46Υ2Φ142, “Nachweisung der bei der Reichskreditkasse Athen vorhandenen
Girokonten“. Εκτός των επίπλων, ο Σαρίδης φαίνεται πως εφοδίαζε τους Γερμανούς και με ξυλεία.
Βλ. NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 5201-5240 (Box 24 folder 7), BCIS [Balkan Counter
Intelligence Section], “Greece - Reports on Economic Collaborators. No. 3”, Secret, 24/4/1946, όπου
αναγράφεται πως «συνεργάστηκε ευρέως».
244
AA-PA, R 27320, “Das Finanzwesen Einschließlich der Besatzungskosten in Griechenland Während
der Deutschen Besatzungszeit, 1941-1944“, von Oberregierungsrat Dr. S. Nestler, σσ. 77-78. Ο
υπολογισμός του ποσού σε λίρες έγινε με την υπόθεση ότι περίπου 2 εκατομμύρια θα
χρησιμοποιήθηκαν τον Απρίλιο (λιγότερες ημέρες, αλλά περισσότερο έκτακτες συνθήκες για τις
οποίες δημιουργήθηκαν οι αποδείξεις αυτές) και 3 εκατομμύρια τον Μάιο και με βάση τη σταθερή
αξία του RM της περιόδου (50 δραχμές) και τη μέση μηνιαία τιμή της λίρας τους μήνες εκείνους.

154
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μετά την απόφαση για την απαγόρευση χρήσης των RKKS σε συναλλαγές των
Γερμανών στρατιωτικών με Έλληνες δημιουργήθηκε ένα νέο στρατιωτικό νόμισμα
(Wehrmachtbefehlsgeld), με το οποίο εφοδιάζονταν τα μέλη της Wehrmacht στην Ελλάδα
για αγορές από τα στρατιωτικά κυλικεία, αλλά και όσοι ταξίδευαν στη Γερμανία με άδεια ή
για υπηρεσιακό σκοπό.245 Το 1943 το μισό των μισθών εκστρατείας του προσωπικού
πληρωνόταν σε «ελληνικά μέσα πληρωμών» και το άλλο μισό σε Wehrmachtbefehlsgeld.
Μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1943 είχαν κυκλοφορήσει από το RKK, το Κεντρικό Ταμείο της
Βέρμαχτ (WZK) και το Στρατιωτικό Ταμείο (Feldkasse) Θεσσαλονίκης,
Wehrmachtbefehlsgeld αξίας 23,6 εκατομμυρίων RM, τα οποία όμως λόγω πληθωρισμού
είχαν μικρότερη αγοραστική αξία από ό, τι τα RKKS των πρώτων κατοχικών μηνών, αν και
όχι αμελητέα.246
***

Για τους περισσότερους όμως Έλληνες, ειδικά στην αρχή της κατοχής, όταν δηλαδή ο
πληθωρισμός δεν είχε ακόμα απαξιώσει της δραχμή, τα μάρκα κατοχής και οι Μεσογειακές
δραχμές ήταν μισητά «πλαστά» νομίσματα που μόνο στόχο είχαν τη νομιμοποιημένη
ληστεία. Χαρακτηριστική είναι μια ιστορία (άγνωστο αν πρόκειται για αστικό μύθο ή

245
AA-PA, R 27320, “Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen unter der
Besetzung 1941-1944”, von Direktor b. d. Reichsbank P. Hahn και Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis
Exploitation of Wartime Greece, 1941-43, σελ. 481.
246
Αναλυτικότερα: 4,7RM μέχρι τα τέλη Μαρτίου, ακόμα 5,8 μέχρι τις 30 Ιουνίου, 4,7 ως τα τέλη
Ιουλίου, 4,9 ως τα τέλη Αυγούστου και 3,5 ως τις 30 Σεπτεμβρίου. Βλ. BArch, R2/310, “Übersicht,
über den Umlauf an Drachmen, RKK-Scheinen, ausgegebenen Wehrmachtbehelfsgeld und
ausgegebenen Staatskassenbons in Griechenland sowie über den Bestand der Italienischen Drachmen
in Griechenland (Stand 30. September 1943. Είναι δύσκολο να υπολογιστεί η πραγματική αξία των
ποσών αυτών, αφού, εκτός των άλλων, υπήρχαν διάφορες επίσημες ισοτιμίες του RM την περίοδο
εκείνη. Αν τα υπολογίσουμε με τις τιμές του RM για τους στρατιωτικούς μισθούς (πίνακας στο:
BArch, R2/13410, έγγραφο αρ. 42), τότε η αξία των ποσών αυτών ανέρχεται σε 26,22
δισεκατομμύρια τρέχουσες δραχμές ή (με μέσες μηνιαίες ισοτιμίες χρυσής λίρας) περίπου 81.225
χρυσές λίρες. Με δεδομένη όμως την έλλειψη περισσότερων στοιχείων για την ακριβή ημερομηνία
πληρωμών, αλλά και την (μικρότερη από το 1941) υπερτίμηση της χρυσής λίρας, καθώς και τις
πιθανότατα χαμηλότερες της αγοράς τιμές των στρατιωτικών κυλικείων, στην πραγματικότητα το
ποσό δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια και πιθανότατα είναι μεγαλύτερο των 81.225 λιρών.
Ωστόσο αν αναλογιστεί κανείς τις χιλιάδες των Γερμανών στρατιωτών που βρίσκονταν στην
κατεχόμενη Ελλάδα, το ποσό αυτό δεν αντιστοιχούσε κατά κεφαλή σε ποσά αντίστοιχα των αρχικών
RKKS.

155
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πραγματικό γεγονός) που φαίνεται ότι κυκλοφόρησε αρκετά στην κατεχόμενη Αθήνα της
εποχής ώστε να καταγραφεί σε τουλάχιστον δύο ημερολόγια. Πρόκειται για την περίπτωση
ενός κουρέα, που προτίμησε να χαρίσει το ποσό που θα χρέωνε για το κούρεμα ενός
Γερμανού (15 δραχμές), παρά να πληρωθεί σε μάρκα κατοχής, αφού, «δεν ήταν τόσο
βλάκας» ώστε να έδινε 35 δραχμές (τα ρέστα για το μάρκο των 50 – τότε – δραχμών) «για
το κουρελόχαρτό του.247
Οι μαζικές αγορές στις οποίες επιδόθηκαν με ακούραστο ζήλο οι Γερμανοί κατά
την πρώτη περίοδο της κατοχής άφηναν τις χειρότερες των εντυπώσεων ακόμα και σε
ξένους παρατηρητές. Ο Αμερικάνος «διευθυντής στο εξωτερικό» του ιδρύματος Near East,
Λαιρντ Άρτσερ, που βρισκόταν τις μέρες εκείνες στην Αθήνα, παρατηρούσε το 1941 ότι οι
στρατιώτες αγόραζαν με τα ποσά που τους είχαν δώσει οι μονάδες τους (περίπου 100
μάρκα για κάθε στρατιώτη) από γυναικείες κάλτσες μέχρι ηλεκτρικά είδη και φωτογραφικές
μηχανές για να τα στείλουν με την υπηρεσία δεμάτων του ταχυδρομείου ή με τους
σιδηροδρόμους στη Γερμανία. Ο ίδιος περιέγραφε ότι είδε «μια ομάδα στρατιωτών που,
αφού άδειασαν ένα μικρό κατάστημα με δερμάτινα είδη, μεταφέρθηκαν στο διπλανό για
να γεμίσουν με ρούχα τις καινούργιες άδειες τους βαλίτσες.» Οι μονάδες της Wehrmacht
εξάλλου συγκέντρωναν για δική τους χρήση ζώα και κρέατα (ανάμεσά τους κατά τον
Άρτσερ 80.000 αγελάδες), επιταγμένα αυτοκίνητα κλπ. «Ακόμα καλύτερα έχουν οργανώσει
την λεηλασία οι αντιπρόσωποι των γερμανικών βιομηχανιών, που μέχρι τώρα έκαναν
ανταλλαγές των ακριβών τους προϊόντων με ελληνικά καπνά και με άλλα είδη. Επέστρεψαν
τώρα για να πάρουν πίσω τα ίδια αυτά προϊόντα με κατοχικά μάρκα – που μόλις βγήκαν
από τα τυπογραφεία, - αγοράζοντας τα πάντα, ξυραφάκια ή ντηζελοκινητήρες.» Σκοπός του
«οργανωμένου αυτού πλιάτσικου» ήταν κατά τον Άρτσερ: να «ικανοποιήσει τα
στρατεύματα των ναζί», να «δημιουργήσει το αίσθημα στη Γερμανία ότι κάτι βγάζουν κι
αυτοί από τον ατελείωτο πόλεμο» και να «τους βοηθήσει να εξασθενίσουν ακόμα
περισσότερο την Ελλάδα».248
Άμεση συνέπεια των μαζικών αυτών αγορών, ήταν η εξαφάνιση πολλών ειδών
από τις βιτρίνες των καταστημάτων (είτε λόγω πραγματικής έλλειψης είτε για να μην

247
Χρηστίδης, Χρ.: Χρόνια Κατοχής, 1941-1944. Μαρτυρίες Ημερολογίου, [χ.ε.], Αθήνα, 1971, σελ. 15,
(καταγραφή 5 Μαΐου 1941) και Βυζάντιος, Περικλής: Η Ζωή ενός Ζωγράφου, Αυτοβιογραφικές
Σημειώσεις. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1994, σελ. 163 (Μάιος 1941, όπου τα ρέστα αναφέρονται ως «δεκάρικο»).
248
Άρτσερ, Λαιρντ: Βαλκανικό Ημερολόγιο (1934-1941), βιβλιοπωλείο της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου &
Σιας Α.Ε., Αθήνα, 1993, σσ. 258-9 (καταγραφή 28 Απριλίου 1941).

156
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

«αγοραστούν» με τα μάρκα κατοχής) και η ταχύτατη εκτόξευση των τιμών.249 Οι επιπτώσεις


των αγορών αυτών στη μικρά αποθέματα τροφίμων της χώρας ήταν κάτι που ανησύχησε
από νωρίς τις αρχές με αποτέλεσμα να πετύχουν από τις πρώτες κιόλας μέρες της κατοχής
την έκδοση γερμανικής ανακοίνωσης που απαγόρευε την πώληση αγαθών και ειδικά
τροφίμων στους στρατιώτες της Wehrmacht, αν οι τελευταίοι δεν διέθεταν ειδικό
σημείωμα της στρατιωτικής διοίκησης.250 Ωστόσο δεν είναι βέβαιο σε ποιο βαθμό το μέτρο

249
Η τιμή της χρυσής λίρας, που ως ασφαλές καταφύγιο ανατιμήθηκε την περίοδο εκείνη ακόμα
ταχύτερα από τις τιμές πολλών προϊόντων, ανέβηκε από τις 1.168,6 δραχμές τον Απρίλιο στις
περίπου 4.500 τον Μάιο και στις 11.500 τον Ιούνιο. Την περίοδο που ακολούθησε φαίνεται ότι
μειώθηκαν οι μαζικές αγορές των δυνάμεων κατοχής (εξάλλου οι περισσότερες γερμανικές δυνάμεις
μετακινήθηκαν στο ανατολικό μέτωπο για την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση), ενώ, όπως είδαμε, την
περίοδο Αυγούστου – Σεπτεμβρίου αφαιρέθηκαν από την κυκλοφορία και σχεδόν 43,4 εκατομμύρια
μάρκα κατοχής και αρκετές Μεσογειακές δραχμές. Ο σχετικός περιορισμός των αγορών (τουλάχιστον
των γερμανικών, που από ό, τι φαίνεται ήταν και οι περισσότερο εκτεταμένες) από τις αρχές Ιουνίου
αποτυπώνεται και στη σημαντική μείωση (παρά τον πληθωρισμό) του καθαρού αριθμού των νέων
RKKS σε κυκλοφορία: 32,1 εκατομμύρια τον Μάιο, αλλά 19,7 τον Ιούνιο (μείωση 38,6%) και 25,2 νέα
(μείον όμως 10,5 που αποσύρθηκαν) τον Ιούλιο. Αποτέλεσμα ήταν η μέση τιμή να μείνει περίπου
στάσιμη (κινούμενη ανάμεσα στις 11.000 και τις 13.000) μέχρι τον Οκτώβριο, όταν η έναρξη του
μεγάλου λιμού και οι αυξήσεις των εξόδων κατοχής οδήγησαν σε νέα εκτόξευση των τιμών. Η ευθεία
σχέση της χρήσης των νομισμάτων κατοχής και της αύξησης των τιμών δεν θα μπορούσε να είναι
ευκρινέστερη.
250
Αντί να αγοράζουν οι ίδιοι τρόφιμα από τα καταστήματα, οι «Γερμανοί στρατιώται δέον να
καθοδηγώνται εις τα ειδικά παρά του Γενικού Διοικητού της πόλεως καθορισμένα εστιατόρια».
Εφημερίδα Ακρόπολις Αθηνών, «Ειδοποίησις δια τους καταστηματάρχας», 29/4/1941. Φαίνεται πως
στην προσπάθειά τους να παρακάμψουν το μέτρο, αρκετοί στρατιώτες άρχισαν να χρησιμοποιούν
έκτοτε για τις αγορές τους Έλληνες ενδιάμεσους, γεγονός που προκάλεσε νέα ανακοίνωση προς τους
καταστηματάρχες «να αρνηθούν την πώλησιν ως και εις περίπτωσιν γνωστών αποπειρών
καταστρατηγήσεως της απαγορεύσεως ταύτης, όπως π.χ. εις περίπτωσιν αγοράς εμπορευμάτων διά
Γερμανούς στρατιωτικούς τη μεσολαβήσει πολιτών» («Περί εφαρμογής διατάξεων του γερμανικού
ποινικού νόμου εν Ελλάδι: η πώλησις εμπορευμάτων εις Γερμανούς και Ιταλούς», εφημερίδα Εστία
Αθηνών, 7/5/1941). Σε γερμανικό πάντως έγγραφο έχει εντοπιστεί τουλάχιστον μία περίπτωση
αντιμετώπισης τέτοιας παράτυπης αγοράς (χωρίς δηλαδή το ειδικό γερμανικό σημείωμα) ως (μικρο-)
εγκλήματος. Πρόκειται για την περίπτωση αγοράς του αρχιεπιθεωρητή (Oberinspektor) Scheider της
Fliegerhorst-Kommandantur της Luftwaffe (Kalamaki) 1.500 οκάδων ελαιολάδου από την αποθήκη
της εταιρείας Πέτρου Βενετσανάκου στην Κυπαρισσία. Το ελαιόλαδο κατασχέθηκε από την GFP. BA-
MA, RW 40/123, Befehlshaber Südgriechenland, Ic Nr. 2829 (480)/41 geh, “Tagesmeldung”,
28/11/1941.

157
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αυτό είχε κάποιο αποτέλεσμα στον περιορισμό των ατομικών γερμανικών αγορών, και σε
κάθε περίπτωση δεν αφορούσε τις μεγάλης έκτασης αγορές που γίνονταν από τις μονάδες
τους.
Οι αρνητικές εντυπώσεις των αθρόων αγορών των δυνάμεων κατοχής δεν
αφορούσαν βέβαια μόνο την εκμετάλλευση της Ελλάδας, αφού η ίδια ουσιαστικά πρακτική
χρησιμοποιούνταν σε όλη τη κατεχόμενη Ευρώπη (με αρκετές ωστόσο διαφορές από
περίπτωση σε περίπτωση). Εξάλλου, πέρα από τις προμήθειες των μονάδων, ήταν σύνηθες
φαινόμενο η μαζική αποστολή από τους στρατιώτες της Wehrmacht δεμάτων από τις
κατακτημένες χώρες (συνήθως αγορασμένα με RKKS) προς τις οικογένειές τους στο Ράιχ, οι
οποίες συχνά τους ζητούσαν συγκεκριμένα «δώρα» από τις κατακτημένες περιοχές
(συνήθως είδη πολυτελείας ή προϊόντα για τα οποία φημίζονταν οι περιοχές αυτές).251 Η
προσπάθεια για υποστήριξη του μεγαλύτερου δυνατού τμήματος των στρατιωτικών
δυνάμεων, αλλά και της ίδιας της οικονομίας των χωρών του Άξονα, από τις κατακτημένες
χώρες είχε ως αποτέλεσμα ιδιαίτερα αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τους στρατιώτες της
Wehrmacht από τις πρώτες ημέρες της κατοχής. Στη Γαλλία για παράδειγμα είχαν
αποκτήσει το παρατσούκλι «σκαθάρια πατατών» («Doryphores»), λόγω των επιπτώσεων
που είχαν οι «αγοραστικές» επιδρομές τους στην τοπική αγορά (στην Ελλάδα ο αντίστοιχος
χαρακτηρισμός ήταν «ακρίδες»), ενώ το 1943, οι γερμανικές αρχές αποφάσισαν να
χρεώσουν στους κατακτημένους ακόμα και το κόστος της οδοντιατρικής φροντίδας των
Γερμανών στρατιωτών.252

251
Οι αποστολές αυτές συνεχίστηκαν (όσο ήταν δυνατόν) ακόμα και από αποκομμένες μονάδες προς
τα τέλη του πολέμου. Τον χειμώνα του 1944-45 για παράδειγμα μοιράστηκαν στη γερμανική φρουρά
της Ρόδου 25.000 ειδικά γραμματόσημα για τέτοιες αποστολές, αν και οι 6.000 αποκομμένοι
στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί μάλλον δεν θα είχαν την ευκαιρία να στείλουν πολλά τέτοια πακέτα.
Βλ. Ally, Götz (trans. Jefferson Chase): Hitler’s Beneficiaries. How the Nazis Bought the German
People, Verso, London, 2007 [2005, 2006], κυρίως σσ. 78 και 82 και 94-117, καθώς και Mazower,
Mark: Hitler’s Empire. Nazi rule in Occupied Europe. London: Penguin Books 2009, σελ. 264. Στην
ελληνική περίπτωση συχνό αγαθό που αποστέλλονταν μαζικά στη Γερμανία από τα μέλη των
δυνάμεων κατοχής ήταν τα τσιγάρα. Δεν έχει άδικο ο Μαργαρίτης (Προαναγγελία Θυελλωδών
Ανέμων… Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της κατοχής, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σελ.
173) όταν συγκρίνει την πρακτική αυτή με την παραδοσιακή τριήμερη λεηλασία του νικημένου από
τα στρατεύματα του νικητή κατά το μεσαίωνα.
252
Για τον χαρακτηρισμό των Γερμανών αλλά και των Ιταλών ως «ακρίδες» βλ. ΓΑΚ, Αρχείο
Τσουδερού, Αποστολή Γ΄ φάκελος 12, «Περιγραφή της εν Ελλάδι εσωτερικής καταστάσεως από της
εχθρικής εισβολής έως σήμερον, κατά δημοσιογραφικάς ή άλλας πληροφορίας», 25/8/1941.

158
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Τα νομίσματα αυτά έτυχαν ιδιαίτερα καλής αποδοχής ούτε από το σύνολο των
ελληνικών αρχών, αφού αφαιρούσαν ουσιαστικά σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο των
δημόσιων οικονομικών και της οικονομικής πολιτικής από εκείνους που είχαν «αναλάβει τις
τύχες του έθνους», ενώ υπέσκαπτε και την όποια εμπιστοσύνη στο ελληνικό νόμισμα. Ο
υπουργός οικονομικών Γκοτζαμάνης ανέφερε μεταπολεμικά πως το μέτρο «εδημιούργησεν
δικαιολογημένον πανικόν και πλήρη νομισματικήν αναρχίαν»,253 απόφαση που φαίνεται να
υποστήριζε ήδη από την αρχή της κατοχής. Στην συνεδρίαση του Οικονομικού Συμβουλίου
στις 5 Νοεμβρίου 1941, τόνιζε πόσο είχε «ευλόγως ανησυχήσει» από την κυκλοφορία
«πολλών δεκάδων εκατομμυρίων μάρκων και δισεκατομμυρίων ολόκληρων μεσογειακών
δραχμών» που επιβάρυναν «έτι μάλλον την πληθωρικήν μας κυκλοφορίαν». Γι’ αυτό τον
λόγο και συμμεριζόμενος την «ανησυχία του λαού και τον πανικό» ο Γκοτζαμάνης είχε
προχωρήσει σε συνάντηση με τον πληρεξούσιο του Ράιχ μόλις δύο ή τρεις μέρες μόλις μετά
τον διορισμό του (παραθέτει μάλιστα το σημείωμα που του παρέδωσε στις 30/5/1941).254 Ο
Τσολάκογλου, αν και δεχόταν πως τα νομίσματα αυτά επιδείνωναν την κατάσταση
αυξάνοντας την τιμή της λίρας, πίστευε πως με την άρση της κυκλοφορίας τους «θα
εστερούμεθα του μόνου εις χείρας μας μέσου συναλλαγής μετά της Βουλγαρίας,
Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας και Ουγγαρίας, όπου εκυκλοφόρουν ομοίως μάρκα κατοχής»
και γι’ αυτό αντέδρασε στις προτάσεις του Γκοτζαμάνη (στα απομνημονεύματά του μάλιστα
φαίνεται να διατυπώνει κάποια δυσαρέσκεια για την πρόταση Γκοτζαμάνη σχετικά με την
απόσυρση των νομισμάτων κατοχής, «προ της γνωματεύσεως του Οικονομικού

253
Γκοτζαμάνης, Σωτήριος: Κατοχικόν Δάνειον και Δαπάναι Κατοχής, [χ.ε.], Θεσσαλονίκη, 1954, σελ.
1.
254
Ο Γκοτζαμάνης θεωρούσε πως η κατάργηση των νομισμάτων αυτών οφειλόταν κυρίως στη δική
ην
του πρωτοβουλία. Βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Αλ. Διομήδη, κουτί 4.3, φάκελος 42, «Πρακτικά του κατά την 5
Νοεμβρίου 1941 συγκροτηθέντος Οικονομικού Συμβουλίου υπό την Προεδρίαν του κ. Προέδρου της
Κυβερνήσεως». Η συνάντηση ίσως είναι η ίδια στην οποία αναφέρεται η εφημερίδα Ακρόπολη
μερικές μέρες μετά, στο σχετικό άρθρο της οποίας (6/6/1941, «Ο Υπουργός των Οικονομικών
επεσκέφθη χθες τον κ. Άλτενμπουργκ») εκφράζεται η «απόλυτος ικανοποίηση» του υπουργού και οι
ευχαριστίες του για τη «πλήρη συναντίληψιν, την οποίαν συνήντησε και την προθυμίαν και
ευμένειαν» με την οποία ο αντιπρόσωπος του Ράιχ αντιμετώπισε τα «διάφορα οικονομικής και
νομισματικής φύσεως ζητήματα» που τέθηκαν.

159
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Συμβουλίου») και της επιτροπής οικονομολόγων που είχε συσταθεί για την αντιμετώπιση
του προβλήματος.255

3.2 Κλήρινγκ και εξαγωγές

[…] «Εκ της όλης διαρθρώσεως της οικονομίας της Ελλάδος με την
Γερμανικήν και εκ της προερχούσης θέσεως ην η Γερμανική οικονομία έχει
εις το Ελληνικόν εμπόριον, το Βερολίνον εξ αυτών των πραγμάτων είναι το
κέντρον των διεθνών συναλλαγών της Ελλάδος. Υπό την προϋπόθεσιν
ταύτην, του συντονισμού εν Βερολίνω των Ελληνικών συναλλαγών […] θα
ήτο δυνατόν απεριόριστον κλήρινγκ ν’ αποβεί εξυπηρετικόν των
συμφερόντων των δύο χωρών.»

Σ. Γκοτζαμάνης, 30 Μάιου 1941256

Η παραπάνω ρήση Γκοτζαμάνη, μόλις ένα μήνα μετά την κατάκτηση της χώρας, είναι
αντιπροσωπευτική της αντίληψης της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης για τις εμπορικές – και
ευρύτερα οικονομικές – σχέσεις της χώρας με τους κατακτητές. Η Ελλάδα όπως είδαμε είχε
ήδη από πριν τον πόλεμο ως βασικό εμπορικό της εταίρο την Γερμανία και μετά τις
γερμανικές νίκες τη διετία 1939-41, τα – έτσι κι αλλιώς φιλικά διακείμενα προς το Ράιχ –
μέλη της πρώτης κυβέρνησης συνεργασίας θεωρούσαν πως οι εμπορικοί αυτοί δεσμοί θα
γίνονταν ισχυρότεροι, αφού η Γερμανία θα κυριαρχούσε στην μεταπολεμική Ευρώπη.
Πίστευαν πως αν έδειχναν πρόθυμοι να συνεργαστούν με τον Άξονα σε κάθε επίπεδο
(κάποιοι είχαν φτάσει μάλιστα στο σημείο να προτείνουν την εθελοντική δημιουργία
ελληνικής λεγεώνας που θα συμμετείχε στην εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, πρόταση που
απορρίφτηκε λόγω ιταλικών αντιδράσεων), οι κατακτητές θα τους συμπεριφέρονταν
περίπου ως συμμάχους, και οι εμπορικές τους σχέσεις «θ’ απέβαιναν εξυπηρετικές των
συμφερόντων των δύο χωρών».257

255
Τσολάκογλου, Γεώργιος Κ.Σ.: Απομνημονεύματα, Έκδοση «Ακροπόλεως», Αθήνα, 1959, Σσ. 208-
210. Οι διαφωνίες Τσολάκογλου – Γκοτζαμάνη είχαν πάντως και μια ακόμα αιτία: ο δεύτερος ήταν
ουσιαστικά ο μόνος εκλεκτός των Ιταλών σε μια κυβέρνηση γερμανόφιλων.
256
Σημείωμα Γκοτζαμάνη, 30/5/1941 (σχετικό με κατάργηση RKKS), όπως παρατίθεται στο: ΕΛΙΑ,
ην
Αρχείο Αλ. Διομήδη, κουτί 4.3, φάκελος 42, «Πρακτικά του κατά την 5 Νοεμβρίου 1941
συγκροτηθέντος Οικονομικού Συμβουλίου υπό την Προεδρίαν του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως».
257
Για την ελληνική λεγεώνα βλ. AA-PA, R 29612, τηλεγραφήματα Ritter - 22/7/1941, Altenburg -
12/8/1941, Ritter – 14/8/1941 και επιστολές Woermann, 12/8/1941 και 15/8/1941 (έγγραφα αρ.
245-246, 250-4), καθώς και, για την επανάληψη της πρότασης στις αρχές του 1942: NARA, T-311 Roll

160
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στο ίδιο πνεύμα, οι δηλώσεις του νέου υπουργού εθνικής οικονομίας, Πλάτωνα
Χατζημιχάλη, προσπαθούσαν να καθησυχάσουν την ελληνική αγορά προβάλλοντας «την
ευχάριστον είδησιν», πως ο πληρεξούσιος του Ράιχ παρείχε τις διαβεβαιώσεις του «ότι η
Γερμανική Κυβέρνησις θεωρεί το Ελληνογερμανικόν κλήρινγκ ως έτι υφιστάμενον, αναμένει
δε εκ μέρους της Τραπέζης της Ελλάδος την απεριόριστον διενέργειαν προκαταβολών επί
των Ελληνικών εις Γερμανίαν εξαγωγών. Είναι δε πρόθυμος να ενεργήσει και κατ’ αντίθετον
κατεύθυνσιν, χρηματοδοτούσα, δηλονότι, αυτή απεριορίστως τας Γερμανικάς προς Ελλάδα
εξαγωγάς.» Κατά τον υπουργό μάλιστα, οι διαβεβαιώσεις αυτές διαμόρφωναν τις
προϋποθέσεις στις οποίες θα στηριζόταν το μελλοντικό εξωτερικό εμπόριο και θα
χρησίμευαν για να ανοίξει ο δρόμος με το εμπόριο με τρίτες χώρες.258 Το ζήτημα του
κλήρινγκ και το αν θα «θεωρηθεί υπάρχον ή όχι» ήταν από τα βασικά ερωτήματα που
έθεταν οικονομικές εφημερίδες της περιόδου όπως ο Οικονομολόγος (μαζί με το μέλλον της
δραχμής και τον προϋπολογισμό), χωρίς να κρύβουν την χαρά τους (τουλάχιστον στα
λογοκριμένα άρθρα της σύνταξης) για τις επιτυχίες της κατοχικής κυβέρνησης στα μέτωπα
αυτά.259 Τις ημέρες εκείνες είχε γίνει μακρά σύσκεψη στην Τράπεζα της Ελλάδος, με θέμα
ακριβώς την επανάληψη του κλήρινγκ, στην οποία συμμετείχαν ο υπουργός, ο διοικητής
της ΤτΕ Νεγρεπόντης, ο γενικός διευθυντής του υπουργείου εθνικής οικονομίας και

175, Wehrmachtbefehlshaber Südost (A.O.K. 12), “Tätigkeitsbericht der Abteilung Ia für die Zeit v.
1.1.-31.1.1942”, 31/1/1942, Frame 184. Φαίνεται πως η πρωτοβουλία ανήκε στους έλληνες
εθνικοσοσιαλιστές (ΕΕΕ), αλλά την είχε υιοθετήσει και η κατοχική κυβέρνηση (ειδικά ο στρατηγός
Μπάκος), αν και μεταπολεμικά ο Τσολάκογλου προσπάθησε να παρουσιάσει την αποτυχία του
σχεδίου ως πράξη δικής του «αντίστασης», κατηγορώντας μάλιστα τον ιταλόφιλο Γκοτζαμάνη πως
εκείνος ήθελε εξ αρχής να κηρύξει η (κατεχόμενη) Ελλάδα τον πόλεμο στη Ρωσία
(Απομνημονεύματα…, σσ. 222 και 234-236). Οι προετοιμασίες για τη δημιουργία της είχαν φτάσει σε
σχετικά προχωρημένο στάδιο (κατά τον Τσολάκογλου – ο.π. σελ. 235 – είχαν ήδη βρεθεί πάνω από
2.200 εθελοντές, τουλάχιστον 2.000 των οποίων στη Β. Ελλάδα) και πιθανότατα η λεγεώνα θα είχε
δημιουργηθεί αν δεν υπήρχαν οι ιταλικές αντιδράσεις. Αρκετοί από όσους ενδεχομένως δέχονταν να
συμμετάσχουν σ’ αυτή θα εντάχθηκαν τελικά στα τάγματα ασφαλείας και τις διάφορες άλλες
οργανώσεις που «πολέμησαν τον εβραιομπολσεβικισμό» στην Ελλάδα.
258
Την ίδια περίοδο ο υπουργός ανέμενε την ιταλική οικονομική αποστολή για να
«διαπραγματευτεί» και με αυτή τα οικονομικά και νομισματικά προβλήματα της χώρας. Εφημερίδα
Εστία Αθηνών, «Το εξωτερικόν μας εμπόριον», 23/5/1941. Στην πραγματικότητα οι κατακτητές
ασφαλώς δεν άφηναν μεγάλα περιθώρια για την πραγματική διαπραγμάτευση της εκμετάλλευσης
της χώρας.
259
Εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, «Αγών Αναδημιουργίας. Δραχμή – Κλήρινγκ –
Προϋπολογισμός», 31/5/1941.

161
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

«γερμανικές οικονομικές προσωπικότητες».260 Αντίθετα με ότι θα συνέβαινε το επόμενο


διάστημα, μια επιπλέον σημαντική ανησυχία αποτελούσαν κάποια ελληνικά χρέη, ειδικά σε
ό, τι φορούσε τις εισαγωγικές ενώσεις και τις ζημιές που κάποιες από αυτές είχαν
συγκεντρώσει.261
Πέρα από την εξασφάλιση κάποιων απαραίτητων εισαγωγών (κυρίως τροφίμων),
μεγαλύτερη προτεραιότητα είχε ασφαλώς το ζήτημα του διακανονισμού της αγοράς των
βασικών εξαγωγικών προϊόντων της χώρας. Παρουσιάστηκε λοιπόν μάλλον θετικά η
απορρόφηση των ελληνικών καπνών από τη Γερμανία τον Μάιο, για την οποία φαίνεται ότι
πίεζαν και οι εκπρόσωποι της ελληνικής Καπνεμπορικής Ομοσπονδίας, που συμμετείχαν σε
σχετική σύσκεψη με αντιπροσώπους της κυβέρνησης, της Αγροτικής Τράπεζας και της
Τράπεζας της Ελλάδος και γερμανών επιτετραμμένων.262 Σύντομα, και πριν ακόμα
καθοριστούν οι λεπτομέρειες για τους όρους επανάληψης του κλήρινγκ (συμψηφιστικού
εμπορίου), κοινοποιήθηκε εγκύκλιος με την οποία οι Γερμανοί δέσμευαν τα καπνά των
σοδιών 1939 και 1940 με ειδικές πινακίδες των γερμανικών στρατιωτικών αρχών, για τα
οποία τελικά πλήρωσαν μειωμένες τιμές.263 Ωστόσο δεν μεταφέρθηκαν όλες οι ποσότητες
στη Γερμανία, ούτε πληρώθηκαν εγκαίρως, με αποτέλεσμα να υπάρχουν έντονες
διαμαρτυρίες παραγωγών, όπως εκείνη των καπνοπαραγωγών της Καρδίτσας τα
προβλήματα των οποίων έφτασαν μέχρι και τις λογοκρινόμενες κεντρικές εφημερίδες της
εποχής.264

260
Εφημερίδα Πρωία, «Επανάληψις του κλήρινγκ», 17/5/1941.
261
Η «Ένωση Εισαγωγέων Ορύζης» για παράδειγμα είχε εκκρεμείς πιστώσεις 25.000.000 δραχμών,
ενώ η αντίστοιχη για τη ζάχαρη 20.000.000. Βλ. Εφημερίδα Πρωία, «Αι ενώσεις εισαγωγέων»,
18/5/1941.
262
Εφημερίδα Πρωία Αθηνών, «Σύσκεψις δια το καπνικόν ζήτημα», 10/5/1941.
263
Εφημερίδα Πρωία Αθηνών, «Όλη η παραγωγή μας θα αγορασθεί υπό του Ράιχ», 14/5/1941. Μαζί
με τον καπνό δεσμεύτηκαν πλήθος άλλων προϊόντων για χρήση στο εσωτερικό της χώρας ή εξαγωγή.
Όπως θα δούμε στη συνέχεια οι χαμηλές αυτές των καπνών θεωρήθηκαν μεταπολεμικά από την
ελληνική κυβέρνηση ως μέρος του γερμανικού χρέους. Τελικά αναγνωρίστηκαν ως τέτοιο και από τη
γερμανική κυβέρνηση, αν και με πολύ μικρότερη αξία από εκείνη που είχαν προσδιορίσει οι
ελληνικές αρχές το 1945.
264
Σύμφωνα με το άρθρο, πολλές χιλιάδες οκάδες καπνών του 1939 παρέμεναν αδιάθετες στις
αποθήκες, την ίδια στιγμή που εμφανίζονταν έμποροι και τα ζητούσαν με τιμές κάτω του κόστους
(τιμές του 1938, που με την άνοδο του πληθωρισμού είχαν εν τω μεταξύ χάσει μεγάλο μέρος της
αξίας τους). Οι παραγωγοί ζητούσαν μέσω του τύπου την επέμβαση του κράτους. Εφημερίδα
Ακρόπολις Αθηνών, «Τα παλαιά καπνά της Καρδίτσης», 4/12/1941.

162
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

***

Το πρώτο διάστημα της κατοχής – και ειδικά μέχρι η εκτόξευση των τιμών να κάνει τις
εξαγωγές ολοένα και λιγότερο συμφέρουσες για τους ξένους εισαγωγείς (η σταθερή
ισοτιμία σήμαινε από ένα σημείο και μετά, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, πως
ακόμα και αν τα προϊόντα αυτά αγοράζονταν από τους παραγωγούς σε χαμηλές τιμές, οι
τιμές τους στο εξωτερικό θα ήταν ασύμφορες) – πλήθος ελληνικών προϊόντων εξήχθησαν
κυρίως στη Γερμανία. Στις αρχές του καλοκαιριού εξάλλου, όταν είχαν ήδη
πραγματοποιηθεί οι πρώτες μαζικές εξαγωγές αγορασμένων με νομίσματα κατοχής ή στο
πλαίσιο του κλήρινγκ ελληνικών προϊόντων, η απόπειρα που έγινε να οριστούν νέες τιμές
με τις οποίες θα πραγματοποιούνταν «όλαι αι αγοραί των αποθεμάτων της ελληνικής
βιομηχανίας ως και των παραγομένων υπ’ αυτής προϊόντων αναγκαίων είτε διά
στρατιωτικάς ανάγκας είτε διά τας ανάγκας της γερμανικής εθνικής οικονομίας» κατέληξε
σε μια αύξηση 20% σε σχέση με τις τιμές της 27ης Απριλίου, αύξηση που γρήγορα
ξεπεράστηκε και αυτή από τις εξελίξεις στο μέτωπο του πληθωρισμού.265 Σύντομα αρκετοί
έμποροι και παραγωγοί θα προσπαθούσαν να κρύψουν την παραγωγή από την επίσημη
αγορά για να τη διοχετεύσουν με τις μεγαλύτερες τιμές της μαύρης, ενώ οι επίσημες τιμές
της διατίμησης και των συμφωνιών (για όσο καιρό υπήρχαν), παρά τις συνεχείς αυξήσεις
δεν πλησίαζαν ποτέ εκείνες της «ελεύθερης» (όπως λεγόταν συχνά η μαύρη) αγοράς.
Σημείο καμπής στη λειτουργία του κλήρινγκ, κυρίως σε ό, τι αφορά τις τιμές, ήταν
η ίδρυση της DEGRIGES τον Νοέμβριο του 1942 (και η αντίστοιχη λειτουργία που ανέλαβε η
SACIG από ιταλικής πλευράς). Οι εταιρείες αυτές λειτούργησαν ως ενδιάμεσοι,
εξομαλύνοντας τις διαφορές που προέκυπταν στις τιμές των αγαθών στο εσωτερικό και το
εξωτερικό της χώρας από τις επίσημες ισοτιμίες (βλ. σχεδιάγραμμα). Η DEGRIGES (και κατ’
αναλογία και η SACIG) δεν θα είχαν καμία επιρροή στις παραγγελίες και διαπραγματεύσεις
μεταξύ των εμπόρων, οι οποίες και θα συνεχίζονταν όπως προηγουμένως. Όταν ωστόσο
γινόταν η παραγγελία ενός προϊόντος για εξαγωγή από την Ελλάδα, ο Γερμανός εισαγωγέας
θα πλήρωνε με τιμή που ανταποκρινόταν στη γερμανική αγορά, ενώ ο Έλληνας έμπορος (ή
παραγωγός) θα έδινε τη δική του τιμή, της ελληνικής αγοράς. Η συναλλαγή θα γινόταν
κανονικά μέσω του προϋπάρχοντος κλήρινγκ, ενώ η διαφορά που θα προέκυπτε από τη
σταθερή ισοτιμία του μάρκου (που δεν αντιστοιχούσε στην αγοραστική του αξία στην
Ελλάδα), θα καταβαλλόταν από την DEGRIGES στο Έλληνα εξαγωγέα. Αντίθετα, στις
εισαγωγές τη διαφορά θα έπρεπε να την καταβάλει ο Έλληνας εισαγωγέας στην DEGRIGES,
ώστε να εξομαλυνθεί η υψηλή ελληνική τιμή αγοράς με την χαμηλή τιμή πώλησης από τον

265
Εφημερίδα Πλούτος, «Αι συναλλαγαί μετά του Εξωτερικού», 2/6/1941.

163
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Γερμανό εξαγωγέα.266 Τα έσοδα της DEGRIGES από τα ποσά προσαύξησης της αξίας των
εισαγωγών καταβάλλονταν κατά τα 3/7 στην χρηματοδότηση των γερμανικών εξόδων
κατοχής στην Ελλάδα και κατά τα 4/7 θα πήγαινε στην χρηματοδότηση των εξαγωγών μέσω
της ανάληψης από την DEGRIGES της πληρωμής της διαφοράς μεταξύ της τιμής Ελλάδας και
Γερμανίας (έκπτωση προς τον Γερμανό εισαγωγέα – βλ. εικόνα 2).267
Η λειτουργία του κλήρινγκ με τον τρόπο αυτό θα εξασφάλιζε τη συνέχεια του
διμερούς εμπορίου, την ίδια στιγμή που η προσδοκώμενη εκ νέου αύξηση των ελληνικών
εξαγωγών που είχαν αρχίσει να μειώνονται από τα μέσα του 1942, θα επέτρεπε την χρήση
του μηχανισμού για τη διπλή χρηματοδότηση των γερμανικών αναγκών: εκτός από μεγάλο
μέρος των υπέρογκων κερδών των Ελλήνων εισαγωγέων που θα πήγαιναν ουσιαστικά στη
χρηματοδότηση των εξόδων κατοχής, το άνοιγμα στο εμπορικό ισοζύγιο που θα παρέμενε
απλήρωτο θα δημιουργούσε πλεόνασμα στο γερμανικό συμψηφιστικό ταμείο (Deutsche
Verrechnungskasse), στο γερμανικό δηλαδή ίδρυμα μέσω του οποίου γίνονταν ως τότε οι
πληρωμές του κλήρινγκ. Το πλεόνασμα αυτό θα χορηγούνταν ως τυπικό ή άτυπο δάνειο
από το ταμείο στη μητρική γερμανική κρατική τράπεζα, τη Reichsbank, μέσω της οποίας
χρηματοδοτούνταν και μεγάλο μέρος της γερμανικής στρατιωτικής προσπάθειας.

266
Η λειτουργία της DEGRIGES περιγράφεται στα έγγραφα των συνομιλιών σε Βερολίνο και Ρώμη, το
φθινόπωρο του 1942. Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ19, κυρίως «Γερμανοελληνική Εταιρεία Συμψηφισμού
Ε.Μ.Π.Ε. (DEGRIGES)», 30/9/1942. Ο ακριβής ορισμός των ποσοστών διάθεσης των εσόδων της
εταιρείας έγινε λίγες μέρες αργότερα. Για τις πρώτες οδηγίες προς τους Έλληνες εμπόρους βλ.
εφημερίδα Πρωία, «Νέα μέτρα δια την οικονομικήν βελτίωσιν της χώρας. Αυξάνονται αι προμήθειαι
προϊόντων εκ του Άξονος», 27/11/1942. Η Societa Anonima Commerciale Italo Greca, γνωστότερη με
τη συντομογραφία SACIG, είχε ιδρυθεί στις 7/9/1941, με ρόλο που δεν περιοριζόταν στην
διευκόλυνση του εμπορίου, αλλά μέχρι την ίδρυση της DEGRIGES λειτούργησε περίπου ως εμπορική
εταιρεία, προχωρώντας σε αγορές ελληνικών προϊόντων για την Ιταλία, ενώ χρηματοδότησε και
κάποιες εταιρείες ιταλικού ενδιαφέροντος στην κατεχόμενη Ελλάδα. Αμέσως με την ίδρυσή της
άνοιξε γραφείο στην Αθήνα (στην οδό Σταδίου 29, περίπου απέναντι από την DEGRIGES που
βρισκόταν στο μέγαρο της Τραπέζης Αθηνών), ενώ το Ιούνιο του 1942 ιδρύθηκε και δεύτερο
υποκατάστημα στο Ηράκλειο Κρήτης, για ακολουθήσει άλλο ένα στα Ιωάννινα στις 5/2/1943. ΥΔΙΑ-
ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1945: Φ35Υ4, Bericht über die Ermittlungen bei der ‚SACIG‘, Societa Anonima Commerciale
Itallo Greca“, 1/10/1943.
267
Για τα ποσοστά βλ. AA-PA, R 106155, Τηλεγράφημα αρ. 2718 του Neubacher (μέσω Altenburg),
23/11/1943.

164
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Έξοδα
Κατοχής

Reichsbank, Ελληνικό
Βερολίνο Υπουργείο
Οικονομικών

Πιστώσεις
Δάνεια
Degriges Αθηνών

Deutsche Ποσό
Προσαύξηση έκπτωσης
Λογαριασμός
Verrechnungskasse,
κλήρινγκ σε ΤτΕ
Βερολίνο εισαγωγών εξαγωγών

Γερμανοί έμποροι
Έλληνες έμποροι
Εισαγωγές
προϊόντων
και
Εξαγωγές προϊόντων υπηρεσιών
και υπηρεσιών

Εικόνα 2: Η λειτουργία του κλήρινγκ μετά την ίδρυση της DEGRIGES. Με τον ίδιο τρόπο
λειτουργούσε και το κλήρινγκ με την Ιταλία μέσω της SACIG από το φθινόπωρο του 1942. Οι
κόκκινες γραμμές αντιπροσωπεύουν τις ροές ελληνικών εξαγωγών, οι πράσινες των εισαγωγών
και οι μαύρες την αξιοποίηση των υπολοίπων των ταμείων της Degriges και του Deutsche
Verrechnungskasse.

Με τον τρόπο αυτόν λοιπόν, η Γερμανία θα εισήγαγε προϊόντα με περίπου


απεριόριστη πίστωση, και θα εξήγαγε (πέρα από κάποιες ποσότητες προϊόντων)
πληθωρισμό στην κατεχόμενη Ελλάδα, το Δημόσιο της οποίας έπρεπε να βρει τα χρήματα
να πληρώσει το ίδιο τους εξαγωγείς. Στην πραγματικότητα όμως το σύστημα δεν είχε την
επιτυχία που προβλεπόταν, αφού αρκετές εξαγωγές έγιναν εκτός κλήρινγκ με αποτέλεσμα
να εμφανίζεται τεράστιο θετικό ισοζύγιο για τη Γερμανία προς το τέλος του πολέμου, και τα

165
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

(μειωμένα και λόγω πληθωρισμού) έσοδα που διαχειριζόταν η DEGRIGES να μην φτάνουν
για να καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες, ειδικά των εξόδων κατοχής.
Η μη διενέργεια ολόκληρου το διμερούς εμπορίου μέσω του επίσημου συστήματος
κλήρινγκ, έκανε προβληματική την καταγραφή των πραγματικών ελληνικών εξαγωγών στα
επίσημα στατιστικά, τόσο της Γερμανίας, όσο και της Ελλάδας. Τα επίσημα ελληνικά
στατιστικά για παράδειγμα, δείχνουν την εξαγωγή περίπου 30.453 τόνων καπνόφυλλων στη
Γερμανία την περίοδο 1941-44, από τα οποία μόλις 654 εξήχθησαν μετά το 1942. Οι
ποσότητες είναι βεβαίως ιδιαίτερα σημαντικές αν τις συγκρίνει κανείς με τους 25.823 τόνους
που είχαν εξαχθεί στη Γερμανία το ειρηνικό έτος 1938.268 Ωστόσο φαίνεται ότι δεν
περιλαμβάνουν παρά περίπου το 25,5% των πραγματικών ποσοτήτων που κατέληξαν σε
γερμανικά χέρια, τα οποία συνολικά ανέρχονταν σε περίπου 119.200 τόνους.269

Γερμανικές εκτιμήσεις για τις γερμανικές εισαγωγές από, και εξαγωγές προς την
Ελλάδα, 1940-1944 (σε εκατ. RM)
Γερμανικό (-) ή Γερμανικό (-) ή Ισοζύγιο
Επίσημες Επίσημες
Έτος ελληνικό (+) ελληνικό (+) εισαγωγών -
εισαγωγές εξαγωγές
χρέος α) χρέος β) εξαγωγών γ)*
1940 90,3 63,3 -27,0 -5,9 0
1941 81,2 10,5 -70,7 -59,1 -9
1942 130,0 58,6 -71,4 -65,5 -835
1943 103,5 75,6 -27,9 +69,3 -1.245
1944 25,0 71,0 +46,0 +261,9 -919
Πίνακας 3.5: Πηγές: Για τις πρώτες 3 στήλες εισαγωγών/εξαγωγών και χρέους: Vonyó, Tamás: Post-
War Reconstruction and the Economic Miracle: The Dynamics of West German Economic Growth
during the 1950s and 1960s, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Univestity of Oxford, 2010, σελ.
196 (πίνακας 5.1) και για την προτελευταία (χρέος β): Boelke, Willi A.: Die Kosten von Hitlers Krieg.
Kriegsfinanzierung und finanzielles Kriegserbe in Deutschland 1933 -1948, Ferdinand Schöningh,
Paderborn 1985, σελ. 111. Τα στοιχεία της τελευταίας στήλης (ισοζύγιο εισαγωγών – εξαγωγών γ))
προέρχονται από: Scherner, Jonas: Der deutsche Importboom während des Zweiten Weltkriegs:
Neue Ergebnisse zur Struktur der Ausbeutung des besetzten Europas auf der Grundlage einer
Neuschätzung der deutschen Handelsbilanz“, Historische Zeitschrift, 294 (2012), 1, σελ. 112.
Ενδεχομένως τα στοιχεία του Boelke να μην περιλαμβάνουν το σύνολο του 1944, αφού σε
ελληνικές πηγές (Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος: 1928-1978, ΤτΕ-ΙΕΤΑ,
Αθήνα, 1978, σελ. 199-201) το τελευταίο παθητικό (από ελληνικής πλευράς) εμφανίζεται ως
264.194.981RM (βλ. και πίνακα 3.7).
* Η τελευταία στήλη προέρχεται από σύγκριση των επίσημων εισαγωγών με τις (πρόσφατες και
ανεπίσημες) εκτιμήσεις του Scherner για τις ελληνικές εξαγωγές που πληρώθηκαν μέσω κλήρινγκ
και άλλων πηγών (κυρίως έξοδα κατοχής) και δεν αφορά ακριβώς το πραγματικό υπόλοιπο του
κλήρινγκ, ούτε είναι επαρκώς αποπληθωρισμένη.

268
Στοιχεία από τους πίνακες των Μηνιαίων Δελτίων του Ειδικού Εμπορίου της Ελλάδος μετά των
Ξένων Επικρατειών της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, 1939 και 1941-1944.
269
Μαγκριώτης, Δημήτριος Ι.: Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής, 1941-1944, Φόρμιγξ,
Αθήνα, 1996 [1949], σελ. 43. Δεν είναι βέβαιο σε τι ποσοστό εξήχθησαν τα αγαθά που κατέληξαν σε
γερμανικά χέρια, αν και πολλά από αυτά πράγματι μεταφέρθηκαν εκτός Ελλάδας.

166
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ενδεικτική είναι η σύγκριση των διαφορετικών ποσών που προκύπτουν από


γερμανικά στοιχεία (πίνακας 3.5), τόσο μεταξύ τους, όσο και με τα στοιχεία της ειδικής
επιτροπής της ελληνικής κυβέρνησης που συστήθηκε το 1945 (πίνακας 3.7).270 Σύμφωνα
λοιπόν με τα δημόσια επίσημα γερμανικά στοιχεία (εκείνα της στήλης «γερμανικό ή
ελληνικό χρέος β» του πίνακα 3.5) το ελληνογερμανικό κλήρινγκ εμφανίζεται να
μετατρέπεται από παθητικό (για τη Γερμανία) σε ενεργητικό το 1943, όταν δηλαδή
δημιουργήθηκε η DEGRIGES και αναπροσαρμόστηκαν οι τιμές. Το τελικό ελληνικό χρέος, με
βάση πάντα τα επίσημα γερμανικά νούμερα, εμφανίζεται να ξεπερνά τα 260 εκατομμύρια
RM το 1944, ή περίπου 207 εκατομμύρια για τα έτη 1941-44), ποσό ιδιαίτερα μεγάλο και
από τα μεγαλύτερα σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη.
Το αποτέλεσμα των αυξημένων τιμών στις εισαγωγές, κυρίως από το 1943 και
μετά, και ο περιορισμός των εξαγωγών προς το τέλος της κατοχής φαίνεται πως είχαν
πράγματι κάποια επίπτωση στο ισοζύγιο, αλλά, σ τα ανεπίσημα (εσωτερικής χρήσης)
Γερμανικά στατιστικά των πρώτων στηλών του άνω πίνακα, φαίνεται πως η επίπτωση αυτή
ήταν μικρότερη. Σύμφωνα με αυτά τα μυστικά στατιστικά («γερμανικό ή ελληνικό χρέος α»
στον πίνακα), το 1943 εξακολουθούσε να είναι έτος γερμανικού παθητικού και μόνο το
1944 γύρισε το ισοζύγιο σε θετικό για τη Γερμανία κατά 46 εκατομμύρια RM. Τα στοιχεία
αυτά εμφανίζουν συνολικά για την περίοδο 1941-44 γερμανικό χρέος (δηλαδή έμμεση
χρηματοδότηση της κατοχής) ύψους περίπου 124 εκατομμυρίων RM.
Η ανασφάλεια των στατιστικών της περιόδου, αποτέλεσμα τόσο της εσκεμμένης
πρακτικής της Γερμανίας να αποκρύπτει στοιχεία από τις επίσημες στατιστικές της, όσο και
του ελληνικού πληθωρισμού που περιέπλεκε τους υπολογισμούς της αξίας των
εμπορευμάτων, επιτείνεται ακόμα περισσότερο και από ένα τρίτο σετ (δεξιότερη στήλη),
προερχόμενο απόπρόσφατες εκτιμήσεις με βάση διάφορα γερμανικά στατιστικά, τα οποία
δείχνουν πως οι πραγματικές γερμανικές εισαγωγές από όλη την Ευρώπη ήταν σημαντικά
μεγαλύτερες από εκείνες που παρουσίαζαν οι επίσημες γερμανικές εκθέσεις. Η αλλαγή των
κανονισμών σχετικά με τη στατιστική καταγραφή των στοιχείων το 1939-40 είχε ως
αποτέλεσμα να εξαιρεθούν από τα επίσημα στοιχεία πολλές εισαγωγές που σχετίζονταν
άμεσα ή ακόμα και έμμεσα (ως ένα βαθμό) με την πολεμική παραγωγή. Σύμφωνα με τις

270
Η επιτροπή ιδρύθηκε με την απόφαση 69884/17-4-1945 και το πόρισμά της εκδόθηκε στην
έκθεση του διοικητή της ΤτΕ για τα έτη 1941 και 44-46. Βρίσκεται επίσης στο: [ΤτΕ]: Τα Πρώτα
Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος: 1928-1978, ΤτΕ-ΙΕΤΑ, Αθήνα, 1978, σσ. 200-201
(περιληπτικότερα και στο: Μαγκριώτης, Δημήτριος Ι.: Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής…,
σσ. 55-56.

167
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εκτιμήσεις αυτές, οι γερμανικές εισαγωγές από την Ελλάδα εμφανίζονται να εκτοξεύονται


(σε σχέση με τα επίσημα στατιστικά όπως αυτά φαίνονται στον προηγούμενο πίνακα) σε
965 εκατομμύρια το 1942, 1.349 εκατομμύρια το 1943 και 944 εκατομμύρια RM το 1944. Τα
στοιχεία αυτά δεν αφορούν μόνο το υπόλοιπο του κλήρινγκ αλλά και αγαθά που
πληρώθηκαν με RKKS, δραχμές ή άλλα μέσα και εξήχθησαν στο Ράιχ. Οι συγκεκριμένοι
αριθμοί όμως είναι αυξημένοι κατά περίπου 10 φορές σε σχέση με εκείνους των επίσημων
στατιστικών (η μεγαλύτερη αύξηση που παρατηρείται στους υπολογισμούς του Scherner
για τις κατεχόμενες χώρες) και αν αλήθευαν θα σήμαιναν ότι οι ελληνικές εξαγωγές της
περιόδου έφτασαν τα περίπου 3,35 δισεκατομμύρια RM. Αν συνδυάσουμε τα νέα αυτά
στοιχεία των εξαγωγών προς τη Γερμανία με εκείνα των επίσημων εισαγωγών από αυτή
όπως φαίνονται παραπάνω (ο Scherner αποδέχεται τα νούμερα αυτά), τότε καταλήγουμε
σε ένα αρνητικό για τη Γερμανία ισοζύγιο που κορυφώθηκε στα 1.245 εκατομμύρια το 1943
και συνολικά για την περίοδο 1941-44 θα ανερχόταν σε περίπου 3,01 δισεκατομμύρια RM.
Η εκτόξευση όμως του ποσού αυτού ξεκινά με την μεγάλη άνοδο του
πληθωρισμού το 1942 και όχι με τις πρώτες μεγάλες ελληνικές εξαγωγές το 1941. Επιπλέον
είναι τόσο μεγάλο που θα απορροφούσε το σύνολο του ελληνικού ΑΕΠ της κατοχικής
περιόδου. Ακόμα και αν λάβουμε υπόψη πως μέρος των εξαγωγών θα αφορούσε
αποθηκευμένη παραγωγή προηγούμενων ετών, το νούμερο (για το οποίο και ο ίδιος ο
Scherner διατηρεί πολλές επιφυλάξεις) είναι ασφαλώς μη ρεαλιστικό και φαίνεται να
αντικατοπτρίζει περισσότερο την άνοδο του πληθωρισμού παρά την πραγματική αξία των
ελληνικών εξαγωγών.271 Εκτός αυτού δεν είναι βέβαιο σε ποιο ποσοστό τα αγαθά αυτά

271
Εκτός της εσκεμμένης απόκρυψης στοιχείων από τις γερμανικές αρχές, επιπλέον πρόβλημα ήταν
πως ο χαρακτηρισμός των αγαθών ως στρατιωτικών δεν ήταν ίδιος για όλες τις γερμανικές
υπηρεσίες, ενώ και ο έλεγχος των τελωνειακών αρχών σε περίοδο πολέμου είχε περιοριστεί σε ό, τι
αφορά τα πολεμικά αγαθά. Τα προβλήματα αυτά ασφαλώς επηρέαζαν κυρίως τις εισαγωγές στη
Γερμανία. Ακόμα και ρουμανικά καύσιμα ή τρόφιμα από τα Βαλκάνια και το ανατολικό μέτωπο δεν
αναφέρονταν στις επίσημες στατιστικές εφόσον χαρακτηρίζονταν ως προοριζόμενα για τη
Wehrmacht. Κάποιες νέες αλλαγές στους κανονισμούς κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλοιώνουν
ακόμα περισσότερο την εικόνα των επίσημων στατιστικών. Όπως δείχνουν λοιπόν τα καινούργια
στοιχεία οι εισαγωγές από την κατεχόμενη Ευρώπη ήταν αρκετά μεγαλύτερες και συνεχίστηκαν σε
ολόκληρη την περίοδο του πολέμου, αν και ο ακριβής προσδιορισμός τους εξακολουθεί να είναι
δύσκολος. Βλ. Scherner, Jonas: Der deutsche Importboom während des Zweiten Weltkriegs: Neue
Ergebnisse zur Struktur der Ausbeutung des besetzten Europas auf der Grundlage einer Neuschätzung
der deutschen Handelsbilanz“, Historische Zeitschrift, 294 (2012), 1, σσ. 79-113. Παραδεχόμενος το
πρόβλημα με τις ανεπαρκώς αποπληθωρισμένες εκτιμήσεις για την Ελλάδα ο Scherner δεν λαμβάνει

168
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

είχαν πληρωθεί μέσω νομισμάτων κατοχής, εξόδων κατοχής κλπ και σε ποιόν αποτελούν
προϊόν χαρακτηρισμού πολεμικής λείας και απλήρωτο υπόλοιπο κλήρινγκ.
Από την άλλη, αν πιστέψουμε τους επίσης προβληματικούς επίσημους πίνακες
της ελληνικής στατιστικής υπηρεσίας της περιόδου, η ανατροπή των δεδομένων
εμφανίζεται πιο γρήγορα από ότι στις επίσημες γερμανικές στατιστικές, αφού ήδη το 1942
είναι έτος στο οποίο η αξία των ελληνικών εισαγωγών ξεπερνά εκείνη των εξαγωγών
(αρνητικοί για τη Γερμανία εμφανίζονται και οι πρώτοι μήνες του 1941). Οι αναφορές σε
πληθωριστικές δραχμές δεν βοηθούν όμως στον προσδιορισμό της πραγματικής αξίας των
εισαγωγών και εξαγωγών. Μια προσπάθεια να βελτιωθεί η κατάσταση με την μετατροπή
των μηνιαίων ποσών που αναφέρει η στατιστική υπηρεσία σε χρυσές λίρες (με βάση τη
μέση μηνιαία ισοτιμία), δείχνει μια λίγο διαφορετική κατάσταση. Σύμφωνα λοιπόν με τη
μέθοδο αυτή, οι εξαγωγές εμφανίζονται να υπερισχύουν σημαντικά των εισαγωγών μέχρι
τα μέσα του 1942. Έκτοτε η αξία των εισαγωγών είναι μεγαλύτερη, αλλά η συνολική μείωση
του εμπορίου, όπως τουλάχιστον αυτό παρουσιάζεται στους ελλίπεις πίνακες της
στατιστικής υπηρεσίας, μειώνει την αξία της διαφοράς, έτσι ώστε αν υπολογίσει κανείς το
ισοζύγιο ολόκληρης της περιόδου 1941-44 να εξακολουθεί να βγαίνει αρνητικό για τη
Γερμανία κατά περίπου 89.623 χρυσές λίρες, ή, με την επίσημη ισοτιμία, σχεδόν 1,83
εκατομμύρια RM. Η μεγάλη διαφορά που εμφανίζεται στη δραχμική αξία των εισαγωγών
και των εξαγωγών ειδικά το 1944 είναι πλασματική, καθόσον ένα μικρό μέρος των
εισαγωγών έγινε στο τέλος της κατοχής (ή κατά τα επίσημα στοιχεία ακόμα και μετά από
αυτό), όταν οι εξαγωγές φέρονται να είχαν σταματήσει και οι δραχμές ήταν ουσιαστικά
χωρίς αξία. Επίσης φανερή από τα στατιστικά είναι πως η αφύσικα χαμηλή ισοτιμία του
μάρκου επηρέασε το εμφανιζόμενο πλεόνασμα των εξαγωγών προς τη Γερμανία το 1944,
αν και ο όγκος (τόνοι) των εισαγωγών από τη Γερμανία είναι περίπου το 162% εκείνου των
εξαγωγών.272

υπόψη τα στοιχεία αυτά σε άλλο άρθρο στο οποίο προσπαθεί (μεταξύ άλλων) να εκτιμήσει την αξία
όσων παρήχθησαν στις κατακτημένες χώρες προς όφελος της γερμανικής πολεμικής προσπάθειας
(Βλ. Scherner, Jonas: “Europas Beitrag zu Hitlers Krieg. Die Verlagerung von Industrieaufträgen der
Wehrmacht in die besetzten Gebiete und ihre Bedeutung für die deutsche Rüstung im Zweiten
Weltkrieg“, στο: Buchheim, Christoph & Boldorf, Marcel (Hrsg.): Europäische Volkswirtschaften unter
deutscher Hegemonie. 1938–1945. Schriften des Historischen Kollegs, Bd. 77. Oldenbourg Verlag,
München 2012, σσ. 69-92).
272
Κάποια περισσότερα στοιχεία για το εμπόριο θα δούμε και σε επόμενο κεφάλαιο. Εκτός από την
ισοτιμία RM/δραχμής σημαντικό ρόλο στη διαφορά βάρους και αξίας των εμπορευμάτων παίζει και

169
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εισαγωγές Εξαγωγές
Αξία (χιλ. Αξία (χρυσές Αξία (σε χιλ. Αξία (χρυσές
Έτος Τόνοι Τόνοι
Δρχ.) λίρες) Δρχ.) λίρες)
1941 32.726 544.199 151.926 42.495 1.824.596 241.323
1942 104.347 5.313.485 40.919 64.366 4.101.626 59.865
1943 151.461 12.911.596 40.355 34.215 5.655.127 22.294
1944 39.418 1.654.454.827 716 30.204 9.093.056 57
Πίνακας 3.6: Εισαγωγές από και εξαγωγές προς τη Γερμανία από την κατεχόμενη Ελλάδα, 1941-44
σύμφωνα με τα επίσημα ελληνικά στοιχεία της περιόδου. Στοιχεία (για τις στήλες των τόνων και
των δραχμών) από τα Μηνιαία Δελτία του Ειδικού Εμπορίου της Ελλάδος μετά των Ξένων
Επικρατειών της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, των ετών 1941-1944. Ο υπολογισμός
σε χρυσές λίρες έγινε με βάση τη στήλη της αξίας σε δραχμές και τη μέση μηνιαία τιμή της χρυσής
λίρας. Λόγω της de facto προσάρτησης του μεγαλύτερου τμήματος της Ανατολικής Μακεδονίας
και της Δυτικής Θράκης στη Βουλγαρία, οι κρατικές υπηρεσίες της εποχής δεν είχαν πρόσβαση
στις περιοχές εκείνες και κατά συνέπεια δεν τις περιλαμβάνουν συνήθως στα στατιστικά τους.
Σχεδόν το 82% των εισαγωγών και το 35,5% των εξαγωγών του 1941 έγιναν κατά το πρώτο
(προκατοχικό) τρίμηνο του έτους. Τα ποσά (ειδικά εκείνα του 1944) δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως
την πραγματικότητα.

Ωστόσο τα στατιστικά αυτά φαίνεται τελικά ότι δεν υπολογίζουν το


σημαντικότερο ποσοστό του διμερούς εμπορίου αφού η αξία που αντιπροσωπεύουν δεν
είναι παρά ένα μικρό μέρος ακόμα και εκείνης των επίσημων γερμανικών στοιχείων.273
Επιπλέον, είναι βέβαιο ότι ο συγκριμένος υπολογισμός υποτιμά την πραγματική αξία των
προϊόντων που αναφέρονται στα ελληνικά στατιστικά στοιχεία (κυρίως λόγω της
υπερτιμημένης χρυσής λίρας), αλλά προπαντός υποτιμά τις συνέπειες του πληθωρισμού:
λόγω της σταθερής αξίας του μάρκου για μεγάλο διάστημα της κατοχής, και της ταχύτερης
ανόδου του πληθωρισμού, η λογιστική αξία των εμπορευμάτων ήταν πολύ διαφορετική. Αν
για παράδειγμα υπολογίσουμε τα ποσά του ελληνικού πίνακα με βάση τις επίσημες
ισοτιμίες του μάρκου (46 δραχμές μέχρι το Απρίλιο, 50 μέχρι και τον Ιούνιου και 60 μέχρι
και το μεγαλύτερο διάστημα του 1942), τότε η θεωρητική αξία των εξαγωγών σε RM
αυξάνεται κατά περίπου 6,5 φορές το 1941 και ακόμα περισσότερο για το 1942. Από την
άλλη, πολλά από τα προϊόντα αυτά αποκτήθηκαν με τιμές κατώτερες από εκείνες της

το είδος των εμπορευμάτων. Μεγάλο μέρος του όγκου (σε τόνους) των εισαγωγών για παράδειγμα
αποτελεί ο σχετικά φθηνός αλλά ογκώδης άνθρακας. Από την άλλη βέβαια τα εισαγόμενα ήδη
πολυτελείας ήταν ιδιαίτερα ελαφρά.
273
Με βάση τον μόνο δυνατό υπολογισμό που μας επιτρέπουν τα στοιχεία, εκείνον τις μετατροπής
το μηνιαίων ποσών σε λίρες και RM, το ποσό των εισαγωγών είναι 6,6 εκατομμύρια RM ή μόλις το
2% των 340 που εμφανίζονται στα επίσημα γερμανικά στοιχεία. Ο υπολογισμός αυτός μάλλον
υποτιμά την αξία των επίσημα καταγεγραμμένων εισαγωγών, αλλά είναι σαφές πως τα επίσημα
ελληνικά στοιχεία υπολείπονται σημαντικά της πραγματικότητας, τόσο σε ότι αφορά τις εξαγωγές,
όσο και τις εισαγωγές.

170
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αγοράς, γεγονός που δεν μας επιτρέπει να βασιστούμε στη μέθοδο αυτή για τον
υπολογισμό της πραγματικής αξίας των ελληνικών εξαγωγών. Παρά τη μεγάλη διαφορά στα
ποσά που προκύπτουν από τους ελληνικούς πίνακες ανάλογα με τη διαφορετική μέθοδο
υπολογισμού της αξίας τους, δεν φαίνεται αυτά να φτάνουν τα μεγαλύτερα ποσά που
αναφέρουν οι (ανεπαρκείς) επίσημες γερμανικές στατιστικές, αποδεικνύοντας έτσι, ότι στα
ποσά της ελληνικής στατιστικής υπηρεσίας δεν περιέχεται παρά μέρος μόνο των
πραγματικών ελληνικών εξαγωγών. Ο προβληματικός τους χαρακτήρας γίνεται ακόμα
ορατότερος στα ποσά που αναφέρονται για το 1944. Αν υπολογίσει κανείς το λόγο της
αξίας (σε χρυσές λίρες) προς τους τόνους εμπορευμάτων, θα τον δει να πέφτει τόσο πολύ
που κάνει τα συγκεκριμένα στατιστικά εξόχως αναξιόπιστα, ειδικά για το 1944.274
Ούτε όμως οι μυστικοί γερμανικοί πίνακες είναι αντιπροσωπευτικοί της
πραγματικότητας, αφού περιείχαν τα αποτελέσματα των δυσμενών για την Ελλάδα (ή τις
άλλες κατεχόμενες χώρες) αποφάσεων που ευνοούσαν το θετικότερο προς το Ράιχ
εμπορικό ισοζύγιο. Το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών εξαγωγών των δύο πρώτων ετών
αφορούσε τα ελληνικά καπνά (αξίας κατά την εξαγωγή 104.414.956 RM, από τα
188.893.933 RM των εξαγωγών της περιόδου Μαΐου 1941 – Αυγούστου 1942), τα
περισσότερα από τα οποία αγοράστηκαν σε σχεδόν εξευτελιστικές τιμές.275 Εξάλλου, ακόμα
274
Ο λόγος αυτός είναι περίπου 4,6 λίρες ο τόνος εισαγωγών και 5,7 ο τόνος εξαγωγών για το 1941,
αριθμός που μειώνεται σημαντικά τα επόμενα δύο έτη (0,4 και 0,9 για το 1942 και 0,3 και 0,7 για το
1943 αντίστοιχα) και σχεδόν μηδενίζεται το 1944 (0,02 και 0,002 αντίστοιχα). Θα μπορούσε να
υποθέσει κανείς ότι η σταθερή ισοτιμία και χαμηλές τιμές απόκτησης κάποιων αγαθών (όπως τα
καπνά) θα μπορούσαν να εξηγούν μια κάποια πτώση του λόγου αυτού, αλλά η συνεχής μείωση και η
ουσιαστική εκμηδένισή του στο τέλος της κατοχής δείχνουν πως υπάρχει και άλλη αιτία. Η
πιθανότερη ίσως εξήγηση είναι πως τα ποσά καταγράφονταν ανεπαρκώς και καθυστερημένα από τη
στατιστική υπηρεσία, με αποτέλεσμα στο συγκεκριμένο υπολογισμό να βγαίνουν υπερβολικά
χαμηλά αφού υπολογίζονται με την υψηλότερη ισοτιμία των επόμενων μηνών. Ο υπολογισμός
ωστόσο αυτός, όσο προβληματικός και αν είναι, δείχνει πως η επίσημη αξία των εξαγωγών ανά τόνο
ίσως ήταν μεγαλύτερη από εκείνη των εισαγωγών κατά τα έτη 1942-43. Σε ποιο βαθμό αυτό μπορεί
να οφείλεται στον προβληματικό χαρακτήρα των συγκεκριμένων στατιστικών, στο διαφορετικό είδος
των εμπορευμάτων ή στην χαμηλή ισοτιμία του RM δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί χωρίς
εξειδικευμένη έρευνα του διμερούς εμπορίου της εποχής.
275
Τα καπνά του 1939 αγοράστηκαν με μέση τιμή 44 δραχμές την οκά, εκείνα του 1940 65 δραχμές
και τέλος εκείνα του 1941 (που ήταν όμως μόνο 2.500 τόνοι από τους συνολικά 95.500 των
εξαχθέντων στη Γερμανία καπνών) προς 600-700 δραχμές. Χαμηλή τιμή είχε και το αξίας 15.807.882
RM ελαιόλαδο που εξήχθη την ίδια περίοδο στη Γερμανία. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ19, Ο Υπουργός των
Οικονομικών, «Σημείωμα επί της κινήσεως του Ελληνο-γερμανικού Κλήρινγκ», Βερολίνο, 29/9/1942.

171
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

και οι ίδιες οι γερμανικές υπηρεσίες δεν φαίνεται να υπολογίζουν πάντα τις εισαγωγές στη
χώρα τους με τον ίδιο τρόπο.
Αντίθετη είναι η εικόνα που παρουσιάζεται κατά τον υπολογισμό της ελληνικής
ειδικής επιτροπής που συστήθηκε το 1945 για να εξετάσει το ζήτημα του γερμανικού
χρέους του λογαριασμού συμψηφισμού: όχι μόνο δεν υπήρχε ελληνικό χρέος το 1944, αλλά
το γερμανικό χρέος που άφησε η Γερμανία κατά την απελευθέρωση μέσω του κλήρινγκ
ανερχόταν σε σχεδόν 930 εκατομμύρια RM.

Κλήρινγκ Γερμανίας (RM)


(i) Υπόλοιπο 31/12/1940 5.569.627
(ii) Εξαγωγές 1/1/41-31/12/44
α) για κάλυψη εξαγωγών 255.118.146
β) για διακανονισμό οικονομικών αναγκών 112.048.557
γ) 3/7 αξίας εισαχθέντων γερμανικών εμπορευμάτων, κατά
τη συμφωνία 17/11/42 27.000.000
(iii) Εισαγωγές 1/1/41-31/12/44
α) για διακανονισμό εισαγωγών 564.100.140
β) για διακανονισμό οικονομικών αναγκών 67.901.726
γ) για διακανονισμό εισαχθέντος Χρυσού 31.929.445
(iv) Υπόλοιπο -264.194.981
(v)Επιπλέον σύμφωνα με υπολογισμούς ελληνικής ειδικής
επιτροπής:

α) Εισαγωγές που βάση πληροφοριών αναλώθηκαν από


Γερμ. Αρχές: 246.098.724, μείον 27 εκατ. που κατατέθηκαν
από Γερμ. Αρχές για το σκοπό αυτό: 219.098.724

β) Εμβάσματα ΕΛΛΑΤΟΥΡΚ για τα οποία δεν έγινε εισαγωγή 48.178.349


γ) Εμβάσματα για κάλυψη αξίας χρυσού 31.929.445
δ) Προσαρμογή τιμών εξαγωγών στο επίπεδο των
εισαγωγών γερμανικών εμπορευμάτων (αύξηση 300%),
διαφορά 255.118.146: 374.358.554

ε) Αξία εξαχθέντων καπνών εκτός κλήρινγκ, υπολογισμένες


σε προπολεμικές τιμές αυξημένες κατά 300%: 124.521.700
στ) Κατασχεθέντα εμπορεύματα Ελλ. Γραφείου
Ανεφοδιασμού, ευρισκόμενα σε αποθήκες Τελωνείου 38.480.000

Η υποχρεωτική εξαγωγή στη Γερμανία πολλών προϊόντων με προπολεμικές τιμές μείωσε τεχνητά την
πραγματική αξία των ελληνικών εξαγωγών, ειδικά το 1941. Παρά την χαμηλή επίσημη ισοτιμία του
μάρκου, η τιμή κάποιων από τα εισαγόμενα προϊόντα αυξήθηκε σημαντικά. Η ίδια πηγή αναφέρει
για παράδειγμα την αύξηση της τιμής της ζάχαρης κατά 600%, των φαρμάκων και χρωμάτων κατά
150-200% και των γαιανθράκων κατά περίπου 360%.

172
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πειραιά και Γενικών Αποθηκών, υπολογισμένα σε


προπολεμικές τιμές αυξημένες κατά 300%:
ζ) Εξαγωγές στρατιωτικών αρχών χωρίς διατυπώσεις.
Ελλείψει στοιχείων υπολογίζονται προπολεμικές τιμές των
εμπορευμάτων που αναφέρονται στην ειδική έκθεση
επιθεωρητή Μακρυνικόλα προς το υπουργείο Οικονομικών
(υπ. αρ. 47/14-4-45), αυξημένες κατά 300%: 356.956.600
(vi) Σύνολο (κατά την ειδική επιτροπή) 1.193.523.372
(vii) Νέο υπόλοιπο (μετά από αφαίρεση των
264.194.981RM) 929.328.391
Πίνακας 3.7: [ΤτΕ]: Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος: 1928-1978, ΤτΕ-ΙΕΤΑ,
Αθήνα, 1978, σελ. 200-201.

Το επίσημο ισοζύγιο σύμφωνα με τα κατοχικά στοιχεία είναι εκείνο που


εμφανίζεται στις γραμμές (i)-(iv) του παραπάνω πίνακα. Σε αυτό είναι βέβαιο ότι θα έπρεπε
να προστεθούν κάποια σημαντικά ποσά για αγαθά που εξήχθησαν παράτυπα εκτός του
κλήρινγκ, για εισαγωγές που ενώ χρεώθηκαν στον ελληνικό λογαριασμό στην
πραγματικότητα προορίζονταν – και καταναλώθηκαν – από τις ίδιες τις δυνάμεις κατοχής
στην Ελλάδα, καθώς και για τις μειωμένες τιμές με τις οποίες αποκτήθηκαν και εξήχθησαν
κάποια από τα ελληνικά προϊόντα (κατηγορία (v) του πίνακα).276
Στην πραγματικότητα ο πίνακας αυτός, φτιαγμένος πιθανότατα υπό το πρίσμα της
αναμενόμενης διεκδίκησης αποζημιώσεων από τη Γερμανία, ίσως να περιέχει λίγο
αυξημένα ποσά σε κάποιες τουλάχιστον κατηγορίες. Επιπλέον θα ήταν σωστότερο, μαζί με

276
Ένα μικρότερο ζήτημα αποτελεί η αφαίρεση των σχεδόν 32 εκατομμυρίων που χρεώθηκε ο
ελληνικός λογαριασμός για τα χρυσά νομίσματα που ρίχθηκαν στην Ελλάδα για τη στήριξη της
δραχμής και κάποιες απευθείας πληρωμές γερμανικών αναγκών (βλ. αναλυτικότερα παρακάτω). Το
ποσό της επιχείρησης χρυσού του Neubacher ανερχόταν με την επίσημη γερμανική ισοτιμία σε
περίπου 24 εκατομμύρια RM, και όπως παραδέχεται ο ίδιος ο γερμανός επίτροπος στο ποσό των
31.977.000 μάρκων που χρεώθηκε στο κλήρινγκ έχει συμπεριληφθεί και ένα μάλλον υπερβολικό
ποσό 6.480.000 μάρκων για τα νομίσματα που σύμφωνα με τον Hahn πήγαν στο αντίστοιχο
πρόγραμμα για την Αλβανία (όπως θα δούμε υπάρχει μια ασάφεια ως προς το ποσό αυτό), χρέωση
που έγινε μάλιστα χωρίς να ενημερωθεί η ελληνική κυβέρνηση κατοχής για το γεγονός. AA-PA, R
27320, “Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen unter der Besetzung 1941-
1944”, von Direktor b. d. Reichsbank P. Hahn, σσ. 62-63 (για το πρόγραμμα χρυσών νομισμάτων,
αλλά και το πρόβλημα του εν λόγω ποσού βλ. αναλυτικότερα παρακάτω). Από το ποσό αυτό θα
έπρεπε να αφαιρεθεί το (άγνωστο) τμήμα που δεν αφορά την Αλβανία και δεν προέρχεται από τις
περιουσίες των ελλήνων Εβραίων, αφού, αν πρόκειται πράγματι για εισαγωγή χρυσών νομισμάτων
από το εξωτερικό, τότε μάλλον ορθώς συμπεριλαμβάνεται στο ελληνικό χρέος. Ωστόσο η έρευνα δεν
μπορεί προς το παρόν να καταλήξει σε κάτι περισσότερο για το ποσό αυτό.

173
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τις αυξήσεις 300% των εξαγωγών λόγω των μειωμένων τιμών, να περιληφθεί και κάποια
αντίστοιχη αύξηση στις τιμές των εισαγωγών του 1942, οι οποίες γίνονταν με τεχνητά
χαμηλές τιμές. Από την άλλη όμως, η έλλειψη στοιχείων που παραδέχεται και η επιτροπή
αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να υπήρχαν και αρκετές παράτυπες εξαγωγές που θα
μπορούσαν να ανεβάσουν το ποσό, για τις οποίες όμως δεν βρέθηκαν στοιχεία.
Με λίγα λόγια δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι κατακτητές προσπάθησαν να
εκμεταλλευτούν και το κλήρινγκ για να εξασφαλίσουν με ευνοϊκούς όρους όσα
περισσότερα αγαθά μπορούσαν από την ελληνική οικονομία. Ακόμα λοιπόν και αν τα
στοιχεία του ελληνικού πίνακα περιέχουν ένα ποσοστό εσκεμμένου πληθωρισμού των
αριθμών (χρειάζεται εξειδικευμένη εκτεταμένη έρευνα για το αν και σε ποιο βαθμό κάτι
τέτοιο μπορεί να ισχύει), πρέπει να βρίσκεται αρκετά πλησιέστερα στην πραγματικότητα
από τους αριθμούς των προαναφερθέντων γερμανικών πινάκων. Εξάλλου, όπως είδαμε
παραπάνω, κάποια από τα άλλα ανεπαρκή στοιχεία που εμφανίζονται στις πηγές δίνουν
μεγαλύτερο γερμανικό χρέος. Επιπλέον μεταπολεμικά η ίδια η Γερμανία, αν και
προσπάθησε συστηματικά να αποφύγει το ζήτημα των κατοχικών χρεών, παραδέχθηκε
μέρος τουλάχιστον του κρυφού χρέους του κλήρινγκ, πληρώνοντας έστω και με σημαντική
καθυστέρηση μια αρκετά μικρή αποζημίωση 4.800.000 μεταπολεμικών μάρκων για τα
καπνά, αν και η ελληνική επιτροπή του 1945 είχε υπολογίσει το κόστος τους σε 124.521.700
(προπολεμικά) μάρκα.277
Η προσπάθεια εκμετάλλευσης του κλήρινγκ για την αρπαγή των ελληνικών
προϊόντων, δεν ήταν βέβαια κάτι το μοναδικό. Σύμφωνα με μια έκθεση της 10ης Ιουλίου
1944 των κεντρικών του Γερμανικού Πιστωτικού Ταμείου (RKK), η Γερμανία είχε ήδη
συγκεντρώσει μέσω του κλήρινγκ ως τα τέλη Ιουνίου σημαντικά αυξημένα χρέη σε σχέση με
το προηγούμενο έτος, ύψους περίπου 29 δισεκατομμυρίων RM στις κατεχόμενες και
ουδέτερες χώρες. Από αυτά σχεδόν τα μισά οφείλονταν στις ισχυρές κατεχόμενες
οικονομίες της Γαλλίας, του Βελγίου και της Δανίας και άλλα 4,5 σε ουδέτερες, φιλικές και
συμμαχικές (του Άξονα) χώρες. Από τα αγαθά αξίας περίπου 90 με 100 δισεκατομμυρίων
277
Μαγκλιβέρας, Κωνσταντίνος Δ.: Το Ζήτημα των Πολεμικών Επανορθώσεων για τις Λεηλασίες κατά
την Ναζιστική Κατοχή της Ελλάδος: η Περίπτωση του Νομισματικού Χρυσού των Εβραίων, Κεντρικό
Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος, Αθήνα, 2009, σελ. 65. Μεταπολεμικά η ανταλλαγή RM (Reichsmark)
με DM (Deutsche Mark) έγινε με αναλογία 1 προς 1 για μισθούς και ενοίκια, με αναλογία 10 προς 1
για τα υπόλοιπα ποσά (χρέη κλπ) και 10 προς 0,65 για τους μεγάλους τραπεζικούς λογαριασμούς,
ενώ τέθηκαν και ανώτατα όρια για τα ποσά που μπορούσε να ανταλλάξει κανείς. Βλ. Glossner,
Christian L.: Making of the German Post-war Economy: Political Communication and Public Reception
of the Social Market Economy After World War Two, I.B.Tauris, London, 2010, σελ. 132-133.

174
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

RM που ως τότε είχαν αποκτηθεί από τις κατεχόμενες χώρες περίπου το 1/3 ήταν μέσω του
κλήρινγκ.278 Το πρόβλημα που προέκυψε με τους υπολογισμούς του ελληνικού κλήρινγκ
δεν αφορά το αν η γερμανική πολιτική κατοχής επιθυμούσε τη δημιουργία χρέους
(ουσιαστικά υποχρεωτικού δανεισμού) μέσω των λογαριασμών αυτών – κάτι τέτοιο
συνέβαινε σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, αλλά έχει να κάνει περισσότερο με τα προβλήματα
που δημιούργησε ο ελληνικός υπερπληθωρισμός, τόσο στις ίδιες τις ελληνικές εξαγωγές,
όσο και στον υπολογισμό της πραγματικής αξίας των εμπορευόμενων αγαθών.
Για το ιταλικό κλήρινγκ οι πληροφορίες είναι λιγότερο λεπτομερείς, ωστόσο το
βέβαιο είναι πως η Ιταλία είχε πολύ μικρότερο μερίδιο στις ελληνικές εισαγωγές και
εξαγωγές την περίοδο αυτή. Σύμφωνα με τα ελλίπη ελληνικά στατιστικά στοιχεία μόνο το
1942 κατάφεραν οι εισαγωγές από την Ιταλία να περάσουν το 5% του συνόλου της αξίας
των εισαγωγών (5,7% περίπου). Στις εξαγωγές η κατάσταση ήταν κάπως – αλλά όχι ριζικά –
διαφορετική: το 1942 η αξία των ελληνικών εξαγωγών προς την Ιταλία ξεπέρασε το 17% και
το 1943 πλησίασε το 38% (το 1941 ήταν μόλις 3,6%). Αν και στην πραγματικότητα δεν
μπορούμε να έχουμε ακριβή εικόνα για το ποσοστό, φαίνεται πως μόνο το 1943 ίσως
έχουμε ένα σημαντικό κενό μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών που θα δημιουργούσε ένα
μάλλον περιορισμένο ιταλικό χρέος.279 Κάποια άλλα στοιχεία δείχνουν αρκετά μεγαλύτερα
ποσά (4,7 δισεκατομμύρια εξαγωγές και 2,1 εισαγωγές για το πρώτο επτάμηνο του 1942),
με «σχετική» ωστόσο αξία.280 Ιταλικά στοιχεία έκαναν λόγο για ύπαρξη στα τέλη Μαΐου

278
BArch, R 2/14553, GenB/1, 406 Allg.-58GenBg., Deutsche Clearingverschuldung“, Berlin, 11/9/1944
και Aly, Götz: Hitler’s Beneficiaries…, σελ. 82. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Scherner (”Der
deutsche Importboom während des Zweiten Weltkriegs…”, σελ. 106) η πραγματική διαφορά στο
εμπορικό ισοζύγιο ήταν μεγαλύτερη κατά περίπου 45% (για το σύνολο όμως των ετών 1940-44), αν
και οι υπολογισμοί του ενδέχεται να περιέχουν ένα ποσοστό λάθους.
279
Όπως προκύπτει από τα (προβληματικά) Μηνιαία Δελτία του Ειδικού Εμπορίου της Ελλάδος μετά
των Ξένων Επικρατειών της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, των ετών 1941-1943, το
πρώτο κατοχικό έτος εμφανίζει μικρή κίνηση και υπεροχή της αξίας των εισαγωγών κατά σχεδόν 66
εκατομμυρίων δραχμές, το 1942 αντίθετα έχουμε μικρή υπεροχή των εξαγωγών κατά περίπου 201
εκατομμύρια, και μόνο το 1943 εμφανίζεται μια κάπως αξιόλογη διαφορά, με υπεροχή των
εξαγωγών κατά περίπου 2.966 εκατομμυρίων (ή 40% του αντίστοιχου ποσού για τη Γερμανία).
Ωστόσο το βάρος των εξαγωγών εμφανίζεται το 1943 μειωμένο σχεδόν στο 1/6 του 1942, τη στιγμή
που η αντίστοιχη μείωση στις εισαγωγές είναι «μόνο» στο 1/2,5.
280 st st
Bank for International Settlements: Thirteenth Annual Report, 1 April 1942 – 31 March 1943,
Basle, Autumn 1943, σσ. 64-65. Η πηγή θεωρεί πως μεγάλο ρόλο στην αύξηση της αξίας των
εξαγωγών έπαιξε η ισοτιμία. Κάτι τέτοιο ισχύει βεβαίως για τις ιδιωτικές εξαγωγές, αλλά όσα

175
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

1942 ελληνικού χρέους ύψους 82,78 εκατομμυρίων λιρετών (ή περίπου 662 εκατομμυρίων
δραχμών με την επίσημη ισοτιμία), ενώ πληροφορίες που έφταναν στην κυβέρνηση του
Καΐρου έκαναν λόγο για περίπου 100 εκατομμύρια λιρετών μέχρι το τέλος του χρόνου.281
Σύμφωνα με τον γερμανικό έλεγχο της SACIG μετά την ιταλική κατάρρευση, η εταιρεία είχε
εξάγει στους 10 περίπου μήνες της λειτουργίας της ελληνικά προϊόντα αξίας
19.621.424.977 δραχμών.282 Μεταπολεμικά, το συνολικό ποσό μέχρι τα τέλη της κατοχής
εκτιμήθηκε από τις ελληνικές αρχές ως πιστωτικό (ιταλικό χρέος), με ύψος 58.758.690
λιρετών. Το ποσό αυτό, που με την επίσημη ισοτιμία ισούται με 7.834.492 RM, είναι σχεδόν
ασήμαντο σε σχέση με το αντίστοιχο γερμανικό χρέος.283

3.3 Έξοδα κατοχής και απευθείας πληρωμές από τον ελληνικό


προϋπολογισμό

Α) Μέτρα, διαπραγματεύσεις και χρηματοδότηση


Η απόφαση για την αντικατάσταση των νομισμάτων κατοχής από τις καταβολές σε δραχμές
μέσω της Τράπεζας της Ελλάδος δεν ήταν αυτόματη, αφού η συνέχιση της κυκλοφορίας των

προϊόντα αγοράστηκαν υποχρεωτικά σε φτηνές τιμές την πρώτη περίοδο της κατοχής δεν θα είχαν
τόσο μεγάλο πρόβλημα. Αυτά είχαν όμως αγοραστεί κυρίως από τους Γερμανούς, με τους Ιταλούς να
περιορίζονται (σύμφωνα με τα ανεπαρκή ελληνικά στοιχεία) στο τερεβινθέλαιο και στο κολοφώνιο,
σε κάποια δέρματα, τρίχες και βαμβάκι, παλιοσίδερα, και (το 1943) μια σημαντική ποσότητα
ελαιολάδου.
281
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, 1943: Φ6Υ9, Υπουργείον Προνοίας, Υπηρεσία πληροφοριών, Γραφείον ΙΙον, «Δελτίον
πληροφοριών Β΄ , Νο. 29», Δεκέμβριος 1942, σσ. 2-3. Οι ίδιες πληροφορίες έκαναν λόγο για
ενεργητικό υπόλοιπο του γερμανικού κλήρινγκ ύψους περίπου 65 εκατομμυρίων RM (όσο δηλαδή
και τα επίσημα γερμανικά στοιχεία), αλλά θεωρούσαν πως «το πλείστον των εμπορευμάτων φεύγει
δίχως να περάσει από το κλήρινγκ».
282
Το ποσό αυτό είναι χειρόγραφη διόρθωση του αρχικού δακτυλογραφημένου «14.386.499.780».
Τα κανονικά έσοδα της εταιρείας τελικά δεν ήταν αρκετά για τη χρηματοδότηση της λειτουργίας της,
με αποτέλεσμα να λάβει και ποσά από τα ιταλικά έξοδα κατοχής, αντί να τα χρηματοδοτήσει εκείνη.
Ωστόσο δεν είναι δυνατόν χωρίς επιπλέον στοιχεία να υπολογιστεί η ακριβής πραγματική αξία των
αγαθών που αναφέρονται. Η SACIG είχε επίσης χρηματοδοτήσει (ή ήταν μέτοχος) σε κάποιες
εταιρείες που δρούσαν στην Ελλάδα, με κυριότερες τις Resignera, Baluri, Esperia, και τη μεταφορική
Atlas. Βλ. ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1945: Φ35Υ4, Bericht über die Ermittlungen bei der ‚SACIG‘, Societa
Anonima Commerciale Itallo Greca“, 1/10/1943.
283
Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43, σσ. 375, 378

176
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

RKKS είχε, αρχικά τουλάχιστον, οπαδούς ανάμεσα στην κατοχική κυβέρνηση, με πρώτο
ανάμεσά τους τον ίδιο τον Τσολάκογλου. Αντίθετα ο Γκοτζαμάνης, αλλά και αρκετοί από
τους Έλληνες οικονομολόγους της εποχής τους οποίους συμβουλεύτηκε η κατοχική
κυβέρνηση θεωρούσαν πως έπρεπε η χώρα να απαλλαγεί απ’ αυτά. Βεβαίως ο Γκοτζαμάνης
δεν αρνήθηκε πως η Ελλάδα «έπρεπε» να ταχθεί με το μέρος των κατακτητών, αλλά έβλεπε
αυτή τη «συμμαχία» ως αμφίπλευρη και παρακαλούσε «τις δυνάμεις του Άξονος, όπως η
οικονομία, η επιστήμη και η τεχνική αυτών βοηθήσουν την Ελλάδα δια την οικονομικήν της
ανόρθωσιν.»284 Όμως και οι ίδιοι οι κατακτητές φαίνεται ότι προτιμούσαν να
αντικαταστήσουν την προσωρινή λύση των νομισμάτων κατοχής με έξοδα κατοχής σε
δραχμές. Εξάλλου εκείνοι που ξεκίνησαν τις πρώτες κρούσεις (στους Γερμανούς) για τον
ορισμό εξόδων κατοχής ήταν οι Ιταλοί, ήδη από τον Ιούνιο.285
Έτσι, στα μέσα Ιουλίου 1941, επιτεύχθηκε η πρώτη συμφωνία για την
αντικατάσταση των νομισμάτων κατοχής από μηνιαίες προκαταβολές σε ελληνικές Δραχμές
προς τις δυνάμεις κατοχής σε ειδικούς λογαριασμούς στην Τράπεζα της Ελλάδος. Με αυτή
η κυβέρνηση κατοχής είχε την ψευδαίσθηση ότι θα διατηρούσε μεγαλύτερο έλεγχο στις
δαπάνες των δυνάμεων κατοχής. Οι σχετικές αποφάσεις για τη χρηματοδότηση με δραχμές
και την απόσυρση των νομισμάτων κατοχής επιβεβαιώθηκαν και με τον κοινό
γερμανοϊταλικό πρωτόκολλο της 5-6 Αυγούστου 1941. Με τις συμφωνίες αυτές οι αρχές
κατοχής αναλάμβαναν να αποσύρουν τα κατοχικά νομίσματα, τα οποία θα αποσύρονταν
(αρχικά μέχρι τους ύψους των 5 δις για το κάθε νόμισμα) από τα δημόσια ταμεία και τις
τράπεζες και θα αγοράζονταν από την Τράπεζα της Ελλάδος στην κατοχή της οποίας και θα
παρέμεναν, σε λογαριασμό του δημοσίου, «ίνα η τύχη αυτών», κατά τη ρήση Γκοτζαμάνη,
«διακανονισθή μετά τον πόλεμον.» Οι αρχές κατοχής αναλάμβαναν την υποχρέωση να μην
κυκλοφορήσουν νέα νομίσματα κατοχής, εκτός αν τα ποσά σε δραχμές δεν έφταναν
εγκαίρως στα χέρια τους από την Τράπεζα της Ελλάδος. Τα μηνιαία ποσά των
προκαταβολών συμφωνήθηκε να ανέλθουν σε 3 δισεκατομμύρια δραχμές, ή 1,5 για κάθε
ένα από τους δύο συμμάχους του Άξονα (η Βουλγαρία εκμεταλλευόταν πλήρως το τμήμα
της Ελλάδας που κατείχε, αλλά δεν λάμβανε κάποια ποσά από την υπόλοιπη χώρα). Το
μηνιαίο αυτό ποσό αντιστοιχούσε θεωρητικά με περίπου το 20% των εξόδων του
τελευταίου ετήσιου προϋπολογισμού και (με την επίσημη ισοτιμία) με 25 εκατομμύρια RM

284
Σημείωμα Γκοτζαμάνη, 30/5/1941 (σχετικό με κατάργηση RKKS), όπως παρατίθεται στο: ΕΛΙΑ,
ην
Αρχείο Αλ. Διομήδη, κουτί 4.3, φάκελος 42, «Πρακτικά του κατά την 5 Νοεμβρίου 1941
συγκροτηθέντος Οικονομικού Συμβουλίου υπό την Προεδρίαν του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως».
285
Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43, σελ. 486.

177
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

για κάθε αρχή κατοχής, ποσό που απείχε πολύ από εκείνο των νομισμάτων κατοχής που
κυκλοφορούσαν σε κάθε ένα από τους πρώτους κατοχικούς μήνες. Το συμφωνηθέν αυτό
ποσό όμως αποδείχθηκε αμέσως ότι (κυρίως λόγω πληθωρισμού) ήταν ανεπαρκές για να
καλύψει τις ανάγκες των δυνάμεων κατοχής, και από τον επόμενο κιόλας μήνα ζητήθηκε να
ανέβει στα 2,1 δισεκατομμύρια το μήνα.286
Εκτός των εξόδων κατοχής, το καλοκαίρι του 1941 ξεκίνησαν και οι πρώτες
σημαντικές καταβολές απευθείας από τον ελληνικό προϋπολογισμό. Τον Ιούνιο
αποφασίστηκε η προκαταβολή περίπου 18,5 εκατομμυρίων δραχμών, «δι’ αξίαν έργων
οδοποιίας εκτελεσθέντων εν τη χώρα υπό των εν Ελλάδι Γερμανικών Αρχών Κατοχής δια την
Εταιρειών ΕΡΘΑ, Μύλλερ και Σία και Κύκλωψ και άλλων τινών εργολάβων ως και συναφών
δαπανών εγκαταστάσεως υπηρεσιών κλπ γενομένων επίσης υπό των ανωτέρω Αρχών.» 287
Με μεταγενέστερο νομοθετικό διάταγμα επετράπη μάλιστα η εκτέλεση σχετικών έργων

286
Η πρώτη εντολή για τη συμμόρφωση των ελληνικών αρχών με τη διαταγή για τη συγκέντρωση των
κατοχικών νομισμάτων δόθηκε στις 18/7/41. ΕΛΙΑ, Αρχείο Αλ. Διομήδη, κουτί 4.3, φάκελος 42,
ην
«Πρακτικά του κατά την 5 Νοεμβρίου 1941 συγκροτηθέντος Οικονομικού Συμβουλίου υπό την
Προεδρίαν του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως», σελ. 4. Ακόμα 700 εκατομμύρια ορίστηκαν ως έξοδα
στέγασης των στρατευμάτων κατοχής. Βλ. Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of
Wartime Greece, 1941-43, σελ. 486. Για το πρωτόκολλο και τις ανταλλαγές επιστολών μεταξύ των
δύο αρχών κατοχής βλ. AA-PA, R 27320, “Das Finanzwesen Einschließlich der Besatzungskosten in
Griechenland Während der Deutschen Besatzungszeit, 1941-1944“, von Oberregierungsrat Dr. S.
Nestler, παράρτημα 1 („Deutsche – Italienische Protokoll und Briefwechsel vom 5. Und 6. August
1941“, με υπογραφή των Clodius και Giannini). Τον όρο για την επανακυκλοφορία νομισμάτων
κατοχής σε περίπτωση που δεν έφταναν τα έξοδα κατοχής τον χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί και
πιθανώς και οι Ιταλοί τον Νοέμβριο του 1941. Την ίδια περίπου περίοδο η κατοχική κυβέρνηση
απέστειλε και εκτενές (10 σελίδων) υπόμνημα για τον επισιτισμό της χώρας. AA-PA, R 105897, και
“Memorandum der Griechischen Regierung an seine Excellenz den Bevollmächtigten des Deutschen
Reiches Gesandten Herrn Dr. Altenburg“, 5/7/1941.
287
Ν.Δ. 222 «Περί εγκρίσεως γενομένων δαπανών υπό των Γερμανικών Αρχών Κατοχής δι’ εκτέλεσιν
έργων οδοποιίας κλπ.», ΦΕΚ 213Α/26-6-1941. Το ποσό για έργα οδοποιίας έφτασε τους επόμενους
μήνες τα 108.000.000 δραχμές (Ν.Δ. 589, «Περί εγκρίσεως δια την εκτέλεσιν έργων τινών οδοποίας»,
ΦΕΚ 351Α/22-10-1941), και, μέχρι το τέλος του έτους, προστέθηκαν άλλα 280.000.000 δραχμές (Ν.Δ.
861, «Περί εγκρίσεως δαπάνης δια την εκτέλεσιν έργων τινών οδοποιίας», ΦΕΚ 451Α/27-12-1941).
Αν και δεν αναφέρονται πια οι αρχές κατοχής, είναι αναμφίβολο πως δεν υπήρχαν πολλά έργα που
γίνονταν χωρίς την εντολή (ή τουλάχιστον την έγκριση) τους.

178
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

«κατά παρέκκλισιν των διατάξεων του λογιστικού νόμου και των νόμων περί προμηθειών
του Δημοσίου».288
Την ίδια περίπου περίοδο δημιουργήθηκε μάλιστα και ειδική υπηρεσία στο
υπουργείο οικονομικών, με σκοπό τη «διενέργειαν, έλεγχον και πληρωμήν των ανωτέρω
προμηθειών και έργων». Η υπηρεσία διέθετε συνεργεία για την εκτέλεση των έργων και
των προμηθειών και επιτροπές για τον έλεγχο και τη διασταύρωση των δικαιολογητικών,
τιμολογίων κλπ. Εκτός από την κεντρική Υπηρεσία, τριμελείς τοπικές Επιτροπές Ελέγχου
Προμηθειών Αρχών Κατοχής (γνωστές και ως ΕΕΠΑΚ ή ΕΠΑΚ) ιδρύθηκαν στις έδρες της
οικονομικής εφορίας σε όλη τη χώρα, υπό την εποπτεία του εκάστοτε νομάρχη ή γενικού
διοικητή. Τα έξοδα των επιτροπών βάρυναν τον προϋπολογισμό του υπουργείου
οικονομικών, ενώ ως αρχική πάγια προκαταβολή είχε οριστεί το ποσό των 300
εκατομμυρίων δραχμών, οι δε προμήθειες εξαιρούνταν από τον φόρο κύκλου εργασιών και
από οποιεσδήποτε κρατήσεις.289 Οι επιτροπές αυτές λειτούργησαν για ολόκληρο σχεδόν το
διάστημα της κατοχής, ενώ σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις, όπως εκείνη της παραλίας
Φαλήρου – Καλαμακίου – Βούλας, ο εντατικός ρυθμός των επί τόπου εργασιών των
δυνάμεων κατοχής και οι δυσκολίες που προξενούσαν οι ελλείψεις μεταφορικών μέσων
στον έλεγχό τους, οδήγησαν και στη δημιουργία τοπικών γραφείων εξαρτώμενων από την
πλησιέστερη ΕΠΑΚ για την καλύτερη παρακολούθηση των έργων.290
Παράλληλα με τις ΕΠΑΚ δημιουργήθηκε μια ακόμα υπηρεσία με παρεμφερές
αντικείμενο, η «Διεύθυνση Έργων Στρατού Κατοχής» στο υπουργείο συγκοινωνίας,
υπαγόμενη στην εποπτεία της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσίων Έργων και με αντικείμενο τις

288
Τα έξοδα βάρυναν τον προϋπολογισμό του υπουργείο συγκοινωνιών. Ν.Δ. αρ. 504, «Περί
πληρωμής της αξίας των εκτελούμενων εν τη χώρα μερίμνη των Αρχών Κατοχής, τεχνικών εν γένει
έργων», ΦΕΚ 316Α/23-9-1941). Κάποια επιπλέον στοιχεία για τα έργα αυτά και κάποιες από τις
εταιρείες που τα ανέλαβαν θα δούμε στο δεύτερο μέρος της διατριβής.
289
Τα μέλη των τριμελών επιτροπών προέρχονταν: ένας από την τοπική εφορία (επιθεωρητής ή
έφορος ή διευθυντής δημόσιου ταμείου), ένας διοικητικός υπάλληλος (κατά προτίμηση τεχνικός)
από τον δήμο ή την κοινότητα, και ο πρόεδρος του εμπορικού συλλόγου ή του τοπικού Εμπορικού
και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου. Η πάγια προκαταβολή για τα σχετικά έξοδα είχαν αρχικά οριστεί
στις 300.000.000 δραχμές. Απόφαση υπουργού οικονομικών αρ. Γ.2006, «Περί συστάσεως
Υπηρεσίας Προμηθειών των Αρχών Κατοχής», ΦΕΚ 100Β/19-6-1941 και Ν.Δ. 298, «Περί διενεργείας
προμηθειών προς εξυπηρέτησιν των Αρχών Κατοχής», ΦΕΚ 243Α/22-7-1941.
290
Απόφαση υπουργού οικονομικών αρ. 3072, «Περί συστάσεως Γραφείου παρακολουθήσεων
έργων των παραθαλασσίων Κοινοτήτων Παλαιού Φαλήρου-Καλαμαίου, Βούλας», ΦΕΚ 15Β/5-3-1942.

179
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

επισκευές και κατασκευές κτηρίων από το ελληνικό Δημόσιο για τις Αρχές Κατοχής.291 Είχε
προηγηθεί από τον Ιούνιο, η θέσπιση αποζημίωσης (μίσθωσης) των ιδιοκτητών των
ακινήτων που επιτάσσονταν για τη στέγαση των αρχών κατοχής.292
Οι περιγραφές για τις προμήθειες που γίνονταν μέσω των υπηρεσιών αυτών
δείχνουν την παντελή αδιαφορία της Wehrmacht και των γερμανικών αρχών (τουλάχιστον
κατά το πρώτο διάστημα της κατοχής) για τις δυνατότητες της χώρας να αντέξει το κόστος
τους, αλλά και τις απαιτήσεις που είχαν ως κατακτητές για τη ζωή τους στην κατεχόμενη
Ελλάδα. Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο λογοτέχνης Γ. Βαφόπουλος, που υπηρέτησε
αποσπασμένος από τον τοπικό Δήμο αρχικά στη δημοτική υπηρεσία «εξυπηρετήσεως των
Αρχών Κατοχής» και στη συνέχεια στην ΕΠΑΚ Θεσσαλονίκης. Ανάμεσα στις μακρές λίστες
των γερμανικών απαιτήσεων βρίσκονταν εκτός των κρεβατιών και των μαλακών
στρωμάτων, κουβερτών, πολυθρόνων κλπ, μέχρι και σερβίτσια από πορσελάνη, ραδιόφωνα
ή ακόμα και πιάνο, καθώς και ημερομίσθια για καμαριέρες, μάγειρες και καθαρίστριες.
Όταν μάλιστα δεν ικανοποιήθηκαν από την ποιότητα των αγαθών που τους προμήθευε ο
Δήμος, οι κατακτητές αποφάσισαν να αλλάξουν το σύστημα: «ζητούσαν τώρα από το Δήμο
‘διατακτικές’, με τις οποίες πήγαιναν οι ίδιοι στα καταστήματα και διάλεγαν τα είδη που
τους χρειάζονταν, κ’ έπαιρναν ένα ραδιόφωνο για τη μονάδα τους κι’ ένα για την ‘ιδιαίτερη’
γραμματέα τους, την απόφοιτο της Γερμανικής Σχολής, που είχε βρει τώρα την ευκαιρία,
μαζί με την άσκηση των γερμανικών της, να λύσει και το πρόβλημα της δύσκολης τούτης

291
Κανονιστικό διάταγμα «Περί συστάσεως παρά τω Υπουργείω Συγκοινωνίας Διευθύνσεως υπό τον
τίτλον ‘Διεύθυνσις έργων στρατού Κατοχής,», ΦΕΚ 386Α/12-11-1941. Τον Οκτώβρη όμως του 1943
δημιουργήθηκε ειδική υπηρεσία στην περιφέρεια της πρώην διοίκησης πρωτεύουσας με τον τίτλο
«Επιτροπή Στεγάσεως» (Νόμος 870, «Περί Επιτροπής Στεγάσεως», ΦΕΚ 368Α/30-10-1943. Η
επιτροπή αυτή δεν αφορούσε μόνο τη μέριμνα για τη στέγαση των αρχών κατοχής, αλλά και των
υπηρεσιών ασφαλείας και δημόσιας τάξης του κατοχικού κράτους, των προσφύγων (βομβοπλήκτων
ή μη), των στρατιωτικών και δημοσίων υπαλλήλων που μεταθέτονταν, όσων αναγκάζονταν να
μετακινηθούν από τις αρχές κατοχής ή τον Ερυθρό Σταυρό, και όσων κρίνονταν ως ειδικές
περιπτώσεις. Τον επόμενο μήνα καταργήθηκε με νέο κανονιστικό διάταγμα η προϋπάρχουσα
«Διεύθυνση έργων στρατού Κατοχής» (ΦΕΚ 407Α/1-12-1943) και μερικούς μήνες αργότερα η
«Επιτροπή Στεγάσεως» μετονομάστηκε σε «Υπηρεσία Στεγάσεως», με χωριστές υπηρεσίες σε Αθήνα
και Πειραιά και επιτροπές σε άλλες πόλεις (Νόμος 1416, «Περί συστάσεως Υπηρεσίας Στεγάσεως»,
ΦΕΚ 101Α/9-5-1944).
292
Ν.Δ. 124, «Περί αποζημιώσεως των προς στέγασιν των Γερμανικών και ιταλικών Αρχών κατοχής
διατεθέντων ακινήτων», ΦΕΚ 183Α/3-6-1941.

180
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ζωής.»293 Παρακάτω χαρακτήριζε όσους προμήθευαν τους κατακτητές μέσω της ΕΠΑΚ ως
«τσακάλια του υποκόσμου», που «οσμίσθηκαν τη μυρωδιά του πτώματος κ’ έπεσαν πάνω
του με τη βουλιμία ενός πεινασμένου,» και περιγράφει το παράδειγμα ενός ιδιοκτήτη
οικοδομής που «φιλοξενούσε Γερμανούς αξιωματικούς», ο οποίος άδραξε την ευκαιρία για
να επισκευάσει ολόκληρο το κτήριο με χρήματα του Δημοσίου, και αφού τελείωσαν οι
επισκευές συνέχισε να παρουσιάζει ψεύτικες βεβαιώσεις, με πραγματικές όμως γερμανικές
σφραγίδες για «να εισπράττει τα ανύπαρκτα ημερομίσθια», βγάζοντας σημαντικά ποσά σε
λίρες. Και όπως συνέβη σε αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις, «μετά την απελευθέρωση, αντί
να εξαφανισθεί ή να περάσει από το δικαστήριο των ‘δοσιλόγων΄, γύριζε στους δρόμους
προκλητικός, επιδεικνύοντας τους τίτλους του στην υπηρεσία της Αγγλικής Ιντέλλιτζενς
Σέρβις.»294 Οι κατακτητές ήθελαν να ζήσουν τη μεγάλη ζωή με ξένα χρήματα, και οι Έλληνες
προμηθευτές τους ήταν έτοιμοι να ικανοποιήσουν κάθε τους επιθυμία προκειμένου να
πλουτίσουν, πάντα με χρήματα του ελληνικού Δημοσίου.
Οι πρώτες αυτές σημαντικές καταβολές στις αρχές κατοχής, συνδυαζόμενες με την
προβληματική κατάσταση του κρατικού μηχανισμού, δημιούργησαν δημοσιοοικονομικά
προβλήματα και οδήγησαν στην έντονη κυκλοφορία φημών για διχοτόμηση του
νομίσματος, ενός μέτρου που είχε εφαρμοστεί δύο δεκαετίες παλιότερα για την
αντιμετώπιση των προβλημάτων που είχε επιφέρει η εξάντληση της χώρας από τους
συνεχείς πολέμους. Οι φήμες μάλιστα είχαν αρκετά αρνητικές επιπτώσεις στην
εμπιστοσύνη προς τη δραχμή, ώστε να γίνουν έκτακτες διαψεύσεις και να διενεργηθούν
έρευνες που έδειχναν διαρροές από τραπεζικούς (υποκατάστημα Πειραιά της ΤτΕ).295

293
Βαφόπουλος, Γ. Θ.: Σελίδες Αυτοβιογραφίας, τόμος δεύτερος: η Ανάσταση, Βιβλιοπωλείον της
«Εστίας», Αθήνα, 1971, σσ. 144-145. Οι πληροφορίες Βαφόπουλου (και άλλων) για προμήθειες
τέτοιων πολυτελών ειδών επιβεβαιώνονται ουσιαστικά και από τον Piske, (Logistical Problems of the
German Air Force in Greece, 1941-43, σελ. 43), ο οποίος δικαιολογεί την αγορά επίπλων,
πορσελάνων, γυαλικών κλπ, λέγοντας πως οι στρατώνες έπρεπε να γίνουν πιο «ευπαρουσίαστοι»,
χωρίς να κατασχέσουν ιδιωτική περιουσία.
294
Βαφόπουλος, Γ. Θ.: Σελίδες Αυτοβιογραφίας, τόμος δεύτερος: η Ανάσταση, Βιβλιοπωλείον της
«Εστίας», Αθήνα, 1971, σσ. 148-149. Τα περιστατικά αυτά δεν είναι τα μόνα που αναφέρει ο
Βαφόπουλος στο βιβλίο του.
295
Βλ. για παράδειγμα εφημερίδα Ακρόπολη Αθηνών, «Κερδοσκόποι αντεθνικώς ενεργούντες
διαδίδουν φήμας περί κοψίματος του χαρτονομίσματος», και «Νυκτεριναί ανακοινώσεις του κ.
Γκοτζαμάνη», 29/6/1941, καθώς και (στην ίδια εφημερίδα) «Διεξάγονται ανακρίσεις διά τας φήμας
περί διχοτομήσεως του χαρτονομίσματος, τα πρώτα στοιχεία βαρύνουν τραπεζικούς», 1/7/1941.
Επίσης εφημερίδες Πλούτος, «οι εχθροί της δραχμής», 7/7/1941 και Πρωία, «οι υπεύθυνοι διά τα

181
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ωστόσο φαίνεται πως οι φήμες αυτές είχαν βάση και το μέτρο εξετάστηκε κάποια στιγμή
σοβαρά. Πιθανότατα μάλιστα αυτό έγινε δύο φορές, μία το 1941 και μια δεύτερη την
περίοδο της κρίσης του Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 1942. Όταν μάλιστα εξέτασαν το μέτρο οι
Γερμανοί αποφάνθηκαν αρχικά ότι θα μπορούσε να αποφέρει χρήματα για την πληρωμή
των εξόδων κατοχής μέχρι και για 6-7 μήνες χωρίς την εκτύπωση νέου χρήματος, αλλά η
εξέλιξη του πληθωρισμού και κυρίως οι πολιτικές επιπτώσεις ενός τέτοιου μέτρου τους
έκαναν να το απορρίψουν.296
Οι ελληνικές αρχές, που δεν ήταν δυνατόν να αντεπεξέλθουν στα τεράστια
μηνιαία ποσά που απαιτούσαν οι αρχές κατοχής, διαμαρτυρήθηκαν επισήμως για τις
αυξήσεις στέλνοντας υπομνήματα το φθινόπωρο του 1941, στα οποία τονιζόταν ότι λόγω
του πληθωρισμού και της μείωσης των κρατικών εσόδων η χώρα δεν μπορούσε να
πληρώσει τέτοια ποσά.297 Ο αρμόδιος υπουργός ζητούσε μάλιστα να τεθούν στη διάθεση

φήμας περί διχοτομήσεως», 21/8/1941. Την άνοιξη του 1922 είχε αποφασιστεί από τον τότε αρμόδιο
υπουργό Πρωτοπαπαδάκη το κυριολεκτικό κόψιμο των χαρτονομισμάτων στα δύο, με το μισό (και
με τη μισή αξία) να παραμένει στα χέρια του κατόχου και το άλλο μισό να περνάει ως αναγκαστικό
δάνειο στα χέρια του κράτους. Με το «δάνειο» αυτό θα χρηματοδοτούνταν οι κρατικές ανάγκες και
οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία. Φήμες για διχοτόμηση του χαρτονομίσματος
εξαπλώθηκαν και προς το τέλος της κατοχής. Είχαν μάλιστα εξαπλωθεί όπως φαίνεται σε όλη την
Ελλάδα και είχαν ως αποτέλεσμα να βγουν ξανά σχετικές διαψεύσεις, ακόμα και σε επαρχιακές
εφημερίδες. Βλ. για παράδειγμα το σχετικό άρθρο («Τα περί διχοτομήσεως του χαρτονομίσματος»)
στην εφημερίδα Παρατηρητής των Χανίων, 21/12/1943.
296
Το 1941 μάλλον υπήρχε πρόταση από ελληνικής πλευράς, που δεν φαίνεται να δημιούργησε
αρκετές συζητήσεις ώστε να βρεθούν αρκετές εκτεταμένες αναφορές στις αρχειακές πηγές, αλλά τη
δεύτερη φορά, όταν οι Γερμανοί εξέτασαν σοβαρότερα την πρόταση, κατέγραψαν τον
προβληματισμό τους σε σχετικά έγγραφα. Βλ. π.χ. AA-PA, R 27320, “Die Griechische Währung und
währungspolitische Maßnahmen unter der Besetzung 1941-1944”, von Direktor b. d. Reichsbank P.
Hahn, σσ. 44-45. Ο Hahn δεν διευκρινίζει ακριβώς πότε εξετάστηκε το μέτρο από τις γερμανικές
αρχές αλλά από τα συμφραζόμενα προκύπτει ότι αυτό πρέπει να έγινε αμέσως μόλις ανέλαβε ο
Neubacher. Επίσης δεν αναφέρει την ακριβή προέλευση της πρότασης (την παρουσιάζει κάπως
αόριστα σαν πρόταση του Neubacher που ανέλαβε να την εξετάσει ο Γερμανός διοικητής τράπεζας
Δρ. Schäfer), αλλά το πιθανότερο είναι αυτή να προερχόταν από κάποιον από τους Έλληνες με τους
οποίους ο Neubacher βρισκόταν σε επαφή όλο αυτό το διάστημα.
297
Συγκριτικά, η κατεχόμενη Γαλλία είχε κληθεί αρχικά να πληρώσει 12 δισεκατομμύρια φράγκα το
μήνα. Με την επίσημη ισοτιμία του 1941 το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε περίπου 36
δισεκατομμύρια δραχμές. Baldorf, Marcel & Scherner, Jonas: “France’s Occupation Costs and the War
in the East: The Contribution to the German War Economy, 1940-4”, σελ. 295, στο: Journal of

182
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

της κατοχικής κυβέρνησης σκάφη, καύσιμα και πρώτες ύλες, ώστε να επανεκκινήσει η
ελληνική παραγωγή προς όφελος τόσο της χώρας όσο και των κατακτητών, αλλά και να
ενισχυθεί το διμερές εμπόριο που θα αναζωογονούσε την οικονομία. Σε επόμενη επιστολή
στα τέλη Σεπτεμβρίου ο υπουργός ζητούσε επίσης να περιοριστούν οι στρατιωτικές
δαπάνες και τα δημόσια έργα που γίνονταν κατ’ εντολή των αρχών κατοχής, να
δημιουργηθεί κοινή ιταλλογερμανική επιτροπή για τον έλεγχο και καθορισμό των εξόδων
κατοχής αλλά και «να μην απομακρύνονται από τας τοπικάς συνθήκας εργασίας κατά την
πληρωμήν των παρεχομένων εις τα στρατεύματα του Άξονος υπηρεσιών (μισθοί,
ημερομίσθια κλπ)». Ειδικά η τελευταία αυτή αναφορά μάλλον σχετίζεται και με τα
παράπονα των Επιτροπών Ελέγχων Έργων Αρχών Κατοχής, ότι ο ανταγωνισμός για την
εξασφάλιση των εργατικών χεριών ανέβαζε τις αμοιβές υψηλοτέρα από τα επίπεδα που οι
κατοχικές αρχές ήταν διατεθειμένες να πληρώνουν.298
Τον Οκτώβριο ορίστηκε τελικά ως ειδικός απεσταλμένος ο Γερμανός Carl Clodius,
ο οποίος κατά τον Γκοτζαμάνη «επέδειξε πλήρη συναντίληψιν της θέσεώς μας και
υπεσχέθη αμέριστον την συνδρομήν του.»299 Η άνοδος του πληθωρισμού και η αύξηση των

Contemporary History, vol. 47 no. 2 (4/2012), σσ. 291-316. Το ποσό αυτό ήταν το τετραπλάσιο των
αρχικά ορισθέντων ελληνικών εξόδων κατοχής, αλλά η Γαλλία είχε περίπου 6 φορές τον πληθυσμό
της Ελλάδας και πολύ ισχυρότερη οικονομία. Τα έξοδα κατοχής ήταν βέβαια ένα μόνο από τα μέσα
που χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση των έργων και προμηθειών των κατακτητών τόσο
στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία.
298
Επιστολές Γκοτζαμάνη προς Άλτενμπουργκ, 2/9/1941 και 22/9/1941 αντίγραφο της πρώτης και
απόσπασμα της δεύτερης περιέχονται στο: ΕΛΙΑ, Αρχείο Αλ. Διομήδη, κουτί 4.3, φάκελος 42,
ην
«Πρακτικά του κατά την 5 Νοεμβρίου 1941 συγκροτηθέντος Οικονομικού Συμβουλίου υπό την
Προεδρίαν του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως».
299 ην
ΕΛΙΑ, Αρχείο Αλ. Διομήδη, κουτί 4.3, φάκελος 42, «Πρακτικά του κατά την 5 Νοεμβρίου 1941
συγκροτηθέντος Οικονομικού Συμβουλίου υπό την Προεδρίαν του κ. Προέδρου της Κυβερνήσεως»,
σελ. 13. O Clodius βρισκόταν στη νοτιοανατολική Ευρώπη με επίσημη ιδιότητα (ειδικός για εμπορικά
ζητήματα του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών) για αρκετό διάστημα πριν οριστεί ως ειδικός
απεσταλμένος. Όταν τον Σεπτέμβρη 1941 ο βρισκόμενος στο Ράιχ για επίσκεψη στην έκθεση της
Βιέννης Π. Χατζημιχάλης (υπουργός εθνικής οικονομίας) ζήτησε να τον συναντήσει ο Clodius
βρισκόταν στην Τουρκία. Οι δυό τους θα συναντιόνταν στα τέλη του μήνα, όταν ο Clodius θα ερχόταν
στην Αθήνα. AA-PA, R 105897, τηλεγραφήματα Wiehl προς Legationsrat Junker, Grand Hotel Wien,
22/9/1941. Προηγουμένως ο Altenburg είχε επίσης φανεί διαλλακτικός, και πειθόμενος πως η
κατάσταση της ελληνικής οικονομίας οδηγεί στο χάος πρότεινε τον Σεπτέμβριο τον περιορισμό των
εξόδων στα 1.800 εκατομμύρια, και τα υπόλοιπα να λαμβάνονται με μορφή ομολόγου, πρόταση που

183
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αναγκών των δυνάμεων κατοχής, ειδικά μετά τις πρώτες ιταλικές ήττες στη Β. Αφρική, και
τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είχαν τελικά ως αποτέλεσμα να ξεκινήσουν
διαβουλεύσεις στη Ρώμη τον Οκτώβριο και Νοέμβριο μεταξύ των δύο κατακτητών για το
ζήτημα του ορισμού των εξόδων κατοχής και των δυνατοτήτων της Ελλάδας να τα
πληρώσει.300 Την ίδια περίοδο κλήθηκε στην Αθήνα οικονομικό συμβούλιο με σκοπό να
εξετάσει την ελληνική απάντηση στα αιτήματα των κατακτητών αλλά κυρίως για να βρεθεί
τρόπος να ανακάμψει η οικονομία και να αντιμετωπιστεί το επισιτιστικό πρόβλημα που
είχε κάνει με δραματικό τρόπο την εμφάνισή του. Προσωρινά όπως είδαμε οι κατακτητές
χρησιμοποίησαν και πάλι την περίοδο εκείνη νομίσματα κατοχής για να καλύψουν το κενό
χρηματοδότησης που άφηναν τα ανεπαρκή ποσά των λογαριασμών εξόδων κατοχής.
Οι σχέσεις των δύο πλευρών στις διαπραγματεύσεις δεν ήταν πάντα οι καλύτερες.
Ο Clodius για παράδειγμα προσπάθησε «να προετοιμάσει» τους ανωτέρους του για την
πιθανή ανάμειξη του κόμη Volpi (υπουργού οικονομικών του Μουσολίνι τη δεκαετία του
1920 και έκτοτε προέδρου της ένωσης των Ιταλών βιομηχάνων και συμβούλου της
κυβέρνησης) στις συνομιλίες για τα ελληνικά έξοδα κατοχής αναφέροντας πως προσπαθεί
από καιρό να βάλει προσκόμματα στη συνεργασία του Clodius με τον Ιταλό ομόλογό του
πρέσβη Giannini και κατηγορώντας τον πως είναι αντίπαλος της Γερμανίας και διατηρεί από
παλιά σχέσεις με την Αγγλία και τη Γαλλία.301 Οι Ιταλοί από την πλευρά τους θεωρούσαν
τους Γερμανούς βασικούς υπεύθυνους για τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Όπως
έγραφε στο ημερολόγιό του ο Ιταλός υπουργός εξωτερικών στις 4 Οκτωβρίου 1941: «Οι
Γερμανοί πήραν από τους Έλληνες μέχρι και τα κορδόνια των παπουτσιών τους και τώρα

ωστόσο δεν καρποφόρησε. Βλ. Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece,
1941-43, σσ. 489-490.
300
Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν στις 22 Οκτωβρίου 1941. Ως μία από τις βασικές αιτίες για τα
προβλήματα ελλείμματος και ανόδου της νομισματικής κυκλοφορίας που αντιμετώπιζε η ελληνική
οικονομία οι αρχές κατοχής αναγνώριζαν ότι είχαν εκτός από τα ελλείμματα του προϋπολογισμού
και «τα περίπου 10 δισεκατομμύρια Μεσογειακές δραχμές και RKKS που εκδόθηκαν ως τις 31
Ιουλίου» (προφανώς πρόκειται για την αξία τους σε ελληνικές δραχμές) και τα 7 δισεκατομμύρια
δραχμές που είχαν πάρει (3 οι Ιταλοί και 4 οι Γερμανοί) τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο. AA-
PA, R 105897, “Finanzielle Lage Griechenlands“ (χ.η., μάλλον τέλη Οκτωβρίου 1941).
301
AA-PA, R 105897, επιστολή (συνοδευτική των σημειώσεων – βλ. μεθεπόμενη υποσημείωση) του
Clodius προς τον υφυπουργό του, 9/9/1941. Το ίδιο έγγραφο υπάρχει και στο AA-PA, R29880, αλλά
και στο AA-PA, R 29612.

184
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

προσπαθούν να μετατοπίσουν την ευθύνη για την οικονομική κατάσταση στους όμους
μας.»302
Οι όποιοι φόβοι για την ανάμειξη Volpi δεν φαίνεται να επαληθεύτηκαν, αλλά οι
συνομιλίες δεν κατάφεραν παρόλα αυτά να επιλύσουν το ζήτημα. Παρά τις (φρούδες)
ελπίδες Γκοτζαμάνη, οι σημειώσεις Clodius στις συνομιλίες αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα
ελπιδοφόρες αφού, αν και έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για την ελληνική οικονομία
και τον κατήφορο του πληθωρισμού στον οποίο κυλούσε, κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι
«προς το παρόν» δεν μπορούσε να υπάρξει κάποια ριζική λύση.303 Μόνη άξια λόγου εξέλιξη
την περίοδο εκείνη ήταν μια μικρή μεταβολή στο νομοθετικό πλαίσιο της χρηματοδότησης
των αρχών κατοχής, με την δημιουργία της «Διεύθυνσης Οικονομικών Υποθέσεων
Κατοχής», στο υπουργείο οικονομικών.304 Έτσι, με μόνο μια γενική παράκληση για
αυτοσυγκράτηση των δαπανών στις στρατιωτικές διοικήσεις των δυνάμεων κατοχής,
συνεχίστηκε η ίδια πορεία της αύξησης των εξόδων κατοχής μέχρι την επόμενη κρίση, του
1942.
Στο ενδιάμεσο ωστόσο δεν έπαψαν οι ανησυχίες και το ενδιαφέρον των
δυνάμεων κατοχής για το ζήτημα, αφού η ουσιαστική αναβολή κάθε σημαντικής απόφασης
και η επιδείνωση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας δεν επέτρεπαν εφησυχασμούς.
Έτσι στα τέλη Δεκεμβρίου ήρθε νέα πρόταση από ιταλικής πλευράς για συνομιλίες στη

302
Ciano, Galeazzo: The Ciano diaries 1939-1943 : the complete unabridged diaries of Count Galeazzo
Ciano, Italian Minister for Foreign Affairs, 1936-1943, Simon Publications, [Garden City, N.Y.], 2001
[1945], σελ. 387. Λίγες εξάλλου ημέρες αργότερα (5 Νοεμβρίου, σσ. 401-402), γράφει σχετικά με την
Ελλάδα, μετά από συνάντηση με τον πρέσβη Ghigi και τον Μουσολίνι: «πρέπει να αποσαφηνίσουμε
τη θέση μας με τους Γερμανούς: είναι υπέρ μας ή εναντίων μας».
303
AA-PA, R 105897 (και AA-PA: R29880 & R 29612), “Aufzeichnung über die Besatzungskosten in
Griechenland”, 9/11/1941. Μετάφραση του εγγράφου αυτού, όπως και αρκετών ακόμα που
σχετίζονται με τις διαπραγματεύσεις για τα έξοδα κατοχής δημοσιεύτηκαν πρόσφατα (χωρίς
δυστυχώς να αναφέρεται ο φάκελος) στο βιβλίο Η Ελληνική Οικονομία κατά την Κατοχή και η
Αλήθεια για τα Κατοχικά Δάνεια, του Δημοσθένη Κούκουνα, Ερωδιός, Θεσσαλονίκη, 2012 (για τη
μετάφραση του συγκεκριμένου εγγράφου βλ. σσ. 237-238). Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αφορά
αναπαραγωγή παρόμοιων εγγράφων, συνήθως χωρίς συγκεκριμένη αναφορά στην πηγή.
304
Ν.Δ. 931, «Περί συστάσεως εν των Υπουργείω των Οικονομικών Διευθύνσεων Οικονομικών
Υποθέσεων Κατοχής», ΦΕΚ 8Α/20-1-1942. Με το νομοθετικό αυτό διάταγμα, η εφαρμογή του Ν.Δ.
298 για τις ΕΠΑΚ και παρομοίων μέτρων περνούσε στην αρμοδιότητα της νέας διεύθυνσης.

185
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ρώμη, με την παρουσία του Clodius, του Γερμανού τραπεζικού επιτρόπου στην Ελλάδα
Hahn και από τους Ιταλούς του πρέσβη Ghigi και του επιτελείου του.305
Οι συνομιλίες για το μέλλον των ελληνικών εξόδων κατοχής δεν υπέκρυπταν μόνο
την προβληματική σχέση Ιταλών και Γερμανών (σύμμαχοι – ανταγωνιστές), αλλά για την
εσωτερική διαμάχη εξουσίας ανάμεσα στις πολιτικές και στρατιωτικές γερμανικές αρχές για
τον έλεγχο της χρηματοδότησης των αναγκών του πολέμου στην περιοχή. Η Wehrmacht,
που ως τότε χρησιμοποιούσε για τις τραπεζικές τις συναλλαγές το Πιστωτικό Ταμείο του
Ράιχ αποφάσισε να το αντικαταστήσει με δικό της ταμείο (Γερμανικό Κεντρικό Ταμείο
Στρατού – Wehrmachtzentralkasse), το οποίο θα έλεγχε απόλυτα, παρακάμπτοντας τις
όποιες αντιδράσεις που η Reichsbank και οι πολιτικές αρχές κατοχής εξέφραζαν κατά
διαστήματα για την συνεχή άνοδο των ποσών που απαιτούσε η Wehrmacht στην Ελλάδα.306
Μέσα στο πλαίσιο αυτό του «συνεργατικού ανταγωνισμού» επετεύχθη στις 14
Μαρτίου 1942 η συμφωνία στη Ρώμη, η οποία, εκτός των άλλων, χώριζε τα έξοδα αυτά σε
δύο κατηγορίες: στα σταθερά έξοδα κατοχής που θα αναλάμβανε να προκαταβάλει το
ελληνικό κράτος, ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων το μήνα (750 εκατομμύρια για Γερμανία και
άλλα τόσα για Ιταλία) και στις πρόσθετες πληρωμές που θα κατέβαλε η Τράπεζα της
Ελλάδος ως πάγια προκαταβολή στις αρχές κάθε μήνα σε δύο νέους λογαριασμούς που θα
άνοιγε, έναν για κάθε βασικό εταίρο του Άξονα.307 Η συμφωνία αυτή είχε αναδρομική ισχύ
από την 1η Ιανουαρίου 1942. Στον νέο νόμο για τη διενέργεια των πληρωμών που
υπογράφηκε τον Απρίλιο, αναφέρεται επιπλέον ότι από την 1η Μαΐου η ΤτΕ αναλάμβανε τα
έξοδα των Υπουργείων, Δήμων, Κοινοτήτων και Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου – ακόμα και
απλών νομικών προσώπων κατόπιν απόφασης του υπουργού – που απαιτούνταν για

305
AA-PA R 29612, “Aufzeichnung”, 29/12/1941, και AA-PA, R 105897, τηλεγράφημα Altenburg,
31/12/1941.
306
Η αντικατάσταση του RKK από το ΓΚΤΣ ολοκληρώθηκε τελικά τον Ιούνιο του 1942. Αναλυτικότερα
βλ. Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43, σσ. 492-494.
307
Το γερμανικό ανακοινωθέν (23/3/1942) με το οποίο γνωστοποιούνταν στην ελληνική κατοχική
κυβέρνηση το περιεχόμενο της συμφωνίας δημοσιεύτηκε μεταπολεμικά στα: Δερτιλής, Παναγ. Β.: «
Αριθμοί και Κείμενα των Εξόδων Κατοχής και η Αξίωσις της Ελλάδος», σσ. 496-497 και Γκοτζαμάνης,
Σωτήριος: Κατοχικόν Δάνειον και Δαπάναι Κατοχής…, σσ. 23-24. Ο Τσολάκογλου
(Απομνημονεύματα…, σελ. 211) αναφέρεται σε «συνέδριο» που «συνεκκλήθη κατ’ Ιανουάριον 1942
εν Ρώμη», χωρίς να αναφέρεται το πότε ολοκληρώθηκε. Μάλλον όμως συγχέει την αναδρομική ισχύ
των μέτρων (από τον Ιανουάριο) ή τις πρώτες ιταλικές κρούσεις για συνομιλίες, με την πραγματική
περίοδο του «συνεδρίου», που όπως είδαμε ήταν τον Μάρτιο.

186
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

προμήθειες και έργα των αρχών κατοχής, ενώ τα ποσά θα χρεώνονταν οριστικά στις
κυβερνήσεις Ιταλίας και Γερμανίας μετά από τρίμηνο έλεγχο.308
Τα μέλη της ελληνικής κατοχικής κυβέρνησης προσπάθησαν μεταπολεμικά να
παρουσιάσουν τη συμφωνία ως επιτυχημένη – έστω και προσωρινά – και να
μεγαλοποιήσουν τον ρόλο τους σ’ αυτή. Ο Τσολάκογλου έκανε λόγο για προσωρινή
βελτίωση της κατάστασης τον Απρίλιο και Μάιο 1942, που όμως ήταν σύντομη λόγω της
αύξησης των απαιτήσεων για χρηματοδότηση από τις δυνάμεις κατοχής, ο δε Γκοτζαμάνης
περιέγραψε τη συμφωνία ως «κατ’ ουσίαν […] αποδοχήν των απόψεών μας».309
Παρά τα λεγόμενα Γκοτζαμάνη και Τσολάκογλου όμως περί επιτυχίας, αλλά και τις
αρχικές προθέσεις από τις πολιτικές αρχές για κάποιο περιορισμό στις στρατιωτικές
δαπάνες προκειμένου να μην καταρρεύσει η ελληνική οικονομία, η συμφωνία αυτή στην
πράξη δεν άλλαξε τίποτα. Πέρα από τον διαχωρισμό των εξόδων που θα μπορούσε να έχει
μελλοντικές επιπτώσεις στον τελικό καταμερισμό των εξόδων κατοχής και των πιθανών
επιστροφών κάποιων ποσών από τον Άξονα, το γεγονός παρέμενε πως τα ποσά που θα
κατέβαλε το ελληνικό δημόσιο στις δυνάμεις κατοχής άμεσα δεν είχαν οποιονδήποτε
περιορισμό, και, αφού δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τα κρατικά έσοδα, θα
οδηγούσαν αναπόφευκτα σε περεταίρω άνοδο του πληθωρισμού, ειδικά από τη στιγμή που
τα όποια μέτρα για εκτεταμένο εσωτερικό δανεισμό (βλ. παρακάτω) και αύξηση των
φορολογικών εσόδων δεν είχαν κάποια αξιόλογη επιτυχία.
Έτσι, λίγους μήνες αργότερα, με την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας να
βαίνει από το κακό στο χειρότερο και να απειλείται πια άμεσα με ολοκληρωτική
κατάρρευση, αποφασίστηκε τελικά νέος γύρος διαπραγματεύσεων, αυτή τη φορά με τη
συμμετοχή ελληνικής αντιπροσωπείας. Στο ενδιάμεσο ασφαλώς δεν είχαν σταματήσει οι
επαφές των ενδιαφερόμενων μερών, οι ανησυχίες των πολιτικών κυρίως αρχών κατοχής

308
Νομοθετικό Διάταγμα αρ. 1580/1942, «Περί τρόπου εντολής των πάσης φύσεως δαπανών των
απαιτουμένων προς πλήρωσιν εν γένει αναγκών των Αρχών Κατοχής», ΦΕΚ 197Α/5-8-1942.
Σύμφωνα με τον 1580/42, όλες οι δαπάνες θα περνούσαν από το υπουργείο οικονομικών και την
Διεύθυνση Οικονομικών Υποθέσεων Κατοχής (του Ν.Δ. 931/42), ενώ η ΤτΕ θα πλήρωνε τα νομικά
πρόσωπα και τις υπηρεσίες σε βάρος των ειδικών λογαριασμών δαπανών των δύο αρχών κατοχής.
Οι λογαριασμοί αυτοί θα πιστώνονταν, μετά από ειδικές συμφωνίες του υπουργού οικονομικών με
την ΤτΕ, από λογαριασμούς του Δημοσίου στην Τράπεζα.
309
Βλ. Τσολάκογλου, Γεώργιος Κ. Σ.: Απομνημονεύματα…, σελ. 211 και Γκοτζαμάνης, Σωτήριος:
Κατοχικόν Δάνειον και Δαπάναι Κατοχής…, σσ. 3-5. Και οι δυο τους τόνιζαν επίσης τις άλλες πτυχές
της συμφωνίας, που αφορούσαν στην «υποχρέωση» από πλευράς των αρχών κατοχής για αύξηση
των εισαγωγών τροφίμων, καυσίμων και φαρμάκων και περιορισμό της εξαγωγής τροφίμων.

187
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

και οι αιτήσεις της κυβέρνησης κατοχής για περιορισμό των εξόδων και αύξηση των
εισαγωγών. Σε μια προσπάθεια να δείξει πως είχε την υποστήριξη του ελληνικού λαού, ή
τουλάχιστον της ηγεσίας του – παλιάς και νέας – ο Τσολάκογλου φαίνεται πως ζήτησε τη
μεσολάβηση του Πάγκαλου (με τον οποίον διατηρούσε αρκετά στενές επαφές),
προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξη των παλιών πολιτικών αρχηγών της χώρας
σχετικά με τα οικονομικά αιτήματα προς τις αρχές κατοχής. Στις 18 Αυγούστου 1942 τελικά
στάλθηκε προς τον Τσολάκογλου επιστολή των Θ. Σοφούλη, Γ. Καφαντάρη, Σ. Γονατά, Δ.
Μάξιμου, Γ. Παπανδρέου, Ι. Ράλλη και Θ. Πάγκαλου, στην οποία δήλωναν πως τον
υποστήριζαν στην προσπάθεια για μείωση των εξόδων κατοχής και βελτίωσης της
οικονομικής κατάστασης της χώρας. Η επιστολή αυτή συνοδεύτηκε με δήλωση του
Πάγκαλου πως σε περίπτωση παραίτησης Τσολάκογλου οι πολιτικοί αρχηγοί δεν ήταν
διατεθειμένοι να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας με τους ίδιους όρους.310 Όπως
παρατηρούσαν και οι ίδιες οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές «η ουσιαστική μείωση στα
έξοδα κατοχής που διέταξε η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ (OKW), δεν έγινε δυνατόν να
διατηρηθεί. Κρίθηκε μάλιστα απαραίτητη μια επιπλέον αύξηση κατά 9,4 δισεκατομμύρια,
γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το υπουργικό συμβούλιο να φτάσει κοντά στην
παραίτηση. Μετά από δύσκολες διαπραγματεύσεις έγινε κατορθωτό η ελληνική κυβέρνηση
να υποχωρήσει αποδεσμεύοντας το επιπλέον ποσό.»311
Το καλοκαίρι του 1942 η οικονομική κρίση είχε καταστεί και πολιτική. Από τη μία
οι τριγμοί στην κυβέρνηση Τσολάκογλου έκαναν ολοένα και πιθανότερο το ενδεχόμενο
συνολικής παραίτησης της κυβέρνησης, ακόμα και σχετικής ακυβερνησίας, ενώ από την
άλλη η κατάρρευση της οικονομίας απειλούσε να καταστήσει αδύνατη την υποστήριξη των
στρατευμάτων κατοχής και των διάφορων έργων τους από ελληνικούς πόρους.312

310
Τσολάκογλου, Γεώργιος Κ. Σ.: Απομνημονεύματα…, σσ. 213-215, όπου αναπαράγεται και η
επιστολή. Η δήλωση Πάγκαλου (αν δεχτούμε πως έγινε σε συνεννόηση με τον Τσολάκογλου)
υποτίθεται πως προοριζόταν ως μέσο πίεσης για τις αρχές κατοχής που είχαν δείξει ως τότε πως
προτιμούσαν (προσωρινά τουλάχιστον και μέχρι την ολοκληρωτική διευθέτηση της τύχης της χώρας)
μια ελληνική κυβέρνηση συνεργασίας από μια στρατιωτική των ίδιων των αρχών κατοχής. Ωστόσο τη
διαβεβαίωση αυτή πιθανώς να την ήθελε και ο ίδιος ο Τσολάκογλου ώστε να διασφαλίσει πως δεν
θα ανατρεπόταν για να ανέβει στη θέση του κάποιος φιλόδοξος πολιτικός κατόπιν συμφωνίας με τις
αρχές κατοχής.
311
BA-MA, RW29/105, Der Deutsche Wehrwirtschaftoffizier, Lagebericht August 1942, Athen, 31.8.42.
312
Η ακυβερνησία είναι ασφαλώς σχετική έννοια, αφού οι αρχές κατοχής, που έτσι κι αλλιώς είχαν
την πραγματική διακυβέρνηση της χώρας, μπορούσαν πάντα να καταφύγουν σε άλλες μορφές

188
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Παράλληλα συνεχίζονταν οι ανταγωνισμοί στο εσωτερικό των αρχών κατοχής. Ο Ciano


κατηγορούσε και πάλι τους Γερμανούς για υπερβολικές απαιτήσεις και ακαμψία,
φοβούμενος άλυτη κυβερνητική κρίση στην Ελλάδα και ένταση της αντίστασης και
προέτρεπε τον Μουσολίνι να αναλάβει την πρωτοβουλία για την ομαλοποίηση της
κατάστασης.313
Η κατάσταση στην ελληνική οικονομία ήταν τέτοια που τελικά έγινε δυνατόν να
επιτευχθεί ένα μίνιμουμ συνεννόησης για μια σειρά μέτρων με σκοπό (θεωρητικά
τουλάχιστον) τη σωτηρία της δραχμής και την επιστροφή μιας σχετικής ηρεμίας στην
ανάστατη ελληνική κοινωνία. Και πάλι εκείνοι που έμοιαζαν να ανησυχούν περισσότερο
ήταν οι Ιταλοί. Ο Μουσολίνι μάλιστα είχε κατά την επιστροφή του από το μέτωπο της
Αφρικής τον Ιούλιο σχετική συνάντηση στην Αθήνα με την ελληνική κατοχική κυβέρνηση,
και με την επάνοδό του στη Ρώμη απέστειλε επιστολή στον Χίτλερ στην οποία εξέφραζε τις
ανησυχίες του για την κατάσταση στην Ελλάδα. Η αρχική γερμανική απάντηση ωστόσο ήταν
αρνητική. Ο Χίτλερ αποφάσισε μάλιστα να απαγορεύσει ακόμα και τη χρήση του όρου
«έξοδα κατοχής» (Besatzungskosten) και να τον αντικαταστήσει με το «έξοδα
ανοικοδόμησης» (Aufbaukosten), αφού, κατ’ αυτόν, τα περισσότερα από τα έξοδα αυτά
αφορούσαν έργα χρήσιμα για την Ελλάδα (δρόμους, αεροδρόμια κλπ). Λίγο καιρό
αργότερα (τον Αύγουστο), η συνεχής μεγέθυνση της κρίσης και η ανάγκη για ηρεμία στην
περιοχή (είχαν είδη κάνει τη δυναμική εμφάνισή τους οι πρώτες μεγάλες αντιστασιακές
οργανώσεις – ΕΛΑΣ κλπ), τη στιγμή που η Ελλάδα ήταν απαραίτητη για την τροφοδοσία του
Deutsche Afrikakorps (DAK), ώθησε τελικά τους Γερμανούς στην προσωρινή απόφαση για
συγκράτηση των εξόδων.314 Ωστόσο η αύξηση των αναγκών (εν μέρει λόγω της
τροφοδοσίας του βορειοαφρικανικού μετώπου) ακύρωσαν στην πράξη την απόφαση αυτή
και τα ποσά που έπαιρναν οι αρχές κατοχής από την ΤτΕ αυξήθηκαν και πάλι.
Οι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν σε Βερολίνο και Ρώμη όπου θα γινόταν δεκτή
και ελληνική αντιπροσωπεία. Ωστόσο οι κατακτητές αποφάσισαν να μην συμπεριληφθεί ο
Τσολάκογλου στην αποστολή, και οι συναντήσεις να μην γίνουν με ανώτατα στελέχη του

διακυβέρνησης. Όπως εξάλλου αποδείχτηκε, παρά τις προσπάθειες Τσολάκογλου, δεν ήταν τελικά
δύσκολο να βρεθούν αντικαταστάτες του.
313
Όπως χαρακτηριστικά έργαφε στο ημερολόγιό του: «δεν μπορεί κανείς να αποτύχει δύο φορές
χωρίς να χάσει πολύ κύρος». Ciano, Galeazzo: The Ciano diaries 1939-1943 : the complete unabridged
diaries of Count Galeazzo Ciano, Italian Minister for Foreign Affairs, 1936-1943, Simon Publications,
[Garden City, N.Y.], 2001 [1945], σελ. 518 (30 Αυγούστου 1942).
314
Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43, σσ. 499-503.

189
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Άξονα, ώστε να μη δοθεί στο ζήτημα μεγαλύτερη πολιτική σημασία.315 Η απαισιοδοξία


αρκετών μελών της αποστολής για τη σωτηρία της ελληνικής οικονομίας, η ως τότε
αντιμετώπιση των αιτημάτων από τις αρχές κατοχής και η ενδοκυβερνητική κρίση δεν
φαίνεται να επέτρεψαν στο καθεστώς στην εκτεταμένη προβολή της επίσκεψης για τη
δημιουργία ελπίδων στον ελληνικά λαό, όπως θα συνέβαινε σε κάθε άλλη περίπτωση.316
Τα έγγραφα σχετικά με τα ελληνικά έξοδα κατοχής την περίοδο εκείνη και τις
συναντήσεις σε Βερολίνο και Ρώμη τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο είναι ασυνήθιστα πολλά
και η λεπτομερής πορεία των διαπραγματεύσεων θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο
κάποιας ξεχωριστής μελέτης.317 Παρά την σχετική υποστήριξη των Ιταλών και την αρκετά

315
AA-PA, R 29613, τηλεγράφημα Mackensen, 3/9/1942 (αρ. εγγράφου 127).
316
Κάποιες αναφορές έγιναν μάλλον με στόχο να φανεί πως η κατεχόμενη Ελλάδα και η «νόμιμη»
ηγεσία της αντιμετωπίζονταν περίπου ως ισότιμοι εταίροι από τους κατακτητές, αλλά η έκτασή τους
ήταν μικρή. Σχετικό άρθρο στην οικονομική εφημερίδα Κέρδος (Αθηνών) για παράδειγμα αναφέρει
λιτά πως η αποστολή θα «αναπτύξει εις τας Κυβερνήσεις του Βερολίνου και της Ρώμης τας ελληνικάς
απόψεις επί των φλεγόντων οικονομικών ζητημάτων της χώρας» («Ο κ. Γκοτζαμάνης εις Βερολίνον
και Ρώμην», 19/9/1942). Αρκετές άλλες εφημερίδες δεν είχαν καν κάποιο άρθρο άξιο λόγου για την
αναχώρηση της αποστολής. Όταν τον επόμενο μήνα οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν ακόμα
καταλήξει, εμφανίστηκαν κάποια καθησυχαστικά άρθρα σε ελληνικές εφημερίδες, που
προσπαθούσαν να διασκεδάσουν τις ανησυχίες περί πλήρους αποτυχίας του ταξιδιού, αποτυχία που
είχε αντίκτυπο στην τιμή της χρυσής λίρας. Σχετικό άρθρο της οικονομικής εφημερίδας Πλούτος
(Αθηνών) χαρακτήριζε «ασύστατες» τις πληροφορίες για τις διαπραγματεύσεις, αναφέροντας ότι «η
κυβέρνησις έχει λόγους να ελπίζει βασίμως, ότι αι Δυνάμεις του Άξονος εν τω ενδιαφέροντι το
οποίον επιδεικνύουν κατά την διεξαγωγήν των διαπραγματεύσεων, θα εξεύρωσιν λύσιν
ικανοποιητικήν» («Αι διαπραγματεύσεις της Ρώμης», 19/19/1942).
317
Ενδεικτικά, εκτεταμένα κεφάλαια (με αναπαραγωγή εγγράφων) σχετικά με το θέμα βρίσκονται
στο βιβλίο του Γκοτζαμάνη: Κατοχικόν Δάνειον και Δαπάναι Κατοχής… και σε εκείνο του άλλου
μέλους της αποστολής, του γενικού διευθυντή του υπουργείου οικονομικών Αθανάσιου Σμπαρούνη:
Μελέται και Αναμνήσεις εκ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, [χ.ε.], Αθήνα, 1950. Τα σχετικά έγγραφα
από ελληνικής πλευράς (όπως οι εκθέσεις και τα υπομνήματα για τους αξιωματούχους τους Άξονα)
βρίσκονται στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ19, καθώς και στο Αρχείο Βοβολίνη, Σειρά Μέγα Ελληνικόν
Βιογραφικόν Λεξικόν (πρόσφατα μεταφέρθηκε στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη), 216: Γκοτζαμάνης
Σωτήριος. Από γερμανικής πλευράς έγγραφα υπάρχουν σε αρκετούς φακέλους, με σημαντικότερους
ίσως τους R 29613 και R 106155 του πολιτικού αρχείου του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών (AA-
PA), τον R 2/14552 του BArch, αλλά και τον TNA, GFM 33/2159. Για την ιταλική στάση βλ. επίσης:
Ciano, Galeazzo: The Ciano diaries 1939-1943 : the complete unabridged diaries of Count Galeazzo
Ciano, Italian Minister for Foreign Affairs, 1936-1943, Simon Publications, [Garden City, N.Y.], 2001

190
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

καλή προετοιμασία της αποστολής, η αποδοχή των ελληνικών αιτημάτων από γερμανικής
πλευράς δεν ήταν ιδιαίτερα θερμή. Εκτός από τη μείωση των εξόδων κατοχής (μέρος των
οποίων ήθελε να δοθεί ως αναγνωρισμένο δάνειο), η ελληνική πλευρά επιθυμούσε μεταξύ
άλλων: μέρος της χρηματοδότησής των δυνάμεων κατοχής να γίνεται με την πώληση
εισαγόμενων εμπορευμάτων, την εισαγωγή τροφίμων και πρώτων υλών αφού τα ελληνικά
είχαν σχεδόν εξαντληθεί και οι τιμές ανέρχονταν συνεχώς, μέρος των αμοιβών των
εργαζόμενων για τις αρχές κατοχής να γίνεται με εισαγόμενα τρόφιμα, να μειωθούν ή να
καταργηθούν οι διοικητικοί διαχωρισμοί των ελληνικών περιφερειών που δυσχέραιναν το
εμπόριο και την κατεργασία στο εσωτερικό της χώρας πρώτων υλών προς εξαγωγή (π.χ.
βαμβάκι), καθώς και να επιτραπεί η δημιουργία ελληνικού στολίσκου για τις μεταφορές
εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας. Η γερμανική πλευρά αντίθετα, επιθυμούσε
κυρίως την προσπάθεια για νομισματική εξυγίανση (στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατό) από
την κατοχική ελληνική κυβέρνηση, με τον κατά το δυνατό περιορισμό της αύξησης της
νομισματικής κυκλοφορίας, την αύξηση της φορολογίας, τον αυστηρό έλεγχο τιμών κλπ.318
Οι διαπραγματεύσεις όμως, παρά τη διάρκειά τους, δεν είχαν μεγάλη επιτυχία, την
ίδια στιγμή που η κατάσταση χειροτέρευε συνεχώς: μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου τα γερμανικά
έξοδα είχαν εκτοξευτεί στα 18,8 δισεκατομμύρια δραχμές και οι ενδείξεις ήταν πως θα
αυξάνονταν ακόμα περισσότερο στο άμεσο μέλλον, παρασέρνοντας μαζί τους και τον

[1945], κυρίως σσ. 527-532. Για μια αρκετά εκτεταμένη παρουσίαση των γεγονότων βλ. επίσης το
σχετικό κεφάλαιο στο Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43.
318
Βλ. τα σχετικά έγγραφα στο: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ19. Παρά τις διαφορές τους (ειδικά στο ύψος των
εξόδων κατοχής), οι κατακτητές ήταν σε συνεννόηση για την αντιμετώπιση των ελληνικών
οικονομικών αιτημάτων και την προώθηση των δικών τους και οι περισσότερες γενικές απαιτήσεις
τους ήταν ουσιαστικά όμοιες. Βλ. για παράδειγμα τις ιταλικές οδηγίες για τη «συμπληρωματική» σ’
ης
αυτή της 14 Μαρτίου 1942 ιταλο-γερμανική συμφωνία για την Ελλάδα (21/9/1942), καθώς και τις
προτάσεις του ιταλικού υπουργείου εξωτερικών για την ελληνική κυβέρνηση (“Proposte da
presentarsi al Governo Ellnico”) στο: TNA, GFM 33/2159, έγγραφα E259704-E259707 και E259716-
E259717 αντίστοιχα. Στις διαπραγματεύσεις αυτές πάρθηκαν και αποφάσεις σχετικά με την
λειτουργία του εμπορίου μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών, αποφάσεις που οδήγησαν τελικά και
στη δημιουργία της DEGRIGES (βλ. παρακάτω). Ο Ciano θεωρούσε πάντως πως οι γερμανικές
απαιτήσεις από την Ελλάδα ήταν υπερβολικές και κατέγραφε στο ημερολόγιό του πως «ο Clodius
συμφωνεί μαζί μας αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι γι’ αυτό» (The Ciano diaries 1939-1943: the
complete unabridged diaries of Count Galeazzo Ciano, Italian Minister for Foreign Affairs, 1936-1943,
Simon Publications, [Garden City, N.Y.], 2001 [1945], σελ. 527, 6 Οκτωβρίου 1942).

191
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πληθωρισμό.319 Ταυτόχρονα όμως οι πιεστικές στρατιωτικές ανάγκες ήταν τέτοιες που δεν
επέτρεπαν την άμεση σημαντική μείωση των δαπανών και ο στρατάρχης Keitel δήλωνε πως
δεν θα μπορούσε να συναινέσει σε όποιες μειώσεις δαπανών αφορούσαν σιδηροδρομικά
και λιμενικά έργα, επισκευές πλοίων, μεταφορά εφοδίων στο μέτωπο της Αφρικής,
κατασκευή αεροδρομίων, και παράκτιες οχυρώσεις, ειδικά στην Κρήτη.320 Όλες οι
κατηγορίες αυτές των δαπανών βρίσκονταν στον πυρίνα των εξόδων κατοχής της περιόδου.
Η νομισματική κατάσταση στις απομακρυσμένες ελληνικές επαρχίες ήταν συχνά
χειρότερη, αφού τα τεράστια (και συνεχώς αυξανόμενα) απαιτούμενα ποσά
χαρτονομισμάτων δεν έφταναν πάντα εγκαίρως. Έτσι η γερμανική στρατιωτική ηγεσία στην
Κρήτη έφτασε να εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο δημιουργίας ειδικού τοπικού νομίσματος
με βάση το λάδι, πρόταση που ωστόσο εγκαταλείφτηκε ως μη αποτελεσματική.321
Ο εκτροχιασμός μάλιστα της ελληνικής οικονομίας είχε φτάσει σε τέτοια επίπεδα,
που δημιούργησε και ανησυχία για την πιθανότητα επανάληψής του και σε άλλες
κατεχόμενες χώρες. Τον Δεκέμβρη του 1942 ο Γερμανός επίτροπος στην Εθνική Τράπεζα
του Βελγίου, έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου, λέγοντας πως έπρεπε να αποφευχθεί να
καταστεί το Βέλγιο μια «νομισματική Ελλάδα».322 Τον ίδιο μήνα το γερμανικό υπουργείο

319
Σε 5 δισεκατομμύρια ανέρχονταν οι ανάγκες του ΓΚΤΣ, άλλα 10 δις ήταν τα έξοδα που πλήρωνε το
ελληνικό δημόσιο εκ μέρους του ΓΚΤΣ και 3,8 το υπόλοιπο του Σεπτεμβρίου για πληρωμές του
Δημοσίου εκ μέρους του ΓΚΤΣ. Ως τα μέσα του μήνα είχαν ήδη εκταμιευτεί για τη Wehrmacht 2,4 δις
από το ΓΚΤΣ και 6,7 από το Δημόσιο. AA-PA, R 106155, τηλεγράφημα Hahn (μέσω Graevenitz),
15/10/1942.
320
AA-PA, R 106155, Clodius προς Ribbentrop, “Aufzeichnung”, 2/10/1942. Το γερμανικό ναυτικό για
παράδειγμα απαιτούσε 10-12 δισεκατομμύρια (αγοραστικής αξίας Οκτωβρίου 1942), AA-PA, R
106155, τηλεγράφημα Neubacher (μέσω Altenburg) αρ. 2479 3/11/1942 (2/11/1942).
321
Η υπόθεση της «Κρητικής Δραχμής» έφτασε να συζητιέται σε συσκέψεις στο Βερολίνο μεταξύ
οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων, κυρίως την άνοιξη του 1942. Βλ.
Μανουσάκης, Βασίλης: «Η Κρήτη της ‘Νέας Ευρώπης’. Οικονομία, κοινωνία και η εμπειρία της
κατοχής», σελ. 135, στο: Μέρες του ’43. Η καθημερινή ζωή στην κατεχόμενη Κρήτη, πεπραγμένα
επιστημονικού συμποσίου, Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2012, σσ. 131-146.
322
Office of United States Chief of Counsel For Prosecution of Axis Criminality: Nazi Conspiracy and
Aggression, Volume VII, United States Government Printing Office, Washington DC, 1946, σσ. 690-
695. Οι ανησυχίες αυτές αντικατοπτρίζουν βέβαια την προ του χειμώνα κατάσταση στην Ελλάδα.
Ακόμα και αν η οικονομική βελτίωση που μόλις ξεκινούσε είχε προλάβει να γίνει γνωστή στις
διάφορες γερμανικές αρχές των άλλων κατεχόμενων χωρών, τα βελτιωμένα στοιχεία του Νοεμβρίου
δεν πρέπει να είχαν προλάβει να ανακοινωθούν και έτσι δεν θα πρόφταιναν να αλλάξουν την εικόνα
της οικονομικής και κυρίως της δημοσιοοικονομικής διάλυσης των προηγούμενων μηνών. Για κάτι

192
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εξωτερικών ζήταγε με τηλεγράφημά του προς τη γερμανική επιτροπή ανακωχής στη Γαλλία,
να διερευνήσει αν η χώρα μπορούσε ν’ αντέξει αύξηση των εξόδων κατοχής, ή αν μια
τέτοια απόφαση θα οδηγούσε σε «ελληνικές συνθήκες».323 Φαίνεται λοιπόν πως η
κατεχόμενη Ελλάδα έγινε κάτι σαν αποτυχημένο πείραμα για τα όρια της συμφέρουσας
εκμετάλλευσης μια οικονομίας από τους κατακτητές, ένα παράδειγμα προς αποφυγή για
την υπόλοιπη κατεχόμενη Ευρώπη. Ίσως έτσι να βοήθησε και στην σχετική συγκράτηση των
γερμανικών απαιτήσεων σε άλλες δυτικές χώρες, των οποίων η παραγωγή είχε πολύ
μεγαλύτερη βαρύτητα από όσο η ελληνική για την διεξαγωγή του πολέμου από τον Άξονα.
Μετά λοιπόν το ουσιαστικό αδιέξοδο των συνομιλιών, αποφασίστηκε να
αποσταλούν στην κατεχόμενη Ελλάδα δύο ειδικοί πληρεξούσιοι για τα οικονομικά, οι
οποίοι θα είχαν αυξημένες εξουσίες προκειμένου να επιλύσουν τα προβλήματα. Ο
Hermann Neubacher, πρώην δήμαρχος της Βιέννης, αντιπρόσωπος του επιχειρηματικού
κολοσσού IG Farben και ασφαλώς μέλος του NSDAP, διορίστηκε ως Γερμανός πληρεξούσιος
(επίσημος τίτλος «Ειδικός Πληρεξούσιος της Κυβέρνησης του Ράιχ για τα Οικονομικά και
Νομισματικά Ζητήματα στην Ελλάδα») στις 15 Οκτωβρίου, ενώ ως Ιταλός ομόλογός του
ορίστηκε ο Alberto D’ Agostino.324 Ο φιλόδοξος Neubacher παρουσιάζεται να ήταν από

τέτοιο θα χρειαζόταν μια σημαντική βελτίωση των οικονομικών δεικτών με αρκετά μεγάλη χρονική
διάρκεια.
323
Office of United States Chief of Counsel For Prosecution of Axis Criminality: Nazi Conspiracy and
Aggression, Volume IV, United States Government Printing Office, Washington DC, 1946, σελ. 250.
Τον προβληματισμό του υπουργείου και του Ribbentrop προσωπικά, αλλά ακόμα και του ίδιου του
Hitler αναφέρει σε μεταπολεμικές ανακρίσεις και ο Γερμανός διπλωμάτης που είχε οριστεί
επικεφαλής της οικονομικής αντιπροσωπίας της επιτροπής ανακωχής (NARA, RG 238, OCCPAC
Interrogation Transcripts And Related Records, Dr. Hans Richard Hemmen: “Testimony of Dr. Hans
Richard Hemmen taken at Nurnberg, Germany, 22 September 1945, 1105-1215, by Colonel Howard A.
Brundage, JAGD, OUSCC. Also present: S/Sgt William A. Weigel Cour Reporter”, σσ. 23-24). Την
περίοδο εκείνη εξεταζόταν η αύξηση των γαλλικών εξόδων κατοχής από τα 15 στα 25 εκατομμύρια
RM την ημέρα (αρχικά ήταν 20), αύξηση που τελικά οριστικοποιήθηκε λίγες ημέρες αργότερα. Αν δεν
υπήρχε το παράδειγμα της Ελλάδας η αύξηση πιθανώς να ήταν μεγαλύτερη.
324
AA-PA, R 106155: α) τηλεγράφημα Rintelen, 16/10/1942 (έγγραφο 468782), β) επιστολή
Ribbentrop προς Neubacher, 16/10/1942. Εκτός του τραπεζίτη (προέδρου της Banca Commerciale
Italiana) D’ Agostino, η ιταλική πλευρά εξέτασε και την υποψηφιότητα του βιομήχανου (και πρώην
προέδρου της ένωσης ιταλών βιομηχάνων) Alberto Pirelli. Βλ. AA-PA, R 29613, τηλεγράφημα
Mackensen προς Ribbentrop, 19/10/1942. Ο D’ Agostino φαίνεται να είχε προταθεί από τον Ciano
(The Ciano diaries 1939-1943: the complete unabridged diaries of Count Galeazzo Ciano, Italian

193
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τους ελάχιστους που πίστευε ότι μπορούσε με ριζικά μέτρα να διασώσει την ελληνική
οικονομία, παρά τις απογοητευτικές εντυπώσεις των περισσότερων από τους υπόλοιπους
εμπλεκόμενους.325 Είχε όμως την ρητή αποδοχή του Χίτλερ, που του έδινε ένα προσωρινό
πλεονέκτημα στις αναμενόμενες συγκρούσεις με τους στρατιωτικούς.
Οι δύο νέοι πληρεξούσιοι αποφάσισαν στη Ρώμη να τερματίσουν τις συνομιλίες
και να προχωρήσουν στη λήψη μιας σειράς μέτρων που πίστευαν ότι θα εξομάλυναν την
κατάσταση. Η διακοπή των συνομιλιών χωρίς κάποια ρητή δέσμευση για την Ελλάδα
επέφερε τελικά την από καιρό επαπειλούμενη παραίτηση της πρώτης κατοχικής
κυβέρνησης. Παρά την κρίση όμως, τα πρώτα μέτρα Neubacher – D’ Agostino είχαν
αποτελέσματα αφού συνδυάστηκαν και με μια ευνοϊκή (για την καταπολέμηση των
ελλείψεων και του πληθωρισμού) συγκυρία: την ανατροπή των δεδομένων στο μέτωπο της
Β. Αφρικής, και, πριν περάσει μεγάλο διάστημα, στην Ρωσία. Παρά την απόπειρα του
Neubacher να αυτοπαρουσιαστεί ως ο υπεύθυνος για το «ελληνικό θαύμα» της τιθάσευσης
του πληθωρισμού, στην πράξη φαίνεται πως μεγαλύτερο αντίκτυπο είχαν οι γερμανικές
ήττες στο Ελ Αλαμέιν και στο Στάλινγκραντ και οι συμμαχικές αποβάσεις στη βορειοδυτική
Αφρική, που δημιούργησαν την πρόσκαιρη εντύπωση στους κατοίκους της κατεχόμενης
Ελλάδας ότι η απελευθέρωση δεν θα αργούσε.326

Minister for Foreign Affairs, 1936-1943, Simon Publications, [Garden City, N.Y.], 2001 [1945], σελ. 532,
19 Οκτωβρίου 1942).
325
Σύμφωνα με όσα γράφει μεταπολεμικά ο Neubacher, ο φίλος του πρεσβευτής Ritter του έδωσε
τις ημέρες εκείνες ένα ελληνικό τσιγάρο (Παπαστράτος «1»), λέγοντάς του πως είναι το μόνο καλό
προϊόν που παράγει η χώρα. Αυτή ήταν η πρώτη του γνωριμία με την ελληνική οικονομία.
Neubacher, Hermann : Sonderauftrag Südost, 1940-1945. Bericht eines fliegenden Diplomanten,
Musterschmidt-Verlag, Göttingen, 1957, σελ. 72. Για τις αρνητικές εντυπώσεις βλ. επίσης
Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43, σσ. 521-524 και Ciano,
Galeazzo: The Ciano diaries 1939-1943…, σελ. 532, 20 Οκτωβρίου 1942.
326
Παρόμοια προσπάθεια να παρουσιαστεί ως υπεύθυνος για τη βελτίωση της οικονομικής
κατάστασης κάνει και ο Γκοτζαμάνης στο βιβλίο του. Χαρακτηριστική όμως των πραγματικών αιτίων,
όπως τουλάχιστον τα αντιλαμβανόταν ο κόσμος, είναι η εικόνα που παρουσιάζουν ημερολόγια της
περιόδου. Η Ελένη Βλάχου πανηγυρίζει για τις επιτυχίες των Ρώσων στις 6 Οκτωβρίου, σημειώνοντας
πως «οι δικοί μας γερμανόπληκτοι Έλληνες αναχωρούν αθρόοι για το εξωτερικό, δηλαδή την
Ελβετία. Ξεπουλάνε ό, τι έχουν, παίρνουν κοσμήματα, λίρες (Γκέρτσοι, Φραγκόπουλοι, και πολλοί
άλλοι…)». Ακόμα εντονότερη γίνεται η αίσθηση της αλλαγής του κλίματος λόγω των εξελίξεων στα
πολεμικά μέτωπα τον επόμενο μήνα, όταν παρατηρεί στις 27/11/1942 πως «οι ειδήσεις έχουν
ενσπείρει έναν πρωτοφανή πανικό» στους μαυραγορίτες, που φωνάζουν: «Σταμάτα, Τιμοσέκνο,
γιατί χαθήκαμε!...» «Κράτα, Ρόμμελ!». Συνέπεια του πανικού: «η αγορά άνθισε ξαφνικά. Από τα

194
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η αντιμετώπισή του διορισμού των Neubacher και D’ Agostino στην Ελλάδα ήταν
αρχικά μάλλον θετική. Εκτός από τις εφημερίδες, στις οποίες υπήρχαν αρκετά
συγκρατημένα θετικά άρθρα για την άφιξή τους στην Αθήνα, φαίνεται ότι και ο
επιχειρηματικός κόσμος τους δέχτηκε θετικά, προτιμώντας δύο «πολιτικού» χαρακτήρα
(και – ειδικά στην περίπτωση του D’ Agostino – καλούς γνώστες των οικονομικών)
πληρεξούσιους από τους αξιωματικούς της Wehrmacht, από τους οποίους (στα μάτια
κάποιων τουλάχιστον Ελλήνων) θα έπαιρναν τις περισσότερες οικονομικές αρμοδιότητες. 327
Φαίνεται μάλιστα ότι οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές ήταν περισσότερο ανήσυχες από
τον διορισμό αυτόν από ό, τι τα στελέχη του ελληνικού κρατικού μηχανισμού ή οι
οικονομικοί παράγοντες της χώρας. Αν και στις πρώτες συναντήσεις του Neubacher με τη
στρατιωτική ηγεσία στην κατεχόμενη Ελλάδα (όπως τουλάχιστον αυτές αποτυπώνονται στις
γερμανικές εκθέσεις) η ανησυχία αυτή δεν φαίνεται ξεκάθαρα, το επόμενο διάστημα, όταν
ο Neubacher και το επιτελείο του τοποθετούνταν υπέρ του περιορισμού των στρατιωτικών
δαπανών οι διαφωνίες στο εσωτερικό του μηχανισμού κατοχής έγιναν περισσότερο
ορατές.328

έγκατα της γης βγήκαν στο φως τα μακαρόνια, τα όσπρια, η ζάχαρη.» Βλάχου, Ελένη:. Πενήντα και
κάτι… Δημοσιογραφικά Χρόνια, Τόμος Α: Ο Κόσμος της Οδού Σωκράτους (1935-1951),
Ελευθερουδάκης, Αθήνα, 2008, σσ. 146-148. Παρόμοιες εντυπώσεις καταγράφονται και σε άλλα
ημερολόγια. Σε κάθε σχεδόν περίπτωση οι στρατιωτικές εξελίξεις καταγράφονται σ’ αυτά ως
σημαντικότερες των οικονομικών μέτρων, τα οποία συχνά δεν αναφέρονται καν.
327
Βλ. για παράδειγμα τα κάπως περιορισμένα άρθρα της Ακρόπολης («Άφιξις Ειδικών Εντεταλμένων
του Άξονος δια την Σταθεροποίησιν της Γενικής Καταστάσεως εν Ελλάδι», 25/10/1942) και του
Οικονομικού Ταχυδρόμου («Άφιξις Ειδικών Εντεταλμένων του Άξονος δια τα Οικονομικά και
Δημοσιοοικονομικά Ζητήματα», 26/10/1942). Φαίνεται πως αρκετοί από τους γερμανόφιλους
επιχειρηματίες και οικονομολόγους είχαν κάποιες επαφές με τους δύο πληρεξούσιους κατά το
διάστημα της κατοχής. Ένας από αυτούς μάλιστα, ο Έκτορας Τσιρονίκος (με επιχειρηματικές
δραστηριότητες σε Ρωσία, Τουρκία και Βέλγιο στο παρελθόν), με τον οποίο ο Neubacher διατηρούσε
πολύ καλές σχέσεις σε όλο αυτό το διάστημα, έγινε τις επόμενες εβδομάδες υπουργός επισιτισμού
της νέας κυβέρνησης Λογοθετόπουλου και αργότερα οικονομίας και οικονομικών.
328
Κύριο ζήτημα των πρώτων συναντήσεων, αλλά και εκείνων που ακολούθησαν την κατάρρευση
της Ιταλίας το επόμενο έτος ήταν ο διαχωρισμός αρμοδιοτήτων. Σύμφωνα με γερμανική έκθεση του
φθινοπώρου 1943: «Πραγματοποιήθηκε μια εμπεριστατωμένη συζήτηση μεταξύ του Ειδικού
Πληρεξούσιου για Οικονομικά και Νομισματικά Ζητήματα, Απεσταλμένου κυρίου Neubacher και του
Στρατιωτικού Διοικητή, με θέμα τον τρόπο λειτουργίας της συνεργασίας και τα όρια των αμοιβαίων
αρμοδιοτήτων. Διαπιστώθηκε συναίνεση ότι ο Στρατιωτικός Διοικητής, ως ο κάτοχος της
εκτελεστικής εξουσίας, έχει το μοναδικό δικαίωμα να εκδίδει κανονιστικά διατάγματα και οδηγίες

195
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι δύο πληρεξούσιοι πήραν λοιπόν το επόμενο διάστημα μια νέα σειρά μέτρων,
με στόχο την φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, ώστε να μειωθεί η ανάγκη για μαύρη
αγορά.329 Αν και οι δύο πληρεξούσιοι των αρχών κατοχής, παρά τη θεωρητική αντιπαλότητα
των ηγεσιών τους προς τον φιλελευθερισμό, φαίνεται να τον αγκάλιασαν στην περίπτωση
της Ελλάδας, τουλάχιστον στο βαθμό που τους συνέφερε, δεν ήταν οι πρώτοι που είχαν
προτείνει τέτοια μέτρα. Η επιτροπή Ελλήνων οικονομολόγων που είχε συνέλθει την άνοιξη
του 1942 για να συζητήσει μέτρα σωτηρίας της δραχμής και της ελληνικής οικονομίας, είχε
καταλήξει, παραδεχόμενη την αδυναμία του κράτους να πετύχει στην κεντρική
συγκέντρωση και διανομή της αγροτικής παραγωγής, πως ένα από τα ενδεικνυόμενα μέτρα
ήταν ακριβώς η «απόλυτος ελευθερία εμπορικών συναλλαγών και μεταφορών». Κατά τους
Έλληνες οικονομολόγους «η αντικατάστασις της μαύρης αγοράς υπό της φανεράς και του
ελευθέρου ανταγωνισμού του εμπορίου θα δημιουργήσει ατμόσφαιραν εμπιστοσύνης των
συναλλαγών, μεγαλυτέραν προσφοράν εμπορευμάτων, εξαφάνισιν προσθέτων, ενίοτε
φανταστικών επιχειρημάτων, υψώσεως τιμών και δυνατότητα ελέγχου και
παρακολουθήσεως του τρόπου της διαθέσεως των ειδών διατροφής και της

προς την Ελληνική Κυβέρνηση ακόμα και στους τομείς της οικονομίας και των οικονομικών, όμως
εντολές στους τομείς αυτούς θα εκδίδονται μόνο κατόπιν συνεργασίας με το Οικονομικό Επιτελείο
(Wirtschaftsstab). Ωστόσο ο Ειδικός Απεσταλμένος εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να ιδρύει
οικονομικούς οργανισμούς κατά την δική του κρίση, και να λαμβάνει όλα τα οικονομικά μέτρα που
δεν απορρέουν από την εκτελεστική εξουσία, αλλά αφορούν αποκλειστικά την ανάπτυξη του
ιδιωτικού τομέα. Ειδικότερα διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα της μέριμνας των οικονομικών
οργανισμών, της ρύθμισης των εισαγωγών και εξαγωγών, τις διαπραγματεύσεις με τον Διεθνή
Ερυθρό Σταυρό, κλπ. Το Οικονομικό Επιτελείο από την πλευρά του θα έρχεται σε επαφή με τον
Στρατιωτικό Διοικητή πριν κάθε μέτρο. Για την προώθηση της συνεργασίας και την επιτάχυνση της
διαδικασίας, αποφασίστηκε η δημιουργία μιας μόνιμης επιτροπής […].» NARA, T-501 Roll 252, Der
“Verwaltungsbericht des Militärbefehlshabers Griechenland für die Monate Juli, August und
September 1943“, 5/10/1943. Οι μεσοπρόθεσμες προτεραιότητες του επιτελείου Neubacher δεν
μπορούσαν ασφαλώς παρά να έρθουν σε σύγκρουση με τις άμεσες στρατιωτικές ανάγκες της
Wehrmacht στην περιοχή. Έτσι, οι διαφωνίες σε επιμέρους θέματα, όπως αυτό της χρηματοδότησης
του προγράμματος των τσιμεντοπλοίων (για το οποίο θα δούμε περισσότερα στο δεύτερο μέρος) οι
διαφωνίες ήταν σημαντικές από την αρχή.
329
Τις προσπάθειες για φιλελευθεροποίηση της αγοράς στήριξε και η νέα κυβέρνηση. Ο ίδιος ο
Λογοθετόπουλος εμφανίστηκε στις εφημερίδες να κάνει προσωπική αυτοψία στην αγορά και να
δίνει σχετικές εντολές για την πάταξη της νοθείας, αλλά και την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς. Βλ.
εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 17/12/1942, «Ο Λογοθετόπουλος περιήλθε την Κεντρικήν Αγοράν.
Έδωσε οδηγίας να συνεχισθεί το ελεύθερον εμπόριον».

196
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

διαμορφώσεως των τιμών».330 Η φιλελευθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας δεν ήταν


εξάλλου μοναδικό φαινόμενο στην κατεχόμενη Ευρώπη. Νωρίτερα παρόμοια πολιτική είχε
ακολουθηθεί στο κατεχόμενο από τη Ρουμανία νοτιοδυτικό τμήμα της Ουκρανίας, με
αποτελέσματα που είχαν κάνει εντύπωση σε Γερμανούς επισκέπτες.331
Έτσι λοιπόν μειώθηκαν ή και καταργήθηκαν οι έλεγχοι των τιμών και τα δελτία σε
πολλά αγαθά, ενώ αποφασίστηκε να επιτραπεί εκ νέου η διαπραγμάτευση μετοχών στο
χρηματιστήριο.332 Ταυτόχρονα έγινε μια απόπειρα για αύξηση των εισαγωγών, ειδικά στα
330
Άλλα μέτρα (αρκετά από τα οποία επίσης κινούμενα σε κατεύθυνση φιλελευθεροποίησης της
οικονομίας) ήταν η άρση των διατιμήσεων, η αποδέσμευση ειδών διατροφής, η πιστωτική
διευκόλυνση των συναλλαγών με την επαρχία, η διευκόλυνση των μεταφορών, η αύξηση των
εισαγωγών από το εξωτερικό και η διανομή τροφίμων από το κράτος. Βλ. «Έκθεσις επί των
επισιτιστικών αναγκών της Ελλάδος κατά το έτος 1942-1943», σσ. 19-22, ΙΑΕΤΕ Α1Σ32Υ1Φ19, καθώς
και το (λιγότερο φιλελεύθερου χαρακτήρα) υπόμνημα κάποιων μελών της επιτροπής οικονομολόγων
(Σμπαρούνη, Αγγελόπουλου): «Επί του τρόπου της αντιμετωπίσεως του δημοσιοοικονομικού
προβλήματος», 30/5/1942, στον ίδιο φάκελο. Πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Αθ. Σμπαρούνης και
μέλη οι Κ. Μανέας, Ι. Ιωακείμογλου, Ξ. Ζολώτας, Αγ. Αγγελόπουλος, Χρ. Ευελπίδης, Α. Σαουνάτσος, Κ.
Τζωρτζόπουλος και Χ. Καραμανώφ. Μια συνοπτικότερη εκδοχή της έκθεσης έχει δημοσιευθεί στο
βιβλίο του Σμπαρούνη (Μελέται και Αναμνήσεις εκ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, [χ.ε.], Αθήνα, 1950,
σσ. 141-147), και απόσπασμα της (μαζί με το υπόμνημα) στο Η Ελληνική Οικονομία κατά την Κατοχή
και η Αλήθεια για τα Κατοχικά Δάνεια, του Δημοσθένη Κούκουνα, σσ. 258-273. Μεταπολεμικά, ο
κατοχικός επίτροπος και στη συνέχεια υπουργός γεωργίας, Γεώργιος Παμπούκας (Το έργον μου εν τω
Υπουργείον της Γεωργίας κατά την Κατοχήν, [χ.ε.], Αθήνα, 1946, σελ. 15) έγραφε στο απολογιστικό
του βιβλίο πως «η συγκέντρωσης επέτυχε πλήρως», αποδεχόμενος εμμέσως πως οι μειωμένες
ποσότητες που δηλώνονταν ήταν και οι πραγματικές, κάτι που βεβαίως και δεν ίσχυε.
331
Κάποιες περιγραφές ανέφεραν μάλιστα (πιθανότατα με μια δόση υπερβολής) πως «η ζωή στην
Υπερδνειστερία ήταν ασύγκριτα καλύτερη από οπουδήποτε αλλού στις κατεχόμενες περιοχές της
Ευρώπης». Βλ. Mazower, Mark: Hitler’s Empire. Nazi Rule in Occupied Europe, Penguin Books,
London, 2009 [2008], σσ. 332-333. Αν και δεν είναι βέβαιο ότι ο Neubacher γνώριζε λεπτομερώς την
εκεί κατάσταση και εμπνεύστηκε από τη ρουμανική πολιτική, η σχετική ευκολία με την οποία
έβρισκε κανείς τρόφιμα στην εν λόγω περιοχή θα μπορούσε να οδηγήσει σε σκέψεις για παρόμοια
μέτρα και στην Ελλάδα.
332
Υπουργική απόφαση αρ. πρωτ. 71725, «Περί τροποποιήσεως της υπ. αριθ. 43171 ε.ε. πράξεως
περί επαναλειτουργίας του Χρηματιστηρίου Αθηνών», ΦΕΚ 216Β/15-12-1942, με το οποίο το ωράριο
λειτουργίας περιοριζόταν ανάμεσα στις 11.00 και στις 11.15 για τα χρεόγραφα και στις 11.15 μέχρι
12.00 για τους λοιπούς τίτλους. Αν και σχετικές φήμες ή και επίσημα διατυπωμένες προθέσεις
έκαναν λόγο για άνοιγμα του χρηματιστηρίου από τις πρώτες εβδομάδες της κατοχής (βλ. π.χ.
εφημερίδα Πλούτος, «η επανάληψις των εργασιών». 2/6/1941), στην πράξη αυτό δεν άνοιξε παρά

197
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τρόφιμα, και για τερματισμό των εξαγωγών ελληνικών τροφίμων στο Ράιχ, με περιορισμένα
όμως αποτελέσματα (αν εξαιρέσει κανείς τις εισαγωγές μέσω Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού),
λόγω και της μικρής επιτυχίας στην αύξηση των μεταφορικών μέσων (σιδηροδρομικών και
ναυτικών).333 Στην προσπάθεια μείωσης των εξόδων επιδιώχθηκε ο (τουλάχιστον
προσωρινός) περιορισμός των στρατιωτικών δαπανών, ενώ κηρύχτηκε και προσωρινή
στάση πληρωμών στους προμηθευτές και εργολάβους των αρχών κατοχής συνδυαζόμενη
με περιορισμό του τραπεζικού δανεισμού, ώστε, πέρα της προσωρινής περιστολής εξόδων,
να περιορίσουν κι εκείνοι με την σειρά τους τις αγορές τους και να αναγκαστούν να
ρευστοποιήσουν αποθέματα χρυσού, μετοχών κλπ που διέθεταν και να πέσει ο
πληθωρισμός.334 Το μέτρο αυτό ήταν, όπως είναι φυσικό, το λιγότερο δημοφιλές στην

τον Ιούλιο του 1942 (απόφαση αρ. 43171, «Περί επαναλειτουργίας του Χρηματιστηρίου Αθηνών»,
ΦΕΚ 117Β/22-7-1942), αλλά περιοριζόταν αρχικά μόνο στην διαπραγμάτευση τοις μετρητοίς
ομολογιών Εθνικών Δανείων σε δραχμές και μόνο για μισή ώρα κάθε δύο εργάσιμες ημέρες. Σε
επόμενα ΦΕΚ (122Β/30-7-1942 και 150Β/2-9-1942) υπήρξαν κάποιες μικρές τροποποιήσεις ως προς
τις ημέρες και ώρες λειτουργίας, αλλά οι μετοχές εξακολουθούσαν να απαγορεύονται. Σε μια
προσπάθεια μάλιστα να εμποδιστούν οι χρηματιστηριακές συναλλαγές εκτός χρηματιστηρίου, είχε
απαγορευτεί σε πεζούς να «ίστανται καθ’ ομάδας δι’ οιονδήποτε λόγον ή να περιφέρονται και
μεμονωμένοι κατ’ επανάληψιν καθ’ οιονδήποτε χρόνον με προφανή σκοπόν την σύναψιν
χρηματιστηριακών πράξεων» γύρω από το χρηματιστήριο και σε χρηματιστηριακά γραφεία (αρ. 82
«Περί τροποποιήσεως της υπ’ αριθ. 33 Αστυνομικής Διατάξεως ‘περί κανονισμού εργασίας των
Χρηματιστηριακών Γραφείων κλπ’», ΦΕΚ 168Β/25-9-1942.
333
Στην πράξη βέβαια δεν σταμάτησε ο κατανάλωση ελληνικών τροφίμων από τις δυνάμεις κατοχής.
Ωστόσο φαίνεται ότι πράγματι περιορίστηκαν οι εξαγωγές τροφίμων (βλ. επίσης: Μον, Πωλ: Η
αποστολή μου στην κατεχόμενη Ελλάδα, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας/Εκδόσεις Μέτρον,
Αθήνα, 2000, σσ. 105-107). Εξάλλου δεν σταμάτησαν οι εξαγωγές αρκετών χρήσιμων για την
ελληνική οικονομία αγαθών προς τη Γερμανία. Στις αρχές του 1944 αποφασίστηκε μάλιστα η μείωση
της φορολογίας των εξαγόμενων από την Ελλάδα ειδών (κανονιστικό διάταγμα «Περί μειώσεως του
Λιμενικού φόρου κλπ των εις Γερμανίαν εξαγομένων ειδών», ΦΕΚ 55Α/15-3-1944).
334
Ως όριο ανώτατης πίστωσης χωρίς ειδική άδεια τέθηκε το ποσό του 1.000.000 για όσους
εμφανίζονταν ως ιδιώτες (ανάμεσά τους και μαυραγορίτες) και των 10.000.000 για τους εμπόρους
και βιομήχανους (Ν.Δ. 1946/1942, «Περί χορηγήσεως πιστώσεως παρά των Πιστωτικών Ιδρυμάτων»,
ΦΕΚ 282Α/4-11-1942. Λίγο καιρό αργότερα όπως είδαμε επετράπη και η πώληση μετοχών στο
χρηματιστήριο, απόφαση που σίγουρα σχετίζεται με τη στάση πληρωμών. Για την παύση πληρωμών
βλ. BA-MA, RW 29/98, “Besondere Anordnung für die Regelung des Zahlungsverkehrs in Griechenland
(W.B. Südost – IVa B.Nr. 393/42g.Kdos.), 2/10/1942. Ωστόσο, όπως θα δούμε και παρακάτω, οι
πιεστικές στρατιωτικές ανάγκες βοήθησαν ώστε κάποιοι από τους προμηθευτές και εργολάβους να

198
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ελληνική επιχειρηματική τάξη (ειδικά σε όσους είχαν δοσοληψίες με τους κατακτητές),


αλλά κρίθηκε αναγκαίο, από τη στιγμή που περίπου το 90% των εξόδων της Wehrmacht
αφορούσε προμήθειες προϊόντων και υπηρεσιών από ελληνικές επιχειρήσεις.335
Περίπου ταυτόχρονα (στα μέσα Νοεμβρίου) ιδρύθηκε μια νέα γερμανική εταιρεία,
η Γερμανοελληνική Εταιρεία Συμψηφισμού (Deutsch-Griechische
Warenausgleichsgesellschaft mbH, γνωστότερη με τη συντομογραφία DEGRIGES).336 Η
εταιρεία αυτή είχε το μονοπωλιακό δικαίωμα να θεσπίζει προσαυξήσεις στις τιμές
εισαγόμενων στην Ελλάδα προϊόντων από τη Γερμανία, ώστε αφενός, όπως είδαμε στο
προηγούμενο κεφάλαιο, να επιδοτεί την έκπτωση των τιμών των ελληνικών εξαγωγών και
αφετέρου να εξασφαλίζει επιπλέον χρήματα για την χρηματοδότηση των εξόδων
κατοχής.337 Τον ίδιο ρόλο από ιταλικής πλευράς θα έπαιζε η προϋπάρχουσα από τις αρχές
τις κατοχής η SACIG.338

πληρωθούν σχετικά γρήγορα (η γερμανική εντολή περιείχε εξάλλου κάποιες εξαιρέσεις), τη στιγμή
που άλλοι έπρεπε να περιμένουν αρκετές εβδομάδες ή ακόμα και κάποιους μήνες για να λάβουν τα
χρήματά τους, κάποιες φορές μάλιστα με μειωμένη αγοραστική αξία.
335
Χρήστος Χατζηιωσήφ: «Όψεις της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια της κατοχής, 1941-1945»,
σελ. 163, στο συλλογικό: Επιστημονικό Συμπόσιο στη Μνήμη Νίκου Σβορώνου (30 και 31 Μαρτίου
1990), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (ιδρυτής Σχολή Μωραΐτη),
Αθήνα, 1993, σσ. 107-173.
336
Η εταιρεία ιδρύθηκε από κοινού από τον όμιλο βιομηχανίας του Ράιχ (Reichsgruppe Industrie) και
τον οικονομικό όμιλο μεγαλεμπορίου και εξωτερικού εμπορίου (Wirtschaftgruppe Gross- und
Außenhandel), με έδρα το Βερολίνο, υποκατάστημα στην Αθήνα, μόνιμη έκθεση στη Θεσσαλονίκη
και ανταποκριτές σε Βόλο και Πάτρα. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ19, «Γερμανο-ελληνική εταιρεία ανταλλαγής
εμπορευμάτων – DEGRIGES (Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης), Βερολίνο, 23/9/1942 (η διαδικασία
ίδρυσης είχε ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο, αλλά η εταιρεία ξεκίνησε τυπικά τη λειτουργία της τον
Νοέμβριο).
337
Τα ποσά που προκατέβαλαν οι εισαγωγείς ως προσαύξηση αυξάνονταν συνεχώς. Τον Νοέμβριο
του 1943 για παράδειγμα η προσαύξηση ανερχόταν στο 10πλάσιο της ονομαστικής αξίας εισαγωγής
ποσοστό που αυξήθηκε στο 30πλάσιο στα μέσα Φεβρουαρίου 1944, στο 50 στα τέλη του ίδιου μήνα,
στο 100πλάσιο στις αρχές Μαρτίου, στο 300πλάσιο στα τέλη Μαρτίου και στο 1000πλάσιο στα τέλη
st st
Ιουλίου. Bank for International Settlements: Fourteenth Annual Report, 1 April 1943 – 31 March
1944, Basle, End of 1944, σελ. 158. Λίγο καιρό πριν την ίδρυση της DEGRIGES η ελληνική κυβέρνηση
είχε θεσπίσει 10πλάσια του τιμολογίου υποχρεωτική εισφορά στις εισαγωγές, με σκοπό να πληρώσει
μέρος της ζημιάς όσων υποχρεώθηκαν να πουλήσουν τα προϊόντα τους στους κατακτητές σε τιμές
κάτω του κόστους. Ωστόσο ο νόμος αυτός δεν εφαρμόστηκε ποτέ, «δια λόγους ανεξαρτήτους της

199
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Επιπλέον έγινε κάθε προσπάθεια για αύξηση των κρατικών εσόδων, με την
αύξηση της φορολογίας και την προκαταβολή του φόρου για την περίοδο 1943-44, καθώς
και με την υποχρεωτική αύξηση κεφαλαίου για τις ανώνυμες εταιρείες κατά 20% από την
31η Δεκεμβρίου 1942, με το νέο κεφαλαίο να καταβάλλεται ως πίστωση στο κράτος.339 Οι
προσπάθειες για την αύξηση των εσόδων από τη φορολογία είχαν βεβαίως ξεκινήσει
αρκετά νωρίτερα, λίγους μήνες μετά την έναρξη της κατοχής, αλλά δεν είχαν μεγάλη
επιτυχία. Η ελληνική αντιπροσωπεία είχε φέρει μάλιστα παραδείγματα στις συνομιλίες του
Βερολίνου και της Ρώμης, προσπαθώντας να αποδείξει ότι έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια
για να αυξήσει τα έσοδα και να χρηματοδοτήσει (και) τα έξοδα κατοχής, αλλά η ελληνική
οικονομία είχε φτάσει στα όριά της και δεν υπήρχαν μεγάλα περιθώρια για νέα αύξηση των
εσόδων. Στο σχετικό υπόμνημα ανέφερε την εισαγωγή συστήματος προείσπραξης για το
φόρο εισοδήματος κεφαλαίων επί των τόκων κρατικών χρεογράφων, το φόρο
υπερτιμήματος ακινήτων, τον έκτακτο φόρο επί της πωλήσεως και των εμπορικών
υπηρεσιών, το φόρο επί των έκτακτων κερδών, το φόρο προβάτων και χοίρων, την
επαναφορά της οθωμανικής δεκάτης σε δημητριακά, όσπρια, σουσάμι, ελιές και
ελαιόλαδο, σταφίδες (και, για την υπόλοιπη αγροτική παραγωγή, σε χρήμα), το φόρο στον
χυμό χαρουπιών, τους πρόσθετους φόρους κοινωνικής πρόνοιας, τον συνθετικό φόρο επί
του συνολικού εισοδήματος, τον φόρο επί των σφαγίων, τον φόρο καταναλώσεως οίνου,
τον φόρο καταναλώσεως οινοπνεύματος, τον φόρο καταναλώσεως καπνού, τον φόρο
πολυτελείας, τα κρατικά μονοπώλια (αλάτι, σπίρτα, πετρέλαιο και παιγνιόχαρτα) και τον
φόρο χαρτοσήμου.340 Επίσης αποφασίστηκε η θέσπιση Τραπεζικών Γραμματίων της
Τραπέζης της Ελλάδος, με λήξη μετά από περίπου 4 μήνες, (στις 31/3/1943) και κατόπιν
μέχρι έξι μήνες. Σκοπός τους ήταν να λειτουργήσουν ως εναλλακτικό μέσο χρηματοδότησης
χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στον πληθωρισμό. Τα γραμμάτια προορίζονταν για την

θελήσεως της Ελληνικής Κυβερνήσεως». Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ19, «Παρατηρήσεις επί σχεδίου
Γερμανο-Ελληνικής Εταιρείας ανταλλαγής εμπορευμάτων», Βερολίνο, 30/9/1942.
338
Η ίδρυση της DEGRIGES προηγήθηκε λίγων ημερών του διορισμού Neubacher και δεν ήταν μέτρο
δικής του έμπνευσης (όπως άλλωστε και αρκετά από τα υπόλοιπα). Ωστόσο ήταν επί των ημερών
του που ουσιαστικά ξεκίνησε τη λειτουργία της.
339
Τα πιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένης και της ΤτΕ περιορίζονταν στην υποχρεωτική
αύξηση κεφαλαίου κατά 10%. Ν.Δ. 2021/1942, «Περί αναπροσαρμογής του κεφαλαίου των
ανωνύμων μετοχικών εταιρειών», ΦΕΚ 321Α/20/12/1942.
340
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ19, Υπουργός των οικονομικών, «Υπόμνημα», Βερολίνο, 24/9/1942. Βλ. επίσης
το υπόμνημα προς τον υπουργό οικονομικών μελών της επιτροπής οικονομολόγων: «Επί του τρόπου
της αντιμετωπίσεως του δημοσιοοικονομικού προβλήματος», 30/5/1942, στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ19.

200
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πληρωμή του 75% της τιμής των σταφίδων, σύκων και καπνού που θα συγκεντρώνονταν
από τις κρατικές υπηρεσίες.341 Δεν διαθέτουμε το ακριβές ποσό των προϊόντων που
αγοράστηκαν με τα γραμμάτια αυτά, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι ήταν αρκετά σημαντικό.
Σύμφωνα με όσα αναφέρουν γερμανικοί πίνακες, τα ποσά αυτά εμφανίζονται να φτάνουν
περίπου στα 28 δισεκατομμύρια δραχμές ή στο 8,4% της νομισματικής κυκλοφορίας κατά
τον πρώτο μήνα της κυκλοφορίας τους και να κορυφώνονται το πρώτο τρίμηνο του 1943
(44,934 δις), όταν αποτελούσαν το 9,6% της νομισματικής κυκλοφορίας. Το επόμενο
τρίμηνο, παρά τη μικρή αύξηση το ποσοστό πέφτει στο 6,7% και έκτοτε μειώνονται
συνεχώς (1,1% τον Σεπτέμβριο).342 Η μορφή αυτή υποχρεωτικού εσωτερικού δανεισμού
φαίνεται λοιπόν ότι επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί σε μεγάλη κλίμακα, αλλά λόγω του μη
δημοφιλούς χαρακτήρα της θα πρέπει να έσπρωξε ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά
παραγωγών στην απόκρυψη προϊόντων και στη μαύρη αγορά.

341
Απόφαση Υπουργού Οικονομικών αρ. 206651, «Περί εκδόσεως Ταμειακών Γραμματίων υπό της
Τραπέζης της Ελλάδος κατά παρέκκλισιν των διατάξεων του Καταστατικού της», ΦΕΚ 208Β/24-11-
1942 και Ν.Δ. 1984, «Περί ταμειακών γραμματίων της Τραπέζης της Ελλάδος», ΦΕΚ 300Α/26-11-
1942. Στα τραπεζικά αυτά γραμμάτια που αρχικά περιορίζονταν σε αξίες των 100.000 και 500.000
(είχε οριστεί ότι μικρότερες αξίες και ρέστα θα δίνονταν σε χαρτονομίσματα), προστέθηκε στα μέσα
του 1943 και η χαμηλότερη αξία των 25.000 (Ν.Δ. 2164/1943, «Περί συμπληρώσεως του υπ. αριθ.
1984/1942 Νομοθετικού Διατάγματος», ΦΕΚ 48Α/2-3-1943 και απόφαση του υπουργού των
οικονομικών «Περί εξουσιοδοτήσεως της Τράπεζας της Ελλάδος όπως εκδίδει Ταμειακά Γραμμάτια»,
ΦΕΚ 81Β/1-6-1943), ώστε να μειωθεί ακόμα περισσότερο η ανάγκη για πληρωμές σε
χαρτονομίσματα.
342
BArch, R2/310, “Übersicht, über den Umlauf an Drachmen, RKK-Scheinen, ausgegebenen
Wehrmachtbehelfsgeld und ausgegebenen Staatskassenbons in Griechenland sowie über den Bestand
der Italienischen Drachmen in Griechenland (Stand 30. September 1943.

201
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 3: Υπόδειγμα του ταμειακού γραμματίου της ΤτΕ, όπως εμφανίζεται στο σχετικό ΦΕΚ
(208Α/24-11-1942).

Επιπλέον αυξήθηκαν αρκετοί παλαιοί φόροι (χωρίς πάντα μεγάλο αποτέλεσμα),


ενώ έγιναν (ήδη από τα μέσα του 1942) και συνεχείς προσπάθειες υποχρεωτικού
δανεισμού του Δημοσίου από τις ελληνικές τράπεζες, αρχικά σε ομόλογα,343 και στη

343
Η Ιονική Τράπεζα παρείχε δάνεια 400.000.000, 200.000.000, 200.000.000, 400.000.000 δραχμών
και στη συνέχεια ακόμα 300.000.000, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων 25.000.000 και
100.000.000, η Εθνική Τράπεζα 2.000.000.000, στη συνέχεια 1.000.000.000 και 500.000.000, η Ανων.
Τραπεζιτική Εταιρεία Σ.Ι. Παντελίδης 10.000.000, η Τράπεζα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού
50.000.000, 60.000.000, μετά από λίγους μήνες 30.000.000 και στη συνέχεια επιπλέον 20.000.000, η
Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως 50.000.000 και 20.000.000, η Τράπεζα Αθηνών 1.000.000.000,
650.000.000 και 600.000.000, η Τράπεζα Αμάρ 15.000.000, η Βρετανογαλλική Τράπεζα
Προεξοφλήσεων 150.000.000 και 100.000.000, η Οθωμανική Τράπεζα 25.000.000, η Τράπεζα
Καραβασίλη 50.000.000 και 40.000.000, η Τράπεζα Θεσσαλονίκης 30.000.000 και 50.000.000, η
Τράπεζα Χίου 85.000.000 και 35.000.000, η Τράπεζα Λακωνίας 20.000.000 και 10.000.000, η Λαϊκή
Τράπεζα 250.000.000, 100.000.000 και 150.000.000, η Τράπεζα Πειραιώς 50.000.000, το
Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο 100.000.000 και 200.000.000 και η Εμπορική Τράπεζα δάνεια
750.000.000, 100.000.000, 25.000.000 και 100.000.000, όλα με ετήσια επιτόκια 4% και 5% και
πληρωτέα σε δύο εξαμηνιαίες δόσεις μέχρι το 1945 (κανονιστικά διατάγματα «Περί κυρώσεως
συμβάσεων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Τραπεζών», ΦΕΚ 143Α/5-6-1942, ΦΕΚ 159Α/22-6-1942,
ΦΕΚ 176Α/13-7-1942, ΦΕΚ 188Α/27-71942, ΦΕΚ 268Α/20-10-1942, ΦΕΚ 272Α/22-10-1942, ΦΕΚ
302Α/1-12-1942, ΦΕΚ 3Α/12-1-1943. Το νομικό πλαίσιο θεσπίστηκε με το Ν.Δ. 1246, «Περί
συνομολογήσεως δανείων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και διαφόρων Πιστωτικών Ιδρυμάτων», ΦΕΚ
91Α/18-4-1942).

202
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

συνέχεια γενικά σε χρεόγραφα που διαπραγματεύονταν στο χρηματιστήριο,344 παρ’ όλες τις
δυσκολίες ρευστότητας που αυτές αντιμετώπιζαν. Μάλιστα για την κάλυψη της
ρευστότητας τους, οι τράπεζες, όπως και ανώνυμες εταιρείες και νομικά πρόσωπα
υποχρεώθηκαν το 1943 να ρευστοποιήσουν μέρους των χρεογράφων που είχαν στην
κατοχή τους.345 Εκτός των χρεογράφων των τραπεζών αποφασίστηκε και η εκποίηση των
δανειακών ομολογιών του δημοσίου.346

344
Νόμος αρ. 828, «Περί χορηγήσεων δανείου εις χρεόγραφα υπό των εν Ελλάδι Τραπεζών,
Ανωνύμων Εταιρειών και Νομικών Προσώπων προς το Ελληνικόν Δημόσιον», ΦΕΚ 359Α/26-10-1943.
Μέχρι τότε οι δυνατότητες των τραπεζών να χρηματοδοτούν το Δημόσιο με δάνεια μάλλον είχαν
εξαντληθεί. Με τον ακριβώς προηγούμενο νόμο (αρ. 827) του ίδιου ΦΕΚ διορίζονταν μάλιστα και
κυβερνητικοί επίτροποι στις τράπεζες, ανώνυμες εταιρείες και νομικά πρόσωπα, με δικαίωμα
επέμβασης (έκφραση γνώμης και αναστολή των αντίθετων προς αυτή αποφάσεων) στις
συνεδριάσεις των διοικητικών συμβουλίων, ενώ σε περίπτωση διαφωνίας την τελική απόφαση θα
λάμβανε ο ίδιος ο υπουργός οικονομικών. Με τον τρόπο αυτόν, η κατοχική κυβέρνηση εξασφάλιζε
τον ουσιαστικό έλεγχο των αποφάσεων των Τραπεζών, ο δε υπουργός οικονομικών (και εθνικής
οικονομίας) Τσιρονίκος αποκτούσε ακόμα μεγαλύτερες αρμοδιότητες. Παρόμοια μέτρα για
προσπάθεια χρηματοδότησης των αυξημένων (κυρίως λόγω των εξόδων κατοχής) κρατικών
δαπανών μέσω ομολόγων, δανείων κλπ έκαναν αρκετές κατεχόμενες χώρες. Η Γαλλία του Βισύ
κατάφερε για παράδειγμα να χρηματοδοτήσει τα έξοδα της περιόδου κατά περίπου 36% με
δανεισμό, κυρίως όμως μέσω κρατικών ομολόγων. Το ποσοστό έφτασε μάλιστα το 52% το 1944. βλ.
Occhino, Filippo, Oosterlinck, Kim & White, Eugene N.: “How Occupied France Financed its own
Exploitation in World War II”, National Bureau of Economic Research, Working Paper 12137, March
2006, σσ. 6 και 13-21 και Occhino, Filippo, Oosterlinck, Kim & White, Eugene N.: “How Much Can a
Victor Force the Vanquished to Pay? France under the Nazi Boot”, στο: The Journal of Economic
History, vol. 68, No. 1, March 2008, σσ. 1-45 (όπου το ακριβές ποσοστό αναφέρεται ως 52,6%). Η
επιτυχία τέτοιων μέτρων στην κατεχόμενη Ελλάδα ήταν πολύ περιορισμένη λόγω του
υπερπληθωρισμού, η δε προοπτική της έκδοσης κρατικών ομολόγων κρίθηκε ότι δεν είχε προοπτικές
(AA-PA, R 27320, “Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen unter der
Besetzung 1941-1944”, von Direktor b. d. Reichsbank P. Hahn, σελ. 22).
345
Νόμος αρ. 826, «Περί τρόπου καλύψεως των ελλειμμάτων των εν Ελλάδι Τραπεζών, Ανωνύμων
Εταιρειών και Νομικών Προσώπων», ΦΕΚ 359Α/26-10-1943. Ο υπερπληθωρισμός είχε καταστήσει
την αποταμίευση σε τραπεζικούς λογαριασμούς ανούσια για τους πελάτες και την παροχή δανείων
σε γενικές γραμμές ασύμφορη για τις τράπεζες. Ωστόσο η νομοθεσία (Ν.Δ. 771, «Περί ενεργείας
πασών των άνω των τριάκοντα χιλιάδων δραχμών πληρωμών δι’ επιταγών», ΦΕΚ 416Α/1-12-1941),
που, σε μία προσπάθεια περιορισμού της φοροδιαφυγής, είχε κάνει υποχρεωτικές τις συναλλαγές
μέσω των τραπεζών από ένα ύψος και πάνω (αρχικά 30.000 δραχμών), ίσως είχε συμβάλει στην
προσωρινή αποτροπή της πλήρους κατάρρευσής τους. Ο νόμος πάντως είναι αμφίβολο αν θα

203
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η πρόταση για να ακολουθηθεί στην κατεχόμενη Ελλάδα πολιτική παρόμοια με


την λεγόμενη πολιτική «κλειστού κυκλώματος» της Γαλλίας του Βισύ, δεν μπορούσε να έχει
επιτυχία, αφού δεν ήταν δυνατόν να περιοριστούν πρώτα οι απαιτήσεις των αρχών κατοχής
σε ανεκτά επίπεδα και να καταστεί στοιχειωδώς ελκυστική η αποταμίευση στις τράπεζες
και βιώσιμ τα δάνεια χωρίς να στερεύσουν οι τράπεζες από ρευστό.347 Το δεύτερο εξάμηνο

μπορούσε να έχει μακροχρόνια αποτελέσματα και σε κάθε περίπτωση η γιγαντωμένη μαύρη αγορά
μπορούσε απλώς να τον αγνοεί, όπως είχαν παρατηρήσει σχετικά και οι τραπεζίτες (βλ. ΕΛΙΑ, αρχείο
Κ. Ζαβιτσιάνου, φάκελος 3.2 «Υπομνήματα για τον νόμο 771», όπου αναφέρεται για παράδειγμα
πως υπάρχουν 3 κατηγορίες κατόχων χαρτονομισμάτων: κοινό, αγρότες και μαυραγορίτες. Μόνο οι
τελευταίοι όμως έχουν περίσσευμα και ο νόμος δεν μπορεί να το αγγίξει). Τα προβλήματα που
δημιούργησε η κακή οικονομική κατάσταση στην χρήσιμη για την αγροτική πολιτική Αγροτική
Τράπεζα, ώθησαν μάλιστα το 1944 την κατοχική κυβέρνηση να προβεί στην παροχή κρατικού
δανείου ύψους 100 δισεκατομμυρίων δραχμών προς την ΑΤΕ για τις δαπάνες μισθοδοσίας και
λειτουργίας της (Νόμος 1654, «Περί κυρώσεως της από 31 Μαρτίου 1944 συμβάσεως μεταξύ του
Ελληνικού Δημοσίου και της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος», ΦΕΚ 165Α/10-8-1944).
346
Η εκποίηση χρεογράφων των τραπεζών προκάλεσε την άμεση αντίδραση της ηγεσίας των
τραπεζών και του προσωπικού τους (με μικτά όμως αποτελέσματα), αφού θα είχε άμεση ως
συνέπεια τη μεταφορά του ελέγχου αρκετών επιχειρήσεων από τα χέρια του ελληνικού δημοσίου,
των τραπεζών και του παλιού κεφαλαίου, στα χέρια των νεόπλουτων της κατοχής. Ειδικά για την
περίπτωση της ΕΤΕ βλ. Συνοδινός, Ζήσιμος Χ.: «Η μάχη των χρεογράφων (Οκτώβριος 1943).
Κορυφαία αντιστασιακή πράξη των εργαζομένων στην Εθνική Τράπεζα», Αρχειοτάξιο, τεύχος 9,
Μάιος 2007, σσ. 134-160, και Νόμος 818, «Περί εκποιήσεως χρεογράφων του Ελληνικού Δημοσίου»,
ΦΕΚ 355Α/22/10/1943.
347
Αν και το υπόμνημα μελών της επιτροπής οικονομολόγων («Επί του τρόπου της αντιμετωπίσεως
του δημοσιοοικονομικού προβλήματος», 30/5/1942, στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ19, κυρίως σελ. 7) δεν
αναφέρει τον όρο «κλειστό κύκλωμα» η περιγραφή είναι χαρακτηριστική: «τα υπό μορφήν δανείων
εισερχόμενα εις το δημόσιον ταμείον δάνεια θα διοχετεύονται εκ νέου διά της ενεργείας των
δαπανών εις την ιδιωτικήν οικονομίαν, οπόθεν πάλιν θα επανέρχονται εκ νέου υπό μορφήν νέων
δανείων εις το δημόσιον ταμείον». Αν και θεωρητικά απλή, η υπόθεση αυτή δεν μπορούσε να
ισχύσει στην πράξη σε μια περίοδο που η αποταμίευση (με τόκους ουσιαστικά αρνητικούς) θα
οδηγούσε σε άμεση απώλεια των καταθέσεων λόγω πληθωρισμού, παρά τις προσπάθειες για την
υποχρεωτική από τον νόμο χρήση των τραπεζών για τις συναλλαγές και η επένδυση σε κρατικά
ομόλογα δεν είχε μέλλον. Οι όποιες προσπάθειες για υποκατάσταση του δανεισμού μέσω ομολόγων
από την υποχρεωτική χρήση των ταμειακών γραμματίων δεν είχε επίσης ιδιαίτερη επιτυχία. Και οι
ίδιοι αναγνώριζαν πάντως ότι έπρεπε πρώτα να ρυθμιστεί το ζήτημα των εξόδων κατοχής, ζήτημα
που «δεν είναι τεχνικόν, αλλά πολιτικόν» (ο.π., σελ. 2). Για την γαλλική “Politique de Circuit” βλ.
Occhino, Filippo, Oosterlinck, Kim & White, Eugene N.: “How Much Can a Victor Force the Vanquished

204
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

του 1942 και το πρώτο του 1943 φαίνεται πως ήταν η μόνη περίοδος της κατοχής που έγινε
κάποια εκτεταμένη προσπάθεια υποκατάστασης του πληθωριστικού χρήματος από τον
εσωτερικό δανεισμό, αλλά με πολύ περιορισμένα (ειδικά για το 1942) αποτελέσματα.
Το 1943 διοχετεύτηκαν επίσης στο χρηματιστήριο και σημαντικές ποσότητες
χρυσών νομισμάτων από τις γερμανικές αρχές (επιχείρηση χρυσού του Neubacher, για
περισσότερες λεπτομέρειες βλ. παρακάτω). Σκοπός του μέτρου αυτού, όπως και αρκετών
από τα προηγούμενα (ειδικά οι πωλήσεις χρεογράφων τραπεζών κλπ), ήταν θεωρητικά ο
περιορισμός της αύξησης της τιμής της χρυσής λίρας και η εξεύρεση εναλλακτικών μέσων
πληρωμής των κρατικών δαπανών και των εξόδων κατοχής, αλλά οι πωλήσεις αυτές
χρησίμευσαν ασφαλώς και σε αρκετούς μαυραγορίτες ή οικονομικούς συνεργάτες των
κατακτητών που έψαχναν για ασφαλές μέσο επένδυσης και προστασίας των κερδών τους
από τον πληθωρισμό, ενώ είχαν ως αποτέλεσμα και την αλλαγή ιδιοκτησίας κάποιων
επιχειρήσεων, ειδικά σε περιπτώσεις που σημαντικά μετοχικά πακέτα βρίσκονταν στα χέρια
τραπεζών.348 Επιπλέον, την ίδια περίοδο έγινε προσπάθεια εξορθολογισμού των
γερμανικών προμηθειών, με προσπάθεια μείωσης των τιμών, αυστηρότερο πλαίσιο και
τακτικότερη κεντρική επίβλεψη.349

to Pay? France under the Nazi Boot”, στο: The Journal of Economic History, vol. 68, No. 1, March 2008,
σσ. 1-45 (κυρίως σελ. 13).
348
Κάποια παραδείγματα μεταβίβασης μεγάλων μετοχικών πακέτων που οι τράπεζες αναγκάστηκαν
να ρευστοποιήσουν θα δούμε στο δεύτερο μέρος της εργασίας.
349
Αυτό το «σφίξιμο του ζωναριού» είχε κάποια θετικά αποτελέσματα στη μείωση των εξόδων, αλλά
δημιουργούσε κατά διαστήματα και προβλήματα στην ελληνική παραγωγή. Σύμφωνα με σχετική
γερμανική έκθεση: «Βγήκε διαταγή, όλες οι αιτήσεις των γερμανικών υπηρεσιών για δομικά υλικά
που θα προμηθευτούν από την Ελλάδα πρέπει να κατευθύνονται στην Baustoffamt [Υπηρεσία
Δομήσιμων Υλών] και να συνοδεύονται από βεβαίωση του Πληρεξουσίου ή της Επιμελητείας της
Βέρμαχτ ότι καλύπτουν άμεσες και στρατηγικά σημαντικές ανάγκες. Κάθε απευθείας συναλλαγές με
προμηθευτές που εδρεύουν στην Ελλάδα απαγορεύονται. Ο προμηθευτής ορίζεται από την
Baustoffamt, η οποία ορίζει και την τιμή των ζητούμενων υλικών. Υπερβάσεις τιμών και προμήθειες
από διαφορετικούς των οριζόμενων προμηθευτές απαγορεύονται.» Ο συντάκτης συμπλήρωνε στη
συνέχεια πως η ζήτηση από μέρους των τριών κλάδων της Βέρμαχτ είχε αυξηθεί το Δεκέμβρη 1942
κατά 10%, αλλά οι εισαγωγές ήταν ασήμαντες. Προσωρινή λύση είχε αποτελέσει η αύξηση της
προσφοράς από Έλληνες προμηθευτές που έριξαν στην αγορά αποθηκευμένες ποσότητες αγαθών,
αλλά «η έλλειψη χρημάτων και ηλεκτρικού ρεύματος είχαν ως αποτέλεσμα την προσωρινή διακοπή
λειτουργίας τριών επιχειρήσεων της σιδηροβιομηχανίας, μιας χρωματουργίας, μιας επιχείρησης
βερνικιών, του γυψοποιείου, ενός λατομείου και μίας ασβεστοκάμινου. Μετά από επανειλημμένες
προσπάθειες και μερική πληρωμή των εταιρειών έγινε δυνατή η συντομότερη παράδοση κάποιων

205
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Όσον αφορά τα ίδια έξοδα κατοχής, επιβεβαιώθηκε με πρωτόκολλο που


υπογράφηκε στις 1-2 Δεκεμβρίου με τη νέα κατοχική κυβέρνηση Λογοθετόπουλου, η
απόφαση για καταλογισμό 1,5 δισεκατομμυρίου το μήνα ως έξοδα κατοχής σε βάρος της
ελληνικής κυβέρνησης. Αποφασίστηκε όμως, να χρησιμοποιηθεί ένας δείκτης τιμών του
Μαρτίου 1942 ως βάση, ώστε σύμφωνα με την ποσοστιαία αύξηση των τιμών κάθε μήνα να
αναπροσαρμοζόταν (από τον Νοέμβριο και μετά) και το ποσό των εξόδων κατοχής,
διατηρώντας έτσι την αγοραστική δύναμη του 1,5 δισεκατομμυρίου δραχμών του Μαρτίου
1942. Το ποσό ωστόσο αυτό δεν θα μπορούσε να υπερβεί το ανώτατο όριο των 8
δισεκατομμυρίων (από 4 για Ιταλία και Γερμανία). Τα επιπλέον ποσά θα χρεώνονταν ως
άτοκο δάνειο από την ΤτΕ στις κυβερνήσεις Ιταλίας και Γερμανίας και οι επιστροφές θα
ξεκινούσαν τον Μάρτιο του 1943.350
Παρά τον αρχικό περιορισμό των στρατιωτικών εξόδων, η ανατροπή της
κατάστασης στα πολεμικά μέτωπα και η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου
αύξησαν και πάλι τα στρατιωτικά έξοδα μέσα σε μικρό διάστημα: ήδη από τον Δεκέμβριο
1942 τα έξοδα των Ιταλών περίπου τετραπλασιάζονται σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα,
ενώ από τον Ιανουάριο αυξάνονται και εκείνα των Γερμανών, φτάνοντας τα επίπεδα του
Οκτωβρίου. Το επόμενο διάστημα ο στρατός θα έπαιρνε σταδιακά το πάνω χέρι σε ό, τι

αγαθών.» BA-MA, RW29/106, “Der Deutsche Wirtschaftsoffizier, Tätigkeitsbericht Nr. 9”, Athen,
1.2.43. Η συνεχείς πάλη με τις ελλείψεις και τον πληθωρισμό διατρέχει τις εκθέσεις των γερμανικών
υπηρεσιών σε όλη την κατοχική περίοδο.
350
Το πρακτικό δημοσιεύτηκε στο: Γκοτζαμάνης, Σωτήριος: Κατοχικόν Δάνειον και Δαπάναι
Κατοχής…, σσ. 26-28, επίσης σε: Δερτιλής, Παναγ. Β.: « Αριθμοί και Κείμενα των Εξόδων Κατοχής και
η Αξίωσις της Ελλάδος», σσ. 501-504. Βλ. και AA-PA, R 27320, “Das Finanzwesen Einschließlich der
Besatzungskosten in Griechenland Während der Deutschen Besatzungszeit, 1941-1944“, σελ. 84 κ.ε.
και Anlage 3. Στην πραγματικότητα, όπως δείχνουν τα στοιχεία από την έκθεση του Nestler, οι
γερμανικές επιστροφές ξεκίνησαν τον Ιανουάριο για να διακοπούν τον Φεβρουάριο. Ένα ποσό
δόθηκε τον Μάρτιο, αλλά και πάλι οι πληρωμές σταμάτησαν τον Απρίλιο. Έκτοτε όμως οι επιστροφές
ποσών του αναγνωριζόμενου από τις ίδιες τις αρχές κατοχής «χρέους του Ράιχ» ήταν τακτικές, μέχρι
και τον Οκτώβρη 1944. Στις 20 δόσεις των επιστροφών δόθηκαν στο ελληνικό δημόσιο (με χρήματα
ασφαλώς των εξόδων κατοχής, δηλαδή του ίδιου του ελληνικού δημοσίου) δραχμές συνολικής αξίας
περίπου 901 χιλιάδων χρυσών λιρών (οι 150.000 από τις οποίες το 1943), ποσό που αποτελούσε
περίπου το 11,7% του συνόλου των εξόδων κατοχής που πήραν οι Γερμανοί μέσω της ΤτΕ. Οι Ιταλοί
αντίθετα δεν είχαν καταβάλει κάποιο ποσό για το δικό τους χρέος και μόνο τον Σεπτέμβριο
αποφασίστηκε από τους Γερμανούς να επιστραφούν περίπου 10,3 δις δραχμές (που αποτελούσαν τα
έσοδα της SACIG για τον μήνα εκείνο) εκ μέρους της Ιταλίας.

206
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αφορούσε τον ορισμό των εξόδων κατοχής, παρά τις διευρυμένες εξουσίες του Neubacher.
Μοναδικές άξιες λόγου μεταβολές στο θεσμικό πλαίσιο ήταν οι δύο συμφωνίες της άνοιξης
και του φθινοπώρου του 1943.
Στις 18 Μαΐου του 1943, η τρίτη κατοχική κυβέρνηση (Ράλλη) ήρθε σε νέα
συμφωνία με τις αρχές κατοχής, η ισχύς της οποίας θα ξεκινούσε αναδρομικά από την 1η
Απριλίου. Η νέα αυτή συμφωνία προέβλεπε τον υπολογισμό τριών νέων τιμαρίθμων,
εκείνων των ημερομισθίων, των οικοδομικών υλικών και των καυσίμων, που μαζί με τον
τιμάριθμο τροφίμων θα χρησιμοποιούνταν για τον ορισμό των προκαταβολών στους
λογαριασμούς εξόδων κατοχής.351 Ταυτόχρονα καταργήθηκε και το ανώτερο όριο των 8
δισεκατομμυρίων που είχε καταστεί παρωχημένο λόγω πληθωρισμού. Η συμφωνία αυτή
παρέμεινε σε ισχύ μέχρι την κατάρρευση της Ιταλίας, όταν αποφασίστηκε η Γερμανία να
αναλάβει και τα ποσά που αναλογούσαν ως τότε στην Ιταλία.352

351
Οι δείκτες αυτοί χρησιμοποιήθηκαν έκτοτε για το ρυθμό αύξησης των εξόδων κατοχής, αλλά η
έναρξη του υπολογισμού των χωριστών δεικτών μισθών, οικοδομικών υλών και καυσίμων μόλις από
τον Απρίλιο του 1943 δημιουργούσε δυσκολίες στον υπολογισμό της αγοραστικής αξίας των εξόδων
κατοχής, αφού δεν ήταν εύκολο να υπολογιστεί η πραγματική αξία τους κατά τον μήνα βάσης
(Μάρτιο). Η δημιουργία των νέων αυτών δεικτών είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει και ο ρυθμός
ανόδου του υπολογισμού επιβάρυνσης του Δημοσίου με τα έξοδα κατοχής, που μέχρι τότε
υπολογίζονταν μόνο με τον (χαμηλότερο) δείκτη αύξησης των τροφίμων. Όπως φαίνεται και στον
πίνακα, ο ρυθμός ανόδου των τιμών ήταν διαφορετικός για κάθε κατηγορία, όπως διαφορετικός
ήταν εξάλλου και ο ρυθμός ανόδου της τιμής της χρυσής λίρας. Από τους δείκτες φαίνεται η
ταχύτερη άνοδος των μισθών το 1943 (που ως τότε είχαν πέσει πολύ χαμηλά), αλλά και η εκτόξευση
των οικοδομικών υλικών λόγω των εκτεταμένων κατασκευαστικών έργων των αρχών κατοχής.
352
Η νέα συμφωνία (25/10/1943) θα ίσχυε από την πρώτη του μήνα. Το μερίδιο που χρεωνόταν στο
ελληνικό Δημόσιο από τα ιταλικά έξοδα κατοχής δεν θα άλλαζε. Τον Ιανουάριο του 1944 δόθηκαν
εντολές από τον υπουργό Έκτορα Τσιρονίκο να χρηματοδοτούνται οι γερμανικές αρχές απευθείας
από την ΤτΕ. Βλ. Δερτιλής, Παναγ. Β.: « Αριθμοί και Κείμενα των Εξόδων Κατοχής και η Αξίωσις της
Ελλάδος», σσ. 504-507.

207
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Κατάσταση τιμαρίθμων καταρτιζομένων υπό της ειδικώς συσταθείσης


Επιτροπής (3/1942=100)
Δια τον
υπολογισμό
Τροφίμων Οικοδομικών επιβαρύνσεως Χρυσή
Μήνες Μισθών Καυσίμων
(13 ειδών) υλικών Δημοσίου δι' λίρα
εξόδων
κατοχής
Νοε-42 561 - - - 561 792
Δεκ-42 389 - - - 389 422
Ιαν-43 350 - - - 350 416
Φεβ-43 289 - - - 289 389
Μαρ-43 332 - - - 332 468
Απρ-43 380 714 1.150 730 804 498
Μαϊ-43 402 714 1.164 730 811 695
Ιουν-43 453 826 1.164 731 869 903
Ιουλ-43 554 963 1.240 879 983 945
Αυγ-43 656 2.036 1.240 878 1.480 1.068
Σεπ-43 768 2.036 1.620 1.238 1.650 1.244
Οκτ-43 1.008 4.583 2.492 1.854 3.161 2.239
Νοε-43 2.448 5.360 3.492 4.249 4.262 3.719
Δεκ-43 3.615 6.897 5.305 4.271 8.381 4.425
Ιαν-44 7.276 7.704 15.046 6.822 9.832 9.036
Φεβ-44 11.219 9.712 26.347 9.733 15.082 15.804
Μαρ-44 20.378 15.741 43.783 39.595 27.469 43.361
Απρ-44 48.689 52.786 169.815 96.433 92.856 108.621
Μαϊ-44 121.256 64.874 458.637 227.726 211.120 290.983
Ιουν-44 180.791 130.085 673.202 416.992 334.241 362.601
Ιουλ-44 613.946 462.579 583.482 337.051 918.697 1.083.671
Αυγ-44 3.308.600 2.938.118 6.420.701 4.429.870 4.218.761 7.330.636
Σεπ-44 50.247.987 13.056.522 51.213.813 57.471.879 34.631.623 53.005.780
Πίνακας 3.8: Δερτιλής, Παναγ. Β.: « Αριθμοί και Κείμενα των Εξόδων Κατοχής και η Αξίωσις της
ο ος
Ελλάδος», σελ. 505 στο Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, Έτος 44 , Τόμος 44
(1964), Τεύχος Γ΄, Ιούλιος – Σεπτέμβριος, σελ. 489-517 και (για την τελευταία στήλη), μετατροπή
των στοιχείων από: Αγαπητίδης Σ.-Πιζάνιας Ν.: «Διαιτητική- Το κόστος στοιχειώδους συντηρήσεως
κατά την περίοδον της κατοχής (1940-1941)»[sic], Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, Συνεδρία 31
Μαΐου 1945 (σελ. 280-290) με βάση 3/1942=100.

Για το υπόλοιπο της κατοχής οι γερμανικές αρχές λάμβαναν ποσά απευθείας από
την ΤτΕ, ενώ, ειδικά το 1944, ένα ολοένα αυξανόμενο μέρος των εξόδων καλυπτόταν με τις
πωλήσεις χρυσών νομισμάτων της επιχείρησης χρυσού του Neubacher, για τα οποία θα
δούμε παρακάτω.353

353
Εκτός των ποσών σε μετρητά, στα μέσα 1944 επετεύχθη συμφωνία με τις γερμανικές αρχές για
την αύξηση του ποσοστού των πληρωμών προς τους προμηθευτές τους με επιταγές, ώστε να

208
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Β) Το ύψος των ποσών

Όπως συμβαίνει με πολλά από τα στοιχεία της περιόδου, έτσι και για το ακριβές ύψος των
ποσών των εξόδων κατοχής υπάρχει μια κάποια αβεβαιότητα, τόσο σε ό, τι αφορά τα ποσά
σε τρέχουσες δραχμές, όσο και στον υπολογισμό της πραγματικής αγοραστικής τους αξίας.
Σε ό, τι αφορά τα ποσά που καταβλήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος σε
δραχμές στις γερμανικές και ιταλικές για τα έξοδα κατοχής οι όποιες άξιες λόγου διαφορές
ανάμεσα στις πηγές δεν παρατηρούνται σε όλη την διάρκεια της κατοχής, αλλά αφορούν
κυρίως τις πρώτες και τις τελευταίες καταβολές. Πιο συγκεκριμένα, οι μεγαλύτερες
διαφορές παρατηρούνται στον πρώτο μήνα (Αύγουστο 1941), στον οποίο σύμφωνα με τον
υπουργό της περιόδου Γκοτζαμάνη (με βάση έγγραφο της ΤτΕ) και τους Palerait/Xydis
εκταμιεύτηκαν 2,5 δισεκατομμύρια για τα έξοδα των γερμανικών δυνάμεων (συνολικά 4
δις), ενώ άλλες πηγές όπως εκείνη του άλλου στελέχους του γερμανικού οικονομικού
μηχανισμού στην Ελλάδα S. Nestler και του καθηγητή Δερτιλή αναφέρουν 1,5
δισεκατομμύρια.354 Δεν είναι σαφές αν αυτή η διαφορά έχει προκύψει από κάποιο
τυπογραφικό λάθος ή αφορά ποσά που κάποιες από τις πηγές δεν τα θεωρούν ως τυπικά
έξοδα κατοχής, αλλά τα περιλαμβάνουν στα λοιπά έξοδα χρηματοδότησης των αρχών
κατοχής μέσω του ελληνικού προϋπολογισμού.

εξοικονομηθεί ρευστό. Βλ. εφημερίδα Πρωία, «Ο τρόπος πληρωμής των προμηθευτών του Γερμ.
Στρατού», 10/5/1944. Ωστόσο μια τόσο καθυστερημένη συμφωνία είχε περιορισμένα μόνο
αποτελέσματα.
354
Για τον πρώτο αριθμό βλ. Xydis, Stephen G.: Economy and Finances of Greece under the
Occupation, Greek government office of information, New York, [χ.η. – 1945;], σελ. 44 και το έγγραφο
της ΤτΕ που αναπαράγεται στο: Γκοτζαμάνης, Σωτήριος: Κατοχικόν Δάνειον και Δαπάναι Κατοχής,
[χ.ε.], Θεσσαλονίκη, 1954, σελ. 21 (συγκεκριμένα αναφέρει ως 2.467.200.000 για Γερμανία και
ακόμα 1.500.000.000 για Ιταλία). Τους ίδιους αριθμούς (2,5 και 4 δισεκατομμύρια) χρησιμοποιεί στη
μελέτη του και ο Palerait (The Four Ends of the Greek Hyperinflation of 1941-1946, Museum
Tusculanum Press, University of Copenhagen, 2000, σελ. 136). Ο δεύτερος αριθμός αναφέρεται στα:
AA-PA, R 27320, “Das Finanzwesen Einschließlich der Besatzungskosten in Griechenland Während der
Deutschen Besatzungszeit, 1941-1944“, von Oberregierungsrat Dr. S. Nestler, παράρτημα 25 και
Δερτιλής, Παναγιώτης Β.: Τα Έξοδα ιδίως των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και η Σύμβασις της Χάγης,
ανάτυπο εκ του μηνός Μαΐου 1965 του Δελτίου του Ε.Β.Ε.Θ., Θεσσαλονίκη 1965, πίνακας 1, καθώς
και (για τα ιταλικά έξοδα κατοχής) Δερτιλής, Παναγιώτης: Οικονομικά Μέτρα των Ιταλικών Αρχών
Κατοχής κυρίως εις την Επτάνησον και Ανάλυσις των Εξόδων Κατοχής των, [χ.ε.], Θεσσαλονίκη, 1965,
σσ. 10-11.

209
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι διαφορές τους επόμενους μήνες είναι μικρότερες. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1942
οι μοναδικές αξιόλογες είναι εκείνη του Οκτωβρίου 1941 (2,05 και 1,7 αντίστοιχα) και του
Σεπτεμβρίου του 1942 (16,31 κατά Palerait, 16,9 κατά τον Γκοτζαμάνη – και 13,65 κατά
Nestler και Δερτιλή). Κάποιες από τις πηγές εμφανίζονται να αντιστρέφουν τα μηνιαία ποσά
Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 1942,355 αλλά για τους περισσότερους υπόλοιπους μήνες μέχρι
τον Οκτώβρη του 1944, οι διαφορές μεταξύ των πηγών είναι αρκετά μικρές, με μοναδικές
εξαιρέσεις τον Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1943, όταν οι Hahn/Palerait
αναφέρουν 85, 96,1 και 111,9 δις αντίστοιχα, ενώ οι Nestler και Δερτιλής 67, 81 και 145 δις
δραχμές. Τη μεγαλύτερη διαφορά συναντάει κανείς τον τελευταίο μήνα της κατοχής, με
τους μεν να αναφέρουν 1,8 τετρακισεκατομμύρια και τους δε περίπου 690
τρισεκατομμύρια, χωρίς να υπάρχει κάποια δικαιολογία για τη σημαντική διαφορά
(ενδεχομένως να έχει να κάνει με κάποια ποσά που πήραν οι Γερμανοί από τη Βόρειο
Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες της εκεί κατοχής). Ένα τρίτο σετ διαφορετικών στοιχείων,
εκείνο του πίνακα του Αγγελόπουλου, εμφανίζει κάποιες επιπλέον διαφορές σε σχέση με
τα προηγούμενα, που ενδέχεται όμως να οφείλονται σε τυπογραφικά λάθη, από τα οποία
βρίθει ο πίνακας.356

355
Ο Hahn (Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen unter der Besetzung 1941-
1944., Tübingen, 1957, σελ. 22, ο ίδιος αριθμός υπάρχει και στη σελ. 28 της πρωτότυπης έκθεσής του
στο AA-PA), και ο Palerait που τον χρησιμοποιεί ως πηγή για τους μήνες εκείνους, αναφέρει πως τα
έξοδα των Γερμανών τον Νοέμβριο ήταν 17.450 εκατομμύρια και τον Δεκέμβριο 4.750, όταν όλες οι
υπόλοιπες πηγές (ακόμα και το έγγραφο της ΤτΕ που παραθέτει ο Γκοτζαμάνης) λένε το αντίθετο.
356
Αγγελόπουλος, Άγγελος Θ.: Οικονομικά. Άρθρα και Μελέτες, 1946-1967, τόμος πρώτος, εκδόσεις
Παπαζήση, Αθήνα, 1974, σσ. 144-145. Ο πίνακας έχει πολλά λάθη στους υπολογισμούς, τα
περισσότερα από τα οποία φαίνεται ότι οφείλονται σε τυπογραφικά λάθη (κυρίως απαλείψεις
αριθμών). Από τον συγγραφέα του παρόντος έγινε μια προσπάθεια να διορθωθούν με βάση τα
αθροίσματα και τα τελικά ποσά που δίνει, χωρίς να είναι βέβαιο ότι έτσι προκύπτουν τα σωστά
αποτελέσματα. Για παράδειγμα αναφέρει πως το Φεβρουάριο του 1942 τα έξοδα του Άξονα σε
δραχμές ήταν 7,8 δις (ποσό τουλάχιστον 30% μεγαλύτερο από τις άλλες πηγές), αλλά σε λίρες ήταν
μόλις 92.456, με ισοτιμία δραχμής/χρυσής λίρας 26.600 προς 1. Πρόκειται για προφανές λάθος με το
οποίο δεν συμφωνεί και το άθροισμά του. Ακόμα και αν διορθώσουμε όμως το ποσό σε λίρες σε
292.456, ώστε να συμφωνεί με τις υπόλοιπες πράξεις, παραμένει αφύσικα υψηλό το ποσό των 7,8
δισεκατομμυρίων δραχμών με βάση το οποίο έγινε η πράξη. Πέρα όμως από τα εμφανή λάθη που
προκύπτουν από τη σύγκριση με τα αθροίσματα του πίνακα, υπάρχουν και αρκετοί άλλοι μήνες
(ειδικά το 1944) που μοιάζουν υπερβολικά διαφορετικοί για να είναι σωστοί.

210
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αντίστοιχες διαφορές παρατηρούνται και για τα έξοδα κατοχής των ιταλικών


δυνάμεων, όπου οι μεγαλύτερες διαφορές παρατηρούνται τον Νοέμβριο του 1941 με τον
Δερτιλή να αναφέρει 2,25 δις δραχμές, τον Γκοτζαμάνη 750 εκατομμύρια, και οι
Palerait/Xydis να τα υπολογίζουν σε 1,07 δις. Οι διαφορές αυτές αυξάνονται από την χρήση
διαφορετικών ισοτιμιών της χρυσής λίρας. Ειδικά ο Nestler χρησιμοποιεί μια ισοτιμία που
είναι αρκετά χαμηλή για το διάστημα μέχρι τον Μάιο του 1942. Η ισοτιμία συναντάται
λιγότερες φορές στις πηγές και σίγουρα είναι αρκετά χαμηλότερη από εκείνη της αγοράς,
όπως προκύπτει και από τη διασταύρωση με τις διάφορες τιμές που αναφέρονται στα
ημερολόγια της εποχής αλλά και με εκείνες που παρουσιάζει η καταγραφή Δαράβαλη.357
Στους παρακάτω πίνακες παρουσιάζονται οι διαφορετικές εκτιμήσεις για τα έξοδα κατοχής
του Άξονα συνολικά, και των Γερμανών ιδιαίτερα.

Διάφορες εκτιμήσεις για τα έξοδα κατοχής του Άξονα (σε χρυσές λίρες)
Palerait με λίρες
Μήνες Palerait Δερτιλής Αγγελόπουλος Γκοτζαμάνης/ΤτΕ
Neubacher
Αύγουστος-41 363.364 286.862 382.215 351.080 363.364
Σεπτέμβριος-41 301.860 289.418 389.698 379.349 301.860
Οκτώβριος-41 119.159 103.222 119.520 119.252 119.159
Νοέμβριος-41 58.772 112.865 60.028 58.786 58.772
Δεκέμβριος-41 329.052 255.234 344.420 329.047 329.052
Ιανουάριος-42 230.894 217.970 187.180 230.894 230.894
Φεβρουάριος-42 205.284 213.296 292.456 205.284 205.284
Μάρτιος-42 194.509 200.328 172.191 194.509 194.509
Απρίλιος-42 169.439 181.198 167.437 169.439 169.439
Μάιος-42 247.500 229.020 240.853 247.396 247.500
Ιούνιος-42 263.312 245.462 254.576 263.312 263.312
Ιούλιος-42 158.501 146.808 152.253 158.501 158.501
Αύγουστος-42 98.787 116.022 133.133 132.110 98.787
Σεπτέμβριος-42 107.276 91.403 107.330 107.622 107.276
Οκτώβριος-42 71.848 79.668 63.001 61.499 71.848
Νοέμβριος-42 108.761 33.762 37.080 36.075 108.761

357
Όλες οι άλλες πηγές, πλην του Μπακάλμπαση (Η Οικονομία της Ελλάδος και η Ωργανωμένη
Ιδιωτική Πρωτοβουλία κατά την Περίοδον της Κατοχής, 1941-1944, τυπογραφείο Α. Σιδέρη & Γ.
Μπάντη, Αθήνα, 1944), χρησιμοποιούν διαφορετική ισοτιμία από τον Nestler. Από τον Ιούλιο 1941
και μετά, οι ισοτιμίες που αναφέρονται στις υπόλοιπες πηγές δεν έχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ
τους: με την εξαίρεση του Οκτωβρίου 1944, όπου και πάλι συναντά κανείς μεγάλες διακυμάνσεις
(πιθανότατα γιατί αρκετές από τις τιμές δεν αφορούν ολόκληρο τον μήνα), οι διαφορές στις
υπόλοιπες χρησιμοποιούμενες μηνιαίες τιμές της χρυσής λίρας συνήθως είναι κάτω του 10%.

211
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δεκέμβριος-42 235.168 195.954 165.817 169.532 235.168


Ιανουάριος-43 428.355 235.261 231.809 236.111 428.355
Φεβρουάριος-43 566.991 240.669 240.669 241.456 566.991
Μάρτιος-43 265.367 199.791 196.717 [123.426] 265.367
Απρίλιος-43 296.965 201.124 204.283 296.965
Μάιος-43 237.378 182.043 174.247 237.378
Ιούνιος-43 204.064 206.994 205.379 204.064
Ιούλιος-43 440.636 334.271 312.000 440.636
Αύγουστος-43 492.491 377.884 377.882 492.491
Σεπτέμβριος-43 241.540 340.216 224.045 256.540
Οκτώβριος-43 226.068 263.448 293.022 256.068
Νοέμβριος-43 226.068 216.335 207.991 246.068
Δεκέμβριος-43 287.394 285.405 201.080 342.136
Ιανουάριος-44 227.091 237.108 141.731 270.346
Φεβρουάριος-44 234.076 236.577 33.268 303.995
Μάρτιος-44 202.626 206.934 104.283 494.210
Απρίλιος-44 236.809 257.711 185.324 343.202
Μάιος-44 126.142 138.877 99.422 188.272
Ιούνιος-44 191.296 194.568 132.533 255.061
Ιούλιος-44 126.550 135.553 29.312 451.965
Αύγουστος-44 96.988 107.394 75.900 142.629
Σεπτέμβριος-44 71.994 57.699 49.393 94.729
Οκτώβριος-44 22.500 5.210 1.911 39.474
Σύνολα 8.712.875 7.659.565 6.991.389 [3.814.678] 9.880.428
Πίνακας 3.9: Η πρώτη και η τελευταία (πέραν εκείνης με τους μήνες) στήλη προέρχονται από τον
Palerait (The Four Ends of the Greek Hyperinflation of 1941-1946, Museum Tusculanum Press,
University of Copenhagen, 2000, σελ. 136-139). Για τη δεύτερη έγινε επεξεργασία των ποσών που
δίνει ο Δερτιλής για τα έξοδα των Ιταλών σε δραχμές (Οικονομικά Μέτρα των Ιταλικών Αρχών
Κατοχής κυρίως εις την Επτάνησον και Ανάλυσις των Εξόδων Κατοχής των, [χ.ε.], Θεσσαλονίκη,
1965, σελ. 10-11) με τις ισοτιμίες με τις οποίες υπολόγισε τα έξοδα των Γερμανών σε χρυσές λίρες
(Τα Έξοδα ιδίως των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και η Σύμβασις της Χάγης, ανάτυπο εκ του μηνός
Μαΐου 1965 του Δελτίου του Ε.Β.Ε.Θ., Θεσσαλονίκη 1965, πίνακας 2) και άθροισμα των δύο αυτών
ποσών. Η τρίτη στήλη των αριθμών είναι από το: Αγγελόπουλος, Άγγελος Θ.: Οικονομικά. Άρθρα
και Μελέτες, 1946-1967, τόμος πρώτος, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1974, σελ. 144-145. Η τέταρτη
είναι από έγγραφο που παρατίθεται στο: Γκοτζαμάνης, Σωτήριος: Κατοχικόν Δάνειον και Δαπάναι
Κατοχής, [χ.ε.], Θεσσαλονίκη, 1954, σελ. 21 και περιέχει μόνο την περίοδο μέχρι 15 Μαρτίου 1943,
για αυτό και το ποσό Μαρτίου και το άθροισμα παρατίθενται σε αγκύλες. Η στήλη των εξόδων
κατοχής κατά Palerait στην οποία περιλαμβάνονται και οι εκτιμήσεις του για τα ποσά από τις
λίρες της επιχείρησης χρυσού του Neubacher έχει προστεθεί για σύγκριση.

212
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

600000

500000

400000

300000

200000

100000

0
Αύγουστος-41

Αύγουστος-42

Αύγουστος-43

Αύγουστος-44
Ιούνιος-44
Ιούνιος-41

Δεκέμβριος-41

Ιούνιος-42

Δεκέμβριος-42

Ιούνιος-43

Δεκέμβριος-43
Οκτώβριος-41

Οκτώβριος-42

Οκτώβριος-43

Οκτώβριος-44
Φεβρουάριος-42
Απρίλιος-41

Απρίλιος-42

Φεβρουάριος-43
Απρίλιος-43

Φεβρουάριος-44
Απρίλιος-44
Palerait Palerait με λίρες Neubacher
Γκοτζαμάνης/ΤτΕ Δερτιλής
Nestler

Γράφημα 3.1: Διαφορετικές εκτιμήσεις για τα έξοδα κατοχής Γερμανών (σε χρυσές λίρες). Πηγές:
Palerait, Michael: The Four Ends of the Greek Hyperinflation of 1941-1946, Museum Tusculanum
Press, University of Copenhagen, 2000, σελ. 136-139, Δερτιλής, Παναγιώτης: Τα Έξοδα ιδίως των
Γερμανικών Αρχών Κατοχής και η Σύμβασις της Χάγης, ανάτυπο εκ του μηνός Μαΐου 1965 του
Δελτίου του Ε.Β.Ε.Θ., Θεσσαλονίκη 1965, πίνακας 2, Γκοτζαμάνης, Σωτήριος: Κατοχικόν Δάνειον
και Δαπάναι Κατοχής, [χ.ε.], Θεσσαλονίκη, 1954, σελ. 21 και AA-PA, R 27320, “Das Finanzwesen
Einschließlich der Besatzungskosten in Griechenland Während der Deutschen Besatzungszeit, 1941-
1944“, von Oberregierungsrat Dr. S. Nestler, παραρτήματα 21 και 25a. Η γραμμή των εξόδων
κατοχής κατά Palerait μαζί με τα ποσά από τις λίρες της επιχείρησης χρυσού έχει προστεθεί για
σύγκριση. Τα ποσά Γκοτζαμάνη/ΤτΕ αφορούν την περίοδο μέχρι και 15/3/1943.

Όπως φαίνεται λοιπόν από τον πίνακα και το γράφημα, αν εξαιρέσει κανείς τις
τιμές του Αγγελόπουλου (που φαίνεται να είναι και οι πλέον προβληματικές), ειδικά από
τον Χειμώνα 1943-44 και μετά, και εκείνες του Nestler, που χρησιμοποιούν χαμηλές
ισοτιμίες χρυσής λίρας μέχρι το καλοκαίρι του 1942, οι υπόλοιπες μηνιαίες τιμές δεν
διαφέρουν γενικά πάρα πολύ.358 Η διαφορά όμως των ακραίων τιμών είναι αρκετά μεγάλη:
το άθροισμα του Nestler για τα έξοδα μόνο της Γερμανίας είναι αρκετά υψηλότερο (10,3%)
από εκείνο που δίνει ο Αγγελόπουλος για Γερμανία και Ιταλία μαζί, και περίπου ίσο με
εκείνο που δίνει ο Δερτιλής για τον Άξονα, ενώ η διαφορά της εκτίμησης του Palerait από

358
Όπως θα δούμε και στο υποκεφάλαιο για την επιχείρηση χρυσού του Neubacher, οι υπολογισμοί
σε λίρες του Αγγελόπουλου δεν είναι αξιόπιστοι.

213
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εκείνη του Αγγελόπουλου ανέρχεται στο 24,6%. Η δεξιότερη στήλη του πρώτου πίνακα
αφορά την εκτίμηση του Palerait για το άθροισμα των εξόδων κατοχής και των χρυσών
νομισμάτων της επιχείρησης χρυσού του Neubacher, το οποίο θα δούμε στη συνέχεια.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το ίδιο το ελληνικό μεταπολεμικό κράτος είχε δεχτεί (στο
Ειδικό Δικαστήριο που δίκασε τα μέλη των κυβερνήσεων κατοχής) ως ποσό των εξόδων
κατοχής σε λίρες 9.097.947 (που αντιστοιχεί σε 134.555.688.732.113,82 δραχμές, ποσό
αρκετά μικρότερο από εκείνο των άλλων πηγών – αν και η διαφορά πρέπει να αφορά
κυρίως τις άνευ αξίας δραχμές των τελευταίων κατοχικών εβδομάδων). Το δικαστήριο
δέχθηκε επίσης, ότι σύμφωνα με τις καταθέσεις Σμπαρούνη και υποστράτηγου Σκαρβέλη τα
ποσά που αναγνωρίζονταν κατά το διεθνές δίκαιο ως νόμιμα έξοδα κατοχής ήταν περίπου
100.000 χρυσές λίρες το μήνα (για δύναμη 50.000 ανδρών – ή τεσσάρων μεραρχιών – που
κρίθηκε αρκετή), ή για το σύνολο της κατοχής (41 μήνες) 4.100.000 χρυσές λίρες.359 Το δε
ελληνικό δικαστήριο εγκληματιών πολέμου είχε αναφερθεί κάπως αόριστα σε ποσό που
«υπερέβη τις 7.000.000 χρυσάς λίρας Αγγλίας».360
Στα ποσά αυτά θα πρέπει να προστεθούν και κάποιες μικρές επιπλέον πληρωμές
που έγιναν από το δεύτερο τρίμηνο του 1942 με τα λεγόμενα «πράσινα τσεκ» (Grüne
Schecks) του Γερμανικού Κεντρικού Ταμείου Στρατού, τα οποία λειτουργούσαν από τις
στρατιωτικές αρχές ως συμπληρωματικό μέσω πληρωμής για κάλυψη εκτάκτων αναγκών. 361

359
Η διαφορά με τις παραπάνω τιμές μάλλον οφείλεται στη χρήση άλλων ισοτιμιών της χρυσής
λίρας. Η απόφαση (βλ. κυρίως σελ. 19) βρίσκεται στο αρχείο του Πλάτωνα Χατζημιχάλη στο ΕΛΙΑ. Βλ.
επίσης Λογοθετόπουλος, Κ.: Ιδού η αλήθεια, [χ.ε.], Αθήνα 1948, σσ. 174-183. Ο Λογοθετόπουλος,
στην προσπάθειά του να πείσει πως οι κυβερνήσεις κατοχής δεν έδωσαν περισσότερα χρήματα απ’
όσα απαιτούσαν οι νόμιμες ανάγκες των δυνάμεων κατοχής, υιοθετεί κάποια επιχειρήματα που
ακούστηκαν και από τους Γερμανούς αξιωματούχους την κατοχής (π.χ. ότι στις 100.000 δεν
υπολογίζονταν ποσά για καύσιμα κλπ που απαιτούσε ένας σύγχρονος στρατός σαν τον γερμανικό),
ενώ σύγκρινε τις 200.000 στρατού, χωροφυλακής και ΜΑΥ που ανέφερε ότι είχαν κινητοποιηθεί την
περίοδο συγγραφής του βιβλίου (εμφύλιος) «δια την διατήρησιν της τάξεως» για να δικαιολογήσει
την ύπαρξη μεγαλύτερων στρατευμάτων επί κατοχής.
360
Μαγκριώτης, Δημήτριος Ι.: Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής, 1941-1944, Φόρμιγξ,
Αθήνα, 1996 [1949], σελ. 35.
361
«Χρωματιστές επιταγές» (Farbige Schecks) στάλθηκαν από της Wehrmacht και στους επιτρόπους
Ostland και Ουκρανίας (των κάπως πιο οργανωμένων δηλαδή κατεχόμενων περιοχών της ΕΣΣΔ), για
να χρησιμοποιηθούν στη χρηματοδότησή της. Οι επιταγές αυτές έπρεπε να πληρωθούν μέσα σε
τρείς μήνες. Βλ. Klemann, Hein & Kudryashov, Sergei: Occupied Economies. An Economic History of
Nazi-Occupied Europe, 1939-1945, Berg, London, 2012, σελ. 206. Η χρήση επιταγών και γραμματίων

214
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σύμφωνα όμως με γερμανικές πηγές, μόνο το πρώτο τρίμηνο της χρήσης τους
αντιπροσώπευαν πραγματικά αξιόλογα ποσά, φτάνοντας στο 8% των εξόδων κατοχής, ενώ
στη συνέχεια η χρήση τους έφθινε συνεχώς. Συνολικά τα ποσά των επιταγών αυτών που
εκδόθηκαν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943 έφταναν μόλις στο 1% των εξόδων κατοχής της
περιόδου.362
Όπως όμως θα δούμε παρακάτω, ακόμα και η υψηλότερη από τις εκτιμήσεις αυτές
δεν απεικονίζει το ύψος των πραγματικών αγορών που έγιναν από τις αρχές κατοχής με τα
ποσά αυτά, αν και δεν φαίνεται να αλλοιώνει σημαντικά την εικόνα των αυξομειώσεων των
ποσών ανά περίοδο της κατοχής. Πριν ωστόσο προχωρήσουμε στην ανάλυση αυτή, αξίζει
να προβούμε και σε κάποιες επιπλέον παρατηρήσεις που προκύπτουν σχετικά με το ύψος
των ποσών αυτών και την εξέλιξη του πολέμου.
Από τα στοιχεία λοιπόν αυτά, όσο και αν δεν είναι απόλυτα ακριβής η αγοραστική
αξία των καταβληθέντων ποσών, είναι σαφής ή ισχυρή επιρροή που ασκούσαν στα έξοδα
κατοχής δύο παράγοντες: η εξέλιξη του πολέμου, ειδικά στο μέτωπο της βορείου Αφρικής,
και ο πληθωρισμός. Οι παράγοντες αυτοί δεν ήταν ασφαλώς άσχετοι μεταξύ τους, αλλά
αντίθετα πρέπει να θεωρούνται απολύτως αλληλένδετοι, αφού τα αυξημένα ποσά που
απαιτούνταν για τον εφοδιασμό του DAK είχαν αρνητικές επιπτώσεις στον πληθωρισμό, ο
οποίος με τη σειρά του δυσκόλευε στη συνέχεια τη χρηματοδότηση του εφοδιασμού του
βορειοαφρικανικού μετώπου.363 Ο φαύλος αυτός κύκλος ήταν εξαιρετικά δύσκολο να

(ελληνικών ή γερμανικών) που πληρώνονταν μερικούς μήνες αργότερα από την έκδοσή τους, ίσως
να αποτελεί μία από τις αιτίες των διαφορετικών ποσών που συναντάει κανείς στις πηγές για τα
μηνιαία έξοδα κατοχής.
362
Σύμφωνα με την πηγή το ποσό των επιταγών αυτών ως τον 9/1943 ανερχόταν σε 6.787.700.000
δραχμές, όταν το ποσό που είχε εκταμιευτεί από την ΤτΕ από την αρχή της κατοχής ήταν
593.126.313.486 δραχμές. Μοναδικό άλλο εξάμηνο όπου οι επιταγές ξεπερνούσαν το 2% ήταν το
τελευταίο εξάμηνο του 1942 (που περιλάμβανε και την περίοδο της στάσης πληρωμών), όταν
βρίσκονταν γύρω στο 4%. BArch, R 2/310, “Zusammenstellung der von der Reichskreditkasse und
Wehrmachtzentralkasse an die Einheiten der Wehrmacht gezahlten Beträge (Stand 30. September
1943)“. Ο πίνακας εμφανίζει ακόμα λοιπά ποσά ύψους 27.372.863.793 δραχμών, που αντιστοιχούν
σε έσοδα από το κλήρινγκ (επιστροφές μέσω DEGRIGES), σε έναν απροσδιόριστο ειδικό λογαριασμό
του ΓΚΤΣ Αθήνας και στα «μέσα του Ειδικού Πληρεξούσιου» που πιθανώς να αφορούν κάποιες από
τις λίρες της επιχείρησης χρυσού του Neubacher.
363
Κάποια επιπλέον στοιχεία για την σημασία του ελληνικού χώρου στις μεταφορές υλικών και
στρατιωτών στη βόρεια Αφρική θα δούμε στο δεύτερο μέρος.

215
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σπάσει χωρίς θυσίες από στρατιωτικής πλευράς, που σε περίοδο των άμεσων και κρίσιμων
αναγκών ενός παγκοσμίου πολέμου δεν μπορούσε να περιμένει κανείς να γίνουν δεκτές.
Πιο συγκεκριμένα παρατηρούμε τη συνεχή πτώση των εξόδων μετά τους πρώτους
μήνες της κατοχής, γεγονός που οφείλεται κυρίως στον πληθωρισμό (αν και κάποιο ρόλο
πρέπει να έπαιξε και η αποχώρηση αρκετών μονάδων το καλοκαίρι για τη συμμετοχή τους
στην εισβολή στην ΕΣΣΔ). Το φθινόπωρο του 1941 παρατηρείται ένα από τα δύο
χαμηλότερα επίπεδα στο πραγματικό ύψος των καταβολών (μέχρι τουλάχιστον τις
τελευταίες εβδομάδες πριν τη γερμανική υποχώρηση), γεγονός που, όπως είδαμε, οδήγησε
στην προσωρινή μαζική επανακυκλοφορία των RKKS και πιθανότατα κάποιων Μεσογειακών
Δραχμών.364 Το ποσό των περίπου 15 εκατομμυρίων RKKS που πρέπει να κυκλοφόρησε τον
Νοέμβριο (ακόμα 1-2 πρέπει να δόθηκαν σε αδειούχους και στρατιώτες που μεταθέτονταν
στο εξωτερικό) αντιστοιχούσε με την επίσημη ισοτιμία σε περίπου 900 εκατομμύρια
δραχμές, διπλασιάζοντας έτσι στην πράξη τη χρηματοδότηση των γερμανικών δυνάμεων,
ενώ αντίστοιχη ίσως να ήταν και η κυκλοφορία των Μεσογειακών Δραχμών.365 Η λύση που

364
Η μείωση που παρουσιάζουν τα ποσά των διάφορων υπολογισμών τον Οκτώβριο οφείλεται κατά
κύριο λόγο στα έξοδα των Ιταλών, που μειώθηκαν από τα περίπου 1,5 δις δραχμές τον Σεπτέμβριο
μόλις στα 500 εκατομμύρια (κατά Γκοτζαμάνη και Δερτιλή, αν και πιθανότατα το ίδιο προκύπτει και
από τα συνολικά ποσά του Αγγελόπουλου) τον Οκτώβριο του 1941. Τον Νοέμβριο το ποσό των
Ιταλών φαίνεται λίγο αυξημένο (750 εκατομμύρια κατά τα ίδια στοιχεία), αλλά εκείνο των Γερμανών
έπεσε περίπου στο μισό. Τέτοια σημαντικά μειωμένα ποσά, που γίνονταν ακόμα μικρότερα αν λάβει
κανείς υπόψη του τον πληθωρισμό, δεν θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες των αρχών κατοχής
χωρίς την (έστω προσωρινή) κυκλοφορία νέων νομισμάτων κατοχής, ειδικά στην περίπτωση των
Γερμανών. Η απότομη αύξηση του ποσού των Ιταλών τον Δεκέμβριο (περίπου 3,3 δισεκατομμύρια)
θα ήταν αρκετή για να καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος που παρουσιάστηκε τον
Οκτώβρη και Νοέμβρη και υποδηλώνει ότι πιθανώς το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών των
ιταλικών δυνάμεων τους μήνες εκείνους να μεταφέρθηκε ως χρέος για να πληρωθεί τον Δεκέμβριο,
γεγονός που συνεπάγεται πως τα ποσά των Μεσογειακών Δραχμών που ενδεχομένως να
κυκλοφόρησαν συμπληρωματικά τους μήνες εκείνους δεν θα πρέπει να ήταν μεγάλα. Αντίθετα με ό,
τι θα περίμενε κανείς, η καθυστερημένη αυτή πληρωμή δεν θα συνεπαγόταν αυτόματη απώλεια
πραγματικών κερδών για τους προμηθευτές, αφού η μεγάλη μείωση των εξόδων κατοχής τον
Νοέμβριο είχε ως αποτέλεσμα η τιμή της χρυσής λίρας (και συνεπώς του πληθωρισμού) τον
Δεκέμβριο να πέσει περίπου στα επίπεδα του Οκτωβρίου.
365
Σύμφωνα με τα στοιχεία των πηγών των πινάκων που παρατίθενται εδώ, οι καταβολές σε
δραχμές τον Νοέμβριο ήταν κάπως μειωμένες σε σχέση με τους άλλους μήνες, και ανέρχονταν σε
περίπου 900 με 930 εκατομμύρια για τους Γερμανούς και 750-1.070 για τους Ιταλούς, ανάλογα με
την πηγή.

216
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

βρέθηκε λοιπόν για να καλύψει τα αυξανόμενα έξοδα (την περίοδο εκείνη ξεκινούσε η
συμμαχική αντεπίθεση στο βορειοαφρικανικό μέτωπο με το κωδικό όνομα επιχείρηση
Crusader) ήταν προσωρινή, αλλά κατάφερε να καλύψει το κενό που παρουσιάζεται στα άνω
στοιχεία.
Η δεύτερη κάμψη των ποσών των εξόδων κατοχής, την περίοδο Ιουλίου –
Νοεμβρίου 1942, ήταν πολύ σημαντικότερη, μεγαλύτερη σε διάρκεια και βάθος. Η
αλματώδης αύξηση του πληθωρισμού, ειδικά μάλιστα την περίοδο που ο Άξονας
χρειαζόταν να λαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερα ποσά για να χρηματοδοτήσει τον
εφοδιασμό της προέλασης του Rommel που την περίοδο εκείνη έφτανε στο Ελ Αλαμέιν,
απειλούσε τόσο την επιβίωση της δραχμής και της ελληνικής οικονομίας, όσο και την ίδια
τη δυνατότητα των δυνάμεων κατοχής να χρηματοδοτούν τις δυνάμεις τους στην περιοχή,
γεγονός που προκάλεσε και τις μεταβολές σε επίπεδο πολιτικής που είδαμε παραπάνω.
Η περίοδος που ακολούθησε μέχρι και την άνοιξη του 1944 ήταν μάλλον η
καλύτερη για τον Άξονα από πλευράς συγκομιδής ελληνικών πόρων, ενώ αν λάβουμε
υπόψη και τα χρυσά νομίσματα της επιχείρησης χρυσού η περίοδος αυτή παρατείνεται
μέχρι και τις αρχές του καλοκαιριού. Ο σχεδόν 1,5 χρόνος αυτός κατά τον οποίον
παρατηρείται μια σχετική σταθερότητα στην πραγματική αξία της χρηματοδότησης των
αρχών κατοχής (τα ποσά σε δραχμές ασφαλώς ανέβαιναν συνεχώς, ειδικά μετά το
καλοκαίρι 1943) εκταμιεύτηκε και το μεγαλύτερο ποσοστό του συνόλου των εξόδων
κατοχής. Κύριο αίτιο ήταν ασφαλώς η (για τα δεδομένα της περιόδου) «χρυσή περίοδος»
της κατοχικής οικονομίας το 1943, όταν ο πληθωρισμός είχε τεθεί υπό έλεγχο για μεγάλο
διάστημα, και η παραγωγή (και κατά συνέπεια το ΑΕΠ) είχε ανακάμψει. Ήταν η περίοδος
των εκατοντάδων ή και χιλιάδων μικρών και μεγάλων αμυντικών έργων των αρχών κατοχής,
αφού η κατεχόμενη Ελλάδα είχε μετατραπεί πια από στρατηγικής σημασίας γέφυρα προς
την Αφρική σε αμυντικό προπύργιο της κατεχόμενης Ευρώπης. Το διάστημα της
αποσύνθεσης από το καλοκαίρι του 1944 και μετά οδήγησε στην κατάρρευση της
δυνατότητας της ελληνικής οικονομίας να χρηματοδοτεί την κατοχή, και την ολοένα και
μεγαλύτερη εξάρτηση των γερμανικών δυνάμεων στις πωλήσεις χρυσών λιρών και χρυσών
φράγκων (ή στην απευθείας πληρωμή μ’ αυτά). Ήταν η περίοδος που η επιτυχής απόβαση
στη Νορμανδία και η σοβιετική προέλαση στο ανατολικό μέτωπο έκαναν άμεσα ορατή τη
γερμανική υποχώρηση, προοπτική όμως, που αντίθετα με το 1942 δεν γέμιζε με χαρά όλον
τον πληθυσμό της χώρας (πλην των μαυραγοριτών που ούτε το 1942 ήταν χαρούμενοι).
Μεγάλο μέρος της αστικής Ελλάδας προτιμούσε την παραμονή των Γερμανών για ένα
μεγαλύτερο διάστημα, ώστε να μην απελευθερωνόταν η χώρα από τους αντάρτες και

217
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

έπεφτε στα χέρια των «εαμοβούλγαρων». Εκτός όμως από την προοπτική αυτή, που φόβιζε
αρκετούς από τους Έλληνες επιχειρηματίες, ο ρόλος της ξένης βοήθειας στην επιβίωση του
πληθυσμού, η πλήρης απώλεια του ελέγχου της δραχμής, αλλά και η ουσιαστική παράδοση
των γερμανικών πολιτικών αρχών απέναντι στα αιτήματα των στρατιωτικών για αυξημένη
χρηματοδότηση δεν άφηνε περιθώρια για επανάληψη του «θαύματος» του Οκτωβρίου –
Νοεμβρίου 1942.366
Η επίπτωση των στρατιωτικών εξελίξεων στα έξοδα κατοχής φαίνεται επίσης και
από την κατανομή τους. Όπως φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί, για όσο διάστημα η
Ελλάδα χρησίμευε κυρίως ως γέφυρα για το μέτωπο της βορείου Αφρικής, το μεγαλύτερο
μερίδιο των εξόδων απορροφούσε το γερμανικό ναυτικό (που έκανε και τις μεταφορές στα
πολυάριθμα ελληνικά νησιά αλλά και, συμπληρωματικά με το σε άσχημη κατάσταση
σιδηροδρομικό δίκτυο, έκανε και αρκετές από τις μεταφορές της ηπειρωτικής Ελλάδας) και
η γερμανική αεροπορία (που μετέφερε εφόδια αλλά έκανε και αποστολές βομβαρδισμού
από την κατεχόμενη Ελλάδα προς τη Β. Αφρική). Όταν όμως αλλάζει ο ρόλος της χώρας και
αρχίζει να δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στην άμυνα από κάποια συμμαχική απόβαση,
αυξάνεται κατακόρυφα το ποσοστό του στρατού ξηράς (το μεγαλύτερο μέρος του οποίου
αφορούσε τις εκτεταμένες οχυρώσεις στο γερμανοκρατούμενο τμήμα της χώρας, αν και
περιείχε και το μεγαλύτερο μέρος του κόστους του προγράμματος τσιμεντοπλοίων), ενώ
αντίθετα το ποσοστό του ναυτικού μειώνεται περίπου στο μισό.

366
Όπως θα δούμε στο δεύτερο μέρος τις τελευταίες εβδομάδες της κατοχής ο Neubacher κατάφερε
να επιβάλει τελικά την άποψή του ότι κάποια από τα κοστοβόρα στρατιωτικά, όπως εκείνο των
τσιμεντοπλοίων, έπρεπε να διακοπούν. Ωστόσο δεν ήταν παρά μια πύρρειος νίκη, που ήρθε πολύ
αργά για να κάνει κάποια διαφορά και εξάλλου δεν προήλθε από κάποια συμφωνία των
στρατιωτικών πως έπρεπε να μειωθούν τα έξοδα κατοχής για να σωθεί η δραχμή, αλλά ήταν
αποτέλεσμα της πρακτικής ανάγκης να περιοριστούν τα λίγα χρηματοδοτικά μέσα που μπορούσαν οι
γερμανικές αρχές να εξασφαλίσουν από την διαλυμένη ελληνική οικονομία στα πλέον απαραίτητα
προγράμματα των δυνάμεων κατοχής.

218
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Κατανομή εξόδων κατοχής της Wehrmacht στην


Ελλάδα (% συνόλου)
80,0
70,0
60,0
50,0
40,0
30,0
20,0
10,0
0,0

Στρατός Ξηράς Αεροπορία Ναυτικό

Γράφημα 3.2: Γράφημα με βάση τους αριθμούς από το AA-PA R27320, Oberregierungsrat Dr. S.
Nestler: “Das Finanzwesen Einschließlich der Besatzungskosten in Griechenland Während der
Deutschen Besatzungszeit, 1941-1944“, σελ. 184. Για την προ του Ιουνίου 1942 περίοδο δεν
υπάρχουν ακριβή στοιχεία.

Ωστόσο, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στο δεύτερο μέρος της διατριβής, το


αρκετά εκτεταμένο ναυπηγικό και επισκευαστικό πρόγραμμα του γερμανικού ναυτικού
στην κατεχόμενη Ελλάδα στην πραγματικότητα δεν μείωσε τους ρυθμούς του μετά το
χειμώνα του 1942 (τουλάχιστον με βάση τους υπολογισμούς των ποσών σε χρυσές λίρες),
όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς με βάση την εικόνα που δίνει το γράφημα. Αν και
δεν αποκλείεται να υπήρχε σπατάλη (εξάλλου έγινε προσπάθεια για αύξηση των
εισαγωγών μετά τον Οκτώβρη του 1942 ακριβώς γιατί κρίθηκε πως τα συμβόλαια με τις
ελληνικές επιχειρήσεις ήταν ακριβά), η ανακολουθία αυτή εξηγείται: α) από την αύξηση του
συνολικού ποσού που κατανεμόταν στη Wehrmacht το 1943 σε σχέση με το τέλος του
καλοκαιριού και το φθινόπωρο του 1942, που σήμαινε πως η πραγματική μείωση των
ποσών που κατανέμονταν στο ναυτικό ήταν μικρότερη (ενώ αντίστοιχα τουλάχιστον
20πλάσια ήταν η αύξηση των ποσών του στρατού ξηράς σε απόλυτους αριθμούς), και β)
από τη μεταβίβαση, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στο δεύτερο μέρος, αρκετών
αρμοδιοτήτων σχετικά με το ναυπηγικό και επισκευαστικό πρόγραμμα στην Ελλάδα και τη

219
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

χρηματοδότησή του, στον Επίτροπο του Ράιχ για τη Ναυσιπλοΐα (Reikosee) και στις
νεοϊδρυθείσες γερμανικές εταιρείες MMR και Mihig.367
Όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα, τα ποσά που λάμβανε ο Reikosee δεν
ήταν ασήμαντα και έφταναν την άνοιξη του 1944 μέχρι και το 13,1% των πληρωμών από τις
προκαταβολές των λογαριασμών εξόδων κατοχής. Τα ποσά αυτά δεν περιλαμβάνονται στο
προηγούμενο γράφημα, καθότι τυπικά δεν αφορούσαν τη Wehrmacht, αλλά μια πολιτική
αρχή. Εξάλλου στον πίνακα δεν περιλαμβάνονται και όλα τα έξοδα των MMR και Mihig.

Χρηματοδότηση Reikosee – Στοιχεία μέχρι Σεπτέμβριο 1944


Έξοδα Λογαριασμός Ποσό από έξοδα Ως % γερμ.
Ποσά σε χρυσό
κατοχής αποπληρωμής κατοχής σε λίρες εξ. κατοχής
Περίοδος
Χρυσές Χρυσά
Δις Δρχ.
λίρες φράγκα
Αυγ-43 2,0 0 0 0 5.411,9 1,10
Σεπ-43 12,0 0 0 0 27.870,0 11,54
Οκτ-43 14,0 0 0 0 18.072,4 7,99
Νοε-43 20,6 0 0 0 16.010,4 7,08
Δεκ-43 44,0 0 0 0 28.739,4 10,00
Ιαν-44 70,0 0 0 0 22.389,3 9,86
Φεβ-44 114,5 0 0 0 20.938,9 8,95
Μαρ-44 244,1 0 0 0 16.270,1 8,03
Απρ-44 1.167,9 0 0 0 31.075,2 13,12
Μαϊ-44 1.570,0 0 6.000 0 15.594,0 12,36
Ιουν-44 2.714,0 0 6.000 0 21.632,4 11,31
Ιουλ-44 4.178,0 0 3.000 152.000 11.142,8 8,81
Αυγ-44 9.300,0 19.620 0 *396.000 3.666,6 3,78
Σεπ-44 30.000,0 12.000 1.000 **177.000 1.635,8 2,27
Σύνολο 49.451,1 31.620 16.000 725.000 240.449,0 8,05
Πίνακας 3.10: Πηγή: AA-PA R27320, Oberregierungsrat Dr. S. Nestler: “Das Finanzwesen
Einschließlich der Besatzungskosten in Griechenland Während der Deutschen Besatzungszeit, 1941-
1944“, σελ. 180.
* 60.000 από τα οποία απευθείας στο αρμόδιο επιτελείο για τις ναυπηγήσεις (Oberwerftstab) για
εκτέλεση παραγγελιών του Reikosee.
** 84.000 από τα οποία απευθείας στο αρμόδιο επιτελείο για τις ναυπηγήσεις (Oberwerftstab) για
εκτέλεση παραγγελιών του Reikosee.

367
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί πως αριθμοί που εμφανίζονται σε άλλα γερμανικά έγγραφα
(π.χ. BArch, R 2/310, “Zusammenstellung der von der Reichskreditkasse und Wehrmachtzentralkasse
an die Einheiten der Wehrmacht gezahlten Beträge, Stand 30. September 1943”), στα οποία όμως δεν
περιλαμβάνεται ολόκληρο το διάστημα της κατοχής, δίνουν περίπου διπλάσια απόλυτα ποσά στη
Luftwaffe στις αρχές του 1943, από όσα στα τέλη του 1942, γεγονός που εν πολλοίς εξηγείται από
την αύξηση του συνολικού ποσού πληρωμών. Αντίθετα τα ποσά του ναυτικού εμφανίζουν κάμψη
ακόμα και σε απόλυτους αριθμούς.

220
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Συνεπώς, το πραγματικό κόστος των ναυπηγήσεων και επισκευών δεν μεταβλήθηκε πολύ,
αλλά μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των πραγματικών ποσών από τα έξοδα κατοχής το
1943 απορροφήθηκε από τα έργα του γερμανικού στρατού ξηράς. Αν αθροίσουμε δε το
ποσοστό ναυτικού και Reikosee η διαφορά μειώνεται ακόμα περισσότερο. Το οικονομικό
έτος 1943, όπως αναφέρεται σε άλλο έγγραφο, ο στρατός ξηράς είχε λάβει το 43% των
συνολικών ποσών, η αεροπορία το 18%, το ναυτικό το 31% και ο Reikosee το 8%.368 Αν
αθροίσουμε τα δύο τελευταία ποσοστά, στρατός ξηράς και ναυτικό (πολεμικό και Reikosee)
εμφανίζονται να καταναλώνουν παρόμοια ποσά (43% και 41% αντίστοιχα).

Δεν διαθέτουμε αναλυτική κατάταξη των εξόδων κατοχής ως προς το είδος των
προϊόντων και υπηρεσιών που αγόραζαν σε όλο το διάστημα της κατοχής. Μια κατάταξη
των εξόδων για το 1944 (βλ. γράφημα 3.3) μας δίνει μια εικόνα που κυριαρχείται από τα
έργα της Wehrmacht. Αν αθροίσει μάλιστα κανείς το ποσό για τα ίδια τα «έργα υποδομής»
όπως αναφέρονται με εκείνα των αμοιβών (σε σε μισθούς και συσσίτια) των εργαζομένων
σε επιχειρήσεις που εργάζονταν για τις αρχές κατοχής και γερμανικά έργα, φτάνουμε σε
ένα ποσοστό γύρω στο 82,7% του συνόλου, ενώ οι στρατιωτικές αποδοχές, που
αποτελούσαν σημαντικό μέρος των RKKS κατά την πρώτη περίοδο της κατοχής, βρίσκονται
κάτω του 7%.

368
BArch, R 2/13410, D[er] D[eichsminister] d[er] F[inanzen], F 3400-14 GenB g/A 1301 43 Bhft -
204/44 I g, “Jahresabschlusssache”, 6/7/1944.

221
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Λειτουργική κατάταξη των γερμανικών εξόδων


κατοχής στην Ελλάδα (1944)
Έξοδα υποδομών
10,5%

25,1% 51,2%
Αποδοχές στρατιωτών

Μισθοί για τους


άμεσα εργαζόμενους
στην Βέρμαχτ
Συσσίτιο

6,4% Διοικητικά έξοδα

6,8%

Γράφημα 3.3: πηγή: AA-PA R27320, Oberregierungsrat Dr. S. Nestler: “Das Finanzwesen
Einschließlich der Besatzungskosten in Griechenland Während der Deutschen Besatzungszeit, 1941-
1944“, σελ. 89.

Η ανάλυση που μας παρουσιάζει ο γερμανικός απολογισμός του 1945


αντικατοπτρίζει την κατάσταση σε όλο το διάστημα της κατοχής. Η μεγαλύτερη κατηγορία
εξόδων κατά τις πρώτες εβδομάδες, ίσως και μήνες μήνες της κατοχής αφορούσε τις
στρατιωτικώνές αμοιβές, το ποσοστό των οποίων εξακολούθησε να είναι σχετικά σημαντικό
μέχρι και το 1942. Όμως με την αλματώδη αύξηση του πληθωρισμού το εν λόγω ποσοστό
είχε μειωθεί σημαντικά στα τέλη του έτους αυτόυ, ώστε οι ιδιωτικές αγορές των
στρατιωτών των δυνάμεων κατοχής να μην αποτελούσαν το 1943-44 παρά ελάχιστο
ποσοστό εκείνων της πρώτης περιόδου της κατοχής.369 Αντίθετα οι αμοιβές για τους

369
Όπως αναφέρει ο Nestler (AA-PA R27320, “Das Finanzwesen Einschließlich der Besatzungskosten
in Griechenland…”, σελ. 92) η αδυναμία τους να αγοράσουν προϊόντα που έβλεπαν συνεχώς
μπροστά τους στις αγορές των μεγάλων ελληνικών πόλεων έριχνε το ηθικό των Γερμανών
στρατιωτών. Φαίνεται μάλιστα πως η απώλεια της αξίας του μισθού τους λόγω πληθωρισμού και το
γενικό ενδιαφέρον για τα πολύτιμα μέταλλα στην Ελλάδα, είχε αυξήσει και το σχετικό ενδιαφέρον
των στρατιωτών κατοχής. Δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι στα τέλη Ιουλίου 1941 (όταν δηλαδή το
ον
πρόβλημα άρχισε να γίνεται εντονότερο) το μάθημα γερμανικών της εφημερίδα Ακρόπολις («το 65
μάθημα της γερμανικής» 31/7/1941) εστιάζεται αποκλειστικά σε λέξεις όπως χρυσός, άργυρος,
ο
πλατίνα κλπ. (δύο ημέρες πριν στο «63 μάθημα της γερμανικής», οι λέξεις περιλάμβαναν επίσης το

222
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Έλληνες εργάτες ήταν μηδαμινές το 1942, αφού, όπως θα δούμε παρακάτω ο πληθωρισμός
τις είχε απαξιώσει. Ενδεικτική των γερμανικών εξόδων στα τέλη του 1942, μπορεί να
θεωρηθεί η απόφαση που συναντήσαμε παραπάνω για την θέσπιση των τριών νέων
πληθωριστικών δεικτών, που μαζί με τον δείκτη των μισθών θα αποτελούσαν βάση για τον
υπολογισμό των εξόδων κατοχής, με ποσοστά 45% μισθοί, 31% δομικές ύλες, 14% τρόφιμα
και 10% καύσιμα.370 Δεν είναι σαφές αν κάποιο τμήμα των μισθών υπολογιζόταν το 1944
στο κόστος των κατασκευών, ωστόσο φαίνεται πως τουλάχιστον από το 1942 τα
κατασκευαστικά έργα αποτελούσαν την μεγαλύτερη κατηγορία εξόδων. Ενδιαφέρουσα
πάντως παρατήρηση σχετικά με το βάρος των στρατιωτικών μισθών στα έξοδα κατοχής
είναι πως σε κάθε ένα από τα έτη της κατοχής, το ποσό του Δεκεμβρίου είναι μεγαλύτερο
από εκείνο των αμέσως προηγούμενων μηνών, γεγονός που ίσως να σχετίζεται και την
επιθυμία των επικεφαλής αξιωματικών να φροντίσουν ώστε οι στρατιώτες τους να

«ψωνίζω» και τη «γούνα»). Η απώλεια της αγοραστκής δύναμης των μισθών των Γερμανών
στρατιωτών δεν είναι άσχετη και με την σημαντική αύξηση στις κλοπές και ληστείες στις οποίες
πρωταγωνιστούσαν, οι οποίες μάλιστα είχαν φτάσει σε τέτοια επίπεδα που καθιερώθηκε ειδική
ενότητα για τα εγκλήματα στρατιωτικού προσωπικού στις στρατιωτικές εκθέσεις. Την περίοδο από
τα τέλη Ιανουαρίου μέχρι και τα τέλη Φεβρουαρίου 1944 για παράδειγμα καταγράφονται από τις
ίδιες τις γερμανικές αρχές 15 τέτοιες ληστείες και κλοπές στην περιοχή Αθήνας – Πειραιά με
συνολική λεία πάνω από 170 εκατομμύρια δραχμών, τρόφιμα, φωτογραφικές μηχανές, χρυσά δόντια
και κοσμήματα. Ανάμεσα στα θύματα ήταν ακόμα και Έλληνας αστυνομικός, από τον οποίο
Γερμανός στρατιώτης αφαίρεσε στις 15 Φεβρουαρίου με την απειλή όπλου 360.000 δραχμές, ένα
ρολόι και το υπηρεσιακό του όπλο. Βλ. NARA, T-501 Roll 255, Der Militärbefehlshaber Griechenland,
„Lagebericht für die Zeit vom 16.2 bis 15.3.1944“, Anlage 1 (Frame 486). Οι εκθέσεις της εποχής
περιγράφουν πλήθος τέτοιων περιστατικών. Τα εγκλήματα αυτά ή η απειλή τους χρησιμοποιήθηκαν
από τις στρατιωτικές αρχές για να πείσουν τον Neubacher να αυξήσει τους στρατιωτικούς μισθούς,
χωρίς όμως επιτυχία, αφού ο τελευταίος ήθελε, εκτός από την μείωση των εξόδων, να περιορίσει τις
αγορές σπάνιων ειδών που θα ανέβαζαν τις τιμές. Βλ. Piske, Dr Arthur, Generalintendant a.D.:
“Logistical Problems of the German Air Force in Greece, 1941-43”, (Foreign Military Study B-645),
Historical Division, Headquarters United States Army, Europe, Foreign Military Branch, 1953, σσ. 72-
74. Άλλα μέλη των δυνάμεων κατοχής προτιμούσαν το παράνομο εμπόριο, που κατά την κατάρευση
της Ιταλίας ή τα τέλη της κατοχής μπορούσε να αφορά ακόμα και όπλα. Βλ. Θεοτοκάς, Γιώργος:
Τετράδια Ημερολογίου, 1939-1953, τέταρτη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2005
[1987], σσ. 425-426 και Σπηλιωτόπουλος, Επαμεινώνδας: Ένας έφηβος στην Κατοχή, Σύλλογος προς
Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα, 2007, σσ. 64-65.
370
AA-PA R27320, Oberregierungsrat Dr. S. Nestler: “Das Finanzwesen Einschließlich der
Besatzungskosten in Griechenland Während der Deutschen Besatzungszeit, 1941-1944“, σελ. 86.

223
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μπορέσουν να στείλουν δώρα στην πατρίδα από τις κατεχόμενες περιοχές όπου
βρίσκονταν.371
Αυτό που είναι όμως σαφές, με βάση πάντα τις γερμανικές εκθέσεις, είναι πως
λίγα από τα κατασκευαστικά έργα δεν είχαν στρατιωτικό χαρακτήρα. Την άνοιξη του 1944
οι ίδιες οι γερμανικές αρχές έκαναν μια προσπάθεια να διαχωρίσουν τα έργα αυτά,
κατατάσσοντάς τα σε τρεις κατηγορίες, στρατιωτικές εγκαταστάσεις (αεροδρόμια,
αποθήκες καυσίμων, λιμάνια κλπ), καταλύματα (συμπεριλαμβανόμενων και όσων
προορίζονταν για νοσοκομεία ή την ψυχαγωγία των στρατιωτών) και περισσότερο
«πολιτικού» χαρακτήρα έργα όπως (μη στρατιωτικοί) δρόμοι, έργα ύδρευσης,
καταπολέμησης ελονοσίας, λατομεία κλπ. Με βάση την κατάταξη αυτή οι γερμανικές αρχές
κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι την περίοδο 1/1/1942 με 30/9/1943 το 84,8% (247,4 δις
δρχ.) από τα έργα που μπόρεσαν να κατατάξουν ήταν προς όφελος των γερμανικών και
ιταλικών αρχών κατοχής, το 14% (40,9 δις) αφορούσαν έργα γερμανικών συμφερόντων και
μόλις το 1,2% (3,5 δις) έργα κοινών γερμανικών και ελληνικών συμφερόντων.372 Ακόμα και
αν υποθέσει κανείς πως ο υπερπληθωρισμός και η έκρηξη των αμυντικών έργων από το
1943 αλλοιώνει λίγο την εικόνα και πως είναι πιθανό μεγαλύτερο ποσοστό έργων γερμανο-
ελληνικών συμφερόντων να έγιναν στην αρχή της περιόδου – έχοντας ίσως και κάπως
μεγαλύτερη πραγματική αξία – δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία πως η συντριπτική
πλειονότητα των έργων ήταν προς το συμφέρον των κατακτητών και λίγα από αυτά

371
Δυστυχώς δεν διαθέτουμε πλήρη ανάλυση των εξόδων για το σύνολο της κατοχής για να δούμε
σε ποιο βαθμό οι στρατιωτικοί μισθοί είχαν κάποια σοβαρή επίπτωση στις παρατηρούμενες
αυξήσεις στα τέλη κάθε έτους. Γενικά το ποσοστό τους δεν είναι μεγάλο, ενώ σε κάποιες
περιπτώσεις (κυρίως το 1941 και 1942) οι αυξήσεις πρέπει να συνδέονται περισσότερο με την
κάλυψη χρεών που δημιουργήθηκαν τον προηγούμενο μήνα. Τα στοιχεία που έχουμε για το 1944
(AA-PA, R27320, πίνακας B2-Aufgliederung der Besatzungskosten nach Sachgebieten, στην έκθεση
Nestler, σελ. 183) δεν περιλαμβάνουν βεβαίως κάποιον Δεκέμβρη, αλλά δείχνουν επίσης μια
ξαφνική άνοδο (διπλασιασμό σε σχέση με τους αμέσως προηγούμενους μήνες) του ποσοστού
στρατιωτικών μισθών τον Αύγουστο του 1944, που θα μπορούσε να συνδέεται με την
χρηματοδότηση μονάδων για το ταξίδι της υποχώρησης, ή με μια τελευταία «επιδρομή» στα τοπικά
καταστήματα πριν το τέλος της κατοχής. Είναι πάντως βέβαιο πως οι στρατηγοί ζητούσαν επιτακτικά
χρήματα για χριστουγεννιάτικα δώρα των στρατιωτών τους και το ζήτημα φαίνεται να είχε συζητηθεί
στα τέλη του 1943 και σε ανώτατο επίπεδο στο Βερολίνο. Βλ. Ally, Götz (trans. J. Chase): Hitler’s
Beneficiaries. How the Nazis Bought the German People, Verso, London, 2007 [2005, 2006], σελ. 259.
372
AA-PA R27320, Oberregierungsrat Dr. S. Nestler: “Das Finanzwesen Einschließlich der
Besatzungskosten in Griechenland Während der Deutschen Besatzungszeit, 1941-1944“, σελ. 100.

224
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μπορούσαν (συνήθως μάλιστα κατόπιν σημαντικών επισκευών) να αξιοποιηθούν από το


μεταπολεμικό ελληνικό κράτος.
Εκτός όμως από τα χρήματα που εκταμιεύτηκαν από τους λογαριασμούς εξόδων
κατοχής, ένα σεβαστό μέρος της χρηματοδότησης διαφόρων εξόδων των κατοχικών
δυνάμεων προήλθε απευθείας από πόρους του ελληνικού προϋπολογισμού. Τα έξοδα αυτά
αφορούσαν κυρίως καταλύματα και κατασκευαστικά έργα. Όπως φαίνεται στον πίνακα
3.11, οι δαπάνες αυτές το πρώτο έτος της κατοχής ήταν αρκετά σημαντικές και πρέπει (μαζί
με τις οφειλές) να ξεπέρασαν τα 4,2 δισεκατομμύρια δραχμές για το πρώτο έτος της
κατοχής. Περίπου το 1/3 από τα ποσά που είχαν εκταμιευτεί αφορούσαν δαπάνες των
ΕΠΑΚ (ΝΔ 298/41), ποσοστό μάλιστα που ξεπερνά το 40% αν συνυπολογιστούν και οι
όμοιες δαπάνες των δημοτικών και κοινωτικών υπηρεσιών (όπως εκείνης στην οποία
διορίστηκε αρχικά ο Βαφόπουλος). Περίπου το 40% (ή σχεδόν οι μισές αν
συνυπολογίσουμε και τις όμοιες δημοτικές κλπ δαπάνες) από τις δαπάνες των ΕΠΑΚ
αφορούσαν προμήθειες και έργα εκτός Αθηνών και προαστίων. Το μεγαλύτερο όμως
ποσοστό είναι τα τεχνικά έργα (κυρίως οδοποιία), οι πληρωμές για τα οποία έφταναν το
45% του συνόλου.
Εντύπωση προκαλεί μάλιστα το υψηλό ποσοστό των δαπανών για επίπλωση που
(μόνο στην περιοχή Αθήνας και περιχώρων) πλησίαζε στο 9,5% του συνόλου των πληρωμών
μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου 1941. Τα περίπου 214 εκατομμύρια που είχαν ως τότε
εκταμιευτεί, για επίπλωση, εστίαση κλπ των δυνάμεων κατοχής μόνο στην πρωτεύουσα,
ισούνται με το 1,6% του συνόλου των εξόδων κατοχής (χωρίς τις δαπάνες του
προϋπολογισμού) της περιόδου Αυγούστου – Νοεμβρίου 1941. Φαίνεται πως οι
περιγραφές για εξωφρενικές απαιτήσεις πολυτελούς διαβίωσης των δυνάμεων κατοχής (με
ελληνικά πάντα χρήματα) είχαν πραγματική βάση, και τα διάφορα επιπλοποιεία (όπως ο
Σαρίδης που συναντήσαμε παραπάνω) που τους προμήθευαν τον εξοπλισμό αυτόν
αποκόμιζαν σημαντικά οφέλη από τα σχετικά έξοδα.
Μια ακόμα παρατήρηση που προκύπτει από τα στοιχεία του πίνακα αφορά τις
οφειλόμενες πληρωμές και τα έξοδα των έργων οδοποιίας. Αν και δεν υπάρχουν λεπτομερή
στοιχεία για το αν οι οφειλές αποτελούσαν δαπάνες για εργασίες που δεν είχαν
ολοκληρωθεί ή χρέος του δημοσίου (λόγω των ελλειμμάτων Οκτωβρίου – Νοεμβρίου
1941), είναι σαφές πως οι εργολάβοι που είχαν αναλάβει τα έργα οδοποιίας την περίοδο
εκείνη πληρώνονταν προκαταβολικά (γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τις σχετικές

225
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αναφορές στο δεύτερο μέρος της εργασίας), αφού οι εργασίες αυτές είναι οι μόνες που δεν
εμφανίζουν καμία οφειλή, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν ολοκληρωθεί.373
Συνολικά τα περίπου 4,2 δισεκατομμύρια δραχμές του πίνακα προσαυξάνουν τα
ποσά των λογαριασμών εξόδων κατοχής (περίπου 20 δισεκατομμύρια για το σύνολο του
1941) κατά 21%. Αν και δεν είμαστε βέβαιοι σε τι ποσοστό πρόλαβαν να εκταμιευτούν τα
οφειλόμενα ποσά στον υπόλοιπο 1,5 μήνα του 1941 (κατά τον Αγγελόπουλο πρέπει να
εκταμιεύτηκαν περίπου 2,39 δις), φαίνεται πως στην αρχή τουλάχιστον της κατοχής θα
πρέπει να προσθέσουμε περίπου 1 δραχμή (ή οποιοδήποτε άλλο νόμισμα στο οποίο
υπολογίζουμε τα έξοδα) για κάθε 9 -10 από τα ποσά που μας δίνουν οι λογαριασμοί εξόδων
κατοχής.374

373
Φαίνεται ότι τα παράπονα που έκαναν κάποιες κατασκευαστικές προς τους Γερμανούς σχετικά με
την αναξιοπιστία του ελληνικού δημοσίου είχαν αποτέλεσμα και δεν αποκλείεται η καταβολή
σημαντικών προκαταβολών να ήταν προαπαιτούμενο από τη μεριά τους για την ανάληψη των
έργων.
374
Για το πρώτο έτος στα ποσά αυτά μάλλον θα έπρεπε να προσθέσουμε και τα νομίσματα κατοχής.
Τις πρώτες ημέρες της κατοχής ασφαλώς όλες οι δαπάνες γίνονταν με τα νομίσματα αυτά, αλλά
μέρος των εξόδων του προϋπολογισμού πρέπει να έγινε κατά τον τελευταίο (ή ίσως τους δύο
τελευταίους μήνες) της ύπαρξης των νομισμάτων αυτών. Οι ΕΠΑΚ για παράδειγμα ιδρύθηκαν στα
τέλη Ιουνίου (αν και το νομικό πλαίσιο ολοκληρώθηκε στα μέσα Ιουλίου) και θα πρέπει να
λειτούργησαν από τον Ιούλιο. Έτσι στα περίπου 20 δισεκατομμύρια δραχμών των εξόδων κατοχής θα
πρέπει να προσθέσουμε το αντίστοιχο τουλάχιστον του Ιουλίου, ή περίπου 25 εκατομμύρια RKKS και
αντίστοιχο ποσό Μεσογειακών δραχμών, που με την επίσημη ισοτιμία μας δίνουν 3 δισεκατομμύρια
δραχμές. Αν υποθέσουμε ότι μεγάλο μέρος των οφειλόμενων ποσών καταβλήθηκε στο υπόλοιπο του
έτους φτάνουμε σε μια αναλογία κάπου στο 1/6 ή 1/7 (ανάλογα με το ποσοστό καταβολής των
οφειλών), ή περίπου 1/9 με 1/10 αν το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών εκταμιεύτηκε στις αρχές του
1942.

226
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δαπάνες για Υπηρεσίες Κατοχής, ως 14/11/1941 (εκατ. δρχ.)


Πραγματο-
ποιηθείσες Οφειλόμενες Σύνολο
(1) Δαπάνες από επιτροπές ΝΔ 298/41
α) Αθηνών-Προαστίων
Είδη εγκατάστασης, επίπλωσης, εστίασης κλπ 214,0 167,0 381,0
Τεχνικές εργασίες (επισκευές, κατασκευές και
διαρρυθμίσεις ακινήτων για στρατωνισμό, κατοικίες και
νοσοκομεία Υπηρεσιών Κατοχής 247,0 82,0 329,0
Εγκαταστάσεις εστιατορίου σε Σταθμό ΣΕΚ 0,0 75,0 75,0
Εργατικά και μισθοί υπαλλήλων 11,0 0,0 11,0
Μεταφορές 4,5 0,2 4,7
Σύνολο 476,5 324,2 800,7
β) Επαρχιών
Προμήθειες και τεχνικά έργα κυρίως για στρατωνισμό 311,0 180,0 491,0
Σύνολο (1) (α+β) 787,5 504,2 1.291,7
(2) Όμοιες δαπάνες, διενεργούμενες από Δήμους και
Κοινότητες για λογαριασμό Δημοσίου 145,0 30,0 175,0
Σύνολο (2) 145,0 30,0 175,0
(3) Δαπάνες στεγάσεως
Μισθώματα ξενοδοχείων μετά χρήσης λουτρών 100,0 80,0 180,0
Μισθώματα λοιπών ακινήτων (οικιών, καταστημάτων,
σταθμών Αυτοκινήτων, γηπέδων, εργοστασίων) 200,0 160,0 360,0
Αντίτιμο ηλεκτρικού ρεύματος, φωταερίου, νερού 25,0 11,0 36,0
Σύνολο (3) 325,0 251,0 576,0
(4) Κατεδάφιση προαστίου Ελληνικού για κατασκευή
αεροδρομίου 8,0 1.092,0 1.100,0
Σύνολο (4) 8,0 1.092,0 1.100,0
(5) Δαπάνες Νοσοκομείων
Σισμανόγλειο Αθηνών 7,5 3,0 10,5
Δημοτικό Πατρών 3,0 1,0 4,0
Σύνολο (5) 10,5 4,0 14,5
(6) Τεχνικά Έργα
α) Υπουργείου Συγκοινωνίας
Οδοποιία 800,0 0,0 800,0
Λιμενικά 41,7 0,0 41,7
Σύνολο 841,7 0,0 841,7
β) Απ' ευθείας από Αρχές Κατοχής
Οδοποιία 159,8 0,0 159,8
Σύνολο (6) (α+β) 1.001,5 0,0 1.001,5
(7) Απ' ευθείας προμήθειες διαφόρων ειδών
εγκαταστάσεως από Γερμ. Αρχές με εγγύηση Δημοσίου 0 18 18
Σύνολο (7) 0 18 18
Γενικό Σύνολο 2.277,5 1.899,2 4.176,7
Πίνακας 3.11: ΙΑΕΤΕ Α1Σ32Υ1Φ19 και Σμπαρούνης, Αθανάσιος: Μελέται και Αναμνήσεις εκ του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου, [χ.ε.], Αθήνα, 1950, σελ. 75-76. Όπως προκύπτει και από την αναφορά στη
σελ. 57 της πηγής, τα ποσά αυτά είναι πέρα από τις πληρωμές των εξόδων κατοχής που γίνονταν
μέσω της ΤτΕ.

227
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στα στοιχεία που παραθέτει ο Δερτιλής (βλ. πίνακα 3.12) εμφανίζεται ιδιαίτερα
μεγάλο το ποσό του 1941, ωστόσο αυτό οφείλεται στο ότι φαίνεται να έχει περιλάβει και τα
έξοδα κατοχής (όπως και στο 1942).375 Έτσι για να δούμε τη σχετική αναλογία, πρέπει να
συγκρίνουμε τα ποσά των επόμενων μηνών με τα έξοδα κατοχής. Αν συγκρίνει κανείς λοιπόν
τα συνολικά μηνιαία ποσά του πίνακα, με τα ποσά που αναφέρουν οι εκτιμήσεις του Palerait
(στον πίνακα 3.9) για τα έξοδα κατοχής του Άξονα – εκτιμήσεις που είναι και οι μεγαλύτερες
γενικά – θα δει πως κατά μέσον όρο κυμαίνονται γύρω στο 35% των τελευταίων, με τα
χαμηλότερα επιμέρους ποσοστά να παρουσιάζονται την περίοδο της οικονομικής στενότητας
του Νοεμβρίου 1942 (περίπου 11%, ποσό όμως που αποτελεί γενικά εξαίρεση – μόνο σε 3
από τους μήνες του πίνακα το ποσοστό πέφτει κάτω του 20%). Το ποσοστό αυτό θα ήταν στην
πραγματικότητα λίγο υψηλότερο, αν συνυπολογίζε κανείς το συμπληρωματικό ποσό για τον
Νοέμβριο και Δεκέμβριο, που πιθανότατα δόθηκε μετά τη στάση πληρωμών. Εξαίρεση
αποτελεί επίσης το υψηλότερο ποσοστό της αναλογίας (80% των εξόδων κατοχής τον
Οκτώβριο του 1942, όταν οι προκαταβολές των εξόδων ήταν πολύ χαμηλά). Σε 11 από τους
24 μήνες του πίνακα το ποσό βρίσκεται ανάμεσα στο 25% και στο 45% (και σε ακόμα 3 είναι
ελάχιστα εκτός των ορίων αυτών). Αν συγκρίνει δε κανείς τα ποσά αυτά με εκείνα των εξόδων
κατά Δερτιλή ο γενικός μέσος όρος αυξάνεται στο σχεδόν 40% και οι ακραίες τιμές
μειώνονται (14 μήνες ανάμεσα σε 25% και 45%), δίνοντας μια γενική εικόνα τακτικής και
σημαντικότατης συμπλήρωσης των ποσών των εξόδων κατοχής από τα κονδύλια του
προϋπολογισμού. Το δε άθροισμα των δύο ποσών δίνει έναν μέσο μηναίο όρο περίπου
288.000 χρυσών λιρών, ή, με την επίσημη ισοτιμία RM/χρυσής λίρας, περίπου 5.870.000 RM
το μήνα.376 Είναι προφανές ότι ακόμα και με την σημαντική αυτή αύξηση η μεγάλη διαφορά

375
Στο κείμενο (Δερτιλής, Παναγιώτης: Οικονομικά Μέτρα των Ιταλικών Αρχών Κατοχής…, σελ. 12)
αναφέρει ότι «τα ποσά ταύτα είναι διάφορα των χρηματικών ποσών, τα οποία κατεβάλλοντο εις
δραχμάς εις τα Αρχάς Κατοχής υπό της Τραπέζης της Ελλάδος κατ’ εντολήν της Ελληνικής
Κυβερνήσεως εις εκτέλεσιν της Συμφωνίας της Ρώμης της 14 Μαρτίου 1942 […]». Αν και συνήθως ως
έξοδα κατοχής αναφέρονται και τα ποσά από τον Αύγουστο του 1941 ως και τον Φεβρουάριο του
1942, ο Δερτιλής μάλλον τα εξαιρεί, γιατί τυπικά εμφανίζονταν ως έξοδα των επιτροπών και
διευθύνσεων του υπουργείου οικονομικών που είχαν δημιουργηθεί επί κατοχής. Σε αντίθεση λοιπόν
με την μετά Μάρτιο 1942 περίοδο, όταν τα χρήματα εκταμιεύονταν ως προκαταβολές από τους
νέους ειδικούς λογαριασμούς της ΤτΕ, κατά την προγενέστερη περίοδο όλα τα έξοδα εμφανίζονταν
τυπικά ως απευθείας έξοδα του Δημοσίου, έστω και αν εκταμιεύονταν από λογαριασμούς της ΤτΕ.
376
Με βάση το άθροισμα αυτό οι μήνες με τα μεγαλύτερα συνολικά ποσά (άνω των 430.000 χρυσών
λιρών) είναι Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος και Δεκέμβριος του 1943, ενώ μόνο 5 μήνες
(Αύγουστος – Νοέμβριος 1942 και Μάιος 1944) βρίσκονται κάτω των 200.000.

228
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

από τα μηνιαία ποσά των RKKS των πρώτων μηνών (περίπου 15-20 εκατομμύρια RM το μήνα)
είναι πολύ μεγάλη για να είναι αληθινή, και πιθανότατα οφείλεται κυρίως στο πρόβλημα που
δημιουργεί ο υπολογισμός των ποσών σε δραχμές με βάση τη χρυσή λίρα, καθώς και, μάλλον
σε πολύ μικρότερο όμως βαθμό, στην επίσημη ισοτιμία RM/λίρας.

Δαπάνες κρατικού προϋπολογισμού για προμήθειες, έργα και μεταφορές για


λογαριασμό των αρχών κατοχής (χρυσές λίρες), 4/1941-6/1944
Γερμανικές αρχές Ιταλικές αρχές ακαθόριστα Σύνολο
Σύνολο 1941 1.184.700 1.184.700
Ιανουάριος-42
Φεβρουάριος-42 166.528 166.528
Μάρτιος-42
Απρίλιος-42
Μάιος-42 139.330 139.330
Ιούνιος-42
Ιούλιος-42 19.431 25.604 11.653 56.688
Αύγουστος-42 24.914 23.880 6.798 55.592
Σεπτέμβριος-42 22.346 27.932 12.906 63.184
Οκτώβριος-42 19.620 38.438 58.058
Νοέμβριος-42 6.785 5.156 11.941
Δεκέμβριος-42 23.163 14.147 37.310
Συμπληρωματικό ποσό 11-12/42 3.597 4.489 8.086
Σύνολο 1942 119.856 139.646 337.215 596.717
Ιανουάριος-43 11.757 29.219 58.627 99.603
Φεβρουάριος-43 18.497 17.689 43.275 79.461
Μάρτιος-43 31.065 24.870 30.399 86.334
Απρίλιος-43 24.696 23.899 42.523 91.118
Μάιος-43 36.921 19.540 24.655 81.116
Ιούνιος-43 25.741 20.378 23.388 69.507
Ιούλιος-43 33.968 21.308 69.866 125.142
Αύγουστος-43 29.634 19.351 71.852 120.837
Σεπτέμβριος-43 37.144 16.574 48.389 102.107
Οκτώβριος-43 112.544 2.171 113 114.828
Νοέμβριος-43 91.287 5.630 1.716 98.633
Δεκέμβριος-43 145.357 1.617 502 147.476
Σύνολο 1943 598.611 202.246 415.305 1.216.162
Ιανουάριος-44 101.457 1.547 58 103.058
Φεβρουάριος-44 81.731 612 82.343
Μάρτιος-44 41.183 274 6.022 47.479
Απρίλιος-44 50.911 415 12 51.338
Μάιος-44 32.873 375 20 33.268
Ιούνιος-44 72.507 105 72.612
Σύνολο 1944 380.658 3.328 6.112 390.098
Γενικό Σύνολο 1.099.129 345.220 1.943.332 3.387.681
Εκτίμηση για σύνολο κατοχής 3.444.000

229
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πίνακας 3.12: Πηγή: Δερτιλής, Παναγιώτης: Οικονομικά Μέτρα των Ιταλικών Αρχών Κατοχής
κυρίως εις την Επτάνησον και Ανάλυσις των Εξόδων Κατοχής των, [χ.ε.], Θεσσαλονίκη, 1965, σελ.
16. Τα στοιχεία για τους πρώτους 6 μήνες του 1942 είναι τριμηνιαία. Έχουν διορθωθεί τα ποσά
Αυγούστου 1942 και Σεπτεμβρίου 1943 για τις ιταλικές αρχές και Ιανουαρίου 1944 για τις
γερμανικές, γιατί ήταν προφανώς λανθασμένα στο πρωτότυπο. Στα ποσά μέχρι και τον
Φεβρουάριο 1942 (και στο σύνολο) περιλαμβάνονται και τα έξοδα κατοχής της περιόδου.

Κάποιες άλλες αναφορές στα ποσά του προϋπολογισμού κάνουν λόγο για
μικρότερα νούμερα. Τα ποσά (κάποιες φορές με τυπογραφικά ή άλλα λάθη) που αναφέρει
ο Αγγελόπουλος στο δικό του συνολικό πίνακα είναι 63.837 χρυσές λίρες την πρώτη
περίοδο (μέχρι και τον Ιούλιο του 1941), 106.741 χρυσές λίρες την δεύτερη περίοδο (μέχρι
και τον Δεκέμβρη του 1941), τη τρίτη περίοδο (μέχρι και τον Οκτώβριο του 1942) φτάνουν
τις 167.876, την τέταρτη περίοδο (μέχρι και τον Ιούνιο 1943) τα εκτιμά σε 1.183.840 χρυσές
λίρες, και στην τελευταία (μέχρι τον Οκτώβριο 1944), σε 911.523.377 Το συνολικό ποσό για
την κατοχή φτάνει τις 2.433.817, ή σχεδόν το 72% του αντίστοιχου ποσού κατά Δερτιλή. Η
διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως στην περίληψη στον πίνακα Δερτιλή του συνόλου των
εξόδων 1941 στην εν λόγω κατηγορία. Αν αφαιρέσουμε λοιπόν τις περίπου 1.014.000
χρυσές λίρες που είναι η διαφορά των στοιχείων των δύο πηγών για το 1941 (τα ποσά του
υπουργείου οικονομικών για το 1941 κατά τον Αγγελόπουλο είναι 170.578 χρυσές λίρες, ή
2,39 δις δρχ.), τότε το ποσό είναι ουσιαστικά το ίδιο, γύρω στις 2.430.000 χρυσές λίρες. Οι
επιμέρους διαφορές στον μηνιαίο καταμερισμό των ποσών αυτών παραμένουν
σημαντικότατες.378 Δεν είναι σαφές ποια είναι η πηγή των διαφορών αυτών, αλλά δεν
φαίνεται να οφείλεται κυρίως στη μηνιαία τιμή της λίρας που χρησιμοποιούν και
πιθανότατα σχετίζεται με τη διαφορά στις ημερομηνίες καταγραφής των ποσών και της

377
Αγγελόπουλος, Άγγελος Θ.: Οικονομικά. Άρθρα και Μελέτες, 1946-1967, τόμος πρώτος, Εκδόσεις
Παπαζήση, Αθήνα, 1974, σσ. 144-145. Όπως και άλλα νούμερα του πίνακα Αγγελόπουλου τα λάθη
στη στήλη των πληρωμών στους προμηθευτές από το υπουργείο οικονομικών είναι πολλά και
εξαιρετικά δύσκολο να διορθωθούν στο σύνολό τους ώστε να βγαίνουν με βεβαιότητα σωστά τα
αθροίσματα. Ωστόσο έγινε δυνατό να διορθωθούν αρκετά ώστε να μην επηρεάζονται οι τάξεις
μεγεθών.
378
Τον Νοέμβριο του 1942 για παράδειγμα ο Δερτιλής εμφανίζει (χωρίς το – όχι και πολύ μεγάλο –
συμπληρωματικό ποσό) 11.941 χρυσές λίρες και ο Αγγελόπουλος 67.172, ενώ τον Ιανουάριο 1944 ο
Δερτιλής 103.058 και ο Αγγελόπουλος μόλις 4.208. Η εκτίμηση του Δερτιλή για την περίοδο Ιουλίου –
Οκτωβρίου 1944 φαίνεται να είναι κάτι παραπάνω από 56.000 χρυσές λίρες, ποσό πολύ μικρό σε
σχέση με εκείνο που αναφέρει ο Αγγελόπουλος. Αν αφαιρέσουμε από τα ποσά Αγγελόπουλου τους
μήνες Ιούλιο – Οκτώβριο 1944 και τα συγκρίνουμε με τις 3.387.681 χρυσές λίρες των στοιχείων του
Δερτιλή για την ίδια περίοδο, οι αριθμοί του τελευταίου εμφανίζονται μεγαλύτεροι κατά περίπου
10%.

230
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εκταμίευσής τους. Σε κάθε περίπτωση ο ελληνικός προϋπολογισμός χρησιμοποιήθηκε ως


σημαντικό συμπληρωματικό μέσο χρηματοδότησης των αναγκών των δυνάμεων κατοχής
και τα χρήματα που εκταμιεύτηκαν μέσο του μηχανισμού αυτού αποτελούν σημαντικό
ποσοστό του συνόλου των πόρων που η Γερμανία και η Ιταλία έλαβαν από την κατεχόμενη
Ελλάδα.

3.4 Η επιχείρηση χρυσού (“Goldaktion”) του Neubacher


Ο χρυσός της Τράπεζας της Ελλάδος μεταφέρθηκε με πλοία αρχικά στην Κρήτη και μετά
στην Αφρική, λίγες ημέρες πριν την κατάληψη της χώρας από τις γερμανικές δυνάμεις.379
Μόνο κάποια ξεχασμένα κιβώτια από το χρυσό και το ασήμι που ήταν στη φύλαξη της ΤτΕ,
καθώς και όσα κοσμήματα και πολύτιμα είδη είχαν συγκεντρωθεί για τον πανελλήνιο έρανο
έπεσαν στα χέρια των Γερμανών, όταν βρέθηκαν στο θησαυροφυλάκιο του
υποκαταστήματος Ηρακλείου Κρήτης της Τράπεζας της Ελλάδος. Συνολικά τα κιβώτια αυτά
περιείχαν 91,5 κιλά χρυσού και 127 κιλά ασημένιων νομισμάτων (ιδιοκτησίας της ΕΤΕ),
καθώς και 6 κιβώτια με κοσμήματα του εράνου.380 Η συνέχεια των ερευνών τις επόμενες

379
Βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος: Απολογισμός των ετών 1941, 1942, 1943, 1944, ΕΤΕ, Αθήνα,
1946, ΕΛΙΑ, αρχείο Κ. Ζαβιτσιάνου, φάκελος 3.4, ΕΤΕ: «Κατάσχεσις χρυσού και αργύρου της ημετέρας
Τραπέζης και τιμαλφών αντικειμένων του Πανελληνίου Εράνου Κοινωνικής Προνοίας υπό των εν
Κρήτη Γερμανικών Αρχών Κατοχής (Ανακοίνωσις προς το Γεν. Συμβούλιον της Τραπέζης – Συνεδρία
1/4/1942)» και Βενέζης, Ηλίας: Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος, [χ.ε.], Αθήνα, 1955, σσ. 242-250.
380
Ο απολογισμός της ΕΤΕ αναφέρει κάπως μεγαλύτερη ποσότητα ασημιού (142 κιλά), αλλά η
διαφορά ίσως αφορά ποσότητες που πρόλαβαν να μεταφερθούν αλλού, ενδεχομένως και στο
εξωτερικό. Τα κιβώτια αυτά ανακαλύφθηκαν από την ειδική μονάδα του γερμανικού υπουργείου
εξωτερικών (επανδρωμένη κυρίως με αποσπασμένα μέλη των SS) Sonderkommando von Ribbentrop
(γνωστής και ως Sonderkommando von Künsberg από τον διοικητή της). Η μικρή μονάδα αυτή
ακολουθούσε από κοντά τις μονάδες της πρώτης γραμμής με σκοπό την ανακάλυψη έργων τέχνης,
αρχείων και άλλου πολύτιμου υλικού των κατεχόμενων χωρών. Για την Sonderkommando v. K. βλ.
Petropoulos, Jonathan: Art as Politics in the Third Reich, University of North Carolina Press, Chappell
Hill, 1996, σσ. 147-150. Τα έγγραφα για τις «ανακαλύψεις» της στην Ελλάδα βρίσκονται στο AA-PA, R
27542. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα αυτά, εκτός των χρηματοκιβωτίων των ελληνικών τραπεζών
η μονάδα έκανε λεπτομερείς έρευνες στο αρχείο του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών και στις
πρεσβείες κατεχόμενων ή εχθρικών προς τον Άξονα χωρών στην Αθήνα, με λεία μεταξύ άλλων τα
ελληνικά διπλωματικά έγγραφα της περιόδου και σχεδόν 800.000 δηνάρια σε ασήμι και
χαρτονομίσματα στη διπλωματική αποστολή της Γιουγκοσλαβίας. Σε μεταγενέστερο έγγραφο η αξία

231
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εβδομάδες ανακάλυψε και άλλες ποσότητες ασημένιων νομισμάτων σε διάφορα


υποκαταστήματα της ΤτΕ ανά την Ελλάδα, συνολικού βάρους περίπου 180 τόνων.381 Οι
ποσότητες αυτές του χρυσού δεν αντιστοιχούσαν παρά σε ένα σχετικά μικρό ποσοστό των
αποθεμάτων της ΤτΕ σε χρυσό, περίπου 610.000 ουγγιές (σχεδόν από 17,3 τόνοι) από τα
οποία μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό.
Έτσι η δραχμή έμεινε χωρίς αντίκρισμα, γεγονός που περιόρισε ακόμα
περισσότερο την εμπιστοσύνη στο ήδη δοκιμαζόμενο ελληνικό νόμισμα. Ο
υπερπληθωρισμός που ακολούθησε έκανε περιζήτητα τα πολύτιμα μέταλλα και το
συνάλλαγμα, αλλά κυρίως τη χρυσή λίρα, που λόγω της αδιαμφισβήτητης πραγματικής της
αξίας και του σταθερού βάρους της σε χρυσό υπερτιμήθηκε σημαντικά.382 Δεν αποτελεί
λοιπόν έκπληξη η σκέψη των αρχών κατοχής για την χρήση χρυσών νομισμάτων
προκειμένου να στηριχτεί η αξία της δραχμής ως αγοραστικό μέσο.
Η σκέψη αυτή πραγματοποιήθηκε όπως είδαμε το 1943, όταν είχαν περάσει οι
συνέπειες των οικονομικών μέτρων και των πολεμικών εξελίξεων του φθινοπώρου 1942 και
χειμώνα 1942-43. Δεν είναι απολύτως σαφές ποιος είναι ο πατέρας της πρότασης αυτής. Ο
ίδιος ο Neubacher, αλλά και οι εκθέσεις των Γερμανών οικονομικών αξιωματούχων στην
Αθήνα δεν αναφέρονται ρητά στην πατρότητα της ιδέας, αλλά αφήνουν να εννοηθεί πως
αυτή προήλθε από γερμανικής πλευράς. Το ίδιο ουσιαστικά μέτρο είχε χρησιμοποιηθεί
νωρίτερα και αλλού στην κατεχόμενη από τον Άξονα Ευρώπη. Στη Γαλλία για παράδειγμα οι
γερμανικές αρχές πούλησαν το 1941 χρεόγραφα που είχαν αρπάξει από Εβραίους, σε μια
προσπάθεια να μειώσουν τις τιμές.383 Ωστόσο είναι βέβαιο πως υπέρ ενός τέτοιου σχεδίου

των 16 αυτών κιβωτίων εκτιμάται σε 255.400 RM, τα 20.000 από τα οποία αφορούσαν τα κοσμήματα
(AA-PA, R 29613, έγγραφο. αρ. 81319-20).
381
30 από αυτούς είχαν βρεθεί στην Κρήτη, 50 στον Πειραιά, 80 στην Ήπειρο και 20 στη
Θεσσαλονίκη. AA-PA, R 27542, Sonderkommando AA, Prot-K-I/6c 949/41, “Silberbestände in
Griechenland“, Berlin, 2/10/1941.
382
Σύμφωνα, για παράδειγμα, με την έκθεση του «προϊσταμένου της παρά τω χρηματιστηρίω
αστυνομικής υπηρεσίας» αστυνόμου Α΄ Νικ. Αρχιμανδρίτη, τον Ιούλιο του 1942 ο χρυσός με μορφή
κοσμήματος ή ράβδου πωλούνταν (στη μαύρη αγορά) για 1.300 δραχμές το καράτι, ενώ ως νόμισμα
(κυρίως – αλλά όχι αποκλειστικά – με τη μορφή χρυσών λιρών) για 2.000. ΕΛΙΑ, Αρχείο
Κουτσουμάρη, Φάκελος 50.2, «Έκθεσις επί των χρηματιστηριακών ζητημάτων», 23/7/1942, σσ. 11-12
(η ίδια έκθεση υπάρχει και στο ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1942: Φ23Υ4).
383
Occhino, Filippo, Oosterlinck, Kim & White, Eugene N.: “How Occupied France Financed its own
Exploitation in World War II”, National Bureau of Economic Research, Working Paper 12137, March
2006, σελ. 20. Εξάλλου ένα παρόμοιο μέτρο είχε χρησιμοποιηθεί τον Ιανουάριο του 1943 στη

232
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

είχε εκφραστεί σε αλληλογραφία του προς τον Neubacher και ο οικονομικός


δημοσιογράφος και επιχειρηματίας Δημ. Φιλάρετος, ο οποίος του πρότεινε να
χρησιμοποιήσει τα RKKS ως μέσο που θα «εχορήγει από χώρας πολύ πλέον πλουσιωτέρας,
τον απαιτούμενον χρυσόν ή τα απαιτούμενα διαθέσιμα συναλλάγματος (DEVISEN), τα
οποία ακολούθως θα επωλούσατε εις την Ελλάδα δια να προμηθευτείτε τας αναγκαιούσας
διά τα στρατιωτικά έργα δραχμάς».384
Αν και η πρόταση θα μπορούσε να έχει προέλθει από ελληνικής πλευράς, ο
χρυσός, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αγοράστηκε από την υπόλοιπη κατεχόμενη Ευρώπη
με RKKS, όπως έλεγε η πρόταση Φιλάρετου. Εξάλλου, ακόμα και αν προήλθε στο
μεγαλύτερο μέρος του από το εξωτερικό, το πιθανότερο είναι να μην χρειάστηκε να
αγοραστεί ποτέ αφού οι Γερμανοί διέθεταν αρκετά μεγάλες ποσότητες χρυσού,
χρεογράφων, συναλλάγματος, κοσμημάτων και έργων τέχνης, προερχόμενα από την
λεηλασία των περιουσιών των Εβραίων της κατεχόμενης Ευρώπης. Όπως θα δούμε εξάλλου
και στο δεύτερο μέρος, η σχετική υπηρεσία που είχε δημιουργηθεί για το σκοπό αυτόν
(Devisenschutzkommando) φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε (και) για τη χρηματοδότηση του
γερμανικού ναυπηγικού προγράμματος στην Ελλάδα το 1943-44.
Τα χρυσά νομίσματα που συμφωνήθηκε να δοθούν για τη στήριξη της
αγοραστικής αξίας της δραχμής (προκειμένου να παραταθεί δηλαδή η χρησιμότητά της ως
μέσο χρηματοδότησης της κατοχής), αποδεσμεύτηκαν επισήμως τον Νοέμβριο του 1943,

Ρουμανία. Ally, Götz (trans. Jefferson Chase): Hitler’s Beneficiaries. How the Nazis Bought the German
People, Verso, London, 2007 [2005, 2006], σελ. 259.
384
Ο Φιλάρετος περιέγραφε επιπλέον την ελληνική οικονομία ως εβρισκόμενη ένα βήμα πριν την
τελική κατάρρευση, ενδεχόμενο που δεν θα συνέφερε κανένα παρά μόνο την Αγγλία και υποστήριζε
πως οι Γερμανοί είχαν την περίοδο εκείνη «μίαν μοναδικήν ευκαιρίαν» να αποκαταστήσουν την
οικονομική και πιστωτική ισορροπία με «την πολιτικήν και ηθικήν προσωπικότητα του κ. Ιω. Δ.
Ράλλη, όστις τολμά να αντιμετωπίσει μόνος του την θύελλαν και να διακινδυνεύσει» την
δημοτικότητα της οικογένειας του. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ102, επιστολή προς Neubacher, 23/7/1943. Ο
Φιλάρετος διατηρούσε αρκετές επαφές με τις γερμανικές αρχές και την κυβέρνηση Ράλλη (ειδικά
μάλιστα με τον Τσιρονίκο), ενώ την περίοδο εκείνη συμμετείχε κατόπιν πρόσκλησης του
Τουρκοβασίλη στο γνωμοδοτικό συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδος, για να εξετάσει την άσχημη
οικονομική κατάσταση της χώρας. Βλ. [Τράπεζα της Ελλάδος]: Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια της
Τραπέζης της Ελλάδος: 1928-1978, ΤτΕ-ΙΕΤΑ, Αθήνα, 1978, σελ. 203. Οι σχέσεις όμως Φιλάρετου με
τις κυβερνήσεις κατοχής προϋπήρχαν της κυβέρνησης Ράλλη, αφού φαίνεται πως νωρίτερα ο
Γκοτζαμάνης τον προόριζε για διοικητή της Εθνικής Τράπεζας (AA-PA, R 101.082, Anlage,
“Kotzamanis, der gegenwärtige Wirtschaftsdiktator”.

233
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μετά από μια μικρή σύσκεψη (8/11/1943) στο Βερολίνο, στην οποία συμμετείχαν μεταξύ
άλλων ο Neubacher, οι υπουργοί οικονομίας και οικονομικών, ο αντιπρόεδρος της
Reichsbank. Τα ποσά που αναφέρονται στα έγγραφα της Reichsbank αλλά και στην έκθεση
του Γερμανού επιτρόπου Hahn ότι συμφωνήθηκαν είναι ύψους περίπου 4 εκατομμυρίων
RM το μήνα, πόσο που (με βάση την επίσημη ισοτιμία RM – χρυσής λίρας) πλησίαζε εκείνο
που έπαιρναν οι Γερμανοί ως μηνιαίες δόσεις από τους λογαριασμούς εξόδων κατοχής
κατά το προηγούμενο διάστημα. Το συνολικό (αρχικό) ποσό ανήλθε σε 24 εκατομμύρια
μάρκα (με την επίσημη ισοτιμία), ή περίπου 8,5 τόνους νομισμάτων, τα περισσότερα από
τα οποία ήταν χρυσά φράγκα.385
Κατά τον γερμανό τραπεζικό επίτροπο Hahn στάλθηκαν μέχρι τον Ιανουάριο 1944
συνολικά 779.000 χρυσές λίρες και 14.452.860 χρυσά γαλλικά φράγκα, ενώ κατά τη
διάρκεια της επιχείρησης εξοικονομήθηκαν μέσω των αγοροπωλησιών ακόμα 5.934 χρυσές
λίρες και 11.700 χρυσά φράγκα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τον ίδιο σκοπό. Από το
σύνολο του ποσού 2.017.000 φράγκα στάλθηκαν τελικά στο Βελιγράδι για να
χρησιμοποιηθούν σε μια αντίστοιχη με την ελληνική επιχείρηση στην Αλβανία, αλλά το
υπόλοιπο ποσό των 784.934 χρυσών λιρών και 12.447.560 χρυσών φράγκων αναφέρεται
ότι διατέθηκε για την Ελλάδα.386 Συνολικά, από τα ποσά αυτά, 763.519,10 χρυσές λίρες και
385
BArch, R2/14553, Reichsbankdirektorium, Nr. 2597/43g, 12/1/1944, “Gold für Griechenland”, AA-
PA, R 27320, “Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen unter der Besetzung
1941-1944”, von Direktor b. d. Reichsbank P. Hahn, σελ. 35, Neubacher, Hermann : Sonderauftrag
Südost, 1940-1945. Bericht eines fliegenden Diplomanten, Musterschmidt-Verlag, Göttingen, 1957,
σσ. 87-91 και Aly, Götz: Hitler’s Beneficiaries…, σσ. 260-265. Οι στρατιωτικές ανάγκες των Γερμανών
καλύπτονταν με περίπου 200.000 χρυσές λίρες το μήνα, που με ισοτιμία 1/20,4 με το μάρκο ισούνται
με περίπου 4 εκατομμύρια μάρκα. Όπως βέβαια είδαμε, το ποσό αυτό δεν αντιστοιχεί στην
πραγματική αξία των αγορών που έγιναν με τα εν λόγω χρήματα. Με βάση βέβαια τους πρώτους
μήνες της κατοχής τα 24 εκατομμύρια μάρκα θα πρέπει να έφταναν από μόνα τους για σχεδόν 5
εβδομάδες, στην πράξη όμως η αυξημένη αξία των χρυσών νομισμάτων σε σχέση με το μάρκο και με
τις τιμές των προϊόντων σήμαινε πως τα περίπου 1,2 εκατομμύρια χρυσές λίρες (αν μετατρέψουμε
την αξία των χρυσών φράγκων σε χρυσές λίρες) θα διαρκούσαν περισσότερο. Το πρόγραμμα
προέβλεπε την αποστολή ακόμα 3 μηνιαίων δόσεων των 2 εκατομμυρίων RM μετά το πέρας των
πρώτων 6 μηνών.
386
Υπάρχει μια ασάφεια σχετικά με το ακριβές ποσό που δόθηκε για το αλβανικό πρόγραμμα. Λίγο
παρακάτω αναφέρει ο Hahn όπως είδαμε πως 6.480.000 μάρκα (δηλαδή με την επίσημη ισοτιμία
317.647 χρυσές λίρες) χρεώθηκαν στο ελληνικό κλήρινγκ για τα έξοδα του αλβανικού προγράμματος,
ποσό που αποτελεί περίπου το 20,3% του συνολικού σχετικού με τα χρυσά νομίσματα ποσού στο
κλήρινγκ. Θα έπρεπε λοιπόν να αναφέρει τη χρήση περισσότερων από 2.017.000 χρυσά φράγκα στο

234
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

11.265.770 χρυσά φράγκα χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς της επιχείρησης χρυσού.387
Το μεγαλύτερο μέρος από αυτά ρίχθηκε σταδιακά την αγορά μέσω της Τράπεζας της
Ελλάδος και του χρηματιστηρίου της Αθήνας, μικρότερα όμως ποσά διατέθηκαν στη
Θεσσαλονίκη (2.440.000 χρυσά γαλλικά φράγκα, αφού, όπως αναφέρει ο γερμανός
κατοχικός επίτροπος της Τράπεζας της Ελλάδος, οι προοπτικές πώλησής τους εκεί ήταν
καλύτερες από αυτές για τις χρυσές λίρες), στην Πάτρα (λίγες εκατοντάδες χρυσά φράγκα),
αλλά και στα Χανιά, όπου, επειδή τα αρχικά 200.000 χρυσά φράγκα δεν χρησιμοποιήθηκαν
σωστά, σταμάτησαν οι πωλήσεις και ο υπόλοιπο των 103.260 φράγκων χρησιμοποιήθηκε
ως απόθεμα για το ταμείο της γερμανικής ναυτικής βάσης στα Χανιά.388

αλβανικό πρόγραμμα. Ακόμα και αν σε αυτά συμπεριλαμβάνονταν τα ποσά της «ανταλλαγής


χρυσού» με το Βελιγράδι (βλ. παρακάτω), το άθροισμα εξακολουθεί να είναι μικρότερο των 6,5
εκατομμυρίων μάρκων, αφού με την αναλογία χρυσής λίρας προς χρυσό φράγκο (τα οποία ήταν
συνήθως σε κέρματα των 20) περίπου στο 1/25, τα 2.017.000 ισούνταν με περίπου 1.645.872 RM και
τα 600.000 με ακόμα περίπου 489. 600 RM. Αν σε αυτά προσθέσουμε τα επιπλέον 720.000 χρυσά
φράγκα (587.520 RM) που έφτασαν στα Τίρανα τον Σεπτέμβριο του 1944 (βλ. παρακάτω) έχουμε ένα
σύνολο σχεδόν 2.722.922 RM, που υπολείπεται σημαντικά των 6.480.000 RM που χρεώθηκαν κρυφά
στο ελληνικό κλήρινγκ για την Αλβανία. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό πως στο ποσό αυτό
περιλαμβάνονται και ποσά που ίσως πήγαν απευθείας στην Αλβανία (δεν ήταν δηλαδή μέρος της
ελληνικής επιχείρησης χρυσού), και ως εκ τούτου δεν παρουσιάζονται αναλυτικά στην έκθεση του
Hahn, ή ακόμα και κάποια από τα χρυσά νομίσματα που εισήχθησαν για τη χρηματοδότηση
γερμανικών των ναυπηγήσεων στην Ελλάδα (βλ. υποκεφάλαιο 10.2).
387
Οι 784.934 χρυσές λίρες και τα 12.447.560 χρυσά φράγκα ανέρχονταν συνολικά με την επίσημη
ισοτιμία σε περίπου 26.170.000 RM, ενώ τα νομίσματα που διατέθηκαν για τους σκοπούς της
επιχείρησης στην Ελλάδα (763.519,10 και 11.265.770 αντίστοιχα) ανέρχονταν σε περίπου
24.770.000, ξεπερνούσαν δηλαδή τα 24.000.000 που αναφέρονται πως εγκρίθηκαν στη συμφωνία,
γεγονός που μάλλον οφείλεται στην αποστολή κάποιων επιπλέον ποσών τις τελευταίες ημέρες της
κατοχής (βλ. παρακάτω). Τα ποσά που προέκυψαν μέσω των αγοροπωλησιών (5.934 χρυσές λίρες
και 11.700 χρυσά φράγκα) προήλθαν από στοχευόμενες πωλήσεις σε υψηλές τιμές και αγορές όταν
η τιμή έπεφτε, ενώ χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές ακόμα το «όπλο» των προσωρινών στάσεων
πληρωμών (πολύ μικρότερης όμως διάρκειας και έκτασης από εκείνη του τέλους του 1942) για να
αναγκαστούν οι προμηθευτές και εργολάβοι να πουλήσουν και να πέσουν οι τιμές.
388
Φαίνεται πως αντί τα νομίσματα των Χανίων να ριχθούν σταδιακά με στοχευμένες
αγοροπωλησίες, αυτά, σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση, δόθηκαν κατόπιν αιτήσεως στη διάθεση
του κοινού «προς καταπολέμησιν του αυξάνοντος πληθωρισμού και προς επίτευξιν πτώσεως των
τιμών», με τους όρους ότι θα δινόταν μια χρυσή λίρα (κατά την ανακοίνωση) σε όποιον κατέβαλε
900.000 δραχμές και ταυτόχρονα διατηρούσε ακόμα 2.000.000 σε τραπεζικό λογαριασμό της

235
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Από το υπόλοιπο των 784.934 χρυσών λιρών και 12.447.560 χρυσών φράγκων,
17.988 χρυσές λίρες και 951.740 χρυσά φράγκα δόθηκαν ως ευθείας πληρωμές για
«ειδικούς σκοπούς». Οι σκοποί αυτοί δεν είναι πάντα ξεκάθαροι, όπως για παράδειγμα τα
33.500 φράγκα (32.500 και 1.000) που χρησιμοποιήθηκαν το 1944 από τον Rudi Stärker για
«ειδικούς σκοπούς» του Neubacher, ή τα 2.000 φράγκα που πλήρωσε ο ραδιοφωνικός
ακόλουθος (Rundfunkattaché) Haesele «για πληρωμή Έλληνα αρχηγού πολιτικού κόμματος
για πολιτικούς λόγους».389 Τα περισσότερα όμως από τα χρήματα των απευθείας
πληρωμών πήγαν στα ναυπηγικά προγράμματα της Γερμανίας στην Ελλάδα: 16.000 λίρες
και 725.000 φράγκα έλαβε ο Επίτροπος του Ράιχ για τη Ναυσιπλοΐα (Reichskommisar für die
Seeschifffahrt) και στην εταιρεία που είχε ιδρύσει την Mittelmeer Industrie & Handels
GmbH (Mihig) για την παραγγελία καϊκιών για τους Γερμανούς, ενώ ακόμα 100.000 φράγκα
παρέλαβαν τα Μεσογειακά Ναυπηγεία (Mittelmeerwerften GmbH) της Σαλαμίνας. Ένα
μικρότερο, αλλά πάντως σημαντικό ποσό (33.740 χρυσά φράγκα) πληρώθηκε στο
εργοστάσιο επίπλων Σαρίδη για παραγγελίες του γερμανικού στρατού. Ακόμα μικρότερα
ποσά πήγαν σε διάφορες στρατιωτικές αγορές (30.000 χρυσά φράγκα), σε «αμυντικούς
σκοπούς» (100 χρυσές λίρες και 2.500 χρυσά φράγκα), στον διοικητή Φρουρίου Κρήτης
(12.000 χρυσά φράγκα), στον Γενικό Διοικητή Κρήτης Πασσαδάκη (50 χρυσές λίρες) κλπ.
Από τα νομίσματα της επιχείρησης χρυσού δόθηκαν επίσης δάνεια το καλοκαίρι του 1944
στην Ελλατούρκ (αντίστοιχό 7.891,12 χρυσών λιρών σε δραχμές και ακόμα 4.580 σε χρυσές
λίρες),390 στη Mohako (469 χρυσών λιρών και 3.200 χρυσών φράγκων),391 στον Fred Goecker

Τράπεζας της Ελλάδος. Βλ. «Διάθεσις χρυσού εις το κοινόν», εφημερίδα Παρατηρητής Χανίων,
18/12/1943.
389
Δυστυχώς δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για το ποιος θα μπορούσε να είναι ο
αρχηγός αυτός, ενώ η αναφορά έχει απαλειφθεί από την μεταγενέστερη (1957) έκδοση της μελέτης,
όπου το ποσό αναφέρεται απλώς ως προοριζόμενο «για πολιτικούς σκοπούς». Η πολιτική
δραστηριότητα ήταν απαγορευμένη επί κατοχής, αλλά βεβαίως διάφοροι πολιτικοί συνέχιζαν να
έχουν δραστηριότητα και κάποιοι από αυτούς διατηρούσαν επαφές με τους Γερμανούς, όπως ο
Πάγκαλος (το όνομα του οποίου κυκλοφορούσε ευρύτατα ως μελλοντικού ή παρασκηνιακού
πρωθυπουργού) και ο Ι. Ράλλης (που τελικά πρωθυπουργοποιήθηκε). Ίσως όμως ο πλέον πιθανός
δέκτης του ποσού αυτού να είναι ο Γούλας των ΕΕΕ, που την περίοδο εκείνη προσπαθούσε (μάταια)
να επεκτείνει την επιρροή του και να ηγηθεί νέας κατοχικής κυβέρνησης.
390
Η Ελλατούρκ ήταν ελληνοτουρκική εταιρεία που επί κατοχής έκανε εισαγωγές κυρίως τροφίμων
από Τουρκία, και Βαλκάνια. Για τη δραστηριότητα της εταιρείας βλ. Μπακάλμπασης, Α. Γ.: Η
Οικονομία της Ελλάδος και η Ωργανωμένη Ιδιωτική Πρωτοβουλία κατά την Περίοδον της Κατοχής,
1941-1944, τυπογραφείο Α. Σιδέρη & Γ. Μπάντη, Αθήνα, 1944.

236
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

για τις κεντρικές αγορές της Wehrmacht (2 τετρακισεκατομμύρια δραχμές, αντίστοιχο με


18.018 χρυσές λίρες) και στη Südostropa (1 τετρακισεκατομμύριο ή ισόποσο των 7.752
χρυσών λιρών) για αγορά ελληνικών κουκουλιών μεταξοσκώληκα.392 Οι 3.426,10 χρυσές

391
Η Mohako (MontanHandelsKontor), ήταν ελληνική θυγατρική της Südost Montan, κρατικής
γερμανικής εταιρείας που ιδρύθηκε για να προωθεί τα συμφέροντα της χώρας σε ότι αφορούσε τα
ορυχεία της νοτιοανατολικής Ευρώπης, αρκετά από τα οποία είχαν πέσει στα χέρια της. Βλ. ΙΑΕΤΕ,
Α36Σ1Υ2Φ4: α) “Gründung des Montan Hantelskontors (Mohako)”, 30/8/1943 και β) “Gründung des
Montan Hantelskontors (Mohako)”, 18/8/1943. Επίσης βλ. ΦΕΚ 348 Ανωνύμων Εταιρειών,
6/10/1943, «Περί παροχής αδείας συστάσεως και εγκρίσεως του καταστατικού της Ανωνύμου
Εταιρίας υπό την επωνυμίαν Εμποροβιομηχανία ‘ΜΟΧΑΚΟ’ ανώνυμος εταιρεία μεταλλευτικών
επιχειρήσεων».
392
Η Südostropa Handelsgesellschaft AG είχε ιδρυθεί από μία κοινοπραξία γερμανικών τραπεζών με
σκοπό την παροχή εγγυήσεων για διάφορα αναπτυξιακά έργα στη νοτιοανατολική Ευρώπη, τα οποία
θα βοηθούσαν στην ανάπτυξη των τομέων που ήταν χρήσιμοι για τη γερμανική οικονομία. Η
εταιρεία είχε αποτελέσει το όχημα για την εκμετάλλευση του ελληνικού μεταξιού από το Ράιχ, για
την οποία είχε μάλιστα υπογράψει και ειδική δεκαετή σύμβαση με το κατοχικό κράτος τον Νοέμβριο
του 1941. Σύμφωνα με τη σύμβαση η Südostropa αποκτούσε κάθε δικαίωμα να καλλιεργεί και να
εμπορεύεται κουκούλια κλπ και αναλάμβανε να προσφέρει δωρεάν συμβουλές, συγγράμματα και
διδασκαλία στους καλλιεργητές, να προκηρύσσει βραβεία για τις καλύτερες αποδόσεις, να
επιχορηγεί τις επιστημονικές εργασίες του Ινστιτούτου Σηροτροφίας Αθηνών και να βελτιώσει τις
εγκαταστάσεις αποπνίξεως κουκουλιών για να βελτιωθεί η ποιότητα του προϊόντος. Το υπουργείο
γεωργίας με τη σειρά του θα προστάτευε και θα προωθούσε τις καλλιέργειες και τις εργασίες της
εταιρείας (μεταξύ άλλων και στα δημοτικά σχολεία), ενώ είχε συμφωνηθεί το 75% των προϊόντων
(αν η ποιότητα ήταν ικανοποιητική για τους Γερμανούς) να το επεξεργάζονται σε υφάσματα «διά την
πολεμικήν βιομηχανίαν κατά τας οδηγίας και με χρησιμοποίησιν Γερμανών ειδικών» (προφανώς
πρόκειται κυρίως για αλεξίπτωτα της Luftwaffe). Βλ. Ν.Δ. 1449, «Περί κυρώσεως της από 9
Νοεμβρίου 1941 συνομολογηθείσης συμβάσεως μεταξύ του Υπουργού της Γεωργίας ως
αντιπροσώπου της Ελληνικής Κυβερνήσεως και του οίκου Südostropa Εμπορικής Εταιρείας Α.Ε.
(Βερολίνον)», ΦΕΚ 164Α/30-6-1942 (πρωτότυπα των όρων της σύμβασης χρησιμοποιήθηκαν και ως
πρόχειρα χαρτιά από τον κατοχικό υπουργό εθνικής οικονομίας Πλάτωνα Χατζημιχάλη και
βρίσκονται στο αρχείο του στο ΕΛΙΑ). Μετά την υπογραφή της σύμβασης η γερμανική εταιρεία έλαβε
και άλλες φορές χρηματοδοτικές εγγυήσεις, συχνά από την Ελληνογερμανική Οικονομική Εταιρεία.
Ειδικά το 1943, το ζήτημα σχετικά με την αίτηση παροχής εγγυήσεων για μια μεγάλη πίστωση ύψους
600 εκατομμυρίων δραχμών από την ΤτΕ είχε αποτελέσει θέμα εκτεταμένης αλληλογραφίας Βλ.
σχετικά τα έγγραφα του φακέλου BArch, R 2/5516, και ειδικά το Der Reichsminister der Luftwaffe
προς Dresdner Bank, „Reichsbürgschaft für 10.000.000 RM. Garantie wegen Südostropa /

237
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

λίρες και τα 230.050 χρυσά φράγκα που είχαν απομείνει στο ταμείο της Αθήνας μέχρι την
εκκένωση της πόλης δόθηκαν στο 68ο σώμα στρατού για την κάλυψη στρατιωτικών
αναγκών και πιθανότατα αποτέλεσαν τον βασικό χρηματοδοτικό πόρο για τις στρατιωτικές
αγορές στην κατεχόμενη Ελλάδα κατά τις τελευταίες ημέρες του Οκτωβρίου και τις πρώτες
ημέρες του Νοεμβρίου. Τα τελευταία 625 χρυσά φράγκα δόθηκαν στο προξενείο
Θεσσαλονίκης και στη Wehrmacht.393
Στις γερμανικές πηγές υπάρχει μια ασάφεια ως προς τα ποσά των τελευταίων
μηνών της επιχείρησης. Ο Hahn αναφέρει πως μετά το πρώτο εξάμηνο (που φαίνεται να το
μετράει από την απόφαση του Νοεμβρίου), όταν τα αρχικά 24 εκατομμύρια (4 εκατ. επί 6
μήνες) εξαντλούνταν, εγκρίθηκε η αποστολή χρυσών νομισμάτων αξίας 2 εκατομμυρίων
RM για κάθε ένα από τους επόμενους 3 μήνες (τουλάχιστον δηλαδή μέχρι και τον Αύγουστο
1944).394 Ωστόσο στην αναλυτική παρουσίαση των ποσών στα επίμετρα της έκθεσης δεν
αναφέρεται πουθενά η αποστολή του συνόλου αυτών των επιπλέον 6 εκατομμυρίων RM,
αλλά μόνο μια ασαφής «ανταλλαγή» 600.000 χρυσών φράγκων με το Βελιγράδι (φαίνεται
μάλιστα ότι το ποσό έχει ομογενοποιηθεί σε φράγκα, αφού τα 158.460 από τα
αναφερόμενα «600.000 χρυσά φράγκα» ήταν στην πραγματικότητα 6.330 χρυσές λίρες) και
ένα ποσό ακόμα 1.468.690 χρυσών φράγκων που εγκρίθηκαν από το Βερολίνο για την
Αθήνα κατά την τελευταία περίοδο της κατοχής. Ούτε και αυτά όμως εμφανίζονται να
έφτασαν στην κατεχόμενη Ελλάδα στο σύνολό τους: από τα νομίσματα της «ανταλλαγής»
32.360 χρυσά φράγκα επεστράφησαν στη Βιέννη από το Βελιγράδι και 29.280 «χάθηκαν»
στις 12 Σεπτεμβρίου 1944 κατά την αερομεταφορά τους στην Αθήνα, ενώ από τα 1.468.690
τα 720.000 πήγαν στα Τίρανα, τα 28.690 έμειναν στο Βελιγράδι, τα 240.000
χρησιμοποιήθηκαν στη «Μακεδονία» και μόνο τα 480.000 έφτασαν στην Αθήνα τον
Σεπτέμβριο του 1944.395 Το πιθανότερο είναι λοιπόν πως από τα επιπλέον 6 εκατομμύρια

Griechenland (Az. 38/Wu R.T. 960)“, 26/7/1943, καθώς και εκείνα των: ΙΑΕΤΕ, Α36Σ3Υ1Φ6 και
Α36Σ3Υ1Φ7.
393
AA-PA, R 27320, “Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen unter der
Besetzung 1941-1944”, von Direktor b. d. Reichsbank P. Hahn, κυρίως σσ. 54-63. Για περισσότερα για
τα ελληνικά ναυπηγεία και το γερμανικό ναυπηγικό πρόγραμμα στην κατεχόμενη Ελλάδα βλ. το
δεύτερο μέρος.
394
AA-PA, R 27320, “Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen unter der
Besetzung 1941-1944”, von Direktor b. d. Reichsbank P. Hahn, σελ. 41.
395
AA-PA, R 27320, “Die Griechische Währung…”, κυρίως επίμετρα 1, 2 και 5. Η αναφορά στη
«Μακεδονία» στην έκθεση μάλλον αφορά το τμήμα της νότιας Γιουγκοσλαβίας που ήταν υπό
βουλγαρική κατοχή (ένα τμήμα στα βορειοδυτικά είχε προσαρτηθεί στην Αλβανία). Η απώλεια των

238
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

RM σε χρυσά νομίσματα που εγκρίθηκαν για το καλοκαίρι του 1944 δεν έφτασε στην
Ελλάδα παρά σχετικά μικρό μέρος (1.018.460 χρυσά φράγκα, ή 831.063 RM), τα οποία θα
πρέπει να προστεθούν στα αρχικά 24.000.000 RM.396
Τα στοιχεία που παρουσιάζονται στα υπάρχοντα έγγραφα υποκρύπτουν άλλο και
ένα σημαντικό πρόβλημα, πέρα από το ακριβές ποσό των χρυσών νομισμάτων που έφεραν
οι γερμανικές αρχές στην Ελλάδα: το ζήτημα της περιόδου άφιξης των ποσών αυτών.
Σύμφωνα με τα έγγραφα της Reichsbank τα ποσά φαίνεται να εγκρίνονται μετά τη σύσκεψη
του Νοεμβρίου 1943 και να μεταφέρονται από τη Βιέννη σε 11 δόσεις, ανάμεσα στις 15
Νοεμβρίου και τις 3 Μαΐου 1944 (βλ. πίνακα 3.13). Το συνολικό δε ποσό που έφτασε στην
Αθήνα μέχρι τότε (με βάση την επίσημη ισοτιμία) ανερχόταν σε 23.997.764,2 μάρκα, ή
1.176.361 χρυσές λίρες.

29.280 χρυσών φράγκων δεν εξηγείται στο έγγραφο. Θα μπορούσε να αφορά πτώση αεροπλάνου,
αλλά αυτό θα σήμαινε πως τα ποσά της ημέρας εκείνης μεταφέρονταν με παραπάνω από ένα
αεροσκάφη, αφού τα υπόλοιπα έφτασαν στον προορισμό τους.
396
Από την άλλη, το ζήτημα των επιπλέον ποσών που χρεώθηκαν στο ελληνικό κλήρινγκ για τα χρυσά
νομίσματα (υπάρχει όπως είδαμε ένα ανεξήγητο υπόλοιπο τουλάχιστον 2.380.000 RM ή περίπου
2.917.000 χρυσών φράγκων) θα μπορούσε – αν δεν πρόκειται για ποσά που πήγαν απευθείας στην
Αλβανία – να αφορά και κάποια από τα ποσά των τελευταίων αποστολών στην Ελλάδα που είτε
έγιναν και δεν καταγράφηκαν, είτε – μάλλον το πιθανότερο από τα δύο τελευταία ενδεχόμενα –
καταλογίστηκαν στο κλήρινγκ ως προοριζόμενα για την περιοχή χωρίς να αποσταλούν ποτέ. Άλλο
ένα ζήτημα (για το οποίο θα μιλήσουμε στο δεύτερο μέρος) αφορά τα χρυσά νομίσματα, χρεόγραφα,
ακόμα και πολύτιμες πέτρες, που φαίνεται να έφεραν οι Γερμανοί στην Ελλάδα το 1943-44 για τη
χρηματοδότηση των ναυπηγικών τους προγραμμάτων (πιθανώς να ξεπερνούσε και τα 8.000.000 RM,
αν πιστέψουμε τον Λογοθετόπουλο ίσως έφτανε και τα 20.000.000) και το οποίο φαίνεται να είναι
χωριστό από τα χρήματα της επιχείρησης χρυσού του Neubacher και να έχει (τουλάχιστον μεγάλο
μέρος του) φτάσει στην Ελλάδα μήνες πριν τον Νοέμβριο του 1943. Δεν υπάρχει ωστόσο κάποια
αναφορά στην έκθεση του Hahn που να σχετίζει το ποσό αυτό με τη χρέωση των σχεδόν 32
εκατομμυρίων στο ελληνικό κλήρινγκ, αν και θα περίμενε κανείς να έχει χρεωθεί. Ενδεχομένως η μη
χρέωση του συνόλου των ποσών αυτών να αφορά χρυσό, μετοχές και άλλα τιμαλφή που
προέρχονταν από τους Έλληνες Εβραίους.

239
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

"Χρυσός για την Ελλάδα", 1943-44, σε Reichsmark


Ποσό για αποστολές Απεσταλμένα ποσά Αξία απεσταλμένου ποσού σε
Ημερομηνία (RM) (RM) χρυσές λίρες
15/11/1943 236.000,0 235.976,4 11.567,5
17/11/1943 1.993.000,0 1.993.470,0 97.719,1
2/12/1943 1.768.000,0 1.766.029,0 86.570,1
17/12/1943 1.993.000,0 1.993.111,2 97.701,5
29/12/1943 Μαζί με επόμενο 1.993.111,2 97.701,5
3/1/1944 *3.986.000,0 1.993.111,2 97.701,5
20/1/1944 1.993.000,0 1.993.111,2 97.701,5
1/2/1944 1.993.000,0 1.993.111,2 97.701,5
22/2/1944 3.986.000,0 3.986.222,4 195.403,1
31/3/1944 3.990.000,0 3.989.810,4 195.578,9
3/5/1944 2.060.000,0 2.060.700,0 101.014,7
Σύνολα 23.998.000,0 23.997.764,2 1.176.361,0
Πίνακας 3.13: Πηγές: έγγραφα από BArch, R2/14553.
*Το ποσό αυτό αναφέρεται στα έγγραφα ως σύνολο των δύο αποστολών, 29/12/1943 και
3/1/1944. Πρέπει να πρόκειται για δύο αποστολές των 1.993.000 η κάθε μία.

Όπως όμως είδαμε το πραγματικό ποσό ξεπερνούσε τα 24.000.000 RM, ακόμα και
αν δεν υπολογίσουμε τις επιπλέον δόσεις του καλοκαιριού. Επιπλέον, άλλα γερμανικά
έγγραφα της εποχής δείχνουν διαφορετική περίοδο άφιξης των ποσών στην Αθήνα.
Σύμφωνα λοιπόν με τον Γερμανό τραπεζικό επίτροπο Hahn τα χρυσά νομίσματα έφτασαν
σε 15 καταγεγραμμένες δόσεις (συνολικά 455.000 χρυσών λιρών και 9.340.290 χρυσών
φράγκων), ανάμεσα στις 4 Φεβρουαρίου και τις 21 Σεπτεμβρίου 1943, ενώ στην Αθήνα
απεστάλησαν επιπλέον 324.000 χρυσές λίρες και 5.112.570 χρυσά φράγκα (ένα μικρό ποσό
στις 5/2/1943 και τα υπόλοιπα σε 7 ακόμα δόσεις μεταξύ 15 Νοεμβρίου 1943 και 20
Ιανουαρίου 1944). Όμως σύμφωνα με τον ίδιο δεν διέθετε πια τα απαραίτητα έγγραφα για
να βεβαιώσει την παραλαβή τους.397
Ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων αυτών ήταν λοιπόν ήδη στην Ελλάδα πριν την
υποτιθεμένη έγκριση για τη μεταφορά του. Φαίνεται πως τα γερμανικά έγγραφα
αποκρύπτουν μέρος της αλήθειας, σε ό, τι αφορά την προέλευση του χρυσού αυτού. Με
δεδομένη λοιπόν την περίεργη αυτή εκ των υστέρων έγκριση ενός μεγάλου ποσού που
πρέπει να βρισκόταν στην Ελλάδα μήνες νωρίτερα υπάρχει η έντονη υπόνοια, ότι
τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος – αν όχι το σύνολο – των νομισμάτων της επιχείρησης
χρυσού του Neubacher δεν προήλθε από τα χρηματοκιβώτια των γερμανικών τραπεζών,

397
AA-PA, R 27320, “Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen unter der
Besetzung 1941-1944”, von Direktor b. d. Reichsbank P. Hahn, Anlage 5.

240
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αλλά από άλλες πηγές. Δεν έχουν εντοπιστεί προς το παρόν συγκεκριμένες αναφορές για
την ακριβή προέλευση των νομισμάτων αυτών και μπορούμε μόνο υποθέσεις να κάνουμε,
ωστόσο φαίνεται λογικό πως ένα τουλάχιστον μέρος τους πιθανότατα να προήλθε από τις
περιουσίες των Ελλήνων Εβραίων (κυρίως της Θεσσαλονίκης),398 είτε ακόμα, ενδεχόμενο
όμως μάλλον λιγότερο πιθανό, και από τα νομίσματα του υποκαταστήματος ΤτΕ Ηρακλείου
που δεν επεστράφησαν στην ελληνική κυβέρνηση.399 Εξάλλου περίπου 25.000 - 35.000
χρυσές λίρες (510.000 - 714.000 RM) είχαν επιβεβαιωμένα πληρωθεί, μετά από γερμανικές
απειλές, από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης ανάμεσα στον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο
του 1942, χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση της Wehrmacht.400
Από την άλλη, αν και είναι βέβαιο ότι μέρος της περιουσίας των Εβραίων
χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς για την κάλυψη διαφόρων εξόδων (από την ίδια την

398
Οι Γερμανοί πήραν περίπου 25.000 χρυσές λίρες (ή περίπου 510.000 RM) από τους Εβραίους της
Θεσσαλονίκης πριν την συγκέντρωσή τους για τα στρατόπεδα εξόντωσης και ένα ποσό που θα
μπορούσε να φτάνει κατά τους μεταπολεμικούς υπολογισμούς της κοινότητας τα 130 εκατομμύρια
RM (δηλαδή 6.372.550 χρυσές λίρες) σε χρυσό και νομίσματα το επόμενο διάστημα, αν και
μετέπειτα εκτιμήσεις το μείωσαν σε περίπου 1,7 εκατομμύρια χρυσές λίρες. Aly, Götz: Hitler’s
Beneficiaries…, σσ. 253-275.
399
Τα 3 κιβώτια με τα χρυσά και τα 7 με τα ασημένια νομίσματα καθώς και τα 6 κιβώτια με τα
κοσμήματα του εράνου φαίνεται πως είχαν μεταφερθεί σε ένα Ταμείο Διπλωματικών Αποστολών
που διατηρούσε το γερμανικό υπουργείο εξωτερικών. Από εκεί τα κιβώτια με τα νομίσματα
πιθανότατα μεταφέρθηκαν στη Reichsbank, για να χρησιμοποιηθούν ως συνάλλαγμα, κατόπιν
συνεννοήσεων της υπηρεσίας του Τετραετούς Σχεδίου, της OKW, του γερμανικού υπουργείο
οικονομικών και της Reichsbank. Τα κιβώτια του εράνου επεστράφησαν προς το τέλος της κατοχής,
αλλά η τύχη των νομισμάτων μάλλον αγνοείται. Βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος: Απολογισμός των
ετών 1941, 1942, 1943, 1944, ΕΤΕ, Αθήνα, 1946, και AA-PA, R 29613, Wiehl, Berlin 15/5/1942
(έγγραφο 014). Ωστόσο ο διοικητής της ΤτΕ υπολόγιζε την αξία των νομισμάτων σε περίπου 12.000
χρυσές λίρες (δηλαδή με την επίσημη ισοτιμία 244.800 RM – οι Γερμανοί όπως είδαμε τα εκτιμούσαν
λίγο λιγότερο: 235.400 χωρίς την αξία των κοσμιμάτων του εράνου), ποσό που δεν επαρκεί για τα
νομίσματα της επιχείρησης χρυσού που φαίνεται να βρίσκονταν στην Ελλάδα πριν την επίσημη
έγκριση της επιχείρησης.
400
Aly, Götz: Hitler’s Beneficiaries…, σσ. 254-255 και Χατζηιωσήφ, Χρήστος: «Η ελληνική οικονομία,
πεδίο μάχης και αντίστασης», σελ. 215, στο: Χατζηιωσήφ, Χρήστος, Παπαστράτης, Προκόπης (επιμ.):
ου
Ιστορία της Ελλάδας του 20 αιώνα, τόμος Γ2, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατοχή – Αντίσταση,
1940-1945, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2007, σσ. 181-217. Ο Χατζηιωσήφ αναφέρει 35.000 με βάση τον Aly,
αλλά στο βιβλίο του δεύτερου δεν είναι τόσο ξεκάθαρο αν οι πρώτες 10.000 του Οκτωβρίου
πληρώθηκαν χωριστά, ή αν συμπεριλαμβάνονται στις 25.000 του Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 1942.

241
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μεταφορά των Εβραίων μέχρι την κατασκευή δρόμων και πιθανώς την χρηματοδότηση
μονάδων), η υπόθεση του Aly πως τα χρυσά νομίσματα της “Goldaktion” προέρχονταν
περίπου στο σύνολό τους από τις εβραϊκές περιουσίες δεν μπορεί, προς το παρόν
τουλάχιστον, να επιβεβαιωθεί, αφού η εβραϊκή κοινότητα Θεσσαλονίκης δεν είναι βέβαιο
πως ήταν αρκετά πλούσια για να έχουν ένα τόσο μεγάλο ποσό σε χρυσό.401 Πιθανότατα
λοιπόν ένα μεγάλο μέρος των χρυσών νομισμάτων της επιχείρησης χρυσού προήλθε από
τους εβραϊκούς πληθυσμούς της υπόλοιπης κατεχόμενης Ευρώπης.402
Πέρα από το ζήτημα της προέλευσής τους, τα χρυσά αυτά νομίσματα είναι
αδιαμφισβήτητο ότι αποτέλεσαν σημαντική βοήθεια για τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής,
παρατείνοντας πράγματι την διάρκεια χρησιμότητας της δραχμής ως μέσο πληρωμών κατά
αρκετούς μήνες και ταυτόχρονα συμπληρώνοντας τα ποσά που είχε η Wehrmacht στη
διάθεσή της για την πληρωμή έργων και προμηθευτών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Hahn
(βλ. πίνακα 3.14) τα ποσά αυτά έφτασαν το 1944 να αποτελούν κατά μέσον όρο το 38% του
συνόλου των μηνιαίων ποσών που οι Γερμανοί είχαν τη διάθεσή τους, ποσοστό μάλιστα
που έφτασε στο 59% τον Μάρτιο του 1944 και στο 72% των Ιούλιο του ίδιου έτους. Ο
υπολογισμός του συνολικού ποσού κατά τον Palerait είναι λίγο κάτω από τα 1,2

401
Ο εβραϊκός νομισματικός χρυσός για τον οποίον είχαν αρχικά συγκεντρωθεί αρκετά στοιχεία,
ήταν σύμφωνα με τα (μάλλον ανεπαρκή) στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Υπουργείο Εξωτερικών
μόνο 133.096 χρυσές λίρες. Αργότερα όμως, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο υπολόγισε την αξία
του αρπαγέντος νομισματικού χρυσού των Εβραίων σε 1.700.000 χρυσές λίρες. Βλ. Καβάλα, Μαρία:
Η Θεσσαλονίκη στη Γερμανική Κατοχή (1941-1944): Κοινωνία, Οικονομία, Διωγμός Εβραίων.
Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή που εκπονήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του
Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 2009, σσ. 275-277 και Μαγκλιβέρας, Κωνσταντίνος Δ.: Το Ζήτημα
των Πολεμικών Επανορθώσεων για τις Λεηλασίες κατά την Ναζιστική Κατοχή της Ελλάδος: η
Περίπτωση του Νομισματικού Χρυσού των Εβραίων, Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος,
Αθήνα, 2009, σσ. 68-73. Νεώτερη μελέτη κάνει λόγο για περίπου 250.000 χρυσές λίρες, αλλά η
έλλειψη επαρκών στοιχείων, η πιθανότητα σημαντικής απόκρυψης και σταδιακή η ρευστοποίηση
περιουσίας στην προσπάθεια επιβίωσης πιθανότατα σημαίνει πως το ποσό θα ήταν μεγαλύτερο.
Ακόμα και έτσι μοιάζει όμως δύσκολο να έφτανε τις 1.700.000 χρυσές λίρες. Καβάλα, Μαρία:
«Οικονομική απογραφή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης το Φεβρουάριο του 1943: Πόσο πλούσιοι
ήταν οι Εβραίοι της πόλης;», τόμος για τα 70 χρόνια από το Ολοκαύτωμα στη Θεσσαλονίκη,
University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2014 (προς δημοσίευση – ευχαριστώ τη Μαρία Καβάλα για την
παραχώρηση του κειμένου).
402
Όπως εξάλλου δούμε και στην υπόθεση της χρηματοδότησης του γερμανικού ναυπηγικού
προγράμματος, είναι μάλλον βέβαιο ότι μέρος των χρυσών νομισμάτων προήλθε από τη Γαλλία,
πιθανότατα αγορασμένο με μάρκα κατοχής, ή κατασχεμένο από περιουσίες γαλλοεβραίων.

242
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εκατομμύρια χρυσές λίρες (χωρίς βέβαια τις απευθείας πληρωμές). Ένας αντίστοιχος
υπολογισμός με βάση την ίδια πηγή για τους πρώτους 3 μήνες και τα ποσοστά Hahn (3η
στήλη πίνακα 3.14) εφαρμοσμένα στα μηνιαία ποσά των εξόδων κατοχής κατά Δερτιλή,
Nestler και Αγγελόπουλου (όπως αυτά φαίνονται στον πίνακα 3.9), θα έδινε άθροισμα
1.203.272 χρυσές λίρες για τον Δερτιλή, 1.217.672 για τον Nestler και μόλις 594.840 χρυσές
λίρες για τον Αγγελόπουλο.403 Το ιδιαίτερα χαμηλό τελευταίο ποσό επιβεβαιώνει για άλλη
μια φορά το υπερβολικά χαμηλό των εκτιμήσεών Αγγελόπουλου για τα ποσά των εξόδων
κατοχής (τουλάχιστον σε ό, τι αφορά του τελευταίους μήνες της κατοχής). Τα στοιχεία του
πίνακα αποτελούν εξάλλου άλλη μία επιβεβαίωση πως τα ποσά υπήρχαν στην Ελλάδα πριν
από την τυπική έγκριση της επιχείρησης, και φαίνεται να είχαν αρχίσει να
χρησιμοποιούνται πριν τον Νοέμβριο.

Αξία νομισμάτων της επιχείρησης χρυσού του Neubacher σε χρυσές λίρες και ως
ποσοστό των εξόδων κατοχής
Ποσό σε % μηνιαίων % αθροίσματος ποσών επιχείρησης
Μήνας
λίρες εξόδων κατοχής και μηνιαίων εξόδων κατοχής
Σεπτέμβριος-43 15.000 6,2 5,8
Οκτώβριος-43 30.000 13,3 11,7
Νοέμβριος-43 20.000 8,8 8,1
Δεκέμβριος-43 54.742 19,0 16,0
Ιανουάριος-44 43.255 19,0 16,0
Φεβρουάριος-44 69.919 29,9 23,0
Μάρτιος-44 291.584 143,9 59,0
Απρίλιος-44 106.393 44,9 31,0
Μάιος-44 62.130 49,3 33,0
Ιούνιος-44 63.765 33,3 25,0
Ιούλιος-44 325.415 257,1 72,0
Αύγουστος-44 45.641 47,1 32,0
Σεπτέμβριος-44 22.735 31,6 24,0
Οκτώβριος-44 16.974 75,4 43,0
Σύνολα 1.167.553
Πίνακας 3.14: Πηγή: Palerait, Michael: The Four Ends of the Greek Hyperinflation of 1941-1946,
Museum Tusculanum Press, University of Copenhagen, 2000, σελ. 136-139, AA-PA, R 27320, “Die
Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen unter der Besetzung 1941-1944”, von
Direktor b. d. Reichsbank P. Hahn και υπολογισμοί του συγγραφέα του παρόντος. Οι υπολογισμοί
για τους περισσότερους μήνες (από τον 12/1943 και μετά) έχουν γίνει με βάση τα ποσά εξόδων
κατοχής του Palerait και τα ποσοστά του Hahn. Για τους προηγούμενους μήνες υιοθετούνται οι
πηγές της Bank of England που αναφέρει και ο Palerait.

403
Στη δίκη της Νυρεμβέργης ο Neubacher κατέθεσε πως το ποσό ανερχόταν σε περίπου 1,3
εκατομμύρια. Μανουσάκης, Βασίλης: «Η κατοχή στην Ελλάδα μέσα από τη δίκη της Νυρεμβέργης. Η
γερμανική οπτική», στο συλλογικό: Η δίκη της Νυρεμβέργης, σειρά μεγάλες δίκες αρ. 8, Κυριακάτικη
η
Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 2011, σελ. 130 (Πρακτικά, τόμος 11, ημέρα 108 , 15/4/1946.).

243
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

***
Η επιχείρηση χρυσού βρήκε θετική υποδοχή στην ελληνική αγορά. Εξάλλου, όπως είδαμε,
ελληνικοί χρηματοοικονομικοί κύκλοι ήταν υπέρ της εφαρμογής του πριν ακόμα αποφασίσει
η γερμανική πλευρά για κάτι τέτοιο. Ο Neubacher καταγράφει στα απομνημονεύματά του
πως πολλοί στην Ελλάδα δεν πίστευαν πως η Γερμανία θα μπορούσε να πάρει ένα τόσο
«θετικό» μέτρο, και πως κάθε φορά που το αεροπλάνο του προσγειωνόταν στην Αθήνα οι
σχετικές φήμες που κυκλοφορούσαν αμέσως για τις λίρες που μπορεί να μετέφερε έριχναν
την τιμή της χρυσής λίρας κατά 10%-20%, πριν ακόμα πουληθούν τα όποια νομίσματα
πράγματι μπορεί να μεταφέρονταν στο χρηματιστήριο.404 Η δε έκθεση του Hahn κλείνει
λέγοντας πως «η γερμανική στάση, εκφρασμένη μέσω των μέτρων νομισματικής πολιτικής,
έχαιρε της προσοχής και εκτίμησης των ελληνικών χρηματοοικονομικών κύκλων, στα μάτια
του λαού κατέδειξε την διαφορά της από τα εγωιστικά πολιτικά σχέδια των Άγγλων και την
πολιτική οικονομικής απομύζησης των ιταλικών κατοχικών αρχών».405 Οι εκφράσεις αυτές
φαίνεται να επιβεβαιώνονται και από θετικά άρθρα στις (ελεγχόμενες από την κατοχική
κυβέρνηση) εφημερίδες της εποχής, όπου γίνεται λόγος για το «ταχύ έργο» του Neubacher,
που όντας «προικισμένος πλουσίως με το μέγα πλεονέκτημα του ρεαλισμού και
ενισχυόμενος από την ευρύτητα της δικαιοδοσίας και την ισχύν την οποίαν δικαίως η
Κυβέρνησίς του τού παρείχε» βελτίωσε σημαντικά την κατάσταση.406
Οι πωλήσεις χρυσών νομισμάτων είχαν ασφαλώς τραβήξει αμέσως το ενδιαφέρον
του κοινού και σύντομα σχετικά ακριβείς πληροφορίες έφταναν και στις συμμαχικές
υπηρεσίες σχετικά με την επιχείρηση. Στις αρχές του 1944 για παράδειγμα οι βρετανικές

404
Neubacher, Hermann : Sonderauftrag Südost, 1940-1945. Bericht eines fliegenden Diplomanten,
Musterschmidt-Verlag, Göttingen, 1957, σσ. 87-90.
405
AA-PA, R 27320, “Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen unter der
Besetzung 1941-1944”, von Direktor b. d. Reichsbank P. Hahn, σελ. 46. Πάντως οι γερμανικές αρχές
και ο ίδιος ο Hahn έκαναν προσπάθειες να προωθήσουν την εικόνα τους και των μέτρων που
λάμβαναν στην ελληνική κοινωνία και ειδικά στους ελληνικούς οικονομικούς κύκλους. Ο Hahn για
παράδειγμα είχε γράψει σχετικό άρθρο στα Γερμανικά Νέα δια την Ελλάδα που αποτέλεσε τη βάση
για κείμενα στο Κέρδος («Παρατηρήσεις του κ. Π. Χάν επί της οικονομίας της Ελλάδος», 15/1/1944)
και στον Οικονομικό Ταχυδρόμο («Η οικονομία της Ελλάδος κατά το 1943», 27/3/1944).
406
Το δημοσίευμα, αν και δεν μιλάει ξεκάθαρα για την επιχείρηση χρυσού, επιβεβαιώνει εμμέσως
την αναφορά Neubacher για την επίπτωση που είχε κάθε φορά η άφιξή του στην Αθήνα, γράφοντας
για την «χαρμόσυνον και ελπιδοφόρον προσδοκίαν» που «ηκούσθη δια τούτου μέσα εις όλα τα
στρώματα του λαού ότι ο κ. Νωϋμπάχερ ευρίσκεται πάλιν από τινών ημερών μεταξύ ημών»
(Εφημερίδα Ακρόπολη Αθηνών, «Η παρήγορος επέμβασις του κ. Νοϋμπάχερ», 19/5/1944).

244
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αρχές υπολόγιζαν πως “χρυσός της Reichsbank” αξίας περίπου 350.000 χρυσών λιρών είχε
ήδη πωληθεί μέχρι τον Ιανουάριο (ποσό μάλλον υπερβολικό).407 Λίγους μήνες αργότερα,
Έλληνας χρηματιστής (Κ. Αλικάκης) που διέφυγε τον Ιούνιο στη Μέση Ανατολή μετέφερε
πληροφορίες πως όταν επέστρεψε ο Neubacher από το εξωτερικό (και ξανάνοιξε το
χρηματιστήριο που είχε προσωρινά κλείσει τον Μάιο) μετέφερε μαζί του 270.000 χρυσές
λίρες, ενώ η εκτίμηση που κυκλοφορούσε ήταν πως από τον Αύγουστο του 1943, οι Γερμανοί
είχαν μεταφέρει στην Ελλάδα 700.000 – 800.000 χρυσές λίρες (βασιλέων Γεωργίου V,
Εδουάρδου VII και βασίλισσας Βικτωρίας καθώς και αυστραλιανές χρυσές λίρες και
μισόλιρα), αλλά και μεγάλη ποσότητα χρυσών γαλλικών και βελγικών 20φραγκων και
ιταλικών χρυσών νομισμάτων των 20 λιρετών.408 Στην κατεχόμενη Ευρώπη φαίνεται μάλιστα
πως κυκλοφορούσε η φήμη (άγνωστο αν είχε κάποια βάση) πως οι Γερμανοί είχαν κόψει οι
ίδιοι χρυσές λίρες, γεγονός που είχε προκαλέσει ασφαλώς το σχετικό βρετανικό ενδιαφέρον
σχετικά με το αν και κατά πόσον οι λίρες που έφταναν στην Ελλάδα μπορεί και αυτές να είχαν
κοπεί από τους Γερμανούς.409 Μεταπολεμικά ο κατοχικός πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος,

407
TNA, WO 204/8753, “The financial condition in Greece – February 1944 and survey of textile and
chemical industries”, σελ. 5.
408
TNA, WO 204/8752, “G.S.D.I.C. Allied Source Interrogation Report, ‘CD’ Series – Economics and
Industrial”, Report (Confidential) No. Allied/CD/148, 20/8/1944.
409
Σχετική επιστολή του Ιουνίου 1944 μεταφέρει προς τη SOE και τις συμμαχικές μυστικές υπηρεσίες
στην περιοχή την αγωνία των βρετανικών οικονομικών αρχών για περισσότερες πληροφορίες σχετικά
με τις λίρες που έφταναν στην κατεχόμενη Ελλάδα από τη Γερμανία και το αν μπορεί αυτές να είχαν
κοπεί στη Γερμανία ή στην κατεχόμενη Ευρώπη, όπως συνέβαινε με ένα δείγμα που είχε φτάσει τη
Βρετανία από τη Γαλλία το οποίο αν και μάλλον περιείχε περίπου τη σωστή ποσότητα χρυσού, πρέπει
να είχε κοπεί το 1941-42 από τους Γερμανούς και όχι στην Αγγλία το 1937 όπως ανέγραφε. Βλ. TNA, HS
5/547, επιστολή προς ταγματάρχη O’Toole, (ref: F/230/8), 24/6/1944. Δεν είναι βέβαιο πόσες τέτοιες
λίρες είχαν πράγματι κοπεί από τους Γερμανούς και πότε, αλλά η αρπαγή σημαντικών ποσοτήτων μη
νομισματικού χρυσού από τις κεντρικές τράπεζες κατακτημένων χωρών καθώς και από περιουσίες
Εβραίων και άλλων «ανεπιθύμητων», σε συνδυασμό με την γενικά υψηλότερη τιμή της χρυσής λίρας
επί κατοχής σε σχέση με τον χρυσό σε κοσμήματα ή μπάρες καθιστά πιθανό το ενδεχόμενο η κοπή
αυτή να έγινε πράγματι σε σχετικά αξιόλογη κλίμακα. Το βέβαιο πάντως είναι πως οι Γερμανοί (και
ειδικά η SD) είχαν εκτεταμένο πρόγραμμα παραχάραξης χαρτονομισμάτων (επιχείρηση Bernhard),
κάποια από τα οποία κυκλοφόρησαν και στην Ελλάδα το 1943-44. Βλ. Breitman, Richard: “Follow the
Money”, στο: Breitman, Richard, Goda, Norman J. W., Naftali, Timothy & Wolfe, Robert: US
Intelligence and the Nazis, Cambridge University Press, Cambridge, 2005, σσ.121-136. Όμως η
επιχείρηση αυτή αφορούσε στερλίνες και αργότερα δολάρια και δεν έχει επιβεβαιωθεί κάποια
μεγάλης έκτασης παραχάραξη χρυσών νομισμάτων.

245
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

στην προσπάθειά του να παρουσιάσει τα θετικά της πρωθυπουργίας του, ανεβάζει την
«επένδυση» των Γερμανών σε 1,5 εκατομμύρια χρυσές λίρες, ενώ ο Δελιβάνης, σε μια πιο
τεχνοκρατική και μάλλον ακριβέστερη προσπάθεια εκτίμησης του ποσού κάνει λόγο για 1,3
εκατομμύρια.410
Η ακριβής γνώση της αγοράς για την εκτεταμένη πώληση χρυσών νομισμάτων,
ειδικά στο χρηματιστήριο της Αθήνας και οι σημαντικές διακυμάνσεις της τιμής της χρυσής
λίρας την περίοδο εκείνη φαίνεται πως αποτέλεσαν ένα νέο πεδίο πλουτισμού, ειδικά για
όσους βρίσκονταν κοντά στα κέντρα εξουσίας και διέθεταν έτσι εσωτερικές πληροφορίες.
Χαρακτηριστική των διακυμάνσεων ήταν για παράδειγμα η αναφορά του Neubacher πως
με μια πώληση 20.000 λιρών έριξε την τιμή της λίρας από τα 2.000.000 στις 900.000, 411
καθώς και (αρκετούς μήνες αργότερα) η προσωρινή πτώση της τιμής της χρυσής λίρας από
τα 130 εκατομμύρια δραχμές στις 5 Ιουνίου 1944 στα 115 την επόμενη και στα 77
εκατομμύρια τη μεθεπόμενη λόγω των ειδήσεων για την απόβαση στη Νορμανδία, πτώση
που εκμεταλλεύτηκαν οι γερμανικές αρχές για να αγοράσουν σημαντικές ποσότητες
χρυσού (η τιμή είχε επανέλθει στα 120 εκατομμύρια μέχρι τις 10 Ιουνίου).
Εκτός των υπηρεσιακών αγορών φήμες ανέφεραν πως λίρες αγόραζαν και
διάφοροι έμπιστοι χρηματιστές για προσωπικό τους κέρδος. Οι σχέσεις κάποιων από
αυτούς με τον αρμόδιο υπουργό (Τσιρονίκο) και τον τελευταίο κατοχικό διοικητή της ΤτΕ
Χατζηκυριάκο, ή ακόμα και τον τελευταίο πρωθυπουργό Ράλλη, έδιναν ακόμα μεγαλύτερη
τροφή στα σχόλια για «παιχνίδια με τις λίρες» και πλουτισμό, τόσο των κρατικών
αξιωματούχων (ενδεχομένως και των αρμόδιων Γερμανών), όσο και των «φιλικών τους»
χρηματιστών.412 Χαρακτηριστικά ήταν και δημοσιεύματα αντιστασιακών εφημερίδων, όπως ο

410
Λογοθετόπουλος, Κ.: Ιδού η αλήθεια, [χ.ε.], Αθήνα 1948, σελ. 184 και Δελιβάνης, Δημήτριος Ι.: Η
δραχμή από του Φθινοπώρου 1939 μέχρι της νομισματικής διαρρυθμίσεως της 25 Ιανουαρίου 1946
και τα πρώτα αποτελέσματά της, Παπαζήσης, Αθήνα 1946, σελ. 98.
411
Neubacher, Hermann : Sonderauftrag Südost, 1940-1945. Bericht eines fliegenden Diplomanten,
Musterschmidt-Verlag, Göttingen, 1957, σελ. 87. Η μείωση αυτή πιθανότατα αφορά την περίοδο
μεταξύ 15/11/1943 και 24/11/1943, όταν πράγματι καταγράφεται πτώση από 1,9 εκατομμύρια (ή
1,95 κατά άλλη πηγή), σε 900.000 (οι τιμές αναφέρονται στην εφημερίδα Παρατηρητής Χανίων,
2/12/43, και διάφορα έγγραφα NARA, Τ-501 Roll 255, BA-MA, RW 29/106 και R 2501/7098).
412
Ο Αλικάκης ανέφερε στους Βρετανούς την ύπαρξη 62 χρηματιστών (12 από τους οποίους με
επίσημη ιδιότητα) στο χρηματιστήριο. Κατονόμαζε όμως ειδικά ως «φίλους του Τσιρονίκου», που μέσω
αυτών «εξυπηρετούσε πρώτα τα εγωιστικά του συμφέροντα», τον πρόεδρο του χρηματιστηρίου Νικ.
Σταθόπουλο και τους χρηματιστές Πολύβιο Λεονταρίδη, Αναστάσιο Στουπάθη και Γεώργιο Κίττα, και ως
χρηματιστές των Γερμανών τους Λεωνίδα Βαφιάδη, Κώστα Πεταλά και υιό, Γεώργιο Δαυλάκο (πιθανώς

246
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ελληνικός Αγών που κατηγορούσε τον «Γιόχαν Ράλλε» [Ιωάννη Ράλλη], «επιστάτη» των
κατακτητών, ότι «συνεταιρίσθη με τους τρεις Γεωργίους της Λίρας και φαίνεται να κάμουν
όλοι μαζί καλάς εργασίας». Η δε Μαχόμενη Ελλάς έκανε με τη σειρά της λόγο για «κλίκα
λωποδητών που χρησιμοποιεί την κυβερνητική εξουσία για να πλουτίζει με το χρηματισμό,
τις προμήθειες και με παιχνίδι της λίρας» και έδινε ως παράδειγμα την «διαταγή που έδωσεν
ο γιος του ψευτοπρωθυπουργού και διευθυντής του πολιτικού του γραφείου Δ. Ράλλης να
του αγοράσουν λίρες στο χρηματιστήριο», ανέβαζε δε τους «Γιώργηδες» της λίρας σε 5,
«όπως τους ονόμασε η κοινή γνώμη, δηλ. τους Γ. Μαρή [πρώην υπουργό – μεταξύ άλλων και
οικονομικών – του Ελ. Βενιζέλου], Γ. Ζωγράφο [κτηματία], Γ. Πολωγιώργη [δικηγόρο,
πολιτευόμενο, οικονομολόγο, επιχειρηματία και μέλος του Δ.Σ. της ΕΤΕ], Γ. Ράλλη [γιο του
Ιωάννη και πρωθυπουργό το 1980-81] και Γ. Μερκούρη [εθνικοσοσιαλιστή πολιτικό και την
περίοδο εκείνη διοικητή της ΤτΕ μέχρι τον θάνατό του τον Δεκέμβρη]». Τέλος συνέδεε με τη
σπείρα και τον «σπουδαίο παράγοντά της» Βουλπιώτη.413 Αλλά και οι ίδιες οι γερμανικές
υπηρεσίες φαίνεται να ανακάλυπταν παράνομες προσπάθειες πλουτισμού στελεχών της
κυβέρνησης: η γερμανική Dienststelle 3000 (υπηρεσία αντικατασκοπίας και δολιοφθορών της
SD) ανακάλυψε για παράδειγμα μέσω πρακτόρων της πως ο Τσιρονίκος κατάφερε να
χρησιμοποιήσει, παρά τη δέσμευση των χρημάτων που δεν μπορούσαν να εκταμιευτούν
χωρίς γερμανική άδεια, τμήμα λογαριασμού ύψους 60 δισεκατομμυρίων δραχμών του
υπουργείου του για να κερδοσκοπήσει με την τιμή της λίρας, αλλά πριν ο πράκτορας
προλάβει να ολοκληρώσει την έρευνά του συνελήφθη με εντολή του Γερμανού διοικητή της

συγγενή του εκδότη του Πλούτου), Γεώργιο Λαμπρινόπουλο και υιό και Βλαχάκη καθώς και τον
διοικητή της ΤτΕ Χατζηκυριάκο που χρησιμοποιούσε ως χρηματιστή κάποιον Χρήστο Τσαγκρίδη. Η
παρατηρούμενη από την αρχή του 1944 προτίμηση στο χρυσό αντί για τις μετοχές (όπως ανέφερε η
πηγή), σήμαινε εξάλλου πως όσοι πήραν ρίσκα μπορούσαν ευκολότερα να εξαγοράσουν πλειοψηφικά
πακέτα εταιρειών (αρκετά από τα οποία ρευστοποιούνταν από τις τράπεζες), αν και με την αλλαγή του
μεταπολεμικού τοπίου δεν θα βγήκαν όλοι τους κερδισμένοι. TNA, WO 204/8752, “G.S.D.I.C. Allied
Source Interrogation Report, ‘CD’ Series – Economics and Industrial”, Report (Confidential) No.
Allied/CD/148, 20/8/1944.
413
Εφημερίδες Ελληνικός Αγών (Αθηνών), «Ραλλικά», 15/7/1943 και Μαχόμενη Ελλάς (Αθηνών), «σε
οξύτητα οι ενδοκυβερνητικές διενέξεις», 15/7/1943. Το Ελληνικόν Αίμα εξάλλου είχε επιτεθεί
επανειλημμένα κατά του Ράλλη για τα κέρδη του, συχνά κατηγορώντας τον επίσης ότι τα τρώει με την
ερωμένη του ηθοποιό Ελένη Παπαδάκη (βλ. π.χ. σχετικά δημοσιεύματα στις 15/10/1943 και
6/12/1943).

247
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μυστικής αστυνομίας (SiPo) και των SD (BdS) στην Αθήνα και ο Τσιρονίκος τέθηκε υπό την
προστασία του Neubacher.414
Η ενασχόληση μελών των κατοχικών κυβερνήσεων με τις γερμανικές λίρες δεν ήταν
το μοναδικό μέσο πλουτισμού που φαίνεται να χρησιμοποίησαν. Κάποια στελέχη, όπως ο
Γκοτζαμάνης και ο Πλ. Χατζημιχάλης φαίνεται να χρησιμοποίησαν τη θέση τους για να
αποκτήσουν κέρδη από το εμπόριο (και τη μαύρη αγορά). Ο Χατζημιχάλης, μετά την
παραίτησή του, έγινε μέλος του Δ.Σ. της Ελληνογερμανικής Οικονομικής Εταιρείας, μέσω της
οποίας προσπάθησε να χρηματοδοτήσει το εμπόριο γουναρικών, ενώ, από το 1942 ήταν και
αντιπρόσωπος συμφερόντων ζάχαρης για τράπεζα της Πράγας.415 Αλλά και η ίδια η
παραίτησή του (μαζί με εκείνη του επίσης υπουργού Καραμάνου) ενδεχομένως να είχε να
κάνει με την διοχέτευση στη μαύρη αγορά 2.500 τόνων λαδιού και 900 αρνιών
προοριζόμενων (με γερμανική άδεια) για τον λαό της Αθήνας και το προσωπικό των
υπουργείων.416
Ωστόσο δεν είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς τα πραγματικά κέρδη των
προσώπων αυτών και το αν οι φήμες ήταν απόλυτα αληθείς ή υπερέβαλαν για τα σχεδόν
μυθικά ποσά των κερδών. Μεταπολεμικά αρκετοί από αυτούς βρέθηκαν κατηγορούμενοι στα
ειδικά δικαστήρια, αλλά συνήθως απαλλάσσονταν με βούλευμα. Ο Τσιρονίκος και Ράλλης
καταδικάστηκαν μαζί με τα άλλα στελέχη των κυβερνήσεων κατοχής ενώ ο Σπυρίδων
Χατζηκυριάκος καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο το 1947 για τη γερμανοφιλία του και τη
δράση του στην ΤτΕ (χρηματοδότηση δυνάμεων κατοχής, πληθωρισμός), κατηγορίες που
όμως δεν αφορούσαν τόσο το όποιο προσωπικό του κέρδος. Όπως όμως και ο Τσιρονίκος
(που συμμετείχε στην ελληνική «κυβέρνηση» της Βιέννης το 1944-45), ο Χατζηκυριάκος είχε
διαφύγει στο εξωτερικό, και τελικά ξαναδικάστηκε το 1950, οπότε η ποινή του μετατράπηκε
σε τριετή φυλάκιση, και λίγο καιρό μετά αποφυλακίστηκε.417

414
TNA, KV 2/527, “Second detailed interrogation report on SS Sturmbannfuehrer Begus Dr Ott”,
10/9/1945. Befehlshaber der Sicherheitspolizei und des SD (BdS) στην Αθήνα ήταν ο Blume.
415
Βλ. NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 1876-1915 (Box 8 Folder 5), Memorandum, “GEDEFI,
Athens (Greco-German Finance Company)”, 4/9/1945).
416
Mazower, Mark: Η Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1994
[1993], σελ. 88, και Χρηστίδης, Χρ.: Χρόνια Κατοχής, 1941-1944. Μαρτυρίες Ημερολογίου, [χ.ε.], Αθήνα,
1971, σσ. 233-234.
417
Για τον Χατζηκυριάκο βλ. Κούκουνας, Δημοσθένης: Η Ελληνική Οικονομία κατά την Κατοχή και η
Αλήθεια για τα Κατοχικά Δάνεια, Ερωδιός, Θεσσαλονίκη, 2012, σσ. 58-65 και ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά
τόμος 9/1947, αρ. 990 και Πρακτικά τόμος 1/1950, αρ. 86,88. Στη δεύτερη δίκη Χατζηκυριάκου
κατέθεσε υπέρ του και ο Γονατάς. Αν και αρκετοί μάρτυρες κατέθεταν υπέρ του, εναντίον του

248
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

3.5 Η συνολική αξία της απομύζησης

Όπως είδαμε λοιπόν το ζήτημα της επακριβούς εκτίμησης των συνολικών πόρων που
Γερμανία και Ιταλία πήρα από την Ελλάδα δεν είναι εύκολο. Με βάση τους υπολογισμούς
με χρυσές λίρες, το άθροισμα των νομισμάτων κατοχής, των αποδείξεων παροχής
υπηρεσιών, των δραχμικών ποσών των λογαριασμών εξόδων κατοχής, των εξόδων του
προϋπολογισμού και των ποσών από τα χρυσά νομίσματα της επιχείρησης χρυσού του
Neubacher ανέρχεται σε περίπου 12,6 με 14,4 εκατομμύρια ανάλογα με τον υπολογισμό,
γύρω στο 16,9% - 19,3% των οποίων (ή 1 για κάθε 5,2 με 5,9 χρυσές λίρες) προέρχονταν
απευθείας από τον ελληνικό προϋπολογισμό. Στα ποσά αυτά θα έπρεπε κανείς να
προσθέσει κάποια μικρά ακόμα έξοδα, όπως οι κατά τον Δερτιλή σχεδόν 25.500 χρυσές
λίρες που αντιπροσωπεύουν την αξία του μετάλλου των ελληνικών κερμάτων που
μεταφέρθηκαν («αγοράστηκαν» αντί 109,5 λιρών) από τις αρχές κατοχής για να πωληθούν
σε ελβετικό οίκο, οι 986 λίρες που «λήφθηκαν αντικανονικώς» και οι 41.513 των εξόδων για
παροχές καταλυμάτων, ενώ υπάρχουν ακόμα και περίπου 15.900 χρυσές λίρες που ο ίδιος
προσθέτει (αν και ενδεχομένως ένα μέρος τους να πληρώθηκε δίκαια) για τις αποζημιώσεις
σε Γερμανούς, Ιταλούς και Αλβανούς που υποχρεώθηκε να δώσει επί κατοχής η
κυβέρνησης της Ελληνικής Πολιτείας. Χωρίς το εκτιμώμενο υπόλοιπο του κλήρινγκ, το
συνολικό ποσό κατά τον Δερτιλή είναι λοιπόν 13.194.864 χρυσές λίρες, ή, με τη μέση
ισοτιμία χρυσής λίρας – δολαρίου κατά την κατοχής (1/20) 263.897.280 δολάρια, αν δε
αφαιρεθούν οι επιστροφές των ποσών, περίπου 244,8 εκατομμύρια δολάρια. Η Τράπεζα
της Ελλάδος είχε εξάλλου υπολογίσει τα ποσά των ελληνικών διεκδικήσεων (που δεν
περιλάμβαναν το σύνολο εκείνων που πήρε o Άξονας) σε 183 εκατομμύρια δολάρια, ενώ
άλλες επίσημες ελληνικές εκτιμήσεις έκαναν λόγο για 224,8 εκατομμύρια (πάντα χωρίς το

βάραιναν η σαφής γερμανοφιλία του και η πίστη του στη νίκη του Άξονα (κατά τον τραπεζικό Α.Λ.
μάλιστα, ο Χατζηκυριάκος εκτός από γερμανόφιλος και εθνικοσοσιαλιστής είχε στείλει και υπόμνημα
στους Γερμανούς υπέρ της δημιουργίας ελληνικού σώματος για το ανατολικό μέτωπο), ενώ
διατηρούσε και σχέσεις με το αυτονομιστικό «πριγκιπάτο της Πίνδου». Παρά τις έντονες φήμες για
πλουτισμό πάντως (δημοσίευμα του Ελληνικού Αίματος στις 10/9/1944 έκανε λόγο για 12.000 λίρες
που φυγάδεψε στην Ελβετία) το ζήτημα δεν ήταν από αυτά που απασχόλησαν ιδιαίτερα το
δικαστήριο. Ο Ράλλης πέθανε λίγο μετά την καταδίκη του, ενώ ο Τσιρονίκος συνελήφθη στη
Γερμανία, μεταφέρθηκε στην Ελλάδα για να εκτίσει την ποινή του, αλλά πήρε χάρη το 1952. Βλ.
Κούκουνας, Δημοσθένης: Η Ελληνική Οικονομία…, σσ. 178-181 και την απόφαση του δικαστηρίου
στο αρχείο του Πλάτωνα Χατζημιχάλη στο ΕΛΙΑ.

249
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

υπόλοιπο του εμπορικού ισοζυγίου).418 Ο Αγγελόπουλος υπολόγιζε με τη σειρά του το


κόστος των πιστώσεων (εξόδων κατοχής) της ΤτΕ σε περίπου 210 εκατομμύρια δολάρια,
στα οποία προσέθετε 198 εκατομμύρια για το κόστος του υπολοίπου κλήρινγκ και των
παράτυπων στρατιωτικών εξαγωγών, 40 εκατομμύρια για τις κατασχέσεις προϊόντων χωρίς
αμοιβή και 80 εκατομμύρια για την αξία επίπλων, πολυτίμων μετάλλων, κοσμημάτων και
έργων τέχνης που διάρπαξαν οι δυνάμεις κατοχής, φτάνοντας σε ένα τελικό άθροισμα 528
εκατομμυρίων.419 Αν πάρουμε ως βάση (χωρίς τον συνυπολογισμό των ζημιών κλπ) το
ανώτερο ποσό των υπολογισμών σε λίρες (14,4 εκατομμύρια, προσαυξημένο στα περίπου
14,5 εκατομμύρια για τα ποσά καταλυμάτων, κερμάτων κλπ που προαναφέρθηκαν), τότε με
την ίδια ισοτιμία, φτάνουμε σε ένα ποσό 288.000 δολαρίων.
Ο υπολογισμός σε δολάρια πλησιάσει περισσότερο από την λίρα στην πραγματική
αγοραστική αξία των ποσών αυτών, αφού το δολάριο ήταν λιγότερο περιζήτητο από τη
χρυσή λίρα επί κατοχής, με συνέπεια να είναι και λιγότερο υπερτιμημένο (ή σωστότερα
κάπως υποτιμημένο σε σχέση με τη λίρα). Η διαφορά γίνεται προφανής αν εξετάσει κανείς
τις ισοτιμίες των δύο νομισμάτων κατά την προπολεμική περίοδο (1938-1940), όταν η
αναλογία κυμαινόταν (με βάση της επίσημες τιμές στις οικονομικές εφημερίδες) μεταξύ του
1 προς 7,7 και του 1 προς 8,2.420 Ωστόσο ακόμα και η λιγότερο αυξημένη, σε σχέση με
418
Δερτιλής, Παναγ. Β.: « Αριθμοί και Κείμενα των Εξόδων Κατοχής και η Αξίωσις της Ελλάδος», σσ.
ο ος
509-513, στο Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, Έτος 44 , Τόμος 44 (1964), Τεύχος Γ΄,
Ιούλιος – Σεπτέμβριος, σσ. 489-517. Ο Δερτιλής επίσης δεν υπολογίζει τις επιστροφές των Γερμανών,
αφού τις θεωρεί ως αντιστάθμισμα στα ποσά που πήραν από τη δράση DEGRIGES και SACIG,
περίπου 194.360.000 από τα οποία αφορούσαν τους Γερμανούς.
419
Αγγελόπουλος, Άγγελος Θ.: Οικονομικά. Άρθρα και Μελέτες, 1946-1967, τόμος πρώτος…, σσ. 152-
153. Στα παραπάνω ποσά δεν συμπεριλαμβάνονταν οι Βουλγαρικές δυνάμεις, ούτε οι καταστροφές
και επανορθώσεις.
420
Σύμφωνα με κάποιες τιμές που διαθέτουμε για τις αγοραίες τιμές δολαρίου επί κατοχής,
υπάρχουν αρκετές διακυμάνσεις, αλλά δεν φαίνεται σε γενικές γραμμές να απέχουν πολύ από το 1
προς 20 που χρησιμοποιεί και ο Δερτιλής. Σύμφωνα για παράδειγμα με το «Τρίτο Δελτίον
πληροφοριών (9-10.41)» της ελληνικής πρεσβείας στην Άγκυρα (ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1941: Φ13Υ4) η τιμή
του δολαρίου είχε φτάσει λίγες μέρες πριν τις 1.000 δραχμές, ενώ ο Δαράβαλης (Η Χρυσή Λίρα από
Απριλίου 1940 μέχρι και Σήμερον…) αναφέρει τις ημέρες εκείνες την χρυσή λίρα στις 13.000 δραχμές.
Μερικούς μήνες όμως αργότερα (τέλος Φεβρουαρίου), ο Θεοτοκάς καταγράφει στο ημερολόγιό του
(σελ. 234) ως τιμή δολαρίου τις 2.000, όταν η τιμή της λίρας (κατά Δαράβαλη) ήταν τις μέρες εκείνες
γύρω στις 40.000. Τον Αύγουστο η τιμή δολαρίου καταγραφόταν ως περίπου 8.000 (ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ.
1942: Φ11Υ5, Κρυπτογραφικόν Τηλ/μα 4435, Άγκυρα 10/9/42, ώρα 22.24), τη στιγμή που την ίδια
περίοδο η λίρα βρισκόταν γύρω στις 160.000 με 180.000 δραχμές. Η κατάσταση δεν είχε αλλάξει

250
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εκείνη της χρυσής λίρας, τιμή του δολαρίου βρισκόταν κάπως ψηλότερα από τις
υποχρεωτικές τιμές (συχνά της διατίμησης) με τις οποίες αγοράζονταν αρκετά προϊόντα και
υπηρεσίες από τις αρχές κατοχής. Τα περισσότερα από τα παραπάνω ποσά υποτιμούν την
πραγματική αξία του συνόλου των αγαθών που πήρε ο Άξονας από την κατοχική Ελλάδα,
όχι μόνο λόγω της διαφοράς στην αξία δολαρίου και αγοραζόμενων αγαθών αλλά και λόγω
της μη συμπερίληψης στα περισσότερα από αυτά του κλήρινγκ και των παράτυπων
εξαγωγών, καθώς και των αγορών μέσω των χρυσών νομισμάτων που μετέφεραν οι
Γερμανοί (ειδικά αν αυτά προέρχονταν από την περιουσία των Εβραίων της
Θεσσαλονίκης).
Αλλά και οι ίδιοι οι Γερμανοί αντιμετώπιζαν δυσκολίες στον υπολογισμό των
ελληνικών εξόδων κατοχής λόγω πληθωρισμού. Η πάγια (και ως ένα βαθμό λογική) τακτική
τους να κάνουν τον υπολογισμό σε RM, ώστε να μπορούν να προβαίνουν σε συγκρίσεις με
τα ποσά των άλλων χωρών και να τα καταγράφουν στους υπολογισμούς των δικών τους
κρατικών εσόδων, είχε ως αποτέλεσμα την καταγραφή τεράστιων ποσών που μικρή σχέση
είχαν με την πραγματικότητα, αφού οι επίσημες ισοτιμίες του RM που χρησιμοποιούσαν
δεν συμβάδιζαν με τον πληθωρισμό. Σύμφωνα για παράδειγμα με έναν τέτοιο υπολογισμό,
μέχρι τον Μάιο του 1943 η κατεχόμενη Ελλάδα είχε πληρώσει στη Γερμανία 3.207,8
εκατομμύρια RM, ή περίπου το 17% του ποσού της κατεχόμενης Γαλλίας, το 54% της
Ολλανδίας, το 91% του Βελγίου, το 376,5% της Νορβηγίας και το 1.045% της Σερβίας!421 Με
βάση πιθανώς στοιχεία από γερμανικές πηγές η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS)
ανέφερε 3,3 δις RM για τα έξοδα κατοχής και κλήρινγκ, μόνο όμως μέχρι και τα τέλη του
1942.422 Το τελικό (επίσης υπερβολικό) ποσό που εμφανίζεται σε κάποια από τα έγγραφα
των γερμανικών αρχών στην ίδια τη Γερμανία είναι 3.805 εκατομμύρια RM, ποσό που

πολύ μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου 1944, που το δολάριο βρισκόταν στις 100.000 (ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ.
1944: Φ9Υ1, τηλ/μα από Berne προς Κάιρο, 5.2.44) και η χρυσή λίρα ανάμεσα στα 2 και τα 2,3
εκατομμύρια.
421
BArch, R 2/24250, “ Besatzungskosten (soweit die mit der Reichshauptkasse abgerechnet worden
sind in Millionen RM“, 5/7/1943. Κάποια επιμέρους μηνιαία στοιχεία στρατιωτικών εκθέσεων είναι
ακόμα χειρότερα (αφού συχνά χρησιμοποιούν ακόμα την ισοτιμία 1/60), κάνοντας για παράδειγμα
λόγο για 62.819.829.000 RM για τη Wehrmacht στα τέλη Μαΐου 1944 (BA-MA, RW 29/93,
Militärbefehlshaber Griechenland, Wehrwirtschaftstab, “Legebericht Griechenland”, 17/6/1944, σελ. 7.
422 st st
Bank for International Settlements: Fourteenth Annual Report, 1 April 1943 – 31 March 1944,
Basle, End of 1944, σελ. 162.

251
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εξακολουθεί να είναι πάνω από τριπλάσιο της Σερβίας και περίπου το 72,5% του Βελγίου.423
Δυστυχώς μάλιστα το ίδιο νούμερο έχει αναπαραχθεί άκριτα, αφού είναι το μόνο που
υπάρχει σε συγκριτικούς τελικούς γενικούς πίνακες εξόδων κατοχής στα γερμανικά
αρχεία.424
Τα προβλήματα αυτά δεν ήταν ασφαλώς άγνωστα στους Γερμανούς
αξιωματούχους της περιόδου (ειδικά σε όσους βρίσκονταν στην Ελλάδα), αλλά ήταν
δύσκολο να βρουν έναν καλύτερο τρόπο να υπολογίζουν την πραγματική αξία των ποσών
που έπαιρναν από την κατεχόμενη Ελλάδα. Όμως, τουλάχιστον από τα μέσα περίπου της
κατοχής, γίνονταν προσπάθειες εξεύρεσης εναλλακτικών τρόπων υπολογισμού των εξόδων,
αφού είχε γίνει εμφανές ότι η ως τότε χρησιμοποιούμενη μέθοδος ήταν εξαιρετικά
προβληματική (για παράδειγμα τα έξοδα του 1943 εμφανίζονταν να ξεπερνούν τα 58
δισεκατομμύρια RM, ή πάνω από το μισό των εξόδων της Wehrmacht σε όλη την Ευρώπη
κατά το οικονομικό έτος 1943/44). Έτσι στα τέλη του 1943 και αρχές του 1944 επιχειρήθηκε
υπολογισμός με βάση το λάδι, που ήταν μεν πλησιέστερος στην πραγματικότητα από ό, τι
εκείνος με τις λίρες (έβγαζε 150 εκατομμύρια RM μέχρι τα τέλη Μαρτίου 1944), αλλά
πάντως δεν ικανοποιούσε, αφού για το μεγαλύτερο διάστημα της κατοχής το λάδι ήταν
επίσης υπερτιμημένο στην ελεύθερη αγορά. Κατέληξαν έτσι σε έναν νέο προσωρινό
υπολογισμό σε περίπου 500 εκατομμύρια RM για την περίοδο από την αρχή της κατοχής
μέχρι τις 31/3/1944.425 Άλλοι υπολογισμοί με βάση τους δείκτες ανατίμησης των
στρατιωτικών μισθών δεν κρίθηκαν απολύτως ικανοποιητικοί (έβγαζαν για παράδειγμα ένα

423
BArch, R 2/24250, “Besatzungskosten soweit sie mit der Reichshauptkasse im Reichsmark
abgerechnet werden sind in Millionen Reichsmark“, Berlin, Oktober 1944.
424
Boelke, Willi A.: Die Kosten von Hitlers Krieg. Kriegsfinanzierung und finanzielles Kriegserbe in
Deutschland 1933 -1948, Ferdinand Schöningh, Paderborn 1985, σελ. 110. Τα στοιχεία του βιβλίου
αυτού έχουν χρησιμοποιήσει και οι Klemann & Kudryashov στο δικό τους, κατά τα άλλα αρκετά
ενδιαφέρον πόνημα (Occupied Economies. An Economic History of Nazi-Occupied Europe, 1939-1945,
Berg, London, 2012, σελ. 202), με αποτέλεσμα, σε ότι τουλάχιστον αφορά την Ελλάδα, να βγαίνουν
λανθασμένοι (όπως θα δούμε παρακάτω λανθασμένοι είναι και οι υπολογισμοί τους για το ελληνικό
ΑΕΠ). Αν ίσχυε το υπερβολικό ποσό των 3.805 εκατομμυρίων RM, οι κατακτητές θα είχαν πάρει κατά
τη διάρκεια της κατοχής (σύμφωνα με τους υπολογισμούς της παρούσας εργασίας) πάνω από το
100% του ελλκηνικού ΑΕΠ της περιόδου (συμπεριλαμβανομένης και της κρυφής παραγωγής/μαύρης
αγοράς, αλλά χωρίς τη δωρεάν βοήθεια), πράγμα προφανώς αδύνατο.
425
Buchheim, Christoph: “Die Besetzten Leander im Dienste der deutschen Kriegswirtschaft während
des zweiten Weltkriegs. Ein Bericht der Forschungsstelle für Wehrwirtschaft“, Vierteljahrshefte für
Zeitgeschichte, 34. Jahrg., H. 1 (Jan., 1986), σσ. 117-145.

252
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ποσό 750 εκατομμυρίων μόνο για το 1943), ενώ εκείνοι που είχαν ξεκινήσει στα μέσα της
κατοχής με βάση τους δείκτες πληθωρισμού (αλλά με αφετηρία μια μάλλον χαμηλή
ισοτιμία του μάρκου) κατέληγαν σε περίπου 500 εκατομμύρια RM για το οικονομικό έτος
1943. Το ποσό αυτό, που υιοθετούσε αρχικά και ο σύμβουλος (Oberregierungsrat) S.
Nestler, συμβάδιζε και με την αποδεκτή εκτίμηση κατά την περίοδο εκείνη για τα μηνιαία
έξοδα της Wehrmacht στην Ελλάδα, που κυμαίνονταν γύρω στα 40 με 50 εκατομμύρια RM
το μήνα.426
Για ένα διάστημα οι γερμανικές αρχές, που δεν είχαν καταφέρει να βρουν
καλύτερο τρόπο υπολογισμού της πραγματικής αξίας των εξόδων τους σε μάρκα, δέχθηκαν
τους υπολογισμούς αυτούς. Λίγες εβδομάδες αργότερα, προβληματιζόμενες και πάλι για
την εκτίμηση των εξόδων, οι γερμανικές αρχές ανέφεραν πως με βάση τους δείκτες
υπολογισμού των εξόδων κατοχής, τα έξοδα για την περίοδο Μαρτίου 1943 –
Φεβρουαρίου 1944 ανέρχονταν σε 489.936.732,45 RM, αντί του εξωπραγματικού

426
Οι γερμανικές αρχές προσπαθούσαν να πάρουν «όσα περισσότερα ήταν δυνατόν από την χώρα»,
αλλά δυσκολεύονταν να υπολογίσουν την ακριβή αξία των αγαθών που κατάφερναν τελικά να
λάβουν. Προηγούμενοι υπολογισμοί με βάση τις αποδείξεις πληρωμών είχαν ανεβάσει το ποσό σε
1,5 με 1,8 εκατομμύρια, ποσό που μάλλον όμως περιλάμβανε και τις εισαγωγές από τη Γερμανία που
καταναλώθηκαν από τις γερμανικές αρχές στην Ελλάδα και εν πάση περιπτώσει ήταν υπερβολικά
μεγάλο για την περίοδο. Λόγω της προγενέστερης απουσίας των αναλυτικών δεικτών (θεσπίστηκαν
όπως είδαμε τον Μάρτιο του 1942 και τον Απρίλιο του 1943), υπήρχε δυσκολία στην εύρεση μιας
αντιπροσωπευτικής ισοτιμίας για την περίοδο της έναρξης μέτρησης των δεικτών που θα αποτελούσε
την βάση για τη μέτρηση των αυξήσεων. Αρχικά συμφωνήθηκε με επιφυλάξεις να χρησιμοποιηθεί μια
ισοτιμία 1 προς 150 για τον Μάρτιο του 1942, ώστε να λειτουργήσει ως βάση για τον υπολογισμό με
τον δείκτη που δημιουργήθηκε τον μήνα εκείνο. Βλ. BArch, R2/14553, Der Reichsminister der
Finanzen, „F 3400 – 10 GenB g, Jahresabschlusssache“, 9/6/1944 (το ίδιο έγγραφο υπάρχει και στο
BArch, R 2/13410). Το πρόβλημα όμως με την μέθοδο αυτή είναι πως η ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε
ως βάση ήταν αρκετά χαμηλή. Αν υπολογίσει κανείς την αξία του μάρκου με βάση την επίσημη
ισοτιμία της χρυσής λίρας (που χρησιμοποιούσαν και οι Γερμανοί για τον υπολογισμό τους) καταλήγει
σχεδόν στις 700 δραχμές, ενώ με βάση την τιμή της μαύρης αγοράς φτάνει περίπου στις 1.900. Ακόμα
και αν δεχτούμε την υπερτίμηση της λίρας (η ρυθμός αύξησης της οποίας σε σχέση με τις τιμές των
αγαθών ήταν την περίοδο εκείνη στο χαμηλότερο της κατοχής, βλ. γράφιμα 6.1) η διαφορά είναι πολύ
μεγάλη. Κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν ο υπολογισμός αυτός καταλήγει περίπου στο διπλάσιο της
πραγματικής αξίας των ποσών που οι γερμανικές αρχές πήραν από τη χώρα το 1943.

253
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

58.203.019.445,41 RM που εμφανίζονταν ως τότε στα βιβλία με βάση την επίσημη ισοτιμία
(1/60).427
Όμως όταν μερικούς μήνες αργότερα (στις αρχές του 1945) ο Nestler κατέθετε την
έκθεση των πεπραγμένων του για την ελληνική κατεχόμενη οικονομία είχε αναθεωρήσει τα
νούμερα αυτά προς τα κάτω. Αφού απέρριψε, όπως ήταν φυσικό, τον υπολογισμό με την
ισοτιμία 1/60 («με βάση αυτήν την ισοτιμία, το χρέος του Ράιχ προς την Ελλάδα θα ήταν 5
τρις Reichsmark»), την τιμή ελαιολάδου (χρήσιμη αλλά υπερβολικά υψηλή λόγω
κερδοσκοπίας και υψηλότερη ακόμα και από αυτή της χρυσής λίρας), την τιμή της χρυσής
λίρας («το πιο σημαντικό αντικείμενο κερδοσκοπίας και την πιο δημοφιλή επένδυση», με
μεγάλες διακυμάνσεις λόγω πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων και φημών,
υπερτιμημένη σε σχέση με τα τρόφιμα και άλλα είδη – ειδικά στην επαρχία – χρήσιμη όμως
ως μέτρο σύγκρισης), αλλά και τους διάφορους τιμαριθμικούς δείκτες (αφορούν την Αθήνα
ή την γερμανική παροικία, δεν υπάρχουν πριν το 1941), προχωρά σε μια δική του εκτίμηση,
βασισμένος στα ποσά των RKKS που κάλυπταν τις γερμανικές ανάγκες τους πρώτους μήνες
της κατοχής. Όπως λοιπόν σωστά εκτιμούσε ο Nestler, τα ποσά που προέκυπταν με βάση τη
χρυσή λίρα (4 εκατομμύρια το μήνα κατά τον ίδιο, πιο κοντά στα 5,8 σύμφωνα με τον
παραπάνω υπολογισμό που περιλαμβάνει και τους πόρους του ελληνικού
προϋπολογισμού) δεν θα επαρκούσαν για να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες ενός
σημαντικού στρατού κατοχής όπως ο γερμανικός. Πλησιέστερα λοιπόν στις πραγματικές
στρατιωτικές ανάγκες πρέπει να ήταν τα περίπου 20 εκατομμύρια RM των πρώτων μηνών
της κατοχής σε RKKS, με βάση τα οποία εκτιμούσε τη συνολική αξία των αγαθών και

427
Τα 463.936.732,45 RM λογίζονταν ως έξοδα της Wehrmacht, και τα 25.000.000 RM ως έξοδα του
Reikosee. BArch, R 2/13410, D[er] D[eichsminister] d[er] F[inanzen], F 3400-14 GenB g/A 1301 43 Bhft
-204/44 I g, “Jahresabschlusssache”, 6/7/1944. Οι ισοτιμίες που υπολογίζονταν με διάφορους
τρόπους στα έγγραφα της εποχής απείχαν σημαντικά μεταξύ τους, αφού σε έγγραφα συναντώνται
τουλάχιστον πέντε διαφορετικοί δείκτες. Για παράδειγμα τον Οκτώβριο του 1943 ο δείκτης των
στρατιωτικών μισθών ήταν στις 2.400 δραχμές/RM, οι ισοτιμίες με τον δείκτη για τον υπολογισμό
των εξόδων κατοχής κυμαίνονταν μεταξύ των 1.897 και των 4.740 δραχμών (την τελευταία
χρησιμοποιούσε και ο άνω υπολογισμός), η ισοτιμία του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών για τα
έξοδα των πολιτικών (διπλωματικών και μη) αποστολών και της γερμανικής παροικίας στις 6.000, η
τιμή με βάση τον δείκτη των ειδών επιβίωσης (κυρίως βασικά τρόφιμα) ανάμεσα στις 15.000 και τις
17.000, ενώ με βάση την τιμή της χρυσής λίρας η ισοτιμία ήταν γύρω στις 35.000 με 37.500 δραχμές.

254
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

υπηρεσιών που πήρε η Wehrmacht από την Ελλάδα σε 786,5 εκατομμύρια RM (από τα
οποία τα 476 ήταν το υπόλοιπο του γερμανικού χρέους).428
Φαίνεται μάλιστα πως η εκτίμηση αυτή είχε συζητηθεί και με τα στελέχη των
ελληνικών αρχών πριν οι Γερμανοί εγκαταλείψουν τη χώρα. Μεταπολεμικά ο Σπ.
Χατζηκυριάκος (τελευταίος κατοχικός διοικητής της ΤτΕ) ανέφερε σε επιστολή του προς τον
Τύπο πως ο Nestler είχε αναφέρει σε προσωπική συζήτηση μαζί του ότι «το υπόλοιπο του
δανείου» ανερχόταν σε περίπου 38.000.000 χρυσές λίρες.429 Στην πραγματικότητα όμως ο
αριθμός αυτός δεν αντιστοιχεί στο γερμανικό χρέος, αλλά συμπίπτει με τον υπολογισμό
που ο τελευταίος είχε κάνει για το σύνολο του ποσού των εξόδων κατοχής: η διαίρεση των
παραπάνω 786,5 εκατομμυρίων με την επίσημη ισοτιμία μάρκου χρυσής λίρας (1/20,40)
μας δίνει 38.553.921,6 χρυσές λίρες, περίπου όσα δηλαδή καταθέτει ο Χατζηκυριάκος πως
του ανέφερε ο Nestler.
Δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει την ακριβή
πραγματική αξία των αγαθών και υπηρεσιών που αγοράστηκαν επί κατοχής για τις
γερμανικές δυνάμεις. Την πρώτη περίοδο, όταν κυκλοφορούσαν τα RKKS, οι στρατιωτικοί
μισθοί είχαν ακόμα αρκετά μεγάλη αγοραστική δύναμη και μεγάλο μέρος των ποσών

428
AA-PA, R 27320, “Das Finanzwesen Einschließlich der Besatzungskosten in Griechenland Während
der Deutschen Besatzungszeit, 1941-1944“, von Oberregierungsrat Dr. S. Nestler, σσ. 106-111. Με
βάση τον υπολογισμό σε χρυσές λίρες και την επίσημη ισοτιμία με το μάρκο (1/20,4) το σύνολο των
ποσών που δόθηκαν στη Wehrmacht και τις υπηρεσίες της ανερχόταν σε 157,3 εκατομμύρια RM,
από τα οποία ο ίδιος υπολόγιζε τα 95,2 ως υπόλοιπο του γερμανικού χρέους, ποσό όμως που (όπως
είπαμε) δεν τον ικανοποιούσε. Αν πάντως υπολογίσουμε το ποσό Δερτιλή (περίπου 245 εκατομμύρια
δολάρια μετά την αφαίρεση των επιστροφών) με βάση την επίσημη ισοτιμία RM/δολαρίου (2,5 προς
1), τότε φτάνουμε σε ένα ποσό περίπου 612,5 εκατομμυρίων, ποσό που είναι πολύ πλησιέστερα
στον υπολογισμό Nestler (φτάνει σχεδόν στο 78% των 786,5 εκατομμυρίων), στον οποίο όμως δεν
περιέχονται τα έξοδα των Ιταλών. Αν δε δεχτούμε ως ορθότερο τον υπολογισμό των 288
εκατομμυρίων δολαρίων, τότε φτάνουμε στα 720 εκατομμύρια RM. Ακόμα και αυτός ωστόσο
φαίνεται να υποτιμά κάπως το πραγματικό ποσό, αφού περιλαμβάνει και ένα μικρό ποσοστό των μη
στρατιωτικών εξόδων, αλλά και τα έξοδα των Ιταλών (που δεν υπολογίζονται στα 786,5 εκατομμύρια
του Nestler).
429
βλ. Αγγ. Αγγελόπουλος: Οικονομικά. Άρθρα και Μελέτες 1946-1967, Παπαζήσης, Αθήνα 1974, σελ.
196. Η εκτίμηση Αγγελόπουλου για το ύψος που το χρέος Γερμανίας και Ιταλίας είχε φτάσει το 1964
ήταν 398 δολάρια με τους τόκους, ποσό όμως που ξεκινούσε από μια χαμηλή εκτίμηση 151
εκατομμυρίων για τη Γερμανία και 32 εκατομμυρίων για την Ιταλία (ο.π. σελ 190. Για τα αρχικά
κείμενα βλ. εφημερίδες Μακεδονία Θεσσαλονίκης, 18/4/1964 και Βήμα Αθηνών, 17/4/1964
αντίστοιχα).

255
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πήγαινε σε δώρα των φαντάρων για την οικογένειά τους στην πατρίδα και υπηρεσίες
διασκέδασης στην κατεχόμενη Ελλάδα, έξοδα που είχαν μειωθεί σημαντικά τα επόμενα
χρόνια, όταν οι στρατιωτικοί μισθοί ήταν ανεπαρκείς λόγω πληθωρισμού. Επιπλέον στις
αρχές του 1941 οι γερμανικές αρχές φαίνεται ότι ήταν περισσότερο «γαλαντόμες» σε
κάποιες τουλάχιστον από τις προμήθειές τους (ή τουλάχιστον δεν έλεγχαν τόσο επισταμένα
τις – κάποιες φορές υπερβολικές – τιμές που τους χρέωναν προμηθευτές και εργολάβοι),
μην έχοντας ακόμα να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές κρίσεις και τις συνεχείς πιέσεις για
περιορισμό εξόδων των επόμενων ετών.
Από την άλλη, όμως το 1941 τα στρατιωτικά έργα ήταν περιορισμένα σε σχέση με
τον οργασμό δραστηριότητας (κυρίως οχυρώσεων) από το 1943 και μετά, ενώ οι
γερμανικές δυνάμεις που παρέμεναν σχετικά ολιγάριθμες από το καλοκαίρι του 1941,
αυξήθηκαν σημαντικά από τα μέσα περίπου του 1943.430 Επιπλέον, όπως θα δούμε και
παρακάτω («οι διακυμάνσεις των καθαρών κερδών»), η υπερτίμηση της χρυσής λίρας ήταν
πολύ μεγαλύτερη το 1941 και το 1944, ενώ ο πληθωρισμός είχε καταστήσει πολύ χαμηλά
τα ημερομίσθια και τα ήδη διατίμησης το 1942, με αποτέλεσμα τα μειωμένα ποσά που
εμφανίζονται στους υπολογισμούς σε χρυσές λίρες για τις περιόδους εκείνες, στην
πραγματικότητα να απέχουν λιγότερο από εκείνα του 1943.431 Εξάλλου οι τιμές αγοράς των
υλικών για τα έργα αυτά ήταν συχνά αρκετά χαμηλότερες από εκείνες της πραγματικής
αξίας των αγαθών, ενώ κάποιες από τις αγορές αφορούσαν γερμανικές εταιρείες και ίσως
δεν φαίνονταν στους σχετικούς υπλογισμούς που αφορούσαν τη Wehrmacht. Οι εισαγωγές
γίνονταν έτσι κι αλλιώς σε χαμηλές τιμές λόγω ισοτιμίας, αλλά ενδεικτική της διαφοράς

430
Η μείωση των γερμανικών δυνάμεων μετά το τέλος των επιχειρήσεων, και την έναρξη της
προετοιμασίας για την επίθεση στην ΕΣΣΔ αντικατοπτρίζεται και στην μείωση των RKKS που έφτασαν
από τα 32,1 εκατομμύρια τον Μάιο στα 19,7 τον Ιούνιο. Όμως στον υπολογισμό του ο Nestler έλαβε
υπόψη τα τελευταία και όχι τα πρώτα που αντιστοιχούσαν στις αυξημένες γερμανικές δυνάμεις που
έλαβαν μέρος στην εισβολή.
431
Ο Nestler, όπως είδαμε χρησιμοποιεί χαμηλή τιμή χρυσής λίρας στις αρχές της κατοχής, με
συνέπεια να βγάζει μεγαλύτερα ποσά για το 1941, που τα χρησιμοποιεί ως ένδειξη πως δεν υπήρχε
μεγάλη διαφορά στα έξοδα κατοχής για το μεγαλύτερο διάστημα της κατοχής. Όπως όμως είδαμε
κάτι τέτοιο μάλλον δεν ισχύει. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς σε λίρες τα ποσά για το 1942
φαίνονται για παράδειγμα ανάμεσα στο 55% και το 70% (ανάλογα με τον υπολογισμό) εκείνων του
1943, ωστόσο, με βάση το προαναφερθέν σκεπτικό, η πραγματική διαφορά στην αγορά προϊόντων
και υπηρεσιών, αν και υπαρκτή – εξάλλου το 1942 οι γερμανικές δυνάμεις ήταν λιγότερες – πρέπει
να είναι πολύ μικρότερη, λόγω της απελευθέρωσης των τιμών σε αρκετά αγαθά και της ανόδου των
ημερομισθίων το 1943.

256
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

του κόστους των ελληνικών υλικών είναι ο ορισμός της τιμής (FOB εργοστασίου) του
τσιμέντου τον Σεπτέμβριο του 1942 σε 85.000 τον τόνο για τις αρχές κατοχής, τη στιγμή
που για τους Έλληνες καταναλωτές ήταν 300.000.432
Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η μέθοδος αυτή ίσως δεν πέφτει πολύ
μακριά από το πραγματικό ποσό για το σύνολο της κατοχής. Δεν είναι βέβαια καθόλου
απίθανο να υποτιμά λίγο τα έξοδα του 1943, αλλά η υποτίμηση αυτή ίσως αντισταθμίζεται
εν μέρει με τη μείωση των εξόδων τους τελευταίους 2 μήνες της κατοχής και την «κοιλιά»
του φθινοπώρου – χειμώνα 1942-43.
Όμως, στα 786,5 εκατομμύρια αυτά περιλαμβάνονται μόνο οι 39,33 μήνες από
τον Αύγουστο του 1941 μέχρι το πρώτο 10ήμερο του Νοεμβρίου, όταν περίπου
εγκατέλειψαν και οι τελευταίες δυνάμεις την ηπειρωτική Ελλάδα.433 Στην Ελλάδα έμειναν

432
Α1Σ34Υ4Φ10, «Αι Ελληνικαί Βιομηχανίαι Τσιμέντου από της ενάρξεως της κατοχής (28.4.1941)
μέχρι του τέλους 1942», Μάιος 1943. Το προηγούμενο διάστημα δεν υπήρχε διαχωρισμός στις
επίσημες τιμές. Οι Έλληνες αγοραστές της ελεύθερης αγοράς ήταν ελάχιστοι την περίοδο εκείνη
αφού την περίοδο εκείνοι ελάχιστοι ήθελαν να χτίσουν, ενώ οι μεγάλες ανάγκες των αρχών κατοχής
σε τσιμέντο και τα προβλήματα της παραγωγής δεν άφηναν μεγάλες ποσότητες για την ελεύθερη
αγορά έτσι κι αλλιώς. Συνέπεια ήταν η τιμή της ελεύθερης αγοράς να είναι μάλλον υπερτιμημένη –
αν και λιγότερο από ότι η χρυσή λίρα. Μια τόσο μεγάλη διαφορά, τόσο μεταξύ των δύο τιμών, όσο
και με την τιμή της χρυσής λίρας, κάνει σαφές το πρόβλημα του υπολογισμού των εξόδων με βάση
τις αγοραίες τιμές ή – ακόμα περισσότερο – τις τιμές τις χρυσής λίρας.
433
Ακόμα και με τον συνυπολογισμό των χρυσών νομισμάτων της επιχείρησης Neubacher, τα ποσά
Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 1944 εμφανίζονται πολύ μειωμένα, ενώ βεβαίως τυπικά τον Νοέμβριο
δεν εμφανίζονται καθόλου πληρωμές. Η εικόνα αυτή όμως μάλλον δεν αντικατοπτρίζει πλήρως την
πραγματική εικόνα, αφού δεν θα ήταν δυνατόν ο στρατός κατοχής να εφοδιάζεται με τους 2 και 1/3
αυτούς μήνες με ποσό που αντιστοιχεί σε λιγότερο από έναν μήνα με βάση τα στοιχεία της
προηγούμενης περιόδου, και μάλιστα τον τελευταίο μήνα της παρουσίας της Wehrmacht στην
ηπειρωτική Ελλάδα τα ποσά να εμφανίζονται μηδενικά. Αν και φαίνεται ότι πράγματι υπήρξε μια
σημαντική μείωση των εξόδων (την περίοδο εκείνη σταμάτησαν πολλά προγράμματα, όπως εκείνο
των τσιμεντοπλοίων για το οποίο θα δούμε στο δεύτερο μέρες), ωστόσο τα επίσημα ποσά,
υπολογιζόμενα σε λίρες μάλλον υποτιμούν τις προμήθειες, που θα πρέπει να έγιναν είτε με άλλα, μη
επαρκώς καταγεγραμμένα μέσα, είτε με τη βία, είτε αφήνοντας κάποιο χρέος στους προμηθευτές
τον τελευταίο μήνα. Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, τα αγαθά και οι υπηρεσίες που
αποκτήθηκαν θα πρέπει να συνυπολογιστούν στο τελικό ποσό, ακόμα και αν δεν πληρώθηκαν τελικά
στο σύνολό τους. Η όποια πραγματική μείωση υπήρξε πράγματι στους μήνες αυτούς μπορούμε να
υποθέσουμε ότι σχεδόν αντισταθμίζεται με τα κάπως αυξημένα ποσά που φαίνεται ότι υπήρξαν το
1943. Εξάλλου στο μεγαλύτερο διάστημα της κατοχής υπήρχε ένα ποσοστό αγορών που γίνονταν

257
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

βέβαια μερικές χιλιάδες ακόμα στρατιώτες (οι περισσότεροι στη δυτική Κρήτη) μέχρι το
καλοκαίρι του 1945, οι οποίοι ήταν αποκομμένοι και με ανεπαρκή χρηματοδότηση. Αν και η
επίπτωση της παρουσίας τους στην τοπική κοινωνία ήταν σημαντική, πρέπει να είχαν
περιορίσει σημαντικά τα έξοδα σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο, και δεν
πληρώνονταν πια με έξοδα κατοχής (πούλησαν μάλιστα κατά καιρούς και αρκετό
στρατιωτικό υλικό για τις προμήθειές τους), οπότε μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι
δεν αυξάνουν το τελικό ποσό κατά πολύ.434 Με βάση και το μέγεθος της φρουράς αυτής θα
μπορούσαμε να προσθέσουμε ένα ποσοστό κοντά στο 5% των προηγούμενων μηνιαίων
εξόδων για περίπου ένα εξάμηνο ακόμα, ή συνολικά περίπου 6,5 - 7 εκατομμύρια RM.
Ο υπολογισμός του Nestler δεν έχει επίσης λάβει υπόψη του τα RKKS των πρώτων
μηνών, αφού δεν προέκυπτε κάποιο τυπικό χρέος από αυτά για τη Γερμανία. Όπως είδαμε
πρέπει να κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα νομίσματα κατοχής αξίας περίπου 238
εκατομμυρίων RM (154,8 RKKS καθώς και τουλάχιστον 83 εκατομμύρια Μεσογειακές
δραχμές), η μεγάλη πλειονότητα των οποίων χρησιμοποιήθηκε στο εσωτερικό της Ελλάδας.
Ωστόσο, από τα νομίσματα αυτά πρέπει να λάβουμε υπόψη για τον παρόντα υπολογισμό
μόνο γύρω στα 160 συνολικά (περίπου 77 και 83 αντίστοιχα), αυτά δηλαδή που φαίνεται να
κυκλοφόρησαν μέχρι και τον Ιούλιο, αφού τα υπόλοιπα θεωρείται ότι συνυπολογίζονται

στις ακριβές τιμές της μαύρης αγοράς, το οποίο θα πρέπει να αντισταθμίζει την όποια υποτίμηση της
αξίας των υπόλοιπων εξόδων ενδεχομένως να προκύπτει με τον υπολογισμό αυτόν.
434
Μετά την υποχώρηση των Γερμανών από την υπόλοιπη Ελλάδα στη φρουρά της Κρήτης είχαν
απομείνει κάποιες χιλιάδες χρυσά φράγκα της επιχείρησης χρυσού του Neubacher και ένα μάλλον
άγνωστο ποσό σε δραχμές, καθώς και μικρότερες ποσότητες συναλλάγματος και άλλων πολύτιμων
ειδών. Μετά την απελευθέρωση της Αθήνας στην περιοχή στάλθηκαν νέες δραχμές, αλλά όχι βέβαια
ως έξοδα κατοχής. Ωστόσο οι γερμανικές δυνάμεις εξακολουθούσαν να εισπράττουν τοπική
φορολογία ύψους 10% για τις εισαγωγές και εξαγωγές από την περιοχή που έλεγχαν (ακόμα και αν
επρόκειτο για τρόφιμα του Ερυθρού Σταυρού), καθώς και διόδια σε τρόφιμα (π.χ. 50-60 οκάδες
λάδι) για τα οχήματα που εισέρχονταν στις ίδιες περιοχές. Επέβαλλαν επίσης πρόστιμα σε είδος
(τρόφιμα) για πλήθος παραβιάσεων, ενώ όταν χρειαζόταν προέβαιναν και σε επιδρομές σε
γειτονικές περιοχές («Η γερμανική τρομοκρατία εις την Κρήτην, το μαρτύριον της Μεγαλονήσου»,
εφημερίδα Έθνος, 5/4/1945). Όταν οι γερμανικές δυνάμεις παραδόθηκαν τον Μάιο του 1945 είχαν
στην κατοχή τους 510,3 γραμμάρια χρυσού σε μπάρες, 407 γραμμάρια χρυσού σε ρολό, 402,3
γραμμάρια λιωμένου χρυσού, 6 μικρά χρυσά κοσμήματα, 72,5 χρυσά δολάρια, 104,5 χρυσές λίρες,
3.210 γαλλικά και βέλγικα χρυσά φράγκα (σε νομίσματα των 10 και 20), 1 χρυσή δραχμή, 1 χρυσή
λιρέτα και 1 τουρκική χρυσή λίρα, ποσότητες αρκετά μικρές για να συντηρήσουν τους περίπου
11.500 Γερμανούς, 2.100 Ιταλούς και 430 Ρώσους που βρίσκονταν ως τότε στο νησί. Βλ. TNA, WO
204/8734, “Special Report on Operation ‘Langton’ (Confidential), 9/6/1945.

258
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

στα 786,5 εκατομμύρια της επόμενης περιόδου.435 Στο ποσό αυτό πρέπει να προσθέσουμε
ακόμα λίγο παραπάνω από 350 εκατομμύρια για τα έξοδα (από τον Αύγουστο 1941 και
μετά) των ιταλικών δυνάμεων, χρησιμοποιώντας την ίδια αναλογία γερμανικών και
ιταλικών εξόδων που παρουσιάζει ο υπολογισμός των ποσών σε λίρες.436 Τα παραπάνω

435
Δυστυχώς ακόμα και σε αυτόν τον υπολογισμό υπάρχει ένα πρόβλημα: η αλλαγή της επίσημης
ισοτιμίας και της πραγματικής αγοραστικής αξίας των νομισμάτων αυτών. Για τους πρώτους 2 και
κάτι μήνες είχαν επίσημη ισοτιμία 50 δραχμών, ενώ για τους επόμενους 60. Όμως λόγω της
σημαντικής ανόδου του πληθωρισμού από τον Ιούνιο, η αύξηση αυτή είχε πρακτικά ήδη
εξαφανιστεί. Ίσως θα έπρεπε λοιπόν να μειώσουμε την πραγματική αξία των RKKS του καλοκαιριού.
Όμως την περίοδο εκείνη είχαν δημιουργηθεί και οι πρώτες κρατικές υπηρεσίες για την
χρηματοδότηση έργων και προμηθειών των αρχών κατοχής μέσω του ελληνικού προϋπολογισμού
ενώ υπήρχαν και οι αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ύψους περίπου 5 εκατομμυρίων που δεν έχουν
ως τώρα συνυπολογιστεί. Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε πως οι μη συμπεριλαμβανόμενες
πληρωμές αυτές αντισταθμίζουν σε μεγάλο βαθμό την μειωμένη αγοραστική αξία μέρους των
κατοχικών νομισμάτων της περιόδου και κάνουν τον αριθμό των 160 RM σχετικά αξιόπιστο.
436
Ο υπολογισμός αυτός πρέπει να είναι ορθότερος για τα ιταλικά έξοδα από το αν τα υπολογίζαμε
με βάση τα 20 εκατομμύρια της μεθόδου Nestler, τουλάχιστον αν κάνουμε τη βάσιμη υπόθεση ότι οι
δύο δυνάμεις δεν θα αγόραζαν προϊόντα και υπηρεσίες με ριζικά διαφορετικές τιμές. Ένας
υπολογισμός με βάση τα 20 εκατομμύρια το μήνα (για 25 μήνες) θα έδινε 500 εκατομμύρια για τα
έξοδα των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. Ωστόσο, αν και τα έξοδα των Ιταλών φαίνεται να
μην απείχαν πολύ από εκείνα των Γερμανών κατά τους πρώτους μήνες της κατοχής και κατά το
μεγαλύτερο μέρος του 1943, το 1942 είναι πολύ χαμηλότερα τόσο σε δραχμές ή όσο και σε λίρες.
Στις αρχές της κατοχής (Σεπτέμβριο 1941) ο G. Altenburg (πληρεξούσιος του Ράιχ για την Ελλάδα)
προσπαθώντας να εξηγήσει τη διαφορά στο κόστος των στρατιωτών των δύο δυνάμεων κατοχής
(Ιταλοί 5,2 RM για κάθε 10 RM των Γερμανών σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, βασισμένους στα
ποσά εξόδων κατοχής και στον περίπου διπλάσιο αριθμό Ιταλών στρατιωτών που βρίσκονταν στην
Ελλάδα), θεώρησε ότι αυτό οφείλεται στη διαφορετική σύνθεση των γερμανικών και ιταλικών
δυνάμεων, αφού οι πρώτες είχαν περισσότερα αεροσκάφη, πλοία και οχήματα που είχαν
μεγαλύτερες απαιτήσεις συντήρησης, επισκευών και τροφοδοσίας. Η Ετμεκτσόγλου θεωρεί πως
κυριότερη αιτία ήταν στην πραγματικότητα η γερμανική διοίκηση της περιόδου και τα φιλόδοξα
αμυντικά έργα, (Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece…, σελ.. 470).
Δεν είναι βέβαιο αν η γερμανική πολιτική πληρωμών για τα έργα έπαιζε σημαντικό ρόλο, αλλά ο
αριθμός των κατασκευαστικών έργων, που μέχρι τα τέλη 1942 ήταν πολύ περισσότερα από
γερμανικής πλευράς, φαίνεται πως είχε μεγάλη σημασία, αφού όταν υπήρξε ένα κύμα ιταλικών
οχυρωματικών έργων μετά την ήττα στο Ελ Αλαμέιν το κενό ανάμεσα στα έξοδα Γερμανών και
Ιταλών μειώθηκε αρκετά. Όπως και να έχει το κόστος ανά στρατιώτη ήταν σημαντικά μεγαλύτερο για
τους Γερμανούς, αλλά ο μεγαλύτερος αριθμός της ιταλικής παρουσίας μείωνε τη διαφορά. Τα

259
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ποσά μας δίνουν ένα άθροισμα γύρω στα 1.297 εκατομμύρια RM, ή περίπου 1.304 αν
συνυπολογίσουμε και τα πιθανά έξοδα των αποκλεισμένων φρουρών. Το ποσό αυτό θα
περιλαμβάνει εκτός των εξόδων κατοχής και όσα άλλα μέσα χρησιμοποιήθηκαν για τη
χρηματοδότηση των δυνάμεων κατοχής (το μεγαλύτερο μέρος των ποσών του
προϋπολογισμού και των χρυσών νομισμάτων της επιχείρησης Neubacher). Για να έχουμε
όμως μια κατά το δυνατόν πληρέστερη εικόνα θα πρέπει να προσθέσουμε ακόμα στο
τελικό ποσό το υπόλοιπο του κλήρινγκ, και των λοιπών μη στρατιωτικών εξόδων. Όπως
είδαμε δεν υπάρχει καθαρή εικόνα για τα ποσά αυτά. Μπορούμε όμως να πάρουμε ως
βάση τα περίπου 929,3 εκατομμύρια της ΤτΕ, από τα οποία θα πρέπει να αφαιρέσουμε τα
ποσά που αναλώθηκαν από τις γερμανικές αρχές (περίπου 219 εκατομμύρια) και τις
εξαγωγές στρατιωτικών αρχών (περίπου 357 εκατομμύρια) ως θεωρούμενα ότι θα
περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των 1,304 εκατομμυρίων.437 Φτάνουμε έτσι σε ένα
υπόλοιπο περίπου 353,3 εκατομμυρίων, που αν προστεθεί στα ανωτέρω περίπου 1.304 μας
δίνει ένα τελικό (στρογγυλευόμενο) άθροισμα περίπου 1,657 δισεκατομμυρίων RM, ως

ατομικά ποσά πάντως της εκτίμησης Altenburg είναι ανεβασμένα λόγω του πληθωρισμού και της
σταθερής ισοτιμίας του RM. Για λόγους σύγκρισης αξίζει να αναφερθεί πως στην κατεχόμενη Γαλλία,
το ημερήσιο κόστος κάθε Γερμανού στρατιώτη είχε αρχικά υπολογιστεί από τις γαλλικές αρχές σε 22
φράγκα (1,1 RM), αν και με την τιμή αυτή τα έξοδα που πλήρωσε η χώρα θα έφταναν για 18.000.000
στρατιώτες, τη στιγμή που αυτοί δεν ξεπερνούσαν το 1.000.000. Με βάση τα παραπάνω θα
μπορούσαμε να υπολογίσουμε το πραγματικό ποσό εκεί γύρω στα 2 με 2,5 RM ανά στρατιώτη. Το
ποσό που χρεώθηκε στη Γαλλία για την κατοχή της το 1940 φαίνεται να προέκυψε όταν ο
επικεφαλής για τα οικονομικά ζητήματα της γερμανικής Επιτροπής Ανακωχής θεώρησε πως η
κατεχόμενη Γαλλία έπρεπε να επωμιστεί το 20% του συνολικού κόστους του πολέμου για τη
Γερμανία, το οποίο υπολογιζόταν σε 100 εκατομμύρια RM την ημέρα. De Rochebrune, Renaud &
Hazera, Jean-Claude: Les Patrons sous l’Occupation, Odile Jacob, Paris, 2013 [1995], σσ. 853-854 και
Umbreit, Hans : « Les politiques économiques allemandes en France », σελ. 34, στο: Dard, Olivier,
Daumas Jean-Claude & Marcot, François (sous la direction de) : L’Occupation, L’Etat Français et les
Entreprises, ADHE, Paris, 2000, σσ. 25-35. Τέτοιες αποφάσεις ήταν τυπικές της γερμανικής
συστηματικής, αλλά και αυθαίρετης, απομύζησης της υπόλοιπης Ευρώπης προς όφελος του Ράιχ.
437
Ο παραπάνω υπολογισμός θεωρείται ότι περιλαμβάνει κάθε στρατιωτικό έξοδο, άσχετα από τη
χρηματοδότησή του, και κατά συνέπεια θα πρέπει να περιλαμβάνει και τα έξοδα αυτά. Το αβέβαιο
ποσοστό των περίπου 32 εκατομμυρίων που ενδεχομένως να αφορά εισαγωγές χρυσών νομισμάτων
από το εξωτερικό για χρήση στην Ελλάδα θεωρείται πως θα πρέπει να μην απέχει πολύ από το
υπόλοιπο του ιταλικού κλήρινγκ. Έτσι για τους σκοπούς του υπολογισμούς αυτούς θεωρείται πως το
ένα θα πρέπει να αναιρεί το άλλο.

260
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τελική εκτιμώμενη αξία των αγαθών και υπηρεσιών που ο Άξονας (πλην Βουλγαρίας) έλαβε
από την κατεχόμενη Ελλάδα.438
Αν το ποσό αυτό δεν αποτελούσε παρά ένα πολύ μικρό μέρος της συνολικής αξίας
των αγαθών και υπηρεσιών που πήρε ο Άξονας από το σύνολο της κατεχόμενης Ευρώπης,
ωστόσο δεν ήταν καθόλου αμελητέο. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί πως με τα χρήματα
αυτά θα μπορούσαν να κατασκευαστούν περίπου 8 θωρηκτά της κλάσης Bismarck, ή 400-
800 υποβρύχια, ή περίπου 6.600 άρματα Panzer IV, ή περίπου 19.275 καταδιωκτικά Bf 109E
(με τιμές 1941, συμπεριλαμβάνονται οι κινητήρες αλλά όχι τα όπλα και μέρος του λοιπού
εξοπλισμού τους) ή τέλος σχεδόν 5.400 δικινητήρια Ju 88A (ομοίως).439
Το συνολικό ποσό των 1.657 εκατομμυρίων RM (με την επίσημη ισοτιμία ίσο με
663 εκατομμύρια προπολεμικά δολάρια) κατατάσσει την Ελλάδα, με τον σχετικά μικρό
πληθυσμό και τη μάλλον φτωχή της οικονομία σε μία από τις πρώτες θέσεις σε ό, τι αφορά
την απομύζηση πόρων από τους κατακτητές με όρους ποσοστού του εγχώριου ΑΕΠ. Αν δε
το καταμερίσει κανείς σε ένα αριθμό περίπου 6.800.000 Ελλήνων που είχαν μείνει στην
κατεχόμενη Ελλάδα (με την αφαίρεση όσων έμειναν στη βουλγαροκρατούμενη ζώνη, όσων

438
Το μικτό αυτό ποσό (περιλαμβάνει αμοιβές επιχειρηματιών και εργαζομένων για τις αρχές
κατοχής) πρέπει να θεωρείται απλώς ως ενδεικτικό μιας τάξης μεγέθους. Οι σημαντική αβεβαιότητα
που υπάρχει για κάποια από τα επιμέρους ποσά αφήνει ένα σοβαρό ενδεχόμενο αναθεώρησής του
αν στο μέλλον προκύψουν να στοιχεία. Ωστόσο η όποια αναθεώρησή του δεν θα πρέπει να είναι
πολύ μεγάλης έκτασης και δύσκολα θα μεταβάλλει την εικόνα ως προς το μέγεθος της
εκμετάλλευσης της ελληνικής παραγωγής από τον Άξονα. Εκτός των ποσών αυτών υπάρχει και το
ζήτημα της απλήρωτης υποχρεωτικής εργασίας ελλήνων πολιτών, τόσο στο εξωτερικό όσο και στην
κατεχόμενη Ελλάδα, για την οποία όμως δεν διαθέτουμε αρκετά στοιχεία ώστε να υπολογιστεί με
κάποια ακρίβεια.
439
Για κάθε θωρηκτό κλάσης Bismarck (από τα οποία ολοκληρώθηκαν μόλις 2) απαιτούνταν περίπου
200 εκατομμύρια RM, τα υποβρύχια (από τα οποία κατασκευάστηκαν πάνω από 1.100) κόστιζαν 2-4
εκατομμύρια. Βλ. Tooze: Wages of Destuction…, σελ. 399), τα Pzkw IV (από τα οποία
κατασκευάστηκαν περίπου 8.500) κόστιζαν πλήρως εξοπλισμένα περίπου 250.000 RM (IWM, Speer
Collection, FD 2690/45, Vol. 11, “Die Legierungsmetalle in der Rüstung und die Bedeutung der Chrom-
Zufuhren aus dem Balkan und der Türkei“, 12/11/1943), ενώ τα Bf 109E (μέχρι το 1945
κατασκευάστηκαν σχεδόν 35.000 BF 109) απαιτούσαν 85.970 RM και τα Ju 88A (κατασκευάστηκαν
συνολικά περίπου 15.000 Ju 88) χρειάζονταν 306.950 RM (τιμές 1941, βλ. Oertel, Manfred: „Die
Kriegsfinanzierung“, στο: Eichholtz, Dietrich: Geschichte der deutschen…, Band III, 1941-1943 Teil 2,
σελ. 686).

261
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πέθαναν ή διέφυγαν στο εξωτερικό),440 το ποσό αντιστοιχούσε σε περίπου 244,7 RM κατά


κεφαλή.441 Με βάση την ισοτιμία δραχμής/RM το 1938, η αναλογία αυτή σε προπολεμικές

440
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Δοξιάδη (Αι Θυσίαι της Ελλάδος στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο,
Γραφικαί Τέχναι Ασπιώτη – ΕΛΚΑ, Αθήνα;, [χ.η., 1946]) ο πληθυσμός της Ελλάδας το 1945 ήταν
6.805.000, ενώ 210.000 ακόμα βρίσκονταν στο εξωτερικό, από τους οποίους μόνο οι μισοί
αναμένονταν να επιστρέψουν. Τα στοιχεία αυτά μάλλον έχουν μια κάποια δόση υπερβολής ως προς
τη μείωση του πληθυσμού, ενώ ένα μέρος από όσους είχαν εν τω μεταξύ πράγματι πεθάνει ή
διαφύγει στο εξωτερικό μέχρι το τέλος της κατοχής, είχαν επωμιστεί κατά τη διάρκεια της ζωής τους
στην κατεχόμενη Ελλάδα μέρος των εξόδων αυτών. Από την άλλη ο αριθμός αυτός του Δοξιάδη
περιλαμβάνει και όσους έμειναν (μετά το κύμα εξόδου προσφύγων) στην κατεχόμενη από τους
Βουλγάρους δυτική Θράκη και Ανατολική Μακεδονία. Επιλέχθηκε έτσι ως ένα μέσο νούμερο το
6.800.000, που βρίσκεται λίγο πάνω από εκείνο που υπολόγιζαν οι ελληνικές αρχές (6.700.000 κατά
Σμπαρούνη: Μελέται και αναμνήσεις…, σελ. 54) όταν έκαναν την προσπάθεια υπολογισμού του ΑΕΠ
του 1941, πριν όμως ολοκληρωθεί η εικόνα για το κύμα προσφύγων από τη βουλγαροκρατούμενη
ζώνη. Στην πραγματικότητα βέβαια είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογιστεί επακριβώς ο (έτσι κι
αλλιώς μεταβαλλόμενος από έτος σε έτος) μέσος πληθυσμός της μη βουλγαροκρατούμενης χώρας
επί κατοχής.
441
Οι Klemann & Kudryashov (στο Occupied Economies. An Economic History of Nazi-Occupied
Europe…, σελ. 202) έχουν εκτιμήσει το ποσό σε περίπου 600 RM, με βάση όμως το λανθασμένο ποσό
των 3,8 δις (μόνο για τους Γερμανούς – δεν έχουν εκτίμηση για τους πόρους που πήραν οι Ιταλοί),
αλλά και πληθυσμό μόνο 6,3 εκατομμύρια (βλ. σελ. 99). Για σύγκριση αξίζει να αναφερθούν από το
ίδιο έργο και κάποιες άλλες εκτιμίσεις για χώρες που πρέπει να έχουν μικρότερο ποσοστό λάθους
(αν και στη Γαλλία δεν έχει αφαιρεθεί για παράδειγμα ο πληθυσμός Αλσατίας – Λωρραίνης που
ενσωματώθηκαν σε μεγάλο ποσοστό στη Γερμανία): Γαλλία 763 RM κατά κεφαλή, Βέλγιο 639, Δανία
800, Ολλανδία 1.122. Το μεγαλύτερο νούμερο κατά τη μελέτη είναι της Νορβηγίας, με 2.379 RM
κατά κεφαλή. Ωστόσο αν κρίνει κανείς από την ελάχιστη πτώση του Νορβηγικού ΑΕΠ το ποσό πρέπει
να είναι υπερβολικό και πάντως πρέπει να ανακυκλώθηκε στο εσωτερικό της Νορβηγικής οικονομίας
σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό και με λιγότερο βλαπτικό τρόπο από ότι το αντίστοιχο ποσό στην
Ελλάδα (το μεγαλύτερο μέρος του μάλλον αφορούσε οχυρωματικά έργα και την προσπάθεια
ανάπτυξης βιομηχανίας αλουμινίου με χρήση υδροηλεκτρικής ενέργειας στο εσωτερικό της
Νορβηγίας). Όλες πάντως οι οικονομίες αυτές ήταν αρκετά πλουσιότερες από την ελληνική, ειδικά
την περίοδο της κατοχής, όταν το ελληνικό ΑΕΠ σημείωσε σημαντική πτώση (μοναδική εξαίρεση,
μόνο όμως με όρους αγοραστικής δύναμης – PPP – ήταν η Νορβηγία, όμως η διαφορά αυτή ίσως να
αποτελεί μία ακόμα αιτία για το υψηλό κατά κεφαλή ποσό: η νορβηγική αγορά ίσως ήταν πολύ
ακριβότερη, με συνέπεια να εμφανίζει υψηλά ποσά σε RM, αλλά χαμηλά με όρους PPP). Στην
περίπτωση της ομοιότερης στην Ελλάδα Σερβίας οι συγγραφείς υπολογίζουν 200 RM, αλλά δεν είναι
βέβαιο ότι ο υπολογισμός τους αυτός δεν υποφέρει από κάποια παρόμοια λάθη με εκείνα του

262
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δραχμές ήταν 9.945, με τις οποίες θα μπορούσε κανείς να αγοράσει περίπου 4.972,5
καθημερινές εφημερίδες (αξίας 2 δραχμών εκάστη) ή 1.989 οικονομικές (5 δραχμών – ο
Οικ. Ταχυδρόμος έκανε όμως 3), 1,8 ραδιόφωνα, ή 153 πουκάμισα «Όξφορντ» «σε τιμές
εκποίησης», ή ακόμα 11,7 ζεύγη «καλλιτεχνικών» δαχτυλιδιών αρραβώνων των 18
καρατίων.442

αντίστοιχου για την Ελλάδα (εξάλλου στην σελ. 99 αναφέρουν 222 RM). Οι απευθείας συγκρίσεις
είναι πάντως αρκετά δύσκολες λόγω των διαφορετικών δεικτών πληθωρισμού και επιπέδων τιμών
και γίνονται ακόμα δυσκολότερες από τις αλλαγές των συνόρων.
442
Τιμές από εφημερίδες της εποχής (Οικονομολόγος και Πρωία). Η ισοτιμία του RM (κλήρινγκ)
άλλαξε στα μέσα Οκτωβρίου 1938 από 40,5 σε 42 δραχμές. Η τιμή του ραδιοφώνου (5.500 δραχμές)
είναι από διαφήμιση της Ελληνικής Ραδιοφωνικής Εταιρείας στην Πρωία της 1/6/1938 για
ραδιόφωνο General Electric (μοντέλο FE 51), εκείνη των πουκαμίσων (65 από αρχική τιμή 95
δραχμών) από διαφήμιση εκποίησης του Τιμολέοντα Ρούσου στην Πρωία της 31/7/1938 και εκείνη
των δαχτυλιδιών (850 δραχμών) από διαφήμιση του Νικ. Ρεπούση, στην Πρωία την 7/9/1938.

263
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

4. Τομείς της ελληνικής κατοχικής οικονομίας

Στο κεφάλαιο αυτό θα αναλύσουμε την πορεία κάποιων βασικών κλάδων της ελληνικής
οικονομίας κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η ανάλυση αυτή θα μας επιτρέψει αφενός να
διακρίνουμε καλύτερα τους κερδισμένους και τους χαμένους της περιόδου και αφετέρου
να αποκομίσουμε κάποια γενικότερα συμπεράσματα για την πορεία της κατοχικής
οικονομίας, τα οποία και θα χρησιμοποιηθούν ως βάση για τον υπολογισμό της πορείας
του κατοχικού ΑΕΠ (βλ. κεφάλαιο 7) και του ποσοστού της ελληνικής παραγωγής που
κατέληξε στα χέρια του Άξονα.

4.1 Γεωργία - κτηνοτροφία

Το ζήτημα της γεωργικής παραγωγής δεν αποτελεί βασικό σημείο εστίασης της παρούσας
διατριβής, αρχικός στόχος της οποίας ήταν να περιοριστεί στην εξέταση της βιομηχανίας
και τους εμπορίου. Ωστόσο, προκειμένου να καταλήξουμε στα απαραίτητα συμπεράσματα
για την διαμόρφωση του κατοχικού ΑΕΠ και το ποσοστό που οι δυνάμεις κατοχής
κατάφεραν να απομυζήσουν από την κατεχόμενη Ελλάδα, πρέπει να κάνουμε μια
συνοπτική αποτίμηση της αξίας της γεωργικής παραγωγής της χώρας την περίοδο εκείνη.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τόσο τα μεταπολεμικά όσο και τις εκτιμήσεις
που φαίνεται να έκαναν οι αρχές κατοχής και η Ελληνική Πολιτεία, η πτώση της παραγωγής
ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, ήδη από την αρχή της περιόδου. Χαρακτηριστικά είναι τα
συμπεράσματα της επιτροπής που είχε συστηθεί το 1941 για τον υπολογισμό του ΑΕΠ του
έτους εκείνου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της επιτροπής η καλλιεργήσιμη έκταση είχε
ελαττωθεί κατά περίπου 25% λόγω του πολέμου (επιστράτευσης, επίταξη ζώων κλπ). Στη
μείωση αυτή θα έπρεπε να προστεθεί η μείωση της απόδοσης που υπολογιζόταν σε 30%
λόγω της εξαιρετικής ξηρασίας και του πολέμου (κακή καλλιέργεια, ζημιές κλπ). Εκτός των
παραπάνω υπήρχε και η απώλεια της παραγωγής της βουλγαροκρατούμενης ζώνης, στην
οποία βρισκόταν το 15% των καλλιεργούμενων εκτάσεων, το 18,7% των σιτηρών, το 15%
του βαμβακιού, και το 19,62% της συνολικής αξίας της γεωργικής παραγωγής. Από τους
περίπου 900.000 – 1.000.000 τόνους σιταριού της προπολεμικής παραγωγής της χώρας
(χωρίς την ποσότητα που φυλασσόταν για την σπορά του επόμενου έτους) η παραγωγή του
1941 (στα νέα de facto σύνορα της Ελλάδας) υπολογιζόταν πως είχε μειωθεί στους 450.000.
Αντίστοιχη ήταν η μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης για βαμβάκι από 76.000 σε 37.000
εκτάρια, και λίγο μεγαλύτερη η μείωση των παραγόμενων σπόρων, από 48.000 σε 19.500
τόνους. Ο καπνός είχε ακόμα μεγαλύτερη πτώση, από τις 42.475.000 οκάδες στις
10.160.000. Στην πατάτα η μείωση ήταν επίσης μεγάλη, γιατί η συγκομιδή έγινε πριν την

264
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ωρίμανση λόγω επιτακτικής ανάγκης (πείνας) και του φόβου κλοπών. Επίσης υπήρξε
έλλειψη σπόρων που συνήθως εισάγονταν από την Κύπρο, ενώ η έλλειψη καυσίμων
επηρέασε την άντληση υδάτων σε περιοχές όπως η Αργολίδα. Στις σταφίδες η μείωση
υπολογιζόταν σε 30% λόγω ξηρασίας, κακής καλλιέργειας, ασθενειών και έλλειψης
φαρμάκων (κυρίως θείου). Στο ελαιόλαδο υπήρχε αξιόλογη μείωση λόγω έλλειψης ζώων
που θα μετέφεραν τον καρπό, αλλά και καυσίμων για τη λειτουργία των ελαιοτριβείων.
Στην κτηνοτροφία η μείωση έφτανε το 28% λόγω της βουλγαρικής κατοχής και
επιπλέον 25% λόγω επιτάξεων, ενώ οι σφαγές ζώων συνέχιζαν να μειώνουν τον αριθμό
τους. Ειδικότερα αναφέρονταν πως σε 4 μήνες θανατώθηκαν 8.000 γαλακτοφόρες
αγελάδες από τις συνολικές 20.000, ενώ οι μισές κατσίκες είχαν σφαχτεί ανάμεσα στο 1939
και το 1941 λόγω της απαγόρευσης αιγοβοσκής στα δάση και το 12% των προβάτων είχαν
μείνει στις βουλγαροκρατούμενες περιοχές. Λόγω των στρατιωτικών αναγκών είχε
επιταχθεί εξάλλου περίπου το 40% από τα ιπποειδή, όπως και τα καλύτερα ζώα έλξης. Η
επιστράτευση κατά την περίοδο παραγωγής του τυριού και του βουτύρου είχε στοιχίσει
άλλο ένα 5% στην παραγωγή των ειδών αυτών. Η συνολική μείωση της κτηνοτροφικής
παραγωγής ανερχόταν στο 65%.
Στον δασικό είχε απωλεστεί το 15,5% της έκτασης δασών και το 29% της
χρηματικής απόδοσης, που βρισκόταν στα δάση της Ροδόπης ενώ υπήρχαν και μεγάλες
ζημιές λόγω πυρκαγιών, παράνομης βοσκής και λαθροϋλοτομίας. Με βάση τις επίσημες
άδειες η παραγωγή ξυλείας είχε πέσει από 124.000 κυβικά μέτρα το 1939 σε 43.000 το
1941, οι ξυλάνθρακες από 76 εκατομμύρια οκάδες σε 4,5 εκατομμύρια, τα καυσόξυλα από
1,8 εκατομμύρια ζύγια σε 0,5 εκατομμύρια, και η ρητίνη από 21 εκατομμύρια οκάδες σε 4,5
εκατομμύρια. Σημαντική ήταν και η μείωση στο κυνήγι και την αλιεία.443
Χαρακτηριστικές της πτωτικής πορείας των εκτιμήσεων είναι εκείνες που
αφορούν σε κάποια προϊόντα με καίρια σημασία, όπως το σιτάρι. Όπως είδαμε οι ελληνικές
αρχές έκαναν λόγο για 450.000 τόνους το 1941. Από την πλευρά τους οι ιταλικές αρχές
έκαναν λόγο για 500.000. Κάποιες πληροφορίες της Αγροτικής Τράπεζας έδιναν ένα
νούμερο 863.000 τόνων για το σύνολο της παραγωγής δημητριακών, αλλά συμφωνούσαν
με τις προηγούμενες πηγές για την συνεχή πτώση της παραγωγής τα επόμενα κατοχικά έτη.

443
ΕΛΙΑ, αρχείο Κ. Ζαβιτσιάνου, φάκελος 3.2, Υπόμνημα επί της Οικονομικής και
Δημοσιοοικονομικής Καταστάσεως της Ελλάδος (Νοέμβριος 1941). Αντίγραφα (με ελάχιστες
διαφορές) των εγγράφων για την ανάλυση του ΑΕΠ του 1941 υπάρχουν και στο αρχείο
Κουτσουμάρη, (στο ΕΛΙΑ), Φάκελος 50.2, «Παρατηρήσεις επί του υπολογισμού του εθνικού
εισοδήματος της Ελλάδος του περιεχομένου εν τω υπομνήματι».

265
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Τις περισσότερες από τις χαμηλές αυτές εκτιμήσεις δεχόταν σε μεγάλο βαθμό και ο Διεθνής
Ερυθρός Σταυρός, ή διάφορες Συμμαχικές υπηρεσίες, στις οποίες συναντάμε νούμερα για
τα επόμενα έτη που έπεφταν και μέχρι και 300.000 τόνους για το σιτάρι και κάτω από τις
600.000 για το σύνολο των δημητριακών – κάποιες από τις πλέον χαμηλές μάλιστα έκαναν
λόγο για μόλις 425.000 σιτηρών το 1943 και 228.000 τόνους σιταριού το 1944.444 Οι πλέον
απαισιόδοξες αυτές στατιστικές βασίζονταν όμως σε μη ρεαλιστικές παραδοχές, όπως
εκείνη που το 1944 αναφέρει πως «σε περιοχές κάτω από τον έλεγχο των ανταρτών π.χ.
Θεσσαλία, Ήπειρο και Φθιώτιδα, η γη δεν καλλιεργήθηκε καθόλου»!445 Χαρακτηριστικός
των εμφανώς αναληθών αυτών εκτιμήσεων είναι ο πίνακας που ακολουθεί και προέρχεται
από το υπουργείο εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας (αν και τα στοιχεία του είναι από
ελληνικές πηγές).

Επίσημες εκτιμήσεις για την αγροτο-κτηνοτροφική παραγωγή (τόνοι)


Είδος Μ. όρος 1935-37 1941 1942 1943
Σιτάρι 696.000 450.000 350.000 300.000
Άλλα σιτηρά 474.800 200.000 300.000 250.000
Όσπρια 74.500 30.000 25.000 20.000
Πατάτες 142.000 100.000 50.000 40.000
200.000-
Βοοειδή 1.034.704 500.000+ 460.000 250.000
Κατσίκες &
πρόβατα 12.494.892 6.250.000 3.750.000
Γουρούνια 429.748 215.000 130.000
Πίνακας 4.1: Πηγή: FO 371/37201, Kingdom of Greece, Ministry of Finance: “Report on Agricultural
Production in Greece”, London, February, 1943 (το υπογράφει ο Κ. Βαρβαρέσος). Η παραγωγή
έβαινε αυξανόμενη μέχρι τον πόλεμο, το δε 1938 ήταν σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο
των ετών 1935-37.

444
Βλ. Μαργαρίτης, Γιώργος: Προαναγγελία Θυελλωδών Ανέμων… Ο πόλεμος στην Αλβανία και η
πρώτη περίοδος της κατοχής, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σσ. 194-221, 315-322 και 357-368,
Σκαλιδάκης, Γιάννης: Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (1944). Ένας τύπος επαναστατικής
εξουσίας: Πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές παράμετροι, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή στο
τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2012, σσ. 94-115 καθώς και Σμπαρούνης,
Αθανάσιος: Μελέται και Αναμνήσεις εκ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, [χ.ε.], Αθήνα, 1950, σσ. 141-
146.
445
TNA, WO 204/8716, dept. of Agriculture AML HQ Greece MEF, “Greek agriculture during the war”
(confidential), 28/4/1944. Το έγγραφο κάνει λόγο και για μείωση 40% της καλλιέργειας σε σχέση με
την προπολεμική περίοδο στις γερμανοκρατούμενες περιοχές και παρουσιάζει τη σοδειά του 1943
ως χαμηλότερη εκείνων του 1941 και 1942 κατά 10%-30% στα όσπρια, 20% στο καλαμπόκι και 30%-
40% στα σιτηρά.

266
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Κάποια από τα χαμηλά νούμερα εξακολουθούν να αναπαράγονται ως τα μόνα


συγκεκριμένα, έστω και αν ακόμα και αυτοί που τα παραθέτουν κρατούν κάποιες φορές
επιφυλάξεις. Σύμφωνα με κάποια από αυτά, η παραγωγή σιταριού μετά την αρχική μείωση
κατά το 1941 σε επίπεδα γύρω στο 74% του 1940, παρουσίασε τεράστια πτώση κατά σχεδόν
40% το 1942, φτάνοντας μόλις στο 45,2% της προκατοχικής (βλ. πίνακα 4.2). Την πεσιμιστική
εντύπωση για την ιδιαίτερα χαμηλή κατοχική παραγωγή υιοθετούν και οι Δοξιάδης και
Μαγκριώτης, έστω και αν τα νούμερα που αναφέρουν είναι κάποιες φορές λίγο υψηλοτέρα.
Ο Δοξιάδης για παράδειγμα εκτιμά την ετήσια παραγωγή δημητριακών της περιόδου 1941-44
στο 60% εκείνης του 1938, των οσπρίων στο 64%, του καπνού στο 11%, του βαμβακιού στο
25%, της σταφίδας στο 34%, των ξηρών καρπών στο 80% και του ελαιολάδου στο 84%.446

Επίσημες μεταπολεμικές εκτιμήσεις αγροτικής παραγωγής 1940-1943 (1940=100)

Έτη
Προϊόν 1940 1941 1942 1943
Σίτος 100,0 74,0 45,2 47,9
Βρώμη 100,0 74,3 35,1 43,2
Αραβόσιτος 100,0 77,2 88,6 67,1
Καπνός 100,0 22,6 7,5 17,2
Πατάτα 100,0 72,5 50,0 40,0
Πίνακας 4.2: Επεξεργασία στοιχείων που βρίσκονται στο: Τσουλφίδης, Λευτέρης: Οικονομική
Ιστορία της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 2013,
σελ. 295. Το σύνολο της παραγωγής των ετών 1941-42 αναφέρεται στο πρωτότυπο ως ίση με το
40% εκείνης του 1957. Οι περισσότερες από τις εκτιμήσεις αυτές δεν πείθουν ιδιαίτερα για την
ακρίβειά τους.

446
Δοξιάδης Κων.: Αι Θυσίαι της Ελλάδος στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Γραφικαί Τέχναι Ασπιώτη
– ΕΛΚΑ, Αθήνα;, [χ.η.], 1946, πίνακες 19 και 20) και Μαγκριώτης, Δημ.: Θυσίαι της Ελλάδος και
Εγκλήματα Κατοχής, 1941-1944, Φόρμιγξ, Αθήνα, 1996 [1949], σσ. 48-51. Οι τιμές αυτές είναι σε
κάποιες περιπτώσεις (όπως εκείνη των δημητριακών) αρκετά υψηλότερη από τις πλέον
απαισιόδοξες εκτιμήσεις της Ελληνικής Πολιτείας, αλλά παραμένουν αισθητά χαμηλές. Κάποιες
διεθνείς μεταπολεμικές εκτιμήσεις (βασισμένες σε στοιχεία της κατοχής) συνεχίζουν να αναφέρουν
με επιφυλάξεις (ελλείψει καλύτερων στοιχείων) τις χαμηλές εκτιμήσεις που δίνουν παραγωγή
σταριού κάτω των 400.000 τόνων (περίπου το 60-70% των αναγκών), αν και παραδέχονται την άνοδο
της παραγωγής το 1943 που δείχνουν τα ανεπίσημα στοιχεία. Βλ. Brandt, Kral, Schiller, Otto &
Ahlgrimm, Franz: Management of Agriculture and Food in the German-occupied and Other Areas of
Fortress Europe: A Study in Military Government, Stanford University Press, Stanford, 1953, σσ. 235-
236. Γενικά τα στοιχεία της πηγής αυτής, όπως και των περισσότερων άλλων, είναι επίσης
προβληματικά. Σαφής είναι εξάλλου και η προσπάθεια των συγγραφέων (ανάμεσά τους και στελέχη
του γερμανικού κατοχικού μηχανισμού) να εξωραΐσουν τον ρόλο της Γερμανίας.

267
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι τιμές αυτές (και περισσότερο οι χαμηλότερες της ίδιας της κατοχής) φαίνεται ότι
απείχαν αρκετά από την πραγματικότητα. Εξάλλου και οι ίδιες οι ελληνικές αρχές δεν
φαίνεται να τις πίστευαν πάντα, γι’ αυτό και κάποιες όπως είδαμε αναθεωρήθηκαν ελαφρά
μετά τον πόλεμο. Αδιαμφισβήτητα υπήρχαν σημαντικά προβλήματα στην παραγωγή στη
διάρκεια της κατοχής, προβλήματα που σχετίζονταν με τις ελλείψεις καυσίμων,
λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων (στον βαθμό που χρησιμοποιούνταν), καθώς και με τις
δυσμενείς επιπτώσεις της επιστράτευσης (ζώων και ανθρώπων) και, από το 1943 και μετά,
των επιχειρήσεων των ανταρτών και κυρίως των δυνάμεων κατοχής. Τα προβλήματα όμως
δεν ήταν τόσο σημαντικά ώστε να ρίξουν την παραγωγή κάτω από το 50% – και σε κάποιες
κατηγορίες κάτω και από το 20% – της προπολεμικής. Πέρα από την υπερβολική εκτίμηση
για την πτώση της αποδοτικότητας της γεωργίας και την ελάττωση του αριθμού των ζώων,
οι επίσημες στατιστικές υποτιμούν και το μέγεθος της κρυφής παραγωγής για ιδιωτική
κατανάλωση ή πώληση στη μαύρη αγορά. Εκτός μάλιστα από την αυτοκατανάλωση των
Ελλήνων παραγωγών φαίνεται πως είχαμε και αρκετή παραγωγή από τις ίδιες τις δυνάμεις
κατοχής, ειδικά προς το τέλος της περιόδου, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας – αν όχι το
σύνολό της – δεν πρέπει να εμφανίστηκε ποτέ στις ελληνικές στατιστικές.447
Οι εφημερίδες της εποχής έμοιαζαν να συμμερίζονται και αυτές ως ένα βαθμό την
σχετική ανησυχία για την επάρκεια της αγροτοκτηνοτροφικής παραγωγή της χώρας, με
μάλλον λιγότερο πεσιμιστικούς όμως τόνους, ειδικά σε ό, τι αφορούσε τις κυβερνητικές
ανακοινώσεις που συχνά (αν και μάλλον ανεπιτυχώς) προσπαθούσαν να καθησυχάσουν τον

447
Η γερμανική αεροπορία για παράδειγμα διέθετε μεγάλες «δικές της» εκτάσεις για καλλιέργεια
στη λίμνη Κωπαΐδα, σε εκτάσεις κοντά στη Θεσσαλονίκη και στην Κηφισιά (ανάμεσά τους και μια
έκταση του πανεπιστημίου που τέθηκε στη διάθεσή της από το ελληνικό κράτος), ενώ πολλές
μονάδες υποχρεώθηκαν να καλλιεργήσουν μικρούς κήπους για τα λαχανικά τους. Εκεί
καλλιεργούνταν διάφορα λαχανικά, σιτηρά, πατάτες και φρούτα, ενώ εκτρέφονταν και κοτόπουλα.
Για τους σκοπούς αυτούς είχαν μάλιστα αποσταλεί πέντε βαγόνια με πατατόσπορο από την
Γερμανία. Τα μέτρα αυτά ήταν αρκετά αποδοτικά (από ένα σημείο και μετά υποτίθεται πως οι
αγορές τροφίμων από την ελληνικά αγορά είχαν περιοριστεί), ώστε οι στρατιωτικές μερίδες στην
Ελλάδα να είναι «λίγο μεγαλύτερες» από εκείνες στη Γερμανία. Piske, Dr Arthur, Generalintendant
a.D.: “Logistical Problems of the German Air Force in Greece, 1941-43”, (Foreign Military Study B-
645), Historical Division, Headquarters United States Army, Europe, Foreign Military Branch, 1953, σσ.
18-22. Παρόμοια πολιτική σε ό, τι αφορά τους στρατιωτικούς κήπους για την καλλιέργεια των
λαχανικών των στρατιωτικών μονάδων είχαν υιοθετήσει και οι Ιταλοί.

268
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

λαό για την επάρκεια τροφίμων.448 Από την αρχή της κατοχής είχε ασφαλώς
συνειδητοποιηθεί πως θα υπήρχαν ελλείψεις, κυρίως λόγω των ελλιπέστατων εισαγωγών,
και ως ένα βαθμό λόγω της προμήθειας τροφίμων από τις δυνάμεις κατοχής με τον
ελεγχόμενο από την κυβέρνηση τύπο να καλούσε για «γεωργική εκστρατεία».449 Όσο
περνούσε όμως ο καιρός τα αρχικά σχετικά απαισιόδοξα δημοσιεύματα μάλλον μειώνονταν
και το επόμενο διάστημα έχουμε είτε συμβουλές για αύξηση της παραγωγής σχολιάζοντας
αισιόδοξα τις αυξήσεις των προηγούμενων ετών και την προοπτική συνέχισής τους παρά τις
αντικειμενικές δυσκολίες,450 είτε παρουσιάσεις αισιόδοξων απόψεων για έργα ανάπτυξης
της παραγωγής,451 είτε και καθαρά αισιόδοξες εκτιμήσεις, τη στιγμή μάλιστα που στα
εσωτερικά τους έγγραφα ή στις ανταλλαγές επιστολών με τις αρχές κατοχής και τη Μέση

448
Βλ. το κείμενο του πρώην διευθυντή του υπουργείου Εθν. Οικονομίας της της γεωπονικής σχολής
Σπ. Χασιώτη για τον επισιτισμό (σε 4 μέρη: «η ανάγκαι και η παραγωγή μας», «η εφετινή
παραγωγή», «η ανάγκη προσωπικού μόχθου» και «αι άμεσαι ανάγκαι μας») στην εφημερίδα Πρωία,
11, 12, 13 και 17 Ιουλίου 1941 (ειδικά το τρίτο μέρος). Αναπάντεχα ειλικρινής ήταν όμως η
ανακοίνωση του υπουργείου γεωργίας που έκανε λόγο για μεγάλη έλλειψη πατατόσπορου λόγω της
διακοπής των εισαγωγών από την Κύπρο, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα «μέρος μόνον των διά
γεώμηλα προοριζομένων εκτάσεων» να σπαρθούν («Εις το περιθώριον των γεγονότων – ο
πατατόσπορος», εφημερίδα Πρωία, 28/8/1941). Από την άλλη υπήρχαν και άρθρα που
προσπαθούσαν να καταπολεμήσουν την εντύπωση των ελλείψεων που ωθούσε τις τιμές προς τα
πάνω με επίσημες διαβεβαιώσεις ότι η νέα σοδειά θα είναι αρκετά καλή («η απόδοσις εξ άλλου της
οψίμου εσοδείας, κατά τας πληροφορίας αι οποίαι συνεκεντρώθησαν εις τας αρμοδίας υπηρεσίας,
κυμαίνεται κατά περιφερείας κατά τρόπον μάλλον ευχάριστον») και δεν υπάρχει έλλειμα άρτου. Βλ.
«Εξελειπον οι κίνδυνοι ελλείψεως άρτου, εβελτιώθησαν αι μεταφοραί και εισάγονται εις δίκην οι
υπεύθυνοι διαρροής αλεύρων δια πλαστογραφιών και παραχαράξεων δελτίων. Ικανοποιητική η νέα
εσοδεία», εφημερίδα Ακρόπολις, 6/6/1941.
449
«Γεωργική εκστρατεία», Εφημερίδα Εστία, 6/5/1941.
450
Βλ. «Δια να αυξηθεί η γεωργική μας παραγωγή», Β΄ μέρος, εφημερίδα Ακρόπολις (Αθηνών),
8/7/1941.
451
Ευστ. Πάκης: «Η ανάπτυξις της γεωργικής παραγωγής», εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών,
14/2/1942. Το κείμενο εστιάζεται κυρίως στη διαχείριση των υδάτων για την άδρευση, κλπ και
συνεχίζεται στο επόμενο φύλλο (21/2/1942) για τα «απαραίτητα μέτρα υπέρ της γεωργίας»
(κινητήρες, σπόροι, λιπάσματα, γεωργική αποκατάσταση, ασφάλεια). Σε επόμενα φύλλα υπάρχουν
και άλλα (πιο εξειδικευμένα) δημοσιεύματα για δημητριακά, βαμβάκι κλπ.

269
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ανατολή, οι ελληνικές κατοχικές αρχές συνέχιζαν να κάνουν λόγο για μείωση της
παραγωγής.452
Ακόμα και οι ιδιαίτερα απαισιόδοξες επίσημες προβλέψεις εμφανίζονταν κάπως
λιγότερο απογοητευτικές στις εφημερίδες της εποχής. Το 1943 για παράδειγμα γινόταν μεν
λόγος για ζημιές από τον κακό καιρό, και για μείωση της παραγωγής σε κάποιες περιοχές,
αλλά οι αποδόσεις στα σιτηρά ήταν «μάλλον ικανοποιητικαί», στον αραβόσιτο υπήρχε
αύξηση, αν και βραδεία και μη ικανοποιητική, στα ψυχανθή η κατάσταση ήταν «μέτρια», το
βαμβάκι σε κάποιες περιοχές «υπέφερε εκ της ξηρασίας», αλλά στον καπνό οι αποδόσεις
ήταν «άριστες», στις πατάτες ήταν «καλές κατά το μάλλον ή ήττον», οι ελιές αλλού είχαν
πληγεί από την ξηρασία και αλλού είχαν «καλή σχετικώς» ή «μέτρια» ανάπτυξη, τα αμπέλια
ήταν «ικανοποιητικά» αν και σε κάποιες περιπτώσεις είχαν προβλήματα με αρρώστιες, και
η κτηνοτροφία συναντούσε κάποιες «δυσχέρειες» λόγω της ανομβρίας, με «μείωση της
γαλακτοπαραγωγής», αλλά «υγιεινή σε καλό σημείο».453 Αντίθετα δε με τις νέες μειώσεις
στην παραγωγή που προέβλεπαν οι επίσημες στατιστικές, τα δημοσιεύματα του 1944
έκαναν λόγο για «ευοίωνες προβλέψεις» που «επιβεβαιώνονται από τα πράγματα» και για
«πολύ ικανοποιημένους παραγωγούς», ακόμα και για καλύτερο σε σχέση με το 1943 καιρό,
με περισσότερες βροχές, με αποτέλεσμα, «αν δεν υπήρχε ο πόλεμος, με τον θλιβερόν
αντίκτυπον τον οποίον δημιουργεί» (π.χ. ακαλλιέργητες εκτάσεις) «με την εφετεινήν καλήν
εσοδείαν» θα μπορούσε η χώρα να πλησιάσει «εις πλήρη κάλυψιν των ελληνικών αναγκών
εις σιτηρά».454 Ακόμα καλύτερη παρουσιαζόταν μάλιστα η κατάσταση με τα φρούτα που

452
Το 1943 για παράδειγμα «η εφετινή παραγωγή σταφυλών, συμφώνως προς τα μέχρι της στιγμής
δεδομένα» παρουσιαζόταν ως «απολύτως ικανοποιητική» (Βλ. «Η παραγωγή σταφυλών»,
Οικονομολόγος Αθηνών, 7/8/1943). Όπως θα δούμε στη συνέχεια, οι αισιόδοξες μάλιστα αναφορές
για τη γεωργική παραγωγή στις εφημερίδες είναι μάλλον περισσότερες όσο πλησιάζουμε στο τέλος
της κατοχής.
453
«Η πορεία των εφετεινών καλλιεργειών της χώρας», εφημερίδα Κέρδος Αθηνών, 2/10/1943.
Υπήρχαν ωστόσο και κάποιες επί μέρους εξαιρέσεις, ειδικά στο θέμα της κτηνοτροφίας προς το
τέλος της κατοχής (π.χ. «Τόνωσις της κτηνοτροφίας», εφημερίδα Οικονομική Αθηνών, 2/7/1944,
όπου γίνεται λόγος για «άνευ προηγουμένου κρίσιν» της κτηνοτροφίας επί κατοχής).
454
«Σχόλια και κρίσεις – η εφετεινή εσοδεία των σιτηρών», εφημερίδα Οικονομικός Ταχυδρόμος,
19/6/1944. Σχόλια για ευνοϊκό καιρό (κυρίως βροχές) είχαμε και σε δημοσίευμα της άνοιξης που
ανέφερε «θάλασσα πρασίνου», ωφέλεια δέντρων, λαχανικών και πρωίμων σιτηρών και «καλή
χρονιά για όλους σχεδόν τους κλάδους της γεωργίας μας» («Σχόλια και κρίσεις – ο καιρός και αι
καλλιέργειαι», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 17/4/1944).

270
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

«κατέκλυζαν τον τελευταίο καιρό» την αγορά της πρωτεύουσας.455 Τα λιγότερο αρνητικά
αυτά δημοσιεύματα πιθανώς να σχετίζονταν με την προσπάθεια δημιουργίας στο κοινό
προσδοκιών για λιγότερες ελλείψεις και ως εκ τούτου χαμηλότερες τιμές και λιγότερη
μαύρη αγορά.
Ακόμα όμως και αν υποθέσουμε ότι οι εφημερίδες είχαν προπαγανδιστικούς
στόχους που τις οδηγούσαν να απαλύνουν την πλήρως αρνητική εικόνα των επίσημων
στατιστικών, υπάρχουν πλήθος καταγραφών σε προσωπικά ημερολόγια, συνεντεύξεις και
άλλες παρόμοιες πηγές που παρουσιάζουν μια εικόνα αύξησης της παραγωγής σε κάποιες
κατηγορίες μετά το 1941 και μικρότερης μείωσης σε όποιους τομείς υπήρχε πράγματι
σημαντική μείωση, εικόνα που συχνά οφείλεται στην συστηματική προσπάθεια απόκρυψης
μεγάλου μέρους της παραγωγής τόσο από τις αρχές κατοχής, όσο και από εκείνες της
Ελληνικής Πολιτείας. Έτσι, για παράδειγμα η αρμόδια επιτροπή του τοπικού συνεταιρισμού
στον Αλμυρό που έπρεπε να αποδίδει το 10% της παραγωγής στα ιταλικά στρατεύματα,
καλόπιανε τους Ιταλούς με τσίπουρο, κρασί, κλπ. Αλλά «ποτέ μα ποτέ» δεν δήλωνε «την
πραγματική παραγωγή, σχεδόν το 58%», και όταν τους πήραν είδηση χρειάστηκε να
δωροδοκήσουν με σιτάρι τον Ιταλό υπαξιωματικό της καραμπινιερίας.456 Κατά τον
Mazower, «το να κρύβουν τις σοδειές από το φοροεισπράκτορα αποτελούσε ουσιαστικά
καθήκον για τους περισσότερους χωρικούς.457 Ακόμα και κάποιες εσωτερικές γερμανικές

455
«Σχόλια και κρίσεις – τα ελληνικά φρούτα», εφημερίδα Οικονομικός Ταχυδρόμος, 26/6/1944. Το
άρθρο αναφέρει σχετικά μειωμένη ζήτηση που βοηθά στην εικόνα αφθονίας, ωστόσο η μειωμένη
αυτή ζήτηση είναι μια έμμεση επιβεβαίωση της σχετικά καλής παραγωγής της χρονιάς εκείνης παρά
τις επιπτώσεις των εκτεταμένων πολεμικών επιχειρήσεων, αφού η ξένη βοήθεια από μόνη της δεν
θα έφτανε (η Αθήνα είχε αποκτήσει πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό την περίοδο εκείνη). Σε άλλο άρθρο
της ίδιας περιόδου γραμμένο από καθηγητή της γεωπονικής σχολής σχετικά με την εκτροφή
μεταξοσκωλήκων γινόταν έκκληση να μην εγκαταλειφτεί η σηροτροφία «ένεκα παροδικής κρίσεως»
(επιβεβαιώνοντας έτσι την σημαντική πτώση που επισήμως τουλάχιστον είχε ο κλάδος τα
προηγούμενα κατοχικά χρόνια), την ίδια όμως στιγμή γινόταν λόγος για «πολύ βελτιωμένους» όρους
παραγωγής τη χρονιά εκείνη λόγω προσαρμογής των τιμών στις τιμές του σίτου (Ι. Κοκκώνη: «Η
σηροτροφία κατά τον παρόντα πόλεμον», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 10/4/1944).
456
Σκαλιδάκης, Γιάννης: Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (1944)…., σελ. 99. Βλ. επίσης
Χιονίδου, Βιολέτα: Λιμός και Θάνατος στην Κατοχική Ελλάδα, 1941-44, (μετάφραση Δημ. Μιχαήλ),
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2011, κυρίως σσ. 88-91 για περιγραφές εντατικής καλλιέργιας
σε Σύρο και Χίο και 91-96 για απόκρυψη παραγωγής από τις αρχές.
457
Mazower, Mark: Η Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα,
1994 [1993], σελ. 84.

271
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αναφορές εμφανίζονταν λιγότερο αρνητικές, όπως αυτή, που το καλοκαίρι του 1942
μιλούσε για εκτίμηση «καλής μέσης σοδειάς» σιτηρών, καθώς και λαχανικών και φρούτων
στη Μακεδονία.458
Και αν θα μπορούσε να αμφιβάλει κανείς για την πραγματική έκταση τέτοιων
φαινομένων και για την ακρίβεια εικόνων που βασίζονται σε προσωπικές εντυπώσεις του
μικροκόσμου των πρωταγωνιστών τους, υπάρχουν και τα λογικά επιχειρήματα που επίσης
φαίνεται να επιβεβαιώνουν της εικόνα αυτή. Όπως σωστά παρατηρεί ο Γ. Μαργαρίτης, αν
πιστέψουμε τις επίσημα αναφερόμενες αυτές ποσότητες, το 1943, την καλύτερη δηλαδή
από οικονομικής πλευράς περίοδο της κατοχής, ακόμα και με την πρόσθεση των
σημαντικών ποσοτήτων τροφίμων που μετέφερε ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός (ΔΕΣ), θα
συνέχιζε να υπάρχει σημαντικότατο έλλειμμα τροφίμων που θα έφτανε στο 25% των
«ελάχιστων αναγκαίων τροφίμων», το 21% των «ελάχιστων αναγκαίων σιτηρών» και το
35% των «ελάχιστων απαραίτητων» οσπρίων (όπως τα είχαν υπολογίσει οι εκθέσεις
Σμπαρούνη).459 Είναι προφανές πως σε μια χώρα με τόσο σημαντικές ελλείψεις θα είχαμε
πολλές χιλιάδες νέους θανάτους από την πείνα το 1943, η ουσιαστική απουσία των οποίων
στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας είναι η καλύτερη ίσως απόδειξη για την μεγάλης
έκτασης υποτίμηση της πραγματικής παραγωγής από τις κρατικές αρχές της περιόδου.
Εξάλλου αυτή ακριβώς η υποτιθέμενη σημαντικά μειωμένη παραγωγή που άφηνε μεγάλο
διατροφικό έλλειμμα κατά τις επίσημες στατιστικές, ήταν εκείνη που σε μεγάλο βαθμό
τροφοδότησε και τις χιλιάδες των ανταρτών που ανέβηκαν στα βουνά, ειδικά το 1943-44.460

458
BA-MA, RW 29/108, “Lagebericht v. 8.7 – 14.7.42“.
459
Μαργαρίτης, Γιώργος: Προαναγγελία Θυελλωδών Ανέμων …, σσ. 359-360.
460
Οι αρχές κατοχής δεν επέτρεπαν στην ξένη βοήθεια να φτάσει στις «συμμοριόπληκτες» (δηλαδή
ανταρτοκρατούμενες) περιοχές. Ένα ποσοστό βεβαίως τελικά θα έφτασε εκεί μέσω των προμηθειών
που θα γίνονταν από τις πόλεις, συχνά με αγγλικές λίρες, ή με την ανταλλαγή προϊόντων από τα
παράνομα δίκτυα της μαύρης αγοράς. Ωστόσο οι ποσότητες αυτές ήταν σε γενικές γραμμές
σαφέστατα μικρότερες από εκείνες της τοπικής αγροτικής παραγωγής με την οποία τρέφονταν οι
περισσότεροι αντάρτες, ο αριθμός των οποίων ξεπέρασε την περίοδο εκείνη και το 50% της δύναμης
του προπολεμικού στρατού σε περίοδο ειρήνης. Μαργαρίτης, Γιώργος: Προαναγγελία Θυελλωδών
Ανέμων …, σσ. 365-366. Θα ήταν αδύνατο να τραφούν τόσες χιλιάδες ανταρτών περιορισμένων
μάλιστα σε μεγάλο βαθμό στην ορεινή και ημιορεινή Ελλάδα, αν η παραγωγή είχε παρουσιάσει τόσο
μεγάλη πτώση όση ήθελαν οι επίσημες στατιστικές. Το 1943 υπήρξαν βέβαια κάποιες περιοχές που
υπέφεραν, αλλά πανελλαδικά οι αριθμοί των νεκρών της πείνας το 1943 δεν είναι παρά μικρό
ποσοστό εκείνων του χειμώνα του 1941-42.

272
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Φαίνεται λοιπόν πως οι αρχές κατοχής, αλλά και το ελληνικό κατοχικό κράτος
υπολόγιζε κυρίως τις ποσότητες που μπορούσαν να συγκεντρώσουν και με βάση αυτές
έκαναν εκτιμήσεις για το σύνολο της παραγωγής της χώρας. Στην περίπτωση των ελληνικών
αρχών η πρακτική αυτή λειτουργούσε και ως άλλοθι για την αποτυχία του κρατικού
μηχανισμού να συγκεντρώσει τις ποσότητες που θα έπρεπε από την υποχρεωτική
συγκέντρωση μέρους της γεωργικής παραγωγής σύμφωνα με το νόμο, αποτυχία που
οφειλόταν κυρίως στην αντίσταση και στις εξαιρετικά χαμηλές επίσημες τιμές σε σχέση με
εκείνες της μαύρης αγοράς. Επιπλέον, το υπερβολικό έλλειμμα που συνέχισε να
εμφανίζεται στις επίσημες κρατικές στατιστικές λειτουργούσε ως επιχείρημα για την
αύξηση της ξένης βοήθειας, που πέρα από τον ανθρωπιστικό τους όφελος ενίσχυαν
πολιτικά και οικονομικά τον καταρρέοντα κρατικό μηχανισμό και όσους βρίσκονταν γύρω
από αυτόν και ασχολούνταν με την διανομή της βοήθειας αυτής. Οι δε δυνάμεις κατοχής
είτε στηρίζονταν στις ελληνικές εκτιμήσεις, είτε θεωρούσαν τις ποσότητες των ελεγχόμενων
από τους αντάρτες περιοχών περίπου ως «μη ελληνικές», τουλάχιστον στο βαθμό που δεν
μπορούσαν να τις εκμεταλλευτούν.461
Το κατοχικό κράτος έκανε από την αρχή της κατοχής προσπάθειες για την ανάπτυξη
της γεωργίας, όπως η – μάλλον περιορισμένης επιτυχίας – προσπάθεια για την εισαγωγή
τρακτέρ και γεωργικών εργαλείων από τη Γερμανία και το Προτεκτοράτο,462 η καθιέρωση

461
Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει μια γερμανική έκθεση για την παραγωγή του 1943, η οποία
αναφέρει πως οι σοδειές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας ήταν κανονικές και χαρακτηρίζει εκείνη
της Πελοποννήσου ως «πολύ κακή», εστιάζοντας όμως όχι σε καιρικούς ή άλλους παράγοντες, αλλά
στην αδυναμία συγκέντρωσής της λόγω «των συμμοριών». NARA, T-501 Roll 255,
Wehrwirtschaftstab Griechenland, “Beitrag zur Lagebericht für die Zeit vom 16. Okt. Bis 15. Nov.
1943“ (Frame 736).
462
Εκτός των εκατοντάδων γερμανικών τρακτέρ, το υπουργείο γεωργίας είχε ζητήσει το 1941 την
εισαγωγή από τη Γερμανία και εκατοντάδων άλλων γεωργικών μηχανημάτων και γεννητριών. Όμως
γερμανικές αρχές έδωσαν την άδεια για εξαγωγή στην Ελλάδα μόνο μερικών μικρών τρακτέρ και 150
γεννητριών και οι εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν φαίνεται πως ήταν περιορισμένες. βλ.
σχετικά: BA-MA, RW 19/2802, Der Bevollmächtigte des Reichs für Griechenland III Mineralölreferent,
“Mineralölbewirtschaftung und Mineralölsituation in Griechenland”, 8/10/1941, ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ2Φ1,
ΑΕΓΟΕ προς Dresdner Bank, Ausland-Sekretariat Südosten, No. 58, 17/11/1941 και IAETE,
Α36Σ1Υ1Φ1, Dresdner Bank, Ausland-Sekretariat Südosten, προς ΑΕΓΟΕ, „Lieferung von Traktoren
und Motoren nach Griechenland“, 5/12/1941. Ο Μπακάλμπασης (Η Οικονομία της Ελλάδος και η
Ωργανωμένη Ιδιωτική Πρωτοβουλία κατά την Περίοδον της Κατοχής, 1941-1944, τυπογραφείο Α.
Σιδέρη & Γ. Μπάντη, Αθήνα, 1944, σελ. 35) επιβεβαιώνει την εισαγωγή 100 τρακτέρ των 25 ίππων

273
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

χρηματικών βραβείων για αυξημένη πρώιμη παραγωγή τροφίμων,463 η παραχώρηση για


καλλιέργεια δημόσιων, κοινοτικών και συνεταιριστικών εκτάσεων,464 ή ακόμα και
«ασκεπών εκτάσεων μη καλλιεργούμενων»465 και η δημιουργία ειδικών φορέων για την
προώθηση νέων τεχνολογικών μεθόδων και νέων φυτών και ζώων.466 Φαίνεται μάλιστα
πως οι προσπάθειες εντείνονταν όσο περνούσε ο καιρός και σ’ αυτές συμμετείχαν ως ένα
βαθμό και οι δυνάμεις κατοχής. Σύμφωνα, για παράδειγμα, με βρετανικές πληροφορίες, το
1944 είχαν μεταφερθεί από την Ουκρανία στην κατεχόμενη Ελλάδα αρκετοί Γερμανοί
ειδικοί για την γεωργία, γεγονός που σχολιαζόταν ως έναρξη συστηματικής προσπάθειας

από τη Γερμανία. Προσπάθειες είχαν γίνει από την αρχή της κατοχής και για την κατασκευή στην
Ελλάδα γεωργικών εργαλείων (ο κατοχικός υπουργός γεωργίας ανέφερε μεταπολεμικά την
απόσπαση 400 τόνων μετάλλων που δόθηκαν στις σιδηροβιομηχανίες του Βόλου για την κατασκευή
18.000 υνίων, βλ. Παμπούκας Γεώργιος: Το έργον μου εν τω Υπουργείον της Γεωργίας κατά την
Κατοχήν, [χ.ε.], Αθήνα, 1946, σελ. 18), ενώ αργότερα εισήχθησαν και περίπου 5.000 άροτρα από την
Τσεχοσλοβακία (TNA, WO 204/8718, Memorandum (Confidential): “Summary of statements with
regard to present conditions in Greece, made by Mr Vasmadzides, a Manager of the Bank of
Agriculture, who escaped from Greece on 5 May, 1944”, 31/5/1944, σελ. 7), είδηση που
επιβεβαιώνεται και από την αποταμίευση των κονδυλίων για 2.000 άροτρα και 2.000 ινία
(Αύγουστος 1942) και για 3.000 άροτρα (Οκτώβριος 1942), αλλά και 3 αλωνιστικών μηχανών τον
Φεβρουάριο του 1943 (βλ. τις σχετικές εισαγωγές στο πρώτο βιβλίο των πιστώσεων εξωτερικού της
κατοχής: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ7Υ4Β42). Μπορεί η ποτάσα και το θείο που αναφέρει ο Παμπούκας ότι
εξασφάλισε για την ελληνική γεωργία να διατέθηκαν πράγματι στους παραγωγούς, αλλά είναι
αμφίβολο πόσα υνία τελικά κατασκευάστηκαν στην Ελλάδα.
463
Ν.Δ. 909, «Περί χορηγήσεως χρηματικού βραβείου προς επέκτασιν της καλλιέργειας
φθινοπωρινών σιτηρών», ΦΕΚ 461Α/31-12-1941. Σύμφωνα με το ΦΕΚ, όποιος καλλιεργούσε
μεγαλύτερη έκταση φθινοπωρινών σιτηρών από την προηγούμενη χρονιά θα λάμβανε 500 δραχμές
για κάθε επιπλέον καλλιεργούμενο στρέμμα.
464
Ν.Δ. υπ. αρ. 1510, «Περί διαθέσεως χέρσων εκτάσεων προς καλλιέργειαν», ΦΕΚ 176Α/13-7-1942.
465
Ν.Δ. υπ. αρ. 1317, «Περί λήψεως εκτάκτων μέτρων προωθήσεως της γεωργικής παραγωγής», ΦΕΚ
118Α/12-5-1942.
466
Χαρακτηριστικά τέτοιων ιδρυμάτων ήταν η «Διεύθυνση Γεωργικών Μελετών και Ερευνών (βλ.
διάταγμα «Περί οργανώσεως της Διευθύνσεως Γεωργικών Μελετών και Ερευνών», ΦΕΚ 64Α/25-3-
1944), η Υπηρεσία Μηχανικής Καλλιέργειας και Σταθμός Δοκιμών Γεωργικών Μηχανών (Νόμος υπ.
αρ. 1333, «Περί οργανώσεως της Υπηρεσίας Μηχανικής Καλλιέργειας και του Σταθμού Δοκιμών
Γεωργικών Μηχανών», ΦΕΚ 69Α/25-3-1944).

274
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κατάσχεσης της ελληνικής αγροτικής παραγωγής.467 Ωστόσο η επιτυχία που είχαν τα μέτρα
αυτά δεν μπορεί να εξακριβωθεί και πάντως δεν φαίνεται να ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να
εξισορροπήσει από μόνη της τα πραγματικά προβλήματα που δημιουργούσαν στην
παραγωγικότητα οι ελλείψεις χημικών λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και καυσίμων.468
Φαίνεται πάντως πως οι προσπάθειες των κατοχικών αρχών, αλλά και της έντασης
της παραγωγής από πλευράς ιδιωτών, είχαν αποτελέσματα, ειδικά στη σοδειά του 1943,
παρά τις σχετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες και άλλα προβλήματα (ακρίδες που έπληξαν
τη Θεσσαλία κλπ). Κάποια επίσημα στοιχεία, αν και συνέχιζαν να μιλούν για μειωμένες
στρεμματικές αποδόσεις σε κάποιες περιπτώσεις (στο 54,4% της τελευταίας προπολεμικής
χρονιάς για το σιτάρι) έδειχναν να ανακόπτεται η πτωτική πορεία των προηγούμενων ετών
(στην περίπτωση του γλαύκου έκαναν λόγο ακόμα και για μικρή αύξηση στο 101,7%).469
Αλλά ακόμα και αν δεχτούμε το επίσημο ποσοστό μείωσης της στρεμματικής απόδοσης
σιταριού (που έχει σίγουρα επηρεαστεί από την απόκρυψη μέρους της παραγωγής), και το
εφαρμόσουμε στο περίπου 81,3% της προπολεμικής έκτασης που παρέμενε μετά την
αφαίρεση της βουλγαροκρατούμενης ζώνης, καταλήγουμε σε ένα ποσοστό περίπου 46,3%
της προπολεμικής παραγωγής ή στο 44% – 44,5% του 1938/39, ποσοστό που μοιάζει

467 th th
TNA, WO 204/8718, Report No. Allied/CD/89, Report No. Allied/CD/94, 25 & 29 May 1944. Δεν
είναι βέβαιο πόσοι ήταν οι Γερμανοί ειδικοί, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία πως σκόπευαν πράγματι
να προχωρήσουν σε συνολική κατάσχεση παραγωγής με μεθόδους σαν εκείνες που είχαν
χρησιμοποιηθεί στην κατεχόμενη Ανατολή. Η αναφορά πιθανώς σχετίζεται με την προσπάθεια των
Γερμανών και του κατοχικού κράτους να εξασφαλίσουν πως η αγροτική παραγωγή της χώρας δεν θα
έφτανε στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές.
468
Το 1940 για παράδειγμα, είχαν εισαχθεί σύμφωνα με τα επίσημα (αν και ελλιπή) στατιστικά
(Μηνιαία Δελτία Εμπορίου) 24.654.079 κιλά χημικά λιπάσματα, τα περισσότερα των οποίων από την
Αίγυπτο και την Τυνησία. Το επόμενο έτος πρόλαβαν να εισαχθούν 480.000 κιλά από την Αίγυπτο
στην αρχή του έτους και έκτοτε είχαν εισαχθεί μόνο 120.481 κιλά το 1942. Το 1943, όταν έγινε
συστηματικότερη προσπάθεια για αύξηση της αγροτικής παραγωγής, εισήχθησαν και 2.193.794 κιλά
από Γερμανία και Ιταλία (που πιθανότατα θα είχαν κάποια επίπτωση στην παραγωγή του 1943 και
κυρίως του 1944), αλλά το επόμενο έτος οι εισαγωγές μηδενίστηκαν (πιθανότατα μειώνοντας τη
σοδειά του 1945). Την κατοχή είχε επίσης περιοριστεί πολύ η παραγωγή εγχώριων λιπασμάτων.
469
Υπολογισμοί από: ΓΑΚ, Αρχείο Τσουδερού, Αποστολή Β΄, φάκελος 5, «Η οικονομική κατάστασις
της Ελλάδος το φθινόπωρον του 1943 (χειρόγραφα απαντήσεις εις ερωτηματολόγιον Β΄)» (εγγρ.
026), σελ. 11 και Στατιστική Επετηρίδα, 1939. Σε σχέση με την καλύτερη ως τότε χρονιά (το 1938/39),
η στρεμματική απόδοση στο σιτάρι το 1942/43 ανερχόταν με βάση τα στοιχεία του εγγράφου σε
54,4%, ποσοστό που πλησίαζε την παραγωγή του 1940/41 (σύμφωνα με τη στρεμματική απόδοση
113 που ανέφερε η Στατιστική Επετηρίδα του 1938, το ποσοστό είναι 54,9%).

275
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

υπερβολικά χαμηλό.470 Όσες και να ήταν οι δυσκολίες και οι ελλείψεις, μια τόσο μεγάλη
(και συνεχόμενη) μείωση της στρεμματικής απόδοσης, που μάλιστα εμφανιζόταν επισήμως
ακόμα μεγαλύτερη το 1942 (49 κιλά αντί 62 του 1943), δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο
αν ήταν ως ένα βαθμό πλασματική.471
Ωστόσο υπάρχουν αρκετές ενδείξεις πως το 1941 έγινε προσπάθεια σποράς σε
χέρσα χωράφια και χωράφια σε αγρανάπαυση καθώς και σε άλλα όπου στο παρελθόν
καλλιεργούνταν βιομηχανικά φυτά (κυρίως καπνός). Ακόμα και οι ίδιες οι επίσημες
στατιστικές παραδέχονταν έμμεσα το φαινόμενο, αφού εμφάνιζαν τεράστια μείωση στις
επίσημες ποσότητες καπνού, η εκτίμηση για την καλλιέργεια του οποίου εμφανιζόταν να
πέφτει από τους 51.500 τόνους το 1940, στους 4.300 το 1942, για να αυξηθεί κάπως στους
9.000 το 1943472 ενώ αναμενόταν (μάλλον λανθασμένα) να πέσει εκ νέου στους 5.000 το
τελευταίο κατοχικό έτος.473 Σύμφωνα δε με τον μεταπολεμικό απολογισμό της Εθνικής

470
Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η πραγματική επίπτωση της απόκρυψης της παραγωγής στην
επισήμως καταγεγραμμένη στρεμματική απόδοση. Από τη μία πλευρά η δήλωση μικρότερης σοδειάς
στις ίδιες καλλιεργούμενες εκτάσεις θα μείωνε σημαντικά (και τεχνητά) τον δείκτη απόδοσης, από
την άλλη όμως, μέρος της κρυφής παραγωγής γινόταν σε απομακρυσμένες περιοχές και εδάφη με
ακόμα μικρότερους δείκτες στρεμματικής απόδοσης. Συνολικά πάντως δεν υπάρχει αμφιβολία πως η
πραγματική απόδοση ήταν μεγαλύτερη των επίσημων στοιχείων.
471
Κάποιες αναφορές κάνουν λόγο βεβαίως για δυσμενείς επιπτώσεις της ανομβρίας το 1942,
τουλάχιστον σε κάποιες περιοχές. Π.χ. ο Π. Βυζάντιος, (στο Η Ζωή ενός Ζωγράφου, Αυτοβιογραφικές
Σημειώσεις, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1994, σελ. 250), έγραφε στις 3 Ιουνίου 1942 – με κάποια υπερβολή,
εξάλλου δεν ήταν αγρότης – πως αν είχε βρέξει ένα μήνα νωρίτερα η σοδειά θα ήταν διπλάσια,
τουλάχιστον στην περιοχή των Δελφών όπου βρισκόταν την περίοδο εκείνη). Ωστόσο οι καιρικές
συνθήκες δεν ήταν παντού οι ίδιες και η δυσμενής επίπτωσή τους μειωνόταν από την αυξημένη
σπορά (συχνά κρυφή) λόγω του τερματισμού της επιστράτευσης. Εξάλλου η σπανιότητα των
τροφίμων και η ταυτόχρονη αύξηση της τιμής τους το 1941 αποτελούσαν σημαντικό κίνητρο για την
εντατικοποίηση της καλλιέργειας. Έτσι η πραγματική μείωση το 1942 θα πρέπει να ήταν αρκετά
μικρότερη από εκείνη που θέλουν οι επίσημες στατιστικές, τουλάχιστον σε σχέση με την επίσης
μειωμένη παραγωγή του 1941.
472
TNA, FO 371/43756, “Report on investigation of the position of the Greek tobacco crops and
industry, April 1941 to December 1943”. Σε άλλο φάκελο τα νούμερα αυτά εμφανίζονται ως 47.650,
3.850 και 9.200 αντίστοιχα (και 9.935 για το 1941), βλ. TNA, WO 204/8852, Combined Economic
Warfare Agencies (Middle East), “Monthly Report of Economic Intelligence Relating to Enemy
Occupied Territory in South-Eastern Europe”, Issue No. 15, 15/7/1944.
473
TNA, WO 204/8718, Greek Agricultural Bank, Ref. No. G/12828/Agr, Jul 44. Το ίδιο νούμερο
επαναλαμβάνεται και στο TNA, WO 204/8852, Combined Economic Warfare Agencies (Middle East),

276
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Τράπεζας οι εκτάσεις όπου καλλιεργούνταν καπνά είχαν μειωθεί το 1941 στο 34,3%
εκείνων του 1940, για να πέσουν ακόμα περισσότερο μόλις στο 13,7% το 1942, και να
σημειώσουν μια συγκρατημένη άνοδο στο 18,5% το 1943 και στο 22% το 1944.474
Η μεγάλη μείωση στην καλλιέργεια του καπνού οφείλεται βεβαίως σε μεγάλο
βαθμό στην ιδιαίτερα χαμηλή τιμή που πλήρωναν οι γερμανικές αρχές για την αγορά της
παραγωγής στην αρχή της περιόδου, γεγονός που έκανε ασύμφορη την συνέχιση της
καλλιέργειας καπνού, ειδικά όταν στη θέση του θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν πολύτιμα
τρόφιμα που είχαν και καλύτερη τιμή στη μαύρη αγορά.475 Η διαφορά των περίπου 550.000
στρεμμάτων στην καλλιέργεια καπνού αντιπροσώπευαν περίπου το 6,3% τις
καλλιεργούμενης έκτασης σίτου το 1938, με βάση τα επίσημα στατιστικά, ενώ λίγο
μεγαλύτερο είναι το ποσοστό της διαφοράς στις καλλιεργούμενες εκτάσεις βαμβακιού
(περίπου 600.000-650.000 στρέμματα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της περιόδου). Αν
υποθέσουμε λοιπόν πως στο μεγαλύτερο τμήμα των εκτάσεων αυτών που βρίσκονταν
εκτός της βουλγαροκρατούμενης ζώνης,476 καθώς και σε ένα αντίστοιχο από άλλες
καλλιέργειες που εμφανίζονται μειωμένες, είχε στην πραγματικότητα φυτευτεί σιτάρι,

“Monthly Report of Economic Intelligence Relating to Enemy Occupied Territory in South-Eastern


Europe”, Issue No. 15, 15/7/1944.
474
Οι αριθμοί με βάση τους οποίους έγινε ο υπολογισμός παρατίθενται στο: Σκαλιδάκης, Γιάννης:
Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (1944)…., σελ. 96. Οι εκτάσεις όπου καλλιεργούνταν
βαμβάκι υπολογιζόταν (σε σχέση με το 1940) στο 48,4% το 1941, στο 11,4% το 1942, στο 11,2% το
1943 και στο 19,6% το 1944. Άλλες πηγές όπως είδαμε δίνουν ελαφρά διαφορετικά νούμερα, αλλά η
τάξη μεγέθους παραμένει η ίδια σε ό, τι αφορά τα επίσημα νούμερα, άσχετα από την πηγή. Οι
παραγόμενες ποσότητες εμφανίζονταν λίγο χαμηλότερες (κυρίως στην περίπτωση του καπνού),
μάλλον λόγω απόκρυψης.
475
Βλ. επίσης τη μαρτυρία για την αντικατάσταση καπνών με καλαμπόκι και σιτάρι στο: Σκαλιδάκης,
Γιάννης: Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (1944)…., σελ. 97.
476
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία στη βουλγαροκρατούμενη ζώνη βρίσκονταν περίπου το 15% της
παραγωγής βαμβακιού και το 61% του καπνού, δηλαδή συνολικά κοντά στο 1/3 των συνολικών
εκτάσεων βιομηχανικών φυτών της χώρας. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως (στα
νέα de facto σύνορα της χώρας) πρέπει να άλλαξε είδος καλλιέργειας (από βιομηχανικά φυτά σε
τρόφιμα, κυρίως σιτηρά) μια έκταση βιομηχανικών φυτών που αντιστοιχούσε περίπου στο 4-5% των
εκτάσεων σίτου. Ίσως η (μάλλον περιορισμένη σε σχέση με τα τρόφιμα) απόκρυψη παραγωγής
βιομηχανικών φυτών να σήμαινε ότι και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις ήταν λίγο μεγαλύτερες, αλλά
είναι αμφίβολο αν το ποσοστό αλλαγής καλλιέργειας έπεφτε κάτω από το 4% των εκτάσεων σίτου.
Στο ποσοστό αυτό θα έπρεπε να προσθέσουμε και τις προηγουμένως ακαλλιέργητες εκτάσεις, για τις
οποίες όμως δεν διαθέτουμε στοιχεία.

277
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

φτάνουμε σε μια έκταση για το σιτάρι που ξεπερνά το 80, ίσως και να πλησιάζει το 90% της
προπολεμικής (ανάλογα και με το ποσοστό των υπολοίπων τροφίμων που καλλιεργήθηκαν
στις εκτάσεις αυτές), παρά τις απώλειες από τον de facto περιορισμό των συνόρων. Αν
όμως δεχτούμε την άνω επίσημη στρεμματική απόδοση, τότε παρά τον περιορισμό της
μείωσης της καλλιεργήσιμης έκτασης, καταλήγουμε σε ένα ποσοστό παραγωγής σιταριού
ανάμεσα στο 44% και το 49% του 1938, του 1938, ή γύρω στους 430.000-480.000 τόνους,
αριθμός που μάλλον εξακολουθεί να παραμένει αισθητά χαμηλότερος της
πραγματικότητας.477
Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η καλλιέργεια λιγότερο αποδοτικών εδαφών (όσα κι
αν ήταν αυτά) μείωσε κάπως την στρεμματική απόδοση, επιδεινώνοντας τις επιπτώσεις
από τις ελλείψεις λιπασμάτων (όσο χρησιμοποιούνταν αυτά) και από τις δυσμενείς καιρικές
συνθήκες, η στρεμματική απόδοση δύσκολα θα είχε πέσει τόσο πολύ. Εξάλλου κάποιες
άλλες εκτιμήσεις για την παραγωγή της περιόδου που δίνουν νούμερα αρκετά υψηλοτέρα
των 450.000 τόνων: η εκτίμηση για παράδειγμα του Νικολάου Δέα (υπεύθυνου για τη
διανομή της βοήθειας του ΔΕΣ στην ελληνική επαρχία) κάνει λόγο για περίπου 690.000 το
1942, ο Π. Βόγλης (βασισμένος σε ξένες στατιστικές εκτιμήσεις) δίνει ένα νούμερο ανάμεσα
σε 580.000 και 650.000 τόνους για το ίδιο έτος, ενώ ο Γ. Σκαλιδάκης εκτιμά την παραγωγή
του 1943 ως «λίγο πάνω από 650.000».478 Φαίνεται λοιπόν πιθανότερο η πραγματική μέση
στρεμματική απόδοση να βρισκόταν πλησιέστερα στο 70%-75%, της προπολεμικής,
ποσοστό που με βάση τους παραπάνω υπολογισμούς για την καλλιεργούμενη έκταση σίτου
θα μας έδινε μια ποσότητα τουλάχιστον 580.000 τόνους. Αν υποθέσουμε ότι η παραγωγή
των ακαλλιέργητων εκτάσεων θα πλησίαζε εκείνη των εκτάσεων που στο παρελθόν
καλλιεργούνταν βιομηχανικά φυτά, τότε η συνολική παραγωγή σίτου μπορεί να έφτασε και

477
Σύμφωνα με τη Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος του 1939 οι καλλιεργούμενες εκτάσεις σίτου το
1938 ήταν 8.604.871 στρέμματα και η παραγωγή 9.802.871 μετρικοί στατήρες ή 980.287 τόνοι.
478
Σκαλιδάκης, Γιάννης: Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (1944)…., σσ. 102 και 111,
καθώς και Voglis, Polymeris: «Surviving Hunger. Life in the Cities and the Countryside during the
Occupation», σελ. 34, στο: Gildea, Robert, Wieviorka, Olivier & Warring, Anette (eds.): Surviving Hitler
and Mussolini: Daily Life In Occupied Europe, Berg, Oxford, 2006, σσ. 16-41. Οι εκτιμήσεις αυτές
κυμαίνονται γύρω στο 65% με 70% της παραγωγής του 1938. Η πραγματική παραγωγή πρέπει να
ήταν κάπως μεγαλύτερη το 1943 από το 1941-42 και σίγουρα κάπως μικρότερη το 1944, ωστόσο οι
διακυμάνσεις δεν είναι τόσο μεγάλες όσο θέλουν οι επίσημες στατιστικές της κατοχής.
Μεταπολεμικά, τα βελτιωμένα αλλά πάντως ανεπαρκή στοιχεία του Δοξιάδη (Αι Θυσίαι της
Ελλάδος…, πίνακας 19) έδιναν μείωση της παραγωγής δημητριακών στο 60% εκείνης του 1938
(1.014.463 αντί για 1.668.550 τόνους).

278
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τους 660.000 τόνους, ποσότητα που δεν απέχει πολύ από τις άλλες σύγχρονες
προαναφερθείσες εκτιμήσεις.479 Στο καλαμπόκι μάλιστα οι αποδόσεις ίσως ήταν ακόμα
καλύτερες και η απώλεια των εκτάσεων λόγω αλλαγής των συνόρων μικρότερη, με
αποτέλεσμα η παραγωγή να είναι μάλλον καλύτερη. Οι επιπτώσεις των αντιαντάρτικων
επιχειρήσεων στη σοδειά του 1944 πρέπει να ήταν αρκετές ώστε να οδήγησαν σε μείωση
της αγροτικής παραγωγής, ωστόσο ο αντίκτυπος δεν φαίνεται να ήταν τεράστιος: στο
κάμπο της Λάρισας (κύριο πεδίο της «μάχης της σοδειάς») μόνο περίπου το 2,5% της
παραγωγής κάηκε το 1944.480 Οι απώλειες σε περιοχές της ορεινής κυρίως Ελλάδας που
υπέφεραν περισσότερο από τις επιχειρήσεις των Γερμανών και των Ελλήνων συνεργατών
τους θα ήταν μεγαλύτερες, αλλά εκεί η αγροτική παραγωγή ήταν μικρότερη και ο
αντίκτυπος θα πρέπει να αφορά περισσότερο την κτηνοτροφία.
Πιθανότατα η εμφανιζόμενη μεγάλη προαναφερθείσα μείωση στην καλλιέργεια
του καπνού υποκρύπτει επίσης ένα ποσοστό απόκρυψης της παραγωγής καπνού, αφού σε
διαφορετική περίπτωση η μείωση της αποδοτικότητας θα ήταν πολύ μεγάλη το 1942 (7-8%
εκείνης του 1940 σε σχέση με την πτώση της καλλιεργούμενης έκτασης στο 13,7%) και
ανεξήγητη μεγάλη βελτίωση της παραγωγικότητας το επόμενο έτος (σχεδόν τα ίδια
ποσοστά εκτάσεων και παραγωγής σε σχέση με το 1940: γύρω στο 17-17,5% και 18,5%
αντίστοιχα). Εξάλλου μια τόσο μεγάλη μείωση της παραγωγής καπνού θα οδηγούσε στο

479
Αν και με δεδομένες τα προβλήματα μοιάζει δύσκολο η στρεμματική απόδοση να ξεπέρασε
σημαντικά το 75% της προπολεμικής κατά μέσον όρο, η αβεβαιότητα που υπάρχει σχετικά με την
καλλιέργεια των επιπλέον εκτάσεων καθιστά εξαιρετικά δύσκολο κάθε υπολογισμό σχετικά με την
ακριβή έκταση της καλλιέργειας σίτου και την στρεμματική απόδοση. Αν η καλλιέργεια νέων εδαφών
ήταν τέτοια που η συνολική καλλιεργούμενη έκταση σιτηρών πλησίασε την προπολεμική, τότε η
στρεμματική απόδοση μπορεί να έπεσε και κάτω του 65% της προπολεμικής.
480
Αρσενίου, Λάζαρος: Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, τόμος Β΄, τρίτη έκδοση, εκδόσεις «Έλλα», Λάρισα,
1999, σ. 178. Η σιτοπαραγωγή του Θεσσαλικού κάμπου το 1944 αναφέρεται ως περίπου 150.000 τόνοι.
Η αγροτική παραγωγή έγινε πεδίο μάχης ανάμεσα στην αντίσταση (κυρίως ΕΛΑΣ) και στους κατακτητές,
με τους πρώτους να προσπαθούν να την κρατήσουν μακριά από τις επίσημες αρχές ώστε να τη
διαθέσουν κυρίως για τη διατροφή των ανταρτών και των ορεινών περιοχών της «Ελεύθερης Ελλάδας»
και τους δεύτερους να επιδιώκουν να αποκόψουν τους αντάρτες από τις πηγές τροφίμων. Βλ.
Σκαλιδάκης, Γιάννης: Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (1944). Ένας τύπος επαναστατικής
εξουσίας: Πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές παράμετροι, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή στο
τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2012, κυρίως κεφάλαια 12, 14 και 22.

279
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κλείσιμο της βιομηχανίας επεξεργασίας του.481 Φαίνεται λοιπόν πως – παρά την
αδιαμφισβήτητα μεγαλύτερη μείωση – υπήρχε και στον τομέα των βιομηχανικών φυτών
αξιόλογη κρυφή παραγωγή. Η δε μικρή αύξηση της παραγωγής καπνού και κάποιων άλλων
φυτών των το 1943 (και σε μικρότερο βαθμό το 1944) είναι ένδειξη αφενός της σχετικής
επάρκειας τροφίμων και αφετέρου γενικά της εντατικότερης καλλιέργειας σε σχέση με το
1941-42. Εξάλλου, μπορεί κάποιες σοβαρές ελλείψεις σε τρακτέρ, καύσιμα και λιπάσματα
(αν και όπως είδαμε το 1943 έγιναν κάποιες εισαγωγές) να συνέχιζαν να υπάρχουν, αλλά
είχαν σε μεγάλο βαθμό ξεπεραστεί οι συνέπειες που η επιστράτευση είχε προκαλέσει στις
σοδιές του 1941 και 1942. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η μέση μονοετής παραγωγή
τροφίμων πρέπει να πλησίαζε τα 2/3 της προπολεμικής, ενώ εκείνη των βιομηχανικών
πιθανότατα βρισκόταν γύρω στο 1/4 με 1/5 της προπολεμικής, με το 1942 να παρουσιάζει
χαμηλότερα ποσοστά (για τα βιομηχανικά φυτά), και τα υπόλοιπα έτη κάπως υψηλότερα.
Η παραγωγή των πολυετών φυτειών φαίνεται να επηρεάστηκε πολύ λιγότερο από
τα προβλήματα της κατοχής. Ακόμα και το ελαιόλαδο, που επίσης έγινε προσπάθεια να
αγοραστεί από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς σε χαμηλότερη τιμή από εκείνη της
αγοράς (ειδικά κατά τα πρώτα χρόνια της κατοχής), και που χρειαζόταν μεταφορικά μέσα
για τη μεταφορά των ελιών στα ελαιοτριβεία καθώς και (τουλάχιστον στα μεγάλα
ελαιοτριβεία) καύσιμα για την παραγωγή του λαδιού, δεν παρουσίαζε τόσο μεγάλη πτώση
στα επίσημα νούμερα. Η μέση ετήσια παραγωγή των προηγούμενων ετών ήταν περίπου
90.000 με 100.000 τόνους, εκείνη του 1938 ήταν 102.805 τόνοι και η εξαιρετικά καλή
χρονιά του 1939 έφτασε του 140.000. Το 1941 τα στοιχεία εμφάνιζαν 89.600 τόνους
(περίπου δηλαδή στον προπολεμικό μέσο όρο), το επόμενο έτος 82.234 και το 1943
περίπου 80.000, αριθμοί που ίσως και πάλι να υποτιμούν κάπως την πραγματικότητα.482 Η

481
Η βιομηχανία αυτή αντιμετώπισε προβλήματα κατά την κατοχή, αλλά όχι τόσο σοβαρά. Εξάλλου η
μείωση της σοδειάς δεν ήταν τόσο σημαντική αιτία για τη μειωμένη παραγωγή των
καπνοβιομηχανιών, όσο ήταν η δέσμευση των καπνών από τους Γερμανούς και η εξαγωγή μεγάλου
μέρους τους. Παρόμοια ήταν τα επίσημα στοιχεία και για την πτώση στην καλλιέργεια βαμβακιού,
που έδιναν μικρότερη πτώση σε σχέση με τον καπνό το 1941 (εξάλλου μεγαλύτερο μέρος της
παραγωγής καταναλωνόταν από τοπικές βιομηχανίες και ως εκ τούτου είχε επηρεαστεί λιγότερο από
τα προβλήματα εξαγωγών του πολέμου), αλλά έκτοτε η πτώση δεν απείχε πολύ από εκείνη του
καπνού: περίπου 10,6% το 1942, 9,6% το 1943 και 19,2% το 1944.
482
TNA, WO 204/8718, “Extract from news digest dated 29 March 1944. Olive oil production“ και
TNA, FO 371/37201, Kingdom of Greece, Ministry of Agriculture: “Report on Agricultural Production in
Greece”, London, February 1943, σελ. 20. Η δεύτερη πηγή, από την οποία προέρχεται η εκτίμηση για
το 1943, δίνει 84.000 για το 1941 και 90.000 για το 1942. Άλλη δε πηγή (ΓΑΚ, Αρχείο Τσουδερού,

280
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

απόκρυψη στην περίπτωση αυτή ήταν μικρότερη από εκείνη των σιτηρών (εξάλλου τα
ελαιοτριβεία ήταν ευκολότερο να ελεγχθούν από τις κρατικές αρχές και τις αρχές κατοχής),
ωστόσο και εδώ είναι βέβαιο ότι θα υπήρχε ένα ποσοστό απόκρυψης, ειδικά από τη στιγμή
που το λάδι ήταν περιζήτητο και απέφερε τεράστια κέρδη στη μαύρη αγορά. Φαίνεται
λοιπόν πως η παραγωγή δεν έπεσε πολύ κάτω από το 85% ή ακόμα και το 90% εκείνης του
1938.483 Αν μάλιστα υπολογίσουμε τα αυξημένα έσοδα που πολλοί παραγωγοί είχαν από τη
μαύρη αγορά το μέσο πραγματικό αγροτικό εισόδημα των ελαιοπαραγωγών πρέπει να
ήταν σαφώς ανώτερο του προπολεμικού.
Στη σταφίδα (όπου όμως η απόκρυψη ήταν μάλλον ευκολότερη από ότι στο λάδι) η
επίσημη πτώση της παραγωγής εμφανιζόταν σημαντικά μεγαλύτερη. Στοιχεία από το
αρμόδιο υπουργείο έδειχναν πτώση στο 40% με 25% της προπολεμικής παραγωγής
(ανάλογα με το είδος) για το 1942 και αντίστοιχη για το 1943,484 ενώ μεταπολεμικά όπως
είδαμε γινόταν λόγος για ένα μέσο κατοχικό όρο γύρω στο 34%.485 Αν και είναι βέβαιο πως
η έλλειψη σε θειάφι, η φυσική αδυναμία μέρους της εργατικής δύναμης το 1941-42 και ο
καιρός θα είχαν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή, τα υπερβολικά χαμηλά
αυτά νούμερα δεν μοιάζουν ρεαλιστικά. Εξάλλου όπως είδαμε δημοσιεύματα της εποχής
μιλούσαν για καλή σοδειά το 1943 και για στρεμματική απόδοση γλαύκου (μούστου) που
ξεπερνούσε ελαφρά και την προπολεμική. Τα ίδια πάντως μεταπολεμικά στοιχεία
παραδέχονταν πολύ μικρότερη μείωση σε φρούτα και ξηρούς καρπούς, η παραγωγή των
οποίων επισήμως έφτανε στο 80% της προπολεμικής.486

Αποστολή Γ΄ φάκελος Δ΄, «Έκθεσις επί της Οικονομικής εν γένει καταστάσεως της Ελλάδος μέχρι της
31 Οκτωβρίου 1943. Υπό Κωνσταντίνου Δ. Βερναρδή, Διευθυντού Α΄ Τάξεως της Γεν. Δ/σεως Δημ.
Λογιστικού. Εν Καΐρω, τη 8 Δ/βρίου 1943») κάνει λόγο για υπολογισμό της παραγωγής του 1942 από
υπηρεσίες του υπουργείου γεωργίας σε 110.000 τόνους. Από τις ποσότητες αυτές ένα σχετικά μικρό
ποσοστό (περίπου το 10%) αγοράστηκε σε φθηνές τιμές για εξαγωγή από τους κατακτητές. Ένα
μέρος συγκεντρώθηκε επίσης σε σχετικά χαμηλές τιμές από το κράτος, αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό
πρέπει να κατέληξε στη μαύρη αγορά σε ιδιαίτερα υψηλές τιμές.
483
Εξάλλου ακόμα και το κατά τα άλλα απαισιόδοξο λεύκωμα του Δοξιάδη (Αι Θυσίαι της Ελλάδος…,
πίνακας 20, στοιχεία του υπουργείου Γεωργίας) παρουσιάζει τη σχετική παραγωγή στο 84% της
προπολεμικής.
484
TNA, FO 371/37201, Kingdom of Greece, Ministry of Agriculture: “Report on Agricultural
Production in Greece”, London, February 1943, σσ. 20-21.
485
Δοξιάδης, Απόστολος: Αι Θυσίαι της Ελλάδος…, πίνακας 20 (στοιχεία του υπουργείου Γεωργίας).
486
Ο.π..

281
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σε γενικές γραμμές η μείωση στο εισόδημα από τις πολυετείς καλλιέργειες ήταν
πολύ μικρότερη από εκείνη των βιομηχανικών φυτών και μάλλον αρκετά μικρότερη και από
εκείνη των μονοετών καλλιεργειών τροφίμων. Εξάλλου το ποσοστό των πολυετών
καλλιεργειών που βρισκόταν στην βουλγαροκρατούμενη ζώνη ήταν μικρότερο σε σχέση με
τα καπνά ή το σιτάρι. Παρά την έλλειψη αξιόπιστων στοιχείων λοιπόν θα μπορούσαμε να
πούμε πως η σχετική κατοχική παραγωγή πιθανώς να ξεπερνούσε το 70% εκείνης του 1938,
το δε εισόδημα ίσως να πλησίαζε ακόμα και το 80%.
Από το σύνολο των πηγών καταλήγει κανείς στα παρακάτω συμπεράσματα: η
αγροτική παραγωγή, παρά τις ελλείψεις και την ουσιαστική απώλεια για την Ελλάδα του
μεγαλύτερου τμήματος της Αν. Μακεδονίας και της Δυτ. Θράκης, δεν πρέπει να έπεσε πολύ
κάτω από το 65% κατά την διάρκεια της κατοχής, με καλύτερες από πλευράς παραγωγής
χρονιές το 1943 και το 1941. Μέρος μάλιστα της πτώσης αυτής αντισταθμιζόταν από την
αύξηση στην τιμή των τροφίμων, ειδικά στη μαύρη αγορά, από όπου και διοχετευόταν η
πλειονότητα όσο ποσοτήτων δεν καταναλώνονταν από τους ίδιους τους παραγωγούς.
Οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στη μαύρη αγορά ήταν μεγαλύτερες το 1941,
όταν όπως θα δούμε το κόστος ζωής (που επηρεαζόταν σημαντικά από τις τιμές των
τροφίμων) ήταν υψηλότερο, τουλάχιστον μέχρι το φθινόπωρο του 1944. Από την άλλη,
υπήρχε η σχετικά αξιόλογη παραγωγή καπνού που αγοράστηκε σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή,
με συνέπεια να αποφέρει σημαντικές απώλειες στους παραγωγούς σε σχέση με τα
αντίστοιχα προπολεμικά έσοδα. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως το
αγροτικό εισόδημα που πρέπει να υπολογίσουμε για το ΑΕΠ από τις πολυετείς
καλλιέργειες (βλ. παρακάτω) πρέπει να ήταν λίγο περισσότερο από αυτό που θα
αντιστοιχούσε στην ίδια παραγωγή με τιμές 1938. Στην περίπτωση των βιομηχανικών
φυτών η μείωση του εισοδήματος ήταν – αρχικά τουλάχιστον – ακόμα μεγαλύτερη από την
μείωση της παραγωγής, αλλά σε εκείνη των μονοετών τροφίμων μάλλον οι τιμές ήταν λίγο
μεγαλύτερες των προπολεμικών (η υποχρεωτική συγκέντρωση σε χαμηλές τιμές είχε σε
γενικές γραμμές αποτύχει). Συνεπώς θα πρέπει να αυξήσουμε λίγο το ποσό που προκύπτει
από την εκτίμηση της συνολικής παραγωγής.487

487
Οι πραγματικές τιμές των τροφίμων (δηλαδή η αξία τους σε λίρες ή κάποιο άλλο σκληρό νόμισμα)
ήταν υψηλότερες την περίοδο της μεγάλης πείνας και μειώθηκαν κάπως όταν άρχισε να φτάνει η
ξένη βοήθεια. Επιπλέον το μέτρο της πληρωμής των παραγωγών με τραπεζικά γραμμάτια
εξισορρόπησε την αύξηση των επίσημων τιμών το 1943 (με τα μέτρα του Neubacher) και θα
οδηγούσε σε σημαντικές απώλειες εισοδήματος αν η συγκέντρωση είχε πετύχει. Η αποτυχία της
οφειλόταν σε σημαντικό βαθμό στην αντίδραση των παραγωγών λόγων ακριβώς των ζημιών που θα

282
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

***
Παρομοίως αρνητικά είναι τα επίσημα στοιχεία και για την κτηνοτροφία, όπου
παρουσιάζονταν μια εικόνα τεράστιου ποσοστού «κατασχέσεων» από τις δυνάμεις κατοχής
και προβλημάτων με την διατροφή κλπ. όσων ζώων απέμεναν, με αποτέλεσμα μια κάθετη
πτώση του αριθμού τους. Αρχικά (όταν οι αρπαγές από τις δυνάμεις κατοχής ήταν ακόμα
στην αρχή) οι εκτιμήσεις ήταν πολύ θετικότερες, αναφέροντας παραγωγή που πλησίαζε στο
100% των αναγκών της χώρας σε γαλακτοκομικά, και στο 62,5% σε κρέας.488 Το επόμενο
όμως διάστημα η εικόνα που έδιναν τα επίσημα στοιχεία ήταν καταστροφική. Σύμφωνα,
για παράδειγμα, με στοιχεία του υπουργείου γεωργίας η μείωση των κεφαλών πλησίαζε το
50% - 55% το 1942 και το 70% με 75% το 1943, ενώ η παραγωγή γαλακτοκομικών και άλλων
προϊόντων ήταν ακόμα μικρότερη και κυμαινόταν (το 1943) μόλις γύρω στο 10% της
προπολεμικής!489 Μεταπολεμικά τα επίσημα στοιχεία έδειχναν μια κάπως λιγότερο
καταθλιπτική εικόνα (κατά μέσο όρο πτώση στο 50% για το 1944). Όμως ακόμα και αυτή

είχαν από την πληρωμή τους με τις χαμηλές τιμές της συγκέντρωσης και με γραμμάτια που έχαναν
την αξία τους λόγω πληθωρισμού. Η εικόνα σχετικού πλουτισμού των αγροτοκτηνοτρόφων, ειδικά
κατά την πρώτη περίοδο της κατοχής είναι πολύ διαδεδομένη – όχι χωρίς λόγο, αφού πλήθος
Αθηναίων (και κατοίκων άλλων πόλεων) πουλούσαν όποια αντικείμενα αξίας διέθεταν για να
αγοράσουν τρόφιμα, συχνά ταξιδεύοντας οι ίδιοι για τις αγορές στην επαρχία (Βλ. πχ. Μαργαρίτης,
Γιώργος: Προαναγγελία Θυελλωδών Ανέμων…, σσ. 241-258. Η εικόνα αυτή της ανατροπής της
κατάστασης και της «εκδίκησης» της επαρχίας είχε αποτελέσει και το αντικείμενο άρθρων στις
εφημερίδες, όπως του «Πρωτεύουσα και επαρχία» στην Πρωία (19/6/1941), του «Ταξιδιωτικές
εντυπώσεις: πρωτεύουσα και επαρχία, η Θεσσαλία εφημερεύει» στο Ελεύθερον Βήμα, 8/1/1942 και
των «ταξιδεύοντας προς την Θεσσαλίαν» και «Στον Καρβασαρά, την Άρτα, την Πρέβεζα και τα
Γιάννενα, εντυπώσεις από ένα ταξίδι» στην Ακρόπολη, 15/6/1941 και 2/7/1941 αντίστοιχα. Ένας
λόγος για αυτή την εικόνα αφθονίας της ελληνικής επαρχίας ήταν εκείνος που παρατηρούσε ήδη
από το 1941 ο κατοχικός νομάρχης Ηρακλείου Κρήτης Νομάρχης Ηρακλείου (επιστολή προς
Γερμανικό Φρουραρχείο, 24.11.41, ΙΑΚ-ΑΓΚ, Φ. 2. Φάκελος Γερμανικών εγγράφων 1941, δεσμίς 1γ).
Σύμφωνα λοιπόν με τον νομάρχη «οι αγρόται δεν θα είχον κανένα λόγο διά να φέρουν τα σιτηρά των
εις την πόλιν αφού δεν θα είχον να λάβουν ως αντάλλαγμα εμπορεύματα και άλλα βιομηχανικά είδη
και το χρήμα εις ούδεν θα τους εχρησίμευε».
488
«Τι δυνάμεθα να αναμένωμεν από την γεωργίαν», εφημερίδα Πρωία, 22/5/1941. Στο ίδιο άρθρο
γινόταν επίσης λόγος για κάλυψη των αναγκών σε σιτάρι κατά σχεδόν 66%, σε καλαμπόκι κατά 85%
και σε λοιπά σιτηρά κατά σχεδόν 100%.
489
TNA, FO 371/37201, Kingdom of Greece, Ministry of Agriculture: “Report on Agricultural
Production in Greece”, London, February 1943, σσ. 16-18.

283
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πιθανώς να είναι λίγο χειρότερη από την πραγματική – πράγμα εξάλλου που ισχύει για τα
περισσότερα επίσημα στοιχεία.490
Η μεγάλη επίσημη μείωση στα γαλακτοκομικά και στα αυγά εξηγείται εύκολα,
αφού ήταν αρκετά ευκολότερο να κρύψουν οι παραγωγοί το τυρί, το γάλα και τα αυγά για
να τα πουλήσουν στη μαύρη αγορά, σε σχέση με την απόκρυψη της ύπαρξης του ίδιου του
ζώου, ειδικά αν ο παραγωγός βρισκόταν σε πεδινή ή ημιαστική περιοχή. Υπάρχουν αρκετές
ενδείξεις που δείχνουν πως ο αριθμός των ζώων (και βεβαίως της παραγωγής τους) – αν και
πράγματι μειωμένος – ήταν σημαντικά υψηλότερος των επίσημων στατιστικών. Ο Γ.
Μαργαρίτης θεωρεί μάλιστα πως ενδέχεται στην αρχή της κατοχής να υπήρξε και μερική
αύξηση σε κάποιες περιοχές και κατηγορίες, αφού ο αριθμός των σφαζόμενων ζώων σε
κάποιες περιοχές ήταν μειωμένος.491
Μία έμμεση ένδειξη έρχεται από τα επίσημα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας
για την επιζωοτία. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά το 1941 οι δηλωμένοι θάνατοι ζώων
παρουσιάζουν μια τεράστια πτώση, φτάνοντας μόλις στο 25% του προπολεμικού αριθμού,
αλλά το 1942 σημειώνουν μια ανεξήγητη άνοδο στο 62%.492 Είναι προφανές πως οι
παραγωγοί ήθελαν να αποκρύψουν ζώα και στην περίοδο της μεγάλης πείνας πολλοί θα
πουλούσαν στη μαύρη αγορά για τρόφιμα ακόμα και όσα είχαν πεθάνει από διάφορες
490
Οι (όχι και πολλοί έτσι κι αλλιώς) χοίροι είχαν φτάσει κατά το λεύκωμα μόλις στο 20% του 1938,
ενώ οι εισαγωγές σφαγίων είχαν ουσιαστικά εκμηδενιστεί. Δοξιάδης, Απόστολος: Αι Θυσίαι της
Ελλάδος…, πίνακες 23, 24 και 25 (στοιχεία Μπακάλμπαση, ο.π., και υπουργείου Γεωργίας). Η μεγάλη
πλειονότητα πάντως των ζώων (κατσίκες, πρόβατα και κότες) εκτιμούνταν στο 50%.
491
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία ο αριθμός των σφαζόμενων ζώων σε Αθήνα και Πειραιά ήταν μόλις
στο 3% του προπολεμικού (βλ. Μαργαρίτης, Γιώργος: Προαναγγελία Θυελλωδών Ανέμων…, σσ. 201-
203). Ασφαλώς ο αριθμός αυτός δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα για όλη την χώρα
(ενδεχομένως ούτε καν ακριβώς για την Αθήνα και τον Πειραιά) αφού αφενός οι περισσότερες
σφαγές γίνονταν κρυφά για τη μαύρη αγορά και αφετέρου η Αθήνα και ο Πειραιάς είχαν έτσι κι
αλλιώς διατροφικό πρόβλημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ειδικά στα βοοειδή (αγελάδες κλπ)
υπήρχε σημαντική μείωση λόγω των επιτάξεων δυνάμεων κατοχής. Ωστόσο τα ζώα αυτά
αντιπροσώπευαν μόλις το 3,5% των κεφαλών (συμπεριλαμβανομένων των κοτόπουλων – το
ποσοστό με βάση το βάρος και την αξία των ζώων θα ήταν ασφαλώς αρκετά μεγαλύτερο, χωρίς
όμως σε καμία περίπτωση να πλησιάζει το 50%). Αν λάβει κανείς υπόψη την απώλεια από τις
επιτάξεις και τη βουλγαροκρατούμενη ζώνη μάλλον δεν μπορεί να κάνει λόγο για πανελλαδική
αύξηση στο σύνολο των ζώων, ωστόσο, δεν αποκλείεται κάτι τέτοιο να ίσχυε για τις κατσίκες και τα
πρόβατα της ημιορεινής Ελλάδας, τουλάχιστον για το 1941-42.
492
Στοιχεία από τα Μηνιαία Στατιστικά Δελτία της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, των
ετών 1941-1944.

284
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αρρώστιες. Η άνοδος του 1942, που δεν συνοδεύεται από κάποια είδηση για μεγάλη
επιδημία που εξόντωσε όσα ζώα είχαν απομείνει, μάλλον υποκρύπτει λοιπόν έναν
υψηλότερο πραγματικό αριθμό ζώων στο υπόλοιπο της Ελλάδας (με την εξαίρεση όπως
πάντα της βουλγαροκρατούμενης ζώνης).
Εξάλλου μαρτυρίες της εποχής δείχνουν μια εικόνα σχετικής αφθονίας (ή
τουλάχιστον μη έλλειψης) κρέατος και γαλακτοκομικών σε μεγάλο μέρος της επαρχίας,
ακριβώς μάλιστα κατά την περίοδο που η Αθήνα και οι μεγάλες πόλεις είχαν να
αντιμετωπίσουν την πείνα και τις ελλείψεις τροφίμων. Χαρακτηριστικές ήταν οι εντυπώσεις
του ζωγράφου Περικλή Βυζάντιου, σε ένα ταξίδι που έκανε το καλοκαίρι του 1941 προς
τους Δελφούς. Παρά τις ελλείψεις της Αθήνας, στη Λιβαδειά (από την οποία πέρασε
καθοδόν) «είναι όλα όπως προ του πολέμου». Τα εστιατόρια της πόλης «όλα είχαν κρέας
δύο ειδών, ψωμί όσο ήθελες και φρούτα».493
Την ίδια περίπου περίοδο ένας δημοσιογράφος που ταξίδεψε στην Ήπειρο
θεωρούσε πως οι Αρτινοί «δεν πρέπει όμως να κάνουν τόση κατάχρηση και σπατάλη…
κρέατος, όταν οι Αθηναίοι κάνουν τόσες ημέρες να το δούνε. Διότι δεν είναι μόνο τα
εστιατόρια και οι ταβέρνες που είναι πλημμυρισμένες στα ψητά και στα άλλα κρεάτινα
εδέσματα. Και οι δρόμοι σε προκαλούν. Πατσάς εδώ καταμεσής της οδού Σκουφά του
κεντρικότερου δρόμου της Άρτας, ένας πατσάς πρωτότυπος, πατσάς, για μεζέ χωρίς ζουμιά
που πουλιέται με το κομμάτι, κοκορέτσι παραπέρα, σπληνάντερο αλλού και γαρδούμπα,
όλα αυτά αχνίζουν προκλητικά και σε κάνουν να ξεχάσεις την αθηναϊκή έλλειψη».494

493
Βυζάντιος, Περικλής: Η Ζωή ενός Ζωγράφου, Αυτοβιογραφικές Σημειώσεις. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1994,
σελ. 186 (12 Ιουλίου 1941). Ο Βυζάντιος το επόμενο διάστημα επέστρεψε στην Αθήνα.
Προηγουμένως πρόλαβε να παρατηρήσει την αρχή μιας ανησυχίας για την επάρκεια σταριού, ακόμα
και στην σχετικά πλούσια επαρχία. Όμως δεν αναφέρει πουθενά για αντίστοιχη έλλειψη κρέατος
στην ίδια περιοχή. Στο επόμενο ταξίδι του για τους Δελφούς έφαγε και πάλι καλά (στην Αράχοβα
αυτή τη φορά): «αρνί ψητό θαύμα, γιαούρτι και τυρί» που τον έκανε να καταλάβει «τα χάλια των
γαλακτερών» που έτρωγε στην Αθήνα (ο.π. σσ. 246-247, 27 Απριλίου 1942). Εξάλλου, αν και οι τιμές
είχαν ανέβει σημαντικά παντού, «για τους εδώ κατοίκους ουδέποτε η ζωή υπήρξε φτηνότερη και
ευκολότερη, γιατί είναι όλοι παραγωγοί ελαίων και λαδιού και ανταλλάσουν το καθετί με το λάδι
τους. Κάθε μέρα, ξοδεύοντας μια δυο οκάδες λάδι, έχουν απ’ όλα» (ο.π. σελ. 247, 2 Μαΐου 1942).
494
«Στον Καρβασαρά, την Άρτα, την Πρέβεζα και τα Γιάννενα, εντυπώσεις από ένα ταξίδι»
εφημερίδα Ακρόπολις (Αθηνών), 2/7/1941. Οι συνέπειες της έλλειψης τροφίμων έγιναν αισθητές και
στις επαρχιακές πόλεις το επόμενο διάστημα, όπου υπήρχαν επίσης θάνατοι από πείνα. Ωστόσο
αυτοί ήταν συχνά λιγότερο ως ποσοστό, και φαίνεται πως το φαινόμενο ήρθε με κάποια
καθυστέρηση σε σχέση με την Αθήνα.

285
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Λίγους μήνες αργότερα, σε μια εκδρομή στην Πεντέλη που περιγράφεται στην
Πρωία, μπορεί ο συγγραφέας να μη βρήκε ακριβώς «τα πλούσια ελέη του καλού καιρού»,
αλλά υπήρχε «γίδα της κατσαρόλας με λάχανο» και στο Ψυχικό συνάντησε έναν γλύπτη
που είχε απογοητευτεί από τις δυσκολίες του επαγγέλματός του στην Αθήνα και είχε βρει
αποδοτικότερη δουλειά ως τσοπάνος στα περίχωρα.495 Σε γενικές γραμμές όσο
απομακρυνόταν κανείς από την Αθήνα και τα μεγάλα αστικά κέντρα τόσο λιγότερες
ελλείψεις συναντούσε, τουλάχιστον στην ηπειρωτική Ελλάδα.496 Την ίδια περίοδο στην
Αθήνα είχε αρχίσει να θερίζει η πείνα.
Αναφορές που να υποδηλώνουν βελτιωμένη – σε σχέση με τα επίσημα στοιχεία –
κτηνοτροφική παραγωγή συναντούμε και το επόμενο διάστημα. Άρθρα εφημερίδων
επιβεβαίωναν τους «δύο δύσκολους χειμώνες που αυτή [η κτηνοτροφία] πέρασε» (1942-43
και 1943-44), αλλά το 1944 «χαίρεται τις άφθονες βροχές» και το χορτάρι που «έχει γεμίσει
την πεδιάδα της Αττικής μέχρι των παρυφών της πόλεως» με συνέπεια να είναι «τα ποίμνια
του διαιτώνται γύρω από την πρωτεύουσαν αφθονότερα παρά ποτέ», αποτέλεσμα που είχε
φανεί και στην αγορά.497 Οι εντυπώσεις βέβαια δεν θα ήταν το ίδιο θετικές στις ορεινές
περιοχές που είχαν να αντιμετωπίσουν τη διπλή πίεση της διατροφής των ανταρτών και των
καταστροφικών επιχειρήσεων των δυνάμεων κατοχής.

495
«Τέχνη και ζωή – Πεντέλη», Εφημερίδα Πρωία, 11/11/1941.
496
Οι εντυπώσεις αυτές της αφθονίας της επαρχίας περιορίστηκαν κάπως το επόμενο διάστημα,
αρχικά μάλλον λόγω της μείωσης των αποθεμάτων, στη συνέχεια λόγω της μείωσης των κερδών της
μαύρης αγοράς που επέφερε η ξένη βοήθεια και οι οικονομικές μεταβολές και ακόμα περισσότερο
το 1943-44, όταν οι περιοχές αυτές χρειάστηκε να θρέψουν τους αντάρτες και να υποστούν τις
καταστροφές των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Στα νησιά (απομακρυσμένα ή μη) η κατάσταση
ήταν σε γενικές γραμμές αρκετά χειρότερη εξ αρχής. Κάποια μάλιστα από αυτά, όπως η Σύρος,
πείνασαν περισσότερο από την Αθήνα.
497
«Σχόλια και κρίσεις – ο καιρός και αι καλλιέργειαι», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 17/4/1944 και
«Σχόλια και κρίσεις – η κτηνοτροφία περί την πρωτεύουσαν», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 8/5/1944. Η
μη αναφορά σε «δύσκολο χειμώνα» το 1941/2 έμμεσα επιβεβαιώνει την εντύπωση πως αρχικά η
κτηνοτροφία δεν αντιμετώπιζε τόσο σοβαρά προβλήματα όσο ήθελαν οι στατιστικές και αυτά
κορυφώθηκαν αργότερα. Η εικόνα της αφθονίας του 1944 πιθανότατα είναι εν μέρει πλασματική,
αφού αφορά μόνο την Αττική, της οποίας ο πληθυσμός (και οι ανάγκες) είχε αυξηθεί, πιθανότατα
δρώντας έτσι ως ένα ακόμα κίνητρο για κάποιους κτηνοτρόφους να μετακινηθούν από άλλες
περιοχές όπου έτσι κι αλλιώς είχαν να αντιμετωπίσουν και τα «απόνερα» της ύπαρξης των
αντάρτικων σχηματισμών στην περιοχή (αυξημένες ανάγκες, αλλά και καταστροφικές επιχειρήσεις
του στρατού κατοχής).

286
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Συμπερασματικά, η κτηνοτροφία υπέφερε, ειδικά προς το τέλος της κατοχής, όταν


έπρεπε να τροφοδοτήσει τις μεγάλες δυνάμεις του ΕΛΑΣ (και σε μικρότερο βαθμό του
ΕΔΕΣ) και να αντιμετωπίσει και τις επιπτώσεις των επιχειρήσεων των αρχών κατοχής και
των επιδρομών των ταγμάτων ασφαλείας. Ωστόσο η κατάσταση ήταν σε γενικές γραμμές
λιγότερο δραματική από ό, τι την παρουσίαζαν οι στατιστικές της εποχής, ειδικά μάλιστα σε
ό, τι αφορά την παραγωγή τυριού, γάλατος και αυγών, των οποίων η τιμή είχε ανέβει
σημαντικά σε σχέση με τα προπολεμικά επίπεδα, όπως συνέβαινε εξάλλου και με τα λοιπά
τρόφιμα. Παρά τη δυσκολία επακριβούς υπολογισμού ως προς την πραγματική παραγωγή,
θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως η αξία της ίσως στην πραγματικότητα να ξεπερνούσε
το 60% του προπολεμικού για το μεγαλύτερο διάστημα της κατοχής (με την εξαίρεση του
1944), στα δε πρώτα έτη της κατοχής, όταν ο αριθμός των ζώων ήταν μεγαλύτερος και οι
τιμές της μαύρης αγοράς υψηλότερες, το ποσοστό αυτό ίσως και να ξεπερνούσε το 65%.498
Συνολικά η παραγωγή του πρωτογενούς τομέα πρέπει να βρισκόταν γύρω στο 65% της
προπολεμικής, αν και το 1944 είχε μειωθεί κοντά στο 60%. Τα σχετικά εισοδήματα ήταν
λίγες μονάδες υψηλότερα, αλλά σε κανένα από τα κατοχικά έτη δεν πρέπει να έφτασαν το
70% του 1938.

4.2 Βιομηχανία και βιοτεχνία

Α) Γενικά
Η κατάσταση για τη βιομηχανία και τη βιοτεχνία ήταν δυσμενέστερη. Οι μεγάλες ανάγκες
των κλάδων αυτών σε πρώτες ύλες και καύσιμα, αλλά και σε εισαγόμενα μηχανήματα και
ανταλλακτικά ήταν δύσκολο να καλυφθούν την περίοδο εκείνη και οι σχετικές ελλείψεις
είχαν σοβαρότερες αρνητικές επιπτώσεις από εκείνες που η σπανιότητα λιπασμάτων και
φυτοφαρμάκων είχε για τη γεωργία.
Στην αρχή της κατοχής το κλίμα ανάμεσα στους Έλληνες επιχειρηματίες ήταν
ιδιαίτερα αρνητικό. Ο φόβος κατά τις πρώτες ημέρες της κατοχής ήταν πως η κάθετη πτώση
των παραγγελιών και οι μεγάλες ελλείψεις πρώτων υλών θα οδηγούσαν σύντομα σε
498
Αρκετά μεγαλύτερος των επίσημων αριθμών φαίνεται να ήταν και ο αριθμός των υποζυγίων,
αφού αρκετά από τα ζώα των μονάδων του ελληνικού στρατού είχαν πουληθεί, κλαπεί ή
εγκαταλειφτεί κατά την υποχώρησή του. Βλ. Μαργαρίτης, Γιώργος: Προαναγγελία Θυελλωδών
Ανέμων… σσ. 273-280. Αυτά όμως είχαν μάλλον περισσότερη επίπτωση στην αγροτική παραγωγή
παρά στη κτηνοτροφική. Αν δεν συνυπολογίσουμε την αύξηση της τιμής, η κτηνοτροφική παραγωγή
ίσως είχε πέσει κοντά στο 50%, ή πιθανότερα στο 55%, προς το τέλος του πολέμου, αλλά είναι
δύσκολο να καταλήξουμε σε ένα ακριβές ποσοστό λόγω της έλλειψης στοιχείων.

287
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σταμάτημα το μεγαλύτερο μέρος των εργοστασίων. Επιπλέον υπήρχε, όπως είδαμε, και η
αρκετά διαδεδομένη ανησυχία πως οι Γερμανοί θα υποχρέωναν τους περισσότερους
Έλληνες βιομήχανους να τους πουλήσουν τα πλειοψηφικά πακέτα των μετοχών.
Οι πληροφορίες που έφταναν στις αρμόδιες αρχές κατά τα μέσα του 1941
(πίνακας 4.3) έκαναν λόγο για τεράστιο περιορισμό των δραστηριοτήτων στο σύνολο
περίπου της βιομηχανίας, με τα μικρότερα (σχετικά) προβλήματα να παρουσιάζονται στην
βαμβακουργία (πτώση στο 50% της απόδοσης του 1939), ενώ στην περίπτωση της
χαρτοποιίας (που απαιτούσε και περισσότερες εισαγωγές πρώτης ύλης), το ποσοστό αυτό
είχε πέσει στο 15% με 20%.

Κλάδος βιομηχανίας Ποσοστό 1939


Βαμβακουργία 50%
Εριουργία 25%
Μεταξουργία 25%
Κανναβουργία 20%
Βυρσοδεψία 35%
Μηχανουργική εν γένει 20%
Χαρτοποιία 15-20%
Τσιμέντα κλπ 20%
Πίνακας 4.3: Κατοχικές εκτιμήσεις βιομηχανικής παραγωγής του 1941 ως ποσοστού εκείνης του
1939, σύμφωνα με: ΕΛΙΑ, αρχείο Κουτσουμάρη, φάκελος 50.2, "Παρατηρήσεις επί του
Υπολογισμού του Εθνικού Εισοδήματος της Ελλάδος του Περιεχομένου εν τω Υπομνήματι"
(πληροφορίες από "αρμόδιες υπηρεσίες").

Οι επίσημες εκτιμήσεις τα επόμενα χρόνια έγιναν σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα


χειρότερες.499 Μεταπολεμικά μάλιστα οι Έλληνες βιομήχανοι επιχείρησαν να
παρουσιάσουν μια εικόνα γενικής κατάρρευσης της παραγωγής, όπου ελάχιστες
επιχειρήσεις εργάζονταν.500

499
Κάποιες μεταπολεμικές εκτιμήσεις (βασισμένες σε στοιχεία της περιόδου) κάνουν λόγο, για
παράδειγμα, για μέση βιομηχανική παραγωγή γύρω στο 30-40% το 1941, αλλά 13-25% το επόμενο
έτος και 15-20% το 1943 (βλ. τον πίνακα με τα στοιχεία που έχει συλλέξει ο Τσουλφίδης στο:
Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη,
2013, σελ. 295). Τα ποσοστά αυτά είναι ασφαλώς υπερβολικά.
500
Βλ. το βιβλίο του ΣΕΒ: Η Ελληνική Βιομηχανία και οι Επικριταί της, [Σύνδεσμος Ελλήνων
Βιομηχάνων], Αθήνα, 1945, και την αγγλική του μετάφραση: Federation of Greek Industries: Greek
Industries and their Critics, [Federation of Greek Industries], Athens, 1946. Στόχος του βιβλίου, όπως
γράφει και στην εισαγωγή, ήταν να διαφωτίσει το ελληνικό κοινό (στην αγγλική μετάφραση «όλους
τους φίλους της Ελλάδας στο εξωτερικό» – προφανώς δηλαδή κυρίως τους ξένους που θα
διαχειρίζονταν και τη βοήθεια) για τα βιομηχανικά ζητήματα που απασχόλησαν την κοινή γνώμη το
1945, όταν ανέλαβε υπουργός εφοδιασμού ο Κυριάκος Βαρβαρέσος. Αν λοιπόν και δεν αφορά αυτή

288
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Όμως παρά την τραγική αυτή εικόνα, η παραγωγή συνεχίστηκε – έστω και
μειωμένη. Μάλιστα, παρά το ότι ο υψηλός πληθωρισμός ευνοούσε περισσότερο
κερδοσκοπικές κινήσεις και λιγότερο τις παραγωγικές επενδύσεις, κατά την περίοδο της
κατοχής ιδρύθηκαν αρκετές νέες επιχειρήσεις, σημαντικό μέρος των οποίων ήταν
βιομηχανικές ή βιοτεχνικές. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία οι νέες
βιομηχανίες και βιοτεχνίες που ιδρύθηκαν την περίοδο 1941-45 ήταν 7.962 (βλ. πίνακα
4.4), δηλαδή μέσο όρο 1.592 ανά έτος πρέπει να ιδρύθηκαν τουλάχιστον 5.700 κατά την
κατοχή. Ο μέσος όρος της δύσκολης αυτής πενταετίας δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητος
και παρουσιάζει μικρή μόνο πτώση σε σχέση με εκείνον της δεκαετίας του 1930.501

καθαυτή την κατοχή, το βιβλίο παρουσιάζει (εν μέρει μέσω των επίσημων επιστολών προς τις
ελληνικές αρχές) τις συνέπειες της κατοχής στην ελληνική βιομηχανία με τα χειρότερα χρώματα. Η
υπερβολικά αρνητική αυτή εικόνα (μάλλον είχε όμως στόχο να αυξήσει τις παροχές της ξένης
βοήθειας και να καλύψει τα κέρδη που ένα μέρος των βιομηχανιών είχε αποκομίσει από την
εξυπηρέτηση παραγγελιών των αρχών κατοχής, υπερασπίζοντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα των
βιομηχάνων από τις κατηγορίες και το «αριστερό κράτος» του 1945. Χαρακτηριστική είναι η
αναφορά της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου (ο.π. σσ. 93-94) πως η βιομηχανία «εγκολπόθη με
ενθουσιασμόν το πνεύμα της αντιστάσεως κατά των σκληρών επιδρομέων» και «ήργησε κατά το
πλείστον αυτής μέρος» αναλαμβάνοντας «εξ ολοκλήρου το βάρος της βιομηχανικής ανεργίας της
χώρας, ως μοναδικόν παράδειγμα καθ’ όλην την Ευρώπην». Σε παρόμοιο κλίμα ήταν ένα ακόμα
βιβλίο που εξέδωσε ο ΣΕΒ το 1946 με τίτλο Greek Industries in 1945 και το οποίο αποτελούσε
μετάφραση της ομιλίας του προέδρου του ΣΕΒ Χριστόφορου Κατσάμπα κατά την ετήσια συνεδρίαση
του οργάνου. Σ’ αυτό ο Κατσάμπας μιλούσε για «προσπάθεια να δημιουργηθεί ‘από το τίποτα’ ένα
αριστερό κράτος που θα αναλάμβανε το εμπόριο και την βιομηχανία» (σελ. 54) και πως το κράτος
αυτό ήταν «τουλάχιστον τόσο αριστερό όσο και η Σοβιετική Ρωσία» στον ορισμό των εργατικών
αμοιβών (σελ. 56). Οι εξωφρενικοί αυτοί ισχυρισμοί μικρή βεβαίως σχέση είχαν με την
πραγματικότητα.
501
Δυστυχώς από τα στοιχεία του πίνακα δεν είναι δυνατόν τα εκτιμηθεί ο ακριβής αριθμός των
ιδρύσεων επί κατοχής. Από τις ενδείξεις που υπάρχουν (στήλες σε οικονομικές εφημερίδες) φαίνεται
πως οι ιδρύσεις το πρώτο 4μηνο του 1941 μάλλον δεν ήταν περισσότερες από ό, τι στην ακμή της
κατοχής και είχαν σχεδόν σταματήσει για ένα διάστημα (περίπου 2 και κάτι μήνες) ανάμεσα στην
γερμανική εισβολή και στις πρώτες εκτεταμένες παραγγελίες των αρχών κατοχής. Εξάλλου υπήρξε
μια νέα προσωρινή μείωση τον Δεκέμβριο του 1944. Μια αναλυτικότερη καταμέτρηση θα κατέληγε
σε ένα ακριβές νούμερο, αλλά χωρίς αυτή μπορούμε μόνο να πούμε πως ο αριθμός δεν πρέπει να
ήταν κάτω από 5.700. Ο αριθμός αυτός προκύπτει και από τον υπολογισμό του μέσου μηνιαίου όρου
της περιόδου (133) επί του αριθμού των μηνών της κατοχής και των Δεκεμβριανών (περίπου 43
μήνες – την περίοδο των Δεκεμβριανών δεν θα υπήρχαν ιδρύσεις οπότε το ποσοστό του μήνα πρέπει

289
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Έτος ίδρυσης Βιομηχανιών και βιοτεχνιών κατά κλάδους

Είδος εταιριών Έτη Μέσοι όροι


Μ. Ο. Μ. Ο. Μ. Ο.
1931-40 1941-45 1946-48 1931-40 1941-45 1946-48
Τροφίμων, εκτός ποτών 3.994 1.217 1.361 399 243 454
Ποτών 320 129 152 32 26 51
Καπνού 14 13 16 1 3 5
Υφαντικών 402 207 400 40 41 133
Ένδυσης, υπόδησης,
υφασμάτινα είδη 6.335 3.220 3.673 634 644 1.224
Ξύλου και φελλού 949 409 753 95 82 251
Επιπλοποιίας 836 366 678 84 73 226
Χαρτιού 58 6 19 6 1 6
Εκτυπώσεων, εκδόσεων και
συναφών 219 46 79 22 9 26
Δερμάτων και δερμάτινων
ειδών εκτός υποδημάτων 596 248 313 60 50 104
Ελαστικού 13 3 6 1 1 2
Χημικών 254 74 95 25 15 32
Παραγώγων πετρελαίου και
άνθρακα 16 2 3 2 0 1

Επεξεργασίας και μεταλλικών


ορυκτών εκτός πετρελαίου
και άνθρακα 323 86 162 32 17 54
Βασικών μεταλλουργικών
βιομηχανιών 2 0 4 0 0 1

Κατασκευών μεταλλουργικών
ειδών εκτός μηχανών και
μεταφορικών μέσων 2.167 1.102 1.335 217 220 445
Κατασκευής μηχανών εκτός
ηλεκτρικών μηχανών 283 131 176 28 26 59

να διαμοιραστεί στους υπόλοιπους του έτους). Κάποιες ιδρύσεις ίσως υπήρξαν και στις περιοχές που
συνέχισαν να κατέχονται μετά τη γερμανική υποχώρηση, οπότε δεν αποκλείεται στην
πραγματικότητα ο αριθμός ιδρύσεων να φτάνει, ή ακόμα και να ξεπερνά, τις 5.800. Τα σημαντικά
οικονομικά προβλήματα του 1945 μάλλον αποκλείουν το ενδεχόμενο οι ιδρύσεις το έτος αυτό να
ήταν τόσο αυξημένες που να ανατρέπουν σημαντικά τον παραπάνω υπολογισμό. Ο Κώστας
Βεργόπουλος («Η συγκρότηση της Νέας Αστικής Τάξης, 1944-1952», σελ. 534, στο συλλογικό: Η
Ελλάδα στη Δεκαετία 1940-1950, ένα Έθνος σε Κρίση, Θεμέλιο, Αθήνα, 2006 [1981], σσ. 529-559)
είχε αναφερθεί με βάση τα ίδια στοιχεία σε 6.500, αριθμός που μάλλον προκύπτει από τον
υπολογισμό του ποσοστού που αντιστοιχεί στα 4 από τα 5 χρόνια της περιόδου του πίνακα
(7.962/5*4=6.370). Ωστόσο ο υπολογισμός αυτός δεν είναι ακριβής καθότι περιλαμβάνει στην
«κατοχή» τόσο τους πρώτους μήνες του 1941 όσο και τους τελευταίους του 1944.

290
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Κατασκευής ηλεκτρικών
μηχανών και ειδών
ηλεκτροτεχνίας 201 128 138 20 26 46
Κατασκευής μεταφορικών
μέσων 587 393 468 59 79 156
Διαφόρων βιομηχανιών 464 182 239 46 36 80
Σύνολα 18.033 7.962 10.070 1.803 1.592 3.357
Πίνακας 4.4: Επεξεργασία στοιχείων από την Συνοπτική Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος 1954,
της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1955, σελ. 78.

Αν και η αναφορά του πίνακα στο σύνολο της περιόδου 1941-45, περιπλέκει
κάπως τα πράγματα, μπορούμε να βγάλουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα συγκρίνοντας
τους ετήσιους μέσους όρους της περιόδου με εκείνους της προηγούμενης δεκαετίας, όσο
και της τριετίας που ακολουθεί. Με μια πρώτη λοιπόν ματιά φαίνεται πως, τουλάχιστον σε
επίπεδο προσδοκιών για κέρδη (που αποτελούσαν και το βασικό κίνητρο για την ίδρυση
των νέων βιομηχανιών και βιοτεχνιών), δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά με τους μέσους όρους
της δεκαετίας του 1930 πέρα από ελάχιστους κλάδους. Οι μεγαλύτερες διαφορές
παρατηρούνται στον κλάδο τροφίμων (εκτός ποτών), που πιθανότατα σχετίζεται με στην
σπανιότητα των τροφίμων, και στον κλάδο των εκτυπώσεων και εκδόσεων, όπου πράγματι
υπήρχε πρόβλημα με την σπανιότητα του χαρτιού.502 Μείωση (αν και με μικρό δείγμα)
εμφανίζουν επίσης και άλλοι δύο τομείς που κυριαρχούνταν από τις αρχές κατοχής: της
επεξεργασίας μεταλλικών ορυκτών (τα οποία επί κατοχής εξάγονταν κυρίως στη Γερμανία,
συνήθως χωρίς μεγάλη επεξεργασία) και των χημικών (που εξαρτιόνταν σε σημαντικό
βαθμό από τις εισαγωγές). Αντίθετα φαίνεται πως υπήρχε έντονο ενδιαφέρον στις
κατασκευές μεταλλουργικών ειδών και στις κατασκευές μεταφορικών μέσων (ενδεχομένως
και στον καπνό – αν και το δείγμα είναι πολύ μικρό), τομείς όπου είναι γνωστή η ύπαρξη
μεγάλων παραγγελιών από τις αρχές κατοχής.503

502
Στον τομέα αυτόν πιθανότατα έπαιξαν ρόλο και άλλοι δύο παράγοντες: πρώτον, μεγάλο μέρος της
δραστηριότητας της περιόδου αφορούσε παράνομες (αντιστασιακές εκδόσεις), που ασφαλώς δεν
εμφανίζονταν ως νεοϊδρυθείσες στα επίσημα στοιχεία, και δεύτερον, μεγάλωσε το μερίδιο της
αγοράς λίγων μεγάλων ομίλων που είχαν καλές σχέσεις με τις αρχές κατοχής (ή είχαν ιδρυθεί απ’
αυτές).
503
Για παράδειγμα, σύμφωνα με πληροφορίες που έφταναν στη Μέση Ανατολή, τον Μάρτιο του
1942, στο καπνεργοστάσιο του Παπαστράτου εργάζονταν 2.000 άτομα παράγοντας 30.000 οκάδες το
μήνα, το 60% του οποίου αγοραζόταν («άνευ καταβολής φόρου») από τις γερμανικές αρχές. ΓΑΚ,
Αρχείο Τσουδερού, Αποστολή Γ’ φάκελος 12, Δελτίο Πληροφ. Στρατιωτικαί-ναυτικαί-αεροπορικαί και
γενικαί πληροφ. Περί Ελλάδος. Απόρρητον. Νο21, σελ. 30.

291
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Την επόμενη περίοδο, οι προσδοκίες για εξασφάλιση μεριδίου από την σημαντική
ξένη βοήθεια και την «ανοικοδόμηση» (παρά το γεγονός ότι μεγάλο τμήμα της τελικά
ξοδεύτηκε στην διεξαγωγή του εμφυλίου) είχαν θετική επίπτωση στον αριθμό των
ιδρύσεων. Εξάλλου οι καταστροφές του πολέμου ήταν τεράστιες, και οι αλλαγές στον χάρτη
(μετακινήσεις λόγω εμφυλίου, πληθυσμιακή σύνθεση Θεσσαλονίκης, ενσωμάτωση
Δωδεκανήσων κλπ) αλλά και στην οικονομία είχαν σημαντικές επιπτώσεις στο
επιχειρηματικό κλίμα και στις παραγωγικές ανάγκες της χώρας. Έτσι δεν πρέπει να
εκπλήσσει πως την τριετία 1946-1948 οι μέσοι όροι εμφανίζονται μεγαλύτεροι σε όλες τις
κατηγορίες, τόσο από την περίοδο της κατοχής, όσο και από εκείνη της προηγούμενης
δεκαετίας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η γεωγραφική κατάταξη των νεοϊδρυθεισών
βιομηχανιών. Όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα 4.5, καθώς και στο γράφημα που
ακολουθεί, δεν υπάρχουν πολλές σημαντικές μεταβολές στην σχετική δραστηριότητα ανά
περιφέρεια. Η μεγαλύτερη μεταβολή εμφανίζεται στην Αττική, όπου η πτώση, αν και όχι
τεράστια, είναι αξιόλογη: κατά μέσο ετήσιο όρο την περίοδο 1941-45 ιδρύθηκαν
βιομηχανίες που αντιστοιχούν στο 77% της προηγούμενης περιόδου.

Μέσος ετήσιος όρος ιδρύσεων βιομηχανιών και βιοτεχνιών ανά περιφέρεια, 1931-1948
Έτη
Περιφέρειες 1931-40 1941-45 1946-48
Αττική (Μέσος όρος) 521 399 935
Στερεά & Εύβοια (με Αττική) 658 516 1.169
Πελοπόννησος 246 199 373
Ιόνιο 76 61 105
Θεσσαλία 100 102 190
Μακεδονία 320 345 694
Ήπειρος 49 57 92
Κρήτη 146 122 291
Ν. Αιγαίου 151 137 330
Θράκη 58 53 113
Σύνολα 1.803 1.592 3.357
Πίνακας 4.5: Επεξεργασία στοιχείων από: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος: Συνοπτική
Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος, 1954, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1955, σελ. 79-80.

292
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

40,00%

Ποσοστά του συνόλου (%)


35,00%
30,00%
25,00%
20,00%
15,00%
10,00%
5,00%
0,00%
1931-40 1941-45 1946-48
Ποσοστά
Στερεά & Εύβοια (με Αττική) 36,47% 32,40% 34,82%
Πελοπόννησος 13,61% 12,50% 11,11%
Ιόνιο 4,23% 3,84% 3,14%
Θεσσαλία 5,57% 6,42% 5,65%
Μακεδονία 17,77% 21,68% 20,69%
Ήπειρος 2,69% 3,60% 2,73%
Κρήτη 8,09% 7,64% 8,67%
Ν. Αιγαίου 8,38% 8,59% 9,82%
Θράκη 3,20% 3,33% 3,38%

Γράφημα 4.1: Ιδρύσεις βιομηχανιών και βιοτεχνιών ανά περιφέρεια, 1931-1948 (% του συνόλου).
Επεξεργασία στοιχείων από: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος: Συνοπτική Στατιστική
Επετηρίς της Ελλάδος, 1954, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1955, σελ. 79-80.

Οι μειώσεις στις υπόλοιπες περιφέρειες είναι μικρότερες, αλλά κάποια εντύπωση


προκαλεί το γεγονός των αυξήσεων στην Ήπειρο (118% σε σχέση με την περίοδο 1931-40,
αν και ο αριθμός συνεχίζει να είναι μικρός), στη Θεσσαλία (102%) και στη Μακεδονία
(108%). Δυστυχώς και πάλι δεν έχουμε αναλυτική επεξεργασία και αίτια των ιδρύσεων
αυτών, αλλά θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι στις περιπτώσεις Θεσσαλίας και Ηπείρου
αυτές οφείλονται εν μέρει στα τοπικά τρόφιμα και έσοδα της μαύρης αγοράς, και πιθανώς
στην περίπτωση της Θεσσαλίας και σε κάποια δραστηριότητα των δυνάμεων κατοχής στο
Βόλο (τοπικές παραγγελίες). Ωστόσο η αύξηση της Μακεδονίας είναι εκείνη που προκαλεί
την μεγαλύτερη εντύπωση, αφού κατά την κατοχή μεγάλο τμήμα της περιφέρειας είχε de
facto προσαρτηθεί στη Βουλγαρία και ως εκ τούτου οι όποιες ιδρύσεις δεν θα
εμφανίζονταν στα ελληνικά στατιστικά, ενώ η περιοχή (ειδικά η Θεσσαλονίκη) έχασε και
μεγάλο μέρος του πληθυσμού της (εβραϊκό στοιχείο), που ακόμα και πριν εξολοθρευτεί
είχε πέσει θύμα τέτοιων απαγορεύσεων που είναι απίθανο να προέβη σε σημαντικό αριθμό
ιδρύσεων βιομηχανιών.

293
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε πως μεγάλο μέρος των ιδρύσεων αυτών


οφείλεται στην παρουσία στη Θεσσαλονίκη του γερμανικού στρατηγείου που με τις
σημαντικές παραγγελίες που έδινε έγινε πόλος έλξης για αρκετούς επιχειρηματίες. Ένα
ακόμα ενδεχόμενο είναι η αύξηση αυτή να οφείλεται την εξαφάνιση των Εβραίων από την
περιοχή. Η εξαφάνιση αυτή αφενός δημιούργησε νέες ευκαιρίες για κάλυψη του κενού που
άφησαν οι Εβραίοι και αφετέρου οι επιχειρήσεις και οι λοιπές περιουσίες τους θα
μπορούσαν να αποτελέσουν έκτακτο αρχικό κεφάλαιο για το άνοιγμα νέας επιχείρησης από
τους νέους τους κατόχους (συνήθως δηλαδή συνεργάτες των Γερμανών). Χαρακτηριστική
είναι η αναφορά ενός εμπόρου της Θεσσαλονίκης στον συνεργάτη του στον Πειραιά, πως
«ελπίζω σε μεγάλες δουλειές στην αγοράν μας, μια που έλειψαν και οι Εβραίοι».504 Τέλος
ένας αριθμός επιχειρήσεων μπορεί να άνοιξε μετά την απελευθέρωση, όταν
δημιουργήθηκε ένα ακόμα μικρό κενό με την φυγή όσων είχαν εκτεθεί ως
«βουλγαρόφιλοι». Ωστόσο και για την επαλήθευση ή διάψευση των υποθέσεων αυτών
απαιτείται ειδικευμένη μελέτη.
Επιπλέον στοιχεία για την πορεία των οικονομικών προσδοκιών και την
βιομηχανική δραστηριότητα επί κατοχής μας δίνουν και οι άδειες ιδρύσεων, επεκτάσεων,
μετατροπών, μεταβιβάσεων και ανανεώσεων αδειών εργοστασίων που εξέδιδε το
Συμβούλιο Βιομηχανίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και δημοσιεύονταν στις
οικονομικές εφημερίδες. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία αυτά (βλ. γράφημα 4.2) επί
κατοχής δημοσιεύτηκαν περίπου 1900 τέτοιες άδειες, με το μεγαλύτερο αριθμό (714) να
δίδεται κατά το 1943, κατά την καλύτερη δηλαδή από πλευράς οικονομικών επιδόσεων
περίοδο της κατοχής (το 1942 δόθηκαν 501 και στους κατοχικούς μήνες του 1941 και 1944
332 και 358 αντίστοιχα).505 Το καλύτερο μάλιστα τρίμηνο εμφανίζεται μετά τα μέσα του
1943, όταν τα χρυσά νομίσματα της επιχείρησης χρυσού είχαν στηρίξει επαρκώς τη δραχμή
και οι παραγγελίες των αρχών κατοχής για τα προγράμματα οχυρώσεων και ναυπηγήσεων
ήταν στην κορύφωσή τους, ενώ είχε αρχίσει και η συζήτηση για το μέλλον της

504
ΕΛΙΑ, αρχείο «Εμπορική Ναυτιλία», Χατζόπουλος, 1943, Επιστολή Μιχ. Δημητριάδης («Όσπρια –
Δημητριακά») προς Κ. Χατζόπουλο, 15 Απριλίου 1943. Ο Χατζόπουλος μετέφερε με καΐκια τρόφιμα
(τόσο για τη μαύρη αγορά όσο και επίσημα) και συνεργαζόταν με τον Δημητριάδη. Δεν φαίνεται
όμως να είχε σχέση με την εκμετάλλευση των εβραϊκών περιουσιών.
505
Το 1941 είχε συνολικά καλύτερη παραγωγή, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στους 3-4 πρώτους
μήνες του έτους. Αν υπολογίσουμε μόνο τους κατοχικούς μήνες η παραγωγή του 1943 φαίνεται πως
ήταν μεγαλύτερη στους περισσότερους τομείς.

294
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μεταπολεμικής Ελλάδας και την ανοικοδόμηση.506 Όπως θα δούμε εξάλλου παρακάτω, η


περίοδος αυτή (τέλη 1943 και αρχές 1944) είναι μία από τις κορυφές στην κατοχική
παραγωγή.507 Σχετικά αυξημένος είναι επίσης ο αριθμός στα μέσα του 1941 (θα δούμε
κάποια παραδείγματα επιχειρήσεων που ιδρύονται την περίοδο αυτή για να
εξυπηρετήσουν τις παραγγελίες του γερμανικού ναυτικού στο δεύτερο μέρος), καθώς και
στις αρχές του 1943, όταν έπεσε ο πληθωρισμός και βελτιώθηκε το οικονομικό κλίμα. Η
εικόνα αυτή συμπληρώνεται και από τις αυξημένες εισαγωγές ανταλλακτικών και
μηχανημάτων που παρουσιάζουν οι (ελλιπείς) ελληνικές στατιστικές της περιόδου: οι
εισαγωγές της κατηγορίας «τεμάχια & μέρη μηχανών, μηχανημάτων ή ατμολεβήτων» για
παράδειγμα εμφανίζουν μεγάλη πτώση το 1941 (94.550 κιλά από 1.471.399 του 1940),
αλλά συνεχόμενες σημαντικές αυξήσεις το 1942 (320.211) και 1943 (361.295), ενώ ακόμα
και κατά το προβληματικό 1944 εισάγεται μια αξιόλογη ποσότητα (305.672 κιλά).
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην κατηγορία «δυναμό και ηλεκτρικοί κινητήρες», όπου
παρατηρείται πτώση στα 61.927 κιλά (από 434.268 το 1940), και 59.083 το 1942, αλλά
αύξηση στα 98.431 το 1943, ακολουθούμενη από λογική πτώση στα 33.124 το 1944.508

506
Τα στοιχεία έχουν χωριστεί σε τρίμηνα με βάση τις δημοσιεύσεις στις οικονομικές εφημερίδες.
Όπου υπάρχουν διαφορετικές ημερομηνίες (αρκετά συχνά δηλαδή) προτιμήθηκε η ημερομηνία του
Οικονομικού Ταχυδρόμου που φαίνεται να είναι πλησιέστερη στην έκδοση της άδειας από εκείνη
του Οικονομολόγου. Η μηνιαία αναφορά δεν θα είχε πολύ νόημα, αφού συχνά οι άδειες
δημοσιεύονταν κάποιες μέρες μετά την έκδοσή τους και έτσι αρκετές από αυτές θα εμφανίζονταν με
ένα μήνα καθυστέρηση. Με την κατάταξή τους σε τρίμηνα το πρόβλημα, αν και δεν εξαλείφεται,
τουλάχιστον περιορίζεται.
507
Η αύξηση του φθινοπώρου 1943 συμπίπτει και με την ιταλική κατάρρευση, ωστόσο δεν υπάρχουν
συγκεκριμένα στοιχεία πως αυτή είχε κάποιες σοβαρές μετρήσιμες επιπτώσεις στον αριθμό των
αδειών. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως βραχυπρόθεσμα θα επέφερε μια στασιμότητα που
ακολουθήθηκε από την προσδοκία της απελευθέρωσης, αλλά είναι δύσκολο να εντοπιστούν
επακριβώς οι συνέπειες του γεγονότος στην χορήγηση αδειών ή και στις αιτήσεις των
ενδιαφερομένων χωρίς βαθύτερη έρευνα στα αρχεία του υπουργείου.
508
Στοιχεία από τα Μηνιαία Δελτία Εμπορίου της περιόδου. Οι ποσότητες αυτές είναι σαφώς
μειωμένες σε σχέση με την προπολεμική περίοδο αλλά το 1943 έφταναν περίπου το 25%, ποσοστό
που αρκούσε μάλλον για τη σχετικά επαρκή λειτουργία όσων βιοτεχνιών και βιομηχανιών που
εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των αρχών κατοχής.

295
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αριθμός αδειών του Συμβουλίου Βιομηχανίας (Υπ.Εθ.Ο.)


ανά εξάμηνο, Απρίλιος 1941-Σεπτέμβριος 1944
300

250

200

150

100

50

0
II/41 III/41 IV/41 I/42 II/42 III/42 IV/42 I/43 II/43 III/43 IV/43 I/44 II/44 III/44

Γράφημα 4.2: Αριθμός αδειών ιδρύσεων, επεκτάσεων, μετατροπών, μεταβιβάσεων, μεταφορών


και ανανεώσεων εργοστασίων. Η μεγάλη πλειονότητα (σε γενικές γραμμές σχεδόν οι 8 στις 10)
αφορούν νέα εργοστάσια ή επεκτάσεις παλαιών. Πηγή στήλες εφημερίδων Οικονομικός
Ταχυδρόμος («Άδειαι Νέων Εργοστασίων και Επεκτάσεις Παλαιών») και Οικονομολόγος Αθηνών
(«Βιομηχανική Κίνησις»), 1941-44.

Οι περισσότερες από τις άδειες αυτές αφορούσαν ιδρύσεις και επεκτάσεις, με τις
μεταβιβάσεις και τις επεκτάσεις αδειών να είναι σαφώς λιγότερες.509 Ανάμεσά στις
επιχειρήσεις που λαμβάνουν τις άδειες αυτές βλέπουμε αρκετές που θα συναντήσουμε
παρακάτω να εμπλέκονται με την παραγωγή για τις δυνάμεις κατοχής. Κάποιες από αυτές

509
Σύμφωνα με την μέτρηση των Μπουρνόβα και Προγουλάκη, από τις περίπου 1900 αυτές άδειες
(οι ίδιοι δεν αναφέρονται καθόλου στον συνολικό αριθμό) οι 763 αφορούσαν ίδρυση νέων μονάδων,
από τις οποίες 166 ήταν για αλευρόμυλους, 72 για σαπωνοποιεία και 39 για ελαιοτριβεία. Βλ.
Μπουρνόβα, Ευγενία και Προγουλάκης, Γιώργος: «Οι οικονομικές συνθήκες της κατοχής», σελ. 70,
στο Φλάισερ, Χάγκεν (επιμ.): Κατοχή, Αντίσταση, 1941-1944, σειρά «Έξι Στιγμές του Εικοστού
Αιώνα», Τα Νέα/ΔΟΛ, Αθήνα, 2010, σσ. 57-72. Ο αριθμός αυτός μάλλον δεν είναι πλήρης, αφού
φαίνεται ότι οι συγγραφείς βασίστηκαν στη σειρά του Οικονομικού Ταχυδρόμου που βρίσκεται στη
βιβλιοθήκη της Βουλής και έχει κάποιες ελλείψεις (πληρέστερη σειρά υπάρχει στο ΙΑΕΤΕ). Επιπλέον
οι οικονομικές εφημερίδες (ο Οικονομολόγος σε μεγαλύτερη έκταση από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο)
καμιά φορά (ειδικά στα μέσα κάθε έτους όταν δημοσίευαν πολλούς ισολογισμούς) δεν είχαν τον
απαιτούμενο χώρο για τη δημοσίευση των επίσημων αυτών στοιχειών και μπορεί να τις δημοσίευαν
με καθυστέρηση ή και καθόλου. Για τα πλήρη στοιχεία χρειάζεται λοιπόν διασταύρωση από
περισσότερες της μίας οικονομικές εφημερίδες. Πάντως οι όποιες ελλείψεις δεν είναι αρκετές για να
αλλάξουν την τάξη των παραπάνω μεγεθών των Μπουρνόβα/Προγουλάκη.

296
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μάλιστα εμφανίζονται στις σχετικές στήλες αρκετές φορές. Η «Χαλυβδοφύλλων και


Λευκοσιδήρου» για παράδειγμα λαμβάνει άδεια επέκτασης του εργοστασίου της τον
Μάρτιο του 1942 και ξανά τον Αύγουστο του 1942.510 Στους πίνακες αυτούς συναντά επίσης
περισσότερες της μίας φοράς επιχειρήσεις όπως τον Αγγελόπουλο (Ελληνικά
Συρματουργεία, ή ίσως Πειραϊκή Μεταλλοβιομηχανία Αγγελόπουλος – Κάντζιας), τον
Γκλαβάνη, τα καλώδια Πουλόπουλου, την ΕΛΒΙΠ, τη ΒΙΟΧΡΩΜ, τη ΧΡΩΠΕΙ, αλλά και
εταιρείες τσιμέντου, μετάλλων, υφασμάτων κλπ. Μεγάλο μέρος λοιπόν των αδειών αυτών,
και σαφώς το μεγαλύτερο των μεγάλων μονάδων, είχε να κάνει με παλιότερες μεγάλες
ελληνικές εταιρείες, αν και στο δεύτερο μέρος θα δούμε και κάποιες ενδιαφέρουσες
περιπτώσεις επιχειρήσεων σεβαστού μεγέθους που ιδρύθηκαν την περίοδο εκείνη για να
αναλάβουν γερμανικά έργα και παραγγελίες.
Σε μια οικονομία όπου οι αρχές κατοχής έλεγχαν ουσιαστικά σε πολύ μεγάλο
βαθμό την (επίσημη τουλάχιστον) κατανομή πρώτων υλών και ενέργειας, ο ρόλος των
παραγγελιών τους ήταν όπως είναι φυσικό ιδιαίτερα σημαντικός. Κονσέρβες και άλλα
τρόφιμα, υφάσματα και ρουχισμός, αλλά ακόμα περισσότερο μεταλλικά είδη, ορυκτά,
ναυπηγεία, τσιμέντο και οικοδομικά υλικά, αγοράζονταν για τον γερμανικό και ιταλικό
στρατό στην Ελλάδα και – στον βαθμό που ήταν δυνατόν – για εξαγωγές προς Γερμανία και
Ιταλία, ή ακόμα και για να τροφοδοτήσουν στρατεύματά τους στα γειτονικά μέτωπα της Β.
Αφρικής και των Βαλκανίων.
Κάποια παραδείγματα τέτοιων παραγγελιών ήταν η παραγωγή σε ελληνικά
εργοστάσια 63.000 μπαταριών για φακούς τσέπης (πιθανότατα οι περισσότερες στην ΠΑΚ)
και η έναρξη των παραδόσεων 65.000 σχοινοβελών (για τον καθαρισμό της κάνης των
όπλων) στη Wehrmacht το 1944,511 οι συνεχείς παραγγελίες κουνουπιερών σε αθηναϊκά

510
«Άδειαι Νέων Εργοστασίων και Επεκτάσεις Παλαιών», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 16/3/1942,
10/8/1942. Η εταιρεία εμφανίζεται και άλλες φορές στους σχετικούς πίνακες, κυρίως όμως για
μεταβίβαση και ανανέωση άδειας εργοστασίου κατασκευής σιδηρών ελασμάτων.
511
BA-MA, RW 29/93, Militärbefehlshaber Griechenland, Wehrwirtschaftsstab, “Tätigkeitsbericht des
Wehrmachtbaustoffamtes Nr. 25 für die Zeit vom 16.4 bis 15.5.1944”, 17/5/1944. Η ΠΑΚ
κατασκεύαζε αρκετές μπαταρίες για τους Γερμανούς, ανάμεσά τους και μπαταρίες αυτοκινήτων και
αρμάτων. Για τον λόγο αυτόν είχε μπει στη συμμαχική λίστα με τους σημαντικότερους
βιομηχανικούς στόχους για τον Άξονα στην κατεχόμενη Ελλάδα, κατατασσόμενη στην κατηγορία 3
(TNA, WO 204/9201, ανώνυμος τρισέλιδος πίνακας συνοδευτικός του “Greece: Armament industry”).
Στην κλίμακα 1 ως 3 του πίνακα οι μπαταρίες ΠΑΚ κατατάσσεται στην κατηγορία 3, μαζί με το
μηχανουργείο Ροντήρη – Στρουμπούλη, τον Κούππα, τα ναυπηγεία Βασιλειάδη, Σκαραμαγκά και
Κρητικού, την ΑΕΕΧΠΛ, τα ορυχεία Λαυρίου και τα υφαντουργεία Λαναρά-Κύρτση, Ρετσίνα, ΕΤΜΑ και

297
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εργοστάσια για τους Γερμανούς στρατιώτες, ειδικά στις περιοχές με ελονοσία (π.χ.
Θεσσαλονίκη). Μακροχρόνιες συμφωνίες έκλεισαν και με αρκετά μεγάλα υφαντουργεία (ή
εταιρείες ετοίμων ενδυμάτων), βυρσοδεψεία και μεταξουργεία για κατασκευή στολών και
εσωρούχων κλπ., αρκετές από τις οποίες όμως αργότερα ακυρώθηκαν, παρά την πληρωμή
μεγάλων προκαταβολών. Παρά την ακύρωση πάντως αρκετά προϊόντα παραδόθηκαν, τόσο
πριν, όσο και μετά, αφού αργότερα έγιναν νέες παραγγελίες. Ανάμεσά τους ήταν 200
τζάκετ πιλότων που κατέληξαν σε μονάδες της Ρωσίας.512 Επίσης δόθηκε η δυνατότητα σε
Γερμανούς αξιωματικούς να ράβουν τις δικές τους καλοκαιρινές στολές στην Αθήνα πριν
μεταβούν στη Β. Αφρική, ενώ ολοκληρώθηκε και η προμήθεια ελαφρών χακί στολών και
αντίσκηνων για το Afrikakorps. Ωστόσο ένα μεγάλο μέρος των σκηνών που προορίζονταν
για την ταξιαρχία Ramcke, που μεταφέρθηκε από την Ελλάδα στην Αφρική το 1942,
χάθηκαν στη θάλασσα, όταν κάποια από τα πλοία που τις μετέφεραν βυθίστηκαν, με
συνέπεια να χρειαστεί να δοθεί νέα παραγγελία στον κατασκευαστή, ο οποίος είχε από

Ελληνική Εριουργία. Στην κατηγορία 1 ήταν μόνο ο ηλεκτρικός σταθμός Αγίου Γεωργίου και το ΚΕΑ,
ενώ η Ford, οι εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ και ο ναύσταθμος της Σαλαμίνας χαρακτηρίζονταν ως «2».
Φαίνεται όμως πως υπήρξαν κάποια προβλήματα με τις μπαταρίες της εταιρείας, γιατί κάποια τανκ
που είχαν εφοδιαστεί με μπαταρίες ΠΑΚ έμειναν στην έρημο της Αφρικής και έπεσαν σε αγγλικά
χέρια, γεγονός που οδήγησε τους Γερμανούς σε υποψίες σαμποτάζ ή τουλάχιστον ελαττωματικής
κατασκευής. Η σχετική ιστορία καταγράφηκε και από την Ελ. Βλάχου, που εκείνες τις ημέρες είχε
πάει στο εργοστάσιο να πάρει μπαταρία για το αυτοκίνητό της και είδε τους δυσαρεστημένους
Γερμανούς και τον ιδιοκτήτη Παπαναστασίου που της είπε την υπόθεση (Πενήντα και κάτι…
Δημοσιογραφικά Χρόνια, Τόμος Α, σελ. 134, καταγραφή 11/1/1942).
512
NARA, T-501 Roll 252, O[ber] Qu[artiermeister], Außenstelle Athen der Heeresgruppe E, “Beitrag
Qu zur monatlichen Lagebeurteilung”, 17/9/1943 και Piske, Dr Arthur, Generalintendant a.D.:
“Logistical Problems of the German Air Force in Greece, 1941-43”, (Foreign Military Study B-645),
Historical Division, Headquarters United States Army, Europe, Foreign Military Branch, 1953, σσ. 29-
32. Δεν είναι σαφές αν η αναφορά αυτή αφορά την εταιρεία Δαρδούφα, ή αν πρόκειται για
ξεχωριστή περίπτωση, πάντως τα δύο εργοστάσια της εν λόγω εταιρείας προσφέρθηκαν να
κατασκευάσουν τον Μάιο του 1941 συνολικά 6.100 αεροπορικές κάσκες και 25.800 ζεύγη γάντια και
τον Σεπτέμβριο φαίνεται να παρέδοσαν 3.400 (από παραγγελία 20.000) γούνινους μανδύες για
γερμανική μονάδα του Ανατολικού Μετώπου, ενώ φέρονταν να έχουν κάνει και σημαντικές
εξαγωγές δερμάτων, καθώς και πωλήσεις ειδών στη μαύρη αγορά. Βλ. NARA, RG 226, WASH-SPDF-
INT-1, Docs 5201-5240 (Box 24 folder 7), BCIS [Balkan Counter Intelligence Section], “Greece - Reports
on Economic Collaborators. No. 3”, Secret, 24/4/1946, καθώς και ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματατα τόμος
3/1947, αρ. 218 και πρακτικά τόμος 1/1948, αρ. 44-45.

298
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παλιότερα σχετική εμπειρία, αφού είχε κατασκευάσει σκηνές και για το βρετανικό
εκστρατευτικό σώμα.513
Ανάμεσα στις εταιρείες που δέχτηκαν μεγάλα συμβόλαια ήταν η ΥΦΑΝΕΤ της
Θεσσαλονίκης, η οποία ήδη από τα μέσα του 1941 ετοιμαζόταν να αναλάβει την κατασκευή
100.000 κουβερτών για τον γερμανικό στρατό (κυρίως στη Γιουγκοσλαβία), αξίας πάνω από
800.000 RM, περίπου το 40% των οποίων είχε ήδη παραγγελθεί μέχρι τα τέλη
Οκτωβρίου.514 Μέχρι τα τέλη του χρόνου είχαν παραληφθεί 6.000 από αυτές από τις

513
Piske, Dr Arthur, Generalintendant a.D.: “Logistical Problems of the German Air Force in Greece,
1941-43”, (Foreign Military Study B-645), Historical Division, Headquarters United States Army,
Europe, Foreign Military Branch, 1953, σσ. 30 και 33-35. Ο Piske κατηγορούσε τις γερμανικές
πολιτικές αρχές για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι παραγγελίες αυτές και αναφέρει πως τελικά
η Luftwaffe κατάφερε να σώσει το όλο σχέδιο μέσω των σχέσεων που είχε αναπτύξει με την ελληνική
κατοχική κυβέρνηση. Ο κατασκευαστής των σκηνών ήταν ο Ολλανδέζος, ο οποίος πράγματι
κατασκεύασε αρκετές σκηνές για το Afrikakorps, ενώ κατηγορήθηκε πως έπαιρνε με επίταξη ξένες
πρώτες ύλες (και μάλιστα περισσότερες από όσες χρειαζόταν), πως είχε εγκατασταθεί σε επιταγμένη
ξένη αποθήκη και πως είχε και εμπλοκή σε ανελκύσεις ναυαγίων. Μεταπολεμικά ο Ολλανδέζος
καταδικάστηκε χωρίς να εμφανιστεί προσωπικά στο ειδικό δικαστήριο. Λίγους μήνες αργότερα, όταν
το πολιτικό κλίμα ήταν καλύτερο για τους κατηγορούμενους ξαναδικάστηκε δηλώνοντας πως την
προηγούμενη φορά ήταν άρρωστος, χωρίς όμως να καταφέρει να αθωωθεί. Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α.,
Πρακτικά τόμος 14/1946, αρ. 1585-6 και πρακτικά τόμος 3/1947, αρ. 182-3, 214. Σύμφωνα με τα
αρχεία του υπουργείου επισιτισμού για τις «ηυξημένες μερίδες άρτου» που μοιράζονταν σε
επιχειρήσεις που εργάζονταν για τις αρχές κατοχής, ο Ολλανδέζος (“Zelten-Fabrik Georg Th.
Ollandezos” κατά την στάμπα της εταιρείας του στην βεβαίωση), απασχολούσε περίπου 110 εργάτες
ημερησίως την περίοδο εκείνη (Σεπτέμβριο 1942) για την ολοκλήρωση μάλλον της δεύτερης
παραγγελίας (η ταξιαρχία Ramcke μεταφέρθηκε στην Αφρική τον Ιούλιο). Ενδιαφέρον μάλιστα
αποτελεί το γεγονός πως στη δήλωση της εταιρείας για την εβδομάδα 7/9-12/9/1942 γράφει αρχικά
114 ημερησίως, αριθμός που διορθώθηκε αργότερα σε 110, ενώ στον πίνακα του αρτοποιείου
εμφανίζεται χαμηλότερος αριθμός για τη Δευτέρα (72). Βλ. ΓΑΚ, αρχείο Υπουργείου Επισιτισμού
(Κ67α), φάκελος 39. Δεν είναι βέβαιο αν αιτία της διαφοράς αυτής ήταν κάποια μεγάλη «ευελιξία»
του Ολλανδέζου προσλαμβάνει και να απολύει (μάλλον όχι πάντα νόμιμα) εργάτες, ή αν πρόκειται
για προσπάθεια να περάσει πλαστά υπερβολικά νούμερα για να λάβει περισσότερα τρόφιμα,
προσπάθεια που συνάντησε την αντίσταση των υπευθύνων, με συνέπεια να αναγκαστεί να τα
μειώσει.
514
Βλ. BA-MA, RW 29/113, Wirtschaftskommando Saloniki, Bericht Ia,α) 20/9/1941 και β)
31/10/1941. Την περίοδο εκείνη οι γερμανικές μονάδες στη Γιουγκοσλαβία ανέθεσαν σε
επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης και άλλα συμβόλαια, όπως εκείνη για 1.987 κιλά δέρμα αγελάδας και

299
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δυνάμεις στη Γιουγκοσλαβία και άλλες 6.760 στην Ελλάδα, πριν τα προβλήματα παροχής
ενέργειας σταματήσουν προσωρινά τις εργασίες.515 Παρόμοια μεγάλα συμβόλαια έλαβαν
την περίοδο εκείνη μεταξύ άλλων και οι εταιρείες Λαναράς – Κύρτσης της Νάουσας
(αναγραφόμενης αξίας 377.333,33 RM), Κόκκινος (313.416,67 RM) και Τσίτσης και Σια
(1.208.333,33 RM) της Έδεσσας και έμποροι της Θεσσαλονίκης (1.666,67 RM).516
Τα ποσά αυτά που καταγράφουν οι γερμανικές εκθέσεις μάλλον ήταν ως ένα
βαθμό επηρεασμένα από τον πληθωρισμό και την σταθερή ισοτιμία του μάρκου, αλλά,
ακόμα και αν η πραγματική τους αξία ήταν λίγο μικρότερη, παρέμεναν αρκετά μεγάλης
αξίας.517 Πλησιέστερα στην πραγματική αξία (ειδικά στην περίοδο Neubacher, το πλαίσιο
είχε γίνει αυστηρότερο και τα περιθώρια καθαρού κέρδους φαίνεται να είχαν μειωθεί)
μάλλον ήταν η καταγραφή πληρωμών που διαθέτουμε από άλλα αρχεία για
μεταγενέστερες παραγγελίες. Στις αρχές του 1943 για παράδειγμα παραγγέλθηκαν στα
Ελληνικά Υφαντήρια περίπου 2.083,33 μέτρα ύφασμα πλάτους 140 εκατοστών για
γερμανικές στολές (Feldgraustoff), για το οποίο η εταιρεία πληρώθηκε 25.000.000
δραχμές.518 Οι μεταγενέστερες παραγγελίες ήταν βέβαια αρκετά μικρότερες των αρχικών,

2.408,5 κιλά δερμάτινες σόλες στους αδελφούς Σολομών Αβαζού (BA-MA, RW 29/108, Aktenvermerk
v. 11.2.42).
515
Οι προσπάθειες για επανέναρξη της παραγωγής συνεχίστηκαν και φαίνεται πως μέχρι το τέλος
της κατοχής παραδόθηκαν αρκετές ακόμα, και σίγουρα η εταιρεία έλαβε και άλλα συμβόλαια, όπως
εκείνη για 75.000 μέτρα διαγώνιο βαμβακερό ύφασμα στα τέλη του ίδιου έτους. Βλ. για παράδειγμα
BA-MA, RW 29/108, Der Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier Saloniki, Aktenvermerk v. 14.2.42
(Tätigkeitsbericht) και Aktenvermerk (Tätigkeitsbericht) v. 16.2.42.
516
BA-MA, RW 29/108, Kriegstagebuch Blatt Nr. 288, 5.5.42. Οι σχετικές πληροφορίες είχαν φτάσει
και στους συμμάχους, που όπως είδαμε έβαλαν τον Λαναρά στη λίστα των οικονομικών στόχων. Η
εταιρεία συνέχισε να αναφέρεται σε βρετανικά έγγραφα για το μεγαλύτερο διάστημα του πολέμου,
όπως εκείνο που τον Μάιο του 1943 κάνει λόγο για παραγωγή υφάσματος για στολές και κουβέρτες
(στην ίδια λίστα είναι η Πειραϊκή Πατραϊκή για μουσαμά αντίσκηνων και ύφασμα για καλοκαιρινές
στολές, η Ελληνική Εριουργία για κουβέρτες και ύφασμα για χειμερινές στολές, καθώς και τα
Ελληνικά Υφαντήρια, οι “Καρέλιας” (ίσως Καρέλλας) και «Veika» (sic, πιθανότατα πρόκειται για τη
ΒΕΛΚΑ) για ύφασμα καλοκαιρινών στολών (TNA, WO 204/9201, AIO C 157, “Greece”).
517
Αν πάρουμε τα αναφερόμενα ποσά τοις μετρητοίς, τότε η αξία των συμβολαίων αυτών (χωρίς
εκείνο της ΥΦΑΝΕΤ) πλησίαζε το 10% του συνόλου του μηνιαίων εξόδων της Wehrmacht στην
κατεχόμενη Ελλάδα.
518
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ66Φ3857, «Ελληνικά Υφαντήρια, Rechnung, προς Armee-Bekleidungslager Piräus»,
18/3/1943. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε την περίοδο εκείνη σε περίπου 132 χρυσές λίρες (ή 145 με
βάση τη μηνιαία μέση τιμή της λίρας). Οι παραγγελίες προς την επιχείρηση συνεχίστηκαν και την

300
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

και φαίνεται να αντιπροσώπευαν και σχετικά μικρότερο ποσοστό των εξόδων κατοχής ανά
τεμάχιο, αν και τα συνολικά ποσά δεν ήταν ανάξια λόγου. Η κατηγορία των κλωστικών ινών,
υφασμάτων και υφασμάτινων ειδών είναι εξάλλου η μοναδική από τις γενικές στατιστικές
κατηγορίες εμπορευμάτων που παρουσιάζει σημαντικά μεγαλύτερες εξαγωγές προς τη
Γερμανία σε σχέση με την προπολεμική περίοδο. Σύμφωνα με τα επίσημα ελληνικά
στατιστικά στοιχεία (που δεν είναι βέβαιο ότι περιλαμβάνουν το σύνολο των σχετικών
εξαγωγών επί κατοχής), οι εξαγωγές της κατηγορίας ανέρχονταν σε 260 τόνους το 1939, για
να πέσουν στους 27 το 1940, να αυξηθούν στους 312 το 1941 και να εκτοξευθούν στους
4.036 το 1942 και στους 1.959 το 1943. Ακόμα και οι 277 του 1944 ήταν περισσότεροι από
του 1939, ενώ είναι μάλλον βέβαιο ότι μια μεγάλη (πιθανότατα μεγαλύτερη των επίσημων
εξαγωγών) ποσότητα καταναλωνόταν από τη Wehrmacht εντός Ελλάδας και έτσι δεν πρέπει
να εμφανίζεται στις σχετικές στατιστικές.519
Εκτός από τις επιχειρήσεις που αναλάμβαναν συμβόλαια των αρχών κατοχής,
συνεχίζοντας παράλληλα να λειτουργούν και για την ελληνική αγορά, υπήρχαν και αρκετές
που επιτάσσονταν και εξαρτιόνταν σχεδόν πλήρως από τις παραγγελίες αλλά και τις
προμήθειες πρώτων υλών κλπ από τις αρμόδιες γερμανικές ή ιταλικές αρχές, ειδικά στις
περιπτώσεις της βαριάς βιομηχανίας και των οικοδομικών υλικών. Χαρακτηριστική είναι η
λίστα του πίνακα που ακολουθεί, στην οποία φαίνονται πλήθος μικρών και μεγάλων
«βιομηχανιών» που εποπτεύονταν από την Υπηρεσία Δομησίμων Υλών του Γερμανικού
Στρατού (όπως αναφερόταν σε ελληνικά έγγραφα η Wehrmacht Baustoffamt). Ανάμεσά
τους βλέπουμε από επιχειρήσεις των 7-8 ατόμων, όπως το εργοστάσιο τσιμεντοσωλήνων,

επομένη περίοδο και ένα περίπου χρόνο αργότερα οι πληρωμές από το Κεντρικό Ταμείο της Βέρμαχτ
προς την εταιρεία αντιστοιχούσαν σε 305 χρυσές λίρες (ΙΑΕΤΕ, Α1Σ11Υ71Β1, «Δικαιούχοι εντολών
Κεντρικού Γερμανικού Ταμείου 1944», καταγραφές 19, 20 και 22 Ιουνίου 1944). Οι υπολογισμοί των
ποσών σε χρυσές λίρες έγιναν με τις ημερήσιες τιμές του Ν. Δαράβαλη: Η Χρυσή Λίρα από Απριλίου
1941 μέχρι και σήμερον, Αθήνα, 1946. Το σύνολο των παραγγελιών στην εταιρεία που εμφανίζεται
στα αρχεία αυτά για την περίοδο 1943-44 πλησιάζει τις 1.000 χρυσές λίρες.
519
Δεδομένης της απόκρυψης των στρατιωτικής φύσης εξαγωγών ακόμα και από τα γερμανικά
στατιστικά είναι πολύ πιθανό οι ποσότητες που περιλαμβάνονται στις επίσημες ελληνικές
στατιστικές (Μηνιαία Δελτία Εμπορίου, 1939-1944) να περιλαμβάνουν μέρος μόνο των πραγματικών
εξαγωγών, κυρίως όσες προορίζονταν για την γερμανική πολιτική αγορά. Σύμφωνα με τα επίσημα
στατιστικά υπάρχουν μερικές ακόμα κατηγορίες που εμφανίζουν προσωρινή αύξηση π.χ. δέρματα
και δερμάτινα είδη: 1.740 τόνοι το 1941 από 1.421 το 1939 και ελαιώδη σπέρματα και καρποί 4.487
τόνοι το 1942 από 2.028 το 1939. Ωστόσο καμία τους δεν εμφανίζει μεγαλύτερες εξαγωγές από τις
προπολεμικές σε όλα τα κατοχικά έτη.

301
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μέχρι άλλες που απασχολούν αρκετές εκατοντάδες, καθώς και κοντά 2.000-3.000 εργάτες
των κατασκευαστικών έργων του μηχανικού του γερμανικού στρατού.

Επιχειρήσεις υπό Γερμανική εποπτεία (1942)


ως 26/7/1942 ως 25/5/42
Επιχειρήσεις - αρχές Εργάτες Επιχειρ. Εργάτες Επιχειρ.
Bauleitung Höherer Wehrmacht-Pionier Führer
(Κατασκευαστικά έργα γερμανικού μηχανικού) 1.977 2.700
Τσιμεντοβιομηχανίες 1.535 6 1.188 6
Εργοστάσιο τσιμεντοσωλήνων 7 1 8 1
Σιδηρουργεία 850 7 764 7
Λιγνιτωρυχεία 825 2 692 2
Ασβεστοκάμινοι 690 11 197 8
Πλινθο-κεραμοποιεία 750 12 499 9
Λατομεία 169 6 139 6
Επιχειρήσεις κατασκευής πισσόχαρτου 182 3 180 3
Ορυχεία χρωμίου 1.500 4 1.500 4
Χρωματουργείο 68 1 55 1
Εργοστάσιο παρασκευής κόλλας 61 1
Εργοστάσιο κατασκευής χαρτόσακων 35 1
Ηλεκτρο-Χαλυβουργείο 102 1
Εριουργεία 1.036 1
Πυριτιδοποιείο 1.429 1
Εργοστάσιο ελαστικών ειδών 210 1
Συνεργεία 95 1
Κατασκευαστικές εταιρείες 137 3
Επιχειρήσεις παρασκευής γύψου 106 1
Σαπωνοποιεία 40 1
Σύνολο 11.658 63 8.068 49
Πίνακας 4.6: πηγή: BA-MA, RW 29/104, Der Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier Athen, Wehrmacht
Baustoffamt, Tätigkeitsberichte Nr. 1 (1 Ιουνίου) και Nr. 3 (1 Αυγούστου 1942).

Οι αριθμοί του πίνακα αφορούν την πρώτη περίοδο λειτουργίας της υπηρεσίας,
όταν τα γερμανικά έργα ήταν λιγότερα και το σύστημα της εποπτείας δεν είχε προχωρήσει
όσο φαίνεται σε μεταγενέστερες εκθέσεις. Έτσι βλέπουμε στην πρώτη έκθεση να
αναφέρονται 49 επιχειρήσεις με λίγο πάνω από 8.000 εργαζόμενους. Δύο μήνες αργότερα,
ο αριθμός των επιχειρήσεων είχε αυξηθεί κατά περίπου 28,5% και εκείνος των
εργαζομένων κατά 44,5% (βλ. πίνακα). Σε επόμενες εκθέσεις η αύξηση συνεχίζται. Ένα
περίπου χρόνο μετά οι επιχειρήσεις είχαν φτάσει τις 89 (αύξηση 81,6% σε σχέση με την
πρώτη έκθεση) και οι εργαζόμενοι σε 14.624 (αύξηση 81,25%), ενώ τον επόμενο χρόνο,
όταν είχαν περάσει υπό γερμανική εποπτεία και οι επιχειρήσεις που παλιότερα εργάζονταν

302
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

για τους Ιταλούς, ο αριθμός είχε φτάσει τις 141 με 28.707 εργαζόμενους.520 Με βάση τις
ενδείξεις αυτές λοιπόν μάλλον επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα πως η βιομηχανική
παραγωγή για τις αρχές κατοχής επεκτάθηκε μετά το 1942, και το ποσοστό της βιομηχανίας
που εξαρτιόταν από τις παραγγελίες τους μεγάλωνε όσο περνούσε ο καιρός, τουλάχιστον
μέχρι και τα μέσα του 1944.
Οι προμήθειες δεν γίνονταν όμως με τους ίδιους ρυθμούς σε όλη τη διάρκεια της
κατοχής ούτε αφορούσαν πάντα τα ίδια είδη. Τις πρώτες ημέρες ή λίγες εβδομάδες της
κατοχής έγιναν κυρίως μαζικές αγορές πρώτων υλών, ειδών πρώτης ανάγκης και κάποιων
ειδών που χρειάζονταν για την συντήρηση και επισκευή στρατιωτικού υλικού χωρίς να
παρατηρείται κάποια συστηματική προσπάθεια συγκεκριμένης κατεύθυνσης της ελληνικής
βιομηχανικής παραγωγής, με μακροπρόθεσμες παραγγελίες για το Ράιχ ή τις στρατιωτικές
δυνάμεις του Άξονα. Την περίοδο εκείνη υπήρχε επιπλέον και μεγαλύτερο πρόβλημα
εξεύρεσης καυσίμων και πρώτων υλών για τα ελληνικά εργοστάσια, αφού οι εισαγωγές είχε
περιοριστεί στο ελάχιστο και μέρος των ήδη μικρών αποθεμάτων είχαν επιταχθεί από τις
αρχές κατοχής, συχνά για να μεταφερθούν στο εξωτερικό.521 Μόνη ίσως εξαίρεση ήταν οι
παραγγελίες του γερμανικού ναυτικού (βλ. δεύτερο μέρος) για την ανέλκυση και
ναυπήγηση σκαφών στην Ελλάδα. Εξάλλου το πολεμικό γερμανικό ναυτικό ελάχιστα δικά
του πλοία διέθετε στη Μεσόγειο, ενώ και οι ανάγκες για θαλάσσιες μεταφορές ήταν
μεγάλες.

520
RW 29/106, Der Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier Athen, Wehrmacht Baustoffamt,
Tätigkeitsberichte Nr. 13, abgeschlossen mit dem 20. Mai 1943 (20/5/1943) και RW 29/93,
Militärbefehlshaber Griechenland, Wehrwirtschaftsstab, “Lagebericht Griechenland”, 17/7/1944. Ο
αριθμός κορυφώθηκε τον επόμενο μήνα, φτάνοντας τις 182 επιχειρήσεις και τους 30.022
εργαζόμενους (RW 29/93, Lagebericht 17/7/1944), για να πέσει μέχρι την τελευταία κατοχική έκθεση
(αρχές Αυγούστου) στις περίπου 130 με 15.000 εργαζόμενους. Ο συνολικός αριθμός πάντως των
εργαζομένων για τους Γερμανούς ήταν πολύ μεγαλύτερος (στο: BArch, R 2/311, Der Chef der
Sicherheitspolizei und der SD, IIID: “Leistungsbilanz der griechischen Wirtschaft“, 12/8/1944
αναφέρεται για παράδειγμα πως οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις που σχετίζονταν με τον εξοπλισμό
έφταναν τις 200.000).
521
Το πρόβλημα των καυσίμων θα ήταν από τα σημαντικότερα (ίσως το σημαντικότερο όλων) που θα
συναντούσε η ελληνική βιομηχανία επί κατοχής. Αν και η κατάσταση ήταν χειρότερη στην Ελλάδα, το
πρόβλημα ταλάνιζε ολόκληρη την οικονομία της κατεχόμενης Ευρώπης. Όπως εξάλλου σωστά
παρατηρεί ο Mazower (Hitler’s Empire. Nazi rule in Occupied Europe, Penguin Books, London 2009,
σελ. 290), «η ενέργεια, όχι τα τρόφιμα, ήταν η πραγματική αχίλλειος πτέρνα της γερμανικής
πολεμικής προσπάθειας».

303
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μετά την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, ειδικά
μάλιστα όταν η αρχική πρόοδος των επιχειρήσεων άρχισε να επιβραδύνεται. Σύντομα, ο
συνδυασμός της σοβιετικής αντίστασης και των βροχών του φθινοπώρου άρχισαν να
απομακρύνουν τις προσδοκίες για ταχεία νίκη, ενώ η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα
περισσότερο τον χειμώνα, με την πρώτη μεγάλη ήττα έξω από τη Μόσχα και την είσοδο των
ΗΠΑ στον πόλεμο.
Έτσι λοιπόν η αρχικά μικρή παραγωγή για τον Άξονα αυξήθηκε σταδιακά από το
δεύτερο μισό 1941, όταν άρχισαν κάποιες αξιόλογες εισαγωγές καυσίμων και άλλων
υλικών, αλλά κυρίως από το 1942, αφού μέχρι τότε η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε
ακόμα σοβαρά προβλήματα εφοδιασμού κατά διαστήματα.522 Την περίοδο εκείνη, όταν και
ξεκινούσε η συστηματικότερη προσπάθεια παραγωγής για τον Άξονα και οι νέες γερμανικές
αρμόδιες υπηρεσίες, όπως εκείνη για τα οικοδομικά υλικά, καταθέτουν πλέον τακτικές
μηνιαίες εκθέσεις που βοηθούσαν στην καλύτερη οργάνωση της κατανομής καυσίμων και
πρώτων υλών και των παραγωγικών στόχων από πλευράς των αρχών κατοχής. Παρά τα
σχέδια για εστίαση της ελληνικής παραγωγής στην επεξεργασία των πρώτων υλών που
προορίζονταν για εξαγωγή οι ανάγκες του πολέμου απαιτούσαν την αύξηση τις παραγωγής
βιομηχανιών που σχετίζονταν άμεσα ή έμμεσα με τον πολεμική παραγωγή.
Όμως καίριο εμπόδιο ήταν τα σοβαρά προβλήματα που εξακολουθούσαν να
ματαιώνουν την ουσιαστική ανάκαμψη της συνολικής παραγωγής. Εκτός από τις ελλείψεις
σε πρώτες ύλες και ενέργεια, που ήταν ακόμα σημαντικές, αρνητική επίπτωση είχε
(τουλάχιστον μέχρι το 1943) κι η φυσική αδυναμία της εργατικής δύναμης, που υπέφερε
από την πείνα.523 Για όσους όμως κατάφερναν να εξασφαλίσουν συμβόλαια των αρχών

522
Για παράδειγμα γερμανική έκθεση ανέφερε πως τον Ιανουάριο του 1942 η κατάρρευση της
ελληνικής οικονομίας και οι μεγάλες ελλείψεις καυσίμων είχε σχεδόν σταματήσει προσωρινά ακόμα
και την απαραίτητη για τον πόλεμο παραγωγή, ειδικά στη νότια Ελλάδα. NARA, T-311 Roll 175,
Wehrmachtsbefehlshaber Südost (AOK 12), Abteilung Ia, “Tätigkeitsbericht der Abteilung Ia für die
Zeit v. 1.2-28.2.1942“, 28/2/1942, Frame 201-202. Για την κρίση καυσίμων της περιόδου Δεκεμβρίου
1941-Ιανουαρίου 1942, ως αποτέλεσμα της βύθισης δύο ιταλικών πλοίων που μετέφεραν άνθρακα
Βλ. επίσης: Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43,
αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Emory University, 1995, σελ. 349.
523
Στη Γαλλία, όπου η κατάσταση ήταν ασφαλώς καλύτερη, υπολογίστηκε την περίοδο της κατοχής
πως οι σκληρά εργαζόμενοι (και ως εκ τούτου με μεγαλύτερες ανάγκες σε τρόφιμα) ανθρακωρύχοι
της περιοχής του κοιλάδας Nord-Pas-de-Calais είχαν χάσει περίπου το 10% της παραγωγικότητάς
τους λόγω φυσικής αδυναμίας, ασθενειών και αδικαιολόγητης απουσίας. Βλ. Grenard, Fabrice » « La
question du ravitaillement dan les entreprises françaises sous l’Occupation » insuffisances et

304
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κατοχής, το 1942 ήταν σίγουρα περίοδος υψηλής κερδοφορίας. Δεν ήταν τόσο ότι οι – έτσι κι
αλλιώς σχετικά περιορισμένες – βιομηχανικές εξαγωγές που απέφεραν μεγάλα κέρδη λόγω
της τεράστιας πλασματικής αξίας της δραχμής,524 όσο η δυνατότητα να προμηθεύονται
φθηνές πρώτες ύλες και η σχεδόν εκμηδένιση του εργατικού και μισθολογικού κόστους, που
αύξαναν τα περιθώρια καθαρού κέρδους. Με την πτώση της βιομηχανικής παραγωγής το
1942 στο περίπου 40% του προπολεμικού, και εκείνη των πραγματικών εργατικών μισθών
(στο ίδιο έτος) μόλις στο 10-11% εκείνων του 1940, είναι προφανές πως – ακόμα και με τις
όποιες συμπληρωματικές παροχές προς τους εργάτες – το περιθώριο καθαρού κέρδους όσων
βιομηχάνων μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη συνέχιση των εργασιών τους ήταν αρκετά
μεγαλύτερο από ό, τι τα προηγούμενα έτη. Αν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς και την
απαλλαγή τους (αν όχι ολοκληρωτικά, τουλάχιστον σε πολύ μεγάλο βαθμό) από τα τραπεζικά
κλπ χρέη, τα περιθώρια καθαρού κέρδους αυξάνονταν ακόμα περισσότερο, έστω και ο
κύκλος των εργασιών ήταν συνήθως μικρότερος από των πολεμικών.
Το 1943 οι πραγματικές εργατικές αμοιβές σχεδόν διπλασιάστηκαν όπως θα δούμε,
με αποτέλεσμα να περιοριστεί σε ένα βαθμό το περιθώριο κέρδους, αλλά η μερική
ανάκαμψη της οικονομίας με την μείωση του πληθωρισμού, την αύξηση των παραγγελιών
από τις αρχές κατοχής και τη μικρή βελτίωση στην προμήθεια καυσίμων και πρώτων υλών
(τουλάχιστον για μεγάλο μέρος του έτους), αντιστάθμισε τη μείωση του περιθωρίου καθαρού
κέρδους με την αύξηση των μεικτών κερδών των επιχειρήσεων. Από τις ενδείξεις που έχουμε,
τα μέσα του 1943 (πριν την κρίση καυσίμων και την εκτόξευση του πληθωρισμού στο δεύτερο
μισό του έτους) ήταν πιθανότατα η πλέον παραγωγική περίοδος της κατοχής για την ελληνική
βιομηχανία.
Παρά τα προβλήματα η κατάσταση ήταν κάπως υποφερτή – τουλάχιστον σε
σύγκριση με το χαμηλότερο σημείο της κατοχής – μέχρι σχεδόν τα μέσα του 1944, όταν οι
μεγάλες ελλείψεις, η καταρρέουσα δραχμή και η γενική οικονομική αποδιάρθρωση

parades », σελ. 395, στο: Chevandier, Christian & Daumas, Jean-Claude (textes réunis par): Travailler
dans les Entreprises sous l’Occupation, Presses Universitaires de Franche-Comté, Besançon, 2007, σσ.
395-410. Ενδεχομένως ένα ποσοστό να αφορούσε απλώς μειωμένη θέληση για εργασία προς όφελος
των κατακτητών. Στην ελληνική περίπτωση, ειδικά στον δύσκολο χειμώνα του 1941-42, το ποσοτό θα
πρέπει να ήταν μεγαλύτερο, τουλάχιστον για τις βαριές εργασίες (ορυχεία κλπ.).
524
Ωστόσο ακριβώς για τον λόγο αυτόν οι εξαγωγές σε ιδιώτες σπάνιζαν, αφού δεν ήταν
συμφέρουσες για τον εισαγωγέα. Αντίθετα κάποιες εξαγωγές απαραίτητων ειδών (π.χ.
μεταλλευμάτων) συνεχίζονταν, ειδικά αν πήγαιναν σε κρατικές αρχές, αλλά συχνά με υποχρεωτικές
χαμηλότερες τιμές.

305
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

οδήγησαν σε αυξανόμενη κατάρρευση της παραγωγής.525 Τα προβλήματα αυτά, που


συνέπεσαν με την άνοδο του μισθολογικού κόστους από το 1943 φαίνεται ότι έπαιξαν και
σημαντικό ρόλο στην απόφαση για απελευθέρωση των απολύσεων, ώστε όσες επιχειρήσεις
διατηρούσαν μεγάλο αριθμό εργαζομένων και δεν είχαν αρκετές παραγγελίες να μπορέσουν
να μειώσουν το δυσβάστακτο κόστος.526 Το δεύτερο μισό του 1944 πρέπει να ήταν για
αρκετές βιομηχανικές επιχειρήσεις (μαζί ίσως με τις πρώτες εβδομάδες της κατοχής) από τα
χειρότερα διαστήματα της περιόδου, αφού μετά τους πρώτους μήνες του έτους μειώθηκε
σημαντικά η παραγωγή σε αρκετούς τομείς.527 Επιπλέον από τον Σεπτέμβριο αυξήθηκαν και
οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων, που στα μέσα του έτους είχαν πέσει προσωρινά

525
Παρά τις κατά καιρούς βελτιώσεις, σε καμία περίοδο της κατοχής δεν είχαν λυθεί τα σοβαρά
προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικονομία. Γεγονότα όπως η απώλεια ελέγχου στο μέτωπο του
πληθωρισμού και η διαμάχη με τις γερμανικές πολιτικές που ήθελαν να περιορίσουν τις παραγγελίες
για να μην χαθεί η δραχμή ως μέσο χρηματοδότησης, οι διαφορετικές προτεραιότητες στις αποστολές
πρώτων υλών, οι ανατινάξεις γεφυρών και βυθίσεις πολύτιμων σκαφών που μετέφεραν καύσιμα ή
άλλα υλικά είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή ακόμα και στις καλύτερες περιόδους της
κατοχής. Στα τέλη του 1943 για παράδειγμα γερμανική έκθεση διεκτραγωδούσε την κατάσταση με τις
ελλείψεις (κυρίως καυσίμων και χρηματοδότησης) και τα προβλήματα ακόμα και στις πλέον
απαραίτητες για την πολεμική παραγωγή βιομηχανίες, αναφέροντας μάλιστα πως «ένα μέρος των
εταιρειών βρίσκεται πια στο τέλος των δυνάμεών του» (NARA, T-501 Roll 255, Wehrwirtschaftsstab
Griechenland, “Beitrag zum Lagebericht für Monat November [1943]”, frame 693). Πάντως, παρά τις
υπαρκτές δυσκολίες (που γίνονταν την περίοδο εκείνη δυσκολότερες από την επάνοδο των μισθών σε
επίπεδα πλησιέστερα στην προκατοχική τους αγοραστική δύναμη), η παραγωγή συνεχίστηκε, σε
επίπεδα μάλιστα υψηλότερα από εκείνα των πρώτων κατοχικών μηνών, και κάποιες εταιρείες
συνέχισαν να έχουν κέρδη, τουλάχιστον για ένα διάστημα.
526
Όπως θα δούμε στο κεφάλαιο 5 αυτή δεν ήταν βέβαια η μόνη αιτία για την απελευθέρωση των
απολύσεων. Η προσπάθεια των Γερμανών να βρουν Έλληνες εργάτες, τόσο για τα έργα τους στην
κατεχόμενη Ελλάδα, όσο και για τα εργοστάσια του Ράιχ σίγουρα έπαιξε επίσης μεγάλο ρόλο.
527
Το χρόνιο πρόβλημα της έλλειψης καυσίμων είχε γίνει ακόμα δυσκολότερο στο τέλος της κατοχής.
Οι ανατινάξεις γεφυρών και τα σαμποτάζ, σε συνδυασμό με τις μεγάλες ανάγκες είχαν δημιουργήσει
στη Βιέννη μια ουρά 1.000 βαγονιών με διάφορα υλικά που περίμεναν τη μεταφορά τους στην
Ελλάδα, ενώ είχε μειωθεί και η τοπική παραγωγή λιγνίτη. (BArch, R 2/311, Der Chef der
Sicherheitspolizei und der SD, IIID, “Leistungsbilanz der griechischen Wirtschaft“, 12/8/1944, σσ. 5-6).
Σύμφωνα με τις βρετανικές εκθέσεις, το «ουσιαστικό τέλος των συνεισφορών προς τη Γερμανία από
τις ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις» ήρθε με την εγκατάλειψη του ορυχείου χρωμίου στο
Δομοκό, στα μέσα Σεπτεμβρίου (TNA, WO 204/9378, “Taken from extract No. 46 from Greek
th th
Intelligence obtained during the period 16 – 23 September 1944”.

306
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

στα χαμηλότατα επίπεδα των μέσων του 1942. Οι επιχειρήσεις είχαν πια μεγαλύτερη
ευχέρεια στις απολύσεις προσωπικού, αλλά υπήρξαν και βιομηχανίες της πρωτεύουσας που
υπέστησαν κάποιες ζημιές το 1944, είτε από συμμαχικούς βομβαρδισμούς (κυρίως στον
Πειραιά), είτε στα Δεκεμβριανά, είτε (σπανιώτερα) από τους Γερμανούς.
Χαρακτηριστικός, της τελευταίας περιόδου της κατοχής, όταν τερματίζονταν αρκετά
από τα μεγάλα κατασκευαστικά προγράμματα των κατακτητών, είναι ο παρακάτω πίνακας,
στον οποίο εμφανίζονται οι ανάγκες για πληρωμές του Wehrwirtschaftsstab Ελλάδας, τον
Αύγουστο του 1944. Παρά τα προβλήματα χρηματοδότησης και εφοδιασμού των ελληνικών
επιχειρήσεων, οι γερμανικές παραγγελίες δεν είχαν ακόμα σταματήσει. Από τα σχεδόν 20,35
δισεκατομμύρια δραχμές του πίνακα (με τη μέση τιμή χρυσής λίρας τον μήνα εκείνο περίπου
8.429 χρυσές λίρες), μόνο το 7,4% αφορούσε τη Θεσσαλονίκη, ενώ τα μεγαλύτερα ποσοστά
απαιτούνταν για τσιμέντα και λατομεία (26,3%), μέταλλα (22,2%) και ξυλεία (26,5%). Ωστόσο
περίπου το 8% του συνόλου αφορούσε παλιά τιμολόγια, δείγμα των προβλημάτων της
τελευταίας αυτής περιόδου και των μικρών καθυστερήσεων στις πληρωμές που έπρεπε να
υποστούν κάποιοι από τους προμηθευτές και εργολάβους. Στον πίνακα αυτόν πάντως δεν
φαίνονται όλα τα έξοδα, αφού δεν περνούσαν όλα από το γραφείο αμυντικής οικονομίας.

Ανάγκες πληρωμών Γραφείου Αμυντικής Οικονομίας για Αύγουστο 1944


Τιμή σε
Gruppe II Σε εκατ. Δρχ. Σύνολα χρ. λίρες
Sachgebiet II/1: Steine und Erde (λατομεία κλπ) 5.355.415,1 2.218,92
Τσιμέντο 3.500.000,0 1.450,17
Άλλα υλικά 1.500.000,0 621,50
Παλιά τιμολόγια 355.415,1 147,26
Sachgebiet II/2: Allg. Baustoffe (γενικά
οικοδομικά υλικά) **2.881.033,4 1.193,71
Εκρηκτικά, καψούλια 199.200,0 82,54
Χαρτί γραφείου και εφημερίδων 400.000,0 165,73
Χαρτί για πισσόχαρτο 28.200,0 11,68
χρώματα & πινέλα 240.300,0 99,56
Πισσόχαρτο 120.000,0 49,72
Οξυγόνο & ασετιλίνη 35.200,0 14,58
Ανθρακασβέστιο 4.700,0 1,95
Κόλλα 12.700,0 5,26
Μπαταρίες 15.000,0 6,21
Γυαλί 30.000,0 12,43
Πίσσα 2.700,0 1,12
Τερεβινθέλαιο και Κολοφώνιο 15.200,0 6,30
Δέρμα για σόλες 720.000,0 298,32
Θρυαλλίδα ορυχείων 90.000,0 37,29
Τανίνη 240.000,0 99,44

307
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σχοινοβελοί 160.000,0 66,29


Έκτακτα (έξοδα) 148.000,0 61,32
Παλιά τιμολόγια 419.833,4 173,95
Sachgebiet II/3: Metalle (Μέταλλα) 4.521.276,3 1.873,31
Φούρνος Τήξης (για ανακύκλωση) 378.000,0 156,62
Φούρνος Τήξης (για νέα παραγωγή) 1.000.000,0 414,33
Διοίκηση 500.000,0 207,17
Εργοστάσιο λαμαρίνας* 500.000,0 207,17
Μεταλλουργία (καρφιά) 140.000,0 58,01
Αγγελόπουλος (σύρμα) 140.000,0 58,01
Σταματόπουλος (βίδες) 75.000,0 31,07
Νικολαΐδης (Λέβητες, πριτσίνια) 60.000,0 24,86
Παρασκευόπουλος (χυτοσίδηρος) 60.000,0 24,86
Αγορές υλικών για τους στρατιώτες 1.200.000,0 497,20
Παλιά τιμολόγια 468.276,3 194,02
Sachgebiet II/4: Holz (Ξυλεία) 5.398.616,5 2.236,82
Προμήθεια στρογγυλής ξυλείας 5.000.000,0 2.071,66
Παλιά τιμολόγια 398.616,5 165,16
Gruppe III: Bergbau (ορυχεία) 87.560,8 36,28
Λιγνίτης 80.000,0 33,15
Παλιά τιμολόγια 7.560,80 3,13
LXVIII. AK. 600.000,00 248,60
Außenstelle Saloniki (παράρτημα Θεσ/κης) 1.500.000 621,50
Ανάγκες των στρατιωτών κυρίως για ξυλεία
Festungsnachschubstab 4 Ast Sal. 302.750,0 125,44
Techn. Komp. (Hb) 83 270.250,0 111,97
Heeresgruppe E Na Fü 185.000,0 76,65
Marinebauamt Saloniki 175.250,0 72,61
Lw. Baubeschaffungsamt Aust. Sal. 159.750,0 66,19
OT, Oberbeuleitung Saloniki 108.500,0 44,96
Verpflegungsdienststellen 38.750,0 16,06
Heeres Grupp. Int. E (H. U. V.) 31.000,0 12,84
Kw. Trsp. Stb. Z.b.V. 602 15.500,0 6,42
Kraftfahrzeugpark 591 15.500,0 6,42
Bäckerei-Komp. (mot) 572 7.750,0 3,21
Μικροί και πολύ μικροί λογαριασμοί
Heer (στρατός ξηράς) 120.000,0 49,72
Marine (πολεμικό ναυτικό) 35.000,0 14,50
Luftwaffe (πολεμική αεροπορία) 35.000,0 14,50
Σύνολο ***20.343.902,1 8.429,15
Πίνακας 4.7: BA-MA, RW19/5526, Wehrwirtschaftsstab Griechenland, Br. B.Nr.836/44g,
„Geldbedarfsanmeldung für den Monat August 1944“ (σελ. 2-3: “Erläuterung“) και (για την
τελευταία στήλη) υπολογισμοί του συγγραφέα του παρόντος.
*Πιθανότατα πρόκειται για την Χαλυβδοφύλλων και Λευκοσιδήρου
**Στο πρωτότυπο λανθασμένα: 2.880.833,4
*** Στο πρωτότυπο λανθασμένα: 20.343.702,1

308
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι ελληνικές βιομηχανίες και βιοτεχνίες αντιμετώπιζαν λοιπόν αρκετές


προκλήσεις, αλλά και κάποιες αξιόλογες ευκαιρίες κέρδους επί κατοχής. Δεν είχαν
ασφαλώς όλοι οι κλάδοι τα ίδια περιθώρια κίνησης, δεν αντιμετώπιζαν τις ίδιες δυσκολίες,
ούτε είχαν τις ίδιες ευκαιρίες εξοικονόμησης πόρων και επέκτασης. Καλύτερες προοπτικές
είχαν σε γενικές γραμμές οι κλάδοι που ασχολούνταν με την παραγωγή απαραίτητων
καταναλωτικών ειδών για τον πολύ κόσμο, βασιζόμενοι σε φθηνά εργατικά χέρια και
τοπικές πρώτες ύλες (ειδικά μάλιστα αν παρήγαγαν κρυφά από τις αρχές, όπως φαίνεται να
συνέβαινε με την περίπτωση των κλωστών), ή εκείνοι που λάμβαναν περισσότερα
συμβόλαια από τις αρχές κατοχής.528 Η βαριά βιομηχανία για παράδειγμα υπέφερε από τις
ελλείψεις καυσίμων που απαιτούνταν για να καλυφθούν οι μεγάλες ανάγκες της σε
ενέργεια (αρκετές από τις πρώτες ύλες παράγονταν στο εσωτερικό της χώρας), αλλά
ταυτόχρονα έγινε και ο αποδέκτης μεγάλων παραγγελιών από τις δυνάμεις κατοχής που
είχαν ως αποτέλεσμα ακόμα και την επέκταση αρκετών εργοστασίων. Επιπλέον, αρκετές
από τις μεγάλες επιχειρήσεις (ανάμεσά τους και κάποιες της βαριάς βιομηχανίας)
κατάφερναν μέσω των αρχών κατοχής και της «Ελληνικής Πολιτείας να εξασφαλίσουν
τραπεζική δανειοδότηση, τη στιγμή που οι τράπεζες πιέζονταν λόγω πληθωρισμού και τα
δάνεια γίνονταν γι’ αυτές ασύμφορα.529
528
Η κρυφή παραγωγή συχνά αφορούσε αντίγραφα γνωστών προϊόντων. Η παράνομη παραγωγή
αντιγράφων κλωστών γνωστών εταιρειών φαίνεται πως ήταν αρκετά εκτεταμένο φαινόμενο. Τον
Μάρτιο του 1944, η επιχείρηση Ι. Θεοδωρακόπουλου, των εργοστασίων κλωστών «Κιθάρα», “A.B.C.”
και «Δρεπάνι» αναγκάστηκε να δημοσιεύσει και προκήρυξη ύψους 25.000.000 δραχμών για αυτούς
που κατασκεύαζαν ψεύτικες κουβαρίστρες με το σήμα «Δρεπάνι» (εφημερίδα Πρωία, 7/3/1944). Την
ίδια περίπου περίοδο (Απρίλιος – Μάιος 1944) το περιοδικό «Κλωστοϋφαντουργική
εγκυκλοπαίδεια» δημοσίευε άρθρο με τίτλο «γη της επαγγελίας», στο οποίο μιλούσε για τον
«δαίμονα της νοθείας» που «έχει απλώσει από καιρό τις μαύρες φτερούγες του και πάνω από τον
τομέα της Κλωστοϋφαντουργίας», αναφέροντας τη συχνή απάτη των νέων εργοστασίων που βάζουν
πλαστές ετικέτες. Το άρθρο ανέφερε μάλιστα και 50 νέες μάρκες που κάνουν απάτες με την
ποιότητα και την ποσότητα του νήματος που πουλούν (απόσπασμα περιλαμβάνεται στο: Μουζάκης,
Ελευθέριος: Αυτοβιογραφία Ελευθέριος Μουζάκης: Ντοκουμέντο μιας ζωής, Κέδρος, Αθήνα, 1997,
σελ. 163).
529
Σε έναν ενδεικτικό πίνακα «χορηγήσεων από 29/4/41 μέχρι σήμερον εις πελάτας μας
εργαζομένους μετά των Γερμανών», 19/2/1942 (ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ118), συναντάει κανείς μεταξύ
άλλων το μηχανουργείο του Κούππα, το ναυπηγείο Βασιλειάδη, τον «Βάμβακα» του Σφαέλλου, την
Α.Ε. Οινοπνευματοποιίας, τον Κρίτωνα Δηλαβέρη, του Υιούς Καρδασιλάρη, τον Παπαστράτο, την Α.Ε.
Ροντήρη Στρουμπούλη, τον Στρίγκο, τον Σταυριανό, τον Λουκά Μάτσα, τον Παπουτσάνη, την
Πειραϊκή – Πατραϊκή και την Χρωματουργεία Πειραιώς Α.Ε..

309
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ενδιαφέρουσα είναι η εικόνα που μας δίνουν οι απαντήσεις σε ερωτηματολόγιο


που ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων παρέδωσε στους Βρετανούς, λίγες εβδομάδες μετά
την απελευθέρωση. Στις απαντήσεις αυτές (βλ. πίνακα 4.8) παρουσιάζονται οι
μισθοδοτούμενοι σε βιομηχανίες της πρωτεύουσας και των γύρω περιοχών κατά την
απελευθέρωση σε σχέση με τον αντίστοιχο αριθμό κατά την έναρξη της κατοχής. Τα
νούμερα αυτά πιθανότατα δεν αποτυπώνουν την ακριβή εικόνα, αφού κάποιες
επιχειρήσεις ίσως είχαν ήδη απολύσει ένα ποσοστό εργαζομένων λόγο πολέμου λίγο πριν
τον Απρίλιο του 1941, ενώ άλλες διατηρούσαν αρκετούς εργαζόμενους στα μισθολόγιά
τους έστω και αν δεν εργάζονταν όλοι. Επιπλέον δεν αποκλείεται να υπήρχε και ένα μικρό
πλασματικό ποσοστό πρώην εργαζομένων που δεν πληρώνονταν πια, αλλά δηλώθηκαν με
την ελπίδα οι επιχειρήσεις τους να λάβουν περισσότερες πρώτες ύλες ή δάνεια από το
κράτος και την ξένη βοήθεια.530

530
Σύμφωνα με το κείμενο που συνοδεύει τον πίνακα, οι βιομήχανοι εκτιμούσαν πως περίπου
30.000 ήταν οι μισθοδοτούμενοι χωρίς αντικείμενο, αν και υπάρχουν πολλές αμφιβολίες για την
ακρίβεια του αριθμού αυτού.

310
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στατιστικά στοιχεία των απασχολούμενων σε βιομηχανίες Αθηνών-Πειραιώς και


περιχώρων, Απρίλιος 1941 και 12.10.1944.
(iv)
Εργαζόμενοι
(ii) Αριθμός (iii) που
(i) Βιομηχανικός Κλάδος
βιομηχανιών που Εργαζόμενοι λαμβάνουν (iv) ως
απάντησαν στο τον Απρίλιο μισθό την ποσοστό
ερωτηματολόγιο 1941 12.10.44 του (iii)
1) Κλωστοϋφαντουργία
α) Βαμβάκι 74 12.592 6.591 52,3
β) Μαλλί 30 7.166 3.385 47,2
γ) Μετάξι 11 2.885 1.591 55,1
δ) Ιούτη και Κάνναβη 9 998 171 17,1
ε) Πλεκτική 40 2.424 1.136 46,9
στ) Κλωστές & Κορδέλες 15 633 878 138,7
Σύνολο 179 (α) 26.698 (β) 13.752 63,3
2) Χημικές βιομηχανίες 91 19.944 7.877 39,5
3) Σιδηροβιομηχανίες και
μέταλλα 140 6.089 9.392 154,2
4) Βιομηχανίες
οικοδομικών υλικών 16 8.785 1.287 14,6
5) Βυρσοδεψία και
δέρματα 21 798 346 43,4
6) Βιομηχανίες ξύλου 29 998 614 61,5
7) Χαρτί και εκτυπώσεις 19 1.335 621 46,5
8) Βιομηχανίες παραγωγής
ηλεκτρικού ρεύματος 11 684 434 63,5
9) Καπνοβιομηχανίες 11 3.430 3.496 101,9
10) Βιομηχανίες τροφίμων 64 5.456 3.815 69,9
11) Λιγνιτωρυχεία,
λατομεία κλπ 5 891 614 68,9
12) Βιομηχανίες που δεν
ανήκουν σε κάποιο ειδικό
κλάδο 19 1.317 611 46,4
13) Μικρές βιομηχανίες και
βιοτεχνίες 87 325 354 108,9
Σύνολο (γ) 692 (δ) 76.714 (ε) 46.340 60,4
Πίνακας 4.8: Πηγή: TNA, WO 204/9152, Association of Greek Industries, προς Sir Walter Citrine
K.B.E., Prot. No. 31, 26/1/1945, Annex II: “Statistical figures of the personnel employed by
Industries situated in the Athens – Piraeus and outskirts area before the enemy occupation (April
1941) and also number of employees receiving wages no matter if actually working or not at
12.10.44 (Date of the capital’s liberation)”. Η τελευταία στήλη έγινε με βάση υπολογισμούς του
συγγραφέα του παρόντος.
(α) Στο πρωτότυπο αναφέρει (μάλλον) λανθασμένα 26.662
(β) Στο πρωτότυπο αναφέρει (μάλλον) λανθασμένα 16.879
(γ) Στο πρωτότυπο αναφέρει (μάλλον) λανθασμένα 712
(δ) Στο πρωτότυπο αναφέρει (μάλλον) λανθασμένα 69.750
(ε) Στο πρωτότυπο αναφέρει (μάλλον) λανθασμένα 45.120

311
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πίνακας προσφέρεται για την εξαγωγή
κάποιων συμπερασμάτων, αφού τα παραπάνω θα πρέπει να ίσχυαν για το σύνολο των
κλάδων. Παρά λοιπόν την αναχώρηση μέρους της εργατικής δύναμης για την επαρχία στην
αρχή της κατοχής και την απελευθέρωση των απολύσεων, καθώς και τα προβλήματα του
καλοκαιριού και ειδικά του φθινοπώρου του 1944, ο αριθμός των μισθοδοτούμενων κατά
την απελευθέρωση εμφανίζεται να μην απέχει πολύ τόσο από εκείνο του 1941 όσο θα
περίμενε κανείς, τουλάχιστον σε κάποιες κατηγορίες. Ο κλάδος των οικοδομικών υλικών
εμφανίζει μεγάλη πτώση, πέφτοντας από το 11,5% του συνόλου το 1941, στο 2,8% το 1944
(άγνωστο αν αφορούσε μόνο την τελευταία περίοδο της κατοχής, αφού στον κλάδο
πιθανώς να υπήρχε μεγαλύτερη κινητικότητα σε ό, τι αφορά προσλήψεις και απολύσεις),
όπως και εκείνος της ιούτης και κάνναβης που περιορίστηκε στο 17% περίπου του 1941.
Από την άλλη οι σιδηροβιομηχανίες παρουσίαζαν ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση της
απασχόλησης μέσα στην κατοχή, φτάνοντας να απασχολούν το 20,3% των εργαζομένων του
πίνακα το 1944 σε σχέση με το σχεδόν 8% του 1941, με τις κλωστές να ακολουθούν.
Μικρότερη αύξηση είχαν επίσης οι μικρές βιομηχανίες και βιοτεχνίες, ενώ περίπου στα ίδια
επίπεδα (μικρή αύξηση σχεδόν 2%) βρίσκονταν και οι καπνοβιομηχανίες. Είναι προφανές
πως ο μεγάλος αριθμός των παραπάνω κλάδων σε σχέση με τους υπόλοιπους, ειδικά στην
περίπτωση της σιδηροβιομηχανίας, είναι άμεσο αποτέλεσμα των σημαντικών παραγγελιών
των αρχών κατοχής, χωρίς τις οποίες θα είχαν την ίδια (και στην περίπτωση της
σιδηροβιομηχανίας σαφώς χειρότερη) μοίρα από τους άλλους κλάδους του πίνακα.531
Την εντύπωση για την καλή πορεία του κλάδου των σιδηροβιομηχανιών
επιβεβαιώνει έμμεσα και η κατανομή του ποσού των 20 δισεκατομμυρίων που ο ΣΕΒΒ
αποφάσισε να συγκεντρώσει το 1944 για «την διάσωση όσον το δυνατόν περισσότερων
Ελλήνων από την καθημερινώς δεκατιζόμενην φυλή μας». Η επιτροπή αποφάσισε το 34%

531
Στην μεταγενέστερη έκδοση του (Greek Industries in 1945…, σσ. 64-65), ο ΣΕΒ καταγράφει ακόμα
χαμηλότερη δραστηριότητα στους διαφόρους κλάδους της βιομηχανίας για το 1945 (π.χ. 20% του
1939 για το τσιμέντο και τη σιδηροβιομηχανία, 40% για σαπούνια, 30% για βαμβακουργία και μόλις
2% για τα λιπάσματα τον Μάιο, αλλά 75% για το ηλεκτρικό Αθήνας, 80% για τις καπνοβιομηχανίες
και 100% για μακαρόνια). Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα τα ποσοστά είναι χαμηλότερα στα τέλη
του έτους από ό, τι στην αρχή του. Σε γενικές γραμμές τα τρόφιμα είναι σε σχετικά καλύτερη μοίρα,
ενώ τα οικοδομικά υλικά, η ξυλεία – χαρτί και τα μέταλλα σε χειρότερη. Ωστόσο η κατάσταση είχε
αλλάξει αρκετά στο εξάμηνο που μεσολάβησε και ο συνδυασμός της παύσης των παραγγελιών στη
βαριά βιομηχανία και της καθυστέρησης της ανοικοδόμησης είχαν ως αποτέλεσμα κάποιοι κλάδοι
(κυρίως μέταλλα και κάποια οικοδομικά) να έχουν πράγματι αισθητά μικρότερη δραστηριότητα το
1945 από ό, τι στο μεγαλύτερο διάστημα της κατοχής.

312
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

των χρημάτων να συγκεντρωθούν από τον κλάδο κλωστοϋφαντουργίας, το 13% από τις
χημικές βιομηχανίες, το 10% από την σιδηροβιομηχανία, το 5% από την βυρσοδεψία, το 5%
από την καπνοβιομηχανία και το υπόλοιπο από τις υπόλοιπες βιομηχανίες.532 Το 34% της
κλωστοϋφαντουργίας είναι κάπως αυξημένο σε σχέση με την αξία της παραγωγής του
κλάδου το 1938 (περίπου 27% του συνόλου όπως προκύπτει από την επεξεργασία των
στοιχείων της Επετηρίδας του 1939), αλλά είναι πολύ κοντά στο ποσοστό των εργαζομένων
του κλάδου, όπως τον βλέπουμε στον πίνακα 4.8, πράγμα που δεν συμβαίνει με τον κλάδο
των χημικών βιομηχανιών (στον οποίο περιέχονταν είδη με σημαντικά μειωμένη παραγωγή
το 1944, όπως τα λιπάσματα και τα πυρομαχικά): το 13% της εισφοράς που αναλαμβάνει
είναι σημαντικά χαμηλότερο από το περίπου 21,7% της αξίας της βιομηχανικής παραγωγής
του 1938, και φαίνεται να επιβεβαιώνει την πτώση που παρατηρούμε στον πίνακα 4.8.
Αντίθετα το 10% των σιδηροβιομηχανιών είναι περίπου διπλάσιο από το ποσοστό της αξίας
της παραγωγής μεταλλουργικών και μηχανολογικών βιομηχανιών το 1938. Είναι προφανές
πώς ο καταμερισμός έγινε με βάση στοιχεία που είχαν τα μέλη του ΣΕΒΒ και τα οποία
εποδείκνυαν την καλή πορεία των σιδηροβιομηχανιών (και σε αρκετά μικρότερο βαθμό του
κλάδου επεξεργασίας δέρματος, των καπνοβιομηχανιών και της κλωστοϋφαντουργίας), σε
αντίθεση με τον χημικό κλάδο που πρέπει να είχε την μεγαλύτερη μείωση παραγωγής, ίσως
μαζί με εκείνον των οικοδομικών υλικών και της παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος
(τουλάχιστον για το 1944).
Αυτό πάντως που δεν φαίνεται στα παραπάνω στοιχεία είναι η απαλλαγή σχεδόν
του συνόλου της βιομηχανίας από το δανειακό βάρος που την ταλαιπωρούσε τα
προηγούμενα χρόνια, επιτυγχάνοντας έτσι την ανεξαρτητοποίησή του από την μερική
τραπεζική «κηδεμονία», ανεξαρτητοποίηση που σε πολλές περιπτώσεις συνοδευόταν και
από αλλαγές στα διοικητικά συμβούλια, όπου για πρώτη φορά μετά από χρόνια δεν
συμμετείχαν αντιπρόσωποι της ΕΤΕ, ή άλλων μεγάλων τραπεζικών οίκων.
Ας δούμε όμως συνοπτικά μερικά στοιχεία για κάποιους επιλεγμένους κλάδους
της βαριάς βιομηχανίας.

532
Σύμφωνα με τη λίστα που αναπαρέγεται στο: Πανσεληνά, Γεωργία Μ. Και Μαυροειδή, Μαρία:
Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών 1907-2007. Ένας αιώνας στην υπηρεσία της επιχειρηματικής
ιδέας, ΣΕΒ/Εκδόσεις Κέρκυρα, Economia Publishing, Αθήνα, 2007, σσ. 297, το 5% είχε καταμεριστεί
στις βιομηχανίες ελαίου και σπορελαίου, το 6% στην ονοπνευματοποιΐα και το 22% του συνόλου από
τους λοιπούς κλάδους.

313
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Β) Σιδηροβιομηχανία

Η Ελλάδα δεν είχε μεγάλη παράδοση στον τομέα της μαζικής παραγωγής μεταλλικών
ειδών, βιομηχανικός κλάδος είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στη χώρα μετ’ εμποδίων κυρίως
τα τελευταία προπολεμικά χρόνια. Οι περισσότερες από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες του
κλάδου ιδρύθηκαν στον μεσοπόλεμο, και κυρίως στη δεκαετία του 1930, συχνά ελάχιστα
πριν τον πόλεμο.533 Επί κατοχής τα εργοστάσια αντιμετώπιζαν κάποια προβλήματα λόγω
ανεπαρκούς τροφοδότησης σε ενέργεια και πρώτες ύλες, αλλά σε γενικές γραμμές ήταν
από τους κλάδους που εργαζόταν εντατικότερα, αφού οι μεγάλες ανάγκες των αρχών
κατοχής τις ώθησε να κατατάξουν τις βιομηχανίες αυτές ανάμεσα σε εκείνες με την
μεγαλύτερη προτεραιότητα.534 Επιπλέον φαίνεται πως η σχετική δραστηριότητα απέφερε

533
Για παράδειγμα η «Βιδοποιία – μεταλλουργία Σταματόπουλος Α.Ε.» ιδρύθηκε το 1935, (βλ. την
ομώνυμη έκθεση Μαρτίου του 1938, στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ41), τρία χρόνια μετά τα Ελληνικά
Συρματουργεία των Αγγελόπουλων, η ΡΟΣΤΡΟ (βλ. δεύτερο μέρος) έγινε σιδηροβιομηχανία το 1937,
η «Ανώνυμος Ελληνική Σιδηροβιομηχανική Εταιρεία Ράβδου ISTEG (Ιστεκ)» ιδρύθηκε το 1938 (Βλ.
ΦΕΚ 19 Ανωνύμων Εταιρειών, 2/2/1938), η «Σιδηροβιομηχανία Πειραιώς Α.Ε.» (Τζανίδη κλπ) και η
«Ανώνυμος Εταιρεία Χαλυβδοφύλλων και Λευκοσιδήρου της Ελλάδος» ιδρύθηκαν το 1939 (ΦΕΚ 385
Ανωνύμων εταιρειών, 30/10/1939 και ΦΕΚ 353 Αν. Εταιρειών, 27/9/1939 αντίστοιχα).
534
Ακόμα και οι συνήθως απαισιόδοξες ελληνικές αρχές κατέτασαν τον τομέα σιδηροβιομηχανίας
και μηχανουργείων ανάμεσα σε εκείνους που εργάζονταν σε υψηλότερους ρυθμούς. Έκθεση που
έφτασε στις αρχές της εξόριστης κυβέρνησης έγραφε για παράδειγμα πως «όλα τα ασχολούμενα με
την σιδηροβιομηχανίαν εργοστάσια, τα δυνάμενα να παράγωσι είδη χρήσιμα δια τον πόλεμον
εργάζονται νυχθημερόν εν Ελλάδι, επιταγμένα παρά των Γερμανών, οι οποίοι παρέχουσι πρώτας
ύλας και καύσιμα». ΓΑΚ, Αρχείο Τσουδερού, Αποστολή Γ΄ φάκελος Δ΄, «Έκθεσις επί της Οικονομικής
εν γένει καταστάσεως της Ελλάδος μέχρι της 31 Οκτωβρίου 1943. Υπό Κωνσταντίνου Δ. Βερναρδή,
Διευθυντού Α΄ Τάξεως της Γεν. Δ/σεως Δημ. Λογιστικού. Εν Καΐρω, τη 8 Δ/βρίου 1943.» Άλλοι κλάδοι
που εργάζονταν εντατικά κατά την έκθεση ήταν τα ναυπηγεία και η καπνοβιομηχανία (αν και εκεί
έδειχναν να εξαντλούνται τα διαθέσιμα αποθέματα καπνού), ενώ σημαντικά κέρδη είχε και η
βιομηχανία χάρτου. Γενικά η περιγραφή της έκθεσης για το 1943 είναι λιγότερο αρνητική από άλλες
μεταπολεμικές ή από εκθέσεις των αρχών του πολέμου, γεγονός ενδεικτικό της σχετικής ανάκαμψης
του 1943, αλλά και του χαρακτήρα της έκθεσης (μυστική, για την εξόριστη κυβέρνηση κατά τη
διάρκεια του πολέμου, από συντάκτη που δεν ήταν εξαρτώμενος από τους βιομηχάνους κλπ).
Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι η απόφαση της κατοχικής κυβέρνησης την περίοδο εκείνη να
(επαν)αγοράσει περίπου 1.400 καπνών από γερμανικές εταιρείες και 100 τόνους από το ιταλικό
μονοπώλιο για την ελληνική καπνοβιομηχανία, βλ. ΦΕΚ 216Α/21/7/1943, Νόμος 351, «Περί
ρυθμίσεως ζητημάτων αφορώντων την αγοράν καπνών προς κάλυψιν των αναγκών της Ελληνικής

314
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

και αξιόλογα κέρδη, αφού σε αντίθεση με άλλες βιομηχανίες οι επιχειρήσεις του κλάδου
εμφανίζουν σε γενικές γραμμές μεγαλύτερα κέρδη.
Οι καλύτερες προοπτικές εξασφάλισης μεγάλων παραγγελιών των αρχών κατοχής
(που έλεγχαν την παραγωγή του κλάδου) και επαρκούς τροφοδότησης των επιχειρήσεων
από τις αρχές αυτές, σε συνδυασμό με τα αξιόλογα περιθώρια κέρδους οδήγησαν μάλιστα
στην ίδρυση μιας σειράς νέων επιχειρήσεων, ή στην επέκταση κάποιων παλιότερων επί
κατοχής. Έτσι βλέπουμε για παράδειγμα να ιδρύεται το 1942 η «Σιδηροβιομηχανία
Μοσχάτου Α.Ε.» από τους Λεωνίδα, Θρασύβουλο, Ορέστη, Φαίδωνα και Απόστολο Μ.
Σταματόπουλο,535 και η «Βαλκανική Χαλυβουργία Α.Ε.», με κεφάλαια 16 πηγών (ανάμεσά
τους η «Χαλυβδοφύλλων και Λευκοσιδήρου» ως εταιρεία και αρκετά από τα μέλη της
ατομικά),536 ενώ το 1943 η «Ανώνυμος Εταιρεία Τεχνικών και Σιδηρών Κατασκευών ‘ο
Σίδηρος’», τα κεφάλαια για την οποία συνεισέφεραν 10 άτομα,537 καθώς και η
«Χαλυβουργία Αθηνών Α.Ε.» από τους Αγγ. Π. Σταματόπουλο, Κων. Βόρσα, Στέφανο και
Σοφία Βαρχανέκ και Γεράσιμο Σετούλη.538
Κάποια συμβόλαια αφορούσαν ελληνικές αρχές (συνήθως όμως κατ’ εντολή ή
τουλάχιστον έγκριση των αρχών κατοχής, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των
σιδηροδρόμων), η μεγάλη όμως πλειονότητα των πωλήσεων γινόταν προς τις αρχές

Καπνοβιομηχανίας»), αλλά και η «Περί ενισχύσεως μικρών Καπνοβιομηχανιών» (Νόμος 391, ΦΕΚ
234Α/28/7/1943).
535
ΦΕΚ 289 Ανωνύμων Εταιρειών, 22/9/1942. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναφορά στους
σκοπούς της εν λόγω εταιρείας της δυνατότητας να συνάπτει συμβόλαια και με «οιανδήποτε
Κυβέρνηση ή Αρχή».
536
ΦΕΚ 89 Ανωνύμων Εταιρειών, 19/5/1942. Οι Σ. Κοραής και Ι. & Ε. Καραβάνος που ήταν και στο
Διοικητικό Συμβούλιο της Χαλυβδοφύλλων θα διοικούσαν σύμφωνα με το καταστατικό (κατά την
πρώτη τουλάχιστον εξαετία) και τη νέα εταιρεία.
537
ΦΕΚ 137 Ανωνύμων Εταιρειών, 26/5/1943. Τα κεφάλαια για την ίδρυση της εταιρεία προήλθαν
από τους Δημοσθένη Δ. Ροντόπουλο, Νικόλαο Α. Σαχτούρη, Κοσμά Σ. Φριτζάλα, Μιχαήλ Ι. Ρεκλείτη,
Στυλιανό Α. Ανδρεάδη, Αθανάσιο Μ. Γιόσκα, Ευάγγελο Γ. Πρωτόπαπα, Σωτήριο Κ. Παπασταμάτη,
Ανδρέα Σ. Άννινο και Εδουάρδο Ι. Κολλάρ (από 2.000.000 έκαστος). Στους αρκετά ευρείς σκοπούς της
εταιρείας ήταν και η ενασχόληση με τις ναυπηγήσεις. Όπως θα δούμε αναλυτικότερα στο δεύτερο
μέρος, οι παραγγελίες του γερμανικού κυρίως ναυτικού αποτέλεσαν σημαντικό πόλο έλξης
διάφορων επιχειρήσεων.
538
ΦΕΚ 81 Ανωνύμων Εταιρειών, 13/4/1943. Όπως προκύπτει από το καταστατικό, η εταιρεία
σκόπευε κυρίως στην κατασκευή εργαλείων, ελασμάτων για το σιδηρόδρομο, και στην επεξεργασία
μεταλλευμάτων, καθώς και στην αντιπροσώπευση ξένων (την εποχή εκείνη δηλαδή βασικά
γερμανικών) συναφών οίκων.

315
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κατοχής, οι οποίες είχαν θέσει την σχετική παραγωγή (τουλάχιστον αυτή των σημαντικών
βιομηχανιών του κλάδου) υπό την επίβλεψη των ειδικών στρατιωτικών αρχών που είχαν
δημιουργήσει για την οργανωμένη εκμετάλλευση της ελληνικής παραγωγής προς όφελός
τους.
Ας δούμε αναλυτικότερα την κατανομή των πωλήσεων του κλάδου για ένα μήνα
της κατοχής. Ο Νοέμβριος του 1942 είναι ένας από τους λίγους μήνες της κατοχής για τον
οποίον έχει εντοπιστεί τόσο αναλυτική καταγραφή της κατανομής των ειδών από την
αρμόδια αρχή κατοχής, των παραδόσεων που κατάφεραν να ολοκληρωθούν, αλλά και των
παραγγελιών που οι διάφορες αρχές είχαν αναθέσει στις βιομηχανίες του κλάδου (βλ.
πίνακα 4.9). Αν και δεν έχει ολοκληρωθεί η προσπάθεια καταγραφής της κατανομής (για
την οποία υπάρχουν περισσότερα στοιχεία) σε ολόκληρο το διάστημα της κατοχής, από τα
μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία φαίνεται πως ο μήνας αυτός βρίσκεται κάπου στη μέση
σε ό, τι αφορά τις κατανεμημένες ποσότητες, τουλάχιστον για την περίοδο από την άνοιξη
του 1942 μέχρι και το καλοκαίρι του 1944. Συνολικά φαίνεται πως οι μεγαλύτερες ανάγκες,
τουλάχιστον την περίοδο εκείνη ήταν για σύρμα, λαμαρίνες και διάφορα άλλα μη εύκολα
κατατασσόμενα είδη.
Ωστόσο τα υλικά αυτά δεν κατανέμονταν ισόποσα, αφού για παράδειγμα το
ναυτικό απορροφούσε σχεδόν το σύνολο των λαμαρινών (προφανώς κυρίως για τις
επισκευές και ναυπηγήσεις σκαφών). Παρά τις σημαντικές επισκευαστικές εργασίες
γερμανικών αεροσκαφών, για τις οποίες θα δούμε αναλυτικά στο δεύτερο μέρος, η
Luftwaffe φαίνεται να μην παίρνει σχεδόν τίποτα από την παραγωγή μεταλλικών ειδών. Το
γεγονός αυτό δεν μπορεί παρά να οφείλεται στην ανάληψη των εργασιών από ιδιώτες
(γερμανικές εταιρείες), που ίσως απορροφούν ένα μέρος των ποσών της στήλης «πολιτικών
αιτούντων», αλλά και από την εισαγωγή των περισσότερων από τα απαιτούμενα είδη
απευθείας από το Ράιχ για τις εταιρείες αυτές, αφού η ελληνική βιομηχανία θα παρήγαγε
μάλλον λίγα από τα ανταλλακτικά αεροσκαφών και κινητήρων.
Το επόμενο διάστημα (από το 1943 και μετά), όταν θα αυξάνονταν τα
κατασκευαστικά έργα των αρχών κατοχής, θα σημειωνόταν και αντίστοιχη αύξηση στο
ποσοστό του στρατού ξηράς και στις παραγόμενες ποσότητες των σιδερόβεργων.

316
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Κατανομή και παραδόσεις μεταλλικών ειδών (τόνοι), Νοέμβριος 1942


Γερμ. Στρατός Πολιτικοί αιτούντες Λοιποί πολιτικοί
Είδος Γερμ. Ναυτικό Γερμ. Αεροπορία Ιταλικές αρχές Σύνολο
ξηράς για Wehrmacht αιτούντες
α β γ α β γ α β γ α β γ α β γ α β γ α β γ
Μεταλλ.
Δοκοί &
πάσσαλοι 15,7 15,7 5,4 29,1 27,1 0,0 0,0 0,0 0,1 0,6 0,6 0,0 0,5 0,5 7,7 0,1 0,1 0,0 46,0 44,0 13,2
Οικοδομ.
σίδερα 1,0 0,5 4,0 50,0 10,0 21,6 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,0 0,8 0,8 0,5 0,0 0,0 0,3 51,8 11,3 26,4
Καρφιά 8,9 8,3 14,0 23,3 15,5 9,0 0,1 0,1 0,6 1,4 1,4 0,6 1,0 0,6 0,4 0,6 0,4 1,7 35,3 26,3 26,3
Βίδες &
μπουλόνια 5,8 5,5 0,4 43,4 43,4 1,2 0,1 0,1 0,3 0,1 0,1 0,0 0,2 0,2 0,1 0,0 0,0 0,0 49,6 49,3 2,0
Σύρμα και
αγκαθωτό
σύρμα 31,1 30,1 19,3 67,7 29,7 23,1 0,0 0,0 0,7 7,0 7,0 5,0 12,0 11,2 0,4 0,0 0,0 0,0 117,8 78,0 48,5
Λαμαρίνες 1,6 1,6 37,1 102,8 72,8 10,9 0,0 0,0 0,1 2,3 2,3 1,8 4,2 4,2 1,0 0,0 0,0 0,8 110,9 80,9 51,7
Διάφορα 17,1 14,5 26,4 109,9 74,5 20,8 0,0 0,0 0,0 26,9 26,9 0,0 95,8 65,8 33,1 143,0 104,5 0,0 392,7 286,2 80,3

Σύνολο 81,2 76,2 106,6 426,2 273,0 86,6 0,2 0,2 1,8 38,3 38,3 7,4 114,5 83,3 43,2 143,7 105,0 2,8 804,1 576,0 248,4

Πίνακας 4.9: Πηγή: BA-MA, RW 29/105, “Anlage zum Tätigkeitsbericht Nr. 7” [Der Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier, Athen], Gruppe II/3 Met., 26/11/1942.

α) : ύψος παραγγελιών, β) : κατανεμημένες ποσότητες, γ) : ποσότητες που παραδόθηκαν.

317
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Επιπλέον φαίνεται πως το γενικότερο πρόβλημα των μεταφορών δεν επέτρεπε


την μεταφορά όλων των υλικών που κατανέμονταν στους παραλήπτες. Η αξία του συνόλου
των κατανεμηθέντων υλικών ανερχόταν σε 1.435.307.759 δραχμές, ή, με τη μέση τιμή
Νοεμβρίου, 5.238 χρυσές λίρες, ενώ η αξία όσων τελικά παραδόθηκαν μέσα στον μήνα σε
701.338.470, ή 2.560 χρυσές λίρες. Με βάση το ποσό αυτό, οι παραδόσεις ανέρχονταν
περίπου στο 48,9% των κατανεμηθέντων υλικών, αν και με βάση το βάρος το ποσοστό
έφτανε στο 43,2%.
Ο κλάδος αυτός, όπως και μεγάλο μέρος της βιομηχανίας – ειδικά της βαριάς –
αντιμετώπιζε προβλήματα με την έλλειψη άνθρακα και πετρελαίου για τις μεγάλες
ποσότητες ενέργειας που χρειαζόταν, ειδικά για την ανακύκλωση μετάλλων και την
παραγωγή χάλυβα, αλλά υπήρχαν και – σε μικρότερο βαθμό – ελλείψεις πρώτης ύλης
(μετάλλων). Το τελευταίο αυτό πρόβλημα έγινε δυνατόν να αμβλυνθεί με την χρήση
παλιών μετάλλων, κυρίως από την διάλυση μερικών από τα πολυάριθμα πλοία που είχαν
βουλιάξει στα ελληνικά νερά (βλ. σχετικά στο δεύτερο μέρος).539 Ωστόσο δεν έγινε δυνατόν
να βρεθούν αρκετά καύσιμα για την παραγωγή άφθονης ηλεκτρικής ενέργειας που θα
επέτρεπε την αύξηση της παραγωγής στα επίπεδα που επιθυμούσαν οι αρχές κατοχής.
Παρά όμως τα όποια προβλήματα η παραγωγή δεν ήταν καθόλου ασήμαντη και οι
υπηρεσίες των επιχειρήσεων αυτών ήταν περιζήτητες από τη Wehrmacht. Χαρακτηριστική
ήταν η επίσκεψη στην υπηρεσία δομησίμων υλών (Baustoffamt) στην Αθήνα του
υπεύθυνου του μηχανικού των τεθωρακισμένων του Ρόμελ, Oberstleutnant (Ing.)
[αντισυνταγματάρχης του μηχανικού] Dr. Müller στις 17 με 21 Σεπτεμβρίου 1942, ο οποίος
ζήτησε να τεθούν στη διάθεσή του για μεταφορά στην Αφρική (Tobruk – Derna) μερικά
ειδικά μηχανήματα και εξειδικευμένοι χειριστές, ενώ εκδήλωσε και την πρόθεση να
ανατεθεί η σταθερή παραγωγή ανταλλακτικών για τα τεθωρακισμένα και τα άλλα οχήματα

539
Σύμφωνα με τα (όχι ιδιαίτερα αξιόπιστα επί κατοχής) Μηναία Δελτία Εμπορίου της στατιστικής
υπηρεσίας, η εισαγωγή σιδήρου ελατού, ή ελκυστού, ακατέργαστου είχε πέσει κατακόρυφα, από
55.504 τόνους το 1939, σε 1.607 τόνους το 1941, για να αυξηθεί το επόμενο έτος στο 5.628, αλλά να
μειωθεί εκ νέου στους 2.083 το 1943 και μόλις στους 228 τόνους το 1944. Ο ακατέργαστος σίδηρος
σε πλάκες ή όγκους είχε ουσιαστικά εκμηδενιστεί, φτάνοντας από 12.096 τόνους το 1939, στους 613
το 1941 (μάλλον όλους πριν την κατάκτηση), σε 32 το επόμενο έτος και σε 0 έκτοτε. Ταυτόχρονα
εμφανίζεται και εξαγωγή (μάλλον πολύ μικρότερη της πραγματικής) 500 τόνων παλαιών σιδήρων το
1941, 1.828 τόνων το 1942 και 410 τόνων το 1943. Εντύπωση προκαλεί ωστόσο η προσωρινή μεγάλη
αύξηση των εισαγωγών της κατηγορίας «χαλκός και κράματα αυτού σε φύλλα και ελάσματα», όπου
το 1942 εμφανίζεται εισαγωγή 1.689.507 κιλών, περισσότερων τόσο από τα 1.345.830 του 1939, όσο
και από τα υπόλοιπα έτη της κατοχής (319.236 το 1941, μόλις 4 το 1942 και 5 το 1943).

318
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

της στρατιάς (καθώς και διάφορων άλλων χυτών χαλύβδινων ειδών) στη μεταλλουργική
εταιρεία Σταυριανού, στην ΕΕΠΚ και σε άλλες μικρότερες μεταλλουργικές επιχειρήσεις της
περιοχής.540
Με βάση τα συγκεντρωθέντα στοιχεία βλέπουμε πως οι πωλήσεις του κλάδου (ή
τουλάχιστον αυτές που ελέγχονταν από τις γερμανικές αρχές) επηρεάζονταν άμεσα από την
πορεία των οικονομικών της χώρας και την χρηματοδότηση των αρχών κατοχής, αλλά και
από την γενικότερη πορεία της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής. Όπως παρατηρούμε
στο γράφημα που ακολουθεί, οι πωλήσεις σημειώνουν μια πρώτη κορύφωση μετά τον
δύσκολο χειμώνα του 1941-42, αλλά σύντομα αντιμετωπίζουν δυσκολίες μάλλον λόγω
πληθωρισμού και να μειώνονται σημαντικά από τα μέσα του καλοκαιριού και μετά, για να
φτάσουν στο χαμηλότερο σημείο κατά την περίοδο της στάσης πληρωμών του 1942. Η
πτώση του πληθωρισμού και η γενικότερη βελτίωση των οικονομικών δεικτών στο πρώτο
μισό του 1943 είχαν ως αποτέλεσμα την κορύφωση των πωλήσεων (και πιθανότατα της
παραγωγής) στα μέσα του έτους, αλλά η εκ νέου επιδείνωση και κάποια σημαντικά
προβλήματα με την τροφοδοσία σε καύσιμα (πιθανότατα ως αποτέλεσμα – εν μέρει
τουλάχιστον – της ανατίναξης της γέφυρας του Ασωπού) οδήγησαν σε νέα πτώση μέχρι τα
τέλη του έτους. Παρά τις δυσκολίες, η άνοιξη του 1944 ήταν μια νέα περίοδος αύξησης των
πωλήσεων (ένδειξη που επιβεβαιώνεται και από όσα στοιχεία υπάρχουν για την
παραγωγή), που δεν κράτησε όμως πολύ, αφού ακολούθησε η κατάρρευση του
καλοκαιριού, η γερμανική υποχώρηση, και στο τέλος του έτους τα Δεκεμβριανά.

540
BA-MA, RW 29/105, Der Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier, Athen, „Tätigkeitsbereich Nr. 5
abgeschlossen mit dem 25. September 1942”, 1/10/1942. Οι επιχειρήσεις αυτές ήδη παρήγαγαν για
τις αρχές κατοχής στην Ελλάδα. Η ήττα του Άξονα στο βορειοαφρικανικό μέτωπο λίγες εβδομάδες
αργότερα μάλλον ακύρωσε τα σχέδια αυτά πριν προλάβουν να τεθούν σε εφαρμογή.

319
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πωλήσεις παραγωγής βιομηχανιών μεταλλικών ειδών στις


δυνάμεις κατοχής (σε τόνους, 5/1942 - 6/1944)
1.200
1.088
1.000
895 892 862
800
704 721
644
600 576 598
527 541
468
400 381 397

200 238271

Γράφημα 4.3: RW 29/93, 104-106 (Tätigkeitsberichte - Wehrmacht Baustoffamt), καθώς και Τ501
Roll 255, Lageberichte.

Αν και οι διακυμάνσεις μπορεί να ήταν λίγο διαφορετικές σε κάθε επιχείρηση του


κλάδου, οι εξωτερικοί περιορισμοί και οι κρίσεις που επέβαλαν οι ελλείψεις καυσίμων
(συνεπώς και ηλεκτρικής ενέργειας) ήταν κοινά χαρακτηριστικά που επηρέαζαν το σύνολο
του κλάδου (και της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής ευρύτερα). Για παράδειγμα η
«Ελληνική Χαλυβουργία Α.Ε.» φαίνεται να μπορούσε αρχικά να υπερβεί το όριο των 14.500
kwh που της είχε θέσει η ΗΕΑΠ για τον Σεπτέμβριο του 1941 κατόπιν γερμανικών
εντολών.541 Παρόμοια ήταν τα ζητήματα και για την «Ανώνυμη Μεταλλουργική Εταιρεία Δ.

541
Η ΗΕΑΠ είχε στείλει επιστολές σε όλους του μεγάλους καταναλωτές μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου
ζητώντας τους – σύμφωνα και εντολή του Υπουργείου Συγκοινωνίας και των Αρχών Κατοχής - να
περιορίσουν δραστικά την κατανάλωση (κυρίως αυτή που δεν αφορούσε παραγγελίες των αρχών
κατοχής και απαραίτητα είδη για τη διαβίωση), αφού «κατά την ημέραν της εφαρμογής των μέτρων
αυτών το απόθεμα καυσίμου ύλης εις το εργοστάσιον […] ανήρχετο εις ποσότητα ικανήν να
αντεπεξέλθη εις τα ανάγκας του εργοστασίου δι’ εννέα μόλις ημέρας». Για την επιστολή προς την
«Ελληνική Χαλυβουργία» βλ. ΙΑΔΕΗ, Αρχείο Ηλεκτρικών Εταιρειών Περιοχής Αθηνών-Πειραιώς,
Σειρά: Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών Πειραιώς, κουτί 66, Α1Σ1Υ18Φ6, «Ελληνική Χαλυβουργία». Η
εταιρεία είχε αποστείλει γερμανική βεβαίωση (ο.π. Dienstelle Feldpostnummer 29045:
“Bescheinigung”, 12/9/1941) σύμφωνα με την οποία εργαζόταν για το γερμανικό μηχανικό και
επιστολή προς το υπουργείο (13/9/1941) είχε ήδη υπερβεί το όριο που της είχε τεθεί για τον μήνα,
αλλά «δεν τους επετράπη» από τους Γερμανούς να διακόψουν τη λειτουργία. Τελικά η κατανάλωση
του μήνα έφτασε τις 27.000 kwh αφού οι παραγγελίες του γερμανικού μηχανικού είχαν κριθεί

320
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

& Α. Σταυριανός», που χρειαζόταν 40.000 kwh για τις γερμανικές παραγγελίες, αλλά το όριο
που τις είχε τεθεί τον Σεπτέμβρη ήταν 13.800.542

Όμως τα μεγάλα προβλήματα των επόμενων μηνών οδήγησαν σε προσωρινή


μικρή παύση της λειτουργίας της παραγωγής στο τέλος του 1941 και όταν η «Ελληνική
Χαλυβουργία» ξανάρχισε την παραγωγή τον Ιανουάριο του 1942 η κατανάλωσή του ήταν
μικρή λόγω των περιορισμών (4.900 τον Ιανουάριο – μια μάλιστα κατ’ εξαίρεση των
γενικών περιορισμών – και 9.200 τον Φεβρουάριο). Η κατανάλωση αυξήθηκε τον Μάρτιο
(40.400) και κορυφώθηκε το διάστημα Απριλίου – Ιουλίου 1942 (50.700-66.700 kwh), αλλά
μειώθηκε στη συνέχεια, όπως εξάλλου έκανε και η συνολική παραγωγή (γράφημα 4.3). Η
συγκεκριμένη εταιρεία φαίνεται πως είχε μικρότερη παραγωγή το 1943 (η μηνιαία
κατανάλωσή της δεν κατάφερε να ξεπεράσει τις 35.100 κατά το έτος εκείνο), αλλά τα
χαμηλότερα σημεία συμπίπτουν με τα προβλήματα εφοδιασμού που παρατηρούνται και
στο γράφημα 4.3: τον Ιανουάριο του 1943 η κατανάλωση ήταν μόλις 14.900 και τον
Νοέμβριο είχε μειωθεί και πάλι, φτάνοντας τις 12.100 kwh. Στις αρχές του επόμενου έτους
η παραγωγή φαίνεται πως ήταν ελάχιστη (2.900 kwh), αλλά το Μάρτιο (8.600 kwh) και
κυρίως το καλοκαίρι αυξήθηκε προσωρινά και πάλι (10.100 τον Ιούνιο και 13.700 τον
Ιούλιο).543

σημαντικές. Οι ανάγκες της εταιρείας για την εξυπηρέτηση του συνόλου των γερμανικών αναγκών
είχαν υπολογιστεί σε 60.000 kwh κάθε μήνα (W. Bfh. Südost-IV Wi, V. St. Athen: “Notiz”, 3/10/1941).
Η «Ελληνική Χαλυβουργία» είχε ιδρυθεί το 1938 με κεφάλαια της «Ελληνικής Μεταλλουργίας», της
Α.Ε. «Γκλαβάνης», του Σταυρου Σαλαπάτα, των Κυριάκου και Άγγελου Τζανίδη, της Τράπεζας
Αθηνών, του Ιωάννη Χουτόπουλου της Εμπορικής Εταιρείας «Γ. Παπανικολάου», του Τιμολέοντα
Ράζέλλου και του Θεόδωρου Βελισσαρόπουλου (ΦΕΚ 364 Ανωνύμων Εταιρειών, 28/10/1943,
καταστατικό αρ. 43734).
542
ΙΑΔΕΗ, Αρχείο Ηλεκτρικών Εταιρειών Περιοχής Αθηνών-Πειραιώς, Σειρά: Ηλεκτρική Εταιρεία
Αθηνών Πειραιώς, κουτί 64, Α1Σ1Υ18Φ2, «Σταυριανός Μεταλλουργική»: V. St. Athen, Rittm. Dr.
Koch: “Notiz”, 7/10/1941. Ο «Σταυριανός» είχε προσωρινά αυξήσει την κατανάλωσή του από τις
9.600 Kwh τον Οκτώβριο του 1940, στις 32.400 και 32.100 τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1941 λόγω
των γερμανικών παραγγελιών (η κορύφωση όμως της κατανάλωσης ήταν τον Φεβρουάριο του 1940
με 70.800 kwh). Ο.π. σημείωμα (προφανώς της ΗΕΑΠ) «Σταυριανός», με την κατανάλωση 1940-41.
543
ΙΑΔΕΗ, Αρχείο Ηλεκτρικών Εταιρειών Περιοχής Αθηνών-Πειραιώς, Σειρά: Ηλεκτρική Εταιρεία
Αθηνών Πειραιώς, κουτί 66, Α1Σ1Υ18Φ6, «Ελληνική Χαλυβουργία»: επιστολές «Ελληνικής
Χαλυβουργίας» προς ΗΕΑΠ, 9/1/1942 και ΗΕΑΠ προς «Ελληνική Χαλυβουργία» 28/1/1942, καθώς
και «αναλυτικός πίναξ καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος υψηλής τάσεως του εργοστασίου της
Α.Ε. Ελληνική Χαλυβουργία (οδός Αθηνών – Πειραιώς – Μοσχάτον) από του Ιανουαρίου 1942 μέχρι

321
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αν και σε γενικές γραμμές η αύξηση της αξίας των πωλούμενων προϊόντων


λάμβανε υπόψη τον πληθωρισμό (τουλάχιστον από το 1942 και μετά), αυτό δεν σήμαινε
πως οι πληρωμές ήταν πάντοτε ανάλογες. Όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα, η
αναλογία των πληρωμών σε λίρες ανά τόνο διαφέρει, αυξανόμενη σημαντικά σε κάποιες
περιόδους. Το πιθανότερο είναι οι διακυμάνσεις αυτές να μην οφείλονται μόνο στην
καθυστέρηση αλλαγής των επισήμων τιμών σε σχέση με την μεταβολή του πληθωρισμού (ή
ορθότερα με τη μεταβολή της τιμής της χρυσής λίρας), αλλά να είναι ένδειξη και των
καθυστερήσεων στις πληρωμές που προέκυπταν από τις στάσεις πληρωμών των
γερμανικών αρχών. Στην αιτία αυτή πρέπει να οφείλεται η σημαντική αύξηση στο ποσό που
παρατηρείται τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 1943, αν και το μεγάλο ύψος της αύξησης
και η διάρκειά της μέχρι την άνοιξη υποδηλώνει πως μέρος τουλάχιστον των επιπλέον
ποσών πρέπει να ήταν αποτέλεσμα άλλων παραγόντων (αύξησης του κόστους λόγω
αυξήσεων στους μισθούς των εργατών το 1943 ή επίπτωση του πληθωρισμού). Αντίστοιχα,
το πολύ χαμηλό ποσό του Απριλίου 1944 δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί στο σύνολό του από
άλλους παράγοντες (η πτώση των πραγματικών εργατικών μισθών της περιόδου δεν θα
ήταν αρκετή), πλην μιας νέας μικρής καθυστέρησης στις πληρωμές, από αυτές που ο
Neubacher φαίνεται να έκανε κατά διαστήματα (αν και καμία τους δεν έφτασε στην έκταση
και διάρκεια της πρώτης).

και του Σεπτεμβρίου 1944)», ΗΕΑΠ, Τμήμα Βιομηχάνων Καταναλωτών, 4/8/1945. Το όριο
κατανάλωσης που η ΗΕΑΠ έθεσε για τον μήνα με την μεγαλύτερη κατανάλωση το 1943 (Οκτώβριο)
ήταν αρχικά 30.000 kwh και στη συνέχεια 20.000, αλλά η εταιρεία έφτασε τις 35.100 (ο.π. επιστολές
ΗΕΑΠ 13/10/43 και 23/10/43). Δεν διαθέτουμε παρόμοια στοιχεία για τον «Σταυριανό» μετά το
καλοκαίρι του 1941, ωστόσο τα όρια κατανάλωσης ρεύματος που του έθετε η ΗΕΑΠ (βλ. τα σχετικά
σημειώματα στο ΙΑΔΕΗ, Αρχείο Ηλεκτρικών Εταιρειών Περιοχής Αθηνών-Πειραιώς, Σειρά:
Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών Πειραιώς, κουτί 64, Α1Σ1Υ18Φ2, «Σταυριανός Μεταλλουργική»)
ακολουθούσαν το ίδιο περίπου μοτίβο: πτώση στις 5.000 τον Ιανουάριο 1942, αύξηση μέχρι τις
30.000 τον Ιούλιο του 1942, νέα πτώση στις 10.000 στις αρχές του 1943 και ανάκαμψη στη συνέχεια
(22.000 αρχές Οκτωβρίου), αλλά νέα κρίση στα τέλη του έτους. Ο «Σταυριανός» διέθετε και δικό του
κινητήρα, που έπαθε βλάβη τον Αύγουστο του 1943 (ζητήθηκε η βοήθεια της ΗΕΑΠ, χωρίς
αποτέλεσμα).

322
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αξία και ποσότητες πωλήσεων σιδηροβιομηχανιών προς τις


αρχές κατοχής, 5/1942-6/1944 (5/1942=100)
700%

600%

500%

400%

300%

200%

100%

0%

Ποσότητες (τόνοι) Αξία σε λίρες λίρες/τόνοι

Γράφημα 4.4: RW 29/93, 104-106 (Tätigkeitsberichte - Wehrmacht Baustoffamt), καθώς και Τ501
Roll 255, Lageberichte.

Σε ένα κλάδο με τόσο μεγάλες απαιτήσεις ενέργειας και πρώτων υλών, που
δύσκολα θα μπορούσαν να προμηθευτούν οι επιχειρήσεις κρυφά από τις αρχές κατοχής, θα
μπορούσε να υποθέσει κανείς πως η κρυφή παραγωγή δεν πρέπει να ήταν μεγάλης
κλίμακας. Ωστόσο υπάρχουν κάποιες ενδείξεις που διαψεύδουν – εν μέρει τουλάχιστον –
την υπόθεση αυτή. Από τη μία υπάρχουν κάποιες γερμανικές αναφορές για το σύνολο της
ελεγχόμενης από αυτούς βιομηχανίας, πως προκειμένου να έχουν κέρδος και να
συνεχίσουν να παράγουν για τις αρχές κατοχής, οι επιχειρήσεις έπρεπε να έχουν τη
δυνατότητα να πουλούν μέρος της παραγωγής τους στη μαύρη αγορά, έστω και αν αυτό
σήμαινε ότι οι Γερμανοί έπρεπε να «πειστούν» να κάνουν καμιά φορά τα στραβά μάτια.
Από την άλλη φαίνεται πως υπήρχαν πολυάριθμοι μικροπαραγωγοί, βιοτέχνες ή απλοί
τεχνίτες, που παρήγαγαν αρκετά είδη, βγάζοντας ένα αξιόλογο κέρδος και ταυτόχρονα
καλύπτοντας την ανάγκη για την παραγωγή μεταλλικών ειδών που δεν μπορούσαν να
καλύψουν πλήρως οι μεγάλες επιχειρήσεις.
Χαρακτηριστικά είναι για παράδειγμα όσα αναφέρει ο συντάκτης μιας εσωτερικής
έκθεσης για την κατάσταση της ΕΚΑΠ (Εταιρείας Κατασκευής Αντιασφυξιογόνων
Προσωπίδων), ο οποίος έγραφε ότι η αγορά «σφύζει και η αναρίθμητος σειρά των αδαών
κοινών ‘σιδεράδων’ οι οποίοι χωρίς κεφάλαια, χωρίς μηχανήματα, χωρίς όνομα, χωρίς
πρώτας ύλας, όχι μόνον ζουν αλλά εδημιούργησαν και δημιουργούν περιουσίας όχι εκ της
‘μαύρης αγοράς’, αλλά διά ‘τιμιωτάτης’ και από πάσης απόψεως ‘ελληνικωτάτης’

323
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εργασίας» και πρότεινε να προχωρήσει και η ΕΚΑΠ, που τότε είχε μειώσει στο ελάχιστο το
έργο της, στην παραγωγή παρόμοιων ειδών. Εξάλλου υπήρχαν διαθέσιμα αρκετά
παλιοσίδερα και μεταλλικά απορρίμματα της παραγωγής του άμεσου παρελθόντος, ενώ
θεωρούσε πως το λίγο ρεύμα που θα χρειαζόταν η εταιρεία θα μπορούσε να το λάβει
εύκολα από την μικτή αρμόδια επιτροπή (προφανώς κυρίως λόγω της θέσης του Deter που
είχε αναλάβει τις εταιρείες Μποδοσάκη).544

Γ) Τσιμέντα και οικοδομικά υλικά

Τα εκτεταμένα κατασκευαστικά έργα των αρχών κατοχής και το πρόγραμμα κατασκευής


τσιμεντοπλοίων είχαν μεγάλες απαιτήσεις εκτός από σιδερόβεργες και σε τσιμέντο. Ωστόσο
τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζε η βιομηχανία δεν επέτρεψαν την διατήρηση της
παραγωγής σε επίπεδα που πλησίαζαν εκείνα των τελευταίων προπολεμικών χρόνων.
Όπως βλέπουμε στον πίνακα που ακολουθεί, η πτώση της παραγωγής επί κατοχής
ήταν σημαντική, αν και δεν είχε σε καμία περίπτωση εκμηδενιστεί. Η παραγωγή
ακολουθούσε σε γενικές γραμμές ανοδική πορεία από τον μεσοπόλεμο, αυξανόμενη τη
δεκαετία του 1920 (δημόσια έργα και στέγαση προσφύγων) και μετά το 1933 (κυρίως λόγω
της μείωσης των εισαγωγών και της ελληνοποίησης της κατανάλωσης μετά την οικονομική
κρίση), με την κορύφωση να επέρχεται όταν ξεκίνησαν τα ελληνικά αμυντικά έργα μετά το
1936. Ωστόσο ο σημαντικός περιορισμός της ιδιωτικής ζήτησης λόγω του πολέμου είχε ως
αποτέλεσμα την πρώτη μεγάλη πτώση στα τέλη του 1939 και κυρίως το 1940.545

544
Ο συντάκτης ήταν κατά της στήριξης της παραγωγής αποκλειστικά σε στρατιωτικές παραγγελίες,
αλλά προτιμούσε να ασχοληθεί με παραγγελίες ιδιωτών, «και να αφεθεί το ζήτημα των
στρατιωτικών παραγγελιών να έλθει μόνο του, ούτως ώστε τοιαύται σοβαραί παραγγελίαι να
εύρουν πλήρως ωργανωμένον το εργοστάσιον και να δύνανται επομένως να εκτελεστούν με την
αρμόζουσαν προσοχήν, τελειότητα και ευθύνην.» Η πρόταση όμως να εργαστούν οι εγκαταστάσεις
της ΕΚΑΠ για επεξεργασία και κατασκευή μεταλλικών ειδών, σε συνδυασμό με υφαντουργικές
δραστηριότητες για ιδιώτες δεν φαίνεται τελικά να προχώρησε. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας
Ιατρίδης, Φ. 3 («Συγκρότημα Μποδοσάκη, 1941-45»), υποφάκελος Αλληλογραφία, «ΕΚΑΠ»,
30/6/1942.
545
Στην πτώση αυτή φαίνεται πως συνέβαλε και η απαγόρευση ανέγερσης πολυκατοικιών
(προφανώς για εξοικονόμηση υλικών που θα σπάνιζαν λόγω της κατάστασης), για την οποία
παραπονιέται και ο Τιτάνας στην έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του προς τη Γενική Συνέλευση
των Μετόχων για το 1939 (ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ4Φ6).

324
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Παραγωγή και κατανάλωση Τσιμέντων στην Ελλάδα, 1923-46 (τόνοι)


Πωλήσεις ελληνικών Συνολική Ποσοστό ελληνικών Παραγωγή ελληνικών
Έτος
τσιμέντων κατανάλωση τσιμέντων επί πωλήσεων τσιμέντων*
1923 35.300 44.800 78,79%
1924 55.900 80.900 69,10%
1925 56.200 126.200 44,53%
1926 83.700 127.400 65,70%
1927 110.500 153.600 71,94%
1928 144.300 215.000 67,12%
1929 152.000 227.000 66,96%
1930 174.400 238.700 73,06%
1931 196.850 239.400 82,23%
1932 194.840 223.180 87,30%
1933 195.786 186.000 105,26%
1934 252.195 234.049 107,75%
1935 264.540 256.305 103,21% 273.187
1936 268.367 267.967 100,15% 271.129
1937 295.531 295.531 100,00% 293.247
1938 313.000 313.000 100,00% 303.668
1939 334.000 334.000 100,00% 342.553
1940 202.000 202.000 100,00% 208.746
1941 71.715 71.715 100,00% 60.558
1942 36.236 - - 34.004
1943 82.107 - - 80.343
1944 45.497 - - 48.529
1945 53.827 53.827 100,00% 55.126
1946 101.346 101.346 100,00% 101.556
Πίνακας 4.10: Πηγές: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ4Φ7, «Χρήσις 1946, έκθεσις Διοικητικού Συμβουλίου», με
διόρθωση από τις προηγούμενες για το λάθος που αφορά το 1936 (στην έκθεση του 1946
αναφέρει συνολική κατανάλωση 568.367 αντί του ορθού 268.367), Α1Σ34Υ4Φ6, πίνακες:
«Παραγωγή Τσιμέντου εν Ελλάδι, εμπιστευτικόν» (έγγραφα 173-174) και Α1Σ34Υ4Φ10, «Αι
Ελληνικαί Βιομηχανίαι Τσιμέντου από της ενάρξεως της κατοχής (28.4.1941) μέχρι του τέλους
1942», Μάιος 1943. Οι αριθμοί στις διάφορες πηγές δεν συμφωνούν πάντα.
*Η τελευταία στήλη είναι το άθροισμα της παραγωγής όλων των εταιρειών σύμφωνα με τον
εμπιστευτικό πίνακα του Α1Σ34Υ4Φ6.

Επί κατοχής η παραγωγή βρισκόταν μόνιμα κάτω από το μισό εκείνης του 1940
και κάτω από το 30% εκείνης του 1938, όμως οι διακυμάνσεις που παρατηρήθηκαν ήταν
μεγάλες. Η σχετικά καλή παραγωγή των πρώτων 3-4 μηνών του 1941 είχε ως αποτέλεσμα
το κατά τα άλλα ιδιαίτερα άσχημο εκείνο έτος να είναι το δεύτερο από τα τέσσερα της
κατοχής με όρους παραγωγής. Όμως το πρώτο ειδικά διάστημα της κατοχής, η παραγωγή
ήταν ακόμα μικρότερη της κατανάλωσης και η τελευταία τροφοδοτούνταν σε μεγάλο

325
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

βαθμό από το απόθεμα των προηγούμενων ετών.546 Επιπλέον δεν είναι βέβαιο ότι η
καταγραφόμενη παραγωγή είναι πάντα η απολύτως πραγματική. Για παράδειγμα, στην
έκθεση του ΔΣ για το ισολογισμό του 1941 της ΑΓΕΤ αναφέρεται πως τα εργοστάσια
παρήγαγαν 11.049 τόνους το πρώτο τετράμηνο του έτους (μέχρι την έναρξη της κατοχής),
από τους οποίους μόνο 200 στον «Όλυμπο» του Βόλου, ενώ η παραγωγή είχε περιοριστεί
στο ελάχιστο κατά την περίοδο μέχρι και την αρχή Οκτωβρίου (μόνο 940 τόνοι, όλοι τους
στον Βόλο).547 Τότε άρχισαν να εργάζονται «δια καυσίμων των Αρχών Κατοχής
παραδίδοντας το υπ’ αυτών παραγόμενον τσιμέντο διά διατακτικών της τότε συσταθείσης
Γερμανο-ιταλικής υπηρεσίας οικοδομησίμων υλικών (Baustoffamt)». Στους τρεις αυτούς
μήνες παρήγαγαν 1.607 τόνους στον «Ηρακλή» (Δραπετσώνα) και 1.860 στον «Όλυμπο»
(Βόλο). Η συνολική παραγωγή του έτους ήταν 15.456 τόνοι (ή το 11,4% της παραγωγικής
δυναμικότητας), ενώ οι πωλήσεις ανέρχονταν σε 28.682, εξαντλώντας σχεδόν τα
αποθέματα των προηγούμενων ετών. Από την συνολική παραγωγή του έτους μόλις το 6%

546
Η πρώτη παραγγελία των αρχών κατοχής αφορούσε προαγορά παραγωγής 2.000 τόνων τον
Ιούλιο, την οποία ανέλαβε ο Τιτάνας. Η συνολική παραγωγή τσιμέντων επιτάχθηκε από τις αρχές
κατοχής στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1941, όμως οι τιμές στις οποίες αγοραζόταν το προϊόν ήταν
αρκετά χαμηλές σε σχέση με την ταχεία άνοδο του πληθωρισμού, και η σχετική μικρή παραγωγή δεν
επέτρεπε την εκμετάλλευση των οικονομικών κλίμακας με συνέπεια να ανεβάζει το κόστος – αν και η
πτώση των πραγματικών μισθών δρούσε εξισορροπητικά, τουλάχιστον ως το 1943. Βλ. σχετικά
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ4Φ7, «Υπόμνημα της Ανωνύμου Γενική Εταιρίας Τσιμέντων επί της εφαρμογής του
Νόμου 2021/1942 δια την Ελληνικήν Τσιμεντοβιομηχανίαν», 17/5/1943 (ο νόμος 2021/1942
αφορούσε την αναπροσαρμογή του κεφαλαίου των ανωνύμων μετοχικών εταιρειών).
547
Για τους ισολογισμούς και τις εκθέσεις της εταιρείας βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ4Φ7. Παρόμοιες δυσκολίες
αντιμετώπιζαν την περίοδο εκείνη και οι άλλες βιομηχανίες του κλάδου. Ο Τιτάνας για παράδειγμα
δούλεψε τον περιστροφικό του κλίβανο μόλις 6 μέρες από τις 8 Μαρτίου, λόγω έλλειψης θηραϊκής
γης, ενώ το εργοστάσιο, που δούλευε με διαλείμματα λόγω έλλειψης μαζούτ, σταμάτησε στις 12
Απριλίου. Η παραγωγή επανεκκίνησε μόνο μετά την αποστολή γαιανθράκων από τις αρχές κατοχής
και ο περιστροφικός κλίβανος επαναλειτούργησε μόλις στις 14 Νοεμβρίου. Το πρώτο εκείνο έτος,
εκτός των ελλείψεων αυτών υπήρχε και πρόβλημα με την τροφοδοσία των εργατών, που έκαναν
λευκή απεργία ζητώντας τρόφιμα, αίτημα που δέχονται να ικανοποιήσουν οι αρχές κατοχής
προκειμένου να λειτουργήσει το εργοστάσιο. Ο περιστροφικός κλίβανος του Τιτάνα συνέχισε να
λειτουργεί αποσπασματικά και το επόμενο έτος, και μόνο τον Νοέμβρη του 1942 άρχισε την
τακτικότερη λειτουργία του. Βλ. Μέλιος, Νίκος & Μπαφούνη, Ευαγγελία (συλλογή – καταγραφή):
Τιτάν, 100 Χρόνια, Ινστιτούτο Μελέτης της Τοπικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Επιχειρήσεων
(ΙΜΤΙΙΕ), Αθήνα, 2002, σσ. 33-34. Σε περίοδο πείνας είναι βέβαιο ότι χωρίς τέτοιες παροχές η
παραγωγικότητα των περισσότερων βιομηχανικών εργατών θα έπεφτε σημαντικά έτσι κι αλλιώς.

326
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παράχθηκε στην χειρότερη περίοδο μεταξύ του τέλους Απριλίου και των αρχών Οκτωβρίου
(μέση μηνιαία παραγωγή μόλις 188 τόνων), το 22,5% στους τελευταίους 3 μήνες (μέση
μηνιαία παραγωγή 1.155,7 τόνων) και το υπόλοιπο στο πρώτο τετράμηνο του έτους (μέση
μηνιαία παραγωγή 2.762,3 τόνων).548 Όμως, σύμφωνα με έναν μεταπολεμικό εμπιστευτικό
πίνακα, η παραγωγή του 1941 ήταν μεγαλύτερη κατά περίπου 25,5%, ή 19.401 τόνους, από
τους οποίους το 82,2% είχε παραχθεί στον «Ηρακλή».549
Η έναρξη αρκετών κατασκευαστικών έργων από τα μέσα του 1942 (αρχικά κυρίως
αεροδρομίων, πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων κλπ αργότερα και οχυρωματικών), αλλά κυρίως
οι εκτεταμένες οχυρώσεις του 1943-44 οδήγησαν σε αύξηση της παραγωγής και το 1943
αυτή έφτασε τα επίπεδα του 1926, όπου και φαίνεται να παρέμεινε στην αρχή του 1944, με
συνέπεια το έτος εκείνο – παρά τη μεγάλη μείωση της παραγωγής από το καλοκαίρι και
μετά – να κλείσει με παραγωγή αυξημένη κατά περίπου 43% σε σχέση με το 1942. Όμως οι
ελλείψεις, αλλά κυρίως η καθυστέρηση της ανοικοδόμησης λόγω εμφυλίου είχαν ως
αποτέλεσμα να αργήσει αρκετά η παραγωγή να επανέλθει στα επίπεδα του 1938-39. Το
1946 (όταν ακόμα δεν είχε ξεκινήσει το σχέδιο Μάρσαλ) η παραγωγή είχε αυξηθεί μόλις
κατά 26,3% σε σχέση με το 1943, και βρισκόταν ακόμα περίπου στο 33,3% εκείνης του
1938. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως επί κατοχής έγιναν και κάποιες – μάλλον

548
ΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ4Φ7. Το μικρό απόθεμα που είχε απομείνει καταναλώθηκε τα επόμενα έτη, όταν
πια παραγωγή και κατανάλωση δεν εμφανίζουν μεγάλες αποκλίσεις (τουλάχιστον στα επίσημα
στατιστικά). Σύμφωνα με τις εκθέσεις των επόμενων ετών, οι πωλήσεις της εταιρείας για το 1942
ανέρχονταν σε 17.458 τόνους και η παραγωγή σε 17.364,8 (μέση μηνιαία παραγωγή 1.447 τόνων), το
1943 ήταν 36.684 και 36.100,8 αντίστοιχα (μέση μηνιαία παραγωγή 3.008,4 τόνων, δηλαδή
υψηλότερη από εκείνη των πρώτων 4 μηνών του 1941). Για το 1944 δυστυχώς διαθέτουμε μόνο
ισολογισμό (που δεν αναφέρει τόνους), αλλά αν υποθέσουμε ότι η παραγωγή ήταν πολύ κοντά στην
κατανάλωση (όπως το 1942 και το 1943 και όπως φαίνεται να ίσχυε για το σύνολο της ελληνικής
παραγωγής τσιμέντων το έτος εκείνο) τότε η μέση μηναία παραγωγή πρέπει να έφτανε περίπου τους
1.600 τόνους.
549
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ4Φ6, πίνακας: «Παραγωγή Τσιμέντου εν Ελλάδι, εμπιστευτικόν» (έγγραφ 173). Το
γεγονός της μη καταγραφής των λίγο παραπάνω από 450 τόνους από κάθε εργοστάσιο ενισχύει την
υποψία τις πιθανής προσπάθειας απόκρυψης της συγκεκριμένης παραγωγής. Εξάλλου η έκθεση για
το 1941 βγήκε τον Ιούλιο του επόμενου έτους, χρόνος αρκετός για να συγκεντρωθούν τα στοιχεία
ακόμα και του Δεκεμβρίου. Οι μεγάλες πραγματικές ελλείψεις και η γερμανική επίβλεψη ίσως
έκαναν δυσκολότερη τη μεγάλης έκτασης απόκρυψη από τις αρχές κατοχής μετά τον Οκτώβριο και
έτσι μοιάζει πιθανότερο η απόκρυψη να αφορά την περίοδο Μαΐου - Σεπτεμβρίου. Εξάλλου στον
εμπιστευτικό πίνακα δεν εμφανίζονται μεγάλες αποκλίσεις τα επόμενα χρόνια.

327
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

περιορισμένες – εισαγωγές τσιμέντου από το εξωτερικό (κυρίως μετά την έναρξη των
μεγάλων κατασκευαστικών έργων), για τις οποίες δεν έχουμε αξιόπιστα συνολικά
νούμερα.550
Η εταιρεία που είχε τη μικρότερη αναλογικά πτώση (βλ. γράφημα) ήταν ο
«Άτλαντας» καθώς και το εργοστάσιο του «Ηρακλή» της ΑΓΕΤ (ο «Όλυμπος» είχε σαφώς
μικρότερη παραγωγή), αν και η μείωση δεν ήταν ομοιόμορφη. Το πρώτο κατοχικό έτος τη
μεγαλύτερη μείωση είχαν η ΑΓΕΤ (κυρίως το εργοστάσιο του «Όλυμπου») και ο Τιτάνας,
ενώ το 1942, φαίνεται πως άλλαξαν οι προτεραιότητες, με αποτέλεσμα η παραγωγή της
«Χαλκίδας» και του «Χάλυβα» σχεδόν να μηδενιστεί (4% και 8% της προπολεμικής
αντίστοιχα). Τα τεράστια αυτά προβλήματα των άλλων εταιρειών αύξησαν προσωρινά το
ποσοστό που η ΑΓΕΤ είχε στη συνολική παραγωγή, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως η
εταιρεία δεν είχε επίσης σημαντικότατη πτώση. Σε γενικές όμως γραμμές δεν φαίνεται η
κατοχή να ωφέλησε κάποια από τις εταιρείες του κλάδου περισσότερο από τις υπόλοιπες
(αν και οι μικρότερες εμφάνιζαν σε γενικές γραμμές καλύτερη αναλογία κερδών), και κατά
την απελευθέρωση οι διαφορές στα ποσοστά της αγοράς που κατείχαν ήταν σχετικά
περιορισμένες.

550
Οι συνήθως αρκετά καλά πληροφορημένες αγγλικές υπηρεσίες ανέφεραν μόνο κάποιες
πληροφορίες για εισαγωγή ως και περίπου 3.000 τόνων τσιμέντου μέχρι το φθινόπωρο του 1943.
TNA, WO 204/9159, “Greece, output and consumption of cement”, 11/1/1944. Φαίνεται πως το
νούμερο αυτό όμως αφορούσε τη γερμανοκρατούμενη ζώνη, αφού σε γερμανικό έγγραφο
αναφέρεται πως οι Ιταλοί ετοιμάζονταν να εισάγουν 25.000 τόνους για έργα της κατεχόμενης από
αυτούς ανατολικής Κρήτης (NARA, T-78 Roll 630, frame 392, Gen[eral] d[er] Pi[oniere] u[nd]
Fest[ungen] b[eim] Od[erkommando] d[es] H[eeres], Abt. Landesbefestigung, „Bericht zur Reise in
den Südostraum in der Zeit vom 25.1-12.2.43“).

328
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ποσοστιαία διάρθρωση παραγωγής ελληνικών τσιμέντων


(1935-46)
60,00%

50,00%

40,00% Ποσοστό "Τιτάνα"


Ποσοστό

30,00% Ποσοστό "ΑΓΕΤ"

20,00% Ποσοστό "Άτλαντα"


Ποσοστό "Χάλυβα"
10,00%
Ποσοστό "Χαλκίδας"
0,00%

Γράφημα 4.5: Στοιχεία από ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ4Φ6, πίνακες: «Παραγωγή Τσιμέντου εν Ελλάδι,
εμπιστευτικόν» (έγγραφα 173-174).
Η αποφυγή της εκμετάλλευσης της κατοχής προς όφελος κάποιας εταιρείας δεν
ήταν τυχαία. Οι ελληνικές εταιρείες τσιμέντου (οι τρεις που υπήρχαν τότε) είχαν ήδη
δημιουργήσει ένα κοινό γραφείο πωλήσεως τσιμέντων από το 1932, με σκοπό την μείωση
του ανταγωνισμού που μπορεί να επέβαινε επιζήμιος, ειδικά σε μια περίοδο όπου η
οικονομική κρίση είχε φτάσει και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τις ίδιες τις εταιρείες, το
γραφείο αυτό (που είχε αναλάβει και την κοινή τιμολογιακή πολιτική των εταιρειών)
επέτρεψε την συντήρηση, βελτίωση και επαύξηση των εγκαταστάσεων των εταιρειών και
την ικανοποίηση των μετόχων. Η συνεννόηση αυτή μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου
συνεχίστηκε και επί κατοχής (από τις ελάχιστες περιπτώσεις τόσο οργανωμένης κοινής
στάσης βιομηχανιών απέναντι στο ζήτημα της παραγωγής για τους κατακτητές στην
κατεχόμενη Ελλάδα), όταν συμφώνησαν μεταξύ τους να καταβληθεί προσπάθεια
κατανομής των σπάνιων καυσίμων που παρείχαν οι αρχές κατοχής σε αναλογία 41,15%
προς την ΑΓΕΤ, 28,75% προς τον «Τιτάνα», 18,60% προς την «Χαλκίδα», 6% προς τον
«Χάλυβα» και 5,50% προς τον «Άτλαντα».551 Και πράγματι, αν εξαιρέσει κανείς το

551
Α1Σ34Υ4Φ10, «Αι Ελληνικαί Βιομηχανίαι Τσιμέντου από της ενάρξεως της κατοχής (28.4.1941)
μέχρι του τέλους 1942», Μάιος 1943 και Υπηρεσία Παρακολουθήσεως Βιομηχ. Χορηγήσεων,
«Ανώνυμος Εταιρεία Τσιμέντων Χαλκίδος Πόρτανδ Τεκνητά», 14/8/1948. Για το γραφείο και την
σύμβαση του 1943 μεταξύ ΑΓΕΤ, Τιτάνα και Τσιμέντων Χαλκίδας που τροποποιούσε κάποια από τα
αρχικά άρθρα του καταστατικού σχετικά με τη λειτουργία του βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ62Φ1515.

329
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

προβληματικό 1942, η παραγωγή των εταιρειών του κλάδου δεν απείχε πολύ από τα
ποσοστά αυτά.552
Η πτώση της παραγωγής του κλάδου δεν ήταν ασφαλώς ένα φαινόμενο
αποκλειστικά ελληνικό. Σε όλη περίπου την κατεχόμενη Ευρώπη, η μεγάλη πτώση της
ιδιωτικής κατανάλωσης και τα προβλήματα εφοδιασμού ενός τόσο ενεργοβόρου
βιομηχανικού κλάδου είχαν ως αποτέλεσμα σημαντική πτώση, ειδικά κατά το τελευταίο
έτος της κατοχής/πρώτο της απελευθέρωσης, της μεταβατικής δηλαδή περιόδου με τη
μικρότερη ζήτηση και ίσως τα μεγαλύτερα προβλήματα. Ακόμα και η Γαλλία, χώρα με πολύ
μεγάλη παραγωγή, όπου οι τεράστιες ανάγκες του τείχους του Ατλαντικού (17.300.000
κυβικές γιάρδες, ή περίπου 15.820.000 μ3, τσιμέντου και 1.200.000 τόνοι σιδήρου – το
μεγαλύτερο μέρος τους στη Γαλλία553) κρατούσαν τη ζήτηση σχετικά ψηλά, η πτώση ήταν
ιδιαίτερα μεγάλη, φτάνοντας το 1944 στο 35% της παραγωγής του 1938. Όπως και στην
Ελλάδα, το καλύτερο από πλευράς ποσότητας έτος ήταν το 1943, όταν είχε ξεκινήσει ο
οργασμός των οχυρωματικών έργων. Όμως αντίθετα με την ελληνική περίπτωση, η μείωση
ήταν περισσότερο σταδιακή και αρκετά μικρότερη σε έκταση και η ανάκαμψη ταχύτερη. Οι
ελλείψεις ήταν κοινό πρόβλημα σε Γαλλία και Ελλάδα, ωστόσο η σοβαρότητα του
προβλήματος δεν ήταν η ίδια στις δύο χώρες. Η σαφώς προβληματικότερη κατάσταση των
ελληνικών μεταφορών και η φτωχότερη σε καύσιμα ελληνική οικονομία έκαναν την πτώση
της ελληνικής παραγωγής αρκετά μεγαλύτερη.

552
Το 1941-42 είχε υπάρξει και ένα πρόβλημα σχετικά με την τιμολόγηση της παραγωγής (και κυρίως
των σάκων που θα τη μετέφεραν) από τον Τιτάνα 2.000 τόνων τσιμέντου που σύμφωνα με σύμβαση
του Ιουλίου 1941 θα προαγόραζε το Luftgaustab από το γραφείο. Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ54Φ1,
«Διαιτητική απόφασις», 30/9/1942, επιστολή Α.Ε. Τσιμέντων «Ο Τιτάν» προς Γραφείον Πωλήσεως
Τσιμέντων Εταιρειών ΑΓΕΤ, «Τιτάν», Χαλκίδος, αρ. Α.1607, 2/11/1942 και επιστολή Τιτάνα προς Ι.
Παρασκευόπουλο και Δ. Ζέγγελη, 6/11/1942. Ωστόσο το πρόβλημα δεν αποδείχθηκε αρκετά σοβαρό
ώστε να οδηγήσει στην ακύρωση της συμφωνίας.
553 3
Ακόμα 6.000.000 κυβικές γιάρδες (σχεδόν 5.490.000 μ ) τσιμέντου χρησιμοποιήθηκαν για τα
καταφύγια υποβρυχίων και άλλα στρατιωτικά έργα στη κατεχόμενη Γαλλία. Βλ. Speer, Albert: Inside
the Third Reich. London: Phoenix, 1995 [1970], σελ. 477 (και την παραπομπή 11, στη σελ. 743).

330
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Παραγωγή ελληνικών
Παραγωγή γαλλικών τσιμέντων
τσιμέντων
Μέσοι μηνιαίοι όροι
Έτος (χιλιάδες τόνοι) 1938=100 1938=100
1929 444 150
1938 296 100 100
1941 243 82 20
1942 171 58 11
1943 214 72 26
1944 105 35 16
1945 126 43 18
1946 281 95 33
Πίνακας 4.11: Συγκριτικός πίνακας παραγωγής τσιμέντων σε Γαλλία και Ελλάδα. Επεξεργασία
στοιχείων από: De Rochebrune, Renaud & Hazera, Jean-Claude: Les Patrons sous l’Occupation,
Odile Jacob, Paris, 2013 [1995], σελ. 880 και ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ4Φ7, «Χρήσις 1946, έκθεσις Διοικητικού
Συμβουλίου».

Για να καταλάβουμε καλύτερα την αιτία της μεγάλης αυτής πτώσης, πρέπει να
έχουμε υπόψη κάποια στοιχεία για τις ανάγκες των παραγωγικών μονάδων σε ενέργεια. Με
βάση την προπολεμική παραγωγή, ο Τιτάνας για παράδειγμα απαιτούσε 95 τόνους
άνθρακα ή 30 τόνους άνθρακα και 40 τόνους μαζούτ για το ψήσιμο 300-350 τόνων
τσιμέντου ημερησίως και 4 τόνους μαζούτ καθώς και 34.000 kw/h ενεργείας από την
ηλεκτρική εταιρεία για την ξήρανση, ενώ ο Ηρακλής (για 310 τόνους τσιμέντου) 93 τόνους
άνθρακα ή 55 τόνους άνθρακα και 26 τόνους μαζούτ (και πιθανώς μετά από 20 μέρες, 71
τόνους μαζούτ) για το ψήσιμο, και 34.000 kw/h ημερησίως για την ξήρανση.554 Σύμφωνα δε
με γερμανικούς υπολογισμούς, η τσιμεντοβιομηχανία απαιτούσε περίπου το 20% του
πετρελαίου ή το 11% του άνθρακα που έπρεπε να βρεθεί για τη λειτουργία της ελληνικής
οικονομίας, σχεδόν όσο και οι υπόλοιπες βιομηχανίες (ή τουλάχιστον όσες χρειάζονταν οι
κατακτητές) μαζί.555 Το βάρος των εργοστασίων στις τοπικές ανάγκες ενέργειας ήταν
μάλιστα ακόμα μεγαλύτερο, όπως δείχνει το παράδειγμα του Βόλου, όπου το εργοστάσιο
του «Ολύμπου» (που διέθετε δικές του μηχανές για το σκοπό αυτόν) παρήγαγε το 1938
περίπου το 22,5% του συνόλου της ενέργειας της πόλης.556

554
TNA, WO 204/9159, Combined Economic Warfare Agencies, Cairo, Secret, file 193/9, “Cement”
(Appendix A), 1/9/1944. Οι τσιμεντοβιομηχανίες δεν μπορούσαν εύκολα να εργαστούν με τον
χαμηλότερης θερμικής αξίας ελληνικό λιγνίτη.
555
BA-MA, RW 19/2802, Der Bevollmächtigte des Reichs für Griechenland, III Mineralölreferent,
„Mineralölbewirtschaftung und Mineralölsituation in Griechenland“, 8/10/1941. Βλ. επίσης το
υποκεφάλαιο για ορυκτά και ενέργεια.
556
Το ποσοστό ανερχόταν σε 33,5% αν υπολογίσει κανείς μόνο τις υπόλοιπες βιομηχανίες χωρίς την
τοπική ηλεκτρική εταιρεία, ή 68,3% αν συγκρίνει απευθείας την ενέργεια του «Ολύμπου» με εκείνη

331
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Όπως είναι φανερό, οι τεράστιες αυτές απαιτήσεις ενέργειας δεν μπορούσαν να


καλυφθούν εύκολα, και οι μικρές σχετικά ποσότητες που διανεμήθηκαν από τις αρχές
κατοχής ήταν η βασική αιτία της σημαντικής μείωσης της παραγωγής.557 Εκτός των μεγάλων
ελλείψεων σε καύσιμα και ηλεκτρική ενέργεια, δεν ήταν λίγα και τα προβλήματα που
δημιουργούσαν οι προβληματικές μεταφορές, ειδικά σε ό, τι αφορά τα υλικά που οι
εταιρείες προμηθεύονταν από το εσωτερικό της χώρας, όπως θηραϊκή γη.558
Κύρια κινητήριος δύναμη της ζήτησης ήταν βεβαίως τα κατασκευαστικά έργα των
αρχών κατοχής. Όπως υποδηλώνει και ο πίνακας που ακολουθεί, τους πρώτους μήνες της
κατοχής περίπου το 90% της παραγωγής καταναλωνόταν από τη Wehrmacht, με
βασικότερους πελάτες τη γερμανική αεροπορία και το ναυτικό. Γύρω στα μέσα του 1942
άρχισε να αυξάνεται σημαντικά η κατανάλωση των ιταλικών δυνάμεων, που έφτανε πια
περίπου στο 20% του συνόλου, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκε και το ποσοστό Ελλήνων ιδιωτών
και Ελληνικής Πολιτείας (πιθανότατα αφορά κατά κύριο λόγο εργολάβους και ΕΠΑΚ, που
ασχολούνταν επίσης με έργα των αρχών κατοχής). Ταυτόχρονα αλλάζει και η κατανομή
στους κλάδους της Wehrmacht, με τον στρατό ξηράς να έχει ολοένα και μεγαλύτερο

της Ηλεκτρικής Εταιρείας του Βόλου. Σε περιόδους που το εργοστάσιο εργαζόταν κανονικά θα πρέπει
να κατανάλωνε ένα αντίστοιχο ποσοστό. Επί κατοχής, όταν η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της
τοπικής εταιρείας συνάντησε μεγάλα προβλήματα και ο «Όλυμπος» δεν είχε αρκετή πρώτη ύλη
τροφοδοτούσε με ενέργεια την πόλη από τις μηχανές του, με την καύση ελαιοπυρήνων, ξύλου και
λιγνίτη. Βλ. Τζαφλέρης, Νίκος: Επιβίωση και αντίσταση στο Βόλο την περίοδο της κατοχής, 1941-
1944, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2007, σσ. 255-256 και ΙΑΕΤΕ,
Α1Σ34Υ4Φ7, «Ισολογισμός χρήσεως 1941, έκθεσις Διοικητικού Συμβουλίου και έκθεσις των
ελεκτών», 8/8/1942.
557
Μέχρι το τέλος του 1942, είχαν κατανεμηθεί από τις αρχές κατοχής 16.209 τόνοι γερμανικού και
4.925 βουλγαρικού γαιάνθρακα, καθώς και μόλις 678 τόνοι μαζούτ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ4Φ10, «Αι
Ελληνικαί Βιομηχανίαι Τσιμέντου από της ενάρξεως της κατοχής (28.4.1941) μέχρι του τέλους 1942»,
Μάιος 1943.
558
Χαρακτηριστικά για τη ζήτηση και τα προβλήματα της παραγωγής ήταν όσα κατέγραφε μια
έκθεση της αρμόδιας γερμανικής υπηρεσίας: «η ζήτηση για τσιμέντο συνεχίζει να είναι πολύ μεγάλη
και προβλέπεται να αυξηθεί ακόμα περισσότερο. Σε ό, τι αφορά την αναπλήρωση των
εξαντλούμενων αποθεμάτων πρώτων υλών συνεχίστηκε η προσπάθεια εξεύρεσης των
απαιτούμενων μέσων θαλάσσιας μεταφοράς, παρά των όποιων σοβαρών δυσκολιών των δύο
τελευταίων μηνών. Τις τελευταίες ημέρες έγινε δυνατό να μεταφερθούν επιπλέον ποσότητες
πρώτων υλών με μικρά μηχανοκίνητα ιστιοφόρα σκάφη, εξασφαλίζοντας έτσι την κάλυψη των
αναγκών σε θηραϊκή γη.» BA-MA, RW 29/105, Der Deutsche Wirtschaftsoffizier, Athen (Baustoffamt),
Tätigkeitsbericht Nr.5, 1/10/42, σελ. 2.

332
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ποσοστό. Από τους περίπου 115.153 τόνους που είχαν παραχθεί από τις 13/9/1941 μέχρι
και τις 1/10/1943 (επιπλέον των περίπου 9.000 τόνων αποθεμάτων), οι 35.003 (28,2%)
είχαν καταναλωθεί από τον γερμανικό στρατό ξηράς για στρατώνες, γέφυρες,
τσιμεντόπλοια και οχυρωματικά, οι 29.239 (23,6%) από το γερμανικό ναυτικό για
καταφύγια, τσιμεντόπλοια, προβλήτες, λιμάνια και ναυτικές οχυρώσεις, οι 34.313 (27,6%)
από τη γερμανική αεροπορία για αεροδρόμια (Ελληνικό, Ελευσίνα, Τατόι, Κρήτη, και
αργότερα Σέδες, Λάρισα, Αγρίνιο κλπ) και κτήρια, οι 19.606 (15,8%) από τους Ιταλούς για
αεροδρόμια (Άραξος, Μέγαρα, Κεφαλονιά), στρατώνες, γέφυρες κλπ, οι 1.918 (1,5%) από
το ελληνικό δημόσιο και οι 4.072 (3,3%) από ιδιώτες.559

559
TNA, WO 204/9159, „Greece, output and consumption of cement”, 11/1/1944. Η ήττα στη Β.
Αφρική και το εκτεταμένο πρόγραμμα οχυρώσεων είχε σημαντική επίπτωση στην κατανάλωση από
την άνοιξη του 1943 και μετά. Ενώ ως και τον Φεβρουάριο για παράδειγμα ο γερμανικός στρατός
ξηράς είχε καταναλώσει 9.748 τόνους, στους 8 μήνες που ακολούθησαν η κατανάλωση ανήλθε στους
25.257 τόνους, λόγω ακριβώς των οχυρωματικών έργων. Το καλοκαίρι του 1943, γερμανική έκθεση
ανέφερε κατανομή κατά περίπου 50% σε μηχανικό για οχυρώσεις, κατά 25% σε Luftwaffe με το
υπόλοιπο να μοιράζεται ανάμεσα σε ναυτικό, Organisation Todt, σιδηροδρόμους κλπ, ενώ το
τελευταίο διάστημα είχαν εκτοξευτεί και οι ιταλικές ανάγκες. Την περίοδο εκείνη η μηνιαία
παραγωγή της χώρας είχε φτάσει προσωρινά τους 10.000 περίπου τόνους, αλλά οι ελλείψεις
καυσίμων έκαναν απίθανη νέα αύξηση της παραγωγής. NARA, T-78 Roll 630, „Bericht zur Dienstreise
des Gen[erals] d[er] Pi[oniere] u[nd] Fest[ungen] b[eim] Ob[erkommandos] d[es] H[eeres] in den
Bereich des OB. Südost, in der Zeit vom 5.-14.7.43“, 14/7/1943, frame 508 και 512. Πράγματι, όπως
προκύπτει από τις υπόλοιπες γερμανικές εκθέσεις, το καλοκαίρι του 1943 είχαμε την κορύφωση της
παραγωγής, η οποία κατέρρευσε το φθινόπωρο λόγω ελλείψεως καυσίμων, για να επανέλθει
προσωρινά σε υψηλά επίπεδα (7.000-9.500 τόνους) τον Απρίλιο – Μάιο του 1944, και να περιοριστεί
στο ελάχιστο έκτοτε.

333
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Κατανομή ελληνικού τσιμέντου 5/1942 - 11/1942)

1.400

1.200

1.000
Τόνοι

800

600

400

200

0
Μαϊ-42 Ιουλ-42 Σεπ-42 Οκτ-42 Νοε-42
Wehrmacht (Heer) 150,000 464,000 923,000 866,000 1.155,100
Wehrmacht (Luftwaffe) 930,000 755,000 600,000 401,000 645,170
Wehrmacht (Marine) 750,000 1.183,000 1.154,000 395,000 503,020
Ιταλικές Εν. Δυνάμεις 200,000 625,000 664,000 474,000 466,270
Ελληνικό Κράτος 59,000 259,000 68,000 137,000 30,000
Ιδιώτες 128,000 137,000 239,000 571,240

Γράφημα 4.6: Πηγές: BA-MA, RW 29/104-105 (Tätigkeitsberichte - Wehrmacht Baustoffamt).

Εκτός της παραγωγής τσιμέντων, μεγάλη ζήτηση είχαν από ένα σημείο και μετά
και άλλα οικοδομικά υλικά. Ειδικά σε περιοχές όπου ήταν δύσκολο να γίνει προμήθεια
νέων υλικών από τα εργοστάσια, ήταν συχνό το φαινόμενο να ανακυκλώνονται υλικά
γκρεμισμένων ή βομβαρδισμένων κτηρίων, άλλοτε με την άδεια των ιδιοκτητών και άλλοτε
χωρίς. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι εκείνο των σπιτιών του χωριού Ελληνικό (Χασάνι) που
γκρεμίστηκαν για να επεκταθεί το γειτονικό αεροδρόμιο. Ένα άλλο παράδειγμα είναι εκείνο
των Χανίων της Κρήτης, όπου Γερμανοί και εργολάβοι αφαίρεσαν υλικά ακόμα και από το
τέως Δημαρχείο, καθώς και από το σπίτι του αδελφού του (κατοχικού) Δημάρχου, ενώ ο
εργολάβος Τζεϊράνης δήλωνε προς τον δήμο πως έχει γερμανική άδεια να κατεδαφίσει
ολόκληρο το μέγαρο της παλαιάς δημαρχίας και να μεταφέρει τα υλικά σε γερμανική
αποθήκη. Ένας άλλος συνάδελφός του που έκανε και αυτός έργα για τους Γερμανούς
(Βουγιούκαλος), δεν θεώρησε καν απαραίτητο να ειδοποιήσει τις δημοτικές αρχές, όταν

334
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

προέβη και ο ίδιος σε αφαίρεση υλικών από το παλιό δημαρχείο.560 Ειδικά στην Κρήτη,
όπου τα προβλήματα μεταφορών δημιουργούσαν αυξημένες δυσκολίες στην προμήθεια
τσιμέντου και άλλων οικοδομικών υλικών, έγινε προσπάθεια για κατασκευή οχυρώσεων με
την μεγαλύτερη δυνατή χρήση πέτρας και του φυσικού βράχου που αφθονεί στις
περισσότερες περιοχές του νησιού, δημιουργώντας μάλιστα και έναν νέο όρο
(Kretabauweise) για αυτές της «κρητικής τεχνοτροπίας» οχυρώσεις.561
Εκτός των «έτοιμων» αυτών οικοδομικών υλικών, αρκετή ζήτηση υπήρχε και για
τούβλα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο για την κατασκευή κτηρίων των αρχών
κατοχής, αλλά και για οχυρωματικά έργα. Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζεται η
κατανομή των πωλήσεων τούβλων σε ένα περίπου εξάμηνο του 1942. Όπως βλέπουμε, η
κατανομή των τούβλων δεν συμβαδίζει απόλυτα με εκείνη των εξόδων κατοχής, αφού η
Luftwaffe αυξάνει (προσωρινά τουλάχιστον) το ποσοστό της προς το τέλος του 1942, τη
στιγμή που άρχισε να μειώνεται το ποσοστό της χρηματοδότησής της, ενώ ο στρατός ξηράς
(Heer) δείχνει να έχει την αντίθετη πορεία. Το γεγονός αυτό μάλλον οφείλεται στις
διαφορετικές ανάγκες των τριών κλάδων (η αεροπορία για παράδειγμα κατασκεύαζε

560
Οι Γερμανοί είχαν αρχικά αντιδράσει όταν πληροφορήθηκαν την έκταση του φαινομένου της
αφαίρεσης οικοδομικών υλικών από βομβαρδισμένα σπίτια, αλλά αργότερα προχώρησαν και οι ίδιοι
σε «κατασχέσεις» (δηλαδή συνήθως επιτάξεις) τέτοιων υλικών. Η αξία των υλικών που τελικά
αφαίρεσε ο Τζεϊράνης για τις ανάγκες των γερμανικών αρχών ανήλθε κατά τον αρμόδιο δημοτικό
υπάλληλο σε 262.062,50 Δρχ. με τιμή διατίμησης. Βλ. ΙΑΚ-Αρχείο Σκουλά, Δήμος Χανίων προς
νομαρχία, αρ. πρωτ. 47 (25/11/41), επιστολή Στ. Τζεϊράνη προς δήμαρχο Χανίων, 14/2/1942, Δήμος
Χανίων, αρ. πρωτ. 8 (21/3/1942) και Δήμος Χανίων προς Feldkommandatur 606 (αρ. πρωτ. 42,
13/11/1941), καθώς και ΑΔΧ-ΜΚΚ, Έγγραφα Δήμου Β΄, 1941-42, Kreiskommandatur Chania,
Κατάσχεσις λίθων (13/11/42). Βλ. επίσης Μανουσάκης Βασίλης, «Η Κρήτη της ‘Νέας Ευρώπης’.
Οικονομία, κοινωνία και η εμπειρία της κατοχής», σελ. 136, στο: Μέρες του ’43. Η καθημερινή ζωή
στην κατεχόμενη Κρήτη, πεπραγμένα επιστημονικού συμποσίου, Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών
Μελετών, Ηράκλειο 2012, σσ. 137-138. Εκτός των διαφόρων έργων που ανέλαβε από τους
Γερμανούς την περίοδο εκείνη ο Βουγιούκαλος κατάφερε να εξασφαλίσει και το δικαίωμα
εκμετάλλευσης των νερών της περιοχής της Γεωργιούπολης στα Χανιά. Βλ. την υπουργική απόφαση
αρ. 4024 «Περί παραχωρήσεως δικαιώματος εκμεταλλεύσεως πτώσεως υδάτων των πηγών Αλμυρού
ο
ποταμού δυτικώς του χωριού Γεωργιούπολις (Νομού Χανίων) παρά το 40 χλμ. Της οδού Χανίων –
Ρεθύμνης, προς παραγωγήν ηλεκτρικής ενεργείας», ΦΕΚ 49Β/5/5/1942. Η σχετική αίτηση του
Βουγιούκαλου είχε κατατεθεί περίπου ένα μήνα μετά το τέλος της μάχης της Κρήτης.
561
Βλ. για παράδειγμα NARA, T-78 Roll 630, (κυρίως Frames 515-516), „Bericht zur Dienstreise des
Gen[erals] d[er] Pi[oniere] u[nd] Fest[ungen] b[eim] Ob[erkommandos] d[es] H[eeres] in den Bereich
des OB. Südost, in der Zeit vom 5.-14.7.43“, 14/7/1943.

335
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

περισσότερα κτήρια που δεν είχαν σχέση με οχυρώσεις (αεροδρόμια κλπ). Επιπλέον, την
περίοδο εκείνη, όταν ακόμα η κατεχόμενη Ελλάδα ήταν προγεφύρωμα για τον
ανεφοδιασμό της Αφρικής και όχι αμυντικό προπύργιο της Ευρώπης, όπως θα γινόταν από
το 1943, δεν είχαν ακόμα αρχίσει να κατασκευάζονται σε μεγάλη κλίμακα οχυρωματικά
έργα. Τα ποσοστά άλλαξαν σταδιακά το 1943, αν και δεν έγινε δυνατόν προς το παρόν να
εντοπιστεί πλήρης σειρά για την κατανομή τους σε όλο το διάστημα της κατοχής. Αν και η
χρήση τέτοιων υλικών ήταν μάλλον σχετικά περιορισμένη στα παράκτια αμυντικά έργα,
χρησιμοποιήθηκαν σε αρκετά μεγάλη κλίμακα σε «ελαφρύτερα» έργα της ενδοχώρας, που
είχαν να αντιμετωπίσουν κυρίως τους ελαφρά οπλισμένους αντάρτες. Το 1944, για
παράδειγμα, είχαν παραγγελθεί για την κατασκευή των αμυντικών
πύργων/παρατηρητηρίων κατά μήκος της γραμμής του τρένου Αθηνών – Λαμίας περίπου
1.000.000 τούβλα κάθε μήνα, με την πρώτη παραγγελία να ολοκληρώνεται στα τέλη της
άνοιξης.562

562
BA-MA, RW 19/3160, Militärbefehlshaber Griechenland, Wehrwirtschafts[s]tab, „Tätigkeitsbericht
des Wehrmachtbaustoffamtes Nr. 25 für die Zeit vom 16.4 bis 15.5.1944“, 17/5/1944 (η ίδια έκθεση
υπάρχει και στο RW 29/93).

336
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Κατανομή εληνικής παραγωγής Τούβλων 5/1942 -


11/1942
2.500.000

2.000.000
Τεμάχια

1.500.000

1.000.000

500.000

0
Μαϊ-42 Ιουν-42 Ιουλ-42 Σεπ-42 Οκτ-42 Νοε-42
Wehrmacht (Heer) 141.305 369.520 592.500 178.680 95.500 24.340
Wehrmacht
710.400 674.550 525.650 515.300 2.179.120 1.389.300
(Luftwaffe)
Wehrmacht
232.000 350.000 13.300 300.000 330.000 160.800
(Marine)
Ιταλοί 343.700 217.000 297.020 531.400 187.000 753.100
Ιδιώτες 28.800 249.420 99.000 127.270 87.300 152.000

Γράφημα 4.7: Πηγές: BA-MA, RW 29/104-105 (Tätigkeitsberichte - Wehrmacht Baustoffamt).

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως εκτός των υλικών αυτών γίνονταν και σημαντικές
προμήθειες σε ασβέστη, κεραμίδια, χαλίκια, γύψο, πισσόχαρτα, χρώματα και άλλα υλικά,
αρκετά από τα οποία παράγονταν από μικρές βιοτεχνίες σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. 563

563
Τον Οκτώβριο του 1942 για παράδειγμα πουλήθηκαν 683.920 τεμάχια κεραμιδιών (25.000 στη
Luftwaffe, 20.000 στο ναυτικό, 15.175 στον στρατό ξηράς, 582.050 στους Ιταλούς και 41.625 στον
ιδιωτικό τομέα). Βλ. BA-MA, RW 29/105, Der Deutsche Wehrwirtschaftoffizier, Athen,
„Tätigkeitsbericht Nr. 6 abgeschlossen mit dem 25.10.1942“, 1/11/1942. Αν και υπήρχαν αρκετές
επιχειρήσεις που παρήγαγαν τα υλικά αυτά, οι εταιρείες με τη μεγαλύτερη παραγωγή (τουλάχιστον
στα κεραμίδια) ήταν ο Δηλαβέρης (ο Κρίτων Δηλαβέρης υπήρξε και βουλευτής τόσο προπολεμικά,
όσο και το 1946) και ο «Κύκλωπας». Η μεγάλη ανάγκη για χρώματα συνέβαλε ώστε αυτά να γίνουν
ένα από τα λίγα αγαθά που εισάγονταν επί κατοχής σε παρόμοιες ή και μεγαλύτερες ποσότητες από
ό, τι πριν, για να καταναλωθούν κυρίως από τα πλοία, αεροπλάνα και οχήματα ή από τις κατασκευές
εργασίες του Άξονα. Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία (Μηνιαία Δελτία Εμπορίου
Στατιστικής Υπηρεσίας), η εισαγωγή ορυκτών και μεταλλικών χρωμάτων έπεσε το 1941 στους 35
τόνους από 2.395 το 1939, αλλά το 1942 επανήλθε στου 2.344 και το επόμενο έτος στους 2.208, για

337
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μεγάλη ζήτηση είχε επίσης η ξυλεία (για οικοδομές/έργα ή ναυπηγική), αν και αυτή
βασιζόταν σε σημαντικό ποσοστό σε εισαγωγές, κυρίως από τη Γιουγκοσλαβία και την
κεντρική Ευρώπη.564 Φαίνεται πάντως ότι, ειδικά στο πρώτο διάστημα της κατοχής, το
σύστημα των προμηθειών δεν λειτουργούσε στην πράξη όπως θα το ήθελαν οι αρχές
κατοχής, αφού συχνές ήταν οι αναφορές για διοχέτευση υλικών στη μαύρη αγορά από τους
κατασκευαστές, υπερτιμολογήσεις, ή απώλειες και κλοπές υλικών, ενώ και οι εργάτες
συνήθως δεν έδειχναν μεγάλη προθυμία.565

να μειωθεί σημαντικά εκ νέου στους 569 το 1944, ενώ τα χρώματα από την πίσσα των γαιανθράκων
αυξήθηκαν από 94 τόνους το 1939 σε 437 το 1942 και 202 το 1943. Τον Νοέμβριο του 1942 για
παράδειγμα καταναλώθηκαν 30.508 κιλά, το 66,2% των οποίων από το γερμανικό ναυτικό και το
23,4% από τον στρατό ξηράς (τα ποσοστά είχαν μεγάλες διακυμάνσεις από μήνα σε μήνα – τον Μάιο
για παράδειγμα το ποσοστό της αεροπορίας έφτανε το 49,9%). Βλ. τις εκθέσεις της Baustoffamt στα
BA-MA, RW 29/104 και 105 (Tätigkeitsberichte Nr. 1 και Nr. 7 αντίστοιχα).
564
Είναι συχνές οι αναφορές σε γερμανικές εκθέσεις για τις εισαγωγές ξυλείας χάρη στις οποίες
περιορίζονταν οι ελλείψεις. Η εβρισκόμενη σε αποθήκες ελληνική ξυλεία είχε επιταχθεί από νωρίς
και οι προσπάθειες για αύξηση της υλοτομίας συνεχίζονταν σε όλο το διάστημα της κατοχής, με
αποτέλεσμα την μείωση της δασοκάλυψης στην Αττική και κάποιες άλλες περιοχές μέχρι το τέλος
του πολέμου. Ωστόσο οι ανάγκες ήταν μεγάλες, και οι ποσότητες που προμηθεύονταν οι Γερμανοί
από την Ελλάδα δεν επαρκούσαν. Τον Ιούνιο του 1942 για παράδειγμα οι προμήθειες από την
Ελλάδα μόλις ξεπερνούσαν το ¼ των εισαγωγών: την περίοδο εκείνη είχαν εισαχθεί 1.775 κυβικά
μέτρα κροατικής ξυλείας, ενώ οι ελληνικές προμήθειες ήταν 218 κυβικά σκληρής ξυλείας της
εταιρείας «Ασπιώτη», 73 κυβικά μαλακής ξυλεία της εταιρείας «Αντωνιάδη» (ενδεχομένως οι δύο
μεγαλύτεροι προμηθευτές των δυνάμεων κατοχής σε ελληνική ξυλεία) και 190 κυβικά
νεοεπιταγμένης ξυλείας της εταιρείας «Μουρατίδη» (BAMA, RW 29/104, WBA: “Tätigkeitsbericht Nr.
3”, 1/8/1942). Αρκετούς μήνες αργότερα το πρόβλημα οι προσπάθειες για προμήθεια ξυλείας από
την Ελλάδα εξακολουθούσαν να έχουν περιορισμένα αποτελέσματα, και μετά την πρόσφατη
εισαγωγή ουγγρικής ξυλείας τα αποθέματα μόλις που επαρκούσαν για τις ανάγκες (NARA, T501 Roll
252, “Beitrag zur Lagebeurteilung für die Zeit vom 1. bis 15. April 1943“).
565
Όπως για παράδειγμα κατέγραφε ο Χρηστίδης στις 17 Μαρτίου 1942, για τα έργα του
αεροδρομίου Ελληνικού (Χασανίου), «η έλλειψη παρακολούθησης από τους Γερμανούς των εργατών
που δουλεύουν στο αεροδρόμιο είναι απερίγραπτη. Οι εργάτες δεν δουλεύουν σχεδόν διόλου,
δηλώνουν παρουσία κι ύστερα το σκάνε, ή καταγίνονται να μαζεύουν υλικά των Γερμανών, που τα
πουλούν κατόπι στους μεσάζοντες, που κι αυτοί τα μεταπουλούν, δηλαδή τα μοσχοπουλούν, στους
εργολάβους του αεροδρομίου.» Χρηστίδης, Χρ.: Χρόνια Κατοχής, 1941-1944. Μαρτυρίες
Ημερολογίου, [χ.ε.], Αθήνα, 1971, σελ. 225. Κάποιες φορές ωστόσο οι Γερμανοί ανακάλυπταν τις
παρανομίες, και τιμωρούσαν (ακόμα και με ολιγοήμερη φυλάκιση) τους συνεργάτες – παραβάτες.
Βλ. π.χ. την περίπτωση της υπερτιμολόγησης (μάλλον στο Τυμπάκι), από την εταιρεία Δερμιτζάκης

338
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

4.3 Ενέργεια και ορυκτά

Α) Ενέργεια
Οι δυσκολίες στην προμήθεια καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ήταν
σημαντικότερες στην περίπτωση της Ελλάδας σε σχέση με τις περισσότερες άλλες
κατεχόμενες χώρες, με συνέπεια να καταστούν από τους κυριότερους παράγοντες του
περιορισμού της βιομηχανικής παραγωγής κατά τα κατοχικά χρόνια. Τον Φεβρουάριο του
1942 για παράδειγμα (μία από τις χειρότερες κρίσεις καυσίμων της κατοχής), γερμανική
έκθεση έκανε λόγο για «πλήρη κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, κυρίως λόγω
έλλειψης καυσίμων» που «οδηγεί, ειδικά στη νότια Ελλάδα, σε περαιτέρω ακινητοποίηση
ακόμα και των εργοστασίων που είναι σημαντικά για την πολεμική προσπάθεια», ενώ
μοιάζει να θεωρεί την πείνα και το κρύο ως μικρότερα προβλήματα σε ό, τι αφορά τις
επιπτώσεις τους στην ελληνική παραγωγή.566 Οι τοπικές γερμανικές αρχές
παρακολουθούσαν με κάποια αγωνία τα μηνιαία αποθέματα κάθε καυσίμου (βενζίνης,
πετρελαίου, κηροζίνης, άνθρακα κλπ) και προσπαθούσαν να «στριμώξουν» όσο γινόταν
μεγαλύτερες ποσότητες στα σχετικά λίγα (τουλάχιστον σε σύγκριση με τις ανάγκες) τρένα
και πλοία που έφταναν από το εξωτερικό, ενώ κατά διαστήματα, ειδικά μετά από κάποια
βύθιση σκάφους ή ανατίναξη γέφυρας που διέκοπτε τις σιδηροδρομικές μεταφορές,
έστελναν ανησυχητικές αναφορές για τις επιμέρους ελλείψεις, αφού οι μηχανές
εργοστασίων, οχημάτων κλπ δεν μπορούσαν συχνά να κάψουν διαφορετικό καύσιμο.
Για να δούμε ένα άλλο παράδειγμα, στα τέλη του 1943 (όταν μειώνεται
προσωρινά η παραγωγή σιδήρου και τσιμέντου), γερμανική έκθεση κάνει λόγο για
«καταστροφική» κατάσταση της προσφοράς άνθρακα λόγω των μεγάλων προβλημάτων
εξεύρεσης μεταφορικών μέσων, που οδήγησε στη τροφοδοσία της ηλεκτρικής εταιρείας
μόνο με τοπικό λιγνίτη και σε αυστηρή κατανομή της λιγοστής ενέργειας με δελτίο, ενώ

και Χατζηιωάννου που παρατηρήθηκε από «το τμήμα κατασκευών του αεροδρομίου»
(Luftwaffenfeldbauamt) στο: ΙΑΚ-ΑΓΚ: Φ. 3β΄. Φάκελος Γερμανικών εγγράφων 1942, δεσμίς 5ζ,
Kreiskommandatur 718 (Wi 7) προς Νομαρχία Ηρακλείου, “Preise”, 13/1/1942 (δεν είναι γνωστό
ποιες ήταν οι συνέπειες στην περίπτωση αυτή). Μετά το φθινόπωρο του 1942 τα προβλήματα
χρηματοδότησης φαίνεται πως οδήγησαν στη λήψη σκληρότερων μέτρων.
566
NARA, T-311 Roll 175, Wehrmachtbefehlshaber Südost (AOK 12), Abteilung Ia, „Tätigkeitsbericht
der Abteilung Ia für die Zeit v. 1.2.-28.2.1942“, 28/2/1942, Frame 201-202.

339
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

«καταστροφική» χαρακτηριζόταν και η κατάσταση με τα λιπαντικά. Αντίθετα τα αποθέματα


βενζίνης και πετρελαίου ήταν «καλά».567
Παρά τη μικρή βελτίωση της κατάστασης τον Νοέμβριο σε σχέση με τον
Δεκέμβριο, λόγω της άφιξης 3.285 τόνων άνθρακα της Άνω Σιλεσίας (σημερινής Πολωνίας)
και 569 τόνων βουλγαρικού άνθρακα, αλλά και της αύξησης της παραγωγής λιγνίτη κατά
περίπου 1.600 τόνους (στους 11.190) η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι κρίσιμη, και οι
ελπίδες για την ανάκαμψη της παραγωγής ενέργειας που είχε μειωθεί σημαντικά
βασίζονταν κυρίως στα 9 τρένα που αναμένονταν να φτάσουν τον Δεκέμβριο από την Άνω
Σιλεσία.568 Η εντατική προσπάθεια για αύξηση της παροχής καυσίμων, και κατά συνέπεια
και της παραγωγής, άρχισε να αποδίδει σταδιακά από τον Δεκέμβριο, παρά την απώλεια
μεγάλου μέρους του άνθρακα που προοριζόταν για την ηλεκτρική εταιρεία, λόγω της
βύθισης των σκαφών που τον μετέφεραν. Παρά τις αναποδιές αυτές, έγινε δυνατόν να
φτάσουν 3.202 τόνοι άνθρακα Άνω Σιλεσίας και 437 βουλγαρικού, ενώ αυξήθηκε εκ νέου
και η παραγωγή άνθρακα κατά 2.800 τόνους, στους 14.027, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η
μηνιαία παραγωγή ηλεκτρικού από τις 295.000 kw/h στις 335.226 kw/h, και να
διπλασιαστεί η παραγωγή τσιμέντου σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.569 Η κρίση
καυσίμων του τέλους 1943 – η μεγαλύτερη τουλάχιστον από τις αρχές 1943 και μία από τις
μεγαλύτερες της κατοχής – έγινε τελικά δυνατόν να ξεπεραστεί, κυρίως λόγω της βελτίωσης
των μεταφορών (σε αντίθεση με το 1941 και τις αρχές του 1942 ο σιδηρόδρομος

567
Ο συντάκτης πάντως συμπλήρωνε πως πιθανόν να υπήρχε βελτίωση στο άμεσο μέλλον, με την
άφιξη 3 ατμόπλοιων με 1.900 τόνους άνθρακα και μερικών φορτηγίδων με λιγνίτη από την Εύβοια
(ανάμεσά τους ενδεχομένως και κάποιο από τα πρώτα τσιμεντόπλοια). NARA, T-501 Roll 255,
Wehrwirtschafts[s]tab Griechenland, „Beitrag zur Legebeurteilung für die Zeit vom 16. Okt. Bis 15.
Nov. 1943“, Frame 737.
568
NARA, T-501 Roll 255, Wehrwirtschafts[s]tab Griechenland, „Beitrag zur Legebericht für Monat
November“, Frame 695-696.
569
Οι ελλείψεις δεν είχαν βεβαίως ξεπεραστεί τελείως, αφού δύο χαλυβουργεία, μία συρματουργία
και ένα εργοστάσιο καρφοβελονών σταμάτησαν προσωρινά τη λειτουργία τους, ωστόσο η
παραγωγή τους δεν ήταν έτσι κι αλλιώς μεγάλη σε σχέση με τα εργοστάσια που συνέχισαν να
λειτουργούν και οι ανάγκες σε μεταλλικά είδη έγινε δυνατόν να καλυφθούν. NARA, T-501 Roll 255,
Wehrwirtschafts[s]tab Griechenland, „Beitrag zur Legebericht für Monat Dezember 1943“, Frame
598-601.

340
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

λειτουργούσε, ενώ είχαν ναυπηγηθεί και αρκετά νέα σκάφη που ως εκείνο το διάστημα
είχαν αναπληρώσει κάποιες από τις απώλειες).570
Για να κατανοηθούν καλύτερα οι ανωτέρω ποσότητες, αξίζει στο σημείο αυτό να
αναφερθούν οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας σε καύσιμα. Το 1939 λοιπόν, η χώρα
εισήγαγε κάθε μήνα 9.500 τόνους πετρελαίου και 66.600 τόνους άνθρακα, ενώ οι
γερμανικές αρχές είχαν αρχικά εκτιμήσει τις μηνιαίες ανάγκες άνθρακα του ναυτικού τους
στην περιοχή σε «τουλάχιστον» 15.000 τόνους.571 Λίγους μήνες αργότερα, οι γερμανικές
υπηρεσίες της στρατιωτικής οικονομίας θεωρούσαν πως η ποσότητα που ήταν αρκετή για
την απαραίτητη βιομηχανική παραγωγή που θα κάλυπτε τις ελάχιστες ανάγκες του Άξονα
και ένα ποσοστό των αναγκών του πληθυσμού, θα ήταν περίπου 27.300 τόνοι άνθρακα , ή
54.000 τόνοι ελληνικού λιγνίτη, ενώ θα απαιτούνταν και 10.800 τόνοι πετρελαίου (βλ.
πίνακα). Τα περισσότερα από τα καύσιμα αυτά απαιτούνταν για την ελληνική βαριά
βιομηχανία (τσιμεντοβιομηχανίες, χαλυβουργίες κλπ), καθώς και για τα ελληνικά τρένα.

570
Η προβληματική κατάσταση στις μεταφορές είχε αναγνωριστεί από την πρώτη περίοδο της
κατοχής ως βασικός παράγοντας της οικονομικής κατάρρευσης και της πείνας του 1941-42. Βλ. π.χ.
«Το ζήτημα της διατροφής μας, επιτακτική ανάγκη οργανώσεως μεταφορικών μέσων», στο
περιοδικό Τεχνική, έτος Α΄, αρ. 1, 18/10/1943.
571
BA-MA, RW 19/2802, Der Bevollmächtigte des Reichs für Griechenland, III Mineralölreferent,
„Mineralölbewirtschaftung und Mineralölsituation in Griechenland“, 8/10/1941 και AA-PA, R 105896,
τηλεγράφημα Altenburg, Nr. 393, 31/5/1941 αντίστοιχα. Οι 15.000 αυτοί τόνοι μάλλον δεν
περιλαμβάνονταν στην εκτίμηση για τις ελάχιστες ανάγκες καυσίμων της Ελλάδας (πίνακας 4.12).

341
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Επισκόπηση μηνιαίων αναγκών σε πετρέλαιο ή άνθρακα λαμβανομένων υπόψη


και των προσωρινών περιορισμών στην κατανάλωση (τόνοι)
Πετρέλαιο Λιθάνθρακας ή Ελληνικός λιγνίτης
α) Σιδηρόδρομοι
Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους 0 6.000 15.000
ΣΠΑΠ (Πελοποννήσου) 0 2.400 6.000
Σιδηρόδρομοι Θεσσαλίας 0 900 2.250
β) Φωταέριο
Αθηνών 0 2.100 0
Πειραιά 0 600 0
γ) Διάφορες επιχειρήσεις
Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών-Πειραιώς 6.600 9.000 22.500
Τσιμεντοβιομηχανίες 2.000 3.000 0
Κλωστήρια, Υφαντουργεία,
Λιπάσματα, Κάμινοι κλπ. 2.200 3.300 8.250
Σύνολο 10.800 27.300 54.000
Πίνακας 4.12: BA-MA, RW 19/2802, Der Bevollmächtigte des Reichs für Griechenland, III
Mineralölreferent, „Mineralölbewirtschaftung und Mineralölsituation in Griechenland“, 8/10/1941.

Ωστόσο οι ποσότητες αυτές σπανιότατα ήταν διαθέσιμες, ενώ σε περιόδους


μεγάλων προβλημάτων οι ελλείψεις ξεπερνούσαν και το 50%, πάρα τις αυξήσεις στην
παραγωγή ελληνικού λιγνίτη.572 Στα τέλη Ιουνίου 1943, λίγο μετά την ανατίναξη της
γέφυρας του Ασωπού για παράδειγμα (20-21/6/1943), οι ημερήσιες διαθέσιμες ποσότητες
λιθάνθρακα για παραγωγή ηλεκτρικού μειώθηκαν από 225 σε 110 τόνους και το απόθεμα
από 7.710 σε 4.500 τόνους, 1.000 από τους οποίους προορίζονταν για τα τρένα, αλλά μετά
την ανατίναξη πιθανώς να χρησιμοποιούνταν για ηλεκτρισμό, αφού δεν είχαν φτάσει νέες

572
Σε περιόδους κρίσεων μειώνονταν ακόμα και τα καύσιμα των αυτοκινήτων που έφταναν στη
χώρα. Το 1942 για παράδειγμα, οι γερμανικές αρχές έκριναν πως έπρεπε να στέλνουν κάθε μήνα
περίπου 900 τόνους βενζίνη, ποσό που υπεκαλύφθηκε μόνο τον Μάιο (1.028 τόνοι), τον Ιούνιο (908
τόνοι) και τον Οκτώβριο (903 τόνοι). Όμως τον Ιανουάριο είχαν φτάσει μόνο 375 τόνοι όταν κατόπιν
έκτακτων μέτρων ξοδεύτηκαν μόνο 227 τόνοι, ενώ τον Δεκέμβριο (μετά τον Γοργοπόταμο), το ποσό
είχε πέσει στους 316, με αποτέλεσμα να μειωθούν ξανά τα αποθέματα σε οριακό σημείο. Το έτος
εκείνο εμφανιζόταν έλλειψη βενζίνης 20% σε σχέση με την ποσόστωση για τη χώρα. Η κατάσταση
ήταν μάλιστα χειρότερη στα άλλα καύσιμα (έλλειμμα περίπου 30-65%), βλ. IWM, Speer Collection,
FD 3043/49, Section VII, Sc. 380, reel 33, “Kontingente, in Griechenland eingegangene und zur
Verteilung an die Wirtschaft gelangte Mengen 1942”. Το γεγονός των μεγάλων ελλείψεων στα τέλη
1941/αρχές 1942, στα τέλη 1942 και ξανά το φθινόπωρο του 1943 φαίνεται να αντικατοπτρίζεται και
στην βιομηχανική παραγωγή των μηνών εκείνων, όπως έμμεσα επιβεβαιώνουν και κάποια στοιχεία
από το ΙΕΑΔΕΗ (βλ. παρακάτω).

342
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ποσότητες και τα τρένα δεν μπορούσαν πια να χρησιμοποιήσουν ολόκληρη τη γραμμή. 573
Το 1943 φαίνεται να εισάγονται σύμφωνα με τα προβληματικά επίσημα ελληνικά
στατιστικά περίπου 96.030 τόνοι γαιάνθρακα (δηλαδή περίπου 8.000 τόνους το μήνα, ή το
138% του 1942, αλλά μόλις το 13% του 1939). Το 1942 η αντίστοιχη ποσότητα ήταν 69.750
τόνοι, το 1941 45.265 και το τελευταίο κατοχικό έτος μόλις 23.775, ενώ συνεχώς πτωτική
είναι η εισαγωγή πετρελαίου.574
Λόγω των προβλημάτων αυτών συστηματική ήταν η προσπάθεια αύξησης της
τοπικής παραγωγής λιγνίτη, έστω και αν αυτός ήταν μικρότερης θερμικής αξίας από τον
εισαγόμενο άνθρακα και δεν έκανε για χρήση σε όλες τις βιομηχανίες. Στον πίνακα που
ακολουθεί φαίνεται η ελληνική παραγωγή λιγνίτη (ήδη αυξημένη σε σχέση με πριν το 1939)
και τα σχέδια του Άξονα για περίπου διπλασιασμό της το επόμενο διάστημα. Όπως θα
δούμε και στη συνέχεια, η παραγωγή πράγματι αυξήθηκε σημαντικά επί κατοχής (το
μοναδικό ορυκτό και ένα από τα ελάχιστα είδη με τόσο μεγάλη αύξηση της παραγωγής),
διπλασιαζόμενη (σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία) ανάμεσα στο 1941 και 1942.

573
Λόγω των μεγάλων ελλείψεων και της προσπάθειας αύξησης της παραγωγής λιγνίτη είχε τεθεί ως
στόχος η μείωση των αναγκών στους 50 με 60 τόνους ημερησίως. NARA, T-501 Roll 252, Der
Kommandierende General und Befehlshaber Südgriechenland M.V. Br. B Nr. 3526/43 geh. προς
Oberbefehlshaber Südost (Obkdo. H.Gr.E.), Saloniki, „Verwaltungsbericht für die Zeit vom 1. April bis
zum 30. Juni 1943“, 3/7/1943, σελ. 5.
574
Στοιχεία από τα Μηνιαία Δελτία του Ειδικού Εμπορίου μετά των Ξένων Επικρατειών, των ετών
1941-1944. Λόγω της απώλειας κάποιων δελτίων του 1944 δεν είναι δυνατόν να έχουμε τα πλήρη
μηνιαία νούμερα για το τελευταίο έτος της κατοχής (από τα λίγα ελλιπέστατα στοιχεία φαίνεται αυτό
να ήταν πράγματι πλησιέστερα στο προβληματικό 1941). Τα στοιχεία αυτά δεν είναι πολύ αξιόπιστα,
αφού συχνά δεν συμφωνούν τα μηναία ποσά με τα ετήσια αθροίσματα. Με βάση για παράδειγμα τα
επιμέρους μηνιαία ποσά, το 1943 φαίνεται να εισάγονται μικρότερες ποσότητες καυσίμων σε σχέση
με το προηγούμενο έτος, που φτάνουν στο 74% για τον γαιάνθρακα (64.464 αντί 87.192), στο 73%
για τον οπτάνθρακα και μόλις στο 30% και στο 28% για βενζίνη και μαζούτ, ενώ σε ό, τι αφορά τον
γαιάνθρακα το έτος με τις μικρότερες εισαγωγές ήταν το 1941, όταν αυτές έφταναν μόλις στο 52%
του 1942. Είναι προφανές ότι δεν μπορεί κανείς να πάρει τους αριθμούς αυτούς τοις μετρητοίς.
Κάποια στοιχεία από γερμανικές πηγές δείχνουν πάντως σχετικά μικρή διαφορά στους αριθμούς
(συνήθως λίγο μεγαλύτερα νούμερα) και φαίνεται να συμφωνούν με την γενική εντύπωση (που
επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία για την βιομηχανική παραγωγή) ότι το 1943 οι εισαγωγές είχαν
κάπως αυξηθεί.

343
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μηνιαία εξόρυξη λιγνίτη, φθινόπωρο 1941.


Αναμενόμενη κορύφωση της
Ορυχείο Σημερινή παραγωγή παραγωγής
Περιφέρεια Αθηνών (σύνολο) 10.500 16.000
Καλογρέζα 3.600 6.000
Ν. Ηράκλειο 1.200 2.000
Περιστέρι 4.500 6.000
Ραφήνα 1.200 2.000
Εύβοια (σύνολο) 7.100 10.000
Κύμη 5.000 7.000
Ανδρογιάννη 1.300 1.800
Πασσα-Κύμη 800 1.200
Πελοπόννησος (σύνολο) 1.650 7.900
Κορώνη 0 600
Αθήνα 0 600
Περιδιαλού-Κόρινθος P.N. 0 600
Περιδιαλού-Κόρινθος P.A. 150 600
Φιγαλιας 0 600
Ζαχαρης 600 1.000
Καλαβρύτων 600 1.000
Καλαβρύτων P. 0 1.500
Κακρισης Ζελεσι 0 600
Τριπόταμος 300 600
Κυπαρισσίας 0 200
Περιφέρεια Ωρωπού (σύνολο) 2.910 5.820
Μελεσσι 1.200 2.400
Άγιος Γεώργιος 750 1.500
Μαβροσουβάλα 360 720
Καλκατσέρι 600 1.200
Λοιπά ορυχεία σε νησιά κλπ. 500 700
Σύνολο 22.660 40.420
Πίνακας 4.13: RW 19/2802, Der Bevollmächtigte des Reichs für Griechenland, III Mineralölreferent,
„Mineralölbewirtschaftung und Mineralölsituation in Griechenland“, 8/10/1941.

Η προσπάθεια για χρήση του χαμηλής θερμαντικής αξίας εγχώριου λιγνίτη συχνά
συναντούσε προβλήματα. Στα Χανιά της Κρήτης η προσπάθεια μεταφοράς του λιγνίτη από
το ορυχείο στο χωριό Πλεμενιανά (κοντά στην Κάντανο) προς την πόλη φαίνεται πως δεν
είχε αρχικά βρει θερμούς υποστηρικτές ανάμεσα στην μικρή τοπική βιομηχανία και όταν,
στα μέσα του 1943, οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου μαρμελάδας «Αστελ», που εργαζόταν
αποκλειστικά για τη Βέρμαχτ, πείστηκαν να στραφούν στη χρήση του καυσίμου αυτού για

344
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τη θέρμανση των καζανιών τους, θεωρήθηκε σημαντική επιτυχία, αφού η «Αστέλ» ήταν
από τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας της περιοχής των Χανίων.575
Επιπλέον η παραγωγή δεν έφτανε πάντα τα επιθυμητά επίπεδα. Ειδικά στην
Αθήνα αυτή φαίνεται μάλιστα να έπεσε μετά την ιταλική κατάρρευση από περίπου 8.000
τόνους σε 5.000.576 Η δράση της αντίστασης και η γενική οικονομική διάλυση του
τελευταίου κατοχικού έτους οδήγησαν σε συνολική μείωση της παραγωγής λιγνίτη κατά το
τελευταίο έτος της κατοχής, έστω και αν αυτή δεν έπεσε κάτω από την προπολεμική.577
Το ενδιαφέρον είναι πως παρά τη διαφαινόμενη προσπάθεια το 1942-43 για
αύξηση της παραγωγής ενέργειας (και όχι μόνο) τόσο μέσω των εισαγωγών όσο και μέσω
της αύξησης παραγωγής του τοπικού λιγνίτη, τα αποτελέσματα – σε ό, τι αφορά
τουλάχιστον την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. πίνακα 4.14) – δεν δείχνουν κάποια
ιδιαίτερη επιτυχία. Η σημαντική μείωση στην παραγωγή ηλεκτρικού το 1942 σε σχέση με το
1941 είναι λογική και αναμενόμενη, αλλά η νέα – έστω και πολύ μικρή – μείωση το 1943 θα
ήταν μάλλον έκπληξη αν αναλογιστούμε την αύξηση των εισαγωγών άνθρακα που
εμφανίζεται στα στατιστικά και την ουσιαστική εξισορρόπηση παραγωγής ελληνικού
λιγνίτη. Η κρίση που ξεκίνησε με την ανατίναξη της γέφυρας του Ασωπού και κορυφώθηκε
το φθινόπωρο του έτους μάλλον δεν θα ήταν από μόνη της αρκετή για να εξηγήσει τη μικρή
αυτή πτώση. Λογικότερη λοιπόν εξήγηση μοιάζει (τουλάχιστον αν δεν είναι εντελώς
λανθασμένα τα στοιχεία των εισαγωγών) να τροφοδοτήθηκαν καλύτερα περιοχές εκτός
Αθηνών (κυρίως της βόρειας Ελλάδας που αντιμετώπιζε και λιγότερα προβλήματα

575
Αντίθετα, τα πειράματα για την χρήση λιγνίτη των Πλεμενιανών στο ψήσιμο των τούβλων που
χρειάζονταν για τα έργα του γερμανικού ναυτικού και της αεροπορίας, φαίνεται πως δεν είχαν
μεγάλη επιτυχία. BArch, R 3101/31040, E. Grohmann, Sdf (Z), προς Wehrwirtschaftsoffizier Athen:
„Braunkohlenwerk Plemeniana“, 1/6/1943. Η «Αστέλ» επεξεργαζόταν την παραγωγή φρούτων για
την παραγωγή μαρμελάδας, χυμών κλπ σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας.
576
BArch, R 2/311, Der Chef der Sicherheitspolizei und der SD, IIID, “Leistungsbilanz der griechischen
Wirtschaft“, 12/8/1944. Νωρίτερα η παραγωγή είχε είδη αυξηθεί σε όσα λιγνιτωρυχεία βρίσκονταν
υπό ιταλική επίβλεψη η διαχείριση, φτάνοντας από 250 τόνους την ημέρα τον Ιανουάριο στους
περίπου 1.000 τον Απρίλιο του 1942. Αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί την περίοδο εκείνη και η
παραγωγή ηλεκτρικού, από 200.000 kw/h το μήνα στις 350.000. Βλ. Μαργαρίτης, Γιώργος:
Προαναγγελία Θυελλωδών Ανέμων… Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της κατοχής,
Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σσ. 248 και 340.
577
Η επίσημη ελληνική παραγωγή λιγνίτη ήταν το 1941 στο 167% εκείνης του 1938, για να
σκαρφαλώσει στο 338% το 1942 και να σταθεροποιηθεί στο 343% τα 1943 ενώ ακόμα και το 1944
ήταν μεγαλύτερη της προπολεμικής (167% του 1938).

345
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μεταφορών), καθώς και κάποιες βιομηχανίες με αυτόνομες ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες ή


άλλα ενεργοβόρα μηχανήματα (είδαμε παραπάνω το παράδειγμα του «Ολύμπου» στο
Βόλο), η κατανάλωση των οποίων δεν φαινόταν στον πίνακα της κατανάλωσης ενέργειας
της Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών – Πειραιώς.

Παραγωγή και κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας Ηλεκτρικής Εταιρείας Αθηνών-


Πειραιώς (Kw/h)
1939 1940 1941 1942 1943
Σύνολο παραγωγής
ενέργειας 233.586.500 217.532.400 167.537.000 136.214.000 132.332.200
Κατανάλωση για
φωτισμό ιδιωτών 40.408.262 42.590.346 36.991.112 25.403.818 17.585.000
Τροχιόδρομοι 23.081.838 20.983.132 19.350.730 11.504.903 8.691.619
Ηλεκτρικός
σιδηρόδρομος και
γραμμή Περάματος 5.412.652 5.079.962 4.621.214 4.100.120 3.336.960
Μικρές βιομηχανίες και
κίνηση ιδιωτών 16.010.015 15.748.192 14.285.543 12.467.450 13.046.124
Μεγάλες βιομηχανίες 97.454.224 88.161.405 53.530.851 37.867.227 42.270.802
Κατανάλ. της Εταιρείας 14.366.437 14.371.455 11.985.555 10.749.700 10.788.996
Φωτισμός Δημοσίων και
Κοινοτικών οδών 3.104.919 1.664.518 32.492 25.190 2.095
Φωτισμός Δημοσίων και
Κοινοτικών
καταστημάτων 2.875.848 2.854.765 5.697.112 10.504.094 12.742.512
Σύνολο άνω κατηγοριών 202.714.195 191.453.775 146.494.609 112.622.502 108.464.108
Πίνακας 4.14α: πηγή: Μπακάλμπασης, Α. Γ.: Η Οικονομία της Ελλάδος και η Ωργανωμένη Ιδιωτική
Πρωτοβουλία κατά την Περίοδον της Κατοχής, 1941-1944, τυπογραφείο Α. Σιδέρη & Γ. Μπάντη,
Αθήνα, 1944, σελ. 68 (τα ίδια στοιχεία υπάρχουν και στο: TNA, WO 204/9159).

346
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Παραγωγή και κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας Ηλεκτρικής Εταιρίας Αθηνών-Πειραιώς (Kw/h, στοιχεία ισολογισμών εταιρείας)
1938 1939 1940 1941 1942 1943 1944 1945
Παραγωγή Αγ. Γεωργίου (kwh) 179.794.600 219.257.800 198.363.400 153.415.000 125.975.800 122.039.000 92.655.000 149.285.200
Παραγωγή Φαλήρου (kwh) 14.870.000 1.145.300 5.783.300 2.749.700 0 0 167.600 8.933.600
Μέγιστη ζήτηση φορτίου (Kwh): Αγ.
Γεωργίου 36.800 43.000 44.000 40.500 30.100 28.600 24.100 36.800
Μέγιστη ζήτηση φορτίου (kwh):
Φαλήρου 9.000 7.000 5.000 6.000 0 0 3.500 6.800
Μέγιστη ζήτηση φορτίου (Kwh):
σύγχρονο 42.700 45.700 46.400 45.500 30.100 28.600 24.800 41.600
Συντελεστής φορτίου (%) 54,9 58,3 53,4 42,0 51,7 52,8 46,5 46,4
Συνολική παραχθείσα ενέργεια (kwh) 205.216.300 233.586.500 217.532.400 167.537.000 136.214.000 132.332.200 101.302.400 168.994.100
Πωλήσεις Υψηλής Τάσης 82.931.567 97.454.224 88.647.925 53.519.614 37.867.227 42.270.802 31.805.914 43.052.761
Πωλήσεις Χαμηλής Τάσης 56.042.318 62.399.044 62.857.821 57.017.496 48.400.552 43.375.731 28.161.044 65.395.825
Πωλήσεις Έλξης 27.866.470 28.494.490 26.063.094 23.971.944 15.605.023 12.028.579 8.660.567 14.701.120
Κατανάλωση Κτηρίων και
Υποσταθμών 1.294.411 1.183.037 1.293.055 826.915 807.000 775.296 527.092 694.827
Σύνολο κατανάλωσης 168.134.766 189.530.795 178.861.895 135.335.969 102.679.802 98.450.408 69.154.617 123.844.533
Απώλειες Δικτύου 13,6 14,0 12,5 13,5 18,7 19,5 25,6 21,7
Kwh ανά πελάτη 1.064 1.127 1.045 783 593 567 399 713
Αριθμός καταναλωτών Υ.Τ. 195 223 241 242 246 244 246 247
Αριθμός καταναλωτών Χ.Τ. 157.776 167.994 170.903 172.512 172.888 173.382 173.199 173.458
Αριθμός καταναλωτών Έλξης 3 3 3 3 3 3 3 3
Σύνολο παροχών 157.974 168.220 171.147 172.757 173.137 173.629 173.448 173.708
Μήκος δικτύου 22 και 6,6 KV (μέτρα) 644.800 677.700 719.300 725.300 729.300 732.300 732.300 760.912
Μήκος δικτύου Χαμηλής Τάσης 1.429.400 1.473.000 1.492.700 1.506.700 1.531.700 1.542.700 1.537.210 1.537.210
Πίνακας 4.14β. Τα στοιχεία προέρχονται από: ΙΑΔΕΗ, Ισολογισμοί ΗΕΑΠ, ετών 1938-1945. Η κατηγορία υψηλής τάσης (Υ.Τ.) αντιστοιχεί στις μεγάλες βιομηχανίες του
πίνακα 4.14α και η έλξη στους τροχιόδρομους και στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο και στη γραμμή Περάματος.

347
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σύμφωνα λοιπόν με τα επίσημα στοιχεία της ηλεκτρικής εταιρείας, η παραγωγή


ενέργειας είχε μια μικρή πτώση το 1940 στο 106% του 1938 (93,1% του 1939), για να πέσει
στο 81,6% (71,7% του 1939) το 1941, στο 66,4% (58,3 του 1939) το 1942, στο 64,5% (56,7
του 1939) το 1943 και στο 49,4% (42,3% του 1939) το 1944. Ακόμα όμως και από αυτά τα
στοιχεία παρατηρείται μια αύξηση στην βιομηχανική κατανάλωση (υψηλής τάσης) για το
1943, η οποία για τις μεγάλες βιομηχανίες ανέβηκε από το 64,5% του 1938 στο οποίο είχε
πέσει το 1941 και το 45,7% στο οποίο είχε βυθιστεί κατά το 1942, στο 51% το 1943 (για να
ξαναβυθιστεί στο 38,4% το 1944). Αντίθετα ο φωτισμός οδών και ιδιωτών συνέχισε να
μειώνεται σημαντικά, παρά την συνεχή επέκταση του δικτύου μέχρι το 1944.578
Μικρότερη ήταν η μείωση στην κατανάλωση της ίδιας της εταιρείας, και κυρίως
στην κατηγορία «μικρές βιομηχανίες και κίνηση ιδιωτών», η κατανάλωση της οποίας
κρατήθηκε στο 89% του 1939 κατά το πρώτο κατοχικό έτος, και στο 78% το δεύτερο, για να
αυξηθεί μάλιστα στο 81,5% το 1943. Δυστυχώς τα στοιχεία που παρατίθενται στους
ισολογισμούς της εταιρείας (πίνακας 4.14β) δεν έχουν την κατανάλωση της κατηγορίας
(συμπεριλαμβάνεται στην ευρύτερη κατανάλωση χαμηλής τάσης), ενώ τα στοιχεία που
παραθέτει ο Μπακάλμπασης (πίνακας 4.14α) δεν περιλαμβάνουν το 1944. Στην
πραγματικότητα μάλιστα ίσως τα ποσοστά αυτά να ήταν ακόμα μεγαλύτερα, αφού όπως
προκύπτει από τα στοιχεία της ΗΕΑΠ (πίνακας 4.14β), η ρευματοκλοπές είχαν αυξηθεί
σημαντικά κατά την κατοχή, όντας υπεύθυνες για τη μεγαλύτερη αύξηση των απωλειών
δικτύου που αυξήθηκαν από 13,6% το 1938 σε 25,6% το 1944. Δυστυχώς δεν υπάρχουν
στοιχεία σε ποιο ποσοστό οι ρευματοκλοπές γίνονταν για τροφοδότηση παραγωγικών
δραστηριοτήτων (μάλλον περισσότερο μικρών μονάδων, αλλά ίσως ως ένα βαθμό και
κάποιων μεγαλύτερων).
Η μικρή αρχική μείωση και η μετέπειτα αύξηση ίσως υποδηλώνει πως οι μικρές
αυτές παραγωγικές μονάδες είχαν μεγαλύτερη ευελιξία και μικρότερες ανάγκες για
δυσεύρετες πρώτες ύλες (αρκετές από αυτές ασχολούνταν με την επεξεργασία ή

578
Εντύπωση προκαλεί επίσης η αύξηση στην κατανάλωση για τον φωτισμό δημοσίων και
κοινοτικών καταστημάτων. Πιθανότερη εξήγηση γι’ αυτή θα ήταν η χρήση σχολείων και αρκετών
άλλων δημοσίων κτηρίων για τον στρατωνισμό μονάδων των δυνάμεων κατοχής. Τα ποσοστά αυτά
αφορούν την περιοχή της πρωτεύουσας. Είναι πολύ πιθανό η πτώση στην κατανάλωση των μεγάλων
βιομηχανιών, αλλά και γενικά η παραγωγή ενέργειας να είχαν αρκετά μικρότερη πτώση στην
Θεσσαλονίκη, αφού ο επίγειος εφοδιασμός της Β. Ελλάδας με καύσιμα ήταν σε γενικές γραμμές
ευκολότερος (ο άνθρακας επί κατοχής ερχόταν κυρίως από τη Σιλεσία και δευτερευόντως από τα
Βαλκάνια). Η επέκταση του δικτύου πιθανότατα είχε σε μεγάλο βαθμό (αλλά πιθανότατα όχι
αποκλειστικά) να κάνει με νέες εγκαταστάσεις των δυνάμεων κατοχής.

348
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μεταποίηση τροφίμων, ή με υφάσματα και άλλα είδη που επεξεργάζονταν ελληνική πρώτη
ύλη). Θα μπορούσαμε λοιπόν να κάνουμε τη βάσιμη υπόθεση πως αν και η μείωση της
παραγωγής κατά την κατοχή στις μεγάλες βιομηχανίες ήταν αρκετά αξιόλογη, οι μικρές δεν
επλήγησαν τόσο πολύ, διατηρώντας επίπεδα κοντά στα προπολεμικά. Ένα σημαντικό μέρος
της παραγωγής αυτής πιθανώς αγοράστηκε από τις δυνάμεις κατοχής, ωστόσον ένα μεγάλο
ποσοστό πρέπει να διοχετευόταν στη μαύρη αγορά, τροφοδοτώντας την με αρκετά είδη
που δεν φαίνονται πάντα στις επίσημες στατιστικές.
Αποτέλεσμα της κατά τα φαινόμενα καλύτερης πορείας των μικρών παραγωγικών
επιχειρήσεων (τουλάχιστον στην Αθήνα) ήταν να αυξηθεί το επίσημο ποσοστό τους στην
κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, από 6,85% το 1939 σε 9,86% το 1943, την ίδια στιγμή
που το ποσοστό των μεγάλων βιομηχανιών έπεφτε από το 41,72% στο 31,94%. Ωστόσο,
όπως είδαμε παραπάνω, είναι αμφίβολο αν η μείωση ακόμα και των μεγάλων βιομηχανιών
ήταν τόσο μεγάλη όσο υποδηλώνουν τα στοιχεία κατανάλωσης της παραγωγής της
ηλεκτρικής εταιρείας, αφού κάποιες διέθεταν δικές τους μονάδες παραγωγής ενέργειας.
Εξάλλου αν συγκρίνει κανείς τα στοιχεία για την παραγωγή τσιμέντου και μεταλλικών ειδών
που διαθέτουμε από τις γερμανικές εκθέσεις με την κατανάλωση ηλεκτρικού από τις
μεγάλες βιομηχανίες θα δει πως η αύξηση της παραγωγής στους κλάδους αυτούς το 1943
δεν αποτυπώνεται ικανοποιητικά στην κατανάλωση της ηλεκτρικής εταιρείας. Ακόμα και αν
υποθέσουμε πως μέρος της αύξησης στην παραγωγή μεταλλικών ειδών (δεν διαθέτουμε
ακριβή στοιχεία, αλλά με βάση κάποιες γερμανικές εκθέσεις αυτή ήταν σίγουρα πάνω από
το 100% του 1942 και ίσως πλησίαζε το 150%) θα μπορούσε να αφορά την κατηγορία των
μικρών βιομηχανιών, δεν θα μπορούσε κανένας να υποστηρίξει κάτι τέτοιο για τα τσιμέντα,
η παραγωγή των οποίων όπως είδαμε ανήλθε το 1943 στο 236,4% εκείνης του 1942. Ακόμα
και αν υποθέσουμε ότι στους υπόλοιπους κλάδους υπήρξε μεγάλη πτώση, (πράγμα
εξαιρετικά αμφίβολο για το σύνολο της βιομηχανικής παραγωγής) η κατανάλωση ενέργειας
από τις τσιμεντοβιομηχανίες ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να επηρεάσει σημαντικά το σύνολο
της βιομηχανικής κατανάλωσης ηλεκτρικού.
Πάντως, όπως θα δούμε παρακάτω, τα (έστω και ελλιπή) στοιχεία της κατοχικής
εφορίας έδειχναν πως μέχρι το τέλος της κατοχής οι μεγάλες βιομηχανίες είχαν σε γενικές
γραμμές καταφέρει να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό των μικρών και των
νεοϊδρυθεισών, εξαγοράζοντας ή ωθώντας στο περιθώριο αρκετές από αυτές. Είναι λοιπόν
πολύ πιθανό πως επί κατοχής, και ειδικά το 1943 (και εκτός απροόπτου και το 1944) είχε
αυξηθεί το ποσοστό των καυσίμων που κατανάλωναν κάποιες μεγάλες βιομηχανίες στις
δικές τους μονάδες, αν και η μικρή αύξηση του αριθμού των πελατών υψηλής τάσης κατά

349
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τη διάρκεια της κατοχής υποδηλώνει πως κάτι τέτοιο δεν θα ίσχυε για το σύνολο των
περιπτώσεων.
Με βάση λοιπόν τις ενδείξεις αυτές επιβεβαιώνεται η βάσιμη υπόθεση πως η
βιομηχανική παραγωγή στην κατεχόμενη Ελλάδα, αν και σαφώς μειωμένη σε σχέση με την
προπολεμική (κυρίως λόγω ελλείψεων καυσίμων και πρώτων υλών), δεν μειώθηκε όσο
ήθελαν τα επίσημα στοιχεία.579 Οι ελλείψεις κάποιων πρώτων υλών και κυρίως καυσίμων
αποτελούσαν πρόβλημα για το σύνολο της κατεχόμενης Ευρώπης, ακόμα και για τις ίδιες
τις χώρες του Άξονα. Ωστόσο η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν χειρότερη από εκείνη των
περισσότερων άλλων χωρών. Για σύγκριση αξίζει να αναφερθεί πως στην κατεχόμενη
Γαλλία η κατανάλωση ενέργειας το 1940 (πρώτο έτος της εκεί κατοχής) ανερχόταν σχεδόν
στο 90,8% εκείνης του 1939, ενώ η μείωση των επόμενων τριών ετών, αν και αισθητή, δεν
ήταν τόσο μεγάλη όσο της Ελλάδας, αφού το 1941 η κατανάλωση έφτανε στο 87,4% του
1939, το 1942 στο 83,6% και το 1943 στο 85,9%. Μόνο το 1944, όταν η χώρα έγινε πεδίο
μαχών και κάποιες εγκαταστάσεις της βομβαρδίστηκαν από συμμαχικά αεροσκάφη ή
ανατινάχθηκαν από τους Γερμανούς (και σπανιότερα από τους αντάρτες), μειώθηκε η
κατανάλωση σε επίπεδα που πλησίαζαν κάπως εκείνα της Ελλάδας (64,9%).580 Η δε
παραγωγή του κατεχόμενου Βελγίου ήταν λίγο διαφορετική, αλλά επίσης πολύ καλύτερη
από εκείνη της Ελλάδας: μετά από μια σημαντική αρχική πτώση το πρώτο έτος της εκεί
κατοχής (1940), όταν περιορίστηκε στο 74,8% του 1939 τα επόμενα τρία χρόνια

579
Τα Working Papers του TNA, WO 204/8753 για παράδειγμα, αναφέρουν (με βάση πληροφορίες
από την Ελλάδα), πως η παραγωγή μηχανουργείων ανερχόταν το 1942 μόλις στο 15% του 1939, στη
βαμβακουργία το ποσοστό έπεσε το επόμενο έτος στο 10%, στη μεταξουργία στο 12,5%, στη
βιομηχανία τροφίμων στο 20%, ενώ στα βυρσοδεψεία στο 10%, όπως και στη μεταλλουργία. Μόνο
το ποσοστό των τσιμέντων είναι κοντά σε εκείνο των στοιχείων που προαναφέρθηκαν, και μοιάζει να
μην απέχει και από τα γερμανικά νούμερα. Αν και αδιαμφισβήτητα υπήρχε μεγάλη πτώση στη
βιομηχανική παραγωγή, τα νούμερα αυτά δεν θα δικαιολογούσαν καν την κατανάλωση ηλεκτρικού
ρεύματος από τις εταιρείες του κλάδου, πόσο μάλλον τη διαφαινόμενη αύξηση της παραγωγής
κάποιων κλάδων το 1943.
580
Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά η κατανάλωση στο σύνολο της χώρας ήταν 17.587
εκατομμύρια Kw/h το 1939, 15.973 το 1940, 15.370 το 1941, 14.701 το 1942, 15.111 το 1943 και
11.420 το 1944. Βλ.. Βλ. Durand, Sébastien : « La casse-tête énergétique des entreprises girondines
sous l’Occupation. Prélèvements, pénuries et adaptations », σελ. 430, στο: Varashin, Denis (textes
présentes par) : Les Entreprises du Secteur de l’Energie sous l’Occupation, Artois Presses Université,
Arras, 2006, σσ. 419-440.

350
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παρατηρήθηκε μικρή αλλά συνεχής βελτίωση (86,1%, 88,5% και 90,4% αντίστοιχα), μέχρι
την μεγάλη πτώση του 1944 (66,3% του 1939).581

Β) Ορυκτά
Ο σημαντικότερος πιθανότατα ελληνικός πόρος, στον οποίον προσέβλεπε ο Άξονας ήδη
από πριν την κατάκτηση της χώρας ήταν τα ελληνικά ορυκτά. Αν και σε αξία τα ελληνικά
ορυκτά δεν μπορούσαν να πλησιάσουν (ειδικά προπολεμικά) τις μεγάλες εξαγωγές καπνού,
και άλλων αγροτικών προϊόντων, η σημασία των ελληνικών μεταλλευμάτων για την
γερμανική ειδικά πολεμική βιομηχανία ήταν σαφώς μεγαλύτερη, ειδικά σε ό, τι αφορά
κάποια σπάνια ορυκτά όπως το χρώμιο.
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη πως οι Γερμανοί προσπάθησαν να εξασφαλίσουν
αμέσως την παραγωγή ορυκτών της κατεχόμενης Ελλάδας για τους εαυτούς τους. Στον
πίνακα που ακολουθεί εμφανίζεται η ετήσια παραγωγή και η αξία κάποιων ελληνικών
ορυκτών, στα οποία εστιάστηκαν από την αρχή οι γερμανικές αρχές, αλλά και οι γερμανικές
εταιρείες που θα αναλάμβαναν την εκμετάλλευση των ελληνικών ορυκτών για τη
βιομηχανία του Ράιχ. Όπως τόνιζε ο αντιπρόσωπος της Krupp στα μέσα Μαΐου, είχε είδη
εξασφαλιστεί για τα γερμανικά συμφέροντα η παραγωγή ορυκτών του πίνακα, συνολικού
βάρους 621.000 τόνων και αξίας περίπου 13 εκατομμυρίων RM.582 Η παραγωγή βωξίτη δεν
είχε ακόμα εξασφαλιστεί, αλλά θα περνούσε και αυτή σε γερμανικά χέρια (άλλης όμως
εταιρείας) το επόμενο διάστημα.583

581
Luyten, Dirk : « Le secteur de l’énergie en Belgique dans la Seconde Guerre Mondiale : un secteur
‘privilégié’? », σελ. 252, στο: Varaschin, Denis (textes présentes par): Les Entreprises du Secteur de
l’Energie sous l’Occupation, Artois Presses Université, Arras, 2006, σσ. 249-267.
582
Η συνολική αξία του ελληνικού ορυκτού πλούτου υπολογιζόταν σε περίπου 20 εκατομμύρια RM,
ή 0,15 εκατομμύρια για κάθε 1000 τετραγωνικά μέτρα, υπολογισμός που την τοποθετούσε κάτω από
τον μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης από πλευράς αξίας. Friedensburg, Ferdinand: Die Rohstoffe
und Energiequellen im Neuen Europa, Gerhard Stalling Verlagsbuchhandlung, Oldenburg, Berlin, 1943,
σελ. 94. Ωστόσο, όπως θα δούμε, η χρηματική αξία των ορυκτών δεν συμβάδιζε πάντα με την
σημασία τους για την γερμανική βιομηχανία.
583
Αρκετά ενδεικτικά έγγραφα για την εξασφάλιση των ορυκτών για το Ράιχ έχουν δημοσιευτεί
μεταφρασμένα στο: Seckendorf, Martin (έρευνα – παρουσίαση): Η Ελλάδα κάτω από τον Αγκυλωτό
Σταυρό, ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία, (μετάφραση: Θανάσης Γεωργίου), Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα, 1991.

351
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ετήσια ελληνική παραγωγή ορυκτών που


εξασφαλίστηκε για το Ράιχ από την Krupp
Μετάλλευμα Τόνοι Αξία (RM)
Σιδηροπυρίτης 200.000 2.500.000
Σιδηρομετάλλευμα 235.000 1.500.000
Χρώμιο 60.000 3.000.000
Νικέλιο 70.000 1.000.000
Πεφρ. Λευκόλιθος 45.000 3.500.000
Μαγγάνιο 6.000 700.000
Χρυσός 300 kg 800.000
Σύνολο 621.000 13.000.000
Πίνακας 4.15: BArch, R3101/31041, Fried. Krupp Aktiengesellschaft, Bergassessor Sohl, “Sicherung
der griechischen Bergbauproduktion für Deutschland“, 15/5/1941. Ο Hans-Günther Sohl θα
«ξεπερνούσε» γρήγορα το ναζιστικό του παρελθόν και τη δεκαετία του 1970 θα γινόταν πρόεδρος
του ομοσπονδιακής ένωσης γερμανικών βιομηχανιών (BDI - Bundesverband der Deutschen
Industrie e. V.).

Στόχος ήταν η σύναψη συμβολαίων μεγάλης διάρκειας (25 ετών) με τους


ιδιοκτήτες των ορυχείων, ή ακόμα και η αγορά κάποιων από αυτά από γερμανικές
εταιρείες. Λίγους μήνες αργότερα, όταν «εξασφαλίστηκε οριστικά» (μέχρι δηλαδή τη
γερμανική ήττα) η παραγωγή του μεγαλύτερου ορυχείου βωξίτη της χώρας, αυτή έγινε με
τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των μεγάλων μεταλλείων «Βωξίται –
Παρνασσού» στη γερμανική Hansa Leichtmetall Aktiengesellschaf.584 Τα μεταλλεία
Ηλιουπούλου και Δελφοί είχαν υπογράψει επίσης συμφωνίες με την εταιρεία (πριν αυτή
μετονομαστεί) ήδη από τον Μάιο.585

584
Στα μεταλλεία αυτά ανήκαν 48 παραχωρήσεις μεταλλείων στο νομό Φθιωτιδοφωκίδας και 9 στο
νομό Αττικοβοιωτίας, που όλα μεταβιβάστηκαν στη γερμανική εταιρεία το 1941, μαζί με τις άδειες
μεταλλευτικών ερευνών στους νομούς Φθιωτιδοφωκίδας, Αργολιδοκορυνθίας, Σάμου και Κυκλάδων.
Βλ. ΦΕΚ 218Β/13-12-1941, υπουργική απόφαση «Περί μεταβιβάσεως μεταλλείων υπό της Αναν.
Εταιρείας Μεταλλείων ‘Βωξίται – Παρνασσού’ προς την εν Βερολίνω εδρεύουσαν εταιρείαν ‘Hansa
Leichtmetall Aktiengesellschaft’». Βλ. επίσης τα ΦΕΚ 249Α/1-10-1942, κανονιστικό διάταγμα «Περί
παραχωρήσεως μεταλλείου εν τω Νομώ Φθιωτιδοφωκίδος επ’ ονόματι της εν Βερολίνω εδρευούσης
Εταιρείας Χάνσα Λάιχτμεταλλ Α.Ε.» (με μια μικρή διόρθωση στο ΦΕΚ 273Α/2-10-1942) και ΦΕΚ
251Α/2-10-1942, κανονιστικό διάταγμα «Περί παραχωρήσεως μεταλλείου εν τω Νομώ
Φθιωτιδοφωκίδος επ’ ονόματι της εν Βερολίνω εδρευούσης Εταιρείας Χάνσα Λάιχτμεταλλ Α.Ε.». Η
αρχική συμφωνία είχε υπογραφεί τον Σεπτέμβριο 1941, αλλά επεκτάθηκε ένα περίπου έτος
αργότερα.
585
Ο Göring είχε δώσει εντολή «να αγοραστούν όσο υπάρχει καιρός» τα μεταλλεύματα βωξίτη και τα
μεταλλεία, αλλά ο ανταγωνισμός μεταξύ Nordische Aluminium (οι μετοχές της οποίας ανήκαν στο
υπουργείο αεροπορίας) και Vereinigte Aluminiumwerke A.G. «έβλαψε τα γερμανικά συμφέροντα».

352
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η μεταβίβαση αυτή σχετιζόταν άμεσα με τα γερμανικά σχέδια για την ανάπτυξη


της ευρωπαϊκής παραγωγής αλουμινίου, προς όφελος της γερμανικής αεροπορίας. Τα
σχέδια του Göring (αρχηγού της Luftwaffe αλλά και του Οργανισμού του Τετραετούς
Σχεδίου) το 1941 προέβλεπαν τον τετραπλασιασμό του αριθμού γερμανικών αεροσκαφών
στα επόμενα τρία χρόνια και για τον σκοπό αυτόν έπρεπε να εξασφαλιστεί η απαραίτητη
παραγωγή αλουμινίου, του βασικότερου μετάλλου της αεροπορικής βιομηχανίας. Βασική
πρώτη ύλη για την παραγωγή αλουμινίου είναι ο βωξίτης, σχεδόν το σύνολο της
πανευρωπαϊκής παραγωγής του οποίου έπρεπε να περάσει σε γερμανικά χέρια. Ο ενιαίος
Μεγάλος Ευρωπαϊκός Χώρος, κατά την γερμανική ορολογία της εποχής, θα επέτρεπε την
συγκέντρωση των απαιτούμενων πόρων από όλη σχεδόν την ήπειρο, ενώ ως έδρα της
παραγωγής αλουμινίου ορίστηκε η Νορβηγία, που διέθετε άφθονη υδροηλεκτρική
ενέργεια, απαραίτητη για μια τόσο ενεργοβόρο βιομηχανία. Στα πλαίσια αυτά
δημιουργήθηκε τον Δεκέμβριο του 1940 η Nordische Aluminium στο Βερολίνο, εταιρεία που
λίγους μήνες αργότερα (Μάιο 1941) μετονομάστηκε σε Hansa Leichtmetall. Η ίδρυση της
εταιρείας επέφερε αναστάτωση στον γερμανικό κλάδο, και μεσολάβησε μια μικρή
περίοδος αναταραχής, μέχρι να διαμοιραστεί οριστικά η παραγωγή των διαφόρων χωρών
στις γερμανικές εταιρείες τον Δεκέμβριο του 1941. Με τη συμφωνία αυτή η Ελλάδα (όπως
και τμήμα της ΕΣΣΔ, αλλά και – για όσο τουλάχιστον διάστημα συνεχιζόταν ο πόλεμος – η
Νορβηγία) θα βρισκόταν κυρίως στη σφαίρα της Hansa Leichtmetall.586 Η σημασία του

Seckendorf, Martin (έρευνα – παρουσίαση): Η Ελλάδα κάτω από τον Αγκυλωτό Σταυρό, ντοκουμέντα
από τα Γερμανικά Αρχεία, (μετάφραση: Θανάσης Γεωργίου), εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1991,
σελ. 68. Η Nordische Aluminium μετονομάστηκε σε Hansa Leichtmetall λίγες μέρες αργότερα και
ακολούθησε η ουσιαστική αποδοχή εκ μέρους της Vereinigte Aluminiumwerke πως τα περισσότερα
ελληνικά μεταλλεύματα βωξίτη θα πήγαιναν στον ανταγωνιστή της. Οι Ιταλοί προχώρησαν και αυτοί
σε κάποιες εξαγορές (π.χ. Νάξος, Άνδρος, Πάρος κλπ – βλ. Παπαστεφανάκη, Λήδα: «Από τα ορυκτά
για το Γ΄ Ράιχ στα ορυκτά για την ‘άμυνα της Δύσεως’: η εξορυκτική δραστηριότητα στην Ελλάδα,
1941-1966», σσ. 372-373, στα Ιστορικά, τόμος εικοστός ένατος, τεύχος 57, Δεκέμβριος 2012, σσ. 367-
408), ωστόσο η παραγωγή που «εξασφάλισαν» ήταν σημαντικά μικρότερη της Γερμανίας.
586
Milward, Alan: War, Economy and Society, 1939-1945, University of California Press, Berkeley,
1979 [1977], σσ. 154-155 και Frøland, Hans Otto: “Nazi Germany’s Pursuit of Bauxite and Alumina”,
στο Gendron, Robin S., Ingulstad, Mats & Storly, Espen (eds): Aluminium Ore. The Political Economy of
the Global Bauxite Industry, University of British Columbia Press, Vancouver, 2013, σσ. 79-106 (κυρίως
σσ. 79-82). Τα σχέδια για την οργάνωση της βιομηχανίας αλουμινίου στη Νορβηγία προϋπήρχαν του
σχεδίου Göring, όμως οι σχετικές εργασίες ξεκίνησαν λίγες εβδομάδες μετά την κατάληψη της
χώρας, το 1940. Σχέδια για την εκμετάλλευση του ελληνικού βωξίτη (με την εμπλοκή γερμανικών,

353
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ελληνικού βωξίτη για τα σχέδια αυτά φαίνεται και από την αναφορά σε έγγραφο του 1942,
πως η παραγωγή γερμανικού αλουμινίου στη Νορβηγία εξαρτιόταν από τον ιδιαίτερα
καλής ποιότητας ελληνικό βωξίτη, αφού οι άλλες πηγές κάλυπταν τη στιγμή εκείνη μόλις το
10% της γερμανικής ζήτησης.587 Η μεταβίβαση λοιπόν των δικαιωμάτων του μεγαλύτερου
τμήματος της παραγωγής ελληνικού βωξίτη στη Hansa Leichtmetall ήταν τμήμα του
ευρύτερου γερμανικού σχεδίου οργάνωσης και κατανομής της ευρωπαϊκής βιομηχανίας
αλουμινίου σε γερμανικά συμφέροντα.588
Στα τέλη του 1941 στην εταιρεία παραχωρήθηκαν, μεταξύ άλλων και τα
δικαιώματα για την μελέτη εκμετάλλευσης υδροηλεκτρικής ενέργειας του Αλιάκμονα, ένα
σχέδιο που μάλλον σχετιζόταν επίσης με τα γερμανικά σχέδια για την βιομηχανία
αλουμίνας ή και αλουμινίου, αυτή τη φορά όμως στην Ελλάδα.589 Η Hansa Leichtmetall
σχεδίαζε την κατασκευή μεγάλου εργοστασιακού συμπλέγματος στην περιοχή («κοντά στη

νορβηγικών, γαλλικών και αμερικάνικων εταιρειών) είχαν εκπονηθεί από τη δεκαετία του 1930, αλλά
δεν πρόλαβαν να προχωρήσουν πριν την έναρξη του πολέμου. Βλ. Papastefanaki, Leda: “’Greece Has
Been Endowed by Nature with This Precious Material’: The Economic History of Boxite in the
European Periphery, 1920-70s”, στο: Gendron, Robin S., Ingulstad, Mats & Storly, Espen (eds):
Aluminium Ore. The Political Economy of the Global Bauxite Industry, University of British Columbia
Press, Vancouver, 2013, σσ. 158-184.
587
BArch, R 3101/31041, “Antwort des Auswärtigen Amtes von 10. Februar 1942 auf Drachtbericht
Nr. 430 vom 5. Februar 1942 Del. 42.“
588
Η Ιταλία βγήκε για άλλη μια φορά χαμένη στον ανταγωνισμό με τον ισχυρό σύμμαχο του Άξονα
για τον ελληνικό Βωξίτη. Ωστόσο ιταλική εταιρεία (Societa Anonyma Minerali Metalli) κατάφερε να
εξασφαλίσει την άδεια για την μελέτη υδροηλεκτρικής εγκατάστασης στην περιοχή του Παρνασσού,
σχέδιο που θα μπορούσε να σχετιστεί και αυτό με τον ελληνικό βωξίτη (Κανονιστικό Διάταγμα «Περί
παροχής αδείας επί προθεσμία προς εκπόνησιν μελέτης υδροηλεκτρικών εγκαταστάσεων δια την
εκμετάλλευσιν των πτώσεων των υδάτων περιοχής κειμένης Ν.Δ. του Παρνασσού», ΦΕΚ 447Α/22-12-
1941).
589
Βλ. ΦΕΚ 434Α/16-12-1941, κανονιστικό διάταγμα «Περί παροχής αδείας επί προθεσμία
εκπονήσεως μελέτης υδροηλεκτρικών εγκαταστάσεων προς εκμετάλλευση των υδάτων του ποταμού
Αλιάκμονος, της λίμνης Οστρόβου και των ποταμών Βόδα, Αράπισσα και Τριποτάμου». Την ίδια
περίοδο η Hansa Leichtmetall εξασφάλιζε και τα δικαιώματα μελέτης δύο έργων που θα
απασχολήσουν την Ελλάδα για δεκαετίες: την εκμετάλλευση των νερών του Μόρνου και του Εύηνου
(Φειδάρη). Βλ. Κανονιστικό Διάταγμα «περί παροχής αδείας επί προθεσμία εκπονήσεως μελέτης
υδροηλεκτρικών εγκαταστάσεων προς εκμετάλλευσιν των υδάτων των ποταμών Μόρνου και
Φειδάρη», ΦΕΚ 435Α/16-12-1941. Προθεσμία για την υποβολή των εκθέσεων για τον Μόρνο και τον
η
Εύηνο ήταν η 1 Αυγούστου 1943.

354
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Θεσσαλονίκη»), όπου θα γινόταν επεξεργασία των μεταλλευμάτων για την παραγωγή


αλουμίνας και αλουμινίου, με σκοπό την εξαγωγή σε Γερμανία η Νορβηγία. Για τον σκοπό
αυτόν υπήρχαν μάλιστα προχωρημένες συζητήσεις για επέκταση του πιστωτικού της ορίου
στα 500.000 RM, χρήματα που θα δίδονταν μέσω της Ανωνύμου Ελληνο-Γερμανικής
Οικονομικής Εταιρείας (ΑΕΓΟΕ) και θα αποπληρώνονταν από τα μελλοντικά κέρδη του
εργοστασίου. Παρά την σχετικά προχωρημένη φάση του σχεδιασμού του όλου
προγράμματος (η έναρξη της παραγωγής αναμενόταν στις αρχές καλοκαιριού του 1942),
τελικά το σχέδιο δεν φαίνεται να ολοκληρώθηκε.590 Αυτά τα αναπτυξιακά (προς όφελος
βέβαια της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας) σχέδια πρέπει να συνδέονταν και μ’ εκείνα
της δημιουργίας κρατικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για τη Β. Ελλάδα
στη Θεσσαλονίκη με γερμανική τεχνική βοήθεια, τα οποία όμως επίσης δεν προχώρησαν.591
Παρά όμως τα αρχικά σχέδια για αύξηση της παραγωγής, ή τουλάχιστον
συνέχισής της σε επίπεδα παρόμοια με τα προπολεμικά, η εξόρυξη στις περισσότερες
κατηγορίες σημείωσε μείωση. Σε κάποιες από αυτές, που δεν ενδιέφεραν τόσο πολύ τους
κατακτητές, η παραγωγή ουσιαστικά σταμάτησε, αφού οι μεγάλες δυσκολίες στην εύρεση
μεταφορικών μέσων και καυσίμων, αλλά και τροφίμων για τους εργάτες αποδείχθηκε
σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας, ενώ συχνά ούτε εξαγωγές μπορούσαν να γίνουν
εκτός Άξονα, ούτε η τοπική βιομηχανία μπορούσε να απορροφήσει εύκολα την παραγωγή.
Σε αρκετές όμως κατηγορίες η εξόρυξη συνεχίστηκε, έστω και με προβλήματα,
σημειώνοντας κάποιες φορές ανάκαμψη το 1942 και 1943 (βλ. πίνακα 4.16), μετά την
κατακόρυφη πτώση του 1941. Αν και κανένα άλλο ορυκτό δεν εμφάνιζε στα επίσημα
στοιχεία την μεγάλη άνοδο της παραγωγής που σημείωσε ο λιγνίτης, η παραγωγή κάποιων
κρίσιμων υλικών, όπως του χρωμίου και του νικελίου (μέρος του οποίου πήγαινε στην

590
Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α36Σ3Υ1Φ4, κυρίως επιστολή ΑΕΓΟΕ προς Dresdner Bank No. 35, “Betr: Hansa
Leichtmetall Akt. Ges.”, 13/11/1941 (το ίδιο έγγραφο υπάρχει και στο Α36Σ1Υ2Φ1). Σχέδια για την
παραγωγή υδροηλεκτρικού ρεύματος από την Hansa Leichtmetall φαίνεται ότι υπήρχαν και για την
Πελοπόννησο (περιοχή ποταμού Λάδωνα και λίμνης Στυμφαλίας), με την περάτωση της μελέτης να
υπολογίζεται στο τέλος του 1943. Βλ. «μελέται δι’ υδροηλεκτρικάς εγκαταστάσεις», εφημερίδα
Εστία, 1/7/1941. Αν και η Πελοπόννησος βρισκόταν μακριά από το σχεδιαζόμενο εργοστάσιο
αλουμινίου το ενδιαφέρον της εταιρείας, αντικείμενο της οποίας ήταν (όπως φαίνεται και από τον
τίτλο της) το αλουμίνιο και γενικά τα ελαφρά μέταλλα, υποδηλώνει πως πιθανότατα σχετιζόταν μ’
αυτό. Μάλλον σκοπός ήταν η τροφοδότηση ενός πανελλαδικού ενεργειακού δικτύου το οποίο θα
τροφοδοτούσε και τις εγκαταστάσεις αλουμινίου της εταιρείας.
591
Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ1Υ2Φ1, Erwin Volkmer προς Dresdner Bank, “Elektrizitätswerk Saloniki”, 4/12/1941.

355
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ιταλία) κρατήθηκε σύμφωνα με τα ελληνικά στατιστικά σε αξιόλογα επίπεδα, φτάνοντας το


1943 στο 57,2% του 1938 για το χρώμιο και στο 56,2% για το νικέλιο.

Παραγωγή μεταλλευτικών προϊόντων, λατομείων κλπ, σύμφωνα με τα ελληνικά


στοιχεία (τόνοι, 1938-44)
Είδος 1938 1939 1940 1941 1942 1943 1944
Λιγνίτης 108.010 139.095 250.000 180.000 365.000 370.000 190.000
Χρώμιο 42.464 57.091 30.000 16.240 24.300 15.500 18.295
Λευκόλιθος 168.243 126.786 10.360 4.650 2.890 680 950
Σιδηροπυρίτης 244.000 217.200 15.750 10.370 7.480 3.860 4.380
Βωξίτης 179.886 189.906 75.000 18.000 23.000 25.000 10.000
Σμυρίδα 3.079 12.697 6.180 1.757 507 - -
Μαγγάνιο 7.075 11.178 350 180 430 290 -
Νικέλιο 50.306 53.456 23.000 7.400 28.250 19.780 -
Σιδηρομετάλλευμα 348.613 307.284 - - - - -
Θειούχα μικτά 30.780 25.582 12.854 9.500 23.550 10.450 6.500
Θείο 548 - 6.500 4.600 13.600 18.500 5.400
Θηραϊκή γη 149.729 147.000 56.000 35.000 20.000 10.000 -
Πεφρυγ. Λευκόλιθος 37.059 27.275 2.500 900 - - 130
Μόλυβδος 14.889 14.050 - - - - -
Μόλυβδος σε
χελώνες 6.050 2.033 1.250 890 2.300 1.150 600
Μόλυβδος καθαρός 2.897 272 - - - - -
Μόλυβδος σε φύλλα 410 314 - - - - -
Μολυβδαίνιο 1.560 - - - - - -
Χρυσός - - 47,879 χλγ. - - - -
Βαρυτίνη 34.700 24.055 - - - - -
Σίδηρος 348.613 307.284 - - - - -
Χαλκός - - - - - - -
Ψευδάργυρος 10.338 7.764 - - - - -
Γύψος 16.609 15.219 - - - - -
Πετρέλαιο - 139 - - - - -
Μίνιο 270 4.925 - - - - -
Καολίνη 216 591 - - - - -
Πίνακας 4.16: Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Τμήμα Μεταλλευτικών Μελετών: Στατιστική της
Μεταλλευτικής Βιομηχανίας της Ελλάδος κατά τα Έτη 1940-1946, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα,
1948. Οι επίσημες αυτές ποσότητες της Επιθεώρησης Μεταλλείων για την κατοχή είναι μικρότερες
από εκείνες που συναντάει κανείς σε γερμανικά έγγραφα. Οι ποσότητες που μεταφέρονταν στη
Γερμανία επί κατοχής ήταν ακόμα μεγαλύτερες, αφού φαίνεται να υπήρχαν αρκετά παλιότερα
αποθέματα στα ορυχεία.

Και εδώ πάντως, η εικόνα που παρουσιάζουν τα ελληνικά στατιστικά της


περιόδου δεν είναι ακριβής. Φαίνεται πως κάποιες ποσότητες που εξορύσσονταν δεν
καταγράφονταν από τις ελληνικές αρχές, ενώ αρκετά μεγαλύτερες ήταν και οι πραγματικές
εξαγωγές, ειδικά προς το τέλος της περιόδου. Σύμφωνα με γερμανική έκθεση για
παράδειγμα, η εξόρυξη εμπλουτίσματος μολυβδαινίου έφτασε τα 24.050 κιλά το 1942, τα

356
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

21.128 το 1943 και τα 25.290 το 1944, ενώ το μετάλλευμα χρωμίου που εξορύχτηκε από τις
αρχές 1942 μέχρι και τις αρχές Σεπτεμβρίου 1944 ανερχόταν σε 119.700 τόνους (η
παραγωγή μάλιστα του 1942 – 49.600 τόνοι – εμφανιζόταν μεγαλύτερη και από εκείνη του
1938) και οι ποσότητες που μεταφέρθηκαν στο Ράιχ σε 126.800 και αυτό παρά την απώλεια
προς τα τέλη της κατοχής κάποιων ορυχείων από τη δράση των ανταρτών.592 Μόνο για την
περίοδο Μαΐου 1941 – Νοεμβρίου 1942, η παραγωγή σιδηρομεταλλεύματος των
μεταλλείων Σερίφου είχε ξεπεράσει τους 20.000 τόνους (σύμφωνα με στοιχεία των Ιταλών),
παρά την εμφάνιση μηδενικής παραγωγής στα στοιχεία της ελληνικής Επιθεώρησης
Μεταλλείων.593 Αλλά και η εξόρυξη βωξίτη, φαίνεται πως διέφερε από εκείνη που
καταγράφουν τα επίσημα στατιστικά: ένα ορυχείο βωξίτη της Hansa Leichtmetall στα
Τοπόλια (Παρνασού) παρήγαγε στα τέλη 1942 περίπου 2.000 με 3.000 τόνους το μήνα, ενώ
ο στόχος της εταιρείας, της OKW και του RLM ήταν η συνολική ελληνική παραγωγή να

592
Seckendorf, Martin (έρευνα – παρουσίαση): Η Ελλάδα κάτω από τον Αγκυλωτό Σταυρό,
ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία, (μετάφραση: Θανάσης Γεωργίου), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα,
1991, σσ. 254-256 και Dietrich Eichholtz: Geschichte der deutschen Kriegswirtschaft 1939-1945, Β΄
έκδοση, Band III (1943-1945), Teil I , K. G. Saur, München, 2003, σελ. 355. Η μείωση παραγωγής
σιδηροπυρίτη δικαιολογείται εξαιτίας της ύπαρξης μεγάλων αποθεμάτων που δεν μπορούσαν να
μεταφερθούν λόγω έλλειψης πλοίων, ενώ η παραγωγή μαγνησίτη (λευκόλιθου) και νικελίου δεν
απέχει πολύ από τα ελληνικά στατιστικά. Το μετάλλευμα νικελίου όμως που μεταφέρθηκε
ανερχόταν σε 71.000 τόνους, περίπου 30% περισσότερο από την αναφερόμενη παραγωγή της
περιόδου. Η παραγωγή χρωμίου του 1943 ανερχόταν σε περίπου 38.000 τόνους.
593
Παρά την κυριαρχία των Ιταλών στις Κυκλάδες, τα μεταλλεία σιδηρομεταλλεύματος της Σερίφου
είχαν προλάβει να αγοραστούν από την γερμανική Krupp, η οποία και κράτησε τον γερμανικής
καταγωγής προηγούμενο διευθυντή, Αιμίλιο Γρώμαν (Emil Grohmann, ο ίδιος που συναντήσαμε και
στα Πλεμενιανά). Βλ. Παπαστεφανάκη, Λήδα: «Από τα ορυκτά για το Γ΄ Ράιχ στα ορυκτά για την
‘άμυνα της Δύσεως’: η εξορυκτική δραστηριότητα στην Ελλάδα, 1941-1966», σσ. 373-375, στα
Ιστορικά, τόμος εικοστός ένατος, τεύχος 57, Δεκέμβριος 2012, σσ. 367-408. Η εταιρεία όμως
φαίνεται στη συνέχεια να μεταβίβασε τα δικαιώματά της στις προηγούμενες γερμανικές εταιρείες
που αγόραζαν το μετάλλευμα των μεταλλείων, ενώ υπήρξε και εμπλοκή των Ιταλών, με τη Γερμανία
τελικά να δηλώνει πως παύει να ενδιαφέρεται (για μια περίοδο μάλιστα Ιταλός στρατηγός ορίστηκε
ως επίτροπος στα μεταλλεία). Όμως οι προμήθειες τροφίμων από τους Ιταλούς σταμάτησαν κατά το
πρώτο τρίμηνο του 1942, και συνεχίστηκαν πολύ αποσπασματικά στη συνέχεια. Η παραγωγή ωστόσο
συνεχίστηκε, έστω και μειωμένη, φτάνοντας περίπου τους 2.500 τόνους το καλοκαίρι του 1942. Τον
Αύγουστο περίπου 160.000 τόνοι μεταλλεύματος περίμεναν στις αποθήκες για μεταφορά (BArch, R
3101/31040, Grohmann προς Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier, Athen: “Eisenerzgrube Seriphos”,
18/8/1942).

357
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

φτάσει («όχι πολύ δύσκολα») τους 120.000 με 160.000 τόνους το χρόνο.594 Εξάλλου για
περιπτώσεις όπως το μολυβδαίνιο, η έλλειψη αναφοράς στον επίσημο πίνακα είναι
αποτέλεσμα πλήρους άγνοιας των αρχών, αφού κατά τα γερμανικά στοιχεία η παραγωγή
εμπλουτίσματος μολυβδαινίου έφτανε τα 24.050 κιλά το 1942, τα 21.128 κιλά το επόμενο
έτος και τα 25.290 κιλά την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 1944.595
Αν λοιπόν και γενικά μειωμένη σε σχέση με την προπολεμική, η εξόρυξη
ελληνικών ορυκτών παρέμενε σημαντική, και σε κάποια κρίσιμα μάλιστα έτη οι ελληνικές
εξαγωγές προς τη Γερμανία ήταν περισσότερες της προπολεμικής περιόδου. Το 1938 για
παράδειγμα, η Γερμανία εισήγαγε συνολικά 186.000 τόνους μεταλλεύματος χρωμίου,
50.000 από την Τουρκία, 100.000 από την Αυστραλία και τη Νότιο Αφρική και 26.000 από
τα Βαλκάνια.596 Φαίνεται λοιπόν πως στα 3 χρόνια που προαναφέρθηκαν (1942-1944)
εξήχθησαν επισήμως στη Γερμανία 6 φορές περισσότεροι τόνοι χρωμίου (ή 200%
περισσότερο κατά μέσο ετήσιο όρο), από όσο έπαιρνε το Ράιχ από το σύνολο των
Βαλκανίων το 1938. Με την απώλεια των βασικών πηγών (Αυστραλίας και Νοτίου Αφρικής)
η αύξηση των ποσοτήτων από τα Βαλκάνια ήταν ο κυριότερος τρόπος για να αναπληρωθεί
το κενό που θα δημιουργούνταν για την γερμανική βιομηχανία.
Η σημασία της ελληνικής – αλλά και ευρύτερα της βαλκανικής – μεταλλευτικής
παραγωγής ήταν τέτοια που στα τέλη του 1942 αποφασίστηκε η θέσπιση νέας θέσης
Γενικού Πληρεξούσιου για τη Μεταλλευτική Εκμετάλλευση της Νοτιοανατολικής Ευρώπης
(Generalbevollmächtigte für den Metallerzbergbau Südost), στα πλαίσια του οργανισμού
του Τετραετούς Σχεδίου. Ο βιομήχανος και γενικός πρόξενος στη Σερβία Franz Neuhausen,
που ανέλαβε τη θέση αυτή τον Δεκέμβριο του 1942, θα προσπαθούσε να οργανώσει

594
BArch, R 3101/31040, „Bauxitbergbau in Griechenland“, 25/2/1943. Γερμανική έκθεση του
Σεπτεμβρίου 1944 αναφέρει εξαγωγή βωξίτη προς τη Γερμανία 91.000 τόνων (και παραγωγή πολύ
μικρότερη), αφού τα μεταλλεία που μεταβιβάστηκαν στη Hansa Leichtmetall έπαψαν να λειτουργούν
τον Μάρτη του 1943 μετά «την καταστροφή τους από συμμορίες», ενώ το μεταλλείο της Ελευσίνας
ήταν στάσιμο. Seckendorf, Martin (έρευνα – παρουσίαση): Η Ελλάδα κάτω από τον Αγκυλωτό
Σταυρό, ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία, (μετάφραση: Θανάσης Γεωργίου), Σύγχρονη Εποχή,
Αθήνα, 1991, σσ. 254-256.
595
Ο.π.
596
IWM, Speer Collection, FD 4646/45, Ro IIIe, Az. 66b 2161/I, „Aktenvermerk über eine Rücksprache
mit Dr. Bolte – Wirtschaftsgruppe Chemie über die Versorgung mit Chromerz“, 8/11/1940. Σε άλλες
πηγές συναντώνται ελαφρά διαφορετικοί αριθμοί, τόσο για την προπολεμική, όσο και για την
πολεμική περίοδο. Βλ. π.χ. Dietrich Eichholtz: Geschichte der deutschen Kriegswirtschaft 1939-1945,
Β΄ έκδοση, Band III (1943-1945), Teil I , K. G. Saur, München, 2003, σσ. 345-360.

358
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

καλύτερα την εκμετάλλευση του βαλκανικού ορυκτού εκ μέρους του Τετραετούς Σχεδίου,
έχοντας να αντιμετωπίσει πλήθος προβλημάτων, οικονομικών, μεταφορικών, αλλά και
αντίστασης του τοπικού πληθυσμού. Ο Neuhausen και το επιτελείο του εστιάστηκαν κυρίως
στην αύξηση της παραγωγής χρωμίου, υπολογίζοντας πως η ελληνική παραγωγή θα έφτανε
τους 48.300 τόνους μεταλλεύματος, ενώ συνολικά από Ελλάδα, Αλβανία και Βουλγαρία
έλπιζε να εξασφαλίσει για τον Άξονα 120.000 τόνους.597 Τα αισιόδοξα σχέδια για την
παραγωγή του 1943 επεκτείνονταν και σε άλλα ορυκτά (βλ. πίνακα 4.17), ειδικά σε αυτά
όπου η ελληνική παραγωγή αποτελούσε σημαντικό τμήμα της ετήσιας ποσότητας που
αναμενόταν να φτάσει στα γερμανικά εργοστάσια.

597
Εντεταλμένος του Γενικού Πληρεξούσιου για τη Μεταλλευτική Εκμετάλλευση της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης ορίστηκε ο αντιπλήαρχος von Bolfras. Βλ. IWM, Speer Collection: FD
5158/45, Abteilung Ferrolegierungen Stahl- und Leichtmetallveredler, „Aktennotiz. Besprechungen in
Belgrad mit dem Stab Neuhausen“, 28/1/1943 και FD 4646/45, Der Generalbevollmächtigte für den
Metallerzbergbeu Südost προς Chef des Wehrwirtschaftsstabes Südosten, „Organisation des GB
Metallerzbergbau Südost für Griechenland“, 8/2/1943. Το επόμενο διάστημα ιδρύθηκαν με σκοπό
την εκμετάλλευση ελληνικών ορυκτών η Organisation des GB Metallerzbegbau Südost für
Griechenland και η εταιρεία Mohako. Οι 120.000 τόνοι μάλλον αφορούν στα νέα προσωρινά de facto
σύνορα της Βουλγαρίας, που περιλάμβαναν μεγάλο μέρος της ανατολικής Μακεδονίας και δυτικής
Θράκης καθώς της νότιας Γιουγκοσλαβίας. Ο Neuhausen, ήταν επίσης επικεφαλής του
παραρτήματος του ναζιστικού κόμματος στη Γιουγκοσλαβία από τη δεκαετία του 1930 και επί
κατοχής συνδύαζε και το αξίωμα του επικεφαλής του Τετραετούς στην περιοχή, αλλά και του Γενικού
Πληρεξούσιου για την εργασία στη Σερβία δίνοντάς του ουσιαστική παντοδυναμία σε ό, τι αφορούσε
την εκμετάλλευση των πόρων της χώρας, για την άσκηση της οποίας χρησιμοποιούσε συχνά τη βία.
Παρά τη φιλία του με τον Göring, η κακοδιοίκηση και η διαφθορά του ίδιου και του επιτελείου του
ήταν τέτοια που τελικά καθαιρέθηκε, και κατέληξε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Φαίνεται μάλιστα
πως στην απόφαση για τη σύλληψή του κάποιο ρόλο έπαιξε και η αντιπαλότητά του με τον
Neubacher. Klemann, Hein & Kudryashov, Sergei: Occupied Economies. An Economic History of Nazi-
Occupied Europe, 1939-1945, Berg, London, 2012, σελ. 34 και Tomasevich, Jozo: War and Revolution
in Yugoslavia, 1941-1945, Occupation and Collaboration, Stanford University Press, Stanford, 2001,
σσ. 76, 223, 653.

359
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

«Η σημασία της παραγωγής των ορυχείων στην Ελλάδα» (1943, τόνοι)


εκτίμηση ποσότητας από Ποσοστό απώλεια λόγω
Μετάλλευμα διαθέσιμης για το Ράιχ (1943) Ελλάδα Ελλάδας ανταρτών
Βωξίτης 2.000.000 120.000 6,00% 120.000
Χρώμιο
(μετάλλευμα) 160.000 50.000 31,25% 18.000
Σιδηροπυρίτης 1.630.000 60.000 3,68%
Λευκόλιθος 50.000 10.000 20,00%
Μολυβδαίνιο 1.200 8 0,67%
Νικέλιο 9.000 150 1,67%
Πίνακας 4.17: IWM, Speer Collection, FD4646/45, Wi Inl. 2/1, “Bedeutung des Erzbergbaues in
Griechenland“, 21/4/1943.

Όμως, παρά τις προσπάθειες, τα προβλήματα δεν έγινε δυνατόν να ξεπεραστούν


και η παραγωγή δεν έφτασε ποτέ στις επιθυμητές ποσότητες. Μέχρι το 1942 τα κύρια
προβλήματα αφορούσαν το εργατικό κόστος και τη μικρή παραγωγικότητα κάποιων
ορυχείων, σε βαθμό που να εξετάζεται το φθινόπωρο το κλείσιμο κάποιων από τα
μικρότερα και απομακρυσμένα μέσω του τερματισμού του εφοδιασμού τους με τρόφιμα,
εκρηκτικά κλπ, ώστε να επιτευχθεί συγκέντρωση και καλύτερη χρήση των πόρων
(τροφίμων, φορτηγών αλλά και των εργατών που δεν ήταν πάντα αρκετοί) και μεγαλύτερη
παραγωγικότητα.598 Tο 1943 οι δυσκολίες εξεύρεσης του απαιτούμενου αριθμού Ελλήνων
εργατών και του εφοδιασμού τους οδήγησε σε σκέψεις για εισαγωγή Ρώσων αιχμαλώτων
για να εργαστούν στα ελληνικά ορυχεία νικελίου που είχαν περάσει στα χέρια της Krupp.599
Ταυτόχρονα άρχισαν να επιδεινώνονται και τα προβλήματα που προξενούσαν οι αντάρτες
(κυρίως του ΕΛΑΣ) στα απομακρυσμένα ορυχεία, με αποτέλεσμα να χάνεται τελικά για τον
Άξονα το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής παραγωγής του πολύτιμου βωξίτη, και ένα

598
BArch, R 3101/31040, Dipl. Bergingenieur Herbert Sommerlatte προς OKW/ Wi Rü Amt Berlin,
“Stillegung kleinerer Chromerzgruben in Griechenland“, 7/9/1942. Ο Sommerlatte ανέλαβε από τον
Σεπτέμβριο του 1942 με εντολή του Ministerialrat Dr. Arlt (του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας)
και σε συνεννόηση με το Wi Rü Amt την ευθύνη να μελετά τα προβλήματα της ελληνικής παραγωγής
ορυκτών (ο.π., Dr. Arlt: “Beauftragung des Dipl. Bergingenieurs Herbert Sommerlatte beim WO
Saloniki”, 30/9/1942). Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ως υπεύθυνη για τον υλικό ανεφοδιασμό των
ορυχείων η εταιρεία Μακρή (ο Μακρής ήταν αντιπρόσωπος της Krupp στην Ελλάδα). Οι προτάσεις
αυτές δεν έγιναν βεβαίως καθολικά αποδεκτές και είναι αμφίβολο το αν και πόσο εφαρμόστηκαν,
τουλάχιστον άμεσα.
599
BArch, R 3101/31040, «Nickelerzgruben in Griechenland“, 1/4/1943.

360
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σημαντικό τμήμα του ακόμα πολυτιμότερου χρωμίου.600 Κάποιες ποσότητες που


στοιβάζονταν στα ορυχεία ή σε κάποια κοντινά λιμάνια και σιδηροδρομικούς σταθμούς
συνέχισαν να μεταφέρονται στο εξωτερικό, μέχρι και τα τέλη της κατοχής, αλλά ο
συνδυασμός επιθέσεων ανταρτών, ανατινάξεων γεφυρών, κακού οδικού και
σιδηροδρομικού δικτύου (αρκετά ορυχεία απείχαν σημαντικά από καλούς δρόμους και
σιδηροδρομικές γραμμές) και προβλήματα εξεύρεσης εργατών οδήγησαν στην
ολοκληρωτική εγκατάλειψη κάποιων ορυχείων, πριν ακόμα ολοκληρωθούν κάποιες
επενδύσεις που θα αύξαναν την παραγωγή και θα διευκόλυναν τη μεταφορά της στη
Γερμανία.601 Τα σχέδια για την παραγωγή χρωμίου το 1944 ήταν μειωμένα πριν ακόμα
ξεκινήσει το έτος, φτάνοντας τις 40.000 τόνους μεταλλεύματος.602
Τον Δεκέμβριο του 1942 για παράδειγμα, η ανατίναξη της γέφυρας του
Γοργοποτάμου είχε ως αποτέλεσμα οι έτσι κι αλλιώς μεγάλες ποσότητες σιδηροπυρίτη που
στοιβάζονταν περιμένοντας τη μεταφορά τους από τα ορυχεία να εκτοξευτούν στους
60.000 τόνους, ποσότητα που με τους προηγούμενους ρυθμούς θα χρειαζόταν περίπου 30

600
Έκθεση του φθινοπώρου 1943 ανέφερε για παράδειγμα πως το ορυχείο νικελίου στη Λοκρίδα
ήταν κλειστό λόγω ανταρτών, εκείνο στο Μαρμέικο δεν είχε ακόμα επανεκκινήσει τη λειτουργία του,
ενώ μειωμένες ήταν και η ποσότητες των άλλων ορυκτών. NARA, T-501 Roll 252,
Wirtschaftskommando Athen, “Beitrag zur Lagebericht für die Zeit vom 16. Sept. bis 15. Okt. 1943“.
601
Στα μέσα του 1942 αποφασίστηκε για παράδειγμα να προχωρήσει η κατασκευή δρόμων από την
Οργάνωση Todt για τα ορυχεία χρωμίου σε Κοζάνη, Όλυμπο και Βάβδο. Το κόστος για τα περίπου 40
χιλιόμετρα νέων δρόμων και τα 140 χιλιόμετρα βελτίωσης των παλαιών υπολογίστηκε σε 4
εκατομμύρια RM τα οποία θα εξασφαλίζονταν από τα έξοδα κατοχής. Όμως τα χρηματοδοτικά
προβλήματα είχαν ως αποτέλεσμα να μη βρεθεί το σύνολο των χρημάτων (τα 3 από τα 4
εκατομμύρια) και το έργο να καθυστερεί. Η μεγάλη σημασία του έργου οδήγησε σε απόφαση για
έκτακτη χρηματοδότησή του από τον γερμανικό προϋπολογισμό, αλλά είναι αμφίβολο αν οι δρόμοι
πρόλαβαν να ολοκληρωθούν εγκαίρως, πριν τα προβλήματα με την αντίσταση δυσκολέψουν τις
μεταφορές ακόμα περισσότερο και οδηγήσουν τελικά ακόμα και στο κλείσιμο κάποιων από αυτά.
Βλ. τα σχετικά έγγραφα στα: BArch, R 2/21472 και R 3101/31040. Το δεύτερο μισό του 1942 ήταν το
σημείο που τα χρηματοδοτικά, εργατικά και μεταφορικά προβλήματα συνδυάστηκαν με την δράση
της αντίστασης για να προκαλέσουν μια συνολική απόπειρα επανεξέτασης της ελληνικής παραγωγής
ορυκτών για τη Γερμανία. Οι εν λόγω δρόμοι, οι διορισμοί Neuhausen και η Sommerlatte και η
εξέταση της πιθανής εγκατάλειψης των λιγότερο παραγωγικών ορυχείων που είδαμε παραπάνω
έγιναν στα πλαίσια αυτά.
602
IWM, Speer Collection, FD 5169/45, “Chromerze Griechenland, Übersicht der
Produktionsmöglichkeit und erwünschte Versandleistungen im Jahre 1944“, 18/11/1943.

361
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μήνες για να εξαχθεί.603 Η κατάσταση επιδυνώθηκε στα τέλη της κατοχής. Το 1944 τα
περισσότερα ορυχεία είχαν καθόλου ή ελάχιστη παραγωγή. Όπως φαίνεται και στον πίνακα
που ακολουθεί, μόνο η απαραίτητη παραγωγή χρωμίου συνεχιζόταν με ικανοποιητικούς
ρυθμούς, αν και αρκετά αξιόλογες ποσότητες στοιβαγμένων μεταλλευμάτων σε περιοχές
όπου ήταν ακόμα υπό τον έλεγχο των Γερμανών μεταφέρονταν προς τη Γερμανία.

Παραγωγή και μεταφορά παραγωγής ελληνικών ορυχείων, Μάιος


1944 (τόνοι)
μεταφορά σε
Μετάλλευμα Παραγωγή Γερμανία
Χρώμιο 3.010 4.202
Βωξίτης έχει σταματήσει 258
εγκαταλείφθηκε από
Νικέλιο 27.4.44
Λευκόλιθος 300 0
Σφαλερίτης 200 0
Συμπύκνωμα
ψευδαργύρου 0 1637
προϊόντα μολύβδου 26,5 *21+7
Σιδηροπυρίτης καμία παραγωγή 340
Μολυβδαίνιο
(μετάλλευμα) 301 0
Συμπύκνωμα
μολυβδαινίου 3,01 0
Βολφράμιο - -
Μαρμαρυγία - -
Πίνακας 4.18: RW29/93, Der Militärbefehlshaber Griechenland, Wehrwirtschaftstab, „Lagebericht
Griechenland“, 17.6.44.
*21 Αγορά και 7 επεξεργασία.

Το πρόβλημα που δημιουργούσε η μείωση εξαγωγής των περισσότερων


ελληνικών ορυκτών μπορούσε να ξεπεραστεί με την προμήθειά τους από άλλες
κατεχόμενες, φιλικές ή και ουδέτερες χώρες, με την μερική εξαίρεση του χρωμίου, στο
οποίο εστιαζόταν ολοένα και περισσότερο η προσοχή των κατακτητών προς το τέλος του
πολέμου. Το ορυκτό αυτό ήταν απαραίτητο για την πολεμική βιομηχανία και
χρησιμοποιόταν ευρύτατα στην θωράκιση αρμάτων και πλοίων, τμημάτων αεροσκαφών,
κινητήρων, περισκοπίων για υποβρύχια, πυρομαχικών και συνολικά στο 90% των ειδών που
περιείχαν κάποιο κράμα χάλυβα. Μόνο η κατασκευή αρμάτων μάχης απαιτούσε 900 τόνους

603
IWM, Speer Collection, FD 4646/45, Der Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier, Saloniki, προς
Wehrwirtschaftstab Südosten, „Wiederingangsetzung der Schwefelkiesgrube Kassandra“,
21/12/1942.

362
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

καθαρού χρωμίου το μήνα.604 Το χρώμιο ήταν μάλιστα πρώτο στη γερμανική λίστα
προτεραιοτήτων για εξαγωγές από την Ελλάδα τουλάχιστον από το 1942.605
Τα ορυχεία χρωμίου που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Άξονα ήταν όμως
περιορισμένα. Όταν στα τέλη του 1943, το επιτελείο του Speer (υπουργού εξοπλισμών και
πολεμικής παραγωγής), παρέδωσε στον υπουργό μια ανησυχητική μελέτη για τα μειούμενα
αποθέματα απαραίτητων για την πολεμική βιομηχανία μεταλλευμάτων και τον κίνδυνο που
αποτελούσε η απώλεια εδαφών της κατεχόμενης Ευρώπης στα οποία βρίσκονταν κάποια
από τα βασικά αυτά ορυχεία, το ορυκτό που βρισκόταν στα χαμηλότερα – και ως εκ τούτου
πλέον ανησυχητικά – επίπεδα ήταν το χρώμιο (βλ. πίνακα 4.19).

Η εξάρτηση της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής από Βαλκάνια, Τουρκία,


Νορβηγία, Φινλανδία, Ουκρανία, Νοέμβριος 1943.
Απόθεμα Γερμανική μηνιαία Μην. ανάγκες Εξασφαλισμένη
Μέταλλο
(τόνοι) παραγωγή βιομηχανίας επάρκεια (μήνες)
Μαγγάνιο 140.000 8.100 15.500 19
Νικέλιο 6.000 190 750 10
Χρώμιο 21.000 0 3.751 5,6
Βολφράμιο 1.330 0 160 10,6
Μολυβδαίνιο 425 15,5 69,5 7,8
Πυρίτιο 17.900 4.200 7.000 6,4
Πίνακας 4.19: Πηγή: IWM, Speer Collection, FD 2690/45, vol. 11, “Die Legierungsmetalle in der
Rüstung und die Bedeutung der Chrom-Zufuhren aus dem Balkan und der Türkei“, 12/11/1943.

Ακόμα ανησυχητικότερο για τη γερμανική βιομηχανία ήταν το γεγονός πως οι


πηγές του χρωμίου ήταν σχετικά εκτεθειμένες, ενώ το ίδιο το Ράιχ είχε μηδενική παραγωγή.
Με τον διαφαινόμενο πιθανό τερματισμό των εξαγωγών από την Τουρκία, οι σχετικές
εξαγωγές θα εξαρτιόνταν πλέον από τα Βαλκάνια, σημαντικό ποσοστό των οποίων (περίπου
26% με βάση τους υπολογισμούς της έκθεσης, ή 22% συμπεριλαμβανομένης και της
Τουρκίας) αποτελούσε το χρώμιο που θα μπορούσε να μεταφέρεται μηναία από την
Ελλάδα. Ενόψει λοιπόν της διαφαινόμενης απώλειας της νοτιοανατολικής Ευρώπης, έπρεπε
να ληφθούν όλα τα δυνατά μέτρα για την αύξηση του αποθέματος (μεταφορά των

604
IWM, Speer Collection, FD 2690/45, vol. 11, “Die Legierungsmetalle in der Rüstung und die
Bedeutung der Chrom-Zufuhren aus dem Balkan und der Türkei“, 12/11/1943.
605
Στη σχετική λίστα ακολουθούσαν κατά σειρά: το ελαιόλαδο, ο καπνός, τερεβινθέλαιο, ρητίνη,
τανίνες, μαλλί, βαμβάκι, δέρμα και γλυκόριζα. Άλλα μεταλλεύματα που ήταν επίσης μεγάλης
σημασίας (σιδηροπυρίτης, βωξίτης, μαγνησίτης, ψευδάργυρος) εξάγονταν σε μεγάλο βαθμό ως
σαβούρα (έρμα) σε πλοία κατά την επιστροφή τους σε λιμάνια του Άξονα. AA-PA, R 106155,
τηλεγράφημα (Nr. 2742) Neubacher/Altenburg, 26/11/1942.

363
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

στοιβαγμένων σε ορυχεία και λιμάνια ποσοτήτων, εξασφάλιση τουρκικών εξαγωγών), ώστε


να μπορέσει η γερμανική πολεμική βιομηχανία να επιβιώσει περισσότερο από ένα εξάμηνο
(ή 8,4 μήνες με την μεταφορά των αποθηκευμένων στις κατεχόμενες χώρες ποσοτήτων)
αφότου θα τελείωναν τα γερμανικά αποθέματα.606
Μερικούς μήνες αργότερα, όταν τα μέτρα εξοικονόμησης είχαν μερικώς μόνο
αποδώσει, και ο κίνδυνος απώλειας των Βαλκανίων ήταν πλέον άμεσος, ο Speer υπολόγιζε
πως οι περίπου 33.000 τόνοι χρωμίου που βρίσκονταν αποθηκευμένοι στο Ράιχ θα έφταναν
το πολύ για 10 μήνες, ακόμα και με τη μείωση της κατανάλωσης από 3.900 σε 3.500-3.200
το μήνα. Η πολεμική βιομηχανία θα αναγκαζόταν λοιπόν να σταματήσει την παραγωγή της
το αργότερο στις 1.1.46.607 Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη πως τον τελευταίο μήνα πριν την
γερμανική υποχώρηση, η γερμανική έκθεση για τα ελληνικά μεταλλεία έκανε λόγο για
οδηγίες που δόθηκαν για αύξηση της παραγωγής και μεταφοράς μεταλλευμάτων
χρωμίου.608

606
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, το Panzerkampfwagen IV περιέχει 500 κιλά χρώμιο και
κοστολογούνταν στα 250.000 RM. Το τουρκικό μετάλλευμα από την άλλη κόστιζε 250RM τον τόνο
(f.o.b.). Με 250.000 RM η Γερμανία θα αγόραζε 1.250 ή 300 τόνους καθαρό χρώμιο, με άλλα λόγια
αν αντάλλαζε 1 Panzer IV με 300 τόνους καθαρό χρώμιο θα εξασφάλιζε την ποσότητα που
απαιτούνταν για την κατασκευή 600 νέων αρμάτων. Έπρεπε λοιπόν να γίνει ό, τι ήταν δυνατόν
(ακόμα και να πουληθούν πολύτιμα όπλα στην Τουρκία), προκειμένου να εξασφαλιστεί η
δυνατότητα συνέχισης της πολεμικής παραγωγής. IWM, Speer Collection, FD 2690/45, Vol. 11, “Die
Legierungsmetalle in der Rüstung und die Bedeutung der Chrom-Zufuhren aus dem Balkan und der
Türkei“, 12/11/1943. Όπως αναφέρει ο Speer στο βιβλίο του (Speer, Albert: Inside the Third Reich.
London: Phoenix, 1995 [1970], σσ. 430-432) παρά τον ζήτημα που είχε δημιουργηθεί την περίοδο
εκείνη με την επαπειλούμενη απώλεια των μεταλλείων της Νικόπολης στην Ουκρανία, τα Βαλκάνια
και η Τουρκία ήταν τελικά περισσότερο σημαντικά για την γερμανική πολεμική βιομηχανία (ίδια
είναι η άποψη Speer και σχετικά με την παράδοση της Φινλανδίας το Φθινόπωρο του 1944, ο.π.,
σελ. 544). Σε όλη την περίοδο του πολέμου, το μεγαλύτερο μέρος του καθαρού χρωμίου που
εισαγόταν από τη Γερμανία προερχόταν από τη νοτιοανατολική Ευρώπη (ανάμεσα στο 93% και 71%
την περίοδο 1941-44), ενώ κάτι παραπάνω από το 25% του συνόλου (ποσοστό που έφτασε το 43%
για το 1942) έρχονταν από την Ελλάδα (Volkmann, Hans-Erich: Ökonomie und Expansion, Grundzüge
der NS-Wirtschaftspolitik. Ausgewählte Schriften, R. Oldenbourg Verlag, München, 2003, σελ. 163).
607
Παρόμοια ήταν η εκτίμηση Speer και για το αλουμίνιο, ενώ τα άλλα μεταλλεύματα θα
διαρκούσαν από λίγους μήνες ως και περίπου δυόμισι χρόνια παραπάνω. IWM, Speer Collection, FD
2690/45, Vol. 14, επιστολή Speer προς Hitler, 5/9/1944.
608
Seckendorf, Martin (έρευνα – παρουσίαση): Η Ελλάδα κάτω από τον Αγκυλωτό Σταυρό,
ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία, (μετάφραση: Θανάσης Γεωργίου), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα,

364
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι ελλείψεις πολύτιμων για τη πολεμική βιομηχανία μετάλλων φαίνεται μάλιστα


πως είχαν ήδη τις πρώτες συνέπειές τους στην ποιότητα του παραγόμενου πολεμικού
υλικού. Συμμαχικές μελέτες της θωράκισης γερμανικών αρμάτων, διαπίστωναν πως από τις
αρχές τουλάχιστον του 1944 (δηλαδή αμέσως μετά την πρώτη ανησυχητική μελέτη που
προαναφέρθηκε) τα γερμανικά άρματα, ειδικά τα βαρύτερα, παρουσίαζαν περαιτέρω
πτώση της ποιότητας της θωράκισής τους, που – αν και βαρύτερη – έχανε μέρος της
σκληρότητας της (και κατά συνέπεια της δυνατότητας αντίστασης σε κάποια αντιαρματικά
βλήματα), τουλάχιστον σε σχέση με την θωράκιση των παλαιότερων γερμανικών αρμάτων,
και ταυτόχρονα γινόταν περισσότερο εύθραυστη. Μέρος του προβλήματος ήταν πτώση της
ποιότητας στην επεξεργασία του μετάλλου, που πιθανώς είχε να κάνει με την αυξημένη
ταχύτητα παραγωγής ή και με την χρήση καταναγκαστικής εργασίας. Σημαντική όμως
ευθύνη φαίνεται να είχε και η αντικατάσταση κάποιων υλικών που σπάνιζαν από το κράμα
χάλυβα από το οποίο κατασκευαζόταν ο θώρακας των αρμάτων. Σταδιακά λοιπόν
αντικαταστάθηκε το μολυβδαίνιο που σπάνιζε με βανάδιο, ενώ μείωση παρατηρήθηκε και
στη χρήση χρωμίου και κάποιων άλλων υλικών. Η μείωση στην χρήση των σπάνιων αυτών
υλικών δίκαια ερμηνεύτηκε από τις υπηρεσίες των συμμάχων ως ένδειξη των σημαντικών
προβλημάτων που η γερμανική πολεμική βιομηχανία άρχιζε να αντιμετωπίζει με τις
ελλείψεις βασικών πρώτων υλών.609 Η απώλεια της παραγωγής των ελληνικών και των
άλλων βαλκανικών ορυχείων θα επιδείνωνε στο μέλλον ακόμα περισσότερο την
κατάσταση, αν και οι πολεμικές εξελίξεις αποδείχθηκαν τελικά ταχύτερες της κατάρρευσης
της γερμανικής πολεμικής παραγωγής.
Η μερική εξάρτηση της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας από την ελληνική
παραγωγή χρωμίου καταδεικνύει εξάλλου το πρόβλημα του ορθού υπολογισμού της αξίας
της παραγωγής των κατεχόμενων χωρών, αφού κίνδυνος εξάντλησης των πηγών βασικών

1991, σσ. 254-256. Επιστολή που έλαβε το «Ομαδάρχης του Γραφείου Εφοδιασμού-Εξοπλισμών του
Α.Β. [μάλλον WiRu Amt-OKW], στα τέλη Αυγούστου 1944 τόνιζε επίσης πως «το σημαντικότερο είναι
το μετάλλευμα χρωμίου, μια και το χρώμιο μπορεί να αντικατασταθεί σε μικρή [μόνο] έκταση από
άλλα μέταλλα για την κατασκευή ευγενούς χάλυβα». Ο.π., σσ. 244-245.
609
Yoffa, M. & Hurlich A.: Armor. Metallurgical Examination of Armor and Welded Joints from the Side
of a German Pzkw V (Panther) Tank, Experimental Report No. Wal. 710/750, Ordinance Department
U.S.A., Watertown Arsenal Laboratory, 26 May 1945. Η μελέτη υπάρχει στο διαδίκτυο στη σελίδα του
Defense Technical Information Center (http://www.dtic.mil/dtic/tr/fulltext/u2/a954940.pdf). Η
περισσότερο εύθραυστη θωράκιση χαμηλής ελαστικότητας είχε ως αποτέλεσμα την απόσπαση
πιθανότατα θανατηφόρων θραυσμάτων στο εσωτερικό των αρμάτων έστω και αν η θωράκιση δεν
είχε διατρηθεί πλήρως.

365
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πρώτων υλών δεν θα μπορούσε να εκτιμηθεί σε μάρκα ή κάποιο άλλο νόμισμα. Η


σημαντικότερη «συνεισφορά» της κατεχόμενης ελληνικής οικονομίας στην πολεμική
προσπάθεια του Άξονα μάλλον αφορούσε στην εξαγωγή χρωμίου, παρά την σχετικά
περιορισμένη νομισματική αξία του υλικού αυτού σε σχέση με τα υπόλοιπα ελληνικά
αγαθά και τις υπηρεσίες που αποκτήθηκαν με τον ένα ή άλλο τρόπο από τον Άξονα. Έτσι, η
μεγαλύτερη συνεισφορά της αντίστασης, αν και συχνά παραγνωρίζεται, ίσως ήταν η
διακοπή της λειτουργίας αρκετών από τα ελληνικά ορυχεία και οι δυσκολίες που επέφερε
στη λειτουργία των υπολοίπων, αν και η μεγάλη φροντίδα που οι Γερμανοί έδειχναν στην
προστασία των σημαντικότερων από αυτά απέτρεψε τον πρόωρο ολοκληρωτικό
τερματισμό της παραγωγής.

4.4 Εμπόριο

Όπως είδαμε, ανάμεσα στις πρώτες πράξεις του γερμανικού μηχανισμού κατοχής, ήταν η
εξασφάλιση των αποθηκευμένων ποσοτήτων τροφίμων και πρώτων υλών για τη Γερμανία.
Παρόμοια πολιτική (αν και με μικρότερη επιτυχία λόγω της πλεονεξίας του ισχυρού εταίρου
της) ακολούθησε και η Ιταλία. Έτσι, τους πρώτους μήνες της κατοχής παρατηρείται στα
επίσημα στοιχεία μια μερική ανάκαμψη του εξαγωγικού εμπορίου, που στην
πραγματικότητα αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτές τις εξαγωγές αγαθών που είχαν κριθεί
άμεσα ή έμμεσα χρήσιμα για την πολεμική προσπάθεια των χωρών του Άξονα. Τα επίσημα
στοιχεία υποτιμούν μάλιστα την αξία των πραγματικών εξαγωγών, αφενός γιατί οι
ελληνικές αρχές δεν είχαν κανένα έλεγχο σε ότι αφορά τα αγαθά που είχαν αγοραστεί (ή
σπανιότερα κατασχεθεί) από τη Wehrmacht, και αφετέρου γιατί οι πρώτες αυτές ποσότητες
αγοράστηκαν (με εισαγωγικά ή χωρίς) σε προπολεμικές τιμές.
Παράλληλα διακόπηκαν για ένα διάστημα οι εισαγωγές αρκετών ειδών του
εξωτερικού, γεγονός που προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη κρίση του εμπορίου στο εσωτερικό
της χώρας. Εξάλλου, την περίοδο του πολέμου και στην αρχή τουλάχιστον της κατοχής, οι
Έλληνες καταναλωτές τηρούσαν στάση αναμονής ως προς τα περισσότερα μη απολύτως
απαραίτητα αγαθά, μειώνοντας την κατανάλωση. Επιπλέον, η κατεχόμενη Ελλάδα
αντιμετώπιζε μεγάλα προβλήματα μεταφορών, αφού αρκετές γέφυρες είχαν ανατιναχθεί,
πλοία έφυγαν ή βούλιαξαν, ενώ μέχρι το τέλος της κατοχής χάθηκε και το μεγαλύτερο
μέρος των αυτοκινήτων της χώρας, έστω και αν για μεγάλο μέρος της κατοχής η κατάσταση

366
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δεν ήταν τόσο τραγική (για τις επίγειες ειδικά μεταφορές) όσο κατά την απελευθέρωση. 610
Έτσι γίνονταν ολοένα σπανιότερα τα μόνα είδη που οι Έλληνες καταναλωτές θα αγόραζαν
μαζικά (βασικά δηλαδή τα τρόφιμα).
Η κατάσταση σημείωσε κάποια βελτίωση αργότερα, ειδικά το 1943, όταν
βελτιώθηκαν ελαφρά οι συγκοινωνίες, μεταβλήθηκαν κάπως οι πολιτικές επιλογές των
αρχών κατοχής και έγιναν αρκετά τακτικότερες οι εισαγωγές τροφίμων του ΔΕΣ. Γενικά
πάντως στο εξωτερικό εμπόριο σημειώθηκαν σημαντικές μεταβολές, και η χώρα
αποκόπηκε από πολλές από τις παραδοσιακές τις αγορές. Επιπλέον, το σύστημα των
μεταφορών εμπορευμάτων δεν ήταν το πλέον ορθολογικό, με συνέπεια οι ίδιοι Γερμανοί
να παρατηρούν το 1943 πως έβλαπταν ουσιαστικά τη δικιά τους οικονομία εξάγοντας
κάποια είδη όπως τρόφιμα προς το Ράιχ, τη στιγμή που αναγκάζονταν να εισάγουν άλλα
ομοειδή για να καλύψουν τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.611
Από την άλλη, στο εσωτερικό είχαμε όπως είδαμε μαζικές αγορές από τα μέλη των
δυνάμεων κατοχής, αγορές που μέχρι το καλοκαίρι του 1941 πληρώνονταν με νομίσματα
κατοχής. Οι αγορές αυτές έλυσαν προσωρινά το πρόβλημα της έλλειψης αγοραστικού
ενδιαφέροντος που αντιμετώπιζαν αρκετοί έμποροι της χώρας, ειδικά στο πρώτο διάστημα
της κατοχής. Έτσι κάποιοι – ειδικά όσοι ασχολούνταν με είδη που είχαν μεν μειωμένη
εγχώρια ζήτηση την περίοδο εκείνη αλλά τραβούσαν το ενδιαφέρον των ξένων στρατιωτών,
όπως είδη πολυτελείας, διασκέδαση, ή ιατρική κάλυψη – προχώρησαν στη δημοσίευση
διαφημίσεων σε εφημερίδες των αρχών κατοχής, κάποια παραδείγματα των οποίων
βλέπουμε εδώ.

610
Σύμφωνα με τα όχι απολύτως αξιόπιστα στοιχεία του Δοξιάδη (Αι Θυσίαι της Ελλάδος στο
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Γραφικαί Τέχναι Ασπιώτη – ΕΛΚΑ, Αθήνα;, [χ.η., 1946], πίνακας 30,
στοιχεία του Υπουργείου Μεταφορών), το 1944 είχε χαθεί ολοκληρωτικά το 65% των επιβατικών
αυτοκινήτων, το 60% των φορτηγών και το 80% των λεωφορείων, ενώ πολλά από τα υπόλοιπα ήταν
επίσης εκτός λειτουργίας λόγω βλαβών. Ακόμα και αν στοιχεία αυτά ισχύουν για το τέλος της
κατοχής, είναι βέβαιο ότι η κατάσταση, αν και εξαιρετικά προβληματική, ήταν λιγότερο τραγική για
το μεγαλύτερο μέρος της κατοχής, στο οποίο εξάλλου υπήρχαν και τα οχήματα των δυνάμεων
κατοχής που εκτελούσαν κάποιες μη καθαρά στρατιωτικές μεταφορές.
611
NARA, T-311 Roll 175, „Der Heeresgruppenintendant, Obertsintendant Goetze gibt einen Überblick
über die Versorgungslage“, Frame 906 (χ.η., μάλλον τέλη 1943).

367
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνες 4 και 5: Διαφημίσεις Ελλήνων επαγγελματιών (διαφημίζονται από εμπορικά κέντρα,


τράπεζες και χώροι διασκέδασης μέχρι ιατρεία) στη γερμανόφωνη εφημερίδα της Αθήνας,
Deutsche Nachrichten für Griechenland, 17/5/1941 (αριστερά) και 22/5/1941 (δεξιά). Στη δεξιά
στήλη εμφανίζεται διαφημιζόμενος και το Σπύρος Στεροδήμας, που σύντομα θα αναλάμβανε την
ηγεσία της ναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ, για να σκοτωθεί όταν το φθινόπωρο του 1942 η
αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ ανατίναξε τα γραφεία της ΕΣΠΟ (για τον θάνατο Στεροδήμα στις
6/10/1942 – όπου ασφαλώς ως αιτία δεν αναφέρεται η αντιστασιακή πράξη αλλά μια
αδιευκρίνιστη «πυρκαγιά» - βλ. «Απέθανεν ο αρχηγός της ‘ΕΣΠΟ’», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα,
11/10/1942).

Η κατάσταση αυτή σύντομα όμως άρχισε να μεταβάλλεται εκ νέου. Από τη μια η


ανεπαρκής τροφοδοσία των καταστημάτων με εμπορεύματα μείωσαν σημαντικά τα
αποθέματα, και από την άλλη η μείωση των δυνάμεων κατοχής (ειδικά των γερμανικών) και
η μεγάλη μείωση των στρατιωτικών μισθών των δυνάμεων κατοχής λόγω πληθωρισμού,
σήμαινε πως οι αγορές των απλών Γερμανών και Ιταλών φαντάρων δεν μπορούσαν πια να
κρατήσουν από μόνες τους ψηλά τη ζήτηση.
Παρά τη σταδιακή μείωση των ατομικών αγορών μελών των δυνάμεων κατοχής η
ζήτηση δεν κατέρρευσε, και το εμπόριο ανέκαμψε ως ένα βαθμό. Τρεις ήταν οι νέες πηγές
τροφοδοσίας του νέου αυτού κατοχικού εμπορίου:
α) Μαύρη αγορά (ειδικά η μικρής κλίμακας – τουλάχιστον αρχικά). Σε μια περίοδο
με ολοένα και χαμηλότερους πραγματικούς μισθούς και συνεχή άνοδο της τιμής των
σπάνιων τροφίμων και καυσίμων (ειδικά το χειμώνα 1941-42 που ήταν από τους πλέον

368
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κρύους του 20ου αιώνα), ένα συνεχώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού αναγκάστηκε να
μετατραπεί, τουλάχιστον εν μέρει, σε μικροέμπορους, πουλώντας ρούχα, έπιπλα ή άλλα
είδη προκειμένου να βρει τα απαραίτητα. Εξάλλου η εκτόξευση του πληθωρισμού σήμαινε
πως τα χρήματα έπρεπε να επενδυθούν άμεσα σε κάποιο αγαθό που θα διατηρούσε την
αξία του. Έτσι, παρά τη μειωμένη προσφορά προϊόντων, η ενασχόληση ολοένα και
περισσότερων με το (συνήθως παράνομο) μικρεμπόριο, σε συνδυασμό με τις μεγάλες
αποδόσεις που κάποια αγαθά μπορούσαν να αποφέρουν στη μαύρη αγορά, σήμαινε πως η
πτώση του εμπορικού τζίρου στο σύνολο της χώρας ήταν στην πραγματικότητα πολύ
μικρότερη από εκείνη που υποδείκνυαν τα επίσημα στατιστικά. Όταν επανήλθαν σταδιακά
οι μισθοί σε ικανοποιητικά επίπεδα το 1943, οι περισσότεροι συνέχιζαν την «παράπλευρη»
ενασχόλησή τους με το εμπόριο λόγω της ανάγκης να προστατευτούν από τον πληθωρισμό,
έστω και με το ξεπούλημα της περιουσίας τους (που συχνά είχε εξαντληθεί ως τότε) είχε
μειώσει αυτού του είδους το εμπόριο της εκμετάλλευσης. Η μείωση όμως αυτή μάλλον
εξισορροπούνταν και με το παραπάνω από την αύξηση των εισαγωγών και την αυξημένη
αγοραστική δύναμη των ελλήνων καταναλωτών. Η αυξημένη αγοραστική δύναμη του 1943
και εν μέρει και του 1944, φαίνεται πως επηρέασε μάλιστα και τις υπηρεσίες διασκέδασης
(θέατρα, μπαρ κλπ), τα οποία ήταν σε γενικές γραμμές φθηνότερα από τα σπάνια
καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα κλπ.612
β) Αγορές των αρχών κατοχής. Εκτός της «λαϊκής» ζήτησης (κυρίως τροφίμων), ένα
σημαντικό μέρος του τζίρου των εμπόρων (ειδικά των επίσημων) της εποχής προερχόταν
από τις προμήθειες των κατακτητών. Εξάλλου οι τελευταίοι επιδίωκαν να ικανοποιήσουν
613
ένα όσο μπορούσαν μεγαλύτερο μέρος των αναγκών τους από την Ελλάδα. Όταν οι

612
Ωστόσο κάποιες μορφές διασκέδασης (εστιατόρια, μπαρ κλπ) παρέμεναν αρκετά ακριβές, ειδικά
για τις φτωχότερες τάξεις. Όπως γράφει ο Μον του ΔΕΣ για παράδειγμα, στο Κολωνάκι «δεν υπάρχει
κανένας περιορισμός στις μερίδες, εκτός από εκείνον που σας επιβάλει το πορτοφόλι σας. Αλλά στο
Κολωνάκι υπάρχουν χρήματα». Η δε γειτονική (επιταγμένη) «Μεγάλη Βρετανία» ήταν ένα από τα
καλύτερα οργανωμένα ξενοδοχεία της Ευρώπης, όπου «μας κάνει έκπληξη η πλούσια εκλογή ποτών
στο μπαρ». Στην περιοχή του Πανεπιστημίου, μπορούσε να παραγγείλει κανείς παγωτό ή γλυκό στο
καφενείο του Γιαννάκη, όπου μπορεί η τιμή να «ισοδυναμεί με το ημερομίσθιο ενός εργάτη, αλλά
βέβαια δεν βρίσκεται τέτοια εδώ τέτοια πελατεία». Μον, Πωλ: Η αποστολή μου στην κατεχόμενη
Ελλάδα, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας/Εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα, 2000, σσ. 148-151.
613
Ενδεικτικά αναφέρεται η μεγάλης έκτασης προμήθεια προς τις δυνάμεις κατοχής (σε Ελλάδα και
εξωτερικό) τροφίμων από όλη την Ελλάδα (κυρίως – αλλά όχι μόνο – ξηρών καρπών, σταφίδας,
σύκων, λαχανικών, ελιών και εσπεριδοειδών) από τις εταιρείες των αδελφών Καρδασιλάρη («Υιοί
Καρδασιλάρη και «Αδελφοί Καρδασιλάρη»). Οι Καρδασιλάρηδες είχαν μάλιστα εξασφαλίσει και την

369
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

προμήθειες αυτές αφορούσαν αγαθά που δεν παράγονταν στην Ελλάδα οι προμήθειες
γίνονταν με εισαγωγές από το εξωτερικό, συνήθως μέσω ελληνικών (ή κάποιες φορές ξένων
αλλά με υποκαταστήματα στην Ελλάδα) επιχειρήσεων. Σημαντικό μέρος των εισαγωγών
κατέληξε λοιπόν σε Ιταλούς και κυρίως Γερμανούς. Η σταθερή ισοτιμία λιρέτας και
γερμανικού μάρκου, σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό καθιστούσαν τις εισαγωγές
τεχνητά φθηνές (τουλάχιστον ως την ίδρυση της DEGRIGES – βλ. παραπάνω), με
αποτέλεσμα όσοι ασχολούνταν με την πώληση εισαγόμενων προϊόντων σε κατακτητές ή μη
– ειδικά το 1942 – να είναι από τους πλέον κερδισμένους της περιόδου.614

αποκλειστικότητα της παραγωγής της Χίου για την τροφοδοσία των προμηθειών τους. Στις πληρωμές
του ΓΚΤΣ μέσω της Εθνικής Τράπεζας – ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ66Φ3857 – εμφανίζονται ποσά περίπου 250
χρυσών λιρών για το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1943, αλλά φαίνεται πως οι συνολικές πληρωμές
ήταν πολλαπλάσιες. Ενδεικτική της έκτασης των προμηθειών της εταιρείας ήταν - σύμφωνα με
έγγραφα του ΣΠΑΠ – η διάθεση στους Υιούς Καρδασιλάρη από τις γερμανικές αρχές 550 βαγονιών
σε ένα έτος για τις σχετικές μεταφορές, από τα οποία τα στοιχεία ανέφεραν πως είχαν γεμίσει τα
384. Φαίνεται μάλιστα ότι παρά τις χαμηλές τιμές στις οποίες αγόραζαν τα προϊόντα και τα
σημαντικά έσοδα δεν πλήρωναν τους απαιτούμενους φόρους. Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμοι
4/1946, αρ. 621, 11/1947, αρ. 1063, 16/1947, αρ. 1547, καθώς και πρακτικά τόμοι 2/1948, αρ. 175,
187 και 3/1948, αρ. 475-7. Σύντομη αναφορά στις προμήθειες Καρδασιλάρη και στο μονοπώλιο της
Χίου κάνει και ο ίδιος ο Τσολάκογλου (Απομνημονεύματα, Έκδοση «Ακροπόλεως, Αθήνα, 1959, σελ.
204). Στους υιούς Καρδασιλάρη επιβλήθηκε ένα από τα μεγαλύτερα ποσά στην μεταπολεμική
φορολογία πλουτησάντων (300.000.000 μεταπολεμικές δραχμές). Βλ. Ελευθερία Αθηνών: «οι
παρανόμως πλουτήσαντες έμποροι», 17/4/1945.
614
Κάποιοι από αυτούς μάλιστα προτιμούσαν να προμηθεύουν τις δυνάμεις κατοχής παρά το
ελληνικό κατοχικό κράτος, αφού το τελευταίο προσέφερε συνήθως χαμηλότερες τιμές. Ο
Τσολάκογλου (Απομνημονεύματα, Έκδοση «Ακροπόλεως, Αθήνα, 1959, σσ. 201-205) αναφέρει
κάποια τέτοια περιστατικά παραγωγών και εμπόρων που προσέφυγαν στους Γερμανούς (που έδιναν
καλύτερες τιμές) προκειμένου να γλυτώσουν την υποχρεωτική πώληση στις χαμηλές τιμές που
ζητούσε η Ελληνική Πολιτεία. Αν και οι αναφορές αυτές σχετίζονται με την προσπάθειά του να
μετατοπίσει τις ευθύνες για τα οικονομικά προβλήματα της κατοχής αλλού, τα περιστατικά που
καταγράφει διασταυρώνονται και από άλλες πηγές. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι η κορύφωση στις
αιτήσεις εγγραφής νέων μελών στον Εμπορικό Σύλλογο Αθηνών παρουσιάζεται το 1942 (έτος
μεγάλων εμπορικών κερδών από εισαγωγές και μαύρη αγορά), όταν ο αριθμός των εγγραφών
τριπλασιάζεται σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, φτάνοντας τις 321. Βλ. Χατζηϊωάννου, Μαρία
Χριστίνα, Μαυροειδή, Μαρία (επιμ. Γεωργία Μ. Πανσεληνά): Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών, 1902-
2002: Ιστορική αναδρομή στη συλλογική συνείδηση των εμπόρων. Εκδόσεις Κέρκυρα, Αθήνα, 2002,
σσ. 144-172. Είναι μάλλον βέβαιο ότι για σημαντικό μέρος της αύξησης αυτής ευθύνεται και η

370
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γ) Αγορές νεόπλουτων. Η μεγάλη αναδιανομή πλούτου κατά την κατοχή, είχε ως


λογική της συνέπεια την δημιουργία μιας ομάδας νεόπλουτων, οι οποίοι διέθεταν άφθονη
αγοραστική δύναμη και έπρεπε να προστατέψουν τα κέρδη τους αυτά από το φόβο του
πληθωρισμού. Η κατηγορία αυτή στράφηκε αρχικά στην αγορά χρυσών νομισμάτων, και
ειδών που εκποιούσαν οι χαμένοι της περιόδου (έπιπλα, κοσμήματα, χαλιά κλπ) στους
πολυάριθμους χώρους δημοπρασιών, ενεχυροδανειστήρια, μεταπωλητές κλπ που
ανθούσαν την περίοδο εκείνη. Σταδιακά όμως, ειδικά όταν βελτιώθηκε και η επισιτιστική
κατάσταση, είχαμε μια αύξηση και στις εισαγωγές ειδών πολυτελείας. Τα είδη αυτά
φαίνεται πως ήταν ανάμεσα σε εκείνα που επιδίωκαν να εισάγουν οι γερμανικές αρχές
μετά την πρώτη περίοδο της κατοχής (ο Neubacher αναφέρει επανειλημμένα σε έγγραφα
και στο βιβλίο του την προσπάθεια αύξησης των εισαγωγών προκειμένου να τροφοδοτηθεί
η αγορά και να συγκρατηθούν οι τιμές), με κυριότερο στόχο τους Έλληνες που διέθεταν τα
χρήματα για να επενδύσουν σε τέτοιες αγορές.615 Οι εισαγωγές αυτές μάλιστα φαίνεται
πως απέβησαν αρκετά προσοδοφόρες για καταστήματα όπως το Μινιόν (που κατάφερε με
τα κατοχικά κέρδη να γίνει από περίπτερο πολυκατάστημα) και της αλυσίδας
καταστημάτων Άκρον – Ίλιον – Κρυστάλ.616

εμφάνιση των καταναλωτικών συνεταιρισμών μέσω τον οποίων μπορούσε κανείς να λαμβάνει
τρόφιμα. Ωστόσο δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στα ονόματα που είναι κάποιοι έμποροι που
συναντάμε σε άλλες πηγές να εισάγουν και να προμηθεύουν διάφορα είδη στις αρχές κατοχής.
615
Αξίζει να αναφερθεί για παράδειγμα, πως σύμφωνα με τα ελλιπή επίσημα στατιστικά στοιχεία
(Μηνιαία Δελτία Εμπορίου), τα είδη πολυτελείας ήταν από τις κατηγορίες που το 1943 βρίσκονταν
πλησιέστερα στα προπολεμικά νούμερα. Το έτος εκείνο εισήχθησαν για παράδειγμα 22.336 τεμάχια
ρολογιών χειρός ή τσέπης, σε σχέση με 38.106 το 1937, 51.861 το 1938, αλλά 7.991 το 1941. Ομοίως,
τα αντικείμενα από πορσελάνη, που η εισαγωγή τους έφτανε τις 252.000 κιλά το 1938, πλησίασε το
1943 στα 176.738 κιλά και το προβληματικό 1944 διατηρήθηκε σε παρόμοια επίπεδα (165.064 κιλά),
όταν το 1941 είχε πέσει μόλις στα 9.936 κιλά. Τα είδη αυτά είχαν το πλεονέκτημα του μικρού όγκου
και της σχετικά μεγάλης αξίας και μπορούσαν έτσι να εισαχθούν σε μεγαλύτερες ποσότητες για να
δράσουνσαν κάποιας μορφής υποκατάστατο της λίρας.
616
Σε αγγλική έκθεση για τους οικονομικούς συνεργάτες των κατακτητών στην Ελλάδα προσάπτεται
στους Μεϊμαρίδη και Πιρπίρογλου (ιδιοκτήτες των καταστημάτων «Άκρον», «Ίλιον», «Κρυστάλ»,
«Παζάρ» και των κλειστών «Ερμείον» και «Λαϊκόν»), η κατηγορία της εισαγωγής τεράστιας
ποσότητας αγαθών αξίας 3.000.000 RM από τη Γερμανία με τη βοήθεια των γερμανικών αρχών, από
τα οποία η ίδιοι οι Μεϊμαρίδης και Πιρπίρογλου αποδέχονταν τα 1.200.000 RM. Βλ. TNA, WO
204/12766, Greece – Reports on Economic Collaborators. Nr. 1, 15/3/1946. Το όνομα τους περιέχεται
και στην δημοσιευμένη λίστα των «πλουτησάντων επί κατοχής» (βλ. εφημερίδα Έθνος, 23/8/1945).

371
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 6: Διαφήμιση του μεγάλου οίκου δημοπρασιών «Βερίτας Α.Ε.» (εφημερίδα Πρωία,
18/8/1942) για δημοπρασία (σε δύο μάλιστα διευθύνσεις) διαφόρων ειδών που «σκότωναν» σε
χαμηλές τιμές όσοι δεν είχαν τα απαραίτητα για να επιβιώσουν αλλιώς. Τα περισσότερα είδη που
φαίνεται να προτιμώνται (και γι’ αυτό τονίζονται περισσότερο στη διαφήμιση) είναι όσα
διατηρούσαν την υψηλή τους αξία στο χρόνο, όπως κοσμήματα, χαλιά, ακριβά έπιπλα, έργα
τέχνης, σερβίτσια και άλλα είδη πολυτελείας.

Μαύρη αγορά

Το χαρακτηριστικότερο φαινόμενο που έχει να κάνει με το κατοχικό εμπόριο (και από το


οποίο προήλθαν και αρκετά από τα μεγαλύτερα κέρδη της περιόδου) είναι βεβαίως η
μαύρη αγορά. Ένα τόσο μεγάλης βαρύτητας και σημαντικής έκτασης φαινόμενο απαιτεί
ειδικότερη ανάλυση και ως εκ τούτου σε αυτό θα εστιαστούμε περισσότερο στη συνέχεια
του κεφαλαίου, ενώ θα ακολουθήσει η εξέταση ενός τμήματος των προμηθειών των αρχών
κατοχής, το οποίο επίσης μπορούσε να αποφέρει σημαντικά κέρδη στους εμπλεκόμενους σ’
αυτό.
Ο αποκλεισμός της κατεχόμενης Ελλάδας από τους περισσότερους εμπορικούς
εταίρους της στο εξωτερικό και οι δυσμενείς επιπτώσεις της επιστράτευσης και του
πολέμου στην εσωτερική παραγωγή τροφίμων, είχαν ως αναμενόμενο – και μη
αποκλειστικά ελληνικό – αποτέλεσμα την ένταση της μαύρης αγοράς. Εξάλλου, όταν το
ελληνικό κράτος ενέτασσε τα περισσότερα τρόφιμα στη διατίμηση με τιμές που απείχαν
πολύ από την αγοραστική τους αξία, τη στιγμή μάλιστα που η συνεχής εκτύπωση νέου

372
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

χρήματος και οι ελλείψεις εκτόξευαν τον πληθωρισμό στα ύψη, θα ήταν παράλογο να μην
περίμενε κανείς την εμφάνιση εκτεταμένης μαύρης αγοράς.
Όμως δεν ήταν μόνο οι ελλείψεις από το σύνολο της χώρας, αλλά τα σημαντικά
προβλήματα στις μεταφορές που επιδείνωναν σημαντικά την κατάσταση σε τοπικό επίπεδο
και αποτελούσαν μία από τις σημαντικές αιτίες τόσο της πείνας στην Αθήνα και σε άλλες
μεγάλες πόλεις, όσο και της ανισοκατανομής των αγαθών στις αγορές της κατεχόμενης
Ελλάδας. Οι δυσκολίες στις μεταφορές είχαν μάλιστα αναγνωριστεί από την αρχή ως
βασικό πρόβλημα για τη λειτουργία της αγοράς, που θα δημιουργούσε ελλείψεις. Όπως
παρατηρούσε άρθρο σε εφημερίδα της εποχής, όταν τα πτώματα από την πείνα είχαν ήδη
κάνει την εμφάνισή τους στους αθηναϊκούς δρόμους, «ένα βλέμμα στις επαρχίες και γενικά
στα παραγωγικά κέντρα δίνει από τη πρώτη στιγμή την εξήγηση του μυστηρίου της
ακρίβειας των τροφίμων στην Αθήνα. Δεν είναι η μαύρη αγορά μόνο, που φουσκώνει τις
τιμές τους. Εκείνο που κυρίως προκαλεί την υπερτίμηση των τροφίμων σε ορισμένα αστικά
κέντρα, όπως η Αθήνα, είναι οι δυσκολίες των μεταφορών».617
Όπως είδαμε η ανεπαρκέστατη πρσφορά των τροφίμων στα αστικά κέντρα δεν
ήταν ασφαλώς μόνο θέμα της κακής κατάσταση των μεταφορών. Ακόμα και αν υπήρχαν τα
μεταφορικά μέσα, η έλλειψη ισχυρού κινήτρου για την πώληση της παραγωγής μέσω των
επίσημων δικτύων (λόγω μη ικανοποιητικής τιμής, αλλά και της σπανιώτητας των άλλων
καταναλωτικών αγαθών στις πόλεις), σήμαινε πως αρκετοί αστοί θα αναγκάζονταν να
εκστρατεύσουν στην επαρχία για την εξασφάλιση τους. Τα λίγα στοιχεία που διαθέτουμε
για τις μετακινήσεις αυτές μέσω του σιδηροδρόμου, δείχνουν εξάλλου πως, παρά διακοπή
των δρομολογίων (των ΣΕΚ, και για μικρότερο διάστημα άλλων σιδηροδρόμων) λόγω της
ανατίναξης γεφυρών, η πραγματική μείωση των επίγειων μεταφορών ήταν κάπως
μικρότερη εκείνης που παρουσιαζόταν στα κείμενα της εποχής. Όπως φαίνεται και στον
πίνακα που ακολουθεί, μια σημαντική μείωση είχε ήδη παρατηρηθεί από το 1940, αλλά,
παρά τον προσωρινό περιορισμό λειτουργίας των ΣΕΚ, ο συνολικός αριθμός των
μεταφερόμενων επιβατών το 1941 ήταν μεγαλύτερος κατά 11% εκείνου του 1940, με την
μεγαλύτερη αύξηση να παρατηρείται στον Ηλεκτρικό (εν μέρει λόγω των δυνάμεων
κατοχής) και κυρίως στους σιδηροδρόμους Θεσσαλίας, μέσω των οποίων γινόταν η
τροφοδοσία μεγάλου μέρους της μαύρης αγοράς της πρωτεύουσας. Αυτό που δεν
καταγράφουν τα στατιστικά αυτά είναι το βάρος των αποσκευών των επιβατών, το οποίο
θα πρέπει να είχε αυξηθεί σημαντικά, αφού πλέον οι περισσότεροι (τουλάχιστον στο

617
«Πίσω, στο εμπόριο…», άρθρο του συνεργάτη της εφημερίδα Ν. Ζαρίφη, στο Ελεύθερον Βήμα
Αθηνών, 7/11/1941.

373
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δεύτερο μισό του 1941, όταν και ανέκαμψαν οι αριθμοί) ταξίδευαν για να αγοράσουν
τρόφιμα, συχνά αναγκαζόμενοι να τα ανταλλάξουν με τιμαλφή, ρούχα ή οτιδήποτε άλλο
μπορεί να διέθεταν.

Σιδηροδρομικές μεταφορές (1938-1941)


Πελοποννή- Ηλεκτρικός ΒΔ. Πύργου-
Έτος ΣΕΚ Θεσσαλίας Σύνολο
σου (Αθ.-Πειραιά) Ελλάδας Κατάκολου
Επιβάτες (χιλιάδες)
1938 5.254,4 3.468,2 20.253,5 1.074,5 332,0 107,9 30.694,9
1939 5.330,7 3.284,7 20.074,6 990,0 296,7 105,4 30.289,3
1940 3.474,0 1.795,1 17.228,9 866,5 328,7 74,9 23.939,0
1941 158,7 1.592,8 22.394,5 1.914,7 443,9 90,7 26.595,3
Εμπορεύματα (τόνοι)
1938 1.654.932 396.816 8.033 202.040 30.463 36.266 2.433.348
1939 1.901.298 392.841 6.100 212.052 26.821 30.907 2.727.452
1940 1.660.337 322.200 5.415 178.377 30.096 17.103 2.312.145
1941 154.934 258.169 10.823 112.213 38.803 13.020 587.962
Πίνακας 4.20: Πηγή: Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Μηνιαίον Στατιστικόν Δελτίον,
Ιανουάριος-Δεκέμβριος 1943-1944, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα, [χ.η.].

Η μεταφορά εμπορευμάτων (ασφαλώς όχι μόνο τροφίμων), που για μεγάλες


αποστάσεις γινόταν μέσω των ΣΕΚ, παρουσίασε πραγματικά μεγάλη πτώση, περιοριζόμενη
το 1941 στο 24% της προπολεμικής. Ωστόσο, μπορούμε λογικά να υποθέσουμε πως το μη
μεταγραφόμενο ποσοστό εμπορευμάτων που μεταφερόταν κρυφά στις αποσκευές για τη
μαύρη αγορά ήταν αρκετά σημαντικό (και σχεδόν σίγουρα αρκετά αυξημένο σε σχέση με
την προπολεμική περίοδο) ώστε να μειώσει κάπως την πτώση των μεταφερόμενων
εμπορευμάτων. Ο Μαργαρίτης για παράδειγμα εκτιμά – χωρίς όμως να διαθέτει τα
στοιχεία του παραπάνω πίνακα – τα τρόφιμα που μεταφέρονταν την περίοδο της πείνας
μέχρι την πρωτεύουσα σε περίπου 10.000 με 15.000 τόνους το μήνα, ενδεχομένως γύρω
στο 2/3 αυτών να έφταναν με το τρένο. Ο αριθμός αυτός μάλιστα δεν περιλαμβάνει τις
παρόμοιες «μαύρες» μεταφορές για άλλες ελληνικές πόλεις.618

618
Μαργαρίτης, Γιώργος: Προαναγγελία Θυελλωδών Ανέμων… Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη
περίοδος της κατοχής, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009, σσ. 245-247. Ο υπολογισμός του έγινε με βάση έναν
αριθμό περίπου 10.000 με 20.000 ατόμων που ταξίδευαν για τρόφιμα τον Νοέμβριο του 1941,
αριθμός που με τη σειρά του προκύπτει από αναφορές εφημερίδων για 2.000 μικρομαυραγοριτών
(οι 1.500 με το τρένο) που έφταναν κάθε μέρα σε Θεσσαλία και Μακεδονία για αναζήτηση τροφής.
Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά 291.500 ήταν οι επιβάτες των σιδηροδρόμων Θεσσαλίας για τον
Νοέμβριο. Δεν προέρχονταν ασφαλώς όλοι από την Αθήνα, αλλά ο μεγάλος τους αριθμός και η
σημαντική αύξηση που παρατηρείται σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο (οι 291.500 του

374
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ωστόσο οι όποιες ποσότητες μεταφέρονταν με τον τρόπο αυτόν απείχαν


σημαντικά από τα μεγάλα φορτία και δεν αναιρούν ουσιαστικά την εικόνα της σημαντικής
πτώσης των μεταφορών, ειδικά κατά το πρώτο κατοχικό έτος (η ανατίναξη των γεφυρών
Γοργοποτάμου και Ασωπού το 1942 και 1943 επισκευάστηκαν ταχύτερα). Εξάλλου, το
μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών πλοίων και των αυτοκινήτων είχαν απολεστεί για την
ελληνική οικονομία (τα περισσότερα από τα πρώτα διέφυγαν, τα δε δεύτερα
επιστρατεύτηκαν ή/και καταστράφηκαν), και η χρήση οχημάτων των δυνάμεων κατοχής
συνήθως εξυπηρετούσε περισσότερο τους δικούς τους σκοπούς.619 Οι μεταφορές που
γίνονταν με ζώα ή μικρά σκάφη, συχνά μη επαρκώς (ή και καθόλου στις περιπτώσεις
ταξιδιών αποκλειστικά για τη μαύρη αγορά) καταγραφόμενες στις επίσημες εκτιμήσεις,

Νοεμβρίου 1941 ισούνται με το 27,1% ολόκληρου του 1938) υποδηλώνει πως οι περισσότεροι από
τους επιβάτες πρέπει να ταξίδευαν γι’ αυτό τον σκοπό, έστω και αν αρκετοί από αυτούς δεν
προέρχονταν από την Αθήνα. Όταν στα μέσα Νοεμβρίου έγινε μια προσπάθεια να συλληφθούν
κάποιοι από αυτούς σταματώντας ένα τρένο των ΣΕΚ απότομα πριν φτάσει σε κάποιον από τους
Αθηναϊκούς σταθμούς (οι επιβάτες αυτοί συνήθως κατέβαιναν ή παρέδιδαν το εμπόρευμα σε
κάποιον μη κεντρικό σταθμό με λίγους ελέγχους), ο έλεγχος απέδωσε εκατοντάδες μαυραγορίτες και
«τόνους τροφίμων» σε τρία βαγόνια («Απλετον φως ει το επαίσχυντον όργιον των καρχαριών της
μαύρης αγοράς. Τα τρία βαγώνια», εφημερίδα Ακρόπολις, 19/11/1941). Δεν είναι δυνατόν να
υπολογίσουμε πόσα ακριβώς μπορεί να ήταν τα τρόφιμα που μεταφέρθηκαν το 1941 κρυφά στις
αποσκευές επιβατών. Αν υποθέσουμε όμως ότι ο ρυθμός των 10.000 με 15.000 τόνων θα αφορούσε
μόνο 2 με 3 μήνες και ότι πριν το καλοκαίρι οι ποσότητες που προορίζονταν για τη μαύρη αγορά θα
ήταν πολύ μικρές, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε – με κάθε επιφύλαξη – ότι συνολικά θα
μεταφέρθηκαν γύρω στους 40.000 με 50.000 τόνους, στους οποίους θα πρέπει να προσθέσουμε και
μια επιπλέον ποσότητα για την υπόλοιπη Ελλάδα. Φαίνεται λοιπόν ότι το συνολικό ποσοστό πρέπει
να ήταν λίγο πάνω από το 10-15% των επισήμως καταγεγραμμένων εμπορευμάτων για το 1941. Τα
επόμενα χρόνια, όπου και οι 12 μήνες ήταν κατοχικοί και οι μεγαλομαυραγορίτες μπορούσαν να
εκμεταλλεύονται τις σχέσεις τους με το καθεστώς και τις αρχές κατοχής, το ποσοστό αυτό θα πρέπει
να ήταν πολύ μεγαλύτερο, ίσως και πάνω από το 20-25%.
619
Η πτώση στις θαλάσσιες μεταφορές ήταν μεγαλύτερη, αλλά και εκεί φαίνεται πως υπήρχε
σημαντική κρυφή μεταφορά. Χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει άρθρο της εποχής για τη Ραφήνα
και τη Σκάλα Ωρωπού, που «είναι οι κυρίως χρησιμοποιούμενοι όρμοι εισαγωγής από τους
μαυραγορίτες». Εκεί μεταφέρουν, «πολλά ιστιοφόρα από τη Θεσσαλονίκην και την Χαλκιδικήν
τρόφιμα διενεργούντα μαύρην αγοράν». «Οι όρμοι της Αττικής», εφημερίδα Πρωία, 22/11/1941.

375
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αναπλήρωναν μικρό μόνο μέρος του κενού, ειδικά σε ό, τι αφορά μεγάλα φορτία και
μεγάλες αποστάσεις.620
Έτσι λοιπόν, ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων αναγκαζόταν να
ασχοληθεί με τη μαύρη αγορά από τους πρώτους μήνες της κατοχής, ως κύριο μέσο
εξεύρεσης των απαραίτητων για την επιβίωσή του, ειδικά από τη στιγμή που οι
πραγματικοί μισθοί είχαν καταρρεύσει και η διεθνής βοήθεια μόλις ξεκινούσε τη μεταφορά
μικρών ποσοτήτων τροφίμων, εντελώς ανεπαρκών για την κάλυψη των ελληνικών αναγκών.
Σύντομα ο «μαυραγορίτης» έγινε καθημερινό θέμα συζήτησης, και άρχισε να απασχολεί τις
εφημερίδες. Κοινή παρατήρηση στις περισσότερες αναφορές είναι η ξαφνική αλλαγή, που
συνήθως είχε να κάνει με την οικονομική κατάσταση του μαυραγορίτη και την ταχεία
άνοδό του,621 που από άγνωστος έγινε πια περιζήτητος (κατά τον Ψαθά από «γνωστότερός
σου άγνωστος» προπολεμικά έγινε ο «αγνωστότερος γνωστός σου»),622 του ταπεινής
καταγωγής (και συχνά άξεστου) επιδειξία νεόπλουτου.623
Ωστόσο αυτοί αποτελούσαν μέρος (πιθανότατα σχετικά μικρό) όσων ασχολούνταν
με τη μαύρη αγορά, αφού πολλοί απλώς προσπαθούσαν να βγάλουν τα απαραίτητα. Όταν
κορυφώνεται το φαινόμενο και ξεκινά η δημόσια «εκστρατεία» κατά των μαυραγοριτών,
στις επίσημες λίστες συλληφθέντων εμφανίστηκαν ολοένα και περισσότεροι παλιοί

620
Μεγάλο μέρος της πτώσης αυτής είχε να κάνει με εισαγόμενα καταναλωτικά και βιομηχανικά
προϊόντα, και όχι αποκλειστικά τα εγχώρια τρόφιμα. Ωστόσο η έλλειψη μεταφορικής δυνατότητας
είχε επίπτωση στην οικονομία. Από το 1942 γίνονταν συνεχείς προσπάθειες αύξησης των εισαγωγών
κάποιων προϊόντων, αφενός ως μέσο συγκράτησης του πληθωρισμού και αφετέρου επειδή κάποια
από αυτά ήταν απαραίτητα για τα προγράμματα του Άξονα στην Ελλάδα. Οι διακοπές στις
συγκοινωνίες είχαν έτσι δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στην κατοχική ελληνική οικονομία, όσο και στη
δυνατότητα των κατακτητών να την εκμεταλλεύονται.
621
Ασφαλώς όμως τα σχόλια, ακόμα και αν αφορούσαν «επιτυχημένους επιχειρηματίες» της μαύρης
αγοράς, δεν ήταν ιδιαίτερα θετικά στον τύπο. Για παράδειγμα η εφημερίδα Παρατηρητής των
Χανίων, παρατηρεί στις 3 Δεκεμβρίου του 1941 («Μαυραγορίτες, μέρος 2ον») πως: «Είναι
εκπληκτικό το πώς κατάντησαν Μαυραγορίτες και άνθρωποι, οι οποίοι ήσαν γνωστοί ότι κατείχαν
κάποια αρκετά καλή θέση στην Κοινωνία».
622
Δ. Ψαθάς: «Σκίτσα και τύποι της εποχής. Μαυραγορίτης ο κρύος», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα,
12/2/1942.
623
Ο ξαφνικός αυτός πλουτισμός, έκανε μάλιστα πολλούς από αυτούς αίφνης φανατικούς
αντιαριστερούς και γερμανόφιλους. Βλ. το παράδειγμα του πρώην κηπουρού και νυν «μεγάλου
καπιταλιστή» που αναφέρει ο Mazower (Η Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, Εκδόσεις
Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1994 [1993], σελ. 87).

376
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

έμποροι και βιομήχανοι.624 Φαίνεται μάλιστα πως ήδη από τους πρώτους μήνες της
κατοχής είχαν δημιουργηθεί και κάποιες οργανωμένες «μαυραγορίτικες εταιρείες», ή
κρυφά εργοστάσια υπαρχόντων εταιρειών.625

624
Ανάμεσα στις πρώτες μεγάλες συλλήψεις τον Νοέμβριο ήταν για παράδειγμα και ο Ζωναράς του
γνωστού ζαχαροπλαστείου «Ζώναρς» («Αμείλικτος συνεχίζεται ο διωγμός της μαύρης αγοράς. Άλλο
συγκλονιστικόν σκάνδαλον κλοπής τροφίμων των νοσοκομείων. Ο πρωθυπουργός κ. Τσολάκογλου
με τον εισαγγελέα κ. Μικρουλέα επί κεφαλής της διώξεως. Άρχισαν και συνεχίζονται αι απολογίαι
των κατηγορουμένων διά το σκάνδαλον της ζακχάρεως. Προεφυλακίσθη ο Ζωναράς και
απεφυλακίσθη ο Κωνσταντίνου», Ακρόπολις, 21/11/1941), ενώ στις ανάμεσα στις πολυάριθμες
περιπτώσεις που αναφερόταν τον Δεκέμβριο του 1941, ήταν για παράδειγμα η ανακάλυψη 8
βαρελιών με λάδι και άλλων 8 με λίπος στο εργοστάσιο μπισκότων Παπαδοπούλου, εκείνη 30
βαρελιών λινελαίου στις αποθήκες της ΕΛΜΑ, άλλη 112 βαρελιών ανθρακασβεστίου στο εργοστάσιο
του «Αιόλου» («Υπερχιλίοι οι συλληφθέντες τελευταίως μαυραγορίται, μεταξύ αυτών 50
μεγαλοβιομήχανοι με κέρδη δεκάδων εκατομμυρίων. Αποθήκαι και τρόφιμα κατασχεθέντα υπό των
ασθενών αξίας 500.000.000 δραχμών. Εις ένα μήνα μαυραγορίτικη εταιρεία κερδίζει 15.000.000
δραχμάς», εφημερίδα Ακρόπολις, 14/12/1941), ή ακόμα εκείνη 800 σάκων σπάνας ναφθαλίνης και
«μεγάλων ποσοτήτων» ξηρών καρπών, στις αποθήκες της «Α.Ε Κατραμάτος» στον Πειραιά
(«Σήμερον θα διανεμηθεί μερίς άρτου 50 δραμιών κατ’ άτομον. Συνεχίζεται ο αγών προς εξόντωσιν
της μαύρης αγοράς», εφημερίδα Πρωία, 3/12/1941). Σε κάποιες περιπτώσεις το αντικείμενο της
μαύρης αγοράς δεν είχε μάλιστα σχέση με την επίσημη παραγωγή της επιχείρησης, όπως η πώληση
καυσίμων από τον βιομήχανο μεταξωτών Ναθαναήλ («Μέγας μαυραγορίτης», εφημερίδα Πρωία,
13/12/1941. Η περίπτωση των μπισκότων Παπαδοπούλου θα έχει και επόμενο γύρο, αφού φαίνεται
πως μετά την ανακάλυψη των βαρελιών, οι ιδιοκτήτες επιδίωξαν και πέτυχαν την επίταξή τους από
τους Γερμανούς, ώστε με το λάδι, τη ζάχαρη και άλλα υλικά που είχαν παράνομα στην κατοχή τους
να φτιάξουν μπισκότα για τη Wehrmacht, αφού η πρόταση της Ελληνικής Πολιτείας να φτιάξουν
μπισκότα για τα ελληνικά νοσοκομεία ήταν λιγότερο επικερδής. Βλ. ΓΑΚ, Ει.Δ.Α., πρακτικά τόμος
10/1946, αρ. 1072 και τόμος 13/1946, αρ. 1443. Σκάνδαλο νωθείας με προεκτάσεις μαύρης αγοράς
είχε προκύψει και με το γάλα της ΕΒΓΑ, αλλά τελικά η εταιρεία αθωώθηκε το 1942 («Η υπόθεσις της
εταιρείας ‘ΕΒΓΑ’», Βιομηχανική Επιθεώρισις, τεύχος 98, Αύγουστος 1942).
625
Τον Δεκέμβριο του 1941 για παράδειγμα, αναφέρεται η ανακάλυψη «μυστικού εργοστασίου
παραγωγής οινοπνευματωδών ποτών εις το χωρίον Όλυμπος παρά το Λαύριο», που ανήκε στους
αδελφούς Μεταξά. Στο εργοστάσιο κατασχέθηκαν 15.000-16.000 οκάδες (19.230 ως 20.512 κιλά)
απόσταγμα οινοπνεύματος 72 βαθμών και 2.000 οκάδες (2.564 κιλά) «μπουζί» των 35 βαθμών. Την
ίδια μέρα απολογήθηκε ένας άλλος «μεγάλος» της μαύρης αγοράς, ο μεγαλέμπορος υαλικών
Φειδίας Γιαδικιάρογλου, που μηνύθηκε μάλιστα από τον ίδιο τον Τσολάκογλου («Συνεχίζεται η
δίωξις της μαύρης αγοράς, θα δοθεί και σήμερον άρτος 50 δραμίων», εφημερίδα Πρωία, 6/12/1941.
Δεν είναι βέβαιο αν η μήνυση αφορούσε και τον αδελφό του, Ρωμύλο, ο οποίος συμμετείχε επίσης

377
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Το φαινόμενο της μαύρης αγοράς ασφαλώς δεν ξεκίνησε όταν εμφανίστηκε η


πείνα, αλλά υπήρχε από την αρχή του πολέμου και της κατοχής.626 Αρχικά εμφανιζόταν
όμως σε πολύ μικρότερη έκταση, διάσπαρτο σε όλη την Αθήνα (και στις άλλες πόλεις
αντίστοιχα) και διατηρούσε περισσότερο τον «κρυφό» του χαρακτήρα.627 Μέσα στις πρώτες
μερικές εβδομάδες ή λίγους μήνες της κατοχής το φαινόμενο έγινε πολύ περισσότερο
διαδεδομένο, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του κρατικού μηχανισμού, οι
εκτεταμένες συλλήψεις του οποίου έδειχναν και την έκταση του φαινομένου.628 Έτσι, για

στην εταιρεία. Εκτός της μαύρης αγοράς, η εταιρεία των Γιαδικιάρογλου φαίνεται να εμπλεκόταν σε
επιτάξεις υαλοπινάκων που βρίσκονταν στην κατοχή τρίτων ώστε να προμηθεύουν τις γερμανικές
αρχές. NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 5201-5240 (Box 24 folder 7), BCIS [Balkan Counter
Intelligence Section], “Greece - Reports on Economic Collaborators. No. 3”, Secret, 24/4/1946.
626
Βλ. π.χ. την είδηση: «Σύλληψις επιχειρηματιών της μαύρης αγοράς», στην εφημερίδα Εστία
(Αθηνών), 23/5/1941. Την ίδια περίπου περίοδο άρθρο του Σπύρου Μελά («Από τη ζωή:
καινούργιοι», Εστία, 7/5/1941) έκανε λόγο για τη νέα αριστοκρατία της μαύρης αγοράς που θα
έβγαινε από τον πολεμο αυτόν, όπως από τον προηγούμενο βγήκε η πλουτοκρατία των πλοικτητών.
627
Υπήρχαν ωστόσο από την αρχή περιπτώσεις μεγαλεμπόρων που είχαν προλάβει να
προμηθευτούν σημαντικές ποσότητες που θα τους επέτρεπαν να διαθέτουν εμπόρευμα, τη στιγμή
που άλλα καταστήματα παρουσίαζαν ελλείψεις. Σημαντικές ποσότητες θα διέθεταν λίγο αργότερα
και οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί, αν και συνήθως αυτές πωλούνταν στα μέλη τους (και σε σχετικά
καλές τιμές) και δεν διοχετεύονταν μαζικά στη μαύρη αγορά. Βλ. Χαραλαμπίδης, Μενέλαος: Η
εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2012, σσ. 70 και
86-87. Ο συνεταιρισμός των δικαστικών φαίνεται μάλιστα πως είχε καταφέρει να χρησιμοποιεί την
δύναμη των μελών του για να προμηθευόταν τρόφιμα: ο Πανσέληνος καταγράφει στο ημερολόγιό
του ότι ο εισαγγελέας και πρόεδρός του συλλόγου Λαμπρίας προέβαινε σε κατασχέσεις τροφίμων
από μαυραγορίτες με τα οποία τροφοδοτούσε τον συνεταιρισμό, ενώ όταν διορίστηκε και
γραμματέας του υπουργείου δικαιοσύνης το 1942 προχώρησε και στην δημιουργία σχετικού νόμου.
Βλ. Πανσέληνος, Ασημάκης: Φύλλα ημερολογίου, (1941-1943), εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1993, σσ.
155, 160.
628
Τον Νοέμβριο του 1941, η κατοχική κυβέρνηση ξεκίνησε μια ιδιαίτερα προβεβλημένη μέσω των
εφημερίδων εκστρατεία κατά της μαύρης αγοράς, στην οποία εμφανιζόταν να πρωτοστατεί ο ίδιος ο
Τσολάκογλου (για τα πρώτα δημοσιεύματα βλ. εφημερίδα Ακρόπολις, 16/11/1941). Αν και μετά τους
πρώτους 2 περίπου μήνες οι αναφορές στις εφημερίδες για εκτεταμένες «αντιμαυραγορίτικες»
επιχειρήσεις μειώνονται σημαντικά, υπάρχουν κατά διαστήματα νέες προβολές συλλήψεων και
καταδικών, όπως την επόμενη άνοιξη, ή το φθινόπωρο του 1943, όταν μάλιστα ανακοινώνονται στις
εφημερίδες και «θανατικαί καταδίκαι εχθρών του λαού» (δηλαδή μαυραγοριτών). Βλ. π.χ. την
ανακοίνωση της καταδίκης (με ταυτόχρονη δήμευση της περιουσίας) δύο μαυραγοριτών που
κατείχαν 1.200 οκάδες λαδιού, στο Ελεύθερον Βήμα, 26/10/1943. Παρά την προσπάθεια να

378
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παράδειγμα, στις 4 Μαρτίου 1942, όταν η αστυνομία περικύκλωσε τα καφενεία της οδού
Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Θεσσαλονίκη, μετά από πληροφορίες για μαύρη αγορά,
συνέλαβε (κατά το άρθρο) 1.200 πρόσωπα!629 Εξάλλου, σε μια περίοδο κατά την οποία τα
αγαθά που διοχετεύονταν μέσω του επίσημου εμπορίου δεν κάλυπταν παρά μικρό
ποσοστό των αναγκών, η γιγάντωση της «μαύρης» αγοράς ήταν κάτι το φυσικό.630
Σταδιακά, ειδικά μετά τις πολυδιαφημισμένες αστυνομικές επιδρομές του
Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 1941, τα «κέντρα μαυραγοριτών» σε κεντρικές περιοχές
μειώθηκαν, και δημιουργήθηκαν εκτεταμένες «μαύρες» λαϊκές αγορές που κυριάρχησαν
στις κάπως απομακρυσμένες, απόκεντρες περιοχές, όπως η Κοκκινιά και το Πολύγωνο,
αφήνοντας το περισσότερο επικίνδυνο κέντρο της Αθήνας (και πιθανότατα και εκείνο των
άλλων μεγάλων πόλεων) στα «μεγάλα ψάρια» που διέθεταν πολιτική ή στρατιωτική
κάλυψη, συχνά αποκτημένη με δωροδοκίες ή και «συνεταιρισμούς» με μέλη του κρατικού
μηχανισμού και των δυνάμεων κατοχής.631 Μια αστυνομική επιχείρηση σε μία από αυτές
τις απόκεντρες περιοχές (στην Κοκκινιά) είχε αρχικά ως αποτέλεσμα πολλοί έμποροι να
εγκαταλείψουν τα προϊόντα τους και να τραπούν σε φυγή. Όμως, γρήγορα
ανασυντάχθηκαν και επιτέθηκαν στους αστυνομικούς, και απωθώντας τους κατάφεραν να
ανακαταλάβουν τα πολύτιμα γι’ αυτούς εμπορεύματα. Τελικά συνελήφθησαν μόνο 15

προβληθεί το έργο της κυβέρνησης και να παρουσιαστούν οι μαυραγορίτες ως αποδιοπομπαίοι


τράγοι, ώστε να απαλλαγούν οι ελληνικές και ξένες αρχές από τις ευθύνες τους, το πρόβλημα δεν
λύθηκε με κατασταλτικά μέτρα.
629
Βλ. «Μια μαύρη αγορά», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 5/3/1942. 1.200 άτομα μοιάζει υπερβολικά
μεγάλο νούμερο και ενδεχομένως να μην είναι σωστό. Ακόμα όμως και αν έχει προστεθεί από τον
«δαίμονα του τυπογραφείου» ένα μηδενικό, ο αριθμός εξακολουθεί να είναι μεγάλος για λίγα
καφενεία και μοιάζει ενδεικτικός μιας ευρείας έκτασης (σε ότι αφορά την περιοχή), αλλά μικρής
ατομικής κλίμακας ενασχόλησης με το «ελεύθερο» από κρατικούς περιορισμούς εμπόριο.
630
Χαρακτηριστικά τα όσα καταγράφει η Ελένη Βλάχου στο ημερολόγιό της, στις 14 Δεκεμβρίου
1941: «[…] τα μπακάλικα έχουν στα ράφια τους μόνο μουστάρδες και… χαρτί τουαλέτας… Καλός
συνδυασμός! […] Η Ελλάδα ολόκληρη ζει με μαύρη αγορά. Και πώς θέλει ο κ. Τσολάκογλου να
ζήσομε με την άσπρη; Να τρώμε δηλαδή δυο φορές την εβδομάδα… άλας και πυρεία; Αυτά που μας
μοιράζουν;» Βλάχου, Ελένη:. Πενήντα και κάτι…, σελ. 134.
631
Για την επιχείρηση εναντίον ενός τέτοιου «κεντρικού κέντρου», στο οποίο μάλιστα δρούσαν
«μεγαλοβιομήχανοι, έμποροι, επιστήμονες κλπ» (μεγάλο ποσοστό των οποίων δεν ασχολούνταν καν
με το εμπόριο προπολεμικά), βλ. «απεκαλύφθη και νέον κέντρον μαυραγοριτών εις την οδόν
Ευριπίδου», εφημερίδα Ακρόπολις, 28/11/1941. Οι καλύτερα δικτυωμένοι μεγαλομαυραγορίτες των
επόμενων ετών μάλλον σπάνια διέτρεχαν κάποιο κίνδυνο από την αγορανομία και τις αρχές κατοχής.

379
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

άτομα, αν και ο αριθμός των μικρομαυραγοριτών που δρούσαν στην περιοχή ήταν
ασφαλώς πολλαπλάσιος.632 Λίγες μέρες νωρίτερα, σε μεγάλη επιχείρηση που
«περιεκύκλωσε τον συνοικισμό Πολυγώνου και ενήργησεν έρευναν εντός του», είχαν
συλληφθεί 320 άτομα.633
Η οργάνωση των μικρών αυτών εμπόρων (κάποιες φορές μάλιστα «μερικής
απασχόλησης» με τη σημερινή ορολογία, αφού μερικοί εξακολουθούσαν να εργάζονται
παράλληλα ως υπάλληλοι κλπ), έφτασε σε σημείο να εκλέγει «προέδρους των
μαυραγοριτών» και να εμπνέει «μαυραγορίτικα τραγούδια»,634 ενώ η σταδιακή
απενοχοποίηση αρκετών μαυραγοριτών έφτανε στο σημείο να δημοσιεύονταν επιστολές
τους (πραγματικές ή μη) από αρθρογράφους, στις οποίες κατηγορούσαν τους
«απροσάρμοστους» και τον φθόνο τους για την κακή εικόνα που διατηρούσε ακόμα ο
μαυραγορίτης στην Αθήνα.635 Αλλά και κάποιοι από αυτούς που δεν ήταν μαυραγορίτες
έδειχναν να την προτιμούν σε σχέση με την ανεπαρκέστατη νόμιμη, και να μην έχουν τόσο
κακή ιδέα για τους μικρούς τουλάχιστον μαυραγορίτες. Ο συγγραφέας Ασημάκης
Πανσέληνος π.χ. αναφέρει για τη μαύρη αγορά: «μου είναι συμπαθητική. Ουσιαστικά είναι
η φυσική αγορά. Η νόμιμη είναι μονάχα για να θρέφει την κυβέρνηση και τους γύρω της.
Και η κυβέρνηση υπάρχει μονάχα για να θρέφεται από την νόμιμη αγορά».636 Σε παρόμοιο
πνεύμα, ο βιομήχανος Κατσάμπας έλεγε ότι «θα έπρεπε να στηθεί το άγαλμα του
μαυραγορίτη κάπου εις περίοπτον θέσιν εις τας Αθήνας για να υπενθυμίζει ότι, αν δεν ήταν
αυτός κατά την περίοδον της Κατοχής, όστις και αυτάς τας σφαίρας των κατοχικών
στρατευμάτων αψηφούσε, παραβιάζοντας τας απαγορευτικάς διαταγάς των περί
μετακινήσεων και μεταφορών, δεν θα ήτο δυνατόν να επιζήσει ούτε τα ήμισυ του
πληθυσμού των Αθηνών».637

632
«Αιφνιδιασμός εις την μαύρην αγοράν της Κοκκινιάς», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 1/8/1942.
633
Εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, «Έρευνα εις το Πολύγωνον», 15/7/1942.
634
«Το τραγούδι των μαυραγοριτών», εφημερίδα Ακρόπολις, 22/9/1942 και «Συνελήφθη ως… ήρως
ο κύριος πρόεδρος της μαύρης αγοράς», Ακρόπολις, 25/10/1941.
635
Βλ. το άρθρο του Π. Παλαιολόγου στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, «Στο περιθώριο της Ζωής:
προσαρμοσμένοι και απροσάρμοστοι», 9/7/1942. Ο Παλαιολόγος, που δεν αναφέρεται πάντα σε
συγκεκριμένα παραδείγματα, παρουσιάζει την επιστολή ενός «Μαυραγόρα» ως πραγματική.
636
Πανσέληνος, Ασημάκης: Φύλλα ημερολογίου, (1941-1943), εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1993, σελ.
134 (εγγραφή 5/2/1942).
637
Κατσάμπας, Χριστόφορος Α.: Πιστεύοντας εις το μέλλον. Το χρονικό μιας προσπάθειας, [χ.ε.],
Αθήνα, 1966, σελ. 200. Ο Κατσάμπας, όπως συνέβαινε σε πολλές επιχειρήσεις της περιόδου είχε
ιδρύσει και προμηθετικό συνεταιρισμό στην «Πειραϊκή – Πατραϊκή» (ο.π. σσ. 197-200), ο οποίος

380
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ο σταδιακός γεω-οικονομικός διαχωρισμός της μαύρης αγοράς, συνέβαλε


μάλιστα και στον πολιτικό, καθώς η προσπάθεια της Ελληνικής Πολιτείας από τα μέσα
περίπου του 1942 να συγκρουστεί με τις «αυτόνομες» απομακρυσμένες (και συχνά
προσφυγικές) περιφερειακές συνοικίες και να τις καθυποτάξει, επιτάχυνε την ένταξή τους
στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, τη στιγμή που οι μεγάλοι «προτιμούσαν» ως ένα βαθμό (λόγω
«συνεταιρισμού» ή ανάγκης) την «προστασία» του επίσημου μηχανισμού.638 Συχνά
μάλιστα, τα απόμερα αυτά κέντρα «ελεύθερης αγοράς» προσέλκυαν και κατοίκους από την
υπόλοιπη πόλη, που αναγκάζονταν να κάνουν αρκετά χιλιόμετρα για να φτάσουν στην πηγή
των σπάνιων αγαθών, μεταφέροντας έτσι ένα – έστω μικρό – μέρος του παλιού πλούτου
του αθηναϊκού κέντρου στις φτωχογειτονιές του περιθωρίου.639 Ενδεχομένως μάλιστα, η
απειλή στα κέρδη των καλύτερα δικτυωμένων εμπόρων του κέντρου να αποτέλεσε έναν
ακόμα λόγο για τις αστυνομικές επιχειρήσεις εναντίον των περιοχών αυτών.
Το κυριότερο αγαθό που διοχετευόταν μέσω της μαύρης αγοράς ήταν ασφαλώς
τα τρόφιμα – και δη τα δεσμευμένα και όσα σπάνιζαν και είχαν χαμηλή τιμή διατίμησης.
Ωστόσο στις αγορές αυτές μπορούσε να βρει κανείς και αρκετών άλλων κατηγοριών αγαθά
(όχι πάντα εύκολα), όπως σπάνιες πρώτες ύλες, καύσιμα ή τσιγάρα.640 Από τη στιγμή που

είναι βέβαιο ότι θα αγόραζε, αλλά πιθανόν και να πούλαγε διάφορα είδη στη μαύρη αγορά
προκειμένου να προμηθευτεί τα τρόφιμα για τους εργάτες. Το παρόμοιο «πρακτορείον αγοράς» της
ΕΤΕ εμφανίζεται να κάνει κατά διαστήματα εισαγωγές διαφόρων φαινομενικά άσχετων με τη
διατροφή ειδών, όπως τα 20+315 κιλά φωτογραφικού χαρτιού τον Νοέμβριο του 1943, ή τα 63 κιλά
αιθέριων ελαίων και χρωμάτων ανιλίνης τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους (ΙΑΕΤΕ, Α1Σ7Υ4Β42-43). Το
πιθανότερο είναι ότι τέτοια είδη πωλήθηκαν ή ανταλλάχθησαν στην Αθήνα με τρόφιμα ή άλλα
προϊόντα που θα χρησίμευαν στους εργαζόμενους της τράπεζας.
638
Μαργαρίτης, Γιώργος: Προαναγγελία Θυελλωδών Ανέμων…, σσ. 262-264. Η ειρωνεία ήταν ότι το
αθηναϊκό ΕΑΜ ξεπήδησε εν μέρει από τις περιοχές όπου θρίαμβε αυτή η σχετικά ελεύθερη αγορά
των μικρεμπόρων (λόγω του ανεπαρκούς κρατικού ελέγχου), ενώ οι αστικές δυνάμεις που
μεταπολεμικά στράφηκαν προς τις φιλελεύθερες ΗΠΑ βρίσκονταν επί κατοχής στο στρατόπεδο του
αυστηρού κρατικού ελέγχου τόσο στο πεδίο της πολιτικής, όσο και σε αυτό της οικονομίας.
639
Ο Ρ. Μιλλιέξ για παράδειγμα καταγράφει στο ημερολόγιό του, ότι στις 31 Μαρτίου 1942 πήγε «με
την Τ.» για ψώνια στον Ασύρματο, όπου «η πλατειούλα βουίζει από εμπορικό μυρμήγκιασμα» και
«τα παιδιά είναι όλο υγεία» (Μιλλιέξ, Ροζέ: Ημερολόγιο και μαρτυρίες του πολέμου και της κατοχής,
Θεμέλιο, Αθήνα, 1982, σελ. 43). Αργότερα βέβαια, όταν το εμπόριο «απελευθερώθηκε» με τα μέτρα
Neubacher, οι μικρέμποροι επέστρεψαν σε μεγάλους αριθμούς στο κέντρο. Βλ. ενδεικτικά: «Ένας
γύρος στα Αθήνας. Για να μην ξεχάσουμε: Η οδός Αθηνάς τον Μάρτιο του 1944», Πρωία, 26/3/1944.
640
Για τα τσιγάρα βλ. για παράδειγμα: «Διά να εξουδετερωθεί η μαύρη αγορά των σιγαρέττων»,
εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 2/10/1942.

381
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ξεκίνησε η ξένη βοήθεια και καθιερώθηκαν τα συχνά συσσίτια, «εμπόρευμα» στη μαύρη
αγορά έγιναν και οι ίδιες οι κάρτες με τις οποίες λάμβανε κανείς τα τρόφιμα αυτά.
Κάποιες φορές οι κάρτες ίσως να προέρχονταν από πεθαμένους ή ήταν κλεμμένες,
αλλά οι περισσότερες από αυτές που γίνονταν αντικείμενο της μαύρης αγοράς μάλλον ήταν
πλαστές. Μερικές από αυτές τις πλαστές κάρτες φαίνεται ότι εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι οι
διανομείς της βοήθειας, όπως προκύπτει από το παράδειγμα του αρτοποιού Ι.
Καραγεωργίου που συνελήφθη στον Αγ. Ιωάννη Ρέντη να διαθέτει για διάστημα κάποιων
μηνών περίπου 800 πλαστά δελτία. Τις αδιάθετες ποσότητες που εξασφάλιζε μέσω των
δελτίων αυτών τις πουλούσε στη μαύρη αγορά και με μερικές δεκάδες από τα «πολλά
εκατομμύρια» που κέρδισε αγόρασε πολυώροφη κατοικία.641 Δεν ήταν εξάλλου λίγοι
(τουλάχιστον 200.000 αναφέρει ο Μον του ΔΕΣ) αυτοί που κατάφερναν να γράφονται σε δύο
ή και παραπάνω σισσίτια, ενδεχομένως διοχετεύοντας και αυτοί ένα μέρος των προμηθειών
τους στη μαύρη αγορά. Έξάλλου πολλοί από τους μαυραγορίτες διαφήμιζαν ανοικτά ότι
διέθεταν «ψωμί του δελτίου».642 Φαίνεται μάλιστα πως ακόμα συχνότερο ήταν το
φαινόμενο βιομηχάνων και εργολάβων που – συχνά με την ανοχή ή τη συνενοχή των
ελεγκτικών αρχών – κατάφερναν να παίρνουν περισσότερες μερίδες για ανύπαρκτους
εργάτες. Αν στα μεταπολεμικά δικαστήρια ή και σε κατοχικά έγγραφα σχετικές αναφορές ή
υποψίες είναι σχετικά συχνές, λίγες ήταν οι φορές που τα περιστατικά έφταναν στα
δικαστήρια και στις εφημερίδες, όπως έγινε με τη σύλληψη του εργοστασιάρχη Σωτ. Λιγνού,
που «διά ψευδών καταστάσεων κατόρθωσε να λαμβάνει επί τι διάστημα αρκετάς μερίδας
άρτου δι’ εργάτας, οι οποίοι δεν ειργάζοντο εις το εργοστάσιον του».643
Το ακριβές ποσοστό των πλαστών καρτών είναι άγνωστο, αφού οι καλής ποιότητας
πλαστές κάρτες θα ήταν μάλλον δύσκολο να ανακαλυφθούν από τις αρχές. Αυτές που έγιναν
τελικά αντιληπτές (μάλλον οι χαμηλότερης ποιότητας) ξεπέρασαν συνολικά τις 145.500 για
τους ενήλικες για την περίοδο Σεπτεμβρίου 1942 – Σεπτεμβρίου 1944, σχεδόν οι μισές από
τις οποίες κατασχέθηκαν κατά τον πρώτο χρόνο, ενώ από τον Μάρτιο του 1943 και μετά
κατασχέθηκαν και 47.510 πλαστές κάρτες ανηλίκων. Μάλιστα, μέχρι και τον Αύγουστο του

641
Εφημερίδα Ακρόπολις Αθηνών, «800 φανταστικά δελτία από ένα μόνο αρτοποιόν! Κέρδη πολλών
εκατομμυρίων», 26/8/1942.
642
Μον, Πωλ: Η αποστολή μου στην κατεχόμενη Ελλάδα, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής
Ιστορίας/Εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα, 2000, σελ 58, 64. Ο Σουηδός διπλωμάτης Πωλ Μον είχε αναλάβει
πρόεδρος της σουηδοελβετικής επιτροπής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα.
643
Σύμφωνα με την εφημερίδα ο Λιγνός καταδικάστηκε για την πράξη του αυτή σε 6 έτη ειρκτή και
5.000.000 δραχμές πρόστιμο. Βλ. Ελεύθερον Βήμα, «Καταδίκη εργοστασιάρχου», 1/10/1943.

382
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

1943 οι πλαστές κάρτες που κατάσχονταν κάθε μήνα ήταν περισσότερες από τις νέες που
εκδίδονταν.644 Η σταδιακή ανατροπή της εικόνας στα μέσα του 1943 πιθανότατα είναι
περισσότερο αποτέλεσμα της ικανότητας των πλαστογράφων να παράγουν πιστότερες
κάρτες, παρά ένδειξη της ήττας και απόσυρσης τους. Έτσι οι αριθμοί που φαίνονται στον
επίσημο πίνακα που ακολουθεί μάλλον αποτυπώνουν μέρος μόνο της ξένης βοήθειας που
γινόταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αντικείμενο «μαύρων» συναλλαγών.645

Νόμιμες και κατασχεμένες κάρτες αρτοποιείων (ΔΕΣ, 1943-44)


Νέες (νόμιμες) κατασχεμένες αριθμός καρτών σε % κατασχεμένων
Ημ/νία
κάρτες πλαστές κάρτες κυκλοφορία καρτών
Λευκές Κόκκιν. Λευκές Κόκκιν. Λευκές Κόκκινες Λευκών Κόκκινων
1.9.43 - - - - 1.215.403 6.285
1.10.43 4.470 264 5.918 24 1.213.909 6.281 0,5% 0,4%
1.11.43 10.311 242 6.002 162 1.219.661 5.877 0,5% 2,8%
1.12.43 7.308 351 1.038 4 1.226.193 6.172 0,1% 0,1%
1.1.44 6.801 329 36.935 151 1.196.549 6.291 3,1% 2,4%
1.2.44 6.520 183 2.938 32 1.207.257 6.482 0,2% 0,5%
1.3.44 6.784 200 1.252 4 1.214.951 6.706 0,1% 0,1%
1.4.44 8.830 195 3.407 17 1.220.955 6.882 0,3% 0,2%
1.5.44 5.741 168 2.696 17 1.223.926 7.030 0,2% 0,2%
1.6.44 9.515 271 2.760 31 1.230.342 7.237 0,2% 0,4%
1.7.44 7.629 312 3.036 22 1.234.412 7.535 0,2% 0,3%
1.8.44 6.774 253 4.463 44 1.237.035 7.756 0,4% 0,6%
1.9.44 6.223 151 1.696 16 1.241.570 7.891 0,1% 0,2%
1.10.44 4.723 85 1.715 13 1.245.169 7.972 0,1% 0,2%
Σύνολα 91.629 3.004 73.856 537
Πίνακας 4.21: Commission de Gestion pour les Secours en Grèce: Compte-rendu sur l'activité du
service de contrôle des effectifs, Athènes, 31 Octobre 1944 ("tableaux indiquant les variations de l'
effectif des boulangeries"). Λευκές ήταν οι κοινές κάρτες, ενώ κόκκινες οι συμπληρωματικές των
αναπήρων και φυματικών. Ο πρωτότυπος πίνακας δεν περιέχει τους υπολογισμούς των ποσοστών.

644
Commission de Gestion pour les Secours en Grèce: Compte-rendu sur l'activité du service de
contrôle des effectifs, Athènes, 31 Octobre 1944 ("tableaux indiquant les variations de l' effectif des
boulangeries"), κυρίως tableau No. 2 και Graphique No. 3 (ΕΛΙΑ, αρχείο Κουτσουμάρη, φάκελος 50.6).
645
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλαγή αφορούσε βέβαια τα μέσα απόκτησης των τροφίμων
(κάρτες), αλλά χωρίς τα τρόφιμα οι κάρτες δεν είχαν αξία, ενώ κάποιες φορές τα τρόφιμα που τους
αντιστοιχούσαν κατέληγαν επίσης στη μαύρη αγορά. Σε άλλο πίνακα της πηγής οι αριθμοί είναι λίγο
διαφορετικοί, αλλά η γενική εικόνα δεν αλλάζει σημαντικά. Ακόμα και αν το πραγματικό ποσοστό
των πλαστών καρτών ήταν περίπου στα ίδια επίπεδα από το δεύτερο μισό του 1943 (πράγμα
καθόλου βέβαιο), η σταδιακή αύξηση της ξένης βοήθειας και κατά συνέπεια των μερίδων που
αντιστοιχούσαν σε κάθε δελτίο, σήμαινε πως οι ποσότητες που κατέληγαν σε λάθος χέρια θα ήταν
για παράδειγμα περισσότερες προς το τέλος της κατοχής.

383
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εξάλλου ένα μέρος των τροφίμων αυτών δεν έφτανε καν μέχρι τα συσσίτια, αφού
γινόταν αντικείμενο κλοπής κατά την διάρκεια της μεταφοράς του στις αποθήκες και στους
τόπους διανομής, της εκφόρτωσής του από το πλοίο, ή ακόμα και νωρίτερα. Σε ειδική
έκθεση που έγινε για το θέμα αυτό, κατόπιν εντολής του Ε. Σάντστρομ, πρόεδρου της
Επιτροπής Διαχειρίσεως Βοηθημάτων εν Ελλάδι, αποκαλύπτονται αρκετές από τις απώλειες
των τροφίμων αυτών, αν και δεν παρέχεται κάποιο συγκεκριμένο ποσοστό ως εκτίμηση για
τις ποσότητες που κατέληγαν στη μαύρη αγορά. Σύμφωνα με την έκθεση, οι κλοπές στα
πλοία ή κατά την εκφόρτωσή τους, αν και υπαρκτές δεν ήταν τόσο σημαντικές, σε σχέση με
εκείνες που λάμβαναν χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους με αυτοκίνητα, της
αποθήκευσής τους, της επεξεργασίας τους σε μύλους ή άλλες εγκαταστάσεις, καθώς και τα
συσσίτια. Οι αιτίες ήταν πολλές και διάφορες, από την πρόσληψη εγκληματιών ή
ανεύθυνων συνοδών των τροφίμων κατά τη μεταφορά τους, μέχρι την κακή καταγραφή,
φύλαξη και επίβλεψη και βεβαίως (στο τελικό στάδιο), τα πλαστά δελτία. Οι κλοπές και
απάτες με την ξένη βοήθεια συχνά δεν ανακαλύπτονταν, αλλά ακόμα και όταν
ανακαλύπτονταν τρόφιμα της βοήθειας στη μαύρη αγορά, αυτά συνήθως αποτελούσαν
μικρό μέρος των ποσοτήτων που είχαν διαρρεύσει, και οι υπεύθυνοι δεν ήταν εύκολο να
καταδικαστούν. Σύμφωνα με ένα πίνακα που περιέχει η έκθεση, η αστυνομία (χωρίς το
τμήμα Πειραιά) είχε καταγράψει 175 αδικήματα σε περίπου 2 χρόνια (4/1942-4/1944),
ανακαλύπτοντας διάφορες (συχνά μάλλον μικρές) ποσότητες τροφίμων (π.χ. συνολικά
10.675 κουτιά γάλακτος).646

646
Από πλήθος των περιπτώσεων που περιγράφονται, αναφέρουμε ενδεικτικά την ανακάλυψη της
κλοπής 1.500 οκάδων αλεύρι από το καΐκι «Ιερόθεος» στις 16/1/1944, τη σύλληψη στις 20/3/1943
των μακαρονοποιών Κίκιζα και Ψιμόριφου (πρόκειται για τα μετέπειτα μακαρόνια Μέλισσα) γιατί
πούλησαν 680 οκάδες μακαρόνια, ή εκείνη ενός Παρμενίωνα Δημητρίου από την οποία προέκυψε
πως ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής διανομής τροφίμων του Ερυθρού Σταυρού Νεμέας πούλησε
(μέσω του Δημητρίου) τα 30 από τα 75 κιβώτια γάλακτος που παρέλαβε. Παρόμοια ήταν η
περίπτωση 2.500 οκάδων αλεύρι που κάποιος Μπακόπουλος πούλησε αντί να τη μοιράσει στους
εργάτες υλοτομίας σε ένα δάσος κοντά στον Πύργο, την κλοπή στο Λιανοκλάδι από αμαξοστοιχία 15
σακιών μπιζέλια των 45 οκάδων, 4 πλιγούρι των 70 και 4 αλεύρι των 30 οκάδων, ή τέλος την
παράνομη αφαίρεση με πλαστά δελτία συνοδείας από τον συνοδό Π. Κωνσταντακόπουλο και τον
υπάλληλο μιας αποθήκης Θ. Ιστικόπουλο 70 σάκων σιταριού (3.150 οκάδες) από τους Μύλους Αγ.
Γεωργίου, το οποίο και κατέληξε στη μαύρη αγορά. Αλλά και οι ίδιοι οι Μύλοι Αγ. Γεωργίου φαίνεται
πως έκλεβαν υγραίνοντας το αλεύρι, αφού σύμφωνα με την ανάλυση των χημικών του δημοσίου
που έλεγξαν την υγρασία, οι μύλοι έπρεπε να έχουν παραδώσει μέχρι τις 17/12/1942 (ίσως το σωστό
να είναι 1943) 350 τόνους περισσότερο αλεύρι μετά την άλεση των σιτοφορτίων. Η εκτίμηση με

384
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Το φαινόμενο με τις απώλειες τροφίμων πριν ακόμα φτάσουν στον προορισμό


τους φαίνεται πως είχε πάρει τέτοια έκταση που κρίθηκε σκόπιμο να αναφερθεί ρητά σε
νόμο «περί κανονισμού των Λιμενικών και τελωνειακών υποχρεώσεων του Διεθνούς
Ερυθρού Σταυρού», ότι «πας εργάτης ή υπάλληλος του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς όστις
ήθελε φωραθή αποκομίζων λάθρα τρόφιμα εκ των παρά του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού
κομιζομένων, ανεξαρτήτως των ποινικών κυρώσεων, θέλει απολύεται άνευ ουδεμίας άλλης
διαδικασίας ή αποζημιώσεως.»647 Οι περιπτώσεις «λανθασμένων» φορτώσεων ή κλοπών
που καταγράφονται στις πηγές δείχνουν ένα χρόνιο πρόβλημα, που σήμαινε πως
αθροιστικά ένα αξιόλογο ποσοστό της ξένης βοήθειας (πιθανώς πάνω από το 10%) δεν
έφτανε στα συσσίτια, αλλά γινόταν αντικείμενο μαύρης αγοράς.
Όπως προκύπτει από διάφορες αναφορές (κάποιες θα δούμε και στο δεύτερο
μέρος), οι ίδιες οι αρχές κατοχής αγόραζαν αρκετά από τα υλικά και τα τρόφιμα που
χρειάζονταν από την ελληνική «ελεύθερη» αγορά, ανεβάζοντας το κόστος τους, την ίδια
στιγμή που κατακεραύνωναν τους μαυραγορίτες και υποτίθεται ότι προσπαθούσαν να
εξαλείψουν το φαινόμενο. Οι αγορές αυτές έγιναν μάλιστα ένα ακόμα πεδίο
αντιπαράθεσης στο εσωτερικό του μηχανισμού κατοχής, ανάμεσα στις στρατιωτικές αρχές
που ήθελαν να καλύψουν πάνω απ’ όλα τις άμεσες ανάγκες τους και είχαν τακτικές
δοσοληψίες με τους κατά τα άλλα παράνομους εμπόρους, και τις πολιτικές αρχές (π.χ.
Neubacher), που (υποτίθεται ότι) προσπαθούσαν να περιορίσουν τέτοιες πρακτικές.
Η αντιφατική αυτή στάση αποτυπώνεται χαρακτηριστικά σε δύο έγγραφα που
απέχουν μεταξύ τους σχεδόν δυόμισι μόλις μήνες. Στο πρώτο από αυτά, η γερμανική
διοίκηση παραπονιέται προς τον νομάρχη Ηρακλείου Κρήτης, πως η τοπική αστυνομία όχι
μόνο δεν κάνει το καθήκον της στην αντιμετώπιση της μαύρης αγοράς, αλλά λειτουργεί σαν

βάση τα δελτία ήταν πως περίπου 360.000 οκάδες ψωμί θα πρέπει να κατέληγε στην ελεύθερη
αγορά χωρίς τις ποσότητες που κέρδιζαν οι αρτοποιοί από κακό ψήσιμο, νοθεία ή από διαφορά της
εκάστοτε καθοριζόμενης απόδοσης των αλεύρων, οι οποίες επίσης κατέληγαν στην ελεύθερη αγορά.
ΕΛΙΑ, αρχείο Κουτσουμάρη, φάκελος 53.4, «Έκθεσις της Επιτροπής Ερεύνης περί των πωλουμένων
εις την ελευθέραν αγοράν τροφίμων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού», 3/5/1944 (ο Κουτσουμάρης
ήταν μέλος της επιτροπής). Την αναφορά στην απάτη μύλων ή αρτοποιών μέσω της ύγρανσης του
σιταριού επιβεβαιώνει και ο Μον, ο οποίος κάνει λόγο για ανακάλυψη μιας μεθόδου που αφορούσε
κατασκευή καλού ψωμιού την ημέρα, και κακού (με πολύ νερό και λιγότερο αλεύρι) τη νύχτα, όταν
δεν γίνονταν έλεγχοι. Ήταν κυρίως αυτό το «κακό» ψωμί που έφτιαχναν με σιτάρι της βοήθειας που
οι αρτοποιοί πουλούσαν στη μαύρη αγορά (Μον, Πωλ: Η αποστολή μου στην κατεχόμενη Ελλάδα,
Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας/Εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα, 2000, σσ. 50-51).
647
Νόμος υπ. αριθ. 284, ΦΕΚ 183Α/23-6-1943.

385
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εταιρεία, εμπλεκόμενη η ίδια – ή τουλάχιστον τα μέλη της – στο παράνομο αυτό


εμπόριο.648 Στο δεύτερο όμως φαίνεται πως ο Διοικητής Φρουρίου Κρήτης κατέκρινε τις
ελληνικές αρχές για τη σύλληψη μαυραγορίτη προμηθευτή των δυνάμεων κατοχής και
εξέφραζε «την εντύπωσιν ότι τα Ελλ. Δικαστήρια δεν δίδουν προσοχήν εις ζητήματα
αφορώντα Γερμανικήν τροφοδοσίαν». Όπως ανέφερε στην σχετική επιστολή προς τον
εισαγγελέα, «αν το υμέτερον Δικαστήριον ελάμβανε υπ’ όψιν την απολογίαν του Σαριδάκη
και την βεβαίωσίν του ότι τα φασόλια προωρίζοντο δια το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον
Σούδας, ώφειλε να άρει την κατάσχεσιν.» Ζήτησαν μάλιστα και τα ονόματα των δικαστών
και του εισαγγελέα εντός 24 ωρών, προφανώς για να τους τιμωρήσουν.649 Η διάκριση ήταν
σαφής: οι μαυραγορίτες έπρεπε να καταδιώκονται και να καταδικάζονται σε αυστηρές
ποινές, αρκεί να μην δούλευαν για τους ίδιους τους Γερμανούς. Κάποιοι μάλιστα πλέον
αδίστακτοι φαίνεται ότι όποτε έβρισκαν τα δύσκολα με τις αρχές προσπαθούσαν να
στρέψουν τη μία αρχή εναντίον της άλλης, επιζητώντας χαρτί επίταξης από τους κατακτητές
προκειμένου να ξεφύγουν από την αγορανομία, ή κατηγορώντας στους Γερμανούς όσους
ελεγκτές έκαναν τη δουλειά τους χωρίς να χρηματίζονται.650
Εκτός όμως των προμηθειών των αρχών κατοχής από την «ελεύθερη» αγορά,
υπάρχουν και αρκετές αναφορές για εμπλοκή μελών των αρχών κατοχής σε μαύρη αγορά,
648
ΙΑΚ-ΑΓΚ: Φ. 2. Φάκελος Γερμανικών εγγράφων 1941, δεσμίς Στ, Kreiskommandantur 718,
Verwaltung προς νομάρχη Ηρακλείου, “Schlenleder”, 31/10/1941. Κατηγορίες – ή κατά το άρθρο
«υπόνοιες» - για μαύρη αγορά από μέρους μελών της αστυνομίας (το άρθρο αναφέρει μόνο 3 αλλά
σίγουρα ήταν περισσότεροι) είχαν φτάσει και στην κατοχική κυβέρνηση, προκαλώντας δηλώσεις του
Τσολάκογλου, που θεωρούσε τους ύποπτους «μεμονωμένη περίπτωση» και καλούσε τους πάντες να
κάνουν το καθήκον τους. «Αυστηραί δηλώσεις του κ. Πρωθυπουργού δια τους αστυνόμους. Υπόνοιαι
ότι ενήργουν ‘Μαύρην αγοράν’», εφημερίδα Ακρόπολις, 11/12/1941.
649
Η υπόθεση αφορούσε την απόκρυψη φασολιών και άλλων λαχανικών «παρά τας νομίμους
διατάξεις και προς πώλησιν αυτών εις την μαύρην αγοράν», από τους Π. Σαριδάκη, Ε. Νικολουζάκη
και Κ. Γαλάνη. Οι Γερμανοί παραπονούνταν γιατί ο Σαριδάκης καταδικάστηκε σε 4μηνο φυλάκιση, αν
και τα φασόλια της μαύρης αγοράς που είχε προορίζονταν για τον Νινολάκη, ο οποίος είχε αναλάβει
την τροφοδοσία της Γερμανικής Στρατιωτικής Αρχής. ΙΑΚ-ΑΓΚ: Φ. Γ΄. Αρχεία Γερμανικής Στρατιωτικής
Διοικήσεως Κρήτης 1941-42, δεσμίς 26, Γενικός Γραμματεύς Γενικής Διοικήσεως Κρήτης προς
Εισαγγελέα των εν Χανίοις Πρωτοδικών, αρ. πρωτ. 51, 11/1/1942.
650
Τέτοια φαίνεται πως ήταν η περίπτωση ενός Γιούλη, ιδιοκτήτη γνωστής αθηναϊκής ταβέρνας, ο
οποίος όταν διαπίστωσε πως ένας πελάτης στον οποίον είχε χρεώσει γεύμα σε ιδιαίτερα υψηλή τιμή
ήταν δικαστικός και μπορεί να τον οδηγούσε στα ελληνικά δικαστήρια, κατέδωσε ο ίδιος τον
δικαστικό στις γερμανικές αρχές ως υβριστή των κατακτητών. Βλ. «Γιούληδες», εφημερίδα
Ακρόπολις, 13/9/1941.

386
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κάποιες φορές περιστασιακά, άλλοτε τακτικότερα, ως «διευκολυντές», μεταφορείς,


μεσάζοντες κλπ, ή και ως οργανωτές δικών τους κυκλωμάτων που συχνά συνοδευόταν και
με άλλη παράνομη δράση. Τέτοιο παράδειγμα φαίνεται πως ήταν ο Ιταλός φρούραρχος της
Κορίνθου που – σύμφωνα τουλάχιστον με αντιστασιακή εφημερίδα – τον Σεπτέμβριο του
1942 «είχε τεθεί επικεφαλής μιας σπείρας ληστών και μαυραγοριτών» βάζοντας παράνομα
διόδια και κατακρατώντας φορτία που διέρχονταν από την πόλη και πουλώντας στη μαύρη
αγορά προς όφελός του.651 Παρόμοια ήταν η περίπτωση του Γερμανού πρόξενου στη Σάμο,
που χαρακτηριζόταν ως «ο μεγαλύτερος μαυραγορίτης» και το 1944 είχε στείλει μεγάλες
ποσότητες επίπλων και άλλων ειδών με αεροπλάνα στο Ράιχ.652 Σε γενικές γραμμές, η
εμπλοκή μελών των δυνάμεων κατοχής στο εμπόριο αυτό φαίνεται κορυφώθηκε προς το
τέλος της κατοχής (στην περίπτωση των Ιταλών την περίοδο της ιταλικής κατάρρευσης, σε

651
Εφημερίδα Ελληνικόν Αίμα, 15/5/1943 αλλά και Ε.Ε.Α. 22, Βοβολίνης, Κων.: «Το Ιταλικό κτήνος»,
στο Παράνομαι Εκδόσεις ‘Ελληνικού Αίματος’. Τριάκοντα και εν φυλλάδια ομού δεδεμένα, 1942-
1944, Εκδοση Ελληνικού Αίματος, Αθήνα, [1945;], σελ 46. Το ίδιο (σελ. 44) αναφέρεται επίσης και
στη σύλληψη το 1943 του Ιταλού διοικητή στρατηγού Carlo Geloso («Ο ‘μαχαραγιάς΄ Τζελόζο
συνελήφθη ως κοινός λωποδήτης») όπου περιγράφεται ως «μαχαραγιάς του Ψυχικού», και «μέγας
δαλαϊλάμας του νεορωμαϊκού αυτοκρατορικού ψευτομεγαλείου», που με τα χρήματα των εξόδων
κατοχής αγόραζε χρυσό, χαλιά και άλλα πολυτελή είδη. Η σταδιακή μείωση της αγοραστικής αξίας
των στρατιωτικών μισθών λόγω πληθωρισμού, αλλά και της προσπάθειας για περιορισμό των μη
απαραίτητων εξόδων, είχε ως αποτέλεσμα ολοένα και συχνότερα φαινόμενα όπως το παραπάνω, ή
την πώληση στρατιωτικών ειδών που κρίνονταν από τους στρατιώτες ως μη απαραίτητα,
προκειμένου να αγοράσουν διάφορα άλλα είδη που χρειάζονταν. Έτσι φαίνεται (σύμφωνα
τουλάχιστον με γερμανικές κατηγορίες), πως το πρώτο μισό του 1943 περίπου 20.000 αρβύλες που
στάλθηκαν από την Ιταλία για τις ιταλικές δυνάμεις κατοχής κατέληξαν στους αντάρτες, που τις
αγόρασαν με αγγλικές λίρες. Τα φαινόμενα έγιναν βέβαια εντονότερα μετά την πτώση του
Μουσολίνι. Klemann & Kudryashov: Occupied Economies…, σελ. 283. Εξάλλου φαίνεται πως μεγάλο
μέρος των υγρών καυσίμων που κυκλοφορούσε στην αγορά προερχόταν από παράνομες πωλήσεις
Γερμανών στρατιωτών. Βλ. Βυζάντιος, Περικλής: Η Ζωή ενός Ζωγράφου, Αυτοβιογραφικές
Σημειώσεις. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1994, σελ. 209 (8 Νοεμβρίου 1941).
652
Βολταιράκης, Αντ.: Εις την Υπηρεσίαν της Γκεστάπο, [χ.ε.] Αθήνα 1946, σελ. 96. Πλήθος άλλων
περιπτώσεων αφορούν γερμανούς στρατιώτες με μικρή διάθεση για πόλεμο και μικρούς
στρατιωτικούς μισθούς, που συνεργάζονταν με Έλληνες εργάτες για τακτική διοχέτευση στη μαύρη
αγορά σχετικά μικρών ποσοτήτων στρατιωτικών ή επιταγμένων ειδών. Τέτοιο ήταν το παράδειγμα
των πριτσινιών που ο Καισαριανιώτης εργάτης στον Σκαραμαγκά Στ. Διαμαντόπουλος έκλεβε με τη
συνεργασία Γερμανών στρατιωτών, στο: Χαραλαμπίδης, Μενέλαος: Η εμπειρία της Κατοχής και της
Αντίστασης στην Αθήνα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2012, σελ. 94.

387
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εκείνη των Γερμανών μάλλον το επόμενο έτος).653 Ωστόσο δεν είναι δυνατόν να
υπολογιστεί με κάποια ακρίβεια το ποσοστό της μαύρης αγοράς που οφειλόταν στη δράση
μελών των αρχών κατοχής.
Το φαινόμενο βεβαίως δεν ήταν μόνο ελληνικό, αφού σε άλλες κατεχόμενες
χώρες υπήρχαν ειδικά κονδύλια για τις γερμανικές προμήθειες μέσω της μαύρης αγοράς.
Στη Γαλλία για παράδειγμα οι Γερμανοί έκαναν επισήμως εκτεταμένες και συστηματικές
προμήθειες από τη μαύρη αγορά, αλλά επειδή έπρεπε τα επιμέρους ποσά να κρατηθούν
μυστικά για να μην ανέβουν οι τιμές, τα περνούσαν στους λογαριασμούς των εκεί εξόδων
κατοχής. Οι σχετικές προμήθειες συνεχώς αυξάνονταν, και με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία
έφταναν το 1942 μέχρι και τα περίπου 8 εκατομμύρια RM κάθε μέρα, ή περίπου το 1/3 των
εξόδων κατοχής – αν και οι αυξημένες τιμές της μαύρης αγοράς σήμαιναν πως η
πραγματική αξία των αγαθών που αγοράστηκαν με τα κονδύλια για τη μαύρη αγορά και τις
«ειδικές» προμήθειες σε «υψηλές τιμές» ήταν πλησιέστερα στο 12% του συνόλου των
αγορών το έτος εκείνο.654 Κατά έναν άλλο υπολογισμό, οι γερμανικές προμήθειες μέσω της
μαύρης αγοράς στη Γαλλία ανέρχονταν σε σχεδόν 15% των συνολικών προμηθειών.655

653
Για μια περιγραφή του ξεπουλήματος στρατιωτικού υλικου (ακόμα και φορτηγού) από τους
Ιταλούς βλ. Γ. Θεοτοκά στα Τετράδια Ημερολογίου, 1939-1953, σελ. 425-426. Κάποιο ρόλο στην
αύξηση των τιμών της μαύρης αγοράς έπαιξαν και οι συμμαχικές υπηρεσίες, με την χρηματοδότηση
των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και τις αγορές των αποστολών τους. Μια
ενδιαφέρουσα πληροφορία της εποχής μετέδειδε πως οι παράνομες ελληνικές κομμουνιστικές
οργανώσεις κατέβαιναν από τα βουνά και πλήρωναν ακριβά προμήθειες σε χωριά με λίρες «για να
δείξουν πως είχαν Αγγλική υποστήριξη και δεν ήταν συμμορίτες» (ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, κουτί Φ -
30/1/174, «Αναφορές για την πολιτική κατάσταση του βασιλείου και για την δράση της κρατικής
Ασφάλειας», Ιούνης 1944, σελ. 3).
654
Boldorf, Marcel & Scherner, Jonas: “France’s Occupation Costs and the War in the East: The
Contribution to the German War Economy, 1940-4”, Journal of Contemporary History, 47(2), σσ. 291-
316 και Buchheim, Christoph: “Die Besetzten Leander im Dienste der deutschen Kriegswirtschaft
während des zweiten Weltkriegs. Ein Bericht der Forschungsstelle für Wehrwirtschaft“, σσ. 130-131,
στο: Vierteljahrshefte für Zeitgeschichte, 34. Jahrg., H. 1 (Jan., 1986), σσ. 117-145.
655
Sanders, Paul W.: « Prélèvement économique: les activités allemandes de marche noir en France,
1940-1943 », σσ. 41-42, στο: Dard, Olivier, Daumas Jean-Claude & Marcot, François (sous la direction
de) : L’Occupation, L’Etat Français et les Entreprises, ADHE, Paris, 2000, σσ. 37-52. Οι αγορές του
στρατιωτικού προσωπικού ίσως γίνονταν μέχρι και κατά 50% από την «παράλληλη» (μαύρη) αγορά
(ο.π. σελ. 44). Στην ελληνική περίπτωση οι ανεπαρκείς στρατιωτικοί μισθοί πιθανότατα θα είχαν ως
αποτέλεσμα το ποσοστό αυτό να είναι μικρότερο, αλλά από την άλλη οι μεγάλες ελλείψεις πρώτων
υλών ίσως οδηγούσαν (ειδικά σε κάποιες περιόδους στην αρχή και το τέλος της κατοχής) σε

388
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αξίζει τέλος να σημειωθεί πως το φαινόμενο, αν και υπαρκτό στο σύνολο της
περιόδου, δεν ήταν χωρίς σημαντικές διακυμάνσεις, αφού οι τιμές – και ως εκ τούτου και οι
προοπτικές της μαύρης αγοράς – επηρεάζονταν από γεγονότα όπως η πορεία του πολέμου,
ή η απότομη εισροή στην αγορά σπάνιων ειδών (π.χ. άφιξη πλοίου που μετέφερε ξένη
βοήθεια). Κάθε φορά που έμοιαζε πιθανή η ήττα του Άξονα και η απελευθέρωση της
Ελλάδας η προοπτική απώλειας της αξίας των αποθηκευμένων τροφίμων οδηγούσε σε
ξεπούλημα, που με τη σειρά του σήμαινε περισσότερα αγαθά στην αγορά, άρα ακόμα
μικρότερες τιμές. Αντίθετα, κάθε μεγάλη νίκη του Άξονα που απομάκρυνε την
απελευθέρωση ή απειλούσε τις πηγές τροφίμων οδηγούσε σε αυξήσεις και απόκρυψη
τροφίμων για να πωληθούν αργότερα σε υψηλότερες τιμές, γεγονός που με τη σειρά του
έκανε τα αγαθά σπανιότερα οδηγώντας τις τιμές ακόμα υψηλότερα. Επιπλέον, όταν τα
αποθέματα έτειναν να εξαντληθούν, όπως την άνοιξη του 1942, η μαύρη αγορά
αντιμετώπιζε κρίση. Όταν για παράδειγμα τον Νοέμβριο του 1942 ξεκινούσε η Γερμανική
υποχώρηση στη Β. Αφρική και η Σοβιετική αντεπίθεση στο Στάλινγκραντ οι μαυραγορίτες
φώναζαν σε πανικό «σταμάτα Τιμοσένκο γιατί χαθήκαμε! και «κράτα Ρόμελ! Μας
έκαψες!...», ενώ η αγορά γέμιζε τρόφιμα.656 Αντίθετα όταν κάποιους μήνες νωρίτερα η
απειλή που οι ιαπωνικές νίκες αντιπροσώπευαν για την Ινδία είχε συνδυαστεί με τη φήμη
ότι επίκειται γερμανική εισβολή σε Τουρκία (από όπου ερχόταν τότε κυρίως η ξένη
βοήθεια), ή σε Κύπρο – Συρία, δημιουργήθηκε ένας πανικός που οδήγησε σε αύξηση των
τιμών κατά 50% μέσα σε 15 μέρες.657 Όταν από την άλλη εντάθηκε η προσπάθεια του ΕΑΜ
για πάταξη της ακρίβειας το φθινόπωρο του 1943 μέσω του ανοίγματος καταστημάτων και
αποθηκών, η αντίδραση των εμπόρων ήταν η μεγαλύτερη απόκρυψη εμπορευμάτων με
αποτέλεσμα τελικά την περαιτέρω ένταση της μαύρης αγοράς.

αυξημένες προμήθειες υλικών από τις μονάδες και τις αρμόδιες υπηρεσίες μέσω της μαύρης
αγοράς.
656
Βλάχου, Ελένη:. Πενήντα και κάτι… Δημοσιογραφικά Χρόνια, Τόμος Α: Ο Κόσμος της Οδού
Σωκράτους (1935-1951), Ελευθερουδάκης, Αθήνα, 2008, σελ. 148 (27 Νοεμβρίου 1942). Παρόμοια
(αν και περισσότερο τεχνοκρατικού χαρακτήρα) ήταν η καταγραφή Δελιβάνη: «Τα γεγονότα της
Αφρικής και οι αναγγελίες των επιτυχιών των Μποσλεβίκων δημιούργησαν ένα κύμα απεριόριστης
αισιοδοξίας στην Ελλάδα και διαπιστώνεται μια πτώση της τιμής του χρυσού, του συναλλάγματος
και των μετοχών (Δελιβάνης, Δημήτρης (επιμ. – μεταφ. Μαρία Νεγρεπόντη – Δελιβάνη): Ας
ο
ξαναζήσουμε τον 20 αιώνα με το ημερολόγιο του Δημήτρη Δελιβάνη, Ιανός, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ.
168-169, καταγραφή Νοεμβρίου 1942).
657
Χρηστίδης, Χρ.: Χρόνια Κατοχής, 1941-1944. Μαρτυρίες Ημερολογίου, [χ.ε.], Αθήνα, 1971, σσ. 246-
249 (7 Απριλίου 1942).

389
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

***
Τελικά, αν και είναι προφανές ότι σημαντικό ποσοστό του εμπορίου, και ευρύτερα της
οικονομίας της εποχής, ήταν «μαύρο» και ως εκ τούτου δεν καταγραφόταν στα επίσημα
στοιχεία, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογιστεί το ποσοστό της «μαύρης» αυτής
οικονομικής δραστηριότητας, τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και διασυνοριακά. Με
βάση όμως τα λίγα διαθέσιμα στοιχεία, αλλά και υπολογισμούς που έγιναν σε άλλες χώρες
μπορούμε να πούμε πως η «μαύρη» οικονομία πρέπει να έφτασε μέχρι και το 40% της
συνολικής οικονομίας της κατεχόμενης Ελλάδας.658
Εξάλλου ο Klemann, με βάση μελέτη που έκανε για την Ολλανδία και
συνεκτιμώντας την παρουσία στην Ελλάδα παραγόντων όπως η σοβαρότητα των
ελλείψεων, η έκταση της πείνας, η αποδοχή των μέτρων ρύθμισης της αγοράς και η δομή
της οικονομίας, εκτίμησε πως το ποσοστό της ελληνική κρυφής παραγωγής, κυμαινόταν στο
10% το 1941, στο 23% το επόμενο έτος και στο 36% το 1943, για να κορυφωθεί στο 39% το
1944 (για τους υπολογισμούς αυτούς βλ. επίσης το κεφάλαιο 7). Οι εκτιμήσεις του ίσως
είναι κάπως χαμηλές για τα δύο πρώτα έτη (ίσως κατά 5% με 10%), ωστόσο γενικά φαίνεται
να μην απέχει πολύ από την πραγματικότητα, τουλάχιστον για το 1943-44. Το ποσοστό
αυτό είναι σαφώς υψηλότερο από εκείνο των μεγαλύτερων δυτικών οικονομικών (για τη
658
Με βάση όσα είδαμε στο σχετικό κεφάλαιο, μόνο η παραγωγή σιτηρών που δεν φαινόταν στις
επίσημες εκτιμήσεις πρέπει να έφτανε γύρω στο 15% με 20% το πρώτο χρόνο, για να ξεπεράσει ίσως
και το 40% (ενδεχομένως να πλησιάσει και το 50%) αργότερα. Το δε ποσοστό της παραγωγής που
κατέληγε στη μαύρη αγορά ήταν μεγαλύτερο (μόνο περίπου το 10% πρέπει να διοχετευόταν μέσω
επίσημων καναλιών). Αν θεωρήσουμε το ποσοστό αυτό ως ενδεικτικό του πρωτογενούς τομέα (με
την εξαίρεση των ορυχείων που όμως είχαν μικρό ποσοστό στα έσοδα του τομέα), σε μια οικονομία
που βασιζόταν κατά περίπου 60% με 70% στην αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή, έχουμε ήδη ένα
πιθανό ποσοστό για τη μαύρη οικονομία που πρέπει να βρισκόταν στο 10% με 13% του ΑΕΠ για το
1941. Το ποσοστό αυξάνεται σχεδόν στο 25% για το 1942, με τάση να φτάσει το 30% τα επόμενα δύο
χρόνια, μόνο από την αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή – πριν αυτή φτάσει στον καταναλωτή μέσω
των εμπόρων (στην πραγματικότητα βεβαίως είναι δύσκολο να υπολογίσει κανείς επακριβώς το
ποσοστό, αλλά και την αξία της κρυφής αυτής παραγωγής). Αν σε αυτό υπολογίσουμε το πιθανό
ποσοστό από την ξένη βοήθεια για τα έτη 1942-44, αλλά και τα έσοδα από το «μαύρο» εμπόριο και
την κρυφή βιομηχανική και βιοτεχνική παραγωγή, τότε θα έπρεπε να προσθέσουμε περίπου ένα
ποσοστό που το 1943-44 ίσως κυμαίνεται γύρω στο 10% του ΑΕΠ (το 1941 αυτό θα ήταν
ενδεχομένως λίγο κάτω του 5%), ποσοστό που αντιπροσωπεύει περίπου ένα 25% με 30% για τους
άλλους δύο τομείς αθροιστικά (σίγουρα πολύ περισσότερο για το εμπόριο, λιγότερο για τις μεγάλες
βιομηχανίες και ελάχιστο για μισθούς και συντάξεις). Η εκτίμηση αυτή δεν φαίνεται να απέχει πολύ
από εκείνη του Klemann, τουλάχιστον για τα έτη 1941 και 1943-44.

390
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Γαλλία π.χ. η εκτίμηση είναι ότι η κορύφωση παρατηρείται το 1943 όταν αυτή φτάνει το
26%) και παρόμοιο με εκείνο της Πολωνίας (39% το 1944) και της Γιουγκοσλαβίας (38% το
1943 και 1944).659 Μια διαφορετική εκτίμηση για τη Γαλλία κάνει επίσης λόγο για μαύρη
οικονομία που βρισκόταν ανάμεσα στο 20% και το 30% του κατοχικού ΑΕΠ.660

Οι προμηθευτές των αρχών κατοχής και η Ελληνο-Γερμανική Οικονομική


Εταιρεία
Μια δεύτερη κατηγορία στην οποία αξίζει να αναφερθούμε αναλυτικότερα είναι αυτή των
προμηθευτών των αρχών κατοχής. Αν και το φαινόμενο αφορούσε ασφαλώς στο σύνολο
της κατοχής, εδώ θα εστιαστούμε ενδεικτικά στα στοιχεία που μας προσφέρουν οι
αρχειακές πηγές για ένα περίπου εξάμηνο του 1942 (άνοιξη φθινόπωρο), όταν ένα
αξιόλογο μέρος των προμηθειών των γερμανικών δυνάμεων στην Αθήνα γινόταν μέσω της
Ελληνογερμανικής οικονομικής εταιρείας.
Το πέρασμα από την απλή λεηλασία των πρώτων εβδομάδων της κατοχής στη
συστηματικότερη εκμετάλλευση της ελληνικής οικονομίας και τροφοδοσία των δυνάμεων
κατοχής απ’ αυτή, σήμαινε και την ανάγκη δημιουργίας ενός μονιμότερου μηχανισμού για
τις εγχώριες προμήθειες. Πίσω από το σύστημα προμηθειών θα βρισκόταν η ίδια αρχή που
είχε εφαρμοστεί και σε άλλες κατεχόμενες χώρες – τουλάχιστον της Δυτικής Ευρώπης – πως
ο καλύτερος τρόπος να εξασφαλισθούν οι απαιτούμενες προμήθειες ήταν να υποσχεθούν
ένα περιθώριο κέρδους στους προμηθευτές. Ουσιαστικό κόστος για τους ίδιους τους
Γερμανούς βέβαια δεν θα υπήρχε, αφού η χρηματοδότηση της όλης προσπάθειας θα
γινόταν από το κατεχόμενο Ελληνικό κράτος μέσω των κατοχικών νομισμάτων και κυρίως
των «δαπανών κατοχής».
Ας δούμε πρώτα λίγα πράγματα για τον μηχανισμό χρηματοδότησης των εν λόγω
προμηθειών, που μας προσφέρει και τα στοιχεία που θα χρησιμοποιήσουμε εδώ. Η

659
Klemann & Kudryashov: Occupied Economies…, σσ. 327-330. Ωστόσο, τόσο η Γιουγκοσλαβία, όσο –
κυρίως – και η Πολωνία φαίνεται σύμφωνα με το βιβλίο (πιθανώς λανθασμένα) να παρουσιάζουν
ταχύτερη αύξηση της μαύρης οικονομίας από τα πρώτα δύο χρονιά της κατοχής. Στο ίδιο βιβλίο (σελ.
322) αναφέρονται διάφορες εκτιμήσεις άλλων για το ποσοστό της κρυφής αγροτικής παραγωγής στις
κατεχόμενες χώρες, που κυμαίνεται μεταξύ του 20-25% για τις δυτικές χώρες και του 50-65% για την
Πολωνία. Η Ελλάδα βρίσκεται προφανώς πλησιέστερα στην τελευταία, αν και το ποσοστό του 50-
65% ίσως θα ήταν κάπως υπερβολικό για την περίπτωσή της.
660
Occhino, Filippo, Oosterlinck, Kim & White, Eugene N.: “How Occupied France Financed its own
Exploitation in World War II”, σελ 295, στο: The American Economic Review, Vol. 97, No. 2 (May
2007), σσ. 295-299.

391
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Τράπεζα Αθηνών, που είχε από την αρχή της κατοχής τραβήξει το ενδιαφέρον της Dresdner
Bank, προχώρησε το φθινόπωρο του ’41 στην από κοινού με τη γερμανική τράπεζα
δημιουργία της Ελληνο-Γερμανικής Οικονομικής Εταιρείας Α.Ε. (Griechisch-Deutsche
Finanzierungs-Gesellschaft A.G., γνωστή και με τα ελληνικά της αρχικά ως ΑΕΓΟΕ, ή με τα
γερμανικά ως Gedefi), με σκοπό την διευκόλυνση των πληρωμών στις εμπορικές σχέσεις
των δύο χωρών. Η νέα εταιρεία στεγάστηκε στο μέγαρο της Τράπεζας Αθηνών (Σταδίου 38)
και οι ανάγκες του υπαλληλικού προσωπικού της φαίνεται να καλύφθηκαν από
υπαλλήλους της ελληνικής τράπεζας. Μέσα σε λίγους μήνες η νέα αυτή εταιρεία άρχισε να
χρησιμοποιείται και ως μέρος του μηχανισμού χρηματοδότησης των γερμανικών αναγκών
στην Ελλάδα.661
Στο αρχικό διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας ήταν οι Πλάτων Χατζημιχάλης
(πρόεδρος, επιχειρηματίας με σχέσεις με τη Γερμανία από πριν τον πόλεμο και υπουργός
Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση Τσολάκογλου ως τον Μάρτιο του 1942), ο Hans Pilder
(Α΄ αντιπρόεδρος, διευθυντής της Dresdner Bank), Θεόδωρος Υψηλάντης (Β’ αντιπρόεδρος,
μέλος διοικητικού συμβουλίου στις επιχειρήσεις του Μποδοσάκη),662 Δημήτριος
Γυαλίστρας (σύμβουλος, Διευθυντής Τράπεζας Αθηνών), και Περικλής Μπέμπης
(σύμβουλος, διευθυντής της Εριουργίας). Λίγο αργότερα (φθινόπωρο 1942) έγιναν κάποιες
661
Η ίδρυση της Εταιρείας ανακοινώθηκε και στις ελληνικές εφημερίδες, παρουσιαζόμενη ως
αποτέλεσμα «φιλικής συμφωνίας» σε «έργα αφορώντα την οικονομικήν ανάπτυξιν της Ελλάδος»,
και συνδεόμενη με την είσοδο στο Δ.Σ. της Τράπεζας Αθηνών του Dr. Hans Pilder της Dresdner,
«κατόπιν της εκκενώσεως υπό της γαλλικής ομάδος μιας έδρας εις το διοικητικόν συμβούλιον» (η
Τράπεζα Αθηνών είχε ιδρυθεί και με γαλλικά κεφάλαια). Η νέα εταιρεία θα είχε σκοπό (σύμφωνα με
το άρθρο) την ανάπτυξη των γερμανοελληνικών εμπορικών σχέσεων, «διά να καταστεί ούτω δυνατή
η χρηματοδότησις νέων επιχειρήσεων εν Ελλάδι και να υποβοηθηθούν όλαι αι οικονομικαί
προσπάθειαι διά καταλλήλου προσαρμογής της Ελλάδος εις το ευρωπαϊκόν οικονομικόν πεδίον»
(«Ιδρύθη Γερμανοελληνική Πιστωτική Εταιρεία», εφημερίδα Πρωία, 26/10/1941). Η χρήση της
φράσης «προσαρμογή εις το ευρωπαϊκόν οικονομικόν πεδίον» ήταν ενδεικτική των σχέσεων της
Ελλάδας με τη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη.
662
Ο Υψηλάντης ήταν και ιδρυτής προπολεμικά ενός από τα πρώτα φασιστικά κόμματα στην Ελλάδα,
της «Ένωσης Ελλήνων Φασιστών» (βλ. Χονδροματίδης, Ιάκωβος Π.: Η Μαύρη σκιά στην Ελλάδα.
Εθνικοσοσιαλιστικές και φασιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, και της Κατοχής,
Περισκόπιο, Αθήνα, 2001, σσ. 8-9), αλλά και κουμπάρος του τελευταίου κατοχικού υπουργού Ιωάννη
Ράλλη (βλ. Ράλλης, Γεώργιος Ι: Κοιτάζοντας πίσω, εκδόσεις Ερμείας, Αθήνα, 1993, σελ. 11). Ο Ράλλης
μάλιστα μετά τον θάνατό του Θεόδωρου έδωσε στη χήρα του τιμητική σύνταξη 11.000 δραχμών
«διά τας προς το Έθνος πολλαπλάς υπηρεσίας της οικογενείας Υψηλάντη» (Νόμος υπ. αρ. 789, «Περί
απονομής τιμητικής συντάξεως εις την Μαρίαν χήραν Θεοδώρου Υψηλάντη», ΦΕΚ 347Α/16-10-43).

392
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αλλαγές, με τον Υψηλάντη να αποχωρεί (και μαζί του να καταργείται η θέση του Β΄
αντιπροέδρου, γεγονός που ίσως αποτελεί ένδειξη πως η θέση αυτή είχε αποτελέσει δώρο
στον Υψηλάντη για την συμμετοχή του), ενώ στην εταιρεία μπήκαν οι Δημήτριος Δοανίδης
(σύμβουλος, διευθυντής της Τράπεζας Αθηνών), Δρ. Γκέρχαρδ Μύλλερ Σλόμκα (σύμβουλος,
Βερολίνο), Γουστάβος Σταγδενχάουφεν (σύμβουλος, μέλος του Γερμανικού εμπορικού
επιμελητήριου στην Αθήνα και του Stickstoff-Syndikat), και Σωκράτης Ματθαίος (επίσης
των επιχειρήσεων Μποδοσάκη, ως σύμβουλος). Περίπου 2 μήνες αργότερα φαίνεται να
αποχωρεί ο Ματθαίος και την θέση του να παίρνει ο στρατηγός Κάρολος φον Χάρβεϋ.663
Μία ακόμα αλλαγή θα γίνει το καλοκαίρι του 1943, με τον Μίλλερ Σλόμκα να φεύγει και τη
θέση του να μένει κενή. Κάποια ακόμα ονόματα εμφανίζονται ως στελέχη της εταιρείας,
αλλά η έρευνα δεν έχει ακόμα εντοπίσει με ακρίβεια την περίοδο δράσης τους. Τα ονόματα
αυτά είναι του Erwin Volkmer (διευθυντής, όπως και ο Γυαλίστρας, αλλά κατώτερος του
προέδρου και αντιπροέδρου του ΔΣ), καθώς και ο Hans Bredow, και ο Ευριπίδης
Κοντόπουλος (μάλλον απλά μέλη)664.
Ο νέος αυτός μηχανισμός λειτούργησε την περίοδο για την οποία διαθέτουμε
αρκετά στοιχεία ως εξής: Ο προμηθευτής έκοβε τιμολόγιο (το οποίο μάλιστα έπρεπε να έχει
μια συγκεκριμένη μορφή) για την γερμανική (συνήθως στρατιωτική) υπηρεσία που θα
αποτελούσε τον πελάτη του. Το τιμολόγιο προπληρωνόταν από την Τράπεζα Αθηνών και
την προεξόφληση αυτή εγγυούνταν η Ελληνο-Γερμανική. Λίγες μέρες αργότερα, μάλλον
μετά την πληρωμή των χρημάτων από την Τράπεζα της Ελλάδος, η Ελληνο-Γερμανική
απαλλασσόταν από την εγγύηση αυτή. Σε κάποιες περιπτώσεις που υπάρχουν
προηγούμενα χρέη (γραμμάτια) των προμηθευτών προς την τράπεζα Αθηνών, η πληρωμή
των τιμολογίων γινόταν απ’ ευθείας στην Ελληνο-Γερμανική με σκοπό την εξόφληση του
χρέους αυτού. Ο μηχανισμός αυτός συνέχισε να λειτουργεί εντατικά με τον τρόπο αυτόν για
το μεγαλύτερο μέρος του 1942, αλλά μεταβλήθηκε εν μέρει μετά τα μέτρα Neubacher. Αν
και η ΑΕΓΟΕ δεν σταμάτησε να λειτουργεί μέχρι το 1944, στο αρχείο σπάνια φαίνονται
εγγυήσεις μετά τον Γενάρη του 1943, ενώ και τα στοιχεία για τα τιμολόγια είναι
αποσπασματικά (πιθανότατα οι προμήθειες γίνονταν πια μέσω του ΓΚΤΣ. Ο μηχανισμός της

663
Σικ. Πρόκειται για τον von Hervay, μέλος του Γερμανικού εμπορικού επιμελητηρίου στην Ελλάδα.
664
Στοιχεία απ’ τους φακέλους ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ2Φ20 ως και 27. Η ελληνική γραφή των ονομάτων είναι
αυτή των εγγράφων του αρχείου.

393
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ελληνογερμανικής φαίνεται εξάλλου πως λειτούργησε και ως κάποιας μορφής ταμείο της
DEGRIGES.665
Ολόκληρη η λειτουργία του μηχανισμού αυτού χρηματοδοτούνταν ασφαλώς με
Ελληνικά χρήματα. Από την Ελληνο-Γερμανική και την τράπεζα Αθηνών πληρώνονταν
ακόμα και τα ταξίδια των Γερμανών στην Ελλάδα και οι λειτουργικές προμήθειες της
εταιρείας (με απειροελάχιστες δωρεές της Dresdner, π.χ. χαρτί & γραφομηχανές).666 Άξιο
παρατήρησης εξάλλου είναι πως, αν και σε επίπεδο υπαλλήλων στελεχωνόταν σχεδόν
αποκλειστικά από Έλληνες, φαίνεται πως κατά τις μεγάλες απεργίες που έλαβαν χώρα στις
24 Φεβρουαρίου και 5 Μαρτίου 1943 και στις οποίες συμμετείχαν και οι δημόσιοι
υπάλληλοι, ο μηχανισμός αυτός δεν σταμάτησε την λειτουργία του (παρατηρείται
ομολογουμένως μειωμένη σχετικά δραστηριότητα, που μάλλον όμως οφείλεται σε
μειωμένη προσέλευση των προμηθευτών τις ημέρες εκείνες).
Όσον αφορά τους προμηθευτές, κάποιοι από αυτούς είχαν από παλιά συναλλαγές
με την Γερμανία (ακόμα και με τις Γερμανικές ένοπλες δυνάμεις), άλλοι ήταν προσωπικά
γνωστοί στα μέλη της εταιρείας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις είχαν διακόψει προσωρινά μόνο
λόγω πολέμου τις προηγούμενες εμπορικές τους δραστηριότητες με την (ευρύτερη)
Γερμανία. Υπήρχαν επίσης και κάποιοι ξένοι, κυρίως Γερμανοί προμηθευτές με έδρα την
Ελλάδα που επωφελήθηκαν του μηχανισμού αυτού. Η δραστηριότητα πάντως των
προμηθευτών αυτών και του μηχανισμού φαίνεται να εστιάζεται στην περιοχή της
πρωτεύουσας.
Σε περιπτώσεις που δεν ήταν αρκετά γνωστοί ή όταν οι ίδιοι οι προμηθευτές ήταν
που πλησίαζαν τις Γερμανικές αρχές για συνεργασία, η ΑΕΓΟΕ ζητούσε πληροφορίες από
σχετικά ιδρύματα (επιχειρήσεις εμπορικών πληροφοριών). Όταν δε κρίνονταν άξιοι της
συνεργασίας, τους δίδονταν ακόμα και δάνεια (συχνά με ενέχυρο εμπορεύματα), με σκοπό
την ανάπτυξη των εργασιών τους, για κοινό προφανώς όφελος τόσο των προμηθευτών, όσο
και των Γερμανών.667
Μία τελευταία παρατήρηση για τη λειτουργία του μηχανισμού: Η δικτύωση των
επιχειρηματιών που ασχολήθηκαν με τις παραγγελίες του Γερμανικού ναυτικού (που

665
Το αρχείο περιέχει πλήθος σχετικών εγγράφων σε αρκετούς φακέλους με την κίνηση πληρωμών
της DEGRIGES, κυρίως Α36Σ2Υποσειρές 1 και 3, καθώς και Α36Σ1Υ2Φ28.
666
Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ2Φ25 (διάφορα έγγραφα αναφερόμενα σε ταξίδια Γερμανών) και Α36Σ2Υ2Φ1
(επιστολή προς υπουργό Εθνικής Οικονομίας και άδεια εισαγωγής, Απρίλιος 1942).
667
Βλ. για παράδειγμα σχετική αίτηση προς το «Ελληνικόν Ίδρυμα Εμπορικών Πληροφοριών»
(Α36Σ1Υ2Φ20) και το δάνειο αρ. 1078, προς Θεόδωρο Κατράτζο, (Α36Σ1Υ2Φ27).

394
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αποτελούσε και τον μεγαλύτερο πελάτη των προμηθευτών την εποχή εκείνη) αγγίζει τις
τράπεζες όπως είδαμε σε επίπεδο χρηματοδότησης, αλλά όχι μόνο. Η συχνή πρακτική των
μεγάλων δανειστών (τραπεζών) των επιχειρήσεων να βάζουν μέλη τους στο διοικητικό
συμβούλιο εταιρειών στις οποίες είχαν συμφέροντα οδήγησε στην περίοδο της κατοχής
στην εμπλοκή κάποιων από αυτές στις Γερμανικές προμήθειες και σε πιο πρακτικό επίπεδο.
Ο προαναφερθείς Γυαλίστρας για παράδειγμα, εκτός από στέλεχος της Τράπεζας Αθηνών
και της Ελληνο-Γερμανικής (βλ. παρακάτω), ήταν και στο ΔΣ μιας εργολαβικής εταιρείας
που ασχολήθηκε με προμήθειες και έργα των Γερμανών: της ΕΡΘΑ (Ανώνυμης
Εργοληπτικής Εταιρείας Θαλασσίων και Υδραυλικών Έργων).668 Γνωστοί του ήταν και άλλοι
προμηθευτές όπως οι Κουρεμέτης και Ματρόζος, που είχαν παράσχει υπηρεσίες στο
Γερμανικό ναυτικό και κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο και των οποίων η γνωριμία με τον
Γυαλίστρα διευκόλυνε την πρόσβαση στη χρηματοδότηση των προμηθειών τους.669
Οι προμήθειες που προκύπτουν από τη λειτουργία του μηχανισμού αυτού
αφορούσαν διάφορες Γερμανικές αρχές όλου του φάσματος του Γερμανικού στρατού στην
Ελλάδα. Εκτός από τις προμήθειες προϊόντων από τον μηχανισμό αυτόν πληρώθηκαν
μάλιστα και κάποιες υπηρεσίες που προσφέρθηκαν στις γερμανικές αρχές, όπως μια
έκθεση για την εκμετάλλευση του δασικού πλούτου της χώρας.670 Αν και οι προμήθειες που
φαίνονται από το συγκεκριμένο αρχείο είναι μέρος μόνο εκείνων που χρειάζονταν οι
δυνάμεις κατοχής κατά την ίδια περίοδο, φαίνεται πως σε γενικές γραμμές τα στοιχεία που
προκύπτουν είναι σχετικά αντιπροσωπευτικά, αφενός γιατί το δείγμα δεν είναι καθόλου
μικρό, και αφετέρου γιατί η κατανομή των προμηθειών του δείγματος βρίσκεται πολύ
κοντά σε εκείνη που αναφέρουν τα γερμανικά έγγραφα για το σύνολο της χώρας την
περίοδο εκείνη (βλ. σχετικά στα έξοδα κατοχής).
Αναλύοντας λοιπόν τα σχετικά στοιχεία (βλ. γράφημα 4.8) έχουμε την παρακάτω
αναλογία για τις προμήθειες αυτές: Περίπου το 64% των τιμολογίων προορίζονται για το
Γερμανικό Ναυτικό ή για αρχές που έχουν άμεση σχέση με αυτό. Αντίθετα, σχεδόν το 25%
προορίζεται για το Στρατό Ξηράς, ενώ κάτι λιγότερο από το 11% πηγαίνει στην Αεροπορία.
Η αξία μάλιστα των τιμολογίων του ναυτικού ήταν μεγαλύτερη, αφού αντιπροσωπεύει
περίπου το 71 % του συνόλου, σε σχέση με το σχεδόν 22% του στρατού ξηράς και το 7% της

668
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ8Φ2436.
669
Βλ. σχετικό γερμανικό σημείωμα με ημερομηνία 23/6/1942 στο ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ2Φ27.
670
ΙΑΕΤΕ: Α36Σ1Υ2Φ23, επιστολή Ελληνο-Γερμανικής προς Ανώνυμον Εμπορικήν Εταιρίαν Ι. Βορρές &
Σια, 20.11.42 με αντικείμενο την πληρωμή για την έκθεση της τελευταίας («εκμετάλλευσην δασικών
τινών περιοχών»).

395
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γερμανικής αεροπορίας. Για λόγους σύγκρισης αξίζει να επαναλάβουμε πως σύμφωνα με


την απολογιστική έκθεση του Nestler το ποσοστό που απορροφούσε το γερμανικό ναυτικό
από τα έξοδα κατοχής τον Ιούνιο του 1942 ήταν 68,7%, εκείνο του στρατού ξηράς 18,8% και
της αεροπορίας 12,5%, ενώ για το επόμενο (τρίτο) τρίμηνο του 1942 τα ποσοστά
ανέρχονταν σε 63,8%, 21,3% και 14,9% αντίστοιχα.671 Οι εγγυήσεις για τα τιμολόγια του
συγκεκριμένου αρχείου αφορούν βέβαια κυρίως την Αττική, και περιλαμβάνουν λίγους
μήνες προ του Ιουνίου, αλλά όπως βλέπουμε βρίσκονται πολύ κοντά στα πανελλαδικά
ποσοστά των γερμανικών εξόδων κατοχής.
Η γερμανική αρχή που συναντάται περισσότερο (Marineausrüstungsstelle) –
απορροφά το 45% μάλιστα της συνολικής αξίας των προμηθειών – αφορά κυρίως τον
εξοπλισμό των σκαφών του γερμανικού ναυτικού στην περιοχή. Σημαντική παρατήρηση στο
σημείο αυτό είναι πως ένα ποσοστό γύρω στο 5,9% (και το δεύτερο σε συχνότητα
τιμολογίων με 8%) απορροφάται από το μηχανικό του στρατού ξηράς, το οποίο, όπως θα
δούμε αναλυτικότερα στο δεύτερο μέρος, είχε αναλάβει και το πρόγραμμα κατασκευής
τσιμεντοπλοίων. Μάλιστα φαίνεται από το σχετικό αρχείο με τους προμηθευτές, πως ένα
μέρος αυτών που περνάει από τον μηχανισμό αυτόν αφορούσε ακριβώς τις ναυπηγήσεις
του μηχανικού (κυρίως τσιμεντόπλοια), αν και δεν έγινε δυνατόν να εντοπιστεί το ποσοστό
αυτό με μεγαλύτερη ακρίβεια, αφού συνήθως δεν αναφέρονται λεπτομέρειες για το είδος
κάθε προμήθειας. Η μεγάλη βαρύτητα των επισκευών και ναυπηγήσεων στις προμήθειες
αυτές φαίνεται και από την συχνότητα που συναντά κανείς άλλες αρμόδιες γερμανικές
αρχές στις προμήθειες του αρχείου, όπως η επισκευαστική βάση της Σαλαμίνας (Maureb
Salamis, 4,3% των τιμολογίων, αν και μόλις το 0,9% της αξίας), και οι υπεύθυνοι για τα
ελληνικά ναυπηγεία (Werftbeauftragter Ägäis/Südost, 7,8% των τιμολογίων και 6,6% της
αξίας, καθώς και Admiral Ägäis, Oberwerftstab με 7,8% και 6,7 αντίστοιχα).

671
AA-PA, R 27320, “Das Finanzwesen Einschließlich der Besatzungskosten in Griechenland Während
der Deutschen Besatzungszeit, 1941-1944“, σελ. 184.

396
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αναλογία Τιμολογίων Προμηθευτών της Wehrmacht


στην Ελλάδα
(ανά σώμα, 1942)
Ναυτικό Αεροπορία Στρατός Ξηράς

25%

64%

11%

Γράφημα 4.8: Επεξεργασία στοιχείων από τους φακέλους του αρχείου της Ελληνο-Γερμανικής
Οικονομικής Εταιρείας (ΙΑΕΤΕ: Α36Σ1Υ2Φ16-27).
Όπως παρατηρούμε από την περαιτέρω ανάλυση των τιμολογίων στα οποία
αντιστοιχούν οι εγγυήσεις του αρχείου, οι προμήθειες των άνω γερμανικών αρχών έγιναν
από πλήθος ελληνικών επιχειρήσεων.672 Ωστόσο η κατανομή τους δεν είναι καθόλου
ισόποση αφού, όπως φαίνεται και στον παρακάτω αναλυτικό πίνακα 4.22, οι περισσότεροι
προμηθευτές ήταν από τους «μικρούς», αντιστοιχόντας σε ένα ατομικό ποσοστό που
σπάνια ξεπερνούσε το 1% με 1,5% του συνόλου. Αντίθετα οι 6 μεγαλύτεροι του πίνακα
(όσων δηλαδή οι προμήθειες ανέρχονταν τουλάχιστον στο 4% του συνόλου) κατέχουν
αθροιστικά περίπου το 42% του συνολικού ποσού του πίνακα, με 1.743.853.189 δραχμές, ή
16.278 χρυσές λίρες, ποσό αρκετά μεγάλο για μερικούς μόνο μήνες προμηθειών, ειδικά
από τη στιγμή που το αρχείο δεν περιλαμβάνει το σύνολο των προμηθειών της περιόδου.
Ανάμεσα στους 6 αυτούς συναντάμε και 2 από τους λίγους γερμανόφωνους της λίστας
(Fidao και Geldner), τουλάχιστον ο ένας από τους οποίους ήταν μέλος οικογένειας

672
Στο αρχείο υπάρχουν ελάχιστα αυτούσια τιμολόγια, αλλά συνήθως στα έγγραφα των εγγυήσεων
αναφέρονται τα βασικά στοιχεία της προμήθειας, όπως η ημερομηνία των τιμολογίων, η αξία τους,
καθώς και ο πελάτης (συνήθως δηλαδή η γερμανική αρχή) για την οποία εκδίδεται το τιμολόγιο.

397
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

λεβαντίνων με πολύχρονη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή.673 Βλέπουμε λοιπόν πως αν


και αγορές γίνονταν από αρκετούς προμηθευτές οι δραστηριότητες αυτές έτειναν να
συγκεντρωθούν στα χέρια λίγων.
Τα καθαρά κέρδη από τις δοσοληψίες αυτές πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλα,
ειδικά για όσους ήταν μεγάλοι προμηθευτές των Γερμανών. Ο Μάρκος Σπαρβέρης, για
παράδειγμα φαίνεται να είχε τζίρο 4.300 χρυσών λιρών μέσα σε περίπου μισό χρόνο, ποσό
που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι περιλαμβάνει το σύνολο των δραστηριοτήτων του. Είναι
πολύ πιθανό το σύνολο των προμηθειών του μηχανισμού να αφορούσε είδη εισαγόμενα
από το εξωτερικό, γεγονός που θα εξηγούσε όχι μόνο την ύπαρξη των εγγυήσεων, αλλά και
τον ουσιαστικό τερματισμό των προμηθειών μέσω του μηχανισμού της ΑΕΓΟΕ μετά το

673
Ο Fidao ήταν σχετικά μεγάλος σε ηλικία (γεννημένος το 1878) Αυστριακός λεβαντίνος ιταλικής
καταγωγής, ο οποίος είχε έρθει στην Αθήνα από τη Σμύρνη τον μεσοπόλεμο. Χαρακτηριστική της
στάσης πολλών λεβαντίνων απέναντι στους Γερμανούς είναι τα λεγόμενα τού γιου του Maxime:
«γεννήθηκα στην Τουρκία, από Αυστριακούς και Ιταλούς γονείς και μεγάλωσα σαν Γάλλος. Δεν
ένιωθα καμία πίστη σε κάποια από αυτές τις χώρες». Βλ. Levantine Heritage: a Brief History of the
Fidaos, http://levantineheritage.com/fidao.htm (πρόσβαση 22/4/2014). Τουλάχιστον λοιπόν στην
περίπτωση του Fidao τα κίνητρα για τις εμπορικές δοσοληψίες με τη Wehrmacht φαίνεται πως είχαν
να κάνουν περισσότερο με το κέρδος παρά με κάποια εθνική (ή ενδεχομένως και πολιτική)
συμπάθεια προς τη Χιτλερική Γερμανία. Αντίθετα κάποιες άλλες περιπτώσεις γερμανόφωνων της
λίστας, όπως εκείνη του Hans Dyckhoff (Δύκχοφ στον πίνακα, όπως συναντάται στις περισσότερες
φορές στο αρχείο), είχαν σαφώς περισσότερο εθνικά και πολιτικά κίνητρα, αφού σε έγγραφα
βρετανικών μυστικών υπηρεσιών εμφανίζεται ως Hans Otto Dyckhoff, γεννημένος το 1894 στη
Βεστφαλία μηχανικός που είχε έρθει στην Ελλάδα το 1926 (άλλο έγγραφο αναφέρει το 1925) και
θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς πράκτορες πριν ακόμα την κατοχή, υπεύθυνος
για εμπορικές πληροφορίες και προπαγάνδα. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, οι δραστηριότητές
του αυτές του επέτρεπαν να ζει ιδιαίτερα πλουσιοπάροχα στην Ελλάδα. TNA, WO 204/12897, “Axis
Intelligence Activities in Greece, Crete and the Greek Islands, January 1944”, παράρτημα σελ. D.7.
Φαίνεται μάλιστα πως μετά την κατάκτηση της χώρας δρούσε ως πράκτορας της Abwehr, ενώ προς
το τέλος της κατοχής έγινε λοχαγός των γερμανικών ειδικών δυνάμεων (Branderburgers) και
λειτουργούσε ως σύνδεσμος μεταξύ της Wehrmacht και των ταγμάτων ασφαλείας στις επιχειρήσεις
κατά του ΕΛΑΣ. Βλ. TNA, WO 204/12958, “S.I.M.E. Interrogation Summary No. 8”, 16/2/1945, σελ. 6.
Το 1938 εμφανίζεται να δρα ως αντιπρόσωπος της Auergesellschaft στην Αθήνα, συνεργαζόμενος με
τον Μποδοσάκη. Βλ. Mogens Pelt: “Germany and the Greek Armaments Industry: Policy Goals and
Business Opportunities”, σελ. 154 (υποσημείωση 51), στο: Lund, Joachim (ed.): Working for the New
Order, European Business under German Domination, 1939-1945. University Press of Southern
Denmark & Copenhagen Business School Press, 2006, σσ. 141-156.

398
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τέλος του 1942, αφού τότε άρχισε τη λειτουργεία της η DEGRIGES. Αν πράγματι ισχύει η
βάσιμη αυτή υπόθεση, τότε το ποσοστό πραγματικού καθαρού κέρδους των προμηθευτών
του πίνακα θα ήταν τεράστιο λόγω της πολύ χαμηλής ισοτιμίας του RM. Ακόμα όμως και αν
λάβουμε υπόψη μας μόνο ένα ελάχιστο καθαρό κέρδος ύψους περίπου 25%, το καθαρό
κέρδος του Σπαρβέρη θα πρέπει να ξεπέρασε τις 1.000 χρυσές λίρες μέσα σε λίγους μήνες.
Δεν είναι τυχαίο πως το όνομα Σπαρβέρη («Μ. και Γ. Σπαρβέρης») εμφανίζεται στις
εφημερίδες της εποχής να κάνει μερικές ιδιαίτερα μεγάλες αγορές ακινήτων, την περίοδο
ακριβώς που τον συναντάμε ως μεγάλο προμηθευτή των γερμανικών δυνάμεων.674 Κύριο
αντικείμενο των προμηθειών του φαίνεται να ήταν καραβόσκοινα για το γερμανικό
ναυτικό, ενώ στο μεταπολεμικό δικαστήριο αναφέρθηκαν εκτός των σχοινιών και κάποια
άλλα είδη (π.χ. μουσαμάδες), που ίσως όμως αφορούσαν το 1943-44.675

674
Το όνομα των Μ. και Γ. Σπαρβέρη δεν εμφανίζεται πολύ συχνά, αλλά μέσα στο αρκετά μικρό
διάστημα της περιόδου αυτής εμπλέκεται σε δύο από τις μεγαλύτερες (σε τετραγωνικά, αν και το
τίμημα – έστω και μειωμένο – είναι επίσης από τα σχετικά μεγάλα της κατοχής) μεταβιβάσεις τις
περιόδου. Πιο συγκεκριμένα, ο Σπαρβέρης αγόρασε τον Ιούλιο του 1942 μια τεράστια βίλα στο
ψυχικό (655 τετραγωνικών, Κάλβου 42), αντί 6.000.000 δραχμών (περίπου 51 χρυσές λίρες με τη
μέση τιμή του μήνα) και τον επόμενο μήνα έναν ολόκληρο όροφο κεντρικότατης πολυκατοικίας (533
τετραγωνικά επί των οδών Ακαδημίας και Βουκουρεστίου) αντί 17.000.000 δραχμών, ή περίπου 87
χρυσές λίρες (οι πωλήσεις ακινήτων δημοσιεύονταν σε όλες τις οικονομικές εφημερίδες. Βλ. για
παράδειγμα τη στήλη στην εφημερίδα Πλούτος, 7/9/1942 και 21/9/1942).
675
Βλ. για παράδειγμα την επιστολή ΑΕΓΟΕ προς Ι. Αβραμίδη, 16/12/1942 (ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ2Φ23),
όπου γίνεται λόγος για σχοινιά 16, 18 και 20 mm (τιμολογίων Σπαρβέρη, Ιπποκράτους 15) για την
Marineausrüstungsstelle Piräus. Ο Σπαρβέρης συνελήφθη τον Απρίλιο του 1945, και παρουσιαζόταν
στις ανακοινώσεις του τύπου (μαζί με τον γεν. γραμματέα του Υπουργείου Γεωργία Φ. Πατίστα τον
έμπορο Δ. Πλέσσα, και τους Γρ. Χριστόπουλο, Ι. Μανέ και Αργ. Παπαδημητρίου) ως «συνεργάτες του
κατακτητή (Βλ. «Πιάστηκε ο επί κατοχής διευθυντής της ‘Καθημερνής’», εφημερίδα Ριζοσπάστης,
21/4/1945). Όμως, στα εξαιρετικά συνοπτικά πρακτικά τη δίκης του στο Ειδικό Δικαστηρίο, ο
Σπαρβέρης παρουσιάστηκε ως εύπορος που δεν είχε ανάγκη να γίνει προμηθευτής των Γερμανών
και τα λίγα στοιχεία που αναφέρθηκαν τον παρουσίαζαν περίπου ως θύμα. Ως εκ τούτου αθωώθηκε
γρήγορα «λόγω αμφιβολιών». Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 7/1947, αρ. 766.

399
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Συνολικό ποσό Συνολικά αξία % συνόλου


Όνομα προμηθευτή
(δρχ.) (χρυσές λίρες) (σε χρ. λίρες)
Σπαρβέρης Μάρκος 591.673.803 4.298,68 11,13%
Fidao Rudolf Friedrich 236.111.869 3.545,57 9,18%
Βρυέννιος Κωνστ. Α. 227.215.590 2.804,71 7,26%
Κρίκος Ι. και Λαδόπουλος Π. (ή μόνο Ι. Κρίκος) 221.947.774 2.141,82 5,54%
Geldner Willy 233.353.623 1.924,93 4,98%
Σουλιώτης Α. 233.550.530 1.562,06 4,04%
Σταυρίδης Λ. 161.386.175 1.137,65 2,94%
Ματρόζος Α. 109.665.454 1.077,79 2,79%
Μαντζάρογλου Ν. 170.242.800 932,99 2,41%
Μπαλτας Γρηγ. 61.041.254 913,68 2,36%
Αλεξίου Α. 106.454.184 796,44 2,06%
Φλώρος Ν. 77.093.868 797,66 2,06%
Macri Henrietta 126.610.285 741,59 1,92%
Ανδρικόπουλος Α. 40.888.700 685,30 1,77%
TI-RO-PRO Kurt G. Fleischhauer & Co 82.461.500 663,11 1,72%
Μπισιώτης Κ. 27.285.000 665,49 1,72%
Φουσσιάνης Δ. 100.084.600 598,92 1,55%
Βογιατζής Θ. και ΣΙΑ 61.918.450 589,93 1,53%
Ζαροκώστας Κ. Δ. 101.298.945 544,52 1,41%
Αντώνογλου Υιοι Δημ. 29.883.500 533,41 1,38%
Δύκχοφ Χ. 132.256.520 530,01 1,37%
Λαζαρίδης Π. 34.420.000 505,10 1,31%
Κυπαρίσσης Ι. 57.035.844 473,12 1,22%
Τομπούλης Η. 70.926.600 453,98 1,18%
Τούντας Γρ. 34.500.000 452,58 1,17%
Τσουκαλάς Δ. 34.032.438 416,39 1,08%
NEPA Handelsgeselschaft 25.099.450 411,56 1,07%
Χουτόπουλος Κ. Γ. & Υιός 30.059.350 385,20 1,00%
Κοτζαμάνης Δ. 19.329.400 379,34 0,98%
Ξενάκης Σ. 76.831.350 368,97 0,96%
Ταχοφ Κωνστ. 21.250.000 366,38 0,95%
Ζαρίφης Γεωργ. 33.986.000 363,85 0,94%
Κατράντζος Θεόδωρος 17.727.835 287,99 0,75%
Κολυβάς Π. 25.881.600 247,84 0,64%
Αμπελ Φ. και ΣΙΑ 19.215.064 244,14 0,63%
Βάβαλης Ι. 15.893.200 239,62 0,62%
Αυλωνίτης Α. και ΣΙΑ 23.199.500 232,97 0,60%
Σχινάς Ιω. 51.119.130 230,14 0,60%
Steinhauser F. 41.156.134 204,16 0,53%
Αγαθός Α. και Παπαθάνος Β. 7.650.000 201,32 0,52%
Πισπίρης Ι. 13.162.500 193,57 0,50%
Πηλείδης Ι. 21.060.757 176,31 0,46%
Αλεξανδρου Ουρβ. 56.381.500 172,57 0,45%
Κορωναίος Α. 8.400.000 169,70 0,44%

400
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ανώνυμος Εταιρεία Ναυτικών και Υδραυλικών


Επιχειρήσεων και Εργασιών 10.150.000 167,40 0,43%
Φρυδάς Κορν. 7.653.650 159,30 0,41%
Μονφερράτος Α. Τ. 29.150.250 155,40 0,40%
Αλεξανδρίδης Αριστ. 28.709.370 150,70 0,39%
Αναστασιάδου Χ. & Σώζου Γ. Εταιρεία Λεβάντε 9.883.599 147,52 0,38%
Χατζηαργύρης Κων. 28.075.740 148,39 0,38%
Ανώνυμος Διεθνής Εταιρεία Μεταλλείων &
Εμπορίας Μεταλλευμάτων 500.000.000 133,33 0,35%
Παναγιωτοπούλου Αδαμ. 34.116.465 137,08 0,35%
Χουτόπουλος Χ. 8.710.000 136,09 0,35%
Στύτσελ Β. 5.495.455 127,65 0,33%
Αθανασίου Ν. 8.593.950 121,90 0,32%
Παπαδογιάννη Αφοι 4.730.000 113,98 0,30%
Αθανασιάδης Κ. 15.844.260 113,42 0,29%
Βαγιάννης Σεραφείμ 20.000.000 106,78 0,28%
Μποντσίδης Α. 6.163.109 110,06 0,28%
Τρίπος Ν. * 10.679.100 109,13 0,28%
Ιγγλέσης Χ. 7.057.050 104,56 0,27%
Ζαγκλής Δ. 4.368.612 102,34 0,26%
Συκιώτης Παν. 24.592.656 97,53 0,25%
Αθανασίου Ι. 5.539.475 87,06 0,23%
Βεντούρας Α., Παπαδόπουλος και Σια 4.000.000 86,96 0,23%
Κυπριάδης Σ. 5.984.000 88,00 0,23%
Μαργέτης Ιω. & Σία 139.000.000 86,88 0,22%
Καλουψίδης Ιω. Α. 4.000.000 81,63 0,21%
Μαράκης Ν . 12.464.800 82,61 0,21%
Βεκιαρέλλης Σίμος 12.914.920 74,65 0,19%
Κανταρτζής Σ. 5.617.083 66,08 0,17%
Κριεζής Χ. 6.669.000 60,11 0,16%
Κυρκίνης Σ. και Υιοί 15.450.400 61,43 0,16%
Αποστόλου Α. 3.884.708 58,16 0,15%
Αντωνάτος Χ. και ΣΙΑ 2.039.175 52,29 0,14%
Κουρεμέτης Μ. και Ματρόζος Α. 8.010.000 55,05 0,14%
Πάστρας Κ. & Σία 7.780.173 53,66 0,14%
Αετόπουλοι Αφοι 4.891.500 48,57 0,13%
Σόρσον Σ. 8.075.000 46,30 0,12%
Σιδερικούδης Ν. 6.000.000 38,22 0,10%
Δουβαλετέλης Θ. 5.700.000 33,23 0,09%
Σίνγκλερ Κάρολος 8.500.000 36,17 0,09%
Καλφόπουλος Κ. 5.000.000 31,85 0,08%
Σύμα Λουίζα 12.727.500 31,04 0,08%
Καραγιάννης Ν. 2.000.000 27,03 0,07%
Πανάς Γ. 4.000.000 27,59 0,07%
Λυμπέρης Ι. και Δούκας Λ. 1.350.000 22,13 0,06%
Μαλακούτης Ι. 9.225.000 22,74 0,06%

401
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πέτσας Κων. 6.500.000 25,00 0,06%


Ροδοκανάκης Α. 6.357.500 22,68 0,06%
Λυκίδης Γ. και Σια 3.924.000 17,68 0,05%
Γιουφρέ Κ. 2.821.500 13,56 0,04%
Ράζης Νικ. 2.000.000 13,89 0,04%
Α.Ε.Η.Ε. Σαξενβερκ 1.390.500 12,09 0,03%
Γουλανδρής Γ. Δ. 680.000 11,15 0,03%
Νόβακ Α. και Ρούσσος Μ. 2.000.000 9,80 0,03%
Σερεμετέφ Ν. 2.000.000 10,26 0,03%
Lange, Albert, Athen, εκ μέρους Deutsches
Kohlendepot GmbH 1.250.000 8,62 0,02%
Ελληνική Ανώνυμος Εταιρεία Γερμανική
Ανθρακαποθήκη (Deutsches Kohlendepot) 1.250.000 7,96 0,02%
Θανόπουλος Ν. 1.020.000 6,38 0,02%
Γούμας Α. 700.000 4,83 0,01%
Πονηρός Α. 676.700 3,45 0,01%
Βορρές και Σία Α.Ε. 50.000 0,08 0,00%
Γρηγοριάδης Γ. 136.690 0,92 0,00%
«Έλαιον» 60.846 0,32 0,00%
Τσιμέντα Χαλκίδος Α.Ε. 6.000 0,04 0,00%
Σύνολα 4.968.361.812 38.633,75 100,00%
Πίνακας 4.22: Προμήθειες των γερμανικών αρχών κατοχής μέσω της Ελληνογερμανικής.
Επεξεργασία στοιχείων από: ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ2Φ16-27. Ο υπολογισμός της αξίας σε λίρες έγινε με
την ημερήσια τιμή της λίρας (τιμές Δαράβαλη) κατά την ημέρα παροχής της εγγύησης για την
προεξόφληση του εκάστοτε τιμολογίου. Αυτή είναι και η αιτία των σημαντικών αποκλήσεων που
παρατηρούνται ανάμεσα στις τιμές των δύο στηλών.
* Σε μία από τις εγγυήσεις αναφέρεται μάλλον από λάθος ως Α. Τρίπος.

Οι προμήθειες προς τις γερμανικές αρχές συνεχίστηκαν βεβαίως μέχρι και τις
τελευταίες ημέρες της κατοχής, και παρά τις κατά καιρούς δυσκολίες με τον πληθωρισμό
και τις στάσεις πληρωμών ήταν σε γενικές γραμμές από τις πλέον κερδοφόρες
επιχειρηματικές δραστηριότητες (με όρους καθαρού κέρδους σε σχέση με το κεφάλαιο),
έστω και αν η έκτασή τους δεν ήταν πάντα μεγάλη.

402
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

5. Εργασία

5.1 Γερμανική οικονομία και ξένοι εργάτες

Ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η γερμανική πολεμική προσπάθεια ήταν
εκείνο της έλλειψης εργατικών χεριών, ειδικά από τη στιγμή που η ένταση της πολεμικής
παραγωγής συνέπεσε με την επιστράτευση μεγάλου μέρους της αντρικής εργατικής
δύναμης της χώρας.676
Αρχικά αρκετές γερμανικές επιχειρήσεις έδειχναν να προτιμούν ως λύση την
αντικατάσταση των επιστρατευμένων χεριών με γυναικεία γερμανικά που πληρώνονταν
λιγότερο από τους άνδρες, ενώ η παραγωγικότητά τους ήταν υψηλότερη από αυτή των
ξένων. Όμως τα εργατικά χέρια που χρησιμοποιούνταν στη βιομηχανία δεν ήταν αρκετά,
έτσι η λύση στην οποία κατέφυγαν συχνότερα οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις ήταν
αυτή των ξένων εργατών, των αιχμαλώτων καθώς και των Εβραίων και λοιπών τροφίμων
των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η λύση αυτή ήταν εξάλλου αρκετά φθηνότερη, έστω και
αν η κατά κεφαλή παραγωγή ήταν συνήθως χαμηλότερη από αυτή των Γερμανίδων.677

676
Οι ελλείψεις πάντως της γερμανικής βιομηχανίας σε εργατικά χέρια είχαν ξεκινήσει πριν την
γενική επιστράτευση και την έναρξη του πολέμου: ήδη τον Δεκέμβριο του 1938 ο Γερμανός
υπουργός εργασίας υπολόγιζε πως από την οικονομία της χώρας έλειπαν περίπου 1.000.000 εργάτες
(βλ. Tim Mason: “Internal crisis and the war of aggression, 1938-1939”, σελ. 113, στο Caplan, Jane
(ed.): Nazism, Fascism and the Working Class…, σελ. 104-130. Η επιστράτευση απλώς επιδείνωσε το
ήδη υπάρχον πρόβλημα.
677
Η αντίληψη, πως η γυναικεία εργασία ήταν γενικά μάλλον περιορισμένη στη Γερμανία, εξαιτίας
της ιδεολογίας του καθεστώτος, έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση, κυρίως από τις μελέτες του Overy. Η
αύξηση μάλιστα της γυναικείας εργασίας στο Τρίτο Ράιχ εμφανίζεται να ξεκίνησε σε αρκετούς τομείς
της οικονομίας πριν την έναρξη του πολέμου. Βλ. Overy, Richard: “Guns or Butter? Living Standards,
Finance and Labour in Germany, 1939-1942”, στο: War and Economy…, σσ. 260-314 (κυρίως σσ. 303-
311). Βλ. επίσης το λύμα “ Statistics” του ίδιου στο Dear, I.C.B. & Foot, M.R.D. (eds): The Oxford
Companion to World War II, Oxford University Press, Oxford, 2005 [1995], σσ. 825-828. Σύμφωνα με
τον πίνακα 4 του λήμματος, οι εργαζόμενες γυναίκες το 1944 για παράδειγμα αποτελούσαν το 51,6%
της εργατικής δύναμης στη Γερμανία, την ίδια στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό στην Βρετανία ήταν
37,9 και στις ΗΠΑ 35,7 (οι αριθμοί που αναφέρονται στο προγενέστερο “Guns or Butter?” είναι 51,
37,9 και 35,7 αντίστοιχα). Το 1943-44 μάλιστα οι εργαζόμενες Γερμανίδες ξεπέρασαν σε αριθμό τους
Γερμανούς (βλ. τον σχετικό πίνακα στον Kaldor: “The German…”, σελ. 37, τον οποίο χρησιμοποιεί και
ο Wagenführ: Die Deutsche…, σελ. 139. Σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα, το 1944 στη γερμανική
οικονομία απασχολούνταν 13.500.000 Γερμανοί, 14.900.000 Γερμανίδες και 7.500.000 ξένοι εργάτες
και αιχμάλωτοι). Ωστόσο μια προσεκτικότερη ανάλυση των τομέων της οικονομίας δείχνει πως η

403
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Τα οφέλη από την χρήση των ξένων εργατών δεν ήταν λίγα. Έχει υπολογιστεί για
παράδειγμα, πως η κεντρική εταιρεία του ομίλου της I.G. Farben έβγαζε 580 μάρκα ανά
εργάτη περισσότερα το 1942 και 806 το 1943 σε σχέση με το 1939, ενώ τα έξοδα για
μισθούς, ασφάλεια και κοινωνικές υπηρεσίες είχαν μειωθεί κατά 407 και 194 μάρκα
αντίστοιχα. Με άλλα λόγια τα χρόνια αυτά η επιχείρηση έβγαζε κέρδος (λόγω των ξένων
εργατών και των στρατοπέδων συγκέντρωσης) περίπου 1.000 μάρκα κατά κεφαλή σε σχέση
με το 1939, χωρίς να ληφθεί υπόψη η μείωση των γενικών εξόδων της επιχείρησης. Οι ξένοι
εργάτες και οι τρόφιμοι δεν ήταν βέβαια τελείως δωρεάν, ωστόσο το χαμηλό κόστος τους
τούς έκανε ελκυστικούς, σε σημείο που το κράτος αναγκάστηκε να πάρει μέτρα για να
αποφύγει την απόλυση Γερμανών εργατών.678

αύξηση στην απασχόληση των γυναικών αφορούσε κυρίως τις γεωργικές εργασίες (περίπου κατά
50%) και όχι τόσο την βιομηχανία. Αν και σε απόλυτους αριθμούς η γυναικεία απασχόληση ήταν
λοιπόν υψηλή, ο αντίκτυπός της στην πολεμική παραγωγή δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο υπονοούν τα
συνολικά νούμερα απασχόλησης. Εξάλλου η πρόταση για – έστω μερική – επιστράτευση της
εργασίας των γυναικών συναντούσε πραγματικά εμπόδια ιδεολογικής φύσης από τη ναζιστική
ηγεσία. Βλ. Klemann, Hein & Kudryashov, Sergei: Occupied Economies. An Economic History of Nazi-
Occupied Europe, 1939-1945, Berg, London, 2012, σσ. 123-127 και 176-177 και Hachtmann, Rüdiger:
“Industriearbeiterinnen in der deutschen Kriegswirtschaft 1936 bis 1944/45“ στο: Geschichte und
Gesellschaft, 19. Jahrg., H. 3, Rassenpolitik und Geschlechterpolitik im Nationalsozialismus (Jul. - Sep.,
1993), σσ. 332-366. Το 1941 πάντως εμφανίστηκε και σε ελληνικές εφημερίδες η είδηση της
υποχρέωσης εργασίας νέων Γερμανίδων («η εργασία των γυναικών εν Γερμανία», εφημερίδα Πρωία,
3/8/1941).
678
Για τους αιχμαλώτους η Wehrmacht πληρωνόταν περίπου τα 2/3 του αντίστοιχου μισθού ενός
γερμανού εργάτη, ενώ όσοι έρχονταν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης νοικιάζονταν από τα SS
προς 3 με 6 μάρκα την ημέρα, ανάλογα με τις ικανότητές τους. Η παραγωγικότητα των ανθρώπων
αυτών συνήθως δεν ξεπερνούσε το μισό ενός Γερμανού εργάτη. Hayes: Industry…, σσ. 341-347 και
Herbert, Ulrich: “Forced Laborers in the Third Reich: An Overview”, στο: International Labor and
Working-Class History, No. 58 (Wartime Economies and the Mobilization of Labor, Fall 2000), σελ.
201. Το ανώτερο ποσό των 6 RM αφορούσε τους εξειδικευμένους εργάτες. Ο Spoerer (“Profitierten
Unternehmen von KZ-Arbeit? Eine kritische Analyse der Literatur“, στο: Historische Zeitschrift, Bd.
268, H. 1, Feb. 1999, σελ. 68), αναφέρει πως οι τιμές ήταν 4 με 6 RM για 11ωρα ημερομίσθια. Δεν
ήταν όμως οι εργάτες αυτοί κερδοφόροι σε κάθε περίπτωση. Οι εργάτες των στρατοπέδων
συγκέντρωσης με τους οποίους προμήθευαν τα SS τις επιχειρήσεις ήταν «κερδοφόροι» (δηλαδή η
παραγωγή τους σε σχέση με το κόστος τους ήταν ανώτερη αυτής ενός Γερμανού εργάτη) στις
περιπτώσεις όσων εργάζονταν στη σιδηροβιομηχανία, και στην ηλεκτροτεχνική βιομηχανία, σε
αντίθεση με το τι συνέβαινε στις κατασκευές (η παραγωγικότητα των ξένων εργατών αναφέρεται ως

404
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η πρώτη μεγάλη ομάδα ξένων εργατών που μεταφέρθηκαν μαζικά στη Γερμανία
ήταν οι Πολωνοί αιχμάλωτοι πολέμου, οι περισσότεροι από τις 300.000 των οποίων
χρησιμοποιήθηκαν στην αγροτική καλλιέργεια. Σε αυτούς σύντομα προστέθηκαν κάποιες
εκατοντάδες χιλιάδες ακόμα εργάτες από την Πολωνία. Η μαζική χρήση των ξένων εργατών
στη βιομηχανία ξεκίνησε με τους άνω του ενός εκατομμυρίου γάλλους αιχμαλώτους που
μεταφέρθηκαν στη Γερμανία το 1940, αν και μέχρι το τέλος του 1941 οι περισσότεροι από
τους ξένους εργάτες συνέχιζαν να απασχολούνται στη γεωργία. Μόνο όταν η υποχώρηση
στα πρόθυρα της Μόσχας οδήγησε στις μεγάλες αλλαγές στη διοίκηση της γερμανικής
οικονομίας άρχισε η συστηματική αναζήτηση εργατών για βιομηχανική απασχόληση.
Εξάλλου, την περίοδο εκείνη οι μεγάλες ανάγκες της Wehrmacht για την ίδρυση νέων
μονάδων και την αναπλήρωση των απωλειών συγκρούονταν με αυτές της βιομηχανίας γα
εξειδικευμένο προσωπικό.679 Ως τότε όμως είχαν πεθάνει από την πείνα οι περισσότεροι
από τους άνω των 3.000.000 Σοβιετικοί αιχμάλωτοι που θα μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν ως εργατικά χέρια.
Σημείο καμπής στη γερμανική προσπάθεια (ολοένα και περισσότερο βίαιης)
εξεύρεσης εργατών από τις κατεχόμενες χώρες ήταν ο διορισμός του Sauckel ως γενικού
πληρεξούσιου για τον σκοπό αυτό τον Μάρτιο του 1942. Ο Sauckel ήταν ένα αρχέτυπο
εκριζωμένου μικροαστού που ανήκε στην «σοσιαλιστική» λαϊκιστική πτέρυγα του NSDAP.680

μόλις 28-38% αυτής των Γερμανών). Βλ. τον σχετικό πίνακα στο: Spoerer: “Profitierten
Unternehmen…” σελ. 68 (ο πίνακας αναπαράγεται μεταφρασμένος και στο Tooze: Wages of
Destuction…, σελ. 535).
679
Ειδικά οι επιχειρήσεις που παρήγαγαν για την αεροπορία και το ναυτικό είχαν μεγαλύτερο
πρόβλημα. Είχαν ελάχιστη παραγωγή μέχρι την άνοδο του Χίτλερ, με συνέπεια να έχουν κάνει
μεγάλο αριθμό προσλήψεων νέων εργατών (συχνά στρατεύσιμης ηλικίας) κατά τη δεκαετία του
1930. Έτσι η απώλεια των εξειδικευμένων χεριών λόγω επιστράτευσης ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα
για αυτές. Müller κ. α.: Germany and the Second World War, Vol. V/I, σσ. 1166-9. Ένα σχέδιο για
επιστροφή κάποιων χιλιάδων αποστρατευμένων εξειδικευμένων εργατών μετά την ήττα της Γαλλίας
δεν είχε τα προβλεπόμενα αποτελέσματα. Το λεγόμενο πρόγραμμα «εξοπλιστικών διακοπών»,
προέβλεπε την επιστροφή έμπειρων στρατιωτών από το μέτωπο τον χειμώνα του 1940-41 και την
απασχόλησή τους στην παραγωγή όπλων. Σύντομα το πρόγραμμα αποδείχτηκε εμπόδιο για την
ενδυνάμωση της μαχητικής ικανότητας της Βέρμαχτ χωρίς να βελτιώνει σημαντικά την γερμανική
πολεμική παραγωγή. Tooze: Wages…, σσ. 437-8.
680
O Ernst Friedrich Christoph (Fritz) Sauckel, πρώην Gauleiter της Θουριγγίας, διορίστηκε στις 21
Μαρτίου του 1942 ως Γενικός Πληρεξούσιος για την Εργατική Κινητοποίηση. Τυπικά ο πληρεξούσιος

405
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Τα προγράμματά του – από τα μεγαλύτερα προγράμματα καταναγκαστικής εργασίας που


είδε ποτέ ο κόσμος – δημιούργησαν όμως σημαντικές αντιδράσεις και τελικά είχαν
περιορισμένη μόνο επιτυχία. Αιτία για τα προβλήματα που αντιμετώπισαν τα σχέδια δεν
ήταν τόσο η (υπερβολικά τονισμένη στα απομνημονεύματα του Speer) αντιπαλότητα με τον
Υπουργό Εξοπλισμών και Πυρομαχικών και τους τοπικούς διοικητές για τον έλεγχο των
εργατικών χεριών στις κατεχόμενες χώρες, όσο η αντίδραση από πλευράς των ίδιων των
εργατών στην εκρίζωσή τους.
Παρά την μερική αποτυχία όσον αφορά τους στόχους του, ο διορισμός του
Sauckel κατάφερε να αυξήσει σημαντικά τους αριθμούς που έφταναν στη Γερμανία. Τους
τέσσερις πρώτους μήνες του 1942 είχαν φτάσει περίπου 1,6 εκατομμύρια εργάτες ακόμα
και άλλο ένα εκατομμύριο του επόμενους έξι μήνες. Συνολικά το 1942, το 80% των εργατών
που εισήλθαν στη γερμανική οικονομία ήταν ξένοι.681 Οι αριθμοί συνέχισαν να αυξάνονται,
φτάνοντας τα 6,5 εκατομμύρια το καλοκαίρι του 1943, για να ξεπεράσουν τα 7
εκατομμύρια το επόμενο έτος. Χαρακτηριστική για τη σημασία των εργατών αυτών ήταν η
αναφορά του στρατάρχη Milch (υπεύθυνου γα την παραγωγή αεροσκαφών) το καλοκαίρι
του 1943, ότι τα αεροσκάφη Ju 87 Stuka κατασκευάζονταν από Ρώσους εργάτες σε ποσοστό
80%.682 Όμως την περίοδο εκείνη οι ρυθμοί εξεύρεσης ξένων εργατών ήταν πια πτωτικοί, σε
αντίθεση με τις ανάγκες που συνεχώς μεγάλωναν. Τελικά οι υπερβολικοί στόχοι για τα
τελευταία χρόνια του πολέμου δεν επετεύχθησαν ποτέ.683

θα δρούσε στα πλαίσια του Τετραετούς Σχεδίου. Βλ. Tooze: Wages… σσ. 515-6. Για το σχετικό
διάταγμα βλ. Domarus: Hitler, Speeches and Proclamations… Volume 4 (1941-45), σελ. 2603.
681
Milward: War and Economy…, σελ. 225. Μεγάλο μέρος τους ήταν γυναίκες της ανατολικής
Ευρώπης.
682
Tooze: Wages…, σσ. 517-8.
683
Για το 1944 για παράδειγμα, αρχικά o ελάχιστος στόχος ήταν μεταφορά στη Γερμανία 3.000.000
εργατών, αριθμός που σύντομα αυξήθηκε. Από αυτούς οι 1.000.000 θα ήταν Γάλλοι, 1,5
εκατομμύριο Ιταλοί, 600.000 «ανατολικοί», 250.000 Βέλγοι και Ολλανδοί, 100.000 από μικρότερες
χώρες και περίπου 500.000 θα προέρχονταν από το εσωτερικό της Γερμανίας. Milward, Alan S.:
“French Labour and the German Economy, 1942-1945: An Essay on the Nature of the Fascist New
Order”, The Economic History Review, New Series, Vol. 23, No. 2 (Aug., 1970), σελ. 348, Milward: War
and Economy…σελ. 226 και Eichholtz: Geschichte der deutschen… (τόμος III/1), σελ. 227. Στην
πραγματικότητα περίπου 500.000 ξένοι εργάτες έγινε δυνατόν να βρεθούν το πρώτο μισό του 1944.
Η πλήρης αποτυχία μάλιστα του σχεδίου στη δυτική Ευρώπη (στην Ιταλία για παράδειγμα οι εργάτες
έφταναν στο 3% του στόχου ενώ στην καλύτερη περίπτωση, αυτή του Βελγίου, το13%) έκανε ακόμη
μεγαλύτερη την ανάγκη για βίαιη εξεύρεση εργατών από την ανατολή. Βλ. Eichholtz, ο. π. σελ. 233.

406
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η εντύπωση που δίνονταν πάντως σε κάποιους από τους ίδιους τους Γερμανούς
φαίνεται πως ήταν αυτή του κατακλυσμού της χώρας από ξένους, οι οποίοι περνούσαν
καλύτερα από τους μόνιμους κατοίκους της χώρας. Ένας Γερμανός αξιωματικός που έμενε
σε ελληνικό σπίτι για παράδειγμα, είπε στο ιδιοκτήτη μετά την επιστροφή από την πρώτη
του άδεια (Δεκέμβρη 1941), πως ο εννιά στους δέκα που κυκλοφορούν στο κέντρο του
Βερολίνου είναι ξένοι εργάτες.684 Ακόμα και αν οι αριθμοί δεν αντιπροσώπευαν την
πραγματικότητα, είναι σαφές πως αρκετοί Γερμανοί θεωρούσαν την «πλημύρα» των ξένων
εργατών ως πρόβλημα.685
Οι ξένοι εργάτες ήταν διαφόρων κατηγοριών: ξένοι πολίτες που ήρθαν στη χώρα
για εργασία, αιχμάλωτοι πολέμου, τρόφιμοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης αλλά και όσοι
Εβραίοι εργάστηκαν καταναγκαστικά πριν την αποστολή τους στα στρατόπεδα, τόσο στις
χώρες προέλευσής τους, όσο και στα γκέτο. Η χρήση τους κορυφώθηκε τελικά στο τέλος
του καλοκαιριού ή το φθινόπωρο 1944, όταν περίπου το 25% των δηλωμένων εργατών στη
Γερμανία ήταν ξένοι, συνολικά περίπου 7-7,9 εκατομμύρια άτομα, άνδρες και γυναίκες. Ο
συνολικός αριθμός των ξένων που χρησιμοποιήθηκαν ως εργάτες σε όλη τη διάρκεια του
πολέμου υπολογίζεται σε περίπου 9,5-15 εκατομμύρια, ενώ «εργοδότες» τους ήταν όλες οι
μεγάλες εταιρείες παραγωγής στη Γερμανία.686 Όσοι από αυτούς προέρχονταν από τις

Από όλους αυτούς μικρό σχετικό ποσοστό είχε έρθει με τη θέλησή του: όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο
Sauckel τον Μάρτιο του 1944, από τους περίπου 5.000.000 ξένους εργάτες που βρίσκονταν στη χώρα
μόνο περίπου οι 200.000 ήταν εθελοντές. Βλ. Klemann & Kudryashov: Occupied Economies…, σελ.
127.
684
ΤΝΑ, WO 208/3357, Report No. A. 371, Secret, σελ. 2.
685
Η σχετική ανησυχία έπαιρνε και τη μορφή παρακολούθησης και προσπάθειας περιορισμού των
σχέσεων γερμανών και ξένων εργατών στους χώρους εργασίας, αλλά και του σχετικού περιορισμού
ξένων εργατών σε ειδικούς χώρους στις περιοχές όπου εργάζονταν. Βλ. για παράδειγμα τις μυστικές
αναφορές για τις σχέσεις γερμανών και ξένων εργατών στο εργοστάσιο της Opel στο Rüsselheim am
Main, στο: NARA, RG 549, (T-1021), “Fraternization between German and foreign employees in a
plant”.
686
Herbert: “Forced Laborers …”, σσ. 193 και 205-6. Ο Herbert τους υπολογίζει σε 7.500.000, ενώ ο
Tooze υιοθετεί τα 7,9 εκατομμύρια ως τον ανώτατο αριθμό των ξένων εργατών του Ράιχ (την
περίοδο του φθινόπωρο του ’44), υπολογίζοντας όμως το γενικό ποσοστό τους επί του συνόλου των
εργατών ως περίπου 20% (Wages…, σελ. 517). Ο Kaldor (“The German…”, σελ. 37) τους υπολογίζει
σε 7,5 εκατομμύρια. Επιπλέον ο Wagenführ (Die Deutsche…, σελ. 46), αναφέρει για το 1944 τον
αριθμό των 7,1 εκατομμυρίων, προσθέτοντας πως σχεδόν οι μισοί από αυτούς (3.200.000)
χρησιμοποιούνταν στη βιομηχανία, ενώ άλλοι 2.600.000 στη γεωργία. Το σύνολο της υπόλοιπης
οικονομίας απασχολούσε λιγότερο από 1.500.000. βλ. επίσης: Spoerer, Mark & Fleischhacker,

407
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

«φυλετικά ανώτερες» χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης είχαν σε γενικές γραμμές


συνθήκες και μισθούς συγκρίσιμους με αυτούς των Γερμανών, τουλάχιστον στα χαρτιά. Στο
αντίθετο άκρο βρίσκονταν οι φυλετικά κατώτεροι εργάτες της σλάβικης ανατολής, οι οποίοι
πληρώνονταν περίπου το 20% του γερμανικού μισθού εργαζόμενοι σε τραγικές
συνθήκες.687
Στο πλαίσιο αυτό της πανευρωπαϊκής προσπάθειας εξεύρεσης ξένων εργατών,
που ολοένα και περισσότερο περιλάμβανε και τη χρήση βίας εντάχθηκε και η εκστρατεία
προσέλκυσης εργατών από την κατεχόμενη Ελλάδα, που συγκρουόταν με τις απαιτήσεις για
την εκμετάλλευση τμήματος της ίδιας της ελληνικής οικονομίας στο εσωτερικό της χώρας,
αλλά και για την κατασκευή διαφόρων έργων που θα βοηθούσαν τον Άξονα στην περιοχή.
Στη συνέχεια του κεφαλαίου θα δούμε την εκμετάλλευση του ελληνικού εργατικού
δυναμικού, αλλά και γενικότερα τις προκλήσεις που οι Έλληνες εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν
επί κατοχής.

5.2 Η κατοχική ανεργία, η πολιτική αντιμετώπισής της και οι γερμανικές


απαιτήσεις
Η έλευση της κατοχής έφερε, όπως είναι φυσικό, ένα αρχικό πάγωμα στη οικονομική
κίνηση της χώρας. Η στάση αναμονής των πρώτων ημερών σύντομα μετατράπηκε σε
γενικότερη ανησυχία μετά και τις πρώτες αρπαγές και επιτάξεις του γερμανικού στρατού.
Σύντομα αρκετές επιχειρήσεις είχαν να αντιμετωπίσουν πέρα από την μείωση της ζήτησης
και το πρόβλημα εύρεσης πρώτων υλών και καυσίμων. Θα ήταν φυσικό να περιμένει κανείς
πως εκτός από τον μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που θα έκλεινε, θα υπήρχε ένας εξίσου
μεγάλος αριθμός που θα προέβαινε σε μαζικές απολύσεις εργαζομένων. Στην πράξη είναι
όμως εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμήσει κανείς το μέγεθος του προβλήματος της ανεργίας
στα χρόνια της κατοχής. Σίγουρα τους πρώτους μήνες της κατοχής θα υπήρξαν αρκετοί
απολυμένοι και πολλοί περισσότεροι πρώην στρατιώτες που ήταν χωρίς δουλειά, ειδικά
νησιώτες που είχαν αποκλειστεί στην Αθήνα και την Πελοπόννησο. Τις πρώτες εβδομάδες
της κατοχής το ζήτημα απασχολεί αρκετά συχνά τις εφημερίδες, αν και μετά το καλοκαίρι

Jochen: “Forced Laborers in Nazi Germany: Categories, Numbers, and Survivors”, στο: Journal of
Interdisciplinary History, Vol. 33 No. 2 (Autumn, 2002), σσ. 169-204.
687
Herbert: “Forced Laborers…”, σσ. 194-8. Ειδικά για τις συνθήκες εργασίας των ξένων εργατών στα
στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ρουρ, βλέπε τα συμπεράσματα της έκθεσης της επιτροπής του
Οικονομικού Επιτελείου Ανατολής, τον Νοέμβριο του 1943 (ο. π. σελ. 197).

408
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

του 1941 οι σχετικές αναφορές ουσιαστικά εξαφανίζονται.688 Όμως, αν και δεν υπάρχουν
ακριβείς στατιστικές, φαίνεται πως το πρόβλημα της σημαντικής ανεργίας ήταν μάλλον
σχετικά περιορισμένο στην πρώτη περίοδο της κατοχής και πάντως δεν εξελίχτηκε σε
κυρίαρχο ζήτημα.
Τους πρώτους λίγους μήνες της κατοχής το ζήτημα φαίνεται να πάντως
απασχολούσε εντόνως τόσο την κατοχική κυβέρνηση, όσο και άλλους φορείς, αλλά και
μέρος του ίδιου του πληθυσμού. Σε σχετικό άρθρο οικονομικής εφημερίδας τον Ιούλιο του
1941, το πρόβλημα αναφέρεται ως δεύτερο μετά από εκείνο του επισιτισμού, αν και
φαίνεται ότι αφορούσε περισσότερο τις δυσοίωνες προβλέψεις για το άμεσο μέλλον παρά
υπαρκτές μάζες ανέργων που ήδη βρίσκονταν στους δρόμους. Οι εκτιμήσεις έκαναν λόγο
για μεγάλο πρόβλημα κυρίως στη βιομηχανία και στις μεταφορές (με κύρια εστία την
περιοχή Αθήνας – Πειραιά), ενώ έβλεπαν ως αρνητικές και τις προοπτικές για τον τομέα του
εμπορίου. Σε βάθος χρόνου μάλιστα το πρόβλημα θα μπορούσε να επηρεάσει μεγάλο
μέρος του περίπου ενός τρίτου του πληθυσμού που εργαζόταν (ή εξαρτιόταν από
εργαζόμενους) στους τομείς αυτούς.689
Αλλά και στο βιβλίο πρακτικών του ΣΕΒΒ εμφανίζεται περίπου την ίδια περίοδο
(στις 19 Ιουνίου 1941) μία μάλλον θλιβερή περιγραφή και μια ακόμα χειρότερη πρόβλεψη
για το άμεσο μέλλον της Ελληνικής βιομηχανίας. Οι περισσότεροι κλάδοι αργούσαν λόγω
έλλειψης καυσίμων και πρώτων υλών. Η χημική και φαρμακευτική βιομηχανία εμφανιζόταν
ίσως να έχει τις καλύτερες προοπτικές αν εξασφαλιζόταν η συνέχιση των εισαγωγών
πρώτων υλών, αλλά η αλευροβιομηχανία εργαζόταν στο 1/5 της δυναμικότητάς της, η
βιομηχανία ψύξεως «χώλαινε», η βαμβακουργία αντιμετώπιζε δυσκολίες στην μεταφορά
των μικρών αποθεμάτων βαμβακιού, τα εριονήματα εξαντλούνταν στην ταπητουργία, ενώ
η αγγειοπλαστική ίσως μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί εκ περιτροπής για 3
ημερομίσθια την εβδομάδα ή ακόμα και 4 αν βελτιωνόταν η κατάσταση με τις πρώτες ύλες.

688
Φαίνεται πως αυτό που απασχολούσε τους αρθογράφους/επιστολογράφους (ή και την πρώτη
κατοχική κυβέρνηση) ήταν κυρίως ο φόβος για το άγνωστο και τις δυσκολίες σε ό, τι αφορούσε τα
προς το ζην που η προσωρινή αύξηση της ανεργίας (εν μέρει λόγω της αποστράτευσης) θα μπορούσε
να φέρει. Βλ. π.χ. εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα: «Η αντιμετώπισις της ανεργίας», 5/6/1941, Κέρδος
(άρθρο συνεργάτη Α. Κομινου): «Ανεργία, εργατικά δάνεια πληθωρισμός», 12/6/1941 και Ακρόπολις
Αθηνών: «Τόπον εις τους νέους», 18/7/1941 και «Μερικά σοφά λόγια», 19/7/1941. Σύντομα οι
δυσκολίες στην εύρεση τροφίμων – ακόμα και από όσους είχαν εργασία – και οι δυνατότητες
απασχόλησης με τη μαύρη αγορά, φαίνεται ότι συνέβαλαν στην εξαφάνιση των άρθρων για την
ανεργία.
689
«Το πρόβλημα της ανεργίας», εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, 12/7/1941.

409
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι άλλοι κλάδοι και κυρίως η βαριά βιομηχανία φαινόταν να έχει σταματήσει σχεδόν
τελείως, ενώ ειδικά για τη σιδηροβιομηχανία μνημονευόταν επιπροσθέτως η άθλια
οικονομική κατάσταση του κλάδου. Οι εκτιμήσεις (βλ. πίνακα 5.1) ανέβαζαν την
προσδοκώμενη ανεργία των κλάδων αυτών και των συναφών επαγγελμάτων τους σε
τουλάχιστον 150.000, ή ακόμα και πάνω από 200.000 για για τα μέσα του 1941, και τις
αμέσως επόμενες εβδομάδες.

Κλάδος Βιομηχανίας Αριθμός πιθανού αριθμού ανέργων


Δύναται να εργαστεί με εισαγωγές καυσίμων και
Χημική και Φαρμακευτική πρώτων υλών
Σιδηροβιομηχανία 7.000 (στερείται καυσ. & πρ. υλών. Κατάσταση άθλια)
Τσιμεντοβιομηχανία 2.500, (διακοπή λόγω καυσίμων)
Πυρηνέλαιουργία 300 (σημαντική ύφεση, προβλήματα μεταφορών)
Βυρσοδεψία 60.000-70.000 (με συναφείς βιοτεχνίες)
Ουδεμία ανεργία επί του παρόντος λόγω παραγγελιών
Υαλουργία Αρχών Κατοχής, πιθανή ανεργία 4.000
Χαρτοβιομηχανία «Δυσμενέστατη πρόβλεψη»
Βαμβακουργία 40.000, ίσως και διπλάσιοι με συγγενικά επαγγέλματα
Ελαστικού 3.000 («καθολική ανεργία» λόγω πρώτων υλών)
Πιλοποιία 500 («πλήρης ανεργία»)
Ελαιουργία 3.000 (έλλειψη μαζούτ και ελαιοδών σπερμάτων)
150-200 άνδρες & 2.500-3000 γυναίκες (δυσχέριες
Ταπητουργία μεταφορών, εριονήματα εξαντλούνται)
Αγγειοπλαστική 50% εργαζομένων και σε ένα μήνα οι υπόλοιποι
Οικοδομήσιμων υλών 3.500 (διακοπή εργασιών)
Αμαξωμάτων (αυτοκινήτων) 1.000 (απονεκρωμένη)
Ψύξεως «Χωλαίνει, λόγω καυσίμων και πρώτων υλών»
Γιούτης Σε ένα μήνα θα σταματήσει
Καννάβεως 2.500 (πρώτη ύλη μπορεί να εισαχθεί από Σερβία)
Αλευροβιομηχανία 3.000 (ελλείψει σιτηρών εργάζεται στο 25%)
Πίνακας 5.1: Εκτίμηση ανεργίας κατά κλάδο, σύμφωνα με στοιχεία από το Βιβλίο Πρακτικών
Διοικητικού Συμβουλίου ΣΕΒΒ, 19 Ιουνίου 1941. Βλ. Πανσεληνά, Γεωργία Μ. και Μαυροειδή,
Μαρία: Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών 1907-2007. Ένας αιώνας στην υπηρεσία της
επιχειρηματικής ιδέας, ΣΕΒ/Εκδόσεις Κέρκυρα, Economia Publishing, Αθήνα, 2007, σελ. 293. Οι
πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις διαψεύστηκαν σε σημαντικό βαθμό στη συνέχεια.

Ένα μήνα αργότερα, στη συνέλευση του ΕΒΕΑ αναφερόταν πως πέρα από το
γενικότερο «οξύτατο πρόβλημα» των περίπου 1.760.000 μισθοβιούντων, σημαντικότερο
πρόβλημα αντιμετώπιζαν οι περίπου 120.000 εργάτες Αθήνας – Πειραιά, περίπου το 50%
αντιμετώπιζε την ανεργία, ενώ αν στο ποσοστό αυτό προσθέτονταν οι άνεργοι των

410
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

διαφόρων έργων τότε το κύμα ανεργίας θα έφτανε τις 80-85.000 άτομα, ή μαζί με τα μέλη
των οικογενειών τους περίπου 250.000 ψυχές.690
Ωστόσο οι φόβοι του ΣΕΒΒ και του ΕΒΕΑ αποδείχθηκαν υπερβολικοί ως προς την
έκταση του προβλήματος. Αρκετοί από τους κλάδους που εμφανίζονταν να έχουν
σταματήσει ή να κινδυνεύουν με ολοκληρωτική παύση των εργασιών τους άρχισαν
σύντομα να δουλεύουν, έστω και με μεγάλες ελλείψεις. Ασφαλώς η παραγωγή είχε
περιοριστεί σημαντικά και τα προβλήματα ήταν έντονα, αλλά η βιομηχανική παραγωγή
όπως είδαμε και παραπάνω σίγουρα δεν σταμάτησε τελείως. Η εσωτερική ιδιωτική
κατανάλωση παρέμεινε χαμηλή σε πολλές κατηγορίες, αν και σε κάποιους κλάδους
παρουσιάστηκε μια περιορισμένη ανάκαμψη σε σχέση με την γενική – όσο και φυσιολογική
– παγωμάρα των πρώτων μηνών της κατοχής. Επιπλέον οι παραγγελίες των αρχών κατοχής,
στις οποίες οφειλόταν κατά τον ίδιο τον ΣΕΒΒ η προσωρινή αποφυγή της ανεργίας σε
περιπτώσεις όπως η υαλουργία, όχι μόνο δεν σταμάτησαν, αλλά αυξήθηκαν το επόμενο
διάστημα. Μάλιστα, οι τομείς που ανησυχούσαν περισσότερο τους βιομηχάνους, όπως
εκείνος της βαριάς βιομηχανίας, τελικά είχαν καλύτερη πορεία επί κατοχής από εκείνους
που αρχικά θεωρούνταν πως είχαν τις καλύτερες προοπτικές (π.χ. χημική βιομηχανία). Όσο
αυξανόταν λοιπόν το ενδιαφέρον των αρχών κατοχής τόσο η παραγωγή κάποιων κλάδων
ανέκαμπτε, με συνέπεια οι αριθμοί των ανέργων (που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαν ν’
απολυθούν εύκολα με την νέα νομοθεσία) να είναι αρκετά χαμηλότεροι από αυτούς που
αναφέρθηκαν τον Ιούνιο του 1941 στο διοικητικό συμβούλιο του ΣΕΒΒ. Εξάλλου, μέρος
όσων βρέθηκαν πραγματικά εκτός εργοστασίου ή άλλης επιχείρησης στην οποία
εργάζονταν ως τότε, δεν έμειναν ως άνεργοι στην Αθήνα, αλλά εγκατέλειψαν την
πρωτεύουσα για τα χωριά τους.691
Το 1941 υπήρχε βέβαια ένα πραγματικό ποσοστό ανεργίας, που αν και δεν ήταν
καταστροφικό, ωστόσο έφτασε μέχρι τις εντυπώσεις όσων κατέγραφαν τα γεγονότα της
εποχής στα ημερολόγιά τους. «Οι μισοί Αθηναίοι, άνεργοι, κόβουν βόλτες μεταξύ
Χρηματιστηρίου, του Σταμάτη, του Λουμίδη, του Γιαννάκη» έγραφε η Βλάχου.692 Παρόμοια

690 α
ΕΒΕΑ, Βιβλίο Πρακτικών Ολομέλειας Διοικητικού Συμβουλίου 1934-1937 και μέχρι 22 Μαρτίου
η
1943, Συνεδρίαση 2 , 24/7/1941.
691
Η ίδια η κατοχική κυβέρνηση αποφάσισε αρκετά νωρίς να χρηματοδοτήσει την «αποσυμφόρηση»
της πρωτεύουσας. Βλ. Ν.Δ. 1342, «περί αποσυμφορήσεως του πληθυσμού των Αθηνών». ΦΕΚ
125Α/22-5-1941.
692
Συνέχιζε δε λέγοντας πως «Ζόναρς και Φλόκα έχουν πάρει οριστικά κακή φήμη: συγκεντρώνουν
ξένους και μαυραγορίτες.» Βλάχου, Ελένη:. Πενήντα και κάτι…, σελ. 138 (Μάρτιος 1942).

411
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

είναι και η καταγραφή του Βυζάντιου: «η οδός Βουκουρεστίου τον τελευταίο καιρό
συγκέντρωσε όλη την κίνηση και όλη τη ζωή της Αθήνας. Το καινούριο ‘Zonar’s’, το παλιό ο
Λουμίδης με τον καφέ express, το ‘Bar Ambassadeurs’, το ‘Παλλάς’, το καινούριο ‘Maxim’, ο
Ορφανίδης. Όλα αυτά τα κέντρα μαζεύουν από το πρωί μέχρι το βράδυ κόσμο κάθε λογής,
ανθρώπους που κάθονται γιατί δεν ξέρουν πού να πάνε […]».693 Αν και οι αρχές κατοχής
έβλεπαν με οργή το φαινόμενο των «αργόσχολων» των καφενείων και των μπαρ, η
κατοχική κυβέρνηση και οι επίσημες εφημερίδες επιχείρησαν να το παρουσιάσουν αρχικά
ως ένδειξη επιστροφής στην ομαλότητα και οικονομικής ανάκαμψης. Σχετικό άρθρο για τη
Θεσσαλονίκη αναφέρει «κατακλυσμό μπαρ», που «έχουν ανοίξει σε κάθε γωνιά του
δρόμου» και «προσφέρουν μεζεδάκια διάφορα, κρασιά, αναψυκτικά, κρέμες με φράουλες
και καφέδες», διαβεβαιώνοντας ταυτόχρονα για την ύπαρξη τροφίμων και για την «ήρεμη
ζωή» που ο κόσμος ζει παρά τις δυσκολίες και προσθέτοντας πως αρκετά προβλήματα,
όπως εκείνο των μεταφορών, θα επιλύονταν σύντομα.694
Ως άμεση λύση του προβλήματος της ανεργίας προτάθηκε από διάφορους φορείς
την πρώτη εκείνη περίοδο η έναρξη ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων με έμφαση
στα δημόσια έργα.695 Η πρώτη για παράδειγμα άξια λόγου συνεδρία του ΤΕΕ (ως τότε

693
Βυζάντιος, Περικλής: Η Ζωή ενός Ζωγράφου, Αυτοβιογραφικές Σημειώσεις. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1994,
σελ. 203 (20 Οκτωβρίου 1941).
694
Οι ελλείψεις αναφέρονταν στο κείμενο του ανταποκριτή (ο καφές π.χ. ήταν από ρεβίθι), αλλά το
γενικό πνεύμα δείχνει άρθρο με φιλοκυβερνητικό χαρακτήρα. Εφημερίδα Ακρόπολις, «η
μεταπολεμική ζωή στη Θεσσαλονίκη», 16/7/1941.
695
Η ιδέα για την αντιμετώπιση της ανεργίας μέσω προγράμματος δημοσίων έργων δεν ήταν
ασφαλώς νέα, ούτε γεννήθηκε στην Ελλάδα. Είναι εξάλλου γνωστή η εφαρμογή παρόμοιων
εκτεταμένων προγραμμάτων στις ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1930. Επιπλέον, η έναρξη μεγάλων
προγραμμάτων δημοσίων έργων ως μέτρο για την αντιμετώπιση της ανεργίας και την βελτίωση των
συγκοινωνιών (ακριβώς δηλαδή τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν και στην κατεχόμενη
Ελλάδα), ακολουθήθηκε και αλλού στην κατεχόμενη Ευρώπη, συνήθως με την εντολή, έγκριση ή την
ανοχή των γερμανικών αρχών. Στη Γαλλία για παράδειγμα, το σχετικό πρόγραμμα ανακοινώθηκε στις
5 Οκτωβρίου 1940 (περίπου 3,5 μήνες μετά την ήττα), και απορρόφησε 16,6 εκατομμύρια φράγκα
(σε σταθερές τιμές του 1913) το 1941, αλλά έφτασε τα 535,5 το 1942, τα 671,9 το 1943 και τα 342,2
εκατομμύρια το πρώτο εξάμηνο του 1944. Ένα αυξανόμενο ποσοστό των έργων αυτών (το 1942
περίπου 40-55%, τα επόμενα χρόνια κοντά στο 80%) αφορούσε γερμανικά έργα. Βλ. Berthonnet,
Arnaud: “Le développement des stratégies d’entrepreneurs Durant l’Occupation: l’exemple des
travaux routiers”, σελ. 378, στο: Dard, Olivier, Daumas Jean-Claude & Marcot, François (sous la
direction de) : L’Occupation, L’Etat Français et les Entreprises, ADHE, Paris, 2000, σσ. 375-390. Η
τεράστια χρηματοδότηση αυτή είχε ως συνέπεια την αύξηση των κερδών αρκετών επιχειρήσεων του

412
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

συζητούνταν μόνο μικρά καθημερινής φύσης ζητήματα), τον Ιούνιο του 1941,
απασχολήθηκε ακριβώς με «το ζήτημα της ανεργίας», προτείνοντας (εκτός από κάποια
μέτρα για τη γεωργία, τον περιορισμό της αύξησης της νομισματικής κυκλοφορίας κλπ), την
αποκατάσταση των μέσων συγκοινωνίας που συνεπαγόταν επισκευή οδών και
σιδηροδρόμων κτλ. Η υποεπιτροπή που είχε συσταθεί επί τούτου υπολόγισε πως ένα
εκτεταμένο πρόγραμμα δημοσίων έργων, που θα περιλάμβανε αρκετά χωματουργικά,
οδοποιίας και υδραυλικά έργα, θα μπορούσε να απορροφήσει περίπου 100.000 εργάτες.
Το δε πρόγραμμα που είχε ήδη καταρτιστεί από το υπουργείο συγκοινωνίας περιείχε
πίνακα με βάση τον οποίον τα έργα θα απαιτούσαν 3.100.000.000 δραχμές καθώς και 1.200
αυτοκίνητα και θα απασχολούσαν συνολικά 107.000 εργάτες. Βεβαίως το ΤΕΕ είχε και
ειδικά συμφέροντα στην εκτέλεση μεγάλων έργων, αφού σε αυτό αντιπροσωπεύονταν οι
μηχανικοί, που είχαν πληγεί τόσο από τη προπολεμική διακοπή αρκετών δημοσίων έργων,
όσο και από την κάθετη πτώση της ιδιωτικής κατασκευαστικής δραστηριότητας λόγω
πολέμου. Συζητώντας μάλιστα ειδικότερα το θέμα της ανεργίας των μηχανικών, η
Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΕ τάχθηκε στην ίδια συνεδρίαση κατά της απόφασης της
κατοχικής κυβέρνησης να επιτρέψει σε αξιωματικούς και μαθητές στρατιωτικών σχολών να
εγγραφούν στο πολυτεχνείο ώστε να πάρουν δίπλωμα μηχανικού.696
Ωστόσο η πρόταση για πρόγραμμα δημοσίων έργων δεν έμοιαζε παράλογη το
πρώτο εκείνο διάστημα, όταν η νομισματική κρίση δεν είχε ακόμα πάρει μεγάλες
διαστάσεις και η προοπτική της ανεργίας, σε συνδυασμό με τις ελλείψεις τροφίμων και τον
πληθωρισμό, έμοιαζε μεγαλύτερο πρόβλημα. Έτσι, την πρόταση για έναρξη ενός
εκτεταμένου προγράμματος δημοσίων έργων επαναλάμβαναν και οικονομικές εφημερίδες,
δίνοντας ως παραδείγματα έργα υπονόμων, την κάλυψη του Ιλισσού, την κατασκευή
φράγματος στο Φρασίδερι, την ηλεκτροκίνηση του σιδηροδρόμου Κηφισιάς, και άλλα
οδικά, σιδηροδρομικά, αποξηραντικά και αρδευτικά έργα.697

κλάδου στην Γαλλία, καθώς και την δημιουργία νέων (κατά τον συγγραφέα του άρθρου «’εταιρειών
μανιτάρια’ με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών του κατακτητή»).
696 η
Αρχείο ΤΕΕ Αθηνών, Συνεδριάσεις Διοικούσας Επιτροπής, συνεδρίαση 17 , 16 Ιουνίου 1941.
Σύμφωνα με την μέση ισοτιμία της ελεύθερης αγοράς για τον Ιούνιο το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε
σχεδόν 270.000 χρυσές λίρες.
697
«Το πρόβλημα της ανεργίας», εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, 12/7/1941. Την ίδια περίπου
περίοδο αποφασίστηκε επίσης η παραγγελία στις υφαντουργικές βιομηχανίες Λαναρά – Κύρτση,
Ελληνικά Υφαντήρια και Παπαγεωργίου η παραγγελία 200.000 μέτρων «λαϊκών υφασμάτων» (από
100.000, 60.000 και 40.000 αντίστοιχα σε κάθε βιομηχανία) για τον εφοδιασμό των λαϊκών τάξεων
τον χειμώνα, ένα (αρκετά μικρότερο) μέτρο που αν και δεν σχετιζόταν επίσημα με την ανεργία δεν

413
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στις συζητήσεις που έχουν καταγραφεί δεν φαίνεται πάντως να απασχόλησε το


θέμα της χρησιμότητας κάποιων από τα έργα αυτά για την πολεμική προσπάθεια των
κατακτητών. Η μόνη αναφορά στη στάση τους ήταν η ανησυχία μήπως αντιταχθούν γενικώς
στο πρόγραμμα των έργων, πράγμα που γρήγορα έγινε κατανοητό ότι δεν θα ίσχυε.
Εξάλλου οι ίδιες οι αρχές κατοχής, διεύθυναν άμεσα ή έμμεσα (με εντολή ή αποδοχή τους
δηλαδή) τον μεγάλο αριθμό έργων που γίνονταν στην κατεχόμενη Ελλάδα. Σε κάποιες
μάλιστα περιπτώσεις, στις αιτήσεις εύρεσης εργατών για τα έργα που ανακοινώνονταν από
τις ελληνικές αρχές αναφέρονταν ρητά οι αρχές κατοχής, προς όφελος και κατ’ εντολή των
οποίων γίνονταν τα περισσότερα κατασκευαστικά έργα της περιόδου, και ειδικά
αεροδρόμια, στρατιωτικοί δρόμοι και το μεταφορικό δίκτυο που θα συνέδεε την
κατεχόμενη Ελλάδα με την υπόλοιπη κατεχόμενη Ευρώπη και θα χρησιμοποιούνταν λίγους
μήνες αργότερα και για τον εφοδιασμό του μετώπου της Β. Αφρικής.698 Έστω λοιπόν και αν
δεν γινόταν δημόσια παραδεκτό, βασικός μοχλός ανάκαμψης της οικονομίας το πρώτο
εκείνο διάστημα θα ήταν τα κατασκευαστικά έργα των αρχών κατοχής.
Σύντομα λοιπόν η κυβέρνηση αποφάσισε να ξεκινήσει μια σειρά από
συγκεκριμένα έργα, κυρίως οδικά, τονίζοντας μάλιστα στις εφημερίδες τον προνοιακό
χαρακτήρα τους, αφού ως βασική αιτία αναφερόταν η απασχόληση των ανέργων.699
Αποφασίστηκε μάλιστα να προτιμηθούν για τα έργα κατηγορίες πολιτών που είχαν
μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας, όπως οι Κρήτες έφεδροι που είχαν αποκλειστεί στην Αθήνα
ή στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα.700 Εκτός από το κεντρικό ελληνικό κράτος, έργα
ξεκίνησαν και αρκετοί δήμοι, όπως ο δήμος Αθηναίων, το πρόγραμμα του οποίου

ήταν εντελώς άσχετο. Βλ.: «Θα κατασκευασθούν 200.000 μέτρα υφασμάτων λαϊκού τύπου»,
εφημερίδα Πρωία, 25/9/1941.
698
Στην πρόσκληση 6.000 εργατών στις πλατείες Κουμουνδούρου στην Αθήνα και Ιπποδαμείας στον
Πειραιά για τα έργα του δήμου Αθηναίων, αναφερόταν ότι η πρόσκληση έγινε σε συνεννόηση με τις
Γερμανικές στρατιωτικές αρχές, και στα σημεία συγκέντρωσης θα βρίσκονταν εκτός από τους
υπάλληλους του δήμου και αντιπρόσωποι των γερμανικών αρχών («Καλούνται να εργασθούν εις
διάφορα έργα 6.000 εργάται», εφημερίδα Ακρόπολις, 11/5/1941).
699
Βλ. για παράδειγμα τις ανακοινώσεις του υπουργού εργασίας («το πρόβλημα της ανεργίας θ’
αντιμετωπιστεί με συνεισφοράν του συνόλου της εθνικής περιουσίας. Θα εκτελεστούν έργα τριών
δισεκατομμυρίων») στην εφημερίδα Ακρόπολις, 14/6/1941. Λίγες ημέρες νωρίτερα είχαν
ανακοινωθεί τα πρώτα έργα στην επαρχία, ύψους 500.000.000 δραχμών (βλ. το κεντρικό άρθρο της
εφημερίδας Πρωία, 5/6/1941).
700
«Οι Κρήτες έφεδροι θα χρησιμοποιηθούν εις έργα οδοποιίας. Ανακοίνωσις του Υπουργείου
Εθνικής Άμυνας», Εφημερίδα Εστία, 16/7/1941.

414
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

υπολογιζόταν ότι θα απασχολούσε περίπου 10.000 εργάτες.701 Για τον σκοπό αυτόν είχε
αποφασιστεί να δοθούν στους δήμους δάνεια ύψους 100.000.000 δραχμών.702 Εξάλλου, η
ίδια η κατοχική κυβέρνηση αυτοπροβάλλονταν ως «κυβέρνηση εργασίας», που θα
αναλάμβανε την ανοικοδόμηση της χώρας, και καθήκον του πληθυσμού ήταν πια να βάλει
κάτω το κεφάλι και να εργαστεί σκληρά.703
Εκτός από την απόφαση για τα έργα, η πρώτη κατοχική κυβέρνηση, προκειμένου
να αντιμετωπίσει τον φόβο της εκτεταμένης ανεργίας και τη συνεπαγόμενη αναταραχή,
αποφάσισε να πάρει και κάποια νομικά μέτρα προστασίας των ανέργων (ή αποφυγής της
δημιουργίας τους). Σχετικά γρήγορα, θέσπισε κάποιους νόμους για την φροντίδα των
ανέργων. Το Ν.Δ. 240 (ΦΕΚ 218Α/30-6-1941), η πρώτη σημαντική σχετική κατοχική
νομοθεσία, προέβλεπε την ενίσχυση των ανέργων εργατών θαλάσσης ενώ κάποιους μήνες
αργότερα το Ν.Δ. 863 (ΦΕΚ 452Α/27-12-1941) αφορούσε προστατευτικά μέτρα για την
προστασία των άνεργων σταφιδοσυσκευαστών. Ασφαλώς τα μέτρα αυτά κινούνταν προς
την πορεία των μέτρων της προπολεμικής κυβέρνησης (και όχι μόνο της ελληνικής), που
προσπαθούσε να προλάβει την εκτόξευση της ανεργίας λόγω του πολέμου στην Ευρώπη
και της μείωσης της ζήτησης που θα προκαλούσε. Ο σχετικός Αναγκαστικός Νόμος του 1939
προέβλεπε ήδη το μέτρο της εκ περιτροπής εργασίας και τη δημιουργία μιας «Εργατικής
Οργάνωσης μετακινήσεως και προστασίας ανέργων».704
Η κυβέρνηση Τσολάκογλου τροποποίησε τον νόμο αυτόν (Ν.Δ. 424, ΦΕΚ 290Α/28-
8-1941) διατηρώντας το μέτρο της εκ περιτροπής εργασίας, αλλά προσέθεσε και τη ρητή
δυνατότητα απολύσεων του προσωπικού με υπουργική άδεια μόνο σε όσες επιχειρήσεις
βρίσκονταν σε «πραγματικήν αδυναμίαν προς εξακολούθησην των εργασιών των», με τον
περιορισμό ότι οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας θα περιορίζονταν στο 15% των

701
Εφημερίδα Πρωία, «ο κ. πρωθυπουργός εις τοα δημοτικά έργα», 27/8/1941 και «εις το
περιθώριον των γεγονότων: έργα κοινής ωφελείας», 30/8/1941.
702
Εφημερίδα Πρωία, «θα εκτελεστούν δημοτικά έργα προς αντιμετώπισιν της ανεργίας»,
12/7/1941. Τα χρήματα αυτά ισούνταν με περίπου 8.400 χρυσές λίρες με μέση ισοτιμία Ιουλίου.
703
Βλ. ενδεικτικά την προκήρυξη του Τσολάκογλου (ΦΕΚ 146Α/29-4-1941) και το άρθρο της
εφημερίδας Ακρόπολις, «ο στρατηγός Τσολάκογλου εσχημάτισε Κυβέρνησιν η οποία ορκίζεται
σήμερον την 9 π.μ.», 30/4/1941. Τα κεντρικά άρθρα των πρώτων κατοχικών φύλλων του συνόλου
σχεδόν των εφημερίδων της περιόδου έκαναν λόγο για εκστρατεία εργασίας, που δεν αφορούσε
ακόμα συγκεκριμένες προτάσεις, αλλά προσπαθούσε να διοχετεύσει την ενεργητικότητα της χώρας
και τα συναισθήματα της ήττας προς μια «δημιουργική δραστηριότητα» για τη Νέα Ευρώπη του
Άξονα και προς τη βελτίωση της θέσης της χώρας σ’ αυτή.
704
Αρ. 2000, «περί λήψεως μέτρων καταπολεμήσεως της ανεργίας», ΦΕΚ 414Α/2-10-1939.

415
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μισθωτών και πάντως δεν θα υπερέβαιναν τις 200 ανά έτος και υπό την προϋπόθεση ότι
στη θέση τους θα προσλαμβάνονταν νέοι.705 Από την όμως άλλη υπήρξαν περιπτώσεις κατά
τις οποίες η κυβέρνηση προέβη η ίδια σε απολύσεις, αν και μάλλον αρκετά περιορισμένες
σε αριθμό: στο ΦΕΚ 218Α της 30 Ιουνίου 1941 δημοσιεύτηκε για παράδειγμα διάταγμα με
το οποίο διαλυόταν η Υπηρεσία Δημοσίων Έργων Αεροπορίας και απολυόταν το προσωπικό
της. Τέλος υπήρξαν και αποφάσεις για τον περιορισμό της εισόδου σε κάποια συγκεκριμένα
επαγγέλματα, όπως αυτό των «αμαξοκαρροποιών», το οποίο η κυβέρνηση έκρινε ως
κορεσμένο για την Αθήνα και τον Πειραιά.706
Φαίνεται πως οι περιορισμοί που επέβαλε ο Τσολάκογλου στις απολύσεις
συνάντησαν αρκετές αντιδράσεις από εργοδότες, Έλληνες και ξένους. Ο Deter, Γερμανός
πληρεξούσιος επικεφαλής των επιχειρήσεων Μποδοσάκη, φαίνεται να παραπονέθηκε προς
τον Τσολάκογλου χαρακτηρίζοντας τις υπηρεσίες του υπουργείου εργασίας ως

705
Η απόφαση στην αρχή της κατοχής για κάποια προστασία από τις απολύσεις δεν ήταν ελληνική
πρωτοτυπία. Το μέτρο είχε εφαρμοστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και σε άλλες κατεχόμενες
χώρες, όπως στην Ολλανδία (βλ. Klemann, Hein & Kudryashov, Sergei: Occupied Economies. An
Economic History of Nazi-Occupied Europe, 1939-1945, Berg, London, 2012, σελ. 303). Ωστόσο εκεί οι
γερμανικές αρχές είχαν αποφασίσει να λάβουν μέτρα για την «εξασφάλιση» Ολλανδών εργατών που
θα δούλευαν στη γερμανική βιομηχανία, ανακοινώνοντας το 1942 (αν και τα σχέδια ήταν από τα
τέλη του 1941) πως όσες επιχειρήσεις δεν είχαν αξιόλογη παραγωγή θα έκλειναν, ώστε οι
απολυμένοι εργάτες να μεταφέρονταν στο Ράιχ. Klemann, Hein: “Occupation and Industry. The
Industrial Development in the Netherlands, 1940-1945”, σσ. 66-67, στο: Lund, Joachim (ed.): Working
for the New Order, European Business under German Domination, 1939-1945. University Press of
Southern Denmark & Copenhagen Business School Press, 2006, σσ. 45-74. Βέβαια οι εντυπώσεις για
την παραγωγικότητα των Ολλανδών εργατών στα γερμανικά εργοστάσια ήταν καλύτερες από ό, τι
για τους Έλληνες και οι τεχνική τους κατάρτηση υψηλότερη. Επιπλέον η ανεργία στη χώρα ήταν
μάλλον χαμηλότερη σε σχέση με την Ελλάδα του 1941 αφού οι οικονομία της χώρας δεν είχε τα
προβλήματα εφοδιασμού και τον υπερπληθωρισμό της Ελλάδας.
706
Σχετικό διάταγμα στο ΦΕΚ 246Α/23-7-1941, με βάση σχετικό νόμο του 1937. Κατά τη διάρκεια της
κατοχής και άλλα επαγγέλματα κρίθηκαν ως κορεσμένα. Ενδιαφέρον προκαλεί η κήρυξη ως τέτοιου
του επαγγέλματος του εργολάβου κηδειών, τη στιγμή ακριβώς που είχαν κορυφωθεί οι θάνατοι από
τις συγκρούσεις με τα τάγματα ασφαλείας, τις γερμανικές δυνάμεις κλπ (Κανονιστικό διάταγμα
«Περί κηρύξεως ως κεκορεσμένου του επαγγέλματος εργολάβου γραφείων κηδειών Αθηνών», ΦΕΚ
188Α/8-9-1944). Θα χρειαζόταν μια εξειδικευμένη έρευνα για το αν η κήρυξη αυτή ήρθε γιατί το
προηγούμενο διάστημα είχαν πράγματι ανοίξει πολλά τέτοια γραφεία προκειμένου να ασχοληθούν
με την αυξημένη «πελατεία» ή αν πρόκειται για προκαταβολική συντεχνιακή προσπάθεια
προστασίας των κερδών του κλάδου.

416
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αντιδραστικές.707 Ο βιομήχανος και λογοτέχνης Χρήστος Ζαλοκώστας από την άλλη


παρουσιάζει τον βιομηχανικό κόσμο ως υποστηρικτή των περιορισμών αυτών, και ηρωικό
προστάτη των ανέργων αν και πίσω από τα όσα γράφει μπορεί κανείς να διακρίνει μια
κάποια αμηχανία για τους προβληματισμούς που θα πρέπει να προκάλεσε στους
βιομήχανους η σχετική απόφαση.708 Εξάλλου το φθινόπωρο του 1941 οι βιομήχανοι είχαν
αντιδράσει και στην εισήγηση του υπουργείου εργασίας για αύξηση του ημερομισθίου
κατά 120%, επιμένοντας πως το πρόβλημα θα μπορούσε να επιλυθεί με τη μεταφορά
τροφίμων από την επαρχία αν η κυβέρνηση επέτρεπε την έκδοση διατακτικών για την
αγορά και μεταφορά τους.709 Λίγο καιρό αργότερα, οι αντιπρόσωποι βιομηχάνων και
εμπόρων Αθήνας και Πειραιά είχαν ζητήσει σε ειδική σύσκεψη από την κυβέρνηση να
ενισχυθούν, καθότι «δεν είναι πλέον εις θέσιν να αντιμετωπίσουν αυτοί μόνοι το πρόβλημα
της ανεργίας».710 Παρά τα μεγάλα μεταπολεμικά λόγια, αλλά και τις επίσημες οδηγίες του
ΣΕΒΒ, φαίνεται ότι η καταστρατήγηση του νόμου από τους εργοδότες της χώρας ήταν
αρκετά διαδεδομένη (ειδικά κατά τις πρώτες εβδομάδες της κατοχής), ώστε να αναγκαστεί
ο κατοχικός υπουργός εργασίας να προβεί σε επίσημη καταδίκη τους και σε

707
Βλ. το άρθρο του Πάνου Σπάλα στην εφημερίδα Έθνος, 20/3/1945: «Οι Έλληνες εργάται, η
πολιτική επιστράτευσις, τα απαίσια ‘μπλόκα’, επί τη βάσει επισήμων εγγράφων».
708
Ο Ζαλοκώστας είχε αναλάβει από τον μεσοπόλεμο την επαναλειτουργία του «Κεραμεικού» και
την τεχνική διεύθυνση της κλωστοϋφαντουργίας «Ρετσίνα». Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «[…]
την ανεργία την πληρώνουν λίγοι βιομήχανοι, όχι το Κράτος, όχι η κοινωνία.» Η στάση βιομηχάνων
και κατοχικής κυβέρνησης είναι αυτή που εμφανίζεται να αποτρέπει τους Γερμανούς από το να
αναγκάσουν τους εργάτες να δουλέψουν στο Ράιχ. Αναφέρει μάλιστα πως στις 25 Ιανουαρίου 1944,
λίγες μέρες μετά τη δημοσίευση του νόμου που διευκόλυνε τις απολύσεις, ο ΣΕΒΒ, οι άνθρωποι
«δηλαδή οι οποίοι γονατίζουν σιγά-σιγά από το βάρος των ανέργων που συντηρούν χωρίς να
παράγουν», έστειλε την υπ. Αρ. 118 εγκύκλιο (για την οποία θα δούμε και παρακάτω) με την οποία
έλεγε στα μέλη του «ν’ αψηφήσουν την πίεση των Γερμανών και να μην απολύσουν ούτε έναν
εργάτη». Ζαλοκώστας, Χρήστος: Το Χρονικό της Σκλαβιάς, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου
& Σιας Α.Ε., Αθήνα, 1997 [1946], σσ. 213-214. Την ίδια «κατανόηση» σχετικά με την απόφαση της
κυβέρνησης φέρονται να εξέφρασαν και άλλοι εργοδότες μετά την αρχική δυσαρέσκειά τους, όπως
τουλάχιστον αναφέρει ο Σπάλας (ο.π.).
709
Ο ΣΕΒΒ τελικά προέβη ο ίδιος στην οργάνωση συσσιτίων και έστειλε σχετική εγκύκλιο στα μέλη
του. Πανσεληνά, Γεωργία Μ. Και Μαυροειδή, Μαρία: Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών 1907-2007.
Ένας αιώνας στην υπηρεσία της επιχειρηματικής ιδέας, ΣΕΒ/Εκδόσεις Κέρκυρα, Economia Publishing,
Αθήνα, 2007, σσ. 291. Επίσης 294-299.
710
«Σύσκεψις δια τα εργατικά ζητήματα», εφ. Ελεύθερον Βήμα, 28/1/1942. Σύμφωνα με την
εφημερίδα ο Τσολάκογλου επιφυλάχτηκε να λάβει αποφάσεις.

417
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

προειδοποιήσεις πως όσοι «με διάφορα προσχήματα ή άνευ τούτων» προβαίνουν σε


«αθρόας απολύσεις» θα τιμωρηθούν και οι απολύσεις θα κηρυχτούν άκυροι.711
Το ζήτημα της ανεργίας σχετιζόταν άμεσα και με τις γερμανικές απαιτήσεις για
αποστολή εργατικού δυναμικού από την Ελλάδα και τις άλλες κατεχόμενες χώρες προς
αντικατάσταση των Γερμανών εργατών που είχαν κληθεί στα όπλα. Κάποια, μάλλον
διερευνητικά άρθρα σε εφημερίδες της πρώτης κατοχικής περιόδου παρουσίαζαν στο
ελληνικό κοινό την απασχόληση ξένων εργατών στη Γερμανία μέσα από δηλώσεις
επισήμων και χωρίς συγκεκριμένες αναφορές για Έλληνες εργάτες.712 Ωστόσο μόνο μετά
την πρώτη σύντομη περίοδο άναρχης λεηλασίας της ελληνικής οικονομίας οι γερμανικές
αρχές άρχισαν να ασχολούνται σοβαρότερα με την ουσιαστική εκμετάλλευση των
πλουτοπαραγωγικών πηγών της Ελλάδας και του εργατικού της δυναμικού. Επισήμως
τουλάχιστον, οι Γερμανοί ήθελαν να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους ως βοηθούς της
Ελλάδας, που θα την εξυπηρετούσαν στο πρόβλημα ανεργίας και θα ελάφρυναν τον
προϋπολογισμό της από το κόστος της φροντίδας των ανέργων, αλλά ανέφεραν πως σε
περίπτωση άρνησης δεν θα ανέχονταν να παρέχονται επιδόματα ανεργίας σε ανέργους των
ειδικοτήτων που τους ενδιέφεραν.
Η πρώτη επίσημη επαφή για το θέμα έλαβε χώρα στις 9 Σεπτεμβρίου 1941, όταν ο
Schiedlausky, σύμβουλος της γερμανικής αποστολής, απευθύνθηκε στα κατοχικά
υπουργεία εργασίας, γεωργίας και εμπορικής ναυτιλίας απαιτώντας να του παράσχουν
πληροφορίες για τους ανέργους και να οργανώσουν την αποστολή τους στη Γερμανία. Οι
γερμανικές ανάγκες εστιάζονταν στη ζήτηση εργατών ηλικίας 18-40 ετών στους τομείς της
μεταλλουργίας, της οικοδομής, της οδοποιίας, της λιθοτομίας, του μαρμάρου, καθώς και
λιμενεργάτες, εργάτες θαλάσσης και αγρότες. Οι εκπρόσωποι των υπουργείων φαίνεται
πως προσπάθησαν να πείσουν τον Schiedlausky ότι κάθε προσπάθεια από μέρος τους για
πρόσκληση ανέργων δεν θα είχε το επιθυμητό για τους Γερμανούς αποτέλεσμα. Ωστόσο η
απάντηση αυτή δεν έπεισε την γερμανική πλευρά, αφού, όπως φαίνεται, υπήρχαν
αντίθετες διαβεβαιώσεις από υπουργούς και εκπροσώπους άλλων υπουργείων, οι οποίοι
711
Εφημερίδα Ακρόπολις Αθηνών, «Απαγορεύεται πάσα απόλυσις υπαλλήλου ή εργάτου. Δηλώσεις
του κ. Λιβιεράτου», 5/8/1941.
712
Για παράδειγμα βλ. εφημερίδα Εστία, 29/7/1941, «Ενδιαφέρον άρθρον του υφυπουργού Σύρουπ
[Syrup]. Οι εργάται εις την Γερμανίαν.» Ο Syrup εμφάνιζε ουσιαστικά ως στόχο την πλήρη
απασχόληση της Ευρώπης, και έκανε λόγο για το «συμφέρον όλων των χωρών» «να αποστέλλουν
τους πλεονάζοντας εργάτας των εις τα χώρας εκείνας, αι οποίαι έχουν ανάγκην αυτών», αλλά – ως
πιστώς εθνικοσοσιαλιστής – δεν ήθελε την μόνιμη εγκατάστασή τους και την «αφύσικη σύμμιξη
Ευρωπαϊκών λαών και φυλών.»

418
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μάλιστα προέτρεπαν τον Schiedlausky να επέμβει στη γερμανική κυβέρνηση προκειμένου


να επιτευχθεί η εξεύρεση και αποστολή εργατών στο Ράιχ.
Τελικά, στις 27 Οκτωβρίου, συγκλήθηκε μια σύσκεψη αντιπροσώπων εργατικών
οργανώσεων και υπουργικών υπηρεσιών (πλην των υπουργείων γεωργίας και ναυτιλίας).
Όπως υπογράμμισε ο εκπρόσωπος του πρωθυπουργικού γραφείου, έπρεπε «να
καταβληθεί πάσα προσπάθεια όπως δοθώσιν απτά δείγματα ειλικρινών διαθέσεων», αν και
δεν ήταν αισιόδοξος ως προς την εύρεση των εργατών. Έπρεπε όμως να αποδειχθεί στους
Γερμανούς πως η μη προέλευση ανέργων θα ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικών λόγων και
όχι «δυστροπίας». Όπως ανέφεραν οι εκπρόσωποι των εργατικών οργανώσεων δεν υπήρχε
πλέον ανεργία στις κατηγορίες και τις ηλικίες που ενδιέφεραν τους Γερμανούς, αλλά μόνο
σε εργάτες άνω των 40 και σε επαγγέλματα όπως υπάλληλοι καφενείων, ζαχαροπλαστείων,
ξενοδοχείων, υφαντουργοί κλπ. Η πλειονότητα των νέων σε ηλικία εργατών που ήταν χωρίς
εργασία είχαν πια απορροφηθεί από τις βιομηχανίες που εργάζονταν για τα στρατιωτικά
έργα των αρχών κατοχής. Συμφώνησαν πάντως να γνωστοποιήσουν τις ανάγκες των
Γερμανών στα σωματεία αν τους παρέχονταν επιπλέον πληροφορίες για τους όρους
εργασίας κλπ. Το υπουργείο εμπορικής ναυτιλίας έκρινε από τη μεριά του 3 μέρες
αργότερα πως από τους 18.000 εργάτες θαλάσσης το 1/3 έχουν αποκλειστεί στο εξωτερικό,
το 1/3 εργάζεται στην εσωτερική ναυσιπλοΐα και μόνο 6.000 είναι άνεργοι, που όμως δεν
παίρνουν επίδομα, ούτε εμφανίζονται κάπου επίσημα, αφού ασχολούνται με τη μαύρη
αγορά. Τέλος, αν και δεν υπήρξε κάποια επίσημη αναφορά, οι άνεργοι αγρότες εκτιμάται
ότι είναι δύσκολο να βρεθούν και εξάλλου είναι εξειδικευμένοι σε είδη καλλιέργειας που
ευδοκιμούν στην Ελλάδα και όχι στη Γερμανία.713 Τελικά, ενδεχομένως μετά από

713
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1941, Φ5Υ3, «Σημείωμα επί του ζητήματος αποστολής Ελλήνων εργατών εις
Γερμανίαν», 1 Νοεμβρίου 1941 και Έθνος, 20/3/1945: «Οι Έλληνες εργάται…». Ο Schiedlausky ήταν
εκπρόσωπος του οργανισμού του Τετραετούς Σχεδίου στην Αθήνα. Στο άρθρο του Έθνους η ελληνική
κυβέρνηση παρουσιάζεται περίπου ως προστάτιδα των ελλήνων εργατών που προσπάθησε
ομόψυχα να αποφύγει το αίτημα των Γερμανών. Στο έγγραφο του ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ όμως, που όπως
φαίνεται είχε υπόψη του και ο Σπάλας, διαφαίνεται μια διαφορά στη στάση ανάμεσα στο
πρωθυπουργικό γραφείο και κάποια κυβερνητικά στελέχη που έδειχναν μεγαλύτερη θέληση
συνεργασίας με τις αρχές κατοχής από τη μία πλευρά, και στις εργατικές οργανώσεις και άλλα
στελέχη υπουργείων από την άλλη, που προσπαθούσαν – τουλάχιστον σε ό, τι αφορά το εν λόγω
ζήτημα – να μην ανταποκριθούν στο γερμανικό αίτημα. Την ίδια πάντως περίοδο υπήρχαν κάποιες
επιφυλάξεις και από γερμανικής πλευράς, ειδικά από της Feldkommandantur 808 της Θεσσαλονίκης,
η οποία προέβαλε τα ζητήματα της φυσικής ακαταλληλότητας των Ελλήνων εργατών, της τεμπελιάς
τους, της κατώτερης φυλετικής κατάταξής τους και της «μόλυνσης» από κομμουνιστικές ιδέες. Οι

419
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γερμανικές πιέσεις, θεσπίστηκε μια τροποποίηση της νομοθεσίας, με βάση την οποία
κρίνονταν ως νόμιμες όσες απολύσεις είχαν γίνει τους πρώτους μήνες της κατοχής (μέχρι
τις 15 Οκτωβρίου του 1941), αρκεί να εγκρίνονταν από τον υπουργό εργασίας.714
Δεν είναι εύκολο να κρίνει κανείς σε ποιο βαθμό τα νούμερα που παρουσίασαν οι
ελληνικές αρχές αντιπροσώπευαν την πραγματική κατάσταση ή ήταν αποτέλεσμα κάποιας
προσπάθειας αποφυγής από μέρους των εργατικών οργανώσεων και κάποιων στελεχών
υπουργείων της βοήθειας προς τις αρχές κατοχής στην εύρεση εργατών για τη Γερμανία.
Επίσης δεν είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς τον πραγματικό αριθμό ανέργων που
δημιουργήθηκαν με την νομιμοποίηση των κατ’ εξαίρεση του αρχικού νόμου απολύσεων
της άνοιξης – φθινοπώρου 1941. Μια ακριβείς αριθμητική εκτίμηση για τους άνεργους της
κατοχής είναι πολύ δύσκολη λόγων της έλλειψης επίσημων στατιστικών.715 Ωστόσο οι
ενδείξεις υποδηλώνουν πως το πρόβλημα της ανεργίας δεν πρέπει να ήταν από αυτά που
απασχολούσαν καθημερινά την ελληνική κοινωνία της εποχής και πάντως η πείνα δεν ήταν
κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα της έλλειψης εργασίας. Σε αντίθετη περίπτωση εξάλλου, πέρα
από τις όποιες επίσημες αναφορές, θα γινόταν συχνά κάποιος λόγος για το πρόβλημα και
στα πολυάριθμα κατοχικά ημερολόγια. Επιπλέον, αποφάσεις όπως αυτή της παράτασης
στα όρια συνταξιοδότησης του 1942, δύσκολα δικαιολογούνται σε περίοδο που η ανεργία
θα αντιμετωπιζόταν ως κυρίαρχο πρόβλημα.716 Εξάλλου, σε κάποιες περιοχές όπως η Κρήτη
παρατηρήθηκε και σαφής έλλειψη εργατών, που δυσκόλευε την ολοκλήρωση γερμανικών
έργων, και οδήγησε στην τακτική χρήση καταναγκαστικής εργασίας.

υπεύθυνοι των οικονομικών πάντως επέμεναν πως το ζήτημα έχρηζε περαιτέρω εξέτασης (BA-MA,
RW 29/107, Kriegstagebuch Blatt Nr. 117, 13/9/1941).
714
Ν.Δ. 669, «Περί εγκρίσεως απολύσεων γενομένων κατά παρέκκλισιν του Ν. Διατάγματος 424 ‘περί
τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του άρθρου 1 του Αναγκαστικού Νόμου 2000/1939 κλπ.’», ΦΕΚ
382Α/8-11-1941.
715
Όπως φαίνεται ούτε οι ίδιες οι κρατικές υπηρεσίες της εποχής είχαν τέτοιες στατιστικές: η
έλλειψή τους αναφέρεται ρητά για το 1941 στο προηγούμενο έγγραφο («Σημείωμα επί του
ζητήματος…»). Μόνο κάποιες ενδείξεις όπως ένας πίνακας που αναφέρεται στο ίδιο έγγραφο
(πίνακας του υπουργείου εργασίας προς Ιταλικές αρχές για τα στρατιωτικά τους έργα) υπάρχουν,
αλλά δεν είναι αρκετές για να καταλήξει η έρευνα σε κάποιο πιο συγκεκριμένο ποσοτικό
συμπέρασμα.
716
Βλ. Ν.Δ. 996, «Περί αναστολής εξόδου εκ της υπηρεσίας υπαλλήλων Ανωνύμων Εταιριών» ΦΕΚ
25Α/14-2-1942, που αφορούσε όσους είχαν «καταληφθεί από το όριο ηλικίας την 31 Δεκεμβρίου
1941», των οποίων η έξοδος θα αναστελλόταν για ένα χρόνο.

420
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μία αιτία για τη άμβλυνση του προβλήματος της ανεργίας ήταν οι εκτεταμένες
γερμανικές παραγγελίες στις ελληνικές βιομηχανίες από τα τέλη του 1941. Οι αυξημένες
δυσκολίες που προκάλεσε η αντίσταση στον εφοδιασμό των ελληνικών εργοστασίων
(ανατινάξεις γεφυρών, επιθέσεις σε ορυχεία κλπ), πιθανότατα συνδυάστηκαν με την
αύξηση των πραγματικών εργατικών και υπαλληλικών εισοδημάτων το 1943, και την
μετακίνηση πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα για να δημιουργήσουν νέες πιέσεις από τα
τέλη του 1943 και ειδικά το 1944. Ωστόσο χωρίς κάποιες στατιστικές είναι δύσκολο να
καταλήξει η έρευνα σε ακριβή συμπεράσματα για την όποια αύξηση της ανεργίας προς το
τέλος της κατοχής και τις αιτίες της. Ένα γεγονός για το οποίο υπάρχουν πάντως ενδείξεις
ότι είχε επίπτωση στην ανεργία των εργατών την περίοδο αυτή είναι η απόφαση των
κυβερνήσεων Λογοθετόπουλου και Ράλλη να τροποποιήσουν εκ νέου – τρεις φορές
μάλιστα – τον νόμο περί καταπολέμησης της ανεργίας.
Με την πρώτη τροποποίηση, τον Φεβρουάριο του 1943, δινόταν η δυνατότητα
στις επιχειρήσεις που λόγω αντικειμενικής αδυναμίας θα διέκοπταν μερικώς ή ολικώς τις
εργασίες τους να μην πληρώνουν τους μισθούς στους εργαζόμενους – χωρίς ποσοτικούς
περιορισμούς πια – αν κατάφερναν να τους βρουν αλλού εργασία στην ειδικότητά τους. Αν
οι εργαζόμενοι αρνούνταν τη νέα θέση θα απολύονταν χωρίς αποζημίωση.717 Ο νόμος
αυτός φαίνεται να υπογράφηκε με σκοπό τη διευκόλυνση των εταιρειών (Ελληνικών και
Γερμανικών) ή των αρχών κατοχής που έψαχναν εργάτες για έργα κυρίως στο εσωτερικό
της χώρας.
Στις τελευταίες εβδομάδες του ίδιου έτους υπήρξαν νέες τροποποιήσεις. Η
επόμενη τροποποίηση λοιπόν αφορούσε κυρίως ζητήματα αποζημίωσης απολυόμενων
αλλά μετέβαλε και τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορούσαν να απολύσουνν
εργαζόμενο. Έτσι τώρα πια για τις επιχειρήσεις (αποδεδειγμένα σε ανεπάρκεια ή αδυναμία
να συνεχίσουν τις εργασίες τους) που απασχολούσαν λιγότερους από 1000 εργαζόμενους
το ποσοστό των επιτρεπόμενων απολύσεων περιοριζόταν από 15% σε 8% εντός ενός
ημερολογιακού έτους, ενώ για τις μεγαλύτερες το ποσοστό αυτό καθοριζόταν μόλις στο 5%.
Ο μέγιστος αριθμός απολυόμενων επίσης περιοριζόταν από 200 σε 40 για την πρώτη
κατηγορία επιχειρήσεων και 60 για τη δεύτερη.718

717
Ν.Δ. 2140, «Περί τροποποιήσεως του υπ. Αριθ. 424 Ν. Διατάγματος», ΦΕΚ 36Α/19-2-1943.
718
Νόμος υπ’ αρ. 765, «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των άρθρων 9 και 10 του Ν.
Διατάγματος 424/41 και Β.Δ. της 1/4 Αυγούστου 1920 περί κωδικοποιήσεως του Νόμου ΓπΟΔ’ κλπ.»,
ΦΕΚ 341Α/13-10-1943.

421
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι περιορισμοί όμως αυτοί δεν κράτησαν για πολύ. Σύντομα οι αρχές κατοχής
αποφάσισαν πως έπρεπε να υπάρξει μια χρήσιμη δεξαμενή άνεργων που θα διευκόλυνε
την εξεύρεση εργατών, κυρίως για αποστολή στη Γερμανία. Έτσι, πριν προλάβει να τεθεί
καλά-καλά σε ισχύ η προηγούμενη τροποποίηση εκδόθηκε νέα, με την οποία αιρόταν και ο
τελευταίος περιορισμός (αυτός της εξεύρεσης άλλης εργασίας στους εργάτες που θα
απολύονταν). Προβλεπόταν επίσης η δημιουργία μιας υπουργικής Επιτροπής Ευρέσεως
Εργασίας ενώ ο άνεργος που θα αρνιόταν τη θέση που θα του όριζε η επιτροπή θα έχανε
κάθε δικαίωμα σε αποζημίωση και επιδόματα.719
Οι αρχές και οι λογοκρινόμενες εφημερίδες προσπάθησαν να παρουσιάσουν το
μέτρο ως «υπέρ του εργαζομένου κόσμου», και ότι «δίδει το μέτρον της κυβερνητικής
φροντίδος δια την συμπαγή μάζαν του κόσμου των εργαζομένων ο οποίος υφίσταται τόσα
εκ της καταστάσεως δεινά», ικανοποιώντας «κατά τον τρόπον αυτόν δεδομένης της
καταλληλοτέρας δυνατής λύσεως, παλαιόν και δίκαιον αίτημά των, εφαρμοζομένης εις το
εξής πραγματικής ασφαλίσεως κατά της ανεργίας.»720
Άλλο επώνυμο άρθρο διαφορετικής οικονομικής εφημερίδας προσπαθούσε να
αποδείξει πως οι νέες ανάγκες και οι δυσλειτουργίες του Ν.Δ. 424 έκαναν αναγκαία την
κατάργησή του. Ο συγγραφέας – λιγότερο απόλυτος από εκείνον του απολύτως
κατευθυνόμενου προηγούμενου άρθρου – αποδεχόταν βέβαια πως το 424 που περιόριζε
τις απολύσεις ήταν «καρπός μιας κοινωνικής ανάγκης και έκφρασις μιας δικαιακής
επιταγής, ώστε να μην υφίσταται ουδεμία αντίρρησις για την τότε δημοσίευσή του».
Προσέθετε όμως πως «καθ’ όλη τη διάρκεια της ισχύος του μέχρι σήμερα (οπότε υπέστη

719
Νόμος 1038, «Περί τροποποιήσεως του Νομοθετικού Διατάγματος 421/1941», ΦΕΚ 442Α/30-12-
1943. Ο νόμος αυτός μάλλον βάρυνε αποφασιστικά στην απόφαση για την εκτέλεση του
υφυπουργού εργασίας (και παλιού εργατικού στελέχους) Νίκου Καλύβα από την ΟΠΛΑ λίγες
βδομάδες μετά την υπογραφή του. Η εντύπωση πως αυτός ήταν ο λόγος της εκτέλεσης ήταν διάχυτη
στην Αθηναϊκή κοινωνία, που δεν έδειχνε να λυπήθηκε και πολύ (Βλ. για παράδειγμα την αρκετά
ψυχρή αναφορά του Γ. Θεοτοκά στα Τετράδια Ημερολογίου, 1939-1953, σελ. 444.
720
Τα αποσπάσματα παρατίθενται από την εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, 29/1/1944,
«Σημειώσει και Κρίσεις: Η ασφάλισις κατά της ανεργίας». Στην ίδια εφημερίδα παρατίθενται σε άλλη
στήλη και τα άρθρα του νέου νόμου. Αν και οι εργοδότες υποχρεούνταν πράγματι να καταβάλλουν
κάποια ποσά στον σχετικό λογαριασμό που άνοιγε το αρμόδιο υπουργείο με τίτλο «Κεφάλαιο
Ανεργίας» από τα οποία θα καλυπτόταν μέρος των αποζημιώσεων (σημαντικό μέρος κάλυπτε και ο
προϋπολογισμός), η προσπάθεια να παρουσιαστεί σχεδόν ως θετική η απόλυση αντί επιδόματος
ίσου με το μισό του έτσι κι αλλιώς ανεπαρκούς (ειδικά στην περίπτωση των εργατών) πραγματικού
μισθού του 1944 μάλλον δεν έπειθε κανένα.

422
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δεινόν πλήγμα δια των νόμων 765/43 και 1038/44 [sic]) πλήθος απροβλέπτων συνεπειών
ηκολούθησαν την εφαρμογήν του, πολλαί δε καταστρατηγήσεις εσημειώθησαν εναντίον
του περιεχομένου του. Το σημαντικότερον είναι ότι το 424 προεκάλεσε και ανασταλτικούς
αντικτύπους εις την πολεμικήν οικονομίαν της χώρας. Δεν είναι λίγοι οι επιχειρηματίαι, οι
οποίοι εματαίωσαν τα παραγωγικά των σχέδια διότι εθεώρησαν επικίνδυνο να
αντιμετωπίσουν ζητήματα ‘εργατικά’ μέσα εις την αβεβαιότητα της διεξαγωγής του
σημερινού εμπορίου. Άλλοι τόσοι εργοδόται εφρόντισαν να καταστρατηγήσουν τας
εργατικάς διατάξεις δια να καμουφλαρισθούν με διαφόρους τρόπους και, το χειρότερο,
ορισμένες επιχειρήσεις αι οποίαι έπαυσαν να εργάζονται από της ελληνικής ανακωχής και
εντεύθεν, εδίστασαν και διστάζουν να παρέχουν οικειοθελώς παροχάς εις τους εργάτας των
(πέραν των υποχρεώσεων τας οποίας τους επιβάλλουν αι επί της βάσει του 310/41
υπουργικαί αποφάσεις), διότι τρέμουν μήπως αυτό θεωρηθεί προηγούμενον.» Τέλος, ο
νόμος αυτός ήταν, κατά τον αρθρογράφο, αιτία μιας «αδιαφορίας για την εργασία» από
πλευράς των εργαζομένων, αναμεμιγμένης «με κάποια ικανοποίηση, διότι επί τέλους ο
εργοδότης ήταν αδύνατο να αντιδράσει κατά των εργατών δια της απολύσεως αυτών».721
Στην πραγματικότητα βεβαίως δεν ήταν οι απολυόμενοι αυτοί που ωφελούνταν
από την αλλαγή της νομοθεσίας, γι’ αυτό και όπως ήταν φυσικό δεν την αντιμετώπισαν
θετικά. Αντίθετα οι νέες διατάξεις αντιμετωπίστηκαν θετικότερα από αρκετούς εργοδότες,
οι οποίοι θα μπορούσαν πλέον να μειώσουν το μισθολογικό τους κόστος που είχε ανέβει
σημαντικά μετά τις αυξήσεις του 1943, αλλά και από τις αρχές κατοχής που ήθελαν να
αυξήσουν τους αριθμούς εργατών των έργων τους στην Ελλάδα αλλά και εκείνων που θα
δέχονταν να μεταβούν σε γερμανικά εργοστάσια. Αλλά από τους νέους αυτούς ανέργους,
πιθανότατα επωφελήθηκε και η κατοχική κυβέρνηση καθώς και η Wehrmacht, αφού ένα

721
Εφημερίδα Κέρδος (Αθηνών), 22/7/1944, «Ευάγγελος Π. Μπιτσαξής: «Εργάται και εργοδόται.
Οικονομική και ερμηνευτική έρευνα των συγχρόνων εργατικών νόμων», μέρος Β΄ (από 7). Ο
συνεργάτης της εφημερίδας Μπιτσαξής ήταν δικηγόρος. Η συζήτηση για τον νόμο αυτόν περίπου 7
μήνες μετά τη δημοσίευσή του αποτελεί ακόμα μία ένδειξη των αντιδράσεων που είχε προκαλέσει
στον εργατοϋπαλληλικό κυρίως κόσμο. Ενδιαφέρον πάντως προκαλεί και η ασχολίαστη αναφορά
στην «πολεμική οικονομία» της χώρας και στα «παραγωγικά σχέδια» που μάλλον θα αφορούσαν
η
κυρίως την εξυπηρέτηση παραγγελιών της Wehrmacht. Όπως φαίνεται πάντως από την 6 συνέχεια
(ο.π. 2/9/44), κάποιες από τις παρατηρήσεις του Μπιτσαξή για επιχειρηματίες που
καταστρατηγούσαν τις διατάξεις κλπ προκάλεσαν την αντίδραση από μέρους εκείνων που ήθελαν να
παρουσιάσουν (τουλάχιστον δημόσια) τους εργοδότες περίπου ως ήρωες που δεν δίστασαν να
θυσιαστούν προκειμένου να βοηθήσουν τους εργαζόμενούς τους. Το Ν.Δ. 310 (ΦΕΚ 246Α/23-7-1941)
αφορούσε στις αυξήσεις αποδοχών των μισθωτών.

423
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αντικομουνιστικό, τυχοδιωκτικό, εγκληματικό, ή ενδεχομένως και απλά μη ενταγμένο στην


αριστερή αντίσταση, αλλά πάντως φτωχό κομμάτι ανέργων στράφηκε προς τα Τάγματα
Ασφαλείας, όπου παρά τους κινδύνους οι προοπτικές αμοιβών (νόμιμων ή προερχόμενων
από λεηλασία) ήταν μεγαλύτερες.
Ακόμα και μετά τα μέτρα αυτά πάντως η ανεργία δεν φαίνεται να εκτοξεύτηκε σε
τέτοια ύψη που θα την καθιστούσε ένα από τα κυρίαρχα προβλήματα της κατεχόμενης
ελληνικής κοινωνίας. Με την απελευθέρωση οι Έλληνες βιομήχανοι θα υποστήριζαν προς
τους Βρετανούς ότι η απελευθέρωση των απολύσεων («νόμος δωροδοκίας»
χαρακτηριζόταν) δεν ήταν παρά ένα από τα 4 σχέδια των κατακτητών για να πάρουν τους
Έλληνες εργάτες στο Ράιχ και πως οι ίδιοι προσπάθησαν να τον καταπολεμήσουν
(παραθέτοντας ως παράδειγμα την εγκύκλιο του ΣΕΒΒ υπ’ αριθμό «349/2» [το σωστό
μάλλον είναι 342/2] 118/25-1-1944).722
Ωστόσο η προαναφερόμενη εγκύκλιος του ΣΕΒΒ προς τα μέλη του να μην
εκμεταλλευτούν το νόμο και να μην υποκύψουν στις πιέσεις για αθρόες απολύσεις,
υποδηλώνει ακριβώς την ανησυχία πως παρά τις όποιες δημόσιες ή «συναδελφικές» (στα
πλαίσια του ΣΕΒΒ) δηλώσεις, ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος και αρκετοί επιχειρηματίες
θα τον εκμεταλλεύονταν στην πράξη. Ο φόβος ότι η εκμετάλλευση του νόμου από μια μόνο
μερίδα των βιομηχάνων μπορεί να τους επέφερε ένα αθέμιτο πλεονέκτημα, ενώ οι μαζικές
απολύσεις θα οδηγούσαν σε κοινωνικές εντάσεις και πιθανή απώλεια του χρήσιμου
αποθέματος εργατικών χεριών φαίνεται πως ήταν βασικές αιτίες για την αποστολή της
εγκυκλίου. Εξάλλου οι ίδιοι οι βιομήχανοι είχαν εκφράσει ανοικτά τον φόβο τους για
πιθανή έλλειψη εργατικών χεριών μεταπολεμικά λόγω της «φθοράς ανθρώπινου υλικού»
της χώρας από τον πόλεμο.723

722
TNA, WO 204/9152, επιστολή Association of Greek Industries, Prot. No. 31, προς Sir Walter Citrine
(General Secretary of the Trade Union Congress), Athens 26/1/1945. Η αποστολή της εγκυκλίου 342,
25 Ιανουαρίου 1944 υπάρχει και στα αρχείο του ΣΕΒΒ. Όπως έμμεσα παρατηρεί όμως και η επίσημη
ιστορία του συνδέσμου, η εγκύκλιος δεν εφαρμόστηκε από όλα τα μέλη του («ο νόμος δεν
εφαρμόστηκε από το σύνολο της ελληνικής βιομηχανίας»). Συνδέσμου Πανσεληνά, Γεωργία Μ. Και
Μαυροειδή, Μαρία: Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών 1907-2007. Ένας αιώνας στην υπηρεσία της
επιχειρηματικής ιδέας, ΣΕΒ/Εκδόσεις Κέρκυρα, Economia Publishing, Αθήνα, 2007, σελ. 306. Τα άλλα
αναφερόμενα σχέδια ήταν η προπαγάνδα για την προσέλκυση εργατών, το μέτρο της πολιτικής
επιστράτευσης, οι μισθοί και τα ημερομίσθια πείνας (με ρητή αναφορά στην απαγόρευση παροχής
ανώτερου μισθού από εκείνους που όριζαν οι νόμοι 522 και 547).
723
Γεωργ. Σφαέλλος: «Βιομηχανικά Προβλήματα. Η βιομηχανική μας πολιτική», εφημερίδα
Οικονομολόγος Αθηνών, 10 Ιουνίου 1944. Όπως εξάλλου πολύ σωστά παρατηρεί ο Χατζηιωσήφ

424
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι επιπτώσεις στην ανεργία των ελλείψεων και των αποφάσεων των αρχών
κατοχής ήταν σημαντική, παρά την τυπική προστασία του νόμου απέναντι στις απολύσεις.
Για παράδειγμα, τον Φεβρουάριο του 1942 οι σοβαρές ελλείψεις καυσίμων που οδήγησαν
σε προσωρινό σοβαρό περιορισμό της βιομηχανικής δραστηριότητας ακόμα και στις
επιχειρήσεις που κρίνονταν ως σημαντικές για την πολεμική προσπάθεια, είχε ως
αποτέλεσμα την προσωρινή αύξηση των απολύσεων, σε μία περίοδο μάλιστα που η πείνα
θέριζε μεγάλο μέρος της Ελλάδας.724
Όταν πάλι, το φθινόπωρο του 1943, μεταφέρθηκε μεγάλο μέρος των
επισκευαστικών δραστηριοτήτων της Luftwaffe στο εξωτερικό (βλ. περισσότερα στο
δεύτερο μέρος), είχε ως αποτέλεσμα τον σημαντικό περιορισμό των εργαζόμενων στις
εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ. Η παρατηρούμενη αύξηση των ανέργων, πολλοί από τους οποίους
μάλιστα ήταν εξειδικευμένοι τεχνικοί, δεν πέρασε απαρατήρητη από τις γερμανικές
αρχές.725 Ωστόσο η ανεργία εξειδικευμένων εργατών φαίνεται πως ήταν σπάνιο φαινόμενο
και – σε γενικές γραμμές – οι γερμανικές αρχές ήταν αρκετά δυσαρεστημένες από τις
δυσκολίες που συναντούσαν στην προσέλκυσή του απαιτούμενου αριθμού εργατών για τα
έργα και τις επιχειρήσεις τους.
Μια ακόμα πτυχή που αφορά την κατοχική εργασία/ανεργία, έχει να κάνει με
τους διορισμούς στο δημόσιο στους οποίους προέβησαν οι κυβερνήσεις της Ελληνικής
Πολιτείας. Η «κοινωνική πολιτική» μέσω διορισμών, ήταν μαζί με τη διανομή τροφίμων τα
μοναδικά όπλα που διέθεταν οι κατοχικές κυβερνήσεις για να εξασφαλίσουν την κοινωνική
υποστήριξη ή έστω αποδοχή μέρους της κοινωνίας. Φαίνεται μάλιστα ότι, το φαινόμενο
των αθρόων διορισμών διαρκούσε σε ολόκληρη την κατοχή. Ο Τσολάκογλου, που είχε
πράγματι να αντιμετωπίσει το σοβαρό πρόβλημα της εύρεσης εργασίας στο πλήθος των
αποστρατευμένων στρατιωτικών έκανε έμμεση σχετική αναφορά και στην εναρκτήρια

(«Όψεις της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια της κατοχής…, σελ. 144), οι έλληνες βιομήχανοι
«φοβούνταν τη μαζική μετακίνηση εθελοντών ή επιστρατευμένων εργατών προς τη Γερμανία,
πράγμα που θα περιόριζε τον εφεδρικό στρατό εργασίας στην Ελλάδα και θα ήρε μια από τις
βασικές προϋποθέσεις της ανάπτυξης της ελληνικής βιομηχανίας, την προσφορά φθηνής εργασιακής
δύναμης».
724
NARA, T-311 Roll 175, Wehrmachtbefehlshaber Südost (AOK 12), „Tätigkeitsbericht der Abteilung
Ia für die Zeit v. 1.2-28.2.1942“, 28/2/1942 (Frame 201).
725
NARA, T-501 Roll 252, Wehrwirtschaftskommando Athen, „Beitrag zur Lagebeurteilung für die Zeit
vom 16. August bis 15. Sept. 1943“.

425
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ανακοίνωσή του,726 ενώ οι επόμενες κυβερνήσεις, που περιείχαν περισσότερους παλαιούς


πολιτικούς εξασκημένους σε πρακτικές πελατειακού κράτους ενδεχομένως να προχώρησαν
σε ακόμα περισσότερους διορισμούς.727 Οι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος, για
παράδειγμα, είχαν αυξηθεί κατά 50%, αρκετές από τις οποίες φαίνεται πως έγιναν επί
διοίκησης του παλιού πολιτικού Τουρκοβασίλη,728 ενώ «με τους διορισμούς αναστατώθηκε
επίσης το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων», του οποίου οι υπάλληλοι φαίνεται πως
περίπου τετραπλασιάστηκαν.729 Τα νέα για τους αθρόους αυτούς διορισμούς είχαν φτάσει

726
Βλ. «ανακοινώσεις του κ. Πρωθυπουργού», εφημερίδα Πρωία, 30/4/1941. Ως πέμπτο από τα 7
κύρια μελήματα της κυβέρνησης αναφερόταν «η παροχή εργασίας εις άπαντας και η ενίσχυσις της
γεωργίας και βιομηχανίας».
727
Πολλά φαίνεται πως ήταν και τα αιτήματα των ίδιων των πολιτών που ζητούσαν διορισμό. Τον
Ιανουάριο 1943 ο νέος υφυπουργός εργασίας Καλύβας έβγαλε ανακοίνωση πως «ουδένα διορισμόν
πρόκειται να ενεργήσει και συνεπώς πάσα υποβαλλόμενη εγγράφως ή προφορικώς αίτησις δέον να
θεωρείται άσκοπος («Δεν γίνονται διορισμοί», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 8/1/1943). Προφανής
αιτία για την ανακοίνωση θα ήταν ο μεγάλος αριθμός των αιτούντων, πιθανότατα σε συνδυασμό με
τις πιέσεις Neubacher για συμμάζεμα της οικονομίας με τον γενικό περιορισμό των εξόδων. Παρά
την ανακοίνωση είναι βέβαιο πως οι διορισμοί συνεχίστηκαν και το επόμενο διάστημα. Πολλά ήταν
τα παρόμοια αιτήματα και στην επιτροπή του ΔΕΣ: όπως αναφέρει ο επικεφαλής της, τον
«πλημύριζαν γράμματα από υπουργούς, στρατηγούς, νομάρχες, διευθυντές τραπεζών και από
εξοχότητες κάθε λογής, που σύστηναν για να τους προσλάβουμε συγγενείς, φίλους ή γνωστούς τους.
Ακόμα και αξιωματούχοι Γερμανοί και Ιταλοί δοκίμαζαν να φέρουν προστατευομένους τους». Μον,
Πωλ: Η αποστολή μου στην κατεχόμενη Ελλάδα, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας/Εκδόσεις
Μέτρον, Αθήνα, 2000, σελ. 89.
728
Ο Χρηστίδης (Χρόνια Κατοχής, 1941-1944. Μαρτυρίες Ημερολογίου, [χ.ε.], Αθήνα, 1971, σελ. 419),
αναφέρει στις 24 Αυγούστου 1943, ότι όταν συναντήθηκε με τον Τουρκοβασίλη, εκείνος τον ρώτησε
μήπως θα μπορούσε να διορίσει 4-5 δικηγόρους στον Ερυθρό Σταυρό, γιατί ο ίδιος δεν προλάβαινε
να διορίσει όσους του ζητούσαν θέση. Ο γερμανόφιλος Θ. Τουρκοβασίλης ήταν διοικητής από τον
Απρίλιο του 1943. Τον διορισμό του τον είχε επιδιώξει από την αρχή της κατοχής, στέλνοντας
μάλιστα στις 2 Ιουνίου 1941 και επιστολή στον Τσολάκογλου με την οποία αντιπροτεινόταν για την
θέση αυτή (η επιστολή με το υστερόγραφό της δημοσιεύτηκε στα Απομνημονεύματα, του
Τσολάκογλου, σσ. 231-233). Στο αρχείο του στο ΕΛΙΑ υπάρχει, μεταξύ άλλων, χωριστός φάκελος με
αιτήματα διορισμού και άλλος με ευχαριστήριες επιστολές όσων είχε διορίσει. Ανάμεσά τους
υπάρχουν και κάποια από γνωστά πρόσωπα, όπως της γυναίκας του Παναγή Τσαλδάρη Λίνας (που
ζητά τον διορισμό κάποιου Ροδόπουλου), και του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών (που ευχαριστεί
για τον διορισμό της ανιψιάς του Ελένης Βρανοπούλου).
729
Χρηστίδης: Χρόνια Κατοχής…, σελ. 419.

426
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

και στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Μία έκθεση προς την οποία έκανε λόγο για
διορισμό 15.000 νέων υπαλλήλων στις κεντρικές υπηρεσίες της «ψευδοκυβερνήσεως», για
«ρουσφέτια και κακοήθειες» που υπερέβησαν «και αυτήν την αλησμόνητον κοσμογονίαν
του μακαρίτου Κονδύλη του έτους 1935.»730
Παρά την πολιτική (και ενδεχομένως κοινωνική) τους χρησιμότητα, οι διορισμοί
αυτοί επιβάρυναν τα ήδη προβληματικά δημόσια οικονομικά, και έτσι ζητήθηκε από τους
Γερμανούς να μειωθεί ο αριθμός των εργαζομένων στις ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες. Με
τις απολύσεις των ανεπαρκών κατά προτεραιότητα υπαλλήλων θα βελτιωνόταν και η
αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού, για την οποία οι γερμανικές αρχές είχαν
πολλά παράπονα. Εξάλλου η ύπαρξη ενός αριθμού ανέργων ήταν κάτι που οι γερμανικές
αρχές επιδίωκαν προκειμένου να βρουν εργάτες για τη Γερμανία ή τα κατασκευαστικά έργα
στην ίδια τη χώρα.
Όμως η κατοχική κυβέρνηση πρόβαλε ως επιχειρήματα απέναντι στις γερμανικές
απαιτήσεις, την απώλεια πολιτικής υποστήριξης, το γεγονός πως οι περιορισμένοι
πληθωριστικοί μισθοί αντιπροσώπευαν ένα μικρό μέρος των εξόδων, καθώς και το ότι αν
υπολογίζονταν και τα έξοδα για την οικονομική ενίσχυση των απολυόμενων, η όποια
εξοικονόμηση θα εκμηδενιζόταν.731 Έτσι τελικά αποφασίστηκε τα μέτρα να περιοριστούν
στην επιβολή παγώματος προσλήψεων και προαγωγών.732
Πάντως, ακόμα και κατά τους τελευταίους μήνες της κατοχής, οι αναφορές που
έφταναν από την Ελλάδα στις συμμαχικές μυστικές υπηρεσίες θεωρούσαν – τις λίγες φορές
που αναφέρονταν σ’ αυτό – πως το πρόβλημα της ανεργίας ήταν περιορισμένο. Σύμφωνα
π.χ. με αναφορά της αμερικάνικης OSS για τον Ιούλιο 1944, στη Θεσσαλονίκη «πρακτικά
δεν υπάρχει καθόλου ανεργία ειδικά μεταξύ των βιομηχανικών εργατών», αφού αρκετοί
εργάζονται για τις δυνάμεις κατοχής και οι υπόλοιποι εμπορεύονται κλεμμένα γερμανικά
είδη ή ασχολούνται με τη μαύρη αγορά. Κάποιες κατηγορίες εργαζομένων αναφερόταν πως
είχαν επηρεαστεί συγκριτικά περισσότερο από τους εργάτες, όπως όσοι επιχειρηματίες
αρνούνταν να συνεργαστούν με τις αρχές κατοχής, οι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και
εκείνοι που στηρίζονταν σε εισόδημα από ενοίκια, αφού λόγω εκτόξευσης του

730
ΓΑΚ, Αρχείο Τσουδερού, Αποστολή Γ΄, φάκελος 10, οικονομική έκθεση Βερναρδή.
731
BA-MA, RW 40/116b, “Grundsätzliches über die Militärverwaltung Südost u.a. Griechenland (1943-
1945)“, σσ. 33-34.
732
Νόμος υπ. αριθ. 965, «Περί απαγορεύσεως πληρώσεως κενών θέσεως υπαλλήλων και υπηρετών
Δημοσίων Κρατικών Υπηρεσιών,» ΦΕΚ 400Α/29-11-1943. Η απαγόρευση δεν ίσχυσε ασφαλώς για τα
σώματα ασφαλείας.

427
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πληθωρισμού και ενοικιοστασίου αυτά είχαν χάσει πια την αξία τους.733 Άλλη έκθεση
περίπου της ίδιας περιόδου υπολόγιζε πως περίπου το 40% των βιομηχανικών εργατών είχε
εγκαταλείψει την εργασία του και απασχολήθηκε με καλλιέργεια στα χωριά ή με
μικροεπιχειρήσεις και μαύρη αγορά.734 Από την άλλη η ένταση της προσπάθειας αύξησης
της αγροτικής παραγωγής, η απώλεια μηχανημάτων και οι ελλείψεις καυσίμων είχαν
οδηγήσει από νωρίς στην αύξηση της ζήτησης εργατικών χεριών στις γεωργικές εργασίες,
με αποτέλεσμα την εκτόξευση των ημερομισθίων στον αγροτικό τομέα.735 Φαίνεται πάντως
ότι λίγο πριν αποχωρίσουν από την κατεχόμενη Ελλάδα οι Γερμανοί προχώρησαν σε ένα
κύμα απολύσεων εργατών που δεν χρειάζονταν (εξάλλου οι χρηματοδοτικές δυσκολίες
ήταν πια τεράστιες), όπως συνέβη στα ναυπηγεία της Σαλαμίνας.736 Είναι πάντως αμφίβολο
αν πρόλαβαν αρκετοί από αυτούς να μεταφερθούν στο Ράιχ για να συνεχίσουν να
εργάζονται για την γερμανική πολεμική προσπάθεια.
Όπως προκύπτει και από τις παραπάνω αναφορές, αλλά και από τη γενική
εικόνα της κατοχής, ένας επιπλέον λόγος για τον διαφαινόμενο περιορισμό της
πραγματικής ανεργίας μετά τους πρώτους κατοχικούς μήνες είναι η ενασχόληση μεγάλου
μέρους του πληθυσμού με τη μαύρη αγορά. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η σχετική
ενασχόληση είχε αναγνωριστεί σε αρκετές από τις ελληνικές αλλά και ξένες πηγές ως
733
TNA, WO 204/12892, Office of Strategic Services, Report G-5402, 12/9/1944 (Confidential). Το
Office of Strategic Services ήταν η αμερικανική υπηρεσία πληροφοριών της εποχής και ο πρόγονος
της CIA. Κατά την εκτίμηση της υπηρεσίας οι πληροφορίες του συγκεκριμένου εγγράφου ήταν
αρκετά αξιόπιστες αφού τις είχε αξιολογήσει με B2. Το γράμμα (A-F) αφορούσε την αξιολόγηση του
πληροφορητή (στη συγκεκριμένη περίπτωση «B»=συνήθως αξιόπιστος). Ο αριθμός (1-5 με 0 για
αδυναμία αξιολόγησης) αφορούσε της αξιολόγηση της ίδιας της πληροφορίας («2»=πιθανότατα
ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα). Επεξήγηση του συστήματος αξιολόγησης βρίσκεται και στον
φάκελο WO 204/12891.
734
TNA, WO 204/8753, “Report on Greek Industries”, March 1944, σελ. 15. Το ποσοστό αυτό μάλλον
δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, αφού είναι περίπου το ίδιο με εκείνο της διαφοράς
απασχολούμενων σε αθηναϊκές βιομηχανίες μεταξύ Απριλίου 1941 και Οκτωβρίου 1944, που
εμφανίζεται στον προαναφερθέντα μεταπολεμικού πίνακα του ΣΕΒΒ.
735
Μπακάλμπασης, Α.Γ.: Η Οικονομία της Ελλάδος…, σελ. 35-36.
736
Στους απολυόμενους δόθηκαν 15 ημερών ημερομίσθια ως αποζημίωση. Οι πηγές ανέφεραν την
απόλυση περίπου 300 με 400 εργατών κατά τη δεύτερη εβδομάδα του Ιουλίου 1944. Η εκτίμηση
πάντως για τους εργαζόμενους στις εγκαταστάσεις αυτές κατά τον Αύγουστο έκανε λόγο για περίπου
2.900 - 3.200 άτομα, Γερμανούς και Έλληνες. TNA, WO 204/8851, Combined Economic Warfare
Agencies A.F.H.W., “Weekly notes of economic intelligence relating to enemy occupied territory in the
Mediterranean Theatre”, Issue No. 26, 21/8/1944.

428
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ευρύτατα χρησιμοποιούμενη στρατηγική επιβίωσης. Τα πολλά υποσχόμενα έσοδα, αλλά


και οι μεγάλες απαιτήσεις σε χρόνο που είχε η σχετική ενασχόληση την καθιστούσαν συχνά
το κύριο μέσο βιοπορισμού για σημαντικό αριθμό ανθρώπων, αρκετοί από τους οποίους
μάλιστα την είχαν ως μοναδική ενασχόληση.
Χαρακτηριστικό είναι ένα ανέκδοτο που κυκλοφορούσε στην Πολωνία και
αντικατοπτρίζει τη σημασία της μαύρης αγοράς σε όλη περίπου την κατεχόμενη Ευρώπη.
Κατά το ανέκδοτο αυτό λοιπόν δυο φίλοι συναντούνται μετά από αρκετό καιρό. «Τι
κάνεις;» Ρωτάει ο πρώτος. «Καλά είμαι, δουλεύω στο Δημαρχείο» του απαντάει ο
δεύτερος. «Και η γυναίκα σου;» ξαναρωτάει. «Αυτή δουλεύει σε κατάστημα με χαρτικά». –
«Η κόρη σου;» – «Αυτή δουλεύει στο εργοστάσιο». – «Μα καλά πως επιβιώνετε;» τον
ρωτάει τελικά. «Ευτυχώς ο γιός μου είναι άνεργος!»737 Παρόμοιες περιπτώσεις «ανέργων»
των οποίων η κύρια απασχόληση – η μαύρη αγορά – ήταν πολύ περισσότερο προσοδοφόρα
σε σχέση με τη «νόμιμη» απασχόληση της εργατοϋπαλληλικής τάξης, ήταν διαδεδομένες σε
όλη την Ευρώπη.

5.3 Αμοιβές, συνθήκες εργασίας και κόστος επιβίωσης.

Η κατάσταση του ελληνικού εργατικού δυναμικού άρχισε γρήγορα να επιδεινώνεται, από


τις πρώτες κι όλες εβδομάδες της κατοχής. Οι χαμηλές αμοιβές, οι ελλείψεις τροφίμων και
η εξάντληση έκανε αρκετούς Έλληνες εργάτες να αποφεύγουν την εργασία σε γερμανικά
έργα, ακόμα και να εγκαταλείπουν τα ελληνικά εργοστάσια ή τις υπαλληλικές τους
δουλειές για να ασχοληθούν με το εμπόριο ή την καλλιέργεια της γης. Σύντομα λοιπόν οι
αρχές κατοχής είχαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της εξασφάλισης ικανών εργατικών
χεριών (τόσο σε αριθμό όσο και σε ικανότητες).
Το ζήτημα συνδεόταν βεβαίως με τις παροχές σε είδος, ή τουλάχιστον με την
αύξηση στις αμοιβές. Όπως παρατηρούσαν γερμανικές εκθέσεις των αρχών του 1942: «Η
παραγωγή εξαρτάται κυρίως από τη από τη χρήση Ελλήνων εργατών. Αυτό δεν είναι άσχετο
από την διατροφική κατάστασή τους.» Ωστόσο, «η μεταφορά σημαντικών ποσοτήτων
τροφίμων είναι δύσκολη λόγω των γνωστών προβλημάτων στις μεταφορές και παραμένει,
μαζί με την προμήθεια επαρκούς ποσότητας πρώτων υλών, το κυριότερο ζήτημα που
απασχολεί τις υπεύθυνες γερμανικές αρχές. Η ελληνική κυβέρνηση δεν καλύπτει τις
βασικές ανάγκες και οι ποσότητες που οι γερμανικές αρχές δίνουν είναι ανεπαρκείς.

737
Στην ίδια την Πολωνία σύμφωνα με έναν υπολογισμό περίπου το 80% των κατοίκων βασίζονταν
στη μαύρη αγορά για τις καθημερινές τους ανάγκες. Βλ. Evans, Richard J.: The Third Reich at War,
Penguin Books, London, 2009 [2008], σσ. 42-43.

429
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Συνεπώς, η μεγάλη μάζα των εργατών τρέφεται ανεπαρκώς και είναι αδύναμη και
θεωρείται πως έχει απολέσει το 50% της αποδοτικότητάς της.»738 Τον δε Απρίλιο του 1942,
οι γερμανικές αρχές παρατηρούσαν πως ο αριθμός των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που
δούλευαν για τη Wehrmacht είχε μειωθεί λόγω της ανεπαρκούς παροχής τροφίμων. Όταν
μερικούς μήνες αργότερα η κατάσταση βελτιώθηκε, ο αριθμός τους αυξήθηκε, αφού
αφενός οι εργάτες δεν ήταν τόσο αδύναμοι, και αφετέρου τα συσσίτια των επιχειρήσεων
αυτών δρούσαν ως μαγνήτης.739 Έκθεση για το Μάιο 1942 σημείωνε πως «η εξασφάλιση
των απαιτούμενων ειδών για τις ανάγκες των στρατευμάτων κατοχής απαιτούσε συνεχώς
αυξανόμενη επένδυση στο εργατικό δυναμικό.»740
Σε κάποιες περιοχές όμως η έλλειψη εργατών ήταν περισσότερο οξεία. Ειδικά
στην Κρήτη, η κακή εμπειρία των κατοίκων του νησιού από τους Γερμανούς λόγω των
μαζικών εκτελέσεων πολιτών για συμμετοχή στη μάχη της Κρήτης, αλλά και ο αποκλεισμός
στην ηπειρωτική Ελλάδα των νέων που υπηρετούσαν στην κρητική μεραρχία, έκαναν το
πρόβλημα περισσότερο έντονο. Στις δε περιόδους αγροτικών εργασιών (μάζεμα ελιών κλπ)
ακόμα και οι λίγοι εθελοντές εργάτες μειώνονταν στο ελάχιστο. Λόγω των ελλείψεων
αυτών, αλλά και ως τιμωρία για την «παράνομη» συμμετοχή του πληθυσμού στην άμυνα
του νησιού κατά τη μάχη της Κρήτης, οι γερμανικές αρχές προχώρησαν στην πρώτη στην
Ελλάδα απόφασή τους για υποχρεωτική εργασία όλου του πληθυσμού του νησιού
«ανεξαρτήτως επαγγέλματος ηλικίας και φύλου», ακόμα και τις Κυριακές ή τις αργίες, με
τους παραβάτες να αντιμετωπίζουν ως σαμποτέρ ποινές φυλάκισης ή ακόμα και θανάτου.

738
BA-MA, RW29/104, Der Deutsche Wirtschaftsoffizier, Athen, 12.3.42.
739
NARA, T-311 Roll 175, WBfh. Südost (AOK 12), “Aktennotiz über die Chefbesprechung am
21.4.1942”, 21/4/1942, (Frame 478) & “Vortrag des Chef des Generalstabes über die allgemeine
Lage“, (Frame 865).
740
Η έκθεση συμπλήρωνε: «Αν και θεωρητικά η εξασφάλιση μιας μεγάλης γκάμας προϊόντων από το
εσωτερικό της χώρας είναι δυνατή, στην πράξη αυτή καθίσταται δύσκολη λόγω της έλλειψης
πρώτων υλών και καυσίμων. Μακροπρόθεσμα λοιπόν η κάλυψη κάποιων αναγκών χωρίς προσφυγή
στο ίδιο το Ράιχ δεν είναι δυνατή.» BA-MA, RW29/104, Der Deutsche Wirtschaftsoffizier, Athen
(Baustoffamt), “Tätigkeitsbericht Nr.1, 1.6.42“.

430
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 7: Γερμανικό φυλλάδιο για την υποχρέωση εργασίας του πληθυσμού των Χανίων, 17
Ιουνίου 1941. Το πρωτότυπο βρίσκεται στο ΑΔΧ-ΜΚΚ, Προκηρύξεις, Α΄. Σε αντίθεση με την
υπόλοιπη Ελλάδα, στην Κρήτη δεν υπήρχαν όρια ηλικίας ως προς την υποχρέωση εργασίας.

Η αρχική πρόταση των ελληνικών τοπικών αρχών, ήταν να λυθεί το πρόβλημα με


τη χρήση αιχμαλώτων. Ο νομάρχης Ηρακλείου (και λίγο αργότερα Γενικός Διοικητής
Κρήτης) Ιωάννης Πασσαδάκης πρότεινε το καλοκαίρι του 1941 να χρησιμοποιηθούν για τα
έργα των Γερμανών αιχμάλωτοι επί ημερομισθίω, αφού, λόγω της παραμονής περίπου 30-
35.000 Κρητών στρατιωτών στην ηπειρωτική Ελλάδα έλειπαν εργατικά χέρια.741 Τον
επόμενο χρόνο, όταν οι 5.750 εργάτες που υπολογιζόταν ότι χρειάζονταν κάθε μέρα για τα
γερμανικά έργα στο νομό Ηρακλείου δεν βρίσκονταν εύκολα, ο Πασσαδάκης αποφάσισε να
προχωρήσει στην πολιτική επιστράτευση των νέων 17-21 ετών «οι οποίοι κατά το πλείστον
μη έχοντες ειδικόν επάγγελμα διατρίβουν καθημερινώς εις τα Καφενεία χαρτοπαίζοντες και
επιδιδόμενοι εις το εμπόριον της μαύρης αγοράς και οίτινες έχουν την ικανότητα να
αποκρύπτονται και να αποφεύγουν την υποχρεωτικήν εργασίαν». Κάποιες προσπάθειες
προσέλκυσης εργατών από την υπόλοιπη Ελλάδα (όπου όμως και εκεί παρατηρούνταν

741
Επιστολή Πασσαδάκη προς την Kreiskommandatur (3/8/41), σε: ΙΑΚ-ΑΓΚ: Φ. 1. Φάκελος
Γερμανικών εγγράφων 1941, δεσμίς 2γ.

431
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ελλείψεις – έστω και μικρότερες) δεν φαίνεται να απέδωσαν.742 Τελικά, κυρίως από το 1942
κυρίως και μετά, όταν άρχισαν και τα μεγάλα γερμανικά έργα στο νησί (αρχικά αεροδρόμια
και δρόμοι και από τις αρχές του 1943 οχυρώσεις), οι αρχές κατοχής απέστελλαν συχνά
σημειώματα στους δήμους και στις κοινότητες του νησιού ενημερώνοντας για την
υποχρέωσή τους να προμηθεύσουν κάποιο έργο με έναν συγκεκριμένο αριθμό εργατών.743
Η τακτική χρήση της πρακτικής αυτής είχε ως αποτέλεσμα και την αναβίωση
μεταξύ των κατοίκων του όρου «αγγαρεία» (ο όρος χρησιμοποιούνταν ως τότε για να
περιγράψει την υποχρεωτική εργασία των Κρητικών επί ενετοκρατίας). Μάλιστα η
αναβίωση του φαινομένου έφτανε μέχρι και στην εξαγορά της υποχρέωσης εργασίας των
πλουσιότερων, που κάποιες φορές πλήρωναν άλλους για να εργαστούν στη θέση τους.744 Η
εκτεταμένη χρήση της καταναγκαστικής εργασίας στο νησί πρέπει να δέσμευε σε μεγάλα
διαστήματα μέχρι και το 10% του ενεργού πληθυσμού των Κρητικών, προκαλώντας
προβλήματα στις αγροτικές εργασίες.745 Όμως, παρά τα μέτρα αυτά, ποτέ δεν
ξεπεράστηκαν οι ελλείψεις εργατικών χεριών στην Κρήτη και οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να

742 ης
Βλ. για παράδειγμα την αγγελία («ζητούνται εργάται») στη εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα της 7
Νοεμβρίου 1942. Η αγγελία αφορούσε «2 επιστάτας ειδικούς δι’ ασφαλτοστρώσεις ως και εργάτας
οδοποιούς, ειδικούς δι’ ασφαλτοστρώσεις προς εργασίαν εν Κρήτη».
743
Βλ. ΙΑΚ-ΑΓΚ: Φ. 4α΄. Φάκελος Γερμανικών εγγράφων 1942, δεσμίς 3α, Νομαρχία Ηρακλείου προς
το Γερμανικό Φρουραρχείο Ηρακλείου, «Ζήτημα Υποχρεωτικής εργασίας εις Γερμανικά έργα», αρ.
πρωτ. 1270, 8/12/42). Επίσης βλ.: Μανουσάκης Βασίλης: «Η Κρήτη της ‘Νέας Ευρώπης’. Οικονομία,
κοινωνία και η εμπειρία της κατοχής», στο: Μέρες του ’43. Η καθημερινή ζωή στην κατεχόμενη
Κρήτη, πεπραγμένα επιστημονικού συμποσίου, Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο
2012, σσ. 137-138.
744
Οι ίδιες οι επίσημες γερμανικές εντολές προέβλεπαν τη δυνατότητα αντικατάστασης (προφανώς
με το αζημίωτο). Στην «γνωστοποίηση περί της υποχρεώσεως προς εργασίαν του πληθυσμού των
Χανίων (εφημερίδα Παρατηρητής, 13/7/1943) για παράδειγμα, αναφερόταν ρητά ότι «οι υπόχρεοι
προς εργασίαν δύνανται να ορίσουν αναπληρωτήν των».
745
Χατζηιωσήφ, Χρήστος: «Η ελληνική οικονομία, πεδίο μάχης και αντίστασης», σσ. 190-191, στο:
ου
Χατζηιωσήφ, Χρήστος, Παπαστράτης, Προκόπης (επιμ.): Ιστορία της Ελλάδας του 20 αιώνα, τόμος
Γ2, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατοχή – Αντίσταση, 1940-1945, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2007, σσ.
181-217. Κάποιες φορές δίδονταν άδειες στους εργάτες για να φροντίσουν τις καλλιέργειές τους,
ειδικά όταν, μετά τον πρώτο χειμώνα, οι γερμανικές αρχές έγιναν λίγο περισσότερο ευαίσθητες στο
ζήτημα της ελληνικής γεωργικής παραγωγής. Ωστόσο οι άδειες αυτές, όταν δίνονταν, δεν έλυναν
τελείως το πρόβλημα της διπλής έλλειψης εργατικών χεριών στη γεωργία, που είχε δημιουργηθεί
τόσο από τους στρατιώτες που είχαν ξεμείνει στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και από τους
καταναγκαστικά εργαζόμενους για τους Γερμανούς.

432
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μεταφέρουν αρκετές εκατοντάδες ξένους εργάτες για τα κατασκευαστικά τους έργα.746


Όταν η προσπάθεια οχύρωσης της κατεχόμενης Κρήτης από την πιθανότητα συμμαχικής
απόβασης κορυφώθηκε γύρω στα μέσα του 1943, στο νησί υπήρχαν περίπου 66.000
στρατιώτες του Άξονα (2 μεραρχίες, 1 ταξιαρχία και διάφορες ανεξάρτητες μονάδες),
περίπου δηλαδή 1 στρατιώτης για κάθε 6,5 κατοίκους του νησιού, μία από τις μεγαλύτερες
αναλογίες στην κατεχόμενη Ευρώπη. Στην κατασκευή των εκτεταμένων οχυρώσεων του
νησιού απασχολούνταν 21 λόχοι του μηχανικού (οι 3 ιταλικοί), 2 μηχανικών του γερμανικού
ναυτικού, 1 Ρώσων αιχμαλώτων (123 Ρώσοι την περίοδο της έκθεσης με προοπτική
αύξησης), διάφορες άλλες μονάδες, 2.400 Έλληνες εργάτες (μείωση από 3.150 τον Μάιο),
ενώ υπήρχε και μια γερμανική κατασκευαστική εταιρεία. Ακόμα 3.350 Έλληνες εργάτες
(4.450 τον Μάιο 1943) εργάζονταν στην κατασκευή και επέκταση του οδικού δικτύου της
Κρήτης. Είχε μάλιστα αναπτυχθεί και ένας ειδικός τύπος οχυρώσεων για το πετρώδες
κρητικό έδαφος (“Kretabauweise”) που αποτελούνταν από πέτρινους τοίχους πάχους 1,5
μέτρου πάνω στους οποίους τοποθετούνταν πλάκα 1 μέτρου από οπλισμένο σκυρόδεμα,
σχεδιασμένη να αντέχει μικρή βόμβα 50 κιλών ή βλήμα 150 χιλιοστών.747 Στο πρώτο μισό

746
Σε χάρτη για παράδειγμα των μονάδων του γερμανικού μηχανικού που απασχολούνταν τον
Φεβρουάριο του 1943 στα οχυρωματικά έργα στο νησί εμφανίζονται ένα τάγμα ρώσων αιχμαλώτων
(Kriegsgef. Btl. 192, Russen) χωρισμένο στα δύο, σε Χανιά και Ρέθυμνο, καθώς και 250 «Σέρβοι» να
εργάζονται κάπου στο κέντρο του νομού Χανιών (NARA, T-78, Roll 630, Pionierführer, unterstellte
Einheiten, Frame 477). Ο ακριβής αριθμός των ξένων εργατών που μεταφέρθηκαν στο νησί δεν είναι
προς το παρόν γνωστός.
747
Για την άμυνα του νησιού είχαν εγκατασταθεί στις ακτές του 80 πυροβολαρχίες με συνολικά 310
πυροβόλα (χώρια οι όλμοι, τα αντιαεροπορικά κλπ), ενώ είχε στρωθεί και τεράστιος αριθμός
ναρκών: 103.500 αντιαρματικές (25.500 στην ιταλοκρατούμενη ανατολική Κρήτη και 78.000 στο
υπόλοιπο τμήμα του νησιού), 96.000 νάρκες εναντίον προσωπικού (μόνο 3.000 από τις οποίες στην
ανατολική Κρήτη, επιπλέον 9.000 είχαν στρωθεί στη γειτονική Γαύδο), συνολικά δηλαδή κάτι
λιγότερο από μία νάρκη για κάθε δύο Κρητικούς. Οι ανάγκες σε πρώτες ύλες για τις οχυρώσεις αυτές
ήταν επίσης μεγάλες. Κάθε “Kretabauweise” ήθελε περίπου 17 τόνους τσιμέντο και 1 τόνο
σιδερόβεργες, ενώ μεγαλύτερα έργα χρειάζονταν 40 και 4,5 τόνους αντίστοιχα. Σε κάποιες από αυτές
τις κατασκευές θα τοποθετούνταν οι περίπου 70 πύργοι από παλιά άρματα μάχης με πυροβόλα των
37 και των 47 χιλιοστών και άλλοι 20 με διπλά πολυβόλα (από Pzkw I). Όπως ήταν φυσικό οι
συνολικές ανάγκες για υλικά ήταν τόσο μεγάλες που η εγχώρια παραγωγή δυσκολευόταν να τις
καλύψει. Έτσι το καλοκαίρι του 1943 είχε ζητηθεί η αποστολή από το Ράιχ για τις οχυρώσεις 1.000
τόνων τσιμέντου, 24 τόνων σιδήρου, 800 τόνων αγκαθωτού σύρματος, 15 τόνων σύρματος, 10 τόνων
μεταλλικών συνδέσμων και 50.000 ναρκών, επιπλέον των ήδη αναμενόμενων. NARA, T-78/630,
„Bericht zur Dienstreise des Gen[erals] d[er] Pi[oniere] u[nd] Fest[ungen] b[eim] Ob[erkommandos]

433
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

του 1943, στα γερμανοκρατούμενα τμήματα της χώρας οι γερμανικές οχυρώσεις


απασχολούσαν ανάμεσα σε 7.000 (Μάιος) και 9.300 εργάτες (Απρίλιος).748 Ωστόσο δεν
είναι γνωστό το ακριβές ποσοστό της καταναγκαστικής εργασίας.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα οι ελλείψεις ήταν κάπως μικρότερες, αλλά και εκεί το
πρόβλημα παρέμενε σοβαρό, ειδικά το 1942, όταν οι μικρές ποσότητες των τροφίμων που
μοίραζαν οι αρχές κατοχής, και το χαμηλότερο επίπεδο των αμοιβών (βλ. παρακάτω)
αφαιρούσαν μεγάλο μέρος των κινήτρων. Έτσι, κάποιες φορές είχαμε και ανακοινώσεις σε
εφημερίδες για την προσέλκυση εργατών, όπου συνήθως τονιζόταν η σχετικά μικρή
απόσταση των έργων και κυρίως οι παροχές σε τρόφιμα προς τους εργάτες και τις
οικογένειές τους. Σε μια τέτοια ανακοίνωση για παράδειγμα τον Νοέμβριο του 1942, το
γραφείο ευρέσεως εργασίας (όπου γινόταν και η προσέλευση των εργατών για τη
Γερμανία), ανακοίνωνε την ζήτηση διαφόρων ειδικοτήτων εργατών και υπαλλήλων (από
μηχανοτεχνίτες, λεβητοποιούς, ηλεκτροσυγκολλητές και τορναδόρους, μέχρι διερμηνείς,
γραμματείς και υδραυλικούς πλοίων), ανακοινώνοντας πως κάθε εργάτης θα λάμβανε
καθημερινά 500 γραμμάρια πατάτες, 25 γραμμάρια λίπος, 43 γραμμάρια κρέας, 75
γραμμάρια όσπρια και «επαρκή άρτο».749

d[es] H[eeres] in den Bereich des OB. Südost, in der Zeit vom 5.-14.7.43“, 14/7/1943, και «Einsatz der
festungseigentümlichen Waffen“, Frames 514-521 και 540. Ο πραγματικός πληθυσμός των τεσσάρων
νομών της Κρήτης σύμφωνα με την απογραφή του 1940 ήταν 438.239 άτομα (βλ. Γενική Στατιστική
Υπηρεσία της Ελλάδος: Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 16 Οκτωβρίου 1940, Εθνικό
Τυπογραφία, Αθήνα, 1946).
748
Στην υπόλοιπη γερμανοκρατούμενη (πλην Κρήτης) Ελλάδα προβλεπόταν η τοποθέτηση σε
παράκτιες οχυρώσεις ακόμα τουλάχιστον 130 πύργων παλαιών αρμάτων. βλ. τον σχετικό πίνακα του
φακέλου «Reisebericht Juli 43”: “Anzahl der Arbeiter”, NARA, T-78 Roll 630, Frame 536 και «Einsatz
der festungseigentümlichen Waffen“, Frame 540. Τα σχέδια έκαναν λόγο για 689 αμυντικά έργα μέσα
στο 1943, το 33% των οποίων είχε ήδη ολοκληρωθεί, ενώ ακόμα 41% ήταν υπό κατασκευή. Βλ. ο.π.
“Übersicht über den verst. Feldm. Ausbau im Bereich O.B.-Suedost.“.
749
«Ζητούνται εργάται», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 27/11/1942. Σε μια παρόμοια ανακοίνωση
λίγους μήνες αργότερα, ζητούνταν εργάτες με ημερομίσθιο 3.000 δραχμών, συνοδευόμενο από άρτο
και ζεστό φαί, για «έργα οδοποιίας Αρχών Κατοχής εντός της Πόλεως». Τα έργα ήταν μάλλον από
αυτά που είχε αναλάβει ο Δήμος, αφού σε αυτόν έπρεπε να αποταθούν οι ενδιαφερόμενοι.
Προσπαθώντας μάλιστα να διασκεδάσει τους φόβους για πιθανή μεταφορά των εργατών αλλού, ο
δήμος διαβεβαίωνε πώς οι εργάτες «απασχολούνται εις εργασίας εντός των Αθηνών και μόνον.»
«Εργασία διά τους εργάτας», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 3/3/1943. Οι 3.000 δραχμές
αντιστοιχούσαν μόλις στο 1,85% της μέσης ισοτιμίας της χρυσής λίρας τον Μαρτίου 1943. Με άλλα
λόγια, αν ο εργάτης πληρωνόταν 26-27 ημερομίσθια τον μήνα εκείνο θα λάμβανε το αντίστοιχο

434
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Όμως, παρά τις προσπάθειες, ελλείψεις εργατικών χεριών συνέχισαν να


παρατηρούνται και στην ηπειρωτική Ελλάδα σε όλο το διάστημα της κατοχής,
αναγκάζοντας τις αρχές κατοχής να χρησιμοποιούν κατά διαστήματα την υποχρέωση
εργασίας κυρίως σε σχετικά κοντινά έργα (σε μικρότερο όμως βαθμό απ’ ότι στην Κρήτη),
όπως στην παραλιακή ζώνη της Αττικής, ενώ στη βόρεια Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν και
Εβραίοι, πριν ασφαλώς σταλούν στα στρατόπεδα εξόντωσης.750 Οι Γερμανικές αρχές
προχώρησαν μάλιστα και στην εισαγωγή εργατών άλλων χωρών και στην ηπειρωτική
Ελλάδα για να δουλέψουν σε ορυχεία, κατασκευαστικά έργα, ή σε κάποιες περιπτώσεις, και
σε ελληνικά εργοστάσια.751
Ωστόσο η πολιτική επιστράτευση καθυστέρησε αρκετά σε σχέση με την Κρήτη.
Σχέδιο για πανελλαδική πολιτική επιστράτευση είχαν κατά την άνοιξη του 1942 και οι
ελληνικές αρχές, αν και δεν φαίνεται να προχώρησαν σε κάτι παραπάνω από την
επιστράτευση ειδικών κατηγοριών όπως οι εργαζόμενοι στις επικοινωνίες,752 ενώ πιέσεις

περίπου ½ χρυσής λίρας. Το κόστος ζωής για μια τετραμελή οικογένεια στην Αθήνα τον μήνα εκείνο
υπολογίστηκε σε περίπου 340.142 δραχμές, ή σε χρυσές λίρες περίπου 2,1 (2 λίρες 1 σελίνι και 1
πένα). Βλ. Αγαπητίδης Σ.-Πιζάνιας Ν.: «Διαιτητική – Το κόστος στοιχειώδους συντηρήσεως κατά την
περίοδον της κατοχής (1940-1941)» [sic], Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, Συνεδρία 31 Μαΐου 1945
(σσ. 280-290). Οι αμοιβές βεβαίως είχαν μέχρι τότε σημειώσει σημαντική βελτίωση από τα μέσα του
1942, όταν βρίσκονταν στο χαμηλότερό τους σημείο.
750
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι συνθήκες απασχόλησής τους ήταν ιδιαίτερα άσχημες, ειδικά τον
χειμώνα. Από τους 400 Έλληνες που υποχρεώθηκαν να φυλάσσουν τη σιδηροδρομική γραμμή
Αθηνών – Θεσσαλονίκης 10 πάγωσαν από το κρύο μέσα σε 15 μέρες και οι συγγενείς τους δεν
έλαβαν καν κάποια αποζημίωση. Office of United States Chief of Counsel For Prosecution of Axis
Criminality: Nazi Conspiracy and Aggression, Volume VII, United States Government Printing Office,
Washington DC, 1946, Partial copy fo document L-26, “Conditions in Occupied Territories”, σσ. 771-
772.
751
Χατζηιωσήφ: «Όψεις της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια της κατοχής…», σσ. 124-126. Για την
χρήση Κροατών, Τσέχων και Γερμανών τεχνιτών στις επισκευές αεροσκαφών στην Αθήνα, βλ. σχετικά
στο δεύτερο μέρος. Πληροφορίες Έλληνα λοχαγού που είδε διαφύγει την άνοιξη του 1942 στη Μ.
Ανατολή έκαναν λόγο και για Ούγγρους τεχνίτες, περίπου 900 από τους οποίους (μηχανικοί,
ξυλουργοί και εφαρμοστές) είχαν φέρονταν να έχουν φτάσει στην Αθήνα την περίοδο εκείνη. TNA,
WO 208/3357, “Report No. 414”, 13/6/1942. Δυστυχώς δεν έχουν εντοπιστεί περισσότερες
πληροφορίες για το αν εργάστηκαν στις επισκευές αεροσκαφών ή σε άλλες εγκαταστάσεις.
752
NARA, T-311 Roll 175, WBfh. Südost (AOK 12), “Aktennotiz über die Chefbesprechung am
21.4.1942”, 21/4/1942, (Frame 478). Δεν εντοπίστηκε κάποια νομοθετική πράξη που να κάνει λόγο
για πραγματοποίηση γενικής πολιτική επιστράτευση, αν και υπήρξαν σχετικές αποφάσεις που

435
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

για υποχρεωτική εργασία έρχονταν και από την ιταλική πλευρά.753 Το αίτημα επανήλθε τον
Αύγουστο του 1942 και από γερμανικής πλευράς μόνο όμως για τα έργα των αρχών
κατοχής, αφού στο ενδιάμεσο είχε αποδειχθεί αδύνατο να συγκρατηθεί η φυγή των
εργατών από τα πόστα τους. Σε επιστολές της προς τις ελληνικές αρχές, η γερμανική
αποστολή ζητούσε την ψήφιση νόμου που θα υποχρέωνε τους Έλληνες ηλικίας από 20
μέχρι και 45 ετών να αναλαμβάνουν όποια εργασία τους επεδείκνυε το ελληνικό Υπουργείο
Εργασίας (αρκεί να μην είχαν άλλη σταθερή και χρήσιμη για τους κατακτητές ή τον κρατικό
μηχανισμό εργασία), και να τιμωρούνταν αν εγκατέλειπαν την εργασία τους χωρίς την
άδεια του εργοδότη.754
Τελικά οι ίδιες οι γερμανικές αρχές αποφάσισαν να νομοθετήσουν την υποχρέωση
εργασίας κάθε κάτοικου της Ελλάδας μεταξύ 16 και 45 ετών, ο οποίος θα έπρεπε «εάν το
απαιτήσουν αι περιστάσεις, να αναλάβει υποδεικνυόμενην εις αυτόν εργασίαν διά
γερμανικάς ή ιταλικάς υπηρεσίας» και μάλιστα «να παρέχει απόδοσιν εργασίας
ανταποκρινομένην προς τας σωματικάς του δυνάμεις», ενώ οι άνδρες ήταν «υποχρεωμένοι
να εργασθούν και έξω του τόπου της μονίμου κατοικίας των, συγκεκροτημένοι εις
συμβατικάς ομάδας στρατοπέδου, εάν απαιτηθεί το τοιούτον». Οι γερμανικές υπηρεσίες
υποτίθεται ότι θα παρείχαν βέβαια «ανάλογον προς τας συνθήκας αποζημίωσιν και εφ’

αφορούσαν την δυνατότητα επιστράτευσης των σιδηροδρομικών (Ν.Δ. 1185, «Περί συμπληρώσεως
της νομοθεσίας ‘περί οργανώσεως της πολιτικής και οικονομικής επιστρατεύσεως της χώρας’», ΦΕΚ,
76Α/9-4-1942), και την πραγματοποίηση της επιστράτευσης των εργαζόμενων στα ΤΤΤ (απόφαση αρ.
132705, «Περί προσωπικής επιτάξεως εργασίας προσωπικού ΤΤΤ», ΦΕΚ 32Β/14-4-1942). Η
θεωρητική δυνατότητα πολιτικής επιστράτευσης είχε θεσπιστεί λίγο προ της κατοχής (Α.Ν. 1986,
«Περί ρυθμίσεως της Πολιτικής και Οικονομικής Επιστρατεύσεως της Χώρας», ΦΕΚ 408Α/27-9-1939
και – ορθή επανάληψη – ΦΕΚ 424Α/5-10-1939). Η ίδια προπολεμική νομοθεσία προέβλεπε και
δυνατότητα για επιτάξεις αγαθών και επιχειρήσεων, υποχρεωτική συγκέντρωση αγροτικής
παραγωγής και άλλα έκτακτα μέτρα, αρκετά από τα οποία ενεργοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του
ελληνοϊταλικού πολέμου.
753
NARA, T-501 Roll 252, Der Befehlshaber Südgriechenland, „Verwaltungsbericht für November und
Dezember 1942 und die erste Januarhälfte 1943 (Stand vom 22.1.1943)“, 22/1/1943 (σελ. 9). Στο
έγγραφο αναφέρεται πως οι Ιταλοί είχαν προτείνει την υποχρεωτική εργασία των Ελλήνων εργατών
περίπου ένα χρόνο πριν.
754
Οι δυο επιστολές (28/8 και 1/9/1942) του Νεςς («αναπληρωτή αρμοστή της Γερμανίας δια την
Ελλάδα»), αναδημοσιεύονται στο άρθρο του Π. Σπάλα: «οι Έλληνες εργαζόμενοι στη θύελλα της
ο
Κατοχής» (7 μέρος σειράς άρθρων για την εργασία επί κατοχής), εφημερίδα Έθνος, 29/5/1950.

436
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

όσον τούτο είναι δυνατόν, και τροφήν», αλλά όσοι δεν συμμορφώνονταν θα αντιμετώπιζαν
πρόστιμα, φυλάκιση, ή και κλείσιμο σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων.755
Ωστόσο, το μέτρο δεν είχε την επιτυχία που επιδίωκαν οι γερμανικές αρχές. Οι
βίαιες διαδηλώσεις, που ξέσπασαν στις 24 Φεβρουαρίου και 5 Μαρτίου 1943, φτάνοντας
μάλιστα μέχρι και στην εισβολή στο ίδιο το κτήριο του Υπουργείου Εργασίας, οδήγησαν την
καταρρέουσα κυβέρνηση Λογοθετόπουλου, αλλά και τους Γερμανούς, να δηλώσουν πως οι
φήμες, που ήθελαν – όχι άδικα – το μέτρο να συνδέεται με την αποστολή εργατών στο
εξωτερικό, δεν αλήθευαν.756 Ήταν μία από τις λίγες φορές που η δυναμική αντίδραση των
κατακτημένων οδήγησε σε ήττα και απόσυρση μέτρου του κατακτητή. Έτσι το μέτρο έμεινε
στα συρτάρια μέχρι το επόμενο έτος της κατοχής και η υποχρεωτική εργασία βρήκε σχετικά
περιορισμένη εφαρμογή στην ηπειρωτική Ελλάδα, έστω και αν η γερμανική διαταγή δεν

755
IWM, Speer Collection, FD 210/45, Verordnungsblatt für das Besetzte Griechische Gebiet.
ης
Herausgeben vom Oberbefehlshaber Südost, No. 18, 5/7/1943, «Διάταξις 30 Ιανουαρίου 1943 περί
γενικής υποχρεωτικής εργασίας του ελληνικού πληθυσμού». Η διάταξη αυτή δεν θα ίσχυε για την
Κρήτη, αλλά όπως είδαμε εκεί υπήρχε είδη το μέτρο της υποχρεωτικής εργασίας από το 1941. Δεν
είναι μάλλον τυχαίο πως η δημοσίευση έγινε την περίοδο των λόγων του Goebbels στη Γερμανία
περί ολοκληρωτικού πολέμου.
756
Άρθρο της γερμανόφωνης εφημερίδας Deutsche Nachrichten in Griechenland, που
αναδημοσιεύτηκε μεταφρασμένο στην Ακρόπολη («Η Νέα Ευρώπη και η θέσις της Ελλάδος»,
16/3/1943) έκανε λόγο για «μέτρα τα οποία δήθεν προτίθενται να λάβουν αι Δυνάμεις της Κατοχής.
Ιστάμεθα εμβρόντητοι προ του μεγέθους της παραφροσύνης η οποία ενυπάρχει εις τας φήμας, αι
οποίαι ετέθησαν εις κυκλοφορίαν εν σχέσει προς τα μέτρα αυτά». Ταυτόχρονα προσπαθούσε να
παρουσιάσει τους Γερμανούς ως γεναιόδωρους και την πρόσκλησή τους προς τους Έλληνες εργάτες
ως κλήση για το «πατριωτικό τους καθήκον» και τη «συμβολήν της Ελλάδος δια την εγκαθίδρυσιν
της νέας τάξεως εν Ευρώπη». Δύο όμως βδομάδες πριν, άλλο άρθρο της ίδιας γερμανικής
εφημερίδας φαίνεται να επιβεβαίωνε τους φόβους των Ελλήνων. Όπως κατέγραφε στο ημερολόγιό
της η Ι. Τσάτσου στις 2 Μαρτίου 1943: «όλοι οι νέοι Έλληνες να σταλούν στη Γερμανία να εργαστούν.
Η εφημερίδα ‘Γερμανικά Νέα για την Ελλάδα’ το λέει ξεκάθαρα» (Τσάτσου, Ιωάννα: Φύλλα Κατοχής,
Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε., έκτη έκδοση, Αθήνα, 1991, σελ. 79). Ο
Λογοθετόπουλος υποστήριξε μεταπολεμικά πως η κυβέρνησή του κατώρθωσε να αποφύγει
«εντελώς» την εφαρμογή του μέτρου στην υπόλοιπη Ελλάδα και να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας
των επιστρατευθέντων Ισραηλιτών της Θεσσαλονίκης (Λογοθετόπουλος, Κ.: Ιδού η αλήθεια, [χ.ε.],
Αθήνα 1948, σσ. 104-106). Παρόμοιους ισχυρισμούς («σαμποτάρισμα») για τον ρόλο του στην
ακύρωση της πολιτικής επιστράτευσης έκανε και ο τότε δήμαρχος της Αθήνας Γεωργάτος. Βλ. ΑΣΚΙ,
Αρχείο ΚΚΕ, ΕΛΑΣ – ΕΑΜ – ΕΠΟΝ, κουτί 493: Φ. 30/1/28, «Εμπιστευτική έκθεση του τέως δημάρχου
Αθηναίων Άγγελου Γεωργάτου υπ’ αριθ. 2 περί της δράσεώς του, δημαρχοποιήσεως κλπ».

437
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ανακλήθηκε ποτέ ουσιαστικά (αντίθετα μάλιστα τον Ιανουάριο του 1944 επεκτάθηκε και σε
ηλικίες από 45 ως 65 ετών).757
Η κατοχικές αρχές προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τις αυξανόμενες διαδηλώσεις
με καρότο (αυξήσεις) αλλά κυρίως με μαστίγιο (αυστηρότερη νομοθεσία και δυναμικά
μέτρα αστυνομίας και δυνάμεων κατοχής που οδήγησαν στον θάνατο αρκετών
διαδηλωτών). Έτσι πάρθηκαν μέτρα κατά των απεργιών, όπως το Ν.Δ. 2195, «περί του
υποχρεωτικού της υπηρεσίας των Δημοσίων Υπαλλήλων κλπ»758 και ο Νόμος υπ. αριθ. 175,
«Περί επεκτάσεως των αφορωσών τους δημοσίους υπαλλήλους διατάξεων περί απεργίας
και εις τους υπαλλήλους των Τραπεζιτικών και Πιστωτικών Ιδρυμάτων και συμπληρώσεων
του υπ. αριθ. 62/1943 Νόμου».759 Ταυτόχρονα ο Λογοθετόπουλος έβγαζε ανακοινώσεις για
νέα «ευεργετήματα» προς τους δημοσίους υπαλλήλους, όπως επιπλέον επιδόματα, την
ίδια στιγμή που απειλούσε με οριστική απόλυση κάθε συμμετέχοντα στην απεργία.760 Τα
πρώτα αυστηρότερα μέτρα εναντίον των εργατικών διεκδικήσεων (και ειδικά των
απεργιών) είχαν ληφθεί το φθινόπωρο του 1941 για τους φοιτητές και την άνοιξη του 1942,
όταν απεργούσαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, προέβλεπαν δε μέχρι και την ποινή του θανάτου
για τους απεργούντες.761 Οι εργατικές κινητοποιήσεις, αν και δεν πετύχαιναν πάντοτε τον
σκοπό τους, είχαν ως έμμεση ή άμεση συνέπεια την ανάκαμψη των πραγματικών αμοιβών,

757
«Δεύτερον διάταγμα περί τροποποιήσεως του περί γενικής υποχρεωτικής εργασίας του ελληνικού
πληθυσμού διατάγματος της 19/1/1944», εφημερίδα Πρωία, 20/1/1944. Η αύξηση αυτή του ορίου
ηλικίας συνδέεται με την αυξανόμενη δυσκολία των Γερμανών να εξασφαλίσουν εργατικό δυναμικό,
ειδικά από τη στιγμή που η οργάνωση των συσσιτίων εκάνε δυνατή την επίβιωση και χωρίς την
καταφυγή στα τρόφιμα που εξασφάλιζε η εργασία για τους κατακτητές. Το 1944 ήταν ίσως το έτος
όπου η καταφυγή στην καταναγκαστική εργασία έγινε συχνότερη πανελλαδικά, χωρίς όμως και πάλι
να πλησιάζει τα επίπεδα της Κρήτης.
758
ΦΕΚ 50Α/9-3-1943.
759
ΦΕΚ 152Α/29-5-1943.
760
Βλ. «ανακοινώσεις του κ. Πρωθυπουργού, αι αυξήσεις των Δημοσίων Υπαλλήλων, συστάσεις
πειθαρχίας και τάξεως», εφημερίδα Παρατηρητής Χανίων, 26/2/1943.
761
Ν.Δ. 613, «Περί οριστικής αποβολής των απεργούντων φοιτητών και σπουδαστών και εκτοπίσεως
των πρωταιτίων», ΦΕΚ 369Α/30-10-1941 και Ν.Δ. 1240/1942, «Περί επιβολής της ποινής του
θανάτου εις απεργούντας δημοσίους λειτουργούς», ΦΕΚ 88Α/17-4-1942 (ορθή επανάληψη 89Α/17-
4-1942). Απεργίες καταγράφονταν από τον Ιούλιο του 1941 (υφαντουργοί), αλλά μέχρι τον Νοέμβριο
του 1941, και κυρίως μέχρι το 1942, αυτές ήταν σχετικά περιορισμένες. Βλ. τι γράφει σχετικά με τις
κατοχικές απεργίες ο Μιλλιέξ, Ροζέ: Ημερολόγιο και μαρτυρίες του πολέμου και της κατοχής,
Θεμέλιο, Αθήνα, 1982, σσ. 132-141.

438
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

που, όπως θα δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια, το 1943 πλησίασαν τα προπολεμικά


επίπεδα (τουλάχιστον για τους υπαλλήλους).
Οι αυξήσεις αυτές αύξησαν σημαντικά το κόστος των ελληνικών επιχειρήσεων
χωρίς όμως να οδηγήσουν σε κατευνασμό το εργατικό και αντιστασιακό κίνημα, αλλά ούτε
και να επιλύσουν το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Γερμανοί με την εξεύρεση εργατών,
ειδικά για αποστολή στη Γερμανία. Κάποια «ημίμετρα» που όπως είδαμε χαλάρωναν
κάπως την προστασία απέναντι στις απολύσεις δεν αποδείχτηκαν ικανοποιητικά, και έτσι
αποφασίστηκε η απελευθέρωση των απολύσεων, καθώς και η βραχυπρόθεσμη κατάσχεση
βιομηχανιών (για τις οποίες δεν θα ίσχυε η ελληνική νομοθεσία), προκειμένου να τις
καθαρίσουν από τους «ανατρεπτικούς» και μη συνεργάσιμους εργάτες.762
Η δυσκολία στην προσέλκυση εργαζομένων για τις εργασίες των δυνάμεων κατοχής
τις υποχρέωνε να χρησιμοποιήσουν εκτός από το μαστίγιο (τιμωρία ως σαμποτάζ της μη
προσέλευση στην εργασία κλπ) και το καρότο (υψηλές αμοιβές) ως μοναδικό δρόμο για την
επίλυση του προβλήματος. Όμως η έλλειψη εργατικών χεριών φαίνεται πως οδηγούσε και
σε ανταγωνισμό τις διάφορες αρχές και επιχειρήσεις, με διαφορετικούς «παίκτες» να
κυριαρχούν σε διάφορες περιόδους της κατοχής. Έτσι, στην αρχή της κατοχής, έχουμε το
παράδειγμα των παραπόνων της ΕΠΑΚ Ηρακλείου, από το οποίο προκύπτει πως τόσο οι
εργολάβοι που έκαναν γερμανικά έργα, όσο και οι ίδιοι οι Γερμανοί πλήρωναν καλύτερα
από το Ελληνικό δημόσιο, με αποτέλεσμα η ΕΠΑΚ να δυσκολεύεται να βρει εργάτες.763
Οι σχετικά καλές (σε σύγκριση με τις υπόλοιπες) πληρωμές πολλών Ελλήνων
εργολάβων φαίνεται να ήταν φαινόμενο που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της
κατοχής, τουλάχιστον στα χαρτιά και όταν δεν εκμεταλλεύονταν τα ουσιαστικά δωρεάν
εργατικά χέρια των επιταγμένων εργατών, αφού τα συμβόλαια που κλείνονταν με ποσοστά
επί των εξόδων είχαν ως αποτέλεσμα κάθε αύξηση στους εργάτες να οδηγεί και σε αύξηση
του κέρδους του εργολάβου.764 Αντίθετα, οι αμοιβές των εργαζόμενων στις αρχές κατοχής

762
Όσοι μάλιστα απολύονταν με το μέτρο αυτό δεν θα λάμβαναν κάποια αποζημίωση Χατζηιωσήφ:
«Όψεις της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια της κατοχής…», σσ. 143-146.
763
ΙΑΚ-ΑΓΚ: Φ. 2.Φάκελος Γερμανικών εγγράφων, 1941. Δεσμίς 1ε, Τοπική Επιτροπή Ελέγχου
Ηρακλείου προς Νομάρχη «Περί αναθεωρήσεως του τιμολογίου εργατοτεχνιτών» (αρ. πρωτ. 1772,
11/12/41). Κατά την Επιτροπή οι εργολάβοι πληρώνουν τους εργάτες τους μεγαλύτερα ημερομίσθια
αφού οι ίδιοι λαμβάνουν το 20% επ’ αυτών ως κέρδη (τα συμβόλαια κλείνονταν με κέρδος 20% –
αργότερα περισσότερο – επί των εξόδων).
764
Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις των πλέον αδίστακτων (στοιχεία για μερικές των οποίων
εμφανίζονται στις μεταπολεμικές δίκες), που δεν πλήρωναν τους μισθούς που δήλωναν ως έξοδα, ή
κατακρατούσαν και μέρος των τροφίμων ή των καυσίμων που τους έδιναν οι αρχές κατοχής, με

439
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δεν παρουσίασαν την ίδια πορεία. Αν και αρχικά φαίνεται να ήταν σχετικά ικανοποιητικές
(με μερική εξαίρεση την Κρήτη), σύντομα όμως ξεπεράστηκαν από την εκτόξευση του
πληθωρισμού, με αποτέλεσμα (όπως θα δούμε και στο δεύτερο μέρος) αρκετές γερμανικές
αρχές να παραπονιούνται πως ο ανταγωνισμός με τους Έλληνες ιδιώτες οδηγεί σε απώλεια
εργατών, ειδικά μάλιστα των πολύτιμων εξειδικευμένων τεχνιτών.
Για τους εξειδικευμένους η ζήτηση ήταν βεβαίως πάντα μεγαλύτερη και οι τιμές
βελτιώθηκαν σχετικά γρήγορα. Όπως μετέφερε στις συμμαχικές υπηρεσίες ένας
ηλεκτρολόγος μηχανικός, πολλοί από τους συναδέλφους του είχαν δεχθεί δελεαστικές
προσφορές και αρκετοί φέρονταν να έχουν πάει και στη Γερμανία. Στον ίδιο είχε γίνει
προσφορά για 50.000 δραχμές μισθό, τρόφιμα, αλλά και τη σπάνια πολυτέλεια ενός
αυτοκινήτου, προκειμένου να αναλάβει τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις στα αεροδρόμια της
Ελευσίνας και του Χασανίου (Ελληνικού).765
Εκτός των εξειδικευμένων τεχνιτών και επιστημόνων, αυξημένες αμοιβές άρχισαν
σύντομα να λαμβάνουν και όσοι εργάζονταν σε «ειδικές» επιχειρήσεις πολεμικού
χαρακτήρα, αμοιβές που αυξήθηκαν ακόμα παραπάνω όταν οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί
άρχισαν να διώχνουν τους πολύτιμους για τις δυνάμεις κατοχής εργαζόμενους των
ναυπηγείων, αεροδρόμιων και επιχειρήσεων του Πειραιά. Το 1944 για παράδειγμα, οι
εργάτες στο αεροδρόμιο του Χασανίου (Ελληνικού), που έβγαζαν προηγουμένως 3.000
δραχμές την ημέρα, είδαν την αμοιβή τους να εκτινάσσεται στις 12.000, όταν μετά από
επιδρομή της RAF στο αεροδρόμιο δεν εμφανίστηκαν οι 2.000 από τις 3.000 που
εργάζονταν εκεί.766

σκοπό να τα πουλήσουν στη μαύρη αγορά. Ωστόσο, η έλλειψη μαζικών καταγγελιών από εργάτες
φαίνεται να είναι ένδειξη πως οι πληρωμές, στο βαθμό που το επέτρεπε η νομοθεσία και οι ελεγκτές
του κράτους και των αρχών κατοχής, ήταν καλύτερες από εκείνες που πλήρωνε το ίδιο το κατοχικό
κράτος.
765
Ο μηχανικός δεν αναφέρει πότε ακριβώς δέχτηκε την προσφορά, οπότε είναι δύσκολο να γίνει
εκτίμηση της πραγματικής αξίας του μισθού που του προσφέρθηκε. Η γυναίκα του πάντως αναφέρει
πως την περίοδο που έφυγαν οι μεικτοί μισθοί των εργατών ήταν περίπου 15.000, η τιμή μιας οκάς
κρέατος έφτανε τις 4.000 και γάλατος τις 400 δραχμές. TNA, WO 208/3357, “Report no. 384”. Ο
μηχανικός και η γυναίκα του είχαν διαφύγει για την Ελλάδα στο τέλος της άνοιξης του 1942.
766
Μηνιαίοι μισθοί που αναφέρονται επίσης την περίοδο εκείνη είναι 250.000 για Συνταγματάρχη
(100.000 εν αποστρατεία), 50-80.000 για καπετάνιο καϊκιού, 26.000 και 30.000 αντίστοιχα για
συνταξιούχους γιατρούς και δικηγόρους. Οι διαφορές, ειδικά σε ό, τι αφορά τους συνταξιούχους
είναι σαφείς. TNA, WO 204/9172, “Report no. C. 200, 6 August 1943”, πληροφορίες Πέτρου
Πραστάκου (ταγματάρχη) και Γεώργιου Καβούρη (υπαξιωματικού ναυτικού).

440
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Το επόμενο έτος, οι δυσκολίες εξεύρεσης εργατών για εργασίες της Wehrmacht,


ειδικά σε ό, τι αφορά τα ναυπηγεία και τις κατασκευές (οχυρωματικά έργα, δρόμοι,
αεροδρόμια κλπ) είχαν οδηγήσει σε θεσμοθετημένη σημαντική αύξηση των αμοιβών, η
οποία στην περίπτωση των ναυπηγείων έφτανε στο 100% του απλού ημερομισθίου (για
8ωρο), ενώ σε εκείνη των κατασκευών στο 100% του αθροίσματος του ημερομισθίου και
του πρόσθετου βοηθήματος τροφίμων που λάμβαναν τότε οι εργαζόμενοι. Οι αυξημένες
αμοιβές που λάμβαναν την ίδια περίοδο οι εργαζόμενοι στις «βομβόπληκτες» περιοχές
(κυρίως δηλαδή στον Πειραιά, αλλά και στις περιοχές των ναυπηγείων Σαλαμίνας,
Σκαραμαγκά και Περάματος) ήταν μικρότερες αλλά αθροίζονταν με τις προηγούμενες. Το
τρίτο δεκαήμερο του Ιουλίου 1944 για παράδειγμα, η αξία των τροφίμων που δίνονταν ως
βοήθημα σε μισθωτούς που απασχολούνταν σε βαριές εργασίες είχε οριστεί σε 11.000.000
δραχμές, εκείνων που εργάζονταν σε μη βαριές εργασίες έφτανε στις 8.500.000, αλλά όταν
κάποιος από τη μία ή την άλλη κατηγορία εργαζόταν σε καθοριζόμενες ως βομβόπληκτες
περιοχές λάμβανε επιπλέον τρόφιμα 500.000 δραχμών.767 Στις αρχές Μαΐου 1944, ο απλός
ανύπανδρος εργαζόμενος αμειβόταν με 16.000 δραχμές την ώρα, ή 128.000 για το 8ωρο,
ενώ το επιπλέον βοήθημα ανερχόταν σε 60.000 δραχμές. Ο αντίστοιχος εργαζόμενος των
βομβόπληκτων περιοχών λάμβανε επιπλέον 90.000 δραχμές, ακόμα 128.000 για όσους
εργάζονταν στα ναυπηγεία και 188.000 για τους εργαζόμενους στα γερμανικά έργα (οι
τελευταίοι όμως δεν λάμβαναν το επιπλέον βοήθημα επικινδυνότητας των 90.000).
Συνολικά δηλαδή ο εργαζόμενος της Αθήνας λάμβανε καθημερινά 188.000 δραχμές,
εκείνος του Πειραιά 278.000, ο εργαζόμενος των ναυπηγείων 406.000 και τέλος εκείνος στις
κατασκευές (εκτός Πειραιά και ναυπηγείων) 376.000. Τα ποσά αυτά αυξάνονταν στην
ανώτερη κατηγορία (παντρεμένου αρχιτεχνίτη) και έφταναν αντίστοιχα τις 356.000 (Αθήνα),
446.000 (Πειραιά), 718.000 (ναυπηγεία) και 712.000 δραχμές (κατασκευές).768 Το χάσμα
ανάμεσα στις αμοιβές των διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων στην κατεχόμενη Ελλάδα
ήταν (ειδικά μετά το 1942) αρκετά αυξημένο σε σχέση με την προπολεμική περίοδο,

767
ΦΕΚ, 99Β/21-7-1944, Υπουργική απόφαση αρ. 16100, «Περί καθορισμού της αξίας των τροφίμων
εις μισθωτούς». Ο ορισμός των περιοχών των περιοχών αυτών (που ανήκαν στην περιφέρεια
Πειραιά) ως βομβόπληκτων είχε γίνει με τα ΦΕΚ 52Β/2-4-1944, υπουργική απόφαση αρ.
102266/168, «Περί καθορισμού βομβοπλήκτων περιφερειών Πειραιώς» και 55Β/11-4-1944, αρ.
7664/812, «Περί καθορισμού της βομβοπλήκτου περιοχής Πειραιώς». Στους εργαζόμενους των
περιοχών αυτών καταβαλλόταν επίδομα κινδύνου.
768
Βλ. τον σχετικό πίνακα με τις αμοιβές (“Löhne der Wehrmachtsarbeiter nach den Lohnsätzen am
1. Mai 1944“) στο BArch, R127/11.

441
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ένδειξη των προβλημάτων που οι Γερμανοί αντιμετώπιζαν στην εύρεση αρκετών και ικανών
εργατών στη χώρα.769
Όμως οι περισσότεροι εργαζόμενοι δεν απολάμβαναν τα παραπάνω ευεργετήματα,
αλλά ακόμα και αυτοί που κατάφεραν να τα αποκτήσουν έπρεπε πρώτα να έχουν επιβιώσει
κατά τη δύσκολη πρώτη περίοδο της κατοχής. Η άνοδος του κόστους ζωής το 1941-42 ήταν
σημαντικά ταχύτερη από ό, τι εκείνη των μισθών. Τους πρώτους ειδικά μήνες του 1941 οι
αμοιβές σημείωσαν ελάχιστη μεταβολή.
Όπως βλέπουμε στο γράφημα 5.1, το κόστος ζωής φαίνεται αρχικά να μειώνεται
σημαντικά φτάνοντας το χαμηλότερο σημείο του τον Μάιο του 1941, για να αρχίσει έκτοτε
την άνοδό του, ειδικά την περίοδο του χειμώνα της πείνας και μέχρι η σταδιακή βελτίωση
της κατάστασης το καλοκαίρι του 1942 οδηγήσουν εκ νέου σε αξιόλογη μείωσή του. Έκτοτε
θα σημειώσει αρκετές διακυμάνσεις, για να εκτοξευτεί και πάλι στα τέλη της κατοχής. Όμως
οι μισθοί δεν καταφέρνουν να παρακολουθήσουν την άνοδο του κόστους ζωής, ειδικά
μάλιστα κατά την πρώτη περίοδο της κατοχής. Βλέπουμε λοιπόν πως ακριβώς κατά την

769
Αυξημένες διαφορές υπήρχαν και σε άλλες κατεχόμενες χώρες, αλλά αυτές δεν έφταναν πάντα
στα επίπεδα της Ελλάδας. Στην κατεχόμενη Γαλλία οι επίσημες διαφορές ανάμεσα στους
ανειδίκευτους και τους εξειδικευμένους εργάτες του τομέα να κατασκευών έφταναν συνήθως στο
15-25%, αλλά στην πράξη οι μισθοί συχνά άλλαζαν. Οι αμοιβές των εργαζομένων στην O.T. ήταν
μέχρι και το 1941 υψηλότερες εκείνων που εργάζονταν σε γαλλικές επιχειρήσεις, αν και αργότερα
μειώθηκαν. Προς το τέλος του πολέμου γινόταν μεγαλύτερη χρήση του «μαστιγίου», αν και υπήρχαν
και αρκετές επιπλέον προσαυξήσεις των αμοιβών που περιόριζαν τις μειώσεις (ή κάποιες φορές
οδηγούσαν και σε πραγματικές αυξήσεις). Βλ. Lemmes, Fabian: “ Les conditions de travail dans les
entreprises françaises du bâtiment et des travaux publiques enrôlées dans l’Organisation Todt ”, στο:
Chevandier, Christian & Daumas, Jean-Claude (textes réunis par): Travailler dans les Entreprises sous
l’Occupation, Presses Universitaires de Franche-Comté, Besançon, 2007, σσ. 217-233. Στην Ελλάδα η
γενική εφαρμογή της καταναγκαστικής εργασίας καθυστέρησε, ενώ ιδιαίτερα μεγάλο ρόλο στην
πορεία των πραγματικών αμοιβών έπαιξε και ο πληθωρισμός. Από τα τέλη του 1942 μέχρι και το
τέλος της κατοχής οι κάπως αυξημένες αμοιβές στους χρησιμότερους για τους Γερμανούς τομείς
αποτελούσαν βασική μέθοδο εξασφάλισης εργατικών χεριών – ειδικά μάλιστα των εξειδικευμένων.
Τον Μάιο του 1944, για παράδειγμα, ο εξειδικευμένος εργάτης των κατασκευών ή των ναυπηγείων
μπορεί να λάμβανε (σύμφωνα με τα παραπάνω γερμανικά στοιχεία) μέχρι και σχεδόν το τριπλάσιο
του ανειδίκευτου κοντινών «ασφαλών» περιοχών όπως η Αθήνα. Η διαφορά ήταν μάλιστα ακόμα
μεγαλύτερη αν ο εξειδικευμένος ήταν παντρεμένος, ή αν ο ανειδίκευτος ήταν ανήλικος, αλλά
περιοριζόταν γύρω στο 75% αν συγκρίνουμε μόνο τους εργάτες του κατασκευαστικού τομέα (μόνο
όμως στις κοντινές περιοχές της πρωτεύουσας, σε όλη την Ελλάδα το εύρος των αμοιβών ήταν
μεγαλύτερο).

442
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δυσκολότερη περίοδο της κατοχής (τον χειμώνα της πείνας και την άνοιξη που ακολουθεί) η
αγοραστική αξία των αμοιβών είχε κατακρημνιστεί και το χάσμα μεταξύ αμοιβών και
κόστους ζωής ήταν το μεγαλύτερο, γεγονός που εξηγεί ως ένα βαθμό και τους θανάτους της
πείνας, τις πωλήσεις ακινήτων, και τις περιπτώσεις εγκατάλειψης των νόμιμων αλλά
κακοπληρωμένων εργασιών για την ενασχόληση με τη μαύρη αγορά ή με την γεωργία και
την κτηνοτροφία. Ταυτόχρονα, το χάσμα αυτό δείχνει και την τεράστια μείωση του
μισθολογικού κόστους των ελληνικών επιχειρήσεων στο τέλος του 1941 και για το
μεγαλύτερο μέρος του 1942, γεγονός που οδηγούσε σε μεγαλύτερα περιθώρια
πραγματικού καθαρού κέρδους.
Η κατάσταση φαίνεται να αλλάζει το 1943, όταν όπως είδαμε και από άλλες
ενδείξεις, το γενικότερο οικονομικό κλίμα είχε βελτιωθεί. Ειδικά στην περίπτωση των
ιδιωτικών υπαλλήλων βλέπουμε πως η περίοδος Μαρτίου – Νοεμβρίου 1943 ήταν η
καλύτερη της περιόδου 1941-1944, αφού οι πραγματικές αμοιβές τους κατάφεραν να
ξεπεράσουν και το κόστος ζωής. Αύξηση παρουσίασαν την περίοδο εκείνη και οι αμοιβές
των δημοσίων υπαλλήλων, αν και πολύ μικρότερη. Οι αυξήσεις αυτές σήμαιναν και
αντίστοιχη αύξηση του μισθολογικού κόστους, ειδικά σε εμπορικές επιχειρήσεις, και γενικά
στον τριτογενή τομέα. Μικρότερες όλων ήταν οι αυξήσεις των εργατικών αμοιβών. Ωστόσο
και εκεί οι – έστω και σχετικά περιορισμένες – αυξήσεις, σήμαιναν πως το κόστος για τις
βιομηχανίες είχε αυξηθεί σε σχέση με το προηγούμενο έτος, γεγονός που εν μέρει εξηγεί
και την αμφιταλάντευση πολλών βιομηχάνων σχετικά με την απελευθέρωση των
απολύσεων: από τη μια υπήρχε ο φόβος της οριστικής απώλειας του φθηνού εργατικού
δυναμικού αν οι εργάτες έφευγαν στη Γερμανία, αλλά από την άλλη η αύξηση των
δαπανών για μισθούς και ημερομίσθια γινόταν δυσβάστακτη.
Το 1944 έχουμε μια νέα εξέλιξη, αφού η πτώση των πραγματικών αμοιβών είναι
μεγαλύτερη στον ιδιωτικό τομέα, ενώ οι δυναμικές απεργιακές διεκδικήσεις, σε συνδυασμό
με την «παλαιοκομματική» εύνοια της κυβέρνησης Ράλλη προς τους «πελάτες» της στο
δημόσιο είχαν ως αποτέλεσμα τις συνεχείς αυξήσεις των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων
που κρατούσαν τις πραγματικές τους αμοιβές σε σχετικά σταθερά επίπεδα. Η αναταραχή
σε πολιτικό και νομισματικό τομέα σημαίνει πως μετά τον Αύγουστο τα στοιχεία είναι ίσως
λιγότερο αξιόπιστα, αλλά φαίνεται πως η κατάσταση βελτιώνεται και πάλι, τουλάχιστον
μέχρι και τη νέα κρίση που θα δημιουργήσει η εκτόξευση του κόστους ζωής κατά τα
Δεκεμβριανά.

443
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πραγματικοί μισθοί και Κόστος Ζωής στην Αθήνα (1940=100)


140

120

100

80

60

40

20

0
Νοε-41

Νοε-42

Νοε-43
Σεπ-41

Σεπ-42

Ιουλ-43
Σεπ-43

Σεπ-44
Ιουλ-41

Ιουλ-42

Ιουλ-44
Μαρ-41

Μαρ-42

Μαρ-43

Μαρ-44
Μαϊ-41

Μαϊ-42

Μαϊ-43

Μαϊ-44
Ιαν-41

Ιαν-42

Ιαν-43

Ιαν-44
Δημόσιοι Υπάλληλοι Ιδιωτικοί Υπάλληλοι
Εργάτες Κόστος ζωής σε λίρες

Γράφημα 5.1: Επεξεργασία στοιχείων από Αγαπητίδης Σ.-Πιζάνιας Ν.: «Διαιτητική – Το κόστος
στοιχειώδους συντηρήσεως κατά την περίοδον της κατοχής (1940-1941)»[sic], Πρακτικά
Ακαδημίας Αθηνών, Συνεδρία 31 Μαΐου 1945 (σελ. 280-290) και Palerait, Michael: The Four Ends of
the Greek Hyperinflation of 1941-1946, Museum Tusculanum Press, University of Copenhagen,
2000, σελ. 125-126, 148-151. Στους πραγματικούς μισθούς συμπεριλαμβάνονται και τα επιδόματα
τροφίμων του 1944. Το κόστος ζωής αφορά την περιοχή της πρωτεύουσας. Οι διακυμάνσεις ήταν
μεγάλες σε όλη τη χώρα (συνήθως στην επαρχία το κόστος ήταν μικρότερο), ενώ η μεγάλη
αστάθεια του δεύτερου μισού του 1944 κάνει τη εξαγωγή συμπερασμάτων για την περίοδο εκείνη
ιδιαίτερα δύσκολη.

Σύμφωνα με τους πίνακες των αμοιβών που δημοσίευαν οι γερμανικές αρχές στην
Κρήτη (βλ. γράφημα 5.2), την περίοδο της άνοιξης – φθινοπώρου του 1942, στην πρώτη
δηλαδή μεγάλη έκρηξη του υπερπληθωρισμού, οι πραγματικές αμοιβές ακόμα και εκείνων
που πληρώνονταν, έχαναν την αξία τους με τέτοιο ρυθμό που γίνονταν ουσιαστικά
ανύπαρκτες: τον Αύγουστο του 1942 για παράδειγμα, ένας μαθητευόμενος ή κάτω των 16
ετών εργάτης έπρεπε να δουλέψει περίπου 8.500 ώρες (ή περίπου 1.067 8ωρα!) για να
λάβει το αντίστοιχο 1 χρυσής λίρας (με την μέση ισοτιμία της Αθήνας), ένας «χειρωνάκτης»
(ανειδίκευτος εργάτης) σχεδόν 4.000 ώρες, επιστάτης σχεδόν 2.500 ώρες και αρχηγός
συνεργείου κάτι λιγότερο από 2.000 ώρες.770

770
Η διαφορές στο κόστος ζωής και στην τιμή της χρυσής λίρας σήμαιναν πως στην πραγματικότητα
οι αναλογίες αυτές μάλλον ήταν λίγο καλύτερες (η αμοιβή άξιζε λίγο περισσότερο), αλλά παρέμενε –
τουλάχιστον το 1942 – εντελώς ανεπαρκής για την κάλυψη έστω και των στοιχειωδέστερων
αναγκών. Δυστυχώς η έλλειψη πλήρους σειράς των ισοτιμιών της χρυσής λίρας στην Κρήτη δεν μας

444
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ώρες εργασίας για μία χρυσή λίρα (Κρήτη, ανώτερες αμοιβές


σύμφωνα με τα μισθολόγια που ενέκριναν οι αρχές κατοχής)
9000
8000
7000
6000
5000
4000
3000
2000
1000
0

Οκτ-43
Μαϊ-42

Φεβ-43

Ιουν-43
Ιαν-42

Νοε-43

Ιαν-44
Σεπ-42

Σεπ-42

Σεπ-43
Αυγ-41

Αυγ-42

Απρ-43
Ημερομηνίες

Αρχηγοί Συνεργείου Επιστάτες


Χειρωνάκτες Μαθητευόμενοι & ως 16 ετών

Γράφημα 5.2: Ο υπολογισμός έγινε με βάση τις μηνιαίες τιμές χρυσής λίρας στην Αθήνα (κατά το
μήνα ανακοίνωσης των ωρομισθίων/ημερομισθίων) και τις αμοιβές όπως αυτές ανακοινώνονταν
επισήμως (πηγές: εφημερίδα Παρατηρητής Χανίων, 1941-44 και, για τον Αύγουστο του 1941: ΙΑΚ-
ΑΓΚ, 1.Φάκελος Γερμανικών εγγράφων 1941. Αριθ. πρωτ. 1-400. (Δεσμ. 1-2δ). Δεσμίς 1, επιστολή
“Militär Straßenbau Direktion Kreta, Außenstelle Iraklion” προς νομάρχη, 2/8/1941). Οι τιμές της
λίρας στην Κρήτη ίσως ήταν λίγο χαμηλότερες κατά περιόδους.

επιτρέπει κάποιον υπολογισμό που θα βρίσκεται πλησιέστερα στην πραγματική αξία των αμοιβών
για το διάστημα της κατοχής. Ένα ενδιαφέρον ωστόσο στοιχείο για τις διαφορές στην ακρίβεια των
τοπικών αγορών μας δίνουν οι αναπροσαρμογές μισθών των υπαλλήλων των αποστολών του
γερμανικού υπουργείου εξωτερικών σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Όπως προκύπτει λοιπόν
από τα ποσοστά των αναπροσαρμογών, τα Χανιά ήταν το 1942 φθηνότερα από τη Θεσσαλονίκη ή
την Αθήνα και την Καλαμάτα (που ήταν στην ίδια κατηγορία), αφού τον Απρίλιο/Μάιο για
παράδειγμα οι σχετικές αμοιβές είχαν αυξηθεί κατά 75%, 100% και 150% αντίστοιχα. Βλ. AA-PA, R
27321, “Pers. 125-24 (Teuerung Griechanland) 27/3/ Ang. II”, 22/5/1942. Η διαφορά όμως μειώθηκε
στη συνέχεια, με αποτέλεσμα το Φθινόπωρο του 1943 οι δείκτες Χανίων και Αθηνών να εξισωθούν
(συνολική αύξηση 15.000%, η Θεσσαλονίκη παρέμενε κάπως φθηνότερη, με 12.000%). Βλ. AA-PA, R
27321, Pers. B 14068/43, 22/11/1943. Στο τέλος της κατοχής οι διαφορές δεν αποτυπώνονταν πια
στις σχετικές αμοιβές: τον Ιούνιο αναφέρεται κοινός δείκτης 2.500.000% (AA-PA, R 27321, Pers B
14539/44 Angabe 2, 15/7/1944. Άρθρο τοπικής εφημερίδας των Χανιών έκανε πάντως ήδη από τις
αρχές του 1943 λόγο για ακρίβεια τιμών αρκετών τροφίμων σε σχέση με την Αθήνα («Μία σύγκρισης
επί των τιμών Αθηνών και Χανίων», εφημερίδα Παρατηρητής Χανίων, 29/1/1943). Τα είδη που
παράγονταν τοπικά σε αξιόλογες ποσότητες ήταν βεβαίως φθηνότερα.

445
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ακόμα και με την προσθήκη της αξίας των διανεμόμενων τροφίμων, ή αν


συνυπολογίσουμε πως το κόστος ζωής στην Κρήτη ήταν κάπως φθηνότερο (τουλάχιστον σε
σχέση με την Αθήνα κατά τον χειμώνα της πείνας), οι αμοιβές (όταν δίδονταν) παρέμεναν
γελοίες. Όταν όμως βελτιώθηκαν και στην υπόλοιπη Ελλάδα, αντίστοιχη βελτίωση
εμφανίζεται και στα μισθολόγια των εργαζομένων για τις αρχές κατοχής που
δημοσιεύονταν σε κρητικές εφημερίδες, με τις απαιτούμενες ώρες να πέφτουν στις μερικές
εκατοντάδες (π.χ. στην περίπτωση χειρωνακτών τον Σεπτέμβριο του 1943 σε 844 ώρες ή
106 8ωρα για μία λίρα). Ακόμα και αυτές οι αμοιβές βέβαια παρέμεναν ιδιαίτερα
χαμηλές.771 Επιπλέον, οι Γερμανοί και το κατοχικό κράτος απαγόρευαν τις αυξήσεις πάνω
από τα όρια που προέβλεπαν τα επίσημα μισθολόγια, περιορισμός που πιθανότατα
συνδεόταν και με τον περιορισμό του κόστους των διαφόρων έργων, αφού οι αμοιβές των
εργολάβων υπολογίζονταν με βάση ποσοστά επί του κόστους του έργου που είχαν
αναλάβει. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που τα εργατικά στρώματα επλήγησαν ιδιαίτερα από την
πείνα.772

771
Από την σύγκριση των μισθών και ημερομισθίων προκύπτει ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο: οι
μεγαλύτερες ανάγκες των Γερμανών για εργαζόμενους με εξειδικευμένες γνώσεις, και κυρίως για
γνώστες γερμανικών, σε συνδυασμό με την σχετικά περιορισμένη προσέλευση τέτοιων προσώπων,
είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτερη αύξηση των αμοιβών τους κατά τη διάρκεια της κατοχής, σε σχέση
με εκείνων των υπολοίπων. Με βάση (100) τους μισθούς Αυγούστου του 1942, οι αμοιβές των
«απλών τεχνικών υπαλλήλων γραφείου» σε δραχμές είχαν φτάσει στο 4.000 (αύξηση 40 φορές)
μέχρι τον Ιανουάριο του 1944, αυτές των αρχιμαγείρων το 4.308, αλλά εκείνες των διπλωματούχων
ανώτατων σχολών βρίσκονταν στο 5.846, των ανώτατων τεχνικών υπαλλήλων ή υπαλλήλων
γραφείου στο 7.000 και των διερμηνέων με απλές γνώσεις στο 10.222.
772
Στους 7 μήνες για παράδειγμα που ακολούθησαν τον Νοέμβριο του 1941 πέθαναν 566 άτομα
στον Βύρωνα και 327 στην Καισαριανή από την πείνα και ακόμα 448 και 380 αντίστοιχα από
αρρώστιες που ίσως συνδέονταν με αδυνατισμένους από την πείνα οργανισμούς. Χαραλαμπίδης,
Μενέλαος: Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα,
2012, σελ. 80. Παρόμοια είναι τα πορίσματα και από άλλες φτωχές γειτονιές, αλλά και από την
επαγγελματική απασχόληση των θυμάτων. Για το μεγάλο ποσοστό εργατών στα θύματα του Πειραιά
βλ. π.χ. Λούκος, Χρήστος: «Η πείνα στην Κατοχή: Δημογραφικές και κοινωνικές διαστάσεις», στο:
ου
Χατζηιωσήφ, Χρήστος, Παπαστράτης, Προκόπης (επιμ.): Ιστορία της Ελλάδας του 20 αιώνα, τόμος
Γ2, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατοχή – Αντίσταση, 1940-1945, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2007, σσ.
219-261. Βεβαίως δεν ήταν μόνο οι πρόσφυγες και οι φτωχοί εργάτες που επλήγησαν, ούτε τα
θύματα ήταν εντοπισμένα μόνο στις εργατικές και προσφυγικές γειτονιές. Σύμφωνα με τα στοιχεία
της μελέτης της Μπουρνόβα («Θάνατοι από πείνα: η Αθήνα το χειμώνα του 1941-42», Αρχειοτάξιο,
τεύχος 7, Μάιος 2005, σσ. 52-73) περίπου το 26,5% των θανάτων από την πείνα στην Αθήνα του

446
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εκτός των χρηματικών αμοιβών, όσο προχωρούσε η κατοχή αυξάνονταν και οι


προσφορές σε είδος (στη συντριπτική πλειονότητά τους τρόφιμα). Οι κατακτητές
μετέφεραν κάποιες ποσότητες τροφίμων για τον σκοπό αυτόν, ειδικά από τον χειμώνα του
1941-42 και μετά. Σταδιακά οι εργάτες των επιχειρήσεων που εργάζονταν για τις αρχές
κατοχής άρχισαν να λαμβάνουν διπλή βοήθεια (την κοινή με τους υπόλοιπους βοήθεια και
εκείνη των δυνάμεων κατοχής). Από το 1942 οι γερμανικές αρχές άρχισαν να υπολογίζουν
τακτικά τις ανάγκες σε τρόφιμα των εργαζομένων που απασχολούσαν, αφού χωρίς τις
παροχές αυτές δεν ήταν πια δυνατόν να προσελκύσουν τους απαιτούμενους εργαζόμενους.
Όπως βλέπουμε στον πίνακα που ακολουθεί, τον Οκτώβριο του 1942 ο υπεύθυνος
Γερμανός αξιωματικός της πολεμικής οικονομίας για τη Θεσσαλονίκη υπολόγιζε (βλ.
πίνακα) πως θα έπρεπε να λάβει για τους εργαζόμενούς του 33 με 39 τόνους μέλι, 21 με 24
τόνους όσπρια, 3,8 με 4,4 τόνους λάδι και 26 με 29 τόνους ελιές ή αντί γι’ αυτές 25 με 29
τόνους σταφίδες ή 12,5 με 14,5 τόνους ρύζι. Οι σκληρότερα εργαζόμενοι της οργάνωσης
Todt ή (κυρίως) των ορυχείων θα λάμβαναν μάλιστα μεγαλύτερη αναλογία δυναμωτικού
μελιού.

Τρόφιμα για όσους εργάζονταν για τους Γερμανούς (Οκτώβριος 1942)


Εργάτες Συνολικά ο W.O.
Είδος Org. Todt Εργάτες εταιρειών Εργάτες ορυχείων Saloniki χρειάζεται
Μέλι 13-19t 10t 10t 33-39t
Όσπρια 6-9t 10t 5t 21-24t
ή Ελιές 7-11t 12t 6t 26-29t
ή Σταφίδες 7-11t 12t 6t 25-29t
ή ρύζι 3,5-5,5t 12,5-14,5t 3t 12,5-14,5t
λάδι 1-1,6t 1,8t 1t 3,8-4,4t
Πίνακας 5.2: BA-MA, RW29/109, Der Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier [W.O.] Saloniki,
„Lebensmittelversorgung durch den Griechischen Wirtschaftskommissar“, 27.10.42

Οι ποσότητες αυτές κυμαίνονταν ανάλογα με τα αποθέματα τροφίμων που


έφταναν στη χώρα, αλλά σε γενικές γραμμές παρουσίαζαν αυξητική πορεία. Ενδεικτικά, τον
Δεκέμβρη του 1941 οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις που δούλευαν για τη Wehrmacht
λάμβαναν 125 γραμμάρια ψωμί και 50 γραμμάρια όσπρια καθημερινά, στις αρχές του

κρίσιμου πρώτου κατοχικού χειμώνα ήταν τεχνίτες και ακόμα 30,8% εργάτες, ενώ ακόμα 12,5%
εργάζονταν σε οικοδομές, μεταφορές και καθαριότητα. Ενδιαφέρον προξενεί η σχετικά μικρή
θνησιμότητα στο Πέραμα (1,7 φορές αυξημένη σε σχέση με το 1940 κατά το 1941 και περίπου ίση το
1942 σύμφωνα με τα στοιχεία της Μπουρνόβα), γεγονός που μάλλον εξηγείται και από την έντονη
δραστηριότητα του γερμανικού ναυπηγοεπισκευαστικού προγράμματος στην περιοχή (βλ. σχετικά
το δεύτερο μέρος).

447
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

1942, οι εργάτες των ορυχείων λάμβαναν καθημερινά 340 γραμμάρια ψωμί, 75 γραμμάρια
όσπρια, 50 γραμμάρια λάδι και 70 γραμμάρια ελιές. Περίπου ένα χρόνο αργότερα οι
ποσότητες αυτές είχαν μεταβληθεί, σε 600 γραμμάρια ψωμί, 30 μέλι, 125 όσπρια, ζεστό
φαΐ κλπ.773 Τον Μάιο του 1944, ένας εργαζόμενος σε βαριές εργασίες λάμβανε το μήνα 5,5
οκάδες (7,05 κιλά) μέλι, 200 δράμια (641 γραμμάρια) λάδι, 2,25 οκάδες (1,23 κιλά) όσπρια,
0,5 οκάδες (641 γραμμάρια) ξηρά φρούτα, 200 δράμια ελιές αλλά και 200 δράμια σαπούνι,
ποσότητες που οι γερμανικές αρχές εκτιμούσαν ότι αντιστοιχούσαν με τις παρεχόμενες σε
3,5 άτομα στη Γερμανία.774
Οι δυσκολίες προσέλκυσης εργατών, η εκτεταμένη ξένη βοήθεια και ο φόβος της
αντίστασης οδηγούσε στο τέλος της κατοχής σε σημαντικές παροχές σε όσους δέχονταν να
δουλέψουν για τις αρχές κατοχής. Και αυτοί δεν ήταν λίγοι, αφού στις αρχές του 1943 οι
άμεσα εργαζόμενοι για τους Γερμανούς υπολογίζονταν συνολικά σε περίπου 150.000
άτομα, ενώ δεν πρέπει να απείχε πολύ και ο αριθμός όσων εργάζονταν για τους Ιταλούς.
Ακόμα και μέχρι την τελευταία περίοδο της κατοχής οι εργαζόμενοι σε βιομηχανίες που
σχετίζονταν με την πολεμική παραγωγή ήταν ιδιαίτερα πολυάριθμοι και ίσως, ξεπερνούσαν
τους 200.000. Φαίνεται πως οι αρχές κατοχής είχαν γίνει (άμεσα ή έμμεσα) ο μεγαλύτερος
εργοδότης της χώρας, απασχολώντας άμεσα ένα ποσοστό που για το μεγαλύτερο διάστημα
της κατοχής ίσως ξεπερνούσε το 10% του ελληνικού εργατικού δυναμικού.775 Η εκτίμηση

773
BAMA, RW 19/5525, Oberkommando der Wehrmacht Wi Rü Amt/Wi IIId, προς OKW
Verwaltungsamt, “Sicherung der Lebensmittelversorgung für die griechischen Chromgruben“,
12/12/1941, IWM, FD 5158/45, Reichsstelle für Eisen und Stahl, „Niederschrift über die Besprechung
betr. Chromerz-Förderung und –Einfuhr 1942 aus dem Südostraum am 21. Januar 1942 in der
Reichsstelle für Eisen und Stahl, Berlin“, Berlin, 22/1/1942 και „Aktenvermerk betreffend die
Besprechung über die Metallerzbergbauverhältnisse in dem vom Generalbevollmächtigten für den
Metallerzbergbau Südost betrauten Raum, insbesondere in Griechenland, am 22.1.1943 in Belgrad“,
2/2/1943.
774
BArch, R 2/311, Der Sonderbevollmächtigte des Auswärtigen Amts für den Südosten, Dienststelle
Athen, „Lohn- und Preisbewegung in Griechenland – Berichts-Zeitraum vom 21.12.43 – 10.5.1944,
11/5/1944. Οι ποσότητες για τους εργαζόμενων σε βαρείες εργασίες ήταν μικρότερες το
προηγούμενο διάστημα. Δεν είναι ωστόσο βέβαιο ότι όλες κατέληγαν πάντα στους εργαζόμενους και
τις οικογένειές τους, αφού φαίνεται ότι ήταν αρκετά εκτεταμένο το φαινόμενο της πώλησης μέρους
τους στη μαύρη αγορά, από Γερμανούς, Έλληνες ενδιάμεσους και εργοδότες, ή, κάποιες φορές,
ακόμα και από τους ίδιους τους δικαιούχους.
775
Σύμφωνα με την απογραφή του 1928 οι 2.069.212 από τους 4.814.720 Έλληνες άνω των 10 ετών
δήλωναν «άνευ επαγγέλματος» και ακόμα 330.430 δεν δήλωνε επάγγελμα, ενώ 1.293.398 δήλωναν

448
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

του Χ. Χατζηιωσήφ, ότι την περίοδο αυτή ενδεχομένως περισσότεροι από 1 στους 4
εργαζόμενους εργάζονταν για την πολεμική προσπάθεια του Άξονα ίσως είναι λίγο
υπερβολική, αλλά αν μιλάμε μόνο για τους επίσημα εργαζόμενους – όχι δηλαδή
μαυραγορίτες κλπ – συνυπολογίζοντας εργαζόμενους στη Γερμανία, άμεσα και έμμεσα
εργαζόμενους για τους κατακτητές στην Ελλάδα, και τους επιταγμένους των
καταναγκαστικών έργων, το ποσοστό ήταν αδιαμφισβήτητα μεγάλο και σχεδόν σίγουρα
διψήφιο.776

αγρότες, 167.302 κτηνοτρόφοι και 14.941 αλιείς και 6.340 στα ορυχεία. Συνολικά δηλαδή σχεδόν το
61% από τους σχεδόν 2.390.000 που δήλωναν επάγγελμα εργάζονταν στον πρωτογενή τομέα. Η
αύξηση του συνολικού πληθυσμού κατά περίπου 1.140.000 (σχεδόν 18%) μέχρι το 1940 πρέπει να
είχε μεταβάλει αρκετά τους αριθμούς αυτούς, δυστυχώς όμως δεν διαθέτουμε ακριβή στοιχεία για
το 1940 και την κατοχή.
776
IWM, Speer Collection, FD 5158/45, „Aktenvermerk betreffend die Besprechung über die
Metallerzbergbauverhältnisse in dem vom Generalbevollmächtigten für den Metallerzbergbau Südost
betrauten Raum, insbesondere in Griechenland, am 22.1.1943 in Belgrad“, 2/2/1943, BArch, R 2/311,
Der Chef der Sicherheitspolizei und der SD, IIID, “Leistungsbilanz der griechischen Wirtschaft“,
12/8/1944 και Χατζηιωσήφ, Χρήστος: «Η ελληνική οικονομία, πεδίο μάχης και αντίστασης», στο:
ου
Χατζηιωσήφ, Χρήστος, Παπαστράτης, Προκόπης (επιμ.): Ιστορία της Ελλάδας του 20 αιώνα, τόμος
Γ2, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατοχή – Αντίσταση, 1940-1945, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2007, σσ.
181-217 (κυρίως σσ. 199 και 208). Ο Χατζηιωσήφ ίσως να υπερεκτιμά κάπως την επίπτωση που η
μείωση της παραγωγικής δραστηριότητας είχε στην Ελλάδα. Σε μια χώρα σε μεγάλο βαθμό αγροτική
(έστω και αν δεν εμφανίζονταν όλα τα εργατικά χέρια του τομέα στο επίσημο εργατικό δυναμικό), με
όχι πολύ μεγάλο βιομηχανικό τομέα και χωρίς – κατά τα φαινόμενα – κάποιο τεράστιο κύμα
απολύσεων, το ποσοστό του απασχολούμενου εργατικού δυναμικού, ακόμα και αν αφαιρέσει κανείς
τις βουλγαροκρατούμενες περιοχές, τους νεκρούς, όσους διέφυγαν στη Μέση Ανατολή και τους
μόνιμους (όχι εφέδρους) αντάρτες, δεν πρέπει να είχε πέσει κάτω 50%. Ωστόσο η μείωση ήταν
πράγματι αξιόλογη αφού μόνο οι νεκροί και όσοι έμειναν στη βουλγαροκρατούμενη ζώνη ίσως
ξεπερνούσαν το 10% του πληθυσμού της χώρας. Αν σε αυτούς προσθέσουμε τους διαφυγόντες,
μόνιμους αντάρτες (ειδικά από τα μέσα του 1943) κλπ το ποσοστό αυξάνεται ακόμα περισσότερο.
Από την άλλη όμως οι περισσότεροι από τις πολλές χιλιάδες νέων που αποστρατεύτηκαν θα πρέπει
να αναπλήρωσαν ένα όχι και τόσο μικρό μέρος του απολεσθέντος εργατικού δυναμικού. Δύσκολα
μοιάζει όμως θα φτάσουμε το περίπου 25%, εκτός αν δεν υπολογίσουμε καθόλου τους
εργαζόμενους του πρωτογενούς τομέα στο εργατικό δυναμικό. Το ποσοστό πάντως των
βιομηχανικών εργατών που εργάζονταν έμμεσα ή άμεσα για αρχές κατοχής πιθανώς ξεπερνούσε το
50%. Για σύγκριση αξίζει να αναφερθεί πως η εκτίμηση των γερμανικών αρχών την άνοιξη του 1944
πως το 24% των Γάλλων εργατών 18 ως 50 χρονών (ανδρών) εργάζονταν άμεσα και περίπου άλλοι
τόσοι έμμεσα για τη Γερμανία (συνολικά 48%), ποσοστό που μαζί με τον μεγάλο αριθμό των εργατών

449
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

5.4 Εργασία στο εξωτερικό

Οι αυξημένες ανάγκες της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας, είχαν ως λογικό αποτέλεσμα


την αύξηση της πίεσης από πλευράς των αρχών κατοχής για αποστολή και Ελλήνων
εργατών στη Γερμανία. Το – κατά τις ενδείξεις – σχετικά περιορισμένο πρόβλημα ανεργίας
και η όποια απροθυμία από πλευράς εργατικών οργανώσεων, ΣΕΒΒ και μερικών μελών του
κατοχικού κρατικού μηχανισμού καθυστέρησαν την αποστολή Ελλήνων στη Γερμανία για
λίγους μόνο μήνες σε σχέση με τις πρώτες κρούσεις που συναντήσαμε το 1941.
Η πρώτη επίσημη ανακοίνωση για μεταφορά εθελοντών εργατών στη Γερμανία
(με τα έξοδα πληρωμένα) δημοσιεύτηκε τελικά στις αρχές Φεβρουαρίου 1942, την περίοδο
που είχε ξεκινήσει η εντατικότερη προσπάθεια εκμετάλλευσης του συνόλου των
παραγωγικών πόρων της κατακτημένης Ευρώπης και λίγες μόνο μέρες πριν τον διορισμό
του Sauckel ως γενικού πληρεξούσιου για τον εφοδιασμό της γερμανικής οικονομίας με
εργατικά χέρια.777
Ωστόσο φαίνεται πως η ανακοίνωση αύτη ήταν κάπως πρόωρη, αφού λίγες μέρες
μετά δημοσιοποιήθηκε πως η αρμόδια επιτροπή βρισκόταν μόνο στη Θεσσαλονίκη και θα
μετέβαινε στην Αθήνα το επόμενο διάστημα για να βρει εργάτες και από τη νότια
Ελλάδα.778 Αιτία της καθυστέρησης αυτής πιθανότατα ήταν η ιταλική αντίδραση
(πιθανότατα λόγω της δυσκολίες εύρεσης εργατών για ιταλικά έργα στην Ελλάδα), η οποία
ξεπεράστηκε αρκετούς μήνες αργότερα.779 Τελικά το γερμανικό Γραφείο Ευρέσεως

στη Γερμανία (περισσότερο του ¼ των ξένων εργατών ήταν Γάλλοι) το συνολικό ποσοστό έφτανε το
57%. Βλ. Document D-524: “German Military Government pamphlet April 1944 containing illustrated
statistics on France's contribution to German military industry”, στο: Office of United States Chief of
Counsel For Prosecution of Axis Criminality: Nazi Conspiracy and Aggression, Supplement A, United
States Government Printing Office, Washington DC, 1947, σελ. 870-881.
777
«Έλληνες εργάτες εις την Γερμανίαν», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 5/2/1942.
778
«Οι ζητούντες εργασίαν εις την Γερμανίαν», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 11/2/1942.
779
NARA, T-311 Roll 175, WBfh. Südost (AOK 12), “Aktennotiz über die Chefbesprechung am
21.4.1942”, 21/4/1942, (Frame 478). Δεν είναι σαφές πότε άρχισαν οι αντιδράσεις αυτές, αλλά δεν
έχει εντοπιστεί κάτι σχετικό στην αρχή της κατοχής. Βέβαια αρχικά όπως είδαμε οι φόβοι στην
Ελλάδα είχαν να κάνουν με το ενδεχόμενο της μαζικής ανεργίας και είναι λογικό οι ιταλικές
αντιδράσεις στα γερμανικά σχέδια για αποστολή εργατών στη Γερμανία να ξεκίνησαν όταν άρχισε να
γίνεται αισθητή η έλλειψη εργατών για τις εργασίες των αρχών κατοχής. Σε γερμανική έκθεση του
Ιανουαρίου 1943 αναφέρεται πάντως ότι οι Ιταλοί είχαν ξεπεράσει την αρχική τους αντίδραση στο
σχέδιο της εθελοντικής εργασίας. NARA, T-501 Roll 252, Der Befehlshaber Südgriechenland,

450
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εργασίας (Στουρνάρα 33) φέρεται να άνοιξε επισήμως στην Αθήνα (μάλλον παρά τις
ιταλικές επιφυλάξεις) περίπου δύο μήνες αργότερα, στις 19 Απρίλιου του 1942,
λειτουργόντας ως αυτόνομη γερμανική υπηρεσία, στην οποία είχαν αποσπαστεί και
στελέχη από το ίδιο το Ράιχ.780
Στις περισσότερες άλλες πόλεις όπου συγκεντρώνονταν εργάτες για τη μεταφορά
τους στη Γερμανία, οι δηλώσεις ενδιαφέροντος και η σχετική γραφειοκρατία γινόταν μέσω
των τοπικών φρουραρχείων. Η αποδοχή του σχετικού αιτήματος από την κυβέρνηση
κατοχής επισημοποιήθηκε λίγο αργότερα, στις 22 Μαΐου, με την υπογραφή του
νομοθετικού διατάγματος για τη διευκόλυνση της μετανάστευσης των ανέργων. Το
διάταγμα αυτό επέτρεπε τη μετανάστευση για εργασία τουλάχιστον ενός έτους. Η
κυβέρνηση μάλιστα δέχθηκε ακόμη και η δαπάνη μετάβασης να επιβαρύνει εξολοκλήρου
το ελληνικό Δημόσιο.781
Μέχρι να οργανωθούν οι αποστολές εργατών από το γερμανικό γραφείο, η
αναζήτηση εργατών στη νότια Ελλάδα είχε εκφραστεί με περιορισμένες αγγελίες από το
(πιθανότατα) ελληνικό γραφείο ευρέσεως εργασίας που βρισκόταν στην ίδια διεύθυνση
(Στουρνάρα 33),782 αλλά και από γερμανικές εταιρείες όπως η DEWAG.783 Ακόμα όμως και
μετά το άνοιγμα του γραφείου υπήρχε εμπλοκή κάποιων ιδιωτών στην προσέλκυση
εργατών για το Ράιχ. Ανάμεσά τους «καλοθελητές» συνεργάτες των Γερμανών, που έλπιζαν
να προσελκύσουν μέλη τους και ενδεχομένως να αποδείξουν στους κατακτητές την
χρησιμότητά τους. Αν και τέτοιες απόπειρες δεν εμφανίζονται συχνά στις εφημερίδες, στην
αρχή του καλοκαιριού του 1942 είχαμε κάποιες «προσκλήσεις» της ελληνικής οργάνωσης

„Verwaltungsbericht für November und Dezember 1942 und die erste Januarhälfte 1943 (Stand vom
22.1.1943)“, 22/1/1943 (σελ. 9).
780
Εφημερίδα Έθνος, 20/3/1945: «Οι Έλληνες εργάται, η πολιτική επιστράτευσις, τα απαίσια
‘μπλόκα’».
781
Ν.Δ. 1427 «Περί διευκολύνσεως των επιθυμούντων ανέργων εργατών να μεταναστεύσωσιν εις το
Εξωτερικόν προς ανάληψιν εργασίας», ΦΕΚ 152Α/17-6-1942.
782
«Ζητούνται εργάται», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 29/3/1942. Η αγγελία ζητούσε κτίστες,
αρχιμαστόρους κτίστες, οδοεργάτες, οδηγούς οδοστρωτήρων, μηναδόρους και φουρνελατζίδες,
καθώς και πολιτικό μηχανικό.
783
Ελεύθερον Βήμα, 3/5/1942: «Ζητούνται δια την Μεγάλην Γερμανία» στη στήλη των αγγελιών. Η
επιχείρηση ζητούσε πεπειραμένους ειδικούς για μηχανικές κατασκευές, ελασματουργεία, κινητήρες
κλπ. Οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να αποταθούν στο γραφείο της ίδιας της εταιρείας στην οδό
Φιλελλήνων 7. Οι αγγελίες αυτές ήταν από τις σχετικά λίγες που ζητούσαν ειδικευμένους τεχνίτες για
τη Γερμανία, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 1944.

451
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

“Bund der Freunde der Hitlerbewegung”, που ζητούσε από τα μέλη που «επιθυμούν
εθελουσίως να μεταβώσιν εις Γερμανίαν ως τεχνίται, εργάται ή εργάτριαι» να προσέλθουν
στα γραφεία της κεντρικής διοίκησης Ελλάδος της οργάνωσης (Παπαρρηγοπούλου 7,
Αθήνα), προσθέτοντας πως οι οικογένειες των εργατών αυτών που θα έμεναν στην Ελλάδα
θα λάμβαναν τρόφιμα, φάρμακα και ιατρική περίθαλψη από την οργάνωση.784 Ωστόσο
φαίνεται ότι οι προσπάθειες τέτοιων οργανώσεων δεν είχαν μεγάλη επιτυχία.
Αν και το κυριότερο ενδιαφέρον για τη μεταφορά εργατών ερχόταν
αδιαμφισβήτητα από τη Γερμανία, ωστόσο και η Ιταλία είχε τις δικές της αντίστοιχες (αν και
πιο μετριοπαθείς) απαιτήσεις. Τον Οκτώβριο λοιπόν του 1942 η ιταλική βασιλική
αντιπροσωπεία ζήτησε, ταυτόχρονα με την πολιτική επιστράτευση, και 10.000 Έλληνες
εργάτες για μεταφορά στην Ιταλία.785 Ωστόσο δεν φαίνεται να έγινε κάποια αξιόλογη
μεταφορά Ελλήνων εργατών προς την κατεύθυνση εκείνη, αφού δεν υπήρξε σχετικό
ενδιαφέρον – αντίθετα οι διαδηλώσεις και οι απεργίες που αφορούσαν και την πολιτική
επιστράτευση πολλαπλασιάζονταν. Το επόμενο έτος, η Γερμανία είχε την αποκλειστικότητα
στη μεταφορά Ελλήνων εργατών στο εξωτερικό, και σύντομα, με την πτώση της Ιταλίας, θα
αυξανόταν σημαντικά ο αριθμός των ίδιων των Ιταλών εργατών που ακολουθούσαν τον
ίδιο δρόμο προς τα γερμανικά εργοστάσια.
Το 1942, πρώτο έτος της αποστολής Ελλήνων εργατών στο Ράιχ, ανακοινώνονται
στον τύπο συνολικά 11 αποστολές εργατών, με κύριο προορισμό περιοχές της (πρώην)
Αυστρίας και της Σουδητίας (γερμανόφωνων εδαφών της Τσεχοσλοβακίας,
ενσωματωμένων πια στο Ράιχ).786 Ωστόσο η κακή κατάσταση πολλών πεινασμένων και

784
Βλ. για παράδειγμα Ελεύθερον Βήμα, 30/6/1942.
785
«Οι Έλληνες εργάται, η πολιτική επιστράτευσις, τα απαίσια ‘μπλόκα’», εφημερίδα Έθνος,
20/3/1945.
786
Οι 11 αυτές αποστολές των πρώτων περίπου 5,5 μηνών αντιστοιχούσαν περίπου σε 2 κάθε μήνα
κατά μέσο όρο. Δεν αποκλείεται να είχαν φύγει νωρίτερα κάποιοι εργάτες από τη βόρεια Ελλάδα, αν
και δεν ανακοινώθηκε κάτι σχετικά στο Τύπο της περιόδου. Οι γερμανικές αρχές στη Ρωσία φαίνεται
πως ανησυχούσαν το 1942, ότι (παρά την διστακτικότητα των Ελλήνων να μεταβούν στη Γερμανία)
Έλληνες μπορεί να μετέβαιναν σε σημαντικούς αριθμούς στην πρόσφατα καταληφθείσα Κριμαία!
Έκθεση για τους «ανατολικούς εργάτες» αναφέρει πως πρέπει να επιστρέψουν στην Κριμαία μερικοί
Τατάροι που απασχολούνταν αλλού ως εργάτες, έτσι ώστε αφενός να χρησιμοποιηθούν και σε
ένοπλα σώματα της περιοχής και αφετέρου να βοηθήσουν στην εντατικοποίηση της καλλιέργειας
σταφυλιών και καπνού, αποτρέποντας «την εισβολή Ελλήνων και Βουλγάρων καλλιεργητών και
εμπόρων». Βλ. Office of United States Chief of Counsel For Prosecution of Axis Criminality: Nazi
Conspiracy and Aggression, Volume III, United States Government Printing Office, Washington DC,

452
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αρρώστων εργατών που δεν τους επέτρεπε να εργαστούν στα γερμανικά εργοστάσια και ο
κίνδυνος μετάδοσης στη Γερμανία της ευλογιάς ή άλλων ασθενειών που έκαναν θραύση
ανάμεσα στους εργάτες αυτούς οδήγησε λίγους μήνες αργότερα στη διακοπή των
αποστολών, και στη μεταφορά μόνο κάποιων αδειούχων (βλ. πίνακα).
Επιπλέον, η μεταφορά εργατών δημιούργησε αντιπαλότητα με τους αξιωματικούς
της στρατιωτικής οικονομίας στην Ελλάδα, οι οποίοι θεωρούσαν (όχι άδικα) ότι ο
ανταγωνισμός των γραφείων προσέλκυσης εργατών ήταν βλαπτικός για την εγχώρια
παραγωγή και τα κατασκευαστικά έργα των αρχών κατοχής, αφού αποτραβούσε από την
ελληνική αγορά εργασίας αρκετούς από τους διαθέσιμους εργάτες, κυρίως μάλιστα
εκείνους που κατείχαν κάποια εξειδικευμένη τεχνική γνώση. Το πρόβλημα οδήγησε σε
σύσκεψη στην Αθήνα τον Ιούνιο, και τελικά σε κεντρική απόφαση να αποκλειστούν κάποιες
κατηγορίες που βρίσκονταν δυσκολότερα στην κατεχόμενη Ελλάδα, όπως μεταλλωρύχοι,
εξειδικευμένοι εργάτες, σιδηροδρομικοί, κάτοικοι της Κρήτης (όπου το πρόβλημα εύρεσης
εθελοντών για τα κατασκευαστικά έργα ήταν αρκετά σοβαρότερο), αλλά και ορφανοί.787
Στις ανακοινώσεις πράγματι για μεγάλο διάστημα δεν συναντά κανείς συχνά αυτές τις
ειδικότητες, τουλάχιστον κατά το πρώτο διάστημα. Σταδιακά όμως, και ειδικά από την
άνοιξη του 1944, φαίνεται πως οι περισσότεροι περιορισμοί παραμερίστηκαν, αφού στις
τελευταίες αποστολές γίνονταν δεκτά όλα τα επαγγέλματα, μέχρι και μηχανικοί.788
Οι αποστολές που διακόπηκαν τον Νοέμβρη του 1942 ξανάρχισαν το καλοκαίρι
του επόμενου έτους. Στους μήνες που μεσολάβησαν είχαν ανακοινωθεί μόνο 5 αποστολές
αδειούχων που θα επέστρεφαν στα γερμανικά εργοστάσια μετά από σύντομη παραμονή
στην Ελλάδα. Από τον Ιούλιο του 1943 κα μετά οι αποστολές γίνονται τακτικότερες. Μέσα

1946, έγγραφο 84-PS, ZO, “Present Status of the question of Eastern Laborers”, 30/9/1942, σσ. 135-
136. Η αναφορά και σε Βουλγάρους οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο συντάκτης της έκθεσης μάλλον
δεν εννοεί Έλληνες της ΕΣΣΔ, αλλά μετανάστες από την ίδια την Ελλάδα.
787
Χρήστος Χατζηιωσήφ: «Όψεις της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια της κατοχής, 1941-1945»,
σσ. 148-150, στο συλλογικό: Επιστημονικό Συμπόσιο στη Μνήμη Νίκου Σβορώνου (30 και 31 Μαρτίου
1990), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (ιδρυτής Σχολή Μωραΐτη),
Αθήνα, 1993, σσ. 107-173.
788
Εκτός των εφημερίδων της Αθήνας, ανακοινώσεις δημοσιεύονταν και στον επαρχιακό τύπο. Σε
μια τέτοια για παράδειγμα στην εφημερίδα Νεολόγο της Πάτρας («γραφείον της Γ.Β.Α. εν Πάτραις:
Έλληνες εργάτες και εργάτριαι», 7/6/1944) αναφερόταν η ζήτηση εργατών μεταλλουργίας,
κλιθροποιών, τορναδόρων, μηχανικών, σιδηρουργών, εργατών υφαντουργικής, κουρέων,
αρτοποιών, υποδηματοποιών κλπ. Οι εργάτες θα έφευγαν από την Πάτρα για την Αθήνα στις 13
η
Ιουνίου (πιθανότατα θα ταξίδεψαν δηλαδή με τη 12 αποστολή).

453
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

στους σχεδόν 6 μήνες που απέμεναν μέχρι το τέλος του 1943 έφυγαν 10 αποστολές (σχεδόν
1,7 κάθε μήνα, ή μία κάθε 15-20 μέρες). Το τελευταίο έτος της κατοχής οι αποστολές
συνεχίστηκαν με παρόμοιους ρυθμούς: στις εφημερίδες ανακοινώθηκαν 18, αν και
φαίνεται πως τελικά μόνο οι 17 από αυτές πρόλαβαν να αναχωρήσουν, με την τελευταία
επιβεβαιωμένη να εγκαταλείπει το ελληνικό έδαφος στα τέλη Αυγούστου του 1944
(περίπου 2,25 αποστολές κάθε μήνα κατά μέσο όρο). Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι πως
η πρώτη αποστολή του Φεβρουαρίου 1944 αναφέρεται ως «η μεγαλύτερη των τελευταίων
6 μηνών», γεγονός που ίσως σχετίζεται και με την απελευθέρωση απολύσεων (ο
βομβαρδισμός του Πειραιά τις προηγούμενες μέρες είναι αμφίβολο αν θα είχε προλάβει να
έχει δημιουργήσει νέο κύμα εργατών, ειδικά από τη στιγμή που βομβαρδίζονταν και τα
γερμανικά εργοστάσια).

Αποστολές εργατών από την Ελλάδα στη Γερμανία


Ημερομηνία Αριθμός αποστολής και σχόλια
Ανακοίνωση Γ.Δ. Μακεδονίας για εργάτες προς Γερμανία. 11/2 ανακοίν. ότι ήταν
4/2/1942
μόνο για Μακεδονία. Η αρμόδια Επιτροπή θα ερχόταν σε λίγες βδομάδες Αθήνα
29/3/1942 Πρώτη αναφορά για "Γραφεία Ευρέσεως Εργασίας" (Στουρνάρα 33)
19/5/1942 1η αποστολή από Αθήνα
25/5/1942 2η αποστολή. Για Βιέννη, Λιντς και Στάγιερ. Δημόσια λουτρά.
23/6/1942 3η Αποστολή. Για Λιντς, Βιέννη, Μόναχο, Μύλνεντορφ & Σουδητία
7/7/1942 4η Αποστολή
21/7/1942 5η Αποστολή
8/8/1942 6η αποστολή. Σε Βιέννη και Στάγιερ. Αρχικά (στις 1/8) «εντός της εβδομάδος»
18/8/1942 7η Αποστολή. Βιέννη. Αρχικά προοριζόταν για 11/8.
25/8/1942 8η αποστολή.
9η αποστολή. Οι αναχωρήσαντες και οι μέλλοντες να αναχωρίσουν προορίζονται
15/9/1942
για τα περίχωρα Βιέννης και Σουδητία. Αρχικά ήταν να αναχωρίσουν στις 8/9.
10η αποστολή. Γκρατς, Μπρουκ. Βιέννη, Σουδητία. (Εμφανίστηκε και χωριστή
6/10/1942
ανακοίνωση για εργάτες γουναρικών για Μόναχο).
11η Αποστολή. Γκρατς, Βιέννη Σουδητία. Εμφανίστηκε ανακοίνωση για εργάτες
3/11/1942
υφαντουργίας σε Σιλεσία (σε δεύτερη ανακοίνωση)
Σεπτ./1942 Ανακοίνωση για τέλος αποστολών για το 1942.
10-15/12/1942 1η αποστολή αδειούχων
25/1/1943 2η αποστολή αδειούχων
19/2/1943 3η αποστολή αδειούχων
12/3/1943 4η αποστολή αδειούχων
23/4/1943 5η αποστολή αδειούχων. Αρχικά για 16/4/43.
1η αποστολή 1943. Αρχικά 5/7/43, μετά 14/7/43, στις 15/7 ανακοίνωση αναβολής
27/7/1943
μέχρι νεωτέρας. Θεσ/κη 30/7. Ανακοίνωση στις 8/8. ότι είχε φτάσει Γερμανία.
17/8/1943 2η αποστολή του έτους. Έφτασε Θεσ/κη 19.8 στις 18.00 και έφυγε στις 9μμ.
31/8/1943 3η αποστολή
14/9/1943 4η αποστολή. Πολλές ειδικότητες, μέχρι υπηρέτριες

454
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

5/10/1943 5η αποστολή. 7/10 στη Θεσσαλονίκη (2μμ, έφυγε 6μμ), 8/10 Σκόπια (10 το πρωί).
19/10/1943 6η αποστολή. 22.10 στη Θεσσαλονίκη, 9.15πμ για Γερμανία.
7η αποστολή. 5/11 έφυγε από Θεσ/κη. 10/11 ήταν Βελιγράδι και στις 11/11 θα
2/11/1943 έφτανε Γερμανία. Τους υποδέχτηκε στη Βιέννη μια Ελληνική Υπηρεσία Προστασίας
Συμφερόντων Ελλήνων Εργατών.
8η αποστολή. Αρχική ημερομηνία 16/11. Αλλαντοποιοί, εκδορείς κλπ για
Σάλτσμπουργκ. Συνοδεύεται από τμήμα στρατού κατοχής και θα συμπληρωθεί με
20/11/1943
εργάτες Θεσ/κη. 23.11 έφυγε από Θεσ/κη και πέρασε από Σκόπια. Γερμανία 1/12.
Όλοι θα πάνε σε Βιέννη και περίχωρα. Τους τράβηξαν και φιλμ.
9η αποστολή. Πολλές ειδικότητες, μέχρι και Σοφέρ. Αρχικά έλεγαν πως θα είναι η
4/12/1943
τελευταία του έτους.
17/12/1943 10η αποστολή. Αρχικά για 14/12/43
1η αποστολή του 1944. Αρχικά "αρχές Φεβρουαρίου". Παρουσιάσθη μέγας
28/1/1944 αριθμός από Αθήνα, Πειραιά και Πελοπόννησο. 31.1.44 έφυγε από Σκόπια. Αυτό
το έτος μόνο για Αυστρία
2η αποστολή του έτους. Θεσ/κη πρωί 12/2. Σκόπια 14/2 (σταμάτησε 1 ώρα για
10/2/1944 συσσίτιο). Βελιγράδι 15/2. Η μεγαλύτερη των τελευταίων 6 μηνών, αρκετές
εκατοντάδες.
24/2/1944 3η αποστολή.
4η αποστολή. Αρχικά 9/3/44. Μερικές εκατοντάδες από Αθήνα, Πάτρα, Τρίπολη,
11/3/1944
Αίγιο, Χαλκίδα, Κρήτη κλπ. Θεσσαλονίκη στις 13/3.
23/3/1944 5η αποστολή.
6η αποστολή. Αρχικά αρχές Απριλίου. Μερικές εκατοντάδες έχουν δηλώσει πριν
6/4/1944
τις 2/4. Στη Θεσ/κη 8/4. Σκόπια 10/4.Μπάρμπουργκ 15/4.
22/4/1944 7η αποστολή. Αρχικά 20/4. Θεσσαλονίκη πρωί 24/4.
8η αποστολή. Από διάφορες περιοχές. Εργάτες για Λίντζ, εργάτριες για Γκούντεν
4/5/1944
"από τις ωραιότερες πόλεις της Γερμανίας." Θες/κη στις 7/5. Στις 12μμ για Σκόπια.
5-7/5/1944(;) 9η αποστολή. Θεσ/κη 9/5. Αναχώρησε από Σκόπια 10/5 στις 10.45.
18/5/1944 10η αποστολή. Πολλές ειδικότητες, μέχρι και κρεοπώλες.
11η αποστολή. Ζητούνται πολλές υπηρεσίες, μέχρι και κουρείς. Έφυγε 8 το βράδυ
με χορούς κλπ. και "δεν έδινε την εντύπωση ότι οι εργάτες έφευγαν παρά την
1/6/1944
θέλησίν των". Τρεις που ήθελαν να φύγουν παρά την θέληση των γονιών τους
εμποδίστηκαν. Την επόμενη ήταν Θεσ/κη. "Μάργκμποργκντόου" στις 9/6.
12η αποστολή. Επαναλαμβάνεται ότι πάνε μόνο Αυστρία. Έφυγε από Θεσ/κη 17/6
15/6/1944
στις 6μμ και ήταν Σκόπια στις 11μμ. Συνέχισαν στις 18/6 ώρα 1μμ.
29/6/1944 13η αποστολή. Έφτασε καλά μετά από 7 ημέρες.
13/7/1944 14η αποστολή. Θεσ/κη 15/7. Έφυγε 16/7 στις 2μμ. Έφτασε καλά 19/7.
15η αποστολή. Δεκτά όλα τα επαγγέλματα (αργότερα εξειδικεύουν, μέχρι και
27/7/1944 κουρείς και για ξενοδοχείο, και ολόκληρες οικογένειες για αγρότες). Παρακαλούν
να μην δίνεται σημασία σε προπαγάνδα. Θεσ/κη 30/7 ώρα 2.20 το πρωί.
10/8/1944 16η αποστολή. Για όλα τα επαγγέλματα. Θες/κη 12/8. Ξανάφυγαν 14/8,ώρα 3.30
17η αποστολή. Όλα τα επαγγέλματα, γιατροί, μηχανικοί κλπ. Ώρα 8.15 Δευτέρας
24/8/1944
28/8 για Σκόπια από Γευγελή.
18η αποστολή. Αρχικά ανακοινώθηκε για 31/8, μετά αναβλήθηκε και μάλλον δεν
Δεν έφυγε (;)
αναχώρησε ποτέ για το Ράιχ.
Πίνακας 5.3: Πηγές: ανακοινώσεις στις εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα και Πρωία, 1942-1944.

Ασφαλώς, οι περισσότεροι Έλληνες δεν έδειχναν μεγάλη προθυμία να μεταβούν


στη χώρα του στυγνού κατακτητή και να εργαστούν στα εργοστάσιά του, ειδικά από τη
στιγμή που αυτά άρχισαν να γίνονται και στόχος των συμμαχικών βομβαρδιστικών. Για τον

455
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

λόγο αυτόν οι γερμανικές αρχές ξεκίνησαν μια προσπάθεια προβολής των πλεονεκτημάτων
της εργασίας στο Ράιχ, η οποία μάλιστα εντάθηκε προς το τέλος της κατοχής. Από τη μία
προβάλλονταν τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας επιλογής, όπως ιατρική περίθαλψη-
ασφάλιση, καλή αμοιβή, παροχή ρουχισμού, διατροφής, στέγασης κλπ, και από την άλλη
διαβεβαίωναν για την ασφάλεια των εργαζομένων, οι οποίοι θα μετέβαιναν σε περιοχές
που για το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου ήταν εκτός της ακτίνας των βρετανικών και
αμερικάνικων βομβαρδιστικών.789 Επιπλέον, ειδικά στην πρώτη περίοδο, όταν ο χειμώνας
της μεγάλης πείνας ήταν ακόμα πολύ πρόσφατος, το ενδεχόμενο εργασίας στη Γερμανία
έμοιαζε για κάποιους καλύτερο από εκείνο ενός ακόμη χειμώνα στην Αθήνα ή στις άλλες
δοκιμαζόμενες ελληνικές πόλεις, ειδικά από τη στιγμή που στη Γερμανία θα είχαν
τουλάχιστον εξασφαλισμένη διατροφή.

Εικόνα 8: Το πρωτότυπο βρίσκεται στο: ΙΑΚ-ΑΓΚ, Φ. 7α΄. Φάκελος Γερμανικών εγγράφων 1944,
δεσμίς 3δ.

789
Βλ. ΙΑΚ-ΑΓΚ: Φ. 7α΄. Φάκελος Γερμανικών εγγράφων 1944, δεσμίς 3δ, «Έλληνες, δηλώσατε
συμμετοχήν προς εργασίαν εις την Γερμανίαν» και «Φύλλον παρατηρήσεων, αφορά την εθελουσίαν
εργασίαν εν Γερμανία», το οποίο παρατίθεται παρακάτω.

456
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στην πραγματικότητα βέβαια οι συνθήκες δεν ήταν τόσο ιδανικές όσο


προβάλλονταν στα γερμανικά φυλλάδια, ή σε κάποιες προπαγανδιστικές «επιστολές
εργατών από τη Γερμανία» που εμφανίστηκαν σε ελληνικές εφημερίδες της εποχής.790 Για
όσους μάλιστα είχαν την ατυχία να καταλήξουν σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ή ακόμα
χειρότερα σε στρατόπεδα, οι συνθήκες κυμαίνονταν από απλά σκληρές και δύσκολες, μέχρι
πραγματικά απάνθρωπες.
Ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις (όταν τουλάχιστον δεν ήταν έγκλειστοι στα
χειρότερα στρατόπεδα) οι Έλληνες φαίνεται πως κατάφερναν να αποφεύγουν την πολλή
δουλειά, εκμεταλλευόμενοι τους συχνούς συναγερμούς και την ελλιπή επίβλεψη.791 Οι
έμπειροι στη μαύρη αγορά Έλληνες, αρκετοί από τους οποίους δεν ήταν έτσι κι αλλιώς και

790
Βλ. για παράδειγμα το υποτιθέμενο γράμμα ενός «Γιώργου» προς κάποιον φίλο του
«Δημοσθένη» που περιέχεται σε σχετικό προπαγανδιστικό άρθρο («Πώς ζουν οι μεταβαίνοντες εις
Γερμανίαν εργάται μας») στην εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 2/8/1942. Ο «Γιώργος» εμφανιζόταν ως
εργάτης των πρώτων αποστολών στη Στάγιερ, που έγραφε στις 16/6/1942, περιγράφοντας μια ζωή
σχεδόν ειδυλλιακή, ενώ χρησιμοποιούσε και αρκετές εκφράσεις που πρόδιδαν την προέλευση του
«γράμματος» (π.χ.: «εργαζόμαστε εις τα εργοστάσια, σφυρηλατούντες τα ιδεώδη για την δημιουργία
της νέας Ευρώπης και την απαλλαγή της από την επιρροή και την εκμετάλλευση του αισχρού
εβραϊσμού»). Εκτός από το «γράμμα» το άρθρο περιείχε και συζήτηση με κάποιον αδειούχο που
υποτίθεται ότι γύρισε (λίγες εβδομάδες μετά την αποστολή του!) για να παραλάβει τη γυναίκα του
και ο οποίος έδινε επίσης περιγραφές «πριγκιπικής» ζωής. Σαν να μην έφθαναν αυτά, ο
προπαγανδιστικός χαρακτήρας του άρθρου αποκορυφωνόταν στο κλείσιμο, όπου μιλούσε για
εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης των εργατών «προς τη μεγάλη και νικήτρια χώρα η οποία ανέλαβε να
τους μορφώσει πολίτας καλούς και εργάτας αξίους διά την θαυμαστήν αποστολήν που θα έχει η
εργασία για την πατρίδα των Ελλάδα για να ζήσει ευτυχισμένη μέσα στην αυριανή Νέα Ευρώπη.»
791
Βλ. τις σχετικές ενδιαφέρουσες περιγραφές στο: Νικόπουλος, Παναγιώτης: «Ημερολόγιο
Αιχμαλωσίας» (μεταγραφή – επιμέλεια Κ.Γ. Τσικνάκης), στο περιοδικό Νέο Πλανόδιον, τ.1, χειμώνας
2013-2014, σσ. 149-159. Ο Νικόπουλος είχε συλληφθεί στην Καλαμάτα στις 9 Μαΐου και φυλακιστεί
«ως επικίνδυνος κομμουνιστής» και μεταφέρθηκε τον Μάιο, στο Eisenertz στα περίχωρα του Graz
της Αυστρίας (στην περιοχή υπήρχε ένα παράρτημα του στρατοπέδου Mauthausen). Από τις
περιγραφές φαίνεται πως οι συνθήκες δεν ήταν βέβαια άνετες (ο ίδιος σχολιάζει αρνητικά την
έλλειψη τσιγάρων, το κρύο, την σκοτεινιά τον φόβο του πολέμου και την απώλεια του καλύτερού
του φίλου στο στρατόπεδο από Συμμαχικό βομβαρδισμό, ωστόσο δεν φαίνεται να εργαζόταν πολύ
σκληρά. Αντίθετα περιέχει αρκετές αναφορές ανυπακοής των Ελλήνων στους κανονισμούς,
ενασχόλησης με το εμπόριο και αποφυγής εργασίας. Κάποιες από τις περιγραφές του μοιάζουν να
επιβεβαιώνουν μέρος όσων ανέφερε για τους Έλληνες εργάτες της περιοχής ο Πέτροβας (βλ.
επόμενη υποσημείωση).

457
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

οι πλέον νομιμόφρονες, φαίνεται πως κατάφεραν ακόμα και να αναδειχθούν σε


παράγοντες της τοπικής μαύρης αγοράς σε κάποιες από τις περιοχές της Αυστρίας, όπου οι
συνθήκες διαμονής και φύλαξής τους δεν ήταν τόσο αυστηρές. Οι ενασχολήσεις τους αυτές
και η συστηματική προσπάθεια σημαντικής μερίδας τους για αποφυγή κατά το δυνατόν
κάθε εργασίας που τους ανέθεταν (κάποιες φορές μάλιστα κατάφερναν να εγκαταλείψουν
οριστικά τα στρατόπεδά τους), είχαν προκαλέσει και τα αρνητικά σχόλια κάποιων
υπευθύνων του Ελληνικού κατοχικού κράτους. Ο πρώην βενιζελικός και αργότερα
εθνικοσοσιαλιστής Περικλής Πέτροβας για παράδειγμα, που είχε σταλεί στη Γερμανία ως
«πληρεξούσιος εκπρόσωπος της ελληνικής κυβερνήσεως διά τα ζητήματα των Ελλήνων
εργατών εν Γερμανία»,792 παρουσιάζει το 1942 τους Έλληνες εργάτες του Graz ως
υπεύθυνους για εκβιασμούς, κλοπές, διαρρήξεις, αισχρά εκμετάλλευση, αχαλίνωτη μαύρη
αγορά, επαιτεία, ομοφυλοφιλία, χειρίστη κοινωνική συμπεριφορά, τραμπουκισμούς,
χαρτοπαιξία, αλληλοεξόντωση, απάτη, χονδροειδή ερωτοτροπία, συστηματική αποφυγή
εργασίας «και παν ό, τι ακόμη δύναται να φαντασθεί κανείς», ενώ παραθέτει και κάποια
περιστατικά όπως την κλοπή «τεραστίων ποσοτήτων δελτίων τροφίμων» για τα οποία
κατηγορεί τους Έλληνες ή και τις Ελληνίδες – μέρος των οποίων διακρίνεται «διά την
τελείαν ηθικήν του εξάρθρωσιν» και «επαγγέλλεται τας πόρνας και τας λωποδυτρίας».
Κάποιοι απ’ αυτούς κατάφεραν κατά τον Πέτροβα να συγκεντρώσουν «αστρονομικά δι’
αυτούς μέχρι τούδε ποσά, τα οποία όμως εξανεμίζουν ακολούθως εις το ‘μπαρμπούτι’ και
την ‘πόκαν΄. Η απώλεια 2.000-3.000 μάρκων την ‘ζαριάν’ ουδεμίαν πλέον συγκίνησιν τους
προκαλεί, αφού γνωρίζουν ότι την επόμενην ή την μεθεπόμενην θα αντικαταστήσουν τα
απολεσθέντα και δη με την μεγαλυτέραν ευκολίαν.» Οι Έλληνες αυτοί, που ζούσαν ως
«μαχαραγιάδες», δεν είχαν εργαστεί «ουδ’ επί στιγμήν καθ’ όλον το διάστημα της
παραμονής των εν Γερμανία», και συχνά ταξίδευαν μεταξύ των γερμανικών πόλεων
διεξάγοντας «ευρύτατον μαυραγοριτικόν εμπόριον.» Εκτός των παραπάνω, αρκετοί ήταν
και οι Έλληνες εργάτες που παρενοχλούσαν «αποθρασυνόμενοι Γερμανίδας γυναίκας»,

792
Η θέση μάλλον δημιουργήθηκε αρχικά με πρωτοβουλία του υπουργείου εργασίας αλλά δεν έχει
εντοπιστεί η σχετική απόφαση. Σχετικός νόμος (υπ. αρ. 435, «Περί διορισμού Αντιπροσώπου της
Ελληνικής Κυβερνήσεως εν Βερολίνω δι’ ειδικόν σκοπόν», ΦΕΚ 205Α/6-8-1943) δημοσιεύτηκε
πάντως ένα περίπου χρόνο αργότερα. Σκοπός του αντιπροσώπου θα ήταν η παρακολούθηση και
διεκπεραίωση «των υποθέσεων των αφορωσών τους εν Γερμανία εργαζόμενους Έλληνας εργάτας
και την γενικοτέρων εξυπηρέτησιν αυτών».

458
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

διέδιδαν διαφθορά («έμαθαν να κλείνουν το ρήμα κλέπτω») και ασθένειες, και γενικώς η
συμπεριφορά τους ήταν «αισχίστη» και αποτελούσε «όνειδος δια την Φυλήν μας».793
Κάποιες από τις αρνητικότατες αυτές περιγραφές του Πέτροβα μπορεί να έχουν
πραγματική βάση, αφού η «ποιότητα» των Ελλήνων εργατών, ειδικά κατά την πρώτη εκείνη
περίοδο δεν ήταν και η καλύτερη, γεγονός άλλωστε που συνέβαλε στην προσωρινή
διακοπή των αποστολών στα τέλη του 1942. Λίγοι από τους εργάτες ήθελαν πραγματικά να
εργαστούν για τους κατακτητές, οι οποίοι δεν είχαν και την καλύτερη ιδέα για τους Έλληνες
εργάτες αφού τους θεωρούσαν σαφώς κατώτερης παραγωγικότητας από τους Γερμανούς
(αν και μάλλον ανώτερης από εκείνη των Σλάβων).794 Όταν εξάλλου συλλαμβάνονταν

793
Παρά τα όσα λέει ο Πέτροβας εναντίον της μαύρης αγοράς υπάρχουν πληροφορίες ότι και ο ίδιος
είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με το «άθλημα» στην Ελλάδα. Η δεύτερη αυτή έκθεση Πέτροβα (με
ο
ημερομηνία 27/11/1942) δημοσιεύτηκε στο άρθρο του Π. Σπάλα (5 μέρος σειράς άρθρων για την
εργασία επί κατοχής): «οι Έλληνες εργαζόμενοι στη θύελλα της Κατοχής», εφημερίδα Έθνος,
26/5/1950. Βλ. επίσης: Κούκουνας, Δημοσθένης: Η Ελληνική Οικονομία κατά την Κατοχή και η Αλήθεια
για τα Κατοχικά Δάνεια, Ερωδιός, Θεσσαλονίκη, 2012, σσ. 226-234 (όπου αναπαράγεται και η έκθεση
Πέτροβα). Ο Πέτροβας αναφέρεται (Στεριώτης, Πέτρος Ι.: Προσπάθιαι Άξιαι Τιμής, Ι.Γ. Παπανικολάου,
Αθήνα, 1945, σσ. 103-107), ως δικηγόρος, επικεφαλής (μαζί με τους Χ. Βασιλειάδη και Μ.
Πολυμερόπουλο) μιας «αρκετά μεγάλης ομάδας» των ΕΕΕ που στις 13 Ιουνίου 1934 προσχώρησε στη
«Οργάνωση Εθνικοφρόνων Σοσιαλιστών ‘Τρίαινα’», καταφέρνοντας να αναλάβει και τη διοίκησή της.
Μετά την κατοχή οι αναφορές που έφταναν για την δράση του Πέτροβα ήταν ιδιαίτερα αρνητικές. Ο
Πέτροβας, που «έπαιζε ουσιαστικά τον ρόλο του προξένου στη Βιέννη» και οι βοηθοί του Τάκης
Νικολαΐδης και Θεόδωρος Παπαϊωάννου κατηγορήθηκαν μάλιστα ότι κατέδιδαν στους διευθυντές των
γερμανικών εργοστασίων όποιους Έλληνες τους έκαναν παράπονα (βλ. «Το δουλεμπόριο του Χίτλερ.
‘Ζητούνται Εργάται δια την Γερμανίαν…’ Τι διηγείται ένας πειραιώτης εργάτης που κατόρθωσε να
διαφύγει ύστερα από δραματικές περιπέτειες από την εθνικοσοσιαλιστική κόλαση χάρις σε …
πεντακόσια τσιγάρα», εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, 17/2/1945).
794
Οι υπολογισμοί των Γερμανών για την παραγωγικότητα των εργατών διαφόρων εθνικοτήτων
απέχουν συχνά σημαντικά μεταξύ τους, ενώ επηρεάζονται και από την ιδεολογία ή άλλους
παράγοντες. Μια σχετική μελέτη της Krupp το 1942 για παράδειγμα, κατέγραφε την παραγωγικότητα
των Γάλλων εργατών ως αντίστοιχη του 70-85% αυτής των Γερμανών, ενώ οι εργάτες της ανατολικής
Ευρώπης έφταναν το 57% και οι Σοβιετικοί αιχμάλωτοι μόλις το 42%. Μετέπειτα έρευνες ανέβαζαν
ακόμα περισσότερο τη σχετική παραγωγικότητα σε 80-90% και 60-100% για τους Γάλλους και τους
Ανατολικοευρωπαίους εργάτες αντίστοιχα, ενώ μόνο οι αιχμάλωτοι παρέμεναν σε ιδιαίτερα χαμηλά
επίπεδα (μέχρι 50%). Αν συνδυάσει πάντως κανείς τα ποσοστά των ερευνών αυτών με το χαμηλό
κόστος των ξένων καταλήγει στο συμπέρασμα πως η χρήση των περισσότερων πρέπει να ήταν
αρκετά συμφέρουσα για τις επιχειρήσεις αυτές. Βλ. Tooze: Wages…, σσ. 537-8.

459
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εργάτες που είχαν εγκαταλείψει τις εργασίες τους δεν είχαν και την καλύτερη τύχη, αφού –
αν δεν εκτελούνταν – κατέληγαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως συνέβη τον Δεκέμβρη
1944 με τους Νικόλαο Γραμματόπουλο, Δημήτριο Στέλα και Περικλή Μιαμίρη, που
βρέθηκαν να περιφέρονται άσκοπα στο Darmstadt και στάλθηκαν στο Buchenwald με
εντολή του Kaltenbrunner.795 Ωστόσο φαίνεται πως το βασικό κίνητρο των περιγραφών του
Πέτροβα ήταν πολιτικό. Ο εθνικοσοσιαλιστής Πέτροβας φαίνεται πως ήταν δοσμένος
ολόψυχα στην προοπτική της γερμανικής νίκης, και έβλεπε με κακό μάτι κάθε είδους
αντίσταση ή έστω την ελλιπή γερμανοφιλία των Ελλήνων εργατών, για κάποιους από τους
οποίους ενδεχομένως να είχε και υποψίες ότι είχαν «αναρχοκομμουνιστικές συμπάθειες».
Άσχετα από τις πολιτικές συμπάθειες όμως των πρώτων εθελοντών του 1942, όταν
έτσι κι αλλιώς το ΕΑΜ δεν είχε ακόμα την μεγάλη απήχηση της ύστερης κατοχικής
περιόδου, μέχρι το τέλος του πολέμου πολλοί από τους εργάτες φαίνεται πώς είχαν
πράγματι στραφεί προς την αριστερά. Εξάλλου αρκετοί από αυτούς που μεταφέρθηκαν
προς το τέλος της κατοχής ήταν όμηροι ή φυλακισμένοι προοριζόμενοι για καταναγκαστική
εργασία, ακριβώς λόγω της συμμετοχής τους (πραγματικής ή όχι) στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ ή και στο
ΚΚΕ. Το «μπόλιασμα» αυτό των εργατών του Ράιχ με «ανατρεπτικά στοιχεία» οδήγησε σε
νέες αρνητικές αναφορές (που δεν απείχαν πολύ από εκείνες του Πέτροβα) ακόμα και από
τις μεταπολεμικές ελληνικές αρχές, που έκαναν λόγο για «πολλούς σημαίνοντες
κομμουνιστές» στην Αυστρία, που υποτίθεται ότι «αναγκάζουν τους άλλους με την εντατική
τους προπαγάνδα να μεταβούν στη Σερβία και να καταταγούν στην εκεί Ελληνική
Κομμουνιστική Λεγεώνα των Σκοπίων». Ειδικά μάλιστα η παροικία του Graz αναφερόταν ως
κέντρο της κομμουνιστικής προσπάθειας.796 Άλλη αναφορά υποβάθμιζε μεν την ύπαρξη
κομμουνιστών σε «πιθανή», αλλά ανέφερε: «ασφαλώς όμως η πλειοψηφία είναι κακοποιά
στοιχεία, τα οποία επωφελούνται της σημερινής εν Γερμανία καταστάσεως, ίνα κερδίζουν
τα προς το ζην αναγκαία εις την μαύρην αγοράν ή διά κλοπών και άλλων εγκλημάτων», ενώ

795
Office of United States Chief of Counsel For Prosecution of Axis Criminality: Nazi Conspiracy and
Aggression, Volume V, United States Government Printing Office, Washington DC, 1946, έγγραφο
2582-PS, σελ. 309. Ο Ernst Kaltenbrunner ήταν Αυστριακός Ναζί και ανώτατος αξιωματικός των SS
(αντίστοιχος του στρατηγού). Μετά τη δολοφονία του Reinhard Heydrich το 1943, διορίστηκε
επικεφαλής της Κεντρικής Υπηρεσίας Ασφαλείας του Ράιχ (RSHA). Εκτελέστηκε ως εγκληματίας
πολέμου το 1946 (Wistrich, Robert S.: Who’s Who in Nazi Germany, Second Edition, Routledge,
London, 2002 [1982], σσ. 135-136).
796
Το 1946 βρίσκονταν ακόμα πολλοί Έλληνες εργάτες στην περιοχή (στην έκθεση υπολογίζονταν σε
12.000). ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1949: Φ160Υ9, Αστυνομική Δ/σις Αθηνών, Εμπιστευτικόν Τμήμα. Γραφείον
ΙΙον, αρ. πρωτ. Εμπ. 1840 Φ. 170, προς Υπ. Δημ. Τάξεως, ΓΕΣ και Αστυν. Πόλεων (12/11/1946).

460
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

η συνεχής αλλαγή των διευθύνσεων έκανε δύσκολη την καταμέτρηση των εργατών αυτών,
που τους υπολόγιζε σε πάνω από 12.000 στην Αυστρία.797
Το επόμενο έτος, όταν ακόμα βρίσκονταν στη «Γερμανία» (δηλαδή κυρίως στην
Αυστρία) περίπου 2.220 Έλληνες, οι ελληνικές αρχές τους κατηγορούσαν και πάλι ως
μαυραγορίτες, λαθρέμπορους και εγκληματίες, που δεν επιθυμούσαν να επιστρέψουν. Ως
λόγοι για την απόφασή τους αυτή εμφανίζονταν «η αφθονία της δυστυχούσης γυναικός, ας
οι ημέτεροι δια μυρίων τρόπων σαγηνεύωσιν», οι νέες συνθήκες διαβίωσης, τα
επαγγελματικά και εν γένει συμφέροντά τους, ο μετ’ αλλήλων συναγελασμός, συνεργασία,
αλληλεγγύη, ενίοτε και εγκληματική, και η υποστήριξη των ελληνικών συλλόγων, ανάμεσά
τους και η «Αντιφασιστική Οργάνωση (κομμουνιστική)».798 Άλλο τέλος έγγραφο της
εμφυλιακής περιόδου κάνει λόγο για την δυνατότητα διάλυσης των οργανώσεων Ελλήνων
(αριστερών) και παρακαλούσε να έρθει η Ελλάδα σε συμφωνία με τους Αμερικάνους για να
διαλύσουν τις οργανώσεις και να συλλάβουν τα μέλη.799
Οι περισσότεροι λοιπόν εργάτες, ακόμα και αν δεν μεταφέρονταν με τη βία όπως
συνέβη με αρκετούς το 1944, δεν φαίνεται να έβλεπαν με καλό μάτι την προοπτική να
εργαστούν στο Ράιχ, και ένιωθαν συχνά ότι αναγκάζονταν να μεταβούν εκεί λόγω της κακής
οικονομικής τους κατάστασης στην Ελλάδα, ή των κινδύνων για τη ζωή τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πορείας ενός εθελοντή Έλληνα εργάτη είναι αυτό του
Θεόδωρου Κούτικα, ενός Κωνσταντινουπολίτη κατοίκου Καλλιθέας, που αναχώρησε για
«Γερμανία» στα είκοσι δύο του, τον Σεπτέμβριο του 1943. Με την άφιξή του στο Ράιχ τον
έστειλαν στο εργοστάσιο αεροσκαφών της Heinkel στη Βιέννη, όπου και εργάστηκε για
περίπου 7 μήνες.800 Όταν το εργοστάσιο βομβαρδίστηκε από τη συμμαχική αεροπορία, το

797
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1949: Φ160Υ9, Στρατιωτική Αποστολή Βερολίνου προς ΥΠΕΞ, αρ. 2188,
29/12/1946.
798
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1949: Φ160Υ9, Στρατιωτική Αποστολή Βερολίνου, προς ΥΠΕΞ, αρ. 1093,
17/4/1947.
799
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1949: Φ160Υ9, ΥΣ/ΓΕΣ/949 ΥΠΣ, αρ. 8/4/13/100 ΒΣΤ/902/6-11-47 προς ΥΠΕΞ,
«Τρόπος εξαναγκασμού των Ελλήνων εν Αυστρία προς Επαναπατρισμόν».
800
Στο πρωτότυπο αναφέρεται ως “Henkelwerke“ (χειρόγραφα σε δακτυλογραφημένη αναφορά).
Ωστόσο η εταιρεία αυτή ήταν (και εξακολουθεί να είναι) από τις μεγαλύτερες χημικές βιομηχανίες
παγκοσμίως και δεν κατασκεύαζε αεροσκάφη. Είναι μάλλον βέβαιο λοιπόν ότι στο πρωτότυπο εκ
παραδρομής παραλήφθηκε το i και η σωστή εταιρεία είναι η Heinkel, που κατά τη διάρκεια του
πολέμου κατασκεύαζε κάποια από τα κυριότερα βομβαρδιστικά αεροσκάφη της Luftwaffe (κυρίως
το He-111, και σε μικρότερους αριθμούς το βαρύτερο He-177), καθώς και αναγνωριστικά (He-219),

461
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γερμανικό υπουργείο εργασίας τον διέταξε να μεταβεί στο εργοστάσιο της Siemens, επίσης
στη Βιέννη. Όμως ο Κούτικας δεν υπάκουσε και αναγκάστηκε να κρυφτεί στο σπίτι μιας
αυστριακής που ήταν γνωστή στους Έλληνες εργάτες της περιοχής. Αφού δωροδόκησε έναν
Γερμανό γιατρό για να πάρει βεβαίωση ότι έπασχε από φυματίωση και δεν μπορούσε να
εργαστεί στράφηκε προς τη μαύρη αγορά, πουλώντας τρόφιμα και κυρίως τσιγάρα που
λάμβανε με πακέτα από την Ελλάδα. Έμεινε στην πόλη μέχρι και την απελευθέρωσή της
από τους Ρώσους. Περίπου 1-1,5 μήνα αργότερα έφτανε στην Ελλάδα μέσω Βουδαπέστης
(όπου συνάντησε και αρκετούς άλλους Έλληνες εργάτες) και Γιουγκοσλαβίας, φέρνοντας
μαζί του δύο γυναίκες από την Αυστρία (αυτή που τον φιλοξενούσε και μια δεύτερη με την
οποία «συνεδέθη κατά το διάστημα της εις Γερμανία παραμονής του».) Στην μεταπολεμική
ανάκρισή του ο Κούτικας ανέφερε πως η αιτία που τον ώθησε να μεταβεί στην Γερμανία
ήταν η ανεργία, αν και το 1943 το σχετικό πρόβλημα στην Ελλάδα φαίνεται να μην ήταν
πολύ μεγάλο.801
Η ιστορία του Κούτικα φαίνεται ότι δεν ήταν μια σπάνια εξαίρεση. Η σύνδεση
Ελλήνων (ή ξένων γενικά) εργατών με γυναίκες των περιοχών όπου δούλευαν είχε
δημιουργήσει ένα ζήτημα το οποίο επιδίωκε να εκμεταλλευτεί η συμμαχική προπαγάνδα
με φυλλάδια προς τους Γερμανούς στρατιώτες, ενώ και στην ίδια τη Γερμανία λήφθηκαν
αυστηρά μέτρα κατά των σχέσεων με ξένους εργάτες και κολλήθηκαν πλήθος σχετικών

υδροπλάνα (He-115), μέχρι και αεριωθούμενα μαχητικά (He-162). Οι βασικές εγκαταστάσεις της
εταιρείας στο νότιο Ράιχ βρίσκονταν στο σημερινό αεροδρόμιο της Βιέννης.
801
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1945: Φ17Υ4, Βασίλειον της Ελλάδος, Κέντρον Αλλοδαπών Αθηνών (αρ. πρωτ.
1147), Απόρρητον Δελτίον Πληροφοριών της 23/5/45. Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής τον
η
Σεπτέμβριο του 1943 έφυγε η 4 αποστολή του έτους (14/9). Για την αποστολή αυτή ζητούνταν
μεταλλουργοί για βιομηχανία κοντά στη Βιέννη εργάτες οικοδομών και απλοί εργάτες εργοστασίου,
ράφτες, ξυλουργοί, υποδηματοποιοί, εργάτες δερμάτων, όπως και εργάτριες για
κλωστοϋφαντουργία, πλυντήριο και σιδερωτήριο, αλλά και υπηρέτριες. Βλ. ενδεικτικά: Ελεύθερον
Βήμα 10/9/43 & 18/9 και Πρωία 10/9/43. Οι δωροδοκίες Γερμανών (ή μάλλον συνηθέστερα
Αυστριακών) γιατρών φαίνεται πως ήταν σχετικά συχνό φαινόμενο. Ένας ακόμα εργάτης, ο Π.
Νικολόπουλος, αναφέρει πως πλήρωσε γερμανό γιατρό με ελληνικά τσιγάρα ώστε να βγει εκτός
υπηρεσίας και να επιστρέψει στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1944, ώστε να γλυτώσει από τις 16ωρες
βάρδιες και τις κακές συνθήκες εργασίας. Ως αιτία την απόφασής του να πάει στο Ράιχ αναφέρει την
έλλειψη ασφάλειας στην Ελλάδα. («Το δουλεμπόριο του Χίτλερ. ‘Ζητούνται Εργάται δια την
Γερμανίαν…’ Τι διηγείται ένας πειραιώτης εργάτης που κατόρθωσε να διαφύγει ύστερα από
δραματικές περιπέτειες από την εθνικοσοσιαλιστική κόλαση χάρις σε … πεντακόσια τσιγάρα»,
εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, 17/2/1945).

462
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αφισών και η σύλληψη ξένου εργάτη για σχέσεις με Γερμανίδα τιμωρούνταν με τη θανατική
ποινή.802 Η ενασχόληση με τη μαύρη αγορά φαίνεται ότι ήταν μάλιστα σχετικά συχνή.
Εξάλλου, όπως είδαμε, οι Έλληνες είχαν πια αποκτήσει τη σχετική τεχνογνωσία από την
κατάσταση στην Ελλάδα.
Παρά την αντιμετώπισή τους ως κατώτερων των Γερμανών, οι ξένοι εθελοντές
εργάτες λάμβαναν μισθό, ο οποίος μάλιστα κυμαινόταν ανάλογα με την θέση του εργάτη
στο φυλετικό φάσμα του εθνικοσοσιαλισμού. Πολλοί από τους εργάτες είχαν πράγματι τη
δυνατότητα (θεωρητικά τουλάχιστον) να αποστέλλουν στις οικογένειές τους μέρος του
μισθού που λάμβαναν στη Γερμανία, όπως υπόσχονταν οι διαφημιστικές εκστρατείες.
Ωστόσο, στην πράξη η δυνατότητα αυτή ίσχυε κυρίως για τους δυτικοευρωπαίους της
«άριας φυλής», αφού οι αμοιβές των υπολοίπων (ειδικά των Σλάβων της ανατολής) ήταν
αρκετά μικρές για να περισσέψουν. Όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί, τα
μεγαλύτερα ποσά που οι ξένοι εργάτες έστελναν στο εξωτερικό αφορούσαν πράγματι
συμμαχικές προς τη Γερμανία χώρες και κάποιες χώρες της δυτικής Ευρώπης. Οι Έλληνες
εργάτες φαίνεται να έστελναν ελάχιστα ποσά στην πατρίδα.
Ωστόσο οι αποστολές αυτές ίσως έχουν και μια άλλη πτυχή: αυτή της
χρησιμοποίησης των αμοιβών στην ίδια τη Γερμανία. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως εκείνη
των Ελβετών, μπορούμε να υποθέσουμε βασική αιτία για τα μειωμένα ποσά ήταν τα υψηλά
επίπεδα διαβίωσης στην ειρηνική Ελβετία και η πιθανή μόνιμη εγκατάσταση μέρους των
Ελβετών εργατών στη Γερμανία. Στην ελληνική όμως περίπτωση, πιθανή εξήγηση για τα
μικρά ποσά του πίνακα είναι – πέρα από τις σχετικά μειωμένες αμοιβές – η ενασχόληση
των εργατών με το εμπόριο που σε συνδυασμό με την επίσημη ισοτιμία έκανε μάλλον
ασύμφορη την αποστολή χρημάτων, και περισσότερο χρήσιμη την αγορά κάποιων
προϊόντων για την αποστολή τους στην Ελλάδα, όπου αυτό ήταν δυνατόν. Όσοι μάλιστα
είχαν τη δυνατότητα να λαμβάνουν εμβάσματα από την Ελλάδα με την επίσημη ισοτιμία
μπορούσαν να ζουν άνετα με σχετικά χρήματα.

802
Herbert, Urlich: “Forced Laborers in the Third Reich: An Overview”, (σελ. 197), στο: International
Labor and Working-Class History, No. 58 (Wartime Economies and the Mobilization of Labor, Fall
2000), σσ. 192-218. Οι φήμες, πραγματικές ή μη, για κλοπές, διαφθορά και η «φυλετική απειλή» που
αποτελούσαν οι σχέσεις των ξένων εργατών με Γερμανίδες, οδήγησε – ειδικά κατά το τελευταίο έτος
του πολέμου – σε κυνήγι ξένων εργατών από την Gestapo, ακόμα και σε μαζικές εκτελέσεις, όπως
εκείνη περίπου 200 Ιταλών αιχμαλώτων – εργατών που κρεμάστηκαν με την κατηγορία της
λεηλασίας βομβαρδισμένων κτηρίων στο Düsseldorf. Βλ. Mazower, Mark: Hitler’s Empire. Nazi rule in
Occupied Europe, Penguin Books, London 2009, σελ. 307.

463
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μεταβιβάσεις μισθών των ξένων ιδιωτικών υπαλλήλων και εργατών εργαζομένων στη Γερμανία
1941 1942 1943
Αριθμός Αριθμός Αριθμός εργατών
Χιλιάδες εργατών στο RM ανά εργατών στο RM ανά στο τέλος του RM ανά
Χώρα RM τέλος του έτους εργαζόμενο Χιλιάδες RM τέλος του έτους εργαζόμενο Χιλιάδες RM έτους εργαζόμενο
Βέλγιο 29.190,3 131.470 222,0 65.665,2 144.974 452,9 271.376,1 222.851 1.217,7
Βουλγαρία 8.469,9 16.248 521,3 19.074,4 21.212 899,2 28.405,1 20.038 1.417,6
Δανία 22.441,2 28.772 780,0 38.464,3 26.061 1.475,9 38.395,2 22.425 1.712,2
Φινλανδία 31,8 297 107,1 77,3 543 142,4 118,7 805 147,5
Γεν. Κυβέρνηση 366,4 1.032.196 0,4 213,2 918.117 0,2 478,0 1.054.537 0,5
Ελλάδα 1,7 586 2,9 92,7 11.011 8,4 37,6 10.996 3,4
Κροατία 10.372,5 56.318 184,2 27.955,1 67.068 416,8 20.149,4 68.224 295,3
Ολλανδία 2.792,7 96.151 29,0 0,0 161.862 0,0 0,0 274.368 0,0
Νορβηγία 94,7 914 103,6 69,2 913 75,8 313,4 1.048 299,0
Ρουμανία 125,7 7.936 15,8 1.222,4 8.569 142,7 2.645,4 9.670 273,6
Σουηδία 13,4 1.060 12,6 20,2 1.010 20,0 146,1 843 173,3
Ελβετία 34,3 17.148 2,0 30,4 16.502 1,8 659,8 18.450 35,8
Σερβία 857,4 78.107 11,0 11.494,7 50.686 226,8 16.032,5 43.242 370,8
Σλοβακία 38.080,5 54.175 702,9 38.548,9 43.737 881,4 29.646,0 37.241 796,1
Ουγγαρία 8.398,5 30.521 275,2 12.071,6 27.945 432,0 9.891,5 25.893 382,0
Σύνολα 121.271,0 1.551.899,0 78,1 214.999,6 1.500.210,0 143,3 418.294,8 1.810.631,0 231,0

Πίνακας 5.4: Πηγή: BArch R2/30909, “Gehalts- und Lohntransfer der in Deutschland beschäftigten ausländischen Angestellten und Arbeiter“. Ο υπολογισμός
Reichsmark ανά εργαζόμενο είναι του συγγραφέα του παρόντος, με βάση τους αριθμούς εργατών και RM που δίνει ο πρωτότυπος πίνακας.

464
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Από τον παραπάνω πίνακα μπορούμε να πάρουμε και μια ιδέα για τον αριθμό των
Ελλήνων που εργάζονταν στο Ράιχ τον Δεκέμβριο των τριών πρώτων κατοχικών ετών.
Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ο αριθμός αυτός αντιπροσωπεύει τον πραγματικό αριθμό
όσων είχαν μεταβεί στη Γερμανία, αφού κάποιοι μπορεί στο ενδιάμεσο να είχαν πεθάνει ή
να είχαν εγκαταλείψει την εργασία τους, ενώ δεν είναι βέβαιο ότι περιλαμβάνονται και
όλοι οι αδειούχοι που επέστρεφαν στην Ελλάδα για τις διακοπές των Χριστουγέννων.
Υπάρχει λοιπόν αρκετή αβεβαιότητα για τον συνολικό αριθμό των απεσταλμένων
εργατών, και ακόμα μεγαλύτερη για τον αριθμό όσων έφυγαν πραγματικά εθελοντικά.
Επιπλέον υπάρχει και το ζήτημα της πιθανής σύγχυσης των αποστολών εργατών με εκείνες
ομήρων και φυλακισμένων προοριζόμενων για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι δύο
αποστολές ομήρων για το στρατόπεδο Neuengamme (25 Μαΐου 1944) για παράδειγμα δεν
φαίνεται να περιέχονται σε αυτές που ανακοινώνονταν στις εφημερίδες και αναφέρονται
στον πίνακα 5.3.803 Αντίθετα, υπάρχουν αρκετές άλλες αναφορές σε έγκλειστους του

803
Οι Έλληνες όμηροι (περίπου 1.570 συνολικά – αν και άλλη αναφορά της περιόδου κάνει λόγο
1.140), όπως και χιλιάδες άλλοι τρόφιμοι του στρατοπέδου εργάστηκαν σε επιχειρήσεις των SS ή
νοικιάστηκαν σε άλλες γερμανικές εταιρείες, δουλεύοντας σε οχυρωματικά έργα της Βρέμης και των
συνόρων με τη Δανία, σε τοπικά εργοστάσια, στα χαλυβουργεία του Braunschweig, στον καθαρισμό
των ερειπίων από τους βομβαρδισμούς του Αμβούργου και σε παραγωγή πολεμικού υλικού στο
εσωτερικό του στρατοπέδου ή σε περίπου 80 εξωτερικά παραρτήματα στις γύρω περιοχές. Στο τέλος
του πολέμου πολλοί είχαν πεθάνει από την εξάντληση ή είχαν εκτελεστεί, ενώ μερικές χιλιάδες από
τους έγκλειστους σκοτώθηκαν και κατά τον βομβαρδισμό των πλοίων όπου είχαν περιοριστεί,
ελάχιστες μέρες πριν το τέλος του πολέμου. Ανάμεσα στους νεκρούς του στρατοπέδου έχουν
αναγνωριστεί 156 Έλληνες, αλλά ο αριθμός τους ίσως έφτανε και τους 500. Παντελούρης, Παντελής
Μ.: «Έλληνες όμηροι στη Γερμανία», στο ένθετο «Επτά Ημέρες» (αφιέρωμα «οι Έλληνες στη
Γερμανία»), της εφημερίδας Καθημερινή, 13/12/1998, σσ. 27-29. Υπάρχουν αρκετές συγκεκριμένες
αναφορές ανθρώπων που συνελήφθησαν ως ύποπτοι για αντίσταση ή ως κομμουνιστές για να
καταλήξουν να εργάζονται με βάση κάποιο γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, και οι οποίοι είναι
πολύ πιθανό να μην μετριούνταν στις στατιστικές των Ελλήνων εργατών. Μια τέτοια περίπτωση
ομήρου που μεταφέρθηκε στις 25/5/44 στο Neuengamme είναι αυτή του Ηλία Κουσνίδη, ο οποίος
περιγράφει με μελανά χρώματα την περιπέτειά του (ο ίδιος καταγράφει το όνομα του στρατοπέδου
ως «Νόικαμ» κοντά στο Αμβούργο). Εκτός του ίδιου του Neuengamme ο Κουσνίδης εργάστηκε και
σε γερμανικές βιομηχανίες όπλων σε κάποια από τα παραρτήματα του στρατοπέδου, βλ. Κουσνίδης,
Ηλίας: «Το μαρτύριο ενός ομήρου στη χιτλερική Γερμανία», περιοδικό Τεχνική, τόμος δεύτερος, αρ.
34-35, Σεπτέμβριος 1945). Μια άλλη περίπτωση ήταν εκείνη του Χαράλαμπου Βιδάκη, που
συνελήφθη σε χωριό των Χανίων τον Φεβρουάριο του 1944 για να καταλήξει στο Μαουτχάουζεν και
σε ένα περιφερειακό στρατόπεδό του (Μέλκ), όπου εργαζόταν σε εργοστάσιο πυρομαχικών.

465
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Χαϊδαρίου που αποστέλλονταν σε στρατόπεδα της Αυστρίας, οι οποίοι έφευγαν μαζί με


εθελοντές στις αποστολές που ανακοινώνονταν στις εφημερίδες, ειδικά το 1944.804
Σύμφωνα πάντως με κάποια γερμανικά στοιχεία, το πρώτο έτος των αποστολών
(1942), είχαν μεταφερθεί 11.977 εργάτες (το 20% των οποίων γυναίκες),805 ενώ ανάμεσα
στον Ιανουάριο και τον Αύγουστο του 1944 αναφερόταν ότι στάλθηκαν στο Ράιχ από την
Ελλάδα 7.013 άτομα για εργασία, από τα οποία 1.743 γυναίκες. Εκτός των παραπάνω,
ακόμα 2.662 πολιτικά επιστρατευμένοι (για καταναγκαστική εργασία) μεταφέρθηκαν στο
Ράιχ, συνολικά δηλαδή 9.675.806 Ο συνολικός αριθμός των περίπου 15.000 Ελλήνων
εργατών που αναφέρει το έγγραφο ως εργαζόμενους στο Ράιχ «κατά τη διάρκεια της
κατοχής» είναι προφανώς ελλιπής και μάλλον πρέπει να αφορά τον αριθμό όσων
εργάζονταν στο τέλος της κατοχής στη Γερμανία, είτε εκείνο όσων είχαν μεταφερθεί την
περίοδο 1943-44 ή ίσως τον ανώτατο αριθμό των Ελλήνων εργαζομένων που βρέθηκαν
ταυτόχρονα στο Ράιχ. Εξάλλου ο ίδιος αριθμός αναφέρεται σε έγγραφο που παρουσιάστηκε
στη δίκη της Νυρεμβέργης ως αριθμός Ελλήνων εργαζομένων στο «παλιό Ράιχ» (τον
Ιανουάριο του 1945 (βλ. πίνακα).807

Απελευθερώθηκε πεινασμένος και ταλαιπωρημένος από ένα άλλο στρατόπεδο (Έμπενζε) και
κατάφερε να επιστρέψει τον Ιούλιο. Βλ. Μανουσάκης, Γιώργης: «Στα γερμανικά στρατόπεδα (μια
ο ος
μαρτυρία)», περιοδικό Νέα Εστία, έτος 78 , τόμος 155 , τεύχος 1766, Απρίλιος 2004, σσ. 557-565.
804
Τέτοια ήταν η περίπτωση Π. Νικόπουλου που είδαμε προηγουμένως, ο οποίος έφυγε με το τρένο
της 12-13ης Ιουλίου 1944 (που περιέχεται στον πίνακα 5.3) για την Αυστρία (Νικόπουλος,
Παναγιώτης: «Ημερολόγιο Αιχμαλωσίας»…, σσ. 149-159). Μόνη διαφορά που προκύπτει από το
ημερολόγιο σε σχέση με τις εφημερίδες είναι πως αν και στις τελευταίες είχε ανακοινωθεί η άφιξη
του τρένου στον προορισμό του στις 19 του μήνα, οι επιβάτες φαίνεται να το εγκατέλειψαν στις 22,
όταν έφτασε στο Eisenertz.
805
BA-MA, RW 29/105, Der Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier Athen, Br. Nr. 645/42 geh, 30/11/1942.
806
BA-MA, RW 40/116b, “Grundsätzliches über die Militärverwaltung Südost u.a. Griechenland (1943-
1945)“, σελ. 123.
807
Συνήθως ο όρος «παλιό Ράιχ» εννοεί τα σύνορα προ του 1938, στα οποία δεν περιλαμβάνεται
ασφαλώς η Αυστρία. Οι συνολικοί αριθμοί όσων εργάστηκαν στο ευρύτερο Ράιχ ήταν βεβαίως
μεγαλύτεροι. Μαζί με όσους πέθαναν ή κατάφεραν να διαφύγουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
συνολικά ενδεχομένως να εργάστηκαν στο Ράιχ ανάμεσα στα 10 και τα 15 εκατομμύρια ξένων κάθε
κατηγορίας. Spoerer, Mark & Fleischhacker, Jochen: “Forced Laborers in Nazi Germany: Categories,
Numbers, and Survivors”, σελ. 171, στο: Journal of Interdisciplinary History, Vol. 33 No. 2 (Autumn,
2002), σσ. 169-204. Αξίζει τέλος να σημειωθεί πως το μεγαλύτερο ποσοστό όσων καταγράφονται ως

466
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αριθμός κατά προσέγγιση των ξένων που εργάζονταν για την γερμανική πολεμική
προσπάθεια στα παλιά σύνορα του Ράιχ (Ιανουάριος 1945)
Εθνικότητα Εργάτες Αιχμάλωτοι "Πολιτικοί" Σύνολο
Ρώσοι 1.900.000 600.000 11.000 2.511.000
Γάλλοι 764.000 750.000 1.514.000
Πολωνοί 851.000 60.000 911.000
Ιταλοί 227.000 400.000 627.000
Ολλανδοί 274.000 2.300 *277.000
Βέλγοι 183.000 63.000 8.900 **254.000
Γιουγκοσλάβοι 230.000 230.000
Τσεχοσλοβάκοι 140.000 140.000
Από χώρες
Βαλτικής 130.000 130.000
Έλληνες 15.000 15.000
Λουξεμβουργιανοί 14.000 1.000 15.000
Ούγγροι 10.000 10.000
Ρουμάνοι 5.000 5.000
Βούλγαροι 2.000 2.000
Άλλοι 50.000 50.000
Σύνολα 4.795.000 1.873.000 23.200 ***6.691.000
Πίνακας 5.5: Office of United States Chief of Counsel For Prosecution of Axis Criminality: Nazi
Conspiracy and Aggression, Volume V, United States Government Printing Office, Washington DC,
1946, σελ. 257, Document 2520 PS: “Approximate Number of Foreigners put to Work for the
German War Effort in the Old Reich (Status January 1945)”. Σύμφωνα με το πρωτότυπο: Περίπου
2.000.000 εργάτες και 245.000 αιχμάλωτοι χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή πυρομαχικών και
όπλων σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου του Speer. Ο υψηλότερος αριθμός που
απασχολούνταν στην εν λόγω παραγωγή παρατηρήθηκε τον Ιούνιο του 1944 (400.000), η μείωση
μέχρι τον Δεκέμβριο του 1944 έχει να κάνει εν μέρει με την αλλαγή του status κάποιων από
αιχμάλωτους σε εργάτες. Ο αριθμός των 2.070.000 Ρώσων που βρέθηκαν στην Αμερικανική,
Βρετανική και Γαλλική ζώνη αυξήθηκε κατά 430.000 ως εκτίμηση για όσους βρέθηκαν στις
περιοχές της Γερμανία που ήταν υπό τον έλεγχο του Ερυθρού Στρατού.
* Το άθροισμα των προηγούμενων στηλών είναι 276.300
** Το άθροισμα των προηγούμενων στηλών είναι 254.900
*** Το άθροισμα των αριθμών του πίνακα είναι 6.691.200

Ελληνική πηγή («επί τη βάσει επισήμων εγγράφων») ανέφερε μεταπολεμικά την


αναχώριση 13.010 εργατών, μόνο όμως από τη νότια Ελλάδα,808 τα δε (πιθανότατα ελλιπή)
επίσημα στοιχεία των ελληνικών υπηρεσιών έκαναν δε λόγο για 13.063 εργάτες από τη
νότια Ελλάδα (5.086 το 1942, 1.817 το επόμενο έτος και 5.440 το 1944), στα οποία θα

«εργάτες» δεν ήταν εθελοντές, αλλά καταναγκαστικά εργαζόμενοι που είχαν μεταφερθεί με τη βία
από τις περιοχές τους κατά τις επιχειρήσεις εύρεσης εργατών του Sauckel.
808
Πάνος Σπάλας: «Οι Έλληνες εργάται, η πολιτική επιστράτευσις, τα απαίσια ‘μπλόκα’», εφημερίδα
Έθνος, 20/3/1945.

467
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

έπρεπε να προστεθούν και περίπου 6.500 εργάτες από Βόλο και Θεσσαλονίκη.809 Άλλη
μεταπολεμική πηγή (που αναφέρει επίσης ότι οι Έλληνες εργάτες δούλευαν επί 12ωρο με
ποικίλες αμοιβές), υπολόγιζε τους Έλληνες σε Αυστρία και Γερμανία σε περίπου 35.000 με
40.000 το 1945.810 Βρετανικές τέλος πηγές εκτιμούσαν τον αριθμό των Ελλήνων εργατών
που βρίσκονταν στη Γερμανία και σε άλλες κατεχόμενες χώρες κατά τα μέσα του 1944 σε
περίπου 16.000, ενώ είχαν υποκλέψει και γερμανικό έγγραφο που έκανε λόγο για περίπου
20.000 (στοιχεία λίγων μηνών πριν).811
Οι διαφορές στους αριθμούς οφείλονται σε διάφορες αιτίες, από την εθνικότητα
όσων έφευγαν από την Ελλάδα (όπως είδαμε οι ξένοι ήταν αρκετές εκατοντάδες), μέχρι την
ύπαρξη Ελλήνων εργατών που μεταφέρθηκαν από άλλες χώρες ή βρίσκονταν ήδη στο Ράιχ
πριν την κατοχή, την ενδεχόμενη διπλή καταμέτρηση της αναχώρησης κάποιων αδειούχων
κλπ. Σε γενικές γραμμές, οι διάφορες σύγχρονες εκτιμήσεις (με βάση στοιχεία της εποχής)
κυμαίνονται από περίπου 20.000, μέχρι 34.500, περίπου το 10% των οποίων (αν και για το
ακριβές ποσοστό υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα) ήταν καταναγκαστικά εργαζόμενοι που
μεταφέρθηκαν το 1944, κυρίως ως αποτέλεσμα κάποιων από τις επιχειρήσεις τύπου
Κοκκινιάς. Το συνολικό ποσοστό των Ελλήνων εργαζομένων στη Γερμανία, ήταν πάντως
μικρότερο εκείνου άλλων χωρών, πλησιάζοντας το 1% της εργατικής δύναμης της
Ελλάδας.812

809
Στοιχεία με βάση έγγραφο του υπουργείου εργασίας (αρ. πρωτ. 3389, 15/3/1945), όπως αυτό
ο
αναδημοσιεύτηκε στο άρθρο του Π. Σπάλα (4 μέρος σειράς άρθρων για την εργασία επί κατοχής):
«οι Έλληνες εργαζόμενοι στη θύελλα της Κατοχής», εφημερίδα Έθνος, 25/5/1950. Σύμφωνα με τα
στοιχεία αυτά, από τους αναχωρήσαντες από τη νότια Ελλάδα το 1942 οι 779 ήταν γυναίκες και οι
449 (περίπου το 7,7%) αλλοδαποί, ενώ το 1943 οι 445 ήταν γυναίκες και μόλις 84 αλλοδαποί (4,6%).
810
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1945: Φ17Υ4, Διασυμμαχική Επιτροπή, Υποεπιτρ. Εκτοπισθέντων προσώπων,
Ελληνική Αντιπροσωπεία, Αρ. πρωτ. ΙΙδ/879, «Γενικαί πληροφορίαι περί των εξ Αυστρίας Ελλήνων
εργατών», προς: τον κ. Στρατιωτικόν Σύμβουλον παρά τη ΕΑΣΕΙ. Ανέφερε μάλιστα ότι κατά κάποιες
πληροφορίες, ο αριθμός αυτός είναι μόνο για Αυστρία. Ωστόσο στον αριθμό αυτόν περιλαμβάνονταν
και όσοι βρίσκονταν στη Γερμανία για σπουδές, επιχειρήσεις, ή ήταν εκτεθειμένοι δοσίλογοι που
κατέφυγαν εκεί κατά τη γερμανική υποχώρηση.
811
TNA, WO 204/8851, Combined Economic Warfare Agencies A.F.H.W., “Weekly notes of economic
intelligence relating to enemy occupied territory in the Mediterranean Theatre”, Issues No. 27,
2/9/1944, 21, 17/7/1944 και No. 13, 13/5/1944. Ο αριθμός των 20.000 προερχόταν από γερμανικό
έγγραφο με ημερομηνία 20 Απριλίου 1944 (ο.π. Issue No. 17, 18/6/1944).
812
Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ, στο: «Όψεις της ελληνικής οικονομίας στη διάρκεια της κατοχής…», σσ.
152-156, αναφέρει πως με βάση τις γερμανικές στρατιωτικές εκθέσεις αναχώρησαν 22.794 εργάτες

468
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

6. Μια πρώτη απόπειρα αποτίμησης των κερδών

6.1 Οι διακυμάνσεις των καθαρών κερδών


Η εξαιρετικά ανώμαλη περίοδος της κατοχής χαρακτηρίστηκε από ταχύτατη και μεγάλης
έκτασης αναδιανομή εισοδήματος, η οποία μάλιστα όπως είδαμε σχολιαζόταν ήδη από την
αρχή της περιόδου. Η εντύπωση την ανάδυσης μιας ομάδας (συχνά αναφερόμενης ως
«τάξης») νεόπλουτων ήταν διάχυτη. Όπως έγραφε εύγλωττα στο ημερολόγιό του ο
Ασημάκης Πανσέληνος πριν ακόμα συμπληρωθεί ο πρώτος χρόνος της κατοχής, «ο πόλεμος
ανεβάζει κάποιους ανθρώπους κι άλλους ανεβασμένους του ρίχνει».813 Αυτοί που
«ανέβαιναν» ήταν εκείνοι που στο ημερολόγιο του Χρηστίδη αναφέρονται ως οι «λίγοι που
θησαυρίζουν με εικονικά λεφτά», εκείνοι «που κάνουν προμήθειες ή εργολαβίες για
λογαριασμό των στρατών κατοχής κι εκείνοι που καταγίνονται με το λαθρεμπόριο των
τροφίμων. Αυτοί αποτελούν μια τάξη που διαμορφώνεται τώρα και αναφαίνεται στην
επιφάνεια. Στα κέντρα, στα εστιατόρια, βλέπει κανένας όλο καινούργια μούτρα». Όπως
σχολίαζε ο συνέταιρος του κοσμικού εστιατόριου «Αβέρωφ», «[…] δεν υπάρχει κανένας
από τους παλιούς πελάτες!»814
Από την πρώτη λοιπόν εκείνη περίοδο είχαν ξεχωρίσει τρεις μεγάλες κατηγορίες
«ανεβασμένων»: οι μαυραγορίτες, οι προμηθευτές και εργολάβοι των αρχών κατοχής και –
τουλάχιστον για ένα διάστημα – όσοι μπορούσαν να εισάγουν φθηνά εμπορεύματα από το

από την Ελλάδα, ενώ με βάση τον Τύπο ο αριθμός είναι 34.500. Όπως είδαμε, οι ελληνικές αρχές
ανέφεραν μεταπολεμικά σχεδόν 20.000, αλλά σε αυτούς δεν περιέχονταν όσοι (όχι πάντως πολλοί)
έφυγαν από την Κρήτη. Σύμφωνα με την πολύτομη επίσημη γερμανική στρατιωτική ιστορία
(Kroener, Bernhard R., Müller, Rolf-Dieter and Umbreit, Hans (eds): Germany and the Second World
War, Vol. 5 Organization and Mobilization of the German Sphere of Power. Part II: War
Administration, Economy, and Manpower Resources, 1942-1944/5, Oxford University Press, 2003,
σελ. 233), ως το καλοκαίρι του 1944 είχαν μεταφερθεί στο Ράιχ περίπου 30.000 εργάτες από την
Ελλάδα, και ακόμα 1.000 φυλακισμένοι και «ύποπτοι ως συμμορίτες».
813
Πανσέληνος, Ασημάκης: Φύλλα ημερολογίου, (1941-1943), εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1993, σελ.
134 (εγγραφή 5/2/1942).
814
Χρηστίδης, Χρ.: Χρόνια Κατοχής, 1941-1944. Μαρτυρίες Ημερολογίου, [χ.ε.], Αθήνα, 1971, σελ.
139, (καταγραφή 10 Οκτωβρίου 1941). Παρόμοιες ήταν και οι εντυπώσεις του Θεοτοκά, που μιλούσε
για τους «καινούργιους πλούσιους της μαύρης αγοράς», που μπορούσαν να ήταν προπολεμικά
απλοί κλητήρες ή σοφέρηδες και που έβγαιναν «γυρεύοντας δύο πράγματα στην αγορά: ένα πιάνο
και ένα δάκαλο γαλλικής για τα παιδιά του». Θεοτοκάς, Γιώργος: Τετράδια Ημερολογίου, 1939-1953,
τέταρτη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2005 [1987], 6 Ιανουαρίου 1943, σσ. 376-379.

469
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εξωτερικό και να τα πουλούν στη συνέχεια σε τιμές ελεύθερης αγοράς, εκμεταλλευόμενοι


την τεράστια διαφορά που προέκυπτε λόγω της σταθερής ισοτιμίας.815
Ωστόσο η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα ρευστή, και τόσο οι κατηγορίες των
κερδισμένων, όσο και τα ποσά που κέρδιζαν είχαν σημαντικές διακυμάνσεις. Η μαύρη
αγορά για παράδειγμα – και γενικότερα το εσωτερικό εμπόριο τροφίμων – ξεκίνησε με
αρκετούς σχετικά μικρούς «παίκτες», αλλά σταδιακά συγκεντρωνόταν ολοένα και
περισσότερο στα χέρια όσων είχαν καλύτερες προσβάσεις στον μηχανισμό του κατοχικού
κράτους και στις αρχές κατοχής. Έτσι, οι μικρέμποροι συνέρρεαν όπως είδαμε περισσότερο
σε περιφερειακές συνοικίες, οι οποίες φαίνεται πως επλήγησαν περισσότερο, όταν στα
τέλη του 1942 οι τιμές κατέρρευσαν λόγω των μέτρων και κυρίως λόγω των εξελίξεων στα
πολεμικά μέτωπα. Τότε, όπως έγραφε μια εφημερίδα της εποχής, «στους υπέρ-μαύρους
συνοικισμούς του Ασυρμάτου και του Πολυγώνου» ο πανικός ήταν «μεγαλύτερος ακόμη»
και «οι αγοραστές που άλλοτε έφταναν εκεί φορτωμένοι χιλιάρικα, ξεκινώντας από την
άλλη άκρη της Αθήνας» έτειναν να χαθούν.816 Την ίδια περίοδο άλλοι, όπως οι
Καρδασιλάρηδες που συναντήσαμε παραπάνω, είχαν εξασφαλίσει τοπικά μονοπώλια
αγροτικής παραγωγής και όταν η μαύρη αγορά ανέκαμψε βρέθηκαν σε καλύτερη θέση,
ελέγχοντας ένα ιδιαίτερα μεγάλο μερίδιο της αγοράς.
Κατά το πρώτο διάστημα της κατοχής, αξιόλογα κέρδη έβγαλαν και οι αγρότες ή
τουλάχιστον όσοι από αυτούς εμπλέκονταν άμεσα ή έμμεσα στη μαύρη αγορά και πολλοί
κατάφεραν να απαλλαγούν και από τα δάνεια της Αγροτικής Τράπεζας. Σε κάποιες σχετικά

815
Η τελευταία αυτή κατηγορία ήταν λιγότερο διακριτή, αφού τα κέρδη συχνά προέκυπταν από
πωλήσεις των εισαγόμενων ειδών στη μαύρη αγορά ή προμήθειες στους κατακτητές. Επιπλέον, σε
αντίθεση με τις άλλες δύο μεγάλες κατηγορίες, το κέρδος των εισαγωγέων εξαρτιόταν πολύ
περισσότερο από τον πληθωρισμό και σημείωσε την κορύφωσή του σε μια σύντομη περίοδο
περίπου ενός 3μήνου ή 4μήνου το 1942 (χωρίς αυτό να σημαίνει πως τα κέρδη την υπόλοιπη
περίοδο δεν ήταν σημαντικά). Έτσι δεν αποτυπώνεται πάντα στις εντυπώσεις της περιόδου ως
χωριστή κατηγορία, παρά τα μεγάλα κέρδη που τα μέλη της αποκόμισαν. Εκτός των 3 αυτών
κατηγοριών, υπήρχαν και άλλες μικρότερες και πιο τοπικά εντοπισμένες, όπως εκείνη όσων
κατάφεραν να λάβουν εβραϊκές περιουσίες κυρίως στη Θεσσαλονίκη.
816
Εφημερίδα Ακρόπολις, «Ενώ κατρακυλούν οι τιμές: η πανωλεθρία της ‘Μαύρης’», 28/11/1942. Το
άρθρο μοιάζει να γράφηκε από φιλοκυβερνητική σκοπιά (ή ενδεχομένως και από κυβερνητικά χέρια)
για να ολοκληρώσει τη νίκη της «νόμιμης» αγοράς στην προσπάθεια εξάλειψης της «παράνομης».
Παρά όμως μια δόση υπερβολής σε κάποια σημεία, η περιγραφή της κρίσης της μαύρης αγοράς δεν
απέχει πολύ από την πραγματικότητα, αφού οι σχετικές πληροφορίες επαναλαμβάνονται και σε
άλλες, ουδέτερες (ή αντίπαλες) πηγές.

470
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κοντινές στην Αθηνά περιοχές, οι αγρότες «απέκτησαν όλοι πράγματα που ποτέ δεν είχαν
ονειρευτεί να τα αγοράσουν: ραπτομηχανές, ρολόγια ασημένια, πιάτα, πολυθρόνες, κλπ.»
τα οποία έφερναν οι μαυραγορίτες από την πρωτεύουσα και αντάλλασαν με λάδι. Η
εντύπωση που δημιουργούνταν στους επισκέπτες ήταν πως οι κάτοικοι των περιοχών
αυτών «χωρίς να θέλουν να το ομολογήσουν, θα προτιμούσαν να εξακολουθήσει κανένα
χρόνο αυτή η κατάσταση. Ως τώρα πλήρωσαν όλα τα χρέη τους και έζησαν λαμπρά. Μια
νέα χρονιά θανατηφόρα για την πρωτεύουσα θα τους κάνει πρωτευουσιάνους. Όλοι
θέλουν ν’ αγοράσουν σπίτια και αν αυτό είναι δύσκολο, τουλάχιστον οικόπεδα στην
Αθήνα.»817 Οι περιγραφές φανερώνουν την ενίσχυση της αντιπαλότητας αστών και χωρικών
(και κυρίως τον φόβο των πρώτων για «εισβολή» των δεύτερων στον χώρο τους), και
υποκρύπτουν την εμφάνιση αυτού που ονομάζουμε σήμερα κοινωνικό αυτοματισμό, την
αντιπαλότητα (συχνά ενισχυόμενη από τον λογοκρινόμενο τύπο) μεταξύ διάφορων
κοινωνικών ομάδων σχετικά με την ευθύνη για την πείνα και τις τεράστιες οικονομικές
δυσκολίες της περιόδου, που αποσπούσε την προσοχή από τις ευθύνες των κατοχικών
αρχών.818 Ωστόσο η περιγραφή του σχετικού πλουτισμού κάποιων αγροτών κατά την πρώτη
περίοδο της κατοχής είναι σίγουρα κοντά στην πραγματικότητα.819

817
Βυζάντιος, Περικλής: Η Ζωή ενός Ζωγράφου, Αυτοβιογραφικές Σημειώσεις. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1994,
σσ. 249-250 (καταγραφή 27 Μαΐου 1942). Η παρατήρηση αφορά την περιοχή των Δελφών όπου
βρισκόταν εκείνες τις μέρες ο Βυζάντιος.
818
Το φαινόμενο πάντως μάλλον δεν ήταν τόσο υποκινούμενο, αφού η προσπάθεια της κυβέρνησης
συνεργασίας και των κατοχικών αρχών για «βασιλεία μέσω της διαίρεσης» ήταν σχετικά
περιορισμένη, ενώ όταν η προπαγάνδα εντάθηκε πραγματικά από το 1943 και μετά, η προσπάθεια
διαίρεσης έλαβε κυρίως πολιτικό χαρακτήρα, στρεφόμενη κατά του «ξενοκίνητου μπολσεβικισμού»,
και παρουσιάζοντας την κατοχική κυβέρνηση ως «εγγυητή» της σταθερότητας και της ιδιωτικής
περιουσίας απέναντι στην «κόκκινη απειλή».
819
Αν και όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στον σχετικό πλουτισμό των παραγωγών αγροτικών
προϊόντων το 1941-42, φαίνεται πως ένα μέρος των κερδών χάθηκαν λόγω της απειρίας των
αγροτών στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Όπως αναφέρει έκθεση για την οικονομική
κατάσταση της χώρας (ΓΑΚ, Αρχείο Τσουδερού, Αποστολή Γ΄ φάκελος Δ΄, «Έκθεσις επί της
Οικονομικής εν γένει καταστάσεως της Ελλάδος μέχρι της 31 Οκτωβρίου 1943. Υπό Κωνσταντίνου Δ.
Βερναρδή, Διευθυντού Α΄ Τάξεως της Γεν. Δ/σεως Δημ. Λογιστικού. Εν Καΐρω, τη 8 Δ/βρίου 1943»):
«επωφελούμενοι των μεγάλων τιμών οι γεωργοί κατόρθωσαν να αποθησαυρίσωσι μεγάλας
ποσότητας χαρτονομισμάτων άτινα κατά το πρώτον έτος της κατοχής εκράτουν κρυμμένα εις τα
σεντούκια των. Όταν όμως βραδύτερον αντελήφθησαν, ότι τα φυλασσόμενα χαρτονομίσματα
εξηνεμίζεντο ημέρα την ημέρα λόγω της πτώσεως της αξίας της δραχμής, έσπευσαν αφ’ ενός να
απαλλαγώσι των κατεχομένων παρ’ αυτών χαρτονομισμάτων δια της αποπληρωμής των παντός

471
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Βεβαίως οι αγρότες αυτοί – κυρίως όσοι βρίσκονταν σχετικά κοντά στα μεγάλα
αστικά κέντρα, ή στα συγκοινωνιακά δίκτυα που επέτρεπαν την έλευση πεινασμένων
αστών (όπως αυτούς που είδαμε παραπάνω) και εμπόρων, δεν αποτελούσαν παρά μέρος
του συνόλου της επαγγελματικής αυτής κατηγορίας. Εξάλλου, ειδικά στην αρχή της
κατοχής, δεν είχαν όλοι τους την ικανότητα να εκμεταλλευτούν την κατάσταση ή να
κατανοήσουν το πρόβλημα που θα αντιπροσώπευε ο πληθωρισμός για τα κέρδη τους, και
φαίνεται πως δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κράτησαν σημαντικά ποσά σε δραχμές το 1941, με
συνέπεια την απώλεια μεγάλου μέρους της αξίας τους. Αν όμως δεν έφταναν αρκετοί
αγοραστές με κάποια εμπορεύματα για ανταλλαγή στις περιοχές τους θα ήταν αρκετά
δύσκολο για πολλούς απ’ αυτούς να εκμεταλλευτούν την κατάσταση, αφού σπάνια
διέθεταν μεταφορικά μέσα για να προωθήσουν οι ίδιοι την παραγωγή τους στα αστικά
κέντρα. Έτσι φαίνεται πως κάποιοι τουλάχιστον προτιμούσαν τα σίγουρα και εύκολα
χρήματα που τους προσέφεραν οι αρχές κατοχής, οι οποίες πλήρωναν καλύτερα από το
κατοχικό κράτος και μετέφεραν με δικά τους μέσα την παραγωγή.820
Αργότερα όμως, όταν η ξένη βοήθεια αυξήθηκε σημαντικά και ξεκίνησαν οι
επιχειρήσεις κατά της αντίστασης, ο αγροτικός αυτός πληθυσμός επλήγη σημαντικά. Ένα

είδους χρεών των ιδία προς την Αγροτικήν Τράπεζαν, της αγοράς κτημάτων ως και της επενδύσεως
τούτων εις οιουδήποτε είδους αξίας, αφ’ ετέρου δε να ζητώσι προς πώλησιν των προϊόντων των
ανάλογα είδη ως είχον ανάγκην, αρνούμενοι πλέον να πωλήσωσι προϊόντα επί καταβολή δραχμών».
Πάντως, «γενική είναι η εντύπωσις ότι ο αγροτικός πληθυσμός της χώρας παρ’ όλην την έλλειψιν
αροτριώντων ζώων, γεωργικών μηχανημάτων και εργαλείων, χημικών λιπασμάτων και φαρμάκων,
κατώρθωσεν όχι μόνον να ζήση ανετώτερον του αστικού πληθυσμού της χώρας κατά την μαύρην
αυτήν περίοδον της κατοχής, αλλ’ επωφηλήθη της πτώσεως της αξίας της δραχμής δια να εξοφλήσει
τα χρέη του και να κάμει και σημαντική αποταμίευσιν.» Κατά τον συντάκτη η γεωργία ήταν ο μόνος
κλάδος της οικονομίας που είχε πραγματικά ικανοποιητική απόδοση επί κατοχής. Αυτή η βελτίωση
της οικονομικής κατάστασης των συνήθως φτωχών αγροτών σπάνια σήμαινε στην πραγματικότητα
ατομικά κέρδη συγκρίσιμα με εκείνα των μεγαλεμπόρων ή των βιομηχάνων.
820
«Στην ελευθέρα αγορά οι Γερμανοί πληρώνουν οποιαδήποτε τιμή. Ο χωρικός που έχει 100 οκάδες
ντομάτα προτιμά να την πουλήσει όλη μαζί σ’ ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο παρά να την κουβαλήσει
στη ράχη ως την αγορά. Όσο για την γενναιοδωρία του Γερμανού είπαμε ότι οι χαλκομανίες του δεν
του κοστίζουν παρά τα έξοδα του χαρτιού και της μελάνης.» Αρκετές από τις ντομάτες αυτές (ή άλλα
παρεμφερή είδη) κατέληγαν στα κονσερβοποιία του Ναυπλίου, του Βόλου, του Πειραιά ή της
Θεσσαλονίκης και μέρος τους έφευγε στη συνέχεια για μονάδες του εξωτερικού. Δούνιας, Μίνως:
‘Έπειτα από 120 χρόνια ελεύθερης ζωής είμεθα πάλι σκλάβοι’, το ημερολόγιο Κατοχής του Μίνου
Δούνια, (Φιλολογική επιμέλεια – παρουσίαση Κυρ. Ντελόπουλος), Εστία, Αθήνα, 1987, σσ. 53-54 (29
Ιουνίου 1941).

472
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μέρος του, ειδικά το πλέον απομακρυσμένο, συνάντούσε αυξανόμενες δυσκολίες στην


πώληση των προϊόντων του στις αστικές αγορές στις προηγούμενες υψηλές τιμές, αφού οι
μαυραγορίτες που έρχονταν στις περιοχές εκείνες μειώθηκαν σημαντικά, ενώ αντίθετα η
οργάνωση αντάρτικων σωμάτων δημιουργούσε ένα πλήθος νέων στομάτων που έπρεπε να
τραφούν, συχνά μέσω υποχρεωτικής φορολογίας. Οι αγγλικές λίρες αντιστάθμισαν μέρος
της απώλειας, αλλά οι καταστροφές που προκάλεσαν τάγματα ασφαλείας και Γερμανοί
ήταν επίσης σημαντικές. Έτσι, από το 1943 και μετά θα δυσκολευτεί πια κανείς να βρει
περιγραφές που να τονίζουν τον πλουτισμό της αγροτικής επαρχίας σε σχέση με την πόλη.
Αντίθετα, προς το τέλος της κατοχής, ο πληθυσμός των πόλεων – και ειδικά της Αθήνας –
αυξάνεται, αφού ολοένα και περισσότεροι μεταβαίνουν εκεί όπου υπάρχει εξασφαλισμένη
ξένη βοήθεια και οι κίνδυνοι των πολεμικών επιχειρήσεων μοιάζουν μικρότεροι.821
Τα πραγματικά κέρδη αγροτών και μαυραγοριτών δεν είναι εύκολο να
εντοπιστούν, αφού οι δραστηριότητές τους ήταν από τη φύση τους δύσκολο να
καταγραφούν από τις επίσημες αρχές και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα. Ευκολότερη
αντίθετα είναι η προσπάθεια υπολογισμού των κερδών των εισαγωγέων, αφού ήδη από
την περίοδο της κατοχής (ειδικά μετά τα τέλη 1942) καταγράφονταν οι τιμές εισαγωγής σε
σχέση με εκείνες της πώλησης των ειδών στην ελεύθερη αγορά. Τα κέρδη αυτά μπορούσε
να είναι εξαιρετικά μεγάλα, ειδικά το 1942. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στο οποίο
αναφέρεται ο Neubacher αφορά έναν εισαγωγέα που αγόρασε ένα μηχάνημα από τη
Γερμανία με 60.000 δρχ (επίσημη ισοτιμία 1.000 Μάρκων) για να το πουλήσει στη Βέρμαχτ
στην Ελλάδα αντί 25 εκατομμυρίων Δραχμών! Οι αριθμοί που αναφέρει ο Neubacher στην
κατάθεσή του στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης είναι ακόμα μεγαλύτεροι. Εκεί αναφέρει
ότι όταν έφτασε στην Αθήνα, εταιρείες και έμποροι (ανάμεσά τους και Γερμανοί που

821
Σύμφωνα με τον τραπεζίτη (της ΑΤΕ) Βασματζίδη, ο πληθυσμός της Αθήνας το 1944 είχε φτάσει το
1,7 εκατομμύρια. TNA, WO 204/8900, “Memorandum” του Hill για την έκθεση Βασματζίδη,
31/5/1944. Ακόμα και ο αριθμός αυτός δεν είναι ακριβείς είναι μάλλον βέβαιο ότι υπήρχε σημαντική
αύξηση το 1944. Παρά την αύξηση του πληθυσμού και τις συγκρούσεις του καλοκαιριού 1944 η
επισιτιστική κατάσταση στην Αθήνα στα τέλη καλοκαιριού είχε βελτιωθεί τόσο σε σχέση με το 1941-
42, που Βρετανοί παρατηρητές θεωρούσαν τους Αθηναίους καλοντυμένους και καλοταϊσμένους,
ενδεχομένως περισσότερο και από τους ίδιους τους Βρετανούς. Palerait, Michael: The Four Ends of
the Greek Hyperinflation of 1941-1946, Museum Tusculanum Press, University of Copenhagen, 2000,
σελ. 103. Ενδεχομένως η εντύπωση αυτή να επηρεάζεται από την ενθουσιώδη υποδοχή των πρώτων
συμμαχικών στρατευμάτων (υπήρξαν προσφορές τροφίμων, τσιγάρων κλπ στους στρατιώτες από
απλούς πολίτες). Ωστόσο το βέβαιο είναι πως οι Αθηναίοι του 1944 δεν πέθαιναν πια μαζικά από την
πείνα.

473
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα) μπορούσαν να εισάγουν προϊόντα από τη Γερμανία με


τη σταθερή ισοτιμία 1 Μάρκο/60 Δραχμές και να τα μεταπουλήσουν στο εσωτερικό σε
τιμές μαύρης αγοράς με ισοτιμία 1/30.000 (με άλλα λόγια κέρδος 50.000%!)822
Το πιθανότερο είναι ότι όταν ο Neubacher έγραφε γι’ αυτό το παράδειγμα
εισαγωγέα δεν είχε στο μυαλό του κάποια συγκεκριμένη περίπτωση και είναι αμφίβολο αν
πρόλαβαν πολλοί να έχουν τέτοια ποσοστά κέρδους, αφού η ισοτιμία αυτή φαίνεται να
αντιστοιχούσε (με βάση την επίσημη ισοτιμία RM/χρυσής λίρας) μόνο για ελάχιστες μέρες
στο δεύτερο μισό του Οκτωβρίου, τις τελευταίες δηλαδή ημέρες πριν την λειτουργία της
DEGRIGES και την πτώση της τιμής της λίρας. Έτσι μόνο όσοι είχαν παραγγείλει προϊόντα
στους 1-2 προηγούμενους μήνες και πρόλαβαν να τα πουλήσουν μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου
ίσως κατάφεραν να βγάζουν κέρδος που πλησίαζε πράγματι το 50.000%. Ακόμα όμως και οι
εκείνοι που εισήγαγαν αγαθά το εξάμηνο που προηγήθηκε 1942 μπορούσαν να κερδίσουν
πάνω από 4.000%-5.000% της αρχικής επένδυσης (κόστους της εισαγωγής). Τα κέρδη αυτά
περιορίστηκαν σημαντικά με την λειτουργία των DEGRIGES και SACIG, αλλά η εισαγωγή
συνέχισε να είναι μια ιδιαίτερα προσοδοφόρος ενασχόληση και στο υπόλοιπο της κατοχής.
Μεταπολεμικά, οι περισσότεροι από τους εμπόρους αυτούς κατατάγησαν στην
κατηγορία των «πλουτησάντων επί κατοχής» και τους καταλογίστηκε ο σχετικός φόρος για
τα κέρδη τους, έστω και αν αυτός δεν φαίνεται να πληρώθηκε παρά σε σχετικά μικρό
ποσοστό. Οι υποθέσεις που έφτασαν στα ποινικά δικαστήρια πήραν απευθείας
απαλλακτικό βούλευμα, αφού η εισαγωγή «δεν αποτελούσε οικονομική συνεργασία» και ο
εισαγωγέας «ου μόνον δεν εζημίωσε τον Ελληνικόν λαόν, αλλά τουναντίον ωφέλησε τούτον
διά της εισαγωγής οικονομικών αγαθών, εξυπηρετούντων τας ανάγκας του.» Έτσι η
φορολογία που αντιστοιχούσε στα διαπιστωμένα κέρδη του κρίθηκε αρκετή. Πολλές φορές
μάλιστα ακόμα και αν μέρος ή το σύνολο των εισαγόμενων αγαθών προορίζονταν για
προμήθεια των γερμανικών δυνάμεων, αυτή θεωρούνταν πως ήταν υποχρεωτική και ως εκ
τούτου ο εισαγωγέας απαλλασσόταν κάθε ποινικής ευθύνης.823

822
Neubacher, Hermann : Sonderauftrag Südost, 1940-1945. Bericht eines fliegenden Diplomanten,
Musterschmidt-Verlag, Göttingen, 1957, σελ. 80 και Μανουσάκης, Βασίλης: «Η κατοχή στην Ελλάδα
μέσα από τη δίκη της Νυρεμβέργης. Η γερμανική οπτική», στο συλλογικό: Η δίκη της Νυρεμβέργης,
σειρά μεγάλες δίκες αρ. 8, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 2011, σσ. 128-129 (Πρακτικά, τόμος
η
11, ημέρα 108 , 15/4/1946).
823
Στο υλικό του Ειδικού Δικαστηρίου Αθηνών υπάρχει πλήθος τέτοιων περιπτώσεων, οι
περισσότερες από τις οποίες εμφανίζονται στα βουλεύματα με ακριβώς την ίδια πρόταση του
επιτρόπου (στην οποία άλλαζε μόνο το ποσό και το όνομα), η οποία γινόταν δεκτή από το
Συμβούλιο. Βλ. εντελώς ενδεικτικά την περίπτωση του Π.Κ. που εισήγαγε μέσω DEGRIGES προϊόντα

474
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Περισσότερο από τους εισαγωγείς τα μέτρα Neubacher και κυρίως η στάση


πληρωμών έπληξε τους εργολάβους και προμηθευτές των δυνάμεων κατοχής. Η κατηγορία
αυτή ήταν επίσης από εκείνες που είχαν αποκομίσει σημαντικά κέρδη μέχρι τα τέλη του
1942, ενώ αρκετά από τα μέλη της θα συνέχιζαν να αποκομίζουν κέρδη και στη συνέχεια.
Την συγκεκριμένη όμως εκείνη περίοδο φαίνεται ότι δυσκολεύτηκαν, και έχοντας
προσβάσεις στις αρχές κατοχής ή και στην κατοχική κυβέρνηση στράφηκαν προς τους
στρατιωτικούς ή πολιτικούς «προστάτες» τους για να ζητήσουν την επίλυση των
προβλημάτων που τους δημιουργούσε η απόφαση Neubacher. Χαρακτηριστική είναι η
περιγραφή του Φιλάρετου σε μία τρισέλιδη επιστολή του προς τον Θ. Πάγκαλο κατά την
περίοδο της στάσης πληρωμών (12 Δεκεμβρίου 1942):
Άλλο αηδές θέαμα είναι οι περίφημοι έλληνες προμηθευταί των στρατευμάτων
κατοχής και οι έλληνες εργολάβοι στρατιωτικών έργων, οι οποίοι αφού
απεκόμισαν δεκάδας πολλάς δισεκατομμυρίων δι’ ασυδότων και ανεξελέγκτων
επί 18μηνο συμβάσεων, τώρα περιφέρονται παραπονούμενοι ότι τους
καθυστερούνται οι τελευταίοι λογαριασμοί των από της αφίξεως των δύο
οικονομολόγων [εννοεί τους ειδικούς πληρεξουσίους Neubacher και D’
Agostino] και ζητούν την επικουρίαν είτε του περιβάλλοντος του κ. Γκοτζαμάνη
είτε αυτών τούτων των ξένων στρατιωτικών υπηρεσιών επιμελητείας και
μηχανικού διά να εκβιάσουν την πληρωμήν των καθυστερούμενων. Ταύτα εν ω
χρόνω δεν επλήρωσαν μέχρις ώρας (οι πλείστοι τουλάχιστον εκ των
προμηθευτών και εργολάβων) ούτε τακτικούς ούτε έκτακτους φόρους επί των
πελώριων εξόφθαλμων κερδών των. Το Κράτος τούς εσεβάσθη ως τώρα ως
πρόσωπα ιερά και τους άφηκε ν’ αγοράζουν χρυσόν με τα πελώρια κέρδη των
ωθούντες τας τιμάς του βίου εις τα ύψη, επί τη προφάσει ότι αι στρατιωτικαί
υπηρεσίαι ανέβαλαν να ανακοινώσουν εις το Υπουργείον Οικονομικών τας μετά
των προμηθευτών και εργολάβων συμβάσεις των, πραγματικώς όμως οι κύριοι
αυτοί έμειναν ως τώρα ασύδοτοι έναντι του φόρου διότι είχαν φροντίσει να
έχουν ισχυρούς προστάτας και μεταξύ των στρατιωτικών και εις το περιβάλλον
του Υπουργού των Οικονομικών.
Και συνεχίζει λίγο παρακάτω στην ίδια επιστολή:
Δεν είναι υπερβολή να υπολογισθή ότι επί του συνόλου έργων και προμηθειών
των στρατευμάτων κατοχής άτινα εστοίχισαν εις το Δημόσιον περί τα 100

αξίας 338.453 RM, από τα οποία προμήθευσε στους Γερμανούς είδη αξίας 748.000 δραχμών (ΓΑΚ,
Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος 1/1946, αρ. 120).

475
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δισεκατομμύρια δρχ. εντός 18 μηνών, τα 20 δισεκ. δρχ. ηδύναντο να έχουν


συνψηφισθή [sic] εις φόρους και διέφυγαν και εχάθησαν και άλλα 20 δισεκ. αν
μη πλείονα διεσπάσθησαν εις ανεξελέγκτους υπερβολικάς τιμάς και κλοπάς τας
οποίας ένας έλεγχος έστω και μικτός γερμανο-ιταλο-Ελληνικός ηδύνατο να
προλάβη.824

Εκτός όσων συναλλάσσονταν απευθείας με τις αρχές κατοχής, πρόβλημα φαίνεται


μάλιστα πως αντιμετώπισαν και εργολάβοι που είχαν αναλάβει έργα των κατακτητών μέσω
της ΕΠΑΚ. Όταν η κρατική Επιτροπή Ελέγχου Αρχών Κατοχής (ΕΠΑΚ) Ηρακλείου έμεινε χωρίς
χρήματα να πληρώσει τους εργολάβους, αυτοί κατέφυγαν στους Γερμανούς ώστε αυτοί με
τη σειρά τους να πιέσουν το κατοχικό κράτος για να πληρωθούν τα περίπου 100
εκατομμύρια δρχ. που τους όφειλε η ΕΠΑΚ. Με βάση το ύφος της γερμανικής εντολής («να
δώσετε αμέσως εντολή στο Δημόσιο Ταμείο να χρηματοδοτήσει την Υπηρεσία Ελέγχου») οι
συγκεκριμένοι τουλάχιστον εργολάβοι και προμηθευτές πρέπει να κατάφεραν να
πληρωθούν σύντομα.825
Η επιδιωκόμενη μεσολάβηση φαίνεται πως σύντομα είχε αποτέλεσμα και σε ό, τι
αφορά τουλάχιστον τους μεγάλους προμηθευτές της Αττικής. Στις διαπραγματεύσεις με τις
στρατιωτικές αρχές δίνονταν από νωρίς διαβεβαιώσεις πως θα βρίσκονταν σύντομα τα
χρήματα για τους προμηθευτές και ειδικά για εκείνους που κρίνονταν ως πιο σημαντικοί, οι
οποίοι θα εξοφλούνταν σε 15 με 20 μέρες. Σε συζήτηση (Νοέμβριος 1942) μέλους της
ΑΕΓΟΕ με τον επιθεωρητή Φόρστερ της Luftgau, οι Γερμανοί δήλωναν ικανοποιημένοι από
την «δράσιν της ημετέρας Εταιρείας κατά την διάμεσον χρηματοδότησιν των παραγγελιών
του Στρατού Κατοχής», και ζητούσαν την απρόσκοπτη συνέχεια πληρωμών. Σύμφωνα με
την απάντηση της εταιρείας, η διακοπή πληρωμών από το Γερμανικό Κεντρικό Ταμείο
προξενούσε καθυστερήσεις, που όμως δεν ήταν αρκετές για να σταματήσουν τις
επείγουσες πληρωμές. Αν και τα χρήματα από τα έξοδα κατοχής καθυστερούσαν, η
Τράπεζα Αθηνών (μέσω της οποίας γίνονταν οι πληρωμές των προμηθευτών του
μηχανισμού της ΑΕΓΟΕ) έδωσε τελικά πίστωση 250 εκατομμυρίων δρχ. για το σκοπό αυτόν,

824
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ102, επιστολή 12/12/1942. Κύριος στόχος του Δ. Φιλάρετου στην επιστολή είναι
να καταδείξει τα λάθη και γενικά την αποτυχημένη οικονομική πολιτική της κατοχικής κυβέρνησης
και ειδικότερα του Γκοτζαμάνη.
825
ΙΑΚ-ΑΓΚ, Φ. 4α΄. Φάκελος Γερμανικών εγγράφων 1942, δεσμίς 3γ, Kreiskommandatur Iraklion,
“Geldbestände der Kontrollkommission”, 1/12/42. Τα 30 από τα 100 εκατομμύρια ήταν χρέος προς
την εταιρεία Λιαντονάκη και Τουπογιάννη, για καύσιμη ύλη.

476
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

από τα οποία τα 80-100 προορίζονταν για τους «κυριοτέρους και τακτικοτέρους πελάτας»
κ. Κρίκο & Λαδόπουλο, Βρυέννιο, Γέλδνερ, Σπαρβέρη (βλ. πίνακα 4.22).826
Συνολικά οι εργολάβοι και προμηθευτές αντιμετώπισαν πολύ μικρά προβλήματα
για το πρώτο 1,5 έτος της κατοχής, και σε γενικές γραμμές μάλλον περιορισμένα για το
διάστημα μετά τη στάση πληρωμών του φθινοπώρου 1942. Παρά τις κατά καιρούς νέες
μικρές στάσεις πληρωμών (διάρκειας λίγων ημερών), οι απώλειες εισοδήματος δεν ήταν
αρκετές για να απομακρύνουν το ενδιαφέρον επιχειρηματιών που συνέχιζαν να στρέφονται
στα έργα και στις προμήθειες των δυνάμεων κατοχής μέχρι και τους τελευταίους
κατοχικούς μήνες. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις ιδρύονταν και νέες επιχειρήσεις για τον
σκοπό αυτόν.827 Υπήρχαν ασφαλώς και εξαιρέσεις. Κάποιες επιχειρήσεις χωρίς μεγάλο
ανταγωνισμό, με μειωμένη χρησιμότητα και για τους κατακτητές, ή που ελέγχονταν πλήρως
απ’ αυτούς, κάποιες φορές υπέστησαν μεγαλύτερες απώλειες, όπως εξάλλου συνέβη και με
επιχειρήσεις που είχαν αναλάβει ιταλικά έργα, τα οποία δεν είχαν ολοκληρωθεί κατά την
ιταλική κατάρρευση, και έτσι (σε όσες τουλάχιστον περιπτώσεις δεν ανέλαβαν να
συνεχίσουν τα έργα οι Γερμανοί) οι κατασκευαστές ή προμηθευτές έμειναν με ένα
σημαντικό χρέος που καθυστερούσε να πληρωθεί.828

826
ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ2Φ26, “Note pour la Banque d’Athènes”, «Προεξοφλήσεις βάση επιβεβαιωμένων
τιμολογίων Γερμανικού Στρατού» και «Διαπραγματεύσεις εις το Λουφτγκάου [Luftgau] περί
χρηματοδοτήσεως των παραγγελιών του στρατού κατοχής».
827
Στο δεύτερο μέρος θα συναντήσουμε κάποιες από τις επιχειρήσεις αυτές που δημιουργήθηκαν
για να συμμετέχουν σε κατασκευαστικά έργα και ναυπηγικά ή επισκευαστικά προγράμματα των
Γερμανών στην Ελλάδα.
828
Μια περίπτωση εργολάβου που δεν πληρώθηκε το σύνολο των ποσών που δικαιούταν
(τουλάχιστον σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία), ήταν εκείνη του Αντωνίου Βορδώνη, ο οποίος είχε
αναλάβει μέσω της ΕΠΑΚ την κατασκευή ιταλικών στρατώνων στη Νέα Φιλαδέλφεια. Σύμφωνα με τα
στοιχεία αυτά (τα σχετικά έγγραφα βρίσκονται στο προσωπικό αρχείο του συγγραφέα του
παρόντος), ο εργολάβος δαπάνησε για το έργο 116.986.068 δραχμές, έπρεπε να πληρωθεί
144.846.172 δραχμές αλλά έλαβε τελικά 126.614.389 δραχμές, σε περίπου 150 τακτικές πληρωμές
(συνήθως 2-4 ημέρες μετά από κάθε βεβαίωση εξόδων) ανάμεσα στον Οκτώβριο του 1941 και τον
Απρίλιο του 1943. Σύμφωνα με την μετατροπή των ποσών σε χρυσές λίρες που έκαναν οι ίδιες οι
ελληνικές αρχές, ο εργολάβος έπρεπε να έχει κέρδος από τις πληρωμές λίγο παραπάνω από 20%,
αλλά τελικά αντί για 2.596,6 πληρώθηκε 2.291,1, ποσό που αντιστοιχούσε σε κέρδος μόλις 6%. Το
χρέος προήλθε από την εγκατάλειψη των ημιτελών εγκαταστάσεων από τους Ιταλούς και την
διακοπή των έργων που συνοδεύτηκαν και από κάποιες απώλειες υλικών. Ωστόσο δεν είναι βέβαιο
ότι το αναφερόμενο κόστος του έργου ήταν πραγματικό, αφού παρά τη διαβεβαίωση των αρμόδιων
αρχών (ΕΠΑΚ) για την καλή κατασκευή του έργου υπάρχουν ενδείξεις για υπερβολική αύξηση του

477
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σε γενικές όμως γραμμές, και με την μερική μόνο εξαίρεση της μεγάλης στάσης
πληρωμών του 1942, οι απώλειες ήταν αρκετά μικρές και τα κέρδη σημαντικά. Εξάλλου, ο
μεγαλύτερος κίνδυνος που οι καθυστερήσεις πληρωμών αντιπροσώπευαν αφορούσε στην
απώλεια αγοραστικής αξίας των καθυστερούμενων ποσών λόγω πληθωρισμού, περίπτωση
όμως που δεν αφορά την μεγάλη στάση πληρωμών, αφού ακριβώς εκείνη η περίοδος είναι
η μοναδική της κατοχής που παρατηρήθηκε σημαντικής έκτασης αποπληθωρισμός.829 Οι
καθυστερήσεις των άλλων περιόδων ήταν περισσότερο επιζήμιες, αλλά αφενός ήταν πολύ
συντομότερες και αφετέρου φαίνεται πως αρκετοί προμηθευτές και εργολάβοι κατάφερναν
να ανεβάζουν αρκετά τις τιμές ώστε να προστατεύονται ως ένα βαθμό από τις αρνητικές
επιπτώσεις των αποφάσεων αυτών. Μοναδικές αξιόλογες πιθανές εξαιρέσεις (σε ό, τι
αφορά πάντα τους σχετικά μεγάλους προμηθευτές) είναι κάποια χρέη που άφησαν οι
Ιταλοί το 1943 και οι Γερμανοί κατά την υποχώρησή τους. Ωστόσο, η μη τακτική επίκληση
κάποιων τέτοιων χρεών στα μεταπολεμικά δικαστήρια από τους κατηγορούμενους, παρά
την τακτική προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι δεν έβγαιναν σημαντικά κερδισμένοι από
τα έργα και τις προμήθειες αυτές, υποδηλώνει πως τα χρέη αυτά δεν πρέπει να ήταν πολύ
μεγάλα, σε σύγκριση τουλάχιστον με τα μεγάλα έσοδα της προηγούμενης περιόδου.

κόστους. Το «πρωτόκολον παραλαβής των υπό του εργολάβου Βορδώνη εκτελεσθεισών εργασιών
Κατασκευής Στρατώνων Ν. Φιλαδελφείας εν Αθήναις εις γήπεδον καταληφθέν υπό των Ιταλών»
(Υπουργείον Οικονομικών, Επιτροπή Παραλαβής τεχνικών έργων, 8/12/1943 στο Π.Αρχ.) βεβαίωνε
μεν μεταξύ άλλων «ότι η επιτευχθείσα υπό του εργολάβου απόδοσις των εργατοτεχνιτών δεν
υπερέβη ειμή ελάχιστον το εν τρίτον της προπολεμικής», που θεωρούνταν ικανοποιητική σε σχέση
με το 1/5 που παρουσίαζαν άλλα έργα, αλλά η μείωση αυτή της παραγωγικότητας πιθανότατα
έκρυβε εσκεμμένη καθυστέρηση για παράταση των πληρωμών (είτε από τον εργολάβο είτε από τους
ίδιους τους εργάτες). Επιπλέον επιστολή ενός «παραλήπτη» πρώτων υλών προς τον Βορδώνη
(20/5/1942), κατηγορούσε την επιχείρηση που προμήθευε με πρώτες ύλες το έργο (ασβέστη κλπ) για
απάτες. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι ο ίδιος ο εργολάβος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν φούσκωνε
(παράνομα ή εικονικά) τα έξοδά του και δεν έβγαλε σημαντικό κέρδος, φαίνεται ότι άλλοι
κατάφεραν να βγάλουν κάποια αξιόλογα παράνομα κέρδη από το έργο αυτό.
829
Ενδεικτικά, η τιμή της χρυσής λίρας (κατά Δαράβαλη: Η Χρυσή Λίρα από Απριλίου 1940 μέχρι και
Σήμερον. Όλαι αι διακυμάνσεις της Τιμής της εις την Επίσημον και Ελευθέραν Αγοράν, [χ.ε.], Αθήνα,
1946), που είχε φτάσει στις 615.000 δραχμές το πρώτο πενθήμερο του Νοεμβρίου 1942 (κατ’ άλλες
πηγές, όπως το ημερολόγιο Χρηστίδη, η τιμή αυτή φαίνεται να ίσχυε περίπου 10 ημέρες νωρίτερα),
ενώ μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου είχε πέσει περίπου στις 130.000. Την τιμή του τέλους Οκτωβρίου –
αρχών Νοεμβρίου 1942 δεν θα την ξανάβλεπαν οι Αθηναίοι (οι τιμές ήταν λίγο διαφορετικές για
κάθε περιοχή της Ελλάδας), παρά τις τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου 1943, περίπου δηλαδή 11
μήνες αργότερα. Έκτοτε όμως η άνοδος της τιμής της λίρας ήταν πολύ ταχύτερη.

478
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πόσες όμως ήταν οι πιθανές απώλειες για το υπόλοιπο διάστημα της κατοχής; Αν
και δεν διαθέτουμε πλήρη στοιχεία, κάποιες ενδείξεις μπορούμε να δούμε από τα τραπεζικά
αρχεία για την περίοδο 1943-44. Χρήσιμο για τον σκοπό αυτόν είναι ένα ζήτημα που είχε
προκύψει στις αρχές του 1943 (και επιλύθηκε το φθινόπωρο) και το οποίο αφορούσε τη
φορολογία όσων προμηθειών και εργολαβιών του 1943-44 ήταν αξίας μεγαλύτερης του
1.000.000 δραχμών.830 Πιο συγκεκριμένα το ζήτημα αφορούσε κυρίως το αν οι επιχειρήσεις
που έκαναν προμήθειες και έργα των αρχών κατοχής θα υποχρεώνονταν όπως και οι
υπόλοιπες να εξασφαλίζουν πρώτα βεβαίωση του οικονομικού εφόρου ότι δεν χρωστούν
τον τρίμηνο έκτακτο φόρο προκειμένου να εκταμιευτεί το ποσό από την Τράπεζα της
Ελλάδος (κατ’ εντολή του Γερμανικού Κεντρικού Ταμείου Στρατού). Τελικά αποφασίστηκε να
εξαιρεθούν από την υποχρέωση οι Ανώνυμες Εταιρείες αλλά στον σχετικό φάκελο (που
στάλθηκε μεταπολεμικά στον Ειδικό Επίτροπο Δοσιλόγων για την πιθανή τιμωρία όσων
είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές) βρίσκει κανείς τα σχετικά έγγραφα των επιχειρήσεων
που διενεργούσαν προμήθειες και έργα των δυνάμεων κατοχής την περίοδο αυτή και
πληρώνονταν μέσω της Εθνικής Τράπεζας (γερμανικά πιστωτικά φύλλα, βεβαιώσεις κλπ).831
Τα στοιχεία αυτά δεν αφορούν βεβαίως παρά μέρος μόνο των σχετικών επιχειρήσεων, αφού
πολλές πληρωμές γίνονταν από άλλες τράπεζες ή με άλλα μέσα (χρυσά νομίσματα κλπ), ή
ήταν κάτω του 1.000.000 δραχμών. Επιπλέον φαίνεται πως στον φάκελο – παρά την μεγάλη
έκτασή του (περιέχει άνω των 1.100 εγγράφων) – υπάρχουν αρκετές ελλείψεις, αφού δεν
είναι βέβαιο ότι περιέχονται όλες οι Ανώνυμες Εταιρείες που απηλλάγησαν από την
υποχρέωση προσκόμισης της βεβαίωσης, ενώ σε πολλές από τις περιπτώσεις δεν υπάρχουν
τα πλήρη έγγραφα ώστε να προκύπτει τόσο η ημερομηνία της εντολής πληρωμής των αρχών
κατοχής, όσο και εκείνη της τελικής απόδοσης των χρημάτων.832

830
Η φορολογία αφορούσε το Ν.Δ. 1587, «Περί διαρρυθμίσεως των περί προμηθειών και
εργολαβιών ισχυουσών φορολογιών και εγκαιροτέρας εισπράξεως του φόρου», ΦΕΚ 198Α/5-8-1942.
Με τον νόμο αυτόν οι φόροι εκτάκτων κερδών θα καταβάλλονταν ανά τρίμηνο.
831
Βλ. τη σχετική αλληλογραφία στο: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ66Φ3857. Μετά από μια αρχική περίοδο
αβεβαιότητας στάλθηκε έγγραφο της ΤτΕ (109315/16-9-1943) που ανέφερε πως πρέπει και οι
επιχειρήσεις αυτές να λαμβάνουν βεβαίωση του εφόρου για την εκπλήρωση των φορολογικών τους
υποχρεώσεων, αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα (βλ. έγγραφο δικαστικού, 8/11/1943) αποφασίστηκε
κατόπιν συνεννόησης με τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου, ότι οι Ανώνυμες Εταιρείες θα
εξαιρούνταν από την υποχρέωση αυτή, αλλά τα υπόλοιπα νομικά πρόσωπα θα συνέχιζαν να
χρειάζονται τη βεβαίωση του εφόρου.
832
Τα ποσά αυτά αποτελούν σχετικά μικρό δείγμα των δαπανών κατοχής. Με την εξαίρεση του
Απριλίου 1943 (ποσό ίσο με περίπου 3% των εξόδων κατοχής), τα ποσά αυτά κυμαίνονται κοντά στο

479
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ωστόσο από τα στοιχεία που διαθέτουμε και τα οποία παρουσιάζονται συνοπτικά


στον πίνακα που ακολουθεί, μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα ως προς
την καθυστέρηση της απόδοσης των χρημάτων που το μέτρο αυτό συνεπαγόταν, και την
απώλεια που η καθυστέρηση αυτή σήμαινε για τα έσοδά τους.

Ποσά σε λίρες κατά την Ποσά σε λίρες κατά την ημερομηνία


Μήνας
ημερομηνία εντολής απόδοσης των χρημάτων
Φεβ-43 0,00 0,00
Μαρ-43 259,26 220,33
Απρ-43 171,51 146,95
Μαϊ-43 13,71 10,85
Ιουν-43 86,37 59,94
Ιουλ-43 342,56 337,06
Αυγ-43 143,96 100,34
Σεπ-43 1.428,51 1.444,21
Οκτ-43 310,99 158,35
Νοε-43 186,50 123,96
Δεκ-43 330,06 296,57
Ιαν-44 399,86 372,71
Φεβ-44 682,28 593,71
Μαρ-44 258,21 190,81
Απρ-44 22,34 12,87
Μαϊ-44 17,99 9,52
Ιουν-44 90,51 79,31
Ιουλ-44 32,88 25,88
Αυγ-44 41,98 31,69
Σεπ-44 8,04 10,81
Σύνολα 4.827,53 4.225,86
Πίνακας 6.1: Καταθέσεις Γερμανικού Κεντρικού Ταμείου Στρατού (ΕΤΕ, 1943-44). Επεξεργασία
στοιχείων των εγγράφων του ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ66Φ3857.

Ως μέσο υπολογισμού της πραγματικής αξίας των ποσών θα χρησιμοποιηθεί η


χρυσή λίρα, αφού παρά τα προβλήματα που η μέθοδος αυτή δημιουργεί (η τιμή της χρυσής

0,5% των εξόδων κατοχής των Γερμανών. Ωστόσο, αν και το δείγμα δεν είναι πολύ μεγάλο, η χρονική
διασπορά του, ο αριθμός και το είδος των επιχειρήσεων που αφορά το καθιστά σχετικά
αντιπροσωπευτικό, τουλάχιστον για την Αθήνα. Όπως φαίνεται πάντως από τα γερμανικά στοιχεία,
αλλά και από αναφορές σε μεταπολεμικές δίκες υπήρχαν αρκετές περιπτώσεις πληρωμών εκτός του
μηχανισμού αυτού (και εκτός τραπεζών) είτε με λίρες και άλλα νομίσματα (ειδικά στο τέλος της
κατοχής) είτε με δραχμές, ενώ δεν αποκλείεται αν υπήρχαν και αρκετές περιπτώσεις όπου οι
πληρωμές έσπασαν σε μικρότερα ποσά ώστε να βρεθούν κάτω από το όριο του 1.000.000 δρχ. Τα
πορίσματα από το δείγμα ίσως πρέπει λοιπόν να θεωρηθούν ότι αποτελούν το ανώτερο όριο των
υπολογισμών για τις απώλειες εισοδήματος προμηθευτών και εργολάβων.

480
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

λίρας δεν είχε ακριβώς τις ίδιες διακυμάνσεις με εκείνες των τροφίμων, των δομικών υλών,
των ακινήτων ή άλλων ειδών), είναι η ευκολότερη, λόγω της ύπαρξης πλήρους (ή σχεδόν
πλήρους) σειράς της αξίας της κατά την περίοδο αυτή. Με βάση λοιπόν τα στοιχεία του
φακέλου η συνολική απώλεια λόγω πληθωρισμού πλησίαζε το 12,5% και η μέση
καθυστέρηση πλησίαζε τις 38 ημέρες. Ωστόσο τα νούμερα αυτά στην πράξη ήταν
μικρότερο, αφού οι 5 μεγαλύτερες καθυστερήσεις πληρωμών του πίνακα έχουν ως μέσο
όρο 175 ημέρες (και οι 3 μεγαλύτερες 238,3 ημέρες), με συνέπεια να επηρεάζουν αρνητικά
τον πραγματικό μέσο όρο. Επίσης φαίνεται πως τα πολύ μικρά ποσά καθυστερούσαν να
εκταμιευτούν περισσότερο από τον μέσο όρο (άγνωστο αν αίτια ήταν η σχετική αδιαφορία
των δικαιούχων ή το «ειδικό βάρος» των μεγάλων επιχειρήσεων που ίσως είχε ως πιθανό
αποτέλεσμα την ταχύτερη εξυπηρέτησή τους στις εφορίες). Η μέση καθυστέρηση με την
αφαίρεση των 5 μεγαλύτερων καθυστερήσεων και των πολύ μικρών ποσών πέφτει κάτω
από τις 13 ημέρες. Επιπλέον τα ποσά της ελληνικής θυγατρικής της Siemens (περίπου το
13% του συνόλου κατά την ημερομηνία εντολής πληρωμής) σημειώνουν για κάποιον λόγο
αυξημένη καθυστέρηση, ειδικά το φθινόπωρο του 1943, με αποτέλεσμα απώλειες που
φτάνουν το 27% (ή 20% αν υπολογίσουμε μόνο τα μεγάλα ποσά της Siemens). Ίσως
πρόκειται για κάποιας μορφής αντίσταση των εφόρων, ή για αδιαφορία των υπευθύνων
της ελληνικής θυγατρικής, ή ακόμα και για περιπλοκές που δημιούργησε η ιταλική
κατάρρευση σε κάποια συγκεκριμένα συμβόλαια, αλλά πάντως το αποτέλεσμα δεν είναι
ενδεικτικό του τι συνέβαινε στις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Αν λοιπόν αφαιρέσουμε τα μικρά
ποσά (κάτω των 10 λιρών) και τα ποσά της Siemens, η καθυστέρηση που προκύπτει για τα
ποσά των υπόλοιπων επιχειρήσεων που αποτελούν και τη μεγάλη πλειονότητα (αφορούν
περίπου το 80% του συνόλου σε λίρες) είναι σημαντικά μικρότερη, με απώλειες που
κυμαίνονται κατά μέσο όρο γύρο στο 8,5% των ποσών, ενώ αν αφαιρέσουμε μόνο τα ποσά
της Siemens οι απώλειες πλησιάζουν το 10,5%.
Οι απώλειες αυτές αφορούσαν την λιγότερο «γενναιόδωρη» περίοδο 1943-1944,
ενώ όπως είδαμε οι περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις (Α.Ε.) υπέστησαν μικρότερες
απώλειες αφού απαλλάσονταν αυτόματα από την υποχρέωση εξασφάλισης της βεβάωσης
του εφόρου (από την κύρια δηλαδή αιτία της καθυστέρησης). Ωστόσο αυτές οι 10 με 15
ημέρες καθυστέρησης που επέφεραν απώλειες 8% με 10% (το μεγαλύτερο μέρος των
οποίων ήταν κυρίως απόρροια της απογείωσης του πληθωρισμού μετά τα τέλη 1943),
μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δείκτης για αντίστοιχες απώλειες που θα προέκυπταν

481
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

από διάφορες καθυστερήσεις στην εκταμίευση των πληρωμών προμηθευτών και


εργολάβων επί κατοχής.833
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω θα μπορούσαμε να κάνουμε τη βάσιμη υπόθεση
πως οι απώλειες από καθυστερήσεις στις πληρωμές ήταν πολύ περιορισμένες μέχρι τα τέλη
του 1942 και σχετικά μικρές το 1943 (οι μεγάλες καθυστερήσεις της στάσης πληρωμών του
Neubacher εξισορροπήθηκαν από την προσωρινή άνοδο της αξίας της δραχμής στις αρχές
του 1943). Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις οι καθυστερημένες πληρωμές σήμαιναν πως τα
ποσά θα είχαν μεγαλύτερη αξία όταν τελικά τα λάμβανε ο δικαιούχος: Για να δώσουμε ένα
υποθετικό παράδειγμα, ένας προμηθευτής που θα ήταν να πληρωθεί 10.000.000 δραχμές
στις 20 Οκτωβρίου, θα μπορούσε με τα χρήματα αυτά να αγοράσει περίπου 25 χρυσές
λίρες, η δε αλματώδεις αύξηση του πληθωρισμού σήμαινε πως όποιο μέρος από το ποσό
αυτό δεν προοριζόταν για την κάλυψη άμεσων αναγκών ή πιθανών χρεών θα επενδυόταν
άμεσα με βάση τις τρέχουσες αυτές τιμές. Αν όμως ο υποθετικός αυτός προμηθευτής
πληρώθηκε τελικά γύρω στις 10 Φεβρουαρίου 1943, τότε με το ίδιο ποσό σε δραχμές
(10.000.000) θα αγόραζε περίπου τον τριπλάσιο αριθμό χρυσών λιρών (περίπου 77).834
Φαίνεται λοιπόν πως η μόνη περίοδος όπου οι απώλειες από τις καθυστερήσεις
πληρωμών μπορούσαν να είναι σχετικά υπολογίσιμες πρέπει να ήταν από τα τέλη του
1943, και κυρίως το 1944. Ακόμα και τότε όμως στις περισσότερες περιπτώσεις οι απώλειες
λόγω των καθυστερήσεων ήταν αρκετά μικρότερες από το επίσημο ποσοστό κερδών, ενώ
οι πληρωμές εκτός του επίσημου μηχανισμού συνήθως δεν είχαν τέτοια προβλήματα.
Μόνο στις περιπτώσεις της επίταξης αγαθών σε χαμηλές τιμές, ή όπου υπήρχαν
καθυστερήσεις αρκετά μεγάλες ώστε μαζί με τους φόρους (όταν αυτοί καταβάλλονταν) να
υπερβούν το ποσοστό κέρδους πρέπει οι προμηθευτές και εργολάβοι να είχαν κάποια

833
Οι απώλειες στο «ομαλότερο» δεύτερο εξάμηνο του 1943, όπου έχουμε και τα μεγαλύτερα ποσά
του δείγματος, βρίσκονταν (ακόμα και χωρίς την αφαίρεση των μεγάλων καθυστερήσεων) λίγο πάνω
από το 6%, ενώ στο σύνολο του 1943 βρίσκονταν λίγο πάνω από το 7,5% και το 1944 έπιαναν
διψήφιους αριθμούς, πλησιάζοντας το 15% για την περίοδο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 1944.
834
Σίγουρα περισσότερο επιζήμια για τους προμηθευτές απόφαση (αν και συνήθως πρόκειται για
μείωση των κερδών και όχι για πραγματική ζημιά) ήταν η ίδρυση της DEGRIGES. Ο συνδυασμός
κάποιων καθυστερημένων πληρωμών και της μείωσης των κερδών των εισαγωγών φαίνεται ότι
οδήγησε σε αρκετές διαφωνίες με τις αρχές ως προς τους διακανονισμούς των πληρωμών που
αντιστοιχούσαν στις εισαγωγές, ακόμα και σε καθυστερήσεις πληρωμών προς τους Γερμανούς
εξαγωγείς. Συνέπεια ήταν να βγει και επίσημη σχετική ανακοίνωση που περιείχε προειδοποιήσεις
για μέτρα εναντίον τους. Βλ. «Η υποχρέωσις των ελληνικών οίκων προς άμεσον πληρωμήν των
χρεών των εις Γερμανούς προμηθευτάς», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 13/4/1943.

482
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σημαντική απώλεια και αυτή υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπερτιμολογούσαν τα αγαθά
και τις υπηρεσίες τους.835
Όσον αφορά τα συνολικά κέρδη, η εφορία εκτιμούσε σε μία έκθεσή της προς την
ελληνική κυβέρνηση την επόμενη της απελευθέρωσης, πως ο κύκλος εργασιών εργολάβων
και προμηθευτών των αρχών κατοχής ανερχόταν συνολικά σε 43 τρισεκατομμύρια δραχμές,
ή (με βάση την περίοδο των εκάστοτε πληρωμών) περίπου 5.558.000 χρυσές λίρες. Τα
πραγματικά κέρδη από το ποσό αυτό δεν ήταν πάντα εύκολο να υπολογιστούν, αφού δεν
υπήρχαν στοιχεία για το σύνολό τους, όπως π.χ. για έργα της ΕΠΑΚ μετά την 1/4/1943.
Ωστόσο επισήμως το αποδεκτό ποσοστό κέρδους ανερχόταν μέχρι τα τέλη Απριλίου 1942
στο 20% του κόστους, την περίοδο Μαΐου – Δεκεμβρίου 1942 στο 23% και έκτοτε 23% για
τα ημερομίσθια και 10% για τα υλικά (στην πράξη όμως τα πραγματικά ποσοστά ήταν
συχνά μεγαλύτερα). Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΠΑΚ Αθηνών, στα έργα της υπηρεσίας
εργάστηκαν 750 εργολάβοι (3.500 εγγραφές), οι οποίοι πληρώθηκαν 142.800.000.000
δραχμές μέχρι τον Μάιο του 1944, και 1.170 προμηθευτές (5.400 εγγραφές) που έλαβαν
μέχρι και τον Μάρτιο του 1944 συνολικά 10.061.000.000 δραχμές. Ακόμα 170 προμηθευτές
και εργολάβοι (1.266.000.000 δραχμές) εμφανίζονταν στα στοιχεία της ΕΠΑΚ Πειραιά. Σε ό,
τι αφορά τα έργα που έγιναν απευθείας από τις αρχές κατοχής, η εφορία είχε στοιχεία για
πληρωμές σε 2.000 προμηθευτές και εργολάβους ποσού ύψους 7.521.391.000.000
δραχμών μέχρι τα τέλη Ιουνίου 1944 για τα γερμανικά έργα και 58.492.000.000 για τα
ιταλικά. Για τις βιομηχανίες ήταν δύσκολο να συγκεντρωθούν ακριβή στοιχεία, αφού οι
αρμόδιες ελληνικές αρχές δεν μπορούσαν πάντα να τις επιβλέπουν (ειδικά στις
περιπτώσεις επίταξης), ωστόσο η έκθεση ανέφερε πως «δι’ αποδεσμεύσεως μεγάλων
ποσοτήτων υπέρ των επιχειρήσεων απ’ ευθείας ή διαφόρων προσώπων εις α όμως
υπεκρύπτοντο αι επιχειρήσεις εκ των δεσμευθέντων αρχικών αποθεμάτων των, διά της
επεξεργασίας μεγάλων ποσοτήτων πρώτων υλών υπέρ των στρατευμάτων κατοχής, διά της

835
Στη διατριβή συναντήσαμε (και θα δούμε και στη συνέχεια) περιπτώσεις υπερτιμολογήσεων
ειδών, πλαστών βεβαιώσεων για ανύπαρκτους εργάτες κλπ, παράλληλης διοχέτευσης ειδών στη
μαύρη αγορά, ή απόκρυψης κερδών από την εφορία, που αύξαναν τα καθαρά κέρδη. Φαίνεται
μάλιστα ότι τα φαινόμενα αυτά ήταν πολύ συχνότερα από ό, τι στην προπολεμική περίοδο, αν και –
σύμφωνα τουλάχιστον με σχετικό άρθρο του 1941 – οι Α.Ε. είχαν από την αρχή αρκετά περιθώρια
για φοροδιαφυγή (έλλειψη ορισμένου τύπου ισολογισμού, ανεπαρκείς έλεγχοι κλπ). Σε μία
αναφερόμενη (αλλά μη ακριβώς κατονομαζόμενη) περίπτωση ένας υπάλληλος βιομηχανικής
εταιρείας είχε αποκαλύψει ότι τον καιρό του πολέμου (δηλαδή ακριβώς πριν την κατοχή) εισέπραξε
2.540.000 εκ μέρους της εταιρείας χωρίς να φανούν σε κανένα επίσημο βιβλίο (η εταιρεία κρατούσε
και κρυφά βιβλία). Βλ. «Οι καρχαρίαι των ανωνύμων εταιριών», εφημερίδα Ακρόπολις, 21/8/1941.

483
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αναμίξεως των αρχών κατοχής εις τας εργασίας των, της υπό τούτων επιβλέψεως των
εργασιών των εξ ης προήλθε σοβαρά κρατικής επιβλέψεως δυσχέρεια και δι’ άλλων
καταλλήλων συνδυασμών επραγματοποίησαν σοβαρότατα κέρδη δι’ ων κατ’ αρχήν
εξώφλησαν τα μεγάλα χρέη των, η εξόφλησις των οποίων προφανώς αποτελεί σταθεράν.»
Αν και, όπως είδαμε, η μείωση της δραστηριότητας ήταν μάλλον μικρότερη για τις
βιοτεχνίες και τις μικρές βιομηχανίες, τελικά φαίνεται πως μέχρι το τέλος της κατοχής οι
μεγάλες βιομηχανίες συνέχιζαν να διαθέτουν αρκετό κεφάλαιο, και παραγωγικές
ικανότητες, ώστε – σύμφωνα πάντα με την έκθεση – «να εκτοπίσουν τας εμφανισθείσας
επιχειρήσεις της περιστάσεως ως μη διαθέτουσας πλήρεις εγκαταστάσεις και μέσα
οικονομικά επαρκή και ούτως αι μεγάλαι αυταί επιχειρήσεις συνεκέντρωσαν ολόκληρον της
περιόδου ταύτης την τεραστίαν εργασίαν.» Παρά (ή ίσως ακριβώς λόγω) της μεγάλης
πτώσης της σχετικής δραστηριότητας, μεγάλα κέρδη φαίνεται να υπήρξαν και από το
ιχθυέμποριο, τον καπνό, τα δέρματα, τις κλωστές τα έλαια και άλλους κλάδους που
εργάστηκαν σε σημαντικό ποσοστό για τις αρχές κατοχής.836
Φαίνεται όμως πως εργολάβοι και βιομήχανοι που απασχολούσαν αρκετούς
εργάτες δεν είχαν την ίδια κερδοφορία σε όλο το διάστημα της κατοχής. Τα περισσότερα
έργα, και οι παραγγελίες που τα συνόδευαν, ήρθαν από το 1942 και μετά, ειδικά μάλιστα
με τη μετατροπή του ελληνικού χώρου σε αμυντικό προπύργιο της νοτιοανατολικής
Ευρώπης από τις αρχές του 1943, που είχε ως συνέπεια την επείγουσα έναρξη του
προγράμματος οχύρωσης των ελληνικών ακτών. Από την άλλη όμως πλευρά οι πραγματικοί
μισθοί, που ήταν εξαιρετικά χαμηλοί από τα τέλη του 1941 και κυρίως το 1942, αυξήθηκαν
αρκετά το επόμενο έτος, περιορίζοντας ως ένα βαθμό τα καθαρά κέρδη, τουλάχιστον για τις
βιομηχανίες. Με άλλα λόγια, όπως στο εμπόριο, έτσι και στη βιομηχανία αλλά και τις
κατασκευές τα περιθώρια της καθαρής κερδοφορίας είχαν κορυφωθεί το 1942, αλλά ο
όγκος των κερδών ήταν μεγαλύτερος το 1943, ενδεχομένως ακόμα και στις αρχές του 1944.

6.2 Η αποθησαύριση: χρυσός, έργα τέχνης και ακίνητα


Πολλοί από τους νεόπλουτους (και συχνά νέους στην ηλικία) τυχοδιώκτες της κατοχής,
έχοντας συναίσθηση των μεγάλων κινδύνων και του ευμετάβλητου της περιόδου,
προτίμησαν να ξοδέψουν μεγάλο μέρος των κερδών τους στην καλοπέραση. Ένας από
αυτούς, ο εραστής για ένα διάστημα της Μελίνας Μερκούρη «Αλέξης», ήταν – σύμφωνα με

836
ΓΑΚ, Αρχείο Τσουδερού, αποστολή Γ΄, φάκελος 7, Κεντρική Οικον. Εφορία Ελέγχου, «Περί των
συγκεντρωθέντων στοιχείων και του εν γένει έργου της εφορίας» 13/10/1944. Το ποσό αυτό
αντιστοιχούσε περίπου στα 2/3 των λογαριασμών εξόδων κατοχής, όπως τα είδαμε παραπάνω.

484
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

την ίδια – «εικοσιέξι χρονών κι έλεγε πως θα σκοτωνόταν πριν απ’ το τέλος του πολέμου. Η
ζωή έπρεπε λοιπόν να είναι διασκέδαση.» Ο «Αλέξης» «μισούσε τους Γερμανούς γιατί ήταν
δυνατοί. Περιφρονούσε τους Έλληνες γιατί ήταν αδύνατοι. Έλυσε το ζήτημα του ίδιου του
του αντρισμού του εκμεταλλευόμενος και τους δυο. Οι Έλληνες που είχαν ιδανικά
γελοιοποιήθηκαν. Οι Γερμανοί που είχαν τα όπλα και τα τανκς νικιόνταν με την εξυπνάδα.
Το να τους ξεπεράσεις σε εξυπνάδα σήμαινε να τους πάρεις χρήματα. Το να κάνεις να
σωπάσει η φωνή της συνείδησης σήμαινε να πετάξεις τα χρήματα.»837 Παρόμοια στάση
σχετικά με την καλοπέραση στον επικίνδυνο καιρό της κατοχής φαίνεται πως είχαν αρκετοί
άλλοι από όσους έβγαζαν αρκετά χρήματα. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη η ύπαρξη
αρκετών κέντρων διασκέδασης, καζίνο, μπαρ και ακριβών εστιατορίων στην κατεχόμενη
Ελλάδα, μεγάλο μέρος των πελατών των οποίων ήταν ακριβώς οι νεόπλουτοι της κατοχής.
Όμως δεν ήταν όλοι όσοι έβγαζαν χρήματα την περίοδο εκείνη τυχοδιώκτες που
σπαταλούσαν τα κέρδη τους σε εφήμερες διασκεδάσεις. Εξάλλου σε κάποιες περιπτώσεις
τα κέρδη αυτά ήταν τόσο πολλά που δύσκολα θα μπορούσε να τα εξαντλήσει κανείς
διασκεδάζοντας πριν του τα φάει ο πληθωρισμός. Έτσι τα περισσότερα κατοχικά κέρδη,
μικρά ή μεγάλα έπρεπε να επενδυθούν γρήγορα, προκειμένου οι κάτοχοί τους να τα
περισώσουν από τον πληθωρισμό που κατέτρωγε την αξία της δραχμής.
Η ζήτηση της λίρας ή των διάφορων άλλων ειδών που χρησιμοποιούνταν ως
επενδυτικά καταφύγια, είχε αρκετά σκαμπανεβάσματα, ανάλογα με την πορεία
παραγόντων όπως τα έξοδα κατοχής, η μαύρη αγορά, η πορεία του πολέμου και οι
ελλείψεις τροφίμων ή άλλων ειδών με μεγάλη ζήτηση. Ειδικά οι χρυσές λίρες και τα άλλα
χρυσά νομίσματα έγιναν το φετίχ των νεόπλουτων (ή όσων «παλαιόπλουτων» διατηρούσαν
ακόμα ή κατάφερναν να αυξήσουν τα πλούτη τους).838 Όπως για παράδειγμα φαίνεται στο

837
Μελίνα Μερκούρη: Γεννήθηκα Ελληνίδα, Ζάρβανος, Αθήνα, 1995 [1971], σελ. 79. Ο Ζάχος
Χατζηφωτίου ανέφερε στην εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου» (Μελίνα. Ο γάμος με τον κτηματία
Χαροκόπο και ο ολέθριος έρωτας με τον μαυραγορίτη, http://www.mixanitouxronou.gr/melina-o-
gamos-me-ton-ktimatia-charokopo-ke-o-olethrios-erotas-me-ton-mavragoriti/) πως ο «Αλέξης» ήταν
στην πραγματικότητα ο μεγαλέμπορος γυαλικών Φειδίας Γιαδικιάρογλου, τον οποίον συναντήσαμε
παραπάνω. Ωστόσο, όπως προκύπτει από το Ειδικό Δικαστήριο (ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος
10/1947, αρ. 1000 και πρακτικά τόμος 9/1947, αρ. 1074), ο Γιαδικιάρογλου ήταν στην αρχή της
κατοχής περίπου 34-35 χρονών και όχι 26 όπως αναφέρει η Μερκούρη για τον «Αλέξη».
838
Όσοι από τους «παλαιόπλουτους» χρωστούσαν τα πλούτη τους σε εισοδήματα από ενοίκια,
συντάξεις, αποδόσεις μετοχών και δανείων και άλλες παρόμοιες πηγές είδαν τον πλούτο τους να
εξανεμίζεται. Αυτοί που κατάφεραν να κρατηθούν ήταν όσοι διέθεταν βιομηχανίες και καταστήματα
που συνέχισαν να εργάζονται, όσοι είχαν φροντίσει από νωρίς να κάνουν κάποιες έξυπνες αγορές

485
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γράφημα που ακολουθεί η άνοδος της τιμής της χρυσής λίρας στη μαύρη αγορά ήταν
ταχύτατη το πρώτο διάστημα της κατοχής, πολύ γρηγορότερη από εκείνη των τροφίμων ή
άλλων βασικών ειδών διαβίωσης.839 Όταν όμως το καλοκαίρι του 1941 άρχισαν να γίνονται
αισθητές οι ελλείψεις τροφίμων, τότε η άνοδος του κόστους διαβίωσης έγινε ταχύτερη και
τον κρίσιμο χειμώνα της πείνας (1941-42) η αύξηση της τιμής της χρυσής λίρας ήταν πια
μικρότερη από εκείνη των τροφίμων και άλλων βασικών ειδών. Η κατάσταση άρχισε να
αντιστρέφεται στα μέσα του 1942, όταν η ξένη βοήθεια περιόρισε κάπως την άνοδο των
τιμών των τροφίμων, και ο νέος πλούτος μαυραγοριτών και προμηθευτών/εργολάβων των
αρχών κατοχής οδηγούσε τις τιμές της λίρης στα ύψη. Η πτώση των τιμών λόγω των
στρατιωτικών εξελίξεων και των μέτρων Neubacher μείωσε προσωρινά και την τιμή της
χρυσής λίρας, αλλά η βελτίωση της επισιτιστικής κατάστασης, η άνοδος του πληθωρισμού,
η ένταση των κατασκευαστικών έργων και των αυξημένων προμηθειών των αρχών κατοχής

ειδών που μπορούσαν να ξεπουλούν σταδιακά στη μαύρη αγορά, ή όσοι εγκατέλειψαν τον
«αριστοκρατικό» τρόπο ζωής για να ασχοληθούν με περισσότερο «ταπεινές» εμπορικές ή
παραγωγικές ασχολίες. Αυτούς ουσιαστικά περιγράφει ο Θεοτακάς όταν λέει πως «αρκετοί είναι οι
παλαιοί πλούσιοι που προσαρμόστηκαν και ξανακάνουν χρήματα με τη μέθοδο των νεόπλουτων»
(Θεοτοκάς, Γιώργος: Τετράδια Ημερολογίου, 1939-1953, τέταρτη έκδοση, Βιβλιοπωλείον της
«Εστίας», Αθήνα, 2005 [1987], σσ. 376-377, 6 Ιανουαρίου 1943).
839
Ο υπολογισμός του δείκτη διαβίωσης έγινε κυρίως με βάση τα τρόφιμα (υπολογίστηκαν 15
διαφορετικά είδη, από ψωμί και όσπρια μέχρι κρέας, ψάρια, κρασί, λάδι και λαχανικά), αλλά σε
αυτόν συνυπολογίστηκαν και οι ανάγκες σε ξυλάνθρακες, σαπούνι, ηλεκτρισμό, νερό, σολόδερμα για
τα παπούτσια, εισιτήρια μέσων μεταφοράς, ενοίκια και τσιγάρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά το
κόστος ζωής τον Ιανουάριο του 1941 έφτανε τις 3 λίρες, 3 σελίνια και 3 πένες. Το χαμηλότερο κόστος
επί κατοχής ήταν τον Ιούνιο του 1941 (13 σελίνια) και το υψηλότερο τον Ιούνιο του 1942 (3 λίρες 14
σελίνια και 9 πένες), με τον μέσο όρο της περιόδου Μαΐου 1941 – Οκτωβρίου 1944 να βρίσκεται
γύρω στις 2 λίρες. Αγαπητίδης Σ.-Πιζάνιας Ν.: «Διαιτητική - Το κόστος στοιχειώδους συντηρήσεως
κατά την περίοδον της κατοχής (1940-1941)» [sic], Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών, Συνεδρία 31 Μαΐου
1945 (σσ. 280-290). Οι τιμές των περισσότερων από τα είδη αυτά σημείωσαν μεγάλη άνοδο την
κατοχή, αλλά κάποια όπως το νερό, ο ηλεκτρισμός και κυρίως τα έξοδα ενοικίου (ενοικιοστάσιο),
κρατήθηκαν σε αρκετά χαμηλά επίπεδα, περιορίζοντας κάπως την αύξηση του κόστους ζωής.
Ωστόσο, ακριβώς επειδή μεγάλο μέρος του κόστους αφορούσε τρόφιμα, των οποίων η τιμή
εκτοξεύτηκε (ειδικά την πρώτη περίοδο της κατοχής, όταν και ήταν αδύνατον να καλυφθούν οι
ανάγκες με τα συσσίτια), τα έξοδα διαβίωσης σημείωσαν μεγάλη άνοδο. Το κόστος διαβίωσης
υπολογιζόταν από νωρίς, μάλιστα κάποια στιγμή ενδιαφέρθηκαν και οι Γερμανοί γι’ αυτό, στην
προσπάθειά τους να υπολογίσουν την σωστή αξία του μάρκου και των γερμανικών εξόδων (βλ. τα
έγγραφα στον σχετικό φάκελο: AA-PA, R 27.317).

486
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

(συνδεόμενες με τα έργα ή με την αύξηση των στρατευμάτων που παρατηρήθηκε από το


1943) οδήγησε το επόμενο έτος σε νέα αύξηση του ρυθμού ανόδου της τιμής της χρυσής
λίρας σε σχέση με εκείνη των τροφίμων. Η εκτόξευση του πληθωρισμού – παρά τις νέες
χρυσές λίρες που έπεφταν στην αγορά – είχε ως αποτέλεσμα νέα άνοδο το 1944, που
διήρκεσε μέχρι το τέλος της κατοχής, όταν οι ταχύτατες μεταβολές, η ανασφάλεια, (ή ίσως
και κάποια νέα μέτρα απελευθέρωσης τιμών) φαίνεται να οδήγησαν και πάλι το κόστος
διαβίωσης στα ύψη, τη στιγμή που οι τελευταίες πωλήσεις χρυσών λιρών του
προγράμματος Neubacher και οι στρατιωτικές εξελίξεις ίσως κατάφεραν να περιορίσουν
κάπως την άνοδο της χρυσής λίρας.
Η ανάγκη για σωτηρία από τον πληθωρισμό, αλλά κυρίως η κερδοσκοπία αρκετών
κύκλων στην κατοχική Αθήνα (και σε μικρότερο βαθμό σε άλλες πόλεις), οδήγησε, ειδικά
προς το τέλος της κατοχής, και στο φαινόμενο της έκδοσης χειρόγραφων ή
δακτυλογραφημένων γραμματίων (promissory notes) από όσους διέθεταν παγωμένη
περιουσία στο εξωτερικό, τα οποία και ανταλλάσσονταν με χρυσές λίρες (την άνοιξη του
1944 αναφερόταν η ισοτιμία γραμματίων αξίας 15 στερλινών για μία χρυσή λίρα). Ο
Πελτέκης της οργάνωσης Απόλλων/Υβόννη πρότεινε μάλιστα στις αγγλικές αρχές να
αγοράσουν τα γραμμάτια αυτά, ώστε αφενός να απελευθερώσουν τα παγωμένα κεφάλαια
(τα οποία θα μπορούσαν να μετατραπούν σε αγγλικά ομόλογα) και αφετέρου να
«αποδυναμωθεί η αφοσίωση» των συνεργατών των Γερμανών (οι οποίοι ήταν μαζί με τους
μαυραγορίτες και οι βασικοί αγοραστές των γραμματίων αυτών) αλλά και να αποκτηθεί ένα
μέσο εκβιασμού τους. Δεν έχουν προς το παρόν ανακαλυφθεί περισσότερα στοιχεία για τον
ρόλο που τα γραμμάτια αυτά μπορεί να έπαιξαν στην στάση διαφόρων προσώπων της
περιόδου, αλλά η επίσημη απάντηση των βρετανικών αρχών στην πρόταση Πελτέκη ήταν
αρνητική, κυρίως λόγω των νομικών περιπλοκών που θα προξενούνταν εξαιτίας της
νομοθεσίας για τις «συναλλαγές με τον εχθρό» (Trading with the Enemy).840

840
TNA, HS 5/541, Finance, Rear S.O.M. προς D/FIN, ref: F/218, 25/5/1944 και D/FIN Finance προς
Rear S.O.M., “your letter F/218/14 of 25/5/44”, 9/6/1944.

487
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Λόγος αύξησης τιμής χρυσής λίρας προς αύξηση


κόστους διαβίωσης, 1941-44 (4/1941=1)
5,00
4,50
4,00
3,50
3,00
2,50
2,00
1,50
1,00
0,50
0,00
Δεκ-41

Δεκ-42

Δεκ-43
Ιουν-41

Οκτ-41

Ιουν-42

Οκτ-42

Ιουν-43

Οκτ-43

Ιουν-44
Φεβ-42

Φεβ-43

Φεβ-44
Αυγ-41

Αυγ-42

Αυγ-43

Αυγ-44
Απρ-41

Απρ-42

Απρ-43

Απρ-44
Γράφημα 6.1: Επεξεργασία στοιχείων από: Αγαπητίδης Σ.-Πιζάνιας Ν.: «Διαιτητική – Το κόστος
στοιχειώδους συντηρήσεως κατά την περίοδον της κατοχής (1940-1941)»[sic], Πρακτικά
Ακαδημίας Αθηνών, Συνεδρία 31 Μαΐου 1945 (σελ. 280-290) και (για την τιμή τις λίρας) Palerait,
Michael: The Four Ends of the Greek Hyperinflation of 1941-1946, Museum Tusculanum Press,
University of Copenhagen, 2000, σελ. 125-126. Ο λόγος αφορά τη συγκριση της ποσοστιαίας
αύξησης της τιμής χρυσής λίρας με εκείνη του κόστους διαβίωσης (Απρίλος 1941=100).

Εκτός όμως των χρυσών νομισμάτων, μεγάλη ζήτηση είχαν και οι μετοχές
ασφαλών επιχειρήσεων (κυρίως μεγάλων τραπεζών όπως η Εθνική, ή κάποιων μεγάλων
βιομηχανιών), αρκετές από τις οποίες άλλαξαν χέρια επί κατοχής. Το μέτρο μάλιστα της
υποχρεωτικής χρηματοδότησης μέσω της εκποίησης μετοχών οδήγησε και στην
μεταβίβαση του ελέγχου ολόκληρων επιχειρήσεων (κυρίως κάποιων που ως τότε
ελέγχονταν από τράπεζες) σε νέα χέρια.
Ενδεικτικό των τυπικών επενδύσεων της περιόδου είναι το περιεχόμενο των
«μυστικών κρυπτών» του Σταύρου Κατσίγερα, όπου κατόπιν αιφνιδιαστικού ελέγχου της
Γενικής Ασφάλειας, ανακαλύφθηκαν τον Απρίλιο του 1945: 2.300 χρυσές λίρες, 156 οκάδες
χρυσού και 40 αργύρου σε ράβδους καθώς και «μίαν μεγάλη βαλίτσαν πλήρη χρεογράφων
ανυπολογίστου αξίας εις σημερινάς δραχμάς.» Ο έλεγχος έγινε στο σπίτι της πεθεράς του
Κατσίγερα στην Τσακάλωφ 5, αφού «ο Κατσίγερας είχεν εργοστάσιο κατασκευής
μαργαρίνης και διυλίσεως ελαίου το οποίον ειργάζετο επί κατοχής διά λογαριασμόν των
Γερμανών», ο δε ιδιοκτήτης του εργοστασίου είχε συλληφθεί και του είχε επιβληθεί ένα
από τα μεγαλύτερα πρόστιμα των πρώτων πινάκων «πλουτησάντων επί κατοχής»:
450.000.000 μεταπολεμικές δραχμές.841 Εξάλλου, όπως είδαμε παραπάνω, ο ίδιος είχε

841
Εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, «Κατεσχέθησαν μυθώδη ποσά ανήκοντα εις ένα δοσίλογον»,
19/4/1945. Στην εφημερίδα Εμπρός (Αθηνών) αναφέρονταν οι ίδιες ποσότητες στο κείμενο της

488
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

συλληφθεί και το 1941, όταν έλεγχος στο εργοστάσιό του («ΕΛΜΑ») αποκάλυψε παράνομες
ποσότητες ειδών (ελαίων κλπ), με τα οποία φαίνεται να παρασκεύαζε προϊόντα που
διοχέτευε στη μαύρη αγορά.
Τα πολύτιμα μέταλλα των «κρυπτών» κατασχέθηκαν και πέρασαν προσωρινά
στην κυριότητα του Δημοσίου, αλλά δεν ήταν τα μόνα πολύτιμα αντικείμενα στην κατοχή
του Κατσίγερα, αφού όπως προκύπτει από το υλικό του δικαστηρίου είχαν βρεθεί κι άλλα
λίγες μέρες αργότερα σε χρηματοκιβώτια της οικογένειας στην Βρεττανογαλλική Τράπεζα.
Τελικά, όπως συνέβη σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, τα πολύτιμα αυτά αντικείμενα
επέστρεψαν στους απαλλαγμένους των κατηγοριών ιδιοκτήτες τους έστω και σταδιακά,
αφού ένα τουλάχιστον μέρος τους αποφασίστηκε ότι ανήκε σε άλλους (ίσως τα πεθερικά
του Κατσίγερα). Από τα αντικείμενα αυτά που παραδόθηκαν στον Α.Γ. παίρνουμε όμως μια
ιδέα για το είδος των «ανυπολογίστου αξίας» χρεογράφων που ανέφεραν οι εφημερίδες
ότι είχαν ανακαλυφθεί στις «μυστικές κρύπτες». Φαίνεται λοιπόν ότι οι μετοχές
ξεπερνούσαν κατά πολύ τις 1.000 συνολικά και ήταν πραγματικά πολύ μεγάλης αξίας, αφού
το δικαστήριο αποφάσισε το 1948 πως έπρεπε να επιστραφούν στον Α.Γ.: 969 μετοχές της
Ελληνικών Οίνων και Οινοπνευμάτων, 67 της Εθνικής Τράπεζας και 150 της ΑΓΕΤ. 842 Δεν

είδησης, αν και ο τίτλος έκανε λόγο για χρυσό μικρότερου βάρους («ένας δοσίλογος με 120 οκάδες
χρυσάφι και 40 ασήμι», 19/4/1945). Ο δε Ριζοσπάστης («2.300 λίρες και 40 οκ. Ασήμι είχε κρυμμένα
ο βιομήχανος Κατσίγερας», 19/4/1945) προσθέτει πως τον καιρό της κατοχικής πείνας, ο Κατσίγερας
είχε αγοράσει «στην ερωμένη του ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με μπριγιάν και πλήρωσε 675 χρυσές
λίρες Αγγλίας».
842
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος 2/1948, αρ. 110. Ο Κατσίγερας είχε απολυθεί προσωρινά με την
διακοπή της προφυλάκισής του κάποιους μήνες μετά τη σύλληψή του (ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα
τόμος 5/1946, αρ. 946), και μέχρι το 1948 είχε αθωωθεί, αλλά τα αντικείμενα αυτά δεν είχαν ακόμα
επιστραφεί αφού υπήρχε διαφωνία ως προς τους πραγματικούς ιδιοκτήτες τους. Στο δικαστήριο είχε
εμπλακεί και ο Αριστοτέλης Μακρής της «Ελαΐς», αφού αναφέρθηκε η επαγγελματική αντιζηλία ως
αιτία για την συμπερίληψη Κατσίγερα στην λίστα των δοσιλόγων από το ΕΒΕΑ, στην αρμόδια
επιτροπή του οποίου προήδρευε ο Μακρής. Ο ίδιος ο Μακρής μάλιστα αρχικά καταδικάστηκε για τις
προμήθειες που η δικιά του εταιρεία έκανε στις γερμανικές δυνάμεις, αλλά στη συνέχεια η απόφαση
αναθεωρήθηκε (όπως συνέβαινε συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις, ειδικά από το 1946 και μετά) και
ο Μακρής αθωώθηκε, δίνοντας νομική λαβή και στην παρόμοια περίπτωση Κατσίγερα. Σύντομα
λοιπόν ο Κατσίγερας πήρε απαλλακτικό βούλευμα και – παρά τις καταδικαστικές αρχικές αναφορές
– παραδόθηκε στην κοινωνία ως αθώος (βουλεύματα τόμος 5/1947 αρ. 432). Ανάμεσα στους
επαγγελματικούς συνεργάτες του Κατσίγερα ήταν μάλιστα και ο Κατσουρόπουλος, για τον οποίον θα
δούμε αναλυτικότερα στο δεύτερο μέρος. Για την περίπτωση Μακρή και την επιτροπή δοσιλόγων
του ΕΒΕΑ βλ. επίσης: Kousouris, Dimitris: Une épuration ordinaire: Les procès des collaborateurs en

489
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

είναι ωστόσο γνωστό αν όλες οι μετοχές αυτές αγοράστηκαν κατά τη διάρκεια της κατοχής,
ούτε πόσες ήταν συνολικά οι μετοχές που κατείχε ο Κατσίγερας.
Εκτός από τις επενδύσεις σε μετοχές, χρυσές λίρες, κοσμήματα και άλλα είδη που
εκποιούσαν οι περισσότερο άτυχοι της περιόδου, όσοι είχαν χρήματα έψαχναν να
αγοράσουν οτιδήποτε θεωρούσαν πως θα διατηρούσε την αξία του καλύτερα από τη
δραχμή, από σαπούνια και λάδι οι λιγότερο εύποροι, μέχρι εισαγόμενα κρύσταλλα,
σερβίτσια και πολυτελή ρολόγια οι πλουσιότεροι. Στις εφημερίδες της κατοχής, ειδικά από
τα τέλη του 1942 και μετά, συναντάει κανείς αρκετές διαφημίσεις τέτοιων ειδών, πολλές
από τις οποίες του «Μινιόν», που εκτός από είδη καθημερινής χρήσης (π.χ. ξυραφάκια),
διέθετε και ρολόγια χειρός με ρουμπίνια, «μανικετόκουμπα με μονόγραμμα», πολυτελή
«φορέματα βιενέζικα», ή «ρολογάκια ελβετικά Αγκύρας με 9 ρουμπίνια, με φώσφορο,
πλακέ ελαφρό με ατσάλινη κάσα και άθραυστο γυαλί».843
Έκτος από τα πολυτελή αυτά εμπορεύματα, φαίνεται πως μεγάλη ζήτηση είχαν
και τα έργα τέχνης, είτε αυτά που κατέληγαν στις δημοπρασίες (βλ. τη διαφήμιση που
συναντήσαμε στο υποκεφάλαιο 4.4), είτε εκείνα που πωλούνταν σε γκαλερί και άλλους
σχετικούς χώρους. Η χαμηλή τιμή τους, ειδικά στην αρχή της κατοχής, λόγω της
καθυστερημένης προσαρμογής στον πληθωρισμό φαίνεται ότι λειτούργησε ως επιπλέον
κίνητρο, ενώ η επιλεκτική ζήτηση κάποιων «ασφαλέστερων» ως προς την υποτιθέμενη αξία
τους έργων, ώθησε στα ύψη τις τιμές σε ορισμένα ειδικά έργα και δημιούργησε περιθώρια
για δράση πλαστογράφων και άλλων απατεώνων. Χαρακτηριστικά είναι όσα περιγράφει
στο ημερολόγιό του ο ζωγράφος Περικλής Βυζάντιος:
«Οι έμποροι των έργων ζωγραφικής όμως κάνουν χρυσές δουλειές.
Αφού πούλησαν ό, τι υπήρχε από έργα πεθαμένων ζωγράφων, άρχισαν να
πουλάνε τάχατες παλιά έργα άγνωστων καλλιτεχνών. Αυτή η φάμπρικα, που
κατέστρεψε κάθε κίνηση στην τέχνη, άρχισε από πέρυσι και κατάκτησε
αμέσως το νοήμον κοινό. Ο Ρωμιός, που είναι μέσα του έμπορος, και μάλιστα

Grèce (1944-1949) comme composante de la reconstruction judiciaire en Europe, αδημοσίευτη


διδακτορική διατριβή École des Hautes Études en Sciences Sociales, Paris, 2009, σσ. 288-289 και ΓΑΚ,
Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 17/1946, αρ. 1883-84 και τόμος 21/1946, αρ. 2259-2261.
843
Βλ. τις διαφημίσεις στην εφημερίδα Πρωία, 14/4/1943, 22/1/1944 και 24/3/1944. Όπως είδαμε
μεγάλες δουλειές φαίνεται πως έκαναν την περίοδο εκείνη και τα καταστήματα των Μεϊμαρίδη και
Πιρπίρογλου («Άκρον» – «Ίλιον» – «Κρυστάλ»), αν και δεν διαφημίζονταν τόσο πολύ στις
εφημερίδες.

490
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

έμπορος παίκτης, αμέσως προτίμησε το έργο του τάχατες αγνώστου


ζωγράφου, με την ελπίδα ότι μπορεί να έχει βρει θησαυρό.»844
Και λίγο παρακάτω:
«Μα χωριστά από τα κέντρα διασκεδάσεως, στην οδό Βουκουρεστίου άνοιξαν
μικρά παλιατζίδικα που κάνουν χρυσές δουλειές, με τίτλους ‘Baroque’ κτλ.
πουλάνε οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς, εκτός από αντικείμενα
πραγματικής αξίας. […] Το σοβαρότερό τους εμπόριο είναι τα χαλιά, χαλιά
που είναι υπερτιμημένα κατά χίλια τοις εκατό […]. Μεγάλη πέραση έχουν τα
έργα ζωγραφικής με τον όρο να μην είναι σύγχρονων ζωγράφων. Είναι
απίστευτο, αλλά πιο εύκολα πουλιέται ένα έργο έστω σύγχρονο χωρίς
υπογραφή παρά υπογεγραμμένο από ένα γνωστό καλλιτέχνη μας.
»Εκείνα όπως που κυρίως πουλιούνται πανάκριβα είναι τα λεγόμενα
συλλήβδην ‘École Hollandaise’. Με αυτή την ονομασία της Ολλανδικής Σχολής
κάθε μαύρο και χαλασμένο έργο πουλιέται στους νοήμονες αγοραστές. Μια
σπείρα ολόκληρη, οργανωμένη, κανονίζει τις ανύπαρκτες τιμές αυτών των
έργων… Έργα που θα τα έβρισκε κανείς ακόμη πριν από λίγους μήνες στα
παλιατζίδικα, πουλήθηκαν δύο και τρία εκατομμύρια.[…] Πουλήθηκε
Βολανάκης μισό εκατομμύριο… Θα μου απαντήσετε, τι αξίζει το μισό
εκατομμύριο. Βεβαίως όχι μεγάλα πράγματα, αλλά αν σκεφτεί κανείς ότι με
αυτό το ποσό θα μπορούσε ν’ αγοράσει τουλάχιστον είκοσι έργα ζωγράφων
σύγχρονων που έχουν την τεχνική αξία του Βολανάκη, τότε θα καταλάβει πως
όλη αυτή η φάμπρικα είναι φτιαχτή.»845

844
Βυζάντιος, Περικλής: Η Ζωή ενός Ζωγράφου, Αυτοβιογραφικές Σημειώσεις. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1994,
σσ. 197-199 (20 Σεπτεμβρίου 1941). Ο Βυζάντιος αναφέρει επίσης πως πολλοί Γερμανοί αγόρασαν
ελληνικά έργα τέχνης, τη στιγμή που ήταν δύσκολο να βρεθούν Έλληνες αγοραστές. Αν και κάτι
τέτοιο μάλλον θα ίσχυε τους πρώτους μήνες της κατοχής, η κατάσταση σύντομα αντιστράφηκε,
αφού οι στρατιωτικοί μισθοί έχασαν την αξία τους, τη στιγμή που η μαύρη αγορά, τα έργα και οι
προμήθειες των αρχών κατοχής δημιουργούσαν νεόπλουτους με όρεξη για επίδειξη. Εξάλλου ο ίδιος
περιγράφει την περίπτωση μιας κυρίας που έψαχνε να αγοράσει γνήσιο έργο της φλαμανδικής
σχολής με κάθε κόστος – αν και πιθανώς να κατέληγε να αποκτήσει κάποιο πλαστό (σελ. 198).
845
Ο.π., σσ. 203-204 (20 Οκτωβρίου 1941). Το σημαντικότερο μάλλον έργο του Βολανάκη που
πωλήθηκε την περίοδο εκείνη ήταν η «πυρπόληση της τουρκικής φρεγάτας από τον Παπανικολή». Η
γνωστότερη εκτέλεση του πίνακα βρίσκεται στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος (βλ. το συλλογικό: Οι
ο ο
Έλληνες ζωγράφοι. Τόμος πρώτος: Από τον 19 αιώνα στον 20 , εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα,
1974, σσ. 205, 229). Ίσως να μην έχει σχέση με την «φάμπρικα» και τα πλαστά έργα που αναφέρει ο

491
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ο Βυζάντιος σχολίαζε πως «υπάρχουν και άνθρωποι που κερδίζουν χρήματα, κι


έτσι μπορούν ν’ αγοράζουν έργα ζωγραφικής γνωστών καλλιτεχνών για δέκα, δεκαπέντε
χιλιάδες δραχμές, δηλαδή για οκτώ οκάδες όσπρια· ποτέ δεν έχει πουληθεί ζωγραφική
φθηνότερα.»846 Αυτή η ζήτηση έργων τέχνης οδήγησε και στην δημιουργία κάποιων νέων
επιχειρήσεων που είχαν σκοπό την εμπορία τους, όπως της Κ. Κωνσταντινίδης και Σία που
δημιουργήθηκε τον Οκτώβρη του 1941 με μόνο ρητό αντικείμενο ακριβώς την «εμπορία
έργων τέχνης»,847 ή το «κατάστημα Έργων Τέχνης και χαλιών το ‘Ιράν’» που άνοιξε σε ένα

Βυζάντιος, αλλά άλλη ή άλλες εκτελέσεις του ίδιου έργου βρίσκονται σε ιδιωτικά χέρια και το
τελευταίο διάστημα εμφανίζονται συχνά σε δημοπρασίες. Το 2010 για παράδειγμα δημοπρατήθηκε
από τον οίκο Sotheby’s στο Λονδίνο πίνακας ιδιωτικής συλλογής με τον ίδιο τίτλο, με αρχική τιμή
εκτίμησης 120.000 με 180.000 λίρες Αγγλίας (βλ. Capital.gr: «Έλληνες ζωγράφοι στα ξένα», 8/5/2010,
http://www.capital.gr/news.asp?id=964053, πρόσβαση 26/4/2014). Ένα έτος μετά εμφανιζόταν και
πάλι σε δημοπρασία του ίδιοι οίκου με εκτίμηση 250.000 – 350.000 λίρες (Sotheby’s: “The Greek
Sale, 61, Volanakis, the Burning of a Turkish frigate”,
http://www.sothebys.com/it/auctions/ecatalogue/2011/the-greek-sale-l11100/lot.61.html,
πρόσβαση 26/4/2014), ενώ και το 2013, παρόμοιο έργο με τον τίτλο “the burning of a Turkish
Battleship” εμφανίστηκε σε δημοπρασία του οίκου Bonhams (Arcadja, Auctions results: Constantinos
Volanakis, http://www.arcadja.com/auctions/en/volanakis_constantinos/artist/111858/, πρόσβαση
26/4/2014. Στην ίδια σελίδα εμφανίζεται εκτός από την δημοπρασία της «πυρπόλησης της τουρκικής
φρεγάτας» του 2010 από τον οίκο Sotheby’s, μαζί με μία παλαιότερη από τον ίδιο οίκο το 2005). Ο
Βολανάκης ήταν πάντως από τους αγαπημένους των πλαστογράφων (πριν λίγα χρόνια
ανακαλύφθηκε πλαστό έργο του και στην Εθνική Πινακοθήκη), τόσο κατά την περίοδο της κατοχής,
όσο και αργότερα, όπως ομολογούν γνώστες του φαινομένου, αλλά και πρώην πλαστογράφος, ο
οποίος παραδέχεται μάλιστα πως κάποιοι από τους «πελάτες» του κατά την εποχή της χούντας ήταν
μαυραγορίτες στην κατοχή ή τον εμφύλιο, ή άνθρωποι που «είχαν βγάλει εύκολα λεφτά με
διαγωνισμούς δοσμένους από τη στρατιωτική κυβέρνηση.» Βλ. το άρθρο της Μαργαρίτας Πουρνάρα
(«ένας πλαστογράφος εξομολογείται») στο αρχείο πολιτισμού της εφημερίδα Καθημερινή,
7/12/2008 (ηλεκτρονικά βρίσκεται στη διεύθυνση:
http://www.kathimerini.gr/342655/article/politismos/arxeio-politismoy/enas-plastografos-
e3omologeitai), και εκείνο του Γιώργου Καρούζη στην Ελευθεροτυπία, 14/5/2011 («πώς λειτουργεί η
βιομηχανία των πλαστών», υπάρχει και ηλεκτρονκά στη διεύθυνση:
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=275331).
846
Βυζάντιος, Περικλής: Η Ζωή ενός Ζωγράφου…, σελ. 231 (29 Δεκεμβρίου 1941).
847
«Η εμπορική και βιομηχανική κίνησις της χώρας: προσωπικαί εταιρείαι», εφημερίδα Οικονομικός
Ταχυδρόμος, 20/10/1941.

492
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παντοπωλείο της οδού Βουλής επί κατοχής ο Μιλτιάδης Αγιάνογλου.848 Εκτός των νέων
έργων τέχνης υπήρχε και μία αγορά αρχαίων, τα οποία ίσως να προσέλκυαν περισσότερο
όσους ξένους μπορούσαν να τα αγοράσουν.849 Φαίνεται μάλιστα πως και το ίδιο το
κατοχικό κράτος αποφάσισε να προωθήσει την πώληση έργων τέχνης (με βασικούς
αγοραστές τους νεόπλουτους της κατοχής), αφού «οργάνωσε ένα είδους πρατηρίου
ζωγραφικής στη γωνία των οδών Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου».850
Αν και στην αρχή της κατοχής το μεγαλύτερο μέρος των έργων τέχνης και άλλων
πολύτιμων ειδών που πωλούνταν από μεταπωλητές, παλιατζίδικα κλπ προερχόταν από
τους πεινασμένους αστούς, αργότερα ένα αυξημένο ποσοστό αφορούσε εβραϊκές
περιουσίες, που αρχικά κάποιοι κάτοχοί τους αναγκάζονταν να πουλήσουν λόγω των
δυσκολιών που αντιμετώπιζαν. Αργότερα όμως, όταν το φαινόμενο των «αριοποιήσεων»
έλαβε μαζικές διαστάσεις και ο εβραϊκός πληθυσμός μεταφέρθηκε μαζικά στα στρατόπεδα
Γερμανίας και Πολωνίας, οι αγορές κάποιων ελληνικών πόλεων πλημύρισαν από αγαθά και
εμπορεύματα που είχαν δοθεί προς εκμετάλλευση κυρίως σε συνεργάτες των αρχών
κατοχής. Ειδικά στη Θεσσαλονίκη, όπου ο εβραϊκός πληθυσμός αποτελούσε μεγάλο
ποσοστό της πόλης, οι εβραϊκές περιουσίες αποτέλεσαν ένα σημαντικό μέσο πλουτισμού

848
Το νέο αυτό κατάστημα επέτρεψε στον Αγιάνογλου «ύστερα από χρόνια στενοχώριας και
πραγματικών στερήσεων» να κάνει «χρυσές δουλείες» και να γνωρίσει «μέρες οικονομικής άνεσης.»
Χρηστίδης, Χρ.: Χρόνια Κατοχής, 1941-1944. Μαρτυρίες Ημερολογίου, [χ.ε.], Αθήνα, 1971, σελ. 169
(καταγραφή 30/12/1941) και 541 (σημείωση για τη σελίδα 169). Ο Αγιάνογλου ήταν ο πατέρας της
ανιψιάς του Χρηστίδη.
849
Ο Μον περιγράφει στο βιβλίο του την αγορά των αρχαιοπωλών στην οδό Πανδρόσου, με καλό
τζίρο. Σχολιάζει επίσης πως «δεν πρέπει να παζαρεύει κανείς εδώ με το παλιό ανατολίτικο στυλ, γιατί
οι τιμές μπορούν να διπλασιαστούν μέσα σε μία νύχτα», και ο εκάστοτε έμπορος «τηλεφωνεί με
τρόπο στον χρηματιστή του για να μάθει την τελευταία τιμή της λίρας». Μον, Πωλ: Η αποστολή μου
στην κατεχόμενη Ελλάδα, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής Ιστορίας/Εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα, 2000, σελ.
156.
850
Βυζάντιος, Περικλής: Η Ζωή ενός Ζωγράφου…, σελ. 231 (29 Δεκεμβρίου 1941). Η ίδρυση του
«πρατηρίου» έφτασε και στις εφημερίδες. Η Πρωία αναφέρεται με ευνοϊκά λόγια στην πρωτοβουλία
του γενικού διευθυντή του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας («Εις το περιθώριον
των γεγονότων: μια καλλιτεχνική αγορά», 23/12/1941). Ο χώρος αυτός μάλλον βοηθούσε τους
καλλιτέχνες να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, αλλά, όπως και άλλες μεταγενέστερες πρωτοβουλίες
(π.χ. υποχρεωτική πώληση μετοχών) στόχευαν και στον περιορισμό του πληθωρισμού μέσω της
προσφοράς «επενδυτικών ευκαιριών» σε όσους έβγαζαν χρήματα την περίοδο εκείνη.

493
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μιας σχετικά μικρής ομάδας, ενώ οι πωλήσεις πολύτιμων εβραϊκών ειδών τροφοδότησαν
και την τοπική αγορά με νέα μέσα αποθησαύρισης.851
Το φαινόμενο βεβαίως δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικό: σημαντικές
αγοροπωλησίες – αλλά και βίαιες αφαιρέσεις – έργων τέχνης έγιναν σε όλη την Ευρώπη της
περιόδου, κάποιες φορές από πολίτες των κατακτημένων χωρών, άλλες από τους ίδιους
τους κατακτητές. Η ύπαρξη σημαντικών ποσοτήτων κλεμμένων έργων τέχνης οδήγησε και
στη δημιουργία ειδικής Συμμαχικής μονάδας που θα είχε ως αντικείμενο τον εντοπισμό και
την προστασία τους. Πρόσφατα μάλιστα το θέμα ήρθε εκ νέου στην επικαιρότητα, με την
δημιουργία κινηματογραφικής ταινίας σχετικά με τη μονάδα αυτή, και την
(επαν)ανακάλυψη στη Γερμανία μιας μεγάλης συλλογής έργων τέχνης, σημαντικό μέρος της
οποίας προερχόταν από λεηλασία εβραϊκών περιουσιών ή από αγορές (με εισαγωγικά ή
χωρίς) για στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος από τις κατακτημένες περιοχές της

851
Το ζήτημα των εβραϊκών περιουσιών είναι τόσο μεγάλο, αλλά και άνισα γεωγραφικά
κατανεμημένο που αποτελεί αντικείμενο χωριστών μελετών και ως εκ τούτου δεν θα εξεταστεί σε
βάθος στην παρούσα εργασία. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. Καβάλα, Μαρία: Η Θεσσαλονίκη
στη Γερμανική Κατοχή (1941-1944): Κοινωνία, Οικονομία, Διωγμός Εβραίων. Αδημοσίευτη
διδακτορική διατριβή που εκπονήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου
Κρήτης, Ρέθυμνο 2009, αλλά και (ειδικά για την εκμετάλλευση των περιουσιών τους από συνεργάτες
των Γερμανών): Δορδανάς, Στράτος: Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας
στην κατοχική Θεσσαλονίκη, 1941-1944, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2006, καθώς και Δορδανάς,
Στράτος: Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη. Επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-
1974, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2011.

494
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ευρώπης.852 Πλην κάποιων αντικειμένων της κλασσικής αρχαιότητας ή της βυζαντινής


περιόδου, οι αρπαγές ή αγορές έργων τέχνης από την Ελλάδα ήταν μάλλον περιορισμένες
σε σχέση με άλλες χώρες.853 Έτσι, φαίνεται πως τα περισσότερα από τα νεώτερα και
σύγχρονα έργα τέχνης που άλλαξαν χέρια επί κατοχής βρέθηκαν σε ελληνικά χέρια. Πάντως
οι επενδύσεις αυτές συνδύαζαν αρκετά προτερήματα (χαμηλότερο δημόσιο προφίλ,
μικρότερη επέμβαση κράτους και φορολογία, νομιμότητα, και ασφάλεια επένδυσης
απέναντι στον πληθωρισμό), σε σημείο ώστε, τουλάχιστον στην αγορά της Γαλλίας, να
αποφέρουν μεγαλύτερα κέρδη από πολλές άλλες μορφές επενδύσεων.854

852
Αρκετά από τα τουλάχιστον 1.400 έργα ανήκαν στην κατηγορία της λεγόμενης «εκφυλισμένης
τέχνης» (entartete Kunst) και είχαν κατασχεθεί ως τέτοια. Η συλλογή προερχόταν από τον Hildebrand
Gurlitt (πατέρα του σημερινού κατόχου), ιστορικό τέχνης και επίσημου εμπόρου «εκφυλισμένης
τέχνης» του ναζιστικού καθεστώτος. Η συλλογή είχε αρχικά ανακαλυφθεί από τους Αμερικάνους
αμέσως μετά τον πόλεμο, αλλά επιστράφηκε στον «ιδιοκτήτη» της και κάποιοι πίνακες είχαν
μάλιστα εκτεθεί στο παρελθόν. Βλ. Gorris, Lothar, Knöfel, Ulrike, Neumann, Conny, Röbel, Sven,
Schmid, Fidelius & Sontheimer, Michael: “Constitutional Expressionism: Legal Questions Overwhelm
Art Find” Spiegel International Online, 18/12/2013,
http://www.spiegel.de/international/germany/legal-issues-complicate-munich-art-treasure-trove-
find-a-934071.html, και Bohr, Felix, Gorris, Lothar, Knöfel, Ulrike, Röbel, Sven & Sontheimer, Michael:
“Art Dealer to the Führer: Hildebrand Gurlitt's Deep Nazi Ties”, Spiegel International Online,
23/12/2013,
http://www.spiegel.de/international/germany/hildebrand-gurlitt-and-his-dubious-dealings-with-
nazi-looted-art-a-940625.html. Εμπόρους σαν τον συγκεκριμένο χρησιμοποιούσαν και γερμανικά
μουσεία που εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για να πλουτίσουν τιςσυλλογές τους. Το μουσείο
Folkwang της Έσσης για παράδειγμα ξόδεψε 6,9 εκατομμύρια RM για αγορές από το κατεχόμενο
Παρίσι. Τα κέρδη παρόμοιων εμπόρων «εκφυλισμένης τέχνης» ήταν αξιόλογα, έστω κα αν το
ποσοστό του 10-25% που συχνά λάμβαναν έμοιαζε συχνά χαμηλότερο των αρχικών προσδοκιών
τους. Βλ. Petropoulos, Jonathan: The Faustian Bargain: The Art World in Nazi Germany, Oxford
University Press, Oxford, 2000, σχετικά κυρίως σσ. 30 και 68.
853
Κάποιες σχετικά μεγάλης έκτασης αγορές έργων τέχνης, κυρίως μέσω των ΕΠΑΚ, για τους
στρατώνες των αρχών κατοχής είναι βέβαιο ότι έλαβε χώρα, ωστόσο τα έργα αυτά μάλλον ήταν
αμφίβολης αξίας. Εξάλλου οι κατακτητές είναι μάλλον εξαιρετικά αμφίβολο αν είχαν την ελάχιστη
γνώση από την ελληνική σύγχρονη τέχνη.
854
Oosterlinck, Kim: “The Price of Degenerate Art”, CEB Working Paper N° 09/031, May 2011 και
Oosterlinck, Kim: “Art as a Wartime Investment: Conspicuous Consumption and Discretion”, CEB
Working Paper N° 13/039, October 2013. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, μόνο ο χρυσός
έμοιαζε να ανταγωνίζεται τα έργα τέχνης στο κέρδος που επέφεραν στον κάτοχό τους στην

495
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Παρά τις ισχυρές επί μέρους ενδείξεις, είναι δύσκολο να αποκτήσουμε μια ακριβή
εικόνα των κατοχικών κερδών και της έκτασης της κατοχικής αναδιανομής πλούτου μέσα
από το χρυσό και άλλα πολύτιμα κινητά είδη. Κάποια καλύτερα συμπεράσματα μπορούμε
να βγάλουμε όμως από τη μελέτη των αγοροπωλησιών ακινήτων, τα οποία ήταν επίσης
δημοφιλή μέσα για την αποθησαύριση των κατοχικών κερδών. Το ζήτημα ασφαλώς των
ακινήτων είναι πολύ μεγάλο, και για την αναλυτική μελέτη του θα απαιτούνταν μια
εξειδικευμένη εργασία. Ωστόσο με τα στοιχεία που διαθέτουμε κυρίως για την περιοχή της
Αθήνας και του Πειραιά μπορούμε να κάνουμε εδώ μια πρώτη προσέγγιση του θέματος,
καταλήγοντας σε μερικά χρήσιμα για την παρούσα εργασία συμπεράσματα.
Πολλά από τα στοιχεία μας τα παρέχει η έρευνα που έκανε ο τεχνικός σύμβουλος
της Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής στο υποθηκοφυλακείο Αθηνών –
Πειραιώς.855 Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία αυτά (βλ. πίνακα), περίπου 43.000 ακίνητα
μεταβιβάστηκαν επί κατοχής σε Αθήνα και Πειραιά, σχεδόν τα μισά από τα οποία το 1942.
Μάλιστα με βάση τα στοιχεία αυτά προκύπτει ένα πρώτο συμπέρασμα που αφορά την αξία
των ακινήτων: αν υπολογίσουμε τον μέσο όρο της προπολεμικής αξίας των πωληθέντων
ακινήτων δια τον αριθμό τους βλέπουμε πως αυτή ήταν μεγαλύτερη το 1941 (περίπου 409
χρυσές λίρες) αλλά περίπου σταθερή κατά τα υπόλοιπα έτη (359 το 1942 και κυρίως, 307
και 326 χρυσές λίρες το 1943 και 1844 αντίστοιχα), ενώ αντίθετα το τίμημα που
καταβάλλονταν έπεφτε συνεχώς (38 χρυσές λίρες το 1941, 19 το 1942, 15 το 1943 και μόλις
8 το 1944). Από τα παραπάνω προκύπτει αφενός πως οι αγοραστές πλήρωναν μικρό μέρος
του τιμήματος, το οποίο μάλιστα συνεχώς μειωνόταν, και αφετέρου πως το ποσοστό των
ακριβότερων ακινήτων (συχνά οικιών) ήταν μεγαλύτερο την πρώτη περίοδο, ένδειξη που
ίσως έχει να κάνει με την ένταση της πείνας που την περίοδο εκείνη είχε πλήξει και μια
μερίδα των μεσαίων και ανώτερων τάξεων, αλλά ίσως και με τον χαρακτήρα προσωρινής
επένδυσης που είχαν πολλές αγοροπωλησίες τα επόμενα χρόνια, όταν η ίδια περιουσία
(συχνότερα οικόπεδο ή αγρόκτημα) μπορεί να πωλούνταν δύο και τρεις φορές μέσα στον

κατεχόμενη Γαλλία. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος πλαστών έργων, η άγνοια των περισσότερων


νεόπλουτων – αγοραστών (παράγοντας που επηρέασε όμως και τη γαλλική αγορά) και η σχετικά
λιγότερο ανεπτυγμένη παραγωγή και αγορά αξιόλογων έργων τέχνης στην Ελλάδα ίσως να σήμαινε
πως εδώ ο χρυσός ήταν καλύτερη επένδυση για τους περισσότερους, αλλά τα έργα τέχνης φαίνεται
πως παρέμεναν μια αξιόλογη εναλλακτική και στην κατεχόμενη Ελλάδα.
855
Η Ομοσπονδία Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής ιδρύθηκε για να προσπαθήσει μεταπολεμικά να
ανατρέψει τις πωλήσεις αυτές. Το πόρισμα και πίνακες με τα στοιχεία δημοσιεύτηκαν στην
εφημερίδα της Ομοσπονδίας: Αγών των Πωλησάντων, στις 13/6/1947 («Ιδού ποίον κατοχικόν
έγκλημα των αγοραστών αγωνίζονται οι πωλήσαντες να εξαλείψουν…»).

496
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ίδιο χρόνο. Από τα στοιχεία του πίνακα φαίνεται επίσης πως παρά την μεγάλη πτώση στο
καταβαλλόμενο τίμημα σε σχέση με τον προκατοχική περίοδο, ο αριθμός των ακινήτων
ήταν σημαντικά αυξημένος σε σχέση με εκείνον του 1940 κατά την περίοδο της μεγάλης
πείνας (αλλά και των μεγάλων καθαρών κερδών), για να μειωθεί σημαντικά στη συνέχεια.

Μεταβιβάσεις ακινήτων, 4/1941-10/44, με βάση το υποθηκοφυλακείο


Αθηνών Πειραιώς.
Έτος Ακίνητα Τίμημα σε Χρ. Λίρες Προπολεμική αξία (Χρ. Λίρες)
1940 10.811 *1.781.719 *1.781.719
1941 11.530 442.921 4.711.316
1942 20.240 386.872 7.259.725
1943 8.370 126.647 2.568.886
1944 2.860 23.779 932.755
Σύνολο 43.000 980.219 15.472.682
Πίνακας 6.2: πηγές: εφημερίδα Κέρδος, 2/10/1943 για τη στήλη του 1940 (υπολογισμός σε χρυσές
λίρες του συγγραφέα του παρόντος) και εφημερίδα Αγών των Πωλησάντων, 13/6/1947 για τις
υπόλοιπες.
*Ο υπολογισμός σε χρυσές λίρες το 1940 έγινε με βάση την προπολεμική ισοτιμία της λίρας στις
1.168 δραχμές, που όμως δεν ίσχυε για όλο το έτος (στις αρχές του έτους η λίρα ήταν γύρω στις
1.070 δραχμές, αλλά στα μέσα ξεπέρασε προσωρινά και τις 1.200). Σε κάθε περίπτωση, η
πραγματική αξία σε λίρες δεν πρέπει να επέχει πολύ από το ποσό του πίνακα για το 1940.
Η προέλευση των κατοχικών στοιχείων από την Ομοσπονδία Πωλησάντων θα
μπορούσε να δημιουργήσει κάποιες αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία και την
αντικειμενικότητά τους. Υπάρχει πράγματι ένα σχετικό ζήτημα σε ό, τι αφορά το τίμημα που
πληρωνόταν για την αγορά του ακινήτου, αφού αρκετές μαρτυρίες κάνουν λόγο για
ανταλλαγή ακινήτων με τρόφιμα και όχι χρήματα. Ωστόσο φαίνεται πως στα συμβόλαια ή
τουλάχιστον στις δηλώσεις του υποθηκοφυλακείου δηλωνόταν στις περιπτώσεις αυτές ως
τίμημα η αγοραία αξία των τροφίμων. Όσον δε αφορά την αντικειμενικότητα των
παραπάνω στοιχείων, έγινε προσπάθεια διασταύρωσής τους με τις αγοροπωλησίες που
υποχρεωτικά δημοσιεύονταν σε εφημερίδες της εποχής. Οι εφημερίδες που
αποδελτιώθηκαν δεν περιέχουν όλη την περιοχή που αφορούν τα στοιχεία της
Ομοσπονδίας, αλλά μόνο την ευρύτερη περιοχή Αθηνών. Ωστόσο μια ταυτόχρονη εξέταση
των δύο σειρών (ομοσπονδίας και εφημερίδων) μας δείχνει (βλ. γράφημα) πως δεν
υπάρχουν διαφορές άξιες λόγου.

497
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Τίμημα πωληθέντων ακινήτων σε Αθήνα, και Αθήνα -


Πειραιά (5/1941-9/1944)
120.000

100.000

80.000

60.000

40.000

20.000

0
Νοε-41

Νοε-42

Νοε-43
Ιουλ-41
Σεπ-41

Ιουλ-42
Σεπ-42

Ιουλ-43
Σεπ-43

Ιουλ-44
Σεπ-44
Μαρ-44
Μαρ-42

Μαρ-43
Μαϊ-41

Μαϊ-42

Μαϊ-43

Μαϊ-44
Ιαν-42

Ιαν-43

Ιαν-44
Αξία πωλήσεων Αθήνα -Πειραιάς (λίρες)
Αξία πωλήσεων Αθηνών (μέση τιμή λίρας)
Αξία πωλήσεων Αθηνών (ημερήσιες τιμές λίρας)

Γράφημα 6.2: Στοιχεία από την εφημερίδα Αγών των Πωλησάντων, 13/6/1947 και τις στήλες
«κτηματαγορά Αθηνών» της οικονομικής εφημερίδας Οικονομολόγος Αθηνών και «η κίνησις της
κτηματαγοράς» του Οικονομικού Ταχυδρόμου, κατά την περίοδο 1941-44. Η διαφορά που
παρατηρείται ανάμεσα στις πωλήσεις Αθηνών και Αθηνών – Πειραιώς μάλλον οφείλεται κυρίως
στις πωλήσεις του Πειραιά, αλλά ενδεχομένως και στην ύπαρξη διαφορετικών ισοτιμιών της
χρυσής λίρας, ειδικά στην αρχή της κατοχής.

Όπως υποδηλώνεται από το συγκριτικό αυτό γράφημα, αλλά και από το επόμενο
που δείχνει τον μηνιαίο αριθμό των μεταβιβάσεων πανελλαδικά, η βασική κινητήριος
δύναμη πίσω από το φαινόμενο την πρώτη περίοδο ήταν ο συνδυασμός ελλείψεων
τροφίμων, υψηλού πληθωρισμού και πτώσης των πραγματικών εισοδημάτων του
μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού, συνδυασμός που ήταν και βασική αιτία της
μεγάλης πείνας. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη ότι το φαινόμενο παρουσίασε μια πρώτη
κορύφωση την περίοδο ακριβώς του φθινοπώρου και χειμώνα 1941-42. Η νέα άνοδος που
παρατηρείται από την άνοιξη και κορυφώνεται το καλοκαίρι του 1942, θα μπορούσε να
εξηγηθεί εν μέρει με την προσπάθεια εξασφάλισης ικανών αποθεμάτων τροφίμων και
άλλων ειδών, ως προετοιμασία για έναν πιθανώς εξίσου δύσκολο επόμενο χειμώνα (αν και
τελικά ο χειμώνας 1942-43 αποδείχθηκε πολύ λιγότερο θανατηφόρος).

498
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αριθμός πωλήσεων ακινήτων επί κατοχής, ανά μήνα.

4.000
3.500
3.000
2.500
2.000
1.500
1.000
500
0
Απρ-41

Αυγ-41

Δεκ-41

Απρ-42

Αυγ-42

Δεκ-42

Απρ-43

Αυγ-43

Δεκ-43

Απρ-44

Αυγ-44
Ιουν-41

Οκτ-41

Οκτ-42

Οκτ-43

Οκτ-44
Φεβ-42

Ιουν-42

Φεβ-43

Ιουν-43

Φεβ-44

Ιουν-44
Γράφημα 6.3: Στοιχεία από την εφημερίδα Αγών των Πωλησάντων, 13/6/1947.

Ωστόσο, δεν ήταν μόνο η πλευρά της προσφοράς που κινούσε το φαινόμενο, αλλά
και εκείνη της ζήτησης από πλευράς όσων είχαν το απαραίτητο πλεονάζον εισόδημα για να
καταφύγουν σε τέτοιου είδους επενδύσεις (όπως είδαμε το 1942 ήταν το έτος των μεγάλων
περιθωρίων καθαρών κερδών). Μάλιστα η κάθετη πτώση του αριθμού των πωλήσεων το
φθινόπωρο του 1942 (η πτώση του Αυγούστου παρατηρείται κάθε χρόνο και μάλλον έχει να
κάνει σε μεγάλο βαθμό με τις διακοπές του δεκαπενταύγουστου) δεν εξηγείται μόνο με την
ανακοπή της προέλασης του Άξονα στην Αφρική και την ξένη βοήθεια, αλλά έχει να κάνει
και με τις αυξανόμενες δυσκολίες στις πληρωμές των εξόδων κατοχής, που οδήγησαν στην
στάση πληρωμών του Οκτωβρίου-Νοεμβρίου. Η επίπτωση που η στάση πληρωμών του
Neubacher είχε στη δυνατότητα αρκετών από τους αγοραστές (πολλοί από τους οποίους
ήταν εργολάβοι ή προμηθευτές των αρχών κατοχής) να συνεχίσουν να επενδύουν σε
ακίνητα φαίνεται και από το γεγονός ότι ο αριθμός των πωλήσεων ακινήτων δεν ανέκαμψε
παρά το καλοκαίρι 1943 (και τότε μερικώς μόνο), όταν τα χρέη είχαν αποπληρωθεί, και τα
έξοδα κατοχής κορυφώνονταν λόγω των μεγάλων οχυρωματικών έργων και της
προσωρινής βελτίωσης της ελληνικής οικονομίας.856 Αρνητική πάντως επίπτωση στο

856
Η σχετικά σταθερή πτώση των τιμημάτων των πωλούμενων ακινήτων που είδαμε παραπάνω
υποδηλώνει πως για το μεγαλύτερο μέρος της κατοχής η προσφορά ήταν μεγαλύτερη από τη ζήτηση.
Πιθανή εξαίρεση ωστόσο φαίνεται να αποτελεί μέρος του 1942 και του 1943, οπότε φαίνεται πως η
πτώση του καταβαλλόμενου τιμήματος σχεδόν συμβαδίζει με εκείνη της πραγματικής αξίας των
πωλούμενων ακινήτων. Με άλλα λόγια την εποχή εκείνη φαίνεται πως η προσφορά μειώθηκε
περίπου όσο και η ζήτηση, ενώ αφορούσε και μικρότερης αξίας ακίνητα: παρά την πτώση του

499
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δεύτερο μισό της κατοχής είχαν τα χαμηλά ενοίκια που καθιστούσαν την επένδυση
λιγότερο συμφέρουσα (τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα), αλλά ενδεχομένως και το αυξανόμενο
ενδεχόμενο γερμανικής ήττας που σήμαινε πως τέτοιες αγορές μπορεί να επανεξετάζονταν.
Κάποια επιπλέον στοιχεία μας προσφέρει μια έρευνα του δημοσιογράφου Κ.
Παράσχου της εφημερίδας Πρωία, που αναδημοσιεύεται στην οικονομική εφημερίδα
Κέρδος στις 2/10/1943. Ο δημοσιογράφος που είχε κάνει την έρευνα αυτή φαίνεται να ήταν
καλός γνώστης του φαινομένου των κατοχικών πωλήσεων ακινήτων, και τα πορίσματά του
επιβεβαιώνουν κάποιες από τις παραπάνω παρατηρήσεις, αλλά προσθέτουν και κάποια
νέα στοιχεία ποιοτικού χαρακτήρα που αφορούν κυρίως την πλευρά της ζήτησης. Σύμφωνα
λοιπόν με τα στοιχεία αυτά, πτώση που παρατηρείται τον Ιανουάριο του 1942 δεν αφορά
τόσο στην κόπωση της αγοράς, ή στην εξάντληση των περιουσιών όσων από τους
πεινασμένους μπορούσαν να «σκοτώσουν» κάποιο ακίνητο για να τραφούν, αλλά σε ένα
νομικό μέτρο που έπληξε όσους αγοραστές είχαν κρυφά έσοδα. Το μέτρο αυτό ήταν η
ίδρυση της επιτροπής ελέγχου περιουσιών, που μπορούσε να αποκαλύψει παράνομα
έσοδα από μαύρη αγορά ή άλλες κρυφές δραστηριότητες και έδρασε αποτρεπτικά για την
αγορά ακινήτων από την κατηγορία αυτή.857 Αν κρίνουμε μάλιστα από την πτώση κατά

συνολικού τιμήματος, τόσο το 1942 όσο και το 1943 το τίμημα βρισκόταν περίπου στο 5% της
προπολεμικής αξίας των ακινήτων, σύμφωνα τουλάχιστον με τις εκτιμήσεις της Ομοσπονδίας
Πωλησάντων. Αντίθετα, οι μεγάλες ανάγκες των πωλητών στο πρώτο διάστημα της κατοχής, και ο
συνδυασμός μικρής προσφοράς και ακόμα μικρότερης ζήτησης το 1944 ώθησαν τις τιμές τα έτη
εκείνα προς τα κάτω με μεγαλύτερη ταχύτητα.
857
Βλ. το νομοθετικό διάταγμα υπ. αρ. 845, «Περί κωδικοποιήσεως και συμπληρώσεως του υπ. αριθ.
230 έτους 1941 Νομοθ. Δ/ματος ‘περί ελέγχου περιουσιών κατ’ εφαρμογήν της αρχής πόθεν έσχες’,
και του υπ’ αριθ. 410 έτους 1941 Νομοθ. Διατάγματος ‘περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του
υπ΄ αριθ. 230/1941 Νομ. Διατάγματος κλπ», ΦΕΚ. 448Α/23-12-1941. Αρχικά το μέτρο του «πόθεν
έσχες» είχε εστιαστεί σε όσους κατείχαν κάποιο δημόσιο αξίωμα ή λειτούργημα, όμως η Ανακριτικές
Επιτροπές Ελέγχου Περιουσιών μπορούσαν πια να ελέγχουν και τις «κτηθείσες ή κτηθησόμενες
περιουσίες ιδιωτών καθώς και νομικών προσώπων εν γένει οίτινες επλούτισαν ήθέλουσι πλουτίσει
καθ’ οιονδήποτε τρόπον, εις βάρος της ολότητας» (άρθρο 1). Ένα ακόμα κυβερνητικό μέτρο που είχε
ληφθεί λίγους μήνες αργότερα μπορεί να είχε κάποια επίπτωση στις αγοροπωλησίες: η θέσπιση της
ανατροπής των πωλήσεων υποθηκευμένων ακινήτων που ανήκαν σε δημοσίους υπαλλήλους (Ν.Δ.
υπ. αρ. 1525, «περί ανατροπής πωλήσεων ακινήτων δημοσίων υπαλλήλων», ΦΕΚ 184Α/22-7-1942).
Ωστόσο ο αριθμός τους ίσως ήταν αρκετά μικρός και οι επιπτώσεις στην αγορά ακινήτων δεν ήταν
τέτοιες που να σχολιαστούν από τον δημοσιογράφο της Πρωίας. Το μέτρο αναφέρθηκε πάντως στις
εφημερίδες, όταν η Εθνική Συνομοσπονδία εργατών ζήτησε να επεκταθεί και στους εργάτες. Βλ. π.χ.
«Σημειώσεις και κρίσεις: αι αγοροπωλησίαι ακινήτων», εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών,

500
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

περίπου 50% που παρατηρείται ανάμεσα στον Δεκέμβριο 1941 και τον Ιανουάριο του 1942,
το ποσοστό των αγοραστών που είχαν να κρύψουν εισοδήματα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό.
Οι πωλήσεις ανακάμπτουν τον Φεβρουάριο, με δύο νέες κατηγορίες αγοραστών:
τις γυναίκες, που δεν ήταν στην κατηγορία των άμεσα πλουτησάντων και ως εκ τούτου δεν
θα ελέγχονταν από την Επιτροπή, και τους κάτοικους επαρχίας. Η κατηγορία των γυναικών
(το ποσοστό των οποίων αυξήθηκε από το προπολεμικό 16% με 20% στο 65% με 70% του
συνόλου των αγορών) αφορούσε ουσιαστικά τους αγοραστές που είχαν να υποκρύψουν
εισοδήματα και βρήκαν τρόπο να παρακάμψουν το νόμο γράφοντας τα αγοραζόμενα
ακίνητα σε ονόματα συγγενών τους. Η δε δεύτερη κατηγορία, οι έμποροι ή παραγωγοί της
επαρχίας, ήταν αυτοί που διέθεταν αρκετά τρόφιμα, με τα οποία μπορούσαν εύκολα να
αγοράσουν ένα ακίνητο (συχνά για πρώτη φορά) στην Αθήνα. Εξάλλου, όπως είδαμε
παραπάνω, την πρόθεσή επαρχιωτών αγροτών για αγορές αθηναϊκών ακινήτων την είχε
καταγράψει και ο Βυζάντιος κατά την επίσκεψή του στους Δελφούς ακριβώς την περίοδο
εκείνη. Στους κερδισμένους που επένδυαν σε ακίνητα την περίοδο 1941-42 βρίσκονταν
τέλος και πολλοί «λαχανοκηπουροί» (στα σπίτια των οποίων αναφέρει ο Παράσχος πως
μπορούσε κανείς να δει και πίνακες ή χαλιά μεγάλης αξίας), αρτοποιοί, βουστασιάρχες,
έμποροι κλπ.
Σε ό, τι δε αφορά τους πωλητές, οι περισσότεροι από αυτούς (ειδικά την πρώτη
περίοδο) ήταν άνθρωποι που δυσκολεύονταν να επιζήσουν και αναγκάζονταν να
πουλήσουν κάποιο δεύτερο ακίνητο ή ακόμα και το σπίτι τους και να πάνε σε μικρότερο.
Στην κορύφωση μάλιστα του φαινομένου, το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί τους
οδήγησε στη σύσταση «Επιτροπής Ιδιοκτητών εκ των πωλησάντων τας οικίας τους
προσφάτως» (όπως τουλάχιστον αυτή αναφέρεται στις εφημερίδες), που παρουσιάστηκε
στον γενικό γραμματέα του υπουργείου δικαιοσύνης με το αίτημα να προστατευτούν από
τις εξώσεις των οικιών που είχαν αναγκαστεί να πουλήσουν και στις οποίες μένουν ως
ενοικιαστές.858 Υπήρχε όμως και μια δεύτερη κατηγορία, που πουλούσε κάποιο ακίνητο
προκειμένου να μαζέψει κεφάλαια για κάποια νέα επιχειρηματική δραστηριότητα.859 Οι

3/10/1942 (ο αρθρογράφος ζητούσε να επιτραπεί ο δανεισμός των δημοσίων υπαλλήλων ώστε να


μπορέσουν να σώσουν τα υποθηκευμένα ακίνητα).
858
«Ένα αίτημα πωλησάντων τας οικίας των», εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα, 19/8/1942. Το ενοίκιο
ήταν πια ιδιαίτερα χαμηλό, γεγονός που έπληττε βεβαίως τα συμφέροντα των (παλαιών ή νέων)
ιδιοκτητών των ενοικιαζόμενων οικιών, και ίσως να αποτέλεσε μία ακόμα αιτία (αν και μάλλον
δευτερεύουσα) για την μεγάλη μείωση των τιμημάτων στις οποίες προσφέρονταν πλέον τα
περισσότερα ακίνητα.
859
Το άρθρο αναφέρει έναν βουστασιάρχη που είχε αγοράσει 26 ακίνητα μέχρι τα τέλη 1942.

501
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

περισσότεροι από τους πωλητές φαίνεται να ανήκαν στη μεσαία τάξη, η οποία και πλήγηκε
σημαντικά, ενώ διέθετε και ακίνητα για να πουλήσει. Αντίθετα, οι πραγματικά φτωχοί, που
δεν είχαν κάτι να πουλήσουν απλώς πέθαιναν σε μεγαλύτερους αριθμούς.

Πίνακας αγοραστών ακινήτων στην πρωτεύουσα για το


διάστημα από 1/4/41 ως 31/12/42
Ιδιότητα Ακίνητα Αξία
Έμποροι 1.988 7.702.543.000
Γυναίκες 1.834 5.601.000.000
Κάτοικοι Επαρχίας 988 3.078.680.000
Μισθωτοί 518 963.400.000
Ελεύθεροι
Επαγγελματίες 401 1.367.100.000
Άνευ Επαγγέλματος 263 882.500.000
Κτηματίες 240 705.800.000
Ανών. Εταιρείες 99 2.514.550.000
Σύνολα 6.331 22.815.573.000
Πίνακας 6.3: Στοιχεία από την εφημερίδα Κέρδος, 2/10/1943 («αι αγοραί ακινήτων»). Τα στοιχεία
δεν είναι πλήρη, αλλά φαίνεται να είναι σχετικά αντιπροσωπευτικά του συνόλου των
μεταβιβάσεων για την περίοδο.

Στα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί για τα πρώτα δύο κατοχικά έτη (τα οποία
όμως ήταν ελλιπή) βλέπουμε πόσο μεγάλη ήταν η αντιπροσώπευση κατηγοριών που
σχετίζονταν τουλάχιστον εν μέρει με τη μαύρη αγορά (έμποροι, γυναίκες, κάτοικοι
επαρχίας, και ενδεχομένως οι «άνευ επαγγέλματος», ή ακόμα και όσοι κτηματίες είχαν
αγροτική παραγωγή), αλλά πιθανώς και με έργα ή προμήθειες των αρχών κατοχής (κυρίως
ελεύθεροι επαγγελματίες και έμποροι, καθώς και ένας μικρότερος αριθμός γυναικών και
κατοίκων επαρχίας). Οι ανώνυμες εταιρείες – σε αρκετές περιπτώσεις τράπεζες, αλλά και
εταιρείες που επεκτείνονταν κατά την διάρκεια της κατοχής – αντιπροσώπευαν μικρό
ποσοστό των αγοροπωλησιών, αλλά προτιμούσαν ακίνητα μεγάλης αξίας, και ως εκ τούτου
αντιπροσώπευαν ένα ποσοστό που ξεπερνούσε οριακά το 10% της συνολικής αξίας των
αγορών.
Πανελλαδικά, σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί
Κατοχής, πουλήθηκαν περίπου 350.000 ακίνητα, τα 163.000 από τα οποία το 1942, τα
96.000 το 1941, τα 66.000 το 1943 και μόλις 25.000 το 1944. Από αυτά τα 110.000 ήταν
αστικά, τα 1.000 βιομηχανικά και 239.000 αγροτικά ακίνητα. Η μεγάλη πλειονότητα των

502
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πωλητών ήταν μικροϊδιοκτήτες, ενώ κατά μέσον όρο ακόμα και οι μεγάλοι ιδιοκτήτες που
είχαν αναγκαστεί να πουλήσουν ήταν σημαντικά φτωχότεροι κατά την απελευθέρωση.860
Οι αγοραστές ήταν πολύ λιγότεροι από τους πωλητές (60.000 συνολικά), αλλά
όπως βλέπουμε στον πίνακα που ακολουθεί, οι περισσότεροι από αυτούς είχαν αγοράσει
λίγα ακίνητα (κάποιες μάλιστα φορές είχαν πουλήσει μεγαλύτερο ακίνητο για να
αγοράσουν μικρότερο). Όμως η ομάδα των μεγάλων αγοραστών που είχαν αποκομίσει
σημαντικά κέρδη επί κατοχής διατηρώντας ή βελτιώνοντας την κοινωνική τους θέση δεν
ήταν τόσο μικρή, ώστε τα μέλη της να ήταν δακτυλοδεικτούμενα, αφού περίπου 5.000
άτομα είχαν αγοράσει πάνω από 4 ακίνητα ο καθένας, 2.000 από τους οποίους είχαν
μάλιστα αγοράσει διψήφιο αριθμό. Η ομάδα αυτή αντιπροσώπευε μέρος μόνο όσων είχαν
κερδίσει σημαντικά ποσά, αφού άλλοι (κάποιους από τους οποίους συναντάμε στην
παρούσα εργασία), επένδυσαν σε κινητά αντικείμενα, σε μικρό αριθμό ακινήτων υψηλής
αξίας, ή κατέφυγαν στη διασπορά των καταγραφών αγορών σε συγγενικά τους πρόσωπα
προκειμένου να αποκρύψουν τα έσοδά τους, με αποτέλεσμα να μην εμφανίζονταν σε
κάποιον από τους πίνακες με τους αγοραστές πολλών ακινήτων.

Αγορές Ακινήτων την περίοδο της κατοχής ανά


Αγοραστή (πανελλαδικά)
1 ακίνητο 40.000
2 ακίνητα 10.000
3 ακίνητα 5.000
4-10 ακίνητα 3.000
11-20 ακίνητα 1.500
21-50 ακίνητα 400
51 και άνω ακίνητα 100
Σύνολο 60.000
Πίνακας 6.4: Στοιχεία από ΕΛΙΑ, αρχείο Πανελληνίου Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί
Κατοχής, «Υπόμνημα περί ακυρώσεως των αγοροπωλησιών ακινήτων επί Κατοχής», Αύγουστος
1946, «Συγκεντρωτικός Πίναξ των στατιστικών στοιχείων πωλήσεων 1941-1944».

Η έρευνα της Ομοσπονδίας αποκάλυψε μάλιστα κάποιες εκατοντάδες ακραίες


περιπτώσεις, όπως εκείνη των Παπαλεξανδρή και Στεργίου που αγόρασαν 109 ακίνητα στα
Σπάτα επί κατοχής, του βιομήχανου Β. Παντελάκη που αγόρασε 30 ακίνητα στην
κατεχόμενη Αθήνα, των βιομηχάνων Θεσσαλονίκης Μ. Δημητρακόπουλου και Π. Ξενάκη
που αγόρασαν 28 ακίνητα, του Τάκη Ραμπακίδη «συνεργάτη Γερμανών», που αγόρασε

860
ΕΛΙΑ, αρχείο Πανελληνίου Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, «Υπόμνημα περί
ακυρώσεως των αγοροπωλησιών ακινήτων επί Κατοχής», Αύγουστος 1946, «Συγκεντρωτικός Πίναξ
των στατιστικών στοιχείων πωλήσεων 1941-1944».

503
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μέσω συμβολαιογράφου 27 ακίνητα στην Αθήνα, ή της εταιρείας Λαναρά και Σία που
αγόρασε 16 ακίνητα, επίσης στην Αθήνα.861
Η ομάδα που είχε αποκομίσει τα μεγάλα κατοχικά κέρδη βρέθηκε σχετικά
στριμωγμένη κατά την απελευθέρωση, κατηγορούμενη για ανήθικο ή παράνομο
πλουτισμό, και συχνά με το στίγμα του μαυραγορίτη ή του δοσίλογου. Δεν προκαλεί λοιπόν
έκπληξη ότι αποτέλεσε έναν από τους πυρήνες που συγκεντρώθηκαν γύρω από τις ολοένα
και περισσότερο δεξιόστροφες μεταπολεμικές κυβερνήσεις, ειδικά όταν μετά την αποχή
των εκλογών του 1946 στην κυβέρνηση συμπεριλήφθησαν και αρκετοί κατηγορηθέντες ως
δοσίλογοι. Έτσι, οι αρχικές ισχυρές πιέσεις της απελευθέρωσης για τιμωρία οικονομικών
(και όχι μόνο) δοσιλόγων και παρανόμως πλουτησάντων κάμφθηκαν με ημίμετρα (υπό
όρους και με αντίτιμο επιστροφή ακινήτων, τιμωρία των πλέον εκτεθειμένων δοσιλόγων
κλπ). Η έναρξη του εμφυλίου θα σήμαινε και το ουσιαστικό τέλος της προσπάθειας για
τιμωρία των οικονομικών συνεργατών, λίγοι από τους οποίους θα καταδικάζονταν μετά το
1946 – και αυτοί συνήθως σε μικρές ποινές.

861
ΕΛΙΑ, αρχείο Πανελληνίου Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, «Υπόμνημα περί
ακυρώσεως των αγοροπωλησιών ακινήτων επί Κατοχής», Αύγουστος 1946, «Πίναξ V: 24 ονόματα
αγοραστών ληφθής εκ του Ειδικού Βιβλίου απογραφής της Ομοσπονδίας που περιέχει σημαντικόν
αριθμόν αγοραστών που ηγόρασαν επί κατοχής 8-120 ακίνητα έκαστος».

504
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

7. Δημοσιοοικονομικά και ΑΕΠ

7.1 Ελληνικό ΑΕΠ και κατακτητές

Όπως είδαμε, τα επίσημα στατιστικά για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας κατά την
κατοχή ήταν τελείως απαισιόδοξα. Από τους πρώτους μήνες της κατοχής, οι εκτιμήσεις για
την αγροτική παραγωγή μιλούσαν για τεράστια πτώση, που στην περίπτωση των σιτηρών
θα πλησίαζε το 50%. «Ο κτηνοτροφικός πλούτος της χώρας επίσης ως εκ της ελλείψεως
ειδών διατροφής εγγίζει τον εξαφανισμόν.» Εξάλλου «η εγχώρια παραγωγή Βιομηχανικών
ειδών διατροφής ανερχομένη ετησίως εις 84 χιλιαδ. τόνους έπαυσεν ήδη σχεδόν εντελώς»,
ενώ μεγάλη μείωση προβλεπόταν και για τα προϊόντα ζωοκομίας, και ακόμα μεγαλύτερη
για την αλιεία που «σχεδόν εξαφανίστηκε» λόγω έλλειψης καυσίμων, φθαρμένων μηχανών
και απαγορεύσεων.862 Μεγαλύτερη ήταν η πτώση της παραγωγής βιομηχανικών φυτών,
κυρίως δε του καπνού, που έφερνε τα προηγούμενα χρόνια μεγάλο μέρος του
συναλλάγματος. Στην προσπάθεια εκτίμησης του ΑΕΠ του 1941, η ειδική επιτροπή της
εποχής κατέληγε πως το γεωργικό εισόδημα είχε μειωθεί από 17.490 εκατομμύρια δραχμές
το 1939, σε 8.140 εκατομμύρια, μείωση που κατά 19,6% οφειλόταν στην απώλεια της
βουλγαροκρατούμενης ζώνης. Συνολικά, μαζί και με μια μείωση 5% των γαλακτοκομικών, η
τεράστια μείωση του εισοδήματος της κτηνοτροφίας υπολογιζόταν σε 65%. Μεγάλη
(περίπου 50% ήταν και η εκτιμώμενη πτώση των εισοδημάτων των δασών, κυρίως λόγω της
απώλειας των βουλγαροκρατούμενων εδαφών, αλλά και λόγω πυρκαγιών, παράνομης
βοσκής, λαθροϋλοτομίας).
Οι πληροφορίες για μεγάλη πτώση της βιομηχανικής παραγωγής που
συναντήσαμε και παραπάνω οδηγούσαν σε αρχικές εκτιμήσεις για πτώση εισοδήματος στο
μόλις στο 30%, ενώ στην αγροτική οικοτεχνία η μείωση λόγω πρώτων υλών και
συγκοινωνίας έφτανε τουλάχιστον το 50%, εκτός της απώλειας του 10% λόγω της
βουλγαροκρατούμενης ζώνης. Στη δε βιοτεχνία, οι εργασίες περιορίστηκαν σε μεγάλο
βαθμό λόγω πρώτων υλών και καυσίμων, ενώ στις οικοδομικές η πτώση πλησίαζε το 100%.
Μεγάλη ήταν και η εκτίμηση για μείωση στα εισοδήματα από τις μεταφορές, που
θεωρήθηκε ότι περιορίζονταν στο 36% του 1939 για τις επίγειες και στο 0% για τις

862
ΕΛΙΑ, αρχείο Κουτσουμάρη, Φάκελος 50.2, «Υπόμνημα» σχετικά με την επισιτιστική κατάσταση
της Ελλάδας, 18/5/1942, σσ. 2-3. Η αρχική εκτίμηση για την παραγωγή του 1942 ήταν 690.000 τόνοι,
τη στιγμή που ως βάση αναφερόταν η προπολεμική παραγωγή των 1.150.000 (όπως είδαμε η
επετηρίδα του 1938 κάνει λόγο για 980.000 τόνους το 1938). Αργότερα οι εκτιμήσεις έγιναν
περισσότερο απαισιόδοξες.

505
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

θαλάσσιες. Στο εμπόριο, η μείωση της εγχώριας παραγωγής, οι επιτάξεις, τα προβλήματα


μεταφορών και η ουσιαστική διακοπή των εισαγωγών περιόριζε τα σχετικά εισοδήματα στο
35,4% του 1939. Τα κέρδη κεφαλαίων υπολογίζονταν ότι είχαν καλύτερες προοπτικές,
αφού, παρά την εκμηδένιση των εσόδων από τα εθνικά δάνεια και τη μείωση ενοικίων και
τραπεζικών ή ασφαλιστικών συναλλαγών, το ποσό έφτανε περίπου στο 65,5% του 1939.
Αντίθετα, οι άδηλοι πόροι, κυρίως δηλαδή τα εμβάσματα εξωτερικού, είχαν πια
εκμηδενιστεί και όσα είχαν προλάβει να εισρεύσουν κατά το πρώτο τετράμηνο μόλις
ξεπερνούσαν το 8% του 1939. Τέλος, τα έσοδα από δημοτικές και δημόσιες υπηρεσίες είχαν
αυξηθεί, λόγω μιας νομοθετικής ρύθμισης, κατά 40% κατά μέσον όρο (σε τρέχουσες όμως
δραχμές).
Οι εκτιμήσεις αυτές ήταν χαμηλότερες από τις προηγούμενες του Αυγούστου
1941, όταν μια πρώτη εκτίμηση έκανε λόγο για πτώση του ΑΕΠ από 62.867,5 εκατομμύρια
δραχμές το 1939 σε 38.060,2. Ωστόσο η αρχική υποτίμηση των αυξήσεων των τιμών για τα
περισσότερα προϊόντα σύντομα οδήγησε σε αναθεώρηση (διπλασιασμό) των εισοδημάτων
του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα, με αποτέλεσμα όταν κατατέθηκαν τα
πορίσματα τον Νοέμβριο, η επιτροπή να κάνει λόγο για ΑΕΠ 45.761 εκατομμυρίων (σε
τρέχουσες τιμές, όταν ο πληθωρισμός είχε ήδη ξεκινήσει τη μεγάλη άνοδό του).863
Στην πραγματικότητα η πτώση που οι πρώτες αυτές εκτιμήσεις έδειχναν ήταν
τεράστια, ακόμα μεγαλύτερη από ό, τι υποδεικνύουν τα νούμερα των τρεχουσών τιμών. Αν
και δύσκολο να εκτιμηθεί σε σταθερές τιμές, η εκτίμηση για μια τόσο μεγάλη μείωση της
παραγωγής πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα, και η παράλειψη της αλλαγής των
τιμών (αύξηση για κάποια είδη, κυρίως τρόφιμα, αλλά μείωση για μισθούς και ενοίκια), θα
σήμαινε πως οι ιδιαίτερα απαισιόδοξες αυτές εκτιμήσεις έφερναν ήδη από το πρώτο έτος

863
ΕΛΙΑ, αρχείο Κ. Ζαβιτσιάνου, φάκελος 3.2, «Υπόμνημα επί της Οικονομικής και
Δημοσιοοικονομικής Καταστάσεως της Ελλάδος (Νοέμβριος 1941)». Αντίγραφα (με ελάχιστες
διαφορές) των εγγράφων για την ανάλυση του ΑΕΠ του 1941 υπάρχουν και στο αρχείο
Κουτσουμάρη, Φάκελος 50.2, «Παρατηρήσεις επί του υπολογισμού του εθνικού εισοδήματος της
Ελλάδος του περιεχομένου εν τω υπομνήματι». Τον υπολογισμό είχε κάνει μικτή γερμανοϊταλική
επιτροπή (Barbarino – Bertroni) με τη συνεργασία Ελλήνων εμπειρογνωμόνων, ανάμεσα στους
οποίους ήταν οι Σμπαρούνης, Αγγελόπουλος και Ζολώτας. Βλ. επίσης: Σμπαρούνης, Αθ. Ι.: Μελέται
και αναμνήσεις εκ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, [χ.ε.], Αθήναι, 1950, σσ. 54-55. (Το πραγματικό
εισόδημα (χωρίς ενοίκια κλπ) εκτιμήθηκε σε περίπου 23,5 δισεκατομμύρια. Κανένας από τους
υπολογισμούς αυτούς δεν αφαιρεί τα Επτάνησα, αν και η θέση τους ήταν ιδιάζουσα. Έτσι κι αλλιώς
όμως το οικονομικό τους βάρος δεν ήταν τόσο μεγάλο ώστε να επηρεάζουν σημαντικά το ΑΕΠ.

506
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

της κατοχής το ΑΕΠ της χώρας περίπου στο μισό – ή και λίγο παρακάτω – από εκείνο του
1938.
Όπως είδαμε όμως, οι περισσότερες από τις εκτιμήσεις αυτές ήταν υπερβολικά
χαμηλές. Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πτώση ήταν πραγματικά μεγάλη, τα τεράστια
προβλήματα εκτιμήσεων που δημιουργούσε ο πληθωρισμός, η αδυναμία του κρατικού
μηχανισμού να συλλέξει αξιόπιστα νούμερα, η εκτεταμένη απόκρυψη, αλλά και
ενδεχομένως μια επίσημη αποδοχή (εν γνώσει των υπευθύνων) των υπερβολικά χαμηλών
αριθμών προκειμένου να καλυφθεί η πλήρης αδυναμία των κατοχικών κυβερνήσεων να
ελέγξουν την οικονομία της χώρας, οδηγούσε σε αδυναμία επακριβούς εκτίμησης της
πραγματικής κατοχικής παραγωγής της χώρας. Αυτός ήταν εξάλλου και ο λόγος που μετά το
φθινόπωρο του 1941 δεν επιχειρήθηκε ξανά κάποιος σοβαρός υπολογισμός του ΑΕΠ, μέχρι
τουλάχιστον το 1946. Η δε κληρονομιά που τα προβλήματα αυτά κουβαλούν ακόμα και
σήμερα κάνουν εξαιρετικά δύσκολη την οποιαδήποτε προσπάθεια ανασύστασης του
ελληνικού κατοχικού ΑΕΠ.864
Τα προβλήματα ασφαλώς δεν αφορούν μόνο στην κατοχική περίοδο. Οι
μεταβολές συνόρων, οι αλλαγές τιμών, ο αγροτικός χαρακτήρας της χώρας με μεγάλο
ποσοστό αυτοκατανάλωσης και παραοικονομίας, αλλά και οι αλλαγές στη μεθοδολογία

864
Σε υπόμνημα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών προς την κυβέρνηση και
τον υπουργό οικονομικών τον Αύγουστο του 1942, αναφερόταν μια αρκετά γενικόλογη εκτίμηση που
ανάφερε πως «υπό τας σημερινάς συνθήκας θ’ απετέλει αισιόδοξον πρόβλεψιν εάν υπελογίζετο εις
6-7 δισεκατομμύρια δραχμών», περίπου δηλαδή στο 10% του προπολεμικού (το υπόμνημα
δημοσιεύτηκε στο: Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών: Χρονικόν της Εξαετίας 1941-
1947, έκδοση ΕΒΕΑ, Αθήνα, [1948], σσ. 24-40. Η εκτίμηση αναπαράγεται άκριτα ως αληθής και από
τον Μαγκριώτη: Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής, 1941-1944, Φόρμιγξ, Αθήνα, 1996
[1949], σελ. 33). Ωστόσο η υπερβολική υποτίμηση της κατοχικής οικονομικής δραστηριότητας (με
χαρακτηρισμούς όπως «η βιομηχανική παραγωγή διεκόπη παντελώς», και «η κτηνοτροφική
παραγωγή δεν αποτελεί πλέον εισόδημα αλλά καταστροφήν κεφαλαίου»), καθώς και η γενικότητα
της εκτίμησης είχε ως αποτέλεσμα αυτή να μην αναφερθεί ξανά έκτοτε. Ο Δελιβάνης (Δελιβάνης,
Δημήτριος Ι.: Η δραχμή από του Φθινοπώρου 1939 μέχρι της νομισματικής διαρρυθμίσεως της 25
Ιανουαρίου 1946 και τα πρώτα αποτελέσματά της, Αργύρης Παπαζήσης, Αθήνα 1946, σελ. 78)
αναφέρει μια άλλη αόριστη εκτίμηση της περιόδου που κάνει για πραγματικό Εθνικό Εισόδημα
«ολιγότερο των 20» δισεκατομμυρίων προπολεμικών δραχμών (ή νέα πτώση περίπου 13% σε σχέση
με τα 23 δισεκατομμύρια που αναφέρει για το 1941). Η ιδιαίτερα γενικόλογη αυτή εκτίμηση απέχει
ασφαλώς λιγότερο από την πραγματικότητα, καθώς και αυτή υποτιμά την κρυφή οικονομία.

507
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

έχουν ως αποτέλεσμα να συναντάει κανείς διαφορές στις κατά καιρούς εκτιμήσεις ακόμα
και για ομαλότερες, ειρηνικές περιόδους.865
Με δεδομένα τα προβλήματα αυτά, δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν ότι ακόμα και
σήμερα δεν συναντά κανείς εύκολα αξιόπιστη εκτίμηση για το ελληνικό Ακαθάριστο
Εγχώριο Προϊόν της περιόδου 1941-44. Η Ελλάδα έχει συμπεριληφθεί βεβαίως στην γνωστή
σειρά των ιστορικών στατιστικών του Maddison.866 Ωστόσο τα στοιχεία του Maddison
αφορούν υπολογισμού σε διεθνείς μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPP) με
αμφισβητούμενη αξιοπιστία, ενώ μοιάζει πολύ πιθανό να μην είχε αρκετές πληροφορίες
για την ελληνική οικονομία της κατοχής ώστε να προχωρήσει σε κάτι παραπάνω από
εκτιμήσεις και προβολές με βάση στοιχεία άλλων ετών και την πορεία του ΑΕΠ άλλων
χωρών. Εξάλλου, στην (επιλεγμένη) βιβλιογραφία του δεν εμφανίζονται ελληνικές πηγές ή
έργα για την Ελλάδα. Τα ποσά που εκτιμά ως ΑΕΠ για την κατοχή φαίνονται λοιπόν ως μη
αξιόπιστα, ειδικά από τη στιγμή που δίνουν – αντίθετα με όλες τις ενδείξεις που
παρουσιάστηκαν παραπάνω – μικρότερο ΑΕΠ το 1943 σε σχέση με το 1942. Εξάλλου
κάποια προβλήματα υπάρχουν και με τον αριθμό που χρησιμοποιεί για τον πληθυσμό της
χώρας στις εκτιμήσεις του ο Maddison, ενώ φαίνεται ότι δεν αφαίρεσε και όσους

865
Αν και όπως είδαμε για παράδειγμα η κατοχική εκτίμηση βασιζόταν σε ΑΕΠ 62.867,5
εκατομμυριών για το 1939 (εκτίμηση βασισμένη σε στατιστικές πληροφορίες από την Γενική
Στατιστική Υπηρεσία). Κατά τον Ευελπίδη, το Εθνικό Εισόδημα του 1939 υπολογιζόταν σε 60.614
εκατομμύρια δραχμές (Μουσμούτης, Ν. Δ.: Εισόδημα, Κατανάλωσις και αι συνθήκαι διατροφής,
ανατύπωσις εκ των «Οικονομικών και Εμπορικών Φύλλων», Αθήνα, 1946, σελ. 10), ενώ, όπως θα
δούμε και στη συνέχεια, περισσότερο πρόσφατοι υπολογισμοί το μειώνουν περαιτέρω. Αντίθετα
άλλες μεταπολεμικές μελέτες το είχαν προσωρινά ανεβάσει μέχρι τα 67.300 εκατομμύρια. Βλ.
σχετικά: Kostelenos, G.”: “Historical Estimates of National Accounts Magnitudes in Greece: 1830-
ο
1939”, στο περιοδικό Σπουδαί, τόμος 53, τεύχος 1 (2003), Πανεπιστήμιο Πειραιώς, σσ. 37-64. Άλλη
τέλος εκτίμηση κάνει λόγο ακόμα και για 72.342 εκατομμύρια – όμως για το 1938 – (εκτίμηση
επιτροπής της UNRRA, βλ. Υπουργείον Συντονισμού, Επιτροπή Ερεύνης Εθνικού Εισοδήματος και
Επενδύσεων: Το Εθνικόν Εισόδημα της Ελλάδος κατά το Έτος 1947, Αθήνα, Φεβρουάριος 1949, σσ.
36-41).
866
Maddison, Angus: The World Economy, Vol. 2: Historical Statistics, Development Centre of the
Organisation for Economic Co-Operation and Development, OECD Publishing, Paris, 2006, σελ. 434. Οι
συμπληρωμένοι πίνακες του Maddison (στην περίπτωση της Ελλάδας για παράδειγμα έχουν
προστεθεί στοιχεία που έλειπαν για την περίοδο πριν το 1921) υπάρχουν στο: Bolt, J. and van
Zanden, J. L.: “The First Update of the Maddison Project; Re-Estimating Growth Before 1820”,
Maddison Project Working Paper 4, 2013, http://www.ggdc.net/maddison/maddison-
project/data.htm (πρόσβαση 30/4/2014).

508
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παρέμειναν στη βουλγαροκρατούμενη ζώνη και ήταν de facto εκτός του ελληνικού
κατοχικού κράτους.867
Καλύτερα πληροφορημένες, για την περίπτωση τουλάχιστον της Ελλάδας
μοιάζουν οι εκτιμήσεις των Barro & Ursúa, οι οποίες αναφέρουν πράγματι την οικονομική
ανάκαμψη του 1943. Ωστόσο ούτε οι εκτιμήσεις των Barro & Ursúa είναι ικανοποιητικές,
αφού όπως αναφέρουν και οι ίδιοι, έχουν βασιστεί για την περίοδο της κατοχής σε επίσημα
στοιχεία (με πηγές κυρίως του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, καθώς
και των Φρέρη και Δελιβάνη),868 τα οποία όμως είναι υπερβολικά χαμηλά. Επιπλέον η
έλλειψη αρκετών στοιχείων για το 1944 τους ανάγκασε να μην δώσουν εκτίμηση για το ΑΕΠ
του έτους εκείνου, δημιουργώντας έτσι ένα επιπλέον πρόβλημα σε όποιον θέλει να
βασιστεί στις εκτιμήσεις τους.869

867
Ο πληθυσμός της χώρας όπως τον παρουσιάζει ο Maddison, φαίνεται να αυξάνεται από τα
7.280.000 το 1940 στα 7.362.000 το 1941, για να μειωθεί (κυρίως λόγω των θανάτων της πείνας) στα
7.339.000 το επόμενο έτος, και στα 7.297.000 το 1943, και να φτάσει τελικά τα 7.284.000 το 1944.
Maddison, Angus: The World Economy, Vol. 2: Historical Statistics…, σελ. 422. Στην πραγματικότητα
βέβαια ο πληθυσμός που παρέμενε στα σύνορα της χώρας σημείωσε αρκετές αυξομειώσεις, αλλά
έπρεπε να είναι αρκετά μικρότερος λόγω της παραμονές αρκετών χιλιάδων κατοίκων στη
βουλγαροκρατούμενη ζώνη. Εξάλλου, οι γεννήσεις είχαν ανακάμψει το 1943-44, αν και η αύξηση του
ρυθμού μετάβασης Ελλήνων στο εξωτερικό και οι θάνατοι από βίαια αίτια (εξολόθρευση Εβραίων,
πολεμικά αίτια κλπ) ίσως ανέστρεψαν την όποια αύξηση λόγω γεννήσεων. Τα στοιχεία που διέθεταν
οι ελληνικές αρχές κατά την απελευθέρωση έκαναν λόγο για πληθυσμό 6.805.000 (Δοξιάδης Απ.: Αι
Θυσίαι της Ελλάδος στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Γραφικαί Τέχναι Ασπιώτη – ΕΛΚΑ, Αθήνα;,
[χ.η.], 1946, πίνακας 74) αλλά το πιθανότερο είναι ότι ο πραγματικός αριθμός ήταν λίγο
μεγαλύτερος. Κάπως μεγαλύτερος όμως φαίνεται πως ήταν και ο πληθυσμός του 1940, αφού η
απογραφή του 1940 και η Στατιστική Υπηρεσία (Επετηρίδα 1954 και Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο
Δεκεμβρίου 1943-Ιανουαρίου 1944), το δίνει ως 7.344.860.
868
Freris, A. F.: The Greek Economy in the Twentieth Century, Croom Helm, Kent, 1986 και Delivanis,
Dimitrios & William C. Cleveland: Greek Monetary Developments 1939-1948, Indiana University
Publications, Social Science Series No. 6, Bloomington, 1949.
869
Barro, Robert J. and Ursúa, José F.: "Macroeconomic Crises since 1870", Brookings Papers on
Economic Activity, Spring 2008, σσ. 255-335: Online Appendix
scholar.harvard.edu/files/barro/files/macrocrisessince1870_08_0614.xls. Τα στοιχεία τους έχουν
ανανεωθεί το 2010, Barro – Ursúa: Macroeconomic Data Set, Harvard University,
http://rbarro.com/data-sets/ (πρόσβαση 30/4/2014), αλλά όχι σε ό, τι αφορά την Ελλάδα της
κατοχής. Οι εκτιμήσεις των Barro & Ursúa δίνονται ως ποσοστό του ΑΕΠ του 2006. Τα στοιχεία τους

509
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Τα στοιχεία του Maddison, που καλύπτουν ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας και του
πλανήτη, είναι λοιπόν εκείνα που χρησιμοποιούνται συχνά για συγκριτικά έργα που
εστιάζονται στη σύγχρονη οικονομική ιστορία, ειδικά από τη στιγμή που υποτίθεται ότι
προσφέρουν πλήρη σειρά εκτιμήσεων για το σύνολο της περιόδου, κάτι που δεν ισχύει
πάντα για τους Barro & Ursúa. Αυτά επέλεξαν λοιπόν να χρησιμοποιήσουν ως βάση και οι
Klemann & Kudryashov στο πρόσφατο έργο τους για την οικονομία της κατεχόμενης
Ευρώπης, στο οποίο προσπάθησαν (μεταξύ άλλων) να εκτιμήσουν την πτώση της
παραγωγής στις κατεχόμενες χώρες και το ποσοστό που κατάφεραν να απομυζήσουν οι
κατακτητές. Ωστόσο, ο Klemann, που είχε προχωρήσει σε εξειδικευμένη μελέτη για την
Ολλανδία στην εκτίμηση ενός ποσοστού κρυφής παραγωγής για την περίοδο του πολέμου
και της κατοχής, έκρινε σωστά πως υπήρχε ένα ποσοστό που δεν αποτυπωνόταν στις
εκτιμήσεις του Maddison, και επιχείρησε να προβάλει τα πορίσματά του για την κρυφή
οικονομία της Ολλανδίας και στις άλλες κατεχόμενες χώρες για τις οποίες υπήρχαν
εκτιμήσεις του ΑΕΠ από τον Maddison, με κριτήρια τις ελλείψεις αγαθών στην αγορά, την
ύπαρξη και τη διάρκεια λιμού στη χώρα, την αποδοχή των κυβερνητικών μέτρων ρύθμισης
της αγοράς από τον πληθυσμό και τα ποσοστά αγροτικής, βιομηχανικής και λοιπής
παραγωγής. Χρησιμοποιώντας λοιπόν ως βάση το ΑΕΠ του 1938 κατά Maddison, οι
Klemann & Kudryashov καθόρισαν τους δείκτες της ποσοστιαίας ανόδου ή πτώσης του ΑΕΠ
κάθε χώρας, στους οποίους πρόσθεσαν στη συνέχεια τα ποσοστά της κατ’ αυτούς κρυφής
παραγωγής για κάθε χώρα. Για την Ελλάδα, οι δείκτες χωρίς και με την κρυφή παραγωγή
είναι αυτοί που βλέπουμε στις στήλες α) και γ) του παρακάτω πίνακα.870

φαίνεται να έχουν κάποιο πρόβλημα στις εκτιμήσεις του ΑΕΠ για το 1939, όπου παρουσιάζουν μια
ξαφνική άνοδο κατά 15 μονάδες, η οποία δεν συμφωνεί με τις περισσότερες άλλες εκτιμήσεις.
870
Klemann, Hein & Kudryashov, Sergei: Occupied Economies. An Economic History of Nazi-Occupied
Europe, 1939-1945, Berg, London, 2012, κυρίως σσ. 325-335.

510
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δείκτες διαφορετικών εκτιμήσεων για το ελληνικό ΑΕΠ (1938=100)


Α) Β) Κρυφή παραγωγή Γ) Δ) Barro- Ε) Barro-Ursúa με κρυφή
Έτος Maddison Klemann (% συνόλου) Klemann Ursúa παραγωγή κατά Klemann
1937 102 0 102 103 103
1938 100 0 100 100 100
1939 100 0 100 115 115
1940 86 0 86 94 94
1941 73 10 82 59 65
1942 61 23 80 39 51
1943 51 36 80 43 68
1944 43 39 71 - -
1945 36 27 50 39 54
1946 54 15 64 54 63
1947 70 10 78 63 70
1948 74 6 79 71 75
Πίνακας 7.1: Στήλη α): Maddison, Angus: The World Economy, Vol. 2: Historical Statistics,
Development Centre of the Organisation for Economic Co-Operation and Development, OECD
Publishing, Paris, 2006, σελ. 434, επόμενες δύο στήλες: Klemann, Hein & Kudryashov, Sergei:
Occupied Economies. An Economic History of Nazi-Occupied Europe, 1939-1945, Berg, London, 2012,
σελ. 330 και 331. Στήλη δ): επεξεργασία στοιχείων από: Barro, Robert J. and Ursúa, José F.:
"Macroeconomic Crises since 1870", Brookings Papers on Economic Activity, Spring 2008, pp. 255-
335: Online Appendix (scholar.harvard.edu/files/barro/files/macrocrisessince1870_08_0614.xls). Η
τελευταία στήλη (ε) έχει υπολογιστεί από τον συγγραφέα του παρόντος με βάση τους δείκτες της
στήλης δ), στους οποίους προστέθηκε το ποσοστό κρυφής παραγωγής της στήλης β).

Όπως φαίνεται λοιπόν στον πίνακα, οι εκτιμήσεις αυτές δεν μοιάζουν πειστικές,
αφού η πραγματική πτώση του ΑΕΠ, ακόμα και με τον συνυπολογισμό της κρυφής
οικονομίας, ήταν μεγαλύτερη του 20% που δίνουν οι εκτιμήσεις Klemann, ενώ η πτώση
ήταν σαφώς μεγαλύτερη για 1942 από ό, τι το 1941 και το 1943, κάτι που δεν
αποτυπώνεται στη στήλη γ). Βασικό πρόβλημα της εκτίμησης του βιβλίου των Klemann &
Kudryashov για το ελληνικό ΑΕΠ της κατοχής, είναι ότι βασίστηκαν στα προβληματικά
στοιχεία του Maddison, τα οποία φαίνεται να δίνουν μάλλον αυξημένο ΑΕΠ για το 1942,
αλλά αρκετά μικρότερο για το έτος της κατοχικής ανάκαμψης (1943).871
Αν και μάλλον πλησιέστερα στην πραγματικότητα, ο δείκτης της κρυφής
παραγωγής του Klemann (στήλη β) μοιάζει επίσης να πάσχει: στην Ολλανδία η μαύρη
αγορά και γενικά η κρυφή οικονομία μπορεί να ήρθε κάπως σταδιακά, αλλά στην Ελλάδα
αυτή εκτινάχθηκε ήδη από τα τέλη του 1941. Με άλλα λόγια το ποσοστό της «κρυφής

871
Όπως θα δούμε παρακάτω, η εκτίμηση του Maddison για το 1941 φαίνεται επίσης αρκετά υψηλή,
ενώ εκείνη για το 1944 είναι μεν κάπως υψηλότερη από όσο θα ήθελαν οι ενδείξεις των
ελλιπέστατων επίσημων εκτιμήσεων, αλλά μάλλον αισθητά χαμηλότερη από το πραγματικό ΑΕΠ αν
συνυπολογιστεί και η κρυφή οικονομία.

511
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παραγωγής» θα έπρεπε να είναι κάπως υψηλότερο το 1941 και ακόμα περισσότερο το


1942. Όπως είδαμε στο υποκεφάλαιο για τη μαύρη αγορά, τα νούμερα αυτά θα έπρεπε να
αυξηθούν οριακά για το 1941 και αρκετά περισσότερο (ίσως κατά περίπου 10%) για το
1942, φτάνοντας σε μάλλον ρεαλιστικότερους δείκτες 12-14% για το πρώτο κατοχικό έτος
και περίπου 35% για το 1942. Ταυτόχρονα όμως μάλλον πρέπει να μειωθεί κάπως και το
ποσοστό της κρυφής οικονομίας για το 1943 (ίσως κάπου γύρω στο 30%), αφού μετά τις
γερμανικές ήττες και τα μέτρα φιλελευθεροποίησης της οικονομίας από τα τέλη του 1942
(βλ. παραπάνω), φαίνεται πως, τουλάχιστον για ένα μεγάλο μέρος του 1943, η κρυφή
οικονομία πρέπει να είχε μειωθεί ελαφρά σε σχέση με την έξαρση του 1942 (ειδικά στις
πόλεις), αλλά και την κατάσταση που επικράτησε το 1944 (ή από τα τέλη του 1943), όταν η
επιταχυνόμενη κατάρρευση της δραχμής και του κρατικού μηχανισμού φαίνεται να
οδήγησαν στην κορύφωση του ποσοστού της κρυφής οικονομίας.872 Τέλος υπάρχει το
ζήτημα της εκτίμησης των απωλειών εισοδήματος που οι επιτάξεις και οι φθηνές αγορές
αγαθών επέφεραν σε κάποια είδη ειδικά το 1941.
Αν δεν λάβουμε υπόψη τις τροποποιήσεις αυτές των δεικτών «μαύρης»
οικονομίας και εφαρμόσουμε αυτούσιους τους δείκτες κρυφής παραγωγής του Klemann
στην – πλησιέστερη στα επίσημα στοιχεία – εκτίμηση του ΑΕΠ κατά Barro & Ursúa,
φτάνουμε στα αποτελέσματα της τελευταίας στήλης του άνω πίνακα. Η στήλη αυτή μοιάζει
να απέχει λιγότερο από την πραγματικότητα σε σχέση με εκείνη του Maddison, αλλά η
απουσία στοιχείων για το 1944, και ο προβληματισμός για τους δείκτες κρυφής οικονομίας
ειδικά το 1941 και 1942 μας αναγκάζει να επιχειρήσουμε μια νέα εκτίμηση. Εξάλλου, αν και
η περίοδος της κατοχής παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις, μια άνοδος του ΑΕΠ κατά
περίπου 33% το 1943 (από 51 σε 68% του 1938) μοιάζει εντελώς εξωπραγματική.
Ως βάση για τους υπολογισμούς θα χρησιμοποιηθεί η τελευταία αναλυτική μελέτη
για το ελληνικό ΑΕΠ των Κωστελένου κ.α. Η μελέτη αυτή σταματάει στο 1939, ωστόσο η
αναλυτική εκτίμηση για το τελευταίο προπολεμικό έτος παγκοσμίως (1938) μας επιτρέπει
να τη χρησιμοποιήσουμε ως βάση, πάνω στην οποία θα προσαρμοστούν νέοι δείκτες για τα
χρόνια της κατοχής με βάση τις πληροφορίες των κεφαλαίων για τον πρωτογενή,
δευτερογενή και τριτογενή τομέα. Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη των Κωστελένου κ.α. το
ΑΕΠ της χώρας το 1938 ανερχόταν σε 55.688.778.517 δραχμές, από τις οποίες οι

872
Σημαντικής έκτασης κρυφή οικονομία υπήρχε βέβαια και προ της κατοχής, αλλά και μετά απ’
αυτήν. Ως κρυφή οικονομία στην περίπτωση αυτή θεωρείται αυτή που εμφανίστηκε την περίοδο της
κατοχής και ως εκ τούτου είναι συνήθως επιπλέον της προπολεμικής.

512
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

32.062.562.767 (ή 58,47%) προέρχονταν από τον πρωτογενή τομέα, οι 5.140.972.500 (ή


9,38%) από τον δευτερογενή, και οι 18.485.243.250 (ή 33,71%) από τον τριτογενή.873
Στην προσπάθεια λοιπόν να ανασυντεθούν τα στοιχεία για τον πρωτογενή τομέα
χρησιμοποιήθηκαν κατά το δυνατόν τα στοιχεία από το βιβλίο των Κωστελένου κ.α. και
δευτερευόντως οι επίσημες στατιστικές των προλεμικών ετών, ως βάση για την αναλογία
εισοδημάτων γεωργίας – κτηνοτροφίας – μεταλλείων – δασών στον πρωτογενή τομέα, και
για την περαιτέρω ανάλυση των γεωργικών εισοδημάτων. Η αναλογία λοιπόν που
χρησιμοποιήθηκε ως βάση εκκίνησης για τα εισοδήματα του πρωτογενούς τομέα στον
υπολογισμό του ΑΕΠ ήταν 33,2% κτηνοτροφία, 2,1% δάση, 2,1% μεταλλεία και το υπόλοιπο
γεωργία. Τα γεωργικά εισοδήματα με τη σειρά τους προήλθαν κατά 65,4% από μονοετείς
καλλιέργειες και κατά 34,6% από πολυετείς. Στις δε μονοετείς καλλιέργειες, λίγο πάνω από
το 20% των εισοδημάτων αφορούσαν βιομηχανικά και αρωματικά φυτά, και το υπόλοιπο
κυρίως δημητριακά, με το μεγαλύτερο ποσοστό σιτάρι και δευτερευόντως αραβόσιτο.874
Με βάση λοιπόν τα ποσοστά αυτά της παραγωγής του 1938, έγιναν κάποιες
εκτιμήσεις για α) τα σιτηρά και τον αραβόσιτο κάθε κατοχικού έτους (ως ενδεικτικά των
λοιπόν μονοετών καλλιεργειών), β) τον καπνό και το βαμβάκι (κατά 75% και 25% αντίστοιχα
ως ενδεικτικά των βιομηχανικών μονοετών φυτών), γ) τα προϊόντα του αμπελιού, τους
ξηρούς καρπούς και κυρίως τα ελαιόδεντρα (ως ενδεικτικά των πολυετών φυτειών) και δ)
το κρέας και τα γαλακτοκομικά (για την κτηνοτροφία). Για τα εισοδήματα των δασών έγιναν
κάποιες γενικές εκτιμήσεις σχετικά με την υλοτομία και τα προϊόντα ρητίνης, ενώ για τα
μεταλλεία χρησιμοποιήθηκαν οι πληροφορίες που είδαμε στο σχετικό κεφάλαιο.
Οι εκτιμήσεις για την παραγωγή τροποποιήθηκαν ελαφρά για αποτυπώσουν την
αύξηση στην τιμή των τροφίμων, ειδικά στα τέλη του 1941 και στο πρώτο μισό του 1942,
όταν η ανατίμηση των ειδών επιβίωσης (κυρίως δηλαδή τροφίμων) ξεπερνούσε ακόμα και
εκείνη της χρυσής λίρας. Επίσης αποφασίστηκε να αυξηθούν λίγο οι εκτιμήσεις για τα
μεταλλεύματα, ειδικά του 1942, για να συμπεριλάβουν τα κέρδη από την επίσημη ισοτιμία
του μάρκου μέχρι την λειτουργία της DEGRIGES. Αντίθετα, θεωρήθηκε ορθότερο να μειωθεί
873
Κωστελένος, Γεώργιος, Βασιλείου, Δημήτριος, Κουνάρης, Εμμανουήλ, Πετμεζάς, Σωκράτης &
Σφακιανάκης, Μιχαήλ: Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, 1830-1939, Πηγές οικονομικής ιστορίας της
νεότερης Ελλάδας : ποσοτικά στοιχεία και στατιστικές σειρές, Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας και
Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, Αθήνα, 2007, σελ. 141.
874
Βλ. Κωστελένος κ.α.: Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, 1830-1939…, σσ. 33-89 και 141, καθώς και τον
ψηφιακό δίσκο που συνοδεύει το βιβλίο, κυρίως τον πίνακα 2-ΙΙβ. Για την αναλογία της αξίας των
βιομηχανικών και αρωματικών φυτών σε σχέση με τις υπόλοιπες μονοετείς καλλιέργειες
χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία από την Στατιστική Επετηρίδα της Ελλάδος του 1939.

513
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ελαφρά το ποσοστό που αντιστοιχούσε στην επίσημη παραγωγή βιομηχανικών φυτών το


1941, λόγω των αγορών ποσοτήτων (κυρίως καπνού) από τις αρχές κατοχής σε χαμηλές
τιμές. Η κατάσταση ίσως αντιστράφηκε ελαφρά αργότερα, αφού οι αγορές σε τιμές κάτω
του κόστους φαίνεται να περιορίστηκαν σημαντικά, ενώ υπάρχουν ενδείξεις για ένα
περιορισμένο ποσοστό κρυφής παραγωγής. Οι μεγάλες ελλείψεις σε πολλούς από τους
τομείς αυτούς έκαναν αναγκαία την συχνή καταφυγή σε υποθέσεις (σ’ αυτό που στα
αγγλικά ονομάζουν educated guess), αλλά η ύπαρξη κάποιων συγκεκριμένων στοιχείων και
σχετικά αξιόπιστων εκτιμήσεων για αρκετές από τις κατηγορίες (σιτηρά, βιομηχανικά φυτά,
ελαιόδεντρα, παραγωγή μεταλλείων), δημιουργούν μια σχετική εμπιστοσύνη ότι οι
συνολική εκτίμηση για τον πρωτογενή τομέα δεν θα πρέπει να βρίσκεται μακριά από την
πραγματικότητα.
Τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων αυτών μας δίνουν ένα ποσοστό για το
αθροιστικό ποσοστό της αξίας της παραγωγής του πρωτογενούς τομέα που βρισκόταν
κοντά στα 2/3 εκείνης του 1938, και πιο συγκεκριμένα περίπου 67-68% για το 1941,
ελάχιστα χαμηλότερα για το 1942, κοντά στο 67% για το 1943 και γύρω στο 63% για το
1944. Η μείωση των τελευταίων δύο ετών οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον περιορισμό της
κτηνοτροφίας, η επίπτωση από την πτώση της οποίας το 1943 είχε περιοριστεί κάπως από
την (έστω και μικρή) άνοδο της γεωργικής παραγωγής (και δευτερευόντως των
μεταλλείων).
Για τη βιομηχανική παραγωγή χρησιμοποιήθηκε και πάλι ως βάση η εκτίμηση των
Κωστελένου κ.α. για το 1938, και με βάση τις πληροφορίες που είδαμε για τους διαφόρους
κλάδους στο σχετικό κεφάλαιο, αλλά και για τους μισθούς στο κεφάλαιο της εργασίας,
έγιναν εκτιμήσεις που έφερναν τη βιομηχανική παραγωγή του πρώτου κατοχικού έτους
λίγο κάτω από το 65% εκείνης του 1938 (γεγονός που σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στην
παραγωγή – πολεμική ή μή – του πρώτου 4μήνου του έτους), ενώ από τα επόμενα χρόνια
μόνο το 1943 φαίνεται να ξεπερνούσε το 50% (ίσως φτάνοντας και το 55%).875

875
Η εκτίμηση για το 1944 είναι προφανώς εκείνη με τα μεγαλύτερα περιθώρια λάθους. Λόγω της
έλλειψης αξιόπιστων στοιχείων, χρειάστηκε να βασιστούμε περισσότερο στην πορεία της
παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και στα λίγα στοιχεία που διαθέτουμε για άλλους τομείς όπως τα
τσιμέντα, καθώς και στις μεταβολές της απασχόλησης που είδαμε στον πίνακα του ΣΕΒΒ του 1944,
συντηρώντας τα κενά με εκτιμήσεις βασισμένες σε λιγότερο αξιόπιστες περιγραφές και
μεταβάλλοντας ελαφρώς το αποτέλεσμα ώστε να συμπεριληφθούν στον δείκτη οι μεταβολές στις
εργατικές αμοιβές. Ο υπολογισμός της αξίας της δευτερογενούς παραγωγής του έτους αυτού, που
φαίνεται πλησιάζει εκείνη του 1942, οφείλεται κυρίως στην – κατά φαινόμενα – αυξημένη
παραγωγή των αρχών του 1944 και στις σημαντικά αυξημένες εργατικές αμοιβές σε σχέση με το

514
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ο τριτογενής τομέας παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες, λόγω της μεγαλύτερης


εξάρτησής του από τις ταχύτατες μεταβολές των τιμών. Οι μεγαλύτερες επιμέρους
απώλειες στον τομέα είχαν να κάνουν με τα ενοίκια (η πραγματική αξία των οποίων μετά το
1941 μειώθηκε τόσο που να είναι στην πράξη ελάχιστη), και των εισοδημάτων από δάνεια,
ασφάλειες, μετοχές και εισοδήματα του εξωτερικού. Όπως είδαμε τα προβλήματα των
μεταφορών ήταν επίσης τεράστια, ενώ μειωμένες ήταν και οι αμοιβές από τις υπηρεσίες.
Οι μισθοί είχαν τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις από οποιαδήποτε ίσως κατηγορία με
αξιόλογη επίπτωση στο ΑΕΠ, αφού (με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο
κεφάλαιο για την εργασία) στο χειρότερο από μισθολογικής πλευράς έτος (1942) είχαν
βυθιστεί κατά μέσο όρο στο 12,6% του 1940 για τους δημοσίους υπαλλήλους, στο 17,2%
για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους και στο 10,9% για τους εργάτες, ενώ αντίθετα, το 1943
βρίσκονταν στο 34,1%, 70,5% και 18,9% αντίστοιχα. Για τους δημοσίους υπαλλήλους (που
ως τότε είχαν μάλιστα αυξηθεί και στον αριθμό) το καλύτερο έτος ήταν το 1944, όταν οι
αμοιβές τους (μαζί με τα επιδόματα) έφταναν περίπου στο 40,1% του 1940.
Σε ό, τι αφορά τις κατασκευές, η κάθετη πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης
(οικοδομές) φαίνεται πως αντισταθμίστηκε ως ένα βαθμό από τα έργα του δημοσίου και
των αρχών κατοχής, αλλά οι απώλειες παρέμεναν αξιόλογες. Αυτό που σώζει τον τριτογενή
τομέα από την πλήρη κατάρρευση, ειδικά το 1942 (το 1943-44 τα εισοδήματα από το
δημόσιο ήταν επίσης σχετικά ανεβασμένα), ήταν το εμπόριο. Όπως είδαμε και στο
αντίστοιχο κεφάλαιο, η μαύρη αγορά ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένη, τα κέρδη της σημαντικά
(και για κάποιους τεράστια), ενώ ακόμα και πολλοί από αυτούς που διατηρούσαν τα
επίσημα επαγγέλματά τους ασχολούνταν επίσης αναγκαστικά και με το εμπόριο.
Σημαντικότατα ήταν και τα κέρδη των εισαγωγών, αλλά η μεγάλη μείωση των εισαγόμενων
εμπορευμάτων οδήγησε σε πτώση τα σχετικά εισοδήματα. Σε γενικές γραμμές η πτώση των
εισοδημάτων του εμπορίου είναι μεν δύσκολο να εκτιμηθεί, αφού το μεγαλύτερο μέρος

1942. Από τα τέλη όμως του καλοκαιριού και μετά, η πτώση στους κλάδους που δεν είχαν να κάνουν
με τρόφιμα ήταν μεγάλη (στους περισσότερο «πολεμικού» χαρακτήρα κλάδους, όπως ναυπηγεία,
μέταλλα και μηχανουργεία, ήταν τεράστια), γεγονός που δεν ακυρώνεται από την προσθήκη της –
έτσι κι αλλιώς σχεδόν αμελητέας – ποσότητας της δευτερογενούς παραγωγής της απελευθερωμένης
βουλγαροκρατούμενης ζώνης στις τελευταίες εβδομάδες του έτους. Το όποιο περιθώριο λάθους
(καλώς εχόντων των πραγμάτων όχι πάνω του 5-6%), δεν πρέπει να έχει μεγάλη επίπτωση στον
τελικό δείκτη του ΑΕΠ, λόγω και της σχετικά περιορισμένης βαρύτητας της δευτερογενούς
παραγωγής σ’ αυτόν (αν με άλλα λόγια η δευτερογενής παραγωγή ήταν γύρω στο 8% και το λάθος
στον υπολογισμό της έφτανε το 6%, η επίπτωση στον τελικό συνολικό δείκτη θα βρισκόταν γύρω στο
0,5%).

515
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

των συναλλαγών φαίνεται πως ήταν κρυφό, αλλά οι ενδείξεις μας δίνουν μια εικόνα
μικρότερων απωλειών σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη κατηγορία του τριτογενούς τομέα,
ειδικά μάλιστα για το 1942, όταν οι μισθοί και τα περισσότερα άλλα εισοδήματα του
τριτογενούς τομέα βρίσκονταν στο χαμηλότερό τους σημείο. Με βάση τα παραπάνω
καταλήγουμε σε μια εκτίμηση για τον τριτογενή τομέα που βρισκόταν γύρω στο 57%-59%
του 1938 για το 1941 (εν μέρει οφειλόμενη στο πρώτο 4μηνο), περίπου στο 49%-51% το
1943 αλλά μόλις γύρω στο 37%-39% το 1942 (έτος των χαμηλότερων μισθών) και ίσως στο
38 με 40% το 1944.
Οι νέοι δείκτες στους οποίους κατέληξε η προσπάθεια αυτή παρουσιάζονται στον
παρακάτω πίνακα. Στις στήλες β-δ βρίσκονται οι ανώτερες, κατώτερες και μέσες εκτιμήσεις
στις οποίες καταλήξαμε με την μεθοδολογία που προαναφέρθηκε, ενώ στη στήλη α)
βρίσκονται οι επεξεργασμένοι δείκτες των Barro & Ursúa που είδαμε παραπάνω, στους
οποίους έχει προστεθεί ένα επανεκτιμημένο ποσοστό κρυφής παραγωγής (12% για το
1941, 32% για το 1942, 30% για το 1943 και 38-39% για το 1944).876 Η έλλειψη εκτίμησης
των Barro & Ursúa για το 1944 μας οδήγησε για λόγους σύγκρισης να υιοθετήσουμε ως
ποσοστό ευρισκόμενο πλησιέστερα σε εκείνο των επίσημων εκτιμήσεων (με βάση τα
ελάχιστα στοιχεία που διαθέτουμε) ένα ενδεικτικό νούμερο γύρω στο 35% του 1938,
περίπου δηλαδή 4 μονάδες χαμηλότερα από εκείνο που οι Barro & Ursúa αναφέρουν για το
1942, νούμερο με βάση τον προαναφερόμενο δείκτη κρυφής οικονομίας που θα μας έδινε
ένα συνολικό δείκτη γύρω στο 56 για το 1944 (στη θέση αυτή στη στήλη Α του πίνακα έχει
παύλα γιατί οι Barro & Ursúa δεν είχαν δώσει εκτίμηση για το 1944). 877

876
Στην πραγματικότητα το ποσοστό της κρυφής παραγωγής για το 1941 ήταν υψηλότερο και ίσως
ξεπερνούσε ακόμα και το 15%. Ωστόσο αποφασίστηκε να μειωθεί για να συμπεριλάβει τις
κατασχέσεις ως λείας πολέμου, τις επιτάξεις και τις αγορές προϊόντων από τις αρχές κατοχής σε
ιδιαίτερα φθηνές τιμές.
877
Η εκτίμηση για το 1944 είναι ίσως η δυσκολότερη, γιατί στο έτος αυτό εκτός της τεράστιας
παραοικονομίας υπάρχουν και η εκ νέου de facto αλλαγή συνόρων (επανένωση
βουλγαροκρατούμενης ζώνης τις τελευταίες εβδομάδες του έτους) αλλά και τα Δεκεμβριανά. Το
ενδεικτικό ποσοστό του 35% ή 36% θα ήταν λογικό με βάση την πτώση των προηγούμενων ετών
στους υπολογισμούς Barro & Ursúa και τη διαφορά 1943-1944 κατά Maddison. Οι περισσότεροι
υπολογισμοί της παρούσας εργασίας για το ΑΕΠ του έτους κυμαίνονταν μεταξύ του 53 και του 54%
σε σχέση με το ΑΕΠ του 1938.

516
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Νέοι ποσοστιαίοι δείκτες εκτίμησης του ελληνικού κατοχικού ΑΕΠ, 1938=100


Α) Barro & Ursúa με
νέες εκτιμήσεις κρυφής Β) Νέες ανώτερες Γ) Νέες κατώτερες Δ) Μέσες
Έτος παραγωγής εκτιμήσεις εκτιμήσεις τιμές
1941 67 67 62 64
1942 57 58 52 55
1943 62 63 57 60
1944 - 56 50 53
Πίνακας 7.2: Πηγές: πίνακας 7.1, εκτιμήσεις του συγγραφέα του παρόντος. Από τον υπολογισμό
έχει αφαιρεθεί η βουλγαροκρατούμενη ζώνη για όσο διάστημα ήταν κατεχόμενη.

Όπως βλέπουμε, τα ποσοστά της πρώτης στήλης είναι στα όρια των ανώτερων
εκτιμήσεων, γεγονός που ίσως σημαίνει πως ακόμα και οι τροποποιημένοι δείκτες κρυφής
παραγωγής πιθανώς να είναι κάπως υψηλοί. Φαίνεται επίσης πως επιβεβαιώνονται οι
αρχικές εντυπώσεις για τους δείκτες κρυφής παραγωγής του Klemann, ειδικά σε ό, τι
αφορά στην υποτίμηση της κρυφής οικονομίας το 1942 και σε μια ενδεχομένως μικρή
υπερτίμησή της το 1943. Όμως, οι εκτιμήσεις του πίνακα δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους και
μπορούν να θεωρηθούν ως σχετικά αξιόπιστες για μια πρώτη εκτίμηση του ΑΕΠ της
Ελλάδας της περιόδου 1941-44. Τα ποσοστά της πραγματικής παραγωγής (αν δηλαδή
αφαιρεθούν τα εισοδήματα ενοικίων, συντάξεων και εισοδημάτων από δάνεια κλπ, τόσο
από το ΑΕΠ του 1938 όσο και από εκείνα της κατοχής), είναι ασφαλώς υψηλοτέρα, αφού
ήταν ακριβώς τα εισοδήματα αυτά που επλήγησαν περισσότερο από τον κατοχικό
πληθωρισμό. Ωστόσο ακόμα και χωρίς αυτά η πτώση φαίνεται αρκετά μεγάλη.878
Εφαρμόζοντας τους μέσους δείκτες στους οποίους κατέληξε η προσπάθεια αυτή,
στην εκτίμηση Κωστελένου κ.α. για το ΑΕΠ του 1938 έχουμε το γράφημα που ακολουθεί, στο
οποίο φαίνεται ξεκάθαρα πως μετά την αρχική πτώση της αξίας της παραγωγής του
πρωτογενούς τομέα (οφειλόμενη στο ακρωτηριασμό της χώρας και στις συνέπειες του
πολέμου), οι αυξομειώσεις ήταν σχετικά μικρές, όπως εξάλλου συμβαίνει συχνά με τον τομέα
αυτόν. Αντίθετα ο τριτογενής τομέας, ο πλέον ευαίσθητος στον πληθωρισμό και στις

878
Δεν έγιναν ειδικές εκτιμήσεις για το ακριβές ποσοστό της πτώσης του πραγματικού (χωρίς
ενοίκια, δάνεια κλπ) ΑΕΠ, αλλά ίσως αυτή μάλλον πλησίαζε το 1/3 κατά μέσο όρο. Αν στην πτώση
αυτή δεν συνυπολογίσουμε το ποσοστό που προέρχεται από τον περιορισμό της εδαφικής έκτασης
της χώρας, τότε καταλήγουμε σε ένα ποσοστό πτώσης της πραγματικής παραγωγής (χωρίς ενοίκια
κλπ) στο σύνολο των εδαφών της χώρας (στα παλιά της σύνορα) που πιθανώς να ξεπερνούσε οριακά
το ¼ εκείνης του 1938. Με δοδομένη βέβαια και την αρπαγή του συνόλου ουσιαστικά της
παραγωγής των βουλγαροκρατούμενων περιοχών, το ποσοστό της πραγματικής παραγωγής της
χώρας στα παλιά της σύνορα που κατέληγε στον Άξονα ξεπερνούσε σημαντικά το 50% (που όπως θα
δούμε είναι η εκτίμηση για την περιοχή μέσα στα νέα de facto σύνορα) και ίσως πλησίαζε το 60%.

517
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πολεμικές εξελίξεις, σημείωσε μεγάλες αυξομειώσεις μετά από την αρχική πτώση του 1941,
πέφτοντας λίγο κάτω από το 25% του ΑΕΠ τις δύσκολες χρονιές 1942 και 1944. Αποτέλεσμα
του διαφορετικού ρυθμού αυξομείωσης είναι η αλλαγή της διάρθρωσης του ΑΕΠ, με την
πτώση του ποσοστού του τριτογενούς τομέα (που – ειδικά το 1942 – είχε σοβαρές απώλειες
από τον πληθωρισμό) στο σύνολο του ΑΕΠ και την ταυτόχρονη αύξηση του πρωτογενούς.879
Όσο για τον δευτερογενή, αυτός έτσι κι αλλιώς αποτελούσε λιγότερο από το 10% του ΑΕΠ
προπολεμικά, με αποτέλεσμα η σχετική μείωση – αν και σημαντική για τον ίδιο τον τομέα –
να μην είναι τόσο εντυπωσιακή για το σύνολο του ΑΕΠ.880

Διάρθρωση ελληνικού ΑΕΠ, 1938, 1941-44 (δρχ


του 1938)
60.000.000.000

50.000.000.000

40.000.000.000

30.000.000.000

20.000.000.000

10.000.000.000

0
1938 1941 1942 1943 1944

πρωτογενής δευτερογενής τριτογενής

Γράφημα 7.1: Εκτιμήσεις για τη διάρθρωση του ελληνικού ΑΕΠ, 1938, 1941-44 σε σταθερές
δραχμές του 1938. Οι εκτιμήσεις για το 1938 είναι από το: Κωστελένος, Γεώργιος, Βασιλείου,
Δημήτριος, Κουνάρης, Εμμανουήλ, Πετμεζάς, Σωκράτης & Σφακιανάκης, Μιχαήλ: Ακαθάριστο
Εγχώριο Προϊόν, 1830-1939, Πηγές οικονομικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας : ποσοτικά στοιχεία
και στατιστικές σειρές, Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας και Κέντρο Προγραμματισμού και
Οικονομικών Ερευνών, Αθήνα, 2007, σελ. 141, ενώ εκείνες της περιόδου 1941-44 είναι του
συγγραφέα του παρόντος. Οι εκτιμήσεις αυτές (κυρίως δε τα στοιχεία για τα επιμέρους ποσοστά
κάθε τομέα της οικονομίας) είναι πρώτες εκτιμήσεις και έχουν ένα περιθώριο σφάλματος.

Οι παραπάνω ενδεικτικές εκτιμήσεις μας δίνουν ένα συνολικό ΑΕΠ για την
τετραετία 1941-44 που κυμαινόταν ανάμεσα στις 135.880.619.581 δραχμές του 1938 για
την ανώτερη εκτίμηση και στις 123.072.200.523 δραχμές για την κατώτερη, με τους πλέον
πιθανούς μέσους δείκτες να μας δίνουν άθροισμα 129.197.966.159 δραχμές του 1938,
ποσό που αντιστοιχεί για το σύνολο της τετραετίας στο 232% του 1938. Με άλλα λόγια,

879
Ο πρωτογενής τομέας κορυφώθηκε γύρω στο 69-70% του συνόλου κατά το 1942, ενώ το 1944
ήταν ελάχιστα χαμηλότερα.
880
Ο δευτερογενής τομέας φαίνεται να υποχώρησε κατά περίπου 1-1,5 μονάδες στη διάρθρωση του
ΑΕΠ (από το 9,5% στο 7,5-8,5%).

518
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ακόμα και με τον συνυπολογισμό της μη επίσημης παραγωγής, στα 4 χρόνια της κατοχής η
χώρα (στα νέα της de facto σύνορα) παρήγαγε περίπου 2,3 φορές το ΑΕΠ της τελευταίας
προπολεμικής περιόδου, ή γύρω στο 58% αυτού που θα είχε παραχθεί αν η χώρα συνέχιζε
να έχει παραγωγή ίση με εκείνη του 1938. Η πραγματική μείωση δηλαδή της παραγωγής σε
συνδυασμό με τον ακρωτηριασμό της χώρας είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια μιας για
κάθε 2,4 δραχμές υποθετικής ειρηνικής παραγωγής.
Αν μετατρέψουμε το ποσό αυτό σε μάρκα με την ισοτιμία του 1938 (40,5 δραχμές
το μάρκο μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, 42 δραχμές για τους υπόλοιπους μήνες), καταλήγουμε
σε ένα ενδεικτικό ποσό ανάμεσα στα 3.330.113.656 και τα 3.016.209.500 RM, με
πιθανότερη εκτίμηση τα 3.197.966.159 RM. Συγκρίνοντας τις εκτιμήσεις αυτές με τον
προαναφερθέντα υπολογισμό της αξίας απομύζησης της ελληνικής παραγωγής (περίπου
1.657.000.000 RM) βλέπουμε πως περίπου 1 για κάθε 2 δραχμές της κατοχικής παραγωγής
(49,8% με βάση την κατώτερη, 54,9% με βάση την ανώτερη και 52,3% με βάση την μέση
εκτίμηση για το κατοχικό ΑΕΠ) φαίνεται να πήγαιναν στην ενίσχυση της πολεμικής
προσπάθειας του Άξονα.881 Ένα μικρό μέρος των προαναφερθέντων 1.657.000.000 RM
αφορούν αποθηκευμένη παραγωγή των προηγούμενων ετών. Δεν έχουμε ακριβή στοιχεία

881
Το ποσοστό αυτό είναι βέβαια πολύ μεγαλύτερο στον δευτερογενή τομέα, όπου ίσως να
ξεπερνούσε και το 70%.
Τα αυστηρά μέτρα περιορισμού των μισθών και ρύθμισης της αγοράς στη Γερμανία
σήμαιναν πως παρά την αύξηση στην κυκλοφορία των μάρκων (το μεγαλύτερο μέρος της οποίας
εξάλλου απορροφήθηκε από την αύξηση του πληθυσμού λόγω της διεύρυνσης των συνόρων) η
επίπτωση του πληθωρισμού στο νόμισμα μεταξύ του 1938 και του 1941 (το ποσό απομύζησης της
ελληνικής οικονομίας υπολογίστηκε με βάση τους πρώτους μήνες της κατοχής) ήταν περιορισμένη.
Στην πράξη υπήρχε μια μικρή απώλεια αλλά αυτή δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια και
εν πάση περιπτώσει αυτή θα ήταν τέτοια που δεν θα μετέβαλε ουσιωδώς την τάξη μεγέθους που
προέκυψε από τον άνω υπολογισμό. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως σύμφωνα με κάποια στοιχεία
το κόστος ζωής στη Γερμανία μεταξύ 1939 και 1941 αυξήθηκε περίπου κατά 6%, με τη μεγαλύτερη
αύξηση να παρουσιάζεται στον τομέα της ένδυσης. Βλ. Werner Abelshauser: “Germany: guns, butter,
and economic miracles”, σελ. 154, στο: Harrison, Mark (ed): The Economics of World War II, Six great
powers in international comparison, Cambridge University Press, Cambridge, 1998, σσ. 122-176.
Ωστόσο οι περισσότεροι μισθοί το ίδιο διάστημα ήταν παγωμένοι και οι τιμές αρκετών πρώτων υλών
ή άλλων αγαθών είχαν τεθεί σε καθεστώς διατίμησης. Δεν αποκλείεται λοιπόν ο πληθωρισμός να
ήταν ακόμα χαμηλότερος. Το περιθώριο λάθους του ποσοστού που προκύπτει από το γερμανικό
πληθωρισμό είναι λοιπόν μικρότερο από εκείνο που προκαλεί η σχετική αβεβαιότητα των
υπολογισμών της αξίας τόσο του ΑΕΠ, όσο και των εξόδων κατοχής ή του χρέους του εμπορικού
ισοζυγίου.

519
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γι’ αυτή, αλλά σε αυτά πρέπει να είναι μέρος των 38.480.000 RM που ανέφερε η επιτροπή
για το κλήρινγκ ως αξία των κατασχεθέντων εμπορευμάτων του ελληνικού γραφείου
εφοδιασμού που βρίσκονταν αποθηκευμένα στον Πειραιά καθώς και των αξίας
124.521.700 RM καπνών και ίσως μικρό μέρος άλλων ποσών. Ακόμα όμως και αν
υποθέσουμε πως τα αποθηκευμένα προϊόντα παραγωγής προηγούμενων ετών πλησίαζαν
συνολικά τα 100-150 εκατομμύρια RM σε αξία, η συνολική εικόνα δεν θα μεταβάλλεται
σημαντικά, αφού το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 5-9% των 1.657.000.000 RM.882
Τα ποσοστά είναι σημαντικά χαμηλότερα της ανεδαφικής γερμανικής εκτίμησης
του 1941, που ήθελε τα έξοδα κατοχής να φτάνουν σχεδόν στο 114% του ελληνικού ΑΕΠ,
ποσοστό που δυστυχώς συνεχίζει κάποιες φορές να αναπαράγεται και σήμερα.883 Το λάθος
αυτό φαίνεται ότι προέκυψε από τη σύγκριση των προβλεπόμενων σχετικών δαπανών
(εξόδων κατοχής και προϋπολογισμού), με την εκτίμηση για ΑΕΠ 40-45 εκατομμυρίων της
επιτροπής του 1941, αφού στους υπολογισμούς του προαναφερθέντος «Υπομνήματος επί
της Οικονομικής και Δημοσιοοικονομικής Καταστάσεως…» του Νοεμβρίου 1941,

882
Αν αφαιρέσουμε 100.000.000 RM για τα ποσοστά του κατοχικού ΑΕΠ που πήγαν στην ενίσχυση
της πολεμικής προσπάθειας Γερμανίας και Ιταλίας μειώνονται μόλις στο 46,8% (ανώτερη εκτίμηση
ΑΕΠ) με 51,6% (κατώτερη), ή, με βάση τη μέση εκτίμηση στο 49,2%, ενώ αν το αφαιρούμενο ποσό
προκατοχικής παραγωγής φτάνει τα 150.000.000 RM τότε τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 45,3%, 50%
και με τη μέση εκτίμηση για το κατοχικό ΑΕΠ 47,6%. Στην πραγματικότητα είναι δύσκολο να
υπολογιστεί η αποθηκευμένη παραγωγή προηγουμένων ετών που θα έπρεπε να αφαιρεθεί, αλλά
αυτή δύσκολα φαίνεται να είναι τέτοια που θα μείωνε την ακαθάριστη αξία των ελληνικών πόρων
της περιόδου 1941-44 που πήρε ο Άξονας κάτω από 45% του ΑΕΠ.
883
Γράφοντας τον Σεπτέμβριο του 1941, ο Altenburg υπολόγισε το ποσοστό του ΑΕΠ που πήγαινε
στα έξοδα κατοχής σε περίπου 113,7%, σε σχέση με το 69% της Νορβηγίας, το 24% του Βελγίου και
το 18% της Ολλανδίας. Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43,
αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Emory University, 1995, σελ. 466. Το λανθασμένο αυτό ποσοστό
επαναλαμβάνεται για παράδειγμα στα πρόσφατα: Μπρεδήμας, Α.: «το κατοχικό δάνειο: μια
εναλλακτική προοπτική δικαίωσης;», στο: Περράκης, Στ. (επιμ.): Το ζήτημα των πολεμικών
επανορθώσεων στην Ελλάδα. Διεθνείς και εθνικές διαστάσεις, εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα, 2012, σσ.
144-148, και: Συγγελάκης, Αριστομένης Ι.: «Δικαιοσύνη και αποζημίωση! Το ζήτημα των γερμανικών
οφειλών: Το παρόν ως ιστορία», στο: Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου, Έρευνας και Κριτικής, Τετράδιο
ο ο
62 /63 , Καλοκαίρι/Φθινόπωρο 2013, σσ. 57-74. Το ποσοστό αυτό αναφέρουν και οι Klemann &
Kudryashov (Occupied Economies…, σελ. 219) συνδέοντάς το και με τον εφοδιασμό της Β. Αφρικής
από την Ελλάδα, αλλά θεωρούν πως με δεδομένη την επιβίωση του ελληνικού πληθυσμού «πρέπει
να είναι υπερβολικά υψηλό». Δεν έχουν πάντως αμφιβολία ότι τα ποσοστά για τις χώρες της Ν.Α.
Ευρώπης πρέπει να ήταν υψηλοτέρα από εκείνα για χώρες όπως η Γαλλία και το Βέλγιο.

520
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αναφέρεται πρόβλεψη για τα έξοδα αυτά μέχρι το τέλος Μαρτίου 1942 ύψους 48.740
εκατομμυρίων δραχμών (δηλαδή περίπου 114% της εκτίμησης του ΑΕΠ της περιόδου).884
Βεβαίως, εκτός από το υποτιμημένο ΑΕΠ, ο πληθωρισμός έκανε οποιουσδήποτε
παρόμοιους προκαταβολικούς υπολογισμούς εντελώς λανθασμένους.
Το ποσοστό του περίπου 50%, παρά την σχετική αβεβαιότητα που προκαλούν τα
σχετικά σημαντικά περιθώρια λάθους, είναι από τα μεγαλύτερα στην κατεχόμενη Ευρώπη –
τουλάχιστον για τις περιοχές που διαθέτουμε κάποιες εκτιμήσεις. Είναι επίσης πολύ
μεγαλύτερο κάποιων εκτιμήσεων για την Ελλάδα που λάμβαναν υπόψη μόνο τα ποσά των
εξόδων κατοχής σε λίρες. Αν υπολογίσουμε την αξία μόνο του ποσού που υπολόγισε ο
Nestler για τα έξοδα της Γερμανίας (786,5 εκατομμύρια RM) τότε το ποσοστό είναι κάτι
λιγότερο από 25%, ενώ το γερμανικό χρέος, όπως το είχε υπολογίσει ο ίδιος (476
εκατομμύρια RM) ανερχόταν περίπου στο 15% του κατοχικού ΑΕΠ της Ελλάδας.885 Αν
υπολογίσουμε το ποσοστό των εξόδων Ιταλών και Γερμανών, αλλά χωρίς την εκτίμηση για
τις απλήρωτες ή υποτιμημένες εξαγωγές και τις κατασχέσεις (υπόλοιπο κλήρινγκ κλπ), τότε
το ποσοστό φτάνει στο 41%.886 Ωστόσο σε σχέση με το συνολικό κόστος του πολέμου για
τον Άξονα η νομισματική αξία της ελληνικής «συνεισφοράς» (γιατί όπως είδαμε στο

884
ΕΛΙΑ, αρχείο Κ. Ζαβιτσιάνου, φάκελος 3.2, «Πίναξ εμφαίνων το εθνικόν εισόδημα, τον
προϋπολογισμόν και την κυκλοφορίαν», στο: «Υπόμνημα επί της Οικονομικής και
Δημοσιοοικονομικής Καταστάσεως της Ελλάδος (Νοέμβριος 1941)». Τα πορίσματα είχαν ήδη
αποσταλεί επισήμως στους Γερμανούς λίγο καιρό νωρίτερα. Ένα μνημόνιο του Υπουργείου
Οικονομικών, προς τον Altenbaurg, με τίτλο: Memorandum über Griechenlands Volks – U.
Staatswirtschaftliche Lage (αρ. πρωτ. 1880, 2 Σεπτεμβρίου 1941) βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της ΤτΕ.
885
Ο Palairet ( The Four Ends of the Greek Hyperinflation of 1941-1946, Museum Tusculanum Press/
University of Copenhagen 2000, σελ. 27) αναφέρει «το βάρος των εξόδων κατοχής μοιάζει λοιπόν να
έφτανε περίπου στο 20% του συρρικνωμένου πολεμικού ΑΕΠ της Ελλάδας». Ωστόσο, η υιοθέτηση
της υπερβολικά χαμηλής εκτίμησης για το ΑΕΠ (περίπου στο 1/3 του 1939 για το 1941), η
παράβλεψη των ποσών που εκταμιεύονταν απευθείας από τον ελληνικό προϋπολογισμό, των
ιταλικών εξόδων, των υπολοίπων του κλήρινγκ και του προβλήματος που αντιπροσωπεύουν οι
υπολογισμοί σε χρυσές λίρες κάνουν τον υπολογισμό αυτόν ανεπαρκή.
886
Με δεδομένες τις αβεβαιότητες για το σύνολο των υπολογισμών, όλα τα ποσοστά αυτά περιέχουν
ένα περιθώριο λάθους και πρέπει να λαμβάνονται απλώς ως ενδεικτικά ενός μεγέθους. Αν λάβουμε
υπόψη μας μόνο τα νομίσματα κατοχής αξίας περίπου 210.000.000 RM που πιθανότατα
κυκλοφόρησαν το 1941 στην Ελλάδα, τότε το ποσοστό ανέρχεται σε περίπου το 6,6% του ΑΕΠ των 4
κατοχικών χρόνων, ή περίπου στο 24% του ΑΕΠ του 1941. Ωστόσο, όπως είδαμε παραπάνω, μόνο
περίπου τα 160.000.000 θεωρούνται επιπλέον των εξόδων κατοχής για τους σκοπούς του συνολικού
υπολογισμού της απομύζησης της ελληνικής οικονομίας.

521
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κεφάλαιο των ορυκτών η πραγματική αξία κάποιων ειδών για την πολεμική προσπάθεια
ήταν μεγαλύτερη από την νομισματική τους) ήταν σχετικά μικρή: τα περίπου 1.216-1.217
εκατομμύρια RM που αντιστοιχούν στους πόρους που έλαβε μόνο η Γερμανία από την
Ελλάδα αναλογούν γύρω στο 0,24-0,29% του συνολικού κόστους της γερμανικής
προσπάθειας την περίοδο 1939-1945.887
Σε σχέση με το ελληνικό ΑΕΠ του 1938 (ενός δηλαδή προπολεμικού έτους), το
ποσοστό που κατέληξε στις αρχές κατοχής έφτανε περίπου στο 121,4% (σύμφωνα πάντα με
τις παραπάνω εκτιμήσεις και την μετατροπή των δραχμών του 1938 σε μάρκα με την
ισοτιμία της εποχής – 114,1% ή 110,4% αν αφαιρέσουμε 100 ή 150 εκατομμύρια αντίστοιχα
για τα αποθηκευμένα προϊόντα), ενώ ως ποσοστό μιας υποθετικής σταθερής ειρηνικής
4ετίας (ενδεικτικά με ΑΕΠ 4 φορές εκείνο του 1938), θα έφτανε στο 30,4% (ή 27,6-28,5%
χωρίς τα αποθηκευμένα). Το ποσοστό αυτό είναι σχετικά κοντά σε εκείνο άλλων χωρών της
κατεχόμενης Ευρώπης, αρκετά μάλιστα χαμηλότερο από περιοχές όπως η Ολλανδία, το
Βέλγιο και η Νορβηγία.888
Η διαφορά αυτή στην κατάταξη της κατεχόμενης Ελλάδας (από τις πρώτες σε
αφαίμαξη με όρους ΑΕΠ της περιόδου, αλλά σε μια θέση κοντά στον μέσο όρο με όρους

887
Οι Boelke (Die Kosten von Hitlers Krieg…, σελ. 98), Manfred Oertel („Die Kriegsfinanzierung“, στο:
Eichholtz, Dietrich: Geschichte der deutschen…, Band III, 1941-1943 Teil 2, σελ. 684), και Klemann &
Kudryashov (Occupied Economies…, σελ. 104) αναφέρουν τη χρηματοδότηση της Wehrmacht την
περίοδο του πολέμου ως 414 δισεκατομμύρια RM, ενώ ο Aly (Hitler’s Beneficiaries…, σελ. 328
υπολογίζει το κόστος του πολέμου σε 510 δισεκατομμύρια, αφαιρώντας περίπου 20 εκατομμύρια
ειρηνικών δραστηριοτήτων το χρόνο από τα 620 δισεκατομμύρια (615,72 κατά τον Oertel, ο.π.) των
συνολικών εξόδων του Ράιχ κατά τον πόλεμο.
888
Σύμφωνα με έναν υπολογισμό του Liberman, η αξία της παραγωγής της Ολλανδίας και του
Βελγίου που πήγε για την υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας του Άξονα έφτανε στο 44%
εκείνης του 1938 (με όρους Εθνικού Εισοδήματος), στην περίπτωση της Νορβηγίας το ποσοστό ήταν
42%, αλλά στη Γαλλία και τη Βοημία-Μοραβία 30%, ενώ στη Δανία μόλις 19% κατά μέσον όρο. Βλ.
Liberman, Peter: Does conquest pay?: the exploitation of occupied industrial societies, Princeton
University Press, Princeton, 1996, σελ. 43. Το βιβλίο του Liberman (που περιλαμβάνει όμως στις
«κατακτήσεις» και κάποιες προβληματικές περιπτώσεις, όπως την ανατολική Ευρώπη της
«σοβιετικής αυτοκρατορίας, 1945-1989») καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι κατακτήσεις αποδίδουν
οικονομικά μόνο όταν πρόκειται για ιδιαίτερα ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες. Η Ελλάδα, με κατά
κεφαλή ΑΕΠ που πλησίαζε εκείνο της Τσεχοσλοβακίας (κάπως ανώτερο από τα αντίστοιχα των
άλλων βαλκανικών χωρών) μπορεί να μην κατατάσσεται ακριβώς στην ίδια κατηγορία με κάποιες
από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης, αλλά σίγουρα δεν βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με τις
δυτικότερες βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες.

522
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ποσοστού της προπολεμικής παραγωγής), είναι αποτέλεσμα των δυσμενέστερων


επιπτώσεων του πολέμου και της οικονομικής πολιτικής του Άξονα για την Ελλάδα σε σχέση
ειδικά με τις χώρες της δυτικής Ευρώπης, παραγόντων που σε συνδυασμό με τις
αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η χώρα οδήγησαν στη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ
της. Αν οι αρχές κατοχής και η κατοχική κυβέρνηση είχαν καταφέρει με κάποιο τρόπο να
περιορίσουν την πτώση του ΑΕΠ της χώρας σε επίπεδα πλησιέστερα άλλων χωρών η αξία
του προϊόντος που θα είχαν καταφέρει να πάρουν ίσως ήταν μεγαλύτερη, ακόμα και αν
αυτό αντιπροσώπευε ένα μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ. Αν για παράδειγμα το Ελληνικό ΑΕΠ
έφτανε στην εκτίμηση του Klemann για εκείνο της Ολλανδίας την περίοδο 1940-44
(περίπου 98% του 1938 κατά μέσον όρο), και οι κατακτητές περιορίζονταν στην απομύζηση
του 35%, τότε θα λάμβαναν περίπου 1.872,5 εκατομμύρια RM, ή περίπου 215 εκατομμύρια
(περίπου 13%) περισσότερα. Αν δε το ΑΕΠ περιοριζόταν κατά μέσον όρο στο 80% του
προπολεμικού και απομυζούσαν το 40%, τότε θα λάμβαναν αγαθά και υπηρεσίες αξίας
περίπου 1.747 εκατομμυρίων.889 Μια τέτοια υπόθεση βεβαίως θα απαιτούσε τον
εφοδιασμό της Ελλάδας με αρκετά καύσιμα και πρώτες ύλες ώστε να λειτουργήσει η
βιομηχανία της χώρας σε σχετικά υψηλά επίπεδα, γεγονός που με δεδομένους τους
περιορισμούς του συγκοινωνιακού δικτύου, τις αποστάσεις, τις πανευρωπαϊκές ελλείψεις,
αλλά και τα είδη που θα μπορούσε να συνεισφέρει η ελληνική οικονομία ίσως δεν θα ήταν
ρεαλιστική.890

889
Τα ποσά αυτά είναι βεβαίως υψηλότερα από εκείνα των προπολεμικών ειρηνικών εξαγωγών προς
τη Γερμανία, οι οποίες βρίσκονταν κάτω των 100 εκατομμυρίων RM κατ’ έτος. Συγκριτικά, σύμφωνα
με τα στοιχεία της μεταπολεμικής ελληνικής επιτροπής για το κλήρινγκ της περιόδου 1941-44 (βλ.
σχετικό υποκεφάλαιο), οι εξαγωγές της περιόδου εκτιμήθηκαν σε περίπου 1,23 δισεκατομμύρια (το
υπόλοιπο ποσό των 1,657 δις πήγε στην χρηματοδότηση της κατοχής), ή περίπου 300 εκατομμύρια
κατ’ έτος κατά μέσο όρο. Ωστόσο το κόστος για τη φύλαξη της κατεχόμενης χώρας σε πολύτιμους
στρατιώτες και υλικά (που δεν θα υπήρχε σε περίοδο ειρήνης), καθώς και η αβεβαιώτητα για την
πολιτική στάση μιας ειρηνικής Ελλάδας, ειδικά όταν οι Σύμμαχοι άρχιζαν να παίρνουν το πάνω χέρι,
κάνει αρκετά δύσκολη τη σύγκριση για τα πραγματικά κέρδη Γερμανίας και Ιταλίας σε σχέση με
εκείνα που θα αποκόμιζαν από μία υποθετική ανεξάρτητη Ελλάδα.
890
Μεγάλο μέρος της μείωσης της παραγωγής φαίνεται ότι οφείλεται έμμεσα λοιπόν στη
γεωγραφία. Ωστόσο, η μεγαλύτερη αιτία μείωσης ίσως ήταν ο πληθωρισμός, που κατέτρωγε τα
εισοδήματα κυρίως του τριτογενούς τομέα, ενώ δυσκόλευε και την βιομηχανική παραγωγή. Επίσης
σημαντική αιτία μείωσης του ΑΕΠ (που δεν ίσχυε για κάποιες άλλες χώρες) ήταν και ο de facto
εδαφικός ακρωτηριασμός της, που σήμαινε πως ένα υποθετικό σενάριο «ηπιότερης» απομύζησης
θα έπρεπε να συνοδεύεται όχι μόνο από διαφορετικές κεντρικές πολιτικές επιλογές για την ελληνική

523
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πώς όμως εξηγείται η επιβίωση του μεγαλύτερου τμήματος του ελληνικού


πληθυσμού, όταν ο κατακτητής παίρνει (μικτά) περίπου 1 για κάθε 2 δραχμές της ήδη
εξαιρετικά μειωμένης παραγωγής; Σε ένα ΑΕΠ μειωμένο κατά 42% κατά μέσο όρο, από το
οποίο περίπου το 50-52% κατέληγε στις δυνάμεις κατοχής, φαίνεται να μην έμενε για τον
ελληνικό λαό παρά ένα προϊόν ίσο με το 28-30% του προπολεμικού. Αν και η πτώση είναι
αδιαμφισβήτητα πολύ μεγάλη, το ποσοστό αυτό είναι εν μέρει πλασματικό. Αφενός υπήρξε
μια σημαντική ξένη βοήθεια που, ειδικά μετά το 1942, προσέθετε προϊόντα (κυρίως
τρόφιμα) τα οποία δεν υπολογίστηκαν ούτε στην κρυφή παραγωγή (παρά μόνο στο σχετικά
μικρό ποσοστό τους που κατέληγε στη μαύρη αγορά). Αφετέρου το ποσό των περίπου
1.657 εκατομμυρίων RM δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην αξία προϊόντων που
εξήχθησαν ή καταναλώθηκαν από τις δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα, αλλά περιλαμβάνει
και αμοιβές (κάποιες φορές υπερτιμημένες) για υπηρεσίες και προϊόντα που πληρώθηκαν
σε Έλληνες παραγωγούς και επιχειρηματίες, ποσοστά κερδών βιομηχάνων και εργολάβων,
καθώς και εργατικές αμοιβές σε νόμισμα ή σε είδος.891 Αν υπολογίσουμε ως μέσο ποσοστό
κερδών το 20-25%892 και αν δεχτούμε ως αντιπροσωπευτικό το ποσοστό του 1944 για το

οικονομία, αλλά και από διαφορετική πολιτική για τις σχέσεις των χωρών του Άξονα μεταξύ τους,
γεγονός που θα το έκανε ακόμα λιγότερο πιθανό.
891
Ένα μέρος των έργων ήταν επίσης προς όφελος του ελληνικού λαού, αλλά το ποσοστό των
σχετικών εξόδων όπως είδαμε παραπάνω ήταν ιδιαίτερα μικρό (και κάποιες φορές δεν αφορούσε
καν νέο έργο, αλλά επισκευές παλαιοτέρων). Έτσι δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως υπήρξε
κάποιο ουσιαστικό όφελος από αυτά, πόσο μάλλον που πολλά ανατινάχθηκαν – κάποιες φορές με τη
βοήθεια Ελλήνων – κατά τη γερμανική υποχώρηση. Στο λιμάνι του Πειραιά για παράδειγμα, φαίνεται
πως δύο Έλληνες εργολάβοι είχαν ανοίξει περίπου 180 φρεάτια ανατίναξης κατ’ εντολή των
Γερμανών (ή κατ’ άλλη εκδοχή είχαν απλώς συμμετοχή στη διάνοιξή τους από τις γερμανικές αρχές).
Στα φρεάτια αυτά τοποθετήθηκαν εκρηκτικά, συνδέθηκαν με καλωδιώσεις (μάλλον από Γερμανούς
τεχνικούς της Siemens) και ανατινάχθηκαν στις 12 Οκτωβρίου 1944 καταστρέφοντας το λιμάνι («Η
υπονόμευσις των λιμενικών εγκαταστάσεων εις τον Πειραιά έγινε από Έλληνας εργολάβους!»
εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, 18/2/1945, και «Πώς υπενομεύθη ο λιμήν Πειραιώς», στην ίδια
εφημερίδα, 27/2/1945). Σύμφωνα δε με επιστολή που δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα της εποχής
Έλληνας εργολάβος είχε ανάμιξη και στην υπονόμευση της γέφυρας της Κορίνθου («Μηχανικοί
δοσίλογοι», εφημερίδα Ελευθερία, 21/2/1945).
892
Το νόμιμο ποσοστό κερδών αρχικά βρισκόταν κοντά στο 20% και στη συνέχεια αυξήθηκε στο
γύρω 25%, καμιά φορά και περισσότερο μέχρι το τέλος της κατοχής. Όπως είδαμε οι απώλειες από
καθυστερήσεις πληρωμών πρέπει να ήταν πολύ μικρές πριν το 1943 και μόνο την περίοδο 1943-44
ίσως έφταναν κοντά στο 10%. Ωστόσο οι συχνές υπερτιμολογήσεις και η διοχέτευση στη μαύρη
αγορά ειδών από εκείνα που προμήθευαν οι αρχές κατοχής στους εργολάβους και κάποιους

524
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κόστος διατροφής και μισθοδοσίας (βλ. παραπάνω) των άμεσα εργαζόμενων για τους
Γερμανούς, όπως αυτό αναφέρεται στα επίσημα γερμανικά στοιχεία (περίπου 31,5% των
εξόδων κατοχής – που δεν αποτελούν όμως το σύνολο της χρηματοδότησης της γερμανικής
κατοχής), καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως ένα σημαντικό ποσοστό των περίπου 1.657
εκατομμυρίων RM, που μπορεί να ξεπερνούσε και τα 500 εκατομμύρια πρέπει να κατέληξε
τελικά σε ελληνικά χέρια και στη μεγάλη του πλειονότητα να παρέμεινε στη χώρα.893 Το
συμπέρασμα αυτό εν μέρει διασταυρώνεται και από τον υπολογισμό με βάση τον κύκλο

προμηθευτές, πρέπει να αντιστάθμιζαν το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών από τις καθυστερήσεις
πληρωμών και τη φορολογία. Έτσι ένα μέσο ποσοστό για τα καθαρά κέρδη των επιχειρηματιών
αυτών γύρω στο 20 ή 25% δεν πρέπει να βρίσκεται μακριά από την πραγματικότητα.
893
Αν υποθέσουμε με βάση τα στοιχεία για το 1944, ότι: α) γύρω στο 51% από τα περίπου 1.304 RM
που αφορούν έξοδα Γερμανών και Ιταλών (πλην των απλήρωτων εξαγωγών) πήγαν σε
κατασκευαστικά έργα, από τα οποία τουλάχιστον το 20% κατέληξε ως καθαρό κέρδος στα χέρια
εργολάβων και προμηθευτών υλικών (αρκετά από τα έργα έγιναν από τις ίδιες τις δυνάμεις κατοχής,
ωστόσο συχνά και αυτοί προμηθεύονταν αρκετά υλικά από την Ελλάδα, ενώ συνήθως τα
πραγματικά κέρδη προ φόρων ξεπερνούσαν τα 20%), β) το σύνολο του 6,4% των «μισθών» καθώς
και τα περισσότερα (ας πούμε το 90%) από το 25,1% των εξόδων συσσιτίου επίσης πρέπει να
κατέληξε σε εργάτες στην Ελλάδα, φτάνουμε σε ένα ποσό περίπου 510 εκατομμύρια, ή ποσοστό
περίπου 31% των 1.657 εκατομμυρίων. Δεν αποκλείεται μάλιστα το ποσοστό να ήταν λίγο
μεγαλύτερο, αφού ένα μέρος των διοικητικών εξόδων και των στρατιωτικών μισθών πήγαινε σε
αγορές αγαθών από ελληνικά καταστήματα στα οποία επίσης άφηνε ένα ποσοστό κέρδους. Ωστόσο
στην πράξη είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια το ποσό αυτό, αφού δεν έχουμε
αναλυτική λειτουργική κατάταξη των εξόδων για ολόκληρη την κατοχή, ούτε ξέρουμε τις αναλογίες
των ιταλικών εξόδων. Φαίνεται πάντως πως στην αρχή της κατοχής ήταν μεγαλύτερα τα πραγματικά
ποσοστά που κατέληγαν ως κέρδη προμηθευτών και εργολάβων ενώ προς το τέλος το ποσοστό των
εργατικών αμοιβών (σε χρήμα ή τρόφιμα) πρέπει να είχε αυξηθεί σημαντικά. Επίσης δεν υπάρχουν
αρκετά στοιχεία για όσους έβγαλαν μέρος των κερδών τους στο εξωτερικό (ανάμεσά τους θα ήταν
και κάποιοι ξένοι υπήκοοι – συνήθως Γερμανοί που έκαναν δουλειές στην Ελλάδα), αλλά αυτοί θα
πρέπει να αποτελούσαν σχετικά μικρό ποσοστό των όσων πληρώθηκαν από τις αρχές κατοχής. Στο
δεύτερο μέρος θα συναντήσουμε μια τέτοια περίπτωση (Π. Νικολαΐδης), ενώ παραπάνω είδαμε τις
πληροφορίες που ανέφερε η Ε. Βλάχου για κάποιους γερμανόφιλους επιχειρηματίες (Γκέρτσους,
Φραγκόπουλους κλπ) που φαίνεται να έστειλαν κάποια χρήματα στην Ελβετία στα τέλη του 1942.
Τέλος, για να φτάσουμε στον ακριβή υπολογισμό της αξίας των πόρων που οι κατακτητές πήραν από
την κατεχόμενη Ελλάδα θα έπρεπε να υπολογίσουμε και τα μεροκάματα των καταναγκαστικά
εργαζόμενων και όσων έφυγαν στο εξωτερικό, κάτι που δεν μπορεί να γίνει με ακρίβεια λόγω
έλλειψης στοιχείων.

525
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εργασιών εργολάβων και προμηθευτών των αρχών κατοχής, όπως είδαμε παραπάνω ότι τον
υπολόγιζε η εφορία. Τα περίπου 5,5 εκατομμύρια χρυσές λίρες του υπολογισμού αυτού
ανέρχονταν περίπου στο 60-70% των εξόδων κατοχής Γερμανίας και Ιταλίας (όπως είδαμε οι
υπολογισμοί διαφέρουν). Αν λοιπόν υπολογίσουμε – μάλλον συντηρητικά – ότι από τον
κύκλο εργασιών το 20-25% ήταν τα καθαρά κέρδη, τότε φτάνουμε σε ένα νούμερο
τουλάχιστον 160 με 230 εκατομμυρίων RM, ή 12-18% των 1.304 εκατομμυρίων, στα οποία
δεν περιλαμβάνονται οι αμοιβές και η τροφοδοσία των εργατών. Με βάση τα παραπάνω,
μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα, ότι το ποσοστό κερδών προμηθευτών και εργολάβων των
αρχών κατοχής ανερχόταν τουλάχιστον στο 5-7% του ελληνικού κατοχικού ΑΕΠ, και αυτό
χωρίς να συνυπολογίσουμε τις πιθανές κερδοφόρες δραστηριότητές τους στη μαύρη αγορά ή
τα έσοδά τους από την εκμετάλλευση της χαμηλή ισοτιμίας μάρκου και λιρέτας. Μάλιστα, αν
και ο αριθμός των προσώπων αυτών δεν ήταν μικρός, το μεγαλύτερο μέρος τους είχε σχετικά
περιορισμένες και ως εκ τούτου περιορισμένα κέρδη. Μεγάλο μέρος λοιπόν των χρημάτων
αυτών πρέπει να συγκεντρώθηκε (όπως είδαμε και στην περίπτωση των προμηθειών μέσω
του μηχανισμού της ΑΕΓΟΕ) στα χέρια των μεγαλύτερων προμηθευτών και εργολάβων.
Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ένα ποσοστό (δύσκολο να εκτιμηθεί ακριβώς,
αλλά ενδεχομένως κοντά στο 15%) της μείωσης της ΑΕΠ οφειλόταν στην de facto αλλαγή των
συνόρων, αλλαγή που επιπλέον σήμαινε πως το μειωμένο ΑΕΠ αντιστοιχούσε και σε κάπως
μικρότερο πληθυσμό.894
Ακόμα πάντως και αν το πραγματικό ποσοστό των αγαθών που πήγε στις δυνάμεις
κατοχής και στις οικονομίες τους, «περιοριζόταν» περίπου στο 36% (αν υποθέσουμε δηλαδή
ότι το εν λόγω ποσοστό αντιστοιχεί σε: 1.657 μείον περίπου 500-510, ίσον με περίπου 1.150
εκατομμύρια RM), οι επιπτώσεις αυτής της απομύζησης παρέμεναν σημαντικές. Με την
ρευστότητα που παρουσίαζε ο πληθυσμός της περιόδου είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε το
ακριβές ποσοστό της πραγματικής μείωσης κατά κεφαλή, αλλά αν πάρουμε ως ένα μέσο
νούμερο τα περίπου 6.800.000 άτομα που χρησιμοποιήσαμε και παραπάνω, τότε το μέσο
ποσοστό της παραγωγής που παρέμενε για την κατανάλωση του πληθυσμού την περίοδο της
κατοχής πλησίαζε το 39% του 1938 ενώ μάλλον ξεπερνούσε οριακά το 40% αν λάβουμε
υπόψη μας και την πιθανή παραγωγή παλαιών ετών που κατέληξε στα χέρια του Άξονα.895 Το

894
Η μείωση πάντως των εδαφών και του ΑΕΠ δεν αντιστοιχεί απόλυτα με την μείωση του
πληθυσμού λόγω της αλλαγής των συνόρων, αφού ένα μέρος των κατοίκων της
βουλγαροκρατούμενης ζώνης μετακινήθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα.
895
Ο πληθυσμός του 1938 αναφέρεται από τους Κωστελένο κ.α. ως 7.121.753. Το κατά κεφαλή ΑΕΠ
ανερχόταν σε περίπου 7.820 δρχ. το 1938 (ή περίπου 191,6 RM) και σε περίπου 4.750 δρχ. (ή 116,4

526
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ποσοστό αυτό βρίσκεται κάτω από τις (μάλλον όχι απόλυτα σωστές) εκτιμήσεις του Klemann
για οποιαδήποτε άλλη κατεχόμενη χώρα της Ευρώπης.896 Η πτώση αυτή ίσως επαρκεί για να
εξηγήσει τις τεράστιες μεταβολές που επέφερε η κατοχή, τους θανάτους της πρώτης
περιόδου όταν η ξένη βοήθεια (σε είδος ή χρήματα για την αντίσταση) ήταν ακόμα μηδαμινή,
αλλά και την μεγάλη αναδιανομή εισοδήματος, αφού ο περιορισμός της κατανάλωσης δεν
αφορούσε όλους τους κατοίκους της χώρας στον ίδιο βαθμό. Σε κάθε περίπτωση είναι
προφανές ότι η βαρύτητα της οικονομικής δραστηριότητας των αρχών κατοχής στην ελληνική
οικονομία ήταν τεράστια.

7.2 Δημόσια οικονομικά

Παρά τις δηλώσεις της κατοχικής κυβέρνησης από τις πρώτες μέρες της κατοχής ότι θα
«προβεί εις αιματηράς οικονομίας ίνα καταστεί δυνατή η συγκράτησις των δημοσίων
οικονομικών από την καταστροφήν», η ήττα και η κατοχή, επέφεραν σημαντικά πλήγματα
στη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, ειδικά μάλιστα στην δυνατότητά του να εισπράττει

RM) ως μέσος όρος της περιόδου 1941-44, με βάση τον πρόχειρο υπολογισμό του πληθυσμού που
πραναφέραμε (στην πραγματικότητα βέβαια το ποσό θα ήταν αρκετά μεγαλύτερο το 1941 και 1943
και χαμηλότερο τα υπόλοιπα έτη). Αν υπολογίσουμε «μόνο» 1.050 ή 1.000 εκατομμύρια RM
αφαιρόντας περίπου 100-150 για την αποθηκευμένη παραγωγή περασμένων ετών, τότε το ποσοστό
της καθαρής γερμανοϊταλικής απομύζισης πέφτει γύρω στο 31,5-33%.
896
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των Klemann & Kudryashov (Occupied Economies…, σσ. 399-405),
αν συνυπολογιστεί η κρυφή παραγωγή και αφαιρεθεί το ποσοστό που κατέληξε στις αρχές κατοχής,
τα χαμηλότερα ποσοστά είναι της Νορβηγίας του 1943 και της Ολλανδίας του 1944 με περίπου 42-
43%, ενώ η Ελλάδα του 1944 πλησιάζει το 45%, η Δανία (η περίπτωση με την μικρότερη απώλεια) το
75% (σύμφωνα με έναν άλλο υπολογισμό, η χώρα με το μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα ήταν η ΕΣΣΔ,
η οποία το 1942 έπεσε κάτω από το 1/3 του 1938, ποσοστό που όμως αφορούσε μόνο το ελεύθερο
κομμάτι της χώρας – ο.π. σελ. 94). Ωστόσο, όπως είδαμε, ο συγκεκριμένος υπολογισμός του ΑΕΠ
αλλά και του πληθυσμού της Ελλάδας είναι λανθασμένος. Επιπλέον, η αφαίρεση από την
κατανάλωση του συνόλου του ποσοστού που πήγε στις αρχές κατοχής μάλλον δεν αντικατοπτρίζει
την πραγματικότητα, αφού δεν υπολογίζει αμοιβές και κέρδη που παρέμειναν στα χέρια των
κατοίκων της εκάστοτε χώρας και ξοδεύτηκαν, ως επί το πλείστον, στις τοπικές οικονομίες. Αν για
παράδειγμα αφαιρέσουμε στην περίπτωση της Ελλάδας το σύνολο της αξίας αγαθών και υπηρεσιών
που πήγαν στις αρχές κατοχής (περίπου 50%) από το – κατ’ εκτίμηση – κατά κεφαλή ΑΕΠ του
τελευταίου έτους της κατοχής τότε θα είχαμε ένα ποσοστό μόλις 28%-29% του κατά κεφαλή ΑΕΠ του
1938 που θα παρέμενε για την κατανάλωση του ελληνικού πληθυσμού (το 1944), αντί για ένα
μάλλον ρεαλιστικότερο περίπου 36-37% που βγαίνει αν αφαιρέσουμε μόνο ένα περίπου 35-36% του
ΑΕΠ που μάλλον ήταν οριστικά χαμένο για την ελληνική οικονομία.

527
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

φόρους και τέλη, και να ασκεί λελογισμένη οικονομική πολιτική.897 Ο ουσιαστικός


ακρωτηριασμός της χώρας, οι δυσκολίες στις μεταφορές (που σήμαιναν εκτός των
προβλημάτων στο εμπόριο και αδυναμία των κρατικών αρχών να ελέγξουν τις
απομακρυσμένες περιοχές της χώρας), η αυξανόμενη διάθεση του πληθυσμού να αντισταθεί
στο ελεγχόμενο από τον κατακτητή κράτος, αλλά και η πραγματική μείωση της οικονομικής
δραστηριότητας οδήγησαν σε μείωση των εισπράξεων της Ελληνικής Πολιτείας, παρά τις
συνεχείς ονομαστικές αυξήσεις της φορολογίας. Αλλά ακόμα και τα ποσά που κατάφερνε να
εισπράξει έχαναν σημαντικό μέρος της αξίας τους πριν ακόμα φτάσουν στα κρατικά ταμεία
για να χρησιμοποιηθούν. Ακόμα και η αλλαγή του νόμου που προέβλεπε την είσπραξη
φόρων κάθε τρίμηνο δεν κατάφερε να σώσει την κατάσταση, αλλά απλώς να περιορίσει
παροδικά την πτώση των κρατικών εσόδων.
Η πτώση των εισπράξεων που παρουσιάζουν τα επίσημα στατιστικά είναι πράγματι
σημαντική, ειδικά μάλιστα για το πρώτο έτος της κατοχής. Παρά την αύξηση του
πληθωρισμού (και συνεπώς την πτώση της αξίας της δραχμής), οι εισπράξεις της χρήσης
1941-42 (ουσιαστικά πρώτο κατοχικό έτος) έμειναν περίπου στάσιμες σε τρέχουσες δραχμές
σε σχέση με εκείνες της χρήσης 1940-41, φτάνοντας τα 14.755 εκατομμύρια δραχμές από
13.411 το προηγούμενο έτος. Αν και κάποιες κατηγορίες παρουσίασαν μια σχετικά αξιόλογη
άνοδο (όπως π.χ. τα τέλη χαρτοσήμου, οι πρόσοδοι από την κρατική περιουσία, τα
μονοπώλια και τα έκτακτα έσοδα), άλλες παρουσίασαν μεγάλη μείωση, με μεγαλύτερη
εκείνη των εισπράξεων από την κίνηση κεφαλαίων, που έπεσαν από τα 785,4 εκατομμύρια
στα μόλις 26. Η αύξηση εισπράξεων την επόμενη χρήση ήταν σημαντική σε τρέχουσες τιμές,
αλλά η εκτόξευση του πληθωρισμού σήμαινε πως ουσιαστικά τα έσοδα ήταν περίπου στο
ίδιο ύψος με το 1941-42.898

897
Για τις κυβερνητικές δηλώσεις βλ. εφημερίδα Πρωία Αθηνών, «Θα γίνουν αιματηραί οικονομίαι»,
10/5/1941.
898
Στοιχεία από το Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο του Δεκεμβρίου 1943- Ιανουαρίου 1944, της Γενικής
Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, σσ. 29-30. Από την στατιστική υπηρεσία και τις πηγές φαίνεται
πως πήρε και ο Μπακάλμπασης (βλ. πίνακα) τα στοιχεία που χρησιμοποιεί.

528
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δημόσια οικονομικά, ως
Δημόσια οικονομικά, σε δις δρχ.
ποσοστά
περίοδος περίοδος
1941- 1942- *1943-
Κατηγορία 1941-42 1942-43 *1943-44 42 43 44
α) Έσοδα
Άμεσοι Φόροι 3.293,95 16.035,91 30.213,77 4,90% 2,54% 0,82%
Έμμεσοι Φόροι 5.058,34 49.776,50 186.861,05 7,52% 7,87% 5,07%
Φόροι συνολικά 8.352,29 65.812,41 217.074,82 12,42% 10,40% 5,89%
Μονοπώλια 994,79 12.335,08 22.755,42 1,48% 1,95% 0,62%
Τέλη χαρτοσήμου 1.148,88 8.364,23 19.688,88 1,71% 1,32% 0,53%
Ειδικά τέλη επί των
Μεταφορών 316,55 5.235,11 17.861,45 0,47% 0,83% 0,48%
ΤΤΤ 274,24 1.650,47 3.904,42 0,41% 0,26% 0,11%
Επιστροφές χρημάτων
για τακτοποίηση
χρηματικών ενταλμάτων
πληρωμής 672,90 1.656,81 4.261,93 1,00% 0,26% 0,12%
Λοιπά τακτικά έσοδα 1.027,48 15.712,70 7.097,03 1,53% 2,48% 0,19%
Διάφορα έκτακτα έσοδα 1.967,75 11.607,83 30.464,28 2,93% 1,84% 0,83%
Σύνολο Εσόδων 14.754,88 122.374,64 323.108,21 21,93% 19,35% 8,77%
Χρέωση Ελλ. Δημοσίου
σε ΤτΕ** 14.506,15 241.399,35 2.043.662,53 21,57% 38,16% 55,44%
Χαρτονόμισμα
αναληφθέν κατευθείαν
από ΤτΕ υπό Αρχών
Κατοχής 38.006,00 268.776,98 1.319.377,76 56,50% 42,49% 35,79%
Γενικό σύνολο 67.267,03 632.550,97 3.686.148,50 100% 100% 100%
β) Έξοδα
Βουλή 15,15 145,81 671,64 0,02% 0,02% 0,02%
Υπουργείο Οικονομικών 5.986,19 71.599,62 386.583,81 8,90% 11,32% 10,49%
Υπουργείο Εξωτερικών 41,43 248,86 783,95 0,06% 0,04% 0,02%
Υφυπουργείο Τύπου,
Τουρισμού &
Ραδιοφωνίας 26,63 198,58 221,66 0,04% 0,03% 0,01%
Υπουργ. Δικαιοσύνης 571,62 8.245,28 33.961,98 0,85% 1,30% 0,92%
Υπουργ. Εσωτερικών και
Ασφαλείας 2.000,03 26.478,76 117.950,01 2,97% 4,19% 3,20%
Υπουργ. Επισιτισμού 18,91 1.999,04 3.179,48 0,03% 0,32% 0,09%
Υπουργ. Συγκοινωνιών
ΤΤΤ, Σιδηρ. 3.107,46 27.715,82 125.547,45 4,62% 4,38% 3,41%
Υπουργ. Εθνικής
Παιδείας 1.813,90 1.037,83 88.997,33 2,70% 0,16% 2,41%
Υπουργ. Εθνικής
Οικονομίας 93,62 17.777,44 5.871,15 0,14% 2,81% 0,16%
Υπουργ. Εργασίας 106,24 564,12 26.548,10 0,16% 0,09% 0,72%
Υπουργ. Γεωργίας 466,21 3.040,56 13.995,27 0,69% 0,48% 0,38%
Υπουργ. Εθνικής
Πρόνοιας 2.943,94 30.145,78 201.369,03 4,38% 4,77% 5,46%
Υπουργ. Στρατιωτικών 3.973,06 26.281,12 158.680,72 5,91% 4,15% 4,30%

529
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Υπουργ. Ναυτικών 396,90 3.609,54 13.090,95 0,59% 0,57% 0,36%


Υπουργ. Αεροπορίας 273,22 1.528,26 6.095,75 0,41% 0,24% 0,17%
Υπουργ. Εμπορικής
Ναυτιλίας 178,82 721,93 10.926,58 0,27% 0,11% 0,30%
Σύνολο 22.013,33 221.338,35 1.194.474,87 32,73% 34,99% 32,40%
Διάφορα άλλα έξοδα μη
εμφανιζόμενα στον
Κρατικό Απολογισμό 7.247,70 142.435,85 1.172.295,87 10,77% 22,52% 31,80%
Δαπάνες Αρχών Κατοχής 38.006,00 268.776,98 1.319.377,76 56,50% 42,49% 35,79%
Σύνολο εξόδων 67.267,03 632.551,17 3.686.148,50 100% 100% 100%
Πίνακας 7.3: Μπακάλμπασης, Α. Γ.: Η Οικονομία της Ελλάδος και η Ωργανωμένη Ιδιωτική
Πρωτοβουλία κατά την Περίοδον της Κατοχής, 1941-1944, τυπογραφείο Α. Σιδέρη & Γ. Μπάντη,
Αθήνα, 1944, σελ. 120-129.
*Τα στοιχεία για το 1943-44 αφορούν το πρώτο 9μηνο.
**Σχεδόν το σύνολο του ποσού που χρεωνόταν το ελληνικό Δημόσιο στην ΤτΕ αφορούσε έξοδα
των αρχών κατοχής.

Μέρος της πτώσης αυτής είχε πραγματικές αιτίες (μείωση δραστηριότητας), αλλά
ένα ποσοστό είχε ξεκάθαρα να κάνει με την άρνηση του πληθυσμού να χρηματοδοτήσει την
ελεγχόμενη από τους κατακτητές κυβέρνηση. Οι άμεσοι φόροι για παράδειγμα (που στις
εκτιμήσεις αποτελούσαν σχεδόν το ¼ των εισπράξεων) σημείωσαν ιδιαίτερα σημαντική
αποτυχία στην είσπραξή τους (τη δεύτερη μεγαλύτερη μετά την κίνηση κεφαλαίων το 1941-
42 και την πρώτη το 1942-43). Πιο συγκεκριμένα, αν και προκατοχικά οι εισπραχθέντες
άμεσοι φόροι έφταναν περίπου στο 90% των βεβαιωθέντων, το ποσοστό είχε μειωθεί στο
76% το 1940-41, για να μειωθεί ακόμα περισσότερο στο 75% το 1941-42 και στο 69% το
1942-43. Οι συνεχείς προσπάθειες (συχνά προερχόμενες από τις γερμανικές αρχές) για
φορολογικές και άλλες μεταρρυθμίσεις που θα αύξαναν τα έσοδα προσέκρουαν στην
αντίδραση των υπαλλήλων και των αντιστασιακών οργανώσεων, καθώς και στα πραγματικά
προβλήματα που δημιουργούσε ο πληθωρισμός και η μειωμένη οικονομική
δραστηριότητα. Όπως φαίνεται και στο πινακάκι που ακολουθεί, το μεγαλύτερο ποσοστό
μη πληρωμής αφορά την έγγειο παραγωγή, γεγονός που συνδέεται με τις ιδιαίτερα κακές
επιδόσεις της Ελληνικής Πολιτείας στον έλεγχο της γεωργικής παραγωγής και τελικά στη
συνεχή υποτίμησή της στα επίσημα στοιχεία.

530
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σύγκριση εισπραχθέντων προς βεβαιωθέντες άμεσους φόρους

παραγωγής

μεταβιβάσ.
επί εγγείου

κεφαλαίων
επί κύκλου
Προσόδων

προσόδων

πρόσθετοι
εργασιών

έκτακτοι
επί καθ.

αμέσων
επί των

σύνολο
Χρήση

φόροι
επί

επί
1941-42 75 47 96 72 87 79 - 75
1942-43 81 34 98 77 97 88 - 69
Πίνακας 7.4: υπολογισμοί με βάση τα στοιχεία από το Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο του Δεκεμβρίου
1943 - Ιανουαρίου 1944, της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος.
Πέρα όμως από τη απόκρυψη εισοδημάτων (ανάμεσά τους και οι παντελώς
κρυφές από τον κρατικό μηχανισμό συνεχώς αυξανόμενες δοσοληψίες της μαύρης αγοράς)
και την πραγματική μείωση της επίσημης οικονομικής δραστηριότητας, υπήρχε και η
φοροδιαφυγή των οικονομικών συνεργατών των Γερμανών, προμηθευτών και εργολάβων,
που διατηρώντας καλές σχέσεις με τους κατακτητές ένιωθαν ότι διέθεταν την απαραίτητη
προστασία ώστε να μην χρειάζεται να υπακούουν στους νόμους που δεν τους άρεσαν. Η
πλήρης αυτή αδιαφορία πολλών προμηθευτών και εργολάβων των Γερμανών για τους
φόρους που όφειλαν να καταβάλλουν φαίνεται ότι οδήγησε σε κάποια παράπονα της
Ελληνικής Πολιτείας προς τις αρχές κατοχής, με συνέπεια οι τελευταίες να προβούν ακόμα
και στη δημόσια έκδοση σχετικής διαταγής της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης Πειραιά
(αρ. 33), στην οποία κατέκριναν ως «εσφαλμένη» την αντίληψη ορισμένων εργοληπτών «εκ
των εκτελούντων παραγγελίας δια λογαριασμόν των Γερμανικών και ιταλικών Αρχών
Κατοχής», ότι «ουδεμίαν υπέχουν υποχρέωσιν απέναντι των Ελληνικών Φορολογικών,
Τελωνειακών και Δημοτικών Αρχών», και συνέχιζε (με ύφος όμως σαφώς λιγότερο αυστηρό
από ό, τι σε ανακοινώσεις που αφορούσαν αντιστασιακές πράξεις), «ότι οι εργολήπται οι
οποίοι άλλως τε εισπράττουν σημαντικά ποσά διά τας παραγγελίας των στρατιωτικών
αρχών Κατοχής, έχουν την υποχρέωσιν να καταβάλλουν ανελλιπώς τους παντός είδους
φόρους, τελωνειακούς δασμούς και δημοτικούς φόρους εις ους υπόκεινται, χωρίς βεβαίως
και να επιβαρύνουν με αυτούς τας Στρατιωτικάς Αρχάς Κατοχής».899 Δεν είναι βέβαιο σε τι
ποσοστό η συμπεριφορά αυτή προμηθευτών και εργολάβων των αρχών κατοχής είχε
ευθύνη στη μείωση των κρατικών εσόδων, αλλά με δεδομένη την σημαντική (και
αυξανόμενη) εξάρτηση μεγάλου τμήματος της επίσημης οικονομίας από τις παραγγελίες
των αρχών κατοχής, το ποσοστό αυτό δεν πρέπει να ήταν ασήμαντο.

899
Τα διάφορα έργα δεν είχαν δασμολογική και φορολογική επιβάρυνση, αλλά βαρύνονταν με φόρο
κύκλου εργασιών κλπ. Βλ. Εφημερίδα Εστία, «Δια τους εργολήπτας έργων των Αρχών Κατοχής»,
4/12/1941.

531
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εκτός όμως από τη μείωση των πραγματικών εσόδων, σημαντικό πρόβλημα


αποτελούσαν και τα νέα έξοδα που ο κρατικός μηχανισμός ήταν υποχρεωμένος να
υποστηρίξει. Το σημαντικότερο από αυτά ήταν βέβαια τα έξοδα κατοχής, που
απορροφούσαν ένα σημαντικό – αλλά και αυξανόμενο – ποσοστό των εσόδων. Η
προσπάθεια εκπόνησης ενός δημοσιοοικονομικού προγράμματος που θα υπολόγιζε
κάποιες λογικές αλλά και σχετικά σταθερές απαιτήσεις των αρχών κατοχής σύντομα
εκτροχιάστηκε λόγω των μεγάλων και συνεχώς αυξανόμενων απαιτήσεων και του υψηλού
πληθωρισμού.900 Ωστόσο δεν επιβάρυναν μόνο αυτά τα έξοδα το Δημόσιο, αφού η
κατάρρευση ασφαλιστικών ταμείων και άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου λόγω
των δυσμενών επιπτώσεων που ο πληθωρισμός και η μειωμένη επίσημη οικονομική
δραστηριότητα είχαν στα έσοδά τους, σήμαινε πως το κράτος έπρεπε να επέμβει ώστε να
τα ενισχύσει.901 Οι δυσκολίες που οι διπλές αυτές πιέσεις δημιουργούσαν έφταναν κατά
καιρούς τον κρατικό μηχανισμό στα πρόθυρα της πλήρους κατάρρευσης. Τον Δεκέμβρη του
1941 για παράδειγμα η έλλειψη χαρτονομισμάτων στο Ηράκλειο Κρήτης ήταν τέτοια που τα
400 εκατομμύρια που υπήρχαν στην τοπική Τράπεζα της Ελλάδος δεν έφταναν για την
πληρωμή των εξόδων κατοχής και των μισθών των κρατικών και δημοτικών υπαλλήλων,
ενώ σύντομα θα έπρεπε να πληρωθούν και οι παραγωγοί για την συγκέντρωση της
σταφίδας και του λαδιού. Έτσι οι άμεσες ανάγκες απαιτούσαν την αποστολή τουλάχιστον
1.800 εκατομμυρίων από την Αθήνα. Μην καταφέρνοντας να βρει άκρη με τις ελληνικές

900
Σμπαρούνης, Αθανάσιος: Μελέται και Αναμνήσεις εκ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, [χ.ε.], Αθήνα,
1950, σσ. κζ & κη.
901
Η κατοχή είδε εξάλλου την ίδρυση κάποιων νέων ταμείων που σύντομα χρειάστηκαν και αυτά
έκτακτη κρατική βοήθεια, λόγω των μειωμένων εισφορών και των προβλημάτων που δημιουργούσε
ο πληθωρισμός. Ένα τέτοιο ήταν το Ταμείο αργούντος προσωπικού ημερησίου Τύπου, που
συστάθηκε με το Ν.Δ. υπ. αριθ. 1151, ΦΕΚ 64Α/27-3-1942. Στα τέλη του επόμενου έτους
δημοσιεύτηκε και απόφαση του Τσιρονίκου που επέτρεπε την χορηγία δανείων σε Νομικά Πρόσωπα
Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου κατόπιν αποφάσεως της διοικούσης επιτροπής του Ταμείου
Ρυθμίσεως Κόστους εμπορευμάτων («Περί χορηγήσεως δανείων εις Νομικά Πρόσωπα», ΦΕΚ
226Β/8-12-1943). Έκτακτη κρατική οικονομική ενίσχυση χρειάστηκαν επί κατοχής και κάποια νομικά
πρόσωπα που δεν ήταν Δημοσίου Δικαίου, όπως το Ελληνικό Ωδείο (Ν.Δ. 2043, «Περί εκτάκτου
οικονομική ενισχύσεως της ‘Χορωδίας Αθηνών’ και του υπό της εν Αθήναις Μουσικής και Εκδοτικής
Εταιρείας, συντηρουμένου Ελληνικού Ωδείου», ΦΕΚ 3Α/12-1-1943).

532
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αρχές, ο (έτσι κι αλλιώς γερμανόφιλος) νομάρχης απευθύνθηκε στους Γερμανούς για το


θέμα, ώστε να πιεστεί η Αθήνα και να αποστείλει το απαιτούμενο ποσό.902
Στον πίνακα που ακολουθεί φαίνονται ξεκάθαρα οι επιπτώσεις της κατοχής στα
δημόσια οικονομικά. Η μείωση των εσόδων σε σταθερές τιμές του 1938 είναι πραγματικά
τεράστια: τα έσοδα των 3 πρώτων κατοχικών χρήσεων δεν κατάφεραν ποτέ να ξεπεράσουν
το 5% εκείνων του 1938-39, ενώ αντίθετα τα (επίσης μειωμένα σε σχέση με την
προπολεμική περίοδο) έξοδα αυξάνονταν συνεχώς: περίπου 18% του 1938-39 κατά το
πρώτο κατοχικό έτος, 25% το επόμενο έτος και 42% τη χρήση 1943-44 (που δεν ήταν καν
12μηνη). Έτσι δεν προκαλεί εντύπωση που το έλλειμμα έβαινε συνεχώς αυξανόμενο και η
κατάσταση των δημοσίων οικονομικών χαρακτηριζόταν «καταστροφική», τόσο από τους
Γερμανούς όσο και από τα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων. Εξάλλου, όταν η κάλυψη των
εξόδων από τα έσοδα (που έφτανε στο 96,1% το 1938-39) κατέρρεε φτάνοντας μόλις στο
6,3% το 1943-44 ο χαρακτηρισμός δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικός. Αντίθετα, το
ποσοστό των εξόδων κατοχής σε σχέση με το σύνολο των κρατικών εσόδων ήταν τεράστιο,
φτάνοντας το 250% κατά την πρώτη χρήση, το 257% κατά τη δεύτερη και το 500% για τη
χρήση 1943-44. Μάλιστα, αν συνυπολογίσουμε και το ποσοστό που απορροφούσαν οι
δυνάμεις κατοχής απευθείας από τον προϋπολογισμό (βλ. το σχετικό κεφάλαιο), η
αναλογία είναι αρκετά μεγαλύτερη.

902
Βλ. ΙΑΚ-ΑΓΚ, Φακ. 2. Φάκελος Γερμανικών εγγράφων 1941, δεσμίς 1ε, Νομαρχία Ηρακλείου προς
Κρεις [sic] Κομμαντατούρ, «Νομισματική κατάστασις του Νομού» (11/12/1941). Στο σημείο αυτό
αξίζει όμως να προσθέσουμε και μια άλλη, περισσότερο εξειδικευμένη έλλειψη χρημάτων που
εμφανίστηκε προσωρινά το 1941: την έλλειψη κερμάτων. Η απόσυρση των κερμάτων που είχε
ξεκινήσει από το 1940 (και η τελική παράδοσή τους στους κατακτητές) δημιούργησε πρόβλημα κατά
τις πρώτες εβδομάδες της κατοχής, με συνέπεια καταστηματάρχες να προχωρήσουν ακόμα και στην
έκδοση μιας μορφής ιδιωτικών νομισμάτων, χάρτινων «μαρκών» των μισής, μίας, ή δύο δραχμών,
που σύμφωνα με τις εφημερίδες δίδονταν ως ρέστα (εφημερίδα Εστία, στήλη «Με λίγα λόγια»,
15/7/1941). Με την άνοδο βέβαια του πληθωρισμού το φαινόμενο αυτό γρήγορα εξαλείφτηκε.
Εξάλλου η κυβέρνηση, που είχε ξεκινήσει την έκδοση «κερματικών γραμματίων» από το 1940,
προχώρησε σύντομα στην έκδοση νέων μεγαλύτερης αξίας που θα κάλυπταν το κενό (π.χ.
Κανονιστικό διάταγμα «περί εκδόσεως κερματικών γραμματίων των δραχμών 5, 2, 1, και των λεπτών
50», ΦΕΚ, 254Α/29-7-1941.

533
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στοιχεία δημοσιοοικονομικών χρήσεων (σε δις δραχμές 1938-39)


περίοδος
Κατηγορία 1938-39 1941-42 1942-43 *1943-44
α) Έσοδα 14,7 0,6 0,7 0,4
β) Έξοδα
προϋπολογισμού 0,8 1,3 1,4
Στρατευμάτων κατοχής 1,5 1,8 2,0
Νομικών Προσώπων 0,4 0,8 3,0
Σύνολο 15,3 2,7 3,9 6,4
γ) Έλλειμμα 0,6 2,1 3,2 6,0
δ) Λόγος εσόδων προς τα έξοδα (%) 96 22 18 6
Πίνακας 7.5: Ο πίνακας υπάρχει στο [ΤτΕ]: Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος:
1928-1978, ΤτΕ-ΙΕΤΑ, Αθήνα, 1978, σελ. 211, και στο Μαγκριώτης, Δημήτριος Ι.: Θυσίαι της
Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής, 1941-1944, Φόρμιγξ, Αθήνα, 1996 [1949], σελ. 46. Ωστόσο ο
υπολογισμός του λόγου εσόδων προς έξοδα (δ) έχει επαναϋπολογιστεί στο παρόν, γιατί εκτός της
μη ύπαρξης του δεκαδικού, στα πρωτότυπα έχει γίνει λάθος στη χρήση 1941-42 (αναφέρεται ως
29 αντί του σωστού 22).
*Η χρήση του 1943-44 περιλαμβάνει μόνο 11 μήνες (μέχρι τον Φεβρουάριο 1944).

Ο στρατηγός Warlimont, υπαρχηγός του επιχειρησιακού επιτελείου της


Wehrmacht, δεν είχε εντελώς άδικο όταν, μετά από συνάντηση που είχε στη Θεσσαλονίκη
(10-11/10/1942) με τον στρατιωτικό διοικητή Ν.Α. Ευρώπης, είχε την εντύπωση πως «το
πρόβλημα δεν δημιουργήθηκε από το κόστος της κατοχής, αλλά αντίθετα, από την πλήρη
αποδιάρθρωση της εθνικής οικονομίας της Ελλάδας. Στην πραγματικότητα το κόστος
κατοχής είναι ασήμαντο».903 Μπορεί η αντίληψη των Γερμανών αξιωματικών για τα
οικονομικά να ήταν συχνά περιορισμένη και αρκετά κοντόφθαλμη, αλλά φαίνεται πως αν η
πτώση των εσόδων ήταν μικρότερη, ο ελληνικός προϋπολογισμός θα μπορούσε πράγματι
να υποστηρίξει το κόστος αυτό (το 1941-2 για παράδειγμα το κόστος ανερχόταν περίπου
στο 10% του προϋπολογισμού του 1938-39). Ωστόσο, αυτό που δεν έδειχναν να έχουν
κατανοήσει πλήρως οι Γερμανοί αξιωματικοί, ήταν πως μία από τις βασικές αιτίες της
οικονομικής αποδιάρθρωσης (μαζί με την έλλειψη κύρους, τον περιορισμό εισαγωγών, την
αλλαγή συνόρων κλπ) ήταν ακριβώς η κατοχή και το κόστος της.
Το τεράστιο χάσμα ανάμεσα σε έσοδα και έξοδα σήμαινε πως οι κατοχικές
κυβερνήσεις έπρεπε να βρουν άμεσα τρόπο να χρηματοδοτήσουν το μεγαλύτερο ποσοστό
των εξόδων τους, αφού ακόμα και κατά το πρώτο κατοχικό έτος το ποσοστό των εξόδων

903
Greiner, Helmuth: “Greiner diary notes, 12 Aug. 1942 – 12 Mar. 1943”, (Foreign Militay Study C-
065a), Historical Division, Headquarters United States Army, Europe, Foreign Military Branch, [n.d.],
καταγραφή 17/10/1942, σσ. 88-89. Ο πολιτικός υπάλληλος (Ministerialrat) Hellmuth Greiner ήταν
υπεύθυνος για το πολεμικό ημερολόγιο του επιτελείου επιχειρήσεων της OKW από τον Αύγουστο
του 1939 μέχρι και τις 22 Απριλίου 1943.

534
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

που δεν καλύπτονταν από τα έσοδα ξεπερνούσε το 75%. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, και
με την αποτυχία αύξησης των εσόδων από φόρους και τέλη, η καταφυγή σε δανεισμό, αν
και όπως είδαμε επιχειρήθηκε, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει τη λύση του προβλήματος
όσο οι δαπάνες (κυρίως δηλαδή τα έξοδα κατοχής) δεν περιορίζονταν. Ως μοναδικό
ουσιαστικά μέσο για την χρηματοδότηση του μεγαλύτερου μέρους των εξόδων έμενε
λοιπόν η κοπή νέου χρήματος, μέθοδος που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην
έκρηξη του πληθωρισμού.904
Προσωρινά κρίσεις σαν και αυτή του Ηρακλείου του Δεκεμβρίου 1941 έγινε
λοιπόν δυνατόν να ξεπεραστούν μέσω της κοπής νέου χρήματος, αλλά όταν η κατάσταση
έφτασε στο απροχώρητο έναν σχεδόν χρόνο αργότερα, τότε χρειάστηκε να παρθούν για
πρώτη φορά σοβαρά μέτρα περιορισμού των εξόδων. Όμως, όπως είδαμε, οι πιέσεις των
στρατιωτικών εξελίξεων σύντομα οδήγησαν σε νέα αύξηση, και μόνο οι πωλήσεις χρυσών
νομισμάτων κατάφεραν να παρατείνουν την ζωή της δραχμής ως μέσου πληρωμών, μέχρι
την ολοκληρωτική κατάρρευσή της γύρω στα μέσα του 1944. Τους τελευταίους μήνες της
κατοχής η κατάσταση ήταν τόσο άσχημη που συχνά τα χρήματα δεν προλάβαιναν καν να
φτάσουν στις πλέον απομακρυσμένες περιοχές της χώρας σε επαρκείς ποσότητες πριν
χάσουν την αξία τους. Το υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος Ηρακλείου Κρήτης
διαμαρτυρόταν για παράδειγμα την άνοιξη του 1944 πως δεν είχε καθόλου χρήματα, αφού
όσα έφταναν πήγαιναν στο γερμανικό ταμείο και μόλις επαρκούσαν για την πληρωμή των
εξόδων των κατακτητών. Ακόμα και μετά την επέμβαση του νομάρχη και του Γερμανού
φρουραρχείου, η Τράπεζα κατάφερε να λάβει μόλις το 1 από τα 12 δις δρχ. που έφτασαν
από τα Χανιά, ποσό ανεπαρκές για την κάλυψη των δημοσίων εξόδων στην περιοχή.905

904
Στην αρχή της κατοχής, οι οικονομικοί παράγοντες της χώρας φαίνεται πάντως πως ανησυχούσαν
περισσότερο για την πιθανότητα η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας που έδειχναν τα πρώτα
επίσημα στοιχεία να οδηγήσει σε στασιμότητα ή και σε αποπληθωρισμό, γι’ αυτό αποφασίστηκε
μάλιστα και η μείωση του προεξοφλητικού επιτοκίου («η Τράπεζα της Ελλάδος εμείωσε από χθες εις
5% τον προεξοφλητικόν τόκον. Μειώνονται αναλόγως και τα άλλα επιτόκια», εφημερίδα Ακρόπολις,
15/7/1941). Σύντομα βέβαια οι μεγάλες ανάγκες των αρχών κατοχής ανέτρεψαν γρήγορα την
κατάσταση.
905
ΙΑΚ-ΑΓΚ, Φακ. 7α΄. Φάκελος Γερμανικών εγγράφων 1944, δεσμίς 3η, Τράπεζα της Ελλάδος προς
Γενικήν Διοίκησιν Κρήτης, Διεύθυνσιν Οικονομικών εις Χανιά, Ηράκλειο, 11/3/1944. Σοβαρά
προβλήματα υπήρχαν και υπόλοιπη Ελλάδα, ειδικά μετά το καλοκαίρι του 1944. Στο Ναύπλιο τα
προβλήματα γιγαντώθηκαν γύρω στην περίοδο της γερμανικής υποχώρησης, με αποτέλεσμα να
εκδοθεί και τοπικό νόμισμα τον Σεπτέμβριο. Βλ. σχετικά: Πανταζόπουλος, Θ. Δ.: Η ταμειακή στενότης

535
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η συνεχής κοπή νέου χρήματος μόλις έφτανε, για το μεγαλύτερο διάστημα της
κατοχής, να καλύψει τις ανάγκες των αρχών κατοχής. Όπως φαίνεται και στο γράφημα, το
άθροισμα των εξόδων του Άξονα ξεπερνούσε για το μεγαλύτερο διάστημα της κατοχής το
60% της νομισματικής κυκλοφορίας, φτάνοντας μέχρι και το 90% στις αρχές του 1943, όταν
αυξήθηκαν και πάλι τα έξοδα μετά την στάση πληρωμών.

Ποσοστό αθροίσματος εξόδων κατοχής του Άξονα σε


σχέση με νομισματική κυκλοφορία
100%
90%
80%
70%
60%
Ποσοστό

50%
40%
30%
20%
10%
0%
Οκτ-41
Δεκ-41

Δεκ-42

Δεκ-43
Οκτ-42

Φεβ-43

Οκτ-43

Ιουν-44
Ιουν-41

Φεβ-42

Ιουν-42

Ιουν-43

Φεβ-44
Αυγ-41

Απρ-42

Αυγ-42

Απρ-43

Αυγ-43

Απρ-44

Αυγ-44
Γράφημα 7.2: πηγές: Palerait, Michael: The Four Ends of the Greek Hyperinflation of 1941-1946,
Museum Tusculanum Press, University of Copenhagen, 2000, σελ. 136-145, [ΤτΕ]: Τα Πρώτα
Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος: 1928-1978, ΤτΕ-ΙΕΤΑ, Αθήνα, 1978, σελ. 183-184,
Βενέζης, Ηλίας: Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος, [χ.ε.], Αθήνα, 1955, σελ. 225 & 239,
Μπακάλμπασης, Α. Γ.: Η Οικονομία της Ελλάδος και η Ωργανωμένη Ιδιωτική Πρωτοβουλία κατά
την Περίοδον της Κατοχής, 1941-1944, τυπογραφείο Α. Σιδέρη & Γ. Μπάντη, Αθήνα, 1944, σελ 131-
132 και BArch, R2/14553, Reichsbankdirektorium, Nr. 2597/43g, 1/12/1944, “Gold für
Griechenland”, AA-PA, R 27320, “Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen
unter der Besetzung 1941-1944”, von Direktor b. d. Reichsbank P. Hahn, σελ. 47. Ένας παρόμοιος
υπολογισμός του Π. Δερτιλή («Αριθμοί και κείμενα…», σελ. 512) μέχρι τον Ιανουάριο 1944 δίνει ως
επί το πλείστον ελάχιστα χαμηλότερα ποσοστά.

Εξάλλου, σύμφωνα με υπολογισμούς, η πραγματική αξία της νομισματικής


κυκλοφορίας που είχε φτάσει τα 34.722 εκατομμύρια σταθερές δραχμές του 1940 κατά τον
Απρίλιο του 1941, μειώθηκε στα 1.362 εκατομμύρια τον Οκτώβριο του 1942, παρά τις
απανωτές αυξήσεις σε τρέχουσες δραχμές. Η βελτίωση τους οικονομικού κλίματος από τα
τέλη του 1942 και κυρίως το 1943 οδήγησε σε παροδική άνοδο και την πραγματική αξία της
νομισματικής κυκλοφορίας, που από τον Φεβρουάριο, μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1943

στο Ναύπλιον κατά την Κατοχή και η έκδοσις τοπικού νομίσματος, (επανέκδοσις του από Δεκεμβρίου
1945 εκδοθέντος στο Ναύπλιον εντύπου, εξαντληθέντος), [χ.ε.], Αθήνα, 1963.

536
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

έφτανε ή ξεπερνούσε τα 4.000 εκατομμύρια δραχμές του 1940. Έκτοτε όμως, η κατάρρευση
ήταν ταχύτατη, και τον Μάρτιο του 1944 είχε περιοριστεί στα 545 εκατομμύρια του 1940,
ενώ τον Οκτώβριο έφτανε μόλις στα 31 εκατομμύρια.906
Η εκμετάλλευση της εγχρήματης οικονομίας από τους κατακτητές έφτασε λοιπόν
σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, αφού ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος των χρημάτων που
κυκλοφορούσαν είχαν να κάνουν άμεσα ή έμμεσα με την εξυπηρέτηση των απαιτήσεων
των δυνάμεων κατοχής. Στην προσπάθειά τους μάλιστα να απομυζήσουν όσο γινόταν
μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής οικονομίας, οι αρχές κατοχής την κατέστρεφαν,
σπρώχνοντας ένα ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα των οικονομικών δραστηριοτήτων σε
δίκτυα εκτός των νόμιμων συναλλαγών. Όπως φαίνεται και από τον πίνακα που ακολουθεί,
η μαζική κοπή νέων νομισμάτων που είχε ξεκινήσει με χαμηλότερους ρυθμούς από το 1940
είχε αρχικά περιορισμένα αποτελέσματα στην απώλεια της αξίας της δραχμής.907 Όταν
όμως ξεκίνησε η κατοχή, η αξία της νομισματικής κυκλοφορίας κατέρρευσε, τόσο σε
πραγματικές τιμές, όσο σε σχέση με τον παραγόμενο προϊόν της χώρας. Η εικόνα μάλιστα
του πίνακα δεν αντιπροσωπεύει επακριβώς την πραγματικότητα, αφού (εκτός από τη
σχετική αβεβαιότητα για το ΑΕΠ), η πτώση της αξίας για τον Δεκέμβρη 1942 (μήνα μείωσης
των τιμών) ήταν αρκετά μικρότερη από εκείνη που αντιστοιχούσε στους περισσότερους των
μηνών του έτους, ενώ αντίθετα η βελτίωση του επόμενου έτους είχε εξαντληθεί μέχρι τον
Δεκέμβρη του 1943. Επιπλέον, ο υπολογισμός σε λίρες ίσως υποτιμά κάπως την πραγματική
αξία της νομισματικής κυκλοφορίας.908 Ωστόσο, η γενική εικόνα της σημαντικής μείωσης

906
Palerait, Michael: The Four Ends of the Greek Hyperinflation of 1941-1946, Museum Tusculanum
Press, University of Copenhagen, 2000, σσ. 142-145.
907
Δεν εντοπίστηκε κάποια αξιόπιστη τιμή χρυσής λίρας εκτός από εκείνη της επίσης αγοράς για το
1940 (η μαύρη αγορά χρυσών λιρών θα ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ περιορισμένη σε σχέση με κατοχή).
Αν υποθέσουμε ότι η επίσημη τιμή της λίρας ήταν πράγματι κάπως χαμηλή, το γεγονός αυτό θα είχε
ως αποτέλεσμα μια ελαφρά τεχνιτή αύξηση της αξίας της νομισματικής κυκλοφορίας για το έτος
(τόσο σε λίρες, όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ). Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η αρκετά
επιτυχημένη χρηματοδότηση των εξοπλισμών και του ελληνοϊταλικού πολέμου (εν μέρει) μέσω της
κοπής νέου χρήματος, είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η πραγματική αξία του κυκλοφορούντος
χρήματος (όπως προκύπτει από τα στοιχεία του πίνακα), έστω και αν αυτή ίσων να μην έφτασε στην
πραγματικότητα το 24,4% της αξίας του ΑΕΠ.
908
Όπως είδαμε και στο γράφιμα 6.1, το μεγαλύτερο μέρος του 1944, αλλά και του 1941, ο ρυθμός
αύξησης στην τιμή της χρυσής λίρας ήταν μεγαλύτερος από εκείνον της αύξησης στην τιμή των
αγαθών πρώτης ανάγκης. Ωστόσο τον Δεκέμβρη του 1941 (και πιθανότατα και τον Οκτώβριο του
1944, για τον οποίον όμως δεν διαθέτουμε πλήρη στοιχεία) η κατάσταση είχε μερικώς αναστραφεί.

537
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

που η αξία δραχμών σε κυκλοφορία αντιπροσώπευαν σε σχέση με το παραγόμενο προϊόν


στην κατεχόμενη Ελλάδα αποτυπώνεται αρκετά ικανοποιητικά ώστε να καθιστά τον πίνακα
χρήσιμο για την παρούσα εργασία, και γενικώς για την μελέτη της κατοχικής οικονομίας.

Νομισματική κυκλοφορία ως % του ΑΕΠ στα τέλη κάθε έτους (αξία σε χρυσές λίρες)
Νομισματική κυκλοφορία Νομισματική κυκλοφορία
Έτος ΑΕΠ (τέλη έτους) ως % του ΑΕΠ
1938 58.836.533 7.648.177 13,0%
1939 57.935.908 8.038.265 13,9%
1940 53.791.579 13.147.134 24,4%
1941 37.655.381 1.626.500 4,3%
1942 32.360.093 2.107.428 6,5%
1943 35.301.920 1.482.891 4,2%
1944 31.771.728 *938 *0,0%
Πίνακας 7.6: Ο υπολογισμός της περιόδου 1940-44 έγινε με βάση την μέση εκτίμηση για το ΑΕΠ
της παρούσας εργασίας (σε σταθερές δραχμές του 1938) και τη μετατροπή σε χρυσές λίρες με
τιμές Δεκεμβρίου 1938. Για νούμερα του 1938-39 χρησιμοποιήθηκε η εκτίμηση του: Κωστελένος,
Γεώργιος, Βασιλείου, Δημήτριος, Κουνάρης, Εμμανουήλ, Πετμεζάς, Σωκράτης & Σφακιανάκης,
Μιχαήλ: Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, 1830-1939, Πηγές οικονομικής ιστορίας της νεότερης
Ελλάδας : ποσοτικά στοιχεία και στατιστικές σειρές, Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας και Κέντρο
Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, Αθήνα, 2007, μετατρεπόμενη σε χρυσές λίρες με
τιμή Δεκεμβρίου 1938. Αντίστοιχα, ο υπολογισμός της νομισματικής κυκλοφορίας έγινε με βάση
την τιμή χρυσής λίρας τον Δεκέμβριο κάθε έτους και τους αριθμούς της κυκλοφορίας από [ΤτΕ]: Τα
Πρώτα Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος: 1928-1978, ΤτΕ-ΙΕΤΑ, Αθήνα, 1978, σελ. 183-
184, Βενέζης, Ηλίας: Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος, [χ.ε.], Αθήνα, 1955, σελ. 225 & 239,
Μπακάλμπασης, Α. Γ.: Η Οικονομία της Ελλάδος και η Ωργανωμένη Ιδιωτική Πρωτοβουλία κατά
την Περίοδον της Κατοχής, 1941-1944, τυπογραφείο Α. Σιδέρη & Γ. Μπάντη, Αθήνα, 1944, σελ 131-
132 και BArch, R2/14553, Reichsbankdirektorium, Nr. 2597/43g, 1/12/1944, “Gold für
Griechenland”, AA-PA, R 27320, “Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen
unter der Besetzung 1941-1944”, von Direktor b. d. Reichsbank P. Hahn, σελ. 47. Η χρήση της
ισοτιμίας σε χρυσές λίρες σημαίνει πως τα ποσοστά είναι μόνο ενδεικτικά, αφού σε περίοδο
πολέμου η λίρα είχε υπερτιμηθεί.
* Η νομισματική κυκλοφορία του 1944 αφορά την περίοδο της γερμανικής υποχώρησης από την
Αθήνα, όπως αυτή αναφέρεται από τον Hahn (3.000.000.000.000.000 σε δρχ).

Φαίνεται λοιπόν πως η χρήση ξένων νομισμάτων, αλλά ειδικά οι ανταλλαγές σε


είδος αποτελούσαν ολοένα και ευρύτερα χρησιμοποιούμενα μέσα συναλλαγών, αφού
μέχρι το τέλος της κατοχής, οι δραχμές δεν αντιπροσώπευαν παρά ελάχιστον μέρος του
παραγόμενου προϊόντος.909
Στο τέλος της κατοχής, η δραχμή είχε πια καταρρεύσει πλήρως και οι συναλλαγές
που γίνονταν με το νόμισμα αυτό δεν αντιπροσώπευαν πλέον παρά ένα ελάχιστο τμήμα της
οικονομικής δραστηριότητας, η δε ελληνική οικονομία είχε υποστεί σημαντικότατα
909
Για τα ομόλογα της ΠΕΕΑ, τη νομισματική και την δημοσιοοικονομική της πολιτική, βλ.:
Σκαλιδάκης, Γιάννης: Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (1944). Ένας τύπος επαναστατικής
εξουσίας: Πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές παράμετροι, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή στο
τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 2012, σσ. 467-490.

538
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πλήγματα με την απώλεια μεγάλου μέρους του πληθυσμού και του κινητού κεφαλαίου
(ζωικού ή μη), αλλά και με την καταστροφή μεγάλου μέρους των υποδομών της χώρας.
Η πραγματική αξία των καταστροφών της κατοχής είναι δύσκολο να εκτιμηθεί.
Κάποιες προσπάθειες που έγιναν αμέσως μετά τον πόλεμο και χρησιμοποιήθηκαν κατά τις
– έστω και σπασμωδικές – προσπάθειες διεκδίκησης αποζημιώσεων από τους κατακτητές
είναι υπερβολικές. Τα ελληνικά αιτήματα στη διάσκεψη των Παρισίων ανέβαζαν για
παράδειγμα τις ζημιές στο ύψος των 2.545 εκατομμυρίων δολαρίων, και τις δαπάνες
κατοχής και προϋπολογισμού για τους κατακτητές σε 1.105 εκατομμύρια. Το τελευταίο
αυτό ποσό είναι πολλαπλάσιο των μετέπειτα (χαμηλών) εκτιμήσεων που γίνονταν για το
γερμανοϊταλικό χρέος τα επόμενα χρόνια, και είναι ενδεικτικό ενός είδους πλειοδοσίας που
φαίνεται να κυριαρχούσε στις αντιλήψεις μελών των εθνικών αποστολών για τις
διεκδικήσεις αποζημιώσεων. Εξάλλου, τις επόμενες μέρες, «επ’ ευκαιρίαν μεταβολής
ορισμένων μεθόδων υπολογισμού, η αντιπροσωπεία εζήτησε και μετά κοπιώδεις
συζητήσεις επέτυχεν αναπροσαρμογήν των αξιώσεων της Ελλάδος αι οποίαι ορίσθησαν εις
το διπλάσιον», φτάνοντας συνολικά τα 7.181 εκατομμύρια.910 Λίγους μήνες αργότερα το
επίσημα αναφερόμενο ποσό είχε εκτιναχθεί στα 15.758.574.000 δολάρια του 1938, στο
οποίο εκτός των 2.613.407.000 για τις απώλειες συμπεριλαμβάνονταν ποσά για έξοδα
κατοχής, συντάξεις, διαφυγόντα κέρδη κλπ.911

910
Σμπαρούνης, Αθανάσιος: Μελέται και Αναμνήσεις εκ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, [χ.ε.], Αθήνα,
1950, σελ. 322.
911
Μαγκριώτης, Δημήτριος Ι.: Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής, 1941-1944, Φόρμιγξ,
Αθήνα, 1996 [1949], σελ. 38. Το ανεδαφικό αυτό ποσό ισούταν με το ΑΕΠ περίπου 30 ετών!. Οι
συνολικά υλικές και έμψυχες ζημιές είχαν εξάλλου υπολογιστεί το 1944 από τον Μπακάλμπαση (Η
Οικονομία της Ελλάδος και η Ωργανωμένη Ιδιωτική Πρωτοβουλία κατά την Περίοδον της Κατοχής,
1941-1944, τυπογραφείο Α. Σιδέρη & Γ. Μπάντη, Αθήνα, 1944, σελ. 230-246) σε περίπου 11.388
εκατομμύρια μεροκάματα, ή 1.138 εκατομμύρια χρυσές λίρες, ποσό χαμηλότερο, αλλά πάντως
επίσης υψηλό (με ισοτιμίες 1938 θα ξεπερνούσε τα 5,5 δισεκατομμύρια δολάρια). Από αυτά 2.090
εκατομμύρια αφορούσαν τον υλικό εθνικό πλούτο, ενώ από τα υπόλοιπα τα 1.470 ήταν για το
έμψυχο εθνικό κεφάλαιο, τα 5.200 για τη μείωση του εθνικού εισοδήματος και τα 2.628 για την
καθυστέρηση των επανορθώσεων. Τα ποσά (ειδικά εκείνα της μείωσης του εθνικού εισοδήματος και
της καθυστέρησης των επανορθώσεων) είναι μάλλον υπερβολικά, αλλά ο Αγγελόπουλος
(Οικονομικά…, σελ. 154-160) δέχεται τον αριθμό που ο Μπακάλμπασης είχε υπολογίσει για τον υλικό
πλούτο (1.322 για ζημιές τεχνικού, αγροτικού πλούτου και έργων και μέσων ασφαλείας) και τον
χρησιμοποιεί ως βάση για την εκτίμηση του κόστους των ζημιών (χωρίς το κόστος εξόδων κατοχής
κλπ για το οποίο είδαμε νωρίτερα), το οποίο, με αξία ημερομισθίου 2,5 δολάρια, υπολόγιζε σε 3.172

539
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αν και η αξία των καταστροφών πρέπει να ήταν μικρότερη από αυτή που συχνά
αναφέρεται, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ήταν τεράστιες και – σε συνδυασμό ασφαλώς με
τον εμφύλιο – καθυστέρησαν την ανάκαμψη της χώρας περίπου 10 χρόνια, περισσότερο
από οποιασδήποτε άλλης κατεχόμενης ευρωπαϊκής χώρας για την οποία διαθέτουμε
στοιχεία.912 Μοναδική ίσως θετική συνέπεια αυτής της οικονομικής και
δημοσιοοικονομικής καταστροφής, ήταν η τεράστια μείωση του δημοσίου χρέους λόγω
πληθωρισμού: σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Reinhart και Rogoff, το συνολικό ακαθάριστο
χρέος της κεντρικής κυβέρνησης της χώρας που βρισκόταν στο 95,1% του ΑΕΠ το 1939 είχε
περιοριστεί στο 11,3% το 1950.913

εκατομμύρια δολάρια. Το πραγματικό ελληνικό ημερομίσθιο όμως πρέπει ήταν χαμηλότερο από 2,5
δολάρια την περίοδο της κατοχής.
912
Στις στατιστικές σειρές των Maddison και Barro & Ursúa που συναντήσαμε παραπάνω, η Ελλάδα
εμφανίζεται να φτάνει τα επίπεδα του προπολεμικού ΑΕΠ το 1955 και 1953 αντίστοιχα. Η Πολωνία
έφτασε το ίδιο σημείο κατά τον Maddison το 1953 (περίπου 2 χρόνια νωρίτερα) και η Γερμανία το
1954 (κατά τους Barro & Ursúa το 1953), ενώ άλλες χώρες όπως η Δανία και η Νορβηγία μόλις το
1946. Ακόμα και αν δεν πάρουμε τις εκτιμήσεις αυτές κατά γράμμα είναι σαφές πως οι επιπτώσεις
του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου στην ελληνική οικονομία ήταν ιδιαίτερα σοβαρές, παρά
τη σημαντική μεταπολεμική ξένη (κυρίως αμερικανική) βοήθεια.
913
Βλ. Reinhart, Carmen M. & Rogoff, Kenneth S. "From Financial Crash to Debt Crisis," American
Economic Review, American Economic Association, vol. 101(5, August 2011), σσ. 1676-1706, (το
Working Paper υπάρχει στο: http://www.nber.org/papers/w15795.pdf?new_window=1, ενώ η βάση
δεδομένων από την οποία προέρχονται και τα νούμερα στο:
http://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=10&ved=0CKABEBYwCQ&url=htt
p%3A%2F%2Fwww.reinhartandrogoff.com%2Fuser_uploads%2Fdata%2F18_data.xls&ei=paxnU8-
QJu6V0QWN7YHoDg&usg=AFQjCNE9SiuS3sZMeNMOKDaXfVSintpibQ&sig2=aA7bIE4t_Kmg2h93sLALG
w&bvm=bv.65788261,d.d2k). Οι ελλείψεις στοιχείων στα ενδιάμεσα χρόνια δεν τους επιτρέπουν
κάποιον υπολογισμό για την περίοδο 1940-1949. Μέχρι το 1950 είχαν μεσολαβήσει επίσης και νέα
γεγονότα, όπως η ξένη βοήθεια, νομισματικές μεταρρυθμίσεις αλλά και ο εμφύλιος. Ωστόσο, ακόμα
και αν υπάρχει μια σχετική αβεβαιότητα ως προς την ακρίβεια των ποσοστών, είναι σαφές πως μία
βασική αιτία για την μείωση του ποσοστού του χρέους (ειδικά του εσωτερικού) ήταν ο
υπερπληθωρισμός της κατοχικής περιόδου που εξαφάνισε την αξία της δραχμής.

540
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μέρος 2ο

Στον τομέα της πολεμικής βιομηχανίας στην Ελλάδα του μεσοπολέμου ουσιαστικά μία
εταιρεία είχε σχεδόν μονοπωλιακή θέση: η Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και
Καλυκοποιείου. Αρκετά μικρότερη συνολική σημασία είχε το Κρατικό Εργοστάσιο
Αεροσκαφών, ιδιαίτερα μεγάλη όμως για την Βασιλική Αεροπορία, ενώ προς το τέλος της
δεκαετίας του 1930 δημιουργήθηκε το (επίσης κρατικό) ναυπηγείο στον Σκαραμαγκά.
Κάποιες άλλες επιχειρήσεις που δεν εστιάζονταν αποκλειστικά στην πολεμική
παραγωγή είχαν επίσης κατά καιρούς υπογράψει συμβόλαια που αφορούσαν τέτοιο υλικό.
Μόνο όμως λίγο πριν τον πόλεμο άρχισε μια σοβαρότερη προσπάθεια για διεύρυνση της
πολεμικής παραγωγής σε επιχειρήσεις και ιδρύματα που στο παρελθόν δεν είχαν ιδιαίτερη
ενασχόληση με το αντικείμενο. Ανάμεσά τους ήταν επιχειρήσεις που ασχολούνταν κυρίως
με την παραγωγή γεωργικών εργαλείων ή διάφορων μηχανημάτων όπως ο Γκλαβάνης και ο
Σταματόπουλος, εργοστάσια κατασκευής θερμαντικών σωμάτων και ηλεκτρικών συσκευών
όπως η Ιζόλα, ο Πίτσος και η Θερμίς, ακόμα και η Σιβιτανίδειος τεχνική σχολή.914 Αρκετές
από τις επιχειρήσεις αυτές είχαν αρχίσει να αποκτούν μια αξιόλογη εμπειρία στην
παραγωγή πολεμικού υλικού όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη χώρα. Έτσι, μάλλον δεν
αποτελεί έκπληξη πως οι περισσότερες από αυτές έλαβαν και κατά τη διάρκεια της κατοχής

914
Για ένα συγκεντρωτικό πίνακα των 45 ιδιωτικών μονάδων που συνέβαλαν στην πολεμική
προπαρασκευή της χώρας βλ. Γενικόν Επιτελείον Στρατού/Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού: Εφοδιασμοί
του Στρατού εις Υλικά Οπλισμού και Πυρομαχικών Πυροβολικού και Πεζικού και τον Πόλεμον 1940-
41, Εκδόσεις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1982, σσ. 194-195, παράρτημα Ε: «Κατάστασις
Ιδιωτικών Βιομηχανιών και Εργαστηρίων και Εκτελεσθείσαι υπό τούτων Κατασκευαί και Επισκευαί
Οπλισμού-Πυρομαχικών και Λοιπών Συναφών Υλικών». Ενδεικτικά, ο Γκλαβάνης του Βόλου ανέλαβε
την κατασκευή γεφυροσκευών και βλητοφόρων των 85, ανταλλακτικών οχημάτων, την τόρνευση
χευμάτων οβίδων, την κατασκευή και εφαρμογή ζωνών σφηνώσεως βλημάτων πυροβολικού, ακόμα
και την παραγωγή βομβών ουσιαστικά ως υποκατασκευαστής της ΕΕΠΚ. Εκτέλεσε επίσης διάφορες
επισκευές στο μέτωπο ενώ έκανε και (αποτυχημένες) προσπάθειες για την κατασκευή εξαρτημάτων
αεροσκαφών (στελέχη και κεφαλές ελικοφόρων) και πλοίων (χαλύβδινες χοάνες για το αντιτορπιλικό
Ύδρα). Βλ. ο. π. και Τζαφλέρης, Νίκος: Επιβίωση και αντίσταση στο Βόλο την περίοδο της κατοχής,
1941-1944, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2007, σσ. 168-169 και
225-230. Κάποια στοιχεία για την εταιρεία Σταματόπουλου, τον Πίτσο, τη Σιβιτανίδειο κλπ επί
κατοχής θα δούμε στη συνέχεια.

541
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παραγγελίες έμμεσα ή άμεσα πολεμικού χαρακτήρα από τις αρχές κατοχής. Έτσι κι αλλιώς
οι κατακτητές επιδίωκαν σε γενικές γραμμές να χρησιμοποιήσουν τους μηχανισμούς που
έβρισκαν έτοιμους (είτε αυτοί ήταν διοικητικοί, είτε οικονομικοί/επιχειρηματικοί), σε όσες
τουλάχιστον περιοχές της κατεχόμενης Ευρώπης δεν προόριζαν για άμεση προσάρτηση,
εποικισμό κλπ.
Στο μέρος αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει εκτενής παρουσίαση όλων αυτών των
επιχειρήσεων και επιλέχθηκαν κυρίως αυτές που είχαν το σημαντικότερο έργο για τις αρχές
κατοχής, κυρίως σε ό,τι αφορά τις επισκευές γερμανικών αεροσκαφών (κεφάλαια 8 και 9)
και στο γερμανικό ναυπηγικό και επισκευαστικό πρόγραμμα (κεφάλαια 10 και 11). Οι
περιπτώσεις που επιλέχθηκαν είναι χαρακτηριστικές, αφενός λόγω της μεγάλης σημασίας
τους για την γερμανική πολεμική προσπάθεια στην περιοχή, και αφετέρου γιατί καλύπτουν
όλο σχεδόν το φάσμα, από την αρπαγή που χαρακτήριζε συνήθως τις περιπτώσεις
«εχθρικών περιουσιών» (κρατικών δηλαδή εγκαταστάσεων κατά κύριο λόγο, όπως το ΚΕΑ
και τα κρατικά ναυπηγεία) μέχρι την επιλογή της λίγο – πολύ εθελοντικής οικονομικής
συνεργασίας, όπως αρκετές από τις επιχειρήσεις που είχαν εμπλοκή στο ναυπηγικό
πρόγραμμα του ναυτικού και στο πρόγραμμα κατασκευής τσιμεντοπλοίων. Κάπου στο
ενδιάμεσο συναντάμε τις επιχειρήσεις Μποδοσάκη (κυρίως δηλαδή της ΕΕΠΚ), καθώς και
κάποιες περιπτώσεις επιχειρηματιών (όπως των ιδιοκτητών της ΓΕΤΕ στο πρόγραμμα
τσιμεντοπλοίων) που ξεκίνησαν μεν συμμετέχοντας ουσιαστικά εθελοντικά στα
κατασκευαστικά προγράμματα των αρχών κατοχής, για να αναπτύξουν όμως στη συνέχεια
αντιστασιακή δράση, περιορίζοντας σε κάποιο βαθμό τη συμμετοχή τους σε κάποια από τα
έργα αυτά.
Ας δούμε λοιπόν αναλυτικότερα τη συμμετοχή των ελληνικών εταιρειών στη
γερμανική πολεμική προσπάθεια στην περιοχή, ξεκινώντας από την Εταιρεία Ελληνικού
Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου.

542
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

8. Οι ελληνικές εταιρείες πολεμικής παραγωγής.

8.1 Ο Μποδοσάκης και η Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και


Καλυκοποιείου (ΕΕΠΚ)

Α) Η Εταιρεία μέχρι την κατοχή

Η κυριότερη πολεμική βιομηχανία της Ελλάδας ήταν το συγκρότημα του Μποδοσάκη-


Αθανασιάδη, με γνωστότερη την Ελληνική Εταιρεία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου.
Πρόγονοι της εταιρείας ήταν δύο επιχειρήσεις που είχαν ιδρυθεί πολύ νωρίτερα: το
«Ελληνικό Πυριτιδοποιείο Α.Ε.» το 1874 και οι «Αδελφοί Μαλτσινιώτη» την επόμενη
δεκαετία. Οι δύο εταιρείες είχαν συνενωθεί το 1908, για να δημιουργήσουν την «Ανώνυμο
Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου» (ΕΕΠΚ). Η ενιαία πλέον ΕΕΠΚ έγινε
έτσι βασικός προμηθευτής των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, σε μια εποχή μάλιστα που οι
ανάγκες ήταν τεράστιες λόγω των συνεχών πολέμων. Λίγα χρόνια όμως αργότερα
ακυρώθηκε αξιόλογη πολεμική παραγγελία του 1925-26 που αφορούσε 450.000.000
φυσίγγια, για την κατασκευή των οποίων η ΕΕΠΚ είχε προχωρήσει σε σημαντικές
επενδύσεις. Παρά την διεκδίκηση αποζημίωσης, η ακύρωση αυτή, σε συνδυασμό με την
έλλειψη νέων παραγγελιών και τη διεθνή οικονομική κρίση, συνέβαλαν στο να συναντήσει
η εταιρεία σημαντικές οικονομικές δυσκολίες.915
Τα χρέη της ΕΕΠΚ στην Εθνική Τράπεζα οδήγησαν την εταιρεία ουσιαστικά στον
έλεγχο της τράπεζας. Το 1934 η Εθνική, σε μια προσπάθεια αναζωογόνησης της ΕΕΠΚ,
αναθέτει την διεύθυνσή της στον Πρόδρομο Μποδοσάκη – Αθανασιάδη, που παρά τα
προβλήματα που είχε αντιμετωπίσει την δεκαετία του 1920 παρέμενε ένας από τους
ισχυρούς επιχειρηματίες της χώρας. Ο Μποδοσάκης ήταν εξάλλου παλιός τροφοδότης του
ελληνικού (αλλά και Οθωμανικού) στρατού και διατηρούσε στενές σχέσεις με οικονομικούς
και πολιτικούς παράγοντες της χώρας. Για την ανάθεση αυτή – που μάλιστα γίνεται χωρίς
αντίτιμο έναντι μελλοντικής εξόφλησης – μεσολάβησε ο Υπουργός άμυνας Κονδύλης, τον
οποίο χρηματοδοτούσε ο Μποδοσάκης. Με παρόμοιο τρόπο δίνεται από την ΕΤΕ στον καλά
δικτυωμένο Μποδοσάκη και η Ελληνική Εριουργία, εταιρεία που ήταν επίσης σημαντική
προμηθεύτρια του Ελληνικού Στρατού (στολές κλπ).916 Ο Μποδοσάκης καθίσταται έτσι

915
Η σύμβαση ήταν ενδεκαετής, και, μέχρι τη μονομερή κατάργησή της είχαν παραδοθεί 55.000.000
φυσίγγια. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ3Φ11, «Αγωγή Ανωνύμου Εταιρείας Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και
Καλυκοποιείου κατά του Ελληνικού Δημοσίου», 30/12/1933.
916
Τσοτσορός Στάθης: Η Συγκρότηση του Βιομηχανικού Κεφαλαίου στην Ελλάδα (1898-1939), τόμος
Δεύτερος, οι Ανώνυμες Εταιρείες, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2004, σσ. 293-4 και

543
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σχεδόν μονοπωλιακός προμηθευτής ενός καίριου τμήματος του Δημοσίου, των ενόπλων
δυνάμεων, και μάλιστα σε περίοδο διεθνούς αναταραχής και παγκόσμιας έντασης των
εξοπλισμών.

Εικόνα 9: Προπολεμική διαφήμιση της ΕΕΠΚ. Πηγή: Κοκκινόπουλος, Ευτύχιος, επίμ. Ν. Κιτσίκη:
Τεχνική Επετηρίς της Ελλάδος, Τόμος Α΄, Τεύχος 1, Εκδόσεις Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος,
Αθήνα, 1935. Οι εγκαταστάσεις, αλλά και το παραγωγικό έργο της επιχείρησης, επεκτάθηκαν
ακόμα περισσότερο τα επόμενα χρόνια.

Σωτηρόπουλος, Βρασίδας Χ.: Μποδοσάκης, Ερμείας, Αθήνα, [χ.χ.], σσ. 130-132. Ο Μποδοσάκης (που
είχε γεννηθεί στην Οθωμανική αυτοκρατορία) δεν υπήρξε μόνο χρηματοδότης του Κονδύλη, αλλά
και των δημοκρατικών, του Πάγκαλου, ακόμα και της κίνησης επιστροφής του Βασιλιά το 1935,
ανάλογα με το ποια πολιτική παράταξη φαινόταν να έχει δυναμική εξουσίας αλλά και τη δυνατότητα
να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του καλύτερα. TNA, FO 371/37244, R8271, Leeper προς Eden,
2/9/1943, Most Secret, “List of Greek Personalities at present outside Greece”.

544
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στα χρόνια που ακολούθησαν και μέχρι τη γερμανική εισβολή η εταιρεία είχε
ταχύτατη ανάπτυξη. Λόγω του «ειδικού» ενδιαφέροντος της Εθνικής Τράπεζας, αλλά και
της σημασίας της στην πολεμική προετοιμασία της χώρας, η ΕΕΠΚ θα γίνει μέχρι το 1939 ο
κυριότερος με διαφορά δανειολήπτης της τράπεζας, απορροφώντας το 23,45% των
συνολικών της δανείων. Μαζί μάλιστα με την Ελληνική Εριουργία οι δυο αυτές επιχειρήσεις
του Μποδοσάκη πλησιάζουν το 29% του συνόλου.917 Στα χρόνια που προηγήθηκαν του
πολέμου η αύξηση τόσο του κύκλου εργασιών όσο και των κερδών της εταιρείας ήταν
ραγδαία. Τα ακαθάριστα κέρδη για παράδειγμα αυξήθηκαν από περίπου 65,4 εκατομμύρια
δρχ. το 1936 στα 204,3 το 1938, ή αύξηση περίπου 312% σε δύο μόλις χρόνια. Όπως ήταν
φυσικό η πορεία αυτή της εταιρείας αντικατοπτριζόταν και στην αξία της μετοχής της, η
οποία, μετά την πτώση της στις 700 δραχμές το 1932 είχε φτάσει την μέση τιμή των 3.445
δραχμών μόλις πέντε χρόνια αργότερα, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των μετοχών είχε
παραμείνει σταθερός στις 75.000. Από το 1936 και μετά η εταιρεία είχε μάλιστα ξαναρχίσει
και τη διανομή σημαντικών μερισμάτων στους μετόχους.918
Καίριας σημασίας για την ανάπτυξη της ΕΕΠΚ στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του
1930 ήταν ο ισπανικός εμφύλιος και ο εξοπλισμός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων
ενόψει της διεθνούς αστάθειας και της πιθανότητας ενός νέου πολέμου.919 Oι πωλήσεις
917
Από τα 2,8 δις δρχ. των πιστωτικών κεφαλαίων των δέκα πρώτων βιομηχανικών επιχειρήσεων, η
ΕΕΠΚ και η Εριουργία συγκεντρώνουν περίπου τα 1,43 εκατομμύρια, ή το 49,4% του ποσού των 10
μεγαλύτερων τοποθετήσεων. Δρίτσα, Μαργαρίτα: Βιομηχανία και Τράπεζες στην Ελλάδα του
Μεσοπολέμου, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1990, σελ. 279 και Τσοτσορός: Η
συγκρότηση… τόμος β΄, σελ. 295.
918
Εφημερίς Χρηματιστηρίου, 26/8/1939, «Ελληνικόν Πυριτιδοποιείον και Καλυκοποιείον, η
προοδευτική εξέλιξις των εργασιών του κατά το 1938» και ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ3Φ11, «ΕΤΕ, Υπηρεσία
Μελέτης Επιχειρήσεων και Χρηματοδοσιών, Αν. Ετ. Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου,
Μάιος 1939», σσ. 2-4. Ταυτόχρονα με τα κέρδη αυξάνονταν με αντίστοιχο ρυθμό και τα δάνεια,
ωστόσο αυτά πήγαιναν σε παραγωγικές επενδύσεις που φαινόταν να πιάνουν τόπο, γεγονός που
δημιουργούσε εμπιστοσύνη στο μέλλον της εταιρείας.
919
Ένα σχετικά μικρό μέρος πάντως των πυρομαχικών που κατασκευάστηκαν για λογαριασμό της
Ισπανίας (περίπου 2.000.000 φυσίγγια πολεμικών όπλων και 65.000 βλήματα πυροβολικού) δεν
παραδόθηκαν ποτέ και παρέμειναν για φύλαξη στις εγκαταστάσεις της εταιρείας. ΙΑΕΤΕ,
Α1Σ34Υ3Φ11, έγγραφο 190 (έρευνα οικονομικής κατάστασης της ΕΕΠΚ, Σεπτέμβριος 1939).
Προσπάθειες έγιναν επίσης για την εξασφάλιση συμβολαίων (κυρίως γερμανικά για είδη τα οποία
κατασκεύαζε η εταιρεία) στη Μέση Ανατολή και στην Κίνα, αλλά φαίνεται πως λόγω των διεθνών
εξελίξεων και της αλλαγής της γερμανικής στάσης, δεν υπήρξαν παρά ενδεχομένως κάποιες
παράνομες πωλήσεις μικρών ποσοτήτων. Pelt: Tobacco, Arms…, σσ. 171-177 και Pelt, Mogens:

545
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου έφεραν σημαντικά έσοδα στην επιχείρηση και
της επέτρεψαν να επεκταθεί σημαντικά, φέρνοντας ταυτόχρονα αρκετό συνάλλαγμα στην
Ελλάδα.920 Το 1938 μάλιστα πάρθηκε η απόφαση στο μέλλον να επεκταθούν οι
δραστηριότητες τής επιχείρησης και στους κλάδους της κατασκευής φορτηγών και
λεωφορείων, σιδηροδρομικών οχημάτων ακόμα και κινητήρων.
Η συνεχής αυτή διεύρυνση της παραγωγής έφερε και αντίστοιχη επέκταση των
εγκαταστάσεων. Έτσι το 1936 αγοράστηκαν 227 στρέμματα αξίας 4.000.000 δραχμών ενώ
στις ως τότε υπάρχουσες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις του Πυριτιδοποιείου (553 ίππων) και
του Καλυκοποιείου (600 ίππων), προστέθηκαν νέα ηλεκτροπαραγωγικά μηχανήματα 400
και 300 ίππων αντίστοιχα.921 Λίγο πριν τον πόλεμο η ΕΕΠΚ παρέλαβε συνολικά περίπου 250
μηχανήματα για την παραγωγή βλημάτων. Χάρη στις επενδύσεις αυτές η παραγωγικότητα
των μονάδων αυξήθηκε σημαντικά. Για παράδειγμα η ημερήσια παραγωγή του
πυροσωλήνα EZA 90 του ελληνικού πυροβολικού ξεπέρασε τις 1.500 μονάδες, για να
φτάσει ακόμα και τις 3.000 ημερησίως.922

“Germany and the Greek Armaments Industry: Policy Goals and Business Opportunities”, στο: Lund:
Working for the New Order..., σσ. 153-154. Για τα βλήματα που προορίζονταν για το κινέζικο
πυροβολικό βλ. και παρακάτω.
920
Οι πωλήσεις αυτές αφορούσαν και τις δύο πλευρές του εμφυλίου. Σύμφωνα με τη βιογραφία του
Μποδοσάκη, κατά την περίοδο εκείνη η παραγωγή της ΕΕΠΚ έφτασε μέχρι και τα 2.000.000 φυσίγγια
την ημέρα. Σωτηρόπουλος: Μποδοσάκης, σελ. 154 και Χατζιώτης, Κώστας Χ.: Πρόδρομος
Μποδοσάκης…, σσ. 122-3 (Σημαντικό μέρος του βιβλίου του Χατζιώτη βασίζεται στο προγενέστερο
του Σωτηρόπουλου). Άλλες πηγές αναφέρουν μικρότερους, αλλά εξίσου εντυπωσιακούς, αριθμούς
που κυμαίνονται από 160.000 το 1936 μέχρι 1.200.000 την περίοδο 1939-40. Βλ. Pelt: Tobacco,
Arms…, σελ. 79.
921
Την ίδια χρονιά συγχωνεύτηκε και η «ΑΕ Ελληνικά Οπλουργεία και Οβιδουργεία» με την ΕΕΠΚ.
Βιομηχανική Επιθεώρηση, τεύχος 37, Ιούλιος 1937, σσ. 35-37. «Η έκθεσις της εταιρείας Ελλην.
Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου επί της Χρήσεως 1936, τα επιτευχθέντα λαμπρά
αποτελέσματα». Οι συνεχείς επενδύσεις είχαν ως αποτέλεσμα λίγο αργότερα (1938) να διπλασιαστεί
η δυναμικότητα του Καλυκοποιείου και του Οβιδουργείου. Την ίδια περίοδο είχαν ολοκληρωθεί τα
2/3 από τα 23 νέα κτήρια του προγράμματος επέκτασης της επιχείρησης. Βλ. Βιομηχανική
Επιθεώρηση, τεύχος 60, Ιούνιος 1939, σσ. 26-28, «Το έργον της Εταιρείας Ελληνικού Πυριτιδοποιείου
και Καλυκοποιείου κατά το παρελθόν έτος 1938. Η έκθεσις του Διοικητικού Συμβουλίου».
922
Αρχείο Βοβολίνη, Σειρά Μέγα Ελληνικόν Βιογραφικόν Λεξικόν, Φάκελος 104, Αλεξανδρής
Κωνσταντίνος, τεκμήριο 4: «Αυτοβιογραφικό σημείωμα Κ. Αλεξανδρή.» Ο ναύαρχος Αλεξανδρής είχε
απομακρυνθεί από το στράτευμα λόγω του κινήματος του 1935 και είχε προσληφθεί ως τεχνικός
στην ΕΕΠΚ το 1937, όπου υπήρξε υπεύθυνος των αποστολών στα εργοστάσια Σουηδίας και

546
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εξάλλου, η ΕΕΠΚ προχώρησε και στη σύναψη συμβάσεων με ξένους οίκους για την
απόκτηση τεχνογνωσίας και για την άδεια παραγωγής διαφόρων πολεμικών ειδών που
χρειάζονταν για τις νέες παραγγελίες. Από τις σημαντικότερες συμβάσεις ήταν αυτές με τις
γερμανικές Köln Rottweil Aktiengesellschaft (πυρίτιδα για στρατιωτικούς σκοπούς) και
Rheinmetall Borsig Aktiengesellschaft (πυρομαχικά 20 και 37mm), τον Francois Munz
(καψούλια δυναμίτιδας), τη σουηδική Aktiebolaget Bofors και τη θυγατρική της AB Bofors
Nobelkrut (οβίδες 40mm και εκρηκτικά Tetryl και TNT).923 Μετά από νέες συμβάσεις με το
ελληνικό Δημόσιο η δραστηριότητα της εταιρείας επεκτάθηκε και στην κατασκευή βομβών:
στα τέλη του 1937 παραγγέλθηκαν 50.000 μικρές (13,64 κιλών) θραυσματογενείς, 4.000
«καταστροφής» των 50 κιλών, ακόμα 2.000 των 100 κιλών και 1.200 των 200 κιλών. Λίγο
αργότερα ήρθαν και νέες παραγγελίες για πυρομαχικά πεζικού και πυροβολικού. Τον Ιούνιο
του 1939 υπογράφηκε η μεγαλύτερη παραγγελία, ύψους 600.000.000 δραχμών (πληρωτέες
σε 10 ετήσιες δόσεις) για μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών πεζικού, πυροβολικού και
όλμων. Ο επείγων χαρακτήρας της παραγγελίας και κάποια προβλήματα με τον δανεισμό
από την ΕΤΕ οδήγησαν μάλιστα στην εκταμίευση απευθείας από το κράτος 240.000.000
δραχμών για την ΕΕΠΚ.924

Γερμανίας. Το 1945 έγινε πρόεδρος του Οργανισμού Ανέλκυσης Ναυαγίων και για ένα διάστημα
Υπουργός Ναυτιλίας. Η αναφορά πάντως του Αλεξανδρή ότι «χαρακτηριστικόν της σημασίας, που οι
Γερμανοί απέδωσαν εις το εργοστάσιον Α.Α. βλημάτων και πυροσωλήνων, ήτο το γεγονός, ότι
μετέφεραν ευθύς από των πρώτων ημερών της κατοχής όλα τα μηχανήματά του εις Γερμανίαν»,
είναι σαφώς λανθασμένη. Ο Αλεξανδρής ήταν ο δεύτερος ναύαρχος που εργάστηκε προπολεμικά για
τον Μποδοσάκη και συμμετείχε σε μεταπολεμική κυβέρνηση (πρώτος ήταν ο μεταπολεμικός
πρωθυπουργός Πέτρος Βούλγαρης). Οι Βρετανοί τον θεωρούσαν ικανό και συνεργάσιμο αξιωματικό,
χωρίς όμως ισχυρό χαρακτήρα (TNA, FO 371/37244, R8271, Leeper προς Eden, 2/9/1943, Most
Secret, “List of Greek Personalities at present outside Greece”).
923
Βλ. τις σχετικές συμβάσεις στο IAETE Α1Σ34Υ3Φ11, έγγραφα 159-184 και τον περιληπτικό πίνακα
που ακολουθεί (εγγρ. 185).
924
Για να γίνει καλύτερα κατανοητό το ύψος των πιστώσεων αυτών, αξίζει να σημειωθεί ότι οι
συνολικές δαπάνες (τακτικές, έκτακτες, οχυρώσεων και συγκοινωνιών) για την πολεμική
προπαρασκευή του στρατού το έτος 1940-41 ανέρχονταν σε περίπου 3,6 δισεκατομμύρια δραχμές.
Οι καθυστερήσεις είχαν ως αποτέλεσμα τα αντιαρματικά πυρομαχικά που προβλέπονταν επίσης στο
σχετικό πρόγραμμα να μην παραληφθούν τελικά μέχρι και την κατάρρευση του μετώπου. βλ.
ΓΕΣ/ΔΙΣ: Εφοδιασμοί του Στρατού εις Υλικά Οπλισμού και Πυρομαχικών Πυροβολικού και Πεζικού και
τον Πόλεμον 1940-41, Εκδόσεις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1982, σελ. 80 και Αρχηγείον
Στρατού/Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού: Η προς Πόλεμον Προπαρασκευή του Ελληνικού Στρατού 1923-
1940, Έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1969, σσ. 54-55.

547
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Παρά την καλή συνεργασία με τη γερμανική πολεμική βιομηχανία (εξάλλου η


δραστηριότητα της ΕΕΠΚ ήταν σημαντική πηγή πολύτιμου συναλλάγματος και για τη
Γερμανία), ένα από τα σπάνια προβλήματα που προέκυψαν αφορούσε στην προμήθεια
γερμανικών βλημάτων για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις. Αν και ο ελληνικός στρατός είχε
παραγγείλει πυροβόλα των 88mm από τη γερμανική Krupp, ο Μποδοσάκης δεν κατάφερε
να λάβει άδεια για την κατασκευή ολόκληρου του βλήματος. Το πρόβλημα, που αφορούσε
ειδικότερα την κατασκευή του πυροσωλήνα, φαίνεται να λύθηκε την τελευταία στιγμή με
μια ειδική πατέντα τροποποίησης αγγλικών πυροσωλήνων για τους οποίους υπήρχε
σχετική άδεια, ώστε να προσαρμοστούν εκείνοι στο γερμανικό βλήμα.925 Ο ελληνικός
στρατός συνέχισε να παραπονιέται ότι οι παραδόσεις αντιαεροπορικών βλημάτων
(ανάμεσά τους και εκείνο των 88 χιλ.) ήταν αριθμητικά περιορισμένες και μη
ικανοποιητικές παρά τις πιέσεις που είχαν ασκηθεί στην εταιρεία και κατηγορούσε τη
διοίκηση του εργοστασίου ότι δεν είχε καταφέρει να αξιοποιήσει στο έπακρο τις
δυνατότητές του, τουλάχιστον μέχρι την έλευση ενός αξιωματικού συνδέσμου.926 Σε γενικές
γραμμές πάντως, η ΕΕΠΚ θεωρούνταν ιδιαίτερα επιτυχημένη και έλαβε παραγγελία ακόμα
και από τη Μ. Βρετανία για 50.000.000 φυσίγγια Mauser των 7,92 χιλιοστών, τα
περισσότερα από τα οποία όμως τελικά παραλήφθηκαν από τον ελληνικό στρατό μετά την
έναρξη του πολέμου με την Ιταλία.927

925
Σωτηρόπουλος: Μποδοσάκης, σσ. 161-163 και Χατζιώτης: Πρόδρομος Μποδοσάκης…, σσ. 171-172
και Pelt: Tobacco, Arms…, σσ. 170-171. Για τις ελληνικές συμβάσεις βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ3Φ11,
«Σύμβασις προμήθειας Βομβών Μάχης συν. Αξίας Δραχμών 239.967.000» και «Σύμβασις Δια την
κατασκευήν και προμήθειαν τη Στρατιωτική Υπηρεσία Πυρομαχικών όπλων Πεζικού και
Πυροβολικού γενικώς» αντίστοιχα.
926
ΓΕΣ/ΔΙΣ: Εφοδιασμοί του Στρατού…, σσ. 98-99.
927
ΓΕΣ/ΔΙΣ: Εφοδιασμοί του Στρατού…, σσ. 92-93. Κάποιες από τις βρετανικές παραγγελίες της
εποχής εκείνης είχαν βέβαια και πολιτικά κίνητρα, αφού γίνονταν στα πλαίσια της προσπάθειας
απομάκρυνσης της ελληνικής οικονομίας από το γερμανικό άρμα. Ωστόσο η παραγγελία αυτή δεν
πρέπει να έγινε κυρίως με τέτοια κριτήρια. Εξάλλου το διαμέτρημα αυτό χρησιμοποιόταν κυρίως
από γερμανικά όπλα και τέτοια φυσίγγια δεν κατασκευάζονταν σε επαρκείς ποσότητες στη Βρετανία.
Οι Βρετανοί θα πρέπει να χρησιμοποιούσαν τα φυσίγγια αυτά σε ένα τσεχοσλοβάκικης σχεδίασης
πολυβόλο τεθωρακισμένων (Besa), το οποίο εισάγοταν βιαστικά σε χρήση την περίοδο εκείνη, χωρίς
να προλάβει να τροποποιηθεί ώστε να μπορεί να χρησιμοποιεί βρετανικό διαμέτρημα, ούτε να έχει
τον χρόνο η βρετανική βιομηχανία να στήσει επαρκή γραμμή παραγωγής για να καλύψει τις ανάγκες
th
των πυρομαχικών του. Βλ. Hogg, Ian V. and Weeks, John S.: Military Small Arms of the 20 Century,
th
7 Edition, Krause Publications, Iola, Wisconsin, USA, 2000, σελ. 129.

548
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι επιχειρήσεις του Μποδοσάκη συνέχισαν να διατηρούν στενότατες σχέσεις με τη


γερμανική πολεμική βιομηχανία σε όλη την περίοδο αυτή παρά τα όποια
μικροπροβλήματα.928 Πέρα από τις εξασφαλίσεις γερμανικών πατεντών, τα περισσότερα
μηχανήματα προέρχονταν από τη Γερμανία, ενώ στην εταιρεία απασχολούνταν και μικρός
αριθμός γερμανών τεχνικών. Οι δραστηριότητες του Μποδοσάκη αποτελούσαν σε τελική
ανάλυση σημαντικό βήμα για την προώθηση των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων
της Γερμανίας τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής
Ευρώπης και της ανατολικής Μεσογείου. Κατά την ίδια τη Rheinmetall – Borsig, η γερμανική
εταιρεία βρισκόταν σε τέτοια θέση ισχύος στην Ελλάδα όσο σε καμία άλλη χώρα, γεγονός
που οφειλόταν κυρίως στη σύμπραξή της με τον Μποδοσάκη. Η πολύχρονη συνεργασία του
Μποδοσάκη με γερμανικές επιχειρήσεις έφτανε ακόμα και σε προτάσεις για το ελληνικό
ναυτικό: το 1937, σύμφωνα και πάλι με την Rheinmetall – Borsig, ο Μποδοσάκης ζητούσε
πληροφορίες για γερμανική επιχείρηση που θα μπορούσε να προμηθεύσει το ελληνικό
ναυτικό με 2-4 υποβρύχια 500 τόνων, τον εξοπλισμό των οποίων πιθανότατα θα
αναλάμβανε η ίδια η Rheinmetall.929
Οι επιτυχίες της ΕΕΠΚ την έκαναν όπως είναι φυσικό θελκτική για το ξένο κεφάλαιο
και τις ξένες κυβερνήσεις. Το 1938 και το 1939 Ιάπωνες και Γερμανοί αντίστοιχα
διερεύνησαν τη δυνατότητα εξαγοράς της επιχείρησης, προσπάθεια που συνάντησε την
άρνηση του ιδιοκτήτη.
Ένα σχέδιο που είχε εξεταστεί το 1941 σχετικά με την απομάκρυνση των
μηχανημάτων της επιχείρησης ενόψει της κατάκτησης της χώρας δεν πραγματοποιήθηκε.930

928
Μόνη ίσως εξαίρεση υπήρξε μια σύντομη περίοδος (το 1940-41) όπου η ΕΕΠΚ δέχθηκε και
αγγλικές παραγγελίες για πυρομαχικά πεζικού και βλήματα πυροβολικού 6 ιντσών). Βλ. Χατζιώτης:
Πρόδρομος Μποδοσάκης…, σσ. 156-158 και 176-178.
929
IWM, Speer Collection, FD 790/46, „Aktennotiz, Sofia, 9/10/1937, Vertraulich“. Η πρόταση για την
αγορά των γερμανικών υποβρυχίων δεν φαίνεται να ξεπέρασε το διερευνητικό στάδιο και πάντως
δεν πραγματώθηκε ποτέ, αν και το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Αμύνης είχε αποφασίσει από τα τέλη
του 1936 την προμήθεια γερμανικών υποβρυχίων (αρχικά προσανατολιζόμενο σε 2 των 250 τόνων,
βλ. Βλάσσης, Κωνσταντίνος Δ.: Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος, 1936-1940, εκδόσεις Δούρειος Ίππος,
Αθήνα, 2013, σελ. 112, πρακτικό αρ. 22). Η Rheinmetall, με την οποία ο Μποδοσάκης βρισκόταν σε
στενή συνεργασία καθ’ όλη αυτή την περίοδο (οι δυο τους είχαν υπογράψει μάλιστα και μια
«συμφωνία φιλίας» το 1935), ήταν από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές όπλων της Γερμανίας και
βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Göring. Βλ. Pelt: “Germany and the Greek…”, σελ. 147.
930
Χατζιώτης: Πρόδρομος Μποδοσάκης..., σσ. 139-142 και 178-179 και Σωτηρόπουλος: Μποδοσάκης,
και 185-189. Οι Γερμανοί γνώριζαν καλά τις δραστηριότητες του Μποδοσάκη, αφού εξάλλου ο

549
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Έτσι η κατοχή βρήκε την ΕΕΠΚ να παράγει στο μάξιμουμ των δυνατοτήτων της, σε τρία
βασικά συγκροτήματα, στον Υμηττό (Καλυκοποιείο και Οβιδουργείο, γνωστό και ως
«Μαλτσινιώτη»), στην Ελευσίνα (μονάδα κατασκευής αντιαεροπορικών βλημάτων,
εργαστήριο γομώσεως) και στην Ιερά Οδό (Πυριτιδοποιείο). Μικρότερα ακίνητα υπήρχαν
στο Λαύριο (πρώην εργοστάσιο Κώνστα για όλμους Brandt), στην Κοκκινιά, στη Σύρο, στη
Θεσσαλονίκη και το κτήριο γραφείων στη Λεωφόρο Αμαλίας (έδρα της επιχείρησης). Στο
συγκρότημα πολεμικής βιομηχανίας του Μποδοσάκη ανήκαν επίσης η Εταιρεία
Κατασκευής Αντιασφυξιογόνων Προσωπίδων (ΕΚΑΠ) στην Αθήνα (Καλλιθέα), καθώς και το
ναυπηγείο Βασιλειάδη στον Πειραιά, που συμπλήρωναν τις άλλες (μη καθαρά πολεμικές)
επιχειρήσεις του Μποδοσάκη όπως η Εριουργία, η ΕΘΕΛ (Εθν. Βιομηχανία Ελαστικού), η
ΕΤΜΑ (Τεχνητής Μετάξης) και η Οίνων και Οινοπνευμάτων. Η χρήση γερμανικής
τεχνολογίας ήταν διαδεδομένη στις περισσότερες από τις επιχειρήσεις αυτές. Ειδικά η
ΕΤΜΑ και η ΕΚΑΠ λειτουργούσαν σε μεγάλο βαθμό με γερμανικές πατέντες από τις
πρωτοπόρες του είδους γερμανικές εταιρείες I.G. Farben (συνθετικά υφάσματα της ΕΤΜΑ)
και Auergesellschaft και Dräger (μάσκες αερίων της ΕΚΑΠ).931
Στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ αναφέρεται ότι την περίοδο εκείνη έφτασαν να
εργάζονται ως και 12.000 άτομα, αριθμός αυξημένος κατά περίπου 2.120% σε σχέση με το
1934.932 Ωστόσο μέχρι την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα ο αριθμός αυτός είχε μειωθεί

τελευταίος είχε συναντηθεί και με τον ίδιο τον Göring, όταν προσπαθούσε να εξασφαλίσει τις
γερμανικές άδειες για παραγωγή γερμανικών όπλων και πυρομαχικών (ο. π. σσ. 161-165).
931
Η ΕΚΑΠ είχε ιδρυθεί από τον Μποδοσάκη για να χρησιμεύσει και ως πλατφόρμα εξαγωγής της
Auergesellschaft, ύστερα από τους περιορισμούς των γερμανικών εξαγωγών λόγω της διεθνούς
κρίσης με τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας. Pelt: Tobacco, Arms…, σσ. 55, 242, Pelt: “Germany and
the Greek…”, σελ. 154 και AA-PA, R105896, Clodius Handakten, Band No. 4, AOK12/IV Wi: „Bericht
über die Tätigkeit der Abteilung Rohstoff-Allgemein, Unterabteilung Immobilien, Übernahme
wichtiger Betriebe in Besitz und Eigentum“ (μια κάπως περιληπτική εκδοχή της ίδιας έκθεσης
υπάρχει και στο BA-MA, RW 19/5533). Η ΕΚΑΠ είχε συγχωνευθεί με την ΕΕΠΚ, με την συγχώνευση να
ολοκληρώνεται με την υπ. Αρ. 103893 απόφαση του ΦΕΚ 403Α/30-9-1940.
932
Στο τέλος του 1934 στην εταιρεία εργάζονταν μόλις 565 άτομα. Δύο χρόνια αργότερα ο αριθμός
αυτός είχε αυξηθεί σε 3.650, με στόχο να διπλασιαστεί εκ νέου μέχρι το 1938. Η ένταση των
εξοπλισμών την περίοδο που ακολούθησε ξεπέρασε τις προσδοκίες της επιχείρησης για τη ζήτηση
των προϊόντων της και είχε ως αποτέλεσμα τον τριπλασιασμό περίπου των εργαζομένων από το
1938 και μέχρι την έναρξη του πολέμου. Βιομηχανική Επιθεώρηση, τεύχος 37, Ιούλιος 1937, σσ. 35-
37, «Η έκθεσις της εταιρείας Ελλην. Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου επί της Χρήσεως 1936, τα
επιτευχθέντα λαμπρά αποτελέσματα» και Pelt: Tobacco, Arms…, σελ. 78.

550
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σημαντικά, αφού σε μεταπολεμική αποτίμηση της εταιρείας από την Εθνική Τράπεζα
αναφέρεται ότι κατά την εισβολή εργάζονταν εκεί περίπου 7.000 εργατοϋπάλληλοι.933 Οι
αριθμοί αυτοί είναι συγκρίσιμοι με εκείνους του συγκροτήματος στο Creusot, της
σημαντικότατης γαλλικής βιομηχανίας όπλων Schneider – Creusot. Οι εργαζόμενοι στις
εγκαταστάσεις εκείνες που ανέρχονταν σε 9.610 όταν ξέσπασε ο πόλεμος, έφτασαν τις
12.996 στα τέλη Μαΐου 1940, για να πέσουν στη συνέχεια στις 8.259 στις αρχές 1941. Η
πτώση του αριθμού των εργαζομένων συνεχίστηκε, για να κορυφωθεί τον Αύγουστο του
1943, όταν – παρά την συνέχιση της παραγωγής του εργοστασίου για τους Γερμανούς – οι
εργαζόμενοι έπεσαν προσωρινά λίγο κάτω από τους 7.000.934

933
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ84Φ2, «Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου», Αθήνα, 1 Ιουλίου
1945. Η διοίκηση της εταιρείας έκανε λόγο τον Ιούνιο του 1941 για πενταπλασιασμό του
προσωπικού της όσο διαρκούσε η εμπόλεμη κατάσταση, και φαίνεται να θεωρούσε φυσιολογικό να
μειωθούν σημαντικά οι αριθμοί των εργαζομένων (Πρωία, «Εις το περιθώριον των γεγονότων: Οι
εργάται του Πυριτιδοποιείου», 22 Ιουνίου 1941). Όπως θα δούμε όμως στη συνέχεια για το
μεγαλύτερο διάστημα της κατοχής στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ υπήρχε σημαντική παραγωγική
δραστηριότητα, με αποτέλεσμα σε αυτές να εξακολουθεί να απασχολείται σημαντικός αριθμός
εργαζομένων.
934
Το 1944 παρατηρείται και μια μικρή αύξηση του αριθμού ο οποίος θα φτάσει και πάλι τις 8.000
περίπου τον Μάιο – Ιούνιο. Berger, Françoise : « La société Schneider face au travail obligatoire en
Allemagne », (κυρίως σσ. 69-70), στο: Chevandier, Christian & Daumas, Jean-Claude (textes réunis
par): Travailler dans les Entreprises sous l’Occupation, Presses Universitaires de Franche-Comté,
Besançon, 2007, σσ. 67-86. Η Schneider – Creusot ήταν από τους βασικούς κατασκευαστές
πυροβόλων της Γαλλίας, ενώ μια θυγατρική της (SOMUA) κατασκεύαζε άρματα μάχης. Το
συγκρότημα στο Creusot ήταν με διαφορά το μεγαλύτερο της εταιρείας. Τον Ιανουάριο 1943 για
παράδειγμα από τους 9.208 εργάτες των τεσσάρων μονάδων της εταιρείας (σε αυτές δεν
συμπεριλαμβάνονται τα ναυπηγεία Chantiers et ateliers de la Gironde που ανήκαν επίσης στον
όμιλο) στο Creusot εργάζονταν 7.484 (ο. π., σσ. 72-73). Το συγκρότημα στο Creusot ήταν αρκετά
μικρότερο σε έκταση από εκείνο της ΕΕΠΚ, επεκτεινόμενο σε περίπου 650.000 τετραγωνικά μέτρα σε
σχέση με τα 2.793.682 που το συγκρότημα της ΕΕΠΚ διέθετε το 1944 (τα 1.595.752 από τα οποία
στην Ιερά Οδό). Οι γαλλικές εγκαταστάσεις ήταν ωστόσο περισσότερο πυκνοδομημένες. Πιθανότατα
μάλιστα οι εκτάσεις της ΕΕΠΚ να επεκτείνονταν και πολύ ταχύτερα από εκείνες της Creusot, αφού το
1938 οι εκτάσεις της εταιρείας ήταν 2.165.732 τ.μ. (1.535.725 στην Ιερά Οδό). Δεν είναι ωστόσο
βέβαιο αν οι περισσότερες αγορές των επιπλέον ακινήτων έγιναν πριν ή μετά το ξέσπασμα του
πολέμου. Βλ. Capuano, Christophe: « Travailler Chez Schneider sous l’Occupation. Le Cas des Usines
du Creusot », σελ. 199 (Document 3) στο: Chevandier & Daumas (textes réunis par) : Travailler dans
les entreprises sous l’Occupation…, σσ. 187-207 και ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ3Φ11, «Πρακτικά της Τακτικής

551
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μια τελευταία, άγνωστη παράμετρος της προπολεμικής πολεμικής παραγωγής στις


εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ, με πιθανές προεκτάσεις και στην κατοχική περίοδο, είναι αυτή της
συνεργασίας με την ελάχιστα γνωστή «Ανώνυμη Εταιρεία Κατασκευής και Εκμεταλλεύσεως
Αεροπλάνων ‘ΡΑΑΒ’» («ΑΕΚΕΑ ‘ΡΑΑΒ’»). Η εταιρεία αυτή δημιουργήθηκε το 1935 με την
σύμπραξη του Antonius F. Raab (Γερμανού σχεδιαστή αεροσκαφών) και μιας ομάδας
Ελλήνων κεφαλαιούχων (Απ. Αγνίδης, Κων. Μπίτζιος, Γεωρ. Σαριγιάννης) και έδρα τον
Πειραιά.935 Ο Raab ήταν αντιναζί με εμπειρία στη σχεδίαση και παραγωγή αεροσκαφών
(ήταν συνιδρυτής της εταιρείας Raab-Katzenstein στη Γερμανία του μεσοπολέμου). Μετά
όμως από οικονομικά, πολιτικά και νομικά προβλήματα έκλεισε την εταιρεία του στη
Γερμανία και κατέληξε – μάλλον μετά από πρόσκληση του καθεστώτος – στην Ελλάδα. Ο
Raab ανέλαβε αρχικά να κατασκευάσει περίπου 30 αεροπλάνα στον Ισπανικό εμφύλιο για
τους Δημοκρατικούς, αλλά μέχρι το τέλος του ισπανικού εμφυλίου προχώρησε στην
κατασκευή στην Ελλάδα συνολικά 60 αεροσκαφών. Για τον σκοπό αυτόν η ΑΕΚΕΑ ΡΑΑΒ
άνοιξε μάλιστα εμπορικό γραφείο στο Παρίσι και θυγατρική στην Ισπανία. Το κύριο
κατασκευαστικό της έργο στην Ελλάδα φαίνεται ότι γινόταν – αρχικά τουλάχιστον – στις
εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ, αν και στη συνέχεια (1937) η εταιρεία άνοιξε δικό της μικρό
εργοστάσιο στην περιοχή του Φαλήρου – Μοσχάτου.936

Γενικής Συνελεύσεως των Μετόχων της Ανων. Εταιρείας Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και
Καλυκοποιείου της 16 Ιουνίου 1938» και «Έκθεσις του Διοικητικού Συμβουλίου επί των
ης
Πεπραγμένων κατά την Χρήσιν 1944 προς την Γενικήν Συνέλευσιν των Μετόχων της 2 Απριλίου
1946». Σύμφωνα με τη βιογραφία του Μποδοσάκη, η Schneider – Creusot είχε αρχικά επιλεγεί για
συνεργασία στην δημιουργία του οβιδουργείου, αλλά όταν ο Μποδοσάκης διαπίστωσε «ότι η
γερμανική τεχνολογία ήταν ανώτερη από τη γαλλική σ’ αυτόν τον τομέα», ακύρωσε τη σχετική
συμφωνία (Σωτηρόπουλος, Βρασίδας Χ.: Μποδοσάκης, σσ. 134-135).
935
Καταστατικό αριθ. 60837, ΦΕΚ 263 Ανωνύμων Εταιρειών, 30-9-1935.
936
Skartsis, Labros S.: Greek Vehicle and Machine Manufacturers, 1800 to Present: a Pictorial History,
Marathon, 2012, σσ. 240-242 και Βογιατζής, Δημήτρης: Η Εισαγωγή της Στρατιωτικής Αεροπορικής
Τεχνολογίας στην Ελλάδα, 1912-1940, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ και ΕΜΠ
(Διαπανεπιστημιακό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών και της
Τεχνολογίας), Αθήνα, 2009, σσ. 526-533. Στο ΦΕΚ της ίδρυσης της εταιρείας του Raab αναφέρεται ως
έδρα ο Πειραιάς. Σε επόμενο όμως εμφανίζεται η εταιρεία να εδρεύει στην Αθήνα, ενώ σε έγγραφα
της εταιρείας αναφέρεται ως έδρα το Π. Φάληρο (ο. π., σελ 528). Σε χειρόγραφο σημείωμα της ΕΤΕ
αναφέρεται πως το έργο της εταιρείας λαμβάνει χώρα στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ στον Υμηττό
(ΙΑΕΤΕ, Α1Φ34Υ8Φ40). Εξάλλου βρετανικές αναφορές που θα δούμε παρακάτω περιπλέκουν ακόμα
περισσότερο την κατάσταση, αφού κάνουν λόγο για εγκαταστάσεις Μποδοσάκη – Δημοσίου
ανάμεσα σε Ελευσίνα και Μεγάλο Πεύκο. Στην περιοχή εκείνη υπήρχαν παλαιότερα εγκαταστάσεις

552
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δεν είναι σαφές αν υπήρχε κάποια στενότερη σχέση με την ΕΕΠΚ πέρα από την
χρήση των εγκαταστάσεών της, όμως και μόνο το γεγονός αυτό φαίνεται να δημιούργησε
μια κάποια σύγχυση στο εξωτερικό, αφού, όπως αναφέρουν βρετανικές και αμερικάνικες
πληροφορίες, σε ένα «παράρτημα» της ΕΕΠΚ συναρμολογούνταν με γερμανική επίβλεψη
αεροσκάφη για την Ισπανία, ενώ μέχρι τον Οκτώβρη του 1937 είχαν ήδη αποσταλεί με
Γερμανούς πιλότους 10 αεροπλάνα και κατασκευάζονταν άλλα 4. Η πιθανότερη εξήγηση
είναι ότι τα αεροσκάφη αυτά ήταν παραγωγή της ΑΕΚΕΑ RAAB, στην οποία πράγματι
εργάζονταν και Γερμανοί τεχνικοί.937 Ο Raab πήγε μέχρι την Ισπανία για να οργανώσει την
παράδοση των αεροσκαφών και το εκεί παράρτημα της επιχείρησης. Εκεί μπήκε σε
περιπέτειες (κατηγορήθηκε ως Γερμανός κατάσκοπος) αλλά τελικά γύρισε στην Ελλάδα,
όπου φαίνεται ότι βρισκόταν – τουλάχιστον μέχρι τη γερμανική εισβολή – υπό την
προστασία του Μανιαδάκη. Εξάλλου η σχετικά μικρή επιχείρησή του αποτελούσε χρήσιμη
πηγή ανταλλακτικών και διάφορων προϊόντων (πυροσβεστήρες, υλικό τηλεπικοινωνιών,
κλπ) για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις και την ΕΟΝ (ανεμοπλάνα), ενώ δεν αποκλείεται
στο κλείσιμο των συμβολαίων κάποιο ρόλο να έπαιξε και η διαφαινόμενη συνεργασία του
με τον Μποδοσάκη. Ο Raab, μετά από προσωρινή σύλληψή του από τις ελληνικές αρχές ως
Γερμανού με την εισβολή το 1941, κατάφερε να διαφύγει για τη Μέση Ανατολή και τελικά
για την Ινδία.938 Οι εγκαταστάσεις του όμως ενδεχομένως να συνέχισαν να
χρησιμοποιούνται (άγνωστο με ποιο καθεστώς) αφού συμμαχικές αναφορές επί κατοχής

υδροπλάνων, αλλά δεν φαίνεται να έχουν κάποια σχέση με την ΕΕΠΚ και τον Μποδοσάκη.
Παραμένει προς διερεύνηση αν είχαν κάποια σχέση με την εταιρεία του Raab (μέχρι τώρα ούτε για
το ενδεχόμενο αυτό υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες), ή αν πρόκειται για σύγχυση, πιθανόν με
τις γνωστές εγκαταστάσεις του Raab κάπου στο Μοσχάτο ή με κάποιο παράρτημα του ΚΕΑ (με το
οποίο όμως ο Μποδοσάκης δεν πρέπει να είχε σχέση).
937
Σφήκας, Θανάσης Δ.: Η Ελλάδα και ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος. Ιδεολογία, οικονομία,
διπλωματία. Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα, 2000, σσ. 158-160. Ένα άλλο σενάριο που θα ήθελε τις
πληροφορίες να μπερδεύουν τις εγκαταστάσεις με αυτές του ΚΕΑ μάλλον δεν έχει βάση, αφού εκεί
βρίσκονταν ακόμα Άγγλοι τεχνικοί και ως εκ τούτου θα ήταν δύσκολο να χρησιμοποιηθούν για την
κρυφή συναρμολόγηση γερμανικών αεροσκαφών. Ο Σφήκας θεωρεί πως η αναφορά ήταν ψευδής
και αποτελούσε πίεση για να υπογραφεί νέα σύμβαση με τη Blackburn για το ΚΕΑ. Η επανάληψη των
σχετικών αναφορών κατά την κατοχή και η αδιαμφισβήτητη δραστηριότητα των εγκαταστάσεων του
Raab μάλλον διαψεύδουν το σενάριο της ψευδούς αναφοράς, χωρίς ωστόσο να αποκλείουν τη
χρήση της πληροφορίας ως μέσο πίεσης για υπογραφή νέας σύμβασης.
938
Βογιατζής, Δημήτρης: Η Εισαγωγή της Στρατιωτικής Αεροπορικής Τεχνολογίας στην Ελλάδα…, σσ.
530-533.

553
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

συνεχίζουν να αναφέρονται στις «εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ» στην ευρύτερη περιοχή όπου
βρισκόταν και το εργοστάσιο του Raab.

Β) 1941: Η φυγή Μποδοσάκη και η έλευση των Γερμανών.

Όπως είδαμε και νωρίτερα οι γερμανικές αρχές κατοχής ασχολήθηκαν αμέσως με την
εξασφάλιση των σημαντικότερων επιχειρήσεων της χώρας, ανάμεσα στις οποίες
βρίσκονταν και οι περισσότερες από τις εταιρείες του Μποδοσάκη.939 Ειδικά η ΕΕΠΚ
βρέθηκε αμέσως στο στόχαστρο ως μία από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις που θα
έπρεπε να περάσουν σε γερμανικά χέρια. Δεν ήταν μόνο ο πολεμικός χαρακτήρας της
επιχείρησης και η σημαντική ανάπτυξή της τα τελευταία χρόνια, αλλά και το γεγονός ότι
αρκετά από τα προϊόντα, καθώς και τα μηχανήματα κατασκευής τους ήταν γερμανικής
προέλευσης. Κρίθηκε λοιπόν πως θα ήταν σε θέση ευκολότερα να συμβάλουν στην
γερμανική πολεμική προσπάθεια, είτε μεταφέρονταν στο Ράιχ, είτε παρέμεναν στις
ελληνικές εγκαταστάσεις.
Ο ίδιος ο Μποδοσάκης είχε εγκαταλείψει τη χώρα για τη Μέση Ανατολή το βράδυ
19-20 Απριλίου, λίγο πριν την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Οι μετοχές όμως της ΕΕΠΚ
που του ανήκαν (41.416 από τις συνολικές 75.000 της εταιρείας) βρίσκονταν
κατατεθειμένες στην Εθνική Τράπεζα ως ενέχυρο για το δάνειο που είχε πάρει η Γερμανίδα
σύζυγός του Μποδοσάκη Ιωάννα, το γένος Gebauer.940
Ως υπεύθυνος για την διοίκηση της εταιρείας ορίστηκε αμέσως από τις κατοχικές
αρχές ο Walter Deter, Γερμανός πρώην συνεργάτης του Μποδοσάκη και καλός γνώστης της
επιχείρησης, ο οποίος είχε επιστρέψει ως Γερμανός αξιωματικός και είχε χριστεί
«Πληρεξούσιος Επίτροπος και Ανώτατος Επόπτης της Πολεμικής Βιομηχανίας» (σε άλλο
έγγραφο όπως είδαμε αναφέρεται ως «Επιτετραμμένος Πληρεξούσιος και Ανώτατος
Διευθυντής») ή επίτροπος διαχειριστής (μεσεγγυούχος). Σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια
των Γερμανών για άμεση την εξασφάλιση των μετοχών έπαιξε όπως φαίνεται ο κίνδυνος να

939
Για την επίταξη και τον διορισμό του Γερμανού «Επιτετραμένου Πληρεξούσιου και Ανώτατου
Διευθυντή», βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φ. 3 (Συγκρότημα Μποδοσάκη),
υποφάκελος Αλληλογραφία, Α.Ο.Κ. 12, ΙΥ Β [IV B], «Εντολή και Πιστοποίησις», 30 Απριλίου 1941 και
«Βεβαίωσις», 20 Οκτωβρίου 1941.
940
Το αρχικό δάνειο Ιωάννας Μποδοσάκη ανερχόταν συνολικά σε 139.039.229 δραχμές. Το
υπόλοιπο του δανείου αυτού στις 31.12.1940 ήταν 94.912.242. Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ84Φ2,
«Συμφωνητικόν» μεταξύ ΕΤΕ και Ιωάννας Μποδοσάκη, 2 Μαρτίου 1946.

554
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

καταλήξουν αυτές σε ιταλικά χέρια.941 Οι επίσημες γερμανικές αρχές πάντως επιθυμούσαν


τη συγκατάθεση του ίδιου του Μποδοσάκη για την πώληση, αλλά η φυγή του λίγες μέρες
πριν δεν έκανε δυνατή την εξασφάλισή της.942
Ήδη από τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί ζήτησαν από την ΕΤΕ να παγώσει τους
λογαριασμούς του Μποδοσάκη, ενώ λίγες μέρες αργότερα πάγωσαν και οι λογαριασμοί της
ΕΕΠΚ.943 Η ίδια η Εθνική είχε αρχίσει ένα μήνα περίπου πριν την είσοδο των Γερμανών την
«προεργασία δια την εκκαθάρισιν και διασφάλισιν των απαιτήσεών» της και προσπαθούσε
τουλάχιστον από τις 29 Απριλίου να εκποιήσει τις μετοχές, αφού φοβόταν ότι η είσοδος των
Γερμανών μπορεί να σήμαινε την μείωση της αξίας των μετοχών ή και την φυσική απώλεια

941
BA-MA, RW 19/5533, σημείωμα WiRü Amt (Thomas) για τον Göring, “Sicherung deutscher
Wirtschaftsinteressen in Griechenland”, 5/5/1941. Σε κάποια τουλάχιστον γερμανικά έγγραφα
φαίνεται πως η «επιτροπεία» Deter είχε προκριθεί από την αρχή ως προσωρινή λύση, μέχρι να
αποφασιστεί αν και ποιες επιχειρήσεις από όσες κρίνονταν ως σημαντικές για την πολεμική
παραγωγή θα δίνονταν στους Ιταλούς, ποιες άλλες θα παρέμεναν σε γερμανικά χέρια και για το αν
θα προκρινόταν η μεταφορά μηχανημάτων στην ίδια τη Γερμανία σε σχέση με την επιτόπια
παραγωγή. Βλ. BA-MA, RW 19/5533, WB. – Südost/IV Wi, “Tätigkeitsbericht vom 16. – 30.6.1941“,
3/7/1941. Οι Ιταλοί εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα στις 25 Ιούνιου 1941, λίγες ημέρες μετά την
ολοκλήρωση της μεταβίβασης των μετοχών (βλ. εφημερίδες Ακρόπολις, 26 Ιουνίου, «Η ιταλική
κατοχή», και Πρωία, 26 Ιουνίου, «Η ιταλική σημαία υψώθη χθες επί της Ακροπόλεως απότισις φόρου
τιμής εις τον Έλληνα πολεμιστήν η πρώτη διαταγή του Ιταλού φρουράρχου Αθηνών»). Η οριστική
απόφαση όμως για την Ιταλική ζώνη κατοχής είχε κοινοποιηθεί αρκετά νωρίτερα με τον λόγο του
Μουσολίνι (Ακρόπολις, 11 Ιουνίου, «Ο Μουσολίνι εις τον χθεσινον ιστορικόν λόγον του ανήγγειλεν
ότι όλη η Ελλάς συμπεριλαμβανομένων και των Αθηνών θα καταληφθή από τα Ιταλικά στρατεύματα.
Επιθυμία της Ιταλίας είνε να ελαφρύνη όσον το δυνατόν την δυστυχίαν του Ελληνικού λαού την
προκληθείσαν από τους υποδουλωμένους εις το Λονδίνον ηγέτας του’. Ενδεχόμενη επέμβασις της
Αμερικής δεν δύναται να μεταβάλη τας τύχας του πολέμου. ‘Η Τουρκία αντελήφθη πως τερματίζουν
την ύπαρξίν των οι προσδενόμενοι εις το άρμα της Αγγλίας’».
942
AA-PA, R 105896, Clodius Handakten, Band No. 4, AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit der
Abteilung…“. Σύμφωνα μάλιστα με τον απόστρατο σμήναρχο και μάρτυρα υπεράσπισης του Deter, Κ.
Ιωαννίδη, γερμανικό έγγραφο του Νοεμβρίου 1941 αναγνώριζε τις «σοβαρές υπηρεσίες που ο
Μποδοσάκης προσέφερε προς τη Γερμανία» και διέτασσε τον Deter να περισώσει τα βιομηχανικά
του συγκροτήματα, βλ. Καρκάνης, Νίκος Κ. Οι δοσίλογοι της κατοχής, δίκες παρωδία (ντοκουμέντα,
αποκαλύψεις, μαρτυρίες), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981, σελ. 400. Ωστόσο το έγγραφο φέρεται να
βρισκόταν στη Γερμανία και έτσι δεν κατατέθηκε.
943
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ84Φ2, επιστολές ΕΤΕ προς τον αντιπρόσωπο της OKW Deter, 29 Απριλίου, 22 Μαΐου
1941.

555
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

των τίτλων.944 Προηγουμένως, η τράπεζα είχε φροντίσει να εγγράψει προσημείωση


ακινήτων της ΕΕΠΚ για 900.000.000 δραχμές (26 Απριλίου).945 Έτσι στις 4 Μαΐου η ΕΤΕ
έστειλε επιταγή πληρωμής προς την Ι. Μποδοσάκη, καλώντας τη να πληρώσει το χρέος της
ύψους 94.912.242 δραχμών συν τους τόκους, σε διαφορετική περίπτωση θα έκανε χρήση
αναγκαστικής εκτέλεσης.946
Όταν οι Γερμανοί έλαβαν γνώση της επιστολής (πιθανότατα από την αδελφή της
Μποδοσάκη ή/και τον Γαζή) απευθύνθηκαν στην τράπεζα ζητώντας να αγοράσουν τις
μετοχές στην τιμή που ανέφερε το έγγραφο της ΕΤΕ (δηλαδή όσο ήταν το χρέος
Μποδοσάκη). Τις συνεννοήσεις με τον Deter διενεργούσε ο δικαστικός σύμβουλος της
τράπεζας Γ. Κοζώνης, κατόπιν οδηγιών του συνδιοικητή Ζαβιτσιάνου. Αρχικά υπήρξε μια
προσπάθεια καθυστέρησης προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία εκτέλεσης επί του
δανείου Μποδοσάκη και να γίνει κύριος των μετοχών η ΕΤΕ. Όταν όμως γνωστοποιήθηκε
ότι οι Γερμανοί ήταν διατεθειμένοι να τις αποσπάσουν ακόμα και με τη βία (γεγονός που
αναφέρεται ότι θα σήμαινε την απώλεια κάθε σχετικής απαίτησης εκ μέρους της τράπεζας)
η τράπεζα δήλωσε με επιστολή υπογεγραμμένη από τον Ζαβιτσιάνο στις 6 Μαΐου ότι
δέχεται να μεταβιβάσει τις μετοχές.947 Η ΕΤΕ μάλιστα μεταπολεμικά στηρίχθηκε στο

944
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ84Φ2, επιστολή ΕΤΕ προς τον Υπουργό Οικονομικών, 27 Οκτωβρίου 1945. Στόχος
της επιστολής (στην οποία οι μετοχές στρογγυλοποιούνται στις 41.000) ήταν να αναγνωριστεί
μεταπολεμικά ως νόμιμος κύριος των μετοχών η τράπεζα και να μην τεθεί η εταιρεία σε μεσεγγύηση
ως εχθρική περιουσία. Βλ. το επίσης άτιτλο και ανυπόγραφο πεντασέλιδο σημείωμα σχετικά με την
μεταπολεμική υπόθεση συμβιβασμού και τις νομικές της πτυχές στον ίδιο φάκελο, όπου όμως η
ημερομηνία αφαίρεσης των μετοχών από τον συνταγματάρχη Wendt (προϊστάμενο του Deter)
αναφέρεται ως 8 Μαΐου και η οφειλή Μποδοσάκη (μάλλον για στρογγυλοποίηση) ως 98.000.000.
945
Σε αυτό προστέθηκε αργότερα υποθήκη υπέρ του Δημοσίου ύψους 30.000.000 με βάση το Ν.Δ.
46 της 15/17-5-1941. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ68Φ1123, «Σημείωμα, Πυριτιδοποιείον και Καλυκοποιείον»,
Αθήνα, 8/11/1941.
946
Η επιταγή βρίσκεται στο ΕΛΙΑ, Αρχείο Ανδρέα Ιατρίδη, Φάκελος 3, Συγκρότημα Μποδοσάκη. Εκτός
των μετοχών της ΕΕΠΚ αναφέρεται στην επιστολή ότι είχαν δοθεί ως εγγύηση και 22.300 μετοχές της
Εριουργίας και συμπληρωματικά 44.500 ανώνυμοι τίτλοι της Γαλλικής Εταιρείας Διεθνών
Ξενοδοχείων, που μάλλον όμως δεν ενδιέφεραν τόσο την τράπεζα. Η τράπεζα βέβαια γνώριζε πως οι
Μποδοσάκηδες είχαν είδη αποχωρήσει για το εξωτερικό.
947
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ84Φ2, «Πρακτικόν συσκέψεως», 6 Μαΐου 1941, AA-PA, R 105896, Clodius
Handakten, Band No. 4, AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit der Abteilung…“, ΕΛΙΑ, Αρχείο
Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»), υποφάκελος «Υπόθεση Deter, προσθήκη 9.2001»
άτιτλο έγγραφο με τις ερωταπαντήσεις του Deter κατά τη δίκη του. Την ίδια αναφορά ως προς την
αξιολόγηση των μετοχών με βάση το έγγραφο της ΕΤΕ είχε κάνει ο Deter και κατά την συμμαχική

556
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γεγονός ότι είχε ήδη ξεκινήσει με δική της πρωτοβουλία την εκποίηση των μετοχών, για να
υποστηρίξει πως αυτές της ανήκαν νόμιμα.948
Οι ίδιες οι μετοχές, που ως τότε βρίσκονταν στο υποκατάστημα Τρίπολης, άλλαξαν
τελικά χέρια στις 13 Μαΐου 1941, όμως τυπικά εξακολούθησαν να ανήκουν στην Τράπεζα
μέχρι να ολοκληρωθεί η νομότυπη διαδικασία πώλησής τους. Η διαδικασία καθυστέρησε
λόγω της φυγής των Μποδοσάκηδων και ολοκληρώθηκε τελικά με «νομότυπο
πλειστηριασμό» στις 4 Ιουνίου του 1941. Ως αποτέλεσμα του πλειστηριασμού οι μετοχές
ήρθαν στην κυριότητα της Τράπεζας, που ήταν και ο μοναδικός αγοραστής παρών στην
διαδικασία, με αντίτιμο 95.588.122,60 δραχμές, ή τιμή μετοχής 2.300 δραχμές (συν
μεσιτικά κλπ). Το ποσό αυτό ήταν περίπου όσο και το υπόλοιπο του χρέους Μποδοσάκη,
που στις 31/12/1940 ανερχόταν σε 94.912.242 δρχ.. Σχεδόν ταυτόχρονα ολοκληρώθηκε και
το τυπικό της πώλησης των μετοχών από την Τράπεζα στον Πληρεξούσιο Deter.949 Η όλη
διαδικασία έγινε με κάθε επίφαση νομιμότητας και με αντίτιμο που πλησίαζε τις τιμές
ελεύθερης αγοράς για τις μετοχές. Έτσι ο μεν Μποδοσάκης έσβησε το χρέος του με τα
περίπου 95 εκατομμύρια που έλαβε η τράπεζα, η δε ΕΤΕ θα πληρωνόταν το αντίστοιχο

ανάκρισή του το 1945. Επιπλέον εκεί αναφέρει ο Deter πως η εξαγορά έγινε για να διαφυλαχθούν οι
μετοχές από την πιθανότητα να πέσουν σε «εχθρικά χέρια», ή να αγοραστούν από κάποιους που
«θα μπορούσαν να βλάψουν τα γερμανικά συμφέροντα», χαρακτηρισμοί λίγο περίεργοι αν αφορούν
τους Ιταλούς και πάντως αρκετά αποκαλυπτικοί σε σχέση με την μεταγενέστερη απόφαση των
Γερμανών για επιστροφή τους στον Μποδοσάκη, ο οποίος φαίνεται πως παρά τη φυγή του
θεωρούνταν ως «φιλικός» και «ακίνδυνος» (και πάντως «φιλικότερος» και λιγότερο «επικίνδυνος»
από τους Ιταλούς) για τα γερμανικά συμφέροντα. Βλ. NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3201-
3270 (Box 15, folder 2), “Interrogation report no. 1, on Walter Deter”, Nov. 1945. Η κατάθεση αυτή
είναι βέβαια μεταπολεμική, αλλά έχει ληφθεί αρκετούς μήνες πριν τη σύλληψή του Deter στην
Ελλάδα με τις κατηγορίες εγκλημάτων πολέμου, κατηγορίες για τις οποίες ο Deter είχε δείξει
αργότερα την έκπληξή του. Ο Wendt είναι εκείνος που φαίνεται τόσο στα γερμανικά έγγραφα όσο
και στην κατάθεση του Deter να ενδιαφέρεται περισσότερο για το ενδεχόμενο να πέσουν οι
εταιρείες σε ιταλικά χέρια, και δεν αποκλείεται ο Deter να χρησιμοποίησε τον «κίνδυνο» αυτόν για
να «σώσει» τις μετοχές εκ μέρους του Μποδοσάκη, όπως φέρεται να του ζήτησαν Γαζής και Gebauer
(βλ. παρακάτω).
948
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ84Φ2, «Συμφωνητικόν» μεταξύ ΕΤΕ και Ιωάννας Μποδοσάκη, 2 Μαρτίου 1946.
949
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ3Υ3Β25, Πρακτικά συνεδρίασης Διοικητικού Συμβουλίου Εθνικής Τράπεζας, 20 Μαΐου
1941, Α1Σ23Υ84Φ2, «Συμφωνητικόν» ΕΤΕ και Ιωάννας συζύγου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη, 2 Μαρτίου
1946 (όπου αναφέρεται λανθασμένα η ημερομηνία της κοινοποίησης προς την Ι. Μποδοσάκη ως 5
Μαΐου) και Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43,
αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Emory University, 1995, σελ. 316.

557
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ποσό από την πώληση των μετοχών στους Γερμανούς. Ωστόσο, η αγοραστική αξία του
ποσού που παρέλαβε τελικά η τράπεζα ήταν αισθητά μειωμένη αφού το ποσό αυτό
φαίνεται να πληρώθηκε μόλις στις 10/12/1941.950
Η τιμή αυτή πώλησης των μετοχών ήταν βέβαια αρκετά χαμηλότερη της λογιστικής
αξίας της επιχείρησης. Το ενεργητικό της εταιρείας (ακίνητα, μηχανήματα, προϊόντα,
μετοχές κλπ) ανερχόταν σύμφωνα με τον ισολογισμό του 1939 σε λίγο πάνω από 1,8
δισεκατομμύρια, ποσό που φαίνεται να είχε μάλιστα αυξηθεί μέχρι την γερμανική
εισβολή.951 Όμως τα δάνεια της εταιρείας στην ΕΤΕ ξεπερνούσαν το 1 δισεκατομμύριο
δραχμές, ενώ το περιβάλλον γενικής ανασφάλειας στην αρχή της κατοχής ήταν φυσικό να
επηρεάσει αρνητικά τις τιμές των μετοχών, ειδικά επιχειρήσεων σαν την ΕΕΠΚ. Η δε μετοχή
της εταιρείας («Πυριτιδοποιείου»), βρισκόταν στις 2.490 δραχμές στην τελευταία
διαπραγμάτευσή της (14 Απριλίου 1941) πριν την κατάρρευση του μετώπου, τιμή που
σίγουρα θα έπεφτε ακόμα περισσότερο τις πρώτες ημέρες της κατοχής αν δεν είχε κλείσει
το χρηματιστήριο.952 Δεν θα μπορούσε εξάλλου να συμβεί διαφορετικά αφού επρόκειτο για
μια επιχείρηση πολεμικού υλικού σε χώρα υπό κατοχή και με τον ιδιοκτήτη της να έχει
διαφύγει στο εξωτερικό υποθηκεύοντας τις μετοχές της επιχείρησης. Με καπιταλιστικά
κριτήρια λοιπόν ελεύθερης αγοράς το τίμημα των 2.300 ανά μετοχή που πλήρωσε ο Deter

950
Α1Σ34Υ3Φ11. Η πληρωμή για την πώληση καταγράφεται στο Καθολικό ΕΤΕ (Α1Σ14Υ12Β53) με
ημερομηνία 10 Ιουνίου (για τα 95.588.122,60). Ωστόσο επειδή το ποσό δεν πληρώθηκε τελικά στην
ώρα του συμπληρώνεται στις 13 Δεκεμβρίου (μετά από επιστολή από 10/12) με άλλες 3.959.705 δρχ.
που αντιστοιχούν σε τόκο 8% για την καθυστέρηση 189 ημερών. Με δεδομένη όμως την ταχύτατη
αύξηση του πληθωρισμού οι τόκοι αυτοί λίγο περιόριζαν την απώλεια της τράπεζας από την
καθυστέρηση στην πληρωμή, αφού αν υπολογίσει κανείς τα ποσά με βάση την μέση τιμή της χρυσής
λίρας για τους μήνες Ιούνιο και Δεκέμβριο του 1941, τότε η απώλεια λόγω της καθυστερημένης
πληρωμής αντιστοιχούσε σε περίπου 45% της πραγματικής αξίας του ποσού. Ακόμα και αν
συνυπολογίσει κανείς την υπερτίμηση της λίρας δεν υπάρχει αμφιβολία πως η τράπεζα έχασε από
την καθυστέρηση της εκταμίευσης των ποσών.
951
Στον ισολογισμό του 1939 δεν περιλαμβάνεται η αγορά της μονάδας του Λαυρίου (πρώην
Κώνστα) που έγινε το 1940 αντί 81.000.000 δρχ. βλ. Α1Σ23Υ84Φ1, «Διεύθυνσις Ε΄. Συμπληρωματικόν
Σημείωμα επί των κατά την 27 Απριλίου 1941 οφειλών του Συγκροτήματος Μποδοσάκη
Αθανασιάδη». Στο ίδιο αναφέρεται πως η αξία μόνο των αποθεμάτων πρώτων υλών και προϊόντων
ανερχόταν κατά τις 27/4/41 σε 1,8 δις δρχ. ή 1,5 εκατομμύρια χρυσές λίρες.
952
Η αξία της μετοχής βρισκόταν στις 2.390 δραχμές λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου, για να
ανέβει στιγμιαία μέχρι τις 2.800 πριν ξαναπέσει με τη γερμανική εισβολή στις 2.490. Εφημερίδα
Οικονομολόγος Αθηνών, «Χρηματιστηριακή Κίνησις», 26/10/1940, 8/2/1941 και 19/4/1941.

558
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί καθόλου παράλογο, αν και αδιαμφισβήτητα ήταν «τιμή


ευκαιρίας» για τους Γερμανούς αγοραστές.953
Οι συγκεκριμένες μετοχές πάντως, μπορεί να ήταν οι πιο «διάσημες» – και ίσως οι
μόνες που πήρε ο Deter με αυτόν τον τρόπο – αλλά δεν ήταν οι μόνες που απέκτησε κατά
τη διάρκεια της κατοχής. Δεν είναι σαφές αν – όπως και πολλοί άλλοι – φρόντισε να
επενδύσει σε παρόμοιους τίτλους το περίσσευμά του πριν εξαλειφτεί λόγω πληθωρισμού,
ή αν είχε αποκτήσει τις μετοχές με την ιδιότητά του ως πληρεξούσιου, αλλά το βέβαιο είναι
πως διέθετε τουλάχιστον κάποιες μετοχές τις 200 μετοχές της Ανωνύμου Ελληνικής
Ραδιοφωνικής Εταιρείας (ΑΕΡΕ), η οποία πάντως δύσκολα θα ανήκε στην ίδια κατηγορία
των επιχειρήσεων πολεμικής παραγωγής με την ΕΕΠΚ).954
Η νέα διεύθυνση της ΕΕΠΚ αντικατέστησε κάποια μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου
με Γερμανούς (αρκετοί από τους οποίους είχαν προπολεμική επιχειρηματική ή πολιτική
δραστηριότητα στην Ελλάδα), ή με σχετικά φιλικά προσκείμενους Έλληνες, ώστε να υπάρχει
καλύτερος έλεγχος της επιχείρησης από πλευράς Deter.955 Ωστόσο φαίνεται πως η

953
Η Ετμεκτσόγλου (Axis Exploitation of Wartime Greece…, σσ. 315-316) παρατηρεί σωστά ότι το
τίμημα αυτό δεν συμφωνούσε με την πραγματική αξία των μηχανημάτων και γενικώς του
ενεργητικού της επιχείρησης. Εξάλλου και η Εθνική Τράπεζα εκτιμούσε το 1945 – και παρά τις όποιες
ζημιές (κυρίως στο εργοστάσιο Ελευσίνας) και απώλειες μηχανημάτων – την περιουσιακή κατάσταση
της ΕΕΠΚ σε 535.000.000 προπολεμικές δραχμές (IAETE, Α1Σ23Υ84Φ1, «Εταιρία Ελληνικού
Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου», 1 Ιουλίου 1945). Ωστόσο, όταν χαρακτηρίζει το τίμημα ως
«γελοίο» (ο. π. σελ. 316), η Ετμεκτσόγλου παραβλέπει την επίπτωση που το σημαντικό δανειακό
βάρος της εταιρείας και η ξένη κατοχή θα είχαν στην αξία των μετοχών της στο χρηματιστήριο.
954
NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3646-3699 (Box 17, folder 3), Strategic Services Unit, War
Department, Intelligence Dissemination, “Anonymos Elliniki Radiofoniki Etairia (Greek Radio
Corporation)”, Cairo, 12/1/1946. Η μεγάλη πλειονότητα των μετοχών της εν λόγω εταιρείας
βρισκόταν στα χέρια της γερμανικής Telefunken. Δεν έχει διασωθεί κάποια πλήρης λίστα με τις
επενδύσεις του Deter.
955
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ3Φ11, ανακοινώσεις μελών ΔΣ 1941-44. Εκτός από τον ίδιο τον Deter (αρχικά
αντιπρόεδρος και αργότερα και τυπικά πρόεδρος), στο συμβούλιο μπήκαν οι Gustav
Schlagdenhaufen (έμπορος), Hugo Fromm (δ/ντης της τηλεφωνικής εταιρείας), Fritz Leyh
(βιομήχανος), Emil Balzer (δ/ντης Siemens), Georg Riedl (διπλ. Μηχανικός) Karl von Hervay
(στρατηγός, σχετιζόμενος και με την SOEG). Τα αμέσως επόμενα χρόνια κάποιοι από αυτούς
αντικαταστάθηκαν από τους H. Koch (Ανώτερο κυβερνητικό σύμβουλο του Ράιχ), W. Pabst, και H. H.
Schultz. Στο συμβούλιο προέδρευε εξάλλου μέχρι τον θάνατό του το 1943 ο γερμανόφιλος
Θεόδωρος Υψηλάντης, για τον οποίον είδαμε και στο πρώτο μέρος. Από το 1943 στο Δ.Σ. της ΕΕΠΚ
εμφανίζονται και τα παλιά στελέχη των επιχειρήσεων του Μποδοσάκη, Σωκράτης Ματθαίος και

559
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γερμανική κατοχή απορρύθμισε τη λειτουργία της επιχείρησης και δημιούργησε ρήγμα


ανάμεσα σε αρκετά διοικητικά στελέχη, που κάποιες φορές έφταναν να αποκρύπτουν
κάποιες δραστηριότητες των επιμέρους μονάδων από την κεντρική διοίκηση, να
χρησιμοποιούν τμήματα για σκοπούς εκτός εταιρείας ή να αδρανούν πλήρως, τουλάχιστον
σε ό, τι αφορά την επιδίωξη για αύξηση της παραγωγής των εργοστασίων. Έτσι ο ίδιος ο
Deter απαιτούσε να έχει τον πλήρη έλεγχο στα πεπραγμένα των εταιρειών και είχε
εγκαταστήσει ένα συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης, διατηρώντας όμως αρκετούς από
τους προπολεμικούς προϊστάμενους στα εργοστάσια που είχε υπό τον έλεγχό του.956

Αλέξανδρος Γαζής, ενώ το 1944 στο ΔΣ μπαίνει επισήμως και η Γερμανίδα κουνιάδα του Μποδοσάκη
Maria Gebauer. Ο Deter αναφέρει πως αρχικά είχε διορίσει τον Γαζή ως γενικό διευθυντή, εξαιτίας της
ιδιότητάς του ως αντιπροσώπου του Μποδοσάκη, αλλά και επειδή ο ίδιος δεν μπορούσε ως
στρατιωτικός να αναλάβει την θέση. Σύντομα όμως τον αντικατέστησε με άλλον, αφού ο Γαζής δεν
μπορούσε να αντεπεξέλθει στην πίεση της δουλειάς (NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3201-
3270 (Box 15, folder 2), “Interrogation report no. 1, on Walter Deter”, Nov. 1945). Στις επίσημες
πάντως ανακοινώσεις των μελών του ΔΣ (ΙΑΕΤΕ, ο. π.) το όνομα Γαζής δεν υπάρχει μέχρι το 1943, όταν
αναλαμβάνει αρχικά γενικός διευθυντής και στη συνέχεια (1944) β΄ αντιπρόεδρος. Με δεδομένο πως
η πρώτη ανακοίνωση μελών του ΔΣ εμφανίζεται στα τέλη Ιουλίου 1941, το πιθανότερο είναι η πρώτη
θητεία Γαζή ως Γενικού Διευθυντή να μη διήρκεσε παρά ελάχιστες εβδομάδες. Η παρουσία του στα
Δ.Σ. άλλων επιχειρήσεων του ομίλου (π.χ. Εριουργία) φαίνεται να διήρκεσε περισσότερο.
956
Όπως ανέφερε ο κατοχικός γραμματέας του στην επιχείρηση, ο Deter τα «έκαμνε μόνος του όλα».
Ο Ιατρίδης είχε αναλάβει τη θέση εκείνη το 1942 κατόπιν προτροπής του προηγούμενου εργοδότη
του στην AEG (και κατοχικού διευθυντή της ΗΕΑΠ), Thomashausen. Βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη,
Ανδρέας Ιατρίδης, φάκελος 3 («Συγκρότημα Μποδοσάκη, 1941-45»), «Έκθεση κατά την αποχώρηση»
Ιατρίδη προς Μποδοσάκη, 10 Μαΐου 1945. Ο Ιατρίδης ανέλαβε επίσης επικεφαλής της
νεοϊδρυθείσης ΥΠΕΔ (Υπηρεσίας Προμηθειών Ειδών Διατροφής) της ΕΕΠΚ και από τον Σεπτέμβριο
του 1943 διευθυντής προσωπικού. Στην έκθεσή του πάντως αποφεύγει να αναφέρει λεπτομέρειες
για την λειτουργία των μονάδων επί κατοχής και περιορίζεται κυρίως στην αξιολόγηση των
προϊσταμένων τους, κατακρίνοντας για παράδειγμα την στάση κάποιων διευθυντών γιατί
«εθεώρουν εθνικόν καθήκον να μη κάμνουν απολύτως τίποτε και περισσότερον να αντιδρούν εις
οτιδήποτε έστω και αν αυτό (όπως άλλωστε όλα) δεν είχε καμμίαν σχέσιν με τους Γερμανούς».
Κάποιες αναφορές του ωστόσο έχουν να κάνουν με σοβαρότερα προβλήματα κακοδιαχείρησης ή
ουσιαστικής υπεξαίρεσης χρημάτων μέσω προμηθειών κλπ. Είναι προφανές βέβαια πως μία από τις
βασικές αιτίες που η έκθεση του δεξιού χεριού του Deter επί κατοχής στην επιχείρηση κατακρίνει
πρόσωπα που δεν συνέβαλαν στην κατοχική παραγωγή της επιχείρησης είναι ότι προορίζεται για τον
ίδιο τον ιδιοκτήτη Μποδοσάκη.

560
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ενδεικτικό πάντως της αντιμετώπισης που ο Deter επεφύλασσε για τις επιχειρήσεις
Μποδοσάκη, αλλά ως ένα βαθμό και των απόψεων τμήματος τουλάχιστον της γερμανικής
ηγεσίας σχετικά με τη λειτουργία της αγοράς στις κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες (με
εξαίρεση τη σλάβικη Ανατολή), ήταν η δήλωσή του Deter προς την Εθνική Τράπεζα ότι «θα
επεθύμει όπως εις το μέλλον αι συναλλαγαί εν Ελλάδι βασίζονται πάλιν επί καθαρώς
εμπορικών βάσεων και όπως ανακτήσουν εκ νέου την πλήρη των ισχύν τα διάφορα
εξασφαλιστικά μέτρα.»957

***
Όσο για τον ευρισκόμενο αρχικά στη Μέση Ανατολή και μετέπειτα στις ΗΠΑ Μποδοσάκη,
αυτός αντιμετώπισε κάποια προβλήματα από τους Συμμάχους, αφού θεωρήθηκε
παράγοντας αστάθειας, λόγω της εμπλοκής του στην ελληνική πολιτική ζωή.958 Αρχικά
μάλιστα οι Αμερικάνοι θεωρούσαν ότι ενδεχομένως να έπαιζε διπλό παιχνίδι και ότι οι
προηγούμενες σχέσεις του με τη Γερμανία, καθώς και οι επαφές που διατηρούσε με την
κατεχόμενη Ελλάδα ήταν αρκετές ώστε να τον κατατάξουν στους ύποπτους φιλο-ναζιστές (ή
φασίστες) Έλληνες.959

957
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ68Φ1123, «Πρακτικόν», 11 Οκτωβρίου 1941. Πρόκειται για σύσκεψη Συνδιοικητή,
δικαστικού σύμβουλου, διευθυντή υποκαταστήματος Αθηνών της ΕΤΕ και τραπεζικών δικηγόρων
σχετικά με εκκρεμούντα ζητήματα της Εριουργίας, που είχαν παγώσει λόγω της «κατάσχεσης» της
εταιρείας από τους Γερμανούς. Η «κατάσχεση» της Εριουργίας και το γεγονός ότι αυτή «εκτελεί
σοβαροτάτας παραγγελίας των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων» την προστάτευαν από τις αξιώσεις
της τράπεζας σχετικά με το χρέος της εταιρείας και τα ενεχυριασμένα εμπορεύματα που η τελευταία
είχε διαθέσει από τις αποθήκες της. Βλ. επίσης το «Σημείωμα, αφορών τας συμβατικά σχέσεις
μεταξύ της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος και της Ελληνικής Εριουργίας» στον ίδιο φάκελο.
958
Ο Μποδοσάκης είχε προχωρήσει στην δημιουργία («ιδιόκτητου κατά πλειοψηφία») ναυπηγείου
στην Αμερική (βλ. για παράδειγμα τη σχετική μικρή αναφορά στο: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ84Φ1, «Σημείωμα
Γ»). Kατά την παραμονή του στις ΗΠΑ διέμενε στο γνωστό πολυτελές ξενοδοχείο Waldorf Astoria της
Νέας Υόρκης (Βλ. NARA, RG 147, Registration Card no. 3379).
959
Ο συντάκτης της έκθεσης θεωρούσε την φιλο-συμμαχική του στάση στην εξορία ως βιτρίνα και
έδειχνε κάποια ανησυχία για την προσπάθειά του να ενεργοποιηθεί επιχειρηματικά στις ΗΠΑ. Βλ.
Pelt, Mogens: “Germany and the Greek Armaments Industry. Policy Goals and Business
Opportunities”, σελ. 156, στο Lund, Joachim (ed.): Working for the New Order…, σσ. 141-156. Η
αναφορά στον Μποδοσάκη στην οποία παραπέμπει και ο Pelt υπάρχει σε έκθεση του διευθυντή της
Υπηρεσίας Πληροφοριών του Αμερικανικού Ναυτικού J. B. W. Waller (Ιούλιος 1942), με τον
χαρακτηριστικό τίτλο “Greek American Fascism” (NARA RG 59, 868.20211/12).

561
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αργότερα όμως αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες προσπάθησαν να τον


χρησιμοποιήσουν, όπως τουλάχιστον προκύπτει από βρετανικές πηγές. Όταν το 1943
ετοιμαζόταν για την επιστροφή του στο Κάιρο από τις ΗΠΑ, έχοντας εξασφαλίσει τις
σχετικές άδειες από τη βρετανική πρεσβεία και το αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών,
αντιμετώπισε τη διστακτικότητα των βρετανικών αρχών στην Αίγυπτο να τον δεχτούν.
Σύμφωνα με τη σχετική αλληλογραφία, την επιστροφή του προωθούσε το αμερικανικό
Γραφείο Στρατηγικών Επιχειρήσεων (OSS), με σκοπό να έρθει σε επαφή με τον «ναύαρχο
Κανάρη».960 Αλλά και από πλευράς ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης οι τρεις

960
TNA, HS 5/387, επιστολή DH109/GR/3954/3, 27/6/1943 και τηλεγράφημα αρ. 136 του Βρετανού
πρέσβη στην κυβέρνηση Τσουδερού (Leeper) προς το Foreign Office, 22/6/1943. Στο τηλεγράφημα
του Leeper αναφέρεται ότι η OSS έχασε το ενδιαφέρον της μετά την απομάκρυνση του Κανάρη από
την θέση του, αλλά οι Καραπαναγιώτης και Βούλγαρης δεν άλλαξαν στάση. Είναι ασαφές ποιος είναι
ο αναφερόμενος «Κανάρης», ωστόσο χειρόγραφη σημείωση στην επιστολή αποκλείει την περίπτωση
να αφορά τον αρχηγό της γερμανικής υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών (Abwehr) Wilhelm
Canaris. Πιθανότερη εκδοχή είναι να πρόκειται για τον αξιωματικό του Βασιλικού Ναυτικού (την
περίοδο εκείνη πλοίαρχος ή αντιπλοίαρχος) Μιλτιάδη Κανάρη (ψευδώνυμο Παντελίδης), αρχηγού
της Ένωσης Ελευθέρων Ελλήνων. Ο Κανάρης διαδέχθηκε για ένα διάστημα τον Ι. Τσιγάντε στην
ηγεσία της «Μίδα» (της οργάνωσης Τσιγάντε), μέχρι τη σύλληψή του τον Ιούλιο του 1943 για τη
λειτουργία παράνομης εφημερίδας, σχετιζόμενης (κατά τους Βρετανούς) με την πολιτική του
παράταξη. Αργότερα εντάχθηκε στο ΕΑΜ (έγινε και πρόεδρος της ΚΕ) αλλά σύντομα αποχώρησε.
Δεν υπάρχουν στοιχεία για τον πιθανό ρόλο του Μποδοσάκη στην πορεία Κανάρη. Για τον Κανάρη
βλ. TNA, HS 5/340, κυρίως επιστολές Maj. O’Toole προς Lt.-Col. Dolbey, «Claim – Midas Group”,
Secret, 11/1/1945 και Takis Krassopoulos προς The British Military High Command, Athens, Greece,
12/11/44. Ο πατέρας του Μιλτιάδη, Λεωνίδας Κανάρης, φαίνεται να είχε και κάποιες σχέσεις με
παράγοντες της Γερμανίας από τον μεσοπόλεμο, αφού είχε δώσει το 1923 (μαζί με τον Wilhelm
Canaris και τον βιομήχανο Σταματόπουλο του Βόλου) συστατική επιστολή στον Felix Γεωργιάδη που
προσπαθούσε να αναλάβει την αντιπροσώπευση της Junkers στην Ελλάδα. Δημητριάδου – Λουμάκη,
Μαρία: Η γερμανική οικονομική και πολιτική διείσδυση στην Ελλάδα τη δεκαετία 1920-1930,
αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και
Ιστορίας, Αθήνα, 2010, σσ. 315-316. Επίσης Λυμπεράτος, Μιχάλης: «Οι Οργανώσεις της Αντίστασης»,
ου
σελ. 49, στο: Χατζηιωσήφ, Χρήστος, Παπαστράτης, Προκόπης (επιμ.): Ιστορία της Ελλάδας του 20
αιώνα, τόμος Γ2, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατοχή – Αντίσταση, 1940-1945, Βιβλιόραμα,
ος
Αθήνα, 2007, σσ. 9-68, καθώς και ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), Τόμος 7 ,
«Αντιστασιακές Οργανώσεις Εσωτερικού», Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998, σσ.
278, 578 και 625 ηλεκτρονικής έκδοσης (η τελευταία αφορά το ΕΔΕΜ, μία ακόμα οργάνωση της
οποίας ήταν μέλος ο Κανάρης). Επίσης για τον Κανάρη: TNA, HS 5/652, «Recommendations for

562
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

«στρατιωτικοί» υπουργοί Βενιζέλος, Καραπανιαγιώτης και Βούλγαρης πίεζαν για την


επιστροφή του, γεγονός μάλιστα που θεωρούσαν οι βρετανικές αρχές ότι σχετιζόταν και με
το ότι «οι Καραπαναγιώτης και Βούλγαρης υπήρξαν στο μισθολόγιο του Μποδοσάκη στο
παρελθόν».961 Βρετανική έκθεση του Σεπτεμβρίου 1943 θεωρούσε ότι με τα χρήματα που
είχε βγάλει από την Ελλάδα καθώς και εκείνα που κέρδισε με τη σύντομη δράση του στις
ΗΠΑ, ο Μποδοσάκης χρηματοδοτούσε τους Πλαστήρα, Καραπαναγιώτη και Βούλγαρη (Ο
Βούλγαρης θα επέστρεφε μάλιστα στις επιχειρήσεις Μποδοσάκη μετά το τέλος της
πρωθυπουργίας του το 1945) και πως είχε φιλοδοξία να γίνει «ένας δεύτερος Β. Ζαχάρωφ»,
«χωρίς όμως προφανές πολιτικό χρώμα». Ήταν αδίστακτος, επικίνδυνος και με διάθεση να
υποστηρίξει όποιον νικάει.962
Παρά τις επιφυλάξεις τελικά αποφασίστηκε να μην εμποδιστεί από τους Βρετανούς
η άφιξη του Μποδοσάκη στη Μέση Ανατολή.963 Ωστόσο, όταν αυτός έφτασε και άρχισε –
όπως φοβόντουσαν οι Βρετανοί – να εμπλέκεται στα πολιτικά ζητήματα της κυβέρνησης

certificate of service”. Στην Αθήνα φαίνεται να υπήρχε και κάποιος μυστηριώδης ναύαρχος Κανάρης
ή φον Χάνς – Ιωνάς Κανάρης που αναφέρεται στο Βολταιράκης, Αντ.: Εις την Υπηρεσίαν της
Γκεστάπο, Αθήνα 1946, σελ. 233 ως ελληνικής καταγωγής γερμανός πράκτορας που είχε έρθει στην
Ελλάδα το 1927, χωρίς όμως περισσότερες πληροφορίες), ο οποίος μάλλον δεν έχει σχέση με τον
Κανάρη του Μποδοσάκη.
961
TNA, HS 5/387, επιστολή DH109/GR/3954/3, 27/6/1943 και τηλεγράφημα αρ. 136 του Βρετανού
πρέσβη στην κυβέρνηση Τσουδερού (Leeper) προς το Foreign Office, 22/6/1943. Ο Καραπαναγιώτης
ως διευθυντής της ΕΕΠΚ είχε ασχοληθεί με τις εξαγωγές πολεμικού υλικού στη Ισπανία κατά τον εκεί
εμφύλιο, από όπου δεν επέστρεψε στην Ελλάδα. Από το 1941 μέχρι την υπουργοποίησή του μετά τις
αναταραχές του 1943, ο Καραπαναγιώτης χρηματοδοτούνταν από τον Μποδοσάκη. Βλ. TNA, FO
371/37244, R8271, Leeper προς Eden, 2/9/1943, Most Secret, “List of Greek Personalities at present
outside Greece”.
962
Ο Βασιλιάς πάντως (παρά την υποστήριξη της κίνησης για την επιστροφή του το 1935) δεν ήθελε
ούτε να τον ξέρει. TNA, FO 371/37244, R8271, Leeper προς Eden, 2/9/1943, Most Secret, “List of
Greek Personalities at present outside Greece”. Ο Βασίλειος Ζαχάρωφ (ή Sir Basil Zaharoff) ήταν
ελληνικής καταγωγής έμπορος όπλων – ενδεχομένως ο μεγαλύτερος της εποχής του – στα τέλη του
ου ου
19 και στις αρχές του 20 αιώνα.
963
TNA, HS 5/387, Ο Leeper (τηλεγράφημα προς Foreign Office αρ. 121, 7/6/43), ανέφερε πως η
αφαίρεση της αιγυπτιακής βίζας προς τον Μποδοσάκη μπορεί να προκαλούσε πολιτική κρίση στην
ελληνική εξόριστη κυβέρνηση και πως ο μόνος αποδεκτός τρόπος για να αποφευχθεί η έλευση του
Μποδοσάκη θα ήταν να πειστεί η OSS να αλλάξει το σχέδιό της. Θεωρούσε μάλιστα ανεύθυνη τη
στάση της OSS και αναρωτιόταν αν η αμερικανική κυβέρνηση θα ανεχόταν παρόμοια στάση της SOE
στη Β. Αφρική.

563
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εξορίας, άρχισαν να αλλάζουν γνώμη. Η εμπλοκή του αύτη ήταν μάλιστα κατά τους Άγγλους
«πολύ αποτελεσματική, αφού χρησιμοποιεί χωρίς ενδοιασμούς τα χρήματά του για να
εξαγοράσει Έλληνες πολιτικούς». Οι Άγγλοι, που τον θεωρούσαν ως έναν από τους κύριους
υπευθύνους για το κίνημα του Απριλίου 1944, τελικά τον συνέλαβαν και εξέταζαν την
μεταφορά του εκτός Αιγύπτου (σε Κύπρο, Κένυα, Μαυρίκιο, Ν. Αφρική, Κεϋλάνη ή Λίβανο),
προκειμένου να τον απομακρύνουν από τους ελληνικούς κύκλους και να μειώσουν την
πίεση που – όπως έλεγαν – ασκούσαν στον Παπανδρέου οι «μαγεμένοι» από τον
Μποδοσάκη φιλελεύθεροι Έλληνες πολιτικοί.964

Γ) Walter Deter, ο κατοχικός πληρεξούσιος/διευθυντής

Ποιος ήταν όμως ο Walter Alexander Deter που διεύθυνε τον όμιλο Μποδοσάκη κατά την
κατοχή; Ο γεννημένος στο Βερολίνο στις 13/9/1889 Deter, είχε πτυχίο μηχανικού από την
Ανώτατη Τεχνική Σχολή του Βερολίνου (Technische Hochschule Berlin -μεταπολεμικά
Technische Universität Berlin). Μετά την ήττα της Γερμανίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο
βρήκε δουλειά στη Μέση Ανατολή και πέρασε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στην
Αίγυπτο, ενώ το 1936 ή 1937 πήγε στο Ιράκ για να πουλήσει όπλα, ως διευθύνον στέλεχος
της Rheinmetall Borsig. Στο Ιράκ μάλιστα έκανε και μερικές ενδιαφέρουσες γνωριμίες με
κάποιους Έλληνες που σχετίζονταν με το εμπόριο όπλων και μεσολαβούσαν για τις επαφές
με την ιρακινή ηγεσία.965

964
TNA, CO 968/119/1. Ολόκληρος ο φάκελος αφορά τις συζητήσεις για τη μεταφορά Μποδοσάκη, βλ.
για παράδειγμα Επιστολές Υπουργού Εξωτερικών A. Eden προς Υπουργό Αποικιών Oliver Stanley, R
10921/7103/G, 22 Ιουλίου 1944, R 11403/7103/G, 27 Ιουλίου 1944 και R 11981/7103/G, 3 Αυγούστου
1944, επιστολή (Draft) Υπουργείου Αποικιών προς Downing Street, 14341/44, Αύγουστος 1944, καθώς
και κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα Stanley προς Kenya O.A.G., 4 Σεπτεμβρίου 1944. Οι συνήθεις
δικαιολογίες των τοπικών αρχών για την άρνηση της υποδοχής του Μποδοσάκη αφορούσαν το κόστος
της διαμονής του, ή (στην περίπτωση της Κύπρου) τις πιθανές πολιτικές επιπτώσεις. Οι αποδιδόμενες
ευθύνες Μποδοσάκη για τα γεγονότα του Απρίλιου 1944 (κίνημα του ναυτικού) δεν αφορούσαν
ασφαλώς κάποιες αριστερές συμπάθειες, αλλά για ανάμιξη στα εσωτερικά της κυβέρνησης εξορίας
(τον Απρίλιο είχαμε και τις νέες κυβερνήσεις Σ. Βενιζέλου και Γ. Παπανδρέου).
965
Επρόκειτο κυρίως για έναν απόστρατο βενιζελικό αξιωματικό και σύμβουλο του Ιρακινού στρατού
ονόματι Λάζαρο Κοντόπουλο, ο οποίος μαζί με κάποιον Καρασλάνη μεσολάβησε με το αζημίωτο
ώστε να έρθει ο Deter σε προσωπική επαφή με τον ίδιο τον Ιρακινό δικτάτορα Baqr (Beker στο
έγγραφο των NARA) Sidki και να καταφέρει να κλείσει συμβόλαιο για την πώληση όπλων αξίας
6.000.000RM. Ο Sidki όμως σκοτώθηκε πριν την ολοκλήρωση της συμφωνίας, και έτσι ο Deter
έπρεπε να επαναδιαπραγματευτεί μικρότερο συμβόλαιο με τον διάδοχό του. Στο μεταπολεμικό
Ειδικό Δικαστήριο αναφέρθηκε ότι οι Γερμανοί απέβλεπαν στο να χρησιμοποιήσουν τον Κοντόπουλο

564
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Το 1937 είχε την πρώτη του επαφή με απεσταλμένους του ελληνικού κράτους, οι
οποίοι του ζήτησαν να εξετάσει το άνοιγμα γραφείου της Rheinmetall Borsig στην Ελλάδα,
αφού υπήρχαν σοβαρές υποψίες ότι ο ως τότε μεσάζων Λυκούργος Σαρσέντης έπαιρνε
υπερβολικά μεγάλες προμήθειες, βλάπτοντας τόσο το ελληνικό κράτος όσο και τη
γερμανική εταιρεία. Ο Deter διέκοψε τη συνεργασία της εταιρείας με τον Σαρσέντη και
άνοιξε θυγατρική στην Αθήνα, ξεκινώντας την περίοδο της στενής του συνεργασίας με τον
Μποδοσάκη.
Με τον Μποδοσάκη είχε πρωτοσυνεργαστεί το 1935, όταν του είχε παράσχει
συμβουλές για την ΕΕΠΚ.966 Τρία χρόνια αργότερα ήταν συνέταιροι στο άνοιγμα του
τοπικού γραφείου της Rheinmetall Borsig στην Αθήνα («Ελληνική Εμπορική Εταιρεία

αν έφταναν μέχρι το Ιράκ, και γι’ αυτό τον λόγο ήρθε στην Ελλάδα λίγο μετά την ήττα του
υποστηριζόμενου από τον Άξονα πραξικοπήματος του Rashid Ali, τον Μάιο του 1941. Στην κατοχική
Ελλάδα προμηθευόταν με τη μεσολάβηση του Deter ελαστικά από τα εργοστάσια του Μποδοσάκη
(μάλλον δηλαδή από την ΕΘΕΛ) τα οποία και μεταπωλούσε. Προς το τέλος του πολέμου έστειλε την
οικογένειά του στη Γερμανία και ο ίδιος έφυγε για τη Μέση Ανατολή, όπου και συνελήφθη ως
πράκτορας των Γερμανών, για να αθωωθεί τελικά το 1948. Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α, Πρακτικά τόμος 2/1948,
αριθμός 214-215 (δίκη Λ.Π.Κ.), Βουλεύματα τόμος 14/1947, αριθμός 1333 (Λ.Π.Κ.) και NARA, RG 226,
WASH-SPDF-INT-1, Docs 3201-3270 (Box 15, folder 2), “Interrogation report no. 1, on Walter Deter”,
Nov. 1945. Από την ανάκριση Τουρκογερμανού αξιωματικού του γερμανικού δικτύου
αντικατασκοπείας στην κατεχόμενη Ελλάδα προκύπτει πως ο Κοντόπουλος είχε πράγματι σχέση με
τις γερμανικές υπηρεσίες και είχε ο ίδιος προτείνει μια επιχείρηση (Arslan) για τον ξεσηκωμό των
Κούρδων της Συρίας. Το φθινόπωρο του 1943 στάλθηκε μάλιστα για το σκοπό αυτό από την Abwehr
μέσω Σόφιας στην Τουρκία. Βλ. NARA, RG 238, OCCPAC Interrogation Transcripts And Related
Records, Ferid, Murad Dr. O/Lt. F-8, Military Intelligence Service Center APO 757: “CI Intermediate
Interrogation Report (CI IIR) No 26”, 18/10/1945.
966
NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3201-3270 (Box 15, folder 2), “Interrogation report no. 1,
on Walter Deter”, Nov. 1945. Στο έγγραφο το όνομα του Σαρσέντη αναφέρεται λανθασμένα ως
“Sarsenkis”, μάλλον λόγω του προφορικού χαρακτήρα της ανάκρισης, καθώς και της έλλειψης
γνώσης από μεριάς των ανακριτών τόσο της ελληνικής γλώσσας, όσο και της ιστορίας του Σαρσέντη.
Για την δράση του Σαρσέντη επί κατοχής δες παρακάτω, σελ 647-649. Ο Μποδοσάκης πάντως
κατέθεσε στη δίκη του Deter ότι γνωρίστηκαν «μάλλον» το 1937 όταν ο πρώτος ήρθε στην Ελλάδα
(εφημερίδα Ριζοσπάστης, 9/8/1947, «Δίκη Ντέτερ, ο Μποδοσάκης ‘μάρτυρας κατηγορίας!’»)
Δυστυχώς καμία άλλη μεγάλη εφημερίδα της εποχής δεν έχει τόσο (σχετικά) εκτενείς ανταποκρίσεις
από τη δίκη.

565
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ραϊνμεταλλ Μπόρσιχ Α.Ε.»).967 Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης συνεργασίας έγιναν


προσωπικοί φίλοι με τον Μποδοσάκη, τον οποίο βοήθησε στην οργάνωση των
εργοστασίων (απολύοντας όπως αναφέρει ο Deter το 60% του προσωπικού γιατί πολλοί
από αυτούς ήταν αργόσχολοι) με αντάλλαγμα τη βοήθεια του Μποδοσάκη στο κλείσιμο
συμβολαίων της Rheinmetall Borsig με το ελληνικό κράτος. Ο Deter ανέφερε μάλιστα ότι
συναντήθηκε με τον Μεταξά τον Ιούνιο 1940 (πιθανώς με την παρέμβαση του Μποδοσάκη
ή του Παπάγου με τον οποίο είχε επίσης γνωριστεί καλά), όταν και του ανατέθηκε να
μεσολαβήσει στο Βερολίνο για να εξασφαλίσει Γερμανικές εγγυήσεις απέναντι στην ιταλική
επιθετικότητα. Αν και ο Deter παρουσίασε την υπόθεση στις αρμόδιες γερμανικές αρχές
αναφέροντας πως η πρόταση ήταν προς το συμφέρον της Γερμανίας, αφού θα διασφάλιζαν
έτσι τη συνέχιση του ομαλού εμπορίου με την Ελλάδα, η αποστολή εκείνη δεν είχε κάποιο
αποτέλεσμα.968
Λίγο πριν την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Deter προβιβάστηκε λόγω της
επιτυχημένης δραστηριότητάς τους σε Ελλάδα και Τουρκία σε περιφερειακό διευθυντή της
Rheinmetall Borsig για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη.969 Το ξέσπασμα του πολέμου τον βρήκε
στο εξωτερικό, τη στιγμή που τα παιδιά του ήταν ακόμα στην Αθήνα, και χρειάστηκε η

967
Στην εταιρεία αυτή διευθύνων σύμβουλος ήταν ο Deter, ενώ απλοί σύμβουλοι με δικαίωμα
υπογραφής οι Μποδοσάκης Αθανασιάδης και Αλέξανδρος Βαμβέτσος. ΦΕΚ, Δελτίο Ανωνύμων
Εταιριών αρ. 47/4-3-1938 και ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ65Φ58, ΕΤΕ, Τμήμα Δικαστικόν, Υπηρεσία Β.
Νομιμοποιήσεων, Αυξ. Αριθμός Δελτίου Νομιμοποιήσεων 300, 5/5/1938. Το 1939 στο συμβούλιο της
εταιρείας βρίσκονταν ακόμα ο Καρ. Αρλιώτης, οι Γουστάβος Σνάιδερ, Χέλμουθ Ρένερτ, Έλμπερχαδ
Μπρόινγκερ και Όττο Μπαϊκερ από τα κεντρικά του Βερολίνου και ο τακτικός συνεργάτης του
Μποδοσάκη Θ. Υψηλάντης (ο. π., ανακοίνωση μελών ΔΣ της εταιρείας, 12/4/1939). Από το 1938 η
μητρική Rheinmetall Borsig (κρατικοποιημένη από τη δεκαετία του 1920) ήταν μέλος της κρατικής
κοινοπραξίας Reichswerke Hermann Göring.
968
NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3201-3270 (Box 15, folder 2), “Interrogation report no. 1,
on Walter Deter”, Nov. 1945. Τα λεγόμενα Deter σχετικά με μεσολάβησή του στο Βερολίνο
επιβεβαιώνονται και από τα αρχεία του Γερμανικού υπουργείου εξωτερικών, όπου αναπαράγεται
σχετικό σημείωμα του Deter και περιγράφεται ένα τηλεφώνημα και η επίσκεψή του. Βλ. AA-PA,
R296111, κυρίως έγγραφα υπ’ αρ. 98-101 και 128 κ.ε..
969
NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3201-3270 (Box 15, folder 2), “Interrogation report no. 1,
on Walter Deter”, Nov. 1945. Την πληροφορία επανέλαβε (χωρίς όμως να δίνει λεπτομέρειες ως
προς την αποστολή) και ο μάρτυρας υπεράσπισης (και στέλεχος των επιχειρήσεων Μποδοσάκη)
Ματθαίος, βλ. Καρκάνης, Νίκος Κ. Οι δοσίλογοι της κατοχής, δίκες παρωδία (ντοκουμέντα,
αποκαλύψεις, μαρτυρίες), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981, σελ. 400 και εφημ. Ριζοσπάστης,
22/9/1947, «Συνεχίζονται οι αποκαλύψεις στη δίκη του εγκληματία Ντέτερ».

566
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μεσολάβηση του Μποδοσάκη ώστε να αρθούν τα εμπόδια των κλειστών συνόρων και τα
παιδιά να φύγουν με το προσωπικό της Ιταλικής πρεσβείας.970
Στις ανταποκρίσεις των εφημερίδων από τη μεταπολεμική δίκη του Deter,
αναφέρθηκαν κάποιες φορές «γνωστές συγγενικές σχέσεις» του τελευταίου με τον
Μποδοσάκη, χωρίς αυτές να έχουν επακριβώς διευκρινιστεί ή επιβεβαιωθεί.971 Όπως
είδαμε, υπήρχε πάντως μια παρόμοια περίπτωση Έλληνα επιχειρηματία, του Επαμεινώνδα
Χαρίλαου, ο οποίος είχε πράγματι συγγενικές σχέσεις με Γερμανό επιχειρηματία (τον
γαμπρό του, Hans Heine) που επί κατοχής εμφανίστηκε για να εξαγοράσει εκ μέρους των
Γερμανών μετοχές ελληνικών επιχειρήσεων.
Ήταν λοιπόν λόγω αυτών των καλών γνώσεων της Ελλάδας και των προσωπικών
του επαφών με προσωπικότητες της χώρας που ο Deter είχε επιλεγεί από τις γερμανικές
αρχές το 1941 για να αναδιοργανώσει την ελληνική βιομηχανία. Όπως κατέθεσε μάλιστα ο
ίδιος στις αμερικανικές αρχές μεταπολεμικά, η αποστολή του περιλάμβανε και την
δημιουργία σχέσεων που θα επέτρεπαν την συνέχιση των προπολεμικών οικονομικών
συναλλαγών. Εφοδιασμένος με ειδική ταυτότητα έφτασε στην Αθήνα μαζί με τις
εμπροσθοφυλακές της Βέρμαχτ βρίσκοντας αμέσως τον «Διευθυντή της Τηλεφωνικής
Υπηρεσίας» (πιθανώς εννοεί τον γνωστό γερμανόφιλο Βουλπιώτη) από τον οποίο ζήτησε να
τον φιλοξενήσει. Στη συνέχεια προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Μποδοσάκη, τον

970
NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3201-3270 (Box 15, folder 2), “Interrogation report no. 1,
on Walter Deter”, Nov. 1945.
971
Καρκάνης, Νίκος Κ. Οι δοσίλογοι της κατοχής, δίκες παρωδία (ντοκουμέντα, αποκαλύψεις,
μαρτυρίες), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981, σελ. 398 και εφημ. Ριζοσπάστης, 4/7/1947, «Ντέτερ-
Μποδοσάκης». Αλλού (Κούκουνας, Δημοσθένης: Ιστορία της Κατοχής, τόμος 3. Η Πρώτη Κατοχική
Κυβέρνηση Τσολάκογλου, εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα, 2009, σελ. 343) αναφέρεται πιο συγκεκριμένα
ότι ο Deter ήταν ανιψιός της Ιωάννας Gebauer – Μποδοσάκη. Τα πατρικό επώνυμο πάντως της
γερμανίδας γυναίκας του Μποδοσάκη (Gebauer) δεν προδίδει κάποια συγγένεια με τον Deter ή τις
αδερφές του (Alexandra Krause και Dora Jahr), όπως ούτε και το πατρικό της μητέρας του Deter
(Weighand), ούτε καν το πατρώνυμο της γυναίκας του (Müller). Για την οικογένεια του Deter βλ.
NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3201-3270 (Box 15, folder 2), “Interrogation report no. 1, on
Walter Deter”, Nov. 1945. Σε άλλο βιβλίο της ίδιας σειράς, ο Κούκουνας (Ιστορία της Κατοχής 1941-
1944. Τόμος 5: Γερμανική και Ιταλική Κατασκοπεία, εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα 2010, σελ. 10) τον
αναφέρει με διαφορετικό βαθμό συγγένειας – ως Αυστριακό κουνιάδο του Μποδοσάκη –
προσθέτοντας λανθασμένα ότι «η υγεία του Deter ήταν σε δραματική κατάσταση και αργότερα
κατέληξε». Όπως όμως θα δούμε ο βερολινέζος Deter έζησε τουλάχιστον ως και τις αρχές της
επόμενης δεκαετίας.

567
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

οποίο περίμενε να βρει στην Αθήνα, για να του μεταφέρει τις εντολές που είχε να αναλάβει
σχετικά με τη διοίκηση των εργοστασίων του. Αντί για τον Μποδοσάκη συναντήθηκε με τον
Γαζή, ο οποίος μάλιστα επισκέφτηκε τον Deter στο σπίτι όπου διέμενε για να του ζητήσει να
αναλάβει ο ίδιος ο Deter τη διοίκηση των εργοστασίων. Οι Γερμανοί θεωρούσαν από πριν
τον πόλεμο τον Μποδοσάκη ως φιλικό σε αυτούς πρόσωπο, με το οποίο είχαν εξάλλου
συνεργαστεί στενά στο παρελθόν. Έτσι ο στρατηγός Georg Thomas (επικεφαλής του
γραφείου Αμυντικής Οικονομίας και Εξοπλισμών της Βέρμαχτ), είχε πει στον Deter να μην
δίνει σημασία στις φήμες για συνεργασία του Μποδοσάκη με τους Βρετανούς και πίστευε
πως θα τον εύρισκαν στην Αθήνα και θα συνεργάζονταν μαζί του. Όταν ανέλαβε την
επιχείρηση, ο Deter διαπίστωσε λοιπόν με έκπληξη πως ο Μποδοσάκης όχι μόνο είχε φύγει,
αλλά είχε δανειστεί όσο μεγαλύτερα ποσά μπορούσε προσωπικά και στο όνομα της
επιχείρησής του, τα οποία και έβγαλε εκτός Ελλάδας, κυρίως στην Αγγλία (σε λογαριασμούς
με το όνομα του ναυάρχου και διευθύνοντος στελέχους της ΕΕΠΚ Αλεξανδρή) και την
Αμερική (στο όνομα του τεχνικού αρχισυμβούλου της επιχείρησης, Λογοθετόπουλου).
Άγνωστο ήταν στον Deter το επιπλέον ποσό που πρέπει να πήρε μαζί του στο ταξίδι για την
Αίγυπτο. Εκεί μάλλον διέθετε τρίτο λογαριασμό σε άλλο όνομα. Οι πληροφορίες του Deter
τις πρώτες εκείνες μέρες της κατοχής ανέφεραν πως ο Μποδοσάκης περίμενε μέχρι την
τελευταία στιγμή για να αναθέσει στο ελληνικό κράτος, το οποίο όπως ήταν μάλλον φυσικό
δεν ήταν δυνατόν να ανταποκριθεί λόγω της χαώδους κατάστασης των ημερών, την
ανατίναξη των εργοστασίων του. Πιθανότατα λοιπόν ελπίδα του Μποδοσάκη ήταν να τα
σώσει από την καταστροφή, έστω και αν αυτό σήμαινε ότι θα παρήγαγαν για τους
Γερμανούς. Ο Γαζής μάλιστα δήλωσε στον Deter πως ο ίδιος φρόντισε να σώσει τα
εργοστάσια από την καταστροφή.972
Περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρθηκαν κατά την πορεία της δίκης του Deter
στην Αθήνα ως εγκληματία πολέμου. Κάποιες προήλθαν από μάρτυρες – στελέχη της
επιχείρησης όπως ο Ματθαίος, ο οποίος βεβαίωνε για την πίστη τού Deter πως
μεταπολεμικά θα συνέχιζε την συνεργασία του με τον Μποδοσάκη, γι’ αυτό εξάλλου
ενδιαφερόταν και για την περιουσία του.973

972
NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3201-3270 (Box 15, folder 2), “Interrogation report no. 1,
on Walter Deter”, Nov. 1945. Στο κείμενο της πηγής ο Γαζής αναφέρεται λανθασμένα ως “Gazidis”.
973
Καρκάνης, Νίκος Κ. Οι δοσίλογοι της κατοχής, δίκες παρωδία (ντοκουμέντα, αποκαλύψεις,
μαρτυρίες), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981, σελ. 400 και εφημερίδα Ριζοσπάστης, 22/9/1947,
«Συνεχίζονται οι αποκαλύψεις στη δίκη του εγκληματία Ντέτερ».

568
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι πιο ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες που προέκυψαν μάλλον αφορούν τον τρόπο με


τον οποίο έγινε η μεταβίβαση των μετοχών και ανέλαβε ο ίδιος την ουσιαστική διοίκηση
των επιχειρήσεων. Σύμφωνα λοιπόν με όσα κατέθεσε ο Deter, το πρωί της 27ης Απριλίου
1941, μόλις δηλαδή έφτασε ο Deter στην Αθήνα, τον επισκέφτηκαν στο Ψυχικό ο Γαζής με
την Maria Gebauer ζητώντας του να αναλάβει το σύνολο των επιχειρήσεων του
Μποδοσάκη. Ο Μποδοσάκης υποθήκευσε τις επιχειρήσεις του πριν φύγει παίρνοντας μαζί
του 1.000.000 αμερικάνικα δολάρια και 350.000 χρυσές λίρες Αγγλίας. Το 1944, όταν
πλησίαζε το τέλος της κατοχής, ο Μποδοσάκης του έστειλε μια επιστολή μέσω του Γαζή (η
Μaria Gebauer επιβεβαίωσε στον Deter τον γραφικό χαρακτήρα του Μποδοσάκη), με την
οποία του ζητούσε να φροντίσει ώστε να πληρωθεί το προσωπικό του χρέος καθώς και
εκείνο της εταιρείας και να αγοράσει μετοχές μιας νησιωτικής επιχείρησης παραγωγής
οινοπνευματωδών (μάλλον ονόματι ΚΕΟ – ο Deter δεν θυμόταν καλά). Όταν με την
απελευθέρωση παρέδωσε τις επιχειρήσεις, οι ζημιές ήταν πολύ περιορισμένες και οι
επιχειρήσεις ελεύθερες χρεών. Θεωρούσε λοιπόν ότι ο Μποδοσάκης κέρδισε σημαντικά
ποσά από τα οποία ζούσε ακόμα και κατά την εποχή της δίκης.974
Η κατηγορία αυτή επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές, αφού είναι βέβαιο είναι ότι
χρέη του Μποδοσάκη προς την ΕΤΕ πράγματι πληρώθηκαν από την ΕΕΠΚ, κατόπιν εντολής
του Deter.975 Ο Μποδοσάκης, εκτός από το δάνειο που είχε λάβει στο όνομα της γυναίκας

974
ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»), υποφάκελος «Υπόθεση Deter,
προσθήκη 9.2001», “Erweiterung des ersten allgemeinen Schriftsatzes”, καθώς και επιστολή προς τον
δικηγόρο του 15/1/1947 που «αφορά φόρους υπουργείου οικονομικών». Μεταπολεμικά επήλθε
συμβιβασμός ως προς το θέμα των μετοχών που είχαν εκποιηθεί λόγω του δανείου Ιωάννας
Μποδοσάκη, σύμφωνα με τον οποίο αυτές θα μοιράζονταν εξ ημισείας (από 20.708) μεταξύ ΕΤΕ και
Μποδοσάκη. Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ84Φ2, «Συμφωνητικόν» μεταξύ ΕΤΕ και Ιωάννας Μποδοσάκη, 2
Μαρτίου 1946.
975
Το ζήτημα της πληρωμής από τον Deter (ο απεσταλμένος του οποίου δήλωνε πως ερχόταν για
λογαριασμό του Μποδοσάκη) 8 καθυστερημένων προσωπικών γραμματίων του Μποδοσάκη
αποτέλεσε και αντικείμενο ερώτησης προς την δικαστική υπηρεσία της τράπεζας (ΙΑΕΤΕ,
Α1Σ46Υ2Φ86, γνωμοδότηση αρ. 14016, «Αξίαι υπ’ αριθ. 445361-8, 8 γραμμάτια», Τμήμα Δικαστικό,
Β΄ Υπηρεσία Τοποθετήσεων, προς Υπηρεσία Εισπράξεως Αξιών, 2 Οκτωβρίου 1942 και Τμήμα
Εργασιών προς Δικαστικό Τμήμα, «αξίαι μας υπ’ αριθ. 445361-8 8 γρ/τια Δρ. 4.000.000, 2 Οκτωβρίου
1942). Κατόπιν της αυτής θετικής γνωμοδότησης («[…] άρνησις της Τραπέζης δύναται ενδεχομένως
να προκαλέση αξίωσιν αποζημιώσεως του οφειλέτου ένεκα της μη πραγματοποιηθείσης
εξοφλήσεως του χρέους του», οι διευθυντές Γενικού Λογιστηρίου και Τμήματος Εμπορικών Εργασιών
συμφώνησαν στις 3 Οκτωβρίου (επιστολή προς την Υπηρεσία Εισπράξεων Αξιών) να δεχθούν την

569
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

του, χρωστούσε στην ΕΤΕ από προσωπικό του δάνειο ποσό που με τους τόκους ανερχόταν
το καλοκαίρι του 1941 σε 32.781.698 δραχμές. Για το ποσό αυτό είχε καταθέσει ως ενέχυρο
4.750 μετοχές της ΕΕΠΚ, 33.650 της Ελληνικής Εριουργίας, 6.421 του Ναυπηγείου
Βασιλειάδη, 12.015 της ΕΘΕΛ και 1.700 της Εμπορικής και Βιομηχανικής Εταιρείας «Άρης».
Η τράπεζα μάλιστα αποφάσισε τον Αύγουστο να προχωρήσει στην εκποίηση και εκείνων
των τίτλων, πράξη όμως που δεν φαίνεται να προχώρησε (άγνωστο αν υπήρξε κάποια
γερμανική παρέμβαση), εφόσον δυο χρόνια αργότερα το δικαστικό τμήμα της τράπεζας
βεβαίωνε πως οι τόκοι διασφαλίζονταν επίσης από το ενέχυρο αυτό.976
Τέλος ο Deter υποστήριξε πως διέσωσε τις εγκαταστάσεις δύο φορές, την πρώτη
όταν δεν υπάκουσε στις εντολές για ανατίναξη των εγκαταστάσεων κατά την αποχώρηση
των Γερμανών και τη δεύτερη όταν παρακάλεσε τον στρατηγό Σπηλιωτόπουλο (διορισμένο
από την κυβέρνηση Παπανδρέου αρχηγό στρατευμάτων στην Αττική) να αναλάβει τη
φύλαξή τους ώστε να μην καταστραφούν «κατά τας επερχόμενας ταραχάς».977

πληρωμή της ΕΕΠΚ και να της παραδώσουν τα γραμμάτια ως εξοφλημένα. Τα 8 αυτά γραμμάτια
(ύψους 4.000.000 δραχμών) αποτελούσαν υπόλοιπο των αρχικών 16 (6.400.000 δραχμών) που είχε
υπογράψει τον Ιούνιο του 1938 ο Μποδοσάκης.
976
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ91Φ10, επιστολές: αρ. 11931, Υπηρεσίας Δανείων επί Ενεχύρω Τίτλων προς Τμήμα
Δικαστικόν, Υπηρεσία Νομικής Εξυπηρετήσεως καθ/σεων, 5 Αυγούστου 1941, και αρ. 9658/11260
διεύθυνσης Β΄ δικαστικού, υπηρεσίας εκτελέσεων, προς διεύθυνση Ε΄, τμήμα εργασιών επί
χρηματογράφων, υπηρεσία δανείων επ’ ενεχύρω τίτλων, 25 Νοεμβρίου 1943. Τις μετοχές αυτές
επεδίωκε ο Μποδοσάκης να προστατέψει από τις απαιτήσεις της τράπεζας, αποπληρώνοντας τα
χρέη του με πληθωριστικό χρήμα. Το ποσό αυτό είναι επιπλέον των γραμματίων που
προαναφέρθηκαν.
977
ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»), υποφάκελος «Υπόθεση Deter,
προσθήκη 9.2001», επιστολή Deter προς τον Π. Εξαρχάκη, 24 Οκτωβρίου 1948 («Αφορά: φόρους»).

570
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 10: Η πρώτη σελίδα του διαβατηρίου του Deter. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης,
Φακ. 6, υποφάκελος «Υπόθεση Deter, προσθήκη 9.2001». Το τελευταίο από τα συχνά ταξίδια του
Deter που εμφανίζεται στις σφραγίδες του διαβατήριου έγινε τον Ιούνιο – Ιούλιο του 1944. Ο
Deter παρέμεινε στην Αθήνα μετά τη γερμανική υποχώρηση και όταν απελευθερώθηκε το 1949
θα πρέπει να χρειάστηκε νέο διαβατήριο, ίσως από τις Συμμαχικές αρχές ή από την
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας που ιδρυόταν εκείνες τις μέρες.

Ο Deter αποφάσισε να μην ακολουθήσει τα γερμανικά στρατεύματα το 1944


(μάλιστα έφερε την οικογένειά του από τη Γερμανία) γιατί πίστευε πως δεν είχε κάνει κάτι
κακό και γιατί ήταν βέβαιος πως ο Μποδοσάκης και η ελληνική κυβέρνηση θα τον
προστάτευαν σε αντάλλαγμα για την φροντίδα που ο ίδιος έδειξε στις επιχειρήσεις που
διοικούσε.978 Όπως μάλιστα ανέφερε σε επιστολή του προς τον γενικό διευθυντή του
υπουργείου οικονομικών, με την χάρη που έλαβε «πραγματοποιείται η επίσημος υπόσχεσις
της Ελληνικής Κυβερνήσεως, η δοθείσα τον Οκτώβριον του 1944, όταν διά του Στρατηγού κ.

978
Ο επικεφαλής της FAT 127 (μονάδας των γερμανικών υπηρεσιών πληροφοριών στην Αθήνα)
ανέφερε μεταπολεμικά πως ο Deter του είχε ζητήσει να δηλώσει τον Ιούλιο του 1944 τη γυναίκα του
ως διερμηνέα των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, ώστε να μπορέσει να παραμείνει στην Αθήνα
μαζί με τον σύζυγό της, αφού ο Deter είχε λάβει εντολή να μεταφέρει την οικογένειά του στη
Γερμανία. Βλ. NARA, RG 238, OCCPAC Interrogation Transcripts And Related Records, Lt. Walther
Kraushaar: Military Intelligence Service Center APO 757, “CI Intermediate Interrogation Report (CI-IIR)
No 50, 28/2/1946.

571
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σπηλιωτόπουλου και διά των κ. κ. Έβερτ και Ζαλοκώστα, μου εξησφαλίζετο προστασία δια
το πρόσωπόν μου και την περιουσίαν μου.»979
Ο Deter εξάλλου είχε διαταγές από τους ανωτέρους του να παραδώσει την ΕΕΠΚ
στον ιδιοκτήτη της μετά την γερμανική αποχώρηση. Τα περισσότερα όμως από τα έγγραφα
που θα αποδείκνυαν τα λεγόμενά του ανέφερε πως τα παρέδωσε στον Μποδοσάκη όταν ο
τελευταίος τον επισκέφτηκε λίγο μετά την απελευθέρωση.980 Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια
είναι πως η σύλληψη Deter για τις κατηγορίες εγκλημάτων πολέμου τον Μάιο του 1946,
έγινε στη βίλα του Μποδοσάκη στο Ψυχικό, όπου εξακολουθούσε να φιλοξενείται ενάμισι
περίπου χρόνο μετά την απελευθέρωση, αν και υποτίθεται πως είχε βλάψει τον
Μποδοσάκη και την ΕΕΠΚ.981
Στο δικαστήριο οι καταθέσεις των περισσότερων στελεχών των επιχειρήσεων, όσο
και του ίδιου του Μποδοσάκη, ήταν μάλλον θετικές για τον Deter, αλλά ο Deter δεν
κατάφερε να απαλλαγεί από τις κατηγορίες και καταδικάστηκε σε 5,5 χρόνια φυλακή.
Φαίνεται όμως πως υπήρξαν σχεδόν αμέσως νέες παρασκηνιακές συνεννοήσεις
(«συμφωνία») και με τον ίδιο τον Μποδοσάκη ώστε να πέσει στα μαλακά.982 Τελικά, μετά

979
ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»), υποφάκελος «Υπόθεση Deter,
προσθήκη 9.2001», επιστολή Deter προς τον Π. Εξαρχάκη, 24 Οκτωβρίου 1948 («Αφορά: φόρους»).
980
NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3201-3270 (Box 15, folder 2), “Interrogation report no. 1,
on Walter Deter”, Nov. 1945. Για τα όσα σχετικά ανέφερε στην απολογία κατά τη δίκη του βλ.
εφημερίδες (με εκτενέστερη αναφορά στον Ριζοσπάστη), 26 και 27 Αυγούστου 1947, ΕΛΙΑ, Αρχείο
Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»), υποφάκελος «Υπόθεση Deter, προσθήκη 9.2001»,
“Erweiterung des ersten allgemeinen Schriftsatzes”, και επιστολή προς τον δικηγόρο του 15/1/1947
που «αφορά φόρους υπουργείου οικονομικών», καθώς και Καρκάνης, Νίκος Κ. Οι δοσίλογοι της
κατοχής, δίκες παρωδία (ντοκουμέντα, αποκαλύψεις, μαρτυρίες), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981, σσ.
401-2. Ανάμεσα στις διάφορες επιστολές ήταν κατά τον Deter και κάποιες που αφορούσαν την
διαφύλαξη της οικίας και του αυτοκινήτου του Μποδοσάκη από τον Deter.
981
Η αρχική σύλληψή του ως Γερμανού στρατιωτικού είχε γίνει με την απελευθέρωση της χώρας,
αλλά μετά από μια ολιγόμηνη κράτησή του σε στρατόπεδο στον Πειραιά είχε αφεθεί ελεύθερος τον
Αύγουστο του 1945 (πιθανόν και λόγω της στηθάγχης από την οποία αναφέρεται ότι έπασχε).
Εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ Αθηνών, 6/5/1946, «Εις την οικίαν του κ. Μποδοσάκη συνελήφθη ο
Γερμανός Ντέτερ. Είνε εγκληματίας πολέμου» και Ριζοσπάστης, 6/5/1946, «Στο σπίτι του
Μποδοσάκη συνελήφθη ο περιβόητος Ντέτερ, Γερμανός εγκληματίας πολέμου». Ο Καρκάνης (ο. π.,
σελ. 402), αναφέρει (μάλλον λανθασμένα) ότι είχε αποφυλακιστεί ήδη από τον Απρίλιο 1945.
982
Β.. την επιστολή προς τον πρώην γραμματέα του επί κατοχής, Ανδρέα Ιατρίδη, στο: ΕΛΙΑ, Αρχείο
Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»), υποφάκελος «Υπόθεση Deter, προσθήκη 9.2001»,
επιστολή 23 Σεπτεμβρίου 1947: «Χθες ήτο δι’ ολίγα λεπτά ο κ. Ζερλής παρ’ εμοί και μου είπε ότι

572
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

από μικρό σχετικά χρονικό διάστημα (8/9/1948) οι συνεννοήσεις και η «επίσημη


υπόσχεση» (προερχόμενη μάλιστα από φιλοβασιλικούς κύκλους όπως ο Ζαλοκώστας) θα
αποδώσουν και ο Deter θα λάβει βασιλική χάρη. Θα αποφυλακιστεί όμως με κάποια
καθυστέρηση, αφού συνεχίστηκε προσωρινά η κράτησή του λόγω χρεών στην εφορία.983
Απελευθερωμένος οριστικά το 1949, θα φύγει στα μέσα του έτους αρχικά μέσω Ρώμης για
την Ελβετία και στη συνέχεια για το Κάιρο, όπου συνέχισε το προπολεμικό του επάγγελμα,
αναλαμβάνοντας γενικός αντιπρόσωπος της Borsig.984

8.2 Η κατοχική παραγωγή των επιχειρήσεων Μποδοσάκη

Α) Γενικά

Η παραγωγή της ΕΕΠΚ κατά τις πρώτες μέρες της κατοχής φαίνεται ότι είχε περιοριστεί στο
ελάχιστο. Ακόμα και τότε ωστόσο δεν σταμάτησε τελείως αφού, όπως έγραφε σχετικό

κάμνει το παν δι’ εμέ, δεν πρέπει να ασχολούμαι διά τίποτε. Δοθέντος όμως ότι πήγε μια φορά
στραβά αυτό, τον παρεκάλεσα σαφώς και εντόνως, να μου ειπή επί τέλους τώρα, αφού έλαβε ήδη
την δικαστικήν απόφασιν, δια ποίον γεγονός κατεδικάσθην εις 5 ½ ετών ειρκτήν και μάλιστα, βάσει
του κειμένου της Αποφάσεως, ποία η αιτιολογία. Δεύτερον, πρέπει να γνωρίζω ποίαν ‘Συμφωνίαν’
έχει αυτός κάμει μετά του Μποντό [Μποδοσάκη], παρά τον αρχικόν όρον κατά την ανάθεσιν αυτώ
της αντιπροσωπεύσεώς μου και παρά τας συνεχείς γνωστοποιήσεις μου προς αυτόν.»
983
Στις σχετικές αιτήσεις ανέφερε ως επιχειρήματα ότι προστάτευσε την ελληνική βιομηχανία,
έσωσε Έλληνες από την εκτέλεση και διέθεσε τα έσοδα των εταιριών που διοικούσε για τον
επισιτισμό του προσωπικού βλ. πχ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»),
υποφάκελος «Υπόθεση Deter, προσθήκη 9.2001», «Υπόμνημα Βάλτερ Αλεξ. Ντέτερ», 2 Μαρτίου
1948. Για την υπόθεση της εφορίας βλ. επιστολές του προς τον Π. Εξαρχάκη, Γενικό Διευθυντή του
Υπουργείου Οικονομικών (ξάδελφο του μέλους των κατοχικών ΔΣ της ΕΕΠΚ στρατηγού Μ. Εξαρχάκη),
21 και 24 Οκτωβρίου 1948. Στην τελευταία χρησιμοποιεί και το επιχείρημα πως ο ίδιος κατόρθωσε,
μέσω της Ανώτατης Διοικήσεως του Γερμανικού Στρατού να μην θεωρηθεί η πολεμική βιομηχανία
της χώρας ως ιδιοκτησία του στρατού κατοχής όπως γίνεται συνήθως, αλλά ως ιδιωτική περιουσία, η
οποία θα επιστρεφόταν στον Μποδοσάκη μόλις εκείνος γυρνούσε στην Ελλάδα. Ωστόσο όπως
είδαμε η απόφαση για τη αντιμετώπιση αυτή της ΕΕΠΚ ήταν διαταγή των ανωτέρων του και είναι
αμφίβολο αν ο Deter θα μπορούσε να την είχε προκαλέσει. Εξάλλου η επιχείρηση δεν ήταν κρατική
για να κατασχεθεί χωρίς αποζημίωση.
984
Βλ. επιστολές Deter προς Ιατρίδη, σε ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»),
10 Μαρτίου 1951 και Φ. 6, υποφάκελος «Υπόθεση Deter, προσθήκη 9.2001», 28 Μαΐου 1949, 11
Ιουνίου 1949. Με τον Ιατρίδη και τη γυναίκα του συνέχισε να διατηρεί φιλικές σχέσεις για αρκετά
χρόνια τόσο ο ίδιος ο Deter όσο και η οικογένειά του.

573
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

άρθρο στην Εφημερίδα του Χρηματιστηρίου, το μηχανουργείο παρέμενε «εν κινήσει δι’
εκτέλεσιν ορισμένων τινών παραγγελιών.»985
Εκείνο το πρώτο διάστημα υπήρχαν πραγματικοί λόγοι ανησυχίας για τους εργάτες
της επιχείρησης, αφού δεν ήταν βέβαιη η συνέχιση των εργασιών με τους ίδιους εντατικούς
ρυθμούς και το ενδεχόμενο της ανεργίας ήταν υπαρκτό. Αναφορές σε εφημερίδα της
εποχής έκαναν λόγο για κάποιες μόνο εκατοντάδες που συνέχιζαν να απασχολούνται
ενεργά ανά πάσα στιγμή. Οι υπόλοιποι, που εργάζονταν ελάχιστα και με εκ περιτροπής
εργασία, ζητούσαν από την κατοχική κυβέρνηση να μεριμνήσει για την αύξηση των
ημερομισθίων ανά εβδομάδα, ενώ όσοι προέρχονταν από την επαρχία ζητούσαν να τους
χορηγηθεί ένα ποσό μέσω ασφαλιστικών οργανισμών για να μεταβούν στα σπίτια τους.986 Η
διοίκηση της επιχείρησης από τη μεριά της έκανε λόγο για περίπου ολοκληρωτική παύση
των εργασιών τον Ιούνιο και για «κατ’ ανάγκην εξογκωμένο» προσωπικό, που με τη «λήξη
του πολέμου» δεν χρειάζονταν πια. Για όσους θα έμεναν στην επιχείρηση, και ειδικά για
τους πολύτιμους και σχετικά δυσεύρετους εξειδικευμένους τεχνικούς (που χρειάζονταν και
για τις εργασίες των Γερμανών) η εταιρεία μεριμνούσε για την πληρωμή τουλάχιστον τριών
ημερομισθίων την εβδομάδα «εκ του υστερήματός της» και ως εκ τούτου δεν έπρεπε να
διαμαρτύρονται.987
Φαίνεται όμως πως οι ισχυρισμοί για ολοκληρωτική παύση εργασιών περιείχαν
σημαντικό ποσοστό υπερβολής. Εξάλλου γερμανική έκθεση της περιόδου αναφέρει πως «η
πολεμική βιομηχανία (εκρηκτικών, όπλων εξαρτημάτων αεροσκαφών, στρατιωτικού
εξοπλισμού) βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία».988 Όπως και να έχει οι Γερμανοί γρήγορα
βρήκαν τρόπο να αξιοποιήσουν τις εγκαταστάσεις προς όφελος των ενόπλων τους
δυνάμεων και έτσι η παραγωγή, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μάλλον δεν σταμάτησε,
τουλάχιστον μέχρι το τελευταίο διάστημα της κατοχής.
Αν και δεν υπήρχε ομοφωνία, οι πρώτες σκέψεις του γερμανικού γραφείου
αμυντικής οικονομίας ήταν να αποσυναρμολογηθεί το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων
αυτών και να αποσταλούν προς το Ράιχ για να συνεχίσουν εκεί την παραγωγή. Σημαντικός
παράγοντας στην απόφαση αυτή ήταν και ο φόβος μήπως οι πολύτιμες αυτές

985
Εφημερίς Χρηματιστηρίου, «Η Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου, που και
πώς εξελίσσεται αυτή», 21 Ιουνίου 1941.
986
Εφημερίδα Πρωία Αθηνών, «Εις το περιθώριον των γεγονότων: Οι Εργάται του Καλυκοποιείου»,
20 Ιουνίου 1941.
987
Πρωία, «Εις το περιθώριον των γεγονότων: Οι εργάται του Πυριτιδοποιείου», 22 Ιουνίου 1941.
988
BArch, R 3101/31041, „Tätigkeitsbericht der Wirtschafts-Abteilung“, Athen, 30/5/1941, σελ. 12.

574
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εγκαταστάσεις πέσουν σε λάθος (δηλ. ιταλικά) χέρια. Εξάλλου θα ήταν δύσκολη η


μεταφορά των απαραίτητων πρώτων υλών από το εξωτερικό για την ομαλή συνέχεια της
τοπικής παραγωγής. Φαίνεται ότι κάποιοι (μάλλον οι ελληνικές αρχές κατοχής, πιθανόν
κατόπιν της συνάντησης με τους διαμαρτυρόμενους εργάτες της ΕΕΠΚ) ζήτησαν την
μεσολάβηση του Γερμανού πληρεξουσίου για την Ελλάδα Altenburg, αφού ο τελευταίος
παρεμβαίνει στις 4 Μαΐου ζητώντας την επανεξέταση της απόφασης. Όπως ανέφερε, η
απόλυση των 20.000 εργαζόμενων θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο ήδη
ασταθές πολιτικό κλίμα.989
Η παρέμβαση αυτή φαίνεται να είχε αποτελέσματα, γιατί λίγες μέρες αργότερα
(την ίδια περίοδο που ολοκληρώνονταν και οι διαδικασίες εξαγοράς του πλειοψηφικού
μετοχικού πακέτου της ΕΕΠΚ) αποφασίζεται να αξιοποιηθούν οι εγκαταστάσεις αυτές στην
Ελλάδα. Πρώτη σχετική απόφαση στο πλαίσιο αυτό ήταν η ολοκλήρωση των ημιτελών
πυρομαχικών του ελληνικού πυροβολικού (βλ. παρακάτω). Στο πυριτιδοποιείο εξάλλου θα
συνεχιζόταν και η παραγωγή εκρηκτικών, προς χάρη της οποίας μάλιστα υπήρξαν
περιορισμοί στην κατασκευή λιπασμάτων (για εξοικονόμηση νίτρου) και σαπουνιών (για τη
γλυκερίνη).
Αλλά και οι άλλες επιχειρήσεις του ομίλου Μποδοσάκη δέχθηκαν κάποιες
παραγγελίες. Η ΕΚΑΠ ανέλαβε την κατασκευή και επισκευή αντιασφυξιογόνων μασκών
τύπου S (τις οποίες κατασκεύαζε και προπολεμικά για τις ελληνικές αρχές), φίλτρων και
προστατευτικών στολών.990 Ο Γερμανός επικεφαλής για την αεράμυνα ταγματάρχης Pfiffer,
σκόπευε να αναθέσει στην επιχείρηση την επισκευή 2.000 μασκών καθημερινά,
προμηθεύοντας την εταιρεία με άνθρακα, ενώ το ελαστικό θα βρισκόταν από την αρμόδια
επιχείρηση του ομίλου Μποδοσάκη (ΕΘΕΛ).991 Δυστυχώς δεν είναι γνωστό αν και πόσες

989
AA-PA, R 29612, τηλεγράφημα Altenburg, nr. 68, 4 Μαΐου 1941. Ο αριθμός των 20.000 ήταν, όπως
είδαμε, μεγαλύτερος από εκείνο των πραγματικών εργαζόμενων στην ΕΕΠΚ. Δεν είναι σαφές αν ο
αριθμός ήταν φουσκωμένος εσκεμμένα για να γίνει το επιχείρημα πειστικότερο, ή αν είχαν γίνει
(μάλλον απίθανο) στο ενδιάμεσο κάποιες επαναπροσλήψεις. Με δεδομένη πάντως την κάπως
αόριστη αναφορά του εγγράφου σε «επιχειρήσεις πολεμικού υλικού» (Rüstungsbetriebe,
κυριολεκτικότερα επιχειρήσεις εξοπλισμών), υπάρχει και η περίπτωση τα αρχικά γερμανικά σχέδια
να αφορούσαν και άλλες επιχειρήσεις που είχαν σχετική παραγωγή.
990
AA-PA, R 105896, Clodius Handakten, Band No. 4, AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit der
Abteilung…“.
991
Σύμφωνα με την εκτίμηση των Γερμανών η ΕΚΑΠ μπορούσε εύκολα να τριπλασιάσει την ως τότε
παραγωγική της δυνατότητα που ήταν 500 μάσκες για τον «μη μαχόμενο» πληθυσμό και 250 για τον

575
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μάσκες τελικά επισκεύασε η ΕΚΑΠ, αλλά φαίνεται πως δεν πρέπει να δούλεψε για την
παραγγελία αυτή για μεγάλο διάστημα.992 Η «Οίνων και Οινοπνευμάτων» προμήθευσε τη
γερμανική επιμελητεία με ποσότητες κρασιού και οινοπνευματωδών993, ενώ χρησιμοποίησε
και το ρυμουλκό της (το 1.100 περίπου τόνων «Οινοβότρυς») για μεταφορά φορτίων της
Βέρμαχτ.994 Η εταιρεία, όπως και άλλες, είχε τραβήξει το ενδιαφέρον των Ιταλών οι οποίοι

«ενεργό» πληθυσμό και 200 στρατιωτικές μάσκες ανά 8ωρό. AA-PA, R 105896, Clodius Handakten,
Band No. 4, AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit der Abteilung…“.
992
Σε εσωτερική έκθεση για την κατάσταση της ΕΚΑΠ πάντως αναφερόταν στα μέσα του 1942 πως
στην εταιρεία δεν βρίσκονταν παρά ο προϊστάμενος, 2 υπάλληλοι, 4 «δεσποινίδες», ο θυρωρός, 2
νυκτοφύλακες, ο αποθηκάριος, 3 εργάτες και μία εργάτρια, οι οποίοι είχαν ως μοναδική
απασχόληση την τακτοποίηση υλικών και προϊόντων και τη συντήρηση των εγκαταστάσεων. Στην
έκθεση αναφέρεται η ύπαρξη ειδικών μελετών για το μέλλον της ΕΚΑΠ, που καταλήγουν στο
συμπέρασμα πως το όποιο μακρόπνοο πρόγραμμα βιομηχανικής παραγωγής απαιτεί σταθερές
οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, η έλλειψη των οποίων αναβάλλει την όποια απόφαση για μετά
τον πόλεμο. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φ. 3 («Συγκρότημα Μποδοσάκη, 1941-45»),
υποφάκελος Αλληλογραφία, «ΕΚΑΠ», 30/6/1942.
993
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο του Deter είχαν επιταχθεί 9.000.000 οκάδες οίνων από την
εταιρεία. Βλ. εφημ. Ελευθερία, 8/8/1947, «Ήρχισε χθες η δίκη του Γερμανού Ντέτερ», Ριζοσπάστης,
8/8/1947, «Δικάζεται ο Ντέτερ, προστατευόμενος του Μποδοσάκη» και Εμπρός, 8/8/1947, «Ο
Γερμανός Ντέτερ ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης. Ήρχισεν από χθες η δίκη του».
994
Δεν προκαλεί λοιπόν εντύπωση πως η διεύθυνση της εταιρεία ζήτησε από τις γερμανικές αρχές
στις αρχές του 1942 να τεθούν οι 139 υπάλληλοι και 263 εργάτες της υπό «γερμανική φροντίδα»,
αφού ως τότε βρίσκονταν σε δυσχερή θέση αν και εργάζονταν «αποκλειστικώς διά τα στρατεύματα
κατοχής». ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φ. 3 («Συγκρότημα Μποδοσάκη, 1941-45»),
υποφάκελος Αλληλογραφία, επιστολή Γενικής Διεύθυνσης προς Κυβερνητικό Σύμβουλο Δρ. Φινκ,
Σύμβουλο Επιμελητείας παρά τω Εντεταλμένω Νοτ./Ελλάς, 21/4/1942 και «Σημείωσις διά τον κον
Ντέτερ» 9/5/1942 (στο ελληνικό έγγραφο γράφει 1941, προφανώς εκ παραδρομής). Η κατοχή
σκάφους – ακόμα και μικρού – μπορούσε να είναι ιδιαίτερα επικερδής για τους ιδιοκτήτες του επί
κατοχής, αρκεί να κατάφερναν να το διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους και να μην περνούσε στα
χέρια των αρχών κατοχής (π.χ. MMR, για την οποία θα δούμε παρακάτω). Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι η αναφορά σε έκθεση της ΕΤΕ σχετικά με την νεοϊδρυθείσα (1940) εταιρεία ΒΕΛΑ:
«το ιστιοφόρον, αγορασθέν αρχικώς δια την εξυπηρέτησιν των μεταφορών του εργοστασίου,
κατόπιν των διαμορφωθεισών συνθηκών δύναται τις ειπείν, αποτελεί σήμερον τον κύριον
παράγοντα αποδόσεως κερδών. Η εκμετάλλευσις τούτου υπό τας σημερινάς συνθήκας είναι
επωφελής και η εργασία τούτου εξησφαλισμένη. Οι κίνδυνοι, ους αντιμετωπίζει η Εταιρεία είναι,
είτε η καταβύθισις λόγω ναυαγίου ή πολεμικών γεγονότων, είτε η επίταξις παρά των αρχών

576
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κάποια στιγμή αφαίρεσαν ποσότητες καλής ποιότητας κρασιού από τις αποθήκες της, και ο
Γαζής αποτάθηκε στον Deter προκειμένου να τους σταματήσει. Ο Deter ωστόσο αναφέρει
πως στη συνέχεια ανακάλυψε παρατυπίες στις πωλήσεις προϊόντων της εταιρείας, ακόμα
και κλοπές πρώτων υλών που έπρεπε να προέρχονταν από το εσωτερικό του ομίλου και
στις οποίες φαινόταν να έχει ανάμιξη ο Γαζής σε συνεργασία με κάποιον Νικολόπουλο
(μάλλον τον ίδιο που θα συναντήσουμε παρακάτω). Οι παρατυπίες περιλάμβαναν και
εικονικές πωλήσεις σε μια αμφιβόλου ύπαρξης γερμανική κρατική υπηρεσία. Σε ταξίδι που
έκανε ο Γαζής με τον Deter στο Βερολίνο, ο πρώτος του παρουσίασε μάλιστα 14 κάσες
κρασιού της εταιρείας, που προορίζονταν για το «επιτελείο του Himmler» ή και για τον ίδιο
τον αρχηγό των SS, την ίδια στιγμή που σε ελληνικούς κύκλους κυκλοφορούσε η (αστεία
κατά τον Deter) υπόθεση πως οι Γαζής και Νικολόπουλος σχεδίαζαν στη Γερμανία κάποιον
τρόπο για να πάρουν υπό τον έλεγχό τους το συγκρότημα Μποδοσάκη.995
Η «Εριουργία» συνέχισε την παραγωγή υφασμάτων ενώ είχε τραβήξει και το
ενδιαφέρον των Ιταλών οι οποίοι κατόπιν συμφωνίας τον Μάρτιο του 1942 είχαν ετοιμάσει
και σχετική επιτροπή για την αρπαγή του εργοστασίου. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Deter
ο ίδιος κατάφερε να αποκρούσει την «επίθεσιν των Ιταλών» και να διατηρήσει τον έλεγχο
της εταιρείας. Κατόπιν σύστασης του Δ.Σ. προχώρησε μάλιστα στην επένδυση των αρχικών
ταμειακών αποθεμάτων της επιχείρησης (μετά την αποπληρωμή των χρεών της), καθώς και
μέρους των κατοχικών κερδών, στην επέκταση των οικοπέδων της επιχείρησης και στην
αγορά ακινήτου στην οδό Βουκουρεστίου, στο κέντρο της Αθήνας. Κατά την απελευθέρωση
– παρά τις εντολές για μεταφορά των αποθεμάτων στη Γερμανία – εξακολουθούσε να
διατηρεί σημαντικό απόθεμα βαμβακιού και 50 τόνους μαλλιού για ναυτικά υφάσματα,

κατοχής» (ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ26Φ30, Εθνική Τράπεζα, Μελέται Επιχειρήσεων και Χρηματοδοτήσεων,


«ΒΕΛΑ Βιομηχανική και Εμπορική Λαυρίου Α.Ε.», Οκτώβριος 1941, σελ. 14).
995
Κατά τον Deter οι παρατυπίες του Γαζή συνεχίστηκαν και με μια υπόθεση μεταφοράς
αποθεμάτων της εταιρείας από την Χαλκίδα. Ο Deter πληροφόρησε για τα σχετικά την Maria
Gebauer, για να τα μεταφέρει στον Μποδοσάκη, βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Φακ. 6 («Ντέτερ»),
υποφάκελος «Υπόθεση Deter, προσθήκη 9.2001», “Erweiterung des ersten allgemeinen
Schriftsatzes”. Ο Ιατρίδης στην έκθεσή του κρατάει λίγο χαμηλότερους τόνους αναφέροντας πως ο
Deter «θα έχει πολλά να ειπή» για την «περίεργη υπόθεση», αλλά ο ίδιος «λεπτομέρειες δεν
γνωρίζει». Θεωρούσε όμως πως η επιχείρηση ήταν επί κατοχής “Tera nostrum του κ. Γαζή”. Βλ. ΕΛΙΑ,
Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φ. 3 («Συγκρότημα Μποδοσάκη, 1941-45»), «Έκθεση κατά την
Αποχώρηση», 10 Μαΐου 1945. Η αναφορά στον Νικολόπουλο είναι σχεδόν βέβαιο ότι εννοεί τον
Χρήστο Νικολόπουλο, τον οποίον συναντάμε και στην προπολεμική ιστορία της ΕΕΕΣ.

577
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

συνολικής αξίας περίπου 120.000 χρυσών λιρών.996 Από την άλλη, σύμφωνα με το
κατηγορητήριο του Deter, ο ίδιος είχε «επιβάλει» επιτάξεις 500.000 μέτρων μάλλινων,
μεταξωτών και βαμβακερών υφασμάτων της επιχείρησης, καθώς και 5.600 κουβερτών.
Εξάλλου, όπως κατέθεσε μεταπολεμικά ο αρχιλογιστής της εταιρείας Αλ. Τσιρόπουλος,
διαχειριστικός έλεγχος της εταιρείας κατά την απελευθέρωση διαπίστωσε έλλειμμα 1.000
χρυσών λιρών.997 Επιπλέον η εταιρεία φαίνεται να είχε πωλήσει στους Γερμανούς μεταξύ
άλλων 3.000 μέτρα ύφασμα κάμποτ, 2-4.000 μέτρα απροσδιόριστου υφάσματος και 3.000
μέτρα υφάσματος για πουκάμισα.998
Σημαντική δραστηριότητα για το γερμανικό ναυτικό είχαν και τα ναυπηγεία
Βασιλειάδη, για τα οποία όμως θα μιλήσουμε παρακάτω. Το κυριότερο πολεμικό έργο στις
εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ μάλλον ήταν η επισκευή γερμανικών αεροσκαφών και των
κινητήρων τους. Για τη δραστηριότητα όμως αυτή θα δούμε περισσότερα στο επόμενο
κεφάλαιο.

996
Από τη Γερμανία είχαν μάλιστα σταλεί και σανίδες για τη συσκευασία των αποθεμάτων (η σχετική
ξυλεία σπάνιζε και ήταν αντικείμενο επίταξης), οι οποίες βρίσκονταν ακόμα στις αποθήκες της
εταιρείας. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»), υποφάκελος «Υπόθεση Deter,
προσθήκη 9.2001», επιστολή Deter προς τον Π. Εξαρχάκη, 24 Οκτωβρίου 1948 («Αφορά: φόρους»). Η
επιστολή αυτή είναι γραμμένη με προφανή σκοπό να βελτιώσει την εικόνα του Deter και να τον
βοηθήσει στην επίλυση των προβλημάτων που είχε με την ελληνική δικαιοσύνη, ωστόσο η αναφορά
του σε συγκεκριμένες ποσότητες που είναι καταγεγραμμένες στις αποθήκες της εταιρείας, δίνουν
στους συγκεκριμένους ισχυρισμούς (σε αντίθεση με κάποιους άλλους που περιέχονται στην ίδια
επιστολή) αρκετή αληθοφάνεια.
997
Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 8/8/1947, «Δικάζεται ο Ντέτερ, προστατευόμενος του Μποδοσάκη». Η
εταιρεία κατέγραφε πάντως επίσημα κέρδη το πρώτο διάστημα της κατοχής. Στον ισολογισμό της
ης
31 Δεκεμβρίου 1941 (υπογεγραμμένο και από τους Deter και Τσιρόπουλο), η Εριουργία
παρουσίαζε μικτά κέρδη σχεδόν 400.000.000 δραχμών (περίπου τα 2/3 του ενεργητικού) από τα
οποία τα καθαρά ανέρχονταν σε 215.813.674,63 δρχ. (τα 762.213,88 πήγαιναν στην επόμενη χρήση).
Για τον δημοσιευμένο ισολογισμό βλ. για παράδειγμα την εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών,
3/10/1942. Η προβληματική φύση των κατοχικών ισολογισμών, η δυσκολία των υπολογισμών της
πραγματικής αξίας των αναφερόμενων ποσών και το κίνητρο των εταιρειών να «ξεφορτωθούν» τις
πληθωριστικές δραχμές κάνουν δύσκολο τον υπολογισμό των πραγματικών κερδών (ή ζημιών) κατά
την κατοχή χωρίς επιπλέον στοιχεία.
998 η
Ως ημερομηνία πώλησης αναφερόταν η 20 Μαΐου 1944. NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs
5201-5240 (Box 24 folder 7), BCIS [Balkan Counter Intelligence Section], “Greece - Reports on
Economic Collaborators. No. 3”, Secret, 24/4/1946.

578
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Β) Πυρομαχικά

Πλην του ζητήματος της έναρξης της παραγωγής για γερμανικό πολεμικό υλικό, υπήρχε και
εκείνο της τύχης των ημιτελών πυρομαχικών που βρίσκονταν στις εγκαταστάσεις. Οι
ποσότητες βλημάτων που βρίσκονταν στα τέλη καλοκαιριού ή αρχές φθινοπώρου του 1941
στα εργοστάσια Υμηττού και Ελευσίνας δεν ήταν ασήμαντες (βλ. πίνακες 8.1 και 8.2). Εκτός
από τα λίγο παραπάνω από 1.000 συσκευασμένα βλήματα, στην Ελευσίνα υπήρχαν γύρω
στα 6.500 σχεδόν έτοιμα βλήματα και μερικές δεκάδες χιλιάδες ακόμα σε διάφορα στάδια
κατασκευής. Κάποιες δεκάδες χιλιάδες ακόμα περιβλήματα περίμεναν στον Υμηττό για να
ολοκληρωθεί η επεξεργασία τους και να πληρωθούν με εκρηκτικά. Στο πυριτιδοποιείο
υπήρχαν επίσης αρκετές δεκάδες χιλιόμετρα φυτιλιών, εκατοντάδες τόνοι εκρηκτικών
γεμισμάτων, καθώς και πολλές χιλιάδες καψουλιών και πυροσωλήνων που προορίζονταν
για τα βλήματα αυτά.999 Επιπλέον, στην εταιρεία Ματζαφλέρη και Παπάτζικου στη
Θεσσαλονίκη βρίσκονταν αποθηκευμένοι ακόμα 2.200 τόνοι «παλιών πυρομαχικών», που
φαίνεται πως μάλλον δεν κατέληξαν στην ΕΕΠΚ.1000
Φαίνεται πως μεταξύ των γερμανικών αρχών επικρατούσε ακόμα και τον
Σεπτέμβρη του 1941 μια αναποφασιστικότητα ως προς το ποια και πόσα από τα βλήματα

999
Βλ. BA-MA, RW 29/95, Anlage 1, “Α. Fertigungszustand der im Werk Eleusis liegenden Beständen
an Artilleriemunition“ και „B. Zur Vervollständigung der im Werk Eleusis liegenden Munitionsteile zu
vollständigen Schissen fehlende Teile“, Anlage 2, „Übersicht über die im Werk Hymettos in
Bearbeitung oder mechanisch fertig bearbeiteten Geschosshüllen“ και Anlege 3, „Übersicht über den
Bestand der Pulverfabrik an Pulver, Sprengstoff usw. (Zusammengestellt nach Angaben der
Werksleitung.)“.
1000
BArch, R 3101/31041, Wirtschafts-Kommando Saloniki: „Zusammenstellung gemeldeter, erfasster,
sichergestellter oder beschlagnahmter Rohstoffe und Materialien, Stand am 27.5.41“. Ο
συγκεκριμένος πίνακας δεν διευκρινίζει την ακριβή σημασία του χαρακτηρισμού «παλιά», αλλά
μάλλον πρόκειται απλώς για αποθηκευμένα πυρομαχικά που προορίζονταν για τα παλαιότερα
πυροβόλα του ελληνικού στρατού και δεν ήταν απαραίτητα σε αχρηστία. Σε άλλο έγγραφο
αναφέρεται ότι στις εγκαταστάσεις των Μαντζαφλέρη και Παπάτζικου κοντά στον Γαλλικό ποταμό
στη Νέα Μαγνησία βρίσκονταν 140.000 τεμάχια (αλλού αναφέρονται ως 130.000) οβίδων των 75
χιλιοστών, τις διαπραγματεύσεις για την απενεργοποίηση των οποίων από την ΕΕΠΚ είχαν αναλάβει
Γερμανοί αξιωματικοί (BA-MA, RW 29/107, Kriegstagebuch, Blatt Nr. 87, 29/7/1941 και Nr. 88,
30/7/1941). Τον επόμενο όμως μήνα φαίνεται πως οι Γερμανοί συζητούσαν την ανάληψη των
σχετικών εργασιών με κάποιον Καζάκο που ασχολούνταν με την παραγωγή εκρηκτικών στην
Θεσσαλονίκη (BA-MA, RW 29/108, Kriegstagebuch, Blatt Nr. 144, 13/11/1941, καθώς και Blatt Nr.
155, 24 και 25 Οκτωβρίου 1941, αλλά και Blatt Nr. 194, 5 Δεκεμβρίου 1941).

579
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αυτά (ή τα πυρομαχικά μικρών όπλων πεζικού) άξιζε να ολοκληρωθούν για τη Wehrmacht.


Σε σχετική γερμανική έκθεση δίνονται για παράδειγμα 11 πιθανές προτάσεις για το μέλλον
διάφορων ημιτελών τύπων βλημάτων και την πιθανή επανέναρξη της παραγωγής. Το
μεγαλύτερο ενδιαφέρον από γερμανικής πλευράς συγκέντρωναν, όπως είναι φυσικό, τα
βλήματα που χρησιμοποιούνταν από πυροβόλα που διέθετε και η Wehrmacht.1001

Άδεια
περιβλήματα
με χάλκινο Βλήματα υπό
Είδος βλήματος δαχτυλίδι επεξεργασία Παρατηρήσεις
7,5cm M 19
Schneider (ορεινό) 9.800 4.930 Με κάλυκες
7,5cm Skoda 680 3.200
7,5cm M 97
Schneider
(ελαφρύ) 0 9.500
8,5cm M 25
Schneider
(παλαιά) 0 3.415
8,5cm M 25
Schneider (νέου
τύπου) 1.281 17.100
Μερικά με μετρικό σπείρωμα
πυροκροτητή, άλλα με τύπου
8,8cm Flak Krupp 1.627 15.100 Whitworth
10,5cm M 19
Schneider (ορεινό) 100 8.940
10,5cm Skoda 408 7.800
10,5cm M 25
Schneider 362 20.200
15cm Skoda 0 4.180
Βόμβες 50 κιλών 0 400
Βλήματα όλμου Έτοιμα, άβαφα, χωρίς Υπό
8,1cm Brandt άδεια πτερύγια Έτοιμα για βάψιμο επεξεργασία
Μικρού
βεληνεκούς 5.535 7.163 2.700 13.111
Μεγάλου
βεληνεκούς 0 3.030 0 4.000
Καπνογόνα 0 3.350 105 3.317
Πίνακας 8.1: Περιβλήματα οβίδων του εργοστασίου Υμηττού που βρίσκονται υπό επεξεργασία ή είναι
μηχανικώς έτοιμα (9/1941). Πηγή: BA-MA, RW 29/95.

1001
Βλ. BA-MA, RW 29/95, Heinrich, Major W.Bfh Südost (AOK 12) O.Qu. “Bericht über Besichtigung
von Werken des Bodosakis Konzern“, O.U., 19/9/1941.

580
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ολοκληρωμένα, Γεμάτα, Γεμάτα,


Γεμάτα με
Είδος συσκευασμένα τρυπημένα ατρύπητα
προσαρμοσμένο Σύνολο
βλήματος και έτοιμα για χωρίς χωρίς
πυροκροτητή
επιθεώρηση πυροκροτητή πυροκροτητή
7,5cm M 19
Schneider
(ορεινό) 765 2.789 10.051 12.438 26.043
7,5cm Skoda 0 1.081 4.080 5.509 10.670
8,5cm M 25
Schneider
(ελαφρύ) 0 1.962 0 22 1.984
8,5cm M 25
Schneider
(βαρύ) 0 367 3 6 376
8,8cm Flak
Krupp 0 0 0 0 0
10,5cm M 19
Schneider
(Ορεινό) 300 179 0 3.550 4.029
10,5cm Skoda 0 0 0 100 100
10,5cm M 25
Schneider 0 25 35 100 160
15cm Skoda 0 0 0 295 295
Όλμος 8,1cm
Brandt 0 0 0 11.000 11.000
15,5cm M 17
Schneider 0 77* 0 3 80
Πίνακας 8.2: Βλήματα πυροβολικού που βρίσκονται στο εργοστάσιο Ελευσίνας, ανά φάση
παραγωγής (9/1941). Πηγή: BA-MA, RW 19/95.
*Στο πρωτότυπο αναφέρονται ως 70, αλλά μάλλον πρόκειται περί λάθους. Ο αριθμός διορθώθηκε
ώστε να συμφωνεί με το άθροισμα του πρωτότυπου πίνακα.

Οι περισσότεροι από τους τύπους βλημάτων του ελληνικού πυροβολικού δεν ήταν
συμβατοί με τα πυροβόλα σε γερμανική υπηρεσία και θα ήταν μάλλον περισσότερο
πολύτιμοι για τους μικρότερους συμμάχους του Άξονα που διέθεταν τέτοια πυροβόλα σε
σχετικά μεγάλους αριθμούς. Όμως αρκετές από τις κατακτημένες χώρες της Ευρώπης
διέθεταν πυροβόλα συμβατά με ελληνικά πυρομαχικά, μέρος των οποίων είχε περάσει στα
χέρια της Wehrmacht. Εξάλλου υπήρχαν και βλήματα που κατασκευάζονταν για γερμανικής
κατασκευής πυροβόλα, όπως αυτά των 88 χιλιοστών που προορίζονταν για τα σύγχρονα
πυροβόλα της Krupp που είχε εισαγάγει η Ελλάδα λίγο πριν τον πόλεμο. Φαίνεται μάλιστα
πως στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ υπήρχαν τόσο τα βλήματα των 88 χιλιοστών που
κατασκευάζονταν με την πατέντα της ΕΕΠΚ για την χρήση βρετανικού πυροκροτητή (αυτά
που αναφέρονται ότι έχουν σπείρωμα τύπου Whitworth), όσο και εκείνα που προορίζονταν
για να χρησιμοποιηθούν με γερμανικούς πυροκροτητές (με μετρικό σπείρωμα M50x3).
Όπως είδαμε παραπάνω, ο Μποδοσάκης δεν είχε λάβει άδεια για την παραγωγή των

581
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γερμανικών πυροσωλήνων, με αποτέλεσμα το σχετικό απόθεμα σε γερμανικούς


πυροκροτητές να κόντευε να εξαντληθεί πριν τη γερμανική εισβολή. Δεν είναι σαφές αν τα
βλήματα με μετρικό σπείρωμα ήταν ένδειξη της (παράνομης και ως εκ τούτου κρυφής)
προσπάθειας κατασκευής αντιγραμμένων γερμανικών πυροκροτητών (για την οποία
πάντως οι βιογραφίες του Μποδοσάκη δεν αναφέρουν τίποτα), ή αν αποτελούσαν
καθυστερημένες παραδόσεις των τελευταίων παρτίδων με γερμανικούς πυροκροτητές. Ο
Deter πάντως ανέφερε στην μεταπολεμική ανάκρισή του πως οι εγκαταστάσεις παρήγαγαν
κατά τις πρώτες μέρες της δικής του διοίκησης μόνο «βρετανικά πυρομαχικά» και πως ο
ίδιος είχε προτείνει τη συνέχιση της παραγωγής με βάση τα υπάρχοντα αποθέματα πρώτων
υλών, αφού η αλλαγή σε γερμανικά πυρομαχικά θα απαιτούσε χρόνο. Οι γερμανικές
στρατιωτικές αρχές όμως αρνήθηκαν το σχέδιό του και σταμάτησαν την παραγωγή.1002
Παρά τα λεγόμενα του Deter ωστόσο, οι γερμανικές αρχές αποφάσισαν τελικά να
συνεχίσουν τη λειτουργία της ΕΕΠΚ, τουλάχιστον μέχρι να ολοκληρωθούν οι ημιτελείς
ποσότητες πυρομαχικών που βρίσκονταν στις εγκαταστάσεις της, αν και φαίνεται ότι,
αρχικά τουλάχιστον, υπήρξαν και παραγγελίες για νέα πυρομαχικά. Μία από τις πρώτες
τους αποφάσεις ήταν λοιπόν να ζητήσουν από τις ελληνικές αρχές να χρηματοδοτήσουν
εκείνες τη λειτουργία του συγκροτήματος Μποδοσάκη και της πολεμικής παραγωγής του.
Από τα τέλη κιόλας Μαΐου γερμανική έκθεση θεωρούσε πως η καθυστέρηση ανάθεσης
παραγγελιών από την Luftwaffe προς το Καλυκοποιείο επιδείνωνε την οικονομική
κατάστασή του, σε αντίθεση με το πυριτιδοποιείο το οποίο είχε μόλις δεχτεί γερμανική
παραγγελία αξίας 550.000.000 δραχμών για πυρομαχικά. Το τεράστιο αυτό ποσό (ίσο
σχεδόν με τη σύμβαση της ΕΕΠΚ του 1939 που είδαμε παραπάνω –που όμως θα
πληρωνόταν σε βάθος δεκαετίας) χρεώθηκε στην κατοχική κυβέρνηση αφού τα πυρομαχικά
θεωρούνταν λάφυρο πολέμου.1003 Η κατοχική κυβέρνηση δέχτηκε να συμβάλει στην

1002
NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3201-3270 (Box 15, folder 2), “Interrogation report no. 1,
on Walter Deter”, Nov. 1945. Δεν είναι πάντως σαφές τι εννοεί ο Deter με τη φράση «βρετανικά
πυρομαχικά». Η βρετανική παραγγελία προ της εισβολής αφορούσε κυρίως σφαίρες που δεν ήταν
του τυπικού «αγγλικού» διαμετρήματος (ήταν των δηλαδή 7,92 χιλ. και όχι 7,7 ή 0,303 της ίντσας),
ενώ και οι βρετανικού τύπου πυροσωλήνες προορίζονταν για τα γερμανικά βλήματα των 88. Εκτός
του βρετανικού πυροσωλήνα θα μπορούσε να εννοεί τα βλήματα των 6 ιντσών που είχαν επίσης
παραγγελθεί ή αυτά των 40 χιλιοστών για τα οποία είχε υπογραφεί σύμβαση με τη Bofors. Στις
λίστες όμως με τα ημιτελή πυρομαχικά της εταιρείας δεν εμφανίζονται σημαντικές ποσότητες των
βλημάτων αυτών και δεν είναι βέβαιο αν και σε ποιες ποσότητες παρήχθησαν τελικά.
1003
BA-MA, RW 19/5533, AOK 12 – IV Wi (VO Wi Rü Amt) Oberst Wendt Nr. 2297/41 προς OKW/ Wi
Rü Amt/Ia, 31/5/1941. Ως επιχείρημα για τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης αναφερόταν

582
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

«σωτηρία» της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής δίνοντας αρχικά 30.000.000 δρχ. για
την μισθοδοσία του προσωπικού, μέχρι να ολοκληρωθεί η παραγωγή της μεγάλης
ποσότητας οβίδων του ελληνικού πυροβολικού που βρισκόταν ημιτελής στις εγκαταστάσεις
της εταιρείας. Τα βλήματα αυτά θα παραλαμβάνονταν από το αρμόδιο ελληνικό υπουργείο
και θα παραδίδονταν στους Γερμανούς ως πολεμική λεία.1004
Στα μέσα Σεπτέμβρη ο Deter ζήτησε μέσω του Altenburg από την κυβέρνηση
συνεργασίας του Τσολάκογλου ακόμα 200.000.000 δραχμές για μισθούς και ημερομίσθια,
ποσό σχεδόν ισόποσο (αν και μικρότερης αξίας λόγω του πληθωρισμού που είχε ήδη
αρχίσει να γίνεται αισθητός) με αυτό που είχε εκταμιεύσει λίγο πριν την έναρξη του
πολέμου η κυβέρνηση Μεταξά για το εκτεταμένο πρόγραμμα πυρομαχικών του ελληνικού
στρατού. Σε αντίθετη περίπτωση απειλούσε ότι θα απολύσει 12.000 εργαζόμενους. Ο
Τσολάκογλου προτίμησε να χρηματοδοτήσει τις πολεμικές παραγγελίες του εχθρού στις
ελληνικές επιχειρήσεις παρά να ρισκάρει να θεωρηθεί υπεύθυνος για την απόλυση
κάποιων χιλιάδων εργαζομένων ή να εκθρονιστεί από τις δυνάμεις κατοχής για έλλειψη
συνεργασίας. Οι αιτίες δεν ήταν βέβαια μόνο ανθρωπιστικές (η πείνα είχε αρχίσει να έχει
τα πρώτα θύματά της) αλλά και σαφέστατα πολιτικές, αφού οι απολυμένοι θα μπορούσαν
να προκαλέσουν πολιτική αναταραχή, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο το «έργο» (ή ακόμα και την
επιβίωσή) της κατοχικής κυβέρνησης. Έτσι λίγες μέρες αργότερα η κυβέρνηση δέχθηκε να
πληρώσει 100.000.000 δραχμές για την συνέχιση της παραγωγής.1005 Το ποσό αυτό
αντιστοιχούσε περίπου σε 4.700 χρυσές λίρες με ισοτιμία Οκτωβρίου 1941 (21.300 δραχμές
ανά χρυσή λίρα), αν και η αξία του θα μειωνόταν από τον πληθωρισμό ακόμα περισσότερο
μέχρι να πληρωθούν και οι τελευταίοι μισθοί κατά τους επόμενους μήνες της παραγωγής.
Δεν είναι απολύτως σαφές πότε δόθηκαν τελικά τα χρήματα αυτά, αλλά ο φόβος
του πληθωρισμού ώθησε τις αρχές να προχωρήσουν σε προκαταβολική αποταμίευση του
ποσού, που πήρε όμως τη μορφή δανείου προς την ΕΕΠΚ. Σύμφωνα με το σχετικό
νομοθετικό διάταγμα τον Απρίλιο του 1942, η προκαταβολή ήταν άτοκη και θα
μετατρεπόταν σε έντοκη (με μόλις 5% όμως τόκο) μόνο μετά την πάροδο ενός έτους και αν

και στην έκθεση αυτή η αποφυγή μαζικής ανεργίας. Αυτό το αρχικό ποσό είναι αβέβαιο αν τελικά
εκταμιεύτηκε στο σύνολό του.
1004
AA-PA, R 105896, Clodius Handakten, Band No. 4, AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit der
Abteilung…“.
1005
BA-MA, RW 29/94, Πολεμικό ημερολόγιο (Wbfh. Südost-V.St. Athen), καταχώρηση 19
Σεπτεμβρίου 1941 και Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation …, σσ. 317-318.

583
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ως τότε δεν είχε γίνει αποπληρωμή του χρέους, ενώ για το πόσο αυτό έμπαινε ως υποθήκη
ακίνητη περιουσία της εταιρείας.1006
Όταν, παραπάνω από μισό χρόνο μετά την απόφαση για ολοκλήρωση των
μισοτελειωμένων πυρομαχικών του ελληνικού στρατού, γίνονταν προχωρημένες
συζητήσεις για την απομάκρυνση της παραγωγής από την Ελλάδα, στις αποθήκες της ΕΕΠΚ
βρίσκονταν ακόμα αρκετά σημαντικές ποσότητες ημιτελών πυρομαχικών. Όπως φαίνεται
στον πίνακα 8.3 η παραγωγή είχε προχωρήσει αλλά μάλλον με όχι ακριβώς ικανοποιητικούς
ρυθμούς. Δυστυχώς δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες για τα βλήματα που μπορεί να
απομακρύνθηκαν από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας, αν και είναι επιβεβαιωμένο το
ενδιαφέρον της Ρουμανίας για κάποιες ποσότητες που βρίσκονται σε άλλο πίνακα της
πρωτότυπης έκθεσης.1007 Τα συσκευασμένα έτοιμα βλήματα της παρούσας λίστας

1006
Ν.Δ. 1202 «Περί εγκρίσεως γενομένων προκαταβολών εκ του Δημοσίου Ταμείου», ΦΕΚ 82Α/10-
4-1942. Το διάταγμα περιλαμβάνει προκαταβολές για 27 διαφορετικές περιπτώσεις, οι περισσότερες
από τις οποίες αφορούν δήμους και ασφαλιστικά ταμεία. Ωστόσο τα μεγαλύτερα ποσά έχουν να
κάνουν με περιπτώσεις όπου εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα οι αρχές κατοχής: έτσι έκτος της ΕΕΠΚ
χρηματοδοτούνται οι Σιδηρόδρομοι (ΣΠΑΠ και ΣΕΚ συνολικά 740.400.000 δρχ., η συντριπτική
πλειονότητα για δικαιώματα από στρατιωτικές μεταφορές), ο Λιμένας Πειραιώς (110.000.000), και η
«παρά τω Γερμανικώ Στρατηγείω υπηρεσία στρατιωτικών κατασκευών» (μάλλον πρόκειται για την
WBA, γνωστή και ως Υπηρεσία Δομησίμων Υλών – άτοκη προκαταβολή 100.000.000 μέχρι το τέλος
Ιουλίου 1942). Το μόνο άλλο μεγάλο ποσό που αφορά μοναδικό συγκεκριμένο παραλήπτη είναι τα
150 εκατομμύρια στο Γενικό Ταμείο Αγροφυλακής για «την αντιμετώπισιν ταμειακών αναγκών των
ταμείων Αγροφυλακής Κράτους» (υπάρχαν και άλλα μικρότερα ποσά σε διαφόρους παραλήπτες). Το
μεγάλο την εποχή εκείνη δάνειο στην ΕΕΠΚ, εξανεμίστηκε από τον πληθωρισμό το επόμενο
διάστημα και μάλλον πληρώθηκε εύκολα από τον Deter πριν την απελευθέρωση.
1007
Φαίνεται πως αρκετά από τα βλήματα αυτά τελικά κατέληξαν στο ρουμανικό πυροβολικό, και το
πιθανότερο είναι να μεταφέρθηκαν στο ανατολικό μέτωπο για να χρησιμοποιηθούν κατά του
Ερυθρού Στρατού. Το βέβαιο είναι ότι μεταπολεμικά η ΕΕΠΚ κατέγραφε απαίτηση 35.894 χρυσών
λιρών κατά του ρουμανικού Δημοσίου, την οποία χρησιμοποίησε ως ασφάλεια για την χορήγηση
δανείου από το Ελληνικό Δημόσιο. Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ3Φ11, «Έκθεσις του Διοικητικού Συμβουλίου
επί των πεπραγμένων κατά την χρήσιν 1944 προς την τακτικήν γενικήν συνέλευσιν των μετόχων της
24 Απριλίου 1946». Η μεταφορά όπλων και πυρομαχικών του κατακτημένου ελληνικού στρατού και
της πολεμικής του βιομηχανίας προς τη Ρουμανία μετά από γερμανική άδεια δεν ήταν πάντως κάτι
καινούργιο. Η σημασία του ρουμανικού πετρελαίου για τη Γερμανία και οι ανάγκες του ρουμανικού
στρατού για εξοπλισμούς ήταν τέτοιες που ήδη από το 1940 είχε υπογραφεί συμφωνία για την
ανταλλαγή όπλων και πυρομαχικών (συχνά προερχόμενων από υλικό κατακτημένων χωρών που
ήταν συμβατό με αυτό του ρουμανικού στρατού) με πετρέλαιο σε σταθερές ισοτιμίες, γεγονός που

584
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

φαίνονται αυξημένα κατά τον Μάιο του 1942 σε σχέση με αυτά του Σεπτεμβρίου μόνο κατά
1.089 Schneider M19 των 75 χιλιοστών και 600 τύπου M25 των 85 χιλιοστών.1008 Η
εμφάνιση στο πίνακα «γιαπωνέζικων» πυρομαχικών (“Jap.”) των 75 χιλιοστών μάλλον
αφορά στην ανολοκλήρωτη παραγγελία 12.000 βλημάτων για τον κινέζικο στρατό, για τα
οποία είχε ληφθεί απόφαση λίγες μέρες πριν την κατάρρευση να εφοδιαστούν με ειδικά
γεμίσματα ώστε να δύνανται να χρησιμοποιηθούν από ελληνικά πυροβόλα. Τα ιταλικά
βλήματα προορίζονταν για ιταλικά πυροβόλα που είχαν πέσει στα χέρια των Βρετανικών
δυνάμεων στη Β. Αφρική και είχαν παραδοθεί στον ελληνικό στρατό.1009 Δεν είναι γνωστή η
προέλευση των «ρωσικών» βλημάτων (η Ελλάδα διέθετε γαλλικά και γερμανικά πυροβόλα
των 75 χιλιοστών και δεν φαίνεται να είχε εισάγει πυρομαχικά από τη Ρωσία), αλλά μια
πιθανότητα θα ήταν να πρόκειται για παρτίδα που δεν πρόλαβε να παραδοθεί στους
Ισπανούς Δημοκρατικούς (οι οποίοι είχαν παραλάβει ρωσικό οπλισμό) πριν το τέλος του
εμφυλίου που σπάρασε τη χώρα τους.

μείωνε το κόστος για τη Γερμανία σχεδόν κατά 50%. Σημαντικό ρόλο στο κλείσιμο της συμφωνίας
είχε παίξει ο Neubacher, που είχε μόλις διοριστεί (τον Φεβρουάριο 1940) στο Βουκουρέστι ως
Ειδικός Πληρεξούσιος για Οικονομικά Θέματα. Βλ. Eichholtz, Dietrich (translated by John Broadwin):
War for Oil. The Nazi Quest for an Oil Empire, Potomac Books, Washington DC, 2012, σσ. 22-24.
1008
Οι Γερμανοί πάντως είχαν πρόθεση να μεταφέρουν δικά τους πυρομαχικά στις εγκαταστάσεις,
αφού ανάφεραν ότι είχαν αδειάσει 12 ειδικές αποθήκες στις εγκαταστάσεις της Ελευσίνας γι’ αυτόν
το σκοπό. AA-PA, R 105896, Clodius Handakten, Band No. 4, AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit
der Abteilung Rohstoff-Allgemein, Unterabteilung Immobilien, Übernahme wichtiger Betriebe in
Besitz und Eigentum“.
1009
ΓΕΣ/ΔΙΣ: Εφοδιασμοί του Στρατού εις Υλικά Οπλισμού και Πυρομαχικών Πυροβολικού και Πεζικού
και τον Πόλεμον 1940-41, Εκδόσεις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1982, σσ. 95-96 και 58-
60.

585
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Α) Έτοιμα, γεμάτα και συσκευασμένα πυρομαχικά


Παρατηρήσεις
Πυροβόλου 75mm
βλήματα 75/19/S 1.854 Schneider mod. 19
βλήματα 105/19/S 300
βλήματα 85/25/S 600

Β) Βλήματα που δύνανται να ολοκληρωθούν


βλήματα 75/19/S 1.620
βλήματα 75 Skoda 1.080
βλήματα 105/19/S 120
βόμβες 100 L. 156

Γ) Λοιπά σε διάφορες φάσεις κατασκευής


γεμάτα αλλά γεμάτα και γεμάτα, με γεμάτα, χωρίς
ατρύπητα τρυπημένα πυροκροτητή πυροκροτητή
βλήματα 75/19/S 12.438 10.060 0 0
βλήματα 105/19/S 3.422 0 56 16.016
βλήματα 105/25/S 110 0 0 290
βλήματα 155/17/S 11 0 78 3.400
βλήματα 75 Skoda 5.509 3.040 0 0
βλήματα 105
Skoda 295 0 0 0
βλήματα 75/904 0 4.054 0 0
βλήματα 75/Jap. 0 12.000 0 0
βλήματα 75/Russ. 0 3.437 0 0
βλήματα 65/Ital. 0 150 0 0
βλήματα 85/25/S
l. 142 0 1.242 0
βλήματα 85/25/S
Schw. 11 0 367 0
βλήματα 120/50
M.R. 0 10 0 0
βλήματα 88 A/A
Flak 0 2.421 0 0
βλήματα 80
Bofors 0 791 0 0
βλήματα 76
Hotchkiss Mar. 440 0 0 0
βλήματα 57/80
Hotchkiss Mar. 2.206 0 0 0
βλήματα όλμου
Brandt 81mm 11.893 0 0 0
Πίνακας 8.3: Βλήματα πυροβολικού στο εργοστάσιο Ελευσίνας, Μάιος 1942. Πηγή: BA-MA, RW
29/97 (Λίστα αποθεμάτων αρ. 3). Τα μοντέλα βλημάτων παραθέτονται όπως στο πρωτότυπο

586
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

(μεταφρασμένα). Οι πρώτοι αριθμοί στα βλήματα (πρώτη στήλη) είναι το διαμέτρημα σε χιλιοστά,
ενώ οι δεύτεροι (μετά την κάθετο) τα μοντέλα. Επιπλέον, το S υποδεικνύει πυροβόλα Schneider,
το Α/Α αντιαεροπορικά και το l. ελαφρά (leicht), ενώ το Schw. βαρέα (Schwer). Τα βλήματα
85/25/S l. για παράδειγμα αφορούν μοντέλο M25 των 85 χιλιοστών της Schneider (ελαφρά).

Δεν είναι πάντως εύκολο να βγάλει κανείς κάποια ακριβή συμπεράσματα για τις
ποσότητες της κατοχικής παραγωγής με βάση μόνο αυτούς τους δύο πίνακες. Από όσα είναι
δυνατόν να συμπεράνουμε, φαίνεται πως η παραγωγή της περιόδου πρέπει να εστιάστηκε
περισσότερο στα βλήματα Schneider των 75, 85 και 105 χιλιοστών και στα γερμανικά
αντιαεροπορικά (Flak) 88 χιλιοστών της Krupp. Στα τελευταία δύο μοντέλα δεν υπάρχουν
συσκευασμένα πυρομαχικά τον Μάιο 1942, αλλά στα ημιτελή η διαφορά είναι σημαντική
σε σχέση με αυτά που βρίσκονταν στις ίδιες εγκαταστάσεις μερικούς μήνες πριν (19.914
αντί 4.029 για τα Schneider M19 των 105 χιλιοστών και 2.421 αντί για 0 για τα Krupp των 88
χιλιοστών). Οι συμμαχικές υπηρεσίες πάντως υπολόγιζαν κατά την κατοχή τις ημερήσιες
παραγωγικές δυνατότητες των εγκαταστάσεων της ΕΕΠΚ σε 3.000 για βλήματα
πυροβολικού, 1.000.000 για εκείνα των ελαφρών αντιαεροπορικών πυροβόλων, 700 για
μικρές αεροπορικές βόμβες (30 λιβρών) και 600 για βλήματα όλμων.1010 Αν και μάλλον δεν
ολοκληρώθηκε πραγματικά μεγάλη ποσότητα πυρομαχικών, φαίνεται λοιπόν πως είχαν
ξεκινήσει εργασίες για τη μαζική παραγωγή βλημάτων, πριν τελικά αποφασιστεί η διακοπή
των σχετικών εργασιών.
Στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ υπήρχαν ακόμα σημαντικές ποσότητες εκρηκτικών και
άλλων υλικών που χρειάζονταν για την κατασκευή βλημάτων πυροβολικού και βομβών
αεροπορίας αλλά και αρκετές χιλιάδες τμήματα (κυρίως ουρές και σώματα) για
αεροπορικές βόμβες 30, 100, 300 και 500 λιβρών. Ανάμεσα στις ποσότητες αυτές
διακρίνονται και 10.850 κιλά εκρηκτικών (TNT) από τη Σερβία και άλλα 1.680 από την Ιταλία
(εταιρείας Bombrini), γεγονός που υποδηλώνει πως οι αρχές κατοχής πιθανώς να
μετέφεραν πρόσθετες πρώτες ύλες για την συνέχιση της πολεμικής παραγωγής της ΕΕΠΚ.
Τέλος στις εγκαταστάσεις βρίσκονταν επιπλέον σημαντικές ποσότητες πυρομαχικών χωρίς
γέμισμα καθώς και κάποιες ποσότητες πυρομαχικών μικρών όπλων (περίπου 1.400.000
σφαίρες, σχεδόν 1.000.000 καψούλια και σχεδόν 35.000 βλήματα και δεκάδες χιλιάδες
προωθητικά γεμίσματα για μικρούς ιταλικούς όλμους των 45 χιλιοστών και όλμους Brandt).

1010
TNA, WO 204/9201, “P.I.C. [Political Intelligence Centre] Paper no. 4, Axis Economic Exploitation
of Greece (compiled by the Ministry of Economic Warfare)”, 3 Ιουνίου 1943.

587
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ειδικά για τα εκρηκτικά (και όπως είδαμε κάποιες ποσότητες πυρομαχικών πυροβολικού)
ενδιαφέρονταν εκτός της Γερμανίας και η Ρουμανία.1011
Συγκριτικά, η πρόβλεψη για τις δυνατότητες της ΕΕΠΚ κατά την ημέρα της
επιστράτευσης προέβλεπε την ημερήσια παραγωγή 800.000 με 1.000.000 φυσιγγίων
πεζικού, 2.500 με 3.000 βλημάτων πυροβολικού (που όμως στην πράξη δεν ξεπέρασαν τα
1.000 με 2.000), 1.500 βλημάτων όλμων Brandt, 2.500 με 3.000 πυροσωλήνων Rheinmetall
και 1.000 πυροσωλήνων Brandt.1012
Ως μέτρο επιπλέον σύγκρισης παραθέτονται τα βλήματα που παρελήφθησαν από
την ΕΕΠΚ κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, 1940-41 (βλ. πίνακα 8.4).
Συγκρίνοντας τους πίνακες παρατηρούμε ότι η ΕΕΠΚ είχε ξεκινήσει προκατοχικά την
παραγωγή βλημάτων σε μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές των παραγγελιών, προφανώς
υπολογίζοντας πως οι μεγάλες ανάγκες του πολέμου θα απαιτούσαν επιπλέον παραγγελίες.
Επίσης φαίνεται ότι οι ποσότητες βλημάτων των οποίων η κατασκευή συνεχιζόταν επί
κατοχής, ειδικά εκείνες για τα πυροβόλα των 105 και 88 χιλιοστών, ήταν αρκετά σημαντικές
σε σχέση με την παραγωγή της εταιρείας την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Ασφαλώς όμως η παραγωγή αυτή – ακόμα και αν ολοκληρωνόταν – θα αντιπροσώπευε
σχετικά μικρό ποσοστό της συνολικής παραγωγής πυρομαχικών της Wehrmacht: η
συνολική παραγωγή βλημάτων άνω των 75 χιλιοστών από τις γερμανικές βιομηχανίες για
το 1941 ανερχόταν περίπου στις 27.000.000 μονάδες, από τις οποίες σχεδόν οι 12.000.000
αφορούσαν βλήματα για τα Flak των 88 χιλιοστών.1013

1011
BA-MA, RW 29/97, Der Deutsche Wirtschaftsoffizier, Athen, „Besprechungen über Abtransport
der bei den Werken des Bodosakis-Konzerns lagernden Sprengstoffe“, 29/5/1942 (& Anlage 1-6).
1012
Αρχηγείον Στρατού/Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού: Η προς Πόλεμον Προπαρασκευή του Ελληνικού
Στρατού 1923-1940, Έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1969, σελ. 56.
1013
Eichholtz D.: Geschichte der deutschen…, Band II, 1941-1943 Teil 2, σσ. 645-651, και Wagenführ R:
Die deutsche Industrie…, σελ. 182. Το επόμενο έτος η παραγωγή ήταν περίπου διπλάσια, με την
αύξηση να αφορά κυρίως βαρύτερα βλήματα πυροβολικού. Άσχετα από την περιορισμένη
παραγωγή των ημιτελών ελληνικών βλημάτων πάντως, οι παραγωγικές δυνατότητες του ΕΕΠΚ δεν
ήταν γενικά καθόλου ασήμαντες: όπως φαίνεται και από τον πίνακα 8.4, η επιχείρηση είχε
καταφέρει μέσα σε λιγότερο από 6 (εμπόλεμους) μήνες, και παρά τα όποια προβλήματα με τις
προμήθειες πρώτων υλών, να κατασκευάσει κάτι παραπάνω από 100.000 βλήματα πυροβόλων άνω
των 75 χιλιοστών και ακόμα περισσότερα βλήματα όλμων, πέρα από τα λίγα εκατομμύρια σφαιρών
και βλημάτων μικρότερου διαμετρήματος (κυρίως αντιαεροπορικών).

588
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Είδος Βλήματος Παραγγελθέντα Παραληφθέντα


Όλμου Brandt 81 χιλ. (κανονικό βλήμα) 257.560 114.949
Ορειβατικού πυρ. 75/19 265.000 34.190
Ορειβατικού πυρ. 105/19 102.000 36.273
Δισκελούς πυρ. 85/25 61.000 6.536
Δισκελούς πυρ. 105/25 40.000 25.227
Βαρέως πυροβόλου 155/17 31.000 5.829
Αντιαεροπορικού πυροβόλου 88 χιλ. 10.560 650
Πίνακας 8.4: Βλήματα όλμων και πυροβολικού (75 χιλ. και άνω) κατασκευασμένα από την ΕΕΠΚ
κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου (1940-41). Πηγή: Γενικό Επιτελείο
Στρατού/Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού: Εφοδιασμοί του Στρατού εις Υλικά Οπλισμού και
Πυρομαχικών Πυροβολικού και Πεζικού και τον Πόλεμον 1940-41, Εκδόσεις Διευθύνσεως Ιστορίας
Στρατού, Αθήνα, 1982, σελ. 95-99 και 219-222. Δεν περιέχονται τύποι που παραγγέλθηκαν χωρίς
να κατασκευαστούν (πχ. κινέζικα και ιταλικά βλήματα).

Γ) Εκρηκτικά

Ταυτόχρονα με τα πυρομαχικά το πυριτιδοποιείο παρασκεύαζε και σημαντικές ποσότητες


εκρηκτικών. Σύμφωνα με πληροφορίες που έφταναν στους Συμμάχους η παραγωγή
εκρηκτικών από το εργοστάσιο του Μαλτσινιώτη (Πυριτιδοποιείο) μπορεί να έφτανε τους
20 τόνους ημερησίως.1014 Αξίζει να σημειωθεί πως η πυρίτιδα πυροβόλων που παρήγαγαν
οι νέες εγκαταστάσεις του πυριτιδοποιείου προκατοχικά (αμέσως μετά την ολοκλήρωσή
τους) ήταν περίπου 20 τόνοι το μήνα.1015 Δεν έχουν προς το παρόν εντοπιστεί περισσότερα
λεπτομερή στοιχεία για την πραγματική παραγωγή εκρηκτικών την περίοδο 1941-44, όπως
όμως θα δούμε και παρακάτω, φαίνεται πως σε κάποιες τουλάχιστον περιόδους – αν όχι
στο μεγαλύτερο διάστημα – της κατοχής η παραγωγή ήταν τουλάχιστον διπλάσια της
προπολεμικής και περίπου αντίστοιχη με εκείνη της εμπόλεμης Ελλάδας.
Τα εκρηκτικά αυτά προορίζονταν τόσο για την εσωτερική αγορά όσο και για τις
αρχές κατοχής. Στον πίνακα 8.5 φαίνεται ενδεικτικά η κατανομή εκρηκτικών την περίοδο
Μαΐου-Ιουνίου 1942. Όπως θα περίμενε κανείς, οι ιδιώτες λαμβάνουν τις μικρότερες

1014 th
TNA, AIR 34/522, “Summary of Target Intelligence, Athens Area”, 14 June 1943. Καμιά φορά
παρόμοιες αναφορές για παραγωγή μονάδων της κατεχόμενης Ελλάδας φαίνεται να αφορούν τα
μέγιστα νούμερα που παρατηρήθηκαν λίγο πριν την κατοχή. Η συγκεκριμένη αναφορά όμως κάνει
λόγο για πρόσφατες πληροφορίες.
1015
Η ποσότητα αυτή αυξήθηκε σε περίπου 40-50 τόνους μέχρι τον Μάρτιο του 1941, βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ:
Εφοδιασμοί του Στρατού…, σσ. 80-81. Συνολικά κατασκευάζονταν προπολεμικά (1938) περίπου
1.700 τόνοι εκρηκτικών στην Ελλάδα (TNA, WO 204/9159, “Industrial Survey, Section III, Aircraft
repair works, armaments, explosives and general engineering”).

589
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ποσότητες, ενώ οι μεγαλύτερες πηγαίνουν στο γερμανικό ναυτικό και την αεροπορία, τους
κλάδους δηλαδή που είχαν και τη μεγαλύτερη παρουσία (και τις μεγαλύτερες ανάγκες)
στην περιοχή την περίοδο εκείνη. Για λόγους σύγκρισης αξίζει να αναφερθεί πως οι
πωλήσεις της εταιρείας τον Ιούνιο του 1939 ανερχόταν σε 8.865 κιλά δυναμίτιδας, 10.837,5
κιλά αμμωνίτη και 10.560 κιλά πυρίτιδας υπονόμων, καθώς και 232.250 καψύλλια
δυναμίτιδας και 50.800 μέτρα φυτιλιού (θρυαλλίδας).1016 Οι πωλήσεις στα εκρηκτικά, αν
και ελεγχόμενες πια απόλυτα από τις αρχές κατοχής, συνεχίζονταν έστω και μειωμένες.
Σύμφωνα με τον πίνακα, οι πωλήσεις στα καψούλια στα μέσα του 1942 έφταναν σχεδόν τις
μισές εκείνων του 1939, ενώ αυτές των φιτιλιών σημείωναν αξιόλογη άνοδο, κατά 100%
περίπου σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 1939.

Κατανομή εκρηκτικών από 26.5.42 ως 22.6.42


Εκρηκτικά (κιλά) Καψούλια (τεμάχια) φιτίλι (μέτρα)
Γερμ. Ναυτικό 5.305 24.300 30.600
Γερμ. Αεροπορία 3.092 55.150 53.150
Γερμ. Στρατός ξηράς 1.525 8.625 12.730
Ιδιώτες 790 4.860 4.930
Σύνολο 10.712 92.935 101.410
Πίνακας 8.5: Πηγή B.A.-M.A., RW 29/104, Der Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier, Athen
(Baustoffamt), Tätigkeitsbericht Nr. 2.

Μικρή ίσως έκπληξη αποτελεί πως οι ποσότητες εκρηκτικών που κατανέμονταν σε Έλληνες
ιδιώτες δεν ήταν ασήμαντες και αντιστοιχούσαν περίπου με το 50% εκείνων που λάμβανε ο
γερμανικός στρατός ξηράς. Οι ιδιώτες αυτοί του πίνακα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά
επιχειρήσεις που εργάζονταν για τις αρχές κατοχής. Αν και τα είδη αυτά θα μπορούσαν να
προκαλέσουν σημαντικά προβλήματα αν έπεφταν σε «λάθος» χέρια (αυτά δηλαδή της
αντίστασης), οι αρχές κατοχής αποδέχονταν ένα σχετικό ποσοστό κινδύνου, αφού
προφανώς θεωρούσαν τα κατοχικά έργα και τη συνέχιση της τοπικής παραγωγής κάποιων
τουλάχιστον ειδών ως καίριας σημασίας για την πολεμική τους προσπάθεια. Ενδεικτικά και
πάλι βλέπουμε (πίνακας 8.6) ότι στις αρχές Μαΐου 1942 τις μεγαλύτερες ποσότητες

1016
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ3Φ11, «Κατάστασις εμφαίνουσα την κίνησιν των πωλήσεών μας κατά το 1939».
Σύμφωνα με την Στατιστική Επετηρίδα του 1939, η συνολική ετήσια παραγωγή της χώρας για το
1938 ανερχόταν σε 254 τόνους πυρίτιδας υπονόμων, 79 τόνους μαύρης πυρίτιδας κυνηγιού, 13
τόνους άκαπνης πυρίτιδας, 495 τόνους δυναμίτιδας, 322 τόνους λοιπών εκρηκτικών υλών και 444
μέτρα φυτιλιού. Στις ποσότητες αυτές (που ίσως μειώθηκαν με το ξέσπασμα του πολέμου) δεν
περιλαμβάνονται τα εκρηκτικά γεμίσματα των πυρομαχικών, η παραγωγή των οποίων θα πρέπει να
αυξήθηκε σημαντικά, ειδικά το 1940.

590
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

λαμβάνει η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν, προφανώς για την εξαγωγή των απαραίτητων


υλικών που θα επέτρεπαν συνέχιση της παραγωγής του πολύτιμου για τα γερμανικά έργα
τσιμέντου, καθώς και κάποιες εργολαβικές εταιρείες (Ν. Γαβαλά και Αθηνά) που
χρειάζονταν τα εκρηκτικά για τα έργα που πραγματοποιούσαν κατόπιν εντολής των
ιταλικών αρχών κατοχής.
Όπως υπονοεί και ο πίνακας, σημαντικές ποσότητες εκρηκτικών ελληνικής (αλλά
πιθανώς και ξένης) παραγωγής διαχειρίζονταν οι ιταλικές δυνάμεις, γεγονός που
ενδεχομένως να σημαίνει πως οι ποσότητες του (γερμανικού) πίνακα 8.5 ίσως να
υποτιμούν κάπως τις πραγματικές πωλήσεις του μήνα. Εξάλλου, μετά την ιταλική
συνθηκολόγηση τον Σεπτέμβριο του 1943, οι Γερμανοί κατέσχεσαν περίπου 15,5 τόνους
διάφορων εκρηκτικών σε «εργοστάσια εκρηκτικών που διαχειρίζονταν οι Ιταλοί, και
συγκεκριμένα στις εταιρείες Γαλλογερμανική και Μαλτσινιώτης», τα οποία και μετέφεραν
στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ στην Ελευσίνα.1017

1017
Οι μεγαλύτερες ποσότητες αφορούσαν 5,5 τόνους Amatol και 4,9 ζελατινοδυναμίτιδας. BA-MA,
RW 19/5526, Der Deutsche Wehrwirtschaftoffizier, “Bericht“, Athen 12/9/1943 (το ίδιο έγγραφο και
σε BArch, R 3101/31040). Το πιθανότερο είναι να μην πρόκειται για κάποιο τμήμα του εργοστασίου
Μαλτσινιώτη της ΕΕΠΚ που βρισκόταν υπό ιταλικό έλεγχο. Εξάλλου, πλην το εργοστασίου αυτού,
υπήρχαν τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις με το όνομα Μαλτσινιώτης που επί κατοχής είχαν σχέσεις με
τις δυνάμεις κατοχής. Για την πρώτη από αυτές οι σχετικές μαρτυρίες κάνουν λόγο για παραγωγή ή
προμήθειες στολών και άλλων ειδών για τους Ιταλούς και δεν αναφέρουν κάτι για εκρηκτικά (ΓΑΚ,
Ειδ.Δ.Α., Βουλεύματα τόμος 2/1947, αρ. 129 και Πρακτικά τόμος 5/1947, δίκη υπ. αρ. 533-534). Για
τη δεύτερη όμως αναφέρουν ότι έκανε εμπόριο εκρηκτικών από πριν τον πόλεμο, αλλά «οι
κατακτητές δεν ενδιαφέρθηκαν καν για την επίταξή της» και προμήθευε κατόπιν διατακτικών
εκρηκτικά σε Έλληνες (σιδηροδρόμους, Ερ. Σταυρό κλπ). Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., Βουλεύματα τόμοι 2/1947
(αρ. 119) και 5/1947 (αρ. 483). Ακόμα όμως και αν η αναφορά εννοεί κάποια από τις επιχειρήσεις
αυτές, οι ποσότητες που κατασχέθηκαν από τους Γερμανούς είναι πολύ πιθανό να είχαν παραχθεί
από την ΕΕΠΚ.

591
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Είδος Ποσότητα Εταιρεία Με πιστοποιητικό


Εκρηκτικά 5kg πλινθοποιείο Κύκλωψ Baustoffamt
Φιτίλι 50m πλινθοποιείο Κύκλωψ Baustoffamt
Πυροκροτητής 30 τεμ. πλινθοποιείο Κύκλωψ Baustoffamt
Αμμωνίτιδα 180kg Τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν Baustoffamt
Ζελατινοδυναμίτης 80kg Τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν Baustoffamt
Πυροκροτητής Νr. 7 1.667 τεμ. Τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν Baustoffamt
Πυροκροτητής Νr. 8 333 τεμ. Τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν Baustoffamt
Φιτίλι 1.500m Τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν Baustoffamt
Πυρίτιδα 10kg Τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν Baustoffamt
Άτλας εταιρεία Μαρμάρων,
Δυναμίτες 260 τεμ. Γύψου και Ασβέστη Baustoffamt
Άτλας εταιρεία Μαρμάρων,
Πυροκροτητές 500 τεμ. Γύψου και Ασβέστη Baustoffamt
Άτλας εταιρεία Μαρμάρων,
Μαύρη πυρίτιδα 64kg Γύψου και Ασβέστη Baustoffamt
Ασβεστοβιομηχανία
Δυναμίτες 2kg Μαριολόπουλος Baustoffamt
Ασβεστοβιομηχανία
Πυροκροτητές 15 τεμ. Μαριολόπουλος Baustoffamt
Ασβεστοβιομηχανία
Φιτίλι 20m Μαριολόπουλος Baustoffamt
Εκρηκτικά 460kg Ν. Γαβαλάς Ιταλικής αποστολής
Δυναμίτες ΙΙ 120kg Εταιρεία Αθηνά Ιταλικής αποστολής
Πυροκροτητής Νr. 7 1.000 τεμ. Ν. Γαβαλάς Ιταλικής αποστολής
Πυροκροτητής Νr. 7 2.500 τεμ. Εταιρεία Αθηνά Ιταλικής αποστολής
Φιτίλι 1.000m Ν. Γαβαλάς Ιταλικής αποστολής
Φιτίλι 1.050m Εταιρεία Αθηνά Ιταλικής αποστολής
Πίνακας 8.6: Εκρηκτικά της Εταιρείας Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου σε ιδιώτες
(1.5.42 ως 15.5.42). Πηγή BA-MA, RW 29/104, Der Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier, Athen
(Baustoffamt), Tätigkeitsbericht Nr. 1, 1.6.42.

Κάποια στιγμή όμως μέρος των αποθηκευμένων ποσοτήτων εκρηκτικών


θεωρήθηκαν περισσευούμενες και έγινε προσπάθεια να απομακρυνθούν από την Αθήνα.
Οι περίπου 700 τόνοι που βρίσκονταν στην περιοχή την άνοιξη του 1942 δημιουργούσαν
κινδύνους λόγω των συμμαχικών βομβαρδισμών αλλά και της πιθανότητας κλοπών, και
προτάθηκαν για παραχώρηση στη Ρουμανία, η οποία ωστόσο δεν ενδιαφερόταν για το
σύνολο της ποσότητας.1018 Η κατάσταση αυτή οδήγησε στην μάλλον περίεργη απόφαση για

1018
Οι μέχρι τότε ατελέσφορες διαπραγματεύσεις με τη Ρουμανία για το σύνολο των εκρηκτικών
έκανε τις γερμανικές αρχές να σχεδιάζουν την απομάκρυνση των εκρηκτικών αυτών στην
ασφαλέστερη Θεσσαλονίκη. BA-MA, RW 19/2436, Rohstoffabteilung i (Ib), an den Herrn Chef des

592
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

καταστροφή περίπου 62 τόνων εκρηκτικών ελληνικών πυρομαχικών και 13.355 μέτρων


φιτιλιού (ενδεχομένως να πρόκειται περισσότερο για καταστροφή παλαιών πυρομαχικών
παρά για νέα υλικά). Αρκετά μεγαλύτερες όμως ποσότητες μεταφέρθηκαν τελικά στο
εξωτερικό: 10 βαγόνια με 131.311 κιλά πυρομαχικών (ολόκληρων ή σε τμήματα)
μεταφέρθηκαν στο Smederewo της Σερβίας, 88.532 κιλά πυρομαχικών μικρών όπλων στην
εταιρεία πυρομαχικών Erdmann-Wühle στο Theresienfeld της Αυστρίας, ενώ 14.342 κιλά
χάλκινα δαχτυλίδια, 2.297 κιλά φυσιγγίων, 8.224 κιλά καλύκων κ.α. στην εταιρεία
Mansfelder Kupfer- und Messingwerke A.G. στη Γερμανία. Αρκετά ακόμα εκρηκτικά
μεταφέρθηκαν από τις εγκαταστάσεις που γίνονταν και οι επισκευές αεροσκαφών στην
Ελευσίνα.1019
Οι ανάγκες όμως για εκρηκτικά παρέμεναν και η παραγωγή στη χώρα συνεχίστηκε.
Όταν για παράδειγμα στα τέλη του 1942 αυξήθηκαν οι ανάγκες για τα οχυρωματικά έργα
ειδικά στην Κρήτη, η ζήτηση σε καψούλια έφτασε τα 60.000 κομμάτια.1020 Η δρομολόγηση
πλήθους οχυρωματικών έργων (και ως ένα βαθμό η προσπάθεια αύξησης της εξορυκτικής
δραστηριότητας) αύξησε τις ανάγκες για εκρηκτικά μετά το 1942, με αποτέλεσμα να
υπάρχουν προς το τέλος της κατοχής ακόμα και προσωρινές ελλείψεις, παρά τη συνέχιση
της παραγωγής εκρηκτικών στην Ελλάδα. Στα μέσα του 1943 οι σημαντικά αυξημένες
ανάγκες μπορούσαν ακόμα να καλύπτονται από την παραγωγή της ΕΕΠΚ, αλλά είχε ήδη
αρχίσει να υπάρχει μια ανησυχία, αφού τα αποθέματα έφταναν για περίπου 2 με 2,5 μήνες
και τα συχνά προβλήματα με την προμήθεια καυσίμων και πρώτων υλών δεν διασφάλιζαν
την απρόσκοπτη παραγωγή στο μέλλον.1021

Stabes Ro II, Ro III, Ro V, „Wichtige Besprechungspunkte von Ro während der Reise des Herrn Chef
des Stabes vom 1. Bis 6.5.1942 zum Südosten“, 7 Mai 1942 (σημείο 2).
1019
BA-MA, RW 29/98, „Wesentliche Probleme November 1942“. Πρόκειται προφανώς για τις εκεί
εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ.
1020
BA-MA, RW 29/105, Der Deutsche Wehwirtschaftsoffizier Athen, „Tätigkeitsbericht Nr. 7
abgeschlossen mit dem 25. November 1942, 1/12/1942.
1021
Ο συντάκτης της έκθεσης διερωτιόταν αν στο μέλλον θα έπρεπε τελικά η παραγωγή της ΕΕΠΚ να
αντικατασταθεί από γερμανικές εισαγωγές. NARA, T-501 Roll 252, Der Deutsche
Wehrwirtschaftsoffizier, Athen, “Beitrag zur Lagebeurteilung für die Zeit vom 1 bis 15. Mai 1943“,
20/5/1943. Στα δελτία της Στατιστικής Υπηρεσίας καταγράφονται και κάποιες εισαγωγές εκρηκτικών,
ωστόσο αυτές ήταν πολύ μικρότερες της ελληνικής παραγωγής. Σύμφωνα με τα Μηνιαία Δελτία
Ειδικού Εμπορίου της Ελλάδος μετά των Ξένων Επικρατειών εισήχθησαν στη χώρα μόλις 65 κιλά το
1941, περίπου 3 τόνοι εκρηκτικών το 1942, 1,4 τόνοι το 1943 και 36 τόνοι το 1944, τη μοναδική
κατοχική χρονιά όπου οι δυσκολίες παραγωγής και οι αυξημένες ανάγκες οδήγησαν σε σχετικά

593
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Παρά τα όποια προβλήματα η παραγωγή συνεχίστηκε μέχρι και την τελευταία


περίοδο της κατοχής. Έκθεση του Μαΐου 1944 αναφέρει πως η μηνιαία παραγωγή
παρέμενε σταθερή στους 49 τόνους (δηλαδή περίπου όση και το 1940-41), ενώ οι
αποθηκευμένες πρώτες ύλες εξασφάλιζαν τη συνέχιση της παραγωγής για 3 ακόμη
μήνες.1022 Τα προβλήματα όμως που η γερμανική κατάρρευση επέφερε το καλοκαίρι του
1944 οδήγησαν τον επόμενο μήνα σε σημαντική μείωση της παραγωγής.1023 Η αξία της
παραγωγής εκρηκτικών ανερχόταν την περίοδο 16 Απριλίου – 15 Μαΐου 1944 σε
12.000.000.000 δραχμές, για να αυξηθεί στην επόμενη μηνιαία έκθεση σε 76.000.000.000
δραχμές αλλά να πέσει ξανά στα 36.150.000.000 στην μεθεπόμενη.1024 Η σημασία των
εκρηκτικών ήταν ωστόσο τέτοια που, όπως φαίνεται στην τελευταία έκθεση, τα
προβλήματα ανεφοδιασμού επιλύθηκαν και η παραγωγή ανέκαμψε προσωρινά, μέχρι να
διακοπεί εκ νέου με την γερμανική αποχώρηση.1025

αξιόλογες εισαγωγές του είδους. Ακόμα και αυτή η ποσότητα όμως φαίνεται ότι δεν υπερέβαινε την
παραγωγή 2 μηνών των ελληνικών εργοστασίων κατά την ίδια περίοδο.
1022
BA-MA, RW 29/93, Militärbefehlshaber Griechenland, Wehrwirtschaftstab, „Tätigkeitsbericht des
Wehrmachtbaustoffamtes Nr. 25 für die Zeit vom 16.4 bis 15.5.1944“, Athen, 17/5/1944. Την ίδια
περίπου περίοδο βρετανικές πηγές έκαναν λόγο για ολοκληρωτική παύση της σχετικής παραγωγής,
αν και ανέφερε περιορισμένη λειτουργία του εργοστασίου στην Αγία Παρασκευή. TNA, WO
204/8753, “Report on the Greek industries, March 1944”, σελ. 11.
1023
BA-MA, RW 29/93, Militärbefehlshaber Griechenland, Wehrwirtschaftstab, „Tätigkeitsbericht des
Wehrmachtbaustoffamtes Nr. 26 für die Zeit vom 16.4 bis 15.5.1944“ [sic, το σωστό είναι 16.5-15.6],
Athen, 17/6/1944.
1024
NARA, T-501 Roll 255, Militärbefehlshaber Griechenland, “Lagebericht für die Zeit Vom 16.4 bis
15.5.1944”, “Lagebericht für die Zeit Vom 16.5 bis 15.6.1944” & “Lagebericht für die Zeit Vom 16.6 bis
15.7.1944”. Σε περιόδους υπερπληθωρισμού όπως το καλοκαίρι του 1944 και για εκθέσεις που
ξεκινούν από τα μέσα του ημερολογιακού μήνα, οι μέσες μηνιαίες τιμές χρυσής λίρας είναι
ανεπαρκείς για την εξακρίβωση της πραγματικής αξίας των προϊόντων. Με δεδομένη όμως την
απουσία περαιτέρω στοιχείων για τις ημέρες που γίνονταν οι πληρωμές αυτές δεν μπορούμε παρά
να πάρουμε ως ενδεικτική τιμή για έναν πρόχειρο υπολογισμό την τιμή στο μέσο της μηνιαίας
περιόδου της κάθε έκθεσης, δηλ. την πρώτη του μηνός. Με βάση λοιπόν τις τιμές 1 Μαΐου, 1 Ιουνίου
και 1 Ιουλίου, τα παραπάνω ποσά αντιστοιχούν σε περίπου 258, 690 και 192 χρυσές λίρες
αντίστοιχα. Η πτώση στην αξία των γερμανικών παραγγελιών το καλοκαίρι του 1944 είναι πάντως
συνολικό φαινόμενο και δεν περιορίζεται στα εκρηκτικά. Κάποια επιπλέον ποσά θα δούμε
παρακάτω.
1025
BA-MA, RW 29/93, Militärbefehlshaber Griechenland, Wehrwirtschaftstab, „Tätigkeitsbericht des
Wehrmachtbaustoffamtes Nr. 27 für die Zeit vom 16.6 bis 15.7.1944“, Athen, 17/7/1944.

594
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αξίζει τέλος να αναφερθεί πως εκτός των εκρηκτικών το Πυριτιδοποιείο είχε


αναλάβει την παραγωγή μικρών ποσοτήτων άλλων ειδών, κυρίως θειικού χαλκού από
απορρίμματα ορειχάλκου του συγκροτήματος εργοστασίων Υμηττού. Προσπάθειες του
Deter για κατασκευή εξαρτημάτων πετρελαιομηχανών και κάποιων άλλων ειδών στον
Υμηττό μάλλον δεν ευοδώθηκαν.1026

Δ) Περιορισμός των δραστηριοτήτων και μεταφορά μηχανημάτων στο εξωτερικό

Η εταιρεία συναντούσε οικονομικές δυσκολίες, για το πρώτο ειδικά διάστημα της κατοχής
με συνέπεια να μην εξυπηρετεί όλα τα χρέη της, ακόμα και απέναντι σε γερμανικές
επιχειρήσεις. Δεν αποκλείεται βέβαια η καθυστέρηση στην εξυπηρέτηση των χρεών της
εταιρείας να έχει να κάνει και με τις προνομιακές σχέσεις Deter – Μποδοσάκη που είδαμε
παραπάνω. Για παράδειγμα, τα έτη 1937-38 η ΕΕΠΚ είχε αγοράσει μηχανήματα αξίας
759.925 μάρκων από την Deutsche Waffen- und Munitionsfabriken A.G., όπως και
γερμανικές πατέντες (αξίας 30.000 μάρκων) για φωτοβολίδες και τροχιοδεικτικά, αγορές
που δεν είχαν εξοφληθεί πλήρως μέχρι την κατάληψη της χώρας. Η γερμανική πολεμική
βιομηχανία ζητούσε όπως ήταν φυσικό την αποπληρωμή του σχετικού χρέους από την
επιχείρηση, η οποία εξάλλου ήταν πλέον υπό γερμανικό έλεγχο. Για αρκετό όμως διάστημα
ο Deter αγνοούσε τις εκκλήσεις αυτές. Όταν τελικά η γερμανική εταιρεία έλαβε μια
ανεπίσημη απάντηση από τις γερμανικές αρχές, αυτή έλεγε πως η ΕΕΠΚ είχε προς το παρόν
πολύ περιορισμένα οικονομικά μέσα και δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες να ξεπληρώσει
άμεσα το χρέος της.1027

1026
Ο Ιατρίδης μάλιστα κατηγορεί τον διευθυντή του εργοστασίου Υμηττού Καραμάνο, πως
εκμεταλλευόταν τη θέση του ουσιαστικά εργαζόμενος για άλλη επιχείρηση, αφού είχε αναλάβει τη
μελέτη πετρελαιομηχανών του Σταματόπουλου και είχε αναθέσει κρυφά στο γραφείο εξωτερικών
παραγγελειών την κατασκευή εξαρτημάτων της ίδιας επιχείρησης, τη στιγμή που προσπαθούσε να
πείσει τον Deter πως στην ΕΕΠΚ δεν είχαν μείνει κατάλληλα μηχανήματα για την κατασκευή
πετρελαιομηχανών. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, φάκελος 3 («Συγκρότημα Μποδοσάκη,
1941-45»), «Έκθεση κατά την αποχώρηση» Ιατρίδη προς Μποδοσάκη, 10 Μαΐου 1945. Πάντως η
ΕΕΠΚ διαφήμιζε από τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της περιόδου Μποδοσάκη την παραγωγή
πετρελαιοκινητήρων («από 5 ίππων και πάνω») καθώς και εξαρτημάτων μηχανών παντός είδους, βλ.
για παράδειγμα διαφήμιση σε Ευτύχιος Κοκκινόπουλος (επιμ. Ν. Κιτσίκης): Τεχνική Επετηρίδα της
Ελλάδος, τόμος Α΄, τεύχος 1, εκδόσεις Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος, Αθήνα, 1935 που
παρατέθηκε στην αρχή του κεφαλαίου.
1027
Το υπόλοιπο ήταν 2.301,50 μάρκα για τα μηχανήματα και 16.000 για τις πατέντες (στο
πρωτότυπο: «συνταγές/Rezepten»). Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ3Φ1, προώθηση από την Dresdner Bank
επιστολής της Deutsche Waffen- und Munitionsfabriken A.G., «Forderungen an Griechenland”,

595
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Παρά τη φροντίδα Deter για τις επιχειρήσεις Μποδοσάκη τα προβλήματα για την
παραγωγή των εταιρειών του ομίλου (και κατά συνέπεια και για τα έσοδα) ήταν υπαρκτά.
Οι δυσκολίες στην παροχή ενέργειας για το εργοστάσιο, τα προβλήματα μεταφορών και η
χαμηλή παραγωγικότητα ώθησε γρήγορα τις γερμανικές αρχές σε δεύτερες σκέψεις ως
προς την συνέχιση της παραγωγής πυρομαχικών για τη Wehrmacht στην Ελλάδα. Η
καταγραφή των ποσοτήτων πυρομαχικών τον Μάιο του 1942 που είδαμε νωρίτερα γινόταν
με την προοπτική της μεταφοράς τους, γιατί συζητιόταν ο τερματισμός της παραγωγής
έτοιμων πυρομαχικών στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ και η εστίαση της δραστηριότητάς της
στην συνέχιση των επισκευών γερμανικών αεροσκαφών και της παραγωγής εκρηκτικών
υλών. Το ζήτημα απασχόλησε και τις κεντρικές αρχές στο Βερολίνο, όπου τον Νοέμβριο του
1941 και τον Ιανουάριο του 1942 έγιναν συσκέψεις γι’ αυτό στην έδρα του γραφείου
αμυντικής οικονομίας και εξοπλισμών (Wi Rü Amt), με την παρουσία μάλιστα του ίδιου του
επικεφαλής του γραφείου, στρατηγού Georg Thomas.1028 Στη σύσκεψη του Νοεμβρίου
1941, ο Thomas σε συνεργασία με δικηγόρους της υπηρεσίας και με την παρουσία του
Deter, συνέταξαν κείμενο σύμφωνα με το οποίο η ΕΕΠΚ, όπως και όλες οι επιχειρήσεις στην
Ελλάδα, θα αντιμετωπίζονταν ως ιδιωτική περιουσία και οι γερμανικές αρχές δεν θα
αφαιρούσαν τίποτα από τις εγκαταστάσεις χωρίς αποζημίωση. Το κείμενο εγκρίθηκε από
τους Keitel και Göring, και ο Thomas έδωσε ρητές εντολές στον Deter να μη χρησιμοποιήσει
γερμανικές πιστώσεις προς όφελος της εταιρείας, αλλά να προσπαθήσει να την καταστήσει
οικονομικά αυτάρκη. Μερική εξαίρεση στην πολιτική αυτή ήταν η γερμανική επένδυση
ύψους 25.000 RM στα ναυπηγεία Βασιλειάδη, τα οποία όμως ο Deter αναφέρει ότι
επέστρεψε αργότερα από τα ταμεία της εταιρείας.1029

26/9/1941, αντίγραφο επιστολής της Deutsche Waffen- und Munitionsfabriken A.G. προς την ΕΕΠΚ,
19/10/1941, επιστολές (αρ. 15) της Ελληνογερμανικής Οικονομικής Εταιρείας προς την ΕΕΠΚ,
10/11/1941 και αρ. 106, προς τη Dresdner Bank, Ausland-Sekretariat Südosten, 26/11/1941 (η ίδια
επιστολή και στο Α36Σ1Υ2Φ1). Δεν είναι βέβαιο αν η επιχείρηση αποπλήρωσε τελικά το χρέος της
αυτό, αλλά το πιθανότερο είναι πως σε κάποιους μήνες θα μπορούσε εύκολα να το κάνει, αφού με
τη σταθερή ισοτιμία δραχμής/μάρκου και τον υψηλό πληθωρισμό, τα έσοδα της επιχείρησης – όσο
περιορισμένα και να ήταν αυτά σε σχέση με τα προπολεμικά – θα μπορούσαν να μετατραπούν σε
ένα τεχνητά υψηλό ποσό σε μάρκα.
1028
BA-MA, RW 29/97, WO Athen προς W.Stab. Südosten, „Bericht über die Besprechungen beim
OKW Wi Rü Amt/Stab Ia über Bodosakis-Konzern in der Zeit vom 15.-24.1.1942.“, Athen 17/2/1942.
1029
NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3201-3270 (Box 15, folder 2), “Interrogation report no. 1,
on Walter Deter”, Nov. 1945. Ο στρατάρχης Wilhelm Keitel ήταν ανώτατος διοικητής των γερμανικών
ενόπλων δυνάμεων (OKW). Αν και δεν αναφέρονται λεπτομέρειες, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η

596
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στις επόμενες συζητήσεις του Ιανουαρίου 1942 αποφασίστηκε να πωληθεί το 25%


περίπου των μηχανημάτων της ΕΕΠΚ στη γερμανική εταιρεία Delhag. Όταν όμως
συζητήθηκε το ζήτημα της αποτίμησης των μηχανημάτων που θα αγόραζε η Delhag,
προέκυψε σημαντική διαφορά ανάμεσα στους υπολογισμούς του Deter και αυτούς της
γερμανικής επιτροπής που είχε αποσταλεί για το σκοπό αυτόν στην Αθήνα. Δεν είναι
απόλυτα βέβαιο αν υπήρχε τελικά κάποια συμπαιγνία του Deter με τον Μποδοσάκη όπως
υποστήριζε μεταπολεμικά και η ίδια η Εθνική Τράπεζα, ή αν απλώς ο Deter πίστευε πως
εκείνη ήταν πράγματι η αξία των μηχανημάτων, αλλά το γεγονός αυτό προστίθεται σε μια
σειρά ενδείξεων που – όπως είδαμε – κάνει την υπόθεση της συμπαιγνίας πολύ πιθανή.1030
Αναλυτικότερα, ο Deter υποστήριζε πως η γερμανική εταιρεία έπρεπε να
αποζημιώσει την ΕΕΠΚ με το ιδιαίτερα σημαντικό ποσό των 20.000.000 RM (με ισοτιμία
μάρκου/χρυσής λίρας ίση με 1/20,40 το ποσό ισούται με περίπου 980.000 χρυσές λίρες).
Αντίθετα η επιτροπή θεωρούσε το ποσό υπερβολικό λόγω της «παλαιότητας» των
μηχανημάτων και πρότεινε αρχικά το πολύ 1.200.000 RM (ή κάτι λιγότερο από 59.000
χρυσές λίρες). Η διαφορά αυτή προκάλεσε όπως ήταν φυσικό κάποια καχυποψία ανάμεσα
στις γερμανικές αρχές που κάλεσαν τον Deter να αιτιολογήσει την «υπερβολική» του
εκτίμηση. Στις συζητήσεις που ακολούθησαν ο Deter προσκόμισε αποδείξεις αγοράς των
μηχανημάτων σύμφωνα με τις οποίες ο Μποδοσάκης είχε δαπανήσει 45.000.000 RM την
περίοδο 1935-41 για την αγορά τους ενώ έριξε τις απαιτήσεις του στα 7.000.0000. Από
πλευράς της επιτροπής εξετάστηκε η πιθανότητα να αυξηθεί το προσφερόμενο ποσό κατά
700.000 RM (ή 34.300 χρυσές λίρες). Ο στρατηγός Thomas, που ως γενικός επικεφαλής του
γραφείου αμυντικής οικονομίας κλήθηκε να αποφασίσει για το θέμα, αποφάνθηκε πως το
ποσό του 1,2 εκατομμυρίου (χωρίς τα έξοδα μεταφοράς και ασφάλισης) που πρότεινε η
επιτροπή επαρκούσε για την αξία των μηχανημάτων, ενώ η πληρωμή θα επιδιωκόταν να
γίνει με μάρκα κατοχής (RKKS) ή ξένο συνάλλαγμα. Ο Deter έλαβε εντολή να αποπληρώσει
το χρέος (αν και φαίνεται να το είχε κάνει ένα μήνα πριν) από την αγορά των μετοχών με τα

εταιρεία βγήκε σημαντικά ευνοημένη, αφού λόγω της σταθερής ισοτιμίας δραχμής/RM τα χρήματα
που επέστρεψε «αργότερα» θα είχαν μικρότερη αξία από εκείνα που θα πήρε το 1941.
1030
Η Delhag (Deutsche Luftfahrt- und Handels- AG) είχε στενές σχέσεις με την Τράπεζα Γερμανικής
Αεροπορίας (Bank der Deutsche Fuftfahrt AG) και τον κρατικό-κομματικό μηχανισμό του Ράιχ
γενικότερα. Για την αναφορά στην πίστη της ΕΤΕ για «συμπαιγνία» Μποδοσάκη – Deter βλ. την
επιστολή Φιλάρετου προς τον διοικητή της τράπεζας (11/8/1945), στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ84Φ2
(«Υπόθεσις μετοχών Πυριτιδοποιείου»). Ο Φιλάρετος, αν και σχετιζόταν με την ΕΤΕ, είχε ταχθεί
σαφώς υπέρ του Μποδοσάκη στο ζήτημα των μετοχών, θεωρώντας πως η προσπάθεια της τράπεζας
μεταπολεμικά να κρατήσει τις μετοχές ήταν άδικη, ανήθικη και χωρίς νομικά ερείσματα.

597
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

έσοδα της πώλησης των μηχανημάτων και να επιστρέψει τις μετοχές στον Μποδοσάκη (που
ανακτούσε τα νομικά του δικαιώματα). Θα τις κρατούσε όμως προσωρινά στην κατοχή του
με την ιδιότητα του θεματοφύλακα ή επιτρόπου (Treuhänder), μέχρι την επιστροφή του
ιδιοκτήτη από το εξωτερικό. Αποφασίστηκε επίσης ότι έπρεπε να αξιοποιηθούν και οι
υπόλοιπες εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ (που δεν χρησιμοποιούνταν στην επισκευή
αεροσκαφών) με «ειρηνική» παραγωγή ή εργασίες της Wehrmacht, ώστε να
αυτοχρηματοδοτηθεί η λειτουργία της εταιρείας, ενώ μέχρι τότε θα μπορούσε να
εξασφαλιστούν κάποια ποσά με πωλήσεις αποθηκευμένου υλικού του συγκροτήματος
Μποδοσάκη. Λίγο όμως καιρό αργότερα αποφασίστηκε πως το ζήτημα της αποζημίωσης
έπρεπε να αναβληθεί μέχρι το τέλος του πολέμου.1031
Η φόρτωση των μηχανημάτων για σιδηροδρομική μεταφορά είχε ξεκινήσει πάντως
ήδη από τα μέσα Απριλίου 1942, δύο μόλις εβδομάδες περίπου μετά το τέλος της
επισκευής της γέφυρας του Μπράλου και το άνοιγμα της σιδηροδρομικής γραμμής προς τα
βόρεια. Συγκεκριμένα την περίοδο εκείνη ετοιμαζόταν η μεταφορά 80 μηχανημάτων
βάρους 220 τόνων από τις εγκαταστάσεις της Ελευσίνας, ακόμα 40 βάρους 70 τόνων από το
Λαύριο (πρώην εργοστάσιο Κώνστα) και 100 μηχανημάτων βάρους 500 τόνων από τη
μονάδα του Υμηττού.1032 Όταν λοιπόν πάρθηκε η απόφαση για αναβολή της αποζημίωσης
τα μηχανήματα πιθανόν να ήταν ήδη καθ’ οδόν ή να είχαν κιόλας μεταφερθεί.

1031
BA-MA, RW 29/97, „Bericht über die Besprechungen beim OKW…“ και RW 19/5524, επιστολές (7
Μαΐου 1942) του Wehrwirtschafts- und Rüstungsamt, Chef des Stabes: α) Nr. 2987/42g προς WO
Athen, β) Nr. 2968/42g προς Wehrmachtbefehlshaber Südost, (θέμα: “Bodossakis-Konzern”), και γ)
Nr. 2985/42g προς Hauptmann Deter über WO Athen. Βλ. επίσης: Etmektsoglou-Koehn, Gabriella:
Axis Exploitation…, σσ. 318-319. Ο Deter είχε αναφέρει το κόστος αγοράς των εγκαταστάσεων σε
παλιότερο έγγραφό του ως 55.000.000 RM, BA-MA, RW 19/5533, “Sicherung deutscher
Wirtschaftsinteressen in Griechenland”. Η αναφορά για πληρωμή σε ξένο συνάλλαγμα ή RKKS
ενδεχομένως έχει να κάνει με μια προσπάθεια εξασφάλισης της αξίας του ποσού, που σε περίπτωση
πληρωμής σε δραχμές θα εξανεμιζόταν προτού καν αποταμιευτεί. Μια εικόνα για το μέγεθος των
ποσών αυτών μας δίνει η σύγκριση με τα έξοδα κατοχής: το ποσό των 20.000.000 RM που ζητούσε ο
Deter θα ισούταν με ουσιαστική επιστροφή ενός σημαντικού ποσοστού των εξόδων κατοχής Ιταλών
και Γερμανών (10% για ολόκληρη την περίοδο 1941-44 αν λάβουμε υπόψη τον «συμβατικό»
υπολογισμό σε λίρες, ή περίπου 2% με βάση τους υπολογισμούς με τη μέθοδο του Nestler).
1032
BA-MA, RW 19/5525, Wehrwirtschafts[s]tab Südosten, Abt. Tr., “Reisebericht über Dienstreise
nach Griechenland vom 20 März - 4. April 42“, Selmin, 15.4.1942. Αν και δεν αναφέρεται ρητά δεν
μπορεί παρά να πρόκειται για τα μηχανήματα που θα αγόραζε η Delhag.

598
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Το ζήτημα της εκμετάλλευσης των «απορριμμάτων» (ανάμεσα στα οποία και


παλαιοί κάλυκες όπλων πεζικού) και ρινισμάτων ορειχάλκου από τις εγκαταστάσεις
απασχόλησε επίσης σοβαρά τη διοίκηση, μάλλον στα πλαίσια της εντολής Thomas για την
αξιοποίηση των αποθηκευμένων υλικών της εταιρείας. Το 1942 υπολογίστηκε μάλιστα πως
η πώληση 200 με 250 τόνων τέτοιου υλικού στους ενδιαφερόμενους H. Heine και αδελφούς
Γκέρτσου θα προσέφερε στην εταιρεία τουλάχιστον 800 εκατομμύρια δραχμές (σχεδόν
3.000 χρυσές λίρες την εποχή εκείνη) σε ρευστό,1033 ποσό αρκετό για να καλυφθούν οι
άμεσες απαιτήσεις της τράπεζας για αποπληρωμή τόσο του χρέους της εταιρείας, όσο και
του προσωπικού χρέους Μποδοσάκη.1034 Φαίνεται πως οι γερμανικές αρχές συνέχιζαν να
βλέπουν στον Μποδοσάκη ως έναν πιθανό αξιόπιστο και χρήσιμο οικονομικό εταίρο και
όταν έγινε βέβαιο πως οι Ιταλοί δεν αποτελούσαν πια κίνδυνο για την ΕΕΠΚ, αποφάσισαν

1033
Ο υπολογισμός έχει γίνει με μέση τιμή Νοεμβρίου 1942. Την εποχή εκείνη είχε αρχίσει η πτήση
της τιμής χρυσής λίρας, η οποία δεν επανήλθε στα επίπεδα αυτά παρά τον Μάιο – Ιούνιο του 1943.
Αν λοιπόν οι πληρωμές έγιναν τελικά μέσα στο διάστημα αυτό, το πραγματικό ποσό θα είχε
μεγαλύτερη αξία η οποία μπορεί και να πλησίαζε και τις 6.000 χρυσές λίρες (υπολογισμός με μέση
τιμή Φεβρουαρίου 1943), ποσό που θα αυξανόταν κατά 25% αν η πώληση αφορούσε 250 και όχι 200
τόνους. Οι ποσότητες αυτές βέβαια αντιπροσώπευαν παραγωγική δραστηριότητα αρκετών μηνών.
1034
Η τιμή που έδιναν οι ενδιαφερόμενοι ήταν 5.000 δραχμές το κιλό (τιμή που θεωρήθηκε ιδιαίτερα
συμφέρουσα), αλλά ο Deter ήταν διατεθειμένος να δεχθεί 4.000, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η
πληρωμή θα γινόταν άμεσα. Ρόλο στην απόφαση αυτή έπαιξε και ένα ζήτημα με την ουγγρική
κυβέρνηση η οποία δεν είχε ακόμα απαντήσει για το αν θα δεχόταν 50 τόνους ηλεκτρολυτών χαλκού
της ΕΕΠΚ για την αποπληρωμή παλαιότερης προμήθειάς της (μάλλον τροφίμων). Βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο
Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»), υποφάκελος: «Υπόθεση Deter, προσθήκη 9.2001»,
επιστολή αρ. 1405, Generaldirektion προς Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier, 4/11/1942, “Betr. Ca.
200 Tonnen Messingabfälle und Messingspähne einschliesslich alter Hülsen von Infanteriemunition”
και το άτιτλο και ανυπόγραφο σχέδιο επιστολής που ακολουθεί (στα γερμανικά), στο οποίο οι
ποσότητες αναφέρονται πιο συγκεκριμένα ως 50 τόνοι στις εγκαταστάσεις Λαυρίου και 220 στον
Υμηττό. Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η ρητή αναφορά σε αυτό της προτεραιότητας
αποπληρωμής του χρέους Μποδοσάκη επίσης, αφού: άσχετα με το αν θα ξεκαθαριστεί το ζήτημα της
επιστροφής των μετοχών στον Μποδοσάκη ή όχι, το χρέος πρέπει να αποπληρωθεί με την δεύτερη
επιταγή και να βεβαιωθεί με απόδειξη ότι δεν υπάρχει πια χρέος Μποδοσάκη σε ό, τι αφορά τις
μετοχές αυτές (“Dann ob die Frage der Herausgabe der Bodossaki Aktien geklärt oder nicht geklärt ist,
soll die Schuld bezahlt werden mit dem 2. Scheck und ebenfalls eine Quittung dass B. auf diese Aktien
keine Schulden mehr hat“). Δεν είναι βέβαιο αν η πώληση τελικά ολοκληρώθηκε, ενώ φαίνεται πως
χρήση τέτοιων αποθεμάτων για την παραγωγή θειικού χαλκού έγινε και μέσα στις εγκαταστάσεις της
εταιρείας.

599
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ότι θα μπορούσαν να του επιστρέψουν την ιδιοκτησία της εταιρείας. Η τόσο ευνοϊκή στάση
απέναντι σε κάποιον που διέφυγε μαζί με τους εχθρούς για τη Μέση Ανατολή ήταν πάντως
αρκετά σπάνια. Οι περισσότεροι φυγάδες είχαν διαφορετική αντιμετώπιση, τόσο από τις
αρχές κατοχής όσο και από την κατοχική κυβέρνηση, η οποία μάλιστα είχε θεσπίσει νόμο
με τον οποίον, μεταξύ άλλων, δεσμευόταν η περιουσία όσων αναχωρούσαν για το
εξωτερικό.1035
Στα τέλη του 1943, με την κατάσταση στα μέτωπα του πολέμου να αλλάζει προς το
χειρότερο για τη Γερμανία, πάρθηκε η απόφαση να απομακρυνθούν αρκετές
δραστηριότητες από την Ελλάδα και ως εκ τούτου και από την ΕΕΠΚ. Μαζί με την
αποχώρηση των περισσότερων από τις γερμανικές εταιρείες που ασχολούνταν με την
επισκευή των αεροπλάνων της Luftwaffe αποφασίστηκε και η μεταφορά σημαντικού
μέρους των χρήσιμων μηχανημάτων της επιχείρησης, αλλά και των αποθεμάτων πρώτων
υλών που θα ήταν χρησιμότερα πια σε εργοστάσια του εξωτερικού. Εξάλλου έτσι θα
βρίσκονταν και επιπλέον χρήματα για την επιχείρηση.
Στα τέλη λοιπόν Νοεμβρίου 1943 ο Deter, ως διοικών επίτροπος του
συγκροτήματος Μποδοσάκη, ζήτησε από τη Reichsstelle Eisen und Metalle (την γερμανική
κρατική υπηρεσία για την παραγωγή σιδήρου και μετάλλων) να επιτρέψει την εξαγωγή
περίπου 400 τόνων μη σιδηρούχων μετάλλων μέσω της DEGRIGES. Όμως ο τεράστιος
πληθωρισμός, σε συνδυασμό με την χαμηλή ισοτιμία δραχμής μάρκου δημιουργούσε
σημαντικά προβλήματα στις εξαγωγές, με αποτέλεσμα η απάντηση να είναι αρνητική. Η
χρηματοδότηση της μεταφοράς των μετάλλων μέσω της DEGRIGES δεν εγκρινόταν γιατί
λόγω του πληθωρισμού η τιμή εξαγωγής ήταν πολύ μεγαλύτερη της αξίας τους στη
Γερμανία, με συνέπεια να πρέπει να μειωθεί το ζητούμενο ποσό κατά 99,7%. Δεν είναι
γνωστό τι απέγινε η ποσότητα αυτή των μετάλλων, αλλά το γεγονός είναι ενδεικτικό των
προβλημάτων που δημιουργούσε ο πληθωρισμός στη γερμανική οικονομική πολιτική στην
Ελλάδα, αλλά και στις ίδιες τις ελληνικές επιχειρήσεις.1036

1035
Ν.Δ. 427, «Περί καθορισμού κυρώσεων κατά στρατιωτικών, δημοσίων υπαλλήλων και ιδιωτών
αναχωρούντων εις το Εξωτερικόν άνευ αδείας», ΦΕΚ 290Α/28-8-1941.
1036
BArch, R 127/14, “Betr.: Metalle aus Griechenland”, 29/11/1943. Η απάντηση παρέπεμπε τον
Deter στην Rohstoff Handels-Gesellschaft m.b.H. ("ROGES"), που ως οργάνωση του Τετραετούς
Σχεδίου έδινε μεγαλύτερο βάρος στην πολιτική αναγκαιότητα και λιγότερο στις οικονομικές
αποφάσεις. Η ROGES έκανε μεγάλες αγορές πρώτων υλών σε τιμές κοντά σε εκείνες της μαύρης
αγοράς και στη Γαλλία. Βλ. Sanders, Paul W.: “Prélèvement économique: Les activités allemandes de
marche noir en France, 1940-1943”, σσ. 43-44, στο: Dard, Olivier, Daumas Jean-Claude & Marcot,
François (sous la direction de) : L’Occupation, L’Etat Français et les Entreprises, ADHE, Paris, 2000, σσ.

600
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η ελάττωση του έργου της εταιρείας είχε δημιουργήσει και νέο θέμα απολύσεων
των υπεράριθμων πια εργαζομένων. Το ζήτημα φαίνεται να δημιούργησε μια μικρή κρίση
στον όμιλο Μποδοσάκη όταν επέστρεψε ο Deter, μετά από πολύμηνη απουσία, στις αρχές
1944. Ο νόμος Καλύβα είχε απελευθερώσει πια τις απολύσεις και κορυφαία στελέχη της
επιχείρησης (Μιχάλης και Ματθαίος) απειλούσαν πως θα παραιτηθούν αν αναγκάζονταν να
αναλάβουν τον ρόλο του κακού που θα ήταν υπεύθυνος για μαζικές απολύσεις. Τελικά ο
Ιατρίδης (τότε διευθυντής προσωπικού) παραιτήθηκε πρώτος μετά από πολύωρη
συνάντηση με τον Deter και την Maria Gebauer στο σπίτι του Μποδοσάκη (26 Ιανουαρίου
1944), για να τον ακολουθήσει όμως μόνο ένα ακόμα σημαντικό στέλεχος της επιχείρησης,
ο Γρηγορόπουλος.1037
Τους μήνες που ακολούθησαν οι δραστηριότητες των εργοστασίων περιορίστηκαν
ακόμα περισσότερο. Όταν έγινε προφανές ότι οι Γερμανοί θα αποχωρούσαν από τη χώρα
το σταμάτημα των δραστηριοτήτων συνοδεύτηκε και με μεταφορά των περισσότερων από
τα σημαντικά μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν από τις γερμανικές εταιρείες για την
επισκευή αεροσκαφών στο εξωτερικό. Όπως ήταν φυσικό, και με δεδομένη την απόφαση
να επιστραφούν οι μετοχές στον Μποδοσάκη, τέθηκε το ζήτημα της αποζημίωσης.1038 Αν

37-52. Δεν αποκλείεται τα μέταλλα να εξήχθησαν τελικά μέσω αυτής της οδού, ή να
χρησιμοποιήθηκαν στην Ελλάδα από άλλες βιομηχανίες. Στο έγγραφο δεν γνωστοποιείται από πού
προέρχονται τα μέταλλα αυτά, αλλά το γεγονός ότι ο Deter αναφέρεται με τη ιδιότητά του,
επίτροπος της ΕΕΠΚ, υποδηλώνει ότι αυτή θα πρέπει να ήταν και η προέλευσή τους.
1037
Δύο με τρεις μήνες αργότερα ο Deter κάλεσε ξανά τον Ιατρίδη στο σπίτι του Μποδοσάκη όπου
έμενε και του παραπονέθηκε ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανένα πια και ότι κλέβουν την εταιρεία
και λίγο αργότερα επιτροπές εργατών (η μία με αντιπρόσωπο του ΕΑΜ και άλλη του ΕΔΕΣ) τον
κάλεσαν τρεις φορές να επιστρέψει, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε. Βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας
Ιατρίδης, φάκελος 3 («Συγκρότημα Μποδοσάκη, 1941-45»), «Έκθεση κατά την αποχώρηση» Ιατρίδη
προς Μποδοσάκη, 10 Μαΐου 1945. Η Maria Gebauer παρέμεινε και στα μεταπολεμικά διοικητικά
συμβούλια των επιχειρήσεων Μποδοσάκη (βλ. για παράδειγμα ανακοίνωση Δ.Σ. του ναυπηγείου
Βασιλειάδη, 20/3/1945, ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ53Φ1079).
1038
Προς τις περιοχές της Γιουγκοσλαβίας μεταφέρθηκαν και οι περισσότερες από τις γερμανικές
επιχειρήσεις που ασχολούνταν με την επισκευή γερμανικών αεροσκαφών στην Ελλάδα (οι Jumo,
Bosch, και BMW στο Βελιγράδι, η DLH προς το Semlin της Κροατίας [Zemun της Σερβίας σήμερα]).
Όμως η Daimler-Benz μεταφέρθηκε σε περιοχή κοντά στο Βουκουρέστι, ενώ η Junkers κοντά στο
Breslau [σημερινό Wrocław της Πολωνίας]. Μηχανήματα της ΕΕΠΚ είχαν μεταφερθεί και εκτός των
εγκαταστάσεων της εταιρείας από την BMW τη Siebel και τη DLH (προφανώς σε Ford, Φάληρο και
Τατόι). BArch, R 3101/32274, Wehrmachtintendant Griechenland, προς OKW Amtsgruppe
Wehrmachtverwaltung (Ag WV), “Verlagerung von Maschinen aus Athen nach Belgrad”, 2/8/1944. Αν

601
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

και φαίνεται η απόφαση να καθυστέρησε (τα πρώτα σχετικά έγγραφα έχουν ημερομηνίες
στις αρχές του 1944), αποφασίστηκε τελικά να πληρωθεί η εταιρεία λίγο καιρό πριν
αποχωρήσουν οι Γερμανοί από την Ελλάδα. Τα καταγεγραμμένα μηχανήματα που είχαν
απομακρυνθεί την τελευταία αυτή περίοδο είχαν αγοραστεί από τη Γερμανία προπολεμικά
για 600.000 RM και η προτεινόμενη αποζημίωση ήταν 450.000 RM (περίπου 22.000 χρυσές
λίρες). Ήταν η ίδια περίοδος που αρκετοί στη Γερμανία έβλεπαν ότι πιθανότατα θα χάσουν
τον πόλεμο και προσέβλεπαν στη συνέχιση μεταπολεμικά των επιχειρηματικών δεσμών με
τους παλαιούς συνεργάτες τους.1039
Αρχικά ο σκοπός ήταν τα χρήματα αυτά να δοθούν από τα έξοδα κατοχής της
Σερβίας, αφού εκεί είχαν καταλήξει τα εν λόγω μηχανήματα. Ωστόσο σημαντικό πρόβλημα
αποτελούσε η ισοτιμία με την οποία θα γίνονταν οι πληρωμές, ειδικά από τη στιγμή που η
εξαγωγή δεν είχε γίνει μέσω της DEGRIGES (η οποία ουσιαστικά προσπαθούσε όπως
προαναφέρθηκε να φέρει την πλασματική ισοτιμία σε επίπεδα πλησιέστερα σε αυτά της
αγοράς). Ο von Graevenitz (γραφείο Αθήνας του Ειδικού Πληρεξουσίου του Γερμανικού
Υπουργείου για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη) πρότεινε η πληρωμή να γίνει σε είδος, με την
εισαγωγή από τη Σερβία αγαθών ίσης αξίας, αποτελούμενα κατά 50% από σιτάρι, 10%
ζάχαρη και λίπη, και 40% όσπρια και την πώλησή τους στην ελληνική αγορά.1040 Σε

και τα περισσότερα έγγραφα αναφέρουν γενικά ως προορισμό των μηχανημάτων τη Σερβία δεν
αποκλείεται λοιπόν ένα μικρό μέρος τους να κατέληξε στη Ρουμανία ή στο Ράιχ. Εξάλλου οι ίδιες οι
γερμανικές αρχές φαίνεται να μην είναι βέβαιες για το ποια ακριβώς είναι τα μηχανήματα αυτά και
πού βρίσκονται. Μια μερική λίστα που αφορά τα γνωστά μηχανήματα του Υμηττού, για τα οποία
έγινε και η συζήτηση περί αποζημίωσης, υπάρχει στο παραπάνω έγγραφο και περιλαμβάνει
γεννήτριες, σκαλωσιές, μετασχηματιστές, συμπιεστές κλπ. Το ζήτημα των μηχανημάτων του
πυριτιδοποιείου θα εξεταζόταν χωριστά, πράγμα που μάλλον δεν πρόλαβε να γίνει μέχρι την
αποχώρηση των Γερμανών.
1039
Την ίδια περίπου περίοδο ο Speer άλλαζε τις οδηγίες του σχετικά με τις γαλλικές και βέλγικες
βιομηχανίες προτιμώντας την απλή «παράλυσή» τους μέσω της αφαίρεσης ηλεκτρικού εξοπλισμού
αντί για την ανατίναξή τους, οδηγίες που – λόγω των στενών επιχειρηματικών δεσμών βόρειας
Γαλλίας και Ρηνανίας υποστήριζαν και τοπικοί ναζί Gauleiters. Βλ. σχετικά: Kroener, Bernhard R.,
Müller, Rolf-Dieter and Umbreit, Hans (Eds): Germany and the Second World War, Vol. 5 Organization
and Mobilization of the German Sphere of Power. Part II: War Administration, Economy, and
Manpower Resources, 1942-1944/5, Oxford University Press, 2003, σελ. 818.
1040
Η Ετμεκτσόγλου (Axis Exploitation…, σσ. 319-320) γράφει ότι η πρόταση για τα προϊόντα
προερχόταν από τον Neubacher. Στο έγγραφο αναφέρεται όμως ως πρόταση προς το υπουργείο
εξωτερικών προερχόμενη από το γραφείο Αθηνών (Sonderbevollmächtigte des Auswärtigen Amts für

602
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

περίπτωση που αυτό δεν γινόταν δυνατόν το συγκρότημα Μποδοσάκη συμφωνούσε να


πληρωθεί σε μάρκα στον παγωμένο λογαριασμό του στην Deutsche Bank του Βερολίνου.1041
Ωστόσο το γερμανικό υπουργείο οικονομίας απέρριψε την τελευταία πρόταση, με το
σκεπτικό ότι τα χρήματα έπρεπε να πληρωθούν από τη Σερβία αφού εκεί βρίσκονταν πια τα
μηχανήματα. Σε περίπτωση πίστωσης του λογαριασμού στο Βερολίνο αυτό θα σήμαινε πως
η Γερμανία θα έπρεπε να χρεώσει επιπλέον ποσά στα Σερβικά έξοδα κατοχής, που,
λαμβανομένης υπόψη της κακής κατάστασης της σερβικής οικονομίας και της κατάρρευσης
του μετώπου, δεν ήταν βέβαιο ότι θα κατάφερναν να ανταπεξέλθουν.1042 Το θέμα έκλεισε
περίπου ένα μήνα αργότερα, όταν το γραφείο του υπουργού αποδεχόταν την παλαιότερη
πρόταση του στρατιωτικού διοικητή νοτιοανατολικής Ευρώπης να πληρωθούν τα
μηχανήματα από τα σερβικά έξοδα κατοχής, υπό την προϋπόθεση ότι οι απλήρωτες
αποστολές σερβικών αγαθών για τις ανάγκες της Wehrmacht στην Ελλάδα θα εξοφλούνταν
με τη σειρά τους από τα ελληνικά έξοδα κατοχής.1043 Δεν υπάρχουν στοιχεία για το αν η
πληρωμή αυτή πραγματοποιήθηκε, αλλά στα τέλη Σεπτεμβρίου 1944 ίσως ήταν πια πολύ
αργά για κάτι τέτοιο.

den Südosten, Dienststelle Athen), δηλαδή από τον Graevenitz και όχι απαραίτητα από τον ίδιο τον
Ειδικό Πληρεξούσιο.
1041
BArch, R 3101/32274,“Verlagerung von Maschinen aus Athen nach Belgrad”. Η αναφορά στο
«συγκρότημα Μποδοσάκη» είναι ασαφής και δεν διευκρινίζει αν σημαίνει ότι την απόφαση πήρε ο
Deter, ή αν υπήρχε κάποια επικοινωνία με τον ίδιο τον Μποδοσάκη. Η Ετμεκτσόγλου (ο. π.)
αναφέρει πάντως τις πληρωμές ως προοριζόμενες για τον ίδιο τον Μποδοσάκη.
1042
BArch, R 3101/32274, επιστολή Nr. 1374/44 geh., Chefintendant bei Militärbefehlshaber Südost,
προς OKW/Ag WV, 14-8-1944. Προφανώς το γερμανικό υπουργείο νοιαζόταν, ακόμα και εκείνες τις
δύσκολες ημέρες, πολύ περισσότερο για τη «τάξη» (σωστή λογιστική καταγραφή των
προϋπολογισμών του) από ό, τι για την πληρωμή της ΕΕΠΚ.
1043
BArch, R 3101/32274, Επιστολές Reichswirtschaftsminister προς OKW Ag WV 3 (Ia), “Verlagerung
von Maschinen aus Athen nach Belgrad“, 18-9-1944 και Militärbefehlshaber Südost, der Chef der
Militärverwaltung, προς Sonderbevollmächtigten des Auswärtigen Amts für den Südosten, Belgrad,
„Maschinen des Bodossakis-Konzerns», 4-5-1944. Σύμφωνα με την τελευταία, οι σερβικές
προμήθειες (τρόφιμα, μηχανήματα και διάφορα υλικά) προς γερμανικές αρχές ή επιχειρήσεις
(σερβικούς σιδηροδρόμους, ROGES και Südostmontan) στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 342,3
εκατομμύρια δηνάρια για το 1942 και άλλα 264,7 για το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους, ποσό
που σύμφωνα με τους γερμανικούς υπολογισμούς ήταν πολύ μεγαλύτερο από το κόστος των
μηχανημάτων του Μποδοσάκη και ισούταν με περίπου 30.000.000 RM (μάλλον χωρίς σωστό
υπολογισμό όμως του πληθωρισμού). Σε περίπτωση εξάλλου που τα μηχανήματα θα μετακινούνταν
ξανά προς Ουγγαρία ή Κροατία ο στρατιωτικός διοικητής ζητούσε να επιστραφεί το ποσό.

603
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ε) Το κόστος της κατοχικής παραγωγής και τα αποτελέσματα των εταιρειών Μποδοσάκη

Στις πρώτες γερμανικές εκθέσεις του Γερμανού Αξιωματικού Αμυντικής Οικονομίας στην
Αθήνα παρατίθενται αρκετές πληροφορίες σχετικά με τις πληρωμές προς την ΕΕΠΚ για το
έργο που αυτή είχε αναλάβει. Δυστυχώς όμως προοδευτικά οι πληροφορίες αυτές γίνονται
ολοένα και περισσότερο ασαφείς με συνέπεια να μην είναι δυνατόν να παρακολουθήσουμε
την αξία του έργου σε όλη τη διάρκεια της κατοχής.
Στα τέλη Μαρτίου 1942 ο αρμόδιος αξιωματικός αναφέρει πως δαπανήθηκαν για
τον μήνα της έκθεσης 4.099.383,80 δραχμές (αξία ίση με περίπου 118,5 χρυσές λίρες) για
παραγωγή εξαρτημάτων κινητήρων στα εργοστάσια επισκευής αεροσκαφών που
βρίσκονταν στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ. Ακόμα 795.520 δραχμές (ή 23 χρυσές λίρες)
ξοδεύτηκαν για κατασκευή γραναζιών, αξόνων, και άλλων εξαρτημάτων αυτοκινήτων, ενώ
25.637.570 δραχμές (ή 741 λίρες) ήταν η αξία εκρηκτικών που παρήγαγε το
πυριτιδοποιείο.1044 Τον Μάιο αναφέρονται πληρωμές 30.254.125 δρχ. (ή περίπου 525
χρυσές λίρες) για εκρηκτικά κατασκευασμένα για τον γερμανικό στρατό ξηράς, καθώς και
5.007.266 δρχ. (87 χρυσές λίρες) για εκρηκτικά του ναυτικού και περίπου το ίδιο ποσό
(5.021.705 δρχ.) για την αεροπορία. Ακόμα 3.648.877 δραχμές (περίπου 63,5 χρυσές λίρες)
πληρώθηκαν για τις επισκευές αεροσκαφών (όπως φαίνεται και στο γράφημα 9.1 ο
αριθμός των επισκευών του συγκεκριμένου μήνα ήταν χαμηλότερος από εκείνο της
έκθεσης του Μαρτίου και ο μικρότερος όλης της περιόδου, μέχρι τα τέλη του 1943, όταν και
άρχισε η αποχώρηση των εν λόγω εταιριών).1045 Τον επόμενο μήνα αναφέρονται αντίστοιχα
8.235.750, 10.672.685 και 17.022.125 δρχ. (ή 105, 136 και 217 χρυσές λίρες αντίστοιχα) για
εκρηκτικά στις εγκαταστάσεις της Ιεράς Οδού (Πυριτιδοποιείο). Σε αυτά προστίθενται
468.170 δρχ. (6 χρ. λίρες), 671.500 δρχ. (8,5 χρ. λίρες) και 4.946.972 δρχ. (63 χρ. λίρες) για
μηχανολογικές και ξυλουργικές εργασίες του στρατού ξηράς, ναυτικού και αεροπορίας
αντίστοιχα στον Υμηττό (Καλυκοποιείο).1046
Δεν υπάρχουν περισσότερες αναλυτικές λεπτομέρειες για τις επιμέρους εργασίες,
πρέπει όμως στην περίπτωση της Luftwaffe (που έχει και τη μερίδα του λέοντος) αυτές να

1044
BA-MA, RW 29/104, Der Deutsche Wirtschaftsoffizier Athen προς W.Stb. Südosten, „Lagebericht“,
29/3/1942.
1045
BA-MA, RW 29/104, Der Deutsche Wirtschaftsoffizier Athen προς W.Stb. Südosten, „Lagebericht“,
Athen, 31/5/1942.
1046
BA-MA, RW 29/104, Der Deutsche Wirtschaftsoffizier Athen προς W.Stb. Südosten, „Lagebericht“,
Athen, 30/6/1942. Υπολογισμός με μέση τιμή Ιουνίου (βλ. παραπάνω).

604
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αφορούν κυρίως επισκευές αεροσκαφών. Οι εκθέσεις αυτές όμως υποδηλώνουν (ειδικά σε


ό, τι αφορά τα ποσά που αναφέρονται για τον στρατό ξηράς και το ναυτικό) πως γίνονταν
και αρκετές άλλες μικροκατασκευές ή επισκευές πολεμικού υλικού στις εγκαταστάσεις της
ΕΕΠΚ.1047 Τους επόμενους μήνες θα συνεχίσουν οι σχετικές πληρωμές (χωρίς όμως να
διαχωρίζονται επαρκώς από τις άλλες πληρωμές στις εκθέσεις).
Κάποια ιδέα για τις πληρωμές των επόμενων μηνών θα μπορούσαμε να
αποκτήσουμε μέσω των λογαριασμών της Εθνικής Τράπεζας, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι δεν
υπήρξαν πληρωμές και εκτός αυτής. Όπως φαίνεται λοιπόν στους λογαριασμούς
καταθέσεων που το Κεντρικό Γερμανικό Ταμείο Στρατού διατηρούσε στην ΕΤΕ, η ΕΕΠΚ θα
λάβει από το Κεντρικό Γερμανικό Ταμείο Στρατού κατά την περίοδο Ιουνίου – Αυγούστου
1944 περίπου 61,3 δις δραχμές, ποσό που αντιστοιχεί (με βάση την τιμή χρυσής λίρας κατά
την ημέρα κατάθεσης του ποσού) σε περίπου 431,5 χρυσές λίρες. Από το ποσό αυτό οι
400,5 περίπου αφορούν πληρωμές που κατατέθηκαν τον Ιούνιο.1048
Το ύψος του ποσού αυτού γίνεται καλύτερα κατανοητό αν συγκριθεί με το κόστος
διαβίωσης μιας τετραμελούς αθηναϊκής οικογένειας την περίοδο εκείνη, το οποίο
σύμφωνα με υπολογισμούς ανερχόταν σε σχεδόν 2,25 χρυσές λίρες (για την ακρίβεια 2
λίρες 4 σελίνια και 10 πένες) για τον Ιούνιο 1944.1049 Με άλλα λόγια οι 400 λίρες έφταναν
1047
Ενδεχομένως κάποιες από αυτές να αφορούσαν για παράδειγμα τη χρήση ειδικών των
μηχανημάτων που είχε προμηθευτεί η επιχείρηση το 1939 για την κατασκευή κοντακιών και
χειροφυλακτήρων για τα τυφέκια Μάνλιχερ. Τη χρονιά εκείνη η εταιρεία είχε δεχτεί παραγγελία για
την κατασκευή 2.000 κοντακιών και 12.000 χειροφυλακτήρων προς την Εφορία Υλικού Πολέμου
Αθηνών. ΓΕΣ/ΔΙΣ: Εφοδιασμοί του Στρατού…, σελ. 40. Η ΕΕΠΚ κατασκεύασε επιπλέον για τον
ελληνικό στρατό και αριθμό ανταλλακτικών πυροβόλων και οπλοπολυβόλων ενώ τροποποίησε και
θαλάμους τυφεκίων (ο. π. σελ. 194), εργασίες που επίσης θα μπορούσε να έχει συνεχίσει και επί
κατοχής.
1048
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ11Υ71Β1. Ο υπολογισμός των τιμών έχει γίνει με τις τιμές που αναφέρονται στο:
Δαράβαλης, Νούλης: Η Χρυσή Λίρα από Απριλίου 1940 μέχρι και Σήμερον. Όλαι αι διακυμάνσεις της
Τιμής της εις την Επίσημον και Ελευθέραν Αγοράν, [χ.ε.], Αθήνα, 1946.
1049
Στον υπολογισμό αυτόν οι συγγραφείς έλαβαν υπόψη την τιμή αγοράς (ελεύθερης ή λαθραίας)
Αθήνας Πειραιά για τις εξής μηνιαίες ποσότητες (οκάδες): άρτος 24, σίτος 4, αραβόσιτος 4, φασόλια
6, ρεβίθια 6, λάδι 3, πατάτες 4, μακαρόνια 4, κρέας 1, ψάρια 1, έλαια 2, σταφίδα 6, ζάχαρη 1,
ρετσίνα 2, διάφορα λαχανικά 20. Τα τρόφιμα αυτά υπολογιζόταν ότι πρόσφεραν περίπου 1.800
θερμίδες ημερησίως για κάθε μέλος της οικογένειας. Στις ποσότητες αυτές προστέθηκε η αξία 20
οκάδων ξυλανθράκων, 1 οκάς σαπουνιού, 8 κιλοβατώρων ηλεκτρικής ενέργειας, 8 κυβικών νερού,
1/3 οκάς σολοδέρματος, 50 εισιτηρίων τραμ, 45 κουτιών τσιγάρων και 1.200 δραχμές για ενοίκιο
(προπολεμική βάση λόγω ενοικιοστασίου). Σε περιπτώσεις όπου γινόταν διανομή από το κράτος ή

605
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

για να θρέψουν περίπου 640 άτομα (160 τετραμελείς οικογένειες) για όλο το μήνα. Σε
σχέση με τα (κάπως μειωμένα εκείνη την περίοδο λόγω γενικής κατάρρευσης) έξοδα
κατοχής του Ιουνίου, η πληρωμή αυτή της ΕΕΠΚ δεν αντιπροσωπεύει παρά κάτι λιγότερο
από το 0,2%. Το 1944 όμως οι Γερμανοί δυσκολεύονταν στις πληρωμές τους και οι δυνάμεις
τους στην περιοχή είχαν συρρικνωθεί με αποτέλεσμα οι σχετικές πληρωμές να είναι
περιορισμένες σε σχέση για παράδειγμα με εκείνες του 1943, όταν στις εγκαταστάσεις
γίνονταν ακόμα εντατικές εργασίες επισκευής γερμανικών αεροσκαφών. Ωστόσο χωρίς
πλήρη κατάλογο των εργασιών και των επιμέρους πληρωμών δεν είναι δυνατόν να
εξαχθούν περισσότερα συμπεράσματα. Εξάλλου ούτε και αυτές τις πληρωμές του Ιουνίου
είναι γνωστό τι ακριβώς έργο αφορούν (μάλλον πρόκειται για κάποιες μηχανουργικές ή
ξυλουργικές εργασίες και ενδεχομένως για παραγωγή εκρηκτικών).
Παρά την γενική κατάρρευση των τελευταίων κατοχικών μηνών και τον περιορισμό
των σχετικών δραστηριοτήτων (την περίοδο εκείνη μεγαλύτερα ποσά ξοδεύονταν για
οχυρώσεις παρά για βιομηχανική πολεμική παραγωγή), η καταβολή Ιουνίου 1944 δεν είναι
τελείως ασήμαντη. Δεν είναι βέβαια απολύτως σαφές αν περιλαμβάνει και
καθυστερημένες πληρωμές για έργο προηγούμενης περιόδου ή αν αφορά μόνο έργο
εκείνου του μήνα. Αν ωστόσο η διαφορά δεν οφείλεται σε καθυστερημένες πληρωμές, τότε
προκαλεί κάποια απορία το γεγονός ότι τα ποσά για το 1944 ήταν σε πραγματική αξία
περίπου ίση ή και μεγαλύτερη από άλλες του 1942, ειδικά από τη στιγμή που οι επισκευές
γερμανικών αεροσκαφών στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ μάλλον είχαν σταματήσει μέχρι τότε
(μόνο η Siebel παρέμενε στην Ελλάδα και φαίνεται πως είχε μεταφέρει τις περισσότερες
δραστηριότητες της στο ΚΕΑ του Φαλήρου ενώ κάποιες εργασίες σε κινητήρες φαίνεται
πως εξακολουθούσαν και στις εγκαταστάσεις της Ford). Η πιθανότερη υπόθεση είναι ότι για
το επισκευαστικό έργο των προηγούμενων ετών τα μεγαλύτερα ποσά λάμβαναν οι
γερμανικές υπεύθυνες εταιρείες, με την ΕΕΠΚ να λαμβάνει κάποιου είδους ενοίκιο, συν την
αξία των παραγόμενων προϊόντων (εκρηκτικών ή άλλων εργασιών, ενώ η παραγωγή
πυρομαχικών μάλλον είχε σταματήσει μέχρι τον Μάιο του 1942). Δυστυχώς η έρευνα δεν
έχει ακόμα εντοπίσει στοιχεία για τις ακριβείς αμοιβές των ίδιων των γερμανικών εταιρειών
και την αναλογία τους σε σχέση με εκείνες της ΕΕΠΚ.
Υπάρχει όμως και μια άλλη παράμετρος σχετικά με τις πληρωμές, ειδικά μάλιστα
αυτές του 1942: το χαμηλό εργατικό κόστος στις Ελληνικές επιχειρήσεις. Όπως είδαμε
εξάλλου, ειδικά το 1942 και – σε μικρότερο βαθμό – το 1944 οι μισθοί των

τον Ερυθρό Σταυρό, έγινε σύνθετος υπολογισμός στο ποσοστό των αναγκών που αυτή κάλυπτε.
Αγαπητίδης, Σ.-Πιζάνιας, Ν.: «Διαιτητική – Το κόστος στοιχειώδους συντηρήσεως…».

606
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εργατοϋπαλλήλων δεν κάλυπταν την αύξηση του κόστους ζωής και είχαν ουσιαστικά μικρή
αξία. Εξάλλου, ειδικά στις επιχειρήσεις που εργάζονταν για τις αρχές κατοχής, η
σημαντικότερη αμοιβή ήταν συχνά το συσσίτιο (που δεν εμφανίζεται στις παραπάνω
πληρωμές). Ακόμα και οι πρώτες ύλες που εισάγονταν ήταν φθηνές (για τους εισαγωγείς)
λόγω της ισοτιμίας με το μάρκο και τη λιρέτα. Έτσι οι αρχές κατοχής πλήρωναν λιγότερα
(και μάλιστα με χρήματα του ελληνικού δημοσίου) για το έργο της ΕΕΠΚ από ό, τι αν αυτό
γινόταν στη Γερμανία. Τα μεγαλύτερα προβλήματα για την παραγωγή στην Ελλάδα ήταν οι
δυσκολίες στις μεταφορές, οι συνέπειες του πληθωρισμού και οι «δύστροποι» εργάτες και
όχι το εργατικό κόστος (ή τα ενοίκια) των επιχειρήσεων όπως η ΕΕΠΚ.
Ο όμιλος Μποδοσάκη φαίνεται πως παρόλα αυτά κατάφερνε για μεγάλο τμήμα της
κατοχικής περιόδου, να έχει αν όχι κάποια κέρδη, τουλάχιστον να αποφεύγει τις σημαντικές
ζημιές. Μόνο το πρώτο ίσως διάστημα (πριν δηλαδή ξεκινήσουν εκ νέου οι εργασίες) και
στο τέλος (όταν οι Γερμανοί αποχωρούσαν και η οικονομία κατέρρεε πλήρως) πρέπει οι
επιχειρήσεις του να αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Τον Φεβρουάριο του
1944 μάλιστα ο Deter κατηγορούσε άλλα μέλη του Δ.Σ. για μη χρειαζούμενες παροχές προς
τους εργάτες. Όταν έφυγε για τη Γερμανία τον Σεπτέμβρη του 1943 αυτοί παράκουσαν τις
εντολές του και εξέλεξαν πραξικοπηματικά τον Κων. Μιχάλη (τον οποίον πάντως ο Deter
εμπιστευόταν σε γενικές γραμμές) ως Γενικό Διευθυντή, παραποιώντας τα τελευταία
πρακτικά που δεν είχαν ακόμα υπογραφεί. Αποτέλεσμα ήταν η μέχρι τότε «τακτοποιημένη
οικονομική κατάσταση» του οίκου να παρεκτραπεί και να εμφανιστούν μέσα σε ένα
τρίμηνο χρέη 10.000.000.000 δραχμών, κυρίως λόγω «μη επιβαλλόμενων διά του νόμου»
πληρωμών ύψους 14 δισεκατομμυρίων.1050
Μεταπολεμικά ο Deter δήλωνε αρχικά πως συνολικά η επιχείρηση δεν είχε
πραγματικό κέρδος και πως ο ίδιος αναγκαζόταν να μεταφέρει ποσά από τις κερδοφόρες

1050
Μια από τις πρώτες ενέργειες του Deter με την επιστροφή του ήταν η κήρυξη ως παράνομης της
εκλογής Μιχάλη και όλων των πράξεων που αυτός είχε υπογράψει, συμπεριλαμβανομένων των
προσλήψεων και προαγωγών. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φ. 3 (Συγκρότημα
Μποδοσάκη), υποφάκελος Αλληλογραφία, «Έκθεσις του Προέδρου του Δ. Συμβουλίου της Ετ. Ελλην.
Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου δια την Συνεδρίασιν της 7.2.44», 6 Φεβρουαρίου 1944 και
«Γενική εγκύκλιος υπ’ αριθ. 138», 17 και 21/2/1944. Ο Ιατρίδης ωστόσο θεωρούσε πως ο Μιχάλης
κατάφερε ως διευθυντής της Εριουργίας «να έχει τους εργάτες ευχαριστημένους» πράγμα που
θεωρούσε ιδιαίτερα σημαντικό και πως ο Μιχάλης ουσιαστικά διεύθυνε την επιχείρηση κατά την
απουσία Deter γιατί ο Γαζής ουσιαστικά απείχε. βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, φάκελος
3 («Συγκρότημα Μποδοσάκη, 1941-45»), «Έκθεση κατά την αποχώρηση» Ιατρίδη προς Μποδοσάκη,
10 Μαΐου 1945.

607
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μονάδες για να χρηματοδοτήσει εκείνες που ήταν ζημιογόνες.1051 Αργότερα όμως – και μετά
την φορολογία από το ελληνικό κράτος των κερδών – ανέφερε πως κατάφερε να πετύχει
«τεράστια κέρδη διά τας εταιρείας και διά τον Μποδοσάκην τα οποία ούτος κατά την
επιστροφήν του παρέλαβε ανενόχλητος».1052 Πράγματι ο ισολογισμός του 1942 για
παράδειγμα εμφανίζει επίσημα κέρδη. Επισήμως τα έσοδα από πωλήσεις ανέρχονταν σε
περίπου 470.000.000 δραχμές, από τα οποία περίπου το 29% πήγαινε για έξοδα διοίκησης
και διαχείρισης (μισθοί κλπ), το 17,5% για τόκους και προμήθειες και το 37% για
αποσβέσεις των διαφόρων εγκαταστάσεων, ενώ κάτι παραπάνω από 216.000 περίσσεψαν
για το ταμείο του επόμενου έτους. Κάποιες προ-κατοχικές χρονιές, όπως το 1939, ήταν
ασφαλώς πολύ περισσότερο κερδοφόρες. Όμως συγκρίνοντας τα δύο έτη παρατηρεί κανείς
κάποιες ευνοϊκές εξελίξεις για την επιχείρηση: μέχρι το 1942 μειώνεται ήδη αισθητά το
βάρος των φόρων και προμηθειών (περίπου 32% των εσόδων από πωλήσεις το 1939),
δείγμα της σταδιακής απαλλαγής της επιχείρησης από τα μεγάλα δάνεια που την βάραιναν
προπολεμικά. Από την άλλη όμως αυξήθηκε σημαντικά το μερίδιο των εξόδων διοίκησης
και διαχείρισης (περίπου 4,5% των εσόδων το 1939), όχι βέβαια γιατί οι εργάτες
καλοπληρώνονταν – ειδικά το 1942, αλλά επειδή σε σχέση με το ιδιαίτερα κερδοφόρο
1939, τα κέρδη του 1942 ήταν σημαντικά μειωμένα.1053
1051
NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3201-3270 (Box 15, folder 2), “Interrogation report no. 1,
on Walter Deter”, Nov. 1945. Η αναφορά αυτή ωστόσο δεν περιλαμβάνει κάποια περαιτέρω
αριθμητικά στοιχεία και δεν είναι σαφές πως ο Deter ορίζει το «πραγματικό κέρδος στο τέλος του
έτους». Εξάλλου ως το τέλος της κατοχής οι περισσότερες βιομηχανίες εμφάνιζαν ζημιές σε
τρέχουσες δραχμές λόγω πληθωρισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κάποιες από αυτές δεν είχαν
πραγματοποιήσει σημαντικά πραγματικά κέρδη στο ενδιάμεσο. Επιπλέον είναι σαφής η προσπάθεια
του Deter να εμφανιστεί στην ανάκριση ως «αγαθός» διευθυντής, τονίζοντας πως τα όποια έσοδα
πήγαν αποκλειστικά στην διατροφή των εργαζομένων.
1052
ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»), υποφάκελος «Υπόθεση Deter,
προσθήκη 9.2001», επιστολή προς Π. Εξαρχάκη, Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, 24
Οκτωβρίου 1948 («Αφορά: φόρους»). Η σχετική αναφορά, αποτελεί προσπάθεια του Deter να
απαλλαγεί από τους φόρους για τα κέρδη αυτά που του είχαν καταλογισθεί μετά από έλεγχο της
εφορίας στην επιχείρηση, μεταθέτοντάς τα στην εταιρεία. Η αναφορά πάντως σε «τεράστια κέρδη»
ίσως δικαιολογείται ως ένα βαθμό αν υπολογίσει κανείς και την αποπληρωμή των δανείων. Τόσο η
πρώτη αναφορά Deter πάντως, που μάλλον υποτιμά τα κέρδη της επιχείρησης, όσο και η δεύτερη,
που μάλλον τα υπερτιμά, μάλλον έχουν τα προβλήματά τους.
1053
Επεξεργασία στοιχείων από δημοσιευμένους ισολογισμούς της επιχείρησης, τους οποίους
μπορεί κανείς να βρει συγκεντρωμένους στο: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ3Φ11. Γενικά πάντως οι κατοχικοί
ισολογισμοί είναι προβληματικοί λόγω πληθωρισμού (και κάποιες φορές και λόγω προσπάθειας

608
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μεταπολεμικά, ο πρώτος επίσημος ισολογισμός της εταιρείας, εκείνος για το 1944,


εμφανίζει μια καταστροφική εικόνα για την εταιρεία. Την περίοδο Ιανουαρίου - Νοεμβρίου
1944 η ΕΕΠΚ εμφάνιζε επισήμως ζημιές περίπου 50,5 τρισεκατομμυρίων πληθωρικών
δραχμών ή 1.008.856 νέων δραχμών.1054 Ο Deter όμως κατηγόρησε τον Μποδοσάκη –
ενδεχομένως όχι αβάσιμα – ότι τα ποσά που ανέφερε ως ζημιές του ίδιου και των
επιχειρήσεών του ήταν υπερβολικά «φουσκωμένα», λόγω αφενός της προσπάθειάς του να
κρύψει τα κατοχικά κέρδη του από την εφορία, και αφετέρου γιατί έτσι έλπιζε να
αποκομίσει μεγαλύτερες αποζημιώσεις από τη Γερμανία.1055
Ακόμα όμως και αν κάτι τέτοιο δεν ίσχυε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η
αποπληρωμή των τεράστιων προσωπικών και εταιρικών χρεών Μποδοσάκη από τα
κατοχικά έσοδα των εταιρειών του (όσο περιορισμένα και αν ήταν αυτά) τον βοήθησε
σημαντικά στην ανάπτυξη των μεταπολεμικών δραστηριοτήτων του περιορίζοντας
ταυτόχρονα τον καθοριστικό ρόλο που έπαιζε σε αυτές η ΕΤΕ προπολεμικά και
απελευθερώνοντας τα κεφάλαια που θα πήγαιναν σε αποπληρωμή των μεγάλων
προπολεμικών δανείων, ώστε να μπορέσουν να επενδυθούν στη μεταπολεμική
επιχειρηματική αυτοκρατορία του Μποδοσάκη. Εξάλλου η σταδιακή παύση των
γερμανικών παραγγελιών το 1944 και οι ζημιές από τις συγκρούσεις των Δεκεμβριανών
έδιναν μια εικόνα για την επιχείρηση το 1945 σαφώς χειρότερη από εκείνη που θα
συναντούσε κανείς κατά την κατοχή, μέχρι τουλάχιστον και το 1943. Τέλος υπάρχει και το
ζήτημα της αξίας των αποθηκευμένων γερμανικών υλικών, τα οποία σύμφωνα με τον Deter
ανέρχονταν μόνο για το ναυπηγείο Βασιλειάδη, σε εκατοντάδες χιλιάδες χρυσές λίρες κατά
την απογραφή, χωρίς να είναι βέβαιο ότι εμφανίζονται σωστά στους μεταπολεμικούς
ισολογισμούς του συγκροτήματος.1056

απόκρυψης κερδών από την εφορία), και τις περισσότερες φορές υποτιμούν τα πραγματικά κέρδη
των επιχειρήσεων. Στην περίπτωση της ΕΕΠΚ πάντως το κυριώτερο (αν όχι το μοναδικό) κέρδος είναι
η απαλλαγή από τα χρέη.
1054
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ3Φ11, «Έκθεσις του Διοικητικού Συμβουλίου επί των πεπραγμένων κατά την
χρήσιν 1944 προς την τακτικήν γενική συνέλευσιν των μετόχων της 24 Απριλίου 1946». Οι
περισσότεροι πάντως (προβληματικοί) ισολογισμοί εληνικών επιχειρήσεων για το 1944 δείχνουν
επισήμως ζημιές.
1055
ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»), υποφάκελος «Υπόθεση Deter,
προσθήκη 9.2001», “Erweiterung des ersten allgemeinen Schriftsatzes”.
1056
ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»), υποφάκελος «Υπόθεση Deter,
προσθήκη 9.2001», επιστολή προς Π. Εξαρχάκη, Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, 24
Οκτωβρίου 1948 («Αφορά: φόρους»). Το πρόβλημα της πραγματικής αποτίμησης των αποθηκών των

609
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

8.3 Κρατικό Εργοστάσιο Αεροσκαφών (ΚΕΑ)

Το Κρατικό (καμιά φορά αναφέρεται και ως Κεντρικό) Εργοστάσιο Αεροσκαφών (ΚΕΑ) είχε
ιδρυθεί το 1925 ως Εργοστάσιο Αεροσκαφών Φαλήρου, αν και η εισήγηση για την ίδρυσή
του είχε προηγηθεί κατά 8 περίπου χρόνια. Η τεχνογνωσία προερχόταν αρχικά από τη
βρετανική εταιρεία Blackburn Motor and Aircraft Company με την οποία το Δημόσιο είχε
υπογράψει τη σχετική σύμβαση για το εργοστάσιο. Η Blackburn είχε αρχικά και την
διοίκηση της μονάδας, όπου απασχολούνταν και μερικοί Άγγλοι τεχνικοί. Τη δεκαετία του
1920 κατασκευάστηκε από το εργοστάσιο ένας σχετικά μικρός αριθμός αεροσκαφών (π.χ.
υδροπλάνο-τορπιλοπλάνο T-3A “Βέλος”) που σχεδιάστηκαν από τη Blackburn για τις
ελληνικές ανάγκες βασισμένα σε προϋπάρχοντα βρετανικά μοντέλα, χωρίς όμως ιδιαίτερη
επιτυχία. Αργότερα το εργοστάσιο προχώρησε στην κατασκευή, κατόπιν άδειας,
εκπαιδευτικών, υδροπλάνων και άλλων αεροσκαφών για τις ανάγκες των ελληνικών
ένοπλων δυνάμεων. Με την λήξη της σύμβασης με την Blackburn το εργοστάσιο πέρασε
ολοκληρωτικά στην κυριότητα του Δημοσίου στις αρχές του 1938 και μετονομάστηκε σε
Κρατικό Εργοστάσιο Αεροσκαφών.1057 Βρετανοί τεχνικοί παρέμεναν όμως στο εργοστάσιο
μέχρι και την κατάρρευση του μετώπου το 1941.1058

επιχειρήσεων (και όχι μόνο) που εμφανίζονται στους ισολογισμούς σε πληθωριστικές δραχμές,
συχνά υπολογισμένες μήνες πριν την κατάθεση του ισολογισμού, είναι κοινό για όλες τις
επιχειρήσεις την περίοδο εκείνη.
1057
Καίσαρου-Πανταζοπούλου, Τρ. & Μπελδέκος, Γ.: Ελληνική Αεροπορία. Συνοπτική Ιστορία, Τόμος
Ι: 1908-1944. Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας, Υπηρεσία Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας, Αθήνα, 2000,
σσ. 64-5, 76. Η αρχική σύμβαση του Δεκεμβρίου 1924 για την ίδρυση του εργοστασίου υπογράφηκε
τελικά το 1926 (βλ. ΦΕΚ 248Α της 23-7-1926, «περί κυρώσεως συμβάσεως ενοικιάσεως του εν τω
Παλαιώ Φαλήρω εργοστασίου κατασκευής αεροσκαφών Δημοσίου», όπου περιέχεται και η
σύμβαση), αν και το εργοστάσιο φαίνεται να είχε ξεκινήσει τις εργασίες του από το 1925. Στη
σύμβαση προβλέπονταν μεταξύ άλλων διευκολύνσεις της επιχείρησης για την εισαγωγή
μηχανημάτων, τη χρήση του «όπισθεν αεροδρομίου» και της «λεκάνης αποθαλασσώσεως της
Ναυτικής Β. Φαλήρου», ενώ η Blackburn είχε την υποχρέωση να δέχεται μέχρι 10 Έλληνες τεχνικούς
κάθε χρόνο στις εγκαταστάσεις της στη Βρετανία για τριετή εκπαίδευση στην κατασκευή
αεροσκαφών.
1058
Βλ. τις περιπτώσεις του αποσπασμένου βοηθού επιθεωρητή H.E. Brown και του εργοδηγού A.G.
η
Buckmaster, των οποίων τα συμβόλαια θα έληγαν 15 ημέρες μετά την 20 Ιουνίου 1941 στο FO
371/29875 (διάφορα έγγραφα που αφορούν στην περίπτωση ή μη ανανέωσης του συμβολαίου από
ελληνικής πλευράς την άνοιξη του 1941).

610
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 11: Το Κρατικό Εργοστάσιο Αεροσκαφών στο Φάληρο, σε βρετανική αεροφωτογραφία


(Απρίλιος 1944). Στην παραλία δίπλα στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου διακρίνεται επίσης η
βάση υδροπλάνων. Πηγή: TNA, AIR 34/476. Η συναρμολόγηση Bf (“Me”) 109 που αναφέρεται ως
ανεπιβεβαίωτη πληροφορία μάλλον αφορά επανασυναρμολόγηση μετά από επισκευές οι οποίες
είναι βέβαιο ότι λάμβαναν χώρα στο εργοστάσιο.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1930 θεωρούσαν το ΚΕΑ ως άλλο ένα
από τα μέσα που θα βοηθούσαν στην οικονομική αυτάρκεια της χώρας, στη συγκεκριμένη
περίπτωση στο πεδίο των πολεμικών εξοπλισμών. Η επανάκτηση της διοίκησης του
εργοστασίου το 1938 συνοδεύτηκε και από ανανέωση και επέκταση του μηχανικού
εξοπλισμού του εργοστασίου. Αρκετά από τα μηχανήματα αυτά αγοράστηκαν από τη
Γερμανία, αφού, λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στο διεθνές εμπόριο και του
ανοίγματος του εμπορικού ισοζυγίου, ή Γερμανία ήταν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας
μηχανημάτων και όχι μόνο. Συνολικά από γερμανικές εταιρείες αγοράστηκε εξοπλισμός
αξίας 118,7 εκατομμυρίων προπολεμικών Δραχμών.1059

1059
Από αυτά τα 21 αφορούσαν διάφορα εργαλεία, τα 48,4 ασυρμάτους και σχετικό εξοπλισμό, τα
5,5 μετεωρολογικά όργανα, τα 23 ηλεκτρολογικά και τα 11,5 φωτο-τεχνικές συσκευές. Pelt, M.:
Tobacco, Arms and Politics…, σελ. 75. Σχεδόν στο σύνολό του o εξοπλισμός αυτός θα μπορούσε
αργότερα να χρησιμοποιηθεί με ευκολία στη συντήρηση και επισκευή των αεροσκαφών της
Luftwaffe. Βλ. π.χ. την έγκριση για την προμήθεια 7 φρεζών και 28 τόρνων από τη Γερμανία ειδικά
η
για το εργοστάσιο κατά την 24 συνεδρίαση του Ανώτατου Σουμβουλίου Εθνικής Αμύνης

611
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σκοπός ήταν με τα μηχανήματα αυτά να προχωρήσει το ΚΕΑ στην κατασκευή μιας


σειράς αεροσκαφών, εκπαιδευτικών και βομβαρδιστικών (π.χ. το δικινητήριο PZL .37), ενώ
εξασφαλίστηκε και η άδεια για την παραγωγή του γερμανικού αναγνωριστικού και
ελαφρού βομβαρδιστικού Henschel Hs 126, καθώς και του αεροσκάφους συνδέσμου
Fieseler Fi 156 Storch. Ωστόσο τα πολωνικά αεροσκάφη δεν κατασκευάστηκαν λόγω του
πολέμου που εμπόδισε την μεταφορά κάποιων απαραίτητων εξαρτημάτων από τη χώρα,
ενώ και μια πρόσθετη παραγγελία για Hs 126 επίσης δεν εκτελέστηκε πριν την κατάληψη
της χώρας (τα 16 της πρώτης παραγγελίας είχαν όμως παραδοθεί και πρόλαβαν να δουν
πολεμική δράση). Εκτός των αεροσκαφών, το εργοστάσιο φαίνεται να προχώρησε λίγο πριν
την κατοχή και στην κατασκευή ανταλλακτικών, και άλλων υλικών χρήσιμων για την
Βασιλική Αεροπορία, όπως χειράμαξες στόχοι, ακόμα και μικρές βόμβες.1060
Μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου δημιουργήθηκαν αρκετά
παραρτήματα του ΚΕΑ εκτός των εγκαταστάσεων του Φαλήρου, με σκοπό την διασπορά
των δραστηριοτήτων του εργοστασίου για την προστασία τους από αεροπορικούς
βομβαρδισμούς. Τα παραρτήματα αυτά ήταν: α) ΚΕΑ/Ι, στο Ελληνικό (συνεργείο τελικής
μηχανοσύνθεσης αεροπλάνων και προετοιμασίας δοκιμαστικών πτήσεων), β) ΚΕΑ/ΙΙ, στο
Μοσχάτο (ίσως στις εγγαταστάσεις του Raab, μηχανουργείο, εφαρμοστήριο και
λευκοσιδηρουργείο), γ) ΚΕΑ/ΙΙΙ, στις Τζιτζιφιές (πιθανώς στην Ιζόλα, μηχανουργείο και
εφαρμοστήριο), δ) ΚΕΑ/IV, στην Καλλιθέα (φωτοτεχνικό, οργάνων, ηλεκτροτεχνικό και
μελετών, τεχνική διεύθυνση και βιβλιοθήκη, ε) ΚΕΑ/V, στην Καλλιθέα (τμήμα επισκευής
μεταλλικών ελίκων και μέρος του τμήματος γαλβανοπλαστικής), στ) ΚΕΑ/VI, στη Λεωφόρο

(Φεβρουάριος 1937), στο: Βλάσσης, Κωνσταντίνος Δ.: Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος, 1936-1940,
εκδόσεις Δούρειος Ίππος, Αθήνα, 2013, σελ. 123-124.
1060
Καίσαρου-Πανταζοπούλου, Τρ. & Μπελδέκος, Γ.: Ελληνική Αεροπορία..., σελ. 90, και Pelt, M.:
Tobacco, Arms and Politics…, σσ. 74-76 και Βογιατζής, Δημήτρης: Η Εισαγωγή της Στρατιωτικής
Αεροπορικής Τεχνολογίας στην Ελλάδα…, σσ. 521-526. Όταν επιθεώρησαν οι Γερμανοί τις
εγκαταστάσεις μετά την κατάληψή τους ανάφεραν ότι βρήκαν την κατασκευή των PZL P. 24 σε
δοκιμαστικό στάδιο (άγνωστο αν πρόκειται στην πραγματικότητα για ανταλλακτικά για τα αεροσκάφη
που είχαν αγοραστεί προπολεμικά ή απόπειρα αντιγραφής τους μετά την κατάκτηση της Πολωνίας),
ενώ τα Hs 126 δεν είχαν αρχίσει να κατασκευάζονται λόγω έλλειψης πρώτων υλών. AA-PA, R 105896,
Clodius Handakten, Band No. 4, AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit der Abteilung…“. Σύμφωνα
πάντως με τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης (αρ. 47,
Δεκέμβριος 1938) το γαλλικό LeO 45 είχε προτιμηθεί από το PZL 37 και μάλλον δεν θα κατασκευαζόταν
στην Ελλάδα, αλλά ούτε αυτή η παραγγελία προχώρησε τελικά (βλ. Βλάσσης, Κωνσταντίνος Δ.: Οι
εξοπλισμοί της Ελλάδος, 1936-1940, εκδόσεις Δούρειος Ίππος, Αθήνα, 2013, σελ. 323-327).

612
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Συγγρού (μάλλον στη Ford, τμήμα επισκευής κινητήρων), ζ) ΚΕΑ/VII, στην Καλλιθέα
(διεύθυνση επιμελητείας, διαχείριση χρηματικού και λογιστήριο), η) ΚΕΑ/VIII, σε όλα τα
παραρτήματα καθώς και σε κάποια άλλα κτήρια σε Τζιτζιφιές, Καλλιθέα, Μπραχάμι, στο
ΕΤΑΜ και στον Πειραιά (αποθήκες), θ) ΚΕΑ/IX, στο ΕΤΑΜ (τμήμα επισκευής ξύλινων
πτερύγων).1061 Είναι μάλλον βέβαιο ότι οι Γερμανοί κατέλαβαν μαζί με το ΚΕΑ και κάποια
τουλάχιστον από τα παραρτήματά του, στα οποία συνέχισαν τις επισκευαστικές
δραστηριότητες, αυτή τη φορά για τα αεροσκάφη της Luftwaffe.
Οι εγκαταστάσεις του ΚΕΑ είχαν κριθεί ιδιαίτερα σημαντικές κατά την επιθεώρηση
της Luftwaffe και θεωρήθηκε ότι ήταν επιβεβλημένη μια διακυβερνητική (“Regierung zu
Regierung“) συμφωνία για τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας τους στο Ράιχ.1062 Εξάλλου το
ΚΕΑ, ως κρατική περιουσία ηττημένου εχθρικού κράτους, κατατασσόταν σε άλλη κατηγορία
από τις ελληνικές ιδιωτικές επιχειρήσεις. Πέρα όμως από τις ίδιες τις εγκαταστάσεις
αξιόλογη ήταν και η τεχνογνωσία των περίπου 1.200 έμπειρων τεχνικών που εργάζονταν σ’
αυτές. Την εμπειρία ακριβώς που είχαν αποκομίσει οι Έλληνες μηχανικοί του ΚΕΑ, ειδικά με
τα γερμανικά μοντέλα και τους κινητήρες τους, επιδίωξαν να χρησιμοποιήσουν και οι
Γερμανοί για την συντήρηση των αεροσκαφών της Luftwaffe. Εξάλλου δεν ήταν μόνο οι
γερμανικοί κινητήρες με τους οποίους είχαν εμπειρία οι Έλληνες τεχνικοί (ο BMW 132 των
ελληνικών Ju 52 χρησιμοποιούνταν επίσης και στα γερμανικά Ar 196, He 114, He 115 ενώ
τoν Bramo 323 των ελληνικών Hs 126 φόραγαν και τα γερμανικά Do 24, Do 17, που όλα
τους έδρασαν στη Μεσόγειο), αλλά και κινητήρες άλλων χωρών, όπως ο γαλλικός Gnôme-
Rhône 14N των ελληνικών PZL P.24 και MΒ-151 που χρησιμοποιούνταν επίσης σε κάποια
γερμανικά αεροσκάφη με παρουσία στην περιοχή (Me 323).1063

8.4 Ελληνική Εταιρεία Εναερίων Συγκοινωνιών (ΕΕΕΣ)

Όπως είναι σαφές και από τον τίτλο της, η ΕΕΕΣ δεν ιδρύθηκε ως πολεμική εταιρεία.
Περιέχεται όμως στο κεφάλαιο αυτό λόγω του επισκευαστικού έργου που συντελέστηκε
στις εγκαταστάσεις της – και σε μεγάλο βαθμό από τους τεχνικούς της – κατά την περίοδο
της κατοχής σε αεροπλάνα της Luftwaffe.

1061
Τσολακίδης, Στέφανος Κ.: «Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων, ή το θαύμα της ελληνικής
αεροπορικής τεχνικής», στο περιοδικό Πτήση, τεύχος 19, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1982, σσ. 17-18.
1062
AA-PA, R 105896, Clodius Handakten, Band No. 4, AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit der
Abteilung…“
1063
Chant, Chris: German Warplanes of World War II, Spellbound Publishers, Kent, UK, 2001 [1999],
σσ. 155, 143 και 157.

613
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η ΕΕΕΣ είχε ιδρυθεί το 1930 και λόγω της μονοπωλιακής της θέσης είχε γίνει στόχος
τόσο της Deutsche Luft Hansa (DLH) όσο και των Βρετανών. Η απαγόρευση πώλησης
μετοχών της ΕΕΕΣ σε αλλοδαπούς είχε ωθήσει την DLH στην ίδρυση στην Αθήνα της ΑΕΡΙΑΛ,
ως «Ελληνικής Εταιρείας Ταξειδίων και Εμπορίου», με πρόεδρο τον Χρήστο Νικολόπουλο,
γερμανομαθή και γερμανόφιλο, που ήταν και μέλος του ΔΣ της ΕΕΕΣ.1064 Το 1936 ο έλεγχος

1064
Η ΑΕΡΙΑΛ (σύμβουλος στην οποία ήταν και ένας άλλος γνωστό γερμανόφιλος και συνεργάτης του
Μποδοσάκη, ο Θ. Υψηλάντης) συστεγαζόταν με την αντιπροσωπεία της DLH. Τα αδέλφια
Νικολόπουλου και κυρίως ο Χρήστος κατηγορούνται (μάλλον όχι άδικα) από τον Κουτσουμάρη όχι
απλώς ως γερμανόφιλοι αλλά και ως μπλεγμένοι σε σκάνδαλα που έχουν να κάνουν με την επιρροή
της DLH στην ΕΕΕΣ, αλλά και με την προμήθεια πολεμικών αεροσκαφών από τη Γερμανία το 1938
(σκάνδαλο που οδήγησε μάλιστα στη κράτηση του Χ. Νικολόπουλου από την Ασφάλεια), ακόμα και
με μαύρη αγορά επί κατοχής. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου ο αντιβενιζελικός
(ιδιότητα που του είχε χρησιμεύσει το 1935 ώστε να μπει στο ΔΣ της ΕΕΕΣ) Χρ. Νικολόπουλος
βρισκόταν στη Γερμανία από την οποία επέστρεψε μετά την κατάκτηση της χώρας από τη
Wehrmacht. Στη Γερμανία διατηρούσε επαφές με τον Himmler, στον οποίον φέρεται να έστελνε
κρασιά, συνάλλαγμα και τιμαλφή, υπόθεση που σχετίζεται με τις αναφορές Deter και Ιατρίδη τις
οποίες είδαμε στην υπόθεση της εταιρείας Οίνων και Οινοπνευμάτων (βλ. σελ. 543-544). Από τις
μαυραγορίτικες δραστηριότητές τους (σε συνεργασία κατά τον Κουτσουμάρη με Ιταλούς, Γερμανούς,
αλλά και υπουργούς, ακόμα και με τον ίδιο τον Ι. Ράλλη), οι Νικολόπουλοι φέρονται να αγόρασαν
πολυτελή πολυκατοικία στο Ψυχικό. Ο Χρήστος Νικολόπουλος συνελήφθη κάποια στιγμή (μάλλον το
καλοκαίρι 1944) από τους Γερμανούς για υπέρογκους λογαριασμούς που παρουσίασε σχετικά με την
προμήθεια επίπλων προς τις αρχές κατοχής, για να αφεθεί όμως ελεύθερος μετά από παρέμβαση
Γερμανών αξιωματικών, οι οποίοι μάλιστα φέρονταν κατά τις πληροφορίες του Κουτσουμάρη να
είχαν και κατασκοπευτικές δραστηριότητες. ΕΛΙΑ, Αρχείο Κουτσουμάρη, φάκελος 46.2Α («περί
προσώπων εχόντων στενώς συνεργασθεί μετά των αρχών κατοχής»), άτιτλο και αχρονολόγητο
(μεταπολεμικό) 7σέλιδο σημείωμα για τους Νικολόπουλους. Όπως προκύπτει και από έγγραφο των
γερμανικών υπηρεσιών ασφαλείας προς το γερμανικό υπουργείο εξωτερικών (20/12/1940) που
αναδημοσιεύεται στο: Ανδρικόπουλος, Γιάννης: Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού (Στρατός και
πολιτική), Ιστορικά Τεκμήρια, Διογένης, Αθήνα, 1977, σελ. 98-99, ο Χ. Νικολόπουλος που είχε
παρασημοφορηθεί και από τον Χίτλερ την άνοιξη του 1940, προσπαθούσε να ανατρέψει τον Μεταξά
και να εγκαθιδρύσει φιλική προς τη Γερμανία κυβέρνηση στην Ελλάδα. Εμφανιζόταν μάλιστα να έχει
συμφωνήσει με Έλληνες στρατιωτικούς (τον «στρατηγό» – στην πραγματικότητα μάλλον
υποστράτηγο αεροπορίας την περίοδο εκείνη – Γ. Ρέππα και τους αντιστράτηγους Μ. Δράκο και Ι.
Πιτσίκα, ενώ ήταν και σε διαπραγματεύσεις με τους επίσης αντιστράτηγους Κ. Πακόπουλο και Δ.
Πολίτη), για την «χωρίς αγώνα κατάληψη της Ελλάδας από τη Wehrmacht», την τυπική της
ουδετερότητα στον πόλεμο με την Αγγλία, με την αποδοχή ακόμα και «μικρών εδαφικών
παραχωρήσεων στη Βουλγαρία ή άλλες μικρές χώρες», ενώ – όπως έλεγε τουλάχιστον ο

614
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

της εταιρείας είχε περάσει στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού με την εξαγορά του 51% των
μετοχών. Η σχετική σύμβαση για την απόκτηση 3 Ju 52 υπεγράφη στις 21 Δεκεμβρίου 1937
και επικυρώθηκε με τον αναγκαστικό νόμο 1322 στις 17 Ιουλίου 1938.1065
Η εταιρεία προκάλεσε αμέσως το γερμανικό ενδιαφέρον από την αρχή της κατοχής,
και ήταν από αυτές που προορίζονταν για να περάσουν σε γερμανικά χέρια. Άμεσος
ενδιαφερόμενος ήταν βέβαια η DLH, που το 1936 είχε υπογράψει και συμφωνία
αντιπροσώπευσής της από την ΕΕΕΣ.1066 Ο Ryssel, τοπικός αντιπρόσωπος της DLH, έλαβε
γρήγορα την πλήρη ελευθερία (freie Hand) από τις γερμανικές αρχές για να μεριμνήσει
ώστε η ΕΕΕΣ να γίνει ιδιοκτησία της DLH και φρόντισε να αλλάξει άμεσα το νομικό
καθεστώς ώστε να ολοκληρωθεί νομότυπα η μεταβίβαση των μετοχών της εταιρείας στους
νέους, Γερμανούς ιδιοκτήτες της.1067
Τον Ιούνιο του 1941 λοιπόν η DLH αγόρασε 9.690 (αλλού αναφέρονται – μάλλον
λανθασμένα – ως 9.650) μετοχές της εταιρείας ονομαστικής αξίας 1.500 δραχμών η κάθε
μία, αφού πρώτα το ελληνικό Δημόσιο (συγκεκριμένα η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας)
είχε πάρει με Ν.Δ. τις 9.690 μετοχές από το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Η ονομαστική τιμή

Νικολόπουλος – την εμπλοκή της Γερμανίας επιδίωκε και ο πρέσβης Ρίζος – Ραγκαβής (αν και στην
πραγματικότητα είναι ασαφές αν η πρόθεση του Ραγκαβή προχωρούσε μέχρι και στην
αντικατάσταση του Μεταξά με φιλογερμανική κυβέρνηση).
1065
«Περί κυρώσεως της μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Ελληνικής Εταιρείας εναερίων
ης
Συγκοινωνιών Α.Ε. συνομολογηθείσης ειδικής Συμβάσεως της 21 Δεκεμβρίου 1937», ΦΕΚ 270Α/26-
7-1938, όπου περιέχεται και η σύμβαση. Τα Ju 52 ήταν βασικά μεταγωγικά, αλλά μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν και για βομβαρδισμό, πράγμα που είχαν κάνει εξάλλου με τη γερμανική λεγεώνα
«Κόνδωρ» στον Ισπανικό εμφύλιο. Το ζήτημα της δυνατότητας βομβαρδισμού των αεροσκαφών της
ΕΕΕΣ και της καταλληλότητάς τους για την αποστολή έγινε μεταπολεμικά μία από τις αιτίες για
μήνυση που κατέθεσε ο πρώην Γενικός Διευθυντής Βύζας μετά από σχετικό δημοσίευμα στην
εφημερίδα Έθνος που του χρέωνε την ευθύνη για την μη καταλληλότητα των ελληνικών
αεροσκαφών για τον ρόλο αυτό. ΕΛΙΑ, αρχείο Βύζας, Μιχαήλ (Ελληνική Εταιρεία Εναερίων
Συγκοινωνιών), Φάκελος 7.3.
1066
Ο Κουτσουμάρης χρεώνει μάλιστα στον Χρήστο Νικολόπουλο την χρήση της πολιτικής του
η
επιρροής μετά την 4 Αυγούστου 1936 για την διάσπαση του αποκλειστικού προνομίου εσωτερικών
πτήσεων της ΕΕΕΣ (τον επόμενο χρόνο είχαν επιτραπεί οι πτήσεις της DLH για Ρόδο και Μ. Ανατολή
μέσω Αθήνας) με την παραχώρηση σχετικού δικαιώματος στην DLH. Βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Κουτσουμάρη,
φάκελος 46.2Α («περί προσώπων εχόντων στενώς συνεργασθεί μετά των αρχών κατοχής»), άτιτλο
και αχρονολόγητο (μεταπολεμικό) 7σέλιδο σημείωμα για τους αδελφούς Νικολόπουλους.
1067
AA-PA, R 105896, Clodius Handakten, Band No. 4, AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit der
Abteilung…“

615
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αυτή (την οποία πλήρωσε και το Δημόσιο στο Μετοχικό Ταμείο για τη μεταβίβαση των
μετοχών σύμφωνα με το Ν.Δ. 104/41) ήταν πολύ χαμηλότερη από την πραγματική αξία του
κεφαλαίου της εταιρείας. Βέβαια ο πόλεμος είχε επιφέρει ουσιαστική παύση των εργασιών
της εταιρείας, ενώ αρκετά κακή ήταν και η κατάσταση των αεροσκαφών της, που δεν
μπορούσαν πλέον να πετάξουν χωρίς σοβαρές επισκευές. Ωστόσο το τίμημα της
μεταβίβασης μόλις που ξεπερνούσε την τιμή πώλησης ενός και μόνο νέου αεροσκάφους: η
DLH είχε προτείνει να δώσει σε αντάλλαγμα ένα νέο Ju 52 αξίας 340.700 Μάρκων «σε τιμή
ευκαιρίας», τιμή που αγγίζει τα ¾ του κόστους κτήσης των μετοχών. Την ίδια στιγμή σε
συνάντηση του υπουργού οικονομικών με αντιπρόσωπους της DLH και της ΕΕΕΣ, ο Σ.
Γκοτζαμάνης είχε δεχτεί να καλύψει το ελληνικό Δημόσιο τα έξοδα της εταιρείας για όσο
αυτή δεν είχε έσοδα.1068
Μετά την ιδιοκτησιακή μεταβολή στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας
διατηρήθηκαν 10 Έλληνες, αλλά προστέθηκαν ως διευθυντές οι Κάρολος-Αύγουστος Φον
Στρούντζε (αργότερα αντικαταστάθηκε από τον Heinze Hugo Starke) και Ιωάννης Ρύσσελ
της DLH.1069
Επισήμως η DLH δήλωνε αρχικά πως είχε σκοπό να διατηρήσει την εταιρεία σε
λειτουργία και να επαναλάβει τελικά τα δρομολόγιά με τους προπολεμικούς ρυθμούς.1070

1068
Νομοθετικό Διάταγμα 104/41 («Περί συμπληρώσεως και τροποποιήσεως της υπό του νόμου
4809 κυρωθείσης συμβάσεως μεταξύ Ελληνικής Κυβερνήσεως και Εταιρείας ‘Ίκαρος’»), ΦΕΚ 182Α
της 31-5-1941 και ΕΛΙΑ, αρχείο Βύζας, Μιχαήλ (Ελληνική Εταιρεία Εναερίων Συγκοινωνιών), Φάκελος
6.2, επιστολή Λουφτχάνσα Α.Ε. προς υπουργό κύριο Κοτζαμάνη, 30/7/1941. Τα 340.700 Μάρκα
ισούνταν με 20.442.000 δραχμές με βάση την επίσημη ισοτιμία 1/60. Η επίσημη ανάληψη της
χρηματοδότησης θα γίνει, όπως θα δούμε, σχεδόν δύο χρόνια αργότερα. Το κόστος πάντως ενός
τέτοιου αεροσκάφους (σε τιμές 1941, με τον κινητήρα, αλλά χωρίς τον πλήρη εξοπλισμό) φαίνεται
να ήταν σχεδόν το μισό ή περίπου 163.000 RM (Oertel, Manfred: „Die Kriegsfinanzierung“, στο:
Eichholtz, Dietrich: Geschichte der deutschen…, Band III, 1941-1943 Teil 2, σελ. 686. Η αυξημένη τιμή
«ευκαιρίας» στην οποία φαίνεται να προσφερόταν το (πλήρως εξοπλισμένο) αεροσκάφος ήταν
μάλλον ενδεικτική της προπολεμικής τάσης υπερτίμησης αρκετών γερμανικών εξαγόμενων
προϊόντων.
1069
Βλ. τις ανακοινώσεις σχετικά με τα μέλη του ΔΣ κατά την κατοχή στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ16Φ84.
1070
Βλ. για παράδειγμα τη δήλωση του συμβούλου Φον Στρούεντζε (σικ) στο ΔΣ της εταιρείας τον
Οκτώβριο του 1941, όταν μεταφέρει τις σχετικές απόψεις και τους χαιρετισμούς του διευθυντή της
DLH. ΕΛΙΑ, αρχείο Βύζας, Μιχαήλ (Ελληνική Εταιρεία Εναερίων Συγκοινωνιών), Φάκελος 6.5,
«Πρακτικά συνεδριάσεως Διοικητικού Συμβουλίου Ελληνικής Εταιρείας Εναερίων Συγκοινωνιών Α.Ε.
της 15 Οκτωβρίου 1941», σελ. 2.

616
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ωστόσο η απώλεια των προϋπαρχόντων αεροσκαφών δεν επέτρεψε στην εταιρεία να


συνεχίσει το πτητικό της έργο. Τα τρία Ju 52 της εταιρείας είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές και
δεν ήταν εύκολο να επισκευαστούν λόγω του κόστους (για ένα από αυτά είχε υπολογιστεί
για παράδειγμα ότι χωρίς την απαιτούμενη αντικατάσταση των κινητήρων τα έξοδα θα
έφταναν στο 17% ενός νέου αεροσκάφους). Ωστόσο φαίνεται πως κατόπιν πρότασης της
DLH τα αεροσκάφη απομακρύνθηκαν από τις εγκαταστάσεις του Τατοΐου (όπου ήταν και η
βάση της εταιρείας) για να μεταφερθούν στη Βιέννη προς επισκευή. Έκτοτε αγνοούταν η
τύχη τους.1071
Το 1943 η DLH αναλαμβάνει τελικά την προαναφερθείσα υποχρέωση να
μεταβιβάσει στο ελληνικό Δημόσιο ένα νέο Ju 52 σε αντάλλαγμα των μετοχών της ΕΕΕΣ, με
την υποχρέωση για το Δημόσιο να το μεταβιβάσει στην εταιρεία μόλις πληρωθεί το ποσό
των 14.535.000 δραχμών που αντιστοιχούσε στο κόστος αγοράς των μετοχών το 1941.1072 Η
αρνητική για το Δημόσιο συμφωνία γινόταν έτσι ακόμα χειρότερη, αφού αντί για την
έγκαιρη πληρωμή του ποσού που φαίνεται καθυστερούσε σημαντικά, τελικά θα λάμβανε
την τυπική ονομαστική αξία των μετοχών σε πληθωριστικές δραχμές του 1943 με ελάχιστη
αξία, ενώ η γερμανικής πλέον ιδιοκτησίας ΕΕΕΣ θα αποκτούσε ένα νέο αεροσκάφος σχεδόν
δωρεάν, με το οποίο θα μπορούσε να ξαναρχίσει τις πτήσεις της. Ωστόσο το αεροσκάφος
δεν φαίνεται να ήρθε και έτσι η ΕΕΕΣ μάλλον δεν ξαναπέταξε ποτέ.
Η εταιρεία δήλωσε επίσης από την αρχή της κατοχής πως δεν επιθυμούσε να
προχωρήσει σε απόλυση εργαζομένων αλλά προτιμούσε να τους απασχολήσει στην
επισκευή των αεροσκαφών της DLH.1073 Ωστόσο μέχρι τον Οκτώβρη του 1941 είχε ήδη
απολύσει 33 εργαζόμενους, από τους 171 μόνιμους και 7 έκτακτους που απασχολούσε στις
27 Απριλίου. Από τους απομείναντες, 5 υπάλληλοι, 43 τεχνίτες και 17 εργάτες

1071
ΕΛΙΑ, αρχείο Βύζας, Μιχαήλ (Ελληνική Εταιρεία Εναερίων Συγκοινωνιών), Φάκελος 6.1, επιστολή
Βύζα προς DLH, 19 Σεπτεμβρίου: “Question des trois Avions type Ju.52 de la S.H.C.A” και Τεχνικού
Διευθυντή ΕΕΕΣ προς τη Γενική Διεύθυνση της εταιρείας, Οκτώβριος 1941 (χωρίς τίτλο).
1072
Νόμος 191/43, ΦΕΚ 157Α/31-5-1943, που περιέχει και την υπογραφείσα σύμβαση 18 Μαρτίου
1943 για το αεροσκάφος Ju 52/3m. Στη δεύτερη υπογραφείσα σύμβαση προβλεπόταν και η
αναδρομική κρατική χρηματοδότηση της ΕΕΕΣ από το 1941 και για όσο χρόνο το Ελληνικό Κράτος δεν
μπορεί «εξαιτίας του περιορισμού της κυριαρχίας του επί του αέρος να παράσχει εις την Ε.Ε.Ε.Σ. την
εξουσιοδότησιν προς επανάληψιν των εναερίων πτήσεων».
1073
ΕΛΙΑ, αρχείο Βύζας, Μιχαήλ (Ελληνική Εταιρεία Εναερίων Συγκοινωνιών), Φάκελος 6.5,
ης
«Απόσπασμα πρακτικών συνεδριάσεων Δ. Συμβουλίου ΕΕΕΣ της 6 Μαρτίου 1943» και «Πρακτικά
συνεδριάσεως Διοικητικού Συμβουλίου Ελληνικής Εταιρείας Εναερίων Συγκοινωνιών Α.Ε. της 15
Οκτωβρίου 1941», σσ. 11-12.

617
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

χρησιμοποιούνταν στις εργασίες της DLH (General Flugzeugmeister Frontreparaturwerke ή


Frontreparaturbetrieb DLH), επισκευάζοντας όπως θα δούμε στη συνέχεια (μαζί με άλλους
τεχνικούς του ίδιου «εργοστασίου») μεγάλους αριθμούς γερμανικών μεταγωγικών. Παρά
την απαγόρευση απολύσεων, η εταιρεία είχε απολύσει μέχρι τον Ιούλιο του 1943 άλλους 2,
ενώ στη διάθεσή της είχαν απομείνει 56 εργαζόμενοι, με τους υπόλοιπους να εργάζονται
στις γερμανικές υπηρεσίες σε Αθήνα, Δεκέλεια, Θεσσαλονίκη και Σέδες. Οι τελευταίοι
πληρώνονταν μεν από την DLH (ουσιαστικά ως «δανεικοί»), αλλά όταν αυτή δεν τους
χρειαζόταν έπρεπε να επιστρέψουν στην ΕΕΕΣ. Η ελληνική εταιρεία, παραπονιόταν ότι δεν
μπορούσε να τους πληρώνει αλλά ούτε να τους απολύσει λόγω του νόμου και ζήτησε από
τη σχετική επιτροπή να της επιτρέψει να απολύσει το προσωπικό εκείνο. Όταν η εν λόγω
αίτηση δεν έγινε δεκτή, η ΕΕΕΣ στράφηκε στον υπουργό Εθνικής Αμύνης ζητώντας την
αύξηση της κρατικής ενίσχυσης σύμφωνα με τον νόμο που είχε μόλις υπογραφεί.1074
Η μισθοδοσία των υπαλλήλων της εταιρείας φαίνεται να καλύφθηκε πράγματι από
το Δημόσιο για κάποιους μήνες, όμως, μερικούς μήνες αργότερα, όταν οι ανάγκες του
πολέμου οδήγησαν στο κλείσιμο του Frontreparaturbetrieb της DLH, δημιουργήθηκε εκ
νέου ζήτημα, για το αν η ΕΕΕΣ έπρεπε να συνεχίσει να πληρώνει τους εργαζόμενους που ως
τότε ήταν αποσπασμένοι στην DLH. Η επίσημη απάντηση του υπουργείου, που ακόμα
δίσταζε να επιτρέψει τις μαζικές απολύσεις – μάλλον φοβούμενο την πολιτική αναταραχή –
ήταν πως οι εργαζόμενοι αυτοί έπρεπε να επαναμισθοδοτηθούν από την ΕΕΕΣ, ακόμα και
αν δεν είχαν επισήμως αντικείμενο εργασίας.1075 Αρκετοί πάντως από τους τεχνικούς πρέπει
να συνέχισαν να εργάζονται στις γερμανικές επισκευές αεροσκαφών, που στο τέλος της
κατοχής είχε πια αναλάβει κυρίως η γερμανική Siebel.
Με την απελευθέρωση η εταιρεία θεωρήθηκε προσωρινά ως εχθρική περιουσία
αφού το πλειοψηφικό μετοχικό πακέτο ελεγχόταν από τη γερμανική DLH.1076 Τελικά η ΕΕΕΣ
δεν επαναλειτούργησε ποτέ και διαλύθηκε το 1946.

1074
ΕΛΙΑ, αρχείο Βύζας, Μιχαήλ (Ελληνική Εταιρεία Εναερίων Συγκοινωνιών), Φάκελος 6.1, άτιτλο
σημείωμα σχετικά με το προσωπικό της εταιρείας, 18/10/1941 και Φάκελος 6.2, επιστολή Βύζα, αρ.
313, 7 Ιουλίου 1943.
1075
ΕΛΙΑ, αρχείο Βύζας, Μιχαήλ (Ελληνική Εταιρεία Εναερίων Συγκοινωνιών), Φάκελος 6.2, Επιστολές
Υπουργείου Αμύνης, Γενική Διεύθυνση Αεροπορίας α) προς υπουργείο Εργασίας, 30/11/1943, αρ.
πρωτ. 3522/247 «περί επαναπροσλήψεως ή μη προσωπικού ΕΕΕΣ εργαζομένου μέχρι τούδε εις
Γερμανικάς Αρχάς κατοχής» και α) προς υπουργείο Οικονομικών, 10/1/1944, αρ. πρωτ. 226,
«Απόφαση».
1076
NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 2551-2600 (Box 12, folder 4), Strategic Services Unit, War
Department, Intelligence Dissemination, “Enemy firms in Greece”, Cairo, 15/10/1945.

618
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

9. Οι επισκευές γερμανικών αεροσκαφών στα ελληνικά εργοστάσια.

9.1 Η δράση της Luftwaffe και οι ανάγκες για επισκευές στην Ελλάδα

Η επισκευαστική δραστηριότητα και οι διακυμάνσεις στους αριθμούς των


επισκευαζόμενων αεροσκαφών έχουν, όπως είναι φυσικό, άμεση σχέση με τη
δραστηριότητα της γερμανικής αεροπορίας στην περιοχή και αντικατοπτρίζουν τις εξελίξεις
στο πολεμικό μέτωπο της Μεσογείου. Η παρουσία της γερμανικής αεροπορίας στην
περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (δηλαδή βασικά της Ελλάδας) αυξανόταν σε περιόδους
επιθετικής δραστηριότητας των γερμανικών όπλων (βλ. πίνακα 9.1).

Περίοδος Αριθμός αεροσκαφών πρώτης γραμμής


Απρίλιος 1941 Περίπου 1.000
Αρχές Ιουλίου 1941 240
Μέσα Νοεμβρίου 1941 180
Τέλη Μαΐου 1942 210
Δεκέμβριος 1942 150
Αρχές Ιανουαρίου 1943 120
Μέσα Μαΐου 1943 125
Αρχές Ιουν. 1943 185
Μέσα Ιουν. 1943 220
Αρχές Ιουλ. 1943 305
Μέσα Ιουλ. 1943 265
Αρχές Οκτωβρίου 1943 305
Αρχές Ιανουαρίου 1944 205
Πίνακας 9.1: Γερμανικά αεροσκάφη σε Ηπειρωτική Ελλάδα, Κρήτη και Αιγαίο, Απρίλιος 1941-
Ιανουάριος 1944. Στοιχεία από: Archives, National: The Rise and Fall of the German Air Force, 1933-
45… και Schreiber Gerhard, Stegemann, Bernd, Vogell Detlef: Germany in the Second World War,
The Mediterranean, South-east Europe, and North Africa, 1939-1941: From Italy's Declaration of
Non-belligerence to the Entry of the United States Into the War, Oxford university Press, Oxford,
1995. Στους αριθμούς αυτούς περιλαμβάνονται κυρίως μαχητικά, βομβαρδιστικά και αεροσκάφη
ναυτικής συνεργασίας και όχι εκπαιδευτικά και μεταγωγικά.

Οι μάλλον μη αναμενόμενες εξελίξεις στη Γιουγκοσλαβία, αλλά και η αποτυχία των


Ιταλών να κατακτήσουν την Ελλάδα υποχρέωσε τους Γερμανούς στην οργάνωση μιας κατά
το δυνατόν γρήγορης επιχείρησης, ώστε να μην χαθεί πολύτιμος χρόνος από τη
σχεδιαζόμενη εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Για τον λόγο αυτό ρίχθηκε εναντίον των δύο
αυτών χωρών ένας τεράστιος αριθμός αεροσκαφών, που ίσως ξεπερνούσε τα 1.000. Τον
επόμενο μήνα (Μάιο 1941), στην περιοχή παρέμενε για τις επιχειρήσεις εναντίον της
Κρήτης μεγάλος αριθμός αεροσκαφών, ανάμεσα στα οποία περίπου 530 μεταγωγικά Ju 52.
Ο αριθμός αυτός αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος του στόλου μεταγωγικών της Luftwaffe.
Κατά την περίοδο αυτή τα αεροσκάφη της Luftwaffe στην Ελλάδα ξεπερνούσαν το 50% της

619
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

συνολικής της παρουσίας στη Μεσόγειο. Η ίδια η Κρήτη εξάλλου αναγνωριζόταν από τον
Χίτλερ πως κατείχε μια ειδική θέση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και θα μετατρεπόταν σε
«φρούριο» και βάση από την οποία θα διεξαγόταν ο αεροπορικός πόλεμος στην Ανατολική
Μεσόγειο, σε συνδυασμό με τις επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική.1077
Μετά το τέλος των επιχειρήσεων στην Κρήτη και την έναρξη της επιχείρησης
Barbarossa το καλοκαίρι του 1941, η παρουσία της Luftwaffe μειώθηκε σημαντικά. Ωστόσο
πολλά από τα μεταγωγικά είχαν χτυπηθεί κατά τη μάχη της Κρήτης, και όσα από αυτά
κατάφεραν να επιστρέψουν στη βάση τους δεν μπορούσαν πετάξουν πριν υποστούν άμεσα
εκτεταμένες επισκευές.1078 Επιπλέον, οι μάχες στην Κυρηναϊκή επέβαλαν τη διατήρηση ενός
όχι ασήμαντου αριθμού αεροσκαφών στην νότια ηπειρωτική Ελλάδα, και την Κρήτη. Όταν
την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1942 το γερμανικό Deutsche Afrikakorps (DAK) κατέλαβε
όλη την Κυρηναϊκή και εισέβαλε στην Αίγυπτο, η παρουσία της Luftwaffe στην Ελλάδα
αυξήθηκε ακόμα περισσότερο. Από τη μία ήταν οι ανάγκες για περιορισμό της δράσης του
συμμαχικού ναυτικού και για αποστολές βομβαρδισμού των συμμαχικών στρατευμάτων
(στις αρχές Ιουνίου 1942 για παράδειγμα εξαπολύονταν περίπου 30-40 έξοδοι γερμανικών
αεροσκαφών κάθε μέρα από την Κρήτη με στόχο τον βομβαρδισμό των στρατευμάτων της
ελεύθερης Γαλλίας που αμύνονταν στο Bir Hackeim της Κυρηναϊκής).1079 Από την άλλη ήταν
τα προβλήματα που δημιουργούσε η Μάλτα στις ναυτικές μεταφορές από την Ιταλία, η
μεγάλη απόσταση από τα κύρια λιμάνια ανεφοδιασμού και η ταχεία προέλαση των
στρατιών του Άξονα, που είχαν ως αποτέλεσμα να πέσει το βάρος του ανεφοδιασμού στις

1077
Trevor-Roper, Hugh (edited by): Hitler’s War Directives, 1939-1945, Birlinn, Edinburgh, 2004
[1962, 1964], Directive No. 31, σσ. 125 – 129, κυρίως σελ. 128.
1078
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στο ημερολόγιο του Goebbels (The Goebbels Diaries, 1939-
1941. The historic journal of a Nazi war leader. Translated and edited by Fred Taylor. Sphere books,
London, 1983 [1982], σελ. 414, καταγραφή 16 Ιουνίου 1941), ότι «η εκστρατεία στην Ελλάδα μας
κόστισε πολύ σε υλικό και γι’ αυτό [η εισβολή στη Σοβιετική Ένωση] παίρνει περισσότερο χρόνο από
ό, τι αναμενόταν». Η αναφορά αυτή πρέπει να αφορά κυρίως τις απώλειες στη μάχη της Κρήτης που
ήταν ιδιαίτερα σημαντικές σε ό, τι αφορά τα γερμανικά μεταγωγικά. Εξάλλου με το τέλος των μαχών
σε Γιουγκοσλαβία και ηπειρωτική Ελλάδα ο ίδιος εμφανιζόταν να θεωρεί πως οι χαμηλές απώλειες
στις ως τότε μάχες μπορούσαν να αποτελέσουν προπαγανδιστικό όπλο (ο. π. σελ. 344, καταγραφή 2
Μαΐου 1941). Στην Κρήτη κατερρίφθησαν ή υπέστησαν σοβαρές ζημιές περίπου 170 Ju 52 (Archives,
National: The Rise and Fall of the German Air Force, 1933-45, National Archives, Kew, England, 2008
[1948], σελ. 125. Η έκδοση αυτή είναι ανατύπωση μεταπολεμικής έκθεσης του Βρετανικού
Υπουργείου Αεροπορίας).
1079
Archives, National: The Rise and Fall of the German Air Force, 1933-45…, σελ. 142.

620
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αεροπορικές μεταφορές από την Ελλάδα. Από εκεί ξεκινούσαν καθημερινά πτήσεις προς τα
μικρά προχωρημένα αεροδρόμια της Κυρηναϊκής και της δυτικής Αιγύπτου, μέσω των
οποίων τροφοδοτούνταν η προέλαση του Άξονα. Την περίοδο της έντονης δραστηριότητας
του βορειοαφρικανικού μετώπου εξετάστηκε ακόμα και η εκεί μεταφορά ολόκληρων
μονάδων με αεροσκάφη από την κατεχόμενη Ελλάδα.1080
Όπως φαίνεται και στους παρακάτω χάρτες, στην πρώτη φάση, αυτήν της
γερμανικής προέλασης προς τη διώρυγα του Σουέζ, οι γερμανικές αεροπορικές βάσεις σε
Αθήνα, νότια Πελοπόννησο και Κρήτη αποτέλεσαν την βασική αεροπορική οδό μεταφοράς
στρατευμάτων, καυσίμων και πυρομαχικών προς τα αεροδρόμια της Derna και του
Tobruk.1081 Εξάλλου ο περιορισμός της ακτίνας δράσης των γερμανικών μεταγωγικών
δύσκολα τους επέτρεπε να φτάσουν στην περιοχή από την Ιταλία.
Την περίοδο λοιπόν που το μέτωπο της βόρειας Αφρικής κρινόταν στη διπλή μάχη
του El Alamein, η δράση των γερμανικών αεροσκαφών στην Ελλάδα είχε κορυφωθεί. Οι
αυξημένες απαιτήσεις των γερμανικών δυνάμεων της βορείου Αφρική για μεταφορά 1.000
στρατιωτών και 25 τόνων υλικού καθημερινά οδήγησε τον Ιούλιο στην μετεγκατάσταση
τριών νέων μονάδων Ju 52 στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, αυξάνοντας τον αριθμό των
αεροσκαφών αυτών στην ευρύτερη περιοχή σε σχεδόν 300. Μεταξύ Ιουλίου και
Σεπτεμβρίου 1942 μεταφέρθηκαν στην Αφρική περίπου 46.000 άνδρες σε 2.600 πτήσεις (18
άτομα ανά πτήση) και 4.000 τόνοι εφοδίων σε 1.900 πτήσεις (2 τόνοι ανά πτήση). Ο μέσος
ημερήσιος όρος αεροπορικής μεταφοράς την περίοδο εκείνη ήταν 750 στρατιώτες, αν και ο
ανώτερος αριθμός που καταγράφηκε σε μία μέρα ήταν 1.000. Ακόμα και τα καύσιμα, που
συνήθως μεταφέρονταν με τάνκερ, μεταφέρθηκαν αεροπορικά σε σχετικά σημαντικές

1080
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο της Sonderverband 288, ειδικής μηχανοκίνητης
μονάδας (μεγέθους περίπου συντάγματος) που προοριζόταν για δράση αρχικά στη Συρία και μετά
στη Βόρεια Αφρική. Μεγάλο μέρος της μονάδας μεταφέρθηκε μέσω Ελλάδας με αεροσκάφη στην Β.
Αφρική, αφού όπως παρατηρούσε από την αρχή γερμανική έκθεση λόγω της ισχυρής παρουσίας του
βρετανικού ναυτικού «προς το παρόν η μεταφορά της δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο αεροπορικώς».
NARA, microfilm T-311 Roll 175, Wehrmachtbefehlshaber Südost (Armeeoberkommando 12),
“Tätigkeitsbericht für die Zeit vom 1.9.-30.9.41“, 30.9.1941, σελ. 18. Για τη Sonderverband 288 βλ.
επίσης Eichholtz, Dietrich (translated by John Broadwin): War for Oil. The Nazi Quest for an Oil
Empire, σελ. 72. Το επόμενο διάστημα, μέχρι και το τέλος περίπου του έτους, οι μεταφορές μικρών
μονάδων και υλικών προς την Κρήτη και τη Β. Αφρική απασχολούν συχνά τις γερμανικές εκθέσεις.
1081
Η Κρήτη χρησίμευε συνήθως ως σταθμός ανεφοδιασμού των αεροσκαφών, αλλά ακρετές φορές
μονάδες που στάθμευαν στην Κρήτη μεταφέρονταν από αεροπορικά (τουλάχιστον με τη εξαίρεση
η
του βαρέως οπλισμού τους) στη Β. Αφρική. Η μεγαλύτερη από αυτές ήταν η 164 ελαφρά μεραρχία.

621
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ποσότητες. Τις μεταφορές αυτές διενεργούσε ένας στόλος από 200-500 μεταγωγικά κατά
την περίοδο εκείνη.1082 Την έντονη δράση της Luftwaffe στο μέτωπο της βορείου Αφρικής το
καλοκαίρι του 1942 αναφέρουν και οι ίδιες οι γερμανικές εκθέσεις ως κύρια αιτία για την
κορύφωση της επισκευαστικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, ειδικά σε ό, τι αφορά τα
μεταγωγικά αεροσκάφη.1083

Εικόνα 12: Γερμανικές αεροπορικές μεταφορές προς τη Βόρειο Αφρική, Ιούνιος-Νοέμβριος 1942.
Πηγή: Archives, National: The Rise and Fall of the German Air Force, 1933-45, σελ. 154. Το πάχος
των γραμμών υποδηλώνει τη σημασία κάθε αεροπορικής οδού.

Χωρίς τις μεταφορές αυτές (και τη συντήρηση και επισκευή των αεροσκαφών που
τις πραγματοποιούσαν) θα ήταν δύσκολο να υποστηριχθεί η προέλαση του Ρόμελ στην
Βόρειο Αφρική. Ίσως όμως ακόμα δυσκολότερη να ήταν η σχετικά συντεταγμένη
υποχώρησή του μετά την ήττα στο Ελ Αλαμέιν χωρίς τις αεροπορικές μεταφορές από την
κατεχόμενη Ελλάδα. Όπως φαίνεται στην επόμενη εικόνα, ο ανεφοδιασμός της

1082
Archives, National: The Rise and Fall of the German Air Force…, σσ. 154-155, 158 και 217 και Pegg,
Martin: Transporter, Volume One, Luftwaffe Transport Units, 1939-43, Luftwaffe Colours, Classic
Publications, Burgess Hill, UK, 2007, σελ. 82. Ο Williamson Murray στο Strategy of Defeat. The
Luftwaffe 1939-45, Air University Press, Maxwell Air Force Base, Alabama, 1983, σελ. 160, αναφέρει
μεταφορά 40.000 ανδρών αντί για 46.000 της προηγούμενης πηγής.
1083
BA-MA, RW 29/105, Der Deutsche Wirtschaftsoffizier, Athen, προς W.Stab. Belgrad-Semlin,
„Lagebericht Nr. 7“, 31/8/1942.

622
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

υποχώρησης από τη δυτική Αίγυπτο και την Κυρηναϊκή έγινε σε μεγάλο βαθμό μέσω
Κρήτης προς τα αεροδρόμια που βρίσκονταν κοντά στο μέτωπο. Εξάλλου η ταχεία
υποχώρηση και το αβέβαιο του μετώπου έκανε ακόμα δυσκολότερη την εκτέλεση των
ναυτικών μεταφορών προς το μέτωπο, αφού κάποια από τα λίγα λιμάνια τις περιοχής (π.χ.
Tobruk) μπορεί να έπεφταν στα χέρια των Συμμάχων πριν φτάσουν σ’ αυτά τα πλοία του
Άξονα.
Οι μεγάλες μάχες της περιόδου είχαν μειώσει κάπως τους αριθμούς των
αεροσκαφών σε σχέση με την αρχή της επιχείρησης (σημαντικά προβλήματα υπήρχαν και
σε άλλα υλικά όπως ελλείψεις σε βαρέλια μεταφοράς καυσίμων), αλλά παρόλα αυτά οι
αριθμοί ήταν σημαντικοί. Περίπου 350-400 μεταγωγικά εκτελούσαν τις μεταφορές στην
Μεσόγειο την περίοδο αυτή (Νοέμβριος 1942 – Ιανουάριος 1943), αριθμός που μειώθηκε
σε περίπου 250 όταν η υποχώρηση των στρατευμάτων του Άξονα τα έβγαλε εκτός ακτίνας
των ελληνικών βάσεων. Στα μεταγωγικά αεροσκάφη βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό και η
μεταφορά στρατευμάτων στην Τύνιδα, στην οποία μεταφέρθηκαν αεροπορικά περίπου
18.000 στρατιώτες και 1.475 τόνοι εφοδίων, κυρίως όμως από την Ιταλία.1084 Οι
περισσότερες από τις μεταφορές προς τη Β. Αφρική γίνονταν κατά κύριο με μεταγωγικά Ju
52, αν και για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιήθηκαν και άλλα αεροσκάφη, όπως υδροπλάνα
BV 222, μετασκευασμένα βομβαρδιστικά He 111, ακόμα και κάποια γιγάντια εξακινητήρια
Me 323 που από τα τέλη 1942 έκαναν πτήσεις από τη βάση τους στην Ελευσίνα μέχρι και
την Τυνησία.1085

1084
Archives, National: The Rise and Fall of the German Air Force…, σσ. 156-157.
1085
Pegg, Martin: Transporter, Volume Two…, σελ. 98. Τα Messerschmitt Me 323 (ουσιαστικά
ανεμοπλάνα Me 321 εφοδιασμένα με 6 γαλλικούς κινητήρες Gnôme-Rhône 14N), ήταν από τα
μεγαλύτερα αεροσκάφη της εποχής, έχοντας δυνατότητα μεταφοράς μέχρι και 16 τόνων φορτίου ή
(σε έκτακτες περιπτώσεις) περίπου 200 ατόμων. Μπορούσαν δηλαδή να μεταφέρουν ακόμα και
ελαφρά τεθωρακισμένα, πυροβόλα με τα φορτηγά τους κλπ. Βλ. Lepage, Jean-Denis G. G.: Aircraft of
the Luftwaffe, 1935-1945, an Illustrated Guide, McFarland & Co., Inc. Jefferson, N. Carolina, 2009, σσ.
350-351.

623
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 13: Γερμανικές αεροπορικές μεταφορές προς τη Βόρειο Αφρική, Νοέμβριος 1942 –
Ιανουάριος 1943. Πηγή: Archives, National: The Rise and Fall of the German Air Force, 1933-45, σελ.
156. Το πάχος των γραμμών υποδηλώνει τη σημασία κάθε αεροπορικής οδού.

Η γερμανική υποχώρηση εκτός ακτίνας δράσης των αεροσκαφών από την Ελλάδα
σήμαινε και την προσωρινή μείωση της δραστηριότητας της Luftwaffe στη χώρα. Ωστόσο οι
αριθμοί των γερμανικών αεροπλάνων θα αυξηθούν και πάλι στα μέσα του 1943, όταν η
διαφαινόμενη πτώση της Ιταλίας δημιουργούσε θέμα με τις ιταλικές φρουρές κυρίως στα
Ελληνικά νησιά, αλλά και με την πιθανότητα Συμμαχικής απόβασης στα Βαλκάνια.
Επιπλέον, η επιτυχημένη προσπάθεια των συμμάχων να πείσουν τους Γερμανούς πως η
απόβαση θα γινόταν στην Ελλάδα και όχι στην Σικελία (επιχείρηση Mincemeat) είχε
συμβάλει στη μεταφορά χερσαίων, αλλά και αεροπορικών δυνάμεων της Wehrmacht στην
περιοχή.1086

1086
Η επιχείρηση «Κιμάς» (Mincemeat) αφορούσε ένα περίπλοκο σχέδιο για την δήθεν τυχαία
απόκτηση από τους Γερμανούς ψευδών σχεδίων που αφορούσαν τις αποβάσεις στην Ευρώπη μετά
το τέλος των επιχειρήσεων στην Τυνησία. Πλαστές επιστολές στρατηγών που έκαναν λόγο – μεταξύ
των άλλων – για απόβαση στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου τοποθετήθηκαν σε διπλωματικό σάκο
δεμένο στο χέρι ενός πτώματος που υποτίθεται ότι ήταν βρετανός αξιωματικός. Ο «αξιωματικός»,
αφέθηκε να παρασυρθεί από τα θαλάσσια ρεύματα στην ακτή της Ισπανίας, ώστε τα έγγραφα να
καταλήξουν στις αρχές του Franco και μέσω αυτών σε Γερμανούς πράκτορες. Το σχέδιο – μαζί με την
σχετιζόμενη επιχείρηση Animals στην Ελλάδα (αυξημένη δράση ανταρτών και SOE) – είχε απόλυτη

624
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η απόβαση στη Σικελία θα μειώσει εκ νέου τον αριθμό των γερμανικών


αεροσκαφών στην Ελλάδα. Όμως οι επιχειρήσεις σε Επτάνησα και κυρίως Δωδεκάνησα θα
οδηγήσουν σύντομα σε νέα αύξηση, αν και η ουσιαστική απουσία της Συμμαχικής
αεροπορίας θα περιορίσει κάπως τον αριθμό των απαιτούμενων πτήσεων, και συνεπώς τις
απώλειες. Στις διήμερες επιχειρήσεις κατά της Κω για παράδειγμα έγιναν κοντά 300 έξοδοι
αεροσκαφών, κυρίως από Ju 87 σε αποστολές βομβαρδισμού. Για τη Λέρο τον Οκτώβριο
απαιτήθηκαν περισσότερες πτήσεις από 300 αεροσκάφη όλων των τύπων, ανάμεσα στα
οποία και περίπου 90-95 Ju 52 που έκαναν ρίψεις περίπου 500 αλεξιπτωτιστών.1087 Κατά
την περίοδο από τέλη του 1942 ως και τα τέλη του 1943 τα γερμανικά αεροσκάφη στην
Ελλάδα ανέρχονταν σε 15-25% περίπου του συνόλου του μεσογειακού μετώπου. Στα τέλη
της κατοχής το ποσοστό αυτό θα ανέβει και πάλι σε περίπου 30-40%. Εξάλλου η
επικινδυνότητα των θαλάσσιων μεταφορών στο Αιγαίο έκανε απαραίτητη τη χρήση
μεταγωγικών αεροσκαφών για το σκοπό αυτό.1088
Στις αρχές του 1944 φαίνεται πως υπήρξε προσωρινή απομάκρυνση μεταγωγικών
από τον ελληνικό χώρο.1089 Λίγο αργότερα όμως (στα μέσα του έτους) παρατηρείται εκ νέου
σημαντική αύξηση της παρουσίας της Luftwaffe στην Ελλάδα,1090 κυρίως λόγω της ανάγκης

επιτυχία με αποτέλεσμα η γερμανική ηγεσία να μεταφέρει μονάδες στην περιοχή, λίγο πριν την
συμμαχική απόβαση στη Σικελία και την κρίσιμη μάχη του Κουρσκ στο ανατολικό μέτωπο. Για την
επιχείρηση βλ. ενδεικτικά Smyth, Dennis: Deathly Deception: The Real Story of Operation Mincemeat,
Oxford University Press, Oxford, 2010, καθώς και τους φακέλους TNA, CAB 154/112, CAB 154/67, CAB
154/100.
1087
Archives, National: The Rise and Fall of the German Air Force…, σελ. 264.
1088
Το τρίμηνο Σεπτεμβρίου – Νοεμβρίου 1943 για παράδειγμα χάθηκαν στη θάλασσα κατά τη
μεταφορά τους σε φρουρές νησιών του Αιγαίου (κυρίως Κρήτη) περίπου: 125 τόνοι πυρομαχικών
πεζικού (3.800.000 σφαίρες), 150 τόνοι βλημάτων αντιαρματικών πυροβόλων και αρμάτων μάχης,
310 τόνοι βλημάτων πυροβολικού και 71 τόνοι φωτιστικών και τροχιοδεικτικών βλημάτων. NARA,
microfilm T-311 Roll 175, “Notizen zum Vertrag ‘Versorgungslage (einschliessl. Transportlage)’”,
6.12.43. Χαρακτηριστικό της βαρύτητας των αεροπορικών μεταφορών είναι ότι ακόμα και η
μεταφορά των περισσότερων Ιταλών αιχμαλώτων από τα Δωδεκάνησα στις αρχές του 1944 έγινε με
Ju 52. Βλ. Pegg, Martin: Transporter, Volume Two, Luftwaffe Transport Units, 1943-45, σελ. 149.
1089
NARA, microfilm T-501 Roll 255, Militärbefehlshaber Griechenland: “Lagebericht für die Zeit vom
16.3 bis 15.4.1944”, 14 April 1944 [sic].
1090
Την περίοδο εκείνη παρατηρήθηκε γενικά αύξηση του αριθμού των γερμανικών αεροσκαφών
στα Βαλκάνια, αλλά μεγάλο μέρος από αυτά βρίσκονταν βορειότερα αντιμετωπίζοντας τον
προελαύνοντα Ερυθρό Στρατό, αλλά και τα αμερικανικά κυρίως βομβαρδιστικά που προσπαθούσαν
να καταστρέψουν τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Ρουμανίας. Τον Μάιο του 1944 για παράδειγμα

625
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

για μεταφορά σημαντικού μέρους των γερμανικών φρουρών από τα νησιά του Αιγαίου και
την Κρήτη.1091 Ωστόσο η όποια αύξηση ήταν προσωρινή, και δεν φαίνεται να συνδέθηκε με
ιδιαίτερη αύξηση των επισκευαστικών δραστηριοτήτων.1092 Εξάλλου την εποχή εκείνη
αποχωρούσαν και τα ίδια τα επισκευαστικά συνεργεία από την Ελλάδα.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν το επισκευαστικό έργο για τα αεροσκάφη της Luftwaffe
συμβαδίζει με τις αυξομειώσεις της αριθμητικής παρουσίας της τελευταίας στον ελληνικό
χώρο. Το γεγονός αυτό αποτελεί ακόμα μία ένδειξη ότι οι επισκευές γερμανικών
αεροσκαφών στην Ελλάδα πρέπει να κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των αναγκών της
Luftwaffe στην περιοχή, αφού σε διαφορετική περίπτωση η αύξηση των αεροσκαφών
ενδεχομένως να μην προκαλούσε και αύξηση των επισκευών στα ελληνικά εργοστάσια.

εξαπολύθηκαν 1.660 έξοδοι βαριών βομβαρδιστικών με στόχο τα ρουμανικά πετρέλαια, αρκετές από
τις οποίες έπρεπε να αντιμετωπίσουν και τα γερμανικά μαχητικά που έδρευαν στην Ελλάδα. Βλ.
Horst Boog, Gerhard Krebs & Detlef Vogel: Germany and the Second World War, Volume VII, The
Strategic Air War in Europe and the War in the West and East Asia 1943–1944/5, Clarendon Press,
Oxford, 2006, σελ. 145. Χαρακτηριστικό της βαρύτητας της παρουσίας της Luftwaffe στα νότια
Βαλκάνια είναι ότι στις αρχές καλοκαιριού του 1944 ο αριθμός των αεροσκαφών που έδρευαν στην
η
περιοχή ήταν συγκρίσιμος με εκείνο που βρισκόταν σε ολόκληρο δυτικό μέτωπο. Την 1 Ιουνίου
1944, 5 μόλις μέρες πριν την απόβαση στη Νορμανδία, στη δυτική Ευρώπη υπήρχαν μόλις 319
πλήρως επιχειρησιακά γερμανικά αεροσκάφη. Βλ. Horst Boog, Gerhard Krebs & Detlef Vogel:
Germany and the Second World War, Volume VII, The Strategic Air War in Europe and the War in the
West and East Asia 1943–1944/5, Clarendon Press, Oxford, 2006, σελ. 328.
1091
Στην Κρήτη θα παρέμεναν μέχρι το τέλος της κατοχής περίπου 11.500 Γερμανοί, 2.100 Ιταλοί και
430 «Ρώσοι» της Βέρμαχτ. TNA, WO 204/8734, “Special report on operation ‘Langton’”, 9/6/1945. Οι
Ρώσοι που αναφέρονται μάλλον αφορούν τους αιχμαλώτους του Ερυθρού Στρατού που
χρησιμοποιούνταν για τα οχυρωματικά έργα των Γερμανών στην Κρήτη. Γερμανικές φρουρές θα
παρέμεναν μέχρι το τέλος του πολέμου και σε Μήλο και Δωδεκάνησα. Για την χρήση των
μεταγωγικών πάντως χρειάστηκε να γίνει σημαντική προσπάθεια προς εξεύρεση αεροπορικού
καυσίμου, αφού τον Αύγουστο υπήρχαν σημαντικές ελλείψεις, γεγονός που επηρέαζε τόσο τις
μεταφορές με Ju 52 όσο και εκείνες με τα πορθμεία Siebel (για τα Siebel βλ. σελ. 804). Τις πρώτες 8
μέρες του Αυγούστου μόνο 5 Ju 52 είχαν πετάξει προς τα νησιά του Αιγαίου λόγω των ελλείψεων.
TNA, AIR 20/1217, “Translation of Extracts from the War Diary of Admiral Aegean: June – August
1944”, σσ. 24-28.
1092
Όπως θα δούμε παρακάτω, η μοναδική – αν και στγμιαία – αύξηση των επισκευών στις αρχές του
1944 έχει να κάνει με κάποιες μετατροπές αεροσκαφών και μάλλον δεν σχετίζεται με αυξομειώσεις
της παρουσίας της Luftwaffe στην περιοχή.

626
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

9.2 Η πορεία των επισκευών: αεροσκάφη, εγκαταστάσεις και εργαζόμενοι.

Α) Τα αεροσκάφη

Η σημαντικότερη συνεπώς δραστηριότητα των σημαντικότερων μονάδων ελληνικής


πολεμικής βιομηχανίας (τουλάχιστον αυτών που δεν αφορούν το ναυτικό για το οποίο θα
δούμε παρακάτω) αφορούσε τα γερμανικά αεροσκάφη. Όπως ήταν μάλλον φυσικό οι
περισσότερες επισκευαστικές δραστηριότητες λάμβαναν χώρα στην Αττική, όπου υπήρχαν
τόσο μεγάλα αεροδρόμια και βάσεις αεροσκαφών, όσο και η απαραίτητη βιομηχανική
υποδομή για την εκτέλεση των επισκευών.
Φαίνεται όμως πως κάποιες μικροεργασίες εκτελούνταν και σε μηχανουργεία της
επαρχίας, δεν είναι βέβαιο όμως αν η εμπλοκή των τελευταίων συνεχίστηκε για μεγάλο
διάστημα της κατοχής και σε μεγάλη έκταση, ή αν απλώς είχαν προσωρινό ρόλο βοηθώντας
τα κατά τόπους συνεργεία της ίδιας της Luftwaffe όταν χρειαζόταν. Την περίοδο για
παράδειγμα που στα αεροδρόμια της νότιας Πελοποννήσου ξεκινούσαν οι επιχειρήσεις
εναντίον της Κρήτης (Μάιο του 1941), η Luftwaffe επίταξε το μηχανουργείο των αδελφών
Πετεινάρη στην Καλαμάτα με σκοπό την επισκευή μηχανημάτων και κινητήρων
αεροσκαφών, απαγορεύοντας μάλιστα την αποδοχή άλλων παραγγελιών από την
επιχείρηση.1093
Οι όποιες πάντως επισκευές (ή μικροκατασκευές) εξαρτημάτων μπορεί να έγιναν σε
μικρές μονάδες κυρίως σε Πελοπόννησο, Κρήτη, Θεσσαλία και Μακεδονία ήταν αρκετά
μικρής κλίμακας και απλούστερων τεχνικών απαιτήσεων από εκείνες του κυρίως
βιομηχανικού κέντρου της χώρας.
Μέρος των επισκευών μπορούσε να γίνει βέβαια από προσωπικό της Luftwaffe στα
προχωρημένα αεροδρόμια. Όμως οι επισκευές υψηλότερου επιπέδου απαιτούσαν
σταθερές εγκαταστάσεις, συχνά στα μετόπισθεν, και εξειδικευμένο προσωπικό των

1093
Το μηχανουργείο Πετεινάρη είχε αρκετή πείρα στην κατασκευή μικρών κινητήρων (όχι όμως για
αεροσκάφη) και διέθετε κυρίως γερμανικά μηχανήματα. Σύμφωνα με μαρτυρίες η επίταξη επέφερε
την «αποχώρηση» των ιδιοκτητών από το μηχανουργείο, χωρίς να είναι απολύτως σαφές τι σημαίνει
αυτό στην πράξη. Βλ. Μαρία Δ. Μαυροειδή: Η ελληνική μηχανουργία στην περίοδο 1920-1950 και η
τεκμηρίωση ιστορικού μηχανολογικού εξοπλισμού, τόμος Α΄, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή,
Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και
Επικοινωνίας, Μυτιλήνη 2010, σσ. 229-230 και 293-294. Δεν είναι επίσης γνωστό σε ποια έκταση
προχώρησαν οι επισκευές σε αυτή ή άλλες επαρχιακές επιχειρήσεις, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν
πλησίασαν ποτέ στο τεχνικό επίπεδο και στην έκταση των επισκευών στην Αττική, που αποτελεί και
το κύριο θέμα της συγκεκριμένης μελέτης.

627
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εταιρειών κατασκευής με τεχνικές γνώσεις πολύ πιο προχωρημένες από εκείνες των
επαρχιακών μηχανουργείων. Για να αντιληφθεί κανείς τον όγκο εργασίας και την καίρια
σημασία που είχαν οι εκτεταμένες επισκευές κάποιων ειδικά τμημάτων, αξίζει να
αναφερθεί πως σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της Junkers, η εταιρεία το 1942 επισκεύαζε
σχεδόν έναν κινητήρα για κάθε ένα νέο που κατασκεύαζε. Η αναλογία στους έλικες ήταν
0,55 προς ένα και για τα ίδια τα αεροσκάφη (ανάλογα με τον τύπο) από περίπου 3,5 προς
ένα μέχρι 0,4 προς 1.1094
Οι επισκευές στις ελληνικές εγκαταστάσεις είχαν ξεκινήσει σχεδόν αμέσως με την
κατάκτηση της χώρας, ωστόσο δεν έχουν εντοπιστεί ακριβείς πίνακες για το 1941. Τα λίγα
υπάρχοντα όμως στοιχεία δείχνουν μια αξιόλογη δραστηριότητα. Γερμανικές πηγές
αναφέρουν για παράδειγμα ότι το φθινόπωρο του 1941 επισκευάζονταν περίπου 35
μηχανές καθημερινά, ενώ αναφορά εργαζόμενου στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ έκανε λόγο
για 62 μηχανές στο τμήμα της Jumo και 40 σε αυτό της Daimler-Benz για τον Οκτώβρη του
1941, παρά τις ελλείψεις ανταλλακτικών.1095 Οι αριθμοί αυτοί αυξήθηκαν στη συνέχεια, και
στις αρχές του 1942 επισκευάζονταν στην Ελλάδα περίπου 200 κινητήρες το μήνα.1096 Τα
επόμενα δύο περίπου χρόνια για τα οποία διαθέτουμε επαρκή στοιχεία ο μέσος μηνιαίος

1094
Αναλυτικότερα, σε ό, τι αφορά τα μοντέλα που βρίσκονταν ακόμα σε παραγωγή, η Junkers και οι
υποκατασκευαστές της είχαν επισκευάσει 1.787 Ju 52, 1.979 Ju 88 και 421 Ju 87 τη στιγμή που τα νέα
αεροσκάφη των τύπων αυτών ήταν 501, 3.095 και 993 αντίστοιχα. Επισκευές έγιναν επίσης σε
16.418 κινητήρες Jumo 211 και 669 Jumo 205, ενώ παρήχθησαν 17.506 νέοι Jumo 211 και 806 Jumo
205. Τέλος είχαν επισκευαστεί 10.420 έλικες σε σχέση με 18.863 νέους (κάποια από τα αεροσκάφη
είχαν ξύλινους έλικες με μάλλον μικρότερη διάρκεια ζωής). IWM, Speer Collection, FD 683/46,
“Kurzbericht der Junkers Flugzeug- und Motorwerke A.G. für das Kalenderjahr 1942, Berlin, 26.
Februar, 1943“.
1095
BA-MA, RW 19/5535, Befehlshaber Südost, VI Wi: „Tätigkeitsbericht vom 1-15.9.1941“, 17/9/1941
και TNA, WO 208/3356, “Report no. 2282/282“ (πληροφορίες Έλληνα μηχανικού που μετά από 13
χρόνια απασχόλησης στην γαλλική Potez είχε πιάσει δουλειά στο αεροδρόμιο Χασανίου και στο
εργοστάσιο Μαλτσινιώτη). Η Daimler-Benz κατασκεύαζε έναν από τους πλέον πολυάριθμους
κινητήρες γερμανικών αεροσκαφών, τον DB 601, παραλλαγές του οποίου χρησιμοποιούσαν, εκτός
των άλλων, τα Bf-109 και Bf-110, που δρούσαν σε σημαντικούς αριθμούς στην περιοχή (μετέπειτα
μοντέλα των αεροσκαφών αυτών χρησιμοποιούσαν και τον DB 605 που ήταν μετεξέλιξη του 601). Βλ.
Gunston, Bill: World Encyclopedia of Aero Engines..., σσ. 57 – 58.
1096
BA-MA, RW 29/104: Der Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier, Athen: “Lagebericht Februar 1942“,
12/3/1942. Στην έκθεση δεν αναφέρεται η BMW, παρά μόνο επισκευές της Jumo και της Daimler
Benz, Το πιθανότερο είναι ότι η μονάδα επισκευών της BMW δεν είχε ακόμα ξεκινήσει τη λειτουργία
της στην Ελλάδα.

628
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

όρος επισκευαζόμενων αεροσκαφών ξεπερνούσε τα 120, ενώ σε ό, τι αφορά τους κινητήρες


ο μέσος όρος πιθανότατα ήταν πάνω από 200.
Όπως φαίνεται και στο γράφημα 9.1, για το μεγαλύτερο διάστημα της κατοχής την
εντονότερη επισκευαστική δραστηριότητα είχε η DLH (Deutsche Luft Hansa) που
επισκεύαζε κυρίως τα μεταγωγικά αεροσκάφη της Luftwaffe. Οι επισκευές από την DLH
αυξήθηκαν σε 80 αεροσκάφη το μήνα Ιούνιο για να εκτοξευτούν σε 192 τον Ιούλιο του
1942, την περίοδο δηλαδή ανάμεσα στις δύο μάχες του Ελ Αλαμέιν. Οι αριθμοί παρέμειναν
υψηλοί μέχρι και την υποχώρηση των δυνάμεων του Άξονα εκτός της ακτίνας δράσης των
ελληνικών αεροδρομίων. Ξεπέρασαν ξανά τα 100 μόνο τον Ιούνιο του 1943, όταν η
διαφαινόμενη πτώση της Ιταλίας δρομολόγησε εξελίξεις στα Ελληνικά νησιά. Παρόμοια
ήταν η πορεία των επισκευών και από τις άλλες γερμανικές εταιρείες (Siebel και Junkers),
με ελάχιστες διαφοροποιήσεις. Συνολικά οι επισκευές της DLH ανέρχονταν σχεδόν στο 50%
του συνόλου κατά τα δύο αυτά χρόνια (Φεβρουάριος 1942 – Φεβρουάριος 1944). Η Siebel,
δεύτερη σε δραστηριότητα, είχε σχεδόν το 32% του συνόλου των επισκευαζόμενων
αεροσκαφών και η Junkers σχεδόν το 18%.1097 Για μία περίοδο, όταν δηλαδή το καλοκαίρι –
φθινόπωρο του 1942 είχαμε την αιχμή των αεροπορικών μεταφορών από την Ελλάδα, το
ποσοστό επισκευών της DLH ξεπερνούσε το 60% (τον Ιούλιο μάλιστα έφτασε το 79%).

1097
Αν ωστόσο υπολογίσουμε τα ποσοστά μόνο ως τον Ιούλιο του 1943, πριν δηλαδή αρχίσει η
αποχώρηση της Junkers, τότε τα ποσοστά DLH, Siebel & Junkers είναι περίπου 54,5%, 21,5% και 24%
αντίστοιχα.

629
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Επισκευές γερμανικών αεροσκαφών στην Ελλάδα (Φεβρουάριος 1942-Φεβρουάριος 1944)


300

250
Αριθμός αεροσκαφών

200

150

100

50

Φεβ- Μαρ- Απρ- Μαϊ- Ιουν- Ιουλ- Αυγ- Σεπ- Οκτ- Νοε- Δεκ- Ιαν- Φεβ- Μαρ- Απρ- Μαϊ- Ιουν- Ιουλ- Αυγ- Σεπ- Οκτ- Νοε- Δεκ- Ιαν- Φεβ-
42 42 42 42 42 42 42 42 42 42 42 43 43 43 43 43 43 43 43 43 43 43 43 44 44
Σύνολο 111 91 52 126 133 243 219 217 160 239 144 102 108 120 102 153 207 117 87 88 70 38 34 35 72
Junkers 32 34 21 36 28 19 31 36 17 59 26 32 35 37 22 44 46 15 6 0 0 0 0 0 0
Siebel 32 12 15 25 25 32 40 43 41 73 41 19 29 31 34 51 55 37 36 65 55 38 34 35 72
DLH 47 45 16 65 80 192 148 138 102 107 77 51 44 52 46 58 106 65 45 23 15 0 0 0 0

Γράφημα 9.1. Πηγές: BA-MA, RW29/104 ως 106, εκθέσεις του Deutsche Wehrwirtschaftoffizier Athen (Φεβρουάριος 1942 – Δεκέμβριος 1943) και NARA, T501 Roll 255,
Militärbefehlshaber Griechenland, Lageberichte (Ιανουάριος και Φεβρουάριος 1944). Δυστυχώς δεν έχουν εντοπιστεί πλήρη στοιχεία προ 2/1942 και μετά 2/1944.

630
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η πρώτη από τις γερμανικές εταιρείες που αποχώρησε από την Ελλάδα ήταν η
Junkers, η δραστηριότητα της οποίας περιορίζεται σημαντικά το καλοκαίρι του 1943 (15
αεροσκάφη τον Ιούλιο και μόλις 6 τον Αύγουστο), για να μηδενιστεί τον Σεπτέμβριο του
1943. Θα την ακολουθήσει η DLH, αφού μετά το τέλος των επιχειρήσεων στα Δωδεκάνησα
και στη Β. Αφρική είχαν σταδιακά αποχωρήσει και τα περισσότερα μεταγωγικά που
επισκεύαζε. Από τον Νοέμβριο του 1943 και μέχρι τις τελευταίες εβδομάδες της κατοχής
φαίνεται να είχε απομείνει μόνο η Siebel (μαζί πιθανότατα με τμήματα άλλων εταιρειών
που επισκεύαζαν ειδικά εξαρτήματα, όπως κινητήρες, ασυρμάτους κλπ), το επισκευαστικό
έργο της οποίας όμως ήταν μάλλον κάπως αυξημένο. Από τότε και ως το τέλος της κατοχής
– αν και τα στοιχεία που η έρευνα έχει ως τώρα καταφέρει να ανακαλύψει είναι ελλιπή –
φαίνεται ότι το επισκευαστικό έργο ήταν μειωμένο σε σχέση με τα δύο προηγούμενα
χρόνια.
Για πρώτη φορά – τουλάχιστον στην ως τώρα έρευνα – αναφέρεται όμως τον
Φεβρουάριο του 1944 η ύπαρξη μεγάλων διαμετακομιστικών αποθηκών μετώπου
(Frontschleusen) για αεροσκάφη της Luftwaffe στην περιοχή. Στις αποθήκες αυτές
οφείλεται μια προσωρινή αύξηση των επισκευαστικών εργασιών τον Φεβρουάριο. Στις
διαμετακομιστικές αποθήκες μετώπου έφταναν συνήθως τα νέα αεροσκάφη από τα
εργοστάσια για να συναρμολογηθούν ή και να υποστούν όσες μετατροπές έκριναν
αναγκαίες οι μονάδες που θα τα παραλάμβαναν.
Στις αρχές του 1944 λοιπόν, λειτουργούσε στην Ελλάδα ένα τέτοιο Frontschleuse,
πιθανότατα στο ΚΕΑ όπου υπήρχαν και οι εναπομείνασες μεγάλες εγκαταστάσεις
επισκευών στην Ελλάδα της εποχής. Τα 72 επισκευαζόμενα αεροσκάφη του γραφήματος
9.1 που αφορούν στον Φεβρουάριο 1944 είναι 26 των συνηθισμένων επισκευών και 46
αεροσκαφών των αποθηκών αυτών (“Schleusenflugzeuge” στο πρωτότυπο).1098 Δεν έχουν
προς το παρόν εντοπιστεί περισσότερες πληροφορίες από γερμανικές πηγές για το είδος
των εργασιών που έγιναν στα αεροσκάφη αυτά, αλλά ο σαφής διαχωρισμός των 46
“Schleusenflugzeuge” από τα υπόλοιπα επισκευαζόμενα αεροσκάφη υποδηλώνει σαφώς
ότι πρόκειται για διαφορετικές και μάλλον πιο εκτεταμένες εργασίες.
Δεν είναι λοιπόν τυχαία η πληροφορία που είχε στείλει στη Μέση Ανατολή τον
Φεβρουάριο η ελληνική οργάνωση «Απόλλων/Υβόννη», σύμφωνα με την οποία οι Γερμανοί
το τελευταίο διάστημα εξόπλιζαν «Ju 88 με δύο πυροβόλα των 22 χιλιοστών και πέντε

1098
Η αξία εργασιών ήταν συνολικά 903.600.000 δραχμές (ή με ισοτιμία 1/1/44 περίπου 266 χρυσές
λίρες). NARA, microfilm T-501 Roll 255: Militärbefehlshaber Griechenland: “Lagebericht für die Zeit
vom 15.2 bis 15.3.1944”, 18 März 1944.

631
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ταχυβόλα όπλα» ενώ αντικαθιστούσαν και τα πολυβόλα στις πτέρυγες Bf 109 με μια
«ειδική συσκευή για να εκτοξεύει βόμβες μολότοφ που θα εκρήγνυνται στο μέσο σμήνους
αντίπαλων αεροσκαφών».1099 Δεν μπορεί βέβαια να πάρει κανείς τις περιγραφές αυτές
κυριολεκτικά, αφού ούτε πυροβόλο 22 χιλιοστών υπήρχε σε αεροσκάφη της Luftwaffe, ούτε
«αντιαεροπορικές βόμβες μολότοφ». Ωστόσο οι εν λόγω πληροφορίες υποδηλώνουν
κάποιες πραγματικές εργασίες που μάλλον αφορούν ακριβώς αυτά τα
“Schleusenflugzeuge” της γερμανικής έκθεσης. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για
μετατροπή των Ju 88 από βομβαρδιστικά σε βαριά (ενδεχομένως νυκτερινά)
καταδιωκτικά,1100 ενώ η αναφορά στις «μολότοφ» των Bf 109 είναι μάλλον βέβαιο ότι
αφορά μη κατευθυνόμενες αντιαεροπορικές ρουκέτες (Wgr. 21) που υπήρχαν πράγματι στο
οπλοστάσιο της Luftwaffe την εποχή εκείνη.1101 Η αναφορά μάλιστα για τις ρουκέτες

1099
TNA, HS 5/541: DH109/GR/6963, 23/2/1944 (προώθηση μηνύματος από 18 Φεβρουαρίου 1944).
1100
Πρόκειται μάλλον για μετατροπή κάποιας από τις εκδόσεις του Ju 88A σε Ju 88C (πιθανότατα A-4
σε C-6). Αρκετά μικρότερες πιθανότητες θα είχε η μετατροπή στα σπανιότερα Ju 88R-1 (ουσιαστικά
είναι C-6 αερόψυκτους όμως κινητήρες BMW 801 αντί για τους συνηθέστερους της Jumo). Η
μετατροπή του Ju 88 από βομβαρδιστικό σε μαχητικό σήμαινε την αντικατάσταση του ρύγχους από
πλεξιγκλάς με άλλο μεταλλικό, στο οποίο τοποθετούνταν συνήθως ένα πολυβόλο 20 χιλιοστών και 3
πυροβόλα των 7,92 χιλιοστών. Ένα ακόμα διπλό πυροβόλο των 20 χιλιοστών τοποθετούνταν συνήθως
στην κοιλιακή γόνδολα του αεροσκάφους. Στα αεροσκάφη που προορίζονταν για νυκτερινά μαχητικά
συχνά τοποθετούνταν και επιπλέον ηλεκτρονικά (ραντάρ κλπ), ή/και ένα με δύο ακόμα πυροβόλα των
20 χιλιοστών (“Schräge Musik”) στο πάνω μέρος της ατράκτου (σταθερά και με κλήση 65-80 μοιρών),
αν και η περίπλοκη αυτή μετατροπή ίσως έχει λιγότερες πιθανότητες να αφορά την περίπτωσή μας.
Mackay, Ron: Junkers Ju 88, Crowood Aviation Series, Crowood, Ramsbury, Marlborough Wiltshire, UK,
2001, σσ. 22-23, 78, 139-141 και 186-189, Price, Alfred: The Junkers Ju 88 Night Fighters, Profile
Publications, Surrey, UK, 1967, καθώς και Lepage: Aircraft of the Luftwaffe, 1935-1945…, σσ. 59-62.
Άλλο ενδεχόμενο θα ήταν η περιγραφόμενη μετατροπή να αφορά μόνο στην τοποθέτηση των δύο
κοιλιακών πυροβόλων ή στην τοποθέτηση του συστήματος “Schräge Musik” σε υπάρχοντα Ju 88C-6.
Υπήρχαν τέλος και άλλες πιθανές μετατροπές, όπως εκείνη της μάλλον όχι και τόσο συνηθισμένης
προσθήκης δίδυμων πυροβόλων 20 χιλιοστών στη μπροστινό μέρος της κοιλιακής «γόνδολας» ενός
βομβαρδιστικού Ju 88A (βλ. σχετική φωτογραφία σε Mackay, ο. π., σελ. 121), ίσως της έκδοσης Α-4 ή
A-14. Οι λιγότερο πιθανές αυτές περιπτώσεις θα απαιτούσαν κάπως απλούστερες εργασίες σε σχέση
με την μετατροπή των Ju 88A σε Ju 88C, που όμως θα εξακολουθούσαν να διαφέρουν από τις απλές
επισκευές και να είναι πολύ δύσκολο να γίνουν εκτός εξειδικευμένων εγκαταστάσεων.
1101
Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για σχετικά απλή (ή τουλάχιστον απλούστερη από εκείνη των
Ju 88) μετατροπή Bf 109G, πιθανώς της έκδοσης G-6. Το Bf 109G-6 ερχόταν με εργοστασιακή
πρόβλεψη για εγκατάσταση κάτω από τις πτέρυγες πυροβόλων (MG 151/20 των 20 χιλιοστών ή MK

632
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μάλλον επιβεβαιώνεται και από άλλη πηγή και φαίνεται ότι γινόταν στην Ελλάδα από τα
τέλη του 1943.1102 Και οι δύο εργασίες (και πάντως σίγουρα σίγουρα η δεύτερη) φαίνεται
να αφορούν την ενίσχυση της γερμανικής αεράμυνας απέναντι στα βαριά συμμαχικά
βομβαρδιστικά, τα οποία την ίδια περίπου περίοδο είχαν βομβαρδίσει τον Πειραιά
(Ιανουάριος 1944), και απειλούσαν σοβαρά τις ρουμανικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις.1103
Οι μετατροπές των Ju 88, που μάλλον αποτελούν και το αντικείμενο της αναφοράς
της γερμανικής έκθεσης (“Schleusenflugzeuge”), απαιτούσαν κάποιες δομικές επεμβάσεις
στο αεροσκάφος και ειδικά στην περίπτωση των «νυκτερινών» Ju 88 και εκτεταμένες
ηλεκτρολογικές εργασίες. Πρόκειται για εργασίες λοιπόν που απαιτούσαν σημαντικές
τεχνικές ικανότητες και επαρκώς εξοπλισμένες εγκαταστάσεις για να γίνουν, όπως φαίνεται

108 των 30 χιλιοστών) ή και αντιαεροπορικών ρουκετών (Wgr. 21, αναφερόμενο σε κάποιες πηγές
και ως BR21). Για τις μετατροπές των Bf 109 υπήρχαν έτοιμα κιτ, κάποια από τα οποία αφορούσαν την
εγκατάσταση των πυροβόλων ή των ρουκετών. Οι εργασίες λοιπόν αυτές ήταν λιγότερο περίπλοκες
και χρονοβόρες, αλλά δεν θα ήταν εύκολο να γίνουν στις μονάδες. Βλ. Vogt, Harald: Messerschmitt Bf
109 G/K Rüstsätze (Flugzeug Profile Nr. 21), Flugzeug Publikations GmbH, Illertissen, [χ.χ.] και David
Donald (ed): Warplanes of the Luftwaffe. Combat Aircraft of Hitler’s Luftwaffe, 1939-1945, Barnes &
Noble Books, New York, 1994, σσ. 196-209. Για χαρακτηριστικές φωτογραφίες Bf 109G-6 τόσο με
πυροβόλα κάτω από τα φτερά όσο και με ρουκέτες βλ. επίσης: Price, Alfred: The Luftwaffe in Camera,
1939-1945, History Press, Stroud, Gloucestershire, UK 2009 [1997, 1998], σσ. 274-275.
1102
Η πηγή επιβεβαιώνει επίσης και την ύπαρξη Κροατών εργαζομένων στο ΚΕΑ για τους οποίους θα
δούμε και παρακάτω. Στο βιβλίο του Γιάννη Β. Ιωαννίδη Έλληνες και ξένοι κατάσκοποι στην Ελλάδα (Α.
Μαυρίδης, Αθήνα, 1952, τόμος α΄, σσ. 244-252), οι πρώτες πληροφορίες για τις «αεροτορπίλες R.P. 4»
αποδίδονται στο κλιμάκιο Αεροπορίας της οργάνωσης «Όμηρος», και φέρονται να είχαν συγκεντρωθεί
τον Νοέμβριο του 1943 και να αποστάλησαν αμέσως στο Κάιρο (το όνομα που αναφέρει ο Ιωαννίδης
μοιάζει περισσότερο με τις υπαρκτές ρουκέτες R4M, αλλά εκείνες ξεκίνησαν τη μαζική παραγωγή τους
στις αρχές του 1945 και χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα, κυρίως από αεροσκάφη Me 262 και ίσως Fw
190). Σύμφωνα πάντα με την μυθιστορηματική (και όχι απαραίτητα ακριβή ως προς τις λεπτομέρειες)
εξιστόρηση, το μέλος της οργάνωσης Παναγιώτης Περδικλώνης, εργαζόμενος στο συνεργείο
περισυλλογής καταρριφθέντων αεροσκαφών του εργοστασίου της Siebel στο Φάληρο, προμηθεύτηκε
σχέδια του εκτοξευτή ρουκετών (με τη βοήθεια σημαντικής ποσότητας ρετσίνας) από έναν Κροάτη
μηχανικό αεροσκαφών («Πάτσο Γκέβιτς») που εργαζόταν ως «επιστρατευμένος πολιτικά» στο
εργοστάσιο.
1103
Τα Ju 88C, λόγω της σχετικά μεγάλης ακτίνας δράσης τους χρησιμοποιούνταν επίσης και για
συνοδεία νηοπομπών. Η επιχείρηση “Tidal Wave” τον Αύγουστο 1943 (μαζικός – αν και όχι ιδιαίτερα
επιτυχημένος – βομβαρδισμός των ρουμανικών πετρελαίων από αμερικάνικα βομβαρδιστικά)
φαίνεται πως είχε άμεση σχέση με τα πρώτα μέτρα, όπως τις αντιαεροπορικές ρουκέτες.

633
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ότι ήταν εκείνες στην κατεχόμενη Αθήνα. Οι μετατροπές του Bf 109 ενδεχομένως να μην
ήταν αρκετά περίπλοκες ώστε να μπουν στην ίδια κατηγορία. Εξάλλου δεν υπάρχει
αναφορά σε Schleusenflugzeuge το φθινόπωρο του 1943, όταν (αν τουλάχιστον
πιστέψουμε την πηγή) γίνονταν ήδη τέτοιες εργασίες στην Αθήνα. Ωστόσο ακόμα και αυτές
δεν ήταν υπόθεση ρουτίνας, αφού απαιτούσαν ρυθμίσεις ακριβείας, ώστε η γωνία βολής
των ρουκετών να είναι σωστή και να επιτρέπει την – έστω και στοιχειώδη – σκόπευση.

634
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πάνω: Εικόνα 14: Βομβαρδιστικό Ju 88A, νησιά της Μάγχης, 1940 (Bundesarchiv, Bild 101|-402-
0270-05A).
Κάτω: Εικόνα 15: Νυκτερινό καταδιωκτικό Ju 88C-6, Σικελία, (μάλλον) 1943 (Mackay: Junkers Ju 88,
σελ. 85). Οι διαφορές στο ρύγχος είναι προφανείς (αλλαγή διαφανούς ρύγχους, πυροβόλα και
κεραίες ραντάρ), ενώ διακρίνονται και τα νέα πυροβόλα του Ju 88C-6 στην κοιλιακή «γόνδολα».
Τέτοιες ή παρόμοιες μετατροπές φαίνεται ότι γίνονταν στο κατεχόμενο ΚΕΑ.

Κάποιες από αυτές τις πλέον εκτεταμένες εργασίες (π.χ. τις μετατροπές των Ju 88)
πρέπει να εκτελούσαν κυρίως Γερμανοί τεχνικοί, αλλά ο αριθμός τους δεν ήταν αρκετά
μεγάλος ώστε να φτάνει να καλύψει το σύνολο των εργασιών. Εξάλλου είναι

635
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

επιβεβαιωμένο ότι ακόμα και σε κάποιες από τις εργασίες αυτές βοηθούσαν (αν δεν τις
εκτελούσαν οι ίδιοι) και εργάτες από την Ελλάδα ή άλλες χώρες. Επιπλέον, η διενέργειά
τους και μόνο στην κατεχόμενη Ελλάδα αποτελεί ένδειξη για το υψηλό επίπεδο των
επισκευαστικών εγκαταστάσεων της χώρας και – στον βαθμό που είχαν κάποια σημαντική
εμπλοκή στις μετατροπές αυτές – των Ελλήνων τεχνικών. Δυστυχώς η έλλειψη περαιτέρω
στοιχείων δεν μας επιτρέπει να διευκρινίσουμε αν οι μετατροπές αυτές αποτελούν
εξαίρεση ή αν – όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς – αφορούσαν και άλλα αεροσκάφη,
όπως ενδεχομένως τα Ju 52 για τα οποία όπως θα δούμε υπήρχε πληροφορία ότι αριθμός
τους είχε μετατραπεί σε υδροπλάνα σε εγκαταστάσεις της κατεχόμενης Ελλάδας. Σε κάθε
περίπτωση, οι εκτεταμένες επισκευές (και κυρίως οι μετατροπές) που γίνονταν στα
γερμανικά αεροσκάφη μέχρι και το 1944 πρέπει να ήταν από τις πλέον προχωρημένες
τεχνολογικά εργασίες που γίνονταν στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της κατεχόμενης
Ελλάδας.
Οι δύο αυτοί τύποι αεροσκαφών, από τους πλέον διαδεδομένους σε ολόκληρο τον
πόλεμο, φαίνεται ότι απασχολούσαν μεγάλο ποσοστό των τεχνικών και μαζί με το Ju 52
μάλλον αποτελούν την τριάδα των τύπων που επισκευάστηκε σε μεγαλύτερους αριθμούς
στην κατεχόμενη Ελλάδα. Ενδεικτικές είναι κάποιες πληροφορίες που αφορούν την
μεταβατική περίοδο της αποχώρησης των εταιρειών από τις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ. Τον
Οκτώβριο 1943 λοιπόν, όταν όπως θα δούμε το επισκευαστικό έργο εργοστασιακού
επιπέδου έπεφτε σχεδόν εξ ολοκλήρου στις πλάτες της Siebel, αναφερόταν πως στις
εγκαταστάσεις του Φαλήρου (όπου έδρευε το συνεργείο της Siebel) επισκευάστηκαν 2 Ju
88 και 6 Bf 109G-6 μετά τη συμμετοχή τους στις επιχειρήσεις εναντίον της Κω. Ακόμα 6
κινητήρες έφτασαν στις αρχές Νοεμβρίου για να τοποθετηθούν σε Bf 109G-6 και άλλα 2 Bf
109G-6 έφτασαν γεμάτα τρύπες από σφαίρες στις 8 Νοεμβρίου για επισκευή. Στις 9
Νοεμβρίου 1943 στο εργοστάσιο βρίσκονταν για επισκευή 3 Ju 88, 1 Bf 109 (άγνωστης
έκδοσης), 10 Bf 109G-6 και 3 Bf 109G-2.1104 Ανάμεσα στις 7 και τις 13 Νοεμβρίου 1943 στο
εργοστάσιο της εταιρείας μπήκαν εξάλλου για επισκευή 6 μαχητικά Bf 109G-6 ενώ

1104
TNA, AIR 34/476, From A.I. Report No. 61117, “Greece: Air. Old Phaleron Aircraft Factory”, Secret,
6/12/1943. Τα Bf 109 αναφέρονται στο έγγραφο με την εναλλακτική τους ονομασία που
χρησιμοποιόταν συχνότερα από τους Συμμάχους (Me-109), καταγράφονται όμως λανθασμένα όταν
ανήκαν στις εκδόσεις “C-6” και “C-2”. Το αεροσκάφος αυτό είχε αναπτυχθεί από την Bayerische
Flugzeugwerke (εξ ού και η συντομογραφία Bf), πριν αυτή ουσιαστικά μετονομαστεί σε
Messerschmitt (Me).

636
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παραδόθηκαν επισκευασμένα 1 Bf 109 στο αεροδρόμιο Χασανίου (Ελληνικού), 1 Ju 88, 1


“Klem” και 1 Fi 156.1105
Επισκευές σε σημαντικούς – αν και μικρότερους – αριθμούς φαίνεται πως έγιναν
κατά διαστήματα και σε κάποιους άλλους διάσημους τύπους αεροσκαφών, όπως το Ju 87.
Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο μέρος της διατριβής, αρκετά από τα αεροσκάφη
αυτά κατασκευάζονταν με τη χρήση ξένων εργατών στο Ράιχ. Είναι μάλλον βέβαιο λοιπόν
ότι αρκετά από τα Ju 87 και Ju 88 που συμμετείχαν το φθινόπωρο του 1943 στη μάχη των
Δωδεκανήσων θα είχαν κατασκευαστεί στη Γερμανία από Ρώσους, Γερμανούς και άλλους
εργάτες, για να συντηρηθούν και να επισκευαστούν αργότερα στην Ελλάδα από Έλληνες
(και πιθανώς Τσέχους, Κροάτες ή και Γερμανούς) τεχνικούς, ώστε να βομβαρδίσουν τις
Βρετανικές, Ιταλικές και Ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή.1106
Η παγκοσμιοποίηση του πολέμου και η ρητορική της ναζιστικής προπαγάνδας περί
«κοινού αγώνα» των Ευρωπαίων είχε λοιπόν κάποια βάση, μόνο που ασφαλώς ούτε οι
εργαζόμενοι αυτοί ήταν συνήθως εθελοντές, ούτε πίστευαν στους ίδιους σκοπούς με τη

1105
Οι εξαιρετικά καλά πληροφορημένες βρετανικές πηγές αναφέρουν σε αρκετές περιπτώσεις
ακόμα και τους σειριακούς αριθμούς των συγκεκριμένων αεροσκαφών. Ενδιαφέρον προξενεί επίσης
η αναφορά στην μεταφορά ανταλλακτικών των Ju 88 από την Siebel στη Jumo, αν και η τελευταία
εγκατέλειπε την Ελλάδα την περίοδο εκείνη. Ενδεχομένως η Siebel να ανέλαβε τις αποθήκες της
Jumo κατά την αποχώρηση της τελευταίας. Το έγγραφο αναφέρει ακόμα την παρουσία περίπου 12
Ju 52 στο Φάληρο (ενδεχομένως υδροπλάνων). TNA, AIR 34/476, From A.I. Report No. 61301,
“Greece, War Factories: Siebel”, Secret, 30/1/1944. Η αναφορά σε αεροσκάφος “Klem” κατά πάσα
πιθανότητα εννοεί το ελαφρό Kl 35, το μοναδικό αεροσκάφος της εταιρείας Klemm που παράχθηκε
την περίοδο εκείνη σε αξιόλογους αριθμούς και χρησιμοποιήθηκε ως εκπαιδευτικό από τη Luftwaffe.
Το Fi 156 έγινε γνωστό χάρη στη δυνατότητά του να από-προσγειώνεται σε πολύ μικρό χώρο
διάσημο για κάποιες ειδικές επιχειρήσεις, όπως η δραματική αποστολή απελευθέρωσης του
Μουσολίνι στο Γκραν Σάσσο τον Σεπτέμβρη του 1943 και η πτήση με την οποία η Hanna Reitsch
μετέφερε στο ερειπωμένο Βερολίνο τον τελευταίο αρχηγό της Luftwaffe Robert Ritter von Greim, στα
τέλη Απριλίου 1945. Λίγο αργότερα το ίδιο αεροσκάφος με τους ίδιους επιβάτες έκανε και την
τελευταία πτήση από το Βερολίνο, λίγο πριν το τέλος της μάχης. Βλ. Lepage, Jean-Denis G. G.: Aircraft
of the Luftwaffe, 1935-1945, an Illustrated Guide, McFarland & Co., Inc. Jefferson, N. Carolina, 2009,
σσ. 361-362 και 371-37, καθώς και Donald, David (ed): Warplanes of the Luftwaffe. Combat Aircraft of
Hitler’s Luftwaffe, 1939-1945, Barnes & Noble Books, New York, 1994, σσ. 54-60.
1106
Λίγους μήνες νωρίτερα τα (Δεκέμβριος 1942) στοιχεία της Junkers έδιναν ένα ποσοστό σχεδόν
36% ξένων εργατών και εργατριών της επιχείρησης – εξαιρουμένων όμως των αιχμαλώτων –
ποσοστό αυξημένο σημαντικά σε σχέση με ένα χρόνο πριν όταν αυτοί αποτελούσαν το 14% περίπου
των εργαζομένων στη Junkers. IMW, FD 783/46, “Kurzbericht der Junkers…”.

637
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ναζιστική γερμανική ηγεσία. Όσο και αν η προπαγάνδα που απευθυνόταν στους λαούς της
κατεχόμενης Ευρώπης έκανε κατά καιρούς προσπάθειες να το κρύψει, αυτός ο «κοινός
αγώνας» δεν ήταν στην πράξη τίποτα άλλο παρά η υποδούλωση των κατακτημένων και η
στυγνή εκμετάλλευση κάθε πόρου που αυτοί διέθεταν προς όφελος των κατακτητών.

Β) Εταιρείες, εγκαταστάσεις και εργαζόμενοι

Ποιες ήταν όμως οι επιχειρήσεις που είχαν αναλάβει την συντήρηση των αεροσκαφών της
Luftwaffe; Στο σύνολό τους ήταν γερμανικές αν και χρησιμοποιούσαν τις ελληνικές
εγκαταστάσεις. Οι επιχειρήσεις αυτές είχαν σημαντική εμπειρία σε τέτοιες εργασίες, αφού
κατασκεύαζαν στο Ράιχ αρκετά από τα υλικά ή τα αεροσκάφη που επισκεύαζαν και στην
υπόλοιπη, κατακτημένη Ευρώπη.
Η Junkers ήταν από τις μεγαλύτερες και ιστορικότερες εταιρείες κατασκευής
αεροσκαφών στη Γερμανία. Ξεκίνησε στην πόλη Dessau στα τέλη του 19ου αιώνα ως
κατασκευαστής λεβήτων και θερμαστρών με την πρωτοβουλία του μηχανικού και
πρωτοπόρου της αεροπορίας Hugo Junkers. Σύντομα στράφηκε και στην κατασκευή
αεροσκαφών και κατασκεύασε κάποια από τα αεροπλάνα με τα οποία η γερμανική
αεροπορία πολέμησε στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Κατά τον μεσοπόλεμο αντιμετώπισε
κάποια οικονομικά προβλήματα αν και είχε σημαντική επιτυχία στην κατασκευή πολιτικών
αεροσκαφών (με γνωστότερα τα F 13, G 31 και κυρίως το Ju 52). Οι διαφωνίες του Junkers
με τους ναζί (και ειδικότερα με τον γενικό επιθεωρητή αεροπορίας και πρώην στέλεχος της
DLH, E. Milch), τον ανάγκασαν να μεταβιβάσει την εταιρεία του στο κράτος. Στο υπόλοιπο
της δεκαετίας του 1930 και κατά τη διάρκεια του πολέμου η εταιρεία κατασκεύαζε
μεταγωγικά (Ju 52, Ju 90 κλπ) αλλά εξειδικεύτηκε στην κατασκευή κυρίως βομβαρδιστικών
όπως το Ju 86 και κυρίως τα Ju 87 και Ju 88 (με τις μετεξελίξεις του). Μεγάλη επιτυχία είχαν
και οι κινητήρες της εταιρείας (Jumo 205, 210, 211, 213 και ο turbojet κινητήρας 004).1107
Τέλος υπήρχαν και διάφορα άλλα εξαρτήματα όπως αντλίες καυσίμων που παρήγαγε η
Junkers αλλά χρησιμοποιούνταν σε μοντέλα άλλων εταιρειών. Σημαντικό μέρος πάντως της
παραγωγής μοντέλων της Junkers γινόταν από εργοστάσια υποκατασκευαστών (όπως της

1107
Βλ. Groehler, Olaf & Erfurth, Helmut: Hugo Junkers. Ein politisches Essay, Militärgeschichtliche
Skizzen, Militärverlag der Deutschen Demokratischen Republik, Berlin, 1989, Lepage, Jean-Denis G.
G.: Aircraft of the Luftwaffe, 1935-1945, σελ. 26 και Gunston, Bill: World Encyclopedia of Aero
th
Engines, from Pioneers to the Present Day, 5 Edition, Sutton Publishing, Phoenix Mill, Thrupp, Stroud,
Gloucestershire, UK, 2006, σσ. 111-114. Κάποιοι τύποι από τα προαναφερθέντα αεροσκάφη
χρησιμοποιήθηκαν (ή εξειδικεύτηκαν) σε άλλες αποστολές πχ αναγνώρισης.

638
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Siebel που θα δούμε στη συνέχεια). Στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Ελλάδα υπηρέτησαν
πολυάριθμα Ju 52, 87, 88 αλλά και αεροσκάφη άλλων κατασκευαστών με κινητήρες Jumo,
την επισκευή και συντήρηση των οποίων είχε αναλάβει το συνεργείο της εταιρείας στην
Ελλάδα.
Η Deutsche Luft Hansa (DLH, αργότερα Deutsche Lufthansa ή απλώς Lufthansa), είχε
ιδρυθεί την δεκαετία του 1920 με τη συνένωση των Deutscher Aero Llyod και Junkers
Luftverkehr, των δύο εταιρειών που είχαν απομείνει από τον ανταγωνισμό των
προηγούμενων ετών. Οι μετοχές της εταιρείας ανήκαν στην Deutsche Bank κατά 25% (μέσω
της Deutscher Aero Llyod), στο Γερμανικό Δημόσιο, σε κάποια γερμανικά Κρατίδια (Länder)
και στα γερμανικά τρένα (Reichsbahn). Έμμεσα ή άμεσα δηλαδή η ιδιοκτησία της ανήκε στο
Ράιχ. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν πως στελέχη της εταιρείας είχαν άμεση σχέση με το
ναζιστικό κόμμα. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση ήταν ο Erhard Milch που άφησε τη
διοίκηση της εταιρείας (παραμένοντας όμως στο εποπτικό της συμβούλιο) για να μεταβεί
στο υπουργείο αεροπορίας του Ράιχ. Η εμπλοκή μάλιστα της Deutsche Bank στη διοίκηση
της εταιρείας ενίσχυε εκτός από τις επαφές της με την πολιτική ζωή της χώρας και αυτές με
άλλες επιχειρήσεις του αεροπορικού κλάδου: O Emil Georg von Stauss, μέλλος του NSDAP
και επί χρόνια μέλος του ΔΣ και του εποπτικού της συμβουλίου της Deutsche Bank, ήταν
επίσης στο εποπτικό συμβούλιο των BMW και Daimler Benz.1108
Στη δεκαετία του 1930 η εταιρεία επέκτεινε το δίκτυό της, φτάνοντας όπως είδαμε
και στην Ελλάδα μέσω κυρίως της ΕΕΕΣ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η DLH εντάχθηκε
επιχειρησιακά στη Luftwaffe, διενεργώντας το κύριο αεροπορικό μεταφορικό έργο της
Wehrmacht. Ταυτόχρονα όμως συνέχισε και αρκετές πολιτικού χαρακτήρα πτήσεις.1109 Οι
αεροπορικές μεταφορές λοιπόν που γίνονταν επί κατοχής στο εσωτερικό της Ελλάδας, αλλά
και προς και από Ιταλία, Βόρεια Αφρική και κεντρική Ευρώπη εκτελούνταν με αεροσκάφη
(κυρίως Ju 52) της εταιρείας, και το επισκευαστικό έργο του συνεργείου που εγκατέστησε
στην Ελλάδα (στις εγκαταστάσεις της ΕΕΕΣ στο Τατόι) αφορούσε κυρίως αυτά τα
αεροπλάνα.
Η Siebel από την άλλη, ήταν μια σχετικά μικρή εταιρεία κατασκευής αεροσκαφών
και είχε ιδρυθεί μόλις το 1936-37 στην πόλη Halle της ανατολικής Γερμανίας, όταν ο
Friedrich Siebel, συνεργάτης ενός άλλου κατασκευαστή αεροσκαφών (του Hanns Klemm)

1108
James, Harold: The Nazi Dictatorship and the Deutsche Bank, σσ. 100-103.
1109
Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα της Lufthansa, παρά τις δυσκολίες, “it was business as usual”.
Lufthansa Group: “History, As time flies by”,
http://www.lufthansagroup.com/en/company/history.html, ενότητα 1940’s (πρόσβαση 23/2/2013).

639
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μετονόμασε τη νεοϊδρυθείσα θυγατρική της Klemm-Flugzeugbau GmbH στο Halle σε Siebel


Flugzeugwerke.1110 Η εταιρεία είχε κάποια δικά της μοντέλα αλλά το μεγαλύτερο μέρος της
παραγωγής της αφορούσε υποκατασκευαστικό έργο για αεροσκάφη άλλων εταιριών
(κυρίως Ju 88). Αν και στα υπάρχοντα στοιχεία δεν έχει εντοπιστεί λίστα των τύπων
αεροσκαφών που επισκεύαζε η εταιρεία στην Ελλάδα, είναι βέβαιο πως το επισκευαστικό
έργο της Siebel στη χώρα αφορούσε κυρίως αεροσκάφη άλλων κατασκευαστών. Εξάλλου οι
τύποι αεροσκαφών της εταιρείας είχαν μικρή παραγωγή και δεν απαντιόνταν σε μεγάλους
αριθμούς στην περιοχή, σε αντίθεση με αεροσκάφη όπως το Ju 88.1111 Στα τέλη της κατοχής
η εταιρεία πρέπει να επισκεύαζε στις εγκαταστάσεις του ΚΕΑ το σύνολο σχεδόν των
γερμανικών αεροσκαφών στην περιοχή.
Όπως θα δούμε παρακάτω επισκευαστικό έργο σε επιμέρους τμήματα
αεροσκαφών είχαν αναλάβει και συνεργεία των άλλων δύο μεγαλύτερων κατασκευαστών
γερμανικών κινητήρων (πέρα από τη Junkers-Jumo που την είδαμε ήδη), δηλαδή των BMW
και Daimler-Benz. Τα διάφορα όργανα προήγησης και επικοινωνίας είχαν αναλάβει η Bosch
και η Philips, ενώ πιθανώς να υπήρχαν και μικρότερα συνεργεία (μάλλον στις ίδιες όμως

1110
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Siebel επιστρατεύτηκε με το βαθμό του σμηνάρχου στη
Luftwaffe. Κατά την προετοιμασία της απόβασης στη Μ. Βρετανία ο Siebel χρησιμοποίησε
μεταλλικούς πλωτήρες γεφυρών ενωμένους με πλατφόρμες από μέταλλο και ξύλο και
εφοδιασμένους με κινητήρες αεροσκαφών και φορτηγών αυτοκινήτων για να δημιουργήσει
αποβατικά σκάφη που έφεραν το όνομά του (Siebelfähre). Βλ. Deutsche Biographie: Siebel, Friedrich
(Fritz) Wilhelm
http://www.deutsche-biographie.de/sfz121573.html, (πρόσβαση 13/11/2013), καθώς και την
μεταπολεμική έκθεση του Siebel: “Operation in th Mediterranean of the Special Ferry Service”,
(Foreign Military Study D-159). Τα σκάφη αυτά χρησιμοποιήθηκαν όπως θα δούμε αργότερα και στο
Αιγαίο.
1111
Lepage, Jean-Denis G. G.: Aircraft of the Luftwaffe, 1935-1945…, σελ. 28. Για την κατασκευή
αεροσκαφών από τη Siebel βλ. επίσης σελ. 152 (Ju 88), σελ. 347 (Fh 104 και Si 204, το μοναδικό
αεροσκάφος της Siebel που κατασκευάστηκε σε σχετικά μεγάλους αριθμούς, συχνά όμως από άλλες
εταιρείες λόγω του αυξημένου φόρτου που είχε αναλάβει η Siebel ως υποκατασκευαστής του Ju 88)
και σελ. 360 (He 46). Συνολικά η Siebel κατασκεύασε περίπου 2.700 αεροσκάφη κατόπιν άδειας (τα
2.000 ήταν Ju 88 ή 188). Από τα περίπου 1.700 αεροσκάφη δικής της σχεδίασης (κάτι παραπάνω από
1.000 των οποίων ήταν Si 204) φαίνεται ότι η μεγάλη πλειονότητα κατασκευάστηκε από άλλες
εταιρείες σε Γαλλία και Τσεχία. Deutsche Biographie: Siebel, Friedrich (Fritz) Wilhelm
http://www.deutsche-biographie.de/sfz121573.html, (πρόσβαση 13/11/2013) και Lepage, Jean-Denis
G. G.: Aircraft of the Luftwaffe…, σελ. 347.

640
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εγκαταστάσεις) που αναλάμβαναν επισκευές και συντηρήσεις άλλων οργάνων, όπως οι


μπαταρίες.
Οι επισκευές αεροσκαφών και κινητήρων στα εργοστάσια του Μποδοσάκη, στην
Ford και στο Κρατικό Εργοστάσιο Αεροσκαφών ξεκίνησαν λοιπόν από τις πρώτες κιόλας
εβδομάδες της κατοχής με τη χρήση κυρίως Ελλήνων εργατών. Οι εργαζόμενοι στο ΚΕΑ
κλήθηκαν στα μέσα Μαΐου να παρουσιαστούν στις θέσεις τους «προκειμένου να ληφθώσι
προκαταρκτικά μέτρα επαναλήψεως εργασιών».1112
Ο Ανδρέας Παπαμακάριος, εργαζόμενος στο εργοστάσιο του Υμηττού
(«Μαλτσινιώτη») μέχρι την πρώτη Αυγούστου 1941, όταν και εγκατέλειψε την Αθήνα για τη
Μέση Ανατολή, ανέφερε τα εξής σχετικά με τις εργασίες των πρώτων μηνών: στο
εργοστάσιο είχαν έρθει 100 γερμανοί τεχνικοί και 200 εργάτες, αλλά οι 6.000 Έλληνες που
εργάζονταν εκεί προπολεμικά δεν απασχολούνταν το ίδιο όπως πριν. Οι ώρες εργασίας
ήταν πολύ μειωμένες, από 8 ως 12 το πρωί και 1 με 5 το απόγευμα, χωρίς νυκτερινές
βάρδιες ή εργασία το Σάββατο και με ανεπαρκέστατο ημερομίσθιο 120 δραχμών. Οι
εργασίες είχαν περιοριστεί ώστε να μην χρειάζεται να εργάζονται πάνω από 1.000 την
ημέρα, με αποτέλεσμα οι εργάτες να δουλεύουν περίπου μία μέρα την εβδομάδα. Ο
πληροφοριοδότης ανέφερε πως στο σύντομο χρονικό διάστημα από την έναρξη της
κατοχής δεν είχε υπάρξει καθόλου παραγωγή πυρομαχικών (κάτι που όπως είδαμε ίσως
ήταν αληθές μόνο για τις πρώτες εβδομάδες του 1941) και μοναδική δραστηριότητα του
εργοστασίου ήταν η επισκευή κινητήρων των γερμανικών αεροσκαφών και οχημάτων, τον
αριθμό των οποίων εκτιμούσε σε 20 και 10-15 ημερησίως αντίστοιχα, χωρίς όμως να έχει
ακριβείς πληροφορίες. Εκτιμούσε μάλιστα πως θα έπρεπε να είχε μεταφερθεί για επισκευή
και μικρός αριθμός κινητήρων αρμάτων μάχης. Ανέφερε τέλος τις φήμες που
κυκλοφορούσαν πως σύντομα αναμένονταν νέα μηχανήματα από τη Γερμανία, με τα οποία
θα επανεκκινούσε η παραγωγή μικρών όπλων και πυρομαχικών.1113
Κάποιες από τις άλλες πληροφορίες που έφταναν από την Αθήνα στη Μέση
Ανατολή έκαναν λόγο για μικρότερα νούμερα επισκευαζόμενων κινητήρων, τουλάχιστον

1112
Εφημερίδα Πρωία Αθηνών, 13/5/1941, «Οι τεχνικοί αξιωματικοί του εργοστασίου αεροσκαφών».
Αν και ο τίτλος μοιάζει να αναφέρεται μόνο στους μόνιμους αξιωματικούς, το κείμενο της
ανακοίνωσης καλεί εκτός των τεχνικών αξιωματικών και τους μόνιμους και επί συμβάσει
υπαλλήλους καθώ και τους εργοδηγούς Α΄ και Β΄.
1113
TNA, WO 208/3353, “Report on Interrogation of Andrew Papamacarios of Athens”. Ένας
εργαζόμενος που θα λάμβανε 20 μεροκάματα των 120 δραχμών τον Ιούλιο 1941, θα κέρδιζε το
αντίστοιχο των περίπου 0,2 χρυσών λιρών.

641
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κατά την πρώτη εκείνη κατοχική περίοδο. Το πρώτο δελτίο πληροφοριών της εξόριστης
ελληνικής κυβέρνησης για παράδειγμα ανέφερε πως τον Ιούλιο στο βομβουργείο της ΕΕΠΚ
επισκευάζονταν ημερησίως 3-4 κινητήρες, ενώ στις εγκαταστάσεις βρίσκονταν και περίπου
60 κιβώτια ανταλλακτικών αεροπλάνων.1114
Στην περίοδο που ακολούθησε οι επισκευές αυξήθηκαν και τα εργοστάσια άρχισαν
να δουλεύουν εντατικότερα. Πληροφορίες που έφταναν στη Μέση Ανατολή τον Δεκέμβριο
του 1941 έκαναν λόγο για περίπου 400 Έλληνες που εργάζονταν στην επισκευή γερμανικών
κινητήρων στο εργοστάσιο του Μποδοσάκη στην Ελευσίνα και πάλι όμως χωρίς νυχτερινές
βάρδιες.1115 Όπως ανέφερε ένας πρώην φύλακας στο εργοστάσιο του Υμηττού, ο οποίος
είχε διαφύγει στη Μέση Ανατολή τον Νοέμβρη του 1941, οι Γερμανοί είχαν επεκτείνει το
κτήριο όπου βρίσκονταν οι κλίβανοι και τα μηχανήματα για τις επισκευές των κινητήρων
αεροσκαφών, προστατεύοντάς το μάλιστα με μια στρώση μπετόν αρμέ πάχους 25
εκατοστών στην οροφή. Μία άλλη – μάλλον λίγο μεταγενέστερη - πληροφορία έκανε λόγο
για επισκευή 600 κινητήρων. Οι εργασίες τώρα πια συνεχίζονταν και τη νύχτα. Φαίνεται
μάλιστα πως ο θόρυβος που η δραστηριότητα αυτή παρήγαγε ήταν τόσο μεγάλος που οι
περίοικοι διαμαρτύρονταν πως δεν μπορούσαν να κοιμηθούν τη νύχτα. Στο εργοστάσιο
εργάζονταν περίπου 1.500 άτομα. Τα μηχανήματα με τα οποία γέμιζαν τους κάλυκες την
πρωηγούμενη περίοδο είχαν μεταφερθεί στο εργοστάσιο του πυριτιδοποιείου. Στις αρχές
του 1942 πληροφορίες που έρχονταν από την κατεχόμενη Αθήνα ανέβαζαν τον αριθμό των
επισκευαζόμενων κινητήρων στο εργοστάσιο «Μαλτσινιώτη» σε περίπου 5 την ημέρα.
Ένας άλλος από την ίδια ομάδα Ελλήνων είχε εργαστεί στο εργοστάσιο της Ford (στη
Συγγρού). Όπως ανέφερε, εκεί απασχολούνταν περίπου 600 εργάτες, επισκευάζοντας
κυρίως κινητήρες της BMW.1116

1114
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1941: Φ13Υ4, Πρεσβεία Άγκυρας, Αύγουστος-Οκτώβριος 1941, «Α΄ Δελτίον
ης
Πληροφοριών εξ Ελλάδος μέχρι 1 Αυγούστου 1941», σελ. 37.
1115
TNA, WO 208/3355, “Report no. 1868/235.” Πληροφορίες το αξιωματικού του ναυτικού
Βασίλειου Λάσκου, που είχε διαφύγει στην Τουρκία στις 7 Δεκεμβρίου.
1116
TNA, WO 208/3356, “Report no. 319” και WO 208/3355, “Report no. 1224/169”. Σύμφωνα με τις
επίσημες νέες «γενικές διατάξεις» της ΕΕΠΚ πάντως οι ώρες εργασίας το 1942 ορίζονταν από 8.30 το
πρωί μέχρι 13.30 το μεσημέρι (8 με 13.00 την καλοκαιρινή περίοδο), ενώ το απόγευμα προβλεπόταν
η ύπαρξη κλητήρων και το βράδυ νυχτοφυλάκων. Επισήμως προβλέπονταν επίσης 21 ημέρες αργίας
και 15ήμερη άδεια το χρόνο. Οι διανομές τροφίμων γίνονταν μετά το τέλος της εργασίας (14.00 –
17.00). Βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φ. 3 (Συγκρότημα Μποδοσάκη), υποφάκελος
ΥΔΕΠ, «Γενικαί διατάξεις» και «Κανονισμός ΥΠΕΔ και διανομών». Είναι πολύ πιθανό ότι οι
κανονισμοί αυτοί αφορούσαν όσους εργάζονταν στο τμήμα των εγκαταστάσεων που δεν είχαν

642
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι δραστηριότητες αυτές δεν κρατούνταν μάλιστα μυστικές, αφού τις γνώριζε η


μισή Αθήνα και έφταναν εύκολα μέχρι τη Μέση Ανατολή έστω και ως φήμες. Κάποιες από
τις πληροφορίες επέμεναν μάλιστα πως στη Ford δεν γίνονταν μόνο εκτεταμένες επισκευές,
αλλά ακόμη και κατασκευές τμημάτων κινητήρων σε μεγάλη κλίμακα, κινητήρες, που
σύμφωνα με τις σχετικές φήμες ολοκληρώνονταν στο κρατικό εργοστάσιο αεροσκαφών του
Φαλήρου.1117 Στην πραγματικότητα στο εργοστάσιο στο Φάληρο (και πιθανότατα και σε
αυτό της Ford) μάλλον δεν κατασκευάζονταν ολόκληροι κινητήρες, αλλά δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι ήταν έντονη η δραστηριότητα στις επισκευές γερμανικών αεροπλάνων, που
συχνά απαιτούσαν την αποσυναρμολόγηση και επανασυναρμολόγηση κινητήρων, συχνά με
την προσθήκη ανταλλακτικών, ίσως ακόμα και με την κατασκευή μικρών εξαρτημάτων.
Ένας δημόσιος υπάλληλος που εργαζόταν στο γειτονικό αεροδρόμιο προσέθετε πως
στο εργοστάσιο του Φαλήρου είχε μεταφερθεί η άτρακτος μικρού αριθμού δικινητήριων
βομβαρδιστικών Ju 88 για επισκευή, ενώ οι κινητήρες τους επισκευάζονταν στη Ford.1118

εγκατασταθεί οι γερμανικές εταιρείες. Δεν είναι σαφές τι συνέβαινε με το καθεστώς των


εργαζόμενων απευθείας στα παραρτήματα των γερμανικών επιχειρήσεων, αν δηλαδή εκείνοι είχαν
και τυπικά άλλο ωράριο ή αν η απογευματινή ή βραδινή τους απασχόληση είχε τη μορφή
υπερωρίας.
1117
Οι πληροφορίες που αναφέρουν γενικά τις επισκευές στη Ford αναφέρονται από πολλούς
Έλληνες που διέφυγαν από την Αθήνα. Για την πιο συγκεκριμένη που έκανε λόγω και για κατασκευή
κινητήρων που ολοκληρώνονταν στο Φάληρο, βλ. TNA, WO 208/3354, “Interrogation report of 2/Lt.
nd th
Socrates Sfikakis of the 2 Cretan Regiment, who escaped to Turkey on the 11 Sept. 41.”
1118
TNA, WO 208/3355,”Report no. 1435/188”, Αλκιβιάδης Γαλάτης, που διέφυγε τον Οκτώβριο
1941. Στην έκθεση ο τύπος αναφέρεται ως «βομβαρδιστικό κάθετης εφόρμησης» Ju 88. Το
γνωστότερο βομβαρδιστικό κάθετης εφόρμησης είναι το Ju 87 (γνωστό και ως Stuka, συντόμευση
του Sturzkampfflugzeug – βομβαρδιστικού κάθετης εφόρμησης στα γερμανικά), ενώ το Ju 88
συνήθως δεν χαρακτηρίζεται ως τέτοιο. Ωστόσο μάλλον δεν πρόκειται περί λάθους τύπου
αεροσκάφους. Στις απαιτήσεις της γερμανικής αεροπορίας για το Ju 88 αναφερόταν η δυνατότητα
κάθετης εφόρμησης, και τα βομβαρδιστικά του τύπου αυτού είχαν τη δυνατότητα κάθετης
εφόρμησης (κάποια μοντέλα είχαν και άλλους ρόλους όπως μαχητικό-βομβαρδιστικό, νυχτερινό
καταδιωκτικό και αναγνωριστικό). Κάποια από τα αεροσκάφη του τύπου αυτού χρησιμοποιούσαν
κινητήρες της BMW (τον αερόψυκτο BMW 801), ενώ Το Ju 87, όπως και τα περισσότερα Ju 88
χρησιμοποιούσαν τον υδρόψυκτο Jumo 211. Και οι δύο κινητήρες επισκευάζονταν στην Ελλάδα,
αλλά οι πληροφορίες αναφέρουν το εργοστάσιο της Ford ως έδρα της τοπικής BMW. Ωστόσο οι
περιζήτητοι κινητήρες BMW 801 προορίζονταν μέχρι το 1943 κυρίως για τα μονοκινητήρια μαχητικά
Fw 190. Τα Ju 88 που χρησιμοποιούσαν κινητήρες BMW ήταν σε γενικές γραμμές μεταγενέστερα
μοντέλα και μάλλον δεν θα τα συναντούσε κανείς στην Ελλάδα του τέλους 1941 και των αρχών 1942,

643
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Άλλες πληροφορίες για το Φάληρο ανέφεραν πως εκεί γινόταν η συναρμολόγηση


μεταγωγικών αεροσκαφών Ju 52 με ρυθμό 1,5 αεροσκαφών την ημέρα και με την παρουσία
Γερμανών τεχνικών,1119 και πως στις εγκαταστάσεις βρίσκονταν 20 με 25 άτρακτοι
αεροσκαφών και 120 μηχανές για επισκευή ενώ άλλες 320 μηχανές είχαν φτάσει στα τέλη
του 1941 στον Πειραιά προς επισκευή.1120 Όσον αφορά το εργοστάσιο πυρομαχικών στην
Ελευσίνα, πληροφορίες της ίδιας περιόδου, ανέφεραν πως εκεί δούλευαν 130 τεχνικοί από
τη Γερμανία και 450 περίπου Έλληνες εργάτες (με λίγο βελτιωμένο αλλά ακόμα ανεπαρκή
ωρομίσθιο 40-70 δραχμές) και μαζί με τις εγκαταστάσεις του Υμηττού επισκεύαζαν περίπου
4-5 κινητήρες την ημέρα.1121 Οι κινητήρες μάλιστα ήταν τόσοι, που φαίνεται ότι κατά
διαστήματα επιστρατεύονταν και χώροι εκτός των εγκαταστάσεων επισκευών για την
προσωρινή αποθήκευσή τους, όπως προδίδει η αναφορά πως το εργοστάσιο Δηλαβέρη στον
Πειραιά ήταν «πλήρες κινητήρων» το καλοκαίρι 1941.1122

όπου τα περισσότερα αεροσκάφη του τύπου φαίνεται να ήταν Ju 88A-4 και D-1 (και τα δύο με Jumo
211). Η BMW και η Siemens (που παρήγαγε – από το 1936 ως Bramo – κινητήρες μέχρι την αγορά
του εν λόγω τμήματος από την BMW το 1939) είχαν εξειδικευτεί στους αερόψυκτους κινητήρες, ενώ
η Junkers (Jumo) και τη Daimler Benz στους υδρόψυκτους, γεγονός που ενισχύθηκε, μετά το 1936,
όταν το γερμανικό [υπουργείο;] αεροπορίας έκρινε πως για να επιτευχθεί εξορθολογισμός της
παραγωγής διαφορετικών κινητήρων έπρεπε οι εταιρείες αυτές να εστιαστούν στους τομείς που
είχαν ήδη παράδοση. Mackay, Ron: Junkers Ju-88 (Crowood Aviation Series), The Crowood Press,
Ramsbury, Marlborough, Wiltshire, UK, 2001 (ειδικά σσ. 186-189), Chant, Chris: German Warplanes…,
σσ. 69-87, „Die Gliederung der deutschen Luftwaffenverbände im Mittelmeerraum“,
http://www.lexikon-der-wehrmacht.de/OrdersofBattle/Mittelmeer.htm (πρόσβαση 3/2/2013), και
James, Harold: The Nazi Dictatorship and the Deutsche Bank, σελ. 201.
1119
TNA, WO 208/3355, ”Report no. 1344/179”. Πληροφορίες ανθυπολοχαγού Ιωάννη Μπαλτά, στις
2/12/41.
1120
TNA, WO 208/3356, “Report no. 1988/251”, πληροφορίες «Κ. Ρέππα, στράτηγου αεροπορίας».
Πρέπει να πρόκειται για τον Γεώργιο Ρέππα, έναν εκ των τριών αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων που
συμμετείχαν στο κίνημα Κονδύλη (10/10/1935) και στέλεχος της ΕΕΕΣ που μάλλον εμπλέκεται και
στην προσπάθεια ανατροπής Μεταξά από τον γερμανόφιλο Νικολόπουλο που είδαμε παραπάνω. Ο
Ρέππας υπολόγιζε τον ρυθμό επισκευών στη Ford σε 5-7 κινητήρες ημερησίως.
1121
TNA, WO 208/3356, “Report no. 301”, του αστυνομικού Αντωνίου Βολταιράκη που διέφυγε στην
Τουρκία στις 9 Νοεμβρίου 1941.
1122
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ., 1941: Φ13Υ4, Πρεσβεία Άγκυρας, Αύγουστος-Οκτώβριος 1941, «Δεύτερον
Δελτίον Πληροφοριών περί της εν Ελλάδι καταστάσεως μηνός Αυγούστου 1941», σελ. 25. Άλλη,
μεταγενέστερη αναφορά έκανε λόγο για τη χρήση του εργοστασίου Δηλαβέρη για την αποθήκευση
περίπου 2.500 βομβών για αεροσκάφη (TNA, WO 208/3357, “Report no. A 399”, 4/6/1942).

644
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι πλέον ακριβείς πληροφορίες βέβαια έφταναν από τεχνικούς που εργάζονταν


στις εγκαταστάσεις και διέφευγαν στη Μέση Ανατολή. Ένας από αυτούς, ονόματι Ηρακλής
Κωστάρης, ανέφερε πως οι εργασίες στο Φάληρο ήταν εντατικότερες από ό, τι πριν τον
πόλεμο, όχι γιατί είχαν επεκταθεί οι εγκαταστάσεις ή είχε αυξηθεί το προσωπικό, αλλά
γιατί οι Γερμανοί έδιναν βάρος στην ποσότητα έναντι της ποιότητας (δεν ασχολήθηκαν για
παράδειγμα καθόλου με εργασίες σε μεταλλικά είδη μεγαλύτερης λεπτομέρειας από το
1/1000 τη ίντσας). Επιπλέον είχαν φέρει 50 χειροκίνητα πνευματικά τρυπάνια η χρήση των
οποίων είχε αυξήσει την παραγωγικότητα των εργαζομένων, ενώ χρησιμοποιούσαν φύλλα
ντουραλουμινίου νέου, καλύτερου είδους, που απλοποιούσαν την απαιτούμενη εργασία.
Από τις διάφορες τεχνικές λεπτομέρειες που δίνει φαίνεται ξεκάθαρα πως στις
εγκαταστάσεις γίνονταν εκτεταμένες εργασίες επισκευής όχι μόνο κινητήρων αλλά
τμημάτων των φτερών, της ατράκτου και των πηδαλίων των αεροσκαφών (π.χ. 10 εργάτες
στο ελασματουργείο ασχολούνταν με τα πηδάλια κλίσης και τις επιφάνειες ελέγχου των
αεροσκαφών), επισκευές που απαιτούσαν την κατασκευή εξειδικευμένων μικρών
τμημάτων του αεροσκάφους. Οι πληροφορίες ήταν όμως λίγο ασαφείς ως προς την
παραγωγή κινητήρων. Ο Κωστάρης έλεγε πως δεν γινόταν (ενδεχομένως να εννοούσε στο
δικό του τμήμα), αλλά ο συνάδελφός του Ηλίας Καραθανάσης διαβεβαίωνε πως πέρα από
τις επισκευές κινητήρων (κυρίως Jumo) που γίνονταν με ρυθμό 6-8 την ημέρα γινόταν και
συναρμολόγηση ή ίσως και παραγωγή νέων (πληροφορία μάλλον λανθασμένη) με ρυθμό
10 την εβδομάδα από Γερμανούς τεχνικούς. Τέλος στις εγκαταστάσεις υπήρχε και
ξυλουργείο με 35 ξυλουργούς που κατασκεύαζαν όμως κυρίως πορτοπαράθυρα κλπ, αν και
ένας από αυτούς ήταν ειδικός στην κατασκευή ξύλινων ελίκων για τα αεροπλάνα. Η
συναρμολόγηση των επιμέρους τμημάτων γινόταν σε τρία υπόστεγα. Στο πρώτο,
χωρητικότητας 6 αεροσκαφών, απασχολούνταν περίπου 70 άτομα προσαρμόζοντας τα
φτερά και κάποια άλλα τμήματα, κυρίως σε αεροσκάφη της Messerschmitt. Το δεύτερο, με
50 εργάτες, ασχολούνταν κυρίως με αεροσκάφη Dornier και περιστασιακά μόνο με
Messerschmitt, ενώ το τρίτο επισκεύαζε τμήματα αεροσκαφών, όπως ουρές, φτερά και
πηδάλια κλίσης. Συνολικά μέχρι την περίοδο που έφυγαν οι Κωστάρης και Καραθανάσης
(Γενάρη 1942, αν και ο τελευταίος είχε πάψει να εργάζεται εκεί από τα μέσα Δεκέμβρη)
επισκευάζονταν πλήρως («ανακαινίζονταν») 1 με 2 αεροσκάφη την εβδομάδα. Μετά το
πέρας των εργασιών αποσυναρμολογούνταν οι πτέρυγες και τα αεροσκάφη μεταφέρονταν
στο αεροδρόμιο στο Χασάνι (Ελληνικό), όπου επανασυναρμολογούνταν και εκτελούσαν
δοκιμαστικές πτήσεις. Νωρίτερα οι κινητήρες τους είχαν είδη δοκιμαστεί στο εργοστάσιο,

645
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

όπου υπήρχε ειδικό δωμάτιο με 5 ειδικούς. Κατά τον Κωστάρη στο αεροδρόμιο υπήρχαν
περίπου 200 άτομα που πληρώνονταν από το εργοστάσιο του Φαλήρου, αριθμός που ο
Καραθανάσης ανεβάζει σε περίπου 700 συνολικά (χωρίς όμως να αναφέρει από πού
πληρώνονταν), με επιπλέον 600-700 να εργάζονται στο ίδιο το Φάληρο.1123
Λίγο καιρό αργότερα, ένας πρώην λογιστής της ΕΕΠΚ, προσέθετε τα εξής σχετικά με
τη λειτουργία των επιχειρήσεων Μποδοσάκη: το εργοστάσιο του Λαυρίου και αυτό της
κατασκευής αντιασφυξιογόνων μασκών είχαν κλείσει. Το πυριτιδοποιείο εργαζόταν για την
ελεύθερη αγορά και τους Γερμανούς καθώς και για την ΕΘΕΛ. Οι μονάδες της Ελευσίνας
λειτουργούσαν εν μέρει, ως τμήματα των εκεί εγκαταστάσεων της Junkers, στις δε
κυριότερες εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων, αυτές του Υμηττού (ΕΕΠΚ - «Μαλτσινιώτη»),
είχαν εγκατασταθεί παραρτήματα των γερμανικών Jumo, Daimler-Benz και Bosch και
επισκεύαζαν αεροσκάφη από ολόκληρη την Αττική. Ανέφερε πως η δραστηριότητα είχε
κορυφωθεί τον Οκτώβριο του 1941 όταν εργάζονταν μέρα και νύχτα (ο ίδιος είχε φύγει
μάλλον την επόμενη άνοιξη, πριν δηλαδή την πραγματική κορύφωση του 1942), αλλά μέχρι
την φυγή του η παραγωγή (ολική συντήρηση – επισκευή) είχε πέσει σε 4-5 κινητήρες την
ημέρα. Στις αρχές Ιανουαρίου είχαν αρχίσει να αδειάζουν τις εγκαταστάσεις του
καλυκοποιείου και υπήρχαν έντονες φήμες πως εκεί θα γίνονταν επισκευές μοτοσυκλετών
και ποδηλάτων. Οι πληροφορίες του ανέβαζαν τους αριθμούς όσων εργάζονταν στις
επισκευές σε 700 στο τμήμα που διοικούνταν από Έλληνες και άλλους 500 σε αυτό που
λειτουργούσαν οι γερμανικές επιχειρήσεις.1124

1123
TNA, WO 208/3356, “Report no. 325” και “Report no. 326”. Οι πληροφορίες για τον νέο τύπο
ντουραλουμινίου υπάρχουν και σε άλλη αναφορά, η οποία προσθέτει πως οι περισσότερες
συγκολλήσεις γίνονταν ηλεκτρικά, και πως η σχεδίαση των κινητήρων είναι υψηλού επιπέδου, αλλά
τα υλικά κατασκευής πολύ φτωχά και τα στάνταρ χαλαρά. TNA, WO 208/3357, “Report no. A. 348”,
πληροφορίες από διάφορες πηγές, Μάρτιος 1942. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο νούμερα των
εργαζομένων στο αεροδρόμιο μάλλον αφορά κυρίως εργαζόμενους που δεν πληρώνονταν από το
εργοστάσιο Φαλήρου.
1124
TNA, WO 208/3357, “Report no. A. 363. Information reg. The factory of the Greek Powder and
Cartridge Company (Maltsiniotis) at Hymettus received form an employee of the company who was
engages as an accountant.” Η Bosch, που είχε εγκαταστήσει μονάδα της σε κτήριο του εργοστασίου,
δεν κατασκεύαζε δικούς της κινητήρες, αλλά συστήματα ψεκασμού κινητήρων (για τα οποία διέθετε
και παγκόσμιες πατέντες), όπως αυτό του DB 601 ή του BMW 132, δυναμό, μίζες, μπουζί και όργανα
του πιλοτηρίου. Ο Junkers εξάλλου είχε πουλήσει το 1932 τμήμα της επιχείρησής του στον Bosch.
Ήταν λοιπόν απολύτως λογική η ύπαρξη της Bosch στις εγκαταστάσεις αυτές, δίπλα στην Daimler-
Benz και τη Jumo (Junkers Motoren). Gunston, Bill: World Encyclopedia of Aero Engines…, σελ. 23 &

646
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στοιχεία που μας δίνουν κάποιους μήνες αργότερα (καλοκαίρι του 1942) οι
συμπληρωματικές μερίδες άρτου που μοιράζονταν σε επιχειρήσεις εργαζόμενες για τις
αρχές κατοχής, κάνουν λόγο για 1.150 περίπου εργαζόμενους στα δύο τμήματα της Jumo.1125
Άλλες, λιγότερο σαφείς πληροφορίες έκαναν λόγο για χρήση των εγκαταστάσεων μεταξύ
Ελευσίνας και Μεγάλου Πεύκου, όπου προπολεμικά 300 μηχανικοί συναρμολογούσαν
υδροπλάνα Do-22.1126 Κατά την έκθεση οι εγκαταστάσεις αυτές ήταν οι δεύτερες για την
κατασκευή αεροσκαφών στη χώρα (μετά το ΚΕΑ), ιδιοκτησίας από κοινού κράτους και
Μποδοσάκη.1127 Στην περιοχή υπήρχαν κατά τον μεσοπόλεμο κάποιες εγκαταστάσεις
υδροπλάνων που για ένα διάστημα χρησιμοποιήθηκαν και από ιταλικά πολιτικά υδροπλάνα.
Δεν αποκλείεται όμως η αναφορά σε μεγάλες εγκαταστάσεις που εμπλέκουν και τον
Μποδοσάκη να έχουν να κάνουν με το εργοστασίο του Raab, το οποίο ενδεχομένως να
χρησιμοποιήθηκε και από το Δημόσιο μετά την επιστράτευση (πιθανώς ως παράρτημα του

57, επίσης TNA, AIR 34/364, “3” (χωρίς ημερομηνία, πληροφορία για εργοστάσιο Μαλτσινιώτη),
NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 1915-1950 (Box 9 Folder 1), Economic Warfare Section, War
Division, Department of Justice, “Guide for Investigation of Robert Bosch GmbH, Stuttgart”,
Confidential, και http://www.junkers.de/unternehmen/junkers/abschied (“Junkers’ Abschied”),
(πρόσβαση 9/2/2013).
1125
ΓΑΚ, Αρχείο Υπουργείου Επισιτισμού (Κ67α), φάκελος 40 υποφάκελος 1 «Αρτοποιείο Τηνιακού
Ιωα. Κατάστασις εμφαίνουσα τας χορηγηθησομένας εργατικάς μερίδας δια λ/μον των εργοστ.
Κατοχής Τηνιακού (Μαλτσινιώτη 8) από 7 ως 13/9/42» και βεβαιώσεις “Frontreparaturbetrieb GL
Jumo VFR I”, 12 και 13/9/42, καθώς και υποφάκελος 2, «Κατάστασις εμφαίνουσα τας
χορηγηθησομένας εργατικάς μερίδας υπό του αρτοποιού Ι. Τηνιακού, Εβδομάς 14-19/9/42», με τις
αντίστοιχες βεβαιώσεις 12 και 14/9/42. Ο λόγος που οι βεβαιώσεις και οι πίνακες εμφανίζουν δύο
διαφορετικές καταχωρίσεις την ίδια περίοδο για εργαζόμενους της Jumo (740 και 413 κάθε μέρα
κατά την πρώτη εβδομάδα, καθώς και 745 και 414 αντίστοιχα για τη δεύτερη) είναι ασαφής. Και οι
δύο αριθμοί αφορούν τμήματα της Jumo εγκατεστημένα στο εργοστάσιο Μαλτσινιώτη, με την ίδια
ονομασία, τουλάχιστον στις βεβαιώσεις τους. Ίσως να έχει να κάνει με τις βρετανικές πληροφορίες
για «ελληνικό» και «γερμανικό» τμήμα.
1126
Το υδροπλάνο Dornier Do 22 πρωτοπέταξε το 1935 και αγοράστηκε μόνο από ένοπλες δυνάμεις
του εξωτερικού (Ελλάδα, Φινλανδία, Γιουγκοσλαβία, Λεττονία), βλ. Lepage, Jean-Denis G. G.: Aircraft
of the Luftwaffe, 1935-1945…, σσ. 320-321. Ο τύπος δεν χρησιμοποιήθηκε από τη Luftwaffe και ως εκ
τούτου η σχετική αναφορά στις πηγές δεν μπορεί παρά να εννοεί την συναρμολόγηση των ελληνικών
Do 22.
1127
TNA, WO 204/9201, “P.I.C. [Political Intelligence Centre] Paper no. 4, Axis Economic Exploitation
of Greece (compiled by the Ministry of Economic Warfare)”, 3 Ιουνίου 1943. Η έκθεση αναφέρει ότι
επισκευές υδροπλάνων γίνονται και στις ναυτικές εγκαταστάσεις της Σαλαμίνας.

647
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ΚΕΑ). Εξάλλου, όπως είδαμε, οι εγκαταστάσεις του Raab ίσως ήταν αιτία για παρόμοια
σύγχυση προπολεμικά. Σημαντικής έκτασης εργασίες σε υδροπλάνα γίνονταν και στο
εργοστάσιο του Φαλήρου (μάλλον δηλαδή στο ΚΕΑ ή στη γειτονική βάση υδροπλάνων), στο
οποίο άλλη έκθεση αναφέρει ότι μετασκευάζονταν μεταγωγικά Ju 52 σε υδροπλάνα.1128
Στη Μέση Ανατολή συνέχιζαν να φτάνουν αρκετές πληροφορίες με αριθμούς
επισκευαζόμενων κινητήρων και εργαζομένων στις επισκευές και τα υπόλοιπα χρόνια. Στο
εργοστάσιο του Μποδοσάκη στον Υμηττό εργάζονταν 1.000 Έλληνες και 250 Γερμανοί ενώ
αναφερόταν πως τον Δεκέμβριο του 1942 είχαν προστεθεί 8-10 νέοι πάγκοι δοκιμών (test
benches) για τους κινητήρες. Υπολογιζόταν επιπλέον πως ο αριθμός των επισκευαζόμενων
κινητήρων τον Σεπτέμβριο του 1942 στο εργοστάσιο εκείνο ανερχόταν ανάμεσα σε 150 και
250. Στο άλλο εργοστάσιο της εταιρείας στην Ελευσίνα (αλλού αναφερόταν ως «Πειραιάς»)
130 Γερμανοί και 400 Έλληνες επισκεύαζαν κυρίως Jumo 205 και 211. Στη Ford της Συγγρού
(εκεί μάλλον λειτουργούσε το πρώην παράρτημα επισκευής κινητήρων του ΚΕΑ), όπου το
1941 είχε στεγαστεί η BMW, 500 Έλληνες επισκεύαζαν τον Ιανουάριο 1943 μέχρι 120
κινητήρες μηνιαίως (ή τουλάχιστον αυτή ήταν η δυναμικότητα των εγκαταστάσεων όπως
ανέφεραν άλλες πληροφορίες), κυρίως των μοντέλων BMW 132 και 801. Το πρώτο
δεκαήμερο του 1943 είχαν επισκευαστεί 10 τέτοιοι κινητήρες, ενώ ανά πάσα στιγμή
μπορούσαν να γίνονται επισκευές σε 30 συνολικά αν και νωρίτερα (φθινόπωρο 1942)
κάποιες σημαντικές ελλείψεις ανταλλακτικών είχαν καταστήσει απαραίτητη την αποστολή
προσωρινά των κινητήρων στη Γερμανία. Στο Κρατικό Εργοστάσιο Αεροσκαφών γίνονταν
επισκευές τόσο ατράκτων όσο και κινητήρων, ενώ εκεί γινόταν και η δοκιμή των κινητήρων
που επισκευάζονταν στη BMW (Ford). Το εργοστάσιο αναφερόταν ότι απασχολούσε 1.500

1128
TNA, WO 204/8857, “Part IV, Industry” σελ. 35 και WO 204/8852, Combined Economic Warfare
Agencies (Middle East), “Monthly report of economic intelligence relating to enemy occupied territory
in the South-eastern Europe”, Issue No. 8, 15/12/1943. Η πληροφορία της συγκεκριμένης μετασκευής
στο Φάληρο δεν έχει προς το παρόν επιβεβαιωθεί απόλυτα από άλλες πηγές και ως εκ τούτου δεν
είναι βέβαιο ότι πρόκειται πραγματικά για μετασκευή και όχι επανασυναρμολόγηση μετά από
εκτεταμένη επισκευή. Είναι όμως επιβεβαιωμένο ότι στην περιοχή είχαν τη βάση τους τέτοια
υδροπλάνα, ήδη από το 1941. Για την εγκατάστασή των υδροπλάνων Ju 52 στο Φάληρο βλ. NARA,
microfilm T-311 Roll 175, Wehrmachtbefehlshaber Südost (Armeeoberkommando 12),
“Tätigkeitsbericht für die Zeit vom 1.10-31.10.41“, 31.10.41, σελ. 1, ενώ στο: Pegg, Martin:
Transporter, Volume Two, Luftwaffe Transport Units, 1943-45, Luftwaffe Colours, Classic Publications,
Burgess Hill, UK, 2007, σσ. 153-155, περιέχονται αρκετές φωτογραφίες από τη δράση των
αεροσκαφών αυτών στο Αιγαίο, συμπεριλαμβανομένης και της ανέλκυσης ενός που βυθίστηκε στο
Φάληρο μετά από ατύχημα στην προσθαλάσσωση του.

648
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εργάτες το 1941, αργότερα 600-800 Έλληνες και μικρό αριθμό Γερμανών, και επισκεύαζε 2
με 3 αεροσκάφη ημερησίως, ενώ είχε παραλάβει νέα μηχανήματα τον Αύγουστο 1942 και,
κατά πληροφορίες, κάποιους μήνες του 1942 είχε ως και 1.500 κινητήρες προς επισκευή. Η
σημασία των εγκαταστάσεων ήταν τέτοια που προτεινόταν να βομβαρδιστεί κατά
προτεραιότητα για να μειωθούν οι δυνατότητες επισκευών της Luftwaffe. Τέλος σε
εγκαταστάσεις στο αεροδρόμιο Τατοΐου επισκευάζονταν και συντηρούνταν από την DLH
αεροσκάφη Junkers (μάλλον κυρίως Ju 52), με την απασχόληση 1.200 Ελλήνων. Επίσης
αναφερόταν πως μικρής έκτασης επισκευές υδροπλάνων γίνονταν και στη Σαλαμίνα, και
συναρμολόγηση στο Σκαραμαγκά.1129
Κάποιες επισκευαστικές εργασίες μικρότερης κλίμακας πιθανόν να γίνονταν κατά
διαστήματα και σε άλλες ελληνικές επιχειρήσεις της Αττικής. Σύμφωνα για παράδειγμα με
έναν πρώην εργαζόμενο της «Θέρμιδας», κάποιοι κινητήρες (Junkers σύμφωνα με τη
μαρτυρία) στέλνονταν από το Frontreparaturbetrieb του Τατοΐου στο επιταγμένο
εργοστάσιο της εταιρείας, το οποίο στην ειρηνική περίοδο ασχολούνταν κυρίως με
κατασκευή θερμαντικών σωμάτων, σωληνώσεων κλπ. Στο εργοστάσιο υπήρχε μάλιστα και
ειδικό κλιμάκιο Γερμανών τεχνικών. Η σχετική αναφορά μάλλον αφορά τις αρχές τις
κατοχής, αλλά δεν είναι βέβαιο αν οι επισκευαστικές εργασίες στη «Θέρμιδα»
συνεχίστηκαν και αργότερα.1130 Η Σιβιτανίδειος εξάλλου, που όπως είδαμε είχε εμπλακεί

1129
TNA, AIR 34/364, “3” (χωρίς ημερομηνία, πληροφορία για εργοστάσιο Μαλτσινιώτη), TNA, WO
208/3356, “Report no. 1988/251”, και TNA, WO 204/9201, “P.I.C. [Political Intelligence Centre] Paper
no. 4, Axis Economic Exploitation of Greece (compiled by the Ministry of Economic Warfare)”, 3
Ιουνίου 1943. Επίσης TNA, AIR 34/474, “Maltsiniotis, Phaleron, Greece (aircraft engine repairs)”,
“B.M.W (Formerly Ford) between Athens and Phaleron (engine repairs)”, “Blackburn factory, Old
Phaleron, Greece (airframe & engine repairs)”. Άλλα έγγραφα στους φακέλους που περιέχουν
εκθέσεις οικονομικών πληροφοριών, αναφέρουν σε κάποιες περιπτώσεις ελαφρά διαφορετικά
νούμερα εργαζομένων και αεροσκαφών/κινητήρων, χωρίς όμως να αλλάζει ουσιαστικά η τάξη
μεγέθους. Στο TNA, WO 204/9159, “Industrial Survey, Section III, Aircraft repair works, armaments,
explosives and general engineering” αναφέρεται η απασχόληση 12.000 ατόμων στις επισκευές της
Junkers στο Τατόι, αριθμός που προφανώς αποτελεί τυπογραφικό λάθος (το σωστό μάλλον ήταν
1.200). Στο ίδιο επαναλαμβάνεται η πληροφορία για επισκευή υδροπλάνων (ή των κινητήρων τους)
στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας.
1130
Συνέντευξη Αλέξανδρου Τοπάλογλου, στο: Ηλίας Καφάογλου: Ελληνική Αυτοκίνηση,. Άνθρωποι,
Δρόμοι, Οχήματα, Αγώνες (1900-1940, Ύψιλον βιβλία, Αθήνα, 2013, (κυρίως σσ. 526-527). Δεν είναι
βέβαιο αν ο Τοπάλογλου εννοεί κινητήρες της Jumo (της Junkers) ή απλώς κινητήρες αεροσκαφών

649
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

και στην παραγωγή δευτερευόντως πολεμικού υλικού για τον ελληνικό στρατό, προχώρησε
επί κατοχής στην επιβεβαιωμένη κατασκευή κυρίως ξύλινων ειδών (επίπλων κλπ), ενώ
πιθανώς στις εγκαταστάσεις της να γινόταν ακόμα και η κατασκευή κάποιων (μάλλον
ξύλινων) τμημάτων αεροσκαφών για τη Wehrmacht.1131
Τον Αύγουστο του 1943 κάποιοι από τους εργαζόμενους στο εργοστάσιο «του
Μαλτσινιώτη», που τότε «βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Daimler-Benz», είχαν μεταφερθεί
στο εργοστάσιο της Ford στη Συγγρού, όπου επισκεύαζαν σημαντικούς αριθμούς BMW 801
αλλά με μειωμένους ρυθμούς σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες, αφού τα συνεργεία
το φθινόπωρο είχαν μειωθεί από 15 σε 6-7. Στις 27 Αυγούστου 90 Γερμανοί εργάτες είχαν

Junkers, που συχνά προέρχονταν από άλλες εταιρείες (το Ju 52 για παράδειγμα είχε κινητήρες της
BMW).
1131
Αλίκη Βαξεβάνογλου: Σιβιτανίδειος Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων, από την ίδρυση στην
καθιέρωση, εκδ. Σιβιτανιδείου Δημόσιας Σχολής, Αθήνα, 2005, σσ. 115-127 και TNA, WO 208/3357:
“Interrogation Report No. A. 380”. Οι πληροφορίες που δίνει ο Έλληνας αντισυνταγματάρχης στην εν
λόγω έκθεση αναφέρουν την επισκευή φτερών και ατράκτων στο ξυλουργείο της σχολής. Στα αρχεία
της Σχολής δεν υπάρχει κάποια αναφορά για σχετική απόφαση ή συμβόλαιο για παρόμοια
παραγωγή, αλλά, με δεδομένη την στέγαση γερμανικού συνεργείου αυτοκινήτων στις εγκαταστάσεις
της, δεν αποκλείεται η κατασκευή ή επισκευή ενός περιορισμένου αριθμού τέτοιων τμημάτων χωρίς
σχετική παραγγελία προς την ίδια τη σχολή. Πρώτη παραγγελία προς τα εργαστήρια της σχολής,
όπως αυτή εμφανίζεται στα πρακτικά της Εκτελεστικής Επιτροπής, ήταν η κατασκευή δύο
γερμανικών σημαιών για το προαύλιό της. Με την έναρξη της κατοχής η σχολή κατάργησε και τα
διάφορα μαθήματα που είχαν εισαχθεί τους προηγούμενους μήνες για εκπαίδευση τεχνικών της
αεροπορίας, οπλουργών κλπ. (Βαξεβάνογλου: Σιβιτανίδειος…, σελ. 119). Πολύ κοντά (ή ακόμα και
μέσα) στις εγκαταστάσεις της σχολής πρέπει να βρίσκονταν και τα παραρτήματα του ΚΕΑ της
Καλλιθέας, γεγονός που ίσως αποτελεί μια ακόμα αιτία για την αναφορά σχετικά με την κατασκευή
τμημάτων γερμανικών αεροσκαφών. Προκατοχικά η σχολή είχε αναλάβει την κατασκευή
ανταλλακτικών ειδών οπλισμού, επισκευές πυροβόλων, αυτομάτων όπλων και τυφεκίων και
κατακευή κιβωτιών πυρομαχικών. Βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ: Εφοδιασμοί του Στρατού…, σσ. 194-195, παράρτημα
Ε: «Κατάστασις Ιδιωτικών Βιομηχανιών και Εργαστηρίων και Εκτελεσθείσαι υπό τούτων Κατασκευαί
και Επισκευαί Οπλισμού-Πυρομαχικών και Λοιπών Συναφών Υλικών.» Παρεμφερείς πληροφορίες
έκαναν λόγο για την επισκευή μη αεροπορικού υλικού της Luftwaffe (αντιαεροπορικά πυροβόλα),
στις εγκαταστάσεις της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» (TNA, WO 204/9159, “Industrial
Survey, Section III, Aircraft repair works, armaments, explosives and general engineering”). Ωστόσο,
για τη δραστηριότητα αυτή δεν υπάρχουν επιπλέον πληροφορίες.

650
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πάρει εντολή να επιστρέψουν στη Γερμανία από το εργοστάσιο του Φαλήρου (ΚΕΑ).1132
Μπορεί κάποιες από τις εγκαταστάσεις να μεταφέρθηκαν νωρίτερα, και οι αριθμοί των
επισκευών να εξαφανίζονται από τις περισσότερες γερμανικές οικονομικές εκθέσεις, αλλά
η ανάγκη για επισκευές παρέμενε. Εκτός των επισκευών στην ΕΕΠΚ, η δραστηριότητα
έβαινε μειούμενη και στη Ford, όπου βρετανικές πηγές ανέφεραν τη μείωση των
εργαζομένων σε μόλις 80 με 100 τον Ιανουάριο του 1944.1133
Νωρίτερα, ο φόβος των συμμαχικών βομβαρδισμών ανάγκασε τη γερμανική
εταιρεία να μεταφέρει κάποια τμήματα του εργοστασίου (π.χ. εκείνο του οπλισμού των
αεροσκαφών) σε παρακείμενη ταπητουργία στο Μοσχάτο, και αργότερα στην Εριουργία
Μπριττάνια και στο Μεταξουργείο Δ. Ναθαναήλ, ανάμεσα στη Νέα Φιλαδέλφεια και στην
Νέα Ιωνία. Στις δύο τελευταίες είχαν μετακινηθεί νωρίτερα (μάλλον τον Νοέμβρη 1943)
από τις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ, κάποια τμήματα της Junkers και της Bosch αντίστοιχα.1134

1132
TNA, AIR 34/460, “6”, χωρίς ημερομηνία και “2, Allied Force Headquarters, Office of the Assistant
Chief of Staff, G-2, B 389.231/6 OI (Lib)”, 28 September 1943.
1133
TNA, WO 204/9159, “Industrial Survey, Section III…”. Στο ίδιο αναφερόταν η απασχόληση 20-30
Γερμανών τον Σεπτέμβρη του 1941. Αναφερόταν επίσης η παύση των επισκευών (120 κινητήρες το
μήνα ως τότε) τον Νοέμβριο 1943, αλλά και η επισκευή πλωτήρων υδροπλάνων τον Φεβρουάριο του
1944.
1134
TNA, AIR 34/476, “From A.I. Report No. 57489. Greece: Aircraft”, 1 September 1943, WO
204/8851, Combined Economic Warfare Agencies A.F.H.W., “Weekly notes of economic intelligence
relating to enemy occupied territory in the Mediterranean Theatre”, Issue No. 24, 7/8/1944, WO
204/8852, Political Intelligence Centre (Middle East), “Monthly report of economic intelligence
relating to enemy occupied territory in the South-eastern Europe”, Issue No. 8, 15/12/1943 και TNA,
WO 204/9159, “Industrial Survey, Section III, Aircraft repair works, armaments, explosives and general
engineering”. Κύριος ιδρυτής της «Μπριττάνια Α. Ε. αγγλική εριουργεία εν Ελλάδι» ήταν ο
Σολομώντας Αλχαδέφ, η εβραϊκή καταγωγή του οποίου (σε συνδυασμό με τον ρόλο που έπαιζαν τα
βρετανικά κεφάλαια στην επιχείρηση) έπαιξε σημαντικό ρόλο στην χρήση των επιταγμένων
εγκαταστάσεων του εργοστασίου του. Το εργοστάσιο της Μπριττάνια είχε επιταχθεί στις 25/3/1943,
για να ακολουθήσει τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους η κατάσχεση της περιουσίας της επιχείρησης και
η τοποθέτηση σ’ αυτή του Γερμανού Λεοπόλδου Χιούγκερ ως διαχειριστή. Κατά τη διάρκεια της
γερμανικής διαχείρισης διαρπάχθηκε και εκποιήθηκε μεγάλο μέρος των αποθηκευμένων προϊόντων
της εταιρείας (διάφορες εκτιμήσεις που αναφέρθηκαν στο δικαστήριο κυμαίνονται ανάμεσα σε
2.500-5.000 χρυσές λίρες), αλλά – τουλάχιστον στο δικαστήριο δοσιλόγων – δεν αναφέρονται
περισσότερα σχετικά με άλλες δραστηριότητες στο εργοστάσιο, ούτε για την εγκατάσταση σ’ αυτό
τμήματος επισκευών αεροσκαφών, ένδειξη που θα μπορούσε να εκληφθεί ως ενισχυτική της
υπόθεσης χρήσης των εγκαταστάσεων κυρίως ως αποθηκευτικού χώρου. Βλ. κατάθεση του

651
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δεν είναι βέβαιο πότε σταμάτησαν τελείως οι εργασίες στη Ford, αλλά τουλάχιστον
η Siebel παρέμεινε μέχρι το τέλος. Τον Φεβρουάριο 1944 αναφερόταν η απασχόληση 700
τεχνιτών και εργατών στις επισκευές αεροσκαφών στο ΚΕΑ. Λίγες μόλις εβδομάδες πριν την
αποχώρηση των Γερμανών, στις 31 Αυγούστου 1944, δόθηκαν εντολές στις εγκαταστάσεις
του Φαλήρου για την εκκένωση των μονάδων επισκευών, των υπηρεσιών ελέγχου
αεροδρομίου, της εταιρείας Siebel που συνέχιζε τις επισκευές στο Φάληρο, των
εγκαταστάσεων συντήρησης στο Χασάνι και της Ford.1135 Η συνέχιση των εργασιών της
Siebel στην Αθήνα μέχρι το τέλος επιβεβαιώνεται και από τη μεταπολεμική δίκη ενός
Γερμανού εργαζομένου στην εταιρεία, όπου αναφέρεται πως η μονάδα επισκευών της
εταιρείας (Front Flugzeug Reparaturwerkstatt) λειτουργούσε στην περιοχή της Αθήνας μέχρι
τον Σεπτέμβριο του 1944.1136
Λίγο πριν την αποχώρηση της Siebel από την Ελλάδα οι Γερμανοί απέσπασαν από
το ΚΕΑ όσα χρήσιμα μηχανήματα μπορούσαν να μεταφέρουν στο εξωτερικό, όπως εξάλλου
είχαν κάνει και στην ΕΕΠΚ. Αν και δεν έχει εντοπιστεί ακόμα στα γερμανικά αρχεία σχετική
λίστα, οι σχετικά ακριβείς πληροφορίες που έφταναν στη Μέση Ανατολή έκαναν λόγο για
μεταφορά πάνω από το 90% των μηχανημάτων (βλ. πίνακα 9.2). Κάποια από τα γερμανικά
μηχανήματα που βρίσκονταν στο εργοστάσιο και περιλαμβάνονται στο πίνακα πιθανόν να

διευθυντή της εταιρείας Γ. Π. σε ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά τόμος 9/1947, αριθμός δίκης 1015. Το
εργοστάσιο Ναθαναήλ μάλλον δεν πρέπει να χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό αυτό για μεγάλο
διάστημα από την Siebel. Για το εργοστάσιο χαλιών του Μοσχάτου η έρευνα δεν έχει προς το παρόν
ανακαλύψει κάτι ουσιαστικό, και – με δεδομένη την συνέχεια που παρατηρείται γενικά στην χρήση
τέτοιων εγκαταστάσεων από την ελληνική και τη γερμανική αεροπορία – διερευνάται η πιθανότητα
αυτή να ταυτίζεται με το παράρτημα Μοσχάτου του επιστρατευμένου ΚΕΑ.
1135
TNA, WO 204/9159, “Industrial Survey, Section III, Aircraft repair works, armaments, explosives
and general engineering” και WO 204/8851, “Combined Economic Warfare Agencies, A.F.H.Q.,
Weekly Notes on Economic Intelligence relating to Enemy Occupied Territory in the Mediterranean
Theatre, Issue No. 33, Oct. 14”.
1136
Στη δίκη αυτή που έγινε στο Halle της Ανατολικής Γερμανίας, έδρα της Siebel, κατηγορούμενος
ήταν ο μηχανικός Willy Sickel ο οποίος είχε διοριστεί ως εργοδηγός στο συνεργείο επισκευών της
εταιρείας στην Ελλάδα. Ο Sickel φερόταν ως υπεύθυνος για την κακομεταχείριση Ελλήνων εργατών
(600 με 700 εργάζονταν εκεί κατά το κατηγορητήριο) και την εκτέλεση πολιτών κατά την αποχώρηση
της φάλαγγας οχημάτων της Siebel τον Σεπτέμβριο του 1944, όταν κάποια από αυτά καταστράφηκαν
κοντά στην Ελασσόνα, πιθανώς από νάρκη. Rüter, C. F. (επιμέλεια.): DDR-Justiz und NS-Verbrechen.
Sammlung ostdeutscher Strafurteile wegen nationalsozialistischer Tötungsverbrechen, Band 7, Die
Verfahren Nr. 1327 - 1392 der Jahre 1949 und 1950, De Gruyter Saur, München, 2005, σσ. 215 – 228.

652
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

είναι εκείνα που αναφέρεται ότι έφεραν οι Γερμανοί στα τέλη του 1942.1137 Τα μηχανήματα
που είχαν παραμείνει σε κάποιους αριθμούς ήταν εκείνα που βρίσκονταν κυρίως στο τμήμα
συντήρησης, ενδεχομένως για να συντηρήσουν τα τελευταία γερμανικά αεροσκάφη πριν
την αποχώρηση. Σε αντίθεση με ό, τι είχε συμβεί με τις εγκαταστάσεις του Μποδοσάκη, δεν
έχει βρεθεί κάποιο αρχειακό ίχνος σχετικά με την πιθανότητα αποζημίωσης των
μηχανημάτων του κρατικού ΚΕΑ από τις αρχές κατοχής. Εξάλλου οι κρατικές περιουσίες των
κατακτημένων θεωρούνταν συνήθως λεία πολέμου.

Μηχανήματα Μηχανήματα που


Τμήμα μονάδας/μηχανήματα στις 27 μεταφέρθηκαν εκτός
Απριλίου 1944 Ελλάδας, μέσα Μαρτίου 1944
Μηχανουργείο
Τόρνοι 120 112
Τόρνοι (περιστροφικοί) 4 4
Πρέσες (γερμανικού τύπου) 10 9
Πρέσες (αμερικάνικου τύπου) 9 9
Πλάνες 2 1
Τρυπάνια για κυλίνδρους 1 -
Τροχοί σμυρίδας (Emery wheels) 6 4
Μηχανήματα κοπής (Guillotines) μικρά 20 17
γερμανικά
Μηχανήματα κοπής (Guillotines) 1 -
μεγάλα αμερικάνικα
Γρύλοι (γερμανικοί, ηλεκτρικοί) 1 -
Γρύλοι, χειροκίνητοι 2 -
Συμπιεστές 2 1
Τμήμα συντήρησης
Τόρνοι 5 -
Πρέσες 1 0
Τμήμα Οξυγόνου - Ασετιλίνης
Μηχανήματα συγκόλλησης (Οξυγόνου - 12 9
ασετιλίνης)
Μηχανήματα ηλεκτροσυγκόλλησης 1 -
Σταθμός παραγωγής ενέργειας Άθικτος
Πίνακας 9.2: Μηχανήματα του ΚΕΑ που μετακινήθηκαν στα βόρεια (μάλλον Γιουγκοσλαβία),
άνοιξη του 1944. TNA, WO 204/8852, Combined Economic Warfare Agencies (Middle East),
“Monthly report of economic intelligence relating to enemy occupied territory in the South-eastern
Europe”, Issue No. 14, 15/6/1944.

1137
TNA, WO 204/8852, Political Intelligence Centre (Middle East), “Monthly report of economic
intelligence relating to enemy occupied territory in the South-eastern Europe”, Issue No. 8,
15/12/1943.

653
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πιθανώς μάλιστα οι Γερμανοί να σχεδίαζαν και την καταστροφή μέρους ή του


συνόλου των κτηριακών εγκαταστάσεων του ΚΕΑ όταν θα αποχωρούσαν από τη χώρα. Η
οργάνωση του «Απόλλωνα» υποστηρίζει πως ουσιαστικά αυτή ευθύνεται για την σωτηρία
των εγκαταστάσεων, όταν κατάφερε να ανατινάξει τα 530 κιβώτια δυναμίτιδας (άγνωστο
αν ήταν εισαγωγής ή είχε κατασκευαστεί στην Ελλάδα), συνολικού βάρους 16,5 τόνων, τα
οποία προορίζονταν για τον «αερολιμένα του εργοστασίου κατασκευής αεροπλάνων
Φαλήρου». Τα εκρηκτικά φυλάσσονταν στο κτήμα Γερουλάνου στο Χασάνι/Ελληνικό και
ανατινάχθηκαν στις 3 Σεπτεμβρίου 1944.1138
Δεν είναι βέβαιο πόσο ακριβείς ήταν πάντα οι πληροφορίες αυτές στο σύνολό τους,
αλλά αρκετές τουλάχιστον μπορούν να διασταυρωθούν σε σημαντικό βαθμό ή και να
συμπληρωθούν από πηγές των ίδιων των εταιρειών. Για την εγκατάσταση των Daimler-
Benz, Jumo, Junkers και της Bosch στα εργοστάσια της ΕΕΠΚ στην Ελευσίνα και στον Υμηττό,
όπου γίνονταν εκτεταμένες επισκευές δεν χωράει αμφιβολία.1139 Σε μια γερμανική έκθεση
αναφέρεται και η παρουσία στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ μιας γερμανικής εταιρείας
ονόματι IFA, με αντικείμενο την επισκευή μπαταριών, που πιθανότατα να συστεγάζεται με
τη Jumo.1140 Ωστόσο η εταιρεία αυτή δεν αναφέρεται ξανά (ούτε υπάρχει αναφορά γι’ αυτή
σε συμμαχικά δελτία πληροφοριών) και θα πρέπει να είχε μικρή και ενδεχομένως

1138
Υπηρεσία «Απόλλων», Σαμποτάζ, έκθεση πεπραγμένων από 1/7/1944 μέχρι 13/10/1944, ΓΕΣ/ΔΙΣ:
ος
Αρχεία Εθνικής Αντιστάσεως (1941-44), Τόμος 7 , Αντιστασιακές Οργανώσεις Εσωτερικού, Έκδοση
Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1998, σελ. 99. Δεν είναι απόλυτα σαφές τι εννοεί η οργάνωση
ως «αερολιμένα του ΚΕΑ», αφού ένα από αρχικά προβλήματα του εργοστασίου ήταν ακριβώς ότι
δεν διέθετε αεροδρόμιο (Βογιατζής, Δημήτρης: Η Εισαγωγή της Στρατιωτικής Αεροπορικής
Τεχνολογίας…, σσ. 414-417). Η αναφορά θα μπορούσε να εννοεί το αεροδρόμιο στο
Χασάνι/Ελληνικό όπου στεγαζόταν και τμήμα του ΚΕΑ (ο. π. σελ. 523), αλλά τότε δημιουργείται το
ερώτημα γιατί δεν το αναφέρει απλώς ως αεροδρόμιο Χασανίου. Ίσως λοιπόν πιθανότερο
ενδεχόμενο είναι να υπονοεί έναν μικρό αεροδιάδρομο που πράγματι φαίνεται να διέθετε το ΚΕΑ
στο Φάληρο, ενδεχόμενο που ενισχύεται και από μια (όχι πολύ σαφή) αναφορά σε εφημερίδα του
1941 (Ελεύθερον Βήμα, «Διαταγή του Διοικητού του Αερολιμένος Νέου Φαλήρου», 22/7/1941), στην
οποία ορίζεται το εύρος της απαγορευμένης θαλάσσιας και επίγειας ζώνης γύρω από το
αεροδρόμιο.
1139
BArch, R 3101/32274,“Verlagerung von Maschinen aus Athen nach Belgrad”, 2/8/1944.
1140
BA-MA, RW 29/104, Der Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier προς W. Stab. Belgrad – Semlin,
“Lagebericht”, 12/3/1942. Στο ίδιο αναφέρεται πως η Bosch είχε αναλάβει την επισκευή ηλεκτρικών
συσκευών και οργάνων πιλοτηρίου στα αεροσκάφη που επισκευάζονταν στις εγκαταστάσεις της
ΕΕΠΚ.

654
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

προσωρινή παρουσία στις εγκαταστάσεις. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, οι αριθμοί των
εργαζομένων που αναφέρονται στις περισσότερες πληροφορίες για τις μονάδες της BMW
(στη Ford), της Siebel και της Junkers φαίνεται να είναι επίσης αρκετά κοντά σε όσα
αναφέρουν έγγραφα των ίδιων των εταιρειών.
Αρκετές – αν και προς το παρόν ανεπαρκείς – συμπληρωματικές πληροφορίες μας
δίνουν ελληνικές πηγές για τη δράση των ελληνικών παραρτημάτων των ξέων αυτών
εταιρειών. Όπως προκύπτει από τον έλεγχο των κάπως ασαφών στοιχείων από τη
δραστηριότητα της Bosch, το πρώτο διάστημα (Ιανουάριος – Απρίλιος 1942) των επισκευών
αεροσκαφών στην Αθήνα η εταιρεία είχε κύκλο εργασιών 12.561.098 δρχ. ποσό που
ισούται με περίπου 450 χρυσές λίρες. Τα συνολικά έξοδα ισούνταν με περίπου 8.220.000
δρχ. ή το 65% του κύκλου εργασιών. Το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων αυτών αφορούσε
μισθούς και σε μικρότερο βαθμό ενοίκια, που μαζί αντιστοιχούσαν στο όχι ιδιαίτερα υψηλό
ποσοστό περίπου του 40% σε σχέση με τον κύκλο εργασιών της εταιρείας.1141 Δεν είναι
σαφής η σχέση της ελληνικής αντιπροσωπείας με το παράρτημα της εταιρείας στις
εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ, αλλά με βάση όσα λίγα αναφέρει ο έλεγχος (π.χ. ενοίκιο μόνο για
γραφεία και συνεργείο στη Συγγρού και στη Θεσσαλονίκη) είναι πολύ πιθανό το τελευταίο
να είχε σημαντικό βαθμό αυτονομίας, εντασσόμενο απευθείας στα κεντρικά της εταιρείας
στη Γερμανία, ενώ η τροφοδοσία (μάλλον και η μισθοδοσία) των εργατών πρέπει να

1141
Ο Απρίλιος ήταν ο μοναδικός μήνας που τα έσοδα ισούνταν περίπου με τις δαπάνες αυτές. Αν
αφαιρεθεί ο μήνας εκείνος, το ποσοστό εξόδων μισθοδοσίας (μαζί με τα βοηθήματα) και ενοικίων
πέφτει στο 28% του κύκλου εργασιών. Επεξεργασία στοιχείων ανώνυμου και ανυπόγραφου
εγγράφου με ημερομηνία 15 Ιουλίου 1942, ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φ. 3
(Συγκρότημα Μποδοσάκη), υποφάκελος Αλληλογραφία. Με την άνοδο του πληθωρισμού το επόμενο
διάστημα το μισθολογικό κόστος της εταιρείας πρέπει να μειώθηκε σημαντικά (τουλάχιστον μέχρι το
1943 όταν οι πραγματικοί μισθοί επανέκαμψαν), όπως και το κόστος των εισαγόμενων από το
εξωτερικό ειδών. Ωστόσο δεν είναι βέβαιο πως αυξήθηκαν ταυτόχρονα και τα έσοδα της εταιρείας.
Τα νόμιμα εταιρικά κέρδη φορολογούνταν με 23% στο τέλος κάθε έτους (αργότερα μάλλον πιο
συχνά), ποσό που λόγω πληθωρισμού θα εξανεμιζόταν μέχρι να αποδοθεί στο Δημόσιο, με
αποτέλεσμα η εταιρεία να κρατάει τη συντριπτική πλειονότητα των πραγματικών κερδών της. Όπως
σε κάθε κατοχικό ισολογισμό, έτσι κι εδώ πρέπει να κρατήσουμε κάποιες επιφυλάξεις για την
ακρίβεια των ποσών και κυρίως για την πραγματική τους αξία. Στη συγκεκριμένη μάλιστα περίπτωση
φαίνεται πως ο έλεγχος των στοιχείων της αντιπροσωπείας Bosch για την περίοδο αυτή έγινε γιατί
παρατηρήθηκαν κάποιες περίεργες διαφορές στα αναφερόμενα ποσά. Το γεγονός όμως ότι έλειπε ο
Θεόδωρος Γκέρτσος (που αντιπροσώπευε την επιχείρηση στην Ελλάδα) εμπόδισε την διευκρίνιση
των διαφορών αυτών.

655
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γινόταν από τη Luftwaffe, όπως συνέβαινε και με την αντίστοιχη περίπτωση της BMW. Έτσι
ο αριθμός των 114-116 μερίδων άρτου που μοίραζε καθημερινά στους εργάτες της
“Frontreparatur Bosch” το τοπικό αρτοποιείο τον Σεπτέμβρη του 1942, πιθανότατα δεν
αφορά απευθείας εργαζόμενους στην ελληνική αντιπροσωπεία.1142
Κάποιο συμπληρωματικό έργο στις συντηρήσεις και επισκευές των γερμανικών
αεροσκαφών έκαναν πέρα από την Bosch και άλλοι μεγάλοι ξένοι οίκοι με ελληνικές
θυγατρικές. Η Philips για παράδειγμα ασχολήθηκε με την επισκευή ραδιοφώνων και
ασυρμάτων των αεροσκαφών της Luftwaffe. Σύμφωνα με μάρτυρες στη μεταπολεμική δίκη
του διευθυντή της εταιρείας, η Philips κατέλαβε τον Νοέμβρη – Δεκέμβρη του 1941 με
γερμανική εντολή το μισό εργοστάσιο του Σταμάτη Πίτσιου για τις σχετικές εργασίες,
περιορίζοντας τον ιδιοκτήτη στο υπόλοιπο. Ο Ολλανδός κατοχικός (συν)διευθυντής
Χριστιανός Γουλιέλμος Βερμές μάλιστα φέρεται να απάντησε σε ερώτηση του γιού τού
ιδιοκτήτη σχετικά με το προσωπικό του εργοστασίου «χιλιάδες Γερμανοί σκοτώνονται εις το
ρωσικόν μέτωπον και θα λυπηθώμεν 50 εργάτας;» Αν και από τις καταθέσεις μαρτύρων ο
εν λόγω διευθυντής φέρεται αρκετά φιλογερμανός, ωστόσο, όπως συνέβη και με άλλους
οικονομικούς συνεργάτες, δεν απέφυγε κάποια στιγμή το 1944 την προσωρινή φυλάκισή
του από τους Γερμανούς, για άγνωστο λόγο (που πιθανώς να αφορούσε υπερκοστολόγηση
υπηρεσιών ή απάτες).1143 Ο Βερμές είχε εμφανιστεί ως συνδιευθυντής με πληρεξούσιο τον

1142
ΓΑΚ, Αρχείο Υπουργείου Επισιτισμού (Κ67α), φάκελος 40 υποφάκελος 1 «Αρτοποιείο Τηνιακού
Ιωα. Κατάστασις εμφαίνουσα τας χορηγηθησομένας εργατικάς μερίδας δια λ/μον των εργοστ.
Κατοχής Τηνιακού από 7 ως 13/9/42» και υποφ. 2, «Κατάστασις εμφαίνουσα τας χορηγηθησομένας
εργατικάς μερίδας υπό του αρτοποιού Ι. Τηνιακού, Εβδομάς 14-19/9/42», καθώς και τη σχετική
βεβαίωση της “Frontreparaturbetrieb Generalluftmeister ‘Bosch’”, 14/9/42. Είναι πιθανή ωστόσο η
απόσπαση μέρους των εργαζομένων της αντιπροσωπείας για να εργαστούν στις εγκαταστάσεις της
ΕΕΠΚ.
1143
Ο διευθυντής της Philips Χ. Β. φερόταν ως ο ιθύνων νους της επίταξης του εργοστασίου
σύμφωνα με τις καταθέσεις των Σ. Π., Ι. Χ., Α. Π., Ρ. Γ. και Π. Τ. (ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 2/1946,
αρ. 162-163, οι περισσότερες μαρτυρίες επαναλαμβάνονται και στη δεύτερη δίκη, πρακτικά τόμος
5/1946, αρ. 440 & 461). Μετά τη φυλάκισή του πάντως ο Χ. Β. επέστρεψε στη θέση του στην
εταιρεία. Μάρτυρες υπεράσπισης (Μ. Γ. και Α. Π.) κατέθεσαν πως γνώριζε ή φρόντιζε Άγγλους που
κρύβονταν στην Αθήνα, αλλά ακόμα και αν είναι αλήθεια το γεγονός αυτό (άλλος μάρτυρας Ε. Α.
κατέθεσε ότι έμαθε πως ο Χ. Β. πρόδωσε Άγγλο, βλ. πρακτικά τόμος 5/1946, αρ. 440 & 461), δεν
αναφέρθηκε ως αιτία για τη φυλάκισή του. Ο μάρτυρας υπεράσπισης Χ. Κ. ανέφερε πως ο Χ. Β. είχε
φυλακιστεί για κατασκοπία, πράγμα όμως όχι και τόσο πιθανό αφού, αν υπήρχαν τέτοιες αποδείξεις
θα είχε εκτελεστεί. Παρόμοια κατάθεση πως γνώριζε την κατασκοπευτική δράση του υπάλληλού του

656
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μάιο του 1941, μετά την αποχώρηση του προπολεμικού διευθυντή της εταιρείας. Οι
Γερμανοί τον αντιμετώπιζαν (ή τον επέβαλαν) ως ουσιαστικό διευθυντή της επιχείρησης επί
κατοχής.1144
Η «Φίλιπς» Ελληνική Ανώνυμος Εμπορική Εταιρεία δι΄ Ηλεκτροτεχνικά Προϊόντα
είχε ιδρυθεί το 1930 και επισήμως διευθύνων σύμβουλος της ήταν ο Κλάας δε Κόνιγκ, ο δε
Βερμές δεν εμφανίζεται σε καμία επίσημη προκατοχική λίστα μελών του ΔΣ της
εταιρείας.1145 Στις δίκες γίνεται λόγος για αρκετά κέρδη του Βερμές, γεγονός που μάλλον
επιβεβαιώνεται και στους επίσημους ισολογισμούς η εταιρεία εμφανίζει μικτά κέρδη
περίπου 62 εκατομμυρίων και κέρδη μετά φόρων κλπ. ύψους 5.139.927,52 το 1942. Το ίδιο
έτος μάλιστα δίνει και σχετικά γενναιόδωρο για την εποχή μέρισμα 5.000.000. Το 1941,
πριν δηλαδή αναλάβει τις επισκευές της Luftwaffe, η επιχείρηση είχε καθαρές ζημιές
787.503,26.1146
Κατά τη διάρκεια της κατοχής η εταιρεία εισήγαγε προϊόντα αξίας RM 125.462,71
μέσω DEGRIGES, που στην πλειονότητά τους μάλλον ήταν ανταλλακτικά για τις σχετικές

Βέλγου Σ. Μπ. επίσης ελέγχεται για την ακρίβειά της (κατάθεση Σ. Μπ. πρακτικά τόμος 5/1946, αρ.
440 & 461). Το επίθετο του εργοστασιάρχη αναφέρεται στα πρακτικά ως «Πίτσιος», αλλά μάλλον
πρόκειται για τη γνωστή εταιρεία Πίτσος. Την περίοδο 1940-41, ο Πίτσος είχε αναλάβει την
κατασκευή «λευκοσιδηρών θηκών γεμισμάτων [μάλλον πυροβολικού] εκ ψευδαργύρου». ΓΕΣ/ΔΙΣ:
Εφοδιασμοί του Στρατού…, σσ. 194-195, παράρτημα Ε: «Κατάστασις Ιδιωτικών Βιομηχανιών και
Εργαστηρίων και Εκτελεσθείσαι υπό τούτων Κατασκευαί και Επισκευαί Οπλισμού-Πυρομαχικών και
Λοιπών Συναφών Υλικών».
1144
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 2/1946, κατάθεση Π. Τ.
1145
ΦΕΚ, Δελτίο Ανωνύμων Εταιριών 222/21-7-1930, αρ. πρωτ. 39826. Μέλη του Διοικητικού
Συμβουλίου ήταν επίσης οι Αθανάσιος Δροσόπουλος, Κωνσταντίνος Παπαπάνου και Λάμπρος
Απέργης. Βλ. ανακοινώσεις μελών του Δ.Σ. της εταιρείας σε ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ22Φ11. Στα πρακτικά της
δίκης αναφέρεται λανθασμένα ως Ντε Γκόνεγκ. Ο Βερμές υπογράφει πάντως ως ένας εκ των δύο
διευθυντών (μαζί με τον Π. Ταμβάκη, τον οποίο σύμφωνα με καταθέσεις είχε αφήσει στο πόδι του ο
πραγματικός διευθυντής) τους κατοχικούς ισολογισμούς της επιχείρησης.
1146
Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ22Φ11. Με δεδομένη την ετήσια αναφορά του ποσού είναι αδύνατον να
βρεθεί η πραγματική του αξία σε χρυσές λίρες, μάρκα ή προπολεμικές δραχμές. Αξίζει πάντως να
αναφερθεί πως το μέρισμα του 1942 αντιστοιχούσε περίπου στο 38% των εξόδων μισθοδοσίας,
ενοικίων και διαφημίσεων. Τα επίσημα κέρδη συνεχίστηκαν και το επόμενο έτος αν και μειωμένα
(καθαρό κέρδος σχεδόν 12,5 εκατομμύρια, χωρίς μέρισμα). Οι επίσημοι ισολογισμοί πάντως των
εταιρειών την περίοδο εκείνη έχουν προβλήματα και δεν είναι βέβαιο ότι αντικατοπτρίζουν με
ακρίβεια τα πραγματικά κέρδη.

657
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

επισκευές.1147 Η εταιρεία θα πρέπει να αποκόμισε κέρδη (όχι απαραίτητα όλα επισήμως


καταγεγραμμένα) και από τις εισαγωγές αυτές, ειδικά στην προ DEGRIGES περίοδο, αφού,
όπως είδαμε, η σταθερή ισοτιμία δραχμής/μάρκου τις έκανε ιδιαίτερα φτηνές. Δεν είναι
βέβαιο πότε σταμάτησαν οι σχετικές εργασίες της Philips, αλλά φαίνεται πως κάποια στιγμή
προς το τέλος της κατοχής αποφασίστηκε το συνεργείο να μεταφερθεί στη Σερβία.1148
Τέλος, στις εγκαταστάσεις των επισκευών προσωρινή παρουσία είχαν κατά
διαστήματα και άλλες επιχειρήσεις που αναλάμβαναν εργασίες επέκτασης, επισκευών
μηχανημάτων κλπ. Τέτοιο παράδειγμα ήταν η Siemens, η ελληνική θυγατρική της οποίας
έλαβε 904.000 δραχμές (περίπου 4,5 χρυσές λίρες με ισοτιμία της εποχής) για την επισκευή
ηλεκτροκινητήρα στις εγκαταστάσεις της Jumo στον Υμηττό.1149
Η επισκευή αεροσκαφών, όπως οι περισσότερες βιομηχανικές δραστηριότητες στην
κατεχόμενη Ελλάδα, αντιμετώπιζαν κατά καιρούς σημαντικά προβλήματα πρώτων υλών.
Στις αρχές του 1942 για παράδειγμα υπήρχε έλλειψη ντουραλουμινίου που ανάγκασε την
διοίκηση να προχωρήσει στην κατασκευή πριτσινιών από απλό αλουμίνιο για τουλάχιστον
6 αεροσκάφη την περίοδο εκείνη.1150 Επιπλέον υπήρχαν και προβλήματα με την
παραγωγικότητα του προσωπικού. Αρκετοί από τους Έλληνες φαίνεται πως καθυστερούσαν
την παραγωγή με κάθε ευκαιρία, πρακτική που ακολουθούσαν και ξένοι εργάτες. Η άφιξη
για παράδειγμα στις αρχές του 1942 στο Τατόι εργατών από τη Σουδητία (τη γερμανόφωνη
περιοχή της Τσεχοσλοβακίας που είχε ενσωματωθεί στο Ράιχ) και από την Κροατία σε
αντικατάσταση των Γερμανών τεχνιτών είχε ως αποτέλεσμα την πτώση της
παραγωγικότητας, αφού αρκετοί από τους νέους αυτούς εργάτες – όπως και από τους

1147
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα, τόμος 3/1946, αρ. 597. Με δεδομένο πως η DEGRIGES δεν
λειτουργούσε κατά το πρώτο έτος των επισκευών οι εισαγωγές θα πρέπει να ήταν σημαντικά
μεγαλύτερης αξίας.
1148
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 5/1946, αρ. 440 & 461, κατάθεση Ε. Μ.
1149
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ66Φ3857, απόδειξη Jumo, Nr. 3596, Athen 27. Sept. 1943. Πιθανότατα ο κινητήρας
δεν ήταν αεροσκάφους, αλλά ανήκε στο εργοστάσιο και χρησίμευε για τις επισκευές. Η «Ζήμενς
ελληνική ηλεκτροτεχνική Α. Ε.» εκτελούσε αρκετές παρόμοιες επισκευές, ενώ εργαζόταν και σε νέες
ηλεκτρικές εγκαταστάσεις για διάφορες μονάδες, κυρίως του γερμανικού ναυτικού και της
γερμανικής αεροπορίας.
1150
TNA, WO 208/3357, “Report no. A. 419” (πληροφορίες από έναν πρώην πιλότο της πολιτικής
αεροπορίας). Το έγγραφο δεν αναφέρει πότε έφυγε από την Ελλάδα, αλλά οι σχετικές πληροφορίες
έφτασαν στις αγγλικές υπηρεσίες στα μέσα Ιουνίου 1942, οπότε εικάζεται πως η διαφυγή του θα
έγινε στα τέλη της άνοιξης το αργότερο.

658
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Έλληνες συναδέλφους τους – δεν ήταν ιδιαίτερα θερμοί για την εργασία τους στις
επισκευές αεροσκαφών της Luftwaffe.1151
Οι πληροφορίες για εργάτες από Τσεχία (γενικά ή από Σουδητία ειδικότερα) και
Κροατία επαναλαμβάνονται σε άλλη αναφορά, όπου γράφεται πως 50% των εργατών στου
Μαλτσινιώτη ήταν Έλληνες και το άλλο 50% από τις δύο αυτές χώρες, ενώ οι Γερμανοί
τεχνικοί είχαν φύγει για Λιβύη. Η σχετική αναφορά μάλιστα προσέθετε πως οι Έλληνες
εργάτες θεωρούσαν τους Γερμανούς ανίκανους και τους Κροάτες και Τσέχους τελείως
ανειδίκευτους. Όσοι Έλληνες εργάτες πληρώνονταν ικανοποιητικά (1.000-1.500 την ημέρα)
απολύονταν σταδιακά ενώ οι Τσέχοι δεν κέρδιζαν ούτε τα απαραίτητα για τη διατροφή
τους και είχαν ζητήσει να γυρίσουν στην πατρίδα τους.1152
Πέρα από τις καθυστερήσεις, τα παράπονα και τη χαμηλή παραγωγικότητα
υπήρχαν όμως και κάποια γνήσια σαμποτάζ. Τρεις Έλληνες εργάτες, οι Αλεβιζάκης,
Ιωαννίδης και Βαρκάδος εκτελέστηκαν στις 6 Φεβρουαρίου 1943 γιατί συνελήφθησαν να
ρίχνουν τρίμματα ή παξιμάδια στους γερμανικούς κινητήρες που υποτίθεται ότι
επισκεύαζαν, στο εργοστάσιο του Μαλτσινιώτη.1153 Παρόμοιες πληροφορίες για σαμποτάζ

1151
Σύμφωνα μάλιστα με τις σχετικές πληροφορίες, όταν κάποιοι από τους ξένους αυτούς εργάτες
έβλεπαν Έλληνες να εργάζονται τους καλούσαν για τσιγάρο ώστε να μειωθεί ο ρυθμός παραγωγής.
TNA, WO 208/3357, “Report no. A. 419”.
1152
TNA, WO 208/3357, “Report no. A. 348”. Το ποσοστό του 50% των ξένων εργατών ίσως είναι
πάντως λίγο υπερβολικό.
1153
Τσάτσου, Ιωάννα: Φύλλα Κατοχής, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε., έκτη
έκδοση, Αθήνα, 1991, σσ. 70-71. Βλ. επίσης τις σχετικές ανακοινώσεις (χωρίς ονόματα) της καταδίκης
τους στις κατοχικές εφημερίδες (Βήμα, 11/2/1943, «Καταδίκη εις θάνατον τριών εργατών διά
σαμποτάζ») και την σχετική αναφορά σε γερμανική έκθεση σε NARA, T-501 Roll 252,
Oberbefehlshaber Südost (Heeresgruppe E, Saloniki), “Politische Lage”, 2.4.43. Μάλλον πρόκειται για
τα σαμποτάζ (παξιμάδια σε κινητήρες) που αναφέρεται ότι ανακαλύφθηκαν στις 4 και 20 Ιανουαρίου
1943. Βλ. ο. π., Befehlshaber Südgriechenland Oberbefehlshaber Südost (Heeresgruppenkommando
E, Saloniki), “Politische Lage”, 29.1.43. Οι εκτελεσθέντες (όπως μάλλον και ένας 15χρονος που
γλύτωσε με καταδίκη σε 10ετή φυλάκιση) φαίνεται πως ανήκαν στην Οργάνωση Αναστάσεως του
Γένους, μέλος της οποίας ήταν και ο πολωνικής καταγωγής Γ. Ιβάνωφ. Βλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού,
ος
Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ/ΔΙΣ): Αρχεία Εθνικής Αντιστάσεως (1941-44), Τόμος 7 ,
Αντιστασιακές Οργανώσεις Εσωτερικού, Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1998, «Αίτηση
αναγνωρίσεως Αρχηγών της Οργανώσεως Αναστάσεως Γένους (ΟΑΓ)» σσ. 178-182 και
συμπληρωματική έκθεση, σσ. 220-221 (ηλεκτρονικής έκδοσης), όπου ως μέσο σαμποτάζ αναφέρεται
η σμυρίδα. Ο Ιβάνωφ («ή Νικόλαος Τσενόγλου») είχε επικηρυχτεί με 500.000 «ενδεχομένως εις
τρόφιμα» ως «επικίνδυνος για τη δημοσίαν τάξιν» (δηλαδή για αντίσταση και σαμποτάζ) ήδη από

659
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

που κυκλοφορούσαν στην κατοχική Αθήνα (αναφερόμενες κατά πάσα πιθανότητα στην ίδια
περίπτωση) έκαναν λόγο – με αρκετή δόση υπερβολής – για αχρήστευση 500 κινητήρων
βομβαρδιστικών κάθετης εφόρμησης με την χρήση κομματιασμένων μπισκότων, και ακόμα
585 με χρήση στουπιών λαδιού.1154 Αναφορές σε πιθανά σαμποτάζ υπήρχαν σε γερμανικές
εκθέσεις τόσο πριν, όσο και μετά τις συγκεκριμένες εκτελέσεις, όπως η εύρεση δερμάτινου
ξένου σώματος σε κινητήρα τον Απρίλιο του 1943, η ανακάλυψη κατά την επισκευή
τρυπημένης από πυρά πτέρυγας Ju 88 ενός κλειδιού σφιγμένου με τέτοιο τρόπο που
περιόριζε την κίνηση των πηδαλίων του αεροσκάφους τον Φεβρουάριο 1943, η εύρεση
παξιμαδιών σε 3 κινητήρες της Jumo τον Ιανουάριο του 1943, ή τέλος η ανακάλυψη στο
εργοστάσιο του Υμηττού στις 15 Δεκεμβρίου 1942 κομματιών ελαστικού σε βαλβίδα
ασφαλείας του φίλτρου ενός κινητήρα.1155

τον Δεκέμβρη 1941. Βλ. Εφημερίδα Ακρόπολις Αθηνών, «Ανακοίνωσις του Διοικητού Νοτίου Ελλάδος
και της Ανωτάτης Διοικήσεως των Ενόπλων Δυνάμεων εν Ελλάδι», 21/12/1941 και Δούνιας, Μίνως:
‘Έπειτα από 120 χρόνια ελεύθερης ζωής είμεθα πάλι σκλάβοι’, το ημερολόγιο Κατοχής του Μίνου
Δούνια, Εστία, Αθήνα, 1987, σσ. 105-106.
1154
Μιλλιέξ, Ροζέ: Ημερολόγιο και μαρτυρίες του πολέμου και της κατοχής, Θεμέλιο, Αθήνα, 1982,
σελ. 138. Η αναφορά σε μπισκότα ίσως να είναι αποτέλεσμα σύγχυσης με τα μεταλλικά παξιμάδια
που πιθανώς χρησιμοποιήθηκαν για το σαμποτάζ. Το γεγονός ότι αναφέρεται στην εκτέλεση τριών
σαμποτέρ τον Φεβρουάριο του 1943 υποδηλώνει ότι πρόκειται για την ίδια περίπτωση. Οι Γερμανοί
φαίνεται να διαφήμισαν την τιμωρία των σαμποτέρ για παραδειγματισμό, αλλά στην ελληνική
κοινωνία της κατοχής τα νέα είχαν μάλλον το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα, αφού έγιναν
απόδειξη, πέραν της αυτοθυσίας των εκτελεσμένων, και της δυνατότητας σαμποτάζ, δίνοντάς τους
μάλιστα διαστάσεις πέρα από αυτές της πραγματικότητας. Σύμφωνα με επίσημα μεταπολεμικά
έγγραφα είναι πιθανό η πτώση δύο μεταγωγικών Junkers να οφειλόταν στο σαμποτάζ της ομάδας
αυτής, αναφορά περισσότερο αληθοφανής από τις φήμες για εκατοντάδες αεροσκάφη που
κυκλοφορούσαν την περίοδο εκείνη. Βλ. το πιστοποιητικό (αρ. πρωτ. 537 Φ. 3023) της αστυνομικής
διεύθυνσης Αθηνών προς την Κλεοπάτρα Βαρκάδου, 2/7/1948, στο: ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής
ος
Αντίστασης (1941-1944), Τόμος 7 , «Αντιστασιακές Οργανώσεις Εσωτερικού», Έκδοση Διεύθυνσης
Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998, σσ. 158-159 (ηλεκτρονική έκδοση). Στο ίδιο περιγράφονται και άλλες
προσπάθειες σαμποτάζ στο τέλος της κατοχής, όπως η απόπειρα (με άγνωστα αποτελέσματα)
ανατίναξης τρένου που μετέφερε στα βόρεια κινητήρες που μάλλον μεταφέρονταν από το ΚΕΑ τον
Σεπτέμβρη του 1944 (σελ. 102). Ο «Κόδρος» φέρεται να είχε 4 μέλη του ως τεχνίτες αεροπλάνων σε
Τατόι (ο. π., σελ. 114) και ΚΕΑ (ο. π., σελ. 115).
1155
NARA, T-501 Roll 252, Befehlshaber Sügriechenland προς: α) Oberbefehlshaber Südost
(Heeresgruppe E, Saloniki), “Politische Lage”, 19.4.43, β) Oberbefehlshaber Südost (Heeresgruppe E,
Saloniki), “Politische Lage”, 20.1.43, γ) Oberbefehlshaber Südost (Heeresgruppe E, Saloniki),

660
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εκτός από τα καταστροφικά σαμποτάζ η Luftwaffe είχε να αντιμετωπίσει και τις


εργατικές απεργίες στις οποίες πρωτοστατούσε το ΕΑΜ. Αν και τα αυστηρά μέτρα των
στρατιωτικής φύσης εγκαταστάσεων δυσκόλευαν τη συμμετοχή στις απεργίες αυτές οι
εργαζόμενοι πολλές φορές ρίσκαραν ακόμα και τη ζωή τους για να συμμετάσχουν, έστω και
σε μικρότερους αριθμούς από τους εκείνους στο Δημόσιο ή των εργαζόμενων σε άλλες
επιχειρήσεις. Στη μεγάλη απεργία της 5 Μαρτίου 1943 για παράδειγμα οι 1.500 από τους
2.500 εργαζόμενους στις επιχειρήσεις που δούλευαν για τη Wehrmacht στον Πειραιά
(ανάμεσα στις οποίες πρέπει να ήταν και οι κοντινές εγκαταστάσεις τις ΕΕΠΚ), δεν
εμφανίστηκαν. 35 απεργούντες συνελήφθησαν.1156
Γενικά είναι δύσκολο να υπολογιστεί επακριβώς πόσοι συνολικά Έλληνες
εργαζόμενοι απασχολήθηκαν άμεσα στις επισκευές γερμανικών αεροσκαφών, αλλά ένας
συνολικός αριθμός γύρω στις 3.500-4.500 δεν θα πρέπει να απέχει πολύ από την
πραγματικότητα για την περίοδο από τα μέσα του 1942 ως το πρώτο μισό του 1943. 1157 Την

“Politische Lage”, 10.1.43 (η σχετική αναφορά γράφει εκ παραδρομής 4.4.43 αντί 4.1.43) και δ)
Wehrmachtbefehlshaber Südost (AOK 12, Saloniki), “Politische Lage“, 19.12.42, αντίστοιχα. Οι ίδιες οι
γερμανικές αρχές αναφέρουν ότι ήταν συχνά δύσκολο να διακρίνουν τα πραγματικά σαμποτάζ από
τα ατυχήματα. Είναι πρακτικά αδύνατο να βρει κανείς πόσα από τα «ύποπτα» αυτά περιστατικά
ήταν εσκεμμένες πράξεις δολιοφθορέων που ήξεραν να προστατεύονται καλύτερα από τους
Αλεβιζάκη, Ιωαννίδη και Βαρκάδο, και πόσα δεν έκρυβαν πίσω τους καμία πρόθεση.
1156
Βλ. π.χ. NARA, T-501 Roll 252, Befehlshaber Südgriechenland προς Oberbefehlshaber Südost
(Oberkommando Heeresgruppe E, Saloniki), “Tagesmeldung vom 25.6.43” και “Politische Lage
(9.3.43)”.
1157
Ο μεταβαλλόμενος αριθμός των εργαζομένων και οι ασαφείς πληροφορίες για το έργο τους
φαίνεται πάντως πως δυσκόλευαν πολλές φορές τις εκτιμήσεις ως προς τους αριθμούς. Την άνοιξη
του 1942 για παράδειγμα, ένας πρώην αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στο Πυριτιδοποιείο,
αμφέβαλλε αν οι Έλληνες εργαζόμενοι σε Υμηττό και Ελευσίνα ήταν πάνω από 600 συνολικά, όταν
προπολεμικά ήταν 6.000. Το γεγονός πάντως ότι είχε απομακρυνθεί από τη θέση του αντιπροσώπου
τον Απρίλιο του 1941 σε συνδυασμό με την εικόνα ελάχιστης παραγωγής που παρουσιάζει
δημιουργούν αμφιβολίες για τη ακρίβεια των αριθμών που παρουσιάζει, τουλάχιστον για την άνοιξη
του 1942. Ο ίδιος θεωρούσε τις επισκευές κινητήρων «μηδαμινές», ενώ βεβαίωνε πως δεν υπήρχε
παραγωγή πυρομαχικών και ανέφερε πως στη μονάδα της Ελευσίνας γίνονταν περιορισμένες μόνο
επισκευές, πάντα υπό γερμανική επίβλεψη. Τα αεροσκάφη έφταναν με φορτηγά στο εργοστάσιο
Μποδοσάκη της Ελευσίνας, όπου αφαιρούνταν οι κινητήρες τους για να μεταφερθούν στο
εργοστάσιο του Υμηττού για επισκευή. TNA, WO 208/3357, “Report no. A. 380”. Το όνομα του
αξιωματικού δεν αναφέρεται στην αγγλική έκθεση, αλλά ο βαθμός του ήταν αντισυνταγματάρχης και
είχε υπηρετήσει στο τεχνικό τμήμα του πυροβολικού.

661
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

περίοδο της κορύφωσης της δραστηριότητας της Luftwaffe (καλοκαίρι – Φθινόπωρο 1942)
δεν αποκλείεται ο αριθμός να ήταν ακόμη μεγαλύτερος. Αν προσθέσουμε και τους ξένους
(Γερμανούς, Τσέχους κλπ) εργάτες ή όσους εργάζονταν σε επιχειρήσεις που έμμεσα
συνέβαλλαν στις επισκευές αεροσκαφών (πχ σε ξυλουργεία, μηχανουργεία ή στην
κατασκευή εγκαταστάσεων) ο αριθμός αυτός θα ανέβει ακόμα περισσότερο, ξεπερνώντας
τις 5.000. Περίπου το 70-80% από αυτούς (στην περίπτωση της BMW όπως είδαμε το
πανευρωπαϊκό ποσοστό ντόπιων εργαζόμενων ήταν 90%) πρέπει να ήταν Έλληνες αν και το
ακριβές ποσοστό δεν είναι γνωστό. Ο συνολικός αυτός αριθμός είναι αρκετά χαμηλότερος
από τον αντίστοιχο που απασχολούσε το γερμανικό ναυτικό στην Ελλάδα. Είναι όμως 3,5 με
4 φορές μεγαλύτερος του αριθμού των εργαζόμενων στο ΚΕΑ μέχρι τον Οκτώβρη του 1940
και περίπου διπλάσιος εκείνου του εμπόλεμου ΚΕΑ που επισκεύαζε τα αεροσκάφη της
ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας το 1940-41.1158

Γ) Η σημασία των επισκευών

Κάποια συμπεράσματα για τη σημασία των επισκευών μπορεί να αποκομίσει κανείς και
από μια γερμανική έκθεση που υποκλάπηκε τον Ιούνιο του 1944. Η έκθεση – που δεν
αφορά μεν την Ελλάδα, αλλά τα στοιχεία που μας δίνει μπορούν να θεωρηθούν ενδεικτικά
για την ευρύτερη σημασία των επισκευών για τη Luftwaffe – ανέφερε ότι το II Gruppe/JG
53, μονάδα με μέση εναπομένουσα δύναμη 34 αεροσκαφών, είχε τον Μάιο σε πτητική
κατάσταση 20 από αυτά κατά μέσο όρο, ενώ το 50% της δύναμής του ήταν ολικές ή μερικές
απώλειες. Από τις απώλειες, 34 αεροσκάφη είχαν απολεστεί ολοκληρωτικά, 3 είχαν ζημιές
άνω του 60%, 9 άνω του 35% και 7 κάτω του 35%. Με άλλα λόγια σε κάθε 1 περίπου
αεροσκάφος που θα μπορούσε να επισκευαστεί, αντιστοιχούσαν 2,8 καταρριφθέντα ή με
σοβαρές ζημιές, ή 1 επισκευαζόμενο για κάθε 1,8 που είχε απολεσθεί ολοκληρωτικά. Την
ίδια περίοδο επισκευάστηκαν 3 αεροσκάφη της μονάδας από τα δικά της συνεργεία, 6 στο
«σταθμό της γερμανικής αεροπορίας» (ασαφής έκφραση που πιθανόν να υπονοεί τα
Frontschleusen) και 7 στο εργοστάσιο. Όπως φαίνεται, στην περίπτωση τουλάχιστον της
συγκεκριμένης έκθεσης, οι επισκευές στα εργοστάσια των εταιρειών ήταν περισσότερο από

1158
Προπολεμικά ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στο ΚΕΑ έφτανε περίπου τους 1.185, ενώ
μετά τον Οκτώβριο του 1940 και μέχρι την κατοχή ανήλθε περίπου σε 2.100. Βλ. Στέφανος Κ.
Τσολακίδης: «Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων, ή το θαύμα της ελληνικής αεροπορικής τεχνικής»,
σελ. 18.

662
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

διπλάσιες από εκείνες που γίνονταν στις ίδιες τις μονάδες.1159 Επιπλέον στα εργοστάσια θα
πρέπει να επισκευάζονταν αεροσκάφη με σοβαρότερες ζημιές που δεν θα ήταν δυνατόν να
επισκευαστούν αλλού.
Η ευρύτερη εικόνα για όλη την Ευρώπη αφορούσε και αεροσκάφη που πετούσαν
πάνω από εχθρικές περιοχές και ως εκ τούτου ήταν δυσκολότερο να προσγειωθούν και να
επισκευαστούν, συνεπώς είναι λίγο χειρότερη από εκείνη που είδαμε για το II/JG 53.
Ωστόσο η διαφορά δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Το πρώτο εξάμηνο του 1944
κατασκευάστηκαν περίπου 15.200 αεροσκάφη στη Γερμανία, την ίδια στιγμή που οι
εκτεταμένες επισκευές ανέρχονταν σε σχεδόν 5.500 (δηλαδή αναλογία σχεδόν 2,8 νέα για
κάθε επισκευαζόμενο αεροσκάφος), ενώ ο συνολικός αεροπορικός στόλος της Luftwaffe
έπεσε από 19.932 στα 15.223, δηλαδή χάθηκαν οριστικά ή έπαθαν σοβαρές ζημιές σχεδόν
25.400 αεροσκάφη (ή περίπου 4,6 για κάθε αεροσκάφος που επισκευαζόταν).1160
Τα ποσοστά των επισκευαζόμενων αεροσκαφών στην Ελλάδα θα πρέπει να ήταν
κάπου ανάμεσα στο 1 στα 2,8 του II/JG 53 και στο πανευρωπαϊκό 1 στα 4,6, αφού από τη
μία οι περισσότερες επιχειρήσεις των αεροσκαφών που βρίσκονταν στην Ελλάδα γίνονταν
σε περιοχή ελεγχόμενη από τον Άξονα, αλλά από την άλλη η ύπαρξη εκτεταμένων περιοχών
με θάλασσα και βουνά (συχνά μάλιστα γεμάτα από αντάρτες) θα δυσχέραινε την ασφαλή
επιστροφή των αεροσκαφών με ζημιές. Επιπλέον στην περίπτωση της Γερμανίας η διαφορά
μεταξύ καταρριφθέντων (σημαντική αύξηση) και επισκευασθέντων αεροσκαφών (αριθμός
περίπου σταθερός) είχε αυξηθεί αρκετά ανάμεσα στο 1943 και το 1944, πιθανότατα λόγω

1159 ης
Murray, Williamson: Strategy of Defeat…, σελ. 279. Το συγκεκριμένο Gruppe της 53 Πτέρυγας
Καταδιωκτικών είχε ως ευθύνη του την περίοδο εκείνη την αεράμυνα του Ράιχ. Το κάθε Gruppe είχε
τυπική δύναμη γύρω στα 65-70 αεροσκάφη.
1160
Στοιχεία από: Kroener, Bernhard R., Müller, Rolf-Dieter and Umbreit, Hans (eds): Germany and
the Second World War, Vol. 5 Organization and Mobilization of the German Sphere of Power. Part II…,
σελ. 811. Το δεύτερο εξάμηνο του 1943 η αναλογία νέων προς επισκευασμένα αεροσκάφη ήταν
περίπου 2,2 προς 1. Οι αριθμοί αυτοί περιλαμβάνουν κάθε είδος αεροσκάφους. Ήταν συνήθως
ευκολότερο για ένα κτυπημένο καταδιωκτικό (όπως αυτά του JG 53) να διακόψει την επίθεσή του
στα εχθρικά βομβαρδιστικά και να προσγειωθεί σε ασφαλές γερμανικό αεροδρόμιο. Αντίθετα ένα
γερμανικό βομβαρδιστικό για παράδειγμα, θα συναντούσε συνήθως μεγαλύτερες δυσκολίες να
«ξεφορτωθεί» τα εχθρικά μαχητικά που το καταδίωκαν πάνω από τις εχθρικές γραμμές και να
επιστρέψει σε ασφαλές αεροδρόμιο. Αν και δεν αναφέρεται ρητά, οι παραπάνω αριθμοί των
επισκευών πρέπει να αφορούν τις εργοστασιακές και πάντως όχι τις μικροεπισκευές που γίνονταν
στις μονάδες. Ένα μικρό ποσοστό πρέπει να αφορά τα ίδια αεροσκάφη, που στην πορεία του
εξαμήνου μπορεί να επισκευάστηκαν (ενδεχομένως πάνω από μία φορές) και να καταρρίφτηκαν.

663
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κυρίως των επιθέσεων στα εργοστάσια παραγωγής και επισκευών, κάτι που συνέβαινε σε
μικρότερο βαθμό στην Ελλάδα, αφού το ΚΕΑ – αν και βομβαρδίστηκε - δεν καταστράφηκε
ποτέ από συμμαχικά βομβαρδιστικά.
Το ποσοστό του περίπου 25% των απολεσθέντων αεροσκαφών που μπορεί να
«ανασταίνονταν» στα ελληνικά εργοστάσια, σίγουρα λοιπόν δεν είναι αμελητέο.1161 Το
επισκευαστικό όμως έργο στα ελληνικά εργοστάσια ήταν τόσο σημαντικό που δεν θα ήταν
υπερβολή να θεωρήσει κανείς ότι είχε επίπτωση ακόμα και στη συνολική δύναμη που η
Luftwaffe μπορούσε να κρατήσει αξιόμαχη απέναντι στις αεροπορίες των Συμμάχων. Όπως
φαίνεται στον παρακάτω πίνακα 9.3, συνολικά 2.422 γερμανικά αεροσκάφη ή περίπου 4
στα 10 της συνολικής δύναμης της Luftwaffe χάθηκαν στη Μεσόγειο κατά την περίοδο
Νοεμβρίου 1942 – Μαΐου 1943. Τα απολεσθέντα αεροσκάφη των κυριότερων τύπων
πρώτης γραμμής ανέρχονταν σε 2.238, αριθμός που αντιπροσωπεύει σχεδόν τη μισή
δύναμη της γερμανικής αεροπορίας στους τύπους αυτούς. Τα περισσότερα από τα
αεροπλάνα αυτά ήταν μαχητικά, οι απώλειες των οποίων ξεπερνούσαν το 62% της
συνολικής δύναμης Νοεμβρίου 1942.

Ποσοστό συνολικής
Είδος αεροσκάφους Απολεσθέντα αεροσκάφη δύναμης της Luftwaffe,
10/11/1942
Μαχητικά 888 62,6
Βομβαρδιστικά 734 58,3
Δικινητήρια Βομβαρδιστικά 117 41,1
Βομβαρδιστικά Κάθετης 128 35,2
Εφόρμησης
Μεταγωγικά 371 31,5
Σύνολο α/φών Α΄ γραμμής 2.238 49,7
Γενικό σύνολο αεροσκαφών 2.422 40,5
Πίνακας 9.3: Απώλειες αεροσκαφών της Luftwaffe στο πολεμικό θέατρο της Μεσογείου, 11/1942-
5/1943. Στοιχεία από: Murray, Williamson: Strategy of Defeat. The Luftwaffe 1939-45, Air University
Press, Maxwell Air Force Base, Alabama, 1983, σελ. 163 (με επεξεργασία ως προς τα ποσοστά).

Στους έξι μήνες που μεσολάβησαν από τον Νοέμβριο 1942 μέχρι τον Μάιο του 1943
κατασκευάστηκαν ασφαλώς κάποιες χιλιάδες ακόμα αεροσκάφη στο Ράιχ (ή δευτερευόντως

1161
Υπολογισμός με βάση 4 καταρριφθέντα για κάθε 1 επισκευαζόμενο. Το 1941 και στις αρχές του
1942 η αναλογία ίσως ήταν πλησιέστερα στο 3 προς 1, ενώ κατά τις περιόδους εκτεταμένου
ανεφοδιασμού των δυνάμεων στη Β. Αφρική από τα ελληνικά αεροδρόμια αυτή ίσως ήταν και κάτω
του 5 προς 1. Μια περισσότερο εκτεταμένη μελέτη στα γερμανικά αρχεία ίσως κατάφερνε να
εντοπίσει ακριβέστερο ποσοστό, χωρίς πάντως να αλλάξει τη γενική εικόνα της σημασίας των
ελληνικών εργοστασιακών επισκευών.

664
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σε βιομηχανίες της κατεχόμενης Ευρώπης). Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα


αεροσκάφη της Luftwaffe που καταρρίφτηκαν ή κρίθηκαν μη επισκευάσιμα στο μέτωπο της
Μεσογείου, κατά το εξάμηνο από τα τέλη του 1942 ως και την οριστική ήττα των δυνάμεων
του Άξονα στη Βόρεια Αφρική, αποτελούσαν σημαντικό ποσοστό του συνόλου της δύναμης
της Luftwaffe κατά το διάστημα εκείνο. Όπως είναι φυσιολογικό, στα σχεδόν 2.240
αεροσκάφη πρώτης γραμμής (ή περίπου 2.420 μαζί με εκπαιδευτικά κλπ) θα αντιστοιχούσαν
αρκετά περισσότερα που είχαν υποστεί βλάβες ή είχαν πληγεί από εχθρικά πυρά χωρίς να
καταστραφούν ολοκληρωτικά.
Μία σύγκριση εξάλλου του γραφήματος 9.1 των επισκευών με τον πίνακα 9.1 που
δείχνει την παρουσία της Luftwaffe στην περιοχή, μας αποκαλύπτει ένα επιπλέον χρήσιμο
στοιχείο: σε κάποιους από τους μήνες, ο αριθμός των επισκευασμένων αεροσκαφών φτάνει
ή ξεπερνά εκείνο των αεροσκαφών πρώτης γραμμής. Βέβαια οι αριθμοί αεροσκαφών
άλλαζαν συχνά, ενώ υπάρχει και η πιθανότητα ένα μικρό ποσοστό αεροσκαφών να πρόλαβε
να επισκευαστεί δύο φορές μέσα σε ένα μήνα. Όμως από τα στοιχεία δεν μπορεί να
αποκλειστεί να μεταφέρονταν στην Ελλάδα για συντήρηση και επισκευή ακόμα και
αεροσκάφη που έδρευαν σε αεροδρόμια άλλων μεσογειακών χώρων, κυρίως της Β.
Αφρικής.1162
Επιπλέον, αν κάνει κανείς τις αναγωγές των αριθμών που αναφέρει ο Murray στον
πίνακα 9.3 και τα συγκρίνει με τις επισκευές στην Ελλάδα, θα διαπιστώσει ότι τα αεροπλάνα
που επισκευάστηκαν στην Ελλάδα τον Νοεμβρίου 1942 (συνολικά 239) αποτελούσαν
περίπου το 4% της συνολικής δύναμης της Luftwaffe την περίοδο εκείνη, ή το 5,3% των
κυριότερων τύπων της. Συνολικά στα περίπου 2 χρόνια για τα οποία έχουμε πλήρη στοιχεία
(Φεβρουάριος 1942 – Φεβρουάριος 44) επισκευάστηκαν στα ελληνικά εργοστάσια 3.068
γερμανικά αεροσκάφη, αριθμός που ισούται με περίπου το 7,6% της συνολικής παραγωγής
για τη Γερμανία κατά την περίοδο εκείνη.1163 Με δεδομένο μάλιστα το σημαντικό ποσοστό

1162
Οι επισκευές για τον Ιούνιο του 1942 για παράδειγμα ανέρχονταν σε 133, τη στιγμή που στην
Ελλάδα βρίσκονταν περίπου 50 Ju 52 και άλλα περίπου 200 μαχητικά και βομβαρδιστικά (θα έπρεπε
λοιπόν τα περισσότερα αεροσκάφη να χρειαστούν ριζική επισκευή τον συγκεκριμένο μήνα). Ένα
χρόνο μετά ο αριθμός βομβαρδιστικών και μαχητικών ήταν 185, ή μικρότερος εκείνου των
επισκευαζόμενων αεροσκαφών (207) κατά περίπου 10%.
1163
Αν κάνουμε μια πρόχειρη αναγωγή και για τους μήνες για τους οποίους δεν έχουμε στοιχεία, οι
εργοστασιακές επισκευές σε ελληνικές εγκαταστάσεις θα πρέπει να ξεπέρασαν τις 3.500, ίσως να
πλησίασαν ακόμα και τις 4.000. Το 1942 κατασκευάστηκαν 15.409 γερμανικά αεροσκάφη και ακόμα
24.807 τον επόμενο χρόνο. Την ίδια περίοδο παρήχθησαν 37.000 και 50.700 αεροπορικοί κινητήρες

665
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

που αντιπροσώπευαν τα μεταγωγικά στο σύνολο των επισκευαζόμενων αεροσκαφών (ειδικά


στην περίπτωση των επισκευών της DLH), η επισκευή των τύπων αυτών στην Ελλάδα πρέπει
να αντιπροσώπευε ένα ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με την παραγωγή τους.1164
Αλλά και αν συγκρίνει κανείς κάποιους αριθμούς των αθηναϊκών εργοστασίων
επισκευών με τα αντίστοιχα που οι ίδιες γερμανικές εταιρείες διέθεταν σε άλλες πόλεις της
κατεχόμενης Ευρώπης, καταλήγει στο ίδιο περίπου συμπέρασμα σχετικά με την
σημαντικότητα των ελληνικών επισκευών. Σύμφωνα για παράδειγμα με την ίδια την BMW
που είχε αναλάβει τις εγκαταστάσεις αυτές, στις αρχές του 1943 η εταιρεία απασχολούσε
στην Αθήνα 434 εργαζόμενους. Τα στοιχεία της γερμανικής εταιρείας μας επιτρέπουν να
συγκρίνουμε τη μονάδα της στην Αθήνα και με άλλες αντίστοιχες στην υπόλοιπη κατεχόμενη
Ευρώπη, τουλάχιστον ως προς το προσωπικό. Αν συγκρίνει λοιπόν κανείς τον αριθμό των
εργαζομένων αυτών με τον αριθμό όσων απασχολούσε η εταιρεία στις άλλες παρόμοιες
μονάδες της, στη Βενετία (406), στη Βαρσοβία (312) και στο Όσλο (171), θα δει ότι οι
επισκευές στην Αθήνα δεν ήταν καθόλου δευτερεύουσες, τουλάχιστον σε σχέση με τις
αντίστοιχες εργασίες της εταιρείας εκτός του Ράιχ. Μόνο στη Γαλλία ήταν οι αριθμοί των
εργαζομένων στις επισκευές της BMW μεγαλύτεροι, αλλά κι αυτές μόνο προς το τέλος της
κατοχής, όταν η ηττημένη Luftwaffe υποχωρούσε και περιόριζε τις επισκευαστικές
δραστηριότητές της στα δευτερεύοντα πολεμικά μέτωπα. Πιο συγκεκριμένα, στα τρία
εργοστάσια που βρίσκονταν στη Γαλλία (σε Μπορντό, Παρίσι και Κλερμόν-Φεράν) οι
απασχολούμενοι είχαν ξεκινήσει από περίπου 100, για να αυξηθούν σε 753 τον Ιανουάριο
του 1943 και τελικά σε περίπου 3.800 συνολικά τον Απρίλιο του 1944. Το 90% περίπου των
εργαζόμενων στα εργοστάσια αυτά της κατεχόμενης Ευρώπης προέρχονταν από τις ίδιες τις

αντίστοιχα. Eichholtz, Dietrich: Geschichte der deutschen Kriegswirtschaft 1939-1945, Band III, Teil 1,
K.G. Saur, München, 2003 [1996], σελ. 108.
1164
Την περίοδο 1942-43 κατασκευάστηκαν ανάλογα με την κατάταξη των τύπων ανάμεσα σε περίπου
3.300 (αμερικάνικη κατάταξη) και 1.570 μεταγωγικά (κατάταξη Τεχνικού Γραφείου Γερμανικού
Υπουργείου Αεροπορίας) στη Γερμανία (Βλ. The United States Strategic Bombing Survey (USSBS): The
Effects of Strategic Bombing on the German Economy, Overall Economic Effects Division, October 31,
1945, σελ. 149. Αν υπολογίσουμε μόνο τις επισκευές της DLH στην Ελλάδα (κάτι παραπάνω από 1.500
αεροσκάφη), το ποσοστό των ελληνικών επισκευών γερμανικών μεταγωγικών ενδέχεται να φτάνει και
το 50% της γερμανικής παραγωγής των τύπων αυτών κατά περιόδους. Βεβαίως το ποσοστό αυτό δεν
είναι απόλυτο, αφού η DLH είναι αρκετά πιθανό να επισκεύασε και άλλα αεροσκάφη πλην των
μεταγωγικών, ενώ μικρός σχετικά αριθμός μεταγωγικών μπορεί να επισκευάστηκε και από άλλες
εταιρείες. Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο ο αριθμός των γερμανικών μεταγωγικών που
δρούσαν στην περιοχή όσο και εκείνος των επισκευών ήταν ιδιαίτερα σημαντικός.

666
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κατεχόμενες χώρες. Όσον αφορά την οργανωτική και νομική δομή των Εργοστασίων
Επισκευής Μετώπου, αυτά τυπικά ανήκαν στο γερμανικό υπουργείο αεροπορίας, ενώ οι
εργαζόμενοι ήταν στην ευθύνη της Luftwaffe που φρόντιζε για τους μισθούς, τη διατροφή
και τη στέγασή τους. Από την άλλη, η τεχνική, εμπορική και οικονομική υποστήριξη και
διοίκηση, όπως και η διάθεση του προσωπικού ήταν έργο της BMW.1165 Από τα παραπάνω
προκύπτει πως την περίοδο αιχμής της επισκευαστικής δραστηριότητας στην Ελλάδα,
δηλαδή από τα μέσα του 1942 ως τις αρχές του 1943, το εργοστάσιο επισκευών της BMW
στην Αθήνα ίσως να ήταν το μεγαλύτερο της εταιρείας εκτός Γερμανίας, τουλάχιστον σε ό, τι
αφορούσε τον αριθμό εργαζομένων.
Παρόμοια σημασία φαίνεται πως είχαν και οι σχετικές εγκαταστάσεις των άλλων
γερμανικών εταιρειών, τόσο με βάση τη γεωγραφική τους θέση, όσο και το παραγωγικό τους
έργο. Το καλοκαίρι του 1943 το εργοστάσιο επισκευών της Junkers στην Αθήνα
ανταγωνιζόταν σε παραγωγή τα άλλα 5 παρόμοια εργοστάσια της εταιρείας σε Reims και
Villacoublay στην Γαλλία, Βαρσοβία στην Πολωνία καθώς και Bobruisk [Bobruysk] και
Kalinowka [Kalinovka] στη Σοβιετική Ένωση.1166 Πληροφορίες για τις εργασίες στο γερμανικό

1165
Τα σχέδια της επιχείρησης για το 1943 συνολικά προέβλεπαν τη λειτουργία 14 μονάδων
επισκευής πρώτης γραμμής (Frontreparaturbetrieb) και άλλων 9 για επισκευές στην ίδια τη Γερμανία
(Heimatreparaturbetrieb), με συνολική δυνατότητα επισκευής 24.000 κινητήρων ετησίως και γύρω
στους 8.000 εργαζόμενους. Werner, Constanze: Kriegswirtschaft und Zwangsarbeit bei BMW,
Oldenbourg Verlag, München, 2006, σσ. 291-292. Μέχρι το τέλος του πολέμου (τέλη του 1944) η
επιχείρηση είχε πολλαπλασιάσει την παρουσία της από 7 εργοστάσια και δύο υποκαταστήματα
(Βιέννη και Βερολίνο) σε 54 έμμεσα ή άμεσα ελεγχόμενες μονάδες διάσπαρτες σε όλη την
κατεχόμενη Ευρώπη. Ο. π. σελ. 62.
1166
IWM, Speer Collection, FD 783/46, “Zahlen-Übersicht”. Στον ένα μάλιστα από τους δύο μήνες του
πίνακα η Αθήνα βρίσκεται στην τρίτη θέση με 41 αεροσκάφη, πίσω μόνο από τα εργοστάσια σε
Kalinowka (53) και Reims (65). Το έγγραφο δεν φέρει ημερομηνία και δεν είναι σαφές για ποιον μήνα
πρόκειται. Συνοδευτικά έγγραφα στον ίδιο φάκελο υποδηλώνουν ότι ίσως οι αριθμοί να αφορούν
τον Μάιο, τον Ιούνιο ή ακόμα και τον Ιούλιο του 1943, ωστόσο, αν τους συγκρίνει κανείς με όσα
αναφέρουν οι εκθέσεις των αξιωματικών της Αμυντικής Οικονομίας (γράφημα 9.1) θα διαπιστώσει ότι
δεν συμπίπτουν ακριβώς (πλησιάζουν μάλλον εκείνους του Μαΐου 1943). Επιπλέον Συμμαχικές
πληροφορίες (TNA, AIR 34/464, “3”) αναφέρουν ότι η Junkers αποχώρησε από την Αθήνα τον Ιούλιο,
πιθανώς για το Βελιγράδι (ακολουθούμενη από την Daimler Benz λίγο αργότερα), στοιχεία που
περίπου συμπίπτουν με την πτώση που εμφανίζει στο έργο της Junkers και ο πίνακας του αξιωματικού
Αμυντικής Οικονομίας. Δεν ήταν σπάνιο στην περίοδο εκείνη να υπάρχουν μικρά προβλήματα με τα
στατιστικά, αλλά μια πιθανότερη εξήγηση είναι ότι αν και οι αναφορές στις στρατιωτικές εκθέσεις
αφορούν διάστημα μηνός, έβγαιναν συνήθως γύρω στις 10 ή 20 κάθε μήνα. Κάτι τέτοιο γινόταν

667
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εργοστάσιο Επισκευών Μετώπου (Frontreparaturbetrieb) στο Τατόι, όπου γίνονταν και οι


επισκευές των Ju 52 (πιθανότατα και άλλων τύπων) από την DLH, ανέβαζαν τους
εργαζόμενους συνολικά στα μέσα της άνοιξης 1942 γύρω στους 1.200, πολύ περισσότερους
δηλαδή από αυτούς που είχαν αποσπαστεί από την ΕΕΕΣ. Οι εργασίες διαρκούσαν σύμφωνα
με τις ίδιες πληροφορίες από τις 05.30 το πρωί μέχρι το βράδυ. Ανέφεραν μάλιστα πως στις
αρχές Απριλίου είχαν έρθει ειδικοί από Γερμανία για να εκπαιδεύσουν το προσωπικό στην
συντήρηση αεροσκαφών Ju 87 και Ju 88.1167 Ακόμα και αν ο προαναφερθείς αριθμός δεν
είναι απόλυτα ακριβής, η τάξη μεγέθους είναι αρκετά μεγάλη, ειδικά αν την συγκρίνει κανείς
με το προσωπικό που απασχολούσε η ίδια η DLH τον Ιούνιο 1939, το οποίο ανερχόταν σε
2.415 άτομα.1168
Αντίστοιχα σημαντική πρέπει να ήταν η παραγωγή και της μονάδας της Siebel, αφού
οι σχετικές πληροφορίες που έφταναν στις Συμμαχικές υπηρεσίες ήταν αρκετές ώστε το
παράρτημα της εταιρείας να εξακολουθούσε να θεωρείται το 1943 «πιθανότατα το
μεγαλύτερο εργοστάσιο επισκευών αεροσκαφών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη».1169 Η
σημασία των εγκαταστάσεων του Φαλήρου ήταν μάλιστα τόσο σημαντική για τα γερμανικά
αεροπλάνα και υδροπλάνα, που ακόμα και την άνοιξη του 1944 προβλέπονταν έργα για τη

εσκεμμένα και σε γενική κλίμακα, γιατί οι γερμανικές αρχές είχαν κρίνει πως η προσπάθεια επίτευξης
μηνιαίων στόχων ως προς την αεροπορική παραγωγή μπορεί να οδηγούσε σε βομβαρδισμό των
αεροσκαφών που θα συγκεντρώνονταν στις αποθήκες στα τέλη κάθε μήνα. Βλ. Kroener, Bernhard R.,
Müller, Rolf-Dieter and Umbreit, Hans (eds): Germany and the Second World War, Vol. 5 Organization
and Mobilization of the German Sphere of Power. Part II…, σελ. 429. Ίσως λοιπόν οι αριθμοί των
στρατιωτικών και των εταιρικών εκθέσεων να μην αφορούν ακριβώς τις ίδιες ημέρες.
1167
TNA, WO 208/3357, “Report no. A. 419”.
1168
James, Harold: The Nazi Dictatorship and the Deutsche Bank, σελ. 100. Ωστόσο τότε η εταιρεία
δεν είχε ακόμα αναλάβει επισκευές και στρατιωτικές πτήσεις εκτός Γερμανίας.
1169
TNA, AIR 34/522, “Summary of Target Intelligence, Piraeus and Phaleron Bay (revised)”, May 1943
(το έγγραφο υπάρχει και στο AIR 34/476). Από το καλοκαίρι του 1943 το μεγαλύτερο μέρος του
εργοστασίου έκλεισε σύμφωνα με τις πληροφορίες και οι επισκευές των αεροσκαφών, ειδικά των Bf-
109 είχαν μειωθεί σημαντικά. Πάντως όπως δείχνουν τα στοιχεία από άλλες πηγές η μείωση μετά το
καλοκαίρι αφορούσε περισσότερο τα συνεργεία της Junkers και της DLH και λιγότερο τη λειτουργία
της Siebel, η οποία μεταφέρθηκε στις εγκαταστάσεις του Φαλήρου, συνεχίζοντας το έργο της μέχρι
τις τελευταίες εβδομάδες της κατοχής.

668
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

βελτίωσή τους. Παρόμοια σχέδια για βελτιώσεις υπήρχαν και για τις εγκαταστάσεις
υδροπλάνων στο Μεγάλο Πεύκο, καθώς και για εκείνες στο Σκαραμαγκά.1170
Συμπερασματικά, οι επισκευές αεροσκαφών στην Ελλάδα ήταν δυσανάλογα
εκτεταμένες σε σχέση με τον πληθυσμό και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Εξάλλου τα
περίπου 7 εκατομμύρια Ελλήνων δεν αντιπροσώπευαν παρά μόλις το 2,25% του πληθυσμού
της κατεχόμενης Ευρώπης, ενώ το κατά κεφαλή ΑΕΠ της χώρας ήταν αρκετά χαμηλότερο
από εκείνο των ανεπτυγμένων χωρών.
Όμως παρά τη σημασία και την έκτασή τους, οι επισκευές των ελληνικών
εργοστασίων δεν εκμεταλλεύονταν τις δυνατότητες τεχνικών και εγκαταστάσεων στο
έπακρο, αφού η παραγωγικότητα των κατοχικών επισκευών φαίνεται πως ήταν σχετικά
μικρότερη από εκείνη του ελεύθερου προπολεμικού ΚΕΑ. Το 1939 το ΚΕΑ επισκεύασε
συνολικά 75 ελληνικά αεροσκάφη και 70 κινητήρες, ενώ την περίοδο Ιανουαρίου –
Οκτωβρίου 1940 οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν 51 και 153.1171 Την περίοδο της κατοχής για την
οποία διαθέτουμε πλήρη στοιχεία (Φεβρουάριος 1942 – Φεβρουάριος 1944)
επισκευάζονταν κατά μέσον όρο κάθε μήνα 123 αεροσκάφη, ή κοντά στα 150, αν
υπολογίσουμε μόνο την περίοδο πριν την αποχώρηση των περισσότερων εταιρειών (και τη
συνεπαγόμενη μείωση του αριθμού των εργαζομένων) το καλοκαίρι του 1943. Κατά μέσον
όρο λοιπόν, κατά την κατοχή επισκευάζονταν για τη Luftwaffe περίπου τα διπλάσια
αεροσκάφη κάθε ένα μήνα από εκείνα που επισκεύαζε το ΚΕΑ μέσα σε δώδεκα μήνες για
την Ελληνική Πολεμική Αεροπορία πριν την έναρξη του πολέμου. Η ετήσια αυτή αύξηση του
παραγωγικού έργου κατά περίπου 200-250%, τη στιγμή που την ίδια περίοδο το

1170
Πιο συγκεκριμένα το πρόγραμμα της περιόδου 1/4/1944-1/9/1944 για τα αεροδρόμια
προέβλεπε για τη βάση του Φαλήρου: την εκβάθυνση καναλιού στη βάση του μεγάλου γερανού και
του μικρού λιμανιού των εγκαταστάσεων, την επισκευή των προβλητών και παράκτιων οχυρώσεων,
έργα για την προστασία των δεξαμενών καυσίμων, καταφύγια για το ιπτάμενο και επίγειο
προσωπικό και φωτισμό για νυχτερινές πτήσεις. Τα προβλεπόμενα έργα του Μεγάλου Πεύκου
αφορούσαν κυρίως τη δυνατότητα ανάσυρσης των υδροπλάνων στην ξηρά και τη διασπορά και
απόκρυψή τους. Για τα τελευταία εκτιμούνταν πως θα χρειαστούν περίπου 720 τόνοι τσιμέντου. Για
το Σκαραμαγκά προβλέπονταν επισκευές, κατασκευή πυλώνων για την πρόσδεση των υδροπλάνων
καθώς και κτιρίου για την επικοινωνία των υδροπλάνων Ju 52 που χρησιμοποιούσαν τη βάση. Βλ.
TNA, AIR 34/476, R.A.F. Section C.S.D.I.C. M.E. Report No. A.48/1944 (File No. 358), “Seaplane Bases
in ATHENS Area”, 15 July 1944. Το έγγραφο μεταφέρει τα σημαντικότερα σημεία γερμανικής έκθεσης
που έπεσε στα χέρια των Βρετανών.
1171
Βογιατζής, Δημήτρης: Η Εισαγωγή της Στρατιωτικής Αεροπορικής Τεχνολογίας στην Ελλάδα…,
σελ. 522.

669
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

απασχολούμενο προσωπικό αυξήθηκε περίπου κατά 350%, υποδηλώνει πως κάποιοι


παράγοντες ωθούσαν τους εργαζόμενους να επισκευάζουν λιγότερα αεροσκάφη ανά άτομο
από ό, τι προηγουμένως.1172
Μέρος της μειωμένης παραγωγικότητα είναι πολύ πιθανό να οφείλεται στις
ελλείψεις ανταλλακτικών και πρώτων υλών. Επίσης ίσως τα αεροσκάφη της Luftwaffe να
ήταν κατά μέσον όρο πιο περίπλοκα (και μάλλον κατά μέσο όρο μεγαλύτερα) από εκείνα της
Βασιλικής Αεροπορίας. Επιπλέον χρειαζόταν και ένα χρονικό διάστημα για την εκπαίδευση
μέρους των Ελλήνων εργαζομένων στα γι’ αυτούς αεροσκάφη (που όμως θα είχε καλυφθεί
σε λίγους μήνες με την εισαγωγή ξένων τεχνικών και την εκπαίδευση των Ελλήνων). Ωστόσο
οι ελλείψεις φαίνεται ότι επηρέαζαν λιγότερο τις κρίσιμες επισκευές αεροσκαφών από ό, τι
την υπόλοιπη βιομηχανία στην κατεχόμενη Ελλάδα, ενώ κάποιες ελλείψεις αντιμετώπιζε και
η ελληνική Βασιλική Αεροπορία πριν την κατοχή.1173 Επιπλέον, όπως είδαμε, οι Γερμανοί
εισήγαγαν και κάποια νέα μηχανήματα και υλικά που μείωναν τις εργατοώρες που
απαιτούνταν για τις ίδιες εργασίες σε σχέση με την προπολεμική περίοδο και αύξαναν την
παραγωγικότητα. Τα όποια σαμποτάζ και η γενικότερη έλλειψη ενθουσιασμού από πλευράς
των εργατών πρέπει λοιπόν να είχαν μια μετρήσιμη επίπτωση στην παραγωγικότητα των
εργαζομένων, παρά τον κίνδυνο τιμωρίας.

1172
Η έλλειψη αναλυτικών στοιχείων για τους εργαζόμενους στις εργοστασιακές επισκευές
γερμανικών αεροσκαφών δεν μας επιτρέπει να βρούμε την ακριβή διακύμανση του αριθμού
εργαζομένων κατά την περίοδο αυτή. Ωστόσο, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι στην αρχή του 1942 ή
σε κάποιες περιόδους σχετικής ύφεσης της επισκευαστικής δραστηριότητας οι αριθμοί μειώνονταν
κάτω από το 350% του προπολεμικού, στις περιόδους αιχμής το άθροισμα ξένων και Ελλήνων
εργατών πρέπει να ξεπερνούσε το 350% του προπολεμικού. Συνεπώς το 350% δεν πρέπει να απέχει
πολύ από την πραγματικότητα και σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αύξηση του
προσωπικού ήταν μεγαλύτερη από την αύξηση της παραγωγής.
1173
Οι ελλείψεις είχαν ασφαλώς να κάνουν σε μεγάλο βαθμό με το ανεπαρκές συγκοινωνιακό (κυρίως
σιδηροδρομικό) δίκτυο της χώρας και με τη γεωγραφία της που έκανε εύκολη την απομόνωση
περιοχών με την ανατίναξη μιας γέφυρας. Ωστόσο η Ελλάδα δεν ήταν η μόνη περιοχή της
κατεχόμενης Ευρώπης που αντιμετώπιζε τέτοια θέματα. Όταν για παράδειγμα ο Milch επισκέφτηκε το
ανατολικό μέτωπο, διαπίστωσε πως εκατοντάδες αεροσκάφη βρίσκονταν εκτός λειτουργίας στα
αεροδρόμια της πρώτης γραμμής, γιατί δεν έφταναν οι απαραίτητες ποσότητες ανταλλακτικών στις
βάσεις τους ώστε να επισκευαστούν. Murray, Williamson: Strategy of Defeat…, σελ. 94.

670
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

10. Ελληνικές επιχειρήσεις και Γερμανικό ναυτικό

Εξίσου σημαντικά με τις ελληνικές παραγωγικές εγκαταστάσεις για τη δράση της


γερμανικής αεροπορίας στη νότιο Βαλκανική ήταν και για το γερμανικό ναυτικό στην
περιοχή τα ελληνικά ναυπηγεία, μηχανουργεία, και οι παρεμφερείς επιχειρήσεις. Μάλιστα
το μικρότερο μέγεθος και ο μεγάλος αριθμός των σχετικών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με
τις μάλλον χαμηλότερες τεχνολογικές απαιτήσεις των εργασιών του ναυτικού, άφηναν
περισσότερο χώρο για δραστηριοποίηση μικρομεσαίων επιχειρηματιών που προσδοκούσαν
το κέρδος των συμβολαίων του γερμανικού ναυτικού. Εξάλλου, όπως είδαμε σε
προηγούμενο μέρος της εργασίας, τα πρώτα δύο σχεδόν χρόνια το γερμανικό ναυτικό
λάμβανε το μερίδιο του λέοντος από τα έξοδα κατοχής που πήγαιναν στις ανάγκες της
Wehrmacht στην Ελλάδα. Παρακάτω θα δούμε λοιπόν αναλυτικότερα την εμπλοκή των
ελληνικών αυτών επιχειρήσεων στα προγράμματα του Kriegsmarine.

***

Το τέλος των εχθροπραξιών στην ηπειρωτική Ελλάδα τον Απρίλη του 1941 βρήκε την
Ελλάδα σχεδόν χωρίς ναυτικές συγκοινωνίες. Τα λιμάνια και οι ακτές της χώρας ήταν
γεμάτες ναυάγια, συχνά σε πολύ ρηχά νερά, ενώ τα περισσότερα σκάφη που είχαν σωθεί,
είχαν φύγει για το εξωτερικό (Β. Αφρική κ.α.).1174 Οι γερμανικές αρχές προχώρησαν στην
επίταξη όσων σκαφών θεωρήθηκαν χρήσιμα γι’ αυτές, προσφέροντας ως ετήσια αμοιβή το
15% της αξίας του σκάφους, όπως αυτή οριζόταν από ειδικό εμπειρογνώμονα.1175 Ωστόσο ο
αριθμός και το μέγεθος των πλοίων αυτών ήταν ανεπαρκής. Οι εντολές των αρχών κατοχής
και της κατοχικής κυβέρνησης προς τα ελληνικά σκάφη για να παρουσιαστούν στον Πειραιά
για να ναυλωθούν ή ενοικιαστούν από τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις δεν φαίνεται να

1174
Αν και υπήρχε εντολή της κυβέρνησης λίγο πριν φύγει για το εξωτερικό να εγκαταλείψουν τη
χώρα μόνο τα σκάφη άνω των 1.000 τόνων (με το σκεπτικό ότι τα υπόλοιπα θα χρειάζονταν για την
συγκοινωνία της χώρας), κατά την αποχώρηση δόθηκε η εντολή από τον ανώτερο διοικητή Πειραιώς
πλοίαρχο Πετρόπουλο – μάλλον με δική του πρωτοβουλία – να αποχωρήσουν όλα τα σκάφη της
περιοχής ευθύνης του (Βλ. Πετρόπουλος, Νίκος Ι.: Αναμνήσεις και Σκέψεις ενός Παλαιού Ναυτικού,
μέρος Β΄, Ο πόλεμος 1940-1941, [χ.ε.], Αθήνα, 1970, σ. 332-333).
1175
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ., 1941: Φ13Υ4, Πρεσβεία Άγκυρας, Αύγουστος-Οκτώβριος 1941, «Δεύτερον
Δελτίον Πληροφοριών περί της εν Ελλάδι καταστάσεως μηνός Αυγούστου 1941», σελ. 19. Η εκτίμηση
γινόταν σε προπολεμικές δραχμές, η αξία των οποίων έφθινε ταχύτατα λόγω του κατοχικού
πληθωρισμού.

671
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

είχαν ιδιαίτερα αποτελέσματα.1176 Σε μία προσπάθεια να αποφευχθούν οι εικονικές


μεταβιβάσεις ελληνικών πλοίων που θα μείωναν ακόμα περισσότερο τα διαθέσιμα πλοία
προς επίταξη αποφασίστηκε επιπλέον και η απαγόρευση της εξαγοράς των πλοίων από
αλλοδαπούς.1177
Υπήρχε λοιπόν η έντονη ανάγκη να βρεθούν σκάφη που θα εξυπηρετούσαν εκτός από
τις ανάγκες της ίδια της χώρας και εκείνες των γερμανικών δυνάμεων, από την επιχείρηση
για την κατάληψη της Κρήτης μέχρι τις μεταφορές σε λιμάνια, νησιά και ακτές της χώρας
όπου εγκαθίστανται φυλάκια, αλλά και τις περιπολίες στις θαλάσσιες περιοχές που
ελέγχονταν από τις δυνάμεις του Άξονα.1178 Πριν μάλιστα περάσει πολύς καιρός στα
καθήκοντα του ναυτικού προστέθηκε και ο ανεφοδιασμός των δυνάμεων του Άξονα στη
βόρειο Αφρική. Με την πρόοδο του πολέμου η σταδιακή κυριαρχία της συμμαχικής

1176
Οι εντολές αφορούσαν κυρίως τα σκάφη άνω των 50 τόνων φορτίου. Βλ. τις σχετικές γερμανικές
ανακοινώσεις στις κατοχικές εφημερίδες, π.χ. Ακρόπολις, 9/5/1941, «Καλούνται να πλεύσουν εις
Πειραιά τα πετρελαιοκίνητα και ιστιοφόρα» και Εστία, 9/5/1941, «Η κίνησις των πετρελαιοκινήτων
σκαφών». Για εκείνες της κατοχικής κυβέρνησης σε Πρωία, 8/5/1941, «Τα ελληνικά σκάφη»,
11/5/1941, «Κλήσις προς ελληνικά ατμόπλοια εν πλω», 16/5/1941, «Νέαι οδηγίαι προς τα εν πλω
σκάφη» και Εστία, 10/5/1941, «Ελληνικά ατμόπλοια εις την διάθεσιν της κυβερνήσεως, διαταγή του
υπουργείου ναυτιλίας». Υπήρξε μάλιστα και σχετική αναφορά σε ένα από τα πρώτα νομοθετικά
διατάγματα της κατοχικής κυβέρνησης (ΦΕΚ 182Α της 31-5-1941, Νομοθετικό Διάταγμα υπ. αρ. 108,
«Περί απαλλαγής αποζημιώσεως του Γερμανικού Κράτους»).
1177
Πρωία, 28/5/1941, «Απαγορεύεται η πώλησις πλοίων». Η απαγόρευση αυτή όμως είχε μάλλον
περιορισμένα αποτελέσματα, αφού, παρά το γεγονός ότι τα πολύτιμα σκάφη πρέπει να ήταν αρκετά
κερδοφόρα, 24 από αυτά (συνολικής χωρητικότητας 92.866 τόνων) πωλήθηκαν τελικά σε
αλλοδαπούς. Για λόγους σύγκρισης αξίζει να αναφερθεί πως οι απώλειες του εμπορικού ναυτικού
από πολεμικές αιτίες υπολογίζονταν ανάμεσα σε 401 και 434 σκάφη, ανάλογα με την πηγή. Για τον
πρώτο αριθμό βλ. Αρχείο Ι. Μελισσηνού (επιμ. Ι. Μαλακάση): Το Ναυτικό στον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο. Η Συνολική Προσφορά της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιστιοφόρου και Ατμοπλόου)
1940-1945, τόμος Α΄, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής,
Δωδώνη Παράρτημα αρ. 60, Ιωάννινα, 1995, σσ. 110-111 (όπου υπάρχουν και τα ονόματα των
πωληθέντων πλοίων) και για τον δεύτερο Δοξιάδης Κων.: Αι Θυσίαι της Ελλάδος στο Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο, Γραφικαί Τέχναι Ασπιώτη – ΕΛΚΑ, Αθήνα;, [χ.η.], 1946, πίνακα 40, το οποίο
αναφέρει και την απώλεια επιπλέον 472 ιστιοφόρων κατά τη διάρκεια του πολέμου (πίνακας 41).
1178
Οι ιταλικές δυνάμεις (που άργησαν λίγο να εγκατασταθούν στη χώρα) βασίζονταν σε μεγαλύτερο
ποσοστό σε σκάφη που έφταναν από την Ιταλία. Έτσι θα εστιαστούμε εδώ κυρίως στο γερμανικό
ναυτικό και στις γερμανικές εταιρείες που όπως θα δούμε χρησιμοποίησαν ελληνικά πλοία και
επιχειρήσεις για τις ναυτικές μεταφορές.

672
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αεροπορίας στην περιοχή αύξανε τις απώλειες των σκαφών του Άξονα, κάνοντας ακόμα πιο
επιτακτική την εξεύρεση νέων σκαφών προς αντικατάσταση των βυθισμένων.1179 Εκτός
αυτού υπήρχαν βέβαια και οι ανάγκες του πληθυσμού της χώρας που όμως έρχονταν
τελευταίες στην ιεράρχηση των κατακτητών.
Ο απαιτούμενος αριθμός πλοίων θα μπορούσε να καλυφθεί τόσο με νέες
ναυπηγήσεις, όσο και με την ανέλκυση και την επισκευή κάποιων από τα πολυάριθμα
ναυάγια (κυρίως στην αρχή της κατοχής). Και για τις δύο αυτές δραστηριότητες
απαιτούνταν η συμμετοχή ελληνικών επιχειρήσεων. Από τις πρώτες λοιπόν ενέργειες του
γερμανικού ναυτικού στην περιοχή μετά τη κατάληψη των ελληνικών λιμενικών
εγκαταστάσεων ήταν η εξασφάλιση συμβολαίων με τις σημαντικότερες ναυπηγικές και
μηχανολογικές επιχειρήσεις της περιοχής. Η γερμανική αποστολή που θα είχε αυτόν τον
σκοπό (απαρτιζόμενη από τους μηχανικούς του ναυτικού Hildebrand και Matthiessen)
δημιουργήθηκε πριν ακόμα την κατάληψη της χώρας, και ξεκίνησε στις 20 Απριλίου από το
Βερολίνο για την Ελλάδα, μέσω Σόφιας. Έφτασαν στην Αθήνα μία μόλις ημέρα μετά την
είσοδο των γερμανικών προφυλακών στην πόλη και έπιασαν αμέσως δουλειά
επισκεπτόμενοι ναυπηγεία. Μόλις στις 1 Μαΐου 1941 δημιουργήθηκε η αρμόδια γερμανική
υπηρεσία για την επίβλεψη των ναυπηγήσεων στον Πειραιά (Bauaufsicht Piräus) και
αμέσως εξασφαλίστηκε το πρώτο συμβόλαιο για την μετασκευή δύο πετρελαιοκίνητων
ψαροκάικων (Fischereimotorsegler) σε ναρκαλιευτικά. Για το κλείσιμο των σχετικών
συμφωνιών έπαιξαν μάλιστα φαίνεται σημαντικό ρόλο Γερμανοί εγκατεστημένοι από
χρόνια στην Ελλάδα που έδρασαν ως μεταφραστές και μεσολαβητές.1180 Το σχετικό έργο
του γερμανικού ναυτικού και η προσπάθεια εξασφάλισης συμβολαίων με ελληνικές
επιχειρήσεις συνεχίστηκε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, σε όλη τη διάρκεια της κατοχής.

1179
Μόνο τον Απρίλιο του 1944 για παράδειγμα βυθίστηκαν 25 καΐκια και άλλα σκάφη του Άξονα
στο Αιγαίο, αριθμός που αντιπροσώπευε 2.180 τόνους. Σε αυτά θα έπρεπε να προστεθούν ακόμα
260 τόνοι (7 σκάφη) που αιχμαλωτίστηκαν και 1.020 (10 σκάφη) που υπολογιζόταν ότι είχαν υποστεί
σοβαρές βλάβες. Βλ. TNA, WO 204/8852, Combined Economic Warfare Agencies (Middle East),
“Monthly report of economic intelligence relating to enemy occupied territory in the South-eastern
Europe”, Issue No. 14, 15/6/1944. Οι απώλειες ήταν μικρότερες πριν το 1943, αλλά δεν έλειψαν
ποτέ.
1180
BA-MA, Ν 328/5, “Oberwerftstab und Bauaufsicht”. Ο ναύαρχος Erich Förste, από κατάλοιπα του
οποίου προέρχεται το συγκεκριμένο έγγραφο ήταν ναύαρχος Αιγαίου μέχρι το 1943.

673
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

10.1 Ανελκύσεις - διαλύσεις

Από τις πρώτες διαταγές που εκδόθηκαν αμέσως μετά το τέλος των εχθροπραξιών ήταν
εκείνες που αφορούσαν την επίταξη ελληνικών σκαφών καθώς και εταιρειών ρυμούλκησης
και ανέλκυσης ναυαγίων.1181 Αλλά και οι ελληνικές αρχές δήλωναν έτοιμες να «βοηθήσουν
δια χρηματικών χορηγήσεων όλους τους εφοπλιστάς των οποίων τα πλοία είναι δυνατόν να
ανελκυστούν και επιθυμούν να τα επισκευάσουν και δρομολογήσουν».1182 Εξάλλου οι
δυνατότητες να αναλάβουν τις εργασίες αυτές Ιταλικές και κυρίως Γερμανικές εταιρείες
ήταν περιορισμένες, αν και στην αρμόδια γερμανική υπηρεσία είχε διοριστεί ο Βαρόνος von
Banfield, διευθυντής της ιταλικής εταιρείας ανελκύσεων Tripkovich.1183 Τέτοιες εργασίες
απαιτούσαν γερανούς και άλλα πολύτιμα εργαλεία, των οποίων η μεταφορά μέχρι την
κατεχόμενη Ελλάδα (ειδικά στην περίπτωση των Γερμανών) ήταν δύσκολη και ασύμφορη,
ειδικά από τη στιγμή που το έργο αυτό θα μπορούσαν να αναλάβουν κάποιες από τις
εγχώριες εταιρείες.
Πράγματι, αρκετές από τις εταιρείες αυτές άρχισαν σύντομα να δουλεύουν για τους
Γερμανούς ή τους Ιταλούς, συνήθως κατόπιν επίταξης, αλλά πάντα με τη καθιερωμένη
αμοιβή. Οι ελληνικές εταιρείες (και δευτερευόντως κάποιες ιταλικές) ανέλκυσαν τελικά
μεγάλο μέρος των ναυαγίων, ειδικά των πρώτων ετών της κατοχής. Οι σχετικές εργασίες
ξεκίνησαν αμέσως και ήδη τον Ιούνιο σχετικά δημοσιεύματα στις ελληνικές εφημερίδες
παρουσίαζαν τις εργασίες με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια, χωρίς όμως ιδιαίτερες αναφορές
στις αρχές κατοχής.1184

1181
Αμέσως μετά την εγκατάστασή του στον Πειραιά, ο Γερμανός επίτροπος Elsner, υπεύθυνος
πολεμικών λειών, διέταξε να επιταχθούν για τους Γερμανούς όλα τα σκάφη άνω των 40 τόνων, ενώ
κήρυξε όλα τα ναυάγια ως περιουσία του γερμανικού κράτους και ανέθεσε σε ελληνικές
επιχειρήσεις την ανέλκυσή τους. Βλ. Αρχείο Ι. Μελισσηνού: Το Ναυτικό στον Δεύτερο Παγκόσμιο…,
σελ. 11.
1182
Οικονομικός Ταχυδρόμος Αθηνών, «Ανέκυσις των ακτοπλοϊκών σκαφών», 30/6/1941.
1183
BA-MA, TS 404/14903, Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau,
Marineoberbaurat Mendelssohn, “Bericht über die Reise nach Athen vom 9. Bis 16. Oktober 1942”. Ο
Gottfred Freiherr von Banfield (μάλλον λανθασμένα αναφέρεται ως Bandfield στο έγγραφο) ήταν
αρχικά αξιωματικός του αυστροουγγρικού ναυτικού και αεροπόρος. Όταν μεταπολεμικά η γενέτειρά
του ενώθηκε με την Ιταλία ο ίδιος έφυγε για την Αγγλία, όπου πήρε και την Αγγλική υπηκοότητα, για
να γυρίσει αργότερα στην Ιταλία και να αναλάβει (ως Ιταλός πια) την επιχείρηση του πεθερού του.
1184
Βλ. εφημερίδα Ακρόπολις Αθηνών, «Πλοία… μετεμψυχούμενα. Χαμένα βαπόρια που
επανέρχονται στη ζωή…. Ανελκύσεις εις τον Πειραϊκόν λιμένα», 21/6/1941. Το άρθρο αναφέρει την
ανέλκυση (αλλά όχι ακόμα επισκευή) των «Ελλάς», «Πατρίς» και «Ακρόπολις». Στη γερμανική λίστα

674
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 1941 είχαν συνολικά ανελκυστεί 37 σκάφη, κυρίως από τα
παράλια της Αττικής και τη Σούδα, συνολικού τονάζ πάνω από 52.000 κόρων (ολικής
χωρητικότητας, grt). Τα μικρότερα από τα σκάφη ήταν γύρω στους 100 κόρους, ενώ το
μεγαλύτερο, το δανέζικο “Eleonora Maersk” 10.694 κόρων. Κάτι παραπάνω από το 1/3 των
σκαφών αυτών βρισκόταν υπό επισκευή την περίοδο εκείνη (ανάμεσά τους το
ναυαγοσωστικό «Μαριγώ Μάτσα», το ναρκαλιευτικό HMS “Widness” και άλλα σκάφη που
θα ήταν χρήσιμα για τα γερμανικό ναυτικό στη συνέχεια του πολέμου). Στους λίγους μήνες
που είχαν περάσει, κάτι λιγότερο από το 1/3 των ανελκυσθέντων είχαν ήδη προλάβει να
τεθούν σε υπηρεσία.1185 Την ίδια περίοδο βρίσκονταν υπό ανέλκυση άλλα 14 σκάφη με
χωρητικότητα λίγο παραπάνω από 30.000 κόρους (5 από τα οποία ήταν άνω των 3.500 grt),
ενώ ακόμα 20 περίμεναν τη σειρά τους προς ανέλκυση (ανάμεσά τους – θεωρητικά
τουλάχιστον – το καταδρομικό York).1186 Το 1941 ειδικά ήταν έτος ευκαιριών για όσους
ήθελαν να ασχοληθούν με τις ανελκύσεις σκαφών και όσων φορτίων μπορούσαν να
διασωθούν από τα καταστρώματα και τα αμπάρια τους.

Α) Ιστορικές εταιρείες και κατοχικές ανελκύσεις: Βερνίκος – Μάτσας

Η μεγαλύτερη εταιρεία του είδους την περίοδο εκείνη ήταν η Βερνίκος – Μάτσας, εταιρεία
στην οποία γρήγορα στράφηκαν και οι Γερμανοί. Ο Ν. Βερνίκος μάλιστα ήταν και

του Οκτωβρίου (βλ. επόμενη υποσημείωση) το πρώτο αναφέρεται ως προοριζόμενο για διάλυση,
ενώ τα επόμενα δύο καταγράφονται ως ανελκυσθέντα.
1185
BA-MA, RW 19/5525, “Liste der bereits geborgenen Schiffe“. Στον γερμανικό πίνακα το “Widness“
εμφανίζεται λανθασμένα ως “Wittness”. Ένα ακόμα γνωστό (για την τραγική του ιστορία) πλοίο που
εμφανίζεται στον πίνακα ήταν το «Ταναΐς», που θα βυθιστεί σχεδόν 3 χρόνια αργότερα (μάλλον από
βρετανικό υποβρύχιο) παίρνοντας μαζί του τους Εβραίους της Κρήτης τους οποίους μετέφερε προς
τα στρατόπεδα της Γερμανίας. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα σκάφη βρίσκονταν σε διάφορα
λιμάνια πιθανώς περιμένοντας μικροεπισκευές, ένα ήταν σε ιταλικά χέρια (το περίπου 500 τόνων grt
«Βάρη»), 1 προς διάλυση (το 1.500 grt «Αγαλλιάνη»), ενώ το “Eleonora Maersk“ και το 7.000 grt
“Araybank” είχαν κριθεί ότι είχαν τόσο σοβαρές ζημιές που τελικά δεν μπορούσαν να ταξιδεύσουν.
Ένα από τα σκάφη που βρίσκονταν στον Πειραιά δεν ήταν στην πραγματικότητα πλοίο, αλλά ο
πλωτός γερανός «Κύκλωψ».
1186
BA-MA, RW 19/5525, “Stand der Bergungsarbeiten am 15. Okt. 1941“. Η χωρητικότητα των 14
από τα 20 προς ανέλκυση σκαφών (ο πίνακας δεν αναφέρει τη χωρητικότητα του πολεμικού York και
άλλων 5 πλοίων) ήταν περίπου 47.500 grt. Στην πράξη κάποια από τα πλοία αυτά (κυρίως βέβαια τα
βαρύτερα και εκείνα που ήταν σε κακή κατάσταση, όπως το York) δεν έγινε δυνατόν να ανελκυστούν
πριν το τέλος του πολέμου.

675
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σημαντικός παράγοντας της οικονομικο-πολιτικής ζωής της χώρας, αφού προπολεμικά είχε
διατελέσει διευθυντής των Σιδηροδρόμων Αθηνών-Πειραιώς-Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ) και
υπουργός. Φαίνεται πως βρήκαν μάλιστα έναν γερμανομαθή για νέο συνέταιρο, κάποιον
φιλογερμανό Ελευθέριο Σουπιλά, με τον οποίο ίδρυσαν και νέα εταιρεία (Βερνίκος, Μάτσας
και Σουπιλάς), καταφέρνοντας να γλυτώσουν έτσι (σύμφωνα τουλάχιστον με την πηγή) τα
ναυαγοσωστικά τους σκάφη από την επίταξη. Η εταιρεία αυτή ανέλκυσε αρχικά το τάνκερ
«Πετράκης Νομικός», ένα «εκ των καλλιτέρων πλοίων του εμπορικού μας στόλου», που
είχε «τεραστίαν διά τας πολεμικάς επιχειρήσεις αξίαν ως Tanker». Μέσα στο καλοκαίρι του
1941 αναφερόταν ότι είχε επίσης ανελκύσει το σκάφος «Τέτη» των Σιγάλα και το σουηδικό
(αλλού αναφέρεται ως δανέζικο) «Βίκινγκ», και κάποια άλλα σκάφη που παραδόθηκαν στο
γερμανικό ναυτικό, ενώ τον Αύγουστο εργαζόταν στην ανέλκυση του ταχυδρομικού
«Ελλάς».1187
Η δράση τους αυτή οδήγησε τις ελληνικές υπηρεσίες της Μέσης Ανατολής να τους
θεωρήσουν ως «μεγαλύτερους συνεργάτες» του εχθρού στις εργασίες των ανελκύσεων,
άποψη που συμμερίζονταν και οι αμερικανο-βρετανικές, αφού οι Βερνίκος και Μάτσας
βρίσκονται στις σχετικές λίστες των «οικονομικών συνεργατών του εχθρού». Στην ίδια λίστα
βρίσκονται επίσης ο συνέταιρός τους Ελευθέριος Σουπιλάς αλλά και ένας ακόμα

1187
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1941: Φ13Υ4, Πρεσβεία Άγκυρας, Αύγουστος-Οκτώβριος 1941, «Δεύτερον
Δελτίον Πληροφοριών περί της εν Ελλάδι καταστάσεως μηνός Αυγούστου 1941», σσ. 18-19. Το
τάνκερ αναφέρεται λανθασμένα στην πηγή ως «Πέτρος Νομικός». Το «Πετράκης Νομικός» δεν
άργησε να ξεκινήσει τις μεταφορές καυσίμων για τους Γερμανούς. Για παράδειγμα τον Νοέμβριο-
Δεκέμβριο του 1941 αναμενόταν να πλεύσει στο λιμάνι του Πειραιά ώστε να ανακουφίσει τις
γερμανικές αρχές (αλλά και τις ελληνικές βιομηχανίες) από τις μεγάλες ελλείψεις καυσίμων (βλ.
σχετικά BA-MA, RW 19/2802, Der Bevollmächtigte des Reis für Griechenland, Mineralölreferent, προς
Reichswirtschaftsministerium, Abteilung Mineralöle και OKW, Wi-Rü Amt/Ro V,
“Mineralölbewirtschaftung und Mineralösituation in Griechenland”, 8.10.1941). Το «Πετράκης
Νομικός» μετονομάστηκε σε “Wilhelmsburg” στα μέσα του 1943, λίγο καιρό πριν βυθιστεί από
βρετανικό υποβρύχιο (Gröner, E.: Die Deutsche Kriegsschiffe 1815-1945, Band 4: Hilfsschiffe I:
Werkstattschiffe Tender und Begleitschiffe, Tanker und Versorger, Bernard & Graefe Verlag, Koblenz,
1986, σελ. 193). Το σκάφος υπήρχε και στη λίστα των ανελκυσθέντων σκαφών του Οκτωβρίου 1941
που είδαμε παραπάνω. Το «Ελλάς» τελικά πήγε για διάλυση (περιλαμβάνεται στον πίνακα των 24
υπό διάλυση σκαφών των Οκτώβρη 1941 που είδαμε παραπάνω). Το «Τέτη» εμφανίζεται πράγματι
στα ανελκυσθέντα, ενώ το «Βίκινγκ» ενδέχεται να είναι ένα από τα σκάφη που στους γερμανικούς
πίνακες δεν έχουν όνομα.

676
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

συνάδελφός τους, ο Γ. Στρίγγος που, όπως παραδεχόταν και ο ίδιος, είχε ανελκύσει
διάφορα πλοία και εμπορεύματα για τους Γερμανούς.1188
Στην εταιρεία Βερνίκου – Μάτσα εργάζονταν μάλλον κάποιοι (αν όχι όλοι) από τους 8
δύτες και τα δύο ναυαγοσωστικά σκάφη που αναφέρονται ότι δούλευαν εντατικά για την
ανέλκυση των πολυάριθμων μισοβυθισμένων σκαφών στο λιμάνι της Σούδας το
Φθινόπωρο του 1941. Την περίοδο εκείνη αναφερόταν συγκεκριμένα η προσπάθεια
ανέλκυσης ενός βυθισμένου πλοίου 8.000 τόνων από το «Ειρήνη Βερνίκου».1189 Η εταιρεία
Λουκά Μάτσα αναφέρεται ακόμα και σήμερα στην απομάκρυνση από τον Πειραιά τον
Μάιο του 1941 του φορτωμένου με καύσιμα και πυρομαχικά βουλγαρικού σκάφους
«Μαρία Λουίζα», το οποίο είχε πιάσει φωτιά.1190

1188
Ένα από τα ταχτοποιημένα ανελκυσθέντα σκάφη είχε μάλιστα υπηρετήσει με τους Γερμανούς.
Για τις συμμαχικές εκθέσεις βλ. TNA, WO 204/12766, BCIS [Balkan Counter Intelligence Section],
“Greece - Reports on Economic Collaborators No2”, Secret 31/3/1946. Στη σχετική λίστα βρίσκονταν
άτομα που είχαν κάνει εκτεταμένες δουλειές με τους Γερμανούς, πέρα από την ιδεολογική ή άλλη
τους θέση ή τα κίνητρά τους. Αν και δεν αποκλείεται η (βενιζελική) οικογένεια Βερνίκου να είχε
πολιτικούς αντιπάλους στην κυβέρνηση της Μ. Ανατολής που θα ήθελαν να τη δυσφημίσουν (στο
παρελθόν είχαν δικαστεί για τη φυγάδευση του Πλαστήρα μετά το αποτυχημένο κίνημα του 1935 –
όπως τουλάχιστουν αναφέρει η Έλλη Σανίκου – Βερνίκου σε συνέντευξη στην Κατερίνα Βουρκατιώτη
στις 4 Μαρτίου 1997, την οποία μου παραχώρησε ο Άρης Μπιλάλης), η παρουσία μελών της στη
συγκεκριμένη λίστα δεν είναι αποτέλεσμα τέτοιων κινήτρων.
1189
TNA, WO 208/3354, “Report No. 132”, πληροφορίες Θεόδωρου Λιόσση, καπετάνιου ελληνικού
καϊκιού που διέφυγε από την Κρήτη στις 3 Νοεμβρίου 1941. Στην πηγή αναφέρεται το σκάφος με το
όνομα “Candia”, το οποίο όμως πρέπει να είναι λανθασμένο. Εκτός των ίδιων των σκαφών,
προσπάθειες έγιναν και για την ανέλκυση των περιεχομένων των αποθηκών τους, όπως το λεγόμενο
«βρωμόριζο» του βυθισμένου καταδρομικού York (Μανουσάκης Βασίλης, «Η Κρήτη της ‘Νέας
Ευρώπης’. Οικονομία, κοινωνία και η εμπειρία της κατοχής», σελ. 136, στο: Μέρες του ’43. Η
καθημερινή ζωή στην κατεχόμενη Κρήτη, πεπραγμένα επιστημονικού συμποσίου, Εταιρεία Κρητικών
Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2012, σελ. 134 και Μανουσάκης, Γιώργης: Όταν το πέλμα μας
εταίριαζε με το χώμα, μυθιστόρημα χωρίς μύθο, Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», Χανιά,
2000, σελ. 105).
1190
Το πλοίο τελικά εξερράγη όταν βρισκόταν κοντά στα ναυπηγεία Βασιλειάδη, προκαλώντας εκτός
από μεγάλες ζημιές σε άλλα πλοία και εγκαταστάσεις και την απώλεια δύο μελών των ρυμουλκών
της εταιρείας. Loucas G. Matsas http://www.matsas.gr/frameset.htm, Company’s History, ενότητα
Historical Key points – Major Operations. The period of the second world war (πρόσβαση 23/9/2013).
Η έκρηξη του πλοίου πρέπει να ήταν πολύ ισχυρή και μάλλον πρόκειται για το περιστατικό που έγινε
αντιληπτό σε μεγάλο μέρος της Αθήνας και καταγράφεται στα ημερολόγια του Περικλή Βυζάντιου (Η

677
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εκτός των ανελκύσεων, οι Βερνίκος – Μάτσας φαίνεται πως ασχολήθηκαν ή


τουλάχιστον επιδίωξαν να ασχοληθούν από νωρίς και με τις θαλάσσιες μεταφορές για
λογαριασμό των αρχών κατοχής, αφού σε γερμανικό έγγραφο εμφανίζεται αντιπρόσωπος
της («μεταφορικής») τους εταιρείας να ζητάει τον Ιούλιο του 1941 φορτηγίδες ή άλλα μικρά
σκάφη για τη μεταφορά σιδηροπυρίτη από το Στρατώνι.1191
Άσχετα με τον όποιο βαθμό της συνεργασίας, οι σχέσεις των Βερνίκου και Μάτσα με
τους κατακτητές δεν ήταν ακριβώς άριστες σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, αφού οι
εταιρείες τους δεσμεύτηκαν προσωρινά από τους Γερμανούς τον Δεκέμβρη του 1941.1192 Οι

Ζωή Ενός Ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές Σημειώσεις, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα,
1994, καταγραφή 31 Μαΐου 1941, σσ. 167-168), και του Μίνου Δούνια (‘Έπειτα από 120 χρόνια
ελεύθερης ζωής είμεθα πάλι σκλάβοι’, το ημερολόγιο Κατοχής του Μίνου Δούνια, (Φιλολογική
επιμέλεια – παρουσίαση Κυρ. Ντελόπουλος), Εστία, Αθήνα, 1987, καταγραφή 1 Ιουνίου 1941, σελ.
40). Βλ. επίσης την σύντομη περιγραφή στο TNA, HS 2/664, “Greece-Report submitted by ‘A’ of S.O.E.
to ‘C’ section, Turkey”, Most Secret, [1941]. Αν βέβαια δεν είχε ξεκινήσει η απομάκρυνσή του, οι
ζημιές στον Πειραιά θα ήταν μεγαλύτερες, αλλά ακόμα κι έτσι το σκάφος προξένησε τη βύθιση
άλλων τριών, το ένα από τα οποία ήταν φορτωμένο με ιταλικές βόμβες και το δεύτερο με
πυρομαχικά. Η ιστοσελίδα της εταιρείας αναφέρει ως αιτία της φωτιάς ένα απροσδιόριστο
σαμποτάζ. Πάντως το γερμανικό πολεμικό ημερολόγιο της ναυτικής διοίκησης της περιοχής
αναφέρει την αιτία της έκρηξης ως «άγνωστη, αλλά πιθανώς αυνανάφλεξη βενζίνης» (NARA,
microfilm T1022 Roll 2549, frames 609-611, Kriegstagebuch Marinegruppenkommando Südost,
30/5/1941), ενώ το πλοίο δεν περιλαμβάνεται σε κάποια από τις μεταπολεμικές λίστες με τη δράση
αντιστασιακών οργανώσεων (οι οποίες εξάλλου δεν είχαν προλάβει να λειτουργήσουν ακόμα).
1191
BA-MA, RW 29/107, Kriegstagebuch, Blatt Nr. 72, 10/7/1941. Δεν είναι βέβαιο αν οι Βερνίκος –
Μάτσας ετοίμαζαν νέα ειδική μεταφορική εταιρεία για τις δραστηριότητες αυτές.
1192
Για τον διορισμό από τον Γερμανό Φρούραρχο Πειραιώς των Erich Heine (άγνωστο αν πρόκειται
για συγγενή του γαμπρού του Ε. Χαρίλαου) και Wille Venzlaff ως προσωρινών διαχειριστών στους
Οίκους «Βερνίκος», «Βερνίκος και Μάτσας», «Λουκάς Μάτσας και Υιοί» (αν και δεν βρίσκεται στη
μικρή λίστα των επιχειρήσεων υπό διαχείριση, η απάντηση για τη δέσμευση στο έγγραφο προκύπτει
από ερώτημα της Γραμματείας του Κεντρικού για την «Ελευθέριος Σουπίλας – Εταιρεία Βερνίκος και
Μάτσας»), βλ.: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ68Φ1123, επιστολή Γερμανικού Φρουραρχείου προς το Δικαστικό
Τμήμα της ΕΤΕ, 9/12/1941 και Α1Σ40Υ81Φ267, Δικαστικό τμήμα ΕΤΕ, «Γνωμάτευσις, Βερνίκος,
Βερνίκος και Μάτσας και Λουκάς Μάτσας και Υιοί», Αθήνα, 4 Μαΐου 1942. Όπως μάλιστα αναφέρει
η ΕΤΕ, κατά τη διάρκεια της δέσμευσης τα δικαιώματα των ιδιοκτητών «ατονούσαν», η περιουσία
τους δεσμευόταν και ουδεμία απόδοση χρημάτων ή συναλλαγή θα γινόταν από την τράπεζα χωρίς
άδεια. Το γεγονός πως η δέσμευση έγινε σχετικά νωρίς (οι δεσμεύσεις εβραϊκών περιουσιών στην
Αθήνα και στο σύνολο σχεδόν της ιταλικής ζώνης έγιναν κυρίως προς το τέλος της κατοχής), και η

678
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

περισσότεροι περιορισμοί άρθηκαν λίγους μήνες αργότερα (17/7/1942), όπως


επιβεβαιώνεται από το σχετικό έγγραφό του Φρουραρχείου Πειραιώς, σύμφωνα με το
οποίο «οι κύριοι των επιχειρήσεων τοιουτοτρόπως δικαιούνται εις άμεσον και ελευθέραν
διάθεσιν των λογαριασμών των» λόγω λήξης της επιτροπικής διαχείρισης.1193
Όπως και να ‘χει, τα σκάφη της εταιρείας συνέχισαν το έργο τους για το γερμανικό
ναυτικό μέχρι και τις τελευταίες ημέρες της κατοχής. Σε έγγραφο της οργάνωσης «Απόλλων
– Υβόννη» αναφέρεται για παράδειγμα η πληροφορία για τα σχέδια των Γερμανών το
φθινόπωρο του 1944 να χρησιμοποιήσουν το ρυμουλκό «Ειρήνη Βερνίκου» για την
ρυμούλκηση του φορτηγού Johan Knudsen μέχρι την είσοδο του λιμανιού όπου θα το
βύθιζαν ώστε να αχρηστεύσουν το λιμάνι.1194

απουσία οποιασδήποτε αναφοράς περί Εβραίων, μάλλον περιορίζει σημαντικά την πιθανότητα αυτή
να έγινε εξαιτίας της καταγωγής του Μάτσα. Παρόμοια προβλήματα (κάποιες φορές συνοδευόμενα
από ολιγοήμερη φυλάκιση) είχαμε και σε άλλες περιπτώσεις. Σε κάποιες από τις περιπτώσεις αυτές
αίτια φαίνεται να ήταν υπερτιμολογήσεις, διοχέτευση μέρους των προμηθειών στη μαύρη αγορά, ή
άλλες πράξεις που οι κατακτητές τιμωρούσαν ως απάτες, και σπανιότερα με υπόνοιες (όχι όμως
αποδείξεις) περί ανεπαρκούς «ενθουσιασμού» για το έργο που είχαν αναλάβει. Δυστυχώς στη
συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουν ακόμα εντοπιστεί τα πραγματικά αίτια της δέσμευσης.
1193
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ68Φ1123, «αφορά: Επιτροπικήν διαχείρισιν των επιχειρήσεων Βερνίκος –Μάτσας,
Διαταγή», 25 Ιουλίου 1942.
1194
Στην έκθεση αναφέρεται ως “Buikan”(;), πρώην «Ειρήνη Βερνίκου». Η οργάνωση αναφέρει ότι
κατάφερε να τοποθετήσει εκρηκτικά στο επιταγμένο νορβηγικό φορτηγό, το οποίο εξερράγη στις 11
Οκτωβρίου και βυθίστηκε μεταξύ Ψυτάλλειας και Αγ. Γεωργίου όπου μεταφέρθηκε από τους
Γερμανούς. TNA, HS 5/602: “Anti-sabotage activities. Athens and Piraeus areas”, Secret (έκθεση χωρίς
ης
ημερομηνία, αλλά το συνοδευτικό έγγραφο αποστολής είναι της 28 Φεβρουαρίου 1945) και Force
133, “Anti-sabotage and Enemy Demolitions, Sitrep for Period 20 Sept-5 Oct 44”, 10 October 44,
ης ης
καθώς και «Υπηρεσία Απόλλων Σαμποτάζ, Έκθεσις πεπραγμένων από της 1 Ιουλίου μέχρι 13
ος
Οκτωβρίου 1944», ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), Τόμος 7 , «Αντιστασιακές
Οργανώσεις Εσωτερικού», Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998, σελ. 104
(ηλεκτρονική έκδοση). Στη λίστα αμοιβών που οι βρετανικές υπηρεσίες έδιναν για το σαμποτάζ
πλοίων στα μέλη της οργάνωσης το «Ειρήνη Βερνίκου» τιμολογούνταν το 1944 με 13 ναπολεόνια για
σοβαρή βλάβη και 25 για ολική βύθιση (TNA, HS 5/547, “Τιμολόγιον το οποίον μας έδωσεν η
υπηρεσία επί τη βάσει του οποίου να εργαζόμεθα»). Προφανώς το σκάφος θεωρούνταν αρκετά
πολύτιμο ώστε να είναι ένα από τα λίγα που αναφέρονταν ονομαστικά στο τιμολόγιο των προς
βύθιση σκαφών.

679
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Το γεγονός πάντως της προσωρινής δέσμευσης δεν εμπόδισε τις συμμαχικές αρχές
να συνεχίσουν να τους θεωρούν ύποπτους μέχρι και το τέλος της κατοχής.1195 Εξάλλου οι
«κακές παρέες» μελών της οικογένειας τους έκαναν να φαίνονται ακόμα περισσότερο
ύποπτοι στα μάτια των Συμμάχων. Ο «εφοπλιστής Βερνίκος» (ασαφές για το ποιο μέλος της
οικογένειας πρόκειται, πιθανώς για τον πατέρα) για παράδειγμα ήταν μέλος της Γενικής
Συνομοσπονδίας Παλαιών Πολεμιστών, η οποία αναφερόταν ότι «συνεστήθη υπό της
Ιταλικής Πρεσβείας με σκοπόν την διάσπασιν της κατά των κατακτητών αντιδράσεως δια
της προλήψεως ανταρσιών, απεργιών, σαμποτάζ κλπ.» και στην ηγεσία της οποίας
βρίσκονταν κάποιοι γνωστοί ένθερμοι συνεργάτες των κατακτητών.1196

1195
Ο σχετικός χαρακτηρισμός μάλιστα για τον Ν. Βερνίκο μέχρι και το 1945 είναι “enemy agent” (ο
χαρακτηρισμός αναπαράγεται από προηγούμενη αναφορά του 1942, την οποία ο συγγραφέας της
έκθεσης για τους οικονομικούς συνεργάτες συνεχίζει να θεωρεί αξιόπιστη και το 1945). Βλ. TNA, WO
204/12766, BCIS [Balkan Counter Intelligence Section], “Greece - Reports on Economic Collaborators
No.2”, Secret, 31/3/1946.
1196
Στην πηγή αναφέρεται ως «Γενική Συνομοσπονδία Παλαιών και Νέων Πολεμιστών», με βασικά
στελέχη μεταξύ άλλων τους Κονδάκη και Παπαφλέσσα. Διεύθυνση Ειδικών Υπηρεσιών Πολέμου:
«Αντιστασιακές Οργανώσεις όπως αξιολογούνται» (στην πραγματικότητα έχει μαζί και τις πλέον
ακραίες δοσιλογικές οργανώσεις Ε.Ε.Ε., Ο.Ε.Δ.Ε, Ε.Σ.Π.Ο κλπ), ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία Εθνικής Αντίστασης
ος
(1941-1944), Τόμος 7 , «Αντιστασιακές Οργανώσεις Εσωτερικού», Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας
Στρατού, Αθήνα, 1998, σσ. 636-637 (ηλεκτρονικής έκδοσης). Πρόκειται για την «Γενική
Συνομοσπονδία Παλαιών Πολεμιστών της Ελλάδος», που ιδρύθηκε το 1934. «Αρχηγός» της (κατά το
φασιστικό πρότυπο) ήταν ο Α. Κονδάκης, φανατικός ιταλόφιλος, οπαδός του Φασισμού και επίδοξος
υπουργός της κατοχικής κυβέρνησης (βλ. Κονδάκης, Ανδρέας: Σαράντα άρθρα του για την Ελλάδα,
[χ.ε.], Αθήνα, 1942, κυρίως την εισαγωγή του δημάρχου Καισαριανής Θ. Μεταξά). Ο αντιστράτηγος
Παπαφλέσσας ήταν παράλληλα και μέλος τις Οργάνωσης Ελλήνων Εθνικιστών (του εκδότη της
«Εσπερινής» και επίδοξου κατοχικού πρωθυπουργού Γιάνναρου) και της μετεξέλιξής της, του
«Ελληνικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος». Γιάνναρος και Κονδάκης είχαν στείλει εκ μέρους των
οργανώσεών τους και τηλεγραφήματα στον Χίτλερ διαφημίζοντας την φιλοαξόνική τους στάση και
την πίστη τους στον Ναζισμό. AA-PA, R 101.082, Griechische Nationalsozialistische Partei,
“Verantwortliche Denkschrift” καθώς και R 29612, “Telegramm an den Führer und Reichskanzler” του
Κονδάκη (“Präsident der Generalvereinigung der griechischen Frontkämpfer”) και του Γιάνναρου
(“Der Griechische Nationalsozialistische Partei, Leiter”), 24/5/1941, αρ. πρωτ. Α9980/41. Το
τηλεγράφημα του «Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος» υπογράφουν επίσης οι Ι. Παπαφλέσσας
(αντιστράτηγος), Σ. Μπότσαρης (Ηπειρώτης πολιτικός), Π. Κάβδας (πρώην Υπουργός, Γεν. Διοικητής
Μακεδονίας, Θράκης ή Ηπείρου, ανάλογα με την πηγή), Φ. Πορτάρος (υποναύαρχος), Α. Κονδάκης
(πρόεδρος των Παλαιών Πολεμιστών), Δ. Θεοφιλάτος (“Theofilos” στο πρωτότυπο, «Οργανωτής» των

680
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι υποψίες για την στάση των Βενίκου και Μάτσα συνεχίστηκαν και με την
απελευθέρωση. Το 1945 η εφορία, έχοντας μαζέψει κάποιες σχετικές αποδείξεις για τις
πληρωμές των αρχών κατοχής, επέβαλε στους Βερνίκο και Μάτσα, αλλά και στον συνέταιρό
τους Σουπίλα, όπως και σε αρκετούς άλλους που έβγαλαν χρήματα από τη μαύρη αγορά ή
τις δυνάμεις κατοχής, ειδική φορολογία «πλουτησάντων επί κατοχής», ενώ συνελήφθησαν,
προφυλακίσθηκαν και δικάστηκαν με την κατηγορία του οικονομικού δοσίλογου.1197 Αν και

Ελλήνών Διαμενόντων στην Αμερική), Ν. Νικολόπουλος (βιομήχανος, γενικός γραμματέας του


κόμματος – πιθανότατα ο εργοστασιάρχης χαρτόσακων της Χαλκίδας που είδαμε στο πρώτο μέρος), Ι
Πολυχρονόπουλος («συνταγματάρχης»), Κ. Ρόκος (αρχίατρος) και Δρ. Δ. Πετρακάκος (Κυβερνητικός
Επίτροπος στην Ιερά Σύνοδο). Οι Πολυχρονόπουλος (πρώην διοικητής των ασφαλειών του κράτους,
αστυνομικός διευθυντής) και Θεοφιλάτος είχαν εμπλακεί και στην απόπειρα δολοφονίας του
Βενιζέλου το 1933. Βλ. Άρτσερ, Λαιρντ: Βαλκανικό Ημερολόγιο (1934-1941), βιβλιοπωλείο της
«Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε., Αθήνα, 1993, σελ. 276. Αντίγραφο της ευχαριστήριας επιστολής
που είχε στείλει στον Φύρερ το Διοικητικό Συμβούλιο του κόμματος βρίσκεται και στο αρχείο του
Χρύσανθου, στο ΕΛΙΑ (φάκελος 7.3). Τα ίδια ονόματα περίπου (με την προσθήκη του αστυνομικού
διευθυντή Έβερτ, του Δ. Παπαδημητρίου για την ΤτΕ του Γ. Καλύβα και του Γ. Παμπούκα) αναφέρει
και ο – όχι πάντα απολύτως αξιόπιστος – Στεριώτης (Προσπάθειαι Άξιαι Τιμής, Ι.Γ. Παπανικολάου,
Αθήνα, 1945, κυρίως σσ. 94-95) ως προτεινόμενα από τον Γιάνναρο για τη Εθνικοσοσιαλιστική
Ελληνική κυβέρνηση (ο Παμπούκας, που θα γίνει αρχικά επίτροπος γεωργίας και το 1943 υπουργός,
είχε γράψει προπολεμικά και βιβλίο στο οποίο εξέφραζε τον θαυμασμό του στον φασισμό, στενό
συγγενή του οποίου φαίνεται πως θεωρούσε το καθεστώς Μεταξά. Βλ. Παμπούκας Γεώργιος Β.: Ο
Φασισμός και αι Ιδεολογικαί του Βάσεις, καταστήματα Νικ. Τιλπέρογλου, Αθήνα, 1940). Ο Βερνίκος
πάντως δεν εμφανίζεται να έχει κάποια σχέση με το κόμμα του Γιάνναρου, ο δε Μάτσας είναι
εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούσε να τρέφει έστω και περιορισμένες παρόμοιες συμπάθειες.
1197
Ο Δημήτριος Βερνίκος, αδελφός του Νικολάου, κλήθηκε να πληρώσει 30.000.000 δραχμές, ο
Ελευθέριος Σουπίλας 20.000.000 και οι Λουκάς Μάτσας και Υιοί 15.000.000, ποσά σημαντικά, αλλά
κάτω του μέσου όρου των πρώτων τουλάχιστον πινάκων «πλουτησάντων». Εφημερίδα Ελευθερία
Αθηνών: «οι παρανόμως πλουτήσαντες έμποροι», 17/4/1945 και «ο Δεύτερος Πίναξ Φορολογίας των
Παρανόμως Πλουτησάντων επί Κατοχής», 21/4/1945. Οι Νικόλαος και Κωνσταντίνος κλήθηκαν να
πληρώσουν άλλα 15 και 40 εκατομμύρια αντίστοιχα (TNA, WO 204/12766, BCIS [Balkan Counter
Intelligence Section], “Greece - Reports on Economic Collaborators No.2”, Secret, 31/3/1946). Το
πιθανότερο για τον Δημήτρη Βερνίκο είναι οι φόροι που του επιδικάστηκαν να προέκυψαν από την
παρουσία του ονόματός του στο Δ.Σ. των οικογενειακών επιχειρήσεων, αφού σύμφωνα με
μαρτυρίες ο ίδιος βρισκόταν τον περισσότερο καιρό στη Γαλλία. Είχε μάλιστα ταξιδέψει μαζί με τον
αδελφό του Μάνο στο Τελ Αβίβ μεταφέροντας Εβραίους, όπου φαίνεται ότι συνελήφθη. Δεν
υπάρχουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι η οικογένεια είχε άλλες σχέσεις με τους κατακτητές
πέρα από όσα απαιτούσαν οι επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, με τις οποίες ασχολούνταν τα

681
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

η εφορία φαίνεται να είχε συλλέξει αρκετά στοιχεία για τα έσοδα της επιχείρησης από τα
γερμανικά συμβόλαια, δεν είναι πάντα εύκολο στους σημερινούς ερευνητές να αποκτήσουν
πλήρη εικόνα των εσόδων – φανερών και ενδεχομένως λιγότερο φανερών. Υπάρχουν

αδέλφια Κώστας και Αλέκος, και ο πατέρας τους Νίκος. Σύμφωνα με όσα καταθέτουν μέλη της
οικογένειας, κατά την κατοχή, η αδελφή τους Έλλη έκρυψε Εβραίους, ενώ ο ένας αδελφός που ζούσε
στην Αίγυπτο αναφέρεται ότι «επιστρατεύτηκε από την αγγλική κυβέρνηση» για να φτιάξει ναυτική
βάση σε ελληνικά νησιά και πιάστηκε όταν ήρθε για επίσκεψη στην Αθήνα. Σώθηκε με τη
μεσολάβηση του Γιωργάκη, δικηγόρου του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, που φαίνεται ότι κανόνισε
ώστε να δωροδοκηθούν οι ιταλικές αρχές και μετά την ιταλική κατάρρευση πέρασε στην Ιταλία και
από κει στην Αίγυπτο. Βλ. τη συνέντευξη Έλλης Σανίκου – Βερνίκου (αδελφής του Δημητρίου), ο.π.. Η
Έλλη φαίνεται να έκρυψε τον Μάριο Μοδιάνο, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα λεγόμενα στη
συνάντηση που περιγράφεται στο: Capel, Richard: Simiomata. A Greek Note Book 1944-45,
Macdonald & Co., London, χ.χ. [1945;], σς. 97-99. Ωστόσο ο Capel αναπαράγει και πολλές από τις
ανεπιβεβαίωτες φήμες για τον Μάνο Βερνίκο (όπως τον μεγάλο αριθμό βυθίσεων σκαφών του
Άξονα που υποτίθεται ότι οφείλονται σ’ αυτόν όπως και την μυθιστορηματική του απόδραση στην
Ελβετία μετά την αναβολή της εκτέλεσής στην οποία βοήθησε ο Αρχιεπίσκοπος). Κάποιες αναφορές
Συμμαχικών πηγών πάντως δεν είναι ιδιαίτερα θετικές απέναντί στον Μάνο και τον παρουσιάζουν
μάλλον ως αναξιόπιστο τυχοδιώκτη που συνέχιζε να χρησιμοποιεί το σκάφος του (στην
πραγματικότητα το σκάφος της εταιρείας) για ανελκύσεις των Γερμανών, ενώ συνεργάστηκε για τη
διαφυγή Βρετανών και Ελλήνων στη Μ. Ανατολή με κύριο σκοπό το χρήμα («η αίσθηση του
πατριωτισμού του αυξήθηκε με μια άμεση απαίτηση για 500 λίρες, ενώ άλλες απαιτήσεις
ακολούθησαν» και «απατεώνας» που «αποδείχθηκε άλλοτε ερειστικός και άλλοτε φιλικός και
πρόθυμος να πουληθεί στον πλειοδότη»). Οι ελληνικές αρχές τον υποπτεύονταν είχαν εκδόσει και
ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Βλ. TNA, HS 5/524, “Memodandum. Atkinson-Grammaticakis
Affair”, 11/8/1942. Η σύλληψή πάντως του Μάνου στην Αθήνα έγινε μάλλον το καλοκαίρι του 1943
και δεν φαίνεται να έχει σχέση με τη δέσμευση των επιχειρήσεων που προαναφέρθηκε. Σε άλλη
πηγή όμως αναφέρεται ότι την αποφυλάκιση του πλωτάρχη Βερνίκου είχε αναλάβει με το αζημίωτο
ο αρχηγός της «Οργάνωσης Εθνικού Μετώπου Ελλάδος» και φίλος του Άξονα Γ. Ριζόπουλος. Βλ.
Υπηρεσία Πληροφοριών – Γραφείο Πληροφοριών, «Αντιστασιακές Οργανώσεις [περιλαμβάνει όμως
και τις δοσιλογικές] όπως αξιολογούνται από την Υπηρεσία Πληροφοριών της κατοχικής περιόδου»,
ος
ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), Τόμος 7 , «Αντιστασιακές Οργανώσεις
Εσωτερικού», Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998, σελ. 70 (ηλεκτρονική έκδοση). Οι
βρετανικές πληροφορίες του 1944 απαλλάσσουν μόνο τον έναν αδελφό που βρισκόταν στην Αίγυπτο
(μάλλον δηλαδή τον Εμμανουήλ – Μάνο – Βερνίκο. Βλ. TNA, WO 204/12766, BCIS [Balkan Counter
Intelligence Section], “Greece - Reports on Economic Collaborators No.2”, Secret, 31/3/1946). Για τη
σύλληψη και προφυλάκιση Κ. Βερνίκου και Χ. Μάτσα βλ. εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, 4/4/1945,
«Προεφυλακίσθησαν οι Μάτσας και Βερνίκος».

682
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πάντως αρκετές έμμεσες ενδείξεις για αξιόλογα ποσά, όπως η εγγραφή στο όνομα της
κόρης του Σουπίλα («Χάιδω θυγάτηρ του Ελευθερίου») 3 ακινήτων αγορασμένων επί
κατοχής (το 1941), το τίμημα μάλιστα για τα οποία ήταν σχετικά υψηλό για την εποχή
(συνολικά 287 χρυσές λίρες).1198

Β) Ίδρυση νέων επιχειρήσεων ανέλκυσης

Οι αμοιβές – ή τουλάχιστον η προοπτική τους – προξένησαν το ενδιαφέρον ακόμα και


επιχειρηματιών που δεν σχετίζονταν με το αντικείμενο ως τότε.1199 Ένα παράδειγμα
τέτοιου επιχειρήματα ήταν αυτό του Λυκούργου Σαρσέντη. Ο Σαρσέντης, όπως είδαμε
παραπάνω, είχε από παλιά σχέσεις με τη Γερμανία, έχοντας εργαστεί και ως αντιπρόσωπος
της Rheinmetall-Borsig στην Ελλάδα, πριν οι σχέσεις του με την εταιρεία χαλάσουν λόγω
των διαφαινόμενων οικονομικών ατασθαλιών του Σαρσέντη. Ο έλληνας επιχειρηματίας,
που δεν είδε με καλό μάτι την απώλεια των κερδών από τις προμήθειές του – ειδικά
μάλιστα την περίοδο που κορυφώνονταν οι παραγγελίες του ελληνικού στρατού – είχε
μάλιστα καταγγείλει τον Μποδοσάκη στην Rheinmetall πως πουλούσε όπλα στους
Δημοκρατικούς της Ισπανίας.1200
Τον Οκτώβρη λοιπόν του ’41, ο Σαρσέντης προχώρησε στην ίδρυση μιας επιχείρησης
ανελκύσεων-ναυπηγήσεων και ζήτησε από την Εθνική Τράπεζα να την χρηματοδοτήσει.
Ταυτόχρονα πρότεινε και την χρηματοδότηση μιας νέας ελληνογερμανικής επιχείρησης που
θα αναλάμβανε τη ναυπήγηση στην Ελλάδα μικρών ξύλινων πετρελαιοκίνητων σκαφών. Σε
αυτή θα συμμετείχε και η γερμανική ατμοπλοϊκή εταιρεία H. C. Horn, που είχε αναλάβει
από το Γερμανικό υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και την Ανώτατη Γερμανική Διοίκηση
Ναυτικού το σχετικό έργο. Ο Σαρσέντης λοιπόν στράφηκε προς την ΕΤΕ, η οποία είχε ήδη
υπογράψει τη συμφωνία με την Deutsche Bank, μάλλον πιστεύοντας πως η συνεργασία με

1198
Τα ακίνητα αυτά ήταν 2 οικίες και 1 (μάλλον ιδιαίτερα μεγάλο) κτήμα. ΕΛΙΑ, Αρχείο Πανελληνίου
Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, φυλλάδιο απευθυνόμενο «προς την Εθνικήν
Ηγεσίαν και τον Ελληνικόν Λαόν».
1199
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι υπήρξε και ένας ελάχιστος αριθμός επιχειρήσεων του ευρύτερου
κλάδου που έκλεισε την περίοδο εκείνη. Τέτοιο παράδειγμα είναι η διάλυση της Ναυτικής Εταιρείας
Ρυμουλκήσεων και Ναυαγιαιρέσεων Α.Ε. το 1943 (Βλ. Εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, στήλη
«Κίνησις Ανωνύμων Εταιριών», 27/2/1943. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τους λόγους του
κλεισίματος και αν έχουν να κάνουν με την πιθανή άρνηση των ιδιοκτητών να εργαστούν για τις
δυνάμεις κατοχής.
1200
Mogens Pelt: Tobacco, Arms and Politics…, σσ. 176 και 169-170.

683
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τους Γερμανούς θα του έδινε ευκολότερη πρόσβαση στα χρήματα της τράπεζας. Της
πρότεινε λοιπόν να χρηματοδοτήσει τις επιχειρηματικές του αυτές δραστηριότητες είτε τη
μορφή δανείου, είτε την συμμετοχή της ίδιας τράπεζας στις νέες εταιρείες.
Στην επιστολή του προς την ΕΤΕ ο Σαρσέντης ανέφερε ότι η αμοιβή θα δινόταν από
τις αρχές κατοχής στην υπό σύσταση επιχείρηση είτε ως ποσοστό της εκτιμώμενης αξίας
κάθε ανελκυσθέντος σκάφους, ή με ποσοστό ενδεχομένως γύρω στο 130% των εξόδων που
θα πραγματοποιούσε για την κάθε ανέλκυση (100% των εξόδων και 30% κέρδος). Εξάλλου η
Ελλάδα είχε την τεχνογνωσία τόσο σε ό, τι αφορά την ανέλκυση ναυαγίων, όσο και τη
ναυπήγηση ξύλινων σκαφών. Η τράπεζα σκέφτηκε σοβαρά την προοπτική σημαντικού
πιθανού κέρδους λόγω της ύπαρξης, όπως αναφέρει στην έκθεσή της, τουλάχιστον 76
ατμόπλοιων (τα 4 υπό ξένη σημαία) και 82 πετρελαιοκίνητων ιστιοφόρων που είχαν
ναυαγήσει στις Ελληνικές θάλασσες. Τελικά όμως αποφάσισε, με κριτήρια καθαρά
τεχνοκρατικά, να αρνηθεί τη χρηματοδότηση του επιχειρηματικού αυτού σχεδίου. Στην
εμπιστευτική της έκθεση ανέφερε ως αίτιες για την απόφασή της αυτή: πρώτον το αβέβαιο
της προσπάθειας (η δυνατότητα ανέλκυσης σκαφών σε καλή κατάσταση είναι άγνωστη,
ενώ δεν υπήρχαν και λεπτομερή στοιχεία για τα αναγκαία μέσα που απαιτούνταν για τις
ανελκύσεις), δεύτερον τις πιθανές νομικές επιπλοκές για την κυριότητα του κάθε σκάφους
(οι Γερμανοί βέβαια τα είχαν κηρύξει μονομερώς όλα ως περιουσία τους, αλλά
μεταπολεμικά οι ιδιοκτήτες τους ίσως θα μπορούσαν να τα διεκδικήσουν), και τρίτον το
γεγονός πως η όλη προσπάθεια ήταν υπεργολαβία για Γερμανική εταιρεία που είχε
αναλάβει με τη σειρά της το έργο από τις Γερμανικές αρχές και δεν υπήρχε κάποια
εξασφάλιση πως ο Σαρσέντης θα συνέχιζε να έχει την εύνοια των Γερμανών. Εξάλλου,
υπήρχε ήδη μια σημαντική επιχείρηση στον Πειραιά (Βερνίκου – Μάτσα) η οποία είχε
αναλάβει από τους Γερμανούς σχετικό έργο, ενώ υπήρχαν και πληροφορίες για μια ακόμα
τέτοια επιχείρηση που βρισκόταν στα σκαριά. Ο ανταγωνισμός φαινόταν λοιπόν
σημαντικός και αν η νέα εταιρεία έχανε την εύνοια των αρχών κατοχής δεν θα είχε ελπίδα
απέναντι στους ανταγωνιστές της. Σε ό, τι αφορά τη ναυπήγηση πετρελαιοκίνητων
ιστιοφόρων, αυτή θεωρήθηκε μεν χρήσιμη και με πολλές δυνατότητες, αλλά τελικά κρίθηκε
από την τράπεζα ως ανασφαλής, γιατί οι πρώτες ύλες και απαραίτητα εξαρτήματα
(ελάσματα, ειδική ξυλεία, καύσιμα, πετρελαιοκινητήρες κτλ) ήταν δυσεύρετες. Εξάλλου

684
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μόνο η μελλοντική πορεία του πολέμου θα έκρινε το ζήτημα, για το οποίο θεωρούνταν
απαραίτητη η «διεθνής συνεργασία».1201
Αν και δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την χρηματοδότηση της τράπεζας, ο Σαρσέντης
φαίνεται πως προχώρησε με τα επιχειρηματικά του σχέδια, παρόλο που, δυστυχώς, η
έρευνα δεν έχει ανακαλύψει μέχρι στιγμής τη μορφή που αυτά πήραν τελικά. Συνέχισε
μάλιστα να προσφέρει τις πολύπλευρες υπηρεσίες του μέχρι τον θάνατό του, αφού την
άνοιξη του 1943 οι κληρονόμοι του ζητούν να λαβαίνουν αυτοί τα κέρδη από τις
προμήθειές του.1202
Παρόλη την αντίθετη τελική άποψη της Εθνικής, αρκετές εταιρείες στράφηκαν προς
τον – από ό, τι φαίνεται αρκετά επικερδή – τομέα αυτό. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα
η ίδρυση τον Δεκέμβριο του 1941 της εταιρείας Π. Στάλλιος και Σια, με αντικείμενο ακριβώς
«τις ανελκύσεις πλοίων και φορτίων» και διετή διάρκεια. Η δράση των ιδιοκτητών της θα
μας απασχολήσει και στη συνέχεια.1203
Κατά τους πρώτους μήνες της κατοχής συναντάει κανείς αρκετές ακόμα τέτοιες
εταιρείες που ιδρύονται με το ίδιο αντικείμενο, όπως την Π. Ι. Καρώνη και Σια Ο.Ε.,1204 την
προσωπική ετερόρρυθμό εταιρεία που ιδρύθηκε από τους Γεωρ. Κινδύνη, Κ. Θεοδωρίδη,
Αλ. Μακρή και Σια «Τεχνικά Γραφεία ΤΕΚΜ»,1205 την Ομόρρυθμο Εταιρεία Κων. Κομπή, Μ.

1201
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ26Φ34, «Εμπιστευτική μελέτη επιχείρησης ανελκύσεων-ναυπηγήσεων Λυκούργου
Σαρσέντη, Νοέμβριος 1941». Σύντομα όπως θα δούμε, η ναυπήγηση σκαφών σαν και αυτά που
πρότεινε ο Σαρσέντης θα πραγματοποιόταν στην κατεχόμενη Ελλάδα σε σημαντική κλίμακα.
1202
ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ2Φ25, συστημένη επιστολή Ελληνο-Γερμανικής Εταιρείας προς Ι. Ψημένο, 15.3.43.
1203
Βλ. εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, 20/12/1941, στήλη «Συστάσεις» του πρωτοδικείου
Αθηνών. Εκτός από τον Παν. Στάλλιο, συμβαλλόμενοι στην εν λόγω εταιρεία ήταν οι Ι. Ξανθόπουλος
και Λ. Κατσουρόπουλος, η πολυσχιδής δράση των οποίων την κατοχή επεκτάθηκε και στους τομείς
των ναυπηγήσεων (όπως θα δούμε παρακάτω) και λεσχών. Δεν είναι γνωστό αν η ΕΤΕ αναφερόταν
στην εταιρεία αυτή ή σε κάποια άλλη, όταν έλεγε ότι έχει πληροφορίες ότι μια τέτοια επιχείρηση
βρισκόταν στα σκαριά. Αρκετές ακόμα εταιρείες εμφανίζονται με έμφαση στις θαλάσσιες μεταφορές
ή με κάπως αόριστη περιγραφή σκοπού στις «εν γένει ναυτικές εργασίες».
1204
Εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, 2/8/1941, στήλη «Συστάσεις» του πρωτοδικείου Πειραιώς.
Συμβαλλόμενοι στην εταιρεία ήταν οι Παντ. Καρώνης, Μιλτ. Μεσσηνέζης, Σαρλόττα
Σακελλαροπούλου, Έλσα Ζάννου, και Αντ. Αναργύρου.
1205
Οικονομολόγος Αθηνών, 16/8/1941, στήλη «Προσωπικαί εταιρίαι» πρωτοδικείου Πειραιώς.
Στους συμβαλλόμενους ήταν ακόμα ο Νικ. Μανεσιώτης και ο Πέτρος Οικονομόπουλος, ενώ
Διευθυντής – διαχειριστής της εταιρείας θα ήταν ο Ι. Κινδύνης.

685
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Κωνσταντινίδη και Σια,1206 ή την «Εταιρία Θαλασσίων Επιχειρήσεων Α. Τζιρμπίνος και Σια»
και την «Εταιρία Επιχειρήσεων και Μεταφορών Σάκκο – Καράσσο – Βεϊνόγλου» που
ιδρύθηκαν ταυτόχρονα τον Νοέμβρη του 1941. Το ενδιαφέρον είδικά με την τελευταία
εταιρεία είναι πως εκτός του ό, τι συνδυάζει μεταφορές, ναυλώσεις και ανελκύσεις πλοίων
και φορτίων, αποτελεί και μία από τις σπάνιες περιπτώσεις που φαίνεται ξεκάθαρα η
πρόθεση συνεργασίας με τις δυνάμεις κατοχής, αφού αναφέρεται ανάμεσα στους σκοπούς
της και η «συλλογή λειών πολέμου».1207 Η συνεργασία του Βεϊνόγλου με τους δύο Ιταλούς
Σάκκο και Καράσσο μάλλον είχε ως σκοπό την εξασφάλιση της ευκολότερης αποδοχής των
συμβολαίων αυτών. Η ύπαρξη των δύο στην εταιρεία πράγματι φαίνεται πως βοήθησε στην
εξασφάλιση συμβολαίων, αλλά, σύμφωνα με καταθέσεις μαρτύρων έπαιξε ρόλο και στην
προμήθεια ποσοτήτων τυριών που τα μέλη της εταιρείας εμπορεύονταν στη μαύρη αγορά,
μαζί με βρεγμένο αλεύρι, σχοινιά και συρματόσχοινα. Επίσης πήραν περίπου 500 τόνους
σταφίδες από τους Ιταλούς, για να τις διαθέσουν νόμιμα στο κοινό μέσω παντοπωλείων.
Όταν όμως είχαν διατεθεί περίπου οι μισές, οι συνέταιροι φέρονται να αφαίρεσαν τη
διατακτική από τα παντοπωλεία για να πουλήσουν το υπόλοιπο στη μαύρη αγορά
αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη. Φέρονται τέλος να ανέλκυσαν σωλήνες και μέταλλα (κατά
άλλους μάρτυρες απλώς τα μετέφεραν από αποθήκη στην οδό Θησέως) βάρους 800-1.000

1206
Οικονομολόγος Αθηνών, 18/10/1941, στήλη «Προσωπικαί εταιρίαι» πρωτοδικείου Αθηνών.
Συμβαλλόμενοι, εκτός από τους Κομπή και Κωνσταντινίδη ήταν οι Σωκρ. Ζαχάρωφ και Ανδρ.
Μαυρομμάτης.
1207
Οικονομολόγος Αθηνών, 1/11/1941, στήλη «Προσωπικαί εταιρίαι» πρωτοδικείου Αθηνών. Στην
πρώτη οι συμβαλλόμενοι είναι οι Αντ. Τζιρμπίνος, Γεωρ. Σαμαράς και Γεωρ. Λευκαδίτης. Το
συμφωνητικό της δεύτερης υπογράφουν οι Ιωαν. Σάκκο, Σολ. Καράσσο και Ορφέας Βεΐνόγλου. Ο
Σάκκο φαίνεται ότι δρούσε και ως προπαγανδιστής της Ιταλίας, έχοντας ιδρύσει την «Μεντιτεράνεα
Φιλμ Σάκκο και Σια» με σκοπό την εισαγωγή και εκμετάλλευση ιταλικών ταινιών. Συμβαλλόμενοι
στην εταιρεία αυτή ήταν επίσης οι Σωκ. Θεοφανίδης, Εμμαν. Νικολαρεΐζης και Μιχ. Σάκκο. Ο
τελευταίος μάλιστα, πιθανότατα συγγενής του Ι. Σάκκο, ίδρυε την ίδια περίοδο και άλλη εταιρεία,
την «Σάκκο – Αμπατιέλλο», με αντικείμενο ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Βλ. Οικονομικός Ταχυδρόμος
Αθηνών, στήλη «Προσωπικαί Εταιρείαι», 14/7/1941 (η ίδρυση της «Μεντιτεράνεα Φίλμ» καθυστερεί
να εμφανιστεί στον Οικονομολόγο Αθηνών μέχρι τις 16/8/1941, ενώ στον Ταχυδρόμο εμφανίζεται
μόνο ως «Σάκκο και Σια»). Λίγο καιρό αργότερα ο Μ. Σάκκο ίδρυσε μια ακόμα εταιρεία ονόματι
«Σάκκο και Σια» με κάποιον Υακ. Δ. Ντε Τόμα (Οικονομολόγος Αθηνών, «Προσωπικαί Εταιρίαι»
πρωτοδικείο Αθηνών, 3/1/1942).

686
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τόνων που τα φόρτωσαν σε ιταλικό πλοίο, αλλά και ποσότητες ιωδίου, για το οποίο
μάρτυρας κατέθετε πως πουλήθηκε κι αυτό στη μαύρη αγορά.1208
Περιπτώσεις σχεδίων για ίδρυση παρόμοιων εταιρειών στην αρχή της κατοχής
υπήρχαν κι άλλες, αλλά αρκετές φαίνεται πως έμειναν στα χαρτιά, αφού οι επιχειρηματίες
που κρύβονταν πίσω τους βρήκαν τελικά άλλες διεξόδους. Τέτοιο παράδειγμα είναι εκείνο
του διαβόητου ελληνογερμανού Περικλή Νικολαΐδη (γνωστού και ως Πέρι Νικολάϊ), πρώην
τερματοφύλακα του Ηρακλή και καπνεμπόρου, με αρχικό επίκεντρο της δράσης του την
Θεσσαλονίκη. Ο Νικολαΐδης, φανατικός γερμανόφιλος, οπαδός του ναζισμού από τη
δεκαετία του 1930 και πιθανότατα γερμανός πράκτορας πριν ακόμα από την κατοχή, είχε
καταδικαστεί για εμπρησμό της καπναποθήκης του πατέρα του, με σκοπό να εισπράξει τα
ασφάλιστρα. Φυλακίστηκε, για να απελευθερωθεί με την είσοδο των Γερμανών, μάλλον
κατόπιν επέμβασης ενός άλλου διαβόητου συνεργάτη των Γερμανών, του Λάσκαρη
Παπαναούμ. Κατά τη διάρκεια της κατοχής υπηρετούσε σε γερμανικές υπηρεσίες,
ασχολήθηκε με τη μαύρη αγορά και με την αποφυλάκιση υπόπτων με όχι και τόσο αθώα
κίνητρα (φαίνεται ότι λάμβανε σημαντικές αμοιβές ως μεσάζων), ενώ λειτουργούσε και
αριθμό καμπαρέ και καζίνο στη Θεσσαλονίκη.1209

1208
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά μεταπολεμικής δίκης ο Σάκκο ήταν Ιταλός και ο Καράσσο
Ιταλοεβραίος. Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α, πρακτικά τόμος 1/1946, αρ. 97, κυρίως καταθέσεις Φ.Φ., Δ.Κ., Α.Μ.
και Χ.Κ. Αν και δεν θα ήταν έτσι κι αλλιώς εύκολο να βρεθούν τα παράνομα κέρδη από τη μαύρη
αγορά και να γίνει ο διαχωρισμός τους ανάμεσα στους τρεις συνεταίρους, σημειώνεται ότι ο
εφοριακός (Ε. Τ.) που διενέργησε τον έλεγχο έβγαλε αρνητικό πόρισμα σχετικά με πλουτισμό του Ο.
Β. κατά την κατοχή. Η εταιρεία διαλύθηκε πριν την απελευθέρωση (αλλά η προπολεμική μεταφορική
εταιρεία του Βεϊνόγλου συνεχίζει να υπάρχει και σήμερα).
1209
Ν. Μελισσιώτη: «Η Βουλγαρική Λέσχη Θες/νικης. Οι οργανωταί της προδοσίας. Οι αξιωματούχοι
των Ες-Ες με τα ελληνικά ονόματα», εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ Αθηνών, 26/6/1946, TNA, WO
204/12957, S.I.M.E. Interrogation Summary no. 1, Secret, 5/2/1944 και Καβάλα, Μαρία: Η
Θεσσαλονίκη στη Γερμανική Κατοχή (1941-1944): Κοινωνία, Οικονομία, Διωγμός Εβραίων.
Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή που εκπονήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του
Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 2009, σελ. 259. Ο Μελισσιώτης αναφέρει πως ο Νικολαΐδης ήταν
μέλος των SS και υπηρετούσε στην GFP, έχοντας μάλιστα προσφέρει υπηρεσίες προς τη Γερμανία και
κατά την παραμονή του σε Αγγλία και Νορβηγία, ενώ στην Ελλάδα η έδρα των επιχειρήσεών του
βρισκόταν στο μέγαρο της οδού Τσιμισκή 118. Παρόμοια κείμενα κάποιες φορές μπερδεύουν τις
διάφορες γερμανικές υπηρεσίες, ενώ επόμενα κείμενα του Μελισσιώτη, αν και ενδιαφέροντα,
παρουσιάζουν κάποια προβλήματα ακρίβειας και ερμηνείας γεγονότων της περιόδου, ειδικά σε ό, τι
αφορά το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ενδέχεται λοιπόν η αναφορά για GFP να μην είναι απόλυτα ορθή – εξάλλου
αργότερα είναι επιβεβαιωμένο όπως θα δούμε ότι βρισκόταν στα SD. Την πληροφορία πάντως για

687
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σύντομα η δράση του επεκτάθηκε και στην Αθήνα (όπου εκτός των άλλων
διατηρούσε διαμέρισμα, μαζί με ένα δεύτερο «της GFP» στην «φιστικιά πολυκατοικία»),
όπου είχε ανάμιξη και στις εκεί λέσχες. Εκτός από τα άφθονα χρήματα που αποκόμισε,
χρησιμοποιούσε τις δυνατότητες που του παρέχονταν προσπαθόντας παραστήσει τον φίλο
του Συμμαχικού αγώνα ώστε να αποκαλύψει τα συμμαχικά δίκτυα αντίστασης και
πληροφοριών.1210 Όταν άρχισε να γίνεται εντονότερη η δράση αντιστασιακών οργανώσεων
στην κατεχόμενη Ελλάδα, Ο Νικολαΐδης προσπάθησε να τις διαβρώσει χρησιμοποιώντας
ένα ταξίδι φυγάδων προς τη Μέση Ανατολή για να καλλιεργήσει φιλοβρετανική εικόνα
στους αντιστασιακούς.1211 Προς το τέλος της κατοχής ο Νικολαΐδης δρούσε ως

την δράση Π. Νικολαΐδη (αλλά και του αδελφού του Προδρόμου) στο γερμανικό κατασκοπευτικό
δίκτυο και τη δράση του στο εξωτερικό (Αγγλία, Βέλγιο και Γαλλία) την δίνει και Δελτίο Πληροφοριών
των SS, που αναπαράγεται στο: Χατζηαναστασίου: «Η Εθνική Αντίστασης του Ελληνικού Λαού στα
ο
Χρόνια της Κατοχής, μέρος 2 », Εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ Αθηνών, 17/12/1946. Ο Πρόδρομος
Νικολαΐδης είχε επίσης ανάμιξη με τις λέσχες της βορείου Ελλάδας, όπως φαίνεται από την ίδρυση
το 1943 της Π. Νικολάι και Σια Ο.Ε. (στην οποία ο Πρόδρομος ήταν ένας των εκ των δύο
συμβαλόμενων – ο άλλος ήταν ο Χρήστος Βαβαλέκας), με έδρα τη Νιγρίτα και σκοπό την
εκμετάλλευση καζίνου. Βλ. Οικονομολόγος Αθηνών, στήλη «Προσωπικαί Εταιρίαι», 13/2/1943.
1210
Η ιστορία που περιγράφεται στον Εθνικό Κήρυκα εμφανίζει τον Νικολαΐδη να παριστάνει τον
αμερικάνο αξιωματικό για να παγιδεύσει βρετανό πράκτορα και να είναι το ουσιαστικό αφεντικό
πίσω από τη λέσχη «Φέμινα», τη διαχείριση της οποίας είχε παραχωρήσει στους Ναούμ (άλλη
προσωπικότητα με ενδιαφέρουσα δράση την περίοδο εκείνη) και κάποιον ξάδερφό του, γιο πρώην
ο
δημάρχου της Δράμας. Βλ. «Βέρα Ιβάνοβνα, η Βουλγάρα κατάσκοπος. Μέρος 21 : Μία συνομιλία εις
την ‘Φέμινα΄», εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ Αθηνών, 25/7/1946. Ενδεχομένως ή «φιστικιά
πολυκατοικία» που αναφέρεται να είναι η γνωστή Μπλε Πολυκατοικία των Εξαρχείων.
1211
To καΐκι «Ποσειδών» είχε φτάσει το 1943 στην Αλεξάνδρεια με 9 άτομα, απεσταλμένο από τις
γερμανικές υπηρεσίες. Ο Νικολαΐδης, που είχε ξοδέψει σημαντικά ποσά για την επιχείρηση
(ενδεχομένως από χρήματα των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών) σκόπευε αρχικά να
χρησιμοποιήσει τη βοήθεια που προσέφερε στους φυγάδες για να διαφημίσει τη φιλοβρετανική του
στάση ώστε να μπορέσει να διεισδύσει στις ελληνικές οργανώσεις, αλλά οι γερμανικές υπηρεσίες
αποφάσισαν πως ήταν σημαντική ευκαιρία για να πετύχουν την αποστολή δικού τους πράκτορα και
απέστειλαν κάποιον Έλληνα ονόματι Καραβία με αποστολή να διεισδύσει στις βρετανικές υπηρεσίες
της Μέσης Ανατολής. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν τον πρόδωσε ένας άλλος επιβάτης του σκάφους και
έτσι ξεσκεπάστηκε το όλο σχέδιο. Βλ. TNA, WO 204/12957, S.I.M.E. Interrogation Summary no. 1,
Secret, 5/2/1944. Φαίνεται μάλιστα ότι η προσπάθειά του να παρουσιαστεί ως φιλοβρετανός είχε
κάποια – τουλάχιστον προσωρινή – επιτυχία, αφού Έλληνας πληροφορητής στο Κάιρο είχε
ξεγελαστεί και ανέφερε ότι οι Γερμανοί υποπτεύονταν πως ο Νικολαΐδης μπορεί να εργαζόταν για

688
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

«γραμματοκιβώτιο» της γερμανικής οργάνωσης stay-behind “Dienststelle 2000” στη


Θεσσαλονίκη,1212 αλλά ταυτόχρονα ήταν και ο κυριότερος πράκτορας του κλιμακίου της SD
στην Αθήνα (RSHA Amt VI, Aussenstelle – Ast – Athen). Διεύθυνε μάλιστα και δικούς του
πράκτορες και κυκλοφορούσε με σωματοφύλακες από το φόβο της εκτέλεσής του από την
αντίσταση, μέχρι την αναχώρησή του για τη Γερμανία το 1944.1213 Το 1943-44 είχε
προχωρήσει και στην προνομιακή αγορά του εβραϊκού στρατοπέδου Χίρς στη Θεσσαλονίκη
για ένα κομμάτι ψωμί, το οποίο στη συνέχεια πούλησε σε διάφορους αγοραστές ως
οικόπεδα.1214
Ο γερμανόφιλος Νικολαΐδης φαίνεται λοιπόν πως στις 14 Ιουλίου του 1941
συναντήθηκε με κάποιους Έλληνες που θεωρούσε επίσης φίλους του Άξονα (κάποιοι από
τους οποίους ήταν όμως Έλληνες πράκτορες – σύμφωνα τουλάχιστον με τον συγγραφέα
του άρθρου) και τους πρότεινε να εργαστούν σ’ αυτόν, αναφέροντάς τους ότι είχε
εξουσιοδοτηθεί από της γερμανική κυβέρνηση να ιδρύσει εταιρεία ανελκύσεως ναυαγίων
για την ανέλκυση των σκαφών που βρίσκονταν στον Σαρωνικό μέχρι και την Εύβοια και το
Ναύπλιο. Είχε μάλιστα ως βασικούς συνεργάτες τους μηχανικούς της Θεσσαλονίκης Βόγλη
και Παρμενίδη, οι οποίοι μάλλον και θα ήταν εκείνοι που θα εμφανίζονταν στον τίτλο της
εταιρείας. Τα γραφεία της οδού Νοταρά επισκέπτονταν αρκετοί έμποροι σιδηρικών για να
εξασφαλίσουν μερίδιο από τα μέταλλα των προς ανέλκυση σκαφών, με πρώτους που
κατάφεραν να κλείσουν σχετικές συμφωνίες του Κ. Γιάπαππα και Ε. Στεφανίδη. Σύμφωνα

τους Βρετανούς πράγμα που ο ίδιος θεωρούσε πιθανό. TNA, HS 5/547, “Notes on information
th
obtained during interview with Debarred in Cairo on June 5 1944”, Top Secret.
1212
TNA, KV 2/407, “Appendix ‘B’. Members of the Willsch Organisation at large” (παράρτημα στο
“Dienststelle 2000”, 1/2/1945).
1213
TNA, KV 2/527, OSDIC/CMF/SD 67, “Second Detailed Interrogation Report on SS
Sturmbannfuehrer Begus Dr Otto”. Η SD (Siecherheitsdienst) ήταν η υπηρεσία πληροφοριών των SS.
1214
Καβάλα, Μαρία: Η Θεσσαλονίκη στη Γερμανική Κατοχή (1941-1944): Κοινωνία, Οικονομία,
Διωγμός Εβραίων. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή που εκπονήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και
Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 2009, σελ. 283. Ο Νικολαΐδης δεν ήταν ασφαλώς
ο μόνος που εκμεταλλεύτηκε τις σχέσεις του με τους Γερμανούς για να πλουτίσει ακόμα
περισσότερο λαμβάνοντας περιουσίες των Εβραίων που οδηγούνταν στα στρατόπεδα εξόντωσης.
Ήταν ωστόσο ένας από τους πλέον διαβόητους συνεργάτες των Γερμανών που ασχολήθηκαν με την
επιχείρηση αυτή.

689
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τουλάχιστον με την μεταπολεμική γλαφυρή εξιστόρηση των γεγονότων, η εταιρεία αυτή


χρησιμοποιήθηκε από τις γερμανικές υπηρεσίες και για τη συλλογή πληροφοριών.1215
Δεν έχουν βρεθεί προς το παρόν στοιχεία ότι η εταιρεία ιδρύθηκε επισήμως με
κάποια ονομασία που παραπέμπει σε εκείνη που αναφέρεται στην εφημερίδα. Οι
διαφωνίες και οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους φιλογερμανούς συνεταίρους της
«εταιρείας» φέρονται να οδήγησαν στη διαρροή των γερμανικών μυστικών και στην
ανεπιτυχή κατάληξη της όλης υπόθεσης για τα φιλογερμανικά δίκτυα και τις ίδιες τις
γερμανικές υπηρεσίες.1216 Δεν είναι βέβαιο σε ποιο βαθμό αληθεύουν όλες αυτές οι

1215
Α. Χατζηαναστασίου: «Η Εθνική Αντίστασης του Ελληνικού Λαού στα Χρόνια της Κατοχής, μέρος
ο
10 : Πως συνεστήθη η περίφημος ‘Εταιρία Ανελκύσεως Ναυαγίων’. Προδόται και Πατριώται», και
ο
«Μέρος 11 : Πατριώται και προδόται μέσα εις την Εταιρείαν Ανελκύσεως Ναυαγίων. Η σπείρα
Νικολαΐδη – Βόγλη», Εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ Αθηνών, 27/12/1946 και 28/12/1946 αντίστοιχα.
Πρόκειται για συνέχειες της εξιστόρησης της δράσης του Κέντρου Αλλοδαπών (υπηρεσία ελληνικής
αντικατασκοπίας) με αρκετή όμως λογοτεχνίζουσα «σάλτσα» που δημιουργεί κάποια ερωτήματα
κυρίως ως προς τις λεπτομέρειες των ιστοριών (η εφημερίδα τις παρουσιάζει ως «σειρά
περιγραφικών σημειωμάτων – αναμνήσεις» του αστυνομικού της συντάκτη που είχε υπηρετήσει ως
έφεδρος στο Κέντρο). Πέρα των αμφίβολων λεπτομερειών, αρκετά γεγονότα της γενικότερης
εξιστόρησής του έγινε δυνατόν να διασταυρωθούν από άλλες πηγές. Έτσι, ακόμα και αν στα άρθρα
περιέχονται υπερβολές, δεν υπάρχει βάσιμος κάποιος λόγος για να απορρίψει κανείς
κατηγορηματικά τα σχετικά με την εμπλοκή Νικολαΐδη σε σχεδιαζόμενη εταιρεία ανέλκυσης
ναυαγίων.
1216
Κατά την εξιστόρηση του Χατζηαναστασίου ο Βόγλης δεν είδε με καλό μάτι την παντοδυναμία
του Νικολαΐδη και άρχισε να «κελαηδάει» στην ελληνική υπηρεσία, αναφέροντας μάλιστα (χωρίς
όμως καμία απόδειξη και μάλλον χωρίς πραγματική βάση) πως ο Νικολαΐδης ήταν άνθρωπος του
«Φον Κανάρη» γιατί ήταν νόθο του παιδί. Α. Χατζηαναστασίου: «Η Εθνική Αντίστασης του Ελληνικού
ο
Λαού στα Χρόνια της Κατοχής, μέρος «Μέρος 12 : Ο Βόγλης συνωμοτεί εναντίον της ομάδος
Νικολαΐδη – Νταλιάνη. Ο ανταγωνισμός Κανάρη - Χίμλερ», Εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ Αθηνών,
ο
29/12/1946. «Μέρος 11 : Πατριώται και προδόται μέσα εις την Εταιρείαν Ανελκύσεως Ναυαγίων. Η
σπείρα Νικολαΐδη – Βόγλη», Εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ Αθηνών, 27/12/1946. Ο Wilhelm Canaris (όχι
«Φον» στην πραγματικότητα) ήταν ο αρχηγός της γερμανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών
Abwehr που έχασε τη θέση του τον Φεβρουάριο του 1944. Η ανάμειξή του στα σχέδια για τη
δολοφονία του Χίτλερ οδήγησαν στη σύλληψή του και τελικά στην εκτέλεσή του λίγο πριν το τέλος
του πολέμου (Wistrich, Robert S.: Who’s Who in Nazi Germany, Second Edition, Routledge, London,
2002 [1982], σσ. 29-30). Ο Βόγλης αναφέρεται επίσης και σε άλλη υπόθεση ως άνθρωπος του
Παναγιώτη Ξανθόπουλου (τον οποίον θα συναντήσουμε παρακάτω στην υπόθεση των
τσιμεντοπλοίων) που συγκέντρωνε και πληροφορίες για αντιστασιακές οργανώσεις πληρώνοντας

690
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

λεπτομέρειες και αν έγινε πράγματι καμία ανέλκυση από την ομάδα αυτή. Το βέβαιο όμως
είναι πως τα έσοδά του Νικολαΐδη από τις υπόλοιπες δραστηριότητές του ήταν τεράστια,
όπως φαίνεται και από την ανακάλυψη από τις γερμανικές συνοριακές αρχές της
προσπάθειάς του να μεταφέρει στο Ράιχ, υπό την κάλυψη της ιδιότητάς του ως μέλλους
γερμανικής υπηρεσίας, συνολικά τουλάχιστον 168.000 γερμανικά μάρκα την τελευταία
περίοδο της κατοχής (τον Μάιο και στις 27 Ιουλίου 1944).1217

Γ) Διαλύσεις και η τύχη των ανελκυόμενων πλοίων.

Σύντομα πολλά από τα βυθισμένα πλοία ανελκύστηκαν, επισκευάστηκαν και τέθηκαν στην
υπηρεσία των Γερμανών ή διαλύθηκαν ώστε το μέταλλό τους να χρησιμοποιηθεί από
ελληνικές βιομηχανίες που παρήγαγαν διάφορα είδη για το στρατό κατοχής. Τα μέταλλα
αυτά μάλιστα αποτέλεσαν στόχο τόσο των Γερμανών όσο και των Ιταλών. Οι Γερμανοί, που
είχαν ανακοινώσει από τις πρώτες μέρες της κατοχής πως τα ναυάγια και το φορτίο τους
αποτελούσαν λεία πολέμου το σύνολο των ναυαγίων, θεωρούσαν όπως είναι επόμενο
αρχικά και το μέταλλο των βυθισμένων πλοίων ως δικό τους. Σύντομα όμως αποφάσισαν
να προσφέρουν στους Ιταλούς προς αγορά τα φορτία που είχαν ανασύρει ως τότε αλλά και
τα ίδια τα ναυάγια, υπό την προϋπόθεση πως θα πλήρωναν για το κόστος ανέλκυσης τους.
Ως ιταλική λεία αποδέχθηκαν μόνο τα σκάφη που είχαν βυθιστεί από ιταλικά πλοία. Οι
υπόλοιπες αποθηκευμένες ποσότητες χρησιμοποιήθηκαν τελικά ως μέσο πληρωμής από
τους Γερμανούς προς τις ιταλικές επιχειρήσεις που συνεργάζονταν μαζί τους στην
κατεχόμενη Ελλάδα.1218

μέχρι και το ΕΑΜ, αν και τελικά εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ. Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947,
αρ. 574, 585, κατάθεση Ι.Α.. Δεν υπάρχουν όμως επιπλέον στοιχεία ότι η αναφορά στην «εταιρεία»
του Νικολαΐδη σχετίζεται με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Ξανθόπουλου.
1217
Βλ. την σχετική τελωνειακή έκθεση στο BArch, R 2/56106 (έγγραφο αρ. 248). Η δικαιολογία του
Νικολαΐδη ήταν πως τα χρήματα αυτά ανήκαν στον πατέρα του ο οποίος μετακόμιζε στη Γερμανία.
Οι τελωνειακές αρχές αναφέρουν πως 153.538 μάρκα του Νικολαΐδη μπορούν ακόμα να
κατασχεθούν.
1218
BA-MA, RW 19/5525, OKM προς Marineattaché Rom, “Besitzrecht in Griechenland
wiedergewonnener Schiffe”, 8/11/1941 και Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation…, σελ.
284. Από το φθινόπωρο του 1942, τα φορτία των βυθισμένων σκαφών που κρίνονταν από τους
Γερμανούς ως άχρηστα για τις ανάγκες της Wehrmacht προσφέρθηκαν προς πώληση στην κατοχική
ελληνική κυβέρνηση στο κόστος ανέλκυσής τους, το οποίο κατά κανόνα ήταν γύρω στο 30% της
πραγματικής τους αξίας, συν 5% για γενικά έξοδα, συν μεταφορικά και έξοδα καθαρισμού. Βλ. ΦΕΚ

691
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η συμφωνία προέβλεπε επίσης πως με κάποιες εξαιρέσεις, τα περισσότερα από τα


σκάφη που προορίζονταν για διάλυση θα κατέληγαν στους Ιταλούς. Σύμφωνα με σχετική
λίστα, συνολικά είχαν καταγραφεί στις ελληνικές θάλασσες ως τότε 117 βυθισμένα πλοία.
Όπως είδαμε και νωρίτερα, τον Οκτώβρη του πρώτου κατοχικού έτους 37 από αυτά είχαν
ανελκυστεί, 14 ήταν υπό ανέλκυση, ενώ ακόμα 20 προορίζονταν για ανέλκυση. Για διάλυση
προορίζονταν μόνο τα 24, χωρητικότητας περίπου 66.000 κόρων.1219 Το μεγαλύτερο από
αυτά, το “Clan Frazer” (7.250 grt) είχε ανατιναχτεί τον Απρίλιο του 1941.1220 Μόνο 22 σκάφη
θεωρούνταν ολοκληρωτική απώλεια. Η συμφωνία προέβλεπε επίσης πως όσα από τα προς
ανέλκυση σκάφη δεν θα χρησιμοποιούνταν θα δίνονταν στην ιταλική επιτροπή προς
διάλυση. Τα συνολικά σιδηρούχα μέταλλα των διαλυόμενων σκαφών υπολογίζονταν σε
περίπου 38.000 τόνους και ακόμα 350 τόνους τα μη σιδηρούχα. Επιπλέον ο εκπρόσωπος
των Γερμανικών ναυπηγείων αναλάμβανε να τερματίσει τα συμβόλαια ανέλκυσης που είχε
υπογράψει με ελληνικές εταιρείες κατόπιν σχετικής ιταλικής αίτησης, προκειμένου να
αναλάβουν το έργο ιταλικές επιχειρήσεις.1221

55Α/13-3-1943, Νομοθετικό διάταγμα υπ. αρ. 2040/1942, «Περί κυρώσεως της συνομολογηθείσης
την 14 Σεπτεμβρίου 1942 συμφωνίας μεταξύ των Κυβερνήσεων Ελλάδος και Γερμανίας δια την
ρύθμισιν ζητημάτων σχετικών προς τα λείας πολέμου» (ορθή αναδημοσίευση του αρχικά
δημοσιευμένου Ν.Δ. 2040/1942 του ΦΕΚ 28Α, 6-2-1943). Η συμφωνία αυτή κάλυπτε και τα
εμπορεύματα των αποθηκών των λιμανιών καθώς και τα καύσιμα των δεξαμενών Shell και Socony
που είχαν αρχικά θεωρηθεί ως λεία πολέμου.
1219
7 σκάφη από τα υπό διάλυση ήταν άνω των 3.500 κόρων. BA-MA, RW 19/5525, “Liste der zu
Verschrottenden Schiffe“. Όπως είδαμε και νωρίτερα, άλλο ένα σκάφος, το 1.500 κόρων Αγαλλιάνη
στάλθηκε για διάλυση, αφού όμως πρώτα είχε ανελκυστεί.
1220
Tο “Clan Frazer” ανατινάχθηκε τα ξημερώματα 6 προς 7 Απριλίου 1941, λίγες ώρες μετά από τον
βομβαρδισμό του από γερμανικά αεροπλάνα. Για το γεγονός βλ. αναλυτικότερα στο: Αρχείο Ι.
Μελισσηνού (επιμ. Ι. Μαλακάση): Το Ναυτικό στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Συνολική
Προσφορά της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιστιοφόρου και Ατμοπλόου) 1940-1945, τόμος Β΄,
Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής, Δωδώνη: Παράρτημα αρ.
60, Ιωάννινα, 1995, κυρίως σσ. 17-20.
1221
BA-MA, RW 19/5524, Wehrmachtbefehlshaber Südost – IV Wi, Major Dr. Forstreuter,
“Vereinbarung: Schrott aus Versenkten Schiffen um Griechenland, 21.10.41“ & „Aktenvermerk:
Schrott in Griechenland“, 28.11.41. Τα υπό διάλυση σκάφη ήταν σε μεγάλο ποσοστό μερικώς μόνο
βυθισμένα και τμήματά τους εξείχαν από το νερό, διευκολύνοντας έτσι τη διάλυση. Στη συμφωνία
εκφράζεται επίσης η επιθυμία των Ιταλών για διάλυση του βρετανικού καταδρομικού “York” που
βρισκόταν μισοβυθισμένο στο λιμάνι της Σούδας (η ολοκλήρωση της διάλυσης του σκάφους έγινε
μεταπολεμικά).

692
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δεν είναι γνωστό πόσες ιταλικές επιχειρήσεις ανελκύσεων έδρασαν τελικά στην
κατοχική Ελλάδα, ωστόσο είναι βέβαιο πως μέρος τουλάχιστον των ιταλικών ανελκύσεων
έγινε από ελληνικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τα Ιταλικά αρχεία του ιταλικού
υφυπουργείου για τις πολεμικές βιομηχανίες (Sottosegretariato di Stato per le Fabbricazioni
di Guerra ή “Fabbriguerra”), τα μέταλλα που μεταφέρθηκαν σε Ιταλικές επιχειρήσεις από
ναυάγια στην Ελλάδα τους τελευταίους 13 μήνες πριν την ιταλική συνθηκολόγηση ήταν
σχεδόν 14.851,6 τόνοι.1222
Το μέταλλο κάποιων σκαφών προοριζόταν εξαρχής για συγκεκριμένο σκοπό στην ίδια
την κατεχόμενη Ελλάδα. Το φορτηγό Quiloa που είχε βυθιστεί κοντά στην Ελευσίνα,
αποφασίστηκε να μην παραχωρηθεί στους Ιταλούς αλλά να διαλυθεί, ώστε οι
υπολογιζόμενοι περίπου 4.000 τόνοι να χρησιμοποιηθούν από την Α.Ε. Χαλυβδοφύλλων
και Λευκοσιδήρου για τις «επείγουσες πολεμικές εργασίες» που είχε αναλάβει η εταιρεία
και για τους τρεις κλάδους των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.1223 Η Χαλυβδοφύλλων
φαίνεται μάλιστα ότι υπολόγιζε αρκετά στα γερμανικά συμβόλαια ώστε να προχωρήσει την
περίοδο εκείνη και σε εισαγωγές σχετικών μηχανημάτων από τη Γερμανία.1224

1222
Για τη μεταφορά των μετάλλων χρειάστηκαν 34 ταξίδια ιταλικών κυρίως πλοίων. Τα μέταλλα
φορτώνονταν κυρίως στον Πειραιά (17 από τα 34 και 1 που φόρτωσε και σε Σαλαμίνα) και
δευτερευόντως σε Σαλαμίνα (8+1 σε Πειραιά και Σαλαμίνα), Ελευσίνα (3), Πάτρα (2), Χαλκίδα (2) και
Ναύπλιο (1). Η μεταφορά έγινε προς τα λιμάνια του Μπάρι (15 ταξίδια), της Βενετίας (7), του
Τάραντα (6), του Μπρίντιζι (3), της Γένοβας (2), και της Τεργέστης (1). Βλ. IWM, Speer Collection, FD
2064/44, “Situazione Rottami Navali di Recupero Importati via Mare Dalla Grecia dal 15/8/1942 al
6/9/1943”.
1223
BA-MA, RW 19/5524, Wehrmachtbefehlshaber Südost – IV Wi, Major Dr. Forstreuter,
“Vereinbarung: Schrott aus Versenkten Schiffen um Griechenland, 21.10.41“ & Ro Ia,
„Aktenvermerk: Schrott in Griechenland“, 28.11.41. Επίσης RW 19/5525, “Schrott aus Versenkten
Schiffen um Griechenland, 21.10.41”, όπου αναφέρονται και οι Γερμανικές παραγγελίες στη
Χαλυβδοφύλλων και Λευκοσιδήρου, συνολικά 5.000 τόνων περίπου. Από αυτούς 1.000
προορίζονταν για σωλήνες και υποστηρίγματα της Luftwaffe. Ακόμα 3.000 χρειάζονταν για
συνδέσμους γεφυρών, προστατευτικές πλάκες και μεταλλικά καλύμματα (άγνωστο αν πρόκειται για
κάποια μορφής θώρακα, μεταλλικές βάσεις κοντακιών σε τουφέκια, ή κάποιο προστατευτικό πχ για
τη λάσπη σε οχήματα) του μηχανικού. Τέλος 1.000 τόνοι θα πήγαιναν για κατασκευή μεταλλικών
καλυμμάτων και πλακών σε πλοία του γερμανικού ναυτικού. Σύμφωνα όμως με όσα καταθέτει
μάρτυρας σε άλλη δίκη, μέρος του μετάλλου αυτού ίσως κατέληξε ως πέταλα και άλλα είδη στη
μαύρη αγορά. βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 3/1946, αρ. 262.
1224
Η άδεια που πήρε η εταιρεία από τον αρμόδιο κατοχικό υπουργό (Χατζημηχάλη) δόθηκε
ταχύτατα (στις 6 Σεπτεμβρίου 1941, αρ. πρωτ. 50531), τρεις μόλις ημέρες μετά την αίτηση της

693
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μέχρι το τέλος της κατοχής ο Μπραβάκος είχε παραδώσει στην Χαλυβδοφύλλων


τουλάχιστον 800 με 1.000 τόνους από τα μέταλλα του Quiloa. Σύμφωνα με τον Σ. Κοραή (εκ
των ιδρυτών της Χαλυβδοφύλλων και μεταπολεμικά προέδρου του Συλλόγου Βιομηχάνων
Πειραιά), η διάλυση ανατέθηκε στο συνεργείο Μπραβάκου-Ξυραδάκη, και τα έξοδα
πλήρωνε η ελληνική εταιρεία και όχι οι Γερμανοί, αν και είναι βέβαιο ότι το ναυάγιο είχε
θεωρηθεί γερμανική περιουσία και ως τέτοια είχε παραχωρηθεί στην Χαλυβδοφύλλων. Ο
Μπραβάκος αναλάμβανε και προπολεμικά διαλύσεις πλοίων, ενώ εκτός από το Quiloa είχε
πωλήσει σημαντικές ποσότητες μετάλλων στους Ιταλούς. Είχε επίσης πάρει δουλειά στο
ναύσταθμο για τη φόρτωση σιδήρου για τους Ιταλούς και είχε βοηθήσει και στη διάλυση
και άλλων μισοβυθισμένων σκάφων στην περιοχή, όπως του παλιού θωρηκτού «Λήμνος»
και του φορτηγού “Goalpara”.1225

εταιρεία. Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ15Φ270. Συνημμένη στον ίδιο βρίσκεται και η κατάσταση των
μηχανημάτων, συνολικού βάρους 1.185.870 κιλών και αξίας 1.114.605 RM. Το γεγονός ότι τα
μηχανήματα προορίζονταν για παραγωγή υλικού της Wehrmacht είναι μάλλον βέβαιο ότι έπαιξε
καθοριστικό ρόλο στην τόσο ταχεία λήψη της σχετικής άδειας. Οι προσθήκες μηχανημάτων και
εγκαταστάσεων κατά την κατοχή συνεχίστηκαν και τα επόμενα έτη. Βλ. για παράδειγμα τη στήλη
«Άδειαι νέων εργοστασίων και επεκτάσεις παλαιών» στην εφημερίδα Οικονομικός Ταχυδρόμος
(Αθηνών), 16/3/1942 (απροσδιόριστα μηχανήματα), 10/8/1942 (υδραυλικό πιεστήριο και πλήρη
εγκατάσταση παραγωγής οξυγόνου), 7/9/1942 (ίδρυση ναυπηγείου στον Πειραιά καθώς και
«συνεργείου – μηχανουργείου κατασκευής και επισκευής σιδηρών και ξύλινων πλοίων»).
1225
Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 8/1947, αρ. 912, κυρίως καταθέσεις Γ.Χ., Δ.Κ. και Π.Π.. και
βουλεύματα, τόμος 2/1947, αρ. 108 και τόμος 4/1947, αρ. 370. Το κατηγορητήριο ανέφερε πωλήσεις
περίπου 800-1.000 τόνων μετάλλων στις ιταλικές αρχές και τη φόρτωση άλλων 1.900 για ιταλικά
ναυπηγεία, ενώ είχε ομολογήσει τη μεταφορά 10 τόνων για τη SACIG. Στις καταθέσεις αναφέρεται
πως είχε πουλήσει και παλιά μέταλλα σε κάποιον Ιταλό αξιωματικό ονόματι Malerba και στο
ναύσταθμο φόρτωνε μέταλλα για το «ιταλικό υφυπουργείο πολεμικής παραγωγής» (πρόκειται για τη
μετεξέλιξη του Fabbriguerra, το οποίο το 1943 είχε μετατραπεί σε Υπουργείο Πολεμικής Παραγωγής
– Ministero della Produzione Bellica ή MiProGuerra). Αν και η κατηγορία ανέφερε πως ο ίδιος ο
Μπραβάκος είχε προτείνει στους Ιταλούς την πώληση των μετάλλων και υπήρχαν ιταλικά έγγραφα
που επιβεβαίωναν ότι φόρτωσε άνω των 1.000 τόνων στο «ιταλικό πλοίο» “Nicolas-Ourania”
(πρόκειται για το περίπου 6.400 τόνων ελληνικό φορτηγό «Νικολάου Ουρανία» που είχε προσαράξει
το 1941 για να ανελκυστεί και να επαναχρησιμοποιηθεί από τους Γερμανούς), ο μάρτυς Φ.Μ. είχε
καταθέσει πως ο επίτακτος Μπραβάκος αρνήθηκε. Τη διάλυση του Goalpara είχε αναλάβει το
συνεργείο του Μπρούσκου. Η μεταφορά πάντως παλαιών μετάλλων από διάλυση πλοίων με το
«Νικολάου Ουρανία» είναι βέβαιο ότι έγινε. Το πλοίο (“Nicolaus-Ourania” στο συγκεκριμένο
έγγραφο) απέπλευσε από τη Σαλαμίνα στις 21 Αυγούστου 1942 φορτωμένο με 3.070 τόνους προς τις

694
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η Αγροτική Τράπεζα είχε από πλευράς της εξετάσει την πιθανότητα το 1943 να
διαθέσει τα μέταλλο από τη διάλυση ενός παλιού σκάφους που βρισκόταν στο λιμάνι του
Βόλου προς τις βιομηχανίες Γκλαβάνη και Σταματόπουλου, με σκοπό την κατασκευή
γεωργικών εργαλείων. Ωστόσο η τράπεζα δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τις απαραίτητες
πιστώσεις από την κυβέρνηση, και το σχέδιο μάλλον ναυάγησε.1226
Εκτός από τα παλιά μέταλλα των μισοβυθισμένων πλοίων υπήρχαν και εκείνα των
κατεστραμμένων αεροσκαφών, αυτοκινήτων κλπ, κάποια από τα οποία ανήκαν στον
ελληνικό στρατό, άλλα στον βρετανικό, ενώ το μεγαλύτερο μέρος όσων προέρχονταν από
αεροσκάφη ανήκαν στη Luftwaffe. Ελάχιστα είναι γνωστά για την εκμετάλλευσή τους,
ωστόσο φαίνεται πως θεωρούνταν γερμανική ή ιταλική περιουσία και όσα βρίσκονταν σε
περιοχές που ήταν εύκολο να φορτωθούν σε πλοία, τρένα ή φορτηγά μεταφέρθηκαν στο
εξωτερικό ή σε ελληνικές βιομηχανίες για επανεπεξεργασία.1227
Πέρα όμως από το μέταλλο υπήρχαν και κάποια εξαρτήματα των μισοβυθισμένων
(κυρίως λέβητες και μηχανές), που μπορούσαν να επισκευαστούν και ενδεχομένως να
χρησιμοποιηθούν αλλού. Όσα από αυτά μπορούσαν να διασωθούν από τα βυθισμένα

εγκαταστάσεις του μηχανικού του ιταλικού ναυτικού (Navalgenio) στη Γένοβα (IWM, Speer
Collection, FD 2064/44, “Situazione Rottami Navali di Recupero Importati via Mare Dalla Grecia dal
15/8/1942 al 6/9/1943”). Σε άλλη δίκη (πρακτικά τόμος 11/1947, αρ. 1260-62), είχε αναφερθεί πως
για τις δραστηριότητές αυτές ο Μπραβάκος πρέπει να είχε πληρωθεί περίπου 5.000.000 το 1942. Η
γενική πάντως αυτή αναφορά, ακόμα και αν ήταν απόλυτα αξιόπιστη δεν μας δίνει την πραγματική
αξία του ποσού αυτού, αφού ο πληθωρισμός είχε μεγάλες διακυμάνσεις το 1942.
1226
TNA, WO 204/8718, Confidential “Memorandum. Summary of statements with regard to present
conditions in Greece, made by Mr Vasmadzides, a Manager of the Bank of Agriculture, who escaped
from Greece on 5 May, 1944”, 31/5/1944, σελ. 9. Η προσπάθεια μάλλον αφορά τα υνία που όπως
είδαμε στο πρώτο μέρος (βλ. κεφάλαιο για τη γεωργία) ανέφερε ο κατοχικός υπουργός.
1227
Το 1944 Σουηδοί ναύτες του πλοίου AKKA ανέφεραν ότι ένα σκάφος που άραξε δίπλα τους στο
λιμάνι του Πειραιά ξεφόρτωσε μαζί με αιχμαλώτους και μεγάλες ποσότητες τέτοιου υλικού (κυρίως
τμήματα αεροσκαφών) σε βαγόνια που βρίσκονταν για τον σκοπό αυτό στην αποβάθρα. TNA, AIR
34/475, “Swedish interrogation report”, File No. M.S. 1037-5-21 Vol. ‘2’, Top Secret, Ottawa,
18/5/1944. Δεν είναι γνωστό από πού προέρχονταν τα μέταλλα αυτά, ούτε για πού προορίζονταν.
Ωστόσο κάποιες γνωστές φωτογραφίες του αεροδρομίου του Μάλεμε διάσπαρτου με συντρίμμια
γερμανικών αεροσκαφών μετά τη μάχη της Κρήτης (βλ. φωτογραφίες 16-17) μάλλον αποτελούν την
πιθανότερη ένδειξη για την προέλευση. Εξάλλου σε μία από τις φωτογραφίες αυτές (αρ. 17)
φαίνεται ξεκάθαρα η αποσυναρμολόγηση των μισοκατεστραμμένων αεροσκαφών στο αεροδρόμιο
αυτό.

695
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πλοία στο λιμάνι του Πειραιά αφαιρούνταν και αποθηκεύονταν προσωρινά στο εσωτερικό
του λιμανιού, μαζί με τα τμήματα των σκαφών υπό επισκευή.1228
Η διάλυση των μισοβυθισμένων πλοίων και η εξαγωγή των παλαιών μετάλλων από
κατεστραμμένα πλοία, αεροπλάνα κλπ απαιτούσε επιπλέον κάποια σχετικά σπάνια υλικά
και εγκαταστάσεις. Δεν προκαλεί λοιπόν εντύπωση ότι στην λίστα των πρώτων επιταγμένων
εταιρειών βρισκόταν και η «Οξυγόνου και Ασετιλίνης, ο Ζέφυρος», ενώ η πρώτη επιστολή
της νεοϊδρυθείσας «Ελληνογερμανικής Οικονομικής Εταιρείας», ήταν προς τη Dresdner
Bank, στην οποία της ζητούσε να μεσολαβήσουν στην Reichsstelle Chemie (στην υπεύθυνη
δηλαδή κεντρική γερμανική αρχή για την παραγωγή χημικών προϊόντων) και να
συνεννοηθούν με την εταιρεία Γ. Κουρεμέτη στο Βερολίνο, ώστε να εξαχθούν στην Ελλάδα
οι απαραίτητοι 50 τόνοι «Καρβιδίου (Ασετιλίνης)».1229 Η σημασία μάλιστα των ελληνικών
εταιρειών του κλάδου ήταν τέτοια που κατέγραφαν επίσημα κέρδη – έστω και όχι πολύ
μεγάλα – σε όλο σχεδόν το διάστημα της κατοχής.

1228
TNA, AIR 34/475, “Swedish interrogation report”, File No. M.S. 1037-5-21 Vol. ‘2’, Top Secret,
Ottawa, 6/6/1944.
1229
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ68Φ1123, ΑΟΚ 12 IV Wi «Πιστοποίησις», 20/10/1941 και Α36Σ1Υ2Φ1, επιστολή
αρ. 1, Deutsch-Griechische Finanzierungs-Gesellschaft προς Dresdner Bank, 5 Νοεμβρίου 1941.
Μάλλον πρόκειται για καρβίδιο του ασβεστίου (γνωστό και ως ακετυλίδιο του ασβεστίου ή
ανθρακασβέστιο) από το οποίο παράγεται η ακετιλίνη. Εξάλλου έτσι εμφανίζεται και το
συγκεκριμένο χημικό στα δελτία ειδικού εμπορίου μετά των ξένων επικρατειών της Γενικής
Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, σύμφωνα με τα οποία το 1942 (όταν και μάλλον θα εισήχθησαν
οι εν λόγω ποσότητες) οι εισαγωγές του χημικού αυτού ήταν οι μεγαλύτερες της περιόδου 1941-44,
πλησιάζοντας τους 455 τόνους. Οι 66 από αυτούς εισήχθησαν από τη Γερμανία (ανάμεσά τους
μάλλον και οι 50 της παραγγελίας που είδαμε), ενώ οι υπόλοιποι ήρθαν από την Ιταλία.

696
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 16: Φωτογραφία των γερμανικών ομοσπονδιακών αρχείων (Bundesarchiv, Bild 101l-166-
0512-39) που απεικονίζει κατεστραμμένα γερμανικά μεταγωγικά Ju 52 στο αεροδρόμιο του
Μάλεμε (Μάιος – Ιούνιος 1941).

Εικόνα 17: Φωτογραφία από την αποσυναρμολόγηση μισο-κατεστραμμένων αεροσκαφών


(κυρίως Ju 52) στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, στο νομό Χανίων (Bundesarchiv, Bild 183-B10713,
Αύγουστος 1941). Σύμφωνα με τη γερμανική λεζάντα πρόκειται για το σημείο συλλογής του
υπεύθυνου της ειδικής υπηρεσίας αεροπορικών εξοπλισμών της Luftwaffe
(Generalluftzeugmeister - επικεφαλής της ήταν ο E. Udet και αργότερα ο E. Milch), όπου
συγκεντρώνονταν τα Ju 52 προς επισκευή. Η υπηρεσία του Generalluftzeugmeister ήταν υπεύθυνη
και για τα εργοστάσια επισκευών στην Αθήνα. Πιθανότατα πολλά από τα αεροσκάφη που
φαίνονται στη φωτογραφία φορτώθηκαν σε πλοία και μεταφέρθηκαν για επισκευή ή
ανακύκλωση στην Αθήνα.

697
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι κατοχικές ανελκύσεις αποτέλεσαν αντικείμενο αρκετών εταιρειών και σημαντικού


αριθμού εργαζομένων σε αυτές, ειδικά κατά την πρώτη περίοδο της κατοχής. Οι σχετικές
εργασίες τύχαιναν μάλιστα από την αρχή του πολέμου δασμολογικών διευκολύνσεων, οι
οποίες παρατάθηκαν επί κατοχής για διάστημα μέχρι και έξι μηνών μετά τη λήξη του
πολέμου.1230 Αν και δεν υπάρχουν ακριβείς αριθμοί σχετικά με το πόσοι απασχολήθηκαν
στις συγκεκριμένες εργασίες, μια εκτίμηση δελτίου πληροφοριών της εξόριστης ελληνικής
κυβέρνησης μας δίνει μια τάξη μεγέθους, αφού το φθινόπωρο του 1941 ανέφερει πως
περίπου 1.500 εργάτες απασχολούνταν «από τους Γερμανούς μονίμως στο Ναύσταθμο
Πειραιά» στην ανέλκυση και επισκευή πλοίων.1231 Ακόμα και το 1944 δινόταν στους ξένους
ναυτικούς η εντύπωση μιας έντονης δραστηριότητας στα μισοβυθισμένα σκάφη των
ελληνικών λιμανιών, αφού όπως δήλωναν στις Συμμαχικές υπηρεσίες οι Σουηδοί ναύτες
των πλοίων Formosa και Yarrawonga που μετέφεραν στον Πειραιά τη βοήθεια του Διεθνούς
Ερυθρού Σταυρού, «όλα τα βυθισμένα σκάφη και όσα έχουν πάθει ζημιές στην περιοχή
υφίστανται επισκευές ή ανελκύσεις».1232
Πολλά από τα σκάφη που ανελκύθηκαν, ειδικά κατά το πρώτο διάστημα της κατοχής,
εκτελούσαν σύντομα χρέη περιπολικού του Γερμανικού ναυτικού στο Αιγαίο, αποτελώντας
τη ραχοκοκαλιά των ανθυποβρυχιακών περιπολικών του γερμανικού ναυτικού στην
περιοχή. Ανάμεσα τους ήταν μάλιστα και το UJ 2101 που βύθισε το Ελληνικό υποβρύχιο
«Κατσώνης».1233 Παρόμοια ήταν η ιστορία του ισχυρότερου πλοίου του γερμανικού

1230
ΦΕΚ 315Α/9-12-1942, Κανονιστικό Διάταγμα «Περί παρατάσεως ισχύος του άρθρου 1 του υπ’ αρ.
2687/1940 Αναγκ. Νόμου».
1231
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ., 1941: Φ13Υ4, Πρεσβεία Άγκυρας, Αύγουστος-Οκτώβριος 1941, «Τρίτον Δελτίον
ης ης
Πληροφοριών Περί της εν Ελλάδι καταστάσεως (από 1 Σεπτεμβρίου μέχρι της 15 Οκτωβρίου
1941)», σελ. 75. Η αναφορά είναι λίγο ασαφής και δεν είναι βέβαιο αν αφορά και τις εργασίες που
γίνονταν στα ναυπηγεία, αν και ο αριθμός μοιάζει σχετικά χαμηλός για κάτι τέτοιο – τουλάχιστον αν
περιλαμβάνει και το Πέραμα στον Πειραιά, όπως έκαναν συχνά τέτοιες εκθέσεις.
1232
TNA, AIR 34/475, “Swedish interrogation report”, File No. M.S. 1037-5-21 Vol. ‘2’, Top Secret,
Ottawa, 6/6/1944.
1233
Το «Κατσώνης» έπεσε θύμα του πρώην ναρκαλιευτικού «Στρυμών», που είχε μετονομαστεί σε UJ
2101. Το «Στρυμών» αφού βυθίστηκε από γερμανικά αεροσκάφη ανελκύστηκε για να υπηρετήσει
στο γερμανικό ναυτικό ως καταδιωκτικό υποβρυχίων. Άλλα ανελκυσθέντα σκάφη που θα
υπηρετούσαν στο Kriegsmarine ήταν το HMS “Widnes”, που όπως είδαμε είχε ανελκυστεί πριν τον
Οκτώβρη του 1941 (θα υπηρετούσε στη συνέχεια με το γερμανικό ναυτικό ως UJ 2109), το “Darvik”
(νορβηγικό φαλαινοθηρικό που ανελκύστηκε επίσης μέχρι τον Οκτώβρη του 1941, για να υπηρετήσει
στο Kriegsmarine ως UJ 2104), το ελληνικό «Αύρα» (τον Οκτώβρη του 1941 επισκευαζόταν στο

698
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ναυτικού στην ανατολική Μεσόγειο. Το νεότευκτο ελληνικό αντιτορπιλικό «Βασιλεύς


Γεώργιος» υπέστη σοβαρές ζημιές μετά από επίθεση γερμανικών αεροπλάνων και δεν
πρόλαβε να επισκευαστεί εγκαίρως και να διαφύγει στη Μέση Ανατολή. Μετά λοιπόν από
μια μάλλον αποτυχημένη απόπειρα βύθισής του για να μην πέσει στα χέρια του Άξονα, το
«Βασιλεύς Γεώργιος» καταλήφθηκε σε μη πλεύσιμη κατάσταση, για να επισκευαστεί και
τελικά να ενταχθεί το 1942 στο γερμανικό ναυτικό με το όνομα “Hermes”.1234 Εκτός από
σκάφη συνοδείας και ανθυποβρυχιακά, από το Αιγαίο ανελκύστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν με
σοβαρές ζημιές και επισκευάστηκαν για χρήση από το γερμανικό ναυτικό αρκετά εμπορικά
πλοία, ακόμα και πέντε βρετανικά αποβατικά: τα TLC A1, TLC A3, TLC A16, TLC A19 και LCM
923.1235

Πέραμα για να υπηρετήσει ως κυνηγός υποβρυχίων UJ 2108), και το «Πάραλος», που είχε ήδη τεθεί
σε υπηρεσία τον Οκτώβρη του 1941 με το γερμανικό ναυτικό, ως UJ 2103. Βλ. BA-MA, RW 19/5525,
“Liste der bereits geborgenen Schiffe“, και Gröner, E., Jung D. & Maass, M.: Die Deutsche Kriegsschiffe
1815-1945, Band 8/1: Flussfahrzeuge, Ujäger, Vorpostenboote, Hilfsminensucher,
Küstenschutzverbände (Teil 1), Bernard & Graefe Verlag, Bonn, 1993, σελ. 525. Και τα 10 πρώτα (UJ
2101-2110), καθώς και κάποια από τα μεταγενέστερα, γερμανικά ανθυποβρυχιακά που υπηρέτησαν
στο Αιγαίο προέρχονταν από ανελκυσθέντα ή επισκευασμένα πλοία που αιχμαλωτίστηκαν στα
ελληνικά νερά.
1234
Το σκάφος, που είχε τοποθετηθεί σε κλίνη σε μια προσπάθεια να επισκευαστεί βιαστικά πριν την
οριστική κατάρρευση του μετώπου δεν χρειάστηκε παρά λιγότερο από δύο μήνες για να
επισκευαστεί και καθελκύστηκε εν νέου στις 19/7/1941. Ωστόσο κάποιες ασαφείς καθυστερήσεις
δεν επέτρεψαν τελικά την ένταξή του στο γερμανικό ναυτικό παρά σχεδόν 1 χρόνο αργότερα (Ιούνιο
1942). Στις επισκευές μάλιστα βοήθησαν και οι υπηρεσίες του ελληνικού ναυτικού στο ναύσταθμο (ο
Πλοίαρχος Καραντής συνέχισε μάλιστα τα καθήκοντά του ως τεχνικός διευθυντής), αφού τα
συνεργεία είχαν παραμείνει άθικτα κατόπιν εντολής κατά την αποχώρηση. Το “Hermes” τελικά
βυθίστηκε τον Μάιο του 1943 από συμμαχικά αεροπλάνα στην Τυνησία. Βλ. Φωκάς, Δημήτριος Δ.
(Αντιναύαρχος): Έκθεση, σχετικά με τη δράση του ναυτικού κατά τον πόλεμο 1940-1944.
Συνταχθείσα βάσει επισήμων στοιχείων του Γ.Ε.Ν., Έκδοση Πολεμικού Ναυτικού, Αθήνα [1953],
(επανέκδοση) χ.χ., σσ. 275-280.
1235
Το TLC (Tank Landing Craft) 1 είχε εξοκείλει στις 22 Απριλίου 1941 στην Πάχη ή Μεγάλο νησί
Μεγάρων (στην πηγή αναφέρεται λανθασμένα ως “Megalo Parchich/Megara”), και ανασύρθηκε για
να ενταχθεί στον γερμανικό στόλο τον Αύγουστο (στην προαναφερθείσα λίστα των ανελκυσθέντων
σκαφών αναφέρει ότι τον Οκτώβριο του 1941 βρισκόταν στο Πέραμα για επισκευές). Το TLC A3
χτυπήθηκε από γερμανικά βομβαρδιστικά κατά της επιχειρήσεις στην Κω τον Οκτώβρη του 1943, για
να ενταχθεί σχεδόν ένα χρόνο αργότερα (7/9/44) στο γερμανικό ναυτικό ως παράκτιο περιπολικό με
το όνομα GD 06. Το TLC A16 (αυτό)βυθίστηκε μετά από αεροπορικό βομβαρδισμό το 1941 στο λιμάνι

699
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

10.2 Συμβατικές Ναυπηγήσεις

Τα σκάφη που έγινε δυνατόν να ανελκυσθούν και να χρησιμοποιηθούν εκ νέου από τις
ναυτικές δυνάμεις του Άξονα δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν όλες τις ανάγκες τους,
ειδικά σε ό, τι αφορούσε τις μεταφορές. Τα εμπορικά σκάφη που αιχμαλωτίστηκαν σώα σε
διάφορους λιμένες της Ευρώπης αποτελούσαν μια βοήθεια, ωστόσο ούτε αυτά ήταν
αρκετά για να μπορέσουν να μεταφέρουν το σύνολο των αγαθών (πολεμικών ή μη) που
χρειάζονταν οι κατακτητές. Εξάλλου ο αυξανόμενος ρυθμός απωλειών απαιτούσε έτσι κι
αλλιώς την ναυπήγηση νεώτερων σκαφών που θα κάλυπταν τα κενά. Μεγάλες ήταν
εξάλλου και οι ανάγκες της ίδιας της Ελλάδας και της κυβέρνησης κατοχής για τις
θαλάσσιες μεταφορές, αν και πολύ γρήγορα έγινε προφανές ότι ο ελληνικός πληθυσμός
ερχόταν μάλλον τέταρτος στην ιεραρχία των δυνάμεων κατοχής, μετά τα στρατεύματά
κατοχής, τις ξένες επιχειρήσεις και τους ίδιους τους λαούς των κατακτητών.1236 Έτσι πολύ

της Σούδας (ο Gröner αναφέρεται λανθασμένα πως αυτό έγινε στις 2 Ιουνίου, όταν είχαν τελειώσει
οι πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή). Ανελκύστηκε τον Φεβρουάριο του 1942 από το
ναυαγοσωστικό «Ειρήνη Βερνίκου» και μεταφέρθηκε για επισκευή μάλλον στο Ηράκλειο, όπου και
χρησιμοποιήθηκε αρχικά για εργασιες στο λίμάνι και μεταπολεμικά ως πλωτός γερανός. Το A19
(επίσης αναφέρεται στην προαναφερθείσα γερμανική λίστα των ανελκυσθέντων σκαφών) μαζί με το
TLC A1 (κατά άλλους μόνο το ένα από τα δύο) χρησιμοποιήθηκαν από το γερμανικό ναυτικό ως
πορθμεία ατμομηχανών με το όνομα “Lok-Fähre” και στο τέλος του πολέμου ως μεταγωγικά (πρέπει
να είναι τα σκάφη που αναφέρονται σε πληροφορίες Έλληνα φυγάδα ότι μετέφεραν δύο
ατμομηχανές από τον Πειραιά μέχρι τη Στυλίδα πριν ανοίξει και πάλι η σιδηροδρομική γραμμή, στα
τέλη 1941 – αρχές 1942, βλ. TNA, WO 208/3357, “Report No A 353”, 15 March 1942). Τέλος το
μικρότερο LCM (Landing Craft Mechanized) 923 έπαθε σοβαρές βλάβες κατά τις επιχειρήσεις της
Λέρου στις 11 Νοεμβρίου 1943. Εντάχθηκε στο γερμανικό ναυτικό ως GD 05 στις 7/9/44 (στην πηγή
λανθασμένα αναφέρεται ως 7/9/55). Αρκετά ακόμα αποβατικά έπεσαν στα χέρια των Γερμανών σε
άλλες περιοχές (κυρίως στην αποτυχημένη απόβαση στη Διέπη). Gröner, Erich: Die deutschen
Kriegsschiffe, 1815-1945, Band 7: Landungsverbände (II), Berhard & Graefe Verlag, Koblenz, 1990, Σσ.
61-62. Για τα πλοία του γερμανικού ναυτικού στο Αιγαίο βλ. επίσης: Schenk, Peter: Kampf um die
Ägäis. Die Kriegsmarine in griechischen Gewässern 1941-1945, E.S. Mittler & Sohn GmbΗ, Hamburg,
2000. Πληροφορίες σχετικές με τα σκάφη ανέβηκαν πρόσφατα από τον Δημήτρη Γκαλών και στην
ιστοσελίδα Grafas Diving: “’Lokfähre’ Πρώην βρετανικό TLC τύπου Mark 1”
http://www.grafasdiving.gr/nauagia2.php?lang=gr&id=50.
1236
Στη ναυπήγηση ενός αριθμού (αρχικά 10) ξύλινων σκαφών για τις ελληνικές ανάγκες είχε
στραφεί και ο κατοχικός υφυπουργός Πατίστας (το «Δόξα» περίπου 600-700 τόνων ήταν το
μεγαλύτερο από αυτά), πριν τελικά αναλάβουν οι Γερμανοί αρκετά από τα σκάφη αυτά. BA-MA, TS

700
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γρήγορα αποφασίστηκε να ξεκινήσει ένα αρκετά εκτεταμένο πρόγραμμα κατασκευής


σκαφών κάθε είδους στην περιοχή.
Όπως ήταν φυσικό το πρόγραμμα των ναυπηγήσεων για την υπηρέτηση των
γερμανικών αναγκών θα βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στις ελληνικές ναυπηγικές
εγκαταστάσεις. Η αντιμετώπιση των μονάδων αυτών, όπως και όλων των εγκαταστάσεων
που μπορούσαν να συνεισφέρουν στην πολεμική προσπάθεια του Άξονα, διέφερε ανάλογα
με το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Τα κρατικά ναυπηγεία και ναύσταθμοι, όπως και οι
κρατικές αεροπορικές εγκαταστάσεις που είδαμε παραπάνω, θεωρήθηκαν ως περιουσία
εχθρικού κράτους και πέρασαν στα χέρια της Wehrmacht. Αντίθετα, το ιδιοκτησιακό
καθεστώς όσων εγκαταστάσεων ανήκαν σε ιδιώτες έγινε σε γενικές γραμμές σεβαστό, αλλά
οι επιχειρήσεις δέχθηκαν γερμανικά συνήθως συμβόλαια που συχνά συνοδεύονταν με
τυπική τουλάχιστον επίταξη.
Με δεδομένη όμως την έλλειψη μεγάλων ναυπηγείων ικανών να κατασκευάσουν
μεταλλικά σκάφη μεγάλου εκτοπίσματος, το γερμανικό ενδιαφέρον εστιάστηκε κυρίως
στην ναυπήγηση πολυάριθμων, μικρών ξύλινων, συνήθως πετρελαιοκίνητων σκαφών
καθώς και στο πρόγραμμα κατασκευής σκαφών από μπετόν αρμέ, το οποίο θα δούμε
αναλυτικότερα στη συνέχεια, ενώ αρκετά εκτεταμένο ήταν και το πρόγραμμα επισκευών
και μετατροπών παλαιότερων σκαφών ώστε να υπηρετήσουν στο γερμανικό ναυτικό.

Α) Το πλαίσιο των θαλασσίων μεταφορών στην κατεχόμενη Ελλάδα: κρατικές αρχές,


γερμανικές ακτοπλοϊκές εταιρείες και το γερμανικό ναυπηγικό πρόγραμμα.

Το ενδιαφέρον των αρχών κατοχής για την επανεκκίνηση των θαλάσσιων μεταφορών στην
κατεχόμενη Ελλάδα ήταν αυτονόητο ήδη από τις πρώτες ημέρες της κατοχής. Δεν άργησαν
λοιπόν να γίνουν κάποιες παραγγελίες από τις αρχές κατοχής και το κατοχικό κράτος σε
ναυπηγεία και παρεμφερείς επιχειρήσεις με σκοπό να επισκευαστούν όσα παλιά (και
συνήθως μικρά) πλοία είχαν απομείνει στα ελληνικά λιμάνια και όσα μισοβυθισμένα
ανελκύονταν καθώς και να ναυπηγηθούν νέα. Όπως ήταν φυσικό οι παραγγελίες αυτές
προκάλεσαν, όπως είδαμε και στην περίπτωση Σαρσέντη το ενδιαφέρον κάποιων
επιχειρηματιών, ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι ίδιες οι δυνάμεις κατοχής στράφηκαν σε
αρκετές από τις σημαντικές επιχειρήσεις που έκριναν πως μπορούσαν να καλύψουν τις
ανάγκες επισκευών και ναυπηγήσεων του γερμανικού ναυτικού. Όπως εξάλλου θα δούμε

404/14903, Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau, Marineoberbaurat


Mendelssohn, “Bericht über die Reise nach Athen vom 9. Bis 16. Oktober 1942”.

701
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παρακάτω μερικά από τα μεγάλα ναυπηγεία της χώρας εντάχθηκαν σχεδόν αμέσως στον
σχεδιασμό του γερμανικού ναυτικού.
Οι παραγγελίες του γερμανικού ναυτικού στην Ελλάδα είχαν όμως να
αντιμετωπίσουν τις οικονομικές εξελίξεις που ανέτρεπαν ή περιέπλεκαν τα αρχικά σχέδια.
Έτσι γρήγορα οι ναυπηγικές εργασίες συνάντησαν σημαντικά προβλήματα. Ήδη από τους
πρώτους μήνες της κατοχής η άνοδος του πληθωρισμού και η ουσιαστική κατάρρευση του
δικτύου μεταφορών δυσκόλευε την προμήθεια πρώτων υλών, ενώ η πείνα και η εξανέμιση
των μισθών δημιουργούσε προβλήματα στην παραγωγικότητα των εργατών, ο οποίοι
συχνά ήταν ουσιαστικά ανίκανοι για εργασία ή προτιμούσαν να αποχωρήσουν για να
ασχοληθούν με την αγροτική παραγωγή, ή το μικρεμπόριο και τη μαύρη αγορά. Οι
διαβουλεύσεις που έγιναν στα τέλη Ιουλίου 1942 ανάμεσα στις διάφορες γερμανικές αρχές
σχετικά με τον σχεδιαζόμενο ανεφοδιασμό του DAK με πλοία από την Ελλάδα
υπογράμμιζαν όχι μόνο τη γεωγραφική σημασία του ελληνικού χώρου για τις επιχειρήσεις
στην Αφρική, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι αρμόδιες γερμανικές αρχές στις
μεταφορές και στην διενέργεια των απαραίτητων ναυτικών εργασιών.1237
Η εκτόξευση του πληθωρισμού το 1942 έφερνε τη δραχμή στο χείλος της
καταστροφής, ωθώντας τις δυνάμεις κατοχής στην άμεση λήψη μέτρων για να μην
καταρρεύσει τελείως η ελληνική οικονομία και μαζί της η δυνατότητα των κατακτητών να
χρηματοδοτούν τα έξοδά τους από ελληνικούς πόρους. Σε συζητήσεις των Γερμανών
αξιωματικών που ήταν υπεύθυνοι για το ναυπηγικό πρόγραμμα στην Ελλάδα η κατάσταση
το φθινόπωρο του 1942 χαρακτηριζόταν καταστροφική και παρομοιαζόταν με εκείνη της
Γερμανίας του 1920, ενώ κρινόταν απαραίτητη η μεταφορά τροφίμων ως μέσο πληρωμής
(και ενίσχυσης της αποδοτικότητας) των Ελλήνων που εργάζονταν για τη Wehrmacht.1238
Υπό τέτοιες συνθήκες ήταν δύσκολο να συνεχιστεί το πρόγραμμα του γερμανικού ναυτικού
στην κατεχόμενη Ελλάδα χωρίς σημαντικές αλλαγές.
Πέρα από τα καθαρά οικονομικά προβλήματα, οι προσπάθειες για μεταφορά
στρατιωτικών, αλλά και «οικονομικών» υλικών (καύσιμα, τρόφιμα και άλλα αγαθά που θα
1237
NARA, T-311 Roll 175, Wehrmachtbefehlshaber Südost (Armeeoberkommando 12), Abteilung Ia,
„Tätigkeitsbericht für die Zeit vom 1.-31.7.1942“, 31/7/1942, σελ. 25.
1238
Οι αξιωματικοί παραπονούνταν επίσης για την έλλειψη στρατιωτικής διοίκησης στη χώρα
(θεωρώντας ως παράδειγμα την κατεχόμενη Β. Γαλλία), καθώς και για το γεγονός ότι έπρεπε να
μοιράζονται τη διοίκηση με τους Ιταλούς. Πρότειναν ωστόσο να εξεταστεί η δυνατότητα να
μεταφέρονται τρόφιμα για τους Έλληνες εργάτες με τα ιταλικά πλοία που ταξίδευαν τακτικά στον
Βόσπορο. BA-MA, TS 404/14903, Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau,
Marineoberbaurat Mendelssohn, “Bericht über die Reise nach Athen vom 9. Bis 16. Oktober 1942”.

702
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

βοηθούσαν στη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας) συναντούσαν επιπλέον το σχεδόν


ανυπέρβλητο εμπόδιο της ανεπαρκούς σιδηροδρομικής σύνδεσης της νότιας κυρίως
Ελλάδας με την κεντρική Ευρώπη. Ακόμα και με τα τακτικά δρομολόγια πλοίων από την
Ιταλία οι ελλείψεις ήταν δύσκολο να καλυφθούν. Συνέπεια ήταν ο Ρόμελ να διαμαρτύρεται
πως δεν έφταναν στα στρατεύματά του αρκετά εφόδια από την Ελλάδα, την ίδια στιγμή που
οι στρατιωτικές αρχές κατοχής στην ίδια την Ελλάδα διαμαρτύρονταν για τις δικές τους
ελλείψεις. Στις αρχές Οκτωβρίου 1942 είχε να φτάσει πλοίο περίπου μια βδομάδα στη
φρουρά της Κρήτης, αφού για τις σχετικές μεταφορές είχε διατεθεί μόνο ένα παλιό σκάφος
που χρειαζόταν επισκευή.1239
Η ήδη προβληματική κατάσταση θα γινόταν ακόμα κρισιμότερη τον Νοέμβρη, όταν
η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου διέκοψε για ένα διάστημα τις ομαλές
σιδηροδρομικές μεταφορές προς τη Νότια Ελλάδα. Η διακοπή αυτή μάλιστα έπληξε
περισσότερο το γερμανικό ναυτικό, που όπως είδαμε το 1942 κατανάλωνε το μεγαλύτερο
μέρος των ελληνικών εξόδων κατοχής. Το Kriegsmarine ανέμενε την περίοδο εκείνη μεγάλα
φορτία από τη Γερμανία (περίπου 60 βαγόνια) για τη συνέχιση του προγράμματος
ναυπηγήσεων στην Ελλάδα. Πρακτική συνέπεια ήταν να στραφούν οι Γερμανοί ακόμα
περισσότερο προς τις ελληνικές επιχειρήσεις μετά το Γοργοπόταμο, ανεβάζοντας όμως έτσι
ακόμα περισσότερο και τις τιμές – και κατά συνέπεια τα έσοδα των Ελλήνων
παραγωγών.1240 Σε μια περίεργη εξέλιξη των πραγμάτων λοιπόν μια αντιστασιακή πράξη

1239
NARA, microfilm T-311 Roll 175, [Wehrmachtbefehlshaber Südost (Armeeoberkommando 12)]
Abteilung Ia, “Aktennotiz über Chefbesprechung am 5.10.1942“. Στις αρχές του 1942, όταν οι ανάγκες
ήταν μικρότερες υπήρχαν 3 μικρά σκάφη και (από ένα σημείο και μετά) 1 μεγαλύτερο, που είχαν
μεταφέρει ανάμεσα στις 1/12/1941 και στις 15/4/1942 16.137 εξοπλισμένους στρατιώτες (και
αρκετούς ακόμα αδειούχους), 1.543 αυτοκίνητα, 1.332 μοτοσυκλέτες και 11.154 τόνους εφοδίων
(και μερικούς ακόμα «πολιτικών» προϊόντων) μεταξύ Κρήτης και Πειραιά (NARA, microfilm T1022,
Roll 2569, frames 415-421, Marinegruppenkommando Süd, Seetrasport Chefsachen 1941-43:
„Zusammendfassender Bericht des Seetransports über die Zeit vom 6. April 1941 bis 1. Mai 42”).
1240
Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis exploitation…, σσ. 527-528, και AA-PA, R 106155, επιστολή
HaPol XIIb 5326/42, 19/11/1942. Σε άλλα έγγραφα αναφέρονται 63 βαγόνια με «ναυπηγικό υλικό»
που περίμεναν επί βδομάδες στο Κίελο και το Wilhelmshaven, και των οποίων η άφιξη στον Πειραιά
χαρακτηριζόταν ως επείγουσα λόγω εξάντλησης των αποθηκών, αρκετές μέρες πριν την ανατίναξη
της γέφυρας (AA-PA, R 106155, τηλεγραφήματα υπ. αρ. 2495, Athen, 4/11/1942 και αρ. 2479, Athen
3/11/1942 - αντίγραφα των οποίων υπάρχουν και στο AA-PA, R 29614). Στο διάστημα από την έναρξη
της κατοχής μέχρι και τον Γοργοπόταμο οι Γερμανοί υπεύθυνοι είχαν καταφέρει να επισκευάσουν
μεγάλο μέρος του ημι-κατεστραμμένου σιδηροδρομικού δικτύου και να αυξήσουν τη συχνότητα των

703
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

στην Ελλάδα αποδείχθηκε βραχυπρόθεσμα ευεργετική για όσους παρήγαγαν για τους
εχθρούς, αλλά ζημιογόνα βέβαια για τους ίδιους τους Γερμανοϊταλούς που δεν μπορούσαν
να μεταφέρουν τα υλικά που ήθελαν και για το ελληνικό κατοχικό Δημόσιο που πλήρωνε
από τους λογαριασμούς εξόδων κατοχής. Το αμέσως επόμενο διάστημα οι ανεβασμένες
τιμές μειώθηκαν κάπως, λόγω των γενικών αποπληθωριστικών τάσεων, γεγονός που
ανακούφισε προσωρινά τις γερμανικές αρχές, ενώ οι ελλείψεις πρώτων υλών και καυσίμων
(στις οποίες συνέβαλε και η ανατίναξη της γέφυρας) περιόρισε την ελληνική παραγωγή,
πάρα τις γερμανικές παραγγελίες και τη σχετική ευκολία με την οποία βρίσκονταν ελληνικές
επιχειρήσεις διατεθειμένες να τις αναλάβουν.
Οι ανεπαρκείς μεταφορές είχαν όμως αρνητικό αποτέλεσμα μεσοπρόθεσμα, αφού
παρά τις παραγγελίες, συχνά δεν ήταν δυνατόν η παραγωγή να αυξηθεί αρκετά ώστε να
καλύψει την ζήτηση. Επιπλέον η μείωση της χρηματοδότησης που επιβλήθηκε για ένα
διάστημα ως τμήμα της προσπάθειας να σωθεί η δραχμή δρούσε ως ένα σημαντικός
ανασταλτικός παράγοντας στην οποιαδήποτε αύξηση (ή προσωρινά ακόμα και στη

τρένων που ταξίδευαν για Γερμανία σε 10 ημερησίως (αν και ο στόχος ήταν τα 11). Βλ.
αναλυτικότερα τη μετακατοχική (Ιανουάριος 1945) γερμανική έκθεση για τις ελληνικές συγκοινωνίες
επί κατοχής στο AA-PA, R27320, Dr. Karl Pfauter: “Die Verkehrslage Griechenlands Während der
Deutschen Besatzungszeit, 1941-44. Beitrag zum Tätigkeitsbericht der Wirtschaftsabteilung der
Dienststellen Athen des Sonderbevollmächtigten des Auswärtigen Amtes für den Südosten“, κυρίως
σελ 7-12. Η σημασία της κύριας σιδηροδρομικής γραμμής ήταν μάλιστα τέτοια που ο ίδιος ο Χίτλερ
είχε διατάξει την βελτίωσή της «με κάθε μέσο» (AA-PA, R 106155, τηλεγράφημα υπ. αρ. 2773,
28/11/1943. Μέχρι όμως την επισκευή της η σημασία των θαλάσσιων μεταφορών – που
αποτελούσαν και έναν από τους λόγους της αναγκαιότητας βελτίωσης της σιδηροδρομικής
συγκοινωνίας – θα αυξανόταν ακόμα περισσότερο. Ο φαύλος αυτός κύκλος των προβλημάτων με τις
μεταφορές δύσκολα θα μπορούσε να σπάσει, αφού για τις ναυπηγήσεις και τη βελτίωση των
θαλασσίων μεταφορών απαιτούνταν 9 τρένα μηνιαίως για υλικά αξίας 10 δισεκατομμυρίων
δραχμών (περίπου 17.000 χρυσών λιρών), ή άνω του ¼ των εξόδων κατοχής του μήνα (AA-PA, R
106155, τηλεγράφημα υπ. αρ. 2495, Athen, 4/11/1942). Εκτός από τα διάφορα υλικά ναυπηγήσεων
η εντατικοποίηση των εργασιών επισκευής είχε ως αποτέλεσμα και τη μεγαλύτερη ζήτηση
παράπλευρων υλικών όπως τα χρώματα. Στα τέλη του 1942 για παράδειγμα χρειάζονταν 20 τόνοι
χρωμάτων για τη Wehrmacht, τα περισσότερα από τα οποία για το ναυτικό. Βλ. BA-MA, RW 29/105,
Der Deutsche Wehwirtschaftsoffizier Athen, „Tätigkeitsbericht Nr. 7 abgeschlossen mit dem 25.
November 1942, 1/12/1942. Τα χρώματα εξάλλου είναι μία από τις λίγες κατηγορίες που στα
επίσημα Δελτία της Στατιστικής Υπηρεσίες εμφανίζουν αύξηση στις εισαγωγές το 1942 (2.344 τόνοι
μεταλλικών και ορυκτών χρωμάτων) και 1943 (2.208 τόνοι) σε σχέση με το 1940 (2.180 τόνοι). Η
αιτία είναι προφανής.

704
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

διατήρηση) των παραγγελιών του γερμανικού ναυτικού στην Ελλάδα. Η συνεπακόλουθη


προσωρινή μείωση των επισκευαστικών και ναυπηγικών δραστηριοτήτων του Kriegsmarine
στην Ελλάδα στα τέλη του 1942 και τις αρχές του 1943 οδήγησε σε κάποιο πλεόνασμα
εργαζομένων στα ελληνικά ναυπηγεία, και σε συζητήσεις σχετικά με την πιθανή απόλυση
ακόμα και 3.000 από αυτούς. Ο Γερμανός ναύαρχος ανέφερε στον Neubacher ότι για τις
απολύσεις δεν ευθύνονταν οι περικοπές στα έξοδα κατοχής, αφού ήταν ευτυχής συγκυρία
ότι αυτές συνέπεσαν με τη μείωση της χρηματοδότησης, προσθέτοντας ότι στο μέλλον θα
μπορούσε να φτάσει στα προηγούμενα επίπεδα παραγωγικής δραστηριότητας
αντικαθιστώντας τους απολυόμενους 3.000 εργάτες αποκλειστικά με άνεργους και
άπορους.1241
Ωστόσο οι στρατιωτικές ανάγκες δεν μπορούσαν να παραγνωριστούν σε περίοδο
πολέμου και έτσι σύντομα το γερμανικό ναυπηγικό πρόγραμμα επανήλθε, έστω και με
αρκετές διαφορές, και οι όποιες απολύσεις μάλλον δεν ήταν τόσο μεγάλης κλίμακας αφού
το ζήτημα αυτό δεν φαίνεται να απασχόλησε ξανά σε τέτοιο βαθμό τις γερμανικές αρχές.
Εξάλλου, παρά τη μείωση του ποσοστού που το Kriegsmarine έπαιρνε από τα έξοδα
κατοχής, τα ποσά που λάμβανε συνέχισαν να είναι αρκετά υψηλά, αυξανόμενα μάλιστα από
το 30% στο 40% του συνόλου στις αρχές του 1944 και για περίπου ένα εξάμηνο. Είναι λοιπόν
μάλλον βέβαιο ότι, τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι του 1944, δεν υπήρξε σημαντική μείωση
της γερμανικής ναυπηγικής δραστηριότητας.
Από τις αρχές λοιπόν του 1943, οι γερμανικές αρχές προχώρησαν σε μια σειρά
αλλαγών συγκεντρώνοντας και συστηματοποιώντας περισσότερο τον τρόπο που γίνονταν
ως τότε οι παραγγελίες και οι πληρωμές στα ελληνικά ναυπηγεία. Εξάλλου από τους
πορηγούμενους μήνες είχε ξεκινήσει και μια γενικότερη προσπάθεια αναδιοργάνωσης και
συγκέντρωσης αρμοδιοτήτων της οικονομίας τόσο της Γερμανίας όσο και της κατεχόμενης

1241
AA-PA, R 29614, τηλεγραφήματα Neubacher, υπ. αρ. 256, 25/1/1943 και αρ. 281, 27/1/1943. Η
σχετική αναφορά πιθανότατα δεν γίνεται για να δείξει τον «ανθρωπισμό» του ναυάρχου (εξάλλου το
ποσοστό ανέργων δεν θα άλλαζε), αλλά πιθανότατα αφορά προσπάθεια μείωσης του κόστους
προσλαμβάνοντας προσωπικό που λόγω φτώχιας και ανεργίας θα είχε μικρότερες απαιτήσεις σε ό, τι
αφορά τις αμοιβές. Επίσης δεν είναι απόλυτα σαφές από πού θα απολύονταν οι 3.000 εργάτες, αλλά
πρέπει να πρόκειται για εργαζόμενους στα κρατικά ναυπηγεία Σκαραμαγκά ή Σαλαμίνας, τη διοίκηση
των οποίων είχαν αναλάβει εξολοκλήρου οι Γερμανοί. Εξάλλου οι ναζί, αν και προώθησαν την
απελευθέρωση των απολύσεων στα τέλη ειδικά της κατοχής, δεν επέβαλαν την απόλυση
εργαζομένων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις (τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της κατοχής) και σε γενικές
γραμμές σέβονταν την ανεξαρτησία των επιχειρήσεων αυτών – αρκεί βεβαίως να παρήγαγαν για τη
γερμανική πολεμική μηχανή.

705
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ευρώπης. Σημαντικότερες από αυτές είναι η είσοδος γερμανικών ιδιωτικών εταιρειών και η
εν μέρει χρηματοδότηση των ναυπηγήσεων με χρυσό και συνάλλαγμα, γεγονότα που θα
δούμε αναλυτικότερα στη συνέχεια. Η πτώση της Ιταλίας θα δημιουργήσει νέες
καταστάσεις, ενισχύοντας από τη μία πλευρά το γερμανικό ναυτικό με κάποια ιταλικά
πλοία, αλλά από την άλλη προσφέροντας περισσότερες ευκαιρίες στο αντάρτικο και
φέρνοντας προσωρινά τους συμμάχους στα Δωδεκάνησα.
Το 1944 οι ελλείψεις, η δράση ανταρτών και συμμαχικών υπηρεσιών και ο
πληθωρισμός αποδεικνύονταν σοβαρά εμπόδια στα γερμανικά ναυπηγικά προγράμματα
στην Ελλάδα, ενώ ο αριθμός των απωλειών κορυφωνόταν. Τον Ιούλιο του 1944 το
γερμανικό ναυαρχείο Αιγαίου παρατηρούσε ότι δεν μπορούσε πια να υπολογίζει σε
ενίσχυση από νεοναυπηγηθέντα καΐκια, αφού αυτά στην καλύτερη περίπτωση θα
αναπλήρωναν τις απώλειες (1 καΐκι κάθε μέρα).1242 Η μείωση της κατασκευαστικής και
ναυπηγικής δραστηριότητας των Γερμανών προς το τέλος της κατοχής έφερε και αντίστοιχη
μείωση στις δουλειές των ελληνικών βιομηχανιών και μηχανουργείων, ειδικά στον Πειραιά,
με αποτέλεσμα – και μετά τον νόμο που όπως είδαμε απελευθέρωνε τις απολύσεις – να
απολυθεί μεγάλο τμήμα των εργαζομένων στις επιχειρήσεις αυτές. Φαίνεται μάλιστα πως οι
Γερμανοί πρότειναν σε κάποιες τουλάχιστον από τις επιχειρήσεις αυτές να μεταφερθούν
στη Θεσσαλονίκη για να συνεχίσουν το έργο τους, και τουλάχιστον μια τεχνική εταιρεία
αποφάσισε να δεχθεί.1243
Ας δούμε αναλυτικότερα τις μεταβολές στο θεσμικό πλαίσιο και τη συστηματοποίηση
των θαλασσίων μεταφορών καθώς και την πορεία του γερμανικού ναυπηγικού και
επισκευαστικού προγράμματος κατά την περίοδο της κατοχής, πριν εξετάσουμε την πορεία
των κυριότερων ναυπηγείων της κατεχόμενης Ελλάδας.
***
Τα μικρά πετρελαιοκίνητα ιστιοφόρα και καΐκια έπαιζαν βασικό ρόλο στις θαλάσσιες
μεταφορές στην κατεχόμενη Ελλάδα. Τα σκάφη αυτά, χρησιμοποιούμενα σε μεγάλο βαθμό
για λογαριασμό των γερμανικών αρχών, αποδείχθηκαν από την αρχή πολύτιμα για τον
1242
TNA, AIR 20/1217, “Translation of Extracts from the War Diary of Admiral Aegean: June – August
1944”, σελ. 6.
1243
Οι αναφορές πάντως για απόλυση του 75% των εργαζομένων που συναντάμε στις βρετανικές
πληροφορίες μοιάζουν υπερβολικές. Η μη κατονομαζόμενη εργολαβική εταιρεία φαίνεται να
πρότεινε σε εργαζόμενούς της να μεταβούν στη Θεσσαλονίκη για να συνεχίσουν να εργάζονται γι’
αυτή σε γερμανικά έργα. TNA, WO 204/8851, Combined Economic Warfare Agencies A.F.H.W.,
“Weekly notes of economic intelligence relating to enemy occupied territory in the Mediterranean
Theatre”, Issue No. 22, 24/7/1944.

706
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εφοδιασμό των πολυάριθμων νησιών και απομακρυσμένων παραλιών του ελληνικού


χώρου, μεταφέροντας μέχρι και 9.000 τόνους διαφόρων ειδών κάθε μήνα – από τρόφιμα
για τον πληθυσμό μέχρι όπλα και πυρομαχικά για τις φρουρές των δυνάμεων κατοχής.1244
Όπως φαίνεται και στον πίνακα που ακολουθεί η μεγάλη σημασία των σκαφών αυτών για
τις ναυτικές μεταφορές στην Ελλάδα είναι ολοφάνερη μετά την ουσιαστική εξαφάνιση των
περισσότερων ξένων και ελληνικών ατμόπλοιων από την περιοχή. Τα μεγαλύτερα σκάφη
προκατοχικά μετέφεραν – λόγω μεγέθους – πολύ μεγαλύτερες ποσότητες εμπορευμάτων
και επιβατών και η έλλειψή τους δεν ήταν δυνατόν να αναπληρωθεί από τα υπάρχοντα
μικρά σκάφη.

Ποσοστό ιστιοφόρων σε ναυτιλιακή κίνηση (%)


Απόπλοι Κατάπλοι
αριθμός χωρητικότητα αριθμός χωρητικότητα
Έτος σύνολ. ακτοπλ. συνολ. ακτοπλ. σύνολ. ακτοπλ. συνολ. ακτοπλ.
1938 37,0 42,7 4,1 8,2 36,8 42,7 4,0 8,2
1939 42,0 48,1 4,6 9,1 41,4 47,7 4,6 9,1
1940 53,6 56,2 9,1 13,3 53,9 56,8 9,1 13,2
1941 77,7 80,0 18,0 26,4 78,3 79,2 19,2 22,8
1942 97,3 100,0 43,8 100,0 98,5 100,0 56,3 100,0
1943 98,9 99,9 43,1 99,8 99,4 99,9 53,9 99,8
1944 98,9 99,9 22,6 97,8 99,4 99,9 35,6 97,8
Πίνακας 10.1: Πηγή: Μηνιαία στατιστικά δελτία της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος,
1939-1944. Τα στοιχεία δεν περιλαμβάνουν πολλά ταξίδια που έγιναν για τη μαύρη αγορά και
ενδεχομένως και για λογαριασμό των αρχών κατοχής. Επίσης στα στατιστικά της περιόδου δεν
περιλαμβάνεται η de facto προσαρτημένη στη Βουλγαρία ζώνη της Αν. Μακεδονίας και Θράκης.

Έπρεπε λοιπόν να γίνει κάθε δυνατή προσπάθεια για αύξηση του αριθμού των
σκαφών – μικρών ή μεγάλων – που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στις τοπικές
μεταφορές. Προσπάθειες για την επισκευή και τον εκσυγχρονισμό των παλιών καϊκιών και
τη ναυπήγηση νέων είχαν γίνει από τις αρχές της κατοχής. Στα πλαίσια αυτά μάλλον
εντάσσεται και το συμβόλαιο που ανέλαβε το φθινόπωρο του 1941 ο Γκλαβάνης του Βόλου
για την κατασκευή 24 μηχανών εσωτερικής καύσης των 120 ίππων από το γερμανικό

1244
AA-PA, R 27320, Dr. Karl Pfauter: “Die Verkehrslage Griechenlands Während der Deutschen
Besatzungszeit“. Στα επίσημα στατιστικά δελτία της Ελληνικής Πολιτείας φαίνονται αρκετά
μικρότεροι αριθμοί (για μεγάλο μέρος της κατοχής κυμαίνονταν σε γενικές γραμμές μεταξύ του ¼ και
του ½ του ποσού αυτού). Ωστόσο στα ελληνικά στατιστικά στοιχεία πιθανώς να μην
περιλαμβάνονταν αρκετά από τα ταξίδια που τα σκάφη αυτά έκαναν για λογαριασμό των αρχών
κατοχής.

707
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ναυαρχείο Αιγαίου, με προκαταβολή 12.000.000 για τα σχετικά έξοδα.1245 Όμως οι


προσπάθειες για ανασύσταση και εκσυγχρονισμό της ελληνικής ακτοπλοΐας μάλλον δεν
ήταν τόσο οργανωμένη το 1941 όσο το 1942 και κυρίως το 1943.
Ο συντονισμός της πρώτης περιόδου θεωρήθηκε λοιπόν ανεπαρκής, ειδικά στο θέμα
της κατανομής των αρκετά σπάνιων καυσίμων, οδηγώντας το 1942 σε μια προσπάθεια
ολοκληρωμένου κεντρικού ελέγχου της ναυσιπλοΐας, κατά τα πρότυπα της υπόλοιπης
οικονομίας της κατεχόμενης Ευρώπης. Για τον έλεγχο και συντονισμό της δράσης των
μικρών πλοίων λοιπόν ιδρύθηκε μια ειδική αρχή ελέγχου για την ακτοπλοΐα (“Kontrollstelle
für Küstenschifffahrt” σε γερμανικό έγγραφο), η οποία είχε και το μονοπώλιο του
εφοδιασμού των σκαφών αυτών με καύσιμα.1246 Η «Υπηρεσία Ελέγχου Ακτοπλοϊκών

1245
Όπως συνέβαινε συνήθως στις περιπτώσεις αυτές οι αρχές κατοχής θα παρείχαν τις απαραίτητες
πρώτες ύλες και τρόφιμα. Τζαφλέρης, Νίκος: Επιβίωση και αντίσταση στο Βόλο την περίοδο της
κατοχής, 1941-1944, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2007, σσ. 246,
271-272 και 291-292. Οι κινητήρες αυτοί θα μπορούσαν να προορίζονται και για τα τσιμεντόπλοια,
αν και η παραγγελία τους από το γερμανικό ναυτικό το 1941 μάλλον υποδεικνύει ως πιθανότερο
προορισμό τους τα καΐκια. Ωστόσο η αλματώδης αύξηση του πληθωρισμού φαίνεται ότι συχνά
αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για την ολοκλήρωση τέτοιων παραγγελιών. Σύμφωνα με
κατάθεση Έλληνα φυγάδα προς στις βρετανικές υπηρεσίες ο Γκλαβάνης είχε επίσης αναλάβει την
επισκευή στρατιωτικών οχημάτων και πλοίων για τις δυνάμεις κατοχής. Βλ. TNA, WO 208/3357,
“Report No A 353”, 15 March 1942.
1246
Βλ. σχετικά την απολογιστική έκθεση για τις μεταφορές στην κατεχόμενη Ελλάδα, που απέστειλε
στις αρχές 1945 στα κεντρικά το Οικονομικό τμήμα της Υπηρεσίας Αθηνών του Ειδικού
Πληρεξούσιου του Υπουργείου Εξωτερικών για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη: AA-PA, R 27320, Dr. Karl
Pfauter: “Die Verkehrslage Griechenlands Während der Deutschen Besatzungszeit“, σσ. 11-12. Η
προερχόμενη από πολιτικές γερμανικές αρχές έκθεση (υπάρχει – όπως εξάλλου και οι υπόλοιπες
εκθέσεις του φακέλου – και στο BArch, R 2/30680), εστιάζεται περισσότερο στη σημασία των
μεταφορών για τον πληθυσμό και την οικονομία της χώρας, δίνοντας ελάχιστες πληροφορίες για τον
εφοδιασμό των στρατιωτικών μονάδων. Επιπλέον στη συνοπτική αναφορά για τις ναυτικές
μεταφορές δεν αναφέρει λεπτομέρειες, όπως τον χρόνο ίδρυσης της Kontrollstelle für
Küstenschifffahrt, ούτε αναφέρει αν πρόκειται για ελληνική αρχή. Από τα συμφραζόμενα όμως
προκύπτει ότι αυτή δεν ιδρύθηκε στα τέλη της κατοχής. Σε έγγραφο του 1942 αναφέρεται η
σχεδιαζόμενη ίδρυση Διοίκησης Ναυτικών Μεταφορών (Seetransportkommandantur) με σκοπό την
ομαλότερη συνεργασία μεταξύ ιδιωτικών γερμανικών ναυτιλιακών εταιρειών (βασικά της Levante
Linie), και των στρατιωτικών ή δημόσιων φορέων, κυρίως όσον αφορά τις μεταφορές με μικρότερα
σκάφη. BA-MA RW 19/5525, Wehrwirtschafts[s]tab Südosten, Abt. Tr., “Reisebericht über Dienstreise
nach Griechenland vom 20 März - 4. April 42“, Semlin, 15.4.1942. Η Kontrollstelle für

708
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πλοίων», όπως ήταν το ελληνικό της όνομα,1247 και η βραχύβια «Υπηρεσία Ελέγχου
Πετρελαιοκινητων Πλοίων» του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας που είχε προηγηθεί
λίγους μήνες νωρίτερα,1248 θα ρύθμιζαν ολόκληρο το πλαίσιο χρήσης των πολυάριθμων
μικρών ελληνικών σκαφών.
Σκοπός της «Υπηρεσίας Ελέγχου Πετρελαιοκινητων Πλοίων» ήταν λοιπόν ο έλεγχος
των πλοίων κάτω των 30 τόνων καθώς και όσων μεγαλύτερων είχαν διατεθεί από τη
Γερμανική Διοίκηση Θαλασσίων Μεταφορών, αφού για τα μεγαλύτερα οι δυνάμεις κατοχής
διατηρούσαν κάθε αρμοδιότητα. Φαίνεται όμως το πλαίσιο αυτό, αν και κινούνταν προς τη
σωστή – για τις αρχές κατοχής και την κατοχική κυβέρνηση – κατεύθυνση, δεν κρίθηκε
ικανοποιητικό, αφού οι μεν δυνάμεις κατοχής δεν είχαν τον πλήρη έλεγχο της υπηρεσίας,
το δε κατοχικό κράτος ίσως δεν είχε καν πλήρη εικόνα για τις μεταφορές που τα
μεγαλύτερα σκάφη διενεργούσαν στην επικράτειά του. Έτσι, η «Υπηρεσία Ελέγχου
Ακτοπλοϊκών Πλοίων», που όπως είδαμε ιδρύθηκε λίγο αργότερα, ήταν μεν υπό την κοινή
εποπτεία «εντεταλμένων αντιπροσώπων των Πρεσβειών των Δυνάμεων Κατοχής», αλλά
εξαρτιόταν από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και χρηματοδοτούνταν από την
Ελληνική Πολιτεία. Επισήμως η νέα αυτή αρχή προοριζόταν «κυρίως δια την εξυπηρέτησιν
των επισιτιστικών και συγκοινωνιακών αναγκών της χώρας» και είχε αρχικά ως αντικείμενο
τα σκάφη χωρητικότητας 10-800 τόνων αλλά από το καλοκαίρι του 1944 ακόμα και τα
σκάφη κάτω των 10 τόνων.1249 Στις αρχές του 1943 αποφασίστηκε μάλιστα και η κρατική
δανειοδότηση – ιδιαίτερα συμφέρουσα σε περίοδο υψηλού πληθωρισμού – των
ιδιοκτητών πετρελαιοκίνητων ή ιστιοφόρων πλοίων, μέχρι το μισό της αξίας του σκάφους
για την επισκευή τόσο της ικανότητάς τους να πλέουν μόνο με πανιά (προφανώς και λόγω
των γενικών ελλείψεων σε καύσιμα), όσο και τον εκσυγχρονισμό σκάφους και μηχανής,
όπου αυτή υπήρχε.1250

Küstenschifffahrt πιθανότατα δημιουργήθηκε λίγο αργότερα, ημερομηνία που συμφωνεί με την


ίδρυση της ελληνικής «Υπηρεσίας Ελέγχου Ακτοπλοϊκών Πλοίων».
1247
Βλ. ΦΕΚ 233Α/15-9-1942, Νομοθετικό Διάταγμα αρ. 1756/42, «Περί συστάσεως Υπηρεσίας
Ελέγχου Ακτοπλοϊκών Πλοίων».
1248
ΦΕΚ 26Α/14-2-1942, Ν.Δ. 1005, «Περί συστάσεως Υπηρεσίας Ελέγχου Πετρελαιοκινήτων
πλοίων».
1249
ΦΕΚ 106Α/16-5-1944, Νόμος αρ. 1426, «Περί προσθήκης διατάξεως εις το Ν.Δ. 1756/42 ΄περί
συστάσεως Υπηρεσίας Ελέγχου Ακτοπλοϊκών Πλοίων’».
1250
Ν.Δ. 2054, «Περί οικονομικής ενισχύσεως προς ανασύστασιν της Ιστιοφόρου Ναυτιλίας», ΦΕΚ
6Α/15-1-1943. Επίσης Νόμος 19 «Περί συμπληρώσεως του υπ. αριθ. 2054/42 Ν.Δ., ‘περί οικονομικής

709
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Όμως, αν και αρχικά τα πολύ μικρά σκάφη είχαν, όπως είδαμε εξαιρεθεί από τις
επιτάξεις, οι αυξανόμενες ελλείψεις σε σκάφη γρήγορα οδήγησαν το γερμανικό ναυτικό
στην επίταξη ολοένα και περισσότερων καϊκιών, περιορίζοντας σημαντικά όσα παρέμεναν
για να εξυπηρετούν τις ανάγκες του πληθυσμού. Έτσι, την ίδια περίοδο που
δημιουργούνταν η «Υπηρεσία Ελέγχου Ακτοπλοϊκών Πλοίων», η κυβέρνηση κατοχής,
παραπονιόταν κατά τις διαπραγματεύσεις με τις αρχές κατοχής, επειδή από όσα λίγα
σκάφη απέμεναν στην Ελλάδα, «τα άνω των 50-60 τόνων τα περισσότερα εργάζονται δια
τας μεταφοράς των στρατευμάτων Κατοχής. Τα ολίγα δε τα υπόλοιπα, χωρητικότητος κάτω
των 50 τόνων, υποκείμενα και αυτά εις δεσμεύσεις και επιτάξεις δεν είναι δυνατόν να
επαρκέσωσιν δια τας μεταφοράς και τον επισιτισμόν της χώρας». Ζητούσε δε να της
επιτρέπεται «να έχει εις την διάθεσίν της μικρόν στολίσκον βενζινοπλοίων και ιστιοφόρων
συνολικής χωριτικότητος 6-7 χιλιάδων τόνων, μη υποκειμένων εις δέσμευσιν και επιτάξεις,
ώστε δι’ αυτού να κατορθώση να ιδρύση τακτικάς γραμμάς συγκοινωνίας διά την
μεταφοράν τροφίμων και πρώτων υλών από μίας επαρχίας εις άλλην.»1251
Οι γερμανικές πολιτικές αρχές, που φοβούνταν περισσότερο την οικονομική
κατάρρευση και την απώλεια ελέγχου του εσωτερικού της κατεχόμενης Ελλάδας, έδειχναν
μια σχετική κατανόηση σε κάποια από τα αιτήματα αυτά, αφού πίστευαν πως κινούνταν
προς τον κοινό στόχο της σωτηρία της δραχμής. Οι στρατιωτικές όμως ανάγκες σε περίοδο
πολέμου τελικά κατάφερναν μεσοπρόθεσμα να κυριαρχούν και έτσι, παρά τα όποια
προσωρινά μέτρα, τα περισσότερα από τα μηχανοκίνητα ιστιοφόρα κατέληγαν επίσης να
εξυπηρετούν κυρίως τις στρατιωτικές ανάγκες των δυνάμεων κατοχής. Όπως παρατηρούσε
ο συντάκτης γερμανικής απολογιστικής έκθεσης για τις μεταφορές στην κατεχόμενη
Ελλάδα, το γερμανικό πολεμικό ναυτικό έχοντας ανάγκη για μεταφορικά πλοία έβλεπε
συχνά την Αρχή Ελέγχου που είχε, υποτίθεται, δημιουργηθεί κυρίως για την τροφοδοσία

ενισχύσεως προς ανασύστασιν της Ιστιοφόρου Ναυτιλίας’», (ΦΕΚ 105Α/21-4-1943, ορθή


αναδημοσίευση: ΦΕΚ 137Α/15-5-1943, όπου περιλαμβάνονται και τα «πλοιάρια»).
1251
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ32Υ1Φ19, Υπουργός Οικονομικών, «Απάντησις επί της υπ’ αριθ. 3 προτάσεως»,
Βερολίνο, 24/9/1942. Η υπ’ αριθμό 3 πρόταση αφορούσε τον αυστηρό έλεγχο τιμών (βλ. έγγραφο με
τις προτάσεις του γερμανικού υπουργείου εξωτερικών στο ίδιο φάκελο, 20/9/1942). Τα απαιτούμενα
καύσιμα για τα βενζινοκίνητα, ή πετρελαιοκίνητα, ή μηχανοκίνητα αυτά σκάφη (οι χαρακτηρισμοί
τους διαφέρουν από έγγραφο σε έγγραφο) θα έπρεπε ασφαλώς να προσφέρουν οι αρχές κατοχής.
Σε άλλο έγγραφο τα σκάφη που ζητούσε η Ελληνική Πολιτεία αναφέρονταν ως 7-8 τόνων. Βλ. ο. π., Ο
Υπουργός των Οικονομικών της Ελλάδος προς την Α.Ε. κύριον Κάρολον Κλώντιους, Βερολίνο,
29/9/1942 (το ζήτημα των μικρών αυτών σκαφών είναι για το τελευταίο από τα 10 του εγγράφου
«διά την βελτίωσιν της οικονομικής και επισιτιστικής καταστάσεως εν Ελλάδι»).

710
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

της Ελλάδας, ως ένα ευπρόσδεκτο απόθεμα για την εύκολη επίταξη σκαφών που αρχικά
προορίζονταν για τις ανάγκες του ελληνικού λαού.1252
Η κατάσταση ήταν λίγο διαφορετική σε ό, τι αφορούσε τα μεγαλύτερα σκάφη στην
περιοχή, καθόσον στην πλειονότητά τους αυτά ήταν ξένων συμφερόντων κατά την περίοδο
της κατοχής.1253 Οι ανάγκες όμως για την αποδοτική κατανομή όλων των σπάνιων πόρων
(από τα καύσιμα μέχρι τα ίδια τα πλοία) και για τον συντονισμό των θαλάσσιων ταξιδιών,
οδήγησαν και εδώ στη δημιουργία νέας αρμόδιας αρχής, γερμανικής αυτή τη φορά και με
σημαντικά μεγαλύτερο πεδίο, αφού τα σκάφη αυτά διένυαν πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις
από τα καΐκια της ακτοπλοΐας. Τον Μάιο του 1942 δημιουργήθηκε λοιπόν το γραφείο του
Επιτρόπου του Ράιχ για τη Ναυσιπλοΐα (Reichskommissar für die Seeschifffahrt γνωστός και
με τις συντομογραφίες Reikosee ή RKS), για να επιβλέπει συνολικά τις θαλάσσιες
μεταφορές του Ράιχ. Κύρια αρχική απασχόληση του Επιτρόπου στη Μεσόγειο ήταν η
οργάνωση (μαζί με την κυβέρνηση του Βισύ), των ναυτικών μεταφορών της περιοχής, με
βάση κυρίως όσα γαλλικά πλοία δεν είχαν παραδοθεί στους Ιταλούς, και δευτερευόντως
έναν μικρότερο αριθμό ελληνικών πλοίων και σκαφών άλλων χωρών, ενώ, όπως είδαμε,
στον ελληνικό χώρο σημαντικό ρόλο θα έπαιζαν και τα μικρά σκάφη.1254
Επικεφαλής του γραφείου του Επιτρόπου ήταν ο Gauleiter του Αμβούργου Karl
Kauffmann, από τα ιδρυτικά μέλη του NSDAP.1255 Ο Kauffmann, που περιέγραφε τον εαυτό
του ως «πλανόδιο έμπορο για την εταιρεία ‘Αμβούργο’», είχε στενές επαφές με τους
σημαντικούς επιχειρηματίες της πόλης του, φροντίζοντας να κερδίζουν από την
«αριοποίηση» εβραϊκών επιχειρήσεων της πόλης και προωθώντας τους σε ανώτερες θέσεις

1252
Αρχικά επιτάχθηκαν τα σκάφη άνω των 100 τόνων, αργότερα εκείνα άνω των 80 και τελικά
ακόμα και όσα ήταν πάνω από 40 τόνους. Βλ. AA-PA, R 27320, Dr. Karl Pfauter: “Die Verkehrslage
Griechenlands Während der Deutschen Besatzungszeit“, σσ. 11-12.
1253
Κάποια γερμανικά εμπορικά σκάφη χρησιμοποιούνταν από την αρχή της κατοχής στην περιοχή
(κυρίως της Levante Linie – μιας από τις εταιρείες που συμμετείχαν στην ίδρυση της MMR για την
οποία θα δούμε στη συνέχεια). Είχε γίνει επίσης μια προσπάθεια να ναυλωθούν πλοία Ελλήνων
εφοπλιστών (βλ. σχετικά το ΦΕΚ 316Α/23-9-1941, Ν.Δ. 503, «Περί της διαρκούντος του Ευρωπαϊκού
πολέμου μισθώσεως πλοίων δια την εξυπηρέτησιν των θαλασσίων συγκοινωνιών»). Τα εμπορικά
όμως αυτά ήταν ανεπαρκή και μέχρι το 1943 το μεγαλύτερο μέρος των μεταφορών γινόταν είτε από
ιταλικά σκάφη, είτε από μικρά καΐκια και σκάφη του γερμανικού ναυτικού.
1254
BArch, R 147/147, “Mittelmeer-Reederei G.m.b.H., Hamburg“, 26 September 1945. Πρόκειται για
τετρασέλιδο ιστορικό της εταιρείας από τις μεταπολεμικές συμμαχικές αρχές κατοχής της Γερμανίας.
1255
Wistrich, Robert S.: Who’s Who in Nazi Germany, Second Edition, Routledge, London, 2002 [1982],
σελ. 136.

711
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

στους γερμανικούς μηχανισμούς κατοχής.1256 Μάλλον δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη πως
σύντομα προσανατολίστηκε στην δημιουργία της νέας εταιρείας, της Ναυτιλιακής Εταιρείας
Μεσογείου (Mittelmeer Reederei G.m.b.H. ή MMR) που θα κάλυπτε τις ανάγκες της
περιοχής, ανάμεσα στους βασικούς μετόχους της οποίας θα ήταν και μεγάλες επιχειρήσεις
του Αμβούργου. Η νέα εταιρεία θα μπορούσε θεωρητικά, λειτουργώντας κατά βάση με
ιδιωτικά κριτήρια, να έχει κέρδος εξυπηρετώντας ταυτόχρονα και τις στρατιωτικές και
οικονομικές ανάγκες του Άξονα.
Τον Νοέμβριο του 1942 ιδρύθηκε λοιπόν στο Αμβούργο η MMR, από 11 μεγάλες
ναυτιλιακές εταιρείες της Γερμανίας. Αν και ιδιωτική, η MMR θα λάμβανε χρήματα κυρίως
από το γερμανικό Δημόσιο (μέσω του Reikosee), ενώ είχε συμφωνηθεί να καλύψει το Ράιχ
και τις όποιες ζημιές της εταιρείας, προκειμένου να μην δημιουργηθούν προβλήματα στην
ομαλή λειτουργία της. Εξάλλου το 1943 η Μεσόγειος είχε ήδη αρχίσει να γίνεται αρκετά
επικίνδυνη περιοχή για τα πλοία του Άξονα. Στο οριστικό όμως έγγραφο με βάση το οποίο
θα διέπονταν οι σχέσεις την εταιρείας με τον Reikosee, τον Απρίλιο του 1943, αναφερόταν
ότι σε αντιστάθμισμα για την ανάληψη των χρεών της εταιρείας το γερμανικό Δημόσιο θα
λάμβανε και τα πιθανά της κέρδη. Ο χώρος δραστηριότητας της MMR περιοριζόταν στη
Μεσόγειο, με βάσεις στη Μασσαλία, τον Πειραιά και σε διάφορα ιταλικά λιμάνια (τα οποία
όμως είχαν αρχικά λιγότερα έξοδα, αφού οι ιταλικές μεταφορές γίνονταν σε μεγάλο βαθμό
με ιταλικά πλοία). Η MMR ως μόνη γερμανική ναυτιλιακή επιχείρηση που δρούσε στην
Μεσόγειο την περίοδο εκείνη θα είχε το μονοπώλιο των γερμανικών μεταφορών πλην όσων
γίνονταν με σκάφη του γερμανικού πολεμικού ναυτικού (δηλαδή των περισσότερων
φορτίων πυρομαχικών και στρατιωτικών μονάδων).1257

1256
Ταυτόχρονα ο Kauffmann ακολουθούσε και μια «λαϊκίστικη» πολιτική κατευνασμού της
εργατικής τάξης της περιφέρειάς του μέσω μισθολογικών μέτρων, καταστολής της παράνομης
ανόδου της τιμής στη μπύρα κλπ. Βλ. Noakes, Jeremy: “’Viceroys of the Reich’? Gauleiters 1925-45”,
σσ. 118-152, στο: McElligott, Anthony and Kirk, Tim (eds): Working Towards the Führer, Manchester
university Press, Manchester, 2003 (κυρίως σελ. 140).
1257
BArch, R 147/147, “Mittelmeer-Reederei G.m.b.H., Hamburg“, 26 September 1945. Για ένα πρώτο
κείμενο σχετικά με τη ρύθμιση των σχέσεων MMR - Reikosee βλ. επίσης: BArch R 2/15980: α) D.R.d.F.
[μάλλον αρχικά του Der Reichsminister der Finanz] F 6712/6 -484 V, Berlin, Μάρτιος 1943, β)
“Geschäftsbericht der Mittelmeer –Reederei G.m.b.H. von der Gründung bis zum 30. Juni 1943”,
Hamburg, 23/7/1943 και γ) επιστολή Reichskommissar für die Seeschiff[f]ahrt, προς Mittelmeer
Reederei GmbH, 28 April 1943. Κάποια από τα πλοία των εταιρειών – μελών της MMR έκαναν από
πριν δρομολόγια στην Ελλάδα. Την άνοιξη του 1942 για παράδειγμα 5 πλοία της Levante Linie
(κυριότερου θαλάσσιου μεταφορέα της περιοχής προ MMR) ταξίδευαν ανάμεσα σε Πειραιά και

712
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Βασικοί προορισμοί των πλοίων της MMR ήταν το βορειοαφρικανικό μέτωπο (μέχρι
την ολοκληρωτική κατάρρευσή του τον Μάιο του 1943) και η συγκοινωνία με την
κατεχόμενη Ελλάδα. Πέρα από τις πολεμικού χαρακτήρα μεταφορές η εταιρεία μετέφερε
και εμπορικά φορτία, που ωστόσο δεν ήταν αρκετά για να αποφέρουν μεγάλο κέρδος από
μόνα τους. Τα μεγαλύτερα ταξίδια της εταιρείας αφορούσαν συχνότερα μεταφορές πρώτων
υλών για τη βιομηχανία. Μέχρι το καλοκαίρι του 1943 για παράδειγμα η εταιρεία είχε
μεταφέρει 3.002 τόνους άνθρακα από τη Μασσαλία (ένα ταξίδι) και 19.854 από την Γένοβα
(5 ταξίδια) προς τον Πειραιά, ενώ ακόμα 21 ταξίδια είχαν γίνει από την Τεργέστη και τη
Βενετία προς την Ελλάδα, με φορτίο 30.037 τόνους άνθρακα, 33.233 τόνους
απροσδιόριστων εφοδίων και 1.103 τόνους εμπορικών αγαθών. Τον αντίθετο δρόμο είχαν
πάρει 10.765 τόνοι βωξίτη και 2.520 τόνοι απροσδιόριστων μεμονωμένων αγαθών (6
ταξίδια).1258
Τα περισσότερα από τα σκάφη της εταιρείας προέρχονταν από την Ιταλία, τη Γαλλία
και την Ελλάδα, ενώ υπήρχαν και κάποια γερμανικά, ισπανικά, ολλανδικά, βουλγαρικά και
ρουμανικά. Ο στόλος της αποτελούνταν από αρκετές εκατοντάδες σκάφη κάθε είδους,
αλλά λόγω των αναγκών δεν περιορίστηκε στα σχετικά μεγάλα φορτηγά και τάνκερ. Για το
μεγαλύτερο διάστημα λειτουργίας της εταιρείας, το μεγαλύτερο μέρος του στόλου της
(τουλάχιστον σε αριθμούς σκαφών) αποτελούνταν από μικρά σκάφη και ποταμόπλοια που
χρησιμοποιούνταν για παράκτιες μεταφορές. Ειδικά στον ελληνικό χώρο η μεγάλη
πλειονότητα των σκαφών ήταν μηχανοκίνητα (ή βενζινοκίνητα ή πετρελαιοκίνητα)
ιστιοφόρα (Motorsegler στα γερμανικά), εκατοντάδες των οποίων όργωναν τις ελληνικές
θάλασσες. Σύμφωνα με σχετική λίστα, στα τέλη του 1943, η εταιρεία διέθετε 352 τέτοια
σκάφη στον Πειραιά, συνολικής χωρητικότητας 27.238,5 τόνων, ή κατά μέσο όρο περίπου
77 τόνους ανά σκάφος. Το μικρότερο από τα σκάφη της λίστας είναι το μόλις 3 τόνων και 6
ίππων «Γλάρος» (λιμεναρχείο Σύρου, αρ. 332), ενώ τα μεγαλύτερα μάλλον είναι τα 700

Τεργέστη ή Βενετία. BA-MA, RW 19/5525, Wehrwirtschafts[s]tab Südosten, Abt. Tr., “Reisebericht


über Dienstreise nach Griechenland vom 20 März - 4. April 42“, Semlin, 15.4.1942. Στην ίδια έκθεση
αναφερόταν πως με το ως τότε καθεστώς οι γερμανικές αρχές «αναγκάζονταν» να επιτρέπουν ένα
ποσοστό ταξιδιών με σκοπό τη μαύρη αγορά στα μικρά ελληνικά σκάφη που έκαναν ως τότε τις
μεταφορές τους.
1258
BArch R 2/15980, “Geschäftsbericht der Mittelmeer –Reederei G.m.b.H. von der Gründung bis
zum 30. Juni 1943”, Hamburg, 23/7/1943. Στην έκθεση, στην κατηγορία «ταξίδια από τη Δ. Ιταλία
προς το Αιγαίο» αναφέρεται και ένα ταξίδι από το «Λίπαρι» προς την Τεργέστη, με μεταφορά 591
τόνων ελαφρόπετρας, που όμως δεν φαίνεται να έχει σχέση με Αιγαίο, αφού μάλλον πρόκειται για
νησί της νότιας Ιταλίας.

713
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τόνων “Fam. Amerika” (“Gen”, μάλλον δηλαδή Γένοβα, 918, χωρίς αναφορά σε
ιπποδύναμη) και «Δόξα» (Πειραιάς, χωρίς αριθμό και ιπποδύναμη). Στη λίστα υπάρχουν
(χαρακτηριζόμενα εκ παραδρομής – όπως όλα τα υπόλοιπα – ως M.S. δηλαδή Motorsegler)
και τα δύο πρώτα τσιμεντόπλοια, τα «Pionier 1» και «Pionier 2» (Πειραιάς, χωρίς
αναφερόμενη ιπποδύναμη), 250 τόνων.1259 Την ίδια περίοδο τα σκάφη της εταιρείας στο
λιμάνι της Θεσσαλονίκης ανέρχονταν σε 111, χωρητικότητας 8.207 τόνων (ή 74 τόνοι κατά
μέσο όρο), ενώ στην Κρήτη σε 60, με τονάζ 3.243 (μ. ο. 54 ανά σκάφος).1260 Αρκετά από τα
πλοία αυτά ήταν επιταγμένα, όπως προδίδει άλλος πίνακας που περιέχει 95 μηχανοκίνητα
ιστιοφόρα τα οποία είχαν επιταχθεί τους προηγούμενους περίπου 3 μήνες.1261

1259
Η λίστα (“Motor-Schiffs-Raum in Piräus”) βρίσκεται στο BArch, R 147/147. Στη λίστα υπάρχει και
ένα σκάφος («Ρέα, Πειραιάς, 32) που αρχικά αναφέρεται ως 1.000 τόνων, ωστόσο το τονάζ του έχει
διαγραφεί χειρόγραφα χωρίς να διορθωθεί με κάποιο άλλο. Μάλλον πρόκειται για λάθος στην
αρχική αναφορά του τονάζ του πλοίου. Αρκετά ακόμα μικρά σκάφη είναι κάτω των 10 τόνων. Το
«Δόξα», που όπως θα δούμε ναυπηγήθηκε κατά τη διάρκεια της κατοχής, θα υπηρετήσει τους
ης
Γερμανούς μέχρι τη βύθισή του από βρετανικό υποβρύχιο τα ξημερώματα της 27 Ιουλίου 1944 λίγο
έξω από τη Σούδα. Το σκάφος ήταν μέρος γερμανικής νηοπομπής και η απώλειά του χαρακτηρίστηκε
ως «ιδιαίτερα λυπηρή», αφού ήταν από τα μεγαλύτερα και τα γρηγορότερα (10-11 κόμβοι) καΐκια
του στόλου, και μετέφερε πολύτιμο φορτίο 400 τόνων τροφίμων, πυρομαχικών και εφοδίων. Ως
αποτέλεσμα της βυθισής 8 Γερμανοί (κυρίως πλήρωμα του αντιαεροπορικού πυροβόλου) και 2
Έλληνες αγνοούνταν, ενώ ακόμα 14 Γερμανοί και 8 Έλληνες είχαν διασωθεί. Βλ. TNA, AIR 20/1217,
“Translation of Extracts from the War Diary of Admiral Aegean: June – August 1944”, σελ. 17.
1260
Ο. π., “Motor-Schiffsraum in Saloniki“ και “Motor-Schiffs-Raum in Kreta“. Στην Κρήτη ίσως
βρίσκονται και τα δύο μικρότερα σκάφη: τα δύο ανοικτά κωπήλατα που αναφέρονται ως
«Παλιόχωρα» (μάλλον πρόκειται για το λιμάνι και όχι κάποιο όνομα σκάφους) με αριθμό 8 και 86,
αλλά χωρίς τονάζ. Ο αριθμός των μικρών σκαφών της εταιρείας στον ελληνικό χώρο σημείωνε
μεγάλη αύξηση, αφού περίπου 2,5 μήνες νωρίτερα ήταν μόλις 251 (BArch R 2/15980,
“Geschäftsbericht der Mittelmeer – Reederei G.m.b.H. von der Gründung bis zum 30. Juni 1943”,
Hamburg, 23/7/1943) και λίγες μέρες αργότερα 292 (BArch, R2/15980, “Bericht der Mittelmeer-
Reederei Geschäftsstelle Griechenland“, Piräus, 27 Juni 1943).
1261
Ο. π., “Liste der ab. 1 Juli 1943 von der Mittelmeer-Reederei beschlagnahmten Motorsegler“ . Τον
Σεπτέμβρη «κατασχέθηκαν» (ή επιτάχθηκαν) ακόμα 18 ιταλικά σκάφη, 2.865 τόνων
(“Beschlagnahmte ital. Motorsegler ab 9.9.1943“). Ακόμα 3 σκάφη (275 τόνων) είχαν βρεθεί σε
ιταλικές αρχές και επεστράφησαν, ενώ 5 (550 τόνων) υπέστησαν ζημιές αλλά κατάφεραν να σωθούν.
Συνολικά δηλαδή τα μικρά σκάφη της εταιρείας στα ελληνικά νερά ανέρχονταν στα τέλη Οκτωβρίου
1943 σε πάνω από 600, με χωρητικότητα όμως μόνο γύρω στους 40.000 τόνους (στην έκθεση που
συνοδεύει τους πίνακες η εταιρεία δίνει λίγο χαμηλότερο συνολικό τονάζ). Η δράση συμμαχικών

714
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μεγαλύτερη βαρύτητα ως προς το τονάζ είχαν βέβαια τα σχετικά μεγάλα ατμόπλοια.


Το φθινόπωρο του 1943 για παράδειγμα τα «γερμανικά» ατμόπλοια - συχνά πρόκειται για
επιταγμένα άλλων χωρών – είχαν μεταφορική ικανότητα 50.250 τόνων, τα ιταλικά 36.619
τόνων και το ρουμανικό “Alva Julia” 5.633. Ωστόσο τα σκάφη αυτά είχαν τις μεγαλύτερες
απώλειες (σε 4 μήνες είχαν χαθεί σκάφη με τονάζ περίπου 33.000), ήταν δυσκολότερο να
αντικατασταθούν και συχνά ασύμφορο να χρησιμοποιηθούν για μικρά ταξίδια. Όσον
αφορά τους προορισμούς των σκαφών, η εταιρεία χρησιμοποιούσε τακτικά αρκετά
ελληνικά λιμάνια, ωστόσο εκείνα με την μεγαλύτερη κίνηση ήταν του Πειραιά (όπου είχαν
διακινηθεί 89.000 τόνοι φορτίων τον Ιούλιου του 1943, με μικρότερα νούμερα τον
Αύγουστο και Σεπτέμβριο), της Θεσσαλονίκης (24.000 τόνους τον Αύγουστο), της Σούδας
(10.000 τόνοι τον Αύγουστο, διπλάσιοι από τους μειωμένους σε κίνηση προηγούμενους
μήνες), του Ηρακλείου και της Πάτρας (5.000-6.000 τόνοι τον Σεπτέμβριο του 1943).1262
Ένα από τα μεγαλύτερα πλοία που χρησιμοποιούσε η επιχείρηση έχει καταγραφεί
και ως ένα από τα πλέον πολύνεκρα ναυάγια της παγκόσμιας ιστορίας. Πρόκειται για το
νορβηγικό ατμόπλοιο «Όρια», που προσάραξε τον Φεβρουάριο του 1944 στη βραχονησίδα

αεροσκαφών και υποβρυχίων (και σε μικρότερο βαθμό το σαμποτάζ) προξενούσαν πάντως και
σημαντικές απώλειες: το 1943 η εταιρεία έχασε 161 μηχανοκίνητα ιστιοφόρα (7.146 τόνων
μεταφορικής ικανότητας), 64 άλλα μικρά μηχανοκίνητα πλοία (7.442 τόνων) και αρκετά μεγαλύτερα
(289.107 τόνων). Έτσι ο αριθμός των μηχανοκίνητων ιστιοφόρων στον ελληνικό χώρο ήταν περίπου
500 στις αρχές του 1944. BArch, R 2/15980, “Geschäftsbericht für das Geschäftsjahr 1943, vorgelegt
in der 2. Orderlichen Hauptversammlung der Gesellschafter am 4. Januar 1945 15 Uhr in den
Geschäftsräumen der Reederei, Hamburg 1, Ferdinandstrasse 56“.
1262
Η σημασία του ελληνικού τμήματος της επιχείρησης ήταν τέτοια που, όπως αναφέρει η έκθεση,
δέχθηκε τον Ιούλιο την επίσκεψη του ίδιου του Reikosee, Gauleiter του Αμβούργου Kauffmann.
Συνολικά τα μεγάλα σκάφη της εταιρείας ήταν αρκετά περισσότερα, έχοντας θεωρητικά στο τέλος
του 1943 μεταφορική ικανότητα 916.373 τόνων. Από αυτά όμως μόνο 74 πλοία 146.393 τόνων ήταν
σε χρήση, ενώ τα υπόλοιπα ήταν είτε υπό επισκευή, είτε σε κακή κατάσταση και προορίζονταν για
διάλυση ή για βύθιση σε λιμάνια και ποταμούς για να χρησιμεύσουν ως φράγματα. BArch, R
147/147, “Bericht der MMR Geschäftsstelle Griechenland für die Zeit von Juni bis Ende September
1943 (2. Bericht)“, Piräus, 16.10.1943. BArch, R 2/15980, “Geschäftsbericht für das Geschäftsjahr
1943, vorgelegt in der 2. Orderlichen Hauptversammlung der Gesellschafter am 4. Januar 1945 15 Uhr
in den Geschäftsräumen der Reederei, Hamburg 1, Ferdinandstrasse 56“.

715
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Γαϊδουρονήσι (Πάτροκλος) παίρνοντας μαζί του όλους σχεδόν τους περίπου 4.000 Ιταλούς
αιχμαλώτους που μετέφερε από τα Δωδεκάνησα στον Πειραιά.1263
Όσον αφορά το προσωπικό, η Mittelmeer Reederei αναφέρει πως το φθινόπωρο του
1943 απασχολούσε στην Ελλάδα περίπου 700 Γερμανούς και 2.800 Έλληνες ναυτικούς,
2.000 Έλληνες λιμενεργάτες, περίπου 1.500 εργάτες στα ναυπηγεία και λίγες δεκάδες
γερμανικό προσωπικό ξηράς σε γραφεία, λιμάνια, ναυπηγεία κλπ. Φρόντιζε ωστόσο αρκετά
περισσότερους, αφού σε έγγραφά της αναφέρονται συνολικά περίπου 17.368 εργάτες τον
Ιούνιο, αριθμός που αυξήθηκε στις 30.991 τον επόμενο μήνα και έμεινε σε παρόμοια
επίπεδα τουλάχιστον μέχρι και τον Σεπτέμβριο. Τα πρώτα, χαμηλότερα, νούμερα μάλλον
αφορούν μόνιμους υπαλλήλους και εργαζόμενους που λάμβαναν ειδική επιπλέον βοήθεια
σε τρόφιμα (μέλι, ζάχαρη, σταφίδες, ζυμαρικά και φασόλια), ενώ τα δεύτερα (μεγαλύτερα)
μάλλον τους έκτακτους ανειδίκευτους εργάτες, οι οποίοι λάμβαναν το απλό συσσίτιο του
στρατιωτικού μαγειρείου του λιμανιού Πειραιά.1264
Ενδεχομένως στους τελευταίους να βρίσκονταν και οι εργαζόμενοι της εταιρείας των
αδελφών Φραγκόπουλων, οι οποίοι είχαν αναλάβει το φορτοεκφορτωτικό έργο της MMR
στο λιμάνι του Πειραιά, παράλληλα με τις άλλες δραστηριότητές τους ως εμπόρων
τροφίμων και προμηθευτών των Γερμανών.1265 Η συνεργασία τους αυτή με τους Γερμανούς
ξεκινούσε προ της κατοχής, με την ανάμειξή τους σε σκάνδαλο γερμανικής κατασκοπείας
και προσπάθειας σαμποτάζ σε σκάφος βρετανικών συμφερόντων το 1940, γεγονός βέβαια

1263
Για το ναυάγιο βλ. σχετικά: Κοσμίδης, Πιερ: «Βυθίστηκε με 4.000 ψυχές στη …λήθη της Ιστορίας»,
Εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος Αθηνών, 18/9/2010, σσ. 14-15. Ο Κοσμίδης βούτηξε στο ναυάγιο που
ανακαλύφθηκε πριν λίγα χρόνια από τον Α. Ζερβούδη.
1264
Ακόμα 7-13.000 εργάζονταν σε παρεμφερείς γερμανικές αρχές στον Πειραιά που μάλλον δεν
είχαν καμία σχέση με την MMR. BArch, R 147/147, “Bericht der MMR Geschäftsstelle Griechenland
für die Zeit von Juni bis Ende September 1943 (2. Bericht)“, Piräus, 16.10.1943 και
“Prämienverpflegung und Tätigkeitsbericht über Arbeitervermittlg.”, 15.10.1943.
1265
BArch, R 15980, „Bericht der Mittelmeer-Reederei Gesellschaftsstelle Griechenland“, Piräus, 27
Juni 1943. Η Ομόρρυθμος Εταιρεία «Αδελφοί Φραγκόπουλοι» είχε ιδρυθεί αρκετά χρόνια πριν (στην
πρώτη της μορφή το 1911) επεκτείνοντας τη λειτουργία της τον Ιούλιο του 1941, ενώ συνεργαζόταν
από πριν τον πόλεμο με γερμανικές ναυτιλιακές σε Πειραιά και Πάτρα (τα σχετικά συμβόλαια
βρίσκονται στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ53Φ308). Για την «εμπορική» δράση των Φραγκόπουλων (αλλά και τις
κατηγορίες για κατάδοση άλλων προμηθευτών που διατεινόταν – όπως εξάλλου και οι φιλογερμανοί
Φραγκόπουλοι – ότι είχαν και αντιστασιακή δράση) βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά 10/1947, αρ. 1105
και πρακτικά 13/1946, αρ. 1386.

716
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

που προκαλούσε τη δικαιολογημένη βαθιά καχυποψία των βρετανικών αρχών κατά την
κατοχή.1266
Η εργασία, ειδικά των ναυτικών, ήταν αρκετά επικίνδυνη, αλλά οι αμοιβές δεν ήταν
τόσο άσχημες, τουλάχιστον σε σχέση με εκείνες των βιομηχανικών εργατών ή των
περισσότερων μισθωτών. Ο συνεχώς αυξανόμενος (σε τρέχουσε δραχμές) μισθός των
ελληνικών πληρωμάτων είχε φτάσει στις αρχές Ιούνιου 1943 τις 200.000 δραχμές για τους
ναύτες και τις 250.000 (κάτι λιγότερο από 1 χρυσή λίρα) για τους πλοιάρχους, ποσό που
βέβαια δεν αρκούσε για να τους κάνει πλούσιους, αλλά ήταν τουλάχιστον 2,25 και 2,8
φορές περισσότερο από εκείνο του βιομηχανικού εργάτη για ναύτες και πλοιάρχους
αντίστοιχα.1267
Οι ανεπαρκείς μεταφορικές ικανότητες του στόλου αυτού και η συχνά κακή
κατάσταση στην οποία βρισκόταν, σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες πολεμικές απώλειες
οδήγησαν γρήγορα στην ανάγκη να προχωρήσει η κεντρική οργάνωση και στο πρόγραμμα

1266
Οι σχετικές αναφορές επαναλάμβαναν πως από το γραφείο τους στην οδό Πανεπιστημίου 6
πιθανότατα συνέχιζαν τις ύποπτες δραστηριότητες που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα, όταν το 1940
φέρονταν να οργανώνουν δίκτυο γερμανικής κατασκοπίας στα ελληνικά νησιά για σαμποτάζ και
ανεφοδιασμό γερμανικών υποβρυχίων. TNA, WO 204/12897, “Axis Intelligence Activities in Greece,
Crete and the Greek Islands, January 1944”, παράρτημα σελ. F5. Κατά τον Χατζηαναστασίου
(«Κατασκοπεία στην Ελλάδα: Η πρώτη εμφάνισις της υπηρεσίας πληροφοριών του φον Κανάρη –
Ένας Γερμανός πράκτωρ που δεν είναι παρά μία ωραία κατάσκοπος – Τα Γερμανικά υπερωκεάνια και
το πρακτορείον Φραγκοπούλου», Εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ Αθηνών, 5/6/1946) τα υπερωκεάνια που
πρακτόρευαν οι Φραγκόπουλοι χρησιμοποιούνταν από τους Γερμανούς κατασκόπους για
επικοινωνία με τα κεντρικά. Με το ίδιο κύκλωμα γερμανικής κατασκοπίας σχετίζονταν και άλλοι
Έλληνες που συναντάμε στην παρούσα εργασία να συνεργάζονται με το γερμανικό ναυτικό επί
κατοχής.
1267
Για τους μισθούς της MMR βλ. BArch, R 15980, „Bericht der Mittelmeer-Reederei
Gesellschaftsstelle Griechenland“, Piräus, 27 Juni 1943 και για τα ημερομίσθια βιομηχανικών
εργατών ΤΝΑ WO 204/8753, “Report on the Greek Industries, March 1944”, σελ. 15 (πρόκειται για
έκθεση που έφτασε από την κατεχόμενη Ελλάδα και η οποία συντάχθηκε με συνεργασία Ελλήνων
βιομηχάνων). Το ποσό των βιομηχανικών εργατών υπολογίζεται με βάση 30 ανδρικά ημερομίσθια
(δηλαδή 2.970 δραχμές την ημέρα, αν και την περίοδο εκείνη πολλοί εργάζονταν και Κυριακές, στην
πράξη σπάνια συμπλήρωναν 30 ημερομίσθια), όπως αυτά αναφέρεται ότι ορίστηκαν μετά από την
τελευταία επίσημη αύξηση στις 15/6/1943. Το ημερομίσθιο των γυναικών την περίοδο εκείνη ήταν
περίπου το μισό (1.512 δρχ). Για τους ναυτικούς υπήρχε και αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου
κατά την υπηρεσία που μπορεί να ξεπερνούσε και τους 10 μισθούς (για τους πλοιάρχους ήταν
3.000.000 δρχ.).

717
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

επισκευών και ναυπήγησης νέων σκαφών. Ωστόσο, οι ελλείψεις τροφίμων και διάφορων
υλικών και ο συνεχιζόμενος πληθωρισμός δυσκόλευαν τόσο την εύρεση κατάλληλου
προσωπικού, όσο και την χρηματοδότηση των εργασιών στην Ελλάδα. Έτσι αποφασίστηκε,
λίγους μήνες μετά την ίδρυση της MMR, η ίδρυση μιας νέας εταιρείας, της Mittelmeer
Handels & Industrie GmbH (MIHIG), με ειδικότερη αποστολή να βοηθήσει το ναυπηγικό και
επισκευαστικό έργο της MMR. Ολοκληρωνόταν έτσι μιας μορφής μερική ιδιωτικοποίηση
(έστω και με περιορισμούς), των γερμανικών ναυτικών μεταφορών στην περιοχή, που
ξεκινούσε από την επισκευή – και συχνά και την κατασκευή – των σκαφών μέχρι την
χρησιμοποίησή τους.1268
Η MIHIG ιδρύθηκε την 11η Ιανουαρίου 1943, με αρχικό σκοπό αφενός την βελτίωση
της παραγωγικότητας των ελλήνων εργατών στα ναυπηγεία μέσω της προμήθειας και
παροχής τροφίμων, και αφετέρου την αντιμετώπιση των προβλημάτων χρηματοδότησης με
την χρήση ξένου συναλλάγματος. Κατόπιν διαταγής του Reikosee, τα καθήκοντα της
εταιρείας επεκτάθηκαν και στη ναυπήγηση ξύλινων σκαφών σε Ελλάδα και νότια Γαλλία,
στην προμήθεια των απαραίτητων υλικών για τις ναυπηγήσεις από το Ράιχ, στις επισκευές
και τον εξοπλισμό σκαφών στην περιοχή και στην χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του
Reikosee στην περιοχή. Η εταιρεία δεν θα χρησιμοποιούσε η ίδια τα πλοία που επισκεύαζε
ούτε θα μετέβαλε τυπικά το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς (θα συνέχιζαν δηλαδή τυπικά να
ανήκουν στους Έλληνες ιδιοκτήτες τους). Μέτοχοι της MIHIG ήταν η τράπεζα Brinckmann,
Wirtz & Co του Αμβούργου (της πόλης του επικεφαλής του γραφείου Reikosee), μαζί με δύο
εταιρείες που θα συναντήσουμε και παρακάτω να εμπλέκονται στα ελληνικά ναυπηγεία, τη
Howaldtswerke A.G. και τη Deutsche Werke Kiel A.G.. Στο εποπτικό συμβούλιο της
εταιρείας έπαιζε σημαντικό ρόλο ο ίδιος Reikosee, ο οποίος όριζε και τον πρόεδρο του
συμβουλίου (πρόεδρος ορίστηκε ο Senatssyndikus Wolfgang Essen).1269

1268
Οι συζητήσεις και οι μεταβολές του 1942-43 μας προσφέρουν όπως θα δούμε στη συνέχεια και
πλούσιο αρχειακό υλικό και για τις γερμανικές ναυπηγήσεις στην κατεχόμενη Ελλάδα, περισσότερο
από ό, τι την περίοδο που προηγήθηκε.
1269
BArch: R 2/15979, „Jahresbericht der Mittelmeer Handels- und Industriegesellschaft mbH“,
Hamburg 11/6/1944 και R 2/15980, D.R.d.F. [μάλλον αρχικά του Der Reichsminister der Finanz]
F6712/6-518V, 17 Juni 1943. Η τράπεζα (Bankhaus) “Brinckmann, Wirtz & Co“ είχε ιδρυθεί ως M. M.
Warburg & Co, και μετονομάστηκε όταν την ανέλαβαν ο γενικός διευθυντής της τράπεζας Dr.
Rudolph Brinckmann και ο Paul Wirtz, συνεργάτης του γηραιού Γερμανοεβραίου ιδιοκτήτη (και εκ
των ιδρυτών της I. G. Farben) Max Warburg, το 1938 για να τη μετατρέψουν σε Ανώνυμη Εταιρεία
και να τη γλυτώσουν από την «αριανοποίηση». Ο Warburg δεν επέτρεψε από ένα ταξίδι που είχε
κάνει το 1938 στην Αμερική και το Ράιχ του κατέσχεσε με την έναρξη του πολέμου τις μετοχές που

718
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Το θέμα λοιπόν της χρηματοδότησης των ναυτικών επισκευών, που προκάλεσε και τη
δημιουργία της MIHIG, ήταν σημαντικό πρόβλημα για τις γερμανικές αρχές. Για
παράδειγμα, οι δαπάνες ταξιδιών των πλοίων της MMR ανέρχονταν ως τα τέλη
Σεπτεμβρίου 1943 σε 8.318 εκατομμύρια δραχμές, τη στιγμή που τα έσοδα ήταν μόλις
2.667 εκατομμύρια, ενώ επιπλέον 5.882 εκατομμύρια δραχμές ήταν τα έξοδα υλικών και
εξοπλισμού της MIHIG. Ωστόσο η εταιρεία δεν χρειαζόταν να πληρώνει αποζημιώσεις στους
Έλληνες ιδιοκτήτες των επιταγμένων σκαφών, αφού – όπως ανέφερε – το ζήτημα αυτό το
είχαν αναλάβει οι υπηρεσίες του γερμανικού πολεμικού ναυτικού.1270
Ο Reikosee προσπάθησε να πετύχει την χρηματοδότηση των επισκευών και
ναυπηγήσεων αυτών απευθείας από τα ελληνικά έξοδα κατοχής, σχέδιο που συνάντησε την
έντονη αντίθεση του Neubacher, με συνέπεια τελικά να αποφασιστεί να δοθούν τα
απαιτούμενα χρήματα από τον Reikosee σε RM στα κεντρικά της νέας εταιρείας στο
Αμβούργο. Στη συνέχεια η εταιρεία τα μετέτρεπε σε δραχμές στην Ελλάδα (με αρχική
ισοτιμία 1 RM προς 750 δραχμές) για τα εκεί έξοδά της. Για τον σκοπό αυτόν μάλιστα
δόθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος πίστωση ύψους 1 δισεκατομμυρίου δραχμών.
Σύμφωνα με την ως τότε πρακτική του Reikosee, τα χρήματα που μπορούσαν να
μετατραπούν σε δραχμές δίνονταν σε ελβετικά φράγκα, χρυσές λίρες, γαλλικά φράγκα ή
τουρκικά αξιόγραφα, πιθανώς ακόμα και σε διαμάντια, τα οποία αγοράζονταν από την
διοίκηση προστασίας συναλλάγματος (Devisenschutzkommando) μέσω της μαύρης αγοράς
στο Παρίσι με τη χρήση γαλλικών φράγκων που είχαν τεθεί στη διάθεση του Reikosee από
την Reichsbank και το Υπουργείο Οικονομικών του Ράιχ (RWM). Τα ποσά αυτά πωλούνταν
σταδιακά στην Ελλάδα (ως μέση ισοτιμία στις πωλήσεις αυτές το καλοκαίρι 1943
αναφέρεται το 1 μάρκο προς 1.200 δραχμές). Κατά το γερμανικό έγγραφο, με τον τρόπο

συνέχιζε να διαθέτει ως σιωπηλός μέτοχος. Βλ. M. M. Warburg & Co, History, 1938-1945:
http://www.mmwarburg.de/en/bankhaus/historie/1938_1945.html.
1270
Επιπλέον ανέφερε πως ο υπολογισμός των αποζημιώσεων γινόταν με την επίσημη ισοτιμία 1/60,
που θα έπρεπε ν’ αλλάξει στο μέλλον. BArch, R 147/147, “Bericht der MMR Geschäftsstelle
Griechenland für die Zeit von Juni bis Ende September 1943 (2. Bericht)“, Piräus, 16.10.1943. Σε
προηγούμενη έκθεση το ζήτημα της αποζημίωσης φαίνεται πάντως να απασχολεί την εταιρεία, η
οποία χαρακτηρίζει πρόβλημα το γεγονός ότι από το φθινόπωρο 1942 (προφανώς δηλαδή από τη
στάση πληρωμών του Neubacher) δεν έχει καταβληθεί καμία αποζημίωση προς τους Έλληνες
πλοιοκτήτες. BArch, R 15980, „Bericht der Mittelmeer-Reederei Gesellschaftsstelle Griechenland“,
Piräus, 27 Juni 1943. Όπως είδαμε το κενό του ισολογισμού καλυπτόταν από το γερμανικό Δημόσιο,
αν και πιθανότατα αυτό γινόταν και με την χρήση πόρων των κατεχόμενων χωρών (έξοδα κατοχής
κλπ).

719
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αυτόν είχαν τεθεί στη διάθεση της εταιρείας ως τον Ιούνιο αξιόγραφα ύψους 8.000.000
RM, ποσό που μάλλον όμως είναι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία των
νομισμάτων αυτών.1271
Από την σχετική αναφορά φαίνεται ότι τα χρήματα αυτά δεν πρέπει να έχουν σχέση
με τα χρυσά νομίσματα της επιχείρησης χρυσού του Neubacher. Όπως είδαμε πάντως,
σημαντικό τμήμα από τις χρυσές λίρες και χρυσά φράγκα που ήρθαν (ή ενδεχομένως
επέστρεψαν) στην Ελλάδα με το πρόγραμμα αυτό πήγαν στη χρηματοδότηση των
ναυπηγήσεων στην Ελλάδα. Πρόκειται για 16.000 χρυσές λίρες και 725.000 χρυσά φράγκα
που αναφέρονται ρητά ότι δόθηκαν «στον Reikosee και στις υπηρεσίες που υπάγονταν σ’
αυτόν» MIHIG και Oberwerftstab (Επιτελείο Επίβλεψης των Ναυπηγήσεων).1272 Τα

1271 ,
BArch, R 2/15980 α) Επιστολή Der Reichskommissar für die Seeschiff[f]ahrt, Seeschiff[f]ahrtsamt
S6RL a 882/43, προς Reichsminister der Finanzen, „Mittelmeer-Handels- und Industrie GmbH,
Hamburg“, 27 April 1943 και β) D.R.d.F. F6712/6-518V, 17 Juni 1943. Η Devisenschutzkommando
(DSK), αν και τυπικά είχε ως ρόλο την επίβλεψη των τραπεζικών πράξεων με το εξωτερικό στις
κατεχόμενες ευρωπαϊκές χώρες, στην πράξη δρούσε περισσότερο ως υπηρεσία αρπαγής
συναλλάγματος, ευγενών μετάλλων και πολύτιμων λίθων (ακόμα και έργων τέχνης) με κύριο στόχο
τις περιουσίες Εβραίων και των πολιτών «εχθρικών χωρών». Βλ. για παράδειγμα την δράση της
υπηρεσίας στην κατεχομένη Ολλανδία, στο: Aalders, Gerald: Nazi Looting: The Plunder of Dutch Jewry
During the Second World War, Berg Publishers, Oxford, 2004, σσ. 37-39. Το πιθανότερο είναι λοιπόν
τα ποσά αυτά, ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος τους, να προέρχονταν από εβραϊκές περιουσίες της
κατεχόμενης Δυτικής Ευρώπης. Σε ό, τι αφορά το τελικό πόσο σε RM, η αναφερόμενη ισοτιμία είναι
πολύ χαμηλή, όπως συνέβαινε συχνά με τους γερμανικούς υπολογισμούς δραχμών σε RM. Αν
υπολογίσει κανείς την αξία χρυσής λίρας/δραχμής (γύρω στις 1/300.000 στα μέσα Ιουνίου) και
χρυσής λίρας/RM (περίπου 1/20,4 με την επίσημη ισοτιμία) θα βρει πως η ισοτιμία RM/δρχ. με βάση
τη χρυσή λίρα θα ήταν περίπου δεκαπλάσια. Ακόμα και αν υπάρχει μια τάση υπερτίμησης της
χρυσής λίρας και υποτίμησης του RM στην Αθηναϊκή μαύρη αγορά, ή αν η επίσημη ισοτιμία χρυσής
λίρας/RM είναι λίγο υψηλή, το ποσό των 8.000.000 RM που αναφέρεται μοιάζει πολύ μεγάλο για να
αντιποκρίνεται στην πραγματικότητα. Όπως είδαμε στο πρώτο μέρος πάντως ο Reikosee
χρηματοδοτούνταν (και) από τα ελληνικά έξοδα κατοχής.
1272
Τα ποσά αυτά δόθηκαν μετά από ειδική έγκριση του υπευθύνου του Τετραετούς Σχεδίου για τη
ναυπήγηση μηχανοκίνητων ιστιοφόρων. AA-PA, R 27320, Direktor d.d. Reichsbank P. Hahn: „Die
Griechische Währung und Währungspolitische Massnahmen Während der Besatzungszeit 1941-1944,
σελ. 61. Με βάση τις επίσημες ισοτιμίες (που όταν αφορούν υπολογισμούς χρυσών νομισμάτων
είναι λιγότερο προβληματικές από ό, τι όταν πρόκειται για τη δραχμή), η αξία του ποσού αυτού σε
RM έφτανε τις 918.000. Όπως θα δούμε, ακόμα 100.000 χρυσά φράγκα (περίπου 80.000 RM)
δόθηκαν στα ναυπηγεία στο Αμπελάκι («Ναυπηγεία Μεσογείου») για τον ίδιο σκοπό.

720
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παραπάνω μεγάλα ποσά ανέρχονται στο 94,5% του συνολικού ποσού χρυσών λιρών και στο
76% του συνολικού ποσού χρυσών φράγκων που πήγαν σε απευθείας πληρωμές από τα
χρήματα της επιχείρησης χρυσού, γεγονός που αποδεικνύει τη σημασία που έδιναν οι
γερμανικές αρχές στο ναυπηγικό πρόγραμμα στην Ελλάδα.1273
Στην έκθεση του τραπεζικού επιτρόπου Hahn (για την οποία είδαμε στο πρώτο
μέρος) αναφέρεται βέβαια ότι ένα σημαντικό ποσό των χρημάτων της επιχείρησης χρυσού
είχε ήδη έρθει στην Ελλάδα μέχρι τον Ιούνιο του 1943 (περίπου 360.000 χρυσές λίρες και
6.210.000 χρυσά φράγκα ως τις 9 Ιουνίου). Τα χρήματα αυτά είναι γύρω στο 45% του
συνόλου του προγράμματος το κόστος του οποίου οι γερμανικές υπηρεσίες υπολόγιζαν
όπως είδαμε σε περίπου 24.000.000 RM. Με άλλα λόγια τα χρήματα αυτά ανέρχονταν σε
σχεδόν 11.000.000 RM, ποσό λίγο μεγαλύτερο των 8.000.000 που σύμφωνα με τα
γερμανικά έγγραφα έθεσε ο Reikosee στη διάθεση της MIHIG. Αλλά σύμφωνα με την
έκθεση Hahn τα χρήματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για τη σταθεροποίηση της δραχμής.
Εξάλλου, το ποσό που αναφέρεται ότι δόθηκε στην MIHIG από τα χρήματα της επιχείρησης
χρυσού του Neubacher είναι σημαντικά χαμηλότερο των 8.000.000 RM (πάντα με επίσημη
ισοτιμία). Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που τα έγγραφα φαίνεται να μην λένε την ακριβή
αλήθεια (εξάλλου όπως είδαμε δεν συμφωνούν πάντα ούτε ως προς της ημερομηνίες
άφιξης των συγκεκριμένων χρημάτων στην Ελλάδα), αλλά δεν μοιάζει ιδιαίτερα πιθανό τα
ίδια ποσά που αναφέρονται ότι προορίζονταν για το πρόγραμμα Neubacher να είχαν
φτάσει νωρίτερα για άλλο σκοπό (χρηματοδότηση MIHIG) και μάλιστα χωρίς να υπάρχει
υπηρεσιακή διαμάχη που να αποτυπώνεται στα αρχεία σχετικά με τα κονδύλια αυτά. Θα
έπρεπε εξάλλου να μην είχε ξοδευτεί σχεδόν τίποτα από τα χρήματα που έστειλε ο
Reikosee για την MIHIG στην Αθήνα, ώστε να είναι τα ίδια που εμφανίζονται στην έκθεση
Hahn να έχουν φτάσει στην πριν την έναρξη της επιχείρησης χρυσού. Με άλλα λόγια το
πιθανότερο είναι να πρόκειται για διαφορετικά ποσά που έφτασαν στην Ελλάδα και
ξοδεύτηκαν για άλλους σκοπούς. Τα χρήματα που αναφέρονται στην έκθεση Hahn ότι
δόθηκαν στη MIHIG πρέπει να δόθηκαν επιπλέον εκείνων του Reikosee, πιθανότατα όταν
τα τελευταία ξοδεύτηκαν για τις ναυπηγικές και επισκευαστικές δραστηριότητες της

1273
Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τις 100.000 των «Ναυπηγείων Μεσογείου» τότε το ποσοστό
των χρυσών φράγκων αυξάνεται σε σχεδόν 87%. Συνολικά τα ποσά των ναυπηγήσεων (RKS, MIHIG,
και Mittelmeer Werften) ανέρχονταν περίπου στο 2,1% του συνολικού ποσού των χρυσών λιρών και
στο 6,5% των χρυσών φράγκων ολόκληρου του προγράμματος Neubacher.

721
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εταιρείας.1274 Στο σύνολο των ποσών αυτών ίσως αναφέρεται ο Λογοθετόπουλος όταν κάνει
λόγο για το «1.000.000 χρ. λ. τας οποίας μετέφερον και έρριψαν δια της Γερμ. Εταιρείας
τσιμεντοπλοίων εις την αγοράν δια τας κατεπειγούσας ανάγκας των».1275
Όπως και να έχει, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για το γερμανικό ναυπηγικό πρόγραμμα
στην Ελλάδα ξοδεύτηκαν σημαντικά χρήματα, τόσο για τη ναυπήγηση ξύλινων σκαφών, όσο
και τσιμεντοπλοίων (βλ. το σχετικό κεφάλαιο). Επισήμως πάντως η MIHIG θα κρατούσε ένα
πολύ μικρό μέρος των πιθανών κερδών. Όπως συνέβαινε και με την MMR, το γερμανικό
Δημόσιο αναλάμβανε σχεδόν το σύνολο των πιθανών χρεών (που μάλλον δεν υπήρξαν ποτέ
αξιόλογα), αλλά και κερδών της εταιρείας.1276 Μεγαλύτερο ήταν όπως φαίνεται το κέρδος
των ελληνικών ναυπηγείων, αν και αυτό πρέπει να διαφέρει σημαντικά από περίπτωση σε
περίπτωση, ενώ στο τέλος της κατοχής ο υψηλός πληθωρισμός και οι δυσκολίες
χρηματοδότησης μείωσαν κάπως τις παραγγελίες και ενδέχεται να δημιούργησαν ακόμα
και κάποια χρέη με τη γερμανική αποχώρηση.1277
Εκτός των χρηματικών δυσκολιών και των συμμαχικών βομβαρδισμών, η MIHIG
παραδεχόταν ότι πρόβλημα αποτελούσαν και τα σαμποτάζ των Ελλήνων εργαζομένων. Το

1274
Εξάλλου δεν υπήρχε πίστωση της ΤτΕ για τα νομίσματα της επιχείρησης χρυσού του Neubacher,
αφού αυτά χρεώθηκαν στο κλήρινγκ.
1275
Λογοθετόπουλος, Κ.: Ιδού η αλήθεια, [χ.ε.], Αθήνα 1948, σελ. 184. Ο Reikosee και η MIHIG δεν
ήταν βέβαια «εταιρεία τσιμεντοπλοίων», ωστόσο είχαν σχέση με τη ναυπήγησή τους, γεγονός που
μάλλον προξένησε τη σύγχυση στον κατοχικό πρωθυπουργό. Όπως θα δούμε παρακάτω πάντως,
φαίνεται πως κάποια ποσά πληρώνονταν σε χρυσές λίρες στους κατασκευαστές των τσιμεντοπλοίων
από νωρίς (μάλλον ήδη από το 1942). Θεωρητικά, ο Λογοθετόπουλος (που κάποιες φορές αυξάνει
στο βιβλίο του κάποια ποσά που τον συμφέρουν) θα μπορούσε να αναφέρεται και στο ποσό που
είδαμε παραπάνω ότι πήγε από τις λίρες του προγράμματος Neubacher στη χρηματοδότηση των
ναυπηγήσεων υπολογίζοντας ως χρυσές λίρες είτε τα χρυσά φράγκα (η ισοτιμία των δύο ήταν
περίπου 1 χρυσή λίρα ανά 25 χρυσά φράγκα), είτε την αξία χρυσών λιρών και φράγκων σε μάρκα
(όπως είδαμε 918.000+80.000 RM). Ο ίδιος όμως κάνει χωριστή αναφορά (ο. π.) στις «1.500.000
περίπου χρ. λίρας τας οποίας οι Γερμανοί επί Κυβερνήσεως Ι. Ράλλη μετέφερον και διά της Τραπέζης
της Ελλάδος έρριψαν εις την χρηματιστηριακήν αγοράν».
1276
BArch, R 2/15980, D.R.d.F. F6712/6-518V, 17 Juni 1943.
1277
Την άνοιξη του 1944 ο Neubacher ανάγκασε τον Reikosee να περιορίσει κάπως το ναυπηγικό του
πρόγραμμα ακριβώς λόγω των δυσκολιών χρηματοδότησης. BA-MA, RW 19/5526, Oberkommando
der Wehrmacht 65/643/44gKAWA/Ag WV 3 (IV) προς Wehrmachtbefehlshaber laut Einheitsverteiler
A, 24/6/44.

722
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ατμόπλοιο «Ορίων», για παράδειγμα, έπαθε τόσο σοβαρές ζημιές που βούλιαξε μόλις είχε
τελειώσει την επισκευή του.1278
Πέρα όμως από τις δολιοφθορές, υπήρχε και εδώ το φαινόμενο της καθυστέρησης
από πλευράς των Ελλήνων εργαζομένων. Τα σχόλια των γερμανών υπευθύνων για τη
χαμηλή παραγωγικότητα του Έλληνα, που στις ναυπηγικές εργασίες «το πολύ να απέδιδε το
25% ενός Γερμανού εργάτη», δεν έχουν ασφαλώς να κάνουν μόνο με την κακή του
διατροφή (που έπαιζε όμως αδιαμφισβήτητα μεγάλο ρόλο) ή τις ελλιπείς του τεχνικές
γνώσεις, αλλά υποδηλώνει και απουσία ενθουσιασμού για την εργασία υπέρ του
κατακτητή.1279 Όπως παρατηρούσε εξάλλου κάποιους μήνες αργότερα άλλη έκθεση
τμήματος της MMR, τα ελληνικά πληρώματα μπορεί σε γενικές γραμμές να είναι ακόμα
διατεθειμένα να εργαστούν για τη Wehrmacht, όμως «η διαδικασία αποσύνθεσης που
προκαλεί η κομμουνιστική προπαγάνδα επεκτείνεται».1280 Η αποδοχή από πλευράς των

1278
Την περίοδο της έκθεσης ξεκινούσε η προσπάθεια για την ανέλκυσή του. BArch, R 147/147,
“Bericht der MMR Geschäftsstelle Griechenland für die Zeit von Juni bis Ende September 1943 (2.
Bericht)“, Piräus, 16.10.1943. Την ανατίναξη του 3.000 τόνων «Ορίων» έκανε η οργάνωση
Απόλλων/Υβόννη του Πελτέκη στις 28 Αυγούστου. Η οργάνωση δεν το κατέγραφε ως οριστική
απώλεια, αλλά το θεωρούσε μισοβουλιαγμένο και με σοβαρές ζημιές. TNA, HS 5/547, “Greece.
Sabotage carried out by the YVONNE Group”, Most Secret (Annex 1 στο Record of YVONNE, otherwise
APOLLO). Στο μεταγενέστερο όμως «Έκθεσις της Διοικούσης Επιτροπής περί των πεπραγμένων της
ος
Ο.Π.Δ. ‘Απόλλων’», ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), Τόμος 7 , «Αντιστασιακές
Οργανώσεις Εσωτερικού», Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998, σελ. 320
(ηλεκτρονική έκδοση), το σκάφος αναφέρεται ως 4.000 τόνων και ολοκληρωτική απώλεια, αν και
όπως είδαμε το πλοίο μάλλον ανελκύσθηκε. Η οργάνωση αναφέρει δολιοφθορές σε πλήθος άλλων
σκαφών (η σχετική λίστα στο αρχείο της SOE είναι πεντασέλιδη). Ακόμα και αν δεν έχει μια δόση
υπερβολής, δεν χωράει μεγάλη αμφιβολία ότι τόσο οι πράξεις της οργάνωσης αυτής, όσο βέβαια και
του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΛΑΝ, αλλά και άλλων οργανώσεων αποτελούσαν πονοκέφαλο για τις γερμανικές
αρχές.
1279
Οι ίδιοι απέδιδαν μεγάλο μέρος της πτώσης στην κακή διατροφή, αφού ανέφεραν πριν λίγο
καιρό η παραγωγικότητα του Έλληνα εργάτη ήταν στο 60% εκείνης του Γερμανού. Πέρα από τη
βελτίωση της διατροφής προτεινόταν ως μέτρο και η μεταφορά μικρού αριθμού Γερμανών εργατών
(ή εργατών – στρατιωτών) στα ναυπηγεία. BA-MA, TS 404/14903, Länderbeauftragter Südosten für
den Hauptschuss Schiffbau, Marineoberbaurat Mendelssohn, “Bericht über die Reise nach Athen vom
9. Bis 16. Oktober 1942”.
1280
BArch, R 147/147, “Lagemeldung der Abteilung Kleinschiff[f]ahrt v. 1.7. – 15.10.1943“, Piräus, 15
Oktober 1943. Φαίνεται πως κατά τον συντάκτη η αντίσταση («αποσύνθεση») οφειλόταν

723
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ελλήνων εργατών της εργασίας για την MMR και την MIHIG – έστω και αν συνήθως «έλειπε
ο ενθουσιασμός» - εξηγούνταν από την σχετικά ικανοποιητική (τουλάχιστον σε σχέση με
αρκετά από τα υπόλοιπα επαγγέλματα) αμοιβή και από την παροχή τροφίμων. Η MIHIG
είχε αγοράσει το 1943 περίπου 1.200 τόνους τρόφιμα για τους Έλληνες εργάτες της, ποσό
που ήταν επιπλέον των όσων λάμβαναν από τον Ερυθρό Σταυρό ή ενδεχομένως και από
άλλες πηγές.1281
Επιστρέφοντας στις ναυπηγικές εργασίες, συναντάμε αρκετές αναφορές στα
έγγραφα όχι μόνο σε ναυπηγήσεις αλλά και σε μετατροπές και επισκευές παλαιότερων
σκαφών. Αρκετά από τα μικρά σκάφη που χρησιμοποιούσαν είχαν ανεπαρκείς ή καθόλου
μηχανές, πολλά ήταν παλιά και γενικά σε κακή κατάσταση ή είχαν πάθει ζημιές μετά από
επίθεση, ενώ κάποια είχαν εσκεμμένα υποστεί βλάβες από τους ιδιοκτήτες τους για να μην
επιταχτούν, χωρίς όμως τελικά να την αποφύγουν πάντα. Πέρα λοιπόν από την κατασκευή
νέων σκαφών, απαραίτητη ήταν η επισκευή εκατοντάδων από τα παλαιοτέρα στα ελληνικά
ναυπηγεία.
Το αρχικό συμβόλαιο που ανέθεσε ο Reikosee στην MIHIG αφορούσε στην επισκευή
στην Ελλάδα 85 μηχανοκίνητων σκαφών με προβληματικό κινητήρα, στην κατασκευή 150
ξύλινων μηχανοκίνητων σκαφών στην Ελλάδα και 6 πλοίων σε ιταλικά ναυπηγεία, στον
εφοδιασμό της MMR και των υπηρεσιών του πληρεξούσιου του Reikosee στην Ελλάδα με
δραχμές και στην παροχή προκαταβολών όπου ήταν απαραίτητο στα ναυπηγεία στην
Ελλάδα που είχαν συμβόλαια με την MMR ή την MIHIG.1282 Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση
της MIHIG, η εταιρεία είχε παραγγείλει για τις επισκευές σκαφών στην Ελλάδα το 1943
συνολικά 86 μηχανές, 100 βαρούλκα και 172 προπέλες.1283 Υπό κατασκευή βρίσκονταν 22
σκάφη των 65 τόνων και άλλα 3 των 150, ενώ τα σχέδια του Reikosee την άνοιξη του 1943
έκαναν λόγο για την επισκευή του κινητήρα 85 σκαφών και την κατασκευή άλλων 150 σε

αποκλειστικά στους κομμουνιστές, έκφραση που υποδηλώνει και τη σημασία του ΕΑΜ σε ό, τι τις
κατοχικές απεργίες.
1281
BArch, R 2/15979, „Jahresbericht der Mittelmeer Handels- und Industriegesellschaft mbH“,
Hamburg 11/6/1944.
1282
BArch, R 2/15980, D.R.d.F. F6712/6-518V, 17 Juni 1943.
1283
Ακόμα 528 μηχανές 120 ίππων είχαν παραγγελθεί από την εταιρεία, όμως ως την περίοδο εκείνη
δεν είχε παραδοθεί καμία στην Ελλάδα. BArch, R 2/15979, „Jahresbericht der Mittelmeer Handels-
und Industriegesellschaft mbH“, Hamburg 11/6/1944.

724
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ελληνικά ναυπηγεία.1284 Το πρόγραμμα επισκευών και ναυπηγήσεων προέβλεπε συνολικά


πολύ μεγαλύτερες προμήθειες υλικών. Το συμβόλαιο του Rudolf Pahl (από τον οποίο το
πρόγραμμα πήρε την – μάλλον ανεπίσημη – ονομασία του) με την εταιρεία Klöckner-
Humboldt-Deutz A.G. προέβλεπε την προμήθεια 528 κινητήρων των 120 ίππων. Ωστόσο
μέχρι τα τέλη του 1943 δεν είχε φτάσει στην Ελλάδα καμία από τις μηχανές, και μόλις τους
πρώτους μήνες του 1944 έφτασαν οι πρώτες 80. Για το ναυπηγικό πρόγραμμα είχε
αποφασιστεί ακόμα η προμήθεια 32.000 κυβικών μέτρων ξυλείας (μέχρι το τέλος του 1943
θα έφταναν στην Ελλάδα οι 12.000), 202 βαρούλκων φόρτωσης, 152 βαρούλκων άγκυρας
και 152 αντλιών. Η MIHIG είχε επιπλέον συμμετάσχει στο συμβόλαιο που ο Pahl είχε κλείσει
με την D.W.K. για 30 σκάφη (μαζί με τα εφόδιά τους) και για την προμήθεια των εφοδίων
για επιπλέον 70. Ωστόσο οι δυσκολίες που προέκυψαν είχαν περιορίσει μέχρι την περίοδο
συγγραφής της έκθεσης τις ναυπηγήσεις σε ένα μόνο δοκιμαστικό σκάφος στο Κίελο, ενώ
είχε περιοριστεί και η προμήθεια εφοδίων σκαφών από τα 70 στα 30, για να προστεθούν
αργότερα ακόμα 18. Ακόμα τέλος 3 σκάφη ναυπηγούνταν για τον Reikosee (και πάλι με
συμβόλαιο του Pahl) στο ναυπηγείο Αμπελακίων για τα οποία η MIHIG ανέλαβε τη
διενέργεια των πληρωμών και την ομαλή παράδοσή τους. Μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου 1943
είχε παραδοθεί το πρώτο από τα σκάφη αυτά, που μάλλον ήταν το ένα από τα έξι που όπως
είδαμε παραδόθηκαν στην MMR από το ναυπηγείο.1285
Το 3ο τρίμηνο του 1943 επισκευάστηκαν 532 μηχανοκίνητα ιστιοφόρα. Το 1/3 σχεδόν
από αυτά υπέστησαν γενική επισκευή (διάνοιξη κυλίνδρων, αλλαγή πιστονιών, δεξαμενές
κλπ), που διήρκεσε κατά μέσο όρο 25 ημέρες (για τα υπόλοιπα χρειάζονταν μόνο 4). Σε 18
ακόμα (χωρητικότητας από 240 ως 95 τόνων) τοποθετήθηκε νέα μηχανή Deutz, ενώ
γίνονταν σχετικές εργασίες σε ακόμα 7. Για το σχετικό πρόγραμμα του Reikosee
(ονομαζόμενο «πρόγραμμα Pahl») είχαν ως τότε αγοραστεί 39 μηχανές Deutz, 8 των 100
ίππων, 15 των 75 και 16 των 50. Συνολικά οι συγκεκριμένες επισκευές είχαν κοστίσει

1284
BArch: R 2/15980, Επιστολή προς τη Mittelmeer Handels- & Industrie, Απρίλιος 1943 και R
2/15979, „Jahresbericht der Mittelmeer Handels- und Industriegesellschaft mbH“, Hamburg
11/6/1944.
1285
Οι πετρελαιομηχανές αυτές ήταν επιπλέον εκείνων μικρότερης ιπποδύναμης που είδαμε
νωρίτερα, ωστόσο δεν υπάρχει πουθενά διευκρίνιση αν οι μικρότεροι κινητήρες αγοράστηκαν για να
καλύψουν το κενό μέχρι την άφιξη της μεγάλης παραγγελίας που καθυστερούσε ή αν η αγορά τους
προβλεπόταν εξαρχής. Ο Pahl είχε επιπλέον αγοράσει και κάποιες μηχανές από τη Βουλγαρία, που
προορίζονταν για τις ανάγκες του Reikosee στη Ρουμανία. Ο Pahl ήταν μέλος της επιτροπής του
Reikosee. BArch, R 2/15979, „Jahresbericht der Mittelmeer Handels- und Industriegesellschaft mbH“,
Hamburg 11/6/1944.

725
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σχεδόν 2,1 δισεκατομμύρια δραχμές. Εκτός από τα μικρά σκάφη επισκευές έγιναν και σε
124 μεγαλύτερα, με μέσο χρόνο αποπεράτωσης τις 9 ημέρες.1286
Η σταδιακή απώλεια ελέγχου της ελληνικής επαρχίας από την κατοχική κυβέρνηση
και τις γερμανικές δυνάμεις έκανε ολοένα και δυσκολότερη στο τέλος της κατοχής την
προμήθεια της απαιτούμενης ξυλείας από τα ελληνικά δάση.1287 Ωστόσο πλοία (κυρίως
πετρελαιοκίνητα καΐκια) συνέχισαν να κατασκευάζονται και να επισκευάζονται μέχρι και το
τέλος της κατοχής, αν και σε σταδιακά μειούμενους αριθμούς κατά την τελευταία περίοδο.
Τον Απρίλιο του 1944 για παράδειγμα ναυπηγήθηκαν (εκτός των 3 τσιμεντοπλοίων τα
οποία θα δούμε παρακάτω) 5 καΐκια συνολικής μεταφορικής ικανότητας 980 τόνων, ενώ
είχαν δοθεί συμβόλαια για τη ναυπήγηση 11 σχετικά μεγάλων ξύλινων σκαφών των 260

1286
Οι εργασίες τοποθέτησης των μηχανών είχαν διαρκέσει από 3,5 περίπου μήνες (για το 120 τόνων
και 75 ίππων «Γεώργιος», Πειραιάς 710) μέχρι και μόνο 15 μέρες (περίπτωση του 80 τόνων και 50
ίππων «Αικατερίνη Γ.», Πειραιάς 818). Η σημαντική διαφορά μάλλον οφείλεται και στην έκταση των
υπόλοιπων εργασιών στα σκάφη. Την ίδια περίοδο η MMR αναφέρει ότι αγόρασε και ένα γρήγορο
σκάφος για ταξίδια στην Κρήτη και δύο ακόμα μικρά σκάφη για τις ανάγκες της στον Πειραιά. BArch,
R 147/147, “Bericht der MMR Geschäftsstelle Griechenland für die Zeit von Juni bis Ende September
1943 (2. Bericht)“, Piräus, 16.10.1943 και “Tätigkeitsbericht der Reparaturabteilung (Kleinschiff[f]ahrt)
für die Zeit vom 1. Juli bis 30 September”, Piräus, 15.10.43. Η πραγματική αξία των επισκευών του
διαστήματος εκείνου είναι δύσκολο να υπολογιστεί επακριβώς. Τα 2,1 δισεκατομμύρια δραχμές
(επακριβώς: 2.098.236.883) αγόραζαν στα μέσα Οκτωβρίου του 1943 περίπου 2.000 χρυσές λίρες,
ποσό που ωστόσο υποτιμά το πραγματικό κόστος, αφού το προηγούμενο τρίμηνο η τιμή της χρυσής
λίρας είχε περίπου τριπλασιαστεί. Επιπλέον μέρος του κόστους θα ήταν με τιμές διατίμησης που
υποτιμούνται με τον υπολογισμό σε λίρες.
1287
Ο έλεγχος μεγάλου τμήματος της επαρχίας από τον ΕΛΑΣ (και σε μικρότερο βαθμό από τον ΕΔΕΣ
ή λίγες άλλες οργανώσεις) έκανε ουσιαστικά αδύνατη την υλοτομία χωρίς άδεια των ανταρτών ή
ισχυρή στρατιωτική προστασία. Φαίνεται πάντως ότι υπήρξαν κάποιες σπάνιες περιπτώσεις που
ελληνικές οργανώσεις ήταν διατεθειμένες να επιτρέψουν προσωρινά την υλοτομία με αντάλλαγμα
χρήματα ή ενδεχομένως και την «ανοχή» των Γερμανών. Τέτοιο παράδειγμα είναι η αναφερόμενη
«συμφωνία κυρίων» με τον μη κατονομαζόμενο «αρχηγό των ανταρτών της Ηπείρου» (πιθανότατα
δηλαδή τον Ν. Ζέρβα), που προέβλεπε πως οι αντάρτες θα πληρώνονταν να μεταφέρουν ξυλεία (όχι
απαραίτητα ναυπηγική) στην κοιλάδα, όπου αυτή θα παραλαμβανόταν από κάποιο
«κατασκευαστικό γκρουπ» που είχαν δημιουργήσει οι Γερμανοί για την προμήθεια ξυλείας στη Ν.Α.
Ευρώπη. Dr Arthur Piske, Generalintendant a.D.: “Logistical Problems of the German Air Force in
Greece, 1941-43”, (Foreign Military Study B-645), Historical Division, Headquarters United States
Army, Europe, Foreign Military Branch, 1953, σελ. 50.

726
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τόνων, τα οποία αναμενόταν να ενταχθούν σε υπηρεσία μεταξύ Ιουλίου και


Σεπτεμβρίου.1288
Σημαντικό μέρος των παραγγελιών μηχανημάτων και υλικών της εταιρείας (και του
Reikosee στην περιοχή) πήγαιναν βέβαια σε γερμανικές επιχειρήσεις. Το 1943 για
παράδειγμα η Klöckner-Humboldt-Deutz A.G. πληρώθηκε 1.598.802,40 RM και η D.W.K.
1.450.000 RM.1289 Η προσπάθεια μάλιστα για περιορισμό των εξόδων του ναυτικού στην
κατεχόμενη Ελλάδα από τα τέλη του 1942, ως μέτρο για την μείωση των εξόδων κατοχής
και την προστασία της δραχμής, ενδεχομένως να μείωσε προσωρινά τις παραγγελίες σε
ελληνικές επιχειρήσεις. Όμως τα σημαντικά προβλήματα με τις συγκοινωνίες έκαναν τελικά
αναπόφευκτες τις παραγγελίες στο εσωτερικό της χώρας. Έτσι, συνολικά, αρκετά
απαραίτητα είδη παραγγέλλονταν άμεσα ή έμμεσα σε ελληνικά μηχανουργεία,
σιδηρουργεία και άλλες επιχειρήσεις σε σημαντικό ποσοστό και βεβαίως ο κύριος όγκος
των ναυπηγικών εργασιών αφορούσε ελληνικά ναυπηγεία.
***
Σε γενικές γραμμές το γερμανικό ναυπηγικό πρόγραμμα στην κατεχόμενη Ελλάδα
αποτέλεσε βασική πηγή εσόδων και απασχόλησης για μεγάλο μέρος της ναυπηγικής και
μηχανουργικής βιομηχανίας της χώρας. Αν και η έμφαση ήταν πάντα στις μεγάλες μονάδες
(ή τέλος πάντων σε αυτές που χαρακτηρίζονταν μεγάλες για τα ελληνικά δεδομένα),
θεωρήθηκε αναπόφευκτο να χρησιμοποιηθούν και πολλά από τα μικρά ναυπηγεία
(ταρσανάδες) που βρίσκονταν διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα, γεγονός που φαίνεται πως
δημιούργησε και κάποιες επιχειρηματικές προσδοκίες στη δοκιμαζόμενη Ελλάδα της
εποχής. Εξάλλου – στην αρχή τουλάχιστον της κατοχής – μόνο τα πολύ μικρά πλοία
εξαιρούνταν από την υποχρέωση να διενεργούν και μεταφορές των αρχών κατοχής. Έτσι
συναντάει κανείς ανάμεσα στις νεοϊδρυόμενες επιχειρήσεις της κατοχής σε όλη την Ελλάδα
και κάποιες που είχαν ως σκοπό τις ναυπηγήσεις, όπως την περίπτωση του ναυπηγείου Ι.
Αυγερινού στην Πεύκη Ευβοίας («προς κατασκευήν ιστιοφόρων») τον Οκτώβρη του

1288
BA-MA, RW 29/93, Militärbefehlshaber Griechenland Wehrwirtschaftstab, [Lagebericht]: α)
17/5/1944. Τον επόμενο μήνα (ο. π. Lagebericht Griechenland, 17/6/44) ναυπηγήθηκε και ένα
πολεμικό 100 τόνων (δεν αναφέρονται λεπτομέρειες, αλλά πιθανώς να πρόκειται για
Kriegsfischkutter για το γερμανικό πολεμικό ναυτικό από το ναυπηγείο Σκαραμαγκά).
1289
BArch, R 2/15979, Mittelmeer Handels- und Industrie Gesellschaft m.b.H., Hamburg,
Erläuterungen zur Bilanz zum 31.12.1943.

727
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

1941,1290 την Ο.Ε. Αδελφοί Αναργ. Μυρικνόπουλοι στο Πέραμα,1291 ή τα μάλλον μεγαλύτερα
«Ηνωμένα Ναυπηγεία» της Θεσσαλονίκης.1292
Το περισσότερο όμως αρχειακό υλικό αφορά τις μεγαλύτερες εγκαταστάσεις, όπως
είναι εξάλλου φυσικό, αφού αυτές είχαν τόσο τη δυνατότητα ναυπήγησης μεγαλύτερων
πλοίων όσο και εκείνες της επισκευής και μετατροπής υπαρχόντων πλοίων σεβαστού
μεγέθους. Οι εργασίες μετατροπής και επισκευής σκαφών ώστε να υπηρετήσουν –
συνήθως ως πολεμικά – στο γερμανικό ναυτικό αποδείχθηκαν μάλιστα ιδιαίτερα
σημαντικές. Σ΄ αυτές οι Γερμανοί έκαναν συνολικά κατά τη διάρκεια της κατοχής ριζικές
μετατροπές σε 105 σκάφη για δική τους χρήση, αριθμός που αποτελεί περίπου το 13% των
800 περίπου σκαφών που βρήκαν στην Ελλάδα κατά την κατάκτηση της χώρας. Τα 17 από
τα 105 χρησιμοποιήθηκαν ως περιπολικά, τα 30 ως ναρκαλιευτικά, τα 27 ως μεταγωγικά, τα
8 ως ναυαγοσωστικά και τα 4 ως ανθυποβρυχιακά.1293 Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα
σχεδόν 700 σκάφη ήταν μάλλον πολύ βαθιά για να ανελκυσθούν ή σε πολύ κακή
κατάσταση ώστε να προορίζονται για διάλυση.

1290
Εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, στήλη «Βιομηχανική Κίνησις», 25/10/1941.
1291
Εμπορική εταιρεία με σκοπό τη «ναυπήγηση πάσης φύσεως ιστιοφόρων και πλωτών εν γένει και
[τ]η[ν] επισκευή τούτων». Εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, στήλη «Προσωπικαί Εταιρίαι»,
πρωτοδικείο Πειραιώς, 28/2/1942. Το ναυπηγείο θα το συναντήσουμε παρακάτω να εκτελεί
εργασίες των αρχών κατοχής για τις οποίες οι εργάτες του λάμβαναν τις επιπλέον μερίδες του
υπουργείου επισιτισμού.
1292
Βλ. το σχετικό μεταπολεμικό δικαστικό ρεπορτάζ: «Ναυπηγοί και μηχανουργοί δικάζονται εις
Θεσσαλονίκη επί συνεργασία με τους Γερμανούς. Το περιβόητον γραφείον ‘Ηνωμένα Ναυπηγεία’.
Ευθύνονται διά την απόβασιν εις Κρήτην και τον εφοδιασμόν της στρατιάς του Ρόμμελ;», εφημερίδα
Εθνικός Κήρυξ Αθηνών, 2/11/1946 και «Αι δίκαι των κατασκόπων και εγκληματιών πολέμου τα
Τάγματα Ασφαλείας και οι ναυπηγοί της Θεσσαλονίκης», ο. π., 5/11/46. Ιδρυτής τους ήταν ο Εμ.
Στρατηγάκης, ο οποίος όμως απεβίωσε τον Φεβρουάριο του 1942 για τον διαδεχθούν τα αδέλφια
και η χήρα του. Στην εταιρεία συνεργάστηκαν αρκετοί ακόμα ομοειδείς επιχειρηματίες της πόλης,
ενώ αναφέρεται και η λήψη εργολαβιών με ποσοστό 25%. Η ίδρυση των ναυπηγείων το 1941 μάλλον
δεν σχετίζεται με τις γερμανικές προτάσεις για κοινοπραξίες και ενοποιήσεις ελληνικών ναυπηγείων,
αλλά πιθανότατα πρόκειται για ελληνική προσπάθεια μείωσης του ανταγωνισμού μέσω της
συνεργασίας με στόχο τη βελτίωση των πιθανοτήτων ανάληψης κερδοφόρων γερμανικών
συμβολαίων.
1293
Για τα υπόλοιπα 19 σκάφη το έγγραφο δεν δίνει κάποια στοιχεία. BA-MA, N 328/5,
“Oberwerftstab und Bauaufsicht”. Όπως εξάλλου είδαμε νωρίτερα στην αρχή της κατοχής
επιχειρήθηκε και η αγορά κάποιων σκαφών.

728
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αν όμως προστεθούν όλες οι εργασίες μετατροπών, επισκευών κλπ, που έγιναν σε


κάθε σκάφος επί κατοχής, τότε οι αριθμοί είναι πολύ μεγαλύτεροι και αντικατοπτρίζουν
καλύτερα το εύρος και τη σημασία που οι ελληνικές εγκαταστάσεις είχαν για το ναυτικό του
Άξονα στην περιοχή. Όπως ανέφερε μεταπολεμικά ο Γερμανός ναύαρχος Αιγαίου, παρά τις
γλωσσικές δυσκολίες και τις ελλείψεις καυσίμων, ηλεκτρικού ρεύματος, πρώτων υλών και
τροφίμων επιτεύχθηκε ένας μέσος μηνιαίος ρυθμός επισκευών και μετατροπών 120 με 160
σκαφών, με τη χρήση του ελάχιστου απαραίτητου προσωπικού. Έκλεινε μάλιστα την
αναφορά του με τη φράση «δεν μπορεί κανείς παρά να θαυμάσει την ταχύτητα με την
οποία ξεκίνησαν οι εργασίες στο λιμάνι και στις ναυπηγικές επιχειρήσεις στον Πειραιά και
στη Σαλαμίνα».1294
Στοιχεία για το ποιες ακριβώς από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου
θεωρούσαν οι ίδιοι οι Γερμανοί ως σημαντικότερες για τις ναυπηγικές και επισκευαστικές
αυτές εργασίες δίνουν τα έγγραφα που αντηλλάγησαν στο μέσο της κατοχής, κυρίως με
αφορμή σχετικές συσκέψεις στη Γερμανία και την επίσκεψη Γερμανών επισήμων στις
ελληνικές ναυτικές εγκαταστάσεις (φθινόπωρο του 1942). Ήταν η περίοδος ακριβώς που η
μάχη για τη Βόρειο Αφρική έφτανε στο αποκορύφωμά της και η χρησιμότητα της Ελλάδας
για τον εφοδιασμό του DAK, τόσο από αέρα (όπως είδαμε παραπάνω), όσο και από
θάλασσα, ήταν μεγάλη.1295

1294
BA-MA, N 328/5, “Oberwerft und Bauaufsicht“. Δεν είναι απόλυτα σαφές αν με το «ελάχιστο»
προσωπικό ο ναύαρχος Förste αναφέρεται περισσότερο στους Γερμανούς όπως είναι και το
πιθανότερο (γινόταν εξάλλου προσπάθεια να κρατηθεί ο αριθμός τους σε όλες τις κατεχόμενες
χώρες στο μίνιμουμ), ή στους Έλληνες εργάτες. Ο Γερμανός ναύαρχος, ως υπεύθυνος για το έργο του
γερμανικού ναυτικού στην περιοχή κατά την περίοδο εκείνη, ενδέχεται να υπερτονίζει το έργο των
γερμανικών υπηρεσιών (έκανε εξάλλου ειδική αναφορά στην καλή συνεργασία και την αφοσίωση
των διαφόρων υπηρεσιών που «άξιζαν την πλήρη αναγνώριση για τα εξαιρετικά επιτεύγματά τους»).
Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ναυπηγήσεις, μετασκευές και επισκευές σκαφών στην Ελλάδα
ήταν – παρά συχνά τα προβλήματα – αρκετά πολυάριθμες.
1295
Ο ανεφοδιασμός του αφρικανικού μετώπου με πλοία απευθείας από την Ελλάδα ήταν δύσκολος,
γι’ αυτό και δεν βασίστηκαν πάνω του σε μεγάλο βαθμό οι δυνάμεις κατοχής. Ωστόσο ο θαλάσσιος
εφοδιασμός ήταν διαδεδομένος, έστω και με έμμεσο τρόπο. Πολύ συχνά για παράδειγμα ήταν τα
ταξίδια πλοίων προς Κρήτη, το φορτίο των οποίων είχε ως τελικό προορισμό την Αφρική, αφού το
νησί χρησιμοποιόταν όπως είδαμε ως κύρια βάση για τον αεροπορικό ανεφοδιασμό των δυνάμεων
του Άξονα στη Β. Αφρική. Επιπλέον, κάποια ελληνικά σκάφη ταξίδευαν προς τα δυτικότερα λιβυκά
λιμάνια (και αργότερα προς την Τυνησία), μέσω Ιταλίας. Εκεί βούλιαξε και το αντιτορπιλικό Hermes
(πρώην «Βασιλεύς Γεώργιος»). Η προοπτική της κατάληψης των αιγυπτιακών λιμανιών και του

729
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στις γερμανικές εκθέσεις (κυρίως του 1942) λοιπόν παρουσιάζονταν, αναλυτικά οι


εγκαταστάσεις και η χρησιμότητα για το γερμανικό ναυτικό των κρατικών ναυπηγείων του
Σκαραμαγκά, της Σαλαμίνας, των ναυπηγείων του προγράμματος τσιμεντοπλοίων σε
Πέραμα και Βάρη – Βάρκιζα και το ναυπηγείο Βασιλειάδη, ενώ γινόταν και μια σχετικά
εκτενής αναφορά στο μηχανουργείο Ροντήρη – Στρουμπούλη, ενδεικτική της μεγάλης
σημασίας που είχε το τελευταίο ανάμεσα στα μηχανουργεία της Αττικής, πέρα από τα
γενικότερα ζητήματα της ελληνικής ναυπηγικής βιομηχανίας και των εργαζομένων σ’ αυτή.
Αραιότερες αναφορές σε άλλες έγγραφα γίνονται και για άλλα ελληνικά ναυπηγεία, όπως
του Λαυρίου και συμπληρώνουν την εικόνα που έχουμε για τις ελληνικές επιχειρήσεις που
ασχολούνταν με τα προγράμματα του γερμανικού ναυτικού. Στο υπόλοιπο του κεφαλαίου
θα παρακολουθήσουμε την ιστορία των σημαντικότερων από τις εγκαταστάσεις αυτές την
περίοδο της κατοχής.

Β) Κρατικά ναυπηγεία: Σκαραμαγκάς και Σαλαμίνα

Τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού είχαν εγκαινιαστεί μόλις το


1939 και βρίσκονταν 14 χιλιόμετρα δυτικά της Αθήνας σε έκταση περίπου 0,218
τετραγωνικών χιλιομέτρων. Ως περιουσία του ελληνικού Δημοσίου και μάλιστα
στρατιωτικού χαρακτήρα είχαν θεωρηθεί λάφυρο πολέμου και είχαν περάσει απευθείας
υπό τον έλεγχο της Wehrmacht, χωρίς όμως να φύγουν, τυπικά τουλάχιστον, από την
κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου. Στα αρνητικά των εγκαταστάσεων αναφερόταν η
έλλειψη σιδηροδρομικής σύνδεσης, ενώ και οι 3 ντιζελομηχανές που βρίσκονταν στις
εγκαταστάσεις για τη μεταφορά φορτίων στο μικρό τοπικό δίκτυο είχαν περιπέσει σε
αχρηστία λόγω έλλειψης ανταλλακτικών. Οι εγκαταστάσεις που είχαν προλάβει να
ολοκληρωθούν μέχρι την κατοχή ήταν περίπου το 1/3 των σχεδιαζόμενων.1296

κλεισίματος της διώρυγας του Σουέζ θα άνοιγε διάπλατα το δρόμο – ή τουλάχιστον έτσι υπολόγιζε η
Wehrmacht – σε θαλάσσια ταξίδια από την Ελλάδα προς την Αίγυπτο, από τη στιγμή που θα σήμαινε
την υποχώρηση του βρετανικού ναυτικού από την ανατολική Μεσόγειο.
1296
BA-MA, TS 404/14903, „Werft Skaramanga“, Oberwerftstab Athen, 22/10/1942 και „Allgemeine
Angaben über die Werft Skaramanga, von Dipl. Ing. Gerlach“ (στον Gerlach είχε ανατεθεί η διοίκηση
των ναυπηγείων από τις γερμανικές αρχές). Η επίσημη θεμελίωση του πρώτου κτιρίου των
ναυπηγείων είχε γίνει τον Μάρτιο του 1938 και τα ναυπηγεία είχαν εγκαινιαστεί στις 14 Ιουνίου
1939. Στα ελληνικά σχέδια ήταν η δυνατότητα ναυπήγησης μέχρι και 6 πλοίων ταυτόχρονα, ενώ θα
υπήρχε και νεωλκείο για σκάφη ως 2.000 τόνων. Η πρόοδος των ελληνικών μηχανουργείων είχε από
τότε συνδεθεί άμεσα με τα ναυπηγεία, αφού αναμενόταν τα πρώτα να καλύψουν στο μέλλον την

730
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στην εικόνα υπ. αρ. 18 φαίνονται τα σχέδια του ναυπηγείου όπως αυτά είχαν
καταρτιστεί πιθανώς λίγο πριν την κατοχή. Το μεγαλύτερο ολοκληρωμένο κτίσμα ήταν το
ναυπηγικό υπόστεγο (αρ. 7 στον χάρτη). Ευδιάκριτα είναι επίσης το νεωλκείο (αρ. 5) και οι
ναυπηγικές κλίνες (αρ. 12-17). Φαίνεται ωστόσο ότι τα κτήρια από τον αριθμό 46 και μετά
(κυρίως αποθήκες, αλλά και μηχανουργεία, συνεργεία κλπ) δεν πρέπει να ολοκληρώθηκαν
ποτέ, με την εξαίρεση του αρ. 47 (γραφεία διεύθυνσης και τεχνικών υπηρεσιών και
ναυπηγικό σχεδιαστήριο κατά το σχέδιο). Επίσης δεν φαίνεται να προχώρησε η κατασκευή
της δεύτερης προβλήτας (αρ. 60), η οποία προοριζόταν για μεγαλύτερα πλοία και θα
διέθετε ισχυρότερο γερανό (20 τόνων κατά τα σχέδια).1297

κατασκευή κάποιων ειδικών ελασμάτων, χαλυβδογωνιών και άλλων ειδικών εξαρτημάτων που προς
το παρόν θα εισάγονταν από το εξωτερικό. Βλ. σχετικά το άρθρο της σύνταξης «Αι μεγάλαι εθνικαί
υπηρεσίαι της Κυβερνήσεως του κ. Μεταξά: τα ναυπηγεία του Βασιλικού Ναυτικού, τα εγκαίνια των
εγκαταστάσεων, η πρώτη ναυπήγησις εντός του έτους», στη Βιομηχανική Επιθεώρηση, τεύχος 60
(Ιούνιος 1939), σσ. 7-10. Στις εγκαταστάσεις αυτές είχαν ξεκινήσει λίγο πριν τον πόλεμο την
ναυπήγησή τους τα δύο αγγλικής σχεδίασης αντιτορπιλικά, αδελφά του «Βασιλεύς Γεώργιος» που
όπως είδαμε προηγουμένως έπεσε σε γερμανικά χέρια, και της “Βασίλισσας Όλγας» που συνέχισε τη
δράση της με το ελληνικό πολεμικό ναυτικό μέχρι τη βύθισή της το 1943. Για τις εγκαταστάσεις είχε
απαλλοτριωθεί έκταση 197,46 στρεμμάτων. Βλ. ΤΕΕ Ηρακλείου Κρήτης, Αρχείο Ν. Κιτσίκη, Φάκελος
607, «Χ Ναυπηγεία (1937-1940).
1297
Για την λεπτομερή περιγραφή του σχεδίου βλ. ΤΕΕ Ηρακλείου Κρήτης, Αρχείο Ν. Κιτσίκη,
Φάκελος 607, «Τεχνική κίνησις εν τω ναυτικώ της Ελλάδος», 1/8/1943, σσ. 5-11.

731
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 18: Σχέδιο του «Ελληνικού ναυπηγείου» του Σκαραμαγκά. Ο χάρτης (που περιλαμβάνει και
σχεδιαζόμενες επεκτάσεις) δεν αναγράφει χρονολογία και μάλλον αφορά στον προκατοχικό
σχεδιασμό των ναυπηγείων. Η έκθεση πάντως που τον συνοδεύει είναι της 1ης Αυγούστου 1943.
Πηγή: ΤΕΕ Ηρακλείου Κρήτης, Αρχείο Ν. Κιτσίκη, Φάκελος 607.
Αποκαλυπτική είναι η σύγκριση με την αεροφωτογραφία του καλοκαιριού 1943 (βλ.
εικόνα 19), στην οποία είναι προφανής η έλλειψη της δεύτερης προβλήτας και αρκετών
από τα κτήρια του άνω σχεδίου. Δεν είναι βέβαιο αν οι επεκτάσεις αυτές προβλέπονταν να
προχωρήσουν από τους Γερμανούς, αλλά φαίνεται πως τουλάχιστον ως το καλοκαίρι του
1943 κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει. Στην αεροφωτογραφία αυτή φαίνονται πάντως και κάποια
από τα έργα των Γερμανών στην περιοχή που δεν υπήρχαν στο ελληνικό σχέδιο: τα
υπόστεγα προστασίας από τους βομβαρδισμούς και οι εγκαταστάσεις υδροπλάνων.

732
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 19: Βρετανική αεροφωτογραφία των εγκαταστάσεων στο Σκαραμαγκά, με


επικαιροποιημένα σχόλια μέχρι 3 Ιουλίου 1943. Πηγή: TNA, AIR 34/483.
Το πρώτο διάστημα μετά την κατάκτηση της χώρας οι διάφορες γερμανικές αρχές
ουσιαστικά λεηλάτησαν τις εγκαταστάσεις, οι οποίες άρχισαν τις προετοιμασίες τους για την
επανέναρξη της κανονικής τους λειτουργίας τον Φεβρουάριο του 1942. Σε ένα μεγάλο
τμήμα των εγκαταστάσεων, που περιλάμβανε και τη μοναδική προβλήτα εξοπλισμένη με
μεγάλο γερανό 15 τόνων, είχε εγκατασταθεί, για σχεδόν όλο το 1942, μια μονάδα της
Luftwaffe, η οποία εμπόδιζε τις ναυπηγικές εργασίες. Ωστόσο η μονάδα αυτή υπολογιζόταν
να εγκαταλείψει τις εγκαταστάσεις μέχρι τα Χριστούγεννα του 1942. Οι εγκαταστάσεις είχαν
επιπλέον 2 ναυπηγικές κλίνες (ή νεωλκεία – οι όροι πολλές φορές χρησιμοποιούνται
εναλλακτικά) 90 – 100 μέτρων με 3 μικρότερους γερανούς 2 τόνων και διάφορες αποθήκες
περίπου 5.000 τετραγωνικών μέτρων. Σχεδόν 11.000 τετραγωνικά μέτρα κάλυπταν οι
υπόλοιπες κτιριακές εγκαταστάσεις (χώροι ναυπήγησης, ξυλουργείο κλπ). Αν και δεν είχαν
ολοκληρωθεί και παρά τις όποιες απώλειες, οι μηχανολογικές εγκαταστάσεις του

733
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ναυπηγείου θεωρούνταν αρκετά σύγχρονες. Οι εγκαταστάσεις ήταν συνδεδεμένες με το


ηλεκτρικό δίκτυο της περιοχής, αλλά διέθεταν και δικές τους γεννήτριες.1298
Κάποιοι από τους εργαζόμενους έμεναν στα 8 οικήματα που βρίσκονταν κοντά στο
ναυπηγείο, ενώ άλλοι μεταφέρονταν κάθε μέρα με φορτηγά από το Δαφνί ή άλλες περιοχές.
Λόγω της άβολης αυτής κατάστασης είχε αποφασιστεί η κατασκευή νέων κτιριακών
εγκαταστάσεων δίπλα στο ναυπηγείο, όπου θα φιλοξενούνταν κυρίως οι Γερμανοί
εργαζόμενοι (η ολοκλήρωσή τους υπολογιζόταν γύρω στο Πάσχα του 1943 και μάλλον είναι
αυτές που διακρίνονται στην αεροφωτογραφία νοτιοανατολικά των εγκαταστάσεων). Το
φθινόπωρο του 1942 εργάζονταν στα ναυπηγεία 14 – 15 αξιωματούχοι και υπάλληλοι,
καθώς και 48 – 50 ειδικοί από τη Γερμανία (κάτι παραπάνω από τους μισούς στρατιωτικοί),
μαζί με περίπου 300 Έλληνες, επιπλέον των περίπου 100 Γερμανών και 600 Ελλήνων οι
οποίοι εργάζονταν στις δύο γερμανικές επιχειρήσεις που πραγματοποιούσαν έργα στην
περιοχή: την “Beton und Monierbau A. G.” του Αμβούργου, και την “Gollnow & Sohn” του
Stettin. Η πρώτη εργαζόταν για την ολοκλήρωση του νεωλκείου 2.000 τόνων που είχε
παραγγελθεί προπολεμικά από το Ελληνικό Δημόσιο, ενώ η δεύτερη κατασκεύαζε μια
πλωτή ξηρή δεξαμενή ανέλκυσης υποβρυχίων μέχρι 1.500 τόνων και των 5 πλωτήρων που
θα τη συνόδευαν.1299 Την κατασκευή της δεξαμενής αυτής φαίνεται ακολούθησε μία
1298
BA-MA, TS 404/14903, „Allgemeine Angaben über die Werft Skaramanga, von Dipl. Ing. Gerlach“,
„Werft Skaramanga“, Oberwerftstab Athen, 22/10/1942 και Länderbeauftragter Südosten für den
Hauptschuss Schiffbau, Marineoberbaurat Mendelssohn, “Bericht über die Reise nach Athen vom 9.
Bis 16. Oktober 1942”. Για την κατασκευή των δύο ναυπηγικών κλινών και των τριών γερανών τους
(που στο ελληνικό έγγραφο αναφέρονται όμως ως 3-4 τόνων), βλ. την έκθεση του «τ. εκτάκτου
μηχανικού παρά τη Υ.Δ.Ε. Υπουργείου Ναυτικών» Ανδρέα Πετρόπουλου («κατασκευή δύο
ναυπηγικών κλινών εις τα ναυπηγεία Β.Ν. εν Σκαραμαγκά») στο ΤΕΕ Ηρακλείου Κρήτης, Αρχείο Ν.
Κιτσίκη, Φάκελος 607. Η έκθεση, που συνοδεύεται και από σχεδιάγραμμα των κλινών είναι
αχρονολόγητη, αλλά φαίνεται ότι μάλλον περιορίζεται στην εξιστόρηση των προπολεμικών έργων.
Φωτογραφία του μεγάλου γερανού (τη στιγμή μάλιστα που μεταφέρει υδροπλάνο) και των
γερμανικών υδροπλάνων Ar 196 και He 60 που χρησιμοποιούσαν τις εγκαταστάσεις του Σκαραμαγκά
(1942) μπορεί να δει κανείς στο: Goss, Chris, with Rauchbach, Bernd: Luftwaffe Seaplanes, 1939-
1945. An Illustrated History, Crécy Publishing, Manchester, 2002, σελ. 103.
1299
BA-MA, TS 404/14903, „Allgemeine Angaben über die Werft Skaramanga, von Dipl. Ing. Gerlach“,
„Werft Skaramanga“, Oberwerftstab Athen, 22/10/1942 και Länderbeauftragter Südosten für den
Hauptschuss Schiffbau, Marineoberbaurat Mendelssohn, “Bericht über die Reise nach Athen vom 9.
Bis 16. Oktober 1942”. Η πρώτη από τις γερμανικές αυτές επιχειρήσεις ήταν κατασκευαστική και η
δεύτερη ασχολούμενη με μεταλλικές κατασκευές. Οι πρώτες ύλες για τη δεξαμενή έρχονταν από τα
κεντρικά της εταιρείας στο Stettin (σημερινό Szczecin της Πολωνίας). Στην δεύτερη έκθεση

734
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δεύτερη, μεταξύ άνοιξης και καλοκαιριού του 1943. Οι αεροφωτογραφίες της περιοχής
είχαν μάλιστα αποκαλύψει την κατασκευή ακόμα δύο πλωτών δεξαμενών, η κατασκευή των
οποίων ενδεχομένως να γινόταν από την ίδια γερμανική εταιρεία. Εκτός από τις δεξαμενές
στις εγκαταστάσεις κατασκευάζονταν το 1943 καινούργια νεωλκεία, μόλος και τουλάχιστον
4 κλειστά καταφύγια για προστασία σκαφών (πιθανώς υποβρυχίων) από
βομβαρδισμούς.1300 Η μία από τις νέες αυτές πλωτές δεξαμενές πρέπει να είναι εκείνη για
την προμήθεια της οποίας πραγματοποιήθηκε διαγωνισμός από το ελληνικό Δημόσιο το
1942. Όπως φαίνεται από τους όρους του διαγωνισμού θα επρόκειτο για μεγάλη δεξαμενή
ανελκυστικής ικανότητας 6.500 τόνων, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την
ανέλκυση ενός ελαφρού καταδρομικού, μήκους 136 μέτρων και εκτοπίσματος 4.200 μέτρων
(τέτοιο σκάφος δεν διέθετε το γερμανικό ναυτικό στη Μεσόγειο), ή δύο μεγάλων

αναφέρεται (μάλλον λανθασμένα) η κατασκευή νεωλκείου για σκάφη 1.000 αντί 2.000 τόνων. Οι δύο
εταιρείες, όπως και αρκετές άλλες γερμανικές, δεν πλήρωναν φόρους στην Ελλάδα (BArch, R 2/310,
“Verzeichnis derjenigen in Griechenland eingesetzten deutschen Firmen, die bisher zur Bezahlung
griechischer Abgaben nicht herangezogen wurden”), ενώ για τα στρατιωτικά έργα που είχαν
αναλάβει στο Ράιχ χρησιμοποίησαν καταναγκαστική εργασία (Βλ. τη σχετική λίστα που από το 1999
κυκλοφορεί ευρέως στο διαδίκτυο: Liste der Unternehmen, die im Nationalsozialismus von der
Zwangsarbeit profitiert haben, http://www.thornb2b.co.uk/P/P_docs/ZA_ENG.pdf. Η λίστα
βασισμένη σε εκτενή μεταπολεμική μελέτη της International Tracing Service, αναπαράχθηκε στο
βιβλίο Weinmann, Martin, Keiser, Anne & Krause-Schmitt, Ursula: Das nationalsozialistische
Lagersystem, Zweitausendeins, Frankfurt am Main, 1990, από όπου προέρχεται και το αρχείο που
κυκλοφορεί στο διαδίκτυο).
1300
Κατά τις βρετανικές πηγές η μία από τις δεξαμενές έφυγε από τις εγκαταστάσεις μεταξύ 16 και
25 Ιουνίου 1943 (προφανώς ημέρες στις οποίες πάρθηκαν αεροφωτογραφίες της περιοχής) και
πρέπει να είναι η ίδια που έφτασε στα ναυπηγεία στο Αμπελάκι Σαλαμίνας στις 22 Ιουνίου. Στις
αεροφωτογραφίες είχε παρατηρηθεί και η κατασκευή και καθέλκυση μιας ακόμα κατασκευής
μήκους 200 πόδων που έμοιαζε με δεξαμενή. Οι Βρετανοί υπέθεταν ότι ίσως ήταν δεξαμενή για τον
απομαγνητισμό σκαφών (προς αποφυγή μαγνητικών ναρκών), όπως μια παρόμοια που
κατασκευάστηκε στα γαλλικά ναυπηγεία του St. Nazaire. TNA, AIR 34/483, Middle East Interpretation
Unit: «Photographic Interpretation report No. 3209. Greece. Report on Constructional activity at
Scaramanga Shipyard”, Secret, 13/7/1943 και «Photographic Interpretation report No. 2985. Greece.
Report on Facilities and Construction at Scaramanga Shipyard”, Secret, 11/6/1943. Άλλες πηγές
αναφέρουν την προσπάθεια των Γερμανών τον Σεπτέμβρη του 1943 να μεταφέρουν πλωτή δεξαμενή
από το Ναύσταθμο προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά μετά από σήματα των ελληνικών οργανώσεων
κατέληξε να βυθιστεί μεταξύ Σύρου και Εύβοιας (Βολταιράκης, Αντ.: Εις την Υπηρεσίαν της Γκεστάπο,
Αθήνα 1946, σελ. 189).

735
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αντιτορπιλικών (1.520 τόνων) ταυτόχρονα, ή τριών υποβρυχίων (730 τόνων έκαστο), ή


συνδυασμού μικρότερων ή μεγαλύτερων (ως 10.000 τόνων) επιβατηγών ή φορτηγών
πλοίων. Το προσωπικό της δεξαμενής προβλεπόταν να αποτελείται από 29 άτομα.1301
Σκοπός του γερμανικού ναυτικού ήταν να χρησιμοποιεί τις εγκαταστάσεις, εκτός
από τα υποβρύχια και για τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό κότερων (εξοπλισμένων
αλιευτικών). Θεωρούσαν μάλιστα κακή την τοποθεσία του ναυπηγείου από πρακτικής
πλευράς, αφού απαιτούνταν η κατασκευή λιμανιού με βάθος 3 μέτρων ώστε να
εξοπλίζονται ταυτόχρονα 5 – 6 από τα σκάφη αυτά. Ως προσωρινή λύση είχε επιλεγεί η
αγκυροβόληση ενός μεγαλύτερου σκάφους στην περιοχή ώστε να λειτουργήσει ως
κυματοθραύστης. Το γερμανικό πρόγραμμα προέβλεπε την κατασκευή (ή συναρμολόγηση)
τουλάχιστον 24 τέτοιων σκαφών, τα 3 από τα οποία (125 τόνων εκτοπίσματος το καθένα)
ήταν ήδη υπό κατασκευή τον Οκτώβριο του 1942. Οι νομείς (πλαίσιο) για τα σκάφη αυτά
έρχονταν από τη Γερμανία (Deutsche Werft και Howaldtswerke) και την περίοδο εκείνη
είχαν παραδοθεί ή βρίσκονταν στο στάδιο της παράδοσης στα ναυπηγεία, ενώ τα σχέδια
προέρχονταν από τη γερμανική εταιρεία Meierform – Bremen. Οι νομείς και η
αδιαβροχοποίηση ήταν σιδερένια, ενώ η υπερκατασκευή και το κέλυφος κατασκευαζόταν
από ξύλο. Τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά χρησιμοποιούνταν εξάλλου από τους Γερμανούς ως
κεντρικός αποθηκευτικός χώρος για όλη τη ναυπηγική ξυλεία της περιοχής. Πέρα από την
κατασκευή των σκαφών αυτών στο ναυπηγείο προβλεπόταν να γίνονται εκτεταμένες
επισκευές πολεμικών και εμπορικών σκαφών του Άξονα.1302

1301
Το εκτενές αυτό (32 σελίδες) έγγραφο με τους 39 όρους του διαγωνισμού, βρίσκεται στο ΤΕΕ
Ηρακλείου Κρήτης, Αρχείο Ν. Κιτσίκη, Φάκελος 607 («Όροι προμήθειας πλωτής δεξαμενής
ανελκυστικής ικανότητας 6.500 τόνων» Πειραιάς, 4 Ιουνίου 1942). Η διενέργεια του διαγωνισμού
από το ελληνικό κράτος, παρά την αδιαμφισβήτητη χρήση των εγκαταστάσεων από το γερμανικό
ναυτικό, αποτελεί επιπλέον απόδειξη της διατήρησης της ελληνικής τυπικής κυριότητας του
ναυπηγείου. Τέτοιες επενδύσεις σε τυπικά ελληνικές εγκαταστάσεις συνήθως πληρώνονταν από τον
κρατικό προϋπολογισμό και όχι από τα έξοδα κατοχής.
1302
BA-MA, TS 404/14903, „Werft Skaramanga“, Oberwerftstab Athen, 22/10/1942,
Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau, Marineoberbaurat Mendelssohn,
“Bericht über die Reise nach Athen vom 9. Bis 16. Oktober 1942” και „Allgemeine Angaben über die
Werft Skaramanga, von Dipl. Ing. Gerlach“. Σύμφωνα με το: «Αι μεγάλαι εθνικαί υπηρεσίαι της
Κυβερνήσεως του κ. Μεταξά: τα ναυπηγεία…», Βιομηχανική Επιθεώρηση, τεύχος 60 (Ιούνιος 1939),
σσ. 7-10 και στο ΤΕΕ Ηρακλείου Κρήτης, Αρχείο Ν. Κιτσίκη, Φάκελος 607, «Τεχνική κίνησις εν τω
ναυτικώ της Ελλάδος», 1/8/1943, σελ. 5, οι περιορισμοί της τοποθεσίας δικαιολογούνται από τη
στρατηγική θέση του ναυπηγείου που προστατευόταν από τα ναυτικά οχυρά του Σαρωνικού και τα

736
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Τη λειτουργία μέρους τουλάχιστον των εγκαταστάσεων (όπως και του ναυστάθμου


Σαλαμίνας) φαίνεται πως είχαν αναλάβει η γερμανική κρατική ναυπηγική εταιρεία D.W.K.
(Deutsche Werke Kiel), που στη Γερμανία ναυπηγούσε υποβρύχια και άλλα μεγαλύτερα
σκάφη για το γερμανικό πολεμικό ναυτικό, όπως το θωρηκτό Gnausenau.1303

αντιαεροπορικά της περιοχής, την ίδια στιγμή που βρισκόταν αρκετά κοντά στα βιομηχανικά και
συγκοινωνιακά κέντρα της χώρας. Τα πολεμικά αλιευτικά (Kriegsfischkutter – KFK) που
κατασκευάζονταν στο Σκαραμαγκά είχαν διαστάσεις 24,15 Χ 6,40 Χ 2,11 μέτρα. Τα σκάφη αυτά ήταν
αρκετά αργά (9 κόμβοι, κινητήρες των 220 ίππων δεσμευμένοι στους 175). Για τα KFK του
προγράμματος κατασκευάστηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν στο Αιγαίο (τα KFK 2-13, 562-573 και για ένα
διάστημα τα 27-28, 30 – αργότερα τα περισσότερα μετονομάστηκαν) βλ. επίσης: Gröner, E., Jung D.
& Maass, M.: Die Deutsche Kriegsschiffe 1815-1945, Band 8/1…, σσ. 262-263 και 277 και Schenk,
Peter: Kampf um die Ägäis, Mittler & Sohn, Hamburg, 2000, σελ. 116. Τα 562-573 δεν πρέπει να
ολοκλήρωσαν την κατασκευή τους, ενώ κάποια από τα υπόλοιπα μάλλον κατασκευάστηκαν αλλού.
Στο Σκαραμαγκά ναυπηγήθηκαν 12 τέτοια σκάφη (τα KFK 2-13) γύρω στο φθινόπωρο 1943 ενώ
ακόμα 9 (πιθανώς τα KFK 562-571) μάλλον ολοκληρώθηκαν την τελευταία περίοδο της κατοχής
(γύρω στο καλοκαίρι του 1944 – ακόμα 3 φαίνεται πως έφτασαν από τη Μαύρη Θάλασσα). Συνολικά
για το γερμανικό ναυτικό κατασκευάστηκαν κάτι παραπάνω από 600 τέτοια σκάφη στα ναυπηγεία
της Γερμανίας καθώς και σε κάποια της υπόλοιπης Ευρώπης (Βέλγιο, Ολλανδία, Βουλγαρία, Ελλάδα,
Ρουμανία, ΕΣΣΔ). Κάποιες αρκετά γενικόλογες πληροφορίες που θα συναντήσουμε και παρακάτω
έμοιαζαν να συνδέουν την συναρμολόγηση σκαφών στο Σκαραμαγκά με εκείνη στο ναυπηγείο
Βασιλειάδη, η οποία θα μπορούσε να αφορά πορθμεία της αεροπορίας ή αποβατικά του μηχανικού.
Ωστόσο δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για την πιθανότητα συναρμολόγησης τέτοιων σκαφών στο
Σκαραμαγκά. Στους πίνακες της στατιστικής υπηρεσίας της Ελλάδος καταγράφονται πάντως
αυξημένες ποσότητες ναυπηγικού υλικού ως εισαγωγές από τη Γερμανία κατά τα έτη 1943 και 1944,
αρκετές από τις οποίες κατατάσσονται στην κατηγορία «λεμβών και πλοίων εν γένει», που
πιθανότατα αφορούν τα τμήματα των σκαφών αυτών.
1303
Το ενδιαφέρον της D.W.K. για τα ελληνικά ναυπηγεία σχετίζεται άμεσα και με την ιδιότητά της
ως ενός από τους τρεις βασικούς μετόχους της MIHIG.

737
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 20: Το KFK 5 (αργότερα μετονομάστηκε σε GA 92) στο Αιγαίο, ένα από τα σκάφη που
ολοκληρώθηκαν στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά στα τέλη του 1943. Πηγή φωτογραφίας: Schenk,
Peter: Kampf um die Ägäis…, σελ. 116. Στη φωτογραφία φαίνονται καθαρά και τα πυροβόλα που
τοποθετούνταν πάνω στα σκάφη αυτά.

Λόγω της κρατικής ιδιοκτησιακής φύσης των ναυπηγείων Σκαραμαγκά δεν


διαθέτουμε ισολογισμούς στους οποίους να φαίνεται το κόστος των εργασιών που έλαβαν
χώρα εκεί. Ωστόσο, στον ισολογισμό της MIHIG για το 1943 εμφανίζεται το κόστος που η
γερμανική εταιρεία θα πλήρωνε για τις εργασίες της: στο παθητικό της εμφανίζεται ποσό
2.384.438.020 δραχμών που αφορά συμβόλαια σε δραχμές με το «εργοστάσιο της D.W.K.
στο Σκαραμαγκά» και ακόμα 175.942.289 δραχμές (234.662,15 RM με την επίσημη ισοτιμία)
για παραγγελίες που έγιναν σε Μάρκα.1304

***
Οι κοντινές εγκαταστάσεις του ελληνικού πολεμικού ναυτικού στη Βόρεια Σαλαμίνα (εκεί
εξάλλου είχε βρεθεί από τους Γερμανούς μισοβουλιαγμένο και το «Βασιλεύς Γεώργιος»)
αποτέλεσαν τη μονάδα επισκευής και εξοπλισμού του γερμανικού ναυτικού (Marine
Ausrüstungs- und Reparaturbetrieb, ή Maureb) καθώς και την κύρια βάση των υποβρυχίων
του στην περιοχή.1305

1304
BArch, R 2/15979, “’Mihig – Athen’ Bilanz zum 31. Dezember 1943“.
1305
Οι εγκαταστάσεις αυτές αποτελούσαν συχνά και στόχο των συμμαχικών βομβαρδιστικών, χωρίς
όμως σοβαρές ζημιές τις περισσότερες φορές. Στις 8 Αυγούστου 1942 για παράδειγμα, όπως
αναφέρει γερμανική έκθεση, 10 με 12 βρετανικά Vickers Wellington βομβάρδισαν τη βάση
υποβρυχίων (U-Bootstützpunkt) της Σαλαμίνας, το Πέραμα και τον Σκαραμαγκά, προκαλώντας
περιορισμένες ζημιές. NARA, microfilm T-311 Roll 175, Wehrmachtbefehlshaber Südost
(Armeeoberkommando 12), “Tätigkeitsbericht der Abteilung Ia für die Zeit v. 1.2.-28.2.42“, 28.2.1942,
σελ. 11. Στις τρεις προβλήτες της βάσης υποβρυχίων μπορούσαν να φιλοξενηθούν για επισκευές,
επαναφόρτιση μπαταριών κλπ μέχρι και έξι υποβρύχια, ήδη από το 1941. TNA, AIR 34/481,

738
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι εγκαταστάσεις αυτές λοιπόν δεν χρησιμοποιούνταν από τους Γερμανούς για την
κατασκευή νέων σκαφών, αλλά περιορίζονταν στις επισκευές (υπολογιζόταν ότι δύνανται
να επισκευάζουν μέχρι 4 εμπορικά σκάφη, ή 2 υποβρύχια, ή 2 αντιτορπιλικά ταυτόχρονα).
Παρά τις ικανοποιητικές εγκαταστάσεις του ναυστάθμου, φαίνεται ότι το γερμανικό
ναυτικό για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν τις χρησιμοποιούσε στο έπακρο, όπως αναφέρει
και σχετική γερμανική έκθεση του 1942. Μία από τις αιτίες ήταν η έλλειψη εργατικών
χεριών, ειδικά εξειδικευμένων. Προκατοχικά οι περισσότεροι εργαζόμενοι στις
εγκαταστάσεις ήταν μέλη των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ή δημόσιοι υπάλληλοι. Στις
αρχές φθινοπώρου του 1942 σ’ αυτές απασχολούνταν περίπου 190 Γερμανοί και 1.700
Έλληνες, σε μεγάλο βαθμό ανειδίκευτοι εργάτες, ενώ όσοι είχαν κάποια ειδίκευση έφευγαν
για άλλες επιχειρήσεις εκτός νησιού, κυρίως λόγω της ανεπαρκούς διατροφής και του
χαμηλού μισθού, αλλά και της προβληματικής κατάστασης με τις μεταφορές προς και από
τον Πειραιά (λίγοι από τους τεχνικούς έμεναν στο νησί). Οι εργαζόμενοι στο μηχανουργείο
και το ναυπηγείο των εγκαταστάσεων για παράδειγμα είχαν μειωθεί σχεδόν κατά 50%,
αφού στη θέση των 723 που είχαν φύγει είχαν προσληφθεί μόλις 376.1306
Οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών ναυπηγείων στο Πέραμα φαίνεται ότι αντιμετώπιζαν
επίσης κάποιο πρόβλημα – αν και σε πολύ μικρότερη έκταση – στην αρχή τουλάχιστον της
κατοχής, αποφάσισαν όμως να δώσουν μέρος των κερδών τους ως φιλανθρωπία
προκειμένου να διασωθούν άπορες ή φτωχές οικογένειες της περιοχής από την πείνα. 1307

“Summary of Target Intelligence, Salamis Island (Greece), 3 November 1941. Στις εγκαταστάσεις
μάλλον έγινε στα τέλη 1941 – αρχές 1942 και η μετασκευή του παλιού βουλγαρικού ατμόπλοιου
«Βουλγαρία» σε πλοίο ναρκοπολέμου.
1306
Για παράδειγμα (σύμφωνα πάντα με τη γερμανική έκθεση) οι πλέον εξειδικευμένοι εργάτες
έπαιρναν 2.100 δραχμές σε κάθε 10ωρη ημερήσια βάρδια (210 την ώρα), τη στιγμή που μια οκά
ψωμί κόστιζε 10.000 δραχμές και μια οκά λάδι 25.000. BA-MA, TS 404/14903, gez. D. Krueger, Mar.
Int. Rat. (Marineintendantrat, διοικητικός πολιτικός σύμβουλος – δηλαδή δημόσιος υπάλληλος – του
γερμανικού πολεμικού ναυτικού): „Material und Vorschläge, betreffend Werft S.“, 31/10/1942. Η
αμοιβή αυτή ωστόσο ήταν κάτι παραπάνω από διπλάσια της τυπικής του βιομηχανικού εργάτη της
περιόδου. Σε άλλο έγγραφο του ίδιου φακέλου ο αριθμός των εργαζομένων διαφέρει λίγο: οι
Γερμανοί αναφέρονται ως 260 (οι 188 εργάτες), και οι Έλληνες ως 2.200 (οι 1.000 περίπου εργάτες).
(Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau, Marineoberbaurat Mendelssohn,
“Bericht über die Reise nach Athen vom 9. Bis 16. Oktober 1942”).
1307
Εφημερίδα Ακρόπολις Αθηνών, «Εύγε εις το Πέραμα», 20/12/1941. Σύμφωνα με το δημοσίευμα,
μετά από πρόσκληση του αστυνομικού σταθμάρχη Περάματος για τη δημιουργία τοπικής
«Αλληλεγγύης προς ενίσχυσιν των ενδεών», η Οργάνωση των ναυπηγών Περάματος συγκρότησε

739
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Κινήσεις σαν κι αυτή μάλλον δεν ήταν μόνο θέμα σωτηρίας ανθρώπινων ζώων, αλλά και
αποτροπής της φυγής (ή ακόμα και στην προσέλκυση στις περιπτώσεις επιχειρήσεων που
επεκτείνονταν, όπως θα δούμε στο παράδειγμα της ΡΟΣΤΡΟ) όσων από φτηνό εργατικό
δυναμικό της περιοχής επιβίωναν και διατήρησης των εργαζομένων ή των εν δυνάμει
εργατών τους σε κατάσταση που θα τους επέτρεπε να προσφέρουν στην παραγωγικότητα
της επιχείρησης. Οι παροχές αυτές όμως είχαν ως αποτέλεσμα αρκετοί εργάτες ναυπηγείων
να προτιμούν τις επιχειρήσεις του Περάματος από το ναύσταθμο της Σαλαμίνας.
Η δυσκολία στην εύρεση ειδικευμένων τεχνιτών οδήγησε τους Γερμανούς να
βγάλουν μέχρι και ανακοινώσεις στις εφημερίδες για ζήτηση εργατών, όπως εκείνη του
Απριλίου 1943, με την οποία έκανε έκκληση για «άμεσον πρόσληψιν με νέα ικανοποιητικά
ημερομίσθια» για 20 ναυπηγούς – λεβητοποιούς, 8 καρφωτές, 10 καραβομαραγκούς, 5
μηχανικούς εσωτερικής καύσεως, 1 φρεζαδόρο, 1 τορνευτή και 3 χύτες – φορμαδόρους,
καθώς και αδιευκρίνιστο αριθμό προσωπικού γραφείων με γνώσεις γερμανικών.1308
Κάποιες εξάλλου κατασκευαστικές εργασίες έγιναν από προσωπικό εταιρειών που είχαν
αναλάβει επιμέρους εργασίες, όπως για παράδειγμα έγινε στις αρχές του 1943 με την
ελληνική θυγατρική της γερμανικής Siemens (Ζήμενς ηλεκτροτεχνική), που είχε αναλάβει
τις εγκαταστάσεις φωτισμού του ναυπηγείου.1309
Πολλοί από τους ικανότερους εργαζόμενους στο ναύσταθμο προτιμούσαν τους
υψηλότερους μισθούς και τις καλύτερες συνθήκες που έβρισκαν σε ιδιωτικές επιχειρήσεις
στον Πειραιά ή στο Πέραμα. Ο γερμανός σύμβουλός που συνέταξε την έκθεση θεωρούσε
μάλιστα πως οι ιδιώτες αυτοί δεν έχουν τις δεσμεύσεις της Wehrmacht ως προς τους
μισθούς και λόγω των δυνατοτήτων που έχουν να αποκομίζουν κέρδη στη μαύρη αγορά
μπορούν να προσελκύσουν τους πλέον ειδικευμένους εργαζόμενους με μεγαλύτερα
ημερομίσθια. Κατέληγε έτσι στο συμπέρασμα πως απαιτείται η ιδιωτικοποίηση του
ναυπηγείου, αφού, σε αντίθεση με την δυσκίνητη γραφειοκρατική δομή του γερμανικού
ναυτικού που δεν ταιριάζει στις ελληνικές συνθήκες, μόνο μια ιδιωτική επιχείρηση θα είχε
την απαιτούμενη ευελιξία και δυναμικότητα να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό και άλλες

επιτροπή υπό τους Μπούμη, Κουλακάρη, Σινιόσογλου, Κορωναίου και Ζαχαρία, η οποία συνέλεξε
ένα ποσό και υποσχέθηκε εβδομαδιαίες εισφορές για την τακτική περίθαλψη 50 οικογενειών. Τους
περισσότερους από τους ναυπηγούς αυτούς θα τους συναντήσουμε να εργάζονται για το γερμανικό
ναυτικό.
1308
Εφημερίδα Ελεύθερον Βήμα Αθηνών, «Το εργοστάσιον D.W.K. (πρώην ναύσταθμος)», 20/4/1943.
1309
Βλ. για παράδειγμα τους μισθούς των τριών υπευθύνων για τις σχετικές εργασίες στο: ΙΑΕΤΕ,
Α1Σ40Υ66Φ3857, Rechnung Nr. 2911, Athen, 18/1/1943. Στον σχετικό φάκελο υπάρχουν αρκετές
ακόμα πληρωμές για επισκευές ηλεκτρομηχανών και άλλες εργασίες στα ελληνικά ναυπηγεία.

740
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δυσκολίες. Στα ιδιωτικά ναυπηγεία θα συνέχιζαν να εργάζονται κάποιοι Γερμανοί ειδικοί,


αλλά η περισσότερη δουλειά θα γινόταν από Έλληνες, οι οποίοι δεν θα είχαν μόνο
βελτιωμένο μισθό, αλλά και υλική βοήθεια (μερίδες τροφίμων, διαμονή κοντά στις
εγκαταστάσεις) για την οικογένειά τους. Επιπλέον θα υπήρχε μεγαλύτερη ελαστικότητα
στην αντιμετώπιση των εργαζομένων, με την ενθάρρυνση των πλέον παραγωγικών, ενώ θα
εξεταζόταν και η χρήση Ρώσων αιχμαλώτων, «από τους οποίους τα γερμανικά ναυπηγεία
έχουν καλές εμπειρίες». Αλλά και το πρόβλημα των πρώτων υλών υπολογιζόταν ότι θα ήταν
πια κάπως ευκολότερο να αντιμετωπιστεί. Μετά την μείωση των εξόδων κατοχής δόθηκαν
οδηγίες να σταματήσουν οι τακτικές προμήθειες υλικού από την ελληνική αγορά και να
φέρνουν πλέον τα περισσότερα απαιτούμενα είδη από το Κίελο. Οι Γερμανοί του
ναυπηγείου όμως αντιδρούσαν, θεωρώντας πως η εντολή αυτή ήταν λανθασμένη και πως
τα υλικά έπρεπε να τα προμηθεύονται από την Ελλάδα, όπως εξάλλου έκαναν μέχρι τότε,
έστω και αν αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε να χρησιμοποιούν σε κάποιες περιπτώσεις
υποκατάστατα. Τέλος, ο αρμόδιος Γερμανός πολιτικός διοικητικός υπάλληλος του ναυτικού
πρότεινε την επανέναρξη της λειτουργίας του ναυπηγείου στο ναύσταθμο, ώστε να
χρησιμοποιηθούν και οι σημαντικές ποσότητες αποθηκευμένων υλικών που βρίσκονταν
στις εγκαταστάσεις.1310
Κάποιες από τις προτάσεις αυτές υιοθετήθηκαν τελικά και από την Ανώτατη Διοίκηση
του Ναυτικού (OKM), που αποφάσισε την παροχή τροφίμων προς τους Έλληνες εργάτες,
την κοινή διοίκηση των τριών ναυπηγείων (Σκαραμαγκά, Βασιλειάδη και ναυστάθμου
Σαλαμίνας) ώστε ως κοινοπραξία να μπορούν να διεκδικούν συμβόλαια σε μάρκα από το
γερμανικό ναυτικό και την χρηματοδότηση με μάρκα και συνάλλαγμα για την αγορά των
τροφίμων. Μοντέλο για τη λειτουργία του ναυστάθμου θα ήταν οι παρόμοιες
εγκαταστάσεις στο Bordeaux της κατεχόμενης Γαλλίας. Για τη ρύθμιση των λεπτομερειών
δημιουργήθηκε και ειδική επιτροπή που θα εξέταζε τα ζητήματα αυτά στην Ελλάδα.1311

1310
BA-MA, TS 404/14903, gez. D. Krueger, Mar. Int. Rat.: „Material und Vorschläge, betreffend Werft
S.“, 31/10/1942. Η πρόταση για ιδιωτικοποίηση θα επανερχόταν, όπως θα δούμε αργότερα, με τη
μορφή συνένωσης των μεγάλων ελληνικών ναυπηγείων σε έναν ναυπηγικό όμιλο.
1311
BA-MA, RM 35-III/42, Oberkommando der Kriegsmarine προς Reichskommissar für die
Seeschiff[f]ahrt, “Werften in Griechenland”, Berlin, 10/12/1942. Η αναφορά σε συνάλλαγμα, το οποίο
μάλιστα η κοινοπραξία θα λάμβανε με τη μεσολάβηση του Senatssyndikus Essen (που όπως θα
δούμε θα οριζόταν λίγο αργότερα από τον Reikosee πρόεδρος της MIHIG), πιθανότατα δεν έχει να
κάνει με τα ποσά του προγράμματος Neubacher – το οποίο εξάλλου δεν είχε ακόμα ξεκινήσει – αλλά
με τις πρώτες προσπάθειες χρηματοδότησης ναυπηγήσεων στην Ελλάδα από την MMR και αργότερα
από την MIHIG, πιθανότατα από άλλους πόρους (σχεδόν βεβαία και πάλι κρατικούς, μέσω του

741
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δεν έχουν προς το παρόν βρεθεί αρκετές πληροφορίες για το πόσο προχώρησαν στην
πράξη οι συζητήσεις για την πλήρη ιδιωτικοποίηση των εγκαταστάσεων, ωστόσο, όπως
προκύπτει και από την προαναφερθείσα αγγελία στις εφημερίδες, την λειτουργία των
εγκαταστάσεων (ενδεχομένως όμως χωρίς μεταβίβαση της κυριαρχίας τους) φαίνεται να
ανέλαβε η γερμανική D.W.K., που όπως είδαμε παραπάνω είχε παρουσία και στο
ναυπηγείο Σκαραμαγκά. Η συζήτηση για την ιδιωτικοποίηση των ναυπηγικών
εγκαταστάσεων σχετιζόταν εξάλλου και με την εισδοχή ιδιωτικών γερμανικών επιχειρήσεων
στις ναυτικές μεταφορές της Μεσογείου, ζήτημα το οποίο συναντήσαμε παραπάνω. Στο
παθητικό του ισολογισμού της MIHIG για το 1943, εμφανίζεται ποσό 526.085.453 δραχμών
(701.357,48 RM με την επίσημη ισοτιμία) που αφορά συμβόλαια σε Μάρκα που έκλεισε η
εταιρεία με το «εργοστάσιο της D.W.K. στη Σαλαμίνα».1312
Με την μερική επίλυση του διατροφικού ζητήματος μέσω της παροχής τροφίμων
στους εργάτες, οι αριθμοί των εργαζομένων παρέμειναν υψηλοί μέχρι και το 1944, αν και
οι χρηματοδοτικές δυσκολίες κατά διαστήματα φαίνεται να οδήγησαν και σε απολύσεις.
Στις εγκαταστάσεις του πολεμικού ναυτικού στη Σαλαμίνα απασχολούνταν το καλοκαίρι του
1944 περίπου 900 Γερμανοί τεχνικοί και ακόμα 2.000 με 2.300 Έλληνες, ενώ όπως είδαμε
νωρίτερα, πληροφορίες έκαναν λόγο για την απόλυση μέχρι και 400 Ελλήνων τον Ιούλιο του
1944.1313 Την τελευταία περίοδο της κατοχής εξάλλου αρκετά από τα κτήρια του
ναυστάθμου υπέστησαν σημαντικές ζημιές, ή ακόμα και ολοκληρωτική καταστροφή από
τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς.1314

Reikosee). Παρόμοια μέτρα για τις πληρωμές και τη διατροφή των εργατών (αλλά όχι για την
δημιουργία κοινοπραξίας) αποφασίστηκαν και για τα μικρότερα ναυπηγεία που εργάζονταν για το
γερμανικό ναυτικό.
1312
BArch, R 2/15979, “’Mihig – Athen’ Bilanz zum 31. Dezember 1943“. Σε κάποια κατασκευαστικά
έργα στις εγκαταστάσεις απασχολούνταν και άλλη γερμανική επιχείρηση η οποία δεν πλήρωνε
φόρους στην Ελλάδα, το γραφείο του Franz Rek (Ingenieurbüro für Bauausführungen beton und
eisenbetonbau Tiefbau/Hochbau). Βλ. BArch, R 2/310, “Verzeichnis derjenigen in Griechenland
eingesetzten deutschen Firmen, die bisher zur Bezahlung griechischer Abgaben nicht herangezogen
wurden”.
1313
TNA, WO 204/8851, Combined Economic Warfare Agencies A.F.H.W., “Weekly notes of economic
intelligence relating to enemy occupied territory in the Mediterranean Theatre”, Issue No. 26,
21/8/1944.
1314
TNA, AIR 34/481, Mediterranean Allied Photoreconnaissance Wing, Interpretation Report No. D.S.
93, 19 September 1944.

742
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Γ) Το γερμανικό ναυτικό και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις του Πειραιά.

Πέρα όμως από τις μεγάλες στρατιωτικές εγκαταστάσεις που πέρασαν από τα χέρια του
ελληνικού σε εκείνα του γερμανικού πολεμικού ναυτικού, στη χώρα υπήρχαν και πλήθος
μικρών ή μεγαλύτερων ιδιωτικών επιχειρήσεων ναυπηγοεπισκευαστικού έργου, οι οποίες
εξυπηρέτησαν συμβόλαια του Άξονα επί κατοχής βάσει συμβολαίων. Σύμφωνα με τους
Γερμανούς, κατά το 1942 πραγματοποιούσαν εργασίες σχετικές με τις επισκευές και την
ανακατασκευή σκαφών 80 συνολικά εταιρείες, στις οποίες εργάζονταν περίπου 14.000
άτομα.1315 Σε Πειραιά, Πέραμα και Σαλαμίνα δούλευαν για το γερμανικό πρόγραμμα
ναυπηγήσεων 67 εταιρείες, απασχολώντας σχεδόν 11.000 (10.999) άτομα το φθινόπωρο
του 1942, εκτελώντας εργασίες σε περίπου 150 πλοία.1316 Το 84,3% των εργαζομένων
αυτών απασχολούνταν στον Πειραιά, το 12,4% στο Πέραμα και το 3,3% στο Αμπελάκι της
Σαλαμίνας. Η μεγαλύτερη επιχείρηση ήταν το ναυπηγείο Βασιλειάδη, που απασχολούσε
περίπου 1.000 άτομα, ή περίπου το 9,1% του συνόλου. Στις επιχειρήσεις αυτές (βλ. πίνακα
10.2) περιλαμβάνονταν άλλα 18 ναυπηγεία, τα 15 από τα οποία βρίσκονταν στο Πέραμα και
τα υπόλοιπα στη Σαλαμίνα, με ακόμα 1.348 εργαζόμενους συνολικά. Ο αριθμός αυτός
αποτελούσε το 12,3% του συνόλου των εργαζομένων της λίστας, αλλά το 78,1% των
εργαζόμενων στις επιχειρήσεις του Περάματος και Σαλαμίνας που ήταν στη σχετική λίστα.

1315
BA-MA, N 328/5, “Oberwerftstab…“
1316
Οι εργασίες αυτές γίνονταν αποκλειστικά από Έλληνες, χωρίς την παρουσία Γερμανών τεχνικών.
BA-MA, TS 404/14903: “Namentliche Liste derjenigen Betriebe, die von der Bauaufsicht mit Aufträgen
für die deutsche Kriegsmarine beschäftigt werden”, 10/9/1942 και Länderbeauftragter Südosten für
den Hauptschuss Schiffbau, Marineoberbaurat Mendelssohn, “Bericht über die Reise nach Athen vom
9. Bis 16. Oktober 1942”.

743
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Επιχειρήσεις που εργάζονται για την Υπηρεσία Εποπτείας


Εργαζόμενοι
Ναυπηγήσεων Γερμανικού Ναυτικού
Α. Πειραιάς
Ι. Ναυπηγεία
1)Βασιλειάδης Α.Ε., Πειραιάς (Δραπετσώνα) 1.000
ΙΙ. Μηχανουργεία και επισκευές σκαφών
1) Κανέλλος & Σεράφης, Πειραιάς (Βασιλικό Περίπτερο) 450
2) Ροντήρης Στρουμπούλης & Σια, Πειραιάς, Αιτωλικού και Μεθώνης 800
3) Π. Καρώνης & Σια, Πειραιάς, Αιγάλεω και Μεσολογγίου 501
4) Αχ. Κούππας & Σια, Πειραιάς, Ασκληπιού 36 400
5) Στυλ. Κοντογιάννης & Σια, Πειραιάς, Μεθώνης 34 615
6) Ν. Λίποβατς, Πειραιάς, Χαϊδαρίου και Μεθώνης 525
7) Αφοι Πουτού, Πειραιάς, Ακτή Αλκίμων 480
8) Γ. Μιλιώνης & Σια, Πειραιάς, Χαϊδαρίου και Πολυδέφκου 140
9) Τσεμπελής & Σια, Πειραιάς, Πολυδέφκου 41 315
10) Π. Νομικός & Σια, Πειραιάς, Μεθώνης 18 310
11) Ηρακλ. Σαββίδης, Πειραιάς, Αρτεμισίου και Κάστορος 200
12) Αριστ. Ν. Πίττας, Πειραιάς, Γραβιάς 15 453
13) Ν. Μαλτάκης, Πειραιάς, Κορίνθου 2 345
14) Π. Αντωνέλλος & Σία, Πειραιάς, Ψαρών 47 335
15) Τέχνικα, Μαλκότσης Α.Ε., Πειραιάς, Δερβενακίου και Σφακτηρίας 80
16) Χαμπάκης & Σάββας, Πειραιάς, Γραβιάς 40 400
17) Βενιζέλος & Λαγας, Πειραιάς Κάστορος 60 100
18) Τ. Θεοφιλόπουλος, Πειραιάς, Φωκίωνος και Γραβιάς 120
19) Μακριδάκης & Μουστάκης, Πειραιάς, Μεθώνης 50 120
20) Δ. Πορτούλας, Πειραιάς, Παπαστράτου 25 60
21) Αθ. Δαμασκηνός, Πειραιάς, Αιγάλεω 27 100
22) Ζαραφωνίτης & Σιταράς, Πειραιάς, Πολυδέφκου 55 120
23) Λυκιαρδόπουλος, Δενδράκης & Καμβίσσης, Πειραιάς, Κυριάκου
Μαυρομηχάλη 10 200
24) Ευστρ. Βλασσόπουλος & Σια, Πειραιάς, Δραγατσανίου 1 180
25) "Άτλας", Πειραιάς, Κυριάκου Μαυρομιχάλη 13 50
26) Σταύρος Π. Φρόνιμος, Πειραιάς, Φωκίωνος & Κάστορος 42
27) Αθ. Δούρος, Πειραιάς Φωκίωνος & Γραβιάς 50
28) Bolinders, Πειραιάς, Ακτή Γεωργ. Κονδύλη 40
29) Ευγ. Κορωναίος, Πειραιάς, Κυριάκου Μαυρομιχάλη 4α 40
30) Θ. Βράνας, Πειραιάς, Προβλήτα Ξηρών Φορτίων 95
III. Καραβομαραγκοί, ταρσανάδες, καραβόσχοινα
1) Προκ. Φ. Μιχαηλίδης, Πειραιάς, Αγχιάλου 228β 67
2) Αντ. Γκλέσσος, Πειραιάς, Παπαστράτου 11 90
3) Μ. Ζερβινίδης, Πειραιάς, «Λιμάνι γιώτ»* 20
4) Μ. Λεβεντέρης, Πειραιάς, Καρπάθου 61 20
5) Κ. Αχαπούσσης, Πειραιάς, Ανχιάλου 71 20

744
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

6) Ζαμπέτας & Μενεΐδης, Πειραιάς Κάστορος 62 60


IV. Χυτήρια
1) Ελευθ. Καλλιγερης, Πειραιάς, Αρτεμισίου 14 74
2) Γ. Λιβαδίτης, Πειραιάς, οδός Αιγάλεω (γωνία) 60
V. Ηλεκτρολογικές
1) Διόνυσος Κουμπής, Πειραιάς, Γεωργίου Α΄ 22 25
2) Εταιρεία "Αστήρ", Πειραιάς, Λεωφ. Μιαούλη 23 32
3) Σπύρος Δακόρος, Πειραιάς, Μουσών 79 20
VI. Οξυγόνου και Ασετιλίνης
1) "Οξυγόνο" Ν. Φάληρο, Σελίμων 56
2) "Αίολος", Πειραιάς, Αναπαύσεως 9 63
Β. Πέραμα και Αμπελάκι
Ι. Ναυπηγεία
1) Χαρ. Βενιέρης, Πέραμα 49
2) Δημ. Καραγεωργης, Πέραμα 100
3) Αφοί Μπλαζάκη, Πέραμα 150
4) Πέτρος Μπούμης, Πέραμα 77
5) Γ. Κορωναίος, Πέραμα 60
6) Σάβας Κουλακάρης, Πέραμα 80
7) Αφοι Ψαρού, Πέραμα 60
8) Ζαχ. Καστρινός, Πέραμα 80
9) Δημ. Ζαχαριας, Πέραμα 60
10) Ιωάννης Σταματέκος, Πέραμα 60
11) Ζώρζος & Μοναχογιός, Πέραμα 50
12) Αφοι Μυρικνόπουλοι, Πέραμα 60
13) Κατσουρόπουλος & Σια, Πέραμα 40
14) Ιωάννης Χαλκίτης, Πέραμα 28
15) Βασ. Νικολέττος, Πέραμα 34
16) Ηλίας Γκούμας, Αμπελάκι 250
17) Γεωργιος Βενιέρης, Αμπελάκι 80
18) Σωτ. Παναγιωτάκης, Αμπελάκι 30
ΙΙ. Μηχανουργεία και επισκευές σκαφών
1) Μηναΐδης & Χατζησταύρος, Πέραμα** 108
2) Α. Περάκης, Πέραμα 100
3) Βενιζέλος & Λαγας, Πέραμα 100
4) Ν. Γαλάνης, Πέραμα 50
ΙΙΙ. Ηλεκτρολογικές
1) Παναγ. Καλατζόπουλος, Πέραμα 20
Πίνακας 10.2. Πηγή: BA-MA, TS 404/14903: “Namentliche Liste derjenigen Betriebe, die von der
Bauaufsicht mit Aufträgen für die deutsche Kriegsmarine beschäftigt werden”, 10/9/1942.
*Yachthafen στο πρωτότυπο. Πρέπει να εννοεί Λιμάνι Ζέας (ή Μικρολίμανο).
** Στο πρωτότυπο αναφέρεται μάλλον λανθασμένα ως Μηνιάδης.

745
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων για τις γερμανικές ναυπηγήσεις του πίνακα
δεν εργάζονταν όμως σε καθαρά ναυπηγικές επιχειρήσεις. 7.666, άτομα, δηλαδή το 69,7%
του συνόλου, ή το 82,7% στις επιχειρήσεις της λίστας που βρίσκονταν Πειραιά εργάζονταν
στα 30 μηχανουργεία και επιχειρήσεις επισκευών που σχετίζονταν με τα γερμανικά
ναυπηγικά προγράμματα. Ανάμεσα στις εταιρείες αυτές ήταν πολλές από τις μεγαλύτερες
του είδους στη χώρα, όπως το μηχανουργείο Ροντήρης-Στρουμπούλης που απασχολούσε
800 άτομα, ή εκείνα των Στ. Κοντογιάννη, Κούππα και Αδελφών Πουτού. Ακόμα 4
παρόμοιες επιχειρήσεις, με 358 συνολικά εργαζόμενους, βρίσκονταν στο Πέραμα. Τη λίστα
συμπλήρωναν 4 ηλεκτρολογικές, 6 επιχειρήσεις με αντικείμενο καραβόσχοινα, ξυλουργικές
εργασίες και ναυπήγηση μικρών σκαφών, δύο χυτήρια και δύο από τις μεγαλύτερες
επιχειρήσεις κοπής και συγκόλλησης μετάλλων με οξυγόνο και ασετιλίνη που
λειτουργούσαν στη χώρα, οι «Αίολος» και «Οξυγόνο». Η λίστα δεν περιλαμβάνει όλα τα
ναυπηγεία που εργάστηκαν για τον Άξονα στην περιοχή σε όλο το διάστημα της κατοχής.
Υπάρχουν κάποια ακόμα ναυπηγεία που είναι γνωστό ότι έκαναν τέτοιες εργασίες,
αλλά δεν περιλαμβάνονται στην λίστα αυτή γιατί πιθανότατα δεν είχαν κάποιο συμβόλαιο
με τις αρχές κατοχής την περίοδο εκείνη ή ιδρύθηκαν μετά το φθινόπωρο 1942. Τέτοιο
παράδειγμα είναι οι Γ. Κήρυκος και Ι. Αλεξάτος, οι οποίοι φιγουράρουν στις λίστες
πλουτησάντων κατά την κατοχή με σχετικά μεγάλα ποσά.1317 Το ναυπηγείο τους ιδρύθηκε
το 1942 και επισκεύαζε και ναυπηγούσε καΐκια για την MMR. Με την απελευθέρωση στα
χέρια του ναυπηγείου βρέθηκαν 15 καΐκια, τα οποία παραδόθηκαν στο υπουργείο
εμπορικής ναυτιλίας. Οι ιδιοκτήτες υποστήριζαν ότι τα σκάφη τα κατασκεύαζαν για να
χρησιμοποιηθούν από Έλληνες που ήθελαν να διαφύγουν στη Μέση Ανατολή, χωρίς όμως
να καταφέρουν να πείσουν τις δικαστικές αρχές το 1945-46.1318
Κάποιες πληροφορίες για την ακριβή φύση των εργασιών αυτών μας δίνουν οι
εκθέσεις των συμμαχικών υπηρεσιών της περιόδου και οι μεταπολεμικές ανακρίσεις για
την τιμωρία συνεργατών των εχθρού. Σύμφωνα με αυτές για παράδειγμα το μηχανουργείο
Χαμπάκη και Σάββα («εργοστάσιο» στην έκθεση) είχε αναλάβει την επισκευή λεβήτων και
μηχανών πλοίων για τον εχθρό, αποκομίζοντας μεγάλα κέρδη. Το ακόμα μεγαλύτερο
μηχανουργείο Ροντήρη-Στρουμπούλη από την άλλη (το οποίο θα δούμε αναλυτικότερα
παρακάτω), έκανε «κάθε δυνατή εργασία» για τους Γερμανούς, οι οποίοι του παρείχαν και

1317
Εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, «ο Δεύτερος Πίναξ Φορολογίας των Παρανόμως Πλουτησάντων
επί Κατοχής». 21/4/1945. Η εφορία είχε καταλογίσει 70.000.000 δρχ. στον καθένα τους.
1318
TNA, WO 204/12766, BCIS [Balkan Counter Intelligence Section], “Greece – Reports on Economic
Collaborators No 2”, Secret, 31/3/46.

746
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

όλα τα υλικά που χρειάζονταν για τις εργασίες αυτές.1319 Το μεγάλο μηχανουργείο του
Μαλκότση είχε αμέσως θεωρηθεί σύγχρονο από τις γερμανικές αρχές (κατασκεύαζε
εξάλλου προπολεμικά κλείστρα πυροβόλων και πολυβόλων για τον ελληνικό στρατό) και
του είχαν ανατεθεί από νωρίς παραγγελίες κυρίως από τη γερμανική αεροπορία. Η
τελευταία μάλιστα εξέταζε ήδη από τον Μάιο 1941 την πιθανότητα εξαγοράς του. 1320
Φαίνεται όμως ότι τα σχέδια δεν προχώρησαν και στα τέλη του 1942 η επιχείρηση μάλλον
παρήγαγε περισσότερο για το γερμανικό ναυτικό. Οι γερμανικές παραγγελίες ήταν η αιτία
που το μηχανουργείο – ναυπηγείο των αδελφών Πουτού κατάφερε να επεκταθεί κατά τη
διάρκεια της κατοχής. Ξεκινώντας ως μικρό ναυπηγείο και επισκευαστήριο το 1941,
κατάφερε να απασχολεί πάνω από 400 εργαζόμενους το 1943 (5ο σε απασχόληση ανάμεσα
στα 22 μηχανουργεία και επισκευαστήρια της λίστας). Το 1943 ολοκλήρωσε τις εργασίες σε
10 ατμόπλοια, ενώ στα τέλη Νοέμβριο του 1943 έκανε εργασίες σε ένα ακόμα, 5.000 τόνων,
μάλλον προοριζόμενο για παράδοση το 1944. Παρόμοια πρέπει να ήταν και η ανάπτυξη του
μηχανουργείου Αντωνέλλου, το οποίο εμφανίζεται στη λίστα να απασχολεί 335 άτομα τον
Σεπτέμβριο του 1942, αριθμός που αργότερα αυξήθηκε σημαντικά, φτάνοντας περίπου
τους 600.1321
Άλλες πληροφορίες, περισσότερο βασισμένες σε παλιά στοιχεία, ανέφεραν πως οι
Ροντήρης – Στρουμπούλης απασχολούσαν μόλις 225 εργάτες ενώ κατασκεύαζαν μέχρι και

1319
TNA, WO 204/12766, Strategic Services Unit, War Department, Intelligence Dissemination,
“Collaborationist Metalworking Firms”, Cairo, 12/2/1946. Η ίδια έκθεση υπάρχει και στο NARA, RG
226, WASH-SPDF-INT-I, Documents 3901-3949, Box 18, folder 3.
1320
AA-PA, R 105896, Clodius Handakten, Band No. 4, AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit der
Abteilung…“ και ΓΕΣ/ΔΙΣ: Εφοδιασμοί του Στρατού…, σσ. 194-195, παράρτημα Ε: «Κατάστασις
Ιδιωτικών Βιομηχανιών και Εργαστηρίων και Εκτελεσθείσαι υπό τούτων Κατασκευαί και Επισκευαί
Οπλισμού-Πυρομαχικών και Λοιπών Συναφών Υλικών.» Προπολεμικά η εταιρεία λειτουργούσε και
ως αντιπροσωπεία ξένων οίκων, κατασκευάζοντας όμως ταυτόχρονα και δικές της μηχανές. Βλ. για
παράδειγμα τις σχετικές διαφημίσεις της εταιρείας στο: Κοκκινόπουλος, Ευτύχιος, επίμ. Ν. Κιτσίκη:
Τεχνική Επετηρίς της Ελλάδος, Τόμος Α΄, Τεύχος 1.
1321
TNA, WO 204/9159, “Industrial Survey, Section V, ship building end ship repair yards”. Προς το
τέλος του πολέμου σε κάποιες από τις επιχειρήσεις αυτές, όπως στο μηχανουργείο Πούτου, φαίνεται
να μειώθηκε κάπως ο αριθμός των εργαζομένων, παραμένοντας όμως σε γενικές γραμμές υψηλός σε
σχέση με τον προπολεμικό. Την ανάπτυξη των «αδελφών Πούτου», όπως και του ναυπηγείου
Κανέλλη, αλλά και του «Βασιλειάδη» απέδιδαν αξιωματικοί του Βασιλικού Ναυτικού στην
εγκατάσταση νέων μηχανημάτων από τη Γερμανία (TNA, WO 208/3357, “Report No. A358”,
24/4/42).

747
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εξαρτήματα όπλων, καθώς και άλλο πολεμικό υλικό. Χαμηλό, σε σχέση τουλάχιστον με
αυτό που φαίνεται στον παραπάνω γερμανικό πίνακα, είναι και το νούμερο των
εργαζομένων που δίνουν οι ίδιες πληροφορίες για το μηχανουργείο του Κούππα (180).1322
Οι αριθμοί αυτοί αντικατοπτρίζουν περισσότερο εκείνους της προκατοχικής περιόδου και
δείχνουν πόσο αυξήθηκε η απασχόληση στις επιχειρήσεις που αναλάμβαναν συμβόλαια
των αρχών κατοχής. Μεταγενέστερες πληροφορίες της Μέσης Ανατολής ήταν αρκετά
ακριβέστερες, τουλάχιστον σε ό, τι αφορά τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις αυτές,
επιβεβαιώνοντας την σημαντική αύξηση των εργαζομένων την περίοδο αυτή.1323
Η μεγάλη λοιπόν διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στους αριθμούς του πρώτου
βρετανικού πίνακα (ακόμα και αν αυτοί δεν είναι απολύτως ακριβείς) και εκείνους του
γερμανικού, είναι ένδειξη σημαντικών προσλήψεων κατά τη διάρκεια της κατοχής, καθώς
οι εργασίες των επιχειρήσεων αυτών αυξάνονταν. Εξάλλου κάτι τέτοιο είναι βέβαιο ότι
συνέβη στην περίπτωση των ναυπηγείων Βασιλειάδη, αφού σε Γερμανική έκθεση του
Μαΐου 1941 ο αριθμός των εκεί εργαζομένων εμφανίζεται σχεδόν ο μισός από ό, τι ένα και
κάτι χρόνο αργότερα (550 αντί 1.000 στον πίνακα 10.3).1324
Στοιχεία για τις επιχειρήσεις που εργάζονταν για τους Γερμανούς στην περιοχή μας
δίνουν και τα αρχεία του Υπουργείου Επισιτισμού που περιέχουν τις δηλώσεις για τις
«ηυξημένες μερίδες άρτου» που μοίραζε το αρτοποιείο Αντωνιάδου στην περιοχή της
Δραπετσώνας στις επιχειρήσεις που εργάζονταν για τις αρχές κατοχής. Στην συγκεκριμένη
περιοχή όμως δεν φαίνεται να υπάρχουν εργαζόμενοι που να εργάζονται για τους Ιταλούς.
Για τις μερίδες των εργαζομένων καταθέτονταν βεβαιώσεις της εταιρείας, στις οποίες οι
υπεύθυνοι δήλωναν «υπεθύνως και εν γνώσει των συνεπειών του νόμου περί ψευδούς
δηλώσεως» τον ακριβή αριθμό των εργαζομένων ανά ημέρα, καμιά φορά και ονομαστικά.
Σύμφωνα με μια σχετική γερμανική εγκύκλιο, για να εξασφαλισθεί η δίκαιη διανομή των
τροφίμων, οι επιχειρήσεις «οίτινες εργάζονται διά τον Γερμανικόν και Ιταλικόν Στρατόν»,

1322
TNA, WO 204/9201, ανώνυμος τρισέλιδος πίνακας που συνοδεύει το αχρονολόγητο έγγραφο
“Greece: Armament industry” του βρετανικού Υπουργείου Οικονομικού Πολέμου. Ο φάκελος
περιέχει κυρίως εκθέσεις της περιόδου 1943-44, κάποιες όμως από τις πληροφορίες σε επιμέρους
έγγραφα (όπως πιθανώς και οι συγκεκριμένες) είναι από το 1941.
1323
Το 1943 για παράδειγμα ο Ροντήρης – Στρουμπούλης αναφέρεται ότι απασχολούσε 800 άτομα,
το ναυπηγείο Βασιλειάδη 1.000 και ο Κούππας περίπου 800. Βλ. TNA, WO 204/9201, “P.I.C. [Political
Intelligence Centre] Paper no. 4, Axis Economic Exploitation of Greece (compiled by the Ministry of
Economic Warfare)”, 3 Ιουνίου 1943.
1324
Βλ. AA-PA, R 105896, Clodius Handakten, Band No. 4, AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit der
Abteilung…“.

748
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

οφείλουν «να δηλούν μέχρι της Τετάρτης εκάστης εβδομάδος» προς την υπηρεσία τον
ακριβή αριθμό των εργατών και υπαλλήλων. Σε περίπτωση που μερικοί μόνο εργαζόμενοι
απασχολούνταν για τις δυνάμεις κατοχής έπρεπε να δηλώνονται μόνο αυτοί.1325 Τις
δηλώσεις θεωρούσε ο προϊστάμενος της επιθεώρησης εργασίας της περιφέρειας και το
δελτίο παραλαβής αστυνόμος που βρισκόταν στο αρτοποιείο.
Οι δηλώσεις του εν λόγω αρτοποιείου περιλαμβάνουν αρκετές από τις επιχειρήσεις
του παραπάνω πίνακα 10.2, προσθέτουν όμως και άλλες που δεν εργάζονταν απευθείας
για το γερμανικό ναυτικό, αλλά για άλλες γερμανικές υπηρεσίες. Έτσι έχουμε (βλ. πίνακα
10.3) εκτός από τα ναυπηγεία Βασιλειάδη (όπου επιβεβαιώνεται και πάλι η απασχόληση
σχεδόν 1.000 ατόμων – πιο συγκεκριμένα 800 ως 950 για την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου
1942) άλλες 6 επιχειρήσεις που εκτελούσαν συμβόλαια του Άξονα: τα μηχανουργεία και
λεβητοποιεία Πιέρρος (75-86 μερίδες – δηλαδή εργαζόμενοι για τους Γερμανούς –
καθημερινά), Μαλτάκης (210) και Αντωνέλλος (442-453), τη μικρή «σιδηροβιομηχανία»
Εμμανουηλίδη (50-59) και την εταιρεία Οξυγόνου και Ασετιλίνης «ο Αίολος». Η σημαντική
διαφορά που παρουσιάζει ειδικά ο Μαλτάκης ανάμεσα στους δύο πίνακες πιθανώς
προέρχεται από τη μη αποκλειστική απασχόληση του μηχανουργείου με γερμανικές
παραγγελίες, γεγονός που θα άφηνε μέρος των εργαζομένων εκτός των ειδικών μερίδων
άρτου, χωρίς όμως να μπορεί να αποκλειστεί και η πρόσληψη επιπλέον εργατών στο
διάστημα που μεσολάβησε. Οι λιγοστές επιχειρήσεις οξυγόνου και ασετιλίνης στη χώρα
ήταν πολύτιμες για τις δυνάμεις κατοχής, γιατί ήταν απαραίτητες σε κάθε μεγάλη εργασία
που αφορούσε μεγάλες συγκολλήσεις μεταλλικών πλακών και στη διάλυση σκαφών. Όπως
προκύπτει από τις μερίδες άρτου, οι ναυπηγικές εργασίες και τα μηχανουργεία της
περιοχής απασχολούσαν συνολικά την περίοδο εκείνη περίπου το 50% των εργαζόμενων
για τους Γερμανούς.

1325
Η εγκύκλιος («Αφορά: Δήλωσιν απασχολουμένων εργατών προς παραλαβήν τροφίμων»),
μεταφρασμένη στα ελληνικά και υπογεγραμμένη από τον Γερμανό αξιωματικό της «Στρατιωτικής
Υπηρεσίας Δομησίμων Υλών» (δηλ. του Wehrmacht Baustoffamt), με ημερομηνία 5 Μαΐου 1942,
υπάρχει και στο BA-MA, RW 29/97.

749
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εβδομ.
Επιχειρήσεις Έργο
μερίδες
1) Δαρζέντας Πυροβολεία 371
2) Κοκόλης Ιωαν. (ναυπηγείο Βασιλειάδη) Ναυπηγεία 6.230
3) Διαμαντούρος Ι. (Πετρέλαια Socony) Βενζίνες Kontinentale 1.295
4) Παπαδόπουλος Σαβ.
Φορτοεκφορτώσεις
(Σωματείον Φορτ/των Δραπ/νος Πόντος) 154
5) Κριεζής Ι. Οικοδομικά (Β΄ Γκαράζ) 825
6) Κριεζής Ι. Οικοδομικά (Α΄ Γκαράζ) 477
7) Βασιλάς Σπυρ. (Πετρέλαια Socony) Βενζίνες Kontinentale 399
8) Μπεκιάρης Αλ. (Τσιμέντα Ηρακλής) Τσιμέντα 1.725
9) Παβεζόπουλος Αλ. Λατομείο 168
10) Γκλιώνης Σπ. (Τεχνική εταιρεία Νικ. Γαβαλάς) Λατομείο 28
11) Γουδής Αγγ. Βενζίνες Shell 1.320
12) Παπαδόπουλος Γ. Μεταφορές 330
13) Μαυράκης Εμμ. (Αφοι Μαυράκη & Σια) Βυρσοδεψείο 24
14) Καρέλλας Δημ. (Αφοί Καρέλλα) Ψυγεία 42
15) Πιέρρος Ελ. Μηχανουργείο 580
16) Παβεζόπουλος Αλ. Οικοδομικά 161
17) Κοσμίδης (& Θωμαΐδης) Απομονώσεις 61
18) Ράινεκ (Reineck) Μον. Δεξαμενές 350
19) Τσιλίρης Σαβ. (Χαλίκια Λιμ. Πειραιώς) Λατομεία 90
20) Κανελλόπουλος Τζαν. Ψυγεία 83
21) Αρμοτίδης Δ.
Οξυγόνο
(Οξυγόνου & Ασετιλύνης "ο Αίολος" 231
22) Μιχαηλίδης Χριστ. Εργ. Γύψου 36
23) Καμπάς Γ. (Αφοί. Θ. Εμμανουηλίδη) Σιδηροβιομηχανία 396
24) Κωστέσκης Μ.
Οικοδομικά
(Οικοδομική Γερμανικών Έργων) 384
Οικοδομικά
25) Παστέλλας Ν. (Νικ. Γαβαλάς)
(ναυπ. Βασιλειάδη) 102
Μηχανουργείο &
26) Μαλτάκης Γ.
Λεβητοποιείο 1.470
27) Αντωνέλλος & Σια (υπεύθ. Π. Αντωνέλλος) Μηχανουργείο 3.142
28) Γιαμαλάκης Γερ.
Λατομεία
(Λατομείο Γερμ. Υπηρεσίας Λιμ. Πειραιώς) 168
29) Βρανάς Θ. Υφαλοχ. Πλοίων 370
30) Χατζηπαναγιώτης Ι. (εργολ. Δημοσίων έργων) Δημόσια Έργα 875
31) Γκιζελ. Λάιτον (Γερμανική Υπηρεσία Μόνιμων
Μον. Δεξαμενές
Δεξαμενών Πειραιώς - φορτοεκφορτοταί) 380
32) Κορτχάους (Γερμανός) Φορτοεκφορτώσεις 535
33) Ζωιόπουλος (ΤΕΚΤΩΝ) Οικοδομικά 300
34) Koubiak (Γερμ.) (ΤΕΚΤΩΝ) Σιλό Μον. Δεξαμενής 957

750
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

35) Παντερμαλής Ναυάγια 88


36) Βαλής (Αν. Ελλ. Ετ. Κατασκευής Υπονόμων
Εταιρεία υπονόμων
Αθηνών, Πειραιώς και Περιχώρων ΑΕ) 853
37) Χαλκιά Σοφ. (Πλυντήρια Χαλκιάς) Πλυντήρια 189
Σιδηρουργείο/
38) Λιόντας Γ.
Μηχανουργείο 198
39) Μαυρουκάκης Β. (υπεύθυνος και ο Ι.
Οικοδομικά
Νικολαρόπουλος) 66
Βιομηχανία Επεξεργασίας
40) Καχραμάνογλου Νικ. Δ. Χαρουπιών 186
41) Βρυζάκης Μ. Μηχανουργείο 18
Αντιαεροπορικοί οικίσκοι
42) Ζαρίφης Γεωργ.*
Γερμανικών Αρχών 266
Σύνολο 25.923
Πίνακας 10.3: Μερίδες άρτου από τον αρτοποιείο Γ. Αντωνιάδου στον Πειραιά (Δραπετσώνα) σε
επιχειρήσεις εργαζόμενες για τις δυνάμεις κατοχής, 1-7/6/1942. Επεξεργασία στοιχείων από:
Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), Αρχείο Υπουργείου Επισιτισμού (Κ67α), φάκελος 43. Όπου το
όνομα του υπεύθυνου είναι διαφορετικό από εκείνο της επιχείρησης η τελευταία αναφέρεται σε
παρένθεση. Σε παρένθεση αναφέρεται και το είδος της επιχείρησης)
* Για άγνωστο λόγο δεν είχε συμπεριληφθεί σε αντίστοιχο πίνακα της πηγής, αν και στον φάκελο
υπήρχε η βεβαίωση της επιχείρησης.
Κάτι παραπάνω από 30% των εργαζόμενων για τις αρχές κατοχής στην περιοχή
απασχολούνταν στις εγκαταστάσεις καύσιμων, στα διάφορα τεχνικά και οικοδομικά έργα
και στα λατομεία της περιοχής, όπου συναντάμε κάποιους από τους γνωστούς εργολάβους
που ασχολήθηκαν με τέτοια έργα, όπως οι Κριεζής και Γαβαλάς. Αν και η περιοχή ήταν
μεγάλη βιομηχανική ζώνη, στον πίνακα συναντάμε μόνο μέρος των εργαζομένων στα
τσιμέντα Ηρακλής (περίπου 250 μερίδες καθημερινά), γεγονός που υποδηλώνει τη
μειωμένη παραγωγή αποκλειστικά για τις αρχές κατοχής των μεγάλων βιομηχανιών της
περιοχής κατά την συγκεκριμένη περίοδο, προφανώς λόγω των ελλείψεων σε καύσιμα και
πρώτες ύλες.
Σε γενικές γραμμές οι αυξήσεις στους αριθμούς των απασχολούμενων σήμαιναν
πως οι δουλειές πήγαιναν καλά για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Αν και είναι δύσκολο να
διαπιστώσουμε επακριβώς τα κέρδη, οι περισσότερες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις
(Α.Ε.) του κλάδου που δημοσίευαν ισολογισμούς εμφανίζουν επίσημα κέρδη, πάρα τις
δυσκολίες που προκαλούσε ο πληθωρισμός στην αποτύπωσή τους στους ετήσιους
ισολογισμούς. Η Α.Ε. Αχιλλεύς Κούππας για παράδειγμα εμφανίζει το έτος εκείνο (1942)
επίσημες προκαταβολές έναντι παραγγελιών 521.536.986 δραχμών, από τις οποίες οι
515.083.580 ήταν έναντι παραγγελιών «υπό επιτάξεως Αρχών Κατοχής». Η αξία των
παραγγελιών των αρχών κατοχών στον ισολογισμό του έτους ανερχόταν σε 497.432.584
δραχμές, σε σύνολο 504.340.122. Το τεράστιο ποσό των παραγγελιών από τις αρχές κατοχής

751
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πλησίαζε στο 84% του ενεργητικού της εταιρείας, ποσοστό που λόγω πληθωρισμού δεν
μπορεί κανείς να το λάβει τοις μετρητοίς αλλά πάντως είναι ενδεικτικό του σημαντικού τους
μεγέθους. Εξάλλου το ίδιο ποσό ξεπερνούσε το 20πλάσιο εκείνου που η εταιρεία όφειλε ως
τότε σε δικούς της προμηθευτές έναντι τιμολογίων κλπ. Το ακαθάριστο κέρδος «εκ
μηχανοποιείου» ήταν 110.651.490,40 δραχμές, τα 28.590.437,40 από τα οποία
καταγράφονταν επισήμως ως καθαρό κέρδος.1326 Κέρδος καταγράφει η εταιρεία και στα έτη
1941 και 1943 (παρά το μικρό χρέος που άφησε η ιταλική κατάρρευση το 1943).
Από τα παραπάνω φαίνεται η ολοκληρωτική σχεδόν εξάρτηση της συγκεκριμένης
εταιρείας (αλλά και πολλών άλλων σαν κι αυτή) από τα συμβόλαια των αρχών κατοχής, και
τα τεράστια ποσά που ξοδεύονταν για την εξυπηρέτησή τους. Ακόμα και με τις απώλειες
λόγω πληθωρισμού κλπ τα κέρδη της εταιρείας δεν ήταν ασήμαντα και το μέλλον της θα
ήταν εξασφαλισμένο για όσο διάστημα οι παραγγελίες συνεχίζονταν και ο πληθωρισμός δεν
κατέστρεφε πλήρως την ελληνική οικονομία. Παρακάτω θα δούμε αναλυτικότερα άλλα
παρόμοια παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την εντύπωση των σημαντικών κερδών από τα
συμβόλαια των αρχών κατοχής.

Δ) Ναυπηγεία Βασιλειάδη

Ας δούμε όμως αναλυτικότερα κάποιες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις του (ευρύτερου)
Πειραιά. Το «Ελληνικό Μηχανοποιείο και Ναυπηγείο ‘Βασιλειάδης’ Α. Ε.» είχε ιδρυθεί το 1888
από τον Γ. Βασιλειάδη, και ανήκε όπως είδαμε στον όμιλο εταιριών του Μποδοσάκη, ο οποίος
το είχε αγοράσει την περίοδο 1937-38 από την οικογένεια Εμπειρίκου.1327 Ήταν το μεγαλύτερο

1326
Βλ. Οικονομολόγος Αθηνών, 12/6/1943. Οι κατοχικοί ισολογισμοί της εταιρείας βρίσκονται
συγκεντρωμένοι και στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ59. Όπως συμβαίνει με όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις
είναι πρακτικά αδύνατο να γίνει σωστή μετατροπή των ποσών σε χρυσές λίρες χωρίς συγκεκριμένες
αναφορές για τις ημερομηνίες είσπραξής τους. Ενδεικτικά αναφέρεται πάντως πως τον Δεκέμβριο
του 1942 οι 28.590.437,40 δραχμές ισούνταν (με μέση τιμή Δεκεμβρίου) με περίπου 193 χρυσές
λίρες. Στην πραγματικότητα τα κέρδη θα ήταν μεγαλύτερα, αν και όχι απαραίτητα «μυθικά».
Επιπλέον όπως θα δούμε στην περίπτωση του «Τέκτονα», δεν αποκλείεται οι ισολογισμοί να μην
αποτύπωναν το σύνολο των εσόδων.
1327
Βλ. Το φυλλάδιο Ελληνικόν Μηχανοποιείον και Ναυπηγείον «Βασιλειάδης», Ανώνυμος εταιρεία
εν Πειραιεί, Τύποις Ν. Ταρουσοπούλου, Αθήνα 1903 (που περιέχει και την έγκριση για ίδρυση της
εταιρείας το Φεβρουάριο του 1888 και το καταστατικό της), τις τελευταίες προπολεμικές
τροποποιήσεις καταστατικού με τις αποφάσεις αρ. 47379, ΦΕΚ 51 (Δελτίο Ανωνύμων Εταιρειών),
18/3/1933 και αρ. 95278 ΦΕΚ 389 (Δελτίο Ανωνύμων Εταιρειών) 19/9/1940, καθώς και την
ανακοίνωση της επιχείρησης για τη σύνθεση του νέου Δ. Σ. (22/7/1938), στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ14.

752
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

στη χώρα, τουλάχιστον μέχρι την ολοκλήρωση των κρατικών εγκαταστάσεων του Σκαραμαγκά,
αν και προπολεμικά δεν είχε ναυπηγήσει κάποιο μεγάλο σκάφος.1328
Το ναυπηγείο ήταν από τις πρώτες ελληνικές επιχειρήσεις που στοχοποιήθηκαν για
«εξασφάλιση» από το γερμανικό οικονομικό-στρατιωτικό επιτελείο. Ήδη από τον Μάιο, πριν
ακόμα δηλαδή ολοκληρωθεί η εξαγορά των επιχειρήσεων Μποδοσάκη, είχε αποφασιστεί πως
θα εκταμιεύονταν περίπου 10.000 RM για τις επισκευές που είχαν προκαλέσει οι γερμανικοί
βομβαρδισμοί, έτσι ώστε το ναυπηγείο να είναι έτοιμο να αναλάβει γερμανικές παραγγελίες,
οι οποίες αναμενόταν να εξαντλήσουν τις παραγωγικές του δυνατότητες. Οι Γερμανοί
υπεύθυνοι είχαν ελέγξει και το βαθμό επαγγελματισμού των αρχικά περίπου 350 Ελλήνων
εργαζομένων ώστε να είναι βέβαιοι ότι θα γινόταν σωστή δουλειά. Το ναυπηγείο προοριζόταν
αρχικά για τη ναυπήγηση σχετικά μικρών (150-300 τόνων) ξύλινων σκαφών για παράκτια
ναυσιπλοΐα στις ελληνικές θάλασσες, με την προοπτική μετέπειτα δυνατότητας μετάβασης σε
χαλύβδινα σκάφη. Στα τέλη του Μαΐου 1941 οι αξιωματικός της αμυντικής οικονομίας δήλωνε
πως «το μέλλον του ναυπηγείου Βασιλειάδη φαίνεται εξασφαλισμένο.»1329
Λίγες μέρες αργότερα το ναυπηγείο, όπως και οι άλλες εταιρείες του ομίλου
Μποδοσάκη, πέρασαν και τυπικά σε γερμανικά χέρια, γεγονός που σήμαινε και κάποιες
αλλαγές στη διοίκηση της επιχείρησης. Ως πρόεδρος του Δ. Σ. εμφανιζόταν ο W. Deter, ενώ
διευθυντής είχε διοριστεί ο Ι. Κοκκόλης, και εμπορικός διευθυντής ο Β. Βάρβουρ, τον οποίον
γερμανική έκθεση εμφανίζει ως γερμανόφωνο που δίνει την εντύπωση ότι «συνεργάζεται
οικειοθελώς».1330 Στην μεταπολεμική έκθεσή του προς τον Μποδοσάκη πάντως ο Α. Ιατρίδης

1328
Το ναυπηγείο ασχολούταν κυρίως με επισκευές πλοίων, το μεγαλύτερο από τα οποία ήταν το
«Άνδρος», 2.000 τόνων. TNA, WO 204/9159, “Industrial Survey, Section V, ship building end ship
repair yards”.
1329
AA-PA, R 105896, Clodius Handakten, Band No. 4, AOK12/IV Wi: „Bericht über die Tätigkeit der
Abteilung…“.
1330
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ14, ισολογισμοί περιόδου 1941-44 και BA-MA, TS 404/14903,
Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau, Marineoberbaurat Mendelssohn,
“Bericht über die Reise nach Athen vom 9. Bis 16. Oktober 1942”, σσ. 14-15. Ο Κοκκόλης φαίνεται ότι
δεν παρέμεινε πρόεδρος για πολύ αφού εξαφανίζεται η υπογραφή του μετά το 1941. Στον
ισολογισμό του 1942 υπογράφει μαζί με τον πρόεδρο του Δ.Σ. W. Deter και τον υπεύθυνο
λογιστηρίου Δημητριάδη ο σύμβουλος Απόστολος Κουτσοκώστας («Κουτσοκάστης» στο πρωτότυπο),
ενώ στον ισολογισμό του 1943 εμφανίζεται ως πρόεδρος ο Βίκτωρας Βάρβουρ (ο ισολογισμός του
1944 εκδίδεται μεταπολεμικά). Ο Κουτσοκώστας ήταν σύμβουλος της επιχείρησης από το πρώτο
Διοικητικό Συμβούλιο της διοίκησης Μποδοσάκη, ενώ διατηρούσε δικαίωμα υπογραφής και μετά το
1943, μαζί με τους Ντέτερ, Γαζή, Μιχάλη (πρώτη υπογραφή), Βαρβούρ, Κοκκόλη και Σαμαράκη

753
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αναφέρει πως ο Βαρβούρ με τον Κουτσοκώστα «μαζί με τον κ. Γρηγορόπουλον ήσαν οι


μόνοι που ηργάσθησαν».1331
Στον σχεδόν 1,5 χρόνο που μεσολάβησε μετά τον Μάιο του 1941 το ναυπηγείο είχε σε
μεγάλο βαθμό επισκευάσει τις ζημιές του, ωστόσο δεν είχε ακόμα ολοκληρώσει τη
ναυπήγηση κάποιου νέου σκάφους. Ο Deter είχε διαθέσει 25.000 RM στην εταιρεία (2,5
φορές το αρχικά υπολογιζόμενο πόσο), κυρίως για επισκευές, τα οποία όμως φρόντισε να
επιστρέψει μέχρι το τέλος της κατοχής.1332 Σε γερμανική έκθεση του φθινοπώρου 1942,
αναφέρεται πως το ναυπηγείο Βασιλειάδη (που είχε τη δυνατότητα να ναυπηγεί σκάφη μέχρι
και 1.500 τόνων) είχε υπογράψει πρόσφατα με το γερμανικό ναυτικό συμβόλαιο για ένα
φορτηγό 600 τόνων. Το σκάφος αυτό προβλεπόταν να ναυπηγηθεί μέχρι τις αρχές Ιουλίου
1943, αλλά φαίνεται πως η καθέλκυσή του καθυστέρησε μέχρι τον Νοέμβριο. Αρκετά από τα
υλικά για το εν λόγω πλοίο, όπως και τον κινητήρα του, τα εισήγαγαν οι Γερμανοί από την
Γαλλία. Το ναυπηγείο λειτουργούσε σχεδόν αποκλειστικά με Έλληνες εργαζόμενους, για τους
οποίους μάλιστα ανέφεραν οι Γερμανοί ότι «πρέπει να είναι πολύ καλοί», ενώ υπήρχε και
μόλις ένας υπεύθυνος μηχανικός από τα γερμανικά Howaldtswerken που ήταν μόνιμα παρών
(αν και σχεδιαζόταν αργότερα να προστεθούν άλλοι 4-5 συνάδελφοί του).1333 Κυριότερη

(δεύτερη υπογραφή). Βλ. ανακοινώσεις των μελών του Δ.Σ. της επιχείρησης, 22 Ιουλίου 1938, 28
Ιουνίου 1940 και «απόσπασμα εκ των πρακτικών Συνεδριάσεων του Δ.Σ. της Εταιρείας ‘Βασιλειάδη’
της 23.10.43» σε ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ53Φ1079.
1331
ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, φάκελος 3 («Συγκρότημα Μποδοσάκη, 1941-45»),
«Έκθεση κατά την αποχώρηση» Ιατρίδη προς Μποδοσάκη, 10 Μαΐου 1945. Στην έκθεση δεν
αναφέρει κάποιες άλλες λεπτομέρειες σχετικά με την «εργασία» τους ή το ναυπηγείο, αλλά ο
χαρακτηρισμός δεν γίνεται με αρνητική χροιά, αφού η κατοχική τους «εργασία» μάλλον θεωρούνταν
ως απόδειξη της ικανότητάς τους για την ανάληψη καθηκόντων στην επιχείρηση και μεταπολεμικά.
1332
Βλ. επίσης σελ. 562.
1333
BA-MA, TS 404/14903, “Besprechung mit Herrn Direktor Schecker und Oberingenieur Ganst bei
den Howaldtswerken A.G. am 19. Oktober 1942“. Η Howaldtswerke A.G. ήταν από τις μεγαλύτερες
ναυπηγικές επιχειρήσεις της Γερμανίας, κι είχε αναλάβει μεταξύ άλλων τη ναυπήγηση αρκετών από
τα υποβρύχια του Kriegsmarine, ενώ όπως θα δούμε ήταν και βασικός μέτοχος της MIHIG επί
κατοχής, γεγονός που εξηγεί και το ενδιαφέρον της για τα ελληνικά ναυπηγεία. Το 2005 η
Howaldtswerke-Deutsche Werft GmbH (HDW – από το 2005 θυγατρική της ThyssenKrupp Marine
Systems – TKMS), επέστρεψε προσωρινά στην περιοχή για να αγοράσει μερίδιο των ελληνικών
ναυπηγείων Σκαραμαγκά, όπου θα κατασκευάζονταν τα τελευταία υποβρύχια της εταιρείας για το
ελληνικό πολεμικό ναυτικό. Χρύσα Λιάγγου: «O Σκαραμαγκάς πέρασε στον έλεγχο της HDW/FS», σε
εφημερίδα Καθημερινή, 1/6/2002 και «Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ξαναλλάζουν χέρια», σε εφημερίδα

754
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εργασία του ναυπηγείου ήταν οι επισκευές και οι εξοπλισμοί σκαφών, οι οποίες γίνονταν με
σχετικά ταχείς ρυθμούς, ειδικά στο πρώτο διάστημα της κατοχής. Μέχρι και τον Φεβρουάριο
του 1942 για παράδειγμα είχαν ήδη παραδοθεί από το ναυπηγείο στο γερμανικό ναυτικό 19
σκάφη (η αξία των σχετικών επισκευών ανερχόταν σε 42.296.385 δραχμές), ενώ άλλα 6
επισκευάζονταν την περίοδο εκείνη (εργασίες αξίας 134.698.990 δρχ.).1334
Σύμφωνα τέλος με κάποιες άλλες πληροφορίες στο ναυπηγείο φαίνεται ότι ξεκίνησε
και η συναρμολόγηση κάποιων γερμανικών σκαφών στα τέλη της κατοχής. Το καλοκαίρι του
1944 οι Γερμανοί μετέφεραν στην Ελλάδα περίπου 60 με 64 μικρά σκάφη σε τμήματα, τα
οποία θα συναρμολογούνταν στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου Βασιλειάδη και του
ναυπηγείου του Σκαραμαγκά. Η συναρμολόγηση κάποιων σκαφών το 1943 και στα μέσα του
1944 είναι επιβεβαιωμένη, αν και τα περισσότερα από αυτά συναρμολογήθηκαν από τους
Γερμανούς στη Θεσσαλονίκη.1335 Η είδηση όμως αυτή για τη σχεδιαζόμενη συναρμολόγηση
επιπλέον σκαφών έρχεται τόσο αργά (Αύγουστο 1944), που είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν
κάποιο από τα σκάφη αυτά πρόλαβε να συναρμολογηθεί στα ναυπηγεία Βασιλειάδη ή/και
Σκαραμαγκά (πλην των KFK για οποία είδαμε παραπάνω) μέχρι την γερμανική υποχώρηση.
Αν και το μεγαλύτερο του Πειραιά, για τα γερμανικά δεδομένα, το ναυπηγείο
θεωρούνταν ως μικρό ναυπηγείο τρίτης τάξης, ενώ πέρα από έναν μικρό χειροκίνητο γερανό
δεν διέθετε άλλο ανυψωτικό μηχανισμό. Την περίοδο εκείνη απασχολούσε 800 άτομα (πάνω
από τα διπλάσια δηλαδή σε σχέση με εκείνα που απασχολούνταν τον Μάιο 1941), από τα
οποία τα 600 εργάζονταν για τους Γερμανούς. Η Howaldtswerke εξέταζε τη συνεργασία,
ενδεχομένως και την εξαγορά του ναυπηγείου, κατόπιν προτροπής της ανώτατης διοίκησης
του γερμανικού ναυτικού (OKΜ), ενώ οι σχετικές συνομιλίες γίνονταν με τον αντιναύαρχο

Ριζοσπάστη, 21/5/2004. Για την καθέλκυση του σκάφους από το ναυπηγείο Βασιλειάδη δες: BA-MA,
RW 29/106, Wehrwirtschaftstab Griechenland, [Lagebericht], 16/12/43.
1334
BA-MA, RW 29/104, Der Deutsche Wehrwirtschaftsoffizier, Athen, „Lagebericht No. 1, Februar
1942, 12/3/1942. Με μέση ισοτιμία Φεβρουαρίου η αξία των εργασιών στα υπό επισκευή πλοία
ισούταν με περίπου 4.812 χρυσές λίρες. Ωστόσο χωρίς την ακριβή γνώση των ημερομηνιών
εκταμίευσης των προκαταβολών και των υπόλοιπων πληρωμών είναι αδύνατο να εκτιμηθεί η
πραγματική αξία των χρημάτων που έλαβε τελικά η εταιρεία για τις εργασίες της.
1335
TNA, WO 204/8851, Combined Economic Warfare Agencies A.F.H.W., “Weekly notes of economic
intelligence relating to enemy occupied territory in the Mediterranean Theatre”, Issues No. 26,
21/8/1944. Πιθανώς να πρόκειται για τα πορθμεία Siebel της Luftwaffe που συναρμολογούνταν το
1943 στην Ελλάδα. Την ίδια περίπου περίοδο (φθινόπωρο του 1943) συναρμολογήθηκαν στην
Θεσσαλονίκη και 26 από τα αποβατικά σκάφη του μηχανικού. Στο Σκαραμαγκά όπως είδαμε
κατασκευάζονταν από εισαγόμενα τμήματα τα KFK.

755
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Massmann, διοικητή του επιτελείου ναυπηγήσεων (Oberwerftstab) και τον Γερμανό


αξιωματικό της αμυντικής οικονομίας. Ο Schecker, διευθυντής της εταιρείας, θεωρούσε ως
προϋποθέσεις για τη ναυπήγηση μεγάλων φορτηγών πλοίων στα ναυπηγεία Βασιλειάδη την
εισαγωγή των κινητήρων και άλλων απαραίτητων υλικών από τη Γερμανία, και την
εκπαίδευση του προσωπικού από την εταιρεία.1336
Τελικά υπογράφηκε πράγματι συμβόλαιο συνεργασίας με την Howaldtswerke για την
επέκταση του ναυπηγείου. Αν και η γερμανική εταιρεία δεν έκρινε απαραίτητη την
κατασκευή ενός ακόμα νεωλκείου, τελικά αυτή προχώρησε με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για
τον εξοπλισμό ενός σκάφους που θα έφτανε σχεδόν ολοκληρωμένο από τα γαλλικά
ναυπηγεία Dubigeon της Νάντης. Εξάλλου το νεωλκείο για πλοία των 2.000 τόνων που
διέθετε το ναυπηγείο είχε περιοριστεί σε σκάφη μέχρι 1.200 τόνων λόγω της φθοράς των
αλυσίδων και παλαμαριών των εγκαταστάσεων, ενώ και η ράμπα ανέλκυσης χρειαζόταν
επισκευή μετά τις ζημιές που υπέστη από την ανατίναξη ενός φορτηγού πλοίου φορτωμένου
με πυρομαχικά στο λιμάνι του Πειραιά.1337 Η ανακαίνιση του νεωλκείου, όπως και η
επένδυση σε νέα μηχανήματα είχε προβλεφθεί λίγο πριν την κατοχή, αλλά δεν είχε προλάβει
να ολοκληρωθεί.1338 Πέρα από τις διάφορες επισκευαστικές εργασίες και τον εξοπλισμό

1336
BA-MA, TS 404/14903, “Besprechung mit Herrn Direktor Schecker und Oberingenieur Ganst bei
den Howaldtswerken A.G. am 19. Oktober 1942“. Στις συνομιλίες εξετάστηκε ακόμα το ζήτημα της
κατασκευής δεξαμενών καυσίμων από την Howaldtswerke για την Kontinentale Öl που θα
διαχειριζόταν τα καύσιμα του Καυκάσου, στην κατάκτηση των οποίων έλπιζαν ακόμα οι Γερμανοί την
περίοδο εκείνη.
1337
BA-MA, TS 404/14903, Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau,
Marineoberbaurat Mendelssohn, “Bericht über die Reise nach Athen vom 9. Bis 16. Oktober 1942”,
σσ. 13-14. Το πλοίο με τα πυρομαχικά που αναφέρεται είναι μάλλον το “Clan Fraser”, αν και όπως
είδαμε στον Πειραία εξεράγει και το “Marie Luise”, επίσης με πυρομαχικά.
1338
Στον ισολογισμό του 1940 προβλεπόταν το ποσό του 1,5 εκατομμυρίου δραχμών για την
«ανακαίνισιν νεωλκού» και ακόμα 1.241.215,30 για αγορά νέων μηχανημάτων. Ένα ακόμα ποσό
291.378 δραχμών είχε προλάβει να επενδυθεί μέσα στο 1940 για νέες εγκαταστάσεις. Τα ποσά αυτά
ήταν αρκετά μεγάλα, ειδικά αν τα συγκρίνει κανείς με την καταγραφή των 2.772.277 δραχμών στο
ενεργητικό ως αξία «καταστημάτων, μηχανημάτων και νεώλκιου». Πρόβλεψη για «ανακαίνιση
νεώλκιου» υπήρχε και στους περισσότερους μεσοπολεμικούς ισολογισμούς της εταιρείας, όχι όμως
πάντα με το ίδιο ποσό. Ποσά για επενδύσεις και «ανακαίνιση νεώλκιου» περιλαμβάνονται και στον
ισολογισμό του 1941, ενώ η επισκευή ζημιών επεκτείνεται και στο 1942. (ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ14).

756
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σκαφών, το ναυπηγείο Βασιλειάδη κατασκεύασε εξαρχής μόνο ένα μεταλλικό σκάφος 600
τόνων κατά τη διάρκεια της κατοχής.1339
Ο κατοχικός πληθωρισμός κάνει, όπως άλλωστε σε όλους τους ισολογισμούς της
περιόδου, αρκετά δύσκολη την διάκριση των πραγματικών στοιχείων τόσο σε ό, τι αφορά το
κέρδος και τη ζημιά της επιχείρησης, όσο και την αποτίμηση εμπορευμάτων, επενδύσεων κλπ.
Ωστόσο κάποιες ενδείξεις που υπάρχουν στον ισολογισμό των ναυπηγείων Βασιλειάδη μας
επιτρέπουν να προβούμε σε κάποιες βάσιμες υποθέσεις.

Κύκλος εργασιών, Καθαρό κέρδος, Καθαρό κέρδος/ Κύκλος


Έτος
δρχ. δρχ. εργασιών
1938 3.721.209,20 887.945,45 23,9%
1939 4.086.728,25 147.464,50 3,6%
1940 2.492.160,05 -436.202,55 -17,5%
1941 60.270.631,70 16.020.166,65 26,6%
1942 510.518.672,95 61.322.136,65 12,0%
1943 4.100.320.170,20 24.376.299,80 0,6%
Πίνακας 10.4: Επίσημοι κύκλοι εργασιών και κέρδη ναυπηγείων Βασιλειάδη, 1938-1943, σύμφωνα
με τους ισολογισμούς της εταιρείας.
Μεταπολεμικά η εταιρεία ανέφερε «ζημιές πολεμικής περιόδου» ύψους
631.112.086 δραχμών. Ωστόσο φαίνεται πως από το 1941 μέχρι τουλάχιστον και το 1943 η
εταιρεία είχε κέρδη, αν και λόγω της αποτύπωσής τους στο τέλος του οικονομικού (και
πληθωριστικού) έτους, είναι πρακτικά αδύνατον να κάνουμε τη μετατροπή τους σε κάποιο
σταθερό νόμισμα. Κάποια έκπληξη προκαλεί ότι το χειρότερο έτος από πλευράς κερδών δεν
είναι την περίοδο 1941-43, αλλά το 1940. Το ίδιο όμως έτος, η στήλη του ενεργητικού της
εταιρείας παρουσιάζει ξαφνική αύξηση στα υλικά που υπήρχαν στις αποθήκες της. Τα υλικά
αυτά αντιστοιχούν, σύμφωνα πάντα με τον ισολογισμό, στο 115% του κύκλου εργασιών του
έτους εκείνου, ποσοστό διπλάσιο από εκείνο των υλικών στον ισολογισμό του 1939.
Φαίνεται λοιπόν πως άσχετα από την όποια πραγματική μείωση στις παραγγελίες λόγω
ξεσπάσματος του πολέμου, η εταιρεία είχε επενδύσει ένα σημαντικό ποσό για να
αποθηκεύσει υλικά που ενδεχομένως να δυσκολευόταν να προμηθευτεί σε περίοδο
πολέμου. Αποτέλεσμα πρέπει να ήταν αφενός η επιχείρηση να αποκτήσει ένα χρήσιμο
απόθεμα πρώτων υλών για τα χρόνια της κατοχής, αλλά αφετέρου να μεγαλώσει το
δανειακό της βάρος: τα ποσά που αναφέρονται στο παθητικό ως «πιστωταί» και «Εθνική
Τράπεζα» έφτασαν να ισούνται με το 92% περίπου του κύκλου εργασιών, όταν το
προηγούμενο έτος το ποσοστό αυτό ήταν περίπου 41%. Ένα σημαντικό μέρος της αύξησης

1339
Το σκάφος ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1943. BA-MA, RW 29/106, Wehrwirtschaftstab
Griechenland, Lagebericht, Athen, 17/12/1943.

757
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αυτής οφείλεται και στην πτώση του κύκλου εργασιών κατά περίπου 39%, αλλά το
υπόλοιπο μάλλον έχει να κάνει με πιστώσεις που χρησιμοποιήθηκαν για αγορές της υλικών
από την εταιρεία, ως μια μορφή ασφάλειας της ομαλής παραγωγικής ροής ή ακόμα και ως
επένδυσης για το δύσκολο μέλλον.
Τα κέρδη επανέρχονται από το 1941, έτος μάλιστα το οποίο με όρους καθαρού
κέρδους είναι το πλέον προσοδοφόρο της εξαετίας 1939 ως και 1944. Παρά την ήττα και το
σοκ που αυτή θα ήταν αναμενόμενο να προκαλέσει, οι πρώτες γερμανικές παραγγελίες, θα
γεμίσουν τα ταμεία της επιχείρησης. Αν και η εκτόξευση του πληθωρισμού τα επόμενα έτη
κάνει ακόμα δυσχερέστερη την εξακρίβωση των πραγματικών κερδών της εταιρείας,
ωστόσο ακόμα και τα ανασφαλή στοιχεία των επίσημων ισολογισμών δείχνουν κέρδη για το
1942, ακόμα και για το 1943. Κάποια κέρδη είναι πιθανό να υπήρξαν και στις αρχές του
1944, ωστόσο η οικονομική κατάρρευση που ακολούθησε μετά το καλοκαίρι, η μείωση της
χρηματοδότησης του γερμανικού ναυτικού, οι ζημιές των Δεκεμβριανών και οι αλλαγή
νομίσματος το 1945, κάνουν ουσιαστικά αδύνατη την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων
μέσω των (συνήθως ζημιογόνων) ισολογισμών του τελευταίου κατοχικού έτους για το
σύνολο σχεδόν των ελληνικών επιχειρήσεων.
Μια επιπλέον ένδειξη μας δίνει ο υπολογισμός των εξόδων διαχείρισης, μισθών,
αποζημιώσεων κλπ (μαζί με τις κατοχικές εισφορές βελτίωσης οικονομικής κατάστασης του
προσωπικού, αλλά χωρίς φόρους) σε σχέση με τα έσοδα της εταιρείας. Αυτά λοιπόν
ανέρχονταν το 1938 στο 33,5% των μικτών εσόδων του έτους. Το επόμενο έτος το ποσοστό
ανεβαίνει στο 43,9%, εκτοξεύεται στο 83,7% το 1940, αλλά πέφτει μόλις στο 10,4% το 1941,
για να επιστρέψει σε προπολεμικά επίπεδα (47%) το 1942. Μόλις το 1943, όταν οι
πραγματικοί μισθοί είχαν επανακάμψει και η σπανιότητα των ακριβών πρώτων υλών και
καυσίμων δυσκόλευαν την παραγωγή, θα ανέβει το ποσοστό σημαντικά φτάνοντας στο 86%
των εσόδων.
Στους ισολογισμούς δεν υπάρχει δυστυχώς λεπτομερής αναφορά στα χρέη της
επιχείρησης προς τις Τράπεζες, αλλά παρόλα αυτά είναι φανερό πως το σχετικό βάρος
μειώθηκε σημαντικά λόγω πληθωρισμού, παρά τον συνεχιζόμενο δανεισμό της επιχείρησης
κατά την κατοχή. Εξάλλου όπως είδαμε, τόσο το ναυπηγείο Βασιλειάδη όσο και άλλες
επιχειρήσεις που «συνεργάζονταν μετά των αρχών κατοχής» είχαν (μάλλον προνομιακή)
πρόσβαση σε τραπεζικές πιστώσεις. Η αναλογία που αφορά στους «πιστωτές» δείχνει ένα
σημαντικό ποσό για το 1941, αν και η αναλογία του ως προς τα έσοδα είναι μειωμένη σε
σχέση με το 1940 (65% του κύκλου εργασιών). Το ποσό αυτό, που είναι ιδιαίτερα υψηλό και
σε σχέση με το παθητικό της επιχείρησης (επίσης 65%), μάλλον αφορά τα γερμανικά

758
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

χρήματα που έδωσε ο Deter στην επιχείρηση για να επισκευαστούν οι σοβαρές ζημιές και
να πραγματοποιηθούν οι εξαιρετικά υψηλές παραγγελίες του 1941, για τις οποίες μάλιστα
καταγράφεται στον ισολογισμό υψηλή προκαταβολή 54.715.440,30 δραχμών. Το επόμενο
όμως έτος τα ποσοστά αυτά πέφτουν σημαντικά (39% και 11% αντίστοιχα), για να αυξηθούν
και πάλι το 1943 (63% και 27%). Παρά τον νέο δανεισμό του 1941, το ποσοστό που
πληρώνει η εταιρεία σε τόκους μειώνεται από το 5,7% του κύκλου εργασιών στο οποίο είχε
ανέλθει το 1940 (το προηγούμενο έτος ήταν περίπου 2%), στο 0,36% το 1941, στο 0,59% το
1942 και μόλις στο 0,01% το 1943. Φαίνεται λοιπόν πως η υπόθεση της μείωσης του
δανειακού βάρους της επιχείρησης προς την ΕΤΕ ως αποτέλεσμα του πληθωρισμού και των
κατοχικών παραγγελιών επιβεβαιώνεται.1340
Οι πρώτες ύλες που χρειάζονταν τα ναυπηγεία για τις εργασίες τούς τις προμήθευαν
οι Γερμανοί. Τον Ιούλιο του 1942 για παράδειγμα η γερμανική μεταφορική εταιρεία
Schenker μετάφερε 400 κιλά αλουμινίου και 15.175 κιλά σιδήρου σε ράβδους των 68΄΄ ενώ
ένα περίπου μήνα αργότερα μεταφέρθηκαν στις εγκαταστάσεις ακόμα 150 τόνοι διαφόρων
υλικών.1341 Ο Deter ανέφερε ακόμα – ενδεχομένως με μια μικρή δόση υπερβολής – ότι είχε
παραλάβει το ναυπηγείο σε «εντελώς ερειπωμένην κατάστασιν» μετά τις εκρήξεις δύο
σκαφών φορτωμένων εκρηκτικά. Ανέφερε επίσης πως έλαβε χρήματα από τις γερμανικές
αρχές για τις εργασίες καθαρισμού της δεξαμενής, για το κτίσιμο αιθουσών και γραφείων,
για τον εφοδιασμό της επιχείρησης με μηχανές κλπ, τα οποία και αποπλήρωσε από τα
κέρδη της επιχείρησης. Φρόντισε ακόμα να εφοδιάσει τις εγκαταστάσεις με σιδηροδρομική
γραμμή και νέο συγκρότημα παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και να διευρύνει τις
εγκαταστάσεις. Χάρη στις εργασίες του και τις παραγγελίες σύγχρονων υλικών και
μηχανημάτων κατάφερε να κατασκευάσει ένα χαλύβδινο πλοίο, «το πρώτο εν
κατασκευασθέν Ελλάδι», ισάξιο εκείνων που κατασκευάζονταν στα μεγάλα γερμανικά και
βρετανικά ναυπηγεία. Όταν έφυγε άφησε στις αποθήκες των εγκαταστάσεων υλικά

1340
Επεξεργασία στοιχείων από τους ισολογισμούς των ναυπηγείων Βασιλειάδη. Οι ισολογισμοί της
εταιρείας βρίσκονται, εκτός από τις εφημερίδες της εποχής και στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ14.
1341
Τις σχετικές επιστολές του ίδιου προς τον ανώτερό του αξιωματικό αμυντικής οικονομίας
(18/7/42) της Schenker (11/8/42) αναφέρει ο Deter ως μέρος της υπερασπιστικής του γραμμής για τη
δράση του επί κατοχής. Βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φάκελος 6 («Ντέτερ»),
υποφάκελος «Υπόθεση Deter, προσθήκη 9.2001», “Erweiterung des ersten allgemeinen
Schriftsatzes”.

759
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

(μέταλλα κυρίως) αξίας «εκατοντάδων χιλιάδων χρυσών λιρών κατά την απογραφήν»,
κάποια από τα οποία είχαν μεταφερθεί σε αποθήκες του Πυριτιδοποιείου στην Ιερά οδό.1342
Στην υπεράσπισή του ο Deter ανέφερε εξάλλου και την σωτηρία από τον ίδιο 80
εργαζομένων των ναυπηγείων που είχαν κατηγορηθεί για σαμποτάζ, καλώντας ως μάρτυρες
τους διευθυντές της εταιρείας Ναύαρχο Ε.Α. Κοκκόλη, καθηγητή ΕΜΠ Κουτσοκώστα και
Βίκτωρα Βάρβουρ.1343
Όπως συνέβη και με άλλες επιχειρήσεις επί κατοχής, το ναυπηγείο Βασιλειάδη είχε
αμελήσει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς το κράτος, με συνέπεια το Ταμείο
Γενικών Εσόδων να στείλει στις τράπεζες στις 22 Οκτώβριο του 1943 αίτημα κατάσχεσης για
ποσό ύψους 207.000.000 δραχμών, το οποίο όμως άρθηκε την επόμενη κατόπιν νέου
εγγράφου του Ταμείου.1344 Η απελευθέρωση βρήκε τις εγκαταστάσεις της εταιρείας σε
αρκετά κακή κατάσταση - όπως εξάλλου συνέβη και με μεγάλο τμήμα του λιμανιού – αν και
βεβαίως αυτές δεν είχαν ολοκληρωτικά καταστραφεί, όπως καμιά φορά ισχυριζόταν ο
Μποδοσάκης. Μεταπολεμικά το ναυπηγείο επισκευάστηκε και συνέχισε τη λειτουργία του
για αρκετά χρόνια, μέχρι τη σταδιακή διακοπή των περισσότερων σχετικών δραστηριοτήτων
κάποια χρόνια μετά την απορρόφηση της εταιρεία από την ΑΕΕΧΠΛ.

Ε) Μηχανουργείο Ροντήρη – Στρουμπούλη

Η «Ανώνυμος Εταιρεία Γενικής Σιδηροβιομηχανίας Ροντήρης – Στρουμπούλης και Σία»


ιδρύθηκε το 1937. Πριν τη νέα επιχείρηση οι συμβαλλόμενοι διέθεταν ομόρρυθμη τεχνική
εταιρεία, οι εγκαταστάσεις της οποίας μεταβιβάστηκαν στη Σιδηροβιομηχανία. Εκτός από
τους μηχανικούς και βιομήχανους Ιωάννη Α. Ροντήρη και Μιχαήλ Κ. Στρουμπούλη, στην
εταιρεία συμμετείχαν και οι Γεώργιος Ν. Δράκος (μηχανικός βιομήχανος – μάλλον άσχετος

1342
ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φακ. 6 («Ντέτερ»), υποφάκελος «Υπόθεση Deter,
προσθήκη 9.2001», επιστολή προς Π. Εξαρχάκη, Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, 24
Οκτωβρίου 1948 («Αφορά: φόρους»).
1343
ΕΛΙΑ, Αρχείο Ιατρίδη, Ανδρέας Ιατρίδης, Φάκελος 6 («Ντέτερ»), υποφάκελος «Υπόθεση Deter,
προσθήκη 9.2001», «Υπόμνημα Βάλτερ Αλεξ. Ντέτερ». Συνολικά ο Deter αναφέρει στην υπεράσπισή
του ότι απελευθέρωσε περίπου 400 εργαζόμενους του ομίλου από το Χαϊδάρι, άλλες φυλακές και τα
γερμανικά μπλόκα, καθώς και μερικούς που δεν είχαν σχέση με τις επιχειρήσεις Μποδοσάκη,
παραθέτοντας και μερικά συγκεκριμένα ονόματα.
1344
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ69Φ3239, «Κατάσχεσις εις χείρας της Τραπέζης κατά Α. Ε. Βασιλειάδης –
Μηχανουργείον και Ναυπηγείον». Η απάντηση της ΕΤΕ ήταν ότι η εταιρεία δεν είχε καμία κατάθεση
στην τράπεζα. Είναι άγνωστο αν η άρση έγινε κατόπιν μεσολάβησης του Deter και των γερμανικών
αρχών ή αν απλώς ρυθμίστηκε κανονικά η όποια οικονομική διαφορά.

760
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

με εκείνον της Ιζόλα), Νικόλαος Βογιατζίδης (βιομήχανος) και Νικόλαος Ροντήρης


(δικηγόρος).1345 Η προγενέστερη Ο.Ε. των Ροντήρη, Στρουμπούλη και Δράκου (ίδρυση το
1922-23) είχε αγοράσει το 1929 το μηχανουργείο Μαστραντώνη (Μεθώνης και Αιτωλικού
στον Πειραιά), το οποίο αποτέλεσε και τις κεντρικές εγκαταστάσεις της νέας εταιρείας.
Μεταξύ των άλλων η προγενέστερη εταιρεία ήταν και σχεδόν ο αποκλειστικός
κατασκευαστής μηχανημάτων παραγωγής τεχνητής μετάξης για την ΕΤΜΑ, ωθώντας την
τελευταία να δηλώσει ενδιαφέρον συμμετοχής στην νέα εταιρεία.1346 Η εταιρεία Ροντήρη –
Στρουμπούλη (γνωστή και με τη συντομογραφία ΡΟΣΤΡΟ) είχε ενταχθεί και στον πολεμικό
σχεδιασμό της χώρας ως βιομηχανία που είχε τη δυνατότητα να παράξει πολεμικό υλικό.
Έτσι, την περίοδο της προπαρασκευής της Ελλάδας για τον επερχόμενο πόλεμο, η ΡΟΣΤΡΟ
κατασκεύαζε αντλίες, εξαρτήματα ψυγείων, συμπιεστές, τροχαλίες, ανταλλακτικά
ρυμουλκών πυροβόλων και άλλα είδη για τον ελληνικό στρατό καθώς και βόμβες βυθού για
το ναυτικό.1347
Μέχρι την κατοχή οι κεντρικές εγκαταστάσεις της εταιρείας διέθεταν 31 τόρνους
διαφορετικών μεγεθών, 1 φρεζοπλάνη, 1 πλάνη, 3 μηχανές ηλεκτροσυγκόλλησης, 4
μηχανήματα ηλεκτροσυγκόλλησης, 1 τόρνο πλάκα, 12 δράπανα διαφόρων μεγεθών, 1
μηχανή κοχλιοτομών, 1 μηχάνημα κοπής μετάλλων, 5 φρέζες με τράπεζα, 1 μηχανή κοπής

1345
ΦΕΚ 371 Ανωνύμων Εταιρειών, 30/11/1937, Καταστατικά, αριθ. 110871. Στο Δ.Σ. της επιχείρησης
εμφανίζονταν και οι Χρήστος Λούης (Υποναύαρχος ε. α., πρόεδρος και κατά τη διάρκεια της
κατοχής), Τηλέμαχος Τριγγέτας, Δημήτριος Μακρόπουλος, Γεώργιος Ρίντλ, Χαρίλαος Λιάμπεης
(επίσης Υποναύαρχος ε. α), Ανδρέας Λογοθέτης και Λεωνίδας Λιάμπεης. Βλ. τις ανακοινώσεις
μελλών Δ.Σ. στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ56. Κάποια από τα μέλη της ΡΟΣΤΡΟ είχαν συμμετοχή και σε άλλες
επιχειρήσεις. Ο Ι. Ροντήρης για παράδειγμα συμμετείχε και στη «Χαλυβδοφύλλων και
Λευκοσιδήρου».
1346
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ56 «Ιστορικόν Επιχειρήσεως Α.Ε. Γενικής Σιδηροβιομηχανίας Ροντήρης -
Στρουμπούλης & Σία», και Α1Σ40Υ8Φ7328, «Εταιρικόν, αριθμός 57», 8/12/1922 (υπάρχει και στο
A1S40Y70F1989). Όπως φαίνεται στο σχετικό σχεδιάγραμμα των εγκαταστάσεων (Α1Σ44Υ8Φ67,
“Ground Plan of Engineering Works Rontiris & Stroumboulis & Coy. Piraeus, Greece”) το κεντρικό
μηχανουργείο ήταν αρκετά μεγάλο, αφού είχε διαστάσεις 104 Χ 23,4 μ2, με μια επέκταση (αποθήκη)
19,8 Χ 23,8 μ2.
1347
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ56 «Ιστορικόν Επιχειρήσεως Α.Ε. Γενικής Σιδηροβιομηχανίας Ροντήρης -
Στρουμπούλης & Σία», και ΓΕΣ/ΔΙΣ: Εφοδιασμοί του Στρατού…, σσ. 194-195, παράρτημα Ε:
«Κατάστασις Ιδιωτικών Βιομηχανιών και Εργαστηρίων και Εκτελεσθείσαι υπό τούτων Κατασκευαί και
Επισκευαί Οπλισμού-Πυρομαχικών και Λοιπών Συναφών Υλικών.» Η εταιρεία είχε προκατοχικά
επιταχθεί από το Υπουργείο Ναυτικών.

761
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

οδόντων για οδοντωτούς τροχούς κλπ., 1 ρολό κάμψεως ελασμάτων, 1 διατρητική μηχανή
και ψαλίδια για ελάσματα, 1 γερανογέφυρα 10 τόνων, 1 κάμινο χυτηρίου παραγωγής 2
τόνων χυτοσιδήρου την ώρα και μία ακόμα 500 κιλών την ώρα. Στο ξυλουργείο της
εταιρείας υπήρχαν ακόμα 2 πριονοκορδέλες, 2 πλάνες, 1 δράπανο, 1 σβούρα και 1
μηχάνημα κοπής κορμών δέντρων σε σανίδες.1348 Αν και τα εργαλεία του δεν θεωρούνταν
όλα σύγχρονα, βρίσκονταν ωστόσο σε καλή κατάσταση, και σύμφωνα με μια εκτιμητική
έκθεση του αρχείου της ΕΤΕ «οι δι’ αυτών εκτελούμεναι επεξεργασίαι γίνονται λίαν
επιτυχώς», ενώ και τα προϊόντα «παρέχουν ικανοποίησιν εις τους αγοραστάς αυτών».1349
Ήταν λοιπόν φυσικό η επιχείρηση να προξενήσει το ενδιαφέρον των Γερμανών.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής οι Γερμανοί περιέγραφαν τη ΡΟΣΤΡΟ ως ένα
μηχανουργείο που διέθετε και μικρό κατασκευαστικό (ναυπηγικό) γραφείο που
διενεργούσε και μηχανολογικές επισκευές για το γερμανικό ναυτικό, ενώ η ίδια
κατασκεύαζε και πολλά από τα μηχανήματά της. Η επιχείρηση θεωρούνταν μετρίου
μεγέθους για τα γερμανικά δεδομένα, αλλά οι «ηγέτες της» ήταν καλοί επιχειρηματίες και
πρόθυμοι να συνεργαστούν. Οι εργασίες για το γερμανικό ναυτικό απέδιδαν αρκετά, ώστε η
επιχείρηση να επεκταθεί κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η επιχείρηση είχε επενδύσει στην
κατασκευή μιας νέας τσιμεντένιας αίθουσας για το μηχανουργείο, ενώ τροποποίησε και
έναν μεγάλο αριθμό μικρών φρεζών που αγόρασε για τις σχετικές εργασίες.1350 Οι βασικές
όμως επενδύσεις έγιναν σε αγορές ακινήτων κατά την κατοχή. Όπως αναφέρει έγγραφο της
εταιρείας κατά τη μεταπολεμική διαδικασία εξασφάλισης δανείου ανασυγκροτήσεως από
την Αμερικάνικη βοήθεια, η εταιρεία αγόρασε επί κατοχής ένα γωνιαίο οικόπεδο, έκτασης
836,66 τεκτονικών τετραγωνικών πήχεων (τ.τ.π.), ακριβώς απέναντι από το μηχανουργείο
της, το κύριο γήπεδο του ναυπηγείου της στο Πέραμα, 4.683,50 τ.τ.π. και έναν οικίσκο στον
Πειραιά, 198,66 τ.τ.π.1351

1348
Α1Σ44Υ8Φ67, «Κατάλογος μηχανημάτων». Αχρονολόγητος, αλλά συνοδεύει άλλα έγγραφα με
ημερομηνία 20/7/1944. Στον κατάλογο παραθέτονται χωριστά τα μηχανήματα που αποκτήθηκαν το
1948.
1349
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ56, «Εκτιμητική Έκθεσις του Μηχανουργείου της Α.Ε. Ροντήρης – Στρουμπούλης
& Σία», 3 Ιουνίου 1940.
1350
BA-MA, TS 404/14903, Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau,
Marineoberbaurat Mendelssohn, “Bericht über die Reise nach Athen vom 9. Bis 16. Oktober 1942”,
σσ. 19α – 20.
1351
Α1Σ44Υ8Φ67, Επιστολή ΡΟΣΤΡΟ προς ΕΤΕ, αρ. πρωτ. 129, 9/3/1950, σελ. 5: «Παρεχόμεναι
εμπτράγματοι ασφάλειαι δια το δάνειον». Με βάση την αναλογία του τετραγωγικού τεκτονικού πήχη
σε μ2 (0,5625), οι αγορές της εταιρείας είχαν επιφάνεια 470,62, 2.634,47 και 111,75 μ2 αντίστοιχα.

762
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, εκτός εξαρτημάτων για τα πλοία του γερμανικού


ναυτικού, η επιχείρηση κατασκεύασε επίσης συμπιεστές, και κάποια μη κατονομαζόμενα
τμήματα όπλων για τους Γερμανούς.1352 Ενδεικτική των εργασιών που εκτελούσε για το
γερμανικό ναυτικό είναι η αναφορά της προς την ΕΤΕ πως τον Ιανουάριο του 1945 έκανε
εργασίες «συμπλήρωσης και εξάρτησης» σε 6 ξύλινα σκάφη 12 τόνων φορτίου έκαστο, και
σε ένα μεταλλικό 20 τόνων, μαζί με τους κινητήρες τους, αξίας τουλάχιστον 3.000 χρυσών
λιρών.1353

Το ναυπηγείο βρισκόταν δίπλα σε εκείνο του Βερνίκου. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι για την
μεταπολεμική επέκταση του ναυπηγείου η εταιρεία είχε επιλέξει να συνεργαστεί με ένα μεγάλο
δανέζικο ναυπηγείο (Aktieselskabet Burmeister & Wain’s Maskin og Skibsbyggeri), το οποίο είχε
επίσης σημαντική παραγωγή για τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής στη χώρα του. Βλ. (ο. π.) “Plan of
Proposed Arrangement of Shipbuilding & Ship Repairing Works for Messr’s Rontiris & Stroumboulis,
Perama, Greece”, το οποίο υπογράφει η δανέζικη εταιρεία. Για τις γερμανικές παραγγελίες προς τη
Burmeister & Wain βλ. Giltner, Philip W.: German Economic Relations with Occupied Denmark, 194-
45, and the Extraordinary Industrial Deliveries, διδακτορική διατριβή, University of Toronto, Canada,
1997, σσ. 68, 87, 156-168, 178 (όπου αναφέρεται επιστολή προς αυτή μιας άλλης εταιρείας που
συναντήσαμε εδώ, της γερμανικής Howaldtswerke) και 205 – 207. (το διδακτορικό έχει δημοσιευτεί
επεξεργασμένο με τον τίτλο In the Friendliest Manner. German – Danish Economic Cooperation during
the Nazi Occupation of 1940 – 1945, Peter Lang Publishing, New York, 1998.
1352
TNA, WO 204/9159, “Industrial Survey, Section III, Aircraft repair works, armaments, explosives
and general engineering”.
1353
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ56, «Απάντησις εις ερωτηματολόγιον Υμετέρας Τραπέζης», ΡΟΣΤΡΟ προς ΕΤΕ,
Ιανουάριος 1945 (η ημέρα δεν φαίνεται καθαρά στο έγγραφο). Οι εργασίες αναμενόταν να
ολοκληρωθούν το πολύ σε 3 μήνες. Είναι πολύ πιθανό η εταιρεία να μην πρωτοανέλαβε όλες αυτές
τις εργασίες κατά τα Δεκεμβριανά ή στην σύντομη μεταβατική περίοδο που μεσολάβησε, αλλά να
πρόκειται για ολοκλήρωση για το ελληνικό Δημόσιο εργασιών που η ΡΟΣΤΡΟ είχε ξεκινήσει για τους
Γερμανούς (όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις). Η επιχείρηση έλπιζε επιπλέον να αναλάβει και
εργασίες από την Συμμαχική M-L (Military Liaison), με την οποία βρισκόταν, όπως ανέφερε, σε
διαπραγματεύσεις. Σε άλλο, μεταγενέστερο (και σε κάπως διαφορετικό κλίμα) έγγραφο («Ιστορικόν
Επιχειρήσεως Α.Ε. Γενικής Σιδηροβιομηχανίας Ροντήρης - Στρουμπούλης & Σία») πάντως
αναφέρεται ότι «μόλις η κατάστασις ήρχισε κάπως βελτιούμενη η Εταιρεία εκλήθη παρά της τότε
συστηθείσης Διευθύνσεως Θαλασσίων Μεταφορών διά κατά προτίμησιν επιτάξεως εις την
επισκευήν των εν τω Λιμένι υπαρχόντων Πλωτών μέσων», χωρίς όμως να αναφέρει λεπτομέρειες.
Όπως και να έχει οι εργασίες είναι ενδεικτικές των δυνατοτήτων της επιχείρησης που
χρησιμοποιούνταν και από το γερμανικό ναυτικό κατά την κατοχή.

763
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι γερμανικές παραγγελίες είχαν αυξήσει σημαντικά τις ανάγκες για εργατικά χέρια
στην επιχείρηση, με αποτέλεσμα να τριπλασιαστεί σχεδόν ο αριθμός των εργαζομένων στα
μέσα της κατοχής σε σχέση με την προπολεμική περίοδο (βλ. γράφημα 10.1).

1000
900 900
800 800
700
600 585
500 488
400 426
300 273
200 207 225
171
100 105
0
1937 1938 1939 1941 1942 1944 1946 1947 1948 1950

Γράφημα 10.1: Αριθμός εργαζομένων στην Α.Ε. Γενικής Σιδηροβιομηχανίας Ροντήρης -


Στρουμπούλης & Σία, 1937-1948. Πηγές: α) ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ56, ΡΟΣΤΡΟ («Δελτίον Πληροφοριών
δια την παροχήν δανείου εκ του σχεδίου ανασυγκροτήσεως», 10/5/1949 & αχρονολόγητο
«Ιστορικόν Επιχειρήσεως»), β) BA-MA, TS 404/14903 (“Namentliche Liste derjenigen Betriebe, die
von der Bauaufsicht mit Aufträgen für die deutsche Kriegsmarine beschäftigt werden”, 10/9/1942),
γ) TNA, WO 204/9201 (ανώνυμος τρισέλιδος πίνακας συνοδευτικός του “Greece: Armament
industry”). Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τα έτη 1940, 1943 και 1949. Η ακύρωση μεγάλης
παραγγελίας το 1950 οδήγησε σε εκ νέου πτώση του αριθμού των εργαζομένων.

Στα παραπάνω στοιχεία υπάρχουν δυστυχώς περίοδοι με ελλείψεις. Για παράδειγμα οι 225
εργαζόμενοι είναι σχεδόν βέβαιο ότι αφορούν το 1941, αλλά δεν είναι σαφές αν πρόκειται
για την περίοδο προ της κατοχής που το μηχανουργείο εργαζόταν εντατικά, όπως αναφέρει,
για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, ή αν αφορούν τους πρώτους μήνες της κατοχικής
περιόδου. Επίσης δεν έχουμε κάποιον αριθμό για το 1943, ενώ και εκείνος του 1944 αφορά
στις αρχές Δεκεμβρίου, όταν είναι πολύ πιθανό ότι ο αριθμός θα είχε μειθεί σε σχέση με τις
αρχές του έτους. Όπως αναφέρει η εταιρεία, 3 χρόνια περίπου μετά το τέλος της κατοχής η
ανάγκη πενταπλασιασμού της παραγωγής τεχνητής μετάξης από την ΕΤΜΑ (βασικό πελάτη
της ΡΟΣΤΡΟ από τον μεσοπόλεμο), οδήγησε σε νέα αύξηση της παραγωγής και της
απασχόλησης, αφού η ΡΟΣΤΡΟ θα κατασκεύαζε τα νέα μηχανήματα. Την ίδια περίπου
περίοδο γίνονταν εντατικές εργασίες στο ναυπηγείο (που όπως είδαμε είχε ιδρύσει η
επιχείρηση στο Πέραμα επί κατοχής), με χαρακτηριστικό παράδειγμα την μετατροπή από
αγγλικό συνεργείο του 10.000 τόνων «Κεφαλονιά» σε φορτηγό. Ωστόσο η νέα αυτή
παραγωγική ακμή δεν διήρκεσε πολύ, αφού το 1950 ακυρώθηκε η παραγγελία της ΕΤΜΑ

764
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

λόγω της κυβερνητικής πολιτικής ανοίγματος της αγοράς σε εισαγωγές τεχνητής μετάξης.1354
Φαίνεται λοιπόν ότι τα επόμενα χρόνια, όταν και η επιχείρηση έμπαινε σε νέες περιπέτειες
ο αριθμός εργαζομένων μειώθηκε εκ νέου. Η γενική εικόνα είναι λοιπόν σαφής: όπως
συνέβη και σε άλλες επιχειρήσεις που ήταν βασικοί αποδέκτες γερμανικών παραγγελιών, η
περίοδος της κατοχής ήταν περίοδος παραγωγικού οργασμού, ή τουλάχιστον περίοδος
κορύφωσης της απασχόλησης, όμοια της οποίας η επιχείρηση έκανε αρκετό καιρό να δει
ξανά.
Σύμφωνα με τους ισολογισμούς της επιχείρησης, η ΡΟΣΤΡΟ εξακολουθούσε να έχει
κέρδη τουλάχιστον ως το 1944, ενώ συνέχιζε και την σταθερή από τα προπολεμικά χρόνια
απόδοση γενναιόδωρου (αν και σταδιακά μειούμενου) μερίσματος. Το 1941 για
παράδειγμα το μέρισμα αυτό ξεπερνούσε το 17,5% των πωλήσεων. Όπως συμβαίνει βέβαια
συχνά σε περίοδο πληθωρισμού, τα επίσημα καθαρά κέρδη της εταιρείας φαίνονται
μειωμένα σε σχέση με τις πωλήσεις. Από την άλλη όμως, τα έτη ακριβώς αυτά γίνονται
κάποιες σημαντικές επενδύσεις (οι εμφανιζόμενες στον ισολογισμό επενδύσεις και
επεκτάσεις το 1941 πλησιάζουν το 12% του κύκλου εργασιών και το 1942 το 10%), χωρίς να
χρεώνεται η εταιρεία σημαντικά ποσά σε τράπεζες και πάσης φύσεως πιστωτές.1355 Το
ποσοστό των γενικών εξόδων, ενοικίων, μισθοδοσίας, τόκων, ασφάλειας, συσσιτίων κλπ
(χωρίς όμως ταμεία και φόρους) σε σχέση με τα ετήσια έσοδα εργασιών/προϊόντων
ανερχόταν σε 50,2% το 1938 και 41,1% το 1939, για να αυξηθεί με την έναρξη του πολέμου
σε 62,8% το 1940, 62,7% το 1941, 69,3% το 1942 και 88,7% το 1943. Οι χαμηλοί μισθοί και ο
σχεδόν μηδενισμός του κόστους των ενοικίων θα έπρεπε να είχαν εξισορροπήσει σε μεγάλο
βαθμό τη μεγάλη αύξηση των εργαζομένων (ειδικά το 1942), και η αύξηση των παραπάνω
λόγων ίσως να έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τον πληθωρισμό ή ακόμα και με
προσπάθεια απόκρυψης εσόδων από την εφορία.
Παρά τις επιφυλάξεις για τα στοιχεία των κατοχικών ισολογισμών και τις συνέπειες
του πληθωρισμού στην αποτύπωσή τους, τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την

1354
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ56 «Ιστορικόν Επιχειρήσεως Α.Ε. Γενικής Σιδηροβιομηχανίας Ροντήρης -
Στρουμπούλης & Σία». Στο Α1Σ44Υ8Φ67, ΡΟΣΤΡΟ, «Δελτίον Πληροφοριών»20/7/1949 το σκάφος
αναφέρεται ως 11.000 τόνων.
1355
Επεξεργασία στοιχείων από τους δημοσιευμένους σε εφημερίδες ισολογισμούς της περιόδου. Οι
ισολογισμοί αυτοί βρίσκονται μαζεμένοι και στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ56. Τα αναγραφόμενα κέρδη
πωλήσεων φτάνουν το έτος εκείνο σχεδόν στο 20% του ενεργητικού της εταιρείας. Το επόμενο έτος
θα πλησιάσουν στο 30% και το μεθεπόμενο θα ξεπεράσουν το 85%, γεγονός που μάλλον οφείλεται
περισσότερο στις στρεβλώσεις του πληθωρισμού, αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιχείρηση
ήταν αρκετά κερδοφόρα.

765
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μελέτη τους φαίνονται πάντως να συνηγορούν στην εικόνα σχετικής ευημερίας


(τουλάχιστον ως και το 1943) που απορρέει και από τα προηγούμενα στοιχεία. Η έναρξη της
κατοχής μάλιστα φαίνεται να είχε μικρότερη επίπτωση στα καθαρά κέρδη από την έναρξη
του πολέμου στην Ευρώπη και την ιταλική εισβολή και μόνο η άνοδος των πραγματικών
υπαλληλικών και εργατικών εισοδημάτων (όσο περιορισμένα κι αν ήταν αυτή σε ένα
μηχανουργείο) φαίνεται να μείωσε την αναλογία εσόδων προς εργατικά και άλλα έξοδα το
1943.
Ακόμα και αν ο πληθωρισμός και οι δυσχέρειες εξασφάλισης καυσίμων και πρώτων
υλών ενδεχομένως να μείωσαν τα καθαρά κέρδη ως ποσοστό του κύκλου εργασιών (πράγμα
αρκετά πιθανό), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εταιρεία ήταν κερδοφόρα και κατάφερε να
αναπτυχθεί κυρίως μέσω των συμβολαίων των αρχών κατοχής. Από τα κέρδη αυτά
προέρχεται χωρίς αμφιβολία και το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων ενός τουλάχιστον εκ
των ιδιοκτητών του σε ακίνητα επί κατοχής. Σύμφωνα με τα (όχι πάντα πλήρη) στοιχεία που
είχε συλλέξει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, ο Μιχαήλ Κ.
Στρουμπούλης εμφανιζόταν να έχει αγοράσει μέσα σε περίπου 1 χρόνο (μέχρι δηλαδή το
καλοκαίρι του 1942) 12 ακίνητα, με συνολικό τίμημα αγοράς (αλλά πολλαπλάσιας
πραγματικής αξίας) 76 χρυσών λιρών. Οι 40 από τις λίρες αυτές αφορούσαν τα 3 πρώτα
ακίνητα που αγοράστηκαν πριν την εκτόξευση του πληθωρισμού, τον Ιούνιο του 1941.1356
Το μηχανουργείο Ροντήρη – Στρουμπούλη ήταν ανάμεσα στις επιχειρήσεις που
υπέστησαν ζημιές κατά τον μεγάλο συμμαχικό βομβαρδισμό του Πειραιά τον Ιανουάριο
1944, αν και η αναφορά σε βρετανικό έγγραφο περί «καταστροφής» της επιχείρησης είναι
υπερβολικές.1357 Εξάλλου, η επιχείρηση συνέχισε να απασχολεί αρκετούς εργαζόμενους, ο
αριθμός των οποίων ανερχόταν κατά δήλωση της εταιρείας σε 585 μέχρι τις 3 Δεκεμβρίου
1944. Η ΡΟΣΤΡΟ δήλωνε επιπλέον το 1945 πως χρειαζόταν «μικροεπισκευές και
συμπληρώσεις» ύψους 2,5 – 3 εκατομμυρίων δραχμών. Η εταιρεία είχε ξαναρχίσει τις

1356
Τα ακίνητα αυτά ήταν 2 οικίες, 2 οικόπεδα, 1 απροσδιόριστο «ακίνητο», 1 «άμπελος» (που
αποτελεί και την πλέον φθηνή αγορά με τίμημα μόλις μία λίρα), 4 κτήματα και 2 αγροί. Βλ. ΕΛΙΑ,
Αρχείο Πανελληνίου Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, φυλλάδιο απευθυνόμενο
«προς την Εθνικήν Ηγεσίαν και τον Ελληνικόν Λαόν». Ενδεχομένως κάποια από τα πρώτα ακίνητα να
προέρχονταν από τα προκατοχικά κέρδη, αλλά οι περισσότερες από τις επόμενες αγορές της
περιόδου δεν θα μπορούσαν παρά να είναι αποτέλεσμα των εσόδων από τα γερμανικά συμβόλαια.
1357
“Damages from bombing were suffered by some of the installations, particularly during the
bombing o Piraeus in January 1944, as for instance, the Papoutsani Soap factory, the Argyropoulos
glass factory, the Kostopoulou weaving mill, the Strombolis machine shop which were destroyed […]”.
TNA, WO 204/8753, “Report on the Greek industries, March 1944”, σελ. 2.

766
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εργασίες της από 15 Ιανουαρίου και για το σκοπό αυτόν ζητούσε δάνειο από την Εθνική
Τράπεζα, η οποία, «λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι πρόκειται περί φερεγγύου και παλαιού, ως
αναφέρει το Υποκατάστημα Πειραιώς, πελάτου της Τραπέζης» δέχθηκε να της χορηγήσει
9.000.000 δραχμές. Εξάλλου «η επίδοσις της Εταιρείας εις ναυπηγήσεις» της προσέδιδε
«γενικοτέραν σημασίαν λόγω της παρατηρουμένης ελλείψεως πλωτών μέσων και των
σημαντικών αναγκών της οικονομίας.»1358
Λίγα χρόνια όμως αργότερα, όταν πια η εταιρεία δεν χρειαζόταν να τονίσει τις
δυνατότητες επιβίωσής της μετά την κατοχή, αλλά να δικαιολογήσει τις δυσκολίες που
αντιμετώπιζε μεταπολεμικά, ανέφερε σχετικά στο σύντομο ιστορικό της, ότι μετά την
κατοχή και «το εν συνεχεία στασιαστικόν κίνημα η επιχείρησις ευρέθη καθημαγμένη, με
εγκαταστάσεις σχεδόν ερειπωθείσας και με χρέη εις χρυσάς λίρας εξευρεθείσας εις την
μαύρην αγοράν με μηνιαίον τόκον τεράστιον και τούτο προς συντήρησιν του προσωπικού
της κατά το διάστημα το μεσολαβήσαν από της ενάρξεως της αποχωρήσεως των
κατακτητών μέχρι της εκρήξεως του Δεκεμβριανού κινήματος.»1359
Όπως είδαμε τα χρόνια του εμφυλίου η επιχείρηση δεν κατάφερε να φτάσει τα
επίπεδα απασχόλησης της κατοχής. Κατόρθωσε ωστόσο να πετύχει την ευνοϊκή κρίση της
ΕΤΕ για δάνειο ανασυγκρότησης της αμερικάνικης βοήθειας το 1949.1360 Η εταιρεία συνέχισε
1358
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ56, «Απάντησις εις ερωτηματολόγιον Υμετέρας Τραπέζης», ΡΟΣΤΡΟ προς ΕΤΕ,
Ιανουάριος 1945, και Τμήμα Βιομηχανικής και Μακροπροθέσμου Πίστεως, Υπηρεσία Μελέτης
Επιχειρήσεων, «Ανών. Εταιρεία Γενικής Σιδηροβιομηχανίας Ροντήρης – Στρουμπούλης & Σία», 3
Φεβρουαρίου 1945. Όπως είδαμε ο «παλαιός πελάτης» είχε συνεχίσει να δανειοδοτείται από την
ΕΤΕ και κατά την κατοχή.
1359
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ56 «Ιστορικόν Επιχειρήσεως Α.Ε. Γενικής Σιδηροβιομηχανίας Ροντήρης -
Στρουμπούλης & Σία». Το έγγραφο δεν έχει ημερομηνία, αλλά πρέπει να έχει γραφεί το 1953 ή λίγο
αργότερα. Η τελευταία πάντως φράση αποτελεί παραδοχή πως η εταιρεία είχε πολύ καλύτερα
αποτελέσματα επί κατοχής από ότι το πρώτο διάστημα της απελευθέρωσης.
1360
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ44Υ8Φ67, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Υπηρεσία Πληροφοριών προς τη Διεύθυνση
Βιομηχανικών και Ειδικών Χρηματοδοτήσεων της ΕΤΕ, «Δάνεια Ελληνικού Προγράμματος
Ανασυγκροτήσεως, Αίτησης της Ανωνύμου Εταιρείας Γενικής Σιδηροβιομηχανίας Ροντήρης –
Στρουμπούλης και Σια», 3/10/1949 και Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, Διεύθυνση Βιομηχανικών και
Ειδικών Χρηματοδοτήσεων, Τμήμα Βιομηχανικής Πίστης, Υπηρεσία Βιομηχανικών Χρηματοδοτήσεων
προς Κεντρική Επιτροπή Δανείων (Τράπεζα της Ελλάδος), 8/10/1949. Η τελευταία κλείνει «με την
παράκλησιν, όπως τύχει της υμετέρας ευμενούς εξετάσεως» η αίτηση για τη σύναψη δανείου ύψους
1.462.710 δολαρίων της ΡΟΣΤΡΟ. Όπως φαίνεται σε επιστολή της εταιρείας προς την ΕΤΕ
(20/7/1949), η αίτηση της ΡΟΣΤΡΟ ήταν για δάνειο ύψους 1.403.710 δολαρίων, το 44% περίπου του
οποίου θα δινόταν σε δραχμές. Η στροφή της εταιρείας προς τη θάλασσα εμφανιζόταν σχεδόν

767
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

την πορεία της και την επόμενη δεκαετία, αλλά όπως οι περισσότερες του κλάδου τελικά
δεν κατάφερε να επιβιώσει ως τις μέρες μας.

Στ) Πέραμα και Αμπελάκι Σαλαμίνας

Οι εκτεταμένες ναυπηγικές και επισκευαστικές εργασίες για το γερμανικό ναυτικό είναι


εμφανείς και στην περίπτωση του Περάματος. Στην περιοχή υπήρχαν από την αρχή του
αιώνα – αλλά περισσότερο από τον μεσοπόλεμο – αρκετά ναυπηγεία και μηχανουργεία,
κάποια από τα οποία είδαμε στον παραπάνω πίνακα 10.2. Από μόνοι τους οι 1.366
εργαζόμενοι στα ναυπηγεία και μηχανουργεία του Περάματος του πίνακα σχεδόν ισούνται
με τον προπολεμικό πληθυσμό της περιοχής, ο οποίος ανερχόταν κατά την απογραφή του
1940 σε 1.462 άτομα.1361 Όμως στην περιοχή δεν λειτουργούσαν μόνο οι συγκεκριμένες
επιχειρήσεις, ούτε απασχολούνταν μόνο αυτοί οι εργαζόμενοι άμεσα ή έμμεσα για τις αρχές
κατοχής.
Όπως φαίνεται από τις αυξημένες μερίδες άρτου, που μοίραζε το αρτοποιείο
Χαρίκλειας Πανουτσίδου στους εργαζόμενους για τους Γερμανούς σε Πέραμα και Αμπελάκι
Σαλαμίνας, οι επιχειρήσεις (αλλά και οι εργαζόμενοι) που απασχολούνταν από τις αρχές
κατοχής στην περιοχή ήταν πολύ περισσότερες. Συνολικά, κατά τις πέντε εβδομάδες
ανάμεσα στις 1 Ιουνίου και τις 5 Ιουλίου 1942, μοιράστηκαν από το εν λόγω αρτοποιείο

ολοκληρωτική, αφού ως είδος της επιχειρήσεως η ΡΟΣΤΡΟ ανέφερε «βιομηχανική, κατασκευή πάσης
φύσεως μηχανημάτων επισκευής πλοίων και ναυπηγήσεων» (εξάλλου δύο από τα μέλη του
διοικητικού συμβουλίου της περιόδου ήταν υποναύαρχοι εν αποστρατεία: οι Χρήστος Λούης και
Χαρίλαος Λιάμπεης). Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι πως σε κάποια από τα έγγραφα που
πρoορίζονταν για τους Αμερικάνους (βλ. π.χ. “Summary No. 14”), οι «δραχμές» αναφέρονται με τη
γερμανική λέξη (“Drachmen”) αντί της σωστότερης αγγλικής που συναντάται σε άλλα έγγραφα του
φακέλου (“Drachmae”). Φαίνεται πως αν και είχαν μεσολαβήσει λίγα χρόνια, οι μακροχρόνιες
επαφές της εταιρείας (όπως και μεγάλου μέρους της βιομηχανίας) με τη Γερμανία – τόσο από την
περίοδο της γερμανικής κυριαρχίας στο κλήρινγκ της δεκαετίας του 1930 όσο και από τις
παραγγελίες του γερμανικού ναυτικού κατά την κατοχή – είχαν αφήσει έντονα τα σημάδια τους.
1361
Οι περίπου 1.000 αυτό τους 1.366 εργάζονταν σε ναυπηγεία, οι υπόλοιποι σε μηχανουργεία και
επισκευές σκαφών. Για την απογραφή βλ. Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος: Πληθυσμός της
Ελλάδος κατά την απογραφήν της 16 Οκτωβρίου 1940, Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1950. Ο
πληθυσμός του Περάματος υπάρχει επίσης και στο κατοχικό ΦΕΚ 212Α/22-8-1942, με το Κανονιστικό
Διάταγμα «Περί δημοσιεύσεως εν τη Εφημερίδι της Κυβερνήσεως των αποτελεσμάτων της
ενεργηθείσης κατά την 16 Οκτωβρίου 1940 απογραφής του πληθυσμού του Κράτους των
αφορώντων την περιφέρειαν της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης». Ο αριθμός αυτός αφορά τους
πραγματικούς κατοίκους της περιοχής.

768
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

163.682 μερίδες άρτου, ή ανάμεσα σε περίπου 28.000 και 37.000 μερίδες την εβδομάδα
συνολικά (βλ. γράφημα 10.2).

Μερίδες άρτου ανά εβδομάδα σε Πέραμα - Αμπελάκι


(1/6 1942 - 5/7/1942)
40.000

35.000

30.000

25.000

20.000

15.000

10.000

5.000

0
1 2 3 4 5
Σαλαμίνα 2.457 2.863 2.823 5.035 5.108
Πέραμα 34.530 32.718 25.418 26.111 26.619

Γράφημα 10.2. Επεξεργασία στοιχείων από Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), Αρχείο Υπουργείου
Επισιτισμού (Κ67α), φάκελος 44.

Οι ποσότητες αυτές αντιστοιχούν σε περίπου 4.700 εργαζόμενους κάθε μέρα, ή σχεδόν τρεις
φορές τον προπολεμικό πληθυσμό της περιοχής. Ανάμεσα στο 83% και το 93% των μερίδων
αυτών μοιράζονταν σε επιχειρήσεις του Περάματος (κατά μέσον όρο 4.150 ημερησίως), και
οι υπόλοιπες στο Αμπελάκι της Σαλαμίνας. Οι 22 από τις επιχειρήσεις αυτές ήταν
ναυπηγεία, οι 14 (και μια ακόμα ομάδα που εμφανίζεται ως «Wehrmacht») είχαν
αντικείμενο τεχνικά και οικοδομικά έργα (ο Κριεζής είχε αναλάβει 3 ταυτόχρονα), και 5 ήταν
μηχανουργεία και λεβητοποιεία. Οι τεχνικές εταιρείες ωστόσο απασχολούσαν
περισσότερους εργάτες (κατά μέσον όρο 16.633 μερίδες την εβδομάδα ή το 51% του
συνόλου), ενώ τα ναυπηγεία το 41% (13.494 την εβδομάδα) και τα
μηχανουργεία/λεβητοποιεία το 8% (2.708).1362 Τα περισσότερα εξάλλου από τα
οχυρωματικά ή οδικά έργα στην Ελλάδα γίνονταν επί κατοχής με την χρήση άφθονων (και
συνήθως αρκετά φτηνών) εργατικών χεριών και λίγων μόνο περίπλοκων ή ακριβών
μηχανημάτων.

1362
Επεξεργασία στοιχείων από Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), Αρχείο Υπουργείου Επισιτισμού
(Κ67α), φάκελος 44 (υποφάκελοι 44.1-3).

769
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

1- 8- 15- 22- 29/6-


Επιχειρήσεις
7/6/42 14/6/42 21/6/42 28/6/42 5/7/42
Γ. Ζώρζος 336 336 361 359 245
Χ. Βενιέρης 1.253 1.379 1.078 1.281 1.246
Δ. Καραγεώργη 1.316 1.190 1.274 1.140 939
Ν. Τσαταλιός 168 0 0 0 0
Ζ. Καστρινός 644 833 440 560 602
Ν. Ψαρρός 364 392 217 280 294
Χ. Αντωνάτος* (Deutsche Werft
Ambelaki) 630 644 620 637 584
Λ. Κορωναίος 525 525 357 462 483
Τ. Βόμβας ("Νέος
Ποσειδών") 189 189 154 196 203
Β. Νικολλέτος 140 175 105 196 238
Σ. Κουλακάρης 574 570 560 462 462
Π. Μπούμης 1.155 1.120 1.109 986 938
Ε. Μπλαζάκης 1.001 987 952 994 948
Η. Γκούμας** 1.659 1.659 1.615 1.589 1.594
Γ. Βενιέρης* 168 217 224 252 308
Ι. Χαλκίτης 203 210 192 195 196
Δ. Ζαχαρίας 315 315 182 217 238
Ν.Ε.Β.Α. 2.359 2.110 2.053 1.686 2.368
Ι. Σινιόσογλου 56 0 0 0 0
Γ. Σταματέκος 707 721 700 742 698
Α. Μυρικνόπουλοι 203 301 210 224 252
Ζέρβας * (Αφοί K. Ζέρβα ή
Ελευθερίου) 0 343 364 364 365
Σύνολα 13.965 14.216 12.767 12.822 13.201
Πίνακας 10.5: Μερίδες άρτου ανά εβδομάδα από το αρτοποιείο Πανουτσίδου στο Πέραμα προς
εργαζόμενους των ναυπηγείων που δουλεύουν για τους Γερμανούς, την περίοδο 1 Ιουνίου – 5
Ιουλίου 1942. Επεξεργασία στοιχείων από: Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), Αρχείο Υπουργείου
Επισιτισμού (Κ67α), φάκελος 44. Όπου το όνομα του υπεύθυνου είναι διαφορετικό από εκείνο της
επιχείρησης η τελευταία αναφέρεται σε παρένθεση.
* Αμπελάκι Σαλαμίνας.
** Αναφέρεται ως Πέραμα κατά τις πρώτες 2 εβδομάδες. Αργότερα όμως αναφέρεται σε δικό του
έγγραφο ως Αμπελάκι. Δεν είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται για μετακίνηση των δραστηριοτήτων του
ή αν είχε δύο ναυπηγεία.
Τα περισσότερα από τα ναυπηγεία είναι τα ίδια που συναντάμε και στον πίνακα
10.2. Σε κάποια όμως από τα ναυπηγεία συναντάμε σημαντικές αυξομειώσεις στους
δηλωμένους εργαζόμενους σε σχέση με τον γερμανικό πίνακα, παρά τη μεσολάβηση μόλις
2-3 μηνών. Το «ναυπηγείον και ανελκυστήριον» Δ. Καραγεωργή για παράδειγμα έχει 100
εργαζόμενους σύμφωνα με τη Γερμανική λίστα του Σεπτεμβρίου 1942, αλλά για τις μερίδες
άρτου δηλώνονται 188 καθημερινά την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου, 170 τη δεύτερη, 182

770
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

την τρίτη, 185 στην αρχή της τέταρτης, αριθμός που πέφτει όμως στους 154 από τις 24/6
και ανάμεσα σε 136 και 133 την τελευταία εβδομάδα του αρχείου. Ακόμα μεγαλύτερη είναι
η διαφορά του ναυπηγείου Χ. Βενιέρη, που εμφανίζεται να απασχολεί μόλις 49 στη
γερμανική έκθεση, αλλά δηλώνει 179, 197, 154, 183 και 178 στις πέντε εβδομάδες των
στοιχείων του Υπουργείου Επισιτισμού. Σημαντικά μεγάλες διαφορές συναντάμε ακόμα στο
ναυπηγείο του Πέτρου Μπούμη, που είχε 77 εργαζόμενους στη γερμανική λίστα, αλλά 165,
160, 160-154, 150-135 και 134 στις πέντε εβδομάδες του αρχείου επισιτισμού.1363
Δεν είναι σαφές αν πρόκειται για πραγματικές αυξομειώσεις στην απασχόληση των
εργατών και υπαλλήλων των επιχειρήσεων αυτών, ή αν κάποιες από αυτές έπαιρναν το
ρίσκο (ενδεχομένως δωροδοκώντας και τους υπεύθυνους;) να δηλώνουν περισσότερους
εργάτες από τους πραγματικούς ώστε να δίνουν περισσότερες μερίδες στους εργαζόμενους
τους (ενδεχομένως ώστε να τους κρατήσουν, αφού όπως είδαμε υπήρχε κάποιος
ανταγωνισμός ειδικά για τους εξειδικευμένους), είτε (μάλλον πιθανότερο ενδεχόμενο) να
πουλούν το περίσσευμα στη μαύρη αγορά για επιπλέον κέρδος. Πάντως στην περίπτωση
του Πειραιά φαίνεται ότι υπήρχαν πράγματι κάποια ζητήματα με ανακριβείς δηλώσεις
εργαζομένων. Στην περίπτωση όμως τουλάχιστον του ναυπηγείου των αδελφών
Μυρικνόπουλων φαίνεται ότι ισχύει μάλλον η πρώτη υπόθεση, αφού ανάμεσα στις αρχές
Ιουνίου και τις αρχές Ιουλίου οι δηλωνόμενοι εργάτες για τις μερίδες άρτου αυξάνονται
από τις 29 στις 50-53, αριθμός που πλησιάζει τους 60 με τους οποίους εμφανίζεται η
επιχείρηση στη γερμανική λίστα. Είναι λοιπόν λογική η υπόθεση ότι, σε αυτή τουλάχιστον
την περίπτωση, το ναυπηγείο είχε αυξήσει την παραγωγή του για το γερμανικό ναυτικό
μέσα στο καλοκαίρι του 1942 απασχολώντας περισσότερα άτομα στις σχετικές εργασίες.
Στα περισσότερα πάντως από τα ναυπηγεία αυτά παρατηρείται μια σημαντική
συνέχεια ως προς τους δηλωμένους εργαζόμενους, τουλάχιστον όπως προκύπτει από τα
στοιχεία αυτά για την περίοδο από την αρχή του καλοκαιριού μέχρι και το φθινόπωρο του

1363
Ο Μπούμης ενδεχομένως να επένδυε τα κέρδη του και στην επέκταση του ναυπηγείου του,
αφού μέχρι τις αρχές του 1942 είχε αγοράσει τουλάχιστον 4 οικόπεδα, με τίμημα μόλις 13 λίρες
(ΕΛΙΑ, Αρχείο Πανελληνίου Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, φυλλάδιο
απευθυνόμενο «προς την Εθνικήν Ηγεσίαν και τον Ελληνικόν Λαόν»). Το γεγονός ότι με έρευνα στις
στήλες των αγοροπωλησιών των αθηναϊκών εφημερίδων (που περιείχαν μόνο τις μεταβιβάσεις στην
Αθήνα) δεν ανακάλυψαν τις αγορές αυτές κατά τις ημέρες που αναφέρονται στο φυλλάδιο της
ομοσπονδίας, σε συνδυασμό με το πολύ χαμηλό τίμημα, ενισχύει την υπόθεση ότι οι αγορές θα
πρέπει να αφορούσαν οικόπεδα εκτός Αθηνών. Ωστόσο δεν υπάρχουν προς το παρόν περισσότερα
στοιχεία για το αν η επιχείρηση πράγματι επεκτάθηκε και αν οι αγορές αυτές έχουν κάποια σχέση με
τους διαφορετικούς αριθμούς εργαζομένων για τους Γερμανούς που εμφανίζει το ναυπηγείο.

771
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

1942. Το ναυπηγείο Κουλακάρη για παράδειγμα εμφανίζεται με 80 εργαζόμενους στη


γερμανική λίστα και δηλώνει 82 για τις επιπλέον μερίδες άρτου.
Ανάμεσα στα ναυπηγεία της λίστας βρίσκεται και τουλάχιστον ένα νεοϊδρυθέν,
εκείνο του «Νέου Ποσειδώνα», που δημιουργήθηκε στις αρχές του 1942 με κύριο σκοπό να
εκμεταλλευτεί τις γερμανικές παραγγελίες.1364 Σύμφωνα με το καταστατικό που
υπογράφηκε τον Ιανουάριο, μέλη της εταιρείας ήταν οι Λάζαρος Βορίδος Ροζάκης,
Δημήτριος Νικολάου Βόμβας, Δημήτριος Οδυσσέως Κούμς, Λάζαρος Πέτρου Κρεμμύδας,
Αλέξανδρος Ηλία Φιλίππου, Γεώργιος Ευαγγέλου Καρελλάς, Ευστράτιος Νικολάου Βόμβας,
Δημήτριος Νικολάου Παπαμιχαλόπουλος και Ιωάννης Σπυρίδωνος Ευσταθίου. Στο
υπόλοιπο της κατοχής η σύνθεση των μελών της εταιρείας πιθανότατα μεταβλήθηκε, αφού
στις μεταπολεμικές λίστες οικονομικών συνεργατών του εχθρού εμφανίζονται σχετιζόμενοι
με την εταιρεία οι Τ. Βόμβας, Λ. Ροζάκης, Δ. Κούζης, και Θ. Ζέρβας.1365

1364
ΦΕΚ 15/10-2-1942, Δελτίον Ανωνύμων Εταιριών, Καταστατικά, αρ. πρωτ. 3891, «Περί παροχής
αδείας συστάσεως και εγκρίσεως του καταστατικού της Ανωνύμου Εταιρείας υπό την επωνυμίαν
Εταιρεία εμπορικών και Ναυτικών επιχειρήσεων Νέος Ποσειδών Α.Ε.». Επίσημος σκοπός της
εταιρείας ήταν «η ανάληψις και εκτέλεσις εμπορικών ναυπηγικών και μηχανουργικών εργασιών και
συναφών τεχνικών εν γένει κατασκευών και εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεις συναφούς εμπορίου
ξυλείας και σιδήρων καθώς και ναυτιλιακών ειδών, είτε απ’ ευθείας είτε δι’ αναλήψεως
αντιπροσωπειών ημεδαπών και αλλοδαπών οίκων των κλάδων τούτων, παρεχομένης πάσης
ελευθερίας εις το Διοικητικόν Συμβούλιον της επιχείρησης να επεκτείνει τας ανωτέρω εργασίας
αυτής και εις οιουσδήποτε άλλου συναφείς κλάδους και καθ΄ οιονδήποτε τρόπον, δηλαδή είτε και
δι’ ιδρύσεως άλλων εταιρειών ή και διά συμμετοχής εις υφισταμένας τοιαύτας». Αργότερα στην
εταιρεία εισήλθε και ο πρώην βενιζελικός υπουργός και επιχειρηματίας Αρτέμης Δεναξάς, ο οποίος
όμως γρήγορα αποσύρθηκε στις Κυκλάδες όπου φαίνεται ότι βοήθησε τις αγγλικές υπηρεσίες (από
τις οποίες μεταπολεμικά έλαβε και σχετική βεβαίωση). Βλ. TNA, WO 204/12766, BCIS [Balkan
Counter Intelligence Section], “Greece - Reports on Economic Collaborators No2”, Greece, 31/3/1946.
Η γενικότητα των σκοπών και απόλυτη ελευθερία δραστηριοτήτων που δίνεται στο Δ.Σ. της εταιρείας
σε συνδυασμό με το πολυάριθμο των μελών μάλλον υποδηλώνει τον ευκαιριακό, «επενδυτικό»
χαρακτήρα της νέας εταιρείας, μέσω της οποίας όσοι διέθεταν το απαιτούμενο κεφάλαιο έλπιζαν να
το πολλαπλασιάσουν με ό, τι εργασία μπορούσαν να βρουν. Η κυριαρχία των αρχών κατοχής στους
κλάδους της οικονομίας που στόχευε η επιχείρηση (αλλά ως ένα βαθμό και η αναφορά σε ξένους
οίκους) δεν αφήνει πολλά περιθώρια για τις εργασίες που σκόπευε εξαρχής να πραγματοποιήσει.
1365
Δεν είναι βέβαιο αν ο Κούζης είναι ο ίδιος με τον Κουμς, ή Κούμη ή αν (μάλλον το πιθανότερο)
εισήλθε αργότερα στην επιχείρηση, ενώ ο Ζέρβας δεν αποκλείεται να είναι ο ένας εκ των αδελφών
που είχαν το ναυπηγείο στη Σαλαμίνα. Βλ. TNA, WO 204/12766, “Collaborationists Shipbuilding

772
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του Φιλίππου, του μοναδικού από τα μέλη της
εταιρείας με γνώσεις ναυπηγικής, η παρουσία του οποίου ενδεχομένως να αποτελεί
ένδειξη συγκεκριμένης στρατηγικής προσέλκυσης γερμανικών παραγγελιών από
επιχειρηματίες σαν κι εκείνους του «Νέου Ποσειδώνα». Ο ναυπηγός Αλέξανδρος Ηλία
Φιλίππου λοιπόν δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος με τον ναυπηγό και αξιωματικό του
Βασιλικού Ναυτικού Αλέξανδρο Ηλία Φιλίππου, συγγενή των Αργυρόπουλων που όπως θα
δούμε παρακάτω ασχολήθηκαν επίσης με γερμανικές ναυπηγήσεις (τσιμεντοπλοίων αυτή
τη φορά) και με έργα των αρχών κατοχής. Ο Φιλίππου, η μητέρα του οποίου ήταν η
Φωτεινή Αργυροπούλου (Θεία των Αργυρόπουλων των τσιμεντοπλοίων), είχε γεννηθεί το
1894 στο Βόλο. Σπούδασε στη Γλασκώβη ναυπηγός μηχανικός, νομιμοποιήθηκε (από
έφεδρος) ως αξιωματικός του ναυτικού και συμμετείχε σε επιτροπές για επισκευές,
ναυπηγήσεις και παραλαβής πλοίων του Β.Ν. (ανάμεσα στα οποία και το «Αβέρωφ», καθώς
και το υποβρύχιο «Γλαύκος»). Το 1937-1940 υπηρετούσε στη βάση υποβρυχίων του
ναυστάθμου σε ειδική απόρρητη υπηρεσία του ΓΕΝ για την τοποθέτηση πυροβόλων σε
εμπορικά σκάφη, στη Διοίκηση Παρακτίου Αμύνης και ως καθηγητής στην Σχολή Εμπορικής
Ναυτιλίας, ενώ κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου ήταν επόπτης επισκευών,
μετασκευών και εξοπλισμού εμπορικών πλοίων στα επιταγμένα εργοστάσια του Πειραιά.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, πέρα από τη συμμετοχή του στην εταιρεία, υπηρετούσε και
στην Επιθεώρηση Εμπορικών Πλοίων, στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς και ήταν
καθηγητής στη Σχολή Μηχανικών «Ο Αρχιμήδης» του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.1366
Όπως φαίνεται λοιπόν από το βιογραφικό του, η συμμετοχή του Φιλίππου στην εταιρεία

Firms”, 10/2/1946. Tο ίδιο έγγραφο υπάρχει και στο NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3901-
3949, (Box 18 Folder 3).
1366
Μεταπολεμικά απασχολήθηκε για ένα διάστημα στην UNRRA και σε επιτροπή του Υπουργείου
Εμπορικής Ναυτιλίας και ως ναυπηγός. Ο ανιψιός του Ηλίας (γεν. 1927) είχε επί κατοχής
«συνεργασθεί με τας εθνικιστικάς οργανώσεις» (δεν αναφέρεται ποιες και τί μορφή είχε η
«συνεργασία») και φαίνεται να σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά από τον ΕΛΑΣ. Βλ. ΦΕΚ 15/10-2-1942,
Δελτίον Ανωνύμων Εταιρειών, Καταστατικά, αρ. πρωτ. 3891, «Περί παροχής αδείας συστάσεως και
εγκρίσεως του καταστατικού της Ανωνύμου Εταιρείας υπό την επωνυμίαν Εταιρεία εμπορικών και
Ναυτικών επιχειρήσεων Νέος Ποσειδών Α.Ε.», Φιλίππου, Κωνσταντίνος Α.: Διαδρομή ενός Αιώνα,
1900-2000. Από τα αρχεία και τις αναμνήσεις του Αλεξάνδρου και του Κωνσταντίνου Φιλίππου, Τζεϊ
& Τζεϊ Ελλάς, Πειραιάς, 2007, κυρίως σσ. 129-140 και ΕΛΙΑ, Αρχείο Οικογένειας Αργυροπούλου,
Γενεαλογικό Δέντρο (σε μεταγενέστερη έκδοση, αλλά με λιγότερες πληροφορίες βρίσκεται και στον
δικτυακό τόπο http://www.argyropoulos.net/genpro/argyropoulosgr/, τελευταία πρόσβαση
5/12/2013).

773
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

(άσχετα με το πόσο ενεργή μπορεί στην πράξη να ήταν αυτή) δεν ήταν άσχετη με την
επαγγελματική του εμπειρία, ειδικά μάλιστα με τη συμμετοχή του στις επισκευές και
μετασκευές σκαφών την περίοδο 1940-41.
Ο Φιλίππου επί κατοχής φέρεται να «ησχολήθη με την σχεδίαση κάποιων
καραβόσκαρων και ιστιοπλοϊκών αναψυχής, για πιθανή μελλοντική χρήση, καθώς και με
θέματα που άπτοντο [σικ] της ανυψώσεως του επιπέδου και της κατοχυρώσεως του
επαγγέλματος του διπλωματούχου ναυπηγού μηχανικού μέσα στα πλαίσια του Τεχνικού
Επιμελητηρίου της Ελλάδος και του Συλλόγου Μηχανολόγων, Ηλεκτρολόγων, Ναυπηγών
και Μεταλλειολόγων Ελλάδος».1367 Δεν είναι σαφές σε ποιο βαθμό η συμμετοχή του
Φιλίππου στην επιχείρηση επιδιώχθηκε από τα υπόλοιπα μέλη ως μιας μορφής εγγύηση
για την τεχνογνωσία του «Νέου Ποσειδώνα» και για την ευκολότερη προσέκλυση
παραγγελιών από τις αρχές κατοχής, πάντως ο ίδιος ο Φιλίππου δεν φαίνεται να ήταν από
τις κινητήριες δυνάμεις πίσω από την δημιουργία της εταιρείας (εξάλλου το όνομά του δεν
εμφανίζεται στις μεταπολεμικές λίστες συνεργατών).
Μία ακόμα ενδιαφέρουσα περίπτωση μέλους της συγκεκριμένης εταιρείας είναι
εκείνη του Ροζάκη, κυρίως λόγω της εβραϊκής καταγωγής του. Ο Ροζάκης είχε έρθει το 1932
από τη Γερμανία ως Ροζενστάιν (πιθανότατα λόγω της ανόδου του NSDAP) και άλλαξε το
όνομά του όταν πήρε την ελληνική υπηκοότητα, πράξη που μάλλον απέβη σωτήρια για τον
ίδιο επί κατοχής. Πριν την κατοχή είχε υπηρετήσει για ένα διάστημα ως εμπορικός

1367
Φιλίππου, Κωνσταντίνος Α.: Διαδρομή ενός Αιώνα, 1900-2000…., σελ. 104. Δεν έχουν εντοπιστεί
κάποια περισσότερα στοιχεία για το αν τα σχεδιαζόμενα σκάφη προορίζονταν στην πραγματικότητα
για τον «Νέο Ποσειδώνα». Μοναδική ίσως αλλά ανεπαρκής ένδειξη είναι η αναφορά στον
υπάρχοντα φάκελο του «Καραβόσκαρου –Α. Δεναξά – Α. Φιλίππου Α.Δ./1941» (ο. π., σελ. 295), που
θα μπορούσε να συνδέεται με τις κατηγορίες εναντίον του Δεναξά για συνεργασία με τους
Γερμανούς το 1941 (βλ. παρακάτω). Γενικά το εν λόγω βιβλίο περιορίζεται σε ελάχιστες πληροφορίες
για την ακριβή δράση του Αλ. Φιλίππου επί κατοχής και δεν αναφέρει ασφαλώς τίποτα σχετικά με
την ίδρυση της εταιρείας. Η κατάσταση που περιγράφει για την οικογένεια υποδηλώνει κάποια
σχετική άνεση (ο Αλέξανδρος «είχε την προνοητικότητα να προμηθευτεί τρόφιμα πριν από την
είσοδο των Γερμανών και αυτά μας εβοήθησαν να επιζήσουμε σχετικώς άνετα για κάποιο
διάστημα»), αν και η ζωή όπως την περιγράφει ο γιος της οικογένειας σίγουρα δεν ήταν ανέμελη (ο.
π. σσ. 129-131). Δεν υπάρχουν πάντως αποδείξεις πως η οικογένεια Φιλίππου είχε την δράση ούτε
είχε βγάλει τα κέρδη των Βόμβα και Ροζάκη και πιθανώς να μην είχε καμία ενεργό ανάμιξη στο
επιχειρηματικό έργο της εταιρείας. Ενδεχομένως μάλιστα να αποχώρησε από την εταιρεία, ενώ ο
αδελφός του Αλέξανδρου, Κώστας, όπως και ένας ανιψιός του, αναφέρεται πως εγκατέλειψαν
κάποια στιγμή την κατεχόμενη Ελλάδα για τη Μέση Ανατολή.

774
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ακόλουθος στην πρεσβεία της Σόφιας, μέχρι να υποχρεωθεί να την εγκαταλείψει λόγω της
ανάμιξής σε σκάνδαλο και να στραφεί τελικά στις επιχειρήσεις. Όπως θα δούμε στη
συνέχεια, η εφορία έκρινε μεταπολεμικά ότι από την κατοχική δραστηριότητά του αυτή, ο
Ροζάκης είχε ιδιαίτερα μεγάλα κέρδη.1368
Αν και δεν είχε κλείσει ακόμα εξάμηνο, το εν λόγω ναυπηγείο απασχολούσε ήδη
στα μέσα του 1942 έναν καθόλου ασήμαντο και, τουλάχιστον για τις πέντε αυτές
εβδομάδες, γενικά αυξανόμενο αριθμό εργαζομένων. Στο τέλος του έτους το συγκεκριμένο

1368
Τη θέση του στην Σόφια ο Ροζάκης αναφέρεται ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει «για πολιτικούς
λόγους» (TNA, WO 204/12766, BCIS [Balkan Counter Intelligence Section], “Greece - Reports on
Economic Collaborators. No2”, Secret, 31/3/1946). Στα αρχεία του υπουργείου εξωτερικών φαίνεται
ότι το «πολιτικό πρόβλημα» ήταν η λαθραία εισαγωγή συναλλάγματος από τη Βουλγαρία, αν και το
πατρώνυμο αναφέρεται ως «Βενιαμίν». Ωστόσο είναι μάλλον απίθανο να πρόκειται για συνωνυμία.
Κατά τα άλλα ο Ροζάκης «παρέσχε τη Πρεσβεία πολλάς και σπουδαίας υπηρεσίας» και
«ασχολούμενος με την συγκέντρωσιν όλων των πληροφοριών οικονομικής και εμπορικής φύσεως,
ήτο συγχρόνως και άριστος πληροφορητής και πράκτωρ αυτής». Ωστόσο δεν κατάφερε να αποφύγει
και τις αρνητικές κρίσεις συναδέλφων του (άγνωστο αν η αιτία ήταν προσωπική ή άλλη διαφορά,
κάποιας μορφής επαγγελματικού ανταγωνισμού ή πραγματικά ψύχραιμη και αντικειμενική κρίση),
αφού «κατά την προσωπικήν γνώμην ανωτέρου υπαλλήλου του καθ’ ημάς Υπουργείου, όστις
υπηρετεί εν Σόφια διαρκούντος του χρόνου υπηρεσίας του κ. Ρόζενστάϊν και κατά την εποχήν του
επεισοδίου της λαθραίας εξαγωγής συναλλάγματος, ο περί ου πρόκειται δεν δύναται να θεωρηθεί
άξιος απολύτου εμπιστοσύνης ως προς την σταθερότητα των εθνικών αυτού φρονημάτων». Βλ.
ΥΔΙΑ-ΥΠΕΞ, Κ.Υ. 1934-49: 2) Φακ. Ροζενστάιν 1934-39 Α΄6 (φακ. Ζ ), Υπουργείον Εξωτερικών, Γραφείο
Πολιτικών Υποθέσεων, προς Υφυπουργείον Δημοσίας Ασφαλείας, Διεύθυνσιν Αλλοδαπών, αρ. πρωτ.
10583/Α/6, «Περί του Λαζ. Ρόζενστάιν», 8 Μαΐου 1939. Η υπόθεση είναι η ίδια που αναφέρεται σε
δημοσιεύματα της εποχής χωρίς ονόματα, αλλά με την αναφορά ποσού (557.837 λέβα). Βλ.
Ελέυθερον Βήμα, 15/1/1934, «Ξένος διπλωμάτης εις την Βουλγαρίαν αρχηγός μεγάλης σπείρας
λαθρεμπόρων. Φυγάδευσιν συναλλάγματος εις το εξωτερικόν» (στον σχετικό φάκελο του ΥΠΕΞ
υπάρχει και δημοσίευμα βουλγαρικής εφημερίδας). Αν και μοιάζει περίεργη, η περίπτωση Ροζάκη
δεν ήταν η μοναδική περίπτωση Εβραίου που διέφυγε από τη ναζιστική Γερμανία για να συνεργαστεί
τελικά όταν κατακτήθηκε η χώρα που τον υποδέχτηκε, και να καταφέρει έτσι να ξεφύγει από τη
φρικτή μοίρα που οι κατακτητές επιφύλασσαν στους Εβραίους. Στη Γαλλία για παράδειγμα υπήρχε η
αντίστοιχη περίπτωση κάποιου Mandel Szkolnikoff, που γεννήθηκε στη Ρωσία, κατέληξε στη
Γερμανία και από εκεί τελικά στη Γαλλία το 1933, όπου κατά την κατοχή (όταν εμφανιζόταν ως
Γάλλος «Monsieur Michel») έγινε από τους μεγαλύτερους τοπικούς προμηθευτές των SS. De
Rochebrune, Renaud & Hazera, Jean-Claude: Les Patrons sous l’Occupation, Odile Jacob, Paris, 2013
[1995], σσ. 229-236.

775
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ναυπηγείο θα δήλωνε επισήμως μικτά κέρδη ύψους 62.802.004,10 δραχμών (ή σχεδόν το


50% του ενεργητικού) και καθαρό κέρδος 9.300.066,20 δραχμών. Το μάλλον προνομιούχο
αυτό νέο ναυπηγείο είχε μάλιστα στη διάθεσή του όπως δήλωνε μία φορτηγίδα
(εκτιμώμενης αξίας σύμφωνα με το ενεργητικό 1.200.000 δραχμών), αλλά και αυτοκίνητα
(924.225 δραχμών).1369
Ενδεικτική των κερδών που φαίνεται να αποκόμισαν τα μέλη της από τις
παραγγελίες των αρχών κατοχής είναι οι αγορές ακινήτων που έκαναν την κατοχή. Ο Λ.
Ροζάκης αγόρασε τουλάχιστον 9 ακίνητα την κατοχή συνολικού τιμήματος 733 χρυσών
λιρών, αν και τα περισσότερα από αυτά αγοράστηκαν πριν την ίδρυση της συγκεκριμένης
εταιρείας.1370 Ένας εκ των αδελφών Βόμβα, ο έμπορος Ασημάκης του Νικολάου, είχε
αγοράσει στα τέλη του 1941 τουλάχιστον 3 ακίνητα, με συνολικό τίμημα 770 χρυσές λίρες,
αν και δεν είναι βέβαιο το κατά πόσον τα έσοδα αυτά προέρχονταν στο σύνολό τους από τη
συγκεκριμένη εταιρεία.1371 Στους πίνακες της Ομοσπονδίας Πωλησάντων εμφανίζονται

1369
Ισολογισμός για το 1942 της «Εταιρείας Εμπορικών και Ναυτικών Επιχειρήσεων ‘Νέος Ποσειδών’
Α. Ε.», σε ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ68. Αν και λόγω ανεπαρκών στοιχείων δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν
τα πραγματικά έσοδα της εταιρείας σε χρυσές λίρες κατά την είσπραξή της, το καθαρό κέρδος κατά
η
την 31 Δεκεμβρίου 1942 ισούταν με περίπου 64 χρυσές λίρες. Στην πράξη όμως το κέρδος ήταν
σημαντικά υψηλότερο, αφού η ισοτιμία της χρυσή λίρας κατά τον Ιούνιο ήταν ανάμεσα στο 30 και το
50% εκείνης των τελευταίων ημερών του έτους, ενώ κατά τον Φεβρουάριο (μήνα ίδρυσης της
επιχείρησης) γύρω στο 20-25%.
1370
Πρόκειται για 3 κτήματα, 1 οικία, 1 διαμέρισμα και 1 «ακίνητο» αγορασμένα το 1941, 2 κτήματα
το 1942 και 1 ακόμα (ιδιαίτερα μεγάλο όπως προκύπτει από το τίμημα των 139 λιρών) το 1943. ΕΛΙΑ,
Αρχείο Πανελληνίου Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, φυλλάδιο απευθυνόμενο
«προς την Εθνικήν Ηγεσίαν και τον Ελληνικόν Λαόν». Οι αγορές του 1941 πρέπει να έγιναν ως
αποτέλεσμα της συνεργασίας Ροζάκη με τον Δεναξά για την εξυπηρέτηση γερμανικών συμβολαίων.
Ο Ροζάκης στη διάρκεια της κατοχής συμμετείχε και στην «Οικονομική και Τεχνική», πρόεδρος της
οποίας ήταν ο Δεναξάς (ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ15Φ4, ΕΤΕ, υποκατάστημα Αθηνών, «Γνωμάτευσις Οικονομική
και Τεχνική Εταιρεία της Ελλάδος ΑΕ», 9/12/1943).
1371
Βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Πανελληνίου Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, φυλλάδιο
απευθυνόμενο «προς την Εθνικήν Ηγεσίαν και τον Ελληνικόν Λαόν». Ο Ασημάκης με 6 μέλη της
οικογένειας Βόμβα καθώς και 7 ακόμα εμπόρους, επιχειρηματίες και μηχανικούς είχαν ιδρύσει το
1942 άλλη μία εταιρεία με παρεμφερείς σκοπούς («εκμετάλλευση ακινήτων, εκτέλεση πάσης
φύσεως εμπορικών, μηχανουργικών και ναυπηγικών ή ναυτιλιακών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων
συναφούς εμπορίου» απευθείας ή με αντιπροσωπίες), με το όνομα «Ανώνυμος Εταιρεία Γενικών
Επιχειρήσεων Αδελφοί Βόμβα» (Βλ. ΦΕΚ 233/11-8-1942, Δελτίο Ανωνύμων Εταιρειών, καταστατικά,
αρ. πρωτ. 45984. Στα στοιχεία της Ομοσπονδίας Πωλησάντων αναφέρεται η ίδρυση ακόμα μιας

776
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ακόμα αγορές 12 ακινήτων στο όνομα της Λούπκα, συζύγου Γεωργίου Καρελλά, που
πιθανότατα αφορούν τον μέτοχο του «Νέου Ποσειδώνα».1372
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη η παρουσία των περισσότερων ιδιοκτητών της
επιχείρησης στους πίνακες της μεταπολεμικής «φορολογίας πλουτησάντων». Εκεί για
παράδειγμα τα Αδέλφια Βόμβα κλήθηκαν να πληρώσουν 80.000.000 δρχ. (και άλλα 40
εκατομμύρια ατομικά ο Δημήτριος Βόμβας), ο Κούμς (ή Κούμας) 60.000.000, ο Ροζάκης (ή
Ρόζενσταϊν) 180.000.000.1373 Το ποσό της φορολογίας πλουτησάντων που αναλογούσε στον
Ροζάκη αυξήθηκε μετά από λίγο (όπως έγινε και με πολλούς άλλους) λόγω πληθωρισμού σε
357.143.320 δρχ. Όμως εκείνος αρνήθηκε να το πληρώσει με συνέπεια να μπει στη λίστα
των προς εκτόπιση στη Φολέγανδρο οικονομικών δοσιλόγων.1374
Ο Ροζάκης αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση ανθρώπου που αν και δεν θα
είχε κανένα λόγο να εμπλακεί σε δοσοληψίες με τους κατακτητές από ιδεολογικά ή
πολιτικά κίνητρα (ως Εβραίος που μάλιστα έφυγε από τη Γερμανία τη στιγμή που ο Χίτλερ
ετοιμαζόταν να αναλάβει την κυβέρνηση της χώρας είναι μάλλον βέβαιο πως δεν έτρεφε
ιδιαίτερες συμπάθειες προς το ναζισμό). Ωστόσο επέλεξε να το κάνει, μάλλον λόγω του
υψηλού υποσχόμενου κέρδους. Οι Γερμανοί πάντως δεν πρέπει να γνώριζαν την καταγωγή

εταιρείας (χωρίς όνομα) από τον Ασημάκη, στις 25/11/1942. Ένα άλλο μέλος της οικογένειας, ο Μ.
Βόμβας προχώρησε στις αρχές του 1944 και στην ίδρυση αλευρομύλου – πετρομύλου στην Αγία
Μαρίνα της Λέσβου (Οικονομολόγος Αθηνών, 15/1/1944, στήλη «Βιομηχανική Κίνησις»).
1372
Πρόκειται για 4 αγορές το 1941, 7 το 1942 και 1 το 1944, συνολικού τιμήματος 322,5 χρυσών
λιρών. Τα περισσότερα είναι κτήματα και αγροκτήματα. ΕΛΙΑ, Αρχείο Πανελληνίου Ομοσπονδίας
Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, φυλλάδιο απευθυνόμενο «προς την Εθνικήν Ηγεσίαν και τον
Ελληνικόν Λαόν». Άλλος ένας Καρελλάς (Δημήτριος του Θ.) εμφανίζεται με αγορές 4 ακινήτων, αλλά
μάλλον δεν έχει σχέση με την οικογένεια αυτή και με την εταιρεία.
1373
Εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, «ο Δεύτερος Πίναξ Φορολογίας των Παρανόμως Πλουτησάντων
επί Κατοχής», 21/4/1945 και «οι παρανόμως πλουτήσαντες έμποροι», 17/4/1945.
1374
Βλ. Εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, «Διετάχθη η εκτόπισις των αρνηθέντων να πληρώσουν
οικονομικών δοσιλόγων», 9/12/1945. Σε σχετική λίστα ήταν και ένα από τα αδέλφια Βόμβα, όπως
και διάφοροι ακόμα προμηθευτές (ανάμεσα στους οποίους και άλλοι γνωστοί μας όπως ο Ι. Α.
Ξανθόπουλος) και εργολάβοι που εργάστηκαν για τις αρχές κατοχής. Βλ. Εφημερίδα Ελευθερία
Αθηνών, «Εκτοπίζονται και άλλοι οικονομικοί δοσίλογοι», 11/12/1945 και «Εκτοπίζονται και άλλοι
οικονομικοί δοσίλογοι», 30/12/1945 (όπου αναφέρονται και άλλα νησιά εκτόπισης). Η εκτόπιση
ωστόσο μάλλον δεν πραγματοποιήθηκε και σε κάθε περίπτωση οι όποιες σχετικές αναφορές στις
εφημερίδες εξαφανίζονται το επόμενο διάστημα. Παρά το ότι η πλειονότητα των κατηγορούμενων
έφτασε στα ειδικά δικαστήρια με κατηγορίες οικονομικής συνεργασίας το ποσοστό που
καταδικάστηκε, όπως και εκείνο που αναφέρεται στις λίστες προς εκτοπισμό ήταν ελάχιστο.

777
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

του πρώην Ρόζενσταϊν, αφού η νέα του ελληνική ταυτότητα μάλλον θα ήταν αρκετή για τον
καλύψει.1375
Πέραν όμως των αποκλειστικά ναυπηγικών επιχειρήσεων στην περιοχή Περάματος
και Σαλαμίνας απασχολούνταν αρκετοί ακόμα εργάτες σε άλλες επιχειρήσεις, που όμως σε
μεγάλο βαθμό σχετίζονταν με το ναυπηγικό πρόγραμμα των γερμανικών ενόπλων
δυνάμεων. Στην περιοχή όμως βρίσκονταν από προπολεμικά οι μεγάλες δεξαμενές
καυσίμων της Shell, οι οποίες είχαν καταληφθεί από τους Γερμανούς και στις οποίες
γίνονταν σε όλο σχεδόν το διάστημα της κατοχής έργα επέκτασης, και προστασίας.1376

1375
Δεν αποκλείεται οι επιχειρηματικές σχέσεις Ροζάκη με τους Γερμανούς να αποτελούσαν και μια
κάποια στρατηγική επιβίωσης, αρκετά μάλιστα πετυχημένη, αφού ο Ροζάκης κατάφερε να ξεφύγει
της φρικτής τύχης που περίμενε τους περισσότερους από τους Εβραίους της Ελλάδας. Ωστόσο θα
περίμενε κανείς όποιος ακολουθούσε μια τέτοια στρατηγική να αποφεύγει να ξεχωρίζει, πράγμα που
ο Ροζάκης – τουλάχιστον αν κρίνουμε από την υψηλή του θέση στον πίνακα της φορολογίας
πλουτησάντων – μάλλον δεν έκανε.
1376
Εκτός από τις πυροσβεστικές εγκαταστάσεις που φαίνονται στον παραπάνω πίνακα, σε αγγλικό
φάκελο (TNA, AIR 34/475), υπάρχει σειρά αεροφωτογραφιών (1/1/1943 ως 2/11/1943) που
παρουσιάζει την πρόοδο της προσπάθειας παραλλαγής των εγκαταστάσεων καυσίμων, κυρίως των
μεγάλων δεξαμενών που ήταν εύκολα ορατές από μακριά.

778
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

1- 8- 15- 22- 29/6-


Επιχειρήσεις
7/6/42 14/6/42 21/6/42 28/6/42 5/7/42
Α. Φράνκ
(Marine Lager Perama) 1.064 1.078 1.036 668 700
Κ. Χειμάρας
(Marine Lager Perama) 497 280 0 0 0
Α. Τσιρμπίνος
(Marine Lager Perama) 3.584 3.171 3.439 3.816 2.985
ΤΕΚΤΩΝ (υπεύθ.
Χ.Καραγιανόπουλος ή Δ. Μαθιός) 1.204 1.218 1.188 1.113 1.317
Ι. Κριεζής
(πυροσβεστική εγκατάσταση Shell) 3.290 4.109 988 1.686 1.839
Κ. Χειμάρας (έργα Shell) 1.540 1.025 1.048 975 690
ΓΕΤΕ (Α. Αργυρόπουλοι) 2.352 2.226 1.894 1.592 2.086
Βέρμαχτ** (υπεύθ. Mehner &
Rok) 343 427 406 406 287
Δ. Σουρής (Έργα Σκαραμαγκά) 378 357 203 238 218
Ι. Κριεζής
(Παρακαμπτήριος σιδ. Γραμμή
Shell) 1.750 980 348 460 658
Γ. Πολυζώνης (οικοδομικά έργα) 245 0 0 0 0
Ι. Κριεζής (αποθήκες Shell) 840 784 180 195 441
Κ. Μακρής (έργα Shell) 1.120 1.211 816 913 1.003
Κούτσικος / Χαραλάμπους Μιχ. 1.279 1.240 896 998 1.047
ΕΡΓΟΝ
(υπέυθυνος Δ. Μπακάλης) 330 0 258 270 318
ΑΘΗΝΑ τεχν. εταιρεία (υπευθ.
Α. Κορομηλάς. Έργα ναυστάθμου) 420 396 0 105 252
Αντζακλής Νικ.* (& Ε.
Παπαδόπουλος) 0 0 0 2.193 2.257
Σύνολα 20.236 18.502 12.700 15.628 16.098
Πίνακας 10.6: Μερίδες άρτου ανά εβδομάδα από το αρτοποιείο Πανουτσίδου στο Πέραμα
περίοδο 1 Ιουνίου – 5 Ιουλίου 1942 προς εργαζόμενους σε τεχνικά και οικοδομικά έργα των
δυνάμεων κατοχής. Επεξεργασία στοιχείων από: Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), Αρχείο
Υπουργείου Επισιτισμού (Κ67α), φάκελος 44. Όπου το όνομα του υπεύθυνου είναι διαφορετικό
από εκείνο της επιχείρησης η τελευταία αναφέρεται σε παρένθεση. Σε παρένθεση αναφέρονται
και τα έργα που εκτελούσαν οι επιχειρήσεις (όπου αναφέρονται σχετικές πληροφορίες).
* Αμπελάκι Σαλαμίνας.
** Πιθανότατα πρόκειται για απευθείας εργαζόμενους στο πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων. Τα
ονόματα των γερμανών υπεύθυνων αξιωματικών διατηρούν την (πιθανώς λανθασμένη) γραφή
του πρωτότυπου.
Αρκετοί από τους εργαζόμενους του πίνακα πρέπει να απασχολούνταν στο μεγάλο
πρόγραμμα κατασκευής σκαφών από μπετόν αρμέ, το οποίο θα δούμε αναλυτικότερα στη
συνέχεια. Η αναφορά «Βέρμαχτ» πιθανώς να έχει να κάνει με τη γερμανική αρχή που
επέβλεπε την κατασκευή των σκαφών αυτών από τους Έλληνες εργολάβους (Bauvorhaben

779
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Götsche, αλλού αναφέρεται και ως Betonschiffbaustelle Perama), καθότι η διεύθυνση με


την οποία εμφανίζεται η δήλωση των εργατών της «Βέρμαχτ» στο συγκεκριμένο αρχείο
είναι η ίδια με εκείνη της συγκεκριμένης γερμανικής υπηρεσίας (Αμερικής 21, Αθήνα). Με
το ναυπηγικό αυτό πρόγραμμα είναι βέβαιο ότι απασχολήθηκε τόσο η ΓΕΤΕ, όσο ο
«Τέκτονας», που συναντάμε και στον συγκεκριμένο πίνακα (καθώς και ο Κριεζής, αν και την
περίοδο εκείνη φαίνεται πως ακόμα δεν ξεκινήσει την κατασκευή κάποιου σκάφους), αλλά
και η Ν.Ε.Β.Α. του προηγούμενου πίνακα των ναυπηγείων. Ο Χαραλάμπους μάλλον
ταυτίζεται με εκείνον που, μαζί με τον Παν. Ξανθόπουλο, χαρακτηρίζονται σε μεταπολεμική
δίκη ως «κύριοι άξονες της αναλήψεως και εκτελέσεως έργων οχυρωματικών και οδοποιίας
δια λογαριασμόν των Γερμανών.»1377 Ο Μ. Χαραλάμπους είχε αναλάβει για παράδειγμα την
κατασκευή του δρόμου Πειραιά – Περάματος, μάλλον απευθείας από τους Γερμανούς.1378 Η
εταιρεία «Αθηνά», που απασχολεί εργάτες για «έργα ναυστάθμου» στην περιοχή, μάλλον
ήταν από τους κατασκευαστές τμήματος των γερμανικών εγκαταστάσεων για τη ναυπήγηση
των τσιμεντοπλοίων στο Πέραμα.
Οι τεχνικές επιχειρήσεις φαίνεται να παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες διακυμάνσεις
στην απασχόληση κατά την περίοδο αυτή, με τον συνολικό αριθμό μερίδων να κυμαίνεται
από 1.474 τη Δευτέρα 22/6/42 (και 1.542 την επόμενη Δευτέρα 15/6/42) ως 2.916 την
περίοδο 4-6/6/1942. Ένα μέρος των διακυμάνσεων αυτών εξηγείται από τη διακοπή της
δραστηριότητας κάποιων επιχειρήσεων στην περιοχή κατά το διάστημα που μεσολάβησε
(π.χ. «Έργον», «Αθηνά» και για λίγες μέρες Κριεζής), αλλά μάλλον το μεγαλύτερο τμήμα
αφορά έργα που δεν σταμάτησαν, απλώς χρειάζονταν λιγότερους εργάτες για τις
συγκεκριμένες ημέρες. Μπορεί ο νόμος για τον περιορισμό των απολύσεων να προσέφερε
ακόμα κάποια προστασία σε υπαλλήλους και εργάτες βιομηχανιών, αλλά φαίνεται ότι οι
τεχνικές και οικοδομικές επιχειρήσεις είχαν μεγαλύτερη «ευελιξία» και μπορούσαν να
αυξομειώνουν τον αριθμό των εργατών τους ακόμα και καθημερινά.

1377
ΓΑΚ, Ειδ. Δ. Α., πρακτικά τόμος 7/1945, δίκη υπ. αριθ. 975, 976 και 977.
1378
Ο Χαραλάμπους, συχνά με συνέταιρο τον Βεροιόπουλο, είχε αναλάβει και άλλα έργα επί
κατοχής, όπως την οδό Θηβών – Τοπολίων – Μαρτίνου. Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 13/1946,
δίκη υπ. αριθ. 1398-1399.

780
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

1- 8- 15- 22- 29/6-


Επιχειρήσεις
7/6/42 14/6/42 21/6/42 28/6/42 5/7/42
Ν. Γαλάνης (Λεβητοποιείο) 273 273 252 311 315
Θ. Χρυσοχόος (Λεβητοποιείο) 126 140 140 138 126
Κ. Βενιζέλος (Μηχανουργείο 1.022 1.008 1.015 889 630
Κ. Μηναΐδης (& Ι.
Χατζησταύρου, Μηχανουργ.) 966 1.022 954 931 937
Α. Περάκης (Μηχανουργείο) 399 420 413 427 420
Σύνολα 2.786 2.863 2.774 2.696 2.428
Πίνακας 10.7: Μερίδες άρτου ανά εβδομάδα από τον αρτοποιείο Πανουτσίδου στο Πέραμα την
περίοδο 1 Ιουνίου – 5 Ιουλίου 1942 προς εργαζόμενους λεβητοποιείων και μηχανουργείων που
δούλευαν για τους Γερμανούς. Επεξεργασία στοιχείων από: Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ),
Αρχείο Υπουργείου Επισιτισμού (Κ67α), φάκελος 44. Όπου το όνομα του υπεύθυνου είναι
διαφορετικό από εκείνο της επιχείρησης η τελευταία αναφέρεται σε παρένθεση. Σε παρένθεση
αναφέρεται και το είδος της επιχείρησης)

Στα στοιχεία του υπουργείου επισιτισμού για την Περιοχή –Περάματος –


Αμπελακίου συναντάμε επίσης και έναν μικρό αριθμό μηχανουργείων – λεβητοποιείων (βλ.
πίνακα 10.7). Πρόκειται για μικρότερες μονάδες σε σχέση με τα μεγάλα μηχανουργεία του
Πειραιά, αλλά δεν είναι ανάξια λόγου, αφού τα δύο τουλάχιστον μεγαλύτερα από αυτά
(Βενιζέλου και Μηναΐδη – Χατζησταύρου) απασχολούν για γερμανικές παραγγελίες περίπου
130-150 άτομα για τις περισσότερες μέρες της περιόδου Ιουνίου – Ιουλίου 1942. Οι
διακυμάνσεις εδώ είναι αρκετά μικρότερες (αθροιστικά 350-400 άτομα ημερησίως), αν και ο
αριθμός των δηλώσεων για το μηχανουργείο Βενιζέλου μειώνεται από τις 144-146 κατά τις
πρώτες 3 εβδομάδες σε 90 κατά την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου. Ωστόσο τα μηχανουργεία
δεν ήταν τεχνικά έργα, και είναι πιθανό οι υπόλοιποι περίπου 50 εργαζόμενοι της
τελευταίας εβδομάδας να μην απολύθηκαν, απλώς να μην χρειάζονταν για τις
συγκεκριμένες γερμανικές παραγγελίες και να μην μπορούσαν να δικαιολογηθούν επιπλέον
μερίδες άρτου γι’ αυτούς.
Γενικά από τις δηλώσεις αυτές επιβεβαιώνεται και η λειτουργία πολλών από τις
επιχειρήσεις που εργάζονταν για τους Γερμανούς ακόμα και την Κυριακή. Αν και κάποιες
επιχειρήσεις εμφανίζουν μειωμένα άτομα να εργάζονται το Σάββατο και κυρίως την
Κυριακή, η μείωση αυτή γενικά είναι μικρή, και μόνο δυο τεχνικές εταιρείες εμφανίζονται να
σταματούν τις κυριακάτικες εργασίες. Πιο συγκεκριμένα στις 3 από τις 5 εβδομάδες των
διαθέσιμων στοιχείων οι κυριακάτικες μερίδες της περιοχής Περάματος – Αμπελακίων
συνολικά βρίσκονται περίπου στο 97-98% του μέσου ημερήσιου όρου των υπόλοιπων
ημερών, ενώ κατά την τρίτη και τέταρτη εβδομάδα η αύξηση της απασχόλησης που
παρατηρείται σε κάποιες επιχειρήσεις μας δίνει ένα ποσοστό για την Κυριακή μεγαλύτερο

781
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

του μέσου όρου των 6 ημερών (104 και 105,5% αντίστοιχα). Είναι σαφές πως οι άμεσες
γερμανικές ανάγκες δεν άφηναν πολύ χώρο για κυριακάτικη ξεκούραση.
***
Μάλλον η σημαντικότερη για το γερμανικό ναυτικό επιχείρηση στο Αμπελάκι
Σαλαμίνας ήταν το ναυπηγείο των αδελφών Ζέρβα. Ωστόσο το ναυπηγείο δεν είχε από την
αρχή εντυπωσιάσει τους Γερμανούς. Εξάλλου, όπως είδαμε, στην περιοχή υπήρχαν και άλλα
παρόμοια ναυπηγεία. Αλλά και Έλληνες αξιωματικοί του ναυτικού θεωρούσαν το
προπολεμικό ναυπηγείο ως μικρό, με ελάχιστα μηχανήματα και αποτελούμενο μόνο από
κάποια «ασήμαντα μπαραγκοειδή [sic] υπόστεγα».1379 Τις εγκαταστάσεις είχε επισκεφθεί
στην αρχή του 1942 ο Brirgfeld,1380 ο οποίος είχε αποφασίσει την έναρξη κατασκευής νέων
κτηριακών παραγωγικών εγκαταστάσεων. Οι εγκαταστάσεις προσφέρθηκαν στην (πρώην
αυστριακή) εταιρεία ναυσιπλοΐας του Δούναβη ("Erste Donau - Dampfschifffahrts -
Gesellschaft" ή 1. DDSG), η οποία και ανέλαβε τη διοίκησή τους, με σκοπό την εκεί
κατασκευή σκαφών με εκτόπισμα περίπου 400 τόνων. Όταν ωστόσο οι υπεύθυνοι της 1.
DDSG επισκέφτηκαν τις εγκαταστάσεις απογοητεύθηκαν, αφού ο εξοπλισμός τού
ναυπηγείου ήταν αρκετά φτωχός, οι όποιες εργασίες για την επέκτασή του είχαν
σταματήσει, ενώ έλειπαν και ειδικοί καραβομαραγκοί. Στο ναυπηγείο βρίσκονταν 2 μικρά
μηχανοκίνητα αλιευτικά (Motorfischkutter) σε προχωρημένο στάδιο κατασκευής, τα οποία
ανήκαν στον ιδιοκτήτη των εγκαταστάσεων. Ωστόσο, το φθινόπωρο του 1942 οι εργασίες
στα σκάφη αυτά, όπως και στο μεγαλύτερο «Δόξα» (αναφέρεται ως 700 τόνων) που ήταν
υπό κατασκευή, και σε ένα ακόμα καΐκι υπό επισκευή είχαν σταματήσει. Παρά όμως την
σχετικά απογοητευτική αυτή εικόνα για τους Γερμανούς, εκείνοι έλπιζαν με τις κατάλληλες
επενδύσεις να καταφέρουν να φέρουν το ναυπηγείο στην κατάσταση που επιθυμούσαν και
να ξεκινήσουν τη ναυπήγηση νέων σκαφών στις αρχές του 1943 με ρυθμό 10 τον χρόνο.
Εξάλλου, αν και η αποστολή του Birgfeld ως εντεταλμένου του γερμανικού Υπουργείου
Οικονομικών (RWM) τελείωνε στα τέλη Σεπτεμβρίου 1942 (μέχρι τότε το RWM πλήρωνε τα
απαιτούμενα κονδύλια για τη λειτουργία της επιχείρησης), ο ίδιος είχε φροντίσει ώστε να
αγοραστούν για το ναυπηγείο κατάλληλα μηχανήματα επεξεργασίας ξυλείας και σημαντικές
ποσότητες μετάλλων, χρωμάτων και άλλων πρώτων υλών. Ακόμα μια μηχανή παραγωγής

1379
ΕΛΙΑ, Αρχείο Αντωνίου Μοσχοβάκη, υποφάκελος 1.2, ΚΝΑ Αλληλογραφία 1944-45, Πλοίαρχος
Ναυπηγός Β.Ν. Α. Μοσχοβάκης προς Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας, ‘Πρώην Γερμανικόν Ναυπηγείον
Σαλαμίνος», 28.11.44.
1380
Για τον Birgfeld βλ. επίσης στο πρώτο μέρος.

782
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ηλεκτρικής ενέργειας είχε αγοράσει για το ναυπηγείο από τη Σουηδία ο διευθυντής (πρώην
διευθυντής του γερμανικού ναυπηγείου Neptun – Ποσειδών – του Rostock).1381
Δεν είναι σαφές τι απέγινε με την 1. DDSG, αλλά η δημιουργία των νέων γερμανικών
εταιρειών στην περιοχή στα τέλη 1942 – αρχές 1943, δηλαδή της MMR (Mittelmeer Reederei
GmbH) και κυρίως της MIHIG (Mittelmeer Handels- und Industrie Gesellschaft m.b.H.),
σήμαινε πως το ναυπηγείο θα συνεργαζόταν πλέον περισσότερο με αυτές. Η MIHIG έκλεισε
για παράδειγμα αρκετά νωρίς συμβόλαιο με τα ναυπηγεία στο Αμπελάκι για τη ναυπήγηση
3 σκαφών, το πρώτο από τα οποία καθελκύστηκε τον Νοέμβριο του 1943. Στον ισολογισμό
της εν λόγω εταιρείας για το 1943 καταγραφόταν η προκαταβολή 1.928.750.000 δραχμών
προς το ναυπηγείο Ζέρβα, ποσό δεύτερο στην τάξη (μετά το πολύ μεγαλύτερο για τα
τσιμεντόπλοια) μεταξύ των προκαταβολών στους προμηθευτές της MIHIG (αντιπροσώπευε
το 11% περίπου των σχετικών προκαταβολών του αθηναϊκού της γραφείου). Ακόμα
500.000.000 αναφέρονται ως προκαταβολές στα «Μεσογειακά ναυπηγεία» και άλλες
900.000.000 στα «ναυπηγεία Αμπελακίων».1382
Την περίοδο περίπου εκείνη ιδρύθηκε ειδική γερμανική εταιρεία για το ναυπηγείο
Αμπελακίων, με το όνομα «Ναυπηγεία Μεσογείου Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης»
(“Mittelmeer Werften A.G.”) και διευθυντή τον Peter Kröher. Η εταιρεία αυτή ήταν μέλος
του ομίλου της Reichswerke Hermann Göring (RHG), η οποία και φαίνεται να φρόντιζε για

1381
BA-MA, TS 404/14903, Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau,
Marineoberbaurat Mendelssohn, “Bericht über die Reise nach Athen vom 9. Bis 16. Oktober 1942”,
σσ. 22-24. Το «Δόξα» είναι το ίδιο που συναντήσαμε νωρίτερα να ταξιδεύει με την MMR.
1382
BArch, R 2/15979, „Jahresbericht der Mittelmeer Handels- und Industriegesellschaft mbH“,
Hamburg 11/6/1944. Δεν είναι σαφές πού οφείλεται η διπλή αναφορά, αλλά μια πιθανή εξήγηση για
την ύπαρξη του «ναυπηγείου Ζέρβα» σχετίζεται με την αναφορά στην έκθεση Μοσχοβάκη για την
αρχική παραμονή του Ζέρβα στη Σαλαμίνα πριν τη μετακίνησή του στο Πέραμα. Δεν αποκλείεται
λοιπόν η αναφορά στον Ζέρβα να έχει να κάνει με την προσωρινή συνέχεια κάποιων ναυπηγικών
εργασιών του, παράλληλα με εκείνες των γερμανικών ναυπηγείων στις ίδιες εγκαταστάσεις. Όπως
είδαμε και σε προηγούμενο πίνακα του Υπουργείου Επισιτισμού στην περιοχή αναφέρεται το 1942
ταυτόχρονα ναυπηγείο Ζέρβα στο Αμπελάκι και «Γερμανικό ναυπηγείο Αμπελακίων». Ωστόσο οι
εργάτες στο δεύτερο φαίνεται να ανήκουν σε μια κατασκευαστική εταιρεία (σύμφωνα με τη σχετική
βεβαίωση: Χ. Αντωνάκος και Σια, διπλωματούχος μηχανικός, Σωκράτους 43, Αθήνα), που μάλλον είχε
αναλάβει τις εργασίες για την επέκταση του ναυπηγείου. Στα μέσα του 1942 – πιθανότατα και για
ένα διάστημα του 1943, τις περισσότερες ναυπηγικές εργασίες στην περιοχή πρέπει να συνέχιζε ο
Ζέρβας, πριν υποχρεωθεί να μετακομίσει στο Πέραμα, μάλλον λόγω της ολοκληρωτικής κατάληψης
του χώρου από τα νέα γερμανικά «Ναυπηγεία Μεσογείου».

783
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

την εξασφάλιση της χρηματοδότησης των ναυπηγείων.1383 Η εξασφάλιση της


χρηματοδότησης έγινε τελικά μέσω των χρυσών νομισμάτων που όπως είδαμε
μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα με το πρόγραμμα του Neubacher ώστε να σταθεροποιήσουν την
καταρρέουσα δραχμή. Τα «Ναυπηγεία Μεσογείου» έλαβαν από τα χρήματα αυτά 100.000
χρυσά φράγκα «ως δανεικά» το 1943-44, ποσό αρκετά σημαντικό, που έδειχνε και πόσο είχε
αναπτυχθεί το ναυπηγείο σε σχέση με εκείνο το μικρό προπολεμικό με τα «λίγα
μπαραγκοειδή υπόστεγα».1384
Για μεγάλο διάστημα τη λειτουργίας του γερμανικού ναυπηγείου είχε παραμείνει εκεί
και ο Θεόδωρος Ζέρβας (ο ένας εκ των δύο αδελφών που κατείχαν το προπολεμικό
ναυπηγείο). Δεν είναι γνωστό τι εργασίες εκτελούσε εκεί, αλλά μετά από κάποιο διάστημα
μεταφέρθηκε σε ναυπηγείο στο Πέραμα όπου και συνέχισε να εργάζεται, ενώ αναφέρεται
ότι φυλακίστηκε και για ένα διάστημα από τους Γερμανούς.1385

1383
Στις αρχές του 1943 η νέα αυτή επιχείρηση ζήτησε την χρηματοδότησή της από την Dresdner
Bank μέσω της Ελληνογερμανικής Οικονομικής Εταιρείας (ΑΕΓΟΕ). Η τράπεζα δέχτηκε υπό την
προϋπόθεση ότι η RHG θα έδινε τις απαιτούμενες εγγυήσεις. Σύντομα ωστόσο το ζήτημα επιλύθηκε
χωρίς να χρειαστεί χρηματοδότηση από την Dresdner. Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ1Φ3, επιστολές της Dresdner
προς την ΑΕΓΟΕ, “Kreditanforderung des Herrn Franz Peter Kröher, Direktor der Mittelmeer-Werften
GmbH im Konzern Reichswerke ‘Herman Göring’ Werft Ambelaki-Salamis”, 14.4.1943 και 30.4.1943.
Για τη σχέση των Ναυπηγείων Μεσογείου με την RHG δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία πέρα από τις
επιστολές αυτές. Το περίεργο είναι πάντως ότι στη μεταπολεμική μελέτη των συμμαχικών αρχών
κατοχής της Γερμανίας για την RHG (IWM, German Industrial Complexes vol. 34: German Economic
Department, Control Office for Germany and Austria: The Hermann Göring Complex, June 1946) δεν
αναφέρεται η ύπαρξη του ναυπηγείου στις θυγατρικές της κοινοπραξίας (στην Ελλάδα αναφέρεται
μόνο η θυγατρική της Rheinmetall και Johannes Hering A.G., εταιρεία εμπορίας άνθρακα). Θα
μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι στο μεταξύ άλλαξε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ναυπηγείων.
Όπως όμως φαίνεται και από την καταγραφή της χρηματοδότησης με χρυσά νομίσματα που κάνει ο
Hahn, το ναυπηγείο αυτό δεν πρέπει να είχε κάποια άμεση ιδιοκτησιακή σχέση με τον Reikosee, την
MIHIG ή την MMR.
1384
Τα «δανεικά» δεν επεστράφησαν ποτέ, αν και ο σκοπός ήταν να επιστραφούν από το γερμανικό
υπουργείο οικονομικών (που μάλλον ήταν υπεύθυνο λόγω της ένταξης των ναυπηγείων στον κρατικό
όμιλο RHG) όταν τα ναυπηγεία θα έβγαζαν το αντίστοιχο κέρδος (σε συνάλλαγμα) από τις
ναυπηγήσεις. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έγινε δυνατόν πριν τη γερμανική υποχώρηση. AA-PA, R 27320,
Direktor d.d. Reichsbank P. Hahn: „Die Griechische Währung und Währungspolitische Massnahmen
Während der Besatzungszeit 1941-1944, σελ. 61.
1385
ΕΛΙΑ, Αρχείο Αντωνίου Μοσχοβάκη, υποφάκελος 1.2, ΚΝΑ Αλληλογραφία 1944-45, Πλοίαρχος
Ναυπηγός Β.Ν. Α. Μοσχοβάκης προς Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας, «Πρώην Γερμανικόν

784
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δεν διαθέτουμε λεπτομερή στοιχεία για την απασχόληση στο ναυπηγείο επί κατοχής.
Ωστόσο, σε μεταπολεμικά έγγραφα εμφανίζεται η απασχόληση 53 πολιτών και 11
αξιωματικών στο ναυπηγείο, αριθμός αντίστοιχος περίπου με εκείνον που όπως είδαμε
εμφανίζεται στις μερίδες άρτου στο «ναυπηγείο αδελφών Ζέρβα» για το 1942.1386 Με
δεδομένη την ανάπτυξη του ναυπηγείου το 1943 είναι πολύ πιθανό ότι το έτος εκείνο (και
πιθανώς και το 1944) οι εκεί εργαζόμενοι ήταν σημαντικά περισσότεροι.
Οι μεταπολεμικές ελληνικές αρχές γνώριζαν για την ολοκλήρωση της κατασκευής
την περίοδο της κατοχής στο ναυπηγείο τουλάχιστον δυο πετρελαιάκατων 13 μέτρων,1387
αλλά φαίνεται πως τα ναυπηγηθέντα σκάφη στο συγκεκριμένο ναυπηγείο ήταν αρκετά
περισσότερα, αφού σύμφωνα με έγγραφο της ίδιας της εταιρείας προς τις γερμανικές αρχές,
το ναυπηγείο είχε παραδώσει μέχρι τον Ιούνιο του 1944 συνολικά 6 σκάφη για χρήση από τη
Mittelmeer Reederei. Τα σκάφη αυτά έμεναν τυπικά στην κυριότητα των «Μεσογειακών
Ναυπηγείων», αλλά για τον πρώτο χρόνο μισθώνονταν για το συμβολικό ποσό του ενός RM

Ναυπηγείον Σαλαμίνος», 28.11.44. Η φυλάκιση Ζέρβα δεν φαίνεται πάντως να κράτησε πολύ, ούτε
να είχε άλλες συνέπειες. Η μετάβασή του στο Πέραμα πιθανότατα έχει να κάνει με την νεοϊδρυθείσα
εταιρεία του «Νέου Ποσειδώνα».
1386
ΕΛΙΑ, Αρχείο Αντωνίου Μοσχοβάκη, υποφάκελος 1.2, ΚΝΑ Αλληλογραφία 1944-45, «Αριθμ. Πίναξ
Συνθέσεως Ημερομισθίου Προσωπικού 15-9-45» και «Ονομ. Πίναξ Προσωπικού Β.Ν.». Στους 11
αξιωματικούς συνυπολογίζεται και ο ίδιο ο Μοσχοβάκης (Πλοίαρχος – ναυπηγός, έφεδρος εκ
μονίμων υποναύαρχος ε.α.). Προγενέστερος (17/2/45) «Ονομαστικός Πίναξ Ημερομίσθιου
Προσωπικού, Συνταχθείς ως Εκτέλεσιν 101030/2.45 ΥΑΝΔ/ΝΔΙ», περιλαμβάνει μόνο 25 ονόματα,
που έχουν «προσληφθεί μετά προσοχής» και είναι «φιλήσυχα και φίλεργα στοιχεία γνωστά εν τω
τόπω». Φαίνεται ότι μετά την απελευθέρωση υπήρξαν αρκετές απολύσεις, και σταδιακή
επαναπρόσληψη (μάλλον όμως όσων δεν χαρακτηρίζονταν ως κομμουνιστές), με συνέπεια ο
αριθμός του Φεβρουαρίου να μην είναι αντιπροσωπευτικός.
1387
Σύμφωνα με τα στοιχεία των ελληνικών υπηρεσιών αυτές ονομάζονταν «Φρίτς» και «Γεώργιος».
Η μεν πρώτη βυθίστηκε στο λιμάνι του Βόλου ενώ η δεύτερη έπεσε στα χέρια του ΕΛΑΝ (Ελληνικό
Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό). ΕΛΙΑ, Αρχείο Αντωνίου Μοσχοβάκη, υποφάκελος 1.2, ΚΝΑ
Αλληλογραφία 1944-45, επιστολή Διεύθυνσης Θαλασσίων Μεταφορών, Τεχνικό Τμήμα προς
ΥΑΝΔ/ΝΔΙ/ΠΕΛ, Πειραιάς, αρ. πρωτ. 2969, 23 Απριλίου 1945. Κατά την επιστολή τα σκάφη αυτά ήταν
απαραίτητα για την κανονική λειτουργία του «Κρατικού [πια] Ναυπηγείου Αμπελακίων».

785
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ανά σκάφος.1388 Κατά την απελευθέρωση βρίσκονταν εκεί σε ημιτελή κατάσταση ένα
μεγαλύτερο πλοίο ονόματι «Βικτώρια» και διάφορα άλλα σκάφη.1389
Κατά τη διάρκεια της χρήσης των εγκαταστάσεων από τους Γερμανούς
περιφράχθηκε μια αρκετά σημαντική για το μέγεθος του ναυπηγείου έκταση (περίπου 45
στρεμμάτων), που εκτός από το παλιό ναυπηγείο των αδελφών Ζέρβα περιλάμβανε και
τμήματα γειτονικών οικοπέδων καθώς και μικρές ιδιωτικές οικίες των αδελφών Ζέρβα, ενώ
το παλιό ναυπηγείο είχε επεκταθεί τόσο, ώστε σύμφωνα με τον Έλληνα αξιωματικό που
συνέταξε την έκθεση για την κατάσταση του ναυπηγείο κατά την απελευθέρωση: «το περί
ου ο λόγος πρώην Γερμανικόν Ναυπηγείον αποτελεί καινουργές τοιούτον. Τόσο δε από
απόψεως κτιρίων όσον και από απόψεως μηχανημάτων, εκτάσεως και διαμορφώσεως, είναι
τελείως διάφορον του πρώην μικρού ναυπηγοξυλουργείου Ζέρβα». Από τις παλιές

1388
BArch, R 147/147, Mittelmeerwerften G.m.b.H. προς Reichskommissar für die Seeschiff[f]ahrt z.
Hd. Herrn Ministerialrat Flohr im Reichsverkehrsministerium, 17.6.44.
1389
ΕΛΙΑ, Αρχείο Αντωνίου Μοσχοβάκη, υποφάκελος 1.2, ΚΝΑ Αλληλογραφία 1944-45, επιστολή
Διεύθυνσης Θαλασσίων Μεταφορών, Τεχνικό Τμήμα προς Κρατικό Ναυπηγείο Αμπελακίων, αρ.
πρωτ. 4454, «Συμπλήρωσις Ναυπηγείου Αμπελακίων», Πειραιάς, 3 Ιουνίου 1945 και «Σημείωμα»
Διεύθυνσης Θαλασσίων Μεταφορών, 10 Αυγούστου 1945. Στην επιστολή, που αφορά την
προσπάθεια ολοκλήρωσης των σκαφών αυτών, αναφέρονται ακόμα 4 πλοιάρια 25 τόνων και 2 πλοία
400 τόνων. Σύμφωνα με το σημείωμα, στο «Βικτώρια» (300 τόνων), που είχε θεωρηθεί λεία
πολέμου, ολοκληρώθηκαν οι ξυλουργικές εργασίες, εγκαταστάθηκαν δύο κινητήρες, δεξαμενές και
μηχανήματα και στις 8 Αυγούστου 1945 έπλευσε για τον Πειραιά όπου υπολογιζόταν ότι σε δύο
εβδομάδες θα ολοκληρώνονταν οι εργασίες σωληνώσεων κλπ και το σκάφος θα εντασσόταν στην
υπηρεσία. Κάποια από τα υπόλοιπα ημιτελή σκάφη στη Σαλαμίνα (αλλά και ένα στον Σκαραμαγκά)
φαίνεται ότι ολοκληρώθηκαν το 1946, αν και στις εγκαταστάσεις υπήρχε από την κατοχή μεγάλο
μέρος των υλικών που απαιτούνταν για την ναυπήγησή τους (π.χ. μηχανές). Στο αρχείο υπάρχει και η
προσφορά της Συνεργατικής Διάνακτων Καλαφατών Πειραιώς – Περάματος – Αμπελακίου η «Αργώ»
για το καλαφάτισμα του «Βικτώρια» (14/5/45). Για κάποια άλλα αποφασίστηκε από την αρμόδια
επιτροπή να αρθεί η παλιότερη απόφαση κατάσχεσης και να επιστραφούν στους ιδιοκτήτες τους Εμ.
Κοντολέοντα, Α. Κουρεμέτη και Γεργ. Μογκόφσκυ. Βλ. και ΕΛΙΑ, Αρχείο Αντωνίου Μοσχοβάκη,
υποφάκελος 1.2, ΚΝΑ Αλληλογραφία 1946, α) Διεύθυνσις Θαλασσίων Μεταφορών, Τμήμα Τεχνικόν
ον
προς Υ.Ε.Ν. –Δ.Ν.-3 , «Περί του Ναυπηγείου Αμπελακίων και ημιτελών σκαφών λείας», Πειραιάς,
20/4/1946 και β) Υπουργείον Οικονομικών, Γεν. Δ/σις Δημ. Λογιστικού, Δ/σις ΙΧ Υ.Σ.Π.Δ., προς
Πλοίαρχον Ναυπηγόν κ. Μοσχοβάκης, Διευθυντή Κρατικού Ναυπηγείου, αρ. πρωτ. 8232, Αθήνα,
30/3/1946. Σημαντικό πρόβλημα για την ολοκλήρωση των σκαφών φαίνεται ότι αποτελούσε
μεταπολεμικά η συνεχής ανατίμηση υλικών και ημερομισθίων σε συνδυασμό με την τραγική
κατάσταση του κρατικού προϋπολογισμού.

786
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εγκαταστάσεις των αδελφών Ζέρβα «ουδέν άλλο σχεδόν απέμεινεν πλην των ιδιωτικών
αυτών κατοικιών».1390
Εκτός των νέων κτηρίων και υλικών, η απελευθέρωση βρήκε στο ναυπηγείο και
αρκετά νέα γερμανικά μηχανήματα, όπως κεντρόφυγες αντλίες, εργάτες αγκυρών και
βαρούλκα φορτοεκφορτώσεως.1391 Μέρος τουλάχιστον των εργασιών επέκτασης του
ναυπηγείου έγινε από ελληνική τεχνική εταιρεία (ή εταιρείες), όπως προδίδουν οι περίπου
90 μερίδες που όπως είδαμε μοιράζονταν κάθε μέρα στους εργαζόμενους της
«εργοληπτικής τεχνικής εταιρείας Χ. Αντωνάτος & Σια», που εκτελούσαν έργα στο γερμανικό
ναυπηγείο στο Αμπελάκι (“Deutsche Werft Ambelaki” κατά τα σχετικά έγγραφα).
Το ναυπηγείο συνέχισε να λειτουργεί μεταπολεμικά ως κρατικό, ενώ η εταιρεία
«Ναυπηγεία Μεσογείου», τέθηκε αρχικά υπό μεσεγγύηση, για να αποφασιστεί τελικά η
κρατικοποίησή της στις αρχές του 1946, «καθ’ όσον η Εταιρεία αυτή συνεστήθη τη υποδείξει
και διά λογαριασμόν των γερμανικών Αρχών Κατοχής προς εξυπηρέτησιν των αναγκών
αυτών και επομένως αποτελεί λείαν πολέμου και ως τοιαύτη ανήκει εις το Ελληνικόν
Δημόσιον».1392 Τα αδέλφια Ζέρβα πάντως προσπαθούσαν να πείσουν το Δημόσιο ότι πέρα

1390
ΕΛΙΑ, Αρχείο Αντωνίου Μοσχοβάκη, υποφάκελος 1.2, ΚΝΑ Αλληλογραφία 1944-45, Πλοίαρχος
Ναυπηγός Β.Ν. Α. Μοσχοβάκης προς Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας, «Πρώην Γερμανικόν
Ναυπηγείον Σαλαμίνος», 28.11.44. Είναι μάλλον βέβαιο ότι η εικόνα θα ήταν ακόμα καλύτερη πριν
τη γερμανική υποχώρηση, αφού οι εγκαταστάσεις – και κυρίως οι αποθήκες – πρέπει να υπέστησαν
κάποιες απώλειες στο ενδιάμεσο.
1391
ΕΛΙΑ, Αρχείο Αντωνίου Μοσχοβάκη, υποφάκελος 1.2, ΚΝΑ Αλληλογραφία 1944-45, Βασιλικό
Ναυτικό, ΑΔΒΝ, Τεχνική Διεύθυνση, προς Ν/Χ Α.Τ.Δ/Κ, αρ. πρωτ. Τ126/571/2021, «Μηχανήματα
ευρεθέντα εις Κρατ. Ναυπ. Αμπελακίων», Ναύσταθμος, 15/7/45 και Υπουργείο Ναυτικών,
Διεύθυνσις Νέων Κατασκευών, προς Ν.Δ.-Ι. αρ. πρωτ. Κ460/1445/26899, «Μηχανήματα Ν/γείου
Αμπελακίων», Αθήνα, 28 Ιουλίου 1945.
1392
Για τη συνέχιση λειτουργίας της εταιρείας Βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Αντωνίου Μοσχοβάκη, υποφάκελος
1.2, ΚΝΑ Αλληλογραφία 1944-45, Υπουργείον Οικονομικών, Γεν. Δ/σις Δημ. Λ/κου Γραφείο Μ.Ε.Π.,
«Απόφασις», 29 Αυγούστου 1945 και για την κατάργηση της παραπάνω απόφασης βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο
Αντωνίου Μοσχοβάκη, υποφάκελος 1.2, ΚΝΑ Αλληλογραφία 1946, Υπουργείον Οικονομικών, Γεν.
Δ/σις Δημ. Λ/κου, Δ/σις ΥΙΙ, Γραφ. ΜΕΠ, «Απόφασις», αρ. πρωτ. 303123/9044, Αθήνα, 31 Ιανουαρίου
1946. Στα χέρια του ελληνικού Δημοσίου και τα άλλα τρία «γερμανικά ναυπηγεία» που
λειτουργούσαν στη χώρα στο τέλος της κατοχής, εκείνα του Περάματος (μάλλον πρόκειται για τα
ναυπηγεία τσιμεντοπλοίων που θα δούμε παρακάτω), της Θάσου και της Καβάλας (περιπτώσεις
όμως που δεν μας απασχολήσουν εδώ, αφού εξάλλου βρίσκονταν στην βουλγαροκρατούμενη ζώνη).
Βλ. ΕΛΙΑ, Αρχείο Αντωνίου Μοσχοβάκη, υποφάκελος 1.2, ΚΝΑ Αλληλογραφία 1944-45, Υπουργείον
ον
Εμπορικής Ναυτιλίας, Γραφείον 1 , προς Υπουργείον Οικονομικών Γ.Δ.Δ.Α, Υπηρεσία

787
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

από την έκταση και τις οικίες, τους ανήκαν και τα περισσότερα από τα νέα μηχανήματα,
εργαλεία και κτήρια του ναυπηγείου, ισχυρισμοί που δεν έπειθαν όμως τον υπεύθυνο
αξιωματικό.1393

Ζ) Η πολυσχιδής δράση των Ξανθόπουλου – Κατσουρόπουλου: ναυπηγεία, λέσχες - SD και


προμήθειες των αρχών κατοχής

Αρκετά ακόμα ναυπηγεία σε όλη την Αττική, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα
απασχολήθηκαν στα ναυπηγικά προγράμματα των αρχών κατοχής, συνήθως με την αποδοχή
σχετικών συμβολαίων, ενώ η συχνή επίταξη άλλοτε αφορούσε τα υπό κατασκευή σκάφη
μετά την κατασκευή τους και άλλοτε (μάλλον συχνότερα) τα ίδια τα ναυπηγεία. Όπως
είδαμε και στις περιπτώσεις των ανελκύσεων, υπήρξαν και κάποιες νέες επιχειρήσεις που
δημιουργήθηκαν εξ αρχής ακριβώς για τον σκοπό αυτό από Έλληνες επιχειρηματίες.
Κάποιες φορές στις νέες αυτές επιχειρήσεις συμμετείχαν και πολίτες άλλων χωρών
(συνήθως Γερμανοί ή Ιταλοί), όπως για παράδειγμα φαίνεται να συνέβη με την ίδρυση στις
αρχές του 1943 της ομόρρυθμης εταιρείας Μελάς και Φόϊσνερ με έδρα τη Θεσσαλονίκη και
σκοπό την ίδρυση ναυπηγείων και την αντιπροσώπευση εμπορικών και βιομηχανικών οίκων
εσωτερικού και εξωτερικού.1394 Οι περισσότερες ωστόσο νέες ιδρύσεις επιχειρήσεων που
ασχολούνταν με ναυπηγήσεις ή άλλες εργασίες που ενδιέφεραν τις αρχές κατοχής
ιδρύονταν αποκλειστικά από Έλληνες. Ένα τέτοιο παράδειγμα, εκείνο του «Νέου
Ποσειδώνα» το συναντήσαμε νωρίτερα. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν
εκείνο της ίδρυσης της ομόρρυθμης εταιρείας «Ναυπηγεία Λαυρίου» Ι. Ξανθόπουλος και Λ.
Κατσουρόπουλος τον Μάρτιο του 1942.1395

Συγκεντρώσεως Περιουσίας Δημοσίου, αρ. πρωτ. 25395/1037, «Περί των ναυπηγείων Περάματος,
Αμπελακίων, Θάσου, Καβάλλας», Αθήνα, 23/2/45.
1393
ΕΛΙΑ, Αρχείο Αντωνίου Μοσχοβάκη, υποφάκελος 1.2, ΚΝΑ Αλληλογραφία 1944-45, «Βεβαίωσις»
(σχέδιον) Α. Μοσχοβάκη, 5 Ιουνίου 1945 (ο Μοσχοβάκης ήταν διευθυντής του ναυπηγείου
μεταπολεμικά). Η βεβαίωση αυτή προοριζόταν για διεκδίκηση αποζημίωσης από τον Κ. Μπούτση
(σχετικά έγγραφα περιέχονται στον φάκελο), μέρος της περιουσίας του οποίου φαίνεται να είχε
ενσωματωθεί επί κατοχής στα γερμανικό ναυπηγείο που εντωμεταξύ είχε κρατικοποιηθεί.
Παρόμοιες αιτήσεις αποζημίωσης κατέθεσαν και άλλοι ιδιοκτήτες.
1394
Βλ. Εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, 1 Μαΐου 1943, στήλη «Προσωπικαί Εταιρείαι»,
πρωτοδικείον Θεσσαλονίκης, Συστάσεις, συμβόλαιο 1795 της 18/3/43. Συμβαλλόμενοι της νέας
εταιρείας ήταν ο Αθαν. Μελάς και ο Παύλος Φόϊσνερ.
1395
Αντίγραφο του συμφωνητικού συστάσεως της εταιρείας βρίσκεται στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ81Φ888. Η
άδεια από το Συμβούλιο Βιομηχανίας του Υπουργείου Οικονομίας για την ίδρυση «πλήρων

788
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ως σκοπός της νέας αυτής εταιρείας αναφερόταν η εκμετάλλευση ναυπηγείων στο


Λαύριο ή αλλού, η ναυπήγηση πλοίων, η «αποσύνθεσις τοιούτων» και κάθε συναφής
επιχείρηση. Οι δύο συμβαλλόμενοι δεν φαίνεται να είχαν παρελθόν σε επιχειρήσεις τέτοιου
είδους, αλλά μάλλον αποφάσισαν να επενδύσουν κεφάλαιο που είχαν από άλλες
δραστηριότητες σε έναν κλάδο που θα είχε εξασφαλισμένη πελατεία και κατά συνέπεια
κάποια σίγουρα κέρδη, τουλάχιστον για τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και την αμέσως
μετέπειτα περίοδο. Και οι δύο εμφανίζονταν στο συμφωνητικό ως έμποροι, αν και
τουλάχιστον ο Λεωνίδας Γ. Κατσουρόπουλος προπολεμικά είχε άλλες ασχολίες. Συνθέτης
αρκετών τραγουδιών της δεκαετίας του 1930 και τραγουδιστής, ο «Λελές» (όπως είχε γίνει
γνωστός) ήταν χαρακτηριστική προσωπικότητα της κοσμικής Αθήνας της εποχής, «από τους
εξαιρετικούς ντιζέρ εις τα καλύτερα κοσμικά κέντρα της πρωτευούσης και των προαστίων»,
με «αναρίθμητες κατακτήσεις» και κατακτήσεις που είχαν φτάσει μέχρι και την Αίγυπτο,
όπου είχε κληθεί να εργαστεί για ένα διάστημα. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος ο
Κατσουρόπουλος στράφηκε στο εμπόριο με τη βοήθεια του Ιωάννη Ανδ. Ξανθόπουλου, ενός
άλλου κοσμικού νέου που εργαζόταν ως ιδιαίτερος (ή γενικός κατά άλλες πηγές)
γραμματέας της ΕΕΠΚ του πανταχού παρόντα Μποδοσάκη.1396
Σύντομα οι δύο συνέταιροι έγιναν σημαντικοί προμηθευτές των Γερμανών, με
γραφείο αρχικά στην πλατεία των Αγίων Θεοδώρων (πίσω από την πλατεία Κλαυθμώνος)
ενώ τον Δεκέμβρη του 1941 προχώρησαν και στην ίδρυση εταιρείας («Λ. Κατσουρόπουλος
και Σια»), με αντικείμενο «παραγγελιοδοχικές και αντιπροσωπευτικές εργασίες».1397 Τον ίδιο
μήνα ιδρύουν όπως είδαμε και επιχείρηση ανελκύσεων (Στάλλιος και Σια), ενώ από τον
Σεπτέμβριο του 1941 έχουν επεκταθεί και στο Λαύριο αναλαμβάνοντας τα επιταγμένα

εγκαταστάσεων ναυπηγείου» άργησε να δοθεί (δημοσιεύεται στη σχετική στήλη του Οικονομικού
Ταχυδρόμου στις 23/11/1942), αλλά οι ναυπηγικές εργασίες πρέπει να είχαν ξεκινήσει αρκετά
νωρίτερα. Ενδεχομένως η άδεια να ζητήθηκε για την δημιουργία νέων ναυπηγικών εγκαταστάσεων
στην περιοχή, άλλων από εκείνες που ως τότε χρησιμοποιούσε η νεοϊδρυθείσα εταιρεία.
1396
Εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, 20/2/1945, «Ιστορία ενός δοσιλόγου: από ντιζέρ
επιχειρηματίας». Ο Ι. Ξανθόπουλος είναι πιθανότατα ο ίδιος που εμφανίζεται ως αντιπρόσωπος της
Ιωάννας Μποδοσάκη (με 100 μετοχές και 0 ψήφους) σε προπολεμικό πίνακα μετόχων για συμμετοχή
σε Γενική Συνέλευση της ΕΕΠΚ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ3Φ11, «Πρακτικά της Τακτικής Γενικής Συνελεύσεως
των Μετόχων της Ανων. Εταιρίας Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου της 16 Ιουνίου
1938». Φαίνεται πως ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης των Μποδοσάκηδων, τουλάχιστον προκατοχικά.
1397
Εφημερίδες Ελευθερία Αθηνών («Ιστορία ενός δοσιλόγου: από ντιζέρ επιχειρηματίας»
20/2/1945) και Οικονομολόγος Αθηνών (στήλη «Προσωπικαί Εταιρίαι» πρωτοδικείο Αθηνών,
6/12/1941).

789
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ναυπηγεία Λαυρίου (κατά μία μάλιστα εκδοχή οι ίδιοι επιδίωξαν την επίταξη των
ναυπηγείων ώστε να τα αναλάβουν), στα οποία ξεκίνησαν και την επισκευή διαφόρων
σκαφών για λογαριασμό των κατακτητών. Όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα, ο
«Λελές» νοίκιασε και μια έπαυλη στην περιοχή, που χρησιμοποιούσε για τη διασκέδαση
Γερμανών και Ελλήνων τεχνικών.1398
Σύντομα οι δραστηριότητες των δύο συνεταίρων επεκτάθηκαν και στο Πέραμα, όπου
άνοιξαν νέο ναυπηγείο.1399 Εκεί κατασκευάστηκε από τους Ξανθόπουλο και Κατσουρόπουλο
αριθμός καϊκιών (τουλάχιστον 12 φορτηγίδες των 65 τόνων) για τους Γερμανούς, και δύο
μεγαλύτερα σκάφη 200-250 ή 300 τόνων, ενώ το 1944 προχώρησαν και στην κατασκευή
σκαφών στο Λαύριο. Φαίνεται πως μέρος τουλάχιστον των καθόλου ευκαταφρόνητων
αμοιβών τους (αναφέρθηκε ότι πληρώνονταν γύρω στις 2.000-2.500 χρυσές λίρες ανά πλοίο)
δινόταν σε είδος και πρώτες ύλες για το ναυπηγείο. Σύμφωνα μάλιστα με μαρτυρίες, το
τελευταίο διάστημα της κατοχής οι ιδιοκτήτες δεν πλήρωναν και όλους τους μισθούς στους
εργαζόμενους του ναυπηγείου. Το 1944 το ναυπηγείο στο Πέραμα φέρεται να απασχολούσε
περίπου 250 άτομα, ενώ το Λαύριο 600 εργάτες και 30-35 υπαλλήλους.1400 Όπως φαίνεται

1398
Βλ. Εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, 20/2/1945, «Ιστορία ενός δοσιλόγου: από ντιζέρ
επιχειρηματίας». Τα ναυπηγεία Λαυρίου και Περάματος αναφέρεται ότι εργαζόταν για μια «εταιρεία
Μίλτερμη» (ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά τόμος 2/1948, αρ. 188-191 και 201, κατάθεση Κ.Μ.), ή
«Μίντερμεν» (Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος 11/1947, αρ. 1059), που μάλλον πρόκειται για
παράφραση της Mittelmeer [Handels und Industrie Gesellschaft] (σε άλλη αναφορά εξάλλου στο
προαναφερθέν βούλευμα αναφέρεται ως «Μίτελμερ»). Δεν είναι σαφές αν η έπαυλη του Λαυρίου
είναι το ίδιο κτίσμα που αναφέρεται ως διώροφη έπαυλη 10 δωματίων, που κατασκεύασε η
επιχείρηση «από καλά υλικά» (ο. π., κατάθεση Κ.Π.). Σε άλλη δίκη ο. π. αρ. 202, κατάθεση Γ.Κ.)
μάρτυρας καταθέτει ότι έκτισε έπαυλη του Ξανθόπουλου στο Π. Φάληρο, αξίας 2.400.000 δραχμών
(μάλλον μεταπολεμικών), ενώ «είχαν» και άλλο σπίτι μεγάλης αξίας στο Ψυχικό (δεν διευκρινίζει αν
πρόκειται για ένα σπίτι που διέθεταν από κοινού).
1399
Το ναυπηγείο στο Πέραμα φαίνεται ότι άνοιξε στα τέλη καλοκαιριού ή στις αρχές φθινοπώρου
του 1942 (όταν δηλαδή κορυφώνονταν και οι προσπάθειες για εφοδιασμό του βορειοαφρικανικού
μετώπου από την Ελλάδα), όπως προκύπτει και από τη δημοσίευση της σχετικής άδειας στην
εφημερίδα Οικονομικός Ταχυδρόμος, 7/9/1942, στήλη «Άδειαι νέων εργοστασίων και επεκτάσεις
παλαιών». Στο ίδιο ακριβώς φύλλο δημοσιεύεται και η άδεια για την ίδρυση ναυπηγείου από μια
άλλη εταιρεία που συναντήσαμε παραπάνω: την Χαλυβδοφύλλων και Λευκοσιδήρου.
1400
TNA, WO 204/11766, Strategic Services Unit. War Department, Intelligence Dissemination, Secret,
“Collaborationist Shipbuilding Firms”, 19/2/1946, ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά τόμος 5/1947, αριθ. 536-
537, κατάθεση Δ.Χ. και Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά τόμος 2/1948, αρ. 188-191 και 201, κατάθεση Κ.Τ., Κ.Π.,
και Χ.Β.. Σύμφωνα με τις δύο τελευταίες, τα ναυπηγεία Ξανθόπουλου και Κατσουρόπουλου στο

790
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μάλιστα η εταιρεία των δύο συνεταίρων επεκτάθηκε κατά την κατοχή, αγοράζοντας τον
Ιανουάριο του 1943 επιπλέον έκταση στην περιοχή Γαϊδουράμανδρα του δήμου
Λαυρεωτικής.1401
Το ναυπηγείο Ξανθόπουλου – Κατσουρόπουλου στο Λαύριο αναφέρεται στον
ισολογισμό της MIHIG για το 1943, με το τρίτο μεγαλύτερο ποσό προκαταβολών της
εταιρείας (1.291.560.000 δραχμές, “Werft Lawrion”).1402 Το ίδιο ναυπηγείο χαρακτηρίζεται
σε κατοχικά έγγραφα της ΕΤΕ για την παροχή δανείου ως “Ναυπηγείο Λαυρίου Mittelmeer
Handels u. Industrie GmbH”, αν και σε μετάφραση γερμανικού εγγράφου στον ίδιο φάκελο
αναφέρεται ρητά ως ιδιοκτήτης ο Ξανθόπουλος. Η αναφορά αυτή, αλλά και το γεγονός ότι η
MIHIG είχε συμφωνήσει να δώσει στην ΕΤΕ 5 μηχανές σκαφών (50-75 ίππων) ως ασφάλεια
προκειμένου το ναυπηγείο να πάρει προκαταβολή 250.000.000 δραχμών, υποδηλώνει

Πέραμα ναυπήγησαν 12 φορτηγίδες και το 1944 κατασκεύαζε 5 σκάφη. Ο τελευταίος μάρτυρας


καταθέτει πως το λάδι που μάζευαν από τη Μεσσηνία το μετέτρεπαν σε λίπος (μαργαρίνη) πριν το
πουλήσουν στους Γερμανούς. Άλλος μάρτυρας (Δ.Γ.) αναφέρει την κατασκευή μόνο ενός από τα 5
σκάφη που είχαν αναλάβει το 1944, ενώ ένα ακόμα ήταν ημιτελές και τα τρία σκελετοί. Ένας τρίτος
μάρτυρας (Δ.Κ.), μάλλον όχι και τόσο αρνητικά διακείμενος προς τους κατηγορούμενους, καταθέτει
για την κατασκευή «εξ-επτά-δέκα» πλοίων, δύο από τα οποία ήταν μεγάλα (200-250) τόνων, που
όμως δεν παραδόθηκαν και το ένα βούλιαξε. Οι αναφορές μαρτύρων στις 12 φορτηγίδες του
Περάματος και στα 7 σκάφη (5 από τα οποία δεν είχαν προλάβει να παραδοθούν) των ναυπηγείων
του Λαυρίου υιοθετούνται και στη δικογραφία, όπως φαίνεται στο βούλευμα 1059 (τόμος 11/1947).
Από το τελευταίο προκύπτει πως το ναυπηγείο που άνοιξαν στο Πέραμα ήταν το παλιό (και
«ημικατεστραμμένο») ναυπηγείο Παυλίδη, το οποίο οι Ξανθόπουλος και Κατσουρόπουλος
αγόρασαν από την εταιρεία «Ζέφυρος» το 1941.
1401
Είναι πιθανό να υπήρχαν περισσότερες αγορές εκτάσεων στο όνομα της επιχείρησης ή των
συμβαλλόμενων επί κατοχής. Τα στοιχεία για την συγκεκριμένη περίπτωση αγοράς έκτασης 8,5
περίπου στρεμμάτων ανατολικά του ναυπηγείου που ανήκε στην Βενέτα Δηκαιούλια και τα παιδιά
της προκύπτει από αναφορά σε μεταπολεμική υποθήκη του οικοπέδου για χρέη της επιχείρησης
προς την ΕΤΕ. Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ46Φ126, «Αίτησις Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος» προς κ.
Υποθηκοφύλακα Λαυρίου, 16 Σεπτεμβρίου 1952. Το οικόπεδο είχε και άλλα βάρη, αλλά εκκρεμούσε
και διεκδικητική αγωγή της Β. Δηκαιούλια, πιθανότατα προσπάθεια αναστροφής της κατοχικής
αγοροπωλησίας (ο. π. Δικαστικόν Τμήμα ΕΤΕ προς Υπηρεσία Καθυστερήσεων, αρ. 3103, 31/10/1952).
1402
BArch, R 2/15979, “’Mihig – Athen’ Bilanz zum 31. Dezember 1943“. Το ποσό αυτό αποτελούσε
περίπου το 7% των προκαταβολών του Αθηναϊκού γραφείου της εταιρείας στους προμηθευτές της
για το 1943.

791
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ξεκάθαρα την κυριότερη (αν όχι αποκλειστική) πηγή παραγγελιών του ναυπηγείου
Λαυρίου.1403
Εκτός από τις καθαρά ναυπηγικές εργασίες, οι Ξανθόπουλος και Κατσουρόπουλος
είχαν και άλλες ασχολίες επί κατοχής. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Κατσουρόπουλος, έκανε
μεγάλης έκτασης υλοτομία στην περιοχή της Λαυρεωτικής (πιθανότατα για χρήση στα
ναυπηγεία).1404 Εκτός αυτού οι δύο συνέταιροι είχαν αναλάβει και την ανέλκυση
βυθισμένων σκαφών ή των φορτίων τους στον Ισθμό, στην Πάτρα και στο Ναύπλιο.1405
Επιπλέον ο Κατσουρόπουλος μάλλον μαζί με τον Ξανθόπουλο κατάφερε να αναλάβει την
άνοιξη του 1942, εφοδιασμένος με γερμανική διαταγή, τη συγκέντρωση του ελαιολάδου της
Πελοποννήσου, επιχείρηση από την οποία είχε ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Μέρος από το
λάδι και τα προϊόντα που κατασκεύασαν απ’ αυτό κατέληξε στη μαύρη αγορά, ενώ το
υπόλοιπο το προμήθευσαν στις δυνάμεις κατοχής.1406 Την ίδια περίπου περίοδο οι δύο
συνέταιροι άνοιξαν και σαπωνοποιείο «της μιας μηχανής» στον Πειραιά.1407 Το γεγονός
μάλιστα ότι συνηθισμένη πρώτη ύλη για τα σαπούνια της εποχής ήταν και το λάδι (στην
περίπτωση αυτή ενδεχομένως το πυρηνέλαιο που δεν μπορούσε να πωληθεί ως τρόφιμο),

1403
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ37Υ351Φ108 (όλα τα έγγραφα, αλλά για την αναφορά στον Ξανθόπουλο βλ. τη
μεταφρασμένη επιστολή της MIHIG, 4 Αυγούστου 1943). Στα έγγραφα αναφέρουν ως έδρα της
MIHIG (πρόκειται για την ίδια την εταιρεία και όχι το ναυπηγείο) τη Φειδίου 4, Αθήνα. Ο φάκελος
αφορά στην εκτίμηση των μηχανών από την τράπεζα προκειμένου να δοθεί η προκαταβολή στο
ναυπηγείο Λαυρίου.
1404
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά τόμος 13/1946, αρ. 1405, μάρτυς Η.Β. και Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά τόμος
2/1948, αρ. 188-191 και 201, κατάθεση Ε.Α. και Α.Γ..
1405
Στο Φραγκολίμανο, κοντά στον Ισθμό είχαν αναλάβει την ανέλκυση του φορτίου του ατμόπλοιου
«Κεχρέας» του Επιφανιάδη. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., Βουλεύματα τόμος 11/1947, αρ. 1059.
1406
Εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, 20/2/1945, «Ιστορία ενός δοσιλόγου: από ντιζέρ επιχειρηματίας»
και ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά τόμος 13/1946, αρ. 1427, κατάθεση μάρτυρα Δ.Ψ.. Σε άλλη δίκη (Ειδ.Δ.Α.,
Πρακτικά τόμος 2/1948, αρ. 188-191 και 201) μάρτυρας (Σ.Μ.) καταθέτει ότι αναγκάστηκε να
πουλήσει το λάδι του με διατακτική στον Κατσουρόπουλο για το 10% της αξίας του, αλλά στη
συνέχεια του έκοψε ακόμα 10 δραχμές την οκά γιατί το βρήκε χαμηλής ποιότητας. Αλλού (Ειδ.Δ.Α.,
Βουλεύματα τόμος 11/1947, αρ. 1059) αναφέρεται ότι ο Ξανθόπουλος δια των ιταλικών και
γερμανικών αρχών αφαίρεσε 220.000 οκάδες ελαιολάδου από τους παραγωγούς στη Μεσσηνία και
την Τριφυλία το καλοκαίρι του 1941. Όπως προκύπτει και από έγγραφα που οι δύο συνέταιροι είχαν
στείλει την κατοχή στις αρχές για απαλλαγή τους από φορολογία, τα λάδια αυτά τα προμήθευαν σε
σημαντικές ποσότητες στη γερμανική επιμελητεία (ο. π.).
1407
Εφημερίδα Οικονομικός Ταχυδρόμος, 4/5/1942, στήλη «Άδειαι νέων εργοστασίων και επεκτάσεις
παλαιών».

792
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μας οδηγεί στη βάσιμη υπόθεση πως οι δύο τελευταίες επιχειρηματικές ασχολίες
πιθανότατα συνδέονταν.
Ανάμεσα στις διάφορες προμήθειες που είχαν αναλάβει για τους Γερμανούς ήταν και
εκείνη κάποιων πρώτων υλών που αγόρασαν από επιταγμένες επιχειρήσεις, αφού
μεταπολεμικά ο Μποδοσάκης τους κατηγορούσε ότι ζημίωσαν την ΕΕΠΚ γιατί πήραν από τις
αποθήκες της μεταξύ άλλων, 103 τόρνους, 150 κυβικά ξυλείας, ένα τόνο αντιμονιούχου
μολύβδου (που είχε καταλήξει στις γερμανικές αρχές) και 3.500 οκάδες ψευδαργύρου (που
είχε δεσμευθεί στις αποθήκες των Ξανθόπουλου και Κατσουρόπουλου από το ελληνικό
Δημόσιο με την απελευθέρωση). Φαίνεται μάλιστα ότι για κάποιες από τις αγορές των
υλικών αυτών χρησιμοποιήθηκε μια εταιρεία σε άλλο όνομα (η «Π. Στάλιος και Σια» που
συναντήσαμε και παραπάνω), την οποία όμως έλεγχαν οι Ξανθόπουλος και
Κατσουρόπουλος.1408 Εκτός δε από πρώτες ύλες είχαν αφαιρέσει και μηχανήματα άλλων
εταιρειών για να τα χρησιμοποιήσουν στις δικές τους επιχειρήσεις.1409

1408
Στις αποθήκες Ξανθόπουλου και Κατσουρόπουλου είχε βρεθεί και σημαντική ποσότητα
εισαγόμενης ξυλείας, προοριζόμενη για τις ναυπηγικές εργασίες που είχαν αναλάβει, ενώ ο
υπάλληλος της ΕΕΠΚ Δ.Κ. καταθέτει και την πώληση μηχανημάτων από τον Deter προς τους
Ξανθόπουλο και Κατσουρόπουλο, πιθανόν για τη χρήση τους στην κατασκευή τσιμεντοπλοίων. ΓΑΚ,
Ειδ.Δ.Α., Βουλεύματα τόμος 11/1947, αρ. 1059 και Πρακτικά τόμος 2/1948, αρ. 188-191 και 201.
Όπως καταθέτει στην δίκη ο Γ.Χ., ο Ξανθόπουλος, ως τότε υπάλληλος της επιχείρησης, αγόρασε το
1941 διάφορα πράγματα από το Καλυκοποιείο στο 20% της αξίας τους, ενώ άλλος μάρτυρας (Κ.Ζ.)
ανεβάζει την τιμή αγοράς στο 50% της αξίας τους. Ενδιαφέρον προκαλεί η αιτιολογία για την
απαλλαγή κάποιων από τους κατηγορούμενους που ήταν υπεύθυνοι για τις πωλήσεις υλικών της
ΕΕΠΚ, σύμφωνα με την οποία «η πώλησις εγένετο υπό του Γενικού Διευθυντού της τότε Βάλτερ
Ντέτερ, όστις σημειωτέον και προ της κατοχής υπήρξεν μέτοχος και συνέταιρός του Διευθυντού και
κυρίως μετόχου Μποδοσάκη Αθανασιάδη, η δε εκποίησις των μετάλλων και ειδών απεφασίσθη και
εγένετο παρ’ αυτού προς τον σκοπόν της εξοφλήσεως παλαιών χρεών προς την Εθνικήν Τράπεζαν
της Ελλάδος της Α.Ε. ‘Ελληνικού Καλυκοποιείου – Πυριτιδοποιείου’ διά τα συμφέροντα της οποίας
ενδιαφέρετο ο Β. Ντέτερ» (Βουλεύματα τόμος 11/1947, αρ. 1059). Η ειρωνεία είναι ότι το
«ενδιαφέρον» του Deter που χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία από το δικαστήριο για την απαλλαγή
των κατηγορούμενων δεν αναγνωρίστηκε στη δίκη του ίδιου στο δικαστήριο εγκληματιών πολέμου.
1409
Πρόκειται κυρίως για διάφορα μηχανήματα της επιχείρησης Τζανίδη («Σιδηροβιομηχανία
Πειραιώς»). Ο Τζανίδης είχε φυλάξει τα μηχανήματα σε ένα επιταγμένο γκαράζ φυλασσόμενο από
Ιταλούς, από το οποίο τα πήρε υπάλληλος του Ξανθόπουλου. Όταν ο ιδιοκτήτης φώναξε την
αστυνομία ήρθε «η γκεστάπο» και πήρε τον Ξανθόπουλο χωρίς όμως φαίνεται να τον συλλάβουν
πραγματικά. Ο Ξανθόπουλος ίσως φώναξε ο ίδιος τους Γερμανούς (Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά τόμος 2/1948,
αρ. 188-191 και 201, κυρίως καταθέσεις Φ.Β. Σ.Β. και Π.Ν.), ενώ φαίνεται πως μάλλον, όταν έγινε η

793
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η πλέον όμως ενδιαφέρουσα ενασχόληση των δύο συνεταίρων είναι μάλλον αυτή με
τις αθηναϊκές χαρτοπαιχτικές λέσχες. Όπως κατέθετε αστυνομικός κατά τη σχετική δίκη,
μάλλον έχοντας υπόψη του και λίγα από τα στοιχεία που μαρτυρούσε στις συμμαχικές αρχές
Γερμανός αξιωματικός της SD, οι λέσχες αυτές χρησιμοποιούνταν από τις αρχές κατοχής ως
βιτρίνα όχι μόνο για τη συλλογή πληροφοριών, αλλά και για τη χρηματοδότηση της
γερμανικής αντικατασκοπίας. Οι ίδιοι οι Γερμανοί παραδέχονται πως από τα μέσα του 1943
και για κάτι λιγότερο από ένα χρόνο, οι υπηρεσίες αντικατασκοπίας και σαμποτάζ που είχαν
οργανώσει στην περιοχή λάμβαναν αρχικά περίπου 20 και τελικά 40 χρυσές λίρες την
εβδομάδα από τις δύο λέσχες που είχαν στον έλεγχό τους.1410 Τα ποσά αυτά προέρχονταν
κυρίως από τους νεόπλουτους της Αθήνας, μαυραγορίτες, τυχοδιώκτες, και προμηθευτές
των Γερμανών, που ζούσαν τη μεγάλη ζωή, ξοδεύοντας στις λέσχες ποσά απλησίαστα για
τους περισσότερους Έλληνες.
Ο Κατσουρόπουλος μαζί με τον Ξανθόπουλο ανέλαβαν δύο από τις λέσχες αυτές, στις
οδούς Μετσόβου 6α και Φιλελλήνων 2, εκδιώκοντας τους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Τη
λέσχη της οδό Μετσόβου, λειτουργούσε ως τότε – επίσης με γερμανική άδεια –το
«συγκρότημα Μεθενίτου, Μαράτου κλπ». Με τη νέα της διεύθυνση (αντιπροσώπους των
Ξανθόπουλου και Κατσουρόπουλου) η λέσχη της Μετσόβου επεκτάθηκε και στην
Πατησίων.1411 Η λέσχη αυτή, όπως και η δεύτερη που λειτούργησε ως βιτρίνα των
γερμανικών υπηρεσιών, συνέχισε ως και τα τέλη Μαΐου 1944, όταν φαίνεται ότι έκλεισε

αφαίρεση, τα μηχανήματα είχαν ήδη αγοραστεί από τους Ιταλούς (Ειδ.Δ.Α., Βουλεύματα τόμος
11/1947, αρ. 1059).
1410
TNA, KV 2/527, OSDIC/CMF/SD 67, “Second detailed interrogation report on SS Sturmbannfuehrer
Begus Dr Otto”, κυρίως σελ 7 και ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά τόμος 5/1947, αριθ. 536-537, κυρίως
κατάθεση Π.Χ.. Ο ταγματάρχης των SS (Sturmbannführer) Begus ήταν υπεύθυνος την περίοδο 1943-
44 για την οργάνωση των δύο υπηρεσιών αντικατασκοπίας και, σε περίπτωση αποχώρησης των
Γερμανών, σαμποτάζ (stay-behind), των Dienststelle 2000 (Θεσσαλονίκη) και 3000 (Αθήνα). Για τη
χρηματοδότηση των υπηρεσιών αυτών, οι οποίες απασχολούσαν και αρκετούς Έλληνες, ο Begus
διέθετε δύο καζίνα (λέσχες). Στην ανωτέρω δίκη μάλιστα ένας μάρτυρας (Θ.Γ.) καταθέτει ότι ήταν ο
υπεύθυνος της Dienststelle 3000 για να παρακολουθεί και να εισπράττει τα έσοδα της λέσχης. Όπως
φαίνεται από κατάθεση άλλου μάρτυρα (Α.Ο.) η λέσχη λειτουργούσε σε νοικιαζόμενο διαμέρισμα
ιδιοκτησίας του γιατρού Χριστοφοράκου.
1411
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., Βουλεύματα, τόμος 14/1947, αριθ. 1325 και πρακτικά τόμος 5/1947, αριθ. 536-537,
κυρίως καταθέσεις Δ.Χ. και Α.Κ. καθώς και πρακτικά τόμος 2/1948, αρ. 202, κατάθεση Χ.Π. και Δ.Χ..

794
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

(τουλάχιστον ως βιτρίνα) λόγω της αντίθεσης του Neubacher στη χρήση της για τη
χρηματοδότηση των γερμανικών υπηρεσιών.1412
Με την απελευθέρωση οι Ξανθόπουλος και Κατσουρόπουλος συνελήφθησαν και
παραπέμφθηκαν σε δίκη, αλλά πριν δικαστούν κατάφεραν να διαφύγουν κατά τα
Δεκεμβριανά, πληρώνοντας σύμφωνα με εφημερίδα 500 χρυσές λίρες.1413 Το 1945 κλήθηκαν
να πληρώσουν ένα μετρίου (σε σχέση με άλλους) μεγέθους πόσο (50.000.000 δραχμές) ως
φόρο πλουτησάντων επί κατοχής.1414 Ωστόσο ο φόρος που τους επιδικάστηκε μάλλον δεν
πληρώθηκε, τουλάχιστον στο σύνολό του, αφού συνέχισαν να χρωστούν σημαντικά ποσά
στο Δημόσιο. Οι υποθέσεις τους έφτασαν τελικά στα δικαστήρια, όπου – μετά από αρκετές
αναβολές και καθυστερήσεις (στο μεγαλύτερο διάστημα των οποίων βρίσκονταν
προφυλακισμένοι) – καταδικάστηκαν σε μάλλον μετριοπαθείς ποινές. Μια προσπάθεια να
παρουσιαστεί πάντως ο Κατσουρόπουλος ως μέλος του ΕΔΕΣ δεν φαίνεται να έπεισε
ιδιαίτερα. Πέρα από τον φόρο που κλήθηκαν αρχικά να πληρώσουν, ζητήθηκε και η
κατάσχεση της περιουσίας τους, αλλά η σχετικά ευνοϊκή τελική απόφαση του δικαστηρίου
οριστικοποίησε μόνο την κατάσχεση 2 ημιτελών ξύλινων σκαφών 275 τόνων (το ένα είχε ήδη
καθελκυστεί αλλά δεν είχε ακόμα εξοπλιστεί με μηχανές κλπ) και των σκελετών 3 ακόμα που
βρίσκονταν υπό κατασκευή κατά την ημερομηνία υπογραφής του κατασχετηρίου (το
1412
TNA, KV 2/527, OSDIC/CMF/SD 67, “Second detailed interrogation report on SS Sturmbannfuehrer
Begus Dr Otto”, σελ 7.
1413
Εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, «Ιστορία ενός δοσιλόγου: από ντιζέρ επιχειρηματίας»,
20/2/1945. Σύμφωνα με την εφημερίδα είχαν πέσει στα χέρια του ΕΛΑΣ και τις λίρες τις πλήρωσαν
στους δεσμοφύλακές τους για να απελευθερωθούν, χωρίς ωστόσο να αναφέρονται περισσότερες
λεπτομέρειες, ούτε για το ποιοι ακριβώς πήραν τις λίρες και για το πώς αυτό μαθεύτηκε, ούτε για το
πώς μπορούσαν οι κρατούμενοι να έχουν πρόσβαση σ’ αυτές.
1414
Εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, «ο Δεύτερος Πίναξ Φορολογίας των Παρανόμως Πλουτησάντων
επί Κατοχής». 21/4/1945. Ο μέσος όρων των ποσών στις 27 περιπτώσεις του δεύτερου πίνακα (όπου
περιέχονται και άλλες περιπτώσεις ναυτικών εργασιών) ήταν περίπου 37.000.000 με το μεγαλύτερο
ποσό να φτάνει τα 70.000.000. Τα ποσά του πρώτου πίνακα (δημοσιεύτηκε στις 17/4/45) ήταν
αρκετά μεγαλύτερα φτάνοντας μέχρι και τα 450.000.000. Για τον Ξανθόπουλο φαίνεται τον επόμενο
μήνα χρέος 26.000.000 γεγονός που σημαίνει είτε την μερική αποπληρωμή του φόρου, είτε την
σημαντική μείωσή του. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ69Φ466, Ταμείο εισπράξεων Αθηνών, αναγκαστική κατάσχεση
εις χείρας της Εθνικής Τραπέζης, αρ. πρωτ. 774, 23 Μαΐου 1945 και «Πίναξ ληξιπροθέσμων οφειλών
του οφειλέτου του Δημοσίου Ξανθοπούλου Ιωάννου», 18 Μαΐου 1945. Στα δικαστήρια εμφανίζονται
και υποθέσεις δύο τουλάχιστον ακόμα Ιωάννηδων Ξανθόπουλων, ενός εργολάβου με λίγο
διαφορετικό πατρώνυμο, καθώς ενός χρηματομεσίτη (με τελείως διαφορετικό πατρώνυμο), που
φαίνεται να αφορούν τελείως διαφορετικές περιπτώσεις.

795
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

1945).1415 Οι Ξανθόπουλος και Κατσουρόπουλος ήταν και πάλι ελεύθεροι πριν το τέλος της
δεκαετίας.
***
Συνολικά αρκετές χιλιάδες άτομα (ενδεχομένως να πλησίαζαν ή ακόμα και να
ξεπερνούσαν τις 20.000) εργάζονταν στα ναυπηγικά προγράμματα του γερμανικού ναυτικού
στην Ελλάδα, τουλάχιστον 12.000 από τους οποίους στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά -
Περάματος. Η έκταση των ναυπηγικών εργασιών διαφωτίζεται καλύτερα συγκρίνοντάς τες
με παρόμοιες περιπτώσεις στην υπόλοιπη κατεχόμενη Ευρώπη. Στα δύο λοιπόν μεγάλα
ναυπηγεία στο κατεχόμενο Nikolaev της Μαύρης Θάλασσας εργάζονταν το 1942 γύρω στα
9.900 άτομα, ενώ οι κρατικές ναυπηγικές εγκαταστάσεις στη Βρέστη της Γαλλίας τον
Φεβρουάριο του 1941 απασχολούσαν 470 Γερμανούς και περίπου 6.000 Γάλλους.1416

1415
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά τόμος 2/1948, δίκη αρ. 202 καθώς και δίκη αρ. 188-191 και 201, κυρίως
καταθέσεις μαρτύρων υπεράσπισης Λ.Α., Δ.Μ. και Δ.Π.. Σύμφωνα με τους τελευταίους οι
Ξανθόπουλος και Κατσουρόπουλος υποτίθεται μάλιστα ότι είχαν αγοράσει ασύρματο, μετέφεραν
Έλληνες στη Μέση Ανατολή με δικά τους καΐκια, ακόμα και ότι είχαν αγοράσει όπλα από τους
Ιταλούς για τον ΕΔΕΣ! Η αναφορά των μαρτύρων ότι ο αδελφός του Ξανθόπουλου είχε συλληφθεί
από τους Γερμανούς και εκτελέστηκε χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, τόσο για την διασταύρωση
της αναφοράς, όσο και για την ανακάλυψη της πραγματικής κατηγορίας που τον βάρυνε. Αν και η
επίκληση αντιστασιακής δράσης, ιδίως στον ΕΔΕΣ ήταν αγαπημένη υπερασπιστική τακτική των
κατηγορούμενων ως δοσιλόγων, οι συγκεκριμένοι δυσκολεύτηκαν να βρουν αξιόπιστα μέλη κάποιας
από τις οργανώσεις αυτές να καταθέσουν υπέρ τους. Ένας μόνο μάρτυρας (Γ.Κ.) κατέθεσε ότι ήταν
στον ΕΔΕΣ και ο Κατσουρόπουλος του έδινε χρήματα, ενώ ένας δεύτερος, που κατέθεσε ότι είχε
επίσης «εθνική αποστολή» λαμβάνοντας «ταχυδρομείο από τη Μ. Ανατολή» και ότι αρκετοί
μάρτυρες κατηγορίας ήταν «κομμουνιστές», ήταν ο ίδιος συγκατηγορούμενος του Κατσουρόπουλου
σε άλλη δίκη. Περισσότεροι μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεταν για το «καλό έργο» και τη «βοήθεια»
που τους πρόσφεραν οι κατηγορούμενοι ή προσπαθούσαν να δημιουργήσουν αμφιβολίες για το
ποιος πραγματικά κρυβόταν πίσω από τις λέσχες. Λίγο μεγαλύτερη επιτυχία είχαν οι
κατηγορούμενοι στην πρόκληση αμφιβολιών για κάποιες από τις πράξεις τους, βρίσκοντας μάρτυρες
που κατέθεταν πως οι Ξανθόπουλος και Κατσουρόπουλος απλώς έπαιρναν πίσω χρήματα που είχαν
δανείσει στους διαχειριστές των λεσχών. Ο Ξανθόπουλος κατάφερε μάλιστα να απαλλαγεί για
κάποιες από τις κατηγορίες που του είχαν απαγγελθεί. Τα ονόματά τους εμφανίζονται σε αρκετές
ακόμα δίκες όπου απαλλάσσονται λόγω δεδικασμένου.
1416
Βλ. Hein Klemann & Sergei Kudryashov: Occupied Economies. An Economic History of Nazi-
Occupied Europe, 1939-1945, σελ. 344 και Hellwinkel, Lars: « Les Arsenaux de la Marine française sous
l’Occupation : l’exemple du port de Brest (1940-1944) », σελ. 267, στο: Chevandier, Christian &
Daumas, Jean-Claude (textes réunis par) : Travailler dans les entreprises sous l’Occupation, Presses

796
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δεν υπάρχει λοιπόν αμφιβολία πως το ναυπηγικό και επισκευαστικό πρόγραμμα των
Γερμανών στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό. Η μεγάλη διαφορά βεβαίως ήταν πως σε
αντίθεση με τα μεγάλα ναυπηγεία του εξωτερικού, στην Ελλάδα η μεγάλη πλειονότητα των
αντίστοιχων εγκαταστάσεων ήταν μικρού και μεσαίου μεγέθους, και μόνο το ναυπηγείο
Βασιλειάδη και τα νέα αλλά ημιτελή ναυπηγεία Σκαραμαγκά ήταν αρκετά μεγάλα και με
δυνατότητα κατασκευής σύγχρονων μεταλλικών σκαφών μεσαίου μεγέθους.1417 Το μικρό
λοιπόν μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων ανάγκασε ουσιαστικά τις γερμανικές αρχές να
στραφούν στη ναυπήγηση μεγάλου αριθμού μικρών σκαφών. Αθροιστικά ωστόσο ο αριθμός
των εργαζομένων για το γερμανικό ναυτικό πλησιάζει εκείνον σε μεγαλύτερα ναυπηγικά
κέντρα της κατεχόμενης Ευρώπης. Οι παραγγελίες των δυνάμεων κατοχής –οι οποίες
εξάλλου έτειναν να μονοπωλήσουν τον κλάδο αφήνοντας λίγα περιθώρια για εργασίες
ιδιωτών ή ακόμα και του κατοχικού κράτους – αποτέλεσαν την κύρια πηγή απασχόλησης
μεγάλου ποσοστού του πληθυσμού του Πειραιά και κυρίως του Περάματος. Ταυτόχρονα
επέτρεψαν και σε αρκετούς επιχειρηματίες να έχουν αξιόλογα κέρδη, κάποιες φορές αρκετά
ώστε να προχωρήσουν σε σημαντική επέκταση των επιχειρήσεων τους. Επέκταση γνώρισαν
και αρκετές από τις κρατικές εγκαταστάσεις, αλλά όπως είδαμε, αυτές δεν ανήκαν πια στο
ελληνικό Δημόσιο αφού οι κατακτητές τις θεωρούσαν ως δικαίως κερδισμένη λεία πολέμου.

universitaires de Franche-Comté, Besançon, 2007, σσ. 257-271 αντίστοιχα. Στα μεγάλα αυτά
ναυπηγεία είχαν κατασκευαστεί λίγο πριν τον πόλεμο και τα τελευταία γαλλικά θωρηκτά
“Dunkerque” και “Richelieu”. Κατά την κατοχή οι εγκαταστάσεις χρησιμοποιούνταν κυρίως ως βάση
γερμανικών υποβρυχίων, ενώ από την άνοιξη του 1941 μέχρι και τις αρχές του 1942 στη Βρέστη
επισκευάστηκαν και τα γερμανικά βαριά καταδρομικά “Scharnhorst” και “Gneisenau“.
Τα γερμανικά σχέδια πάντως σχετικά με τη βιομηχανία της κατεχομένης Σοβιετικής Ένωσης
έδιναν έμφαση στο πετρέλαιο, με τους υπόλοιπους τομείς, ακόμα και αυτούς της πολεμικής
βιομηχανίας, να προορίζονται για εκμετάλλευση μόνο στον βαθμό που ήταν απαραίτητο. Οι δε
βιομηχανικές περιοχές της Μόσχας και του Λένινγκραντ, προορίζονταν για ολοκληρωτική
καταστροφή. Βλ. Kay, Alex J.: Exploitation, Resettlement, Mass Murder. Political and Economic
Planning for German Occupation Policy in the Soviet Union, 1940-1941, Berghahn Books, New York,
2006, κυρίως σσ. 164-167 και 185-187. Τα ναυπηγεία στο Nikolaev (νότια Ουκρανία), εκτός του ότι
δεν ανήκαν στην ελλειμματική από τρόφιμα βόρεια ΕΣΣΔ που προοριζόταν για ισοπέδωση, φαίνεται
ότι θεωρήθηκαν αρκετά αναγκαία για να ξεκινήσουν παραγωγή για τους Γερμανούς.
1417
Ως βασική αιτία των περιορισμών στη ναυπηγική δυνατότητα της χώρας αναγνωριζόταν,
σύμφωνα με σχετική ελληνική έκθεση, «η έλλειψις εγχωρίου βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβος και η
μέχρι πρότινος μη επιστημονική εκμετάλλευσις του δασικού πλούτου της χώρας.» ΤΕΕ Ηρακλείου
Κρήτης, Αρχείο Ν. Κιτσίκη, Φάκ. 607, «Τεχνική κίνησις εν τω ναυτικώ της Ελλάδος», 1/8/1943, σελ. 2.

797
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

11. Το γερμανικό πρόγραμμα ναυπήγησης τσιμεντοπλοίων στην


κατεχόμενη Ελλάδα.

11.1 Τα τσιμεντόπλοια στους δύο παγκοσμίους πολέμους .


Οι ανάγκες των Γερμανών για πλοία ήταν μεγάλες, αλλά η Ελλάδα είχε όπως είδαμε
περιορισμένες δυνατότητες ναυπήγησης μεγάλων μεταλλικών σκαφών και οι πρώτες ύλες
σπάνιζαν. Αντίθετα υπήρχε μια σχετικά ανεπτυγμένη βιομηχανία τσιμέντου, που λάμβανε
τις περισσότερες πρώτες ύλες (όχι όμως και τα καύσιμα) από το εσωτερικό της χώρας. Έτσι,
εκτός από τα παραδοσιακότερα σκάφη οι Γερμανοί ξεκίνησαν στην Ελλάδα και ένα
πρόγραμμα κατασκευής πλοίων κατασκευασμένων από μπετόν αρμέ.
Παρόμοια σκάφη είχαν κατασκευαστεί και παλαιότερα. Τα πρώτα όμως μεγάλα
εμπορικά σκάφη από το υλικό αυτό κατασκευάστηκαν κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο,
κυρίως από ΗΠΑ και Βρετανία. Κύριο επιχείρημα για την πρωτοποριακή αυτή κατασκευή
μεγάλων πλοίων από μπετόν αρμέ ήταν το χαμηλό εκτιμώμενο κόστος και η δυνατότητα
εύκολης μαζικής παραγωγής.
Με την είσοδο λοιπόν των ΗΠΑ στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο κατασκευάστηκαν τα
πρώτα φορτηγά πλοία από σκυρόδεμα εν μέρει με χαρακτήρα πειραματικό. Η επιτυχία
τους άνοιξε τον δρόμο για ένα μεγαλύτερο αμερικάνικο πρόγραμμα που αφορούσε στη
μαζική παραγωγή 40 τάνκερ από μπετόν αρμέ, αν και οι αρχικές εκτιμήσεις έκαναν λόγο για
ανάγκη κατασκευής μέχρι και 75 τέτοιων σκαφών. Για τον σκοπό αυτόν δημιουργήθηκαν
μάλιστα και 5 νέα ναυπηγεία στις ΗΠΑ. Κάποια από τα σκάφη εκείνα ήταν αρκετά μεγάλα,
εκτοπίζοντας μέχρι και 7.500 τόνους, ωστόσο μόνο 12 περίπου κατασκευάστηκαν μέχρι το
1919, αφού η λήξη του πολέμου οδήγησε τελικά στην ακύρωση του προγράμματος. Την
ίδια περίπου περίοδο το βρετανικό υπουργείο ναυτιλίας προχώρησε στην κατασκευή 50
μαουνών και 12 ατμοκίνητων ρυμουλκών από το ίδιο υλικό. Το πλέον ίσως επιτυχημένο
από τα πρώτα εκείνα μεγάλα τσιμεντόπλοια ήταν το αμερικάνικο φορτηγό “Faith”
(εκτόπισμα 8.150 τόνοι, μηχανή 1.700 ίππων και ταχύτητα 10 κόμβων), που
κατασκευάστηκε στο San Francisco το 1917. Μέχρι το 1918 το “Faith” είχε κάνει 12.000-
15.000 μίλια πλέοντας μέχρι τη Χαβάη, τη Χιλή και τη Νέα Υόρκη, ενώ το επόμενο έτος έγινε
το πρώτο τσιμεντόπλοιο που διέσχισε τον Ατλαντικό.1418

1418
Τα πρώτα τσιμεντένια σκάφη, πολύ μικρότερων όμως διαστάσεων – ουσιαστικά βάρκες –
κατασκευάστηκαν το 1848 από τον Γάλλο Jean-Louis Lambot. Ένα σκάφος του είχε μάλιστα
παρουσιαστεί και στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1855, κάποια από αυτά επιζούσαν ως τον
πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ενώ ένα ακόμα ανακαλύφθηκε βυθισμένο σε γαλλική λίμνη το 1955 και

798
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η κατασκευή πλοίου από μπετόν αρμέ είχε δοκιμαστεί και στην Ελλάδα το 1917. Τον
Ιανουάριο του έτους εκείνου, η εφοπλιστική εταιρεία «Παληός» ανέθεσε στον πολιτικό
μηχανικό και καθηγητή του πολυτεχνείου Νίκο Κιτσίκη την μελέτη για την κατασκευή
σκάφους 320 τόνων από μπετόν αρμέ με σκοπό την μεταφορά στρατευμάτων της
κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης. Το σκάφος αναφέρεται ότι τελικά κατασκευάστηκε από την
εταιρεία «Εργοληπτική Μ.Α. Διαμαντόπουλος και Σια» (μάλλον αμέσως μετά τον πόλεμο), η
οποία όπως θα δούμε είχε εμπλοκή και στην κατασκευή τσιμεντοπλοίων επί κατοχής.1419 Η
τεχνογνωσία μάλιστα από την κατασκευή του πρώτου αυτού ελληνικού τσιμεντοπλοίου
φαίνεται να έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εμπλοκή της εταιρείας στο γερμανικό πρόγραμμα
τσιμεντοπλοίων επί κατοχής. Το σκάφος αυτό ενδεχομένως να αποτέλεσε την έμπνευση και
για μία δεύτερη προσπάθεια ελληνικού τσιμεντοπλοίου το επόμενο έτος. Μεγαλοστέλεχος
της ΑΕΕΧΠΛ κατέθεσε στη μεταπολεμική δίκη του «Τέκτονα» (βλ. παρακάτω για την
ανάμιξή του στο γερμανικό πρόγραμμα) πως το 1918 η Εταιρεία Λιπασμάτων είχε αναθέσει
την κατασκευή τσιμεντοπλοίου στον «Τέκτονα», η κατασκευή του οποίου όμως
«απέτυχε».1420

έκτοτε βρίσκεται σε μουσείο. Ακολούθησαν και άλλα σκάφη, όλα όμως σχετικά μικρά. Μικρός
αριθμός σκαφών κατασκευάστηκε ακόμα σε Νορβηγία (που ήταν και από τις πλέον πρωτοπόρες
χώρες στο είδος), Καναδά κ.α.. Τα περισσότερα από τα σκάφη αυτά αποσύρθηκαν μετά από λίγα
χρόνια, 8 όμως βρίσκονταν ακόμα σε υπηρεσία το 1940. Βλ. Lavache, Mark L.: Concrete Ships,
αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, Department of Geography and Marine Affairs, University of
Rhode Island, 1978, κυρίως σσ. 6-20, καθώς και την ακυκλοφόρητη έκθεση (στο TNA, PREM 3/381/2),
“Concrete Ships of the Last War. Some Records and their Subsequent History”, privately printed for
the attention of the Lords Commissioners of the Admiralty, June 1940. Για τη ναυπήγηση τέτοιων
σκαφών στη Βρετανία είχαν ιδρυθεί το 1917-18 και ειδικές εταιρείες, όπως εκείνη με το όνομα
“Ferro-Concrete Ship Construction Company, Limited” (για το καταστατικό της και άλλα σχετικά
έγγραφα καθώς και τη διάλυσή της βλ.: TNA, BT 31/23732/147733).
1419
Βλ. περιοδικό Τεχνικά Χρονικά (ΤΕΕ), Ιανουάριος-Μάρτιος 1986, τεύχος 1-3, «Το πλοίο από
τσιμέντο», σσ. 60-61 (μέρος του αφιερώματος: «Νίκος Κιτσίκης: ο επιστήμονας, ο άνθρωπος, ο
πολιτικός»). Σχετική αναφορά πάντως για το πρώτο εκείνο ελληνικό τσιμεντόπλοιο δεν έχει προς το
παρόν βρεθεί αλλού και δεν είναι βέβαιο ότι τέθηκε ποτέ σε υπηρεσία. Όπως θα δούμε η εταιρεία
του Διαμαντόπουλου, άμεσος πρόγονος της «Εργοληπτικής Γ.Ε.Ε.Μ.Α. Διαμαντόπουλος» των
τσιμεντοπλοίων της κατοχής, ιδρύθηκε το 1919.
1420
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 1/1946, αρ. 100, κατάθεση μάρτυρα υπεράσπισης μηχανικού –
βιομήχανου Λ. Κ.. Δεν είναι γνωστό σε τι στάδιο έφτασε η προσπάθεια αυτή, αλλά το σκάφος
πιθανώς να μην ολοκληρώθηκε ποτέ, ίσως μάλιστα να μην ξεκίνησε καν η κατασκευή του.

799
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το σχετικό ενδιαφέρον επανήλθε και στα δύο
στρατόπεδα. Το πρόγραμμα των ΗΠΑ που ξεκίνησε το 1942 αφορούσε την κατασκευή 24
σκαφών, 5.400-5.500 τόνων (dwt).1421 Την ίδια περίπου περίοδο, το βρετανικό πρόγραμμα
προέβλεπε αρχικά 60 φορτηγίδες από μπετόν και σίδερο, οι οποίες είχαν όλες παραδοθεί
στο υπουργείο μεταφορών μέχρι τον Απρίλιο του 1942. Επίσης στη Βρετανία
κατασκευάστηκε ένα μεγαλύτερο ακτοπλοϊκό σκάφος (το F.S. 1, “Lady Wolmer”) 1.883
μικτών τόνων, ενώ έγιναν σχετικές μελέτες για αρκετά περισσότερα. Την εποχή της
ολοκλήρωσης των παραδόσεων της πρώτης παραγγελίας φορτηγίδων ξεκινούσε νέο
πρόγραμμα για ακόμα 20 τέτοια σκάφη.1422 Το “Lady Wolmer” χρειάστηκε 15 μήνες μέχρι
να ολοκληρωθεί, αλλά για τα επόμενα οι ρυθμοί προβλεπόταν να επιταχυνθούν σημαντικά
και η εκτίμηση για το δεύτερο έκανε λόγο για 5 μήνες. Το προβλεπόμενο δεύτερο σκάφος
(που μάλλον όμως δεν κατασκευάστηκε ποτέ), θα ήταν 2.500 τόνων (dwt), με λιγότερη
χρήση σιδήρου (568 αντί 774 τόνους) και συγκρίσιμα στοιχεία με μεταλλικά σκάφη
παρομοίου μεγέθους σε ό, τι αφορά το κόστος, τη μεταφορική ικανότητα, τις εργατοώρες
και τον χρόνο που χρειαζόταν για την ολοκλήρωσή του.1423 Οι φορτηγίδες, ως σημαντικά
μικρότερες κατασκευάζονταν αρκετά γρηγορότερα. Τον Αύγουστο του 1941 για
παράδειγμα παραδόθηκαν πέντε τέτοια σκάφη, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο από
τέσσερα και τον Νοέμβριο έξι.1424 Σχέδια για μεγαλύτερα βρετανικά σκάφη συνέχισαν να
εκπονούνται και στο υπόλοιπο του πολέμου. Σχετική πρόταση για παράδειγμα του

1421
Lavache, Mark L.: Concrete Ships…, σσ. 23-24 και Α4 (προδιαγραφές), και TNA, ADM 1/12077
(διάφορα έγγραφα). Τα 24 αυτά σκάφη κατασκευάστηκαν για τη μεταφορά ζάχαρης από την
Καραϊβική. Εκτός των σχετικά μεγάλων αυτών σκαφών (στα έγγραφα αναφέρονται ως
«αυτοκινούμενες μαούνες») κατασκευάστηκε και αριθμός μαουνών, κάποιες από τις οποίες είχαν
αντικείμενο τη μεταφορά καυσίμων.
1422
TNA, PREM 3/381/2, “Ferro-Concrete Shipbuilding” (έγγραφο αρ. 37). Ο φάκελος περιέχει και
κάποιες φωτογραφίες των σκαφών αυτών σε διάφορα στάδια της κατασκευής τους. Η δοκιμαστική
φύση της ναυπήγησης του μεγάλου βρετανικού τσιμεντοπλοίου τονίζεται και στην απάντηση που
δίνεται από τον ίδιο τον Churchill σε σχετική ανησυχία του υπουργού δημοσίων έργων, ο οποίος
παρατηρούσε ότι μετά την ήττα της Γαλλία το 30% του τσιμέντου πηγαίνει σε αμυντικά έργα με
αποτέλεσμα να παρατηρείται έλλειψη. Ο. π. έγγραφο 103, 24/7/1940.
1423
TNA, PREM 3/381/2, Ferro-Concrete Shipbuilding” (Πίνακας-έγγραφο αρ. 81).
1424
TNA, PREM 3/381/2, Ferro-Concrete Shipbuilding” (έγγραφα αρ. 76, 74, 72 και 68 αντίστοιχα).

800
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Νορβηγού ναυπηγού Alfred Holter στα τέλη του 1942 για σκάφη 3.700 και 5.310 τόνων
(dwt) εξετάστηκε σοβαρά, χωρίς όμως να προχωρήσει.1425
Οι χώρες του Άξονα άργησαν λίγο να ασχοληθούν με την κατασκευή τέτοιων
σκαφών. Η Ιταλία ξεκίνησε ένα σχετικό πρόγραμμα το 1943, που όμως διακόπηκε πριν τη
ναυπήγηση κάποιου σκάφους.1426 Το γερμανικό πρόγραμμα ήταν πολύ περισσότερο
ανεπτυγμένο, αλλά ούτε αυτό κατάφερε να αναπτυχθεί πλήρως πριν το τέλος του πολέμου.
Η απόφαση της Γερμανίας να προχωρήσει στην κατασκευή ενός αρκετά μεγάλου αριθμού
τέτοιων πλοίων σε διάφορα μέρη της κατεχόμενης (ή Αξονικής) Ευρώπης λήφθηκε τα μέσα
σχεδόν του πολέμου. Στόχος της ναυπήγησης των γερμανικών τσιμεντοπλοίων ήταν να
λυθεί το έντονο πρόβλημα μεταφορών και έλλειψης πρώτων υλών που αντιμετώπιζε η
χώρα χρησιμοποιώντας πόρους που ήταν διαθέσιμοι και με τρόπο που δεν θα επιβάρυνε
την υπόλοιπη πολεμική στερώντας της σπάνιες πρώτες ύλες.
Περίπου 15-18 λοιπόν φορτηγά πλοία και 19 τάνκερ, όλα από μπετόν αρμέ,
παραγγέλθηκαν σε ναυπηγεία στο Ράιχ (Stettin – σημερινό Πολωνικό Szczecin), στην
Βουλγαρία (Βάρνα – μάλλον, μαζί με κάποια του Stettin, ήταν τα μεγαλύτερα τσιμεντόπλοια
στην Ευρώπη του Άξονα), στη Δανία (μαούνες 500 τόνων στην Κοπεγχάγη), στην Ιταλία
(Βενετία), στη νότια Γαλλία και στην Κριμαία (Cherson). Επίσης παραγγελίες δόθηκαν και
για πάνω από 100 ποταμόπλοια 100-1.000 τόνων (τα περισσότερα 280-300 grt) στην
Ολλανδία (Άμστερνταμ και Ρότερνταμ), στο Ράιχ (Swinemünde – σημερινό Świnoujście της
Πολωνίας, Stettin, Βιέννη και στον Ρήνο – Mainz-Gustavsburg και Minden), στη Δανία
(Larvik), στο Παρίσι και στην Ουγγαρία (Neusatz – σημερινό Novi Sad της Σερβίας). Τα

1425
Η πρόταση και η σχετική ανταλλαγή επιστολών βρίσκεται στο TNA, ADM 1/14928. Η ταχύτητα
του μεγαλύτερου σκάφους (εκτόπισμα 9.850 τόνοι) θα ήταν 11 κόμβοι, ενώ για την κατασκευή του
θα απαιτούνταν 3.170 τόνοι τσιμέντου και 670 τόνοι ατσαλιού. Στον ίδιο φάκελο υπάρχουν και άλλες
προτάσεις όπως εκείνη της κατασκευής μαούνας – τάνκερ 9.000 τόνων (dwt). Αν και σκάφη τέτοιου
είδους συνέχισαν να κατασκευάζονται υπήρχε μια καχυποψία ως προς τα σχέδια που εμφανίζονταν,
τόσο από τεχνο-οικονομικής πλευράς, όσο και λόγω των πιθανών συμφερόντων που κρύβονταν πίσω
από τις εταιρείες που θα αναλάμβαναν την κατασκευή τους.
1426
Την άνοιξη του 1943 είχε ξεκινήσει η κατασκευή ενός σκάφους 400 τόνων και 3 μικρότερων των
150 τόνων. Η κατασκευή τους όμως διακόπηκε λόγω των πολεμικών και πολιτικών εξελίξεων. Κάποια
ιταλικά σκάφη ολοκληρώθηκαν την περίοδο 1945-48. Bezukladov, V.F., Amel’yanovich, K.K.,
Verbitskiy V.D., Bogoyavlenkskiy, L.P. (transl. Lloyd G. Robbins): Ships Made of Reinforced Concrete
(Design, Strength and Construction Technology), Publication AD680042, Scientific Documentation
Division (205), Naval Ship Systems Command, Department of the Navy, Washington D.C., 1968, σσ. 3-
5 και 124. Πρόκειται για αμερικανική μετάφραση Σοβιετικής μελέτης του ίδιου έτους.

801
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ποταμόπλοια αυτά προορίζονταν κυρίως για τον λεγόμενο «μεταφορικό στόλο Speer»
("Transportflotte Speer") που είχε σκοπό να εκμεταλλευτεί το ποτάμιο δίκτυο της Ευρώπης
για φτηνές και οικονομικές σε καύσιμα μεταφορές, ειδικά από τη στιγμή που το οδικό και
σιδηροδρομικό δίκτυο αποδεικνύονταν ανεπαρκή.1427
Στα τέλη του 1942, όταν περίπου κατασκευάζονταν και τα πρώτα ελληνικά
τσιμεντόπλοια, ναυπηγούνταν στη Βάρνα της Βουλγαρίας (ναυπηγείο “Neptunwerft”) 6
τάνκερ από μπετόν αρμέ, σχεδιαζόμενης μεταφορικής ικανότητας 3.000 και τελικής
εκτιμούμενης 3.800 dwt, ακόμα 6 μικρότερα των 1.250 dwt σε δεύτερο ναυπηγείο της
Βάρνας (Koralowag), καθώς και 3 στην Κριμαία (αρχικά 2.500, τελικά 3.300 dwt).1428
Μεγάλο μέρος από τα σκάφη αυτά (ειδικά εκείνα της Κοπεγχάγης, Βιέννης, Novi Sad,
Βενετίας, Γαλλίας και της ΕΣΣΔ) τελικά δεν ολοκληρώθηκαν, ενώ κάποια δεν ξεκίνησαν καν
την κατασκευή τους. Αν και υπάρχουν πολλά κενά στις πληροφορίες, τα σκάφη που
ολοκληρώθηκαν για τους Γερμανούς στην ηπειρωτική Ευρώπη (πλην Ελλάδας) πρέπει να
ήταν γύρω στα 25, μόνο ένα από τα οποία ήταν σχετικά μεγάλο τάνκερ άνω των 3.000
τόνων. Η συντριπτική πλειονότητα των υπολοίπων ήταν μαούνες για ποταμούς, κάπως
μικρότερες από τα περισσότερα ελληνικά τσιμεντόπλοια.1429

11.2 Το γερμανικό πρόγραμμα ξεκινά στην Ελλάδα


Η Ελλάδα ήταν λοιπόν μια από τις κατεχόμενες χώρες όπου θα κατασκευάζονταν τα
περισσότερα τσιμεντόπλοια για τη Γερμανία. Το σχετικό πρόγραμμα ξεκίνησε στην Αττική

1427
Τα περισσότερα από τα σκάφη αυτά παραγγέλθηκαν το 1942-43. Βλ. Gröner, Erich: Die deutschen
Kriegsschiffe, 1815-1945, Band 7: Landungsverbände (II): Landungsfahrzeuge i.e.S. (Teil 2)…, σσ. 143-
149. Ειδικά για τα τάνκερ βλ. επίσης IWM, FD FD 3046-49 Sc. 319, W Stab. (Inl.) 3/III (a), „Übersicht
über die z. Zgt. Für die Kontintentale Öl Transport A.G. in Bau befindlichen seegehenden Tankschiffe“,
24/4/1943 (στη λίστα περιλαμβάνονται και 5 μεταλλικά σκάφη, ενώ τα δύο πρώτα τσιμεντένια των
ναυπηγείων Βάρνας και Κριμαίας αναμένονταν στα τέλη του 1943).
1428
BA-MA, TS 404/14903, “Schiffstypen für den Südosten“. Η ναυσιπλοΐα του Δούναβη για
παράδειγμα είχε μεγάλη σημασία για τις γερμανικές αρχές αλλά και για τις γερμανικές επιχειρήσεις.
Έγιναν έτσι οργανωμένες προσπάθειες για την αύξηση των σκαφών που τον χρησιμοποιούσαν. Βλ.
Σχετικά: Freytag, Carl: Deutschlands "Drang nach Südosten": Der Mitteleuropäische Wirtschaftstag
und der - Ergänzungsraum Südosteuropa- 1931 1945, Zeitgeschichte im Kontext Bd. 7, V & R Unipress,
Viena Univeristy Press, Vienna, 2012, σσ. 334-335. Είναι πολύ πιθανό πως κάποια από τα σκάφη που
κατασκευάστηκαν στη Βουλγαρία σχετίζονταν επίσης με την προσπάθεια αυτή.
1429
Υπολογισμός με βάση τα στοιχεία του: Gröner, Erich: Die deutschen Kriegsschiffe, 1815-1945,
Band 7: Landungsverbände (II): Landungsfahrzeuge i.e.S. (Teil 2)…, σσ. 143-149.

802
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ελάχιστα μετά την έναρξη της κατοχής, από το γερμανικό μηχανικό. Ο επικεφαλής μάλιστα,
αρχικά ταγματάρχης και στη συνέχεια αντισυνταγματάρχης (Oberstleutnant) του
μηχανικού, Adolph Götsche είχε λίγο νωρίτερα εργασθεί στην επισκευή της ανατιναγμένης
γέφυρας του ισθμού της Κορίνθου. Την κατασκευή των σκαφών αυτών ανέλαβαν ως
υπεργολαβία ελληνικές εταιρείες (για τις οποίες θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω),
αρκετές από τις οποίες είχαν ασχοληθεί με δημόσια έργα προπολεμικά. Εκτός όμως από τις
υπάρχουσες κατασκευαστικές εταιρείες, δημιουργήθηκαν και κάποιες νέες κατά την
διάρκεια της κατοχής, προσβλέποντας στα σημαντικά κέρδη που υποσχόταν το πρόγραμμα
των τσιμεντοπλοίων.
Το πρόγραμμα προήλθε μετά από ακύρωση κατασκευής τσιμεντένιων πλωτήρων για
μια γέφυρα πλάτους 2 χιλιομέτρων που είχε παραγγελθεί ως επείγουσα στο γερμανικό
μηχανικό το καλοκαίρι του 1941, αλλά τελικά δεν κατασκευάστηκε ποτέ. Ο κάθε πλωτήρας
θα στήριζε 20 μέτρα ισχυρής γέφυρας (ικανής να σηκώσει και βαριά άρματα μάχης), οπότε
η παραγγελία αφορούσε 100 πλωτήρες και 200 εφεδρικούς. Ο κάθε πλωτήρας 360 τόνων
θα είχε μήκος 42 μέτρα, πλάτος 9, τοιχώματα 700 χιλιοστών και θα ήταν εφοδιασμένος με
κινητήρα 90 ίππων για το ταξίδι. Θεωρητικά η ταχύτητα υπολογιζόταν σε 10 κόμβους,
αριθμός μάλλον μη ρεαλιστικός με δεδομένο το βάρος του σκάφους και τον μικρό
προβλεπόμενο κινητήρα. Οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές είχαν στραφεί στην χρήση του
τσιμέντου λόγω της σχετικής αφθονίας του στην Ελλάδα.1430

1430
Τα πρώτα πλοία είχαν ενισχυμένη δομή ακριβώς γιατί θα υποστήριζαν τη γέφυρα, με
αποτέλεσμα να έχουν σχετικά περιορισμένο χώρο για το φορτίο. Την κατασκευή της γέφυρας είχε
αναλάβει ο Götsche λόγω της εμπειρίας που είχε στην ταχύτατη κατασκευή γεφυρών (νωρίτερα είχε
αναλάβει την κατασκευή γέφυρας 1.100 μέτρων στον Δούναβη χρησιμοποιώντας τα ευρισκόμενα
στην περιοχή σκάφη – που δεν ήταν πάντως τισμεντόπλοια). BA-MA, TS 404/14903, “Besichtigung
der Eisenbetonschiffs-Werften in Griechenland“ και Länderbeauftragter Südosten für den
Hauptschuss Schiffbau, Marineoberbaurat Mendelssohn, „Bericht über die Reise nach Athen vom 9.
bis 16. Oktober 1942”. Ο προορισμός της γεφύρας αυτής δεν έχει εντοπιστεί σε κανένα γερμανικό
έγγραφο, αλλά πιθανότερες λογικές εκδοχές θα ήταν τα Δαρδανέλια ή ο Βόσπορος. Εξάλλου υπήρχε
μια φήμη ότι «οι Γερμανοί εσκέπτοντο να τα μεταφέρουν εις την Κωνσταντινούπολιν» (Βλ. ΓΑΚ,
Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά τόμος 11/1945, αριθμός δίκης 1396-1397 & 1407, κατάθεση Α.Μ.), ενώ και σε
άλλη πηγή (στο μάλλον όχι απόλυτα αξιόπιστο: Έλληνες και ξένοι κατάσκοποι στην Ελλάδα του Γ.
Ιωαννίδη, τόμος Β΄, σσ. 157-161) η κατασκευή των ελληνικών τσιμεντοπλοίων συνδέεται με σχέδια
του 1941 για υποτιθέμενη επίθεση κατά της Τουρκίας. Το ενδεχόμενο, να προορίζονταν για τη
διώρυγα του Σουέζ, μάλλον αποκλείεται, αφού αυτή είναι πολύ στενότερη για να ταιριάζει στην
περιγραφή. Κάποιες εκτιμήσεις φυγάδα στη Μέση Ανατολή ότι πρόκειται για προσπάθεια

803
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σύμφωνα με μαρτυρίες ενός αρχιτέκτονα που δούλευε σε μία από τις εταιρείες
αυτές, τα σχέδια για την κατασκευή των σκαφών από μπετόν στην Ελλάδα τα είχαν φέρει οι
Γερμανοί από την Γαλλία. Τα Γαλλικά σχέδια (τα οποία και θα χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί
για τους πλωτήρες της γέφυρας) χρονολογούνταν από το 1927-29 και αφορούσαν αρχικά
την κατασκευή μαουνών για ποταμούς. Όπως είδαμε εξάλλου τα περισσότερα από τα
τσιμεντόπλοια που κατασκευάστηκαν στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη ήταν
ποταμόπλοια.
Η ηλικία, αλλά κυρίως ο διαφορετικός προορισμός των πρώτων αυτών σχεδίων, ήταν
μάλλον αυτά που έκαναν τον Götsche να στραφεί σε Έλληνες τεχνικούς προκειμένου να τα
βελτιώσουν. Τον Οκτώβρη του ’41 λοιπόν ο υπεύθυνος του γερμανικού προγράμματος
τσιμεντοπλοίων ανέθεσε στον αρχιμηχανικό των σιδηροδρόμων (ΣΕΚ) Ευσταθιάδη, στον
ναυπηγό Παπαδόπουλο και στον καθηγητή του Πολυτεχνείου Περικλή Παρασκευόπουλο να
εκπονήσουν μία μελέτη με σκοπό την εξοικονόμηση υλικών κατασκευής για τσιμεντόπλοια
χωρητικότητας 250 τόνων. Ο Götsche τους ανέφερε πως οι ναυπηγικές εργασίες είχαν ήδη
ξεκινήσει στη Βάρκιζα και πως το πρόγραμμα ήταν επείγον. Η μελέτη παραδόθηκε σε 2
περίπου μήνες, αν και φαίνεται πως την υπέγραψαν τελικά μόνο οι Ευσταθιάδης και
Παπαδόπουλος.1431 Οι πρώτες επαφές με τους Ευσταθιάδη και Παπαδόπουλο μάλλον είχαν

γεφύρωσης της Σάμου με τη Μικρασιατική ακτή ή ότι θα ενώνονταν για να χρησιμοποιηθούν ως


πλωτά αεροδρόμια (TNA, WO 208/3357, “Report No. 400”, 6/6/1942) είναι μάλλον φανταστικές, αν
και μπορεί να έχουν την ίδια προέλευση με τις αναφορές Ιωαννίδη. Ο μεγάλος αριθμός εφεδρικών
πλωτήρων μάλλον υποδηλώνει την αυξημένη πιθανότητα για απώλεια αρκετών από αυτούς κατά το
ταξίδι (η απαίτηση για τη χωρητικότητα στα καύσιμα ήταν να φτάνουν για δύο ταξίδια μετ’
επιστροφής μέχρι την Κρήτη ή ένα μέχρι την Αλεξάνδρεια). Ενδιαφέρουσα και ενδεχομένως όχι
άσχετη είναι η πληροφορία της διανομής την ίδια περίπου εποχή στα γερμανικά επιτελεία της
περιοχής, της έκθεσης που είχε στείλει στρατιωτικός ακόλουθος στο Τόκιο, για τις εμπειρίες από τις
ιαπωνικές αποβάσεις στο Ειρηνικό. Βλ. NARA, microfilm T-311 Roll 175, Wehrmachtbefehlshaber
Südost (Armeeoberkommando 12), “Tätigkeitsbericht der Abteilung Ia für die Zeit v. 1.2.-28.2.42“,
28/2/1942, σελ. 12. Δεν είναι ωστόσο βέβαιο αν οι εμπειρίες αυτές μοιράζονταν για την πιθανότητα
κάποιας επιθετικής ενέργειας (π.χ. εναντίον της Τουρκίας) ή ως χρησιμότερες για την άμυνα της
περιοχής.
1431
Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, την κατάθεση του
Παρασκευόπουλου ως μάρτυρα υπεράσπισης του Μ. Αβέρωφ καθώς και TNA, WO 208/3357,
“Report no. A 399”, 4/6/1942, όπου όμως δεν αναφέρεται ο Παρασκευόπουλος (ο πληροφορητής
του “Report no. A 399” ήταν συμμαθητής ή συμφοιτητής του Γούναρη και λόγω αυτής ακριβώς της
γνωριμίας κατάφερε να βρει εκεί εργασία ως αρχιτέκτονας κατά την κατασκευή των εγκαταστάσεων,
να έχει πρόσβαση στα γραφεία και στα σχέδια, ακόμα και να πιάσει φιλία με τον Götsche). Ο

804
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

προηγηθεί του Οκτωβρίου, αφού φαίνεται πως το καλοκαίρι, ο γιος του καθηγητή
μεταλλογνωσίας Ηλία Γούναρη Παναγιώτης (Τάκης), η νέα εταιρεία του οποίου ΝΕΒΑ είχε
αναλάβει και την κατασκευή των πρώτων σκαφών, πλησίασε έναν ακόμα μηχανικό,
προσπαθώντας να τον πείσει να συμμετέχει στην δουλειά που ετοίμαζε για την κατασκευή
«βοηθητικών σκαφών του Γερμανικού πολεμικού ναυτικού», στον οποίον είπε πως ο
Παπαδόπουλος είχε ήδη πάρει 500.000 δραχμές για τα σχέδια και υποσχόταν πως σε
εκείνον θα έδινε ακόμα περισσότερα. Υποσχέθηκε μάλιστα πως αν χρειαζόταν μπορούσε να
βάλει άλλον να υπογράψει τα σχέδια.1432 Για την πρωτοβουλία του Γούναρη σχετικά με τις
μελέτες των γερμανικών τσιμεντοπλοίων στην Ελλάδα δεν χωρούν πολλές αμφιβολίες.
Σύμφωνα μάλιστα με μία – όχι πάντως απόλυτα αξιόπιστη – πηγή, ο Γούναρης ενδέχεται να
πρότεινε ο ίδιος την κατασκευή των τσιμεντοπλοίων στους Γερμανούς.1433
Οι προτάσεις προς τους καθηγητές του πολυτεχνείου (Ε.Μ.Π.) για μελέτες προς
βελτίωση των τσιμεντοπλοίων συνεχίστηκαν και τον Μάιο του επόμενου έτους, όταν ένας
Γερμανός αξιωματικός (πιθανότατα ο Götsche) επισκέφτηκε μαζί με τον Παναγιώτη
Γούναρη τον τότε αντιπρύτανη του Ε.Μ.Π. Νίκο Κιτσίκη. Ο Κιτσίκης είχε σπουδάσει στη
Γερμανία και όπως είδαμε κατείχε τη σχετική τεχνογνωσία, πράγμα που γνώριζαν οι
Γερμανικές αρχές (είχαν μάλιστα επισκεφτεί και το παλιό ελληνικό τσιμεντόπλοιο που
υπήρχε ακόμα σε μια ακτή της Σαλαμίνας). Έτσι του ζήτησαν να εκπονήσει μελέτη για νέα,

Παρασκευόπουλος κατέθεσε στη δίκη ότι καθυστερούσε ζητώντας σχετική γερμανική βιβλιογραφία
και πως ο βιαστικός Γερμανός αξιωματικός τελικά τον απάλλαξε. Αυτή κατά πάσα πιθανότητα είναι
και η αιτία που το όνομά του δεν αναφέρεται στην έκθεση που έφτασε στις βρετανικές υπηρεσίες.
Δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες για τις γαλλικές μαούνες αλλά το πιθανότερο είναι ότι
είχαν μείνει στα σχέδια. Ο Παπαδόπουλος θα κατέθετε αργότερα (προφανώς ψευδώς) πως ανέλαβε
με τη βία τη μετατροπή των σχεδίων και πως τα είχε «σαμποτάρει». ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος
1/1946, αρ. 100 και πρακτικά, τόμος 11/1945, αρ. 1396-1397, 1407.
1432
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 11/1945, αρ. 1396-1397, 1407, κατάθεση Α. Κ.. Ο Παπαδόπουλος
επί κατοχής υπηρετούσε ως ναυπηγός σε υπηρεσία του γερμανικού ναυτικού. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α.,
πρακτικά, τόμος 9/1945, αρ. 1138, μάρτυρας Κ. Τ.. Δεν αποκλείεται λοιπόν αυτόν να εννοούσε ο
Γούναρης ότι μπορεί να βάλει να υπογράψει εικονικά.
1433
Ιωαννίδης, Γιάννης Β.: Έλληνες και ξένοι κατάσκοποι στην Ελλάδα, τόμος Β΄, σελ. 159. Στο βιβλίο
δεν αναφέρεται όνομα, αλλά η περιγραφή του Έλληνα μηχανικού που είχε υποβάλει σχέδιο για νέου
τύπου φορτηγίδες από τσιμέντο στους Γερμανούς ταιριάζει περισσότερο στον Γούναρη. Η όλη
εξιστόρηση δημιουργεί κάποια ερωτηματικά ως προς την ακρίβειά της, αλλά όπως φαίνεται και στην
επόμενη παράγραφο, ο Κιτσίκης παρουσιάζει επίσης τον Γούναρη σαν αυτός να ήταν ο βασικός
Έλληνας μηχανικός πίσω από την πρώτη φάση του γερμανικού προγράμματος.

805
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μεγαλύτερα σκάφη 480 τόνων, τα οποία σκόπευαν να κατασκευάσουν οι Γερμανοί στην


Ελλάδα. Όπως ο Κιτσίκης αναφέρει, του πρότειναν μάλιστα ως αμοιβή 1.000 χρυσές λίρες,
αλλά ο ίδιος αρνήθηκε προφασιζόμενος έλλειψη χρόνου.1434
Φαίνεται όμως πως έτσι κι αλλιώς η αναζήτηση για βελτιώσεις στα σχέδια
περιορίστηκε την περίοδο εκείνη, αφού την άνοιξη του 1942 αποφασίστηκε πως δεν
υπήρχε πια ανάγκη για τέτοια γέφυρα. Καθώς οι προτεραιότητες άλλαξαν, οι εργασίες
επιβραδύνθηκαν σημαντικά από τα μέσα περίπου του έτους. Μέχρι το φθινόπωρο το
πρώτο σκάφος είχε καθελκυστεί στο «μικρό ναυπηγείο» στο Πέραμα και βρισκόταν στη
διαδικασία του εξοπλισμού του (ηλεκτρικά κλπ), ενώ άλλα τρία σκάφη ήταν υπό
κατασκευή. Τόσο όμως το 5ο σκάφος, που μόλις είχε ξεκινήσει η κατασκευή του, όσο και οι
νέες εγκαταστάσεις, που όπως θα δούμε στη συνέχεια ετοιμάζονταν στην παραλία της
Βάρκιζας, σταμάτησαν εντελώς και αποφασίστηκε η χρησιμοποίηση των υπολοίπων
σκαφών ως μεταφορικών.1435
Το πρόγραμμα θα συνεχιζόταν λοιπόν με μια καθυστέρηση οφειλόμενη στην αλλαγή
σκοπού και στις συνεπακόλουθες μετατροπές στα σκάφη που ναυπηγούνταν ή
σχεδιάζονταν. Οι πληροφορίες που έφταναν στη Μέση Ανατολή συνέχιζαν να αναφέρουν
για καιρό ακόμα κάποιους υπερβολικούς αριθμούς (1.000 – 2.000) σκαφών που μάλλον
ήταν επηρεασμένες από τις αρχικές παραγγελίες των 300 πλωτήρων.1436

1434
Σε μετέπειτα ερώτηση του Κιτσίκη προς τον πατέρα Γούναρη για τον γιο του, εκείνος του
απάντησε πως πρώτα έρχεται η επιβίωση (“primum vivere”) και έτσι ανέχεται τη συνεργασία του
γιου του. Βλ. Τεχνικά Χρονικά (ΤΕΕ), Ιανουάριος-Μάρτιος 1986, τεύχος 1-3, «Το πλοίο από τσιμέντο»,
σσ. 60-61 (μέρος του αφιερώματος: «Νίκος Κιτσίκης: ο επιστήμονας, ο άνθρωπος, ο πολιτικός»). Η
εντύπωση πάντως του Κιτσίκη ότι μόνο σ’ αυτόν πρότειναν πληρωμή με λίρες ενώ στους άλλους
πλήρωναν μόνο με μάρκα κατοχής είναι λανθασμένη.
1435
BA-MA, TS 404/14903, “Besichtigung der Eisenbetonschiffs-Werften in Griechenland“ και
Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau, Marineoberbaurat Mendelssohn,
„Bericht über die Reise nach Athen vom 9. bis 16. Oktober 1942”. Στα σκάφη πάντως προβλεπόταν
ου
από την αρχή η ύπαρξη αμπαριών και μηχανισμών φόρτωσης. Η κατασκευή του 5 σκάφους δεν
πρέπει να άργησε πολύ να επανεκκινήσει, αφού μάλλον δεν μεσολάβησαν πολλοί μήνες μεταξύ της
ου ου
καθέλκυσης 4 και 5 σκάφους.
1436
TNA, WO 204/8852, Political Intelligence Centre Middle East, “Monthly Report on Economic
Warfare Intelligence Relating to Enemy Occupied Territory in South-Eastern Europe, Issue No. 9”,
Secret, January 1944. Κάποιες από τις πρώτες πληροφορίες έκαναν λόγο για κατασκευή τους στο
Σκαραμαγκά (TNA, WO 208/3357, “Report No. 400”, 6/6/42). Μέχρι το 1944 είχαν φτάσει αρκετά

806
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

11.3 Οι ναυπηγικές εγκαταστάσεις σε Βάρη-Βάρκιζα και Πέραμα


Τα πρώτα λοιπόν γερμανικά τσιμεντόπλοια στην Ελλάδα άρχισαν να κατασκευάζονται ήδη
από τα μέσα περίπου του 1941 στο Πέραμα. Ωστόσο το μεγαλεπήβολο αρχικό σχέδιο και οι
αρκετά σημαντικοί πόροι που προβλεπόταν να έχει στη διάθεσή του ο Götsche
προκειμένου να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο πρόγραμμα, είχα γρήγορα οδηγήσει στην
απόφαση κατασκευής νέων, αρκετά μεγαλύτερων ναυπηγικών εγκαταστάσεων στην
περιοχή μεταξύ της Βάρης και της Βάρκιζας. Στις ναυπηγικές εγκαταστάσεις της Βάρκιζας
εγκαταστάθηκε και η πρώτη ελληνική εταιρεία που είχε δημιουργηθεί το 1941 με σκοπό
ειδικά την ναυπήγηση των τσιμεντοπλοίων. Η ΝΕΒΑ (Ναυπηγική Εταιρεία Μπετόν Αρμέ),
την οποία συναντήσαμε και στον πίνακα με τα ναυπηγεία του Περάματος, φαίνεται πως
είχε αναλάβει, πέρα από τη ναυπήγηση κάποιων σκάφων, και την κατασκευή των
γραφείων, αποθηκών και λοιπών εγκαταστάσεων στο ναυπηγείο της Βάρκιζας.1437
Ωστόσο οι ημιεγκαταστάσεις της Βάρκιζας δεν κατάφεραν να λειτουργήσουν για
πολύ (ίσως και καθόλου) και μάλλον δεν ναυπήγησαν ούτε ένα σκάφος. Τον Οκτώβριο του
1942, ελάχιστους μήνες μετά τις πληροφορίες του αρχιτέκτονα που είχε διαφύγει στη Μέση
Ανατολή, γερμανική έκθεση αναφέρει την επίσκεψη του Götsche και άλλων αξιωματούχων
στις «νέες ναυπηγικές εγκαταστάσεις στη Βάρη Βάρκιζα» που είχαν μόλις εγκαταλειφτεί. Οι
εγκαταστάσεις, όπως περιγράφονταν στην έκθεση, καταλάμβαναν χώρο 1.500 μέτρων της
παραλίας (και σε βάθος 400 μέτρων), με καλή οδική σύνδεση (ο νέος δρόμος περνούσε από
το μέσο του ναυπηγείου), ενώ διέθετε ήδη 3 μεγάλα παραπήγματα, το καθένα από τα
οποία χωρούσε 100 άτομα, και νέο λατομείο (παραγωγής μέχρι και 400 κυβικών μέτρων
την ημέρα) σε απόσταση περίπου 300 μέτρων. Η επιλογή του σημείου φαίνεται πως είχε
γίνει με αρκετή προσοχή, αφού οι γερμανικές αρχές φαίνονταν ευχαριστημένες από τα
φυσικά του χαρακτηριστικά. Είχαν αποστείλει ακόμα και δείγμα του εδάφους που θα
χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή του μπετόν αρμέ, σε κρατικό εργαστήριο στη
Στουτγάρδη, το οποίο το βρήκε πολύ κατάλληλο για τους σκοπούς του ναυπηγείου. Τα
γερμανικά σχέδια υπολόγιζαν πως με την ολοκλήρωση των εγκαταστάσεων και ξεκινούσε η
μαζική παραγωγή θα μπορούσε να κατασκευάζεται 1 σκάφους 400 με 600 τόνων κάθε
εργάσιμη ημέρα (προφανώς χωρίς τον εξοπλισμό του σκάφους). Παρά τις ευνοϊκές αυτές

περισσότερες πληροφορίες για το πρόγραμμα στη Μέση ανατολή, ωστόσο συνέχιζαν να


αναπαράγονται οι αρχικές φήμες ως πιθανό αρχικό αριθμητικό στόχο του γερμανικού προγράμματος.
1437
TNA, WO 208/3357, “Report no. A 399”, 4/6/1942. Αόριστες πληροφορίες για την κατασκευή
τσιμεντοπλοίων στη Βάρκιζα μεταδίδουν και άλλοι φυγάδες της Μέσης Ανατολής, χωρίς όμως να
είχαν επαφή με το πρόγραμμα ώστε να γνωρίζουν λεπτομέρειες.

807
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αναφορές, την περίοδο της επίσκεψης είχε ξεκινήσει ήδη η αποσυναρμολόγηση των δύο
νέων μεγάλων ξύλινων υπόστεγων, ενώ κοντά στο λατομείο βρίσκονταν στοιβαγμένες
μεγάλες ποσότητες μπετοσιδήρου, σωληνώσεων, ξυλείας και άλλων χρήσιμων υλικών. 1438
Οι εγκαταστάσεις είναι μάλλον βέβαιο ότι εγκαταλείφθηκαν πριν προλάβουν να
ολοκληρωθούν, γιατί αναφέρεται πως δεν είχαν ακόμα κατασκευαστεί οι τρεις
σχεδιαζόμενες γλίστρες (νεωλκεία) για πλάγια καθέλκυση των σκαφών, όμοιες με εκείνες
του ναυπηγείου Neptun στη Βάρνα της Βουλγαρίας που όπως είδαμε κατασκεύαζε επίσης
τσιμεντόπλοια.1439 Ο τελικός αριθμός των νεωλκείων θα ήταν μεγαλύτερος, αφού στα
αντίγραφα των σχεδίων που έφτασαν στη Μέση Ανατολή (βλ. εικόνα 21) φαίνονται έξι. Αν
μάλιστα δεχθούμε το σχέδιο αυτό ως ακριβές, φαίνεται πως σε κάθε πλάγιο νεωλκείο θα
μπορούσαν να κατασκευάζονται ταυτόχρονα τουλάχιστον 3 σκάφη για διαδοχική
καθέλκυση, με συνολικό αριθμό ταυτόχρονα κατασκευαζόμενων σκαφών τουλάχιστον 18.
Δεν είναι βέβαιο ωστόσο αν οι λεπτομέριες του χάρτη είναι ακριβής ενώ στην περίπτωση
που είναι ίσως δεν υπήρχε αρκετός χώρος για την ταυτόχρονη ναυπήγηση τόσων σκαφών
από κάποιους από τους μεγαλύτερους τύπους τσιμεντοπλοίων, αφού τα μεγαλύτερα
σκάφη που κατασκευάστηκαν αργότερα στο Πέραμα ήταν αρκετά μεγαλύτερα των 50
μέτρων και σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα, τόση ήταν περίπου η απόσταση μεταξύ των
νεωλκείων.

1438
Για την κάθε «λεκάνη» που θα περιείχε τη γλίστρα για τα ναυπηγούμενα τσιμεντόπλοια
υπολογιζόταν ότι θα απαιτούνταν η εκσκαφή 20.000 κυβικών μέτρων. BA-MA, TS 404/14903,
“Besichtigung der Eisenbetonschiffs-Werften in Griechenland“.
1439
BA-MA, TS 404/14903, “Besichtigung der Eisenbetonschiffs-Werften in Griechenland“.

808
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 21: Σχέδιο των ναυπηγικών εγκαταστάσεων της Βάρκιζας, αρχές 1942 (TNA, WO 208/3357,
“Report 399”). Σήμερα η παραλία («Yabanaki») δε θυμίζει σε τίποτα τις ναυπηγικές εγκαταστάσεις
της κατοχής, οι οποίες εξάλλου μάλλον δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.

Οι εγκαταστάσεις αυτές εγκαταλείφτηκαν λοιπόν το 1942, μάλλον λόγω της αλλαγής


προτεραιότητας και των δυσκολιών του γερμανικού προγράμματος. Ωστόσο θα μπορούσαν
θεωρητικά να ολοκληρωθούν για την κατασκευή των φορτηγών τσιμεντοπλοίων όταν το
πρόγραμμα επανέκαμψε το 1943. Η δράση των ανταρτών, αν και προξενούσε γενικά
προβλήματα στα σχέδια των αρχών κατοχής, δύσκολα θα μπορούσε να αποτρέψει την
χρήση τους (εξάλλου μιλάμε για μια σχετικά καλά φυλασσόμενη παραλία και για μια
περίοδο που το αντάρτικο δεν είχε ακόμα πάρει τις τελικές του διαστάσεις).
Το πιθανότερο είναι ότι προτιμήθηκε το Πέραμα ως περιοχή πλησιέστερη στις
βιομηχανίες που θα προμήθευαν τα υλικά και στα αστικά κέντρα από τα οποία θα
προέρχονταν οι εργάτες (όπως είδαμε εξάλλου ακόμα και τα ναυπηγεία της Σαλαμίνας
είχαν πρόβλημα στην προσέλκυση εργατών), ενώ σημαντικό ρόλο πρέπει να έπαιξε και ο
περιορισμός των σχετικών κονδυλίων από τον Neubacher στα τέλη του 1942, όταν αρκετά
από τα προγράμματα του ναυτικού άρχισαν να υποφέρουν από – προσωρινή τουλάχιστον –
υποχρηματοδότηση. Εξάλλου στην γερμανική έκθεση περιγράφονται ως σημαντικά
προβλήματα που επηρέαζαν γενικά τα ναυπηγικά προγράμματα: α) ο πληθωρισμός
(επηρέαζε τη χρηματοδότηση τόσο των γερμανικών αρχών, όσο και των ελληνικών
εταιρειών που έπρεπε να ξοδεύουν σημαντικά ποσά για αγορές τροφίμων και πρώτων
υλών στη μαύρη αγορά), β) η κακή κατάσταση των μεταφορών (δυσκολίες στην παροχή
πρώτων υλών κλπ μέχρι τα ναυπηγεία – εξάλλου και η ίδια η κατασκευή των

809
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τσιμεντοπλοίων την έλλειψη μεταφορικών μέσων σκόπευε να θεραπεύσει) και γ) το


πρόβλημα των εργατών, που ήταν αδύνατον να τους προσελκύσει κανείς αν δεν προσέφερε
τρόφιμα τόσο για τους ίδιους, όσο και για τις οικογένειές τους.
Αλλά κάποιο ρόλο μάλλον έπαιξε και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της έκτασης, που
φερόταν καταπατημένη και όχι απαλλοτριωμένη, και ενδεχομένως να αποτελούσε
σύμφωνα με τους ίδιους τους Γερμανούς πιθανή πηγή προβλημάτων, αν οι Έλληνες
επιχειρηματίες που εμπλέκονταν στο έργο έθεταν – αν όχι κατά τη διάρκεια του πολέμου,
σίγουρα μετά το τέλος του – θέμα ιδιοκτησίας των ναυπηγείων. Η «ελληνική απληστία»
πιθανότατα θα συνδυαζόταν με τη διάθεση των Ιταλών «να διαλύσουν κάθε γερμανική
επιχείρηση» και με τη «μεγάλη ανεκτικότητα που δείχνουν οι Ιταλοί απέναντι στους
Έλληνες σε μία προσπάθεια να κερδίσουν τον πληθυσμό».1440
Έτσι τελικά φαίνεται πως οι μόνες εγκαταστάσεις που λειτούργησαν για τη
ναυπήγηση των τσιμεντοπλοίων ήταν εκείνες στο Πέραμα. Οι ναυπηγικές εγκαταστάσεις
Περάματος βρίσκονταν στην αρχή του τότε χωριού, σε μία παραλιακή έκταση μήκους 500
μέτρων και πλάτους 250-300 μέτρων, ή περίπου στο 1/3 εκείνων του νέου ναυπηγείου στη
Βάρκιζα.1441 Αν και το ναυπηγείο δεν ήταν πολύ μεγάλο, η εντύπωση που άφηνε σε

1440
Η έκθεση αναφέρει πάντως πως θα ήταν πρόβλημα να μεταφέρονται οι εργάτες μέχρι τα
ναυπηγεία, αλλά δεν θα ήταν δύσκολο να στεγαστούν στην περιοχή. BA-MA, TS 404/14903,
“Besichtigung der Eisenbetonschiffs-Werften in Griechenland“. Ο συγγραφέας της είναι προφανές ότι
πάσχει από τις ίδιες προκαταλήψεις με πολλούς άλλους Γερμανούς σε ό, τι αφορά τα «αρνητικά
εθνικά χαρακτηριστικά» Ελλήνων (άπληστοι, απατεώνες κλπ) και Ιταλών (αναξιόπιστοι σύμμαχοι,
έλλειψη πειθαρχίας κλπ). Πέρα όμως από τους χαρακτηρισμούς, τα περισσότερα από τα λεγόμενά
του δεν είναι αβάσιμα.
1441
Κάποιες πληροφορίες που έφταναν στη Μέση Ανατολή έκαναν λόγο για ναυπήγηση
τσιμεντοπλοίων στο ναυπηγείο του πρώην υπουργού, ιδρυτικού μέλους και γενικού γραμματέα του
ναυτικού ομίλου Ελλάδας, Αρτέμη Δεναξά (TNA, WO 204/3367, Report No. 351, “Naval and
Shipping”, 16/3/1942. Πιθανόν σε αυτόν να ανήκε η έκταση όπου οργανώθηκε το ναυπηγείο επί
κατοχής, αλλά ο ίδιος δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερη ανάμιξη στην κατασκευή του. Οι πληροφορίες
πάντως περιείχαν και λάθη, όπως την πιθανολογούμενη κατασκευή ενός σκάφους 2.500 τόνων που
είχε αποπλεύσει για την Κωνσταντινούπολη ή την ταυτόχρονη κατασκευή 15 σκαφών στις αρχές του
1942. Ο Δεναξάς ήταν πρόεδρος της «Οικονομικής και Τεχνικής» (βλ. παραπάνω) αλλά δεν ήταν η
εταιρεία αυτή ο λόγος για τον οποίο το όνομά του περιλαμβανόταν σε συμμαχική λίστα οικονομικών
συνεργατών του εχθρού. Φερόταν να έχει συνεργαστεί στην αρχή της κατοχής με τους Ροζάκη,
Κουμς και Βόμβα ως ναυτιλιακός πράκτορας με συμβόλαια του γερμανικού ναυτικού, πιθανώς μέσω
του «Ποσειδώνα» ή του «Νέου Ποσειδώνα». Αναφερόταν μάλιστα ως μακροχρόνια φιλοαξονικός, με
στενή συνεργασία το 1941 που του απέφερε σημαντικό πλούτο και του επέτρεπε άνετη ζωή. Τον

810
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

1442
Γερμανούς αξιωματούχους ήταν θετική. Η περιοχή θεωρούνταν ικανοποιητική από
πλευράς συγκοινωνιακής σύνδεσης με τον Πειραιά (είχε σχετικά καλό δρόμο και τραμ), ενώ
διέθετε και τοπικό δίκτυο για σιδηροδρομική μεταφορά πρώτων υλών μέχρι τα υπό
κατασκευή πλοία. Το φθινόπωρο του 1942 το ναυπηγείο είχε 4 κάθετα νεωλκεία για την
καθέλκυση των τσιμεντοπλοίων, ενώ προβλεπόταν η κατασκευή ακόμα 10. Όπως φαίνεται
στο χάρτη (εικόνα 22) ένα και κάτι χρόνο αργότερα φαίνεται πως η διοίκηση του
ναυπηγείου σκόπευε να τα αυξήσει ακόμα περισσότερο, αφού τα σχέδια απεικόνιζαν
συνολικά 15. Τα νεωλκεία αυτά ήταν αρκετά κοντά μεταξύ τους έτσι ώστε κάθε πλευρική
σκαλωσιά χρησίμευε για εργασίες στα δύο γειτονικά σκάφη, δεξιά και αριστερά της. Το
ναυπηγείο διέθετε λατομείο καθώς και σύγχρονες εγκαταστάσεις για θραύση των
πετρωμάτων και τον διαχωρισμό των υλικών. Εξασφαλιζόταν η προμήθεια πρώτων υλών
που ήταν απαραίτητες για το μπετόν αρμέ των σκαφών (κάθε ένα από τα πρώτα σκάφη
απαιτούσε περίπου 150 κυβικά αδρανών υλικών). Υπήρχαν ακόμα αποθήκες υλικών,
αποθήκες των μηχανουργείων, ξυλουργείο κλπ. Η κατασκευή των πιο περίπλοκων
καλουπιών για την πρύμνη και την πλώρη των σκαφών είχαν ανατεθεί σε 3 επιταγμένα
εξωτερικά ξυλουργεία, ενώ σε επίσης εξωτερικά μηχανουργεία είχαν παραγγελθεί διάφορα
μηχανικά και άλλα εξαρτήματα του εξοπλισμού των σκαφών.1443

Μάρτιο του 1942 τερμάτισε τη συνεργασία αυτή και αργότερα μετέβη στις Κυκλάδες, όπου
σύμφωνα με βεβαίωση των βρετανικών στρατιωτικών αρχών υπηρέτησε τη συμμαχική πολεμική
προσπάθεια. Αργότερα «αποδείχθηκε όμως πως μέχρι τις αρχές του 1942 συνεργαζόταν με τους
Γερμανούς». TNA, WO 204/12766, BCIS [Balkan Counter Intelligence Section], “Greece - Reports on
Economic Collaborators No2”, Secret 31/3/1946.
1442
«Η ναυπηγική επιχείρηση κάνει πολύ καλή εντύπωση». Βλ. NARA, T-78 Roll 630, frame 394,
Gen[eral] d[er] Pi[oniere] u[nd] Fest[ungen] b[eim] Od[erkommando] d[es] H[eeres], Abt.
Landesbefestigung, „Bericht zur Reise in den Südostraum in der Zeit vom 25.1-12.2.43“.
1443
BA-MA, TS 404/14903, “Besichtigung der Eisenbetonschiffs-Werften in Griechenland“ και RH 19-
VII/71, „Bauvorhaben Götsche, Jahresmeldung 1943“, 31/12/1943.

811
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 22: Γερμανικά σχέδια του ναυπηγείου τσιμεντοπλοίων στο Πέραμα (σημερινή «Γερμανική
Σκάλα»), τέλη 1943. Παράρτημα σε έκθεση που βρίσκεται στο BA-MA, RH 19-VII/71 και στο NARA,
microfilm T 311 Roll 173. Μέχρι την ημερομηνία αποστολής της έκθεσης δεν πρέπει να είχαν
ολοκληρωθεί όλα τα νεωλκεία του διακρίνονται στο σχέδιο, ενώ τα τελευταία 2-3 δεν είναι βέβαιο
ότι ολοκληρώθηκαν ποτέ.

Η γενικότερη οικονομική κρίση του καλοκαιριού – φθινοπώρου 1942 δημιούργησε


αβεβαιότητα ακόμα και σχετικά με την ίδια την επιβίωση του προγράμματος
τσιμεντοπλοίων στη χώρα. Οι δυσκολίες στις μεταφορές συνδυάζονταν με τον
υπερπληθωρισμό και τις δυσκολίες τροφοδοσίας των εργατών για να προκαλέσουν
γενικότερα προβλήματα στα ναυπηγικά προγράμματα των αρχών κατοχής την εποχή
εκείνη. Επιπλέον, κάθε σημαντική παραγγελία σχετικά σπάνιων υλικών ανέβαζε ακόμα
περισσότερο την τιμή τους, με αποτέλεσμα ο ναύαρχος Massmann να παραπονιέται πως οι
παραγγελίες του Götsche δημιουργούσαν προβλήματα στα υπόλοιπα ναυπηγεία. Τα νέα
ναυπηγεία στο Πέραμα κάλυπταν όμως μια κρίσιμη ανάγκη και θεωρούνταν (ειδικά από τις
στρατιωτικές αρχές) ότι έπρεπε να συνεχίσουν την παραγωγή τους με οποιοδήποτε κόστος.
Από την άλλη αναφερόταν ότι δύσκολα θα μπορούσαν να αυξήσουν τον αριθμό των
ναυπηγούμενων σκαφών, με συνέπεια κάποια στιγμή να προταθεί η ανάθεση του
προγράμματος σε γερμανική ιδιωτική εταιρεία (είχε μάλιστα αναφερθεί συγκεκριμένα η
Dyckerhoff & Widmann), η μαζική παραγγελία σε ναυπηγεία του εξωτερικού (Μαύρη

812
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Θάλασσα κλπ), ή ακόμα και (ως τελευταία λύση) η πιθανότητα της ναυπήγησης στο
ναυπηγείο Περάματος αποκλειστικά ξύλινων σκαφών. Τελικά, μετά και από αίτηση του
Γερμανού υπεύθυνου αξιωματικού αποφασίστηκε προσωρινά εκτός της ολοκλήρωσης των
τεσσάρων ημιτελών να προχωρήσει και η ναυπήγηση του 5ου σκάφους, του οποίου η
κατασκευή είχε σταματήσει, έτσι ώστε να ναυπηγούνταν ένα ακόμα απαραίτητο σκάφος
και «να μην έμεναν χωρίς ψωμί οι εργαζόμενοι» στο ναυπηγείο.1444 Αν και στις
εγκαταστάσεις του ναυπηγείου τσιμεντοπλοίων Περάματος δεν έγινε ποτέ ναυπήγηση
ξύλινων σκαφών, κάποιες ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες έκαναν λόγο για κατασκευή
σιδηροδρομικών βαγονιών από τσιμέντο κατά τους τελευταίους μήνες της κατοχής.1445
Παρά τον προβληματισμό λοιπόν και την πτώση της προόδου στη ναυπήγηση των
τσιμεντοπλοίων το πρόγραμμα δεν διακόπηκε και οι εγκαταστάσεις του Περάματος
συνέχισαν την επέκτασή τους. Έτσι, τον επόμενο χρόνο το ναυπηγείο διέθετε 11 νεωλκεία
ενώ ένα ακόμα (προοριζόμενο αρχικά για την κατασκευή 5 σχεδίων-εξεδρών) ήταν υπό
κατασκευή. Εκτός αυτού υπήρχαν δύο μόλοι, 5 υπόστεγα, 12 αίθουσες παραγωγής και
συναρμολόγησης, καταφύγια για την προστασία του προσωπικού, δεξαμενές καυσίμων,

1444
BA-MA, TS 404/14903, Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau,
Marineoberbaurat Mendelssohn, „Bericht über die Reise nach Athen vom 9. bis 16. Oktober 1942” και
“Besichtigung der Eisenbetonschiffs-Werften in Griechenland“. Η Dyckerhoff & Widmann (DYWIDAG)
ήταν παλιά κατασκευαστική εταιρεία που είχε μάλιστα βραβευτεί το 1938 για την εφεύρεση νέου
συστήματος περιβλήματος από μπετόν για την κατασκευή τσιμεντοροφής, τεχνολογίας όχι άσχετης
με κατασκευές όπως υπόστεγα αεροσκαφών και τσιμεντόπλοια (βλ. The Franklin Institute Awards:
Franklin Laureate Database, http://www.fi.edu/winners/detail.faw?winner_id=2713). Το σύστημα
αυτό χρησιμοποιούσε όπως θα δούμε η αντιπρόσωπος του γερμανικού οίκου στην Ελλάδα ΓΕΤΕ. Η
DYWIDAG ήταν την περίοδο του πολέμου από τους βασικούς κατασκευαστές γερμανικών
τσιμεντοπλοίων στην Ευρώπη (κάποια από τα πλοία της Βάρνας τα οποία συναντήσαμε παραπάνω
για παράδειγμα αναφέρονται ως σχέδια της DYWIDAG). Όπως είδαμε και προηγουμένως η λύση της
ιδιωτικοποίησης των διαφόρων ναυπηγείων και άλλων παραγωγικών εγκαταστάσεων που
απασχολούσαν στρατιωτικές μονάδες της Wehrmacht ήταν από τις αγαπημένες πολλών Γερμανών
αξιωματούχων, ειδικά μάλιστα των πολιτικών συμβούλων οι περισσότεροι εξάλλου από τους
οποίους προέρχονταν από τον ιδιωτικό τομέα.
1445
TNA, WO 204/8851, Combined Economic Warfare Agencies A.F.H.W., “Weekly notes of economic
intelligence relating to enemy occupied territory in the Mediterranean Theatre”, Issue No. 29,
16/9/1944. Σύμφωνα με την έκθεση οι πληροφορίες αυτές προέρχονταν από πηγή θεωρούμενη ως
γενικά αξιόπιστη. Η έρευνα πάντως δεν έχει συναντήσει προς το παρόν άλλη αναφορά σε τέτοιες
κατασκευές. Σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες αυτές, τα βαγόνια ήταν ενισχυμένα με σιδερένια
πλάκα πάχους 10 χιλιοστών, ενώ το συνολικό πάχος των τοιχωμάτων τους ήταν 80 χιλιοστά.

813
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αποθήκες πυρομαχικών, δίκτυο σωληνώσεων, γεννήτριες για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος


κτλ, ενώ εκτεταμένες ήταν και οι εκτελούμενες χωματουργικές εργασίες για τις
εγκαταστάσεις. Το 1943 είχαν ισοπεδωθεί συνολικά 30.000 τετραγωνικά μέτρα ανώμαλου
βραχώδους εδάφους, ακόμα 10.000 κυβικά χωμάτων βράχων κλπ είχαν απομακρυνθεί και
τέλος 18.000 κυβικά χαλικιών και άλλων αδρανών υλικών είχαν χρησιμοποιηθεί για την
επέκταση του ναυπηγείου. Πέρα από τα νέα κτήρια, η ίδια η έκταση του ναυπηγείου είχε
επεκταθεί κατά 5.500 τετραγωνικά μέτρα προς τη θάλασσα, ενώ περίπου 30 από τα παλιά
σπίτια που βρίσκονταν αρχικά μέσα στην έκταση του ναυπηγείου είχαν γκρεμιστεί και
ξαναχτιστεί εκτός των εγκαταστάσεων. Για τη ναυπήγηση των σκαφών είχαν κατασκευαστεί
17 ξύλινα, επαναχρησιμοποιούμενα καλούπια, τα 4 από τα οποία για σκάφη 320 τόνων, 4
για σκάφη 500 τόνων (δεξαμενόπλοια), 3 για σκάφη 700 τόνων και 6 για μικρότερες σχεδίες
ή εξέδρες (Pontons) 60-100 τόνων καθώς και περίπου 650 τρέχοντα μέτρα σκαλωσιάς, με
ύψος 4-8 μέτρα και πλάτος 3,5 -11.1446

11.4 Οι εργαζόμενοι
Το φθινόπωρο του 1942 στο ναυπηγείο Περάματος εργάζονταν 645 Έλληνες εργάτες, ενώ η
Γερμανική φρουρά και διοίκηση αποτελούνταν από τον αντισυνταγματάρχη διοικητή, έναν
λοχαγό, έναν επικεφαλής τεχνικό κρατικό σύμβουλο (Γερμανό δημόσιο υπάλληλο) και 135
στρατιώτες. Ακόμα 600-800 ήταν οι εργαζόμενοι στις υπεργολαβικές εταιρείες της
περιοχής.1447 Κάποιους από τους εργαζόμενους αυτούς τους συναντήσαμε νωρίτερα στα
αρχεία του υπουργείου επισιτισμού για το Πέραμα, το καλοκαίρι του 1942. Αρκετοί από
τους περίπου 300 εργάτες που εργάζονταν κάθε μέρα στην ΓΕΤΕ στο Πέραμα για
παράδειγμα (βλ. πίνακα 10.6) πρέπει να είχαν ως κύριο έργο την κατασκευή του πρώτου
τσιμεντοπλοίου που εκείνη την περίοδο είχε αναλάβει η εταιρεία, ενώ για το πρόγραμμα
σίγουρα θα δούλευαν και οι περίπου 300 εργαζόμενοι της ΝΕΒΑ. Αν και δεν υπάρχει κάποια
συγκεκριμένη αναφορά για το είδος της απασχόλησής τους φαίνεται ότι μικρός μόνο
αριθμός Ελλήνων εργαζόταν απευθείας για τους Γερμανούς στο πρόγραμμα, τουλάχιστον
στα μέσα του 1942, αφού, όπως είδαμε παραπάνω, στα αρχεία του υπουργείου

1446
BA-MA, RH 19-VII-71, „Bauvorhaben Götsche, Jahresmeldung 1943“, 31/12/1943. Τα
σχεδιαζόμενα σκάφη των 500 τόνων τελικά μετατράπηκαν σε 520 τόνων.
1447
Σε αυτούς μάλλον δεν περιλαμβάνονταν οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις που βρίσκονταν
μακρύτερα, όπως στα μεγάλα ξυλουργεία που είδαμε παραπάνω. BA-MA, TS 404/14903,
Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau, Marineoberbaurat Mendelssohn,
„Bericht über die Reise nach Athen vom 9. bis 16. Oktober 1942”.

814
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

επισιτισμού καταγράφονται περίπου 300-400 μερίδες την εβδομάδα (40-60 την ημέρα) να
δίνονται στις σχετικές γερμανικές αρχές. Εξάλλου αυτοί που εργάζονταν απευθείας για τους
Γερμανούς δεν ασχολούνταν με την κατασκευή τσιμεντοπλοίου (αυτά τα αναλάμβαναν
ελληνικές επιχειρήσεις ως υπεργολαβικό έργο), αλλά πιθανώς με κάποιες εργασίες
επέκτασης των εγκαταστάσεων (αν και ακόμα κι αυτές πρέπει να ήταν κυρίως υπόθεση
ελληνικών εταιρειών) ή με τη λειτουργία του λατομείου.
Ο συνολικός αριθμός όσων εργάζονταν στο έργο στα μέσα ή τέλη του 1942 ήταν
πάντως ήταν αρκετά χαμηλότερος εκείνου του 1941 όταν, σύμφωνα με βρετανικές
πληροφορίες, οι εργαζόμενοι έφταναν 3.000.1448 Στις αρχές του 1943 για παράδειγμα στο
ίδιο το ναυπηγείο εργάζονταν περίπου 1.000 άτομα σε ελληνικές επιχειρήσεις, χώρια όσοι
απασχολούνταν στις εξωτερικές επιχειρήσεις που τροφοδοτούσαν το ναυπηγείο με
εξαρτήματα και υλικά.1449 Με αναγωγή προκύπτει πως ο συνολικός αριθμός εργαζομένων
του προγράμματος την περίοδο εκείνη ίσως ήταν λίγο πάνω από 2.500.
Η εντατικοποίηση της παραγωγής το 1943 είχε, όπως είναι φυσικό, και την σημαντική
αύξηση των εργαζομένων. Στα μέσα περίπου του έτους, όταν το ναυπηγείο έδειχνε
(τουλάχιστον στις αναφορές του Götsche) έτοιμο για ταχεία μαζική παραγωγή σκαφών, ο
αριθμός των εργαζομένων είχε ανέλθει περίπου στους 3.200.1450 Όμως οι δυσκολίες
χρηματοδότησης και προμήθειας πρώτων υλών που έπληξαν το πρόγραμμα φαίνεται πως
είχαν την επίπτωσή τους και στον αριθμό των εργατών που απασχολούνταν σ’ αυτό. Έτσι,

1448
TNA, WO 204/8852, Political Intelligence Centre Middle East, “Monthly Report on Economic
Warfare Intelligence Relating to Enemy Occupied Territory in South-Eastern Europe, Issue No. 9”,
Secret, January 1944. Οι πληροφορίες εκτιμούσαν σωστά την μείωση του αριθμού σε περίπου 650,
αλλά φαίνεται ότι έφταναν στις βρετανικές αρχές με καθυστέρηση και αρκετές ασάφειες, που τους
οδηγούσαν να πιστεύουν πως το πρόγραμμα είχε μάλλον εγκαταλειφθεί στις αρχές 1943 και πως το
ενδιαφέρον ανέκαμψε στα τέλη του έτους.
1449
NARA, T-78 Roll 630, frame 394, Gen[eral] d[er] Pi[oniere] u[nd] Fest[ungen] b[eim]
Od[erkommando] d[es] H[eeres], Abt. Landesbefestigung, „Bericht zur Reise in den Südostraum in der
Zeit vom 25.1-12.2.43“. Στο έγγραφο αναφέρεται «η ελληνική εταιρεία», αλλά την περίοδο εκείνη
πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον 2 ή το πιθανότερο 3 ελληνικές επιχειρήσεις που κατασκεύαζαν
τσιμεντόπλοια στο Πέραμα. Στο ναυπηγείο υπήρχαν και «μερικοί» Γερμανοί στρατιώτες που
ασχολούνταν με τα έργα. Ο αριθμός τους πιθανότατα δεν θα μεταβαλόταν σημαντικά στη διάρκεια
του προγράμματος.
1450
NARA, T-78 Roll 630, frame 511, „Bericht zur Dienstreise des Gen[erals] d[er] Pi[oniere] u[nd]
Fest[ungen] b[eim] Ob[erkommandos] d[es] H[eeres] in den Bereich des OB. Südost, in der Zeit vom
5.-14.7.43“, 14/7/1943.

815
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

στο τέλος του 1943 στο έργο αυτό δούλευαν λίγο πάνω από 3.000 εργάτες, αριθμός
μειωμένος κατά περίπου 6% σε σχέση με εκείνον του Ιουλίου.1451 Από αυτούς περίπου
1.300 εργάζονταν στα ίδια τα ναυπηγεία στο Πέραμα, γύρω στους 1.200 εργάζονταν σε
μεταλλουργικές επιχειρήσεις που κατασκεύαζαν εξαρτήματα των σκαφών αυτών, ενώ γύρω
στους 500 απασχολούνταν σε επιχειρήσεις που προμήθευαν τη μεγάλη ποσότητα ξυλείας
που απαιτούνταν για το έργο (κυρίως για τα καλούπια). Μετά μάλιστα τον πόλεμο στις
δίκες αρκετών από τους υλοτόμους αυτούς, οι υπάλληλοι των τοπικών δασαρχείων στην
Αττική (κυρίως στην ευρύτερη περιοχή του Λαυρίου) περιέγραφαν με μελανά χρώματα την
σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή που προκλήθηκε στα δάση της περιοχής (και) από τη
δραστηριότητα αυτή. Στην κατασκευή των τσιμεντοπλοίων δούλευαν επιπλέον 15
μηχανικοί, τεχνικοί και εργοδηγοί (ενδεχομένως οι υπεύθυνοι των εταιρειών που ανέλαβαν
την κατασκευή των πλοίων), ενώ με το έργο συνδέονταν 33 επιχειρήσεις ξυλείας και
μετάλλου σε Αθήνα, Πειραιά, Πέραμα και Βόλο (πάντα ως τα τέλη 1943). Η Γερμανική
δύναμη που επέβλεπε και προστάτευε το έργο ήταν σχεδόν 200 άτομα.1452
Το επόμενο έτος ο αριθμός εργαζομένων φαίνεται να αυξήθηκε λίγο ακόμα, αφού
γερμανική αναφορά του καλοκαιριού κάνει λόγο για 3.500 εργαζόμενους.1453 Ένας αριθμός
αυτής της τάξης πρέπει να διατηρήθηκε στο ναυπηγείο Περάματος για το μεγαλύτερο
μέρος του 1944, μέχρι τη διακοπή του προγράμματος. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του
υπουργείου επισιτισμού που είδαμε παραπάνω και διασταυρώνεται και από τις καταθέσεις
στα μεταπολεμικά δικαστήρια, οι εταιρείες απασχολούσαν στην περίοδο αιχμής περίπου
150-400 εργαζόμενους στην κατασκευή κάθε σκάφους που είχαν αναλάβει.1454
Είναι βέβαιο ότι αν ολοκληρώνονταν οι σημαντικά μεγαλύτερες εγκαταστάσεις στη
Βάρκιζα οι εργαζόμενοι στο πρόγραμμα θα αυξάνονταν σημαντικά. Όπως θα δούμε, οι
περισσότερες εταιρείες φαίνεται ότι απασχολούσαν γύρω στους 200-300 εργάτες ανάλογα
με το σκάφος, ενώ κάποιες αναφορές κάνουν λόγο και για περίπου 150. Αν υποθέσουμε
έναν μέσο αριθμό τουλάχιστον 200 για κάθε σκάφος από εκείνα που θα κατασκευάζονταν
μαζικά στη Βάρκιζα (αν κατασκευάζονταν ταυτόχρονα 18 σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα και

1451
Αριθμοί από BA-MA, RH 19-VII-71, „Bauvorhaben Götsche, Jahresmeldung 1943“, 31/12/1943.
1452
BA-MA, RH 19-VII-71, “Bauvorhaben…”.
1453
BA-MA, W 04/18680, Wehrmachintendant Griechenland III, “Aktenvermerk!“, 23/8/1944.
1454
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση Ι.Ρ.. Ο αριθμός πιθανότατα
κυμαινόταν ανάλογα με την φάση της κατασκευής στην οποία βρισκόταν το πλοίο, ωστόσο δεν
έχουν εντοπιστεί αναλυτικές καταστάσεις εργαζομένων που θα επέτρεπαν ακριβέστερα
συμπεράσματα.

816
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

υπολογίζοντας πως δεν θα ήταν τόσο μεγάλα όσο κάποια από εκείνα που
κατασκευάστηκαν στο Πέραμα), τότε θα φτάναμε σε έναν αριθμό περίπου 4.000 εργατών
χωρίς να υπολογίζουμε τους 2.000 ή και περισσότερους που θα εργάζονταν στις
επιχειρήσεις που τροφοδοτούσαν το ναυπηγείο.
Δεν έχουμε πλήρη εικόνα για τις συνθήκες εργασίας στο πρόγραμμα των
τσιμεντοπλοίων. Μια μαρτυρία καταγραμμένη δεκαετίες μετά τα γεγονότα κάνει λόγο για
αμοιβή που περιοριζόταν σε ένα πιάτο νερόβραστες πατάτες στους εργαζόμενους,1455 είναι
όμως βέβαιο ότι οι εργάτες λάμβαναν και χρηματική αμοιβή, τουλάχιστον μέχρι την
τελευταία περίοδο του προγράμματος. Αντίθετα κάποιες πληροφορίες της εποχής έκαναν
λόγο για «προνομιακή» αντιμετώπιση των εργαζομένων στην κατασκευή τσιμεντοπλοίων,
τόσο στους μισθούς και τα ημερομίσθια (φαίνεται πως είχαν και πριμ παραγωγικότητας),
όσο και σε διάφορες παροχές σε τρόφιμα κλπ.1456
Η πραγματική βέβαια έκταση της προνομιακής αυτής αντιμετώπισης και η διάρκειά
της, ειδικά σε ότι αφορά τους ανειδίκευτους εργάτες, μάλλον δεν ίσχυε για ολόκληρο το
διάστημα της κατοχής, ούτε κάλυπτε απαραίτητα την ραγδαία άνοδο των τιμών. Όπως
εξάλλου θα δούμε παρακάτω, ο Götsche χρησιμοποιούσε το χαμηλό εργατικό κόστος της
τελευταίας περιόδου της κατοχής (ημερομίσθιο μόλις 1/5 του RM το καλοκαίρι του 1944)
ως επιχείρημα για την αποφυγή διακοπής της χρηματοδότησης του προγράμματος. Από την
άλλη, οι δυσκολίες στην προσέλκυση εργατών είχαν πράγματι οδηγήσει την ίδια περίοδο σε
σημαντικά αυξημένες αμοιβές για τους εργαζόμενους στα ναυπηγεία, που έφταναν
περίπου στο διπλάσιο εκείνων των αντίστοιχων εργαζόμενων στο μη κηδεμονευόμενο από
τις αρχές κατοχής ιδιωτικό τομέα της Αθήνας. Δεν θα ήταν δυνατόν βεβαίως να πλουτίσει
κανείς με τέτοιες αμοιβές – σε περίοδο μάλιστα υπερπληθωρισμού – ωστόσο οι
βελτιωμένες αμοιβές θα έκαναν τη ζωή λιγότερο δύσκολη στους εργαζόμενους των
ναυπηγείων και ενδεχομένως να προκαλούσαν και κάποιον φθόνο στους υπολοίπους, που
θα θεωρούσαν την αντιμετώπιση αυτή ως «προνομιακή».

1455
Γ. Γαβρίλης: «Τσιμεντόπλοια», στο περιοδικό Εφοπλιστής, τεύχος 16, Ιούνιος 1993, σσ. 14-17. Η
αμοιβή πάντως των Ελλήνων εργαζομένων στα διάφορα έργα των αρχών κατοχής δεν ήταν πάντα
αρκετή για τα απαραίτητα, ενώ υπάρχουν και καταγγελίες ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι εργοδότες
(ελληνικές εταιρείες συνήθως) κατακρατούσαν μέρος ή και το σύνολο των αμοιβών αυτών.
1456
TNA, WO 204/8852, Political Intelligence Centre Middle East, “Monthly Report on Economic
Warfare Intelligence Relating to Enemy Occupied Territory in South-Eastern Europe, Issue No. 10”,
Secret, February 1944. Προνομιακή αντιμετώπιση είχαν και οι εργαζόμενοι στα τρένα, αφού η
βελτίωση τόσο των ναυτικών, όσο και των σιδηροδρομικών μεταφορών κρινόταν απαραίτητη για τη
Wehrmacht. Οι πληροφορίες προέρχονταν από «αξιόπιστη πηγή».

817
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στις γερμανικές εκθέσεις δεν αναφέρονται συχνά σοβαρά περιστατικά εργατικών


ατυχημάτων ή σαμποτάζ. Περιγράφεται όμως ένα θανατηφόρο δυστύχημα, όταν στις 25
Φεβρουαρίου 1943 κατάρρευσε η σκαλωσιά του σχεδόν ολοκληρωμένου 5ου
τσιμεντοπλοίου με αποτέλεσμα την σύνθλιψη δύο Ελλήνων εργατών. Οι γερμανικές
ανακρίσεις που ακολούθησαν έδειξαν πως δεν υπήρχε κάποιο σαμποτάζ αλλά ήταν
«αθώο» εργατικό ατύχημα.1457 Κάποια σαμποτάζ φαίνεται ότι έγιναν πράγματι στην
ευρύτερη περιοχή, αλλά μάλλον κανένα δεν αφορούσε καταστροφή τσιμεντοπλοίου ή
τουλάχιστον δεν ήταν τέτοιας έκτασης και οργάνωσης ώστε να καταγραφεί πειστικά ως
τέτοιο. Μια αναφορά σε συνέντευξη μέλους της ΠΕΑΝ, ότι δύο – τρία άλλα μέλη της
οργάνωσης κατάφεραν να βουλιάξουν ένα τέτοιο τσιμεντόπλοιο δεν έχει επιβεβαιωθεί. 1458
Άλλες αόριστες αναφορές μαρτύρων ή κατηγορούμενων στα μεταπολεμικά Ειδικά
Δικαστήρια ότι οι Έλληνες κατασκευαστές έκαναν σαμποτάζ στα πλοία που κατασκεύαζαν
δεν διασταυρώνονται από πουθενά και μάλλον δεν είναι τίποτα περισσότερο από
προσπάθειες να απαλλαγούν των κατηγοριών, αν και δεν αποκλείεται καθόλου κάποια
ευθύνη στην καθυστέρηση των εργασιών να είχαν οι εργαζόμενοι και οι εταιρείες που τις
είχαν αναλάβει.

1457
NARA, T-501 Roll 252, Befehlshaber Südgriechenland, «Politische Lage», 9.3.1943. Στο έγγραφο η
ημερομηνία αναφέρεται ως 25 Μαρτίου, αλλά με δεδομένη την ημερομηνία της έκθεσης είναι
προφανές ότι πρόκειται για λάθος.
1458
βλ. Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα: Η Ελλάδα του Χίτλερ, συνέντευξη Σπύρου Στανωτά: http://rwf-
archive.gr/interviews_senaria-new.php?id=202&interview=1&interview_id=916. Δεν έχει εντοπιστεί
κάποια γερμανική αναφορά ότι κάποιο από τα πλοία βούλιαξε μόλις καθελκύστηκε, εκτός αν
πρόκειται για κάποια από τις σχεδίες για τις οποίες δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία. Και σε αυτή όμως
την περίπτωση είναι πιθανό να γινόταν τουλάχιστον κάποια ανάκριση που να αναφερόταν στα
έγγραφα. Κάποια ερωτηματικά δημιουργεί όμως η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ένταξη των
“General Meise 3” και “General Herrmann” και κυρίως όπως θα δούμε παρακάτω για το τελευταίο.
Ίσως εκείνο να είναι το μόνο που θα μπορούσε να υπονοεί η αναφορά, ωστόσο ακόμα και η ίδια η
οργάνωση δεν φαίνεται μεταπολεμικά να προσπάθησε επισήμως να πάρει τα εύσημα για το γεγονός
(αν υποθέσουμε πως πράγματι υπήρξε κάποια βύθιση). Στην επίσημη αναφορά της οργάνωσης
αναφέρονται σαμποτάζ στο Πέραμα, ωστόσο αυτά αφορούν σε 3 επισκευαζόμενα καΐκια το 1942 και
σε μηχανήματα απομαγνητώσεως το 1944. Βλ. «Έκθεση δράσεως της οργανώσεως Εθνικής
ος
Αντιστάσεως ‘ΠΕΑΝ’» στο: ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), Τόμος 7 ,
«Αντιστασιακές Οργανώσεις Εσωτερικού», Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998,
κυρίως σσ. 214-215 (ηλεκτρονικής έκδοσης). Οι τσιμεντένιες πλωτές εξέδρες χρησιμοποιούνταν για
τον απομαγνητισμό υποβρυχίων, αλλά η αναφορά κάνει απλώς λόγω για λασκάρισμα καλωδίων.

818
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

11.5 Τα σκάφη
Η αλλαγή του προγράμματος από πλωτήρες σε φορτηγά, η εγκατάλειψη των
κατασκευαζόμενων ναυπηγείων στη Βάρκιζα και οι συζητήσεις για την πιθανότητα ακόμα
και ακύρωσης του όλου προγράμματος το 1942 οδήγησαν σε σημαντικές καθυστερήσεις.
Το πρώτο σκάφος (“Pionier 1”, βλ. εικόνα 23), καθελκύστηκε τελικά την 1η Αυγούστου 1942
στο Πέραμα. Την ίδια περίοδο, όπως είδαμε, τρία ακόμα τσιμεντόπλοια ήταν υπό
κατασκευή, ενώ είχε προσωρινά διακοπεί η κατασκευή του πέμπτου σκάφους.1459 Στην
καθέλκυση του “Pionier 1” παραβρίσκονταν μάλιστα αρκετοί ανώτατοι αξιωματικοί της
Wehrmacht, όπως ο στρατηγός του μηχανικού (που ήταν και το υπεύθυνο όπλο για το
έργο) Kuntze, ο οποίος βάφτισε και το σκάφος, ο πτέραρχος (Διοικητής του 68ου Σώματος
Στρατού και πρώην Διοικητής Νοτίου Ελλάδος - Befehlshaber Südgriechenland) Felmy, ο
πτέραρχος Meyer (Διοικητής της Αεροπορικής Περιφέρειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης –
Kommandierenden General und Befehlshaber Luftgau Südost) ο ναύαρχος Massmann
(Αρχηγός του Επιτελείου Ναυπηγήσεων Αιγαίου – Chef Oberwerftstab Ägäis), o αρχηγός του
ιταλικού μηχανικού στρατηγός Fortunato και άλλοι.1460 Η τόσο μαζική προσέλευση της
στρατιωτικής ηγεσίας του Άξονα στην Ελλάδα, ήταν ενδεικτική της σημασίας που έδινε στο
ναυπηγικό αυτό πρόγραμμα, παρά τον περιορισμό του την περίοδο εκείνη.
1459
Το σκάφος αυτό αλλού αναφέρεται ως μεταφορικής ικανότητας 250 ή 260 και αλλού 350 τόνων,
ενώ διαφορετικές αναφορές υπάρχουν και για την ταχύτητά του, (3 μέχρι 10,5 κόμβους). BA-MA, RW
29/105, Der Deutsche Wehrwirtschaftoffizier, “Lagebericht August 1942“, Athen 31/8/1943. Σε μια
αμφίβολης εγκυρότητας πηγή (Ιωαννίδης, Γιάννη Β.: Έλληνες και ξένοι κατάσκοποι στην Ελλάδα, Α.
Μαυρίδης, Αθήνα, 1954, τόμος β΄, σσ. 159-160) αναφέρεται η ύπαρξη ενός σκάφους που υποτίθεται
ότι άνοιξε στα δύο και βούλιαξε το 1941 (μάλλον το καλοκαίρι) κατά την επιστροφή του από ταξίδι
στη Σαλαμίνα («Κούλουρη»), παίρνοντας μαζί του και μερικούς Γερμανούς. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν
έχει γίνει δυνατόν να επαληθευτεί από γερμανικά έγγραφα και μοιάζει μάλλον απίθανο. Στις
εκθέσεις του ναυπηγείου Περάματος ως πρώτο σκάφος αναφέρεται ρητά το “Pionier 1”. Υπάρχει ένα
ελάχιστα πιθανό ενδεχόμενο να κατασκευάστηκε κάποιο πειραματικό σκάφος στον Σκαραμαγκά
(αναφορές που έφταναν από την κατεχόμενη Ελλάδα στη Μέση Ανατολή έκαναν αρχικά λόγο για
υποτιθέμενη κατασκευή τσιμεντένιων αποβατικών ή μαουνών στο Σκαραμαγκά). Κάτι τέτοιο όμως
επίσης δεν έχει επιβεβαιωθεί και πιθανότατα δεν ισχύει, ενώ και η ίδια η αναφορά Ιωαννίδη κάνει
λόγο για ναυπήγηση του σκάφους στο Πέραμα.
1460
NARA, T-311 Roll 175, Wehrmachtbefehlshaber Südost (Armeeoberkommando 12), Abteilung Ia,
„Tätigkeitsbericht für die Zeit vom 1.-31.8.1942“, 31/8/1942, σελ. 1 (ο ναύαρχος στο πρωτότυπο
αναφέρεται ως “Mahsmann”). Η ύπαρξη τόσων ανώτατων αξιωματικών στην καθέλκυση του πλοίου
πιθανώς σχετίζεται και με τις συζητήσεις για τις θαλάσσιες μεταφορές από Ελλάδα προς Αφρική που
λάμβαναν χώρα τον καιρό εκείνο.

819
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 23: Το “Pionier 1”, το πρώτο τσιμεντόπλοιο που κατασκευάστηκε στο Πέραμα το 1942 από
την ΓΕΤΕ. Φωτογραφία από αρχείο του P. Schenk. Στην πρύμνη (πίσω από το φουγάρο)
διακρίνεται ο ανοικτός πυργίσκος όπου τοποθετούνταν πολυβόλο για την αντιαεροπορική άμυνα
του πλοίου. Σε κάποια μεγαλύτερα σκάφη προβλεπόταν η εγκατάσταση και πυροβόλου των 37
χιλιοστών.

Εικόνα 24: Τσιμεντόπλοια υπό κατασκευή στα ναυπηγεία Περάματος (η χρονολογία είναι
αβέβαιη, πιθανώς όμως να είναι το δεύτερο μισό του 1943). Διακρίνονται εύκολα οι πλευρικές
σκαλωσιές ανάμεσα στα σκάφη και οι γλίστρες που θα καθέλκυαν. Το πρώτο εικονιζόμενο
σκάφος πρέπει να είναι στε κάποια από τις γλίστρες που βρίσκονται κάπου στη μέση του
ναυπηγείου στα γερμανικά σχέδια (βλ. εικόνα 22). Φωτογραφία από αρχείο P. Schenk.

820
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στα τέλη Ιανουαρίου 1943, όταν τις εγκαταστάσεις επισκέφτηκε ο στρατηγός του
μηχανικού και επιθεωρητής οχυρώσεων της OKH Alfred Jakob, τα δύο πρώτα σκάφη
βρίσκονταν ήδη στο νερό και ετοιμάζονταν για τα πρώτα δοκιμαστικά ταξίδια, το τρίτο
ετοιμαζόταν για καθέλκυση και τα επόμενα δύο ήταν υπό κατασκευή.1461 Μέχρι τα μέσα
περίπου της άνοιξης είχαν καθελκυσθεί και τα πέντε σκάφη της πρώτης παρτίδας.
Μεσολάβησε ένα κενό κάποιων μηνών στο οποίο πρέπει να καθελκύστηκε μόνο ένα
σκάφος. Στις αρχές Ιουλίου 1943 τα σκάφη που είχαν πέσει στο νερό είχαν αυξηθεί από 7
σε 8, μάλλον λόγω της καθέλκυσης του “General Meise 4”, τελευταίου από τα μονοπρόπελα
της σειράς των 420 τόνων, το οποίο πιθανώς να καθελκύστηκε τον Ιούνιο. Την περίοδο
εκείνη οι ρυθμοί εργασιών μοιάζουν να αυξάνονται παρά τις όποιες δυσκολίες, αφού
κατασκευάζονται άλλα 7 τσιμεντόπλοια, και προβλεπόταν πως μέχρι τον Σεπτέμβριο θα
είχαν καθελκυσθεί 12 με 15, ενώ από εκεί και μετά οι ρυθμοί θα μπορούσαν να φτάσουν
και το ένα σκάφος την εβδομάδα.1462
Με την αύξηση του ενδιαφέροντος (και της χρηματοδότησης) από τις γερμανικές
αρχές, την απόκτηση εμπειρίας και τη σταδιακή επίλυση κάποιων από τα προβλήματα ο
ρυθμός καθέλκυσης πράγματι αυξήθηκε, ωστόσο η επιδείνωση της οικονομίας της χώρας
(και κατά συνέπεια της χρηματοδότησης) και των μεταφορών δεν έκαναν δυνατή την
επίτευξη των ρυθμών που προσδοκώνταν τον Ιούλιο. Τους δύο τελευταίους μήνες του
έτους έγινε πάντως δυνατό να καθελκύεται περίπου ένα σκάφος κάθε δεκαπενθήμερο. Τον
Νοέμβριο του 1943 καθελκύστηκαν 2 σκάφη 420 τόνων μεταφορικής ικανότητας, ενώ
αναμενόταν η καθέλκυση ακόμα 2 για τον επόμενο μήνα.1463 Μέχρι τότε τα 5 αρχικά σκάφη

1461
NARA, T-78 Roll 630, frame 394, Gen[eral] d[er] Pi[oniere] u[nd] Fest[ungen] b[eim]
Od[erkommando] d[es] H[eeres], Abt. Landesbefestigung, „Bericht zur Reise in den Südostraum in der
Zeit vom 25.1-12.2.43“. Τα δύο πρώτα σκάφη αναφέρονται λανθασμένα ως 400 και 600 τόνων.
Επίσης λανθασμένη είναι η τοποθέτηση του ναυπηγείου τσιμεντοπλοίων με επικεφαλής τον Götsche
στο Φάληρο αντί για το Πέραμα. Πιθανώς το έγγραφο να συντάχθηκε αμέσως μετά το ταξίδι από
μνήμης ή με βάση ανεπαρκείς ιδιόχειρες σημειώσεις.
1462
NARA, T-78 Roll 630, frame 511, „Bericht zur Dienstreise des Gen[erals] d[er] Pi[oniere] u[nd]
Fest[ungen] b[eim] Ob[erkommandos] d[es] H[eeres] in den Bereich des OB. Südost, in der Zeit vom
5.-14.7.43“, 14/7/1943. Ως βασικός τύπος προοριζόταν την περίοδο εκείνη αυτός των 520 τόνων, αν
και τα πράγματα γρήγορα άλλαξαν και τελικά κανένα σκάφος του τύπου αυτού δεν πρέπει να
ολοκληρώθηκε.
1463
BA-MA, RW 29/106, Wehrwirtschaftstab Griechenland, [Lagebericht], 16/12/1943. Τις
ου ου
πληροφορίες για την οργάνωση της καθέλκυσης του 9 και το «μπετονάρισμα» του 12 κατά σειρά
εκκίνησης κατασκευής σκάφους στις 6 Νοεμβρίου 1943 (9μμ), είχαν υποκλέψει και οι βρετανικές

821
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

είχαν τεθεί σε υπηρεσία ενώ τα επόμενα 5 είχαν καθελκυστεί και εξοπλίζονταν. Ακόμα 9
σκάφη (τα νεωλκεία όπως είδαμε είχαν αυξηθεί ως τότε στα 11) βρίσκονταν υπό
κατασκευή, αν και φαίνεται πως τουλάχιστον δύο από αυτά ήταν σε πολύ αρχικό στάδιο: η
έκθεση αναφέρει την κατασκευή 2 των 440 τόνων, 2 των 520 τόνων, 3 των 685 τόνων και 2
των 320 τόνων,1464 αλλά ένα μήνα μετά αναφέρεται η ναυπήγηση την ίδια περίοδο μόνο
ενός σκάφους των 440 (το μοναδικό της κλάσης που τελικά ολοκληρώθηκε), ενώ τα 3 των
685 τόνων (μάλλον κλάσης ΙΙΙΑ) είχαν αλλάξει σε σκάφη 700 τόνων (κλάση ΙΙΙΒ, τα οποία και
τελικά ολοκληρώθηκαν).1465 Δεν ήταν πρώτη ούτε ή τελευταία φορά που γίνονταν ξαφνικές
μεταβολές στις κλάσεις σκαφών, των οποίων τα σχέδια φαίνεται πως δεν κρίνονταν
ικανοποιητικά, ή οι κατασκευάστριες εταιρείες τους αντιμετώπιζαν κάποια προβλήματα με
την προμήθεια υλικών. Ενδέχεται μάλιστα να υπήρξαν στο ενδιάμεσο και κάποια σκάφη
των οποίων η κατασκευή ακυρώθηκε λίγο μετά την έναρξή της, γεγονός που σίγουρα θα
συνέβαλε στις καθυστερήσεις.
Ως τα τέλη του 1943 είχαν τεθεί σε κυκλοφορία 7 σκάφη, 5 ακόμα βρίσκονταν μεν
στο νερό αλλά δεν ήταν ακόμα έτοιμα για υπηρεσία, ενώ άλλα 11 ήταν υπό κατασκευή.
Αναλυτικότερα, τα σκάφη που ήδη υπηρετούσαν ήταν τα 2 «τύπου Pionier» (τα 250 ή 260
dwt μεταφορικής ικανότητας και 680 τόνων εκτοπίσματος Pionier 1 και 2), τα 3 «τύπου
General Meise» (τα 400 τόνων μεταφορικής ικανότητας και 900 τόνων εκτοπίσματος
“General Meise” 1, 2 και 5) και 2 παρόμοια με τα “General Meise” (τα “General Meise 3” και
“General Herrmann”) τα οποία αν και αναφέρονται ότι είχαν ενταχθεί στην υπηρεσία,
φαίνεται ότι δεν είχαν ακόμα ολοκληρωθεί, αφού μετατρέπονταν ώστε να
χρησιμοποιηθούν ως δεξαμενόπλοια για τη μεταφορά νερού προς τα ελληνικά νησιά.
Ακόμα 4 «τύπου General Jacob» (τα 420 τόνων μεταφορικής ικανότητας και 920 τόνων
εκτοπίσματος “General Jacob” 1, 2, 3 και “General Förtsch” – μάλλον πρόκειται για τα
σκάφη που είδαμε να καθελκύονται Νοέμβρη και Δεκέμβρη) και 1 «τύπου General Meise»
(το ελάχιστα μεγαλύτερο των υπολοίπων του τύπου – 420 αντί 400 τόνων – “General Meise

υπηρεσίες (TNA, HW 1/2212, CX/MSS/3482/T16 JP/8946, Most Secret, 30/10/43). Τα δύο σκάφη 420
τόνων που αναμένονταν τον Δεκέμβρη πράγματι καθελκύστηκαν σύμφωνα με το πρόγραμμα, όπως
μας βεβαιώνει μια άλλη έκθεση: NARA, T-501 Roll 255, Wehrwirtschaftstab Griechenland, “Beitrag
zum Lagebericht für Monat Dezember 1943”. Πρέπει να πρόκειται για τα διπρόπελα σκάφη 420 της
κλάσης “General Jakob”, τα οποία ενδεχομένως να ξεκίναγαν την κατασκευή τους, όταν ο ίδιος ο
στρατηγός επισκέφτηκε τις εγκαταστάσεις.
1464
BA-MA, RW 29/106, Wehrwirtschaftstab Griechenland, [Lagebericht], 16/12/1943.
1465
και RH 19-VII-71, „Bauvorhaben…“.

822
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

4”, που καθελκύστηκε νωρίτερα) είχαν πέσει στο νερό και εξοπλίζονταν.1466 Ο εξοπλισμός
τους με τις ηλεκτρικές, υδραυλικές, μηχανολογικές εγκαταστάσεις κλπ είναι ασαφές αν
ολοκληρωνόταν στο Πέραμα ή στα ναυπηγεία Βασιλειάδη, αλλά πάντως απαιτούσε αρκετό
χρονικό διάστημα.1467

1466
Πάντως πρέπει να υπήρξε κάποιο πρόβλημα με τα 2 δεξαμενόπλοια νερού, αφού αν και
φέρονται περίπου έτοιμα στα τέλη του 1943 (BA-MΑ, RH 19-VII-71, „Bauvorhaben…“),
καταγράφονται στον επόμενο πίνακα (RM 7/1234, „Bauprogramm der Betonschiffbaustelle Perama,
Ιούλιος 1944) με εκτιμώμενο χρόνο ολοκλήρωσης (δηλαδή εξοπλισμός κλπ) τον Αύγουστο του 1944.
Τα σκάφη μάλλον είχαν καθελκυσθεί το 1943 και τέθηκαν τελικά σε υπηρεσία τουλάχιστον 8 μήνες
αργότερα. Το πρώτο μάλλον τελικά ξεπέρασε τα όποια προβλήματα ενδεχομένως αντιμετώπιζε. Ο
στρατηγός “Herrmann” φαίνεται σε φωτογραφία τραβηγμένη λίγο μετά την απελευθέρωση να έχει
μάλλον καθίσει στο βυθό δίπλα στο ναυπηγείο του Περάματος, αν και η λεζάντα το αναφέρει ως
«αγκυροβολημένο» (βλ. εικόνα 25). Από το πλοίο μοιάζει να λείπουν τμήματα του εξοπλισμού του
(πόρτες, γερανοί κλπ), αν και είναι πολύ πιθανό απλώς να αφαιρέθηκαν στο διάστημα μετά την
καθέλκυση και πριν τη λήψη της φωτογραφίας. Δεν είναι γνωστό πότε βρέθηκε εκεί το σκάφος και
αν στο ενδιάμεσο είχε πραγματοποιήσει ταξίδια, αλλά θα μπορούσε να έχει πάρει νερό κατά την
καθέλκυσή του (μάλλον το 1943), ή κατά τη μετατροπή του και να αποτελεί την πηγή του συχνά
επαναλαμβανόμενου επιχειρήματος στις δίκες των κατασκευαστών πως τα τσιμεντόπλοια ήταν
άχρηστα, τρύπια και βούλιαξαν. Άλλα υποψήφια σκάφη για τις παρόμοιες αναφορές θα μπορούσαν
να είναι οι 3 ημιτελείς στρατηγοί “Bazing”, “Speidel” και “Felmy” ή ίσως ακόμα και το (εξίσου
ημιτελές – και μάλλον όμως ακυρωμένο) “Hektor”, που θα ήταν δυνατόν να έχουν βουλιάξει στο
Πέραμα στην προσπάθεια να καθελκυστούν βιαστικά το φθινόπωρο του 1944. Γενικά πάντως δεν
υπάρχουν κάποιες αξιόπιστες πληροφορίες για κάποια βύθιση σκάφους λόγω κακής κατασκευής
λίγο μετά την καθέλκυσή του, και στο λεύκωμα δεν φαίνεται άλλο «αγκυροβολημένο» σκάφος στο
Πέραμα (διακρίνεται όμως – έστω και όχι εύκολα – ο σκελετός τουλάχιστον ενός ημιτελούς, στο
ναυπηγείο πίσω από το “General Herrmann”). Ένα γεγονός όμως σαν την μισο-βύθιση του σκάφους
κατά την καθέλκυσή του και την επί μακρόν απόκρυψη του γεγονότος από τους ανωτέρους τους θα
απαιτούσε σχετικά σημαντικής έκτασης συνωμοσία των Γερμανών υπευθύνων που θα συνέχιζαν να
αναφέρουν το σκάφος ως σχεδόν έτοιμο. Επιπλέον, όπως θα δούμε παρακάτω, φαίνεται πως τον
Αύγουστο το σκάφος μάλλον περιλαμβάνεται στα σκάφη σε υπηρεσία. Το “General Herrmann”
πάντως, όπως φαίνεται και στην φωτογραφία, δεν ήταν κατεστραμμένο αν και εμφανίζει μια μικρή
ρωγμή που θα μπορούσε να έχει επέλθει και από την ανατίναξη των ημιτελών σκαφών κατά τη
εκκένωση των εγκαταστάσεων από τους Γερμανούς.
1467
Κάποια έγγραφα μοιάζουν να υπονοούν ότι ο εξοπλισμός κάποιων τουλάχιστον σκαφών γινόταν
στο Πέραμα, αλλά ο Gröner (Die deutschen Kriegsschiffe…) αναφέρει ότι αυτός γινόταν στα
ναυπηγεία Βασιλειάδη.

823
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εικόνα 25: Το General Herrmann μεταπολεμικά. Πηγή είναι το συλλογικό έργο: Η Φωτογράφος
Βούλα Παπαϊωάννου. Από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, Εκδόσεις
Άγρα/Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2006, σελ. 222. Σύμφωνα με την λεζάντα του λευκώματος
πρόκειται για «αγκυροβολημένο γερμανικό πλοίο, Πέραμα(;), 1948». Λίγο πάνω από την
επιφάνεια του νερού και κάτω από το όνομα του πλοίου διακρίνεται μια πιθανή ρωγμή άγνωστης
αιτίας και περιόδου.

Την ίδια περίοδο υπό κατασκευή βρίσκονταν 3 σκάφη «τύπου IIIB» (τα 700/1450
τόνων “Achilles”, “Agamemnon”, “Ajax”), 1 «τύπου IID» ή λίγο βαρύτερη παραλλαγή των
«General Jacob» (μοναδικό σκάφος του τύπου ήταν το 440/950 τόνων “General Lambert”),
3 «τύπου IV» (μάλλον τα 500-520/1130 τόνων, “General Bazing”, “General Speidel” και
“General Felmy”) και 4 «τύπου V» ή «Seeleichter» (δηλαδή μαούνες φορτοεκφόρτωσης
φορτίων από/προς μεγαλύτερα πλοία, με ονόματα “Festungspionier” 1-4). Εκτός των
σχετικά μεγάλων αυτών σκαφών είχαν κατασκευαστεί 25 πλωτές εξέδρες/σχεδίες (Pontons)
4 διαφορετικών τύπων για τον απομαγνητισμό υποβρυχίων του γερμανικού ναυτικού και
ακόμα 2 για χρήση από το ίδιο το ναυπηγείο. Οι τσιμεντένιες πλωτές αυτές εξέδρες είχαν
βύθισμα 1,5 μέτρα, μήκος ανάμεσα σε 24,33 και τα 8,33 μέτρα ανάλογα με τον τύπο και
πλάτος από 2 μέχρι 5 μέτρα. Είχαν δηλαδή περίπου το μισό μήκος και ανάμεσα στο ½ και το
¼ του πλάτους των πρώτων τσιμεντοπλοίων (τα επόμενα ήταν όπως είδαμε μεγαλύτερα).
Στις αρχές του 1944 προβλεπόταν η έναρξη κατασκευής τριών ακόμα τσιμεντοπλοίων
κλάσης ΙΙΙΒ (όταν θα απελευθερώνονταν τα νεωλκεία που κατασκευάζονταν τα πρώτα 3),
ομοίως 4 τύπου V μετά την καθέλκυση των πρώτων 4 τύπου V, καθώς και 4 τύπου IV στα
νεωλκεία του “General Lambert” και των 3 άλλων «στρατηγών». Συνολικά δηλαδή στο

824
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πρόγραμμα του 1943 προβλεπόταν η ναυπήγηση 34 τσιμεντοπλοίων μέχρι το καλοκαίρι του


1944.1468

Εικόνα 26: Σχέδιο των «αρχαιοελληνικών» τσιμεντοπλοίων τύπου ΙΙΙ (μάλλον ΙΙΙB ή/και IIIC),
“Achilles” κλπ. Πηγή: Gröner, Erich: Die deutschen Kriegsschiffe, 1815-1945, Band 7:
Landungsverbände (II)…, σελ. 148.
Όπως συμβαίνει σε κάθε σχετικά καινοτόμο πρόγραμμα, τα πρώτα από τα
τσιμεντόπλοια που κατασκευάστηκαν στο Πέραμα χρειάστηκαν πολύ μεγαλύτερο διάστημα
για την καθέλκυσή τους από τα επόμενα. Επιπλέον, όπως είδαμε, μέχρι τα τέλη του 1942 το
ναυπηγείο δεν διέθετε παρά 4-5 νεωλκεία και έτσι δεν ήταν δυνατή η ναυπήγηση
περισσοτέρων σκαφών. Το 1943 αυξήθηκαν σημαντικά τα νεωλκεία και επιταχύνθηκε
σταδιακά ο ρυθμός ναυπήγησης, αφού τα ναυπηγεία αποκτούσαν περισσότερη εμπειρία
και – προσωρινά τουλάχιστον – καλύτερη χρηματοδότηση. Έτσι τα σκάφη της δεύτερης
ομάδας (όσα δηλαδή κατασκευάστηκαν στα 4 πρώτα νεωλκεία μετά την καθέλκυση των
πρώτων σκαφών, καθώς και τα πρώτα των καινούργιων νεωλκείων) χρειάστηκαν κατά μέσο
όρο περίπου 6 μήνες ή και κάτι λιγότερο για την καθέλκυσή τους.
Στις αρχές του 1944 υπήρξε ένα μικρό κενό στις καθελκύσεις, που μάλλον έχει να
κάνει με την σχεδόν ταυτόχρονη έναρξη της κατασκευής της τρίτης ομάδας σκαφών. Αφού
δεν προστέθηκαν νέα νεωλκεία, τα επόμενα σκάφη έπρεπε να περιμένουν την ολοκλήρωση

1468
BA-MΑ, RH 19-VII-71, „Bauvorhaben…“ και RM 7/1234, „Bauprogramm der Betonschiffbaustelle
Perama (Anlage zu Skl. Adm. Qu. Vi 5356/44 geh.), Ιούλιος 1944. Τα “Pionier” ήταν τα «τύπου Ι», τα
“General Meise 1, 5 και 3 ” πρέπει να ήταν τα “IIA”, το “General Meise 4” να θεωρούνταν «τύπου ΙΙΒ»
και τα “General Jacob 1-3” & “General Förtsch” να ήταν ο τύπος ΙΙC. Ο τύπος ΙΙΙΑ δεν αναφέρεται,
αλλά ενδεχομένως να είναι το “Hektor” (685 τόνων), που όμως η κατασκευή του, όπως εκείνη των
“Menelaos” και “Odysseus” (730 τόνων, τύπος «ΙΙΙC») δεν ολοκληρώθηκε ποτέ (τα ονόματά τους
υπάρχουν στον πίνακα BA-MA, RM 7/1234, „Bauprogramm der Schiffbaustelle Perama, Juli 1944“ ως
σχεδιαζόμενα για ναυπήγηση τον Μάρτιο του 1945). Τα σκάφη με ονόματα στρατηγών ή πιονιέρων
(μηχανικών) ήταν στρατιωτικές παραγγελίες, ενώ εκείνα με τα αρχαιοελληνικά ονόματα (από την
Ιλιάδα) ήταν παραγγελίες της MMR.

825
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

των παλαιότερων. Φαίνεται όμως ότι υπήρχε και κάποια επιπλέον καθυστέρηση,
οφειλόμενη στα αυξανόμενα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα ναυπηγεία με τον
πληθωρισμό και τις ελλείψεις καυσίμων και πρώτων υλών. Στην έκθεση του 1943
προβλέπονταν 7 σκάφη για καθέλκυση τον Φεβρουάριο του 1944 και άλλα 4 τον Μάρτιο,
τα οποία όμως καθυστέρησαν αρκετές εβδομάδες. Τελικά η επόμενη σειρά ξεκινάει να
καθελκύεται από την άνοιξη του 1944 και με ρυθμούς ενός μέχρι τριών σκαφών ανά μήνα.
Τον Μάρτιο καθελκύστηκε ένα σκάφος εκτοπίσματος 1.460 τόνων (μάλλον το “Achilles“, και
πάντως σίγουρα ένα από εκείνα της «αρχαιοελληνικής» σειράς ΙΙΙB). Τον επόμενο μήνα
ακολούθησαν άλλα 2 (δεν αναφέρονται λεπτομέρειες – οι εκθέσεις δεν συμφωνούν καν
στον αριθμό, αλλά μάλλον πρόκειται τελικά για δύο σκάφη) που πρέπει ήταν το “General
Lambert” και είτε το “Agamemnon” είτε το “Ajax”. Ακόμα 3 μάλλον καθελκύστηκαν τον
Μάιο (όποιο εκ των “Ajax” και “Agamemnon” δεν καθελκύσθηκε νωρίτερα – πιθανότατα το
πρώτο – και δύο από τα “Festungspionier”), ενώ τον Ιούνιο έπεσαν στο νερό ακόμα 2 από
τα “Festungspionier”.1469 Μέχρι τις αρχές Ιουνίου βρίσκονταν στο νερό 19 πλοία (τα 8 ήταν
σε υπηρεσία), ενώ ακόμα 11 ήταν υπό κατασκευή, τα 6 των οποίων σχεδόν έτοιμα για
καθέλκυση, ενώ όπως είδαμε αργότερα τον ίδιο μήνα καθελκύστηκε ένα ακόμα.1470

1469
Βλ. NARA, microfilm T-501 Roll 255, Militärbefehlshaber Griechenland: α) “Lagebericht für die Zeit
vom 16.3 bis 15.4.1944”, 14 April 1944 [sic], β) “Lagebericht für die Zeit vom 16.4 bis 15.5.1944”,
12.5.1944 [sic] (αναφέρονται 2 αντί για 3 πλοία, αλλά έχει λιγότερες ημέρες από την αντίστοιχη
έκθεση του RW 29/93 και το τρίτο πιθανότατα καθελκύστηκε μεταξύ 12 και 17 Μαΐου), γ)
Lagebericht für die Zeit vom 16.5 bis 15.6.1944”, 13.6.1944 [sic], δ) Lagebericht für die Zeit vom 16.6
bis 15.7.1944”, 13.7.1944 [sic], καθώς και BA-MA, RW 29/93, Militärbefehlshaber Griechenland
Wehrwirtschaftstab, [Lageberichte]: α) 17/5/1944, β) 17/6/1944, γ) 17/7/1944. Στα μέσα Ιουλίου ένα
σκάφος είχε ενταχτεί σε υπηρεσία και ένα ακόμα ήταν έτοιμο για αποδοχή. Οι εκθέσεις από το RW
29/93 αναφέρουν 9 σκάφη την περίοδο Μαρτίου – Ιουνίου (ένα τον Μάρτιο, από 3 Απρίλιο και Μάιο
και δύο τον Ιούνιο), αλλά εκείνες του T-501/255 μόνο 8, αριθμός που μοιάζει πλησιέστερα στην
πραγματικότητα. Το λάθος μάλλον αφορά τα σκάφη του Απριλίου.
1470
BA-MA, 19/5526, [Feldwirtschaftsamt] Inl 2/I Arbeitsstab Berlin, “Aktennotiz über die Sitzung im
Auswärtigen Amt am 6.6.44”, Wannsee, 7/6/1944. Η συνολική μεταφορική τους ικανότητα ήταν
14.000 τόνοι. Σε σχέση με τον προγραμματισμό του 1943 οι καθελκύσεις είχαν καθυστερήσει από 1
μέχρι και 3 μήνες. Αν ως τότε είχαν καθελκυσθεί 9 και όχι 8 σκάφη, τότε ο συνολικός αριθμός θα
έπρεπε να είναι 20. Τα 3 από τα 5 σχεδόν έτοιμα για καθέλκυση που απέμεναν ήταν μάλλον οι
στρατηγοί Banzig, Speidel και Felmy. Τα υπόλοιπα 2 είναι άγνωστα, αλλά πρέπει να πρόκειται είτε
για κάποια από τα 3 «τρωικά», οι εργασίες στα οποία είχαν σταματήσει, είτε 2 από τα πρώτα
Schalenschiffe/Wiking, αν η ναυπήγησή τους γινόταν με ταχύτερους των υπολοίπων ρυθμούς.

826
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Από τον Ιούλιο-Αύγουστο και μετά σπανίζουν στις γερμανικές εκθέσεις οι αναφορές
στην πορεία των ναυπηγήσεων, ενώ αποφασίστηκε και η διακοπή του προγράμματος, με
αποτέλεσμα να είναι αβέβαιο αν πρόλαβαν να καθελκυστούν κάποια από τα σκάφη που
βρίσκονταν υπό κατασκευή στα μέσα ή τέλη καλοκαιριού.1471 Ωστόσο μια έκθεση σχετικά
με τα χρέη του ναυπηγείου τον Αύγουστο του 1944 αναφέρει πως ως τότε είχαν παραδοθεί
ολοκληρωμένα πλοία με μεταφορική ικανότητα 6.765 τόνων. Από τη στιγμή που τα πρώτα
15 σκάφη (μέχρι και το “Agamemnon” ή το “Ajax”) που είναι μάλλον βέβαιο ότι είχαν
1471
Τον Ιούλιο προβλεπόταν πως μέχρι τον Οκτώβρη 1944 θα είχαν ενταχθεί σε υπηρεσία 23 σκάφη.
BA-MA, RM 7/1234, „Bauprogramm der Betonschiffbaustelle…”. Λογικά τα σκάφη αυτά θα είχαν όλα
καθελκυσθεί ως τότε. Ο Gröner (Die deutschen Kriegsschiffe, 1815-1945, Band 7: Landungsverbände
(II): Landungsfahrzeuge i.e.S. (Teil 2)…, σσ. 147-148) αναφέρει μόνο την πιθανή ολοκλήρωση
τεσσάρων ήδη καθελκυσθέντων σκαφών από τα 23 (και την λιγότερο πιθανή κάποιων ακόμα) και την
διακοπή άλλων τριών των οποίων η κατασκευή είχε ξεκινήσει („Hektor“, „Menelaos“, „Odysseus“ –
σύμφωνα με το „Bauprogramm der Betonschiffbaustelle…” η καθέλκυσή τους προβλεπόταν για τον
Μάρτιο του 1945). Οι ημερομηνίες όμως καθέλκυσης που αναφέρει για κάποια από τα
προγενέστερα σκάφη δεν συμφωνούν πάντα με όσες πληροφορίες παρουσιάζονται εδώ από τα
γερμανικά έγγραφα. Σε μεταπολεμική εφημερίδα (Ριζοσπάστης, 10/6/1945, «Το σκάνδαλο των
Ναυπηγείων») αναφέρονται 7 σκελετοί τσιμεντοπλοίων (και ποσότητες υλικών) που οι Γερμανοί
είχαν εγκαταλείψει στο Πέραμα, αξίας μεγαλύτερης των 5.000 χρυσών λιρών. Μάλλον πρόκειται για
όσα από τα 11 υπό κατασκευή πλοία του Ιουνίου δεν πρόλαβαν να καθελκυσθούν, πιθανότατα για
τους 3 «στρατηγούς» και τα “Hektor”, “Menelaos” και “Odysseus”, αλλά (ειδικά αν δύο
ανατινάχθηκαν όπως αναφέρεται), είναι μάλλον βέβαιο πως ανάμεσα τους είναι και κάποια από τα
Schalenschiffe/Wiking η κατασκευή των οποίων φαίνεται να είχε προχωρήσει. Ο Gröner αναφέρει
πως οι «στρατηγοί» δεν κατασκευάστηκαν ποτέ, αλλά είναι μάλλον βέβαιο ότι στην πραγματικότητα
η κατασκευή τους είχε ξεκινήσει. Ωστόσο ακόμα και αν τους προσθέσουμε στα υπόλοιπα
καθελκυσθέντα ή ημιτελή σκάφη που αναφέρει (από τα τελευταία το ένα “Festungspionier” πρέπει
όπως είδαμε να ολοκληρώθηκε), φτάνουμε συνολικά τα 26, οπότε λείπουν 4 για το σύνολο των 30
(19+11) που αναφέρονταν στις αρχές του Ιουνίου. Είναι λοιπόν βέβαιο ότι είχαν προλάβει να
ξεκινήσουν οι εργασίες σε 4 από τα 6 “Schalenschiffe” των 300 τόνων και 7,5 κόμβων που
αναφέρονται στο „Bauprogramm der Betonschiffbaustelle…” ως σχεδιαζόμενα να ολοκληρωθούν τον
Ιούνιο του 1945, υπόθεση που ενισχύεται από την απόφαση, όπως θα δούμε παρακάτω, να
προχωρήσει το ναυπηγείο λίγο πριν το κλείσιμό του στην επείγουσα κατασκευή των “Wiking”. Τα
σκάφη αυτά ενδέχεται να συνέχιζαν τη σειρά των Pionier σε ό, τι αφορά τα ονόματα, αλλά δυστυχώς
δεν έχουν προς το παρόν εντοπιστεί περισσότερα στοιχεία. Με άλλα λόγια υπάρχει αρκετή
αβεβαιότητα ως προς την τύχη των τελευταίων σκαφών του προγράμματος, αλλά φαίνεται ότι μέχρι
το τέλος είχαν προλάβει να γίνουν περισσότερες εργασίες από όσες φαίνεται να πίστευε ο Gröner (ή
οι Jung και Maas που συνέχισαν το βιβλίο μετά τον θάνατό του).

827
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ολοκληρώσει και τον εξοπλισμό τους αθροίζουν 6.440-6.460 τόνους, οδηγούμαστε στο
συμπέρασμα ότι μέσα στον Αύγουστο θα πρέπει να παραδόθηκε για χρήση τουλάχιστον
ένα από τα 320 τόνων Festungspionier.1472 Για μία γενική επισκόπηση της ναυπήγησης των
σκαφών βλ. τον συνοπτικό πίνακα 11.1.

Τα τσιμεντόπλοια του Περάματος


Πιθανή ημερομηνία Τέθηκε σε Μεταφορική
όνομα σκάφους
καθέλκυσης υπηρεσία ικανότητα (dwt)
Pionier 1 31/8/1942 + 250-260
Pionier 2 Μάλλον τέλη 1942 + 250-260
General Meise 2 Μάλλον Φλεβάρης 1943 + 400
General Meise 1 Μάλλον Φλεβ. ή Μάρτιος 1943 + 400
General Meise 5 αρχές 1943 (μετά τον Φλεβάρη) + 400
General Meise 3 Μάλλον αρχές άνοιξης ΄43 + 400
General
Απρίλιος ή Μάιος 1943 (+) 400
Herrmann
General Meise 4 Ίσως Ιούνιος 1943 + 420
General Jacob 1 6 Νοεμβρίου 1943 + 420
General Jacob 2 Νοέμβριος 1943 (ίσως στις 22) + 420
General Jacob 3 Δεκέμβριος 1943 + 420
General Förtsch Δεκέμβριος 1943 + 420
Achilles Μάρτιος 1944 + 700
General Lambert Μάλλον αρχές Απριλίου 1944 + 440
Agamemnon 1 τον Απρίλιο 1944 και 1 700
Το ένα +
μάλλον αρχές Μαΐου (ή τέλη
Ajax το άλλο (-) 700
Απριλίου) 1944
Festungspionier 1 Μάιος 1944 (+) 320
Festungspionier 2 Τέλη Μαΐου 1944 (-) 320
Festungspionier 3 Αρχές Ιουνίου 1944 (-) 320
Festungspionier 4 Μέσα/τέλη Ιουνίου 1944 (-) 320
General Bazing Μάλλον ποτέ - 520
General Speidel Μάλλον ποτέ - 520
General Felmy Μάλλον ποτέ - 520

1472
BA-MA, W 04/18680, Wehrmachtintendant Griechenland III, „Aktenvermerk“, 23/8/1944. Στο
έγγραφο δεν αναφέρεται κάτι περισσότερο από το συνολικό τονάζ. Το μοναδικό πλοίο που το τονάζ
του τελείωνε σε 5 ήταν το “Hektor” (685 τόνοι). Ωστόσο είναι μάλλον απίθανο να προλάβαινε να
τεθεί σε κυκλοφορία τον Αύγουστο, αφού στην έκθεση του Ιουλίου αναφέρεται πως οι εργασίες
έχουν σταματήσει λόγω χρηματοδότησης και αν συνεχίζονταν το σκάφος υπολογιζόταν να
ολοκληρωθεί τον Μάρτιου του 1945. Φαίνεται πως στο σύνολο των σκαφών που απαρτίζουν αυτούς
του περίπου 6.770 τόνους συμπεριλαμβάνεται και το “General Herrmann”.

828
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Hektor Μάλλον ποτέ (-) 685


Menelaos Δεν ολοκληρώθηκε ποτέ - 730
Odysseus Δεν ολοκληρώθηκε ποτέ - 730
Schalenschiff/Wi
Δεν ολοκληρώθηκε ποτέ - 300
king (ανώνυμο;)
Schalenschiff/Wi
Δεν ολοκληρώθηκε ποτέ - 300
king (Ανώνυμο;)
Schalenschiff/Wi
Δεν ολοκληρώθηκε ποτέ - 300
king (Ανώνυμο;)
Schalenschiff/Wi
Δεν ολοκληρώθηκε ποτέ - 300
king (Ανώνυμο;)
Πίνακας 11.1: Συγκεντρωτικός πίνακας με πληροφορίες και εκτιμήσεις για τη ναυπήγηση των 30
τσιμεντόπλοιων του Περάματος, των οποίων η ναυπήγηση φαίνεται να είχε τουλάχιστον ξεκινήσει
μέχρι την οριστική διακοπή του προγράμματος. Οι παρενθέσεις στη στήλη «Τέθηκαν σε
υπηρεσία» σημαίνουν μάλλον ναι (+) και μάλλον όχι (-).

Τελικά δεν επετεύχθη βεβαίως ποτέ ο ρυθμός καθέλκυσης του ενός σκάφους την
ημέρα που ο υπερβολικά αισιόδοξος Götsche είχε αναφέρει ως απώτερο στόχο του αρχικού
προγράμματος, αλλά μάλλον ούτε και οι 2,5 μήνες που η έκθεση του 1943 υπολόγιζε ως
απαιτούμενο χρόνο ανάμεσα στην έναρξη της ναυπήγησης και την καθέλκυση για τα
τσιμεντόπλοια που θα ναυπηγούνταν στο πρώτο μισό του 1944.1473 Ωστόσο ο απαιτούμενος

1473
BA-MA, RW 29/105, Der Deutsche Wirtschaftsoffizier, Athen, προς W.Stab. Belgrad-Semlin,
„Lagebericht Nr. 7“, 31/8/1942 και BA-MΑ, RH 19-VII-71, „Bauvorhaben…“. Η τελευταία υπολόγιζε σε
περίπου 6-7 εβδομάδες τον χρόνο από την έναρξη της ναυπήγησης μέχρι το «μπετονάρισμα» και 3 ή
λίγο παραπάνω από το «μπετονάρισμα» μέχρι την καθέλκυση. Ωστόσο ο χρόνος δεν ήταν ίδιος για
κάθε πλοίο και δεν περιλαμβάνει τον εξοπλισμό του πλοίου, για τον οποίο θα απαιτούνταν ακόμη
αρκετές εβδομάδες ή κάποιοι μήνες. Η ίδια έκθεση προέβλεπε την δυνατότητα κατασκευής 6
σχεδιών 60-100 τόνων ανά μήνα. Δυστυχώς δεν έχουμε στοιχεία για το πόσο χρόνο έπαιρνε στην
πραγματικότητα η ναυπήγηση των σχεδιών αυτών. Οι πληροφορίες που έφταναν στους Βρετανούς
λίγο πριν τη διακοπή του προγράμματος έκαναν επίσης λόγο για 75 ημέρες απαιτούμενο χρόνο για
τη ναυπήγηση κάθε σκάφους (TNA, WO 204/8851, Combined Economic Warfare Agencies A.F.H.W.,
“Weekly notes of economic intelligence relating to enemy occupied territory in the Mediterranean
Theatre”, Issue No. 19, 3/7/1944). Οι πληροφορίες αυτές φαίνεται ότι ήταν αρκετά ακριβείς και ως
προς την δυνατότητα ταυτόχρονης ναυπήγησης μέχρι 12 σκαφών που ανέφεραν (τα σκάφη που
ο
ναυπηγούνταν στο 12 νεωλκείο ήταν μικρότερες πλωτές εξέδρες μέχρι τα τέλη 1943, αλλά πιθανώς
στα μέσα του 1944 σε αυτό να ήταν υπό ναυπήγηση κανονικό τσιμεντόπλοιο). Η σύμπτωση του
χρόνου καθέλκυσης με τον προγραμματιζόμενο από τους Γερμανούς (και όχι τον πραγματικό),
οδηγεί συμπέρασμα ότι κάποιες από τις συγκεκριμένες πληροφορίες πιθανώς προέρχονταν από
υποκλοπή γερμανικού σήματος και όχι από μαρτυρία κάποιου Έλληνα εργαζόμενου ή από ελληνική
οργάνωση.

829
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

χρόνος είχε μειωθεί σημαντικά σε σχέση με τα αρχικά σκάφη και πιθανότατα θα μειωνόταν
ακόμα περισσότερο αν το πρόγραμμα δεν αντιμετώπιζε χρηματοδοτικές δυσκολίες και
καθυστερήσεις στις προμήθειες υλικών, τόσο από το εξωτερικό όσο και από την Ελλάδα.1474
Όπως αναφέρει εξάλλου γερμανική έκθεση, από τον Ιούλιο/Αύγουστο θα μπορούσαν να
ναυπηγούνται μηνιαίως σκάφη μεταφορικής ικανότητας 1.200 τόνων (προφανώς υπονοεί 2
των 700 ή ίσως περισσότερα μικρότερα), υπό την προϋπόθεση ότι στο ναυπηγείο θα
έφταναν κάθε μήνα 450 τόνοι υλικών με το τρένο (30 βαγόνια) και θα υπήρχε η
απαιτούμενη χρηματοδότηση.1475
Το πρόγραμμα του 1944 προέβλεπε ο τελικός αριθμός των τσιμεντοπλοίων που
κατασκευάζονταν στο Πέραμα να φτάσει τα 52. Τα 9 σκάφη που ήταν σε αρχικό στάδιο
κατασκευής ή ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν την κατασκευή τους εκείνη την περίοδο (3
μεγάλα και 6 μικρότερα των 300 τόνων) σχεδιάζονταν να ολοκληρωθούν (δηλαδή να
τελειώσουν και με τον εξοπλισμό τους και να τεθούν σε υπηρεσία) μέχρι τον Ιούλιο του
1945, ενώ για τα υπόλοιπα δεν είχε καν προλάβει να προγραμματιστούν οι ημερομηνίες
κατασκευής τους πριν ακυρωθούν λόγω των προβλημάτων χρηματοδότησης του
προγράμματος.1476 Τα στοιχεία για την ολοκλήρωση των σκαφών είναι ελλιπή, αλλά το

1474
Δεν είναι βέβαιο πως ο υπεραισιόδοξος υπολογισμός του 1 σκάφους κάθε μέρα – έστω και αν
πρόκειται για τους πλωτήρες – θα μπορούσε να επιτευχθεί ακόμα και σε περίπτωση που το
πρόγραμμα δεν είχε καθυστερήσει, ή που συνεχιζόταν η κατοχή για μερικούς ακόμα μήνες, ή ακόμα
αν έχει κάποια βάση η «γνώμη» ενός μάρτυρα στα μεταπολεμικά Ειδικά Δικαστήρια, ότι ο Götsche
και το επιτελείο του υπερέβαλαν επίτηδες για να αποφύγουν την αποστολή τους στο Ανατολικό
Μέτωπο. Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., Πρακτικά τόμος 9/1945, αρ. 1138, κατάθεση Π. Ε.). Δεν αποκλείεται
κάποιοι από τους κατασκευαστές επίσης να καθυστερούσαν, ενδεχομένως όχι απαραίτητα επειδή
προσπαθούσαν να κάνουν σαμποτάζ (όπως ισχυρίστηκαν κάποιες φορές μάρτυρες και
κατηγορούμενοι στα δικαστήρια), αλλά ίσως για να αυξήσουν το κόστος και κατά συνέπεια τις
πληρωμές που λάμβαναν με το απολογιστικό σύστημα. Η αξιοπιστία κάποιων από τους μάρτυρες
πάντως δεν είναι και πολύ μεγάλη, αφού αρκετές από τις καταθέσεις τους είτε περιέχουν συνειδητά
ψεύδη, φήμες είτε προδίδουν επιφανειακή μόνο γνώση κάποιων γεγονότων. Εξάλλου στις
γερμανικές πηγές ως κύριες αιτίες για τις καθυστερήσεις εμφανίζονται οι ελλείψεις σε χρήματα και
κυρίως σε υλικά.
1475
ΒΑ-ΜΑ, RM 7/1234, OKM, “Betonschiffbau Götsche”, Berlin, 20/7/1944. Τα υλικά αυτά ήταν
ξυλεία, μέταλλα και υλικά για τον εξοπλισμό των πλοίων. Για να λυθεί το πρόβλημα της κακής
σιδηροδρομικής σύνδεση μέχρι τον Πειραιά (μονή γραμμή και αντάρτες), προτάθηκε ως εναλλακτική
να μεταφέρονται μέχρι τη Θεσσαλονίκη και από εκεί με πλοίο μέχρι το Πέραμα.
1476
BA-MA, RM 7/1234, „Bauprogramm der Schiffbaustelle Perama, Juli 1944“. Τα περισσότερα από
τα ακυρωθέντα ήταν σκάφη των 300-350 τόνων με προβλεπόμενη ταχύτητα 6-7,5 κόμβους, αλλά

830
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πιθανότερο είναι πως περίπου 16 πρόλαβαν τελικά να τεθούν σε υπηρεσία μέχρι τη


γερμανική υποχώρηση. Περίπου 4 ακόμα εξοπλίζονταν και 3 ή 5 ήταν σε προχωρημένο
στάδιο κατασκευής κατά την αποχώρηση των Γερμανών.1477 Μία διαφορετική πηγή
αναφέρει ότι «γύρω στα 25» είχαν τελειώσει την κατασκευή τους, μάλλον όμως
περιλαμβάνει και τα σκάφη που δεν είχαν τελειώσει με τον εξοπλισμό τους καθώς και
εκείνα που ήταν έτοιμα προς καθέλκυση αλλά δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.1478 Τα

υπήρχαν και σκάφη δύο μεγαλύτερων κλάσεων, μιας των 520 τόνων και 8 κόμβων (4 σκάφη) και
μιας των 730 τόνων και 8 κόμβων (6 σκάφη) που δεν πρόλαβαν να ξεκινήσουν καν την κατασκευή
τους (πιθανότατα πρόκειται για σκάφη όμοια με τους 3 τελευταίους «στρατηγούς» και τα
“Menelaos” και “Odysseus” αντίστοιχα).
1477
Στη λίστα του BA-MA, RM 7/1234, “Bauprogramm…” (Ιούλιος 1944), φαίνεται ότι τα σκάφη που
σχεδιαζόταν να κατασκευαστούν ως τον Οκτώβρη του 1944 υπολογίζονταν σε 23 (αν και όπως
είδαμε υπάρχει μια κάποια αβεβαιότητα ως προς τις ονομασίες των τελευταίων από αυτά). Αν
πάρουμε τους 7 σκελετούς που αναφέρει ο Ριζοσπάστης ως ένδειξη ότι από τα 11 ημιτελή (ή τα 6
σχεδόν έτοιμα) σκάφη καθελκύστηκαν τελικά 4, και τα προσθέσουμε στα 19 σκάφη των οποίων η
κατασκευή είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιούνιο, καταλήγουμε στο σύνολο των 23, περίπου δηλαδή
στον αριθμό που αναφέρει και η προαναφερθείσα λίστα. Συνολικά 23 ήταν επίσης το άθροισμα των
καθελκυσθέντων και υπό ναυπήγηση σκαφών στα τέλη του 1943. Αν όμως υποθέσουμε ότι και δύο
σκάφη που αναφέρονται ότι ανατινάχθηκαν (Γ. Γαβρίλης: «Τσιμεντόπλοια», στο περιοδικό
Εφοπλιστής, τεύχος 16, Ιούνιος 1993, σσ. 15-17) δεν θα πρέπει να βρίσκονταν ανάμεσα στους 7
σκελετούς του Ριζοσπάστη, τότε ενδέχεται το σύνολο των περίπου ολοκληρωμένων σκαφών να
έφτανε τα 25. Εξάλλου, όπως φαίνεται και στον πίνακα, μόνο 4 από τα 30 σκάφη που πρέπει να
ξεκίνησαν την κατασκευή τους βρίσκονταν στην πρώτη φάση και δεν πρέπει να είχαν ακόμα
«μπετοναριστεί». Αν βέβαια το “General Herrmann” πήρε νερά κατά την καθέλκυσή του και δεν
εντάχθηκε ποτέ στον γερμανικό στόλο, τότε ίσως οι αριθμοί που αναφέρουν οι γερμανικές εκθέσεις
να μην είναι απόλυτα ακριβείς. Ακόμα και σε αυτή την ακραία όμως περίπτωση οι καθελκύσεις δεν
αμφισβητούνται, ούτε θα ήταν δυνατόν ο αριθμός των σκαφών σε υπηρεσία να απέχει πολύ από την
πραγματικότητα.
1478
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση Α.Κ. Είναι μάλλον βέβαιο
ότι θεωρεί την καθέλκυση ως ολοκλήρωση της κατασκευής, αλλά ακόμα και έτσι είναι αμφίβολο αν
τα καθελκυσθέντα σκάφη έφτασαν τα 25. Πάντως ο αριθμός φαίνεται να αντιστοιχεί στο άθροισμα
των σκαφών που είχαν καθελκυσθεί μέχρι τις αρχές Ιουνίου (19) και εκείνων που αναμενόταν η
καθέλκυσή τους τις επόμενες εβδομάδες (6). Όπως είδαμε και στην προηγούμενη υποσημείωση,
είναι πολύ πιθανό να έφτασε τα 25 ή 26 ο αριθμός των σκαφών που είχαν μπετοναριστεί και
βρίσκονταν είτε σε υπηρεσία είτε ολοκλήρωναν την κατασκευή τους. Ακόμα 4 ή 5 (από τα συνολικά
30) σκάφη πρόλαβαν να ξεκινήσουν την κατασκευή τους αλλά πρέπει να ήταν σε αρχικό στάδιο
μέχρι τη γερμανική υποχώρηση.

831
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

περισσότερα πάντως από τα τσιμεντόπλοια ολοκληρώθηκαν πολύ αργά για να έχουν


κάποια ουσιαστική συμβολή στον ανεφοδιασμό της Wehrmacht στην Ελλάδα.1479 Μόνο τα
σκάφη που καθελκύστηκαν το 1943 φαίνεται να πρόλαβαν να κάνουν αρκετά χρήσιμα
ταξίδια.
Τα τσιμεντόπλοια έφταναν από σχεδόν 40 μέτρα μήκος (κλάση Ι - Pionier), ως και τα
57 (τα «αρχαιοελληνικά» των κλάσεων ΙΙΙB και ΙΙΙC), ενώ το πλάτος τους ήταν ανάμεσα σε
8,5 και 9,2 μέτρα και το έμφορτο βύθισμα από 2,8 ως 3,6 μέτρα.1480 Τα υλικά για την
κατασκευή τους παράγονταν κυρίως στο εσωτερικό της χώρας τουλάχιστον σε ό, τι αφορά
το τσιμέντο. Πολιτικός σύμβουλος της γερμανικής αεροπορίας υπεύθυνος για τα διοικητικά
ζητήματα της Luftwaffe στην Ελλάδα, ανέφερε ότι υπήρχε γενικά έλλειψη σε τσιμέντο,
αφού τα περισσότερο το έπαιρνε το ναυτικό για τα λιμάνια και τα τσιμεντόπλοια, με
συνέπεια η αεροπορία να χρειαστεί να εισάγει για τα έργα της ποσότητα τσιμέντου από τη
Σερβία, ακόμα και από τη Γερμανία.1481 Φαίνεται ότι το ναυτικό (και μάλλον μαζί του και το
μηχανικό) χρησιμοποιούσαν σε μεγαλύτερο ποσοστό ελληνικό τσιμέντο. Από το τσιμέντο
του «Τιτάνα», της «ΑΓΕΤ» και των άλλων ελληνικών εταιρειών «χτίστηκαν» και τα ελληνικά
τσιμεντόπλοια.
Κάθε ένα από τα 2 πρώτα σκάφη (“Pionier”) υπολογιζόταν ότι θα απαιτούσε για την
κατασκευή του 60 τόνους σιδερόβεργες, 80 τόνους τσιμέντο και 170 τόνους αδρανών
υλικών.1482 Τελικά όμως οι μετατροπές στα αρχικά σχέδια φαίνεται πως απέδωσαν μια

1479
Μέχρι τον Ιούλιο 1944 υπολογιζόταν να έχουν τεθεί σε υπηρεσία 10 τέτοια σκάφη. BA-MA, RM
35-III/80, Kriegstagebuch Marinegruppenkommando Süd, σσ. 17-18, “Sofia, den 5. Juni 1944”. Ο
ρυθμός ολοκλήρωσης των σκαφών το καλοκαίρι του 1944 ήταν με διαφορά ο ταχύτερος όλης της
περιόδου.
1480
Gröner, Erich: Die deutschen Kriegsschiffe, 1815-1945, Band 7: Landungsverbände (II)…, σελ. 147
και BA-MA, TS 404/14903, Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau,
Marineoberbaurat Mendelssohn, “Bericht über die Reise nach Athen vom 9. Bis 16. Oktober 1942”.
1481
Dr Arthur Piske, Generalintendant a.D.: “Logistical Problems of the German Air Force in Greece,
1941-43”, (Foreign Military Study B-645), Historical Division, Headquarters United States Army,
Europe, Foreign Military Branch, 1953, σελ. 47. Ο Generalintendant ήταν βαθμός πολιτικού δημόσιου
διοικητικού υπαλλήλου αντίστοιχος του ταξίαρχου.
1482
BA-MA, TS 404/14903, Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau,
Marineoberbaurat Mendelssohn, “Bericht über die Reise nach Athen vom 9. Bis 16. Oktober 1942”.
Αλλού όπως είδαμε αναφέρεται ότι το πρώτο σκάφος χρειάστηκε 150 τόνους αδρανών υλικών. Ως
ο ο
τότε δεν είχαν ακόμα κατασκευαστεί το 3 και 4 σκάφος (η ολοκλήρωσή τους υπολογιζόταν στα

832
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κάποια εξοικονόμηση υλικών, γιατί μερικούς μήνες αργότερα αναφέρεται πως τα σκάφη
των 250 τόνων χρειάζονταν περίπου 70 τόνους τσιμέντο και 45 τόνους μπετοσίδερα, η
επόμενη κλάση των 400 τόνων απαιτούσε 95 και 63 τόνους αντίστοιχα, ενώ η επόμενη
κλάση που τότε υπολογιζόταν ακόμα ως 600 τόνων, απαιτούσε 120 και 90 τόνους
αντίστοιχα.1483 Το κάθε σκάφος απαιτούσε δηλαδή περίπου την μισή ποσότητα σιδήρου
από ότι ένα συμβατικό μεταλλικό και επιπλέον μπορούσε να «χτιστεί» με χειρότερης
ποιότητας σίδηρο.1484
Αν και δεν έχει εντοπιστεί αναφορά στη συνολική ετήσια ανάγκη τσιμέντου για τα
τσιμεντόπλοια, αυτά πρέπει να απορροφούσαν ένα όχι ασήμαντο ποσοστό της εγχώριας
παραγωγής. Αν θεωρήσουμε ότι για τα 14 σκάφη που ολοκληρώθηκαν ή βρίσκονταν σε
προχωρημένο στάδιο κατασκευής το 1944 απαιτήθηκε μια ποσότητα γύρω στους 1.550
τόνους τσιμέντο, το ποσοστό αυτό κυμαινόταν γύρω το 3,5% της συνολικής παραγωγής της
χώρας για το συγκεκριμένο έτος.1485 Για λόγους σύγκρισης ας αναφερθεί πως την

μέσα Ιανουαρίου), οπότε απλώς αναφέρονται ως μεγαλύτερα (αναφέρονται ως 500 τόνων) χωρίς
εκτίμηση για τα υλικά που θα απαιτούνταν για την κατασκευή τους.
1483
NARA, T-78 Roll 630, frame 511, „Bericht zur Dienstreise des Gen[erals] d[er] Pi[oniere] u[nd]
Fest[ungen] b[eim] Ob[erkommandos] d[es] H[eeres] in den Bereich des OB. Südost, in der Zeit vom
5.-14.7.43“, 14/7/1943. Η τρίτη κλάση τελικά είχε όπως είδαμε τρεις υπο-τύπους, 685, 700 και 730
τόνων, και πρέπει να απαιτούσε μεγαλύτερες ποσότητες υλικών.
1484
BA-MA, RM 7/1234, OKM, “Betonschiffbau Götsche”, Berlin, 20/7/1944.
1485
Κάθε τύπος σκάφους χρειαζόταν βεβαίως διαφορετικές ποσότητες πρώτων υλών. Τα Pionier, για
τα οποία ξέρουμε ότι απαιτούνταν μάλλον περίπου 70 τόνοι ήταν τα μικρότερα, ενώ τα μεγάλα όπως
είδαμε χρειάζονταν μάλλον παραπάνω από τους αρχικά υπολογιζόμενους 120 τόνους – ας
υποθέσουμε 130. Το 1944 καθελκύσθηκαν 3 και ακόμα 3 ήταν σε προχωρημένο στάδιο και ίσως
είχαν «μπετοναριστεί», έχουμε δηλαδή περίπου 780 τόνους, συν τους 140 των δύο Pionier. Αν σε
αυτά προσθέσουμε και τα άλλα 8 σκάφη (με εκτόπισμα 320, 440 και 520 ή ανάμεσα σε 1,5 και 2
φορές εκείνου των Pionier) που καθελκύστηκαν το 1944 ή φαίνεται να ήταν σε προχωρημένο στάδιο
κατασκευής μέχρι το τέλος της κατοχής και θεωρήσουμε ότι κατά μέσο όρο θα χρειάστηκαν κατά
μέσο όρο περίπου 95-100 τόνους το κάθε ένα, έχουμε ένα σύνολο 780+770=περίπου 1.550 τόνων. Αν
τώρα συγκρίνουμε τους 1.550 τόνους που κατά προσέγγιση θα απαιτούνταν για τα τσιμεντόπλοια
του 1944 με την παραγωγή τσιμέντου για τον ίδιο χρόνο (περίπου 45.000 τόνους) καταλήγουμε στο
συμπέρασμα ότι γύρω στο 3,5% της εγχώριας παραγωγής τσιμέντου ολόκληρου του 1944 πρέπει να
απορροφήθηκε από την κατασκευή των σκαφών αυτών. Στην πραγματικότητα όμως οι ανάγκες του
προγράμματος σε τσιμέντο θα ήταν ακόμα μεγαλύτερες αφού κάποιες εργασίες επέκτασης των
εγκαταστάσεων πιθανώς να γίνονταν μέχρι το καλοκαίρι του 1944, όταν αποφασίστηκε να
τερματιστούν για εξοικονόμηση πόρων. Το ποσοστό πιθανότατα ήταν μεγαλύτερο κατά το δεύτερο

833
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

οικονομική χρήση 1939-40 χρειάστηκαν 18.000 τόνοι τσιμέντου για τις εκτεταμένες
ελληνικές οχυρώσεις.1486 Από την άλλη, ο οργασμός των γερμανικών οχυρωματικών έργων
σε Κρήτη, Γαύδο, Λήμνο, Χαλκιδική, Μήλο, Σαλαμίνα, Αίγινα και Αθήνα-Πειραιά, είχε
καταναλώσει 16.440 τόνους τσιμέντο και 2.435 τόνους από οικοδομικά σίδερα σε πέντε
μόλις μήνες (Φεβρουάριο – Ιούνιο) του 1943.1487
Φαίνεται μάλιστα πως κατά τη διάρκεια του προγράμματος γίνονταν και κάποιες
δοκιμές σχετικά με την καλύτερη τεχνική για την αδιαβροχοποποίηση του τσιμέντου και τον
τρόπο «χτισίματος» των τσιμεντοπλοίων. Όπως σημειωνόταν στο πρόγραμμα του
επιθεωρητή των έργων του μηχανικού στα μέσα του 1943, έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο
κατάλληλος κόκκος τσιμέντου με βάση τις οδηγίες του Ινστιτούτου Δοκιμών Υλικών του
Πολυτεχνείου της Στουτγκάρδης (Materialprüfungsanstalt der Technischen Hochschule
Stuttgart) και να δονείται συνεχώς κατά τη διάρκεια του σκυροδέτησης, ενώ εξεταζόταν και
η δυνατότητα για τη χρήση τεχνικής παρόμοιας με την «λεκάνη» των τσιμεντοπλοίων.1488

μισό του 1941, όταν η παραγωγή τσιμέντου δεν είχε ανακάμψει από το σοκ της κατάκτησης και τις
ελλείψεις καυσίμων και βρίσκονταν υπό κατασκευή τα δύο ναυπηγεία σε Βάρκιζα και Πέραμα, ή
ακόμα και το 1942, όταν είχαμε την μικρότερη ετήσια παραγωγή τσιμέντου τη στιγμή που
επεκτείνονταν σημαντικά οι εγκαταστάσεις Περάματος και ναυπηγούνταν ή «μπετονάρονταν» τα
πρώτα 4 πλοία. Ωστόσο είναι αδύνατον να υπολογιστεί ένα ποσοστό για τα έτη εκείνα χωρίς
περισσότερα στοιχεία για τις ποσότητες τσιμέντου που χρειάστηκαν οι εγκαταστάσεις σε Βάρκιζα και
Πέραμα.
1486
Τα άλλα έτη οι ανάγκες ήταν μικρότερες. Η κατανάλωση τσιμέντου για τις οχυρώσεις για
παράδειγμα το 1937-38 ήταν 8.000 τόνοι. Το 1937-38, έτος με την μεγαλύτερη ανάγκη σε ράβδους
σιδήρου, οι οχυρώσεις χρειάστηκαν 9.000 τόνοι τέτοιων ράβδων. Βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ: Η Τεχνική Πλευρά της
Οχύρωσης της Παραμεθόριας Ζώνης, 1936-1940, Εμπιστευτικό, Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας
Στρατού, Αθήνα, 1987, σελ, 49.
1487
NARA, T-78 Roll 630, frame 539, „Zusammenstellung über Nachschub“. Επιπλέον 1.406 τόνοι
τσιμέντου και 234 σιδήρου καταναλώθηκαν σε οχυρώσεις της ιταλοκρατούμενης ανατολικής Κρήτης.
Τα υπόλοιπα οχυρωματικά έργα των Ιταλών σε όλη την Ελλάδα δεν περιλαμβάνονται στους
αριθμούς αυτούς. Κάποιες ποσότητες τσιμέντου έφτασαν από τη Γερμανία και την Ιταλία, αλλά το
μεγαλύτερο ποσοστό προερχόταν από τα ελληνικά εργοστάσια.
1488
NARA, T-78 Roll 630, frame 511, „Bericht zur Dienstreise des Gen[erals] d[er] Pi[oniere] u[nd]
Fest[ungen] b[eim] Ob[erkommandos] d[es] H[eeres] in den Bereich des OB. Südost, in der Zeit vom
5.-14.7.43“, 14/7/1943. Αναφορά στο χτίσιμο των τσιμεντοπλοίων σε τσιμεντένια «βάζα» (μάλλον
δηλαδή η «λεκάνη» του εγγράφου) μεταφέρουν και προφορικές μαρτυρίες στο Γαβρίλης, Γιάννης:
«Τσιμεντόπλοια», περιοδικό Εφοπλιστής, τεύχος 16, Ιούνιος 1993, σελ. 14.

834
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αν και το τσιμέντο λοιπόν ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνικό, μέρος από τα


μεταλλικά είδη των σκαφών (καθώς και η πλειονότητα μηχανημάτων και λοιπού
εξοπλισμού) έρχονταν από το εξωτερικό.1489 Εξάλλου η έναρξη του πολέμου είχε
δυσκολέψει την προμήθεια σιδήρου ήδη πριν από την κατοχή, σε σημείο μάλιστα να μην
παραδοθούν εγκαίρως τα υπόστεγα αεροσκαφών που κατασκευάζονταν το 1940 από τη
ΓΕΤΕ για την ελληνική αεροπορία.1490 Οι δυσκολίες προμήθειας κυρίως των καυσίμων
προξενούσαν δυσκολίες στην εντόπια παραγωγή μεταλλικών ειδών, αλλά οι γερμανικές
ανάγκες οδήγησαν σε μερική ανάκαμψη της ελληνικής παραγωγής για μεγάλο διάστημα
της κατοχής.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν στοιχεία για το ποσοστό των εισαγόμενων μεταλλικών
τμημάτων (κυρίως μπετόβεργες) του προγράμματος τσιμεντοπλοίων αλλά φαίνεται ότι
αυτό πρέπει να ήταν μεγαλύτερο στην αρχή και στο τέλος της κατοχής, όταν η ελληνική
παραγωγή ήταν στα χαμηλότερα επίπεδα. Στις αρχές του 1942 για παράδειγμα αναφερόταν
μεγάλη έλλειψη τσιμέντου και κυρίως σιδήρου. Σε μια προσπάθεια να υποκαταστήσουν τις
εισαγωγές με παραγωγή ελληνικών σιδηροβιομηχανιών, οι Γερμανοί συνέλεγαν σε μεγάλες
ποσότητες παλιά μέταλλα και τα προμήθευαν στην «Ελληνική Χαλυβουργία» (οδό Πειραιώς
– Αθηνών) και στο εργοστάσιο «Σταυριανού» στο Κερατσίνι.1491 Την ίδια περίοδο ένας
πολιτικός μηχανικός που είχε μόλις φτάσει και αυτός στην Μ. Ανατολή κατέθετε ότι το
σύνολο σχεδόν των μετάλλων για τα τσιμεντόπλοια ερχόταν από το εργοστάσιο του
«Σταυριανού» και σχεδόν καθόλου από τη Γερμανία και πρότεινε τον βομβαρδισμό του
ώστε να σταματήσουν οι εργασίες.1492
Άλλες αναφορές ανέφεραν τη μεγάλη σημασία του εργοστάσιου «Σταματόπουλου».
Σύμφωνα με την κατάθεση του αντιπλοίαρχου Γέροντα για παράδειγμα, ο ίδιος ο
Σταματόπουλος του είχε εκμυστηρευτεί πως από τον Φεβρουάριο του 1942 παρήγαγε

1489
Την άνοιξη του 1943 για παράδειγμα, λόγω της επείγουσας ανάγκης για μπετόβεργες και των
σχετικών ελλείψεων συμφωνήθηκε με τον εμπορικό ακόλουθο της Ουγγαρίας η ανταλλαγή 1.000
τόνων παλαιών σιδήρων (πιθανότατα από ναυάγια) με 200 τόνους σιδερόβεργες. Μέρος τους
πιθανότατα θα χρησιμοποιούνταν και στα τσιμεντόπλοια. BA-MA, RW 29/106, Der Deutsche
Wehrwirtschaftsoffizier Athen, „Tätigkeitsbericht Nr. 12 abgeschlossen mit dem 25. April 1943“,
1/5/1943.
1490 ης
ΓΕΤΕ, Έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου προς την Γεν. Συνέντευξη των Μετόχων της 29
Ιουνίου 1940, στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ15Φ158.
1491
Βλ. TNA, WO 208/3357, “Report No. A 378”, 13/5/1942.
1492
TNA, WO 208/3357, “Report No. A372”, 10/5/42. Πρέπει να πρόκειται για την «Ανώνυμο
Μεταλλουργική Εταιρεία Δ. και Α.Ν. Σταυριανός».

835
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

«τσιμεντένιες αποβατικές μαούνες»,1493 ενώ κλητήρας της Εθνικής Τράπεζας ανέφερε ότι
μεγάλα ποσά καταβάλλονταν προς την οικογένεια Σταματόπουλου ως αμοιβή για την
παραγωγή μεταλλικών πλαισίων του προγράμματος τσιμεντοπλοίων.1494 Ενδιαφέρουσα
επίσης λεπτομέρεια είναι πως συνέταιρος σε άλλη κατασκευαστική εταιρεία του Μ.
Αβέρωφ, ενός από τους μετόχους της ΓΕΤΕ που κατασκεύασε το πρώτο τσιμεντόπλοιο, ήταν
ο μηχανικός και σιδηροβιομήχανος Δοανίδης, αν και δεν έχουν προς το παρόν εντοπιστεί
αρκετά στοιχεία πως (η μάλλον μεσαίου μεγέθους) εταιρεία του τελευταίου («Ελληνική
Σιδηροβιομηχανική Εταιρεία ΑΕΣΕ»), ήταν βασικός κατασκευαστής μεταλλικών ειδών στο
πρόγραμμα.
Με τον ίδιο τρόπο που υπολογίστηκε η πιθανή κατανάλωση τσιμέντου για την
κατασκευή των τσιμεντοπλοίων μπορεί να υπολογιστεί πως τα σκάφη του 1944 ίσως
χρειάστηκαν περίπου 1.200 τόνους ράβδων σιδήρων. Ωστόσο συνολικά οι ανάγκες του
προγράμματος σε σίδηρο ήταν αρκετά μεγαλύτερες, αφού το υλικό αυτό δεν χρειαζόταν
μόνο για την όπλιση του μπετού, αλλά και για την επικάλυψη κάποιων ευαίσθητων
τμημάτων του τσιμεντοπλοίου, στην κατασκευή κάποιων εξαρτημάτων (π.χ. πηδάλιο) κλπ.

1493
TNA, WO 208/3357, “Report No. A358”, 24/4/42. Προφανώς πρόκειται για τα μέταλλα που
χρειάζονταν για το μπετόν αρμέ των τσιμεντοπλοίων, αν και η περιγραφή κάνει λόγο για σκάφη
χωρίς αμπάρι, με ταχύτητα 7 κόμβων και μεταφορικής δυνατότητας 300 ατόμων. Προπολεμικά το
εργοστάσιο της ιστορικής Α.Ε. στο Βόλο (ίδρ. το 1883 ως «Μ.Κ. Σταματόπουλος και Υιοί») είχε
απασχοληθεί και με την παραγωγή πολεμικού υλικού για τον ελληνικό στρατό, κατασκευάζοντας
θωράκια οπλοβολείων των οχυρών. ΓΕΣ/ΔΙΣ: Εφοδιασμοί του Στρατού…, σσ. 194-195, παράρτημα Ε:
«Κατάστασις Ιδιωτικών Βιομηχανιών και Εργαστηρίων και Εκτελεσθείσαι υπό τούτων Κατασκευαί και
Επισκευαί Οπλισμού-Πυρομαχικών και Λοιπών Συναφών Υλικών» και Τζαφλέρης, Νίκος: Επιβίωση
και αντίσταση στο Βόλο την περίοδο της κατοχής, 1941-1944, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή,
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2007, σελ. 205. Τον Σεπτέμβριο του 1942 τα αδέλφια Μ. Σταματόπουλου
προχώρησαν και στην ίδρυση της «Σιδηροβιομηχανίας Μοσχάτου Α.Ε.» (ΦΕΚ, Δελτίον Ανωνύμων
Εταιρειών, 289/22-9-1942, καταστατικό αρ. 49930). Η παραγωγή τους για τις αρχές κατοχής οδήγησε
μεταπολεμικά στην αναφορά τους σε σχετική λίστα οικονομικών συνεργατών του εχθρού, ως
ιδιοκτητών εργοστασίου που «δούλευε αποκλειστικά για τους Γερμανούς, κατασκευάζοντας
τσιμεντόπλοια και άλλα είδη για τα οποία μεταφέρθηκαν μεγάλες ποσότητες ξυλείας από τη
Καλαμάτα». Μάλιστα η συνεργασία τους πήγε και ένα βήμα παραπέρα, αφού «οι εργάτες που ήταν
ύποπτοι για δολιοφθορές ή για επιβράδυνση της παραγωγής παραδίδονταν στους Γερμανούς». TNA,
WO 204/12766, και NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Documents 3901-3949 (Box 18, folder 3),
Strategic Services Unit, War Department, “Greece. Collaborationist Metalworking Firms”, G-9343,
20/2/1946.
1494
TNA, WO 208/3357, “Report No. Α 377”, 12/5/1942.

836
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ο Götsche ανέφερε πως σε κάτι παραπάνω από ένα χρόνο, από το 1942 μέχρι τα μέσα του
1943, είχε καταφέρει να εξασφαλίσει περίπου 15.000 τόνους παλαιών σιδήρων από
διαλύσεις πλοίων, τα οποία μπορούσαν να ανακυκλωθούν στο σύνολό τους στην Ελλάδα
για την παραγωγή μεταλλικών ειδών, αρκεί να λυνόταν το ζήτημα της προμήθειας των
απαιτούμενων ποσοτήτων άνθρακα.1495
Κάποιες εξάλλου ποσότητες σιδηρικών αγοράζονταν και μέσω Ελλήνων
προμηθευτών (εμπόρων) της Wehrmacht. Οι τελευταίες αυτές ποσότητες προέρχονταν είτε
από εισαγωγές, είτε από μικρότερους Έλληνες παραγωγούς και κρυφά αποθέματα της
ελεύθερης («μαύρης») αγοράς.1496 Το 1943 και τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 1944 πρέπει
να είχε μειωθεί το ποσοστό των εισαγωγών, αφού γερμανική αναφορά στο πρόγραμμα
κάνει λόγο για προμήθεια του συνόλου των απαιτούμενων υλικών (πλην μηχανών και
εξοπλισμού) από την Ελλάδα.1497 Η ολική κατάρρευση της οικονομίας το 1944 πιθανώς να
αύξησε εκ νέου τις εισαγωγές, μέχρι τη διακοπή του προγράμματος το καλοκαίρι.
Τα τσιμεντόπλοια αποδείχθηκαν αρκετά αργοκίνητα και μάλλον κατώτερα των
αρχικών προσδοκιών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν άχρηστα, όπως συχνά καταθέτουν οι
κατασκευαστές τους στις μεταπολεμικές δίκες. Τα πρώτα από αυτά συνάντησαν κάποιες
επιπλέον δυσκολίες (που πιθανόν έχουν να κάνουν και με την μετατροπή τους από
πλωτήρες γέφυρας σε φορτηγά πλοία) με τις υπερβάσεις στο βάρος τους, γι’ αυτό μάλλον

1495
NARA, T-78 Roll 630, frame 512, „Bericht zur Dienstreise des Gen[erals] d[er] Pi[oniere] u[nd]
Fest[ungen] b[eim] Ob[erkommandos] d[es] H[eeres] in den Bereich des OB. Südost, in der Zeit vom
5.-14.7.43“, 14/7/1943.
1496
Βλ. για παράδειγμα την βεβαίωση από την ΑΕΓΟΕ της εντολής του πελάτη της Λ. Σταυρίδη
σχετικά με την είσπραξη περίπου 139 εκατομμυρίων δραχμών, ποσό που αντιστοιχούσε σε 10
τιμολόγια (μέσα Απριλίου ως αρχές Ιουνίου 1943) λαμαρινών και σιδηροσωλήνων προς τον Götsche.
ΙΑΕΤΕ, Α36Σ1Υ2Φ24, ΜΣ. Αριθ. 4330, 9 Ιουνίου 1943. Με τιμή 9 Ιουνίου (Δαράβαλη) η αξία του
συνόλου των τιμολογίων αυτών ανερχόταν σε περίπου 480 χρυσές λίρες.
1497
BA-MA, RH 19 VII-17D, Ia Nr. 5002 geheim, Anlage 52, “Stahlbetonschiffbau“, 4/6/1944. Αν δεν
εισάγονταν οι απαραίτητοι αριθμοί κινητήρων και λοιπού εξοπλισμού θα έπρεπε να μειωθεί ο
ρυθμός ολοκλήρωσης των σκαφών. Την περίοδο εκείνη πάντως το πρόγραμμα είχε αρχίσει και πάλι
να κινδυνεύει με διακοπή, και ως εκ τούτου οι υπεύθυνοι είχαν κάθε λόγο να τονίζουν
χαρακτηριστικά του προγράμματος που το έκαναν να φαίνεται ότι δεν έχει κάποιο σημαντικό κόστος
για τη Γερμανία.

837
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

και οι αρχικές εκτιμήσεις για την μεταφορική τους ικανότητα έπεσαν από 350 τόνους σε
300 και τελικά σε 250-260.1498
Το κυριότερο πρόβλημά τους όμως δεν ήταν η κακή κατασκευή ή ο (μάλλον ατελής)
σχεδιασμός τους, αλλά τα προβλήματα των κινητήρων με τους οποίους εφοδιάζονταν. Οι
κινητήρες αυτοί ήταν τόσο αδύναμοι που τα πρώτα σκάφη αναφέρεται μπορούσαν να
κινηθούν με ταχύτητες μόλις 3 (“Pionier 1-2”, “General Meise 1-3, 5”) ή 4,5 κόμβων
(“General Meise 4”, “General Jacob 1-3” & “General Förtsch”), αν και όπως θα δούμε οι
αριθμοί αυτοί μάλλον ξεπερνιόνταν για λίγο στην πράξη. Όπως ανέφερε ο Götsche τα
πρώτα σκάφη που είχαν τεθεί σε υπηρεσία ταξίδευαν με παλιές μεταχειρισμένες μηχανές
μέχρι και 25 ετών και με ιπποδύναμη μόλις 80-100 ίππους, αν και το 1942 προβλεπόταν να
τοποθετηθούν κινητήρες των 150 με 200 ίππων στα τύπου Ι, 250-320 ίππων στα ΙΙΑ και 300
με 400 ίππων στα τύπου ΙΙΙ (μάλλον στα ΙΙΙΑ). Στα επόμενα μοντέλα αναμενόταν να
τοποθετηθούν νέες ισχυρότερες μηχανές (από διπλές των 120 στα μικρότερα ως και μονές
των 600 ίππων στα μεγαλύτερα πλοία). Φαίνεται πως πρόκειται για καινούργιες μηχανές
που εισήχθησαν από Γερμανία επιπλέον εκείνων που παραγγέλθηκαν με το πρόγραμμα
Pahl για τα καΐκια.1499 Έγιναν και κάποιες προσπάθειες παραγωγής κινητήρων για τα σκάφη
αυτά και στην Ελλάδα, και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο κάποιες από τις
αρχικές αδύναμες μηχανές να ήταν ελληνικής προέλευσης.1500 Ωστόσο είναι μάλλον βέβαιο

1498
Στο BA-MA, TS 404/14903, Länderbeauftragter Südosten für den Hauptschuss Schiffbau,
Marineoberbaurat Mendelssohn, “Bericht über die Reise nach Athen vom 9. Bis 16. Oktober 1942”,
αναφέρεται η μείωση στους 300 τόνους, αλλά όπως είδαμε τελικά τα σκάφη μάλλον μετέφεραν
λιγότερους.
1499
Βλ. BA-MA, RM 7/1234, “Bauprogramm…”, BA-MA, TS 404/14903, “Aktennotiz über den von der
Bauleitung des Höheren Wehrmacht-Pionier-Führers beim Wehrmacht- Befehlshaber Südost (Armee
Oberkommando) gemachten Bericht vom 17. Dezember 1942 in Athen“, Bremen 24/12/1942, καθώς
και RH 19-VII-71, „Bauvorhaben…“.
1500
Σύμφωνα με μαρτυρία μετέπειτα στελέχους της ΔΕΗ που την περίοδο εκείνη έκανε την πρακτική
του στην ΒΙΟ, η επιχείρηση είχε αναλάβει την κατασκευή κάποιων πετρελαιοκινητήρων για τα
τσιμεντόπλοια. Μαρία Δ. Μαυροειδή: Η ελληνική μηχανουργία στην περίοδο 1920-1950 και η
τεκμηρίωση ιστορικού μηχανολογικού εξοπλισμού, τόμος Α΄, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή,
Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και
Επικοινωνίας, Μυτιλήνη 2010, σσ. 232-233. Δεν είναι πάντως βέβαιο αν οι κινητήρες αυτοί
ολοκληρώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από τα τσιμεντόπλοια ποτέ. Η λανθασμένη αναφορά που
αναπαράγεται στη σελ. 232 σχετικά με την κατασκευή των τσιμεντοπλοίων για τον ανεφοδιασμό του
Afrika Korps «το 1943-44», έχει προκύψει από λάθος σε σχετικό άρθρο της Καθημερινής (22/5/2009).

838
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ότι τα περισσότερα από τα επόμενα σκάφη (ίσως ακόμα και τα πρώτα) είχαν κινητήρες
εισαγωγής. Με τους ισχυρότερους αυτούς κινητήρες η ταχύτητα των ύστερων
τσιμεντόπλοιων μπορούσε να φτάσει τους 8 κόμβους.1501 Για σύγκριση να αναφέρουμε ότι
τα μεγαλύτερα σκάφη της Βάρνας και της Κριμαίας θα είχαν κινητήρα 1.200 ίππων με τον
οποίο υπολογιζόταν ότι θα έπιαναν του 10,5 κόμβους.1502 Το ζήτημα των ανεπαρκών
κινητήρων πάντως απασχολούσε και άλλα ναυπηγεία τσιμεντοπλοίων στην κατεχόμενη
Ευρώπη. Όταν μάλιστα οι Γερμανοί προσπαθούσαν να πιέσουν το 1943 ιταλικά ναυπηγεία
να συμμετέχουν στο πρόγραμμα, οι ιδιοκτήτες τους αντιδρούσαν, εν μέρει λόγω των
μηχανών που θεωρούνταν ακατάλληλες.1503 Φαίνεται πως δεν ήταν εύκολο να βρεθούν
καταλληλότεροι κινητήρες, αφού ο Götsche διαμαρτύρεται στα μέσα του 1943 γιατί το
ναυπηγείο δεν διαθέτει καν αρκετές μηχανές για όλα τα σκάφη που προβλέπονταν να
καθελκυσθούν το επόμενο διάστημα.1504

11.6 Το τέλος του προγράμματος τσιμεντοπλοίων.


Η ναυπήγηση τσιμεντοπλοίων στην Ελλάδα είχε σχεδόν από την αρχή κάποιους εχθρούς
μέσα στον ίδιο τον μηχανισμό των αρχών κατοχής. Κάποιοι από αυτούς δυσπιστούσαν ως
προς την πιθανότητα επιτυχίας του «εξωτικού» προγράμματος, άλλοι στέκονταν στο

1501
Τα σκάφη αυτά δεν διεκδικούσαν ποτέ ρεκόρ ταχύτητας, αλλά οι τελευταίες τουλάχιστον κλάσεις
δεν ήταν απελπιστικά αργές. Οι 8 κόμβοι των τσιμεντοπλοίων τύπων III και IV δεν απείχαν πολύ από
τη μέση ταχύτητα πολλών φορτηγών – ακόμα και επιβατηγών – πλοίων της εποχής: ο μέσος όρων 50
επιβατηγών που έπλεαν στις ελληνικές θάλασσες ήταν 12 κόμβοι, ενώ τα 3 από αυτά δεν
ξεπερνούσαν τους 9. Βλ. ΕΛΙΑ-Αρχείο Αντωνίου Μοσχοβάκη, φάκελος 1, υποφάκελος 1.1, «Ταχύτης
επιβατηγών πλοίων εκτελεσθείσαι κατά τας κάτωθι ημερομηνίας (εντός του μιλίου)». Ο πίνακας δεν
αναφέρει ημερομηνία, αλλά οι καταγραφές ταχυτήτων έγιναν το 1938-39. Οι ταχύτητες που
καταγράφονται στο έγγραφο είναι εκείνες που βεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια επιθεωρήσεων.
1502
BA-MA, TS 404/14903, “Schiffstypen für den Südosten“.
1503
TNA, WO 204/8852, Political Intelligence Centre (Middle East), “Monthly report of economic
intelligence relating to enemy occupied territory in the South-eastern Europe”, Issue No. 9,
15/1/1944. Η απάντηση των Γερμανών ήταν πως δεν περίμεναν τα σκάφη να κρατήσουν για
παραπάνω από 1-2 χρόνια, οπότε άξιζε η κατασκευή τους.
1504
NARA, T-78 Roll 630, frame 511, „Bericht zur Dienstreise des Gen[erals] d[er] Pi[oniere] u[nd]
Fest[ungen] b[eim] Ob[erkommandos] d[es] H[eeres] in den Bereich des OB. Südost, in der Zeit vom
5.-14.7.43“, 14/7/1943. Οι ελλείψεις αυτές θα μπορούσαν να είναι μία από τις αιτίες για την
καθυστέρηση της παράδοσης των δύο υδροφόρων (στρατηγών “Herrmann” & “Meise 3”).

839
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μεγάλο κόστος, κάποιοι τρίτοι το έβλεπαν ως ανταγωνιστικό προς τα δικά τους1505 και
θεωρούσαν τα τσιμεντόπλοια βλαπτικά σε πολλούς τομείς. Σε γενικές πάντως γραμμές, η
μεγάλη στρατιωτική ανάγκη για πλοία που θα εκτελούσαν τις μεταφορές τους έκαναν τη
Wehrmacht περισσότερο ανοικτή προς το εν λόγω πρόγραμμα, σε αντίθεση με τους
πολιτικούς συμβούλους και τις οικονομικές αρχές. Το πρόγραμμα κατάφερε να επιβιώσει
από την πρώτη κρίση το 1942, όταν εξετάστηκε σοβαρά το ενδεχόμενο παύσης του, για να
συναντήσει όμως την εξ αρχής αρνητική στάση του Neubacher. Όπως δήλωνε ο τελευταίος
ήδη από τον Φεβρουάριο 1943, το «τεχνικό αυτό πείραμα» ήταν υπερβολικά ακριβό για τα
πενιχρά αποτελέσματα που είχε ως τότε αποδώσει και η ελληνική οικονομία δεν μπορούσε
να το αντέξει.1506
Η επόμενη μάχη, μάλλον μικρότερης επικινδυνότητας για το μέλλον του ναυπηγείου,
ήρθε τον επόμενο χρόνο. Την άνοιξη του 1943, η χρηματοδότηση του προγράμματος
κατασκευής τσιμεντοπλοίων μεταφέρθηκε κατόπιν εντολής του Χίτλερ (Führerbefehl) από
τη Wehrmacht και τις απευθείας πληρωμές από τα έξοδα κατοχής, στον Επίτροπο για τη
Ναυσιπλοΐα (Reikosee).1507 Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 1943, έγινε ειδική
σύσκεψη στο Βερολίνο, στο γραφείο του Hans Strauch, Διευθυντή του Γραφείου
Οικονομικών Δραστηριοτήτων του Γερμανικού Μετώπου Εργασίας (DAF).1508 Στη σύσκεψη
αυτή, παρών στην οποία ήταν και ο ίδιος ο Götsche, συζητήθηκε εφαρμογή της επιθυμίας
του Reikosee να δοθεί στο κρατικό (γερμανικό) ναυπηγείο τσιμεντοπλοίων στο Πέραμα
κάποια «βοήθεια» από την βερολινέζικη ναυπηγική εταιρεία Wiking-Schiffbau GmbH. Η
γερμανική εταιρεία πρότεινε τη δημιουργία κοινοπραξίας, και την παραμονή του Götsche
ως διευθυντή των ναυπηγείων. Ο Strauch αποδέχθηκε την πρόταση και τέθηκαν οι βάσεις
για την κοινοπραξία, υπό τις προϋποθέσεις, ότι η Wiking α) θα αποκτούσε την τεχνική
διεύθυνση του ναυπηγείου (για τον σκοπό αυτό στάλθηκε μάλιστα στο Πέραμα ο μηχανικός
κρατικός σύμβουλος Hofmann), β) θα αποδεχόταν να προσλάβει έναν αριθμό Ελλήνων στα
ναυπηγεία για τσιμεντόπλοια που διέθετε στο Stettin (Szczecin), γ) θα αναλάμβανε την
εμπορική διαχείριση του ναυπηγείου μέσω ενός συνεργάτη της ονόματι Stolpe από το
1505
Βλ. για παράδειγμα την αναφορά του ναυτικού που είδαμε παραπάνω, ότι ο Götsche ανέβαζε τις
τιμές για τα υλικά που χρειάζονταν για τις δικές τους ναυπηγήσεις.
1506
BA-MA, RM 6/85, Pol. XIIa 1123/43 Ang. II, “Betonschiffbau in Griechenland”, 18/3/1943.
1507
AA-PA, R 29614, τηλεγράφημα (αρ. 1093) Neubacher προωθημένο από Altenburg, 6/4/1943
(έγγραφο υπ. αρ. 279).
1508
Stockhorst, Erich: Fünftausend Köpfe: Wer war was im Dritten Reich, Blick und Bild Verlag, Velbert,
1967, σελ. 416 (ο τίτλος του στα γερμανικά ήταν: Amtsleiter für die wirtschaftlichen
Unternehmungen der Deutschen Arbeitsfront).

840
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ναυπηγείο της Βάρνας, και δ) θα βοηθούσε στις προμήθειες υλικών του ναυπηγείου από το
Ράιχ, αν και οι αγορές θα συνέχιζαν να γίνονται από το ίδιο το ναυπηγείο Περάματος. Ο
Stolpe έφτασε τον Αύγουστο στο Πέραμα, αλλά μάλλον απογοητεύθηκε από την κατάσταση
που βρήκε και έκρινε πως δεν μπορούσε να προχωρήσει στην ανάληψη της νέας θέσης του
στο ναυπηγείο. Από τη μία ήταν τα προσκόμματα που του δημιουργούσε η διαφορετική
ερμηνεία της συμφωνίας από τον Götsche, ο οποίος δεν δεχόταν την παραχώρηση της
εμπορικής διαχείρισης, και αφετέρου η έλλειψη κάποιας απογραφής των υλικών που το
ναυπηγείο διέθετε στις αποθήκες του ή είχε ως τότε προμηθευτεί. Όταν τελικά κατάφερε
να πάρει στα χέρια του κάποια σχετικά στοιχεία αντιμετώπιζε νέο πρόβλημα σχετικά με την
αποτίμηση των υλικών, αφού η καταγραφή σε πληθωριστικές δραχμές δυσκόλευε
εξαιρετικά την εξεύρεση κάποιας κοινής βάσης για τα υλικά. Τελικά οι δυο τους κατάφεραν
να συνεργαστούν και ο Stolpe ανέλαβε ουσιαστικά την οικονομική διαχείριση περίπου από
τον Νοέμβρη του 1943, αν και οι αναφορές του Stolpe σχετικά με το ναυπηγείο και την
διεύθυνση του Götsche εξακολουθούσαν να μην είναι και οι καλύτερες.1509 Τα σχετικά
έγγραφα αφήνουν πάντως μια αμφιβολία για το αν επρόκειτο απλώς για ανεπαρκή
διαχείριση και λογιστική καταγραφή, ή αν πίσω από το χάος αυτό μπορούσαν να κρύβονται
ακόμα και κάποιες ύποπτες συναλλαγές από πλευράς του Götsche ή/και των Ελλήνων
υπεργολάβων.1510
Το καλοκαίρι του 1944 ξεκινούσε η τρίτη – και σοβαρότερη – «μάχη» του Götsche με
τις πολιτικές αρχές κατοχής και κυρίως με τον Neubacher σχετικά με την επιβίωση του
ναυπηγείου Περάματος. Αυτή τη φορά όμως το αποτέλεσμα ήταν η ήττα του προγράμματος
και το κλείσιμο των ναυπηγείων τον Αύγουστο του 1944. Μέχρι το σημείο εκείνο ο Götsche
εξακολουθούσε να έχει την υποστήριξη των ανωτέρων του. Μέχρι τις αρχές Ιούνιου, όταν
ζητούσε να επιταχυνθούν οι μεταφορές κινητήρων και υλικών από το Ράιχ ώστε να μην

1509
BA-MA, W 04/18680, „Aktenvermerk“, Athen, 21/8/1944.
1510
Εκτός των πιθανών προβλημάτων με τα βιβλία και τα αρχεία της επιχείρησης υπάρχουν και
κάποιες αναφορές για ανεπαρκή επίβλεψη των εργασιών – από τεχνικής όμως πλευράς – που κάνει
και ένας τουλάχιστον από τους Έλληνες εργολάβους. Βλ. Αλεξ. Ι. Αργυροπούλου: «Εξηγήσεις προς
Συναδέλφους», εν Αθήναις 10 Αυγούστου 1947 (για τον Αργυρόπουλο βλ. αναλυτικότερα
παρακάτω). Η συγγραφή ωστόσο του φυλλαδίου με σκοπό την απαλλαγή της ΓΕΤΕ και των
ιδιοκτητών της από το κοινωνικό στίγμα του δοσίλογου και η συνεπαγόμενη προσπάθεια μείωσης
του όλου προγράμματος αφήνουν κάποιες αμφιβολίες ως προς τα λεγόμενα του Α. Αργυρόπουλου.
Παρά τις σκιές, δεν έχει εντοπιστεί πάντως κάποια συγκεκριμένη αναφορά σε περιστατικό που να
αφορά εσκεμμένη απόκρυψη γεγονότων (όπως πχ την πιθανότητα μη αναφοράς σοβαρού
προβλήματος με το “General Herrmann” ή άλλο σκάφος) ή ατασθαλίες από πλευράς Götsche.

841
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

μειωθούν οι ρυθμοί ναυπήγησης, ο υπεύθυνος ναύαρχος για τη νοτιανατολική Ευρώπη


θεωρούσε πως κανένα κόστος δεν είναι υπερβολικά υψηλό προκειμένου να αυξηθεί η
ταχέως μειούμενη μεταφορική ικανότητα των γερμανικών θαλάσσιων μέσων στο Αιγαίο και
πως πρέπει να υποστηριχθεί ο Götsche με κάθε μέσο.1511
Όμως τα προβλήματα χρηματοδότησης και το γενικότερο κλίμα έκανε ολοένα και
δυσκολότερη τη συνέχιση του ναυπηγικού προγράμματος. Λίγες ημέρες μετά την ευνοϊκή
αναφορά του ναυάρχου Ν.Α. Ευρώπης, έγινε σύσκεψη στο υπουργείο εξωτερικών στο
Βερολίνο σχετικά με την τύχη του προγράμματος μετά από αίτημα του Neubacher για τη
διακοπή της χρηματοδότησης. Εκεί ο Götsche υποστήριξε τις θέσεις του προτείνοντας να
χρησιμοποιηθούν οι κάμινοι τήξης μετάλλων της Αθήνας για την προμήθεια υλικών προς
αποπεράτωση των ημιτελών τσιμεντοπλοίων. Συνάντησε όμως τη μάλλον αρνητική στάση
του υπουργείου και του υπεύθυνου της αμυντικής οικονομίας, ενώ ο Reikosee πήρε
ουδέτερη στάση, παρά την αδυναμία να αναπληρωθούν οι απώλειες των σκαφών και παρά
τις αρνητικές επιπτώσεις της δράσης των ανταρτών στη δυνατότητα ναυπήγησης ξύλινων
σκαφών.1512
Λίγες ημέρες μετά και υπό το πρίσμα της γενικότερης οικονομικής κατάρρευσης της
Ελλάδας, των δυσκολιών στις μεταφορές υλικών και ενδεχομένως της δύσκολης
στρατιωτικής κατάστασης, ο ανώτατος διοικητής νοτιοανατολικής Ευρώπης θα αποφασίσει
τελικά να διακοπούν οι ναυπηγήσεις. Σύντομα όμως θα επανεξετάσει εν μέρει την
απόφασή του διερευνώντας την δυνατότητα, παρά τις ελλείψεις καυσίμων, να
χρησιμοποιηθούν οι αθηναϊκοί κάμινοι για τα τσιμεντόπλοια. Ο Götsche εξακολουθούσε να
έχει την αμέριστη υποστήριξη του ναυτικού, που είχε άμεση ανάγκη του κάθε σκάφους και
τελικά κατάφερε μια προσωρινή νίκη. Αν και δεν θα ήταν εύκολο να προμηθευτούν πια τα
απαραίτητα υλικά από την Ελλάδα αποφασίστηκε να συνεχιστεί η κατασκευή των σκαφών
που βρίσκονταν στα νεωλκεία και να γίνουν προετοιμασίες για την κατασκευή από την 1η

1511
BA-MA, RM 35-III/80, Kriegstagebuch Marinegruppenkommando Süd, σσ. 17-18, “Sofia, den 5.
Juni 1944”.
1512
Το γραφείο Ελλάδας της γερμανικής υπηρεσίας αμυντικής οικονομίας θεωρούσε πως οι μικρές
δυνατότητες παραγωγής μετάλλων στη χώρα δεν θα έπρεπε να μονοπωληθούν από τα
τσιμεντόπλοια τη στιγμή που υπήρχαν άλλες υπηρεσίες που θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν
το ίδιο αν όχι και περισσότερο αποτελεσματικά. BA-MA, 19/5526, Wehrwirtschaftsstab Südost προς
Feldwirtschaftsamt im OKW, „Betonschiffbau Götsche (Griechenland)“, Βελιγράδι, 19/6/1944 και
[Feldwirtschaftsamt] Inl 2/I Arbeitsstab Berlin, “Aktennotiz über die Sitzung im Auswärtigen Amt am
6.6.44”, Wannsee, 7/6/1944. Ο έλεγχος των δασών από τους αντάρτες έκανε πρακτικά αδύνατη
πλέον την προμήθεια ναυπηγικής ξυλείας από την Ελλάδα.

842
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ιουλίου νέων σκαφών τύπου “Wiking”, αλλά να σταματήσει η επέκταση του ναυπηγείου
(που φαίνεται ότι συνεχιζόταν ως τότε) προκειμένου να μειωθεί το χρηματοδοτικό κόστος.
Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα θα γινόταν νέα σύσκεψη του Neubacher με τον
Kaufmann (Reikosee). Ως προετοιμασία για την σύσκεψη αυτή οι Götsche, Reikosee και ο
αντιπρόσωπος του ελληνικού επιτελείου αμυντικής οικονομίας ταγματάρχης Neumann θα
συγκέντρωναν τα ακριβή στοιχεία για το κόστος, τις ανάγκες υλικών κλπ του
προγράμματος.1513
Δεν είναι σαφές αν ο τελευταίος όρος έκρυβε κάποια δυσπιστία προς τα λεγόμενα
του Götsche και τις καθυστερήσεις του προγράμματος, ή αν απλώς κρίθηκε ότι χρειαζόταν
λεπτομερέστερη μελέτη πριν παρθεί η τελική απόφαση. Τα αποτελέσματα της μελέτης
αυτής πρέπει να είναι εκείνα που συναντήσαμε στην έκθεση του Ιουλίου 1944.1514 Το
ναυτικό συνέχισε να υποστηρίζει το πρόγραμμα, αναφέροντας ως επιχειρήματα την ανάγκη
για κάθε σκάφος και την ομαλή παράδοση των 12 πρώτων σκαφών, την εύκολη επισκευή
τους, ότι καίνε diesel και όχι αεροπορικό καύσιμο όπως τα σκάφη Siebel, αλλά και ότι οι
εγκαταστάσεις είναι ουσιαστικά κατασκευαστικές και όχι παραδοσιακές ναυπηγικές με
αποτέλεσμα να μην υπάρχει ούτε η υποδομή ούτε η τεχνογνωσία από το προσωπικό για να
στραφούν στην κατασκευή άλλου τύπου σκαφών.1515 Ο Neubacher όμως επέμεινε, η
1513
BA-MA, 19/5526, [Feldwirtschaftsamt] Inl 2/I Arbeitsstab Berlin, “Aktennotiz über die Sitzung im
Auswärtigen Amt am 6.6.44”, Wannsee, 7/6/1944. Οι 3 υψικάμινοι που λειτουργούσαν στην Αθήνα
χρειάζονταν 350 τόνους άνθρακα και 350 τόνους μαζούτ, που όμως δεν θα μπορούσαν να
μεταφερθούν παρά μόνο στη θέση άλλων απαραίτητων προμηθειών, λόγω έλλειψης μεταφορικών
μέσων. Τα σκάφη τύπου “Wiking” (ή Wiking Motor) ήταν τα ποταμόπλοια των 300 τόνων που
κατασκευάζονταν και αλλού στην Ευρώπη (βλ. υποκεφάλαιο 11.1), και είναι μάλλον τα ίδια που στον
πίνακα του BA-MA, RM 7/1234, “Bauprogramm…” εμφανίζονται ως ανώνυμα “Schalenschiffe”. Η
επιλογή των σκαφών αυτών, παρά το ό, τι μάλλον δεν θα ήταν ιδανικά για το Αιγαίο, πρέπει να έγινε
για λόγους ταχύτητας κατασκευής, αφού ήταν μικρότερα και δοκιμασμένα, σε αντίθεση με κάποιους
από τους άλλους τύπους που κατασκευάστηκαν στο Πέραμα.
1514
BA-MA, RM 7/1234, OKM, “Betonschiffbau Götsche”, Berlin, 20/7/1944, και ο συνοδευτικό
πίνακας “Bauprogramm…”.
1515
TNA, HW 5/526, CX/MSS/T241/25, XL 1497, Top Secret U[ltra]. Πρόκειται για υποκλοπή
γερμανικού σήματος από Ανώτατη Διοίκηση Kriegsmarine (OKM) προς Διοικητή Ν.Α. Ευρώπης (OB
Südost) με ημερομηνία 15/6/44. Τα σκάφη Siebel (Siebelfähre) ήταν πορθμεία κατασκευασμένα από
μεταλλικούς πλωτήρες του μηχανικού, ενωμένους με μια πλατφόρμα και εφοδιασμένους με 2
κινητήρες αεροσκαφών M6U της BMW. Είχαν πάρει την ονομασία τους από τον επιστρατευμένο (στη
Luftwaffe) F. Siebel, που τις σχεδίασε με σκοπό να χρησιμοποιηθούν στην απόβαση εναντίον της Μ.
Βρετανίας. 27 από τα σκάφη αυτά συναρμολογήθηκαν από τους Γερμανούς στη Θεσσαλονίκη για να

843
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

οικονομική κατάσταση της χώρας, σε συνδυασμό με τη δράση των ανταρτών έκανε ολοένα
και δυσκολότερη τη συνέχιση του έργου και τελικά αποφασίστηκε να διακοπεί οριστικά,
λίγες εβδομάδες πριν το τέλος της κατοχής.1516 Εξάλλου τις τελευταίες εκείνες εβδομάδες
της κατοχής δεν θα μπορούσαν να τροφοδοτηθούν επαρκώς οι υψικάμινοι της Αθήνας και
θα ήταν δύσκολο, ακόμα και με την συνέχιση της χρηματοδότησης, να μην υπάρξουν
σοβαρές καθυστερήσεις.1517
Στην αναφορά που κατέθεσε το καλοκαίρι του 1944, ο Stolpe, ο συνεργάτης της
Wiking που είχε αναλάβει τα οικονομικά του ναυπηγείου κατά την τελευταία περίοδο
λειτουργίας του, έκανε λόγο για μεγάλα χρέη, για την προέλευση των οποίων δεν είχε
ακριβή εικόνα. Ανέφερε μόνο πως πόροι που είχαν δοθεί για την επέκταση του ναυπηγείου
κατέληξαν αλλού και πως στις αποθήκες βρίσκονταν αχρησιμοποίητα υλικά αξίας 200.000
χρυσών μάρκων. Θεωρούσε επιπλέον πως οι διεκδικήσεις των ελληνικών επιχειρήσεων
ήταν υπερβολικές και ο ίδιος μπορούσε να μειώσει το ποσό σε 365.000 χρυσά μάρκα (ή
περίπου 18.000 χρυσές λίρες), για την πληρωμή των οποίων ενδεχομένως να απαιτούνταν η
πώληση των αποθεμάτων του ναυπηγείου. Θεωρούσε ωστόσο πως κάτι τέτοιο θα ανέβαζε
τις τιμές και θα έβλαπτε τα γερμανικά συμφέροντα, αφού πιθανότατα θα ήταν κάποιες

υπηρετήσουν στο Αιγαίο, ενώ άλλα 8 ήρθαν από την Αδριατική και τη Μαύρη Θάλασσα. Τα
Siebelfähre μπορούσαν να μεταφέρουν 40-60 τόνους φορτίου (μεταγενέστερα μοντέλα είχαν κάπως
μεγαλύτερες δυνατότητες), αλλά έκαιγαν μεγάλες ποσότητες πολύτιμου αεροπορικού καυσίμου B4.
Ένα λίγο βελτιωμένο μοντέλο χρειαζόταν για παράδειγμα 1.200 λίτρα για ένα ταξίδι Σούδα –
Ηράκλειο. Βλ. Schenk, Peter: Kampf um die Ägäis…, σσ. 115-116 και Gröner, Erich: Die deutschen
Kriegsschiffe, 1815-1945, Band 7: Landungsverbände (II)…, σσ. 49-53.
1516 ης
BA-MA, 19/5526, τηλεγράφημα Neubacher αρ. 369 της 16 Ιουνίου 1944 (“Betrifft:
Betonschiffbau”). Σ’ αυτό ανέφερε ότι το κόστος του προγράμματος δεν είναι μόνο αυτό που
αποτυπώνεται στα ποσά σε δραχμές, αλλά κυρίως ο αρνητικός αντίκτυπος που έχει στη συνολική
χρηματοδότηση της γερμανικής πολεμικής προσπάθειας στον ελληνικό χώρο και πως ακόμα και αν
γινόταν δυνατόν να διπλασιαστεί ο ρυθμός ναυπήγησης, πάλι το πρόγραμμα θα ήταν υπερβολικά
ακριβό. Ο Neubacher στο μεγαλύτερο διάστημα της παρουσίας του στην περιοχή προσπαθούσε να
περικόψει τις στρατιωτικές δαπάνες αφού ήταν ξεκάθαρο ότι εκείνες είχαν μεγάλο βαθμό ευθύνης
για την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας και τελικά υπονόμευαν την μελλοντική δυνατότητα
εκμετάλλευσης της ελληνικής οικονομίας. Ο ίδιος συνέδεε επίσης τις καταστροφικές αυτές
επιδράσεις των γερμανικών στρατιωτικών έργων και με την άνοδο της αντίστασης. Βλ. Ο. π., RW
19/5526, Oberkommando der Wehrmacht 65/643/44gKAWA/Ag WV 3 (IV) προς
Wehrmachtbefehlshaber laut Einheitsverteiler A, 24/6/44.
1517
BA-MA, 19/5526, Fwi [Feldwirtschafts-] Amt Inl 2/I Arbeitsstab Berlin προς Ausl 2/IIa,
„Betonschiffbau Griechenland”, Wannsee, 2/8/1944.

844
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

άλλες γερμανικές αρχές εκείνες που θα επαναγόραζαν τα ίδια υλικά στη μαύρη αγορά.
Πρότεινε έτσι κάποιον συμβιβασμό, ώστε οι προμηθευτές να έπαιρναν τα χρήματά τους
από κάποια άλλη γερμανική αρχή.1518
Τα αρχικά υπολογιζόμενα ποσά των χρεών ήταν περίπου τα διπλά, αφού, όπως
αναφέρει άλλο έγγραφο, οι Έλληνες υπεργολάβοι και προμηθευτές ζητούσαν από τις
γερμανικές αρχές ποσά ύψους 30.000-40.000 χρυσών λιρών (600.000 χρυσά μάρκα),
θεωρώντας πως αφού δεν μπορούσαν να τα πάρουν από το ναυπηγείο που την περίοδο
εκείνη είχε ξεμείνει από χρηματοδότηση και ετοιμαζόταν και κλείσιμο, θα έπρεπε να τους
τα πληρώσει κάποια άλλη υπηρεσία της Wehrmacht, μιας και το όλο πρόγραμμα ήταν του
μηχανικού. Οι αρμόδιες γερμανικές προσπάθησαν ανεπιτυχώς να βρουν κάποια άκρη με τα
χρέη αυτά αποφασίζοντας και τη δημιουργία σχετικής ειδικής επιτροπής ειδικών. Ωστόσο
το έργο τους δεν ήταν εύκολο, αφού ο Götsche δεν τους προσέφερε κάποια λεπτομερή
στοιχεία για τις προμήθειες και την χρήση των υλικών τους ούτε για την ακριβή προέλευση
του χρέους.1519 Κάποια μάλιστα νούμερα που όπως θα δούμε παρακάτω αναφέρονται σε
άλλα γερμανικά έγγραφα μπερδεύουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση με τα πιθανά
χρέη του ναυπηγείου. Τελικά το ναυπηγείο μάλλον έκλεισε στα τέλη Αυγούστου 1944, αν
είναι πολύ πιθανό κάποιες εργασίες εξοπλισμού των τελευταίων σκαφών να συνεχίστηκαν
και στις αρχές Σεπτεμβρίου, ενδεχομένως στο ναυπηγείο Βασιλειάδη.
Ότι και να απέγινε τελικά με τα χρέη εκείνα είναι ενδιαφέρον και ενδεικτικό της
αντιμετώπισης των γερμανικών αρχών απέναντι στους προμηθευτές τους, ότι ακόμα και
την τελευταία εκείνη στιγμή, γινόταν προσπάθεια να μην μείνουν χρέη προς τους
επιχειρηματίες που εργάζονταν για τους Γερμανούς και αυτό παρά το γεγονός ότι η
οικονομία ήταν υπό γενική κατάρρευση και το μέλλον του ναυπηγείου, αλλά και των
υπόλοιπων γερμανικών αρχών στη χώρα, φαινόταν εξαιρετικά αμφίβολο.

11.7 Το κόστος και οι δυσκολίες του υπολογισμού του


Παρά τα αρχικά πενιχρά – τουλάχιστον ως προς τον αριθμό των κατασκευαζόμενων
σκαφών – αποτελέσματά του, το πρόγραμμα κατασκευής τσιμεντοπλοίων απαιτούσε
σημαντικά ποσά ήδη από την αρχή της κατοχής. Συνολικά για την περίοδο 1941 ως 1943
απαιτήθηκαν περίπου 33,5 δισεκατομμύρια δραχμές. Δυστυχώς δεν διαθέτουμε
αναλυτικότερη καταγραφή των εξόδων με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολος ο υπολογισμός
της πραγματικής αξίας των ποσών σε κάποιο σταθερό νόμισμα.

1518
BA-MA, W 04/18680, „Aktenvermerk“, Athen, 21/8/1944.
1519
BA-MA, W 04/18680, Wehrmachtintendant Griechenland III, „Aktenvermerk“, 23/8/1944.

845
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι τρίμηνες, τετράμηνες ή ακόμα και εξάμηνες αναφορές των ποσών στον πίνακα
υποκρύπτουν παγίδες, αφού μέσα σε κάθε μία από τις περιόδους αυτές η αξία της δραχμής
θα είχε πιθανότατα υποβαθμιστεί σημαντικά. Έτσι, αν οι περισσότερες από τις πληρωμές
γίνονταν κατά τους πρώτους μήνες σε κάποια από τις περιόδους του πίνακα που
ακολουθεί, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα, αν το υπολογίσουμε με βάση τις μέσες μηνιαίες
τιμές της χρυσής λίρας, να υποβαθμίζεται η πραγματική αξία του ποσού της περιόδου. Το
δεύτερο εξάμηνο του 1942 είναι εκείνο που δημιουργεί κάπως μεγαλύτερη αβεβαιότητα
αφού οι πληρωμές ίσως να μειώθηκαν πολύ από τον Νοέμβριο του 1942 και μέχρι τις αρχές
του 1943. Ωστόσο η πτώση των τιμών την περίοδο εκείνη μειώνει αισθητά την επίπτωση
των μειωμένων πληρωμών.1520 Με αυτή τη μέθοδο λοιπόν καταλήγουμε σε ένα ποσό
σχεδόν 121.000 χρυσών λιρών για το κόστος του προγράμματος μέχρι και το 1943.

1520
Το δεύτερο εξάμηνο του 1942 είχαμε (μέχρι και το φθινόπωρο τουλάχιστον) τις σκέψεις ακόμα
και για τερματισμό της ναυπήγησης τσιμεντοπλοίων, γεγονός που θα μπορούσε να σημαίνει
μειωμένες πληρωμές, αλλά και τη γνωστή στάση πληρωμών του Neubacher. Θα μπορούσαμε λοιπόν
να οδηγηθούμε στη βάσιμη υπόθεση ότι οι περισσότερες από τις πληρωμές της περιόδου αφορούν
τους πρώτους 3,5-4 μήνες του εξαμήνου, όταν η δραχμή θα είχε κάπως μεγαλύτερη αξία. Ο μήνας
του εξαμήνου με την υψηλότερη μέση ισοτιμία δραχμής/χρυσής λίρας ήταν ο Οκτώβριος (περίπου
1/350.000-360.000). Τον Σεπτέμβρη η χρυσή λίρα βρισκόταν στις 214.000, τον Νοέμβρη περίπου στις
270.000 και τον Δεκέμβρη ήταν λίγο κάτω από τις 150.000 (περισσότερο από ό, τι τον Ιούλιο, αλλά
λιγότερο από ό, τι τον Αύγουστο). Η σημαντική πτώση λοιπόν της τιμής της τον Δεκέμβρη περιορίζει
το πρόβλημα που θα δημιουργούσε ο υπολογισμός με βάση τη μέση τιμή της περιόδου. Ο
Νοέμβριος που θα μπορούσε να αποτελεί κάποιο πρόβλημα, στην πράξη δεν επηρεάζει ιδιαίτερα.
Έξαλλου, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος, τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο συνεχίστηκαν κάποιες
πληρωμές προς τους μεγαλύτερους προμηθευτές των αρχών κατοχής. Αν, παρόλα αυτά,
υποθέσουμε ότι οι περισσότερες πληρωμές έγιναν τους 4 πρώτους και όχι τον Νοέμβριο και
Δεκέμβριο, θα έπρεπε να μετατρέψουμε το δραχμικό ποσό σε λίρες με ισοτιμία περίπου 1/222.000
(μέση τιμή των μέσων μηνιαίων ισοτιμιών των πρώτων 4 μηνών) αντί για 1/218.000 (μέση τιμή των
μέσων μηνιαίων ισοτιμιών των 6 μηνών).

846
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Χρηματοδότηση προγράμματος κατασκευής Τσιμεντοπλοίων σε Πέραμα και


Βάρκιζα (1941-1943)
Πολ. Ναυτικό Επίτρ. Ναυσιπλοΐας
Περίοδος Στρατός Ξηράς (Heer) Συνολικά
(Kriegsmarine) (Reikosee)
Ποσά σε Σε Χρ. Ποσά σε Σε Χρ. Ποσά σε Σε Χρ. Ποσά σε Σε Χρ.
Χιλ. Δρχ. Λίρες Χιλ. Δρχ. Λίρες Χιλ. Δρχ. Λίρες Χιλ. Δρχ Λίρες
Σεπτ.-Δεκ.
1941 173.424 8.266 0 0 0 0 173.432 8.266
Ιαν.-Ιουν.
1942 585.191 12.895 0 0 0 0 585.204 12.895
Ιουλ.-Δεκ.
1942 1.756.303 8.052 3.500. 16 0 0 1.759.811 8.068
Ιαν.-Ιουν.
1943 7.371.205 37.937 213.142 1.097 926.922 4.771 8.511.308 43.805
Ιουλ.-Σεπ.
1943 8.219.322 21.881 35.726 95 2.096.384 5.581 10.351.454 27.557
Οκτ.-Δεκ.
1943 15.436.176 12.891 2.457 2 8.660.183 7.232 24.098.830 20.125
Σύνολα 33.541.621 101.922 254.826 1.210 11.683.490 17.584 45.480.039 120.716

Πίνακας 11.2: Στοιχεία σε δραχμές από BA-MA, RH 19VII-71, „Bauvorhaben Götsche,


Jahresmeldung 1943“, 31/12/1943. Ο υπολογισμός σε λίρες έχει γίνει με βάση τον μέσο όρο των
μέσων μηνιαίων τιμών για κάθε περίοδο. Στο πρωτότυπο έχει γίνει αναριθμητισμός στο άθροισμα
του Στρατού Ξηράς («33.514.620.666»), καθώς και μικρό (πιθανώς τυπογραφικό) λάθος στο
άθροισμα του Reikosee («11.682.489.706»). Ο υπολογισμός αυτός ενδέχεται να υποτιμά την
πραγματική αξία των ποσών σε χρυσές λίρες.

Όπως είδαμε όμως σε προηγούμενο τμήμα της διατριβής, ο υπολογισμός σε χρυσές


λίρες μάλλον υποτιμά κάπως την πραγματική αξία των διαφόρων ποσών. Το πιθανότερο
είναι ότι μέρος τουλάχιστον των προμηθειών θα γινόταν σε τιμές διατίμησης, με
αποτέλεσμα το ίδιο ποσό σε δραχμές να αγοράζει περισσότερα υλικά από ό, τι θα
μπορούσε στην «ελεύθερη» (μαύρη) αγορά.
Επιπλέον, όπως προκύπτει και από τους ισολογισμούς μιας τουλάχιστον από τις
εταιρείες που είχαν εμπλοκή με το πρόγραμμα, ένα καθόλου ασήμαντο ποσοστό των
πληρωμών πιθανότατα δινόταν ως προκαταβολή πριν την ολοκλήρωση του έργο. Δυστυχώς
δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία για τον χρόνο εκταμίευσης των προκαταβολών ή για
το αν αυτές δίνονταν σε μικρότερα ποσά τμηματικά κατά τη διάρκεια του έργου. Ενδέχεται
λοιπόν η πραγματική αξία των εξόδων να ήταν κάπως μεγαλύτερη των 121.000 χρυσών
λιρών,
Εκτός του ό, τι κάποια τουλάχιστον από τα ποσά δεν μοιράζονταν ισόποσα σε κάθε
μήνα υπάρχει όμως και το ενδεχόμενο στον πίνακα να μην περιελαμβανόταν το σύνολο των
εξόδων. Σε ένα διαφορετικό έγγραφο για παράδειγμα ο (εχθρικός προς το πρόγραμμα)
Neubacher ανέφερε σε τηλεγράφημά του ότι για τα ελληνικά τσιμεντόπλοια είχαν ξοδευτεί
ανάμεσα σε Νοέμβριο 1941 και τέλη Φεβρουαρίου 1943 περίπου 9.622.000.000 δραχμές (ή

847
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

το 114,6% του ποσού που αναφέρει για την περίοδο μέχρι τον Ιούνιο η προαναφερθείσα
έκθεση του ναυπηγείου!). Τονιζόταν μάλιστα ότι το μεγάλο κόστος του προγράμματος
έφτανε το 50% των εξόδων της Wehrmacht!1521
Αν υποθέσουμε ότι αυτές οι 9.622.000.000 δραχμές δόθηκαν πράγματι περίπου
ισόποσα στους δύο πρώτους μήνες του έτους, καταλήγουμε σε ένα ισόποσο περίπου
69.153 χρυσών λιρών συνολικά για τους πρώτους εκείνους μήνες του 1943, ή περίπου 1,58
φορές το ποσό που υπολογίστηκε με την ισόποση κατανομή των εξόδων. Από μόνη της η
αύξηση αυτή σημαίνει πως το συνολικό κόστος μέχρι τα τέλη του 1943 ίσως πλησίαζε τις
146.064 χρυσές λίρες – πιθανώς σημαντικά περισσότερες αν συνηθίζονταν οι
προκαταβολές και στις υπόλοιπες περιόδους.1522
Ακόμα και αν αυτές οι πληρωμές έγιναν μαζικά πράγματι τον Ιανουάριο και
Φεβρουάριο 1943 πάλι δεν ξεπερνούν του ποσό που υποτίθεται ότι πληρώθηκε το πρώτο
εξάμηνο εκείνου του έτους. Αυτό το πρόβλημα στην καταγραφή των εξόδων ενδεχομένως
να εξηγείται εν μέρει, αν τμήμα τουλάχιστον των πληρωμών αυτών αφορούσαν πληρωμές
για έργο του 1942, που εκταμιεύτηκαν με καθυστέρηση λόγω της στάσης πληρωμών. Το
υπόλοιπο του ποσού πρέπει να περιείχε και προκαταβολές για τους επόμενους μήνες,
αφού αν η υπόθεση αυτή ισχύει, δεν πρέπει να έγιναν σημαντικές πληρωμές την περίοδο
Μαρτίου – Ιουνίου 1943.1523 Κάτι τέτοιο ίσως εξηγούσε και την αναφορά στο έγγραφο πως
οι πληρωμές έφτασαν το 50% των εξόδων κατοχής, αν και μακροπρόθεσμα φαίνεται πως το
ποσοστό ήταν αρκετά χαμηλότερο.1524

1521
BA-MA, RM 6/85, Pol. XIIa 1123/43 Ang. II, “Betonschiffbau in Griechenland”, 18/3/1943.
1522
Η στάση πληρωμών του φθινοπώρου 1942 δημιουργούσε ασφαλώς μια ειδική κατάσταση στις
αρχές του 1943, αλλά όπως φαίνεται και από κάποιες ενδείξεις που θα δούμε στα υποκεφάλαια των
κατασκευαστών που ακολουθούν κάποιες (ενδεχομένως μικρότερης έκτασης) προκαταβολές μπορεί
να μην ήταν τόσο σπάνιο φαινόμενο.
1523
Η πιθανότητα αυτή, που δεν αποτελεί έκπληξη, σίγουρα θα δημιούργησε κάποια προβλήματα
στις ελληνικές εταιρείες που ασχολούνταν με το πρόγραμμα, αλλά τελικά ίσως απέφερε
περισσότερα κέρδη στους κατασκευαστές και του προμηθευτές, αφού για παράδειγμα αν το ίδιο
ποσό το είχαν μετατρέψει σε λίρες για να προστατευτούν από τον πληθωρισμό στις αρχές
Νοεμβρίου ή στα τέλη Οκτωβρίου (όταν πιθανώς θα έπρεπε να το λάβουν), θα αποκόμιζαν ανάμεσα
σε περίπου 1,5 και 3 φορές λιγότερες λίρες, λόγω της σημαντικής πτώσης της τιμής της λίρας.
Εξάλλου, αν οι κατασκευαστές είχαν υποστεί απώλειες, δεν θα ιδρύονταν ελληνικές εταιρείες το
1943 με σκοπό ακριβώς τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα των τσιμεντοπλοίων.
1524
Αν οι 9.622.000.000 δραχμές εκταμιεύτηκαν όλες τον Ιανουάριο 1943, θα έφταναν περίπου τις
67.000 λίρες, ή πράγματι το 48,2% των εξόδων κατοχής των Γερμανών για τον μήνα εκείνο. Ομοίως

848
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Θα μπορούσε βέβαια να υποθέσει κανείς πως στην περίπτωση αυτή το κόστος στα
βιβλία του ναυπηγείου θα καταγραφόταν με τις τιμές της παραγγελίας (δηλαδή των
πληρωμών που έπρεπε να έχουν γίνει στα τέλη 1942), γεγονός που ίσως σχετίζεται και με
την αναφορά σε έγγραφο του 1944 (βλ. παρακάτω), για συνολικό κόστος μέχρι τότε
περίπου 150.000 χρυσών λιρών. Στην πράξη όμως η καθυστέρηση αυτή των πληρωμών
σήμαινε την αύξηση των εξόδων αφού οι κατασκευαστές θα πληρώνονταν με νόμισμα
μεγαλύτερης αξίας την συγκεκριμένη περίοδο, έστω και καθυστερημένα. Χωρίς πάντως
αναλυτικότερα στοιχεία δεν είναι δυνατόν να καταλήξουμε σε κάποιο ασφαλέστερο
συμπέρασμα για το αν μέρος των πληρωμών εκταμιεύονταν συστηματικά στην αρχή κάθε
τριμήνου/εξαμήνου ως προκαταβολές, ή αν απλώς υπήρχε ζήτημα με τον τρόπο
υπολογισμού των εξόδων και την προβληματική καταγραφή τους από το ναυπηγείο.
Αν συγκρίνουμε πάντως, έστω και το ελάχιστο ποσό που προκύπτει από τους
παραπάνω υπολογισμούς σε λίρες των ποσών του γερμανικού πίνακα με εκείνο των εξόδων
κατοχής (στα οποία βέβαια δεν περιλαμβάνονταν τα έργα που γίνονταν μέσω των ΕΠΑΚ και
του κρατικού προϋπολογισμού) ώστε να έχουμε μια καλύτερη εικόνα του μεγέθους του,
βλέπουμε πως το ποσοστό κορυφώνεται το πρώτο εξάμηνο του 1943. Την περίοδο εκείνη
τα έξοδα του προγράμματος τσιμεντοπλοίων, αν και περιορίζονται κυρίως στην σχετικά
μικρή περιοχή Περαμάτος-Πειραιώς-Αθηνών (με κάποιες παραγγελίες και στον Βόλο)
φτάνουν σχεδόν στο 5,6% του συνολικού ποσού των γερμανικών εξόδων κατοχής για το
σύνολο της Ελλάδας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το τετράμηνο του 1941 είναι περίπου
1,9%, για το πρώτο μισό του 1942 είναι 1,2%, για το δεύτερο μισό (όταν και είχε περιοριστεί
η χρηματοδότηση του προγράμματος) σχεδόν 2%. Για την περίοδο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου
1943 το ποσοστό ανερχόταν σε κάτι παραπάνω από 3,5%, ενώ για το τελευταίο τρίμηνο του
πίνακα περίπου 2,7%. Κατά μέσο όρο κατά τους 28 μήνες του πίνακα, η ναυπήγηση των
τσιμεντοπλοίων απορροφούσε το 3% των γερμανικών εξόδων κατοχής της περιόδου
Σεπτεμβρίου 1941 – Δεκεμβρίου 1943, αν και είναι πολύ πιθανό σε κάποιους από τους
μεμονομένους μήνες να είχε φτάσει και σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα. Μια σύγκριση δε
των ποσών με εκείνα που αναφέρονται στους προϋπολογισμούς (ή σωστότερα
απολογισμούς) της κατοχής όπως τους είδαμε σε άλλο μέρος της διατριβής, μας δίνει ένα
ποσοστό 0,25 για το 1941 (4 μήνες του προγράμματος σε σχέση με τον προϋπολογισμό
ολοκλήρου του έτους), 0,71% για το 1942 και 0,51% για το πρώτο 9μηνο του 1943 (ο
απολογισμός του 1943 ήταν 9μηνος).

αν εκταμιεύτηκαν τον Φεβρουάριο (περίπου 71.500 λίρες), θα αποτελούσαν το 48,1% του μήνα
εκείνου. Η διαφορά στην ισιτιμία της λίρας ανάμεσα στους δύο μήνες δεν είναι πολύ μεγάλη.

849
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η χρηματοδότηση του προγράμματος μειώνεται το δεύτερο εξάμηνο του 1942, για


να αυξηθεί σημαντικά το 1943, όταν εκταμιεύτηκε περίπου το 75,8% του συνολικού ποσού
της περιόδου 1941-43.1525 Τα ποσά του 1941 και των αρχών του 1942 πήγαν σε μεγάλο
ποσοστό στην δημιουργία των εγκαταστάσεων σε Βάρκιζα και Πέραμα, καθώς και στην
πληρωμή των μελετών για τα τσιμεντόπλοια, αφού την περίοδο εκείνη μόλις ξεκινούσε η
κατασκευή των πρώτων σκαφών. Σημαντικό μέρος και του επόμενου έτους πρέπει να
εκταμιεύτηκε για τους ίδιους σκοπούς, αφού όπως είδαμε το ναυπηγείο του Περάματος
γνώρισε σημαντική επέκταση κατά το έτος αυτό. Το δεύτερο μισό του 1942 παρατηρείται
μείωση, που οφείλεται στη στάση πληρωμών και στην αβεβαιότητα που είχε προκαλέσει
την προσωρινή διακοπή των εργασιών σε κάποια από τα τσιμεντόπλοια.

Μέσος μηνιαίος όρος χρηματοδότησης τσιμεντοπλοίων


σε χρυσές λίρες (7/1941-12/1943).
10.000,0
9.000,0
Χιλιδάδες Χρυσές Λίρες

8.000,0
7.000,0
6.000,0
5.000,0
4.000,0
3.000,0
2.000,0
1.000,0
0,0
Ιουλ.-
Σεπτ.-Δεκ. Ιαν.-Ιουν. Ιουλ.-Δεκ. Ιαν.-Ιουν. Οκτ.-Δεκ.
Σεπτ.
1941 1942 1942 1943 1943
1943
Heer 2.066,5 2.149,2 1.341,9 6.322,9 7.293,6 4.297,0
Marine 0,0 0,0 2,7 182,8 31,7 0,7
Reikosee 0,0 0,0 0,0 795,1 1.860,3 2.410,7
Συνολικό Κόστος 2.066,5 2.149,2 1.344,6 7.300,8 9.185,6 6.708,4

Γράφημα 11.1: Ο υπολογισμός έγινε διαιρώντας τους αριθμούς του παραπάνω πίνακα 11.2 με
τους μήνες κάθε περιόδου που αφορούν οι αριθμοί αυτοί.

Αν διαιρέσουμε τα ποσά κάθε περιόδου με τον αριθμό των μηνών που


περιλαμβάνει (βλ. γράφημα 11.1) η εικόνα γίνεται ακόμα ευκρινέστερη. Βλέπουμε λοιπόν
πως το τέλος της αβεβαιότητας και η επιτάχυνση της ναυπήγησης σκαφών οδήγησαν το
1943 σε εκτόξευση του συνολικού κόστους του προγράμματος (και πιθανότατα των
αναλογούντων κερδών για τους κατασκευαστές). Η παρατηρούμενη περιορισμένη πτώση

1525
Κατά το πρώτο έτος αντιστοιχούσε το 6,8% και κατά το δεύτερο το 17,4% του συνόλου.

850
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

στο τέλος του έτους ενδεχομένως να έχει περισσότερο να κάνει με την εκ νέου εκτόξευση
του πληθωρισμού. Εμφανές είναι ακόμα πως η είσοδος των ιδιωτικών εταιρειών στο
πρόγραμμα είχε ως αποτέλεσμα την αλματώδη αύξηση των ποσών που πλήρωνε ο
Reikosee (όπως είδαμε ήταν ο κύριος χρηματοδότης των MIHIG και MMR).
Δεν έχουμε επαρκή αναλυτικά στοιχεία για το 1944 (αν και κάποια ποσά θα
συναντήσουμε παρακάτω), αλλά στα τέλη του Μαΐου 1944, τα χρήματα που απαιτούνταν
για την πληρωμή των νέων σκαφών έφταναν το 5% της νομισματικής κυκλοφορίας σε
ολόκληρη την Ελλάδα.1526 Η εκ νέου εκτόξευση του πληθωρισμού από τα μέσα του 1943
είχε πάντως ως αποτέλεσμα τόσο οι προμηθευτές όσο και οι εργαζόμενοι να έχουν χάσει
την εμπιστοσύνη τους στην δραχμή και να απαιτούν πληρωμές σε σκληρότερο νόμισμα.
Έγινε έτσι απαραίτητη η πληρωμή ολοένα και μεγαλύτερου μέρους του προγράμματος με
ξένα νομίσματα, χρυσό ή ενδεχομένως και άλλα πολύτιμα είδη (όπως είδαμε είχε
συζητηθεί η αγορά διαμαντιών και μετοχών για τις πληρωμές των ναυπηγήσεων στην
Ελλάδα). Γερμανικά έγγραφα του καλοκαιριού 1944 αναφέρουν πως, σύμφωνα με τον
Götsche, οι ανάγκες του προγράμματος για τους υπόλοιπους 6 μήνες του 1944 ανέρχονταν

1526
BA-MA, RH 19VII/17D, „Ia Nr. 5002 (Geheim), Anlage 52, Stahlbetonschiffbau“. Η κυκλοφορία του
Μαΐου ήταν περίπου 32.670.000.000.000 δραχμές, οπότε το πρόγραμμα πρέπει να κόστιζε περίπου
1.633.000.000.000, ή περίπου 16.220 χρυσές λίρες (με μέση τιμή Μαΐου 1944). Αν πρόκειται για το
ποσό του Μαΐου είναι σαφώς μεγαλύτερο από εκείνα του μέσου μηνιαίου όρου των ετών 1941-43
(βλ. γράφημα 11.1). Το άλλο ενδεχόμενο είναι η αναφορά αυτή να υπονοεί το συνολικό κόστος ως
τότε σε δραχμές. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να αφαιρέσουμε 33.541.621.000 που είναι το
κόστος μέχρι το τέλος του 1943, που μας δίνει υπόλοιπο περίπου 1.600.000.000.000 για τους
πρώτους μήνες του 1944. Δεν είναι δυνατόν να κατανεμηθεί το ποσό αυτό σε κάθε ένα από τους
μήνες αυτούς, αλλά ακόμα και αν ισχύει αυτό το ενδεχόμενο, εξακολουθούμε να έχουμε ένα
σημαντικό ποσό όχι κατώτερο από εκείνο του 1943. Άλλες γερμανικές εκθέσεις κάνουν λόγο για
πληρωμή περίπου 16.500.000 RM (περίπου 5,5 εκατ. ανά μήνα) την περίοδο Απριλίου – Ιουνίου,
αναφέροντας όμως μόνο το μηχανικό 1944 (βλ. σχετικές μηνιαίες εκθέσεις σε RW 29/93). Είναι
σαφές πως χρησιμοποιούν κάποια επίσημη ισοτιμία (δυστυχώς εκείνη την περίοδο συναντάει κανείς
σε γερμανικά έγγραφα περισσότερες από μία) για την μετατροπή των ποσών και δεν μπορούν να
ληφθούν κυριολεκτικά, δείχνουν πάντως μια αύξηση σε σχέση με τις εξίσου προβληματικές μηνιαίες
αναφορές για το δεύτερο μισό του 1943 στο RW 29/106. Αν ίσχυαν πραγματικά τα ποσά αυτά (με
ισοτιμία 20,4 RM=1 χρυσή λίρα), θα αντιστοιχούσαν σε κάτι παραπάνω από 800.000 χρυσές λίρες
μόνο για τους 3 εκείνους μήνες, χωρίς μάλιστα να είναι βέβαιο ότι περιλαμβάνουν όλα τα ποσά του
Reikosee! Στις ίδιες εξάλλου εκθέσεις δίνονται εξίσου υπερβολικά νούμερα για τα έξοδα στρατού
ξηράς, ναυτικού και αεροπορίας στην Ελλάδα. Σε σχέση με το σύνολο που αναφέρεται, τα ποσά που
αντιστοιχούν στα τσιμεντόπλοια την περίοδο 1942-43 είναι ανάμεσα στο 1-4%.

851
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σε 80.000 χρυσά μάρκα μηνιαίως με τη μορφή Αμερικανικών δολαρίων, Ελβετικών ή


Αγγλικών χαρτονομισμάτων ή χρυσών νομισμάτων οποιασδήποτε προέλευσης. Τους
επόμενους 6 μήνες οι ανάγκες θα μειώνονταν στις 65.000 και μετά στις 50.000. Η μείωση
αυτή δεν θα οφειλόταν στη μείωση των ναυπηγούμενων σκαφών, αφού όπως είδαμε
προβλεπόταν η συνεχής και αδιάλειπτη κατασκευή τους και για το 1945. Η συντριπτική
πλειονότητα των ποσών αυτών πήγαινε για την προμήθεια των υλικών και δευτερευόντως
για την αμοιβή των εργολάβων, αφού ειδικά στα τελευταία στάδια του προγράμματος «το
ελληνικό ημερομίσθιο κόστιζε μόνο 20 Goldpfenig».1527 Αξίζει να σημειωθεί πως το –
επηρεασμένο από τις ισοτιμίες και τον πληθωρισμό – ποσό αυτό ήταν χαμηλότερο ακόμα
και από 30 Pfenig που οι επιχειρήσεις των SS χρέωναν το Ράιχ ως καθημερινά έξοδα για
τους «εργάτες» των στρατοπέδων τους.1528
Το ύψος των ποσών για το 1944, αλλά και ανοδική πορεία τους ως ποσοστό της
χρηματοδότησης των γερμανικών προγραμμάτων στην Ελλάδα γίνεται και πάλι καλύτερα
κατανοητό αν συγκριθεί με τα έξοδα κατοχής, τα οποία για τον Ιούλιο του 1944 ανέρχονταν
σε περίπου 126.500 χρυσές λίρες, ποσό που τον Αύγουστο έπεσε στις περίπου 97.000. Με
άλλα λόγια, η συνέχιση του προγράμματος θα απορροφούσε περίπου το 3% των συνολικών
εξόδων κατοχής τον Ιούλιο και το 4% τον Αύγουστο του 1944, ποσοστό ουσιαστικά
διπλάσιο του εκείνου του 1943 (στα ποσοστά εκείνα δεν έχουν υπολογιστεί τα έξοδα
κατοχής των Ιταλών). Σε σύγκριση με τον μήνα με το μεγαλύτερο ποσό εξόδων κατοχής σε
χρυσές λίρες για το 1944 (Απρίλιο), οι 4.000 χρυσές λίρες (80.000 μάρκα) του
προγράμματος αντιπροσωπεύουν το 1,7% του συνόλου. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της
απόφασης για διακοπή της χρηματοδότησης της επέκτασης του ναυπηγείου και την μείωση
των μοναδιαίων εξόδων του προγράμματος για τους επόμενους μήνες, είναι πολύ πιθανό

1527
BA-MA, RM 7/1234, OKM, “Betonschiffbau Götsche”, Berlin, 20/7/1944. Το Goldpfenig (GP) ήταν
η υποδιαίρεση το Goldmark (GM). 1 GM είχε 100 GP. Αν και παλιότερα είχαν κοπεί και κάποια
νομίσματα από χρυσό, στην πράξη δεν πρόκειται για πραγματικά χρυσά νομίσματα. Η επίσημη
ισοτιμία του RM ήταν ίση με εκείνη των παλιότερων GM που ήταν συνδεδεμένα με τον χρυσό. Με
άλλα λόγια το ημερομίσθιο κόστιζε κατά τους γερμανικούς υπολογισμούς μόλις το 1/5 του
γερμανικού μάρκου. Είναι σαφής η προσπάθεια στο έγγραφο να δικαιολογηθεί η συνέχιση του
προγράμματος απέναντι στις κατηγορίες Neubacher για μεγάλο κόστος με μικρά αποτελέσματα,
αλλά ακόμα και αν το πραγματικό ημερομίσθιο δεν ήταν μόνο 20 GP (πράγμα πολύ πιθανό), το
εργατικό κόστος, παρά τις αυξήσεις λόγω πληθωρισμού, δεν θα ήταν σημαντικό εκείνη την περίοδο
(και πάντως σίγουρα χαμηλότερο εκείνου της Γερμανίας ή άλλων δυτικών χωρών).
1528
Allen, Michael Thad: Hitler’s Slave Lords, the business of forced labour in occupied Europe,
Tempus, Stroud (UK), 2004, σελ. 253.

852
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τα πραγματικά έξοδα τους πρώτους μήνες του 1944 να ήταν ελαφρώς υψηλοτέρα. Όπως
και να έχει είναι σαφής η ανοδική πορεία των εξόδων του προγράμματος και τα σημαντικά
ποσά που αντιπροσώπευε η κατασκευή των τσιμεντοπλοίων.
Η οικονομική κατάρρευση και η διακοπή του προγράμματος τον επόμενο μήνα θα
έκανε έτσι κι αλλιώς αμφίβολη την πληρωμή των περισσότερων από τα ποσά που ανέφερε
η έκθεση. Ωστόσο ο μηχανισμός για την προμήθεια συναλλάγματος και χρυσών
νομισμάτων υπήρχε και μάλιστα αρκετά χρυσά νομίσματα είχαν ήδη δοθεί από την
επιχείρηση χρυσού του Neubacher στον Reikosee για τις ναυπηγήσεις στην Ελλάδα. Το
πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων ήταν κυρίως πρόγραμμα του μηχανικού, αλλά από τα τέλη του
1942 μερίδιο σε αυτό είχε και το ναυτικό ενώ από το 1943 ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό
χρηματοδότησης δινόταν από τον Reikosee, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω των ιδιωτικών
εταιρειών MIHIG (που χρηματοδοτούσε τις ναυπηγήσεις) και MMR (που θα
χρησιμοποιούσε τα περισσότερα από τα πλοία). Αν και δεν έχει εντοπιστεί η κατανομή της
χρηματοδότησης του προγράμματος για το 1944, ο Reikosee πρέπει να έδινε σημαντικό
ποσοστό των χρημάτων, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέρος των χρυσών λιρών και
χρυσών φράγκων της επιχείρησης χρυσού κατέληξαν σε πληρωμές του προγράμματος
κατασκευής τσιμεντοπλοίων, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του ίδιου του Neubacher.1529
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ποσά που αναφέρονται (μάλλον ξαφνικά) ως
χρέη του ναυπηγείου. Μέχρι λίγο πριν το κλείσιμο του ναυπηγείου δεν έχει βρεθεί κάποια
συζήτηση για υπέρογκα χρέη, αν και δεν ήταν σπάνια τα παράπονα για ελλιπή
χρηματοδότηση και καθυστέρηση στην εισαγωγή υλικών. Δεν αποκλείεται, μέρος των
χρεών αυτών να αφορούν γερμανικές εταιρείες από τις οποίες αγοράζονταν τα μηχανήματα
και κάποιες πρώτες ύλες που εισάγονταν για τα τσιμεντόπλοια. Εξάλλου η πίεση για
αύξηση των εισαγωγών μηχανών και λοιπού υλικού ώστε να αυξηθεί η ταχύτητα της
παράδοσης των ολοκληρωμένων σκαφών ενδέχεται να οδήγησε και στο υλικό αξίας
200.000 μάρκων που όπως είδαμε βρέθηκε στις αποθήκες του ναυπηγείου. Με δεδομένες
όμως τις εκτεταμένες προμήθειες πρώτων υλών από την Ελλάδα αλλά και την ανάληψη της
κατασκευής των σκαφών από ελληνικές εταιρείες, είναι μάλλον βέβαιο ότι ένα τουλάχιστον
τμήμα των χρεών θα αφορούσε ελληνικές επιχειρήσεις.

1529
Ο Neubacher πίστευε μέχρι τουλάχιστον τα τέλη Φεβρουαρίου 1943, ότι η χρηματοδότησή του
με χρυσό και συνάλλαγμα που θα παρείχε ο Reikosee δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή (όπως είδαμε
εξάλλου θεωρούσε το πρόγραμμα γενικά έπρεπε να διακοπεί). Βλ. BA-MA, RM 6/85, Pol. XIIa
1123/43 Ang. II, “Betonschiffbau in Griechenland”, 18/3/1943. Προφανώς όμως, στο συγκεκριμένο
ζήτημα, ο Neubacher έχασε την μάχη.

853
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: πότε και πώς δημιουργήθηκαν τα χρέη αυτά; Δυστυχώς
τα έγγραφα δεν μας δίνουν ξεκάθαρη απάντηση (εξάλλου ούτε οι ίδιες οι γερμανικές αρχές
εκτός ναυπηγείου μοιάζει να την γνώριζαν επακριβώς). Φαίνεται πάντως μάλλον απίθανο
να εργάζονταν οι επιχειρήσεις χωρίς αμοιβή για μεγάλο χρονικό διάστημα (με δεδομένο
μάλιστα πως τα προηγούμενα χρόνια λάμβαναν και προκαταβολές). Εξάλλου είναι βέβαιο
όπως είδαμε πως χωρίς επαρκείς πληρωμές και τροφοδότηση τα γερμανικά ναυπηγεία θα
είχαν μεγάλη δυσκολία να προσελκύσουν εργάτες και να κρατήσουν τους υπάρχοντες, και
το κύριο έξοδο των ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών ήταν ακριβώς οι πληρωμές των
εργατών τους. Είναι με άλλα λόγια ελάχιστα πιθανό οι ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες
να μην πληρώθηκαν, τουλάχιστον μέχρι τις τελευταίες ημέρες του προγράμματος. Εξάλλου
δεν παραπονέθηκαν για κάτι τέτοιο στα μεταπολεμικά δικαστήρια. Δεν είναι βέβαιο όμως
πως το ίδιο θα ίσχυε για τις εταιρείες τσιμέντων, ξυλείας κλπ, και για τους εμπόρους –
προμηθευτές, αν και ακόμα και στην περίπτωση αυτή, μοιάζει ελάχιστα πιθανό να υπήρχαν
απλήρωτα χρέη επί μακρό χρόνο. Όπως είδαμε πάντως και στην περίπτωση της ΕΕΠΚ δεν
ήταν πρωτοφανές ελληνικές επιχειρήσεις ή προγράμματα της Wehrmacht στην Ελλάδα να
καθυστερούσαν τις πληρωμές χρεών τους σε γερμανικές εταιρείες.
Ένα επιπλέον έγγραφο εμφανίζει ακόμα μεγαλύτερα έξοδα για τον Ιούλιο, ύψους
2.246.843.740.000 μάρκων. Το ποσό αυτό είναι τελείως εκτός πραγματικότητας (είναι
σχεδόν το 20πλάσιο του συνολικού ποσού που οι δυνάμεις κατοχής ενδέχεται να πήραν
από την Ελλάδα) και η αιτία του ύψους του δεν μπορεί παρά να είναι η χρήση επίσημων
ισοτιμιών δραχμής μάρκου που δεν αντιστοιχούσαν στην πραγματική αξία των νομισμάτων.
Ωστόσο ακόμα και έτσι το ποσό είναι μεγάλο, όπως προκύπτει και από την σύγκριση με τα
υπόλοιπα έξοδα που καταγράφονται ότι δόθηκαν εκείνο το μήνα σε διάφορες γερμανικές
στρατιωτικές αρχές στην Ελλάδα. Το σύνολο των νέων ποσών (άνω των 10.000 RM) για τον
Ιούλιο ανερχόταν σε 2.335.994.695.000 RM (πάντα με βάση τις λάθος ισοτιμίες), με άλλα
λόγια τα νέα συμβόλαια Ιουλίου για τα τσιμεντόπλοια ξεπερνούσαν το 96% του συνόλου!
Από το τεράστιο αυτό ποσό είχε παραδοθεί έργο αξίας 54.579.000.000 RM ή μόλις το
2,43%. Ωστόσο και αυτό ήταν εξαιρετικά μεγάλο νούμερο, αφού έφτανε το 46,5% του
συνόλου των παραδόσεων του μήνα (117.334.382.000 RM).1530

1530
BA-MA, RW 19/5526, “Ausnutzung der besetzten Gebiete durch Wehrmachtaufträge, Dienststelle:
Wehrwirtschaftsstab Griechenland“, Juli 1944. Τα αναφερόμενα ποσά για τα συμβατικά πλοία του
ναυτικού ήταν 228.493.400.000 και 15.340.600.000 αντίστοιχα. Δεν είναι βέβαιο αν τον Ιούλιο
δόθηκαν και επιπλέον ποσά από τον Reikosee. Η εξαίρεση του ποσού αυτού φαίνεται και το
συγκρίνει κανείς με τα «μόλις» 5.260.000 RM που ήταν το υπόλοιπο συμβολαίων από τον

854
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πιθανότατα τα ποσά αυτά, που αναφέρονται με προφανείς λάθος ισοτιμίες, να έχουν


προκύψει από την μετατροπή των δραχμικών λογαριασμών (και ενδεχομένως και των
χρυσών νομισμάτων) σε RM, ενώ δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι εκταμιεύτηκαν κιόλας. Η
αναφορά σε έγγραφο που συναντήσαμε για συνολικά έξοδα 2.500.000 χρυσών μάρκων και
χρέος 600.000 είναι μάλλον πλησιέστερα στην αλήθεια.1531 Με ισοτιμία μάρκου/χρυσής
λίρας 20,4/1, τα χρήματα φτάνουν περίπου τις 152.000 χρυσές λίρες, όμως δεν είναι βέβαιο
ότι αντιπροσωπεύουν επακριβώς την πραγματικότητα, αφού όπως είδαμε φαίνεται πως η
καθυστέρηση κάποιων πληρωμών του 1942 ίσως είχε στην πραγματικότητα ανεβάσει το
κόστος του 1943, έστω και αν αυτό δεν είχε ενδεχομένως υπολογιστεί στα βιβλία του
ναυπηγείου.
Τα χρέη λοιπόν που απαιτούσαν οι προμηθευτές και εργολάβοι έφταναν στο
τεράστιο ύψος των 30.000 χρυσών λιρών, ή περίπου στο σύνολο της χρηματοδότησης για
το 1944. Θα ήταν τελείως απίθανο οι εταιρείες να συνέχιζαν να εργάζονται ή να
προμηθεύουν υλικά το ναυπηγείο (ακόμα και με επίταξη) επί παραπάνω από μισό χρόνο
χωρίς αμοιβή. Είναι πολύ πιθανό πράγματι οι παραγγελίες και το παραγόμενο έργο του
Ιουλίου να είναι μεγαλύτερα των αμέσως προηγούμενων μηνών, όπως εξάλλου υπονοεί και
το “Ausnutzung der besetzten Gebiete…“.
Όμως για να ίσχυε η υπόθεση αυτή θα έπρεπε ο Ιούλιος να ήταν με διαφορά ο μήνας
με το μεγαλύτερο έργο, αφού όπως είδαμε την προηγούμενη περίοδο κορύφωσης του
έργου, το τρίτο τρίμηνο του 1943, το μέσο μηνιαίο κόστος του προγράμματος ήταν γύρω
στις 9.000 χρυσές λίρες. Δεν αποκλείεται λοιπόν κάποια από τα χρέη αυτά να έχουν
καταγραφεί με λανθασμένες ισοτιμίες ώστε να ανεβαίνει η τιμή τους (πράξη που θα έπρεπε

προηγούμενο μήνα. Το γεγονός ότι το τεράστιο ποσό δεν διορθώνεται στα αθροίσματα του
εγγράφου ή στην αναφορά του υπολοίπου των συμβολαίων που απομένει για τον επόμενο μήνα
είναι ένδειξη ότι πιθανότατα πρόκειται για πραγματική εκτόξευση των ποσών που δόθηκαν για τα
τσιμεντόπλοια τον Ιούλιο. Μια ματιά σε κάποια από τα αντίστοιχα έγγραφα προηγούμενων μηνών
(στον ίδιο φάκελο), δημιουργεί επίσης την υποψία ότι ενδεχομένως τα συμβόλαια να δίδονταν (και
να πληρωνόταν) στην αρχή κάθε περιόδου (χωρίς πάντως να υπάρχουν πουθενά ποσά αυτής της
κλίμακας), αφού σε αρκετούς από τους μήνες αυτούς δεν εμφανίζεται ιδιαίτερη κίνηση. Βέβαια ίσως
απλώς η διαχείριση (ή η καταγραφή) των οικονομικών από τον Götsche να μην ήταν η καλύτερη (ή η
«νομιμότερη»)…
1531
BA-MA, W 04/18680, Wehrmachtintendant Griechenland III, „Aktenvermerk“, 23/8/1944. Ωστόσο
δεν υπάρχουν στοιχεία για το πώς έγινε η μετατροπή σε RM. Αν έγινε με τον ίδιο τρόπο που είδαμε
στον πίνακα 11.2 ενδέχεται να υποτιμά και αυτή την πραγματική αξία του ποσού. Τα στοιχεία για το
ακριβές χρέος βέβαια δεν μπορούν να επαληθευτούν.

855
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

να γίνεται με την ανοχή τουλάχιστον της διοίκησης του ναυπηγείου) ή ακόμα και μέρος των
ποσών να ήταν εικονικό. Εξάλλου και ο Stolpe θεωρούσε, όπως είδαμε, το ποσό αυτό
μάλλον υψηλό και δήλωνε πως θα μπορούσε να το μειώσει κατά σχεδόν 40%, στα 365.000
μάρκα (ή κάτι λιγότερο από 18.000 χρυσές λίρες). Ένα ακόμα ενδεχόμενο, η απόκρυψη από
τη διοίκηση του ναυπηγείου μέρους του κόστους κατά την προηγούμενη περίοδο ώστε να
μην διακοπεί το πρόγραμμα, δύσκολα θα μπορούσε να δικαιολογεί ολόκληρη τη διαφορά
του ποσού, αφού και πάλι θα απαιτούσε την ύπαρξη τεράστιων χρεών τους προηγούμενους
μήνες.
Σε ό, τι αφορά το πραγματικό έργο φαίνεται ότι πράγματι τον Ιούλιο και Αύγουστο
ολοκληρώθηκε ο εξοπλισμός αρκετών σκαφών (δεν είναι όμως βέβαιο ότι αυτός έγινε στο
ίδιο ναυπηγείο) και ότι ξεκίνησε η κατασκευή κάποιων νέων σκαφών, ενώ υπήρχαν, όπως
είδαμε και αρκετά υλικά αποθηκευμένα μέρος των οποίων θα μπορούσε να έχει αγοραστεί
τον Ιούλιο. Κάποια λοιπόν αύξηση του κόστους δεν φαίνεται παράλογη, αλλά τα
ερωτήματα παραμένουν ως προς το κόστος του προγράμματος και τα χρέη που εμφανίζει.
Ωστόσο χωρίς περισσότερα στοιχεία δεν μπορούμε να καταλήξουμε σε ασφαλέστερα
συμπεράσματα, πλην του προφανούς, ότι μέχρι και την τελευταία στιγμή τα χρήματα που
το πρόγραμμα απαιτούσε ήταν σημαντικά.
Αν θεωρήσουμε ότι μπορεί να εκταμιεύτηκαν πράγματι ποσά ύψους 80.000 μάρκων
κατά τους πρώτους περίπου 7 μήνες του 1944, τότε, με βάση την επίσημη ισοτιμία
RM/χρυσής λίρας θα (20,4/1), θα είχαμε μηνιαίο κόστος περίπου 4.000 χρυσών λιρών, ή
κάτι λιγότερο από 30.000 χρυσές λίρες για το σύνολο του 1944. Καταλήγουμε δηλαδή σε
ένα πιθανό κόστος ολόκληρου του προγράμματος που ξεπερνά τις 150.000 χρυσές λίρες,
ποσό που αναφέρεται και ρητά ως εκτίμηση και σε γερμανικά έγγραφα.1532 Όμως το ποσό

1532
BA-MA, W 04/18680, Wehrmachintendant Griechenland III, “Aktenvermerk!“, 23/8/1944. Αν
σκεφτεί κανείς και τις δυσκολίες που είχαν οι ανώτερες γερμανικές αρχές να εντοπίσουν τιμολόγια
και άλλο παρεμφερές υλικό είναι πολύ πιθανό οι 150.000 να έχουν υπολογιστεί με την ίδια μέθοδο
που χρησιμοποιήθηκε παραπάνω, δηλαδή με βάση τη μέση μηνιαία τιμή χρυσής λίρας (και την
μετατροπή του ποσού σε RM με βάση την επίσημη ισοτιμία), με όσους κινδύνους αυτή περιέχει.
Φαίνεται πάντως ως το 1944 ή τα τέλη του 1943 μέρος των προμηθειών γινόταν σε τιμές διατίμησης,
ενώ προς το τέλος, όπως αναφέρει και η γερμανική έκθεση, σχεδόν όλες οι προμήθειες στην Ελλάδα
γίνονταν από τη μαύρη αγορά (BA-MA, RM 7/1234, OKM, “Betonschiffbau Götsche”, Berlin,
20/7/1944). Επιπλέον η πτωτική τάση του μηνιαίου κόστους που δίνεται για το υπόλοιπο του 1944
και το 1945, πιθανώς σημαίνει ότι το πρώτο εξάμηνο απαιτούνταν περισσότερα από 80.000 μάρκα
το μήνα. Ενδεχομένως λοιπόν το πραγματικό ποσό, ακόμα και με αυτόν τον μάλλον συντηρητικό

856
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αυτό ισχύει υπό την προϋπόθεση της περίπου ισόποσης πληρωμής για κάθε μήνα – που
τουλάχιστον για μια περίοδο όπως είδαμε φαίνεται πως δεν ίσχυε – ενώ σ’ αυτό δεν
πρέπει να περιλαμβάνονται τα έξοδα λειτουργίας του τελευταίου μήνα. Αν συνυπολογιστεί
και η αξία των καθυστερημένων πληρωμών που φαίνεται να πληρώθηκαν στις αρχές του
1943 το ποσό είναι πιθανότερο να ανέρχεται σε περίπου 175.000 – 180.000 λίρες, που μαζί
με τα χρέη ενδέχεται να ξεπερνά και τις 195.000 – 210.000.1533 Αν μάλιστα δεχθούμε την
μέθοδο υπολογισμού των εξόδων κατοχής του Nestler, για την οποία είδαμε περισσότερα
στο πρώτο μέρος, τότε η πραγματική αξία των αγαθών και υπηρεσιών που αγοράστηκαν
για το πρόγραμμα θα μπορούσαν να ήταν ακόμα και περίπου 6,4 φορές περισσότερα. Κάτι
τέτοιο ωστόσο ίσως είναι λίγο υπερβολικό στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού η διαφορά
των αγορών σε τιμή διατίμησης αφορά περισσότερο αγροτικά προϊόντα και αρκετές πρώτες
ύλες (το τσιμέντο πρέπει να ήταν ανάμεσα σ’ αυτές) και λιγότερο τα έξοδα των
κατασκευαστών ενός προγράμματος σαν κι αυτό.
Ακόμα και αν οι 30.000 λίρες του χρέους δεν πληρώθηκαν στο σύνολό τους, το
πιθανότερο είναι να πληρώθηκε ένα μέρος τους, αφού όπως είδαμε οι γερμανικές αρχές
είχαν κάθε διάθεση να πληρώσουν όσα χρέη θεωρούσαν πραγματικά, μόλις έβρισκαν τα
απαιτούμενα χρήματα. Όσο από το υπόλοιπο χρέος αφορούσε πάντως τις ελληνικές
επιχειρήσεις δεν φαίνεται να έφτανε τα κέρδη που αυτές είχαν αποκομίσει κατά την
προηγούμενη περίοδο.
Εν κατακλείδι, αν και το πρόγραμμα δεν απασχολούσε παρά περίπου 1.000 με
3.500 άτομα την περίοδο 1941-44 (ή μέχρι το 0,05% του πληθυσμού της χώρας), ανάμεσα
στους οποίους ελάχιστοι ήταν Γερμανοί, τα έξοδά ήταν ιδιαίτερα σημαντικά. Όπως θα
δούμε δεν είναι βέβαιο πως ήταν περισσότερο προσοδοφόρο για τις εταιρείες που
συμμετείχαν σ’ αυτό από ό, τι κάποια άλλα από τα μεγάλα έργα που διέταξαν οι αρχές
κατοχής. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως σε σύγκριση με τον μεγάλο αριθμό μικρών και
μεγάλων έργων που οι δυνάμεις κατοχής κατασκεύασαν στην κατεχόμενη Ελλάδα – τα

υπολογισμό, να είναι ακόμα μεγαλύτερο. Αν όμως συνηθίζονταν οι προκαταβολές, τότε το ποσό θα


είχε σημαντικά πραγματική μεγαλύτερη αξία.
1533
Ένα ακόμα ενδιαφέρον συμπέρασμα προκύπτει αν συγκριθούν τα ποσά αυτά με εκείνα της
αποζημίωσης των μηχανημάτων της ΕΕΠΚ. Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως ενδεχομένως ο Deter
επιδίωκε να «φουσκώσει» κάπως την αξία των μηχανημάτων, είναι προφανές πως στην φτωχή
Ελλάδα του μειωμένου εργατικού κόστους και των επιχειρήσεων εντάσεως εργασίας, ακριβά και
περίπλοκα μηχανήματα σχετικά τελευταίας τεχνολογίας κόστιζαν πολύ περισσότερο από τις αμοιβές
χιλιάδων εργατών και έφταναν ύψη που ήταν αξιοπρόσεκτα ακόμα και για όλόκληρο τον
προϋπολογισμό της χώρας.

857
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

οποία και απασχολούσαν πολύ περισσότερους εργάτες – το πρόγραμμα κατασκευής


τσιμεντοπλοίων θα ήταν από τα ακριβότερα και από τα πλέον μακροβιότερα.

11.8 Η τύχη των τσιμεντοπλοίων του Περάματος


Η καθυστερήσεις του 1941-42 και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα πρώτα σκάφη, είχαν
ως συνέπεια τα πρώτα τέσσερα τσιμεντόπλοια να αργήσουν κάπως να τεθούν σε υπηρεσία.
Τα πρώτα 3 σκάφη εντάχθηκαν στον στόλο της MMR τον Απρίλιο, με την οποία θα έκαναν
και τα περισσότερα ταξίδια τους.1534 Μόνο το πρώτο από τα σκάφη αυτά πρέπει να είχε
χρησιμοποιηθεί πριν την είσοδο του Reikosee και των γερμανικών εταιρειών στα ελληνικά
ναυπηγικά προγράμματα και τις θαλάσσιες μεταφορές του Αιγαίου. Το “Pionier 1”
χρησιμοποιόταν για τη μεταφορά τσιμέντου προς τα ναυπηγεία από τις αρχές του 1943,
ενώ αναμενόταν πως η αύξηση της παραγωγής του προγράμματος θα απαιτούσε τη χρήση
και άλλων πλοίων για τέτοιες μεταφορές.1535 Την ίδια περίπου περίοδο οι Γερμανοί
σχεδίαζαν το πρώτο δοκιμαστικό ταξίδι τσιμεντοπλοίου στην ανοικτή θάλασσα (και
συγκεκριμένα προς την Κρήτη), με στόχο να αποκομίσουν την απαραίτητη πρακτική
εμπειρία πριν τη μαζική χρήση των τσιμεντοπλοίων σε ταξίδια ανοικτής θάλασσας.1536
Μέχρι να κριθούν αξιόπλοα για την ανοικτή θάλασσα, τα πρώτα σκάφη έκαναν
μικρότερες διαδρομές σχετικά κοντά στην ξηρά. Δεν είναι γνωστές περισσότερες
λεπτομέρειες για τα ταξίδια που τα πλοία αυτά πραγματοποίησαν πριν το τελευταίο
τρίμηνο του 1943. Συνολικά όμως, από την 1η Οκτωβρίου μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1943
τα πρώτα 5 σκάφη ταξίδεψαν περίπου 2.200 χιλιόμετρα, μεταφέροντας 4.000 τόνους
υλικού για τις στρατιωτικές ανάγκες σε Πελοπόννησο, Αττική, Εύβοια και Θεσσαλία.
Περίπου τα μισά – τόσο σε χιλιόμετρα και όσο και σε φορτίο – ταξίδια είχαν γίνει τον
Δεκέμβριο. Τα περισσότερα χιλιόμετρα καθώς και τον μεγαλύτερο όγκο φορτίου μετέφεραν
τρία από τα πέντε αυτά πλοία: το “Pionier 1”, και τα “General Meise 1” και “2”, που μαζί

1534
Το “Pionier 1” εντάχθηκε στις 17/4/1943, το “Pionier 2” στις 23/4/1943 και το “General Meise 2”
στις 14/4/1943. BArch, R 147/147, “Übernommene Motorsegler”. Ο πίνακας περιλαμβάνει δεκάδες
μηχανοκίνητα ιστιοφόρα από 20 μέχρι 600 τόνους, αλλά βεβαίως τα τρία αυτά τσιμεντόπλοια (τα
μοναδικά σκάφη του πίνακα, για τα οποία δεν αναφέρεται αριθμός νηολόγησης ή τονάζ) δεν ήταν
μηχανοκίνητα ιστιοφόρα (Motorsegler).
1535
AA-PA, R 29614, τηλεγράφημα (αρ. 1093) Neubacher προωθημένο από Altenburg, 6/4/1943
(έγγραφο υπ. αρ. 279).
1536
AA-PA, R 29614, έγγραφο υπ. αρ. 279, τηλεγράφημα 6/4/1943.

858
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ξεπέρασαν τα 2.000 χιλιόμετρα και τους 3.000 τόνους στη διάρκεια των τριών εκείνων
μηνών.1537
Οι παράκτιοι πλόες συνεχίστηκαν και το επόμενο έτος. Το κυριότερο φορτίο, εκτός
από το τσιμέντο για το ναυπηγείο, ήταν άνθρακας και μετάλλευμα από όσα ορυχεία της
περιοχής δεν είχαν ακόμα διακόψει τη λειτουργία τους λόγω της δράσης των ανταρτών.1538
Πολύ μικρότερες διαδρομές ασφαλώς θα έκανε το «General Jakob 1” που προοριζόταν και
αυτό για χρήση στο ναυπηγείο ως πλωτός γερανός.1539
Τα ταξίδια στην ανοικτή θάλασσα άργησαν να γίνουν πραγματικότητα. Το
σχεδιαζόμενο για το 1943 ταξίδι στην Κρήτη ίσως δεν πρέπει να πραγματοποιήθηκε τότε,
αφού τον Ιούνιο του επόμενου έτους αναφέρεται και πάλι πως η τελική κρίση για τη
δυνατότητα των σκαφών να πλέουν σε ανοικτή θάλασσα θα δινόταν μετά το ταξίδι που θα
πραγματοποιούσε στην Κρήτη κατά το δεύτερο μισό του μήνα το πλέον πρόσφατα
ολοκληρωμένο τσιμεντόπλοιο.1540
Τον Ιούνιο – Ιούλιο του 1944 έγινε πάντως το πρώτο ταξίδι προς τα νησιά του
Ανατολικού Αιγαίου. Το “General Meise 4” απέπλευσε από το Πέραμα προς τη Μυτιλήνη
στις 25 Ιουνίου, φορτωμένο με 229,34 τόνους φορτίου (201,84 τόνους σιταριού και 1.203
άδεια βαρέλια) και στις 28 έφτασε στον Βόλο (με μια μικρή στάση στη Χαλκίδα), έχοντας
πλεύσει με μέση ταχύτητα 5,1 κόμβων (υψηλότερη από εκείνη που αναγράφεται ως
προβλεπόμενη σε κάποια γερμανικά έγγραφα της εποχής). Μερικές ώρες αργότερα έφυγε

1537
BA-MΑ, RH 19-VII-71, „Bauvorhaben…“. Τα τελευταία σκάφη είχαν φαίνεται ολοκληρώσει τον
εξοπλισμό τους αρκετά αργά για να προλάβουν να πραγματοποίσουν αρκετούς πλόες μέσα στο
1943.
1538
Για τη μεταφορά τέτοιων φορτίων τουλάχιστον, τα σκάφη αυτά κρίθηκαν επιτυχημένα. BA-MA,
RH 19 VII-17D, 4/6/1944, Ia Nr. 5002 geheim, Anlage 52, “Stahlbetonschiffbau“.
1539
BA-MA, RM 7/1234, „Bauprogramm der Betonschiffbaustelle Perama“, Ιούλιος 1944.
1540
BA-MA, RH 19 VII-17D, 4/6/1944, Ia Nr. 5002 geheim, Anlage 52, “Stahlbetonschiffbau“. Είναι
πολύ πιθανό κάποια ταξίδια να πραγματοποιήθηκαν στην Κρήτη το 1944, αλλά αυτά δεν θα πρέπει
να ήταν πολλά και εν πάση περιπτώσει τα τσιμεντόπλοια δεν έκαναν «συνήθως δρομολόγια στην
Κρήτη» όπως αναφέρει ο Γιάννης Γαβρίλης («Τσιμεντόπλοια», στο περιοδικό Εφοπλιστής, τεύχος 16,
Ιούνιος 1993, σσ. 14-17). Εξάλλου οι πληροφορίες του άρθρου, μάλλον βασιζόμενες αποκλειστικά σε
προφορικές μαρτυρίες, περιέχουν και άλλες αναφορές που δεν φαίνεται να επαληθεύονται –
τουλάχιστον συνολικά – όπως ότι «αρκετά» βούλιαξαν επιτόπου και άλλα ταξίδεψαν για λίγα λεπτά
πριν γεμίσουν νερό. Αν και όπως είδαμε δεν αποκλείεται τελείως κάποιο να πήρε πράγματι νερό
κατά την καθέλκυσή του, είναι βέβαιο πως οι αναφορές που θέλουν «πολλά» ή «αρκετά» σκάφη να
βουλιάζουν μόνα τους λόγω κακοτεχνιών αποτελούν υπερβολές.

859
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

για Μυτιλήνη όπου έφτασε δύο ημέρες αργότερα, φόρτωσε 1.350 βαρέλια ελαιόλαδο και
στις 4 Ιουλίου το βράδυ ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής, για να φτάσει στον Πειραιά στις
9 του μήνα, μετά από μια στάση μιας ημέρας στη Χαλκίδα. Τα συμπεράσματα του
κυβερνήτη ήταν πως το σκάφος είχε κάποια προβλήματα, αλλά γενικά ήταν υπό
προϋποθέσεις αξιόπλοο. Η διαρρύθμιση για παράδειγμα των αμπαριών δεν ήταν ιδανική, η
πόρτα του μηχανοστασίου και οι καταπακτές των αμπαριών δεν ήταν υδατοστεγείς,
κουνούσε πολύ και το κατάστρωμα είχε διαρροές με συνέπεια το σκάφος να έχει πάρει λίγο
νερό από τα κύματα κατά το ταξίδι. Επιπλέον χρειαζόταν αρκετή προσοχή κατά την
προσέγγιση στην προβλήτα ώστε να μην προσκρούσει με δύναμη και ραγίσει το τσιμέντινο
σκαρί του πλοίου. Για λόγους ασφαλείας κρινόταν απαραίτητο να υπάρχουν στο σκάφος
απαραίτητα υλικά (τσιμέντο, δοκάρια, σανίδες κλπ) ώστε να μπορεί αυτό να επισκεάζει
άμεσα τις πιθανές ρωγμές. Σε γενικές γραμμές όμως το σκάφος κρινόταν κατάλληλο για
τέτοιου είδους ταξίδια αρκεί να μην ταξίδευε σε ταραγμένη θάλασσα (άνω των 6
μποφόρ).1541 Οι τελευταίοι τύποι τσιμεντοπλοίων είχαν μάλλον βελτιώσει κάποια από τα
χαρακτηριστικά αυτά.
Λίγα από τα ταξίδια των τσιμεντοπλοίων είχαν να κάνουν με μεταφορά ελαιολάδου ή
άλλων τροφίμων και ακόμα λιγότερα δεν αφορούσαν την τροφοδοσία της Wehrmacht ή
των πολεμικών εργοστασίων. Η δικαιολογία πάντως της κατασκευής των σκαφών αυτών με
σκοπό τη μεταφορά τροφίμων προς όφελος του ελληνικού πληθυσμού χρησιμοποιήθηκε
συχνά από τους κατασκευαστές στο μεταπολεμικό Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών. Εκεί μάλιστα
αναφέρθηκε ως χαρακτηριστικό παράδειγμα και το ταξίδι της Μυτιλήνης, ενώ
αποσιωπήθηκε κάθε άλλη χρήση των τσιμεντοπλοίων (πχ. μεταφορά μεταλλευμάτων) που
θα έκανε προφανέστερο το όφελος των γερμανικών δυνάμεων από την κατασκευή τους.1542

1541
BA-MA, W 04/18680, “Erfahrungen ‚General Meise 4‘ von Piräus nach Mytinini und zurück“,
Athen, 10/7/1944. Το ταξίδι αναφέρεται και σε άλλο γερμανικό έγγραφο ως επιτυχημένη μεταφορά
200 τόνων ελαιόλαδου από τη Μυτιλήνη (BA-MA, RW 29/93, Wehrwirtschaftstab Griechenland,
„Lagebericht Griechenland“, Athen, 17/7/1944). Μάλλον στο ταξίδι αυτό αναφέρεται η πληροφορία
που έφτασε στις βρετανικές υπηρεσίες ότι στις 5 Ιουλίου ένα τσιμεντόπλοιο έκανε για πρώτη φορά
ταξίδι στο «εξωτερικό Αιγαίο». Βλ. TNA, WO 204/8851, Combined Economic Warfare Agencies
A.F.H.W., “Weekly notes of economic intelligence relating to enemy occupied territory in the
Mediterranean Theatre”, Issue No. 25, 14/8/1944.
1542
Βλ. π.χ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 6/1945, δίκη αρ. 607-8 &638, κατάθεση Ι.Α.: «Οι Γερμανοί
το 1941 είχον ειπεί ότι καταστραφείσης της Ελληνικής ατμοπλοΐας, υπό της Γερμανικής αεροπορίας,
επιθύμουν να κατασκευαστούν πλοία δια την μεταφοράν τροφίμων εις ημάς» και πρακτικά τόμος
1/1947, αρ. 67-68, κατάθεση Ι.Λ., ο οποίος μάλλον αναφερόμενος στο ταξίδι της Μυτιλήνης

860
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ωστόσο τα περισσότερα τσιμεντόπλοια δεν πρόλαβαν να αξιοποιηθούν ουσιαστικά


πριν συναντήσουν το τέλος τους. Το πρώτο που βυθίστηκε ήταν και το πρώτο που
κατασκευάστηκε: μετά από αρκετά ταξίδια, το “Pionier 1” έπεσε στις 9 Ιουλίου «στα χέρια
των παρτιζάνων» (προφανώς του ΕΛΑΝ) στη Λίμνη Ευβοίας και μάλλον βούλιαξε. Περίπου
1,5 μήνα αργότερα το “General Meise 5” είχε την ίδια τύχη βυθιζόμενο στην Εύβοια,
μάλλον πάλι από αντάρτες του ΕΛΑΝ.1543 Μέχρι τον Οκτώβριο δύο ακόμα σκάφη (τα
“General Meise 3” και “4” θα βυθίζονταν από συμμαχικά αεροσκάφη στον Ευβοϊκό και
άλλο ένα (το “Achilles”) από βρετανικό αντιτορπιλικό. Τουλάχιστον ακόμα 2 σκάφη
(“General Jakob 3” και “General Lambert”), βυθίστηκαν στον Βόλο από αεροσκάφη ενώ
πιθανότατα και το “General Meise 1” βυθίστηκε επίσης λίγο έξω από τον Βόλο. Την ίδια
τύχη είχε και το “General Jakob 2” στον Πειραιά, ενώ οι ίδιοι οι Γερμανοί βύθισαν
τουλάχιστον 3 σκάφη στο ίδιο λιμάνι για να εμποδίζουν στη ναυσιπλοΐα (το “Pionier 2” και
τους «στρατηγούς» “Meise 2” και “Förtsch”).1544 Δύο ακόμα από τα τελευταία (μάλλον

βεβαίωνε ότι μόνο δύο τσιμεντόπλοια χρησιμοποιήθηκαν, το ένα «διετέθη εις τον Ερυθρόν Σταυρόν
και το άλλο μετέφερε υλικά εις Πέραμα». Ο μάρτυρας υπεράσπισης Π.Π. της πρώτης δίκης δήλωνε
ότι αμφέβαλλε «εάν και εν εκ των όσων κατασκευάσθηκαν πλοίων (τον αριθμό δεν γνωρίζω)
διέπλευσεν το Κρητικόν πέλαγος», ενώ ο Α.Π. πίστευε πως το πρώτο τουλάχιστον από τα σκάφη
αυτά για το οποίο και γνώριζε δεν χρησιμοποιήθηκε καν. Σπανιότερα αναφέρθηκε στις δίκες πως ένα
σκάφος χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες του ναυπηγείου, αλλά αφού η κατασκευή των
τσιμεντοπλοίων παρουσιαζόταν ως ανούσια, το σκάφος αυτό δεν θεωρούνταν από την υπεράσπιση
ότι είχε βοηθήσει ουσιαστικά τους κατακτητές. Στις δίκες αυτές ασφαλώς η κατηγορούσα αρχή δεν
είχε στη διάθεσή της τα γερμανικά έγγραφα που αποδείκνυαν τα ταξίδια που τα σκάφη
πραγματοποίησαν για λογαριασμό των δυνάμεων κατοχής.
1543
BA-MA, RM 7/1234, „Bauprogramm der Betonschiffbaustelle Perama“, Ιούλιος 1944 και Gröner,
Erich: Die deutschen Kriegsschiffe, 1815-1945, Band 7: Landungsverbände (II)…, σελ. 147 (όπου όμως
η τοποθεσία αναφέρεται λανθασμένα ως “Simni”). Στις πηγές δεν αναφέρεται ρητά το ΕΛΑΝ, αλλά
ήταν το μόνο αντάρτικο ναυτικό στην περιοχή.
1544
Gröner, Erich: Die deutschen Kriegsschiffe, 1815-1945, Band 7: Landungsverbände (II)…, σσ. 147-
148. Για το “Achilles” αναφέρει την τοποθεσία βύθισής του «μεταξύ Λέρου και Θεσσαλονίκης». Σε
έκθεση του ΕΛΑΣ (54 Σύνταγμα Πεζικού) αναφέρεται η βύθιση το μεσημέρι στις 16 Οκτωβρίου 6
καϊκιών και «του τσιμέντινου πλοίου», καθώς και μιας αεροακάτου και της σκάλας των
σιδηροδρόμων στο λιμάνι του Βόλου από αεροπορικό βολβαρδισμό. Πληροφορίες που έφταναν
στον ΕΛΑΣ στις 13/10/44 έκαναν λόγο για εντολή του γερμανικού φρουραρχείου να αυτοβυθιστούν
σκάφη ώστε να μπλοκαριστεί το λιμάνι. Ωστόσο το τσιμεντόπλοιο που βυθίστηκε έφτασε εκεί
προερχόμενο από τη Χαλκίδα δύο μέρες μετά την πληροφορία και βυθίστηκε άμεσα από τα
ος
αεροσκάφη. ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), Τόμος 4 , «Αντάρτικη οργάνωση

861
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κάποια που δεν είχαν ακόμα προλάβει να εξοπλιστούν) αναφέρεται ότι ανατινάχθηκαν από
τους Γερμανούς στις 11 Οκτωβρίου 1944,1545 ενώ το “General Herrmann” βρισκόταν όπως
είδαμε στο Πέραμα. Δεν είναι γνωστή η ακριβής τύχη των υπολοίπων, αλλά κανένα δεν
φαίνεται να διασώθηκε μεταπολεμικά σε καλή κατάσταση. Κάποια που δεν είχαν
ολοκληρώσει τον εξοπλισμό τους ή ενδεχομένως όσα ήταν μισοβυθισμένα σε λιμάνια
κατέληξαν να χρησιμοποιηθούν ως λιμενοβραχίονες σε διάφορα λιμάνια της χώρας, όπως
για παράδειγμα στη Ραφήνα.1546

11.9 Οι κατασκευαστές

Όπως προαναφέρθηκε, την κατασκευή των τσιμεντοπλοίων ανέλαβαν ελληνικές


εργολαβικές εταιρείες. Εξάλλου τα τσιμεντόπλοια ουσιαστικά χτίζονταν σαν κτήρια και δεν
απαιτούνταν ιδιαίτερες ναυπηγικές γνώσεις για το μεγαλύτερο τμήμα της κατασκευής τους.
Κάποιες από αυτές ήταν ήδη αρκετά γνωστές στον προπολεμικό κόσμο των κατασκευών και
των δημοσίων έργων, αφού ήταν από τις σχετικά μεγάλες της χώρας και είχαν αναλάβει
αρκετά σημαντικά έργα πριν την Γερμανική εισβολή. Αρκετές από αυτές συνέχισαν μάλιστα
να αναλαμβάνουν και παραδοσιακές εργολαβίες (δρόμους κλπ) κατά τη διάρκεια της
κατοχής, τόσο από τους Ιταλούς όσο και από τους Γερμανούς. Έτσι η μελέτη του
προγράμματος των τσιμεντοπλοίων και των εταιρειών που ασχολήθηκαν με αυτό μας
επιτρέπει να κινηθούμε ταυτόχρονα στον ναυπηγικό και στον κατασκευαστικό κόσμο.
Τα συμβόλαια για την κατασκευή των τσιμεντοπλοίων υπογράφονταν με τους
αρμόδιους Γερμανούς αξιωματικούς και περιελάμβαναν ειδική ρήτρα πως τα σχέδια των
σκαφών «λόγω του εμπιστευτικού περιεχομένου θα παραδοθώσιν κατόπιν ειδικού

ΕΛΑΣ», Έκδοση Διεύθυσνης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998, σσ. 280-281 (ηλεκτρονικής έκδοσης).
Στον ίδιο τόμο υπάρχουν αρκετές αναφορές για τη δράση του ΕΛΑΝ αλλά κανένα από τα γερμανικά
σκάφη με τα οποία συγκρούστηκαν οι δυνάμεις του δεν περιγράφεται με αρκετή λεπτομέρεια ώστε
να επιτρέψει την αναγνώριση του “Pionier 1” και του “General Meise 5”.
1545
Από την ανατίναξη φαίνεται ότι σκοτώθηκε και ένας Έλληνας ψαράς. Βλ. Γ. Γαβρίλη:
«Τσιμεντόπλοια», στο περιοδικό Εφοπλιστής, τεύχος 16, Ιούνιος 1993, σσ. 14-17. Ο Gröner αναφέρει
πως πιθανώς τα τρία «τρωικά» να «καταστράφηκαν στα νεωλκεία τους».
1546
Το σκάφος αυτό σε παλιότερες φωτογραφίες μοιάζει για κάποιο από τα μεγάλα της κλάσης ΙΙΙ,
και πιθανώς να πρόκειται για όποιο από τα “Ajax” ή “Agamemnon” δεν πρόλαβε τελειώσει τον
εξοπλισμό του. Σήμερα δύσκολα πλέον ξεχωρίζει.

862
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

πρωτοκόλλου».1547 Εκτός των σχεδίων, από τους Γερμανούς προέρχονταν, όπως είδαμε, τα
υλικά αλλά και τα τρόφιμα των εργατών.
Δεν έχουν εντοπιστεί οι πληροφορίες για την κατασκευάστρια εταιρεία κάθε
συγκεκριμένου σκάφους, όμως γνωρίζουμε ποιες ήταν γενικά οι κατασκευάστριες εταιρείες
του προγράμματος. Το πρώτο τσιμεντόπλοιο (“Pionier 1”) κατασκευάστηκε από την ΓΕΤΕ,
ενώ τα επόμενα δύο από τις «Τέκτων» και ΝΕΒΑ.1548 Στα τέλη του 1943 ένα σκάφος φέρεται
να κατασκευαζόταν από μια μάλλον άγνωστη εταιρεία («Βέγκου» ή «Βέγκον»), ενώ ο Ι.
Κριεζής είχε ήδη κατασκευάσει 4, το τελευταίο από τα οποία (420 τόνων) σχεδιαζόταν να
καθελκυστεί τον Νοέμβριο (πρέπει να πρόκειται για ένα από τα “General Jakob”, πιθανώς
το 3 που τελικά καθελκύστηκε τον Δεκέμβριο). Ένα ακόμα σκάφος 685 τόνων (μάλλον
πρόκειται για το “Hektor” που τελικά δεν πρέπει να ολοκληρώθηκε) καθυστερούσε λόγω
έλλειψης ξυλείας και μετάλλου. Ο Ξανθόπουλος είχε δύο σκάφη υπό κατασκευή, το ένα
από τα οποία αναφέρεται ως 400 τόνων (ενδεχομένως να είναι το 440 τόνων “General
Lambert”) και το άλλο ως 420 τόνων (το “General Förtsch”). Η «ΝΕΒΑ» (στο έγγραφο
αναφέρεται μάλλον λανθασμένα ως «Negan») καθέλκυσε το τρίτο της σκάφος στις 6
Νοεμβρίου (μάλλον το “General Jakob 1”). Ο «Τέκτωνας» προβλεπόταν να καθελκύσει ένα
σκάφος 420 τόνων στις 22 Νοεμβρίου (πιθανότατα τον “General Jakob 2”), ενώ είχε
ξεκινήσει την κατασκευή του τέταρτου σκάφους του, που αναφερόταν ότι θα ήταν ανάμεσα
σε 300 και 500 τόνους (μάλλον πρόκειται για το 520 τόνων “General Banzig” που στα σχέδια
του 1943 αναφέρεται ως 500 τόνων, ή ίσως για το πρώτο “Festungspionier”). Τέλος η
εταιρεία του Μεϊδάνη ετοιμαζόταν την περίοδο εκείνη να ξεκινήσει την κατασκευή του
δικού της σκάφους.1549 Όπως φαίνεται από έγγραφα της εταιρείας, ο Μεϊδάνης πρέπει να

1547
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση Π.Τ..
1548
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση Ι.Α..
1549
TNA, WO 204/8852, Political Intelligence Centre (Middle East), “Monthly report of economic
intelligence relating to enemy occupied territory in the South-eastern Europe”, Issue No. 9,
15/1/1944. Οι βρετανικές πληροφορίες αναφέρουν και την κατασκευή κάποιων τσιμεντόπλοιων στο
Σκαραμαγκά πριν την κορύφωση του προγράμματος το 1943, πληροφορία που δεν έχει προς το
παρόν επαληθευτεί και πιθανώς να είναι λανθασμένη. Ωστόσο όσον αφορά τους κατασκευαστές στο
Πέραμα την περίοδο αυτή φαίνεται οι πληροφορίες να είναι σωστές στο μεγαλύτερό τους ποσοστό,
πιθανότατα γιατί υπήρχαν διαρροές ακόμα και από τους ίδιους τους Έλληνες κατασκευαστές. Για την
εταιρεία «Βέγκου» δεν έχει εντοπιστεί κάτι συγκεκριμένο στο Ειδικό Δικαστήριο και υπάρχουν
κάποιες αμφιβολίες για το αν η πληροφορία σχετικά με την ανάμιξή της στο πρόγραμμα – ή ακόμα
και την ύπαρξή της – είναι σωστή. Δεν αποκλείεται να πρόκειται απλώς για σύγχυση με την ΝΕΒΑ.
Κάποιες αναφορές στο δικαστήριο κάνουν λόγο και για συμμετοχή των Ξανθόπουλου –

863
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ανέλαβε τελικά περισσότερα από ένα σκάφη.1550 Για τα σκάφη 4 ως 8 (“General Meise” 1, 5,
3, 4 και “General Herrmann”) δεν αναφέρεται ρητά κατασκευαστής. Όπως όμως προκύπτει
από τους αριθμούς των σκαφών που κατασκεύασε κάθε εταιρεία σύμφωνα με το έγγραφο,
δύο από τα σκάφη αυτά πρέπει κατασκευάστηκαν από τον Κριεζή, ένα από τη ΝΕΒΑ, ένα
από τον «Τέκτονα» και ένα είναι αβέβαιου κατασκευαστή.1551
Ενδιαφέρον προκαλεί η απουσία της ΓΕΤΕ από την αναφορά, της μοναδικής
εταιρείας που δεν αναφέρεται, γεγονός που ενδεχομένως να προδίδει και την προέλευσή
της από τον «Κόδρο» και όχι από κάποια υποκλοπή γερμανικού σήματος. Όπως θα δούμε ο
Αβέρωφ, μέτοχος της ΓΕΤΕ ήταν βασικό στέλεχος του «Κόδρου» και είχε συμφέρον να
αποκρύψει την συμμετοχή της εταιρείας του στο πρόγραμμα. Μια ακόμα αναφορά για μια
επίσης ελάχιστα γνωστή εταιρεία (S.A.V.I.O., με έδρα στη λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως
του Πειραιά) την εμφανίζει να έχει στενή συνεργασία με τους Γερμανούς από το 1942 και
να συμμετέχει στο πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων.1552 Ωστόσο, αν και η εταιρεία

Κατσουρόπουλου στο πρόγραμμα, ωστόσο είναι πολύ πιθανό ότι συγχέουν τους δύο Ξανθόπουλους.
Σύμφωνα με την έκθεση του ναυπηγείου για το 1943, δεν φαίνεται να υπήρχε έτοιμο καλούπι για
σκάφη 685 τόνων, και πιθανότατα η έλλειψη ξυλείας δεν επέτρεπε καν το μπετονάρισμα του
“Hektor”. Η αναφορά της έκθεσης του 1944 ωστόσο στην οποία το σκάφος εμφανιζόταν
προγραμματισμένο να ολοκληρωθεί το καλοκαίρι του 1945, ίσως αποτελεί ένδειξη ότι οι
κατασκευαστές είχαν προμηθευτεί κάποια υλικά ώστε να (ξανά)ξεκινήσει η κατασκευή του σκάφους.
Είναι πάντως μάλλον απίθανο να πρόλαβε να καθελκυστεί.
1550
Επιστολή για παράδειγμα της «Κων. Μεϊδάνης και Σία» τον Ιανουάριο 1944 κάνει λόγο για
εκτιμώμενη αποπεράτωση του υπό κατασκευή τσιμεντοπλοίου της στα τέλη Μαρτίου 1944, ενώ σε
άλλη επιστολή στις 4 Απριλίου 1944 η εταιρεία κάνει λόγο για ολοκλήρωση των έργων τον Δεκέμβριο
(ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ66Φ4399). Στο γερμανικό πρόγραμμα του Δεκεμβρίου 1943 τα δύο σκάφη που
προβλέπονταν για καθέλκυση στο δεύτερο μισό του Μαρτίου 1944 ήταν τα 520 τόνων “General
Speidel” και “General Felmy”, ωστόσο η καθέλκυσή τους δεν έγινε και στο πρόγραμμα του
καλοκαιριού 1944 υπολογίζονταν να καθελκυσθούν τον Σεπτέμβριο Οκτώβριο, πράγμα που μάλλον
δεν πρόλαβε να γίνει. Ωστόσο η εταιρεία παραπέμφθηκε με την κατηγορία της ολοκλήρωσης δύο
σκαφών, οπότε (ακόμα και αν είχε επιπλέον αναλάβει κάποιο από τα συγκεκριμένα σκάφη) φαίνεται
πως ο Μεϊδάνης πρόλαβε να καθελκύσει δύο άλλα τσιμεντόπλοια.
1551
Η διατύπωση είναι λίγο ασαφής στις βρετανικές πληροφορίες (δεν είναι βέβαιο αν μετράνε τον
«Έκτορα» στα 4 σκάφη που κατασκεύαζε αφού η ναυπήγησή του είχε σταματήσει) και ενδέχεται να
είναι και το τελευταίο σκάφος κατασκευής του Κριεζή.
1552
TNA, WO 204/12766, “Collaborationists Shipbuilding Firms”, 10/2/1946. Tο ίδιο έγγραφο υπάρχει
και στο NARA, RG 226, WASH-SPDF-INT-1, Docs 3901-3949, (Box 18 Folder 3). Δυστυχώς δεν έχουν

864
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

συμπεριλαμβάνεται στις ναυπηγικές, η τοποθεσία ίσως υποδηλώνει ότι δεν ναυπηγούσε η


ίδια σκάφη αλλά κατασκεύαζε απλώς κάποια σημαντικά εξαρτήματα. Δεν υπάρχουν αρκετά
στοιχεία για τους κατασκευαστές των υπολοίπων σκαφών, αλλά μάλλον πρόκειται για τις
ίδιες εταιρείες οι οποίες είναι γνωστό πως συνέχισαν τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα
και το 1944.1553
Φαίνεται λοιπόν ότι τα τσιμεντόπλοια κατασκεύαζε σχετικά μικρός αριθμός
εργολαβικών εταιρειών, στις οποίες αναλογούν σημαντικά ποσά από τις συνολικές δαπάνες
του προγράμματος. Εξάλλου, το μεγαλύτερο μέρος του τεχνικού κόσμου φαίνεται ότι δεν
εργάστηκε στο αντικείμενό του επί κατοχής, είτε από επιλογή, είτε γιατί υπήρχαν κάποιες
εταιρείες που προτιμούνταν από τις αρχές κατοχής και την «Ελληνική Πολιτεία». Όπως
τουλάχιστον καταθέτει μηχανικός, από τα περίπου 4.000 μέλη του ΤΕΕ, εργάστηκε μια
μειονότητα (ο ίδιος αναφέρει μόνο «γύρω στα 150»), ενώ κάποιες από τις άλλες μεγάλες
εταιρείες του κλάδου που θα μπορούσαν να έχουν συμμετοχή είτε στο πρόγραμμα αυτό
είτε σε άλλα έργα των αρχών κατοχής φαίνεται να μην εργάστηκαν.1554 Ακόμα και ο αριθμός
μελών του ΤΕΕ που ανέφερε ο μηχανικός είναι σημαντικά χαμηλότερος του πραγματικού
(εξάλλου η εφορία είχε στοιχεία για τουλάχιστον 750), φαίνεται πως πολλοί ήταν αυτοί που
δεν ήθελαν να εργαστούν (τουλάχιστον απευθείας) για τους Γερμανούς και μπόρεσαν να το
αποφύγουν.1555 Οι όποιες δικαιολογίες λοιπόν των εταιρειών ότι δεν είχαν άλλη επιλογή
παρά να κατασκευάσουν τα σκάφη αυτά για τους Γερμανούς δεν πείθουν καθόλου.

προς το παρόν εντοπιστεί περισσότερες λεπτομέρειες για την εταιρεία και τον χαρακτήρα της
συμμετοχής της στο πρόγραμμα.
1553
Όπως θα δούμε για παράδειγμα παρακάτω υπάρχουν κάποιες αναφορές στις δίκες των
κατασκευαστών για τουλάχιστον ένα ακόμα σκάφος του Κριεζή το 1944. Ωστόσο οι καταθέσεις δεν
είναι πάντα ακριβείς και κάποιες φορές αντικρούουν η μία την άλλη.
1554
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση Α.Κ.. Είναι πολύ πιθανό ότι
αρκετοί ακόμα επέλεξαν να εργαστούν με μισθό σε άλλες επιχειρήσεις, όχι πάντα στο αντικείμενό
τους. Ο αριθμός αυτός (που πιθανότατα προέρχεται από την επιτροπή αυτοκάθαρσης του
Επιμελητηρίου) μάλλον υποτιμά συνειδητά τον αριθμό όσων εργάστηκαν σε δευτερεύοντα κυρίως
έργα. Ο μάρτυρας αναφέρει ως μεγαλύτερες εταιρείες που δεν εργάστηκαν «καίτοι εκλήθησαν προς
τούτο» τις «Προμηθέα», «Περ. Τριανταφυλλίδη», «Ράζελο» [μάλλον εννοεί «Μάτσα – Ράζελο»] κλπ.
Φαίνεται πάντως πως οι κατακτητές έδειχναν γενικά μια προτίμηση σε κάποιες μεγάλες
κατασκευαστικές, τουλάχιστον στην αρχή της κατοχής.
1555
ΓΑΚ, Αρχείο Τσουδερού, αποστολή Γ΄, φάκελος 7, Κεντρική Οικον. Εφορία Ελέγχου, «Περί των
συγκεντρωθέντων στοιχείων και του εν γένει έργου της εφορίας» 13/10/1944.

865
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δεν είναι όμως όλοι εργολάβοι εμπλεκόμενοι στον ίδιο βαθμό ούτε φαίνεται να
είχαν την ίδια στάση απέναντι στις αρχές κατοχής. Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς
σχετικά εύκολα δύο βασικές κατηγορίες: α) τις περιπτώσεις ολόθερμης συνεργασίας
γερμανόφιλων και ιδεολογικά φιλικών στο ναζισμό και τον φασισμό προσώπων και β) τις
περιπτώσεις που ενδιαφέρονται κυρίως για να αυξήσουν τα κέρδη τους όπως θα έκαναν
και σε περίοδο ειρήνης.1556 Ωστόσο η διάκριση δεν είναι πάντα εύκολη, ενώ υπάρχουν και
περιπτώσεις επιχειρηματιών που ξεπερνούν τα όρια αυτά και αλλάζουν συμπεριφορές
ανάλογα με την περίοδο της κατοχής. Δεν πρέπει λοιπόν κανείς να τα θεωρεί ως αυστηρή
τυπολογία με χαρακτηριστικά φυσικών νόμων, αλλά ως βοηθητικό εργαλείο για την
κατανόηση του φαινομένου της οικονομικής συνεργασίας.
Στην περίπτωση λοιπόν που εξετάζουμε εδώ αναλυτικά, στο πρόγραμμα
τσιμεντοπλοίων, έχουμε έναν χαρακτηριστικό αντιπρόσωπο της πρώτης κύριας κατηγορίας
(τον Ξανθόπουλο) και αρκετούς της δεύτερης. Συναντάμε όμως και μια περίπτωση που
μοιάζει να διαφέρει κάπως από τις υπόλοιπες: Είναι η περίπλοκη περίπτωση της ΓΕΤΕ, που
συνδυάζει από τη μία πλευρά αυτοπεριορισμούς, έλλειψη εμφανούς προτίμησης προς τη
ναζιστική Γερμανία, ακόμα και ανάμιξη μέλους της σε αντιστασιακές δράσεις, και από την
άλλη σημαντικά κέρδη, ειδικά κατά την πρώτη περίοδο και ουσιαστικά εθελοντική
συμμετοχή σε γερμανικά προγράμματα. Αυτές οι δύο περιπτώσεις αποτελούν τα δύο άκρα
του φάσματος της οικονομικής συνεργασίας που θα συναντήσουμε στο πρόγραμμα των
τσιμεντοπλοίων και ως εκ τούτου είναι εκείνες με τις οποίες θα ασχοληθούμε κάπως
αναλυτικότερα στη συνέχεια, ενώ θα ακολουθήσουν και συντομότερες παρουσιάσεις των
περισσότερων από τις υπόλοιπες κατασκευαστικές εταιρείες για τις οποίες υπάρχουν
επαρκή στοιχεία.1557

Α) Η Γενική Εταιρεία Τεχνικών Εκτελέσεων (ΓΕΤΕ)

Μία από τις πρώτες, αλλά και τις μεγαλύτερες, ελληνικές επιχειρήσεις που ασχολήθηκαν με
τα τσιμεντόπλοια επί κατοχής ήταν η ΓΕΤΕ. Η εταιρεία είχε ιδρυθεί το 1927 και 3 χρόνια

1556
Στο συγκεκριμένο πρόγραμμα δύσκολα θα μπορούσε να βρει κάποιος εταιρεία που να πείθει ότι
είχε ως κίνητρο τον φόβο η την απλή προσπάθεια για μίνιμουμ επιβίωση, αφού οι περιπτώσεις που
λειτουργούσαν με τέτοια κίνητρα δεν προτιμούσαν την εθελοντική και αρκετά εκτεταμένη
συμμετοχή τους σε στρατιωτικά προγράμματα.
1557
Οι περιπτώσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές των στρατιωτικών
προγραμμάτων, όχι όμως απαραίτητα και του συνόλου του φαινομένου της οικονομικής
συνεργασίας.

866
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αργότερα είχε συγχωνευθεί με την «Ομόρρυθμο Εταιρεία Τεχνικόν Γραφείον Αδελφ.


Αργυροπούλου». Την δεκαετία πριν τον πόλεμο είχε αναλάβει την κατασκευή έργων όπως
τα υδραυλικά έργα Παμίσου (προϋπολογισμού 33.000.000 δρχ.), τη γέφυρα Κηφισού στο
Νέο Φάληρο (6.000.000), διάφορα οχυρωματικά έργα μεθορίου (53.000.000 δρχ., εκτός
των δωρεάν παραχωρούμενων υλικών), την κατασκευή ναυτικού οχυρού Αράξου
(35.000.000), έργα οδοποιίας (εθνική οδοποιία Προμηθέως, συνολικά 383.000.000) καθώς
και την κατασκευή υπόστεγων αεροπλάνων για το υπουργείο αεροπορίας (36.000.000).
Λόγω του υψηλού ανταγωνισμού στον κλάδο και των δυσκολιών στα έργα που προκάλεσε
η κρίση του 1931-32 και η διακοπή κάποιων μεγάλων έργων οδοποιίας, η εταιρεία είχε
εμφανίσει οικονομικές δυσκολίες κατά το μεγαλύτερο τμήμα της δεκαετίας του ’30, αν και
ο κίνδυνος επιβίωσης του πρώτου μισού της δεκαετίας φάνηκε να ξεπερνιέται σταδιακά
μέχρι την έναρξη του πολέμου.1558
Οι δυσκολίες πάντως δεν είχαν ξεπεραστεί πλήρως και ένας από τους ιδιοκτήτες της
εταιρείας, ο Ι. Αργυρόπουλος, είχε χάσει το 1938 ένα σπίτι, με εκτιμώμενη αξία 800.000
δραχμών, σε πλειστηριασμό λόγω χρεών του προς το Ταμείο Αποδοχών και Ασφαλίσεως
του ορθοδόξου Κλήρου της Ελλάδος ύψους 787.742,5 δραχμών,1559 ενώ ένας άλλος, ο Νικ.
Τοπάλης, ζητούσε εκ μέρους της εταιρείας διακανονισμό με την ΕΤΕ, προκειμένου να
μπορέσει η εταιρεία να πληρώσει μια συναλλαγματική, η μη πληρωμή της οποίας είχε
οδηγήσει κάποια χρόνια νωρίτερα σε αγωγή της Τράπεζας.1560 Όπως έκρινε και η Εθνική
Τράπεζα, κύριος δανειστής της ΓΕΤΕ, η εταιρεία είχε τελευταία αναλάβει κάποια μεγάλα
συμβόλαια και φαινόταν να είναι σε πορεία ανάκαμψης, αλλά η αβεβαιότητα του πολέμου
και η επίταξη αρκετών μηχανημάτων της από τις ελληνικές αρχές (έστω και με
ικανοποιητική αποζημίωση) δημιουργούσε νέες επιφυλάξεις ως προς το μέλλον της. 1561 Τα

1558
Βλ. έκθεση σχετική της Εθνικής Τράπεζας («Αν. Εταιρία ’ΓΕΤΕ’», Μάρτιος 1940) στο ΙΑΕΤΕ,
Α1Σ34Υ5Φ23. Κατά την έκθεση λόγω της διακοπής έργων το 1931 η εταιρεία «διέτρεξε σοβαράν
κρίσιν, κατώρθωσεν εν τούτοις από του 1934 και εντεύθεν βαθμηδόν ν’αναλάβει και να συνεχίσει
την εκτέλεσιν σοβαρωτάτων έργων Εθνικής οδοποιίας και άλλων».
1559
Βλ. την «περίληψη προγράμματος πλειστηριασμού οικίας», αριθμός 2627, σε ένα Δελτίο
Δικαστικών Δημοσιεύσεων του 1938, που βρίσκεται στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ9Φ119.
1560
Η συνυπόχρεη ΓΕΤΕ πρότεινε κρυφά από τον Τοπάλη να μειωθεί απλώς το επιτόκιο και να
καλύψει εκείνη τη διαφορά. Η υπόθεση αφορούσε συναλλαγματική 95.000 δραχμών του 1933
έκδοσης της ΓΕΤΕ και αποδοχής του Τοπάλη. Σύμφωνα με τη τράπεζα ο Τοπάλης δεν είχε περιουσία.
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ77Φ442, «Σημείωμα διά τον κ. Διοικητή», Δικαστικός Σύμβουλος, Αθήνα, 29/5/1940.
1561
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ9Φ119, Υπηρεσία Συγκεντρώσεως Πληροφοριών (της ΕΤΕ): Γενική Εταιρία Τεχνικών
Εκτελέσεων Αδελφοί Αργυρόπουλοι Ανώνυμος Εταιρία ‘ΓΕΤΕ’», Δεκέμβριος 1939 και ΕΤΕ: «Αν.

867
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

έργα στα οποία υπολόγιζε η εταιρεία για το 1940 ήταν ύψους 38.000.000 βάσει
υπαρχόντων συμβολαίων και ακόμα 12.000.000 ως «πρόβλεψη ετέρων έργων».1562
Κύριοι ιδιοκτήτες της εταιρείας ήταν οι αδελφοί Αργυρόπουλοι (με βασικότερο
στέλεχος τον Αλέξανδρο), μέλη οικογένειας με μακρά παράδοση στον κλάδο. Ο Αλέξανδρος
ήταν για ένα διάστημα πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου, ενώ ο πατέρας τους είχε
διατελέσει υπουργός συγκοινωνιών το 1916. Στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης
ήταν επίσης ο Μιχαήλ Αβέρωφ, οι Ι. και Αθ. Ιωαννίδης, ο Νικ. Τοπάλης και ο Κων.
Κρανιώτης.
Φαίνεται πως λόγω του μεγέθους της, αλλά και της μακροχρόνιας συνεργασίας με
μεγάλο γερμανικό οίκο, η εταιρεία ήταν από εκείνες που προσέλκυσαν αμέσως το
ενδιαφέρον των Γερμανών. Η ΓΕΤΕ ήταν ο αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της DYWIDAG (που
την συναντήσαμε παραπάνω να κατασκευάζει γερμανικά τσιμεντόπλοια), από την οποία
είχε εξασφαλίσει την άδεια εκμετάλλευσης της γερμανικής ευρεσιτεχνίας κατασκευής
κελυφών από μπετόν αρμέ. Την τεχνολογία αυτή χρησιμοποίησε η ΓΕΤΕ πριν την κατοχή για
την κατασκευή υπόστεγων αεροσκαφών και από το 1941 στο «χτίσιμο» των
τσιμεντοπλοίων.1563

Εταιρία ’ΓΕΤΕ’», Μάρτιος 1940, στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ23. Μειονεκτήματα θεωρούνταν επίσης η
μεγάλη ταμειακή στενότητα, η συνήθης καταβολή της αξίας των έργων από το Δημόσιο ή ιδιώτες
μετά την ολοκλήρωσή της, ο προσωπικός χαρακτήρας της εταιρείας που χωρίς τα αδέλφια
Αργυρόπουλου μπορεί να κατέρρεε, το σημαντικό μισθολογικό κόστος και ο υψηλός ανταγωνισμός
που μείωνε τα κέρδη της. Τα πλεονεκτήματα εξακολουθούσαν ωστόσο να είναι σημαντικά, ενώ
σύντομα οι απευθείας αναθέσεις, οι προκαταβολές και η μείωση του μισθολογικού κόστους θα
ακύρωναν ουσιαστικά αρκετά από τα μειονεκτήματα.
1562
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ23, έγγραφο 136, «Πρόβλεψις έργων δια το 1940». Η συνολική αξία των
προβλεπόμενων (ενδεχομένως με λίγη αισιοδοξία) έργων ανερχόταν σε 50.000.000, ή περίπου
42.500 χρυσές λίρες με την ισοτιμία της εποχής.
1563
Αλεξ. Ι. Αργυροπούλου: «Εξηγήσεις προς Συναδέλφους», εν Αθήναις 10 Αυγούστου 1947. Το
φυλλάδιο αυτό πρέπει να είχε αρκετά ευρεία κυκλοφορία και το συναντάει κανείς σε αρκετά αρχεία
(π.χ. ΕΛΙΑ, αρχείο οικογένειας Αργυροπούλου, γενεαλογικό δέντρο, ή ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ9Φ119). Στο
φυλλάδιο παρατίθεται αντίγραφο επιστολής το Gösche προς τον «οίκο ΓΕΤΕ Αντιπρόσωπον του
οίκου Dyckerhoff & Widmann» από 15/10/1941, στην οποία εντέλλεται η ΓΕΤΕ, κατόπιν των
συνομιλιών που είχαν, να κατασκευάσει τσιμεντόπλοια βάσει μελετών της DYWIDAG ή της διοίκησης
του Gösche και με συμβόλαια όμοια με εκείνα των άλλων εταιρειών. Αν και είναι σαφές το
γερμανικό αίτημα προς την ΓΕΤΕ (την καλεί μάλιστα να «αποφύγει κάθε παρέλκυση»), η επιστολή
δεν διευκρινίζει ποιος είχε την πρωτοβουλία της αρχικής συνάντησης. Το πιθανότερο είναι να είχε
ενημερωθεί ο Gösche από την γερμανική εταιρεία για το ποιος θα μπορούσε να κατασκευάσει

868
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Οι δυσκολίες που είχαν προκύψει τις πρώτες εβδομάδες της κατοχής από τις
ελλείψεις καυσίμων και μεταφορικών μέσων είχαν οδηγήσει στην διακοπή κάποιων έργων
όπως των υδραυλικών του Σπερχειού, ή της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκη –
Τσάγεζι. Η κρίση που δημιουργήθηκε προσωρινά στην εταιρεία με τις απώλειες έργων και
μηχανημάτων ξεπεράστηκε όμως αρκετά γρήγορα, όταν η εταιρεία επιλέχθηκε από τους
Γερμανούς για κάποια επείγοντα συμβόλαια. Αρχικά αυτά αφορούσαν όπως θα δούμε έργα
οδοποιίας, αλλά σύντομα οι εργασίες της επιχείρησης επεκτάθηκαν και στα γερμανικά
τσιμεντόπλοια, καθώς και σε κάποια άλλα δημόσια έργα που ζητούσαν ή ενέκριναν οι
αρχές κατοχής.
Η άνοδος του πληθωρισμού προξενούσε επιπλέον δυσκολίες στην ΓΕΤΕ, όπως έγινε
και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις εταιρειών που είχαν αναλάβει έργα για την εποχή
εκείνη. Οι δυσκολίες αυτές επιβράδυναν τους ρυθμούς εργασιών και πιθανότατα είχαν ως
αποτέλεσμα και παράπονα των ιδιοκτητών προς τους Γερμανούς (ο Αργυρόπουλος στο
απολογητικό του έγγραφο κάνει λόγο για «αντίδραση στην πρόοδο της εργασίας»). Έτσι
λοιπόν οι γερμανικές αρχές «για να τους δελεάσουν» αποφάσισαν να μεταβάλουν το
σύστημα της εργολαβίας σε ένα θετικότερο προς τους εργολάβους. Ο Αργυρόπουλος
αναφέρει – χωρίς όμως μεγάλη πειστικότητα – πως η μεταβολή αυτή χρησιμοποιήθηκε από
την εταιρεία για την τελική απαλλαγή της από το γερμανικό συμβόλαιο. Φαίνεται ότι είναι
πάντως αλήθεια πως, μετά την καθέλκυση του “Pionier 1”, η ΓΕΤΕ ζήτησε να μην αναλάβει
δεύτερο πλοίο και δεν είχε πλέον καμία εμπλοκή με το πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων. Η
απάντηση του λοχαγού Κόλας, από τη Διοίκηση Έργων του γερμανικού μηχανικού μετέφερε
την προθυμία της γερμανικής υπηρεσίας να απαλλάξει την εταιρεία από τις υποχρεώσεις
της σύμβασης που είχε υπογράψει στις 21/22 Οκτωβρίου 1941, αφού εκκαθαρίζονταν
πρώτα οι όποιες εκκρεμότητες απέμεναν και ολοκληρωνόταν η μεταβίβαση των εργασιών
στον οίκο Κριεζή.1564

τσιμεντόπλοια στην Ελλάδα αλλά, όπως φαίνεται και από την επιστολή, η ΓΕΤΕ δεν ήταν η πρώτη
εταιρεία που εντάχθηκε στο γερμανικό πρόγραμμα, ενώ η εντολή ακολούθησε τις συζητήσεις.
Επιπλέον υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις που ελληνικές εταιρείες επιδίωξαν να πάρουν κάποιο χαρτί
επίταξης από τις αρχές κατοχής. Για τη χρήση του «συστήματος Zeiss – DYWIDAG» βλ. και τις
αγγλικές μεταφράσεις σχετικών βεβαιώσεων του υπουργείου αεροπορίας (αρ. πρωτ. 590,
10/2/1939) και του υπουργείου εθνικής άμυνας (αρ. πρωτ. 669, 21/7/1943), στο ΙΑΕΤΕ,
Α1Σ40Υ9Φ119 και την Έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου προς την Γεν. Συνέντευξη των Μετόχων
ης
της 29 Ιουνίου 1940, στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ15Φ158.
1564
«[…] η Διοίκησις Μηχανικού είνε πρόθυμος να σας απαλλάξη της υποχρεώσεως της ως άνω
συμβάσεως, κατόπιν της εκκαθαρίσεως των εκκρεμουσών υποθέσων […]».Επιστολή προς ΓΕΤΕ

869
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η επιστολή αυτή χρησιμοποιείται από τον Αλέξανδρο Αργυρόπουλο ως απόδειξη της


διακοπής της σχέσης του με το πρόγραμμα, ωστόσο τα δύο συμπεράσματα που
προκύπτουν από την παράθεσή της μάλλον δεν είναι και τόσο θετικά για τις ελληνικές
εταιρείες που εμπλέκονταν στο πρόγραμμα. Πρώτον, από την επιστολή αυτή, και αλλά και
την προηγούμενη που παρατίθεται στο φυλλάδιο, φαίνεται ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερη
δυσκολία από πλευράς των γερμανικών αρχών να βρουν ελληνικές επιχειρήσεις που θα
αναλάμβαναν το έργο, αφού δεν υπήρχε δυσκολία αντικατάστασης της ΓΕΤΕ ή όποιας
άλλης εταιρείας αποφάσιζε να αποχωρήσει. Δεύτερον, αν και θα μπορούσε κανείς να
θεωρήσει αναμενόμενο σε μία κατεχόμενη χώρα οι αρχές κατοχής να ορίζουν τους κανόνες
και να θέτουν περιορισμούς στην επιχειρηματική ελευθερία των επιχειρήσεων του
κατεχόμενου κράτους, φαίνεται ότι, στην περίπτωση τουλάχιστον των τσιμεντοπλοίων (και
πιθανότατα γενικότερα στα κατοχικά έργα), αν μια εταιρεία επιθυμούσε πραγματικά να
μην εμπλακεί ή να απεμπλακεί από τα συμβόλαια που είχε κλείσει με τους κατακτητές
(ακόμα και υπό το καθεστώς της επίταξης), μπορούσε να το καταφέρει χωρίς σημαντικές
αρνητικές γι’ αυτήν επιπτώσεις, εκτός βεβαίως της απώλειας των εσόδων.1565
Όσον αφορά τους πραγματικούς λόγους της αποχώρησης της ΓΕΤΕ από το
συγκεκριμένο γερμανικό πρόγραμμα, αυτοί είναι δύσκολο να εντοπιστούν με βεβαιότητα.
Ενδεχομένως στην ΓΕΤΕ να διέβλεπαν την αλλαγή στα μέτωπα του πολέμου και την
επερχόμενη γερμανική ήττα, αν και η ανταλλαγή των επιστολών φαίνεται να έγινε πριν τα
καταλυτικά γεγονότα του Φθινοπώρου – Χειμώνα (δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν και μάχη
του Στάλινγκραντ).1566 Δεν αποκλείεται απλώς να προτίμησαν να στραφούν αποκλειστικά σε

4/9/1942, που παρατίθεται στο: Αλεξ. Ι. Αργυροπούλου: «Εξηγήσεις προς Συναδέλφους», εν Αθήναις
10 Αυγούστου 1947.
1565
Εξάλλου και κάποιοι άλλοι μηχανικοί – όχι πάντα εχθρικοί προς όσους κατέληξαν στα δικαστήρια
– καταθέτουν μεταπολεμικά πως δεν τους πίεσαν ποτέ οι Γερμανοί. Βλ. για παράδειγμα ΓΑΚ,
Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, καταθέσεις Κ.Κ. και Π.Μ.. Όπως
χαρακτηριστικά δήλωνε ο μηχανικός Α.Κ. (ο. π., τόμος 5/1947, αρ. 574 & 585), «δεν υποχρέωσαν
κανέναν Μηχανικόν οι Γερμανοί ν' αναλάβουν έργα, όλοι οικειοθελώς ανέλαβον». Οι Αργυρόπουλοι
πάντως υποστήριζαν και σε άλλες δίκες πως η συνεργασία τους με την DYWIDAG έκανε τη
συμμετοχή τους σε έργα υποχρεωτική (ο. π., κατάθεση Γ.Α.).
1566
Τον Ιούνιο του 1942 είχε πάντως προηγηθεί η Ιαπωνική ήττα στο Midway, τον Ιούλιο είχε
ανακοπεί η προέλαση του Ρόμελ μετά την πρώτη μάχη του Ελ Αλαμέιν. Τα γεγονότα αυτά δεν ήταν
αρκετά για να ανατρέψουν πλήρως το κλίμα στην κατεχόμενη Ελλάδα, αλλά σε κάποιους είχαν
δημιουργήσει ελπίδες για την πιθανή ανατροπή της πολεμικής κατάστασης. Όπως για παράδειγμα
παρατηρούσε ο Χριστόφορος Χρηστίδης στις 7 Ιουνίου 1942 για τις πολεμικές εξελίξεις: «για την ώρα

870
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

έργα λιγότερο εμφανώς πολεμικού χαρακτήρα (οδοποιία κλπ), από τα οποία έλπιζαν να
έχουν τουλάχιστον τα ίδια αν όχι και περισσότερα έσοδα. Δεν πρέπει να είναι πάντως
τυχαία η περίοδος αποχώρησης της ΓΕΤΕ, αφού περίπου συμπίπτει τόσο με τις πρώτες
στρατιωτικές εξελίξεις, όσο και με κάποιες άλλες αποφάσεις μελών της, όπως την
οργάνωση της δράσης του «Κόδρου» και την αποχώρηση Αβέρωφ από άλλες εταιρείες.1567
Η ΓΕΤΕ είχε κατηγορηθεί πάντως από νωρίς πως εκμεταλλεύτηκε τις γερμανικές
αρχές για να βελτιώσει τα έσοδά της. Η σχετική υπόθεση προκάλεσε μάλιστα και
συζητήσεις στους κόλπους του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ) κατά το πρώτο
διάστημα της κατοχής, ακόμα και την παραίτηση του προεδρεύοντος Αλέξανδρου
Αργυρόπουλου.
Όπως προκύπτει λοιπόν από επιστολή του κατοχικού Υπουργείου Συγκοινωνίας
(21/6/41) προς τις εργοληπτικές εταιρείες «ΓΕΤΕ», «ΕΡΘΑ», «Τέκτων», «Έργον», «Ν.
Γαβαλά» και «Γ. Αμπαδογιάννη», οι προαναφερθείσες εταιρείες, που είχαν αναλάβει
απευθείας έργα ελληνικής οδοποιίας από τις γερμανικές αρχές, είχαν διατυπώσει προς
τους Γερμανούς τη μικρή τους εμπιστοσύνη ως προς την πληρωμή τους από τον ελληνικό
κράτος. Η μομφή αυτή είχε μεταφερθεί μέσω γερμανικού εγγράφου προς το υπουργείο,
μάλλον ως αποτέλεσμα των αιτήσεων από πλευράς των εταιρειών για μεσολάβηση της
γερμανικής πλευράς προκειμένου να διασφαλιστούν οι πληρωμές τους από το κατοχικό
Δημόσιο. Το θέμα έφτασε στη συνεδρίαση της Διοικούσας Επιτροπής του ΤΕΕ (το έγγραφο

ό, τι είδαμε φέτος είναι ενθαρρυντικό» και «στον Ειρηνικό, οι Γιαπωνέζοι έπαθαν, αν πιστέψει κανείς
τους Αμερικάνους, σημαντική νίλα», ενώ στις 8 Ιουλίου: «από προχτές ο κόσμος ανάσανε. Οι
Γερμανοί βρίσκονται σταματημένοι από τους Άγγλους στο Ελ-Αλαμέιν, κι εκεί που περιμέναμε με
τρόμο κι αγωνία την πτώση της Αλεξάνδρειας αρχίζουμε τώρα να ονειρευόμαστε ραγδαία
υποχώρηση των Γερμανών» (Χρόνια Κατοχής, 1941-1944. Μαρτυρίες Ημερολογίου, [χ.ε.], Αθήνα,
1971, σσ. 280 και 297). Η δε Ελένη Βλάχου σημείωνε στις 13 Ιουλίου, «το άγνωστο αυτό Ελ Αλαμέιν –
ή μάλλον η περιοχή του – γρουσούζεψε τον Rommel και δεν προχωρεί. Θα γίνει άραγε το θαύμα;
Κανείς δεν τολμά να το πιστέψει.» Και στις 21 Ιουλίου: «Τα νέα, ανέλπιστα. Ο Ρόμμελ μοιάζει να
έπεσε σε μια λίμνη από… σεκοτίνη, μαζί με όλα τα χαλύβδινα στρατεύματά του». Βλάχου, Ελένη:.
Πενήντα και κάτι… Δημοσιογραφικά Χρόνια, Τόμος Α: Ο Κόσμος της Οδού Σωκράτους (1935-1951),
Ελευθερουδάκης, Αθήνα, 2008, σελ. 146. Μέχρι τον Οκτώβριο υπήρχε συχνή εναλλαγή καλών και
κακών ειδήσεων, αλλά από το καλοκαίρι αρκετοί από όσους δεν ήταν φανατικά γερμανόφιλοι
έτρεφαν ολοένα αυξανόμενες ελπίδες (μέχρι και βέβαιη πίστη) για την ήττα του Άξονα.
1567
Έκτοτε όμως ο Αβέρωφ έχει εντοπιστεί να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Δ.Σ. της Τράπεζας
Αθηνών, η οποία είχε στενή συνεργασία με την γερμανική Dresdner Bank (η τελευταία συμμετείχε
και με αντιπρόσωπό της στις συνεδριάσεις της Τράπεζας Αθήνων).

871
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

είχε κοινοποιηθεί προς το ΤΕΕ), όπου ο προεδρεύων Αλ. Αργυρόπουλος κοινοποίησε και την
απάντηση της εταιρείας του. Η ΓΕΤΕ αρνιόταν ότι είχε η ίδια επιδιώξει την ανάληψη των
έργων, και την πλησίασαν οι Γερμανοί αφού είχαν πρώτα φροντίσει να μάθουν (μεταξύ
άλλων και από το Υπουργείο) τις μεγάλες εταιρείες που θα μπορούσαν να αναλάβουν τα
έργα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Όταν κλήθηκαν λοιπόν από τους Γερμανούς,
συζήτησαν με το Υπουργείο όλους τους όρους, οι επιφυλάξεις που διατύπωναν αφορούσαν
σε όρους που θα επέτρεπαν την επιτυχή ολοκλήρωση του έργου, χωρίς να κάνουν
συζήτηση για έλλειψη εμπιστοσύνης προς το ελληνικό κράτος. Ο Αργυρόπουλος ανέφερε
τέλος, πως σε περίπτωση που συνεχίσουν οι κατηγορίες από πλευράς υπουργείου η
εταιρεία του θα ήταν πρόθυμη να διαλύσει τη σύμβαση.1568 Οι αιτιάσεις Αργυρόπουλου
πιθανόν να μην είναι αβάσιμες στο σύνολό τους, αλλά δεν επιλύουν το ερώτημα για το πώς
το ζήτημα μπορούσε να είχε φτάσει στους Γερμανούς, αν κάποιος από την ΓΕΤΕ ή τις
υπόλοιπες εταιρείες δεν τους είχε κάνει σχετικά παράπονα.
Εξάλλου η ανησυχία της εταιρείας για την έλλειψη εγγυήσεων σχετικά με τις ομαλές
πληρωμές έργων του Δημοσίου αναφέρεται και στο ίδιο το Πρακτικό της Γενικής
Συνέλευσης της εταιρείας στις 30/12/1942. Η έλλειψη σχετικών εγγυήσεων, σε συνδυασμό
με το «νεοφανές σύστημα τιμολογήσεως» περιγράφονταν ως οι αιτίες που η εταιρεία είχε
αρνηθεί να αναλάβει έργα του υπουργείου αεροπορίας (που προφανώς μόνο τις κατοχικές
αεροπορίες μπορεί να ωφελούσαν πια). Όταν όμως αποφασίστηκαν τα οδικά έργα, η
ανάληψη έγινε με το γνωστό (και επωφελέστερο) απολογιστικό σύστημα, το οποίο
«εξησφάλιζε ημάς από παντός οικονομικού κινδύνου λόγω της ρευστότητος των τιμών».
Με το ίδιο εξάλλου σύστημα ανέλαβαν από τον Οκτώβριο του 1941 τα τσιμεντόπλοια, με
την ακόμα ευνοϊκότερη όμως διάταξη πως η προμήθεια και η μεταφορά των υλικών θα

1568
Η επιστολή του Υπουργείου (αρ. 19886) και η απάντηση της ΓΕΤΕ παρατίθενται, μαζί με τη
σχετική συζήτηση στο: Αρχείο ΤΕΕ, Βιβλίο Συνεδριάσεων Διοικούσας Επιτροπής, 1941, συνεδρίαση
η
18 , 26/6/1941. Η επιστολή ΓΕΤΕ υπάρχει και στο: Αλεξ. Ι. Αργυροπούλου: «Εξηγήσεις προς
Συναδέλφους», εν Αθήναις 10 Αυγούστου 1947. Η επιτροπή έλαβε επιφυλακτική θέση απέναντι στο
ζήτημα, περιμένοντας περαιτέρω εξελίξεις πριν λάβει θέση. Η κακή εντύπωση πάντως του συνόλου
ουσιαστικά των κατασκευαστικών εταιρειών για το Δημόσιο, ειδικά μετά τα προβλήματα που
δημιουργηθήκαν με την κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1930 δεν αποτελούσε μυστικό. Όπως
ανέφερε τραπεζική έκθεση το 1940 για μία από αυτές που είχαν ασχοληθεί επανειλημμένα με
δημόσια έργα: «το Δημόσιον υπήρξεν ως φαίνεται αυθαίρετος εργοδότης διά τας τεχνικάς εταιρίας.»
Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ50Φ1, «Γενική Εργοληπτική Εταιρία Μ.Α. Διαμαντόπουλος και Σια», Μάρτιος 1940.

872
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γινόταν από τις αρχές κατοχής.1569 Όπως καταθέτει εξάλλου μεταπολεμικά νομομηχανικός
που εργαζόταν στο υπουργείο αεροπορίας, οι Αργυρόπουλοι είχαν αρνηθεί να συνεχίσουν
τα έργα του υπουργείου στο πρώτο διάστημα της κατοχής αν και είχαν κληθεί να το κάνουν
από τους Γερμανούς. Είχαν μάλιστα «χάσει» και όσα σχέδια είχαν από την προκατοχική
περίοδο. Η δικαιολογία που επικαλέστηκαν ήταν πως δεν δέχονταν έργα που
εξυπηρετούσαν τις αρχές κατοχής, όπως όμως φαίνεται από το προαναφερθέν πρακτικό,
πραγματική αιτία ήταν μάλλον τα μειωμένα κέρδη που θα είχαν με το υπάρχον τιμολογιακό
σύστημα.1570 Εξάλλου τελικά ανέλαβαν (με άλλο σύστημα) την κατασκευή τσιμεντοπλοίου
που επίσης εξυπηρετούσε τις αρχές κατοχής.
Το θέμα συνέχισε να απασχολεί τον τεχνικό κόσμο για το υπόλοιπο σχεδόν του
καλοκαιριού. Μετά την ΓΕΤΕ παρόμοιες επιστολές έστειλαν και οι «Τέκτων», «Έργον» και
«Γαβαλάς», ενώ ακολούθησε και συνάντηση του Αλ. Αργυρόπουλου με τον αρμόδιο
υπουργό Μουτούση. Όμως η συνάντηση δεν κατέληξε σε ικανοποιητικό για τον
Αργυρόπουλο αποτέλεσμα, με συνέπεια αυτός να υποβάλει τελικά την παραίτησή του από
την προεδρία του ΤΕΕ, ώστε να επιδιώξει πλέον, όπως ανέφερε, ως ιδιώτης τη ρύθμιση του

1569 ης
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ15Φ158, «Πρακτικόν της 14 Γενικής Συνελεύσεως των Μετόχων της Γ.Ε.Τ.Ε.
Αδελφοί Αργυρόπουλοι Α.Ε.». Αν μάλιστα πιστέψουμε τις κατηγορίες εναντίον του Ξανθόπουλου
(βλ. παρακάτω) πως εκείνος δρούσε ουσιαστικά ως μεσάζων για την ανάληψη των έργων από
ελληνικές εταιρείες, δεν αποκλείεται η ΓΕΤΕ να ανέλαβε τα έργα που επιθυμούσε δωροδοκώντας τον
Ξανθόπουλο.
1570
Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση Α.Α.. Οι μεταβολές του
συστήματος τιμολόγησης των έργων είχαν προκαλέσει και σχετική συζήτηση μέσα στο περιοδικό του
ΤΕΕ Τεχνικά Χρονικά. Στο τεύχος αρ. 227-228 (1-15 Ιουνίου 1941) παρατίθενται τόσο το σχετικό
Νομοθετικό Διάταγμα αρ. 172 (επίσης και σε ΦΕΚ 194Α/14-6-1941), όσο και οι γερμανικοί
κανονισμοί τιμολογήσεως των απολογιστικών Δημοσίων Έργων (LSBÖ), οι οποίες προτείνονταν από
το περιοδικό να υιοθετηθούν με κάποιες τροποποιήσεις και στην Ελλάδα. Άρθρο του Μ.
Διαμαντόπουλου για τα απολογιστικά συστήματα είχε δημοσιευτεί και στο τεύχος αρ. 219-220.
Νομοθετικές πράξεις σχετικά με την αναπροσαρμογή εργολαβιών συνεχίστηκαν και τους επόμενους
μήνες (π.χ. ΦΕΚ 319Α/26-9-1941, Ν.Δ. 508, «Περί συμπληρώσεως των διατάξεων του υπ. αριθ.
171/41 Ν.Δ. ‘περί αναπροσαρμογής εργολαβικών συμβάσεων κλπ’», ή το ΦΕΚ 325Α/1-10-1941,
«Περί τροποποιήσεως του υπ’ αριθ. 2371/1940 Αναγκαστικού Νόμου ‘περί αναθεωρήσεως τιμών
εργολαβιών εκτελέσεως Δημοσίων κλπ έργων’»). Το απολογιστικό σύστημα προέβλεπε την πληρωμή
με βάση ποσοστό επί των εξόδων, όπως αυτά θα προέκυπταν από τον εκ των υστέρων υπολογισμό
τους. Αν και δεν αναφέρεται βέβαια στις συζητήσεις του ΤΕΕ, το απολογιστικό σύστημα μπορούσε
αποφέρει μεγαλύτερα κέρδη αφού, οι εργολάβοι μπορούσαν (τουλάχιστον στον βαθμό που θα τους
το επέτρεαν οι έλεγχοι) να «φουσκώνουν» τεχνητά το κόστος αυξάνοντας έτσι το κέρδος τους.

873
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ζητήματος.1571 Απέστειλε μάλιστα και νέα σχετική επιστολή προς τον υπουργό, από την
οποία προκύπτει πως ο Μουτούσης συνέχιζε κατά τη συνάντησή του να διατηρεί
επιφυλάξεις, αν όχι προς το πρόσωπο του Αλέξανδρου Αργυρόπουλου σίγουρα προς την
εταιρεία.1572 Σε επιστολή του υπουργού την ίδια μέρα απαλλάσσονται από τις αμφιβολίες
οι εταιρείες Τέκτων, Έργον και Γαβαλά.1573 Το θέμα φαίνεται να σταμάτησε προσωρινά
κάπου εκεί και η ΓΕΤΕ συνέχισε στο υπόλοιπο διάστημα της κατοχής να λαμβάνει
συμβόλαια για έργα από τις αρχές κατοχής και το κατοχικό Δημόσιο. Όταν όμως πλησίαζε η
ώρα της απελευθέρωσης, άρχισαν και πάλι οι ανησυχίες πως η υπόθεση μπορεί να
δημιουργούσε στη ΓΕΤΕ προβλήματα με τη δικαιοσύνη και ζητήθηκε από το υπουργείο το
γερμανικό έγγραφο στο οποίο βασίζονταν οι κατηγορίες του υπουργείου.1574 Η μάλλον
επιφυλακτική απάντηση από το υπουργείο υποδείκνυε τον Μουτούση και τις γερμανικές
αρχές ως αρμόδιους, αναφέροντας πως η αρμόδια Γενική Διεύθυνση δεν είχε περισσότερα
στοιχεία.1575
Η φήμη για τις δραστηριότητες της εταιρείας έφτασε τελικά και στη μέση Ανατολή.
Κάποια μέλη της οικογένειας αναφέρονται και σε βρετανικό κατάλογο υπόπτων γερμανών
πρακτόρων κατόπιν κάποιων αναφορών από Έλληνες φυγάδες στη Μέση Ανατολή, αν και
είναι πολύ πιθανό οι σχετικές αναφορές να έχουν να κάνουν απλώς με τις επιχειρηματικές
τους δοσοληψίες ή πράξεις συνεπωνύμων τους.1576 Η ύπαρξη μελών αντιστασιακών

1571 η
Αρχείο ΤΕΕ, Βιβλίο Συνεδριάσεων Διοικούσας Επιτροπής, 1941, συνεδρίαση 22 , 31/7/1941.
1572
Η επιστολή, με ημερομηνία 1 Αυγούστου 1941, παρατίθεται στο: Αλεξ. Ι. Αργυροπούλου:
«Εξηγήσεις προς Συναδέλφους», εν Αθήναις 10 Αυγούστου 1947.
1573 η
Βλ. Αρχείο ΤΕΕ, Βιβλίο Συνεδριάσεων Διοικούσας Επιτροπής, 1941, συνεδρίαση 23 , 5/8/1941.
1574
Επιστολή ΓΕΤΕ προς τη Γενική Διεύθυνση Δημοσίων Έργων με ημερομηνία 25/9/1944 στο: Αλεξ. Ι.
Αργυροπούλου: «Εξηγήσεις προς Συναδέλφους», εν Αθήναις 10 Αυγούστου 1947. Όπως αναφέρεται
στην επιστολή, όλες οι υπόλοιπες εταιρείες είχαν απαλλαγεί νωρίτερα.
1575
Επιστολή αρ. πρωτ. 25892, 4/10/1944, στο: Αλεξ. Ι. Αργυροπούλου: «Εξηγήσεις προς
Συναδέλφους», εν Αθήναις 10 Αυγούστου 1947.
1576
Σε σχετική λίστα υπάρχουν δύο ονόματα που πιθανόν να συνδέονται με την οικογένεια. Το
πρώτο ενός “Argyropoulos D.” αναφέρεται ρητά στην βρετανική έκθεση ότι θεωρείται συγγενής των
Αλέξανδρου, Κωνσταντίνου, Γεωργίου και Ζαχαρία που κατασκεύαζαν τα τσιμεντόπλοια για τους
Γερμανούς, ωστόσο δεν μπορεί να πρόκειται για τον αδελφό τους Δημήτριο αφού εκείνος είχε
σκοτωθεί σε κατάρριψη του αεροσκάφους του το 1917. Ο δεύτερος “Argyropoulos Konstantine“
πιθανόν να είναι κάποιος καθηγητής που εργαζόταν ως μεταφραστής και λογοκριτής των Γερμανών
στη Μυτιλήνη. TNA, WO 204/12897, “Axis Intelligence Activities in Greece, Crete and the Greek
Islands, January 1944”, παράρτημα σελ. Α6.

874
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

οργανώσεων ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη της εταιρείας (ενδεχομένως και η σχέση τους με
πολιτικά πρόσωπα) συντέλεσε όμως στην τελική απαλλαγή της εταιρείας και των
περισσότερων προσώπων που βρίσκονταν πίσω της από το στίγμα του συνεργάτη στα
έγγραφα των βρετανικών υπηρεσιών.
Η κατασκευή των σκαφών, όπως και πολλά από τα έργα που οι εταιρείες αυτές
ανέλαβαν επί κατοχής φαίνεται πως ήταν αρκετά κερδοφόρα, γι’ αυτό εξάλλου και
προσέλκυαν αρκετές παλιές, αλλά και νέες εταιρείες. Το αναφερόμενο κόστος για ένα από
τα άλλα τσιμεντόπλοια της «πρώτης γενιάς» ήταν 120.000.000 δραχμές της εποχής, ποσό
που πρέπει να αφορά μόνο το κόστος του σκάφους (μάλλον χωρίς τα υλικά και σίγουρα
χωρίς τον εξοπλισμό), αφού όπως είδαμε παραπάνω, τα έξοδα του προγράμματος που
αναφέρονται στα γερμανικά έγγραφα μόνο για την περίοδο Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου
1941 ήταν σχεδόν 173,5 εκατομμύρια δραχμές.1577 Το πραγματικό κέρδος της εταιρείας
είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αλλά μάρτυρες κάνουν λόγο για ποσοστό
γύρω στο 25% των εξόδων.1578
Εκτός των τσιμεντοπλοίων, η ΓΕΤΕ με τις συγγενικές Αβέρωφ – Μιχαηλίδη και «ΤΕΚ»,
είχαν αναλάβει και άλλα έργα, όπως την περάτωση των στρατώνων Χαϊδαρίου το ’41-42, η

1577
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., αποφάσεις, τόμος 4 (1945), αρ. 638. Σύμφωνα με την κατάθεση στο ποσό αυτό
συμπεριλαμβάνεται η κλίνη και κάποια υπόστεγα, αλλά με δεδομένα τα ποσά των γερμανικών
πηγών είναι σαφές πως το κόστος για το μεγαλύτερο μέρος του ναυπηγείου δεν περιλαμβάνεται στο
ποσό αυτό. Ο μάρτυρας υπολόγιζε (χωρίς όμως άλλα στοιχεία) πως η ΓΕΤΕ μπορεί να έλαβε για τη
δική της συμμετοχή γύρω στα 90 με 95 εκατομμύρια. Είναι πρακτικά αδύνατον να μετατρέψει κανείς
τα ποσά αυτά σε χρυσές λίρες ή κάποιο άλλο σκληρό νόμισμα χωρίς περισσότερες πληροφορίες για
της ημερομηνίες πληρωμών. Είναι μάλλον βέβαιο πως είχε δοθεί αξιόλογη προκαταβολή (άγνωστο
πότε ακριβώς) και το υπόλοιπο ποσό πιθανότατα πληρωνόταν σε δόσεις (πιθανώς μηνιαίες ή από
ένα σημείο και μετά εβδομαδιαίες) κατά τη διάρκεια του έργου. Για να γίνει ευκολότερα κατανοητή
η δυσκολία υπολογισμού, ας αναφερθεί ότι οι 120.000.000 δραχμές ισούνταν με σχεδόν 10.500
χρυσές λίρες τον Ιούνιο του 1941 (σύμφωνα με το κατηγορητήριο οι εργασίες άρχισαν το καλοκαίρι)
αλλά με 610 χρυσές λίρες τον Αύγουστο του 1942 (όταν ολοκληρώθηκε το “Pionier 1” και με σχεδόν
810 λίρες τον Δεκέμβρη του 1942.
1578
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση εργαζόμενου στη ΓΕΤΕ και
μάρτυρα υπεράσπισης Ν.Γ., ο οποίος μιλάει για ποσοστό της εταιρείας (χωρίς να διευκρινίζεται
απόλυτα στα πρακτικά αλλά δεν μπορεί παρά να είναι επί των εξόδων) 25,25%. Το κέρδος αυτό
μειωνόταν με την φορολογία (όταν τουλάχιστον οι φόροι καταβάλλονταν) και ενδεχομένως σε ένα
περιορισμένο σχετικά ποσοστό και από τον πληθωρισμό (το απολογιστικό σύστημα είχε προτιμηθεί
πάντως ακριβώς γιατί περιόριζε τις επιπτώσεις του πληθωρισμού), αλλά ενδεχομένως να
περιλάμβανε και κάποιες πλασματικές αυξήσεις.

875
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αξία των οποίων αναφέρεται ως 3.000-4.000 λίρες (ή 90.000.000 δρχ.). Μετά την
ολοκλήρωση των έργων (την περίοδο 1943 – 44) οι στρατώνες θα χρησιμοποιηθούν ως
γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Άλλος μάρτυρας καταθέτει πως για τα έργα αυτά η
ΓΕΤΕ πληρώθηκε από τους Ιταλούς το ισόποσο 1.860 λιρών, ενώ ο προηγούμενος
εργολάβος που εγκατέλειψε τα έργα ημιτελή είχε πάρει άλλες 7.000 λίρες. Επίσης
κατασκεύασαν υδραυλικά έργα στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας αξίας 700.000.000 δρχ. και στον
Σπερχειό (300.000.000), καθώς και τα έργα στο νοσοκομείο Κοκκινιάς (810 λίρες). Είχαν
αναλάβει επίσης την συντήρηση και διαπλάτυνση διαφόρων οδών (αξίας 35.000 λιρών). Τα
κέρδη των εταιρειών ανέρχονταν κατά το πρώτο διάστημα στο 15-20% των εξόδων με το
απολογιστικό σύστημα (άλλοι μάρτυρες αναφέρουν ως και 23% κέρδος, για έργα όμως που
δεν αφορούσαν την οδοποιία, ενώ όπως είδαμε ο Σαρσέντης υπολόγιζε το 1941 σε κέρδος
30%).1579 Ο πληθωρισμός και η φορολογία μείωναν τα καθαρά κέρδη, αλλά ελάχιστα από τα
έργα μπορεί να απέφεραν πραγματικά ζημιά ή μηδενικό κέρδος. Κάποια επιπλέον κέρδη
προέκυψαν και από τις εισαγωγές που πραγματοποίησε η ΓΕΤΕ για τα έργα της, οι οποίες
όπως είδαμε γίνονταν συνήθως με ευνοϊκούς για τους εισαγωγείς όρους λόγω της ισοτιμίας
μάρκου/δραχμής. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συνέλεξε το δικαστήριο η εταιρεία είχε
πραγματοποιήσει επί κατοχής εισαγωγές ύψους 80.152 RM.1580
Οι ισολογισμοί της εταιρείας δεν είναι βέβαιο ότι καταγράφουν όλα τα πραγματικά
κέρδη, αφού όπως θα δούμε στη συνέχεια υπήρχαν περιπτώσεις που φαίνεται πως οι
επιχειρηματίες προσπαθούσαν να αποκρύψουν έσοδα. Ωστόσο ακόμα και οι επίσημοι

1579
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., αποφάσεις, τόμος 4/1945, αρ. 638 καθώς και πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608
& 638. Καταθέσεις Α.Κ., Ν.Ε., Γ.Σ., Κ.Κ., Ν.Π., Κ.Κ., Σ.Ζ.. Η ΤΕΚ εμφανίζεται στις καταθέσεις να
ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 1941 από τους Αβέρωφ, Δοανίδη και Ζ. Αργυρόπουλο. Για την ανάληψη
των έργων στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου από τον Αβέρωφ φέρεται να εξέφρασε τη λύπη του και ο
Παπάγος τον Νοέμβριο του 1941 ή Φεβρουάριο του 1942 (Ο. π. κατάθεση Κ.Κ.) Στην κατάθεση
Παρασκευόπουλου (ο. π.) αναφέρεται πως τα έργα της περιόδου Ιουνίου 1941 – Οκτωβρίου 1942
απέφεραν καθαρό κέρδος για την εταιρεία «Αβέρωφ – Μιχαηλίδη» 711 χρυσές λίρες σε σχέση με το
συνολικό κόστος 1.736, δηλαδή ποσοστό κερδών 40% των εξόδων. Μετά όμως τον Οκτώβριο
παρουσιάζει τα έργα στα οποία η εταιρεία συμμετείχε ως ζημιογόνα. Ζημιές άνω των 1.100 λιρών
παρουσιάζει για την ΓΕΤΕ και η κατάθεση του Γ.Σ., αν και φαίνεται να τον διαψεύδουν οι ισολογισμοί
της εταιρείας.
1580
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα, τόμος 1/1946, αρ. 128. Οι υποθέσεις που αφορούσαν απλώς
εισαγωγές έπαιρναν αυτόματα απαλλακτικό βούλευμα μετά την φορολόγησή του εισαγωγέα ως
πλουτήσαντος, καθότι κρίνονταν ως βοηθητικές του ελληνικού λαού και όχι ως συνεργασία με τον
εχθρό.

876
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ισολογισμοί παρουσίαζαν αξιόλογα κέρδη κατά το μεγαλύτερο διάστημα της κατοχής.


Σημαντικές ήταν οι προκαταβολές των έργων οδοποιίας για το 1941, οι οποίες ανέρχονταν
σε 104.539.698,20 δραχμές και για τα «έργα Περάματος» (προφανώς πρόκειται για το
πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων) 9.831.400 δραχμές. Τα ποσά αυτά ξεπερνούσαν το 50% του
ενεργητικού και οι σχετικές εργασίες άφησαν στην πρώην προβληματική ΓΕΤΕ κέρδος
εργοληψιών 9.208.548,25 δραχμών. Το κέρδος προς διάθεση ήταν 3.741.218,90 δραχμές,
που επέτρεπε την καταβολή εκτός του τακτικού μερίσματος 600.000 δραχμών και ενός
πρόσθετου 427.616,90 δραχμών. Παράλληλα η άνοδος του πληθωρισμού μείωνε το
δανειακό και χρεωστικό βάρος της επιχείρησης: οι οφειλές προς το Δημόσιο για τα έργα
Σπερχειού ανέρχονταν σε λίγο παραπάνω από 3.818.584 δραχμές και το σύνολο των
υποχρεώσεων 30.987.024,90 δρχ. (ή 336,5% του κέρδους εργοληψιών). Μια σύγκριση με το
1939 κάνει την κατάσταση ακόμα ευκρινέστερη: τότε, με προκαταβολές σχεδόν 159.000
δραχμών και κέρδη εργοληψιών 3.064.615,85 δραχμές, η ΓΕΤΕ είχε υποχρεώσεις ύψους
13.946.151,65 δραχμών, ή ποσοστό 455% των κερδών από εργοληψίες.
Το επόμενο έτος η κερδοφόρος πορεία συνεχίστηκε. Η εταιρεία έλαβε επιπλέον
προκαταβολές περίπου 25,5 εκατομμυρίων και παρουσίασε εισπράξεις 14.269.129,60
δραχμών από τα έργα Περάματος και 145.051.224 από τα διάφορα έργα οδοποιίας.1581
Αντίθετα οι οφειλές Σπερχειού παρέμεναν περίπου σταθερές ενώ οι συνολικές
υποχρεώσεις μειώθηκαν σε 25.561.012,70, ή μόλις στο 16% των κερδών από Πέραμα και
Οδοποιία. Το 1942 ο Αλέξανδρος Αργυρόπουλος είχε και κάποιες προστριβές με την εφορία
σχετικά με την φορολόγηση των κερδών αυτών. Κατέθεσε τελικά και ένσταση στην
Επιτροπή Εκδίκασης Έκτακτων Κερδών της εφορίας ζητώντας τη μείωση της φορολογίας για
τη ΓΕΤΕ στο 4%, ενώ η εφορία του είχε βάλει φόρο 7-8% και άλλες επιχειρήσεις τις είχε
φορολογήσει μέχρι και με 20%. Παρά την – τουλάχιστον κατά τις μαρτυρίες – σχετικά
ευνοϊκή αντιμετώπιση της εταιρείας από την εφορία, ο Αργυρόπουλος δεν έμεινε
ευχαριστημένος.1582

1581
Η αναλογία σχεδόν 10 προς ένα μάλλον είναι πλασματική, αφού τα έργα Περάματος αφορούσαν
μικρότερο διάστημα (ίσως γύρω στους 2,5 μήνες το 1941 και 8-9 το 1942). Επιπλέον δεν είναι γνωστό
πότε ακριβώς έγιναν οι πληρωμές: αν οι πληρωμές των τσιμεντοπλοίων για παράδειγμα έγιναν
κάποιους μήνες νωρίτερα (σε περίοδο μικρότερου πληθωρισμού) η πραγματική τους αξία θα ήταν
μεγαλύτερη. Το πιθανότερο είναι πως ο μεγαλύτερος αριθμός και έκταση των έργων οδοποιίας είχε
ως αποτέλεσμα και μεγαλύτερες πραγματικές εισπράξεις από αυτά, αλλά από εκεί και μετά η
ακριβής αξία των κερδών δεν είναι δυνατόν να βρεθεί μέσα από έναν πληθωριστικό ισολογισμό.
1582
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση μηχανικού Π.Σ., λαϊκού
μέλους της Επιτροπής Εκδίκασης. Η επιτροπή είχε κρίνει πως από το κέρδος 20-23% το νόμιμο

877
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στον ισολογισμό του 1943 η ΓΕΤΕ εξακολουθεί να είναι σχετικά κερδοφόρα με


εισπράξεις περίπου 487,5 δισεκατομμυρίων δραχμών από έργα οδοποιίας και σχεδόν άλλα
340 από πωλήσεις μηχανημάτων και εμπορευμάτων και κλείνει τα βιβλία της με μικρό
επίσημο κέρδος. Η πραγματική αξία χρεών Σπερχειού έτεινε πια να εκμηδενιστεί και οι
κάπως αυξημένες υποχρεώσεις (205.635.560,65 δραχμές) ήταν ακόμα πολύ κάτω από το
25% των εισπράξεων.1583 Οι συνήγοροι του Αβέρωφ Μαγιάκος, Τεγόπουλος και Λυκουρέζος
επιχειρώντας μεταπολεμικά να εμφανίσουν ως ελάχιστα τα κέρδη του πελάτη τους,
υποστήριξαν πως με βάση τις καταθέσεις η εταιρεία δεν μπορεί να εισέπραξε περισσότερα
από 14.319 χρυσές λίρες (σε δραχμές), από τις οποίες το καθαρό κέρδος ήταν μόνο 5%. Με
βάση το ποσοστό των μετοχών του Αβέρωφ, κατέληγαν, δεν θα μπορούσε να εισπράξει
παρά 65 λίρες καθαρό κέρδος από τις εργασίες αυτές.1584

Έξοδα μισθοδοσίας, ενοίκια Τόκοι και προμήθειες


Έτος
κλπ/αδιάθετα κέρδη (%) /αδιάθετα κέρδη (%)
1937 38,5 27,1
1938 32,2 26,8
1939 53,5 23,6
1940 32,0 16,0
1941 31,7 7,5
1942 59,9 2,4
1943 80,9 1,6
Πίνακας 11.3: Έξοδα και τόκοι ως ποσοστά των εσόδων της ΓΕΤΕ, σύμφωνα με τους επίσημους
ισολογισμούς της εταιρείας. Λόγω των επιπτώσεων του πληθωρισμού τα ποσοστά αυτά
πιθανότατα δεν είναι απολύτως ακριβή, αλλά είναι πάντως ενδεικτικά τόσο της ιδιαίτερα καλής
χρονιάς 1941, όσο και της απαλλαγής της εταιρεία από τα χρέη.

Παρά τον προβληματικό χαρακτήρα των κατοχικών προϋπολογισμών και όσων


στοιχείων έχουμε από το δικαστήριο, μπορούμε να καταλήξουμε με ασφάλεια στο

έπρεπε να είναι 12% και φορολόγησε το υπόλοιπο. Όπως είδαμε πάντως αρκετοί από τους
εργολάβους των αρχών κατοχής απέφευγαν να πληρώνουν τους φόρους τους.
1583
Εκτός από τις εφημερίδες της εποχής, οι ισολογισμοί της εταιρείας υπάρχουν συγκεντρωμένοι
στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ23.
1584
Εφημερίδα Εμπρός Αθηνών, «Περί μίαν δικαστικήν υπόθεσιν», 20/6/45. Τα ποσά είναι ακριβώς
εκείνα που αναφέρει και ο μάρτυρας υπεράσπισης Περικλής Παρασκευόπουλος (καθηγητής ΕΜΠ)
στη δίκη. Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638. Ο Παρασκευόπουλος
καταθέτει σε αρκετές δίκες μηχανικών και εργολάβων, συχνά ως μάρτυρας υπεράσπισης,
ενδιαφέρον όμως είναι ότι ο ίδιος μηνύθηκε από τον Δοανίδη (ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος
10/1946, αρ. 1702 – ο συγκατηγορούμενός του, που είχε υπηρετήσει σε γερμανική υπηρεσία, είχε
εκτελεστεί «διά την αντεθνικήν του δράσιν» στα Δεκεμβριανά, μάλλον από τον ΕΛΑΣ).

878
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

συμπέρασμα πως η εταιρεία είχε κέρδος από τα έργα που είχε αναλάβει για τους
Γερμανούς, και πως, όπως συνέβη και με μεγάλο μέρος των ελληνικών επιχειρήσεων,
κατάφερε να μειώσει σημαντικά το βάρος των υποχρεώσεών της. Οι μισθοί, τα ενοίκια, οι
κοινωνικές ασφαλίσεις και τα γενικά έξοδα που εμφανίζονται στον ισολογισμό της
επιχείρησης το 1941 ανέρχονταν μόλις στο 31,7% των αδιάθετων κερδών (βλ. πίνακα), και
οι τόκοι και προμήθειες σχεδόν στο 7,5%. Το επόμενο έτος τα έξοδα ανέρχονταν στο 59,9%,
αλλά οι τόκοι και προμήθεις είχαν πέσει στο 2,4%. Το 8,5% περίπου από τα έξοδα,
αφορούσαν το συνεργείο Περάματος (τσιμεντόπλοια), το 44% το συνεργείο οδοποιίας
Λαμίας και το υπόλοιπο τα κεντρικά.1585
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία του ισολογισμού, τα έργα οδοποιίας πιθανώς να
ήταν πιο κερδοφόρα, αφού τα έξοδα του εκεί συνεργείου (χωρίς τα κεντρικά) ανέρχονταν
στο 29% των κερδών οδοποιίας, ενώ τα έξοδα Περάματος έφταναν στο 56% των κερδών
Περάματος. Το 1943 τα έξοδα συνεργείων, κεντρικού κλπ είχαν εκτοξευτεί στο 80,9% των
κερδών οδοποιίας και εμπορευμάτων, αλλά οι τόκοι και προμήθειες μόλις ξεπερνούσαν το
1,5%. Τα έξοδα μαζί με τους τόκους ανέρχονταν το 1937 στο 65,6% (27,1% τόκοι και
προμήθειες), το 1938 στο 59% (το 26,8% των οποίων τόκοι και προμήθειες), το 1939 στο
77,1% (23,6% τόκοι και προμήθειες) και το 1940 στο 48% (16% τόκοι και προμήθειες). Αν
και η μέθοδος αυτή σίγουρα δεν είναι ακριβής, ωστόσο φαίνεται πως, με βάση τουλάχιστον
τα επίσημα αυτά στοιχεία, επιβεβαιώνει τη σταδιακή απαλλαγή της ΓΕΤΕ από το
μεγαλύτερο βάρος των χρεών της από το 1940, αν και φαίνεται πως η καλύτερη περίοδος
της εταιρείας μάλλον ήταν το 1941. Επίσης δεν αποκλείεται τα (μεγαλύτερα) έργα
οδοποιίας που οι Γερμανοί ανέθεσαν στην εταιρεία να ήταν κάπως περισσότερο
προσοδοφόρα από την κατασκευή του τσιμεντοπλοίου, γεγονός που αν ισχύει θα πρέπει να
έπαιξε ρόλο στην απόφαση της εταιρείας να διακόψει τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα.
Αρκετά πάντως από τα κέρδη της ΓΕΤΕ και των συγγενικών περίσσευαν ώστε να
χρειάζεται να επενδυθούν για να μην χάσουν την αξία τους από τον πληθωρισμό. Κάτι

1585
Όπως είδαμε, στον ισολογισμό του 1942 η εταιρεία δήλωνε περίπου τα 10πλάσια έσοδα από το
Πέραμα σε σχέση με τα λοιπά έργα. Δεν είναι βέβαιο σε ποιοι βαθμό τα έξοδα των κεντρικών
αφορούν επίσης έργα, αλλά αν υποθέσουμε ότι τα διοικητικά έξοδα δεν θα ήταν τόσο μεγάλα όσο
εκείνα των έργων που απασχολούσαν αρκετές εκατοντάδες ή και λίγες χιλιάδες εργατών μπορούμε
βάσιμα να υποθέσουμε πως παρόμοια αναλογία υπήρχε και στα έξοδα. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό η
διαφορά στα κέρδη να οφείλεται κυρίως στην πολύ μεγαλύτερη έκταση των άλλων έργων σε σχέση
με την κατασκευή του τσιμεντόπλοιου που η εταιρεία είχε αναλάβει. Θεωρητικά βέβαια τα ποσοστά
επί των κερδών θα έπρεπε έτσι κι αλλιώς να είναι παρόμοια, αλλά το κόστος των τσιμεντοπλοίων
μειωνόταν λόγω της δωρεάν παραχώρησης πρώτων υλών από τους Γερμανούς.

879
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τέτοιο εξάλλου μαρτυρά η επένδυση του Ζαχαρία Αργυρόπουλου και της γυναίκας του σε
ακίνητα την περίοδο 1941-44. Όπως δείχνουν τα στοιχεία που συνέλεξε η Ομοσπονδία
Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, ο Αργυρόπουλος αγόρασε τουλάχιστον 4 ακίνητα με
τίμημα περίπου 136,5 χρυσές λίρες, ενώ στη γυναίκα του Αλίκη μεταβιβάστηκαν ακόμα 3
με τίμημα τουλάχιστον των 722 χρυσών λιρών.1586 Ο Ζαχαρίας Αργυρόπουλος ήταν μάλλον
το πιο δραστήριο μέλος της οικογένειας την εποχή εκείνη, έχοντας εμπλοκή πέραν της ΓΕΤΕ
και σε κάμποσες άλλες εταιρείες που σχετίζονταν με έργα των αρχών κατοχής.1587
Κάποιες από τις εταιρείες αυτές φαίνεται ότι πουλούσαν μέρος των υλικών που
προμηθεύονταν από τις αρχές κατοχής για τα έργα στη μαύρη αγορά. Η «Αβέρωφ –
Μιχαηλίδης» για παράδειγμα – στην οποία συμμετείχε και ο Ζαχαρίας Αργυρόπουλος –
πιάστηκε σε έλεγχο που έγινε να έχει έλλειμμα 1.500 - 1.600 λίτρων βενζίνης, ενώ
κατηγορήθηκαν και για πλαστά τιμολόγια.1588 Υπάρχουν και άλλες καταθέσεις που
υπονοούν – χωρίς όμως αποδείξεις – την πιθανή κατάληξη πρώτων υλών των εταιρειών
αυτών στη μαύρη αγορά, όπως εκείνη που έκανε λόγο για τον σχετικά φτωχό προπολεμικά

1586
ΕΛΙΑ, Αρχείο Πανελληνίου Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής, φυλλάδιο
απευθυνόμενο «προς την Εθνικήν Ηγεσίαν και τον Ελληνικόν Λαόν». Το ποσό λιρών στην τελευταία
αγορά που έγινε το 1944 στο όνομα της Αλίκης είναι μονοψήφιο αλλά δεν φαίνεται καθαρά στην
πηγή (πιθανώς «0»). Σε δραχμές είναι μόλις 5.000.000, που στις αρχές Ιούνιου του 1944 δεν
αγόραζαν ούτε μισή λίρα.
1587
Δεν είναι σαφές σε ποιο ποσοστό τα κέρδη αυτά μπορεί να προέρχονταν από την ΓΕΤΕ, ή από την
νεοϊδρυθείσα «Μιχ. Αβέρωφ και Σία», ή την «ΤΕΚ» στις οποίες συμμετείχε επίσης ο Ζαχαρίας
Αργυρόπουλος. Μάρτυρας υπεράσπισης (πλωτάρχης Ι.Θ.) κατέθεσε πως ο Ζαχαρίας Αργυρόπουλος
δεν είχε ανάμιξη στα τσιμεντόπλοια ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638.
Ενδεχομένως να μην είχε ενεργό ανάμιξη αλλά σίγουρα πάντως, ως μέτοχος της επιχείρησης, είχε
έσοδα από την κατασκευή του “Pionier 1”. Ο Ζαχαρίας συμμετείχε μαζί με τους Κίμωνα Κυριακό,
Ιάσωνα Γεωργιάδη και Λεωνίδα Λιάμπεη και στην ίδρυση της «Ανωνύμου Δομικής Εταιρείας Α.Δ.Ε»
το καλοκαίρι του 1944 (βλ. ΦΕΚ Δελτίον Ανωνύμων Εταιρειών, αρ. 204/17-7-1944, καταστατικό αρ.
26438). Ωστόσο είναι αμφίβολο αν αυτή πρόλαβε να πάρει κάποιο σημαντικό έργο από τις αρχές
κατοχής. Η ίδρυσή της, όπως και αρκετών άλλων εταιρειών, ελάχιστους μήνες πριν τη γερμανική
υποχώρηση προκαλεί ερωτήματα ως προς το αν τα μέλη της σκόπευαν στα κέρδη της μεταπολεμικής
ανασυγκρότησης (με όνομα μάλιστα που δεν θα είχε το «βάρος» των κατοχικών έργων) ή αν
πρόκειται για κάποια προσπάθεια νομιμοποίησης όχι και τόσο νόμιμων κερδών της περιόδου.
1588
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., αποφάσεις, τόμος 4/1945, αρ. 638 καθώς και πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608
& 638. Καταθέσεις Γ.Σ. και Ν.Π..

880
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εργολάβο Μ. ο οποίος επί κατοχής εργαζόταν για τον Αβέρωφ, κάνοντας παράλληλα και
αρκετά εκτεταμένη μαύρη αγορά.1589
Όπως επιπλέον καταθέτει προϊστάμενος του Γραφείου Δημοσίων Έργων Βόλου, οι
ανάγκες των δυνάμεων κατοχής για τον εφοδιασμό του μετώπου της Αφρικής οδήγησαν
στην ανάγκη διαπλατύνσεων δρόμων εκτός από τις συντηρήσεις, και οι εταιρείες που είχαν
αναλάβει τα έργα με το απολογιστικό σύστημα κέρδισαν ακόμα περισσότερα, ενώ ο
Αβέρωφ προκαλούσε δυσκολίες στο Γραφείο και συγκρούονταν συχνά μαζί του. Όταν
κάποια στιγμή αποφασίστηκε να γίνει έλεγχος, διαπιστώθηκε ότι τα τρόφιμα που λάμβαναν
από τους Ιταλούς δεν διανέμονταν κανονικά στο προσωπικό, ενώ η «Αβέρωφ και Σια» είχε
υποβάλλει και πλαστές αποδείξεις. Κατόπιν ανακρίσεων διαπιστώθηκε μάλιστα ότι την
πλαστογραφία έκαναν οι λογιστές της εταιρείας κατόπιν εντολής από τους Ζαχαρία
Αργυρόπουλο και Αβέρωφ με αποτέλεσμα να ασκηθεί μήνυση στον εισαγγελέα Βόλου κατά
της εταιρείας.1590 Πιθανώς μάλιστα να δωροδοκούνταν και οι επιβλέποντες τα έργα Ιταλοί,
αφού εργαζόμενος στην εταιρεία κατέθετε πως αυτό άφηναν να εννοηθεί στην εταιρεία ως
αιτία για την κατακράτηση του 1-2% των μισθών και ημερομισθίων του προσωπικού, ενώ
επιθεωρητής που υποτίθεται πως έλεγχε τα έργα είχε αναφέρει σε συζήτηση πως από το
20% των επισήμων κερδών σύμφωνα με το απολογιστικό σύστημα οι Ιταλοί έπαιρναν το
4%.
Η μάλλον προβληματική επίβλεψη των έργων άφηνε χώρο και για σπατάλες και
εσκεμμένες κακοτεχνίες που μόνο σκοπό είχαν τις καθυστερήσεις και την αύξηση των
εξόδων των έργων. Αντί για παράδειγμα να κλείνουν λακκούβες κλπ στους δρόμους που
έστρωναν με χαλίκι, οι εργολάβοι της «Αβέρωφ και Σία» έβαζαν άμμο, με συνέπεια μόλις
περνούσαν ένα – δύο αυτοκίνητα να φεύγει η άμμος και να χρειάζεται να ξαναγεμίσει η
λακκούβα.1591 Όπως είναι φυσικό τα παράπλευρα κέρδη από τα έργα αυτά είναι πολύ

1589
Ο. π. κατάθεση Χ.Κ..
1590
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση Ι. Λ.. Κατάληξη ήταν να
εκδιωχθεί ο Ι. Λ. από την υπηρεσία για ένα εξάμηνο, να μετατεθούν οι υπάλληλοι που είχαν
εμπλακεί στους ελέγχους και να μετακινηθεί στο γραφείο ένας υπάλληλος, κατά τα λεγόμενα του Ι.
Λ., ευνοούμενος των διεφθαρμένων λειτουργών και των εταιρειών. Οι ανακρίσεις που έκανε το
υπουργείο ενός επιθεωρητή που ο Ι. Λ. θεωρούσε πως βοηθούσε τον Αβέρωφ εγκρίνοντας τις
αυξήσεις κατέληξαν σε αθώωση.
1591
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση Χ. Θ.. Άλλος πρώην
εργαζόμενος (Α. Μ.) επαναλάμβανε περίπου τα ίδια σχετικά με την άμμο, την απασχόληση πολλών
εργαζομένων χωρίς προφανή σκοπό (ουσιαστικά για την αύξηση των κερδών μέσω της αύξησης των
εξόδων) και την ανεπαρκή επίβλεψη, ενώ προσέθετε ότι αν και έφταναν πολλά τρόφιμα στις

881
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δύσκολο να υπολογιστούν, αν και θα μπορούσε κανείς να κάνει τη λογική υπόθεση πως


ίσως ήταν ευκολότερο να αποκομίσει κανείς τέτοια έσοδα από έργα οδοποιίας παρά από
ένα στρατιωτικό πρόγραμμα σε σταθερές εγκαταστάσεις όπως εκείνο των τσιμεντοπλοίων,
γεγονός που θα μπορούσε να έχει αποτελέσει ένα ακόμη κίνητρο για την αποχώρηση της
ΓΕΤΕ από το Πέραμα.
Δεν είναι βέβαιο σε ποιο βαθμό ο ίδιος ο Αβέρωφ είχε την πρωτοβουλία για όλες τις
«περίεργες» ενέργειες των εταιρειών του επί κατοχής, αν και είναι απίθανο να μην γνώριζε
τίποτα. Εξάλλου φαίνεται πως από το δεύτερο μισό του 1942 ο Αβέρωφ σκέφτεται μάλλον
το πώς θα μειώσει τη συμμετοχή του σε εργασίες που τον συσχέτιζαν εμφανώς με τις αρχές
κατοχής και από το 1943 ασχολείται μάλλον περισσότερο με τις υποθέσεις του
«Κόδρου».1592 Αξιωματικός του μηχανικού, που για ένα διάστημα έγινε και πρόεδρους του
Δ.Σ. της «Τεχνικά Έργα Αβέρωφ – Μιχαηλίδης ΑΕ» καταθέτει πως τον Μάιο 1942 το
υπουργείο κατήγγειλε μια σύμβαση, ενώ τον Οκτώβριο του 1942 ο Αβέρωφ αποχώρησε
από την «Αβέρωφ και Σία» και την «Αβέρωφ – Μιχαηλίδης», με συνέπεια η πρώτη να
διαλυθεί και τη δεύτερη να την αναλάβουν – κατόπιν παράκλησης – οι υπάλληλοι.1593 Το

αποθήκες της εταιρείας, οι εργαζόμενοι λάμβαναν σχετικά λίγα από αυτά, υπονοώντας πως τα
υπόλοιπα κατέληγαν στη μαύρη αγορά.
1592
Τα χρήματα εξάλλου που διέθετε ο Κόδρος από τα τέλη του 1942 και μετά (και ειδικά μετά τα
μέσα του 1943) ήταν αρκετά ώστε ο Αβέρωφ να μην νιώσει την όποια μείωση των εσόδων από τις
επιχειρηματικές του δραστηριότητες: σύμφωνα με μεταπολεμική έκθεση του επικεφαλής του
Κόδρου, η οργάνωση διέθετε 20 διαμερίσματα στα μέλη της με ενοίκιο 30-40 χρυσών λιρών ετησίων
(αρκετά ακριβό αν αναλογιστεί κανείς ότι με τα χρήματα αυτά μπορούσε να αγοράσει κανείς μια
αξιοπρεπέστατη οικία την ίδια περίοδο), ενώ οι «μισθοί» των ασυρματιστών ανέρχονταν σε 15-25
λίρες το μήνα (όταν το μηνιαίο κόστος ζωής για μια τετραμελή αθηναϊκή οικογένεια την περίοδο
1943-44 ήταν περίπου 2 λίρες). Βλ. ΔΕΠΑΘΑ, Τμήμα Εθνικής Αντίστασης, Αρχείο-Φάκελος «Κόδρος»,
Π. Κ. Λυκουρέζος προς Υπουργείον Εθνικής Αμύνης, Αρχ. Ενόπλων Δυνάμεων, ΔΕΠΑΘΑ, Γρ.
Αγωνιστών – Πολεμιστών, 20/8/1970 (ευχαριστώ τον Κώστα Θωκταρίδη για την ευγενική
παραχώρηση του εγγράφου). Τα χρήματα αυτά, αν και μάλλον δεν θα ήταν αρκετά για να ωθήσουν
όσους δεν είχαν κάποια ελάχιστα πατριωτικά κίνητρα να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους, θα πρέπει
ωστόσο να επαρκούσαν ώστε τα βασικά τουλάχιστον μέλη της οργάνωσης να μην χρειάζεται να
αποσπούν την προσοχή τους με επιχειρηματικές δραστηριότητες αν αυτές δεν χρειάζονταν για την
επιτέλεση της αποστολής τους.
1593
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση Γ. Κ.. Ο μάρτυρας
υποστήριξε επίσης πως ο Αβέρωφ τον πλησίασε για να εργαστεί «εθνικιστικώς» στην εταιρεία με
σκοπό της συλλογή πληροφοριών, μια δικαιολογία που συνηθιζόταν από ανώτερους ειδικά
υπαλλήλους των εμπλεκόμενων εταιρειών. Ο λογιστής της «Αβέρωφ και Σια» Γ. Μ. (ο. π.),

882
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

γεγονός αυτό μάλλον διασταυρώνεται και από τους ισολογισμούς της εταιρείας: οι Μ.
Αβέρωφ (εντεταλμένος σύμβουλος) και Γ. Μιχαηλίδης (γενικός διευθυντής) υπογράφουν
τον ισολογισμό του 1940, ο Αβέρωφ με τον Σ. Μπένα (αντιπρόεδρο) εκείνον του 1941, αλλά
ο ισολογισμός του 1942 υπογράφεται από τους Γ. Κουντάκη (πρόεδρο ΔΣ) και Π.
Κωνσταντινίδη (διευθύνοντα σύμβουλο) πριν καν λήξει το έτος (27 Οκτωβρίου 1942). Ο
επόμενος ισολογισμός (του 1943) θα υπογραφεί μόλις το 1948, από τους Μιχαήλ και
Αναστάσιο Αβέρωφ, χωρίς να εμφανίζει επίσημα κέρδη από εργασίες. Σημαντικές
εισπράξεις καταγράφονται αντίθετα από πωλήσεις μηχανημάτων (που επιβεβαιώνει την
τυπική απόσυρση της εταιρείας από τα γερμανικά έργα), αλλά και από εργασίες ΤΕΚ.1594
Φαίνεται λοιπόν πως η διοίκηση της εταιρείας (στην οποία δεν ανήκε πια – τυπικά
τουλάχιστον – ο Αβέρωφ) αποφάσισε να συμμετέχει μόνο εμμέσως σε έργα της κατοχικής
κυβέρνησης και των αρχών κατοχής μέσω της ΤΕΚ, μέτοχος της οποίας ήταν και η «Αβέρωφ
– Μιχαηλίδης».1595
Η περίπτωση του Μιχαήλ Αβέρωφ είναι λοιπόν αρκετά περίπλοκη. Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι είχε επιχειρηματική δράση σχετιζόμενη με ανάληψη έργων των αρχών
κατοχής. Σε συνεργασία μάλιστα με τους Ζαχαρία Αργυρόπουλο και Π. Δοανίδη (της
«Ανωνύμου Ελληνικής Σιδηροβιομηχανικής Εταιρείας ΑΕΣΕ») είχαν ιδρύσει τον Αύγουστο
του 1941, την «Μιχ. Αβέρωφ και Σια» με προφανή σκοπό ακριβώς την ανάληψη τέτοιων

επαναλαμβάνοντας τα περί ανάληψης της εταιρείας από το προσωπικό, αναφέρει πως η αποχώρηση
Αβέρωφ από την «Αβέρωφ – Μιχαηλίδη» έγινε «περί τον Ιούνιον», ενώ τον Οκτώβριο αποχώρησε
από την «Αβέρωφ και Σια». Ο Μιχαηλίδης ήταν Βρετανός υπήκοος και φαίνεται πως την κατοχή
κρυβόταν και είχε περιορισμένη ανάμιξη στα της εταιρείας του.
1594
Η εταιρεία δεν ήταν από τις μεγάλες του είδους όπως προκύπτει και από τα ποσά που
αναφέρονται στους ισολογισμούς, αλλά ακόμα και τα επίσημα στοιχεία της δείχνουν κέρδη από το
πρώτο έτος μετά την ίδρυσή της (1938) μέχρι και το 1943, με μοναδική εξαίρεση το 1940. Τους
ισολογισμούς υπογράφουν βεβαίως και οι υπεύθυνοι του λογιστηρίου, που όμως δεν μας αφορούν
εδώ. Οι δημοσιευμένοι ισολογισμοί βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο ΙΑΤΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ130. Κέρδη
εμφανίζει και ο (ως συνήθως προβληματικός) ισολογισμός του 1944 από πωλήσεις όμως επίπλων
και μηχανημάτων, αφού η εταιρεία μάλλον δεν εργαζόταν τότε.
1595
Όπως αναφέρει και ο μάρτυρας υπεράσπισης Π.Π. η «Αβέρωφ – Μιχαηλίδης» συνέχισε τα έργα
μετά τον Οκτώβριο 1942 μέσω της συμμετοχής της στην «ΤΕΚ – Ζαχ. Αργυρόπουλος και Σία», αλλά
παρουσιάζει τη συμμετοχή της ως ζημιογόνο για την εταιρεία μετά τον Οκτώβριο 1942 (ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α.,
πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638).

883
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

έργων.1596 Η ευρύτερη εντύπωση που είχε αφήσει επί κατοχής η επιχειρηματική του δράση,
όπως εξάλλου και εκείνη των συνεταίρων του, ήταν αυτή του οικονομικού συνεργάτη, όπως
προκύπτει από το πλήθος των σχετικά αρνητικών γι’ αυτόν καταθέσεων το 1945, αλλά και
από το γεγονός ότι προφυλακίστηκε παρά τις υψηλές γνωριμίες και την σχέση του με τον
«Κόρδο».
Το ζήτημα του νομικού χειρισμού της υπόθεσης δεν ήταν απλό, αφού προκάλεσε
αναταράξεις και στη δικαιοσύνη. Όπως μας πληροφορούν οι εφημερίδες ο αρχικός
ανακριτής της υπόθεσης Καραμάνος ζήτησε με υπόμνημά του προς τον γενικό επίτροπο να
τον αντικαταστήσει επειδή ο νέος επίτροπος Τσαμπάσης ανέθεσε την ανάκριση της
υπόθεσης Αβέρωφ σε άλλον ανακριτή, τη στιγμή που ο Καραμάνος είχε σχεδόν
ολοκληρώσει την ανάκριση αποφασίζοντας την παραπομπή του Αβέρωφ σε δίκη. Η
απάντηση Τσαμπάση ήταν ότι πως ανάθεσε σε άλλον μόνο την κατάθεση του βρετανού
πράκτορα Bond, λόγω φόρτου εργασίας. Ο Καραμάνος είχε έρθει σε αντιπαράθεση με τον
Τσαμπάση και στην υπόθεση της προφυλάκισης του διευθυντή της ΕΠΑΚ Γ. Καλύβα.1597
Κυριότερη υπερασπιστική γραμμή του Αβέρωφ και κάποιων από τους υπόλοιπους
εργολάβους, ήταν η συμμετοχή τους σε αντιστασιακή οργάνωση. Πράγματι φαίνεται πως ο
Αβέρωφ είχε ενεργό δράση στην οργάνωση «Κόδρος». Παρά τη συμμετοχή του στον
«Κόδρο» όμως, η υπόθεση Αβέρωφ προκάλεσε κάποια αμηχανία στις βρετανικές υπηρεσίες
που έψαχναν κάποια υπηρεσία που μπορεί να γνώριζε τη δράση του,1598 την ίδια στιγμή
που σε εσωτερικό έγγραφο ανησυχούσαν για τις αυξανόμενες περιπτώσεις Ελλήνων που
προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τα δικαστήρια παρουσιάζοντας ψευδώς τους εαυτούς

1596
Βλ. εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, στήλη «Προσωπικαί Εταιρίαι», Πρωτοδικείο Αθηνών,
9/8/1941. Η συμμετοχή του Αβέρωφ στην εταιρεία ήταν μέσω της προϋπάρχουσας «Τεχνικής
Εταιρείας Αβέρωφ – Μιχαηλίδης Α.Ε.». Η εταιρεία ανέφερε ως σκοπό της την ανάληψη έργων του
Δημοσίου και Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, όρος που δεν μπορούσε από μόνος του να
καταστεί ιδιαίτερα περιοριστικός από τη στιγμή που σημαντικότατο μέρος των έργων που γίνονταν
κατ’ εντολή των αρχών κατοχής (πλην ίσως κάποιων οχυρωματικών) γίνονταν μέσω των ΕΠΑΚ και
εμφανίζονταν ως έργα της Ελληνικής Πολιτείας. Στο ΔΣ της ΑΕΣΕ το 1940 ήταν επίσης Οι Λ. Λιάμπεης,
Δ. Μήκας και Αν Μπακάλμπασης. Μέσα στην κατοχή όμως η σύνθεση άλλαξε και ο Αβέρωφ, μετά
τον ισολογισμό του 1940 (υπογράφεται στις 26/6/1941) δεν εμφανίζεται πια. Βλ. τους ισολογισμούς
και τις ανακοινώσεις μελών του ΔΕΣ στο: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ8Φ57.
1597
Εφημερίδα Ριζοσπάστης, «Η υπόθεση Αβέρωφ. Παραίτηση ανακριτή», 5/7/1945.
1598
Τα κεντρικά της SOE στο Λονδίνο απάντησαν πως δεν γνωρίζουν κάτι για τον Μ. Αβέρωφ. TNA,
HS 5/363, ACD/1/7675, D/HT προς A/CD, 31/5/1945 και DHT/GR/8438, D/HT προς A/CD, 2/6/1945.

884
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τους ως πράκτορες των Άγγλων.1599 Το γεγονός πιθανώς να οφειλόταν και στην


μυστικοπαθέστερη SIS που δεν πληροφορούσε για όλες της τις δραστηριότητες την SOE,
αφού η υπεράσπισή του εξασφάλισε μάλλον χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία σχετικό έγγραφο
του ναυάρχου Cunningham,1600 ενώ υπέρ του Αβέρωφ κατέθεσε και ο βρετανός
αξιωματικός R. Bond.1601 Τα έγγραφα αυτά πάντως, που ο Επίτροπος (ουσιαστικά
εισαγγελέας) του Ειδικού Δικαστηρίου παραδεχόταν ως «πανηγυρικής σημασίας» για τον
«ευθύ, ιερό και πατριωτικό σκοπό» του Αβέρωφ, δεν κάλυπταν απόλυτα την πιθανότητα ο
κατηγορούμενος να είχε και ιδιοτελείς σκοπούς. Εξάλλου, αναρωτιόταν λογικά ο Επίτροπος,
ποιες πληροφορίες θα μπορούσε να παρέχουν τα έργα στο άδειο τότε στρατόπεδο
Χαϊδαρίου; Τελικά όμως τα έγγραφα και η κατάθεση του Bond βάρυναν αποφασιστικά και
το δικαστήριο δέχτηκε πως ακόμα και τα έργα που δεν προσέφεραν πληροφορίες γίνονταν
για να κερδηθεί η εμπιστοσύνη των κατακτητών.
Παρόμοια ήταν η ιστορία και ενός άλλου συνεταίρου των Αβέρωφ και
Αργυρόπουλου. Ο Δοανίδης (γιος καθηγητή του πολυτεχνείου και επιμελητής ο ίδιος), λόγω
της ενασχόλησής του με το σιδηρεμπόριο γνώριζε τις αποθηκευμένες ποσότητες σιδήρου

1599
TNA, HS 5/363, 474 Cipher Tel to Force 133, 30.4.45 CAW, 8245 (“S. For Dolbey Personally from
A/CD”). Νωρίτερα πάντως (13/11/44) το όνομα του Αβέρωφ είχε περιληφθεί σε έγγραφο βρετανικό
στρατιωτικό έγγραφο προς το ελληνικό επιτελείο που περιλαμβάνει τις 3 οργανώσεις (Όμηρος, Αλίκη
και Κόδρος) που βοήθησαν τη «βρετανική Υπηρεσία» (προφανώς την SIS). Βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία
ος
Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), Τόμος 7 , «Αντιστασιακές Οργανώσεις Εσωτερικού», Έκδοση
Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998, σσ. 83-84 και ξανά στην 461-463 της ηλεκτρονικής
έκδοσης.
1600
Τα έγγραφα P/616 από 30/4/1945 και π/616 από 8/4/1945 της BCIS αναφέρονται στο: ΓΑΚ,
Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638. Βρετανικό έγγραφο της περιόδου της δίκης
(Αύγουστος 1945) που βεβαιώνει τις υπηρεσίες του Κόδρου και του Αβέρωφ (από τον Μάιο 1944
ενός από τους δύο διοικητές της οργάνωσης), βρίσκονται και στο ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής Αντίστασης
ος
(1941-1944), Τόμος 7 , σελ. 85.
1601
Επρόκειτο για το μέλλος της SIS (Secret Intelligence Service, γνωστή και ως MI6) ταγματάρχης
Rodney Richard Bond, ο οποίος στην αρχή της κατοχής είχε σώσει στην Ελλάδα τον συνάδελφό του,
πράκτορα Peter Fleming, αδελφό του δημιουργού του λογοτεχνικού και κινηματογραφικού James
Bond. Η δράση του Rodney Bond ενδεχομένως να αποτέλεσε και την πηγή έμπνευσης για το όνομα
του 007. Βλ. Macintyre, Ben: For Your Eyes Only: Ian Fleming and James Bond, Bloomsbury Publishing,
London, 2008, σσ. 47-48. Για τη δράση Bond και τον ρόλο του στην οργάνωση «Γουέδερ» το 1941 βλ.
ος
και την έκθεση της οργάνωσης στο: ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής Αντιστάσεως (1941-44), Τόμος 7 ,
Αντιστασιακές Οργανώσεις Εσωτερικού, Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα 1998, κυρίως
σσ. 291-293.

885
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

και σύμφωνα με πληροφορίες από στελέχη του Υπουργείου Συγκοινωνίας κατάφερνε να


εξασφαλίζει γι’ αυτές γερμανικές διατακτικές, ώστε να τις χρησιμοποιεί στην επιχείρησή
του ή να τις πουλάει στη μαύρη αγορά. Πιθανότατα ανάμεσα στους πελάτες της εταιρείας
του να ήταν και το πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων, αφού εξάλλου εκεί εργαζόταν στο πρώτο
διάστημα και η ΓΕΤΕ. Ο Δοανίδης φέρεται να δικαιολογούσε την ανάληψη των έργων (παρά
το ότι ως επιμελητής του πολυτεχνείου του απαγορευόταν κάτι τέτοιο), λέγοντας πως «είχε
βίον άνετον, έχων πολλάς κοινωνικάς σχέσεις και επομένως πολλά έξοδα».1602 Η συχνή
υπερασπιστική γραμμή επιχειρηματιών πως κάποιος με σχετική οικονομική άνεση δεν είχε
κίνητρο για οικονομική συνεργασία φαίνεται πως συχνά αντιστρεφόταν στην πράξη.
Όμως και ο Δοανίδης είχε συνεργασία και με αντιστασιακές οργανώσεις. Από τις
αρχές της κατοχής φαίνεται ότι είχε κάποια σχέση με την οργάνωση του «Προμηθέα» και
αργότερα εντάχθηκε στον «Απόλλωνα/Υβόννη» του Πελτέκη, όπου το 1943 και μέχρι τη
διαφυγή του στη μέση ανατολή μάλλον στα τέλη 1943, ήταν βοηθός αρχηγού και επόπτευε
την «υπηρεσία σαμποτάζ».1603
Η προσπάθεια «ξεπλύματος» μέσω της καθυστερημένης συνεργασίας με
αντιστασιακές ομάδες δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο τους τελευταίους μήνες της κατοχής,
αλλά πολλές φορές δεν έπειθαν κανέναν. Τέτοιο είναι το παράδειγμα του μηχανικού
Σταματόπουλου, για τον οποίο η οργάνωση «Κόδρος» αναφέρει σε χειρόγραφο σημείωμα
ότι έχει προσφέρει μεν χρήσιμες πληροφορίες τους τελευταίους μήνες του πολέμου,

1602
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, καταθέσεις Χ.Κ. και Κ.Ρ.. Ο Δοανίδης
ήταν επίσης στο συμβούλιο της Ανωνύμου Εταιρείας Μεταλλουργείων Λαυρίου (Οικονομολόγος
Αθηνών, στήλη «Κίνησις Ανωνύμων Εταιριών», 27/2/1943).
1603
«Έκθεσις Άλκη Δελμούζου δι’ Οργάνωσιν ‘Απόλλων’», ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-
ος
1944), Τόμος 7 , «Αντιστασιακές Οργανώσεις Εσωτερικού», Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού,
Αθήνα, 1998, κυρίως σσ. 513-516 ηλεκτρονικής έκδοσης (όπου η αναχώρηση Δοανίδη εμφανίζεται
να γίνεται τον Σεπτέμβριο 1943 ή λίγο αργότερα), TNA, HS 5/652, “Payment of Greek Claims,
Appendix A: Secret Organisations”, 19/12/1944. Στην κατάθεση του μάρτυρα πλωτάρχη Ι. Θ. (ΓΑΚ,
Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638) η αναχώρηση Δοανίδη αναφέρεται ότι έγινε
τον Φεβρουάριο ή Μάρτιο 1944, αν και ο μάρτυρας λέει πως δεν θυμάται καλά. Δύο χρόνια
αργότερα, ο ίδιος μάρτυρας αναφέται στην επίσημη των «14 σαμποτάζ του Δοανίδη» (προφανώς
την έκθεση του «Απόλλωνα»), υιοθετόντας ως έτος φυγής του Δοανίδη το 1943 (ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α.,
πρακτικά, τόμος 3/1947, αρ. 355, 356, κατάθεση Ι. Θ.). Το 1944-45 ο Δοανίδης ανέλαβε τεχνική
αποστολή στην ελληνική πρεσβεία της Ουάσινγκτον, ενώ μεταπολεμικά έμεινε μόνιμα σε ΗΠΑ και
Νότια Αφρική (βλ. το Μέγα ελληνικόν βιογραφικόν λεξικόν των αδελφών Βοβολίνη, εκδόσεις
«Βιομηχανικής Επιθεωρήσεως», τόμος Γ΄, Αθήνα, 1960, σελ. 538-539).

886
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ωστόσο «δεδομένου ότι η οικογένεια τού ως άνω πράκτορος συνειργάζετο μετά του
εχθρού δεν γνωρίζομεν αν αι παρασχεθείσαι πληροφορίαι εδίδοντο από
υστεροβουλίαν».1604
Στην περίπτωση του Αβέρωφ (όπως μάλλον και σε εκείνη του Δοανίδη), η
συνεργασία του με τον «Κόδρο» ήδη μάλιστα από το 1942, είναι αρκετή ώστε να τον
διαχωρίσει από τις περιπτώσεις ύστερης «αντιστασιακής» δράσης τύπου Σταματόπουλου.
Ο Αβέρωφ φαίνεται πως είχε κάποια πραγματική δράση παρέχοντας πληροφορίες στις
συμμαχικές υπηρεσίες της Μέσης Ανατολής από τα τέλη του 1942 – τουλάχιστον σύμφωνα
με τα λεγόμενα της οργάνωσης. Σύμφωνα με την μεταπολεμική έκθεση του αρχηγού της
οργάνωσης, «κύριον έργον αυτού υπήρξε η διεύθυνσις του τμήματος του σχετικού με τους
πομπούς και του γραφείου κρυπτογραφήσεως.» Ο Αβέρωφ «[…] επέδειξε απαράμιλλη
ικανότητα, θαυμαστό ζήλο και άοκνον εργατικότητα. Πλειστάκις εντοπιζόταν ο πομπός και
τον έσωζε με ενέργεια, θάρρος και τόλμη». «Διά την επιδειχθείσαν ανδρείαν του είναι
άξιος της μεγαλυτέρας αναγνωρίσεως».1605
Οι μαρτυρίες όμως που τον θέλουν να αναλαμβάνει ακόμα και τα πρώτα έργα με
σκοπό τη συλλογή πληροφοριών και την αντιστασιακή δράση, σε μια περίοδο μάλιστα που
ούτε ο «Κόδρος» ούτε οι περισσότερες παρόμοιες οργανώσεις είχαν ακόμα δημιουργηθεί,
δεν πείθουν ιδιαίτερα. Το πιο ίσως ακραίο παράδειγμα τέτοιας μαρτυρίας είναι εκείνο του
πρώην υπουργού και την περίοδο εκείνη συνδιοικητή της Εθνικής Τράπεζας Κ. Ζαβιτσιάνου.
Ο Ζαβιτσιάνος κατέθεσε πως δέχθηκε την επίσκεψη Αβέρωφ λίγες ημέρες μετά την
κατάκτηση της χώρας, κατά την οποία ο Αβέρωφ του είπε πως έχει την άδεια των Άγγλων
και της εξόριστης κυβέρνησης να αναλάβει γερμανικά έργα γιατί όταν θα γινόταν αγγλική
απόβαση έπρεπε να υπάρχουν καλοί δρόμοι ώστε να βοηθηθεί, και ζητούσε μάλιστα την
ενίσχυση της Τράπεζας για τη δημιουργία μεγάλου δικτύου συμμαχικής κατασκοπείας στη
χώρα. Στην υπερβολική του προσπάθεια μάλιστα να υπερασπιστεί τον Αβέρωφ και τους
άλλους «εργολάβους εμπιστοσύνης», ο Ζαβιτσιάνος έκανε τον επίσης ανεδαφικό ισχυρισμό
πως «ήσαν τόσα τα έξοδα κατοχής και αι δαπάναι του Ελληνικού Κράτους και τοιαύτη τότε
οικονομική κατάστασις, ώστε τα δαπανηθέντα διά τεχνικά έργα να μη δύνανται να

1604
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία Εθνικής Αντιστασης, Φάκελος 912, υποφ. Στ/1, εγγραφή αριθμός 213.
1605
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία Εθνικής Αντιστασης, Φάκελος 912 Υποφ. Στ/1, «Έκθεση του εφέδρου πλωτάρχη
Παναγιώτη Λυκουρέζου της 15.3.1945 προς το υπουργείο στρατιωτικών σχετικά με την ιστορία και
τη δράση της μυστικής ομάδας πληροφοριών ‘Κόδρος’».

887
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ληφθούν υπ’ όψιν δια την δημιουργίαν του πληθωρισμού».1606 Εξάλλου ο «Κόρδος»,
οργάνωση με την οποία ο Αβέρωφ εμφανιζόταν να ξεκινά την αντιστασιακή του δράση,
δραστηριοποιήθηκε στα τέλη 1942, την περίοδο δηλαδή που άρχιζε να αντιστρέφεται το
κλίμα στα πεδία των μαχών και ο Άξονας ξεκινούσε την μακρά πορεία υποχωρήσεων σε
Σοβιετική Ένωση και Μεσόγειο.
Επιπλέον, η ανάμιξη της ΓΕΤΕ στο πρόγραμμα των τσιμεντοπλοίων δεν μπορεί να
πείσει κανένα ότι έγινε για λόγους «αντιστασιακούς». Ελάχιστες λεπτομερείς πληροφορίες
για την πρώτη περίοδο του προγράμματος έφταναν στους Συμμάχους από πηγές που θα
μπορούσαν να σχετίζονταν με τη ΓΕΤΕ ή τον Αβέρωφ και πάντως δεν έχουν προς το παρόν
εντοπιστεί στα βρετανικά αρχεία τα εμπιστευτικά γερμανικά σχέδια ή άλλα έγγραφα που
είχε στην κατοχή της η ΓΕΤΕ. Αυτό ίσως έχει να κάνει και στην αποχώρηση της ΓΕΤΕ από το
πρόγραμμα πριν την έναρξη της δράσης του «Κόδρου», αλλά αν πραγματική αιτία της
ανάληψης των έργων ήταν η συλλογή των πληροφοριών αυτών θα περίμενε κανείς να
έχουν αποσταλεί κάποιες τουλάχιστον από αυτές, έστω και με καθυστέρηση. Σύμφωνα με
την μεταπολεμική έκθεση του «Κόδρου» υπήρχε ειδικό κλιμάκιο («συγκρότημα 4») με
αντικείμενο την «παρακολούθησιν της οργανώσεως της παρακτίου αμύνης Πειραιώς και
της ναυπηγήσεων πλοίων εκ μπετόν εις Πέραμα».1607 Κάποιες από τις πληροφορίες του
1606
Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση Κ.Ζ. και Kousouris,
Dimitris: Une épuration ordinaire: Les procès des collaborateurs en Grèce (1944-1949) comme
composante de la reconstruction judiciaire en Europe, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή École des
Hautes Études en Sciences Sociales, Paris, 2009, σσ. 294-295. Η καταγεγραμμένη μαρτυρία
Ζαβιτσιάνου πέφτει μάλιστα και σε αντιφάσεις, όταν αναφέρεται από τη μία σε καλούς δρόμους που
θα βοηθούσαν την αγγλική απόβαση προσθέτοντας πως οι ελλείψεις τροφίμων το 1941 οφειλόταν
και στους κακούς δρόμους οπότε δικαίως οι εργολάβοι ανέλαβαν την επισκευή τους, και από την
άλλη (σε άλλο σημείο) αναφέρει πως «οι Άγγλοι είχον συμφέρον να είναι οι δρόμοι χαλασμένοι, διά
να μη γίνονται καλώς αι μεταφοραί υπό των Γερμανών». Η αναφορά Ζαβιτσιάνου πως το 1942
πληροφορήθηκε από τον Μιχαήλ Αβέρωφ για επιστολή του αδελφού του Ευάγγελου, σχετική με την
αυτονομιστική κίνηση του υποστηριζόμενου από την Ιταλία και τη Ρουμανία «Πριγκιπάτου της
Πίνδου» και της προσπάθειας του ηγέτη του Αλκιβιάδη Διαμάντη να εξασφαλίσει χρηματοδότηση
από το τοπικό υποκατάστημα της ΕΤΕ είναι μάλλον πειστικότερη. Εξάλλου η ύπαρξη τέτοιας
επιστολής είναι γνωστή.
1607
Το «συγκρότημα 4» πριν περιοριστεί σε Πέραμα και άμυνα Πειραιώς «δεν παρείχε ημίν πλήρη
ικανοποίησιν». Συνέχισε τη δράση του μέχρι την αιφνίδια αναχώρηση του αρχηγού του λοχαγού
Δανασή για τη Μέση Ανατολή τον Αύγουστο του 1944. Την ίδια εποχή που, όπως είδαμε, διακόπηκε
το πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων. Βλ. Πλωτάρχη Λυκουρέζου, «Έκθεση επί της δράσεως της
ος
οργανώσεως ‘Κόδρος’», στο: ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), Τόμος 7 ,

888
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

1943-44 (όταν δηλαδή η ΓΕΤΕ είχε αποχωρίσει) ενδεχομένως να είχαν ως προέλευσή τους
αυτό το «συγκρότημα». Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία ότι ο «Κόδρος» έστελνε πράγματι
κάποιες πληροφορίες σχετικές με γερμανικά πλοία στη Μέση Ανατολή. Όπως όμως είδαμε
σε μια αναφορά που πιθανότατα προέρχεται από την οργάνωση, το μόνο όνομα εταιρείας
που περιέργως φαίνεται να λείπει από εκείνες που είχαν εμπλοκή με το πρόγραμμα
τσιμεντοπλοίων είναι αυτό της ΓΕΤΕ.
Δεν είναι βέβαιο αν η έλλειψη κάποιων αποτυπωμένων αρχειακά λεπτομερών
πληροφοριών για τη σχέση της ΓΕΤΕ με το πρόγραμμα, όπως και ο μη εντοπισμός των
εμπιστευτικών σχεδίων των σκαφών, οφείλεται στον Αβέρωφ, ενώ σε αυτή συμβάλει και η
μυστικοπάθεια της SIS, τα αρχεία της οποίας δεν έχουν ουσιαστικά ανοίξει. Με δεδομένη
πάντως τη θέση Αβέρωφ στην ΓΕΤΕ και την διακίνηση τέτοιων πληροφοριών ανάμεσα στις
βρετανικές υπηρεσίες (έστω και χωρίς συχνά να αναφέρουν την ακριβή τους πηγή),
δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα για τη στάση Αβέρωφ. Προτιμούσε εσκεμμένα να
υποτιμά τη συμμετοχή του ίδιου και της ΓΕΤΕ σ’ αυτό; Πιθανώς να μην είχε ιδιαίτερα
ενεργό προσωπική συμμετοχή στην εταιρεία επί κατοχής (ήταν μέτοχος αλλά όχι πρόεδρος
ή διευθύνων σύμβουλος) και να μη ρίσκαρε να εκτεθεί. Τότε όμως γιατί υποτίθεται ότι
επιδίωκε να αναλάβει τα έργα αν δεν ήταν για να βρει τις καλύτερες δυνατές λεπτομερείς
πληροφορίες; Και γιατί δεν επεδίωξε να συνεχίσει με κάποιο τρόπο τη συμμετοχή του στο
πρόγραμμα, αν αυτό θα του εξασφάλιζε καλύτερες πληροφορίες;
Πιθανόν βέβαιη απάντηση στα ερωτήματα αυτά να μην πάρουμε ποτέ. Πάντως
αρκετοί από τους μάρτυρες «κατηγορίας» στη δίκη των κατασκευαστών προσπαθούσαν να
απενοχοποιήσουν τη συμμετοχή του Αβέρωφ και των υπόλοιπων εργολάβων στο
πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων, βεβαιώνοντας ψευδώς πως τα σκάφη δεν χρησιμοποιήθηκαν
ποτέ,1608 και υποβαθμίζοντας τόσο την ταχύτητά τους («1-2 μίλια την ώρα»), όσο και την
ευρύτερη προοπτική χρήσης των σκαφών αυτών («εκ των προτέρων γνωρίζαμεν ότι ταύτα
θ’ αποτύχουν, ήτο τεχνικώς ανόητος η κατασκευή των», υπόθεση «εγγίζουσα τα όρια του
γελοίου» και «έργο οπερέτας και φάρσας»).1609

«Αντιστασιακές Οργανώσεις Εσωτερικού», Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998,


κυρίως σελ. 465 (ηλεκτρονικής έκδοσης).
1608
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση Α.Κ..
1609
Ό. π. καταθέσεις μάρτυρα κατηγορίας Ι.Α. και μαρτύρων υπεράσπισης Γ.Ζ. και Α.Τ.. Ο Ι.Α. είχε
επίσης εργαστεί στο πρόγραμμα, και όπως αρκετοί από τους άλλους μάρτυρες είχε συμφέρον να
παρουσιάζει το πρόγραμμα ως εξαρχής προορισμένο να αποτύχει παταγωδώς.

889
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Εκτός όμως της παροχής πληροφοριών, ο Αβέρωφ (και ο «Κόρδος») φαίνεται πως
συμμετείχαν και σε άλλες ενέργειες που θα έκαναν ευκολότερη την απαλλαγή του από τις
δικαστικές περιπέτειες. Τον Απρίλιο του 1944 η οργάνωση επιφορτίστηκε και με τη
διαφυγή του Γ. Παπανδρέου, καθώς και με εκείνες άλλων πολιτικών προσώπων (Καρτάλη,
Π. Ράλλη, Σ. Θεοτόκη, Θ. Τσάτσου, Φ. Δραγούμη, Λόντου, Λ. Λαμπριανίδη και
υποστράτηγου Βεντήρη).1610 Η βοήθεια του «Κόδρου» σε τόσες ισχυρές προσωπικότητες
της απελευθερωμένης Ελλάδας, θα δυσκόλευαν εξαιρετικά την καταδίκη ενός από τα
βασικά μέλη της οργάνωσης, ακόμα και αν υπήρχαν αδιάσειστες αποδείξεις για την ενοχή
του. Στο τέλος της κατοχής ο «Κόδρος» συνεργαζόταν με άλλες οργανώσεις που είχαν
δράσει περισσότερο κατά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ παρά εναντίον των δυνάμεων κατοχής. Νωρίτερα
ο Αβέρωφ φέρεται να είχε βοήθησε και στην άνοδο του στρατηγού Σαράφη στο βουνό, πριν
βέβαια ο τελευταίος ενταχθεί στον ΕΛΑΣ για τον οποίο ο Αβέρωφ – όπως και η συντριπτική
πλειονότητα των «εθνικιστών αντιστασιακών» – δεν είχε βεβαίως ιδιαίτερα θετικά
γνώμη.1611 Με τον ασύρματο του «Κόδρου» οργανώθηκε μάλιστα και η μεταφορά οπλισμού
από την «Χ», τη «Ρήλος – Αυλών – Νήσοι (ΡΑΝ)» και την κατοχική αστυνομία (μηχανοκίνητο
του «Μπουραντά») στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1944, με προφανή σκοπό την αποτροπή
του ενδεχομένου απελευθέρωσης της πόλης από τον ΕΛΑΣ.1612
1610
ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχεία Εθνικής Αντιστασης, Φάκελος 912 ΣΤ/2β, «Συνοπτική έκθεση του εφ. Πλωτάρχη
Παν. Λυκουρέζου προς τα επιτελεία Στρατού, Θαλάσσης και ISLO σχετικά με την ιστορία και τη
δράση της μυστικής ομάδας πληροφοριών ‘Κόδρος’, συνοδευομένη με τεκμηριωτικό υλικό, κυρίως
Βρετανικών υπηρεσιών».
1611
Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 6/1945, αρ. 607, 608 & 638, κατάθεση μάρτυρα υπεράσπισης
Α.Γ.. Η αναφορά σε «εθνικιστικές οργανώσεις» γίνεται από τους μάρτυρες και αποδιδόμενη στον
Αβέρωφ. Εξάλλου αρκετά μέλη αστικών οργανώσεων αναπροσδιορίζονταν έτσι. Ειδικά το 1944 οι
«εθνικιστικές» οργανώσεις είχαν σαφώς εχθρική στάση προς το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και κάποιες από αυτές
προτίμησαν ακόμα και την – λιγότερο ή περισσότερο – περιορισμένη συνεργασία με τις αρχές
κατοχής. Ο «Κόδρος» συνεργαζόταν και βοηθήθηκε προσωπικά από τον αρχηγό της «Χ» (Γρίβα), της
γνωστότερης ίσως από τις οργανώσεις που ξεκίνησαν θεωρητικά ως αντιστασιακές για να καταστούν
ουσιαστικά όργανο των δυνάμεων καταστολής του κατοχικού κράτους κατά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Βλ. την
«Έκθεση για την Οργάνωση και Δράση της Αντιστασιακής Οργάνωσης ‘Χ’» του Γρίβα, στο: ΓΕΣ/ΔΙΣ:
ος
Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), Τόμος 7 , «Αντιστασιακές Οργανώσεις Εσωτερικού»,
Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998, σελ. 235 (ηλεκτρονικής έκδοσης). Ο αρχηγός του
«Κόδρου» Λυκουρέζος έδωσε μεταπολεμικά σχετική βεβαίωση για την αναγνώριση της
«αντιστασιακής» δράσης της οργάνωσης «Χ» (ο. π. σελ. 348).
1612
Βλ. την «Έκθεση για την δράση αξιωματικού αυτού στο πλαίσιο της οργάνωση ‘ΡΑΝ’» του
ος
υποστράτηγου Δ. Ζαγκλή, στο: ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), Τόμος 7 ,

890
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Η συγγενική λοιπόν σχέση του Μιχαήλ με τον Ευάγγελο Αβέρωφ αλλά και η βοήθεια
του «Κόδρου» στην μετάβαση παλαιών πολιτικών στη Μέση Ανατολή έκαναν ακόμα
εντονότερο τον πολιτικό χαρακτήρα που στα μάτια κάποιων έπαιρνε η υπόθεση. Το
τεταμένο πολιτικό κλίμα της εποχής πιθανότατα βοήθησε σημαντικά στη συσπείρωση
μέρους του αστικού κόσμου πίσω από τους επιχειρηματίες των επιχειρήσεων Αβέρωφ, της
ΓΕΤΕ και της ΑΕΣΕ, οι οποίες στα μάτια τους ήταν κάτι σαν σύμβολο άμυνας απέναντι στις
επιθέσεις των επικίνδυνων κομμουνιστών που ήθελαν το τέλος τους, ή του «λαουτζίκου»
που ελάχιστα καταλάβαινε από τις αγωνίες των επιχειρηματιών. Εξάλλου πλήθος άλλων
επιχειρηματιών καλούνταν ήδη να πληρώσουν σημαντικούς «φόρους πλουτησάντων» και
ανάμεναν να τους ασκηθούν ποινικές κατηγορίες. Γι’ αυτούς η επιτυχημένη υπεράσπιση
των κατηγορούμενων σε μία από τις πρώτες δίκες που αφορούσαν κατηγορίες οικονομικής
συνεργασίας θα μπορούσε να αποβεί κρίσιμη, για την αποφυγή των ποινών και της φήμης
τους στην αγορά, που θα τους επέτρεπαν επιπλέον να συμμετάσχουν και στο μοίρασμα της
πίτας της ξένης βοήθειας για την ανοικοδόμηση της χώρας.
Από την άλλη το 1945 θα ήταν ακόμα δύσκολο να αγνοηθεί η λαϊκή απαίτηση για
τιμωρία όσων είχαν σχέσεις με τους κατακτητές και να αθωωθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι.
Έτσι τελικά ο Αλέξανδρος Αργυρόπουλος, ηγετική φυσιογνωμία της ΓΕΤΕ χωρίς ανάμιξη σε
καμία οργάνωση, και ο (απών) Πέτρος Δοανίδης ήταν οι μόνοι που καταδικάστηκαν για
οικονομική συνεργασία. Δεν έμειναν όμως στη φυλακή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο
Δοανίδης ήταν στο ταξίδι της επιστροφής του από «κυβερνητική αποστολή» στις ΗΠΑ, όταν
γινόταν η δίκη τον Σεπτέμβριο του 1945 και δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Το δικαστήριο, που στο μεταξύ, με την αλλαγή της νομοθεσίας, μπορούσε να δεχθεί την
ανακοπή σε τέτοιες περιπτώσεις, δέχθηκε όπως ήταν αναμενόμενο τους ισχυρισμούς

«Αντιστασιακές Οργανώσεις Εσωτερικού», Έκδοση Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998,


κυρίως σσ. 369-386 (ηλεκτρονικής έκδοσης), τη βεβαίωση του Π. Σπηλιωτόπουλου για τη «Χ» (σσ.
346-347 στο ίδιο) και το βιβλίο του Χρήστου Ζαλοκώστα: Το Χρονικό της Σκλαβιάς, Βιβλιοπωλείον της
«Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε., Αθήνα, 1997 [1946], σσ. 290-292. Η πρώτη αυτή αποστολή
όπλων, που οδήγησε και σε μάχη με το τοπικό τμήμα του ΕΛΑΣ κοντά στο Κορωπί, φαίνεται ότι
σχετιζόταν με το κάψιμο της κοινότητας λίγες ημέρες αργότερα, μάλλον από άνδρες του κοντινού
Τάγματος Ασφαλείας και δυνάμεις που είχε συστήσει ο στρατιωτικός διοικητής Σπηλιωτόπουλος (με
άνδρες των «Χ» κλπ). Βλ. Πρόφης, Θωμάς Σ.: Η τραγωδία του Κορωπίου : 8-9 Οκτωβρίου 1944 : οι
μύθοι, οι πλαστογράφοι και η αλήθεια, [χ.ε.], Κορωπί, 2006.

891
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Δοανίδη, με συνέπεια την αθώωσή του στη νέα δίκη το 1947, όταν πια είχε αλλάξει και το
πολιτικό κλίμα.1613
Εξάλλου τα μέλη της ΓΕΤΕ φαίνεται πως είχαν συναίσθηση των νομικών
προβλημάτων που ενδεχομένως να προξενούσαν μεταπολεμικά οι κατοχικές εργασίες της
εταιρείας, γι’ αυτό και προσπάθησαν να επιλύσουν τις όποιες εκκρεμότητες με τις
κατηγορίες που είχαν εκτοξευτεί από τον κατοχικό Υπουργό Δημοσίων έργων. Εκτός αυτού
όμως, η ΓΕΤΕ προχώρησε, στα πρόθυρα της απελευθέρωσης, στην προσωρινή αλλαγή και
του ίδιου του ονόματός της, ώστε να μπορεί να διεκδικήσει μερίδιο από τα κονδύλια της
ανασυγκρότησης απαλλαγμένη από τα κατοχικά βαρίδια. Τον Αύγουστο του 1944
μετονομάστηκε σε «Εταιρεία Πρωτεύς Α.Ε.Τ.Ε», για να επανέλθει στην προηγούμενη
ονομασία της μόλις το 1947, μετά την απαλλαγή του τελευταίου μέλους της από τις
κατηγορίες για δοσιλογισμό.1614
Το Συμβούλιο Χαρίτων στο οποίο αποτάθηκε ο Αργυρόπουλος «διεκτραγωδών την
δικαστική πλάνη της οποίας υπήρξε θύμα» του χάρισε την ποινή 9 μόλις μήνες μετά την
καταδίκη του, την ίδια περίπου περίοδο που η γνωμάτευση 178/1946 τον απάλλασσε από
την φορολογία πλουτησάντων και τον διέγραφε από τους σχετικούς πίνακες. Με την
αλλαγή του πολιτικού κλίματος και ενδεχομένως και με την συνδρομή κάποιων ισχυρών
γνωριμιών, ο Αργυρόπουλος κατάφερε – όπως και αρκετοί άλλοι μετά τα μέσα περίπου του
1946 – να επανέλθει στην κοινωνία «δικαιωμένος». Ωστόσο φαίνεται πως η κοινή γνώμη
συνέχισε να διατηρεί αρκετές αμφιβολίες, γεγονός που οδήγησε τον Αργυρόπουλο στην
έκδοση ειδικού απολογητικού φυλλαδίου το 1947.1615
Την ίδια περίοδο η επιχείρηση αναφερόταν στη δραστηριότητά της επί κατοχής
λέγοντας πως για τη συντήρηση των 70 οικογενειών του μόνιμου προσωπικού ανέλαβαν

1613
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 3/1947, αρ. 355-356 και Kousouris, Dimitris: Une épuration
ordinaire: Les procès des collaborateurs en Grèce (1944-1949), σσ. 293-295. Στο ενδιάμεσο ο ηγέτης
της οργάνωσης και μάρτυρας υπεράσπισης του Δοανίδη Πελτέκης είχε διατελέσει και υπουργός.
1614
Στους σκοπούς της «Πρωτεύς» αναφερόταν μάλιστα η εκμετάλλευση της κατοχικής ναυπηγικής
τεχνογνωσίας για επέκταση των εργασιών της και στον τομέα των ναυπηγήσεων μετά την
απελευθέρωση της χώρας. Βλ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ9Φ119, εγκύκλιος αρ. 11 «Πρωτεύς Ανώνυμος Τεχνική
Εταιρία», 25/8/1944 και επιστολή ΓΕΤΕ προς ΕΤΕ, αρ. 834, 8/9/1947. Η σύνθεση του Δ. Σ. του
«Πρωτέα» ήταν ουσιαστικά απαράλλακτη με εκείνη της ΓΕΤΕ των προηγούμενων ετών. Γενικός
διευθυντής ήταν ο Αλέξανδρος Αργυρόπουλος, πρόεδρος το παλιό μέλος της ΓΕΤΕ (και τελευταίος
πρόεδρος του Δ.Σ.) Νικόλαος Τοπάλης (κτηματίας), και υπόλοιπα μέλη οι αδελφοί Αργυρόπουλοι, ο
Μιχαήλ Α. Αβέρωφ, και οι τραπεζικοί Χαρίλαος Κατράκης και Νικόλαος Πορφυρογένης (της ΕΤΕ).
1615
Αλεξ. Ι. Αργυροπούλου: «Εξηγήσεις προς Συναδέλφους», εν Αθήναις 10 Αυγούστου 1947.

892
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

βάσει συμβολαίου με το Ελληνικό Δημόσιο έργα και επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς για
το πρόγραμμα «τσιμεντοφορτηγίδων», από το οποίο όμως «εν τω πνεύματι της
αντιδράσεως ημών προς τον κατακτητήν, κατορθώσαμεν αφήσαντες ημιτελή μίαν,
τοιαύτην, να απαλλαγώμεν και της επιτάξεως ταύτης κατά τον Ιούνιον του 1942». Όσον
αφορά τις δικαστικές τους περιπέτειες, αυτές οφείλονταν σε «λόγους επαγγελματικής
αντιζηλίας, ενισχυθείσης με τα κομμουνιστικά συνθήματα διευρύνσεως του κύκλου των
δοσιλόγων και εις πρόσωπα και οργανισμούς οίτινες προπολεμικώς είχον επιδείξει
ιδιαιτέραν τινά ικανότητα και δράσιν».1616 Σύμφωνα μάλιστα με το ρεπορτάζ εφημερίδας,
ένας από τους συνηγόρους των κατηγορουμένων χαρακτήρισε όσους διαδήλωναν στους
δρόμους υπέρ της τιμωρίας των δοσιλόγων ως «συρφετό των συνοικισμών, αμφιβόλου
εθνικότητος».1617
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η περίπτωση της ΓΕΤΕ και των
επιχειρηματιών που την αποτελούσαν δεν ήταν από εκείνες που προδίδουν κάποια
διάθεση για ολοκληρωτική (οικονομική, πολιτική κλπ) συνεργασία ή πλήρη έλλειψη κάθε
αναστολής μπροστά στο κέρδος. Ωστόσο τα μέλη της αποδείχθηκαν έτοιμα να προβούν σε
οικονομική συνεργασία για όσο διάστημα φαινόταν πως ο Άξονας νικούσε στα πεδία της
μάχης. Η σταδιακή μεταβολή στη στάση κάποιων από αυτούς μετά τα μέσα του 1942, οι
υψηλές γνωριμίες, αλλά και κάποιες πραγματικές αντιστασιακές πράξεις κατάφεραν να
διασώσουν τα περισσότερα μέλη το 1945. Ενδεχομένως μάλιστα ο μόνος που φυλακίστηκε
(Αλέξανδρος Αργυρόπουλος) να μην ήταν και εκείνος με την πλέον έντονη δραστηριότητα
από τα μέλη της εταιρείας (πιθανώς ο Ζαχαρίας τον ξεπερνούσε), ενώ είχε και την ατυχία
να δικαστεί στην αρχή της λειτουργίας του Ειδικού Δικαστηρίου, πριν η αλλαγή του
πολιτικού κλίματος οδηγήσει στην ουσιαστική μετατροπή του Ειδικού Δικαστηρίου σε
κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τους περισσότερους οικονομικούς (και όχι μόνο) συνεργάτες
των δυνάμεων κατοχής. Όσον δε αφορά τα συνολικά κέρδη, αυτά είναι πρακτικά δύσκολο
να εκτιμηθούν με ακρίβεια, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι: α) ακόμα και τα νόμιμα
κέρδη, αν και μειούμενα μετά το 1942 δεν ήταν καθόλου ασήμαντα, β) δεν ήταν τα ίδια για
όλα τα μέλη, αφού κάποιοι συμμετείχαν σε περισσότερες εταιρείες με μεγαλύτερο έργο. Το
πιθανότερο όμως είναι πως κάποιοι από τους υπόλοιπους εργολάβους που ανέλαβαν
περισσότερα και σημαντικότερα έργα και είχαν στενότερες σχέσεις με τις αρχές κατοχής

1616
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ9Φ119, επιστολή ΓΕΤΕ, αρ. 834 προς ΕΤΕ, 8/9/1947.
1617
Εφημερίδα Ριζοσπάστης, «Οι συνήγοροι του Αβέρωφ εξυμνούν το δοσιλογισμό και βρίζουν το
λαό της Αθήνας», 8/9/1945.

893
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αποκόμισαν μεγαλύτερα κέρδη από τα περισσότερα μέλη της ΓΕΤΕ. Ανάμεσά τους είναι και
κάποιοι που ακολουθούν.

Β) Παναγιώτης Σ. Ξανθόπουλος

Η ΓΕΤΕ και οι σχετιζόμενες μ’ αυτή εταιρείες δεν είναι οι αντιπροσωπευτικότερες του


κλάδου των εργολάβων. Αρκετοί εργολάβοι φαίνεται πως δεν εργάστηκαν καν στο
αντικείμενό τους, ενώ και η μεγάλη πλειονότητα εκείνων που εργάστηκαν δεν είχαν κάποια
ιδιαίτερη σχέση με αντιστασιακές οργανώσεις, τουλάχιστον ως την τελευταία περίοδο της
κατοχής, όταν οι περισσότεροι επιδίωξαν τέτοιες επαφές ως μέσο λύτρωσής τους από την
επερχόμενη τιμωρία.
Το επόμενο παράδειγμα, ο Παναγιώτης Ξανθόπουλος, είναι ακόμα λιγότερο
αντιπροσωπευτικό του μέσου εργολάβου, αφού αποτελεί παράδειγμα του απώτερου ίσως
άκρου της οικονομικής συνεργασίας που συνδυάζεται με έντονη γερμανοφιλία και
ιδεολογικές συμπάθειες προς τους κατακτητές. Αν και μάλλον ήταν περισσότερο
προσαρμοστικός από τον φανατικό φιλοναζιστή Περικλή Νικολαΐδη, αντιπροσωπεύει τους
πλέον εκτεθειμένους οικονομικούς συνεργάτες των αρχών κατοχής σε ό, τι αφορά τους
εργολάβους. Ο Ξανθόπουλος ήταν τόσο γνωστός για τη στάση του επί κατοχής, που όπως
πολύ σωστά παρατηρεί ο Δ. Κουσουρής, το όνομά του ήταν το μόνο οικονομικού
συνεργάτη που περιλαμβάνεται στην όπως φαίνεται επίσημα εγκεκριμένη λίστα των
δοσιλόγων («στενών συνεργατών της Γκεστάπο») που παρουσιάζονται αμέσως μετά τον
πόλεμο στο βιβλίο του αστυνομικού Αντωνίου Βολταιράκη.1618
Ο γεννημένος στην Πάτρα το 1904 Παναγιώτης (Τάκης) Σ. Ξανθόπουλος είχε
σπουδάσει πολιτικός μηχανικός στην Καρλσρούη και είχε παντρευτεί Γερμανίδα. Πριν

1618
Το βιβλίο του Βολταιράκη, ο οποίος είχε βρεθεί από το Κέντρο Αλλοδαπών (ελληνική
αντικατασκοπία) σε μυστική αποστολή (τουλάχιστον κατά τον ίδιο) στην Gestapo, εκδόθηκε αρχικά
στα αγγλικά (όπου περιέχονται μόλις 38 ονόματα) και αργότερα συμπληρωμένο στα Ελληνικά. Αντί
όμως στη συμπληρωμένη έκδοση να αποκαλύψει και άλλα πρόσωπα όπως υποσχόταν, κατέληξε να
αφαιρέσει 5 από τα υπάρχοντα ονόματα που είχαν ήδη προλάβει να «εξαγνιστούν» από το στίγμα.
Το όνομα του Ξανθόπουλου υπάρχει και στις δύο εκδόσεις. Βλ. Kousouris, Dimitris: Une épuration
ordinaire: Les procès des collaborateurs en Grèce (1944-1949) comme composante de la
reconstruction judiciaire en Europe, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή École des Hautes Études en
Sciences Sociales, Paris, 2009, σσ. 263-264 (για τις δύο εκδόσεις του βιβιλίου του Βολταιράκη) και
297 (για την παρατήρηση σχετικά με τον Ξανθόπουλο). Βλ. επίσης στο ίδιο το βιβλίο του Βολταιράκη:
Εις την Υπηρεσίαν της Γκεστάπο, Αθήνα 1946, σελ. 233.

894
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

επιστρέψει στην Ελλάδα εργαζόταν με τον F. Todt με τον οποίον – όπως τουλάχιστον
φαινόταν ότι ισχυριζόταν ο ίδιος και ότι πίστευαν όσοι τον γνώριζαν – είχε πιάσει στενές
φιλίες. Ήταν παλιός γερμανόφιλος (από την πρό-χιτλερική περίοδο), οπαδός (αναφέρεται
και ως «φίλος») του Μεταξά αλλά είχε και αρκετές στενές επαφές με τη ναζιστική Γερμανία.
Χαρακτηριζόταν ως έξυπνος και πονηρός αλλά και υπερβολικά φιλόδοξος.1619
Είχε επιστρέψει από τη Γερμανία το 1932 και αρχικά εγκαταστάθηκε στη
Θεσσαλονίκη.1620 Από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1930 ο Ξανθόπουλος εργαζόταν
ως Γενικός Επιθεωρητής (ή προϊστάμενος των τεχνικών υπηρεσιών) του Δήμου Πειραιά,
όπου παρέμεινε μέχρι και το 1942.1621 Αναφερόταν ότι προπολεμικά «σχετιζόταν με την
παράνομη μεταφορά Εβραίων στην Παλαιστίνη» από τη Θεσσαλονίκη, όπου το 1940
δρούσε και ως πράκτορας γερμανικού δικτύου υπό τον Arthur Seitz με σκοπό τη συλλογή
ναυτικών πληροφοριών. Τον Αύγουστο του 1940 μάλιστα έλαβε ενεργά μέρος στην
απόπειρα γερμανικού σαμποτάζ σε αιγυπτιακό πλοίο υπό βρετανική σημαία (το “Samir”),
γεγονός που οδήγησε και στη σύλληψή και στη σύντομη εξορία του στην Ικαρία. 1622

1619
TNA, HS 5/652, “Takis Xanthopoulos”. Ο Firtz Todt ήταν Γερμανός μηχανικός, γενικός
επιθεωρητής των γερμανικών αυτοκινητοδρόμων, δημιουργός της ομώνυμης οργάνωσης
κατασκευής στρατιωτικών έργων και υπεύθυνος για την κατασκευή πολλών από τα μεγάλα δημόσια
έργα στη ναζιστική Γερμανία (π.χ. το Δυτικό Τείχος – Westwall ή γραμμή Siegfried – στα σύνορα με
τη Γαλλία). Από τον Μάρτιο 1940 διορίστηκε και υπουργός εξοπλισμών και πυρομαχικών
(Reichsminister für Bewaffnung und Munition), θέση που διατήρησε μέχρι τον θάνατό του σε
συντριβή του αεροσκάφους που τον μετέφερε τον Φεβρουάριο του 1942. Βλ. Wistrich, Robert S.:
Who’s Who in Nazi Germany, Second Edition, Routledge, London, 2002 [1982], σσ. 259-260. Η
Γερμανίδα σύζυγος του Ξανθόπουλου πάντως φαίνεται να μην έπαιζε κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στη
δράση του, αφού κατά τον Πελτέκη «η συμπεριφορά της κατά την Κατοχήν ήτο υπεράνω πάσης
υπονοίας» (ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 586).
1620
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 574 & 585, κατάθεση Κ. Κ., ο οποίος όμως αναφέρει
πως ο Ξανθόπουλος σπούδασε στο Μόναχο.
1621
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 574 & 585, κατάθεση πολιτικού μηχανικού Ν. Κ.. Και
1622
Ο Seitz φαίνεται να έφερε σε επαφή τους πράκτορες που θα τοποθετούσαν τα εκρηκτικά στο
πλοίο με τον Ξανθόπουλο, ο οποίος ως καλός γνώστης του λιμανιού θα τους έδειχνε τη θέση του
πλοίου και τις βολικές τοποθεσίες για την ολοκλήρωση της αποστολής τους. TNA, WO 204/12897,
“Axis Intelligence Activities in Greece, Crete and the Greek Islands, January 1944”, παράρτημα σελ. X1
και S7. Για την ίδια υπόθεση βλ. επίσης: Κούκουνας, Δημοσθένης: Ιστορία της Κατοχής 1941-1944.
Τόμος 5: Γερμανική και Ιταλική Κατασκοπεία, εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα 2010, σσ. 26-27 και την
κατάθεση Α.Κ. στο ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 574 & 585. Φαίνεται πως οι όποιες
«προσωπικές φιλίες» φέρεται να είχε με τον Μεταξά δεν ήταν αρκετές ώστε να τον προστατέψουν

895
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Σύμφωνα με τον Β. Φ., αστυφύλακα που συμμετείχε στις συλλήψεις των μελών της
γερμανικής επιχείρησης, ο Ξανθόπουλος είχε παραδεχτεί στη γραπτή έκθεσή του πως το
έκανε «από επιπολαιότητα και από ενθουσιασμόν προς τους Γερμανούς». Πιθανολογούσε
μάλιστα πως ο λόγος που ο Ξανθόπουλος γλύτωσε την εκτέλεση ως προδότης ενδεχομένως
να ήταν πως ο Μανιαδάκης ήθελε να τον χρησιμοποιήσει αργότερα, αφού γνώριζε «τη
δύναμή του» στους Γερμανούς. Οι σχέσεις Ξανθόπουλου και Seitz συνεχίστηκαν και επί
κατοχής, αφού ο τελευταίος φιλοξενούνταν στο σπίτι του πρώτου για όσο διάστημα ήταν
στην Αθήνα.1623 Επί κατοχής φαίνεται να συνδέθηκε με γερμανούς αξιωματούχους, όπως
τον πρώτο φρούραρχο του Πειραιά Liedtke.
Εκτός των τσιμεντοπλοίων εργάστηκε σε πληθώρα έργων ανά την Ελλάδα (οδοποιία
Αθηνών – Συνόρων, οδό Λουτρακίου, διάφορα έργα σε Λαμία, Τανάγρα κ.α.).1624 Η σχέση
του Ξανθόπουλου με τους Γερμανούς ήταν μάλιστα τέτοια που από την αρχή σχετικά της
κατοχής ήταν αρκετά διαδεδομένες οι φήμες πως προοριζόταν για υπουργός δημοσίων

από την τιμωρία, πιθανώς όμως έπαιξαν ρόλο στην επιστροφή του πριν – όπως φαίνεται – από τη
γερμανική εισβολή.
1623
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 586. Ένας ακόμα Έλληνας που συμμετείχε στην
επιχείρηση είχε φυλακιστεί και κατά τον προηγούμενο πόλεμο γιατί τροφοδοτούσε γερμανικά
υποβρύχια. Σύμφωνα πάντως με την κατάθεση αστυνόμου Ι. Δ. (ο. π.), προπολεμικού διοικητή της
αντικατασκοπίας η ανάκληση των ποινών για εξορία «ήταν γενική» για να επιστρατευτούν οι
εξορισμένοι. Το πρώτο διάστημα της κατοχής ενδεχομένως να συνεχιζόταν η προκατοχική
συνεργασία Ξανθόπουλου – Seitz στο πεδίο των πληροφοριών. Για παράδειγμα αν και κάποιοι
μάρτυρες πίστευαν πως ενδεχομένως ο Ξανθόπουλος να μεσολάβησε επί κατοχής για την
απελευθέρωση του Ι. Δ. (πιθανώς μέσω των γνωριμιών του με τον Seitz), ο ίδιος ο Ι. Δ. θεωρούσε
πως εκείνος πρέπει να τον κατέδωσε. Κάτι τέτοιο δεν μπόρεσε να αποδειχθεί αλλά θα μπορούσε να
αποτελεί κάποιας μορφής εκδίκηση του Ξανθόπουλου για την σύλληψή του το 1940 από την
ελληνική αντικατασκοπία (υπηρεσία Αλλοδαπών). Η υπόθεση αυτή ίσως βοήθησε στο να
συμπεριληφθεί ο Ξανθόπουλος στους «συνεργάτες της Γκεστάπο» από τον Βολταιράκη (βλ.
παραπάνω).
1624
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 7/1945, αρ. 975-977 και πρακτικά τόμος 4/1947, αρ. 400-403. Η
στενή σχέση του Ξανθόπουλου με τον φρούραρχο μάλλον ξεκίνησε από τον διορισμό του πρώτου ως
συνδέσμου του Δήμου Πειραιά με τους Γερμανούς το 1941 (κατάθεση Ν. Κ.). Φαίνεται μάλιστα πως
κατά τη συνεργασία του αυτή ο Ξανθόπουλος είχε και κάποια εμπλοκή (τουλάχιστον σε επίπεδο
γνώσης) στην προετοιμασία της ανατίναξης των λιμενικών εγκαταστάσεων του Πειραιά
(προετοιμασία που εξεκίνησε το 1942 αλλά ολοκληρώθηκε το 1944). Βλ. «Πως υπενομεύθη ο λιμήν
Πειραιώς», εφημερίδα Ελευθερία Αθηνών, 27/2/1945

896
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

έργων.1625 Οι εργολαβικές του δραστηριότητες επεκτάθηκαν και στις σημαντικές εργασίες


του αεροδρομίου Χασανίου (Ελληνικού), η επέκταση του οποίου έγινε σε βάρος των
κατοίκων του ομώνυμου χωριού (τουλάχιστον 100 σπίτια χρειάστηκε να κατεδαφιστούν). Ο
Ξανθόπουλος δεν ήταν βέβαια ο μόνος Έλληνας κατασκευαστής που απασχολήθηκε στο
συγκεκριμένο έργο, ωστόσο ήταν ο πλέον διαβόητος των εργολάβων.1626 Παράλληλα
ασχολήθηκε και με υλοτομία στην περιοχή της Κατερίνης από την οποία προμηθευόταν την
ξυλεία που απαιτούνταν για τα έργα αλλά προμήθευε και τις αρχές κατοχής, καθώς και τη
μαύρη αγορά. Για τον σκοπό αυτόν είχε συστήσει και ειδική εταιρεία με δύο παλιούς
υλοτόμους, την «Ξανθόπουλος και Σία».1627
Φαίνεται ότι τουλάχιστον για ένα διάστημα της κατοχής ο Ξανθόπουλος
χρηματιζόταν («έπαιρνε ποσοστά» κατά μάρτυρες) προκειμένου να προωθήσει την
ανάληψη των έργων από άλλες ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες, γεγονός που σε
κάποιες καταθέσεις αναφέρεται και ως έμμεση ανάληψη έργων από τον ίδιο.1628 Σε κάθε
περίπτωση φαίνεται πως μπορούσε πράγματι να επηρεάζει την απευθείας ανάθεση έργων

1625
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 574 & 585, κατάθεση Γ.Α. Κάποιοι πίστευαν πως τον
προωθούσαν οι Γερμανοί, αλλά αν πιστέψουμε τον Πελτέκη την προοπτική αυτή ενθάρρυνε και ο
«Απόλλωνας». Δεν υπάρχει πάντως κάποια απόδειξη πως η SOE ή κάποια άλλη συμμαχική υπηρεσία
γνώριζε και ενθάρρυνε την προοπτική αυτή πριν το τέλος της κατοχής.
1626
Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος 11/1947, αρ. 1078, όπου αναφέρονται 8 εταιρείες. Ο
πολιτικός μηχανικός Β. Π. όμως αναφέρει πως στα έργα αυτά απασχολήθηκαν 3-4 μεγάλες
κατασκευαστικές και περίπου 30 μικρότεροι εργολάβοι, καθώς και 3 γερμανικές εταιρείες. Σύμφωνα
με την κατάθεσή του ο Ξανθόπουλος απασχολούσε στα έργα του αεροδρομίου περίπου 100 άτομα.
Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος 5/1947, αρ. 574, 585.
1627
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 574 & 585, κατάθεση Δ. Θ.. Ωστόσο ο ίδιος ο
Ξανθόπουλος μάλλον δεν φαίνεται να είχε μεγάλη προσωπική ενασχόληση με το αντικείμενο.
Ενδεχομένως να πρόκειται για συνεταιρισμό δύο παλιών υλοτόμων με τον Ξανθόπουλο, από τον
οποίο οι υλοτόμοι εξασφάλιζαν την κάλυψη του ισχυρού Ξανθόπουλου για τις άδειες κλπ των αρχών
κατοχής και του κατοχικού κράτους, ενώ αυτός συμπλήρωνε ανέξοδα τα ήδη πλούσια έσοδά του.
1628
Ο μάρτυρας Κ.Λ. για παράδειγμα, επιθεωρητής Δημοσίων έργων (βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα
τόμος 5/1947, αρ. 574, 585), δήλωνε πως δεν γνώριζε ούτε δεχόταν πως ο Ξανθόπουλος μεσολάβησε
με ποσοστά προκειμένου να ανατεθούν έργα στις μεγάλες εταιρείες που όπως είδαμε παραπάνω
ανέλαβαν έργα οδοποιίας κλπ το 1941. Ενδεχομένως να πρόκειται πράγματι για αβάσιμη (αν και
πολύ διαδεδομένη) φήμη, η αρκετά πειστική όμως αυτή κατηγορία συνδεόταν και με το μέλλον
άλλων μεγάλων εταιρειών, αρκετές από τις οποίες είχαν αθωωθεί και διεκδικούσαν έργα
ανοικοδόμησης, και ως εκ τούτου θα υπήρχε συμφέρον να διαψευσθεί. Οι σχετικές κατηγορίες
αναφέρονται συχνά στις δίκες του Ξανθόπουλου.

897
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σε ελληνικές εταιρείες, αφού όπως κατέθεσε μηχανικός, ο Ξανθόπουλος είχε αντιρρήσεις


όταν εκείνος ετοιμαζόταν να αναλάβει επισκευές γεφυρών και έτσι το έργο δόθηκε σε
άλλον. Όπως έλεγε ο μάρτυρας «εις τα αρχάς ο Ξανθόπουλος τα έργα τα έδιδε εις φίλους
του και αργότερα τα αναλάμβανε ο ίδιος».1629
Οι χαρακτηρισμοί για το πρόσωπό του δεν ήταν και οι καλύτεροι αφού θεωρούνταν
άτομο άμεσα συνδεδεμένο με τις γερμανικές αρχές. Αναφερόταν ως «ο Άσσος των
συνεργαζομένων με τους Γερμανούς» και πως «ηθέλησε να γίνη ο Δικτάτωρ όλων των
έργων και θα το κατώρθωνεν, αν δεν επενέβαινεν ο Λογοθετόπουλος»,1630 ενώ ο
συνάδελφός του Ν. Ε. κατέθετε πως «εις έργα που εφέροντο άλλοι εργολάβοι, αν τα
ψάχνατε στο βάθος ο Ξανθόπουλος ήτο ο αναλήψας [sic]», και ότι «δεν ήτο απλά
συνεργάτης των κατακτητών, αλλά δι’ αυτού ήρχοντο εις επαφήν με τους κατακτητάς και οι
άλλοι μηχανικοί». Άλλες μαρτυρίες τον έφεραν να έχει στην αρχή της κατοχής τόσο στενή
συνεργασία με τον Γερμανό υπεύθυνο της αρμόδιας για τα έργα υπηρεσίας («ταγματάρχη
Ζελλ») που ήταν ο ίδιος ο Ξανθόπουλος που έκανε τις προτάσεις για το ποια ελληνική
εταιρεία θα αναλάμβανε κάποιο έργο απευθείας. Επίσης φερόταν να έχει πει σε
συνάδελφό του την περίοδο που ο Ρόμελ προέλαυνε στην Αφρική ότι σκεφτόταν να
μεταβεί εκεί αφού η Ελλάδα δεν παρουσίαζε πια αρκετές ευκαιρίες.1631 Οι ίδιοι οι
εργολάβοι που ανέλαβαν τα έργα αρνούνταν βεβαίως πως ο Ξανθόπουλος είχε τόσο
σημαντικό ρόλο στην ανάθεση εργασιών από τις αρχές κατοχής, αλλά από τη στιγμή που η
υπερασπιστική τους γραμμή έλεγε συνήθως πως επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς θα
αποτελούσε έκπληξη να δήλωναν κάτι διαφορετικό.
Τα κέρδη του από τα έργα που ανέλαβε ήταν σημαντικότατα, αν και δεν έχουμε
ακριβή νούμερα για το τελικό ποσό που αποκόμισε από αυτά. Ο Γ. Αργυρόπουλος της ΓΕΤΕ,
που κατέθεσε ως μάρτυρας στις δίκες του Ξανθόπουλου, θεωρούσε ότι ο κέρδισε

1629
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος 5/1947, αρ. 574, 585, κατάθεση Α. Κ.. Σύμφωνα με την
κατάθεση αυτή, αλλά όπως υπονοούν και άλλοι μάρτυρες, ο Ξανθόπουλος πρέπει να πρότεινε ή να
δέχθηκε την ανάληψη των έργων και της ΓΕΤΕ, μέλη της οποίας αναφέρονται συχνά και σε αυτή τη
δίκη.
1630
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 4/1947, αρ. 400-403 κατάθεση Α.Κ. και τόμος 6/1945, αρ. 607, 608
& 638, κατάθεση Α. Κ. αντίστοιχα.
1631
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 4/1947, αρ. 400-403 και τόμος 5/1947, αρ. 574 & 585. Η άποψη
Ξανθόπουλου για τις ευκαιρίες έργων στην κατεχόμενη Ελλάδα μάλλον άλλαξε από το φθινόπωρο
του 1942, αφού αφενός οι προοπτικές της Αφρικής μειώνονταν ραγδαία και αφετέρου η μεταβολή
της Ελλάδας από γέφυρα προς την Αφρική σε αμυντικό προπύργιο της νότιας Ευρώπης σήμαινε την
έναρξη πληθώρας οχυρωματικών έργων.

898
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

σημαντικά ποσά από τις εργασίες του επί κατοχής, αν και το ποσό των 300.000 χρυσών
λιρών που αναφερόταν ότι αποκόμισε πιθανώς να είναι υπερβολικό. Εξάλλου ο
Ξανθόπουλος – παρά την προϊστορία του – κατά τον Αργυρόπουλο «δεν είναι προδότης,
αλλά ό, τι έκανε ήταν για να κερδίσει χρήματα».1632
Ο τζίρος από κάθε τσιμεντόπλοιο προσδιοριζόταν, σύμφωνα με μάρτυρα
υπεράσπισης, γύρω στις 2.500 με 2.700 χρυσές λίρες, εκείνος των έργων που ο
Ξανθόπουλος είχε αναλάβει στο αεροδρόμιο Χασανίου στις 1.700 ενώ κάθε ένα από τα
υπόλοιπα έργα φερόταν ως κάτω των 200 χρυσών λιρών. Τα βιβλία του γραφείου φέρονται
όμως να «διαρπάγησαν μετά την απελευθέρωσιν» από κομμουνιστές εργάτες και τα ποσά
ενδεχομένως να μην αντιπροσωπεύουν πάντα την πραγματικότητα. Ως ελαφρυντικό
στοιχείο αναφέρεται πως ο Ξανθόπουλος ανέγραφε διάφορα ποσά σε καταστάσεις
πληρωμής για ανθρώπους που δεν εργάζονταν, «διότι ήθελε να τους εξυπηρετήσει
οικονομικώς».1633 Κάτι τέτοιο φαίνεται πως συνηθιζόταν από εργολάβους της κατοχής,

1632
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 7/1945, αρ. 975-977 και τόμος 4/1947, αρ. 400-403. Το ποσό των
300.000 μοιάζει πράγματι μεγάλο για να είναι το κέρδος ενός εργολάβου, τουλάχιστον από τα
επίσημα έργα του (οι όποιες «παράπλευρες» δραστηριότητες ποσοστών, μαύρης αγοράς κλπ είναι
πρακτικά αδύνατο να υπολογιστούν). Όπως είδαμε σε άλλο τμήμα της διατριβής ο τζίρος εργολάβων
και προμηθευτών εκτιμούνταν σε περίπου 5.500.000 χρυσές λίρες, οπότε ένα «κέρδος» 300.000
λιρών ενδεχομένως να προσέγγιζε το 10% του συνολικού τζίρου των κατοχικών έργων. Η πιθανότητα
πάντως ο συνολικός τζίρος (και όχι το καθαρό κέρδος) των εργασιών του Ξανθόπουλου να πλησίαζε
το ποσό αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς. Με την απώλεια των δικογραφιών από το αρχείο
δεν μπορεί να βεβαιωθεί αν το ποσό αυτό προκύπτει από μαρτυρίες ή τραπεζικούς λογαριασμούς
που είναι μάλλον σίγουρο ότι είχε στη διάθεσή της η κατηγορούσα αρχή.
1633
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 574 & 585, μάρτυρας Ν.Π., λογιστής. Ο μάρτυρας
υποστήριζε επίσης πως ο Ξανθόπουλος είχε «οικονομική δυσχέρεια», αν και η κατάθεση αυτή δεν
πείθει κανένα. Αν πιστέψει κανείς ακόμα και αυτά τα (ενδεχομένως μειωμένα) ποσά ο Ξανθόπουλος
σίγουρα αποκόμισε σημαντικά κέρδη, αν και δεν είναι βέβαιο πως αυτά ήταν μεγαλύτερα από
εκείνα κάποιων άλλων μεγάλων εταιρειών που ασχολήθηκαν με έργα επί κατοχής. Αν θεωρήσουμε
πράγματι τις 2.700 λίρες ως μέση τιμή για την κατασκευή ενός σκάφους και το πολλαπλασιάσουμε
με τα περίπου 25 σκάφη των οποίων η κατασκευή είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί (τον εξοπλισμό των
σκαφών μάλλον δεν τον αναλάμβαναν οι εργολάβοι), τότε έχουμε ένα συνολικό ποσό γύρω στις
67.500 που είναι κάτι λιγότερο από το μισό κόστος του προγράμματος, χωρίς τα έξοδα
εγκαταστάσεων κλπ. Με τα βιβλία όμως βολικά χαμένα και τις μαρτυρίες της υπεράσπισης ως κύριο
στοιχείο είναι λογικό να υποθέσει κανείς πως τα πραγματικά κέρδη Ξανθόπουλου πιθανότατα να
ήταν μεγαλύτερα. Άλλος μάρτυρας «κατηγορίας» (ο. π. κατάθεση Η.Κ.) πήγε ακόμα παραπέρα,
καταθέτοντας πως τα κέρδη του Ξανθόπουλου από τα τσιμεντόπλοια «δεν ήταν πολλά», μόνο

899
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αλλά είναι αμφίβολο κατά πόσο αυτό γινόταν με κυρίαρχο κίνητρο την βοήθεια. Τα πλαστά
αυτά έξοδα προσέφεραν ασφαλώς πραγματική βοήθεια σε ανθρώπους που αλλιώς θα
δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα, αλλά αύξανε και τα κέρδη των εργολάβων αφού
πληρώνονταν με ποσοστά επί των εξόδων, ενώ μπορούσαν (όπως και έγινε) να
χρησιμοποιηθούν μεταπολεμικά για την υπεράσπισή τους απέναντι σε κατηγορίες
δοσιλογισμού.
Παρόμοιες δηλώσεις για το μηδαμινό κέρδος από τα τσιμεντόπλοια καθώς και τα
περισσότερα άλλα έργα έκανε και άλλος εργολάβος, ο Ι. Α., η εταιρεία του οποίου (ΝΕΒΑ)
είχε αναλάβει τσιμεντόπλοια πριν από τον Ξανθόπουλο, που η κατασκευή τους ξεκίνησε
την άνοιξη του 1943. Σύμφωνα με τον μάρτυρα, μόνο δύο πλοία χρησιμοποιήθηκαν: το ένα
για τη μεταφορά τροφίμων από τον Ερυθρό Σταυρό και το άλλο για να φέρει τσιμέντα από
την Ελευσίνα.1634 Με δεδομένες όμως τις περιπέτειες του μάρτυρα με τη δικαιοσύνη για την
εμπλοκή του ίδιου σε άλλη εταιρεία κατασκευής τσιμεντοπλοίων, και τα ψεύδη ως προς τον
αριθμό των πλοίων που χρησιμοποιήθηκαν, η συγκεκριμένη κατάθεσή του μάλλον δεν είναι
ιδιαίτερα αξιόπιστη. Ομοίως προβληματική ήταν και η κατάθεση άλλου εργολάβου που
είχε αναλάβει έργα στο αεροδρόμιο Χασανίου, ο οποίος υποστήριζε πως δήθεν τα είχε

περίπου 300 λίρες ανά τσιμεντόπλοιο. Το ποσό αυτό που «νομίζει» ο μάρτυρας ότι πήρε ο
Ξανθόπουλος μοιάζει υπερβολικά χαμηλό ακόμα και αν αφορά το καθαρό κέρδος. Είναι λογικό η
σταδιακή επιτάχυνση του προγράμματος να μείωνε κάποια κόστη ανά σκάφος σε σχέση με τα πρώτα
τσιμεντόπλοια, αλλά, ακόμα και αν πρόκειται για κάποιο από τα τελευταία σκάφη, το κόστος θα
ήταν δύσκολο να έχει μειωθεί τόσο πολύ. Εξάλλου, όπως είδαμε, το 1943 οι μισθοί και τα
ημερομίσθια ήταν μάλλον υψηλότερα από οποιαδήποτε άλλη περίοδο του προγράμματος μέχρι το
καλοκαίρι του 1944. Με δεδομένο ότι τις πρώτες ύλες και τα τρόφιμα τα προμήθευαν οι Γερμανοί,
το εργατικό κόστος πρέπει να αποτελούσε το κυριότερο έξοδο των εργολάβων και όσο και αν είχαν
ενδεχομένως μειώσει κάπως τον απαιτούμενο αριθμό εργατών σε σχέση με τα πρώτα σκάφη
(πράγμα καθόλου βέβαιο αφού τα σκάφη του 1943-44 ήταν συνήθως μεγαλύτερα από εκείνα που
κατασκευάζονταν το 1941-42), το εργατικό και μισθολογικό κόστος μάλλον θα ήταν υψηλότερο το
1943, παρά το 1941-42.
1634
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 574 & 585. Όπως είδαμε βέβαια ο μάρτυρας
(καταδικασμένος για τη δική του συμμετοχή στα ίδια έργα) ψεύδεται ως προς τη χρήση μόνο δύο
πλοίων. Ψευδής πρέπει να ήταν επίσης η δήλωση του Ι.Α. πως δεν γνώριζε ποιος κατασκεύασε τα 2
αυτά σκάφη. Άλλος μάρτυρας (Η.Κ.) που εργαζόταν ως υπάλληλος του Ξανθόπουλου την κατοχή,
προσδιόριζε την ανάληψη κατασκευής του πρώτου τσιμεντόπλοιου του Ξανθόπουλου την Μάρτιο
του 1943.

900
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αναλάβει ως επιχείρηση αντικατασκοπίας και πως ο ίδιος ζήτησε να αναλάβει έργα για
τους ίδιους λόγους και ο επίσης «αντιστασιακός» Ξανθόπουλος.1635
Όταν φάνηκε πως ο πόλεμος δεν πήγαινε και τόσο καλά για τον Άξονα άρχισε μια
μερική μεταστροφή του Ξανθόπουλου, ο οποίος έκανε ολοένα μεγαλύτερα – αν και σχετικά
προσεκτικά – «ανοίγματα» προς τη συμμαχική πλευρά. Πλεύρισε λοιπόν άμεσα ή έμμεσα
διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις προσπαθώντας να εξασφαλίσει βεβαιώσεις για την
«αντιστασιακή» του δράση όταν απελευθερωνόταν η Ελλάδα. Πιθανώς να έδωσε χρήματα
ακόμα και σε μέλη που συνδέονταν με τον ΕΛΑΣ προσπαθώντας να εξαγοράσει
συγχωροχάρτι, αν και φαίνεται πως κάποιες πληροφορίες για τα έργα που αναλάμβανε
έφταναν έτσι κι αλλιώς στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.1636 Όμως τα όποια ανοίγματα μπορεί να επιχείρησε
ο Ξανθόπουλος προς το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν απέδωσαν, και ο εκτεθειμένος γερμανόφιλος
Ξανθόπουλος δεν βρήκε επό εκεί την υποστήριξη που επιζητούσε.
Στράφηκε λοιπόν προς τις μικρότερες αστικές οργανώσεις πληροφοριών,
μοιράζοντας πληροφορίες και χρήματα. Μία από αυτές, ο «Ζευς», φαίνεται πως τον
συμπεριέλαβε και σε αρχική έκθεση της δράσης της προς το ΓΕΣ μεταπολεμικά, η οποία είχε
κατατεθεί και στην δικογραφία, ενώ αργότερα κατέθεσε και ο αρχηγός της οργάνωσης
υπέρ του.1637 Μάρτυρας υπεράσπισης Ξανθόπουλου ήταν και ο οικονομικός συντάκτης της
εφημερίδας «Ελευθερία», ο οποίος κατέθεσε πως ο Ξανθόπουλος δεν περιοριζόταν στην
παροχή πληροφοριών, αλλά έδωσε 50.000.000 δραχμές στον αρχηγό της «Εθνικής
Οργανώσεως» και αργότερα περισσότερα χρήματα στον ίδιο (επίσης μέλος της ίδιας

1635
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 586, κατάθεση Ν.Π..
1636
Σύμφωνα με κατάθεση του μάρτυρα «κατηγορίας» νομομηχανικού Ι. Α. (ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά
τόμος 5/1947, αρ. 574 & 585), ο Βόγλης (τον συναντήσαμε και παραπάνω ως συνεργάτη του
Νικολαΐδη), αντιπρόσωπος των Ξανθόπουλου και Κύρου σε κάποια έργα, έδινε πληροφορίες στον
μάρτυρα και στον Ξανθόπουλο. Ο Ι. Α. στη συνέχεια τα προωθούσε στο ΕΑΜ. Τα χρήματα που
έβγαιναν από τα έργα υποτίθεται πως ο σπάταλος Βόγλης τα ξόδευε διασκεδάζοντας με τους
Γερμανούς ή πληρώνοντας το ΕΑΜ και τους αντάρτες. Ωστόσο ο Βόγλης τελικά φαίνεται να
εκτελέστηκε από τον ΕΛΑΣ, γεγονός που μειώνει ακόμα περισσότερο το κύρος της υποτιθέμενης
συνεργασίας με την συγκεκριμένη αντιστασιακή οργάνωση.
1637
Ο αξιωματικός Ε.Γ. καταθέτει πως υπογράφει την έκθεση του Μαργέτη προς το ΓΕΣ. Στην επίσημη
ος
έκδοση της ΓΕΣ/ΔΙΣ (Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), Τόμος 7 ) υπάρχουν δύο
μεταγενέστερα έγγραφα του Γ. Μαργέτη προς το Υπουργείο Στρατιωτικών (έκθεση του 1949 και
δήλωση του 1952) για τη δράση της οργάνωσης «Ζευς», στις οποίες δεν αναφέρεται ο
καταδικασμένος πλέον Ξανθόπουλος. Βλ. επίσης ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 586,
κατάθεση Γ.Μ..

901
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

οργάνωσης). Ο Ξανθόπουλος εμφανιζόταν επίσης να έχει σχέσεις και με την οργάνωση


«Όμηρος», η οποία χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητό του για να μοιράζει παράνομο τύπο.1638
Ως μάρτυρας υπεράσπισης κατέθεσε επίσης στη δίκη ο Κ. Βοβολίνης, εκ των ιδρυτών
του «Ελληνικού Αίματος», ο οποίος ήταν το 1941 γενικός γραμματέας του Δήμου Πειραιά.
Σύμφωνα με τον Βοβολίνη, ο Ξανθόπουλος ήταν προπολεμικά γνώστης της συλλογής
πληροφοριών από τον Μανιαδάκη μέσω της αποκομιδής των σκουπιδιών των πρεσβειών
από τον Δήμο, ενώ ως απόδειξη του πατριωτισμού του κατατέθηκε πως το όνομά του
βρισκόταν σε λίστα εθελοντών ομήρων μαζί με τον Δήμαρχο και κάποια άλλα δημοτικά
στελέχη, όταν οι Γερμανοί είχαν ζητήσει όμηρους μετά από κάποιο σαμποτάζ. Επιπλέον ο
Ξανθόπουλος φερόταν να εκφραζόταν υπέρ των Βρετανών από τον Οκτώβριο, πιστεύοντας
πως οι Γερμανοί είχαν χάσει τον πόλεμο, αλλά και να διασώζει φυλακισμένους, ενώ από το
1943 έδινε και πληροφορίες στον Πελτέκη και σε διάφορες άλλες οργανώσεις.1639
Η όποια όμως ανάμιξη Ξανθόπουλου στη συλλογή πληροφοριών από ελληνικής
πλευράς προ κατοχής, όταν είναι βέβαιο πως αυτός είχε σχέσεις και με τις γερμανικές
υπηρεσίες πληροφοριών, θα σήμαινε πιθανότατα πως κάποιες τουλάχιστον επιχειρήσεις
της Υπηρεσίας Αλλοδαπών θα είχαν προδοθεί στους Γερμανούς, αφού μέχρι τότε δεν είχε
ακόμα γίνει γνωστή στην Υπηρεσία Αλλοδαπών το σχέδιο δολιοφθοράς στο “Samir” και η
εμπλοκή Ξανθόπουλου σ’ αυτό. Η δε πίστη Ξανθόπουλου στη συμμαχική νίκη μετά τον
Οκτώβριο 1942, ακόμα και αν δεν ήταν προσχηματική, δεν αναιρούσε τη προηγούμενη
φιλογερμανική του στάση. Απλώς σηματοδοτούσε την επιφανειακή μεταστροφή ενός
ανθρώπου αρκετά έξυπνου και ενδεχομένως όχι τόσο φανατισμένου ώστε να θέλει να
πεθάνει για τους Γερμανούς. Εξάλλου δεν είναι ο μόνος του οποίου η στάση άλλαξε την
περίοδο εκείνη, όταν η πίστη πως το τέλος της κατοχής πλησίαζε ήταν αρκετά γενικευμένη
ώστε να επηρεάσει όπως είδαμε ακόμα και τη λειτουργία της αγοράς.

1638
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 586, καταθέσεις Α. Χ. και Κ. Μ.. Ο μάρτυρας ήταν μέλος
του «Ομήρου» και γνώριζε τον Ξανθόπουλο από πριν τον πόλεμο. Στην κατάθεσή του προσπαθώντας
να αποδείξει πως τα έργα Ξανθόπουλου δεν εξυπηρετούσαν τους Γερμανούς αναφέρει πως ένα
αντιαεροπορικό που κατασκεύασε γκρεμίστηκε. Τα ποσά που έδωσε ο Ξανθόπουλος στην οργάνωση
δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε λίρες καθότι δεν αναφέρονται οι ημερομηνίες που δόθηκαν.
1639
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 574 & 585. Ο Βοβολίνης εμφανίζεται να είναι από τους
πρώτους που «χρησιμοποίησε» τον Ξανθόπουλο για αντιστασιακούς σκοπούς όταν αντιλήφθηκε
στην «φιλοσυμμαχική» του στάση τον Οκτώβρη του 1942. Στην (μάλλον συνοπτική) «έκθεση για τη
δράση της οργάνωσης ‘Ελληνικό Αίμα΄», δεν αναφέρεται πάντως κάτι σχετικό. Βλ. ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία
ος
Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), Τόμος 7 , «Αντιστασιακές Οργανώσεις Εσωτερικού», Έκδοση
Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998, σσ. 182-194.

902
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ακόμα ευνοϊκότερης αντιμετώπισης έτυχε ο Ξανθόπουλος από μια άλλη οργάνωση,


η οποία τον έσωσε από την φυλακή, τουλάχιστον προσωρινά. Πρόκειται και την οργάνωση
«Απόλλων/Υβόννη» του Πελτέκη, στον οποίο στράφηκε ο Ξανθόπουλος προσφέροντας τη
βοήθειά του προκειμένου να εξασφαλίσει το μέλλον του. Αν και ο Πελτέκης τον θεωρούσε
από τους πλέον σημαντικούς δοσίλογους, ωστόσο συνέχισε να τον υποστηρίζει,
αναφέροντας στους Βρετανούς πως του ήταν πιστός από την αρχή της κατοχής (αν και η
οργάνωση του Πελτέκη δεν υπήρχε στην αρχή της κατοχής) και πως του πρόσφερε
υπηρεσίες κατά την γερμανική αποχώρηση. Γι’ αυτό εξάλλου και όταν η δικαιοσύνη
αναζητούσε τον Ξανθόπουλο μετά την απελευθέρωση, ο ίδιος ο Πελτέκης (την περίοδο
μάλιστα που ήταν υπουργός εμπορικής ναυτιλίας στην κυβέρνηση Σοφούλη) τον είχε υπό
την προστασία του, αφήνοντας να αιωρείται η φήμη ότι είχε διαφύγει στη Γερμανία. Ο
Πελτέκης πρότεινε εξάλλου το 1945 στη SOE να εντάξει τον Ξανθόπουλο στην υπηρεσία
της.1640 Η σιγουριά που – προς στιγμή τουλάχιστον – ένιωθε ο Ξανθόπουλος ήταν τέτοια
που, αν και καταζητούμενος, μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα στην Αθήνα.1641
Πριν όμως περάσει αρκετός χρόνος, η Βρετανία εξαντλημένη από τον πόλεμο
αποφάσισε πως δεν θα διατηρούσε τους εκτεταμένους μηχανισμούς πληροφοριών και
σαμποτάζ του πολέμου, η SOE διαλύθηκε και ο Ξανθόπουλος δεν βρήκε την απόλυτη
κάλυψη που θα επιθυμούσε.1642 Δεν έμεινε όμως τελείως ακάλυπτος. Ο Πελτέκης
εμφανίστηκε και στην τελευταία δίκη Ξανθόπουλου, τυπικά ως μάρτυρας κατηγορίας, όπου
ουσιαστικά τον υπερασπίστηκε διαβεβαιώνοντας το δικαστήριο για τις χρήσιμες
πληροφορίες που του παρείχε ο κατηγορούμενος για την οργάνωση και πως λειτούργησε
ως μεσάζων για τη συμφωνία Γερμανών με τη Μέση Ανατολή που έσωσε την Αθήνα τον
Οκτώβρη του 1944.1643

1640
Ο χαρακτηρισμός στο πρωτότυπο έγγραφο του Πελτέκη είναι « Quisling des plus notaires » (TNA,
HS 5/652, “Takis Xanthopoulos”). Ο Πελτέκης επικοινωνούσε με τους Βρετανούς κυρίως στα γαλλικά.
1641
Η απάντηση της Ξανθόπουλου στον μάρτυρα που τον είχε συναντήσει λίγο μετά την
απελευθέρωση της χώρας ήταν πως δεν χρειαζόταν να κρύβεται γιατί είχε «Εθνική δράση».
Κατάθεση Α.Κ. στο ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 574 & 585.
1642
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 7/1945, αρ. 975-977.
1643
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 586. Σύμφωνα με τον Πελτέκη κάποιες από τις
πληροφορίες οδήγησαν και σε επιτυχή βομβαρδισμό από τους συμμάχους. Ο Πελτέκης παραδεχόταν
βεβαίως τη συνεργασία Ξανθόπουλου με τους Γερμανούς, αλλά η κριτική του φαίνεται να
εστιαζόταν περισσότερο στο ότι ο Ξανθόπουλος δεν αντιλαμβανόταν τη σοβαρότητα της αποστολής
του Πελτέκη, δεν του είχε εμπιστοσύνη, δεν δέχτηκε να «εισέλθη μέσα εις τους πολιτικούς
συνεργαζομένους» (πιθανώς υπονοεί τη φήμη υπουργοποίησης που κυκλοφορούσε) και

903
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ο Ξανθόπουλος δεν γλύτωσε λοιπόν τις περιπέτειες με τη δικαιοσύνη. Η φυγοδικία


του στην πρώτη δίκη το 1945 οδήγησε όπως ήταν φυσικό σε όχι ιδιαίτερα ευνοϊκή
απόφαση για τον ίδιο. Το γεγονός πως είχαν χαθεί τα ίχνη του και φερόταν να βρίσκεται
στη Γερμανία μπορεί να τον κράτησε προσωρινά εκτός φυλακής και να του επέτρεψε τελικά
να ξαναδικαστεί αργότερα με ευνοϊκότερους όρους, δεν βοήθησε όμως στην πρώτη
απόφαση που ήταν απολύτως καταδικαστική γι’ αυτόν.1644
Το 1947 όμως, όταν πια το κλίμα είχε μεταστραφεί αρκετά ώστε πολλοί
κατηγορούμενοι να μπορούν να ελπίζουν στην πανηγυρική απαλλαγή τους, ο Ξανθόπουλος
και κάποιοι συγκατηγορούμενοί του καταθέτουν αίτηση για ανακοπή. Ως δικαιολογία για
την απουσία του στη πρώτη δίκη αναφερόταν πως το 1945 ήταν «ασθενής πάσχων εξ
εντερικού» (παρόμοιες «αρρώστιες» δήλωσαν και άλλοι συγκατηγορούμενοί του) και πως
δεν είχε μάθει για τη δίκη του γιατί ναι μεν είχε σπίτι στην οδό Κανάρη (Κολωνάκι), αλλά
όταν γινόταν η πρώτη δίκη έμμενε στο Ψυχικό.1645 Η νέα δίκη διεκόπη προσωρινά για να
κληθούν νέοι μάρτυρες και τελικά ολοκληρώθηκε λίγο καιρό αργότερα, με τον Ξανθόπουλο
να «πέφτει στα μαλακά» και να διατάσσεται να αρθεί η συντηρητική κατάσχεση της
περιουσίας του.1646 Στην αρχή της δεκαετίας του 1950 ο Ξανθόπουλος θα ήταν πάλι
ελεύθερος να απολαύσει όσα από τα κατοχικά κέρδη δεν σπατάλησε στην καλή ζωή της
κατοχής, ή δεν ξόδεψε σε δικηγόρους και προσπάθειες εξαγοράς συγχωροχαρτιών από
διάφορες οργανώσεις.

«ανεκατεύετο εις διαφόρους οργανώσεις πεταλουδίζοντας». Αναγνώριζε πάντως ως «το μόνον κακό
να θέλη να γίνεται πολύς θόρυβος γύρω του και έκαμε τον πολιτικόν, το σπίτι του και το γραφείον
του ήτο είδος πολιτικού γραφείου, όπου λογίς λογίς κόσμος και κατά προτίμησιν πτωχοί έτρεχον διά
να βρουν ανακούφισιν ή την σωτηρίαν των». Ούτε ασφαλώς ο Πελτέκης, ούτε ο Ξανθόπουλος
ανέφεραν στη δίκη την πραγματικότητα για το πού κρυβόταν ο Ξανθόπουλος το 1945.
1644
Ο Ξανθόπουλος καταδικάστηκε αρχικά σε ισόβια συν 20 έτη. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος
7/1945, αρ. 975-977 και Kousouris, Dimitris: Une épuration ordinaire: Les procès des collaborateurs en
Grèce (1944-1949) comme composante de la reconstruction judiciaire en Europe, αδημοσίευτη
διδακτορική διατριβή École des Hautes Études en Sciences Sociales, Paris, 2009, σσ. 297-298.
Πιθανότατα το γεγονός της απόλυτα καταδικαστικής απόφασης (μιας από τις ελάχιστες καταδίκες σε
ισόβια που αφορούν κυρίως οικονομικές δραστηριότητες) πρέπει να έπαιξε ρόλο στο να
συμπεριληφθεί ο Ξανθόπουλος και στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Βολταιράκη.
1645
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος 1/1947, αρ. 72-75.
1646
Καταδικάστηκε σε 3 χρόνια, όχι όμως για την αποδιδόμενη πράξη αλλά για το άρθρο 4 του
533/1945 («εθνική αναξιότητα»). ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 5/1947, αρ. 574 & 585 και αρ. 586.
Συγκατηγορούμενός του ήταν κάπως πειστικότερος για τη δική του συμμετοχή στον «Όμηρο».

904
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Γ) Ανώνυμος Οικοδομική Εταιρεία «ΤΕΚΤΩΝ».

Η μεγάλη πλειονότητα των ελληνικών εταιρειών που ανέλαβαν εργασίες των δυνάμεων
κατοχής μπορούν να τοποθετηθούν σε μια ενιαία (παρά τις όποιες επιμέρους
διαφοροποιήσεις) κατηγορία, κάπου ανάμεσα στα δύο προηγούμενα παραδείγματα.
Μπορεί κανείς να τις χωρίσει περεταίρω σε δύο υποκατηγορίες: εκείνες που
δημιουργήθηκαν αποκλειστικά για την κατασκευή τσιμεντοπλοίων επί κατοχής και όσες
ήταν παλαιότερες κατασκευαστικές επιχειρήσεις, που εκτός των τσιμεντοπλοίων ανέλαβαν
επί κατοχής και διάφορα οδικά και άλλα έργα. Ας τις δούμε λοιπόν συνοπτικά παρακάτω,
εστιαζόμενοι κυρίως στην περίπτωση του «Τέκτονα» ως αντιπροσωπευτική της ευρύτερης
κατηγορίας.

***

Μία από τις ιστορικότερες και μεγαλύτερες εταιρείες του κατασκευαστικού κλάδου ήταν η
Ανώνυμος Οικοδομική Εταιρεία «ΤΕΚΤΩΝ».1647 Η εταιρεία είχε ιδρυθεί το 1920, ενώ ο
πρόγονός της η Ομόρρυθμος Τεχνική Εταιρεία Αλ. Ζαχαρίου και Σία υπήρχε από το 1900. Η
εταιρεία είχε ένα σχετικά ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που εκτεινόταν από τις οικοδομές
και τα δημόσια έργα, μέχρι τα μεταλλεία, το εμπόριο (με αντιπροσώπευση αρκετών
γερμανικών οίκων), τις θερμάνσεις και τους ανελκυστήρες. Σχετιζόταν ακόμα και με τη
Siemens, αφού την αντιπροσώπευση της γερμανικής εταιρείας στην Ελλάδα είχε αναλάβει
η τεχνική εταιρεία του Αλ. Ζαχαρίου (που διέθετε και ηλεκτρομηχανολογικό τμήμα), ενώ η
«’Σήμενς’ Ελληνική Ηλεκτροτεχνική Α.Ε.» ιδρύθηκε μετά το θάνατο του Ζαχαρίου του και
την διάλυση του αρμόδιου τμήματος της παλιάς (υπό εκκαθάριση) εταιρείας. Ο
μεγαλύτερος (αν και μειοψηφικός) μέτοχος του Τέκτονα το 1940 ήταν η Εθνική Τράπεζα,
στην οποία ανήκαν οι 13.717 από τις 33.100 μετοχές που αντιπροσωπεύτηκαν στη γενική
συνέλευση του έτους εκείνου. Στο Δ.Σ. της εταιρείας το ίδιο έτος συναντάει κανείς αρκετά
γνωστά ονόματα με ποικίλη επιχειρηματική δράση, όπως τους Α. Ζάννο, Γ. Γρώμαν
(Grohmann), Δ. Νομικό, Δ. Πάλλη κλπ. Γενικός διευθυντής της εταιρείας και μάλλον

1647
Ο «Τέκτονας» εμφανίζεται σε πίνακα 14 εταιρειών του κλάδου να έχει τα μεγαλύτερα
ακαθάριστα κέρδη για τη χρήση 1938, ενώ την ακολουθούν οι ΓΕΤΕ και ΕΡΓΟΝ. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ50Φ1,
«Γενική Εργοληπτική Εταιρία Μ.Α. Διαμαντόπουλος και Σια», Μάρτιος 1940. Η «Εργοληπτική» είναι
η
10 στον ίδιο πίνακα, αν και τα προηγούμενα χρόνια ήταν σε ψηλότερη θέση. Η μεγάλη πλειονότητα
των εταιρειών του πίνακα ανέλαβε έργα και επί κατοχής.

905
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ουσιαστική ψυχή της την περίοδο εκείνη ήταν ο Γ. Ζωιόπουλος, παλιός συνεργάτης του
Ζαχαρίου, που υπηρετούσε ως διευθυντικό στέλεχος περίπου δύο δεκαετίες.1648
Προπολεμικά ο «Τέκτονας» είχε αναλάβει πλήθος έργων διαφορετικής φύσης. Οδικά
έργα, γέφυρες, σήραγγες, έργα ύδρευσης, σταθμούς του ηλεκτρικού σε Πειραιά, Ομόνοια
κ.α. αλλά και γνωστά κτήρια, όπως του Ευαγγελισμού, του Χρηματιστηρίου, τα σιλό των
τσιμέντων «Τιτάν» και της εταιρείας Λιπασμάτων, μεταρρυθμίσεις των Ανακτόρων σε Βουλή
και Γερουσία, ακόμα και κάποια στρατιωτικά έργα, όπως οικοδομές του υπουργείου
ναυτικών στο Σκαραμαγκά. Την περίοδο 1934-1936 η συνολική αξία του μεγάλου αριθμού
των έργων που είχε ολοκληρώσει η εταιρεία ανερχόταν σε 340.000.000 δραχμές.1649
Παρά όμως τα τεράστια αυτά ποσά ο «Τέκτονας» δεν ήταν σε άριστη οικονομική
κατάσταση. Αφενός ήταν τα προβλήματα των προσφυγικών οικημάτων που είχε αναλάβει
το 19251650 και της σύμβασης για την κατασκευή τμήματος σιδηροδρομικής γραμμής
Καλαμπάκας – Βέροιας,1651 και αφετέρου ο έντονος ανταγωνισμός των κατασκευαστικών,

1648
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ17 και Α1Σ23Υ43Φ1, έκθεση της ΕΤΕ για την Ανώνυμο Οικοδομική Εταιρεία
«Τέκτων», Οκτώβριος 1940. Όπως θα δούμε στη συνέχεια ο αριθμός των μετοχών στον έλεγχο της
ΕΤΕ αυξήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου μέχρι την πώλησή τους το 1944. Ο σπουδαγμένος στην
Ελβετία Ζαχαρίου είχε τόσο στενές επιχειρηματικές σχέσεις με τη Γερμανία που είχε μπει στη μαύρη
λίστα της Αντάντ στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Για τη σχέση Τέκτονα-Ζαχαρίου και Siemens, αλλά
και μια απόπειρά του να συνεργαστεί με την DLH βλ. επίσης: Δημητριάδου – Λουμάκη, Μαρία: Η
γερμανική οικονομική και πολιτική διείσδυση στην Ελλάδα τη δεκαετία 1920-1930, αδημοσίευτη
διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Αθήνα, 2010,
σσ. 269-273 και 317-319.
1649
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ17 και Α1Σ23Υ43Φ1, έκθεση της ΕΤΕ για την Ανώνυμο Οικοδομική Εταιρεία
«Τέκτων», Οκτώβριος 1940. Το 1939 για παράδειγμα ο Τέκτονας εκτέλεσε έργα 66.000.000 δραχμών
της εποχής, ή λίγο παραπάνω από 56.000 χρυσές λίρες.
1650
Η αρχική σύμβαση για τα έργα συνολικής αξίας 100.000.000 δραχμών είχε υποστεί
επανειλημμένες τροποποιήσεις ενώ μετά το 1932 ψαλιδίστηκε το επιτόκιο 25% και ανεστάλη η
καταβολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων του ειδικού ομολογιακού δανείου του Δημοσίου που έλαβε
η εταιρεία για τα έργα και παρά την υπόσχεση αγοράς από το κράτος και την ΕΤΕ μέρους των
ομολογιών η εταιρεία τελικά ζημιώθηκε, αφού παρέμειναν στα χέρια της ομολογίες μεγάλης αξίας
με μειωμένη τιμή (ο. π., σσ. 6-7 και ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ71Φ44, «Έκθεσις του Διοικητικού Συμβουλίου της
Ανωνύμου Οικοδομικής Εταιρείας ’Τέκτων’ προς την Γενικήν Συνέλευσιν των Μετόχων επί του
Γενικού Ισολογισμού του Έτους 1937», Αθήνα, 1938).
1651
Η σύμβαση του 1927 ήταν υπεργολαβία της Εμπορικής Βελγικής Εταιρείας που είχε αναλάβει το
έργο και αφορούσε 20 χιλιόμετρα, όμως τεχνικές δυσκολίες ανέβασαν το κόστος περισσότερο από
όσο είχε προβλεφθεί, πρόεκυψαν διαφορές με την Εταιρεία και το κράτος και τελικά ο Τέκτονας

906
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εταιρειών ειδικά μετά την οικονομική κρίση, που οδήγησαν σε πτώση των καθαρών κερδών
(ειδικά σε σχέση με τα μικτά) και σε αμφιβολίες ως προς το μέλλον της. Επιπλέον κάποιοι
κλάδοι πλην του κατασκευαστικού κρίνονταν ως λιγότερο επικερδείς. Ειδικά οι
μεταλλευτικές εργασίες θεωρήθηκαν γενικώς «λίαν ατυχείς» με αποτέλεσμα να
εγκαταλειφθούν όλα τα μεταλλεία πλην ενός λευκολίθου και ενός μολυβδαινίου. Η
πρόβλεψη για πραγματοποίηση «άξιων λόγου ωφελειών» ήταν αρνητική, αφού ο πόλεμος
δεν ευνοούσε τις εργασίες της. Αν και η εταιρεία είχε δείξει «προνοητικότητα αξιέπαινον»,
άρτια τεχνική οργάνωση (υστερούσε όμως «εις λογιστικήν τάξιν»), ικανοποιητική
διεύθυνση και πεπειραμένο προσωπικό, η ιταλική εισβολή και η επίταξη μηχανημάτων
δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο την κατάσταση με τη ρευστότητα της εταιρείας.1652 Οι
δυσκολίες της εταιρείας είχαν οδηγήσει και σε προσωρινό κατασχετήριο τον Ιανουάριο του
1941 από το Ταμείο Γεν. Εσόδων για το ποσό των 192.510 για είσπραξη απαίτησης του
Δημοσίου από μισθώματα μεταλλείου.1653
Παρά τον πόλεμο και την επίταξη μηχανημάτων, η πορεία της εταιρείας επί κατοχής
φαίνεται πως ήταν σημαντικά καλύτερη από εκείνη των αμέσως προηγούμενων ετών.
Όπως είδαμε, ο «Τέκτων» ήταν, μαζί με την προαναφερθείσα ΓΕΤΕ, μια από τις εταιρείες
που ανέλαβαν νωρίς έργα με απευθείας ανάθεση από τους Γερμανούς, ενώ είχε ενταχθεί
στο πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων αρκετά νωρίς, αναλαμβάνοντας την κατασκευή ενός από

ζημιώθηκε (ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ17 και Α1Σ23Υ43Φ1, έκθεση της ΕΤΕ για την Ανώνυμο Οικοδομική
Εταιρεία «Τέκτων», Οκτώβριος 1940, σσ. 7-8 και Α1Σ40Υ71Φ44, «Έκθεσις του Διοικητικού
Συμβουλίου της Ανωνύμου Οικοδομικής Εταιρείας ’Τέκτων’ προς την Γενικήν Συνέλευσιν των
Μετόχων επί του Γενικού Ισολογισμού του Έτους 1937», Αθήνα, 1938).
1652
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ17, «Πληροφοριακόν δέλτίον Νο. 61-62, 6 Μαρτίου 1934, ‘Τέκτων’ Ανώνυμος
Οικοδομική Εταιρεία», έκθεση για την Ανώνυμο Οικοδομική Εταιρεία «Τέκτων», Οκτώβριος 1940 και
«Ανώνυμος Οικοδομική Εταιρεία ‘Τέκτων’» 20/7/1943. Η εταιρεία είχε ένα καταστροφικό 1936 με
επίσημη ζημιά 1.933.000 δραχμών (τη μεγαλύτερη στην ιστορία της), αλλά τις υπόλοιπες χρονιές
κατάφερνε να είναι κερδοφόρα. Τα ολοένα μειούμενα όμως κέρδη έτειναν να εξαλειφθούν την
τριετία πριν το πόλεμο και τα τελευταία 2 προπολεμικά χρόνια (1938-39) ανέρχονταν αθροιστικά σε
μόλις 7.000 δραχμές.
1653
Το κατασχετήριο άρθηκε στο τέλος Φεβρουαρίου, αλλά μοιάζει ενδεικτικό των δυσκολιών
ρευστότητας που αντιμετώπιζε ο Τέκτονας. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ69Φ3035, Δικαστικό Τμήμα, Κατασχέσεις
προς την Ανώνυμον Οικοδ. Εταιρείαν Τέκτων, 8/2/1941 και Ταμείο Γενικών Εσόδων προς ΕΤΕ,
27/2/1941.

907
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τα πρώτα σκάφη. Οι εργασίες στο Πέραμα «δίπλα στο ναυπηγείο Αργυροπούλου»


ξεκίνησαν τον Μάιο ή Ιούνιο του 1942, όπου περιοριζόταν στο «χτίσιμο» των σκαφών.1654
Πέρα από τα τουλάχιστον 4 τσιμεντόπλοια που είχε αναλάβει μέχρι το 1943 (σχεδόν
βέβαιο είναι ότι ανέλαβε τουλάχιστον 1-2 ακόμα το 1944), τα περισσότερα από τα
υπόλοιπα μεγάλα έργα με τα οποία ασχολήθηκε επί κατοχής η εταιρεία αφορούσαν την
οδοποιία. Τα πρώτα από τα έργα αυτά ήταν στην οδό Ελευσίνας – Κορίνθου, που λόγω στης
στρατηγικής σημασίας της περιοχής (ναυπηγεία, βιομηχανική ζώνη, Ισθμός κλπ) ήταν
φυσικό να είναι από τους δρόμους στους οποίους οι δυνάμεις κατοχής θα έδιναν
προτεραιότητα. Λίγο αργότερα ανέλαβε και τμήμα της οδού Ελευσίνας – Θηβών, και μετά
τμήμα (κατόπιν αυτή τη φορά δημοπρασίας) της οδού Αθηνών – Πατρών. Το συνολικό
κόστος των έργων οδοποιίας αναφερόταν ως 3.900 χρυσών λιρών με επίσημο ποσοστό 20%
σύμφωνα με πρώην στελέχη του κατοχικού κρατικού μηχανισμού. Η εταιρεία
αντικατέστησε μάλιστα σε κάποια από τα έργα μια άλλη κατασκευαστική κατόπιν ιταλικής
αίτησης.1655
Εκτός της οδοποιίας ο «Τέκτονας» εκτέλεσε έργα και «στο αεροδρόμιο»
(Χασανίου/Ελληνικού, αν και η εταιρεία μάλλον εργάστηκε και στο Τατόι), όπου εκτελούσε
εργασίες υδραυλικές, ισοπεδώσεις, επιδιορθώσεις υποστέγων για τα αεροσκάφη της
Luftwaffe. Μάρτυρας αναφέρει πως τα έργα αυτά ήταν συνολικής αξίας 800-1.000 λιρών
και καθαρού κέρδους 50-70 χρυσών λιρών. Η εταιρεία απασχολούσε στα «όχι μεγάλης
σημασίας» κατά τον μάρτυρα έργα του αεροδρομίου, αρχικά 150 και αργότερα 500

1654
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 1/1946, αρ. 100, μάρτυρας Ι. Ρ., εργαζόμενος της εταιρείας στο
Πέραμα μέχρι τον Ιούνιο του 1942. Η αναφορά σε «ναυπηγείο» μάλλον υπονοεί τις γλίστρες των
εγκαταστάσεων Περάματος (βλ. την εικόνα 22 παραπάνω).
1655
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 1/1946, αρ. 100, μάρτυρες Σ. Ξ. (διευθυντής του γραφείου
νομομηχανικού) και Σ. Ζ. (επιθεωρητής Δημοσίων έργων του Υπουργείο). Με επέμβαση και πάλι των
Ιταλών αφαιρέθηκε ένα κομμάτι από εκείνο που δόθηκε στον «Τέκτονα» για να δοθεί σε άλλη
εταιρεία. Οι μάρτυρες φαίνεται να μειώνουν υπερβολικά το καθαρό κέρδος της εταιρείας κάνοντας
λόγο για μόλις 2-3%. Με τόσο μικρό όμως κέρδος είναι αμφίβολο αν η εταιρεία θα είχε τα θετικά
αποτελέσματα που όπως θα δούμε καταγράφονται επισήμως στους ισολογισμούς. Επιπλέον, όπως
είδαμε, ήταν μάλλον συνήθης πρακτική οι εταιρείες να προσπαθούν να φουσκώσουν τεχνητά τα
έξοδα ώστε να αυξήσουν και τα κέρδη τους από τα ποσοστά. Και ασφαλώς δεν αποκλείεται, όπως
φαίνεται ότι συνέβαινε συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις, τα έσοδα της εταιρείας να
συμπληρώνονταν από την παράνομη διοχέτευση τροφίμων και πρώτων υλών στη μαύρη αγορά.

908
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

εργάτες.1656 Ανάμεσα σε Νοέμβριο 1941 και Αύγουστο 1942 ο «Τέκτονας» εκτέλεσε και
έργα (κυρίως οδικά, αλλά αναφέρεται και η κατασκευή καταφυγίου) στον ναύσταθμο
Σαλαμίνας, τον οποίο όπως είδαμε είχε αναλάβει το γερμανικό ναυτικό,1657 καθώς και στην
Αίγινα.1658 Τέλος οι Γερμανοί ανέθεσαν στην εταιρεία εργασίες επέκτασης γκαράζ στον Άγιο
Σώστη και κάποιες απροσδιόριστες εργασίες στην Πάντειο Σχολή.1659
Τα καύσιμα και αρκετά από τα υλικά για τα περισσότερα έργα (και βέβαια για τα
τσιμεντόπλοια) τα προμήθευαν στον «Τέκτων» οι αρχές κατοχής. Όταν αυτός δυσκολευόταν
να προμηθευτεί κάποια υλικά που χρειαζόταν επενέβαιναν και πάλι οι κατακτητές να του
τα προμηθεύσουν ώστε να μην καθυστερήσει το έργο για το οποίο προορίζονταν. Έτσι, όταν
ο συνεταιρισμός υπαλλήλων της ΕΤΕ αρνήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941 να πουλήσει στην
εταιρεία υλικά που είχε αποθηκευμένα σε οικόπεδό του (8.200 κυβικά λίθων και 200
κυβικά χαλικιών), επενέβησαν οι Γερμανοί και τα επέταξαν πληρώνοντας την χαμηλή τιμή
διατίμησης των 125 δραχμών ανά κυβικό.1660 Παρόμοια ήταν η τύχη και των υλικών από τα

1656
Ο. π., κυρίως μάρτυρες Μ. Τ. (εργάτης και μηχανικός Δ. Μ.. Το γεγονός όμως πως ο μάρτυρας
εμπλεκόταν στα έργα θέτει υπό αμφισβήτηση την ακρίβεια των αριθμών που παραθέτει, αφού θα
είχε συμφέρον να μειώνει τη σημασία τους και τα κέρδη που προέκειπταν από αυτά. Ο μάρτυρας
προσπαθεί επίσης να πείσει πως η εταιρεία δεν μπορούσε να αρνηθεί (πράγμα που όπως είδαμε
στην περίπτωση της ΓΕΤΕ μάλλον δεν στέκει), ενώ καταθέτει πως την απέπεμψαν τελικά οι Γερμανοί
γιατί δεν εκτελούσε τις εργασίες αρκετά γρήγορα. Ο Μ. Τ. αναφέρει πως κάποιο στέλεχος της
εταιρείας διαπληκτίστηκε με Γερμανό αξιωματικό και λίγο μετά η εταιρεία έφυγε από τα έργα. Παρά
τις προηγούμενες καταθέσεις, κάποιοι από τους μάρτυρες υπεράσπισης (Ι. Τ. και Β. Π.) καταθέτουν
πως η εταιρεία δεν έκανε καν έργα στο αεροδρόμιο.
1657
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 1/1946, αρ. 100, μάρτυρες Ι. Μ. και μηχανικός Σ. Τ..
1658
Οι κατηγορίες έκαναν λόγο για οχυρωματικά έργα, αλλά ο μάρτυρες υπεράσπισης Δ. Μ. (ο. π.),
επικεφαλής του εκεί συνεργείου και Κ. Ψ., καταθέτουν πως ήταν κάτι υδραυλικές μικροεργασίες 8-
15 ατόμων που δεν σχετίζονταν με οχυρωματικά. Αν και δεν είναι βέβαιο ποιος τα ολοκλήρωσε στην
Αίγινα έγιναν πράγματι οχυρωματικά έργα επί κατοχής.
1659
Ο. π., κατάθεση μηχανικού Κ. Σ., υπαλλήλου επί κατοχής της ναυτικής γερμανικής οικοδομικής
υπηρεσίας Πειραιώς. Όπως οι περισσότεροι μάρτυρες αναφέρει πως τα συμβόλαια γίνονταν με το
απολογιστικό σύστημα και ποσοστό 20% (αν και ίσως στην πραγματικότητα αυτό να ήταν λίγο
μεγαλύτερο). Τα χρήματα λάμβανε η εταιρεία από την Τράπεζα της Ελλάδος (μάλλον δηλαδή από τα
έξοδα κατοχής).
1660
Τα περισσότερα από τα υλικά αυτά χρησιμοποιήθηκαν σε εργασίες στο αεροδρόμιο Τατοΐου
(κτήριο για τη DLH) το οποίο είχε αναλάβει ο «Τέκτονας». Η κατηγορία πως ο διευθυντής της
εταιρείας ζήτησε από τους Γερμανούς την επίταξη των υλικών ώστε να τα αποκτήσει για το έργο –
και μάλιστα σε χαμηλή τιμή – δεν αποδείχθηκε (ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος 10/1946, αρ. 1622).

909
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

περίπου 100 σπίτια που κατεδαφίστηκαν στο χωριό του Ελληνικού για την επέκταση του
αεροδρομίου.1661
Σύμφωνα με την κατάθεση εφοριακού ελεγκτή, ο τζίρος της εταιρείας από το
σύνολο των καταγεγραμμένων εργασιών την περίοδο του πολέμου και της κατοχής
υπολογιζόταν σε 15.472 χρυσές λίρες,1662 ωστόσο ακόμα και αυτό το ποσό ήταν μάλλον
χαμηλότερο του πραγματικού, αφού σε πραγματογνωμοσύνη της περιόδου καταγράφηκε
(από μάρτυρα υπεράσπισης μάλιστα) κύκλος εργασιών 81.566.907 δραχμών ή 5.083
χρυσών λιρών από έργα για το 1941, 424.759.000 δρχ. ή 4.184 χρυσές λίρες για το 1942, και
2.759.000.000 δρχ. ή 7.322 χρυσές λίρες για το 1943, ή σύνολο 16.585 για την περίοδο
1941-43, ενώ υπολογιζόταν σε ακόμα 1.200 λίρες τα κέρδη από πωλήσεις υλικών. 1663
Φαίνεται όμως πως στους ισολογισμούς της η εταιρεία απέκρυπτε σημαντικά ποσά
από τα έσοδά της. Στον ισολογισμό του 1941 εμφανίζονταν κέρδη από έργα, εμπορεύματα,
προμήθειες κλπ ύψους 11.690.566,20 δραχμών (ή περίπου το ¼ του ενεργητικού) και
υπόλοιπο 101.785,65 δρχ, παρά την έκτακτη καταγραφόμενη ζημιά σχεδόν 2.000.000 λόγω
καταστροφής ξυλείας καλουπιών κλπ. Το επίσημο κέρδος – έστω και περιορισμένο –
συνεχίζει να καταγράφεται και στους υπόλοιπους ισολογισμούς της κατοχής: τα κέρδη
έργων κλπ για το 1942 ήταν 104.705.696,40 (καθαρά διανεμητέα κέρδη 12.712.758), το
1943 ήταν 755.413.308,90 (διανεμητέα κέρδη 145.719.650). Μόνο το 1944 εμφανίζεται
ζημιογόνο, αλλά με τον υπερπληθωρισμό της περιόδου, και τα περισσότερα έσοδα μάλλον
να σταματούν αρκετά πριν το τέλος του έτους κάτι τέτοιο δεν αποτελεί έκπληξη.1664

1661
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος 11/1947, αρ. 1078. Οι 5 από τους εργολάβους που
παραπέμπονται με το βούλευμα, καθώς και τρεις από αυτούς που δεν παραπέμπονται, (ο ένας του
«Τέκτονα» που έχει ήδη καταδικαστεί, ένας Αυστριακός που ως «Γερμανός» θεωρήθηκε πως
δούλευε για την πατρίδα του και ένας ακόμα που απεβίωσε το 1943) μάλλον εργάστηκαν στην
επέκταση του αεροδρομίου Χασανίου.
1662
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 1/1946, αρ. 100, κατάθεση μάρτυρα «κατηγορίας» Ν. Α..
1663
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 1/1946, αρ. 100, κατάθεση Γ.Χ.. Ο μάρτυρας θεωρούσε τα έργα της
εταιρείας «μικρά».
1664
Και στην περίπτωση αυτή είναι βέβαια πρακτικά αδύνατο από τον ισολογισμό και μόνο να
υπολογιστεί η ακριβής αξία των πραγματικών κατοχικών εσόδων της επιχείρησης. Με βάση ωστόσο
την μέση μηνιαία τιμή λίρας Δεκεμβρίου τα καθαρά κέρδη προς διάθεση του 1942 ήταν περίπου 87
χρυσές λίρες και εκείνα του 1943 περίπου 95 λίρες. Τα ποσά αυτά μάλλον υποτιμούν σημαντικά τα
πραγματικά κέρδη λόγω πληθωρισμού, ωστόσο θα μπορούσαν να αποτελούν σοβαρή ένδειξη πως
τα πραγματικά κέρδη ήταν αυξημένα το 1943 παρά την ταυτόχρονη αύξηση του
εργατικού/μισθολογικού κόστους (ή ίσως και εξαιτίας της, λόγω της ύπαρξης του απολογιστικού

910
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αν συγκρίνει κανείς τα νούμερα αυτά με εκείνα της προαναφερθείσας


πραγματογνωμοσύνης, θα δει πως τα μη καταγεγραμμένα στον ισολογισμό έσοδα
ανέρχονται στο 85% όσων αναφέρει η πραγματογνωμοσύνη για το 1941, ενώ τα αντίστοιχα
ποσοστά για το 1942 και 1943 είναι γύρω στο 25%. Ακόμα και αν υποθέσει κανείς πως ένα
ποσοστό της διαφοράς θα μπορούσε να αφορά και καθυστερημένες πληρωμές ή κάποια
άλλη «αθώα» αιτία, φαίνεται πως οι ισολογισμοί μειώνουν εσκεμμένα σε κάποιο βαθμό τα
πραγματικά κέρδη, ενδεχομένως για να αποφύγουν την αυξανόμενη φορολογία.
Ωστόσο ακόμα και σ’ αυτούς τους προβληματικούς ισολογισμούς μπορεί κανείς να
διακρίνει αφενός την πλήρη αποπληρωμή των χρεών της επιχείρησης και αφετέρου τη
συνεχή κερδοφορία της. Όπως αναφέρει η αισιόδοξη έκθεση για τον ισολογισμό του 1942
μετά από κάποιες καθυστερημένες πληρωμές, έγινε δυνατό τον Ιούλιο να εξοφληθεί
πλήρως το χρέος της εταιρείας σε τράπεζες και τρίτους, αλλά και να αποσβεστεί κάθε
εκκρεμής παλιά επισφαλής απαίτηση από παλιότερες ζημιές.1665

Έξοδα μισθοδοσίας, ενοίκια Τόκοι και προμήθειες


Έτος
κλπ/αδιάθετα κέρδη (%) /αδιάθετα κέρδη (%)
1938 53,4 19,4
1939 51,9 18,0
1940 54,6 20,6
1941 36,0 6,6
1942 33,3 1,3
1943 58,3 0,2
Πίνακας 11.4: Έξοδα και τόκοι ως ποσοστά των εσόδων της «Τέκτων», σύμφωνα με τους
επίσημους ισολογισμούς της εταιρείας.

Ως ενδεικτική της βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης της εταιρείας θα


μπορούσε κανείς να πάρει και το ποσοστό των διανεμητέων προς τα συνολικά κέρδη, που
το 1942 (όταν η εταιρεία αποπλήρωσε το χρέος της) ήταν 12% και το 1943 αυξήθηκε στο

συστήματος). Εξάλλου το ποσό που αναφέρει ο εφοριακός στο δικαστήριο (βλ. παραπάνω) είναι
τουλάχιστον 4-5 φορές μεγαλύτερο από τα ποσά που προκύπτουν αν μετατρέψει κανείς απλώς τα
έσοδα των ισολογισμών σε λίρες με βάση τη μέση τιμή στο τέλος κάθε έτους.
1665
Οι δημοσιευόμενοι ισολογισμοί περιέχονται συγκεντρωμένοι και στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ17. Η
έκθεση του ισολογισμού για το 1942 κάνει λόγο για κέρδη από ανακαίνιση και συντήρηση εθνικών
οδών και οδού Αθηνών – Πειραιώς, καθώς και διάφορων άλλων οδών του Πειραιά, αλλά και για
διάφορα τεχνικά έργα για λογαριασμό των αρχών κατοχής που δεν κατονομάζονται. Μέρος των (μη
διανεμηθέντων) κερδών του 1943 εξάλλου επενδύθηκε σε μετοχές, αφού στον ισολογισμό
(«ανάλυσις μερίδος ’χρεώγραφα’») εμφανίζονται 30 επιπλέον μετοχές της Οικοδομικής Εταιρείας
«Πρώτη Θεσσαλονίκης».

911
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

19%. Τα δε έξοδα διευθύνσεως, γραφείων, μισθών κλπ αποτελούσαν το 51,9% των


(αδιανέμητων) κερδών το 1939 (βλ. πίνακα), το 54,6% το 1940, αλλά μόλις το 36% το 1941,
το 33,3% το 1942 για να αυξηθούν και πάλι στο 58,3% το 1943. 1666 Τα έσοδα λοιπόν ήταν
σημαντικά το 1941-42, μάλλον σημαντικότερα από εκείνα που εμφανίζονται στις
καταθέσεις μαρτύρων κατά τη δίκη στελεχών της εταιρείας και πάντως ξεπερνούσαν κατά
πολύ την χαμηλή άνοδο του εργατικού κλπ. κόστους. Όταν οι μισθοί κατάφεραν επιτέλους
να πλησιάσουν κάπως τα προηγούμενα επίπεδα το 1943, μετά και την προσωρινή μείωση
του πληθωρισμού, η εταιρεία είχε απαλλαγεί από τα χρέη της και συνέχισε να καταγράφει
αξιόλογα κέρδη.1667 Η κατάσταση πιθανώς να ήταν χειρότερη το 1944, αλλά δεν υπάρχουν
επαρκή στοιχεία πέρα από τον προβληματικό ισολογισμό του έτους.
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη μια πολύ ευνοϊκότερη κρίση της ΕΤΕ για τον Τέκτονα
το 1943. Τα έργα που εκτέλεσε η εταιρεία σε συνδυασμό με τις ευνοϊκές συνέπειες του
πληθωρισμού στα χρέη έκαναν την Εθνική να θεωρεί το 1943 πως η πλήρως εξυγειανθείσα
εταιρεία του Τέκτονα προβλεπόταν να «παίξει πρωτεύοντα ρόλον εις το έργον της
μεταπολεμικής ανοικοδομήσεως», «λόγω της καλής τεχνικής οργανώσεώς της, της
οικονομικής της επιφανείας και της δραστηριότητος των διευθυντών της». Γι’ αυτό εξάλλου
προτεινόταν να διατηρήσει η τράπεζα στον έλεγχό της τις μετοχές που κατείχε.1668

1666
Τα έξοδα του 1944 εμφανίζονται στο 101% των εσόδων. Ο ισολογισμός αυτός, υπογεγραμμένος
το 1948, είναι όπως όλοι οι αντίστοιχοι ο πλέον προβληματικός. Δεν εμφανίζει κέρδη από έργα παρά
μόνο από πωλήσεις υλικών, πράγμα που ενδεχομένως και να αληθεύει. Ωστόσο, με δεδομένη την
προβληματική καταγραφή των κερδών στους προηγούμενους ισολογισμούς και τον
υπερπληθωρισμό της περιόδου δεν είναι καθόλου βέβαιο πως τα νούμερα είναι ακριβή. Ο
ισολογισμός της εταιρείας την αναφέρει ως υπό εκκαθάριση, αλλά αυτό μάλλον ισχύει για το 1948
που υπογράφηκε ο ισολογισμός και όχι για το 1944.
1667
Δυστυχώς χωρίς περισσότερα στοιχεία δεν είναι δυνατόν να διακρίνουμε την πιθανή επίπτωση
της στάσης πληρωμών και της αυστηροποίησης της τιμολογιακής πολιτικής στα έσοδα του
«Τέκτονα» και άλλων εταιρειών. Είναι πιθανό ένα μικρό μέρος των πληρωμών του 1942 να
πληρώθηκαν τελικά το 1943 και ένα άλλο των αρχών του 1943 να καθυστέρησε λίγο, μειώνοντας
κάπως τα πραγματικά κέρδη. Εξάλλου η εντονότερη – θεωρητικά τουλάχιστον – προσπάθεια από το
1943 για περιορισμό των προμηθειών των αρχών κατοχής σε «ελεύθερες» τιμές ίσως συνέβαλε στη
μερική μείωση των κερδών όσων επιχειρηματιών συνεργάζονταν μαζί τους. Δεν υπάρχουν ωστόσο
περισσότερα στοιχεία και θα απαιτούνταν μια λεπτομερής έρευνα με βάση το αρχείο κάποιας από
τις επιχειρήσεις αυτές για να αποκομιστούν ασφαλέστερα συμπεράσματα.
1668
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ17, «Ανώνυμος Οικοδομική Εταιρεία ‘Τέκτων’» 20/7/1943.

912
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Παρά τις προβλέψεις όμως αυτές το μέλλον της εταιρείας δεν αποδείχθηκε τελικά
τόσο ευχάριστο για όλα τα μέλη της. Η ηγεσία του «Τέκτονα» κλήθηκε μεταπολεμικά να
λογοδοτήσει στα Ειδικά Δικαστήρια με κατηγορίες οικονομικής συνεργασίας. Οι
περισσότεροι μάρτυρες στην κύρια δίκη, που έλαβε χώρα το 1946, παρουσιάζονται στα
πρακτικά ως αρκετά ευνοϊκά διακείμενοι προς τους κατηγορούμενους, ακόμα και αν στην
πλειονότητά τους καταθέτουν ως μάρτυρες κατηγορίας. Φαίνεται πως η αλλαγή του
κλίματος στο διάστημα που ακολούθησε έκανε αρκετούς να τροποποιήσουν τις αρχικές
καταθέσεις που είχαν δώσει κατά την ανακριτική διαδικασία κάποιους μήνες νωρίτερα. Αν
και οι περισσότερες ευνοϊκές αναφορές εστιάζονται σε κρίσεις για τον καλό χαρακτήρα, και
τον πατριωτισμό των μελών του Δ.Σ., κάποιες καταθέτουν και συγκεκριμένα στοιχεία που
μοιάζουν – εν μέρει τουλάχιστον – αναληθή. Ο δικαστικός σύμβουλος της ΕΤΕ κατέθεσε
πως ο Ζωιόπουλος «υπέφερεν οικονομικώς» επί κατοχής και χρειάστηκε να νοικιάσει ένα
σπίτι του, ενώ υποτίθεται ότι ζήτησε και επανειλημμένα δάνειο για να πληρώσει τους
εργάτες του.1669 Ο αρχιλογιστής της εταιρείας βεβαίωνε εξάλλου πως δήθεν «ουδέν κέρδος
απεκόμισεν εκ των γενομένων έργων».1670
Μια από τις πλέον θετικές προς τους κατηγορούμενους καταθέσεις μάρτυρα
«κατηγορίας», που έβριθε ανακριβειών και ψευδών, υποβάθμιζε συστηματικά τη
συμμετοχή του «Τέκτονα» στο πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων, κάνοντας λόγο για την
κατασκευή μόνο 3 ή 4 σκαφών, τα δύο από τα οποία «κατεστράφησαν αμέσως μόλις
μπήκαν στη θάλασσα», και αναφέροντας πως «το έργον των τσιμεντοπλοίων ήτο
αποτυχημένον και ο Ζωιόπουλος το εγνώριζεν εκ των προτέρων ότι θ’ απετύγχανον τα
τσιμεντόπλοια». Η εταιρεία υποτίθεται πως ανέλαβε τα έργα κατόπιν πίεσης και έκανε
«έκανε σαμποτάρισμα».1671
Όμως παρά τις θετικές αυτές καταθέσεις στο δικαστήριο (όπως τουλάχιστον αυτές
καταγράφονται συνοπτικά στα πρακτικά), τα γεγονότα σχετικά με την κατοχική
δραστηριότητα της εταιρείας ήταν τέτοια που ο γενικός διευθυντής της, αν και κατάφερε να
απαλλαγεί από αρκετές από τις κατηγορίες, τελικά δεν απέφυγε τη φυλακή, έστω και με
1669
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 1/1946, αρ. 100, μάρτυρας «κατηγορίας» Π. Γ.. Ο μάρτυρας υπήρξε
επίσης για λίγο υπουργός εσωτερικών στην μεταπολεμική κυβέρνηση Βούλγαρη. Όπως βέβαια
είδαμε το δανειακό βάρος της εταιρείας στην πραγματικότητα εκμηδενίστηκε το 1942-43.
1670
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά τόμος 1/1946, αρ. 100, κατάθεση Δ.Κ..
1671
Ο. π., μάρτυρας Α. Π. Όπως είδαμε και νωρίτερα, ο Παπαδόπουλος που είχε αναλάβει την
τροποποίηση των γερμανικών σχεδίων για τα σκάφη, υποβάθμιζε επίσης τη δική του συμμετοχή στο
πρόγραμμα υποστηρίζοντας πως σαμπόταρε τα σχέδια που του είχαν αναθέσει με τη βία οι
Γερμανοί.

913
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ελαφρυντικά. Η εταιρεία, που είχε χάσει κάποια σημαντικά της στελέχη λόγω θανάτου και
φυλάκισης, φαίνεται πως δυσκολευόταν να συνεχίσει ομαλά τη λειτουργία της στον
μεταπολεμικό κόσμο και τελικά τέθηκε υπό εκκαθάριση.1672
Αν και δεν ήταν προφανές, ίσως η Εθνική Τράπεζα να προέβλεψε τις πιθανές
δυσκολίες το 1944 και αποφάσισε– παρά τη προηγούμενη θετική αναφορά της το 1943 –
να πουλήσει τελικά τις μετοχές που κατείχε. Οι μετοχές αυτές δεν ήταν βεβαίως οι μόνες
που πούλησε η τράπεζα. Την περίοδο 1943-44 η ΕΤΕ αναγκάστηκε κατόπιν υπουργικής
εντολής να πουλήσει αρκετές μετοχές για να κλείσει τα ανοίγματά της. Πωλήσεις
χρηματογράφων γίνονταν και πριν την υπουργική εντολή, αλλά οι εθελοντικές πωλήσεις
μετοχών ήταν λιγότερες. Ελάχιστες όμως από τις πωλήσεις αφορούν κατασκευαστικές
εταιρείες και αυτές γίνονται κυρίως προς στο τέλος της κατοχής (κυρίως πωλούνται
ομολογίες δανείων, αλλά αρκετές είναι και οι πωλήσεις μετοχών τραπεζών και
σιδηροδρόμων, ενώ κανείς συναντάει και μετοχές τσιμέντων, ηλεκτρικής, κάποιων
κλωστοϋφαντουργείων, κλπ).1673 Έτσι λοιπόν, την 1η Απριλίου 1944 πωλήθηκαν 15.000
μετοχές της «Τέκτων» με τιμή 180.000 δραχμές (0,008 λίρες) η μετοχή.1674 Το ποσοστό αυτό
αποτελούσε το 10% του συνόλου των μετοχών της εταιρείας, που το 1940 ανέρχονταν σε

1672
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ15Φ11, «Απόσπασμα πρακτικών συνεδριάσεως», 12/6/1952.
1673
Πωλήσεις με την άδεια του διοικητή υπάρχουν και πριν το 1943, αλλά αφορούν κυρίως
ομολογίες. Μόνο το 1941 συναντάει κανείς κάποιες αξιόλογες πωλήσεις σημαντικών μετοχικών
πακέτων από την περιουσία της ΕΤΕ. Οι περισσότερες όμως από αυτές (όπως εκείνη των 41.416
μετοχών της ΕΕΠΚ) αφορούν εξαγορές από τις δυνάμεις κατοχής. Η πώληση των μετοχών της ΕΕΠΚ
ήταν με διαφορά αυτή που είχε και το μεγαλύτερο τίμημα την πρώτη εκείνη περίοδο. Η τράπεζα είχε
όμως φροντίσει από τη γερμανική εισβολή να ασκήσει «πολιτική αποκτήσεως νέων χρεογράφων και
ακινήτων προς τον σκοπόν όπως αι προβλεφθείσαι αρχήθεν διογκώσεις των εξόδων της Τραπέζης
αντιμετωπισθώσιν δια την εν καταλλήλω χρόνω βαθμιαίας πωλήσεως μέρους των στοιχείων αυτών
[…]». Το 1941-42 λοιπόν η περιουσία της τράπεζας σε χρηματόγραφα είχε στην πραγματικότητα
αυξηθεί κατά 20% (ΙΑΕΤΕ, Α1Σ39Υ1Φ18, «Έκθεσις επί της εξελίξεως των χρηματογράφων περιουσίας
τραπέζης από το έτος 1941 έως και το έτος 1944», σελ. 3. Οι αγοροπωλησίες μετοχών αποτέλεσαν
ένα ακόμη μέσο αποθησαύρισης κατοχικών κερδών, αλλά θα χρειάζονταν μια χωριστή εργασία για
να αναλυθούν σε βάθος. Αν πάντως η τράπεζα δεν είχε ανάγκη τα χρήματα των μετοχών και δεν
υπήρχε υπουργική εντολή είναι πολύ πιθανό να κρατούσε τις μετοχές, αφού στο αρχείο της δεν
καταγράφεται κάποιος άλλος βιαστικός λόγος για την απαλλαγή απ’ αυτές. Βέβαια σχετικές εκθέσεις
δεν γίνονταν πολύ συχνά και ο φόβος των περιπετειών με τη δικαιοσύνη μετά την διαγραφόμενη
γερμανική ήττα είναι πολύ πιθανό να έπαιξε κάποιο ρόλο.
1674 η
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ39Υ23Φ4, «Πωλήσεις χρηματογράφων περιουσίας Τραπέζης της 1 Απριλίου 1944».

914
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

150.000.1675 Οι προσδοκίες για συμμετοχή στην ανοικοδόμηση της χώρας που δεν είχαν
εξαλειφθεί (αν βέβαια η εταιρεία κατάφερνε να γλυτώσει την νέμεση της απελευθέρωσης)
και η απαιτητική ανάγκη για εξεύρεση σχεδόν οποιωνδήποτε μετοχών, πολύτιμων ειδών
και συναλλάγματος που θα έσωζε τα χρήματα από τον πληθωρισμό, καθιστούσαν μάλλον
βέβαιη την άμεση εξεύρεση αγοραστών για τις μετοχές αυτές.

Δ) Εργοληπτική Γ.Ε.Ε.Μ.Α. Διαμαντόπουλος και ΝΕΒΑ

Κάποιους μήνες νωρίτερα η ΕΤΕ είχε πουλήσει το πακέτο και μιας άλλης κατασκευαστικής
εταιρείας που σχετιζόταν και με το πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων. Πρόκειται για την
«Εργοληπτική» του Διαμαντόπουλου, το μετοχικό πακέτο που βρισκόταν στην κατοχή της
τράπεζας ήταν μάλιστα αρκετά σημαντικό ώστε να περάσει το συμβούλιο της εταιρείας στα
χέρια του νέου αγοραστή. Όπως μας πληροφορεί σημείωμα της τράπεζας, οι περισσότερες
από τις μετοχές που πούλησε η ΕΤΕ αγοράστηκαν από τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο
(«έμπορο σιδηρικών»), ο οποίος φαίνεται πως αντικατέστησε όλα σχεδόν τα μέλη του
διοικητικού συμβουλίου. Το μόνο παλιό μέλος του ΔΣ της εταιρείας τον Ιανουάριο του 1945
(και πιθανότατα από τις αρχές του 1944) ήταν ο διευθύνων σύμβουλος Μ.
Διαμαντόπουλος, ενώ στο συμβούλιο ήταν πια και οι δύο γιοί του Θ. Αγγελόπουλου,
Δημήτρης (αντιπρόεδρος) και Παναγιώτης.1676 Το 1942 η ΕΤΕ ήταν ο βασικότερος μέτοχος

1675
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ17, έκθεση της ΕΤΕ για την Ανώνυμο Οικοδομική Εταιρεία «Τέκτων», Οκτώβριος
1940. Οι 100 δραχμές (εταιρικό κεφάλαιο 15.000.000 δια 150.000 μετοχές) ισούνταν την περίοδο
εκείνη με περίπου 0,085 λίρες, ωστόσο η τελευταία προπολεμική τιμή της μετοχής (Σεπτέμβριος
1940) ήταν για 29 δραχμές ή περίπου 0,025 χρυσές λίρες ενώ στις 19/6/1943 η τιμή της είχε φτάσει
τις 5.000 δραχμές, ή σχεδόν 0,02 χρυσές λίρες. Στο διάστημα αυτό η ΕΤΕ είχε αυξήσει το μερίδιό της
κατά περίπου 2.000 μετοχές, στις 15.737 πριν αποφασίσει να πουλήσει το πακέτο που κατείχε (ο. π.
σελ. 26 και «Ανώνυμος Οικοδομική Εταιρεία ‘Τέκτων’», 20/7/1943, σελ. 2). Με άλλα λόγια η
πραγματική τιμή της μετοχής, παρά τα όποια σκαμπανεβάσματα, φαίνεται να παρέμενε περίπου
σταθερή ανάμεσα στο 1940 και το 1943.
1676
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ50Φ1, Τμήμα Βιομηχανικής και Μακροπροθέσμου Πίστεως, Υπηρεσία
Μακροπρόθεσμων Τοποθετήσεων, «Σημείωμα επί της από 16.1.1944 αιτήσεως χρηματοδοτήσεως
της Α.Ε. Έργοληπτική’», 22 Ιανουαρίου 1945. Η πρόταση του αρμόδιου τμήματος το 1945 ήταν να
περιοριστεί η χρηματοδότηση σε 2.000.000 δραχμές με την προσωπική εγγύηση του Θεόδωρου
Αγγελόπουλου. Η «Εργοληπτική» στο μεταξύ είχε αναθέσει τις εργασίες της στη Λαϊκή Τράπεζα
αφού η ΕΤΕ δεν είχε πια μετοχικό συμφέρον και η Εθνική έθετε ως επιπλέον όρος για τη
χρηματοδότηση την αποκλειστική συνεργασία της εταιρείας μαζί της. Η υπογραφή του ισολογισμού
του 1942 από τον Δ. Αγγελόπουλο ως διευθύνοντα σύμβουλο στις 15 Οκτωβρίου 1943 υποδεικνύει
πως η μεταβίβαση των μετοχών πρέπει μάλλον να έγινε ανάμεσα στα τέλη Αυγούστου 1943 (όταν ο

915
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

της εταιρείας, έχοντας στον έλεγχό της τις 59.342 μετοχές από τις συνολικές 175.000
(ποσοστό περίπου 34%).1677 Αν και δεν έγινε προς το παρόν δυνατό να εξακριβωθεί πότε
ακριβώς έγινε η αγορά, είναι βέβαιο ότι έγινε περίπου στο μέσο της κατοχής και πως τα
χρήματα γι’ αυτή θα μπορούσαν να έχουν προέλθει παρά μόνο από τα κατοχικά συμβόλαια
του Αγγελόπουλου.1678
Ο πρόγονος της Εργοληπτικής, Γ.Ε.Ε.Μ.Α. Διαμαντόπουλος είχε επισήμως ιδρυθεί το
1919 και όπως είδαμε είχε ως πρώτη της ασχολία την κατασκευή ελληνικού
τσιμεντοπλοίου. Το 1924 μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρεία με την ονομασία «Γενική
Εταιρεία Μπετόν – Αρμέ» (ΓΕΒΑ) και το 1925 συγχωνεύτηκε με την Α.Ε. «Άσφαλτος» για να
δημιουργήσει την «Γενική Εργοληπτική Εταιρεία Μ.Α. Διαμαντόπουλος & Σια», ενώ στη
διοίκηση της εταιρείας βρισκόταν από το 1937-38 ως πρόεδρος και ο Γ. Στρίγγος.1679 Τα

Στρίγγος υπέγραφε τον ισολογισμό του 1941) και στις αρχές Οκτωβρίου 1943. Στο αρχείο της ΕΤΕ δεν
εντοπίστηκαν άλλες πωλήσεις μετοχών εταιρειών που ασχολήθηκαν με τα τσιμεντόπλοια πλην των
δύο περιπτώσεων που παρουσιάζονται εδώ.
1677
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ52, «Εργοληπτική Α.Ε. Μ. Διαμαντόπουλος και Σία», 15/4/1942. Ως αποτέλεσμα
του αριθμού των μετοχών που κατείχε, η ΕΤΕ είχε τοποθετήσει στελέχη της ως συμβούλους της
εταιρείας. Όσον αφορά την αξία των μετοχών το 1942, αναφέρεται πως «προ μηνών» (πιθανώς
δηλαδή στα τέλη του 1941, οι μετοχές «ηκούσθησαν εις τας δρχ. 180.»
1678
Η επιχείρηση του Αγγελόπουλου, που αδιαμφισβήτητα η παραγωγή της πήγαινε κυρίως σε έργα
των αρχών κατοχής, φαίνεται εξάλλου πως είναι ανάμεσα σ’ αυτές που έλπιζε ο Götsche να
υποκαταστήσουν τις εισαγωγές μεταλλικών ειδών για το πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων το 1944. Όπως
είδαμε εξάλλου σε προηγούμενο μέρος της διατριβής, οι Αγγελόπουλοι είναι από αυτούς που
εμφανίζονται αρκετές φορές στις στήλες ίδρυσης νέων εργοστασίων και επέκτασης παλαιών επί
κατοχής, ενώ πληρωμές για την παραγωγή τους αναφέρονται αρκετές φορές και σε γερμανικά
έγγραφα, χωρίς ωστόσο να έχει προς το παρόν γίνει δυνατόν να αποδειχθεί η ανάθεση
συγκεκριμένων παραγγελιών του προγράμματος τσιμεντοπλοίων στην εταιρεία.
1679
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ50Φ1, «Γενική Εργοληπτική Εταιρία Μ.Α. Διαμαντόπουλος και Σια», Μάρτιος 1940.
Στο ΔΣ της επιχείρησης, εκτός από τον Στρίγγο και τον διευθύνοντα σύμβουλο Μόσχο
Διαμαντόπουλο βρίσκονταν επίσης οι αντιπρόεδροι Σ. Αγαπητός, Ε. Παπανικολάου και οι σύμβουλοι
Ν. Παπαγεωργίου, Χ. Κατράκης, Λ. Δημητρακόπουλος και Γ. Σημίτης. Ο. π. «Έκθεσις επί της Εταιρίας
‘Εργοληπτική’ Γ.Ε.Ε.Μ.Α. Διαμαντόπουλος & Σία’ Α.Ε.», 28/9/1939. Στη διάρκεια της κατοχής πάντως
το ΔΣ άλλαξε και μέχρι το τέλος της είχε μείνει μόνο ο Διαμαντόπουλος από τα παλιά μέλη. Η ΓΕΕΜΑ
είχε συνεργαστεί στο παρελθόν με άλλες εταιρείες που συναντάμε εδώ, όπως με τον «Τέκτονα»,
αλλά και με γερμανικούς οίκους, αναλαμβάνοντας έργα όπως οι υπόνομοι Θεσσαλονίκης, και η
προέκταση της σήραγγας του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου από την Ομόνοια μέχρι την Αττική
(Δημητριάδου – Λουμάκη, Μαρία: Η γερμανική οικονομική και πολιτική διείσδυση στην Ελλάδα τη

916
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τελευταία προπολεμικά χρόνια η «Εργοληπτική είχε αναλάβει κάποια σημαντικά έργα,


όπως το νοσοκομείο Κοκκινιάς, Εθνική οδοποιία, οδικά έργα Κρήτης και Καρπενησίου, έργα
Υπουργείου Ναυτικών κλπ. Η εταιρεία διέθετε επίσης και λατομείο γρανίτη στη Σέριφο, το
προϊόν του οποίου χρησιμοποιόταν στα έργα της. Τα προβλήματα με κάποιες ακυρώσεις
έργων, διαφωνίες και αναπροσαρμογές συμβάσεων την δεκαετία του 1930 είχαν
δημιουργήσει προβλήματα και στην «Εργοληπτική», αφήνοντας ταμειακό έλλειμμα
1.300.000 δραχμών το 1939. Τα μικτά κέρδη είχαν μειωθεί από 10.338.000 δραχμές το
1925-26 σε 0 το 1933 για να σημειώσουν περιορισμένη ανάκαμψη σε 794.000 το 1938. Η
κρίση της ΕΤΕ γι’ αυτήν το 1940 ήταν πως ναι μεν «δύναται να καταταχθή εις τας
πρωτοπόρους των ελληνικών εργοληπτικών επιχειρήσεων» και ως «μια εκ των
μεγαλυτέρων επιχειρήσεων του κλάδου», όμως «λόγω της πολεμικής καταστάσεως ήτις
ηραίωσε αν δεν εξήλειψε τελείως τας εργασίας ταύτας» δεν είναι δυνατή η ανάληψη
σοβαρών εργασιών και δεν μπορεί να υπολογίζει σε πόρους πλην της συμμετοχής της στην
«Α.Ε. Συνεργασίας Τεχνικών Εταιρειών». Στο μεταξύ, η εταιρεία θα βασιζόταν στη συνέχιση
του δανεισμού της από την ΕΤΕ για την επιβίωσή της.1680 Ο συνεχής δανεισμός είχε ως
αποτέλεσμα βασικός μέτοχος της επιχείρησης να είναι την περίοδο εκείνη η ίδια η τράπεζα.
Επισήμως η εταιρεία κατάφερε να εμφανίσει κάποια κέρδη από το 1941, και να
βελτιώσει ακόμα περισσότερο την κατάσταση το επόμενο έτος με κέρδη 5,5 εκατομμύρια
δρχ., ωστόσο από το 1943 και μετά τα κέρδη φαίνεται να μειώνονται.1681

δεκαετία 1920-1930, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής


Επιστήμης και Ιστορίας, Αθήνα, 2010, σελ. 221).
1680
Από την ίδρυσή της μέχρι και το 1939 η εταιρεία είχε αναλάβει έργα συνολικής αξίας
815.150.000 δραχμών. ΙΑΕΤΕ, Α1Σ23Υ50Φ1, «Γενική Εργοληπτική Εταιρία Μ.Α. Διαμαντόπουλος και
Σια», Μάρτιος 1940. Γνωστά κτήρια που κατασκεύασε παλιότερα η εταιρεία ήταν το εργοστάσιο του
Φιξ, το ξενοδοχείο Cecil στην Κηφισιά, το μέγαρο του «Ελευθέρου Βήματος» Για την προεξόφληση
συναλλαγματικής έκδοσης της εταιρείας και αποδοχής του Δ. Λαμπράκη, είχε μάλιστα μπει ως
υποθήκη και η οικία Λαμπράκη. Το υπόλοιπο του οφειλόμενου ποσού από την εταιρεία προς την ΕΤΕ
στις 31/12/1939 ήταν 2.114.157,45 δραχμές. Οι συγκεκριμένες καθυστερημένες συναλλαγματικές
ήταν του 1934. Βλ. πίνακα των υποχρεώσεων (παράρτημα ο. π.) και Α1Σ40Υ76Φ3022, ‘Αι προς την
Τράπεζαν οφειλαί κου Δημ. Λαμπράκη.»
1681
Ισολογισμοί, καταστατικά κλπ της «Εργοληπτικής» βρίσκονται στο Α1Σ34Υ5Φ52. Τα περισσότερα
από τα κέρδη του 1941 προέρχονταν από «εκποίηση μηχανημάτων και ειδών εν αποθήκαις». Δεν
αποκλείεται όμως οι «εκποιήσεις» αυτές να αφορούσαν μεταβιβάσεις υλικών και μηχανημάτων στη
ΝΕΒΑ που τότε ξεκινούσε τη λειτουργία της.

917
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μια – αν και μάλλον όχι η μοναδική – αιτία της σημαντικής αυτής βελτίωσης των
αποτελεσμάτων της εταιρείας είναι η συμμετοχή της εταιρείας στην ίδρυση της Ναυπηγικής
Εταιρείας Μπετόν Αρμέ (ΝΕΒΑ) το καλοκαίρι 1941. Η εταιρεία αυτή ιδρύθηκε από την
Εργοληπτική σε συνεργασία με τους Ι. Απάρτη (ή Απάρτογλου) και Π. Γούναρη, με σκοπό,
όπως είδαμε, ειδικά την κατασκευή των πρώτων τσιμεντοπλοίων, αλλά πιθανώς και των
ίδιων των εγκαταστάσεων του ναυπηγείου στην παραλία της Βάρκιζας. Σε βρετανικά
έγγραφα αλλά και σε κάποιες αναφορές του Ειδικού Δικαστηρίου, η νέα εταιρεία
εμφανίζεται να ιδρύεται προσωπικά από τον Διαμαντόπουλο σε συνεργασία με τους
Γούναρη και Απάρτη.1682 Ωστόσο, έγγραφο της ΕΤΕ εμφανίζει ουσιαστικά τις εργασίες ως
εργασίες της ίδιας της «Εργοληπτικής», κάνοντας λόγο για απολογιστικά έργα των αρχών
κατοχής «εις τας οποίας έχει εκμισθώσει και μηχανήματα, επισκευάζουσα στρατώνας εν
Αθήναις και συμμετέχουσα εις κατασκευήν πλοίων εκ τσιμέντου».1683 Επιπλέον σε άλλες
καταθέσεις του δικαστηρίου αναφέρεται πως στη νέα εταιρεία (το καταστατικό της οποίας

1682
TNA, WO 208/3357, Report no. A 399”, 4/6/1942 και ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 11/1945, αρ.
1396-1397, 1407.
1683
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ52, «Εργοληπτική Α.Ε. Μ. Διαμαντόπουλος και Σία», 15/4/1942. Η εταιρεία
συνέχιζε επίσης με το απολογιστικό σύστημα έργα εθνικής οδοποιίας «αναθέσασα αυτά εις
υπεργολάβον με ικανοποιητικούς όρους». Οι εταιρείες Υπονόμων και Μπουτ στις οποίες συμμετείχε
η «Εργοληπτική» «σχεδόν» δεν εργάζονταν, αλλά η «Συνεργασία Τεχνικών Εταιρειών» εργαζόταν για
λογαριασμό των ιταλικών αρχών σε έργα οδοποιίας. Στην τελευταία η «Εργοληπτική» συμμετείχε
κατά 25%. Βλ. ο. π. «Έκθεσις επί της Εταιρίας ‘Εργοληπτική’ Γ.Ε.Ε.Μ.Α. Διαμαντόπουλος & Σία’ Α.Ε.»,
28/9/1939. Η καταγραφή της κατάθεσης του μάρτυρα Π. Ε. (ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 11/1945,
αρ. 1396-1397, 1407) φαίνεται παρουσιάζει τόσο την «Εργοληπτική», όσο και τη «ΝΕΒΑ» να έχουν
αναλάβει τσιμεντόπλοια. Είναι πολύ πιθανό η «Εργοληπτική» να είχε αναλάβει κάποια από τα έργα
του ναυπηγείου (ενδεχομένως κάθε μία από τις πρώτες εταιρείες να αναλάμβανε την κατασκευή του
νεωλκείου της), γεγονός που φαίνεται να επαναλαμβάνει και ο πρώην πρόεδρος της εταιρείας Γ.Σ., ο
οποίος όμως δεν αναφέρει καθόλου την «ΝΕΒΑ». Δεν είναι όμως βέβαιο αν πραγματικά οι δύο
εταιρείες ανέλαβαν διαφορετικά σκάφη ή αν (όπως ίσως είναι το πιθανότερο) πρόκειται για
σύγχυση ανάμεσα στη «μητρική» εταιρεία και την «θυγατρική» της, για την οποία όμως υπάρχουν
ελάχιστα στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται πως δεν ήταν πάντα εύκολο να τη διακρίνει κανείς
από την «Εργοληπτική» από την ΝΕΒΑ, αφού πιθανώς να χρησιμοποιούσαν κοινά μηχανήματα,
εργοδηγούς κλπ. Οι μερίδες άρτου πάντως που συναντήσαμε να δίνονται στο Πέραμα το 1942
έβγαιναν στο όνομα της ΝΕΒΑ.

918
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δυστυχώς δεν έγινε δυνατόν να βρεθεί προς το παρόν) συμμετείχε ως μέτοχος η


«Εργοληπτική» και όχι (ή τουλάχιστον όχι μόνο) ατομικά ο Διαμαντόπουλος.1684
Την κατασκευή των τσιμεντοπλοίων φαίνεται να προωθούσε ο Παναγιώτης
Γούναρης, ο οποίος, όπως είδαμε, φαίνεται να πλεύριζε μηχανικούς και ναυπηγούς
ζητώντας τους να πραγματοποιήσουν τις σχετικές μελέτες. Ο Γούναρης μάλλον ήταν και
εκείνος που πρωτοστάτησε στη δημιουργία της ΝΕΒΑ, ελπίζοντας αρχικά να αναλάβει ο
ίδιος και η εταιρεία του το σύνολο του νέου προγράμματος και να εκμεταλλευτεί την
σχετική τεχνογνωσία – αλλά μάλλον και τις εγκαταστάσεις – για την παραγωγή σκαφών
μεταπολεμικά. Όμως οι Διαμαντόπουλος και Απάρτης, που αρχικά μοιράζονταν το όραμά
του, αποχώρησαν από τη ΝΕΒΑ το 1943 και ο Γούναρης έκτοτε έμεινε ουσιαστικά μόνος του
στην ΝΕΒΑ, η οποία μάλλον συνέχισε την κατασκευή τσιμεντοπλοίων και το 1944.1685
Οι περίπου 300 εργαζόμενοι που σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου
επισιτισμού απασχολούσε η εταιρεία στο Πέραμα το 1942 κατά μέσον όρο, ενδεχομένως να
ήταν πολύ λιγότεροι από εκείνους που η εταιρεία απασχολούσε το 1941 και στις αρχές του
1942, όταν γίνονταν τα έργα στη Βάρκιζα. Πιθανώς οι εργαζόμενοι να ήταν επίσης
περισσότεροι (σχεδόν διπλάσιοι;) στα τέλη του 1942 και τις αρχές του 1943, όταν η εταιρεία
έπρεπε να κατασκεύαζε ταυτόχρονα δύο σκάφη. Για το 1944 δεν υπάρχουν δυστυχώς
στοιχεία.
Αποτέλεσμα των κατοχικών αυτών εργασιών ήταν να εξοφληθούν τόσο οι οφειλές
της «Εργολυπτικής» προς την τράπεζα βιομηχανίας, όπως και τα χρωστούμενα παλιά
γραμμάτια και οι ανοικτοί λογαριασμοί στο υποκατάστημα Πειραιώς της Εθνικής Τράπεζας,
και να έχει απομείνει την άνοιξη του 1942 μόνο το χρέος 1.700.000 δραχμών στον ανοικτό
λογαριασμό του κεντρικού υποκαταστήματος της ΕΤΕ., ενώ οι τραπεζικές εγγυήσεις
(14.700.000 από το Κεντρικό και 3.470.000 δρχ. από το υποκατάστημα Πειραιά) δεν
παρουσίαζαν πια κίνδυνο κατάπτωσης. Κατά την ΕΤΕ, την άνοιξη του 1942 η εταιρεία πια
«κινείται ευχερώς. Αι σημεριναί της εργασίαι επιτρέπουν να καλύπτει τα γενικά της έξοδα,
υπάρχει δε ελπίς εις τον ισολογισμόν 1942 να καλυφθεί το πλείστον των ζημιών της αίτινες

1684
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 9/1945, αρ. 1138, μάρτυρας Π. Ε.. Σύμφωνα με τον μάρτυρα η
συμμετοχή της «Εργοληπτικής» στην ΝΕΒΑ ήταν 40%.
1685
Ο Απάρτης συμμετείχε μάλλον με 17%. Αν ισχύει το 40% τις προηγούμενης μαρτυρίας τότε το
ποσοστό του Γούναρη ανερχόταν σε 43% και ήταν το μεγαλύτερο των τριών συνεταίρων, γεγονός
που εξηγεί και την κυρίαρχη εμφάνισή του, όπως αυτή φαίνεται στις μαρτυρίες, στην δραστηριότητα
της εταιρείας. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 11/1945, αρ. 1396-1397, 1407, κατάθεση Α. Κ..

919
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

είχον προϋπολογισθή εις δρχ. 14.000.000.»1686 Περίπου μισό χρόνο πριν, όταν είχαν μόλις
αρχίσει τα έσοδα από τα πρώτα κατοχικά συμβόλαια, η εταιρεία είχε ακόμα σοβαρές
πραγματικές ζημιές (25.000.000 «επί τη βάσει του ισολογισμού του 1940») και κάθε
πρόβλεψη για το «μεταπολεμικόν μέλλον» της Εταιρείας «θα ήτο παρακεκινδυνευμένη»,
αν και η ΕΤΕ δεν έκρινε ακόμα σκόπιμο να πουλήσει τις μετοχές που κατείχε.1687 Το 1943 και
κυρίως το 1944 φαίνεται όμως πως η κατάσταση χειροτέρευσε σε σχέση με το 1942 για τα
οικονομικά της εταιρείας. Ενδεχομένως σε αυτό να έπαιξε ρόλο η πιθανή αποχώρησή της
από τη ΝΕΒΑ και το πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων, ενώ δεν αποκλείεται κάποιο ρόλο να
έπαιξε και η αλλαγή στη διοίκησή της, ενώ είναι μάλλον βέβαιο ότι την εταιρεία θα
«πόνεσε» και η ακύρωση της κατασκευής των εγκαταστάσεων στη Βάρη/Βάρκιζα.1688 Ο
μεταπολεμικός έλεγχος βάσει του νόμου περί πλουτησάντων (Α.Ν. 182/45) αποκάλυψε
κέρδη 3.200.000 δραχμών, αν και τα στοιχεία από την ΕΠΑΚ για τα κέρδη της εταιρείας το
1943-44 ήταν αρνητικά.1689
Τελικά όπως είδαμε η ΕΤΕ αποφάσισε να πουλήσει τις μετοχές της, ενώ
μεταπολεμικά ο Διαμαντόπουλος της «Εργοληπτικής» μόλις που κατάφερε να γλυτώσει τις
ποινές λόγω αμφιβολιών – όχι όμως και οι δύο συνέταιροί του στη ΝΕΒΑ Γούναρης και

1686
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ52, «Εργοληπτική Α.Ε. Μ. Διαμαντόπουλος και Σία», 15/4/1942. Η εταιρεία είχε
το 1939 χρέος περίπου 2.600.000 δρχ. προς την Τράπεζα Βιομηχανίας από παλαιούς λογαριασμούς
πριν την εκκαθάριση της τελευταίας. ο. π. «Έκθεσις επί της Εταιρίας ‘Εργοληπτική’ Γ.Ε.Ε.Μ.Α.
Διαμαντόπουλος & Σία’ Α.Ε.», 28/9/1939.
1687
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ34Υ5Φ52, επιστολή των Παπανικολάου και Δημητρακόπουλου προς το γραφείο
διεύθυνσης του τμήματος εργασιών επί χρηματογράφων της τράπεζας, 4/10/1941. Ο πρώτος των
δύο αυτών συμβούλων της εταιρείας ήταν υποδιευθυντής της ΕΤΕ (όπως πιθανώς και ο δεύτερος).
1688
Χωρίς στοιχεία από την ίδια την εταιρεία δεν μπορεί φανεί αν ο Αγγελόπουλος είχε κάποιο ρόλο
στην αποχώρηση της εταιρείας από την ΝΕΒΑ (αν, και όταν, αυτή έγινε) και ποιες ήταν οι εργασίες
για τις οποίες αγόρασε την επιχείρηση. Επίσης δεν είναι βέβαιο αν οι ισολογισμοί έχουν και άλλα
προβλήματα πλην του πληθωρισμού (όπως για παράδειγμα είδαμε με την απόκρυψη εσόδων από
τον «Τέκτονα»), αν και από το υλικό του δικαστηρίου δεν φαίνεται ο μεταπολεμικός έλεγχος να
ανακάλυψε κάτι σχετικό. Ο Αγγελόπουλος πάντως άλλαξε και τον υπεύθυνο του λογιστηρίου, όταν
αγόρασε τις μετοχές της εταιρείας.
1689
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 9/1945, αρ. 1138, κατάθεση Δ. Λ.. Μάλλον πρόκειται για δραχμές
του 1945, αλλά δεν είναι βέβαιο αν περιλαμβάνουν την εξόφληση χρεών κλπ. Πηγή των ποσών που
προέκυψαν στον έλεγχο μάλλον ήταν (όπως συνέβαινε συνήθως) οι ελληνικές τράπεζες. Αν υπήρχαν
«μαύρα» ποσά, αυτά θα ήταν ασφαλώς εξαιρετικά δύσκολο να αποκαλυφθούν. Δεν υπάρχουν
πάντως κάποιες αποδείξεις για «μυθικό» κέρδος του Διαμαντόπουλου. Δυστυχώς δεν έχουν
εντοπιστεί περισσότερα στοιχεία για την ίδια την ΝΕΒΑ και τα κέρδη της.

920
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Απάρτης.1690 Η ΝΕΒΑ μπορεί να εξαφανίστηκε γρήγορα (δεν φαίνεται να είχε δημοσιεύσει


καν επισήμως ισολογισμούς), η «Εργοληπτική» όμως συνέχισε την πορεία της τις επόμενες
δεκαετίες με τους νέους της ιδιοκτήτες, χωρίς να χρειαστεί να αλλάξει ονομασία.

Ε) Ιωάννης. Γ. Κριεζής

Η «Εργοληπτική [μάλλον προσωπική] Εταιρεία Ιωάννη Γ. Κριεζής» στεγαζόταν στην οδό


Ακαδημίας 84 και είχε ιδρυθεί πριν τον πόλεμο. Ο ιδιοκτήτης ήταν μηχανολόγος με
δίπλωμα εργολάβου και την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε αναλάβει διάφορα
έργα του ΟΛΠ στο λιμάνι του Πειραιά.1691
Η εταιρεία Κριεζή εργαζόταν στο πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων από τα πρώτα στάδια
της λειτουργίας του ναυπηγείου Περάματος. Αντικατέστησε όπως είδαμε την ΓΕΤΕ όταν
εκείνη αποφάσισε να αποσυρθεί από το πρόγραμμα, ωστόσο μάλλον είχε είδη παρουσία
στο ναυπηγείο πριν από το φθινόπωρο του 1942. Ανέλαβε την κατασκευή τουλάχιστον 5
και πιθανότατα 6 σκαφών, αν και μάλλον δεν πρόλαβε να τα ολοκληρώσει όλα μέχρι το
τέλος του προγράμματος, αφού τουλάχιστον ένα, το 5ο σκάφος (“Hektor”) που ο Κριεζής
είχε αναλάβει στα τέλη του 1943, δεν φαίνεται να ολοκληρώθηκε ποτέ. Στις εργασίες αυτές
φαίνεται να εργάζονται περίπου 150 άτομα σε κάθε σκάφος.1692
Πριν από την ανάληψη της κατασκευής τσιμεντοπλοίων το γραφείο του Ι. Κριεζή είχε
πάρει από τους Γερμανούς εργασίες στις δεξαμενές καυσίμων της Shell στο Πέραμα (λίγο
πριν το ναυπηγείο). Οι εργασίες αυτές ήταν αρκετά εκτεταμένες, αφού όπως είδαμε και

1690
Οι Γούναρης και Απάρτης καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές με ελαφρυντικά. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α.,
πρακτικά, τόμος 11/1945, αρ. 1396-1397, 1407.
1691
Βλ. ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 12/1946, αρ. 1237, καταθέσεις Φ. Π. και Π. Μ.. Βλ. επίσης τις
βεβαιώσεις των συνεργείων Κριεζή σε: ΓΑΚ, Αρχείο Υπουργείου Επισιτισμού (Κ67α), φάκελος 44.
1692
Μάρτυρας (Ι. Λ.) καταθέτει πως ο Κριεζής ολοκλήρωσε 3 σκάφη και είχε άλλα 2 ημιτελή, όταν
έφυγαν οι Γερμανοί (ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 12/1946, αρ. 1237). Τον ίδιο αριθμό
επαναλαμβάνει και ο Φ. Π., προσθέτοντας λανθασμένα πως τα σκάφη ήταν 250 τόνων. Ωστόσο
κάποιες φορές οι μαρτυρίες δεν είναι απόλυτα σωστές και αν πιστέψουμε τις αγγλικές πηγές που
είδαμε νωρίτερα (TNA, WO 204/8852, Political Intelligence Centre (Middle East), “Monthly report of
economic intelligence relating to enemy occupied territory in the South-eastern Europe”, Issue No. 9,
ο
15/1/1944) τότε είναι μάλλον βέβαιο πως ολοκληρώθηκε το 4 σκάφος του Κριεζή και δεν είναι
ο
απίθανο να είχε αναλάβει και άλλο (ενδεχομένως το 6 του) το 1944. Εξάλλου μάρτυρας στη δεύτερη
δίκη αναφέρει 4 σκάφη που «έγιναν» (προφανώς ολοκληρώθηκαν). ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος
1/1947, αρ. 67-68, μάρτυρας Σ. Λ.. Άλλος δε μάρτυρας στην ίδια δίκη (Ι. Λ.) αναφέρει 5
τσιμεντόπλοια.

921
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

στον πίνακα του υπουργείου επισιτισμού, στα μέσα του 1942 ο Κριεζής είχε τρία
διαφορετικά συνεργεία στην περιοχή. Το πρώτο ασχολούμενο με τις πυροσβεστικές
εγκαταστάσεις της Shell απασχολούσε περίπου 250-590 άτομα, το δεύτερο που
κατασκεύαζε τη παρακαμπτήριο σιδηροδρομική γραμμή της περιοχής απασχολούσε 90-250
περίπου άτομα καθημερινά στην περίοδο των 5 εβδομάδων που καλύπτει το αρχείο, ενώ το
τρίτο κατασκεύαζε τις αποθήκες της Shell και απασχολούσε ανάμεσα σε 40 και 120 εργάτες.
Φαίνεται λοιπόν πως ο Κριεζής ήταν αρκετά ευέλικτος με τους εργάτες που
χρησιμοποιούσε στα διάφορα έργα, αλλάζοντας σημαντικά τον αριθμό τους κάθε
εβδομάδα και κάποιες φορές και κάθε μέρα. Τις πρώτες δύο εβδομάδες του Ιουνίου 1942
για παράδειγμα ήταν ενδεχομένως ο μεγαλύτερος εργοδότης της περιοχής με σύνολο
εργαζομένων περίπου 840, αριθμοί που αργότερα έπεσαν περίπου στο μισό.1693 Τα έργα
της Shell δεν είχαν την διάρκεια του προγράμματος των τσιμεντοπλοίων, αλλά φαίνεται
πως η κλίμακά τους για το γραφείο Κριεζή ήταν αρκετά μεγαλύτερη.
Δυστυχώς δεν έχουν εντοπιστεί περισσότερα στοιχεία για τα κέρδη του Κριεζή.
Κάποιος μάρτυρας «κατηγορίας» (Ι. Λ.) κατέθεσε στη δεύτερη δίκη πως ο Κριεζής «μάλλον
εζημιώθη» από τα τσιμεντόπλοια, λόγω παράτασης των εργασιών που απαίτησαν
περισσότερα ημερομίσθια. Ο ισχυρισμός αυτός βέβαια δεν στέκει, αφού εξάλλου οι
εργασίες πληρώνονταν με το απολογιστικό σύστημα και η όποια αύξηση του κόστους ήταν
μάλλον προς το συμφέρον του εργολάβου. Ο Κριεζής θα μπορούσε να έχει πράγματι
ζημιωθεί αν δεν πληρώθηκε όλα τα ποσά που έπρεπε, βάσει του συμβολαίου του με τους
Γερμανούς (αν περιλαμβανόταν δηλαδή στο χρέος που όπως είδαμε είχε το πρόγραμμα το
καλοκαίρι του 1944). Ωστόσο ούτε ο ίδιος, ούτε κάποιος μάρτυρας ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο
στη δίκη του.1694
Μια κατάθεση που αναφέρει πληρωμή μόνο 200 χρυσών λιρών ανά σκάφος κατά
πάσα πιθανότητα υποτιμά και αυτή εσκεμμένα τις πληρωμές σε σημαντικό βαθμό. 1695 Αν

1693
Βλ. τον πίνακα 10.6, καθώς και τις βεβαιώσεις των συνεργείων Κριεζή σε: ΓΑΚ, Αρχείο
Υπουργείου Επισιτισμού (Κ67α), φάκελος 44.
1694
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 1/1947, αρ. 67-68. Ο μάρτυρας επίσης ψεύδεται και ως προς τα
τσιμεντόπλοια αναπαράγοντας κατάθεση άλλης δίκης πως μόνο δύο χρησιμοποιήθηκαν. Ισχυρίστηκε
επίσης πως οι Γερμανοί δεν τον άφηναν να φύγει. Παρόμοια είναι και η κατάθεση του Σ. Λ.. Άλλος
μάρτυρας αναφέρει πως το πρώτο σκάφος κόστισε περίπου 100.000.000 δραχμές, πιθανώς όμως
εννοεί το σκάφο της ΓΕΤΕ και όχι το πρώτο του Κριεζή. Κανένας από τους κατασκευαστές δεν
ισχυρίστηκε πως οι Γερμανοί του άφησαν κάποιο σημαντικό χρέος στο τέλος του προγράμματος.
1695
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 12/1946, αρ. 1237, κατάθεση Φ. Π.. Το ποσό είναι υπερβολικά
χαμηλό βεβαίως για να περιλαμβάνει τις πληρωμές στους περίπου 150 εργάτες που απασχολούσε

922
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

δεχτούμε όμως το ποσό αυτό ως το ελάχιστο καθαρό κέρδος του εργολάβου, και ο Κριεζής
ολοκλήρωσε 4 ή 5 σκάφη λαμβάνοντας και τμήμα της συνολικής πληρωμής του ενός ή δύο
σκαφών που είχε ημιτελή (όπως είναι το πιθανότερο), τα καθαρά του κέρδη από το
πρόγραμμα των τσιμεντοπλοίων θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον 1.000 χρυσές λίρες,
πιθανότατα πολύ περισσότερες. Άγνωστο είναι το καθαρό κέρδος του από τα μεγάλα έργα
στη Shell, αλλά με βάση τον αριθμό των απασχολουμένων εργατών είναι μάλλον βέβαιο ότι
αυτό θα ανερχόταν το λιγότερο σε πολλές εκατοντάδες – πιθανώς και λίγες χιλιάδες –
λίρες.
Αν και δεν είναι δυνατόν λοιπόν να βρεθεί το ακριβές συνολικό κέρδος του Κριεζή,
και αυτό μπορεί να είναι μικρότερο από τα ποσά του Ξανθόπουλου, αλλά ακόμα και με
τους μετριοπαθέστατους αυτούς υπολογισμούς πρέπει να ανέρχεται σε λίγες χιλιάδες
χρυσές λίρες, αρκετές για να ζήσει ο Κριεζής μια ιδιαίτερα άνετη ζωή στην δύσκολη εκείνη
περίοδο. Όσα πάντως από τα κέρδη που αποκόμισε είχαν καταγραφεί στα βιβλία και τους
λογαριασμούς του ήταν αρκετά ώστε να φορολογηθεί με 15.000.000 μεταπολεμικές
δραχμές από την επιτροπή του νόμου περί πλουτησάντων επί κατοχής, ποσό που μάλλον
αντιστοιχεί σε κέρδη σημαντικά περισσότερα από 1.000 λίρες.1696 Αν και δεν αποτελεί
ακριβώς απόδειξη για το ακριβές ύψος των κερδών του Κριεζή, το ποσό αυτό που του
επιδικάστηκε είναι περίπου το ίδιο με περιπτώσεις άλλων κατηγορούμενων για εκτεταμένη
οικονομική συνεργασία, όπως εκείνες του Ελ. Σουπίλα και του Δημ. Γκέρτσου.1697
Όπως όλοι οι κατασκευαστές των τσιμεντοπλοίων, έτσι και ο Κριεζής μεταπολεμικά
κατηγορήθηκε για οικονομική συνεργασία και δικάστηκε. Δεν εμφανίστηκε όμως στην
πρώτη δίκη του, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί – έστω και με κάποια ελαφρυντικά.1698
Κάποιους μήνες όμως αργότερα, το 1947, εκμεταλλεύτηκε την αλλαγή στην αρχική
νομοθεσία και, καταφέρνοντας να γίνει δεκτή η ανακοπή που κατέθεσε (υποστήριξε πως

για κάθε σκάφος ενώ – κρίνοντας από ποσά που ακούστηκαν σε άλλες δίκες – το πιθανότερο να μην
αντιπροσωπεύει καν το καθαρό κέρδος του εργολάβου.
1696
Βλ. την αναγκαστική κατάσχεση εις χείρας της ΕΤΕ από το ΕΙ Ταμείο Εισπράξεων Αθηνών κατόπιν
της φορολογίας πλουτησάντων επί κατοχής (Α.Ν. 182/45), στο: ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ69Φ466. Το ποσό είχε
αυξηθεί σε 19.500.000 λόγω τόκων υπερημερίας, προστίμων και εξόδων.
1697
Μια επιπλέον ένδειξη είναι οι αγορές ακινήτων: Στους πίνακες της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας
Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής (ΕΛΙΑ) ο Δ. Γκέρτσος εμφανίζεται να έχει αγοράσει 4 ακίνητα την
περίοδο 1942-43 με τίμημα σχεδόν 80 λίρες, ενώ πως είδαμε ο Σουπίλας είχε αγοράσει άλλα τρία
στο όνομα της κόρης του. Για την περίπτωση όμως Κριεζή δεν έχει ακόμα εντοπιστεί σημαντικός
αριθμός αγορών (τουλάχιστον στο όνομά του).
1698
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 12/1946, αρ. 1237.

923
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ήταν άρρωστος στο σπίτι του αδελφού του κατά την πρώτη δίκη), απαλλάχθηκε κατόπιν
αμφιβολιών κατά την δεύτερη δίκη.1699 Ως επιχειρήματα της υπεράσπισης ή κάποιων
μαρτύρων «κατηγορίας» που προσπαθούσαν να απαλλάξουν τον κατηγορούμενο ήταν πως
ένα πλοίο που κατασκεύασε ήταν τρύπιο και βούλιαξε και τα υπόλοιπα ήταν γενικά
άχρηστα, ενώ αναφερόταν και η υποτιθέμενη αντιστασιακή του δράση – έστω και αν δεν
υποστηρίχθηκε πως ο Κριεζής ανήκε σε κάποια συγκεκριμένη οργάνωση – και η
παρουσίασή του ως ουσιαστικά ζημιωμένου από τα έργα που ανέλαβε επί κατοχής.1700

Στ) Ομόρρυθμος Τεχνική Εταιρεία Κωνστ. Μεϊδάνη και Σία

Το 1943 είχαμε την δημιουργία άλλης μιας τέτοιας εταιρείας ειδικά για την συμμετοχή της
στο πρόγραμμα τσιμεντοπλοίων. Πρόκειται για την «Ομόρρυθμο Τεχνική Εταιρεία Κωνστ.
Μεϊντάνη και Σία» (στο λογότυπο των επιστολών της εμφανίζεται ως «Κων. Μαϊδάνης &
Σια, Εργοληψίαι Τεχνικών Έργων Πάσης Φύσεως»), με έδρα την Αθήνα (Λυκούργου 10) και
υποκατάστημα στον Πειραιά (Δ. Γούναρη 12). Η εταιρεία ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Σπ.
Μεϊντάνη, τον Αγάπιο Ν. Αγαπητίδη, τον Δημήτριο Ι. Σκουνάκη και τον Κωνσταντίνο Π.
Σμπιλή και ως επίσημο σκοπό είχε «την ανάληψιν και εκτέλεσιν (κατασκευήν)
τσιμεντοπλοίων δι’ ίδιον λογαριασμόν ή διά λογαριασμών τρίτων». Μάλιστα ως διάρκεια
της εταιρείας οριζόταν η διάρκεια κατασκευής τσιμεντοπλοίων, με δυνατότητα παράτασης

1699
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., πρακτικά, τόμος 1/1947, αρ. 67-68.
1700
Μάρτυρας υπεράσπισης (ο αξιωματικός του ναυτικού Α. Κ.) κατέθεσε για παράδειγμα (ο. π.) πως
ήταν στην αντίσταση και βρισκόταν σε συνεννόηση με τον Κριεζή ο οποίος του έδινε πληροφορίες
και τον προσέλαβε ως εργάτη για να μπορέσει να σαμποτάρει τα τσιμεντόπλοια (τα οποία ωστόσο
θεωρούσε γενικά άχρηστα). Υποστήριζε πως κατάφερε να προξενήσει διάτρηση στο πρώτο και πως
έκανε τα τοιχώματα των υπολοίπων βαρύτερα ως σαμποτάζ. Μια αναφορά για βαρύτερα τοιχώματα
έχει περισσότερη πιθανότητα να αληθεύει, αφού αφενός φαίνεται σε γερμανικά έγγραφα πως
κάποιες φορές τα σκάφη έβγαιναν λίγο βαρύτερα και αφετέρου κάτι τέτοιο θα συνέφερε και τον
εργολάβο που θα ανέβαζε το κόστος και κατά συνέπεια τα ποσοστά του. Το σαμποτάζ πάντως είναι
μάλλον αμφίβολο αν συνέβη. Αν και φαίνεται να υπήρξε καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του
“General Herrmann”, όπως είδαμε παραπάνω, δεν υπάρχουν άλλες αποδείξεις πως το σκάφος βγήκε
προβληματικό και μάλιστα κατόπιν οργανωμένου σαμποτάζ. Εξάλλου, παρά την κάπως αόριστη
μαρτυρία περί ΠΕΑΝ που συναντήσαμε και παραπάνω, καμία οργάνωση δεν έσπευσε μεταπολεμικά
να διεκδικήσει τις δάφνες τού εν λόγω σαμποτάζ (με εισαγωγικά ή χωρίς) σε επίσημες εκθέσεις.
Δυστυχώς η συνοπτικότατη καταγραφή των συγκεκριμένων πρακτικών και η «απώλεια» των
δικογραφιών δεν επιτρέπει να δούμε αν οι μάρτυρες υπεράσπισης έλεγαν πως ανήκαν στην ΠΕΑΝ ή
σε κάποια άλλη οργάνωση.

924
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κοινή συνενέσει των συμβαλλομένων.1701 Ο εβδομηντάρης Κωνσταντίνος Μεϊδάνης δήλωνε


ως τότε ξυλέμπορος, οι δύο εξηντάρηδες Πειραιώτες συνεργάτες του, Σκουνάκης και
Σμπιλής, ήταν εργολάβοι (ο πρώτος οικοδομών και ο δεύτερος δημοσίων έργων), ενώ ο
τρίτος, ο πενηντάχρονος Αγαπητίδης δήλωνε παραγγελιοδόχος.
Για την εταιρεία δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες, ωστόσο φαίνεται πως το 1943-
44 ασχολήθηκε τόσο με τη διαμόρφωση τμήματος του ναυπηγείου (χωματουργικά έργα και
εκβραχισμοί) όσο και με την κατασκευή δύο τσιμεντοπλοίων. Στο δικαστήριο τα σκάφη
αυτά αναφέρονται λανθασμένα ως 200 τόνων.1702 Αυτό δυστυχώς σημαίνει πως δεν
μπορούμε να εντοπίσουμε εύκολα ποια ήταν τα σκάφη αυτά, ωστόσο είναι μάλλον βέβαιο
πως τουλάχιστον το ένα από τα σκάφη που παρέδωσε καθελκύστηκε γύρω στα μέσα το
1944 και πιθανώς να πρόκειται για κάποια από τα τα Festungspionier, ενώ το άλλο πιθανώς
να είχε προηγηθεί. Η αναφορά στο δικαστήριο κάνει λόγο για βύθιση λόγω
θαλασσοταραχής ενός που είχε κατασκευαστεί «ατέχνως», ωστόσο η σαφής προσπάθεια
που γίνεται από όλους τους κατασκευαστές να παρουσιάσουν τα πλοία ως άχρηστα και
τους εαυτούς τους ως σαμποτέρ, σε συνδυασμό με την εσκεμμένη μείωση της
εμφανιζόμενης χωρητικότητας των σκαφών κάνει την δήλωση αυτή κάπως αμφίβολη. Οι δε
αναφερόμενες χωματουργικές εργασίες και εκβραχισμοί πιθανότατα αφορούν την
κατασκευή του 11ου ή/και του 12ου νεωλκείου (όπως είδαμε το 1943 αυξήθηκαν τα
νεωλκεία του ναυπηγείου στο Πέραμα), όπου και κατά πάσα πιθανότητα θα ναυπηγούσε η
εταιρεία τα σκάφη που αναλάμβανε.
Ο Μεϊδάνης χρησιμοποιούσε την Εθνική Τράπεζα για τους λογαριασμούς της
εταιρείας, ωστόσο η φύση της ως σχετικά μικρής ομόρρυθμης εταιρείας με σύντομη
διάρκεια δεν μας επιτρέπει να έχουμε πλήρη εικόνα των οικονομικών της. Το βέβαιο είναι
ότι λάμβανε κανονικά τις πληρωμές για τη συμμετοχή της στο πρόγραμμα και έστελνε ανά
διαστήματα βεβαιώσεις στην ΕΤΕ ότι τα έργα που είχε αναλάβει προχωρούσαν κανονικά. Η
δεύτερη όμως μόνο βεβαίωση αναφέρει ρητά την κατασκευή τσιμεντοπλοίου, το οποίο
μάλλον και ολοκληρώθηκε (πιθανώς την άνοιξη του 1944). Η πρώτη μιλάει κάπως αόριστα
για έργα που υπολογίζονται να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 1943, ενώ στην

1701
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ66Φ4399, «Ιδιωτικόν Συμφωνητικόν» (25/5/43) για την ίδρυση της εταιρείας.
1702
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος 3/1947, αρ. 244. Δεδομένης και της εργολαβικής φύσης των
περισσότερων εταιρειών που είχαν αναλάβει τα τσιμεντόπλοια δεν ήταν φαίνεται σπάνιο να έχουν
προηγουμένως αναλάβει οι ίδιες τις εργασίες διαμόρφωσης του χώρου όπου θα κατασκεύαζαν τα
σκάφη τους.

925
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τρίτη γίνεται λόγος για ολοκλήρωση «έργων» τον Δεκέμβριο του 1944.1703 Οι επιστολές
αυτές αποτελούν ένδειξη για την πιθανή ανάληψη από την εταιρεία και τρίτου σκάφους
που όμως μάλλον δεν πρόλαβε να καθελκυσθεί ποτέ. Το βέβαιο είναι πως η εταιρεία
συνέχιζε να πληρώνεται ως και το τέλος του προγράμματος και είναι μία από τις 36 που
εμφανίζεται να λαμβάνει χρήματα από το Γερμανικό Κεντρικό Ταμείο Στρατού μέσω της
Εθνικής Τράπεζας το καλοκαίρι του 1944. Πιο συγκεκριμένα, τον Ιούνιο πιστώθηκαν στον
λογαριασμό της σχεδόν 6 δισεκατομμύρια δραχμές, ή περίπου 50 χρυσές λίρες, ποσό λίγο
άνω του μέσου όρου των εταιρειών που έλαβαν χρήματα από το ΓΚΤΣ μέσω της ΕΤΕ την
περίοδο εκείνη.1704
Οι ιδρυτές της επιχείρησης προφυλακίστηκαν και δικάστηκαν με την κατηγορία της
οικονομικής συνεργασίας, αλλά μάλλον δεν πέρασαν μεγάλο διάστημα στη φυλακή. Ο
Αγαπητίδης απασχόλησε το δικαστήριο και σε άλλη υπόθεση που αφορούσε την εμπλοκή
εργολάβων στα έργα του αεροδρομίου Χασανίου/Ελληνικού, αλλά οι δικαστές
αποδέχθηκαν πως η συμμετοχή των κατηγορούμενων στα έργα εκείνα «έγινε για
πατριωτικούς σκοπούς» (συγκέντρωση πληροφοριών για αντιστασιακές οργανώσεις) και
τους απάλλαξαν με βούλευμα.1705

***
Συνοπτικά μπορεί να πει κανείς πως οι κατασκευαστικές εταιρείες που ασχολήθηκαν με την
κατασκευή των τσιμεντοπλοίων (οι περισσότερες από αυτές ταυτόχρονα και με διάφορα
άλλα έργα των αρχών κατοχής) δεν εμφανίζουν – τουλάχιστον επισήμως – μυθικά ποσά
κέρδους, όμως ουσιαστικά στο σύνολό τους κατάφεραν να απαλλαγούν από το δανειακό
βάρος της προηγούμενης περιόδου και να εμφανίσουν καλύτερα αποτελέσματα επί
κατοχής από ό, τι στο μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του 1930. Η βελτίωση αυτή

1703
ΙΑΕΤΕ, Α1Σ40Υ66Φ4399, επιστολές 6/9/1943, 18/1/1944 και 4/4/1944.
1704
Βλ. τα σχετικά έγγραφα στο ΙΑΕΤΕ, Α1Σ11Υ71Β1. Αν υπολογίσει κανείς την αξία του ποσού σε
λίρες με βάση την ημερομηνία πίστωσης του λογαριασμού τότε το ποσό ισούται με 51,5 χρυσές
λίρες, ενώ αν το κάνει με τη μέση μηνιαία τιμή Ιουνίου είναι 47,6. Αν και πρέπει να αφορά την
ενασχόληση Μεϊδάνη με τα τσιμεντόπλοια, δεν είναι γνωστό σε ποιες ακριβώς εργασίες και σε ποια
ακριβώς περίοδο εργασιών αντιστοιχεί το ποσό αυτό (οι πληρωμές δεν ήταν μηνιαίες). Η
καθυστερημένη ένταξη της εταιρείας στο πρόγραμμα σημαίνει πως μάλλον δεν πρόλαβε να λάβει
ποσά αντίστοιχα με κάποιες από τις παλιότερες και μεγαλύτερες εταιρείες του προγράμματος, αλλά
οι 50 λίρες δεν θα αντιστοιχούσαν παρά σε πληρωμή μέρους μόνο των εξόδων της. Εξάλλου, όπως
είδαμε, την περίοδο εκείνη οι εταιρείες του προγράμματος ζητούσαν να πληρώνονται κυρίως σε
χρυσό και συνάλλαγμα, πληρωμές που δεν θα φαίνονταν στο ΙΑΕΤΕ.
1705
ΓΑΚ, Ειδ.Δ.Α., βουλεύματα τόμος 5/1946, αρ. 810.

926
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

οφείλεται στην πολιτική των αρχών κατοχής, που λόγω στρατιωτικών αναγκών προώθησαν
εκτεταμένα κατασκευαστικά προγράμματα στην κατεχόμενη Ελλάδα, συχνά μεγαλύτερα
από ό, τι τα έργα των ελληνικών κυβερνήσεων τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, έστω και
αν ο ελληνικός προϋπολογισμός δυσκολευόταν να αντέξει τη χρηματοδότησή τους. Η
κυριαρχία των στρατιωτικών αναγκών, για το μεγαλύτερο τουλάχιστον διάστημα της
κατοχής, απέναντι στις δημοσιοοικονομικές ανάγκες της χώρας μπορεί να κατέστρεψε τα
δημόσια οικονομικά, αλλά – για το μεγαλύτερο τουλάχιστον διάστημα της κατοχής –
επέτρεψε σε αρκετές επιχειρήσεις να εκμεταλλευτούν την σχετική αφθονία συμβολαίων
και τον πληθωρισμό (τουλάχιστον πριν αυτός ξεφύγει κάθε ελέγχου το 1944) για να
βελτιώσουν τα δικά τους οικονομικά στοιχεία. Επιπλέον υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες πως
κάποιες τουλάχιστον από αυτές είχαν και άλλα κέρδη από άλλες εμπορικές δραστηριότητες
(πωλήσεις υλικών και τροφίμων στη μαύρη αγορά) και πως απόκρυψαν μέρος των εσόδων
τους από την εφορία της Ελληνικής Πολιτείας και τα μεταπολεμικά δικαστήρια.
Οι επιχειρήσεις ωστόσο που εργάζονταν σε έργα το 1943-44 δεν είναι πάντα οι ίδιες
με εκείνες του 1941-42. Σε κάποιες περιπτώσεις εταιρείες αποφασίζουν να
αυτοπεριοριστούν αναλαμβάνοντας λιγότερα έργα που σχετίζονταν με τις αρχές κατοχής,
την ίδια όμως στιγμή ξεπηδούν νέες, ενώ κάποιες από τις προϋπάρχουσες που διατηρούν
καλύτερες σχέσεις με τις δυνάμεις κατοχής φαίνεται πως μεγεθύνουν τα μερίδια που
κατέχουν στην αγορά. Η απελευθέρωση και η (περιορισμένη) δικαστική κάθαρση θα
προξενήσει σε κάποιες από αυτές προβλήματα, βοηθώντας στην εξαφάνιση κάποιων από
αυτές, ενώ η έλευση της ξένης βοήθειας και ο εμφύλιος θα δημιουργήσουν νέες μεταβολές
στον κλάδο. Αρκετά ωστόσο από τα χρήματα και τις επενδύσεις που κερδήθηκαν από τα
έργα της κατοχής φαίνεται πως θα παραμείνουν στους ιδιοκτήτες τους.
Όσο για τις σχέσεις των οικονομικών συνεργατών με τους κατακτητές και την
αντίσταση, σίγουρα δεν ήταν όλοι – πιθανώς ούτε καν οι περισσότεροι – πραγματικά
γερμανόφιλοι ή ιταλόφιλοι, ακόμα και το καλοκαίρι του 1941, όταν στα μάτια αρκετών
(όπως ίσως συνέβει και με τον Μ. Αβέρωφ) ο Άξονας έμοιαζε να έχει σχεδόν κερδίσει τον
πόλεμο. Όμως είναι επίσης αλήθεια πως ελάχιστοι ήταν αυτοί που μπορούσαν δίκαια να
ισχυρίζονται πως είχαν κάποια αντιστασιακή δράση πριν τους τελευταίους μήνες της
κατοχής (κι ας συνοδευόταν με κέρδη από τα κατοχικά συμβόλαια). Οι περισσότεροι που
αυτοδιαφημίζονταν μεταπολεμικά ως τέτοιοι δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά πολύ
όψιμοι «αντιστασιακοί» (στην καλύτερη περίπτωση), κύριο κίνητρο των οποίων ήταν η
εξαγορά της λύτρωσής τους, όταν γινόταν πια φανερό πως ήταν θέμα χρόνου να
εγκαταλείψουν οι Γερμανοί τη χώρα. Την κατάσταση και τις σκέψεις μεγάλου μέρους της

927
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

ελληνικής κοινωνίας της εποχής γι’ αυτούς συνοψίζει εξαιρετικά ένα έξυπνο κείμενο που
παρατίθεται στο ημερολόγιο της Βλάχου: «δεν υπάρχει μαυραγορίτης, δεν υπάρχει
συνεργαζόμενος, δεν υπάρχει πρόσωπο ύποπτο, που να μην αποκαλύπτεται τώρα…
ήρωας». Και δίνοντας το παράδειγμα ενός «φίλου, συνεργαζόμενου, προδότη» που
μεταπολεμικά κυκλοφορούσε με αγγλικά τζιπ, ο υποτιθέμενος ομιλητής της παρέας
συνεχίζει: «ήταν κι αυτός από τους ψεύτικους προδότες. Το μόνο που δεν έχω καταλάβει
είναι ένα πράμα: τα λεπτά που έβγαλαν ήταν κι αυτά ψεύτικα;».1706

1706
«Ζητείται προδότης», στο: Βλάχου, Ελένη: Πενήντα και κάτι… Δημοσιογραφικά Χρόνια, Τόμος Α:
Ο Κόσμος της Οδού Σωκράτους (1935-1951), Ελευθερουδάκης, Αθήνα, 2008, σσ. 179-180.

928
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

12. Επίλογος

Η παρούσα διατριβή είχε τρεις βασικούς στόχους: α) να διερευνήσει την οικονομική


εκμετάλλευση της κατεχόμενης Ελλάδας από τον Άξονα (καθώς και τις επιμέρους πολιτικές και
τους παράγοντες που τις επηρέασαν: ιδεολογία, γεωγραφία, μεταφορές, αντίσταση κλπ),
υπολογίζοντας ταυτόχρονα – με όση ακρίβεια επιτρέπουν οι τεράστιες δυσκολίες της
περιόδου – την «συνεισφορά» της Ελλάδας στην πολεμική προσπάθεια του Άξονα, β) να
περιγράψει τις συνέπειες των πολιτικών που ακολουθήθηκαν στην οικονομία της χώρας και γ)
να μελετήσει το ζήτημα της «οικονομικής συνεργασίας», αναζητώντας τις αιτίες και την έκταση
του φαινομένου, αλλά και τα κέρδη όσων επέλεξαν ή αναγκάστηκαν για διάφορους λόγους να
προβούν σε εκτεταμένες οικονομικές δοσοληψίες με τους κατακτητές.
Ο σχεδιασμός για τη «Νέα Ευρώπη» – όσο ασαφής και αν θα ήταν η τελική της
μορφή – τοποθετούσε την Ελλάδα στην περιφέρεια, και την καθιστούσε τροφοδότη πρώτων
υλών, ορυκτών ή αγροτικών, για τις ισχυρές οικονομίες του κέντρου, κυρίως δηλαδή για εκείνη
του Ράιχ. Η Ελλάδα θα περιόριζε τη βιομηχανία της στην επεξεργασία των παραπάνω αγαθών
που προορίζονταν για εξαγωγή, ενδεχομένως με την προσθήκη κάποιων παραγωγικών
επιχειρήσεων (ναυπηγεία και πιθανώς μηχανουργεία) που σχετίζονταν με τη ναυτιλία. Οι
περισσότεροι από τους άλλους κλάδους θα μείωναν την παραγωγή τους, θα έκλειναν, ή θα
λειτουργούσαν ως κάποιου είδους παραρτήματα γερμανικών «μητρικών» εταιρειών.
Η ενσωμάτωση της Ελλάδας στον νέο αυτόν ευρωπαϊκό χάρτη θα μπορούσε να γίνει
σε μεγάλο βαθμό με «ειρηνικά» μέσα, αφού η χώρα ήταν έτσι κι αλλιώς μερικώς εξαρτημένη
(αν και όχι στον ίδιο βαθμό με τις άλλες βαλκανικές χώρες) από τη γερμανική οικονομία και οι
Γερμανοί ηγέτες υπολόγιζαν πως η πορεία αυτή θα συνεχιζόταν ομαλά και μετά την νίκη τους.
Η Ιταλία όμως χάλασε τα γερμανικά σχέδια με την αποτυχημένη εισβολή του Οκτωβρίου 1940,
έτσι η Ελλάδα εντάχθηκε τελικά βίαια στη γερμανική Ευρώπη, αν και οι τελικές αποφάσεις για
την ακριβή θέση της αναβλήθηκαν για μετά τον πόλεμο. Προσωρινά, η Βουλγαρία έλαβε
σημαντικό μέρος των περιοχών της βόρειας Ελλάδας, η Ιταλία είχε την στρατιωτική κυριαρχία
στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάς και ξεκίνησε τη διαδικασία ενσωμάτωσης των
Ιονίων, ενώ οι Κυκλάδες (που πιθανώς να ενσωματώνονταν στις ιταλικές κτήσεις των
Δωδεκανήσων), η Θεσπρωτία (που προοριζόταν για αυτονομία ή ενσωμάτωση με την
Αλβανία) και η Πίνδος (το υπό δημιουργία αυτόνομο Βλάχικο «πριγκιπάτο») ενδεχομένως να
αποτελούσαν το επόμενο στάδιο εδαφικής αναδιανομής.
Όμως η προσωρινή αυτή εδαφική κατανομή δεν αντιστοιχούσε και σε ανάλογη
κατάσταση σε ό, τι αφορά εκμετάλλευση των πόρων της χώρας. Οι επιτυχίες των γερμανικών
όπλων και η μεγάλη βαρύτητα της γερμανικής οικονομίας στον Άξονα σήμαιναν όμως ότι,

929
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

παρά τις ιταλικές βλέψεις, το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής οικονομίας «εξασφαλίστηκε»
τελικά για τη Γερμανία είτε μέσω των κρατικών γερμανικών αρχών είτε μέσω μιας σειράς
μεγάλων γερμανικών επιχειρήσεων. Οι σχετικά στενές σχέσεις πολλών από τις επιχειρήσεις
αυτών με το καθεστώς του Χίτλερ σήμαιναν πως θα έπαιρναν «μέρισμα» από τις Ευρωπαϊκές
κατακτήσεις, ανάμεσα στο οποίο ήταν και ελληνικά ορυχεία, ναυπηγεία και άλλες
επιχειρήσεις.
Ταυτόχρονα με τον αρχικό «αγώνα δρόμου» για την εξαγορά καίριας σημασίας
ελληνικών παραγωγικών μονάδων ή για την εξασφάλιση μακροπρόθεσμης συνεργασίας με
την υπογραφή συμβολαίων, η πολιτική της Γερμανίας και της Ιταλίας εστιάστηκε στην ομαλή
τροφοδοσία των οικονομιών τους με σημαντικές ποσότητες ελληνικών πρώτων υλών. Για την
αύξηση της επιθυμητής παραγωγής έγιναν μάλιστα και μακροπρόθεσμοι σχεδιασμοί
ανάπτυξης της υδροηλεκτρικής ενέργειας και της εξόρυξης λιγνίτη, βελτίωσης του
συγκοινωνιακού δικτύου κλπ.
Σύντομα όμως έγινε ορατό πως οι προσπάθειες προσέκρουσαν σε εμπόδια όπως
στην κακή κατάσταση των συγκοινωνιών στην Ελλάδα και πως χωρίς καύσιμα, τρόφιμα και
κάποιες βασικές πρώτες ύλες, η ελληνική οικονομία θα κατέρρεε πλήρως. Την ίδια εκείνη
περίοδο άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι, παρά τις σημαντικές πολεμικές επιτυχίες του Άξονα,
ο πόλεμος θα διαρκούσε ακόμα για αρκετό καιρό. Ειδικά από το φθινόπωρο του 1941 και
ακόμα περισσότερο από το χειμώνα του 1941-42, όταν δηλαδή σταμάτησε η γοργή γερμανική
προέλαση στο ανατολικό μέτωπο και εισήλθαν στον πόλεμο οι ΗΠΑ, η εκμετάλλευση της
ελληνικής οικονομίας προς όφελος της πολεμικής προσπάθειας του Άξονα πέρασε σταδιακά
σε ένα επόμενο στάδιο. Από την περίοδο εκείνη, και για όσο διαρκούσε η κρίσιμη πολεμική
περίοδος, η ελληνική οικονομία θα έπρεπε να προσφέρει όσα περισσότερα μπορούσε, όχι
μόνο σε πρώτες ύλες, αλλά και σε εγχώρια παραγωγή.
Έτσι, αν και στα αρχικά σχέδια για την Ελλάδα κλάδοι όπως εκείνος της σιδηρουργίας
δεν φαίνεται να είχαν ιδιαίτερο μέλλον, οι ανάγκες του πολέμου είχαν ως συνέπεια αυτοί όχι
μόνο να πάρουν παράταση ζωής, αλλά και να δεχτούν πλήθος γερμανικών παραγγελιών
καταφέρνοντας σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και να επεκταθούν. Ομοίως, η ελληνική
πολεμική βιομηχανία, που αρχικά κινδύνευσε με διάλυση και μεταφορά των μηχανημάτων της
βορειότερα, ανέλαβε την παραγωγή κάποιων πυρομαχικών και κυρίως την επισκευή
περισσότερων από 3.000 γερμανικών αεροσκαφών. Ελληνικά ναυπηγεία και μηχανουργεία
ανέλαβαν τη ναυπήγηση και τον εκσυγχρονισμό εκατοντάδων σκαφών για το γερμανικό
ναυτικό. Άλλοι κλάδοι, όπως τα τσιμέντα και η υφαντουργία έλαβαν επίσης σημαντικές
παραγγελίες.

930
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ωστόσο τα προβλήματα εφοδιασμού και πληθωρισμού συνέχιζαν να δημουργούν


μεγάλες δυσκολίες. Η τοπική παραγωγή συχνά δυσκολευόταν να πιάσει τους στόχους που
έθεταν οι κατακτητές. Αν και, για λόγους επίτευξης οικονομιών κλίμακας και καλύτερου
κεντρικού ελέγχου, υπήρξε μια προσπάθεια συγκέντρωσης των παραγγελιών και της
παραγωγής σε κάποιες μεγάλες επιχειρήσεις, στην πράξη οι μικρές και μεσαίες βιομηχανίες
και βιοτεχνίες είχαν αρκετά καλά αποτελέσματα, σε κάποιες περιπτώσεις ίσως και καλύτερα
από ότι κάποιες από τις μεγάλες.1707 Όπως υπονοούν τα λίγα στοιχεία που διαθέτουμε
(κατανάλωση ρεύματος κλπ), η ευελιξία των μικρών επιχειρήσεων, οι μικρότερες απαιτήσεις
τους σε ενέργεια και σπάνια υλικά και, ενδεχομένως, οι μεγαλύτερες δυνατότητες διαφυγής
από τον έλεγχο των αρχών κατοχής και του κατοχικού κράτους, οδήγησαν σε μικρότερη πτώση
της παραγωγής τους. Πολλές όμως από αυτές δεν κατάφεραν να επιβιώσουν και μετά τον
πόλεμο, αφού δεν φαίνεται να κατάφεραν ποτέ να αποκτήσουν το αναγκαίο ειδικό βάρος σε
κεφάλαια και εγκαταστάσεις ώστε να ανταγωνιστούν μακροπρόθεσμα και με επιτυχία τις
μεγάλες επιχειρήσεις που κυριαρχούσαν σε αρκετούς κλάδους.
Οι ελλείψεις καυσίμων ήταν ίσως το σοβαρότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι
γερμανικές αρχές στο μεγαλύτερο διάστημα της κατοχής στην προσπάθειά τους να
εκμεταλλευτούν τις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής βιομηχανίας. Οι ελλείψεις
ασφαλώς δεν ήταν μόνο ελληνικό φαινόμενο. Η αποκοπή της ευρωπαϊκής οικονομίας από τις
αποικιακές ή υπεράκτιες αγορές και πρώτες ύλες (και σε μεγάλο βαθμό και από εκείνες της
ΕΣΣΔ), δημιουργούσε προβλήματα στην παραγωγή της «Νέας Ευρώπης» συνολικά. Όμως η
κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ακόμα χειρότερη από εκείνη των περισσότερων κατεχόμενων
χωρών. Η μεγάλη απόσταση της χώρας από την κεντρική Ευρώπη και η ύπαρξη κακού
σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου δεν επέτρεπαν πάντα την επαρκή τροφοδοσία ακόμα και
των κρισιμότερων για την πολεμική οικονομία επιχειρήσεων, και γεγονότα όπως η βύθιση
κάποιων σκαφών που μετέφεραν άνθρακα ή πετρέλαιο και η ανατίναξη γεφυρών που
διέκοπταν την σιδηροδρομική επικοινωνία της νότιας Ελλάδας αποτελούσαν συνεχή
πονοκέφαλο, που επιδείνωνε τις τεράστιες δυσκολίες που προκαλούσε ο πληθωρισμός.
Ο ιδιαίτερα υψηλός πληθωρισμός, προερχόμενος από τις μεγάλες ελλείψεις
(αποτέλεσμα κυρίως της μείωσης των εισαγωγών και της αποκοπής της ελληνικής οικονομίας

1707
Οι γερμανικές προτάσεις για δημιουργία ενός ενιαίου ναυπηγικού ομίλου στην Ελλάδα δεν
προχώρησαν, η εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακας ήταν περιορισμένη και ο εκσυγχρονισμός των
εγκαταστάσεων, αν και όχι ανύπαρκτος – αντίθετα με την εικόνα που προσπαθούσαν να παρουσιάσουν
μεταπολεμικά οι οικονομικοί παράγοντες της χώρας – υπολειπόταν σαφώς της προπολεμικής περιόδου,
αλλά και των αναπτυξιακών σχεδίων για την Ελλάδα της «Νέας Ευρώπης».

931
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

από μεγάλο μέρος των αγορών του εξωτερικού), την κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού
και τις υπερβολικές απαιτήσεις των αρχών κατοχής για χρηματοδότηση, αποτέλεσε επίσης
βασικό παράγοντα περιορισμού της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής (ειδικά στα μέσα του
1942 και τους τελευταίους μήνες της κατοχής) και επηρέασε την πολιτική Γερμανίας και
Ιταλίας. Αυτός ήταν και η βασική αιτία που στην Ελλάδα είχαμε μία από τις λίγες περιπτώσεις
πανευρωπαϊκά που οι γερμανικές αρχές, τυπικά εχθρικές απέναντι στον αποτυχημένο
φιλελευθερισμό που ήταν υπεύθυνος για την κρίση του 1929, αποφάσισαν να εφαρμόσουν
αρκετές από τις πρακτικές του, κυρίως με τις μεταρρυθμίσεις του Neubacher το 1942-43.
Ωστόσο, παρά τις κατά καιρούς αποφάσεις για περιορισμό των χρηματοδοτικών
απαιτήσεων και γενικότερα της εκμετάλλευσης της ελληνικής οικονομίας, οι στρατιωτικές
απαιτήσεις ήταν τόσο επείγουσες που τελικά αναδείχτηκαν κυρίαρχος παράγοντας για την
εφαρμογή συγκεκριμένων οικονομικών πολιτικών στην κατεχόμενη Ελλάδα. Κάποιες
προσωρινές νίκες της οικονομικής λογικής, απέναντι στην καθαρά στρατιωτική, όπως εκείνη
κατά τα τέλη του 1942, δεν είχαν διάρκεια – αν και συνέβαλλαν στην παράταση της διάρκειας
ζωής της δραχμής ως μέσου πληρωμών μέχρι περίπου το καλοκαίρι του 1944.
Ο πληθωρισμός κάνει εξαιρετικά δύσκολους και τους σημερινούς υπολογισμούς του
ποσοστού της ελληνικής παραγωγής (και ελληνικής οικονομίας ευρύτερα) που κατέληγε στην
πολεμική προσπάθεια του Άξονα. Μεγάλες είναι οι δυσκολίες τόσο του υπολογισμού της
πραγματικής μείωσης του ελληνικού κατοχικού ΑΕΠ, όσο και της εκτίμησης της αξίας των
αγορών των αρχών κατοχής στην Ελλάδα.
Σημαντικό μέρος της διατριβής ασχολήθηκε με τα προβλήματα αυτά, επιχειρώντας
να καταλήξει σε κάποια σχετικά αξιόπιστα ποσοτικά αλλά και ποιοτικά συμπεράσματα. Παρά
τις δυσκολίες, και διατηρώντας κάποιες επιφυλάξεις ως προς την ακρίβεια των εκτιμήσεων,
υπολογίστηκε πως η μείωση του ελληνικού ΑΕΠ ήταν σημαντική, αν και σαφώς μικρότερη από
εκείνη που υποδηλώνουν τα επίσημα στοιχεία της περιόδου. Προσπαθώντας να
υπολογίσουμε την έκταση της εκτεταμένης κρυφής παραγωγής, αλλά και την πραγματική αξία
αμοιβών και αγαθών, καταλήξαμε σε μια εκτίμηση για την μέση πτώση του ΑΕΠ (εξαιρώντας
τις βουλγαροκρατούμενες περιοχές) που, κατά μέσον όρο, υπολογίστηκε γύρω στο 42%. Με
άλλα λόγια το μέσο κατοχικό ΑΕΠ πρέπει να βρισκόταν λίγο κάτω από το 60% εκείνου του
1938, μειούμενο ακόμα περισσότερο τα δύο δυσκολότερα από οικονομικής πλευράς έτη της
κατοχής, το 1942 και το 1944.
Σε σχέση με το μειωμένο αυτό κατοχικό ΑΕΠ, οι πόροι που εκτιμήθηκε ότι κατέληξαν
στις αρχές κατοχής έφταναν κοντά στο 50%, ποσό ιδιαίτερα υψηλό, ακόμα και σε σχέση με τις
άλλες κατεχόμενες χώρες. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό περιλαμβάνει και τα ποσοστά κερδών

932
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

των τοπικών επιχειρηματιών, καθώς και τις (συνήθως χαμηλές) αμοιβές των εργαζομένων σε
χρήμα ή είδος. Το καθαρό ποσοστό, μετά δηλαδή την αφαίρεση των κατηγοριών αυτών, ίσως
να βρισκόταν λίγο πάνω από το 1/3 του ΑΕΠ της περιόδου.1708
Παρά το εντυπωσιακό αυτό νούμερο, Γερμανία και Ιταλία δεν έλαβαν από την
Ελλάδα όσα αρχικά επιδίωκαν παρά την εντατική προσπάθεια εκμετάλλευσης της ελληνικής
οικονομίας (στον κρίσιμο για την «Νέα Ευρώπη» τομέα των τροφίμων η Ελλάδα είχε μάλιστα
αρνητική «συνεισφορά»), αφού η καθίζηση του ΑΕΠ και τα τεράστια προβλήματα δεν
επέτρεψαν την επίτευξη των αρχικών παραγωγικών στόχων παρά σε περιορισμένες
περιπτώσεις.
Πέρα όμως από τους αριθμητικούς υπολογισμούς, η ελληνική οικονομία προσέφερε
σε σχετικά επαρκείς ποσότητες κάποια υλικά που ήταν απολύτως απαραίτητα για τη
γερμανική ειδικά πολεμική βιομηχανία. Παρά τα προβλήματα με τις μεταφορές, το ανεπαρκές
(από κάθε σχεδόν άποψη) ή μη συνεργάσιμο εργατικό δυναμικό και την δράση της
αντίστασης, τα ελληνικά σπάνια μέταλλα όπως το χρώμιο, ίσως αποτέλεσαν τελικά τη
βασικότερη «συνεισφορά» της χώρας στην πολεμική προσπάθεια του Άξονα, αφού, όπως
υπολόγιζαν οι ίδιοι οι Γερμανοί, η απώλειά τους θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη βιομηχανική
παραγωγή πολεμικών ειδών του Ράιχ.
Οι τεράστιες μεταβολές που παρατηρούνται στην κατοχική Ελλάδα, είχαν ως
αποτέλεσμα την ευμετάβλητη φύση των κερδοφόρων οικονομικών δραστηριοτήτων. Από τις
ενδείξεις που διαθέτουμε μπορούμε να διακρίνουμε τους διαφορετικούς «κερδισμένους» της
κατοχής σε κάθε φάση. Οι αγρότες ως κατηγορία (όχι βέβαια πάντα ως άτομα) για παράδειγμα
βγήκαν σε γενικές γραμμές κερδισμένοι κατά την πρώτη περίοδο, αλλά δεν είχαν πάντα
πραγματικά μεγάλα κέρδη σε ατομική βάση, και αυτά συχνά εξανεμίστηκαν στο δεύτερο μισό
της περιόδου. Το 1942 φαίνεται να ήταν το έτος με τα μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους και για
άλλες κατηγορίες, όπως για τους εμπόρους – εισαγωγείς (λόγω σταθερής ισοτιμίας και
πληθωρισμού) και σε μικρότερο βαθμό για όσους βιομήχανους μπορούσαν να κρατούν ψηλά
την παραγωγή τους (υψηλά περιθώρια κέρδους λόγω υπερβολικά χαμηλού μισθολογικού
κόστους και απαλλαγής από το δανειακό βάρος). Το 1943, έτος περιορισμένης, αλλά αισθητής,
οικονομικής ανάκαμψης, είδε την βελτίωση των αμοιβών, ειδικά των ιδιωτικών υπαλλήλων,
και την κορύφωση των παραγγελιών των αρχών κατοχής, που πιθανότατα οδήγησε στην

1708
Όπως συμβαίνει και με τον υπολογισμό του κατοχικού ΑΕΠ, ο υπολογισμός της πραγματικής αξίας
των αγαθών και υπηρεσιών που πήρε ο Άξονας από την κατεχόμενη Ελλάδα περιέχει σημαντικά
περιθώρια πιθανού λάθους. Ωστόσο αυτά δεν πρέπει να είναι τόσο μεγάλα που να ανατρέπουν την
εικόνα του υψηλού ποσοστού της απομύζησης σε σχέση με τις άλλες κατεχόμενες χώρες.

933
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

κορύφωση των συνολικών κερδών πολλών βιομηχάνων και εργολάβων την περίοδο που
εξετάζουμε. Το τελευταίο κατοχικό έτος οι ταχύτατες μεταβολές των τιμών είχαν ως
αποτέλεσμα, πέρα από τις αυξημένες δυσκολίες στην παραγωγή, κέρδη και απώλειες να
μεταβάλλονταν βδομάδα με τη βδομάδα, ή ακόμα και μέρα με την ημέρα.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστούν τα πραγματικά κέρδη της ανθούσας
κατοχικής παραοικονομίας, που εκτιμάται ότι σε κάποιες περιόδους ξεπέρασε το 1/3 της
«νόμιμης», ενδεχομένως φτάνοντας και το 40% του συνόλου προς το τέλος της κατοχής (στα
τέλη του 1944 ίσως βρισκόταν και πάνω από το 50%). Τα κέρδη όμως προμηθευτών και
εργολάβων των δυνάμεων κατοχής είναι κάπως ευκολότερο να προσδιοριστούν, τουλάχιστον
ως τάξη μεγέθους. Με βάση στοιχεία της εφορίας, του Ειδικού Δικαστηρίου («δοσιλόγων»)
Αθηνών και άλλων αρχείων μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι τα επίσημα κέρδη ίσως βρίσκονταν
γύρω το 20%-25% των παραγγελιών των αρχών κατοχής και φαίνεται ξεπερνούσαν το 5%
(ίσως πλησίαζαν ακόμα και το 10%) του μειωμένου κατοχικού ΑΕΠ, γεγονός που αποτελεί
άλλη μία ένδειξη για τη σημασία των παραγγελιών των αρχών κατοχής στην ελληνική
οικονομία της περιόδου.
Όπως είδαμε αναλυτικότερα και στις περιπτώσεις των ναυπηγών συμβατικών
σκαφών ή τσιμεντοπλοίων, οι παραγγελίες των αρχών κατοχής έδιναν ευκαιρίες σημαντικής
αύξησης των εργασιών σε όσες ελληνικές επιχειρήσεις δέχονταν ή επιδίωκαν ν’ ασχοληθούν
με την ικανοποίησή τους, ευκαιρίες που σε συνδυασμό με την απαλλαγή από τα χρέη των
προηγούμενων δεκαετιών προσέφεραν τη δυνατότητα αξιόλογης συσσώρευσης κεφαλαίου.
Μεγάλο μέρος του κεφαλαίου αυτού πήγαινε λόγω της μορφής της οικονομίας της περιόδου
(κυρίως δηλαδή λόγω του υψηλού πληθωρισμού) σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες, όμως
δεν ήταν λίγες (ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη και τις δυσκολίες στην προμήθεια μηχανημάτων
και άλλων απαραίτητων ειδών) και οι παραγωγικές επενδύσεις που έγιναν κατά την περίοδο
εκείνη.
Αν και δεν πρέπει να παρασυρθούμε σε εύκολες γενικεύσεις (οι εταιρείες που
εξετάσαμε αποτελούσαν εξάλλου μειονότητα στο σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων), είναι
βέβαιο ότι για τους κλάδους που δέχθηκαν τις περισσότερες παραγγελίες τα περιθώρια
ανάπτυξης ήταν πολύ μεγαλύτερα από όσο παραδέχονταν μεταπολεμικά τα όργανα των
Ελλήνων επιχειρηματιών (ΣΕΒΒ, ΕΒΕΑ κλπ), αλλά και οι ίδιοι ως άτομα. Τα αξιόλογα αυτά
κέρδη, και οι προοπτικές ανάπτυξης που τους έδιναν τα κατοχικά συμβόλαια, φαίνεται πως
ήταν και η βασικότερη αιτία για την απόφαση των επιχειρηματιών αυτών να συνεργαστούν με
τους κατακτητές.

934
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Το φαινόμενο της οικονομικής συνεργασίας Ελλήνων επιχειρηματιών ήταν πάντως


αρκετά περίπλοκο, γεγονός που δεν αποτελεί βέβαια ελληνική πρωτοτυπία.1709 Ανάμεσα στα
ονόματα προμηθευτών, εργολάβων και λοιπών οικονομικών συνεργατών συναντά κανείς
περιπτώσεις ένθερμης γερμανοφιλίας ή ιταλοφιλίας, απογοήτευσης ή πίστης στη νίκη του
Άξονα που υπαγόρευαν άμεση «προσαρμογή», καθώς και φόβου για τις συνέπειες της
άρνησης παροχής των υπηρεσιών τους. Από τα υπάρχοντα στοιχεία (ή μάλλον κυρίως από την
έλλειψη σχετικών αναφορών) φαίνεται πως το θέμα της συλλογικής στάσης των Ελλήνων
βιομηχάνων, εμπόρων και λοιπών κατασκευαστών δεν συζητήθηκε ανοικτά στην αρχή της
κατοχής. Σε αντίθεση με την περίπτωση του Βελγίου, στην Ελλάδα συνεννοήσεις για μια κοινή
στάση απέναντι στις παραγγελίες των αρχών κατοχής δεν έγιναν σε κεντρικό επίπεδο, αλλά
μόνο σε επίπεδο κάποιων κλάδων (π.χ. τσιμέντα), ενώ για τους υπόλοιπους φαίνεται πως το
ζήτημα της συνεργασίας και των όρων της ήταν περισσότερο θέμα ατομικής (ή εταιρικής)
πρωτοβουλίας. Αν και οι επιλογές των περισσότερων Ελλήνων επιχειρηματιών ήταν
αδιαμφισβήτητα δύσκολες, χωρίς αυτούς ο Άξονας δύσκολα θα κατάφερνε να υποστηρίξει τις
πολεμικές επιχειρήσεις στην περιοχή και να εξαγάγει στη Γερμανία τον ίδιο όγκο πολύτιμων
πρώτων υλών. Από την άλλη βέβαια, χωρίς τις παραγγελίες του Άξονα μεγάλο μέρος των
ελληνικών βιομηχανιών δεν θα είχε παραγωγή επί κατοχής. Η μερική αυτή αλληλεξάρτηση
επηρέασε τις αποφάσεις τόσω των επιχειρηματιών όσο και των αρχών κατοχής.
Παρά τις διαφορές στην στάση των σημαντικών επιχειρηματιών της χώρας, φαίνεται
πως το μεγαλύτερο μέρος τους διέπονταν από κάποια κοινά βασικά χαρακτηριστικά. Το
κυριότερο από αυτά, η προπολεμική πίστη για την αποτυχία της κοινοβουλευτικής
δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού διέκρινε σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης και συνέχιζε να
χαρακτηρίζει αρκετούς από τους μεγάλους οικονομικούς παράγοντες της χώρας, που έβλεπαν
μάλλον ευχάριστα την προοπτική για έναν αυξημένο ρόλο τους (αλλά και τον μειωμένο των
ανεξάρτητων συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων) μέσω της υποκατάστασης του
κοινοβουλίου από τα επαγγελματικά επιμελητήρια. Αν και υπήρχαν επιμέρους προβλήματα, η
στάση των περισσότερων μεγάλων επιχειρηματιών της περιόδου απέναντι στις κατοχικές
ελληνικές κυβερνήσεις δεν εμφανιζόταν ιδιαίτερα αρνητική, αφού από τα λίγα διαθέσιμα
στοιχεία φαίνεται να υπήρχε μια βασική συμφωνία ως προς μια συντηρητική, σχετικά

1709
Όπως είδαμε και στο σχετικό κεφάλαιο, ο γενικός όρος οικονομική συνεργασία έχει τα προβλήματά
του, αφού αναφέρεται σε ένα σύνολο περιπτώσεων με σημαντικές διαφορές. Ωστόσο, ελλείψει
καλύτερου όρου για το σύνολο των περιπτώσεων αυτών, η «οικονομική συνεργασία» συνεχίζεται να
χρησιμοποιείται στην παρούσα εργασία για να περιγράψει το σύνολο των διαφορετικών αυτών
περιπτώσεων.

935
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

αυταρχική (κυρίως σε ό, τι αφορά τις εργατικές διεκδικήσεις) και πάντως αντικομουνιστική


κυβέρνηση.1710
Οι σχέσεις με τις κατοχικές κυβερνήσεις δεν ήταν βέβαια ιδανικές, αφού αφενός ο
ρόλος των τελευταίων ήταν υπερβολικά συγκεντρωτικός και αφετέρου η ξένη κατοχή, εκτός
από το ό, τι ήταν απεχθής (για τους περισσότερους τουλάχιστον), δεν επέτρεπε και την
πραγματοποίηση πολλών επιθυμιών των Ελλήνων βιομηχάνων και μεγαλεμπόρων. Ωστόσο η
(έστω και με περιορισμούς) δυνατότητα που δινόταν για επιρροή τους στη νομοθεσία και στις
πολιτικές αποφάσεις και ο εντεινόμενος φόβος για την άνοδο του κομμουνισμού και την
μερική επιτυχία των εργατικών διεκδικήσεων φαίνεται να βάρυνε καθοριστικά, ειδικά προς το
τέλος της κατοχής, όταν το ενδεχόμενο μιας απελευθέρωσης από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έκανε πολλούς
οικονομικούς παράγοντες να ανατριχιάζουν.
Για μεγάλο μέρος λοιπόν της παλιάς μεγαλοαστικής τάξης η προσπάθεια διατήρησης
της θέσης τους, τόσο απέναντι στον εξωτερικό (γερμανικές και ιταλικές εταιρείες) και
εσωτερικό (νεο-αναδυόμενοι επιχειρηματίες) ανταγωνισμό, όσο και απέναντι στην πολιτική
απειλή που αντιπροσώπευε η αντίσταση και ειδικά αυτή της αριστεράς αναδείχτηκε ως
βασική προτεραιότητα κατά την δύσκολη εκείνη περίοδο. Κάποιοι μάλιστα από τους
οικονομικούς παράγοντες της χώρας προχώρησαν μέχρι και στην χρηματοδότηση ένοπλων
ομάδων που πολεμούσαν με τη Wehrmacht εναντίον του μισητού ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, δείχνοντας τη
σαφή προτίμησή τους στο κατοχικό καθεστώς σε σχέση με εκείνο που θα προέκυπτε (ή που θα
φοβόντουσαν ότι θα προέκυπτε) μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους αντάρτες.1711

1710
Αρκετές από τα βασικές αυτές παραδοχές συναντά κανείς και σε άλλες κατεχόμενες ευρωπαϊκές
χώρες. Ωστόσο συχνά υπάρχουν και βασικές διαφορές: στην Γαλλία για παράδειγμα, η κυβέρνηση του
Λαϊκού Μετώπου του 1936 και οι παραχωρήσεις των εργοδοτών μετά από τις δυναμικές διεκδικήσεις
της εργατοϋπαλληλικής τάξης είχαν ως αποτέλεσμα ένα μέρος των οικονομικών μεγαλοπαραγόντων της
χώρας να δουν στην κυβέρνηση του Βισύ μια ευκαιρία ανατροπής των υποχωρήσεων του 1936 και
στενότερης συνεργασίας για την προώθηση των επιθυμιών τους. Στην περίπτωση της Ελλάδας αντίθετα,
οι περισσότερες από τις διεκδικήσεις της ίδιας περιόδου ανακόπηκαν από την εγκαθίδρυση της
δικτατορίας Μεταξά. Έτσι οι Έλληνες παράγοντες της οικονομίας αισθάνονταν λιγότερο ανοικτά εχθρικοί
προς την προπολεμική κυβέρνηση και είχαν να προωθήσουν μάλλον λιγότερες συντηρητικές αλλαγές
μέσω των κατοχικών κυβερνήσεων. Η βαθύτερη πάντως συγκριτική εξέταση των δύο περίπλοκων αυτών
περιπτώσεων θα χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερη έκταση από όση της αφιερώθηκε στην παρούσα εργασία.
1711
Για μια τέτοια περίπτωση βλ. το έγγραφο που βρέθηκε στο δημαρχείο του Βόλου και αναπαράγεται
στο: Αρσενίου, Λάζαρος: Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, τόμος Β΄, τρίτη έκδοση, εκδόσεις «Έλλα», Λάρισα,
1999, σσ. 48-56. Στο έγγραφο αυτό αναφέρονται συνεννοήσεις του αθηναϊκού («προδοτικού») τμήματος
του ΕΔΕΣ, τοπικών παραγόντων, της εθνικοσοσιαλιστικής ΕΕΕ, των Γερμανών (SD) για την ενίσχυση του

936
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Στην προσπάθειά τους αυτή οι κατοχικές κυβερνήσεις αποτελούσαν κατά καιρούς (σχετικά
περιορισμένη) απειλή, όταν αύξαναν τους φόρους και συλλάμβαναν επιχειρηματίες για
απόκρυψη προϊόντων και άλλες παρανομίες, αλλά μάλλον συχνότερα σύμμαχος ανάγκης (και
ειδικά στο δεύτερο μισό της κατοχής εγγυητής απέναντι στην απειλή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ), άσχετα
από τον θεωρητικό ιδεολογικό προσανατολισμό του καθενός.
Προς το τέλος της κατοχής, πολλοί μεγαλομαυραγορίτες και οικονομικοί συνεργάτες
των κατακτητών, διαβλέποντας τα προβλήματα που θα αντιμετώπιζαν με την απελευθέρωση,
προσπαθούσαν επίσης ενεργά να προσεταιριστούν στελέχη διάφορων (κυρίως – αλλά όχι
αποκλειστικά – δεξιών) αντιστασιακών οργανώσεων και απεσταλμένους της εξόριστης
κυβέρνησης, προσφέροντάς τους πληροφορίες και χρήματα.1712 Χαρακτηριστικότερο ίσως

ΕΑΣΑΔ (Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσης), της οργάνωσης δηλαδή που δρούσε
ουσιαστικά ως τάγμα ασφαλείας στη Θεσσαλία. Κάποιοι από τους οικονομικούς παράγοντες όπως ο Χ.
Ζαλοκώστας χρηματοδότησαν ένοπλες οργανώσεις με σκοπό τη δολοφονία κομμουνιστών ηγετών και
μετά την απελευθέρωση. Βλ. Manoussakis, Vassilis: “The Business Elites of occupied Europe and the end
ου
of Nazi “New Order”: the cases of Greece and Belgium” στα (υπό έκδοση) πρακτικά του 2 Διεθνούς
Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ελληνικής Εταιρείας Οικονομικής Ιστορίας και του
τμήματος ιστορίας, αρχαιολογίας και κοινωνικής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (10 - 12
Φεβρουαρίου 2012), με τίτλο: Οι «Αγορές» και η Πολιτική, Ιδιωτικά συμφέροντα και δημόσια εξουσία
ος ός
(18 -20 αιώνας).Με την αποχώρηση των Γερμανών η προτίμηση μέρους της αστικής κοινωνίας της
Αθήνας (και όχι μόνο) στον ξένο παράγοντα σε σχέση με τους αντάρτες συνεχίστηκε. Ο βρετανός
δημοσιογράφος Capel αναφέρει για παράδειγμα πως τον Οκτώβριο του 1944 ένας στρατηγός κάτοικος
Κολωνακίου ήταν έτοιμος να δεχθεί ακόμα και την επίσημη είσοδο της Ελλάδας στη Βρετανική
Αυτοκρατορία (Capel, Richard: Simiomata. A Greek Note Book 1944-45, Macdonald & Co., London, χ.χ.
[1945;], σελ. 51). Μια περίπου δεκαετία αργότερα βέβαια, όταν κυρίαρχο ζήτημα στην Αθήνα γινόταν η
ανεξαρτησία της Κύπρου από την Βρετανική Αυτοκρατορία, είναι αμφίβολο αν ο ίδιος στρατηγός θα
διατηρούσε παρόμοιες απόψεις.
1712
Ο γιός του στρατιωτικού διοικητή Αττικής Σπηλιωτόπουλου, γράφει για παράδειγμα, πως όταν
μαθεύτηκε ο διορισμός του πατέρα του, «πολλοί οικονομικοί δοσίλογοι, κυρίως μεγαλοεργολάβοι που
είχαν κάνει χρυσές δουλειές με τους Γερμανούς, σε αεροδρόμια και άλλα έργα, πλησίασαν πρόσωπα
συνδεόμενα με τη Στρατιωτική Διοίκηση Αττικής και προσέφεραν τις ‘υπηρεσίες’ τους.» Σύμφωνα με τον
ίδιο, ο πατέρας του «έδωσε οδηγίες να λαμβάνονται από τους ανθρώπους αυτούς πληροφορίες, για τις
γερμανικές εγκαταστάσεις, τα σχέδια καταστροφών και τις στρατιωτικές δυνάμεις, και να γίνεται χρήση
καταλυμάτων που τους ανήκουν, αλλά υπό τον όρο ότι δεν θα υπάρχει ανοχή για τη συνεργασία τους με
τον εχθρό και μετά την απελευθέρωση δεν θα τους υπερασπίζονταν ως μάρτυρας σε δίκες, όταν εκείνοι
θα επικαλούνταν ότι προσέφεραν υπηρεσίες στη Στρατιωτική Διοίκηση.» (Σπηλιωτόπουλος,
Επαμεινώνδας: Ένας έφηβος στην Κατοχή, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα, 2007,

937
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

τέτοιο παράδειγμα ήταν η περίπτωση του Π. Ξανθόπουλου που είδαμε αναλυτικότερα στο
κεφάλαιο 11. Φανατικός γερμανόφιλος με μεγάλα κέρδη από τις οικονομικές του
δραστηριότητες ως εργολάβος και κατασκευαστής τσιμεντοπλοίων, ο Ξανθόπουλος όταν έγινε
φανερό πως η Γερμανία θα έχανε τον πόλεμο, άρχισε να μοιράζει χρήματα και πληροφορίες
σε κάθε σχεδόν αντιστασιακή οργάνωση που γνώριζε, προκειμένου να καταφέρει (και ως ένα
βαθμό το κατάφερε παρά τις συντριπτικές αποδείξεις εναντίον του) να βρει υπερασπιστές στη
δίκη του.
Μεταπολεμικά, τόσο ο Ξανθόπουλος, όσο και πολλοί από τους υπόλοιπους
οικονομικούς συνεργάτες των κατακτητών βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις κατηγορίες για τον
πλουτισμό τους από δραστηριότητες που υποβοηθούσαν την πολεμική προσπάθεια των
κατακτητών. Η «εκκαθάριση» ξεκίνησε από τα επαγγελματικά επιμελητήρια, από τα οποία
ζητήθηκε να κατονομάσουν όσους πληρούσαν τα κριτήρια για να κατηγορηθούν ως
«οικονομικοί δοσίλογοι». Όπως φαίνεται από κάποια πρακτικά συνεδριάσεων που
διασώθηκαν, αλλά και από τις λίστες που κάποια από αυτά, όπως το ΕΒΕΑ, απέστειλαν τελικά
(με καθυστέρηση μηνών) στις δικαστικές αρχές, η μεγάλη ανησυχία αρκετών οικονομικών
παραγόντων της χώρας ήταν (κατά τα λεγόμενα του προέδρου της αρμόδιας επιτροπής του
ΕΒΕΑ Α. Μακρή) «η διάσωσις εκ της δυσφημίσεως τιμίων εμπόρων και βιομηχάνων». Η
προσπάθεια προστασίας (ή αποκατάστασης) των προπολεμικών ελίτ, που διέπει τα
αποτελέσματα των επιτροπών αυτών είχε ως συνέπεια τον χαρακτηρισμό ως πιθανών ενόχων
κυρίως περιπτώσεων αλλοδαπών που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα, ή νεόπλουτων με
μικρή ή καθόλου παρουσία προπολεμικά.1713

σελ. 74) Όπως είδαμε πάντως και από την περίπτωση των κατασκευαστών τσιμεντοπλοίων, συχνά μέλη
οργανώσεων ή και στελέχη του μεταπολεμικού κρατικού μηχανισμού κατέθεσαν τελικά υπέρ κάποιων
από τους οικονομικούς αυτούς συνεργάτες.
1713
Για το ζήτημα βλ. Kousouris, Dimitris: Une épuration ordinaire: Les procès des collaborateurs en Grèce
(1944-1949) comme composante de la reconstruction judiciaire en Europe, αδημοσίευτη διδακτορική
διατριβή École des Hautes Études en Sciences Sociales, Paris, 2009 και Κουσουρής, Δημήτρης: «η ποινική
δίωξη των δοσιλόγων της Κατοχής (1944-49), στο: Χατζηιωσήφ, Χρήστος (επιμ.): Ιστορία της Ελλάδας του
ου
20 αιώνα, τόμος Δ1, 1945-1952, Ανασυγκρότηση, Εμφύλιος Παλινόρθωση, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2009,
ης
σσ. 105-130, αλλά και στις έντονες διαφωνίες και κατηγορίες που καταγράφονται στα πρακτικά της 7
συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΒΕΑ του 1945 (6 Αυγούστου, Αρχείο ΕΒΕΑ, Βιβλία
Πρακτικών Ολομέλιας Δ.Σ., 1943-45 και 1945-48), στην οποία αναγνώστηκε και ο απολογισμός των
εργασιών της επιτροπής δοσιλόγων. Κάποια επιμελητήρια δεν έκαναν καν τον κόπο να στείλουν τις
σχετικές λίστες.

938
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ωστόσο το πλήθος των αποδείξεων που διέθετε ο κρατικός μηχανισμός της εποχής
(κυρίως από τράπεζες, εφορίες, αλλά και καταθέσεις μαρτύρων), σε συνδυασμό με την
ευρύτητα των κατηγοριών που προέβλεπε η αρχική νομοθεσία (πριν αναθεωρηθεί) είχαν ως
αποτέλεσμα πολλοί επιχειρηματίες να βρεθούν ως κατηγορούμενοι στα ειδικά δικαστήρια, και
να φορολογηθούν με σημαντικά ποσά όσοι κρίθηκε ότι πλούτισαν (είτε «συνεργάστηκαν» είτε
όχι) επί κατοχής. Το 1945, ο γηραιός πρώην υπουργός Κ. Αγγελόπουλος μιλούσε για το
«δράμα» όσων κατηγορούνταν ως «οικονομικοί δοσίλογοι», οι οποίοι, μόνο στην περιφέρεια
Αττικής, ανέρχονταν σε περίπου 25.000 και ενδεχομένως να πλησίαζαν στο σύνολο της χώρας
τις 100.000, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί η αύξηση του αριθμού του ως τη λήξη της
προθεσμίας μέχρι και στις 150.000. Προσπαθώντας να τους υπερασπιστεί τόνιζε την τραγική
τους θέση και τις άδικες κατηγορίες, αφού δεν είχαν άλλες επιλογές, και ανέφερε ότι ελάχιστοι
βοήθησαν πραγματικά την πολεμική προσπάθεια του εχθρού. Μιλούσε τέλος για δεκάδες
χιλιάδες φυγόδικους, εκβιαζόμενους και συκοφαντούμενους και για μια κατάσταση που εκτός
από άδικη αποδεικνύεται και σοβαρό εμπόδιο για την ομαλή λειτουργία της οικονομίας αλλά
και ευρύτερα του συνόλου της χώρας, φτάνοντας τελικά να αποτελεί «εθνικό πρόβλημα».1714
Η σταδιακή αλλαγή του πολιτικού σκηνικού το 1945 (κυβερνήσεις Πλαστήρα,
Βούλγαρη, Σοφούλη, Δαμασκηνού και Κανελλόπουλου), αλλά κυρίως η νέα κυβέρνηση του
1946 και ο εμφύλιος που ακολούθησε σφράγισαν τελικά τη λειτουργία της δικαιοσύνης στο
ζήτημα της τιμωρίας των οικονομικών συνεργατών. Στο νέο μεταπολεμικό κλίμα μπορούσαν
να εκδίδονται ψηφίσματα και να δίνονται ανοικτά υποσχέσεις στη Βουλή ότι «θα παύσει εις
την Ελλάδα η δίωξις των δοσιλόγων»,1715 και να δρουν επίσημες επιτροπές όπως αυτή των

1714
Αγγελόπουλος, Κωνσταντίνος: Φως εις το ζήτημα «των οικονομικών δοσιλόγων», [χ.ε.], Αθήνα, 1945.
Οι αριθμοί αυτοί αφορούσαν στο σύνολο των δοσιλόγων, αλλά, όπως έλεγε ο ίδιος, οι καταδότες,
προδότες, βασανιστές και όσοι υπηρέτησαν στις υπηρεσίες των αρχών κατοχής δεν θα υπερέβαινε το
1% του συνόλου. Το φυλλάδιο αυτό είναι σαφέστατα γραμμένο με διάθεση να υπερασπιστεί όσους
κατηγορούνταν για οικονομικό δοσιλογισμό.
1715
Βλ. σχετικό άρθρο στην Εφημερίδα Κήρυξ Χανίων, με τίτλο: «Θα παύσει εις την Ελλάδα η δίωξις των
δοσιλόγων βεβαιώνει ο Κουλουμβάκης» (9 Ιουλίου 1946). Ο Ευστράτιος Κουλουμβάκης (1872-1958)
ήταν δικηγόρος και παλιός βενιζελικός πολιτικός, που μεταπολεμικά μεταπήδησε στο συντηρητικότερο
στρατόπεδο και διατέλεσε συνήγορος κατηγορούμενων στα Ειδικά Δικαστήρια. Το 1945 εξέδωσε την
εφημερίδα «ο Πολιτικός», μέσω της οποίας προωθούσε την άποψή του ότι η χώρα είχε ανάγκη
εκκαθαρίσεων των «αναρχικών» και των «κουκουέδων» και όχι των δοσιλόγων. Η δράση αυτή σίως
σχετιζόταν και με την συμμετοχή του στην ίδρυση της «Α.Ε.Ε. Εμπορίου και Βιομηχανίας Χάρτου» επί
κατοχής (βλ. «Κίνησις Ανωνύμων Εταιριών». εφημερίδα Οικονομολόγος Αθηνών, 20 Δεκεμβρίου 1941).

939
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

«διωχθέντων ή διωκομένων ως δοσιλόγων» με στόχο την απαλλαγή των μελών τους από τις
σχετικές κατηγορίες.1716
Καταλυτικά για την αλλαγή αυτή ήταν βέβαια τα γεγονότα των Δεκεμβριανών, αλλά
φαίνεται πως κάποιο ρόλο έπαιξε και η υπόθεση των κατηγοριών για δοσιλογισμό, ειδικά
μάλιστα για οικονομική συνεργασία. Το πλήθος των κατηγοριών αυτών ήταν τέτοιο που
συνέβαλλε στην τρομοκράτηση όχι μόνο της μεγαλοαστικής αλλά και σημαντικού τμήματος
της μεσαίας τάξης. Οι κατηγορούμενοι για οικονομική συνεργασία δεν ήταν βέβαια όλοι
εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αλλά αυτοί που τάσσονταν με το μέρος του ήταν σίγουρα μειονότητα
και πολύ λίγοι από αυτούς βρίσκονταν ανάμεσα στην παλιά ή νέα οικονομική ελίτ της
πρωτεύουσας. Η αναμενόμενη αντιδραση στις πιέσεις της αριστεράς μπορούσε λοιπόν να
υπολογίζει και στην οικονομική ισχύ πολλών από τους επιχειρηματίες που ανησυχούσαν για το
μέλλον τους.
Η (καμιά φορά υπερβολική, αλλά σίγουρα κατανοητή) απαίτηση του ελληνικού λαού
που είχε υποφέρει τα πάνδεινα για τιμωρία όλων όσων εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση για
να πλουτίσουν είτε έβλαψαν άμεσα συμπολίτες τους, είτε όχι, σύντομα λοιπόν
παραμερίστηκε. Έτσι, παρά τους αρχικούς φόβους της επιχειρηματικής τάξης της χώρας για
υπερβολικά εκτεταμένες διώξεις και πολιτική εκμετάλλευση που θα οδηγούσε μεγάλο τμήμα
της στις φυλακές, οι περισσότερες περιπτώσεις (ανάμεσά τους και κάποιες που συναντήσαμε
στην παρούσα εργασία) κατηγορούμενων για οικονομική συνεργασία τελικά αθωώθηκαν,
συχνά με βούλευμα (χωρίς δηλαδή να φτάσουν σε δίκη), ενώ καταβλήθηκε μικρό μόνο μέρος
των φόρων που τους είχε καταλογιστεί.1717

1716
Σχετικό φυλλάδιο της Επιτροπής («Δοσιλογισμός και Ελλάς») βρίσκεται στο αρχείου του κατοχικού
υπουργού Εθνικής Οικονομίας Πλάτωνα Χατζημιχάλη στο ΕΛΙΑ.
1717
Μεταπολεμικά, άρθρο του συμβούλου του ΕΒΕΑ Κ. Κιτσόπουλου στην εφημερίδα Εμπορικός και
Βιομηχανικός Κόσμος (12/11/1945, «εν ακανθώδες πρόβλημα: η φορολογία των πλουτισάντων επί
κατοχής και ο τρόπος επιβολής» και 24/11/1945, «η φορολογία των πλουτισάντων σκοτεινών
μαυρεμπόρων κατοχής») παραδεχόταν την «ογκώδη μεταφορά του πλούτου» θεωρώντας μάλλον
λογική την πρόθεση φορολογίας. Λίγες μέρες αργότερα, άλλο άρθρο της ίδιας εφημερίδας κατάγγελλε
τον «διωγμό» των επαγγελματιών του κλάδου («Η δικαιοσύνη: οι εμποροεπαγγελματίαι εν διωγμώ.
Κλείονται ως εγκληματίαι εις τας φυλακάς καθημερινώς», 9/12/1945), θέμα που επανήλθε και μετά τις
εκλογές («Νέαι διώξεις κατά της τάξεως Εμπόρων και Επαγγελματιών. Αυτόφωρα – προστήματα
κρατητήρια», 27/5/1946). Το 1946 μέλη του κλάδου (ανάμεσά τους και κάποιοι που είχαν δοσοληψίες
με τους κατακτητές) κατέβηκαν ως υποψήφιοι στις εκλογές, υποστηριζόμενοι από την εφημερίδα, αν
στις θέσεις τους δεν προβαλλόταν ανοικτά το ζήτημα των δοσιλόγων (βλ. π.χ. 18/3/1946 και 30/3/1946).

940
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Μόνο κάποιοι από τους πλέον εκτεθειμένους καταδικάστηκαν σε αξιόλογες ποινές,


αλλά συχνά και αυτοί μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τις αλλαγές της νομοθεσίας για να
ξαναδικαστούν και να απελευθερωθούν σύντομα. Καθιερώθηκε έτσι μια αφήγηση που ήθελε
σχεδόν όλους τους οικονομικούς συνεργάτες να είναι κατά βάθος αντιστασιακοί, που είτε
υποχρεώθηκαν να έχουν δοσοληψίες (αλλά ποτέ με σημαντικό κέρδος) είτε τις επέλεξαν ως
μέσο σαμποτάζ και παροχής πληροφοριών. Οι δε τάχα άδικες κατηγορίες που τους είχαν
προσάψει ήταν συνήθως αποτέλεσμα τους μίσους των κομμουνιστών προς τους πατριώτες και
τους πλούσιους. Όπως γράφει κάποια χρόνια αργότερα ένας από τους επιτρόπους (δηλαδή
εισαγγελείς) των δικαστηρίων αυτών:

Υιοθετήθηκε και έγινε credo και πεποίθησή τους, πως όσα εγκλήματα έκαμαν οι
δοσίλογοι τα έκαμαν από πατριωτισμό!!! Για να σώσουν την Ελλάδα από τον
κομμουνιστικό κίνδυνο και γιαυτό χώρισαν τα πρόβατα, τους δοσιλόγους, από τα
ερίφια, τους αριστερούς. Και των μεν προβάτων, των δοσιλόγων, τα εγκλήματα ή
ήταν πλήρως συγχωρητά και ‘αθώος’ ο κατηγορούμενος, ή ήταν γεμάτα από
ελαφρυντικά και τότε κηρύσσονταν μεν ένοχοι με καταδίκη – θωπεία για να
ακολουθήσουν γρήγορα οι μετριασμοί της ποινής και η πλήρης χάρη. Γενικά, τότε,
οι δοσίλογοι απολάμβαναν και από τη δικαιοσύνη και από τη διοίκηση τη ρήτρα
τού μάλλον ευνοούμενου κράτους, που λένε στο Διεθνές Δίκαιο.1718

Συνέπεια ήταν το μεγαλύτερο τμήμα του πλούτου που δημιουργήθηκε επί κατοχής να
κατορθώσει να παραμείνει στα χέρια των κατόχων του.1719 Η μεγάλης έκτασης αναδιανομή
πλούτου την περίοδο αυτή, πτυχές της οποίας εξετάσαμε στην παρούσα εργασία, δεν
ανατράπηκε παρά σε πολύ μικρό ποσοστό. Τον Μάιο του 1945 η ΤτΕ υπολόγιζε πως οι
μεγαλέμποροι και βιομήχανοι, που αποτελούσαν περίπου το 2% του αστικού πληθυσμού,
έλεγχαν το 29,5% του πλούτου της χώρας, τη στιγμή που το φτωχότερο 17% κατείχε μόνο το
1,2%. Δεν είναι βέβαιο το πόσο ακριβή ήταν τα στοιχεία αυτά, αλλά όλες οι ενδείξεις
καταλήγουν στο συμπέρασμα πως επί κατοχής αυξήθηκε η πίεση στη μεσαία τάξη και
μεγάλωσε το χάσμα μεταξύ του φτωχότερου και πλουσιότερου άκρου του φάσματος.1720

1718
Δελαπόρτα, Παύλου: Το σημειωματάριο ενός Πιλάτου, β΄ έκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα, 1978, σελ. 39.
1719
Ένα μόνο μέρος του πλούτου όσων καταδικάστηκαν αμετάκλητα κατασχέθηκε, και ένα άλλο μέρος
(μάλλον επίσης αρκετά μικρό) επεστράφη μέσο της φορολογίας. Κάποια από τα ακίνητα που άλλαξαν
χέρια επί κατοχής μπόρεσαν τελικά να επιστραφούν στους αρχικούς τους ιδιοκτήτες (μετά από πολύ
αγώνα της Ομοσπονδίας τους), όμως με μάλλον αρκετά ευνοϊκούς για τους αγοραστές όρους.
1720
Τα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνουν τους αγρότες. Βλ. Σταθάκης, Γιώργος: Το δόγμα Τρούμαν
και το σχέδιο Μάρσαλ. Η ιστορία της αμερικάνικης βοήθειας στην Ελλάδα, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2004,

941
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ωστόσο δεν είναι βέβαιο σε ποιο βαθμό μπορούμε να μιλάμε για την ανάδυση μιας
πραγματικά νέας ανώτερης τάξης κατά την κατοχή, που σταδιακά αντικατέστησε την παλιά, ή
για μια ανανέωση της παλιάς ανώτερης τάξης με την είσοδο σ’ αυτή νέου αίματος
(νεόπλουτων).
Κάποια προκαταρκτικά στοιχεία υποδηλώνουν πως μεγάλο μέρος του νέου πλούτου
της κατοχής μάλλον δεν συγκεντρώθηκε σε επίπεδο κορυφής, αλλά περισσότερο σε επίπεδο
«πλουσίων της γειτονιάς» και επιχειρηματιών μεσαίου μεγέθους, στους οποίους ίσως η
ανανέωση να είναι πραγματικά μεγαλύτερη, σε βαθμό που να μπορούσε να δικαιολογήσει τις
αναφορές για «νέα τάξη».1721 Θα χρειαστούν όμως νέες εξειδικευμένες έρευνες για τη
διερεύνηση του εν λόγω ζητήματος.
Η προσπάθεια του «παλαιού χρήματος» να διατηρήσει τη θέση του απέναντι στο
«νέο» δεν απέτρεψε την ανάδυση κάποιων εντελώς νέων μεγαλοπαραγόντων, αλλά αυτοί δεν
φαίνεται να ήταν τόσο πολλοί και – το κυριότερο – είναι δύσκολο να διακρίνουμε χωρίς ειδική
μελέτη αν η νέα μεταπολεμική θέση τους οφείλεται περισσότερο στην εκμετάλλευση των
μεταπολεμικών ευκαιριών (όπως η ξένη βοήθεια), αν αποτελεί αποτέλεσμα κυρίως των
κατοχικών δραστηριοτήτων τους, ή αν είναι ορθότερο να μιλάμε για ένα συνδυασμό
φαινομένων, για περιπτώσεις δηλαδή ανθρώπων που μπόρεσαν να δημιουργήσουν μια
κεφαλαιακή βάση κατά την κατοχή που δεν ήταν μεν αρκετή για να τους επιτρέψει την άμεση
είσοδο στην οικονομική ελίτ της χώρας, αλλά μπόρεσε να λειτουργήσει ως «μαγιά» για τα
μεταπολεμικά κέρδη και την τελική ανάδειξή τους ανάμεσα στους μεγάλους οικονομικούς
παράγοντες της χώρας. Εξάλλου, οι πλέον «ευπροσάρμοστοι» οικονομικοί παράγοντες δεν θα
είχαν πρόβλημα να ευδοκιμήσουν στις νέες καταστάσεις, αντικαθιστώντας την πιθανή
κατοχική εξάρτησή τους από τα συμβόλαια Γερμανών και Ιταλών από την μετέπειτα βοήθεια
Βρετανών και Αμερικανών, επιδιώκοντας έτσι να συνεχίσουν να κυριαρχούν στην

σελ. 63-65. Αν και το μεγάλο εισοδηματικό χάσμα στην ελληνική κοινωνία προϋπήρχε, η κατοχή
(αλλά και η δεκαετία του 1940 στο σύνολό της) σίγουρα δεν βοήθησε στη μείωσή του.
1721
Κάποια από τα μεγάλα ονόματα της μεταπολεμικής ελληνικής οικονομικής ελίτ, όπως ο Σ. Κοραής
της Χαλυβδοφύλλων και Λευκοσιδήρου, πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων Πειραιώς τις δεκαετίες
1950-70, ή ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιώς κατά την ίδια περίοδο Δ. Κουμς (ή Κούμας)
είχαν, όπως είδαμε, συναλλαγές με τις αρχές κατοχής. Αν και σίγουρα είχαν κέρδη την περίοδο του
πολέμου και της κατοχής (τα ονόματά τους βρίσκονται και στις σχετικές λίστες «πλουτησάντων επί
κατοχής»), ήταν όμως περισσότερο νέοι εκπρόσωποι του «παλαιού χρήματος» (ειδικά ο πρώτος), παρά
νεόπλουτοι της κατοχής.

942
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

οικονομικοπολιτική ζωή της χώρας.1722 Όμως αυτό είναι ένα πεδίο νέας ειδικής έρευνας για το
μέλλον. Εξάλλου υπάρχουν ακόμα αρκετά ζητήματα που είναι ακόμα σχεδόν ανεξερεύνητα,
όπως η λεπτομερής μελέτη της λειτουργίας του γερμανικού οικονομικού μηχανισμού στην
Ελλάδα και η εξέταση της πορείας συγκεκριμένων κλάδων ή επιχειρήσεων (ιδιαίτερα χρήσιμη
θα ήταν η εξέταση του ζητήματος της συνεργασίας από το αρχείο κάποιας επιχείρησης ή το
ατομικό αρχείο επιχειρηματία της κατοχής, που θα μπορούσε επίσης να δώσει στοιχεία και για
την προσπάθεια αντιμετώπισης της έλλειψης καυσίμων με νέες εφευρέσεις ή εξοικονόμηση
ενέργειας). Η συνέχιση της ερευνητικής απασχόλησης με τέτοια ζητήματα θα μας επιτρέψει να
κατανοήσουμε καλύτερα την περίοδο και τις συνέπειές της για την πορεία της Ελλάδας τα
επόμενα χρόνια.

1722
Ο Αμερικάνος απεσταλμένος Porter (επικεφαλής της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής στην
Ελλάδα) έκρινε το 1947 ότι στόχος της ελληνικής κυβέρνησης της περιόδου ήταν: «να χρησιμοποιήσει
την ξένη βοήθεια για τη διαιώνιση των προνομίων μιας μικρής κλίκας από τραπεζίτες και εμπόρους που
αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα», μια κλίκα που ήταν «αποφασισμένη να προστατεύσει τα
οικονομικά της προνόμια όποιο και αν είναι το κόστος σε ό, τι αφορά την οικονομική υγεία της χώρας»,
θεωρούσε «ιδιαίτερα σκανδαλώδη» τη θέση των ναυτιλιακών συμφερόντων και εκτιμούσε ότι πολλοί
από την κοσμοπολίτικη «ομάδα πίεσης της καλής κοινωνίας» «θα αποπειραθούν να προσεταιριστούν
την Αποστολή και να την μετατρέψουν σε ένα ακόμα εργαλείο διασφάλισης των προνομίων τους». Βλ.
Porter, Paul A. (παρουσίαση – εισαγωγή: Μιχάλης Ψαλιδόπουλος): Ζητείται: Ένα θαύμα για την Ελλάδα.
Ημερολόγιο ενός προεδρικού απεσταλμένου, 20 Ιανουαρίου – 27 Φεβρουαρίου 1947, Β΄ έκδοση,
Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις, Αθήνα, 2008 [2006], σελ. 223-227. Δεν είναι βέβαιο αν και πόσοι
νεόπλουτοι της κατοχής μπορεί να βρίσκονταν ανάμεσα σ’ αυτούς, είναι όμως βέβαιο ότι αρκετά από τα
μέλη αυτής της «μικρής κλίκας» είχαν τα προηγούμενα χρόνια δεχθεί συμβόλαια των αρχών κατοχής και
είχαν προσπαθήσει να προσεταιριστούν κάποια στελέχη του γερμανικού μηχανισμού κατοχής όπως ο
Neubacher.

943
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πηγές

1) Ανέκδοτες αρχειακές πηγές

(Αρχεία και αρχειακές σειρές έκτος όπου αναφέρεται διαφορετικά)

Α) Ελλάδα

(Ι) Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας


Αρχείο ΚΚΕ
(ΙΙ) Αρχείο Βοβολίνη (πρόσφατα μεταφέρθηκε στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη)
Σειρά Μέγα Ελληνικόν Βιογραφικόν Λεξικόν
(III) Βιβλιοθήκη Τραπέζης της Ελλάδος
Memorandum über Griechenlands Volks – U. Staatswirtschaftliche Lage (μνημόνιο
του Υπουργείου Οικονομικών, προς τον Altenbaurg, αρ. πρωτ. 1880, 2 Σεπτεμβρίου
1941).
(IV) Γενικά Αρχεία του Κράτους
Αρχείο Τσουδερού
Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών (Ειδ.Δ.Α.)
Αρχείο Υπουργείου επισιτισμού
(V) Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
Αρχεία Εθνικής Αντίστασης
(VI) Διεύθυνση Εφέδρων Πολεμιστών Αγωνιστών Θυμάτων & Αναπήρων Πολέμου,
Υπουργείο Εθνικής Άμυνας (ΔΕΠΑΘΑ)
Τμήμα Εθνικής Αντίστασης, Αρχείο-Φάκελος «Κόδρος»
(VII) Δήμος Χανίων
Αρχείο Μάχης της Κρήτης – Κατοχής (ΜΚΚ)
(VIII) Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο
Αρχείο Α. Διομήδη
Αρχείο Οικογένειας Ιατρίδη
Αρχείο Α. Κουτσουμάρη
Αρχείο Α. Μοσχοβάκη
Αρχείο Οικογένειας Αργυροπούλου
Αρχείο Π. Χατζημιχάλη
Αρχείο Πανελληνίου Ομοσπονδίας Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής
Αρχείο «Εμπορική Ναυτιλία»
Αρχείο Κ. Ζαβιτισάνου

944
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Αρχείο Η. και Α. Πουλόπουλου


Αρχείο Θ. Τουρκοβασίλη
(IX) Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών
Βιβλία Πρακτικών Ολομέλιας ΔΣ, 1934-1948
(Χ) Ιστορικό Αρχείο Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού
Αρχείο Ηλεκτρικών Εταιρειών Περιοχής Αθηνών – Πειραιώς,
Σειρά: Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών Πειραιώς
Ισολογισμοί ετών 1938-1945
(XI) Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τραπέζης
Αρχείο Εθνικής Τράπεζας (Α1)
Σειρά 3: Πρακτικά Συνεδριάσεων
Σειρά 7: Εξωτερικοί Λογαριασμοί
Σειρά 11: Καταθέσεις
Σειρά 23: Εταιρείες
Σειρά 32: Κατοχή – Ανασυγκρότηση
Σειρά 34: Βιομηχανική Πίστη
Σειρά 37: Τεχνικές Υπηρεσίες
Σειρά 39: Διεύθυνση Περιουσίας
Σειρά 40: Δικαστικό
Σειρά 44: Δάνεια Ανασυγκρότησης. Κεντρική Επιτροπή Δανείων (ΚΕΔ)
Σειρά 46: Υπηρεσία Εκκρεμών Λογαριασμών και Γενικών Ζητημάτων
Εγκύκλιοι (Α2)
Σειρά 1: Εγκύκλιοι 1929-19411723
Αρχείο Ελληνογερμανικής Οικονομικής Εταιρείας (Α36)
Σειρά 1: Αλληλογραφία
Σειρά 2: Λογιστήριο
Σειρά 3: Υποθέσεις. Ειδικοί Φάκελοι
(XIΙ) Ιστορικό Αρχείο Κρήτης
Αρχείο Σκουλά
Αρχείο Γερμανικής Κατοχής (ΑΓΚ)
(XΙII) Προσωπικό Αρχείο
Αρχείο Α. Βορδώνη
(XIV) Σιβιτανίδειος

1723
Σικ. Στην πραγματικότητα όλη η Κατοχή περιλαμβάνεται στη σειρά αυτή.

945
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Πρακτικά Συνεδριάσεων Διοικητικού Συμβουλίου, 1940-1945


(XV) Συνεντεύξεις
Συνέντευξη Έλλης Σανίκου–Βερνίκου, στην Κατερίνα Βουρκατιώτη, 4 Μαρτίου 1997
(XVI) Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Αθήνα
Πρακτικά Συνεδριάσεων Διοικούσας Επιτροπής, 1941-1949
(XVII) Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Ηράκλειο
Αρχείο Ν. Κιτσίκη
(XVIII) Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου – Υπουργείο Εξωτερικών
Αρχείο Κεντρικής Υπηρεσίας (Κ.Υ.)

Β) Βέλγιο

(I) Centre d'Études et de Documentation Guerre et Sociétés contemporaines, Bruxelles


Archives Camille Gut

Γ) Γερμανία

(I) Auswärtigen Amt-Politisches Archiv


(φάκελοι)
Abteilung Inland
Inland II g (R 101.082)
Bevollmächtigter des AA für den Südosten
Dienststelle Athen (R 27316-18)
Büro des Staatssekretärs
Akten betr. Griechenland (R 29611-14)
Büro des Unterstaatsekretärs
Akten betr. Griechenland (R 29880)
Handakten
Handakten des Gesandten Clodius (R 105896-7)
Handakten Botschafter Ritter (R 27786)
Handakten MinDir Wiehl (R 106155)
Sonderbevollmächtigten Südost, Dienststelle Athen
Wirtschaftsverwaltung in Griechenland (R 27320)
Teuerungszuschläge in Griechenland (R 27321)
Sonderkommando von Künsberg
Griechenland (R 27542)

946
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Vorläufiges Aktenverzeichnis Athen (Deutsche Gesandtschaft, Athen),


Bevollmächtigter des Reichs für Griechenland, Wirtschaftsstab (Vol. 70-79)

(II) Bundesarchiv, Berlin Lichterfelde


Auswärtiges Amt (R 901)
Deutsche Reichsbank (R 2501)
Deutsch-Griechische Warenausgleichsgesellschaft mbH (R 127)
Hauptverwaltung der Reichskreditkassen (R 29)
Reichsfinanzministerium (R 2)
Reichskommissar für die Seeschiffahrt (R 147)
Reichswirtschaftskammer (R 11)
Reichswirtschaftsministerium (R 3101)

(III) Bundesarchiv-Militärarchiv, Freiburg am Breisgau


Heeresgruppe E (RH 19IV)
Oberbefehlshaber der Kriegsmarine (RM 6)
Marinegruppenkommando Süd (RM 35III)
Nachlass Admiral Erich Förste (N 328)
Seekriegsleitung (RM 7)
Territoriale Befehlshaber in Südosteuropa (RW 40)
Wehrwirtschafts- und Rüstungsamt (RW 19)
Wehrwirtschaftsdienststellen in Südosteuropa (RW29)
Verzeichnis der ganz geheimen Briefe usw nach Akten geordnet, Akte 7.4.42-19.6.43
(Φάκελος TS 404/14903)
(Φάκελος W 04/18680)

Δ) Ηνωμένο Βασίλειο

(Ι) The National Archives, Kew Gardens, London


Admiralty, Navy, Royal Marines, and Coastguard (ADM)
Air Ministry and Royal Air Force (AIR)
Board of Trade and successors (BT)
Cabinet Office (CAB)
Colonial Office (CO)
Foreign Office (FO)

947
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Copies of captured records of the German, Italian and Japanese Governments (GFM)
Special Operations Executive (HS)
Government Communications Headquarters (HW)
Security Service (KV)
Prime Minister's Office (PREM)
War Office (WO)
(II) Imperial War Museum, Duxford
Speer Collection

Ε) Η.Π.Α.

(I) National Archives and Records Administration, Washington DC


National Archives Collection of Foreign Records Seized (Record Group 242)
Records of Headquarters, German Army High Command (Oberkommando
des Heeres/OKH) (Microfilm Publication T-78)
Records of German Field Commands: Army Groups (Microfilm Publication T-
311)
Records of German Field Commands: Rear Areas, Occupied Territories and
Others (Microfilm Publication T-501)
National Archives Collection of World War II War Crimes Records (Record Group
238, Microfilm M1270)
Records of the Office of Strategic Services, 1919 – 2002 (Record Group 226)
Records of US Occupation HQ World War II, 1923-72 (Record Group 260)
Records of United States Army, Europe, 1942 – 1991 (Record Group 549)
Selective Service Registration Cards, World War II. Fourth Registration (Record
Group 147)

2) Δημοσιευμένες πρωτογενείς πηγές

1) Archives, National [Air Ministry]: The Rise and Fall of the German Air Force, 1933-45,
National Archives, Kew, England, 2008 [1948].
2) Bank for International Settlements: Eleventh Annual Report, 1st April 1940 – 31st
March 1941, Basle, 9th June 1941.
3) Bank for International Settlements: Fourteenth Annual Report, 1st April 1943 – 31st
March 1944, Basle, End of 1944, σελ.162.

948
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

4) Bank for International Settlements: Thirteenth Annual Report, 1st April 1942 – 31st
March 1943, Basle, Autumn 1943.
5) Bank for International Settlements: Twelfth Annual Report, 1st April 1941 – 31st
March 1942, Basle, 8th June 1942.
6) Ciano, Galeazzo: The Ciano diaries 1939-1943 : the complete unabridged diaries of
Count Galeazzo Ciano, Italian Minister for Foreign Affairs, 1936-1943, Simon
Publications, [Garden City, N.Y.], 2001 [1945].
7) Commission de Gestion pour les Secours en Grèce: Compte-rendu sur l' activité du
service de contrôle des effectifs, Athènes, 31 Octobre 1944.
8) Domarus, Max: Hitler, Speeches and Proclamations, 1932-1945. The Chronicle of a
Dictatorship, (4 vols), Bolchazy – Carducci Publishers, Wauconda Illinois, 1990.
9) Eichholtz, Dietrich & Schumann, Wolfgang: Anatomie des Krieges: Neue Dokumente
über die Rolle des deutschen Monopolkapitals bei der Vorbereitung und
Durchführung des zweiten Weltkrieges, Deutscher Verlag der Wissenschaften, Berlin,
1969.
10) Goebbels, Joseph (trad. Dominique Viollet, Gaël Cheptou, Éric Pauniwitsch) : Journal
1943-45, Tallandier, Paris, 2005.
11) Goebbels, Joseph (Translated and edited by Fred Taylor): The Goebbels Diaries,
1939-1941. The historic journal of a Nazi war leader, Sphere books, London, 1983
[1982].
12) Greiner, Helmuth: “Greiner diary notes, 12 Aug. 1942 – 12 Mar. 1943”, (Foreign
Militay Study C-065a), Historical Division, Headquarters United States Army, Europe,
Foreign Military Branch, [n.d.].
13) Lipgens, Walter (ed.): Documents on the History of European Integration: vol. 1,
Continental plans for European Union, 1939-1945, Walter de Gruyter, Berlin, 1985.
14) Military Intelligence Service, War Department (prepared by): German Military
Abbreviations, Special Series, No. 12, MIS 461, War Department, Washington,
12/4/1943.
15) Office of United States Chief of Counsel For Prosecution of Axis Criminality: Nazi
Conspiracy and Aggression, Volume III, United States Government Printing Office,
Washington DC, 1946.
16) Office of United States Chief of Counsel For Prosecution of Axis Criminality: Nazi
Conspiracy and Aggression, Volume IV, United States Government Printing Office,
Washington DC, 1946.

949
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

17) Office of United States Chief of Counsel For Prosecution of Axis Criminality: Nazi
Conspiracy and Aggression, Volume V, United States Government Printing Office,
Washington DC, 1946.
18) Office of United States Chief of Counsel For Prosecution of Axis Criminality: Nazi
Conspiracy and Aggression, Volume VII, United States Government Printing Office,
Washington DC, 1946.
19) Office of United States Chief of Counsel For Prosecution of Axis Criminality: Nazi
Conspiracy and Aggression, Supplement A, United States Government Printing
Office, Washington DC, 1947.
20) Piske, Dr Arthur, Generalintendant a.D.: “Logistical Problems of the German Air
Force in Greece, 1941-43”, (Foreign Military Study B-645), Historical Division,
Headquarters United States Army, Europe, Foreign Military Branch, 1953.
21) Porter, Paul A. (παρουσιάση – εισαγωγή: Μιχάλης Ψαλιδόπουλος): Ζητείται: Ένα
θαύμα για την Ελλάδα. Ημερολόγιο ενός προεδρικού απεσταλμένου, 20 ιανουαρίου
– 27 Φεβρουαρίου 1947, Β΄ έκδοση, Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις, Αθήνα, 2008
[2006].
22) Rüter, C. F. (επιμελ.): DDR-Justiz und NS-Verbrechen. Sammlung ostdeutscher
Strafurteile wegen nationalsozialistischer Tötungsverbrechen, Band 7, Die Verfahren
Nr. 1327 - 1392 der Jahre 1949 und 1950, De Gruyter Saur, München, 2005.
23) Seckendorf, Martin (έρευνα – παρουσίαση): Η Ελλάδα κάτω από τον Αγκυλωτό
Σταυρό, ντοκουμέντα από τα Γερμανικά Αρχεία, (μετάφραση: Θανάσης Γεωργίου),
Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1991.
24) Siebel Fritz W.: “Operation in th Mediterranean of the Special Ferry Service” (Foreign
Military Study D-159), US Army, 1947.
25) Simpson, Christopher (ed.): War Crimes of the Deutsche Bank and the Dresdner
Bank, Office of the Military Government (US) Reports, Holmes & Meier, New York,
2002.
26) Stackelberg Roderick and Winkle Sally A.: The Nazi German Sourcebook. An
Anthology of Texts, Routlegde, London, 2002.
27) Trevor-Roper, Hugh (edited by): Hitler’s War Directives, 1939-1945, Birlinn,
Edinburgh, 2004 [1962, 1964].
28) United States Strategic Bombing Survey: The Effects of Strategic Bombing on the
German Economy, Overall Economic Effects Division, October 31, 1945.

950
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

29) Yoffa, M. & Hurlich A.: Armor. Metallurgical Examination of Armor and Welded
Joints from the Side of a German Pzkw V (Panther) Tank, Experimental Report No.
Wal. 710/750, Ordinance Department U.S.A., Watertown Arsenal Laboratory, 26
May 1945.
30) Βλάχου, Ελένη:. Πενήντα και κάτι… Δημοσιογραφικά Χρόνια, Τόμος Α: Ο Κόσμος της
Οδού Σωκράτους (1935-1951), Ελευθερουδάκης, Αθήνα, 2008.
31) Βυζάνιος, Περικλής: Η Ζωή Ενός Ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές Σημειώσεις,
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1994.
32) Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος: Μηνιαία Δελτία του Ειδικού Εμπορίου της
Ελλάδος μετά των Ξένων Επικρατειών, ετών 1939-1944.
33) Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος: Μηνιαία Στατιστικά Δελτία, ετών 1939-
1944.
34) Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος: Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την
απογραφήν της 16 Οκτωβρίου 1940, Εθνικό Τυπογραφία, Αθήνα, 1946
35) Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος: Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος, 1939,
Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα, 1940.
36) Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος: Στατιστική του Εμπορίου της Ελλάδος μετά
των Ξένων Επικρατειών κατά το έτος 1939 (τόμος Ι, Ε.Τ., Αθήνα 1946).
37) ΓΕΣ/ΔΙΣ: Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), 8 τόμοι, Έκδοση Διεύθυνσης
Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1998.
38) Δούνιας, Μίνως: ‘Έπειτα από 120 χρόνια ελεύθερης ζωής είμεθα πάλι σκλάβοι’, το
ημερολόγιο Κατοχής του Μίνου Δούνια, (Φιλολογική επιμέλεια – παρουσίαση Κυρ.
Ντελόπουλος), Εστία, Αθήνα, 1987.
39) Εθνική Στατιστική Υπηρεσία: Συνοπτική Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος, 1954,
Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήνα 1955.
40) Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος: Απολογισμός των ετών 1941, 1942, 1943, 1944, ΕΤΕ,
Αθήνα, 1946.
41) Ελληνικόν Αίμα: Παράνομαι Εκδόσεις ‘Ελληνικού Αίματος’. Τριάκοντα και εν
φυλλάδια ομού δεδεμένα, 1942-1944, Εκδοση Ελληνικού Αίματος, Αθήνα, [1945].
42) Θεοτοκάς, Γιώργος: Τετράδια Ημερολογίου, 1939-1953, τέταρτη έκδοση,
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2005 [1987].
43) Μιλλιέξ, Ροζέ: Ημερολόγιο και μαρτυρίες του πολέμου και της κατοχής, Θεμέλιο,
Αθήνα, 1982.

951
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

44) Πανσέληνος, Ασημάκης: Φύλλα ημερολογίου, (1941-1943), εκδόσεις Κέδρος,


Αθήνα, 1993.
45) Τσάτσου, Ιωάννα: Φύλλα Κατοχής, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας
Α.Ε., έκτη έκδοση, Αθήνα, 1991.
46) Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Τμήμα Μεταλλευτικών Μελετών: Στατιστική της
Μεταλλευτικής Βιομηχανίας της Ελλάδος κατά τα Έτη 1940-1946, Εθνικόν
Τυπογραφείον, Αθήνα, 1948.
47) Φωκάς, Δημήτριος Δ. (Αντιναύαρχος): Έκθεση, σχετικά με τη δράση του ναυτικού
κατά τον πόλεμο 1940-1944. Συνταχθείσα βάσει επισήμων στοιχείων του Γ.Ε.Ν.,
Έκδοση Πολεμικού Ναυτικού, Αθήνα [1953], (επανέκδοση) χ.χ..
48) Χρηστίδης, Χρ.: Χρόνια Κατοχής, 1941-1944. Μαρτυρίες Ημερολογίου, [χ.ε.], Αθήνα,
1971.

3) Εφημερίδες-μη ακαδημαϊκά/μη λογοτεχνικά Περιοδικά

1) [Ελεύθερον] Βήμα (Αθηνών), 1934, 1941-44, 1964


2) Φύλλα Εφημερίδος της Κυβερνήσεως (τεύχη Α΄, Β΄ & Ανωνύμων Εταιρειών) 1930 –
1946
3) Bulletin de la Chambre de Commerce et d’Industrie, 1940.
4) Deutsche Nachrichten für Griechenland (Αθηνών) [μετονομάστηκε το καλοκαίρι
1941 σε Deutsche Nachrichten in Griechenland], 1941-44.
5) Spiegel International Online, 2013
6) Αγών των Πωλησάντων (Αθηνών), 1946-48
7) Ακρόπολις (Αθηνών), 1941-44
8) Βιομηχανική Επιθεώρηση (Αθηνών), 1934-1945.
9) Εθνικός Κήρυξ (Αθηνών), 1945-47
10) Έθνος (Αθηνών), 1945, 1950
11) Ελευθερία (Αθηνών), 1944-47
12) Ελεύθερος Τύπος (Αθηνών), 2010
13) Ελευθεροτυπία (Αθηνών), 2011
14) Ελληνικόν Αίμα (Αθηνών), 1942-1944
15) Ελληνικός Αγών (Αθηνών), 1943
16) Εμπορικός Βιομηχανικός Κόσμος [από το 1946: Εμπορικός Επαγγελματικός Αγών]
(Αθηνών), 1945-46
17) Εμπρός (Αθηνών), 1945-47

952
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

18) Εστία (Αθηνών), 1941.


19) Εφημερίς Χρηματιστηρίου (Αθηνών), 1939, 1941.
20) Εφοπλιστής (Αθηνών), 1993.
21) Καθημερινή (Αθηνών), 1998, 2002, 2008-9.
22) Κέρδος (Αθηνών), 1941-45
23) Κήρυξ (Χανίων), 1946
24) Μακεδονία (Θεσσαλονίκης), 1964
25) Μαχόμενη Ελλάς (Αθηνών), 1943
26) Νεολόγος (Πατρών), 1944
27) Οικονομική (Αθηνών), 1941-45
28) Οικονομικός Ταχυδρόμος (Αθηνών), 1938-1944
29) Οικονομολόγος (Αθηνών), 1936-1944
30) Παρατηρητής (Χανίων), 1941-1945.
31) Περιοδικό Πτήση, 1982
32) Πλούτος (Αθηνών), 1941-42
33) Πρωία (Αθηνών), 1938-44
34) Ριζοσπάστης (Αθηνών), 1945-47, 2004.
35) Τα Νέα (Αθηνών), 1955, 2012
36) Τεχνικά Χρονικά (έκδοση ΤΕΕ), 1941-46, 1986
37) Τεχνική, 1943-45

4) Ξενόγλωσση βιβλίογραφία

1) Aalders, Gerald: Nazi Looting: The Plunder of Dutch Jewry During the Second World
War, Berg Publishers, Oxford, 2004.
2) Alder, Franklin Hugh: Italian Industrialists from Liberalism to Fascism: The Political
Development of the Industrial Bourgeoisie, 1906-34, Cambridge University Press,
Cambridge, 1995.
3) Allen, Michael Thad: Hitler’s Slave Lords, the business of forced labour in occupied
Europe, Tempus, Stroud (UK), 2004.
4) Ally, Götz (trans. Jefferson Chase): Hitler’s Beneficiaries. How the Nazis Bought the
German People, Verso, London, 2007 [2005, 2006].
5) Barkai, Avraham (Trans. Ruth Hadass-Vashitz): Nazi Economics, Ideology, Theory, and
Policy, Yale University Press, New Haven, 1990.

953
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

6) Beltran, Alain, Frank, Robert & Rousso, Henry (dir): La vie des entreprises sous
l’Occupation, Belin, Paris, 1994.
7) Berghahn, Volker R.(ed): Quest for Economic Empire, European Strategies of German
Big Bussiness in the Twentieth Century, Berghahn Books, Providence, 1996.
8) Boelke, Willi A.: Die Kosten von Hitlers Krieg. Kriegsfinanzierung und finanzielles
Kriegserbe in Deutschland 1933 -1948, Ferdinand Schöningh, Paderborn 1985.
9) Borkin, Joseph: The Crime and Punishment of I. G. Farben, André Deutsch Ltd,
London, 1979 [1978].
10) Brandt, Kral, Schiller, Otto & Ahlgrimm, Franz: Management of Agriculture and Food
in the German-occupied and Other Areas of Fortress Europe: A Study in Military
Government, Stanford University Press, Stanford, 1953.
11) Breitman, Richard, Goda, Norman J. W., Naftali, Timothy & Wolfe, Robert: US
Intelligence and the Nazis, Cambridge University Press, Cambridge, 2005.
12) Buchheim, Christoph & Boldorf, Marcel (Hrsg.): Europäische Volkswirtschaften unter
deutscher Hegemonie. 1938–1945. Schriften des Historischen Kollegs, Bd. 77.
Oldenbourg Verlag, München 2012.
13) Capel, Richard: Simiomata. A Greek Note Book 1944-45, Macdonald & Co., London,
χ.χ. [1946;].
14) Caplan, Jane (ed.): Nazism, Fascism and the Working Class. Essays by Tim Mason,
Cambridge Univ. Press, Cambridge, 1995.
15) Cassels, Alan: Ideology and International Relations in the Modern Era, Routledge,
London, 1996.
16) Chant, Chris: German Warplanes of World War II, Spellbound Publishers, Kent, UK,
2001 [1999].
17) Chevandier, Christian & Daumas, Jean-Claude (textes réunis par): Travailler dans les
Entreprises sous l’Occupation, Presses Universitaires de Franche-Comté, Besançon,
2007.
18) Croll, Walther: Wirtschaft im Europäischen Raum, Wilhelm Frick Verlag, Wien, 1940.
19) Daitz, Werner: Der Weg zur voelkischen Wirtschaft und zur europäischen
Großraumwirtschaft, Meinhold Verlagsgesellschaft, Dresden, 1938.
20) Dard, Olivier, Daumas Jean-Claude & Marcot, François (sous la direction de) :
L’Occupation, L’Etat Français et les Entreprises, ADHE, Paris, 2000.
21) De Rochebrune, Renaud & Hazera, Jean-Claude: Les Patrons sous l’Occupation, Odile
Jacob, Paris, 2013 [1995].

954
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

22) Dear, I.C.B. & Foot, M.R.D. (eds): The Oxford Companion to World War II, Oxford
University Press, Oxford, 2005 [1995].
23) Delivanis, Dimitrios & William C. Cleveland: Greek Monetary Developments 1939-
1948, Indiana University Publications, Social Science Series No. 6, Bloomington,
1949.
24) Deutsche Institut für Außenpolitische Forschung (Herausgegeben vom): Europa.
Handbuch der politischen, wirtschaftlichen und kulturellen Entwicklung des neuen
Europa, Helingsche Verlagsanstalt, Leipzig, 1943.
25) Donald, David (ed): Warplanes of the Luftwaffe. Combat Aircraft of Hitler’s
Luftwaffe, 1939-1945, Barnes & Noble Books, New York, 1994.
26) Effosse, Sabine, de Ferrière le Vayer, Marc & Joly, Hervé (textes réunis par): Les
Entreprises de Biens de Consommation sous l’Occupation, Presses Universitaires
François-Rabelais, Tours, 2010.
27) Eichholtz Dietrich: Geschichte der deutschen Kriegswirtschaft 1939-1945, Β΄ έκδοση
(σε 5 τόμους), K. G. Saur, München, 2003.
28) Eichholtz, Dietrich (translated by John Broadwin): War for Oil. The Nazi Quest for an
Oil Empire, Potomac Books, Washington DC, 2012.
29) Evans, Richard J.: The Third Reich at War, Penguin Books, London, 2009 [2008].
30) Evans, Richard J.: The Third Reich in Power, Penguin Books, London, 2006 [2005].
31) Federation of Greek Industries: Greek Industries and their Critics, [Federation of
Greek Industries], Athens, 1946.
32) Federation of Greek Industries: Greek Industries in 1945, [Federation of Greek
Industries], Athens, 1946.
33) Finney, Patrick (ed.): The Origins of The Second World War, Edward Arnold, London,
1997.
34) Foreman-Peck, James: A History of the World Economy. International Economic
Relations Since 1850, second edidtion, Financial Times/Prentice Hall/Pearson
Education Limited, Harlow, UK, 1995 [1983].
35) Freris, A. F.: The Greek Economy in the Twentieth Century, Croom Helm, Kent, 1986.
36) Freytag, Carl: Deutschlands "Drang nach Südosten": Der Mitteleuropäische
Wirtschaftstag und der - Ergänzungsraum Südosteuropa- 1931 1945, Zeitgeschichte
im Kontext Bd. 7, V & R Unipress, Viena Univeristy Press, Vienna, 2012.
37) Friedensburg, Ferdinand: Die Rohstoffe und Energiequellen im Neuen Europa,
Gerhard Stalling Verlagsbuchhandlung, Oldenburg, Berlin, 1943.

955
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

38) Gendron, Robin S., Ingulstad, Mats & Storly, Espen (eds): Aluminium Ore. The
Political Economy of the Global Bauxite Industry, University of British Columbia
Press, Vancouver, 2013.
39) Georg, Enno: Die wirtschaftlichen Unternehmungen der SS, Schriftenreihe der
Vierteljahrshefte für Zeitgeschichte, Band 7, Stuttgart, 1963.
40) Gildea, Robert, Wieviorka, Olivier & Warring, Anette (eds.): Surviving Hitler and
Mussolini: Daily Life In Occupied Europe, Berg, Oxford, 2006.
41) Gillingham, John R.: Industry & Politics in the Third Reich, Ruhr Coal, Hitler and
Europe, Methuen, London, 1985.
42) Gillingham, John: Belgian Business in the Nazi New Order, Jan Dhondt Foundation,
Gent, 1977.
43) Giltner, Philip W.: In the Friendliest Manner. German – Danish Economic Cooperation
during the Nazi Occupation of 1940 – 1945, Peter Lang Publishing, New York, 1998.
44) Glossner, Christian L.: Making of the German Post-war Economy: Political
Communication and Public Reception of the Social Market Economy After World War
Two, I.B.Tauris, London, 2010.
45) Gooch, John: Mussolini and his Generals. The Armed Forces and Fascist Foreign
Policy, 1922-1940. Cambridge University Press, Cambridge, 2007.
46) Goss, Chris, with Rauchbach, Bernd: Luftwaffe Seaplanes, 1939-1945. An Illustrated
History, Crécy Publishing, Manchester, 2002.
47) Groehler, Olaf & Erfurth, Helmut: Hugo Junkers. Ein politisches Essay,
Militärgeschichtliche Skizzen, Militärverlag der Deutschen Demokratischen Republik,
Berlin, 1989.
48) Gröner, E., Jung D. & Maass, M.: Die Deutsche Kriegsschiffe 1815-1945, Band 8/1:
Flussfahrzeuge, Ujäger, Vorpostenboote, Hilfsminensucher, Küstenschutzverbände
(Teil 1), Bernard & Graefe Verlag, Bonn, 1993.
49) Gröner, E: Die Deutsche Kriegsschiffe 1815-1945, Band 4: Hilfsschiffe I:
Werkstattschiffe Tender und Begleitschiffe, Tanker und Versorger, Bernard & Graefe
Verlag, Koblenz, 1986.
50) Gröner, Erich: Die deutschen Kriegsschiffe, 1815-1945, Band 7: Landungsverbände
(II): Landungsfahrzeuge i.e.S. (Teil 2), Landungsfähren,
Landungsunterstützungsfahrzeuge, Transporter; Schiffe und Boote des Heeres,
Schiffe und Boote der Seeflieger/Luftwaffe, Kolonialfahrzeuge, Berhard & Graefe
Verlag, Koblenz, 1990.

956
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

51) Guerrin, Daniel: Fascism and Big Business, Pathfinder Press, New York, 1973.
52) Gunston, Bill: World Encyclopedia of Aero Engines, from Pioneers to the Present Day,
5th Edition, Sutton Publishing, Phoenix Mill, Thrupp, Stroud, Gloucestershire, UK,
2006.
53) Hahn, Paul: Die Griechische Währung und währungspolitische Maßnahmen unter der
Besetzung 1941-1944., Tübingen, 1957.
54) Hamburger, L. L.: How Nazi Germany Controlled Business, Brookings Institution,
Washington, 1943.
55) Harrison, Mark (ed): The Economics of World War II, Six great powers in
international comparison, Cambridge University Press, Cambridge, 1998.
56) Hayes, Peter: From Cooperation to Complicity, Degussa in the Third Reich, Cambridge
University Press, Cambridge, 2004.
57) Hayes, Peter: Industry and Ideology, IG Farben in the Nazi Era (second edition),
Cambridge University Press, Cambridge, 2001 [1987].
58) Hogg, Ian V. and Weeks, John S.: Military Small Arms of the 20th Century, 7th Edition,
Krause Publications, Iola, Wisconsin, USA, 2000.
59) Horst Boog, Gerhard Krebs & Detlef Vogel: Germany and the Second World War,
Volume VII, The Strategic Air War in Europe and the War in the West and East Asia
1943–1944/5, Clarendon Press, Oxford, 2006.
60) James, Harold: The Nazi Dictatorship and the Deutsche Bank, Cambridge University
Press, Cambridge 2004.
61) Kay, Alex J.: Exploitation, Resettlement, Mass Murder. Political and Economic
Planning for German Occupation Policy in the Soviet Union, 1940-1941, Berghahn
Books, New York, 2011 [2006].
62) Kershaw, Ian: The Nazi Dictatorship: Problems and Perspectives of Interpretation,
Bloomsbury Academic (4 edition), London, 2000 [1985].
63) Klein, Burton H.: Germany’s Economic Preparations for War, Harvard University
Press, Cambridge Mass., 1959.
64) Klemann, Hein & Kudryashov, Sergei: Occupied Economies. An Economic History of
Nazi-Occupied Europe, 1939-1945, Berg, London, 2012.
65) Kroener, Bernhard R., Müller, Rolf-Dieter and Umbreit, Hans (eds): Germany and the
Second World War, Vol. 5 Organization and Mobilization of the German Sphere of
Power. Part I: Wartime Administration, Economy, and Manpower Resources, 1939-
1941, Oxford University Press, 2000.

957
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

66) Kroener, Bernhard R., Müller, Rolf-Dieter and Umbreit, Hans (eds): Germany and the
Second World War, Vol. 5 Organization and Mobilization of the German Sphere of
Power. Part II: War Administration, Economy, and Manpower Resources, 1942-
1944/5, Oxford University Press, 2003.
67) Kuczynski, Jürgen: Germany: Economic and Labour Conditions under Fascism,
International Publishers, New York, 1945.
68) Lacroix-Riz, Annie : Industriels et banquiers français sous l'Occupation : la
collaboration économique avec le Reich et Vichy, Armand Colin, Paris, 2010 [1999].
69) Lacroix-Riz, Annie : Le Choix de la défaite : les élites françaises dans les années 1930,
Armand Colin, Paris, (2e édition) 2010 [2006].
70) Lepage, Jean-Denis G. G.: Aircraft of the Luftwaffe, 1935-1945, an Illustrated Guide,
McFarland & Co., Inc. Jefferson, N. Carolina, 2009.
71) Liberman, Peter: Does conquest pay?: the exploitation of occupied industrial
societies, Princeton University Press, Princeton, 1996.
72) Lochner, Luis Paul: Tycoons and Tyrant: German Industry from Hitler to Adenauer,
Henry Regnery Company, Chicago, 1954.
73) Lund, Joachim (ed.): Working for the New Order, European Business under German
Domination, 1939-1945. University Press of Southern Denmark & Copenhagen
Business School Press, Copenhagen, 2006.
74) Macintyre, Ben: For Your Eyes Only: Ian Fleming and James Bond, Bloomsbury
Publishing, London, 2008.
75) Mackay, Ron: Junkers Ju88 (Crowood Aviation Series), The Crowood Press,
Ramsbury, Marlborough, Wiltshire, UK, 2001.
76) Maddison, Angus: The World Economy, 2 Volumes (vol. 1: A Millennial Perspective,
vol. 2: Historical Statistics), Development Centre of the Organisation for Economic
Co-Operation and Development, OECD Publishing, Paris, 2006.
77) Malon, Claude: Occupation, Epuration, Reconstruction. Le monde de l’ entreprise au
Havre (1940-1950), Presses Universitaires de Rouen et du Havre, Mont-Saint-Aignan,
2013.
78) Mazower, Mark: Hitler’s Empire. Nazi Rule in Occupied Europe, Penguin Books,
London, 2009 [2008].
79) McElligott, Anthony and Kirk, Tim (eds): Working Towards the Führer, Manchester
university Press, Manchester, 2003.

958
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

80) Milward, Alan: The German Economy at War, University of London, Athlone Press,
London 1965.
81) Milward, Alan: The New Order and the French economy, Clarendon Press, Oxford,
1970.
82) Milward, Alan: War, Economy and Society, 1939-45, University of California Press,
Berkeley, 1979 [1977].
83) Mogens Pelt: Tobacco, Arms and Politics, Museum Tusculanum Press, Copenhagen,
1998.
84) Mommsen, Hans: (trans.: Elborg Forster & Larry Eugene Jones): The Rise and Fall of
Weimar Democracy, University of North Carolina Press, 1996 [1989], σελ. 256.
85) Murray, Williamson: Strategy of Defeat. The Luftwaffe 1939-45, Air University Press,
Maxwell Air Force Base, Alabama, 1983.
86) Nefors, Patrick: La Collaboration Industrielle en Belgique, 1940-1945, éditions
Racine, Bruxelles, 2006.
87) Neubacher, Hermann : Sonderauftrag Südost, 1940-1945. Bericht eines fliegenden
Diplomanten, Musterschmidt-Verlag, Göttingen, 1957.
88) Neumann, Franz: Behemoth: The Structure and Practice of National Socialism,
Oxford University Press, New York, 1942.
89) Orlow, Dietrich: The Nazis in the Balkans. A Case Study of Totalitarian Politics,
University of Pittsburg Press, 1968.
90) Overy, Richard J.: War and Economy in the Third Reich, Oxford University Press,
Oxford, 1995.
91) Palerait, Michael: The Four Ends of the Greek Hyperinflation of 1941-1946, Museum
Tusculanum Press, University of Copenhagen, 2000.
92) Pegg, Martin: Transporter, Volume One, Luftwaffe Transport Units, 1939-43,
Luftwaffe Colours, Classic Publications, Burgess Hill, UK, 2007.
93) Pegg, Martin: Transporter, Volume Two, Luftwaffe Transport Units, 1943-45,
Luftwaffe Colours, Classic Publications, Burgess Hill, UK, 2007.
94) Petropoulos, Jonathan: Art as Politics in the Third Reich, University of North Carolina
Press, Chappell Hill, 1996.
95) Petropoulos, Jonathan: The Faustian Bargain: The Art World in Nazi Germany,
Oxford University Press, Oxford, 2000.
96) Price, Alfred: The Junkers Ju 88 Night Fighters, Profile Publications, Surrey, UK, 1967.

959
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

97) Price, Alfred: The Luftwaffe in Camera, 1939-1945, History Press, Stroud,
Gloucestershire, UK 2009 [1997, 1998].
98) Reithinger, A., Kiesewetter, B., Grävell, W., Krueger, K. & Schmidt, W. (gesammelte
Beiträge von): Probleme des Europäischen Graswirtschaftsraumes, Junker und
Dünnhaupt Verlag, Berlin, 1942.
99) Reitinger, Anton: Das wirtschaftliche Gesicht Europas, Deutsche Verlags-Anstalt,
Stuttgart, 1936.
100) Rich, Norman: Hitler’s War Aims. The Establishment of the New Order, W. W.
Norton & Company Inc., New York, 1974.
101) Rodogno, Davide: Fascism’s European Empire. Italian Occupation During the
Second World War, Cambridge University Press, Cambridge, 2006.
102) Rousselier-Fraboulet, Daniele: Les entreprises sous l’Occupation. Le monde de la
métallurgie a Saint-Denis, CNRS Editions, Paris, 1998.
103) Schenk, Peter: Kampf um die Ägäis.Die Kriegsmarine in griechischen Gewässern
1941-1945, Verlag E.S. Mittler & Sohn GmbΗ, Hamburg, 2000.
104) Schreiber Gerhard, Stegemann, Bernd, Vogell Detlef (Transl. by Dean S. McMurray,
Ewald Osers and Louise Wilmott): Germany in the Second World War, The
Mediterranean, South-east Europe, and North Africa, 1939-1941: From Italy's
Declaration of Non-belligerence to the Entry of the United States Into the War,
Oxford university Press, Oxford, 1995.
105) Schweitzer, Arthur: Big Business in the Third Reich, Indiana University Press,
Bloomington, 1964.
106) Skartsis, Labros S.: Greek Vehicle and Machine Manufacturers, 1800 to Present: a
Pictorial History, Marathon, 2012 (eBook).
107) Smith Woodruff D.: The Ideological Origins of Nazi Imperialism, Oxford University
Press, New York, 1986.
108) Smyth, Dennis: Deathly Deception: The Real Story of Operation Mincemeat, Oxford
University Press, Oxford, 2010.
109) Sölter, Arno: Das Großraumkartell. Ein Instrument der industriellen Marktordnung
im Neuen Europa, Herausgegeben vom Zentralforschungsinstitut für nationale
Wirtschaftsordnung und Großraumwirtschaft, Dresden, Meinhold
Verlagsgesellschaft, Dresden, 1941.
110) Speer, Albert: Inside the Third Reich. London: Phoenix, 1995 [1970].

960
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

111) Stockhorst, Erich: Fünftausend Köpfe: Wer war was im Dritten Reich, Blick und Bild
Verlag, Velbert, 1967.
112) Thomas, Georg (Herausgegeben von Wolfgang Birkenfeld): Geschichte der
deutschen Wehr- und Rüstungswirtschaft (1918, 1943/45), Harald Boldt Verlag,
Boppard am Rhein, 1966.
113) Thyssen, Fritz: I Paid Hitler, Hodder & Stoughton Ltd, London, 1941.
114) Tomasevich, Jozo: War and Revolution in Yugoslavia, 1941-1945, Occupation and
Collaboration, Stanford University Press, Stanford, 2001.
115) Tooze, Adam: Wages of Destruction, the Making and Breaking of Nazi Economy,
Allen Lane, London, 2006.
116) Turner, Henry Ashby, Jr: German Big Business and the Rise of Hitler, Oxford
University Press, Oxford, 1985.
117) Varashin, Denis (textes présentes par) : Les Entreprises du Secteur de l’Energie sous
l’Occupation, Artois Presses Université, Arras, 2006.
118) Verein Berliner Kaufleute und Industrieller & Wirtschafts-Hochschule, Berlin
(Herausgegeben von): Europäische Wirtschaftsgemeinschaft, Haude & Spenersche
Verlagsbuchhandlung Max Paschke, Berlin, 1942.
119) Verein Deutscher Wirtschaftswissenschafter: Europäische Großraumwirtschaft.
Vorträge gehalten auf der Tagung zu Weimar vom 9.-11. Oktober 1941, Verlag von
Felix Meiner, Leipzig, 1942.
120) Verhoeyen, Ettienne: La Belgique Occupée, de l’ An 40 a la Libération, Bruxelles,
1994.
121) Veyret, Patrick : Lyon 1939-1949. De la collaboration industrielle a l’épuration
économique, La Taillanderie, Châtillon-sur Chalaronne, 2008.
122) Vogt, Harald: Messerschmitt Bf 109 G/K Rüstsätze (Flugzeug Profile Nr. 21),
Flugzeug Publikations GmbH, Illertissen, [χ.χ.].
123) Volkmann, Hans-Erich: Ökonomie und Expansion, Grundzüge der NS-
Wirtschaftspolitik. Ausgewählte Schriften, R. Oldenbourg Verlag, München, 2003.
124) Wagenfürt, Rolf: Die Deutsche Industrie im Kriege (Dritte Auflage), Duncker &
Humblot, Berlin, 2006 [1963].
125) Weinmann, Martin, Keiser, Anne & Krause-Schmitt, Ursula: Das
nationalsozialistische Lagersystem, Zweitausendeins, Frankfurt am Main, 1990.
126) Werner, Constanze: Kriegswirtschaft und Zwangsarbeit bei BMW, Oldenbourg
Verlag, München, 2006.

961
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

127) Wiesen, S. Jonathan: West German Industry & the Challenge of the Nazi Past, 1945-
1955, University of North Carolina Press, Chapel Hill, 2001.
128) Wistrich, Robert S.: Who’s Who in Nazi Germany, Second Edition, Routledge,
London, 2002 [1982].
129) Xydis, Stephen G.: Economy and Finances of Greece under the Occupation, Greek
government office of information, New York, [χ.η. – 1945;].

5) Ελληνόγλωσση βιβλίογραφία

1) [Τράπεζα της Ελλάδος]: Τα Πρώτα Πενήντα Χρόνια της Τραπέζης της Ελλάδος: 1928-
1978, ΤτΕ-ΙΕΤΑ, Αθήνα, 1978.
2) Mazower, Mark: Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, (μετάφραση
Σπύρος Μαρκέτος), ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2002.
3) Mazower, Mark: Η Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, Εκδόσεις
Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1994 [1993].
4) Mazower, Mark (επιμ.): Μετά τον Πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας του
έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις
Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004 [2003].
5) Αγγελόπουλος, Άγγελος Θ.: Οικονομικά. Άρθρα και Μελέτες, 1946-1967, τόμος
πρώτος, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1974.
6) Αγγελόπουλος, Κωνσταντίνος: Φως εις το ζήτημα «των οικονομικών δοσιλόγων»,
[χ.ε.], Αθήνα, 1945.
7) Αλεξάντερ Τζ., Αλεβιζάτος Ν., Βεργόπουλος Κ., Γούνταχαουζ Κ., Θωμαδάκης Σ.,
Ιατρίδης Γ., Κλογκ Ρ., Κουφουδάκης Β., Μαυρογορδάτος Γ., Μπέρεντζεν Λ., Ουίτνερ
Λ., Παπαστράτης Π., Πετρόπουλος Γ., Πόλλις Α., Ρίχτερ Χ., Σβορώνος Ν., Τσουκαλάς
Κ., Φατούρος Α., Φλάισερ Χ., Χόνδρος Γ.: Η Ελλάδα στη Δεκαετία 1940-1950, ένα
Έθνος σε Κρίση, Θεμέλιο, Αθήνα, 2006 [1981].
8) Αναγνωστόπουλος, Ν.: Η Εύβοια υπό Κατοχήν: Συμβολή εις την ιστορικήν έρευναν
του όλου δράματος της Ελλάδος, 2 τόμοι, [χ.ε.], Αθήνα, 1950, 1973.
9) Ανδρικόπουλος, Γιάννης: Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού (Στρατός και πολιτική),
Ιστορικά Τεκμήρια, Διογένης, Αθήνα, 1977.
10) Αρσενίου, Λάζαρος Αρσ.: Η Θεσσαλία στην Αντίσταση, 2 τόμοι, τρίτη έκδοση,
εκδόσεις «Έλλα», Λάρισα, 1999.
11) Άρτσερ, Λαιρντ: Βαλκανικό Ημερολόγιο (1934-1941), βιβλιοπωλείο της «Εστίας»
Ι.Δ.Κολλάρου & Σιας Α.Ε., Αθήνα, 1993.

962
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

12) Αρχηγείον Στρατού/Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού: Η προς Πόλεμον Προπαρασκευή


του Ελληνικού Στρατού 1923-1940, Έκδοσις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Αθήνα,
1969.
13) Βαφόπουλος, Γ. Θ.: Σελίδες Αυτοβιογραφίας, τόμος δεύτερος: η Ανάσταση,
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1971.
14) Βενέζης, Ηλίας: Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος, [χ.ε.], Αθήνα, 1955.
15) Βλάσσης, Κωνσταντίνος Δ. (πρόλογος Δ. Βογιατζής): Οι εξοπλισμοί της Ελλάδος,
1936-1940, εκδόσεις Δούρειος Ίππος, Αθήνα, 2013.
16) Βοβολίνης, Σπύρος Αντ. & Βοβολίνης Κωνστ. Αντ.: Μέγα ελληνικόν βιογραφικόν
λεξικόν, εκδόσεις «Βιομηχανικής Επιθεωρήσεως», Αθήνα, 1958-1962 (5 τόμοι).
17) Βογιατζόγλου, Αλεξάνδρος Ι., Γιοχαλάς Σ., Γρηγοριάδης Μ. & Μοσκώφ Κ.: Τα
Ελληνικά Καπνά εις την Βρετανικήν Αγοράν, ανατύπωση εκ της «επιθεωρήσεως
Κοινων. και Δημοσίας Οικονομικής», τεύχος Δ΄, 1938, Πυρσός, Αθήνα, 1938.
18) Βολταιράκης, Αντ.: Εις την Υπηρεσίαν της Γκεστάπο, [χ.ε.], Αθήνα 1946.
19) Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού: Εφοδιασμοί του Στρατού
εις Υλικά Οπλισμού και Πυρομαχικών Πυροβολικού και Πεζικού και τον Πόλεμον
1940-41, Εκδόσεις Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1982.
20) Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού: Η Τεχνική Πλευρά της
Οχύρωσης της Παραμεθόριας Ζώνης, 1936-1940, Εμπιστευτικό, Έκδοση Διεύθυνσης
Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1987.
21) Γκοτζαμάνης, Σωτήριος: Κατοχικόν Δάνειον και Δαπάναι Κατοχής, [χ.ε.],
Θεσσαλονίκη, 1954.
22) Δαράβαλης, Νούλης: Η Χρυσή Λίρα από Απριλίου 1940 μέχρι και Σήμερον. Όλαι αι
διακυμάνσεις της Τιμής της εις την Επίσημον και Ελευθέραν Αγοράν, [χ.ε.], Αθήνα,
1946.
23) Δελαπόρτα, Παύλου: Το σημειωματάριο ενός Πιλάτου, β΄ έκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα,
1978.
24) Δελιβάνης, Δημήτριος Ι.: Η δραχμή από του Φθινοπώρου 1939 μέχρι της
νομισματικής διαρρυθμίσεως της 25 Ιανουαρίου 1946 και τα πρώτα αποτελέσματά
της, Παπαζήσης, Αθήνα 1946.
25) Δελιβάνης, Δημήτριος Ι. (επιμ. – μεταφ. Μαρία Νεγρεπόντη – Δελιβάνη): Ας
ξαναζήσουμε τον 20ο αιώνα με το ημερολόγιο του Δημήτρη Δελιβάνη, Ιανός,
Θεσσαλονίκη, 1999.

963
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

26) Δερτιλής, Παναγιώτης: Οικονομικά Μέτρα των Ιταλικών Αρχών Κατοχής κυρίως εις
την Επτάνησον και Ανάλυσις των Εξόδων Κατοχής των, [χ.ε.], Θεσσαλονίκη, 1965.
27) Δορδανάς, Στράτος: Έλληνες εναντίον Ελλήνων, ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας
στην κατοχική Θεσσαλονίκη, 1941-1944, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2006.
28) Δορδανάς, Στράτος: Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη. Επιβιώσεις του
δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-1974, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα,
2011.
29) Δρίτσα, Μαργαρίτα: Βιομηχανία και Τράπεζες στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου,
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1990.
30) Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών: Χρονικόν της Εξαετίας 1941-1947,
έκδοση ΕΒΕΑ, Αθήνα, [1948].
31) Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς: Πεπραγμένα του Εμπορικού και
Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς. Περίοδος: Νοέμβριος 1944-Αύγουστος
1948, Ναυτεμπορική, Αθήνα [1948;].
32) Ζαλοκώστας, Χρήστος: Το Χρονικό της Σκλαβιάς, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι. Δ.
Κολλάρου & Σιας Α.Ε., Αθήνα, 1997 [1946].
33) Ιωαννίδης, Γιάννης Β.: Έλληνες και ξένοι κατάσκοποι στην Ελλάδα, 2 τόμοι, Α.
Μαυρίδης, Αθήνα, 1952-54.
34) Καίσαρου-Πανταζοπούλου, Τριανταφυλλιά & Μπελδέκος, Γεώργιος (επιμ.):
Ελληνική Αεροπορία: Συνοπτική Ιστορία, Τόμος Ι: 1908-1944. Γενικό Επιτελείο
Αεροπορίας, Υπηρεσία Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας, Αθήνα, 2000.
35) Καλογρηάς Βάϊος, Κιούσης Γιώργος Α., Κωνσταντινάκου Δέσποινα-Γεωργία,
Μανουσάκης Βασίλης και Χεκίμογλου Ευάγγελος: Η δίκη της Νυρεμβέργης, σειρά
μεγάλες δίκες, αρ. 8, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 2011.
36) Καρκάνης, Νίκος Κ. Οι δοσίλογοι της κατοχής, δίκες παρωδία (ντοκουμέντα,
αποκαλύψεις, μαρτυρίες), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1981.
37) Κατσάμπας, Χριστόφορος Α.: Πιστεύοντας εις το μέλλον. Το χρονικό μιας
προσπάθειας, [χ.ε.], Αθήνα, 1966.
38) Κοκκινόπουλος, Ευτύχιος, επίμ. Ν. Κιτσίκη: Τεχνική Επετηρίς της Ελλάδος, Τόμος Α΄,
Τεύχος 1, Εκδόσεις Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος, Αθήνα, 1935.
39) Κονδάκης, Ανδρέας: Σαράντα άρθρα του για την Ελλάδα, [χ.ε.], Αθήνα, 1942.
40) Κοσμετάτος, Φωκάς Κ.Π.: Η Εισαγωγή της Ιταλικής Ιονικής Δραχμής εις την
Επτάνησον (1941-1943), Κοβάνης, Αθήνα, 1946.

964
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

41) Κοτζαγεώργη-Ζυμάρη, Ξανθίππη (επιμ.): Η βουλγαρική κατοχή στην Ανατολική


Μακεδονία και τη Θράκη 1941-1944. Καθεστώς – Παράμετροι – Συνέπειες,
Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 2002.
42) Κούκουνας, Δημοσθένης: Η Ελληνική Οικονομία κατά την Κατοχή και η Αλήθεια για
τα Κατοχικά Δάνεια, Ερωδιός, Θεσσαλονίκη, 2012.
43) Κούκουνας, Δημοσθένης: Ιστορία της Κατοχής 1941-1944, τόμος 5: Γερμανική και
Ιταλική Κατασκοπεία, εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα 2010.
44) Κούκουνας, Δημοσθένης: Ιστορία της Κατοχής, τόμος 3: Η Πρώτη Κατοχική
Κυβέρνηση Τσολάκογλου, εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα, 2009.
45) Κωστελένος, Γεώργιος, Βασιλείου, Δημήτριος, Κουνάρης, Εμμανουήλ, Πετμεζάς,
Σωκράτης & Σφακιανάκης, Μιχαήλ: Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, 1830-1939, Πηγές
οικονομικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας : ποσοτικά στοιχεία και στατιστικές
σειρές, Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας και Κέντρο Προγραμματισμού και
Οικονομικών Ερευνών, Αθήνα, 2007.
46) Λογοθετόπουλος, Κ.: Ιδού η αλήθεια, [χ.ε.], Αθήνα 1948.
47) Μαγκλιβέρας, Κωνσταντίνος Δ.: Το Ζήτημα των Πολεμικών Επανορθώσεων για τις
Λεηλασίες κατά την Ναζιστική Κατοχή της Ελλάδος: η Περίπτωση του Νομισματικού
Χρυσού των Εβραίων, Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος, Αθήνα, 2009.
48) Μαγκριώτης, Δημήτριος Ι.: Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα Κατοχής, 1941-1944,
Φόρμιγξ, Αθήνα, 1996 [1949].
49) Μανουσάκης, Γιώργης: Όταν το πέλμα μας εταίριαζε με το χώμα. Μυθιστόρημα
χωρίς μύθο, Φιλολογικός Σύλλογος «Ο Χρυσόστομος», Χανιά, 2000.
50) Μαργαρίτης Γιώργος (επιμ.), Ιστορία των Ελλήνων. Η Ελλάδα στον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο 1940-1944, 13ος τόμος: ‘Σύγχρονος Ελληνισμός 1940-1949’, εκδόσεις Δομή,
Αθήνα, χ.χ.
51) Μαργαρίτης, Γιώργος: Προαναγγελία Θυελλωδών Ανέμων… Ο πόλεμος στην
Αλβανία και η πρώτη περίοδος της κατοχής, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009.
52) Μάτζαρης, Αχιλλέας Ι.: Γεωργική παραγωγή και καπνική πολιτική, Τυπογραφικά και
βιβλιοδετικά καταστήματα Νικολάου Τιλπέρογλου, Αθήνα, 1939.
53) Μαυρογορδάτος, Γιώργος Θ. και Χατζηιωσήφ, Χρήστος (επιμέλεια): Βενιζελισμός
και Αστικός Εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1988.
54) Μέλιος, Νίκος & Μπαφούνη, Ευαγγελία (συλλογή – καταγραφή): Τιτάν, 100 Χρόνια,
Ινστιτούτο Μελέτης της Τοπικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Επιχειρήσεων
(ΙΜΤΙΙΕ), Αθήνα, 2002.

965
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

55) Μελισσηνού Ι., Αρχείο (επιμ. Ι. Μαλακάση): Το Ναυτικό στον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο. Η Συνολική Προσφορά της Ελληνικής Εμπορικής Ναυτιλίας (Ιστιοφόρου και
Ατμοπλόου) 1940-1945, 2 τόμοι, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Επιστημονική Επετηρίδα
Φιλοσοφικής Σχολής, Δωδώνη: Παράρτημα αρ. 60, Ιωάννινα, 1995.
56) Μερκούρη, Μελίνα: Γεννήθηκα Ελληνίδα, Ζάρβανος, Αθήνα, 1995 [1971].
57) Μιτσοτάκη Κλαίρη (εκδοτική φροντίδα): Μέρες του ’43. Η καθημερινή ζωή στην
κατεχόμενη Κρήτη, πεπραγμένα επιστημονικού συμποσίου, Εταιρεία Κρητικών
Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2012.
58) Μιχαηλίδης, Ιάκωβος, Νικολακόπουλος, Ηλίας και Φλάισερ, Χάγκεν (επιμέλεια):
«Εχθρός» Εντός των Τειχών. Όψεις του Δωσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής,
Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2006.
59) Μον, Πωλ: Η αποστολή μου στην κατεχόμενη Ελλάδα, Εταιρεία Μελέτης Ελληνικής
Ιστορίας/Εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα, 2000.
60) Μουζάκης, Ελευθέριος: Αυτοβιογραφία Ελευθέριος Μουζάκης: Ντοκουμέντο μιας
ζωής, Κέδρος, Αθήνα, 1997.
61) Μουσμούτης, Ν. Δ.: Εισόδημα, Κατανάλωσις και αι συνθήκαι διατροφής,
ανατύπωσις εκ των «Οικονομικών και Εμπορικών Φύλλων», Αθήνα, 1946.
62) Μπακάλμπασης, Α. Γ.: Η Οικονομία της Ελλάδος και η Ωργανωμένη Ιδιωτική
Πρωτοβουλία κατά την Περίοδον της Κατοχής, 1941-1944, τυπογραφείο Α. Σιδέρη &
Γ. Μπάντη, Αθήνα, 1944.
63) Παμπούκας Γεώργιος Β.: Ο Φασισμός και αι Ιδεολογικαί του Βάσεις, καταστήματα
Νικ. Τιλπέρογλου, Αθήνα, 1940.
64) Παμπούκας Γεώργιος: Το έργον μου εν τω Υπουργείον της Γεωργίας κατά την
Κατοχήν, [χ.ε.], Αθήνα, 1946.
65) Πανσεληνά, Γεωργία Μ. & Μαυροειδή, Μαρία: Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών
1907-2007. Ένας αιώνας στην υπηρεσία της επιχειρηματικής ιδέας, ΣΕΒ/Εκδόσεις
Κέρκυρα, Economia Publishing, Αθήνα, 2007.
66) Πανταζόπουλος, Θ. Δ.: Η ταμειακή στενότης στο Ναύπλιον κατά την Κατοχή και η
έκδοσις τοπικού νομίσματος, (επανέκδοσις του από Δεκεμβρίου 1945 εκδοθέντος
στο Ναύπλιον εντύπου, εξαντληθέντος), [χ.ε.], Αθήνα, 1963.
67) Παπάγος, Αλέξανδρος: Ο Ελληνικός Στρατός και η προς Πόλεμον Προπαρασκευή του
από Αυγούστου 1923 μέχρι Οκτωβρίου 1940, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν, Αθήνα,
1997.

966
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

68) Περράκης, Στ. (επιμ.): Το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων στην Ελλάδα.
Διεθνείς και εθνικές διαστάσεις, εκδόσεις Σιδέρης, Αθήνα, 2012.
69) Πετρόπουλος, Νίκος Ι.: Αναμνήσεις και Σκέψεις ενός Παλαιού Ναυτικού, 3 μέρη,
[χ.ε.], Αθήνα, 1970-72.
70) Πετσόπουλος Γιάννης: Τα Πραγματικά Αίτια της Διαγραφής μου από το ΚΚΕ. Κριτική
μιας πολιτικής καιροσκοπίας και προδοσίας, χ.ε., Αθήνα, 1946.
71) Πρόφης, Θωμάς Σ.: Η τραγωδία του Κορωπίου : 8-9 Οκτωβρίου 1944 : οι μύθοι, οι
πλαστογράφοι και η αλήθεια, [χ.ε.], Κορωπί, 2006.
72) Ράλλης, Γεώργιος Ι: Κοιτάζοντας πίσω, εκδόσεις Ερμείας, Αθήνα, 1993.
73) Σμπαρούνης, Αθανάσιος: Μελέται και Αναμνήσεις εκ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου,
[χ.ε.], Αθήνα, 1950.
74) Σπηλιωτόπουλος, Επαμεινώνδας: Ένας έφηβος στην Κατοχή, Σύλλογος προς
Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα, 2007.
75) Στεριώτης, Πέτρος Ι.: Προσπάθιαι Άξιαι Τιμής, Ι.Γ. Παπανικολάου, Αθήνα, 1945.
76) [Συλλογικό]: Επιστημονικό Συμπόσιο στη Μνήμη Νίκου Σβορώνου (30 και 31
Μαρτίου 1990), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας
(ιδρυτής Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα, 1993.
77) [Συλλογικό]: Οι Έλληνες ζωγράφοι. Τόμος πρώτος: Από τον 19ο αιώνα στον 20ο,
εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα, 1974.
78) Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων: Η Ελληνική Βιομηχανία και οι Επικριταί της,
[Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων], Αθήνα, 1945.
79) Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων: Η Ελληνική Βιομηχανία και οι Επικριταί της,
[Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων], Αθήνα, 1945.
80) Σφήκας, Θανάσης Δ.: Η Ελλάδα και ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος. Ιδεολογία,
οικονομία, διπλωματία. Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα, 2000.
81) Σωτηρόπουλος, Βρασίδας Χ.: Μποδοσάκης, Ερμείας, Αθήνα, [χ.χ.].
82) Τσολάκογλου, Γεώργιος Κ.Σ.: Απομνημονεύματα, Έκδοση «Ακροπόλεως, Αθήνα,
1959.
83) Τσοτσορός, Στάθης Ν.: Η συγκρότηση του βιομηχανικού κεφαλαίου στην Ελλάδα
(1898-1939), 2 τόμοι, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1993.
84) Τσουλφίδης, Λευτέρης: Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις
Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη, 2013.
85) Υπουργείον Συντονισμού, Επιτροπή Ερεύνης Εθνικού Εισοδήματος και Επενδύσεων:
Το Εθνικόν Εισόδημα της Ελλάδος κατά το Έτος 1947, Αθήνα, Φεβρουάριος 1949.

967
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

86) Φιλίππου, Κωνσταντίνος Α.: Διαδρομή ενός Αιώνα, 1900-2000. Από τα αρχεία και τις
αναμνήσεις του Αλεξάνδρου και του Κωνσταντίνου Φιλίππου, Τζεϊ & Τζεϊ Ελλάς,
Πειραιάς, 2007.
87) Φλάισερ, Χ. & Σβορώνος, Ν. (Επιμ.): Η Ελλάδα 1936-1944. Δικτατορία, Κατοχή,
Αντίσταση, Μορφωτικό Ινστιτούτο ΑΤΕ, Αθήνα, 1989.
88) Φλάισερ, Χάγκεν (επιμ.): Η Ελλάδα ’36- ’49, από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο, τομές
και συνέχειες, Καστανιώτης, Αθήνα, 2003.
89) Φλάισερ, Χάγκεν (επιμ.): Κατοχή, Αντίσταση, 1941-1944, σειρά «Έξι Στιγμές του
Εικοστού Αιώνα», Τα Νέα/ΔΟΛ, Αθήνα, 2010.
90) Χαραλαμπίδης, Μενέλαος: Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα,
εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2012.
91) Χατζηϊωάννου, Μαρία Χριστίνα, Μαυροειδή, Μαρία (επιμ. Γεωργία Μ. Πανσεληνά):
Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών, 1902-2002: Ιστορική αναδρομή στη συλλογική
συνείδηση των εμπόρων. Εκδόσεις Κέρκυρα, Αθήνα, 2002.
92) Χατζηιωσήφ, Χρήστος (επιμ.): Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τόμος Β1, 1922-
1940, ο Μεσοπόλεμος, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2002.
93) Χατζηιωσήφ, Χρήστος, Παπαστράτης, Προκόπης (επιμ.): Ιστορία της Ελλάδας του
20ου αιώνα, τόμος Γ2, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατοχή – Αντίσταση, 1940-
1945, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2007.
94) Χατζηιωσήφ, Χρήστος (επιμ.): Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τόμος Δ1, 1945-
1952, Ανασυγκρότηση, Εμφύλιος Παλινόρθωση, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2009.
95) Χατζηιωσήφ, Χρήστος: Η Γηραιά Σελήνη. Η βιομηχανία στην Ελλάδα, 1830-1940.
Θεμέλιο, Αθήνα, 1993.
96) Χατζιώτης, Κώστας Χ: Πρόδρομός Μποδοσάκης Αθανασιάδης, 1891-1979, Ίδρυμα
Μποδοσάκη, Αθήνα, 2005.
97) Χιονίδου, Βιολέτα: Λιμός και Θάνατος στην Κατοχική Ελλάδα, 1941-44, (μετάφραση
Δημ. Μιχαήλ), Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2011.
98) Χονδροματίδης, Ιάκωβος Π.: Η Μαύρη σκιά στην Ελλάδα. Εθνικοσοσιαλιστικές και
φασιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, και της Κατοχής (1941-44),
Περισκόπιο, Αθήνα, 2001.

6) Άρθρα/Working Papers

1) [-]: “Goebbel's Speech of Jan. 30, 1943”, Bulletin of International News, Vol. 20, No.
3 (Feb. 6, 1943), σσ. 104-105.

968
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

2) Arnold, Klaus Jochen & Lübbers, Gert C.: “The Meeting of the Staatssekretäre on 2
May 1941 and the Wehrmacht: A Document up for Discussion”, Journal of
Contemporary History, Vol. 42, 2007, σσ. 613-626.
3) Baker, David: "The political economy of fascism: Myth or reality, or myth and
reality?", New Political Economy, Volume 11, Issue 2, June 2006, σσ. 227-250.
4) Baldorf, Marcel & Scherner, Jonas: “France’s Occupation Costs and the War in the
East: The Contribution to the German War Economy, 1940-4”, Journal of
Contemporary History, vol. 47 no. 2 (4/2012), σσ. 291-316.
5) Bel, Germà: “Against the mainstream: Nazi privatization in 1930s Germany”, The
Economic History Review, vol. 63, issue1, (Feb. 2010), σσ. 34-55.
6) Boldorf, Marcel & Scherner, Jonas: “France’s Occupation Costs and the War in the
East: The Contribution to the German War Economy, 1940-4”, Journal of
Contemporary History, 47(2), σσ. 291-316.
7) Brunner, Max: “Vom Sinn der Großraumwirtschaft”, Zeitschrift für die gesamte
Staatswissenschaft / Journal of Institutional and Theoretical Economics, Bd. 103, H.
1. (1943), σσ. 119-136.
8) Buchheim, Christoph & Scherner, Jonas: “Corporate Freedom of Action in Nazi
Germany: A Response to Peter Heyes”, Bulletin of the German Historical Institute
(45), Fall 2009.
9) Buchheim, Christoph και Scherner, Jonas: “The Role of Private Property in the Nazi
Economy: The Case of Industry”, The Journal of Economic History, Vol. 66, No. 2
(June 2006), σσ. 390-416.
10) Buchheim, Christoph: “Die Besetzten Länder im Dienste der deutschen
Kriegswirtschaft während des zweiten Weltkriegs. Ein Bericht der Forschungsstelle
für Wehrwirtschaft“, Vierteljahrshefte für Zeitgeschichte, 34. Jahrg., H. 1 (Jan., 1986),
σσ. 117-145.
11) Christidis, T.C.: “Les tabacs d’orient et le commerce Hellénique”, στο Bulletin de la
Chambre de Commerce et d’Industrie, Ιανουάριος 1940.
12) Fisher, Allan G. B.: “The German Trade Drive in South-Eastern Europe” στο:
International Affairs (Royal Institute of International Affairs 1931-1939), Vol. 18, No.
2 (Mar. - Apr., 1939), σσ. 143-170.
13) Gillingham, John: “The Baron de Launoit: a Case Study in the ‘Politics of Production’
of Belgian Industry during Nazi Occupation”, Revue Belge d’Histoire Contemporaine,
V (1974), 1-2, σσ. 1-59.

969
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

14) Gregor, Neil: “Big Business and the 'Blitzkriegswirtschaft': Daimler-Benz AG and the
Mobilisation of the German War Economy, 1939-42”, Contemporary European
History, Vol. 6, No. 2 (Jul., 1997), σσ. 193-208.
15) Hachtmann, Rüdiger: “Industriearbeiterinnen in der deutschen Kriegswirtschaft
1936 bis 1944/45“, Geschichte und Gesellschaft, 19. Jahrg., H. 3, Rassenpolitik und
Geschlechterpolitik im Nationalsozialismus (Jul. - Sep., 1993), σσ. 332-366.
16) Harisson, Mark: “Resource mobilization for World War II: the U.S.A., U.K., U.S.S.R.
and Germany, 1938-1945“,Economic History Review, New Series, Vol. 41, No. 2, May
1988 σσ. 171-192.
17) Harvey, S. : «L'Effort de Guerre Italien et le Bombardement Stratégique de l'Italie»,
Revue d'histoire de la Deuxième Guerre mondiale et des conflits contemporains, 36e
Année, No. 143, Sur l'Italie Fasciste (Juillet 1986), σσ. 61-77.
18) Hayes, Peter: “Corporate Freedom of Action in Nazi Germany”, Bulletin of the
German Historical Institute (45), Fall 2009.
19) Hayes, Peter: “Fritz Roessler and Nazism: The Observations of a German
Industrialist, 1930-37”, Central European History, vol. 20, no. 1 (Mar. 1987), σσ. 58-
79.
20) Hayes, Peter: “Rejoinder”, Bulletin of the German Historical Institute (45), Fall 2009.
21) Herbert, Urlich: “Forced Laborers in the Third Reich: An Overview”, International
Labor and Working-Class History, No. 58 (Watime Economies and the Mobilization of
Labor, Fall 2000), σσ. 192-218.
22) Hoffmann, Stanley: "Collaborationism in France during World War II", Journal of
Modern History 40, no. 3 (September 1968), σσ. 375-95.
23) Kaiser, David: ‘Debate Germany, “Domestic Crisis” and War in 1939, Past and
Present (1989), vol. 122(1), σσ. 200-205.
24) Kaldor, Nicolas: “The German War Economy”, Review of Economic Studies, Vol. 13,
No. 1 (1945-46), σσ. 33-52.
25) Kostelenos, G.”: “Historical Estimates of National Accounts Magnitudes in Greece:
1830-1939”, Σπουδαί, τόμος 53, τεύχος 1ο (2003), Πανεπιστήμιο Πειραιώς, σσ. 37-
64.
26) Longerich, Peter: “Joseph Goebbels und der Totale Krieg. Eine unbekannte
Denkschrift des Propagandaministers vom 18. Juli 1944“, Vierteljahrshefte für
Zeitgeschichte, 35. Jahrg., 2. H. (Apr., 1987), σσ. 289-314.

970
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

27) Mason, Tim: ‘Debate Germany, “Domestic Crisis” and War in 1939, Past and Present
(1989), vol. 122(1), σσ. 205-221.
28) Michel Fabréguet : «Une entreprise concentrationnaire SS. La société des terres et
pierres allemandes (1938-1945) », Vingtième Siècle. Revue d'histoire, No. 54 (Apr. -
Jun., 1997), σσ. 51-60.
29) Milward, Alan S.: “French Labour and the German Economy, 1942-1945: An Essay on
the Nature of the Fascist New Order”, The Economic History Review, New Series, Vol.
23, No. 2 (Aug., 1970), σσ. 336-351.
30) Occhino, Filippo, Oosterlinck, Kim & White, Eugene N.: “How Much Can a Victor
Force the Vanquished to Pay? France under the Nazi Boot”, The Journal of Economic
History, vol. 68, No. 1, March 2008, σσ. 1-45.
31) Occhino, Filippo, Oosterlinck, Kim & White, Eugene N.: “How Occupied France
Financed its own Exploitation in World War II”, National Bureau of Economic
Research, Working Paper 12137, March 2006.
32) Occhino, Filippo, Oosterlinck, Kim & White, Eugene N.: “How Occupied France
Financed its own Exploitation in World War II”, The American Economic Review, Vol.
97, No. 2 (May 2007), σσ. 295-299.
33) Oosterlinck, Kim: “Art as a Wartime Investment: Conspicuous Consumption and
Discretion”, CEB Working Paper N° 13/039, October 2013.
34) Oosterlinck, Kim: “The Price of Degenerate Art”, CEB Working Paper N° 09/031, May
2011.
35) Overy, Richard J.: “Mobilization for Total War in Germany, 1939-45”, English
Historical Review, Vol. 103. No. 408 (Jul. 1988), σσ. 613-639.
36) Overy, Richard J.: “Reply”, Past and Present, vol. 122 issue 1 (February 1989), σσ.
200-205.
37) Overy: ‘Germany, “Domestic Crisis” and War in 1939’, Past and Present vol. 116,
issue 1 (August 1987), σσ. 138-168.
38) Palyi, Melchior: “Economic Foundations of the German Totalitarian State”, The
American Journal of Sociology, Vol. 46, No. 4, Jan. 1941, σσ. 469-486.
39) Radtke-Delacor, Arne: “Produire pour le Reich: Les Commandes Allemandes à
l’Industrie Française (1940-44) “, Vingtième Siècle. Revue d’Histoire, No. 70 (Apr.-Jun.
2001), σσ. 99-115.
40) Reinhart, Carmen M. & Rogoff, Kenneth S. "From Financial Crash to Debt Crisis,"
American Economic Review, American Economic Association, vol. 101 (5, August

971
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

2011), σσ. 1676-1706 (για τη βάση δεδομένων βλ.:


http://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q=&esrc=s&source=web&cd=10&ved=0CKAB
EBYwCQ&url=http%3A%2F%2Fwww.reinhartandrogoff.com%2Fuser_uploads%2Fdat
a%2F18_data.xls&ei=paxnU8-
QJu6V0QWN7YHoDg&usg=AFQjCNE9SiuS3sZMeNMOKDaXfVSintpibQ&sig2=aA7bIE4
t_Kmg2h93sLALGw&bvm=bv.65788261,d.d2k).
41) Sarti, Roland: “Fascism and the Industrial Leadership in Italy before the March on
Rome”, Industrial and Labor Relations Review, Vol. 21, No. 3 (Apr., 1968), σσ. 400-
417.
42) Sarti, Roland: “Mussolini and the Italian Industrial Leadership in the Battle of the Lira
1925-1927”, Past and Present, No. 47 (May, 1970), σσ. 97-112.
43) Satri, Roland: “Fascism and the Industrial Leadership before the March on Rome”,
Industrial and Labor Relations Review Vol. 21, No. 3 (Apr., 1968), σσ. 400-417.
44) Scherner, Jonas: „Der deutsche Importboom während des Zweiten Weltkriegs: Neue
Ergebnisse zur Struktur der Ausbeutung des besetzten Europas auf der Grundlage
einer Neuschätzung der deutschen Handelsbilanz“, Historische Zeitschrift, 294
(2012), 1, σσ. 79-113.
45) Schmelzer, Janis & Seckendorf, Martin: „IG Farbenindustrie AG und deutsche
Okkupationspolitik in Griechenland. Ein bislang nicht beachtetes Dokument vom
21.April 1941”, Sozial.Geschichte τ. 20, τεύχος 2 (2005), σσ. 33-48.
46) Schweitzer, Arthur: "Big Business and Private Property under the Nazis”, The Journal
of Business of the University of Chicago, Vol. 19, No. 2 (April 1946), σσ. 99-126.
47) Schweitzer, Arthur: "Big Business and the Nazi Party in Germany”, The Journal of
Business of the University of Chicago, Vol. 19, No. 1 (January 1946), σσ. 1-24.
48) Schweitzer, Arthur: “Profits under Nazi Planning”, The Quarterly Journal of
Economics, Vol. 61, No. 1 (Nov., 1946), σσ. 1-25.
49) Schweitzer, Arthur: “Review” (Reviewed works: How Nazi Germany Has Controlled
Business by L. Hamburger, The Nazi Economic System: Germany's Mobilization for
War by Otto Nathan with the collaboration of Milton Fried), The Journal of Political
Economy, Vol. 54, No. 1 (Feb., 1946), σσ. 84-86.
50) Seidler, Franz W.: “Das Nationalsozialistische Kraftfahrkorps und die Organisation
Todt im Zweiten Weltkrieg. Die Entwicklung des NSKK bis 1939“, Vierteljahrshefte
für Zeitgeschichte, 32. Jahrg., H. 4 (Dec., 1984), σσ. 625-636.

972
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

51) Sinclair, Peter R.:”Fascism and Crisis in Capitalist Society”, New German Critique, No.
9 (Autumn, 1976), σσ. 87-112.
52) Spoerer, Mark & Fleischhacker, Jochen: “Forced Laborers in Nazi Germany:
Categories, Numbers, and Survivors”, στο: Journal of Interdisciplinary History, Vol. 33
No. 2 (Autumn, 2002), σσ. 169-204.
53) Spoerer, Mark: “Profitierten Unternehmen von KZ-Arbeit? Eine kritische Analyse der
Literatur“, Historische Zeitschrift, Bd. 268, H. 1 (Feb., 1999), σσ. 61-95.
54) Surányi-Unger, Theo: “Der Kampf um die Großraumwirtschaft“, Zeitschrift für die
gesamte Staatswissenschaft / Journal of Institutional and Theoretical Economics, Bd.
101, H. 3. (1941), σσ. 417-447.
55) Tooze, Adam J.: “No Room for Miracles: German Industrial Output in World War II
Reassessed”, Geschichte und Gesellschaft, 31. Jahrg., H. 3, Südasien in der Welt (Jul.-
Sep, 2005), σσ. 439-464.
56) Turner, Henry Ashby Jr. : «Fritz Thyssen und "I Paid Hitler"», Vierteljahrshefte für
Zeitgeschichte, 19. Jahrg., 3. H. (Jul., 1971), σσ. 225-244.
57) Turner, Henry Ashby, Jr.: «Hitler's Secret Pamphlet for Industrialists 1927», The
Journal of Modern History, Vol. 40, No. 3 (Sep., 1968), σσ. 348-374.
58) Turner, Henry Ashby, Jr: “Big Business and the Rise of Hitler”, The American
Historical Review, vol 75, no 1, Oct. 1969, σσ. 56-70.
59) Vöchting, Friedrich: “Vom Welthandel zur Großraumwirtschaft”,
Weltwirtschaftliches Archiv, 55. Bd. (1942), σσ. 1-33.
60) Δερτιλής, Παναγ. Β.: « Αριθμοί και Κείμενα των Εξόδων Κατοχής και η Αξίωσις της
Ελλάδος», Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, έτος 44ο, τόμος 44ος
(1964), τεύχος Γ΄, Ιούλιος – Σεπτέμβριος, σσ. 489-517.
61) Δερτιλής, Παναγιώτης Β.: Τα Έξοδα ιδίως των Γερμανικών Αρχών Κατοχής και η
Σύμβασις της Χάγης, ανάτυπο εκ του μηνός Μαΐου 1965 του Δελτίου του Ε.Β.Ε.Θ.,
Θεσσαλονίκη 1965.
62) Μανουσάκης, Γιώργης: «Στα γερμανικά στρατόπεδα (μια μαρτυρία)», Νέα Εστία,
έτος 78ο, τόμος 155ος, τεύχος 1766, Απρίλιος 2004, σσ. 557-565.
63) Μπουρνόβα, Ευγενία: «Θάνατοι από πείνα: η Αθήνα το χειμώνα του 1941-42»,
Αρχειοτάξιο, τεύχος 7, Μάιος 2005, σσ. 52-73.
64) Νικόπουλος, Παναγιώτης: «Ημερολόγιο Αιχμαλωσίας» (μεταγραφή – επιμέλεια Κ.Γ.
Τσικνάκης), Νέο Πλανόδιον, τεύχος 1, χειμώνας 2013-2014, σσ. 149-159.

973
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

65) Παπαστεφανάκη, Λήδα: «Από τα ορυκτά για το Γ΄ Ράιχ στα ορυκτά για την ‘άμυνα
της Δύσεως’: η εξορυκτική δραστηριότητα στην Ελλάδα, 1941-1966», Ιστορικά,
τόμος εικοστός ένατος, τεύχος 57, Δεκέμβριος 2012, σσ. 367-408.
66) Συγγελάκης, Αριστομένης Ι.: «Δικαιοσύνη και αποζημίωση! Το ζήτημα των
γερμανικών οφειλών: Το παρόν ως ιστορία», Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου,
Έρευνας και Κριτικής, τετράδιο 62ο/63ο, Καλοκαίρι/Φθινόπωρο 2013, σσ. 57-74.
67) Συνοδινός, Ζήσιμος Χ.: «Η μάχη των χρεογράφων (Οκτώβριος 1943). Κορυφαία
αντιστασιακή πράξη των εργαζομένων στην Εθνική Τράπεζα», Αρχειοτάξιο, τεύχος
9, Μάιος 2007, σσ. 134-160.

7) Μελέτες και διατριβές

49) Bezukladov, V.F., Amel’yanovich, K.K., Verbitskiy V.D., Bogoyavlenkskiy, L.P. (transl.
Lloyd G. Robbins): Ships Made of Reinforced Concrete (Design, Strength and
Construction Technology), Publication AD680042, Scientific Documentation Division
(205), Naval Ship Systems Command, Department of the Navy, Washington D.C.,
1968.
50) Etmektsoglou-Koehn, Gabriella: Axis Exploitation of Wartime Greece, 1941-43,
αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Emory University, 1995.
51) Giltner, Philip W.: German Economic Relations with Occupied Denmark, 1940-45,
and the Extraordinary Industrial Deliveries, διδακτορική διατριβή, University of
Toronto, Canada, 1997.
52) Kousouris, Dimitris: Une épuration ordinaire: Les procès des collaborateurs en Grèce
(1944-1949) comme composante de la reconstruction judiciaire en Europe,
αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή École des Hautes Études en Sciences Sociales,
Paris, 2009.
53) Lavache, Mark L.: Concrete Ships, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, Department
of Geography and Marine Affairs, University of Rhode Island, 1978.
54) League of Nations: Food, Famine and Relief, 1940-46, League of Nations
Publications, Geneva, 1946.
55) Manoussakis, Vassilis: “The Business Elites of occupied Europe and the end of Nazi
“New Order”: the cases of Greece and Belgium”, στο: Οι «Αγορές» και η Πολιτική,
Ιδιωτικά συμφέροντα και δημόσια εξουσία (18ος-20ός αιώνας), πρακτικά του 2ου
Διεθνούς Συνεδρίου Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ελληνικής Εταιρείας
Οικονομικής Ιστορίας και του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής

974
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (10 - 12 Φεβρουαρίου 2012). (υπό


έκδοση).
56) Vonyó, Tamás: Post-War Reconstruction and the Economic Miracle: The Dynamics of
West German Economic Growth during the 1950s and 1960s, αδημοσίευτη
διδακτορική διατριβή, University of Oxford, 2010.
57) Αγαπητίδης Σ.-Πιζάνιας Ν.: «Διαιτητική- Το κόστος στοιχειώδους συντηρήσεως κατά
την περίοδον της κατοχής (1940-1941)» [sic], Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών,
Συνεδρία 31 Μαΐου 1945 (σελ. 280-290).
58) Ανώτατον Οικονομικόν Συμβούλιον: το εξωτερικόν εμπόριον της Ελλάδος και αι
συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων, Αθήνα, 1933.
59) Βογιατζής, Δημήτρης: Η Εισαγωγή της Στρατιωτικής Αεροπορικής Τεχνολογίας στην
Ελλάδα, 1912-1940, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, ΕΚΠΑ και ΕΜΠ
(Διαπανεπιστημιακό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας των
Επιστημών και της Τεχνολογίας), Αθήνα, 2009.
60) Δεληγιάννης Αντ. Αθ.: Τα βιομηχανικά και μεταλλουργικά συγκροτήματα Αχελώου
και Αλιάκμονος, Μελέται Οικονομοτεχνικαί Ανασυγκροτήσεως και Αξιοποιήσεως
της Ελλάδος, Ομοσπονδία Τεχνικών Επιστημόνων και Ειδικών, Αθήνα, 1946.
61) Δημητριάδου – Λουμάκη, Μαρία: Η γερμανική οικονομική και πολιτική διείσδυση
στην Ελλάδα τη δεκαετία 1920-1930, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πάντειο
Πανεπιστήμιο, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Αθήνα, 2010.
62) Καβάλα, Μαρία: «Οικονομική απογραφή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης το
Φεβρουάριο του 1943: Πόσο πλούσιοι ήταν οι Εβραίοι της πόλης;», τόμος για τα 70
χρόνια από το Ολοκαύτωμα στη Θεσσαλονίκη, University Studio Press, Θεσσαλονίκη
2014 (προς δημοσίευση).
63) Καβάλα, Μαρία: Η Θεσσαλονίκη στη Γερμανική Κατοχή (1941-1944): Κοινωνία,
Οικονομία, Διωγμός Εβραίων. Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή που εκπονήθηκε
στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 2009.
64) Μαυροειδή, Μαρία Δ.: Η ελληνική μηχανουργία στην περίοδο 1920-1950 και η
τεκμηρίωση ιστορικού μηχανολογικού εξοπλισμού, Αδημοσίευτη διδακτορική
διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τμήμα
Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, Μυτιλήνη 2010.
65) Σκαλιδάκης, Γιάννης: Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (1944). Ένας
τύπος επαναστατικής εξουσίας: Πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές παράμετροι.

975
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

διδακτορική διατριβή στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη,


2012.
66) Τζαφλέρης, Νίκος: Επιβίωση και αντίσταση στο Βόλο την περίοδο της κατοχής,
1941-1944, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2007.

8) Λευκώματα κλπ.

1) Δοξιάδης, Απόστολος: Αι Θυσίαι της Ελλάδος στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο,


Γραφικαί Τέχναι Ασπιώτη – ΕΛΚΑ, Αθήνα;, [χ.η.], 1946.
2) Παπαϊωάννου, Βούλα (φωτογραφία)/Κωνσταντίνου, Φανή, Weber, Johanna και
Πετσόπουλος, Σταύρος (Επιμέλεια): Η Φωτογράφος Βούλα Παπαϊωάννου. Από το
Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, Εκδόσεις Άγρα/Μουσείο Μπενάκη,
Αθήνα 2006.

9) Διαδίκτυο

1) “Die Gliederung der deutschen Luftwaffenverbände im Mittelmeerraum“,


http://www.lexikon-der-wehrmacht.de/OrdersofBattle/Mittelmeer.htm
2) “Junkers’ Abschied”, http://www.junkers.de/unternehmen/junkers/abschied
3) Aly, Götz: “The logic of horror The time is ripe for a complete overhaul of the
historical contextualisation of the Holocaust”, 12/6/2006 (μετάφραση γερμανικού
κειμένου από την γερμανική εφημερίδα Die Zeit on 1/6/2006),
http://www.signandsight.com/features/800.html.
4) Arcadja, Auctions results: Constantinos Volanakis,
http://www.arcadja.com/auctions/en/volanakis_constantinos/artist/111858/.
5) Barro – Ursúa: Macroeconomic Data Set, Harvard University, 2010,
http://rbarro.com/data-sets/
6) Barro, Robert J. and Ursúa, José F.: "Macroeconomic Crises since 1870", Brookings
Papers on Economic Activity, Spring 2008, pp. 255-335: Online Appendix
scholar.harvard.edu/files/barro/files/macrocrisessince1870_08_0614.xls.
7) Bolt, J. and van Zanden, J. L.: “The First Update of the Maddison Project; Re-
Estimating Growth Before 1820”, Maddison Project Working Paper 4, 2013,
http://www.ggdc.net/maddison/maddison-project/data.htm.
8) Calvin College: German Propaganda Archive/Goebbels Miscellaneous Speeches/Total
War: http://www.calvin.edu/academic/cas/gpa/goeb36.htm.

976
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

9) Capital.gr: «Έλληνες ζωγράφοι στα ξένα», 8/5/2010,


http://www.capital.gr/news.asp?id=964053.
10) Deutsche Biographie: Siebel, Friedrich (Fritz) Wilhelm, http://www.deutsche-
biographie.de/sfz121573.html.
11) Grafas Diving: “’Lokfähre’ Πρώην βρετανικό TLC τύπου Mark 1”,
http://www.grafasdiving.gr/nauagia2.php?lang=gr&id=50.
12) Levantine Heritage: a Brief History of the Fidaos,
http://levantineheritage.com/fidao.htm .
13) Loucas G. Matsas : http://www.matsas.gr/frameset.htm
14) Lufthansa Group: “History, As time flies by”,
http://www.lufthansagroup.com/en/company/history.html
15) M. M. Warburg & Co, History, 1938-1945:
http://www.mmwarburg.de/en/bankhaus/historie/1938_1945.html.
16) The Avalon Project (Yale Law School), The International Military Tribunal for
Germany: Nuremberg Trial Proceedings Vol. 9, eighty-first day, Thursday, 14 March
1946, Morning Session, http://avalon.law.yale.edu/imt/03-14-46.asp.
17) Poland at War: Polish Forced Labour in Nazi Germany: Liste der Unternehmen, die im
Nationalsozialismus von der Zwangsarbeit profitiert haben,
http://www.thornb2b.co.uk/P/P_docs/ZA_ENG.pdf.
18) Sotheby’s: The Greek Sale, 61, Volanakis, the Burning of a Turkish frigate,
http://www.sothebys.com/it/auctions/ecatalogue/2011/the-greek-sale-
l11100/lot.61.html.
19) The Franklin Institute Awards: Franklin Laureate Database,
http://www.fi.edu/winners/detail.faw?winner_id=2713.
20) Tooze, Adam: “Economics, Ideology and Cohesion in the Third Reich: A critique of
Goetz Aly’s Hitlers Volksstaat”, (English version of essay for Dapim Lecheker
HaShoah), 9/2005, http://adamtooze.commons.yale.edu/files/2012/10/Tooze-
Article-on-Aly-for-Dapim-Lecheker-HaShoah-Sep-2006-Corrected.pdf.
21) Αργυρότοπος: Γενεαλογικά δένδρα, Δένδρο Ιάκωβου Αργυρόπουλου,
http://www.argyropoulos.net/genpro/argyropoulosgr/.
22) Μηχανή του Χρόνου: Μελίνα. Ο γάμος με τον κτηματία Χαροκόπο και ο ολέθριος
έρωτας με τον μαυραγορίτη, http://www.mixanitouxronou.gr/melina-o-gamos-me-
ton-ktimatia-charokopo-ke-o-olethrios-erotas-me-ton-mavragoriti/

977
Βασίλειος Γ. Μανουσάκης Οικονομία και πολιτική στην Ελλάδα του Β΄Π. Π.

23) Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα: Η Ελλάδα του Χίτλερ, συνέντευξη Σπύρου Στανωτά,
http://rwf-archive.gr/interviews_senaria-
new.php?id=202&interview=1&interview_id=916.

978

You might also like