Professional Documents
Culture Documents
05 Koskina - L1 DT Histoire 2
05 Koskina - L1 DT Histoire 2
Faculté de Droit
COURS MAGISTRAL
HISTOIRE DU DROIT
LICENCE 1
2èmesemestre
Anthi Koskina
Περιεχόμενα
Βιβλιογραφία 165
Introduction ……………………………………………..……….…………………………………… 9
* Voir Annexe I / Institutions de l’Empire Romain [p. 143]
1. Le Moyen Âge français ...............…………………………………………………………….… 10
2. Le royaume Franc …….……………………………………..…………………………………… 13
3. Le développement du commerce …………………………………………………………. 19
3. Du Mercantilisme à la la crise ……………………………………………………………… 24
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο Δυτικός Μεσαίωνας
των ποταμών Έλβα και Δούναβη κλπ., μετατράπηκαν σταδιακά από νομάδες σε
μόνιμους κατοίκους. Είχαν ένα υποτυπώδη πολιτικό σύστημα, καθώς
διοικούνταν από βασιλείς [το αξίωμα μεταβιβαζόταν κληρονομικά] που
βοηθούνταν στα καθήκοντά τους από τις μεγάλες πολεμικές οικογένειες, οι
οποίες ήταν δεμένες μαζί τους με ένα όρκο πίστης· ο πολιτισμός τους ήταν
προφορικός και η οικονομία τους ήταν μια οικονομία επιβίωσης [στηριζόταν
στο κυνήγι, το ψάρεμα, τη μετακινούμενη ως προς τον καλλιεργούμενο χώρο
γεωργία, και τη λεηλασία].
Οι κοινωνίες του πρώιμου μεσαίωνα στη Δύση, γεννιούνται μέσα από την
αργή συγχώνευση των ρωμαϊκών και των βαρβαρικών πληθυσμών. Πρόκειται,
αρχικώς, περισσότερο για μια «ρωμαιοποίηση» των Γερμανών, παρά για μια
«γερμανοποίηση» των Ρωμαίων. Εξαιρούνται, φυσικά, τα εδάφη από τα οποία οι
Ρωμαίοι είχαν αποσυρθεί. Ο Χριστιανισμός λειτουργεί καταλυτικά: όσο οι
Βάρβαροι παραμένουν παγανιστές (όπως οι Φράγκοι αρχικά) ή αρειανοί (όπως
οι Γότθοι, οι Βάνδαλοι και οι Βουργουνδοί), οι ρωμαϊκοί πληθυσμοί είναι
συγκρατημένοι απέναντί τους.
1Για τις σελ. 10-14 βλ. https://opencourses.ionio.gr/courses, Ιστορία της Μεσαιωνικής Δύσης,
Νικόλαος Καραπιδάκης.
Η κύρια πηγή του πλούτου είναι η γη. Το ρωμαϊκό σύστημα των μεγάλων
συγκεντρωμένων περιουσιών (villae) που αντιστοιχούσαν σε πολλές χιλιάδες
εκτάρια, τροποποιείται ελαφρώς. Γίνεται διάκριση μεταξύ αγρού (ager), που
αντιστοιχεί σε καλλιεργημένες επιφάνειες (χωράφια, βοσκότοποι, αμπέλια) και
ακαλλιέργητων ή άγριων χώρων (saltus), που αντιστοιχούν σε δάση, ποτάμια
και λιμνοθάλασσες. Η μείωση του αριθμού των δούλων οδηγεί την αριστοκρατία
στο να υποχρεώνει τους ελεύθερους χωρικούς να καλλιεργούν τα κτήματά της,
μέσω των αγγαρειών. Παράλληλα, οι μικροί ιδιοκτήτες διαθέτουν γη που
κυμαίνεται από 5 έως 20 εκτάρια γύρω από τον τόπο της κατοικίας τους, και η
οποία τους επιτρέπει να επιβιώνουν. Τα εργαλεία παραμένουν στοιχειώδη και
δεν είναι πάντα από μέταλλο, παρά την ύπαρξη εργαστηρίων στο εσωτερικό
των μεγάλων περιουσιών. Οι αποδόσεις των καλλιεργειών είναι μέτριες.
2
Ιστορία της Μεσαιωνικής Δύσης, Νικόλαος Καραπιδάκης, https://opencourses.ionio.gr/courses
Το διάστημα της βασιλείας του Philippe Auguste (1180 – 1223) αλλά και
μετέπειτα υπό την ηγεσία του Louis VIII –υιού του Philippe Auguste– η Γαλλία,
που βρίσκεται σε συνεχή πόλεμο με τον Henry II [Ερρίκος Β’] της Αγγλίας,
επιτυγχάνει την προσάρτηση των φέουδων της αγγλικής βασιλείας,
επιτρέποντας έτσι την αύξηση των γαλλικών εκτάσεων [βλ. χάρτη3 παρακάτω
«Οι εδαφικές κατακτήσεις τουPhilippe Auguste»].
Τον 13ο αι., υπό την ηγεσία του Louis IX (1226-1270) που αναφέρεται και
ως "Χρυσός αιώνας του Αγίου Λουδοβίκου", η μοναρχία χρησιμοποιεί όλα τα
όπλα της φεουδαρχίας για να επιβληθεί σταδιακά στους εκάστοτε μεγάλους
άρχοντες (τοπικούς φεουδάρχες) και να βασιλεύσουν η δικαιοσύνη και η
κοινωνική ειρήνη, στηρίζοντας παράλληλα την αναβίωση εννοιών του ρωμαϊκού
δικαίου, με σκοπό την ισχυρότερη νομιμοποίηση της βασιλικής αυτής εξουσίας.
3
Vol de nuit — Transféré de fr.wikipedia à Commons., CC BY-SA 3.0,
https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=36967710.
Σταδιακά δε, από τον 16ο αι., θα γίνει πλέον δεκτό ότι ο βασιλιά
δικαιούται να ασκεί τις εξουσίες του άμεσα πάνω στους κατοίκους της χώρας,
σε όποιο φέουδο κι αν αυτοί κατοικούν, χωρίς να οφείλει να συνεργάζεται
μετους τοπικούς άρχοντες και φεουδάρχες.
Καθ’όλη την διάρκεια του μεσαίωνα και μέχρι τον 18ο αι. βελτιώνονται
και επεκτείνονται οι δρόμοι και οι επικοινωνίες, που έχουν όμως ακόμα ως
αφετηρία –για τους περισσότερους απ’αυτούς– το Παρίσι, πόλη που
αναπτύσσεται έτσι σημαντικά.
Η πορεία πολιτικής σταθεροποίησης (από τον 16ο αι. μέχρι και την
βασιλεία του Λουδοβίκου 14ου) και η σταδιακή δημιουργία υποδομών, η
εξάλειψη των επιδημιών και των λιμών (κυρίως μετά το 1670), η βελτίωση της
παραγωγής, μεταφοράς και συντήρησης των σιτηρών (μετά το 1720) ευνοούν,
με την σειρά τους, την αύξηση του πληθυσμού. Η Γαλλία κατατάσσεται τότε
μεταξύ των πιο πυκνοκατοικημένων χωρών της Ευρώπης
52% του πληθυσμού της Γαλλίας να είναι σε νεαρή ηλικία –περίπου 24 ετών– το
1789, γεγονός που βοήθησε στην διαμόρφωση ενός κλίματος διεκδίκησης και
υπεράσπισης των εργασιακών (και όχι μόνο) δικαιωμάτων τους.
- Τοπικές αγορές
Κατά τον 14ο και τον 15ο αι., επί σχεδόν 150 χρόνια, η Γαλλία θα γνωρίσει
πολέμους, βία και αστάθεια, λόγω του εκατονταετούς πολέμου με τους Άγγλους.
Κύριος νικητής, την εποχή εκείνη, ο βασιλιάς και η κεντρική εξουσία που
προσπαθούν να επιβάλλουν την ομαλότητα –κατά την διάρκεια της ηγεμονίας
του Charles VII εμφανίζονται πλέον τα όργανα του σύγχρονου κράτους– ενώ οι
δικαιικοί και πολιτικοί θεσμοί ισχυροποιούνται σταθερά, ήδη από το τέλος του
εκατονταετούς πολέμου.
Το Παλαιό Καθεστώς
Πρόκειται για τον κλήρο (clergé) που έχει ως αποστολή την επικοινωνία
με το Θείο, για την αριστοκρατία (noblesse) που αποτελείται από τους
πολεμιστές, και για την Τρίτη Τάξη (Tiers Etat) που αποτελείται από τον
υπόλοιπο πληθυσμό. Μεταξύ όλων αυτών, οι σχέσεις είναι αυτές της υποτέλειας,
καθώς ο κάθε φορά κατώτερος και προστατευόμενος – απλός χωρικός, αγρότης
ή τεχνήτης– οφείλει σεβασμό, υπακοή και προστασία (respect, obeisance et
protection) σε όποιον τον έχει υπό την στρατιωτική και πολιτική προστασία του,
δηλαδή στον τοπικό φεουδάρχη.
Αρχικά μέν όλοι τους υποτελείς προς τον ανώτερό τους, θα μετεξελιχθούν
σταδιακά σε απλούς υπηκόους του βασιλιά, υπακούοντας πλέον σε ένα μόνο
άτομο, και αργότερα σε μια μόνο αρχή. Ο βασιλιάς και τα όργανα της διοίκησης –
η οποίατότε ακόμα ταυτίζεται με το πρόσωπό του– θα συγκεντρώνει όλο και
περισσότερες κυριαρχικές εξουσίες. Αντίστοιχα, οι τοπικοί άρχοντες θα δουν τις
αρμοδιότητές τους να μειώνονται, και εν τέλει θα διατηρήσουν –κατά
παραχώρηση– μόνο μια μικρή δικαιοδοσία στους χωρικούς που κατοικούνσε
εκτάσεις που ακόμα τους ανήκουν.
Έτσι, η οργάνωση της κοινωνίας όχι μόνο βασίζεται στην ανισότητα των
δικαιωμάτων και στα τοπικά προνόμια, αλλά κυρίως η ανισότητα αυτή
συντηρείται.
Ήδη από τον 15ο αιώνα, η Καθολική Εκκλησία της Γαλλίας αυτονομείται
από την ηγεσία της Ρώμης με επίσημη δήλωσή της (Déclaration des quatres
articles du clergé de France, 1682), ενώ το κύρος του Πάππα υποχωρεί συνεχώς.
Έτσι, η Καθολική Εκκλησία αναγάγεται σε επίσημη εκκλησία τον 17ο αιώνα,
όντας έκτοτε η μοναδική θρησκεία που επιτρέπεται στην Γαλλία μέχρι και την
υιοθέτηση του Εδίκτου της Νάντης (Edit de Nantes) του 1685, που επέτρεψε τον
Προτεσταντισμό.
οργάνωση της εκπαίδευσης και της πρόνοιας από τις εξουσίες της Εκκλησίας,
ώστε να εκσυγχρονιστούν οι εν λόγω θεσμοί.
Ο βασιλιάς, από την πλευρά του, προσφέρει πλέον όλο και συχνότερα–
έναντι χρηματικού ανταλλάγματος– τίτλους ευγενείας στους αυλικούς του, όταν
θέλει να ενισχύσει το κρατικό ταμείο. Αρχίζει δηλαδή να μεταβιβάζει έναντι
χρημάτων τμήματα της εξουσίας και των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του, σε
τομείς όπως η διοίκηση, η δικαιοσύνη, τα δημόσια οικονομικά και ο στρατός.
Η τάξη αυτή, που δεν είναι ούτε ιεραρχική ούτε αποτελεί όπως ο κλήρος
κάποιο οργανωμένο σώμα, δεν έχει ομοιογενή σύνθεση.Μπορούμε όμως να την
χωρίσουμε χονδρικά σε δυο βασικές ομάδες.
Μέσα από την πρώτη ομάδα των αξιωματούχων και των ελεύθερων
επαγγελματιών θα προκύψουν οι περισσότεροι επιστήμονες και φιλόσοφοι του
Διαφωτισμού. Αυτοί ουσιαστικά θαπροετοιμάσουντο έδαφος για τις νέες
επαναστατικές ιδέες, όντας πλήρως εξοικειωμένοι με την τεχνική της διοίκησης
και της διαχείρησης των κοινωνιών, και χάρη στην εμπειρία που έχουν
αποκτήσει στους τομείς των δημοσίων λειτουργημάτων και στην διαχείριση
των δημοσίων αγαθών.Μεταξύ αυτών, οι καθηγητές, οι άνθρωποι των
γραμμάτων, οι λόγιοι, οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες, που είναι συχνά
χαλαρών αρχώναλλά ενστερνίζονται πλήρως τις επαναστατικές αντηλήψεις της
εποχής και θα συμπορευτούν μαζί τους.
ii. Οι χωρικοί
δυσαρέσκεια λόγω της αύξησης στις τιμές των τροφίμων. Ενδεικτικά, από το
1730 έως το 1789, οι μισθοί αυξάνονται κατά 22% αλλά οι τιμές των σιτηρών
κατά 60%. Οι δε τότε οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως είναι στην ίδια την
φύση των πραγμάτων, η αμοιβή του εργάτη να μην ξεπερνάει το ελάχιστο ποσό
που απαιτείται για την συντήρηση και την αναπαραγωγή του.
Έτσι, στην Αγγλία του 18ου αιώνα, εμφανίζονται ήδη οι πρώτες ενώσεις
εργατών (unions), ενώ στην Γαλλία δημιουργούνται «εργατικές συντροφιές
(compagnonnages)» που είναι ιδιαίτερα ισχυρές στα οικοδομικά και σε άλλα
συναφή επαγγέλματα. Πράγματι, αυτές οι ενώσεις δεν προασπίζονται απλά τα
συμφέροντά τους, αλλά και αποφασίζουν επί των συνθηκών εργασίας τους,
διασχίζοντας την χώρα απ’άκρη σ’άκρη για να ενημερώνουν τα μέλη τους. Οι
επαγγελματικές ενώσεις έχουν κατά κανόνα συντεχνιακό χαρακτήρα.
σύμφωνα με την συνείδησή του και τις «επιταγές του Θεού», καθώς και με όριο
τους θεμελιώδεις νόμους, που είναι όμως ακόμα οι περισσότεροι άγραφοι.
(β) Η ανάγκη για οικονομική ανάπτυξη, καθώς χωρίς αυτήν δεν μπορεί να
υπάρξει σταθερότητα στις εμπορικές συναλλαγές, στις επικοινωνίες και στις
μεταφορές. Η οικονομική ανάπτυξη προαπαιτείτην εδαφική ενοποίηση και την
πολιτική σταθερότητα της χώρας, ενώκατά τον Montchrestien και σύμφωνα με
την θεωρία του μερκαντιλισμού (mercantilisme), βασίζεται στα εθνικά
αποθέματαπολύτιμων μετάλλων, π.χ. χρυσό και ασσίμη που παράγονται ή
εισάγονται.Ο δε πλούτος αυτός, που πρέπει μετά να επανεπενδύεται, απαιτεί
συγκεκριμένη οργάνωση της οικονομίας και ενεργή παρέμβαση του κράτους.
6
1/ τυρανική μοναρχία όπου ο ηγεμόνας αγνωεί τους νόμους της φύσης και χρησιμοποιεί τους
ελεύθερους ανθρώπους σαν να είναι σκλάβοι του, 2/ αρχοντική μοναρχία, όπου ο ηγεμόνας είναι
ιδιοκτήτης της περιουσίας των υπηκόων του και διοικεί τα αγαθά και τα υποικείμενα όπως ένας
paterfamilias, και 3/ βασιλική ή νόμιμη μοναρχία όπου οι υπήκοοι υπακούνε στους νόμους του
ηγεμόνα και ο ηγεμόνας στους νόμους της φύσης, που είναι η φυσική ελευθερία και η κυριότητα
επί των αγαθών τους.
(δ) Η επιθυμία ένωσης των πιστών υπό την Καθολική Εκκλησία, με σκοπό
την ενδυνάμωση της επιρροής της, προϋποθέτει την ενεργή συμμετοχή του
μονάρχρη. Έτσι, ο βασιλιάς οφείλει να είναι καθολικός,να ακολουθεί το
τελετουργικό της στέψης και να ορκίζεται επίσημαπως θα καταδιώκει και θα
τιμωρεί κάθε θρησκευτική αίρεση –όπως π.χ. τους Διαμαρτυρόμενους, τους
Καλβινιστές κλπ–ώστε να αποφεύγονται οι θρησκευτικοίπόλεμοι που
καταστρέφουν την Γαλλία. Ενώ δε αρχικά, το εδίκτο της Νάντης (Edit de Nantes,
της 3ηςΑπριλίου 1598) κατοχύρωσε την ελευθερία της συνείδησης και επέτρεψε
και άλλες θρησκείες, ο Ρισελιέ (Richelieu) και ο Λουδοβίκος 14ος, επιθυμώντας
την θρησκευτική ενότητα της Γαλλίας, έθεσαν και πάλι εκτός νόμου τους
αλλόθρησκους –εδώ, τους καλβινιστές– με το εδίκτο του Φονταινεμπλό (Edit de
Ήδη από τη 12ο αιώνα, υφίσταται η διάκριση μεταξύ του βασιλείου και
του βασιλιά ως άτομο. Το βασίλειο αρχίζει να μετεξελίσσεται δηλαδή σε έναν
αυτόνομο θεσμό, ενώ το στέμμα θα συμβολίζει σταδιακάμόνο τα εδάφη επάνω
στα οποία ασκείται η βασιλική αυτή εξουσία. Η θεωρητική συζήτηση σχετικά με
τις εξουσίες του βασιλιά και τις συνθήκες υπό τις οποίεςαυτόςοφείλει να ασκεί
την εξουσία ξεκίνησε με αφορμή τον εκατονταετήπόλεμο, ενώ η έννοια του
κράτουςεμφανίζεται περί το 1500-1570.
αυτού, οι όμοιοί του τον ανακηρύσσουν βασιλιά δια βοής (οι ευγενείς φωνάζουν
«Εγκρίνουμε, επιθυμούμε να γίνει ως εξής»). Ο βασιλιάς παίρνει το χρίσμα και ο
Αρχιεπίσκοπος τον ευλογεί, παραδίδοντάς του το ξίφος, σύμβολο στρατιωτικής
εξουσίας. Επίσης, τοποθετεί στο αριστερό του χέρι, το χέρι της δικαιοσύνης
καιστο δεξί του χέρι, το σκήπτρο, σύμβολο της δύναμης. Στο τέλος της τελετής,
τοποθετεί το στέμμα (σύβμολο της βασιλικής εξουσίας) στο κεφάλι του. Μετά
το πέρας αυτής, ο βασιλιάς κάθεται στον θρόνο του απ’ όπου παρακολουθεί την
λειτουργία μαζί με όλους τους πιστούς.
Από νωρίς δε (ήδη από τους Robert le Pieux, Philippe Iο και Louis VIο),
υποστηρίζεται ότι ο βασιλιάς έχει θαυματουργές θεραπευτικές ικανότητες, και
ότι μπορεί να γιατρέψει κάποια είδη φυματιώδους φλεγμονής μόνο με ένα
άγγιγμα του ασθενούς, λέγοντας «ο Βασιλιάς σε αγγίζει ο Θεός σε γιατρεύει». Δεν
έχει αποδειχθεί βέβαια η αποτελεσματικότητα της διαδικασίας αυτής πέραν του
φαινομένου της αυθυποβολής, αλλά τα χρόνια εκείνα, το πλήθος είναι
πεπεισμένο για τις ικανότητες του βασιλά.
(1) με αφορή τον θάνατο του Λουδοβίκου 10ου το 1316, τον οποίο έπρεπε
να διαδεχθεί είτε η κόρη του είτε ο αδελφός του, κατοχυρώθηκε ο κανόνας του
έγινε ποτέ δεκτή– και κανένας βασιλιάς δεν δικαιούται να αλλάξει την σειρά των
διαδόχων του.
- ό,τι ανήκει στον βασιλιά προσωπικά κατά την ημέρα της στέψης του,
εντάσσεται πλέον στην βασιλική περιουσία και απαγορεύεται να μεταβιβάζεται
[η σταθερή περιουσία / le domaine fixe]. Τα μετέπειτα αποκτήματα [le
domaine casuel] –που έτυχε να αποκτήθηκαν, δηλαδή, μεταγενέστερα με
κατακτήσεις, πολέμους, στο πλαίσιο εκτέλεση ποινών κλπ.– ανήκουν στον
βασιλιά προσωπικά, και αυτός μπορεί να τα διαχειρίζεται κατά την κρίση του,
εκτός και αν του παραδόθηκαν με τον όρο ότι θα ανήκουν στο παλάτι. Σε κάθε
περίπτωση, και η δεύτερη αυτή κατηγορία αγαθών εντάσσεται στην βασιλική
περουσία, την στιγμή του θανάτου του βασιλιά.
Η αρχή βασίζεται στην στιγμαία διαδοχή στην βασιλεία («Le roi est mort,
vive le roi» κατά το ρητό του XVIου αιώνα), η οποία έχει γίνει όμως απόλυτα
προβλέψιμη, καθώς ορίζεται πλέον με κανόνες του δικαίου ποιός θα είναι ο
επόμενος κάθε φορά διάδοχος. Έτσι, η στέψη του νέου βασιλιά μπορεί να
γίνεται άμεσα, δηλαδή σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα από τον θάνατο του
προηγούμενου.
πόλεμοι με τους Προτεστάντες– αλλά και τις εξωτερικές απειλές (π.χ. πόλεμοι με
τους Αψβούργους), γεννιέται και η ανάγκη για έναν αποτελεσματικό διοικητικό
κρατικό μηχανισμό στήριξης της χώρας.
a. Η κεντρική διοίκηση
Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, το συμβούλιο διαιρείται πλέον μόνιμα σε
ειδικότερα τμήματα, καθώς οφείλει να εξειδικεύεται σε βασικούς τομείς που
είναι κυρίως η δημόσια διοίκηση (Conseil d'en haut, Conseil des dépêches), η
οικονομική διαχείρηση της χώρας (Conseil royal des finances, Conseil royal de
commerce) και η απονομή της δικαιοσύνης (Conseil d'État et des Finances, Grande
Direction des Finances, Petite Direction des Finances).
αξιωματούχοι εξαιρούνταν από την καταβολή του. Το ίδιο ίσχυε ουσιαστικά για
τον φόρο στο αλάτι (gabelle), τον φόρο υπέρ του στρατού (taillon), τον φόρο σε
βασικά καταναλωτικά αγαθά όπως το κρασί, το λάδι, η μπύρα κλπ.
αυτή και στην επιρροή τους επί των τοπικών κοινοτήτων, οι δικαστές θα
παίξουν τελικά έναν καθοριστικό ρόλο καθ΄όλη τη διάρκεια της
προεπαναστατικής εποχής.
Στα τέλη του 17ου αιώνα και στις αρχές του 18ου που εμφανίζονται οι νέες
αντιλήψεις, ο κλήρος παραμένει συντηρητικός απέναντι στις λαϊκές τάξεις ως
ακλόνητος προμαχώνας της παράδοσης. Η μαγεία, η αστρολογία, ο καβαλισμός
και η αλχημεία συνδυάζονται με ευφάνταστες ερμηνείες διαφόρων
επιστημονικών ανακαλύψεων, όπως το ηλεκτρικό ρευστό ή ο μαγνητισμός.
Έτσι, ο Λοκ (John Locke), που είναι γιατρός, επεξηγεί τις πνευματικές
λειτουργίες του ατόμου μέσω των βιολογικών χαρακτηριστικών του.
Αντίστοιχα, ο Βολταίρος (Voltaire) θέτει τον επιστημονικό κλάδο της ιστορικής
ανάλυσης στην ‘υπηρεσία’ των συμφερόντων της αστικής τάξης, ορίζοντας
(μεταξύ άλλων) ως αντικείμενο μελέτης του –παράλληλα με την ιστορία των
αυτοκρατοριών που προηγουμένως συγκέντρωναν όλη την προσοχή τους–, την
προόδο του πολιτισμού και την εξέλιξη των κοινωνιών.
Οι περισσότεροι από τους στοχαστές του 17ου και του 18ου αιώνα είναι
υλιστές, αλλά αρκετοί απ’ αυτούς υποστηρίζουν την ύπαρξη, όχι ακριβώς του
Θεού όπως τον παρουσιάζει παραδοσιακά η επίσημη εκκλησία, αλλά –πιο
αφηρημένα– του Υπέρτατου Όντος, δηλαδή του μεγάλου Αρχιτέκτονα ή και
Δημιουργού της τάξης του σύμπαντος, απαλλαγμένου από κάθε δογματισμό και
μυθοπλαστία.
Βάσει αυτού, οι ίδιοι δέχονται την αθανασία της ψυχής και την
αναγκαιότητα να υπάρχουν κυρώσεις στην μεταθανάτια ζωή του ανθρώπου.
Παράλληλα, οι κυρίαρχες τάξεις της κοινωνίας στηρίζουν και δίνουν μεγάλη
σημασία σ’αυτές τις θεωρίες, καθώς ο συγκεκριμένος τρόπος σκέψης εγγυάται
την μαζική υποταγή του λαού.
Η αστική τάξη θεωρεί βέβαια αρκετές από τις νέες αυτές ιδεές απολύτως
ουτοπικές (βλ. π.χ. την θεωρία του Ρουσσώ κατά την οποία είναι δυνατή η
ύπαρξη δημοκρατίας/démocratie ή αβασίλευτου καθεστώτος/république, εάν
επικρατήσει όμως η αρετή) και επιμένει στην αναγκαιότητα να υπάρχουν
αντιπροσωπευτικοί θεσμοί, οι οποίοι θα εμποδίζουν την βασιλική εξουσία να
εκφυλιστεί σε τυραννία.
a. Μακιαβέλη, Ο Ηγεμόνας
Παρά ταύτα, στο έργο του Μακιαβέλη, η έννοια του κράτους παραμένει
στενά συνδεδεμένη με το άτομο του ηγεμόνα, ο οποίος θα πρέπει να έχει τα εξής
χαρακτηριστικά: τον ρεαλισμό (ο ηγεμόνας γνωρίζει την μικρή αξία των
υπηκόων του, και ατομικά και συλλογικά, είναι σε επιφυλακή, δεν πιστεύει
εύκολα όσα του λένε αλλά και δεν φοβάται με το παραμικρό), τον εγωϊσμό
(προσέχει να μην είναι αφελής απέναντι στους υπηκόυς του που είναι κατά
βάση κακοί, γυμνάζει και τιθασεύει την θέλησή του), την ικανότητα προσεκτικού
σχεδιασμού (ο ηγεμόνας προτιμάει να τον φοβούνται παρά να τον αγαπούν, και
επειδή δεν μπορεί να είναι και τα δυο, επιλέγει να τον φοβούνται επειδή αυτό
εξαρτάται από τον ίδιο και μόνο), την δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στο καλό
και το κακό (επιλέγει εύκολα το κακό, εάν συμφέρει καλύτερα να γίνει έτσι), την
επιδεξειότητα (επειδή χρειάζεται να προσπαθεί διαρκώς για να πετύχει τον
στόχο του), την γνώση της τέχνης της προσομοίωσης και της απόκρυψης
(ανγνωρίζει την ευκαιρία που του παρουσιάζεται αλλά ξέρει και πως να
δημιουργεί ευκαιρίες) και μεγαλείο που να τον θέτει πάνω από τους κοινούς
θνητούς.
Στο Πνεύμα των Νόμων, ο Μοντεσκιέ αναλύει και παρουσιάζει την δομή
και τις αρχές των πολιτικών θεσμών μέσα από την μελέτη των νόμων. Έτσι,
διαχωρίζει τις τρεις βασικές κυβερνητικές εξουσίες, που είναι η νομοθετική, η
εκτελεστική και η δικαστική. Υποστηρίζει, επίσης, ότι υπάρχουν τρία βασικά
είδη πολιτεύματος, που είναι ηΜοναρχία (υλοποιήσιμη σε χώρες μέτριας
έκτασης), ηΔημοκρατία (υλοποιήσιμη σε μικρές χώρες) και οΔεσποτισμός
(υλοποιήσιμος σε πολύ μεγάλες χώρες), ενώ σημειώνει ότι η κατάχρηση της
εξουσίας είναι μια φυσική ανθρώπινη τάση την οποία θα πρέπει οι πολίτες να
περιμένουν από τον ηγεμόνα τους.
Ο Μοντεσκιέ δεν είναι λάτρης της Γαλλικής μοναρχίας, καθώς την θεωρεί
(όπως και άλλες) διεφθαρμένη. Αντίθετα, η Αγγλία αποτελεί γι’αυτόν το
πρότυπο του καθεστώτος της ελευθερίας, και σε κάποιο σημείο του έργου του ο
Μοντεσκιέ αφήνει την ουδέτερη προσέγγισή του για να υπερασπιστεί ανοιχτά
το αγγλικό παράδειγμα. Η μοναρχία δεν έχει ως στόχο την ελευθερία των
υπηκόων (μπορεί να επιδιώκει απλά την δόξα του κράτους ή του ηγεμόνα) αλλά
καθιστά την ελευθερία τους εφικτή.
Το γεγονός ότι έζησε σε μια από τις πλέον ταραχώδεις περιόδους της
ιστορίας –ήταν παρών στο Παρίσι το 1610 όταν δολοφονήθηκε ο Ερρίκος 4ος,
στην εκτέλεση του Καρόλου 1ου το 1649 κλπ.– και πηγαινοερχόταν από την
Γαλλία στην Αγγλία για να γλυτώσει από τις πολιτικά επικύνδυνες καταστάσεις,
εξηγεί ότι το έργο του διαπερνάται από απαισιοδοξία απέναντι στην ανθρώπινη
φύση. Η δημοσίευση του έργου του Λεβιάθαν /Leviathan (1651) οδήγησε τον
κλήρο να τον κατηγορήσει για αντιθρησκευτική δράση.
Στο έργο του αυτό υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσης εγωιστής
και δρα από προσωπικό συμφέρον, με απόλυτο και μοναδικό σκοπό την
αυτοσυντήρησή του.Το κριτήριο λοιπόν της ηθικής πράξης ορίζεται από την
ωφέλεια ή την βλάβη που θα έχει το άτομο που την κάνει, και όχι με βάση
κάποιον αφηρημένο ηθικό νόμο.
Ο Τζων Λοκ [John Locke, 1632-1704, άγγλος φιλόσοφος και ιατρός, γόνος
βαθιά θρησκευόμενης οικογένειας] θεωρείται πως είναι ο πατέρας του
κλασσικού φιλελευθερισμού, καθώς και ο κύριος αντιπρόσωπος του αγγλικού
κινήματος του εμπειρισμού. Μαζί με τον Ντέιβιντ Χιουμ (David Hume, 1711-
1776) και τον Τζωρτζ Μπέρκλεϋ (George Berkeley, 1684-1753) σχηματίζει το
τρίπτυχο των φιλόσοφων του αγγλικού Διαφωτισμού. Ως προς το έργο του,
επηρεάστηκε σε ουσιαστικό βαθμό τόσο από την αγγλική επανάσταση του 18ου
αιώνα όσο και από τον Ολλανδικό τρόπο σκέψης.
Ο Λοκ θεωρεί ότι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι και ελεύθεροι και είναι
από τη φύση τους καλοί, κοινωνικοί, δημιουργηκοί, λογικοί και σώφρονες.
Έχουν ως στόχο την αυτοσυντήρησή τους και την διατήρηση του αγαθού της
ζωής. Με την εξέλιξη όμως της κοινωνίας, δημιουργούνται μεταξύ τους εντάσεις
και διαφορές που μπορούν να επιλυθούν μόνο με την βία και την εκδίκηση.
Ως εκ τούτου, στο στάδιο της άγριας κατάστασης, η ζωή του ατόμου είναι
πλήρης, αφού καταφέρνει να βρίσκει ό,τι χρειάζεται για την επιβίωσή του
(φαγητό κλπ). Παρόλα αυτά, αυτός εξελίσσεται χρησιμοποιώντας δύο βασικές
λειτουργίες του, που είναι η ελευθερία επιλογής που τον χαρακτηρίζει και η
δυνατότητα να βελτιώνεται. Η δε χρήση αυτών των δύο στοιχείων τον οδηγεί σε
μια νέα κατάσταση, στο πλαίσιο της οποίας είναι όμως ακόμα πιο ευτυχισμένος
απ΄ότι στην αρχική άγρια κατάστασή του.
7
Η δυναστεία των Καπέτιδων, ήτοι 15 ηγεμόνες συνολικά εκ των οποίων πρώτος ήταν ο Ούγκος
Καπέτος (HuguesCapet), που κυβέρνησε την Γαλλία από το 987 μέχρι και το 1328.
8
Για τις σελ. 74-77 https://opencourses.ionio.gr/courses, Ιστορία της Μεσαιωνικής Δύσης,
Νικόλαος Καραπιδάκης
στο αποκορύφωμά του κατά τον 12ο αιώνα, και συγκεκριμένα κατά την περίοδο
της βασιλείας της Γαλλίας Λουδοβίκου του Στ΄ του Χονδρού (1108-1137) και
του γιού του Λουδοβίκου του Ζ΄ (1137-1180).
υποχρέωση να μεταφέρουν δυο φορές το χρόνο το κρασί του βασιλιά στην πόλη
της Ορλεάνης καθώς και τα ξύλα για την κουζίνα του.
Από τα τέλη του 12ου αι., πολλά μέλη της είχαν σημαντικές θέσεις ως
αξιωματούχοι στην αυλή των αρχόντων και του βασιλιά, και από αυτούς θα
αντλήσουν στελέχη οι βασιλιάδες για να αντιμετωπίσουν τους ευγενείς
φεουδάρχες.
9Απόσπασμα [σελ. 79-83] από το άρθρο «Η εξέλιξη του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου και
η αλληλεπίδρασή του με το ελληνικό», Παντ. Ρεντούλης, http://www.kostasbeys.gr/articles.
Οι πόλεις όμως δεν έχουν αγροτική παραγωγή και πολλά από τα βασικά
αγαθά λείπουν, σε τοπικό (δηλαδή, στις πόλεις) αλλά και σε εθνικό επίπεδο (σε
όλη τη χώρα).
Παρόλα αυτά, δεν είναι βέβαιο ότι η οικονομική κρίση θα είχε πείσει τον
λαό να συμπορευτεί με την αστική τάξη, αν δεν τον είχε προηγουμένως
συγκλωνίσει βαθύτατα η γενική συνέλευση των Τριών Τάξεων του 1789.
Υποστηρίζεται, δηλαδή, πως ο λαός δέχθηκε αυτό το γεγονός σαν την
προαναγγελία μιας θαυματουργικής μεταμόρφωσης της μοίρας του, γεννώντας
ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον.
(δηλαδή, εναντιώθηκε τόσο στην υιοθέτηση της κεφαλικής ψήφου όσο και στον
διπλασιασμό των αντιπροσώπων της) ενώ δεν στήριξε, επίσης, ούτε και τον
Λουδοβίκο 16ος ο οποίος είχε, από την πλευρά του, απολέσει κάθε κύρος και
επιρροή επάνω της.
Τέλος, η Αστική Τάξη άρχισε να πιέζει και για πολιτικές αλλαγές που θα
της επέτρεπαν να κατακτήσει πολιτικό κύρος –εις βάρος των αριστοκρατών,
ουσιαστικά– αλλά και για εξουσίες που να αντιστοιχούσαν στην ανερχόμενη
οικονομική της δύναμη, μιας και ήταν πλέον κυρίαρχη στην οικονομική και
πολιτιστική ζωή, ενώ χρηματοδοτούσε και το κράτος, χωρίς όμως να έχει (σε
αντάλλαγμα για όλα αυτά) πρόσβαση στα ανώτερα αξιώματα.
Στην απόφασή του, δε, της 27ης Δεκεμβρίου 1788 περί σύγκλησης των
Τριών Τάξεων, ο βασιλιάς δεν ορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα διεξάγονται οι
ψηφοφορίες, προσπαθώντας να αποφύγει την ισχυροποίηση των εκπροσώπων
της Τρίτης Τάξης. Έμπρακτα, απορρίπτει την κεφαλική ψήφο με την έναρξη της
διαδικασίας –τάσσεται υπέρ της ψήφου ανά τάξεις– προκαλώντας, με την
αφορμή αυτή, εντάσεις.
Ο βασιλιάς, όμως, που σίγουρα δεν έχει την πρόθεση να παραιτηθεί από
την πολιτική που εφαρμόζει μέχρι τότε, διόλου δεν αναφέρεται, κατά τον
εναρκτήριο λόγο του ενώπιον των Τριών Τάξεων, σε δομικές μεταρρυθμίσεις.
Επίσης, αρνείται να υποστηρίξει την δημοσιονομική ισότητα και αποσιωπεί το
ζήτημα του δικαιώματος πρόσβασης στα δημόσια λειτουργήματα, επιμένωντας
εν τέλει στην διατήρηση των ιεραρχικών τάξεων.
(le serment du jeu de paume), «Ποτέ να μην χωριστούν, αλλά να συνεχίσουν τις
συνεδριάσεις τους οπουδήποτε χρειαστεί εώς ότου επιβληθεί το Σύνταγμα και
στηθεί πάνω σε θεμέλια ακλόνητα».
Από την στιγμή την αυτονόμησής του απέναντι στον βασιλιά και της
αυτοανακηρυξής του σε Εθνική Συνέλευση (Assemblée Nationale), το σώμα
υποστηρίζει πως πλέον εκπροσωπεί ένα ενιαίο έθνος, παρακάπτωντας έτσι την
παλιά δομή η οποία βασιζόταν στην ταξική οργάνωση της κοινωνίας και παρά
το γεγονός ότι τα προνόμια της αριστοκρατίας και του κλήρου δεν έχουν
καταργηθεί ακόμα. Οι εξουσίες έχουν πια μεταβιβαστεί, κατ’αυτόν τον τρόπο,
από το πρόσωπο του βασιλιά προς την Εθνική Συνέλευση, δηλαδή προς τον λαό
τον ίδιο, σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στο Παλαιό Καθεστώς.
c. Οι κοινωνικές αναταραχές
Με την διάδοση της είδησης της κατάληψης της Βαστίλης, η αστική τάξη
καταλαμβάνει παντού την εξουσία μέσω των εκλεκτόρων της (το γεγονός αυτό
ονομάζεται «Επανάσταση των Δήμων»). Έτσι, σε κάθε δημοτική αρχή ασκείται
πλέον η λαϊκή εξουσία, όχι μόνο στον ίδιο τον δήμο αλλά και στις γύρω ενορίες,
ενώ η Γαλλία μεταμορφώνεται σε ομοσπονδία κοινοτήτων. Η τοπική αυτονομία
ανοίγει τον δρόμο για την σταδιοδρομία μιας μειονότητας αποφασισμένων
ανθρώπων, που δεν περιμένουν πλέον οδηγίες από το Παρίσι για να επιβάλουν
τα μέτρα που κρίνουν απαραίτητα για την κοινή σωτηρία. Οι φόροι παύουν να
εισπράττονται και τα τέλη καταργούνταιμε την βία.
συνωμοσία, την ξένη εισβολή κλπ. Αυτός ο Μεγάλος Φόβος (La Grande Peur), που
διαρκεί περίπου από τις 20 Ιουλίου 1789 μέχρι τις 6 Αυγούστου 1789, θρέφει τα
τοπικά εξεγερσιακά κινήματα, τα οποία είναι αντίστοιχα σε σημασία και έκταση
με αυτά που είχαν προκαλέσει κοινωνικές εξεγέρσεις στο παρελθόν. Αυτή τη
φορά όμως, τα επεισόδια γεννούν και νέα κινήματα σε όλη την επαρχία, ενώ
τροφοδοτούνται διαρκώς απ’ αυτά που εξαπλώνονται συνεχώς.
Λόγω της απουσίας του βασιλιά, ο λαός αγανακτισμένος κινείται προς τις
Βερσαλίες για να εκθέσει στον ίδιο τα αιτήματά του. Στην πορεία, το κίνημα
διογκώνεται και τα αιτήματά του εστιάζουν πλέον όχι μόνο σε πρακτικά (να έχει
ψωμί) αλλά και σε πολιτικά ζητήματα (να εγκρίνει ο βασιλιάς τα διατάγματα
της Εθνικής Συνέλευσης), ενώ απαιτεί παράλληλα απ’αυτόν να επιστρέψει.
Καθώς ο Λαφαγιέτ αδυνατεί αυτή τη φορά να προστατεύσει αποτελεσματικά
την βασιλική οικογένεια, αυτή αναγκάζεται εν τέλει να επιστρέψει στο Παρίσι
και να εγκατασταθεί, πια, στο παλάτι του Κεραμεικού (Les Tuilleries).
Μ’αυτόν τον τρόπο, ο Λουδοβίκος 16ος επικυρώνει και την Διακήρυξη των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, ενώ δίνει ταυτόχρονα και την
έγκρισή του για την υιοθέτηση του Συντάγματος. Η Εθνική Συνέλευση
απολαμβάνει πλέον απεριόριστη εμπιστοσύνη, και κάθε όργανο οφείλει να
υπακούει σ’αυτήν· οι εξουσίες του βασιλιά έχουν συρρηκνωθεί ουσιαστικά.
Η Διακήρυξη αυτή εμπνέεται σαφώς από τις αρχές και τις ιδέες των
Διαφωτιστών αλλά και από τα αμερικάνικα επαναστατικά κείμενα. Αναγνωρίζει
την αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ατομικής πρωτοβουλίας, ενώ
τίθεται υπό την κηδεμονία του Υπέρτατου Όντος, καθώς οι συντάκτες της
θεωρούν την ελευθερία συνέπεια και εγγύηση του αυτεξούσιου της ψυχής.
Ανθρώπου και του Πολίτη με τον τρόπο που την εξειδίκευσε: δηλαδή,
κατοχυρώθηκε πράγματι, με την μεταρρύθμιση της ποινικής δικονομίας, πως η
σύλληψη θα επιτρέπεται μόνο κατόπιν δικαστικού εντάλματος, εξαιρουμένης
της επ’αυτοφόρω σύλληψης· ότι η απαγγελία της κατηγορίας και η κρίση περί
της ενοχής ή της αθωώτητας θα ανατίθενται σε ένορκους πολίτες, κλπ.
Αντίστοιχα, για την ανεξιθρησκεία, αναγνωρίστηκαν πολιτικά δικαιώματα
στους Προτεστάντες τον Δεκέμβρη του 1789, και στους Εβραίους έναν μήνα
αργότερα.
Επίσης, σχετικά με την κατάργηση της δουλείας και την κατοχύρωση του
εκλογικού δικαιώματος, τα συμφέροντα της αστικής τάξης οδήγησαν αντίθετα
στον περιορισμό των αντίστοιχων ελευθεριών. Στην Γαλλία, η δουλοπαροικία
καταργήθηκε χωρίς την αποζημίωση των τότε ιδιοκτητών, αλλά διατηρήθηκαν
η δουλεία και το δουλεμπόριο των μαύρων στις αποικίες, με στόχο να μην θιγεί η
εκεί εκμετάλλευση της γης. Παράλληλα, το ζήτημα της ρύθμισης της πολιτικής
υπόστασης των «έγχρωμων» εγκαταλείφθηκε στον πολιτικό σχεδιασμό των
αποίκων, παρά το γεγονός ότι αυτός ήταν παραπάνω κι από προβλέψιμος.
Δεν είχε όμως καμία εξουσία πάνω στην Συντακτική Συνέλευση: αυτή
ήταν μόνιμη, απαραβίαστη, ανεπίδεκτη διάλυσης και μόνη είχε το δικαίωμα της
Όλες οι ανωτέρω αρχές δεν μένουν βέβαια στο στάδιο των διακηρύξεων,
αφού η εφαρμογή τους έχει ήδη προετοιμαστεί με το νόμο της 4ης Αυγούστου
1789, ο οποίος καταργεί τα φεουδαλικά δικαιοδοτικά όργανα, τα "προνόμια
δικαιοδοσίας", και τα παρλαμέντα, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε,
αποτελούσαν εμπόδιο στη γενικότερη νομοθετική μεταρρύθμιση, και η
περαιτέρω εξειδίκευσή τους δεν αργεί να ενσαρκωθεί νομοθετικά με το
θεμελιώδη νόμο της 16ης-24ης Αυγούστου 1790 περί οργανισμού των
δικαστηρίων, ο οποίος έθεσε τις βασικές αρχές με τις οποίες λειτουργεί ακόμη
μέχρι και σήμερα το σύστημα της γαλλικής δικαιοσύνης, μεταξύ των οποίων
προεξάρχουν η διάκριση της ενιαίας κρατικής εξουσίας στη δικαιοδοτική,
τη νομοθετική και την εκτελεστική λειτουργία, ο διαχωρισμός της
πολιτικής και ποινικής δικαιοδοσίας από τη διοικητική, η θέσπιση νέων
αρχών στο ποινικό δίκαιο και στην ποινική δικονομία, η αρχή της ισότητας
ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων, η δωρεάν απονομή της δικαιοσύνης,
το δικαίωμα της εφέσεως, η παρουσία λαϊκού δικαστή στις ποινικές
δίκες, η επαγγελματοποίηση και η εκλογή των δικαστών, καθώς και η ιδέα της
e. Τα δημόσια οικονομικά
Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη δεν περιέχει
αναφορές στην οικονομία. Κατοχυρώνεται βέβαια η ισότητα όλων σε θέματα
φορολογίας. Ως εκ τούτου, διατηρούνται (και αναδιαμορφώνονται) μόνο οι
άμεσοι φόροι που θεωρούνται πιο δίκαιοι, ενώ οι έμμεσοι φόροι καταργούνται
σχεδόν εξ ολοκλήρου. Η οικονομική ελευθερία αποκτάει σταδιακά μια
υπόσταση, και καθιερώνεται τελικά με το Σύνταγμα του 1791.
Επειδή όμως το συμφέρον των ιδιοκτητών των φυτειών είναι προς την
αντίθετη κατεύθυνση, και ταυτίζεται με αυτό των εφοπλιστών και των εμπόρων
των λιμανιών και των μεγαλουπόλεων, η Συντακτική Συνέλευση βρίσκει τελικά
Ήδη, από την άνοιξη του 1791, φαίνεται ότι το οικοδόμημα που έχουν
δημιουργήσει η Επανάσταση και η Συντακτική Συνέλευση δεν έχει γερές βάσεις.
Ο λαός αναγνωρίζει όμως την άμαξα του βασιλιά, και τον υποχρεώνει, το
βράδυ της 21ης προς την 22α Ιουνίου 1790, να επιστρέψει στο Παρίσι, στο
φρουρούμενο ανάκτορο του Κεραμεικού, μέσα στην λαϊκή οργή.
Ο βασιλιάς, που θεωρούσε λοιπόν ότι είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη των
θεσμών μετά από την έγκριση –εκ μέρους του– του Συντάγματος του 1791,
προσπάθησε στην συνέχεια να πείσει την Συντακτική Συνέλευση να κηρύξει τον
πόλεμο στα ευρωπαϊκά μοναρχικά καθεστώτα, ώστε να πετύχει την παρέμβαση
των ξένων στρατευμάτων στην Γαλλία (με απώτερο όμως στόχο την πλήρη
πολιτική αποκατάστασή του, στηριζόμενος από τις ξένες δυνάμεις).
2. Η νομοθετική συνέλευση
11Απόσπασμα [σελ. 112] από το άρθρο «Η εξέλιξη του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου και
η αλληλεπίδρασή του με το ελληνικό», Παντ. Ρεντούλης, http://www.kostasbeys.gr/articles
Βαθιά δυσαρεστημένος από τις εξελίξεις, ο λαός απαιτεί πλέον την πτώση
του βασιλιά. Την νύχτα της 9ης προς την 10η Αυγούστου 1792, οι επαναστάτες –
γνωστοί και ως Αβράκωτοι (sans-culottes)– καταλαμβάνουν το Δημαρχείο του
Παρισιού (Commune Insurrectionnelle) υπό τις διαταγές του Ναντόν (Danton).
Στις 10 Αυγούστου 1792, ο λαός καταλαβμάνει και το παλάτι του Κεραμεικού,
μετά από πολύωρες μάχες. Το βασιλικό ζεύγος ζητάει την προστασία της
Νομοθετικής Συνέλευσης αλλά, υπό την πίεση των εξεγερμένων, η Συνέλευση
ανακοινώνει αντί γι’αυτό τον εκπεσμό του βασιλιά από το βασιλικό αξίωμα και
την φυλάκισή του.
Στις 20 Σεπτέμβρη 1792, μετά την σύντομη μάχη του Βαλμύ (Valmy), οι
Πρώσοι θα υποχωρήσουν εν τέλει· αυτή θα είναι και η πρώτη νίκη της
Επανάστασης. Σημαντική κυρίως για την ψυχολογία των Γάλλων, η νίκη αυτή θα
σηματοδοτήσει παράλληλα και την κατάργηση της βασιλείας, η οποία θα
διακηρυχθεί και επίσημα πλέον, στις 21 Σεπτεμβρίου 1792.
Και αυτό είναι που θα επιτρέψει πλέον στην Γαλλία και να συνάψει
συνθήκη ειρήνης με τους αντιπάλους της.
Από τον Αύγουστο του 1792, η οικονομική κρίση εντείνεται, αφενός λόγω
του πληθωρισμού και της πτώσης του ασινιάτου, αφετέρου λόγω της
απόρριψης των εργατικών αιτημάτων για την αύξηση των μισθών· επιπλέον,
ορισμένα αγαθά αρχίζουν να σπανίζουν –όπως η ζάχαρη, το σαπούνι, τα σιτηρά
κλπ.– επειδή στις αποικίες (π.χ. Αντίλλες), οι μεγαλοκαλλιεργητές περιμένουν να
ανέβουν οι τιμές για να πουλήσουν.
που απαρίθμησε 1000 θύματα– μέχρι και τις 21 Σεπτεμβρίου 1792 που έλαβε
χώρα η νίκη του Valmy, η Συντακτική Συνέλευση επέβαλλε την πρώτη
Τρομοκρατία (Première Terreur) λαμβάνοντας αυστηρά έκτακτα μέτρα για την
αντιμετώπιση των κοινωνικών και πολιτικών αναταραχών.
Από τον Σεπτέμβριο 1792 μέχρι και τον Ιούλιο 1794, τα επαναστατικά
φαινόμενα εντάθηκαν μαζί με την ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών· τον
πρώτο χρόνο, τα ηνία της χώρας πήρε στα χέρια της η έκτακτη επαναστατική
κυβέρνηση, ενώ η περίοδος αυτή έληξε τυπικά τον Οκτώβρη 1795, όταν το
Διοικητήριο (Directoire) ανέλαβε πια την εξουσία.
(1) στα δεξιά του κοινοβουλίου, είχαν λάβει θέση οι 150-180 Γιρονδίνοι
(Brissot, Petion, Vergniaud, Condorcet) που ήταν επιφυλακτικοί απέναντι στις
επιλογές των επαναστατών και ήθελαν περισσότερη αυτονομία στις
περιφέρειες. Οι βουλευτές αυτοί (45 δικηγόροι, 8 γιατροί, 6 δημοσιογράφοι, 6
αξιωματικοί, 4 καθηγητές, 11 ιερείς, 16 μεγαλέμποροι ή βιομήχανοι, κλπ)
προέρχονταν κυρίως από την μεσημβρινή Γαλλία, την Βρετάνη και την
Νορμανδία, όλες χώρες του γραπτού δικαίου· ως εκ τούτου, έδειχναν ιδιαίτερο
σεβασμό προς την νομιμότητα και τα γραπτά συντάγματα. Κατά μέσο όρο, οι
Γιρονδίνοι ήταν κατά δέκα χρόνια πιο ηλικιωμένοι από τους Ορεινούς, και
ανήκαν στην πρώτη γενιά των Διαφωτιστών,
(2) στα αριστερά του κοινοβουλίου, είχαν λάβει θέση οι 250-300 Ορεινοί
που στήριζαν τους Παριζιάνους (Couthon, SaintJust, Marat) και τάσσονταν υπέρ
των προστατευτικών μέτρων. Οι βουλευτές των Ορεινών (49 νομικοί, 5 γιατροί,
3 καθηγητές, 5 καλλιτέχνες, 9 εκκλησιαστικοί, 10 μεγαλέμποροι, κλπ.)
εκπροσωπούσαν κυρίως το Παρίσι και τα διαμερίσματα της βόρειας και
ανατολικής Γαλλίας που απειλούνταν από τον πόλεμο και την εισβολή των
ξένων δυνάμεων, είχαν ζωηρές αντιφεουδαρχικές παραδόσεις και ανήκαν
κυρίως στην δεύτερη γενιά των Διαφωτιστών,
(3) τέλος, στο κέντρο του κοινοβουλίου, είχαν λάβει θέση οι Πεδινοί (La
Plaine), οι οποίοι, παρότι τάσσονταν υπέρ των Γιροδίνων, σχετικά –κυρίως– με
την ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών και της κοινωνίας, αρνήθηκαν εν τέλει
να τους παραδώσουν τους αντιπάλους τους (ήταν οι Sieyès, Cambon, Carnot, που
έγιναν γνωστοί για τον αγώνα τους ενάντια στους Μαρά και Ροβεσπιέρο). Είχαν
τους περισσότερους βουλευτές –περίπου 350– οι οποίοι πίστευαν πως εάν
χρησιμοποιηθείη βία ενάντια στους Αβράκωτους του Παρισιού, η κατάσταση θα
εξελισσόταν στη συνέχεια υπέρ των βασιλόφρονων. Τάσσονταν δε ανοιχτά
υπέρ της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας.
Ενώ, δε, όλες οι πλευρές συμφωνούσαν στο θέμα της κατάργησης της
Μοναρχίας και σ’ αυτό της ίδρυσης της Δημοκρατίας, υπήρχε σημαντικό ρήγμα
στο εσωτερικό της επαναστατικής αστικής τάξης αναφορικά με το πως θα
υλοποιούνταν στην πράξη ένα τέτοιο δημοκρατικό καθεστώς: ζητώντας την
στήριξη της αριστοκρατίας ή, αντίθετα, συμμαχώντας με τις λαϊκές τάξεις;
Εν μέσω συζητήσεων για την ενοχή του βασιλιά που ξεκίνησαν τον
Νοέμβριο 1792, ανακαλύφθηκαν στα ανάκτορα του Κεραμεικού (στις 20
Νοεμβρίου 1792) ορισμένα ενοχοποιητικά έγγραφα καθώς και η αλληλογραφία
του με την οποία ζητούσε την στήριξη των ξένων δυνάμεων· έκτοτε, η καταδίκη
του ήταν πια αναπόφευκτη. Παρουσιάστηκε στο εδώλιο στις 11 Δεκεμβρίου
1792.
Στο πλαίσιο της δίκης του –η οποία ξεκίνησε στις 14 Ιανουαρίου 1793–
κάθε κοινοβουλευτική ομάδα της Συμβατικής Συνέλευσης κλήθηκε να
τοποθετηθεί επάνω σε τρια ζητήματα: (1) περί ενοχής για συνωμοσία ενάντια
στην δημόσια ελευθερία και επιβουλή της εθνικής ασφάλειας, (2) περί
αρμοδιότητας του έθνους να αποφανθεί σχετικά με την ποινή του βασιλιά, και
(3) περί της ίδιας της ποινής.
Έτσι, η βασιλεία έχασε για πάντα τον υπερφυσικό της χαρακτήρα, που
ακόμα και η ίδια η Επανάσταση δεν είχε καταφέρει να σβήσει μέχρι τότε. Η
πορεία των γεγονότων ήταν πλέον δυνατή μόνο προς συγκεκριμένη
κατεύθυνση, δεδομένου ότι αν οπισθοδρομούσαν τώρα οι επαναστάστες, θα
μετατρέπονταν οι ίδιοι αυτόματα σε βασιλόκτονες.
Προς το τέλος του 1793 όμως, και χάρη στην στρατιωτική πολιτική της
επαναστατικής κυβέρνησης, η Γαλλία κατάφερε να νικήσει τους αντιπάλους της
σε αρκετά μέτωπα (στην Σαβοία/Savoie, στην Νίκαια /Nice, στο Ρήνο/Rhin κλπ),
εκμεταλλευόμενη κιόλας ορισμένες αδυναμίες των Συμμάχων που είχαν το
βλέμμα τους στραμμένο, εκείνη την περίοδο, στο ζήτημα της δεύτερης διανομής
της Πολωνίας (που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 1793).
Από τον Ιούνιο 1793 μέχρι και τον Ιούλιο 1794, η Γαλλία γνώρισε ένα
έκτακτο καθεστώς, που κινήθηκε ουσιαστικά πέραν των συνταγματικών ορίων.
Η οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει την άνοιξη του 1793 συνεχίστηκε και το
καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. Στο εσωτερικό της, η χώρα κλήθηκε να
αντιμετωπίσει τις εξεγέρσεις που εξαπλώνονταν διαρκώς καθώς και τον
εμφύλιο πόλεμο που μαινόταν στην Βανδέα, διχάζοντας όμως και την υπόλοιπη
Γαλλία.
Αποτελείτο, όπως είχε οριστεί αρχικά, από δυο τμήματα που ήταν (1) η
Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1793 και (2) το κυρίως
Σύνταγμα. Συγκεκριμένα:
(2) Το κυρίως Σύνταγμα του 1793 αποτελείτο από 124 άρθρα και
κατοχύρωνε ως μοναδική πηγή της εξουσίας, τον λαό, ενώ δικαίωμα του
εκλέγειν είχαν πλέον όλοι οι άντρες άνω των 21 ετών. Η νομοθετική εξουσία
ανήκε στο Κοινοβούλιο που εκλεγόταν με άμεση και καθολική ψηφοφορία για
ένα έτος και είχε επιτακτική εντολή, καθώς και στον λαό. Έτσι, τα διατάγματα
και οι νόμοι που υιοθετούνταν από το Κοινοβούλιο (lois proposées) τίθεντο σε
ισχύ μόνο κατόπιν έγκρισής τους από τον λαό, μέσω δημοψηφισμάτων. Δηλαδή,
ο λαός έχει το δικαίωμα να επιβάλλει βέτο. Η εκτελεστική εξουσία ασκείτο από
ένα 24μελές συμβούλιο που εκλεγόταν από το Κοινοβούλιο για 2 έτη, και
ανανεωνόταν κατά το ήμιση κάθε έτος. Οι εξουσίες του περιορίζονταν στην
διεύθυνση και στην επίβλεψη της δημόσιας διοίκησης, καθώς και στην
υλοποίηση των διαταγμάτων και νόμων.
Στον λόγο του της 25ης Δεκεμβρίου 1793 (5 Nivose an II), ο Ροβεσπιέρος
υπερασπίστηκε την θεωρία της επαναστατικής κυβέρνησης, η οποία ήταν κατά
τον ίδιο μια πολεμική δικτατορία. Η δράση της, δηλαδή, οριζόταν από το γεγονός
ότι οι εσωτερικές και εξωτερικές απειλές την υποχρέωναν να ελέγχει τα πάντα.
Έτσι, οργάνωσε τον γαλλικό στρατό σε νέα βάση (βλ. μαζική επιστράτευση των
πολιτών / Levée en masse εν όψει των μαχών του 1793), γεγονός που οδήγησε
όμως την χώρα σε πολεμικές νίκες.
Παράλληλα, με τον νόμο των υπόπτων της 17ης Σεπτεμβρίου 1793, έγινε
δυνατή η φυλάκιση των εχθρών της Επανάστασης, υπό την πολύ ευρεία έννοια
του όρου. Όλοι οδηγούνταν ενώπιον του επαναστατικού δικαστηρίου (Tribunal
Révolutionnaire) που αποτελείτο από 5 δικαστές, 1 εισαγγελέα και 12 ενόρκους,
ενώ η κράτησή τους θεωρείτο πλέον ότι αποτελούσε μέτρο κρατικής ασφάλειας·
οι δε αποφάσεις του επαναστατικού δικαστηρίου ήταν άμεσα εκτελεστές (τότε
έλαβε χώρα και η δίκη της Μαρίας Αντουανέτας) καθώς δεν υπήρχε δικαίωμα
άσκησης εφέσεως.
Επίσης, με νόμο της 10ης Ιουνίου 1793 (22 Prairial an II) που επάβαλε την
μεγάλη Τρομοκρατία (Grande Terreur) για έναν μήνα, όλα τα μέσα υπεράσπισης
των κατηγορουμένων καταργήθηκαν, ενώ προβλεπόταν πλέον μόνο μια ποινή: η
θανατική.
χώρας, και στις 5 Οκτωβρίου 1793 (14 Vendemiaire an II) υιοθέτησε νέο
ημερολόγιο, εξορθολογικεύοντας θρησκευτικές τελετές και γιορτές. Παρόλα
αυτά, ο Ροβεσπιέρος υπεραμύνθηκε του δικαιώματος που κατά τον ίδιο είχε ο
κάθε πολίτης να υμνύει το Ανώτατο Ον, το οποίο γιορτάστηκε για πρώτη και
μοναδική φορά στις 8 Ιουνίου 1794.
Παρά τις πολύ δύσκολες συνθήκες που επικράτησαν όλους τους μήνες
κατά τους οποίους κυβέρνησε η Επαναστατική Κυβέρνηση, και παρά το γεγονός
ότι η Γαλλία γνώρισε τότε σημαντικές οικονομικές και πολιτικές στερήσεις (βλ.
π.χ. αναστολή των δικαιωμάτων των πολιτών), η εξωτερική πολιτική της
κρίθηκε πως ήταν ιδιαίτερα επιτυχής, μιας και κατάφερε να απομακρύνει
οριστικά τον κίνδυνο της εισβολής των ξένων δυνάμεων και να νικήσει στα
διάφορα μέτωπα.
Στο πλαίσιο αυτό, και αναγνωρίζοντας ότι το Σύνταγμα του 1793 δεν
μπορεί εκ των πραγμάτων να εφαρμοστεί (ήταν ουσιαστικά δυσλειτουργικό),
θα οδηγήσουν την Συμβατική Συνέλευση να ψηφίσει ένα νέο κείμενο (το
Σύνταγμα του 1795), που θα προωθούσε πια μια νέα μορφή κυβερνητικής
οργάνωσης.
Έτσι, την 1η Απριλίου 1795 (12 Germinal an III) ο λαός κατέλαβε και πάλι
την Συμβατική Συνέλευση απαιτώντας πλέον όχι μόνο ψωμί, αλλά και την
εφαρμογή του Συντάγματος του 1793, ώστε να μπορέσει να ανακάμψει
Καθώς μια δέυτερη εξέγερση λάμβανε χώρα στις 20 Μαίου 1795 –και
αντιμετωπίστηκε επίσης από τον στρατό– η κυβέρνηση προχώρησε πια σε
συλλήψεις Γιακωβίνων και Ορεινών. Παράλληλα δε με την φυλάκιση των
επαναστατών, η Συμβατική Συνέλευση συλάμβανε πλέον και βασιλικούς, με την
ίδια μανία που καταδίωκε τους επαναστάτες, και με απώτερο σκοπό να
προλάβει μια πιθανή άνοδό τους.
Η δεύτερη αυτή κατηγορία βασιλικών ήταν και αυτή που είχε εναποθέσει
τις ελπίδες της στον γιό του Λουδοβίκου 16ου, ο οποίος όμως απεβίωσε τελικά
στις 8 Ιουνίου 1795, αφήνοντας να αυτοανακηρυχθεί βασιλιάς (δηλαδή,
Λουδοβίκος 18ος) στην θέση του ο Κόμης της Προβηγκίας. Ο δε Λουδοβίκος 18ος
προέβη, τον Ιούλιο του 1795, σε μια δήλωση που αποτελούσε πραγματικό
μανιφέστο της αντεπανάστασης, τασσόμενος υπέρ της καταδίκης των
βασιλοκτόνων καθώς και της επανίδρυσης του Παλαιού Καθεστώτος. Η
κατάσταση ήταν δηλαδή ιδιαίτερα οξυμένη.
κατά των κινδύνων που ίσως εγκυμονούσε μια δημοκρατία ή μια δικτατορία,
χωρίς όμως ταυτόχρονα να υποκύπτουν στις απαιτήσεις των βασιλικών.
Πράγματι, κατά την πρότασή του που βασιζόταν στην στελέχωση του
κρατικού μηχανισμού από τους πιο ‘μορφωμένους’ πολίτες, δεν θα υπήρχε
υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση (για το δημοτικό) ώστε να έχουν
πρόσβαση στην παιδεία μόνο οι πλουσιότεροι, ενώ τα θρησκευτικά κολέγια θα
άφηναν την θέση τους σε κεντρικά σχολία σε κάθε διαμέρισμα. Στην θέση των
πανεπιστημίων, που είχαν καταργηθεί το 1793, προβλέπονταν επαγγελματικές
σχολές (Ecole Centrale des travaux publics, Ecole Normale de Paris, Ecoles de
santé) και εθνικά ιδρύματα (Conservatoire de musique, Conservatoire National des
arts et métiers) που απευθύνονταν όλα στους μελλοντικούς ψηφοφόρους και
κυβερνώντες.
Το νέο Σύνταγμα –που θα συζητιόταν από τις 23 Ιουνίου 1795 μέχρι και
τις 22 Αυγούστου 1795– τέθηκε και προς δημοψήφισμα, ενώ εγκρίθηκε εν τέλει
από τον λαό, με την εν λόγω διαδικασία, την 6η Σεπτεμβρίου 1795.
Η ρύθμιση αυτή αποτέλεσε δε αιτία και για την εξέγερση των βασιλικών
στις 5 Οκτωβρίου 1795 (13 Vendemiaire an IV). Οι εν λόγω πολιτικές
αναταραχές αντιμετωπίστηκαν και πάλι από τον στρατό, που βρισκόταν πλέον
υπό τις διαταγές νέων αξιωματικών: π.χ. τον Μπρυν (Brune), τον Βοναπάρτη
(Bonaparte) κ.α.
(2) το άλλο (i.e. Σύνταγμα του 1795) εφαρμόστηκε και αποτέλεσε την
βάση ενός καθεστώτος νέας φύσης και μορφής, που θα ονομαστεί αργότερα
Διοικητήριο (Directoire).
Μέσα στο έντονο –ακόμα– κλίμα της οικονομικής κατάρρευσης και της
πολιτικής ανησυχίας, οι διάφοροι σύλλογοι είχαν ήδη ανασυσταθεί,
τουλάχιστον στο Παρίσι (βλ. club du Panthéon, club de Clichy κλπ.).
Σε ότι αφορά την απονομή της δικαιοσύνης12, από τον Οκτώβριο του
έτους 1793, με την εγκαθίδρυση της λεγόμενης Τρομοκρατίας (Terreur), η
Γαλλία ξαναζεί τις θλιβερές στιγμές του παλαιού καθεστώτος από πρόσωπα που
αυτό το τελευταίο είχε επί τόσα χρόνια καταπιέσει. Το λεγόμενο Διευθυντήριο
(ή Διοικητήριο, Directoire) από τη μια τροποποιεί την Ordonnance Royale του
έτους 1667 με τον περίφημο δικονομικό νόμο της 3 Brumaire II έτους, και από
12
Απόσπασμα από το άρθρο «Η εξέλιξη του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου και η
αλληλεπίδρασή του με το ελληνικό», Παντ. Ρεντούλης, http://www.kostasbeys.gr/articles
την άλλη προσαρμόζει δικαστήρια και δικαστές στις αιματηρές του "ορέξεις".
Όλο το ανωτέρω επαναστατικό νομοθετικό έργο "καρατομείται", περιοριζόμενο
σε μερικές μόνο εκ των βασικών του αρχών, τη στιγμή που το μέλλον και η
λειτουργία του ανωτέρω καινοτόμου δικαστηριακού οικοδομήματος έχει ήδη
υποθηκευτεί βάναυσα από το νόμο της 10ης Μαρτίου του έτους 1793, ο οποίος
είχε ιδρύσει το λεγόμενο "επαναστατικό δικαιοδοτικό όργανο" ("tribunal
révolutionnaire"), ανοίγοντας έτσι την κερκόπορτα της επανιδρύσεως
εξαιρετικών δικαιοδοσιών και της στενής εποπτείας των τακτικών
δικαιοδοτικών οργάνων από το κράτος. [...].
Μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου (στις 27 Ιουλίου 1794) και των
Ορεινών, και κατά την κυβέρνηση των Θερμιδωριανών, οι κυβερνητικές θέσεις
ήταν και πάλι, ουσιαστικά, στα χέρια των ίδιων πολιτικών, ενώ οι περισσότεροι
παλιοί υποστηρικτές της Τρομοκρατίας δήλωναν πλέον ανοιχτά την στήριξή
τους στην νέα κυβέρνηση, έστω μερικές φορές μόνο και μόνο για να αποφύγουν
την δίωξή τους.
-Η νομοθετική εξουσία
Το κοινοβούλιο απαρτίζετο από δύο σώματα, που ονομάζονταν
Συμβούλια και ήταν εκλεγμένα για 3 έτη το καθένα, ενώ ανανεώνονταν και τα
δύο κατά το 1/3 κάθε χρόνο, ώστε να αποφεύγεται κάθε κίνδυνος
καταχρηστικής άσκησης της νομοθετικής εξουσίας.
Συγκεκριμένα, διακρίνονταν:
(2) το Συμβούλιο των Αρχαίων (Conseil des Anciens) που αποτελείτο από
250 συμβούλους άνω των 40 ετών –που όφειλαν να είναι παντρεμένοι ή χήροι,
αλλά όχι διαζευγμένοι– και κάτοικοι Γαλλίας για πάνω από 15 χρόνια, ενώ ήταν
αρμόδιο να εγκρίνει τα ψηφίσματα που του υπέβαλαν οι Πεντακόσιοι,
μετατρέποντάς τα πια σε νόμους.
-Η εκτελεστική εξουσία
Η εκτελεστική εξουσία ανήκε σε ένα συλλογικό όργανο και ασκείτο από
κοινού από τα μέλη του, ώστε να αποφεύγεται και πάλι η όποια κατάχρηση
εξουσίας από κάποιον εξ αυτών.
Ο χωρισμός των εξουσιών στο Σύνταγμα του 1795 ήταν απόλυτος, ενώ
τα μέλη του Διοικητηρίου δεν μπορούσαν καν να συναντιόνται με τα μέλη των
Νομοθετικών σωμάτων, παρά μόνο να επικοινωνούν μαζί τους μέσω γραπτών
υπομνημάτων.
Επίσης, οι περιοχές, που είχαν παίξει έναν ιδιαίτερο πολιτικό ρόλο επί
Συμβατικής Συνέλευσης, καταργήθηκαν. Επομένως, για να καλυφθεί το
διοικητικό κενό μεταξύ της πόλης/κωμμόπολης και των διαμερισμάτων/νομών,
δημιουργήθηκαν οι Δήμοι (municipalities cantonales) που συνένωναν όσες
πόλεις είχαν λιγότερους από 5000 κατοίκους. Η διοικητική αυτή ενότητα
(municipalité cantonale) υπήρξε μόνο επί Διοικητηρίου, καθώς το 1797 άφησε
την θέση της στους Δήμους (arrondissements).
Έτσι, χάρη στην υπογραφή υπέρ της Γαλλίας των Συνθηκών ειρήνης του
Leoben και του Campo-Formio, στις 18 Οκτωβρίου 1797, μετατράπηκε πλέον ο
στρατός σε ρυθμιστή της κατάστασης.
μετά το πέρας των οποίων εξελέγησαν κατά πλειοψηφία οι Ιακωβίνοι, (2) στις
18 Ιουνίου 1799 όταν τα Συμβούλια, κατά πλειοψηφία αποτελούμενα από
Ιακωβίνους, ζήτησαν την ακύρωση της εκλογής ενός μέλους του Διοικητηρίου,
και (3) τον Νοέμβρη του 1799, όταν ο Σιεγιές (Sieyès), που πίστευε ότι πρέπει
πλέον να καθιερωθεί ένα σύνταγμα που να εξασφαλίζει την σταθερότητα των
πολιτειακών θεσμών, αναζήτησε την βοήθεια του στρατού.
Το βράδυ της 10ης Νοεμβρίου 1799 έχει πια γεννηθεί η νέα ισχυρή
εκτελεστική κυβέρνηση.
Annexe Ι
Φαινομενικά το ρωμαϊκό κράτος διέθετε μια ισχυρή και σταθερή δομή. Είχε
οριστικώς χωριστεί στα δύο, το 395 μ.Χ., από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο.
Διαχωρίζουμε μεταξύ ανατολικού τμήματος το οποίο εκτεινόταν στην Αίγυπτο,
στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία, και του δυτικού τμήματος που εκτεινόταν
από τη Βρετανία (σημερινή Μεγάλη Βρετανία) έως και τη Βόρεια Αφρική, την
Ιβηρική Χερσόνησο και, ανατολικά, μέχρι τον Δούναβη. Αντιπροσώπευε σε
έκταση, 2 εκ. τετραγωνικά μέτρα και είχε 25-30 εκ. κατοίκους.
Ο βασικός πυρήνας της αυτοκρατορίας ήταν οι πόλεις, που τις απάρτιζε τόσο το
αστικό σύνολο όσο και η ύπαιθρος που τις περιέβαλλε (pagus). Κάθε πόλη
αναπαράγει την κοινωνική οργάνωση της Ρώμης. Οι συγκλητικοί μονοπωλούν
τις τιμητικές θέσεις αλλά δεν έχουν πραγματική πολιτική εξουσία. Αυτή ανήκει
στον αυτοκράτορα. Οι συγκλητικοί είναι όμως μεγάλοι ιδιοκτήτες περιουσιών
και έχουν, άρα, ένα ουσιώδη οικονομικό ρόλο. Οι τεχνίτες και οι έμποροι που
κατοικούν στις πόλεις είναι οργανωμένοι σε συντεχνίες. Ο κόσμος της υπαίθρου
απαρτίζεται από καλλιεργητές χωρικούς που ζουν ομαδοποιημένοι σε χωριά
(vici) και καλλιεργούν τα κτήματα των μεγάλων ιδιοκτητών, και από μικρούς
ελεύθερους ιδιοκτήτες (coloni) ή, τέλος, και από δούλους.
13 https://opencourses.ionio.gr/courses
Η σημασία του στρατού, υπό αυτές τις συνθήκες, δεν έγκειται μόνο στον αριθμό
των στρατιωτών. Αποτελεί και μια κοινωνική δύναμη, την μόνη ικανή να
αναδείξει την πολιτική εξουσία. Καθώς όμως το ρωμαϊκό σύστημα δεν διαθέτει
πραγματικούς κανόνες διαδοχής, ο αυτοκράτορας χρειάζεται τον στρατό για να
αντιμετωπίζει τους πολιτικούς του αντιπάλους ή τους σφετεριστές της εξουσίας.
Ο χριστιανισμός για πάνω από δυο αιώνες ήταν υπό διωγμό στην ρωμαϊκή
αυτοκρατορία. Το 313 με το διάταγμα του Μεδιολάνου (Μιλάνο) ο
αυτοκράτορας Κωνσταντίνος επέτρεψε την ανοχή της πίστης των χριστιανών.
Το 392 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, με το διάταγμα της Κωνσταντινούπολης
κατέστησε τον χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας,
απαγορεύοντας τις παλαιότερες παγανιστικές θρησκείες. Διαθέτοντας πλέον
την προστασία του αυτοκράτορα, η Εκκλησία οργανώνεται αντιγράφοντας το
διοικητικό σχήμα της αυτοκρατορίας, της οποία άλλωστε γίνεται και ένα από τα
στηρίγματα. Σε κάθε επαρχία του κράτους (διοίκησις κατά την εκκλησιαστική
ορολογία) τοποθετείται ένας μητροπολίτης και σε κάθε πόλη ένας επίσκοπος.
Όπως και το κράτος, έτσι και η Εκκλησία αποκτά μια αυστηρή θεσμική ιεραρχία,
από τον απλό εφημέριο ή μοναχό έως τον πάπα. Παρά την ιεραρχική δομή της
Εκκλησίας, ο πάπας, επίσκοπος της Ρώμης, δεν επικρατεί εύκολα ως αρχηγός
της Εκκλησίας. Αν και διαθέτει μεγάλο συμβολικό γόητρο, η εξουσία του είναι
κατ’ αρχάς περιορισμένη. Παρά την επίσημη υποστήριξη του κράτους ο
εκχριστιανισμός ήταν, αρχικά, επιφανειακός. Η ύπαιθρος παρέμενε παγανιστική
και πιστή στις παραδοσιακές της τελετές. Ο χριστιανισμός ήταν, αρχικώς, ένα
αστικό φαινόμενο [...].
Από τον 2ο αιώνα μ. Χ., η ρωμαϊκή επέκταση είχε σταματήσει και η Ρώμη είχε
χάσει τη λεία και τα εργατικά χέρια των δούλων, που της προσπόριζαν οι
κατακτήσεις. Η φορολογία της που ήταν ήδη βαριά και πολύπλοκη, αυξάνεται
όσο αυξάνονται και οι εξωτερικοί κίνδυνοι για το κράτος. Οι διάφοροι πόλεμοι
που είναι αναγκασμένη να διεξαγάγει, έχουν ως σκοπό να διατηρήσουν
τα σύνορά της και όχι να τα επεκτείνουν. Βαθμηδόν, η κοινωνική
οργάνωση της αυτοκρατορίας εμφανίζει συμπτώματα ακαμψίας. Η
διοίκησή της γίνεται γραφειοκρατική και παραλύει. Οι διοικητικές
λειτουργίες καθώς και τα επαγγέλματα γίνονται κληρονομικά. Τα
σημαντικά αξιώματα προορίζονται για μια κοινωνική τάξη που
λειτουργεί σαν κάστα και αποκλείει κάθε κοινωνική εξέλιξη. Στον κόσμο
της υπαίθρου, οι μεγάλοι ιδιοκτήτες μετατρέπονται σε προστάτες των
καλλιεργητών, καθορίζοντας και τα αγροτεμάχια που τους αναλογούν,
και προοιωνίζουν έτσι τις μεσαιωνικές συνθήκες των παροίκων. Όπως οι
πόλεις κλείνονται στα τείχη τους, όλη η κοινωνία φαίνεται να κλείνεται
στα δικά της.
Σημείωση:
Η χρονολογία του 476 μ.Χ. θεωρείται το τέλος του αρχαίου κόσμου και η αρχή
του Δυτικού Μεσαίωνα. Ο Ρωμαϊκός κόσμος δεν πέθανε το 476 μ. Χ. Επιβίωσε ως
προς τις δομές του στο ανατολικό τμήμα, στην Κωνσταντινούπολη, και έζησε ως
την 29η Μαΐου του 1453. Η Εκκλησία είναι αυτή που θα εμφανίζεται στο εξής ως
ο θεματοφύλακας της ρωμαϊκής κληρονομιάς στη Δύση.
Annexe ΙI
Από την στιγμή της δημιουργίας του, το Γαλλικό Βασίλειο [Royaume des
Francs] εξελίσσεται αφενός βάσει αφενός συστηματικής επέκταση των ορίων
του Φράγκικου Βασιλείου [Χλωδοβίκος /Clovis, 466-511], αφετέρου
οργανωμένης διαμόρφωσης των θεσμών και της διοίκησης [Καρλομάγνος
/Charlemagne, 748-814]. Από τον 10ο μέχρι τον 15ο αι., έχουν πλέον τεθεί και οι
κανόνες για την διαδοχή στον θρόνο.
Για την ρύθμιση των ζητημάτων του Βασιλείου, ο βασιλιάς διοικεί από το
παλάτι του, με τους κοντινούς του [αριστοκράτες και πλούσιους]. Αυτοί
δεσμεύονται απέναντι στον βασιλιά προσωπικά, και όχι απέναντι στο
Βασίλειο. Αποτελούνται σε κεντρικό επίπεδο από τους αξιωματούχους του
παλατιού [agents du palais], και σε τοπικό επίπεδο από τους τοπικούς
άρχοντες [agents locaux]. Τον επικουρούν στο έργο του συμβουλευτικά
όργανα, αλλά δεν δεσμεύεται από την γνώμη τους. Η απονομή της δικαιοσύνης
αποκτά όλο και περισσότερα χαρακτηριστικά γερμανικού δικαίου ενώ η
Εκκλησία κρατάει την ιεραρχική της δομή.
Στην εποχή των Καρολιγγείων [8ος – 10ος αι.], κατοχυρώνεται πια η ιδέα
της θεϊκής προέλευση της εξουσίας, που συνδέεται και με την στέψη του
βασιλιά. Η Εκκλησία βλέπει τον ρόλο της να ενισχύεται, μέσα από την
συμμετοχή κληρικών στους θεσμούς, στα συμβούλια του Βασιλιά κλπ.
Δημιουργείται έτσι σταδιακά η Χριστιανική ή Καρολίγγεια Αυτοκρατορία
[Empire Chrétien], ενώ το 800 τελείται συμβολικά και η στέψη του
Καρλομάγνου ως αυτοκράτας.
Με τους Καπέτιδες [10ος - 18ο αι. & επ.] ενισχύεται ο κανόνας της
κληρονομικότητας της βασιλείας, αυξάνονται οι αρμοδιότητες του βασιλιά και
ενισχύεται το κύρος του.
Annexe ΙII
Κατά την εποχή των Μεροβιγγείων[5ος – 8ος αι.], το παλάτι αλλά και το
Βασίλειο διοικούνται με την βοήθεια κεντρικών οργάνων, που βρίσκονται στο
ίδιο το παλάτι, αλλά και τοπικών αρχόντων. Έτσι, σε κεντρικό επίπεδο, τα
σημαντικότερα όργανα είναι:
συμμετοχής όμως, στο Συμβούλιο του Βασιλιά [Curia Regis], που υπήρχε τόσα
χρόνια υπέρ των αριστοκρατών θα εξαφανιστεί σταδιακά, καθώς ο βασιλιάς θα
απευθύνεται όλο και περισσότερο σε ειδικούς. Από τον 15ο αι., το Συμβούλιο
θα καλείται σε περιορισμένη σύνθεση.
Annexe ΙV
Η οργάνωση της Δικαιοσύνης
Μέχρι και τον 12ο αι., η βασιλική εξουσία είναι πολύ αδύναμη για να
επιβληθεί στους φεουδάρχες. Οι φεουδάρχες έχουν σημαντικές εξουσίες στο
πλαίσιο της επικράτειάς τους, αλλά θα χάσουν σιγά σιγά τις αρμοδιότητές τους,
ενώ θα αυξηθεί αντίστοιχα η δύναμη του παλατιού. Για πολλά χρόνια όμως, το
δικαστήριο του φεουδάρχη θα παραμένει σε ισχύ ως δικαστήριο της
εγγύτητας, καθώς είναι πιο οικονομικό από το βασιλικό δικαστήριο. Ως προς
το δίκαιο που εφαρμόζεται όμως, τα φεουδραχικά δικαστήρια θα εφαρμόζουν
όλο και περισσότερο το δίκαιο που εκδίδει το παλάτι.
[iii] Basse justice: για πταίσματα όπως οφειλές προς τον φεουδάρχη, καταβολή
χρεών κλπ.
Παραδείγματα υποθέσεων:
Δικαιοδοτικά όργανα:
Παρά την ενίσχυση της Απόλυτης Μοναρχίας, υπήρχαν σαφή όρια την
νομοθετική δραστηριότητα του βασιλιά, καθώς δεν μπορούσε π.χ. να νομοθετεί
ενάντια στο φυσικό δίκαιο ή στους θεμελιώδεις κανόνες του κράτους.
Από τον 16ο αι. ξεκινάει σταδιακά η μελέτη και η επεξεργασία των
τοπικών εθίμων, μέσα από την ερμηνεία τους, την αναδιατύπωσή τους, την
προσπάθεια διευκρίνισης του νοήματός τους κλπ. Εμφανίζεται έτσι το ius
commune και η χρήση του ‘γαλλικό δίκαιο’. Το γαλλικό δίκαιο που παίρνει τότε
την μορφή του, βασίζεται στα τοπικά έθιμα, στην νομολογία και στην επίσημη
νομοθεσία, όπως π.χ. Διατάγμα του Βασιλιά.
Από τον 18ο αι., το παλάτι ελέγχει όλο και περισσότερο την διδασκαλία
της νομικής επιστήμης. Με την υιοθέτηση του Edit de Saint Germain en Laye /
1679, η διδασκαλία του γαλλικού δικαίου κατοχυρώνεται επίσημα, μαζί με
αυτήν του εκκλησιαστικού δικαίου και του ρωμαϊκού. Οι διδάσκοντες
επιλέγονται από το παλάτι [π.χ. από τον καγκελάριο], ενώ προσδίδεται και μια
νέα δυναμική μέσω των εργασιών τους, προετοιμάζεται το έδαφος για τους
ναπολεόντειους κώδικες κλπ.
Ο βασιλιάς σιγά σιγά θα νομοθετεί και για ζητήματα που αφορούν την ίδια
την εκκλησία, κατοχυρώνοντας έτσι το εθνικό εκκλησιαστικό δίκαιο.
Ενδεικτικά, υιοθετείται το Edit de Nantes / 1598 που κατοχυρώνει την
ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης [για τους Διαμαρτυρόμενους]· το Edit
de Fontainebleau / 1598 που καταργεί την προηγούμενη ρύθμιση· η
Declaration des 4 articles / 1682 που κατοχυρώνει την αρμοδιότητα του
βασιλιά να παρεμβαίνει, να ρυθμίζει ζητήματα σχετικά με τον γάμο κλπ.
Annexe V
15Απόσπασμα από το άρθρο «Η εξέλιξη του γαλλικού αστικού δικονομικού δικαίου και η
αλληλεπίδρασή του με το ελληνικό», Παντ. Ρεντούλης, http://www.kostasbeys.gr/articles
αρχικά με την ονομασία "tribunaux d'appel" και στη συνέχεια με την ονομασία
"Cours d'appel", τα οποία εκδικάζουν τις εφέσεις μόνο κατά των αποφάσεων
των tribunaux civils και των εμποροδικείων και
iv) αναβιώνει η θέση του καγκελάριου υπό την ειδικότερη ονομασία του
"Μέγα Δικαστή" ('Grand Juge') ο οποίος από τη θέση του προέδρου του
Bibliographie Sélective: