Professional Documents
Culture Documents
Περιεχόμενα
Σελ.
Πρόλογος 4
- Νίκος Σ. Μάργαρης: Να τι Σημαίνει Οικολογία 5
- Το Σπειροειδές στη Φύση, στην Ανάπτυξη,……στο Σύμπαν 10
- Το π= Μάρτιος μήνας, 14η ημέρα, ώρα 1 και 59 λεπτά και 26 δευτερόλεπτα= Σταθερά Αρχιμήδη 14
- Γλαύκες: Κουκουβάγια, Γκιώνης, Μπούφος και άλλα 17
- Μαγικές Δομές, Σχήματα και Εικόνες στη Φύση: τα Φράκταλς και η Αυτο-ομοιότητα 21
- Ανεμώνες σε Στεριά και Θάλασσα 24
- Να Πως Εξηγείται ο Φυσικός Κόσμος με τα Μαθηματικά 28
- Τα Ελληνικά Ποτάμια στη Μυθολογία και στη Λαϊκή Παράδοση 33
- ΄Αργησαν Φέτος να Έλθουν οι Αλκυονίδες Ημέρες; 43
- Η Ιτιά ως Εντυπωσιακό Βιοκαύσιμο, αλλά και στη Λαϊκή Παράδοση, στην Ιατρική, στη ...... 45
- Τα Αυτοφυή Τσάγια του Βουνού στην Ελλάδα είναι Περίπου 17 σε Είδη και Υποείδη 47
- Οι Θεμελιωτές της Εξελικτικής Θεωρίας: Δαρβίνος και Γουάλλας 50
- Όταν η Τεχνολογία Εμπνέεται και Αντλεί Ιδέες από τη Φύση: Ομίχλη και Ομιχλοβροχή 52
- Τα Αιολικά στη Σαμοθράκη – Επιπτώσεις στο Υδρολογικό Ισοζύγιο 55
- Υπεράκτια Αιολικά Πάρκα (1/2) – Κατασκευές, ¨Ελεγχοι και Συντήρηση 57
- Υπεράκτια Αιολικά Πάρκα (2/2) - Κατασκευές, ¨Ελεγχοι και Συντήρηση 60
- Φυτά ως Εισβολείς, Μετανάστες, Δραπέτες: από τη Ξυνίθρα, τη Βρωμοκαρυδιά μέχρι τις Κολλιτσίδες, τα
Τριβόλια, το Αγριοκρίθαρο, τις Ίριδες, τον Καπουτσίνο και τα ξενικά φυτά για Βιοκαύσιμα 63
- Γνωριμία με το Βάτραχο και το Φρύνο 70
- Ο Υδρολογικος Κύκλος των Πλημμυρών 74 3
- Ακραίες Πλημμύρες και Ορεινές Υδρολογικές Λεκάνες στην Ελλάδα 77
- Ο Ποταμός Ιλισσός 82
- Κηφισός, Ιλισός, Ηριδανός: το Υδρογραφικό τους Δίκτυο, Χθες και Σήμερα 93
- Μαργαρίτες, Ανθέμιδες, Μαργαρίτες 102
- Εποχή για τις Κάμπιες και τη Γύρη των Πεύκων 105
- Φθινόπωρο με Χρώματα,....αλλά χωρίς Αρώματα 108
- Θάλασσες, Θάλασσες, Θάλασσες 111
- Άλλο η Γνήσια Κανέλα και άλλο οι άλλες Κανέλες 114
- Ο Μυστηριώδης Ίταμος για το Θάνατο και την Αιωνιότητα 116
- Άνοιξη με Κουτσουπιά και Πασχαλιά και...... με Φρέσκιες Ιδέες! 119
- Μεγαλίθινα Μνημεία τα Δρακόσπιτα στην Εύβοια 122
- Υλικά από το Νήμα του Ιστού της Αράχνης: ούτε Σπάνια, αλλά ούτε και Τοξικά 125
-Το Χέλι από την Πραγματικότητα, στο Μυστήριο, στη Δοξασία και πάλι στη Ζωή 129
- Για τα Χρώματα των Φυτών (Γιατί να υπάρχουν τόσα χρώματα; κλπ) 134
- Φαίνονται Περίεργα, αλλά είναι Εξηγήσιμα 138
- Μερομήνια 140
- Ο Κολιός τον Αύγουστο, η Μαρίδα το Χειμώνα, η Τσιπούρα το Φθινόπωρο, ο Σπάρος την Άνοιξη,.............. Με
Γαστρονομικά και όχι με Βιολογικά Κριτήρια 146
- Λιμναίοι Οικισμοί της Προϊστορίας: αναφορά και στο Δισπηλιό, Καστοριάς 152
- Ξερικές Καλλιέργειες για Άνυδρες και όχι μόνο Περιοχές 157
- Το Φυτό ως Ηλιακή Αντλία Νερού -Η Σημαντικότητα του Νερού στα Φυτά 162
- Πεταλούδες και Σκώροι 167
- Άγρια Χόρτα, Λαχανευόμενα, Φαγώσιμα 171
- Ευπαλίνειο Όρυγμα: Πως με τα Μαθηματικά Υδρεύτηκε κάποτε το Πυθαγόρειο στη Σάμο 180
-Το π= Μάρτιος μήνας, 14η ημέρα, ώρα 1 και 59 λεπτά και 26 δευτερόλεπτα=
Σταθερά Αρχιμήδη
- Αρχιμήδης, ‘’Κύκλου Μέτρησις’’, ‘’Παντός κύκλου η περίμετρος της διαμέτρου εστί και έτι
υπερέχει ελάσσονι μεν ή εβδόμω μέρει της διαμέτρου, μείζονι δε ή δέκα εβδομηκοστο μόνοις’’.
- Ian Stewart , καθηγητής μαθηματικών στο Warwick University, UK '' Όλοι οι αριθμοί είναι
ενδιαφέροντες, μερικοί όμως είναι πιο ενδιαφέροντες από τους άλλους και το π είναι ο πιο
ενδιαφέρων από όλους’’.
14
Τον αριθμό ‘’π’’ τον έχουμε συναντήσει στο σχολείο και με απλά λόγια περιγράφει τη σχέση
μεταξύ της περιμέτρου ενός κύκλου και της διαμέτρου του. Αρχαίοι λαοί είχαν παρατηρήσει ότι
όταν το μήκος της περιφέρειας ενός κύκλου διαιρεθεί με τη διάμετρό του, τότε το πηλίκο είναι το
ίδιο για όλους τους κύκλους και το οποίο είναι περίπου 3.14. Εκείνος, όμως, που προσπάθησε
πρώτος να προσεγγίσει τον παραπάνω λόγο με θεωρητικό τρόπο και όχι εμπειρικά ήταν ο
Αρχιμήδης (3ος αιώνας π.Χ.). Ωστόσο, από πολλούς εικάζεται ότι στην εργασία του «Κύκλου
μέτρησις», οδηγήθηκεστην προσεγγιστική τιμή3,1416 χρησιμοποιώντας πολύγωνα με 384
πλευρές. Την ίδια προσέγγιση ισχυρίστηκαν ότι πέτυχαν και οι Ινδοί, χωρίς όμως να υπάρχουν
τεκμήρια τα οποία να υποστηρίζουν αυτόν τον ισχυρισμό. Γι’ αυτό λοιπόν ο παραπάνω λόγος,ο
αριθμός ‘’π’’, είναι γνωστός διεθνώς ως ‘’σταθερά του Αρχιμήδη’’.
Η πρόταση για την καθιέρωση της 14ης Μαρτίου ως παγκόσμιας ημέρα του ‘’π’’ (συμπίπτει και
με τα γενέθλια του Albert Einstein-1879-1955), έγινε το 1988 από το φυσικό Larry Shaw του
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
ΜουσείουExploratorium του San Francisco των ΗΠΑ. Επιλέχθηκε η ημέρα αυτή, γιατί στον
αμερικάνικο τρόπο γραφής της ημερομηνίας, που όπως γνωρίζουμε προηγείται ο μήνας της
ημέρας. Δηλαδή, η παραπάνω ημερομηνία γράφεται ως εξής: 3-14 ή 3 / 14, που θυμίζει τα 3
πρώτα ψηφία της ρητής προσέγγισης του ‘’π’’ εκφρασμένης στο δεκαδικό σύστημα
αρίθμησης(δεκαδική προσέγγιση). Οι αμερικανοί μάλιστα για να δώσουν περισσότερη έμφαση σε
αυτόν τον εορτασμό (Pi Approximation Day), διοργανώνουν διαλέξεις, parties και άλλες
εκδηλώσεις, στα μαθηματικά τμήματα των πανεπιστημίων τους, που ξεκινούν ακριβώς στην ώρα
1 και 59 λεπτά και 26 δευτερόλεπτα, την 14η Μαρτίου κάθε έτους. Άλλωστε, τα επτά πρώτα
ψηφία του "π" είναι ο αριθμός 3,1415926. Ωστόσο, στην Ευρώπη εξίσου διάσημη ημέρα
εορτασμού του "π" είναι η 22α Ιουλίου, (22/7), αφού διαιρώντας το 22 με το 7 προκύπτει ο
αριθμός "π".
Ο αριθμός ‘’π’’ ή η ‘’σταθερά του Αρχιμήδη’’ έχει κέντρισε το ενδιαφέρον μεγάλων στοχαστών
για χιλιετίες, αλλά μόνο πρόσφατα οι μαθηματικοί και οι άλλοι επιστήμονες ήταν σε θέση να
καταλάβουν πραγματικά πώς σχετίζεται με τη φύση. Η μαγεία του"π" όμως δεν συγκινεί μόνον
τους μαθηματικούς, φυσικούς, βιολόγους, χημικούς, μουσικούς, την τέχνη, τη μηχανολογία και
τους τεχνίτες, αλλά εκατοντάδες χιλιάδες απλούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, που
αντιλαμβάνονται το θέμα ως ένα από τα πιο δημοφιλή παράξενα στην ιστορία της σκέψης. Η
υπόθεση για τον αριθμό "π" δεν άφησε ασυγκίνητη ούτε τη γνωστή συνθέτρια και τραγουδίστρια
Kate Bush, καθώς έγραψε ένα απόλυτα μυστικιστικό (αυτό είναι άλλωστε και το γνωστό της
ύφος) τραγούδι για το "π". Εξάλλου, το 1998 ένας ανεξάρτητος Αμερικανός σκηνοθέτης, ο
Darren Aronofsky (1969 ), γύρισε μία από τις πιο παράξενες ταινίες του σινεμά το "π", όπου ο
πρωταγωνιστής (ένας νεαρός μαθηματικός με εμμονή στην κρυπτογραφία) προσπαθεί μέσω του
"π" να βρει τον παγκόσμιο αλγόριθμο που θα αποκάλυπτε οριστικά την κοσμική συμμετρία και
θα έδινε έναν και μοναδικό τρόπο υπολογισμού συμμετριών, από το χρηματιστήριο, μέχρι και το
Θεό. Φυσικά το αποτέλεσμα τον οδήγησε στο να τρελαθεί.
Ο Νορβηγός καθηγητής στο Cambridge University Hans-Henrik-Stolum, (γεννηθείς το1958),
υπολογίζοντας το λόγο μεταξύ του πραγματικού μήκους των ποταμών από την πηγή μέχρι την
εκβολή και της αντίστοιχης ευθείας γραμμής τους, βρήκε ότι ο λόγος αυτός είναι περίπου ο 15
π=3,14. Δηλαδή, στην περίπτωση του λόγου των ποταμών, η εμφάνιση του αριθμού ‘’π’’ είναι το
αποτέλεσμα της μάχης ανάμεσα στην τάξη και το χάος.
Η θεωρία του χάους βασίζεται στην ιδέα ότι μικρές αλλαγές μπορούν να οδηγήσουν σε μεγάλης
κλίμακας αποτελέσματα την πάροδο του χρόνου και ότι προφανώς τυχαίες διακυμάνσεις μπορεί
να οδηγήσει σε εκπληκτικά παρόμοια σχήματα, όπως τον τρόπο που ποταμοί τείνουν να
ελίσσομαι κατά τον ίδιο τρόπο, εφόσον δεν είναι περιορίζονται από στενές κοιλάδες ή και πολύ
πυκνή βλάστηση. Και ο Αϊνστάιν είχε παρατηρήσει ότι το νερό που ρέει γύρω στο εξωτερικό μιας
καμπής του ποταμού, κινείται ταχύτερα από το νερό που ρέει γύρω από το εσωτερικό της. Αυτή η
διαδικασία διαβρώνει ταχύτερα την εξωτερική όχθη,απ’ότι την εσωτερική όχθη και η ποταμός με
το χρόνο τείνει προς τα έξω,δημιουργώντας μια μεγαλύτερη κάμψη. Τελικά, οι στροφές γίνονται
τόσο έντονες που αποκόπτονται από τον κύριο κλάδο του ποταμού. Αλλά, σημείωσε, η
διαδικασία ξεκινά και πάλι σύντομα και ο λόγος του μήκους ποταμού προς την ευθεία γραμμή
μεταξύ πηγών και εκβολών ισούται περίπου κοντά στο ‘’π’’=3,14….
Ο γνωστός εκλαϊκευτής των μαθηματικών, ο καθηγητής Ian Stewart (1945 ) (μεταξύ των άλλων
είναι διαχρονικό το βιβλίο του ‘’Παίζει ο Θεός ζάρια;), έλεγε στις διαλέξεις του ‘’Τα μυστικά της
ύπαρξης, η ίδια η φύση της ζωής, δεν είναι απλώς ζήτημα βιοχημείας.Υπάρχουν και άλλες
επιστήμες που παίζουν σημαντικότατο ρόλο στην εξήγηση του τι δίνει ζωή στους έμβιους
οργανισμούς. Τι σχέση μπορεί να έχουν τα μαθηματικά (η γλώσσα της καθαρής αφαίρεσης) με τη
βιολογία (τη γλώσσα της ζωής και των πολύπλοκων οργανικών μορφών); «Επαναστατική!»’’.
Και συνέχιζε. ‘’Μάλιστα, αυτή η ζωτική σχέση θα γίνεται ολοένα πιο παραγωγική. Η γεωμετρία
των πολλών διαστάσεων καθοδηγεί και σήμερα όπως και στο παρελθόν την πλειονότητα των
επιστημών’’.
Ο υπολογισμός του ''π'' απασχόλησε τον άνθρωπο εδώ και 4.000 χρόνια, όταν αρχικά
χρησιμοποιήθηκε από τους Βαβυλώνιους και τους Αιγύπτιους, ενώ τον 3ο και 4ο αιώνα π.Χ.
αρχαίοι Έλληνες μαθηματικοί και φιλόσοφοι διατύπωσαν τα δικά τους θεωρήματα για τον
αριθμό. Όπως έχει σήμερα διαπιστωθεί, ο αριθμός ‘’π’’, ο δεκαδικός αυτός αριθμός δεν τελειώνει
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
ποτέ. Ωστόσο, το πρώτο και πιο ενδιαφέρον θέμα είναι η εύρεση της ακριβούς τιμής του, και
αυτό γιατί τα δεκαδικά ψηφία του συνεχίζονται επ' άπειρον. Για συντομία εμείς μπορούμε να
πούμε τώρα ότι η τιμή του π είναι 3,1416. Οι ακριβολόγοι θα σας πουν φυσικά ότι αυτή είναι μια
κατά προσέγγιση εκτίμηση και θα προτιμήσουν το περισσότερο ακριβές
3,14159265358979323846. Οι "τελειομανείς" κι ακριβολόγοι θα προτιμήσουν να προσθέσουν
ακόμη μερικές χιλιάδες ψηφία, και έτσι όμως δεν θα επιτύχουν τη σωστή τιμή. Ειδικότερα, τα
πρώτα 50 δεκαδικά ψηφία του π είναι: 3,14159 26535 89793 23846 26433 83279 50288 41971
69399 37510. Ένας υπερ-υπολογιστής στο Τόκιο υπολόγισε πριν λίγα χρόνια περισσότερα από
δύο δισεκατομμύρια ψηφία του π. Δεν μπόρεσε παρ' όλα αυτά να φθάσει ως το τελευταίο
δεκαδικό ψηφίο,γιατί, όπως γνωρίζουν όλοι οι μαθηματικοί, αυτό βρίσκεται κάπου πέρα από το
άπειρο, σε ένα μέρος όπου φθάνουν μόνο στα όνειρά τους. Για την απομνημόνευση των πρώτων
λίγων δεκαδικών ψηφίων του αριθμού ‘’π’’ έχουν επινοηθεί διάφοροι μνημονικοί κανόνες.
Ανάμεσά τους και η παρακάτω φράση, την οποία επινόησε ο καθηγητής Μαθηματικών στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών,.Ν. Χατζηδάκης (1872-1942). Με αυτήν μπορεί κανείς να θυμάται τα
πρώτα 22 δεκαδικά ψηφία του ‘’π’’: Αεί ο Θεός ο Μέγας γεωμετρεί,( 3, 1 4 1 5 9), το κύκλου
μήκος ίνα ορίση διαμέτρω,( 2 6 5 3 5 8), παρήγαγεν αριθμόν απέραντον,( 9 7 9), και ον, φεύ,
ουδέποτε όλον θνητοί θα εύρωσι, (3 2 3 8 4 6 2 6).Το πλήθος των γραμμάτων κάθε λέξης της
φράσης αυτής αντιστοιχεί σε καθένα από τα διαδοχικά ψηφία του αριθμού ‘’π’’. Λέγεται ότι ο
Κινέζος φοιτητής Lu Chao, 24χρονος, σε πρόσφατο διαγωνισμό απομνημόνευσης χρειάστηκε 24
ώρες και 4 λεπτά για να θυμηθεί και 67.890 δεκαδικά ψηφία του ‘’π’’ χωρίς λάθος.
Η μαθηματική σταθερά ''π'' είναι ένας πραγματικός αριθμός και χρησιμοποιείται πολύ συχνά στα
μαθηματικά, τη φυσική και τη μηχανολογία. Στην Ευκλείδεια γεωμετρία μπορεί να οριστεί ως ο
λόγος του μήκους της περιφέρειας ενός κύκλου προς τη διάμετρό του, Ο συμβολισμός
προέρχεται από το αρχικό γράμμα "π" (πι) της λέξης«περιφέρεια», και έχει καθιερωθεί διεθνώς,
ενώ στο λατινικό αλφάβητο συμβολίζεται ως Pi, όταν δεν είναι διαθέσιμοι τυπογραφικά
ελληνικοί χαρακτήρες.Το π είναι γνωστό επίσης εκτός από σταθερά του Αρχιμήδη (δεν πρέπει να
συγχέεται με τον αριθμό του Αρχιμήδη) και ως αριθμός του Λούντολφ (Ludolphine number από
το Γερμανο-Ολλανδός μαθηματικό, Ludolf van Ceulen-1540-1610). Ο Πυθαγόρας 16
συνειδητοποίησε από πολύ νωρίς ότι οι αριθμοί βρίσκονταν κρυμμένοι σε όλα τα πράγματα, από
την αρμονία στη μουσική μέχρι τις τροχιές των πλανητών. Η διαπίστωση αυτή τον οδήγησε στην
δήλωση «τα πάντα είναι αριθμοί». Όταν όμως ο Πυθαγόρας ισχυριζόταν ότι το σύμπαν
κυβερνάται από αριθμούς εννοούσε τους ακέραιους αριθμούς και τους λόγους των ακεραίων
αριθμών (κλάσματα), δηλαδή τους ρητούς. Ένας άρρητος αριθμός δεν είναι ούτε ακέραιος, ούτε
κλάσμα, και θεωρήθηκε από τον Πυθαγόρα ότι ένας τέτοιος αριθμός είναι τρομερό πράγμα. Το
περίεργο είναι ότι ο αριθμός "π" είναι ταυτοχρόνως και άρρητος και υπερβατικός αριθμός.
Άρρητος, επειδή δεν μπορεί να εκφραστεί ως ο λόγος δύο ακέραιων αριθμών και υπερβατικός,
επειδή αποτελεί τη ζωντανή απόδειξη ότι δεν μπορούμε να τετραγωνίσουμε τον κύκλο. Στη μη
μαθηματική ορολογία αυτό σημαίνει ότι το π αποτελεί την απόδειξη του παλαιού ρητού ότι δεν
μπορεί κανείς να τετραγωνίσει τον κύκλο. Δεν μπορεί δηλαδή κανείς, χρησιμοποιώντας μόνο
έναν κανόνα και έναν διαβήτη, να φτιάξει ένα τετράγωνο που να έχει ακριβώς το ίδιο εμβαδόν με
έναν δεδομένο κύκλο.
Εκείνος όμως ο οποίος θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος που προσέγγισε τον υπολογισμό του ‘’π’’ σε
μια πιο θεωρητική βάση ήταν ο μαθηματικός από τις Συρακούσες της μεγάλη ελληνική αποικία
της Σικελίας, Αρχιμήδης (287-212π.χ), γι’ αυτό και το π είναι γνωστό και ως σταθερά του
Αρχιμήδη. Κινέζοι, Ινδοί και Πέρσες φιλόσοφοι προσπάθησαν όλοι να υπολογίσουν αυτή τη
σταθερά. Ωστόσο, το όνομα με το οποίο τη γνωρίζουμε σήμερα της δόθηκε το 1706, όταν ο
Ουαλλός μαθηματικός WilliamJones, (1746-1797 ) πρότεινε να ονομαστεί η σταθερά του
Αρχιμήδη με το ελληνικό γράμμα π,από τη λέξη “περιφέρεια”. Μία από τις αρχαιότερες και
ακριβέστερες τιμές είναι αυτή του αιγυπτίου γραφέα Αχμές (έζησε γύρω στο 1700 με 1500 π.χ
και άφησε ένα πάπυροι με 84λυμένα μαθηματικά προβλήματα). Την έχει καταγράψει σε έναν
πάπυρο του Μέσου Βασιλείουτης Αιγύπτου, περίπου το1650 π.Χ., αντιγράφοντας ουσιαστικά
έναν ακόμη αρχαιότερο πάπυρο. Ο Αχμές περιέγραψε το π ως το αποτέλεσμα της διαίρεσης του
256 διά του 81, δηλαδή3,160. Ωστόσο, οι μεγάλες δυσκολίες με το π τότε δεν είχαν ακόμη
αρχίσει. Σύμφωνα με ένα θρύλο, όταν οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι άρχισαν να χτίζουν την πόλη τους,
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τη γεωμετρία. Ήδη από τον 20ό αιώνα. π.Χ. διαπίστωσαν ότι όταν η
περιφέρεια οποιουδήποτε κύκλου διαιρείται δια της διαμέτρου του, το αποτέλεσμα είναι πάντοτε
περίπου τρία. Υπολόγισαν μάλιστα την τιμή αυτού του λόγου στα 25/8, τα οποία απέχουν μόλις
κατά 0,5% της πραγματικής τιμής του. Πολύ λιγότερο ακριβής είναι η άλλη από τις αρχαιότερες
τιμές του η, που συναντάμε στη Βίβλο (Βασιλέων Α, 7, 23), σύμφωνα με την οποία η κυκλική
λίμνη του οίκου του Σολομώντα είχε διάμετρο δέκα πήχεις και περιφέρεια τριάντα πήχεις,
τοποθετώντας την τιμή ακριβώς στο τρία.
Το 1761ο Ελβετός μαθηματικός Johann Heinrich Lambert (1728-1777) απέδειξε ότι το π είναι
άρρητος αριθμός.Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να εκφραστεί ως κλάσμα δύο
ακέραιων αριθμών. Στο σχολείο τα παιδιά μαθαίνουν ότι το π είναι περίπου 22/7, η τιμή αυτή
είναι όμως και πάλι κατά προσέγγιση, γιατί το π βρίσκεται εκτός μαθηματικής λογικής. Η
δεύτερη μεγάλη ανακάλυψη σημειώθηκε το 1882, όταν οΓερμονός μαθηματικός Carl Louis
Ferdinand von Lindemann (1852-1939απέδειξε ότι το ‘’π’’ είχε μία ακόμη ασυνήθιστη ιδιότητα:
ήταν υπερβατικός αριθμός. Στη μαθηματική ορολογία αυτό σημαίνει ότι δεν αποτελεί τη ρίζα
καμιάς αλγεβρικής εξίσωσης με ρητούς συντελεστές. Αυτό είχε σαν άμεση συνέπεια το αδύνατο
του «τετραγωνισμού του κύκλου», σύμφωνα με αρχαιοελληνικές απαιτήσεις, δηλ. με κανόνα και
διαβήτη.
(πηγές:http://suite101.com/article/an-explanation-of-pi-a45547#ixzz2MDLpIHoY ,
http://www.ellinikoarxeio.com/2010/06/archimedes-‐number-‐p.html,
http://users.uoa.gr/~nektar/science/history/pi_constant.htm).
__________
17
Η πόλη-κράτος της Αθήνας, από τον 5ο π.Χ. αιώνα, χρησιμοποιώντας τον άργυρο που
εξορύσσονταν από νησιά του Αιγαίου, άρχισε να κόβει το δικό της νόμισμα, τις «Αθηναϊκές
Γλαύκες». Στη μια όψη του νομίσματος απεικονιζόταν η θεά Αθηνά και στην άλλη το ιερό πτηνό
της πόλης των Αθηνών, η αρχαία Γλαύκα. Η γλαύκα, θεωρείται σύμβολο της σοφίας, επειδή ήταν
το αγαπημένο πτηνό της θεάς Αθηνάς, της θεάς της σοφίας. Αναφέρεται ακόμη, ότι
χρησιμοποιήθηκε από τη θεά και ως αγγελιοφόρος, ενώ λέγεται ότι φώλιαζε σε αφθονία στους
πρόποδες της Ακρόπολης των Αθηνών, σαν απόδειξη ότι είχε την ευχή της θεάς. Οι κάτοικοι της
Αθήνας πίστευαν πως η θεά Αθηνά έπαιρνε συχνά τη μορφή της Γλαύκας, όταν ήθελε να
παρουσιαστεί στους ανθρώπους. Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη στις Σφήκες, μια νίκη κατά των
Περσών, πριν ξεσπάσει η ναυμαχία της Σαλαμίνας, κερδήθηκε ένα σούρουπο, μόλις φάνηκε να
πετάει πάνω από τον αθηναϊκό στρατό. μια γλαύκα.
- Μαγικές Δομές, Σχήματα και Εικόνες στη Φύση: τα Φράκταλς και η Αυτο-
ομοιότητα
Στη Γεωμετρία του σχολείου μαθαίνουμε για τις γραμμές, τους κύκλους, τα τετράγωνα, τους
κύβους, τους κυλίνδρους και τις σφαίρες. Στη φύση όμως γύρω μας επικρατούν άλλου είδους
σχήματα, όπως εκείνα στα σύννεφα, στους κεραυνούς, στα σφουγγάρια, στους αχινούς, στους
παγοκρυστάλλους, στα κοράλλια, στις φτέρες, αλλά και στις ακτογραμμές. Όλα αυτά
παρουσιάζουν μια πολυπλοκότητα που δεν μοιάζει καθόλου με τα απλά γεωμετρικά αντικείμενα
της κλασικής Γεωμετρίας. Μερικοί μαθηματικοί στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου
αιώνα είχαν επιχειρήσει να περιγράψουν μαθηματικά το σχήμα και τις ιδιότητες μιας άλλης
κατηγορίας γεωμετρικών αντικειμένων, που χαρακτηρίζονται από μια ιδιότητα που ονομάζεται
αυτο-ομοιότητα. Τα αντικείμενα αυτού του είδους παρουσιάζουν την ίδια εικόνα όταν παίρνει
κανείς ένα κομμάτι τους και το μεγεθύνει, έτσι ώστε να έχει τις ίδιες διαστάσεις με το αρχικό. Οι
καθιερωμένοι μαθηματικοί εκείνης της εποχής αντιμετώπισαν με απαξίωση αυτές τις ιδέες,
επειδή θεώρησαν ότι δεν έχουν κανενός είδους εφαρμογή στην καθημερινή ζωή. Ένας από τους
αιρετικούς μάλιστα εκείνης της εποχής, ο διακεκριμένος Γάλλος μαθηματικός Paul Pierre Levy
(1886-1971), αναγκάστηκε από τους συναδέλφους του στην Πολυτεχνική Σχολή στο Παρίσι να
μη δίνει θέματα για διδακτορικό σε μεταπτυχιακούς φοιτητές, επειδή η κρατούσα αντίληψη ήταν
Ύστερα από σύντομη σκέψη διαπιστώνει κανείς ότι η ερώτηση δεν είναι τόσο απλοϊκή, όσο
φαίνεται εξαρχής, αφού η απάντηση εξαρτάται από την κλίμακα του χάρτη που χρησιμοποιούμε
για να μετρήσουμε την ακτογραμμή. Όσο πιο πολλές λεπτομέρειες έχει ο χάρτης, τόσο πιο
μεγάλη τιμή για την ακτογραμμή προκύπτει. Δηλαδή, αν χρησιμοποιήσουμε ακρίβεια ενός
μέτρου για να τη μετρήσουμε, θα τη βρούμε μικρότερη από ότι πραγματικά είναι γιατί δεν θα
μπορέσουμε να μετρήσουμε τις κοιλότητες για παράδειγμα, που είναι μικρότερες του ενός
μέτρου. Αν μετρήσουμε με ακρίβεια ενός εκατοστού, πάλι θα χάσουμε ορισμένες κοιλότητες που
είναι μικρότερες από ένα εκατοστόμετρο. Έτσι, καταλήγουμε σε απειροστά μικρή μονάδα 22
μέτρησης και η περίμετρος του νησιού θα τείνει να γίνει άπειρη. Η επιφάνεια όμως του νησιού, η
έκτασή του δηλαδή, είναι ορισμένη. Ο λόγος αυτής της παράξενης ιδιότητας, το παράδοξο αυτό,
το οποίο η Ευκλείδεια Γεωμετρία αδυνατεί να εξηγήσει, είναι ότι η ακτογραμμή είναι ένα
γεωμετρικό αντικείμενο ‘’μορφοκλασματικής’’ μορφής ή, όπως συνήθως λέγεται, ‘’φράκταλ’’,
και με αυτό αντιμετωπίζεται. Ο όρος "φράκταλ" προέρχεται από το λατινικό fractio (θραύσμα,
κομμάτι), λόγω της κλασματικής διάστασής του,χρησιμοποιήθηκε αρχικά από το Mandelbrot τη
δεκαετία του 1950, και πρότεινε την ιδέα ότι η γεωμετρία των αυτο-όμοιων σχημάτων έχει
εφαρμογή στη Φύση. Όπως γράφει στο πιο γνωστό βιβλίο του, ‘’Η Μορφοκλασματική
Γεωμετρία της Φύσης’’, «Τα σύννεφα δεν είναι σφαίρες, τα βουνά δεν είναι κώνοι, οι
ακτογραμμές δεν είναι κύκλοι, αλλά ούτε και το γάβγισμα του σκύλου είναι ομαλό, ούτε και η
αστραπή ταξιδεύει στον ουρανό σε ευθεία γραμμή».
Η εφαρμογή τους σε προβλήματα που εμφανίζονταν σε πολλούς διαφορετικούς κλάδους των
επιστημών, από τη Βιολογία και τη Γεωλογία ως τα Οικονομικά και την Αστρονομία, συντέλεσε
ώστε το έργο του να αναγνωριστεί παγκοσμίως και οι μέθοδοί του να χρησιμοποιούνται ευρύτατα
πρακτικά σε όλες τις επιστήμες που στηρίζονται σε μαθηματικούς υπολογισμούς. Ο Mandlebrot
είναι εκείνος που εισήγαγε τόσο τον όρο, όσο και τη θεωρία των φράκταλ στην επιστήμη, αλλά
δεν μελετήθηκε από αυτόν Το πρώτο φράκταλ που μελέτησε ο άνθρωπος, ήταν η ‘’Χρυσή τομή’’
και η ‘’Τετραγωνική ρίζα του αριθμού 2’’, από τον Πυθαγόρα (579 ή 572-500 ή 490 π.Χ.) και τη
σχολή του.Αργότερα, ο Θεαίτητος ο Αθηναίος (415-394 π.Χ.) που υπήρξε μαθηματική ιδιοφυία,
συνεργάτης του Πλάτωνα στην Ακαδημία του (για να τον τιμήσει ο Πλάτωνας έγραψε ιδιαίτερο
διάλογο που φέρει το όνομά του Θεαίτητου ), απέδειξε ότι όλες οι τετραγωνικές ρίζες των
φυσικών αριθμών που δεν είναι τετράγωνα άλλων φυσικών(π.χ. 2,3,5,6,7,8,10,11 κ.λ.π) έχουν
ανάπτυξη σε συνεχές κλάσμα που είναι περιοδικό. Επίσης, τα παράδοξα του Ζήνωνα του Ελεάτη
(496-429 π.Χ. ) έχουν ως μαθηματικό υπόβαθρο την ιδιότητα της αυτό-ομοιότητας.
Στα Μαθηματικά, τη Φυσική αλλά και σε πολλές επιστήμες ‘’Φράκταλ’’ (Fractal) ονομάζεται ένα
γεωμετρικό σχήμα που επαναλαμβάνεται αυτούσιο σε άπειρο βαθμό μεγέθυνσης, κι έτσι συχνά
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
αναφέρεται σαν "απείρως περίπλοκο". Το φράκταλ παρουσιάζεται ως μαγική εικόνα που όσες
φορές και να μεγεθυνθεί οποιοδήποτε τμήμα του θα συνεχίζει να παρουσιάζει ένα εξίσου
περίπλοκο σχέδιο με μερική ή ολική επανάληψη του αρχικού. Χαρακτηριστικό επομένως των
φράκταλς είναι η λεγόμενη αυτο-ομοιότητα (self-similarity) σε κάποιες δομές τους, η οποία
εμφανίζεται σε διαφορετικά επίπεδα μεγέθυνσης. σχήμα με την ιδιότητα της αυτοομοιότητας.
Ανάμεσα στα εργαλεία των μαθηματικών με τα οποία αναλύονται και περιγράφονται πολύπλοκα
φυσικά φαινόμενα είναι και η γνωστή ‘’Γεωμετρία των Fractals’’. Αυτή μεταξύ των άλλων, μας
επιτρέπει τόσο τη στατική, όσο και τη δυναμική περιγραφή και πορεία πολύπλοκων φυσικών
αντικειμένων όπως είναι και οι ζωντανοί οργανισμοί. Φράκταλς απαντώνται και στη φύση, χωρίς
όμως να υπάρχει άπειρη λεπτομέρεια στη μεγέθυνση, όπως στα φράκταλς που προκύπτουν από
μαθηματικές σχέσεις. Εικόνες φράκταλς έχουμε και στα ψυχεδελικά σχέδια, όπου τα σχέδια είναι
όμοια προς εαυτόν. Έτσι, αν κοιτάξουμε ένα μικρό τμήμα του θα δούμε πως είναι όμοιο με ένα
μεγαλύτερο τμήμα. Αν μεγεθύνουμε το μικρό, θα δούμε πως αυτό περιέχει και πάλι όμοια μέρη
κ.ο.κ. Οι fractal εικόνες και σχέδια είναι ανεξάρτητες από κλίμακα. Αντίθετα, με τα ευκλείδεια
σχήματα, δεν έχουν ένα χαρακτηριστικό μέγεθος μέτρησης. Δηλαδή, τα φτάκταλς είναι μία τάξη
πολύπλοκων γεωμετρικών μορφών ( διαφέρουν από τα απλά σχήματα της κλασικής ή ευκλείδειας
γεωμετρίας - το τετράγωνο, τον κύκλο, την σφαίρα), που έχουν την ιδιότητα της αυτο-
ομοιότητας. Μπορεί να περιγράψουν πολλά αντικείμενα με ακανόνιστη μορφή ή χωρικά
ανομοιόμορφα φαινόμενα στην φύση, τα οποία δεν είναι δυνατόν να περιγραφούν με την
κλασσική γεωμετρία.
Η πιο γνωστή εφαρμογή των φράκταλ στο ευρύ κοινό είναι η μαθηματική περιγραφή διάφορων
αντικειμένων ή σχημάτων της καθημερινής ζωής που παρουσιάζουν αυτοομοιότητα, όπως για
παράδειγμα είναι ένα φύλλο φτέρης, ένα δέντρο ή ένα σφουγγάρι. Η ενδιαφέρουσα μάλιστα
ιδιότητα αυτών των γεωμετρικών σχημάτων να έχουν γεωμετρική διάσταση κλασματική και όχι
ακέραια έδωσε την ιδέα στον Mandlebrot το 1975 να επινοήσει τον όρο φράκταλ.Για παράδειγμα,
το μορφοκλασματικό σύνολο που μοιάζει με φύλλο φτέρης έχει διάσταση 1,8, που το κατατάσσει
μεταξύ της γραμμής, που έχει γεωμετρική διάσταση 1, και της επιφάνειας, που έχει γεωμετρική
διάσταση 2. Είναι δηλαδή κάτι ανάμεσα σε γραμμή και επιφάνεια, χωρίς να είναι κανένα από τα 23
δύο.
Στη φύση, φράκταλ για παράδειγμα είναι στη μικροσκοπική μορφή οι νιφάδα του χιονιού, τα
φύλλα των φυτών ή οι διακλαδώσεις των αιμοφόρων αγγείων. Η θεωρία των φράκταλ δέχεται ότι
"ο κόσμος είναι χαοτικός και ασυνεχής, όσον αφορά την επιφανειακή του μορφή. Αλλά πίσω από
την αρχικά αντιλαμβανόμενη αυτή αταξία κρύβεται μία τάξη, απόλυτα κανονική και με άπειρη
πολυπλοκότητα". Αυτό συμβαίνει εξ ορισμού στο φυσικό κόσμο αλλά τείνει να συμβαίνει και
στον κόσμο που ο άνθρωπος κατασκευάζει. Αυτή η τάξη συνεχίζεται -ή καλύτερα
επαναλαμβάνεται με όμοιο τρόπο, σε άπειρα επίπεδα ανάλυσης του κόσμου. Έτσι, φράκταλ
θεωρείται, με απλά λόγια, η ιδιότητα κάποιων στοιχείων του χώρου να επαναλαμβάνονται με
όμοιο τρόπο από τον μακρόκοσμο στον μικρόκοσμο. Για τον περισσότερο κόσμο η αντίληψη του
φράκταλ δεν προέρχεται απευθείας από τη γνώση των μαθηματικών τους, αλλά από κάποιες
απλοποιημένες καταστάσεις, συνήθως από τη φύση, οι οποίες παρουσιάζουν "φρακταλική" δομή.
Τα φράκταλ είναι μια γενίκευση των κλασικών γεωμετρικών σχημάτων (τρίγωνα, ορθογώνια,
παραλληλόγραμμα, πυραμίδες κ.τ.λ.) σε μη κανονικά και συχνά πολύπλοκα σχήματα,τα οποία
είτε βρίσκονται στη φύση είτε κατασκευάζονται από τον άνθρωπο για διάφορες εφαρμογές ή
απλώς για την ομορφιά τους. Έτσι, η ‘’φρακταλική’’ γεωμετρία μας επιτρέπει να περιγράφουμε
ικανοποιητικά και να απεικονίζουμε πολύπλοκες φυσικές δομές, όπως τα φύλλα των δέντρων, τα
φτερά των πουλιών, το νεφρό του ανθρώπου, μονοκύτταρους οργανισμούς, πυρήνες κυττάρων,
αλλά και σύννεφα, ποτάμια, γαλαξίες. Επιπλέον, η βαθύτερη κατανόηση των πολύπλοκων
γεωμετρικών ιδιοτήτων και σχέσεων των φράκταλς φαίνεται να αποκαλύπτει κάποιους εγγενείς
μηχανισμούς μορφογένεσης στον οργανικό και τον ανόργανο κόσμο. Θα πρέπει να τονίσουμε, ότι
αυτό που γενικά και απλοποιημένα αντιλαμβανόμαστε ως φράκταλ, είναι κάποιες μορφές που
μοιάζουν με τις γραφικές παραστάσεις των φράκταλς, ενώ η αντίληψη της αυτο-ομοιότητας (self-
similarity) είναι διαφορετική. Δηλαδή, αυτο-ομοιότητα είναι η επανάληψη σε άπειρες κλίμακες
παρατήρησης ή ανάλυσης ενός συμβάντος ή μιας κατάστασης. Παράδειγμα "φράκταλ" είναι η
μορφή ενός φύλλου φτέρης ή το υδρογραφικό δίκτυο μιας περιοχής. Ενώ, παράδειγμα αυτο-
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
ομοιότητας είναι τα εξογκώματα του βράχου που μοιάζουν με το βράχο, Και αν προχωρήσουμε
στην απεικόνιση της μοριακής δομής του βράχου, θα συναντήσουμε πάλι την ίδια ομοιότητα, που
θεωρητικά δε σταματά πουθενά.
Σημαντικότερη ίσως εφαρμογή της θεωρίας του Mandlebrot ή καλύτερα θεωρία των Mandlebrot-
Levy, είναι η γενίκευση της ''Στατιστικής Φυσικής'', μέσω του συνδυασμού της με τις ιδέες του
καθηγητή του Paul Pierre Levy. Η σύνθετη αυτή θεωρία έχει εφαρμογές, τόσο στις φυσικές
επιστήμες, όσο και στις οικονομικές. Ο ίδιος ο Mandlebrot απέδειξε ότι το ‘’παράδοξο του
Ολμπερς’’ (Heinrich Wilhelm Matthäus Olbers, 1758-1840,Γερμανός αστρονόμος, ιατρός και
φυσικός), που αναφέρεται στην παρατήρηση ότι ‘’ο νυκτερινός ουρανός είναι σκοτεινός, ενώ σε
ένα άπειρο και αιώνιο στατικό Σύμπαν σε κάθε σημείο της ουράνιας σφαίρας θα αντιστοιχούσε η
επιφάνεια ενός αστέρα, από τους άπειρους, οπότε ο ουρανός θα ήταν φωτεινός’’ μπορεί να
ερμηνευθεί μόνο με την υπόθεση ότι τα άστρα έχουν κατανομή φράκταλ στο Σύμπαν, χωρίς να
χρειαστεί η υπόθεση της ''Μεγάλης Έκρηξης''. Το ‘’παράδοξο του Ολμπερς’’, αναφέρεται στην
καθημερινή παρατήρηση ότι το βράδυ ο ουρανός είναι σκοτεινός, ενώ απλοί μαθηματικοί
υπολογισμοί δείχνουν ότι θα έπρεπε να είναι φωτεινός, εξαιτίας του φωτός των μακρινών
αστεριών. Η κρατούσα σήμερα ερμηνεία είναι πως ο ουρανός είναι σκοτεινός επειδή σε μας
φτάνει το φως μόνο εκείνων των αστεριών που είναι σε απόσταση μικρότερη από 13,7
δισεκατομμύρια έτη φωτός, όση δηλαδή είναι η ηλικία του Σύμπαντος μετά τη ''Μεγάλη
Έκρηξη''. Ο ίδιος ο Mandlebrot όμως έδειξε το 1974 ότι το«παράδοξο» αυτό μπορεί να
ερμηνευθεί και μόνο με την υπόθεση ότι τα αστέρια είναι κατανεμημένα σε ένα σχήμα φράκταλ
στο Σύμπαν. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η θεωρία των Mandlebrot-Levy χρησιμοποιείται
σήμερα από χρηματοοικονομικούς οίκους για την πρόβλεψη της εξέλιξης των τιμών στα διάφορα
χρηματιστήρια αξιών και εμπορευμάτων.
(πηγές:σταχυολογήσεις κυρίως από άρθρα, καθηγητή ΑΠΘ, Χ.Βάρβογλη στο ‘’ΒΗΜΑ Science’’,
http://www.tovima.gr/science/article/?aid=362800και ομότιμου καθηγητή ΕΜΠ Αλέξη
Μπακόπουλου στην ‘’Ελευθεροτυπία’’, http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=51488.και .
http://mathhmagic.blogspot.gr/2012/09/blog-post_7748.html).
__________ 24
25
Για τις Ανεμώνες της στεριάς. Τα κυριότερα αυτοφυή είδη ανεμώνης στην Ελλάδα είναι τα
ακόλουθα:
-Ανεμώνη η στεφανοειδής (Anemone coronaria ). Το φυτό ανθίζει το χειμώνα και είναι η
πρόγονος όλων των καλλιεργούμενων ποικιλιών. Απαντάται σχεδόν σε ολόκληρη την Ελλάδα, με
πιο πυκνές εμφανίσεις στη Κεντρική και Νότια Ελλάδα και στα νησιά. Φυτρώνει σε θαμνώνες,
φρυγανότοπους και χέρσα χωράφια, μέχρι ύψους 800 μ. περίπου. Τα φύλλα βάσης είναι με μακρύ
μίσχο, βαθειά σχισμένα παλαμοειδώς σε πολλούς στενούς λοβούς. Τα άνθη της ανεμώνης αυτής
είναι δύο ειδών, είτε διπλά, είτε πολλαπλά, όπως τα χρυσάνθεμα. Έχουμε διάφορους
χρωματισμούς, κόκκινα άνθη, ροδόχρωμα, κίτρινα, ροζ, μπλε-ιώδη. Σέπαλα 5-7 σε κάθε άνθος,
πλατειά ωοειδή ή ελλειπτικά. Το χρώμα των σεπάλων ποικίλει. Διακρίνονται οι εξής χρωματικές
ποικιλίες: α) var. cyanea, με άνθη γαλάζια ή γαλάζιο βιολετιά. β) var. rosea, με άνθη ρόδινα, σε
διάφορες αποχρώσεις του ροζ. γ) var. phoenicea, με άνθη κόκκινα. δ) var. alba, με άνθη λευκά,
συχνά με μια ρόδινη απόχρωση στη βάση των σεπάλων. Οι ποικιλίες αυτές άλλοτε απαντώνται σε
αμιγείς πληθυσμούς και άλλοτε ανάμεικτες. Σπανιότερα παρουσιάζονται και υβρίδια μεταξύ των
ποικιλιών. Πολύ σπάνια απαντώνται φυτά με άνθη εντελώς που πρόκειται για αλβινικά άτομα.
-Ανεμώνη η ταώμορφη (Αnemone pavonina). Κοινό φυτό στην Ελλάδα, παρόμοιο με το
προηγούμενο με ρίζα κονδυλώδη, αλλά τα φύλλα βάσης είναι λιγότερο σχισμένα, με λοβούς
πλατείς, οδοντωτούς στην άκρη. Βρίσκεται, σχεδόν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ανθίζει την άνοιξη
και τα άνθη της έχουν συνήθως έντονο κόκκινο χρώμα Στη Β. Ελλάδα επικρατεί η var.
pavonina.Δεν υπάρχει στην Κρήτη και σε ορισμένα νησιά του νότου. Φυτρώνει σε θαμνώνες,
φρύγανα, χέρσα χωράφια και αραιά πευκοδάση, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και τα 900μ.
περίπου υψόμετρο. Το είδος αυτό απαντάται σε δύο βασικές ποικιλίες. α) var. pavonina, με άνθη
εντελώς κόκκινα ή κόκκινα με έναν ανοιχτόχρωμο κύκλο προς τη βάση των σεπάλων.β) var.
purpureoviolacea, με άνθη πορφυρά ή ρόδινα ή μερικές φορές σχεδόν λευκά. γ) Μια άλλη
ποικιλία της A. pavonina φυτρώνει στην Ήπειρο, σε μια περιοχή βόρεια των Ιωαννίνων και στα
χωριά του Ζαγορίου. Οι ποικιλίες αυτές απαντώνται μερικές φορές μαζί, συνήθως όμως
σχηματίζουν αμιγείς πληθυσμούς. Η ποικιλία pavoninaπροτιμά γενικά πιο θερμά και ηλιόλουστα
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
μέρη και χαμηλότερα υψόμετρα. Μερικές φορές εμφανίζονται υβρίδια μεταξύ των δύο ποικιλιών,
με χαρακτηριστικό σαρκώδες πορφυρό χρώμα. Πολύ σπάνια βρίσκουμε αλβινικά άτομα, με άνθη
εντελώς λευκά.
-Ανεμώνη των κήπων υποείδος Χελδράιχ (Anemone hortensis ssp. Heldreichii). Πρόκειται για
ενδημικό της Κρήτης και της Καρπάθου. Οι αναφορές του από άλλες περιοχές της Ελλάδας είναι
λανθασμένες, λόγω σύγχυσης με μορφές της A. pavonina. Φυτρώνει σε θαμνώνες, φρύγανα,
χέρσα χωράφια και βοσκοτόπια, από χαμηλά μέχρι 1850μ. υψόμετρο. Τα πρώτα φύλλα της βάσης
είναι τρίλοβα, με λοβούς οδοντωτούς. Τα άλλα, είναι πεντάλοβα και οι λοβοί είναι στενοί,
χωρισμένοι σε πολύ μυτερούς δευτερεύοντες λοβούς. Σέπαλα 12-19, στενά, λευκά ή σπάνια
ανοιχτορόδινα. Καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό σε πάρκα και κήπους. Τα άνθη της έχουν χρώμα
γαλάζιο, κόκκινο ή λευκό. Κάποιοι θεωρούν ότι είναι η άγρια ανεμώνη της αρχαίας Ελλάδας.
-Ανεμώνη η χαρίεσσα (Anemone blanda). Είδος πλατειά εξαπλωμένο στην Ηπειρωτική
Ελλάδα,εκτός από Β.Δ., στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά και
αλλού. Φυρώνει σε ξέφωτα στα ελατοδάση, πευκοδάση και θαμνώνες, σπανιότερα σε φυλλοβόλα
δάση, σε υψόμετρο 300-2000μ. Φύλλα βάσης μακρόμισχα, χωρισμένα σε τρία κύρια τμήματα,
που το καθένα είναι επιφυές. Το κάθε τμήμα χωρίζεται σε δευτερεύοντες στενούς λοβούς.
Σέπαλα 8-14, στενά, γαλάζια, ρόδινα ή λευκά. Το καρποφόριο γέρνει προς τα κάτω μετά την
άνθηση. Χνουδωτό, ποώδες φυτό έχει κονδυλώδες ρίζωμα.
-Ανεμώνη των Απεννίνων (Anemone apennina). Είδος παρόμοιο με το προηγούμενο. Διαφέρει
στα εξής χαρακτηριστικά: τα τρία κύρια τμήματα των φύλλων έχουν έναν μικρό μίσχο. Τα άνθη
είναι σχεδόν πάντα γαλάζιο-βιολετιά. Το είδος υπάρχει με βεβαιότητα κατά μήκος της Πίνδου,
μέχρι τα Άγραφα και στα βουνά της Δ. Μακεδονίας. Φυτρώνει στα ξέφωτα δασών, ορεινά
λιβάδια, παρυφές, δρόμων, σε υψόμετρο500-1500 μ. περίπου.
-Ανεμώνη η δασόφιλη (Anemone nemorosa).Πολυετές, ποώδες φυτό με ισχυρό ρίζωμα που
έρπει. Τα άνθη της έχουν λευκό χρώμα και βγαίνουν από το Φεβρουάριο μέχρι τον Απρίλιο.
Φύεται σε δάση και χαράδρες της ηπειρωτικής Ελλάδας. Είναι εξαπλωμένη στα βουνά
Μακεδονίας και Θράκης, μέχρι τον Κάτω Όλυμπο. Δάση φυλλοβόλων, από 700 έως 1800μ.
Φύλλα βάσης 1-2, χωρισμένα σε τρία τμήματα, με μικρό μίσχο το καθένα. Τα τμήματα είναι 26
χωρισμένα βαθειά, σε λοβούς οδοντωτούς. Τα άνθη είναι σχετικά μικρά, λευκά, συνήθως με μια
ρόδινη απόχρωση εξωτερικά. Τα σέπαλα είναι συνήθως 6-7 και έχουν σχήμα ωοειδές. Οι ανθήρες
είναι κίτρινοι.
-Ανεμώνη η ρανουγκουλοειδής (Anemone ranunculiodes ssp. Ranunculoldes). Φυτό παρόμοιο με
το προηγούμενο, αλλά διαφέρει στο ότι ως φύλλο βάσης υπάρχει ένα ή κανένα φύλλο. Τα άνθη
είναι κίτρινα, συχνά περισσότερα του ενός. Το είδος έχει βρεθεί από Γ.Σφήκα στο όρος Τζένα, σε
υψόμετρο 1700-1800μ. Επίσης αναφέρεται από τον γειτονικό Βόρα. Φυτρώνει στα ξέφωτα
ορεινών φυλλοβόλων δασών. Άλλα δύο είδη αναφέρονται από τα βουνά των βορείων συνόρων: η
Anemone sylvestris, από το όρος Παπίκι, και η Anemone narcissiflora, από το όρος Βόρας
(Καιμακτσαλάν). Και τα δύο βρέθηκαν το 1940 από τον καθηγητή Ζαγανιάρη. Τα δυο αυτά είδη
κάνουν λευκά άνθη, το πρώτο ένα και μεγάλο και το δεύτερο πολλά και μικρά.
Από τα καλλιεργούμενα καλλωπιστικά είδη τα πιο γνωστά είναι η Ανεμώνη η στεφανοειδής, η
Ανεμώνη η ταόμορφη, η Ανεμώνη η δασόφιλη , η Ανεμώνη η κηπαία, η Ανεμώνη η πουλσατίλη
(Anemone pulsatilla - Pulsatilla vulgaris). (Ονομάζεται και ανεμώνη της Λαμπρής. Έχει
τριχωτούς και μεταξωτούς βλαστούς και βρίσκεται σε περιοχές της κεντρικής Ευρώπης. Έχει
πολυάριθμα μικρά φυλλαράκια σχισμένα σε ταινίες και μεγαλύτερα φτερωτά
φύλλα.Καλλιεργείται και σαν καλλωπιστικό σε διάφορες χρωματικές παραλλαγές), η Ανεμώνη η
μαλακή. (Βρίσκεται σε διάφορες περιοχές της Ασίας και κυρίως στην Ιαπωνία. Τρώγεται και σαν
σαλατικό, καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό σε γλάστρες), η Ανεμώνη η ιαπωνική (Anemone
japonica - Anemone hupehensis) ( καταγωγή από την Κίνα και την Ιαπωνία είναι πολύ
διαδεδομένο καλλωπιστικό στις περιοχές αυτές). Η πιο γνωστή ελληνική ποικιλία ανεμώνης είναι
είναι η Anemone blanda, που βγάζει μικρά λουλούδια σε σχήμα μαργαρίτας στις αποχρώσεις του
μπλε και ανθίζει πολύ νωρίς την άνοιξη. Σίγουρα όμως η πιο διάσημη ποικιλία είναι η Anemone
coronaria με μεγάλα σαν παπαρούνες λουλούδια σε χρώματα, λευκό, κόκκινο, μπλε, μωβ, ροζ και
φουξ. Από αυτήν προήλθε και η ομάδα ‘’De Caen’’ με τα μονά λουλούδια και οι παραλλαγές της
που καλλιεργούνται για να παράγουν και κοπτόμενα άνθη, που υπάρχουν στα ανθοπωλεία κυρίως
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
την άνοιξη. Μια επίσης διάσημη ομάδα είναι η ‘’St. Brigid’’που παράγει διπλά άνθη. Ωστόσο
υπάρχουν πολλές ακόμα ποικιλίες ανεμώνης με μονά ή διπλά άνθη και διαφορές στο σχήμα, το
χρώμα και το μέγεθος.
Το όνομα του λουλουδιού συνδέεται με τον αρχαίο ερωτικό μύθο του Άδωνη και της Αφροδίτης
που ενέπνευσε και μεγάλους ποιητές όπως ο Οβίδιος και αρκετά αργότερα ο Σαίξπηρ να γράψουν
ύμνους σ' αυτόν τον έρωτα. Σύμφωνα με το μύθο ο Άδωνις βγήκε για κυνήγι στο δάσος. Εκεί ο
θεός Άρης που ζήλευε τον Άδωνη, επειδή η Αφροδίτη τον παράτησε για τα μάτια του ωραίου
νέου, μεταμορφώθηκε σε άγριο κάπρο, επιτέθηκε στον Άδωνη και τον σκότωσε. Απαρηγόρητη η
Αφροδίτη πήρε στην αγκαλιά της το άψυχο σώμα του αγαπημένου της και όπως λέγεται ράντισε
με νέκταρ την πληγή. Και από το μείγμα που έκαναν το νέκταρ με το αίμα ξεπήδησε ένα όμορφο
λουλούδι. Μόνο που η ζωή αυτού του λουλουδιού κρατάει λίγο. Όταν ο άνεμος φυσάει κάνει τα
μπουμπούκια του φυτού να ανθίσουν και ύστερα ένα άλλο ανεμοφύσημα παρασέρνει τα πέταλα
μακριά. Έτσι το λουλούδι αυτό ονομάστηκε ανεμώνη ή ανεμολούλουδο επειδή ο άνεμος βοηθάει
την ανθοφορία του αλλά και την παρακμή του. Σύμφωνα με μία από τις εκδοχές της ελληνικής
μυθολογίας μια λευκή ανεμώνη ξεπήδησε από το χώμα που πότισαν τα δάκρυα της Αφροδίτης
για τον νεκρό Άδωνη. Κάπου αλλού διαβάζουμε πως από το αίμα που έρρεε από τις πληγές του
Άδωνη πήρε το κόκκινο του χρώμα αυτό όμορφο λουλούδι, που προορίζονταν να ζήσει κι αυτό
όσο χρόνο απέμενε στον πληγωμένο Άδωνη. Για αυτό και η ανεμώνη, εκτός από σύμβολο της
απλότητας θεωρείται και σύμβολο, του εφήμερου, του κάλλους που δεν διαρκεί, του εύθραυστου,
της απλότητας, αλλά και της μοναξιάς, εξ ου και η έκφραση ‘’μόνη σαν την ανεμώνη’’.
Τα φύλλα και ο κορμός της έχουν γεύση καυστική και όταν τρίβονται, αναδίδουν οξεία οσμή και
ερεθίζουν. Είναι δηλητηριώδη για τα ζώα και όταν τρώγονται, προκαλούν γαστρικές διαταραχές.
Η Ανεμώνη στη βοτανοθεραπεία, είναι ένα εξαιρετικό χαλαρωτικά νευροτονωτικά που για χρήση
σε προβλήματα που έχουν σχέση με νευρική ένταση και σπασμούς στο γεννητικό σύστημα. Με
απόσταξη της πρωιμοκάρπου ανεμώνης με νερό και κατεργασία με αιθέρα βγήκε η ουσία
ανεμωνίνη, που έχει αξιόλογες θεραπευτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του
κοκίτη, της βρογχίτιδας και του άσθματος, ως αντικαταρροϊκό και πραϋντικό. Επίσης, τα νωπά
φύλλα και στελέχη της πρωιμοκάρπου της ανεμώνης χρησιμοποιούνται απ' τους αγρότες για τη 27
θεραπεία πληγών στα άλογα.Οι αρχαίοι την θεωρούσαν φυτό που έχει θεραπευτικές ιδιότητες για
τα έμμηνα.
-Για τiς Ανεμώνες της θάλασσας.Οι θαλάσσιες ανεμώνες είναι μια κατηγορία αρπακτικών ζώων.
Εξαρτώνται άμεσα από τη θερμοκρασία και την ποιότητα του θαλάσσιου περιβάλλοντος τους.
Έτσι, στην αιχμαλωσία (π.χ. σε ενυδρεία) απαιτούν ιδανικές συνθήκες για να επιβιώσουν, όπως
αλατότητα, θερμοκρασία, ρεύματα νερού, κ.α. Οι περισσότερες θαλάσσιες ανεμώνες έχουν
διάμετρο από 1,8 έως 3 εκατοστά, αλλά έχουν γίνει γνωστές και ανεμώνες πιο μικρές με διάμετρο
μέχρι 4 χιλιοστά και πολύ μεγαλύτερες με διάμετρο 2 μέτρα. Μπορούν να έχουν πλοκάμια από
μερικές δεκάδες έως μερικές εκατοντάδες. Το στόμα τους είναι στη μέση του δίσκου και
περιβάλλεται από τα πλοκάμια, που είναι οπλισμένα με πολλά κνιδοκύτταρα. Αυτά, λειτουργούν
ως άμυνα, αλλά και ως μέσο για να πιάσουν το θήραμά τους. Περιέχουν νηματοκύστεις που κάθε
μία περιέχει τοξικές ουσίες. Όποιο ψάρι ακουμπήσει τα πλοκάμια της θα παραλύσει και θα
ακινητοποιηθεί. Τότε, με μια αιφνίδια κίνηση θα το αρπάξει και θα το οδηγήσει στο στόμα της.
Μετά από λίγη ώρα η θαλάσσια ανεμώνη θα αποβάλει τα υπολείμματα που δεν χώνεψε. Το ψάρι-
κλόουν είναι το μόνο ψάρι – φίλος της-που το δηλητήριό της δεν το επηρεάζει. Αυτό το ψάρι
εκκρίνει ένα ειδικό υγρό που τα τσιμπήματα της ανεμώνης δεν αντιδρούν πάνω του. Το ψάρι –
κλόουν βρίσκει καταφύγιο μέσα στα πλοκάμια της ανεμώνης για να μην το φάνε τα άλλα ψάρια.΄
Ετσι, αυτό ανταμείβει την ανεμώνη προσελκύοντας άλλα ψάρια για να τα τρώει εκείνη. Έρευνες
απόδειξαν ότι η ανεμώνη δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτό. Μια από τις μεγαλύτερες σε μέγεθος
θαλάσσιες ανεμώνες της Μεσογείου, η Cerianthus membranaceus, χαρακτηρίζεται από ποικίλους
χρωματισμούς, και συναντάται σε αμμώδη, αλλά και σε βραχώδη υποστρώματα, σε εισόδους
σπηλιών, όπου προσπαθεί να αποφύγει το έντονο φως.
Η εσωτερική ανατομία των θαλάσσιων ανεμώνων είναι πολύ απλή. Έχουν γαστρική κοιλότητα,
στην οποία εκκρίνονται ένζυμα για την πέψη της τροφής, με ένα μόνο άνοιγμα, το στόμα, ενώ
στερούνται έδρας, με αποτέλεσμα η τροφή που δεν πέπτεται να αποβάλλεται από το στόμα. Το
νευρικό σύστημά τους είναι πρωτόγονο και επιτρέπει μηχανική αντίδραση σε κάθε
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
ερέθισμα.
Οι οργανισμοί αυτοί διαβιούν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Εμφανίζουν όμως
τη μεγαλύτερη ποικιλομορφία στις τροπικές θάλασσες. Επίσης, συναντώνται σε όλα τα βάθη,
αλλά κυρίως κοντά στις ακτές. Παρότι πρόκειται για κατεξοχήν εδραίους οργανισμούς, μερικά
είδη έχουν την ικανότητα να μετακινούνται έρποντας με τη βοήθεια του ποδικού δίσκου ή των
κεραιών τους. Οι μικρές θαλάσσιες ανεμώνες τρέφονται κυρίως με πλαγκτόν, ενώ οι μεγαλύτερες
από αυτές μπορούν να συλλάβουν και να φάνε μεγαλύτερες λείες, μέχρι και ψάρια.
Πολλά είδη
τους. ζουν συμβιωτικά με μαλακόστρακα (π.χ. πάγουρος) ή και ζωοξανθέλλες (είναι
μονοκύτταρα φύκια, τα οποία ζουν σε συμβίωση με πολλά είδη υδρόβιων ζώων όπως είναι
υδρόζωα, μύδια, μέδουσες, κοράλλια, σφουγγάρια, ανεμώνες κ.ά), επωφελούμενα από τη
φωτοσυνθετική παραγωγή του φύκους (απορροφούν το διοξείδιο του άνθρακα που
απελευθερώνεται από τις θαλάσσιες ανεμώνες και ως αντάλλαγμα προσφέρουν θρεπτικά
συστατικά). Εξάλλου, στην περίπτωση της συμβίωσής τους με μαλακόστρακα, αυτά προκειμένου
να προφυλαχθεί από τα χταπόδια, τα καλαμάρια και τις σουπιές, για τα οποία αποτελούν
θρεπτικότατη λεία, καταφεύγουν σε αδειανά κοχύλια μαλακίων, στα οποία εγκαθίσταται και η
θαλάσσια ανεμώνα.
Στη νότια Ιταλία και Ισπανία η ανεμώνη Anemone sulcataκαταναλώνεται ως λιχουδιά. Το σύνολο
των ζώων, που μαρινάρεται σε ξίδι, στη συνέχεια επικαλύπτεται με αραιό χυλό αλευριού και
τηγανίζεται σε ελαιόλαδο. Αυτά είναι παρόμοια σε εμφάνιση και υφή με τις κροκέτες , αλλά
έχουν μια έντονη γεύση θαλασσινών. Πηγή:
https://www.blogger.com/blog/post/edit/7022960999388581430/5525528676786380747
__________
Ο Πυθαγόρας συνειδητοποίησε ότι οι αριθμοί βρίσκονταν σε όλα τα πράγματα. Από την αρμονία
στη μουσική, τη δομή των όντων, τα φυσικά φαινόμενα, μέχρι τις τροχιές των πλανητών. Η
διαπίστωση αυτή τον οδήγησε στο γνωστό ‘’τα πάντα είναι αριθμοί’’. Όπως και για το Θαλή το
Μιλήσιο (μαθηματικός, φυσικός και αστρονόμος, 630 ή 635-543 π.Χ.), έτσι και για τον
Πυθαγόρα, οι Θεοί υπάρχουν παντού. Ο Θαλής, δεν χρησιμοποιεί ένα φυσικό φαινόμενο για να
τεκμηριώσει τον συλλογισμό του, αλλά χρησιμοποιεί εικόνες από μυθικές παραστάσεις και
σύμβολα για να κατονομάσει τα φυσικά σώματα και φαινόμενα. Εξάλλου, ο διάσημος Ιταλός
φυσικός αστρονόμος και φιλόσοφος Γαλιλαίος (Galileo Galelei, 1564-1642), θεωρούσε τη Φύση
σαν ένα γιγάντιο βιβλίο που είναι γραμμένο σε μαθηματική γλώσσα. Πίστευε, ότι τα στοιχεία και
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
τα σύμβολα αυτής της τέλειας γλώσσας είναι εκτός από τους αριθμούς, τα τρίγωνα, οι κύκλοι και
άλλες γεωμετρικές παραστάσεις. Βέβαια, τέτοια τέλεια γεωμετρικά σχήματα τα συναντάμε
σπανιότατα σε φυσικά αντικείμενα, όσο για την ακριβή περιγραφή της μορφής ενός ζωντανού
οργανισμού ή ενός σύννεφου, είναι κυριολεκτικά αδιανόητη με όρους ευκλείδειας γεωμετρίας.
Σήμερα όμως διαθέτουμε τα αναγκαία μαθηματικά εργαλεία για την περιγραφή αυτών των
πολύπλοκων ή και απλών φυσικών φαινομένων. Ένα τέτοιο ισχυρότατο εργαλείο είναι η
γεωμετρία των ‘’φράκταλ’’, που μας επιτρέπει τόσο τη στατική όσο και τη δυναμική περιγραφή
πολύπλοκων φυσικών διεργασιών και όντων, όπως είναι οι ζωντανοί οργανισμοί.
Ας σταχυολογήσουμε λοιπόν μερικά φυσικά φαινόμενα, διεργασίες και όντα που στηρίζονται στα
μαθηματικά ή και που τα μαθηματικά αποκαλύπτουν τα θαυμάσια της Φύσης.
Σχήμα της Γης. Αποδεικνύεται μαθηματικά ότι το σχήμα της γης (πεπλατυσμένο σφαιροειδές),
είναι το ιδανικό για την ελαχιστοποίηση της έλξης της βαρύτητας στα εξωτερικά της άκρα.
Ποταμοί. Κατά τον AlbertEinstein (1879-1955 ), κάθε ποτάμι στην πορεία του χρόνου, έχει από
τη φύση του την τάση να αποκτά ολοένα και πιο ελικοειδές σχήμα, πάνω στο ανάγλυφο που
διατρέχει. Όπως εξηγούσε ο ίδιος, το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε καμπή που
συναντά αναγκάζει συγκεκριμένες ποσότητες νερού, από το εξωτερικό τμήμα του, να κινηθούν
γρηγορότερα. Αν, για παράδειγμα, η μορφολογία του εδάφους οδηγεί τη ροή του νερού προς τα
αριστερά, ο όγκος νερού που βρίσκεται πιο δεξιά πρέπει να κινηθεί ταχύτερα, καθώς έχει να
καλύψει μεγαλύτερη απόσταση. Όμως, όσο ταχύτερα κινείται το νερό, τόσο μεγαλύτερη είναι η
διάβρωση του εδάφους και τόσο περισσότερο αυξάνει η καμπή του ποταμού. Η καμπή λοιπόν
αυξάνει την ταχύτητα και η ταχύτητα την καμπή, με αποτέλεσμα το ποτάμι να αποκτά συνεχώς
περισσότερες και μεγαλύτερες έλικες.
Η φύση φαίνεται να οδεύει αναπόδραστα προς ολοένα και πιο σύνθετες και κατ’επέκταση,
χαοτικές καταστάσεις. Τη δεκαετία του 1990, ο Hans-Henrik-Stolum,καθηγητής γεωλογίας στο
Πανεπιστήμιο του Cambridge,σκεπτόμενος ίσως τον ισχυρισμό του Πυθαγόρα για τους αριθμούς
που διέπουν τα φυσικά φαινόμενα, υποστήριξε ότι κάθε ποτάμι κρύβει τον αριθμό 3,14, τον
περίφημο λόγο π, τον άρρητο αριθμό που προκύπτει αν διαιρέσουμε την περίμετρο ενός κύκλου
με τη διάμετρό του. Για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, ο Stolum διαίρεσε το συνολικό 29
μήκος δεκάδων ποταμών με την απόσταση που χωρίζει (σε ευθεία γραμμή) την πηγή με τις
εκβολές τους. Ο λόγος αυτός ήταν σχεδόν πάντα λίγο μεγαλύτερος από τρία και τις περισσότερες
φορές προσέγγιζε τον αριθμό 3,14.
Μέλισσες. Η συμμετρία που κατεξοχήν εκφράζει την καλαισθησία και την ομορφιά είναι
διάσπαρτη στον φυσικό κόσμο. Μερικές εικόνες μας πείθουν. Η φύση λοιπόν ‘’γεωμετρεί’’;
Είναι γνωστό ότι η μέλισσα για την κατασκευή των κελιών της κερήθρας επιλέγει το κανονικό
εξάγωνο στέρεο-σχήμα και όχι το ισόπλευρο τρίγωνο ή το τετράγωνο. Και γιατί συμβαίνει αυτό;
Αφενός καλύπτει ακριβώς το προσφερόμενο επίπεδο για να κατασκευάσει την κηρύθρα της χωρίς
κενά, αλλά είναι και το μοναδικό σχήμα με την μικρότερη περίμετρο. Δηλαδή, η μέλισσα δαπανά
λιγότερο κερί για την κατασκευή των κελιών της. Επιπλέον, με το εξάγωνο γίνεται καλύτερη
διανομή-μοιρασιά για την αποθήκευση μέγιστου όγκου μελιού. Αποδεικνύεται με ανώτερα
μαθηματικά (λογισμό μεταβολών) ότι, αν θέλουμε να διαμερίσουμε - να χωρίσουμε σε μικρότερα
τμήματα - ένα δοχείο, ώστε να περιέχεται όσο το δυνατό μέγιστος όγκος στα κελιά της
διαμέρισης αυτό επιτυγχάνετε με την επιλογή κανονικών εξαγώνων.
Κύκλος ζωής τζιτζικιών. Τα τζιτζίκια, και συγκεκριμένα τα είδη Magicicada septendecim και
Magicicada tredecim, παρουσιάζουν ένα χαρακτηριστικό κύκλο ζωής που είναι πολυετής.
Δηλαδή, τα δυο αυτά είδη εμφανίζονται με τη μορφή των τέλειων εντόμων, όπως τα γνωρίζουμε
πάνω στα δένδρα, κάθε 17 και 13 χρόνια, αντίστοιχα. Ζευγαρώνουν, γενούν τα αβγά τους και
πεθαίνουν την ίδια περίοδο. Τα αβγά τους εκκολαπτόμενα δίνουν, με μορφή σκουλικιού, τις
προνύμφες και νύμφες τους (στάδια μεταμόρφωσης), που όμως παραμένουν για αρκετά χρόνια
κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Σημασία εδώ έχει ότι ο κύκλος εμφάνισής τους είναι
πάντοτε πρώτος αριθμός, δηλαδή διαιρείται μόνο με τον εαυτό του και τη μονάδα. Το γεγονός
αυτό οδήγησε αρκετούς επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι η μαθηματική αυτή ακρίβεια
προστατεύει τα τζιτζίκια από κάποιο φυσικό κίνδυνο με παρόμοια χαρακτηριστικά περιοδικής
εμφάνισης. Μια άλλη εκδοχή διατυπώνει την άποψη ότι το τζιτζίκι επιχειρεί να αποφύγει κάποιο
παράσιτο με παρόμοιο κύκλο ζωής. Αν, λόγου χάρη, το παράσιτο εμφανίζεται κάθε 4 χρόνια, το
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
τζιτζίκι αποφεύγει έναν κύκλο που διαιρείται με το 4, αν εμφανίζεται κάθε 5αποφεύγει έναν
κύκλο που διαιρείτε με το 5, κ.ο.κ.
Χιονονιφάδα. Ο πρώτος που ασχολήθηκε με το γρίφο του εξαγωνικού σχήματος της
χιονονιφάδας ήταν ο Γερμανός αστρονόμος και μαθηματικός Jahannes Kepler (1571-1630): "
Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο, όποτε χιονίζει, οι αρχικοί σχηματισμοί του
χιονιού επιδεικνύουν πάντα ένα εξάγωνο σχήμα. Γιατί δεν πέφτουν νιφάδες με πέντε ή επτά
γωνίες ;γιατί πάντα με έξι, δεδομένου ότι δεν πέφτουν συμπυκνωμένες, αλλά παραμένουν
διάσπαρτες ". Έχοντας μεγάλη εμπειρία σχετικά με τα σχήματα της φύσης και τα μαθηματικά,
έδωσε μια καλή εξήγηση για την εξαπλή συμμετρία της χιονονιφάδας. Γνωρίζοντας ότι το χιόνι
αποτελείται από συμπυκνωμένο ατμό, θεώρησε ότι πήζει σε σταγονίδια συγκεκριμένου σχήματος
που έχουν επίσης έναν συγκεκριμένο τρόπο επαφής, συμπεραίνοντας ότι : " Το εξαγωνικό σχήμα
επιλέγεται από τη σχηματική προσαρμογή και από την αναγκαιότητα της ύλης, έτσι ώστε να μην
υπάρχουν κενά και η συγκέντρωση του ατμού σε σχηματισμούς χιονιού να γίνει πιο ομαλά".
Ακόμη, συνδέοντας την εξαπλή μορφή της χιονονιφάδας με την κρυσταλλική φύση του πάγου,
γρήγορα κατευθύνθηκε προς την ιδέα ότι αποτελούνται από μεγάλο αριθμό πανομοιότυπων
μικροσκοπικών μονάδων συνταιριασμένων σε σχήματα με κανονικότητα.
Ήχοι, Βιοφωσφορισμός. Οι μαθηματικοί του 17ου αιώνα παρατήρησαν πως εάν δυο ή
περισσότερα εκκρεμή που βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο, ύστερα από μεγάλα χρονικά διαστήματα,
αρχίζουν να συγχρονίζονται, λόγω των δονήσεων που μετέδιδαν το ένα προς το άλλο (θεωρία της
συζευγμένης ταλάντωσης). Παρεμφερή φαινόμενα συντονισμού, τα οποία δεν έχουν πλήρως
εξηγηθεί, παρατηρούνται αρκετές φορές σε τζιτζίκια, γρύλλους και σε άλλα ζώα που παράγουν
ταυτόχρονα τους ίδιους ήχους.Εξάλλου, εδώ και δεκάδες χρόνια βιολόγοι είχαν παρατηρήσει ότι
οι αρσενικές πυγολαμπίδες στις όχθες ποταμών της Μαλαισίας και της Ταϊλάνδης κατάφερναν να
συγχρονίσουν τις λάμψεις τους με εκπληκτική ακρίβεια. Για την εξήγηση του φαινομένου
χρειάστηκε η παρέμβαση φυσικών και μαθηματικών. Έτσι, ο αμερικανός μαθηματικός Steven
H.Strogatz (1959) από το πανεπιστήμιο Cornell, ΗΠΑ, μας πληροφορεί ότι, «Ουσιαστικά, έχουμε
να κάνουμε με ένα πρόβλημα μαθηματικών και όχι βιολογίας» και υποστήριξε τις έρευνές του
στη θεωρία της ‘’συζευγμένης ταλάντωσης’’ που χρησιμοποιείται για την μελέτη συστημάτων 30
που αλληλεπιδρούν μέσω συντονισμού.
Το Κλίμα. Ένα από τα πιο απαιτητικά και πιο σημαντικά προβλήματα της εποχής μας είναι η
‘’μοντελοποίηση του παγκόσμιου κλίματος’’. Κάποια από τα βασικά ερωτήματα τα οποία οι
επιστήμονες καλούνται να απαντήσουν στα ερωτήματα. Για πόσο καιρό ακόμα θα αντέξουν οι
καλοκαιρινοί θαλάσσιοι πάγοι στην Ανταρκτική; Οι τυφώνες και τα υπόλοιπα ακραία καιρικά
φαινόμενα χειροτερεύουν; Πόσο πολύ θα ανέβει η στάθμη της θάλασσας, καθώς θα λιώνουν οι
πάγοι και με τι ρυθμό θα γίνει αυτή η μεταβολή; Πώς επηρεάζουν οι ανθρώπινες δραστηριότητες
τις κλιματικές αυτές αλλαγές; Πώς μπορεί να καταγραφεί και να παρακολουθείται επαρκώς το
κλίμα του πλανήτη; Εξάλλου, η Μαθηματική Ανάλυση, οι Διαφορικές Εξισώσεις, η Αριθμητική
Ανάλυση, οι Πιθανότητες και η Στατιστική είναι μονάχα μερικές από τους κλάδους των
μαθηματικών που χρησιμοποιούνται για την κατανόηση των ωκεανών, της ατμόσφαιρας και των
πολικών πάγων, καθώς και τις σύνθετες αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των τεράστιων
πλανητικών συστημάτων.
Η ακολουθία Fibonacci στα φυτά. Τα φυτά μεγαλώνουν με τον πιο πρόσφορο και αποδοτικό
τρόπο. Όμως η ακολουθία Fibonacci (ο κάθε αριθμός είναι το άθροισμα των δύο προηγουμένων
της σειράς και είναι 1, 1, 2, 3, 5, 8, 13, 21, 34, 55, 89, 144, 233,…., ενώ ο λόγος δυο διαδοχικών
ζευγαριών της σειράς ονομάζεται χρυσή αναλογία και είναι ο φ=1.618033989) κάνει την
εμφάνισή της στη διάταξη των φύλων γύρω από το μίσχο. Εμφανίζεται επίσης στην ανάπτυξη
των βελόνων αρκετών ειδών ελάτου, καθώς επίσης και στη διάταξη των πετάλων στις μαργαρίτες
και τα ηλιοτρόπια. Μερικά κωνοφόρα δένδρα παρουσιάζουν τη σειρά αριθμών στη δομή της
επιφάνειας των κορμών τους, ενώ τα φοινικόδενδρα στους δακτυλίους των κορμών τους. Όμως,
πώς προκύπτει αυτή η διάταξη, αυτή η συμμετρία σε σχέση με την ακολουθία; Στην περίπτωση
του φυλλώματος μπορεί να σχετίζεται με τη μεγιστοποίηση του χώρου που είναι διαθέσιμος για
την ανάπτυξη κάθε φύλλου ή το φώς πρέπει να πέφτει πάνω στο κάθε φύλλο. Η φύση προφανώς
δεν προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την ακολουθία Fibonacci, αυτή εμφανίζεται ως το δευτερεύον
αποτέλεσμα μιας πολύ βαθύτερης φυσικής διαδικασίας.
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Εξάλλου, έχει διαπιστωθεί ότι τα ροδοπέταλα στο τριαντάφυλλο διατάσσονται σε σπειροειδή
μορφή. Ξεκινώντας από το κέντρο καταγράφεται μια ομάδα με 5 ροδοπέταλα, που
αναπτύσσονται από την ίδια περιοχή. Η αμέσως γειτονική ομάδα ροδοπετάλων έχει 8
ροδοπέταλα συνολικά συμπεριλαμβανόμενης των πετάλων της προηγούμενης. Η επόμενη
μεγαλύτερη ομάδα, συμπεριλαμβανόμενων και των εσωτερικών ροδοπετάλων, περιλαμβάνει
συνολικά 13, η επόμενη 21 και το σύνολο είναι 34 ροδοπέταλα. Δηλαδή, τα ροδοπέταλα
διατάσσονται έτσι ώστε οι αριθμοί που προκύπτουν να είναι όροι της ακολουθίαςFibonacci
δηλαδή, 1, 1, 2, 3, 5, 8, 13, 21, 34, 55. …..
Η ακολουθία Fibonacci στα κουνέλια. Σε ένα κτήμα γεννιέται ένα ζευγάρι κουνέλια. Τα κουνέλια
αυτά χρειάζονται 2 μήνες για να μεγαλώσουν και να αρχίσουν να γεννούν. Έτσι, μετά από δύο
μήνες το ζευγάρι αυτό γεννά ένα νέο ζευγάρι στην αρχή κάθε μήνα. Τα νέα ζευγάρια μεγαλώνουν
και αναπαράγονται κι αυτά με τον ίδιο τρόπο. Πόσα ζευγάρια κουνέλια θα έχουμε μετά από 3
μήνες , 4μήνες , 6 μήνες , μετά από ένα χρόνο; Στην αρχή του πρώτου μήνα έχουμε 1ζευγάρι
κουνέλια, Στην αρχή του δεύτερου μήνα έχουμε πάλι ένα ζευγάρι, Στην αρχή του τρίτου μήνα το
ζευγάρι γεννά και έχουμε 2 ζευγάρια, Στην αρχή του τέταρτου μήνα το πρώτο ζευγάρι γεννά πάλι
, αλλά το δεύτερο δεν είναι σε θέση ακόμη, δηλαδή 3 ζευγάρια. Στην αρχή του πέμπτου μήνα
γεννά πάλι το αρχικό ζευγάρι , γεννά και το δεύτερο , δε γεννά το τρίτο. Σύνολο 5 ζευγάρια .
Έτσι,το πλήθος των ζευγαριών των κουνελιών στην αρχή κάθε μήνα είναι 1, 1, 2, 3, 5, 8, 13, 21,
34, …... Παρατηρήστε ότι κάθε αριθμός στην ακολουθία είναι το άθροισμα των δύο
προηγούμενων. Αυτό είναι λογικό να συμβαίνει μια και στην αρχή κάθε μήνα έχουμε τα ζευγάρια
που είχαμε τον προηγούμενο μήνα και επιπλέον, τόσα νεογέννητα ζευγάρια, όσα και ενήλικα
ζευγάρια γονέων.
Τα Fractal στη φύση. Τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα φυσικών οντοτήτων στα οποία
εκδηλώνεται η αυτό-ομοιότητα (Self-similarity= είναι η ιδιότητα ενός σχήματος να είναι όμοιο με
ένα ή περισσότερα τμήματά του. Έτσι στο κλαδί της φτέρης οποιοδήποτε φυλλαράκι της και αν
μεγεθύνουμε θα πάρουμε ένα μεγαλύτερο φύλλο αλλά και το συνολικό κλαδί) είναι το
κουνουπίδι, η φτέρη και οι ακτογραμμές. α) Η φτέρη ανήκει στην κατηγορία των φυτών που
εκδηλώνουν την ιδιότητα της αυτό-ομοιότητας με τον καλύτερο τρόπο. Μια φτέρη αποτελείται 31
από φύλλα το καθένα από τα οποία αποτελείται από πολλά μικρότερα. Και αυτά ακόμα τα μικρά
φύλλα αποτελούνται από ακόμα μικρότερα που διατηρούν την ίδια δομή με τη αρχική εικόνα της
φτέρης. Η φτέρη δηλαδή. είναι ένα ‘’φυσικό φράκταλ’’ μια και διαθέτει την ιδιότητα της αυτό-
ομοιότητας. β) Αν από ένα κουνουπίδι αποσπάσουμε ένα κομμάτι θα διαπιστώσουμε ότι αυτό
μοιάζει με το αρχικό, αλλά είναι ένα μικρότερο αντίγραφο. Αν, από το πρώτο αποσπάσουμε ένα
κομμάτι θα διαπιστώσουμε ότι είναι ακόμα μικρότερο, αλλά εξακολουθεί να μοιάζει με το
αρχικό. Συνεχίζοντας αυτή τη διαδικασία, κάποια στιγμή, δεν θα ισχύει η ιδιότητα της αυτό-
ομοιότητας. Δηλαδή και το κουνουπίδι είναι ένα φυσικό φράκταλ μια και διαθέτει την ιδιότητα
της αυτό-ομοιότητας. γ) Ας παρατηρήσουμε χάρτες που περιγράφουν ακτογραμμές σε
διαφορετικές κλίμακες. Αυτό που μας αποκαλύπτεται είναι μια όμοια κατανομή κόλπων και
ακρωτηρίων. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι μια ακτογραμμή παρουσιάζει φράκταλ δομή με την
έννοια ότι αν μεγεθύνεται εμφανίζονται νέοι κόλποι και ακρωτήρια και παρόλα αυτά εξακολουθεί
να μοιάζει με ακτογραμμή.
Τα Μυρμήγκια. Αυτά τα έντομα, αναπτύσσουν μια τεχνική για να βρουν τη συντομότερη
διαδρομή από τη φωλιά τους προς την πηγή της τροφής τους και αντίθετα. Τα μυρμήγκια
ξεκινούν την αναζήτηση της τροφής γύρω από την πηγή με τυχαίο τρόπο και καθώς κινούνται
αφήνουν μια ποσότητα ουσίας που ονομάζεται ‘’φερομόνη’’ και με αυτό τον τρόπο μαρκάρουν
το μονοπάτι που έχουν διανύσει. Η ποσότητα της φερομόνης στο κάθε μονοπάτι εξαρτάται από
την απόσταση, την ποιότητα και την ποσότητα της τροφής που βρέθηκε. Το επόμενο μυρμήγκι
που θα φύγει από τη φωλιά του είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσει τη φερομόνη που θα υπάρχει
σε κάποιο μονοπάτι, αφήνοντας μια ποσότητα φερομόνης στο ίδιο μονοπάτι. Καθώς, η ποσότητα
της φερομόνης στο συγκεκριμένο μονοπάτι όλο και αυξάνεται, όλο και περισσότερα μυρμήγκια
ακολουθούν αυτό το μονοπάτι. Όμως, καθώς η ώρα περνά η ουσία αυτή, ιδιαίτερα από τα
μονοπάτια που δεν πηγαίνουν πολλά μυρμήγκια, ελαττώνεται. Τελικά από όλα τα υπόλοιπα
μονοπάτια η φερομόνη εξαφανίζεται και όλα τα μυρμήγκια ακολουθούν τελικά το ίδιο μονοπάτι,
που είναι και η βέλτιστη ή η σχεδόν βέλτιστη λύση.
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Όστρακα, Κυκλώνες, Γαλαξίες. Οι αρχαίοι έλληνες μαθηματικοί, με τη γνωστή αδυναμία τους
στην τελειότητα της αρμονίας, είχαν δώσει ξεχωριστή σημασία στη διαίρεση ενός ευθύγραμμου
τμήματος σε ‘’μέσο και άκρο λόγο’’. Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια, να χωρίσουμε μια γραμμή
σε δύο άνισα τμήματα, έτσι ώστε ο αριθμός που παίρνουμε αν διαιρέσουμε το μήκος του μεγάλου
τμήματος με το μήκος του μικρού να ισούται με τον αριθμό που παίρνουμε αν διαιρέσουμε το
μήκος ολόκληρης της γραμμής με το μήκος του μεγάλου τμήματος. Ο αριθμός αυτός ονομάστηκε
από τους αρχαίους ‘’Χρυσή Τομή ή Θεία Αναλογία’’ και ισούται, περίπου, με 1,62. Κατά τους
αρχαίους Έλληνες η Χρυσή Τομή διαιρούσε μια γραμμή με τον τελειότερο αισθητικά τρόπο, και
για τον λόγο αυτόν ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι ο αριθμός αυτός βρίσκεται στον ‘’υπερουράνιο’’
τόπο. H φαινομενικά απλή αυτή κατασκευή απέκτησε μεγάλη σημασία με το πέρασμα των
αιώνων. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι υπάρχουν άνθρωποι με ψηλά πόδια και άλλοι με
κοντά. Ο ζωγράφος της Αναγέννησης Λεονάρντο ντα Βίντσι (1452-1519) θεωρούσε ότι ο πιο
‘’φυσικός’’ στο ανθρώπινο μάτι είναι εκείνος ο άνθρωπος στον οποίο ο ομφαλός χωρίζει το σώμα
σε μέσο και άκρο λόγο. Έτσι, για έναν ‘’μέσο’’ άνθρωπο με ύψος 1,80 μέτρα, ο ομφαλός
βρίσκεται σε απόσταση 1,10 από το έδαφος. Ο Πυθαγόρας υποστήριζε ότι η ‘’Χρυσή Τομή’’
αποτελεί μια από τις κρυμμένες αρμονίες της φύσης. Ο αρχιτέκτονας του Παρθενώνα Ικτίνος
(έζησε τον 5ο αιώνα στην Αθήνα) χρησιμοποίησε τη Χρυσή αναλογία στην κατασκευή του
Παρθενώνα και ο Ντα Βίντσι στα υπέροχα γυμνά του. Ωστόσο, κανένας δεν μπορούσε να
φανταστεί ότι η ‘’Χρυσή τομή’’ χαρακτηρίζει επίσης τη μορφή φυσικών σχηματισμών σε όλες τις
κλίμακες των μεγεθών, από τις μικρότερες, όπως είναι τα όστρακα, ως τις μεγαλύτερες, όπως
είναι οι κυκλώνες και οι γαλαξίες.
H σημασία της Χρυσής Τομής δεν περιορίζεται όμως στις καλές τέχνες. Οι πραγματικά
ενδιαφέρουσες εφαρμογές ξεκινούν από την κατασκευή, με τη βοήθεια της Χρυσής Τομής, ενός
άλλου γεωμετρικού σχήματος, που ονομάζεται ‘’Λογαριθμική Σπείρα ή Σπείρα Ανάπτυξης’’. H
κατασκευή αυτή βασίζεται στην ακόλουθη ιδιότητα των Χρυσών ορθογωνίων. Αν κόψουμε ένα
τετράγωνο από ένα τέτοιο ορθογώνιο, τότε το μικρότερο ορθογώνιο που απομένει είναι πάλι
Χρυσό. Με τον τρόπο αυτόν μπορούμε να κατασκευάσουμε μια ακολουθία από ολοένα και
μικρότερα Χρυσά ορθογώνια, που βρίσκονται το ένα μέσα στο άλλο. H λογαριθμική σπείρα είναι 32
το σχήμα που σχηματίζεται σε αυτή την ακολουθία των Χρυσών ορθογωνίων, αν εγγράψουμε σε
κάθε τετράγωνο ένα τεταρτοκύκλιο. Γιατί όμως και στη Φύση έχει ‘’επιλεγεί’’ η λογαριθμική
σπείρα (είναι το σχήμα που σχηματίζεται σε αυτή την ακολουθία των χρυσών ορθογωνίων,) για
να δημιουργηθούν μια πληθώρα από δομές; Οι επιστήμονες έχουν διαπιστώσει με έκπληξη ότι η
λογαριθμική σπείρα εμφανίζεται σε σχήματα φυσικών αντικειμένων με εντελώς διαφορετικές
ιδιότητες. Στη μικρότερη κλίμακα εμφανίζεται στα όστρακα πολλών θαλάσσιων οργανισμών,
όπως για παράδειγμα είναι ο ναυτίλος. Στην ενδιάμεση κλίμακα εμφανίζεται στο σχήμα των
κυκλώνων, όπως αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στις φωτογραφίες των μετεωρολογικών
δορυφόρων. Τέλος, στη μεγαλύτερη δυνατή κλίμακα εμφανίζεται στο σχήμα των σπειροειδών
γαλαξιών, τεράστιων σχηματισμών από εκατοντάδες δισεκατομμύρια αστέρια, τους οποίους
μπορούμε να απολαύσουμε στις φωτογραφίες των σύγχρονων τηλεσκοπίων.
Σημειώνεται ότι τα όστρακα, οι κυκλώνες και οι γαλαξίες δεν έχουν καμία κοινή ιδιότητα και
διέπονται από εντελώς διαφορετικούς φυσικούς νόμους. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη των
οστράκων επηρεάζεται από το διαθέσιμο χώρο. H δημιουργία των κυκλώνων οφείλεται στη ροή
του υγρού αέρα από περιοχές υψηλής πίεσης σε περιοχές χαμηλής. Λόγω της περιστροφής της
Γης, τα ρεύματα του αέρα αποκλίνουν από την ευθεία, έτσι ώστε στο βόρειο ημισφαίριο όλοι οι
κυκλώνες να περιστρέφονται αντίθετα από τη φορά των δεικτών του ρολογιού, ενώ στο νότιο
ημισφαίριο αντίστροφα. Τέλος, οι σπείρες είναι περιοχές ενός γαλαξία όπου υπάρχει
συγκέντρωση αστέρων, σκόνης και αερίων, που δημιουργούνται όταν κάποιος άλλος γαλαξίας
περάσει σε κοντινή απόσταση. Φαίνεται λοιπόν ότι η Χρυσή Τομή αποτελεί έναν αριθμό με
παγκόσμιες ιδιότητες, παρόμοιο με τον αριθμό π = 3,14 , ο οποίος ισούται με το πηλίκο της
περιφέρειας ενός κύκλου διά τη διάμετρό του. Για το λόγο αυτό οι μαθηματικοί παριστάνουν τη
Χρυσή Τομή με ένα άλλο ελληνικό γράμμα, το ‘’φ’’, οπότε έχουμε ότι φ = 1,62.Πέρα όμως από
τα επιστημονικά δεδομένα η ‘’Χρυσή αναλογία’’, ο αριθμός φ,περιβάλλεται από ένα πέπλο
μυστηρίου, κυρίως γιατί εντυπωσιακές προσεγγίσεις του απαντώνται, εντελώς απρόσμενα σε ένα
Βλέπουμε συχνά στα μνημεία της ελληνική τέχνης, τους ποταμούς να εικονίζονται σαν όντα
φανταστικά, όπου οι ζωικές μορφές ανακατεύονται με τις ανθρώπινες. Το κορμί τους μπορεί να
είναι ένας ταύρος. Το πελώριό τους κεφάλι ενός εύρωστου και γενειοφόρου άνδρα, που το στόμα
του βγάζει κύματα νερού, και στο μέτωπο του έχει δυο μεγάλα κέρατα. Είναι η εικόνα της πηγής
ή του κεφαλιού του ποταμού, όπως λένε ακόμη και σήμερα, το κεφαλάρι. Τα κέρατα που
στολίζουν το κεφάλι του, είναι οι ελιγμοί και οι διακλαδώσεις που σχηματίζει το ρεύμα του. Από
την άλλη, οι Νύμφες σχετίζονται με τους ποταμούς, και έχουν στην ελληνική μυθολογία, την ίδια
καταγωγή που έχουν και οι ποταμοί. Όπως και εκείνοι, ονομάζονται ‘’Διοπετείς’’ (που
κατάγονται από το Δία ή έπεσαν από τον Ουρανό). Οι Νύμφες χρωστάνε τη γέννηση τους στα
νερά του ουρανού, που πέφτουν στη γη, εισρέουν μέσα τους, μαζεύονται εκεί και ανοίγουν
μυστικούς δρόμους για να εξαφανιστούν πολλές φορές κάτω από την επιφάνειά της, και να
Το φαινόμενο της καλοκαιρίας μέσα στη βαρυχειμωνιά, απασχόλησε πολύ τους αρχαίους
Έλληνες που έδιναν διαφορετικές εξηγήσεις. Ο Αριστοτέλης λέγει ότι " Η δε Αλκυών κύει επί
τροπάς χειμερινάς, διό και καλούνται όταν ευδιειναί γένονται αι τροπαί, αλκυόνοιοι ημέραι". Ο
Λουκιανός έγραφε πως "Αίθρια μεν τα άνωθεν, ακύμαντος δε και γαλήνιον άπαν το πέλαγος,
όμοιν, ως ειπείν κατόπτρω’’. Ο Αιλιανός, μας πληροφορεί ότι "Κυούσης δε Αλκυόνος ίσταται τα
πελάγη, ειρήνην δε και φιλίαν άγουσεν άνεμον".
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Η πηγή της πίστης στη δύναμη του πουλιού για να ηρεμήσει η θάλασσα ή αλλιώς με τη συζυγική
πίστη του πουλιού Αλκυόνη ασχολήθηκε ο Πλούταρχος που αφηγείται ότι, αν το ταίρι της, ο
σύζυγός της γεράσει και δεν μπορεί να πετάξει, τότε η θηλυκιά αλκυόνη τον παίρνει στους ώμους
της και το φέρνει πάντοτε μαζί της, τον ταΐζει και τον περιποιείται ως το θάνατό του. Ο μύθος
αυτός περιγράφεται και από το Λατίνο ποιητή Οβίδιο (43π.Χ.-17μ.Χ ). Ο μύθος της Αλκυόνης
ήρθε στο αγγλόφωνο κόσμο τον 14ο αιώνα, από τον άγγλο εφημέριο και συγγραφέα J.Trevisa
(1342-1402). Μέχρι το 16ο αιώνα η φράση ‘’οι Αλκυονίδες ημέρες’’ είχε χάσει τη σύνδεσή της
με το χρόνο φωλιάσματος των πουλιών και τη έννοια των ήρεμων ημερών, μέσα στη χειμερινή
περίοδο. Με τις αλκυονίδες ημέρες ασχολήθηκαν ακόμη ο διάσημος Άγγλος ποιητής και
συγγραφέας W. Shakespeare (1564-1616) στο έργο του ‘’Ερρίκος ο 6ος’’, ο Αμερικάνος
δημοσιογράφος και συγγραφέας Α. Bierce (1842-1913) στο έργο του ΄΄Σε ένα βουνό’’, ο επίσης
Αμερικάνος συγγραφέας και πολιτικός W. Whitman (1819-1892 ) στο έργο του ‘’ Φύλλα της
χλόης’’, αλλά και πολλοί άλλοι.
Κατά την ελληνική μυθολογία, το θαλάσσιο πτηνό Αλκυόνη, αποτελεί την αλληγορική σημασία
του ομώνυμου άστρου ‘’Αλκυόνη’’ των Πλειάδων- γνωστή ως Πούλια (Αλκυόνη, Μερόπη,
Ηλέκτρα, Ταϋγέτη, Κελαινώ, Μαία, Αστερόπη). Οι Πλειάδες ήταν απαρηγόρητες για το πάθημα
του πατέρα τους ,ο οποίος είχε καταδικαστεί να φέρει στους ώμους του τον ουράνιο θόλο, γιαυτό
ο Δίας τις λυπήθηκε και τις μεταμόρφωσε σε αστέρια. Το άστρο Αλκυόνη, κατά την εποχή του
Ιανουαρίου μεσουρανεί κατά τις εσπερινές ώρες και επομένως κατά τις ανέφελες νύκτες του
Ιανουαρίου είναι ορατός στο σύμπλεγμα των Πλειάδων. Ένα από τα άστρα που φαίνονται με
γυμνό μάτι στο αστρικό σμήνος των Πλειάδων μεσουρανεί ,κατά τα μέσα Ιανουαρίου ,λίγο μετά
την δύση του Ηλίου. Αποτελεί δηλαδή την κορωνίδα της Πούλιας, κατά τη δημώδη έκφραση, που
σημαίνεται ως προς το ζενίθ, στην ψηλότερη περιοχή του ουράνιου θόλου. Εξ αυτού του φυσικού
γεγονότος, όλες οι συνεχόμενες ημέρες που είναι ορατός ο αστέρας Αλκυών ήταν πολύ φυσικό να
ονομασθούν Αλκυονίδες και οι ημέρες αυτές.
Από μετεωρολογική άποψη οι αλκυονίδες ημέρες, ως ημέρες καλοκαιρίας εξηγούνται από το
γεγονός ότι στο γεωγραφικό πλάτος που βρίσκεται η Ελλάδα, μέχρι το γεωγραφικό πλάτος
κυρίως της βορειοανατολικής Ευρώπης, κατά την περίοδο του χειμώνα παρατηρείται η ίδια 44
βαρομετρική πίεση (εξίσωση πίεσης), με συνέπεια αφενός να μη δημιουργούνται άνεμοι και
αφετέρου ο καιρός να είναι μεν ψυχρός αλλά και ηλιόλουστος, λόγω αυτής της αντικυκλωνικής
κατάστασης της ατμόσφαιρας. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως κάθε χρόνο υπάρχουν Aλκυονίδες
ημέρες. Υπάρχουν και έτη που έλειψαν τελείως όπως το 1947, ενώ και οι ημερομηνίες έναρξης
και λήξης τους δεν είναι σταθερές. Συνήθως όμως καλύπτουν σχεδόν το δεύτερο μισό του
Δεκέμβρη ή του Γενάρη. Παρόλα αυτά, κάποιο επιμένουν να αποδίδουν τη διάρκειά τους σε
διάστημα 14 αίθριων ημερών, από τις 15 Δεκεμβρίου μέχρι και τις 15 Φεβρουαρίου στην
Ελλάδα.
Η Αλκυόνη ως υδροβατικό αποδημητικό πτηνό (Alcedo atthis), είναι το κοινώς λεγόμενο
ψαροπούλι ή θαλασσοπούλι ή και ακόμα μπιρμπίλι της θάλασσας. Φθάνει τα 18 εκατοστά σε
μήκος. Το σώμα της είναι ασυνήθιστα μικρό και φέρει κοντά και λεπτά πόδια. Το κεφάλι της
είναι δυσανάλογα μεγάλο, σε σχέση με το σώμα, με ισχυρό ράμφος που είναι οξύ στην άκρη.
Αντίθετα, προς το κακόσχημο μέγεθός της, το φτέρωμά της παρουσιάζει ποικιλία χρωμάτων που
σπάνια απαντάται σε άλλα πτηνά. Το υδρόβιο αυτό αποδημητικό πουλί είναι εντυπωσιακό, με το
μπλε ελεκτρίκ εκθαμβωτικό φτέρωμά του και με την πορτοκαλο-κόκκινη αντίθεση στο στήθος
του. Καθώς φτερουγίζει πάνω από το νερό, τα κύματα και τις βραχώδεις περιοχές, δεν
διακρίνεται εύκολα στο φυσικό του περιβάλλον, αλλά η παρουσία του γίνεται αισθητή με ένα
διαπεραστικό "ζεεεεε" στη φωνή του. Η Αλκυόνη κατοικεί σε πυκνόφυτες όχθες ποταμών,
λιμνών, ιχθυοτροφείων, αλλά και σε βραχώδεις ή θαμνώδεις ακτές των θαλασσών. Στην Ελλάδα
φθάνει περίπου περί το τέλος του Καλοκαιριού, αρχές Σεπτεμβρίου και αναχωρεί περί τα τέλη
Μαρτίου. Έχει σχετικά κοντά φτερά και πετά σε ευθεία, χαμηλά και σε μικρές αποστάσεις. Γεννά
5 - 9 λευκά σφαιρικά αυγά. Τρέφεται με ψάρια και για το λόγο αυτό το κρέας της δεν είναι
νόστιμο. Αντίθετα όμως το πτέρωμά της είναι περιζήτητο για στολισμούς γυναικείων ενδυμάτων
και καπέλων.
(πηγή: https://www.blogger.com/blog/post/edit/7022960999388581430/3993201580735173293)
__________
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
- Η Ιτιά ως Εντυπωσιακό Βιοκαύσιμο, αλλά και στη Λαϊκή Παράδοση, στην
Ιατρική, στη Φαρμακογνωσία..….
Τις Ιτιές (Salix spp.), τις βρίσκουμε στα αυτοφυή παραποτάμια δάση ή και καλλιεργούμενες σε
φυτείες. Τα κλαδιά τους χρησιμοποιούνται για την κατασκευή καλαθιών και ψάθινων επίπλων.
Από πολύ παλιά, η ιτιά θεωρούνταν φαρμακευτικό φυτό, καθώς ο χυμός των φύλλων και του
φλοιού της είχε αντιπυρετικές ιδιότητες. Επίσης, η ιτιά συνδέεται με λαϊκές παραδόσεις και
μύθους. Σήμερα, οι καλλιέργειες της ιτιάς θεωρούνται ελπιδοφόρες και σημαντικές για την
παραγωγή υγρών βιοκαυσίμων. Για παράδειγμα, η βιο-αιθανόλη που παράγεται από την ιτιά όταν
χρησιμοποιηθεί σε βενζινοκινητήρες, παράγει 80% λιγότερα αέρια του θερμοκηπίου σε σύγκριση
με την καύση της συμβατικής βενζίνης. Εξάλλου, πρόσφατες επιστημονικές δημοσιεύσεις
διατυπώνουν εντυπωσιακά αποτελέσματα για το βιοκαύσιμο της ιτιάς. Μεταξύ άλλων,
διαπιστώθηκε ότι ‘’……η ταλάντευση του δέντρου της ιτιάς στον άνεμο, ενεργοποιεί ένα
γενετικό χαρακτηριστικό της, το οποίο πυροδοτεί μια διαδικασία ενίσχυσης της παραγωγής
περισσότερο ζυμώσιμων σακχάρων, στο λεπτό κορμό και στα κλαδιά της, με αποτέλεσμα την
παραγωγή ενεργειακά ανώτερων σακχάρων, τα οποία με τη σειρά τους μπορούν ευκολότερα να
μετατρέπονται σε υγρά βιοκαύσιμα ανώτερης ποιότητας και περίπου πέντε φορές μεγαλύτερης
ποσότητας από το κανονικό’’.
Οι ιτιές, από βοτανική άποψη, περιλαμβάνουν περισσότερα από 300 είδη φυλλοβόλων θάμνων ή
δέντρων, από μερικά εκατοστά μέχρι21-24 μέτρα σε ύψος. Βρίσκονται ως αυτοφυή σε ολόκληρη
την Ευρώπη, την Ασία, τη Νότια Αφρική, και τη Βόρεια Αμερική, ενώ λιγοστά είδη έχουν βρεθεί
στο νότιο ημισφαίριο. Πιστεύεται ότι κατάγονται από την Κίνα και συχνά εμφανίζονται στην
πανάρχαια κινέζικη τέχνη. Η ομορφιά τους τα κάνει να είναι δημοφιλή διακοσμητικά φυτά σε
κήπους και σε πάρκα. Το βοτανικό όνομα της ιτιάς ‘’Salix’’ (αγγλ., Willow) προέρχεται από τις
κέλτικες λέξεις "sal", που σημαίνει κοντά, και "lis" που σημαίνει νερό, επειδή η ιτιά ευδοκιμεί σε
υγρά εδάφη, κοντά στις όχθες ποταμών, ρυακιών και λιμνών.
45
- Τα Αυτοφυή Τσάγια του Βουνού στην Ελλάδα είναι Περίπου 17 σε Είδη και
Υποείδη 47
Το καλύτερο για την ανακούφιση από κρυολογήματα και για τις παθήσεις του αναπνευστικού,
είναι μεταξύ των άλλων το αφέψημα (εξαγωγή των διαλυτών συστατικών των φυτών σε ζεστό
νερό, ρόφημα. αφέψω=καθαρίζω με βρασμό) από το τσάϊ του βουνού. Το Τσάι του Βουνού ή
κοινώς Σιδηρίτης (γένος φυτών στα λατ., Sideritis, αγγλ., Ironwort, Mountain tea, Shepherd's tea)
είναι γνωστό από την αρχαιότητα, καθώς αναφέρεται από το Θεόφραστο (πατέρας της βοτανικής,
γεννημένος στη Λέσβο, 371-287 π.Χ.) και το Διοσκουρίδη (Έλληνας γιατρός, φαρμακολόγος και
βοτανολόγος, 40-90 μ.Χ.), ως φυτικό φάρμακο και ως
ρόφημα. Γενικά στην αρχαιότητα το όνομα σιδηρίτης αναφερόταν σε διάφορα φυτά (π.χ.
Sίderίtίs, Μαrrubίum, Ροterίum, Scrophularia) που θεωρούνταν ότι είχαν την ικανότητα να
επουλώνουν τις σοβαρές πληγές από σιδερένια αντικείμενα, όπως τα βέλη ή τα ξίφη κλπ. Ο
σιδηρίτης που ο Διοσκουρίδης το χρησιμοποιούσε ως θεραπευτικό των πληγών, φαίνεται ότι
πήρε το όνομά του από τα δόντια του κάλυκα του άνθους του, που μοιάζουν με αιχμή λόγχης.
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Το τσάι του βουνού περιλαμβάνει παγκοσμίως περισσότερα από 140 είδη και υποείδη που
ευδοκιμούν κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Φυτρώνει σε περιοχές της Μεσογείου, τα Βαλκάνια ,
την Ιβηρική Χερσόνησο και τη Μακαρονησία (Αζόρες, Κανάρια νησιά, νησιά Πράσινου
ακρωτηρίου, Μαδέρα). Βρίσκεται επίσης στην Κεντρική Ευρώπη και την εύκρατη Ασία (Μικρά
Ασία, Καύκασος), αλλά και στο Μεξικό, Περού, Ιαπωνία, βόρεια Αφρική (Αίγυπτος, Μαρόκο,
Αλγερία). Η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα πλούσια σε ενδημικά είδη αυτού του φυτού. Μεταξύ αυτών,
ονομαστά είναι το τσάϊ το Βλάχικο ή του Άθω, του Ταϋγετου ή του Μαλεβού, του Ολύμπου, του
Βελουχιού ή του Παρνασσού, η Μαλοτίρα της Κρήτης (από τις λέξεις male=αρρώστια και
tirate=σύρω στην ενετοκρατούμενη Κρήτη) ή Καλοκοιμηθιά, το τσάϊ της Εύβοιας. Τα
διαφορετικά τσάγια του βουνού τα βρίσκουμε από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη και σε
υψόμετρα που κυμαίνονται από 500 έως 2000 μέτρα. Τα αυτοφυή φυτά προτιμούν τα βραχώδη
και ασβεστολιθικά εδάφη. Αλλά το τσάϊ του βουνού υπάρχει και ως καλλιεργούμενο φυτό. Αυτό,
αντέχει πολύ στις χαμηλές θερμοκρασίες και χωρίς απαιτήσεις στις εδαφικές συνθήκες, αφού
ευδοκιμεί καλύτερα σε μέτριας σύστασης ορεινά ασβεστολιθικά εδάφη.
Σε ποικίλα είδη τσαγιών του βουνού (γένος Sideritis), έχουν γίνει πολλές μελέτες, λόγω της
περιεκτικότητάς τους σε σημαντικές χημικές ενώσεις, τόσο από άποψη χημικής δομής, όσο και
από πλευράς φαρμακολογικής δράσης. Το ενδιαφέρον που εκδηλώνεται για τα είδη αυτά
οφείλεται και στην ευρεία χρησιμοποίησή τους στη λαϊκή θεραπευτική, όπου χρησιμοποιούνται
ως πανάκεια για τα κρυολογήματα και τις παθήσεις του αναπνευτικού, καθώς προσφέρουν
αντιφλεγμονώδη και αντιοξειδωτική προστασία. Αλλά, και για την καταπολέμηση της δυσπεψίας
και των γαστρεντερικών διαταραχών, ως τονωτικό, εφιδρωτικό, αποχρεμπτικό, διουρητικό,
αποτοξινωτικό κλπ
Ως αφέψημα για την παρασκευή ροφημάτων, χρησιμοποιούνται οι ξηροί ανθοφόροι βλαστοί του
(κν., τσάγια), που παρασκευάζονται, μέσα σε νερό που βράζει, με την προσθήκη μικρής
ποσότητας από αυτά. Το ρόφημα των τσαγιών του βουνού, είναι πλούσιο σε σίδηρο, είναι
αρωματικό, υπόπικρο, με την προσθήκη κανέλλας και μελιού ανακουφίζει από το βήχα και
επιπλέον, δεν ερεθίζει το νευρικό σύστημα και γι' αυτό πλεονεκτεί του κοινού τσαγιού (π.χ. τσάι
Κευλάνης), καθώς δεν προκαλεί αϋπνία. Επίσης, το τσάι του βουνού, αποτελεί και συστατικό 48
πολλών τροφών και γλυκισμάτων. Εξάλλου, στην Ισπανία, χρησιμοποιούνται διάφορα αυτοφυή
είδη τσαγιών στη λαϊκή θεραπευτική, κυρίως για μακροχρόνια θεραπεία φλεγμονωδών
καταστάσεων. Εκεί, είναι πλατιά διαδεδομένο το τσάι lagasca (Sideritis angustifolia, κοινώς ουρά
του γάτου "rabo de gato"), που χρησιμοποιείται ως λαϊκό φάρμακο, καθώς και στην Κτηνιατρική
για τις πολύ σοβαρές πληγές των ζώων, κυρίως στην περιοχή της Βαλένθια και της Καταλονίας.
Από φαρμακολογική άποψη, εκτιμήθηκαν οι θεραπευτικές ιδιότητες, τόσο στα φυτικά του
εκχυλίσματα, όσο και σε χημικές ουσίες που απομονώθηκαν από τα τσάγια του βουνού (π.χ.
φλαβονοειδή, αιθέρια έλαια, διτερπένια). Για παράδειγμα, αναφέρεται η αντιφλεγμονώδης δράση
στα Sideritis raeseri s.sp. raeseri (λαϊκή θεραπευτική), S. pisidica, S. argyrea, S. libanotica s.sp.
lίnearis και S. perfolίata. Η αντιφλεγμονώδης, αντιοξειδωτική και αγχολυτική δράση έχει
αναφερθεί για το S. clandestina. Το S. syriaca (Μαλοτίρα) έχει ιδιαίτερα αντιμικροβιακή δράση
εξαιτίας της καρβακρόλης που περιέχει. Επίσης, το S. clandestina και το S.euboea μπορούν να
συνεισφέρουν στην πρόληψη της οστεοπόρωσης (έρευνα Πανεπιστημίου Πατρών). Αλλά έχουν
διαπιστωθεί και άλλες φαρμοκολογικές δράσεις όπως αντι-μικροβιακή έναντι Gram θετικών
βακτηρίων, κατά του καταρράκτη, αντιθρομβωτική αντι-υπερτασική δράση κ.ά (έρευνα
Πανεπιστημίου Αθηνών).
Από βοτανική άποψη, τα αυτοφυή είδη και υποείδη του που συνήθως απαντώνται στην Ελλάδα
είναι τα 1.Sideritis. athoa Pap. et Kok.- Ελλάδα, Τουρκία-, 2.S. raeseri Boiss. et Heldr. ssp. raeseri
-Ν. Βαλκανική-, 3.S. raeseri ssp. florida (Boiss. et Heldr.) Pap. et Kok. -ενδημικό του Ολύμπου-,
4.S. raeseri ssρ. attica (Heldr.) Pap. et Kok. -ενδημικό της Αττικής-, 5.S. scardica Griseb. ssp.
scardica –Βαλκανική-, 6.S. scardica ssp. longibracteata Pap. et Kok.-Ενδημικό της Μακεδονίας-,
7.S. clandestina Chaub. et Bory, Hayek ssp. clandestina -ενδημικό της Πελοποννήσου-, 8.S.
clandestina ssp. cyllenea Boiss., Pap et Kok. -,ενδημικό της Πελοποννήσου-, 9.S. euboea Heldz. -
ενδημικό της Ευβοίας-, 10.S. syriaca Ι. -ενδημικό της Κρήτης-, 11.S. sirylea Boiss. -Ελλάδα,
Τουρκία-, 12.S. romana s.sp., purpurea, 13. S.lanata.
του, ο επίσης Βρετανός Γουάλλας (Alfred Russell Wallace, 1823-1913), διετύπωνε σε ένα άρθρο
του προς αυτόν (τίτλος άρθρου:On the tendency of varieties to depart indefinitely from the
original type= Για την τάση των ποικιλιών να απομακρύνονται απ’αόριστον από τον πρωταρχικό
τύπο), την ίδια άποψη της εξέλιξης των ειδών που βασιζόταν στη φυσική επιλογή. Σύμφωνα με
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
τους μελετητές για το έργο των δύο αυτών κορυφαίων στοχαστών της εξελικτικής θεωρίας του
19ουαιώνα, οι απόψεις του συντηρητικού Δαρβίνου παρέμεναν στο γραφείο του για περισσότερα
από 15 χρόνια, καθώς έβλεπε ότι η τότε επιστημονική κοινότητα και κατ’επέκταση η κοινή
γνώμη δεν ήσαν έτοιμοι να αποδεχθούν τη θεωρία του. Όμως, αυτός, παίρνοντας το γράμμα με το
άρθρο του Γουάλλας, ο οποίος διετύπωνε ταυτόσημα συμπεράσματα για την εξέλιξη των ειδών,
αποφάσισε ότι ήταν καιρός να κάνει το πρώτο βήμα και να δημοσιοποιήσει τις απόψεις του για
την εξελικτική θεωρία του, καταρχήν στους κοντινούς του φίλους γεωλόγο Charles Lyell, και το
βοτανικό και εξερευνητή Joseph D. Hooker και ακολούθως να δημοσιεύσει το 1859 το έργο του
‘’On the origin of species=Για την προέλευση των ειδών’’. Λέγεται μάλιστα ότι αυτοί οι δύο
φίλοι του, που ήταν ήδη μέλη της ‘’Linnaeum Society’’ του Λονδίνου (πρώτη παγκόσμια εταιρία
για τη μελέτη και ταξινόμηση φυτών και ζώων και της φυσικής ιστορίας που ιδρύθηκε το 1788
στο Λονδίνο ), ανέγνωσαν στην ίδια συνεδρίαση της εταιρίας, το 1858, το άρθρο του Γουάλλας
που είχε στείλει στο Δαρβίνο, καθώς και αποσπάσματα από το βιβλίο του Δαρβίνου που είχαν
στη κατοχή τους. Έτσι, πιστώνεται στο πλατύ κοινό η εξελικτική θεωρία στο Δαρβίνο, ενώ για
δεκαετίες στον τότε επιστημονικό κόσμο αναφερόταν ‘’εξελικτική θεωρία των Darwin-Wallace’’.
O τρόπος με τον οποίο άλλαξαν όλα για τη βιολογία το1859, με τη δημοσίευση από το Δαρβίνο
της ‘’Καταγωγής των Ειδών’’, αλλά και με τα δοκίμια του Γουάλλας, μερικές φορές μπορεί να
δώσουν την παραπλανητική εντύπωση ότι η θεωρία της εξέλιξης ξεπήδησε ξαφνικά χωρίς καμία
προηγούμενο στην ιστορία της επιστήμης.
Όμως, η πρώτη ύλη για τη θεωρία της εξέλιξης και της φυσικής επιλογής, ήταν γνωστή τότε, πριν
από μερικές δεκαετίες. Γεωλόγοι και παλαιοντολόγους είχαν κάνει μια συγκλονιστική υπόθεση,
ότι η ζωή στη Γη είχε αλλάξει με την πάροδο του χρόνου και ότι πολλά είδη είχαν εξαφανιστεί.
Ταυτόχρονα, εμβρυολόγοι και άλλα φυσιοδίφες στις αρχές της δεκαετίας του 1800, είχαν
ανακαλύψει, μερικές φορές ασυναίσθητα, ένα μεγάλο μέρος αποδείξεων της θεωρίας των Darwin
και Wallace.
Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί, ότι και ο Δαρβίνος και ο Γουάλλας βρήκαν την έμπνευσή
τους για τη φυσική επιλογή και την εξέλιξη των ειδών, στην οικονομία και ειδικότερα στα
δοκίμια του αγγλικανού παπά Thomas Malthus (1766-1834). Ο Μάλθους μεγάλωσε σε μια εποχή 51
επαναστάσεων και νέες φιλοσοφίες για την ανθρώπινη φύση. Άρχισε να γράφει δοκίμια με την
έννοια ότι ο άνθρωπος και η κοινωνία θα μπορούσαν να βελτιωθούν χωρίς όρια. Ο Μάλθους, έχει
μια ιερή θέση στην ιστορία της βιολογίας, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος και οι σύγχρονοί του τον
θεωρούσαν όχι ως βιολόγος, αλλά ως πολιτικό οικονομολόγο. Το 1797, δημοσίευσε ένα βιβλίο το
‘’Δοκίμιο για την Αρχή του Πληθυσμού’’, στο οποίο προειδοποιούσε τους συμπατριώτες του, ότι
οι περισσότερες πολιτικές που έχουν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν τους φτωχούς, ήταν
καταδικασμένες να αποτύχουν, λόγω της ασφυκτικής πίεσης της αύξησης του πληθυσμού. Ένα
έθνος μπορεί να διπλασιάσει εύκολα τον πληθυσμό του μέσα σε λίγες δεκαετίες, οδηγώντας όμως
στην πείνα και στη δυστυχία για όλους. Δηλαδή, η αύξηση του πληθυσμού πάντα θα ξεπερνά την
ικανότητά του να θρέψει τον εαυτό του. Φαίνεται ότι όταν ο Δαρβίνος και Γουάλλας μελέτησαν
τα κείμενα του Μάλθους, διαπίστωσαν ότι και τα ζώα και τα φυτά θα πρέπει να αντιμετωπίζουν
την ίδια πληθυσμιακή πίεση και δεν μπορούν να αναπαραχθούν στο μέγιστο των δυνατοτήτων
τους. Εξάλλου, πολλοί οργανισμοί πεθαίνουν πριν γίνουν ενήλικες, άλλοι είναι ευάλωτοι σε
ξηρασίες και ψυχρούς χειμώνες και άλλες περιβαλλοντικές πιέσεις. Αλλά και η προσφορά τροφής
σε αυτούς τους οργανισμούς, όπως συμβαίνει με τον πληθυσμό του ανθρώπου, δεν είναι
απεριόριστη.
Σε αυτόν τον αγώνα για την ύπαρξη, την επιβίωση και την αναπαραγωγή όλοι οι οργανισμοί δεν
καταρρέουν από καθαρή τύχη. Ο Δαρβίνος και Γουάλλας, ανεξάρτητα φαίνεται ο ένας από τον
άλλο, συνειδητοποίησαν ότι εάν ένα ζώο έχει κάποιο χαρακτηριστικό που το βοηθά να αντέχει
στο φυσικό περιβάλλον ή να αναπαράγεται με μεγαλύτερη επιτυχία, τότε μπορεί να αφήσει
περισσότερους απογόνους, πίσω από κάποια άλλα ζώα που υπολείπονται αυτού. Κατά μέσο όρο,
αυτό το χαρακτηριστικό, θα γίνει πιο κοινό στην επόμενη γενιά, και η παραγωγή μετά από αυτό
θα είναι ακόμη πιο επιτυχέστερη. Δηλαδή, η φύση ασυνείδητα ‘’επιλέγει’’ τα άτομα με τις
καλύτερες προσαρμογές στις τοπικές συνθήκες επιβίωσής τους. Καθώς περνούσε ο καιρός,
αμφότεροι, Δαρβίνος και Γουάλλας, υποστήριξαν, χωριστά, αλλά και χρονικά την ίδια περίοδο,
- Όταν η Τεχνολογία Εμπνέεται και Αντλεί Ιδέες από τη Φύση: Ομίχλη και
Ομιχλοβροχή
Τα τεχνικά και τεχνολογικά επιτεύγματα του ανθρώπου έχουν τις ρίζες τους στη Φύση, στα
φαινόμενα και στις διεργασίες της, στην πανίδα και τη χλωρίδα της.
Στον αέρα γύρω μας, την κάθε στιγμή, υπάρχει νερό. Αν και αυτό το νερό, από πρώτη ματιά, δεν
φαίνεται να είναι πολύ σημαντικό-αν ζούμε σε μια περιοχή με αφθονία νερού-, είναι όμως ένας
υδατικός πόρος, που μπορεί να γίνει σημαντικότατος σε άνυδρες περιοχές, αλλά και κάτω από
δυσμενείς συνθήκες επιβίωσης. Από αυτό το νερό επωφελείται η εκεί πανίδα και χλωρίδα, αλλά
θα μπορούσαν να επωφεληθούν ή ήδη το αξιοποιούν βοσκοί, νομάδες, αθλητές μεγάλων
αποστάσεων και άλλοι.
Για πάνω από εκατό χρόνια, επιστήμονες και μηχανικοί έχουν μελετήσει τρόπους για
αποτελεσματικότερη συλλογή νερού από τον ατμοσφαιρικό αέρα και ιδιαίτερα την ομίχλη, που
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
έχει εξελιχθεί στις μέρες μας ως πηγή νερού σε άνυδρες περιοχές και σε νησιά. Σχετικά
πρόσφατα, ερευνητές –μεταξύ αυτών από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στο Ηνωμένο
Βασίλειο– διαπίστωσαν ότι στην έρημο Ναμίμπια της Αφρικής -η πλέον αφιλόξενη περιοχή της
Γης, καθώς η θερμοκρασία του αέρα την ημέρα μπορεί να φτάσει 60 βαθμούς Κελσίου και οι
ταχύτητες του ανέμου προσεγγίζουν τους θυελλώδεις– ζει ένα σκαθάρι, το ’’σκαθάρι της
ομίχλης’’ το Stenocara (Οnymacris unguicularis ), που αξιοποιεί για τις ανάγκες το νερό που
προέρχεται από τα υδροσταγονίδια της ομίχλης, που είναι σύνηθες φαινόμενο εκεί κατά τις
πρωινές ώρες. Έτσι, καθώς η ομίχλη σαρώνει την επιφάνεια της ερήμου, αυτό το σκαθάρι που
έχει και μακριά ψιλόλιγνα πόδια- ανεβαίνει και στέκεται στις παρυφές των εκεί αμμόλοφων. Με
το κεφάλι του να το τοποθετεί προς την προσήνεμη πλευρά, απλώνει τα εξωτερικά σκληρά φτερά
του προς τον υγρό αέρα. Συγχρόνως, το σώμα του βρίσκεται σε γωνία σαράντα πέντε μοιρών από
το έδαφος. Έτσι, στα υδρόφιλα εξογκώματα των φτερών του τα οποία περιβάλλονται από
κηρώδη, υδρόφοβες κοιλότητες, συλλαμβάνει λεπτά σταγονίδια νερού από την ομίχλη. Τα
σταγονίδια αυτά είναι τόσο μικρά -κατά μέσο όρο, μόλις 15-20 μικρόμετρα σε διάμετρο- που
συχνά δεν πέφτουν προς τα κάτω από την επιφάνεια της πανοπλίας του σκαθαριού. Αλλά,
συσσωρεύονται και συμπυκνώνονται σε μεγαλύτερα σταγονίδια-5 χιλιοστά σε διάμετρο- οπότε
υπερνικούν με το βάρος τους την ηλεκτροστατική έλξη του νερού, αλλά και κάθε αντίθετη
δύναμη του ανέμου. Τότε οι σταγόνες του νερού αρχίζουν να κυλούν από την πλάτη του
σκαθαριού προς το στόμα του. Βλέποντας αυτό, ο σχεδιαστής Pak Kitae (βραβείο σχεδιασμού
IDEA, 2010) ανέπτυξε μια έξυπνη και φτηνή συσκευή συλλογής νερού από τη νυχτερινή δρόσο,
το ονόμασε ‘’Τράπεζα Δρόσου’’ (Dew Bank) και μπορεί να προσφέρει ενυδάτωση σε
εκατομμύρια ανθρώπους που στερούνται την πρόσβαση στο πόσιμο νερό.
53
Η συσκευή αυτή αποτελείται από ένα θόλο με ανοξείδωτο ατσάλι που ψύχεται από το νυχτερινό
άνεμο και έτσι υγροποιούνται τα υδροσταγονίδια της ομίχλης ή της νυχτερινής δρόσου τα οποία
γλιστρούν επάνω στο θόλο και οδεύουν προς τη βάση της συσκευής, όπου και αποθηκεύεται το
συλλεγόμενο νερό.
Ορισμένες περιόδους και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (π.χ. υγρές, ομιχλώδεις)
παρατηρείται σε φυτά με οξύληκτα φύλλα και κυρίως στις βελόνες των κωνοφόρων,
συγκέντρωση νερού με τη μορφή σταγόνων που στάζουν προς το έδαφος. Αυτή η υγροποίηση της
Στο Dubai των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, στο πάρκο Zaabeel, έχει κατασκευαστεί (από την
εταιρία Deep Ocean Technology ), o ‘’Πύργος Blooming’’ (χρήση αναψυχής, παιδικές χαρές,
βιβλιοθήκη, χώρο συνεδριάσεων κ.ά.) που ανταποκρίνεται στις εκεί περιβαλλοντικές συνθήκες,
με πρόσοψη από ελαφριά πλαίσια αλουμινίου και από κινούμενα πτερύγια (πανιά σκάφους) με
Εξάλλου, είναι γνωστό ότι και ο ευκάλυπτος(από την Αυστραλία), η αγαύη (από το Μεξικό), η
φραγκοσυκιά (από τη Β. Αμερική) και άλλα φυτά, εισαγόμενα σκόπιμα, συμπτωματικά ή τυχαία,
εισέβαλαν,εγκλιματίστηκαν, διαδόθηκαν ταχύτατα και κυρίευσαν αρκετές περιοχές στην Ελλάδα.
Είναι γνωστό ότι τα είδη φυτών και ζώων που εισέρχονται σε ένα οικοσύστημα από κάποιο άλλο
και εγκαθίστανται ονομάζονται ξένα ή ξενικά ή αλλόχθονα. Oρισμένα από αυτά τα ξενικά είδη,
όπως η πατάτα και η ντομάτα, εισήχθησαν σκόπιμα και παραμένουν σημαντικά από οικονομικής
απόψεως μέχρι και σήμερα.Eντούτοις, κάποια άλλα, όπως τα λεγόμενα επεκτατικά αλλόχθονα
είδη, δημιουργούν σοβαρά προβλήματα ως επιβλαβείς οργανισμοί (παράσιτα και ζιζάνια) στην
κηπουρική, τη γεωργία και τη δασοκομία, ως φορείς ασθενειών ή προκαλώντας βλάβες σε 64
κατασκευές όπως κτίρια, αγωγούς υδροδότησης, κανάλια και φράγματα. Ωστόσο, εάν αυτά τα
είδη αρχίζουν να αναπαράγονται, είναι ανθεκτικά στο φυσικό περιβάλλον, είναι περιορισμένοι οι
ανταγωνιστές-εχθροί τους και εγκλιματίζονται ταχύτατα στο καινούργιο περιβάλλον, τότε
πιθανότατα να δημιουργήσουν προβλήματα, πιέζοντας μέχρις εξαφάνισης τα γηγενή αυτόχθονα
είδη. Έτσι, αυτά τα χωροκατακτητικά-χωροεπεκτατικά είδη είναι πολλές φορές υπεύθυνα για τη
συνεχή μείωση της βιοποικιλότητας, την αποδιοργάνωση και υποβάθμιση του οικοσυστήματος
στο οποίο έγινε η εισβολή. Αλλόχθονοι εισβολείς φυτά αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες
απειλές για την βιοποικιλότητα παγκοσμίως, ενώ οι δαπανηρές προσπάθειες για την
καταπολέμηση ή την εξόντωσή τους παραμένουν άκαρπες. Θεωρούνται αυτά τα είδη, από
πολλούς οργανισμούς προστασίας της φύσης, ως η δεύτερη μεγαλύτερη απειλή για την
βιοποικιλότητα παγκοσμίως. Επίσης, μπορούν να επιφέρουν καταστροφικές συνέπειες στους
ανθρώπους, στα οικοσυστήματα και στα υπάρχοντα φυτικά και ζωικά είδη.
Πέρα από τις οικολογικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα, η εισβολή από χωροκατακτητικά
ξενικά είδη έχει κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις, για παράδειγμα στην υγεία του
ανθρώπου,την αλιεία, τη γεωργία και την παραγωγή τροφίμων. Ειδικότερα, εάν η εισβολή γίνει
σε περιοχές όπου οι παραγωγικοί πόροι βασίζονται στη γεωργία, την αλιεία,τα δάση, την
κτηνοτροφία και το φυσικό περιβάλλον, τότε η ζημιά μπορεί να είναι τεράστια και στο
οικολογικό, το οικονομικό και το κοινωνικό επίπεδο της περιοχής. Ωστόσο, οι ειδικοί
επισημαίνουν ότι η γηγενής και αυτόχθονη πανίδα και χλωρίδα μιας περιοχής θα συνεχίσει να
συρρικνώνεται, καθώς τη συνολική κατάσταση επιδεινώνουν οι κλιματικές αλλαγές, οι
ανθρωπογενείς επεμβάσεις και άλλα. Τα χωροκατακτητικά είδη έχουν τεράστιο έως
ανυπολόγιστο και οικονομικό κόστος. Το 2008, το κόστος για τον έλεγχο των χωροκατακτητικών
ειδών και την αποκατάσταση της βλάβης που προκαλούν σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση
εκτιμήθηκε σε 9,6-12,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Όμως, πρόκειται σαφώς για υποτίμηση, δεδομένου
ότι πολλές χώρες μόλις τώρα αρχίζουν να υπολογίζουν το σχετικό κόστος. Σημειώνεται ότι
κονδύλια του προγράμματος LIFE/ΕΕ επενδύονται και σε σχέδια για την αντιμετώπιση των
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
χωροκατακτητικών ειδών. Ακολουθούν πιο κάτω περιγραφές των κυριότερων εισβολέων φυτών
στην Ελλάδα.
-Οξαλίδα ή Ξινοτρίφυλλο ή Ξυνίθρα (Οxalis pes-caprae-κίτρινα άνθη, Οxalis corymbosa-ρόζ
άνθη, Oxalis corniculata). Είναι φυτό-εισβολέας προερχόμενος από τη Νότια Αφρική ( περιοχή
του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας). Είναι ένα φυτό που μοιάζει με τα τριφύλλια, όμως δεν έχει
καμία σχέση ούτε με τριφύλλια, ούτε με μηδικές (Alpha-alpha), ούτε και με το γλυκό τριφύλλι ή
μελίλωτο (Melilotus officinalis),αφού ανήκει σε διαφορετική οικογένεια. Η εισαγωγή του στην
Ευρώπη διαπιστώθηκε από τη Μάλτα το 1806. Από τότε σταδιακά επεκτάθηκε και στην Ελλάδα.
Πολλοί διατείνονται ότι τα σπέρματα αυτού του φυτού μεταφέρονται με την κόκκινη βροχή-
λάσπη που προέρχεται από την Αφρική. Τη Ξυνίθρα, θα τη βρούμε ανθισμένη από το Δεκέμβρη
μέχρι το Μάη. Σήμερα το φυτό αυτό έχει κατακυριεύσει τους ελαιώνες και τους αμπελώνες της
Κρήτης, της Αττικής, της Βοιωτίας, της Πελοποννήσου, των Δωδεκανήσων και των Κυκλάδων,
αλλά και σε άγονες περιοχές με αρκετή υγρασία. Συνεχίζει την επέκτασή του προς βορρά
προτιμώντας βαθιά και δροσερά εδάφη. Η αντοχή του οφείλεται στα πολλά βολβίδια που έχει στο
ριζικό του σύστημα, οπότε είναι δύσκολο να ξεριζωθεί και εύκολο να επεκταθεί με νέους
βλαστούς από τα βολβίδια. Θεωρείται εντελώς άχρηστο φυτό, που δεν το καταδέχονται ούτε τα
κατσίκια. Η ανθοφορία του παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς συναντάται με απλά κίτρινα ή μωβ
λουλούδια. Το συναντάμε σε ανθρωπογενή περιβάλλοντα, κυρίως ως ζιζάνιο στην γεωργική γη
όπου ευδοκιμεί σε λιβάδια και στους αγρούς. Παρ' ότι είναι ζιζάνιο φυτό για τους γεωργούς, κατά
την διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής κάλυπτε επισιτιστικές ανάγκες της εποχής, καθώς οι
χωρικοί μάζευαν τους βολβούς του και τους έκαναν μια χυλώδη σούπα με γάλα ή τους
καβούρδιζαν στο τηγάνι και τους έτρωγαν. Σε πολλά μέρη του κόσμου, τα φύλλα και τα άνθη της
Ξυνίθρας χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατο του αλατιού, αλλά και του ξιδιού στη μαγειρική.
Προσοχή, όμως,γιατί σε μεγάλες ποσότητες η Οξαλίδα ενδέχεται να είναι δηλητηριώδης.
-Βρωμοκαρυδιά ή Αΐλανθος ή Βρωμούσα (Ailanthus altissima ή Α. glandulosa). Είναι ένα
ασιατικό δέντρο που έφτασε στην Ευρώπη από την Κίνα, όπου είναι αυτοφυές, τον 18ο αιώνα.
Έχει εξαπλωθεί πολύ στην Αμερική και την Ευρώπη. Αρχικά το φυτό μεταφέρθηκε στη Μ.
Βρετανία (Shumak tree ή Tree-of-heaven-δένδρο του Παράδεισου), ως καλλωπιστικό και στη 65
συνέχεια από εκεί μεταφέρθηκε το 1784 στη Φιλαδέλφεια από κάποιο κηπουρό. Το 1840 το φυτό
ήταν ήδη αρκετά διαδεδομένο στις ΗΠΑ, ως καλλωπιστικό και ήταν διαθέσιμο από φυτώρια.
Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, στην Ελλάδα ο Αΐλανθος φυτεύτηκε για πρώτη φορά
στον Εθνικό κήπο από το Βασιλιά Όθωνα. Η Βρωμοκαρυδιά, απαντάται πλέον παντού στην
Ελλάδα,ακόμα και στις παρυφές πεζοδρομίων, τοίχων, και δρόμων. Είναι φυλλοβόλο δένδρο με
μεγάλα πράσινα σύνθετα φύλλα που γίνονται κίτρινα το φθινόπωρο και καφέ καρπούς. Μπορεί
να φτάσει και τα 25μέτρα σε ύψος. Είναι δίοικα φυτά και τα θηλυκά παράγουν δύσοσμα
άνθη.Αναπτύσσονται ακόμη και σε φτωχά και ξηρά εδάφη, σε ηλιόλουστες θέσεις.
-Εισβολείς φυτά προερχόμενα από κήπους, γλάστρες, άλση. Αυτά τα φυτά είναι στην
πλειοψηφία τους καλλωπιστικά. Επεκτάθηκαν στην φύση και αναπαράγονται είτε με την
διασπορά των σπόρων είτε με παραβλαστήματα των βολβών τους που προήλθαν από το χώμα
κάποιας γλάστρας που πετάχτηκε ή από τα μπάζα. Τέτοια φυτά που μπορούμε να συναντήσουμε
στη φύση είναι οι γνωστές μας Φρέζιες (Freesia refracta) που στις γλάστρες ή τους κήπους μας
προσφέρουν τον χειμώνα τα δημοφιλή αρωματικά κρινάκια τους. Προέρχονται από τις περιοχές
της Νότιας Αφρικής με μεσογειακό κλίμα. Στην Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στη Μάνη οι φρέζιες
αναπαράγονται πλέον μόνες τους στην φύση σε μεγάλους αριθμούς. Φυτά-δραπέτες δίνουν και τα
πασίγνωστα Σκυλάκια (Antirrhinum majus). Αν και θεωρούνται είδος του παραμεσογειακού
χώρου, θεωρείται πλέον βέβαιο ότι όσα φυτά συναντούμε στη φύση είναι φυτά δραπέτες από
παλιές καλλωπιστικές καλλιέργειες. Η Ίριδα η γερμανική (Iris germanica)θεωρείται από τους
βοτανικούς είδος άγνωστης προέλευσης. Πιθανολογείται ότι είναι υβρίδιο ή ιθαγενές του
παραμεσογειακού χώρου και της νότιας Ευρώπης. Σήμερα αυτοφύεται σε μεγάλο μέρος της
Ελλάδας, συνήθως σε ελαιώνες και κοντά σε παλιά χωράφια, ως εγκλιματισμένο φυτό
69
δραπέτηςπροερχόμενο απόκαλλωπιστική καλλιέργεια. Για την Ίριδα την υπόλευκη (Iris
albicans) υπήρχε παλιότερα η άποψη ότι ήταν υβρίδιο της Iris germanica. Σήμερα θεωρείται
ιθαγενές είδος της Υεμένης και της Σαουδικής Αραβίας. Στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως φυτό
δραπέτης παλαιάς διακοσμητικής καλλιέργειας, και είναι καλά εγκλιματισμένο πριν από πολλά
χρόνια. Φυτά δραπέτες από κήπους και γλάστρες είναι και η Μαυρομάτα ή Μαυρομύτα
(Ornithogalum arabicum). Είναι, ένα πανέμορφο ανατολίτικο ορνιθόγαλο όπως δηλώνει και το
όνομά του. Αλλά και ο δημοφιλής για την πλούσια ανθοφορία του Καπουτσίνος (Tropaeolum
majus), που έχει πατρίδα την Αμερική. Αρχίζει πλέον να δραπετεύει από τις γλάστρες των
μπαλκονιών και να αναπαράγεται μόνος του στην φύση, με όπλο τα ανθεκτικά σπέρματά του που
μοιάζουν με ρεβίθι.
-Εισβολή ξενικών ειδών που χρησιμοποιούνται για βιοκαύσιμα. Είναι πιθανό να υπάρξει
εισβολή ξενικών ειδών και από την παραγωγή βιοκαυσίμων σύμφωνα με μία έκθεση της IUCN
(International Union for Conservation of Nature). Το ρίσκο να γίνουν τα φυτά που
χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοκαυσίμων εισβολείς και να επικρατήσουν επί των
γηγενών ειδών αυξάνεται καθώς πιο προχωρημένες καλλιέργειες φυτών φυτεύονται. Η έκθεση
κάνει κάποιες συστάσεις στους ανθρώπους που λαμβάνουν τις αποφάσεις, αλλά και στους
παραγωγούς βιοκαυσίμων να μειώσουν το ρίσκο του από το να μετατραπούν οι σοδειές για
βιοκαύσιμα, σε φυτά εισβολείς των ντόπιων οικοσυστημάτων. Το πιο σημαντικό βήμα είναι η
πρόληψη. Οι σοδειές των βιοκαυσίμων δεν είναι εξ ορισμού είδη-εισβολείς, αλλά μπορεί να
γίνουν,ανάλογα με την περιοχή όπου καλλιεργούνται και του πόσο γρήγορα η σοδειά
αναπτύσσεται. Παρόλα αυτά, κάποια είδη ενέχουν μεγαλύτερο ρίσκο στο να γίνουν εισβολείς αν
δεν διαχειριστούν σωστά. Για παράδειγμα το αμφιλεγόμενο φυτό,Πορφυρός Προμηθέας Jatropha
curcas,είναι γνωστό ότι έχει τάσεις εισβολής στη δυτική Αυστραλία, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι
θα είναι εισβολέας και στα υπόλοιπα μέρη της γης.
(Πηγές:http://ec.europa.eu/environment/nature/invasivealien/index_en.htm ,
http://www.alarmproject.net,
http://ec.europa.eu/environment/nature/invasivealien/docs/2006_06_ias_scope_options.pdf,
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
http://www.issg.org/database/).
___________
-
Οι βάτραχοι τρέφονται κυρίως με έντομα, μαλάκια και σκουλήκια, που τα πιάνουν με τη βοήθεια
της γλώσσας τους, η οποία είναι πλατιά και κολλώδης και εκτινάζεται ταχύτατα έξω από το
στόμα τους για να συλλάβει τη λεία. Το μέγεθος του βατράχου ποικίλει ανάλογα με το είδος του.
Στα αρσενικά άτομα υπάρχουν δυο εξωτερικοί φωνητικοί σάκοι, οι γναθοθύλακοι, γεμάτοι αέρα,
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
για την ενίσχυση της φωνής, με μια σχισμή λίγο πίσω από την άκρη των χειλιών τους. Οι
βάτραχοι κοάζουν, όταν είναι σε περίοδο αναπαραγωγής, αλλά και σ' όλες τις εποχές του χρόνου,
κυρίως το βράδυ, όταν η ατμόσφαιρα είναι υγρή. Η αναπαραγωγή των βατράχων γίνεται κατά
τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο. Ο γυρίνος που βγαίνει από το αβγό δεν έχει πόδια, αλλά μεγάλη
ουρά, ενώ φέρει βράγχια που του επιτρέπουν να αναπνέει. Ο γυρίνος δεν εγκαταλείπει ποτέ το
νερό. Αλλά μέσα στο διάστημα μερικών μηνών αρχίζει η σταδιακή μεταμόρφωσή του. Τα
βράγχια του εξαφανίζονται και αντικαθίστανται από πνεύμονες, στη συνέχεια θα σχηματιστούν
τα πίσω και μετά τα μπροστινά πόδια, η ουρά του απορροφάται, τα μάτια του γίνονται
μεγαλύτερα και τότε θα πεταχτούν έξω από το νερό για αναζήτηση τροφής. Τις ζεστές ώρας της
ημέρας παραμένει στο νερό και τρέφεται με έντομα, μαλάκια σκουλήκια. Όταν ο χειμώνας είναι
βαρύς, περνά μερικούς μήνες σε κατάσταση νάρκης κρυμμένος σε τρύπες στο χώμα ή στη λάσπη.
Το μικρότερο παγκοσμίως βατράχι είναι το κουβανικό είδος Sminthillus limbatus, του οποίου τα
ενήλικα άτομα δεν ξεπερνούν σε μήκος τα 12 χιλιοστά. Το μεγαλύτερο είδος είναι ο αφρικάνικος
βάτραχος Coprana goliath, με μήκος που φτάνει και τα 30εκατοστά περίπου.
71
Οι φρύνοι είναι συνήθως νυκτόβιοι και περνούν όλη τους τη μέρα κρυμμένοι σε τρύπες στους
τοίχους, σε σωλήνες ή παρόμοια μέρη. Εμφανίζονται τη νύχτα και τρέφονται με οποιοδήποτε
μικρό ζώο που θα συναντήσουν. Οι φρύνοι διαχειμάζουν, σε κατάσταση νάρκης, μέσα σε μαλακό
χώμα, μόνοι τους ή σε ομάδες. Βγαίνοντας από τη χειμέρια νάρκη, συνήθως το Μάρτιο,
μετακινούνται σε κάποιο κοντινό νερόλακκο ή λίμνη, όπου και θα πολλαπλασιαστούν. Οι
αρσενικοί ελκύουν τις θηλυκές, φωνάζοντας, ενώ στηρίζονται στα μπροστινά τους πόδια. Το
θηλυκό γεννά τα αυγά του υπό μορφή μακριού κορδονιού, ενώ το αρσενικό εκτοξεύει το σπέρμα
πάνω τους. Αυτό συνεχίζεται, κατά διαστήματα, για αρκετές ώρες. Το θηλυκό κολυμπά,
ταυτόχρονα, γύρω - γύρω, έτσι ώστε το "κορδόνι" των αυγών που φθάνει σε μήκος περίπου τα 2
έως 5 μέτρα, να τυλιχτεί γύρω από υδρόβια χόρτα. Αποθέτει συνολικά, 4.000ως 5.000 αυγά. Οι
γυρίνοι εκκολάπτονται μετά από 12 μέρες, αλλά ο χρόνος που χρειάζονται για να αναπτυχθούν
και να ενηλικιωθούν, ποικίλλει ανάλογα με τη θερμοκρασία. Μία, κατά μέσο όρο περίοδος,
διαρκεί περίπου τρεις μήνες, και σε θερμές περιοχές μπορεί να επαρκέσουν μόνο δύο. Σε μερικές
πάλι κρύες περιοχές, οι γυρίνοι πέφτουν σε χειμέρια νάρκη και μεταμορφώνονται τον επόμενο
χρόνο. Το μικρότερο παγκοσμίως είδος φρύνου, ανακάλυψαν Αμερικανοί ερευνητές στην
ανατολική Παπούα Νέα Γουινέα. Με μήκος 7,7 χιλιοστά, ο φρύνος Paedophryne amauensis
είναι πιθανότατα το μικρότερο σπονδυλωτό ζώο παγκοσμίως, μια ομάδα ζώων που περιλαμβάνει
θηλαστικά, ψάρια, πτηνά και αμφίβια. Στην ίδια περιοχή οι επιστήμονες ανακάλυψαν και ένα
συγγενικό είδος μικροσκοπικού φρύνου το Paedophryne swiftorum,με μήκος που φτάνει τα 8,9
χιλιοστά. Παρουσιάζοντας το εύρημά τους, οι επιστήμονες δήλωσαν ότι το μικροσκοπικό
μέγεθος του συγκεκριμένου φρύνου συνδέεται με τον οικότοπό του, στα τροπικά δάση βροχής.
Αυτά τα μικροσκοπικά αμφίβια κρύβονται πίσω από τα φύλλα που είναι πεσμένα στο χώμα και
κάνουν ήχους παρόμοιους με εκείνους των εντόμων.
75
«Αποτελέσματα» ανθρώπινων παρεμβάσεων στις κοίτες των ρεμάτων στους πρόποδες του Υμηττού της νότιας
Αττικής από την πλημμύρα της 21ης Νοεμβρίου 1993.
Το χειρότερο όμως είναι πως σήμερα, παρά την τεχνολογική ανάπτυξη, φαίνεται πως και στην
Ελλάδα οι δυσμενείς επιπτώσεις από πλημμύρες είναι πολύ μεγαλύτερης έκτασης από εκείνες που
προξενούνταν από ίδιες βροχοπτώσεις στο παρελθόν. Σε αυτό συνετέλεσε και συντελεί πρώτα η
πλήρης μετατροπή του περιβάλλοντος γύρω από τις κοίτες των ρεμάτων και ποταμών από φυσικό
σε αστικό, χωρίς όμως τη λήψη όλων εκείνων των μέτρων που θα διευκόλυναν, σε περίπτωση
καταιγίδας, τα πλημμυρικά νερά να κατευθυνθούν προς τους φυσικούς τους αποδέκτες.
Άλλοι λόγοι του παραπάνω προβλήματος είναι η πληθυσμιακή αύξηση του ανθρώπου κοντά στις
κοίτες των υδατορεμάτων και επιπλέον η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος των λεκανών
απορροής, στις οποίες πέφτουν τα νερά της βροχής και στη συνέχεια μεταφέρονται στις κοίτες
των ρεμάτων και ποταμών. Η υποβάθμιση αυτή απορρέει από την κακοποίηση ή πλήρη
καταστροφή της φυσικής βλάστησης, την αλόγιστη βόσκηση, την άναρχη επέκταση των
λατομείων και μεταλλείων, την απρογραμμάτιστη δόμηση, την ελάττωση της χωρητικότητας της
κοίτης των ρεμάτων κ.λπ. Κάτω από τέτοιες συνθήκες το σύνολο του νερού των καταιγίδων δεν
διηθείται στο έδαφος, αλλά ρέει επιφανειακά. Έτσι, τεράστιες ποσότητες νερού, μαζί με τεράστιες
επίσης ποσότητες διαβρωμένου φερτών υλών, καταλήγουν στις κοίτες των ρεμάτων, οι οποίες στα
πεδινά υπερχειλίζουν εξαιτίας της περιορισμένης ή ελάχιστης χωρητικότητας. Τα αποτελέσματα
βέβαια τέτοιων φαινομένων είναι γνωστά και επιπλέον επίκαιρα και από τις πλημμύρες του
προηγούμενου χειμώνα στην Αθήνα και στο Ηράκλειο Κρήτης. Έτσι σήμερα, στα πρόθυρα του
21ου αιώνα, είναι απογοητευτικό η Ελλάδα να υφίσταται σοβαρές καταστροφές από πλημμύρες,
που δεν οφείλονται σε βροχές εξαιρετικά μεγάλης έντασης και διάρκειας, αλλά στις ανθρώπινες
παρεμβάσεις στα ρέματα και σε άλλες θέσεις που αναφέρθηκαν.
Βέβαια το πλημμυρικό πρόβλημα της χώρας θα συνεχίσει να υπάρχει εφόσον η αντιμετώπισή του
επιχειρείται στο σύνολο των περιπτώσεων με τη λήψη περιστασιακών μέτρων, κατά την εμφάνιση
των επιπτώσεων, όπως συνέβη στις πρόσφατες πλημμύρες. Τα μέτρα αυτά είναι περιορισμένης
αποτελεσματικότητας και διάρκειας, υψηλού κόστους και προσφέρουν προσωρινή ανακούφιση
στους πληγέντες, χωρίς βέβαια να λύνουν το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα με τέτοια μέτρα
επιχειρείται μόνο η αντιμετώπιση της κρίσης και όχι των αιτιών που τη δημιουργούν. Κατά
συνέπεια, μετά το πέρας της καταιγίδας και την αποπεράτωση των ζημιών, οι επιπτώσεις
λησμονούνται και επαναλαμβάνονται κοντά ή και μέσα στα ρέματα και ποτάμια, εκείνες οι
ενέργειες που με βεβαιότητα θα κάνουν τις επιπτώσεις της επόμενης πλημμύρας πιο δραματικές.
Επομένως, ακολουθείται ένας υδροπαράλογος κύκλος ενεργειών και εμφάνισης πλημμυρών όπως
αυτός που απεικονίζεται στο σχήμα και το πρόβλημα διαιωνίζεται.
Οι διαφορετικές αντιλήψεις όμως των επιστημόνων μεταξύ ορεινών δασών και πεδινών
πλημμυρών δεν είναι βέβαια καινούριες, αφού ανάγονται στις αρχές του 20ου αιώνα. Τότε ήταν
που ξέσπασε στις ΗΠΑ η σφοδρότατη αντιπαράθεση μεταξύ δασολόγων και μηχανικών για το αν
τα δάση απέτρεπαν ή όχι τις πλημμύρες και για το ποια έργα και που έπρεπε να κατασκευάζονταν,
για την προστασία των πεδινών περιοχών από πλημμύρες. Η αντιπαράθεση αυτή τερματίσθηκε με
συμβιβασμό γύρω στο 1960. Βέβαια και σήμερα υπάρχει τέτοια αντιπαράθεση από το 1970
μεταξύ επιστημόνων της ΝΑ Ασίας (Κίνας, Ινδίας, Νεπάλ, Μπαγκλαντές κ.λπ.) για το αν οι
υλοτομίες και η υποβάθμιση των ορεινών περιοχών των Ιμαλαΐων, έχουν επηρεάσει ή όχι το 78
μέγεθος και την καταστροφικότητα των πεδινών πλημμυρών τους στις μέρες μας.
Οι καταιγίδες όμως που σχηματίζουν πλημμύρες στα πεδινά αποφορτίζονται, όπως αναφέρθηκε,
κατά κανόνα στις ορεινές πλήρως και μερικώς δασωμένες υδρολογικές λεκάνες. Από το γεγονός
αυτό προκύπτει η ανάγκη εξέτασης και συζήτησης των σχέσεων μεταξύ των παραπάνω λεκανών
και πλημμυρών των πεδινών περιοχών τους. Με τα δεδομένα αυτά, στη συνέχεια το υπόλοιπο του
άρθρου επικεντρώνεται: α) Στις φυσικές επιδράσεις των ορεινών δασωμένων λεκανών μας στο
μέγεθος των πλημμυρών των πεδινών περιοχών τους, β) Στις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στις
ορεινές μερικώς δασωμένες λεκάνες και στις πλημμυρικές επιπτώσεις στις πεδινές περιοχές τους
και γ) Στις δράσεις μετριασμού των επιπτώσεων ακραίων πλημμυρών πεδινών περιοχών με
γνώμονα την κλιματική αλλαγή.
Φυσικές επιδράσεις ορεινών δασωμένων λεκανών στο μέγεθος των πλημμυρών των
αντίστοιχων πεδινών περιοχών τους
Για να γίνει εξέταση και συζήτηση του ανωτέρου θέματος είναι αναγκαίο να είναι διαθέσιμη η
μέγιστη ποσότητα νερού (βροχής) που μπορεί να συγκρατήσει μια ορεινή δασωμένη λεκάνη από
ένα πλημμυρικό επεισόδιο βροχής. Πριν την έναρξη του επεισοδίου όμως, πρέπει να έχει
μεσολαβήσει μια επαρκής περίοδος ανομβρίας από την προηγούμενη καταιγίδα, ώστε η
χωρητικότητα της λεκάνης να είναι επαρκής. Η γνώση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική αφού η
ποσότητα νερού που συγκρατείται, καθορίζει, εκτός των άλλων, και το μέγεθος των πλημμυρών
των πεδινών περιοχών τους. Τα φυσικά συστατικά μιας λεκάνης που συγκρατούν μια ποσότητα
νερού το καθένα, είναι: Η δασική της βλάστηση, η ξηρά και συμπιεσμένη στο έδαφος δασική
φυλλάδα, τα μικροκοιλώματα της επιφάνειας του εδάφους, ο χούμος της, το έδαφος, τα
πετρώματα και οι κοίτες των ρεμάτων της. Το νερό που συγκρατούν, εκτός των πετρωμάτων και
της κοίτης των ρεμάτων, όλα τα υπόλοιπα φυσικά συστατικά μιας λεκάνης, είναι μόνιμο
(retention storage). Αυτό σημαίνει πως εξατμίζεται όλο στην ατμόσφαιρα και δεν συμβάλλει
καθόλου στην απορροή της κοίτης των ρεμάτων της. Το σύνολο της μέγιστης ποσότητας νερού
που συγκρατεί καθένα από τα παραπάνω συστατικά, συγκροτεί «το υδρολογικό βάθος της
λεκάνης» ή «την μέγιστη ικανότητα συγκράτησης νερού» από αυτή.
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Η εκτίμηση της ποσότητας νερού καθενός από τα παραπάνω συστατικά των λεκανών έγινε με τη
χρήση της ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας, καθώς και με προσωπικές επικοινωνίες με
πληθώρα ειδικών επιστημόνων. Οι εκτιμήσεις σε νερό όλων των συστατικών ήταν ικανοποιητικές
και κάποιες δυσκολίες παρουσιάστηκαν μόνο στην «διαθέσιμη ικανότητα συγκράτησης εδαφικού
νερού από μία λεκάνη μετά το σταμάτημα της καταιγίδας και τη μεσολάβηση μιας χρονικής
περιόδου ανομβρίας (soil – moisture storage opportunity). Οι δυσκολίες οφείλονταν στην έλλειψη
των τιμών πολλών δασικών εδαφικών παραμέτρων από τις οποίες εξαρτάται η συγκράτηση του
εδαφικού νερού στη χώρα μας. Στην περίπτωση αυτή, με την αποδοχή ορισμένων παραδοχών,
έγινε αναγκαστικά μια όσο το δυνατόν αποδεκτή εκτίμηση αυτής της ποσότητας.
Με τα δεδομένα αυτά το υδρολογικό βάθος μιας ορεινής λεκάνης καλυμμένης π.χ. με ελάτη,
κυμαίνεται κατά την χειμερινή περίοδο (Νοέμβριος – Απρίλιος) και την θερινή (Μάιος –
Οκτώβριος) από 95 – 110 και 125 – 140 mm, αντίστοιχα. Οι αντίστοιχες τιμές μιας άλλης λεκάνης
καλυμμένης με πεύκη, κυμαίνονται από 90 – 105 και 120 – 135 mm.
Τα ανωτέρω υδρολογικά βάθη των δασωμένων λεκανών δύνανται να αυξηθούν περαιτέρω αν
ληφθεί υπόψη πως και άλλες συνθήκες συμβάλλουν έμμεσα στον μετριασμό των πλημμυρών στα
πεδινά τους. Αυτό συμβαίνει π.χ. με το νερό μιας καταιγίδας που κινείται στους μακροπόρους του
εδάφους με τη δύναμη της βαρύτητας. Ειδικότερα αυτό κινείται πλάγια διαμέσου κυρίως των
διαχωριστικών ορίων των οριζόντων Α/Β και Β/Γ του εδάφους (πλάγια ή υπεδάφια απορροή) και
καταλήγει στην απορροή των ρεμάτων και στα υπόγεια νερά τους. Συνεπώς το νερό των
μακροπόρων δεν συγκρατείται μόνιμα στο έδαφος αλλά προσωρινά (detention storage) και με τη
μικρή σχετικά ταχύτητα που έχει, σε σχέση με εκείνη της επιφανειακής απορροής, συμβάλλει
στην επιβράδυνση αλλά και στον αποσυγχρονισμό εκδήλωσης μέγιστων παροχών στα πεδινά. Οι
διεργασίες αυτές είναι προφανώς ένα θετικότατο στοιχείο για το μετριασμό των παραπάνω
πλημμυρών.
Άλλη ειδική συνθήκη για τον ίδιο σκοπό είναι η δημιουργία κατάλληλων συνθηκών διήθησης της
βροχής στο δασικό έδαφος και έτσι προστασίας αυτού από τη διάβρωση, λόγω έλλειψης
σχηματισμού επιφανειακής απορροής στις πλαγιές των λεκανών. Οι διεργασίες αυτές έχουν ως
αποτέλεσμα και την αποτροπή σχηματισμού φερτών υλών στην απορροή των ορεινών ρεμάτων 79
και συνεπώς και σε εκείνη των πεδινών ρεμάτων και ποταμών. Κατά συνέπεια, δεν μειώνεται η
χωρητικότητα και η μεταφορική ικανότητα της πεδινής κοίτης τους και έτσι αποτρέπονται τα
έντονα πλημμυρικά φαινόμενα στις πεδινές περιοχές.
Οι ορεινές δασωμένες υδρολογικές λεκάνες μας, με δεδομένο το προηγούμενο υδρολογικό τους
βάθος και υπό την προϋπόθεση πως μεσολάβησε ένα επαρκές χρονικό διάστημα ανομβρίας από
την προηγούμενη καταιγίδα, δύνανται να αποκρίνονται στις ορεινές καταιγίδες ως εξής: Να
αποτρέπουν τις πλημμύρες στις πεδινές περιοχές τους, να τις μετριάζουν ως ένα ποσοστό, αλλά
και να αδυνατούν να τις αποτρέψουν. Αναλυτικότερα, μια λεκάνη με τα παραπάνω
χαρακτηριστικά της, σύμφωνα με στοιχεία από τις ορεινές δασωμένες πειραματικές υδρολογικές
λεκάνες μας της Ευρυτανίας και Όσσας (Κισσάβου), αποκρίνεται ως εξής:
Αποτρέπει τις πλημμύρες στα πεδινά από καταιγίδες ύψους βροχής περίπου 100 – 140 mm, τις
μετριάζει από 150 – 180 mm και αδυνατεί να τις αποτρέψει από μεγαλύτερα ύψη βροχής, όχι
μόνο στις πεδινές περιοχές αλλά και στις δασωμένες ορεινές μας. Στην τελευταία περίπτωση οι
βροχές χαρακτηρίζονται ως ακραίες, αλλά χωρίς να σχετίζονται με την έννοια της σπανιότητας.
Και αυτό επειδή στις μέρες μας, λόγω της κλιματικής αλλαγής, βροχές τέτοιου ύψους
αποφορτίζονται και στη χώρα μας πολύ συχνά.
Ένα δείγμα τέτοιων καταιγίδων ήταν εκείνη του δασωμένου όρους Πατέρα Αττικής στις 15
Νοεμβρίου 2017, η οποία αποφόρτισε στο κέντρο της 300 mm βροχής και είχε περίοδο
επαναφοράς μεγαλύτερης των 500 χρόνων.
Από τα προηγούμενα διαπιστώνεται πως η απάντηση στην ερώτηση αν οι ορεινές δασωμένες
λεκάνες μας αποτρέπουν ή όχι τις πλημμύρες στις πεδινές περιοχές τους, δεν μπορεί να δοθεί με
ένα «ναι ή όχι». Και αυτό επειδή η απόκρισή τους ποικίλλει ευρέως αφού μπορούν, όπως
αναφέρθηκε, να αποτρέπουν μια πλημμύρα, να την μετριάζουν, ή να μην δύνανται να την
αποτρέψουν. Η συμπεριφορά αυτή εξαρτάται από το υδρολογικό τους βάθος με την έναρξη της
καταιγίδας και επιπλέον από τη διάρκεια και το ύψος βροχής του επεισοδίου.
Ο Ποταμός Ιλισσός
(Σταχυολόγηση από άρθρο:Θεοδοσόπουλος Δημήτρης, Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός
Ε.Μ.Π., Θησέας Κόκκινος, Αγρονόμος Τοπογράφος Μηχανικός Ε.Μ.Π. -
https://www.blogger.com/blogger.g?blogID=7115505760759325116#editor/target=post;postID
=5437197413517125361;onPublishedMenu=allposts;onClosedMenu=allposts;postNum=1;src=l
ink).
Ο Ιλισσός ήταν, είναι και θα είναι το ιερό ποτάμι των Αθηνών. Συνδεδεμένο από παλιά με χώρους
αναψυχής, λατρείας και μυστηρίων είναι ένα ποτάμι φορτωμένο ιστορίες και κυρίως μύθους.
Είναι ίσως το μοναδικό ποτάμι παγκοσμίως που έχει γραφτεί με όλους τους δυνατούς γλωσσικούς
τρόπους και δεν μπορούμε να πούμε για κανέναν από αυτούς ότι είναι λάθος. Στις πηγές και στις
αρχαίες επιγραφές το συναντάμε με τις εξής παραλλαγές:
Ιλισό // Ιλισσό // Ειλισσό // Ηιλισό. Ο Ιλισσός λοιπόν, είναι ένας από τους τρεις ποταμούς των
Αθηνών, Κηφισός και Ηριδανός οι άλλοι δύο. Δυστυχώς και οι τρεις είχαν την ίδια τύχη. Να
καταλήξουν να γίνουν αγωγοί ομβρίων σε μια γκρίζα Αθήνα και σε ένα λεκανοπέδιο με ελάχιστες
εναπομείνασες φυσικές εκτάσεις. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζουμε την πορεία της φυσικής
κοίτης του Ιλισσού πάνω στην σύγχρονη Αθήνα, με την ευχή πάντα να τον δούμε και πάλι στο
φως. Μια ευχή πραγματικά δύσκολη στην εφαρμογή της όχι για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους,
αλλά κυρίως λόγω του ότι αυτό που χρειάζεται κυρίως να αλλάξει είναι ο τρόπος σκέψης μας και
82
η συνείδηση μας σε σχέση με τον αστικό χώρο, που είναι άλλωστε και το πιο δύσκολο. Να
αλλάξεις τα μυαλά των ανθρώπων.
Ο Ιλισσός και η φυσική του πορεία. Ο Ιλισσός πηγάζει από τις βορειοδυτικές πλαγιές του
Υμηττού και διερχόμενος με νοτιοανατολική διεύθυνση το λεκανοπέδιο καταλήγει σήμερα στο
Φαληρικό όρμο. Στην πορεία του αυτή περνάει μέσα από 10 Δήμους - Δημοτικές Ενότητες τους
οποίους αυτοαποκαλούμε Ιλισσιακούς και ελπίζουμε μια μέρα στην φυσική και πολιτιστική
ενοποίηση τους, με άξονα αναφοράς τον Ιλισσό. Οι Ιλισσιακοί Δήμοι είναι:
Χολαργός, Παπάγου, Ζωγράφου,- Καισαριανή, Βύρωνας, Αθήναι, Καλλιθέα, Ταύρος, Μοσχάτο,
Αγ. Ιωάννης Ρέντη.
83
Χάρτης 1:
Χάρτης του λεκανοπεδίου του 1784 όπου φαίνονται
οι κοινές εκβολές του Κηφισού και του Ιλισσού στην περιοχή του Ελαιώνα και του Ρέντη
Ο Ιλισσός ποταμός και η σχέση του με την πόλη, στην μετά την επανάσταση του 1821 εποχή.
Αι Αθήναι και ο σχεδιασμός της πόλεως. Ως γνωστόν, η τουρκική φρουρά αποχώρησε οριστικά
από το φρούριο της Ακροπόλεως την 31η Μαρτίου 1833. Στο διάστημα που προηγήθηκε,
ιδιαίτερα κατά την τριετία 1830-1833, δεν διαδραματίστηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα στην
περιοχή. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα Πρωτόκολλα της Ανεξαρτησίας προέβλεπαν
ασυζητητί την απελευθέρωση της Αθήνας, επέτρεψε τη βαθμιαία αναγέννηση της Πόλης.
Τον Νοέμβριο του 1831 οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Eduard Schaubert, μαθητές του
σημαντικότερου ίσως Γερμανού νεοκλασικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel, εγκαθίστανται
στην Αθήνα, όπου βάζουν μπρος το έργο της συστηματικής τοπογράφησης της πόλης και στη
συνέχεια συντάσσουν την πολεοδομική τους πρόταση, εν όψει της πιθανής εγκατάστασης εκεί της
πρωτεύουσας του νεοπαγούς κράτους. Πράγματι, τον Μάιο του 1832, η μετακαποδιστριακή
Προσωρινή Κυβέρνηση τους αναθέτει την εκπόνηση του Νέου Σχεδίου της Πόλεως των Αθηνών,
ανεξαρτήτως του εάν θα γίνει ή όχι πρωτεύουσα. Το σχέδιο συντάσσεται και υποβάλλεται τον
Δεκέμβριο του 1832 και στις 29 Ιουνίου 1833 εγκρίνεται από την Αντιβασιλεία, που είχε εν τω
μεταξύ αναλάβει τα ηνία του Κράτους, και επικυρώνεται με Βασιλικό Διάταγμα στις 6 Ιουλίου
του ιδίου έτους. (χάρτης 3).
85
Ως το τέλος του χρόνου είχε αρχίσει η εφαρμογή του. Μόλις όμως χαράχθηκαν οι γραμμές του επί
του εδάφους, και έγιναν με υλικό τρόπο αντιληπτές οι εκτάσεις που θα απαλλοτριώνονταν για την
ανέγερση των δημοσίων κτιρίων, τη διαμόρφωση των πάρκων και του οδικού δικτύου, καθώς και
για τις αρχαιολογικές ανασκαφές, ξέσπασε κύμα διαμαρτυριών από μέρους των ιδιοκτητών, ενώ
εκτοξεύθηκαν και κατηγορίες για κερδοσκοπία. Τον Μάιο του 1834 ο εκ των Αντιβασιλέων
Maurer επισκέφθηκε την πόλη για να μελετήσει επί τόπου την κατάσταση. Η κατακραυγή της
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
οποίας έγινε μάρτυρας, οδήγησε την Αντιβασιλεία να διατάξει την αναστολή της εφαρμογής του
σχεδίου στις 11 Ιουνίου 1834.
Στη συνέχεια μετακλήθηκε ο διάσημος τότε Βαυαρός αρχιτέκτονας Leo von Klenze για να
εξετάσει το όλο ζήτημα. Η επίσκεψη του Klenze βάστηξε από τον Ιούλιο ώς τον Σεπτέμβριο του
1834 και κατέληξε στην εκπόνηση ενός Νέου Σχεδίου, ή μάλλον μιας αναθεώρησης του αρχικού.
Κύρια χαρακτηριστικά του ήσαν:
- η μείωση της συνολικής έκτασης της πόλης
- η μερική μείωση της έκτασης του χώρου των ανασκαφών, με όριο την οδό Αδριανού
- ο περιορισμός του πλάτους των δρόμων και της επιφάνειας των πλατειών, καθώς και
- η κατάργηση των εντός της πόλης λεωφόρων,
- η περιστολή του φαινομένου της κατάτμησης της Παλαιάς Πόλης (αντί της χάραξης πλήθους
νέων δρόμων, προτάθηκε η διευθέτηση των παλαιών δρομίσκων, με ελαφρές διαπλατύνσεις και
ευθυγραμμίσεις εδώ και εκεί) και, τέλος,
- η μεταφορά των Ανακτόρων και συνεπώς όλου του διοικητικού κέντρου βάρους της πόλης από
την πλατεία Ομονοίας στα υψώματα του Κεραμεικού.
Το Σχέδιο Klenze εγκρίθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1834, ενώ ταυτόχρονα οριζόταν ότι την 1η
Δεκεμβρίου, δηλαδή σε λιγότερο από δυόμισι μήνες, θα μεταφερόταν στην Αθήνα από το
Ναύπλιο η έδρα του Κράτους. Το σχέδιο τέθηκε ευθύς αμέσως σε εφαρμογή. Οι τροποποιήσεις
του Klenze περιόρισαν τις δυσχέρειες, χωρίς όμως και να τις εξαλείψουν. Η έναρξη των
κατεδαφίσεων για τη διάνοιξη, καταρχήν, των νέων οδών Αιόλου, Ερμού και Αθηνάς,
προσέκρουσε στις αντιδράσεις των κατοίκων, προς τους οποίους η Κυβέρνηση δεν είχε
παραχωρήσει νέα οικόπεδα σε άλλη θέση, κατά τα συμφωνημένα. Οι εργασίες διακόπηκαν
πολλές φορές, για να συνεχιστούν με αστυνομική συνδρομή, και υπό τις διαμαρτυρίες της ίδιας
της Δημοτικής Αρχής.Προ της αδυναμίας της Κυβέρνησης να στηρίξει οικονομικά τις
προβλεπόμενες απαλλοτριώσεις αποφασίστηκε, στις 11 Νοεμβρίου 1836, νέα μείωση του
αρχαιολογικού χώρου, γνωστή ως τροποποίηση Hansen-Schauber. Άλλες τροποποιήσεις
μικρότερης κλίμακας ακολούθησαν σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. 86
Το ζήτημα των ανακτόρων. Παράλληλα, παρέμενε εκκρεμές το ζήτημα των Ανακτόρων.
Εξετάστηκε προς στιγμήν και το ενδεχόμενο ανέγερσής τους πάνω στην ίδια την Ακρόπολη,
βάσει σχεδίων του Schinkel, η ιδέα όμως κατακρίθηκε και από τον ίδιο τον Λουδοβίκο της
Βαυαρίας. Τελικώς μετακλήθηκε ο διαπρεπής βαυαρός Friedrich von Gaertner, με αποκλειστικό
αντικείμενο τα Ανάκτορα. Ο Gaertner κατέληξε στην επιλογή του αυχένος μεταξύ Λυκαβηττού
και Ακροπόλεως, έξω από τη Μεσογαία Πύλη του τείχους, και συνέταξε τα σχετικά σχέδια για
την ανέγερση των Ανακτόρων, εκεί όπου και τελικώς κτίστηκαν (σημερινή Βουλή), με ανάλογη
διευθέτηση και του περιβάλλοντος χώρου. Περιορισμένες ρυμοτομικές μεταρρυθμίσεις στην
περιοχή των Ανακτόρων επήλθαν και το 1837, με το λεγόμενο σχέδιο Hoch.
Συνέπειες. Πρακτική συνέπεια των αλλεπαλλήλων αυτών αλλαγών ήταν:
- αφενός η διατήρηση μεγάλου τμήματος της Παλαιάς Πόλης, και ως εκ τούτου η καθυστέρηση
της προβλεπόμενης επέκτασης της πρωτεύουσας προς τα νέα της όρια, και
- αφετέρου ο αναπροσανατολισμός της Πόλης προς το τελικό σημείο ανέγερσης των Ανακτόρων,
με αξιοδότηση συνεπώς του προς ανατολάς του άξονος της οδού Αθηνάς τμήματος.
Η αξιοδότηση αυτή εκφράζεται, λόγου χάριν, με την δυσανάλογη ανάπτυξη της Σταδίου (και στη
συνέχεια της Πανεπιστήμιου) εν σχέσει προς την Πειραιώς, της πλατείας Κλαυθμώνος εν σχέσει
προς την πλατεία Κουμουνδούρου, κ.ο.κ. Η Αθήνα άργησε να επεκταθεί στο σύνολο της
προβλεπόμενης από τα σχέδια έκτασης. Πράγματι, επί δεκαετίες τα όρια της παρέμεναν
ουσιαστικά εκείνα της παλιάς πόλης. Είναι ενδιαφέρον να συνειδητοποιήσουμε ότι περιοχές που
είναι σήμερα το κέντρο της πόλης, όπως η ίδια η Ομόνοια και όλη η βόρεια πλευρά της Πειραιώς,
παρέμειναν σχεδόν έρημες ώς τα 1870-1880. Το 1855, λόγου χάριν, όχι μόνον η Ομόνοια ήταν
ακόμη τελείως άκτιστη, αλλά και γενικότερα όλη η περιοχή βορείως της Σοφοκλέους.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο Ιλισσός, που από την αρχαιότητα μέχρι τότε ήταν ένα ποτάμι
εκτός πόλεως, να αρχίζει να εντάσσεται σιγά σιγά εντός των ορίων της αναπτυσσόμενης, προς
Ανατολάς κυρίως, πρωτεύουσας και πλέον οι περιοδικές του πλημμύρες να γίνονται εκτός από
αισθητές και καταστροφικές.
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Χάρτης 4: Η τελική μορφή του πολεοδομικού σχεδίου των Αθηνών, μετά την επέμβαση του Gaertner και την
οριστική τοποθέτηση των Ανακτόρων στον αυχένα μεταξύ Λυκαβηττού και Ακροπόλεως, έξω από τη
Μεσογαία πύλη του τείχους.
87
Οι Γερμανοί του Όθωνα στην Αθήνα. Ο Ferdinand Aldenhoven, αξιωματικός του πεζικού,
τοπογράφος και μηχανικός από την Κολονία, πρέπει να έφθασε στην Ελλάδα μαζί με τον Όθωνα
και τη βαυαρική ακολουθία του και να παρέμεινε για δέκα περίπου χρόνια. Τύπωσε στο Μόναχο
μία τοπογραφική κάτοψη της Αθήνας σε χάραξη του A. Forster (1837). Στον χάρτη που συνέταξε
λίγο μετά την απελευθέρωση, ο Ιλισσός παραμένει εκτός πόλεως και έχουν χωροθετηθεί τα νέα
ανάκτορα (σημερινή Βουλή). Είναι η εποχή όπου η επέκταση της πόλεως προς την Ανατολή,
δηλαδή προς τον Ιλισσό (χάρτης 5) ξεκινάει.
88
Την ίδια εποχή, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, με αφορμή τις καταστροφικές
πλημμύρες του Κηφισού και του Ιλισσού, μεταξύ άλλων, ο καθηγητής και πρύτανης του Εθνικού
Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Άγγελος Γκίνης, μελέτησε τη δυνατότητα του διαχωρισμού των δύο
ποταμών, δηλαδή τη δημιουργία νέας και ιδιαίτερης κοίτης για τον Ιλισό ώστε να εκβάλει στο
Φαληρικό όρμο. Με τον τρόπο αυτό θα ανακουφιζόταν ο Κηφισός στις μεγάλες καταιγίδες και ο
κίνδυνος πλημμύρας του Ελαιώνα θα μειωνόταν αισθητά.
Ο Άγγελος Γκίνης (1859-1928) ήταν Έλληνας πολιτικός μηχανικός, καθηγητής της γεφυροποιίας,
των λιμενικών και των υδραυλικών έργων στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, και
Ακαδημαϊκός. Γεννήθηκε στις Σπέτσες. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης και από το 1912
κατείχε διευθυντική θέση στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (διευθυντής της Σχολής Πολιτικών
Μηχανικών, το αντίστοιχο του σημερινού πρύτανη), από την οποία συνέβαλε στην πρόοδο και
στην ανάπτυξή του. Οι προσπάθειές του είχαν ως αποτέλεσµα τη δηµοσίευση του τόµου
388/1914, µε το πρώτο άρθρο του οποίου το Πολυτεχνείο ονοµάστηκε «Εθνικό Μετσόβιο 89
Πολυτεχνείο», µε ίδρυση νέων σχολών, αναδιοργάνωση των µαθηµάτων και την έκδοση
κανονισµού λειτουργίας. Ο Γκίνης συνέταξε πολλές μελέτες δημόσιων έργων και τις μελέτες
όλων σχεδόν των λιμένων της Ελλάδας. Συνέγραψε πανεπιστημιακά συγγράμματα, όπως
Οδοποιία, Γραφική στατική, Λιμενικά έργα και άλλα. Απεβίωσε στην Αθήνα σε ηλικία 69 ετών.
Ήταν ένας από τους 39 πρώτους στην ιστορία Έλληνες Ακαδημαϊκούς, τακτικά μέλη της
Ακαδημίας Αθηνών, που δεν εκλέχθηκαν αλλά διορίσθηκαν με τη συντακτική πράξη ιδρύσεως
της Ακαδημίας, το 1926. Το «Κτίριο Γκίνη» του κεντρικού συγκροτήματος του Εθνικού
Μετσόβιου Πολυτεχνείου, επί της οδού Στουρνάρη, που κατασκευάσθηκε μεταξύ των ετών 1930
και 1935, ονομάσθηκε έτσι στη μνήμη του.
Επιστρέφοντας τώρα στα τέλη του 19ου αιώνα, διάσημες έχουν μείνει δυο πλημμύρες της
εποχής που αξίζει να σταθούμε λίγο σε αυτές:
- η πλημμύρα του Αγίου Φιλίππου (1896) και
- η πλημμύρα του 1899.
Ως πλημμύρα του Αγίου Φιλίππου έμεινε στην ιστορία η θεομηνία που έπληξε την Αθήνα και τον
Πειραιά την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 1896, ανήμερα της εορτής του Αποστόλου Φιλίππου,
προκαλώντας τον θάνατο πολλών ανθρώπων και τεράστιες υλικές καταστροφές. Η πλημμύρα του
1899 έγινε στις 18 Νοεμβρίου.
Η απόφαση για την εκτροπή του Ιλισσού. Όπως καταλαβαίνουμε μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, η
ανάγκη για επίλυση του θέματος των πλημμυρών των χειμάρρων της Αττικής ήταν επιτακτική και
η μελέτη του Γκίνη τελικώς εγκρίθηκε.
Ο Ιλισσός αποφασίστηκε να αποκτήσει νέα κοίτη με εκβολή στο Φαληρικό όρμο.
Ο διαχωρισμός άρχισε από την οδό Ευαγγελιστρίας (το ίδιο όνομα έχει η οδός και σήμερα) στην
Καλλιθέα, 260 περίπου μέτρα πριν από την γέφυρα της οδού Χαροκόπου και 200 περίπου μέτρα
πριν την τρίτοξη γέφυρα του Η.Σ.Α.Π. (Εικόνα 3). Η εφαρμογή της μελέτης αυτής έγινε γύρω
στο 1905. Το μήκος της νέας κοίτης του Ιλισσού ήταν περίπου 3.200 μέτρα. Ο Ιλισσός από τότε
90
Ταυτόχρονα τα εκάστοτε πολεοδομικά σχέδια είχαν ήδη προβλέψει τη μετατροπή της κοίτης σε
οδικούς άξονες, για λόγους πολεοδομικής συνέχειας. Αφορμή για αυτή τη σκέψη αποτέλεσε η
επεκτατική δράση των κατοίκων, οι οποίοι είχαν χτίσει παραπήγματα έως και μέσα στην κοίτη,
καθώς και ένα μεγάλο αριθμό γεφυρών, που μαρτυρούσε για τον πολεοδόμο της εποχής μεγάλη
συχνότητα κίνησης και συνεπώς ανάγκη εξάλειψης του ορίου. Ένας ακόμη λόγος στον οποίο
αποδίδεται η δημιουργία κλειστού αγωγού εξαρχής για ένα μεγάλο μέρος του ρέματος είναι το
οικονομικό συμφέρον της λύσης αυτής, καθώς η σχετικά μικρή «μέγιστη παροχή» του υπόψιν
τμήματος δε δικαιολογούσε την κατασκευή μιας λίαν δαπανηρής ανοιχτής διατομής.
Η αστικοποίηση που ακολούθησε οδήγησε ωστόσο στην καθολική αλλοίωση της φύσης του
ποταμού, μέσω της διευθέτησης του σε τσιμεντένιο αγωγό και της σταδιακής κάλυψής του από
οδικούς άξονες. Το παραπάνω έργο συνδέεται άμεσα με την κατασκευή του αποχετευτικού
δικτύου της Αθήνας, που είχε γίνει αντικείμενο συζήτησης ήδη από το 1887. Η τελική μελέτη
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
δόθηκε το 1931 στον Ιταλό μηχανικό Fantoli και η κατασκευή των έργων ξεκίνησε από την
περιοχή της Σχολής Χωροφυλακής (οδός Μιχαλακοπούλου) το 1936. Κατά τη διάρκεια του Β ́
Παγκοσμίου Πολέμου πραγματοποιούνταν μόνο έργα συντήρησης και η διευθέτηση συνεχίστηκε
τη δεκαετία του 1950.
91
94
Παρόλα αυτά, υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες, σύμφωνα με τις οποίες το λεκανοπέδιο των Αθηνών,
από αρχαιοτάτων χρόνων, λέγεται ότι στερούνταν άφθονου νερού. Κατά τον Ηρακλείδη τον
Κρητικό (Έλληνας περιηγητής και γεωγράφος του 3ου π.Χ., αιώνα) ‘’ Ξηρά πάσα η γη και ουκ
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
ένυδρος’’. Αλλά, και ο Πλούταρχος ο Χαιρωνείας (περ. 45-120 μ.Χ., Έλληνας ιστορικός και
βιογράφος) επισημαίνει την τότε ανεπάρκεια σε νερό για το λεκανοπέδιο λέγοντας ‘’Επείδε προς
ύδωρ, ούτε ποταμός εστίν αενάοις, ούτε λίμνας τισίν ούτ’ αφθόνοις πηγαίς’’. Ωστόσο, στις πλαγιές
των γύρω βουνών υπήρχαν πολλά κεφαλάρια και νερομάνες (πηγές άφθονου νερού), ενώ στον
πεδινό χώρο σπάνιζαν οι πηγές εκτός από τις πηγές στις πλαγιές των λόφων του Λυκαβηττού και
της Ακρόπολης (Κλεψύδρα, Άγλαυρος, Ασκληπιείου, Ερεχθηίσα Θάλασσα ). Σημειώνεται όμως ότι
τα νερά από τα γύρω βουνά που είχαν τη φορά και την κλίση προς το λεκανοπέδιο,
ακολουθούσαν ουσιαστικά τις κοίτες των δύο βασικών ποταμών, του Κηφισού και του Ιλισού,
αλλά και του μικρότερου Ηριδανού. Μέχρι περίπου το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι όχθες
των ρεμάτων και των ποταμών της Αθήνας διατηρούσαν το φυσικό τους χαρακτήρα τους και ως
χώροι αναψυχής για τους κατοίκους της πόλης.
Τότε, ένα πυκνό δίκτυο ρεμάτων αποτελούσε σημαντικό χαρακτηριστικό του λεκανοπεδίου.
Αργότερα, με την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, η Αττική μεταβλήθηκε, ενώ τη
δεκαετία του 50 και 60, το υδρογραφικό δίκτυο της Αττικής καταστράφηκε κατά τη διάρκεια
ανοικοδόμησης της πόλης. Όπως ήταν επόμενο, πολλά ρέματα και χείμαρροι μετατράπηκαν σε
αγωγούς ακάθαρτων νερών, ενώ προκάλεσαν σοβαρά προβλήματα υγιεινής και δυσοσμίας, τα
οποία ''έσυραν'' τους τότε ιθύνοντες για την αναγκαιότητα της κάλυψης τους. Με τον τρόπο αυτό
δημιουργήθηκε ένα μεγάλο μέρος του υπογείου δικτύου αποχέτευσης της πόλης. Ταυτόχρονα, η
καλυμμένη επιφάνεια των χειμάρρων προσέφερε το χώρο για τη δημιουργία νέων οδικών αξόνων,
απαλλάσσοντας το κράτος από πολυέξοδες απαλλοτριώσεις, ενώ όπως διατείνονται πολλοί
χωροτάκτες απουσίαζε το όραμα για το μέλλον της Αθήνας. Η επιβολή των νέων αστικών
δικτύων, της αποχέτευσης και της κυκλοφορίας, σε βάρος του φυσικού τοπίου οδήγησαν στην
καταστροφή των ποταμών, ρεμάτων και χειμάρρων της Αττικής. Το γεγονός αυτό επισημάνθηκε
το 1954 από το διαπρεπή αρχιτέκτονα Δ. Πικιώνη (1887-1968) στη γνωστή ομιλία του με τίτλο
"Γαίας ατίμωσις". Καθ' όλη τη διάρκεια τον 20ου αιώνα, η Αθήνα αντιμετωπίζει τους χειμάρρους
είτε ως πρόβλημα, το οποίο επιλύεται με αντιπλημμυρικά έργα, είτε ως ευκαιρία για τη διάνοιξη
νέων αυτοκινητοδρόμων. Σε πολύ παλαιότερους χάρτες της Αττικής, μπορούμε να διακρίνουμε 95
την πορεία που ακολουθούσαν σημαντικοί χείμαρροι, όπως ο Ιλισός στην οδό Μιχαλοκοπούλου ή
ο Κυκλοβόρος στην οδό Μάρνη. Ακόμη και σήμερα, όμως, κάτω από την άσφαλτο των
αθηναϊκών δρόμων κυλάει νερό, το οποίο κατευθύνεται από τους λόφους προς τον Σαρωνικό. Και
δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, η πόλη εξακολουθεί να καλύπτει τα ρέματα της για να ανοίξει
νέους δρόμους. Η κάλυψη του κεντρικού κλάδου του Κηφισού μέχρι το Φάληρο ολοκληρώθηκε
μόλις το 2004 προκειμένου να διαμορφωθεί ο Ολυμπιακός δακτύλιος.
96
Επίσης σε αυτόν τελικά έρρεαν όσα νερά κατέβαιναν από το ανατολικό Αιγάλεω όρος και από τη
δυτική πλευρά της κεντρικής λοφώδους περιοχής του λεκανοπεδίου. Πολλά από τα νερά του
Κηφισού τα εκμεταλλεύονταν οι τότε κάτοικοι με υδατοφράγματα και με μυλαύλακες, που
κινούσαν τους 18 υδρόμυλους που βρίσκονταν στην πορεία του. Εξάλλου, στον επάνω ρου του
ποταμού οι αρχαίοι είχαν κατασκευάσει υδροφράκτη για τη συλλογή του νερού και εκεί οι
Ρωμαίοι κατασκεύασαν την αρχή του Αδριάνειου υδραγωγείου. Στην πορεία του ο Κηφισός είναι
αποδέκτης της παροχής ενός σημαντικού αριθμού συμβαλλόντων κλάδων. Tα κυριότερα αυτά
ρέματα είναι από τη δυτική πλευρά το ρέμα Νίκαιας (Καναπιτσερή), το ρέμα Χαϊδαρίου, το ρέμα
Μόσχα, τα ρέματα Μιχελή και Λιοσίων (γνωστό κατά τμήματα και ως ρέμα Φλέβας ή ρέμα
Εσχατιάς) με κοινό έργο συμβολής στον Κηφισό, το ρέμα Αχαρνών και το ρέμα Βαρυμπόμπης.
Από την ανατολική πλευρά του λεκανοπεδίου το ρέμα Προφήτη Δανιήλ, ο Ποδονίφτης και η
Πύρνα. Ορισμένα εξ αυτών, όπως το ρέμα Λιοσίων και ο Ποδονίφτης αποχέτευαν σημαντικές
υπολεκάνες και έχουν επίσης σημαντικούς συμβάλλοντες κλάδους, όπως το ρέμα Αμαρουσίου, το
ρέμα Χαλανδρίου, το ρέμα Φυλής, το ρέμα Ευπυρίδων και άλλα. Αξιόλογα ρέματα συμβάλλουν
ακόμη και σήμερα στα ανάντη της κοίτης του Κηφισού τμήματα των ρεμάτων Φασίδερι, Πύρνας,
Σουνά, Παλιάγιαννη, Αγ. Αθανασίου, Γκόλφη, Άνοιξης, Κοσμοσωτήρα, Βασιλικό, Κρυονερίου,
Βρυσάκι, Βαρυμπόμπης και Χελιδονούς. Στον Κηφισό συμβάλει μεγάλος αριθμός ρεμάτων, τα
οποία στις κατοικημένες περιοχές, κατά καιρούς, έχουν μπαζωθεί και οι βασικοί κλάδοι τους
έχουν διευθετηθεί με κλειστές ανεπαρκείς διατομές για τις σημερινές συνθήκες. Μέρος από τα
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
υπόψη ρέματα, κυρίως στην ανοικτή διαδρομή του ποταμού, ανάντη των Τριών Γεφυρών και
κατάντη της Αγ. Άννης μέχρι την εκβολή του (όπως τα ρέματα Εσχατιάς, Αχαρνών, Κυκλοβόρου.
Προφ. Δανιήλ. κλπ.) δεν έχουν ακόμη διευθετηθεί. Τέλος, μέρος των λεκανών Ποδονίφτη και
Νίκαιας έχουν μερικώς εκτραπεί προς τη λεκάνη του ρέματος Ραφήνας και στον όρμο Περάματος
αντίστοιχα. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι ανθρώπινες επεμβάσεις τείνουν να μεταβάλουν τα
όρια της φυσικής λεκάνης απορροής του Κηφισού, είτε με την εκτροπή υδάτων άλλων λεκανών
προς αυτήν (π.χ. μερική εκτροπή Ιλισού, συλλεκτήρας υψηλής περιοχής Μοσχάτου, Καλλιθέας, Ν.
Σμύρνης), είτε με την εκτροπή υδάτων της λεκάνης του προς άλλες (π.χ. Άνω Ρούς Ποδονίφτη).
Σήμερα, το τελευταίο αυτό ποτάμι του λεκανοπεδίου διατηρεί ακόμη μέρος από την ομορφιά του
στα ανάντη του εγκιβωτισμού του. Ο Κηφισός, από την Πάρνηθα μέχρι τη Μεταμόρφωση είναι
ακόμη ποτάμι. Η κοίτη του εδώ, είναι γεμάτη πλατάνια, θάμνοι με βατομουριές, καλαμιές και
σχίνα που σχηματίζουν πυκνή βλάστηση. Εδώ το καλοκαίρι τραγουδάνε ακόμη τ`αηδόνια και τα
κοτσύφια, και πολλά στρουθιόμορφα φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα στη χαμηλή βλάστηση.
Μέσα στα νερά του βρίσκουμε βατράχια, κοντά στη Χελιδονού ένα μικρά ενδημικό ψάρι τη
Ντάσκα, που το βρίσκουμε επίσης και στη Μακαρία Πηγή στο Σχοινιά του Μαραθώνα. Ωστόσο,
από τη Μεταμόρφωση και κατάντη είναι ένας οχετός λυμάτων και αποβλήτων της μεγαλούπολης.
Ιλισός ή Ιλισσός ή Σιλισσός ή Ειλισσός ή ρέμα της Καλλιρρόης (κατά τον Παυσανία, λέξη
πελασγικής προέλευσης με προελληνική ρίζα), ήταν ονομαστός ποταμός των αρχαίων. Οι Αθηναίοι
θεωρούσαν τον Ιλισό ιερό και στις όχθες του διατηρούσαν βωμούς πολλών θεών, όπου τελούνταν
τα ‘’Μικρά Μυστήρια’’, τα οποία σχετίζονταν τόσο με τα ‘’Ελευσίνια’’, όσο και με
‘’Διονυσιακές’’ τελετουργίες. Σύμφωνα με μαρτυρία του Στράβωνα, ο Ιλισσός ήταν
"χειμαρρώδης, το πλέον θέρος δε μειούται τελείως" (το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού), ενώ
ο Πλάτων τον αποκαλεί "υδάτιον" (ρεματάκι). Ο Ιλισός, διέσχιζε το ανατολικό τμήμα του
λεκανοπεδίου και ήταν πάντοτε έξω από τα τείχη της αρχαίας Αθήνας. Λατρευόταν ως ποτάμιος
θεός και στις όχθες του υπήρχε μεγάλος αριθμός μνημείων, όπως βωμοί (των Ιλισιάδων μουσών
και του άνεμου Βορέα ), Καλλιρρόη κρήνη, ιερό της Αρτέμιδας Αγροτέρας, Ιερό αφιερωμένο
στον Πάνα, Αχελώο και τις νύμφες (κοντά στο παναθηναϊκό Στάδιο). Ο Ιλισός, πήγαζε από τη
βορειοδυτική πλαγιά του Υμηττού, ένα σκέλος του από την περιοχή νεκροταφείου Παπάγου- 97
Χολαργού, κοντά στον σημερινό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, και ένα άλλο
κοντά στην Καισαριανή. Στα ανατολικά λειτουργούσε ως βασικός συλλεκτήριος ποταμός του
Βόρειου Υμηττού από του Παπάγου μέχρι το Παγκράτι. Κατόπιν, έρρεε δίπλα το λόφο του
Αρδηττού, χωριζόταν στα δύο σχηματίζοντας μιαν επίπεδη αμμονησίδα, και μέσα από την
κοιλάδα που σχηματιζόταν ανάμεσα στους λόφους των Μουσών (Φιλοπάππου) και της Σικελίας
(δεξιά της σημερινής λεωφόρου Συγγρού), δεχόταν στην κοίτη του τα νερά του Ηριδανού και στη
συνεχεία συναντούσε τον Κηφισό στα νοτιοανατολικά, περνώντας έξω από τα τείχη, στα νότια
της πόλης. Δηλαδή συγκέντρωνε τα νερά του μεγαλύτερου όγκου του Υμηττού, τμήματος της
Πεντέλης, του Ν.Α. Βρηλισού, του Λυκαβηττού και του λοφώδους τμήματος της Ακρόπολης
Κατά την αρχαιότητα ο Ιλισός ήταν παραπόταμος του Κηφισού και τον συναντούσε στην περιοχή
του Ταύρου. Αργότερα, μετά από μια σειρά εργασιών δημιουργήθηκε μια τεχνητή κοίτη στην
περιοχή Μοσχάτου και Τζιτζιφιές.
Ο Ιλισός έχει νερό, ακόμα και το καλοκαίρι, που σήμερα όμως κυλάει σχεδόν σε όλη τη διαδρομή
του υπόγεια. Παλαιότερα ως ανοιχτός ποταμός περνούσε από τη Βασιλίσσης Σοφίας, μπροστά
από το Παναθηναϊκό Στάδιο, συνέχιζε κάτω από την Καλλιρρόης και μόνο στην οδό Παν.
Τσαλδάρη στην Καλλιθέα υπάρχει ένα σημείο του ανοικτό, προτού καταλήξει στη
θάλασσα.. Στον Φαληρικό όρμο υπήρχε το Δέλτα του Κηφισού και του Ιλισού. Αναφορές γι`αυτό
υπάρχουν στον Αριστοτέλη και στον Πλίνιο. Βαλσαμωμένα πουλιά από το Φαληρικό Δέλτα,
όπως υδρόβια (Αγριόχηνες, Πάπιες, Κύκνοι, Πελεκάνοι) και παρυδάτια (Τουρλιά, Τρύγγες,
Σκαλίδρες) βρίσκονται στη συλλογή του Ζωολογικού Μουσείου της Αθήνας με υλικό από το
1858 -1920. Σήμερα στην εκβολή του Ιλισού, ανάμεσα στο Μοσχάτο και τις Τζιτζιφιές,
διατηρείται μικρό υπόλειμμα από τον μεγάλο υγρότοπο που κάλυπτε κάποτε την περιοχή. Η
εκβολή του Ιλισού είναι ένας σημαντικός σταθμός για τα πουλιά κατά τη διάρκεια της αποδημίας
τους. Στην περιοχή, κατά καιρούς, έχουν καταμετρηθεί από διάφορους ορνιθολόγους 120 είδη
πουλιών, μερικά από τα οποία μάλιστα είναι πολύ σπάνια σήμερα στην Αττική. Έχουν
παρατηρηθεί πολλά Χαραδριόμορφα, Ποταμοσφυρίκτες (Charadrius dubius), Κορμοράνοι,
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Αλκυόνες (Alcedo atthis), Τσικνιάδες, Χήνες, Στρουθιόμορφα, και Αρπακτικά ακόμη.
Παλαιότερα, στις αρχές του αιώνα, στο Φαληρικό Δέλτα, φύτρωναν στις αμμοθίνες, σύμφωνα με
τον αυστριακό βοτανολόγο HaIacsy, πάνω από 250 είδη φυτών, μεταξύ των οποίων και ένα πολύ
σπάνιο λουλούδι, ο Θαλάσσιος Κρίνος ή Κρίνος του Φαλήρου (Pancratium maritimum). Η
περιοχή του δέλτα Φαλήρου λεγόταν ‘’Αλίπεδο" και κατά την περίοδο της επανάστασης
"βοϊδολίβαδο", γιατί εδώ έβοσκαν γελάδια, ανάμεσα στους καλαμιώνες, στα βαλτοτόπια και στα
υγρολίβαδα.
Η περιοχή του Ιλισσού ήταν ο αγαπημένος τόπος για μελέτη και περισυλλογή των αρχαίων
Αθηναίων. Για τη φύση του παρα-Ιλίσιου τοπίου υπάρχουν στοιχεία για τη φύση και το τοπίο του
στο "Φαίδρο" του Πλάτωνα. Στο τοπίο του "Φαίδρου" με την "αμφιλαφή και υψηλήν πλάτανον"
στις όχθες του ποταμού, υπήρχε και μικρή αλλά "χαριεστάτη πηγή μόλα ψυχρού ύδατος" και
μεγάλη και σύσκια λυγαριά, που με τα άνθη της ευωδίαζε τον αέρα. Ο Σωκράτης, αφού περνούσε
ξυπόλυτος μέσα από την κοίτη του ποταμού, που είχε λίγα αλλά "χαρίεντα και διαφανή" νερά,
γιατί ήταν καλοκαίρι, καθόταν στον ίσκιο ενός μεγάλου πλατανιού με συντροφιά το αδιάκοπο
τραγούδι των τζιτζικιών και το θρόισμα των φύλλων από τη δροσερή πνοή του ανέμου. Από την
αρχαιότητα μέχρι και τον 19ο αιώνα τα νερά του ποταμού, τουλάχιστον το χειμώνα, ήταν
άφθονα. Ο Στράβωνας αναφέρει ότι το χειμώνα πλημμύριζε παρασύροντας ακόμη και ρίζες
δέντρων, ενώ το καλοκαίρι τα νερά του μειώνονταν σημαντικά.
Ο Πλάτωνας αναφέρεται στον Ιλισό και τον Ηριδανό ως τα δύο ποτάμια της Αθήνας που
περιέβαλλαν την πόλη και την οριοθετούσαν, ο Ηριδανός από Βορρά και ο Ιλισός από τη Νότια
και Ανατολική πλευρά. Από την αρχαιότητα είχαν γίνει έργα ύδρευσης (πηγή Καλλιρόη).
Περίπου στα 510 π.Χ. γίνεται ένα γιγάντιο τεχνικό έργο, το «Πεισιστράτειο υδραγωγείο». Το
υδραγωγείο βγαίνει από την πόλη, για να αναζητήσει τα νερά του Ιλισού είτε στην επιφάνεια με
την εικαζόμενη Εννεάκρουνο κρήνη είτε στις βορειοανατολικές πηγές του Ιλισού. Κατά μία
άποψη το Πεισιστράτειο υδραγωγείο υδρομάστευε την πηγή που βρισκόταν στις ΒΑ χαμηλές
υπώρειες του Υμηττού, στου Γουδί, κάπου στην οδό Αγ Λαύρας στο ύψος του Αγ Θωμά, δίπλα
στην κοίτη του Ιλισού και των πολλών παραποτάμων του εκεί. Κατ'άλλους το Πεισιστράτειο
υδραγωγείο συνέχιζε, παρακολουθώντας την κοίτη του Ιλισού μέχρι ψηλά στο Χολαργό, κάπου 98
μεταξύ της Μονής του Αγ Ιωάννη του Θεολόγου, της συνέχειας της οδού Αναστάσεως προς τον
Υμηττό και μέχρις ένα χιλιόμετρο νοτιοανατολικώς της πλατείας Παπαφλέσσα, στον Άνω
Χολαργό.
Η κοίτη του άλλοτε ιερού ποταμού των αρχαίων Αθηνών, ξεκίνησε να καλύπτεται επί Μεταξά, το
1939, με τη χαρακτηριστική του φράση : «Θάπτομεν τον Ιλισόν». Μέχρι και το 1946, όταν ο
Ιλισός είχε τρεχούμενο νερό, ακόμα και το καλοκαίρι διατηρούσε γεμάτες δυο μεγάλες
νερολακούβες (στο ύψος της οδού Δαμασίππου στου Ζωγράφου), όπου τα παιδιά έκαναν μπάνιο,
σαν τα παιδιά της αρχαίας Αθήνας που κολυμπούσαν στο «Βούθουλα» του Ιλισού στην
Καλλιρρόη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ολοκληρώθηκε η κάλυψη της κοίτης του ποταμού
και τη θέση του ποταμού πήραν οι οδοί Μιχαλακοπούλου, Βασιλέως Κωνσταντίνου και
Καλλιρόης. Μοναδικό ορατό σημείο της σκεπασμένης κοίτης του βρίσκεται νότια των Στύλων
του Ολυμπίου Διός, όπου η εκκλησία της Αγ Φωτεινής. Κατά τη διάρκεια των έργων κάλυψης το
ποτάμι εξετράπη και δημιουργήθηκε νέα κοίτη κάτω από την Λεωφόρο Παναγή Τσαλδάρη στα
όρια των Δήμων Μοσχάτου και Καλλιθέας, η οποία εκβάλλει στο Φαληρικό όρμο. Σήμερα ο
Ιλισός στο μεγαλύτερο τμήμα του είναι καλυμμένος και χρησιμοποιείται ως αποχετευτικός
αγωγός.
- Μικρότερος των δύο προηγούμενων ήταν ο Ηριδανός. Σύμφωνα με το Στράβωνα, οι πηγές του
Ηριδανού ποταμού βρίσκονταν κοντά στους νότιους πρόποδες του Λυκαβηττού, απέναντι από τις
πύλες του ‘’Διοχάρους’’, όπου βρίσκεται και η ‘’Πάνοπος’’ κρήνη. Ο Παυσανίας (περιηγητής και
γεωγράφος του 2ου αιώνα μ.Χ.) ) στα Αττικά του πιστοποιεί την παρουσία του Ηριδανού στην
Αθήνα και μάλιστα αναφέρει ότι τα νερά του κατέληγαν στον Ιλισσό ποταμό. Κατόπιν, κυλούσε
βόρεια της Ακρόπολης, περνούσε μέσα από την Αγορά και συνεχίζοντας τη ροή του
βορειοδυτικά, κατά μήκος της βόρειας περιοχής της Πνύκας, εξερχόταν του τείχους της πόλης, σε
σημείο κοντά στην ‘’Ιερά Πύλη’’. Κατόπιν, χανόταν υπογείως για μερικές εκατοντάδες μέτρα,
εμφανιζόταν πάλι στην επιφάνεια, στρεφόταν προς τα νότια, όπου και συναντούσε και ενώνονταν
με τον Ιλισό. Ήδη από τα χρόνια της επέκτασης της πόλης από το Θεμιστοκλή περιελήφθη εντός
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
των τειχών της, ενώ στους ρωμαϊκούς χρόνους φαίνεται ότι καλύφθηκε και κατασκευάσθηκε
μεγάλος οχετός εντός της κοίτης του. Σήμερα ο Ηριδανός, με εμφανή τα φυσικά χαρακτηριστικά
ενός ποταμού (κοίτη, φυσικά και τεχνητά αναχώματα), είναι ορατός μόνο στον αρχαιολογικό
χώρο των ανασκαφών του Κεραμικού. Η κοίτη του ποταμού, πλάτους 2 μ., διασχίζει τον
αρχαιολογικό χώρο από τα ανατολικά προς τα δυτικά σε μήκος περίπου 190 μ. Σε όλο το μήκος
αυτής της διαδρομής είναι εμφανείς όλες οι διαχρονικές ανθρώπινες επεμβάσεις.
Στο κέντρο της Αθήνας από αρχαιοτάτων χρόνων έχουν περιγραφεί και άλλα μικρότερα ρέματα
και χείμαρροι όπως το Σωτηράκι (δυτικά Αγ.Γεωργίου Ριζάρη), άλλος κλάδος του πάνω από το
νοσοκομείο Ευαγγελισμός και τη Μονή Πετράκη (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη), και άλλος κλάδος
του πάνω από το Μονή Πετράκη στην πλαγιά του Λυκαβηττού στις οδούς Αθηναίων Εφήβων,
και Αναπήρων Πολέμου, Ναυάρχου Μπένση, Χατζηγιάννη Μέξη και ενώνονταν με τον Ιλισό στα
νοτιοανατολικά του ξενοδοχείου Χίλτον. Εξάλλου, στην ευρύτερη περιοχή των Αθηνών, εκτός
των προαναφερθέντων, υπήρχαν και μικρότεροι ποταμοί ή μάλλον χείμαρροι και ρέματα που
μετέφεραν νερό μόνο κατά τις ημέρες των βροχών. Μεταξύ αυτών είναι ο Σκίρος, ο Κυκλοβόρος,
ο Ευπυρίδωνας, Σφακίων, Μιχελή, Λιοσίων, Προφ. Δανιήλ, Θεσσαλονίκης, Πύρνας, ο
Βουρλοπόταμος ή Ξηροτάγαρος, ο Βοϊδοπνίχτης, ο Ελάσσων ή Αλασσώνας, το Λυκόρεμα, , ο
Ποδονίφτης, το Ρέμα Χαλανδρίου, ο Βρηλισσός, το ρέμα της Πικροδάφνης, η ρεματιά της
Φιλοθέης, το ρέμα της Χελιδονούς και άλλα πολύ μικρότερα. Οι υπάρχουσες περιγραφές
αφορούν τα πιο κάτω. -Ο Σκίρος ήταν παραπόταμος του Ιλισού, έριχνε τα νερά του λίγο πριν
συναντηθεί με τον Κηφισό και βρισκόταν 600 μέτρα δυτικά του ‘’Δίπυλου’’. Ονομάστηκε έτσι
ίσως από την πλούσια βλάστηση που έδινε καλή σκιά ή σε ένα συνώνυμο εύφορο έδαφος που
έπαιρναν από αυτόν οι γύρω κάτοικοι ή γιατί εκεί κοντά φονεύθηκε και τάφηκε ο μάντης Σκίρος
από τη Δωδώνη της Ηπείρου.-Ο Βοϊδοπνίχτης ξεκινούσε από το Λυκαβηττό και χωριζόταν, με
ένα μέρος του να περνάει από την οδό Δημοκρίτου και την οδό Ακαδημίας προς το Αρσάκειο και
ένας άλλος κλάδος στις Στήλες του Ολυμπίου Διός συναντούσε τον Ιλισό. -Ο Κυκλόβορος, ένας
από τους μεγαλύτερους χείμαρρους της Αθήνας με θορυβώδη και ορμητικά νερά, ξεκινούσε από
τα Τουρκοβούνια, περιοχή Γκύζη, έφθανε στο Πεδίον του Άρεως και διαμέσου της οδού Μάρνη
κατέληγε στην πλατεία Βάθη ή κατ’άλλους κατέβαινε την οδό Κορδικτώνος καιο τα ίχνη του 99
χάνοντας κάπου εκεί στην οδό Παρασίου, κοντά στην πλατεία Αττικής. Ο Αριστοφάνης αναφέρει
το όνομα στους Ιππείς, ότι δηλαδή ‘’ο Κλέων ως φωνακλάς είχε τη φωνή του Κυκλοβόρου’’.
Σχεδόν παράλληλα με τον Κυκλοβόρο υπήρχε ο χείμαρρος του Αγ. Στυλιανού, Πεδίο Άρεως, που
διερχόταν από τις σημερινές οδούς Αμφείας, Νορντάου, Βαλτινών και Μπούσγου. Στη συνέχεια
από την οδό Στουρνάρη και έφθανε στην πλατεία Βάθης, όπου συναντούσε ένα μικρό ρέμα που
κατέβαινε από το λόφο του Στρέφη. -Ο Αλασσώνας και το ρέμα Πήδημα της Γριάς διέσχιζαν
αντίστοιχα το Παγκράτι και το Βύρωνα. Ο Αλασσώνας είχε την αρχή του σε ένα κοίλωμα κοντά
στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία στο Παγκράτι όπου κατέληγαν δύο χαραδρώσεις. Κατόπιν είχε
πορεία τις οδούς Φρύνης, Αρχέλαου, Σπ.Μερκούρη, Αμύντα και συνέβαλλε στον Ιλισό στη
λεωφόρο Βασ. Κωνσταντίνου. -Ο χείμαρρος Φαράγγι ή Φάραγγα της Καισαριανής ή
κατ’άλλους Ηριδανός της Καισαριανής, δίπλα από τη σημερινή Πανεπιστημιούπολη Ιλισίων,
είναι το σημαντικότερο παρακλάδι του Ιλισού. Σε αυτόν διοχετεύονταν τα νερά από τις πηγές της
Καισαριανής και της Καλοπούλας. Κατά τον γεωλόγο Α. Κορδέλλα (1875) ΄΄η φάραγγα της
Καισαριανής’’ είχε την κοίτη στο Γουδή, νότια του Αγ. Θωμά, πότιζε τους λαχανόκηπους στους
κάτω Αμπελοκήπους, τον ανακτορικό κήπο στο Γουδή και έδινε νερό σε δύο υδραγωγεία της
περιοχής. -Το Διαβολόρεμα ξεκινούσε από τη ΝΔ πλευρά του Βριλησσού, περνούσε βόρεια του
σημερινού Δημοτικού Γηροκομείου, συναντούσε τη σημερινή λεωφόρο Κηφισίας, κοντά στο
‘’Φόρο’’ Ψυχικού, εκεί ενώνονταν με την κοίτη ενός άλλου μικρού ρέματος, συνέχιζε την πορεία
του στη σημερινή οδό Σεβαστουπόλεως, περνούσε κοντά στον Ερυθρό Σταυρό και σύμβαλλε με
τον Ιλισό στην οδό Μιχαλακοπούλου. -Ο Βουρλοπόταμος (ή Ξηροτάγαρος) χυνόταν στο
Φαληρικό δέλτα ερχόμενος από την περιοχή της Αμφιθέας, Ν. Σμύρνης. -Το ρέμα της
Πικροδάφνης, είναι ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα ρέματα της Αττικής, το οποίο
εξακολουθεί να διατηρεί ορισμένα σημαντικά υδρομορφολογικά και βιολογικά χαρακτηριστικά
του. Πηγάζει από τις δυτικες πλαγιές του Υμηττού, στην περιοχή του Καρέα, διέρχεται μέσα από
τον αστικό ιστό της πόλης ( Βύρωνα, Ηλιούπολη, Αγίος Δημητρίος, Παλαιό Φάληρο) και
εκβάλλει στη θάλασσα στο Μπάτη, Π. Φαλήρου. Από το συνολικό μήκος του ρέματος (περίπου
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
9.3χλμ), τα 6χλμ περίπου διατηρούν ακόμα την φυσική του κοίτη, ενώ τα υπόλοιπα είναι
εγκιβωτισμένα. Το φυσικό περιβάλλον του ρέματος Πικροδάφνης είναι σε ένα βαθμό
υποβαθμισμένο, λόγω αστικών πιέσεων και πιο συγκεκριμένα λόγω της ανεξέλεγκτης δόμησης
στην παρόχθια ζώνη, την κατά τόπους παράνομη απόρριψη απορριμμάτων και της διευθέτησης
της φυσικής κοίτης. Το ρέμα παρουσιάζει ροή τους σχεδόν όλο το έτος, ενώ χαρακτηρίζεται, σε
τμήματα του, από την παρουσία μαιάνδρων, πλημμυρικών όχθων και μικρών ταμιευτήρων. -
Το ρέμα του Ποδονίφτη ονομάστηκε έτσι από το ποδόλουτρο των στρατιωτών, οι οποίοι έκαναν
τον τακτικό στρατιωτικό τους περίπατο στην περιοχή που ήταν τότε ακατοίκητη. Το ρέμα αυτό
είναι προς τα κατάντη παραπόταμος του Κηφισού και στα ανάντη δέχεται τα νερά του ρέματος
Χαλανδρίου και μικρών ρεμάτων από τη Φιλοθέη. Οι απαρχές του (ρέμα Χαλανδρίου,
Πολυδρόσου, Βριλισσίων, Μελισσίων κ.ά) βρίσκονται κοντά στην μονή Πεντέλης. Σήμερα οι
πηγές του έχουν στερέψει. Στη συνέχεια παίρνει κατεύθυνση προς το Χαλάνδρι, όπου δέχεται τα
νερά ενός μικρού παραπόταμου, που ξεκινάει από την περιοχή της Δούκισσας της Πλακεντίας. Σε
αυτή την περιοχή η κοίτη του είναι μικρή και μπαζωμένη. Πιο κάτω έχει σκεπαστεί από ένα
δρόμο και η πορεία του κοντά στο Νομισματοκοπείο και ως τη λεωφόρο Κηφισίας είναι υπόγεια.
Στη Φιλοθέη διατηρεί τη φυσική του ομορφιά. Στη Νέα Ιωνία το ποτάμι είναι τώρα δρόμος. Στη
Νέα Ιωνίας-Χαλκηδόνα ο Ποδονίφτης είναι ακόμη καταπράσινος και στις όχθες του υπάρχουν
λεύκες, πλατάνια, πεύκα, καλαμιές, ευκάλυπτοι και πικροδάφνες. Ένας άλλος κλάδος του
Ποδονίφτη, ξεκινά από τις βόρειες παρυφές του Υμηττού, συμβάλλει αρχικά με το ρέμα
Βριλησσίων και στη συνέχεια ενώνεται με το ρέμα Χαλανδρίου σχηματίζοντας την κύρια
μισγάγγεια του Ποδονίφτη. Ακολούθως, ο κύριος κλάδος αλλάζει διεύθυνση στρεφόμενος δυτικά
και κατά την διαδρομή του ενώνεται με τα επίσης σημαντικά ρέματα Αμαρουσίου και
Μαγκουφάνας (Μεταμόρφωση). Στη συνέχεια, ο Ποδονίφτης στρέφεται ξανά νοτιοδυτικά και
αφού δεχθεί τα νερά του ρέματος Γιαμπουρλά και του κλειστού αγωγού της Λαμπρινής
συμβάλλει με τον Κηφισσό στην περιοχή "Τρεις Γέφυρες".Η περιοχή εθεωρείτο εξοχή και τόπος
εκδρομής για τους παλιούς Αθηναίους μέχρι το 1940. Στις όχθες του υπήρχε πυκνή βλάστηση,
στην οποία έβρισκαν καταφύγιο χιλιάδες πουλιά. Ήταν καθαρός με πόσιμο νερό μέχρι το 1928.
Οι νοικοκυρές έπλεναν τα ρούχα τους μέχρι το 1944. Το «τριπόταμο», η συμβολή του ποταμού 100
με τους δύο κυριότερους παραποτάμους του, το ρέμα του Χαλανδρίου (ο αρχαίος Βριλησσός) και
το ρέμα του Αμαρουσίου, δεν υπάρχει πια. Ευτυχώς που το ρέμα του Χαλανδρίου και το ρέμα
του Αμαρουσίου διατηρούν ακόμη τα νερά τους και την κάποια ομορφιά τους. - Το ρέμα
Πολυδρόσου ή ρέμα Χαλανδρίου ή ρέμα Πεντέλης-Χαλανδρίου ή Ρεματιά για τους ντόπιους,
είναι μεγάλος σε μήκος χείμαρρος, με βαθιές κοίτες σε πολλές περιοχές που πότιζε τα παλαιότερα
χρόνια την εύφορη γη των Χαλανδραίων. Πηγάζει από τις παρυφές της Πεντέλης, διατρέχει τα
σημερινά Μελίσσια, Βριλήσσια και Χαλάνδρι, ενώνεται με άλλους χείμαρρους και ρέματα
ανάμεσα στην περιοχή Φιλοθέης, Αλσούπολης και τελικά ενώνεται με το ρέμα του Ποδονίφτη
στη Ν. Ιωνία. Η Ρεματιά υπήρξε και η αφορμή του εποικισμού του δήμου Φλύας από πολύ παλιά,
καθώς τα νερά που χύνονταν έδιναν ζωή στη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής. Πλούτισε τις
περιοχές που διαρρέει με πλούσια βλάστηση από πλατάνια, ιτιές και ευκάλυπτους. Στους
πρόποδες της Πεντέλης κύριος όγκος της βλάστησης αποτελείται από μεσογειακά δάση πεύκου,
πουρνάρια, μυρτιές και σχίνα. Από ιστορικά στοιχεία φαίνεται πως συνέβαλε στο δεύτερο
σύστημα υδροδότησης της Αττικής κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, μετά την ύδρευση από τον
Υμηττό, ενώ στάθηκε και η αφορμή για την ανάδειξη των περιοχών απ' όπου διέρχεται, ως
μερικές από τις πιο όμορφες οικιστικές ζώνες του λεκανοπεδίου. Στην αρχαιότητα και στα Αττικά
του Παυσανία μαθαίνουμε πως η περιοχή του Χαλανδρίου της Αγίας Παρασκευής και της
Παιανίας αποτελούσε τον μεγάλο δήμο της Φλύας. - Ο Βριλησσός ή Βριληττός. (προέρχεται από
τα "βρι=ισχυρός","βριάω=έχω ισχύ, σφύζω από δύναμη" + "λη" από το "λάας=πέτρα, λίθος" και
την κατάληξη "τος"), ρέει ανατολικότερα του ρέματος Χαλανδρίου. Είναι, μικρό ρέμα, έρχεται
από την Πεντέλη, έχει μπαζωθεί στην περιοχή Πάτημα Χαλανδρίου, περνάει τον Προσφυγικό
Συνοικισμό και ενώνεται πλέον σκεπαστός προς την Φιλοθέη στο ύψος του Θεραπευτήριου
Υγεία με το ρέμα Πολυδρόσου. - Ο Αττικός Κηφισός που παλιά διατηρούσε αυτό το όνομα
είναι ένα άλλο ρέμα που ερχόταν ανάμεσα στην Αγία Παρασκευή, Χαλάνδρι και Κάτω Χαλάνδρι
και ξεκινούσε από την ανατολική Πεντέλη, και κατευθυνόταν προς τη Φιλοθέη. Σήμερα το ρέμα
αυτό στην οδό Σαρανταπόρου είναι σκεπασμένο και μόνο εκεί που διασχίζει το πάρκο της στο
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
ύψος του θερινού κινηματογράφου Φιλοθέη παραμένει ακάλυπτο. Όλη η περιοχή προπολεμικά
ποτιζόταν από άφθονα τρεχούμενα πηγαία και υπόγεια νερά και είχε πολύ γόνιμα εδάφη,
περιβόλια, αμπελώνες, οπωροφόρα δέντρα παντού. Ένας καταπράσινος ελαιώνας επεκτεινόταν
στην περιοχή της Αγίας Άννας μέχρι το παρκάκι της οδού Παπανικολή. Η περιοχή, αποτελούσε
τότε το εξοχικό Χαλάνδρι τόπο θερινών διακοπών για πολλούς Αθηναίους. Από την περιοχή αυτή
περνάει και το Υδραγωγείο του Αδριανού, (κατασκευάσθηκε ως επί το πλείστον υπογείως, περίπου
το 125-140 μ.Χ από τα πλούσια νερά της Πεντέλης), σε μεγάλο βάθος από την κεντρική πλατεία
και ανάμεσα στις οδούς Εθνικής Αντιστάσεως και Αποστολοπούλου κατέβαινε στην Αθήνα
(δεξαμενή Κολωνακίου). - Το ρέμα Κοκκιναρά ή Αμαρουσίου. Η λεκάνη απορροής του ρέματος
Αμαρουσίου, αποτελεί υπολεκάνη του Ποδονίφτη, συμβάλει με τον Ποδονίφτη στην περιοχή της
Φιλοθέης, ο οποίος έχει τελικό αποδέκτη τον Κηφισό. Το ρέμα Αμαρουσίου, από τις εκβολές του
στον Ποδονίφτη μέχρι το πλέον ανάντη άκρο του έχει συνολικό μήκος πλέον των 9,5 χλμ. Ξεκινά
από τη Πεντέλη, διασχίζει την Πολιτεία Κηφισιάς, την ανατολική περιοχή από τη Νέα Λέσβο
μέχρι το Σωρό και περνώντας δυτικά διασχίζει τον Αγιο Θωμά Αμαρουσίου, Εργατικές
Κατοικίες, Σωρός, Καρπαθιώτικα, Στούντιο Άλφα, Ανάβρυτα, Νέα Λέσβος, του δήμου
Αμαρουσίου ενώ τα ανάντη τμήματα της λεκάνης διέρχονται από τις οικιστικές περιοχές Ανω
Κηφισιά και Μελίσσια, και το ρέμα αυτό βρίσκεται σε επαφή με το χώρο των Ολυμπιακών
Εγκαταστάσεων. - Το ρέμα της Χελιδονούς, στη περιοχή Αδάμες, είναι παραπόταμος του
Κηφισού. Εκεί κοντά στο ρέμα που χαρακτηριζόταν από τεράστια πλατάνια και άλλη βλάστηση,
υπήρχε το Νυμφαίο, σπήλαιο λατρείας των Νυμφών, όπου τελούνταν τελετές, τα περίφημα
Νυμφαία. Ισως λοιπόν το πυκνό φύλλωμα των φυτών και των δέντρων και τα άφθονα νερά που
έτρεχαν μέσα και γύρω από το σπήλαιο να δημιουργούσαν τον ιδανικό χώρο για τη λατρεία των
Νυμφών. Εξάλλου, οι λαϊκοί θρύλοι ήθελαν στο ρέμα της Χελιδονούς να υπάρχουν νεράιδες και
δράκοι. Τα νερά της Χελιδονούς τα χρησιμοποίησε παλιά η τότε εταιρία ύδρευσης της Αθήνας
(ΟΥΛΕΝ) για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού που συγκεντρωνόταν στην πρωτεύουσα. -
Το ρέμα Καναπίτσα Κηφισού. Πιθανότατα πήρε το όνομά της από το είδος των φυτών που
φύτρωναν στις όχθες της, καθώς καναπίτσα είναι μια δεύτερη ονομασία για το φυτό Λυγαριά
(Vitex agnus castus). Η Καναπίτσα πηγάζει από την Πάρνηθα και εκβάλλει στον Κηφισό στο 101
ύψος της Νέας Φιλαδέλφειας, και μεταξύ των άλλων παραλαμβάνει τα όμβρια ύδατα της
περιοχής του Κεντρικού Μενιδίου. - Λίγο έξω από τα περίχωρα της Αθήνας, υπάρχουν επίσης
σημαντικοί χείμαρροι και ποτάμια όπως το ρέμα Βαλανάρης. Ο Βαλανάρης ή Λυκόρεμα ή
Βαθύρεμα ή μεγάλο ρέμα Ραφήνας έχει τις πηγές του στην Πεντέλη στη θέση του Αγίου
Νικολάου Καλλισίων, στη νότια πλευρά της Πεντέλης , έχει νερό όλο το χρόνο και
κατευθύνεται ανατολικά προς τη Ραφήνα με συνολικό μήκος περίπου 20 χλμ. Εκεί συναντώνται
αρκετά υδρόφιλα και άλλα είδη φυτών όπως πλατάνια, αγράμπελη, φλόμοι, θυμάρι , πικροδάφνες
, συκιές, λυγαριές, κουμαριές, μυρτιές, σκίνα, πουρνάρια, πεύκα, αγριελιές, βατομουριές ,
καλαμιές και αρκετά αγριολούλουδα. Ο επισκέπτης μπορεί με ευκολία να παρατηρήσει
περισσότερα από 150 είδη φυτών. Αξιόλογα είναι και τα είδη πουλιών και ερπετών Εκτός όμως
από τη φυσική ομορφιά του τοπίου υπάρχουν ερείπια νερόμυλων, καλοδιατηρημένες γέφυρες,
ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής, παρεκκλήσια, όπως αυτό του Αγ. Βασιλείου και γεφυράκια. Στην
περιοχή του Πικερμίου έχει βρεθεί σημαντικός παλαιοντολογικός θησαυρός με τη γνωστή
‘’Πικερμική’’ πανίδα (πριν από περίπου 5.5 εκατ. χρόνια) με οστά από αιλουροειδή,
προβοσκιδωτά, αντιλόπες, ρινόκερους, ιππάρια, στρουθοκάμηλοι, ερπετά, χελώνες και άλλα ζώα.
-Τέλος, αξίζει να αναφερθούν τα ποτάμια . ρέματα και χείμαρροι που διατρέχουν την Αττική.
Από αυτά τα σημαντικότερα στην ανατολική Αττική είναι τα Παλλήνης, Γέρακα, Πηγάδια,
Καλίσια, Σκόρπιο Ποτάμι (περιοχή Μαραθώνα), Πυθαγόρα (Διόνυσος), Ραφήνας (και τα
συμβαλλόμενα μικρά ρέματα Πικερμίου), Νέας Μάκρης, Αναβύσσου, Παλαιάς Φώκαιας,
Σαρωνίδας και στη δυτική Αττική είναι τα Σαρανταπόταμος (στην Χαλυβουργική), Μαύρη Ώρα,
Αγίας Αικατερίνης, Αγίου Γεωργίου (Ασπρόπυργος), Νέας Περάμου, Μαυραντζάς (Μέγαρα),
Εσχατιάς (Μενίδι), Καναπίτσας, Καναπιτσερη, Χαϊδαρόρεμα, το ρέμα Μπουρναζίου (η πλημμύρα
του 1961 κατέστρεψε σπίτια και περιουσίες στο Μπουρνάζι, Περιστέρι, Ν.Λιόσια, Ανθούπολη,
Αιγάλεω, με 33 ανθρώπους πνιγμένους, 300 σπίτια κατεστραμμένα και 1500 με σοβαρές ζημιές) και
το ρέμα Περιστερίου.
102
Υπάρχει αρκετή σύγχυση στην κοινή ονοματολογία για τις μαργαρίτες και τις ανθέμιδες. Στην
Ελλάδα επικρατούν μεταξύ άλλων, η μεγάλη Κίτρινη Μαργαρίτα (Chrysanthemum
coronarium ή Glebionis coronarium και η δίχρωμη ποικιλία C. coronarium var. bicolor), η
Μαντιλίδα της Κρήτης (Glebionis segetum ή Chrysanthemum segetum), αλλά και η Άγρια
Μαργαρίτα (Anthemis chia ) η οποία μοιάζει με το χαμομήλι (Marticaria chamomillla),
η Μπέλλα η ετήσια (Bellis annua), το Άγριο ή Δύσοσμο Χαμομήλι (Anthemis cotula),
η Ανθέμιδα η βαφική (Anthemis tinctoria), η Ανθέμιδα η Θαλάσσια (Anthemis maritima),
η Μπέλλα η πολυετής ή Ασπρολούλουδο (Bellis perennis) και άλλα. Για διευκρίνιση, το
χαμομήλι στην Ελλάδα απαντάται με το είδος, ματρικάρια ή κοινό χαμομήλι (Marticaria
chamomillla), το ρωμαϊκό χαμομήλι (Chamomilla nobile) και το γερμανικό χαμομήλι
(Chamomilla recutita).
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αφιερώσει την ανθέμιδα στη θεά Άρτεμη και τη θεωρούσαν
θεραπευτικό μέσο για γυναικεία μικροπροβλήματα. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική κατά
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
των νευρικών διεγέρσεων και της βρογχικής καταρροής. Το αφέψημά της κάνει καλό στο
στομάχι και στα εντερικά προβλήματα, ενώ τα φύλλα της αν μασηθούν καταπραΰνουν τον
πονόδοντο. Επίσης, από φυτά αυτού του γένους παίρνονται και κάποιες ουσίες, οι πυρεθρίνες που
χρησιμοποιούνται ως φυτικής προέλευσης εντομο-απωθητικά, καθώς έχουν μικρή τοξική δράση
στα ζώα και στον άνθρωπο.
Οι μαργαρίτες, ως χορταρικά –τα βλαστάρια τους-, είναι δημοφιλείς στην κινεζική, ιαπωνική και
κορεατική παραδοσιακή κουζίνα σε σούπες και μαγειρευτά φαγητά. Στην Κρήτη, μια ποικιλία
του είδους που ονομάζεται ‘’μαντιλίδα’’, τρώγεται από τους ντόπιους ωμή ή τηγανίζεται μέχρι
να ροδίσει σε καυτό ελαιόλαδο ή στον ατμό.
Για τους γνώστες, ανήκουν στην οικογένεια των σύνθετων (compositae) ή αστεριδών (asteraceae)
φυτών. Χαρακτηριστικό αυτής της οικογένειας είναι η σύνθετη μορφολογία των ταξιανθιών της.
Τα “λουλούδια” τους δεν είναι πραγματικά άνθη, αλλά ‘’ψευδάνθια’’. Δηλαδή, τροποποιημένες
ταξιανθίες που ονομάζονται ‘’κεφάλια’’ ή ‘’καλαθίδια’’. Ο κεντρικός βλαστός της ταξιανθίας
είναι συμπυκνωμένος σε μια πλακοειδή δομή, πάνω στον οποίο βρίσκονται τα ανθίδια, το καθένα
από τα οποία είναι μικροσκοπικά άνθη. Υπάρχουν δύο ειδών ανθίδια. Τα δισκοειδή -με
πορτοκαλί-κίτρινο τμήμα του κεφαλιού της μαργαρίτας- και τα ακτινοειδή -τα λευκά πεταλοειδή
στοιχεία στην περιφέρεια. Κάθε λευκή ακτίνα, αν την παρατηρήσετε καλά, αποτελείται από τα
συνενωμένα πέταλα ενός άνθους. Αν την κόψετε τραβώντας την, αφαιρείτε όλο το ανθίδιο. Τέλος
κάποιες μαργαρίτες μπορεί να μην έχουν καθόλου ακτινωτά ανθίδια. Οι ανθέμιδες ή μαργαρίτες
φυτρώνουν σχεδόν παντού και ανθίζουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Ας δούμε μερικά από τα πιο πάνω είδη με τα χαρακτηριστικά τους.
-Κίτρινη Μεγάλη Μαργαρίτα ή Χρυσάνθεμο το στεφανωτό (Chrysanthemum coronarium).
Είναι ένα πολύ κοινό φυτό της μεσογειακής χλωρίδας. Φυτρώνει στις άκρες των δρόμων, πάνω
σε μπάζα και ερείπια, αλλά και σε πλαγιές βουνών. Οι αρχαίοι το ονόμαζαν ‘’Αμάρακο’’ ή ‘’Διός
οφρύς’’. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή η μαργαρίτα είναι κατάλληλο φυτό για να προστατεύει
τους ανθρώπους από δαιμονικές επιρροές και βασκανίες. Εικάζεται ότι μπορεί να ήταν ο
‘’χαλκανθός’’ του Νίκανδρου, ένα από τα μαγικά φυτά της Μήδειας. Οι γιατροί της αρχαιότητας
δημιουργούσαν μια αλοιφή από την κίτρινη μαργαρίτα που τη χρησιμοποιούσαν για τη διάλυση 103
των λιπωμάτων. Στα αρχαία χρόνια με αυτές τις κίτρινες μαργαρίτες στεφάνωναν αγάλματα θεών
και στόλιζαν ναούς. Σήμερα τα περισσότερα στεφάνια της πρωτομαγιάς φτιάχνονται από αυτές
τις μαργαρίτες.
Η αναγνώριση αυτής της μαργαρίτας είναι εύκολη. Είναι φυτό μονοετές με βλαστούς 20-80 εκ.
σε μήκος. Φύλλα δύο φορές πτερόλοβα. Ανθίδια σωληνοειδή κίτρινα, γλωσσοειδή λευκά με
κίτρινο χρώμα στη βάση τους. Τα κεφάλια των λουλουδιών είναι μεγάλα (5-6 εκ.) και ανθίζουν
από Μάρτιο-Μάιο.
Λιγότερη κοινή είναι η δίχρωμη ποικιλία της (Chrysanthemum coronarium var. bicolor). Στην
Ευρώπη, η κίτρινη μαργαρίτα (αγγλ., Garlant), είναι γνωστή με το επιστημονικό όνομα Glebionis
coronaria στην Αμερική ως Leucanthemum coronarium, ενώ σε πρόσφατη ονοματολογία
αναφέρεται ως Xanthophthalmum coronarium.
Αυτό το φυτό είναι πλούσιο σε μέταλλα και βιταμίνες. Αναφέρεται ότι οι συγκεντρώσεις καλίου
φτάνουν τα 610 mg/100 g φυτού και η καροτίνη σε 3,4 g/100 g σε εδώδιμα μέρη. Επίσης, η
κίτρινη μαργαρίτα περιέχει διάφορα αντιοξειδωτικά με μακροπρόθεσμα οφέλη για την ανθρώπινη
υγεία, αλλά έχουν παρατηρηθεί και τοξικές ιδιότητες.
-Άγρια μαργαρίτα (Anthemis chia). Είναι φυτό μονοετές, διετές ή πολυετές που φτάνει τα 5-40
εκ. σε ύψος και είναι αραιά χνουδωτό. Πρόκειται για διακοσμητικά, φαρμακευτικά φυτά ή
ζιζάνια, με έντονη μυρωδιά. Τα φύλλα τους είναι κατ’ εναλλαγή, με βαθιές εγκοπές, πτεροσχιδή
ή δις πτεροσχιδή, ενώ τα άνθη τους σχηματίζουν ταξιανθίες (κεφάλια). Συνήθως, έχουν λευκά
περιφερειακά και κίτρινα δισκοειδή ανθίδια. Φέρουν πολλούς βλαστούς που είναι απλοί ή
διακλαδιζόμενοι, όρθιοι ή ανερχόμενοι. Κεφάλια μέχρι 45 χιλ. με γλωσσοειδή ανθίδια λευκά και
σωληνοειδή κίτρινα. Ανθίζει από Φεβρουάριο- Απρίλιο. Το γένος Anthemis περιλαμβάνει
περισσότερα από 100 είδη, ιθαγενή των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας, που
ευδοκιμούν σε ηλιόλουστες τοποθεσίες. Από αυτά, τα 22 συναντώνται στην ελληνική χλωρίδα,
με 4 είδη να έχουν τη μεγαλύτερη εξάπλωση. Το Anthemis chia είναι διαδεδομένο είδος σε
ολόκληρη την Ελλάδα και αποτελεί ενοχλητικό ζιζάνιο.
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
-Μαντιλίδα (Glebionis segetum ή Chrysanthemum segetum). Είναι φυτό της ανατολικής
Μεσογείου. Φυτρώνει άφθονα στην Κρήτη. Είναι μονοετές φυτό που μπορεί να ξεπεράσει το 1
μέτρο σε ύψος. Αποτελείται από πολυάριθμους ευθυτενείς βλαστούς. Τα κατώτερα φύλλα είναι
πτερόλοβα, και τα ανώτερα μόνο οδοντωτά. Τα ανθίδιά της είναι κίτρινου χρώματος, σωληνοειδή
και γλωσσοειδή. Τα κεφάλια των λουλουδιών είναι μεγάλα και έχουν διάμετρο 5-6 εκ. Ανθίζει
από Μάρτιο-Μάιο. Η μαντιλίδα ανήκει στην οικογένεια Asteraceae.
Η μαντιλίδα σε κάποιες χώρες χρησιμοποιείται στη μαγειρική, ως αφέψημα ή στην παραγωγή
εντομοαποθητικών. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθία κεφάλιο με διάμετρο μεγαλύτερη από 6
εκατοστά. Χαρακτηριστικό είναι ότι κάθε κεφάλιο αποτελείται από πολυάριθμα ανθίδια που
σχηματίζουν το δισκοειδές κέντρο της ταξιανθίας, το οποίο περιβάλλεται από βράκτια φύλλα με
διάφορα χρώματα, κυρίως άσπρo ή κίτρινo. Επιπλέον τα άνθη είναι ερμαφρόδιτα, δηλαδή καθένα
από αυτά έχει τόσο αρσενικά όσο και θηλυκά αναπαραγωγικά όργανα. Τα φύλλα είναι απλά και
διττώς βαθυσχιδή σε οδοντωτούς λοβούς. Τα άνθη του φυτού περιέχουν κίτρινες χρωστικές που
του προσδίδουν αυτό το έντονο χρώμα. Καλλιεργείται με πολλές ποικιλίες ως καλλωπιστικό σε
κήπους και γλάστρες. Οι κυριότερες ποικιλίες είναι δύο και διακρίνονται μεταξύ τους από τα
κεφάλια. Η πρώτη από αυτές φέρει κεφάλια που αποτελούνται από κίτρινα βράκτεια φύλλα, ενώ
στη δεύτερη τα βράκτεια φύλλα είναι κίτρινα στη βάση και λευκά από τη μέση μέχρι την κορυφή.
-Μπέλλα η ετήσια (Bellis annua). Φυτό μονοετές, νανώδες, ύψους,3-12 εκ. με βλαστό λεπτοφυή,
χνουδωτό, απλό ή διακλαδισμένο. Φύλλα απλά, μαλακά, χνουδωτά, οδοντωτά στο πάνω μισό,
μορφής σπάτουλας στενούμενα προς το μίσχο. Κεφάλια πολύ μικρά (διαμέτρου 15 χιλ.), μονήρη,
επάκρια.Ανθίζει Δεκέμβριο-Απρίλιο. Αυτή η ετήσια μαργαρίτα πλημμυρίζει τις πλαγιές του
όρους Πάϊκου και Δύσσωρου, αλλά και τις χλοώδης περιοχές σε όλη την περιοχή της κεντρικής
Μακεδονίας. Το φυτό είναι γνωστό για τις αντισηπτικές και τις επουλωτικές του ιδιότητες τις
οποίες γνώριζαν τα στρατιωτικά επιτελεία, από την εποχή ακόμη του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η
αιμορραγία των τραυμάτων σταματούσε με την χρήση επιθεμάτων από φύλλα του φυτού.
-Άγριο ή Δύσοσμο Χαμομήλι (Anthemis cotula). Μονοετές φυτό, δύσοσμο, χνουδωτό ή σχεδόν
λείο, με διακλαδιζόμενους βλαστούς ύψους 20-70 εκ. Έχει φύλλα -με παρόμοια εμφάνιση με
αυτά του μάραθου- σε σχήμα δις ή τρις πτεροσχιδή, που μεγαλώνουν αμέσως από τους μίσχους. 104
Τα κεφάλια είναι σχετικά μικρά (12-30 χιλ.) με γλωσσοειδή ανθίδια λευκά και σωληνοειδή
κίτρινα. Κάθε στέλεχος ολοκληρώνεται από ένα λουλούδι που το κεφάλι είναι συνήθως περίπου
2,3 εκατοστά σε διάμετρο. Το κεφάλι περικλείεται από 10-18 λευκά ακτινωτά πέταλα με
οδοντωτό σχήμα. Ανθίζει από Απρίλιο- Μάϊο.
-Ανθέμιδα η βαφική (Anthemis tinctoria). Είναι γνωστή από την αρχαιότητα για τις χρωστικές
της ιδιότητες. Πιθανό να πρόκειται για το ‘’άνθιμο’’ του Θεόφραστου. Έχει, λευκά και κίτρινα
άνθη. Φυτρώνει σε άγονα και χέρσα εδάφη της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και των
νησιών του Ιονίου, Ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούνται τα άνθη και τα μπουμπούκια ως κίτρινη
χρωστική για μάλλινα κυρίως υφάσματα . Η απόχρωση δε του κίτρινου μπορεί να αλλάξει με την
χρήση χυμού λεμονιού ή κιμωλίας. Μια άλλη χρήση του φυτού είναι και η χρήση του ως
απωθητικό των ψύλλων. Κομμένα φύλλα και άνθη στο πάτωμα του σπιτιού διώχνουν τους
ψύλλους από τους στάβλους. Θα συναντήσουμε το φυτό αυτό στην κεντρική Μακεδονία από την
αρχή της άνοιξης μέχρι και το τέλος του καλοκαιριού. Επίσης, αυτό το φυτό θεωρείται ορεκτικό
σε σαλάτες, αλλά και επουλωτικό τραυμάτων.
-Ανθέμιδα η θαλάσσια (Anthemis maritima). Αυτό το είδος μαργαρίτας απαντάται συχνά στην
Ελλάδα. Όπως δηλώνει και το όνομά της είναι παραθαλάσσιο μεσογειακό φυτό και φυτρώνει σε
βραχώδη υποστρώματα και στους αμμόλοφους. Τα φυτά είναι μονοετή και ποώδη, ύψους 20-60
εκ., με διαιρεμένα λεπτά φύλλα και ανθοφόρα κεφάλια στις κορυφές των βλαστών. Ανθίζει στο
τέλος της άνοιξης και στις αρχές του καλοκαιριού.
-Μπέλλα η πολυετής ή ασπρολούλουδο ή βελλίς ή λευκανθές ή μαργαρίτα του γκαζόν (Bellis
perennis). Είναι ένα είδος μαργαρίτας. Κοινό ευρωπαϊκό πολυετές φυτό, από τα λίγα που
ανθίζουν νωρίς μέσα στο χειμώνα με διάρκεια στην άνθισή του. Μπορεί να συναντηθεί σχεδόν σε
κάθε περιοχή, ιδίως σε μικρά ξέφωτα και στην άκρη μονοπατιών. Έχει φύλλα 10-16 χιλ. μήκους,
αραιά, πριονωτά στην περιφέρεια, χνουδωτά, με ένα νεύρο συγκεντρωμένα σε ρόδακες. Τα
ανθικά του κεφάλια είναι μικρά (15-30 χιλ.) με γλωσσοειδή ανθίδια λευκά, συχνά με πορφυρή
απόχρωση στο κάτω μέρος. Οι ανθικοί ποδίσκοι είναι χωρίς φύλλα. Ανθίζει από το Φεβρουάριο
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
μέχρι τον Ιούνιο. Έχει στυπτικές ιδιότητες και έχει χρησιμοποιηθεί στην παραδοσιακή ιατρική.
Στην αρχαία Ρώμη, οι χειρουργοί που συνόδευαν τις ρωμαϊκές λεγεώνες στη μάχη, μετέφεραν με
τη βοήθεια σκλάβων, και σακιά γεμάτα μαργαρίτες, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στους
τραυματισμούς. Λέγεται ότι επίδεσμοι εμποτισμένοι με χυμό από αυτές τις μαργαρίτες
ανακούφιζαν τους τραυματίες. Επίσης από αυτή τη μαργαρίτα παράγεται ομοιοπαθητικό
φάρμακο που χρησιμοποιείται σε τραυματισμούς μαλακών μορίων (αφορά περισσότερο
βαθύτερους ιστούς, ανοιχτές πληγές, κοιλιακά τραύματα). Επίσης χρησιμοποιείται για
αποστήματα, δυσμηνόρροια, ρευματισμούς.
-Άλλες Ελληνικές Ανθέμιδες. Μεταξύ άλλων, άλλα ελληνικά είδη είναι το Anthemis altissima,
ενοχλητικό ζιζάνιο που φυτρώνει σε καλλιεργημένα χωράφια, καθώς και κατά μήκος των δρόμων
και το Anthemis cretica, που φυτρώνει σε αμμώδεις παραθαλάσσιες περιοχές της ανατολικής
Στερεάς Ελλάδας, της Εύβοιας, των Κυκλάδων και της Κρήτης.
__________
105
Αυτή όμως την περίοδο δίδεται το κατάλληλο ‘’μήνυμα’’ και στις κάμπιες των πεύκων να
αρχίσουν την......παρέλασή τους για τη συνέχιση του κύκλου της ζωής τους. Πρόκειται για τις
γνωστές μικρές σε μέγεθος, πορτοκαλό-σκουρόχρωμες κάμπιες, την κάμπια των πεύκων ή
πιτυοκάμπη ή την κάμπια τη λιτανεύουσα (λατ., Thaumetopoea pityocampa), που οι
συντεταγμένες στρατιές της (η μία πίσω από την άλλη σε ατέλειωτες σειρές-κορδόνια) στους
δρόμους της γειτονιάς μας, στα αλσύλια και στα περιαστικά δάση, μπορεί να σημαίνουν το τέλος
του χειμώνα, αλλά αποτελούν έναν από τους πιο ζημιογόνους οργανισμούς για τα πευκοδάση.
Από την άλλη, το φαινόμενο διασποράς της γύρης των πεύκων από τα ρεύματα του αέρα,
είναι χαρακτηριστικό ορισμένων φυτών, στα οποία η δομή του άνθους είναι προσαρμοσμένη σε
αυτή τη διαδικασία. Για παράδειγμα από τα ποώδη φυτά, ανεμόφιλα είναι τα
αγροστώδη (π.χ. αραβόσιτος, βρώμη κ.ά), από τα ξυλωδη φυτά τα λεγόμενα ιουλοφόρα, επειδή
ακριβώς είναι εφοδιασμένα με ίουλους, όπως το μεγαλύτερο μέρος των κωνοφόρων (πεύκο,
έλατο, κ.ά) και τα κυπελλοφόρα (φουντουκιά, βελανιδιά κ.ά). Αυτή όμως την περίοδο δίδεται
το κατάλληλο ‘’μήνυμα’’ και στις κάμπιες των πεύκων να αρχίσουν νωρίς την......παρέλασή τους
για τη συνέχιση του κύκλου της ζωής τους.
108
Τα μόρια της χλωροφύλλης απορροφούν το κόκκινο και μπλε μήκος κύματος του φωτός από τον
ήλιο, αλλά σχεδόν καθόλου πράσινο, πράγμα που σημαίνει πως τα πράσινα μήκη κύματος
αντανακλούνται πίσω στα μάτια μας και ως εκ τούτου βλέπουμε τα φύλλα πράσινα. Επειδή όμως
η χλωροφύλλη είναι σχετικά ασταθής ουσία, συνεχώς κατανέμεται μεταξύ των κυττάρων και έτσι
προκειμένου να διατηρηθεί σε επαρκή ποσότητα μέσα στα φύλλα, συνεχώς συντίθεται, μέσα από
μια διαδικασία που απαιτεί ηλιακό φώς και σχετικά ήπιες έως και υψηλές θερμοκρασίες. Στα
φύλλα όμως των φυτών υπάρχουν και άλλες χρωστικές ουσίες (οι οποίες καλύπτονται από την
πράσινη χροιά της χλωροφύλλης) καθόλη τη διάρκεια του έτους. Όμως, στη διάρκεια του
φθινοπώρου τα φυλλοβόλα φυτά, σε αντίθεση με τα αειθαλή, χάνουν τα φύλλα τους κάθε χρόνο.
Το ετήσιο ξέσπασμα των φθινοπωρινών χρωμάτων είναι απλώς μια αντανάκλαση των φυσικών
και χημικών μεταβολών που συμβαίνουν στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας. Τα χρώματα που
βλέπουν οι παρατηρητές δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πολυσύνθετη διαδικασία διεργασιών.
Έτσι, καθώς οι ημέρες μικραίνουν, αρχίζει να σχηματίζεται μεταξύ του μίσχου του φύλλου και
του κλαδιού από το οποίο προέρχεται, ένα στρώμα από ειδικά ''φελλώδη'' κύτταρα. Αυτό το
φελλώδες στρώμα σιγά-σιγά αποκόπτει την προμήθεια νερού από το έδαφος και σταματά επίσης
τη ροή των σακχάρων από τα φύλλα προς το δένδρο. Όταν τελικά συμπληρωθεί το σφράγισμα με
αυτά τα φελλώδη κύτταρα, το βάρος του φύλλου και το στριφογύρισμά του από τον άνεμο είναι
αρκετά για να το κάμουν να πέσει στο έδαφος.
Δηλαδή, τα φυλλοβόλα φυτά το φθινόπωρο χάνουν σταδιακά την άφθονη προμήθεια τους σε
νερό, αλλά και εξαιτίας του μειωμένου ηλιακού φωτός το ‘’χημικό εργαστήριο της
φωτοσύνθεσης’’ μένει χωρίς πρώτες ύλες. Έτσι, η ασταθής χλωροφύλλη των φύλλων αρχίζει να
διασπάται και να εξαφανίζεται αποκαλύπτοντας τις χρωστικές ουσίες που υπάρχουν ήδη εκεί,
καθώς είναι πολύ πιο σταθερές από τη χλωροφύλλη και γι’ αυτό παραμένουν στα φύλλα πολλών
δένδρων για να εμπλουτίσουν το τοπίο με κιτρινοχρυσαφένιες αποχρώσεις. Αυτές οι χρωστικές
ουσίες είναι κυρίως τα καροτινοειδή.
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Τα φύλλα στην πραγματικότητα περιέχουν πολλές χρωστικές ουσίες (π.χ. χλωροφύλλη,
ανθοκυανίνες, καροτινοειδή), αλλά μόνο η χλωροφύλλη βρίσκεται σε αφθονία κατά τη διάρκεια
της καλλιεργητικής περιόδου γι’ αυτό και παραμένουν πράσινα την άνοιξη και το καλοκαίρι. Στα
τέλη του καλοκαιριού ή στις αρχές του φθινοπώρου οι μέρες μικραίνουν και οι νύχτες διαρκούν
περισσότερες ώρες. Τα φυτά είναι ευαίσθητα κατά τη διάρκεια του σκότους και όταν οι νύχτες
φτάσουν σε ένα συγκεκριμένο σημείο δίνεται το έναυσμα τέλους για την παραγωγή μιας ορμόνης
‘’της αυξίνης’’ (την περίοδο ανάπτυξης των φυτών, αυτή η ορμόνη, η αυξίνη, εμποδίζει την
αύξηση ενός ειδικού φελλώδους στρώματος κυττάρων που ονομάζεται ''στοιβάδα αποκοπής'' του
φύλλου). Η ελάττωση της συγκεκριμένης αυτής ορμόνης, επιτρέπει στο φελλώδες στρώμα
κυττάρων -στοιβάδα αποκοπής, να σχηματιστεί στο στέλεχος της βάσης κάθε φύλλου και έτσι με
αυτόν τον τρόπο διακόπτεται η παροχή νερού και θρεπτικών ουσιών προς τα φύλλα. Επιπλέον
εμποδίζει τη μεταφορά των υδατανθράκων από τα φύλλα στο υπόλοιπο φυτό.
Όσο το φθινόπωρο προχωρά τα κύτταρα στη στοιβάδα αποκοπής στεγνώνουν ακόμα
περισσότερο. Τελικά οι συνδέσεις μεταξύ των κυττάρων αποδυναμώνονται και τα φύλλα
πέφτουν. Ενώ πολλά δέντρα ρίχνουν όλα τους τα φύλλα σχετικά γρήγορα μερικά άλλα
καταφέρνουν να κρατήσουν αρκετά από τα φύλλα τους ακόμα και το χειμώνα, αλλά τα φωτεινά
χρώματα σταδιακά ξεθωριάζουν. Αυτό συμβαίνει επειδή το ηλιακό φώς και οι χαμηλές –ψυχρές
θερμοκρασίες προκαλούν στις υπάρχουσες χρωστικές ουσίες των φύλλων να καταρρεύσουν,
αφήνοντας μόνο τις τανίνες οι οποίες είναι καφέ σε απόχρωση. Όταν συμβεί αυτό τα φύλλα
σταματούν να ανασυνθέτουν χλωροφύλλη και καθώς αυτή μειώνεται τελικά εξαφανίζεται από τα
φύλλα σχετικά γρήγορα. Αυτό γίνεται όταν αρχίσουμε να βλέπουμε τις χρωματικές μεταβολές
στα φύλλα. Η χλωροφύλλη συνήθως καλύπτει τις άλλες χρωστικές που υπάρχουν στα φύλλα τα
οποία και αντανακλούν τα χαρακτηριστικά φθινοπωρινά χρώματα που βλέπουμε. Δηλαδή, αυτές
οι χρωστικές είναι συνήθως τα καροτινοειδή τα οποία αντανακλούν το κίτρινο-πορτοκαλί μήκος
κύματος, ενώ όταν υπάρχει η χρωστική ξανθοφύλλη αντανακλά το κίτρινο μήκος κύματος. Τα
μωβ και κόκκινα φύλλα προέρχονται από μια άλλη κατηγορία χρωστικών ουσιών που
ονομάζονται ανθοκυανίνες. Οι ανθοκυανίνες είναι υπεύθυνες για το χρώμα ορισμένων φρούτων
όπως για παράδειγμα τα μπλούμπερι και τα ράσμπερι. Σε αντίθεση με τα καροτινοειδή και την 109
ξανθοφύλλη οι χρωστικές αυτές δεν είναι πάντοτε παρούσες στα φύλλα αλλά παράγονται το
φθινόπωρο (Σχηματίζονται από την αντίδραση μεταξύ των σακχάρων που παγιδεύονται από τη
στοιβάδα αποκοπής (φελλώδες στρώμα κυττάρων) και από ορισμένα υγρά που υπάρχουν στα
φύλλα. Το χρώμα που παράγεται από τις ανθοκυανίνες εξαρτάται από το pH που έχουν τα
κύτταρα του υγρού. Αν ο χυμός είναι αρκετά όξινος οι χρωστικές παράγουν ένα έντονο κόκκινο
χρώμα, αν όμως ο χυμός είναι λιγότερο όξινος παράγονται αποχρώσεις του μωβ).
Όπως προείπαμε πιο πάνω, οι άλλες αποχρώσεις, για το ζωηρό κόκκινο, το μωβ, ακόμη και το
μπλε που κάνουν τη φθινοπωρινή πανδαισία ακόμη θεαματικότερη, προέρχονται από τις
ανθοκυανίνες. Είναι χρωστικές ουσίες που δίνουν και στα μήλα το κόκκινο χρώμα, σε μερικά
είδη λάχανου το μωβ χρώμα, στις βιολέτες το μπλε και άλλα. Όμως, στα περισσότερα φυτά αυτή
η χρωστική ουσία σχηματίζεται μόνο το φθινόπωρο. Ειδικά οι ανθοκυανίνες είναι πολύ πιο
ευαίσθητες χρωστικές στις εξωτερικές επιρροές από τις άλλες χρωστικές ουσίες των φύλλων. Αν
οι χυμοί του φύλλου είναι όξινοι, τα φύλλα φαίνονται κόκκινα, αν οι χυμοί είναι ουδέτεροι,
φαίνονται μωβ και εάν είναι αλκαλικοί, φαίνονται μπλε. Έτσι, οποιαδήποτε μεταβολή στη χημική
σύνθεση των ανθοκυανινών ή στην οξύτητα του χυμού του φύλλου, μπορεί να συντελέσει σε μια
μεγάλη σειρά αποχρώσεων. Εξάλλου, επειδή αυτές οι χρωστικές ουσίες σχηματίζονται από τα
σάκχαρα και οι φωτεινές, ηλιόλουστες μέρες συντελούν στην καλή παραγωγή σακχάρων, οι
διακυμάνσεις του καιρού το φθινόπωρο μπορούν επίσης να επηρεάσουν τη λαμπρότητα της
επίδειξης των φύλλων. Αν μετά τις φωτεινές μέρες, ακολουθήσουν κρύες, παγερές νύχτες, η
παγωνιά επιβραδύνει την κίνηση των σακχάρων από τα φύλλα προς το δένδρο στη διάρκεια της
νύχτας. Τα αποθέματα των σακχάρων μεγαλώνουν και συντελούν στη μεγαλύτερη παραγωγή
χρωμάτων. Αλλά αν στη διάρκεια του φθινοπώρου ο καιρός είναι συννεφώδης ή οι νύχτες ήπιες,
τα χρώματα είναι πολύ πιο απαλά. Επίσης, η παραγωγή των ανθοκυανινών σε μερικά φυτά είναι
τόσο ευαίσθητη στο φως, ώστε αν ένα φύλλο σκιάζει ένα άλλο, θα εμφανισθεί το αποτύπωμα του
ανωτέρου φύλλου με πράσινο ή κίτρινο πάνω στο κατώτερο φύλλο, με κόκκινο περίγραμμα εκεί
που το βλέπει ο ήλιος. Αυτό επίσης εξηγεί γιατί μέρη ενός δένδρου που εκτίθενται περισσότερο
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
στον ήλιο μπορεί να έχουν φωτεινά χρώματα, ενώ άλλα μέρη του ίδιου δένδρου έχουν ελάχιστο
κόκκινο χρώμα.
Ωστόσο, υπάρχουν και οι καφέ αποχρώσεις που συχνά συνδυάζονται με τα κίτρινα για να κάνουν
τα όμορφα χρυσοκίτρινα και χρυσοκαφέ που ομορφαίνουν ακόμη περισσότερο τη φθινοπωρινή
χρωματική πανδαισία. Το καφέ εμφανίζεται γενικώς στα γερασμένα κύτταρα. Στην περίπτωση
της οξιάς και μερικών ειδών βαλανιδιάς, το καφέ είναι πολύ ζωηρό, επειδή τα κύτταρα των
φύλλων είναι ακόμη πολύ ζωντανά, μολονότι γερασμένα, όταν σχηματίζεται το καφέ χρώμα.
Επίσης, μερικά φύλλα γίνονται καφέ μόνον όταν είναι σχεδόν νεκρά ή έχουν ήδη πέσει στο
έδαφος. Αυτό το καφέ χρώμα και μερικά κίτρινα, είναι τα μόνα φθινοπωρινά χρώματα που είναι
ορατά στα περισσότερα μέρη του κόσμου όπου υπάρχουν μερικά φυλλοβόλα δένδρα.
(Σημείωση: οι Χλωροφύλλες απορροφούν στην κίτρινη και μπλε περιοχή του ορατού φάσματος
του φωτός και ανακλούν στην πράσινη και έτσι προσδίδουν στα φυτά το πράσινο χρώμα τους.
Βασικός τους ρόλος είναι η απορρόφηση ενέργειας για τη φωτοσύνθεση.
Τα Καροτινοειδή, κόκκινες, κίτρινες ή πορτοκαλί χρωστικές, απορροφούν μήκη φωτός που δεν
απορροφά η χλωροφύλλη και δρουν συμπληρωματικά με αυτή, ενώ έχουν και φωτοπροστατευτικό
ρόλο. Διακρίνονται στις Ξανθοφύλλες που δίνουν χρώμα κίτρινο και στις Καροτίνες που δίνουν
χρώμα πορτοκαλί και κόκκινο. Συνήθως,εμφανίζονται σε ρίζες, κονδύλους, σπόρους, καρπούς και
άνθη και σε αυτές οφείλουν το χρώμα τους, π.χ., τα καρότα ή οι ντομάτες).
Τα Φλαβονοειδή (Ανθοκυανίνες και Ανθοξανθίνες), εμφανίζονται σχεδόν σε όλους τους ιστούς των
ανώτερων φυτών -αν και κυρίως τις βλέπουμε στα άνθη και στους καρπούς-, προσδίδουν όλα τα
χρώματα από κόκκινα έως μωβ και μπλε, εκτός από το πράσινο. Οι Ανθοκυανίνες δίνουν συνήθως
χρώμα καφέ, κόκκινο, πορτοκαλί, μωβ, μπλε, ενώ οι Ανθοξανθίνες συνήθως προσδίδουν χρώμα
λευκό, εκρού, κίτρινο με απορρόφηση και στις υπεριώδεις. Εξάλλου, ο συνδυασμός τους δίνει
έντονο κίτρινο, κόκκινο-καφέ, πορτοκαλί και ροζ).
Οι Μπεταλαϊνες ( δεν εμφανίζονται ποτέ μαζί με τις ανθοκυανίνες. Είναι κόκκινες, μωβ ή κίτρινες
χρωστικές. (εμφανίζονται μόνο στην τάξη Caryophyllales εκτός από τις οικογένειες
Caryophyllaceae και Molluginaceae που εμφανίζουν ανθοκυανίνες) και διακρίνονται στις κόκκινες
– μωβ Μπετακυανίνες και τις κίτρινες Μπεταξανθίνες. Αυτές είναι που δίνουν το χρώμα στα 110
πατζάρια, αλλά και στις βουκαμβίλιες, και σε πολλά κακτοειδή).
Είναι γνωστό ότι, ενώ το φως του ήλιου είναι γενικά πιο λαμπρό τους θερινούς μήνες, τα φυτά
είναι πιο ευαίσθητα στις βλάβες κατά το φθινόπωρο και στο τότε φως, επειδή τα συστήματα των
φύλλων αρχίζουν να καταρρέουν. Η προστασία από τον ήλιο επομένως βοηθά στο να
διατηρούνται τα φύλλα πάνω στα δέντρα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να
μπορούν να συλλεχθούν περισσότερα θρεπτικά συστατικά από το φυτό. Υπάρχουν αρκετές
αποδείξεις που υποδεικνύουν ότι οι ανθοκυανίνες που αρχίζουν να παράγονται τότε, δρουν ως
αντηλιακό για την προστασία της χλωροφύλλης από το έντονο φως του φθινοπωριάτικου ήλιου.
Μερικοί όμως πιστεύουν πως τα δέντρα επενδύουν πιο πολύ στην παραγωγή ανθοκυανινών, διότι
αυτές μπορεί να λειτουργήσουν και ως εντομοαπωθητικά, για τη μη προσβολή των φυτών από
έντομα. Για παράδειγμα, κάποια έντομα μπορούν να συσχετίζουν το κόκκινο των φύλλων με την
τοξικότητα ή με την κακή γεύση, πράγμα που σημαίνει πως είναι λιγότερο πιθανό να αφήσουν
εκεί τα αβγά τους σε αυτά τα φύλλα.
Το φάσμα των χρωμάτων που βιώνουμε τη φθινοπωρινή περίοδο επηρεάζεται σε ένα μεγάλο
βαθμό από τον καιρό και την υγρασία του εδάφους. Οι χαμηλές θερμοκρασίες και το άφθονο
ηλιακό φως ενισχύουν την παραγωγή των ανθοκυανινών τη στιγμή που θερμοκρασίες κάτω από
το μηδέν διαλύουν τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αυτών των
χρωστικών ουσιών, πράγμα που σημαίνει πως ένας πρόωρος παγετός θα δώσει το έναυσμα για το
πρόωρο τέλος του πολύχρωμου αυτού φυλλώματος. Εξάλλου, ο ξηρός καιρός αυξάνει τη
συγκέντρωση ζάχαρης και ως εκ τούτου ενισχύεται η παραγωγή των ανθοκυανινών.
Ένα χρώμα που έρχεται έντονα στο προσκήνιο το φθινόπωρο είναι το καφέ. Αφού τα κύτταρα
των νεκρωμένων φύλλων σπάσουν, ξεκινάει η φυσική διαδικασία της φυσικής αποσύνθεσης με
την παραγωγή χημικών ενώσεων, γνωστών ως τανίνες. Τα φύλλα της βελανιδιάς είναι πλούσια σε
τανίνη, όπως είναι και τα φύλλα των αμπελιών. Το κρύο, η υγρασία, και η συννεφιά επιταχύνουν
τη διαδικασία της αποσύνθεσης των φύλλων των δέντρων προκαλώντας το καφέ της απόχρωσής
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
τους. Το ρόλο τότε αναλαμβάνουν μικροοργανισμοί και ασπόνδυλα ζώα που με τη βοήθειά τους
θα εμπλουτιστεί το έδαφος με θρεπτικά συστατικά, για την ανακύκλωση των θρεπτικών
συστατικών της Φύσης και τη συνέχιση της Ζωής.
Και από τη μυθολογία των Ινδιάνων της βόρειας Αμερικής διαβάζουμε ότι αυτοί προσπάθησαν
να εξηγήσουν τη μυστηριώδη ομορφιά των φθινοπωρινών φύλλων. Μέσα σε άλλα, ισχυρίζονται
ότι κάθε φθινόπωρο οι κυνηγοί στον ουρανό σκότωναν τα αστέρια της Μεγάλης Άρκτου. Έλεγαν
μάλιστα ότι, καθώς χυνόταν το αίμα τους στη Γη, πιτσιλούσε πολλά φύλλα και τα έβαφε κόκκινα,
ενώ το λίπος τους που ξεπηδούσε από τη χύτρα του κυνηγού, χρωμάτιζε κίτρινα άλλα φύλλα.
__________
- Άλλο η Γνήσια Κανέλα και άλλο οι άλλες Κανέλες (οι άλλες κανέλες
περικλείουν κινδύνους τοξικότητας και άλλες ανεπιθύμητες δράσεις)
Την κανέλα τη γνωρίζουμε ως μπαχαρικό με τη ψιλοτριμμένη μορφή της ή σε ξυλάκια με τη
μορφή μασουριού. Στο εμπόριο, υπάρχει η γνήσια Κανέλα της Κεϋλάνης (ακριβό μπαχαρικό),
αλλά και άλλες με γνωστότερη την Κανέλα της Κίνας και της Ινδονησίας, που ονομάζονται και
Κάσσια (φτηνό μπαχαρικό).
Η κανέλα προέρχεται από το φλοιό πολλών φαρμακευτικών φυτών (περισσότερα από 300 είδη)
των τροπικών περιοχών (Σρι-Λάνκα, Ινδία, Κίνα, Ινδονησία, Μπαγκλαντές, Μυανμάρ της
Βιρμανίας, Αραβία, Αιθιοπία, Σεϋχέλλες, Μαδαγασκάρη). Πολλά από αυτά τα φυτά
καλλιεργούνται (δένδρα που φτάνουν τα 6-10 μέτρα σε ύψος), ενώ υπάρχει και η άγρια μορφή
του που μπορεί να φτάσει και τα 17 μέτρα σε ύψος. Τα φυτά της κανέλας καλλιεργούνται για το
φλοιό τους, και έτσι τα δένδρα κλαδεύονται κάθε δεύτερο χρόνο, λίγο πιο πάνω από το έδαφος.
Από τους κλαδεμένους βλαστούς συλλέγεται ο φλοιός και τα νεαρά κλαδιά τους, ξηραίνονται και
χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό, ενώ στην Ινδία ως μπαχαρικό χρησιμοποιούνται και τα άνθη
της. Εξάλλου, από την κανέλα παίρνουμε με εκχύλιση και πολλά αιθέρια έλαια (π.χ.,
κινναμαλδεϋδη, ευγενόλη, λιναλόλη), κουμαρίνες, φαινόλες, φλαβονοειδή, πολυσακχαρίτες,
άμυλο και άλλα. Χρησιμοποιείται από την παραδοσιακή ιατρική ως αναλγητικό, αναισθητικό,
αποχρεμπτικό, αποσυμφορητικό κ. ά. Αλλά και στη μαγειρική, ζαχαροπλαστική, ποτοποιία και
αρωματοποιία. Αλλά, οι ειδικοί εφιστούν την προσοχή, καθώς η κατάχρηση και υπερδοσολογία
κανέλας που προέρχεται από τα περισσότερα είδη φυτών της (π.χ., Κάσσια), περικλείει κινδύνους
τοξικότητας, αλλεργικές αντιδράσεις, δερματίτιδες και άλλες ανεπιθύμητες δράσεις.
114
Τη γνήσια κανέλα -την Κανέλα της Κεϋλάνης, την αναγνωρίζουμε από τη μορφή και την υφή του
ξύλου-φλοιού. Αυτή η κανέλα έχει μακριά και ευλύγιστα ξυλάκια με λεπτές στρώσεις που όταν
τυλίγεται έχει συμπαγές σχήμα, σχεδόν σαν πούρο, αλλά και τρίβεται εύκολα. Το χρώμα των
μασουριών της είναι ανοικτό καφέ ή μπεζ, όταν τυλίγεται είναι σε δομή με πολλές στρώσεις και
συμπαγής, ενώ σπάζει εύκολα. Τα άρωμα της είναι λεπτό, γλυκό που θυμίζει ελαφριά τα
μπαχαρικά γαρύφαλλο και βανίλια. Οι άλλες κανέλες και η Κάσσια –πολύ κοινό και φτηνό
μπαχαρικό, που την εμπορεύονται και ως κανέλα, έχουν συνήθως σκληρό φλοιό με οπή στη μέση
όταν τυλίγονται, ενώ δεν τρίβονται εύκολα. Το χρώμα της κάσσιας είναι σκούρο καστανοκόκκινο,
έχει έντονο οξύ και πικάντικο άρωμα, ενώ είναι σκληρή, δεν σπάει εύκολα και τρίβεται δύσκολα.
Ειδικότερα, η κανέλα της Ινδονησίας συχνά πωλείται σε τακτοποιημένα μασούρια που
αποτελείται από ένα παχύ στρώμα που είναι αρκετά σκληρό. Η κανέλα της
Σαϊγκόν (Cinnamomum loureiroi) και η κινέζικη κανέλα (Cinnamomum cassia) πάντα πωλούνται
σε σπασμένα κομμάτια του παχύ φλοιού, καθώς ο φλοιός δεν είναι αρκετά εύπλαστος ώστε να
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
τυλιχθεί σε μασούρια. Και για να ξεχωρίσουμε τη γνήσια κανέλα από την κάσσια, αρκεί να
κάνουμε ένα απλό τεστ. Είναι ο έλεγχος με βάμμα ιωδίου (Lugol, ένα τεστ για την ύπαρξη
άμυλου). Έτσι μερικές σταγόνες βάμμα ιωδίου στην κάσσια, παράγει μια βαθύ μπλε απόχρωση,
ενώ στη γνήσια κανέλα Κεϋλάνης έχει μικρά ορατά χρωματικά αποτελέσματα.
Η κανέλα στην αρχαιότητα ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη μεταξύ των αρχαίων λαών που εθεωρείτο ως
δώρο κατάλληλο για μονάρχες, ακόμη και για τους Θεούς. Τη χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι για
ταριχευτικούς σκοπούς, και τη είχαν φέρει από την Κίνα γύρω στο 2000π.χ. Η πρώτη ελληνική
αναφορά για την κάσσια βρίσκεται κατά τον έβδομο αιώνα π.Χ., σε ένα ποίημα της Σαπφούς
(~ 630-570 π.χ., λυρική ποιήτρια από τη Λέσβο). Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (485-421/415
π.χ., αρχαίος Έλληνας περιηγητής, γεωγράφος και ιστορικός), τόσο η κανέλα όσο και η κάσσια
φύτρωναν στην Αραβία, μαζί με λιβάνι, το μύρο, και το λάβδανον, που'' φυλάσσονταν από
φτερωτά φίδια''. Ο μυθολογικός φοίνικας είχε τη φήμη ότι έχτιζε τη φωλιά του από κανέλα και
κάσσια. Ο Ηρόδοτος αναφέρει και άλλους συγγραφείς που πίστευαν ότι η πηγή της κάσσιας ήταν
η πατρίδα του Διονύσου, που βρισκόταν κάπου ανατολικώς ή νοτίως της Ελλάδος. Οι Έλληνες
χρησιμοποίησαν την κάσσια ή το μαλάμπαθρο (φύλλα σκούρου δένδρου του malabathrum) για
να δώσουν γεύση στο κρασί, μαζί με την αψιθιά (Artemisia absinthium). Ενώ ο
Θεόφραστος (372π.χ.-287 ή 285, Λέσβιος φιλόσοφος, πατέρας της βοτανικής), δίνει μια πολύ
καλή περιγραφή των φυτών, περιγράφει μια περίεργη μέθοδο για τη συγκομιδή της, καθώς πρέπει
‘’σκουλήκια να ροκανίζουν το ξύλο του δένδρου και να αφήνουν το φλοιό’’. Τα δώρα των
Ελληνιστικών ηγεμόνων στους ναούς μερικές φορές περιελάμβαναν κάσσια και κανέλα καθώς
και λιβάνι, μύρο, και Ινδικό θυμίαμα, έτσι θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι οι Έλληνες τη
χρησιμοποιούσαν για παρόμοιους σκοπούς. Επίσης, και η Εβραϊκή Βίβλος κάνει ειδική μνεία του
μπαχαρικού πολλές φορές. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Ρωμαίος φυσικός, φιλόσοφος,
στρατιωτικός και ιστοριογράφος, ονομαστός κυρίως από το έργο του «Φυσική
Ιστορία»), αναφέρει επίσης την κανέλα και την κάσσια, ως αρωματικές ουσίες για το κρασί.
Μέσα από το Μεσαίωνα, η πηγή της κανέλας ήταν ένα μυστήριο για τον Δυτικό κόσμο. Από την
ανάγνωση των Λατίνων συγγραφέων που ανέφεραν τον Ηρόδοτο, οι Ευρωπαίοι είχαν μάθει ότι η
κανέλα ήρθε από την Ερυθρά Θάλασσα στα εμπορικά λιμάνια της Αιγύπτου, αλλά από πού 115
προερχόταν, ήταν λιγότερο από σαφές. Αν και η πηγή της στον κόσμο της Μεσογείου, κρατήθηκε
μυστική για αιώνες, από τους μεσάζοντες που χειρίζονταν το εμπόριο μπαχαρικών για να
προστατέψουν το μονοπώλιό τους οι προμηθευτές, η κανέλα είναι εγχώρια στο Μπαγκλαντές, στη
Σρι-Λάνκα, στη γειτονική ακτή Μάλαμπαρ της Ινδίας και στη Μυανμαρ της Βιρμανίας. Οι Ενετοί
έμποροι από την Ιταλία κατείχαν το μονοπώλιο του εμπορίου μπαχαρικών στην Ευρώπη,
διανέμοντας την κανέλα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η διατάραξη αυτού του εμπορίου,
με την άνοδο των Μεσογειακών δυνάμεων, ήταν ένας από τους πολλούς παράγοντες που οδήγησε
τους Ευρωπαίους να αναζητήσουν ευρύτερα για άλλες διαδρομές προς την Ασία. Όταν οι
Πορτογάλοι έμποροι αποβιβάστηκαν στην Κεϋλάνη (σημερινή Σρι-Λάνκα), αναδιάρθρωσαν την
παραδοσιακή παραγωγή και τη διαχείριση της κανέλας από τους ντόπιους. Το 1518 εγκατέστησαν
στο νησί, ένα φρούριο και προστάτευαν για πάνω από εκατό χρόνια, την Κεϋλάνη ως το
μονοπώλιο της κανέλα τους. Αργότερα, οι ντόπιοι Σινχαλέζοι κατείχαν το μονοπώλιο κανέλας
στην Κεϋλάνη. Οι Ολλανδοί έμποροι τελικά εκτόπισαν τους Πορτογάλους συμμαχώντας με το
Βασίλειο του Κάντυ, στην ενδοχώρα. Το 1638, εγκατέστησαν μια θέση εμπορικών συναλλαγών,
από 1640, πήραν τον έλεγχο των βιοτεχνιών και από το 1658, απελάθηκαν οι υπόλοιποι
Πορτογάλοι. "Οι ακτές του νησιού είναι γεμάτες από αυτό" ανέφερε ένας Ολλανδός καπετάνιος,
"και αυτό είναι το καλύτερο σε όλη την Ανατολή. Όταν κάποιος βρίσκεται στο υπήνεμο του
νησιού, μπορεί να μυρίζει την κανέλα, ακόμα οκτώ λεύγες έξω στη θάλασσα". Η ''Ολλανδική
Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών'' συνέχισε να εξετάζει λεπτομερώς τις μεθόδους της συγκομιδής
στην άγρια φύση και τελικά άρχισαν να καλλιεργούν τα δικά τους δέντρα. Το 1767, ο Λόρδος
Μπράουν (Lord Brown) αυτής της εταιρείας, ίδρυσε την ‘’Anjarakkandy Cinnamon Estate’’ και
αυτό το κτήμα έγινε το μεγαλύτερο κτήμα κανέλας στην Ασία. Το 1796, οι Βρετανοί πήραν από
τους Ολλανδούς, τον έλεγχο της Κεϋλάνης. Ωστόσο, η σημασία του μονοπωλίου της Κεϋλάνης
είχε ήδη φθίνουσα πορεία, καθώς εξαπλώθηκε σε άλλες περιοχές, η καλλιέργεια της δέντρου
κανέλας, ο κοινός φλοιός της κάσσιας έγινε πιο αποδεκτός από τους καταναλωτές και ο καφέ, το
Ο Ίταμος, ή Ήμερο Έλατο, ή Ταξόλη, ή Καρκαριά, ή Δέντρο του Θανάτου, ή Τάξος ο Ραγώδης
(λατ., Taxus baccata ), είναι ένα ιδιότυπο και εκπληκτικό δέντρο. Αν και είναι κωνοφόρο, δεν
φτιάχνει τους γνωστούς κώνους, δεν παράγει ρετσίνι, ενώ όλα τα μέρη του φυτού είναι εξαιρετικά
δηλητηριώδη, εκτός από το σαρκώδες τμήμα των καρπών του. Ωστόσο, ο παράξενος τρόπος με
τον οποίο αναπτύσσεται και η ικανότητά του να αναβλαστάνει και να αναδημιουργεί παντοτινά
τον εαυτό του, το φέρνει κοντά στην αθανασία. Είναι ικανό να παράγει ζωντανά κλαδιά από πολύ
παλαιότερα και γέρικα κλαδιά και κορμούς. Ο ίταμος μπορεί να προκαλεί το θάνατο, αλλά αυτό
δεν πεθαίνει ποτέ. Υπάρχουν φυσιοδίφες και ομάδες ατόμων που ενθουσιάζονταν από τα δέντρα
του ιτάμου, με ηλικία χιλιάδων χρόνων. Και τούτο γιατί ο άνθρωπος είχε πάντοτε και ανέκαθεν
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
μια αμφιλεγόμενη σχέση με αυτό το δέντρο, μια σχέση λατρευτική, αλλά συνάμα
και καταστροφική.
Στην Ελλάδα ο ίταμος υπάρχει στη Μακεδονία, Θράκη, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο
και τη Σαμοθράκη. Το γνωρίζουμε και μέσα από τις αναφορές του Θεόφραστου και του
Διοσκουρίδη. Σύμφωνα με το Διοσκουρίδη το φυτό αναδίδει δηλητηριώδης ατμούς, κι όποιος
κοιμηθεί η καθίσει να φάει κάτω από αυτό μπορεί και να πεθάνει. Φύεται, κατά προτίμηση σε
ασβεστολιθικά εδάφη στις ορεινές περιοχές της ηπειρωτικής κυρίως Ελλάδος. Συνήθως,
εμφανίζεται κοντά σε ρυάκια με σποραδικά άτομα εντός των δασών άλλων δένδρων, κυρίως της
ελάτης.
Κατά την αρχαιότητα το ξύλο του ήταν περιζήτητο, καθώς το σκληρό και ανθεκτικό ξύλο του
χρησιμοποιούνταν σε περίτεχνες ξυλουργικές εργασίες κατασκευάζοντας ξύλινα αγάλματα,
μουσικά όργανα, όπλα, αλλά και τροχούς και γρανάζια.
Στο Μεσαίωνα θεωρήθηκε το ‘’πράσινο όπλο’’ γιατί από το ξύλο του κατασκευάζονταν τα πιο
δεινά και αριστοτεχνικά τόξα, δόρατα, τσεκούρια, ακόντια και άλλα πολεμικά όπλα της τότε
εποχής. Σε πολλά αρχαιολογικά μουσεία υπάρχουν τέτοια πανάρχαια όπλα, ενώ έχει βρεθεί
στο Clacton, Essex της Μ. Βρετανίας ένα δόρυ από ΄Ιταμο ηλικίας 450000 ετών. Πρόσφατα
χαρακτηρίστηκε και ως ‘’θαυματουργό’’ φαρμακευτικό δένδρο όταν ανακαλύφτηκε μια
αποτελεσματική αντικαρκινική τοξίνη που περιέχεται σε ολόκληρο το δένδρο, την Ταξόλη.
Στην ελληνική μυθολογία ο ΄Ιταμος ήταν αφιερωμένος στις Ερινύες, τις θεότητες της εκδίκησης
που τιμωρούσαν τις ασέβειες των ανθρώπων με το δηλητήριό του. Ο ελληνολάτρης γερμανός
φυσιοδίφης Χέλμουτ Μπάουμαν στο έργο του «Η Ελληνική χλωρίδα στο μύθο, την τέχνη και τη
λογοτεχνία» αναφέρει για τον Ίταμο: ‘’... Ο ίταμος ήταν αφιερωμένος στις Ερινύες, τις χθόνιες
θεότητες της εκδίκησης, που τιμωρούσαν τις ανθρώπινες ασέβειες με το δηλητήριο αυτού του
δέντρου. Η τοξικότητα αυτή ήταν γνωστή από πολύ παλιά. Πραγματικά, πεντακόσια γραμμάρια από
τα φύλλα του μπορούν να σκοτώσουν ένα άλογο. Η Άρτεμις χρησιμοποιούσε βέλη δηλητηριασμένα
με ίταμο. Με εντολή της μητέρας της και με τέτοια βέλη σκότωσε τα παιδιά της Νιόβης, που
καυχιόταν για την πολυτεκνία της, σε σύγκριση με τη Λητώ (΄Ομηρος Ιλ. 11.24.607). Η Άρτεμις
λατρευόταν, ανάμεσα σε άλλους και σ΄ ένα ναό, που βρισκόταν μέσα σ΄ ένα μεγάλο δάσος από 117
ίταμους στο αρκαδικό βουνό Αρτεμίσιο. Σήμερα το βουνό είναι ξερό και δεν υπάρχουν παρά
ελάχιστα τέτοια δέντρα. Το σκληρό και ανθεκτικό ξύλο του ίταμου ήταν από την αρχαιότητα
πολυζήτητο για ξυλουργικές εργασίες. Η ομορφιά του ξύλου και η βραδύτητα ανάπτυξης του
δέντρου, που μπορεί να ζήσει 2000 χρόνια, ήταν η αιτία της καταστροφής του. Σήμερα δεν υπάρχουν
απ΄ αυτό το περήφανο δέντρο παρά μόνο λίγα φτωχά απομεινάρια ....’’.
Είναι κωνοφόρο (φύλλα βελονοειδή, μαλακές βελόνες επίπεδες οξείες, με διάταξη αντίθετη,
μήκους 1-4.5 εκ και πλάτους 2-3 χιλιοστά), αλλά αποτελεί ειδική περίπτωση αφού δεν παράγει
ρητίνη και οι καρποί του δεν είναι κώνοι (έχουν ζωηρό κόκκινο χρώμα, είναι ζελατινώδες με
πολύ γλυκιά γεύση, δεν είναι δηλητηριώδεις και καταναλώνονται από τα πουλιά χωρίς να τους
προξενούν οποιαδήποτε βλάβη), έχουν σκληρό σπέρμα που περιβάλλεται από σαρκώδη μανδύα.
Ως φυτό ο Ίταμος, είναι σπάνιο, δίοικο και αειθαλές είδος που απειλείται με εξαφάνιση στην
Ελλάδα και σε άλλες χώρες (π.χ., Σκανδιναυία μέχρι Μεσόγειο, βόρεια Αφρική, Τουρκία,
Καύκασος). Στην Ελλάδα ο ΄Ιταμος ανήκει στην ομάδα των σπάνιων και υπό-εξαφάνιση ειδών
(τα δάση ΄Ιταμου αποτελούν τύπο οικότοπου με κωδικό 9580 που προστατεύεται από το
παράρτημα Ι της οδηγίας 92/43ΕΕ), καθώς οι βοσκοί και οι κτηνοτρόφοι το αφανίζουν, καθώς
είναι δηλητηριώδες για τα ζώα τους. Για τη διαιώνισή του ακολουθεί μια ιδιαίτερη οικο-
στρατηγική επιβίωσης, με αντοχή στις ανθρωπογενείς και άλλες πιέσεις, με πολύ αργή αύξηση,
που για να φτάσει στην ωριμότητά του απαιτούνται γύρω στα 70 χρόνια, ενώ η μακροβιότητά του
είναι παροιμιώδης. Είναι δέντρο που μεγαλώνει αργά και ζει πάρα πολλά χρόνια. Πιο
συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη διάμετρος του κορμού (σχεδόν τα 4m), εκτιμάται πως απαιτεί 2000
έτη ανάπτυξης. Ενδεχομένως πρόκειται για το πλέον μακρόβιο δένδρο της Ευρώπης. Η
μακροβιότητά του εξασφαλίζεται μερικώς από τη μοναδική ιδιότητα του ίταμου να ραγίζει, λόγω
του υπερβολικού βάρους της ανάπτυξης του κορμού του, δίχως όμως να προσβάλλεται από
ασθένειες στις ρωγμές όπως όλα σχεδόν τα υπόλοιπα δένδρα (ενδεχομένως λόγω τοξικότητας του
κορμού του).
Η κάθε αναγέννηση συμβαδίζει και με την προσμονή για τη ζωντάνια, το άπλετο φως, τα
χρώματα, και κατ’ επέκταση την άνθιση, τις φρέσκιες ιδέες, αλλά και τις
πραγματοποιήσιμες! Και γιατί Κουτσουπιά και Πασχαλία; Μα, σηματοδοτούν την άνοιξη,
και......με ότι αυτό συνεπάγεται. Άραγε, ποιός γνωρίζει ότι τα φύλλα της κουτσουπιάς,
παλαιότερα, χρησιμοποιούνταν ως ένα είδος αλουμινόχαρτου, στα ορεινά χωριά της Στερεάς
Ελλάδας και της Ηπείρου. Με τα μεγάλα, πλατιά κουτσουπόφυλλα, οι γυναίκες τύλιγαν τις
μπομποτίσιες κουλούρες τους για να τις παράχωσουν στη χόβολη. Άραγε, ποιός έχει δοκιμάσει τα
άνθη της κουτσουπιάς; Τα άνθη της είναι εδώδιμα, έχουν γλυκόξινη γεύση και αποτελούν
120
ευχάριστο συμπλήρωμα σε σαλάτες, ενώ με τα κλειστά άνθη ττης κάνουν τουρσί. Και .......οι
μέλισσες, αναζητούν τα άνθη και της κουτσουπιάς και της πασχαλιάς, όχι για να φτιάξουν μέλι,
αλλά για να τραφούν οι ίδιες, ......για την ανάπτυξή τους.
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, η Πασχαλιά ήταν μια πανέμορφη νύμφη, η Σειρήνα. Ο
Πάνας, ο θεός των δασών, γοητεύεται από την ομορφιά της και την κυνηγά μέσα στο δάσος.
Τρομαγμένη τότε η Σειρήνα του ξέφυγε και μετέτρεψε τον εαυτό της σε ένα αρωματικό θάμνο.
Τα άνθη της πασχαλιάς, προσφέρονται για την επέτειο γάμου. Τα μοβ άνθη της, συμβολίζουν στη
γλώσσα των λουλουδιών τα πρώτα συναισθήματα της αγάπης, ενώ τα λευκά άνθη της
αντιπροσωπεύουν τη νεανική αθωότητα. Επίσης, οι ποικιλίες διαφέρουν ως προς το άρωμα, αλλά
και ως προς την περίοδο άνθισης που διαρκεί από την αρχή μέχρι το τέλος της άνοιξης.
Μεταξύ των κοινών φυτών της Ελλάδας είναι και το δένδρο η Κουτσουπιά (Cercis siliquastrum),
και ο θάμνος η Πασχαλιά (Syringa vulgaris). Η Πασχαλιά, είναι καλλωπιστικό και
φαρμακευτικό φυτό, ενώ συνδέεται με την περίοδο του Πάσχα, την άνοιξη, καθώς τότε ανθίζει το
φυτό σε ταξιανθίες,. Φυτρώνει μόνη της στην κεντρική και δυτική Ασία και την ανατολική
Ευρώπη. Στην Ελλάδα συναντάται σε πετρώδεις τοποθεσίες της βόρειας ηπειρωτικής Ελλάδας
μέχρι τη Θεσσαλία. Τα φύλλα της είναι μεγάλα και έχουν σχήμα καρδιάς. Τα άνθη της είναι
μικρά, έχουν σωληνοειδές σχήμα, άσπρο ή ιώδες χρώμα και εκφύονται σε ταξιανθίες βότρεις. Ο
καρπός είναι δερματώδης κάψα, έχει δύο χώρους, που ο καθένας περιέχει δύο σπέρματα με
πτερύγιο. Πολλαπλασιάζεται με σπόρο, με καταβολάδες, με μοσχεύματα και με εμβολιασμό.
Υπάρχουν πολλές ονομαστές ποικιλίες και είδη πασχαλιάς. Πολλές ποικιλίες πασχαλιάς είναι
συλλεκτικά γνωστές ως γαλλικά υβρίδια, γιατί αναπτύχθηκαν από λάτρεις των λουλουδιών στους
κήπους των Γαλλικών πόλεων Rouen και Nancy στα τέλη του 19ου με τις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι επώνυμες ποικιλίες και τα διάφορα είδη, εξαρτώνται από το χρώμα το σχήμα και το μέγεθος.
Τα χρώματα αρχίζουν από το καθαρό λευκό και το απαλό κίτρινο μέχρι το βαθύ μοβ. Μερικές
ποικιλίες παρουσιάζουν και διχρωμία. Ωστόσο, συνηθίζεται να αποκαλούν στην Ελλάδα, κάποιο
άγριο δένδρο ως Αγριοπασχαλιά (Melia azedarach) ή Λουλουδιά ή Μέλια ή Μοσκοκαρφιά ή
Σολομός, ή Ψευδομέλια ή Πασχαλιά των Ινδιών, το οποίο όμως δεν έχει σχέση με την κοινή
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Πασχαλιά, εκτός μόνο για τα ωραία ευωδιαστά άνθη του. Η λατινική ονομασία του φυτού
πασχαλιά -γένος Syringa, σημαίνει αυλός, ή και ειδικός σωλήνας. Οι ανθοφόροι αυτοί
φυλλοβόλοι θάμνοι ευδοκιμούν σε θέσεις με αρκετό ήλιο, χρειάζονται καλό αερισμό τα κλαδιά
τους –άρα κλάδεμα, ενώ το χώμα του φυτού πρέπει να στραγγίζει καλά και να είναι κατά
προτίμηση αλκαλικό. Αλλά για να ανθίσει η πασχαλιά υπερβολικά και να ευωδιάζουν τα άνθη
της,πρέπει ο χειμώνας που πέρασε, να είχε χαρακτηριστικές θερμοκρασίες ψύχους. Στην
ανθοκομική για να δώσετε στην Πασχαλιά σχήμα, κόψτε τις νεαρές κορυφές των βλαστών και
αφαιρέστε τακτικότατα τα παλιά άνθη της. Έτσι, την επόμενη χρονιά τα μπουμπούκια θα
εμφανιστούν σε ζευγάρια στην θέση των φύλλων, στα κλαδιά. Βαθύ κλάδεμα σημαίνει λιγότερα
λουλούδια τη χρονιά της ανθοφορίας, ενώ το ελαφρύ κλάδεμα καλό είναι να γίνεται αμέσως μετά
την περίοδο ανθοφορίας, για να έχουμε όσο το δυνατό περισσότερα άνθη την επόμενη χρονιά.
Όπως και με τους περισσότερους ανθοφόρους θάμνους, αν θέλουμε να αναζωογονήσουμε μια
γερασμένη πασχαλιά κάνουμε βαθύ κλάδεμα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, καθώς το φυτό
βρίσκεται σε χειμερινό λήθαργο (διάπαυση).
Η κουτσουπιά ή μαμουκαλιά ή δένδρο του Ιούδα ή δένδρο της Ιουδαίας (από τη γαλλική Arbre
de Judée=δέντρο της Ιουδαίας), διακρίνεται για τα ροζ-μοβ, σαν των μπιζελιών, άνθη της
που ''αναδύονται'' από τα κλωνάρια, αλλά και από τον κορμό του δέντρου, πριν βγούνε τα φύλλα.
Η ανθοφορία της προσελκύει τις μέλισσες, αλλά δίνει και μελίτωμα. Οι μελισσοκόμοι λένε ότι οι
κουτσουπιές βουίζουν σαν ηχεία, από τα μελίσσια που προσελκύουν τα άνθη τους. Οι μέλισσες
επισκέπτονται θα άνθη της, χώνονται μέσα στο άνοιγμα που έχουν αυτά, και ρουφάνε το νέκταρ
αρκετή ώρα ακίνητες. Η Κουτσουπιά δίνει κυρίως νέκταρ αλλά και γύρη και είναι πολύτιμο
δέντρο για την ανάπτυξη περισσότερο των μελισσιών, παρά για συγκομιδή μελιού. Η
κουτσουπιά παράγει τόσο πολλά άνθη που όταν πέφτουν στο έδαφος, δημιουργούν "χαλί" , που
συμβάλλει στη λίπανση του εδάφους.Η κουτσουπιά είναι ένα δέντρο που φυτρώνει είτε άγριο,
είτε καλλιεργείται σε κήπους και πάρκα για αισθητικούς λόγους.
H Κουτσουπιά, είναι φυλλοβόλο δέντρο της Μεσογείου και αυτοφυές της ελληνικής χλωρίδας με
μια χαρακτηριστική ροδόχρωμη κόμη, όταν βρίσκεται σε ανθοφορία από τα τέλη Φεβρουαρίου
μέχρι και τα τέλη Απριλίου. Τα άνθη της βγαίνουν σε ομάδες κατευθείαν από τα κλαδιά ή και το 121
βλαστό. Οι καρποί της μοιάζει με φασόλια (χέδρωπας) είναι αρχικά πράσινοι και αργότερα
γίνονται κόκκινο-καφέ. Ως φυτό αναπτύσσεται τόσο στην παραθαλάσσια, όσο και στην ορεινή
ζώνη. Έχει φύλλα εναλλασσόμενα, κυκλικά-καρδιοειδή-νεφροειδή, με μακρύ μίσχο. Μπορεί να
φτάσει σε ύψος τα 5 μέτρα. Εξαπλώνεται σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά του
Β. Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους. Σύμφωνα με τον θρησκευτικό μύθο, η κουτσουπιά είναι το
δέντρο που κρεμάστηκε ο Ιούδας μετά την προδοσία. Όμως, το ευλύγιστο κλωνάρι της λύγισε και
έτσι ο Ιούδας δεν πέθανε αμέσως, αλλά έμεινε εκεί, τρεις μέρες. Γι' αυτό και η ψυχή του δεν
βρέθηκε στον Κάτω Κόσμο. Το όνομα του γένους Cercis προήλθε από την λέξη «κερκίς» ,ένα
εξάρτημα του αργαλειού, που στην αρχαιότητα φτιαχνόταν από το ξύλο της κουτσουπιάς. Το
ξύλο της κουτσουπιάς δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Παλαιότερα κάποιοι μερακλήδες έφτιαχναν
μικροέπιπλα ή στόλιζαν με ξύλο κουτσουπιάς το σαμάρι του ζώου τους.
Ως καλλιεργούμενο δένδρο είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό, χωρίς πολλές καλλιεργητικές φροντίδες.
Προτιμάται να φυτεύεται σε ηλιόλουστα σημεία του κήπου. Μπορεί να φυτευτεί ακόμα και σε
φτωχά εδάφη ή ασβεστώδη. Είναι απόλυτα προσαρμοσμένο στις κλιματολογικές συνθήκες του
τόπου μας, αφού είναι φυτό ελληνικής φύσης. Αντέχει στην ξηρασία και είναι ανθεκτική σε
υψηλές και χαμηλές θερμοκρασίες. Φυτεύεται σε παραθαλάσσιες περιοχές και σε περιοχές με
υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση. Δεν αναπτύσσεται με γρήγορο ρυθμό. Φτάνει σε ύψος τα 8-12 m
. Όμως μπορεί να διαμορφωθεί και σαν θάμνος με ύψος 3-4 m και πλάτος 2m. Με σχετικά αραιή
βλάστηση, η κόμη του έχει σχήμα στρογγυλό. Ο κορμός και τα κλαδιά έχουν σκούρο καφέ χρώμα
ενώ τα φύλλα του είναι στρογγυλά και μεγάλα. Τα κλαδιά της κουτσουπιάς είναι πολύ ευλύγιστα
και δεν σπάνε εύκολα με τον αέρα.
Η κουτσουπιά εμφανίζεται παγκοσμίως με 7 είδη φυλλοβόλων δέντρων. Το είδος που
καλλιεργείται περισσότερο διαδομένο σε όλες τις μεσογειακές περιοχές είναι η Κερκίς ή
κερατονιοειδής (Cercis siliquastrum). Αυτή κατάγεται από τη Μέση Ανατολή, έχει κορμό συχνά
κυρτό, ελικοειδή και χωρίζεται αρκετά κοντά στο έδαφος σε χοντρά κλαδιά ακανόνιστου
σχήματος. Η φλούδα του είναι μαύρη και παρουσιάζει ρωγμές. Τα πιο νεαρά κλαδιά είναι σκούρα
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
κόκκινα. Η κόμη με διάμετρο 3-4.5μ, είναι πλατιά. Τα φύλλα είναι πράσινα-μπλέ έχουν σχήμα
καρδιάς ή νεφρού και μακρύ μίσχο. Άλλα είδη και ποικιλίες της είναι η Κερκίς η καναδική
(Cercis canadensis) που προέρχεται από τη βόρεια Αμερική, όπου φυτρώνει μόνο-του φτάνοντας
το ύψος των 6-8μ. Έχει ζωηρά πράσινα φύλλα και ανοιχτά ροζ λουλούδια. Αντέχει αρκετά καλά
στο κρύο. Η ποικιλία «Λευκή» (Alba) έχει άσπρα λουλούδια. Η Κερκίς η
βορτυοειδής (Cercis racemosa), κατάγεται από την Κίνα και φτάνει σε ύψος τα 8-10μ. Γενικά
είναι αρκετά ανθεκτικό δένδρο, αλλά ευαίσθητο στο κρύο. Τα φύλλα είναι βαθυπράσινα με την
κάτω επιφάνεια σκεπασμένη από λεπτό χνούδι. Τα λουλούδια είναι ενωμένα σε μεγάλους βότρεις
κρεμάμενους προς τα κάτω σε έντονο ροζ χρώμα. Η Κέρκις η σινική (Cercis sineusis),
κατάγεται από την Κίνα και την Ιαπωνία και μπορεί να φτάσει το ύψος των 15μ, αλλά δεν είναι
πολύ εύρωστη. Συχνά παίρνει τη μορφή πολύ απλωτού δενδρυλλίου. Τα φύλλα μάλλον
δερματώδη είναι γυαλιστερά πράσινα και το φθινόπωρο γίνονται κίτρινα. Τα λουλούδια είναι
ροζ-μοβ με λίγες ή πολλές άσπρες ραβδώσεις. Είναι πολύ ευαίσθητη στο κρύο και μπορεί να
καλλιεργηθεί στο ύπαιθρο μόνο στις ζεστές περιοχές.
__________
122
Μόλις, λίγα μέτρα κάτω από την ψηλότερη κορυφή του όρους Όχη (1398 μ.) στη νότια Εύβοια,
βρίσκεται το πλέον εντυπωσιακό και καλοδιατηρημένο Δρακόσπιτο. Δυσπρόσιτο και απόμακρο,
σε πλήρη αρμονία με την εκεί φύση, στους βράχους και στις πέτρες. Το μεγαλίθινο αρχαίο αυτό
ορθογώνιο κτίσμα (χρονολογείται στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 3ου π.Χ. αιώνα), είναι
κατασκευασμένο από τεράστιους ογκόλιθους χωρίς συνδετικό κονίαμα. Η είσοδος είναι στη
μεγάλη πλευρά, σε αντίθεση με τους αρχαίους ναούς, όπου η είσοδος είναι στη μικρή πλευρά. Οι
τοίχοι είναι τόσο χοντροί που οδηγούν το νου σε φαντασιώσεις υπερανθρώπων να τοποθετούν με
αξιοζήλευτη μαστοριά, σε διαδοχικές στρώσεις, τις τεράστιες πελεκημένες πέτρες. Εξάλλου,
χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος κατασκευής της στέγης, όπου οι πέτρες εισχωρούν εσωτερικά
η μία στην άλλη και σχηματίζουν ένα κατασκεύασμα που θυμίζει συνολικά αναποδογυρισμένη
σκάφη. Τα Δρακόσπιτα, οι ‘’κυκλώπειες’’ αυτές κατασκευές, είναι χτισμένες σε κορυφές και
απότομες πλαγιές στη νοτιοδυτική και κεντρική Εύβοια. Κοινά χαρακτηριστικά τους αποτελούν η
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
απόκρημνη και εποπτική θέση στην οποία έχουν κατασκευασθεί, οι κατασκευαστικές
λεπτομέρειες της μεγαλιθικής τοιχοποιίας και της εισόδου τους και κυρίως ο τρόπος στέγασης
τους, με μεγάλες βαριές πλάκες. Η κάθε στρώση πλακών εξέχει λίγο περισσότερο από την
αμέσως κατώτερη της, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η δημιουργία μίας πυραμιδωτής στέγης. Αυτός
ο τρόπος κατασκευής της στέγης (λέγεται εκφορικός και οι πέτρες της οροφής εισχωρούν
εσωτερικά η μία στην άλλη και σχηματίζουν ένα κατασκεύασμα που είναι σαν κλιμακωτή
κόλουρη πυραμίδα), συναντάται πολύ σπάνια, στη Δήλο, στις σήραγγες της αρχαίας Τίρυνθας, η
κεκλιμένη κατάβαση προς την Περσία κρήνη των Μυκηνών, η Μυκηναϊκή γέφυρα στο δρόμο
που οδηγεί από το Ναύπλιο στην Επίδαυρο, αλλά και σε αρχαίες επίσης κατασκευές στην
Ιρλανδία και στην Ιταλία.
Τα Δρακόσπιτα στην Εύβοια, αποτελούν μία ομάδα περισσοτέρων από 25 λίθινων μνημειακών
υπερκατασκευών, τετράγωνης ή κυρίως ορθογώνιας κάτοψης. Καλύτερα σωζόμενα είναι το
Δρακόσπιτο στην κορυφή του όρους Όχη (διαστάσεις: 12,40 x 7,63 μ.) στα βόρεια της Καρύστου
και το συγκρότημα Πάλλη-Λάκκα στα Στύρα (Δρακόσπιτο Α - βόρειο: 12,40 x 6,20 μ.,
Δρακόσπιτο Β - νότιο: 12,40 x 6,20 μ., Δρακόσπιτο Γ - ανατολικό: 6,15 x 6,15 μ.). Άλλα
Δρακόσπιτα έχουν εντοπισθεί στις ορεινές περιοχές γύρω από τα Στύρα, όπως στις θέσεις Λιμικό
(διαστάσεις: 7,65 x 6,25 μ.), Ίλκιζες (Δρακόσπιτο Α: 11,40 x 5,70 μ., Δρακόσπιτο Β: 6,20 x 5,80
μ.), Κούρθεα (Δρακόσπιτο Α: 5,95 x 5,85 μ., Δρακόσπιτο Β: 4,60 x 4,60 μ.), Αμινού, αλλά και
χαμηλότερα στο Νημποριό (Πύργος Νημποριού: 7,40 x 6,50 μ.), και στη θέση Βίγκλια στη
Λεύκα Νέων Στύρων και αλλού. Το κτίριο στο Νημποριό αποτελεί έναν τυπικό πύργο
ελληνιστικών χρόνων και συσχετίζεται με τα παρακείμενα αρχαία λατομεία. Επίσης, άλλα δύο
Δρακόσπιτα έχουν εντοπισθεί στην κεντρική Εύβοια, στο όρος Δίρφη και κοντά στο Βατώντα.
«Η τοιχοποιία αποτελεί έναν άθλο......... και η ισορροπία επιτυγχάνεται και διατηρείται μόνον από τα
υποκείμενο και υπερκείμενα βάρη. Η ανυπαρξία θεμελίωσης, όπως πιθανολογούμε, σε συνδυασμό με
την μέχρι σήμερα διατήρηση τους δεν δείχνει παρά τις απίθανες κατασκευαστικές ικανότητες
των τεχνικών αυτού του λαού που τα οικοδόμησε. Μόνον τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην
Όχη, στα 1400 μέτρα περίπου υψόμετρο, αν σκεφθούμε, με το πολύ χιόνι και το δυνατό άνεμο, στα
οποία αντιστέκεται ένα οικοδόμημα με ξερολιθιά, με τεράστιες και πολύ βαριές πέτρες, αποδεικνύουν 123
τις θαυμαστές τεχνικές της εποχής εκείνης», αναφέρει πολύ παραστατικά ο καθηγητής Ν.
Μουτσόπουλος (1927, αρχιτεκτονική, ΑΠΘ) που έκανε σχετική ανασκαφή με την ομάδα του
1959 στο δρακόσπιτο του όρους Όχη. Όμως, ο πρώτος που ανακάλυψε το δράκοσπιτο της Όχης,
ήταν ο άγγλος γεωγράφος M. P. Hawkins, το 1797. Ένας μεταγενέστερος ερευνητής ο Em.
Ultichs, το 1842, θεώρησε το δρακόσπιτο της Όχης ως ναό του Δία και της Ήρας, ενώ πολλοί
άλλοι έχουν μελετήσει αυτές τις μεγαλίθινες κατασκευές στην Εύβοια.
Τα Δρακόσπιτα, κατά την λαϊκή παράδοση της Εύβοιας, τα ‘’Σέντια των Δράκων’’, είναι
κατοικίες των υπερφυσικών αυτών όντων, των Δράκων. Ο Δράκος, ως υπερφυσικό πλάσμα,
συναντάται στην παγκόσμια μυθολογία και παίρνει διαφορετικές υπερφυσικές μορφές. Οι
Δράκοι, ως ανθρωπόμορφοι γίγαντες ή και φτερωτά μεγάλα φίδια, κατέχουν μεγάλες δυνάμεις,
τόσο φυσικές, όσο και πιο λεπτές και πνευματικές. Είναι φύλακες πολλές φορές μεγάλων
θησαυρών και των μυστικών της ζωής, του θανάτου, αλλά και της αθανασίας. Έτσι, και στην
λαϊκή παράδοση της Εύβοιας έχουν διασωθεί μέχρι και σήμερα πολλές τέτοιες ιστορίες, για
δράκους που ζούσαν σε πέτρινα πανάρχαια σπίτια ή σπηλιές-σέντια.
Ωστόσο, τα δρακόσπιτα, προκαλούν, εντυπωσιάζουν και προβληματίζουν. Έχουν διατυπωθεί οι
πιο αντιφατικές απόψεις σχετικά με τη λειτουργία τους. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι ειδικά το
Δρακόσπιτο της Όχης έχει θεωρηθεί αρχαίο ιερό αφιερωμένο στη λατρεία του Δία και της Ήρας,
φρυκτωρία, φυλάκιο, καταφύγιο λατόμων και κατοικία ρωμαϊκού στρατιωτικού αποσπάσματος
που φρουρούσε τα λατομεία και έχει χρονολογηθεί από τον 6ο έως τον 2ο - 1ο αιώνα π.Χ.
Ακόμη, το Δρακόσπιτο της Όχης, όπως και το συγκρότημα Πάλλη-Λάκκα στα Στύρα έχουν
θεωρηθεί αποθήκες και ιερά που κατασκευάστηκαν από Κάρες σκλάβους (οι Κάρες ήταν
αρχαιότατος λαός στη Μικρά Ασία που κατοικούσαν νοτιοδυτικά της Ιωνίας στην Καρία στην
απόκρυμνη Μυκάλη τη Μίλητο και την κοιλάδα του Μαίανδρου ποταμού), που εργάζονταν στα
λατομεία του καρύστιου λίθου κατά την ύστερη ελληνιστική και πρώιμη ρωμαϊκή περίοδο.
Άλλοι, τα θεωρούν ταφικά κτίσματα, ή καταφύγια λατόμων, ή και λιθόκτιστες καλύβες των τότε
βοσκών. Κάποιοι άλλοι, θεωρούν ότι τα δρακόσπιτα είναι μεγαλιθικά κτίσματα που
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
κατασκευάστηκαν στην Εποχή του Χαλκού (περίοδος ανάπτυξης ενός πολιτισμού όπου είχαν
αναπτυχθεί μεταλλουργικές τεχνικές εξόρυξης και κατεργασίας του χαλκού, αλλά και μέθοδος
χρονολόγησης των προϊστορικών κοινωνιών που διαδέχθηκαν τη νεολιθική περίοδο. Στο Αιγαίο
η εποχή του χαλκού αρχίζει περίπου το 3000π.Χ.). Εξίσου αινιγματική παραμένει η ταυτότητα
των κατασκευαστών-οικοδόμων των δρακόσπιτων. Ήταν οι Δρύοπες, μυθικοί κάτοικοι της
Καρυστίας, που με τόση επιδεξιότητα κατασκεύασαν αυτά τα μεγαλιθικά οικοδομήματα; ή
μήπως ήταν οι Κάρες, ορεινός λαός της ανατολής, γνωστός για τα αρχιτεκτονήματά του στην
Αλικαρνασσό, που έχουν αρκετές ομοιότητες με τα αντίστοιχα δρακόσπιτα της Εύβοιας;
Κοινό χαρακτηριστό των δρακόσπιτων είναι ότι όλα φτιάχτηκαν από ντόπια πέτρα, χωρίς να έχει
χρησιμοποιηθεί συνδετικό υλικό, είναι δηλαδή οικοδομημένα ξερολιθιά. Σε καμιά από τις πέτρες δεν
υπάρχουν συνδετικοί γόμφοι, αλλά υπάρχουν μόνο μικρές πέτρες που χρησιμοποιούνται ως σφήνες,
που συναντούμε στους τοίχους όλων γενικά των δρακόσπιτων ΟΙ πέτρες που έχουν χρησιμοποιηθεί
είναι όλες μεγάλες και αρκετές φορές τεράστιες. Συνήθως είναι πλατιές, άσχετα αν το πάχος τους
ποικίλει από 0.20 – 0.80 εκατοστόμετρα, αφού το μήκος τους φτάνει και τα 4 μέτρα, ενώ το πλάτος
τους υπερβαίνει σε πολλές τα 2 μέτρα. Επίσης, οι διαστάσεις των δρακόσπιτων κυμαίνονται
περίπου από 5 μέχρι και 13 μέτρα. Πουθενά, στη γύρω περιοχή δεν υπάρχουν ίχνη μεταφοράς των
λίθων (π.χ., διάδρομος, γλίστρες κ.ά). Τουναντίον η ομοιότητα του υλικού τοιχοδομίας των
δρακόσπιτων με το πλησιέστερο πέτρωμα και τα ίχνη λατόμευαης που υπάρχουν πλάι σε αρκετά
δρακόσπιτα, οι αφαιρετικές εργασίες από πλαϊνούς βράχους, καθώς και σε άλλους πολύ κοντινούς,
δείχνουν ότι η εξόρυξη και επεξεργασία γινόταν επί τόπου. Όλοι οι μεγάλοι λίθοι που
χρησιμοποιήθηκαν είναι λαξευμένοι σε άλλα πολύ και σε άλλα λιγότερο ή καθόλου. Χαρακτηριστικό
είναι ότι οι εσωτερικές πέτρες είναι περισσότερο και καλύτερα λαξευμένες από τις εξωτερικές σε
όλα τα δρακόσπιτα. Στο δρακόσπιτο της Όχης, συμφωνούν όλοι οι ερευνητές, ότι συναντάμε τις
πιο καλά λαξευμένες πέτρες. Όμως τις τέλεια λαξευμένες πέτρες, όταν δεν είναι σχιστόλιθος, τις
βρίσκουμε στον Πύργο του Νημποριού και στο πρώτο από τα δυο δρακόσπιτα στη θέση Κούρθεα. Το
ίδιο και στα δρακόσπιτα της Δίρφυς και της Γιαμήνας.. Οι τοίχοι των δρακόσπιτων είναι διπλής δομής.
Δηλαδή αποτελούνται από δυο ισόδομες κατασκευές και μόνον κατά διαστήματα υπάρχουν συνδετικές
πέτρες, αυτές που οι τεχνικοί ονομάζουν διάτονους λίθους ή μπατικές πέτρες και που ο' αυτά τα 124
οποία είναι γκρεμισμένα φαίνονται πολύ καλά. Αυτό το χαρακτηριστικό, τη διπλή δομή, εύκολα το
καταλαβαίνουμε γιατί όταν παρατηρούμε έναν τοίχο, οποιονδήποτε, εξωτερικά και εσωτερικά, όπου
αυτό είναι δυνατόν, αντιλαμβανόμαστε ότι οι δόμοι δεν είναι αντίστοιχοι. Οι εξωτερικές πέτρες δεν
είναι ίδιες με τις εσωτερικές, ούτε στις διαστάσεις, ούτε στη θέση.
Η Εύβοια έχει συνδεθεί με όλες σχεδόν τις στιγμές της Ελληνικής μυθολογίας. Ένα πλήθος από
μύθους προσπαθεί να εξηγήσει και να εξυμνήσει τη Φύση της περιοχής. Δεν είναι καθόλου
τυχαίο ότι η περιοχές της Όχη, του Καβο-Ντόρο και της Καρύστου, είναι αντίστοιχα
συνδεδεμένες με τρείς θεότητες, την Ήρα, τον Ποσειδώνα και τον Απόλλωνα. Από τον
Δευκαλίωνα και την Πύρρα που κατέφυγαν στην Αιδηψό, μέχρι τον ίδιο τον Ηρακλή, τον
Κένταυρο Νέσσο και όλους τους Θεούς του Ολύμπου. Η Εύβοια είναι η αγαπημένη περιοχή του
θεού Απόλλωνα. Στην περιοχή των Στύρων λατρεύονταν η Θεά Αφροδίτη, ενώ στην κορυφή του
όρους ΄Οχη, στην Καρυστία λατρεύονταν ο Δίας και η Ήρα, όπου βρίσκεται και το πιο
ενδιαφέρον Δρακόσπιτο, σε υψόμετρο 1380 μέτρα. Εξάλλου, προς τιμή του Βορείου ανέμου
γινόταν μια γιορτή-τελετή, όπου ψαλλόταν ένας ύμνος πάνω από βωμό για να κοπάσει ο άνεμος.
Επίσης, στη μυθολογία είναι γνωστός ο εκατόγχειρας Βριάρεως ή Αιγαίων με τα εκατό χέρια (οι
άλλοι δύο εκατόγχειρες ήταν ο Κόττος και ο Γύγης), που αντιπροσώπευε τις θύελλες και τις
τρικυμίες, εξουσίαζε τα κύματα, και είχε σχέση με την περιοχή της Καρύστου, που ονομαζόταν
Αιγαία.
Αλλά, οι νότια Εύβοια στην αρχαιότητα ήταν διάσημη για το μάρμαρό της. Τα αρχαία λατομεία
της Όχης βρίσκονται στις νότιες πλαγιές της, μεταξύ των χωριών Μεκουνίδα και Αετού. Ο
Στράβωνας γράφει για τους περίφημους, “καρυστινούς κίονες” οι οποίοι ήταν μονόλιθοι. Ήταν
τόσο εντατική η λατομική δραστηριότητα ώστε στο χωριό Μαρμάρι, τον κύριο κόμβο εξαγωγής
καρυστινού μαρμάρου, υπήρχε ναός για τη λατρεία του Μαρμαρίνου Απόλλωνα. Λέγεται ότι η
εντατική εξόρυξη του μαρμάρου πρέπει να έγινε, κυρίως τη Ρωμαϊκή εποχή. Στην εποχή του
Ιουλίου Καίσαρα και του Αυγούστου, το καρυστινό μάρμαρο ήταν περιζήτητο στη Ρώμη, κυρίως
για την κατασκευή μονολιθικών κιόνων. Χρησιμοποιούνταν επίσης σε επενδύσεις τοίχων και
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
δαπέδων. Ακόμα και σήμερα στο Μοναστηράκι της Αθήνας, μπορεί κανείς να θαυμάσει
μονολιθικούς κίονες καρυστινού μαρμάρου στη βιβλιοθήκη του Αδριανού. Το αξιολογότερο
μνημείο της αρχαίας λατομίας βρίσκεται στη θέση ‘’Κύλινδροι Μύλων’’, ψηλότερα από το χωριό
των Μύλων στην Κάρυστο. Εδώ διατηρούνται, στη θέση όπου λαξεύτηκαν από το μητρικό
πέτρωμα, γιγάντιοι μονολιθικοί κίονες μήκους 12 μέτρων, οι κύλινδροι, όπως τους αποκαλούν οι
ντόπιοι. Στα αρχαία λατομεία μπορεί κανείς να διακρίνει ίχνη της αρχαίας λατομικής
δραστηριότητας π.χ. ορθογώνια λαξευμένα σε βράχο για έμπηξη πασσάλων, αποσπασμένους και
μη ορθογώνιους ογκόλιθους και θραύσματα κιόνων. Το πιο ενδιαφέρον από όλα, είναι η
πιθανότητα σύνδεσης των αρχαίων λατομείων με τα δρακόσπιτα της νότιας Εύβοιας. Υπάρχει η
θεωρία ότι τα δρακόσπιτα ήταν ναοί αφιερωμένοι στον προστάτη των λατόμων Ηρακλή, που
βλέποντάς τους από μακριά τους έδινε κουράγιο και δύναμη για να συνεχίσουν το πολύμοχθο
έργο τους.
Μεγαλιθικές κατασκευές είναι γνωστές σε ολόκληρο τον κόσμο. Ειδικότερα στη Μεσόγειο και
την κεντρική Ευρώπη μεγαλιθικά μνημεία κατασκευάζονταν σε όλη τη διάρκεια της νεώτερης
προϊστορίας. Πολλά από αυτά χρησίμευαν σαν τόποι λατρείας, αστρονομικά παρατηρητήρια ή
νεκροταφεία, ενώ για άλλα μόνο αβέβαιες υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για τον προορισμό
τους. Η μοναδικότητα των δρακόσπιτων αποτελεί πειστικό επιχείρημα ότι δημιουργήθηκαν από
φορείς ενός ντόπιου πολιτισμού με αξιοθαύμαστες ικανότητες στην κατεργασία της πέτρας και
βαθιές γνώσεις αρχιτεκτονικής και στατικής επάρκειας αυτών των κτισμάτων. Οι στιβαροί όγκοι
τους, η χρησιμοποίηση βαριών ορθογωνισμένων μονόλιθων και ο δεξιοτεχνικός τρόπος σύνδεσής
τους δίνουν την εντύπωση μιας πραγματικής αρχιτεκτονικής πρόκλησης.
____
__________
- Υλικά από το Νήμα του Ιστού της Αράχνης: ούτε Σπάνια, αλλά ούτε και
Τοξικά
Η αράχνη δεν είναι έντομο, καθώς έχει 4 ζευγάρια πόδια, κεφαλοθώρακα και δεν διαθέτει φτερά. 125
Αναπνέει με ένα είδος αρχέγονων πνευμόνων.Tο σώμα της διακρίνεται σε κεφάλι με 4 μάτια, σε
θώρακα απ’ όπου ξεφυτρώνουν 4 ζευγάρια πόδια και σε κοιλιά, όπου υπάρχει το πεπτικό της
σύστημα. Επίσης, στο κάτω μέρος της κοιλιάς της υπάρχουν ειδικοί πόροι, που λέγονται
αραχνογόνοι αδένες απ’ όπου βγαίνει ένα ιξώδες υγρό, το οποίο μόλις έρθει σε επαφή με τον
αέρα πήζει και δημιουργεί ένα πολύ λεπτό νήμα. Μ' αυτό το νήμα η αράχνη πλέκει τον ιστό της.
Η κατοικία της είναι ο ιστός της (δίχτυ). Τον υφαίνει η ίδια. Ζει κρεμασμένη στα κλαδιά των
δέντρων και των θάμνων, στις γωνιές που σχηματίζουν οι τοίχοι και τα ταβάνια των σπιτιών και
των χαλασμάτων. Ο ιστός της, εκτός από κατοικία, χρησιμοποιείται από την αράχνη και για το
πιάσιμο της λείας της. Σ' αυτόν αιχμαλωτίζονται διάφορα έντομα και άλλα ζώα. Κάθε φθινόπωρο
η θηλυκή αράχνη γεννά μερικές εκατοντάδες αυγά που έχουν κιτρινωπό χρώμα, τα τυλίγει με ένα
κουκούλι και τα κρύβει σε διάφορα μέρη. Από τα αυγά βγαίνουν τέλειες μικρές αράχνες που
αρχίζουν μόνες τους τη δική τους ζωή, χωρίς να έρθουν καθόλου σε επαφή με τους γονείς τους.
Η αράχνη κινεί τα πόδια της, όχι με μυς αλλά με ‘’υδραυλική’’ ώθηση. Για τη δημιουργία του
νήματος του ιστού της, διαθέτει έξι διαφορετικούς αδένες για την παραγωγή της ουσίας σε υγρή
μορφή και άλλο ένα σετ οργάνων για τη διαμόρφωσή της σε κλωστή. Αυτός ο δεύτερος
‘’οργανικός μηχανισμός’’ λειτουργεί περίπου όπως το ‘’κομπρεσέρ’’ μιας μηχανής καφέ
εσπρέσο. Εκτοξεύει ριπές της ουσίας, με συγκεκριμένο ρυθμό. Το μυστικό αυτού του
μηχανισμού αποκαλύφθηκε το 2012 (δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Βiophysical
Journal, από ομάδα ερευνητών του γερμανικού Ινστιτούτου θεωρητικών σπουδών της
Χαϊδελβέργης). Κατά τη δημοσίευση, η κλωστή του ιστού της αράχνης απαρτίζεται από δύο
δομικά στοιχεία, ένα μαλακό και άμορφο και ένα ισχυρό και κρυσταλλικό. Το άμορφο μέρος
είναι αυτό που προσδίδει ελαστικότητα στο μετάξι και ανακατανέμει τις καταπονήσεις. Αυτό το
άμορφο υλικό, βασίζεται σε δεσμούς υδρογόνου, που είναι από 100 ως και 1.000 φορές πιο
ασθενείς από τους μεταλλικούς δεσμούς του ατσαλιού ή εκείνους του υφάσματος Κevlar (πολύ
ανθεκτικός τύπος υφάσματος με εξαιρετική αντοχή στην κρούση και έτσι χρησιμοποιείται και ως
αντιβαλλιστικό ύφασμα).
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Υφαίνει αδιάκοπα τον ιστό της εδώ και 300 εκατομμύρια χρόνια, από τότε που
πρωτοεμφανίστηκε στη Γη. Έχει περίπου 40.000 ταυτοποιημένα είδη πάνω στη Γη, και από αυτά,
μόνο ένα είδος είναι φυτοφάγο, τα υπόλοιπα στήνουν τις δικτυωτές παγίδες τους, τους ιστούς
τους, πιάνοντας κάθε ιπτάμενο έντομο και όχι μόνο. Το δίχτυ, ο ιστός της αράχνης ήταν ανέκαθεν
ένα σημαντικό ερευνητικό πεδίο για τους μηχανικούς, τους βιοχημικούς, την ιατρική, τη φυσική,
τα μαθηματικά, τη διαστημική. Ο ιστός της αράχνης βέβαια έχει το 1/10 του πάχους μιας
ανθρώπινης τρίχας, και στον δικό μας κόσμο με τα δικά μας μέτρα και σταθμά δεν φαντάζει τόσο
ισχυρός. Οι επιστήμονες εδώ και πολύ καιρό προσπαθούν να αντιγράψουν αυτό το θαύμα της
φύσης, ώστε να το εκμεταλλευτούν. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατασκευή
υλικών με πολύ μεγαλύτερη ανθεκτικότητα, σε ένα πολύ ευρύ πεδίο εφαρμογών. Και οι ειδικοί
διερωτώνται πως ένα τόσο μικρό πλάσμα να βγάζει από το σώμα του τόσα πολλά μέτρα
κολλώδους ουσίας, να την πλέκει σε δίχτυ και να το μπαλώνει, χωρίς ποτέ να μπερδεύονται οι
ίνες μεταξύ τους; Και πώς μπορεί αυτό το πανάλαφρο υλικό να αντιστέκεται στην πρόσκρουση
μεγάλων εντόμων και να τα εγκλωβίζει; Η ουσία που εκκρίνει η αράχνη δεν είναι άλλη, από μια
παραλλαγή του γνωστού μας μεταξιού.
126
Η κατασκευή του ιστού από μια αράχνη είναι μια ενεργειακή δαπανηρή διαδικασία, λόγω στη
μεγάλη ποσότητα της πρωτεΐνης που απαιτείται, με τη μορφή ειδικού νήματος. Ωστόσο, δεν είναι
ασυνήθιστο για τις αράχνες να τρώνε τον ιστό τους, μετά από μια χρονική περίοδο,
αποζημιωμένες για την ενέργεια που χρησιμοποίησαν στην κατασκευή του. Έτσι, το σύμπλοκο
πρωτεϊνικό μόριο του νήματος των ιστών τους, ανακυκλώνεται. Η αράχνη αποτελεί ένα
ολόκληρο επιστημονικό εργαστήριο. Οι τρόποι που πιάνει το θήραμά της είναι διαφορετικοί από
οικογένεια σε οικογένεια. Πιάνουν έντομα, μικρά πουλιά, μικρά θηλαστικά, ερπετά, ψάρια, ή
κάποια άλλη μικρή μορφή ζωής. Μόλις μια αράχνη έλθει σε επαφή με το θήραμά της, θα
προσπαθήσει να το δαγκώσει. Έτσι, με το δάγκωμα πρώτον προκαλούν στο θήραμα τη μηχανική
ζημιά και τον πόνο, ενώ σε επόμενο στάδιο επιλέγουν να εκχύσουν δηλητήριο, συνήθως
νευροτοξίνες, που παρεμποδίζουν ζωτικής σημασίας λειτουργίες των θυμάτων τους, μέχρι να
επέλθει ο θάνατος τους. Η πέψη των θηραμάτων τους πραγματοποιείται εσωτερικά και
εξωτερικά. Οι αράχνες εκκρίνουν τα χωνευτικά ρευστά τους προς το θήραμα από μια σειρά
αγωγών που διατρυπούν τα σαγόνια τους. Αυτά τα χωνευτικά ρευστά διαλύουν τους εσωτερικούς
ιστούς του θηράματός τους. Και οι αράχνες καταναλώνουν μόνο τα υγρά τρόφιμα. Πολλές
αράχνες θα αποθηκεύσουν το θήραμά τους προσωρινά, ενώ αυτή η διαδικασία της εξωτερικής
πέψης συνεχίζεται. Έτσι γύρω από θήραμά τους υφαίνουν ιστούς, ώστε να καταναλώσουν
αργότερα τα θύματά τους.
Οι σύγχρονοι μελετητές του μεταξιού έχουν πλέον επιμετρήσει τις αρετές αυτού του μοναδικού
υλικού και μάλιστα έχουν διαπιστώσει ότι το μετάξι της αράχνης είναι ποιοτικά πολύ ανώτερο
από εκείνο του μεταξοσκώληκα. Η σκληρότητά του είναι περίπου πέντε φορές μεγαλύτερη από
εκείνη του κοινού ατσαλιού, είναι δύο φορές πιο ελαστικό από το νάιλον, είναι ανθεκτικότερο
από το Κevlar, έχει πυκνότητα μικρότερη από εκείνη του βαμβακιού και είναι αδιάβροχο. Όσο
για το βάρος του, το νήμα του μεταξιού της αράχνης που θα χρειαζόταν για να τυλίξει όλον τον
πλανήτη θα ζύγιζε μόλις μισό κιλό. Και όλα αυτά με πρώτη ύλη λίγη πρωτεΐνη και νερό. Τίποτε
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
το σπάνιο και τίποτε το τοξικό. Ο ιστός της με μετάξινη σύσταση, έχει αντοχή ατσαλιού, αλλά
έχει και θαυμαστή ελαστικότητα. Οι ίνες του φέρουν ηλεκτρικά φορτισμένη κόλλα, χάρη στην
οποία ο ιστός εκτινάσσεται προς οτιδήποτε βρεθεί στον δρόμο του και το παγιδεύει. Οι
επιστήμονες ανακάλυψαν ότι οι ηλεκτρικές ιδιότητες της συγκεκριμένης κόλλας κάνουν τον ιστό
να αρπάζει από τον αέρα με αποτελεσματικότητα ακόμη και μικροσκοπικά αιωρούμενα
σωματίδια, έντομα και τη γύρη των φυτών. Μάλιστα υποστηρίζουν ότι ο ιστός της αράχνης
μπορεί να χρησιμοποιηθεί για περιβαλλοντικούς ελέγχους, καθώς φιλτράρει με μεγάλη ακρίβεια
τα μικροσκοπικά ρυπογόνα σωματίδια του αέρα (π.χ. σπρέι, φυτοφάρμακα, μικροβιοκτόνα), όπως
ακριβώς και οι ευαίσθητοι αισθητήρες καταγραφής των επιπέδων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Εδώ και μερικά χρόνια έχει αποδειχθεί, ότι οι αράχνες υφαίνουν διαφορετικής ποιότητας ιστό
ανάλογα με το τι ουσίες έχουν καταναλώσει. Για παράδειγμα, σε πειράματα διαπιστώθηκε ότι εάν
οι αράχνες έχουν πάρει LSD, υφαίνουν καταπληκτικούς και πανέμορφους ιστούς. Αντίθετα, αν
έχουν πάρει καφεΐνη, υφαίνουν αδύναμους και ασταθείς ιστούς. Αν μπορούσαμε να έχουμε αυτό
το υλικό σε αφθονία, θα μπορούσαμε να κατασκευάζουμε από χειρουργικά νήματα και συνθετικά
οστά ως αλεξίσφαιρους θώρακες και αλεξίπτωτα με πάχος χιλιοστού, ή άθραυστες οπτικές ίνες,
όλα πανάλαφρα και ανθεκτικά. Το κυριότερο, είναι φιλικά στους έμβιους ιστούς και
βιοδιασπώμενα. Και μερικοί ονειρεύτηκαν για να εκμεταλλευτούν τις αρετές του δημιουργώντας
κάποιο τεχνητό νήμα. Το δοκίμασαν αλλά απέτυχαν να πάρουν τις ίδιες ιδιότητες με συνθετικό
τρόπο. Προσπάθησαν τότε να ‘’καλλιεργήσουν’’ αράχνες, όπως έκαναν οι Κινέζοι με τους
μεταξοσκώληκες. Απέτυχαν, διότι οι υφάντρες αυτές έχουν την τάση να τρώει η μία την άλλη
όταν βρίσκονται στον ίδιο χώρο. Στη συνέχεια μίσθωσαν ιθαγενείς στην Ασία που για μερικά
χρόνια έπιαναν αράχνες και τις ‘’άρμεγαν’’ , αλλά κατάφεραν να μαζέψουν, μετά από πολύ χρόνο
και προσπάθειες μόλις 1,2 κιλά αραχνομεταξιού (τα οποία έκαναν ύφασμα που εκτίθεται τώρα
στο Αmerican Νatural Ηistory Μuseum). Έπειτα, το 1996, σκέφθηκαν τη λύση των
μεταλλαγμένων: Πήραν γονίδια αράχνης και μπόλιασαν με αυτά βακτήρια με την ελπίδα από τα
μεταλλαγμένα βακτήρια να αναπαράγονταν και να έφτιαχναν αποικίες ‘’παραγωγής
αραχνομεταξιού’’. Δυστυχώς, μικρή η επιτυχία. Η ουσία που έβγαζαν τα βακτήρια δεν είχε τις
ιδιότητες της αυθεντικής ίνας της αράχνης. Οπότε, κάτι τους διέφευγε, κάτι έκανε η αράχνη που 127
δεν το είχαν εντοπίσει. Όπως τώρα γνωρίζουμε, το μετάξι του ιστού της αράχνης διαφέρει από
εκείνο του κουκουλιού του μεταξοσκώληκα στο ότι το πρώτο αποτελείται από στιβάδες
κρυσταλλικής αλανίνης (αμινοξύ α-amino, με τον χημικό τύπο CΗ3CΗ(ΝΗ2)CΟΟΗ), ενώ το
δεύτερο, του κουκουλιού του μεταξοσκώληκα, από εναλλασσόμενα στρώματα αλινίνης-γλυκίνης
και γλυκίνης-αλανίνης (όπου η γλυκίνη είναι πρωτεϊνο-γενετικό αμινοξύ με τον χημικό τύπο
ΝΗ2CΗ2CΟΟΗ). Άρα, το μυστικό δεν κρύβεται σε κάποια πιο εξωτική ουσία, αλλά στο πώς
ακριβώς δομούνται οι στιβάδες της αλανίνης. Και το ερώτημα παραμένει. Πώς τα καταφέρνει η
αράχνη να δημιουργεί το νήμα του ιστού της που έχει ‘’θαυμαστές’’ ιδιότητες, με τόσο ταπεινά
υλικά;
Πριν από μερικά χρόνια βρέθηκε στη νότια ακτή της Αγγλίας ένας σβώλος απολιθωμένης ρητίνης
που περικλείει τον αρχαιότερο ιστό αράχνης. Τα μικροσκοπικά κομμάτια ενός ιστού αράχνης που
διατηρήθηκαν 140 εκατομμύρια χρόνια μέσα σε κεχριμπάρι αποκαλύπτουν ότι οι αράχνες
χρησιμοποιούν τις ίδιες τεχνοτροπίες ύφανσης από την εποχή των δεινόσαυρων. Επιστήμονες
από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) υποστηρίζουν, ότι ο περίτεχνος
σχεδιασμός του ιστού της αράχνης, είναι εκείνος που του χαρίζει τη μεγάλη αντοχή του. Όπως
διαπιστώθηκε, το γεγονός ότι ο ιστός μπορεί να αντέχει, παρά την άσκηση μεγάλων δυνάμεων,
οφείλεται στο πανίσχυρο νήμα του ιστού της αράχνης, αλλά και στον ιδιαίτερο σχεδιασμό της
ύφανσής του. Με σχετική τους δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό Nature, οι ειδικοί
αναφέρουν, ότι χάρη στην περιπλοκότητα της μοναδικής του πλέξης, όταν ένα νήμα κοπεί, όχι
μόνο δεν αποδυναμώνεται ο ιστός αλλά αντίθετα ενισχύεται. «Η πραγματική δύναμη του ιστού της
αράχνης δεν οφείλεται στο νήμα της της, αλλά στη δυνατότητα μεταβολής των μηχανικών του
ιδιοτήτων, μέσω των δυνάμεων που ασκούνται επάνω του. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει
εφαρμογή σε πολλούς τομείς που θα ωφελούνταν από τον περιορισμό της έκτασης βλαβών» εξηγεί
ο Dr. M.J.Buehler, ένας από τους ερευνητές της μελέτης. Η δημιουργία ενός ιστού απαιτεί
τεράστια αποθέματα ενέργειας από πλευράς της αράχνης , έτσι ώστε να φέρει ιδιότητες οι οποίες
«φρενάρουν» την πρόκληση εκτεταμένων ζημιών που θα απαιτούσαν την ανακατασκευή του.
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Επίσης, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι – σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη ίνα - το νήμα της
αράχνης έχει την ιδιότητα να μαλακώνει ή να σκληραίνει, ανάλογα με το φορτίο που δέχεται
κάθε φορά. Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ειδικοί έφτιαξαν ιστούς από τρία διαφορετικά υλικά.
Είδαν λοιπόν ότι το νήμα του ιστού της αράχνης εμφάνιζε εξαπλάσια αντοχή, όταν μπλέκονταν
σε αυτό αντικείμενα ή όταν ήταν εκτεθειμένο σε δυνατούς ανέμους, σε σχέση με τα υπόλοιπα
υλικά. Όταν μια δύναμη ασκούνταν στον ιστό της αράχνης, έσπαγε μόνο ένα νήμα με
αποτέλεσμα η αράχνη να χρειάζεται να κάνει μικρές επιδιορθώσεις και όχι να αναγκάζεται να τον
ξαναφτιάχνει από την αρχή. Όταν πάλι αφαιρούσαν το 10% των νημάτων από διάφορα σημεία
του ιστού, το σύνολο του ιστού γινόταν κατά 10% ισχυρότερο. Ακόμα, οι
επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ο αριστουργηματικός ιστός της αράχνης είναι φτιαγμένος από δύο
είδη νημάτων. Το ένα είναι άκαμπτο και ξηρό και χρησιμοποιείται περισσότερο σε σημεία με
φορά από το κέντρο προς τα έξω. Το άλλο είδος νήματος είναι λεπτότερο και πιο κολλώδες από
το πρώτο, δημιουργεί τη σπειροειδή δομή του ιστού και συνήθως επάνω σε αυτό παγιδεύονται τα
άτυχα θηράματα της πανούργας αράχνης. Ο περίτεχνος σχεδιασμός του ιστού της αράχνης, είναι
εκείνος που του χαρίζει τη μεγάλη αντοχή του, υποστηρίζουν οι επιστήμονες από το ΜΙΤ.
Οι επιστήμονες που ασχολούνται με τα της αράχνης, χρησιμοποιώντας υπερυπολογιστές για να
κάνουν προσομοίωση της κατασκευής του ιστού της αράχνης, προσπαθούν να καταλάβουν τι
ακριβώς είναι αυτό, σε ατομικό επίπεδο, που κάνει τον ιστό τόσο ανθεκτικό. Δηλαδή
προσπαθούν να εφαρμόσουν τη λεγόμενη αντίστροφη μηχανική (reverse engineering), ώστε να
μπορούν να αντιγράψουν τη δομή του και να την εφαρμόσουν δημιουργώντας νέα υλικά.
Ειδικότερα, βρήκαν ότι οι δεσμοί υδρογόνου στον ιστό της αράχνης, είναι του τύπου ‘’cluster 3-
4’’. Συνδυασμός που είναι ισχυρότερος από τα περισσότερα μέταλλα. Το εντυπωσιακό ήταν για
τους ερευνητές, ότι όταν προσπάθησαν να αναπαράγουν ένα μοντέλο με πάνω από 4 δεσμούς
υδρογόνου (5 ή 6), η ανθεκτικότητα, αντί να ενισχυθεί μειωνόταν. Το ίδιο συνέβαινε και η
ανθεκτικότητα του ιστού γινόταν πολύ μικρότερη, όταν χρησιμοποιούσαν 1 ή 2 δεσμούς
υδρογόνου.
Μετά από αυτά, άλλοι ερευνητές κατόρθωσαν για πρώτη φορά, τροποποιώντας γενετικά
μεταξοσκώληκες, να τους κάνουν να παράγουν μετάξι που διαθέτει τα ανώτερα χαρακτηριστικά 128
του ιστού μιας αράχνης. Η ανακάλυψη, υπό τον καθηγητή βιολογικών
επιστημών Malcolm Fraser του πανεπιστημίου της Notre Dame και ερευνητές της εταιρίας
βιοτεχνολογίας Kraig Biocraft Labs, επιτρέπει στους μεταλλαγμένους μεταξοσκώληκες να
παράγουν «τεχνητό» μετάξι που έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με αυτά του φυσικού ιστού της
αράχνης. Ο ιστός αυτός έχει ασυνήθιστες φυσικές ιδιότητες, όπως πολύ μεγαλύτερη αντοχή και
ταυτόχρονα ελαστικότητα, σε σχέση με τις ίνες του φυσικού μεταξιού που παράγουν οι
μεταξοσκώληκες. Το σημαντικό επίτευγμα ανοίγει το δρόμο για την ανάπτυξη καλύτερης
ποιότητας ινών μεταξιού που θα χρησιμοποιούνται σε ιατρικές και άλλες εφαρμογές, ιδίως στην
κλωστοϋφαντουργία. Επίσης, η νέα μέθοδος, μεταξύ άλλων, μπορεί να αξιοποιηθεί για την
μεγάλης κλίμακας βιομηχανική παραγωγή τεχνητών ινών μεταξιού τύπου ιστού αράχνης, οι
οποίες μέχρι τώρα ήταν εφικτό να δημιουργηθούν μόνο σε πολύ μικρές ποσότητες σε ένα
επιστημονικό εργαστήριο. Επίσης, σύμφωνα με τους ερευνητές, το νέο υλικό θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή αλεξίσφαιρων γιλέκων, ελαφρών και ταυτόχρονα ισχυρών
υφασμάτων, νέων αθλητικών ενδυμάτων, καλύτερων αερόσακων στα αυτοκίνητα κ.α.
Και μια απορία. Πώς καταφέρνουν οι αράχνες να γλιτώσουν από τις παγίδες που υφαίνουν για τη
λεία τους; Η λύση στο μυστήριο αυτό έρχεται από ερευνητές που παρακολούθησαν τις αράχνες
με κάμερες υψηλής ανάλυσης και εξέτασαν τα πόδια τους στο εργαστήριο. Στο βίντεο που
συνοδεύει τη μελέτη, μια αράχνη διακρίνεται να τραβά μια ίνα μεταξιού από τον ειδικό αδένα
στην κοιλιά της και να τον τεντώνει με το τέταρτο πόδι της πριν τον στερεώσει στον ιστό. Οι
αράχνες, αναφέρει η ερευνητική ομάδα στη γερμανική επιθεώρηση Naturwissenschaften, φέρουν
στις άκρες των ποδιών τους μικροσκοπικά, διακλαδισμένα τριχίδια, με τα οποία μπορούν να
αγγίζουν και να τραβάνε τον ιστό χωρίς να κολλάνε. Επιπλέον, τα πόδια τους φαίνεται ότι είναι
καλυμμένα με μια αντικολλητική επίστρωση. Όταν οι ερευνητές διέλυσαν αυτή την επίστρωση
πλένοντας τα πόδια της αράχνης με εξάνιο και νερό, η αντι-κολλητική ιδιότητα χάθηκε.
Τηρουμένων των αναλογιών βέβαια, είναι γνωστό ότι ο ιστός που δημιουργεί μια αράχνη, είναι
ισχυρότερος από το ατσάλι. Αυτό σημαίνει ότι αν πάρουμε μια ίνα από ιστό αράχνης και μια ίνα
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
από ατσάλι του ίδιου πάχους, ο ιστός της αράχνης αντέχει μεγαλύτερο βάρος. Ο λόγος είναι σε
μεγάλο βαθμό η ελαστικότητα του ιστού της αράχνης χάρη στην σύστασή του. Πριν από μια
δεκαετία περίπου, επιστήμονες της γενετικής μηχανικής κατάφεραν να αναπαράγουν την
πρωτεΐνη (σύμπλοκο πρωτεϊνικό μόριο) του ιστού της αράχνης μέσα στο γάλα κατσίκας.
Ειδικότερα, γενετιστές από τον Καναδά, αφού βρήκαν το γονίδιο που ευθύνεται για την
παραγωγή του νήματος του ιστού της αράχνης, τοποθέτησαν αυτό στο γενετικό υλικό σε μια
κατσίκα και στο γάλα της παρατηρήθηκε η παραγωγή πρωτεϊνών του ιστού της αράχνης. Βέβαια
οι κατσίκες δεν παράγουν πραγματικά ιστό, αλλά τις πρωτεΐνες του. Έτσι, οι επιστήμονες
ευελπιστούν ότι στο μέλλον θα μπορέσουν να παράγουν το λεγόμενο Βιο-ατσάλι, το οποίο θα
είναι ακόμα πιο ισχυρό και από τις ίνες άνθρακα, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για
αεροσκάφη, ή ακόμα και αλεξίσφαιρα γιλέκα (θα είναι πιο ισχυρό ακόμα και από το Kevlar -
είναι ένα γνωστό υλικό από τη δεκαετία του ‘70 το οποίο έχει μεγάλη αντοχή, μεγαλύτερη ακόμα
και από το ατσάλι (5 φορές) και έχει ένα ευρύ πεδίο εφαρμογών από λάστιχα αυτοκινήτων,
κράνη, μέχρι ειδικές στολές για διάφορα σώματα ασφαλείας, που παρέχουν προστασία από φωτιά
ή αλεξίσφαιρα γιλέκα). Και οι ερευνητές προτείνουν στους μηχανικούς να εμπνευστούν από την
ανθεκτικότητα των ιστών της αράχνης για να περιορίσουν τις ζημιές σε κτίρια σε περιπτώσεις
ακραίων συνθηκών, καθώς η Φύση έχει βρει τον καλύτερο συνδυασμό, ώστε να δημιουργήσει
τον καλύτερο ιστό. Σημειώνεται ότι αυτές οι ανακαλύψεις μελλοντικά θα βοηθήσουν στην
κατασκευή υλικών με πολύ μεγαλύτερες αντοχές από ότι τώρα και ελπίζεται ότι θα βρουν πάρα
πολλές εφαρμογές.
Και από την ελληνική μυθολογία: Η Αράχνη, κόρη του βαφέα Ίσμονα από την Κολοφώνα
(αρχαία πόλη της Ιωνίας, χτισμένη κοντά στις ακτές της Μικράς Ασίας, ανάμεσα στην Λέβεδο
και στην Έφεσο), ήταν ξακουστή υφάντρα που η φήμη της έφτασε μέχρι τη θεά Αθηνά, τη
δασκάλα της υφαντικής τέχνης. Κάποτε διαγωνίστηκαν μαζί. Η θεά στο υφαντό της ως κεντρικό
θέμα είχε τον γνωστό αγώνα της με τον Ποσειδώνα για την προστασία της Αθήνας, ενώ σε κάθε
γωνιά του υφαντού απεικονίζονταν τέσσερις θνητοί να τιμωρούνται, γιατί είχαν τολμήσει να
αναμετρηθούν με θεούς. Η Αράχνη στο δικό της υφαντό είχε παραστήσει τους έρωτες του Δία
και άλλων θεών με θνητές, καθώς και τις μορφές που είχαν πάρει για να πετύχουν το σκοπό τους. 129
Η Αθηνά θυμωμένη με τις παραστάσεις του υφαντού της Αράχνης, το ξέσχισε. Η Αράχνη για την
προσβολή που τις έγινε επεχείρησε να κρεμαστεί. Η θεά όμως δεν την άφησε να πεθάνει, αλλά τη
μεταμόρφωσε στη γνωστή αράχνη και την καταράστηκε να είναι για πάντα κρεμασμένη και να
υφαίνει ατέλειωτα.
__________
-Το Χέλι από την Πραγματικότητα, στο Μυστήριο, στη Δοξασία και πάλι στη
Ζωή (δεν προδίδουν ποτέ το ένστικτο που τα ορίζει να πηγαίνουν πάντα προς τα εμπρός)
Στις 17 Οκτωβρίου, του 2013 τα μέσα ενημέρωσης μετάδωσαν την ακόλουθη είδηση. ‘’ η
ωκεανολόγος, Dr. J. Santana, το απόγευμα της Κυριακής σε παραλία της νήσου Santa
Catalina, στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ, εντόπισε ένα νεκρό χέλι μήκους 5,5 μέτρων. Χρειάστηκε τη
συνδρομή ακόμη 14 ανθρώπων, προκειμένου να μπορέσει να το μεταφέρει στην ξηρά. Το
συγκεκριμένο θαλάσσιο είδος μπορεί να ζει σε βάθος ακόμα και 950 μέτρων, γι αυτό και οι επαφές
του με τον άνθρωπο είναι εξαιρετικά σπάνιες. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη συμπεριφορά του,
καθώς οι επιστημονικές μελέτες είναι πολύ λίγες. Σύμφωνα πάντως με τις εκτιμήσεις
ωκεανολόγων ένα ενήλικο χέλι μπορεί να φθάσει ακόμα και τα 17 μέτρα’’.
Στην αρχαιότητα είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση τα χέλια, ιδιαίτερα της τότε λίμνης Κωπαϊδας
(αποξηράνθηκε από το 1886 μέχρι το 1931), αλλά και του ποταμού Στρυμόνα. Οι Βοιωτοί
λάτρευαν τα χέλια και τα προσέφεραν θυσία στους θεούς. Στους αρχαίους Έλληνες ήταν τροφή
αποκλειστικά για τους πλούσιους. Ο Αριστοφάνης, θεωρούσε τα χέλια σύμβολο ευδαιμονίας. Ο
Φιλέταιρος (ηγεμόνας της Περγάμου στη Μικρά Ασία, 343 -263π.Χ.), υποτιμά τους
τσιγκούνηδες πλούσιους που δεν ξοδεύουν χρήματα για να αγοράσουν χέλια λέγοντας τους
‘’όταν πεθάνεις, χέλια δε θα φας’’. Στο βυζαντινό γιατρό Ορειβάσιο Περγαμηνό (325 – 403 μ.Χ)
βρίσκουμε την αναφορά ότι ‘’τα χέλια είναι παχύχυμα -24% λίπος με σύγχρονη ανάλυση- και
πέπτονται δύσκολα’’. Ο Ιπποκράτης μας προσφέρει μοναδική μαρτυρία για την αλιεία τους.
‘’άνω και κάτω τον βόρβορον κυκώσι’’. Δηλαδή, τα χέλια στη διάρκεια της ημέρας θάβονται
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
μέσα στη λάσπη και βγαίνουν μόνο τη νύχτα. Οι αρχαίοι αλιείς τα έπιαναν στα χέρια τους με ένα
φύλο συκιάς για να μη τους γλιστράνε ‘’τω θρίω την έγχελυν’’. Άλλωστε χρησιμοποιούσαν, και
τότε, τη φράση ‘’ γλιστρά σαν χέλι’’ , όπως και ‘’κολυμπάει σαν χέλι’’.
Η λέξη χέλια παράγεται από την αρχαιοελληνική λέξη ‘’εγχέλειον, έγχελυς < έχις’’= ερπετό, φίδι,
έχιδνα, επειδή το χέλι έχει φιδόμορφο σώμα. Από τη λέξη ‘’έχις’’ ετυμολογείται και η λατινική
ονομασία του anguilla, Η λαϊκή ονομασία είναι και γλαβίτσι, καβάτσα, καθαρόχελο.
Το χέλι (λατ., Anguilla anguilla) είναι ευρύαλο ψάρι, ζώντας σε αλμυρά, υφάλμυρα, και γλυκά
νερά.. Δεν έχει κοιλιακά πτερύγια και η κάτω σιαγόνα του είναι μεγαλύτερη από την πάνω
(προγναθισμός). Είναι ένα από τα πιο μυστηριώδη ζώα της φύσης. Η ζωή τους αρχίζει στη
μυστηριώδη θάλασσα των Σαργασών (πήρε το όνομα από το φύκος Sargassus sp., που αφθονεί 130
στην περιοχή του Ατλαντικού Ωκεανού, κοντά στις Βερμούδες). Ορισμένα θα φύγουν προs την
Αμερική (Anguilla rostata), ενώ άλλα προς την Ευρώπη (Anguilla anguilla). Τα Ιαπωνικά χέλια
(Anguilla japonica), απαντώνται μόνο στον Ειρηνικό και Ινδικό Ωκεανό. Τα Ευρωπαϊκά χέλια, με
το που θα γεννηθούν στη θάλασσα των Σαργασών, αρχίζουν το ταξίδι προς τα μέρη μας. Στην
αρχή είναι διάφανα και ονομάζονται λεπτοκέφαλοι. Θα ταξιδέξουν, περίπου, τρία χρόνια για να
φτάσουν στις εκβολές των ποταμών μας. Αν και είναι, ακόμα, πολύ μικρά (7 εκ.) έχουν, όμως,
σχηματίσει το φιδόμορφο σώμα τους. Σ΄αυτή τη φάση τα ονομάζουμε ανοδικά χελάκια (elevers).
Δισεκατομμύρια τέτοια χελάκια (από το Νοέμβριο έως το Μάιο) κολυμπούν αντίθετα προς το
ρεύμα των ποταμών και προσπαθούν να φτάσουν όσο πιο ψηλά μπορούν στην ενδοχώρα.
Ταξιδεύουν μόνο τη νύχτα και σε βροχερές και θυελλώδεις μέρες. Τρέφονται με σκουλήκια,
ψάρια και μαλάκια, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας θάβονται μέσα στη λάσπη. Πολλές φορές
τα βλέπουμε να εκτινάσσονται από το ποτάμι για να περάσουν κάποιο εμπόδιο, κάποιο δρόμο. Αν
δεν το περάσουν, μένουν εκεί και πεθαίνουν, αλλά ποτέ δε γυρνούν προς τα πίσω, για να βρουν
άλλο δρόμο (δεν προδίδουν ποτέ το ένστικτο που τα ορίζει να πηγαίνουν πάντα προς τα εμπρός).
Όσα, τελικά, φτάσουν, επιλέγουν το μέρος (λίμνη ή ποταμό ή πηγάδι ή δεξαμενή ή στέρνα ή
κάποια μικρή ή μεγάλη υδατοσυλλογή) και παραμένουν μέχρι να φτάσουν σε ηλικία
αναπαραγωγής (8 έως 10 χρόνια). Όταν πλησιάζει η εποχή της αναπαραγωγής τα μάτια τους
διογκώνονται και η κοιλιά τους παίρνει ένα ασημένιο χρώμα (ασημένια χέλια). Σε αυτή την
περίοδο, το κρέας τους είναι εξαιρετικά γευστικό. Τότε, αρχίζει και το μεγάλο ταξίδι του
γυρισμού. Ταξιδεύουν νύχτα, με συννεφιασμένο ουρανό και ιδιαίτερα στη διάρκεια καταιγίδων.
Λέγεται ότι, όσα δεν καταφέρουν να φτάσουν στη θάλασσα θα γίνουν στείρα και μπορούν να
ζήσουν μέχρι και πενήντα χρόνια, χωρίς ποτέ να ξαναδούν τον Ωκεανό. Tα υπόλοιπα, εκτιμούν
πολλοί επιστήμονες, ότι θα διανύσουν περίπου 6.000km σε 6 μήνες και θα καταλήξουν στον τόπο
που γεννήθηκαν, δηλαδή στη θάλασσα των Σαργασσών. Εκει, θα ζευγαρώσουν για πρώτη και
τελευταία φορά στη ζωή τους. Το κάθε θηλυκό θα αφήσει 1.000.000 περίπου αυγά, τα οποία θα
γονιμοποιήσουν τα αρσενικά. Στη συνέχεια, αρσενικά και θηλυκά θα χαθούν στην άβυσσο του
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Ωκεανού, τερματίζοντας τη μυστηριώδη ζωή τους. Μετά την εκκόλαψη των αβγών, οι μικροί
λεπτοκέφαλοι θα αρχίσουν το γνωστό τους ταξίδι…προς τα εμπρός και……. Ξανά προς τη
θάλασσα των Σαργασών……
Μια σχετικά πρόσφατη διδακτορική διατριβή από το Πανεπιστήμιο Πατρών (Δρ. Σπ. Ζόμπολα,
2008) μας πληροφορεί έγκυρα σχετικά με το χέλι. Το χέλι χαρακτηρίζεται από πολλούς ως ένα
«συναρπαστικό» και «μυστηριώδες» είδος, ίσως επειδή έχει ασυνήθιστο και πολύπλοκο κύκλο
ζωής, ενώ πολλές πτυχές της βιολογίας και της οικολογίας του, είναι σε μεγάλο βαθμό ακόμη
άγνωστες. Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που ο λαός πιστεύει ότι είναι αινιγματικά πλάσματα της
θάλασσας, που ο χρόνος έχει ντύσει με θρύλους και μυστήριο. Το χέλι που ανήκει στο
γένος Anguilla περιλαμβάνει 15 είδη, σύμφωνα με τις πρόσφατες μελέτες. Εμφανίζει ευρεία
εξάπλωση, με τα περισσότερα είδη να απαντώνται σε τροπικά νερά. Από αυτά, τέσσερα είδη
είναι τα πιο εμπορικά, το ευρωπαϊκό χέλι (Anguilla anguilla), το αμερικάνικο χέλι (A.rostrata),
το ιαπωνικό χέλι (A. japonica ) και το A. marmorata . Το ευρωπαϊκό χέλι εξαπλώνεται κατά
μήκος των ατλαντικών ακτών, από τη Σκανδιναβία έως τη βόρεια Αφρική και από τις Αζόρες έως
την ανατολική Μεσόγειο. Το αμερικάνικο, εξαπλώνεται κατά μήκος των ατλαντικών ακτών του
Καναδά και των ΗΠΑ έως τον Παναμά, ενώ το ιαπωνικό απαντάται στις ακτές του Ειρηνικού
Ωκεανού, στο Βιετνάμ, στις Φιλιππίνες, στην Ταϊβάν, στην Κίνα και στην Κορέα. Το A.
marmorata παρουσιάζει τη μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση στον κόσμο και απαντάται από τις
ανατολικές ακτές της Αφρικής, την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες, τον Β. και Ν. Ειρηνικό έως την
Πολυνησία. Η γεωγραφική εξάπλωση των χελιών φαίνεται να σχετίζεται με την υποτροπική
κυκλοφορία των ωκεανών, με μεγαλύτερες αφθονίες να απαντούν στη δυτική πλευρά του
Ατλαντικού, Ειρηνικού και Ινδικού Ωκεανού. Τα ζεστά ρεύματα του ισημερινού ρέουν δυτικά
και κινούνται κατά μήκος των ανατολικών ακτών της κάθε ηπείρου, ενώ κατά μήκος των δυτικών
ακτών κινούνται κρύα ρεύματα τα οποία δημιουργούνται σε υψηλά γεωγραφικά πλάτη. Αυτή η
συσχέτιση με τις υδρολογικές συνθήκες, ίσως εξηγεί γιατί τα χέλια απαντώνται στις ανατολικές
ακτές της Ευρασίας, Αυστραλίας, Αφρικής και Β. Αμερικής, αλλά δεν απαντώνται στις δυτικές
ακτές της Β. και Ν. Αμερικής, της Αυστραλίας και της Αφρικής. Αν και το ευρωπαϊκό χέλι
απαντάται στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο, εξαιτίας του ζεστού Ρεύματος του Κόλπου (Gulf 131
Stream) και του Ρεύματος του Β. Ατλαντικού (North Atlantic Drift), δεν είναι γνωστό γιατί δεν
υπάρχουν χέλια κατά μήκος των ακτών της Ν. Αμερικής, παρά την ύπαρξη του θερμού Ρεύματος
της Βραζιλίας (Brazil Current).
Το σώμα του ευρωπαϊκού χελιού είναι επίμηκες και κυλινδρικό. Αποτελείται από 115 (μέση τιμή)
σπονδύλους, καλύπτεται από μικρά κυκλοειδή λέπια και έχει πολύ βλέννα. Τα κοιλιακά πτερύγια
απουσιάζουν, ενώ το εδρικό και το ραχιαίο πτερύγιο ενώνονται σχηματίζοντας το ουραίο. Η
πλευρική γραμμή τους είναι έντονη. Στο στόμα, η κάτω γνάθος είναι λίγο μεγαλύτερη από την
άνω και τα δόντια είναι μικρά και διατεταγμένα σε αρκετές σειρές στις γνάθους και στην υπερώα.
Η διάκριση ανάμεσα στα διάφορα είδη του γένους Anguilla είναι δύσκολη και κυρίως ανάμεσα
στις ιχθυονύμφες, αφού αλλάζουν συνεχώς σχήμα σώματος και χρωματισμό, με αποτέλεσμα τα
χαρακτηριστικά των διαφόρων οντογενετικών σταδίων να μην συγκρίνονται. Σε γενικές γραμμές,
τα είδη διαφέρουν κυρίως στον αριθμό των σπονδύλων (μέση τιμή: 115 ευρωπαϊκό, 108
αμερικάνικο) και των μυομερών (εύρος: 112-119 ευρωπαϊκό, 103-111 αμερικάνικο), στη
μορφολογία των δοντιών και στο μήκος των ραχιαίων και εδρικών πτερυγίων.
Τα χέλια είναι άκρως ευρύαλα είδη που απαντώνται σε μεγάλο εύρος βιοτόπων: Απαντώνται, σε
γλυκά, μεταβατικά ή θαλασσινά νερά, σε βαθιά ή σε ρηχά νερά, σε ανοιχτές ή κλειστές περιοχές,
ενώ, μπορεί να μείνουν έξω από το νερό αρκετές ώρες. Παρουσιάζουν συνήθως νυκτόβια
δραστηριότητα και μπορεί να βρεθούν σε σχισμές βράχων ή να σκάβουν λαγούμια σε μαλακά
υποστρώματα. Τα χέλια είναι σαρκοφάγα. Η διατροφή τους αλλάζει στη διάρκεια του κύκλου
ζωής τους, περιλαμβάνει μεγάλο εύρος οργανισμών και εξαρτάται από το στάδιο της ανάπτυξης,
το μέγεθος του ατόμου, τον βιότοπο και τη διαθεσιμότητα της τροφής. Γενικά, τρέφονται με
ζωντανούς οργανισμούς: ζωοπλαγκτόν, μαλάκια, μαλακόστρακα, ψάρια και αμφίβια. Το
ευρωπαϊκό χέλι διακρίνεται σε «χέλι με μυτερό κεφάλι» και σε «χέλι με πλατύ κεφάλι» και αυτό
πιστεύεται ότι έχει σχέση με τον τύπο διατροφής του. Τα χέλια με μυτερό κεφάλι τρέφονται με
μικρά και μαλάκα θηράματα (όπως αμφίποδα, χειρονομίδες κ.τ.λ.), ενώ αυτά με πλατύ
καταναλώνουν μεγάλους και σκληρούς οργανισμούς (όπως μαλάκια, ψάρια κ.τ.λ.). Οι
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
λεπτοκέφαλοι (ιχθυονύμφες) έχουν δυνατά δόντια και τη νύχτα ανεβαίνουν στα ανώτερα
επιφανειακά στρώματα (100 m) για να τραφούν με ζωοπλαγκτό. Με τι πραγματικά τρέφονται οι
λεπτοκέφαλοι είναι άγνωστο, αλλά πιστεύεται ότι τρέφονται με σωματιδιακό οργανικό υλικό που
συγκεντρώνεται στο αλοκλινές, δείχνοντας προτίμηση στις θήκες κωπηλατών και στα
περιττώματα ζωοπλαγκτονικών οργανισμών. Στα περισσότερα παράκτια οικοσυστήματα,
αποτελούν σημαντικό ποσοστό της ιχθυοβιομάζας και τροφή για πολλούς θηρευτές όπως είναι οι
βίδρες, οι κορμοράνοι, οι ερωδιοί κ.τ.λ. Αποτελούν, έτσι, ένα βασικό κρίκο στη τροφική αλυσίδα,
ενώ ως μεταναστευτικά είδη συμμετέχουν στη ροή οργανικού υλικού μεταξύ θαλασσινών και
εσωτερικών νερών.
Τα χέλια είναι μεταναστευτικά είδη και ο κύκλος ζωής τους, αν και έχει μελετηθεί αρκετά, είναι
ακόμη σε μεγάλο βαθμό άγνωστος. Τα στάδια ανάπτυξης του ευρωπαϊκού χελιού και τα
χαρακτηριστικά τους έχουν ως εξής ως προς το στάδιο ανάπτυξης, το σχήμα τους, το χρώμα, το
βιότοπο το μήκος τους και τη δι’άρκεια ζωής τους. α). Λεπτοκέφαλος – Φυλλοειδές- Διαφανής -
Ωκεανός - έως 7,5cm-7-9 μήνες. β) Γυαλόχελο- Επίμηκες κυλινδρικό- Διαφανές- Εκβολές
ποταμών-5-7cm-2-4 μήνες. γ) Elver-Επίμηκες κυλινδρικό-Γκρι καφέ- Γλυκά ή μεταβατικά ή
θαλάσσια νερά – 7-8cm (έως και 30cm)- 1-2 έτη. δ) Κιτρινόχελο- Επίμηκες κυλινδρικό - Γκρι
καφέ ή κιτρινωπό->30cm -2-20 έτη. ε) Ασημόχελο Επίμηκες κυλινδρικό- Ασημένια απόχρωση-
Ωκεανός- Αρσ: 35-41 cm, Θηλ: 54-61cm.- Αρσ: 2-15 έτη, Θηλ: 4-20 έτη.
Το ευρωπαϊκό χέλι θεωρείται ότι γεννά στη Θάλασσα των Σαργασσών (δυτικός Ατλαντικός
Ωκεανός), επειδή εκεί βρέθηκαν οι μικρότερες ιχθυονύμφες. Ωστόσο, αυτή η υπόθεση δεν έχει
ποτέ επιβεβαιωθεί, αφού μέχρι σήμερα, δεν έχουν βρεθεί ούτε γεννητικά ώριμα άτομα αλλά ούτε
και αβγά. Στην ίδια περιοχή πιστεύεται ότι αναπαράγεται και το αμερικάνικο χέλι. Το ιαπωνικό
χέλι αναπαράγεται στον δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό, κοντά στο Ρεύμα του Βόρειου Ισημερινού
(North Equatorial Current). Τα άλλα 12 είδη του γένους Anguilla δεν είναι γνωστό που
αναπαράγονται. Σύμφωνα με το γερμανό επιστήμονα Schmidt (1922), η ωοτοκία του ευρωπαϊκού
χελιού λαμβάνει χώρα σε βάθος 200-500 m κατά τους χειμερινούς μήνες, μέχρι τις αρχές της
άνοιξης και σε θερμοκρασίες μεταξύ 17 και 20οC. Αντίθετα, άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι η
ωοτοκία διαρκεί όλο το χρόνο με κύρια περίοδο μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου(Guerault et al. 132
1992, Desaunay et al. 1993a). Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, η ωοτοκία λαμβάνει χώρα από
τον Μάρτιο έως τον Ιούνιο, σε στενού γεωγραφικού εύρους περιοχή (48ο-74ο Δ, 23ο-30ο Β) (van
Ginneken & Maes 2005).
Οι ιχθυονύμφες του ευρωπαϊκού χελιού μεταφέρονται, με το Ρεύμα του Κόλπου (Gulf Stream)
και το Ρεύμα του Β. Ατλαντικού (North Atlantic Current) στις ακτές της Ευρώπης και της
βόρειας Αφρικής. Το στάδιο αυτό και ο πραγματικός μηχανισμός μεταφοράς των ιχθυονυμφών
έχουν μελετηθεί πολύ λίγο, ενώ η χρονική περίοδος, που μεσολαβεί για να φθάσουν στις
ηπειρωτικές ακτές, έχει αποτελέσει αντικείμενο αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους ερευνητές. Κατά
τον Schmidt (1922) το ταξίδι αυτό διαρκεί 3-4 έτη, ενώ, σύγχρονοι ερευνητές στηριζόμενοι στις
καταγραφές των δακτυλίων των ωτολίθων (μέθοδος μελέτης της ηλικίας των ψαριών)
περιορίζουν το διάστημα αυτό σε 14-16 μήνες (Wang & Tzeng 2000) ή ακόμα και κάτω από ένα
έτος (Lecomte-Finiger 1992). Φτάνοντας στις παράκτιες περιοχές, πιθανόν στο άκρο της
ηπειρωτικής κρηπίδας, οι λεπτοκέφαλοι μεταμορφώνονται σε διάφανο, κυλινδρικό ψάρι γνωστό
ως γυαλόχελο (glass eel), με μήκος 5-7 cm και βάρος κάτω από 0,35 g . Κατά τη διάρκεια της
μεταμόρφωσης, οι λεπτοκέφαλοι μειώνονται σε μέγεθος και υγρό βάρος, καθώς η εσωτερική
ζελατινώδες ουσία διασπάται και αντικαθίσταται από μύες και οστά (Kawakami et al. 1999,
Pheiler 1999), αναπτύσσονται περισσότερο κάποια όργανα, όπως το έντερο, το δέρμα, τα βράγχια
και οι νεφροί (Hulet & Robins 1989, Briand et al. 2005) και χάνουν τα σχετικά μεγάλα τους
δόντια (Tesch 2003, McCleave 2003).
Τα γυαλόχελα συνεχίζουν τη μετανάστευσή τους σε γλυκά νερά και το δέρμα τους παίρνει
σκουρότερο χρώμα. Σε αυτό το στάδιο του κύκλου ζωής τους, αναφέρονται ως elvers (επειδή δεν
υπάρχει δόκιμος όρος στα ελληνικά για αυτό το στάδιο, στο κείμενο θα ονομάζεται elver). Τα
elvers εισέρχονται ακόμα περισσότερο σε εσωτερικά ή σε μεταβατικά νερά (λιμνοθάλασσες,
ποταμόκολποι) εξελισσόμενα σε κιτρινόχελα (yellow eels). Η δεύτερη περίπτωση χαρακτηρίζεται
ως «ημι-κατάδρομη» μετανάστευση για να διαχωριστεί από τη γνωστή κατάδρομη. Σε περιοχές
της Σκανδιναβίας (Βαλτική Θάλασσα) έχει διαπιστωθεί τέτοιος κύκλος ζωής, κατά τον οποίο τα
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
elvers και τα κιτρινόχελα δεν μεταναστεύουν πάντα προς τα εσωτερικά νερά, αλλά παραμένουν
στα μεταβατικά (Tzeng et al. 2000). Παρόμοια κατάσταση έχει αναφερθεί και για τα μεταβατικά
νερά της Μεσογείου. Ωστόσο, άλλες μελέτες, που στηρίζονται στην ανάλυση ωτολίθων,
υποστηρίζουν ότι τα χέλια μπορεί να διαβιώνουν μόνο στα θαλάσσια νερά, χωρίς να
μεταναστεύσουν ποτέ σε γλυκά ή μεταβατικά (Tsukamoto et al. 1998, Arai et al.2003).
Τα κιτρινόχελα έχουν ραχιαία γκρι-καφέ απόχρωση, ενώ στις πλευρές και στην κοιλιακή χώρα
είναι κιτρινωπά. Φυσικά, ο χρωματισμός τους ποικίλλει από βιότοπο σε βιότοπο. Μετά την
περίοδο ανάπτυξης, πολλά χρόνια αργότερα, μια δεύτερη μεταμόρφωση συμβαίνει. Ο
χρωματισμός γίνεται σκουρότερος στη ράχη και στην κοιλιακή περιοχή γυαλιστερός και ασημί
(ίσως για λόγους καμουφλάζ) και η διάμετρος των οφθαλμών αυξάνει (Pankhurst 1982, Tesch
2003). Η μορφή που προκύπτει ονομάζεται ασημόχελο (silver eel). Τα ασημόχελα είναι εκείνα
που θα μεταναστεύσουν στη θάλασσα, όπου θα ωριμάσουν γεννητικά και θα κατευθυνθούν προς
τα πεδία ωοτοκίας, στον Ατλαντικό Ωκεανό. Τα ενήλικα χέλια πιστεύεται ότι πεθαίνουν μετά την
ωοτοκία. Για αυτή τη δεύτερη μετανάστευση τίποτα δεν είναι πραγματικά γνωστό. Το ταξίδι της
επιστροφής πιστεύεται ότι διαρκεί 1,5 έτος (Antunes & Tesch 1997) ή 6-7 μήνες
(van Ginneken & Maes 2005). Τα πεδία ωοτοκίας των χελιών έχουν προσδιοριστεί μόνο λόγω
της παρουσίας πλαγκτονικών ιχθυονυμφών σε ορισμένες θαλάσσιες περιοχές (Anguilla anguilla,
A.rostrata: Schmidt 1922, A. japonica: Tsukamoto 1992).
Το στάδιο της μεταμόρφωσης σε γυαλόχελο αρχίζει όταν φθάσουν στην ηπειρωτική κρηπίδα. Το
ταξίδι δια μέσου της ηπειρωτικής κρηπίδας θεωρείται ως περίοδος «λιμοκτονίας», κατά την οποία
τα γυαλόχελα επιβιώνουν από τα ενεργειακά τους αποθέματα. Αρχίζουν να διατρέφονται όταν
εισέλθουν στις εκβολές των ποταμών. Στα στάδια του elver και του κιτρινόχελου (yellow eel),
τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με βενθικά ασπόνδυλα, μαλάκια και προνύμφες εντόμων
(τριχόπτερα, χειρονομίδες και κολεόπτερα) και σπάνια με καρκινοειδή και ψάρια. Κατά τη
μεταμόρφωσή τους σε ασημόχελα, ο πεπτικός σωλήνας ατροφεί, σταματούν να διατρέφονται και
μεταναστεύουν προς τα πεδία ωοτοκίας, στη Θάλασσα των Σαργασσών, ενώ οι γονάδες
ωριμάζουν κατά τη διάρκειά της. Η περιεκτικότητα σε λίπος είναι εκείνο που πιστεύεται ότι
ελέγχει την έναρξη της ωρίμανσης των γονάδων και της μετανάστευσης, παρά το σωματικό 133
μέγεθος, αφού τα χέλια δεν διατρέφονται κατά τη διάρκεια της μετανάστευσής τους, θα πρέπει να
διαθέτουν αποθέματα ενέργειας για την ανάπτυξη των γονάδων.
Τα χέλια έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής. Το στάδιο του ασημόχελου διαρκεί 2-15 έτη για τα
αρσενικά και 4-20 έτη για τα θηλυκά (Tesch 2003). Οι διαφορές της ηλικίας, ανάμεσα στα δύο
φύλα, πιθανόν να καθορίζονται από γεωγραφικές κλιματολογικές διακυμάνσεις. Εάν η
μετανάστευση παρεμποδιστεί, τα χέλια μπορούν να ζήσουν πολλά χρόνια, έχουν βρεθεί χέλια
ηλικίας 85 ετών. Στη δυτική Ιρλανδία έχει βρεθεί ότι χέλια με εξαιρετικά μεγάλο μέγεθος,
φθάνουν στο στάδιο του γεννητικά ώριμου ασημόχελου και μεταναστεύουν ακόμη και σε
μεγάλες ηλικίες (57 ετών). Η συνολική διάρκεια ζωής εξαρτάται από τη χρονική στιγμή, που το
άτομο φθάνει στη σεξουαλική ωρίμανση (στάδιο του ασημόχελου), η οποία καθορίζεται από το
φύλο και το ρυθμό αύξησης, που με τη σειρά τους επηρεάζονται έντονα από τις περιβαλλοντικές
συνθήκες. Έτσι, με δεδομένο ότι το χέλι ζει στα θαλάσσια, μεταβατικά και εσωτερικά νερά, όπου
οι επικρατούσες περιβαλλοντικές συνθήκες, διαφέρουν από τόπο σε τόπο, είναι δύσκολο να δοθεί
ένα κοινό μοντέλο ανάπτυξης.
Από τα παραπάνω, είναι προφανές ότι υπάρχουν ακόμη πολλά αναπάντητα ερωτήματα στον
κύκλο ζωής του χελιού. Για παράδειγμα, είναι δύσκολο να εξηγηθεί πως γίνεται η μεταφορά των
νυμφών με το Ρεύμα του Κόλπου προς τις ακτές της Ευρώπης. Οι αμφιβολίες αυτές προκύπτουν
από τους εξής λόγους:
• Το Ρεύμα του Κόλπου ανιχνεύεται έως την ηπειρωτική κρηπίδα της Β.Αμερικής που είναι
περίπου 40ο δυτικά. Πέρα από αυτό το όριο οι υδάτινες μάζες χωρίζονται δεξιά και ρέουν προς
ΝΔ. Ακόμη και πριν από αυτό το όριο, οι υδάτινες μάζες διαχωρίζονται και δεν συνεχίζουν ΒΑ.
• Οι δειγματοληψίες νυμφών δείχνουν ότι οι νύμφες στο Β. Ατλαντικό Ωκεανό προτιμούν βάθη
350-550 m την ημέρα και 30-120 m τη νύχτα, οπότε, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι
μεταφέρονται με επιφανειακό ρεύμα βάθους μόνο 20 m.
• Έχουν βρεθεί νύμφες ΝΔ των Αζόρων, σε μια περιοχή δηλαδή στην οποία δεν φτάνει ούτε το
Ρεύμα του Κόλπου ούτε το Ρεύμα του Β. Ατλαντικού.
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Η επιστημονική κοινότητα, επίσης είναι διχασμένη στο ερώτημα, εάν όντως όλα τα χέλια της
Ευρώπης αναπαράγονται στη Θάλασσα των Σαργασσών και αποτελούν έτσι ένα ενιαίο απόθεμα.
Αρκετές γενετικές αναλύσεις υποστηρίζουν την υπόθεση της παμμιξίας για το ευρωπαϊκό χέλι.
Αντίθετα, η εργασία των Wirth & Bernatchez (2001) δείχνει την ύπαρξη τριών γενετικά
διαφορετικών υποομάδων: • υποομάδα της βόρειας Ευρώπης, που αντιστοιχεί στο απόθεμα της
Ισλανδίας, • υποομάδα της δυτικής Ευρώπης, η οποία περιλαμβάνει αποθέματα της Μεσογείου,
δυτικής Ευρώπης και Βαλτικής, • υποομάδα της νότιας Ευρώπης, που αντιστοιχεί στο απόθεμα
του Μαρόκου.
Και για το μεζέ μας. Το χέλι έχει κρέας νόστιμο που μπορεί να μαγειρευτεί φρέσκο, να γίνει
παστό ή καπνιστό. Περνώντας από το Μεσολόγγι δοκιμάστε τα ‘’σουβλάκια ‘’ με χέλι. (Πηγές:
Ζόμπολα Σπ., 2008, Διδακτ., Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών, 222σελ.,’’ Δυναμική της
μετανάστευσης των νεαρών σταδίων του χελιού στα εσωτερικά νερά της δυτικής Ελλάδας και η
αλιευτική του εκμετάλλευση’’ .
__________
__________
-Για τα Χρώματα των Φυτών (Γιατί να υπάρχουν τόσα χρώματα, Φύλλα και άνθη που
αλλάζουν χρώματα, Οι επικονιαστές κλπ)
(πηγές: σταχυολόγηση από http://www.24grammata.com/?p=6396,
http://www.plantsdb.gr/el/articles/383-flower-color, http://www.rotise.gr/erotisi/giati-ta-fyta-
echoyn-chromata.html#ixzz2doGPm0Ew, http://coolweb.gr/louloudia-
xromata/, http://www.lib.teiher.gr/webnotes/steg/Botaniki%20Erg/9untilend.pdf).
134
Τα φυτά εμφανίζουν ποικιλία χρωμάτων όχι μόνο στα φύλλα και τα άνθη τους, αλλά και στα
ριζώματά τους, τις ρίζες τους. Από έντονα κόκκινα και λαμπερά πορτοκαλί, ως σκούρα μωβ και
απαλά γαλάζια, κίτρινα, ροζ, λιλά, όλα τα χρώματα τα βλέπουμε στα λουλούδια. Ωστόσο,
βλέπουμε και άνθη που αλλάζουν χρώματα κατά τη διάρκεια της ζωής τους, διαφορετικά
χρώματα στα άνθη του ίδιου είδους, μερικές φορές και του ίδιου φυτού. Ακόμα και οι ρίζες συχνά
έχουν έντονο χρώμα, όπως για παράδειγμα το καρότο, το παντζάρι και άλλα. Ως προς τα φύλλα,
η χρωματική ποικιλότητα είναι εντυπωσιακή, σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, αλλά κατά
καιρούς και κόκκινα ή κίτρινα ή και καφετιά τα περισσότερα φύλλα του φθινοπώρου.
Βασικός ρόλος των χρωστικών στα φύλλα είναι η απορρόφηση όσο το δυνατό περισσότερης
ηλιακής ενέργειας για τη φωτοσύνθεση και τη φωτοπροστασία του. Από την άλλη, κυρίως στα
άνθη και στους καρπούς, εξυπηρετούν ως οπτικά σήματα προς τα έντομα ή / και άλλα ζώα, ώστε
να διευκολύνεται αφενός η επικονίαση αφετέρου η διασπορά των σπόρων των φυτών.
Χρώματα στα φύλλα. Έντονα χρώματα παρατηρούνται συχνά και στα φύλλα. Συνήθως,
παροδικά σε συγκεκριμένα στάδια της ανάπτυξης του φυτού. Το χρώμα των φυτών οφείλεται, σε
χρωστικές που οι πλέον συνήθεις είναι οι Χλωροφύλλες, τα Καροτινοειδή, τα Φλαβονοειδή και οι
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Μπεταλαϊνες (Betalains). Για παράδειγμα, σε νεαρά φύλλα που στη συνέχεια γίνονται πράσινα ή
στα φύλλα του φθινοπώρου, όπου η παρουσία ανθοκυανινών σε συνδυασμό με την διατήρηση
των καροτινοειδών και την απώλεια χλωροφύλλης δημιουργούν εντυπωσιακούς χρωματισμούς.
Σε κάποια είδη συσσωρεύονται ανθοκυανίνες και σε ενήλικα φύλλα δίνοντας μωβ χρωματισμούς.
Γενικά θεωρείται ότι η υπεριώδης ακτινοβολία αυξάνει την σύνθεση ανθοκυανινών, ενώ
συσσώρευση τους παρατηρείται, επίσης, σε συνθήκες στρες λόγω κρύου, υψηλού επιπέδου
φωτός, παθογόνων, ή λόγω έλλειψης στοιχείων όπως φώσφορος ή άζωτο. Σε πολλές από τις
παραπάνω περιπτώσεις τα χρώματα που οφείλονται σε ανθοκυανίνες συνδέονται με προστασία
του μηχανισμού της φωτοσύνθεσης από βλάβες. Θεωρείται ότι φιλτράρουν και άρα μειώνουν την
ένταση του φωτός που φθάνει στις φωτοσυνθετικές χρωστικές, αν και ο ρόλος τους δεν είναι
ξεκάθαρος. Ως προς την παρουσία ανθοκυανινών σε νεαρά φύλλα, υποστηρίζεται ότι τα νεαρά
φύλλα δεν έχουν αναπτύξει πλήρως τη δυνατότητα αξιοποίησης της φωτεινής ενέργειας που
προσλαμβάνουν, επομένως ο κίνδυνος βλάβης είναι αυξημένος. Πιθανώς για αυτό το λόγο
προκαλείται συσσώρευση ανθοκυανινών για την προστασία του ανώριμου μηχανισμού της
φωτοσύνθεσης. Τα φύλλα του φθινοπώρου με τα συχνά εντυπωσιακά χρώματα φαίνεται, επίσης,
να παίζουν σημαντικό ρόλο για τα φυτά.
Η φθινοπωρινή πτώση των φύλλων είναι μια διαδικασία με κύριο στόχο την ανακύκλωση
θρεπτικών συστατικών, τα οποία μεταφέρονται σε άλλους ιστούς του φυτού ώστε να
χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή νέου φυλλώματος την άνοιξη. Η χλωροφύλλη
αποικοδομείται σε αυτή τη διαδικασία και ο κίνδυνος φωτο-αναστολής είναι μεγάλος. Ο κίτρινος
χρωματισμός των φύλλων οφείλεται στο ότι τα καροτινοειδή διατηρούνται μέχρι την πτώση των
φύλλων, την ίδια ώρα που οι χλωροφύλλες αποικοδομούνται – άρα τα φύλλα γίνονται κίτρινα. Οι
ανθοκυανίνες δεν προϋπάρχουν στα φύλλα, αλλά συντίθενται όταν αρχίζουν να μειώνονται οι
χλωροφύλλες και υπάρχει η άποψη ότι η σύνθεσή τους οφείλεται κυρίως στην ανάγκη
φωτοπροστασίας των φύλλων κατά αυτή την περίοδο. Υπάρχει επίσης η άποψη ότι το
φθινοπωρινό χρώμα των φύλλων συνδέεται με διαδικασίες συνεξέλιξης μεταξύ φυτών και
φυτοφάγων. Παρατηρήθηκε ότι εντονότερα χρώματα εμφανίζουν φυτά που υφίστανται
μεγαλύτερη πίεση από έντομα, π.χ. από αφίδες που εκείνη την περίοδο εναποθέτουν τα αβγά 135
τους, ενώ παράλληλα φαίνεται οι αφίδες να αποφεύγουν τα έντονα κόκκινα φθινοπωρινά φύλλα
και να προτιμούν τα λιγότερο έντονα θαμπά κίτρινα για την εναπόθεση των αβγών τους. Στην
ίδια κατεύθυνση βρέθηκε ότι δέντρα του ίδιου είδους που εμφάνισαν νωρίτερα το φθινόπωρο
έντονα χρώματα εμφάνισαν μικρότερη καταπόνηση από έντομα σε σχέση με άλλα δέντρα του
ίδιου είδους που παρέμειναν πράσινα περισσότερο. Άλλη υπόθεση σε σχέση με το χρώμα των
φύλλων σχετίζεται με τη μίμηση. Με δεδομένο ότι συχνά μετά από προσβολή από έντομα
παρατηρείται συσσώρευση ανθοκυανινών, φύλλα που εμφανίζουν συσσώρευση ανθοκυανινών
είναι πιθανό να αποφεύγονται ως τροφή ή μέρος για ωοτοκία μιας και φέρουν σημάδια
προηγούμενης επίσκεψης από άλλα έντομα. Στην ίδια κατεύθυνση, μια άλλη υπόθεση σε σχέση
με τους ιδιαίτερους χρωματισμούς στα φύλλα υποστηρίζει ότι με αυτό τον τρόπο υπονομεύεται
το καμουφλάζ των εντόμων και είναι πιθανό τα έντομα να αποφεύγουν χρωματιστά μέρη των
φυτών μιας και έτσι θα γίνονταν ευκολότερα αντιληπτά από τους θηρευτές τους.
Ειδικότερα ως προς τις κυριότερες χρωστικές των φυτών αξίζει να γνωρίζουμε τα
εξής. Χλωροφύλλες: Απορροφούν στην κίτρινη και μπλε περιοχή του ορατού φάσματος του
φωτός και ανακλούν στην πράσινη. Προσδίδουν στα φυτά το πράσινο χρώμα τους. Βασικός τους
ρόλος είναι η απορρόφηση ενέργειας για τη φωτοσύνθεση. -Καροτινοειδή: Κόκκινες, κίτρινες ή
πορτοκαλί χρωστικές, απορροφούν σε μήκη φωτός που δεν απορροφά η χλωροφύλλη και δρουν
συμπληρωματικά με αυτή, ενώ έχουν και φωτοπροστατευτικό ρόλο. Χωρίζονται στις
ξανθοφύλλες που δίνουν χρώμα κίτρινο και τις καροτίνες που δίνουν χρώμα πορτοκαλί και
κόκκινο. Εμφανίζονται σε ρίζες, κονδύλους, σπόρους, καρπούς και άνθη και σε αυτές οφείλουν
το χρώμα τους, π.χ., τα καρότα ή οι ντομάτες. -Φλαβονοειδή: Προσδίδουν όλα τα χρώματα από
κόκκινα έως μωβ και μπλε, με εξαίρεση το πράσινο. Εμφανίζονται σχεδόν σε όλους τους ιστούς
των ανώτερων φυτών, αλλά κυρίως τις βλέπουμε στα άνθη και στους καρπούς. Οι ανθοκυανίνες -
κυριότερος εκπρόσωπος των φλαβονοειδών- δίνουν συνήθως χρώμα καφέ, κόκκινο, πορτοκαλί,
μωβ, μπλε, ενώ οι ανθοξανθίνες, συνήθως προσδίδουν χρώμα λευκό, εκρού, κίτρινο με
απορρόφηση και στις υπεριώδεις. Συνδυασμός αμφότερων τους δίνει έντονο κίτρινο, κόκκινο-
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
καφέ, πορτοκαλί και ροζ. -Μπεταλαϊνες (κοκκινες–μωβ μπετακυανίνες και κίτρινες
μπεταξανθίνες): Κόκκινες, μωβ ή κίτρινες χρωστικές. Εμφανίζονται μόνο στην τάξη
Caryophyllales (εκτός από τις οικογένειες Caryophyllaceae και Molluginaceae που εμφανίζουν
ανθοκυανίνες). Ποτέ δεν εμφανίζονται συγχρόνως με ανθοκυανίνες. Είναι λιγότερο κοινές από τις
προηγούμενες χρωστικές. Οι μπεταλαϊνες είναι αυτές που δίνουν το χρώμα στα πατζάρια, αλλά
και στις βουκαμβίλιες, το παχύφυτο πορτουλάκα (γλιστρίδα ή αντράκλα Portulaca oleracea και
τα καλλωπιστικά Portulaca grandiflora και Portulaca umbraticola) και σε πολλούς κάκτους.
Εξάλλου, πολλές χρωστικές έχουν άλλες σημαντικές λειτουργίες, πέραν του χρωματισμού των
ανθέων. Για παράδειγμα, τα καροτινοειδή είναι χρωστικές συμπληρωματικές της χλωροφύλλης
που βοηθούν στην φωτοσύνθεση, χρωστικές βοηθούν στην προστασία έναντι των φυτοφάγων,
στην προστασία ενάντια στην υπεριώδη ακτινοβολία, ενάντια σε βλάβες από κρύο ή ζέστη.
Γιατί να υπάρχουν τόσα χρώματα στα άνθη; Το τεράστιο εύρος χρωμάτων στα άνθη των
φυτών – όταν ακόμα και συγγενικά είδη παρουσιάζουν διαφορές στα χρώματα και στις
αποχρώσεις- υποδεικνύει ότι στο πέρασμα των αιώνων υπήρξαν πολυάριθμες εξελικτικές
μεταβάσεις που οδήγησαν στη σημερινή ποικιλομορφία. Συγχρόνως, είναι και η προφανής
προσέλκυση συγκεκριμένων επικονιαστών (π.χ. έντομα, πτηνά) από συγκεκριμένα άνθη. Αυτό,
οδηγεί συχνά στην άποψη ότι η ποικιλία στα χρώματα των λουλουδιών και οι διαφορές στην
όραση των διαφορετικών ομάδων επικονιαστών είναι αποτέλεσμα διαδικασιών συνεξέλιξης.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις ότι οι αλλαγές στο χρώμα των ανθέων έγιναν
λόγω εξελικτικών πιέσεων από επικονιαστές, ούτε ότι η όραση των επικονιαστών
προσαρμόστηκε στο χρώμα των ανθέων. Υπάρχουν περιπτώσεις που η παραπάνω υπόθεση
υποστηρίζεται και άλλες που η διαφοροποίηση στο χρώμα του άνθους φαίνεται να οφείλονται σε
τυχαίους παράγοντες, σε αλλαγή λόγω αλλαγής σε άλλο χαρακτηριστικό που συνδέεται με το
χρώμα του άνθους ή για εξέλιξη του χρώματος, λόγω άλλων παραγόντων και επακόλουθη
προσαρμογή του άνθους σε νέους επικονιαστές.
Άνθη που αλλάζουν χρώματα. Πολλές φορές παρατηρείται αλλαγή στο χρώμα του άνθους ή
τμημάτων αυτού κατά τη διάρκεια της ζωής του. Για παράδειγμα, στη Λαντάνα την πολυανθούσα
(Lantana camara ) βλέπουμε αλλαγή από κίτρινο προς πορτοκαλί και κόκκινο, αλλα και προς 136
μωβ ή σε άλλους συνδυασμούς στα υβρίδια. Στην Ιπποκαστανιά ή πικροκαστανιά (Aesculus
hippocastanum) βλέπουμε αλλαγή στις κηλίδες στα πέταλα από κίτρινο προς ροζ. Συνήθως, οι
αλλαγές αυτές στα χρώματα συνοδεύονται από τη μείωση του διαθέσιμου νέκταρ. Εξάλλου,
θεωρείται ότι οι αλλαγές αυτές είναι εξελικτικές προσαρμογές του άνθους με στόχο να
οδηγήσουν τους επικονιαστές προς τα άνθη που δεν έχουν γονιμοποιηθεί. Συνήθως, η αλλαγή στο
χρωματισμό είναι προς ένα χρώμα λιγότερο ελκυστικό για τον επικονιαστή. Για
παράδειγμα, άνθη που επικονιάζονται από έντομα αλλάζουν από κίτρινα και πορτοκαλί προς
κόκκινα, είδη που επικονιάζονται βράδυ αλλάζουν από ανοιχτόχρωμα προς πιο σκούρα που
γίνονται δυσκολότερα αντιληπτά στο σκοτάδι, π.χ. η ορχιδέα Cobaea. Σε άλλα, η αλλαγή του
χρώματος οδηγεί σε αλλαγή επικονιατή. Η Lantana παρατηρήθηκε ότι στην κίτρινη φάση δέχεται
επισκέψεις από διαφορετικά είδη πεταλούδας από ότι π.χ. στην κόκκινη ή τη μωβ. Το
αναρριχητικό Ρανγκούν ( Quisqualis indica) αρχικά εμφανίζει λευκά άνθη και επικονιάζεται από
νυχτοπεταλούδες, στη συνέχεια αυτά αλλάζουν ρε ροζ και μετά κόκκινα εξακολουθώντας να
έχουν κάποιες ποσότητες νεκταρ και προσελκύουν μέλισσες και πουλιά. Τέλος, το γεγονός ότι τα
λουλούδια εξακολουθούν να παραμένουν στο φυτό μετά την αλλαγή χρώματος, θεωρείται ότι
συνεισφέρει στη συνολική εικόνα του φυτού από μακριά και επομένως συμβάλλει στην
προσέλκυση επικονιαστών, ενώ η αλλαγή χρησιμεύει για την κατεύθυνση του επικονιαστή προς
τα νεότερα μη γονιμοποιημένα άνθη. Έρευνες, μάλιστα, σε είδη που αλλάζουν το χρώμα του
άνθους τους, έδειξαν ότι τα φυτά στα οποία διατηρήθηκαν τα άνθη μετά τις αλλαγές δέχτηκαν
περισσότερες επισκέψεις από φυτά στα οποία τα λουλούδια αφαιρέθηκαν μετά την αλλαγή
χρώματος.
Τι βλέπουν οι επικονιαστές; Σε κάθε περίπτωση, τα άνθη συνήθως ανακλούν φως από τα όρια
της υπεριώδους περιοχής του φάσματος έως το βαθύ κόκκινο (περίπου 350-700nm). Το χρώμα
που βλέπουμε βέβαια, συχνά είναι μίξη των χρωμάτων που ανακλώνται. Π.χ. ανθοκυανίνες που
απορροφούν στην περιοχή του κίτρινου – πράσινου, δίνουν μωβ χρώματα που προκύπτουν από
μίξη των περιοχών του κόκκινου - πορτοκαλί και μπλε που ανακλούν. Σε γενικές γραμμές, τα
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
έντομα βλέπουν σε 3 χρωματικές περιοχές, στην υπεριώδη περιοχή, στη μπλε και την κίτρινη-
πράσινη περιοχή του φάσματος – τα περισσότερα έντομα δε βλέπουν δηλ. το κόκκινο, αν και
υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ειδών, με κάποιες πεταλούδες να βλέπουν ως και 6
διαφορετικές περιοχές φθάνοντας ως την κόκκινη περιοχή του φάσματος ή κάποια νυχτόβια είδη
να μη διακρίνουν καθόλου χρώματα.
Έχει αποδειχτεί πειραματικά ότι τα έντομα έχουν κάποιες έμφυτες προτιμήσεις ως προς τα
χρώματα των ανθέων που τα ελκύουν αλλά και μια επίκτητη προτίμηση προς τα χρώματα που τα
ανταμείβουν περισσότερο – δηλ. προς χρώματα από είδη που σε προηγούμενη επίσκεψη τα
ικανοποίησαν. Αποδεικνύεται, μάλιστα, ότι η ανθική σταθερότητα ως προς τα άνθη που
επισκέπτονται ορισμένοι επικονιαστές, συνδέεται έντονα με το χρώμα του άνθους. Έτσι, λοιπόν,
οι επικονιαστές διαμορφώνουν προτιμήσεις ως προς το χρώμα του άνθους ως εξής: -Μέλισσες:
Κυρίως μπλε, κάποια είδη κίτρινα. Αποκτούν εύκολα επίκτητες ικανότητες και μαθαίνουν να
επιλέγουν και άλλα χρώματα. -Πεταλούδες: Λευκά, κίτρινα – πορτοκαλί, ροζ και κόκκινα. -
Νυχτοπεταλούδες: Λευκά – εκρού, αρωματικά. -Νυχτερίδες: Λευκά, εκρού, θαμπά πράσινα,
θαμπά μωβ. -Πουλιά: Κόκκινα – πορτοκαλί (πιθανώς επίκτητο, δε φαίνεται να έχουν έμφυτη
προτίμηση). -Σκαθάρια: Λευκά – εκρού – πράσινα. Κάποια είδη κόκκινα, πορτοκαλί. -Μύγες:
Κίτρινα, λευκά, κάποια είδη μωβ, καφέ.
Τα μπλε χρώματα στα άνθη, παρατηρείται ότι είναι πολύ συνήθη στις εύκρατες περιοχές, όπου οι
μέλισσες είναι οι βασικοί επικονιαστές, ενώ τα κόκκινα χρώματα είναι πολύ συνήθη σε τροπικές
περιοχές, όπου άλλα έντομα (αλλά όχι οι μέλισσες που δεν βλέπουν το κόκκινο χρώμα) ή πουλιά
είναι οι βασικοί επικονιαστές. Έρευνες έδειξαν ότι και οι μέλισσες μπορούν να διακρίνουν τα
κόκκινα λουλούδια, σε σχέση με τα πράσινα φύλλα και συχνά επισκέπτονται και κόκκινα άνθη,
χρειάζονται όμως πολύ περισσότερο χρόνο να εντοπίσουν κόκκινα ή λευκά άνθη από το να
εντοπίσουν μπλε ή κίτρινα. Για παράδειγμα ο βομβύνος Bombus occidentalis, είναι ένα είδος
μέλισσας που επισκέπτεται συχνά άνθη που κατά βάση επικονιάζονται από πουλιά. Τα πουλιά
πάντως δε φαίνεται να έχουν έμφυτη προτίμηση προς τα κόκκινα άνθη, αλλά τα επισκέπτονται
περισσότερο ενδεχομένως επειδή οι άλλοι επικονιαστές τα βρίσκουν πιο δύσκολα και όταν τα
πουλιά φθάνουν σε αυτά τα βρίσκουν πλούσια σε νέκταρ. Προφανώς και δεν είναι πάντα οι 137
βασικοί επικονιαστές των κόκκινων λουλουδιών τα πουλιά. Βλέπουμε, μάλιστα πολλά κόκκινα
είδη σε περιοχές πέραν των τροπικών, όπως, π.χ. στη Μεσόγειο στις αρχές της άνοιξης –
ανεμώνες, παπαρούνες κλπ. Εκεί το κόκκινο δεν υποδηλώνει επικονίαση από πουλιά, αλλά
πιθανώς έρχεται σε μεγαλύτερη αντίθεση με περιβάλλον και είναι ευκολότερος ο εντοπισμός του
από τα έντομα. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν κάποια γενικά πρότυπα ανάμεσα στο άνθος και τον
επικονιαστή. Έτσι, υπάρχουν, λουλούδια που επικονιάζονται από πουλιά να είναι συνήθως
κόκκινα ή πορτοκαλί, επιμήκη και με άφθονο νέκταρ, λουλούδια που επικονιάζονται από
μέλισσες να είναι συνήθως μπλε πλατιά και με λιγότερο νέκταρ, λουλούδια που επικονιάζονται
από νυχτοπεταλούδες να είναι συνήθως λευκά και αρωματικά και να ανοίγουν το βράδυ, ενώ
παρατηρείται είδη που παρουσιάζουν τέτοια κοινά χαρακτηριστικά να επικονιάζονται
αποτελεσματικότερα από τον επικονιαστή που συνδέεται με αυτά τα χαρακτηριστικά.
Εξελίχθηκαν μαζί τελικά φυτά και επικονιαστές; Οι επικονιαστές προτιμούν το ένα χρώμα από
το άλλο και κάποια είδη επικονιάζονται αποτελεσματικότερα από έναν επικονιαστή σε σχέση με
άλλον. Είναι όμως αυτές αποτέλεσμα εξελικτικών πιέσεων; Φαίνεται ότι η όραση των μελισσών
προϋπήρξε εξελικτικά του χρώματος των λουλουδιών. Έχει αποδειχτεί ότι το γεγονός ότι τα
έντομα βλέπουν από την υπεριώδη ως την πράσινη περιοχή τοποθετείται χρονικά στις απαρχές
της εξέλιξης των αρθρόποδων, πολύ πριν την εμφάνιση των ανθοφόρων φυτών. Επομένως,
πιθανώς τα φυτά προσαρμόστηκαν στην όραση των επικονιαστών τους ξεκινώντας μια
διαδικασία συνεξέλιξης (από κοινού εξέλιξη). Ένδειξη προς αυτή την κατεύθυνση, είναι ότι σε
πολλές οικογένειες εμφανίζονται κοινά χρωματικά πρότυπα με τα κίτρινα άνθη να είναι πολύ
κοινά και πολλά να είναι τα άνθη με κίτρινο κέντρο. Πολλά έντομα δείχνουν έμφυτη προτίμηση
προς το κίτρινο. Η κίτρινη γύρη φαίνεται να προϋπάρχει εξελικτικά των άλλων χρωμάτων και
ενδεχομένως αυτή οδήγησε τους επικονιαστές στην προτίμηση για το κίτρινο χρώμα. Επίσης,
υπάρχει η θεωρία ότι ο κίτρινος χρωματισμός της γύρης ήταν ήδη παρόν στους προγόνους των
σημερινών ανθόφυτων που επικονιάζονταν με τον άνεμο. Σε αυτή τη λογική στα πρώτα στάδια
της επικονίασης από έντομα θα μπορούσε πολλοί επικονιαστές να είχαν αναπτύξει προτίμηση
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
προς τα κίτρινα σήματα και επομένως πολλά φυτά αργότερα να ανέπτυξαν κίτρινα άνθη μιας και
αυτή ήταν η προτίμηση των επικονιαστών τους.
Άλλο επιχείρημα προς αυτή την κατεύθυνση είναι ότι συχνά τα χρώματα των λουλουδιών κάνουν
άλματα ως προς το πεδίο του φάσματος που ανακλούν σε αντιστοιχία με τα μήκη κύματος στα
οποία οι επικονιαστές είναι πιο ευαίσθητοι. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η άποψη ότι πολλές
διαφοροποιήσεις στα χρώματα του άνθους δεν είναι οι ίδιες αποτέλεσμα εξελικτικής
προσαρμογής αλλά παράλληλο χαρακτηριστικό που διαφοροποιήθηκε είτε τυχαία είτε λόγω της
μετάλλαξης άλλων γενετικών παραγόντων από άλλες αιτίες, οι οποίοι, όμως, επηρέασαν
συγχρόνως και το χρώμα του άνθους. Μετά την αλλαγή του χρώματος του άνθους είναι πιθανό η
εξελικτική πίεση από τους νέους επικονιαστές να οδήγησε σε επιπλέον κοινά χαρακτηριστικά στα
άνθη ανάλογων χρωμάτων. Εξάλλου, υψηλές συγκεντρώσεις σε ανθοκυανίνες στα άνθη, συχνά
συνδέονται με παρουσία ανθοκυανινών στους βλαστούς ή στα φύλλα, και πιθανώς βοηθούν στην
επιβίωση του φυτού με τρόπους που δε σχετίζονται με την γονιμοποίηση. Πιθανώς εξελικτικές
πιέσεις που σχετίζονται με την παρουσία των ανθοκυανινών στους βλαστούς ή στα φύλλα να
οδήγησαν στο σχηματισμό των χρωστικών και στη συνέχεια αυτές να εκφράστηκαν στο άνθος.
Επιπλέον, πολλά από τα ένζυμα που εμπλέκονται στη σύνθεση ανθοκυανινών απαιτούνται για τη
σύνθεση κι άλλων φλαβονοειδών που επηρεάζουν χαρακτηριστικά των φυτών και ο παράγοντας
πίεσης θα μπορούσε να είναι επιλογή προς αυτά τα χαρακτηριστικά που επηρέασαν επακόλουθα
και το χρώμα του άνθους. (πρόσθετη πληροφόρηση: - Σύνδεσμος Φυσιογνωστών-Βιολόγων,
ΟΕΛΜΕΚ, εκπαιδευτικό υλικό. - Chittka L., Spaethe J, Schmidt A, Hickelsberger A (2001)
Adaptation, constraint and chance in the evolution of flower color and pollinator color vision in
Cognitive Ecology of Pollination, Cambridge University Press, pp. 106-126. - - Rausher M.D.
(2008) Evolutionary transitions in floral color, Int. J. Plant Sci, vol., pp. 7-21. - - Wilmer P.
(2011) Pollination and Floral Ecology, Princeton University Press. - Καραγεώργου Π
(2006) Χρωματικά πρότυπα στα φύλλα : πιθανοί οικοφυσιολογικοί ρόλοι των ανθοκυάνινων, ή,
Γιατί τα φύλλα γίνονται παροδικά κόκκινα.).
__________
138
- Φαίνονται Περίεργα, αλλά είναι Εξηγήσιμα
(πηγή: σταχυολόγηση από http://www.scienceillustrated.gr, http://www.sciencenews.gr).
Να και μερικά που μας φαίνονται περίεργα, αλλά είναι όμως εξηγήσιμα από την επιστήμη. Γιατί
ασπρίζουν τα μαλλιά μας; Γιατί έχουν σχιστά μάτια οι Ασιάτες; Υγεία και χειμερινή κολύμβηση.
Για το μεθύσι. Πως να ωριμάζουν ταχύτερα τα φρούτα μας. Συνήθειες αυτοελέγχου.
Γιατί ασπρίζουν τα μαλλιά μας ; Οι τρίχες του σώματός μας παράγουν χρώμα για περιορισμένο
αριθμό ετών. Αυτή η περίοδος είναι γενετικά προσδιορισμένη και ποικίλλει ανάλογα με τη θέση
της τρίχας. Κάθε τρίχα δημιουργείται σε ένα τριχοθυλάκιο, που δεν είναι παρά μια ομάδα
κυττάρων του δέρματος, διαφόρων τύπων. Μια τρίχα του κεφαλιού έχει κατά κανόνα έναν κύκλο
ζωής δύο έως έξι ετών, μετά πέφτει, και το τριχοθυλάκιο αρχίζει να δημιουργεί μια καινούργια
τρίχα. Τις πρώτες δέκα φορές όλα πάνε μια χαρά, αλλά από κει και πέρα αρχίζουν τα
προβλήματα. Αυτό σημαίνει είτε ότι το τριχοθυλάκιο είναι πλέον άχρηστο και δεν μπορεί να
δημιουργήσει νέα τρίχα, είτε ότι έχουν καταστραφεί τα εξειδικευμένα κύτταρα, τα
μελανοκύτταρα, που παράγουν τη χρωστική ουσία μελανίνη. Όσο προχωρά η φθορά των
μελανοκυττάρων, τόσο τα μαλλιά γκριζάρουν, μέχρι που ασπρίζουν τελείως, όταν πια δεν
τροφοδοτούνται καθόλου με μελανίνη.
Ωφελεί η συνήθεια της χειμερινής κολύμβησης στην υγεία μας; Όταν ένας χειμερινός
κολυμβητής πέφτει στο παγωμένο νερό, στο σώμα του απελευθερώνονται οι λεγόμενες
ενδορφίνες, που είναι η μορφίνη του ανθρώπινου οργανισμού. Οι ενδορφίνες έχουν γενικά
αναλγητικές ιδιότητες, που διαρκούν από 2 έως 4 ώρες. Έτσι, οι βουτιές σε πολύ κρύο νερό έχουν
θετική επίδραση σε πολλές επώδυνες παθήσεις. Επιπλέον, οι ενδορφίνες έχουν και
αντικαταθλιπτικές ιδιότητες. Έτσι, η χειμερινή κολύμβηση βελτιώνει τη διάθεση και μπορεί να
καταστείλει την κατάθλιψη ελαφριάς μορφής. Πολλοί χειμερινοί κολυμβητές υποστηρίζουν ότι
«το αίμα κυλάει πιο γρήγορα στις φλέβες» μετά από μια βουτιά. Ακριβώς αυτό συμβαίνει στην
πραγματικότητα, σύμφωνα με μια έρευνα του ο Φινλανδού γιατρού Kyllikki Kauppinen. Όταν το
δέρμα μας έρχεται σε επαφή με το κρύο νερό, τα αιμοφόρα αγγεία συστέλλονται για να
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
διατηρήσουν τη θερμοκρασία του σώματος, ενώ η πίεση αυξάνεται, για να εμποδίσει το αίμα να
παγώσει. Μερικές έρευνες, μάλιστα, υποδεικνύουν ότι τα χειμερινά μπάνια ανακουφίζουν από τις
ενοχλήσεις στις αρθρώσεις, όμως αυτό εξακολουθεί να αμφισβητείται στους κύκλους των
ειδικών της αρθρίτιδας.
Γιατί οι λαοί κυρίως της Άπω Ανατολής έχουν λοξά μάτια; Οι Κινέζοι, οι Ιάπωνες και άλλοι
λαοί της Άπω Ανατολής έχουν πάνω από τα μάτια τους μια πτυχή δέρματος που καλύπτει εν
μέρει το βλέφαρο και την άκρη του ματιού που βρίσκεται προς τη μύτη. Αυτή η πτυχή δέρματος,
που κάνει τα μάτια να φαίνονται λοξά, είναι ένα στρώμα λίπους που πιθανώς προέρχεται από την
εποχή που οι πρόγονοι των μογγολικών λαών ζούσαν σε πολύ ψυχρές περιοχές. Αυτό το
μονωτικό στρώμα προστάτευε τα μάτια τους από το ψύχος. Επιπλέον, η πτυχή κάνει τα μάτια
στενότερα και τα προφυλάσσει ως ένα βαθμό από τις αντανακλάσεις του φωτός στο χιόνι και τον
πάγο. Ωστόσο, η εξήγηση αυτή δεν είναι επιβεβαιωμένη και αποτελεί ουσιαστικά μια υπόθεση.
Αυτή η πτυχή του δέρματος είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και στους Ευρωπαίους και τους
Αφρικανούς τα μωρά έχουν την πτυχή αυτή πριν αναπτυχθεί πλήρως η ρίζα της μύτης. Όταν η
μύτη μεγαλώσει, η δερματική πτυχή τεντώνεται και εξαφανίζεται, αλλά επειδή οι Ασιάτες έχουν
μύτη με επίπεδη ρίζα, η πτυχή παραμένει. Άρα, το λοξό σχήμα του ματιού τους μπορεί να
οφείλεται και στα ανατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου τους.
Mεθάμε περισσότερο όταν πίνουμε ταυτόχρονα διαφορετικά ποτά; Αυτό είναι ένας μύθος;
Τα επίπεδα του αλκοόλ στο αίμα μας εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από την ποσότητα που
έχουμε καταναλώσει. Σε διάφορα πάρτι, οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να πίνουν ένα
είδος ποτού από την αρχή. Μόνο αφού έχουν καταναλώσει αρκετή ποσότητα αλκοόλ, σύμφωνα
με την κρίση τους αποφασίζουν να αρχίσουν τους πειραματισμούς με άλλα, ενδεχομένως
"δυνατότερα" ποτά. Στο σημείο αυτό, πιθανώς να έχουν χάσει το μέτρημα και δεν ξέρουν πόσα
ποτά ακριβώς έχουν πιει, ώστε την επόμενη μέρα θεωρούν ότι το μεθύσι τους οφείλεται στα
διαφορετικά ποτά που καταναλώσανε και όχι στην ποσότητα του αλκοόλ που ήπιανε. Υπάρχει
ακόμη, μια έρευνα που εμφανίζει και μια ψυχολογική επίδραση. Πραγματοποιήθηκε μια σειρά
πειραμάτων στα οποία κάποιοι άνθρωποι πίστευαν ότι κατανάλωσαν διάφορα αλκοολούχα ποτά,
ενώ στην πραγματικότητα είχαν πιεί μη αλκοολούχα ποτά. Τα συμπτώματα που εμφάνισαν μετά, 139
ήταν όμοια με τα συμπτώματα που αναμένονταν αν είχαν καταναλώσει πραγματικά αλκοολούχα
ποτά
Κακές συνήθειες για τον αυτοέλεγχο. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι "τρώνε" τα νύχια τους,
γιατί θέλουν να τα κοντύνουν. Όμως στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτή η συνήθεια είναι ένα
πρότυπο ελέγχου. Δηλαδή, μία διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να ελαττώσει ή
να μειώσει τα άσχημα συναισθήματα που τον διακατέχουν. Στις περιπτώσεις που ο έλεγχος των
συναισθημάτων δεν είναι εφικτός, τότε τα πρότυπα ελέγχου αναλαμβάνουν δράση. Τα πρότυπα
ελέγχου διαφέρουν μεταξύ των ανθρώπων, αλλά υπάρχουν κι άλλα εκτός από το παραπάνω: η
γρήγορη κίνηση του ποδιού, το συχνό ανοιγοκλείσιμο των ματιών, το στρίψιμο των χεριών, κ.α.
Άλλα, τα οποία εκ πρώτης όψεως δεν είναι προφανή, περιλαμβάνουν το κάπνισμα, τη γρήγορη
ομιλία για κάποιο θέμα, την πολύ αργή ομιλία, τη κατανάλωση τροφής απουσία αισθήματος
πείνας, ο καθαρισμός πραγμάτων τα οποία δεν είναι βρώμικα, η συνεχής απασχόληση ακόμα κι
όταν είναι ώρα για χαλάρωση, η υπερεργασία, κ. α. Ειδικότερα, οι άντρες χαρακτηρίζονται από
αδυναμία συζήτησης των προβλημάτων τους, και αποκτάνε πρότυπα ελέγχου για τα οποία
κατακρίνονται. Αυτά τα πρότυπα ελέγχου έχουν σαν αποτέλεσμα, κάποιος άντρας να
χαρακτηρίζεται σαν φαλλοκράτης ή κάποια γυναίκα ως φεμινίστρια, ενώ ενισχύονται από τα
εκάστοτε κοινωνικά πρότυπα και τη διαφήμιση.
Γιατί δεν πρέπει να διατηρούμε μαζί φρούτα και λουλούδια; Τα φυτά, όπως και τα ζώα,
αξιοποιούν διάφορες ορμόνες για τη σωστή ανάπτυξη και εξέλιξή τους. Μία από αυτές τις
αυξητικές ορμόνες είναι το αέριο αιθυλένιο, που επιδρά ποικιλοτρόπως στα φυτά. Η
σημαντικότερη πάντως λειτουργία του είναι η ρύθμιση της ωρίμανσης και της γήρανσης των
φρούτων. Το αιθυλένιο επιταχύνει τη διαδικασία, αφού όσο περισσότερο είναι τόσο ταχύτερα
ωριμάζουν τα φρούτα και μαραίνονται τα λουλούδια. Τα λουλούδια και τα φρούτα δεν είναι μόνο
ευαίσθητα στο αιθυλένιο. Και τα ίδια παράγουν την ορμόνη, σε αέρια μορφή. Μάλιστα η
παραγωγή της είναι ανάλογη του βαθμού καταπόνησής τους. Για παράδειγμα, όταν κόβουμε ένα
τριαντάφυλλο, καταστρέφουμε μερικά από τα κύτταρα του κοτσανιού, αυξάνοντας την παραγωγή
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
αιθυλενίου. Γι’ αυτό τα λουλούδια που κοσμούν τα βάζα μας μαραίνονται ταχύτερα σε σύγκριση
με αυτά που βρίσκονται στον κήπο. Το ίδιο ισχύει και με τα φρούτα, που με τα χτυπήματα
μωλωπίζονται. Και σε αυτή την περίπτωση ενεργοποιείται η διαδικασία παραγωγής αιθυλενίου,
που επιταχύνει την ωρίμανσή τους. Αν ένα μήλο στη φρουτιέρα χτυπηθεί ή ένα λουλούδι του
μπουκέτου τσακίσει, θα παραχθεί περισσότερη από την κανονική ποσότητα αιθυλενίου, η οποία
και εξαπλώνεται στα υπόλοιπα μήλα ή λουλούδια. Έτσι, το αιθυλένιο ωριμάζει ταχύτερα τα
φρούτα στη φρουτιέρα, εάν τα διατηρούμε μαζί με κομμένα λουλούδια. Επίσης, για να
ωριμάσουν ταχύτερα τα ακτινίδια, βάλτε τα στη φρουτιέρα μαζί με μήλα, καθώς τα μήλα εκλύουν
μεγαλύτερες ποσότητες αιθυλενίου.
__________
__________
Όσοι ασχολούνταν με τα Μερομήνια, πίστευαν ότι μπορούσαν να μαντέψουν τον καιρό που θα
έχει κάθε μήνας του έτους, αν εξέταζαν τις πρώτες 3 ή 6 ή 12 ημέρες των μηνών Ιουλίου ή
Αυγούστου, κατ’ άλλους του Μαρτίου ή Ιανουαρίου. Και, επειδή ο Αύγουστος θεωρούνταν από
το λαό (παροιμία: από Αύγουστο χειμώνα και από Μάρτη καλοκαίρι), καθώς άρχιζαν οι κάθε
είδους προετοιμασίες για τη χειμερινή περίοδο, γι’ αυτό από το μήνα αυτό ξεκίναγαν οι
περισσότεροι τις παρατηρήσεις τους για την πρόγνωση του καιρού της χρονιάς που ακολουθούσε.
Όμως σε πολύ παλαιά λαογραφικά κείμενα, φαίνεται ότι οι περισσότεροι γνώστες των
Μερομήνιων ξεκινούσαν τις παρατηρήσεις τους από τις 12 πρώτες ημέρες της 8ης εμφάνισης του
φεγγαριού (8ο φεγγάρι), κάθε σεληνιακού και όχι ημερολογιακού έτους.
Η προσπάθεια πρόγνωσης των καιρικών συνθηκών, σε μια εποχή που δεν υπήρχε η ευχέρεια που
προσφέρει σήμερα η τεχνολογία, οδήγησε στην επινόηση των Μερομηνιών. Σύμφωνα με αυτή τη
δοξασία, που επικρατούσε σε πολλές τις περιοχές της χώρας μας, ο καιρός των 6 πρώτων ημερών
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
του Αυγούστου ήταν ενδεικτικός για το τι θα επικρατούσε τον επόμενο χρόνο. Εξάλλου,
επισημαίνεται ότι λόγω της αρχαιότητας της μεθόδου, έλεγαν ότι η σωστή παρατήρηση είναι
εκείνη που ξεκινά στις 13 ή 14 Αυγούστου έως και τις 24 ή 25 Αυγούστου. Δηλαδή, οι
παρατηρήσεις πρέπει να έχουν ως βάση το παλαιό ημερολόγιο. Συγκεκριμένα, σε κάθε ημέρα
αντιστοιχούσαν δύο μήνες ξεκινώντας από την 1η (ή 13 ή 14η) Αυγούστου, όπου το πρωί
αντιστοιχούσε στον Αύγουστο και το απόγευμα στον Σεπτέμβριο, και ανάλογα με την ενδεχόμενη
ηλιοφάνεια ή την ύπαρξη σύννεφων προέβλεπαν τον καιρό του αντίστοιχου μήνα. Τα Μερομήνια
τελείωναν στις 6 (ή στις 24 ή 25) Αυγούστου με τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. Αυτή η πρακτική
πρόγνωση του καιρού για τους επόμενους μήνες του έτους, είχε πολλές αντιφάσεις, οι
ημερομηνίες αναιρούνταν από περιοχή σε περιοχή και υπήρχε μεγάλη σύγχυση, αν σε τοπικό
επίπεδο, ακόμη και σήμερα, λαμβάνονται υπόψη από μερικούς. Ωστόσο, σύμφωνα με
λαογραφικές και άλλες μελέτες για τη Λαϊκή Μετεωρολογία (πρακτική πρόγνωση των καιρικών
συνθηκών), οι πιο πάνω ημερομηνίες, είναι εσφαλμένες, καθώς τα Μερομήνια από αρχαιοτάτων
χρόνων βασίζονταν κυρίως στο φεγγάρι και τα άστρα. Εξάλλου, στη μακραίωνα πορεία της
Λαϊκής παράδοσης και των παραδόσεων, παρεισέφρησαν αρκετοί καιροσκόποι οι οποίοι
ισχυρίζονταν και ξεκίναγαν τις παρατηρήσεις για τα Μερομήνια από διάφορες ημερομηνίες. Οι
‘’γνώστες’’ όμως λέγουν ότι αυτές είναι εσφαλμένες και παραπειστικές προβλέψεις, καθώς αυτές
τις ημερομηνίες τις όρισε ο άνθρωπος, ενώ οι κινήσεις της Σελήνης και οι εμφανίσεις της είναι
ένα φυσικό φαινόμενο, που επηρεάζει κατά μεγάλο ποσοστό τις καιρικές συνθήκες της Γης. Έτσι,
οι ειδήμονες για τα Μερομήνια ισχυρίζονται ότι ο υπολογισμός των μηνών για τις καιρικές
προβλέψεις, αρχίζει από την εμφάνιση του ογδόου φεγγαριού κάθε έτος. Αυτό συνεπάγεται από
τις κινήσεις της Σελήνης και όχι μόνο.
Κατά τον καθηγητή της λαογραφίας Ν. Πολίτη, τα ‘’Μερομήνια’’ είναι κατάλοιπα παλαιών
αστρολογικών αντιλήψεων, αρχαίων προβλέψεων του καιρού, που έχουν άμεση σχέση με
αστρολογικές παρατηρήσεις και βασίζονται σε παμπάλαιες αντιλήψεις που πίστευαν ότι τα
ουράνια σώματα (π.χ. φεγγάρι, άστρα) επηρεάζουν τα καιρικά φαινόμενα στη Γη.
Λέγεται ακόμη ότι, δευτερεύοντα ρόλο σε αυτή την συσχέτιση έχουν ο άνεμος, η υγρασία και τα
σύννεφα. Επίσης, για τις βραχύχρονες προβλέψεις έδιναν μεγάλη σημασία στη συμπεριφορά 141
ζώων και φυτών. Μερομήνια, σύμφωνα με τη λαογραφία, ονόμαζε ο λαός τις δώδεκα (12) πρώτες
ημέρες της όγδοης (8) εμφάνισης του φεγγαριού του έτους. Παρατηρώντας τα καιρικά φαινόμενα
αυτών των πρώτων ημερών της, έμπειροι και προικισμένοι άνθρωποι, έλεγαν, ότι μάντευαν την
καιρική κατάσταση των επόμενων δώδεκα (12) στην αρχή φεγγαριών και αργότερα μηνών.
Μερομήνια ονομάζονται οι μέρες που γίνεται η πρόβλεψη, από τις λέξεις «μέρα και μήνας» γιατί
σε κάθε μέρα απ’ αυτές, αντιστοιχεί ένα πλήρες κύκλος του φεγγαριού (γιόμιση και χάση
φεγγαριού) ή ένας μήνας. Ειδικά εκείνοι που μετρούσαν τα Μερομήνια από τις 20 Ιουλίου
πίστευαν ότι τότε γίνεται η εμφάνιση του Αστερισμού του Κυνός. Ο Αστερισμός αυτός ήταν
προσφιλής στους παλαιούς Αστρολόγους και στους Μάγους για μαντικές παρατηρήσεις. Κάποιοι
άλλοι πίστευαν ότι η αρχή των Μερομήνιων, ταυτίζεται η με τη γιορτή του Προφήτη Ηλία, στις
20 του Ιούλη, καθώς θεωρούσαν αυτό τον προφήτη ως ‘’Κύριο’’ της βροχής και των
μετεωρολογικών φαινομένων. Στην Πελοπόννησο και ειδικότερα στην Ηλεία, ο καιρός της
πρώτης Αυγούστου αντιστοιχεί για τον καιρό που θα κάνει το μήνα Αύγουστο. Η δεύτερη μέρα
του Αυγούστου αντιστοιχεί για το Σεπτέμβριο και ούτω καθεξής. Στη Λέσβο, αρχίζουν τις
παρατηρήσεις και προβλέψεις του καιρού, με τα Μερομήνια, από τις 26 Ιουλίου ως τις 6
Αυγούστου. Στα Κύθηρα, αρχίζουν από τις 20 Ιουλίου, γιορτή του Προφήτη Ηλία. Στον Πόντο,
μετρούσαν τις πρώτες ημέρες του Γενάρη. Οι παρατηρήσεις του καιρού της 1ης Γενάρη αφορούν
τη πρόβλεψη του Γενάρη και ούτω καθεξής. Σε άλλα μέρη της χώρας η πρόβλεψη του καιρού
άρχιζε σε διαφορετικές ημερομηνίες. Σε αρκετές περιοχές υπάρχει η αντίληψη, ότι οι μέρες αυτές
είναι αποφράδες όπως οι δρίμες. Κατά συνέπεια τις ημέρες των Μερομήνιων απαγορεύονται οι
εργασίες. Πίστευαν ότι αν τις ημέρες εκείνες ο ξυλουργός έκοβε ξύλα, η ξυλεία θα σάπιζε. Αν οι
νοικοκυρές έπλυναν τα ρούχα τότε αυτά θα φθειρόταν πολύ γρήγορα. Πρόσεχαν πολύ τη κάθε
εκδήλωση τους. Δεν έκαναν γάμους και προξενιά τις ημέρες των Μερομήνιων διότι πίστευαν ότι
οι γάμοι θα διαλυόταν και τα προξενιά θα χαλούσαν. Οι γυναίκες δεν λούζονταν την νύκτα και
δεν έβγαιναν έξω από το σπίτι.
153
Χαρακτηρίζεται ως Λιμναίος και έτσι είναι γνωστός στον κόσμο. Σύμφωνα με τον Sivignon,
φαίνεται πως στη Μακεδονία οι εγκαταστάσεις κοντά σε λίμνες και ιδιαίτερα στις βαλτώδεις
όχθες τους δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, σε μια εποχή μάλιστα που ήταν πολύ περισσότερες από
σήμερα. Οι παλυνολογικές αναλύσεις του Bottema, στην ευρύτερη δυτική Μακεδονία έχουν
δείξει πως το κλίμα ήταν ξηρότερο από το σημερινό, με αποτέλεσμα να συνοδεύεται από έντονες
βροχοπτώσεις. Το νερό στο Δισπηλιό, τα νεολιθικά χρόνια, πιθανόν να ήταν πολύ περισσότερο
και η λίμνη να πλημμύριζε μεγαλύτερες εκτάσεις. Υπολογίζεται ότι κατά την περίοδο της
ακμής του οικισμού θα πρέπει να ζούσαν εκεί κάπου 5000 άνθρωποι. Όταν πρώτος έφθασε στο
Δισπηλιό ο αείμνηστος καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αντώνης
Κεραμόπουλος, που ήδη από το 1930 ερευνούσε συστηματικά στην περιοχή με σκοπό να
εντοπίσει την κοιτίδα των αρχαίων Μακεδόνων παρατήρησε πως η στάθμη της λίμνης είχε
κατέβει, γιατί ο χειμώνας του 1932, που μόλις είχε τελειώσει, ήταν πολύ ξερός. Το αποτέλεσμα
ήταν να αποκαλυφθούν οι κορυφές εκατοντάδων πασσάλων που αμέσως κατάλαβε ότι
αποτελούσαν τα οικοδομικά λείψανα ενός προϊστορικού οικισμού. Την πρώτη πληροφορία
σχετικά με την ύπαρξη και την ανασκαφή του Λιμναίου Οικισμού στο χωριό Δισπηλιό
(Δουπιάκι) την αντλούμε από το δημοσίευμα της τοπικής εφημερίδας «Καστοριά» στις 28
Αυγούστου του 1938. Εκτός από τους πασσάλους τότε ήρθαν στο φως λίθινα εργαλεία από
οψιανό και όστρακα από χοντρά χειροποίητα αγγεία, όπως αναφέρεται στα Πρακτικά της
Αρχαιολογικής Εταιρείας. Ο Αντ. Κεραμόπουλος επέστρεψε στην περιοχή το 1940 και
διενήργησε ανασκαφική έρευνα σε δύο διαφορετικές περιοχές. Η μια από αυτές ήταν στη θέση
«Νησί». Η θέση «Νησί» ήταν ήδη γνωστή στη βιβλιογραφία τουλάχιστον από το 1932. Το 1965,
ο Καθηγητής Ν. Μουτσόπουλος ήρθε στην περιοχή και συνέχισε τις έρευνες. Συστηματικές
ανασκαφές στο Δισπηλιό άρχισαν στα 1992 με υπεύθυνο τον Καθηγητή Προϊστορικής
Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, κ. Γιώργο Χουρμουζιάδη.
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Όμως, για να σχηματίσουμε μια σαφή εικόνα των λιμναίων εγκαταστάσεων στην Προϊστορία θα
πρέπει να ανατρέξουμε στα αρκετά διαφωτιστικά δεδομένα τα οποία έχουν προκύψει από τις
ανασκαφικές έρευνες γύρω από την περιφέρεια των Άλπεων, όπου την πρωτοκαθεδρία στην
έρευνα έχει η Ελβετία, γιατί οι μέθοδοι που εφαρμόζονται εκεί είναι πρωτοποριακές. Οι πρώτες
έρευνες άρχισαν στην περιοχή των μεγάλων ελβετικών και γερμανικών λιμνών, όταν το 1854
κατέβηκε η στάθμη τους, λόγω του ξερού χειμώνα. Αυτά συνέβησαν στο Obermeilen, κοντά στη
Ζυρίχη, όπου αποκαλύφθηκε ένα σκούρο στρώμα ιζήματος που περιείχε οστά ζώων και
τεχνουργήματα από το οποίο προεξείχαν δεκάδες πάσσαλοι. Ο αρχαιολόγος από τη
Ζυρίχη Ferdinand Keller ερεύνησε και συμπέρανε ότι οι πάσσαλοι προέρχονταν από σπίτια της
προϊστορικής εποχής. Κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβη στο Δισπηλιό της Καστοριάς.
Ωστόσο, τις πρώτες αναφορές για πασσαλόπηκτα βρίσκουμε, πολύ νωρίτερα, σε χειρόγραφα του
15ου αιώνα. Η όλη κίνηση, ήδη από το 1860, εντυπωσίασε το πλατύ κοινό και είχε απήχηση στην
τέχνη και τη λογοτεχνία όπου φιλοτεχνούνταν και γράφονταν έργα με θέμα τη ζωή σε λιμναίους
οικισμούς στο μακρινό παρελθόν. Ημερολόγια, ποιήματα συνετέλεσαν να εδραιωθεί ο μύθος των
λιμναίων στη λαϊκή συνείδηση. Μάλιστα, πέρασε και στα σχολικά βιβλία και στα κουτιά με τα
σοκολατάκια για να μη λησμονηθεί, μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Τα εθνικιστικά
περιβάλλοντα κατέστησαν το μύθο των λιμναίων ως το σύμβολο μιας Ενωμένης Ελβετίας από
χιλιετίες και ως μια νομιμοποίηση της ύπαρξης του νέου Ομοσπονδιακού κράτους προς τα
έξω. Ο ενθουσιασμός για τους λιμναίους άγγιξε, επίσης, τις ξένες χώρες και έτσι ξεκίνησαν
έρευνες που κατέληξαν στην ανακάλυψη νέων θέσεων κατά μήκος του αλπικού τόξου, στη νότια
Γερμανία, Αυστρία, Σλοβενία, βόρεια Ιταλία και ανατολική Γαλλία, όπου έχουν εντοπιστεί
σχεδόν 600 θέσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία της UNESCO, δίπλα σε λίμνες ή σε έλη.
Οι γνώσεις που μας προσφέρουν οι λιμναίες εγκαταστάσεις της νεολιθικής εποχής και της εποχής
του χαλκού της Ελβετίας είναι υποδειγματικές όσον αφορά την ακρίβεια στη χρονολόγηση, τη
διατήρηση των υλικών και τις έρευνες στις φυσικές επιστήμες. Λείψανα της παλαιοβοτανικής και
της αρχαιοζωολογίας βρίσκονται σε μεγάλη ποσότητα και σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης
κάτω από τα νερά. Πρόκειται κατά κάποιον τρόπο για σημαντικά αρχεία στη διάθεση των
διαφόρων κλάδων των φυσικών επιστημών, όπως η βιολογία, η κλιματολογία, η ιζηματολογία και 154
η πεδολογία και μας επιτρέπουν να προωθήσουμε τη γνώση μας, όσον αφορά τη σχέση του
ανθρώπου με τη φύση κατά τη διάρκεια χιλιετηρίδων. Ξεχωριστή θέση κατέχουν ανάμεσα στα
ευρήματα των λιμναίων οικισμών όσα σχετίζονται με την οργάνωση του χώρου. Μαρτυρίες
έχουμε ήδη από τον Ηρόδοτο, το Διόδωρο το Σικελιώτη, το Βιτρούβιο. Πολύ νωρίς, όσον αφορά
την Ελβετία, προτάθηκαν διάφορα μοντέλα για το χώρο αρχικά στον οποίο αναπτύχθηκαν οι
οικισμοί και έπειτα για τη μορφή των οικοδομημάτων που συμβάδιζε πάντα με την επιλογή του
χώρου. Οι προτάσεις γίνονταν άλλοτε από αρχαιολόγους και άλλοτε από λόγιους και
αξιωματούχους. Μεγάλη επιρροή για τις ερμηνείες ασκούσαν οι ιστορίες για τους
«πρωτόγονους» οικισμούς στους Τροπικούς, που ενθουσίαζαν τους Ευρωπαίους και όσους
ασχολούνταν με τα πρώτα ευρήματα από τους λιμναίους οικισμούς.
Ο πρώτος αρχαιολόγος που παρουσίασε επίσημα τη θεωρία του ήταν ο Ελβετός
αρχαιολόγος F. Keller. Xαρακτηρίζεται ως ο πατέρας των λιμναίων πασσαλόπηκτων και είναι
αυτός που καθιέρωσε τον όρο (λιμναία) πασσαλόπηκτη κατασκευή. Έδωσε ώθηση στη
δημιουργία ενός ιδιαίτερου κλάδου στην αρχαιολογία, την αρχαιολογία των λιμνών, που στήριξε
το θεωρητικό της υπόβαθρο στη συνδρομή και άλλων επιστημών. Ο F. Keller επηρεασμένος από
τον ενθουσιασμό που του προξένησαν τα πρώτα ευρήματα των λιμνών της Ελβετίας και επίσης
από τις πολύχρωμες διηγήσεις για τους οικισμούς του Μαλαισιακού αρχιπελάγους, τις
παρατηρήσεις του γάλλου εξερευνητή Jules Sebastiαn Cesar Dumont d’Urville στη Νέα Γουϊνέα
και κυρίως βασισμένος στον Ηρόδοτο, διατύπωσε τη θεωρία του, το 1854, στη Ζυρίχη, ότι στην
Προϊστορία είχαν κατασκευαστεί οικοδομήματα πάνω σε μεγάλες εξέδρες στα ανοικτά των
λιμνών γύρω από τις Άλπεις. Ο Γερμανός αρχαιολόγος H. Reinerth τροποποίησε τις απόψεις
του F. Keller και υποστήριξε το 1922 στο Tuebingen ότι οι λιμναίοι οικισμοί είχαν οργανωθεί
στις όχθες των λιμνών με υπερυψωμένα πασσαλόπηκτα οικοδομήματα. Ανάλογα με τη
συμπεριφορά της υδροστάθμης βρισκόταν μέσα ή έξω από τη λίμνη. Ένας δριμύς επικριτής
του H. Reinerth, ο επίσης Γερμανός αρχαιολόγος και μηχανικός Ο. Paret, το 1942 στη
Στουτγκάρδη, χαρακτήρισε τους λιμναίους οικισμούς σαν μια ρομαντική πλάνη. Υποστήριξε ότι
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
οι οικισμοί αναπτύχθηκαν στη στεγνή όχθη των λιμνών και ότι τα οικοδομήματα δεν ήταν
υπερυψωμένα, αλλά κατασκευασμένα στην επιφάνεια της γης. Με την άποψή του τάχθηκε και ο
Ελβετός αρχαιολόγος Emil Vogt, το 1953, στη Ζυρίχη.
Ένα φρένο σε όλη αυτή τη συνεχόμενη αντιπαράθεση ήρθε να βάλει η σύγχρονη διεθνής έρευνα
από το 1970 και μετά. Αποδείχτηκε ότι είναι δυνατό λιμναίοι οικισμοί να οργανώνονται μέσα στα
ρηχά νερά μιας λίμνης, με υπερυψωμένα πασσαλόπηκτα, στην όχθη μιας λίμνης, με
υπερυψωμένα ή απλά πασσαλόπηκτα και πάνω σε νησίδες στα ανοιχτά μιας λίμνης με παρόμοιες
κατασκευές. Με συστηματικότερη έρευνα και μελέτη του υλικού αποδείχθηκε ότι στις όχθες με
σταθερό έδαφος προτιμούνται απλά πασσαλόπηκτα με ισχυρή μόνωση του δαπέδου, ενώ σε
σαθρά εδάφη κατασκευάζονται υπερυψωμένα, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και ο άλλος τρόπος
δόμησης ή να συνυπάρχουν και οι δύο. Ανάμεσα στα ευρήματα των λιμναίων οικισμών που
σχετίζονται με την οργάνωση του χώρου διακρίνουμε τις λεγόμενες πασσαλότρυπες. Μέσα από
αυτές τις απλές τρύπες οι αρχαιολόγοι βρίσκουν τον τρόπο να δουν τα μυστικά του προϊστορικού
οικισμού, τις κατόψεις των σπιτιών και των βοηθητικών κατασκευών, τους περιβόλους . Επίσης,
στα υλικά δομής που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των σπιτιών ή τις πλατφόρμες πάνω
στις οποίες τα έστηναν, συγκαταλέγονται τα ξύλα κατακόρυφα επίσης, οριζόντια ξύλα και
οριζόντια, πλεγμένα. Ενώ, η ύπαρξη ξύλινου δαπέδου και κεντρικής εστίας μπορεί εύκολα να
διαπιστωθεί στη θέση Εγκολτσβιλ κοντά στη Ζυρίχη. Άλλα υλικά είναι κομμάτια πηλού από το
Δισπηλιό που έχουν καεί, και γι’ αυτό έχουν κεραμοποιηθεί, με αποτέλεσμα να σώζουν στην
επιφάνειά τους τα αρνητικά αποτυπώματα ξύλων που είχαν χρησιμοποιηθεί στην τοιχοποιία, στα
δάπεδα των σπιτιών ή στη στέγασή τους. Τα ξύλα μέσα στο χώμα σαπίζουν και καταστρέφονται.
Διατηρούνται μόνο όταν οι ταφονομικές τους συνθήκες ήταν αναερόβιες, δηλαδή εκεί που
βρίσκονταν τόσα χρόνια, δεν υπήρχε οξυγόνο και το μικροπεριβάλλον τους ήταν λασπώδες. Η
λάσπη, με απλά λόγια, μέσα στην οποία βρίσκονταν τα ξύλα, δεν τα άφησε να
σαπίσουν. Διατηρήθηκαν ολόκληρα και σε πολλά από αυτά σώζονται ακόμα και τα ίχνη της
επεξεργασίας τους που επιτρέπουν χρήσιμες παρατηρήσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι
νεολιθικοί οικοδόμοι τα χρησιμοποιούσαν για να χτίσουν τα σπίτια τους. Κάτι ανάλογο
παρατηρούμε και στη Λίμνη Bienne, όπου δύτης βρίσκεται ανάμεσα σε πασσάλους και δεξιά, 155
επίσης, πάσσαλοι, ενώ το έδαφος θυμίζει ελβετικό τυρί. Τα είδη ξύλων που χρησιμοποιήθηκαν
περισσότερο στο Δισπηλιό είναι το μαύρο πεύκο (63,57%) και ακολουθούν με μικρή διαφορά
μεταξύ τους τα σκλήθρα (15,71%) και οι δρύες (12,14%). Με πολύ μικρότερα ποσοστά
αντιπροσωπεύονται οι φράξοι, οι κρανιές και η υποοικογένεια Maloideae. Η πειραματική
αρχαιολογία είναι αυτή που μας επιτρέπει να αναπαραστήσουμε τις διάφορες οικοδομικές φάσεις
της κατασκευής ενός πασσαλόπηκτου κτίσματος: 1. υλοτόμηση, 2.πριόνισμα κατά
μήκος, 3. έμπηξη στο χώμα, 4.συναρμογή, 5.σύνδεση με φυτικές ύλες, 6.τοποθέτηση των
πλευρών, 7.στέγαση, 8.αποτέλεσμα.
Επίσης, ξύλινες λαβές που κρατούσαν λίθινους πελέκεις μαρτυρούν την χρήση τους. Συνήθως οι
ξύλινες λαβές δεν διατηρούνται σε ξηρές θέσεις της στεριάς, αλλά διατηρήθηκαν στις υγρές
συνθήκες των οικισμών των Αλπικών λιμνών και του Δισπηλιού. Ανάλογες πρακτικές μαρτυρούν
εθνογραφικές παρατηρήσεις, όπως για παράδειγμα ένα σπίτι με υπερυψωμένο πάτωμα
στο Benin, λίμνη Νοκουέ. Τα λείψανα από ξύλο χρονολογούνται με τη δενδροχρονολόγηση, που
μας δίνει μια καθαρή εικόνα της διαδοχής των εποχών, καταρτίζοντας ένα ακριβές χρονολογικό
πλαίσιο για την Κεντρική Ευρώπη. Ενώ μια σαφή εικόνα της εξέλιξης των νεολιθικών οικισμών
στη Δυτική, Κεντρική Ελβετία και στη Ζυρίχη έχουμε στην επόμενη εικόνα.
Τα ήσυχα πρασινογάλαζα νερά δεν ικανοποιούν μόνο την όραση και την ακοή, αλλά παρέχουν
τη δυνατότητα για εύκολο και ασφαλές ψάρεμα. Τα εργαλεία και οι πρακτικές αλιείας στις οποίες
παραπέμπουν δεν έχουν αλλάξει ριζικά, από τη Νεολιθική εποχή ως σήμερα. Οι αλλαγές
αφορούν μόνο τα υλικά κατασκευής, που είναι αποτέλεσμα της προηγμένης τεχνολογίας. Στη
λίμνη της Καστοριάς, όπως δείχνουν τα ευρήματα της ανασκαφής και οι σύγχρονες μαρτυρίες, οι
ψαράδες, προϊστορικοί και σύγχρονοι, ψαρεύουν με πετονιές, με δίκτυα, με καμάκια και όταν
υπάρχει πληθώρα ψαριών ακόμη και με τα χέρια. Η αλιεία από τους Προϊστορικούς ασκούνταν
με αγκίστρι, απαιτούσε πετονιά, καλάμι ή κάποιο λεπτό κλαρί για να δεθεί η πετονιά και βαρίδιο
για καταβύθιση και τρίαινα. Επίσης, έχει βρεθεί απανθρακωμένο δίκτυ, από την αλπική
περιφέρεια, και στη θέση Montilier στη Λίμνη Morat της Ελβετίας έχει βρεθεί νεολιθική
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
ιχθυοπαγίδα. Όπως φαίνεται, χρησιμοποιούσαν και αλιευτικές λέμβους, πιρόγα , ενώ και
σε carte postale βρίσκουμε αναπαράσταση ψαρέματος με πιρόγα από τη θέση Portalban,
Λίμνη Neuchâtel . Άλλωστε, εθνογραφικές παρατηρήσεις για τους τρόπους αλιείας στη
Λίμνη Nokoué του Benin μαρτυρούν ανάλογες πρακτικές.
O Ηρόδοτος μας λέει πως οι κάτοικοι των λιμναίων οικισμών άνοιγαν «καταπακτές» στις
πλατφόρμες, όπου ήταν χτισμένα τα σπίτια τους, για να ψαρεύουν από κει και πως γι’ αυτό
έδεναν τα παιδιά τους από ένα πάσσαλο για να μην πέσουν από τις τρύπες αυτές μέσα στη λίμνη
και πνιγούν «τα δε παιδία δέουσι του ποδός σπάρτω». Όμως, δεν γνωρίζουμε το φύλο των
ψαράδων του προϊστορικού λιμναίου οικισμού στο Δισπηλιό. Σύμφωνα με την παρούσα
βιβλιογραφία, σε τοιχογραφίες, βραχογραφίες και σφραγίδες απεικονίζονται άνδρες ψαράδες.
Υπάρχουν όμως ιστορικές μαρτυρίες για τους πρωτόγονους πληθυσμούς της Ν. Αμερικής
(Ινδιάνους Κανού στη Ν. Χιλή) που αναφέρουν γυναίκες που ψάρευαν με πετονιές και δίκτυα σε
έναν καθαρά πελάγιο οικισμό. Ας μη λησμονούμε ότι και στη μινωϊκή θρησκεία απεικονίζεται
στην Ύστερη εποχή του χαλκού γυναίκα ως πότνια των ψαριών. Όσον αφορά τη διατροφή τους
τα ιχθυοφαγικά κατάλοιπα μαρτυρούν ότι οι κάτοικοι του Δισπηλιού κατανάλωναν κυπρίνους,
τσιρόνια, χέλια και μεγάλα λιμναία όστρεα. Όμως, οι Δισπηλιώτες δεν ήταν μόνο ψαράδες ήταν
και κυνηγοί. Άλλωστε, το νερό μπορεί να ξεδιψάσει τα θηράματα, που εύκολα μπορούν να
γίνουν στόχος των κυνηγών.
Συνήθως το κλίμα στη λίμνη είναι περισσότερο ήπιο και εξυπηρετείται η κτηνοτροφία με τα
υπάρχοντα βοσκοτόπια, ενώ ευνοείται και η ανάπτυξη της γεωργίας στις γειτονικές εκτάσεις. Το
νερό της λίμνης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πότισμα των κοντινών καλλιεργειών. Αλλά και
άλλα ευρήματα, όπως είναι απανθρακωμένοι καρποί δημητριακών, οι μυλόλιθοι , οι τριπτήρες, τα
πέτρινα δρεπάνια, μας πληροφορούν για τις καλλιεργητικές ασχολίες. Όμως όπως αναφέρουν
αρχαίες γραπτές πηγές σε τέτοιου είδους περιβάλλοντα τα νερά είναι στάσιμα και ζεστά και
υπάρχουν περιπτώσεις που οι καρποί δεν προλαβαίνουν να ωριμάσουν και καλλιέργειες, όπως τα
αμπέλια, συχνά καταστρέφονται.
Όσον αφορά την Ελβετία, γνωρίζουμε ότι η γεωργία γεννήθηκε στην Εγγύς Ανατολή και αφού
έφτασε στα Βαλκάνια, διαδόθηκε διαμέσου της θαλάσσιας και ποτάμιας οδού, από τη Μεσόγειο 156
μέχρι την Ελβετία ή από το Δούναβη μέχρι το Κέντρο της Ευρώπης. Και τα δύο ρεύματα
έφθασαν στην Ελβετία. Λείψανα των πιο αρχαίων χωριών της Ελβετίας, που χρονολογούνται στις
αρχές του αγροτικού πολιτισμού και βοηθούν να κατανοήσουμε τις σύνθετες διαδικασίες
που οδήγησαν στο σχηματισμό αγροτικών κοινωνιών στο κέντρο της Ευρώπης ήρθαν στο φως
στις Τρεις Λίμνες Neuchâtel, Bienne, Morat.
Οι κάτοικοι των λιμναίων οικισμών στήριζαν την τροφοπρομήθειά τους και σε άλλες
δραστηριότητες που όλες μαζί συγκροτούσαν μια μικτή οικονομία, για την οποία μπορούμε να
βγάλουμε συγκεκριμένα συμπεράσματα, βασισμένοι στα σχετικά ευρήματα, όπως είναι τα
εργαλεία και τα σκεύη που έρχονται στο φως με τις ανασκαφές . Κοκάλινα εργαλεία πολλαπλών
χρήσεων και λίθινα λειασμένα εργαλεία για κόψιμο δέντρων, για πελέκημα, για «κάρφωμα», για
στίλβωμα δερμάτων και κεραμικών . Τα σκεύη κατατάσσονται σε κατηγορίες, ανάλογα με τη
χρήση μπορεί να είναι μαγειρικά, διατροφικά, αποθηκευτικά και τελετουργικά, ενώ
αναπαράσταση κεραμίστριας από τη Λίμνη Morat βρίσκουμε και σε carte postale.
Όσον αφορά το Δισπηλιό, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις για την εκμετάλλευση των λεγόμενων
«δευτερογενών προϊόντων» των ζώων. Εκτός από κάποια σποραδικά υφαντικά βάρη στις
νεώτερες φάσεις του οικισμού, τα σφοντύλια και οι αγνύθες, δεν αποτελούν συνηθισμένα
ευρήματα στο Δισπηλιό. Επίσης, στο Δισπηλιό αλλά και στην Αλπική περιφέρεια, ο «λιμναίος»
δρόμος, που προφανώς τον διέσχιζαν με μονόξυλα συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός υποτυπώδους
εμπορίου και στη διακοινοτική επικοινωνία. Οι επαφές του Δισπηλιού αποκαθίστανται μέσα από
την εύρεση είτε πρώτων υλών, είτε αντικειμένων που δεν προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή
του οικισμού. Βραχιόλια από το γνωστό θαλασσινό όστρεο Spondylus Gaederopus είναι τα πιο
συνηθισμένα παρόμοια ευρήματα, ενώ δεν λείπουν και κοινά θαλασσινά όστρεα με οπή που
χρησιμοποιούνταν ως κοσμήματα, καθώς και κοσμήματα από κέρατο ελαφιού με οπή. Οι αρχαίοι
συγγραφείς συμπληρώνουν, μάλιστα, ότι τα μικρά ευκίνητα πλοιάρια, τα μονόξυλα, σε υγρά
περιβάλλοντα, χρησιμοποιούνται και ως πολεμικό μέσο για ναυμαχίες, ενώ οι υδάτινοι δρόμοι,
158
Από πολύ παλιά, στα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων, Σποράδων, Επτανήσων, Αιγαίου,
Δωδεκανήσου και στην Κρήτη και σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, εκεί που το νερό,
ειδικά το καλοκαίρι, είναι λιγοστό και πολύ σπάνια διαθέσιμο, οι καλλιεργητές είχαν επινοήσει
την πρακτική του άνυδρου λαχανόκηπου. Σήμερα, η τεχνική αυτή, που εφαρμόζεται
αποκλειστικά και μόνο στην καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών, έχει να μας προσφέρει τα αρώματα
και τις γεύσεις των ντόπιων ποικιλιών των λαχανικών που συναντούσαμε παλιά.
Τα προϊόντα αυτής της καλλιέργειας έχουν υψηλή διατροφική αξία, είναι πλούσια σε
ιχνοστοιχεία και μέταλλα, ενώ παράγονται απολύτως βιολογικά, με μηδενική χρήση σε
φυτοφάρμακα, λιπάσματα, ενέργεια και νερό. Για να δημιουργήσουμε ένα περιβόλι με αυτόν τον
τρόπο, υπάρχουν κάποια βασικά βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν και μερικές καθοριστικές
συμβουλές, όπως είναι η επιλογή της τοποθεσίας, οι ενδεικνυόμενες ποικιλίες, η διαδικασία της
σποράς και η φύτευση των φυταρίων, αλλά και η κατάλληλη προετοιμασία του εδάφους.
Ως προς τη τοποθεσία, επιλέγουμε έδαφος γόνιμο, αφράτο και πολύ καλά στραγγιζόμενο.
Ενισχύουμε το έδαφος με χωνεμένη κοπριά, για καλύτερη γονιμότητα. Αποφεύγουμε πλαγιές με
κλίσεις ή αμμουδερά εδάφη, διότι δεν συγκρατούν νερό. Εκεί όπου θα δημιουργήσουμε
μποστάνι, δεν φυτεύουμε μεγάλα δέντρα διότι απορροφούν μεγάλες ποσότητες νερού.
Δημιουργούμε ανεμοφράκτη από καλάμια ή σπέρνουμε καλαμπόκι ή ηλίανθο στην πλευρά από
την οποία φυσούν οι επικρατούντες άνεμοι.
Ως προς τις ποικιλίες τα φυτά που μπορούν να καλλιεργηθούν χωρίς πότισμα με τη μορφή
σπόρων είναι τα φασολάκια, τα ρεβίθια, οι μπάμιες, τα καλαμπόκια, το πεπόνι, το καρπούζι, το
κολοκύθι, το αγγούρι και η ντομάτα. Με τη μορφή μικρών φυταρίων φυτεύονται η πιπεριά και η
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
μελιτζάνα. Τα φυτάρια πλεονεκτούν έναντι των σπόρων στο ότι είναι μεγαλωμένα για τις πρώτες
20-30 ημέρες από την ημερομηνία σποράς τους σε κανονικά αρδευόμενο περιβάλλον, άρα έχουν
κερδίσει μια ποσότητα υγρασίας για να μεγαλώσουν, που δεν θα την έβρισκαν στις ξερικές
συνθήκες του άνυδρου κήπου. Οι ποικιλίες που έχουν δοκιμαστεί σε άνυδρη καλλιέργεια είναι
κυρίως ντόπιες, γιατί είναι προσαρμοσμένες στις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε περιοχής και
ανθεκτικές σε αντίξοες συνθήκες, όπως η έλλειψη νερού. Κάθε περιοχή έχει τις δικές της
ιδιαίτερες ποικιλίες, που άλλες είναι πιο γνωστές και άλλες πιο σπάνιες. Για παράδειγμα, για
τα Φασολάκια στην περιοχή του Δύστου Ευβοίας έχουν την ποικιλία του αμπελοφάσουλου ή
μαυρομάτικο, το κόκκινο ή το άσπρο. Για το αγγούρι, τTο ξυλάγγουρο (που γίνεται από το
άγουρο πεπόνι το στρογγυλό), το ατζούρι (το κοντό), το αγγούρι Φολεγάνδρου. Για την
ντομάτα, το λιαστό ντοματάκι Σαντορίνης (ή «ξερικό» ), η Συριανή ξερική, η ποικιλία της
Βραυρώνας και η ψωμοτομάτα. *Για την πιπεριά, η καυτερή πιπεριά, η στρογγυλή πιπεριά και η
ποικιλία «κέρατο». Για το καρπούζι, το μικρό στρογγυλό, το καρπούζι της «καλουριάς» από την
Πάρο ή το άνυδρο καρπούζι της Ικαριάς. Για το πεπόνι, η ποικιλία Mπουλκέικο, το αργίτικο της
Πάρου, ο «κριθαρίτης» (το μακρόστενο το κόκκινο και το μοσχάτο της Πάρου). Για το
καλαμπόκι, το λευκό και το κόκκινο από το Βόρειο Αιγαίο. Για το φασόλι, τα «μπαρμπούνια»,
τα αμπελοφάσουλα και αυτά με το κόκκινο (ανάλογα την περιοχή) και το «μπορλότο» (τα
μπαρμπούνια με πιτσιλιές της Πάρου). Για το κολοκύθι , το κολοκυθάκι «κομποκολόκυθο», η
μεγάλη κολοκύθα από τα Κύθηρα, η γλυκοκολοκύθα και το πράσινο κολοκυθάκι. Για τη
μελιτζάνα H αργίτικη και η λευκή μελιτζάνα της Τήνου. Άλλες ποικιλίες που γίνονται άνυδρες
είναι η πατάτα, το κρεμμύδι, το σκόρδο, το ρεβίθι, η μπάμια, η φάβα αλλά και πολλά ακόμη
κηπευτικά τα οποία είναι ιδιαίτερα της κάθε περιοχής. Ειδικά στη Σαντορίνη, ένα από τα πλέον
άνυδρα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, έχουν καθιερωθεί οι καλλιέργειες με το άνυδρο ή ξερικό
ντοματάκι, τη φάβα, το κριθάρι, το αμπέλι και άλλα όπως η άσπρη μελιτζάνα και το κατσούνι
(μικρό αγγούρι που αν δεν κοπεί εγκαίρως, αποκτάει γεύση πεπονιού).
Ως προς τη σπορά και τη φύτευση, οι σπόροι που θα χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να είναι από
ντόπιες ποικιλίες. Συνήθως παίρνουμε σπόρο από τους πρώτους καρπούς, στο χαμηλότερο
σημείο του φυτού, και αφού τους αφήσουμε πάνω στο φυτό μέχρι να υπερωριμάσουν. Αφήνουμε 159
τους σπόρους να ξεχειμωνιάσουν σε σκοτεινό και στεγνό χώρο. Τα φυτάρια που θα πάρουμε από
το εμπόριο είναι πολύ ευαίσθητα στην άνυδρη καλλιέργεια, γι’ αυτό χρειάζονται σκληραγώγηση.
Όσο πιο κοντόχοντρα φυτάρια διαλέξουμε, τόσο πιο ανθεκτικά θα είναι στην έλλειψη νερού.
Επίσης, αν βρούμε φυτάρια σε στενόμακρο (βαθύ) κυπελλάκι – που σημαίνει ότι έχουν
δημιουργήσει μακριά ρίζα, η οποία θα πάει βαθιά για να βρει την υγρασία που χρειάζεται το φυτό
–, έχουμε μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Τέλος, θα πρέπει να ξεκινήσουμε τη
σκληραγώγηση των φυτών, μειώνοντας σταδιακά τα ποτίσματα, προτού τα φυτέψουμε στο
μποστάνι. Φυτεύουμε το απόγευμα λίγο πριν από τη δύση του ηλίου, ώστε να μην περάσουν το
μεταφυτευτικό τους σοκ με την έντονη ακτινοβολία του ήλιου όλης της ημέρας. Δεν
φυτεύουμε όταν έχει δυνατό αέρα. Ανοίγουμε ένα βαθύ λάκκο, 30-40 εκ., και τοποθετούμε το
περισσευούμενο χώμα σαν λοφάκι έξω από τον λάκκο, από την πλευρά της Δύσης, για να
προφυλάσσει τα φυτά από τον έντονο δυτικό ήλιο. Ο σπόρος θα φυτευτεί στον πυθμένα του
λάκκου και το ύψος των πλαϊνών του θα προστατεύει το μικρό φυτάριο από τους ανέμους και τον
ήλιο μέχρι να μεγαλώσει και να δυναμώσει. Φυτεύουμε το σπόρο σε βάθος 2-4 εκ. και μετά
συμπιέζουμε το χώμα τριγύρω. Αν πρόκειται για φυτάριο, συμπιέζουμε ώστε να έρθει σε επαφή
το χώμα με το ριζικό του σύστημα.
Για τις καλλιεργητικές φροντίδες, μόλις τα φυτά σας φτάσουν τα 10-12 πρώτα εκατοστά,
αρχίζουμε τις εξής σημαντικές εργασίες: Kαθαρίζουμε την επιφανειακή ξερή στρώση χώματος
και σπάμε τους σβώλους. Σκαλίζουμε γύρω από το φυτό μέσα στον λάκκο και προσθέτουμε νέο
χώμα, το οποίο θα πάρουμε από τον εξωτερικό λοφίσκο, αφού πρώτα αφαιρέσουμε την ξερή
κρούστα γύρω του για να μείνει το φρέσκο χώμα. Συμπιέζουμε το χώμα του λάκκου για να
παγιδεύσουμε την υγρασία μέσα στους πόρους του εδάφους, με μεγάλη προσοχή, ώστε να μη
σπάσουμε το φυτό. Ξεριζώνουμε τα ζιζάνια (τα άγρια χόρτα) που βγαίνουν τριγύρω και τα
απλώνουμε γύρω από τα λαχανικά ώστε να κρατιέται η υγρασία στο χώμα, εμποδίζοντας την
εξάτμιση. Αν δεν βγαίνουν χόρτα, μπορούμε να σκεπάσουμε το χώμα γύρω από τα φυτά με
άχυρο. Όταν φανούν οι πρώτοι καρποί, μαζεύουμε άγριους θάμνους, π.χ. σχίνα, άγρια χόρτα κτλ.,
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
και φτιάχνουμε ένα στρώμα στη βάση του φυτού όπου θα «καθήσουν» επάνω του οι καρποί,
αποφεύγοντας έτσι την άμεση επαφή με το χώμα και την έντονη έκθεση στην ηλιακή
ακτινοβολία.
Σημειώνουν οι ειδικοί ότι αν κάνουμε το σφάλμα και ποτίσουμε έστω και μία φορά το άνυδρο
περιβόλι σας, τότε θα κάνουμε περισσότερο κακό παρά καλό στα φυτά σας. Και αυτό γιατί ενώ η
ρίζα τους έχει μάθει να πηγαίνει βαθιά για να βρει την απαραίτητη υγρασία, θα αναζητήσει το
νερό από τα επιφανειακά στρώματα, όπου ρίξατε νερό, με αποτέλεσμα μόλις εξατμιστεί η
ποσότητα του διαθέσιμου νερού να μαραθούν, περιμένοντας να ξαναβρούν νερό σε αυτά τα
επίπεδα του εδάφους. Για την προστασία των λαχανικών από ασθένειες και έντομα, φυτεύουμε
βασιλικούς. που θα δράσουν εντομοαπωθητικά για πολλούς εχθρούς των φυτών μας. Αξίζει να
θυμηθούμε ότι το έδαφος που περιέχει οργανικές ουσίες συγκρατεί καλύτερα την υγρασία. Η
ζωική κοπριά εισχωρεί στο έδαφος με όργωμα που γίνεται συνήθως στις αρχές Οκτωβρίου σε
βάθος 50-60 εκ. Φυτεύουμε το φυτό στο κέντρο του λάκκου, πατάμε το χώμα για να κλείσουν τα
κενά αέρος και συμπληρώνουμε φρέσκο χώμα από τα πλάγια (πηγή: Β.Αβδελλάς, γεωπόνος).
Να πως μπορούμε να έχουμε κάθε είδους λαχανικά σε άνυδρες περιοχές (Πηγή: AAM Terra
Nuova): Διαλέγουμε ένα κομμάτι γη όσης εκτάσεως θέλουμε και το σκάβουμε σε βάθος 35
εκατοστά ή και μισού μέτρου, το χώμα δε που σκάψαμε το αφαιρούμε. Παίρνουμε μετά κεραμίδια
και τα στρώνουμε στο σκαμμένο μέρος, από πάνω δε βάνουμε χώμα καθαρό, κοσκινισμένο μαζί με
πολύ ξερή κοπριά και έτσι φυτεύουμε ή σπέρνουμε τα λάχανα. Μερικοί αντί για κεραμίδια, αφού
σκάψουν το μέρος που διάλεξαν, το ισάζουν και το στρώνουν με αλυσίβα, όπως του λάλους και
κατόπιν βάνουν το χώμα και την κοπριά και καλλιεργούν τον κήπο. Είτε όμως κεραμίδια
χρησιμοποιήσουμε είτε αλυσίβα πρέπει να προσέξουμε και τους τοίχους που είναι γύρω στο
σκαμμένο μέρος και να τους ασφαλίζουμε επίσης με αλυσίβα ή με κεραμίδια για να μη χύνεται από
κανένα μέρος το νερό που βάζουμε για να ποτίσουμε το λαχανόκηπο.
Όταν γίνουν όλα αυτά καλλιεργούμε τον κήπο ακριβώς όπως τον καλλιεργούμε και στα υγρά μέρη,
δηλαδή το χειμώνα αρκούμαστε στο βρόχινο νερό και το καλοκαίρι τον ποτίζουμε. Δεν έχει πολύ
ανάγκη από νερό, γιατί η υγρασία που πήρε όλο το χειμώνα διατηρείτε με τα μέτρα που λάβαμε και
δεν πηγαίνει στα γειτονικά χωράφια. Μερικοί όταν δεν έχουν πολύ νερό φτιάχνουν 2 κήπους. Έναν 160
χειμωνιάτικο που τον ποτίζουν οι βροχές και άλλο καλοκαιρινό κήπο, σε πολύ σκιερό και βορεινό
μέρος.
O Eλβετός Jean Pain στη δεκαετία του '60 δούλεψε ως φύλακας μιας φάρμας, η οποία είχε και
ένα μεγάλο κομμάτι δάσους. Εφαρμόζοντας τις παλιές μεθόδους διαχείρισης των δασών, έφερε
να βοσκήσουν στο δάσος, γουρούνια, πρόβατα, αλλά κυρίως κατσίκια - το κατσικίσιο τυρί που
παρήγαγε έγινε διάσημο στην περιοχή του. Το φθινόπωρο, αφού καθάριζε το δάσος από τη
θυσανώδη και τη θαμνώδη βλάστηση, χρησιμοποιούσε τα ξερά κλαδιά όπως έκαναν παλαιότερα
και οι χωρικοί, δηλαδή ξύλα για τις σόμπες, για τους φούρνους, αλλά το μεγαλύτερο μέρος το
έκαιγε επί τόπου στο χωράφι. Μια μέρα, όμως, διαβάζοντας κάποια παλαιά κείμενα που βρήκε
στο αρχοντικό της φάρμας, έμαθε για το «humus vivus», αυτό που σήμερα ονομάζουμε κομπόστ.
Υλικό που κάποιοι «παλιοί σοφοί» παρασκεύαζαν από τα «σκουπίδια» του δάσους. Με αυτήν την
έρευνα -την κατασκευή και τη χρήση του humus- αφιέρωσε και την υπόλοιπη ζωή του. Το
μυστικό για την παραγωγή φυτών ντομάτας, ύψους 2,5 μέτρων, χωρίς την ανάγκη νερού ήταν
ακριβώς το «humus vivus». Για να αποδείξει τα αποτελέσματα των ερευνών του ο Jean Pain
αποφάσισε να κάνει ένα μικρό οικογενειακό λαχανόκηπο 100 τ.μ. Επέλεξε, λοιπόν, ένα
αγροτεμάχιο φτωχότατο σε θρεπτικά συστατικά, το οποίο βρισκόταν 10 μέτρα από την κορυφή
ενός πετρώδους λόφου και σε υψόμετρο 410. Hταν ένα χωράφι πετρώδες, με υπέδαφος αμμώδες
και με υδροφόρο ορίζοντα στα 95 μέτρα βάθος. Είχε νότιο προσανατολισμό και βρισκόταν στην
περιοχή της Provenza (Ν. Γαλλία), που χαρακτηρίζεται από ξηρά καλοκαίρια και με μια μέση
θερμοκρασία 35ο C υπό σκιάν. Ο λαχανόκηπος περιμετρικά, αλλά και από πάνω, καλύφθηκε από
συρμάτινη σήτα για προστασία από ζώα και πουλιά. Το Μάιο, στην πάνω σήτα τοποθέτησε χλωρά
κλαδιά από πεύκα για να δημιουργήσει την απαραίτητη σκίαση για να μπορέσουν να ριζοβολήσουν
ευκολότερα τα νεαρά φυτά πριν από τις ζέστες του καλοκαιριού. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του
Jean Pain, η σκίαση του λαχανόκηπου ήταν απαραίτητη επειδή τα φυτά ποτίστηκαν κατά τη στιγμή
της μεταφύτευσης και στη συνέχεια μόνο άλλη μια φορά έπειτα από κάποιες μέρες. Το έδαφος του
λαχανόκηπου τον χειμώνα ήταν καλυμμένο από ένα στρώμα οργανικής ουσίας τακτοποιημένο σε
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
παρτέρια πλάτους 1,20 μέτρων, χωρισμένα μεταξύ τους από μονοπάτια στα οποία είχε τοποθετήσει
μακριές ξύλινες τάβλες για να περπατάει χωρίς να συμπιέζει το έδαφος. Είναι σημαντικό να τονιστεί
ότι όλη η επιφάνεια του αγροτεμαχίου, παρτέρια και μονοπάτια ήταν καλυμμένη από ένα στρώμα
οργανικής ουσίας. Οι δε γραμμές φύτευσης δεν ήταν πάνω σε σαμάρια, όπως στη Β. Ευρώπη -που
είναι λογικό για να έχουμε απορροή του περίσσιου νερού- αλλά το αντίθετο, σε αυλάκια για να
έχουμε όσο το δυνατόν περισσότερη υγρασία και να μειώσουμε στο ελάχιστο τις απώλειές της από
την εξάτμιση. Ξεκίνησε λοιπόν το Νοέμβριο με την σπορά της σαλάτας. Aυτή ήταν και η πρώτη
καλλιέργεια. Στο τέλος του Φεβρουαρίου - αρχές Μαρτίου προχώρησε στη δεύτερη καλλιέργεια,
φυτεύοντας μπιζέλια, τα οποία μετά 2 μήνες τα συγκόμισε. Eφτασε έτσι στη στιγμή της τρίτης
καλλιέργειας και της πιο σημαντικής. Είναι η στιγμή της ανανέωσης της κάλυψης του εδάφους με
νέα οργανική ουσία, που θα δώσει τα θρεπτικά συστατικά και την προστασία που χρειαζόμαστε.
Ξεκίνησε, λοιπόν, με μια ομοιόμορφη επικάλυψη του εδάφους από 7 cm κομπόστ. Πάνω από το
κομπόστ τοποθέτησε ένα στρώμα 10 cm από χονδροειδές οργανικό υλικό για εδαφοκάλυψη
(ροκανίδι από το κόψιμο των ξύλων, άχυρα, φύλλα κ.λπ.). Αυτά τα δύο υλικά δημιούργησαν και το
κάλυμμα από οργανική ουσία των παρτεριών. Αρχές Μαΐου ξεκίνησε τις μεταφυτεύσεις, π.χ. πήρε
ένα φυτό μελιτζάνας -που το είχε φυτέψει το Φεβρουάριο στο σπορείο- και το μεταφύτευσε στο
έδαφος δημιουργώντας ένα χώρο στο κόμποστ που είχε ήδη στρώσει. Μια βασική αρχή είναι να μη
μένει ποτέ το κομπόστ ακάλυπτο και εκτεθειμένο στο φως, έτσι έπειτα από κάθε μεταφύτευση θα
πρέπει να το σκεπάζετε με το υλικό εδαφοκάλυψης. Το υλικό της εδαφοκάλυψης, οποιαδήποτε και
αν είναι η σύνθεσή του, όχι μόνο δεν επιτρέπει στο κομπόστ να χάσει την υγρασία του, αλλά κατά τη
διάρκεια των ζεστών ωρών της ημέρας, δημιουργεί ένα στρώμα υγρασίας από πάνω του και
βοηθάει στην αποδόμηση της οργανικής ουσίας. Ακολουθώντας τα παραπάνω, ήδη στα τέλη του
Αυγούστου είχε απίστευτα αποτελέσματα. Οι ντομάτες έφθασαν τα 1,80 μ. ύψος, με μια
καταπληκτική ανάπτυξη. Η παραγωγή καρπών αυτήν την περίοδο έφθασε τα 6 κιλά ανά φυτό. Τα
φασόλια είχαν ξεπεράσει τα 2 μ. ύψος. Τέσσερις εβδομάδες αργότερα, μπόρεσε να κάνει μιαν
επαλήθευση της συγκομιδής. Μέση ανάπτυξη των φυτών της μελιτζάνας 1,20 μ., μέση παραγωγή 5
κιλά/φυτό και το σημαντικότερο, λόγω της ανεπτυγμένης ανθοφορίας και καρποφορίας ήταν
σίγουρη η παραγωγή μέχρι και τα πρώτα κρύα του Νοέμβρη. Η τελευταία βροχή έπεσε στις 27 161
Ιουνίου. Στις 27 Σεπτεμβρίου, που έκανε τον απολογισμό, είχαν περάσει 87 ημέρες χωρίς νερό και
τα φυτά συνέχισαν να αναπτύσσονται και να παράγουν.
Στις διάφορες περιοχές του κόσμου με μεσογειακό κλίμα (π.χ. Χιλή, Αυστραλία, Νότια Αφρική)
υπάρχουν χιλιάδες γηγενή φυτά που έχουν προσαρμοστεί στις συνθήκες της καλοκαιρινής
ξηρασίας και ανομβρίας. Τα μεσογειακά φυτά αντιστέκονται στην καλοκαιρινή ξηρασία γιατί η
περίοδος ανάπτυξής τους είναι το φθινόπωρο, ο χειμώνας και η άνοιξη, εποχές κατά τις οποίες
μπορούν να βασιστούν στη συνηθισμένη τότε βροχόπτωση. Το καλοκαίρι παύουν να
αναπτύσσονται. Πολλά από αυτά έχουν σκληρά, δερματώδη, γυαλιστερά, χνουδωτά ή ασημιά ή
μικρά φυλλώματα και μικρά στόματα που τα βοηθούν να περιοριστεί η απώλεια νερού από τα
φύλλα. Δηλαδή, με φυσικές διαδικασίες και μορφολογικά χαρακτηριστικά εξοικονομούν νερό. Η
ποικιλία φυλλωμάτων και δομής δίνει σε πολλά μεσογειακά φυτά ενδιαφέρουσα εμφάνιση ακόμα
και όταν δεν είναι ανθισμένα Τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, κυρίως στα νησιά και στις
παραθαλάσσιες περιοχές, είναι ξηρά, θερμά, πολλές φορές συνοδεύονται από δυνατούς ζεστούς
ανέμους και υψηλά ποσά αλατότητας, τόσο στην ατμόσφαιρα- υδροσταγονίδια της θάλασσας-
στο έδαφος και στο νερό με το οποίο ποτίζουμε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες μπορούμε να
δημιοουργήσουμε ενός ‘’Μεσογειακού κήπου΄΄, εξίσου πλούσιου σε χρώματα και ευωδιές όλο το
χρόνο, απόλυτα εναρμονισμένου με το ευρύτερο μεσογειακό περιβάλλον, προσαρμοσμένου στα
ξηρά καλοκαίρια και με χαμηλές ή και ελάχιστες-αλλά όχι μηδενιές- απαιτήσεις σε νερό.
Υπάρχει, μια μεγάλη ποικιλία αρωματικών φυτών, θάμνων, δένδρων και εποχικών φυτών,
ελληνικής παραγωγής ή εισαγόμενα, εγκλιματισμένα όμως σε ξηροθερμικές συνθήκες. Αν τα
επιλέξετε, θα τα δείτε να αναπτύσσονται το φθινόπωρο, το χειμώνα ή την άνοιξη υποβοηθούμενα
από τις βροχές, ενώ το καλοκαίρι σταματούν οποιαδήποτε ανάπτυξη. Αυτά τα φυτά, συνήθως
μπορεί να ξεραθούν αν ποτιστούν ή απλά επιβιώνουν -αλλά με βραχύτερο κύκλο ζωής απ' ό,τι θα
είχαν απότιστα -, ενώ μια πληθώρα άλλων ξηροθερμικών φυτών, θα δεχτούν το πότισμα χωρίς
βλαβερές συνέπειες. Κάποια άλλα πάλι μπορεί να πέσουν σε ‘’θερινή νάρκη’’ και με τη διακοπή
του ποτίσματος χάνουν όλα τους τα φύλλα, ενώ το φθινόπωρο θα ξαναζωντανέψουν.
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Κατά τους ειδικούς και μη ‘’ο άνυδρος κήπος κατά την αρχική του εγκατάσταση και κατά τη
διάρκεια των πρώτων καλοκαιριών θα χρειαστεί ένα βαθύ πότισμα (πολύ νερό σε αραιά χρονικά
διαστήματα) περίπου μια φορά το μήνα. Ποτίζοντας αραιά και με μεγάλη ποσότητα αναγκάζετε τις
ρίζες να εισχωρήσουν στο έδαφος και να γίνουν ακόμα πιο ανθεκτικές στην ξηρασία. Γι' αυτό
δημιουργήστε μεγάλες λεκάνες γύρω από τα φυτά, μεμονωμένες ή κατά ομάδες και αφού τις
γεμίσετε με νερό, αφήστε τα φυτά να το απορροφήσουν αργά-αργά’’.
Καθώς οι αλλαγές στο κλίμα θα φέρουν ακόμα ξηρότερα και θερμότερα καλοκαίρια σε ορισμένα
μέρη του κόσμου, ολοένα και περισσότερο θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι με στρατηγικές και
πολιτικές, ώστε να αντιμετωπιστούν έγκαιρα οι καινούργιες συνθήκες στη ζωή μας, στις
συνήθειές μας, στις καλλιέργειές μας, ακόμη και στα φυτά του κήπου ή της βεράντας μας, γιατί
το νερό είναι πολύτιμος φυσικός πόρος που πιθανότατα θα σπανίζει.
(πηγές: http://geografia.fcsh.unl.pt/lucinda/booklets/C4_Booklet_Final_GR.pdf, http://www.ftiaxn
o.gr/2008/04/blog-
post_15.html, http://www.sigmalive.com/simerini/news/local/130281, href='http://www1.sigmalive.com/o
penx/www/delivery/ck.php?n=a12fcc35&cb=807939141' target='_blank'><img
src='http://www1.sigmalive.com/openx/www/delivery/avw.php?zoneid=111&cb=80793914
1&n=a12fcc35' border='0' alt=''
/></a>, http://www.kathimerini.gr/4Dcgi/4dcgi/_w_articles_kathcommon_1_15/01/2005_128368
6, http://perka.org/el/content/%CE%AC%CE%BD%CF%85%CE%B4%CF%81%CE%B7-
%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B9%CE%AD%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE
%B9%CE%B1-
%CE%BA%CE%B7%CF%80%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%
BD).
___________
163
Το νερό, μέσα στο έδαφος κινείται ως υγρό, διαλύει τα συστατικά του, εμπλουτίζεται με εδαφικά
ορυκτά και οργανική ουσία και έτσι αυτά απορροφώνται από το ριζικό σύστημα του φυτού της
χέρσου, μεταφέρονται στα κλαδιά και στα φύλλα μέσω των αγγείων του, τροφοδοτούνται τα
κύτταρα του φύλλου και απελευθερώνεται το νερό ως υδρατμός, -αέριο, προς την ατμόσφαιρα
μέσα από τα στόματα των φύλλων με τη φυσιολογική λειτουργία της διαπνοής. Η διαπνοή δεν
είναι μόνο μια διαδικασία απώλειας νερού, γιατί μέσα από αυτή εκτελούνται δύο ζωτικής
σημασίας λειτουργίες. Η μία από αυτές είναι η ψύξη των φύλλων, λόγω της εξάτμισης του νερού
(μετατροπή του νερού από υγρό σε αέριο). Και η άλλη είναι η διατήρηση του ρεύματος της
διαπνοής, με τη βοήθεια του οποίου είναι δυνατή η συνεχή ροή νερού μέσα από τα αγγεία του
ξύλου και έτσι τροφοδοτούνται τα υπέργεια όργανα του φυτού με τα απαραίτητα θρεπτικά
συστατικά που συμπαρασύρονται από το διακινούμενο έτσι νερό. Δηλαδή, η λειτουργία των
στομάτων συνεισφέρει στον έλεγχο της θερμοκρασίας του φύλλου, στη διατήρηση του ρεύματος
του νερού από τη διαπνοή και στη ρύθμιση της υδατικής κατάστασης του φυτού. Αυτό που θα
πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η κίνηση του νερού με τα διαλυμένα συστατικά του, μέσα στο
φυτό της χέρσου είναι συνεχής, αλλά όχι ομοιόμορφη.
Ωστόσο, είναι γνωστό ότι το νερό αποτελεί το κύριο και αναντικατάστατο συστατικό και των
φυτών και των ζώων, καθώς το μόριό του διαθέτει ιδιόμορφες φυσικο-χημικές ιδιότητες. Μεταξύ
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
αυτών των ιδιοτήτων οι σημαντικότερες είναι ότι το νερό είναι άριστος διαλύτης
(παντοδιαλύτης για άλατα, σάκχαρα, απλές αλκοόλες και άλλες πολικές ενώσεις), λαμβάνει
μέρος σε πολυάριθμες βιοχημικές αντιδράσεις (αποτελεί δότη ηλεκτρονίων κατά τις φωτεινές
αντιδράσεις της φωτοσύνθεσης, τελικό δέκτη ηλεκτρονίων της αναπνευσικής αλυσίδας,
συμμετέχει στις αντιδράσεις υδρόλυσης κ.ά), διαθέτει υψηλή ειδική θερμότητα με την οποία
αποτρέπονται οι γρήγορες αυξομειώσεις της θερμοκρασίας των οργανισμών, αλλά το νερό επίσης
συμπεριφέρεται ως θερμομονωτικό υλικό και μέσο ρύθμισης της θερμοκρασίας των οργανισμών
με τη μεταφορά θερμότητας. Εξάλλου, το νερό διαθέτει υψηλή λανθάνουσα θερμότητα εξάτμισης
η οποία μέσα από τη διαπνοή των φυτών ψύχει τις υπερθερμαινόμενες επιφάνειες των φύλλων.
Με την υψηλή συνοχή και συνάφειά του, εμφανίζονται τριχοειδή φαινόμενα με τα οποία
ανυψώνεται το νερό σε σωλήνες μικρής διαμέτρου, όπως είναι οι ηθμοί και τα ξυλώδη αγγεία.
Επομένως η θραύση της στήλης και η δημιουργία φυσαλίδων – εμβολή, δεν είναι εύκολη. Η
δημιουργία φυσαλίδων στα αγγεία και θραύση της στήλης μπορεί να παρατηρηθεί στις ρίζες στο
βλαστό και τα φύλλα κάτω από ορισμένες συνθήκες καταπόνησης του φυτού, όπως είναι η
σοβαρή έλλειψη νερού στο έδαφος, τραυματισμοί του αγγειακού συστήματος, θερμοκρασίες
παγετού και προσβολές από παθογόνους μικροοργανισμού. Σημειώνεται ότι φυτά που έχουν
προσαρμοστεί σε ξηρά περιβάλλοντα, διαθέτουν στενότερα αγγεία από εκείνα τα φυτά που
ευδοκιμούν σε υγρά περιβάλλοντα. Εξάλλου, υπάρχει η δυνατότητα διάλυσης των τυχόν
φυσαλίδων κατά τη διάρκεια της νύχτας, λόγω του κλεισίματος των στομάτων, αλλά και της
ενδεχόμενης ανάπτυξης ριζικής πίεσης. Ως ασυμπίεστο το νερό παρουσιάζει υψηλή αντοχή στην
τάση και έτσι αποτρέπεται η θραύση της στήλης νερού στα αγγεία, αλλά και αυτή του την
ιδιότητα οφείλεται και η μορφή των φυτικών κυττάρων, εξαιτίας της πίεσης σπαργής (πίεση που
διατηρεί το σχήμα των φυτικών κυττάρων) που εξασκείται μέσα σε αυτά. Ως διαφανές υγρό το
νερό αποτελεί την κινητήρια δύναμη για τη φωτοσύνθεση, δεν απορροφά την ορατή ακτινοβολία
του ήλιου και κατά συνέπεια οι υψηλές του συγκεντρώσεις δεν αποτελούν εμπόδιο για τη
διέλευση της ακτινοβολίας του φωτός στο εσωτερικό των φύλλων ή και τη διείσδυσή της σε
μεγάλα βάθη υδάτινων μαζών. Από την άλλη, το νερό μέσα στα φυτά μπορεί να μετακινηθεί με
το φαινόμενο της απλής διάχυσης ( κίνηση των μορίων κατά μήκος μιας διαβάθμισης 164
συγκεντρώσεων), μέσα από τη μαζική ροή του που οφείλεται σε διαβάθμιση της πίεσης (η μαζική
ροή με κινητήρια δύναμη την πίεση αποτελεί τον κυριότερο μηχανισμό μαζικής μετακίνησης
νερού σε μεγάλες αποστάσεις, μέσα από μικροσκοπικές σωληνώσεις π.χ.τα αγγεία του ξύλου),
και την όσμωση που αποτελεί ειδική περίπτωση διάχυσης των μορίων του νερού μέσα από την
ύπαρξη μιας ημιπερατής μεμβράνης (το νερό κινείται από περιοχές χαμηλής συγκέντρωσης
διαλυμένων διαλυμένων ουσιών προς περιοχές υψηλής συγκέντρωσης διαλυμένων ουσιών).
Ειδικά σε αλατούχα εδάφη η διάχυση αποτελεί σημαντικό παράγοντα μετακίνησης του νερού,
λόγω της αυξημένης οσμωτικής πίεσης του εδαφικού διαλύματος.
Το νερό συμμετέχει συνήθως στο 80 - 95% της μάζας των καλλιεργούμενων φυτών, στους
ώριμους ξυλώδεις ιστούς φτάνει τα 45-50%, ενώ στα ποώδη φυτά το περιεχόμενο τους σε νερό
κυμαίνεται από 70-95%. Το φυτικό κύτταρο χαρακτηρίζεται από την παρουσία μιας δομής, του
χυμοτοπίου, το οποίο προσλαμβάνει νερό με τη βοήθεια της όσμωσης (ώσμωση είναι μια
φυσιολογική διαδικασία κατά την οποία ο διαλύτης κινείται, αυθόρμητα, μέσω μεμβράνης που
είναι διαπερατή για τα μόριά του όχι όμως και για τα μόρια της διαλυμένης ουσίας και διαχωρίζει
δύο διαλύματα διαφορετικών συγκεντρώσεων ή χωρίζει ένα διαλύτη από ένα διάλυμα. Χωρίς την
ύπαρξη της μεμβράνης θα συνέβαινε απλή ανάμιξη των δύο διαλυμάτων ή του διαλύτη και του
διαλύματος. Αν από την ημιπερατή μεμβράνη περνά και διαλυμένη ουσία, τότε η διαδικασία
παύει να είναι ώσμωση και γίνεται διάχυση μεταξύ των δύο διαλυμάτων. Η ώσμωση
πραγματοποιείται με σκοπό να εξισωθούν οι συγκεντρώσεις των διαλυμάτων από τις δύο πλευρές
της ημιπερατής μεμβράνης. Το φαινόμενο της ώσμωσης είναι πολύ σημαντικό στα διάφορα
βιολογικά συστήματα, καθώς πολλές βιολογικές μεμβράνες είναι ημιπερατές). Έτσι, το γεμάτο
νερό χυμοτόπιο, εξασκεί πίεση στο κυτταρόπλασμα και αυτό με τη σειρά του πιέζει το τοίχωμα
του κυττάρου. Η πίεση αυτή επιτρέπει στο φυτικό κύτταρο να διατηρεί το σχήμα του, κατάσταση
που αναφέρεται ως σπαργή. Αυτή η πίεση συμβάλλει στην ακαμψία και στη μηχανική
σταθερότητα των μη ξυλωδών φυτικών ιστών και είναι απαραίτητη για πολλές φυσιολογικές
διεργασίες περιλαμβανομένης της διεύρυνσης των κυττάρων (ανάπτυξη των φυτών), ανταλλαγή
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
αερίων στα φύλλα, τη μεταφορά του νερού και των σακχάρων, και πολλές άλλες διεργασίες.
Όταν υπάρχει ανεπάρκεια σε νερό, η πίεση σπαργής μειώνεται και αναγκάζει το φυτό να
μαραίνεται.
Τα φυτά, με την πάροδο του χρόνου, έχουν προσαρμοστεί να ανέχονται ακραίες συνθήκες στη
διαθεσιμότητα του νερού. Η διαθεσιμότητα του νερού στα φυτά επηρεάζεται από την υγρασία
του εδάφους, ενώ η υφή και η δομή του εδάφους και των υποστρωμάτων του επηρεάζει τις
δυνατότητές τους να συγκρατούν το νερό. Η πρόσληψη του νερού στα φυτά δεν συμβαδίζει
πάντοτε με τα ποσοστά της διαπνοϊκής απώλειας του νερού, ακόμη και αν η υγρασία του εδάφους
είναι επαρκής. Κατά τη διάρκεια ζεστών και ηλιόλουστων ημερών μπορεί να παρατηρηθεί
προσωρινός μαρασμός, αλλά τα φυτά μπορούν να ενυδατωθούν μέσα στη νύχτα, όταν οι
θερμοκρασίες είναι χαμηλότερες με αποτέλεσμα να υπάρχει μειωμένη διαπνοϊκή απώλειες
νερού. Μόνιμος μαρασμός και νέκρωση των φυτών μπορεί να συμβεί, εάν το έδαφος στεγνώσει
τελείως από νερό και υγρασία. Η διαθεσιμότητα σε νερό ρυθμίζει το άνοιγμα και το κλείσιμο των
στομάτων, η οποία με τη σειρά της ρυθμίζει τη διαπνοή και τη φωτοσύνθεση. Εάν, στο ριζικό
σύστημα είναι διαθέσιμο πολύ λίγο νερό, το φυτό θα μειώσει την ποσότητα του νερού που χάνει
μέσω της διαπνοής του, κλείνοντας τα στόματα των φύλλων. Αυτό θα προκαλέσει μειωμένη
φωτοσύνθεση, επειδή το απαραίτητο διοξείδιο του άνθρακα που εισέρχεται στο φυτό μέσω των
στομάτων θα ελαχιστοποιηθεί, καθώς τα στόματα είναι κλειστά. Έτσι, κάθε μειωμένη απόδοση
της φωτοσύνθεσης θα έχει ανάλογο αντίκτυπο στην απόδοση των καλλιεργειών.
Και το ερώτημα μετά από όλα τα πιο πάνω είναι πώς μπορεί ένα δέντρο να ανεβάζει διαρκώς
μεγάλες ποσότητες νερού σε ύψος πολλών δεκάδων μέτρων (πηγή: σταχυολόγηση
από Discover και Στ.Ξενικουδάκης); Τα θαυμαστά ‘’υδραυλικά’’ σε ένα δένδρο αρχίζουν από το
ριζικό σύστημά του, διατρέχοντας τον κορμό και τα κλαδιά και στενεύοντας μέχρι τα τριχοειδή
αγγεία στα ακραία φύλλα. Είναι μια σειρά από αδρανείς σωλήνες-νεκρά κύτταρα, που
ονομάζονται συνολικά ξύλημα (xylem) μεταφέρει το νερό από αρκετά μέτρα μέσα στη γη, έως
την κορφή των δέντρων, με ταχύτητα που σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει τα 50 μέτρα την ώρα.
Τα νεκρά και αδρανή κύτταρα του ξυλήματος μπορούν να ανεβάσουν εκατοντάδες λίτρα νερού
τη μέρα σε μεγάλο ύψος, αψηφώντας τη δύναμη της βαρύτητας. Τα δέντρα και γενικότερα τα 165
φυτά χρειάζονται πολύ περισσότερο νερό, για να επιβιώσουν σε σχέση με τα ζώα. Η δίψα τους
πηγάζει από τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης, με την οποία τα πράσινα μέρη του φυτού
χρησιμοποιούν την ηλιακή ενέργεια, για να μετατρέψουν το νερό και το διοξείδιο του άνθρακα σε
οξυγόνο και υδατάνθρακες. Η διαδικασία αυτή απαιτεί υγρές επιφάνειες εκτεθειμένες στον αέρα.
Ωστόσο, η ίδια η φωτοσύνθεση καταναλώνει μόνο ένα μικρό μέρος του νερού που απορροφούν
τα φυτά. Περισσότερο από το 90% αυτού του νερού «διαρρέει» στον αέρα μέσα από τους ίδιους
πόρους των φύλλων που χρησιμοποιούνται και για τις ανταλλαγές αερίων (εισροή διοξειδίου του
άνθρακα, εκροή οξυγόνου). Οι ποσότητες νερού που χρησιμοποιούν τα φυτά είναι εκπληκτικές.
Για παράδειγμα, ένας ηλίανθος καταναλώνει κάθε μέρα 17 φορές περισσότερο νερό κατά
γραμμάριο της μάζας του σε σχέση με έναν άνθρωπο. Δηλαδή, για να φτιάξει ένα κιλό οργανικής
μάζας ένα φυτό καταναλώνει τουλάχιστον 500 κιλά νερό. Υπάρχουν δύο τρόποι να προωθηθεί
τόσο πολύ νερό προς τα φύλλα: είτε κάτι να το τραβά από πάνω, είτε κάτι να το πιέζει από κάτω.
Ο μηχανισμός της έλξης είναι εκείνος που υποστηρίζουν οι περισσότεροι από τους φυσικούς και
τους βιολόγους. Προτάθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα και βασίζεται σε μια
ιδιότητα του νερού που δεν αναφέρεται συνήθως για τα υγρά: την αντοχή τάνυσης. Τα μόρια του
νερού έχουν την τάση να μένουν κοντά το ένα στο άλλο, γιατί είναι πολωμένα και σχηματίζουν
τους λεγόμενους δεσμούς υδρογόνου, όπου οι αρνητικοί πόλοι έλκονται από τους θετικούς
πόλους των γύρω μορίων και οι θετικοί πόλοι από τους αρνητικούς. Οι δεσμοί υδρογόνου είναι
που κάνουν το νερό να παραμένει υγρό όταν χαμηλές πιέσεις ή υψηλές θερμοκρασίες κάνουν
άλλα λιγότερο πολικά υγρά να περάσουν στην αέρια φάση. Οι δεσμοί αυτοί μπορούν μάλιστα να
τεντωθούν πριν το υγρό νερό εξατμιστεί.
Σύμφωνα με τη θεωρία της έλξης ακριβώς αυτό συμβαίνει στο νερό μέσα στα δέντρα. Το νερό
που εξατμίζεται από τα φύλλα τραβά τα γειτονικά του μόρια που βρίσκονται ακόμα λίγο πριν το
στόμιο των πόρων των φύλλων. Αυτή η έλξη μεταφέρεται μέσω των δεσμών υδρογόνου σε όλη
τη διαδρομή μέσα από τον κορμό έως τις ρίζες. Το ίδιο το δέντρο δε χρειάζεται ούτε να τραβήξει,
ούτε να σπρώξει. Όλη η ενέργεια που χρειάζεται για το ανέβασμα του νερού παρέχεται από τον
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
ήλιο και τον άνεμο, που κι αυτός βοηθά στην εξάτμιση του νερού. Σε τελευταία ανάλυση, και η
αιολική ενέργεια προέρχεται επίσης από τον ήλιο. Κατά τη θεωρία της έλξης, η πίεση στο ξύλημα
των ψηλότερων δέντρων φτάνει τις -20 ατμόσφαιρες. Αυτή η θεωρία χρησιμοποιείται για να
ερμηνευτεί το γεγονός ότι κανένα από τα δέντρα που υπάρχουν σήμερα δεν ξεπερνά σε ύψος τα
115 μέτρα. Τόσο η υδροστατική πίεση, όσο και η δύναμη που ασκείται στο νερό λόγω της τριβής
αυξάνονται όσο μακραίνει το ξύλημα. Έτσι, η πίεση στις κορυφές των ψηλότερων δέντρων του
ίδιου είδους πρέπει να είναι μικρότερη. Αλλά όσο μικρότερη είναι η πίεση, τόσο μεγαλύτερη
είναι η πιθανότητα σπηλαίωσης (δημιουργίας φυσαλίδων) μέσα στη στήλη νερού. Η σπηλαίωση
είναι καταστροφική για τη μεταφορά νερού, γιατί σπάει τους δεσμούς υδρογόνου. Για να την
αποφύγουν τα ψηλά δέντρα κλείνουν τους πόρους των φύλλων το απομεσήμερο, όταν ο ρυθμός
εξάτμισης είναι στο μέγιστο. Χωρίς αυτές τις επιπλέον ώρες φωτοσύνθεσης ένα δέντρο δεν
μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται. Έχει βέβαια διαπιστωθεί και σχέση ανάμεσα στο ρυθμό
φωτοσύνθεσης και την ηλικία των δέντρων (μείωση του ρυθμού με την αύξηση της ηλικίας).
Άλλοι υποστηρικτές της θεωρίας της έλξης μιλούν τόσο για άνω, όσο και για κάτω όριο ύψους
των φυτών που επιβάλλονται από τους υδραυλικούς περιορισμούς και έχουν να κάνουν με τη
διάμετρο των σωλήνων του ξυλήματος, που αν είναι πολύ φαρδιοί θα γίνονταν αιτία
σπηλαίωσης*, ενώ αν ήταν πολύ λεπτοί δε θα επέτρεπαν τη ροή του υγρού.
Σε άλλα πειράματα φάνηκε ότι ίσως να υπάρχει και ένα ενεργό στοιχείο στη λειτουργία του
ξυλήματος. Διαπιστώθηκε ότι οι μεμβράνες των ζωντανών κυττάρων που συνδέουν τους σωλήνες
του ξυλήματος διογκώνονται ή συρρικνώνονται ανάλογα με τη συγκέντρωση ιόντων στο νερό. Σε
ένα πείραμα η ροή υπερδιπλασιάστηκε λόγω των αλλαγών στη συγκέντρωση ιόντων. Τα ζωντανά
κύτταρα του φυτού, με αυτή την αυτόματη αντίδραση, ίσως να εμποδίζουν τη σπηλαίωση, ώστε
το νερό να φτάσει μέχρι τα πιο διψασμένα μέρη του.
__________
* (Σπηλαίωση (http://www.oremscience.gr/node/689) είναι η δημιουργία φυσαλίδων σε ένα σώμα στο σημείο όπου η
πίεσή του πέφτει χαμηλότερα από μία συγκεκριμένη τιμή. Πώς επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωή αυτές οι φυσαλίδες;
Αρνητικά ως ένας κύριος παράγοντας φθοράς στα βιομηχανικά συστήματα, αλλά και θετικά λόγω της θεραπευτικής
τους δύναμης. Οι φυσαλίδες δημιουργούνται λόγω μεταβολής της πίεσης και χωρίζονται σε δύο κατηγορίες ανάλογα με 166
την κίνηση τους. Αν ασκήσουμε αρνητική πίεση σε μία φυσαλίδα, σαν μια τεράστια ηλεκτρική σκούπα δηλαδή να την
ρουφάει προς όλες τις μεριές, αυτή θα μεγαλώσει, και μόλις ασκήσουμε θετική πίεση θα καταρρεύσει ακαριαία προς το
κέντρο της ασκώντας δυνάμεις στα γειτονικά σημεία και παράγοντας ήχο. Αυτή είναι η αδρανειακή σπηλαίωση, ενώ η
σταθερή φυσαλίδα, πραγματοποιεί ταλάντωση ως προς τη διάμετρό της.
Γύρω στο 1900 κατασκευάστηκε στην Αγγλία το πλοίο Turbinia και είχε ταχύτητα μόλις 17 κόμβους γιατί η προπέλα
του πλοίου γυρνούσε τόσο γρήγορα με αποτέλεσμα η πίεση του νερού να μειώνεται δραματικά και να σχηματίζονται
φυσαλίδες πάνω σε αυτήν. ∆ιπλό το κακό, αφού η ισχύς μοιραζόταν στα δύο, στο να γυρνάει η προπέλα και στο
σχηματισμό φυσαλίδων, οπότε είχαμε χαμηλή απόδοση, ενώ η προπέλα καταστρεφόταν από την κατάρρευση των
αδρανειακών φυσαλίδων η οποία προκαλεί ένα σοκ: φανταστείτε το σαν ένα σφυράκι να χτυπάει την προπέλα πάνω
από 20000 φορές το λεπτό με δύναμη. Τελικά, κρατώντας την ισχύ σταθερή, προστέθηκαν και άλλες προπέλες οι οποίες
γυρνούσαν με μικρότερη ταχύτητα και έτσι δεν αναπτύσσονταν οι απαραίτητες μεταβολές της πίεσης για το σχηματισμό
σπηλαίωσης, με αποτέλεσμα το πλοίο να κινείται με 34.5 κόμβους.
Σε άλλες εφαρμογές όμως η παρουσία φυσαλίδων είναι τόσο επιθυμητή που τις εισάγουμε επίτηδες, όπως για τη
θεραπεία θρόμβων ή το σπάσιμο της πέτρας στα νεφρά αναίμακτα. Εφαρμόζοντας μεταβαλλόμενη πίεση στο επιθυμητό
σημείο του σώματος, αναγκάζουμε αρχικά κάποιες φυσαλίδες να δημιουργηθούν και στη συνέχεια να καταρρεύσουν στο
εστιασμένο αυτό σημείο και μόνο, διαλύοντας έτσι το συγκεντρωμένο αίμα ή τις πέτρες αντίστοιχα. Αναλογιστείτε
δηλαδή τη λειτουργία ενός λατομείου, όπου γίνονται συνεχείς εκρήξεις για το σπάσιμο του βράχου, βέβαια οι εκρήξεις
στο σώμα είναι χιλιάδες το δευτερόλεπτο. Οι φυσαλίδες χρησιμοποιούνται και ως μεταφορείς φαρμάκων, κάτι σαν
couriers δηλαδή! Κατασκευάζουμε στο εργαστήριο τις φυσαλίδες τοποθετώντας το φάρμακο στο εσωτερικό τους, τις
εισάγουμε στον οργανισμό και τις αναγκάζουμε να καταρρεύσουν, παραδίδοντας έτσι το φάρμακο στον παραλήπτη.
Έπειτα, η σταθερή σπηλαίωση, λόγω της ταλάντωσης που κάνει θέτει τα γειτονικά υγρά σε ροή με αποτέλεσμα την
καλύτερη διάδοση του φαρμάκου).
(Πηγές:http://gbt.aua.gr/el/sites/default/files/COLOURED%20FINAL%20PLANT%20PHYSIOLOGY%20NOTES.pdf
, http://www.ehow.com/about_5240957_importance-water-
plants.html&prev=/search%3Fq%3Dwater%2Bin%2Bplants%2Bgrowth%26start%3D10%26sa%3DN%26hl%3Del
%26biw%3D768%26bih%3D928
, http://www.clemson.edu/extension/horticulture/nursery/irrigation/why_plants_need_water.html&prev=/search%3F
q%3Dwater%2Bin%2Bplants%2Bgrowth%26hl%3Del%26biw%3D768%26bih%3D928
, http://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=29/9/2002&id=2748&pageNo=7&direction=1 , Στ. Ξενικουδάκης
από Discover , http://dspace.aua.gr/xmlui/bitstream/handle/10329/37/bresta-security.pdf?sequence=1).
__________
Οι κοινές Πεταλούδες (αγγλ., Butterflies) και οι Σκώροι (αγγλ., Moths) ανήκουν στα λεπιδόπτερα
έντομα, που συνηθίζεται να τα ονομάζουμε γενικά πεταλούδες. Έχουν καταγραφεί πάνω από
200000 είδη τους παγκοσμίως. Συμβολίζουν τη χαρά, αλλά και τη θλίψη σε άλλες περιοχές ή και
την αιώνια ζωή, αλλά είναι συνδεδεμένα με την ελευθερία, την ευτυχία. Η μεταμόρφωση της 167
προνύμφης (κάμπια) σε νύμφη (χρυσαλλίδα), και κατόπιν σε τέλειο ακμαίο άτομο, συμβολίζει
την υπερβατικότητα της ζωής. Η μεταμόρφωσή τους από την αχόρταγη κάμπια στη σχεδόν
ακίνητη χρυσαλίδα μέσα στο κουκούλι της και τελικά προς το τέλειο άτομο που πετά και πετά
ασταμάτητα, είναι μια από τις εντυπωσιακότερες μεταβολές που παρατηρούνται στη Φύση. Πέρα
από τη βιολογική και την περιβαλλοντική άποψη, υπάρχει πληθώρα από αναφορές για το
μυθολογικό συμβολισμό τους, τον αντίκτυπο που είχαν στην ανθρώπινη ζωή τα έντομα αυτά από
τα πανάρχαια χρόνια. Πολλοί, ερευνητές και μη αναζητούν τις αρχετυπικές τους αποτυπώσεις
στο μύθο, την τέχνη, τη λαϊκή παράδοση, τον ανθρωπογενή πολιτισμό γενικότερα. Με έναν
τρόπο περίεργο και συνάμα καταλυτικό η επιστήμη περνά στο χώρο της μυθολογίας, της
αναλυτικής ψυχολογίας, του αρχετυπικού συμβολισμού. Και διερευνά τους δεσμούς της
αλληλεξάρτησης ανάμεσα στην ανθρώπινη ύπαρξη και το περιβάλλον της. Oι πεταλούδες εκτός
των άλλων χρησιμοποιήθηκαν ως διακοσμητικό μέσο στην τέχνη, αλλά ενέπνευσαν και ποιητές
και άλλους συγγραφείς. Τη πεταλούδα όμως τη γνωρίσαμε και μέσα από ‘’Το Φαινόμενο της
Πεταλούδας’’ στη θεωρία του χάους (π.χ. Hilborn, R.C., 1994, Chaos and Nonlinear Dynamics,
Oxford University Press, Oxford ).
Στην αρχαία Ελλάδα, η πεταλούδα σχετιζόταν με το θεό Ερμή, ως ψυχοπομπό. Οι αρχαίοι
Έλληνες συνήθιζαν να τοποθετούν πεταλούδες φτιαγμένες από χρυσάφι στους τάφους,
συμβολίζοντας τον Ερμή που θα οδηγήσει τη ψυχή του νεκρού στην άλλη ζωή. Πασίγνωστος
είναι ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής, που απεικονιζόταν με φτερά πεταλούδας. Ο αρχαίος
ελληνικός μύθος του Έρωτα και της Ψυχής, δεν άφησε αδιάφορους τους πρώτους Χριστιανούς,
που συνέδεσαν τον Έρωτα με το Χριστό και τους πιστούς με τη Ψυχή. Η ερμηνεία που δόθηκε
ήταν ότι ο Χριστός πετά μακριά όταν ο πιστός δείχνει απιστία, αλλά επιστρέφει όταν θα τον
αναζητήσει πραγματικά. Το σύμβολο της πεταλούδας πέρασε μέσα στη νέα θρησκεία, με την ίδια
σπουδαιότητα και σεβασμό που είχε ήδη αποκτήσει από τις παλαιότερες θρησκείες. Η πεταλούδα
παρέμεινε σύμβολο της ψυχής και η χρυσαλίδα σύμβολο θανάτου, που όμως, με τη μεταμόρφωσή
της, ανασταίνεται-ξαναζωντανεύει και γίνεται σύμβολο της ελπίδας για νέα ζωή.
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
Οι πεταλούδες έχουν μακριές κεραίες, δύο ζεύγη φτερών καλυμμένα με πολύχρωμα λέπια,
διαθέτουν στοματικά μόρια μυζητικού τύπου και οι κεραίες τους ποικίλλουν ανάλογα με το είδος.
Οι πεταλούδες συνήθως έχουν έντονα χρώματα και κεραίες ροπαλοειδείς με κεφάλι στο άκρο
τους. Όταν ξεκουράζονται, έχουν διπλωμένα τα φτερά τους, κάθετα πάνω από την πλάτη τους. Η
μεταμόρφωσή τους από την στιγμή της γέννησης, σε μορφή κάμπιας (προνύμφες), είναι τεράστια.
Έχουν σκωληκόμορφο σώμα και μασητικό στοματικό τύπο, ενώ συχνά διαθέτουν μεταξοειδείς
αδένες και με τα λεπτά στρώματα μεταξιού που παράγουν, δημιουργούν ένα κουκούλι, με το
οποίο περιβάλλονται και μετατρέπονται σε χρυσαλίδες. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα,
όταν βγαίνουν από το κουκούλι τους, έχουν πλέον τη μορφή ενήλικης πεταλούδας. Οι πεταλούδες
είναι φυτοφάγες και συχνά το μεγαλύτερο τμήμα τους παρουσιάζει περιπτώσεις σεξουαλικού
διμορφισμού.
168
Ο σκώρος ή η νυχτοπεταλούδα ανήκει στην ίδια τάξη (Λεπιδόπτερα) με την κοινή πεταλούδα,
ωστόσο παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από αυτήν. Τα περισσότερα είδη των σκόρων είναι
νυκτόβια, αλλά υπάρχουν και ορισμένα ημερόβια. Συνήθως, είναι μικρότερα από τις πεταλούδες,
δεν έχουν έντονα χρώματα, ενώ η κύρια μορφολογική διαφορά τους με τις πεταλούδες βρίσκεται
στις κεραίες και τα φτερά τους. Οι κεραίες στους σκώρους είναι τριχωτές και δεν απολήγουν σε
κεφάλι όπως συμβαίνει στις κοινές πεταλούδες, ενώ όταν κάθονται, συνήθως απλώνουν τα φτερά
τους καλύπτοντας το σώμα τους. Και εδώ οι προνύμφες τους λέγονται κάμπιες, η χρυσαλλίδα
τους καλύπτεται με κουκούλι, και είναι το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ προνύμφης και ενήλικου
ατόμου. Τα περισσότερα ενήλικα άτομα (ακμαία) τρέφονται από νέκταρ, ανάλογα με το είδος,
όμως απορροφούν και άλλους φυτικούς χυμούς (π.χ. υπερώριμα φρούτα, εκκρίσεις του ξύλου), ή
τα υγρά από ψοφίμια και περιττώματα. Σε μερικά είδη τρέφονται με τα υγρά των δακρυγόνων
αδένων ή και αίμα. Λίγα πρωτόγονα είδη καταναλώνουν και γύρη. Τα περισσότερα είδη
τρέφονται μόνο από ένα ή λίγα είδη φυτών.
Οι κάμπιες των σκώρων τρέφονται κατά κανόνα από τα φύλλα των αγγειόσπερμων φυτών, ενώ
υπάρχουν μικρότερα είδη που σε αυτό το στάδιο ζουν μέσα στα φύλλα ανοίγοντας στοές. Το
ευρωπαϊκό είδος Nymphula nitidulata αναπτύσσεται στο νερό, καταναλώνοντας υδρόβια φυτά. Η
προνύμφη του Cossus cossus, που συναντούμε και στην Ελλάδα, ζει μέσα στο ξύλο της ιτιάς. Και
οι προνύμφες κατά κανόνα τρέφονται μόνο από ένα ή λίγα είδη φυτών, και μόνο από
συγκεκριμένο μέρος των ξενιστών τους (π.χ. φύλλα ή άνθη ή γύρη). Ορισμένες προνύμφες
τρέφονται από λειχήνες, άλλες από μύκητες, φύκια, φτέρες κ.ά. Μερικές ομάδες ειδών είναι
σαρκοφάγα και τρέφονται από άλλα έντομα. Λίγα είδη συμβιώνουν με μυρμήγκια και τρέφονται
από τα αυγά, τις προνύμφες και της νύμφες αυτών. Μερικά είδη συνηθίζουν να παίρνουν τη λεία
Οι καρποί του είναι στρογγυλές κάψουλες. Ανθίζει από Φεβρουάριο μέχρι Ιούνιο. Οι ρίζες του
μοιάζουν σαν δάχτυλο ή καρότο, έχουν χρώμα καφέ και είναι χυμώδεις. Τα φυτά σχηματίζονται
από συστάδες λογχωτών φύλλων που μοιάζουν κάπως με τα φύλλα του κρεμμυδιού και φτάνουν
μήκος συνήθως τα 50 εκατοστά. Ο κοινός ασφόδελος συναντάται σε λιβάδια, βοσκότοπους,
βραχώδη εδάφη, πεδιάδες, παρυφές των δρόμων, κήπους. Στην Ελλάδα συναντάμε πέντε είδη.
Σύμφωνα με το Θεόφραστο οι κόνδυλοι, οι βλαστοί και τα σπέρματα τρώγονται, ο δε
Διοσκουρίδης τις αναφέρει τις ρίζες σαν θεραπευτικές. Οι ρίζες του φυτού ξεραίνονται και
βράζονται σε νερό, παράγοντας μια κολλώδη ουσία που σε μερικές χώρες ανακατεύεται με
- Θ.Σ. Κουσουρής Οικολογία & Περιβάλλον στην πράξη (V)
δημητριακά ή πατάτες για να φτιαχτεί ασφοδελόψωμο. Στην Ελλάδα, το 1917 κατά τον
αποκλεισμό και έπειτα κατά τη γερμανική κατοχή, πολλές οικογένειες κατάφεραν να επιβιώσουν
χρησιμοποιώντας για τροφή τα ριζώματα του ασφόδελου. Κατά καιρούς είχε χρησιμοποιηθεί ως
συγκολλητική ουσία, για την παρασκευή αλκοόλ αλλά και ως αλοιφή κατάλληλη για κάθε πληγή.
Ένα είδος κόλας παράγεται από τους βολβούς του ασφοδέλου, οι οποίοι πρώτα ξεραίνονται και
μετά αλέθονται. Οι τσαγκάρηδες τους κοπάνιζαν μέσα σε γουδί και έφτιαχναν μία πολύ ισχυρή
κόλα, το τσιρίχιν,, ιδανική για τα δέρματα. Πρόκειται για ένα σπουδαίο μελισσοκομικό φυτό,
γιατί ανθίζει από νωρίς και δίνει τροφή στις μέλισσες.-Βλίτο (Amaranthus sp.), ή βλίστρος,
γλίστρος, γλίντρος, βλιταράκι. Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 80 εκατοστά. Το συναντάμε σχεδόν
παντού σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους τόπους. Αποτελεί μεγάλο ζιζάνιο στις
καλλιέργειες γιατί πολλαπλασιάζεται πολύ εύκολα και γρήγορα. Ο σπόρος του μπορεί να
φυτρώσει και μετά από δέκα χρόνια. Μαζεύονται οι τρυφερές κορφές τους από αρχή καλοκαιριού
μέχρι το φθινόπωρο. Πρέπει να το κλαδεύουμε συχνά για να πετάει από τα πλάγια πριν προλάβει
να κάνει σπόρους. Τρώγονται βραστά με ξύδι ή λεμόνι και σε συνδυασμό με σκόρδο ή
τσιγαριστά με διάφορα άλλα λαχανικά όπως οι κολοκυθοκορφάδες. Φτιάχνεται μέχρι και γιαχνί
με πατάτες και χρησιμοποιείτε και για πίτες μαζί με άλλα χόρτα.
-Βρούβες, Βούρβες, Σισύμβρια. Μονοετείς, διετείς ή πολυετείς πόες, σπάνια μικροί θάμνοι ,.
Φύλλα επάλληλα, πρασινοκίτρινα ή πράσινα. Στην Ελλάδα απαντούν 8 αυτοφυείς ποικιλίες
(σκυλλόβρουβα, αγριόβρουβα ή φαρμακευτική, πικρόχορτο, νερόβρουβες, λαψανίδες,
αυστριακιά, ερύσιμον, λοισέλειο) που φυτρώνουν όλο το χρόνο. Στα αρχαία χρόνια, οι βρούβες
αποτελούσαν ένα άριστο στομαχικό φάρμακο, το οποίο χρησιμοποιούνταν και ως αποτοξινωτικό
ρόφημα. Το νοστιμότερο μέρος τους θεωρούνται τα τρυφερά βλαστάρια τους, τα οποία
μαζεύονται την εποχή της άνοιξης.
-Γαλατσίδες, Αγαλατσίδες (Reichardia picroides). Eίναι η γαλακτίτις των βυζαντινών και η
γαλάκτίδα του Μεσαίωνα. Είναι μικρό ποώδες φυτό που φυτρώνει παντού. Η γεύση του είναι
υπόπικρη. Τρώγεται ωμό, βραστό μαζί με άλλα χόρτα ως σαλάτα, αλλά και τσιγαριστά σε πίτες.
-Ζοχός (Sonchus oleraceus) ή τσόχος, ζοχιός, γαλατσίδα, σογκός, σόγχος, σφογκός . Είναι ένα
ετήσιο φυτό που φτάνει τα 40-80 εκατοστά, πολύ κοινό στην πατρίδα μας. Το συναντάμε σχεδόν 176
παντού, σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους τόπους. Συλλέγεται τους χειμερινούς μήνες και
αποτελεί θαυμάσιο ορεκτικό. Στην Ελλάδα απαντώνται 7 ποικιλίες (λαχανώδης, παράλιος,
νυμάνειος, τραχύς, μαλακώτατος, ελοχαρής, άγριος ο ελμινθίας). Τα φύλλα του είναι
ανοιχτοπράσινα οδοντωτά και περιέχουν γαλακτώδη χυμό. Μαζεύεται από τις αρχές του
φθινοπώρου μέχρι το τέλος της άνοιξης. Η γεύση τους είναι λίγο γλυκιά και τρώγονται βραστά με
λάδι και αρκετό λεμόνι. Χρησιμοποιούνται και σε χορτόπιτες μαζί με άλλα χόρτα και
μυρωδικά. Είναι πλούσιο σε ασβέστιο και σίδηρο ενώ από βιταμίνες περιέχει βιταμίνη C,
θειαμίνη, ριβοφλαβίνη και νιασίνη. Υπάρχουν ενδείξεις πως ο χυμός τους χρησιμοποιείται σε
ασθένειες του ήπατος και του υπογαστρίου.
-Καλέντουλα (Calendula officinalis). Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 50 εκατοστά Τη συναντάμε
σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους τόπους. Μαζεύονται τα πέταλα από τα άνθη της, από το
χειμώνα έως την άνοιξη που ανθίζει. Χρησιμοποιείτε σε δερματικές παθήσεις και σε φαγητά για
να δίνει κίτρινο χρώμα και άρωμα.
-Καλόγερος (Erodium cicutarium) ή περδικονύχι, χτενάκι, βελονιά, πιρουνάκι. Ετήσιο φυτό που
φτάνει τα 60 εκατοστά Το συναντάμε σχεδόν παντού σε ακαλλιέργητους και καλλιεργημένους
τόπους. Μαζεύεται τρυφερός τον χειμώνα μέχρι την άνοιξη πριν ανθίσει.Χρησιμοποιείτε κυρίως
σε πίτες αλλά και σε ομελέτες με λαχανικά.
-Κάππαρη (Capparis spinosa). Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο είδη, η άγρια
κάππαρη(C. spinosa or rupestris ) και η σικελική (C. ovate or sicula )Πολυετές φυτό που
φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Ανθίζει το καλοκαίρι και από αυτή μαζεύονται τα μπουμπούκια
της πριν ανθίσουν. Ξεπικρίζονται σε νερό και διατηρούνται σε άλμη ή ξύδι αναλόγως πως τα
θέλουμε. Χρησιμοποιείτε σε τουρσιά και σαλάτες.
- Κάρδαμο (Lepidium sativum). Η χρήση του ήταν γνωστή κατά την αρχαιότητα, είναι πολύτιμο
φυτό με τη βιταμίνη C που περιέχει και τα διάφορα ιχνοστοιχεία (ιώδιο, σίδηρο, ασβέστιο). Είναι
διουρητικό, βοηθάει στην αιμοκάθαρση και ευεργετικό στο συκώτι.
Η διόρυξη ήταν ιδιαίτερη επιτυχής και μετά από τροποποιήσεις του σχεδίου, που οδήγησαν σε
παρακάμψεις, κυρίως λόγω κακής ποιότητος του εδάφους, συναντήθηκαν, όπως προβλεπόταν
κάτω ακριβώς από την κορυφή (σαμάρι) του βουνού. Ειδικά η τριγωνική παράκαμψη, στη
διαδρομή της σήραγγας, είχε αποφασιστική σημασία για την επιτυχία του σχεδίου. Ο ακριβής
καθορισμός της χάραξης της σήραγγας και η κατασκευή της δημιούργησε πρότυπο για τις
μελλοντικές σήραγγες και τούτο τονίστηκε με τη λέξη ΠΑΡΑΔΕΓΜΑ πού γράφτηκε από τον
Ευπαλίνο στα τοιχώματα της σήραγγας, για την επιτυχημένη ολοκλήρωση του έργου της
σήραγγας και αποτελεί μια από τις πολλές αρχαϊκές επιγραφές που διασώθηκαν στα τοιχώματα.
Το υδραγωγείο είναι έργο πρωτοπόρο και εξαιρετικής σημασίας. Για πρώτη φορά στην ιστορία
της ανθρωπότητας, μηχανικός κατασκεύασε ένα τεράστιο έργο βασισμένο αποκλειστικά σε 181
θεωρητικούς υπολογισμούς, οι οποίοι μελετήθηκαν σε σχεδιαστήριο. Η δε μελέτη του έργου
αυτού, ήταν τόσο ολοκληρωμένη, που ο Ευπαλίνος μπορούσε να επιλύσει στη φάση της
κατασκευής κάθε πρόβλημα μόλις γεννιόταν. Είναι πρωτοπόρο διότι προηγείται κατά πολλούς
αιώνες της σύγχρονης τεχνικής, η οποία έχει εγκαταλείψει τη μέθοδο κατασκευής υδραγωγείων
πάνω από την επιφάνεια του εδάφους και κατασκευάζονται πλέον υδραγωγεία μέσω σηράγγων.
Αυτό δηλαδή πού εφαρμόζει η σύγχρονη τεχνική τώρα τελευταία, είχε βρει εφαρμογή στη Σάμο
πριν 26 αιώνες. Το Αδριάνειο Υδραγωγείο, στην Κορινθία, το οποίο μετέφερε νερό από τη
Στυμφαλία στην Κόρινθο, μήκους 85,0 χλμ., ακολουθούσε την τεχνική πάνω στην επιφάνεια του
εδάφους σε κλειστούς, ανοικτούς αγωγούς και κοιλαδογέφυρες.
Το υδραγωγείο στη Σάμο συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τον 7ο μ.Χ. αιώνα. Η συνεχής φροντίδα
και συντήρηση πού απαιτούνταν, έπαψε να γίνεται και έτσι εγκαταλείφθηκε και στο πέρασμα των
αιώνων ξεχάστηκε η ύπαρξη του. Το Ευπαλίνειο Όρυγμα απετέλεσε πρόδρομο του ρωμαϊκού
υδραγωγείου, κατασκευής στα μέσα του 2ου μ.Χ. αιώνα, από τις πηγές Ιμβράσου μέχρι τη Σάμο
μήκους 15,5 χλμ.
Την ταινία “Τα Μαθηματικά φέρνουν το νερό στη Σάμο” μπορεί να την παρακολουθήσει κανείς
στο: http://www.youtube.com/watch?v=3s9TVQzsMX8 (ελληνικά)
Η εικονοκινητική ταινία που έγινε με πρωτοβουλία της Εταιρείας Αρχαίας Ελληνικής
Τεχνολογίας, χρηματοδοτήθηκε ευγενώς από τον Σύνδεσμο Τεχνικών Εταιριών Ανωτέρων
Τάξεων.
(πηγή: σταχυολόγηση από http://www.thermopilai.org/content/eypalineio-orygma-otan-elliniko-
pneyma-afinei-afoni-tin-simerini-epistimi, http://arkadiapress.gr/%CF%84%CE%B1-
m%CE%B1%CE%B8%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-
%CF%86%CE%AD%CF%81%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CF%84%CE%BF-
%CE%BD%CE%B5%CF%81%CF%8C-%CF%83%CF%84%CE%B7-
%CF%83%CE%AC%CE%BC%CE%BF/, http://www.acrobase.gr/showthread.php?t=11960.)
__________
182
https://issuu.con/tkouss/docs/the-lakes-in-greece, https://issuu.con/tkouss/docs/the-small-lakes-in-greece
Ο συγγραφέας, Δρ. Θεόδωρος Σ. Κουσουρής, διετέλεσε πάνω από μια δεκαετία εκλεγμένος Διευθυντής στο
Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων του ΕΛΚΕΘΕ, επιστημονικός σύμβουλος σε ΟΤΑ, αναπτυξιακές & τεχνικές εταιρίες,
Δ/ντής ερευνών στο ΕΛΚΕΘΕ, ΕΚΘΕ & ΙΩΚΑΕ. Κατέχει διδακτορικό δίπλωμα στην οικολογία & προστασία του
περιβάλλοντος από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Master of Science στους πόρους του περιβάλλοντος από το
Salford University, U.K., μεταπτυχιακό δίπλωμα στην περιφερειακή ανάπτυξη από το Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πολιτικών Επιστημών & μεταδιδακτορική ειδίκευση στην υδρο-οικολογία από το Zurich University, Switzerland.
Άρθρα του με περιβαλλοντικό προβληματισμό δημοσιεύονται στον ημερήσιο έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, σε
ιστοχώρους & σε weblogs, ενώ έχει συγγράψει βιβλία με οικολογικό και περιβαλλοντικό περιεχόμενο για το σχολείο
& το ελεύθερο εμπόριο. Έχει λάβει μέρος σε εθνικά & ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα ως επιστημονικός
υπεύθυνος ή ως συμμετέχον , σε πραγματογνωμοσύνες , σε μελέτες σκοπιμότητας & περιβαλλοντικών όρων -
επιπτώσεων. Οι εκπαιδευτικές & επιμορφωτικές του δραστηριότητες καλύπτουν αντικείμενα οικολογικών και
περιβαλλοντικών ζητημάτων, μεταξύ των άλλων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Πολυτεχνείο Κρήτης, εκπαιδευτικών
πρωτοβάθμιας & δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, νέων επιστημόνων, Κέντρων Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης κ.ά.