You are on page 1of 14

Απαντήσεις στις ερωτήσεις του ΕΟΠΠΕΠ για το μάθημα

«Στοιχεία Μουσειολογίας»

Ανά θεματικές ενότητες:

1. Ορισμός του μουσείου (και ιστορικό του ορισμού), και της μουσειολογίας, η
σημασία των μουσειακών σπουδών για τους εργαζόμενους των μουσείων.

104.(Β) Ποια είναι η έννοια του όρου ‘μουσείο’, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του
Καταστατικού του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM);

Σήμερα, ο ευρύτερα αναγνωρισμένος ορισμός του μουσείου παραμένει αυτός που


δόθηκε από το ICOM (άρθρο 3): «Το Μουσείο είναι ένας μόνιμος μη κερδοσκοπικός
οργανισμός στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοιχτός στο κοινό, ο
οποίος αποκτά, συντηρεί, ερευνά, προβάλλει και εκθέτει υλικές μαρτυρίες του ανθρώπου
και του περιβάλλοντός του, με σκοπό τη μελέτη την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία»
(ICOM, 1974).

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ICOM, στον ορισμό αυτόν ανταποκρίνονται, εκτός των
μουσείων:

 Τα ινστιτούτα συντήρησης και οι γκαλερί εκθέσεων που εξαρτώνται από βιβλιοθήκες


και αρχειακά κέντρα.
 Οι χώροι και τα μνημεία που χαρακτηρίζονται ως αρχαιολογικοί, εθνογραφικοί ή
φυσικού κάλλους.
 Οι ιστορικές θέσεις και μνημεία που έχουν τη φύση μουσείων λόγω του τρόπου
απόκτησης και συντήρησής τους.
 Οι οργανισμοί που παρουσιάζουν ζώντα δείγματα ζωικών και φυτικών ειδών όπως
ζωολογικοί και βοτανικοί κήποι, ενυδρεία, κτλ.
 Τα φυσικά πάρκα, τα επιστημονικά κέντρα, οι εθνικοί δρυμοί, οι εκθεσιακοί χώροι
και τα πλανητάρια.
1. (Β) Ποια είναι η έννοια του όρου ‘υποβρύχια πολιτιστική κληρονομιά’,
σύμφωνα με το ICOMOS;

Σύμφωνα με το ICOMOS (που έχει υιοθετήσει τον ορισμό της UNESCO) για την
Προστασία και την διαχείριση της Υποβρύχιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, η έννοια της
«υποβρύχιας ή ενάλιας πολιτιστικής κληρονομιάς» περιλαμβάνει κάθε ίχνος ανθρώπινης
ύπαρξης που έχει πολιτιστικό, αρχαιολογικό ή ιστορικό χαρακτήρα και βρίσκεται (ή έχει
ανασυρθεί) εν μέρει ή εξολοκλήρου σε υποβρύχιο περιβάλλον, για τουλάχιστον 100
χρόνια, όπως:

 Τοποθεσίες, δομές, κτίρια, αντικείμενα και ανθρώπινα κατάλοιπα, μαζί με το


αρχαιολογικό και φυσικό τους περιβάλλον.
 Τα πλοία, τα αεροσκάφη και άλλα οχήματα ή οποιοδήποτε τμήμα τους, το φορτία ή
άλλο περιεχόμενό τους, καθώς και αρχαιολογικό και φυσικό τους περιβάλλον.
 Αντικείμενα προϊστορικού χαρακτήρα.

100.(Β) Ποια είναι η έννοια του όρου ‘πολιτιστική κληρονομιά’, σύμφωνα με την
UNESCO;

Με τον όρο “Πολιτιστική Κληρονομιά” εννοούμε όλα τα υλικά κινητά, ακίνητα ή


υποβρύχια μνημεία (δηλαδή χώροι-τοποθεσίες με αξία ιστορική, αρχαιολογική, αισθητική,
επιστημονική, εθνολογική ή ανθρωπολογική και ναυάγια, πίνακες, αγάλματα, νομίσματα
και χειρόγραφα κλπ) και άυλα (πχ, προφορικές παραδόσεις, καλλιτεχνικές επιτελέσεις,
τελετουργίες). Επίσης, υπάρχει και η φυσική κληρονομιά που περιλαμβάνει πολιτισμικά
τοπία, φυσικούς – γεωλογικούς ή βιολογικούς σχηματισμούς.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης της UNESCO για την προστασία της
πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς (Παρίσι, 1972), ως πολιτιστική κληρονομιά
ορίζονται:

 Μνημεία: μνημειακά έργα γλυπτικής ή ζωγραφικής, αρχιτεκτονικά έργα, κατασκευές


ή δομές αρχαιολογικού χαρακτήρα, αρχαιολογικά ευρήματα, επιγραφές,
σπηλαιογραφήματα ή και συνδυασμοί τους, τα οποία έχουν εξαιρετικά σημαντική
παγκόσμια ιστορική, αρχαιολογική, αισθητική-καλλιτεχνική ή επιστημονική αξία.
 Ομάδες κτηρίων: ομάδες μεμονωμένων ή συνδεδεμένων μεταξύ τους κτηρίων,
σύνολα οικοδομημάτων τα οποία, εξαιτίας της αρχιτεκτονικής τους, της συνάφειας-
ομοιογένειάς τους, ή της χωροθέτησής τους, έχουν εξαιρετικά σημαντική-παγκόσμια
ιστορική, αισθητική-καλλιτεχνική ή επιστημονική αξία.
 Περιοχές-τόποι: ανθρώπινες κατασκευές ή συνδυασμοί ανθρώπινων και φυσικών
κατασκευών, συμπεριλαμβανομένων και των αρχαιολογικών χώρων περιοχών, οι
οποίες έχουν εξαιρετικά σημαντική-παγκόσμια ιστορική, αισθητική, εθνολογική και
ανθρωπολογική αξία.
98. (B) Ποια ελληνικά μνημεία έχουν ενταχθεί στον Κατάλογο Πολιτιστικής
Κληρονομιάς με Παγκόσμια Αξία της UNESCO;

1. Ναός Επικούρειου Απόλλωνα Ηλείας 1986


2. Αρχαιολογικός χώρος Ακροπόλεως Αθηνών 1987
3. Αρχαιολογικός χώρος Δελφών Φωκίδας 1987
4. Αρχαιολογικός χώρος Επιδαύρου Αργολίδας – Ιερό Ασκληπιού 1988
5. Μετέωρα Θεσσαλίας 1988
6. Άγιον Όρος - Άθως 1988
7. Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά μνημεία Θεσσαλονίκης 1988
 H Ροτόντα του Αγίου Γεωργίου (4ος αι.)
 Η βασιλική της Παναγίας Αχειροποίητου (5ος αι.)
 Η βασιλική του Αγίου Δημητρίου (7ος αι.)
 Ο ναός του Οσίου Δαυίδ (Μονή Λατόμου) (6ος αι.)
 Ο ναός της Αγίας Σοφίας (8ος αι.)
 Ο ναός της Παναγίας των Χαλκέων (11ος αι.)
 O ναός του Αγίου Παντελεήμονα (14ος αι.)
 Ο ναός των Αγίων Αποστόλων (14ος αι.)
 Ο ναός του Αγίου Νικολάου του Ορφανού (14ος αι.)
 Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης (13ος αι.)
 Ο ναός του Σωτήρος (14ος αι.)
 Η Μονή Βλατάδων (14ος αι.)
 Ο ναός του Προφήτη Ηλία (14ος αι.)
 Τα βυζαντινά λουτρά (14ος αι.)
 Τα βυζαντινά τείχη της Θεσσαλονίκης (4ος - 5ος αι.)

8. Μεσαιωνική πόλη Ρόδου 1988


9. Αρχαιολογικός χώρος Ολυμπίας Ηλείας 1989
10. Αρχαιολογικός χώρος Μυστρά Λακωνίας 1989
11. Αρχαιολογικός χώρος Δήλου Κυκλάδων 1990
12. Μονή Δαφνίου Αττικής, Μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας και Νέα Μονή Χίου 1990
13. Πυθαγόρειον και Ηραίον Σάμου 1992
14. Αρχαιολογικός χώρος Αιγών Βεργίνας 1996
15. Αρχαιολογικοί χώροι Μυκηνών και Τίρυνθας Αργολίδας 1999
16. Ιστορικό κέντρο Χώρας Πάτμου, Μονή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου και Σπήλαιο της
Αποκάλυψης στην Πάτμο 1999
17. Παλαιά πόλη Κέρκυρας 2007
18. Αρχαιολογικός χώρος Φιλίππων Καβάλας
2. Συλλεκτική θεωρία και δραστηριότητα: ορισμοί συλλογών, κίνητρα δημιουργίας
συλλογών, πολιτική εμπλουτισμού των συλλογών στα μουσεία.

178.(B) Ποια είναι η έννοια του όρου ‘συλλογή’ και ποια τα κίνητρα δημιουργίας
της;

Σε γενικές γραμμές, ως συλλογή ορίζεται η συγκέντρωση υλικών ή άυλων αντικειμένων


[έργα, τεχνουργήματα, πνευματικά έργα (mentefacts), είδη, αρχειακά έγγραφα, τεκμήρια
κλπ.], τα οποία έχει συγκεντρώσει ένα άτομο ή ένας οργανισμός, τα έχει ταξινομήσει,
επιλέξει και συντηρήσει σε ασφαλές μέρος και συνήθως εκτίθενται σε κάποιο
περιορισμένο ή ευρύ κοινό, ανάλογα με το αν πρόκειται για ιδιωτική ή δημόσια συλλογή.
Στις μουσειακές σπουδές με τον όρο συλλογή μουσείου εννοείται συνήθως «ένα
αντιπροσωπευτικό σύνολο συστηματικά επιλεγμένων συγκεντρωμένων και
ταξινομημένων ομοειδών αντικειμένων».

Σε κάθε τύπο συλλέκτη τα κίνητρα συνδέονται με την ψυχολογική σχέση που


αναπτύσσει ο συλλέκτης με τα αντικείμενα και μέσα του γνωρίζει ότι τα αντικείμενα θα
υπερβούν τον χρόνο ζωής του, κι έτσι διαμορφώνουν το κίνητρο και την προσδοκία να
αποτελέσουν την προέκταση του εαυτού του και με κάποιο τρόπο να συνεπικουρήσουν
στην αθανασία του. Άλλο κίνητρο του συλλέκτη μπορεί να είναι η ανταγωνιστικότητα, με
την έννοια ότι η αποκλειστική κατοχή αντικειμένων μπορεί να επισύρει τον θαυμασμό και
την επιβράβευση, καθώς, όπως αναφέρει η Pearce, ο ανταγωνισμός είναι το επίκεντρο του
συλλέγειν. Επιπλέον, η συλλογή αντικειμένων μπορεί να σχετίζεται με μια οικονομική
επένδυση, χωρίς να αποκλείεται το κίνητρο της συναισθηματικής ικανοποίησης της
δημιουργίας μιας συλλογής. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι καθοριστικό ρόλο στην
συγκρότηση συλλογών από συλλέκτες παίζουν οι κοινωνικές, πολιτισμικές, κοινωνικές και
πολιτικές συνθήκες καθώς και το χρονικό πλαίσιο στο οποίο συγκεντρώνεται η συλλογή.

Επομένως, τα κίνητρα δημιουργίας μιας συλλογής μπορεί να είναι:

 Οικονομικά (οικονομική επένδυση από την εγγενή αξία των αντικειμένων, πολυτελή
αντικείμενα).
 Συναισθηματικά (εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου για συλλογές-ενθύμια, που
σημαίνουν κάτι ξεχωριστό για το συλλέκτη, μπορούν επίσης να προσδώσουν ένα
αίσθημα αθανασίας, καθώς η συλλογή θα λειτουργεί ως ενθύμηση του συλλέκτη στις
μελλοντικές γενιές).
 Κοινωνικά (κοινωνική διαφοροποίηση μέσω του είδους των συλλογών, ενίσχυση του
κοινωνικού status).
 Εθνικά (Διάσωση αντικειμένων από αρχαιοκαπηλία, από καταστροφή λόγω ένοπλης
σύρραξης ή από ακραία καιρικά φαινόμενα).
 Επιστημονικά (ενδιαφέρον για συγκεκριμένη κατηγορία αντικειμένων για
επιστημονική μελέτη π.χ. συλλογή βοτανικών δειγμάτων).
 Πνευματικά (πνευματικό ενδιαφέρον για την τέχνη, τον πολιτισμό, γενικά για τις
επιστήμες).
 Πολιτιστικά (για αντικείμενα που έχουν πολιτιστική αξία, ιστορική ή αρχαιολογική, ή
που θα αποκτήσουν με το πέρασμα του χρόνου).
 Αισθητικά (η επιλογή γίνεται με βάση τα υποκειμενικά αισθητικά κριτήρια του
συλλέκτη).
 Συμβολικά (αντικείμενα που αποκτούν ειδική αξία λόγω του προσώπου ή γεγονότος
με το οποίο σχετίζονται, χωρίς να φέρουν τα ίδια κάποια ιδιαίτερη εγγενή αξία).
 Ψυχοπαθολογικά (έχει παρατηρηθεί ότι αρκετοί ασθενείς με διαταραγμένο εσωτερικό
κόσμο, συλλέγουν μανιωδώς αντικείμενα).
 Επίσης, ένα κίνητρο, είναι το δυνατό ανθρώπινο ένστικτο του συλλέγειν, και η
επιθυμία να δείχνει κανείς αυτά τα αντικείμενα σε άλλους ανθρώπους.
 Ως μέσα συναισθηματικής εμπειρίας (σουβενίρ από μέρη, που επισκέφτηκε ο
συλλέκτης, πάθος για συλλογή αντικειμένων 9πίνακες, κοχύλια, γραμματόσημα, κλπ).
3. H ιστορία και εξέλιξη συλλογών και μουσείων κυρίως στον ευρωπαϊκό χώρο: αρχαία
Ελλάδα, αρχαία Ρώμη, Μεσαίωνας, Αναγέννηση, Διαφωτισμός, Βιομηχανική
Επανάσταση, 20ος αιώνας.

8.(Β) Τι γνωρίζετε για τις συλλογές στην αρχαία Ελλάδα;

Η πρώτη μορφή οργανωμένης συγκέντρωσης αντικειμένων ξεκίνησε στην Αρχαϊκή


περίοδο (6ος αι. π.Χ.) και συνεχίστηκε στην κλασσική με τις συλλογές να αναπτύσσονται
κυρίως μέσα στους ναούς και τα πανελλήνια ιερά (όπως τους Δελφούς), σε κτήρια-
θησαυρούς (θησαυρός των Κνιδίων, των Αθηναίων, των Σίφνιων) και στη συνέχεια στα
ανάκτορα. Πρόκειται για ειδώλια και αναθήματα στους θεούς στους οποίους ήταν
αφιερωμένα τα ιερά αυτά, καθώς επίσης και για καλλιτεχνικές απεικονίσεις επεισοδίων
της ζωής των θεοτήτων και της λατρείας τους πάνω σε διάφορα υλικά όπως την πέτρα, το
ξύλο, το μέταλλο, το ύφασμα κ.ά. Τα περισσότερα ήταν κυρίως λάφυρα πολέμων. Η
νικήτρια πόλη κατασκεύαζε λοιπόν, ένα οίκημα ή μια επιμέρους κατασκευή (θησαυρός),
συνήθως μονόχωρα τετράγωνα κτήρια και εκεί αποθήκευε όσα αφιέρωνε στους θεούς, που
τη βοήθησαν με τους χρησμούς ή τη συμβολή τους κατά τη διάρκεια της μάχης, όπως ήταν
ο Θησαυρός των Δελφών, που χτίστηκε από τους Αθηναίους το 490 π.Χ. σε ανάμνηση της
νίκης του Μαραθώνα. Ο χώρος του ναού, λοιπόν, παράλληλα με την κύρια χρήση του ως
ιερό, παίρνει και μια άλλη ιδιότητα, αυτή του χώρου που εκτίθενται αντικείμενα, δίνοντας
την ευκαιρία στον επισκέπτη να περιεργασθεί τα συγκεντρωμένα καλλιτεχνήματα.

Κατά τη κλασσική περίοδο (5ος αι.), εικάζεται, όπως αναφέρει και ο Παυσανίας (το 170
μ.Χ. περίπου), ότι μία αίθουσα των Προπυλαίων της Ακρόπολης των Αθηνών
χρησιμοποιήθηκε για την έκθεση πινάκων ζωγραφικής, συμβατική στη βιβλιογραφία ως
«Πινακοθήκη». Τα έργα ήταν ανώνυμων δημιουργών εκτός από το «Ο Αχιλλεύς στη
Σκύρο» του ζωγράφου Πολύγνωτου, για το οποίο υπήρχε και αντίτιμο για την επίσκεψη
στο χώρο. Τον όρο «Πινακοθήκη» χρησιμοποιεί και ο Στράβων για τον ναό του Ηραίου
της Σάμου, όπου είχαν τοποθετηθεί επί των ημερών του (το 10 μ.Χ), «πλήθος πινάκων»
προσθέτοντας ότι υπήρχαν εκεί κι άλλες «πινακοθήκες» και μικροί ναοί γεμάτοι με έργα
τέχνης.

Κατά την ελληνιστική περίοδο (3ο-2ο αι. π.Χ.), απαντώνται οι πρώτες ιδιωτικές
συλλογές με στόχο την κοινωνική καταξίωση των κατόχων τους. Ο πρώτος συλλέκτης
θεωρείται ο Άτταλος Α΄ ο Σωτήρ (269 π.Χ. – 197 π.Χ.), ηγεμόνας του ελληνιστικού
βασιλείου της Περγάμου, ο οποίος εμπλούτισε την Πέργαμο με αριστουργήματα της
κλασσικής ελληνικής τέχνης και σημαντικά σύγχρονά του ελληνιστικά έργα, που
δημιουργήθηκαν με την υποστήριξή του. Το έργο του συνέχισε η δυναστεία των
Ατταλιδών (οι γιοι του Ευμένης Β΄ και Άτταλος Β΄) δημιουργώντας στενό δεσμό με το
ελληνικό παρελθόν και εξασφαλίζοντας τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού στα
απομακρυσμένα βασίλειά τους. Όμως, το πρώτο οργανωμένο μουσείο που αναφέρεται
στην ιστορία, είναι αυτό της Αλεξάνδρειας, το οποίο ίδρυσε ο Πτολεμαίος Α΄ ο Λάγος ή
Σωτήρ, περί τον 3ο αι. π.Χ., και δίδαξαν εκεί μεταξύ άλλων, ο Ευκλείδης και ο Αρχιμήδης.
Αποκλειστικός σκοπός του ήταν η εκπαίδευση, η έρευνα και η διάδοση της γνώσης. Ήταν
μια δημόσια συλλογή και περιλάμβανε όλο τον επιστημονικό και πολιτιστικό πλούτο και
μεταξύ άλλων βιβλιοθήκη, αστεροσκοπείο, αμφιθέατρο και βοτανικό κήπο.
76.(Α) Τι τύπου κτίρια είναι οι λεγόμενοι ‘θησαυροί’ της αρχαϊκής και
κλασικής περιόδου και σε ποιες αρχαιολογικές θέσεις βρίσκονται; Αναφέρατε
χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων κτιρίων.

Οι «θησαυροί» ήταν μικρά τετράγωνα, μονόχωρα κτήρια, είχαν μορφή ναού (δωρικού
ή ιωνικού ρυθμού), κοντά στα ιερά και χτίστηκαν κατά τη αρχαϊκή (6ο αιώνα π.Χ.) και την
κλασική περίοδο (5ο αι.). Είναι αναθηματικά οικοδομήματα όπου μια πόλη αφιερώνει στο
ιερό στους θεούς. Μέσα στους «θησαυρούς» φυλάσσονταν οι αφιερώσεις, οι προσφορές,
τα αναθήματα αλλά και αρχεία. Συνήθως αυτά προέρχονταν από λάφυρα πολέμων, δηλαδή
η νικήτρια πόλη αφιέρωνε τον πολεμικό εξοπλισμό, που είχε αποσπαστεί από τους
αντιπάλους, στους θεούς που τη βοηθούσαν με χρησμό ή με τη συμβολή τους στη μάχη.
Κατασκεύαζε το οίκημα και έδινε το όνομά της σε αυτό. Αναλυτικότερα, αποτελούνταν
από τον σηκό (το κυρίως μέρος του ναού, όπου ήταν τοποθετημένο το άγαλμα του θεού)
και τον πρόδρομο («πρόνεως» ή «προνήιον», μικρός χώρος που τον συναντάμε στο
μπροστινό μέρος του ναού) και είχαν δύο κίονες ή κόρες στην πρόσοψη για να στηρίζουν
το επιστύλιο.

Οι περισσότεροι «θησαυροί» αποκαλύφθηκαν στα πανελλήνια ιερά των Δελφών, της


Ολυμπίας και της Δήλου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι:

 Οι θησαυροί των Κνιδίων και Σιφνίων, οι οποίοι φέρουν πολλαπλή διακόσμηση, είναι
ιωνικού ρυθμού και αντί για κίονες έχουν Καρυάτιδες.
 Ο θησαυρός των Μασσαλιωτών που συνδυάζει ιωνικά και δωρικά στοιχεία.
 Ο θησαυρός των Αθηναίων.
 Ο θησαυρός των Γελώων.
 Ο θησαυρός της Συκυώνας.

Από: http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/im_arx/ionikos%20rythmos.jpg
9.(Β) Τι γνωρίζετε για τις συλλογές στην αρχαία Ρώμη;

Σημαντικό κεφάλαιο αποτελεί η συλλεκτική δραστηριότητα και οι συλλεκτικές τάσεις


κατά την ύστερη δημοκρατική και την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο στη Ρώμη (1ος αι.
π.Χ – 1ος αι. μ.Χ.), εποχές από τις οποίες επηρεάστηκαν οι αντίστοιχες τάσεις και
δραστηριότητες της Αναγέννησης.

Διακρίνονται δύο κατηγορίες αντικειμένων που οι Ρωμαίοι θεωρούσαν σημαντικά και


τα συνέλλεγαν:

 Έργα τέχνης, δηλαδή: πίνακες ζωγραφικής, έργα μικροτεχνίας ή αντικείμενα φτιαγμένα


από πολύτιμα υλικά, όπως νομίσματα, πολύτιμοι λίθοι, έργα αργυροχοΐας και
μεταλλοτεχνίας, έπιπλα από πολύτιμο ξύλο, μαργαριτάρια, αγάλματα διάφορων τύπων
και αντικείμενα που δημιουργούνταν ειδικά για να συμπεριληφθούν σε συλλογές, όπως
αντίγραφα έργων τέχνης είτε σε φυσικό μέγεθος είτε το πιο συνηθισμένο σε
μικρογραφία. Οι Ρωμαίοι τα εκτιμούσαν ανάλογα με την αξία, την παλαιότητά τους, το
θέμα τους, την «γενεαλογία» τους, κατά πόσο δηλαδή είχαν σχέση με ιστορικά γεγονότα
ή άλλες επώνυμες συσχετίσεις, την τεχνική κατασκευής τους και το αν τα κατασκεύασε
κάποιος διάσημος καλλιτέχνης.
 Αξιοπερίεργα ή αξιοθαύμαστα αντικείμενα, δηλαδή: αντικείμενα από τη φύση αλλά και
τεχνουργήματα κατασκευασμένα από τον άνθρωπο, που έδειχναν πόσο ικανός και
επιδέξιος είναι. Επίσης, εδώ κατατάσσουμε τα λείψανα ή τα αντικείμενα που οι Ρωμαίοι
συσχέτιζαν με κάποιο θεό ή ήρωα, ή με κάποιο σπουδαίο γεγονός του μυθικού ή
μακρινού ιστορικού παρελθόντος.

Η περίοδος αυτή, αποτελεί και την περίοδο που αναπτύχθηκαν νέες ιδέες και θέματα
συλλεκτικής δραστηριότητας, καθώς την εποχή αυτή τελείται η μετάβαση από τις
συλλογές ως αφιερώματα στα ιερά και τους ναούς στις συλλογές ως πνευματικό και
κοινωνικό φαινόμενο που δίνει κύρος στον κάτοχο της συλλογής. Η Ρώμη κατακλύστηκε
από έργα τέχνης που έφτασαν στην πόλη κυρίως ως πολεμική λεία και λάφυρα, έπειτα από
την κατάκτηση της Σικελίας και την εγκατάσταση των Ρωμαίων στην Ελλάδα και
μετατράπηκε σε μουσείο Ελληνικής τέχνης. Συνήθως, τα λάφυρα, μετά από θριαμβευτική
είσοδο στην πόλη (θρίαμβος), εκτίθεντο σε forum (αγορά), δημόσιους κήπους, λουτρά και
ναούς, με στόχο να προκαλέσουν τον θαυμασμό αλλά και για να εξασφαλισθεί η
υποστήριξη του κοινού για τις επόμενες εκστρατείες.

Επίσης, εγκαινιάζονται νέες πρακτικές όπως η αγορά τέχνης αλλά και επιστήμες, όπως
η ιστορία της τέχνης. Άλλη μια καινοτομία αυτής της εποχής είναι η δραστηριοποίηση
διάφορων προσωπικοτήτων για τη δημιουργία συλλογών, όπως ο Κικέρων, ο Ουέρρης και
ο Αύγουστος, οι οποίοι αναπτύσσουν διαφορετικές τάσεις και συμπεριφορές, ενώ
βλέπουμε για πρώτη φορά να διαφαίνονται τα κίνητρα ενός συλλέκτη: συναισθηματικά,
ψυχολογικά και προσωπικά κίνητρα αλλά και ανάλογα με τις ιδεολογικές και κοινωνικές
επιταγές της εποχής. Πάντως, ο πρώτος που παρότρυνε τους κατόχους ιδιωτικών συλλογών
να επιτρέψουν την είσοδο στο κοινό, θεμελιώνοντας ταυτόχρονα την αρχή ότι οι συλλογές
αποτελούν πολιτιστική κληρονομιά που το κοινό έχει δικαίωμα να απολαμβάνει, ήταν ο
Μάρκος Αγρίππας (63 – 12 π.Χ.), Ρωμαίος πολιτικός, στρατηγός και αρχιτέκτονας.
10.(Β) Τι γνωρίζετε για τις συλλογές στα χρόνια της Αναγέννησης (15ος, 16ος,
17ος αι.);

Τους σκοτεινούς χρόνους του Μεσαίωνα ακολουθεί η Αναγέννηση (μέσα του 15ου
μέχρι και 16ος αι.), κατά τη διάρκεια της οποίας αφενός συγκεντρώνονται ακόμα
αντικείμενα ως θησαυροί και αφιερώνονται στο Θεό, από την άλλη όμως ανθίζει το
ουμανιστικό πνεύμα, αναβιώνουν τα γράμματα και οι τέχνες υπό την επίδραση του αρχαίου
ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού και αναζητούνται ορθολογικές απαντήσεις και όχι
θρησκευτικές. Το ίδιο συμβαίνει και στις συλλογές, καθώς παύει πλέον η απομόνωσή τους
και ξεκινά μια νέα περίοδος, κατά την οποία συμβαίνει μια μεγάλη αλλαγή: η γνώση
παίρνει πρωτεύουσα σημασία και πλέον προέρχεται από την άμεση παρατήρηση και την
προσωπική εμπειρία. Συλλογές τώρα, συγκροτούν οι πάπες στο Βατικανό, οι βασιλείς και
οι οικογένειες ευγενών και πλουσίων αστών.

Για παράδειγμα, το 1471, ο Πάπας Σίξτος IV (ο Δ΄: 1471–1484), εγκαινίασε στο


Καπιτώλιο της Ρώμης, μια στοά με αρχαία αγάλματα, με στόχο την τέρψη, να λειτουργήσει
ως πρότυπο έμπνευσης των σύγχρονων γλυπτών και για τη διαφύλαξη της τέχνης του
ελληνο-ρωμαϊκού πολιτισμού. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι για πρώτη φορά η συλλογή
γίνεται προσιτή στο ευρύ κοινό και παύει να αποτελεί εκκλησιαστικό θησαυρό και
αποκλειστική κατοχή της εκκλησίας.

Υπήρχαν όμως και ιδιωτικές συλλογές, ιδιαίτερα γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα, στις
πόλεις και τις αυλές των βασιλιάδων της Αναγεννησιακής Ιταλίας και αποτελούσαν την
κύρια ενασχόλησή τους. Έτσι, δημιουργούνται δύο νέοι όροι για να περιγράψουν την
έννοια του μουσείου: galleria (μακρόστενη αίθουσα φωτισμένη από το πλάι, που με τον
καιρό σήμαινε την αίθουσα ή τον χώρο για την έκθεση πινάκων ζωγραφικής και γλυπτών)
και gabinetto (τετράγωνο δωμάτιο με ντουλάπια γεμάτο με ταριχευμένα ζώα, βοτανικά
δείγματα, έργα μικροτεχνίας και αξιοπερίεργα αντικείμενα). Τα δύο βασικά
χαρακτηριστικά τους είναι ότι ήταν ιδιωτικά μουσεία και ότι δεν ήταν προσιτά στο κοινό.

Τον 15ο αι., συναντούμε το πρώτο κτίριο στο εσωτερικό του οποίου αναγράφεται η
λέξη «μουσείο»: στην έπαυλη που κατασκεύασε, στο Κομό της Ιταλίας, ο Paolo Giovio,
το 1543 για να στεγάσει τις συλλογές του, μία αίθουσα την αφιέρωσε στις Μούσες και τον
Απόλλωνα και την ονόμασε museo. Ακόμα, όμως ο όρος μουσείο χρησιμοποιούνταν για
να δηλώσει τη ίδια τη συλλογή και όχι το κτίριο που τη φιλοξενούσε.

Την εποχή αυτή ανακαλύπτεται και η Αμερική, γνωστή και ως «Νέος Κόσμος», οπότε
η συνήθεια του συλλέγειν αρχίζει να μεταδίδεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη όπου
σχηματίζονται συλλογές κυρίως από τους ηγεμόνες, καθώς οι Ευρωπαίοι έβλεπαν την
ανακάλυψη μιας νέας Ηπείρου και των ανθρώπων της σαν θαύμα και τους αντιμετώπιζαν
με περιέργεια. Το πώς έβλεπαν τον υλικό πολιτισμό αντικατοπτριζόταν και στις συλλογές
τους, με στόχο, εκτός από την ευχαρίστηση, την εξήγηση του κόσμου, αφού τα αντικείμενα
είχαν πλέον συμβολική σημασία και τους έφερναν πιο κοντά στην κατανόηση της
πραγματικότητας. Οι ιδρυτές των συλλογών αυτών είχαν την αίσθηση ότι αποκτούν τον
έλεγχο της γνώσης της εποχής αλλά ενίσχυαν και το κύρος τους μέσα στο κοινωνικό
σύνολο: ένας τρόπος κυριαρχίας στους ανθρώπους, στα πράγματα και τη γνώση.
Επιπλέον, κατά τους 15ο αι. και 16ο αι., η Φλωρεντία αποτελούσε το πολιτιστικό
κέντρο της εποχής. Εκεί χρησιμοποιείται η λέξη «μουσείο» για την περιγραφή μιας από τις
διασημότερες συλλογές της περιόδου αυτής, εκείνη της οικογένειας των Μεδίκων της
Φλωρεντίας. Περιλαμβάνει χειρόγραφα, πολύτιμους λίθους, μετάλλια, χαλιά, βυζαντινές
εικόνες, φλαμανδικά και άλλα ζωγραφικά και γλυπτά έργα τέχνης της εποχής. Σημαντικό
μέρος της συλλογής των Μεδίκων, σήμερα βρίσκεται στη φημισμένη Πινακοθήκη Ουφίτσι
της Φλωρεντίας.

Από τον 16ο αι. το «μουσείο» ως χώρος και ως έννοια, επεκτείνεται σε όλη την Ευρώπη
και κατά τον 17ο και τον 18ο αι. οι ιδιωτικές συλλογές αποτελούν σημαντική ενασχόληση,
με αποτέλεσμα οι ηγεμόνες και οι πλούσιοι ιδιώτες στα πλαίσια του ανθρωπιστικών
σπουδών, να δημιουργούν τις λεγόμενες «αίθουσες θαυμάτων» (Wunderkammer) ή αλλιώς
τις «αίθουσες αξιοπερίεργων αντικειμένων» (Cabinet of Curiosities), με εκθέματα από τη
φύση και την εθνογραφία και τα «δωμάτια τέχνης» (Kunstkammer).

Το βασικό χαρακτηριστικό των συλλογών αυτών ήταν το ότι συνέλλεγαν αξιοπερίεργα,


εξωτικά και παράξενα αντικείμενα εκθέτοντάς τα όλα μαζί, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη
σύνδεση μεταξύ τους.

Επειδή κατά την Αναγέννηση δίνεται έμφαση στο πείραμα και την παρατήρηση,
δημιουργούνται και επιστημονικές συλλογές. Οι συλλογές φυσικής ιστορίας γίνονται
ιδιαίτερα δημοφιλείς στην Ιταλία και κατά τον 16ο αιώνα αναφέρονται περισσότερες από
250 τέτοιες συλλογές. Οι συλλογές αυτές μπορεί να είναι καλλιτεχνικές, φυσιοδιφικές ή
εθνογραφικές και στο μέλλον όλες αποτέλεσαν τους πυρήνες των μουσείων και πέρασαν
σταδιακά από την ατομική ιδιοκτησία στη δημόσια διαχείριση, ενώ ταυτόχρονα
καθίσταντο όλο και πιο προσιτές στο ευρύ κοινό.
4. Η ιστορία και εξέλιξη των μουσείων στην Ελλάδα. Τα μουσεία στην Ελλάδα σήμερα.

11.(Β) Ποιες ήταν οι πρώτες προσπάθειες του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους


κατά την εποχή του Καποδίστρια για την ίδρυση και οργάνωση μουσείων;

Ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος, Ιωάννης Καποδίστριας, έδειξε προσωπικό


ενδιαφέρον για την προστασία των αρχαιοτήτων και την ανάπτυξη της αρχαιολογικής
έρευνας. Αρχικά διόρισε Έκτακτους Επιτρόπους ως διοικητές της επαρχίας, με στόχο
να ασχοληθούν ενεργά με τη διάσωση και συγκέντρωση των αρχαιοτήτων αλλά και με
τη διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών.

Όλες οι πρώιμες προσπάθειες για τη διάσωση των αρχαιοτήτων της Ελλάδας


κορυφώθηκαν με την ίδρυση του πρώτου Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην
Αίγινα, στην τότε πρωτεύουσα, από τον Καποδίστρια, τον Οκτώβριο του 1829. Το
μουσείο στεγάστηκε στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας, ένα μεγάλο κτίριο με εσωτερική
αυλή με τη μικρή εκκλησία του Σωτήρα. Η διεύθυνση του μουσείου ανατέθηκε στον
Κερκυραίο λόγιο Ανδρέα Μουστοξύδη, ο οποίος στη συνέχεια φρόντισε για τον
εμπλουτισμό του, ώστε η συλλογή να εμπλουτιστεί δυναμικά και να τυπωθεί ο πρώτος
κατάλογος, το 1830, σε μια αναφορά προς την κυβέρνηση. Βέβαια, με τα σημερινά
κριτήρια, το μουσείο της Αίγινας δεν ήταν παρά μια αποθήκη. Η σημασία του
συνίσταται στο γεγονός ότι ήταν το πρώτο μουσείο της χώρας και αποκαλύπτει τον
αγώνα μιας ολόκληρης εποχής για τη διάσωση των αρχαιοτήτων.

Οι ενέργειες του Καποδίστρια συμβάδιζαν με μεγάλη μερίδα των μορφωμένων και


όχι μόνο Ελλήνων της εποχής, οι οποίοι συνέβαλαν με δωρεές ευρημάτων απ’ όλη την
Ελλάδα. Ωστόσο, στις 27 Σεπτεμβρίου 1831, ο Καποδίστριας δολοφονείται και
αναστέλλονται έτσι προσωρινά οι προσπάθειες για νομική προστασία των
αρχαιοτήτων. Ο Μουστοξύδης παραιτήθηκε το Μάρτιο του 1832, ενώ το μεγαλύτερο
μέρος των εκθεμάτων του Μουσείου της Αίγινας μεταφέρθηκε στο Θησείο, όπου και
συστήθηκε το «Κεντρικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον».

Στη συνέχεια την επιμέλεια των αρχαιοτήτων και την ίδρυση μουσείων
αναλαμβάνει η Αρχαιολογική Υπηρεσία, καθώς και η Εν Αθήναις Αρχαιολογική
Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1837, από φιλάρχαιους Αθηναίους, με σκοπό την ανεύρεση,
τη διάσωση και τη διαφύλαξη των αρχαιοτήτων της Ελλάδας, διαφόρων εποχών, τη
μελέτη και τη διάδοσή τους. Ο ρόλος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας ήταν
ιδιαίτερα σημαντικός καθ' όλη τη διάρκεια του αιώνα. Ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του
εμπόρου Κωνσταντίνου Μπέλλιου και είχε ως στόχο να λειτουργεί επικουρικά στο
έργο της κρατικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η εταιρεία έχει πραγματοποιήσει, από
την εποχή της ίδρυσής της, μεγάλο αριθμό αρχαιολογικών ερευνών και μελετών, σε
διάφορα σημεία της Ελλάδας.
Η εποχή του Καποδίστρια λοιπόν, υπήρξε η εποχή κατά την οποία καθιερώθηκε ο
θεσμός του μουσείου στην Ελλάδα, και βασιζόταν στο τρίπτυχο: φύλαξη, εκπαίδευση,
δημόσιο όφελος. Έτσι σιγά σιγά ιδρύθηκαν μουσεία στην πρωτεύουσα και την επαρχία
και κάποια ήταν υποδειγματικά οργανωμένα για τα δεδομένα της εποχής.

(Προαιρετικά γράφετε το παρακάτω)

Κλείνοντας, θεωρώ πρέπον να επισημάνω την προφορά του Αδαμάντιου Κοραή


λίγο πριν τη συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους, όταν στην Ελλάδα
εκφράστηκαν οι πρώτες προτάσεις για τη σύσταση ενός ελληνικού μουσείου, με βάση
το φαντασιακό ιδεολόγημα της ίδρυσης ελληνικού κράτους και της ιστορικής
συνέχειας από τους αρχαίους Έλληνες (ιδέα που ήδη είχε προετοιμαστεί από τα χρόνια
του Νεοελληνικού Διαφωτισμού). Έτσι, το 1807, τίθεται για πρώτη φορά το αίτημα για
τη δημιουργία ενός «ελληνικού μουσείου» από τον Αδαμάντιο Κοραή, το οποίο θα
προστάτευε τις αρχαιότητες αλλά και θα τεκμηρίωνε τη διαχρονική υπόσταση του
έθνους. Ο Κοραής οργισμένος από τη σύληση των χειρογράφων της Πάτμου και
άλλων νησιών του Αιγαίου από τον Άγγλο περιηγητή Edward Clarke, δημοσίευσε τις
προτάσεις του για τη διαφύλαξη των αρχαιοτήτων και των άλλων κειμηλίων,
προσδιόρισε όσα έπρεπε να συγκεντρωθούν στο ελληνικό μουσείο και έδωσε οδηγίες
για την καταγραφή και την τεκμηρίωση των αντικειμένων, όπως επίσης τόνισε και την
αναγκαιότητα σύστασης ελληνικού μουσείου.

12.(Β) Αναφέρετε συνοπτικά: α) τι γνωρίζετε για την ίδρυση του Εθνικού


Αρχαιολογικού μουσείου της Αθήνας; β) ποια ήταν τα πρώτα επαρχιακά
μουσεία που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα;

α) Η ίδρυση εθνικού μουσείου ήταν για πολλές δεκαετίες το αντικείμενο μεγάλων


συζητήσεων και πέρασε από πάρα πολλά στάδια πριν υλοποιηθεί, καθώς η οικοδόμησή
του διήρκησε 23 χρόνια.

Τα πρώτα σχέδια έγιναν από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Leo von Κlenze, ο οποίος
είχε ήδη σχεδιάσει τη Γλυπτοθήκη και την Παλαιά Πινακοθήκη στο Μόναχο και εκείνη
την εποχή ήταν ένας από τους πιο καθιερωμένους αρχιτέκτονες μουσείων στην
Ευρώπη. Όμως, τα σχέδιά του δεν υλοποιήθηκαν για οικονομικούς, όπως φαίνεται,
λόγους, παρά το γενικό αίτημα για απόκτηση εθνικού μουσείου.

Στα 1858 προκηρύχτηκε δημόσιος διαγωνισμός για την ανέγερση του μουσείου, ο
οποίος όμως δεν έφερε αποτέλεσμα. Τότε επενέβη ένας άλλος Γερμανός αρχιτέκτονας,
ο Λάνγκε (Ludwig Lange), καθηγητής στην Ακαδημία του Μονάχου, υποβάλλοντας
με δική του πρωτοβουλία σχέδια για μουσείο, τα οποία εγκρίθηκαν, αλλά εξαιτίας των
πολιτικών προβλημάτων της χώρας, δεν υλοποιήθηκαν τελικά.
Λίγα χρόνια αργότερα, δόθηκε η τελική λύση, ύστερα από τη δωρεά ενός μεγάλου
οικοπέδου στην οδό Πατησίων από την Ελένη Τοσίτσα, οπότε στις 3 Οκτωβρίου του
1866, μπαίνουν τα θεμέλια με αρχιτέκτονα τον Παναγή Κάλκο. Πολύ πριν την
ολοκλήρωσή του, τοποθετήθηκαν αρχαία στην αυλή και στις ημιτελείς αίθουσες. Η
μεταφορά των αρχαίων στο νέο κτίριο ξεκίνησε κυρίως από το 1874, μετά την
ολοκλήρωση της δυτικής πτέρυγας και οι πρώτες αίθουσες άνοιξαν στο κοινό μεταξύ
1881 και 1891. Η ανέγερση όμως του μουσείου πέρασε από διάφορες φάσεις μέχρι που
ολοκληρώθηκε, αφού είχε αποβιώσει ο Κάλκος, από τον Ερνέστο Τσίλλερ (Ernst
Ziller) το 1889, με αρκετές αλλαγές στα σχέδια του Λάνγκε. Στη συνέχεια,
ακολούθησαν οι εργασίες έκθεσης των αρχαιοτήτων και ως το 1894 το μουσείο ήταν
προσιτό στο κοινό. Στις αρχές του 20ου αιώνα, προστέθηκε μία ακόμα πτέρυγα και
διαμορφώθηκε ο κήπος του μουσείου.

Η επίσημη ίδρυση του ΕΑΜ έγινε το 1893 και η λειτουργία του μουσείου
ρυθμιζόταν με βασιλικό διάταγμα, το οποίο προέβλεπε ότι σκοπός του Εθνικού
Αρχαιολογικού Μουσείου είναι «η μελέτη και η διδασκαλία της αρχαιολογικής
επιστήμης η διάδοση της αρχαιολογικής γνώσης και η ανάπτυξη της αγάπης για τις
τέχνες». Με τη δήλωση αυτή απεικονίζεται πλέον η εδραίωση της αντίληψης στα τέλη
του 19ου αιώνα ότι σκοπός των μουσείων δεν είναι μόνο η φύλαξη και η ασφάλεια των
αρχαίων αλλά και η παροχή γνώσεων και γενικότερα η πνευματική καλλιέργεια.

β) Το πρώτο μουσείο της χώρας που χτίστηκε εκτός Αθηνών ήταν το Αρχαιολογικό
Μουσείο της Σπάρτης, το οποίο ανεγέρθη μέσα σε δύο χρόνια, από το 1874 ως το 1876.
Επρόκειτο για ένα μουσείο σε ένα απλό νεοκλασικό κτίριο, σε σχέδια του αρχιτέκτονα
Γ. Κατσαρού και χρησιμοποιείται με τις απαραίτητες προεκτάσεις έως σήμερα.

Ακολούθησε το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας, που χτίστηκε μετά τη λήξη


των γερμανικών ανασκαφών, οι οποίες διάρκεσαν από το 1875 ως το 1881. Παρά τις
αντιρρήσεις για το πού θα χτιστεί το μουσείο (Ολυμπία ή Αθήνα), τελικά χτίστηκε σε
λόφο κοντά στον αρχαιολογικό χώρο, σε σχέδια του F. Adler, καθηγητή στο
Πολυτεχνείο του Βερολίνου και του γνωστού αρχαιολόγου W. Dόrpfeld. Τα έξοδα
κατασκευής του μουσείου καλύφθηκαν από τον Ανδρέα Συγγρό, προς τιμήν του οποίου
ονομάστηκε Σύγγρειον, ενώ τα εγκαίνια έγιναν στις 18 Μαΐου 1887. Το Μουσείο της
Ολυμπίας ήταν από τα πιο συστηματικά οργανωμένα μουσεία της εποχής και διέθετε
μάλιστα και μόνιμο προσωπικό (επιμελητή και βοηθό του).

Στα τέλη του 19ου αιώνα ιδρύθηκαν άλλα 6 αρχαιολογικά μουσεία. Πιο
συγκεκριμένα στο Αμφιάρειο (1884) και στην Ελευσίνα (1890) στην Αττική, στο
Σχηματάρι (1890) στη Βοιωτία, στην Αίγινα (1898), στη Σύρο και στην Επίδαυρο
(1899).
93.(Β) Αναφέρατε επιγραμματικά τις βασικές ομοιότητες και διαφορές στην
εξέλιξη της δημιουργίας των μουσείων στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη
Ευρώπη.

Η βασική διαφορά στην εξέλιξη της δημιουργίας των μουσείων στην Ελλάδα και
στην υπόλοιπη Ευρώπη, έγκειται στον σκοπό δημιουργίας τους. Στην Ευρώπη τα
πρώτα μουσεία (Ashmolean Museum στην Οξφόρδη το 1683, Βρετανικό Μουσείο το
1753 και Λούβρο το 1793), απέκτησαν βεβαίως ένα σημαντικό ρόλο, δηλαδή να
βοηθήσουν στη συνειδητοποίηση της ταυτότητας των Ευρωπαίων και στη διαφύλαξη
της εθνικής πολιτισμικής κληρονομιάς των λαών, προείχε όμως η ικανοποίηση του
συλλεκτικού πάθους, με κύριο στόχο, από τα τέλη του 17ου αιώνα και υπό την
επίδραση του Διαφωτισμού, την προαγωγή της γνώσης και την εκπαίδευση.
Αποτελούσαν, όμως και τρόπο επίδειξης εθνικού γοήτρου, προόδου και κύρους και τα
αντικείμενα εκτίθεντο και διαφυλάσσονταν όχι μόνο στο παρόν αλλά και για τις
επόμενες γενιές.

Αντίθετα στην Ελλάδα, τα πρώτα μουσεία δημιουργήθηκαν για να αφυπνιστεί το


ενδιαφέρον των Ελλήνων για τα επιτεύγματα των αρχαίων προγόνων μας και για την
καταπολέμηση της αρχαιοκαπηλίας, αφού είχε γίνει μια τεράστια προσπάθεια για
συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους, με βάση το φαντασιακό ιδεολόγημα της
ιστορικής συνέχειας από τους αρχαίους Έλληνες (ιδέα που ήδη είχε προετοιμαστεί από
τα χρόνια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού).

Επίσης, τα ελληνικά μουσεία ιδρύθηκαν εξαρχής ως δημόσια ιδρύματα που


απευθύνονταν σε όλο το κοινό και ο βασικός προορισμός τους ήταν η διδασκαλία και
η διάδοση των αρχαιολογικών γνώσεων. Από την άλλη τα ευρωπαϊκά ξεκίνησαν ως
εκθέσεις ιδιωτικών συλλογών και σταδιακά πέρασαν στη δημόσια διαχείριση,
ιδιαίτερα από το 1750 και μετά, όπου η εποχή του Διαφωτισμού φτάνει στο απόγειό
της.

Επιπλέον, μια άλλη διαφορά είναι η χρονολογία δημιουργίας τους, καθώς τα


ευρωπαϊκά μουσεία προηγούνται περίπου 200 χρόνια των ελληνικών.

Σημαντική είναι και η διαφορά στις συλλογές, όπου στα ελληνικά μουσεία
βρίσκονται κυρίως εγχώρια αρχαία και βυζαντινά αντικείμενα, ενώ τα ευρωπαϊκά
διαθέτουν αντικείμενα και υλικό που έχει έρθει από άλλες χώρες ή μακρινούς τόπους.

Σε σχέση με τις ομοιότητες, πρέπει να αναφέρουμε ότι κατά τον 20ο αι.,
δημιουργούνται πολυάριθμα μουσεία, σε Ελλάδα και Ευρώπη, ενώ διαμορφώνονται
και νέες κατηγορίες μουσείων, όπως τα λαογραφικά, επιστημών, τεχνολογίας κλπ.
Επίσης, τα μουσεία άρχισαν να λειτουργούν με βάση μια κοινή γλώσσα, που
δημιούργησαν διάφοροι διεθνείς οργανισμοί και συνεργασίες που τα έθεσαν υπό τη
σκέπη τους, με αποτέλεσμα να συμβάλουν στη διάδοση των γνώσεων που είναι
απαραίτητες για τη διατήρηση των συλλογών, τη διαφύλαξή τους, την έκθεσή τους και
γενικά όλες τις λειτουργίες των μουσείων.

You might also like