Professional Documents
Culture Documents
«Στοιχεία Μουσειολογίας»
1. Ορισμός του μουσείου (και ιστορικό του ορισμού), και της μουσειολογίας, η
σημασία των μουσειακών σπουδών για τους εργαζόμενους των μουσείων.
104.(Β) Ποια είναι η έννοια του όρου ‘μουσείο’, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του
Καταστατικού του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM);
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ICOM, στον ορισμό αυτόν ανταποκρίνονται, εκτός των
μουσείων:
Σύμφωνα με το ICOMOS (που έχει υιοθετήσει τον ορισμό της UNESCO) για την
Προστασία και την διαχείριση της Υποβρύχιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, η έννοια της
«υποβρύχιας ή ενάλιας πολιτιστικής κληρονομιάς» περιλαμβάνει κάθε ίχνος ανθρώπινης
ύπαρξης που έχει πολιτιστικό, αρχαιολογικό ή ιστορικό χαρακτήρα και βρίσκεται (ή έχει
ανασυρθεί) εν μέρει ή εξολοκλήρου σε υποβρύχιο περιβάλλον, για τουλάχιστον 100
χρόνια, όπως:
100.(Β) Ποια είναι η έννοια του όρου ‘πολιτιστική κληρονομιά’, σύμφωνα με την
UNESCO;
Σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης της UNESCO για την προστασία της
πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς (Παρίσι, 1972), ως πολιτιστική κληρονομιά
ορίζονται:
178.(B) Ποια είναι η έννοια του όρου ‘συλλογή’ και ποια τα κίνητρα δημιουργίας
της;
Οικονομικά (οικονομική επένδυση από την εγγενή αξία των αντικειμένων, πολυτελή
αντικείμενα).
Συναισθηματικά (εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου για συλλογές-ενθύμια, που
σημαίνουν κάτι ξεχωριστό για το συλλέκτη, μπορούν επίσης να προσδώσουν ένα
αίσθημα αθανασίας, καθώς η συλλογή θα λειτουργεί ως ενθύμηση του συλλέκτη στις
μελλοντικές γενιές).
Κοινωνικά (κοινωνική διαφοροποίηση μέσω του είδους των συλλογών, ενίσχυση του
κοινωνικού status).
Εθνικά (Διάσωση αντικειμένων από αρχαιοκαπηλία, από καταστροφή λόγω ένοπλης
σύρραξης ή από ακραία καιρικά φαινόμενα).
Επιστημονικά (ενδιαφέρον για συγκεκριμένη κατηγορία αντικειμένων για
επιστημονική μελέτη π.χ. συλλογή βοτανικών δειγμάτων).
Πνευματικά (πνευματικό ενδιαφέρον για την τέχνη, τον πολιτισμό, γενικά για τις
επιστήμες).
Πολιτιστικά (για αντικείμενα που έχουν πολιτιστική αξία, ιστορική ή αρχαιολογική, ή
που θα αποκτήσουν με το πέρασμα του χρόνου).
Αισθητικά (η επιλογή γίνεται με βάση τα υποκειμενικά αισθητικά κριτήρια του
συλλέκτη).
Συμβολικά (αντικείμενα που αποκτούν ειδική αξία λόγω του προσώπου ή γεγονότος
με το οποίο σχετίζονται, χωρίς να φέρουν τα ίδια κάποια ιδιαίτερη εγγενή αξία).
Ψυχοπαθολογικά (έχει παρατηρηθεί ότι αρκετοί ασθενείς με διαταραγμένο εσωτερικό
κόσμο, συλλέγουν μανιωδώς αντικείμενα).
Επίσης, ένα κίνητρο, είναι το δυνατό ανθρώπινο ένστικτο του συλλέγειν, και η
επιθυμία να δείχνει κανείς αυτά τα αντικείμενα σε άλλους ανθρώπους.
Ως μέσα συναισθηματικής εμπειρίας (σουβενίρ από μέρη, που επισκέφτηκε ο
συλλέκτης, πάθος για συλλογή αντικειμένων 9πίνακες, κοχύλια, γραμματόσημα, κλπ).
3. H ιστορία και εξέλιξη συλλογών και μουσείων κυρίως στον ευρωπαϊκό χώρο: αρχαία
Ελλάδα, αρχαία Ρώμη, Μεσαίωνας, Αναγέννηση, Διαφωτισμός, Βιομηχανική
Επανάσταση, 20ος αιώνας.
Κατά τη κλασσική περίοδο (5ος αι.), εικάζεται, όπως αναφέρει και ο Παυσανίας (το 170
μ.Χ. περίπου), ότι μία αίθουσα των Προπυλαίων της Ακρόπολης των Αθηνών
χρησιμοποιήθηκε για την έκθεση πινάκων ζωγραφικής, συμβατική στη βιβλιογραφία ως
«Πινακοθήκη». Τα έργα ήταν ανώνυμων δημιουργών εκτός από το «Ο Αχιλλεύς στη
Σκύρο» του ζωγράφου Πολύγνωτου, για το οποίο υπήρχε και αντίτιμο για την επίσκεψη
στο χώρο. Τον όρο «Πινακοθήκη» χρησιμοποιεί και ο Στράβων για τον ναό του Ηραίου
της Σάμου, όπου είχαν τοποθετηθεί επί των ημερών του (το 10 μ.Χ), «πλήθος πινάκων»
προσθέτοντας ότι υπήρχαν εκεί κι άλλες «πινακοθήκες» και μικροί ναοί γεμάτοι με έργα
τέχνης.
Κατά την ελληνιστική περίοδο (3ο-2ο αι. π.Χ.), απαντώνται οι πρώτες ιδιωτικές
συλλογές με στόχο την κοινωνική καταξίωση των κατόχων τους. Ο πρώτος συλλέκτης
θεωρείται ο Άτταλος Α΄ ο Σωτήρ (269 π.Χ. – 197 π.Χ.), ηγεμόνας του ελληνιστικού
βασιλείου της Περγάμου, ο οποίος εμπλούτισε την Πέργαμο με αριστουργήματα της
κλασσικής ελληνικής τέχνης και σημαντικά σύγχρονά του ελληνιστικά έργα, που
δημιουργήθηκαν με την υποστήριξή του. Το έργο του συνέχισε η δυναστεία των
Ατταλιδών (οι γιοι του Ευμένης Β΄ και Άτταλος Β΄) δημιουργώντας στενό δεσμό με το
ελληνικό παρελθόν και εξασφαλίζοντας τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού στα
απομακρυσμένα βασίλειά τους. Όμως, το πρώτο οργανωμένο μουσείο που αναφέρεται
στην ιστορία, είναι αυτό της Αλεξάνδρειας, το οποίο ίδρυσε ο Πτολεμαίος Α΄ ο Λάγος ή
Σωτήρ, περί τον 3ο αι. π.Χ., και δίδαξαν εκεί μεταξύ άλλων, ο Ευκλείδης και ο Αρχιμήδης.
Αποκλειστικός σκοπός του ήταν η εκπαίδευση, η έρευνα και η διάδοση της γνώσης. Ήταν
μια δημόσια συλλογή και περιλάμβανε όλο τον επιστημονικό και πολιτιστικό πλούτο και
μεταξύ άλλων βιβλιοθήκη, αστεροσκοπείο, αμφιθέατρο και βοτανικό κήπο.
76.(Α) Τι τύπου κτίρια είναι οι λεγόμενοι ‘θησαυροί’ της αρχαϊκής και
κλασικής περιόδου και σε ποιες αρχαιολογικές θέσεις βρίσκονται; Αναφέρατε
χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων κτιρίων.
Οι «θησαυροί» ήταν μικρά τετράγωνα, μονόχωρα κτήρια, είχαν μορφή ναού (δωρικού
ή ιωνικού ρυθμού), κοντά στα ιερά και χτίστηκαν κατά τη αρχαϊκή (6ο αιώνα π.Χ.) και την
κλασική περίοδο (5ο αι.). Είναι αναθηματικά οικοδομήματα όπου μια πόλη αφιερώνει στο
ιερό στους θεούς. Μέσα στους «θησαυρούς» φυλάσσονταν οι αφιερώσεις, οι προσφορές,
τα αναθήματα αλλά και αρχεία. Συνήθως αυτά προέρχονταν από λάφυρα πολέμων, δηλαδή
η νικήτρια πόλη αφιέρωνε τον πολεμικό εξοπλισμό, που είχε αποσπαστεί από τους
αντιπάλους, στους θεούς που τη βοηθούσαν με χρησμό ή με τη συμβολή τους στη μάχη.
Κατασκεύαζε το οίκημα και έδινε το όνομά της σε αυτό. Αναλυτικότερα, αποτελούνταν
από τον σηκό (το κυρίως μέρος του ναού, όπου ήταν τοποθετημένο το άγαλμα του θεού)
και τον πρόδρομο («πρόνεως» ή «προνήιον», μικρός χώρος που τον συναντάμε στο
μπροστινό μέρος του ναού) και είχαν δύο κίονες ή κόρες στην πρόσοψη για να στηρίζουν
το επιστύλιο.
Οι θησαυροί των Κνιδίων και Σιφνίων, οι οποίοι φέρουν πολλαπλή διακόσμηση, είναι
ιωνικού ρυθμού και αντί για κίονες έχουν Καρυάτιδες.
Ο θησαυρός των Μασσαλιωτών που συνδυάζει ιωνικά και δωρικά στοιχεία.
Ο θησαυρός των Αθηναίων.
Ο θησαυρός των Γελώων.
Ο θησαυρός της Συκυώνας.
Από: http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/im_arx/ionikos%20rythmos.jpg
9.(Β) Τι γνωρίζετε για τις συλλογές στην αρχαία Ρώμη;
Η περίοδος αυτή, αποτελεί και την περίοδο που αναπτύχθηκαν νέες ιδέες και θέματα
συλλεκτικής δραστηριότητας, καθώς την εποχή αυτή τελείται η μετάβαση από τις
συλλογές ως αφιερώματα στα ιερά και τους ναούς στις συλλογές ως πνευματικό και
κοινωνικό φαινόμενο που δίνει κύρος στον κάτοχο της συλλογής. Η Ρώμη κατακλύστηκε
από έργα τέχνης που έφτασαν στην πόλη κυρίως ως πολεμική λεία και λάφυρα, έπειτα από
την κατάκτηση της Σικελίας και την εγκατάσταση των Ρωμαίων στην Ελλάδα και
μετατράπηκε σε μουσείο Ελληνικής τέχνης. Συνήθως, τα λάφυρα, μετά από θριαμβευτική
είσοδο στην πόλη (θρίαμβος), εκτίθεντο σε forum (αγορά), δημόσιους κήπους, λουτρά και
ναούς, με στόχο να προκαλέσουν τον θαυμασμό αλλά και για να εξασφαλισθεί η
υποστήριξη του κοινού για τις επόμενες εκστρατείες.
Επίσης, εγκαινιάζονται νέες πρακτικές όπως η αγορά τέχνης αλλά και επιστήμες, όπως
η ιστορία της τέχνης. Άλλη μια καινοτομία αυτής της εποχής είναι η δραστηριοποίηση
διάφορων προσωπικοτήτων για τη δημιουργία συλλογών, όπως ο Κικέρων, ο Ουέρρης και
ο Αύγουστος, οι οποίοι αναπτύσσουν διαφορετικές τάσεις και συμπεριφορές, ενώ
βλέπουμε για πρώτη φορά να διαφαίνονται τα κίνητρα ενός συλλέκτη: συναισθηματικά,
ψυχολογικά και προσωπικά κίνητρα αλλά και ανάλογα με τις ιδεολογικές και κοινωνικές
επιταγές της εποχής. Πάντως, ο πρώτος που παρότρυνε τους κατόχους ιδιωτικών συλλογών
να επιτρέψουν την είσοδο στο κοινό, θεμελιώνοντας ταυτόχρονα την αρχή ότι οι συλλογές
αποτελούν πολιτιστική κληρονομιά που το κοινό έχει δικαίωμα να απολαμβάνει, ήταν ο
Μάρκος Αγρίππας (63 – 12 π.Χ.), Ρωμαίος πολιτικός, στρατηγός και αρχιτέκτονας.
10.(Β) Τι γνωρίζετε για τις συλλογές στα χρόνια της Αναγέννησης (15ος, 16ος,
17ος αι.);
Τους σκοτεινούς χρόνους του Μεσαίωνα ακολουθεί η Αναγέννηση (μέσα του 15ου
μέχρι και 16ος αι.), κατά τη διάρκεια της οποίας αφενός συγκεντρώνονται ακόμα
αντικείμενα ως θησαυροί και αφιερώνονται στο Θεό, από την άλλη όμως ανθίζει το
ουμανιστικό πνεύμα, αναβιώνουν τα γράμματα και οι τέχνες υπό την επίδραση του αρχαίου
ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού και αναζητούνται ορθολογικές απαντήσεις και όχι
θρησκευτικές. Το ίδιο συμβαίνει και στις συλλογές, καθώς παύει πλέον η απομόνωσή τους
και ξεκινά μια νέα περίοδος, κατά την οποία συμβαίνει μια μεγάλη αλλαγή: η γνώση
παίρνει πρωτεύουσα σημασία και πλέον προέρχεται από την άμεση παρατήρηση και την
προσωπική εμπειρία. Συλλογές τώρα, συγκροτούν οι πάπες στο Βατικανό, οι βασιλείς και
οι οικογένειες ευγενών και πλουσίων αστών.
Υπήρχαν όμως και ιδιωτικές συλλογές, ιδιαίτερα γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα, στις
πόλεις και τις αυλές των βασιλιάδων της Αναγεννησιακής Ιταλίας και αποτελούσαν την
κύρια ενασχόλησή τους. Έτσι, δημιουργούνται δύο νέοι όροι για να περιγράψουν την
έννοια του μουσείου: galleria (μακρόστενη αίθουσα φωτισμένη από το πλάι, που με τον
καιρό σήμαινε την αίθουσα ή τον χώρο για την έκθεση πινάκων ζωγραφικής και γλυπτών)
και gabinetto (τετράγωνο δωμάτιο με ντουλάπια γεμάτο με ταριχευμένα ζώα, βοτανικά
δείγματα, έργα μικροτεχνίας και αξιοπερίεργα αντικείμενα). Τα δύο βασικά
χαρακτηριστικά τους είναι ότι ήταν ιδιωτικά μουσεία και ότι δεν ήταν προσιτά στο κοινό.
Τον 15ο αι., συναντούμε το πρώτο κτίριο στο εσωτερικό του οποίου αναγράφεται η
λέξη «μουσείο»: στην έπαυλη που κατασκεύασε, στο Κομό της Ιταλίας, ο Paolo Giovio,
το 1543 για να στεγάσει τις συλλογές του, μία αίθουσα την αφιέρωσε στις Μούσες και τον
Απόλλωνα και την ονόμασε museo. Ακόμα, όμως ο όρος μουσείο χρησιμοποιούνταν για
να δηλώσει τη ίδια τη συλλογή και όχι το κτίριο που τη φιλοξενούσε.
Την εποχή αυτή ανακαλύπτεται και η Αμερική, γνωστή και ως «Νέος Κόσμος», οπότε
η συνήθεια του συλλέγειν αρχίζει να μεταδίδεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη όπου
σχηματίζονται συλλογές κυρίως από τους ηγεμόνες, καθώς οι Ευρωπαίοι έβλεπαν την
ανακάλυψη μιας νέας Ηπείρου και των ανθρώπων της σαν θαύμα και τους αντιμετώπιζαν
με περιέργεια. Το πώς έβλεπαν τον υλικό πολιτισμό αντικατοπτριζόταν και στις συλλογές
τους, με στόχο, εκτός από την ευχαρίστηση, την εξήγηση του κόσμου, αφού τα αντικείμενα
είχαν πλέον συμβολική σημασία και τους έφερναν πιο κοντά στην κατανόηση της
πραγματικότητας. Οι ιδρυτές των συλλογών αυτών είχαν την αίσθηση ότι αποκτούν τον
έλεγχο της γνώσης της εποχής αλλά ενίσχυαν και το κύρος τους μέσα στο κοινωνικό
σύνολο: ένας τρόπος κυριαρχίας στους ανθρώπους, στα πράγματα και τη γνώση.
Επιπλέον, κατά τους 15ο αι. και 16ο αι., η Φλωρεντία αποτελούσε το πολιτιστικό
κέντρο της εποχής. Εκεί χρησιμοποιείται η λέξη «μουσείο» για την περιγραφή μιας από τις
διασημότερες συλλογές της περιόδου αυτής, εκείνη της οικογένειας των Μεδίκων της
Φλωρεντίας. Περιλαμβάνει χειρόγραφα, πολύτιμους λίθους, μετάλλια, χαλιά, βυζαντινές
εικόνες, φλαμανδικά και άλλα ζωγραφικά και γλυπτά έργα τέχνης της εποχής. Σημαντικό
μέρος της συλλογής των Μεδίκων, σήμερα βρίσκεται στη φημισμένη Πινακοθήκη Ουφίτσι
της Φλωρεντίας.
Από τον 16ο αι. το «μουσείο» ως χώρος και ως έννοια, επεκτείνεται σε όλη την Ευρώπη
και κατά τον 17ο και τον 18ο αι. οι ιδιωτικές συλλογές αποτελούν σημαντική ενασχόληση,
με αποτέλεσμα οι ηγεμόνες και οι πλούσιοι ιδιώτες στα πλαίσια του ανθρωπιστικών
σπουδών, να δημιουργούν τις λεγόμενες «αίθουσες θαυμάτων» (Wunderkammer) ή αλλιώς
τις «αίθουσες αξιοπερίεργων αντικειμένων» (Cabinet of Curiosities), με εκθέματα από τη
φύση και την εθνογραφία και τα «δωμάτια τέχνης» (Kunstkammer).
Επειδή κατά την Αναγέννηση δίνεται έμφαση στο πείραμα και την παρατήρηση,
δημιουργούνται και επιστημονικές συλλογές. Οι συλλογές φυσικής ιστορίας γίνονται
ιδιαίτερα δημοφιλείς στην Ιταλία και κατά τον 16ο αιώνα αναφέρονται περισσότερες από
250 τέτοιες συλλογές. Οι συλλογές αυτές μπορεί να είναι καλλιτεχνικές, φυσιοδιφικές ή
εθνογραφικές και στο μέλλον όλες αποτέλεσαν τους πυρήνες των μουσείων και πέρασαν
σταδιακά από την ατομική ιδιοκτησία στη δημόσια διαχείριση, ενώ ταυτόχρονα
καθίσταντο όλο και πιο προσιτές στο ευρύ κοινό.
4. Η ιστορία και εξέλιξη των μουσείων στην Ελλάδα. Τα μουσεία στην Ελλάδα σήμερα.
Στη συνέχεια την επιμέλεια των αρχαιοτήτων και την ίδρυση μουσείων
αναλαμβάνει η Αρχαιολογική Υπηρεσία, καθώς και η Εν Αθήναις Αρχαιολογική
Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1837, από φιλάρχαιους Αθηναίους, με σκοπό την ανεύρεση,
τη διάσωση και τη διαφύλαξη των αρχαιοτήτων της Ελλάδας, διαφόρων εποχών, τη
μελέτη και τη διάδοσή τους. Ο ρόλος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας ήταν
ιδιαίτερα σημαντικός καθ' όλη τη διάρκεια του αιώνα. Ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του
εμπόρου Κωνσταντίνου Μπέλλιου και είχε ως στόχο να λειτουργεί επικουρικά στο
έργο της κρατικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η εταιρεία έχει πραγματοποιήσει, από
την εποχή της ίδρυσής της, μεγάλο αριθμό αρχαιολογικών ερευνών και μελετών, σε
διάφορα σημεία της Ελλάδας.
Η εποχή του Καποδίστρια λοιπόν, υπήρξε η εποχή κατά την οποία καθιερώθηκε ο
θεσμός του μουσείου στην Ελλάδα, και βασιζόταν στο τρίπτυχο: φύλαξη, εκπαίδευση,
δημόσιο όφελος. Έτσι σιγά σιγά ιδρύθηκαν μουσεία στην πρωτεύουσα και την επαρχία
και κάποια ήταν υποδειγματικά οργανωμένα για τα δεδομένα της εποχής.
Τα πρώτα σχέδια έγιναν από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Leo von Κlenze, ο οποίος
είχε ήδη σχεδιάσει τη Γλυπτοθήκη και την Παλαιά Πινακοθήκη στο Μόναχο και εκείνη
την εποχή ήταν ένας από τους πιο καθιερωμένους αρχιτέκτονες μουσείων στην
Ευρώπη. Όμως, τα σχέδιά του δεν υλοποιήθηκαν για οικονομικούς, όπως φαίνεται,
λόγους, παρά το γενικό αίτημα για απόκτηση εθνικού μουσείου.
Στα 1858 προκηρύχτηκε δημόσιος διαγωνισμός για την ανέγερση του μουσείου, ο
οποίος όμως δεν έφερε αποτέλεσμα. Τότε επενέβη ένας άλλος Γερμανός αρχιτέκτονας,
ο Λάνγκε (Ludwig Lange), καθηγητής στην Ακαδημία του Μονάχου, υποβάλλοντας
με δική του πρωτοβουλία σχέδια για μουσείο, τα οποία εγκρίθηκαν, αλλά εξαιτίας των
πολιτικών προβλημάτων της χώρας, δεν υλοποιήθηκαν τελικά.
Λίγα χρόνια αργότερα, δόθηκε η τελική λύση, ύστερα από τη δωρεά ενός μεγάλου
οικοπέδου στην οδό Πατησίων από την Ελένη Τοσίτσα, οπότε στις 3 Οκτωβρίου του
1866, μπαίνουν τα θεμέλια με αρχιτέκτονα τον Παναγή Κάλκο. Πολύ πριν την
ολοκλήρωσή του, τοποθετήθηκαν αρχαία στην αυλή και στις ημιτελείς αίθουσες. Η
μεταφορά των αρχαίων στο νέο κτίριο ξεκίνησε κυρίως από το 1874, μετά την
ολοκλήρωση της δυτικής πτέρυγας και οι πρώτες αίθουσες άνοιξαν στο κοινό μεταξύ
1881 και 1891. Η ανέγερση όμως του μουσείου πέρασε από διάφορες φάσεις μέχρι που
ολοκληρώθηκε, αφού είχε αποβιώσει ο Κάλκος, από τον Ερνέστο Τσίλλερ (Ernst
Ziller) το 1889, με αρκετές αλλαγές στα σχέδια του Λάνγκε. Στη συνέχεια,
ακολούθησαν οι εργασίες έκθεσης των αρχαιοτήτων και ως το 1894 το μουσείο ήταν
προσιτό στο κοινό. Στις αρχές του 20ου αιώνα, προστέθηκε μία ακόμα πτέρυγα και
διαμορφώθηκε ο κήπος του μουσείου.
Η επίσημη ίδρυση του ΕΑΜ έγινε το 1893 και η λειτουργία του μουσείου
ρυθμιζόταν με βασιλικό διάταγμα, το οποίο προέβλεπε ότι σκοπός του Εθνικού
Αρχαιολογικού Μουσείου είναι «η μελέτη και η διδασκαλία της αρχαιολογικής
επιστήμης η διάδοση της αρχαιολογικής γνώσης και η ανάπτυξη της αγάπης για τις
τέχνες». Με τη δήλωση αυτή απεικονίζεται πλέον η εδραίωση της αντίληψης στα τέλη
του 19ου αιώνα ότι σκοπός των μουσείων δεν είναι μόνο η φύλαξη και η ασφάλεια των
αρχαίων αλλά και η παροχή γνώσεων και γενικότερα η πνευματική καλλιέργεια.
β) Το πρώτο μουσείο της χώρας που χτίστηκε εκτός Αθηνών ήταν το Αρχαιολογικό
Μουσείο της Σπάρτης, το οποίο ανεγέρθη μέσα σε δύο χρόνια, από το 1874 ως το 1876.
Επρόκειτο για ένα μουσείο σε ένα απλό νεοκλασικό κτίριο, σε σχέδια του αρχιτέκτονα
Γ. Κατσαρού και χρησιμοποιείται με τις απαραίτητες προεκτάσεις έως σήμερα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ιδρύθηκαν άλλα 6 αρχαιολογικά μουσεία. Πιο
συγκεκριμένα στο Αμφιάρειο (1884) και στην Ελευσίνα (1890) στην Αττική, στο
Σχηματάρι (1890) στη Βοιωτία, στην Αίγινα (1898), στη Σύρο και στην Επίδαυρο
(1899).
93.(Β) Αναφέρατε επιγραμματικά τις βασικές ομοιότητες και διαφορές στην
εξέλιξη της δημιουργίας των μουσείων στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη
Ευρώπη.
Η βασική διαφορά στην εξέλιξη της δημιουργίας των μουσείων στην Ελλάδα και
στην υπόλοιπη Ευρώπη, έγκειται στον σκοπό δημιουργίας τους. Στην Ευρώπη τα
πρώτα μουσεία (Ashmolean Museum στην Οξφόρδη το 1683, Βρετανικό Μουσείο το
1753 και Λούβρο το 1793), απέκτησαν βεβαίως ένα σημαντικό ρόλο, δηλαδή να
βοηθήσουν στη συνειδητοποίηση της ταυτότητας των Ευρωπαίων και στη διαφύλαξη
της εθνικής πολιτισμικής κληρονομιάς των λαών, προείχε όμως η ικανοποίηση του
συλλεκτικού πάθους, με κύριο στόχο, από τα τέλη του 17ου αιώνα και υπό την
επίδραση του Διαφωτισμού, την προαγωγή της γνώσης και την εκπαίδευση.
Αποτελούσαν, όμως και τρόπο επίδειξης εθνικού γοήτρου, προόδου και κύρους και τα
αντικείμενα εκτίθεντο και διαφυλάσσονταν όχι μόνο στο παρόν αλλά και για τις
επόμενες γενιές.
Σημαντική είναι και η διαφορά στις συλλογές, όπου στα ελληνικά μουσεία
βρίσκονται κυρίως εγχώρια αρχαία και βυζαντινά αντικείμενα, ενώ τα ευρωπαϊκά
διαθέτουν αντικείμενα και υλικό που έχει έρθει από άλλες χώρες ή μακρινούς τόπους.
Σε σχέση με τις ομοιότητες, πρέπει να αναφέρουμε ότι κατά τον 20ο αι.,
δημιουργούνται πολυάριθμα μουσεία, σε Ελλάδα και Ευρώπη, ενώ διαμορφώνονται
και νέες κατηγορίες μουσείων, όπως τα λαογραφικά, επιστημών, τεχνολογίας κλπ.
Επίσης, τα μουσεία άρχισαν να λειτουργούν με βάση μια κοινή γλώσσα, που
δημιούργησαν διάφοροι διεθνείς οργανισμοί και συνεργασίες που τα έθεσαν υπό τη
σκέπη τους, με αποτέλεσμα να συμβάλουν στη διάδοση των γνώσεων που είναι
απαραίτητες για τη διατήρηση των συλλογών, τη διαφύλαξή τους, την έκθεσή τους και
γενικά όλες τις λειτουργίες των μουσείων.