You are on page 1of 3

197/1999 ΑΠ

  
 
Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ/1999
Εικονική δικαιοπραξία. Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που
συναλλάχθηκε εν αγνοία της. Ως εν αγνοία της εικονικότητας συναλλαγείς
θεωρείται το πρόσωπο εκείνο το οποίο κατά τον χρόνο κτήσεως δικαιώματος
με ειδική διαδοχή από την φερομένη ως εικονική πράξη δεν τελούσε εν
γνώσει της εικονικότητας. Συνεπώς η ακυρότητα εκ της εικονικότητας
αντιτάσσεται μόνο έναντι του τρίτου που συναλλάχθηκε εν γνώσει αυτής
και όχι και κατά του τρίτου ο οποίος την αγνοούσε μεν, αλλά η άγνοιά
του ως προς τον εικονικό χαρακτήρα της δικαιοπραξίας οφείλεται έστω και
σε βαρειά αμέλειά του. Αναίρεση αποφάσεως εφετείου η οποία ακύρωσε λόγω
εικονικότητας συμβόλαιο περί μεταβιβάσεως της κυριότητας αγροτεμαχίου,
διότι εδέχθη ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο των αγοραστών βαρειά αμέλεια εν
σχέσει προς τη από πλευράς τους άγνοια του εικονικού χαρακτήρα του
τίτλου του δικαιοπαρόχου τους.

  
Αριθμός 197/1999
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Διονύσιο Κατσιρέα - Αντιπρόεδρο, Ανδρέα


Κατσίφα, Κωνσταντίνο Κωστήρη, Πέτρο Κακκαλή και Γεώργιο Κάπο, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Δεκεμβρίου 1998, με


την παρουσία και της γραμματέως Αλεξάνδρας Χαραλάμπους, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) ............................................... και 2) ................


συζύγου ....................., το γένος ..............., κατοίκων Μοιρών Ηρακλείου, οι οποίοι
εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Ξυλούρη.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) .................. χήρας ......................., και 2) ............


συζύγου ......................., το γένος .................., κατοίκων Μοιρών Ηρακλείου, οι
οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Τσουτσουβά,
βάσει δηλώσεως κατ` άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-4-1989 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που
κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:
182/1990 του ιδίου Δικαστηρίου, 315/1992 του Εφετείου Κρήτης και μετά από
άσκηση αναίρεσης η 55/1995 του Αρείου Πάγου, η οποία ανήρεσε την εφετειακή
απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο,
συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την απόφαση.
Εν συνεχεία εκδόθηκε η 710/1996 απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της
τελευταίας εφετειακής αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 7-4-1997
αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος
Κάπος ανέγνωσε την από 24-11-1998 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την
παραδοχή της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων
ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική
δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 139 ΑΚ η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που
συναλλάχθηκε αγοώντας την. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως με άγνοια
της εικονικότητας συναλλαχθείς νοείται το πρόσωπο, που κατά το χρόνο κτήσεως
δικαιώματος με ειδική διαδοχή από την εικονική πράξη δεν τελούσε εν γνώσει της
εικονικότητας (ΑΠ 60/1977, 262/1967). Εκ τούτου ακολουθεί ότι η διατύπωση, που
χρησιμοποιηεί η παραπάνω διάταξη, νοηματική ταυτίζεται απολύτως με τη διατύπωση
"η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε μη γνωρίζοντας αυτή" και
συνακολούθως η κατά το άρθρο 138 εδ. α` Α.Κ. ακυρότητα λόγω της εικονικότητας
αντιτάσσεται έναντι του τρίτου μόνο αν συναλλάχθηκε εν γνώσει αυτής. Λόγω δε του
εξαιρετικού, και προσδιοριστικού της εκτάσεως της ακυρότητας, χαρακτήρα της
παραπάνω διατάξεως η γραμματική της διατύπωση αποκλείει την συναγωγή
διαφορετικής έννοιας αυτής, ότι δηλαδή η εικονικότητα δεν βλάπτει τον ανυπαίτια ή
από ελαφρά αμέλεια αγοούντα αυτή συναλλαχθέντα και συνεπώς βλάπτει εκείνον
που την γνωρίζει ή από βαρειά αμέλεια την αγνοεί. Είναι δε ιδιαίτερης σημασίας η
παραπάνω γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 139 ΑΚ, διότι στον
Κώδικα αυτό, με βάση τις νομοπολιτικές επιλογές του νομοθέτου, γίνεται συνεπής
διάκριση των εννοιών "άγνοια", "υπαίτια άγνοια", "γνώση", "γνώση και βαρειά
αμέλεια". Πράγματι ο Αστικός Κώδικας διαστέλλει με συνέπεια τις περιπτώσεις που
αρκείται γενικώς σε "άγνοια" (άρθρα 224, 230, 710 κ.λ.π.) από περιπτώσεις όπου
προβλέπει "ανυπαίτια άγνοια" (άρθρα 132, 171 παρ.2, 363 κ.λ.π.) και προσδιορίζει
ειδικά τις περιπτώσεις όπου ταυτίζει το δόλο με την εκ βαρείας αμελείας άγνοια (537,
1037 ΑΚ) και επίσης το δόλο με την υπαίτια άγνοια γενικώς (145 παρ.2, 147, 153,
231 παρ.3 κ.λ.π.) καθώς και τις περιπτώσεις όπου αξιώνει μόνο δόλο (518, 538 ΑΚ).
Αλλά και από το σκοπό της διατάξεως του άρθρου 139 ΑΚ δικαιολογείται η λύση αυτή
ότι δηλαδή δεν βλάπτεται από την εικονικότητα και ο από οποιουδήποτε βαθμού
αμέλεια αγνοών αυτή, διότι η εικονικότητα πρέπει να λαμβάνεται ως κάτι το
εξαιρετικό στις συναλλαγές και δεν μπορεί να υποχρεώνεται ο τρίτος σε έρευνα
μήπως οι τίτλοι του μέλλοντος να συναλλαχθεί με αυτόν είναι εικονικοί. Τέλος και η
ιστορία της εισαγωγής της διατάξεως αυτής στον Αστικό Κώδικα στηρίζει την
παραπάνω αποδεκτή έννοια, διότι, ενώ αρχικά κατά την πρόταση του Εισηγητού των
Γενικών Αρχών του Αστικού Κώδικα και κατά το σχέδιο της Συντακτικής Επιτροπής
ορίσθηκε ότι "η εικονική δικαιοπραξία δεν παραβλάπτει τα δικαιώματα τρίτων καλής
πίστεως" (Σχέδιο Αστικού Κώδικα, 1931 σελ. 86, 171, 279), λύση δηλονότι
εξομοιώνουσα τη γνώση της εικονικότητας με την υπαίτια άγνοια περί αυτήν, η
διάταξη του άρθρου 139 Α.Κ. τελικώς διατυπώθηκε αντιθέτως, δηλονότι με αναφορά
όχι στην ανυπαίτια άγνοια αλλά γενικώς στην άγνοια της εικονικότητας. Από την
προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε ανέλεγκτα ότι: Με
το ......../1984 συμβόλαιο της συμβ/φου Μοιρών Ηρακλείου ......................, που έχει
μεταγραφεί νόμιμα, μεταβιβάσθηκε ένας αγρός 2.426 τ.μ. από τους ............
..............., ...................... και ......................... κατά το φαινόμενο μεν προς
τον ............................, στην πραγματικότητα όμως προς τον δικαιοπάροχο των ήδη
αναιρεσιβλήτων ........................... κατά την αληθινή βούληση των συμβληθέντων.
Το παραπάνω ακίνητο ο ................ μεταβίβασε στους ήδη αναιρεσείοντες με
το ..../2-2-1988 συμβόλαιο της συμ/φου .............................. Οι τελευταίοι αυτοί
αγοραστές μπορούσαν ευχερώς και έγκαιρα να διαγνώσουν, αν είχαν επιδείξει την
επιμέλεια του κοινού ανθρώπου, ότι η συναφθείσα με το ........./1984 συμβόλαιο
δικαιοπραξία ήταν εικονική ως προς το πρόσωπο του αγοραστού. Με βάση τις
παραδοχές αυτές έκρινε το Εφετείο ότι συντρέχει στο πρόσωπο των ήδη
αναιρεσιβλήτων βαρειά αμέλεια σε σχέση με την άγνοια της εικονικότητας του τίτλου
του δικαιοπαρόχου τους και ότι ακολούθως λόγω της παραπάνω εικονικότητας
του ....../1984 συμβολαίου ήταν άκυρη και η προς αυτούς μεταβίβαση του ακινήτου
από τον εικονικό αγοραστή, δέχθηκε δε την έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως
που είχε απορρίψει την αγωγή ως προς την αναγνώριση της ακυρότητας της προς
τους ήδη αναιρεσείοντες μεταβιβάσεως. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο παρεβίασε την
ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 139 ΑΚ και είναι βάσιμος ο σχετικός από το
άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δικ., τέταρτος λόγος αναιρέσεως και πρέπει να αναιρεθεί η
προσβαλλόμενη απόφαση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 710/1996 απόφαση του Εφετείου Κρήτης.

Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο,


συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.

Και

Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιόντων από


διακόσιες εξήντα χιλιάδες (260.000) δραχμές.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 1999.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 15 Φεβρουαρίου 1999.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ε.Φ.

You might also like