You are on page 1of 13

«Σχεδιασμός, εφαρμογή, αξιολόγηση παρέμβασης

σε εγκυμονούσες γυναίκες για την


πρόληψη/αντιμετώπιση του διαβήτη κύησης»

Εργασία στο μάθημα «Διατροφική αγωγή»

1
1. Εισαγωγή (1 σελίδα)
Ο σακχαρώδης διαβήτης κύησης (GDM) ορίζεται ως οποιοσδήποτε βαθμός
δυσανεξίας στη γλυκόζη με έναρξη ή πρώτη αναγνώριση κατά τη διάρκεια της
εγκυμοσύνης. Ο ορισμός ισχύει είτε χρησιμοποιείται για τη θεραπεία η ινσουλίνη
ή μόνο η τροποποίηση της διατροφής. Επίσης, ο ορισμός αυτός δεν αποκλείει την
πιθανότητα ότι η μη διαγνωσμένη δυσανεξία στη γλυκόζη μπορεί να χειροτερέψει
ή να ξεκινήσει ταυτόχρονα με την εγκυμοσύνη (Alfadhli, 2015).
Οι γυναίκες με διαβήτης κύησης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης
διαβήτη μετά την εγκυμοσύνη, συνήθως τύπου 2. Η παχυσαρκία και άλλοι
παράγοντες που προάγουν την αντίσταση στην ινσουλίνη φαίνεται να αυξάνουν
τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 μετά τον διαβήτη κύησης. Δεδομένα από ερευνητικές
μελέτες έχουν δείξει ότι ακόμη και οι απόγονοι γυναικών που ανέπτυξαν διαβήτη
κύησης διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας, δυσανεξίας στη γλυκόζη και
διαβήτη στα τέλη της εφηβείας και της νεαρής ενηλικίωσης (Mack & Tomich,
2017). Επίσης, η ανάπτυξη διαβήτη κύησης αυξάνει τον κίνδυνο επιπλοκών κατά
την εγκυμοσύνη και τον τοκετό, καθώς επίσης και τον κίνδυνο δυσμενών
καρδιομεταβολικών φαινοτύπων στο παιδί (Johns et al., 2018).
Ο σακχαρώδης διαβήτης κύησης αποτελεί μία από τις πιο συχνές επιπλοκές
που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Επιδημιολογικές μελέτες
έχουν δείξει ότι ο διαβήτης κύησης έχει αυξηθεί κατά 30% τις τελευταίες
δεκαετίες σε αρκετές χώρες. Ο επιπολασμός της νόσου είναι υψηλότερος στην
Αφρική (12.9 %) και χαμηλότερος στην Ευρώπη (5.8 %), ωστόσο η διάγνωση και
κατ’ επέκταση τα επιδημιολογικά στοιχεία μπορούν να επηρεαστούν από πολλούς
παράγοντες, όπως το σύστημα υγείας, το σύστημα καταγραφής των περιπτώσεων,
κ.α. (Zhu & Zhang, 2016).

2
2. Κλινικοί Παράγοντες Κινδύνου (1 σελίδα)
Από τους μη τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου, οι κύριοι είναι: η
εθνικότητα, η ηλικία της μητέρας, ο αριθμός των τοκετών που έχει περάσει η
γυναίκα , οικογενειακό ιστορικό υπεργλυκαιμίας καθώς και γενετικοί παράγοντες.
Η ηλικία της μητέρας είναι ένας κοινός παράγοντας κινδύνου για την
ανάπτυξη διαβήτη κύησης. Μελέτες έχουν δείξει πως όταν η ηλικία της μητέρας
είναι άνω των 25 – 30 ετών αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη κύησης (Lee
et al., 2018). Σε μια μεταανάλυσης που διερεύνησε τη σχέση μεταξύ της ηλικίας
της μητέρας και του κινδύνου για διαβήτη κύησης, βρέθηκε ότι υπάρχει γραμμική
σχέση μεταξύ του κινδύνου για διαβήτη κύησης με την αύξηση της ηλικίας.
Συγκεκριμένα, για κάθε διαδοχικό έτος μετά την ηλικία των 18 ετών, ο κίνδυνος
αυξάνεται κατά περίπου 8% (Li et al., 2020).
Αρκετές μελέτες έχουν συνδέσει τον διαβήτη κύησης με την εθνικότητα.
Αυξημένος κίνδυνος για τη συγκεκριμένη νόσο παρατηρείται σε πολλές εθνοτικές
και φυλετικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων των Ισπανόφωνων, των
Αφροαμερικανών και Ασιατών γυναικών (Wan et al., 2019). Αν και οι μηχανισμοί
που ορισμένες εθνικότητες/ φυλές έχουν αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη κύησης
παραμένουν ασαφείς, πιστεύεται ότι αυτό μπορεί να προκύπτει από τη γενικότερη
κατάσταση υγείας, τον τρόπο ζωής, τους πολιτιστικούς παράγοντες και το
κοινωνικοοικονομικός στρες (Dode & dos Santos, 2009).
Ο διαβήτης κύησης θεωρείται μια πολυπαραγοντική ασθένεια στην εμφάνιση
της οποίας επιδρούν τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Το
οικογενειακό ιστορικό διαβήτη είναι ένας σημαντικός ανεξάρτητος παράγοντας
κινδύνου για την ανάπτυξη διαβήτη κύησης, ενώ υπάρχει ισχυρή σχέση μεταξύ
ορισμένων πολυμορφισμών του διαβήτη τύπου 2 με τον διαβήτη κύησης
(Lauenborg et al., 2009).

10. 3. Συμπεριφορές (1-2 σελίδες)

3
11. Στους πιο κοινούς τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου
συμπεριλαμβάνονται η παχυσαρκία, οι διατροφικές συνήθειες και η άσκηση. Η
παχυσαρκία και οι διατροφικές συνήθειες ίσως είναι από τους πιο σημαντικούς
τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση διαβήτη κύησης.
Ωστόσο, η παχυσαρκία είναι το προϊόν του συνδυασμού των διατροφικών
συνηθειών με την άσκηση, και επομένως η σχέση τους είναι αλληλένδετη.
12. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης πολύ συχνά παρατηρείται αύξηση βάρους,
που χαρακτηρίζεται από εναπόθεση και υπερτροφία των λιποκυττάρων του λιπώδη
ιστού της μητέρας (Svensson et al., 2016). Ενώ οι έγκυες αυξάνουν κατά περίπου
30% το βάρος τους κατά τη κύηση, το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία είναι
οι πιο σημαντικοί παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση διαβήτη κύησης (De Souza
et al., 2016). Ο ΔΜΣ πριν την εγκυμοσύνη αποτελεί σημαντικό παράγοντα
κινδύνου για το διαβήτη κύησης. Τα άτομα που είναι υπέρβαρα και παχύσαρκα,
έχουν αυξημένη συσσώρευση λιπιδίων, κυρίως τριγλυκεριδίων, στον λιπώδη ιστό
και σε άλλα όργανα, όπως το ήπαρ. Η αντίσταση στην ινσουλίνη που παράγεται
από το ήπαρ αυξάνεται στην παχυσαρκία και επιδεινώνεται περαιτέρω κατά την
εγκυμοσύνη, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη κύησης (Langer et
al., 2005). Οι τρέχουσες στρατηγικές πρόληψης για τη διαχείριση του σωματικού
βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης περιλαμβάνουν διατροφικές
παρεμβάσεις και τη βελτίωση των διατροφικών συνηθειών και του τρόπου ζωής. Η
διατροφή αποτελεί τόσο μετρό πρόληψης όσο και αντιμετώπισης του διαβήτη
κύησης, ενώ παράλληλα συνδέεται και με την παχυσαρκία η οποία αποτελεί τον
πιο σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση του συγκεκριμένου τύπου
διαβήτη. Οι επιλογές θεραπείας περιλαμβάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής, π.χ.
αύξηση της σωματικής δραστηριότητας και βελτίωση της ποιότητας της διατροφής
(Brown et al., 2017). Η διαιτητική θεραπεία στοχεύει στην επίτευξη και διατήρηση
της ευγλυκαιμίας μέσω της κατανάλωσης κατάλληλων μερίδων γεύματος, της
σωστής κατανομής των υδατανθράκων μέσα στη μέρα και της κατανάλωσης
τροφίμων με χαμηλότερο γλυκαιμικό δείκτη (Wong et al., 2017). Η παροχή
εντατικής υγειονομικής περίθαλψης σε εγκύους με διαβήτη κύησης, όπως η
διατροφική συμβουλευτική και η άσκηση, οδηγούν σε βελτιωμένη
γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη και χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης μεγάλου
βάρους στο βρέφος κατά την γέννησή (Brown et al., 2017; Wong et al., 2017).
Η διατροφή και η άσκηση είναι τόσο σημαντικοί που έχει βρεθεί ότι ο κίνδυνος
διαβήτη κύησης μπορεί να μειωθεί περίπου κατά 40% ακολουθώντας έναν

4
σωματικά δραστήριο τρόπο ζωής και μια διατροφή πλούσια σε φρούτα, λαχανικά
και δημητριακά ολικής αλέσεως (Koivusalo et al., 2016).

4. Προσωπικοί Παράγοντες (1-2 σελίδες)


Υπάρχουν διάφοροι ατομικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση
της παχυσαρκίας σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Οι εμπειρίες που μπορεί
να είχε μία γυναίκα από το οικογενειακό της περιβάλλον όταν ήταν παιδί μπορεί
να καθορίσει τόσο τη σχέση της με το σώμα όσο και τη σχέση της με τη διατροφή.
Επίσης, πολλά παιδιά ή έφηβοι που είναι παχύσαρκα, έχουν αυξημένες
πιθανότητες να γίνουν και παχύσαρκοι ως ενήλικες (Simmonds et al., 2016). Εάν
μια γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας έχει μεγαλώσει σε ένα οικογενειακό
περιβάλλον όπου αρκετά μέλη της οικογένειας ήταν παχύσαρκα ή είχαν κακές
διατροφικές συνήθειες είναι πάρα πολύ πιθανό αυτή η γυναίκα στην ενήλικο ζωή
της να έχει εξοικειωθεί με το παχύσαρκο σώμα και να έχει καθιερώσει διατροφικές
συνήθειες που προάγουν το υπερβάλλον βάρος (Zeller & Daniels, 2004).
Παράλληλα, έχει φανεί ότι η οικογενειακή δομή επίσης μπορεί να επηρεάσει την
εμφάνιση παχυσαρκίας στις νεαρές γυναίκες (Chaparro et al., 2017).
Το επίπεδο εκπαίδευσης μπορεί επίσης να επηρεάσει το σωματικό βάρος μίας
νεαρής γυναίκας (Vahratian, 2009). Γυναίκες με υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης
τείνουν να έχουν περισσότερες γνώσεις σχετικά με την υγιεινή διατροφή και τα
οφέλη της, καθώς και επίσης να έχουν μεγαλύτερη επίγνωση των κινδύνων που
μπορούν να προκύψουν από την ύπαρξη παχυσαρκίας (Chung & Lim, 2020). Ένας
άλλος παράγοντας που σχετίζεται με μειωμένες πιθανότητες εμφάνισης
παχυσαρκίας σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας είναι η στάση τους απέναντι
στην ανεξαρτησία τους. Υπάρχουν ευρήματα που έχουν δείξει ότι οι γυναίκες που
επιδιώκουν να λάβουν υψηλό επίπεδο μόρφωσης, να εγκαταλείψουν σύντομα το
πατρικό τους σπίτι και που αποφεύγουν να δημιουργήσουν πρόωρα οικογένεια
φαίνεται να έχουν χαμηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση παχυσαρκίας (Mooyaart et
al., 2019).
Αντίστοιχα αρκετοί είναι και οι παράγοντες που επηρεάζουν τις διατροφικές
συνήθειες και τις επιλογές τροφίμων, με κάποιους από αυτούς να είναι κοινοί με
της παχυσαρκίας. Οι επιλογές τροφίμων επηρεάζονται έντονα από γεγονότα και
εμπειρίες που ξεκινούν νωρίς στη ζωή και συνεχίζονται καθ 'όλη τη διάρκεια της
ζωής. Οι προτιμήσεις γεύσης αποτελούν έναν από τους πιο καθοριστικούς
παράγοντες για την επιλογή των τροφίμων (Drewnowski & Levine, 2003). Ενώ οι

5
προτιμήσεις για γλυκιά και αλμυρή γεύση φαίνεται να είναι έμφυτες, άλλες
προτιμήσεις φαίνεται να επηρεάζονται από την πρώιμη έκθεση. Η έλλειψη τροφής
και η ακανόνιστη διαθεσιμότητα τροφής κατά την παιδική ηλικία έχει βρεθεί ότι
συμβάλλουν στην ανάπτυξη κακών διατροφικών συμπεριφορών (π.χ.
υπερκατανάλωση τροφής και συναισθηματική προσκόλληση στα τρόφιμα), καθώς
και σε λιγότερο υγιεινές επιλογές τροφίμων γενικά (Olson et al., 2007).
Επίσης, οι διατροφικές συνήθειες επηρεάζονται και από προσωπικά και
πολιτιστικά ιδανικά. Η οικογενειακή δομή, όπως για παράδειγμα αν είναι η
οικογένεια μονογονεϊκή ή όχι, η παρουσία παιδιών, η υγεία των μελών της
οικογένειας και οι ρόλοι κάθε μέλους της οικογένειας στη διαχείριση της
διατροφής μπορούν να επηρεάσουν τις διατροφικές συνήθειες στα μέλη της
οικογένειες (Dammann & Smith, 2009; Evans et al., 2011).
Δεδομένου ότι όλο και περισσότερες γυναίκες πλέον εργάζονται αξίζει να
αναφερθεί ότι η εργασιακή κατάσταση, ο τρόπος και οι ώρες εργασίας καθώς και
το επάγγελμα της γυναίκας μπορούν να επηρεάσουν τις διατροφικές της συνήθειες
(Bisgrove & Popkin, 1996). Για παράδειγμα, έχει φανεί ότι γυναίκες που
εργάζονται πάρα πολλές ώρες τείνουν να έχουν πιο κακές διατροφικές συνήθειες
σε σχέση με γυναίκες που δεν εργάζονται τόσο πολλές ώρες (Bayon et al., 2014).
To υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, επίσης σχετίζεται με καλύτερες διατροφικές
συνήθειες (Assumpção et al., 2018).
5. Κοινωνικό Περιβάλλον (1 σελίδα)
Το πιο σημαντικό κοινωνικό περιβάλλον που φαίνεται να επηρεάζει τόσο τη
διατροφή όσο και την εμφάνισή της παχυσαρκίας είναι η οικογένεια, όπως
αναφέρθηκε αναλυτικά παραπάνω. Βέβαια, ο άνθρωπος εκτίθεται και σε άλλα
κοινωνικά περιβάλλοντα που επίσης μπορεί να επηρεάσουν την εμφάνιση
παχυσαρκίας και τις διατροφικές του επιλογές.
H επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος στην διατροφή και το σωματικό
βάρους έχει δειχθεί από αρκετές μελέτες. Για παράδειγμα, έρευνες έχουν δείξει ότι
υπάρχει μια σχέση μεταξύ των συναισθημάτων χαμηλής κοινωνικής κατάστασης
και της αυξημένης πρόσληψης θερμίδων (Cardel et al., 2016). Επίσης υπάρχουν
ευρήματα της βιβλιογραφίας που δείχνουν ότι η χαμηλή κοινωνικοοικονομική
κατάσταση σχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα παχυσαρκίας αλλά και χαμηλότερα
επίπεδα φυσικής δραστηριότητας, μία παράμετρος που είναι καθοριστική για την
εμφάνιση της παχυσαρκίας (Frerichs et al., 2014; Pavela et al., 2016).
Αρνητική επίσης, φαίνεται να είναι και η επίδραση των κοινωνικών διακρίσεων

6
τόσο στους δείκτες παχυσαρκίας όσο και στις διατροφικές συνήθειες. Οι
κοινωνικές διακρίσεις μπορούν να αφορούν διάφορες παραμέτρους. Για
παράδειγμα υπάρχουν ευρήματα που υποδεικνύουν πως η φυλετική διάκριση
φαίνεται να σχετίζεται με την παχυσαρκία (Oraka et al., 2020).
Επίσης, ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι οι φίλοι και το φιλικό περιβάλλον
μπορεί να επηρεάσουν το βάρος ενός ατόμου. Ωστόσο μέχρι στιγμής τα ευρήματα
αυτά δεν είναι αρκετά πειστικά για να τεκμηριωθεί αυτή η σχέση (Cunningham et
al., 2012).

6. Φυσικό Περιβάλλον (1 σελίδα)


Το φυσικό περιβάλλον μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τόσο την εμφάνιση
παχυσαρκίας, όσο τις διατροφικές συνήθειες ενός ατόμου. Παράγοντες όπως η
συγκοινωνία, η γεωγραφική περιοχή, η γειτονιά και η διαθεσιμότητα τροφίμων
μπορούν να επηρεάσουν και την παχυσαρκία και τις διατροφικές επιλογές.
10. Ο επιπολασμός της παχυσαρκίας διαφέρει ανάλογα με τη γεωγραφική
περιοχή. Παρά το γεγονός ότι σε γενικές γραμμές οι αγροτικές περιοχές
σχετίζονται με υψηλότερες πιθανότητες παχυσαρκίας σε σύγκριση με τις αστικές
περιοχές, αυτό φαίνεται να οφείλεται σε άλλους παράγοντες όπως η εκπαίδευση
και το εισόδημα (Wen et al., 2018). Αντιθέτως, οι αγροτικές περιοχές τείνουν να
έχουν μακρύτερες αποστάσεις μεταξύ κατοικιών και σούπερ μάρκετ, κλινικών
χώρων και ευκαιριών αναψυχής, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την σωματική
άσκηση και να ευνοήσει υγιεινές συμπεριφορές που αποτρέπουν την παχυσαρκία
(Wen et al., 2018).
11. Η συχνότητα και το είδος των τροφίμων που πωλούνται σε μια γειτονιά ή μια

7
περιοχή καθορίζει τα τρόφιμα που μπορούν να αγοράσουν οι κάτοικοι. Στοιχεία
έχουν δείξει ότι η πυκνότητα εστιατορίων γρήγορου φαγητού σε μια περιοχή
σχετίζεται με τον επιπολασμό της παχυσαρκίας. Επίσης, οι ατομικοί παράγοντες
μπορούν να αλληλεπιδράσουν με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες και να
αυξήσουν τις πιθανότητες παχυσαρκίας (Maddock, 2004).
12. Οι υποδομές μπορεί να επίσης να επηρεάσουν την παχυσαρκία. Για
παράδειγμα, μία περιοχή με αρκετές επιλογές και υποδομές για σωματική άσκηση
δημιουργεί ένα περιβάλλον που ευνοεί τη φυσική δραστηριότητα και συνεπώς
παρεμποδίζει την εμφάνιση παχυσαρκίας. Έχει διαπιστωθεί επίσης ότι η υψηλή
δυνατότητα πεζοπορίας στη γειτονιά σχετίζεται με μειωμένο επιπολασμό του
υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας (Creatore et al., 2016). Η εύκολη
πρόσβαση σε εγκαταστάσεις αναψυχής και άσκησης, η πυκνότητα αυτών των
εγκαταστάσεων, η πρόσβαση σε πεζοδρόμια και μονοπάτια που δε θέτουν τους
πεζούς στους κινδύνους κυκλοφορίας των οχημάτων και η πρόσβαση σε πάρκα,
έχουν αναφερθεί ότι βελτιώνουν τη φυσική δραστηριότητα και λειτουργούν
αποτρεπτικά για την αύξηση βάρους (Salvo et al., 2018).
13.

7. Πυραμίδα
(Τοποθετήστε επιγραμματικά στην πυραμίδα όλα τα προηγούμενα)

8
Διαβήτης
κύησης

Παχυσαρκία
Προδιαβήτης
Μεταβολικό σύνδρομο
Αντίσταση στην ινσουλίνη

Αυξημένο βάρος
Κακές διατροφικές συνήθειες
Χαμηλή σωματική δραστηριότητα

Παιδική παχυσαρκία
Εκπαίδευση
Εισόδημα
Ευαισθητοποίηση για
θέματα υγείας
Προτιμήσεις γεύσης Οικογένεια
Διαθεσιμότητα τροφίμων Κοινωνικές διακρίσεις
Υποδομές άσκησης Κοινωνικά πρότυπα
Αστικός ιστός Επάγγελμα
Φίλοι

8. Προσδιορισμός του ατόμου-πληθυσμού στόχου ( ½ - 1 σελίδα)


Ο πληθυσμός στόχος της συγκεκριμένης παρέμβασης είναι τόσο οι εγκυμονούσες
γυναίκες όσο και οι γυναίκες που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν. Επειδή

9
σημαντικότερος παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη διαβήτη κύησης είναι η
παχυσαρκία μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί στην αντιμετώπιση του
συγκεκριμένου παράγοντα. Επίσης σημαντική, με αλληλένδετη σχέση με την
παχυσαρκία, είναι και η διατροφή. Βέβαια, η διατροφή διαχωρίζεται από την
παχυσαρκία καθώς μπορεί να έχουμε γυναίκες με κακές διατροφικές συνήθειες, και
άρα αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν διαβήτη κύησης, χωρίς ωστόσο να είναι
παχύσαρκες. Για να βελτιώσουμε το σωματικό βάρος σε αυτές τις γυναίκες και να
μειώσουν τους δείκτες παχυσαρκίας πρέπει να παρέμβουμε σε διάφορα επίπεδα και
να προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε παράγοντες από όλες τις κατηγορίες.
Σε ατομικό επίπεδο θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε τις γνώσεις και τις αντιλήψεις
των γυναικών γύρω από τις επιπτώσεις της παχυσαρκίας με προγράμματα αγωγής
υγείας και διατροφικής αγωγής, βελτιώνοντας ταυτόχρονα και τις γνώσεις τους για
τη διατροφή. Παρέμβαση θα μπορούσε να γίνει και στο οικογενειακό περιβάλλον
ώστε να υπάρξει υποστήριξη σε αυτές τις γυναίκες από τους κοντινούς τους
ανθρώπους για να χάσουν βάρος. Επίσης, αντίστοιχα παρεμβατικά προγράμματα θα
μπορούσαν να γίνουν στους εργασιακούς χώρους αυτών των γυναικών, ώστε να
ευνοείται η υιοθέτηση υγιεινών διατροφικών συμπεριφορών. Για παράδειγμα, θα
μπορούσαμε να προτείνουμε στους εργοδότες να δίνουν χρόνο στους εργαζόμενους
για να γευματίζουν σωστά. Επίσης, θα μπορούσαμε να κάνουμε συστάσεις στα
κυλικεία των εργασιακών χώρων, ώστε να προσφέρουν περισσότερα υγιεινά
τρόφιμα και γεύματα. Η βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος θα μπορούσε να
επιτευχθεί με αύξηση των δυνατοτήτων άσκησης και σωματικής δραστηριότητας,
καθώς και με βελτίωση της αναλογίας των υγιεινών και ισορροπημένων γευμάτων
έναντι των γευμάτων με υψηλό θερμιδικό αλλά χαμηλό θρεπτικό περιεχόμενο στους
χώρους εστίασης της περιοχής.

Βιβλιογραφία:
Alfadhli, E. M. (2015). Gestational diabetes mellitus. Saudi Medical Journal.
https://doi.org/10.15537/smj.2015.4.10307
Assumpção, D. de, Senicato, C., Fisberg, R. M., Canesqui, A. M., & Barros, M. B. de
A. (2018). Are there differences in the quality of the diet of working and stay-at-
home women? Revista de saude publica, 52, 47. https://doi.org/10.11606/s1518-

10
8787.2018052000104
Bayon, V., Leger, D., Gomez-Merino, D., Vecchierini, M.-F., & Chennaoui, M.
(2014). Sleep debt and obesity. Annals of Medicine, 46(5), 264–272.
https://doi.org/10.3109/07853890.2014.931103
Bisgrove, E. Z., & Popkin, B. M. (1996). Does women’s work improve their nutrition:
Evidence from the urban Philippines. Social Science & Medicine, 43(10), 1475–
1488. https://doi.org/https://doi.org/10.1016/0277-9536(96)00046-9
Brown, J., Alwan, N. A., West, J., Brown, S., McKinlay, C. J., Farrar, D., &
Crowther, C. A. (2017). Lifestyle interventions for the treatment of women with
gestational diabetes. The Cochrane Database of Systematic Reviews, 5(5),
CD011970. https://doi.org/10.1002/14651858.CD011970.pub2
Cardel, M. I., Johnson, S. L., Beck, J., Dhurandhar, E., Keita, A. D., Tomczik, A. C.,
Pavela, G., Huo, T., Janicke, D. M., Muller, K., Piff, P. K., Peters, J. C., Hill, J.
O., & Allison, D. B. (2016). The effects of experimentally manipulated social
status on acute eating behavior: A randomized, crossover pilot study.
Physiology & Behavior, 162, 93–101.
https://doi.org/10.1016/j.physbeh.2016.04.024
Chaparro, M. P., de Luna, X., Häggström, J., Ivarsson, A., Lindgren, U., Nilsson, K.,
& Koupil, I. (2017). Childhood family structure and women’s adult overweight
risk: A longitudinal study. Scandinavian Journal of Public Health, 45(5), 511–
519. https://doi.org/10.1177/1403494817705997
Chung, W., & Lim, S. (2020). Factors contributing to educational differences in
obesity among women: evidence from South Korea. BMC Public Health, 20(1),
1136. https://doi.org/10.1186/s12889-020-09221-3
Creatore, M. I., Glazier, R. H., Moineddin, R., Fazli, G. S., Johns, A., Gozdyra, P.,
Matheson, F. I., Kaufman-Shriqui, V., Rosella, L. C., Manuel, D. G., & Booth,
G. L. (2016). Association of Neighborhood Walkability With Change in
Overweight, Obesity, and Diabetes. JAMA, 315(20), 2211–2220.
https://doi.org/10.1001/jama.2016.5898
Cunningham, S. A., Vaquera, E., Maturo, C. C., & Narayan, K. M. V. (2012). Is there
evidence that friends influence body weight? A systematic review of empirical
research. Social Science & Medicine (1982), 75(7), 1175–1183.
https://doi.org/10.1016/j.socscimed.2012.05.024
Dammann, K. W., & Smith, C. (2009). Factors affecting low-income women’s food
choices and the perceived impact of dietary intake and socioeconomic status on
their health and weight. Journal of Nutrition Education and Behavior, 41(4),
242–253. https://doi.org/10.1016/j.jneb.2008.07.003
De Souza, L. R., Berger, H., Retnakaran, R., Maguire, J. L., Nathens, A. B., Connelly,
P. W., & Ray, J. G. (2016). First-Trimester Maternal Abdominal Adiposity
Predicts Dysglycemia and Gestational Diabetes Mellitus in Midpregnancy.
Diabetes Care, 39(1), 61–64. https://doi.org/10.2337/dc15-2027
Dode, M. A. S. de O., & dos Santos, I. S. (2009). Non classical risk factors for
gestational diabetes mellitus: a systematic review of the literature. Cadernos de
Saude Publica, 25 Suppl 3, S341-59. https://doi.org/10.1590/s0102-
311x2009001500002
Drewnowski, A., & Levine, A. S. (2003). Sugar and fat--from genes to culture. The
Journal of Nutrition, 133(3), 829S-830S. https://doi.org/10.1093/jn/133.3.829S
Evans, A., Chow, S., Jennings, R., Dave, J., Scoblick, K., Sterba, K. R., & Loyo, J.
(2011). Traditional foods and practices of Spanish-speaking Latina mothers
influence the home food environment: implications for future interventions.
Journal of the American Dietetic Association, 111(7), 1031–1038.
https://doi.org/10.1016/j.jada.2011.04.007

11
Frerichs, L., Huang, T. T.-K., & Chen, D.-R. (2014). Associations of subjective social
status with physical activity and body mass index across four Asian countries.
Journal of Obesity, 2014, 710602. https://doi.org/10.1155/2014/710602
Johns, E. C., Denison, F. C., Norman, J. E., & Reynolds, R. M. (2018). Gestational
Diabetes Mellitus: Mechanisms, Treatment, and Complications. Trends in
Endocrinology and Metabolism: TEM, 29(11), 743–754.
https://doi.org/10.1016/j.tem.2018.09.004
Koivusalo, S. B., Rönö, K., Klemetti, M. M., Roine, R. P., Lindström, J., Erkkola, M.,
Kaaja, R. J., Pöyhönen-Alho, M., Tiitinen, A., Huvinen, E., Andersson, S.,
Laivuori, H., Valkama, A., Meinilä, J., Kautiainen, H., Eriksson, J. G., & Stach-
Lempinen, B. (2016). Gestational Diabetes Mellitus Can Be Prevented by
Lifestyle Intervention: The Finnish Gestational Diabetes Prevention Study
(RADIEL): A Randomized Controlled Trial. Diabetes Care, 39(1), 24–30.
https://doi.org/10.2337/dc15-0511
Langer, O., Yogev, Y., Xenakis, E. M. J., & Brustman, L. (2005). Overweight and
obese in gestational diabetes: the impact on pregnancy outcome. American
Journal of Obstetrics and Gynecology, 192(6), 1768–1776.
https://doi.org/10.1016/j.ajog.2004.12.049
Lauenborg, J., Grarup, N., Damm, P., Borch-Johnsen, K., Jørgensen, T., Pedersen, O.,
& Hansen, T. (2009). Common type 2 diabetes risk gene variants associate with
gestational diabetes. The Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism,
94(1), 145–150. https://doi.org/10.1210/jc.2008-1336
Lee, K. W., Ching, S. M., Ramachandran, V., Yee, A., Hoo, F. K., Chia, Y. C., Wan
Sulaiman, W. A., Suppiah, S., Mohamed, M. H., & Veettil, S. K. (2018).
Prevalence and risk factors of gestational diabetes mellitus in Asia: a systematic
review and meta-analysis. BMC Pregnancy and Childbirth, 18(1), 494.
https://doi.org/10.1186/s12884-018-2131-4
Li, Y., Ren, X., He, L., Li, J., Zhang, S., & Chen, W. (2020). Maternal age and the
risk of gestational diabetes mellitus: A systematic review and meta-analysis of
over 120 million participants. Diabetes Research and Clinical Practice, 162,
108044. https://doi.org/10.1016/j.diabres.2020.108044
Mack, L. R., & Tomich, P. G. (2017). Gestational Diabetes: Diagnosis, Classification,
and Clinical Care. In Obstetrics and Gynecology Clinics of North America.
https://doi.org/10.1016/j.ogc.2017.02.002
Maddock, J. (2004). The relationship between obesity and the prevalence of fast food
restaurants: state-level analysis. American Journal of Health Promotion : AJHP,
19(2), 137–143. https://doi.org/10.4278/0890-1171-19.2.137
Mooyaart, J. E., Liefbroer, A. C., & Billari, F. C. (2019). Becoming obese in young
adulthood: the role of career-family pathways in the transition to adulthood for
men and women. BMC Public Health, 19(1), 1511.
https://doi.org/10.1186/s12889-019-7797-7
Olson, C. M., Bove, C. F., & Miller, E. O. (2007). Growing up poor: long-term
implications for eating patterns and body weight. Appetite, 49(1), 198–207.
https://doi.org/10.1016/j.appet.2007.01.012
Oraka, C. S., Faustino, D. M., Oliveira, E., Teixeira, J. A. M., Souza, A. S. P. de, &
Luiz, O. do C. (2020). Race and obesity in the black female population: a
scoping review. In Saúde e Sociedade (Vol. 29). scielo.
Pavela, G., Lewis, D. W., Locher, J., & Allison, D. B. (2016). Socioeconomic Status,
Risk of Obesity, and the Importance of Albert J. Stunkard. Current Obesity
Reports, 5(1), 132–139. https://doi.org/10.1007/s13679-015-0185-4
Salvo, G., Lashewicz, B. M., Doyle-Baker, P. K., & McCormack, G. R. (2018).
Neighbourhood Built Environment Influences on Physical Activity among

12
Adults: A Systematized Review of Qualitative Evidence. International Journal
of Environmental Research and Public Health, 15(5).
https://doi.org/10.3390/ijerph15050897
Simmonds, M., Llewellyn, A., Owen, C. G., & Woolacott, N. (2016). Predicting adult
obesity from childhood obesity: a systematic review and meta-analysis. Obesity
Reviews : An Official Journal of the International Association for the Study of
Obesity, 17(2), 95–107. https://doi.org/10.1111/obr.12334
Svensson, H., Wetterling, L., Bosaeus, M., Odén, B., Odén, A., Jennische, E., Edén,
S., Holmäng, A., & Lönn, M. (2016). Body fat mass and the proportion of very
large adipocytes in pregnant women are associated with gestational insulin
resistance. International Journal of Obesity (2005), 40(4), 646–653.
https://doi.org/10.1038/ijo.2015.232
Vahratian, A. (2009). Prevalence of overweight and obesity among women of
childbearing age: results from the 2002 National Survey of Family Growth.
Maternal and Child Health Journal, 13(2), 268–273.
https://doi.org/10.1007/s10995-008-0340-6
Wan, C. S., Abell, S., Aroni, R., Nankervis, A., Boyle, J., & Teede, H. (2019). Ethnic
differences in prevalence, risk factors, and perinatal outcomes of gestational
diabetes mellitus: A comparison between immigrant ethnic Chinese women and
Australian-born Caucasian women in Australia. Journal of Diabetes, 11(10),
809–817. https://doi.org/10.1111/1753-0407.12909
Wen, M., Fan, J. X., Kowaleski-Jones, L., & Wan, N. (2018). Rural-Urban Disparities
in Obesity Prevalence Among Working Age Adults in the United States:
Exploring the Mechanisms. American Journal of Health Promotion : AJHP,
32(2), 400–408. https://doi.org/10.1177/0890117116689488
Wong, V. W., Lin, A., & Russell, H. (2017). Adopting the new World Health
Organization diagnostic criteria for gestational diabetes: How the prevalence
changes in a high-risk region in Australia. Diabetes Research and Clinical
Practice, 129, 148–153. https://doi.org/10.1016/j.diabres.2017.04.018
Zeller, M., & Daniels, S. (2004). The obesity epidemic: Family matters. The Journal
of Pediatrics, 145(1), 3–4. https://doi.org/10.1016/j.jpeds.2004.04.038
Zhu, Y., & Zhang, C. (2016). Prevalence of Gestational Diabetes and Risk of
Progression to Type 2 Diabetes: a Global Perspective. Current Diabetes Reports,
16(1), 7. https://doi.org/10.1007/s11892-015-0699-x

13

You might also like