You are on page 1of 116

Συλλογή απομαγνητοφωνημένων ομιλιών

Άρχ.Σάββα Αγιορείτου

6ο Μέρος

Σειρά pdf σε συνέχειες - 2017


Μια δωρεάν διαδυκτιακή συλλογή,απομαγνητοφωνημένων ομιλιών,
του π.Σάββα Αγιορείτη,που έχουν αναρτηθεί στην επίσημη ιστοσελίδα:
(hristospanagia3.blogspot.gr)

Κατεβάστε τις συνέχειες της σειράς,όπως και μελλοντικά pdf με νέες απομαγνητοφωνημένες
ομιλίες που θα αναρτούνται ανα διαστήματα,στην ανωτέρω ηλεκτρονική διεύθηνση,στην
επίσημη ιστοσελίδα,στην στήλη του blog (πάνω-δεξιά).

1
Για περισσότερες ψυχοφελείς ομιλίες για πλήθος θέματων,καθώς και για μελέτη πλήθους
κειμένων Λόγων και Διδαχών Αγίων Πατέρων,επισκεφτείτε τις παρακάτω
ιστοσελίδες.Καθημερινή Ενημέρωση & Αναρτήσεις.
(Επίσημες Ιστοσελίδες)
[Στο τέλος της ιστοσελίδας κάτω κάτω πατήστε Παλαιότερες Αναρτήσεις]
hristospanagia3.blogspot.gr
www.hristospanagia.gr
agiapsychanalysi.blogspot.gr
Η παρούσα συλλογή απομαγνητοφωνημένων ομιλιών,αποτελεί ένα πάρα πολύ μικρό μέρος,απο
το σύνολο ομιλιών του π.Σάββα.Ακούστε τις ομιλίες της παρούσας συλλογής καθώς και τις
συνεχειές τους (ανα θεματική κατηγορία) καθώς και πλήθος άλλων ομιλιών πάνω σε ποικίλα
πνευματικά θέματα,στις παρακάτω ιστοσελίδες με καθημερινή & εβδομαδιαία ενημέρωση:
(Συλλογή ομιλιών - Youtube)
[Στο τέλος της ιστοσελίδας κάτω κάτω πατήστε Φόρτωση Περισσοτέρων]
https://www.youtube.com/channel/UCEtOr176QWbyqK_H3ZZoJJw/videos
(Playlists Ομιλιών ανα θεματική Κατηγορία - Youtube)
[Στο τέλος της ιστοσελίδας κάτω κάτω πατήστε Φόρτωση Περισσοτέρων]
https://www.youtube.com/channel/UCEtOr176QWbyqK_H3ZZoJJw/playlists
(Θεματικές Ενότητες Blog – Ετικέτες ανα κατηγορία)
http://hristospanagia3.blogspot.gr/p/blog-page_25.html
Γιά ενημέρωση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για τις καθημερινές λίστες θεμάτων που
αναρτούνται καθημερινά στην ιστοσελίδα - στείλτε τό e-mail σας στό:kyrios.ihsous@gmail.com

2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
6ο Μέρος
(Ψυχοφελείς ομιλίες πάνω σε ποικίλα πνευματικά θέματα)

1)Πῶς μετέχουμε στήν λύτρωση πού μᾶς χαρίζει ὁ Κύριος [Σελ 4 εώς 24]
2)Ἡ παρακολούθηση καί ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας [Σελ 25 εώς 40]
3)Ἡ κακή χρήση τῶν μέσων πού μᾶς δίνει ὁ Θεός γιά τήν σωτηρία μας [Σελ 41 εώς 57]
4)Προέλευση καί ἀντιμετώπιση λογισμῶν - 1ο μέρος [Σελ 58 εώς 77]
5)Περί φιλαυτίας - 1ο μέρος [Σελ 78 εώς 90]
6)Περί φιλαυτίας - 2ο μέρος [Σελ 91 εώς 102]
7)Περί φιλαυτίας - 3ο μέρος [Σελ 103 εώς 115]

3
Πῶς μετέχουμε στήν λύτρωση πού μᾶς χαρίζει ὁ Κύριος

Ξέρουμε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἀπό τό βιβλίο τῆς Γένεσης ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν
ἄνθρωπο καί τοῦ ἔδωσε σῶμα καί ψυχή. Ἐπίσης, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, τοῦ
ἔδωσε μέ τήν πνοή Του καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Πολλοί κάνουν λάθος σ’ αὐτό τό
σημεῖο καί θεωροῦν ὅτι πνοή τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ ψυχή. Τήν ψυχή τήν εἶχε δώσει ἤδη
καί μετά λέει: «ὁ Θεός ἐνεφύσησεν εἰς τόν Ἀδάμ καί ἐγένετο εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γεν.
2,7). Δηλαδή ὑπῆρχε ἡ ψυχή ἀλλά ἔγινε ζωντανή μέ τό ἐμφύσημα αὐτό τοῦ Θεοῦ, τό
ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο παρά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος, ὅπως πλάστηκε ἀπό
τόν Θεό, εἶχε θά λέγαμε τρία στοιχεῖα: σῶμα, ψυχή καί τήν πνοή τοῦ Θεοῦ πού εἶναι
τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτή, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι ἡ σωστή ἑρμηνεία τοῦ χωρίου. Ὅταν
ἔγινε ἡ πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, δηλαδή ἡ παρακοή, ἡ ἀνταρσία -πρῶτα ἡ Εὔα
καί μετά καί ὁ Ἀδάμ παρήκουσαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ- ἔνιωσαν γυμνοί.
– Γιατί ἔνιωσαν γυμνοί, ἐνῶ μέχρι τότε δέν τό ἔνιωθαν;
Διότι ἔφυγε αὐτό τό τρίτο στοιχεῖο, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἦταν ὡς
ἔνδυμα στούς Πρωτόπλαστους. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τούς φύλαγε καί τούς ἐνέδυε μέ
ἀποτέλεσμα νά μήν ντρέπονται. Ὅταν, ὅμως, ἁμάρτησαν ἀπενεργοποιήθηκε, ἔφυγε ἡ
Χάρις, ὁπότε ἔνιωσαν γυμνοί καί προσπάθησαν πρόχειρα νά καλύψουν τήν γύμνια
τους. Ἐπίσης, μπῆκε μέσα καί ὁ φόβος, γι’ αὐτό κρύφτηκαν. Γνωρίζουμε ἀπό τό
κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅτι ὁ Θεός προσπάθησε νά τούς ὁδηγήσει σέ μετάνοια καί
τούς ρωτάει: «Γιατί κρύβεστε; Ποιός σᾶς εἶπε ὅτι εἶστε γυμνοί; Μήπως φάγατε τόν
καρπό πού σᾶς εἶπα νά μήν φᾶτε;» (Γεν. 3,9-11).
– Δέν ἤξερε ὁ Θεός τί εἶχε συμβεῖ;Βεβαίως τό ἤξερε. Ὡς Παντογνώστης, ὅλα τά
γνωρίζει. Τούς ρωτάει, ὅμως, μέ σκοπό νά Τοῦ ποῦν: «ναί, Κύριε κάναμε αὐτό τό
λάθος, συγχώρεσέ μας», νά τούς ὁδηγήσει σέ μετάνοια. Γι’ αὐτό κάνει αὐτή τήν
συζήτηση. Ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ὅμως πέφτουν στό ἁμάρτημα τῆς δικαιολογίας, ἀντί νά
ζητήσουν συγνώμη, νά ποῦν τό ἥμαρτον. Καί τί λέει ὁ Ἀδάμ; «Ἡ γυναίκα πού μοῦ
ἔδωσες, αὐτή μοῦ ἔδωσε τόν καρπό καί ἔφαγα» (Γεν. 3,12). Φοβερό! Ἄν τό
μεταφράσουμε λίγο, τί ἐννοοῦσε ὁ Ἀδάμ; Ὅτι «Ἐσύ φταῖς. Ἄν δέν μοῦ ἔδινες αὐτή
τήν γυναῖκα, ἐγώ δέν θά ἁμάρτανα». Δέν λέει: «Θεέ μου συγχώρεσέ με, ἔκανα
λάθος». Ἀλλά «Ἐσύ φταῖς πού μοῦ ἔδωσες αὐτή τήν γυναῖκα». Ἀπευθύνεται μετά
στήν γυναῖκα. Βλέπουμε καί τήν ἀγάπη καί τήν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, πού
προσπαθεῖ ἔστω καί τώρα νά τούς κρατήσει στόν Παράδεισο. Ἡ γυναίκα πάλι πέφτει
στό ἴδιο ἁμάρτημα καί λέει: «ὁ ὄφις» (Γεν. 3,13). Τό φίδι μέ παρέσυρε, δέν φταίω
ἐγώ. Μετά πάει στό φίδι, τό ὁποῖο καί καταριέται, γιατί ὁ διάβολος ἦταν κρυμμένος
μέσα στό φίδι, πού συνέλαβε τό κακό ἀπό μόνος του. Δέν τοῦ τό ὑπέδειξε κάποιος
ἄλλος, γι’ αὐτό δέν ἔχει ἐλαφρυντικά. Ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε ἕνα ἐλαφρυντικό, γιατί τό
κακό δέν τό συλλάβαμε μόνοι μας ἀλλά μέ τήν ὑπόδειξη τοῦ ὄφεως, ὁ ὁποῖος πῆγε
στήν Εὔα καί δέν πῆγε στόν Ἀδάμ καί ἔχει σημασία αὐτό, γιατί προφανῶς ἤξερε πώς
ἡ Εὔα ἦταν πιό εὐάλωτη καί ἀποδείχτηκε αὐτό, γιατί πρώτη αὐτή ἔπεσε στό

4
ἁμάρτημα τῆς παρακοῆς.
– Τί εἶπε στήν Εὔα ὁ ὄφις;
Μιά ἐρώτηση, θά λέγαμε, παραπειστική; Πονηρή πολύ; Οὐσιαστικά ἔβαλε μέσα τό
δηλητήριο τῆς συκοφαντίας, τῆς διαβολῆς. Λέγεται διάβολος γιατί διαβάλλει.
Διέβαλλε τόν Θεό καί τί τῆς εἶπε; «Σᾶς εἶπε ὁ Θεός νά μήν φᾶτε ἀπό κανένα
δέντρο;». Τάχατες τόν ἔπιασε ὁ πόνος γιά τούς ἀνθρώπους… Προσέξτε, εἶναι τεχνική
πού καί σήμερα γίνεται ἀπό τά ὄργανα τοῦ διαβόλου. «Τί πᾶτε στήν Ἐκκλησία πού
σᾶς λένε ὅλο ὄχι καί μή καί δέν θά ζήσεις τήν ζωή σου….». Τά ἴδια πράγματα πού
ἔλεγε τότε στήν Εὔα, λέει καί τώρα μέ τά ὄργανά του. Ἡ Εὔα βέβαια κάνει τό
θεμελιῶδες λάθος -πού κάνουμε καί ἐμεῖς- νά συζητήσει μαζί του, νά ἀπαντήσει.
Ἐνῶ στόν διάβολο δέν πρέπει νά ἀπαντᾶμε.
Δέν ἐπιτρέπεται νά συζητάει κανείς μέ τόν διάβολο, ἀκόμα κι ἄν ξέρει τήν ἀπάντηση.
Γιατί; Γιατί πρῶτα-πρῶτα χάνεις χρόνο. Δεύτερον τοῦ δίνεις ἀξία καί εἶναι αὐτό πού
θέλει, νά τόν προσέξεις ἔστω καί ἀρνητικά ἀντικρούοντάς τον. Τοῦ ἀρέσει αὐτό,
γιατί εἶναι πολύ ἐγωιστής. Βλέπετε καί σήμερα οἱ ἄνθρωποι τί τρέλες κάνουν,
παίζουν τήν ζωή τους κορώνα – γράμματα γιά νά τραβήξουν τήν προσοχή! Κρεμιέται
κάποιος ἄς ποῦμε ἀπό ἕνα σχοινί πάνω ἀπό ἔναν καταρράκτη καί περνάει καί τόν
χειροκροτοῦν. Εἶναι κατόρθωμα αὐτό; Τό νά τραβᾶμε τήν προσοχή τῶν ἄλλων εἶναι
ἐκδήλωση ἐγωισμοῦ, σύμπτωμα ὑπερηφάνειας καί κενοδοξίας. Ὁ κατεξοχήν
κενόδοξος καί ὑπερήφανος εἶναι ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος ὑποβάλλει καί στούς
ἀνθρώπους αὐτά τά πάθη.
Ὁπότε τό πρῶτο λάθος πού κάνει ἡ Εὔα εἶναι ὅτι πιάνει συζήτηση, τοῦ ἀπαντάει καί
λέει: «Τί λές τώρα; Δέν μᾶς εἶπε τέτοιο πράγμα ὁ Θεός. Μᾶς εἶπε νά μήν φᾶμε ἀπό
ἕνα δέντρο. Ἀπό τά ἄλλα μποροῦμε νά φᾶμε». Λές καί ὁ διάβολος δέν τό ἤξερε.
Ἀλλά διαβάλλει διαστρέφοντας τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Καί σήμερα οἱ ἄνθρωποι, οἱ
ἐκτός Ἐκκλησίας, διαστρέφουν τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας πολύ πονηρά.
Γι’ αὐτό λένε: «μήν πᾶς ἐκεῖ, ζῆσε πρῶτα τήν ζωή σου καί ἅμα γεράσεις πᾶς καί
στήν Ἐκκλησία, ἔχεις καιρό». Αὐτή εἶναι ἡ ἀπάτη τοῦ διαβόλου: «ἔχεις καιρό».
Ἕνας ἅγιος εἶχε δεῖ ἕνα ὅραμα μέ τούς δαίμονες καί τόν ἀρχηγό τους τόν Ἑωσφόρο
πού ἔκαναν ἕνα συνέδριο γιά τό τί θά λένε στούς ἀνθρώπους. Ἕνας-ἕνας ἔβγαινε
μπροστά στόν Ἑωσφόρο καί ἔκανε προτάσεις τί νά λένε, ἀλλά τούς ἀπέρριπτε. Στό
τέλος ἕνας μικρός διαβολάκος λέει: «Δέν θά λέμε στούς ἀνθρώπους μήν πᾶς στήν
Ἐκκλησία. Θά λέμε: ὄχι ἀκόμα, ἔχεις καιρό». Ἡ ἀπάτη τοῦ «ἔχεις καιρό». Ἡ
ἀναβολή πού σημαίνει ματαίωση. Τό ἄλλο ὅπλο βεβαίως εἶναι ἡ διαστροφή.
Διαβάλλει, διαστρέφει τά λόγια τοῦ Θεοῦ.
Νά θυμήσουμε παρενθετικά, τί πόλεμος γίνεται σήμερα μέ τήν λεγόμενη
‘Μεταπατερική Θεολογία’, ὅπου θέλουν νά ἐμφανίσουν τούς Ἁγίους Πατέρες ὅτι
εἶναι ξεπερασμένοι καί ὅ,τι λένε καί γράφουν, ἀφοροῦσαν τήν ἐποχή ἐκείνη καί ὄχι
ἐμᾶς σήμερα. Ὅτι γιά μᾶς ἰσχύουν ἄλλα πράγματα. Ὅταν, ὅμως, διαβάζει κανείς
τούς Ἁγίους Πατέρες, οὐσιαστικά διαβάζει τόν ἴδιο τόν Θεό, γιατί ἐκεῖνοι μίλησαν μέ
τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τά λόγια τους εἶναι λόγια τοῦ Ἁγίου

5
Πνεύματος.
Ἀπαντάει, λοιπόν, ἡ Εὔα καί ὁ διάβολος μετά προχωράει στό ἑπόμενο βῆμα. Τῆς
λέει: «Ὁ Θεός σᾶς εἶπε νά μήν φᾶτε ἀπό αὐτό τό δέντρο, γιά νά μήν γίνετε σάν κι
Αὐτόν. Ἄν φᾶτε ἀπό αὐτό τό δέντρο, θά γίνετε σάν κι Αὐτόν». Μέ ἄλλα λόγια τούς
εἶπε ὅτι ὁ Θεός εἶναι φθονερός καί δέν θέλει νά Τοῦ πάρετε τήν ἐξουσία, γι’ αὐτό σᾶς
εἶπε νά μήν φᾶτε ἀπό αὐτό τό δέντρο. Εἰσάγει μέ πολύ πονηρία πρῶτον τήν ἰδέα ὅτι ὁ
Θεός δέν μᾶς ἀγαπάει, τό ὁποῖο καί σήμερα κυκλοφορεῖ πολύ καί ἐμφανίζουν τόν
Θεό σάν ἕναν ἀστυνομικό, πού μᾶς περιμένει στή γωνία νά μᾶς κατακεραυνώσει,
ἕναν Θεό ἐκδικητικό, ἕναν Θεό ὀργισμένο, πού θά πρέπει νά Τόν ἐξευμενίσουμε.
Εἶναι ἡ ἴδια συνταγή τοῦ διαβόλου καί οὐσιαστικά ὅλοι αὐτοί διαβάλλουν καί
συκοφαντοῦν τόν Θεό μέ αὐτά πού διαδίδουν καί ἀπό πίσω κρύβεται ὁ διάβολος.
Ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι ἀπαθής. Δέν ἐχθρεύεται, δέν μισεῖ ποτέ κανέναν, δέν ἀλλοιώνεται.
Ὁ Θεός εἶναι ἀναλλοίωτος. Δέν θυμώνει, δέν ὀργίζεται, δέν ἐκδικεῖται, δέν τιμωρεῖ.
Μόνοι μας αὐτοτιμωρούμαστε, γιατί παραβαίνουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες
εἶναι οἱ ὁδηγίες χρήσεως τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς μας. Ὅπως, ὅταν δέν τηρεῖς τίς
ὁδηγίες τοῦ κατασκευαστή τοῦ αὐτοκινήτου σου, δέν σέ τιμωρεῖ ὁ κατασκευαστής
Μόνος σου τιμωρεῖσαι, γιατί καταστρέφεις τό αὐτοκίνητό σου. Τό ἴδιο τό λάθος σου
εἶναι ἡ τιμωρία σου. Δέν θά ἔχεις τό ὄχημα πού θά ἤθελες νά ἔχεις. Τό ἴδιο καί μέ
τόν ἄνθρωπο. Δέν τηροῦμε τήν προδιαγραφή τοῦ Θεοῦ πού λέει «φύλαξε καθαρή τήν
ψυχή σου, τό σῶμα σου κλπ», ἑπομένως μετά θά ἔχουμε τίς συνέπειες. Δέν θά ἔρθει
ὁ Θεός ἤ ἡ Ἐκκλησία νά μᾶς πεῖ «σᾶς ἀφορίζω». Ὁ ἀφορισμός γίνεται ἀπό μᾶς τούς
ἴδιους.
– Πόσοι ἀπό τούς συνανθρώπους μας εἶναι αὐτοαφορισμένοι;
Ἀφορίζομαι θά πεῖ δέν μετέχω στήν Θεία Κοινωνία, στεροῦμαι τήν Θεία Κοινωνία.
Πόσοι ἄνθρωποι στεροῦνται σήμερα τήν Θεία Κοινωνία ἀπό τούς βαπτισμένους; Οἱ
πλεῖστοι. Τούς εἶπε ἡ Ἐκκλησία ὅτι εἶστε ἀφορισμένοι; Ὄχι. Μόνοι τους ἔχουν
αὐτοαφοριστεῖ, ἀφοῦ δέν πᾶνε κἄν στήν Ἐκκλησία. Αὐτός εἶναι ὁ ἀφορισμός. Οὔτε ἡ
Ἐκκλησία θά ἀσχοληθεῖ μέ τόν καθένα πού κάνει μοιχεία ἤ πορνεία, νά τοῦ πεῖ εἶσαι
ἀφορισμένος τώρα. Μόνος του ἔχει ξεκοπεῖ μ’ αὐτό πού κάνει καί τό ὁποῖο στή
συνέχεια ἔχει καί ὅλες τίς συνέπειες. Οὔτε Ἐκκλησία πρόκειται νά πηγαίνει, οὔτε,
οὔτε… Κι ἄν κοινωνήσει, φυσικά δέν θά πάρει ὠφέλεια, γιατί δέν πηγαίνει μέ τήν
δέουσα πίστη, φόβο Θεοῦ καί ἀγάπη, ὅπως λέει ὁ ἱερέας.
Λέει λοιπόν ὁ διάβολος στήν Εὔα ὅτι «ὁ Θεός εἶναι φθονερός καί δέν θέλει νά
γίνεται κι ἐσεῖς θεοί». Βλέπετε, πῶς διαβάλλει ὁ διάβολος τά κίνητρα! Ὅπως λένε:
«μήν πᾶτε στούς παπᾶδες, γιατί αὐτοί τά λεφτά θέλουν νά σᾶς πάρουν». Διαβολή,
συκοφαντία. Ὁ διάβολος καί σήμερα ὁ ἴδιος εἶναι, ὅπως καί οἱ ρήσεις του. Ἀκόμα
τῆς λέει καί κάτι ἄλλο: νά γίνει θεός χωρίς τόν Θεό.
Εἶναι ἡ συνταγή τῆς αὐτοθέωσης, τό ὁποῖο εἶναι πολύ διαδεδομένο στίς μέρες μας
καί ἀπό τίς λεγόμενες ἀνατολικές θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες λένε κάνε γιόγκα, κάνε
Pilates, ὅλες αὐτές τίς τεχνικές. «Ἔλα σέ μᾶς καί εἶσαι θεός, μέσα σου εἶσαι θεός.
Δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο. Ἄς πιστεύεις στόν Χριστό, στόν Βούδα, στόν Μωάμεθ, ὅλοι

6
τό ἴδιο εἶναι. Ἐσύ εἶσαι ὁ θεός. Αὐτοθέωση». Ἔχουμε ἀκόμα μία θεότητα, ὄχι ἀπό
τίς ἀνατολικές θρησκεῖες, ἀλλά ἀπό τήν Δύση. Τήν θεότητα τῆς ἐπιστήμης-
τεχνολογίας. Πού λέει: σπούδασε, νά ἔχεις ἐφόδια, νά ἔχεις γνώσεις καί μέ τήν
ἐπιστήμη θά τά ἐξηγήσεις ὅλα καί μπορεῖς τά πάντα. Ἡ ἐπιστήμη κάνει θαύματα…
Θυμᾶμαι τήν περίπτωση τοῦ Ὠνάση, πού τό παιδί του εἶχε πέσει μέ τό ἀεροπλάνο καί
ἔλεγε: «δίνω τήν μισή μου περιουσία σέ ὅποιον γιατρό κάνει καλά τό παιδί μου».
Ὀρίστε ἡ ἐπιστήμη. Κανένας γιατρός δέν μπόρεσε νά κάνει καλά τό παιδί του. Ποῦ
εἶναι ἡ ἐπιστήμη πού κάνει θαύματα; Μᾶς κοροϊδεύουν. Εἶναι τό ψέμα τοῦ διαβόλου
μέ ἄλλο τρόπο. Σοῦ λέει: «θά γίνεις θεός μέ τήν ἐπιστήμη, μέ τήν τεχνολογία καί μέ
τήν πληθώρα τῶν συσκευῶν», οἱ ὁποῖες κάνουν τόν ἄνθρωπο νά νιώθει κυρίαρχος,
μέ τό διαδίκτυο κ.λ.π. καί νομίζει ὅτι κυβερνάει τό σύμπαν καί ἐπικοινωνεῖ μέ τούς
πάντες. Σιγά τό πράγμα. Μιά εἰκονική πραγματικότητα εἶναι, ἕνα ψέμα οὐσιαστικά,
μιά φαντασία.
Ἡ Εὔα λοιπόν τί κάνει; Ἀκούει ὅτι μπορεῖ νά γίνει θεός χωρίς τόν θεό. «Ἄσε», τῆς
λέει, «τίς ὑπακοές τώρα, κάνε ὑπακοή σέ μένα καί ἀμέσως θά γίνεις θεός. Τί νά
περιμένεις; Ποῦ εἶπε ὁ Θεός νά ἐργάζεστε καί νά φυλάσσετε τόν Παράδεισο καί νά
κάνετε ὑπακοή καί θά γίνετε θεοί;». Ὄντως θά γινόντουσαν θεοί! Ἀπό τό «λίαν
καλῶς», θά πήγαιναν στό «ἄριστα». Ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωσιν.
– Πότε θά γινόντουσαν θεοί;
Ἄν ἔκαναν ὑπακοή σ’ αὐτό πού τούς εἶπε. Ἦταν δύσκολο; Τόσα δέντρα εἶχαν νά
φᾶνε καί ἕνα νά μήν φᾶνε. Σιγά τό δύσκολο πράγμα. Πανεύκολο. Καί ἄν τό ἔκαναν
αὐτό, θά γινόντουσαν θεοί, θεοί κατά χάριν. Τόσο εὔκολο πράγμα καί δέν τό ἔκαναν.
Ἀκούσαμε τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶπε νά κάνουμε αὐτό πού ὁ Θεός εἶπε νά μήν
κάνουμε καί πέσαμε στήν παγίδα. Καί ἀντί νά γίνουμε θεοί, χάσαμε τήν Χάρη τοῦ
Θεοῦ καί τόν Παράδεισο καί ὅλη αὐτή τήν μακαριότητα καί τήν προοπτική καί τήν
δυνατότητα τῆς θεώσεως. Γιατί πιστέψαμε τό ψέμα, ὅτι μποροῦμε νά γίνουμε θεοί
ἀπό μόνοι μας. Σήμερα ἐπαναλαμβάνεται πάλι τό ἴδιο ψέμα καί στίς ἀνατολικές
θρησκεῖες καί στήν Δύση μέ ἄλλο ἔνδυμα. Οὐσιαστικά μᾶς λένε τό ἴδιο πράγμα:
μπορεῖς νά γίνεις θεός μόνος σου. Φοβερό πράγμα. «Μήν ἀκοῦτε τήν Ἐκκλησία πού
λέει δέν μπορεῖς νά σωθεῖς μόνος σου, πρέπει νά μπεῖς μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ
καί νά ζήσεις ἐκκλησιαστικά». Πάρα πολλοί σήμερα πού εἶναι βαφτισμένοι, εἶναι
νεκρωμένοι. Ὅπως καί σ’ ἕνα δέντρο πού ἔχει καί ξερά κλαδιά, μέ λίγο ἀέρα αὐτά τά
κλαδιά θά κοποῦν. Ἔτσι καί πάρα πολλοί χριστιανοί σήμερα. Δέν εἶναι ζωντανά
κλαδιά στό δέντρο πού λέγεται Ἐκκλησία.
Αὐτή λοιπόν ἡ αὐτοθέωση εἶναι ἡ μεγάλη πλάνη τοῦ διαβόλου πού τήν ἔχει φυτέψει
στούς ἀνθρώπους καί βέβαια ὅσοι τήν πιστεύουν μένουν μακριά ἀπό τήν πηγή τῆς
ζωῆς, τόν Χριστό. «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰω. 7,37) εἶπε ὁ
Κύριος καί ὅποιος ἔρθει «ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος»,
πού σημαίνει ὅτι θά βγοῦν ποτάμια χάρης ἀπό τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο πού θά ἑνωθεῖ μέ
τόν Χριστό. Γίνεται μετά ὁ ἴδιος πηγή ζωντανοῦ νεροῦ, ὅπου μέ τήν χάρη αὐτή
ξεδιψάει καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος καί πολλούς ἄλλους.

7
Ἕνας χαριτωμένος ἄνθρωπος λ.χ. ἅγιος, ξεκουράζει τούς πάντες. Ἕνας Ἅγιος
Παΐσιος ἔ; Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμασταν ἐκεῖ, ὅλο τό λεωφορεῖο πού κατέβαινε στίς
Καρυές πήγαινε στόν Ἅγιο Παΐσιο. Γιατί; Τόσους μοναχούς εἶχε ἡ περιοχή ἐκεῖ.
Γιατί ἀναπαυόντουσαν στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος ἦταν, σχεδόν
ἀγράμματος κι ὅμως εἵλκυε τόσο κόσμο. Ἦταν τά ποτάμια τῆς χάρης πού ἔβγαιναν
ἀπό τήν καρδιά του καί ἀκόμα βγαίνουν, γιατί διαβάζουμε τά βιβλία του καί
ξεκουραζόμαστε καί θά μᾶς ξεκουράζει στήν αἰωνιότητα. Δέχθηκε τήν θεία χάρη καί
ἔγινε κι αὐτός μιά δεύτερη πηγή ἀντλώντας ἀπό τήν μεγάλη πηγή πού εἶναι ὁ Θεός.
Ὁπότε μᾶς λέει ἡ Γραφή ὅτι ἡ Εὔα «πρῶτα εἶδε τόν καρπό», πού σημαίνει ὅτι μέχρι
τότε δέν τόν εἶχε δεῖ τόν καρπό. Ἔχει σημασία κάθε λέξη τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἀκούγοντας τόν διάβολο ρίχνει τό βλέμμα της στόν ἀπαγορευμένο καρπό. Μέχρι
τότε -καί πολύ καλά ἔκανε- προφανῶς θά σκεφτόταν «ἀφοῦ ὁ Θεός εἶπε νά μήν
φᾶμε, γιατί νά κοιτάξω;». «Έκ τοῦ ὁρᾶν τίκτεται τό ἐρᾶν», ἔλεγαν καί οἱ ἀρχαῖοι.
Ἀπό τό νά βλέπεις, μετά γεννιέται τό νά ἐπιθυμεῖς αὐτό πού βλέπεις. Ὅ,τι βλέπει ὁ
ἄνθρωπος καί σκέφτεται, αὐτό καί ἀγαπάει, αὐτό καί ἐπιθυμεῖ. Γι’ αὐτό ἔχει τεράστια
σημασία ὁ ἄνθρωπος νά ἐλέγχει τίς αἰσθήσεις του καί κατεξοχήν τά μάτια του, τό τί
βλέπει. Γιατί, μέσα ἀπό τά μάτια καί γενικῶς ἀπό ὅλες τίς αἰσθήσεις, λέει πάλι στήν
Γραφή, εἰσέρχεται ὁ θάνατος. «Ἀνέβη θάνατος διά τῶν θυρίδων» (Ἱερ. 9,21). Οἱ
θυρίδες εἶναι τά παράθυρα. Τά παράθυρα τῆς ψυχῆς, μέ τά ὁποῖα θά λέγαμε
ἐπικοινωνεῖ μέ τόν ἔξω κόσμο, εἶναι οἱ αἰσθήσεις. Ἄν δέν προσέξει λοιπόν ὁ
ἄνθρωπος τίς θυρίδες μπαίνει μέσα ἀπό αὐτές ὁ θάνατος. Ὅπως καί στήν καθημερινή
ζωή μας, ἄν ἀφήσεις στό σπίτι σου ἀνοιχτές πόρτες καί παράθυρα, ἀργά ἤ γρήγορα
θά μποῦν οἱ κλέφτες. Ἔτσι καί στήν ψυχή, ἄν δέν βάλουμε φύλακες καί δέν
ἐλέγχουμε τίς θυρίδες, μπαίνουν οἱ κλέφτες πού εἶναι οἱ δαίμονες καί μᾶς
ἀπογυμνώνουν ἀπό κάθε καλό.
Ἀφοῦ λοιπόν ἡ Εὔα εἶδε τόν καρπό, εἶδε ὅτι ἦταν ὡραῖος στήν ὄψη, τόν δοκίμασε καί
ἦταν ὡραῖος καί στήν γεύση. Τό δεύτερο λάθος. Ἀπό τό νά δεῖ, μετά ἦρθε καί στό νά
δοκιμάσει καί ἀφοῦ ἔπεσε στήν παγίδα ἔδωσε καί στόν Ἀδάμ. Στή συνέχεια ἔγινε ἡ
συνομιλία μέ τόν Θεό καί δέν ζήτησαν συγγνώμη, ἀλλά φέρθηκαν ἐγωιστικά.
– Ποιά εἶναι ἡ αἰτία πού φύγαμε ἀπό τόν Παράδεισο;
Ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια. Ὁ Θεός τούς ἔδωσε τήν εὐκαιρία καί αὐτοί ἀντί νά ποῦν
ἥμαρτον, τελικά εἶπαν: «Ἐσύ φταῖς. Ἄν δέν μοῦ ἔδινες τήν γυναῖκα, ἐγώ δέν θά τό
ἔκανα αὐτό τό λάθος». Ἡ Εὔα πάλι λέει τό φίδι. «Ἄν δέν εἶχες φτιάξει τό φίδι..». Τό
φίδι στόν Παράδεισο ἦταν τό ὡραιότερο ζῶο. Προφανῶς τότε εἶχε καί πόδια, δέν
ἦταν ὅπως στή σημερινή του ἄσχημη κατάσταση. Ἄρα Ἐσύ φταῖς πάλι. «Ἄν δέν
εἶχες κάνει τό φίδι, νά μπεῖ μέσα ὁ διάβολος, δέν θά πλανιόμουν κι ἐγώ». Φοβερό
πράγμα! Καί σήμερα τό ἴδιο λέμε μέ τρόπο ἐπιστημονικοφανή.
Εἶχε ἔρθει μιά ὁμάδα παιδιῶν στό μοναστήρι μας πρίν λίγες μέρες καί ἀνάμεσα στά
ἄλλα τέθηκε ἀπό τά παιδιά καί τό θέμα τῆς ὁμοφυλοφιλίας. Τά παιδιά πρέπει νά
ξέρετε ἔχουν πολύ μεγάλη ἀρνητική ἐπιρροή. Αὐτά πού ἐνδεχομένως ἐμεῖς ἀκοῦμε
καί γελᾶμε, στά παιδιά λόγω εὐαισθησίας γίνονται πολύ εὔκολα παγίδα. Λένε π.χ. γιά

8
τήν ὁμοφυλοφιλία: «Γιατί ὄχι; Κι αὐτοί ἄνθρωποι δέν εἶναι; Γιατί εἶναι κακό; Εἶναι
κι αὐτό κάτι ὅπως τό σύνδρομο Down». Κάτι, δηλαδή, πού κληρονομεῖται. Τό
παιδάκι πού ἔχει σύνδρομο Down δέν φταίει βέβαια. Δέν εἶναι ἁμαρτία νά ἔχεις
σύνδρομο Down. Ἄρα λένε καί ἡ ὁμοφυλοφιλία δέν εἶναι ἁμαρτία, εἶναι κάτι πού
κληρονομεῖται. Αὐτό τούς περνᾶνε καί μάλιστα ὡς ἐπιστημονική γνώση. Ἑπομένως,
«μήν δειλιάζετε, μπορεῖτε νά τό κάνετε ἄφοβα», τό λέει καί ἡ ἐπιστήμη, ἡ ψεύτικη
ἐπιστήμη. Ἡ ἀληθινή ἐπιστήμη καί οἱ Ἅγιοι μᾶς λένε ἄλλα πράγματα, ὅτι εἶναι
πάθος. Ἡ Ἁγία Γραφή λέει ξεκάθαρα ὅτι τό πάθος αὐτό μᾶς στερεῖ τήν αἰώνια ζωή.
Καί ἔρχεται σήμερα ἡ ἐπιστήμη, ὁ πονηρός δηλαδή, νά διαψεύσει τήν Ἁγία Γραφή
καί νά μᾶς πεῖ ὅτι εἶναι ἀναπόφευκτο.
Πῶς ὁ διάβολος μᾶς πλανάει καί πῶς πᾶμε νά νομιμοποιήσουμε τήν ἁμαρτία μέ ἕναν
τρόπο ἐπιστημονικοφανή! Τό ἴδιο θά πεῖ καί ὁ ψυχίατρος σέ ἕναν νέο-νέα πού θά
πάει νά τόν συμβουλευτεῖ: «ἄφησε τόν ἑαυτό σου ἐλεύθερο… χωρίς φραγμούς…
κάνε ἐλεύθερες σχέσεις.. καί θά θεραπευθεῖς ἀπό τά ψυχολογικά σου». Ἀκριβῶς τό
ἀντίθετο ἀπό αὐτό πού λέει ὁ Θεός καί ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι δηλαδή «ἄν θέλεις νά ἔχεις
ὑγεία ψυχνική καί σώματος, πρέπει νά ἔχεις ἐγκράτεια καί νά φτάσεις ἁγνός καί
καθαρός στήν εὐλογημένη ὥρα πού θά σέ στεφανώσει ὁ Χριστός, ἡ Ἐκκλησία».
Τότε θά πετύχεις καί στόν γάμο σου. Αὐτοί ὅμως λένε: «μήν ἀκοῦς αὐτά πού λένε οἱ
παπᾶδες, αὐτά σέ ἀρρωσταίνουν».
– Πόσοι βρῆκαν τήν ὑγεία τους μέ τήν ἐλεύθερη ζωή;
Κανένας. Ὅλοι ἔχουν γεμίσει μέ μύρια ὅσα ψυχολογικά καί οἰκογενειακά
προβλήματα (διαλυμένες οἰκογένειες). Λέει πολύ ὡραῖα ὁ Χρυσόστομος: «ἄν μάθει
τό παιδί νά ζεῖ ἔτσι ἐλεύθερα πρίν τόν γάμο καί μετά τόν γάμο τό ἴδιο θά κάνει, θά
συνεχίσει». Ἴσως λίγο νά κρατηθεῖ ἀπό τήν σωματική ἁμαρτία, ἀλλά πόσο θά
προσέξει τίς αἰσθήσεις του; Γιατί εἶπε ὁ Χριστός: «ἄν βλέπεις πονηρά, ἤδη κάνεις
μοιχεία στήν καρδιά σου» (Ματθ. 5,28) καί εἶναι θέμα χρόνου καί συνθηκῶν νά
μπορέσεις νά τήν κάνεις καί μέ τό σῶμα σου. Ὁ ἄνθρωπος δέν θά κάνει κατά Θεόν
ζωή μετά τόν γάμο, ἄν δέν προσέχει πρίν τόν γάμο κι ἄν δέν κάνει αὐτή τήν
συγκλονιστική μετάνοια.
– Ἀλλά γιατί νά πηγαίνουμε καί νά ἀκοῦμε αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού μᾶς
διδάσκουν τέτοια διεστραμμένα πράγματα;
Διότι ἀρέσουν καί σέ μᾶς. Ὑπάρχει αὐτή ἡ ροπή καί θέλουμε καί μιά κάλυψη. Ἀφοῦ
δέν μᾶς καλύπτει ἡ Ἐκκλησία, δέν πᾶμε στήν Ἐκκλησία. Θά πᾶμε στούς ψυχολόγους
καί στούς ψυχιάτρους, οἱ ὁποῖοι μέ ἐπιστημονικό μανδύα, Φρόυντ κ.λ.π.,
νομιμοποιοῦν τά πάθη μας. Φοβερό! Προσπαθοῦν νά μᾶς ἀπενεχοποιήσουν -ὅπως τό
λένε- καί μᾶς τά παρουσιάζουν ὡς ξεπερασμένες ἀντιλήψεις πού δέν ἰσχύουν στήν
ἐποχή μας. Εἶναι ἡ ἴδια συνταγή που εἶπε ὁ διάβολος στόν Ἀδάμ καί στήν Εὔα: «Μήν
ἀκοῦτε τί λέει ὁ Θεός. Ἐλᾶτε σέ μένα, ἐγώ θά σᾶς ἀπελευθερώσω ἀπό τίς ὑπακοές
καί τά μή καί τά ὄχι». Πήγαμε σ’ αὐτόν καί πηγαίνουμε σ’ αὐτόν καί τί βρίσκουμε;
Τόν θάνατο. «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23).
Ὁπότε φεύγουν ἀπό τόν Παράδεισο χωρίς τό τρίτο καί σπουδαιότερο στοιχεῖο, τό

9
Ἅγιο Πνεῦμα, τήν θεία χάρη, τό ὁποῖο τούς εἶχε χαρίσει τήν ἕνωση μέ τόν Θεό.
Χάνοντάς το ἔχασαν καί τήν δυνατότητα κοινωνίας μέ τόν Θεό καί, ἐπειδή ἔκαναν
ὑπακοή στόν διάβολο κάνοντας τήν ἁμαρτία, πήγαιναν ὅλοι στόν Ἅδη. Ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι μετά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, πού πρῶτοι πῆγαν στόν Ἅδη,
πήγαιναν ἐκεῖ. Ἡ προσφορά τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι μεγάλη γιατί κατέβηκε καί στόν
Ἅδη καί συνέτριψε ἐκεῖ τόν διάβολο καί ἔδωσε τήν δυνατότητα, ὄχι πάλι
ἀναγκαστικά, ἀλλά σέ ὅσους ἤθελαν ἀπό αὐτούς πού βρίσκονταν στόν Ἅδη, νά
μετανοήσουν, νά πιστέψουν καί νά ἐλευθερωθοῦν. Νά τούς χαρίσει τήν ἀληθινή ζωή,
αὐτή πού εἶχε δώσει μέ τό ἐμφύσημα καί στόν Ἀδάμ «καί ἐγένετο εἰς ψυχήν ζῶσαν».
Αὐτή τήν ἴδια ζωή τήν ξαναδίνει ὁ Χριστός μας διά τῆς Ἐκκλησίας, διά τοῦ ἑαυτοῦ
Του δηλαδή καί τήν ἔδωσε καί σ’ αὐτούς πού ἦταν στόν Ἅδη. Γι’ αὐτό κατέβηκε
στόν Ἅδη. Γι’ αὐτό πέθανε. Ἔπρεπε νά πεθάνει. Πήγαιναν κάτω ἀπό τόν Σταυρό οἱ
γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι καί Τοῦ ἔλεγαν: «κατέβα ἀπό τόν Σταυρό, σῶσε τόν
ἑαυτό Σου καί θά Σέ πιστέψουμε». Δέν θά πίστευαν. Ἀλλά ὁ Χριστός ἤθελε νά
πεθάνει, γιά νά πάει καί στόν Ἅδη καί νά ἐλευθερώσει ὅσους ἤθελαν ἀπό ἐκείνους
πού ἦταν ἤδη ὑποχείριοι στόν διάβολο. Ὅλη τήν ἀνθρωπότητα δηλαδή. Τρεῖς μέρες
ἦταν ἀρκετές. Ἔκανε κι ἐκεῖ κήρυγμα. Εἶχε πάλι προηγηθεῖ ὁ Τίμιος Πρόδρομος,
γιατί εἶχε ἀποκεφαλιστεῖ πρίν τήν Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, εἶχε κηρύξει στόν Ἅδη
καί εἶχε προετοιμάσει τίς ψυχές.
Ὁ Χριστός μας, θά λέγαμε, εἶναι πραγματικά δημοκρατικός! Δέν ἀναγκάζει κανέναν.
Παρόλο πού ξέρει πολύ καλά ὅ,τι μᾶς συμφέρει, δέν θέλει ἀναγκαστικά νά πᾶμε
κοντά Του. Αὐτός εἶναι ἡ Ζωή, ἀλλά σέβεται τήν ἐλευθερία. Κι αὐτό εἶναι τό
μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ μας ὅτι σέβεται τήν ἐλευθερία μας. Ἐνῶ ὁ διάβολος μᾶς ἐξαπατᾶ,
μᾶς λέει ψέματα, ὅπως εἶπε στήν Εὔα «ἔλα σέ μένα καί θά γίνεις θεός». Ἔγινε θεός ἡ
Εὔα μέ τό ποῦ πῆγε σ’ αὐτόν; Ἀντίθετα, ἔχασε τήν δυνατότητα τῆς θέωσης, πού
εἴπαμε ἦταν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ Θεία Χάρις.
Νά κάνουμε μία παρένθεση, γιά νά ἐξηγήσουμε τό ἑξῆς: ἡ Θεία Χάρις εἶναι ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κάνει τόν ἄνθρωπο θεό, γι’ αὐτό λέγεται καί θεοποιός. Αὐτή ἡ
Θεία Χάρις, ἡ θεοποιός, λέγεται καί Ἅγιο Πνεῦμα. Μήν τό μπερδεύουμε ὅμως μέ τό
πρόσωπο. Ἄλλο εἶναι τό πρόσωπο Ἅγιο Πνεῦμα, στό ὁποῖο δέν μετέχουμε. Οὔτε
στόν Πατέρα μετέχουμε, οὔτε στόν Υἱό, οὔτε στό Ἅγιο Πνεῦμα, ὡς πρόσωπα. Ἀλλά
μετέχουμε στήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία λέγεται Ἅγιο Πνεῦμα ἤ
Θεία Χάρις καί ἡ ὁποία εἶναι ἡ κοινή ἐνέργεια καί τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ κοινή ἐνέργεια εἶναι πού μᾶς κάνει θεούς. Ἡ θεοποιός
χάρις ἤ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁπότε, ὅταν ἀκοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πῆρε τό Ἅγιο Πνεῦμα,
δέν σημαίνει ὅτι πῆρε τό πρόσωπο, ἀλλά τήν ἐνέργεια, τήν Θεία Χάρη.
Ὁπότε χρειαζόμαστε πάλι τήν Θεία Χάρη, γιά νά κοινωνήσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μέ
τόν Χριστό. Ἔρχεται ὁ Χριστός μας, παίρνει τήν ἀνθρώπινη φύση, μᾶς κηρύττει καί
μᾶς λέει: «ἄν θέλετε πάλι νά ἀποκτήσετε κοινωνία μέ τόν Θεό, νά ἀποκαταστήσετε
τίς σχέσεις σας, νά ντυθεῖτε, ὅπως ἤσασταν ντυμένοι στόν Παράδεισο, μέ τήν Θεία
Χάρη, θά ἔρθετε διά τῆς Ἐκκλησίας, διά τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί Χρίσματος. Γι’
αὐτό ὅταν βαπτιζόμαστε λέμε: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν

10
ἐνεδύσασθε» (Γαλ. 3,27). Νά τό ροῦχο, τό ἔνδυμα πού χάσαμε. Τό ἔνδυμα εἶναι ἡ
Θεία Χάρις, ὁ Χριστός. Τώρα τό ξαναπαίρνουμε καί αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη δωρεά τοῦ
Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό σπουδαῖο πού κάνει ἡ Ἐκκλησία: ἀποκαθιστᾶ τήν κοινωνία μας
μέ τόν Χριστό. Αὐτό πού χάσαμε στόν Παράδεισο, τό ξαναπαίρνουμε τώρα.
Ἐδῶ εἶναι ἡ δική μας τραγική θέση ὅτι αὐτό τό ἔνδυμα τό ξαναβγάζουμε μετά ἤ πιό
σωστά τό λερώνουμε, τό κουρελιάζουμε καί γινόμαστε πάλι βρωμεροί μέ τίς
ἁμαρτίες καί τά πάθη μας. Καί πάλι ὅμως ὁ Θεός δέν μᾶς ἐγκαταλείπει καί μᾶς δίνει
καί δεύτερη εὐκαιρία, τήν διά τῆς μετανοίας ἀποκατάσταση τοῦ ἐνδύματος, τό ὁποῖο
ἔχουμε κουρελιάσει μετά τό Βάπτισμα μέ τίς πολλές μας ἁμαρτίες. Πρωτοπόροι σ’
αὐτό τό κουρέλιασμα εἶναι οἱ γονεῖς μας. Τό πρῶτο λάθος τό κάνουν οἱ γονεῖς στά
βαφτισμένα παιδιά. Κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά νά κουρελιάσουν αὐτό τό ἔνδυμα, τήν
χάρη. Μέχρι πού λένε ὅτι μέ τό πού βαφτίζεται τό μωρό, τό πᾶνε στό κέντρο νά
χορέψει. Εἰ δυνατόν νά τό ξεβαφτίσουμε ἀπό τήν πρώτη στιγμή δηλαδή! Εὐτυχῶς
δέν ἐξαλείφεται τό Βάπτισμα, δέν ξεβαφτίζεται. Ἀλλά ὅσο ζεῖ ἔχει αὐτή τήν χάρη.
Ἄν κάνει ὅμως καμιά πολύ μεγάλη ἁμαρτία καί ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, πέσει σέ
αἵρεση, τοῦ ξανακάνουμε χρίσμα. Στίς ἄλλες περιπτώσεις μέ τά ἄλλα ἁμαρτήματα τά
κάπως ἐλαφρύτερα ἀρκεῖ ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ μετάνοια, ὁπότε ἀποκαθίσταται τό
ἔνδυμα. Αὐτή ἡ δεύτερη εὐκαιρία εἶναι πολλαπλή εὐκαιρία. Δέν εἶναι μόνο γιά μιά
φορά. Γιατί, δυστυχῶς, πολλές φορές καί μετά τήν ἐξομολόγηση κάνουμε τά ἴδια καί
τά ἴδια.. καί πάλι ἡ ἀγάπη καί ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Αὐτή εἶναι ἡ
μεγαλοδωρεά τοῦ Θεοῦ! Ὁ Θεός κάνει τό πᾶν γιά νά μᾶς σώσει καί εἶναι κρίμα οἱ
ἄνθρωποι νά κολάζονται.
– Πόσο δύσκολο εἶναι νά πᾶς πέντε λεπτά νά ἐξομολογηθεῖς;
Γιά πέντε λεπτά νά χάσεις μιά αἰωνιότητα ἀξίζει; Γιατί μετά θάνατον δέν μπορεῖς νά
μετανοήσεις. Λένε οἱ Πατέρες: ἐν τῷ ᾽Ἄδη οὐκ ἔστι μετάνοια. Ὅ,τι κάνουμε θά τό
κάνουμε ἐδῶ. Σέ πέντε λεπτά πού κρατάει μιά ἐξομολόγηση κερδίζουμε μιά
αἰωνιότητα. Εἶναι πολύ σπουδαῖο πράγμα αὐτό καί πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεό
πού μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά ξαναβρεθοῦμε στόν Παράδεισο, νά ζήσουμε τήν
ζωή τοῦ Ἀδάμ καί ὄχι μόνο. Νά φτάσουμε κι ἐκεῖ πού θά ἔφταναν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα,
ἄν δέν ἔκαναν τήν παρακοή. Αὐτό εἶναι τό μέγα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Λέει ὁ Κύριος:
«Ἔχασες τόν δρόμο, δέν πῆγες ἐκεῖ πού ἔπρεπε νά πᾶς, ἔρχομαι Ἐγώ, κάνω αὐτό πού
δέν ἔκανες ἐσύ». Ὁ Χριστός ὡς ἄνθρωπος ἔκανε αὐτό πού δέν κάναμε ἐμεῖς στόν
Παράδεισο: ὑπακοή. Γι’ αὐτό λέει πολύ ὡραῖα ὁ Ἀπόστολος: «γενόμενος ὑπήκοος
μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. 2,8). Ὁ Χριστός δηλαδή ἔγινε ὑπήκοος,
ὑποτακτικός στόν Θεό-Πατέρα ὡς ἄνθρωπος καί μάλιστα ἔκανε ὑπακοή μέχρι
θανάτου. Ποῦ εἶναι αὐτοί πού λένε ὅτι ἡ ὑπακοή εἶναι γιά τούς καλογήρους;
Μοῦ τό εἶπαν καί μένα ὅταν εἶχα πρωτοβγεῖ ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος καί πῆγα στήν
Θεσσαλονίκη, σέ χριστιανικούς κύκλους ὑποτίθεται. «Πάτερ, νά ξέρεις ἐδῶ μήν
ψάχνεις γιά ὑπακοές καί τέτοια πράγματα». Καί νά σοῦ τό λέει ἕνας ἄνθρωπος πού
ὑποτίθεται ἦταν τριάντα-σαράντα χρόνια στό χριστιανικό ἔργο… Ἔκανε καί
ἱεραποστολή δηλαδή. Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι δέν ἔχουμε πιάσει τό νόημα, δέν ἔχουμε
καταλάβει τίποτα ἀπό τόν Χριστό, γιατί ἀκριβῶς ὁ Χριστός ἦταν ὁ τέλειος

11
ὑποτακτικός. Ἔκανε τέλεια ὑπακοή στόν Πατέρα του ὡς ἄνθρωπος. Ὡς Θεός εἶχε
πάντα τό ἴδιο θέλημα.
Εἶχε δύο θελήματα ὁ Χριστός μας. Εἶχε θεῖο θέλημα, ἀφοῦ ἦταν Θεός καί εἶχε καί τό
ἀνθρώπινο θέλημα. Πάντοτε τό ἀνθρώπινο θέλημα ὑποτασσόταν στόν Θεό, στό θεῖο
θέλημα. Καί μᾶς δίδαξε αὐτόν τόν δρόμο. Λέει: «ἐντάξει ἔχασες τόν δρόμο στόν
Παράδεισο, τώρα ἔλα μαζί Μου καί δι’ Ἐμοῦ, διά τῆς ὑπακοῆς σέ Μένα πού εἶμαι ὁ
δρόμος, πού εἶμαι ἡ ἀλήθεια, πού εἶμαι ἡ ζωή, θά ξαναπᾶς στόν Παράδεισο, ἀλλά ὄχι
ἐκεῖ πού ἦταν ὁ Ἀδάμ ὅταν ἔχασε τόν δρόμο, ἀλλά στό τέρμα στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Θά γίνεις Θεός». Διά ἄλλης ὁδοῦ τώρα, διά τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ἑνώσεως μέ τόν
Χριστό. Γι΄ αὐτό λέμε ὅτι τελικά ὁ Παράδεισος εἶναι ὁ Χριστός. Μερικοί
φαντάζονται ἕναν ὡραῖο κῆπο κ.λ.π. Δέν εἶναι αὐτό. Αὐτό εἶναι πολύ λίγο. Εἶναι ἡ
ἴδια ἡ Θεότητα πού μᾶς προσφέρεται κάθε φορά στήν Θεία Λειτουργία. Ζοῦμε τόν
Παράδεισο μέσα στήν Θεία Λειτουργία. Εἶναι ἕνα ἐρώτημα βέβαια πόσοι τόν
ζοῦμε…
– Πόσοι καταλαβαίνουν τί γίνεται μέσα στήν Θεία Λειτουργία;
Λέει ὁ ἱερέας: «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος» καί κάνει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ μέ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο πάνω στήν Ἁγία
Τράπεζα. Τί σημαίνει αὐτό; Μπαίνουμε στήν Βασιλεία. Δηλαδή ἡ Θεία Λειτουργία
οὐσιαστικά εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στήν γῆ. Ἐκείνη τήν ὥρα σταματάει ὁ χρόνος,
σταματοῦν τά πάντα. Σταματοῦν; Ἐξαρτᾶται… Ὁ νοῦς κάποιου μπορεῖ νά εἶναι στό
χωράφι του… Ἐξαρτᾶται πῶς ζεῖς τό γεγονός καί ἄν ἔχεις τήν ἀγάπη πού πρέπει νά
ἔχεις στόν Χριστό κι ἄν κάνεις αὐτά πού λέει. Ἔτσι φανερώνουμε τήν ἀγάπη μας
κάνοντας ὅ,τι λέει. Βλέπουμε ὅτι, γιά νά μποῦμε στήν Βασιλεία, χρειάζεται ὁ
Σταυρός. Μπαίνουμε στήν Βασιλεία κάνοντας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Μπαίνουμε
στόν Παράδεισο μέ τόν Σταυρό. Δέν μπορεῖς νά περάσεις κατευθείαν στήν
Ἀνάσταση, πρέπει νά περάσεις ἀπό τόν Σταυρό.
Ἡ Μεταπατερική Θεολογία, πού λέγαμε προηγουμένως, λέει μεταξύ τῶν ἄλλων «μήν
ἀκοῦτε γιά Σταυρό, μόνο γιά Ἀνάσταση, μόνο χαρά, μόνο ἀγάπη, δέν χρειάζεται
ἄσκηση, δέν χρειάζεται νηστεία». Τά λένε αὐτά ὀρθόδοξοι θεολόγοι. Τά ἀκοῦμε καί
γελᾶμε τώρα, ἀλλά μετά θά δεῖτε πού θά κυριαρχήσουν, ὅπως κυριάρχησαν καί αὐτά
περί Οἰκουμενισμοῦ. Τό ΄68 – ΄70 στή Θεολογική Σχολή ὑπῆρχε ἕνας καθηγητής
Οἰκουμενιστής καί τόν ἄκουγαν οἱ φοιτητές ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τό ἴδιο κ.λ.π.
καί γελοῦσαν. Τώρα, μετά ἀπό τριάντα-σαράντα χρόνια εἶναι ὅλοι καί ἕνας, τό πολύ
δύο πού δέν εἶναι Οἰκουμενιστές. Ἔτσι προχωράει ὁ διάβολος. Σιγά-σιγά, ὅταν ἐμεῖς
δέν ἀντιδροῦμε καί δέν λέμε τό σωστό, ἐξαπλώνεται. Διαβάλλουν λοιπόν τούς
Ἁγίους Πατέρες, διαβάλλουν τόν Χριστό καί λένε ὄχι Σταυρός, «μή λές δύσκολα
πράγματα, δέν μποροῦμε, αὐτά εἶναι γιά τούς καλόγερους, ὅλοι νά κοινωνᾶνε
ἀπροϋπόθετα, ἄσε τόν κόσμο ἐλεύθερο…».
Λέμε στήν Ἐκκλησία νά ἔλθουν ὅλοι στήν Θεία Κοινωνία ἀλλά μέ ποιά προϋπόθεση;
Μέ αὐτή πού εἶχαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί κοινωνοῦσαν καί
κάθε μέρα. Ἀλλά ποιοί κοινωνοῦσαν; Αὐτοί πού ἔκαναν πάρα πολύ ἄσκηση, αὐτοί

12
πού ἦταν συνέχεια κρεμασμένοι ἀπό τό στόμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων γιά νά ἀκοῦν
κήρυγμα, πού ἔκαναν πολλές προσευχές, πού ἔκαναν ἐλεημοσύνες, πού εἶχαν
κοινοκτημοσύνη, πού δέν εἶχαν τίποτα δικό τους καί ἦταν πολύ περισσότερο ἀπό
καλόγεροι. Καί, ἄν κάποιος δέν θά κοινωνοῦσε, μετά τό «Τάς θύρας, τάς θύρας ἐν
σοφίᾳ πρόσχωμεν» ἔβγαινε ἔξω. Τώρα τό λέμε καί δέν γίνεται τίποτα. Τότε γινότανε.
Ὅσοι δέν κοινωνοῦσαν, ἔφευγαν. Ἔκλειναν οἱ πόρτες καί ἔμεναν μέσα στήν Θεία
Λειτουργία μόνο αὐτοί πού θά κοινωνοῦσαν. Ὅποιος δέν κοινωνοῦσε καί ἔμενε
μέσα, θά ἔπρεπε νά πεῖ τόν λόγο πού δέν κοινώνησε. Σήμερα ἔχουμε τόσο
διαστραφεῖ πού θά πρέπει νά δώσουν λόγο αὐτοί πού κοινώνησαν. Βλέπετε πόσο
ἔχουμε ἀρρωστήσει! Πόσο ἔχουμε φύγει ἀπό τό ὀρθόδοξο πνεῦμα.
Ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ἡ Ζωή, εἶναι τό πᾶν. Τί ποιό καλό νά παίρνει
κανείς τήν Ζωή κάθε μέρα; Κάθε μέρα πρέπει κανονικά νά κοινωνάει ὁ χριστιανός.
Οἱ πρῶτοι χριστιανοί κοινωνοῦσαν ὅλοι. Ὄχι οἱ καλόγεροι. Δέν ὑπῆρχαν καλόγεροι
τότε ὅπως τούς ξέρουμε σήμερα, ἀλλά ζοῦσαν καλογερικότατα καί οἱ ἔγγαμοι καί οἱ
ἄγαμοι. Καί σήμερα ἔχουμε φτάσει στήν διαστροφή, νά σοῦ λένε: «γιατί
κοινώνησες;». Ἐνῶ ὑπάρχει Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας πού λέει: «Ὅποιος δέν
κοινωνεῖ, θά πρέπει νά δώσει λόγο γιατί δέν κοινώνησε, διότι ποιεῖ ἀταξία». Εἶναι
ἀταξία νά μήν κοινωνήσεις. «Κι ἄν ὁ λόγος εἶναι εὔλογος, ἐντάξει. Ἄν ὅμως δέν εἶναι
εὔλογος ὁ λόγος, ἄν εἶναι κληρικός καθαιρεῖται, ἄν εἶναι λαϊκός ἀφορίζεται». Εἶναι
βαρύ πράγμα δηλαδή νά μήν κοινωνᾶς. Ἀλλά πρέπει νά φροντίζουμε νά ἔχουμε τίς
προϋποθέσεις: φόβο Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης. Φυσικά, ἄν κάποιος εἶναι ἀδιάφορος
καί θέλει νά φάει τό Σάββατο τό βράδυ, θέλει νά πάει στόν γάμο νά χορέψει καί λέει
ἄσε τήν Θεία Κοινωνία καί πάει ἀπό ἀναβολή σέ ἀναβολή, μετά ἔρχονται τά
ψυχολογικά, τοῦ πᾶνε ὅλα ἀνάποδα κ.λ.π. Πῶς νά ἔχει εὐλογία στό σπίτι του χωρίς
τόν Χριστό;
– Καί πῶς ἔρχεται ὁ Χριστός;
Μέ τήν Θεία Κοινωνία. Ἕνας πού ἔχει κοινωνήσει εἶναι ὁ Χριστός καί ὅπου
κυκλοφορεῖ εἶναι σάν νά κυκλοφορεῖ ὁ Χριστός. Κάποτε ὁ Ἅγιος Πορφύριος
συζητοῦσε μέ ἕναν γιατρό, τόν Παπαζάχο, πολύ καλό γιατρό. Ἦταν ὁ καρδιολόγος
του. Σπουδαῖος ἄνθρωπος, καθηγητής Πανεπιστημίου. Τά παιδιά τόν ἀγαποῦσαν
πάρα πολύ. Ἦταν πολύ καλός καθηγητής. Ἐκεῖ πού τούς ἔλεγε γιά τό
καρδιογράφημα, τούς ἔβαζε καί λίγη κλασσική μουσική καί χαιρόντουσαν. Λέει
λοιπόν στόν Γέροντα: «Γέροντα πάω στό ἀμφιθέατρο καί εἶναι ἀπό κάτω ἑπτακόσια-
ὀκτακόσια παιδιά καί ὅλα μ’ ἀγαποῦν πάρα πολύ καί μέ χειροκροτοῦν κιόλας. Ἐκεῖ
πού τούς λέω γιά τά ἰατρικά καί μ’ ἀκοῦν μέ τόση προσοχή, νά μήν τούς πῶ καί κάτι
γιά τόν Χριστό;». Καί τί τοῦ ἀπαντάει ὁ Ἅγιος Πορφύριος; «Βρέ Γιωργάκη, δέν μοῦ
λές, δέν πᾶς τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία καί κοινωνᾶς;». «Πάω καί κοινωνάω
πάτερ». «Ἔ, ὅταν πᾶς καί κοινωνᾶς δέν ἔχεις τόν Χριστό μέσα σου;». «Τόν ἔχω».
«Ὅταν πᾶς στό ἀμφιθέατρο, δέν Τόν ἔχεις;». «Τόν ἔχω». «Ἔ, τότε ὁ Χριστός
κυκλοφορεῖ ἀνάμεσα στά παιδιά. Τίποτα δέν χρειάζεται νά τούς λές. Καί μόνο πού
κυκλοφορεῖς, τά παιδιά τό παίρνουν τό μήνυμα».
Δηλαδή τό σπουδαῖο δέν εἶναι νά λέμε λόγια. Κι αὐτά βοηθᾶνε. Δέν ἐννοοῦσε ὁ

13
Ἅγιος Πορφύριος νά μήν μιλᾶς γιά τόν Χριστό ἀλλά κυρίως νά ἔχεις τόν Χριστό
μέσα σου, νά Τόν κουβαλᾶς, νά εἶσαι ἑνωμένος μαζί Του. Νά ζεῖς τόν Χριστό καί
τότε καί τά λόγια σου θά ἔχουν δύναμη. Καί μιά καλημέρα ̓ πού θά πεῖς στόν ἄλλον,
θά ἔχει τόση χάρη, πού μπορεῖ νά τόν ἀλλοιώσει γιατί θά αἰσθανθεῖ τήν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ μέ τήν ὁποία εἶναι φορτισμένες οἱ λέξεις. Ὁπότε αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη
φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί ὁ Θεός μᾶς δίνει πλέον αὐτό πού θά ἔδινε καί στόν Ἀδάμ,
ἄν ἔμενε στήν ὑπακοή. Μᾶς τό δίνει λοιπόν καί τώρα διά τῆς Ἐκκλησίας, διά τῶν
μυστηρίων, διά τοῦ βαπτίσματος καί μετά διά τοῦ δευτέρου βαπτίσματος πού εἶναι ἡ
ἱερά ἐξομολόγησις, τό μυστήριο τῆς μετανοίας.
Κάτι ἄλλο ἤθελα νά σᾶς πῶ πάνω σ’ αὐτό, γιατί εἶναι σύγχρονο θέμα καί ἴσως
προβληματιστεῖτε. Εἴπαμε ὁ ἄνθρωπος ἔχει σῶμα καί ψυχή καί τό Ἅγιο Πνεῦμα,
ὅταν εἶναι βαφτισμένος. Ὄχι ὁ ἀβάφτιστος. Ὁ ἀβάφτιστος δέν Τό ἔχει. Κι αὐτή εἶναι
μιά μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ὑπερηφάνεια νά τό ξέρουμε καί νά τό λέμε
ὅτι διαφέρουμε πάρα-πάρα πολύ ἀπό τούς ἀβάφτιστους. Χωρίς αὐτό νά σημαίνει
βέβαια ὅτι θά σωθοῦμε ὅλοι ἐπειδή ἔχουμε τό βάφτισμα. Θά σωθοῦν αὐτοί πού
φύλαξαν τό βάφτισμα ἤ -ποιός τό φύλαξε; ὅλοι τό ρυπάναμε- τουλάχιστον τό
ἐπανενεργοποίησαμε μέ τήν μετάνοια.
– Ξέρετε πόσο διαφέρουμε ἀπό τούς ἀβάφτιστους;
Ὅσο διαφέρει μιά καρέκλα ἀπό ἕναν ἄνθρωπο διαφέρει ἕνας ἀβάφτιστος ἀπό ἕναν
βαφτισμένο καί πάλι λίγο λέμε. Γιατί; Γιατί ὁ ἀβάφτιστος δέν ἔχει τόν ἄκτιστο Θεό.
Ὁ βαφτισμένος ἔχει τόν ἄκτιστο Θεό. Πόσο διαφέρει τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο; Δέν
μποροῦμε νά ποῦμε. Εἶναι ἄπειρη ἀπόσταση. Πόσο διαφέρει ὁ Θεός ἀπό τόν
ἄνθρωπο; Τελείως ἄλλο πράγμα εἶναι ὁ Θεός. Καί αὐτό τό ἔχουμε. Εἶναι πολύ
μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ καί αὐτή ἡ δωρεά εἶναι πού μᾶς δίνει τήν δυνατότητα τῆς
θέωσης. Ἀξιοποιώντας τό Ἅγιο Πνεῦμα πού ἔχουμε πάρει μέ τό βάπτισμα,
ἐργαζόμενοι τίς ἐντολές, σιγά-σιγά γίνεται ὅ,τι κάνει ἕνας ζωγράφος, λέει ἕνας
πατέρας. Σιγά-σιγά, λέει, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος τηρεῖ τίς ἐντολές,
ζωγραφίζει στόν ἄνθρωπο τόν Χριστό. Καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται σιγά-σιγά
χριστοειδής, μοιάζει στόν Χριστό. Ὄχι τόσο στά ἐξωτερικά χαρακτηριστικά κι αὐτά
εἰρηνεύουν, ὀμορφαίνει ὁ ἄνθρωπος μέ τήν χάρη, ἀλλά περισσότερο στίς ἐνέργειες.
Ὅπως ὁ Χριστός ἔχει ἀγάπη – εἶναι ἀγάπη, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τηρώντας
τίς ἐντολές σιγά-σιγά γίνεται ἀγάπη. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι ταπείνωση καί ὁ
ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ γίνεται ταπεινός. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι πρᾶος καί
συγχωρητικός, ἔτσι γίνεται καί ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Χριστός ἀγαπάει τούς
πάντες, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ σιγά-σιγά μαθαίνει νά ἀγαπάει τούς πάντες
καί νά μήν περιορίζεται στόν ἑαυτό του ἤ τό πολύ-πολύ στήν οἰκογένειά του, πού
πάλι εἶναι ἕνας διευρημένος ἐγωισμός. Ἀλλά γίνεται ἕνας πραγματικά οἰκουμενικός
ἄνθρωπος. Αὐτός πού θά μοιάσει στόν Χριστό, εἶναι πού τελικά θά σωθεῖ. Καί τό
καθ’ ὁμοίωσιν πού εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι τό νά μοιάσουμε στόν Χριστό,
νά γίνουμε κι ἐμεῖς δηλαδή μικροί χριστοί μέ ἀποτέλεσμα, ὅποιος μᾶς βλέπει, νά
νιώθει σάν νά βλέπει τόν Χριστό. Νά τό ζεῖ αὐτό βλέποντας τίς ἐνέργειες τοῦ
Χριστοῦ σέ μᾶς. Τότε πιάνει καί ἡ ἱεραποστολή μας καί τά λόγια μας. Ὅταν ὁ ἄλλος

14
δεῖ σέ μᾶς τόν Χριστό, αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη ἱεραποστολή. Μπορεῖ νά μήν τοῦ
ποῦμε τίποτα. Ὅταν, ὅμως, ζήσει τήν ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ πού ἐκπέμπουμε, τοῦ
βάζουμε μιά καλή ἀνησυχία καί ἀρχίζει νά ψάχνεται καί λέει: «Γιατί νά μήν εἶμαι κι
ἐγώ σάν κι αὐτόν, πρᾶος, ἤρεμος, χωρίς ἄγχος; Πῶς τά καταφέρνει αὐτός κι ἐκεῖ πού
περιμένεις νά βρίσει, χαμογελάει; Κι ἐκεῖ πού περιμένεις νά ξεσπάσει, μιλάει μέ
ἀγάπη καί μέ γλυκύτητα;». Μπορεῖ νά σέ ρωτήσει κιόλας κι ἐκεῖ θά τοῦ πεῖς: «ὄχι
ἐγώ, ὁ Χριστός τό κάνει κι ἅμα μπεῖς στήν Ἐκκλησία σωστά θά τό ζήσεις κι ἐσύ».
Μία πλάνη πού ἔχει σχέση μέ τόν ἄνθρωπο καί μέ τά συστατικά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
αὐτή πού λέγεται «ἐγκεφαλικός θάνατος», μέ τήν ὁποία ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ἄνθρωπος
πεθαίνει, ὅταν ὁ ἐγκέφαλός του δέν λειτουργεῖ. Αὐτό εἶναι ψέμα, γιατί εἴπαμε ὅτι ὁ
ἄνθρωπος εἶναι σῶμα, ψυχή καί ὅταν εἶναι βαφτισμένος ἔχει καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ
ψυχή δέν προϋπάρχει. Ἡ ψυχή δημιουργεῖται μαζί μέ τό σῶμα ἀπό τήν στιγμή τῆς
συλλήψεως. Σύλληψη εἶναι, ὅταν ἑνώνονται τά δύο κύτταρα καί τότε ἔχουμε ἕναν
καινούριο ἄνθρωπο. Ἐκείνη τήν ὥρα ὁ ἄνθρωπος παίρνει ἀπό τόν Θεό καί ψυχή.
Πλάσσεται σιγά-σιγά, τά δύο κύτταρα γίνονται τέσσερα, πολλαπλασιάζονται καί
αὐξάνονται. Φυσικά, ἄν πάρει κανείς τά ἀρχέγονα κύτταρα, ὅπως λέγονται, καί κάνει
πειράματα, πάλι κάνει φόνο. Μπορεῖ νά μήν φαίνεται ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἀκόμα,
γιατί εἶναι μιά μπαλίτσα ἀπό κύτταρα, ἀλλά ἐφόσον ἔχει γίνει ἡ σύλληψη εἶναι
ἄνθρωπος καί ἔχει ψυχή. Ὁπότε, ὅταν ἀκοῦμε πειράματα μέ βλαστοκύτταρα,
βλαστοκύστες κ.λ.π. εἶναι φόνος, δέν ἐπιτρέπονται, γιατί φονεύουμε αὐτόν τόν
καινούριο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος πλάσσεται καί ἡ ἀρχική του μορφή εἶναι μιά μπαλίτσα
ἀπό κύτταρα.
Ἀλλά ὑπάρχει κι ἄλλη πλάνη πού ξεκινάει ἀπό μία ἄνομη ἰατρική. Τά ὄργανα τοῦ
ἀνθρώπου, ἄν ὁ ἄνθρωπος πεθάνει πραγματικά, ὄχι ἐγκεφαλικά, εἶναι ἄχρηστα γιά
τίς μεταμοσχεύσεις. Δέν μπορεῖ ἕναν πού ἔχει σταματήσει ἡ καρδιά του, νά τοῦ
πάρεις τήν καρδιά νά τήν βάλεις σέ ἕναν ζωντανό καί νά ζήσει. Δέν κολλάει τό
μόσχευμα, δέν πετυχαίνει. Θά πρέπει νά εἶναι ζωντανός, νά χτυπάει ἡ καρδιά.
Ἐφηύραν -ἐφεύρεση ἰατρική εἶναι ἀπό τήν Ἀμερική ξεκίνησε ἀπό ἕνα Πανεπιστήμιο-
τόν λεγόμενο ἐγκεφαλικό θάνατο καί εἶπαν: «ἄς χτυπάει ἡ καρδιά, ἐφόσον ὁ
ἐγκέφαλος δέν λειτουργεῖ, ἐμεῖς λέμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πέθανε». Αὐτή εἶναι πλάνη,
γιατί μπορεῖ νά πάει κανείς στόν ἄνθρωπο αὐτόν, ὁ ὁποῖος φαίνεται ὅτι δέν
ἐπικοινωνεῖ μέ τό περιβάλλον καί νά τοῦ ψάλλει ἕνα τροπάριο. Ἄν εἶναι ἄνθρωπος
τοῦ Θεοῦ μπορεῖ καί νά δακρύσει. Αὐτό σημαίνει ὅτι κατάλαβε πολύ καλά, ἀλλά
ἐπειδή ὁ ἐγκέφαλος δέν λειτουργεῖ, δέν μπορεῖ νά ἐκφράσει αὐτό πού κατάλαβε.
Σημαίνει ὅμως ὅτι ἡ ψυχή εἶναι μέσα, δέν ἔχει πεθάνει. Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη
θέση καί ἀλήθεια, ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει ὅταν ἡ ψυχή χωριστεῖ – φύγει ἀπό τό σῶμα.
Τότε πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὄχι ὅταν διαλυθεῖ ὁ ἐγκέφαλος. Ἁπλούστατα, ὅταν
διαλυθεῖ ὁ ἐγκέφαλος, ἡ ψυχή δέν μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ διά τοῦ ἐγκεφάλου. Δέν
μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά κουνήσει τά χέρια του, νά ἀνοίξει τά μάτια του κλπ. Ἀλλά
αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἔχει φύγει ἡ ψυχή, γι’ αὐτό δέν ἐπιτρέπεται νά πάρεις τά
ὄργανα ἀπό ἕναν ἄνθρωπο πού βρίσκεται σ’ αὐτή τήν κατάσταση. Ἄς λένε οἱ
γιατροί. Εἶναι φόνος, γιατί ἡ ψυχή εἶναι μέσα καί μπορεῖ ἐκείνη τήν ὥρα αὐτός ὁ

15
ἄνθρωπος νά κάνει μιά ὕστατη προσπάθεια νά κοινωνήσει μέ τόν Θεό, νά ζητάει τό
ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί πάει ὁ κάθε βάρβαρος καί τοῦ τραβάει τήν καρδιά καί τόν
σκοτώνει. Φοβερό πράγμα! Δέν ἔχουμε δικαίωμα νά τό κάνουμε αὐτό, γιατί
ἐνδεχομένως τοῦ σταματᾶμε αὐτή τήν διαδικασία. Δυστυχῶς τό παρουσιάζουν ὡς μία
μεγάλη φιλανθρωπία. Λένε ὅτι δίνουμε τά ὄργανά μας μετά θάνατον, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια
εἶναι ὅτι γιά νά σώσουμεʾ κάποιον ἄλλον τά δίνουμε πρίν τόν θάνατο, ὅσο ζοῦμε.
Ὅτι εἶναι δῆθεν ἀλτρουισμός, ὅτι εἶναι μίμηση Χριστοῦ… Εἶναι πολύ λάθος ὅλα
αὐτά πού λένε. Εἶναι μιά ἔμμεση αὐτοκτονία, ἄν τό κάνει κάποιος, γιατί ζητοῦν καί
τήν ὑπογραφή μας. Πρίν λίγα χρόνια εἶχε γίνει μεγάλο θέμα, τώρα ἔχει λίγο κοπάσει.
Πρέπει νά τά ξέρουμε, γιά νά μήν πέσουμε στήν παγίδα. Γιατί ὁ διάβολος καί τά
ψέματά του τά διαδίδει μέ ἕναν τρόπο παρουσιάζοντάς τα ὡς φιλανθρωπία. Πολλά
παρόμοια κυκλοφοροῦν ὅτι εἶναι καλά.
– Νά σᾶς πῶ ἕνα γεγονός πού συνέβη: ἦταν μία μητέρα τῆς ὁποίας ὁ γιός εἶχε μείνει
φυτό, ὅπως λέμε καί κάθε μέρα οἱ γιατροί τήν παρότρυναν νά δώσει τά ὄργανα, γιατί
τό παιδί δέν ἐπρόκειτο νά ζήσει. Πέρασαν δυό-τρεῖς-τέσσερις-ἕξι μῆνες καί τόν ἕκτο
μήνα ἀποφάσισε ἡ καημένη νά τά δώσει, ἀφοῦ δέν γινόταν τίποτα. Ἐκείνη τήν ἡμέρα
τό παιδί κούνησε τό χέρι του, τό δάχτυλό του, πού γιά ἕξι μῆνες δέν ἔκανε τίποτα.
Αὐτή βέβαια κατάλαβε ὅτι εἶναι μήνυμα ἀπ’ τόν Θεό. Μετά ἄρχισε νά ἀνοίγει λίγο
τά μάτια, νά κουνιέται καί μετά τό παιδί αὐτό ἔκανε καί οἰκογένεια! Εἶχε κάποια
κινητικά προβλήματα, ἀλλά ἔζησε. Πολλές φορές λένε οἱ γιατροί ὅτι αὐτός δέν θά
γίνει ποτέ καλά. Νά μήν λέμε «ποτέ» γιατί τά θαύματα γίνονται. Ὁ Θεός γνωρίζει…
ἀφοῦ ἡ ψυχή δέν ἔχει βγεῖ ἀπό τό σῶμα…
Νά ξέρετε ὅτι ὁ ἐφόσον ἡ ψυχή εἶναι μέσα στό σῶμα ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά
προσεύχεται. Μπορεῖ νά μιλάει. Ἔχουμε κάνει λόγο γιά τήν νοερά προσευχή πού
εἶναι προσευχή τοῦ νοῦ, μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, τόν ἐσωτερικό λόγο. Ἔχουμε καί
μέσα μας μιά φωνούλα μέ τήν ὁποία μποροῦμε νά μιλᾶμε. Νά μιλᾶμε μέ τόν ἑαυτό
μας καί νά μιλᾶμε καί στόν Θεό. Αὐτή ἡ φωνούλα εἶναι ὁ ἐνδιάθετος λόγος, ἡ
ἐσωτερική φωνή πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος καί μ’ αὐτή τήν φωνούλα κάνουμε τήν πιό
δυνατή προσευχή. Εἶναι ἡ λεγόμενη νοερά προσευχή καί αὐτή τήν προσευχή πρέπει
ὁ χριστιανός νά τήν ἀποκτήσει ὁπωσδήποτε. Ἑνός λοιπόν ἀνθρώπου πού δέν
λειτουργεῖ ὁ ἐγκέφαλος, ἡ νοερά λειτουργία καί ἡ δυνατότητα νά κάνει νοερά
προσευχή ὑπάρχει. Ἑπομένως καί ἡ δυνατότητα νά μετανοήσει ὑπάρχει καί νά
ἐκφραστεῖ στόν Θεό μέ τόν νοῦ του. Δέν μπορεῖ νά μιλήσει μέ τό στόμα ἀλλά μπορεῖ
μέ τόν νοῦ του. Γι’ αὐτό δέν ἐπιτρέπεται νά διακόψουμε αὐτή τήν διαδικασία. Εἶναι
ἔγκλημα. Καί πνευματικό ἔγκλημα. Ὄχι μόνο ἀφαιρεῖς τήν ζωή τοῦ ἄλλου, ἀλλά
ἐνδεχομένως τοῦ ἀφαιρεῖς καί τήν δυνατότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς ἀφοῦ σταματᾶς τήν
διαδικασία τῆς μετάνοιας.
Νά σᾶς πῶ ἕνα προσωπικό μου συγκλονιστικό γεγονός. Ἕνα βράδυ εἶχα πάει σέ μιά
ἐντατική κλινική. Μέ πῆρε ἕνας κύριος γιά νά διαβάσω, νά κάνω μιά προσευχή σέ
ἕναν ἄνθρωπο πού ἦταν ἐκεῖ γνωστός μας. Μέ τό πού μπῆκα μέσα ξέρετε τί
αἰσθάνθηκα; Ὅτι μπῆκα μέσα σ’ ἕνα μοναστήρι. Ἐπικρατοῦσε βέβαια ἄκρα σιωπή,
ἀκίνητοι ὅλοι σ’ ἕναν μεγάλο θάλαμο καί σκέφτηκα εἶναι σάν νά περιμένουν ὅλοι

16
τόν Χριστό. Ἔνιωθε κανείς ὅτι ὑπῆρχε μιά ἀτμόσφαιρα προσευχῆς ἐκεῖ. Δέν ἦταν
κρύοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά εἶχαν μία πολύ ὡραία προσευχητική ἀτμόσφαιρα.
Μπορεῖς νά πεῖς ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι πεθαμένοι; Νά τούς πάρουν, νά τούς
ξεριζώσουν τήν καρδιά ἄς ποῦμε; Εἶναι ἔγκλημα αὐτό τό πράγμα.
Ἀλλά βλέπετε μέσα σ’ ὅλα τά ἐγκλήματα πού μᾶς βάζει ὁ διάβολος εἶναι καί οἱ
μεταμοσχεύσεις, ἐπειδή εἶναι ἀνθρωποκτόνος. Κυριολεκτικά εἶναι ἀνθρωποκτόνος,
δηλαδή ἀγαπάει νά δολοφονεῖ, ἀγαπάει τό αἷμα. Καί ὅλους αὐτούς τούς πολέμους ὁ
διάβολος τούς ὑποκινεῖ σέ τελευταία ἀνάλυση. Φαίνεται ὅτι εἶναι ἀπό πίσω οἱ
ἑταιρεῖες πού μάχονται, οἱ μασῶνοι, οἱ ἄθεοι, οἱ τραπεζίτες κ.λ.π., ἀλλά πίσω ἀπό
ὅλους αὐτούς εἶναι ὁ σατανᾶς. Τώρα βέβαια τό βλέπουμε καί στίς ὀθόνες, κάνουν τό
σῆμα τοῦ διαβόλου γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ὅλοι αὐτοί οἱ μεγάλοι πού ἐμφανίζονται καί ὡς
φιλάνθρωποι. Ἀπό πίσω κρύβεται ὁ ἀνθρωποκτόνος.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τήν ἐπιστήμη… βάσει καί τοῦ
Ἁγίου Λουκᾶ τοῦ ἐπισκόπου Συμφερουπόλεως πού εἶχε πεῖ τό χαρακτηριστικό ὅτι:
«ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει πρόβλημα μέ τήν ἐπιστήμη». Τό πρόβλημα εἶναι ὅτι τήν
ἐπιστήμη τήν κυβερνοῦν ἄθεοι. Θεοποιοῦν πολλές φορές οἱ ἐπιστήμονες τόν ἑαυτό
τους καί αὐτό τό βλέπουμε καί πάνω στήν ἰατρική.
Ἀπ. : Νά κάνουμε μιά διάκριση. Εἶναι διαφορετικοί οἱ χῶροι. Θά ἔλεγα πιό σωστά: ἡ
πίστη μας περιλαμβάνει τά πάντα γιατί εἶναι ὁ Θεός, ὁ Χριστός μας. Ὁ Χριστός ἔχει
τά πάντα. Ἡ ἐπιστήμη τί εἶναι τώρα; Εἶναι τό προϊόν, θά λέγαμε, τῆς λογικῆς τοῦ
ἀνθρώπου, τῆς διάνοιας. Μέ τήν διάνοια ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά
ἐπεξεργἀζεται τά δεδομένα τοῦ περιβάλλοντος πού ἔρχονται μέσω τῶν αἰσθήσεων:
βλέπουμε, ἀκοῦμε, πιάνουμε, ὀσφραινόμαστε, γευόμαστε, μετρᾶμε, ζυγίζουμε…
Ὅλα αὐτά εἶναι ἐπιστημονικά δεδομένα, ἔτσι δέν εἶναι; Δέν πῆρε κανένας
ἐπιστήμονας νά μετρήσει τήν ψυχή. Τί διαστάσεις ἔχει ἡ ψυχή; Τί βάρος ἔχει ἡ ψυχή;
Δέν τά ἀκουμπάει αὐτά ἡ ἐπιστήμη. Ἤ τούς δαίμονες. Μερικοί χλευάζουν κιόλας,
λένε: «Τί εἶναι αὐτά; Δέν ὑπάρχουν». Ἀλλά σ’ αὐτό δέν μπορεῖ νά δώσει ἀπάντηση ἡ
ἐπιστήμη, νά μᾶς πεῖ ἄν ὑπάρχουν ἤ δέν ὑπάρχουν. Αὐτό θά μᾶς τό πεῖ ὁ Θεός.
Τά προϊόντα τοῦ ἐγκεφάλου, τῆς λογικῆς, εἶναι θά λέγαμε ἐπιστήμη. Ἀλλά προσέξτε
κάτι: ὁ τεχνικός πολιτισμός καί ἡ ἐπιστήμη εἶναι γιά τόν παρόντα αἰῶνα, τόν
ἀπατεῶνα, ὅπως λέμε. Καί ἀπό ὅ,τι φαίνεται, ἀπό τήν ὅλη ἐμπειρία πού ἔχουμε, δέν
βοηθᾶνε στή σωτηρία, ἀλλά μᾶλλον στέκονται καί λίγο ἐμπόδιο, ἄν ὁ ἄνθρωπος
ἀπορροφηθεῖ ἀπ’ αὐτά καί χάσει τό νόημα. Τό νόημα ποιό εἶναι; Νά κοινωνήσουμε
μέ τόν Χριστό καί ὄχι μέ τά κτίσματα. Ἡ ἐπιστήμη σέ βοηθάει νά κοινωνήσεις, νά
κατανοήσεις, νά μελετήσεις, νά χρησιμοποιήσεις, νά ἀξιοποιήσεις τά κτίσματα: τόν
ἥλιο, τό νερό, ὅλες αὐτές τίς δυνάμεις πού λέμε τῆς φύσεως κ.λ.π. Ἀλλά σέ βοηθάει
νά δεῖς τόν Θεό; Μόνο ἔμμεσα, ἄν ἔχεις καί πίστη, μελετώντας ἐπιστημονικά τήν
ὀμορφιά τοῦ σύμπαντος, τήν δύναμη τοῦ σύμπαντος, τήν τελειότητα τῶν κτισμάτων.
Ἔμμεσα κατανοεῖς ὅτι μέσα σ’ ὅλα αὐτά ὑπάρχουν οἱ λεγόμενοι «λόγοι τῶν ὄντων»,
ὅπως λένε οἱ Πατέρες. Ὑπάρχει δηλαδή ἕνας λόγος γιά τόν ὁποῖο ἔγιναν ὅλα αὐτά

17
καί ἕνας λόγος πρός τόν ὁποῖο κατευθύνονται ὅλα αὐτά. Μία ἀρχή καί ἕνα τέλος. Καί
ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἀρχή εἶναι ὁ Χριστός καί τό τέλος εἶναι
πάλι ὁ Χριστός. Καί μπορεῖς ἔτσι ἔμμεσα, διά τῆς ἐπιστήμης, μελετώντας τούς
λόγους τῶν ὄντων, ὅταν τά δεῖς σωστά καί δέν τά αὐτονομήσεις, δέν τά κάνεις
εἴδωλα, νά φτάσεις στόν Θεό. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀξία τῆς ἐπιστήμης, ὅπως λέγαμε, ὅτι
μπορεῖ νά σέ βοηθήσει νά ἀνοιχτεῖς στόν Θεό, νά δεῖς τόν Θεό βλέποντας τήν σοφία,
τήν τελειότητα, τή δύναμη, τήν ὀμορφιά, πού ὑπάρχει στά κτίσματα.
Θαυμάζουμε, γιά παράδειγμα, τόν ἔναστρο οὐρανό τό βράδυ. Λένε μάλιστα οἱ
ἐπιστήμονες ὅτι τά ἀστέρια πού βλέπουμε δέν εἶναι τίποτα μπροστά σ’ αὐτά πού δέν
βλέπουμε. Τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά ὑπάρχουν ἀστέρια καί καθένα ἀπό
αὐτά εἶναι τεράστιο. Παρόλο πού ἐμεῖς τό βλέπουμε σάν μιά κουκκίδα, μπορεῖ νά
εἶναι πολύ μεγαλύτερο ἀπό τήν γῆ. Καί αὐτά ὅλα κινοῦνται. Καί δέν κινοῦνται μόνο
πρός μία κατεύθυνση, ἀλλά περιστρέφονται καί τό ἕνα γύρω ἀπό τό ἄλλο… κάνουν
πολύπλοκες κινήσεις. Δέν ξέρω ἡ γῆ μόνο πόσες κινήσεις κάνει! Καί ὅλα αὐτά δέν
συγκρούονται μεταξύ τους. Μόνο αὐτά λίγο νά τά φιλοσοφήσουμε καί νά
ἀναρωτηθοῦμε εἶναι δυνατόν νά γίνουν μόνα τους! Οἱ ἄθεοι ἐπιστήμονες λένε ὅτι
αὐτά ἔγιναν σέ τρισεκατομμύρια χρόνια μόνα τους. Ἁπλή λογική νά βάλει κανείς
ἀποδεικνύεται τό ἀντίθετο.
Ἕνα σπίτι εἶναι δυνατό νά γίνει ἀπό μόνο του; Νά φυσήξει ὁ ἀέρας, νά μαζευτοῦν τά
μόρια τοῦ χώματος, νά ψηθοῦν, νά γίνουν τοῦβλα, νά πάει τό ἕνα πάνω στό ἄλλο, νά
ἑνωθοῦν μεταξύ τους… καί μόνο πού τά λέμε ἀκούγεται τρελό. Ἐάν ἕνα σπίτι δέν
γίνεται μόνο του, εἶναι δυνατόν ὅλο αὐτό τό σύμπαν νά ἔγινε μόνο του; Νά μήν
ὑπάρχει κάποιος Σοφός, Πάνσοφος μᾶλλον, Παντοδύναμος, Πανάγαθος, Παντέλειος,
πού νά τά κάνει ὅλα αὐτά; Κι ὅμως ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος καί λέει «ὄχι μόνα τους
ἔγιναν». Γι’ αὐτό μερικοί λένε ἡ ἀθεΐα εἶναι καί νόσος τοῦ ἐγκεφάλου, μιά μορφή
τρέλας δηλαδή, σχιζοφρένειας. Γιατί ἀντιβαίνει στήν ἴδια τήν λογική πρῶτα-πρῶτα.
Πάει κάποιος στό δάσος καί βρίσκει ἕνα ρολόι. Πρέπει νά εἶναι τρελός, γιά νά πεῖ:
«αὐτό τό ρολόι ἔγινε μέσα σέ τρισεκατομμύρια χρόνια μόνο του». Μαζεύτηκαν τά
μόρια τοῦ πλαστικοῦ, ἔκαναν πλαστικό, τοῦ σιδήρου ἔκαναν τούς δεῖκτες, μετά οἱ
δεῖκτες ἑνώθηκαν μεταξύ τους, κουρδίστηκε καί ἄρχισε νά δουλεύει. Πρέπει νά εἶναι
τρελός! Δέν γίνεται ποτέ. Τό σύμπαν πού δουλεύει πολύ πιό τέλεια ἀπό ἕνα ρολόι
εἶναι δυνατόν νά ἔγινε ἀπό μόνο του; Φιλοσοφώντας λοιπόν μ’ αὐτή τήν ἔννοια
ὄντως βοηθάει ἡ ἐπιστήμη, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐγκλωβιστεῖ σ’ αὐτά. Προπάντων
ξέρετε ποιός εἶναι ὁ μεγάλος κίνδυνος; Ἡ τεχνολογία. Ὄχι τόσο ἡ ἐπιστήμη ἡ
καθαρή πού μελετᾶμε τούς λόγους τῶν ὄντων, ἀλλά οἱ ἐφαρμογές, ὅπου ὁ ἄνθρωπος
ἀρχίζει νά θαυμάζει τά ἔργα τῶν χειρῶν του καί λέει «τί σπουδαῖος εἶμαι ἐγώ,
ἔφτιαξα καί αὐτό καί τό ἄλλο καί τό ἄλλο» καί ἀρχίζει νά φουσκώνει, νά
ὑπερηφανεύεται καί νιώθει κοσμοκράτορας καί παντοκράτορας. Καί ὁ γιατρός λέει
στήν ἰατρική κάνουμε θαύματα σήμερα, ὁ τεχνοκράτης λέει ἐμεῖς μποροῦμε νά
κάνουμε τά πάντα κ.λ.π. Καί ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Στόν ὑπερήφανο ἄνθρωπο δέν
ὑπάρχει Θεός. Ἔχει χάσει τόν Θεό. Καί τότε ὅμως ὁ Θεός δέν μᾶς ἐγκαταλείπει!
Τά χρόνια πού ἤμουν φοιτητής εἶχε γίνει ἡ πτώση τοῦ διαστημικοῦ λεωφορείου

18
Challenger. Challenger στά ἀγγλικά θά πεῖ ὁ προκαλῶν. Αὐτός πού προκαλεῖ τόν
Θεό, ὄχι τήν φύση. Τόν Θεό! Τί κρυβόταν πίσω ἀπό τό ὄνομα; Ὅτι «Ἐμεῖς κι ἄλλος
κανένας! Τώρα Θέε μου δέν σέ ἔχουμε ἀνάγκη. Κάναμε αὐτό τό λεωφορεῖο καί θά
κυκλοφοροῦμε στό διάστημα. Σέ προκαλοῦμε». Καί τί ἔγινε; Πέταξε ἕνα-δύο
δευτερόλεπτα καί κάηκε, διαλύθηκε.
Τιτανικός! Ἄλλο ναυάγιο στίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα. Καύχηση! Τούς ἔλεγαν:
«κάνετε καί μιά προσευχή στό πρῶτο ταξίδι». Καί ἀπαντοῦσαν: «Τό καράβι αὐτό
εἶναι ἀβύθιστο». Εἶχε στεγανά διαμερίσματα. Εἶχαν ὑπολογίσει ὅτι καί πέντε
διαμερίσματα νά βάλουν νερό δέν θά βούλιαζε. Στό πρῶτο ταξίδι χτυπάει σέ ἕνα
παγόβουνο καί πάει τό καράβι. Νά ποιά εἶναι ἡ δύναμή μας! Δέν τά κάνει αὐτά ὁ
Θεός. Ὁ Θεός τά παραχωρεῖ, ὁ διάβολος τά κάνει. Ὁ διάβολος βάζει τόν ἄνθρωπο νά
ὑπερηφανευτεῖ, τόν φουσκώνει, τόν φουσκώνει, τόν ἀνεβάζει, τόν ἀνεβάζει… καί
μετά τοῦ δίνει μία καί πέφτει κάτω. Ὁ Θεός τόν ἀφήνει νά τό κάνει αὐτό, γιατί ὁ
διάβολος ἔχει δικαιώματα στόν ὑπερήφανο ἄνθρωπο. Ἀποκτάει δικαιώματα. Τοῦ τά
δίνει ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, γιατί εἶναι σάν νά τοῦ λέει «διάβολε ἐγώ μαζί σου,
συνεργάτες». Καί ὁ διάβολος φυσικά τούς περιποιεῖται ἀναλόγως τούς συνεργάτες
του…
Αὐτοί πού βασανίζονται περισσότερο ἀπό ὅλους ξέρετε ποιοί εἶναι; Οἱ μάγοι, οἱ
ὁποῖοι ἔχουν ἐκχωρήσει τήν ψυχή τους στόν διάβολο. Γιατί, γιά νά γίνεις μάγος, αὐτό
κάνεις. Δίνεσαι τελείως. Κάνεις συμβόλαιο μέ τόν διάβολο. Αὐτοί βασανίζονται
χειρότερα ἀπό ὅλους. Ποῦ εἶναι αὐτοί πού λένε ὅτι εἶναι καλός ὁ διάβολος; Καί τό
λανσάρουν στά μικρά παιδιά μέ τά κινούμενα σχέδια, κάτι Γιουγκιό, μέ τέρατα κ.λ.π.
Ὅλα τά παιχνίδια εἶναι μέ τέρατα. Δέν εἶναι τυχαῖο αὐτό. Ὅλα αὐτά εἶναι
κατευθυνόμενα, γιά νά ἀγαπήσουν τόν τερατόμορφο, τόν διάβολο. Ὅτι εἶναι τάχατες
καλός. Μάλιστα ὅτι εἶναι καί ἀδικημένος ἀπό τόν «κακό» Θεό. Γιατί ὁ διάβολος
αὐτό λέει.
Κάποτε ὁ π. Παΐσιος ἔκανε προσευχή νά σωθεῖ καί ὁ διάβολος. Ἔκανε μία ἑβδομάδα
νηστεία. Μέσα στήν ἀγάπη πού εἶχε γιά ὅλους ὁ ἅγιος, λέει νά κάνω καί γι’ αὐτόν,
πλάσμα τοῦ Θεοῦ εἶναι κι αὐτός. Πλάσμα τοῦ Θεοῦ εἶναι καί ὁ διάβολος, ἄγγελος
ἦταν, πανέμορφος ἄγγελος, ὁ Ἑωσφόρος. Ἔκανε μιά ἑβδομάδα προσευχή καί
νηστεία καί τότε βλέπει τόν διάβολο σάν ἕνα μεγάλο σκυλί νά τόν κοροϊδεύει, νά τοῦ
βγάζει τήν γλῶσσα καί νά τοῦ λέει: «Γιατί λές νά μετανοήσω; Ἐγώ νά μετανοήσω; Ὁ
Θεός νά μετανοήσει πού γιά μιά σκέψη πού ἔκανα μέ ἔριξε στόν Ἅδη».
Ὑπερηφάνεια! Τόν Θεό ἀποκαλεῖ κακό πού γιά μιά σκέψη τόν γκρέμισε.
Ἔτσι τό περνᾶνε καί σήμερα. Ἰδιαίτερα στούς νέους μέ τήν ρόκ μουσική αὐτό τό
μήνυμα περνᾶνε ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἀδικημένος θεός. Καυχιέται ὅτι εἶναι καί
θεός. Δέν εἶναι θεός. Ψέμα εἶναι αὐτό. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Οὔτε ἀρχηγός στόν Ἅδη
θά εἶναι ὁ διάβολος. Τίποτα ἀπό αὐτά. Αὐτά εἶναι ἀνοησίες. Θά εἶναι ἐκεῖ καί θά
καίγεται αἰώνια. Ἀλλά βλέπετε πόσο πλανάει τούς ἀνθρώπους ὁ διάβολος! Καί πῶς
ἐμφανίζεται τάχα γιά καλός καί ἀδικημένος. Ἀλλά ἀπό πίσω κρύβει τόν θάνατο. Κι
ὅταν πᾶς κοντά του καί σέ μαγκώσει, σέ διαλύει. Γιατί ἐκτός πού εἶναι μισόθεος,
εἶναι καί μισάνθρωπος. Σέ καμιά περίπτωση δέν θέλει ὁ ἄνθρωπος νά περνάει καλά.

19
Οὔτε σ’ αὐτή τήν ζωή, οὔτε φυσικά καί στήν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτό ὅσοι
κουμπαριάζουν μαζί του, μαύρη ζωή κάνουν τελικά. Κι αὐτοί πού δῆθεν εἶναι
ἀπελευθερωμένοι καί ξεσαλώνουν καί… καί… καί…. ἄν τούς ρωτήσεις καί
ἀπαντήσουν μέ εἰλικρίνεια, θά σοῦ ποῦν: «μαύρη ζωή κάνω». Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι
φτιαγμένος γιά τόν Θεό, γιά νά κοινωνεῖ μέ τόν Θεό, γιά νά βρεῖ τόν Θεό. Κι ἄν δέν
βρεῖ τόν Θεό, εἶναι μέσα στήν μιζέρια, μέσα στήν κατάθλιψη, μέσα στά ψυχολογικά,
μέσα στήν ἀπελπισία καί μέσα στήν αὐτοκτονία. Μόνο ἄν βρεῖς τόν Θεό φεύγουν
αὐτά. Σέ καμία ἄλλη περίπτωση.
Ἐρ. : Αὐτό πού μᾶς βασανίζει ὅλους εἶναι γιατί πάντα ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ τά ὅπλα
μαζικῆς καταστροφῆς…. καί πρωτοστατοῦν οἱ Πατριάρχες, οἱ Δεσπότες κ.λ.π.
Ἀπ. : Πρῶτα-πρῶτα νά ξεκαθαρίσουμε τί ἐννοοῦμε ὅταν λέμε Ἐκκλησία. Ἡ πρώτη
πλάνη εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι οἱ παπᾶδες καί οἱ Δεσποτάδες. Αὐτό πιστεύουν οἱ
περισσότεροι. Εἶναι λάθος αὐτό. Βλέπεις τόν τάδε παπᾶ ἤ τόν τάδε δεσπότη πού
κάνει κάτι καί λές «κοίταξε ἡ Ἐκκλησία»! Ἀπό ποῦ καί ὡς ποῦ εἶναι ὁ Δεσπότης
Ἐκκλησία; Καί ὁ Νεστώριος ἦταν Πατριάρχης. Ἦταν Ἐκκλησία ὁ Νεστώριος;
Αἱρετικός ἦταν. Αἱρεσιάρχης. Καί ὁ Ἄρειος. Ὁ Ἄρειος ἦταν πρεσβύτερος καί
μάλιστα ἀσκητικότατος. Ἔκανε πολύ ἄσκηση, νήστευε πολύ, ἀλλά ἦταν πλανεμένος,
ὑποχείριο του διαβόλου, ἄκρος ἐγωιστής κι ὅταν ἀκόμα κατάλαβε ὅτι εἶχε κάνει
λάθος δέν τό ὁμολόγησε, γιατί ντρεπόταν τόν κόσμο. Καί πέθανε μέ ἕναν φοβερό
θάνατο μέσα στήν τουαλέτα βγῆκαν τά ἐντόσθιά του ἔξω. Ὁ διάβολος τόν ἔκανε νά
πεθάνει ἔτσι. Ἄρα τό πρῶτο εἶναι ὅτι Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι: πρῶτον ἡ Ἁγία Τριάδα – Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ
πρώτη, ἡ ἀρχέγονη Ἐκκλησία θά λέγαμε, εἶναι τά τρία Πρόσωπα. Μέσα σ’ αὐτή τήν
Ἐκκλησία ὁ Θεός διά τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἐνέταξε τούς Ἀγγέλους. Ὅλοι
οἱ Ἅγγελοι ἦταν λοιπόν κι αὐτοί μέλη τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὅταν ὁ Ἑωσφόρος καί ἡ ὁμάδα του ὑπερηφανεύτηκαν, βγῆκαν ἐκτός Ἐκκλησίας.
Ὅταν μετά ὁ Θεός διά τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίω Πνεύματι ἔκανε τόν ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ
καί τήν Εὔα, τούς ἔβαλε κι αὐτούς μέσα στήν Ἐκκλησία, νά κοινωνοῦν κι αὐτοί μέ
τόν Θεό. Ὅταν ἁμάρτησαν, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, βγῆκαν ἐκτός Ἐκκλησίας,.
Ὅλοι οἱ ἀπόγονοί τους λοιπόν πήγαιναν στόν Ἅδη. Ἅδης σημαίνει ἀκοινωνησία μέ
τόν Θεό, ἐκτός Ἐκκλησίας, ἦταν τό βασίλειο τοῦ διαβόλου. Ἔρχεται ὁ Χριστός καί
μᾶς δίνει τήν ἐπίγεια Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἴπαμε ὑπῆρχε πάντα μέ τήν Ἁγία
Τριάδα καί τά ὑπόλοιπα μέλη, μᾶς βάζει ὅμως καί μᾶς ξανά διά τοῦ Βαπτίσματος.
Ἑπομένως, πρέπει νά προσέχουμε ὅταν λέμε Ἐκκλησία, γιατί Ἐκκλησία εἴμαστε
ὅλοι. Ὅταν κάποιος κατηγορεῖ τόν παπᾶ ἤ τόν Δεσπότη, κατηγορεῖ ἐμένα, κατηγορεῖ
τόν ἑαυτό του, γιατί μέσα στήν Ἐκκλησία εἴμαστε ἕνα σῶμα. Μπορεῖ νά πεῖ τό ἕνα
μέλος στό ἄλλο «ἐσύ φταῖς». Ὄχι, ὅλοι φταῖμε. Ὅλοι φταῖμε γιά ὅλα καί ὁ ἕνας
ἐπηρεάζει τόν ἄλλον. Δηλαδή, ὅλοι εἴμαστε συνυπεύθυνοι καί φυσικά, ὅταν σφάλλει
κάποιος, μπορεῖ νά εἶναι καί δεσπότης καί ἱερέας. Αὐτό πού πρέπει νά κάνουμε εἶναι,
ὄχι νά τόν κατηγορήσουμε, ἀλλά μέ σωστό τρόπο νά φροντίσουμε νά τόν
βοηθήσουμε. Πρέπει νά νιώσουμε ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἕνα.

20
Ἡ Ἐκκλησία εὔχεται νά μήν γίνει πόλεμος. Ὁ πόλεμος εἶναι μιά πάρα-πάρα πολύ
δύσκολη κατάσταση καί τελικά πολύ μεγάλη ἁμαρτία. Φυσικά ἄλλο εἶναι ὁ
ἀμυντικός πόλεμος καί ἄλλο ὁ ἐπιθετικός. Ὁ ἐπιθετικός εἶναι ἁμαρτία. Ἀλλἀ καί
στόν ἀμυντικό πόλεμο, ἄν κάποιος σκοτώσει ἀμυνόμενος μετά δέν μπορεῖ νά γίνει
ἱερέας. Ὁ φόνος γιά ὅποιον λόγο κι ἄν γίνεται εἶναι ἁμαρτία. Ἔχει βέβαια κάποτε
πολλά ἐλαφρυντικά, ἀλλά εἶναι φόνος. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἔλεγε: τουφέκαγα στόν
ἀέρα. Δέν ἤθελε νά σκοτώσει. Κι ὅμως ἐπειδή εἶχε τόν ἀσύρματο κι ἔδινε
πληροφορίες ὅτι βρισκόμαστε ἐκεῖ καί πήγαιναν τά ἀεροπλάνα καί βομβάρδιζαν,
ἔλεγε: «δέν μπορῶ νά γίνω παπᾶς, ἀφοῦ σκοτώνονταν ἄνθρωποι μέ τίς ὁδηγίες πού
ἔδινα μέ τόν ἀσύρματο». Γι’ αὐτό δέν γινόταν ἱερέας, ἐνῶ πολλοί ἐπίσκοποι τοῦ
ἔλεγαν νά γίνει. Βλέπετε τί λεπτή συνείδηση εἶχε!
Ὁπότε σίγουρα εἶναι κακό ὁ πόλεμος. Καί τά ὅπλα βέβαια. Ἡ Ἐκκλησία δέν εὐλογεῖ
τό κακό σέ καμιά περίπτωση, οὔτε τόν φόνο εὐλογεῖ. Αὐτοί πού φονεύουν στόν
πόλεμο θά πάρουν ἐπιτίμιο. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται νά γίνει τό μικρότερο
κακό. Κανονικά θά ἔπρεπε νά εἴμαστε σέ τέτοια πνευματική κατάσταση πού νά
σταματᾶμε τούς Τούρκους, ὄχι μέ ὅπλα, ἀλλά μέ τήν προσευχή μας. Νά κάνουμε
θαύματα; Ναί, νά κάνουμε θαύματα. Στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ἔχουν γίνει τέτοια
θαύματα. Μία γυναίκα μέ τήν προσευχή της σταμάτησε ὁλόκληρο στρατό, τούς
κοκάλωσε. Δέν μποροῦσαν νά προχωρήσουν. Μιά Ἁγία! Ἕνας Ἅγιος! Αὐτή εἶναι ἡ
σωστή ἄμυνα. Ἀλλά ποιός θά τό κάνει αὐτό; Ὅλοι ἐκείνη τήν ὥρα λέμε νά πάρουμε
τό τουφέκι νά ὑπερασπιστοῦμε τήν οἰκογένειά μας. Ποιός λέει νά πάρω τό
κομποσκοίνι; Γιατί δέν ἔχουμε ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό. Αὐτή εἶναι ἡ σπουδαία
προσφορά ἄν θέλεις νά βοηθήσεις τήν πατρίδα σου, νά γίνεις Ἅγιος.
Ξέρετε πόσα πράγματα ἔχουν ἀλλάξει μέ τήν προσευχή τους ὁ π. Παΐσιος καί ὁ π.
Πορφύριος; Καί τά ἀλλάζουν καί τώρα εὐτυχῶς! Ἄν σώζεται ἡ Ἑλλάδα ἀκόμα, πού
κάνουμε τό πᾶν γιά νά τήν διαλύσουμε, σώζεται ἐξαιτίας τῶν προσευχῶν τῶν ἁγίων
καί τῶν μαρτύρων πού εἴχαμε καί ἔχουμε. Γιατί κι αὐτοί πού εἴχαμε καί τώρα
προσεύχονται. Δέν προσευχόντουσαν μόνο ὅταν ἦταν ἐδῶ στήν γῆ. Ὁ π. Παΐσιος καί
ὁ π. Πορφύριος ἀκόμα περισσότερο προσεύχονται τώρα. Δέν εἶναι σχήματα λόγου
αὐτά. Οἱ Ἅγιοι μᾶς σώζουν μέ τίς προσευχές τους, δέν μᾶς σώζουν τά τουφέκια μας.
Πολλά σχετικά περιστατικά ὑπάρχουν…. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι μέ τόν Γέροντα
Πορφύριο πού ἔβλεπε τό στρατηγεῖο τῶν Τούρκων καί ἔλεγε: «Πώ-πώ αὐτός τώρα
ἔχει μεγάλο θυμό». Τότε πού ἔγινε ἡ εἰσβολή στήν Κύπρο. Ἔβλεπε τούς μεγάλους
στρατηγούς τούς Τούρκους πού, ἐπειδή τούς νικούσαμε στήν Κύπρο στήν ἀρχή, τά
εἶχαν χάσει. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὅτι ἔχουν πολύ θυμό. Ἔκανε φυσικά προσευχή καί τούς
ἔβλεπε. Σέ ἄλλη μία περίπτωση πού θυμᾶμαι, ἦταν νά μᾶς κάνουν ἐπίθεση οἱ
Τούρκοι καί εἶχαν μαζέψει τόν στόλο τους. Ἔκαναν προσευχή οἱ Ἅγιοι καί τούς
εἶδαν. Καί τότε ἔγινε ἕνας σεισμός, πλάκωσε ὅλους τούς ἀρχηγούς καί οὐσιαστικά
καταστράφηκε ἡ ἡγεσία τους. Τότε πού εἶχε γίνει ὁ μεγάλος σεισμός στήν Τουρκία.
Ἔτσι νά δοῦμε τήν Ἐκκλησία. Νά γνωρίζουμε ὅτι οἱ εὐχές τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι
γιά νά εὐλογήσουμε τόν φόνο καί τά ὅπλα, ἀλλά γιά νά μήν παρεκτραποῦμε, νά μήν
ἀγριέψουμε, γιατί ὁ πόλεμος εἶναι φοβερή κατάσταση. Κάποτε ὁ Γέροντας

21
Πορφύριος εἶχε βρεθεῖ σ’ ἕνα μέρος πού εἶχε γίνει πόλεμος μεταξύ δεξιῶν καί
ἀριστερῶν. Ὁ ἀνταρτοπόλεμος. Στήν Πάρνηθα νομίζω. Εἶχε πάει στό σημεῖο ἐκεῖνο,
στό πεδίο τῆς μάχης καί ἔζησε, μέ τό χάρισμα πού εἶχε, τήν μάχη. Ξέρετε τί εἶπε;
«Καί οἱ μέν καί οἱ δέ εἶχαν γίνει θηρία ἀνήμερα». Ὁ ἕνας νά φάει τόν ἄλλον. Νά
εὔχεστε νά μήν γίνει ποτέ πόλεμος, εἶναι ἀπαίσιο πράγμα, χάνεις τήν ἀνθρωπιά σου,
χάνεις τά πάντα. Φρίκη! Ὁ διάβολος κυριεύει τούς ἀνθρώπους. Χαίρεται μέ τόν
πόλεμο. Χαίρεται μέ τά αἷματα. Σέ καμιά περίπτωση ἡ Ἐκκλησία δέν εὐλογεῖ αὐτά
τά πράγματα. Ἀλλά, ἅμα φτάσουμε -λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μας- σέ τέτοια κατάσταση;
Τί νά κάνει ἡ Ἐκκλησία; Πάλι εὔχεται. Αὐτό μπορεῖ νά κάνει. Εὔχεται τουλάχιστον
τά παιδιά της νά ἔχουν ὅσο τό δυνατόν λιγότερη πνευματική ζημιά.
Πάντα ὁ πόλεμος εἶναι πνευματική ζημιά. Καί γιά τόν πόλεμο τοῦ ΄21 λένε -δέν εἶναι
δική μου γνώμη, πολλοί τό λένε- ὅτι ἄν δέν βιαζόμαστε νά πάρουμε τά ὅπλα, θά
εἴχαμε πολύ καλύτερη ἐξέλιξη. Δηλαδή ποιά εἶναι ἡ καλύτερη ἐξέλιξη πού
ἐνδεχομένως νά εἴχαμε; Νά ἀνασυσταθεῖ τό λεγόμενο Βυζαντινό Κράτος, ἡ Ρωμανία.
Ἐμεῖς ἁρπάξαμε τά ὅπλα, δῆθεν μέ τήν δύναμή μας καί τελικά μᾶς ἔκλεισαν σ’ αὐτό
τό μικρό κρατίδιο. Ἐνῶ, θυμᾶστε πολύ καλά ὅτι ἡ Ἐπανάσταση ξεκίνησε μέ τόν
Ὑψηλάντη ἀπό τήν Ρουμανία, τήν Μολδοβλαχία, ἀπό τό Ἰάσιο. Γιατί τό ὄνειρο καί
τῶν φιλικῶν ἦταν νά ἀνασυσταθεῖ τό Βυζαντινό Κράτος. Ὅλοι οἱ Βαλκανικοί λαοί
ἦταν Ρωμιοί, ἦταν Ὀρθόδοξοι. Σκότωσαν τόν Ὑψηλάντη, σκότωσαν τόν Ρήγα
Φερραῖο οἱ «φίλοι» μας οἱ Εὐρωπαῖοι, γιά νά μᾶς κλείσουν ἐδῶ μέσα καί μᾶς ἔβαλαν
κάτω ἀπό τόν Σπερχειό. Τό πρῶτο Κράτος ἦταν κάτω ἀπό τόν Σπερχειό. Ἦταν ὑπέρ
ἡμῶν; Ἀλλά κι ἐμεῖς δέν εἴχαμε τήν πνευματική ὡριμότητα. Φαγωνόμαστε μεταξύ
μας. Μέχρι καί τόν Κολοκοτρώνη κοντέψαμε νά τόν σκοτώσουμε. Γιατί ὅλα αὐτά;
Γιά τίς ἁμαρτίες μας καί γι’ αὐτό δέν μποροῦμε νά ὀρθοποδήσουμε καί ὡς ἔθνος
ἀλλά κυρίως πνευματικά. Αὐτό εἶναι τό σπουδαιότερο. Ἔτσι γίνονται ὅλες αὐτές οἱ
προσευχές. Θά λέγαμε ἡ κατ’ οἰκονομία καί κατ’ ἀνοχή προσευχή. Μήπως αὐτό πού
λέμε στήν Ἐκκλησία: «χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα,
εἰρηνικά» εἶναι τό καλύτερο; Δέν εἶναι τό καλύτερο. Ὁ Χριστός εἶχε τέλη ἀνώδυνα;
Μέσα στόν πόνο πέθανε. Ἀνεπαίσχυντα; Μέ ἐξευτελιστικό θάνατο, πάνω στόν
Σταυρό. Εἰρηνικά; Κάθε ἄλλο! Ὁ χριστιανός δέν πρέπει νά μιμεῖται τόν Χριστό; Τά
τέλη τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά εἶναι καί δικά μας τέλη, γιά νά εἴμαστε ὅπως ὁ Χριστός.
Τότε γιατί ἡ Ἐκκλησία λέει: χριστιανά κ.λ.π. Γιά τήν δική μας ἀδυναμία τό λέει.
Γιατί δέν τό ἀντέχουμε. «Ξέρουμε Κύριε ὅτι εἶναι ἔτσι… ἀλλά δέν μποροῦμε νά τά
κάνουμε». Ὁπότε κατ’ ἀνοχή λέει ἡ Ἐκκλησία αὐτή τήν εὐχή. Ὅλα στήν Ἐκκλησία
ἔχουν τήν ἑρμηνεία τους. Νά ρωτᾶμε γιά νά μάθουμε καί νά μήν παρασυρόμαστε
ἀπό αὐτούς πού θέλουν νά χτυπήσουν τήν Ἐκκλησία. Ἕνας πού θέλει νά διαβάλλει,
ὅπως καί ὁ διάβολος, πολλά θά βρεῖ γιά νά διαβάλλει τήν Ἐκκλησία, ἐμᾶς τούς ἴδιους
δηλαδή.
Ἐρ. : Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία. Καί Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός. Ὅταν λέμε φταίει ἡ
Ἐκκλησία, εἶναι σάν νά λέμε φταίει ὁ Χριστός.
Ἀπ. : Οἱ ἄνθρωποι βέβαια εἴμαστε εὐάλωτοι καί κάνουμε λάθη. Ἡ Ἐκκλησία ὡς
σῶμα Χριστοῦ εἶναι ἀλάθητη κι αὐτό φαίνεται στίς Οἰκουμενικές Συνόδους πού εἶναι

22
ἀλάθητες. Καί ἔρχονται τώρα οἱ Μεταπατερικοί θεολόγοι, πού λέγαμε
προηγουμένως, πού ἀμφισβητοῦν καί αὐτό καί λένε: «Γιατί εἶναι ἀλάθητες οἱ
Οἰκουμενικές Σύνοδοι;». Διότι εἶναι ἀλάθητος ὁ Θεός. Οἱ Ἅγιοι πού συμμετεῖχαν σ’
αὐτές εἶχαν ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μιλοῦσαν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, γι’ αὐτό καί
εἶναι ἀλάθητες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι.
Νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό καί νά Τόν δοξάζουμε, γιατί εἴμαστε μέσα στόν χῶρο
τῆς σωτηρίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ καί εἶναι καί «κοινωνία θεώσεως»,
ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ζώντας, δηλαδή, μέσα στήν Ἐκκλησία
κοινωνοῦμε μέ τόν Θεό καί γινόμαστε θεοί κατά χάριν. Κοινωνοῦμε καί μεταξύ μας
καί γινόμαστε ἕνα καί μεταξύ μας, ὄχι μόνο ἕνα μέ τόν Χριστό καί αὐτό εἶναι ὁ
Παράδεισος. Ὅταν ζήσουμε αὐτό τό ἕνα πνεῦμα, μέσα στήν οἰκογένεια πρῶτα-
πρῶτα, μέσα στήν ἐνορία, μέσα σέ μιά τοπική Ἐκκλησία, τότε ζοῦμε τόν Παράδεισο.
Νά θέλω ὅ,τι θέλεις καί νά θέλεις ὅ,τι θέλω. Ἐδῶ βλέπετε σκοτώνονται τά ἀνδρόγυνα
μέσα στήν οἰκογένεια γιατί ἀκριβῶς ἄλλα θέλει ὁ ἕνας καί ἄλλα θέλει ὁ ἄλλος. Καί
γιατί ὁ καθένας ἔχει τό θέλημά του; Γιατί δέν θέλουν αὐτό πού θέλει ὁ Χριστός. Ὁ
καθένας ἔχει τό δικό του θέλημα, ἀντίθετο μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Ὁπότε δέν
ὑπάρχει ἕνωση. Στόν γάμο, γιά παράδειγμα, ἄν ἕνας ἀπό τούς δύο ἑνωθεῖ μέ τόν
Χριστό περνάει πολύ καλά, ἀκόμα κι ἄν ὁ ἄλλος δέν ἔχει ἑνωθεῖ, γιατί ἔχει τήν
παρηγοριά τῆς ἕνωσης μέ τόν Χριστό καί τόν ἄλλον τόν ἀγαπάει, τόν πονάει, ἀλλάζει
τό κοίταγμα.
Τό θέμα τῶν ὅπλων πρέπει νά μᾶς πονάει ὅλους. Γιατί νά ἔχουμε ὅπλα; Ὡστόσο καί
ἡ Ἁγία Γραφή λέει: «δέν τήν φοράει μάταια τήν μάχαιρα αὐτός πού ἔχει τήν κοσμική
ἐξουσία» (Ρωμ. 13,4). Γιατί δέν θέλουν ὅλοι νά εἶναι μέ τόν Χριστό! Σκεφτεῖτε νά
μήν ὑπῆρχε Ἀστυνομία… θά ἐπικρατοῦσε ἕνα χάος καί θά τρέμαμε νά πᾶμε στήν
Ἐκκλησία. Θά λέγαμε: «ἄν βγῶ ἀπ’ τό σπίτι μου, θά μέ σφάξουν, θά μέ ληστέψουν».
Ἑπομένως χρειάζονται καί τά ὄργανα τῆς τάξης. Ὄχι ὅτι τό εὐλογοῦμε, ἀλλά ἐπειδή
δέν μποροῦμε νά κάνουμε διαφορετικά. «Ἵνα ἤρεμον καί ἡσύχιον βίον διάγωμεν»
(Α΄Τιμ. 2,2) εὐχόμαστε καί γιά τούς Ἄρχοντες καί γιά τούς Βασιλεῖς καί ὅλα αὐτά.
Νά σᾶς πῶ ἕνα περιστατικό καί νά κλείσουμε μ’ αὐτό, στό ὁποῖο φαίνεται τό
μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης μέσα στήν Ἐκκλησία πού πρέπει νά νιώθουμε ὅλοι ἕνα. Ἦταν
μία γυναίκα πού πῆρε τόν κακό δρόμο. Ὁ ἄνδρας της ἦταν εὐλαβής, ἄνθρωπος τοῦ
Θεοῦ, χωρίς νά πηγαίνει πολύ στήν Ἐκκλησία, ἀλλά εἶχε ἀγάπη. Αὐτή τόν ἄφηνε καί
ἔφευγε. Στήν ἀρχή τοῦ ἔλεγε ὅτι πάει διακοπές μέ τίς φίλες της π.χ. τό καλοκαίρι καί
σιγά-σιγά κατήντησε πόρνη. Στήν Ἀμερική ζοῦσαν. Ἔμαθε κάποια στιγμή ὅτι ἡ
γυναίκα του βρισκόταν στόν Πειραιά καί ἀσώτευε καί κοιτᾶξτε ἡ ὀρθόδοξη
ἀντιμετώπιση. Δέν τῆς ἔκανε πόλεμο, νά τήν μισήσει, νά μήν θέλει νά τήν ξαναδεῖ
καί νά τήν χωρίσει. Μποροῦσε βέβαια νά τήν χωρήσει, γιατί ὑπῆρχε διαπιστωμένη
μοιχεία καί μόνο τότε ἐπιτρέπεται στό Εὐαγγέλιο νά χωρίσει κανείς. Τώρα ἔχουν
βγάλει ἕνα σωρό λόγους διαζυγίων. Ἀπαγορεύεται. Μόνο γιά λόγο μοιχείας
ἐπιτρέπεται τό διαζύγιο εἶπε ὁ Χριστός, γιατί τό μυστήριο τοῦ γάμου εἶναι ἀδιάλυτο.
Αὐτός λοιπόν ὁ ἄνθρωπος τήν ἀγαποῦσε καί προσευχόταν μέ πόνο, ὄχι τυπικά καί
ξερά. Ἔλεγε: «Θεέ μου αὐτή ἡ γυναίκα ἡ καημένη θά χάσει τήν ψυχή της μ’ αὐτό

23
πού κάνει, πῶς θά σωθεῖ..;». Τήν πονοῦσε. Καί, ὅπως ἔλεγε αὐτά τά λόγια καί
προσευχόταν, ἐκεῖ πού βρισκόταν σ’ ἕναν οὐρανοξύστη εἶδε τό ταβάνι νά ἀνοίγει,
μετά τό δεύτερο, τό τρίτο… ἄνοιξαν ὅλα τά πατώματα καί κατέβηκε ἕνα λαμπρότατο
φῶς ἀπό τόν οὐρανό καί τόν ἔλουσε. Ἦταν τό φῶς τοῦ Θεοῦ, τό ἄκτιστο φῶς.
Ἐπειδή ἀκριβῶς ἔδειξε ἀγάπη, ὑπομονή καί ἀνοχή. Νά πῶς πρέπει νά
ἀντιμετωπίζουμε τούς ἐχθρούς μας καί πῶς, ἄν νιώσουμε ἕνα μέ ὅλους, τότε ζοῦμε
σωστά ἐκκλησιαστικά. Αὐτός ἦταν πράγματι ἕνα μέ τήν γυναῖκα του, ἄσχετα ἄν
ἐκείνη δέν ἤθελε νά εἶναι ἕνα μαζί του. Αὐτή εἶναι ἡ σωστή ζωή μέσα στήν
Ἐκκλησία.
Ὁ παπᾶς καί ὁ δεσπότης εἶναι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καί πρέπει νά τούς νιώσουμε ἕνα
καί νά μήν ψάχνουμε ἀφορμή νά τούς κάνουμε κριτική. Νά ἀγαπήσουμε καί νά
ἀγαπηθοῦμε. Ἀλλά αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει μέ ἄλλον τρόπο, παρά μόνο ἄν
ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Ὅταν πέσουμε στό κέντρο καί ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό,
ὅπως λέει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος, ἑνωνόμαστε καί μεταξύ μας. Τότε πετυχαίνει καί ὁ
γάμος καί ὅλα.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

24
Ἡ παρακολούθηση καί ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας
Ἄς συνεχίσουμε σήμερα μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ τό θέμα γιά τό πῶς πρέπει νά
παρακολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας γιά νά φτάσουμε, σ΄ αὐτό πού λέμε, ἐπίγνωση τῆς
ἁμαρτωλότητάς μας. Λέγαμε ὅτι πρέπει κανείς νά φροντίζει τήν συνείδησή του, νά
τήν ἀκούει καί νά τήν καθαρίζει, γιατί ὑπάρχει καί ‘καπακωμένη’ συνείδηση, καθώς
καί διεστραμμένη συνείδηση, νά νομίζεις δηλαδή ὅτι κάνεις τό καλό, ἐνῶ κάνεις τό
κακό.
– Πῶς πρέπει νά παρακολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας;
Καί οἱ ἀρχαῖοι τό λέγανε ὅτι τό νά γνωρίσεις τόν ἑαυτό σου εἶναι ἡ πιό σπουδαία ἀπ’
ὅλες τίς γνώσεις. Ὁ ἑαυτός μας πολλές φορές εἶναι ὁ μεγάλος ἄγνωστος. Λέει κάπου
καί ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι: «ὁ ἄνθρωπος εἶναι βαθεῖα καρδία» (Ἱερ. 17,9), δηλαδή δέν
ξέρουμε οἱ ἄνθρωποι τά βάθη τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι τεράστια ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου
καί ἔχει πολύ μεγάλο βάθος. Κάνουμε κατά καιρούς πράγματα καί δέν ξέρουμε γιατί
τά κάνουμε.
Ἀπό τόν π. Παΐσιο: Ἡ παρακολούθηση καί ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ μελέτη τοῦ
ἑαυτοῦ μας: «Στόν στρατό, στίς Διαβιβάσεις, εἴχαμε δίκτυο παρακολουθήσεως καί
πίνακα ἀναγνωρίσεως. Παρακολουθούσαμε καί καταλαβαίναμε ποιός σταθμός ἦταν
ξένος καί ποιός δικός μας, γιατί μερικές φορές ἔμπαιναν ἐνδιάμεσα καί ξένοι
σταθμοί. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά παρακολουθεῖ τούς λογισμούς του καί τίς
ἐνέργειές του, γιά νά βλέπει ἄν συμφωνοῦν μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, νά πιάνει
τά σφάλματά του καί νά ἀγωνίζεται νά τά διορθώνει. Γιατί, ἄν ἄφηνει ἕνα σφάλμα
του νά περνᾶ ἀπαρατήρητο ἤ ὅταν τοῦ λέει ὁ ἄλλος κάποιο ἐλάττωμά του, δέν
κάθεται νά τό σκεφθεῖ, δέν μπορεῖ νά προκόψει πνευματικά».
Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό. Λέει ὁ Γέροντας ὅτι πρέπει νά παρακολουθεῖς τούς
λογισμούς σου καί τίς ἐνέργειές σου καί νά τούς ἐξετάζεις μέ κάποιο κριτήριο ἄν
εἶναι σωστοί ἤ ὄχι. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν σωστά κριτήρια.
– Μέ ποιό κριτήριο θά κρίνουμε τούς λογισμούς μας ἄν εἶναι καλοί ἤ ὄχι;
Τό κριτήριο εἶναι ἕνα: εἶναι ὁ Χριστός. Ἄν αὐτό πού σκέφτεσαι τό ἐγκρίνει ὁ
Χριστός ἤ ὄχι. Πρέπει νά τό γνωρίζεις. Ἄν δέν τό γνωρίζεις, πρέπει νά ρωτήσεις τόν
Πνευματικό σου: «αὐτός ὁ λογισμός πού ἔχω, ἀρέσει στόν Χριστό;». Τό κριτήριο
εἶναι πάντα ὁ Χριστός, τό σωστό κριτήριο. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἄλλα
κριτήρια. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι συνήθως τό τί κάνει ἡ πλειοψηφία, τό τί κάνουν οἱ
πολλοί. Ἀλλά αὐτό εἶναι λανθασμένο κριτήριο, γιατί «οἱ πολλοί κεῖνται ἐν τῷ
πονηρῷ» (πρβλ. Α΄ Ἰω. 5,19). Οἱ πολλοί, ὁ κόσμος, εἶναι ὑποδουλωμένοι στόν
πονηρό καί δέν κάνουν αὐτό πού ἀρέσει στόν Θεό. Ἑπομένως δέν εἶναι σωστό
κριτήριο νά κάνουμε αὐτό πού κάνουν οἱ πολλοί.
Στή Δημοκρατία, πού τόσο πλέον μᾶς ἔχουν πιπιλήσει τό μυαλό μ’ αὐτή τήν ἔννοια,
εἶναι τί λένε οἱ πολλοί, ἀποφασίζουν οἱ πολλοί -τώρα πῶς ἀποφασίζουν καί ποιοί

25
κυβερνοῦν οὐσιαστικά εἶναι ἄλλο θέμα- ἀλλά στά θέματα αὐτά τά πνευματικά δέν
πρέπει νά σκεφτόμαστε ἔτσι… δημοκρατικά… Καί ἡ ψυχολογία πού ἔχει καταλήξει
σέ κάποια συμπεράσματα, λειτουργεῖ μέ τόν ἴδιο τρόπο, τί κάνουν οἱ πολλοί. Καί
λένε: ἀφοῦ τό κάνουν οἱ πολλοί εἶναι φυσιολογικό. Δέν εἶναι φυσιολογικό. Ἐπειδή οἱ
πολλοί εἶναι ἄρρωστοι, θερωροῦμε φυσιολογικό τό ἄρρωστο. Γιατί ὅλοι ὅσοι εἶναι
ἄρρωστοι, κάνουν ἀρρωστημένα πράγματα.
– Ἐπειδή, λοιπόν, ὅλοι εἴμαστε ἄρρωστοι καί κάνουμε ἀρρωστημένα πράγματα, τό
ἄρρωστο εἶναι φυσιολογικό;
Ἄν πάρουμε σάν κριτήριο τήν πλειοψηφία, εἶναι φυσιολογικό. Ἀλλά δέν εἶναι. Τό
φυσιολογικό εἶναι αὐτό πού κάνουν οἱ κατά φύσιν ἄνθρωποι.
– Ποιοί εἶναι οἱ κατά φύσιν ἄνθρωποι;
Ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Χριστός καί ὅσοι Τόν μιμήθηκαν, δηλαδή οἱ Ἅγιοι. Ἄν θέλεις
δηλαδή νά βρεῖς τό φυσιολογικό τοῦ ἀνθρώπου, δέν πρέπει νά τό ἀναζητήσεις στήν
πλειοψηφία, στό τί κάνουν οἱ πολλοί, ἀλλά νά τό ἀναζητήσεις στόν Θεάνθρωπο,
στόν Χριστό, καί στούς ἀνθρώπους πού ἔχουν θεανθρωποιηθεῖ, στούς Ἁγίους
δηλαδή. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό καί αὐτά τά κριτήρια πρέπει νά δίνουμε καί στά
παιδιά, γιά νά τούς βάζουμε στήν καλή ἀγωνία νά παρακολουθοῦν τόν ἑαυτό τους,
ἀλλά καί νά τόν κρίνουν μέ σωστά κριτήρια.
Ἄλλο κριτήριο πού χρησιμοποιεῖ ὁ κόσμος εἶναι τί μέ κάνει ἐμένα νά νιώθω καλά.
Τελείως λάθος κι αὐτό τό κριτήριο. Ἐπειδή περνάω καλά, ἄρα εἶναι καλό αὐτό πού
κάνω καί πού ζῶ. Λάθος. Γιατί κι αὐτός πού παίρνει ναρκωτικά, ἐκείνη τήν στιγμή
περνάει καλά. Εἶναι καλό, ὅμως, αὐτό πού κάνει, πού καταστρέφει τόν ἑαυτό του;
Καθόλου καλό. Ἤ κάποιος πού παίρνει τό αὐτοκίνητο ἤ τήν μηχανή καί τρέχει μέ
250 χλμ καί παίζει κορώνα γράμματα τήν ζωή του, κάνει καλά; Φυσικά δέν κάνει
καλά, γιατί δέν πρέπει νά ἐκπειράζουμε τόν Θεό. Ἑπομένως πρέπει νά ἀποκτήσουμε
σωστά κριτήρια καί νά τά δώσουμε καί στούς ἄλλους, ἰδίως στά παιδιά μας, γιά τά
ὁποῖα εἴμαστε ὑπεύθυνοι. Τί λένε πολλές φορές οἱ γονεῖς; «Ἐγώ τό ἔκανα αὐτό;».
Δηλαδή ὁ πατέρας ἤ ἡ μάνα βάζει σάν κριτήριο τόν ἑαυτό του. Λάθος κι αὐτό. Δέν
ἔπρεπε νά κάνει κέντρο τόν ἑαυτό του. Πρέπει νά κάνει κέντρο τόν Χριστό. Νά ξέρει
τό παιδί ὅτι ὅταν κάνει κάτι λάθος, δέν προσβάλλει τόν πατέρα του ἤ τήν μάνα του,
ἀλλά κυρίως προσβάλλει τόν ἴδιο τόν Θεό.
Ὅπως λοιπόν, λέει, μπαίνουν ξένοι σταθμοί στίς διάφορες λειτουργίες αὐτές πού
εἶχαν στόν Στρατό, στίς Διαβιβάσεις, τά ἐρτζιανά κύματα ὅπως λέγονται, τά
ἠλεκτρομαγνητικά κύματα, γιατί στίς τηλεπικοινωνίες μπορεῖ νά γίνουν διάφορες
παρεμβολές, ἔτσι γίνονται παρεμβολές καί στούς λογισμούς μας ἀπό ἄλλους
«σταθμούς». Ὑπάρχουν καί ἄλλοι «σταθμοί», πού εἶναι οἱ δαίμονες, ἐκτός ἀπό τούς
λογισμούς πού φτιάχνουμε ἐμεῖς μόνοι μας ἤ ἀπό τούς λογισμούς πού μᾶς βάζει ὁ
Θεός καί ὁ Ἄγγελός μας. Ἄν λοιπόν δέν παρακολουθεῖς καί δέν ἐλέγχεις τίς
παρεμβολές καί μάλιστα μέ σωστά κριτήρια, δέν μπορεῖς νά προοδεύσεις.
Ἐπίσης ἔχουμε παρεμβολές καί ἀπό ἀνθρώπους. Ἔρχεται λ.χ. ὁ ἄλλος καί σοῦ λέει:

26
«αὐτό πού κάνεις, δέν τό κάνεις σωστά». Ἄν εἶσαι ἔξυπνος πνευματικά, δέν θά τόν
ἀπορρίψεις, οὔτε θά τόν ἀντιπαθήσεις, θά τόν ἀγαπήσεις. Εἶναι εὐλογία νά ἔρθει
κάποιος νά σοῦ ὑποδείξει ἕνα λάθος. Θά καθίσεις νά τό ἐξετάσεις, πάλι μέ κριτήριο
τόν Χριστό. Ἄν αὐτό πού σοῦ λέει, τό λέει καί ὁ Χριστός, πρέπει νά πεῖς ὅτι ἔχει
δίκαιο ὁ ἄνθρωπος καί νά τόν εὐχαριστήσεις κιόλας πού σοῦ τό εἶπε. Ἄν εἶσαι
ἐγωιστής, θά πεῖς «γιατί μέ προσβάλλεις;» ἤ θά τό πεῖς μέσα σου καί θά τόν
ἀπορρίψεις ἀμέσως. Ἀλλά ἔτσι δέν πρόκειται νά προοδεύσεις. Κι αὐτός ὁ ἄλλος
μπορεῖ νά εἶναι τό παιδί σου, μπορεῖ νά εἶναι ὁ σύζυγός σου… γι’ αύτό μᾶς ἔβαλε ὁ
Θεός μαζί. Συνήθως αὐτοί πού εἶναι κοντά μας συνέχεια, αὐτοί μᾶς κάνουν καί τή
ζωή δύσκολη. Ἀλλά αὐτούς ἄν τούς ἀξιοποιήσεις σωστά, θά προοδεύσεις. Αὐτοί σέ
ζοῦν 24 ὧρες τό 24ωρο καί σέ βλέπουν. Δέν μπορεῖς νά κρυφτεῖς. Ἐνῶ τούς ἔξω τούς
ξεγελᾶς καί λένε ὅλοι «τί καλός ἄνθρωπος!». Νά ρωτήσεις αὐτούς πού εἶναι δίπλα
σου τί γνώμη ἔχουν γιά σένα.
«Ἡ μελέτη τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἡ πιό ὠφέλιμη ἀπό ὅλες τίς μελέτες», λέει ὁ
Γέροντας. Διαβάζουμε πολλά βιβλία.
– Τόν ἑαυτό μας τόν διαβάζουμε; Τόν ἐξετάζουμε; Τόν ἀνακρίνουμε;
Κυρίως τόν ἀνακρίνουμε, τόν παρακολουθοῦμε μέ τίς σκέψεις μας καί τούς
λογισμούς μας. «Τί μοῦ ἦρθε τώρα; Τί μοῦ ἤρθε μετά; Γιατί μοῦ ἤρθε αὐτό; Γιατί
μοῦ ἔρχεται συνέχεια αὐτός ὁ λογισμός;». Μέ τό νά παρακολουθεῖς τούς λογισμούς,
βάζεις διάγνωση στό τί πάσχεις. Ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση πού ἔχει ἡ ψυχή,
παράγει καί τούς ἀνάλογους λογισμούς. Εἶσαι ὑπερήφανος, κάνεις συνέχεια
ὑπερήφανους λογισμούς. Εἶσαι φιλήδονος, θά ἔχεις φιλήδονους λογισμούς. Εἶσαι
γαστρίμαργος, θά σκέφτεσαι συνέχεια τό φαγητό. Ἀπό τούς λογισμούς μπορεῖ νά
βάλεις διάγνωση γιά τό τί πάθη ὑπάρχουν στήν ψυχή σου. Εἶναι πολύ ὡραῖο αὐτό,
πολύ σημαντικό, γιατί ἡ ἀρχή τῆς θεραπείας εἶναι ἡ διάγνωση.
– Ἄν δέν ξέρεις ἀπό τί πάσχεις, πῶς θά θερεπευθεῖς;
Νά πάρουμε στήν τύχη μερικά φάρμακα καί ὅ,τι πιάσει; Μερικές φορές οἱ γιατροί
ὅταν δέν ξέρουν ποιό μικρόβιο σέ ἔχει χτυπήσει, σοῦ δίνουν ἕνα ἀντιβιοτικό πού τό
λένε «εὐρέως φάσματος» καί λένε ὅ,τι πιάσει… ἀλλά κάνουμε καί ἐξετάσεις νά
βροῦμε τό μικρόβιο. Ὁπότε, μόλις βροῦν τό μικρόβιο, δίνουν ἀκριβῶς τό ἀντιβιοτικό
πού χρειάζεται καί τό ἐξουδετερώνουν. Ἔτσι πρέπει νά κάνουμε κι ἐμεῖς. Νά βροῦμε
ἀκριβῶς ποιό εἶναι τό μικρόβιο καί νά τό χτυπήσουμε μέ τό κατάλληλο ὅπλο, τό
ὁποῖο πάλι θά τό βρεῖς μέ τόν Πνευματικό σου, ὄχι μόνος σου, οὔτε μέσα ἀπό τά
βιβλία.
Γι’ αὐτό ὁ Θεός μᾶς στέλνει σέ ἕναν ἄνθρωπο, πού ἔχει τήν διάκριση, νά μᾶς
βοηθήσει νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας. Γιατί πολλές φορές ἀπό αὐτά πού ἀκούει ὁ
Πνευματικός, θά σοῦ πεῖ «ἔχεις ἐγωισμό» ἤ θά σοῦ πεῖ «ἔχεις κενοδοξία» ἤ θά σοῦ
πεῖ «ἔχεις φιλαυτία». Πρέπει νά τό προσέξεις αὐτό. Εἶναι πολύ σημαντικό γιά νά
καταλάβεις καί νά γνωρίσεις τόν ἑαυτό σου. Γιατί βασικά αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος
στόχος τοῦ Πνευματικοῦ: νά καταλάβεις καί νά γνωρίσεις τόν ἑαυτό σου. Πολλές
φορές οἱ ἄνθρωποι πᾶνε καί λένε κάποιους λογισμούς καί δέν ἔχουν

27
συνειδητοποιήσει τί ὑποκρύπτεται ἀπό πίσω. Ἡ μεγάλη βοήθεια τοῦ Πνευματικοῦ
εἶναι πού σοῦ ἐντοπίζει τήν ἀρρώστια. Ὅταν πᾶς στόν γιατρό, λές τά συμπτώματα,
ἀλλά δέν ξέρεις ἀπό τί πάσχεις καί σοῦ λέει ὁ γιατρός: «ἔχεις αὐτό». Ἔτσι εἶναι καί
στά πνευματικά. Εἶναι γιατρός ὁ Πνευματικός. Ἀπό τούς λογισμούς πού τοῦ λές ἤ
ἀπό τίς ἐνέργειες πού κάνεις, σοῦ λέει: ἔχεις αὐτό, αὐτό καί αὐτό, πρόσεξε αὐτό καί
αὐτό. Νά τί χρειάζεται ὁ Πνευματικός. Μπορεῖ νά στό κάνει αὐτό τό βιβλίο ἤ ὁ
ὑπολογιστής, ἄν ποῦμε ὅτι μαζεύουμε τά δεδομένα στόν ὑπολογιστή;
«Μπορεῖ κανείς νά μελετάει πολλά βιβλία, ἀλλά, ἄν δέν παρακολουθεῖ τόν ἑαυτό
του, ὅλα ὅσα διαβάζει πᾶνε χαμένα». Γι’ αὐτό καί ὅταν διαβάζετε βιβλία, νά τά
γυρίζετε στόν ἑαυτό σας. Νά λέτε: «Αὐτό πού διαβάζω, τό κάνω; Τί μπορῶ νά
κερδίσω σέ αὐτά πού κάνω ἐγώ;». «Ἄν παρακολουθεῖ τόν ἑαυτό του καί λίγο νά
μελετάει, πολύ ὠφελεῖται. Τότε ἡ συμπεριφορά του γίνεται λεπτή σέ ὅλες τίς
ἐκδηλώσεις, ἀλλιῶς κάνει χονδρά σφάλματα καί δέν τό καταλαβαίνει» καί ἔχει καί
μιά ὑπεροψία ἅμα διαβάζει πολλά βιβλία ὅτι ξέρει καί πολλά πράγματα. Ὑπάρχουν
τέτοιοι ἄνθρωποι, πού ἔχουν «τήν μόρφωση τῆς εὐσεβείας ἀλλά τήν δύναμιν αὐτῆς
ἠρνημένοι» (Β΄Τιμ. 3,5), ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἔχουμε γνώση θεωρητική γιά τά
πάθη, πῶς δημιουργεῖται τό ἕνα, πῶς δημιουργεῖται τό ἄλλο κ.λ.π. ἀλλά τήν δύναμη
τῆς εὐσεβείας τήν ἔχουμε ἀρνηθεῖ. Δηλαδή στήν ζωή μας δέν ζοῦμε αὐτά πού
διαβάζουμε. Αὐτά πού γνωρίζουμε δέν τά ζοῦμε. Τά ξέρουμε μόνο θεωρητικά καί
ἴσως κάνουμε καί ἐπίδειξη γνώσεων στούς ἄλλους καί κερδίζουμε ἀκόμα
περισσότερη πλάνη, γιατί αὐξάνει ἡ ὑπερηφάνειά μας καί ἡ κενοδοξία μας. Ἄν ὅμως
παρακολουθεῖς τόν ἑαυτό σου, τότε γίνεσαι λεπτός καί ὅλες σου οἱ ἐκδηλώσεις εἶναι
ὄμορφες καί δέν κάνεις καί χονδρά σφάλματα.
«Παρατηρῶ ἐκεῖ στό Καλύβι: Μέ βλέπουν νά κουβαλῶ τά κούτσουρα», ἐπειδή ὁ
Γέροντας, ἐκτός ἀπό τόν χειμώνα, τίς ἄλλες ἐποχές εἶχε στήν αὐλή τό ἀρχονταρίκι
του καί εἶχε κομμένους κορμούς γιά καθίσματα, τά ὁποῖα μετακινοῦσε ἀνάλογα μέ
τίς περιστάσεις. Ἦταν καί ἐξασθενημένος ἄνθρωπος καί γέροντας… Τόν ἔβλεπαν
λοιπόν οἱ ἄνθρωποι, οἱ προσκυνητές, νά κουβαλάει τά κούτσουρα «ἀπό τήν ἄλλη
ἄκρη, γιά νά καθίσουν καί ὅταν σηκώνονται νά φύγουν δέν σκέφτονται ποιός θά τά
πάει στήν θέση τους. Ἤ βλέπουν ὅτι φέρνω ἕνα κούτσουρο καί δέν ἔχει ἄλλα γιά νά
καθίσουν καί περιμένουν νά τούς τά κουβαλήσω ἐγώ». Δηλαδή τό αὐτονόητο. Ἀφοῦ
βλέπεις δέν ἔχει, πήγαινε νά βοηθήσεις λίγο τόν Γέροντα. «Ἄν σκέφτονταν λίγο, θά
ἔλεγαν: ‘’καλά, εἴμαστε πέντε-ἕξι ἄνθρωποι· θά κουβαλήσει μόνος του τόσα
κούτσουρα ἀπό τήν ἄλλη μεριά;’’, καί τάκ-τάκ θά πήγαιναν νά τά φέρουν». Φαίνεται
δηλαδή πώς δέν παρακολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας, ἀλλιῶς θά ἔλεγε κάποιος: αὐτή τήν
στιγμή τί πρέπει νά κάνω; Βλέπω ἕναν γέροντα νά κουβαλάει κούτσουρα, δέν πρέπει
νά τόν βοηθήσω;
– Γέροντα μέ ρώτησε μιά μικρή ἀδελφή: ‘’Ὁ Γέροντας ὅταν ἦταν ἀρχάριος μοναχός
δέν εἶχε πτώσεις στόν ἀγῶνα του; Δέν τοῦ περνοῦσε κανένας ἀριστερός λογισμός,
δέν ἔπεφτε σέ κατάκριση;’’.
Ἀπάντηση τοῦ Γέροντα:

28
– Ἐγώ, ὅταν συνέβαινε κάτι στόν ἀγῶνα μου ἤ μοῦ ἔλεγαν μία κουβέντα, δέν τά
περνοῦσα ἀφορολόγητα.
– Τί σημαίνει Γέροντα ἀφορολόγητα;
– Τό νά περνάει κανείς τά σφάλματά του μέ ἀδιαφορία.
Γιατί καί τά σφάλματα, σέ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι καλά, εἶναι κατά παραχώρηση
Θεοῦ. Ὁ Θεός παραχωρεῖ νά κάνουμε καί τά σφάλματα. Γιατί; Γιά νά μάθουμε μέσα
ἀπό αὐτά. Ἀφοῦ δέν μάθαμε μέ τό καλό, μέ τίς συμβουλές, μέ τήν Ἁγία Γραφή, μέ
τόν Πνευματικό μας, παραχωρεῖ ὁ Θεός νά πέσουμε, καί μέσα ἀπό τήν πτώση νά
μάθουμε αὐτό πού δέν μάθαμε μέ τό καλό καί νά διορθωθοῦμε ἀπ’ αὐτό πού πάθαμε,
ἐπειδή ὑποστήκαμε τίς συνέπειες. Ὅπως ἕνα παιδάκι πού τρώει ξύλο ἀπ’ τόν μπαμπά
του γιατί ἔκανε παρακοή. Πόσες φορές τοῦ εἶχε πεῖ ὁ μπαμπάς του: μήν τό κάνεις…
μήν τό κάνεις… μήν τό κάνεις…. Τό ἔκανε. Ἔ, μετά ἦρθε ἡ τιμωρία. Κάπως ἔτσι
γίνεται καί μέ τήν πτώση. Πόσες φορές μᾶς λέει ὁ Θεός; «Αὐτό μήν τό κάνεις».
Μετά σ’ ἀφήνει. Παραχωρεῖ νά πέσεις, νά πληγωθεῖς, νά πονέσεις λίγο, γιά νά
καταλάβεις τί σημαίνει παρακοή καί τί σημαίνει νά μήν ἀκοῦς τόν Θεό.
Ἀφορολόγητα ἔλεγε ὁ Γέροντας σημαίνει τό νά περνάει κανείς τά σφάλματά του μέ
ἀδιαφορία, νά μήν τόν ἀγγίζουν, νά περνᾶνε ἀπ’ ἔξω. Αὐτό δέν εἶναι καλό πράγμα.
Μπορεῖς νά διδαχθεῖς πάρα πολλά ἀπ’ τά σφάλματά σου καί ἀπό τούς πειρασμούς
πού σοῦ βάζουν οἱ δαίμονες. Ξέρετε στό Ἅγιο Ὄρος ἦταν κάποιος -καί εἶναι ἀκόμα
νομίζω- ὁ ὁποῖος εἶναι προχωρημένος πνευματικά. Αὐτός εἶχε γνωρίσει ὅλους τούς
μεγάλους Γέροντες, τόν π. Παΐσιο, τόν π. Πορφύριο κ.λ.π. καί τόν ρωτοῦσαν: Ἀπό
ὅλους αὐτούς τούς Γεροντάδες ἤ ἀπό τά ἄλλα πού διάβαζε τί τόν ὠφέλησε
περισσότερο; Καί λέει: «Ὅλοι αὐτοί οἱ Γεροντάδες συνέτειναν περίπου κατά 10%
στήν πνευματική μου προκοπή». «Καλά καί τό ὑπόλοιπο 90%, τί ἦταν αὐτό πού σέ
βοήθησε;». Ξέρετε τί εἶπε; «Ὁ διάβολος!». «Ὁ διάβολος σέ βοήθησε;». τοῦ λένε.
«Ναί», λέει, «μέ ὅλα αὐτά πού ἔκανε, τούς πειρασμούς, τίς δυσκολίες καί
ἐνδεχομένως καί κάποιες πτώσεις, ἔμαθα πολλά. Ἀπό αὐτά ἔμαθα καί προχώρησα».
Γι’ αὐτό ὁ Θεός ἀφήνει τόν διάβολο νά μᾶς πειράζει καί δέν τόν καταργεῖ. Ἄν τόν
‘ἀξιοποιήσουμε’ εἶναι πάρα πολύ βοηθητικός. Μέσα στήν ἀνοησία του κι αὐτός…
γιατί δέν θέλει νά μᾶς βοηθάει. Ἀλλά μέσα στήν ἀνοησία του, ἅμα ἐμεῖς εἴμαστε
ἔξυπνοι, μᾶς βοηθάει πάρα πολύ. Γιατί, μέσα ἀπ’ αὐτά πού μᾶς κάνει καί μέσα ἀπ’
τίς πτώσεις μας, μαθαίνουμε νά προχωρᾶμε καί νά μισοῦμε τό κακό καί τήν ἁμαρτία.
Ἑπομένως δέν πρέπει νά περνᾶνε τά σφάλματά μας ἀφορολόγητα, χωρίς δηλαδή νά
ἐξετάζουμε γιατί καί πῶς ἔγινε τό καθετί καί πῶς δέν θά ξαναγίνει, πῶς δέν θά τό
ξαναπάθουμε.
«Ὅπως ἡ γῆ, ὅταν σκληρυνθεῖ, ὅση βροχή καί νά πέσει, δέν ρουφάει νερό μέσα της,
ἕνα τέτοιο πράγμα συμβαίνει καί σ’ αὐτή τήν περίπτωση», ὅταν κανείς δηλαδή δέν
προσέχει τόν ἑαυτό του καί τά σφάλματά του. «Σκληρύνεται τό χωράφι τῆς καρδιᾶς
ἀπό τήν ἀδιαφορία καί ὅ,τι καί ἄν τοῦ ποῦν, ὅ,τι καί ἄν συμβεῖ, δέν τόν ἀγγίζει, γιά
νά αἰσθανθεῖ τήν ἐνοχή του καί νά μετανοήσει. Ἐγώ, ἄν ἔλεγε λ.χ. κάποιος ὅτι εἶμαι

29
ὑποκριτής, δέν ἔλεγα: ‘κακό χρόνο νά ’χει’ αὐτός πού τό εἶπε, ἀλλά ἔψαχνα νά βρῶ
τί ἦταν αὐτό πού τόν ἀνάγκασε νά πεῖ αὐτή τήν κουβέντα». Τόν προβλημάτιζε. Γιατί
τό λέει; Μήπως ἔχει δίκαιο; «Κάτι συμβαίνει, ἔλεγα. Δέν φταίει ὁ ἄλλος, κάτι δέν
πρόσεξα, κάποια ἀφορμή ἔδωσα καί παρεξήγησε τήν συμπεριφορά μου. Δέν μπορεῖ
στά καλά καθούμενα νά τό εἶπε αὐτό. Ἄν πρόσεχα καί εἶχα κινηθεῖ μέ σύνεση, δέν θά
μέ παρεξηγοῦσε. Τόν ἔβλαψα τόν ἄλλον καί θά δώσω λόγο στόν Θεό καί
προσπαθοῦσα ἀμέσως νά βρῶ τό σφάλμα μου καί νά τό διορθώσω». Βλέπετε πόσο
λεπτά καί βαθιά προχωρᾶς, ὅταν παρακολουθεῖς ὅλα αὐτά πού σοῦ λένε οἱ ἄλλοι καί
τά ἀξιοποιεῖς σωστά; Αὐτό, δηλαδή, πού γιά τόν ἄλλον θά ἦταν ἀφορμή ἁμαρτίας, νά
καταραστεῖ, νά ἀντιπαθήσει, νά μισήσει, ἐπειδή τοῦ ἔγινε παρατήρηση -δίκαιη ἤ
ἄδικη, δέν τό ἐξεταζουμε- γιά τόν Γέροντα Παΐσιο γίνεται ἀφορμή προόδου. Ψάχνει
τόν ἑαυτό του καί λέει ‘ἐδῶ ἁμαρτία ἔκανα, κάπου δέν πρόσεξα’. Ποῦ δέν πρόσεξα,
ὥστε νά κάνω τόν ἄλλον νά σκεφτεῖ ὅτι εἶμαι ὑποκριτής;
«Δέν ἐξέταζα δηλαδή πῶς τό εἶπε ὁ ἄλλος». Ὅπως συνήθως κάνουμε ἐμεῖς… «Ἄν τό
εἶπε ἀπό ζήλεια, ἀπό φθόνο, ἤ ἄν τό ἄκουσε ἀπό ἄλλον καί τό κατάλαβε ἀλλιῶς. Δέν
μέ ἀπασχολοῦσε αὐτό». Δηλαδή δέν ἔμπαινε στήν διαδικασία νά κρίνει τόν ἄλλον.
Βλέπετε; Ὁ σοφός ἄνθρωπος πάντοτε τόν ἑαυτό του κρίνει. Δέν ἀσχολεῖται μέ τόν
ἄλλον, πῶς τό εἶπε ὁ ἄλλος. «Καί τώρα σ’ ὅλες τίς περιπτώσεις αὐτό κάνω. Ἄν μοῦ
πεῖ λ.χ. κάποιος μιά κουβέντα οὔτε κοιμᾶμαι». Ὄχι γιατί θίχτηκε ὁ ἐγωισμός του ἤ ἡ
ἀξιοπρέπειά του, ἀλλά γιατί λέει, κάπου ἔφταιξα γιά νά κάνω τόν ἄλλον νά μιλήσει
ἔτσι. «Κι ἄν εἶναι ἔτσι ὅπως τά λέει ἐκεῖνος, θά στενοχωρηθῶ καί θά κοιτάξω νά
διορθωθῶ. Κι ἄν δέν εἶναι ἔτσι, πάλι θά στενοχωρηθῶ, γιατί σκέφτομαι ὅτι ἐγώ
ἔφταιξα σέ κάτι», πού δέν τό βρίσκω, ἀλλά γιά νά τό πεῖ ὁ ἀδελφός μου, σημαίνει ὅτι
κάτι ὑπάρχει. «Κάπου δέν πρόσεξα καί τόν σκανδάλισα. Δέν ρίχνω τό βάρος στόν
ἄλλον. Ἐξετάζω πῶς θά κρίνει ὁ Θεός αὐτό πού ἔκανα, ὄχι πῶς θά μέ δοῦν οἱ
ἄνθρωποι. Ἄν δέν ἐξετάζει ὁ ἄνθρωπος ἔτσι τά πράγματα, δέν ὠφελεῖται ἀπό τίποτε.
Γι’ αὐτό λέμε πολλές φορές γιά κάποιον: αὐτός ἔχει χάσει τόν ἔλεγχο. Ξέρετε πότε
χάνεται ὁ ἔλεγχος; Ὅταν δέν παρακολουθεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του. Κι ὅταν
κάποιος πάσχει στό μυαλό καί δέν ἐλέγχει τόν ἑαυτό του, ἔχει ἐλαφρυντικά. Ἀλλά
ἕνας πού ἔχει μυαλό καί δέν ἐλέγχει τίς πράξεις του, ἐπειδή δέν παρακολουθεῖ τόν
ἑαυτό του, αὐτός δέν ἔχει ἐλαφρυντικά».
Καί βλέπετε πῶς ὁ καλός Θεός μᾶς ἔχει δώσει ἕνα ὁλόκληρο σύστημα αὐτοελέγχου.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα θαυμαστό πράγμα, πού μπορεῖ καί ἐλέγχει τόν ἑαυτό του ἀνά
πᾶσα στιγμή. Εἴμαστε γεμάτοι αἰσθήσεις, μάτια, αὐτιά, ἁφή, ὅλα δίνουν πληροφορίες
στόν ἐγκέφαλο γιά μᾶς. Ὅλα αὐτά δέν εἶναι μάταια. Γιατί μᾶς τά ἔδωσε ὁ Θεός ὅλα
αὐτά; Γιατί μᾶς ἔδωσε τήν δυνατότητα; Ἀκριβῶς, γιά νά ἐλέγχουμε κάθε στιγμή στόν
ἑαυτό μας καί τούς λογισμούς μας καί τίς σκέψεις μας καί τίς κινήσεις μας καί τό
πῶς καθόμαστε καί τό πῶς μιλᾶμε, τά πάντα. Μέ σκοπό νά ζοῦμε ὅπως θέλει
Ἐκεῖνος. Νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς προδιαγραφές μας, νά ζοῦμε ἄξια τῆς
δημιουργίας καί τοῦ προορισμοῦ μας, πού εἶναι ἡ ὁμοίωσή μας μέ τόν Θεό.
«Ἡ πείρα ἀπό τίς πτώσεις μας. Ὅταν ἐξετάζετε τόν ἑαυτό σας, πολύ βοηθάει νά
παίρνετε μερικές φορές τήν ζωή σας μέ τήν σειρά, ἀπό τήν παιδική ἡλικία, γιά νά

30
βλέπετε ποῦ βρισκόσασταν, ποῦ βρίσκεστε, καί ποῦ ἔπρεπε νά βρίσκεστε. Ἄν δέν
συγκρίνετε τό παρελθόν μέ τό παρόν, δέν καταλαβαίνετε ὅτι μπορεῖ μέν νά εἶστε
κάπως σέ καλή κατάσταση, ἀλλά δέν βρίσκεστε ἐκεῖ πού ἔπρεπε νά βρίσκεστε καί
στενοχωρεῖτε τόν Θεό». Γιατί, δέν εἶναι ἁπλῶς νά εἶμαι σέ μιά κάπως καλή
κατάσταση ἀλλά καί νά προχωράω πνευματικά, νά προοδεύω. Ἔλεγε ὁ Γέροντας
Παΐσιος: ἅμα μποροῦσα νά κάνω δέκα θαύματα καί κάνω ἐννιά, αὐτό εἶναι ἁμαρτία,
εἶναι ἔλλειψη γιά μένα.
«Ὅταν εἶναι κανείς νέος καί βρίσκεται σέ μιά κατάσταση ὄχι πολύ καλή,
δικαιολογεῖται ἀλλά, ὅταν μεγαλώσει, ἄν παραμένει στήν ἴδια κατάσταση ἤ ἔχει
διορθωθεῖ λίγο, δέν δικαιολογεῖται. Ὅσο περνοῦν τά χρόνια, τόσο ὡριμάζει ὁ
ἄνθρωπος πνευματικά καί, ἄν ἀξιοποίησει τήν πείρα ἀπό τό παρελθόν, προχωρεῖ πιό
σταθερά καί πιό ταπεινά. Πολλές φορές καί τά ἀνεβοκατεβάσματα στόν ἀγῶνα
βοηθοῦν γιά μιά θετική καί σταθερή πνευματική πορεία πρός τά ἄνω».
«Τό μικρό παιδί, ὅταν ἀρχίσει νά περπατάει, ἑπόμενο εἶναι νά πάρει καί καμμιά
κουτρουβάλα ἀπό τήν σκάλα, νά χτυπήσει καί τό κεφάλι στήν κουπαστή, νά ἀνεβεῖ
καί στήν καρέκλα καί νά πέσει. Δέν καταλαβαίνει ὅτι, ἄν ἀνεβεῖ στήν καρέκλα καί
πατήσει στήν ἄκρη, θά τουμπάρει. Ὅσο ὅμως μεγαλώνει, ἀποκτάει πείρα, ὡριμάζει
καί ἀρχίζει νά προσέχει. Τήν ἄλλη φορά, σκέφτεται, ἀνέβηκα ἐκεῖ πέρα καί
τουμπάρισα, δέν θά ἀνεβῶ τώρα. Ἔτσι καί στόν ἀγῶνα μας, ὅταν ὅλα τά
παρακολουθοῦμε καί τά ἀξιοποιοῦμε γιά τό καλό, ἀποκτοῦμε πείρα, καί ἄν τήν
χρησιμοποιοῦμε πολύ μᾶς βοηθάει».
Ἰδιαίτερα πρέπει νά προσέχουμε, ὅταν ἔχουμε πέσει σέ κάποιες ἁμαρτίες, γιατί
ὑπάρχει ὁ φόβος νά τίς ἐπαναλάβουμε. Γιά νά μήν τίς ἐπαναλάβουμε, θά πρέπει νά
δοῦμε τά αἴτια, πῶς πέσαμε στή συγκεκριμένη ἁμαρτία καί νά μήν τά ξανακάνουμε.
Ὁ ἄνθρωπος πού ἁμαρτάνει μιά φορά, ἄς ποῦμε ἔχει μιά δικαιολογία, ἀλλά ἄν τό
ξανακάνει, σημαίνει πλέον ὅτι εἶναι ἀσύνετος. Δέν προσέχει τά αἴτια. Καί οἱ ἀρχαῖοι
ἔλεγαν: «Τό δίς ἐξαμαρτεῖν οὐκ ἀνδρός σοφοῦ». Σημαίνει ὅτι εἶσαι ἄσοφος, ἀνόητος.
Ἐντάξει τό ἔπαθες μιά φορά, δέν διδάχθηκες; Γιατί τό ξανακάνεις; Τό μικρό παιδί,
ἔπεσε μιά φορά, ὁπότε λέει δέν ξανανεβαίνω ἐκεῖ πέρα. Αὐτό εἶναι τό σωστό καί τό
λογικό.
«Θυμᾶμαι, στό σπίτι, στήν Κόνιτσα, εἴχαμε ἕξι ἄλογα, μεγάλα καί μικρά. Μιά μέρα
πού τά περνοῦσα ἀπό ἕνα γεφυράκι φτιαγμένο μέ κορμούς δένδρων καί σανίδια, ἕνας
σαπισμένος κορμός ὑποχώρησε καί τό πόδι τοῦ πιό μικροῦ ἀλόγου, πού ἦταν
τεσσάρων χρόνων, πιάσθηκε ἀνάμεσα στά ξύλα. Ἀπό τότε, ἄν καί ἔφτιαξα
μεγαλύτερο τό γεφυράκι καί ἔβαλα γερά ξύλα, ἐν τούτοις, ὅταν φθάναμε ἐκεῖ, τό
ἀλογάκι ἀντιστεκόταν, κουνοῦσε τό κεφάλι πέρα-δῶθε καί, ἤ ἔσπαζε τό καπίστρι καί
ἔφευγε, ἤ ἔδινε μιά καί πηδοῦσε ἀπέναντι». Δέν πατοῦσε πάνω στά ξύλα… Ἐμεῖς
μερικές φορές γινόμαστε πιό ἄλογοι ἀπό τά ἄλογα! «Ἄν τό ἄλογο τῶν τεσσάρων
χρόνων, πού εἶναι ἄλογο, χρησιμοποίησε τήν πείρα καί δέν ξαναπάτησε τό πόδι του
στό γεφύρι, πόσο μᾶλλον ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά χρησιμοποιεῖ τήν πείρα ἀπό τίς
πτώσεις του»! Βλέπετε, πῶς ὁ Γέροντας τά παρακολουθοῦσε ὅλα καί διδασκόταν
ἀπό ὅλα. Ξέρετε, τίποτα δέν εἶναι τυχαῖο στήν ζωή μας καί θά πρέπει καθετί πού μᾶς

31
στέλνει ἡ ἀγάπη καί ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ νά τό ἀξιοποιοῦμε πνευματικά καί νά
διδασκόμαστε ἀπό ὅλα καί ἀπό ὅλους, καί ἀπό τά καλά πού βλέπουμε καί ἀπό τά
ἄσχημα, ὥστε νά προχωρᾶμε πνευματικά.
Ὁ κόσμος, δηλαδή, εἶναι σάν ἕνα σχολεῖο, στό ὁποῖο ὁ δάσκαλος, ὁ ἐκπαιδευτικός,
εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καί ὅλα αὐτά τά γεγονότα πού παραχωρεῖ ὁ Θεός νά ζοῦμε,
εἶναι ἀκριβῶς γιά νά μᾶς τελειοποιήσει καί νά μᾶς ὁδηγήσει στήν Βασιλεία Του.
Ὅπως τώρα αὐτά πού ζοῦμε στήν πατρίδα μας, πού χάνουμε τήν ἐθνική μας
κυριαρχία. Ἔμαθα πρόσφατα ὅτι μέ αὐτό πού ὑπογράψαμε τό Μεσοπρόθεσμο, θά
μᾶς πάρουν σχεδόν τά πάντα καί τίς παραλίες καί ὅλα… Ὅλα αὐτά πρέπει νά μᾶς
διδάξουν κάποια πράγματα. Γιατί ὁ Θεός παραχώρησε, γιά παράδειγμα, νά μᾶς
πάρουν τίς παραλίες; Γιατί ἐμεῖς πού τίς εἴχαμε, τίς ἔχουμε κάνει Σόδομα και
Γόμορρα, νά τό πῶ πολύ ἁπλά. Λέει ὁ Θεός: δέν συμμορφώνεστε, θά σᾶς τίς πάρω.
Δέν τίς ἀξιοποίησαμε σωστά. Ὑπάρχει Κανόνας πού δέν ἐπιτρέπει νά συλλούεται
κάποιος μέ τό ἄλλο φύλο. Ποιός τηρεῖ τόν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας πού τό
ἀπαγορεύει; Δέν τόν τηροῦμε… Κι αὐτή εἶναι μία ἁμαρτία. Πόσες ἄλλες γίνονται
πολύ χειρότερες; Ὁπότε τό παραχωρεῖ ὁ Θεός. Πρέπει νά διδαχτοῦμε ἀπ’ αὐτό. Ποιοί
θά διδαχτοῦν ὅμως; Αὐτοί πού τά ἀξιοποιοῦν ὅλα αὐτά καί προβληματίζονται καί
λένε: «γιατί νά τό ἀφήσει ὁ Θεός;». Γιατί ὅλα ὁ Θεός τά ἀφήνει. Μήπως ἐμεῖς τά
κάνουμε..; Ἤ φταῖνε οἱ πολιτικοί πού κάνουν κακούς χειρισμούς; Ὄχι, ἀπό πίσω
εἶναι ὁ Θεός. Γίνονται ὅλα κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ γιά νά ὁδηγηθοῦμε στή
μετάνοια.
Νά ἐντοπίζουμε καί νά χτυπᾶμε τόν ἐχθρό:
– Γέροντα, δέν ἔχω ἀγαπήσει τήν ταπείνωση, τήν θυσία, τό νά δέχομαι τήν ἀδικία…
– Δέν εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι ὅπως τά λές. Ἐγώ δέν ἀνησυχῶ, γιατί βλέπω ὅτι ἔχει μπεῖ
μέσα σου ἡ καλή ἀνησυχία. Γρήγορα θά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τά πάθη, γιατί ἔχεις ἀρχίσει
νά πιάνεις τόν ἑαυτό σου.
Ἔχεις δηλαδή ἀρχίσει νά βάζεις διάγνωση, νά παρακολουθεῖς τόν ἑαυτό σου καί,
ὅπου σφάλλεις, νά τό καταλαβαίνεις. Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό, νά πιάνεις τά
σφάλματά σου.
«Αὐτό βοηθάει περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον ἀγῶνα. Ὅποιος πιάνει τόν ἑαυτό του,
ἀφήνει τόν παλαιό ἑαυτό του καί μπαίνει σέ σωστό πνευματικό δρόμο. Ὁ παλαιός
ἑαυτός μας κλέβει ὅ,τι κάνει ὁ καινούργιος. Ὅταν μάθουμε νά τόν πιάνουμε,
πιάνουμε ὅλους τούς κλέφτες πού μᾶς κλέβουν ὅ,τι καλό μᾶς δίνει ὁ Θεός καί μᾶς
μένει ὁ πνευματικός πλοῦτος». Πρέπει νά πιάνεις τόν κλέφτη.
– Ὁ πρῶτος κλέφτης ξέρετε ποιός εἶναι;
Ὁ λογισμός. Ὁ πρῶτος κλέφτης πού μᾶς κλέβει εἶναι ὁ λογισμός καί ἀπό τόν λογισμό
μετά πᾶμε καί στίς διάφορες ἐνέργειες πού κάνουμε τίς ἄστοχες, τίς ἁμαρτωλές.
Ὅταν, λοιπόν, πιάνεις τόν κλέφτη καί μάλιστα πιάνεις τόν ἀρχικό κλέφτη, τόν
λογισμό, μετά δέν ἐπιτρέπεις τήν κλοπή, τό σταματᾶς καί φυλᾶς τόν πνευματικό σου
πλοῦτο. Γιά παράδειγμα, πᾶς καλά, διαβάζεις, κάνεις λίγο προσευχή… καί ἔρχεται ὁ

32
κλέφτης. Ποιός εἶναι ὁ κλέφτης; Ἡ κενοδοξία: ‘ἄ, ἐσύ εἶσαι λίγο πιό κάτω ἀπ’ τούς
ἁγίους, ἕνα φωτοστέφανο σοῦ λείπει…’. Ἅμα παρακολουθεῖς τόν ἑαυτό σου, τόν
πιάνεις τόν κλέφτη. Ἄν, ὅμως, δέν παρακολουθεῖς, χάνεις ἀμέσως τήν πνευματική
σου κατάσταση μόλις δεχτεῖς αὐτόν τόν λογισμό. Ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτόν τόν λογισμό
εἶναι ὅτι δέν τό ἔκανα ἐγώ, ὁ Θεός τό ἔκανε. Ἐπίσης νά λάβεις τά μέτρα σου. Νά μή
φαίνεσαι καθόλου στά πνευματικά. Ὅσο γίνεται νά εἶναι κρυφά τά πνευματικά πού
κάνεις καί ἡ προσευχή σου καί ἡ μελέτη σου. Νά μήν προκαλεῖς τόν ἔπαινο τῶν
ἄλλων.
– Γέροντα, ὅταν λυπηθῶ πολύ γιά ἕνα σφάλμα μου, λ.χ. γιατί μίλησα ἄσχημα σέ μιά
αδελφή, αὐτό μέ βοηθάει;
Νά στενοχωρηθῶ, ἄς ποῦμε, πού κάνω ἕνα λάθος. Ἀλλά λέει πολύ νά στενοχωρηθῶ.
Λέει ὁ Γέροντας:
– Βοηθάει, ἀλλά νά προσέξεις νά μήν ξεπεράσεις και τά ὅρια. Νά λυπηθεῖς, ἀλλά νά
χαρεῖς κιόλας, γιατί σοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά ἐκδηλωθεῖ ἡ ἀρρώστια σου καί νά τήν
θεραπεύσεις.
Βλέπετε; Καί νά λυπηθεῖς καί νά χαρεῖς. Νά πού ἐφαρμόζεται κι ἐδῶ τό: «πάντοτε
χαίρετε» (Α΄Θεσ. 5,16). Νά χαίρεσαι ἀκόμα καί στίς πτώσεις σου. Γιατί νά χαίρεσαι;
Γιατί ἀποκαλύφθηκες καί ἐπιτέλους βρῆκες ἕνα μικρόβιο. Πολύ σημαντικό. Καί
ὑπάρχει κι ἄλλος λόγος νά χαρεῖς, τό ὅτι θά ἀγωνιστεῖς πλέον νά σταματήσεις τό
μικρόβιο, νά τό ἐξολοθρεύσεις. Κι ἄλλος λόγος νά χαρεῖς εἶναι ὅτι δέν πῆγες πιό
κάτω, γιατί μποροῦσες νά πᾶς ἀκόμα πιό κάτω, νά γίνεις ἀκόμα πιό κακός.
«Νά σκεφτεῖς: Γιά νά μιλήσω ἄσχημα καί νά φερθῶ ἔτσι, κάποιο πάθος ὑπῆρχε μέσα
μου καί δόθηκε αὔτη ἡ εὐκαιρία νά βγεῖ, γιά νά τό δῶ καί νά τό διορθώσω». Τί
πάθος; Μπορεῖ νά εἶναι ζήλια κρυμμένη. Νά μήν τό ἔχεις καταλάβει ὅτι ζηλεύεις τήν
ἀδελφή σου καί φανερώθηκε μ’ αὐτόν τόν ἄσχημο τρόπο πού τῆς μίλησες. Μπορεῖ
νά εἶναι φθόνος, μπορεῖ νά εἶναι ἐγωισμός, μπορεῖ νά εἶναι εὐθιξία, ὑπερηφάνεια,
φιλαυτία. Πολλές φορές βγάζουμε ἄσχημη συμπεριφορά, γιατί μᾶς ζορίζει ὁ ἄλλος
στή φιλαυτία μας. Μᾶς ζητάει κάτι κι ἐμεῖς δέν θέλουμε νά βγοῦμε ἀπ’ τό βόλεμά
μας, νά κουραστοῦμε καί θυμώνουμε, γιατί μᾶς χαλάει τήν ἡσυχία μας.
«Θά ζήτησεις φυσικά καί συγχώρηση ἀπό τήν ἀδελφή. Οἱ πτώσεις σέ βοηθοῦν νά
γνωρίσεις τόν ἑαυτό σου. Βγαίνουν ὅλα στήν ἐπιφάνεια καί σιγά-σιγά γίνεται ἡ καλή
ἐργασία. Βλέπεις, καί οἱ γιατροί μερικές φορές δίνουν στούς ἀρρώστους διάφορες
οὐσίες, γιά νά ἐκδηλωθοῦν τά συμπτώματα τῆς ἀρρώστιας καί νά κάνουν καλή
διάγνωση». Πολύ ὡραῖο εἶναι αὐτό. «Δίνουν π.χ. ζάχαρη καί κάνουν μετά ἐξέταση
αἵματος γιά νά δοῦν ἄν ἀνεβεῖ τό ζάχαρο».
– Πῶς μπορεῖς νά καταλάβεις, ἄν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι καλός;
Νά δεῖς πῶς φέρεται, ὅταν τόν ἀτιμάζουν, ὅταν τόν προσβάλλουν, ὅταν τόν ἀδικοῦν.
Εἶναι ἕνα τέστ ἰατρικό… Μποροῦμε νά ποῦμε τό κάνει ὁ Ἰατρός, ὁ Θεός. Σοῦ
στέλνει μιά ἀτιμία, μιά προσβολή, γιά νά δεῖς τήν ἀρρώστια σου, νά δεῖς πόσο
ἐγωισμό ἔχεις. Τότε φαίνεται ὁ ἐγωισμός. Ὅταν σέ χαϊδεύουν καί σοῦ λένε ‘τί καλή

33
πού εἶσαι..’, τότε ὅλοι καλοί εἴμαστε! Ὅταν σέ βρίζουν καί σέ ἀδικοῦν καί σέ
ζημιώνουν, πῶς συμπεριφέρεσαι; Εἶναι σάν τό γιατρό πού σοῦ δίνει ἐπίτηδες ἕνα
φάρμακο, γιά νά δεῖ ἄν εἶσαι ἄρρωστος ἤ ὄχι.
«Στόν πνευματικό ἀγῶνα χρειάζεται νά ἐπισημαίνουμε τά ἀδύνατα σημεῖα τοῦ
χαρακτήρα μας, τά ἐλαττώματά μας καί ὕστερα νά προσπαθοῦμε νά χτυπᾶμε ἐκεῖ».
Μήν ψάχνεις νά βρεῖς τίς ἀρετές σου. Ἄς μήν ξέρεις πόσο καλός εἶσαι. Αὐτό ἄς τό
ξέρει ὁ Θεός. Πού δέν εἶσαι καθόλου καλός… Γιατί ὅλη ἡ καλοσύνη -ἄν ἔχουμε-
εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὅπως λέμε: «πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι
καταβαῖνον» (Ἰακ. 1,17). Δικά μας εἶναι τά ἐλαττώματα καί οἱ ἁμαρτίες. Αὐτά
λοιπόν νά ψάχνεις καί ἀφοῦ τά βρεῖς νά τά χτυπᾶς.
«Καί στόν πόλεμο, ὅταν κάνουμε ἀναγνώριση μιᾶς περιοχῆς, ἐπισημαίνουμε τά
σημεῖα, ὅπου εἶναι ὁ ἐχθρός ἤ ἀπ’ ὅπου μπορεῖ νά χτυπήσει καί ἔχουμε τόν νοῦ μας
ἐκεῖ. Γιατί, ὅταν ξέρεις σέ ποιά συγκεκριμένα σημεῖα βρίσκεται ὁ ἐχθρός, κινεῖσαι μέ
σιγουριά. Βάζεις τόν χάρτη κάτω καί λές: Ὁ ἐχθρός εἶναι ἐδῶ κι ἐδῶ. Ἐμεῖς πρέπει
νά προλάβουμε νά πιάσουμε ἐκεῖνα κι ἐκεῖνα τά σημεῖα. Ἀπό ἐκεῖ θά ζητήσουμε
ἐνίσχυση, ἐδῶ χρειάζονται αὐτά τά ὅπλα κ.λπ.». Καί τά πάθη γιά νά καταπολεμηθοῦν
χρειάζεται μιά στρατηγική. Εἶναι ἕνας πόλεμος, ὁ πνευματικός πόλεμος, ὁ ἀόρατος
πόλεμος καί θέλει ἕνα σχέδιο. Δέν μπορεῖς νά πᾶς χωρίς σχέδιο, γιατί σίγουρα θά
ἡττηθεῖς ἀπ’ τόν ἐχθρό.
«Μπορεῖς δηλαδή νά κατάστρωσεις ἕνα σχέδιο. Ἀλλά γιά νά μάθεις ποῦ βρίσκεται ὁ
ἐχθρός, πρέπει νά ἀνησυχεῖς καί νά ἐρευνᾶς, δέν μπορεῖς νά κοιμᾶσαι». Γιά νά
ἐντοπίσεις τά ἐλαττώματά σου, πρέπει νά παρακολουθεῖς τόν ἑαυτό σου. Νά ἔχεις
τήν καλή ἀνησυχία νά ἐντοπίσεις τά λάθη καί τίς ἀδυναμίες σου.
– Γέροντα εἶναι καλύτερα νά βρίσκει κανείς μόνος του τά ἐλαττώματά του ἤ νά τοῦ
τά λένε οἱ ἄλλοι;
– Καλό εἶναι νά ψάχνει νά τά βρίσκει μόνος του, ἀλλά καί ὅταν τοῦ τά λένε, νά μήν
ἀντιδρᾶ, νά τό δέχεται μέ χαρά. Γιατί, μπορεῖ νά νομίζει ὅτι βλέπει τόν ἑαυτό του,
ἀλλά νά τόν βλέπει, ὅπως θά ἤθελε νά εἶναι καί ὄχι ὅπως εἶναι στήν πραγματικότητα.
Δυστυχῶς, πολλές φορές οἱ ἄλλοι μᾶς βλέπουν καλύτερα ἀπό ἐμᾶς. Ἐμεῖς ἔχουμε
φτιάξει μιά ψεύτικη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας: ὅτι εἴμαστε πολύ ἔξυπνοι, πολύ ὄμορφοι,
πολύ καλοί, ὅτι ἔχουμε πάρα πολλές δυνατότητες κ.λ.π. Ὁ ἄλλος εἶναι πιό
ἀντικειμενικός παρατηρητής. Γι’ αὐτό, ἄν ἔχετε ἀνθρώπους πολύ δικούς σας, φίλους
σας, σύζυγο, παιδιά, μέ τούς ὁποίους συναναστρέφεστε, μήν τούς ζητᾶτε νά σᾶς
φέρονται κομψά καί μέ εὐγένεια. Αὐτό βέβαια θά ὠφελοῦσε τούς ἴδιους. Ἀλλά γιά νά
βοηθηθεῖτε ἐσεῖς, νά τούς ζητᾶτε νά σᾶς λένε τά ἐλαττώματά σας. Ἕνας ἀπό τούς
βασικούς στόχους καί τῆς φιλίας καί τῆς συζυγίας καί μιά μεγάλη ὠφέλεια πού
προκύπτει ἀπό τήν συμβίωση πού ἔχουμε μέ κάποιους ἀνθρώπους, αὐτός εἶναι, νά
ζητήσεις ἀπό τόν ἄλλον νά σοῦ πεῖ πῶς σέ βλέπει. Ὄχι τά καλά σου, τά ἄσχημά
σου… καί νά τό θεωρεῖς μεγίστη βοήθεια.
– Γέροντα, οἱ ἄλλοι τόν βλέπουν καλύτερα τόν ἑαυτό μου;

34
Ἀπάντηση τοῦ Γέροντα:
– Μόνος του κανείς μπορεῖ, ἄν θέλει, νά δεῖ καλύτερα τόν ἑαυτό του.
Γιατί, βέβαια, ὁ πιό κοντινός στόν ἑαυτό σου εἶσαι ἐσύ ὁ ἴδιος. Ἀλλά μέ τήν
προϋπόθεση νά μήν λές ψέματα στόν ἑαυτό σου… Πολλές φορές λέμε ψέματα στόν
ἑαυτό μας καί ἐθελοτυφλοῦμε. Κλείνουμε τά μάτια μας καί δέν θέλουμε νά
παραδεχτοῦμε τήν ἀλήθεια.
«Δηλαδή, μπορεῖ νά ἐντοπίσει καλύτερα μιά ἀντίδρασή του, ἕνα σφάλμα του», γιατί
φυσικά αὐτά πού ἔχεις μέσα σου, δέν τά ξέρει κανένας, οὔτε ὁ Πνευματικός σου,
οὔτε κανένας. Ἐσύ τά ξέρεις. Ἄν λοιπόν τά ἀξιοποιήσεις ὅλα αὐτά, λέει ὁ Γέροντας,
βλέπεις καλύτερα ἐσύ τόν ἑαυτό σου ἀπό τούς ἄλλους. «Καί νά βρεῖ ἀπό ποιά αἰτία
προῆλθε, ἐνῶ ὁ ἄλλος βγάζει συμπεράσματα ἀπό ὑποθέσεις πού κάνει» καί
ὁπωσδήποτε εἶναι πιό μακριά ἀπό σένα τόν ἴδιο.
– Μπορεῖ, Γέροντα, νά προσπαθεῖ κανείς νά δεῖ τόν ἑαυτό του ὅπως εἶναι καί νά μήν
τόν βλέπει;
– Ναί, ἄν μέσα στήν προσπάθειά του αὐτή ὑπάρχει ὑπερηφάνεια, δέν μπορεῖ νά δεῖ
τόν πραγματικό του ἑαυτό.
Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος ἔχει φτιάξει μιά ἄλλη εἰκόνα ψεύτικη, ἕνα εἴδωλο. Καί
αὐτό τό εἴδωλο, πού δέν εἶναι πραγματικό, ὑπαρκτό, αὐτό καί προσκυνάει. Ὅπως
λέει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης «γέγονα αὐτείδωλον», ἔχω κάνει τόν ἑαυτό μου εἴδωλο
καί δυστυχῶς πολλοί ἄνθρωποι εἴμαστε ἔτσι. Καί ἔχουμε μιά ἰδεατή εἰκόνα καί ὄχι
τήν πραγματική. Ἄν εἴχαμε πραγματική εἰκόνα, θά ἤμαστε πολύ ταπεινοί, πάρα πολύ
ταπεινοί καί δέν θά εἴχαμε μάτια καί στόμα νά κατακρίνουμε κανέναν. Ἀλλά ἐπειδή
ἔχουμε ὑπερηφάνεια καί νομίζουμε ὅτι εἴμαστε καλοί, γι’ αὐτό εἴμαστε ἕτοιμοι νά
κρίνουμε τούς πάντες, ἀπό τό πιό μικρό παιδάκι μέχρι καί τόν Πατριάρχη. Τούς
πάντες τούς κρίνουμε καί τούς κατακρίνουμε.
Νά καθρεφτίζουμε τόν ἑαυτό μας στούς ἄλλους.
«Ὁ ἄνθρωπος βλέπει καλύτερα τόν ἑαυτό του, ὅταν τόν καθρεφτίζει στούς ἄλλους. Ὁ
Θεός στόν κάθε ἄνθρωπο δίνει τό χάρισμα πού τοῦ χρειάζεται, γιά νά βοηθηθεῖ,
ἄσχετα ἄν τό ἀξιοποίησει ἤ ὄχι. Ἄν τό ἀξιοποίησει, θά φθάσει στήν τελειότητα».
Ὅλοι ἔχουμε κάποια χαρίσματα. Καθένας ἔχει ἰδιαίτερο χάρισμα. Εἶναι μιά εἰδική
δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄλλος ἔχει χάρισμα νά κάνει ἐλεημοσύνη, τοῦ ἀρέσει,
εἶναι κοινωνικός. Ἄλλος ἔχει χάρισμα νά προσεύχεται, τοῦ ἀρέσει νά ἡσυχάζει, νά
ἀπομονώνεται. Ἄν τά καλλιεργήσει αὐτά, ὁ ἕνας τήν ἐλεημοσύνη, ὁ ἄλλος τήν
προσευχή – χωρίς νά παραθεωρεῖ καί τά ὑπόλοιπα, γιατί ὅλα χρειάζονται – θά
ἁγιάσει. Γι’ αὐτό ἔλεγε ἕνας Γέροντας: νά βρεῖς αὐτό στό ὁποῖο ἔχεις κλίση. Ποῦ
ἔχεις κλίση; Κάπου σοῦ ἔχει δώσει ὁ θεός μιά ἰδιαίτερη κλίση. Μπορεῖ νά ἔχεις κλίση
στήν ἱεραποστολή. Κάνε ἱεραποστολή, ἀλλά μήν παραθεωρεῖς καί τήν ἡσυχία καί
τήν προσευχή. Ἄλλος ἔχει κλίση, ὅπως εἴπαμε, στόν ἡσυχασμό. Κάνε ἡσυχασμό
ἀλλά μήν παραθεωρεῖς καί τήν ἀγάπη καί ἐκεῖ θά ἁγιάσεις.
Λίγο ἄν παρακολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας, θά βροῦμε τήν κλίση μας… ἔστω καί μέ

35
τήν βοήθεια τοῦ Πνευματικοῦ. Τί σοῦ ἀρέσει νά κάνεις ἀπ’ τά πνευματικά; Κάνε
αὐτό πού σοῦ ἀρέσει. Εἶναι ἄλλος πού τοῦ ἀρέσει νά μελετάει. Διάβαζε, διάβαζε
βιβλία πνευματικά, ἀλλά μήν παραθεωρεῖς καί τήν προσευχή, μήν παραθεωρεῖς καί
τήν αὐτοεξέταση. Αὐτά πού διαβάζεις νά τά περνᾶς ἀπό τόν ἑαυτό σου, νά τά κάνεις
καί πράξη, ὄχι ἁπλῶς νά μορφώνεσαι θεωρητικά. Κι ἄν ἀξιοποιήσεις αὐτή τήν ἔφεση
γιά μελέτη, θά ἁγιαστεῖς μέσα ἀπό τήν μελέτη. Γιατί καί ἡ μελέτη εἶναι μισή
προσευχή. Ὅταν μελετᾶς, ὁ νοῦς σου εἶναι σ’ αὐτά πού διαβάζεις, δέν εἶναι στά
πονηρά, στά κακά καί στά ἄσχημα. Εἶναι κι αὐτός ἕνας τρόπος νά ἐλέγξεις τούς
λογισμούς σου. Κατώτερος βέβαια σέ σχέση μέ τήν προσευχή, ἀλλά ὄχι πολύ
κατώτερος. Εἶναι πολύ σημαντικό πράγμα ἡ μελέτη. Ἄν σοῦ ἀρέσει νά πηγαίνεις
στήν Ἐκκλησία, νά πηγαίνεις στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος καί σέ
ὅλες τίς ἀκολουθίες. Πολύ ἁπλά, ὅ,τι πνευματικό σᾶς ἀναπαύει περισσότερο, κάντε
το. Ἄλλον δέν τόν τραβάει ἡ μελέτη, τόν τραβάει νά λέει τήν εὐχή, λέγε τήν εὐχή.
«Τά ἐλαττώματα πάλι εἶναι δικά μας, εἴτε τά ἀποκτήσαμε ἀπό δική μας ἀπροσεξία,
εἴτε τά κληρονομήσαμε ἀπό τούς γονεῖς μας. Ὁ καθένας μας πρέπει νά κάνει τόν
ἀνάλογο ἀγῶνα, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά. Μέχρι νά ἀπαλλαγοῦμε, πρέπει νά
καθρεφτίζουμε τόν ἑαυτό μας στά κουσούρια τοῦ ἄλλου καί νά ἐξετάζουμε πού
βρισκόμαστε ἐμεῖς. Ἄν δοῦμε λ.χ. στόν ἄλλον ἕνα ἐλάττωμα, ἀμέσως νά ποῦμε: γιά
νά δῶ, μήπως τό ἔχω κι ἐγώ;». Βλέπεις τόν ἄλλον θυμώνει, γιά νά δῶ μήπως ἔχω καί
ἐγώ θυμό; Βλέπεις ζήλεια. Μήπως ἔχω καί ἐγώ; «Καί ἄν τό ἔχουμε, νά ἀγωνισθοῦμε
νά τό κόψουμε». Γίνονται δύο καλά: ἀφενός μέν δέν κατακρίνεις τόν ἄλλον,
ἀφετέρου βαθαίνει ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ σου.
– Κι ἄν Γέροντα, μοῦ λέει ὁ λογισμός ὅτι δέν ἔχω αὐτό τό ἐλάττωμα, τί νά λέω;
– Νά λές: ἐγώ ἔχω ἄλλα μεγαλύτερα. Αὐτό εἶναι πολύ μικρό σέ σχέση μέ τά δικά
μου. Γιατί μπορεῖ καμιά φορά νά εἶναι μικρότερα τά δικά σου ἐλαττώματα, ἀλλά νά
ἐχεις λιγότερα ἐλαφρυντικά.
Ὁ Θεός ἐξετάζει τίς εὐκαιρίες πού εἶχες στή ζωή σου. Ὁ ἄλλος ὁ καημένος δέν εἶχε
εὐκαιρίες. Μεγάλωσε σ’ ἕνα σπίτι ἀθέων, ἀνήθικων, διαλυμένης οἰκογένειας κ.λ.π.
Ἐσύ μεγάλωσες σ’ ἕνα χριστιανικό σπίτι, μέ τό κατηχητικό σου, μέ τήν Ἐκκλησία
σου, μέ τόν Πνευματικό σου ἀπό μικρό παιδί. Εἶχες πολύ περισσότερες εὐκαιρίες
ἀπό τόν ἄλλον. Ἄρα, ἄλλα θά ζητήσει ἀπό σένα ὁ Θεός. Καί μιά πτώση δική σου δέν
βαραίνει τό ἴδιο μέ τήν ἴδια πτώση τοῦ ἄλλου πού δέν εἶχε τίς ἴδιες εὐκαιρίες. Ἡ δική
σου ἡ πτώση εἶναι πολύ βαρύτερη, γιατί εἶχες πάρει πολλά. Καί «ἀπό αὐτόν πού πῆρε
πολλά, θά ζητηθοῦν καί πολλά» (Λουκ. 12,48), εἶπε ὁ Θεός. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ
Γέροντας, μπορεῖ νά ἔχεις μικρότερα ἐλαττώματα ἀλλά νά μήν ἔχεις ἐλαφρυντικά.
«Ἄν ἐξετάζει κανείς ἔτσι τόν ἑαυτό του, βλέπει ὅτι αὐτός ἔχει μεγαλύτερα κουσούρια
ἀπό τόν ἄλλον». Λέει κάπου ἀλλοῦ ὁ Γέροντας Παΐσιος: ἐγώ εἶμαι χειρότερος, γιατί
μποροῦσα νά κάνω 10 θαύματα καί κάνω 9, ἀπό ἕναν ἐγκληματία πού μποροῦσε νά
κάνει 100 φόνους καί ἔκανε 99. Γιατί, μέ ὅλα αὐτά πού μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, τίς
εὐλογίες, μποροῦσα νά κάνω 10 θαύματα καί κάνω 9, ἄρα εἶναι ἔλλειψη. Ἐνῶ ὁ
ἄλλος πού συγκρατεῖ τόν ἑαυτό του καί δέν κάνει ἕναν φόνο, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά τόν

36
κάνει, εἶναι μεγάλη ἀρετή.
«Ὕστερα βλέπει καί τίς ἀρετές τοῦ ἄλλου». Καθρεφτίζει τόν ἄλλον καί στίς ἀρετές,
ὄχι μόνο στά κουσούρια. Βλέπεις τόν ἄλλον πού ἔχει μιά ταπείνωση, μιά ἀγάπη, μιά
καλοσύνη, εἶναι καλόκαρδος κ.λ.π. Γιά ψάξου. Τά ἔχεις ἐσύ αὐτά πού ἔχει ὁ ἄλλος;
«Γιά νά δῶ, λέει, ὑπάρχει σ’ ἐμένα αὐτή ἡ ἀρετή; Ὄχι. Πώ πώ! Πόσο μακριά εἶμαι
ἀπό ἐκεῖ πού ἔπρεπε νά βρίσκομαι!». Ὁπότε, οὔτε ζηλεύεις τόν ἄλλον μέ τήν κακή
ἔννοια. Τόν ζηλεύεις μέ τήν καλή ἔννοια καί προχωρᾶς πνευματικά. Καλή ζήλεια νά
ἔχουμε. Νά θέλουμε νά φτάσουμε τόν ἄλλον στά πνευματικά.
«Ὅποιος ἐργάζεται ἔτσι ἀπό ὅλα βοηθιέται, ἀλλοιώνεται μέ τήν καλή ἔννοια καί
τελειοποιεῖται. Ὠφελεῖται ἀπό τούς Ἁγίους, ὠφελεῖται ἀπό τούς ἀγωνιστές,
ὠφελεῖται ἀκόμα καί ἀπό τούς κοσμικούς», ἀκόμα καί ἀπό τούς ἀνθρώπους πού εἶναι
δηλαδή ὑποταγμένοι στό πνεῦμα τοῦ κόσμου. «Γιατί, ἄν δεῖ ἕναν κοσμικό λ.χ. νά
μήν ὑπολογίζει τόν ἑαυτό του, νά θυσιάζεται, λέει: ‘αὐτό τό φιλότιμο τό ἔχω ἐγώ; δέν
τό ἔχω, καί εἶμαι καί πνευματικός ἄνθρωπος!’». Πράγματι πολλές φορές οἱ κοσμικοί
μᾶς βάζουν τά γυαλιά ἐμᾶς τούς χριστιανούς. Γίνεται π.χ. μπροστά σου ἕνα ἀτύχημα
καί ἐνῶ ἐσύ ἀκόμα δέν ἐνεργοποιήθηκες, βλέπεις κάποιους κοσμικούς τρέχουν νά
βοηθήσουν καί νά συμπαρασταθοῦν σάν νά εἶναι δικοί τους ἄνθρωποι. Καί λές: ‘ἐγώ
τί κάνω; Κοιτάω τόν ἑαυτό μου ἤ κοιτάω τόν Χριστό;’, πού λέει «πρέπει νά γίνεις
καλός Σαμαρείτης καί ὁ ἄλλος πλησίον σου». Αὐτό τό φιλότιμο πού ἔχει ἐκεῖνος, τό
ἔχω ἐγώ; «Ὁπότε προσπαθεῖ νά τόν μιμηθεῖ» ὁ πνευματικός ἄνθρωπος πού τά
ἀξιοποιεῖ ὅλα. «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε νά κάνουμε πολλή δουλειά. Ὁ καλός Θεός
ὅλα τά οἰκονομάει γιά τό καλό μας μέ σοφό τρόπο».
Βλέπετε πόσο φωτισμένα εἶναι αὐτά πού λέει ὁ Γέροντας! Καί μᾶς βοηθάει πάρα
πολύ…
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Ὅταν λές σ’ ἕναν δικό σου ἄνθρωπο, ἄς ποῦμε στό παιδί σου, μήν τό φορᾶς
αὐτό, διαγράφει τό σῶμα σου καί δέν εἶναι σωστό, ἤ βάλε κάτι ἀπό πάνω σου,
πέφτεις σέ κατάκριση;
Ἀπ. : Ὄχι, βέβαια! Δέν κάνεις κατάκριση. Λές τό σωστό. Λές τήν ἀλήθεια.
Ἐρ. : Ἔχεις τό δικαίωμα δηλαδή; Γιατί ἔρχεται ἡ ἀπάντηση… καί ἐσύ στά 70 βάφεις
τό μαλλί σου, φορᾶς κόκκινα… μέ ποιό δικαίωμα κρίνεις ἐμένα;
Ἀπ. : Ἔ, ναί, πρέπει κι ἐσύ νά διορθωθεῖς! «Βγάλε πρῶτα τό δοκάρι ἀπό τό μάτι
σου…» (Ματθ. 7,4), μή βάφεις τά μαλλιά σου… Καί μετά νά προσέξουμε καί πῶς θά
τό ποῦμε. Πολλές φορές λέμε κάτι στό παιδί μας προβάλλοντας ὡς μέτρο τῶν
πάντων τόν ἑαυτό μας: Ἐγώ ὁ πατέρας σου, ἡ μάνα σου, τό κάνω αὐτό τό πράγμα;
Δηλαδή τό κριτήριο τῶν πάντων εἶμαι ἐγώ. Ἔ, ἄν τό πεῖς ἔτσι στό παιδί, φυσικά καί
θά σέ ἀπορρίψει.
Ἐρ. : Κατευθείαν θά σοῦ πεῖ τό δικό σου σφάλμα…
Ἀπ. : Ἀκριβῶς, θά σοῦ πεῖ τό σφάλμα σου. Ἐνῶ τό κέντρο τῶν πάντων εἶναι ὁ

37
Χριστός. Ἄν λοιπόν στό παιδάκι ἔχεις κάνει σωστή ἀγωγή ἀπό μικρό καί τοῦ ἔχεις
δώσει τό σωστό κριτήριο, πού δέν εἶμαι ἐγώ -ὁ μπαμπάς, ἡ μαμά- γιατί κι ἐγώ κάνω
λάθη, τότε κάνεις σωστή δουλειά. Πρέπει νά δίνουμε πάντοτε τόν Χριστό στά παιδιά.
Τά καταστρέφουμε τά παιδιά ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ μεγάλοι. Γιατί οὐσιαστικά
ἱκανοποιοῦμε τά πάθη μας πάνω στά παιδιά. Προβάλλουμε τόν ἐγωισμό μας, τήν
ὑπερηφάνειά μας καί θέλουμε νά τά κάνουμε κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσή μας καί ὄχι
κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Ἔχουμε σάν πρότυπο τόν ἑαυτό μας καί τούς
δίνουμε σάν πρότυπο τόν ἑαυτό μας. Λάθος! Τελείως λάθος. Δέν εἶναι δοῦλος σου τό
παιδί οὔτε εἶναι προορισμένο νά μοιάσει σέ σένα. Εἶναι προορισμένο νά μοιάσει
στόν Θεό, ὅπως καί ἐσύ εἶσαι προορισμένος νά μοιάσεις στόν Θεό. Ἐπειδή δέν ζοῦμε
σωστά ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τόν προορισμό μας, περνᾶμε λάθος μηνύματα καί στά παιδιά.
Ἄν αὐτή ἡ κοπέλα πού ντύνεται ἄσεμνα, φοβόταν τόν Θεό, δέν θά τό ἔκανε. Ἀλλά
τῆς ἔχεις μάθει νά φοβᾶται τόν Θεό; Ἤ τῆς ἔχεις μάθει νά φοβᾶται ἐσένα; Ἐκεῖ εἶναι
τό λάθος. Νά μάθει νά φοβᾶται τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος τήν βλέπει παντοῦ, τήν
παρακολουθεῖ παντοῦ καί κάποια στιγμή θά λογοδοτήσει μπροστά στόν Θεό γιά τίς
πράξεις της καί γιά τόν σκανδαλισμό πού προξένησε σέ τόσες ψυχές, πού τήν εἶδαν
ἔτσι.
Ἀλλά, δυστυχῶς, τό ἐπαναλαμβάνω, δέν λέμε αὐτά τά πράγματα στά παιδιά. Δέν
δίνουμε στά παιδιά τό κέντρο, τό Α καί τό Ω πού εἶναι ὁ Χριστός. Ἀλλα κέντρα τούς
δίνουμε καί κυρίως τούς δίνουμε τόν ἑαυτό μας. Αὐτό εἶναι τό μεγάλο λάθος στήν
ἀγωγή. Καί τό δεύτερο πού τούς δίνουμε εἶναι ὁ ἑαυτός τους. Τά κάνουμε κι αὐτά
κέντρο τοῦ κόσμου. Τούς τρέφουμε τόν ἐγωισμό μέ τίς κολακεῖες καί ὅλα τά
σχετικά. Αὐτό εἶναι κάτι πού ἀρρωσταίνει τά παιδιά. Γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι
φτιαγμένος νά λειτουργεῖ ἐγωκεντρικά, νά ἔχει κέντρο τόν ἑαυτό του. Δέν μπορεῖς νά
ζήσεις ἔχοντας κέντρο τόν ἑαυτό σου, γιατί εἶσαι ἑτερόφωτος. Εἶσαι ἐξαρτημένος. Ὁ
ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος, εἶναι κτιστός, δέν ἔφτιαξε μόνος του τόν ἑαυτό του, δέν
εἶναι αὐθύπαρκτος. Ὅταν λοιπόν τοῦ δίνεις γιά κέντρο τόν ἑαυτό του, τοῦ δίνεις τό
κενό. Γι’ αὐτό τό παιδί μετά χάνεται, δέν ξέρει ἀπό ποῦ νά πιαστεῖ, ἀφοῦ οὐσιαστικά
εἶναι ἀνύπαρκτο, δέν ὑπάρχει. Ὁ ὄντως Ὤν εἶναι ὁ Θεός. Ἄν δέν πιαστεῖς ἀπό αὐτόν
πού ὑπάρχει πραγματικά, χάνεσαι. Δηλαδή ὁ ἐγωκεντρισμός καί ὁ ἐγωισμός, πού
καλλιεργοῦμε, εἶναι ὁ χαμός. Αὐτή εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς μας. Δέν μπορεῖ ὁ
ἄνθρωπος νά σταθεῖ ἀπό μόνος του. Πρέπει νά τούς ἐξαρτήσεις ὅλους καί τό παιδάκι
σου καί τούς πάντες ἀπ’ τόν Χριστό, ἄν θέλεις πραγματικά νά τούς βοηθήσεις.
Ἄν τό παιδάκι αὐτό ἀπό μικρό δεχτεῖ αὐτή τήν ἀγωγή, δέν θά φτάσει νά κάνει αὐτά
τά πράγματα. Ἤ ἄν τό κάνει μιά φορά, ἄς ποῦμε, στά δώδεκα πού θά δεῖ τίς ἄλλες
συμμαθήτριες, ἀμέσως θά τό διορθώσει. Ἄν τοῦ πεῖς: παιδί μου αὐτό ὁ Θεός δέν τό
θέλει γιά αὐτόν καί γιά αὐτόν τόν λόγο, θά τό καταλάβει. Ἀλλά, ὅταν φτάσει στά
τριάντα, ἔχει πετάξει τό πουλάκι, ὅπως λέει καί ὁ π. Πορφύριος. Ἔχει φτιάξει μιά
διεστραμμένη συνείδηση καί λέει: «Γιατί κάνω κακό; Δέν κάνω κανένα κακό».
Ἐρ. : Σοῦ λέει καί κάτι ἄλλο, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὅλο ἀγάπη καί ἀλλοίμονο ἄν
κοιτάζει τί θά φορέσω καί αὐτά.. τήν ψυχή θά κοιτάξει ὁ Θεός.

38
Ἀπ. : Θά τοῦ ποῦμε πολύ ἁπλά: ὁ Θεός, ὅπως ἀγαπάει ἐσένα παιδί μου, ἀγαπάει καί
τούς ἄλλους, πού σέ βλέπουν καί σκανδαλίζονται. Γιά χάρη τῶν ἄλλων, λοιπόν, θά
πρέπει νά συμμαζευτεῖς. Ἔχεις δικαίωμα νά σκανδαλίζεις τούς ἄλλους; Δέν ἔχεις
δικαίωμα. Τί λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; «Οὐ μή φάγω κρέα εἰς τόν αἰῶνα γιά νά μήν
σκανδαλίσω τόν ἀδελφό μου» (Α΄Κορ. 8,13). Ἐνῶ δέν εἶναι κακό νά φᾶς κρέας.
Ἀλλά λέει δέν θά ξαναφάω ποτέ, στόν αἰῶνα, ἀφοῦ κάποιοι πού μέ βλέπουν νά τρώω
εἰδωλόθυτα, χάνουν τήν ψυχή τους ἀπό αὐτό. Κάποιοι χριστιανοί ἀπό πολύ
εὐαισθησία δέν ἀγόραζαν ἀπό τά κρέατα πού εἶχαν προσφερθεῖ στούς δαίμονες καί
στίς θυσίες τῶν εἰδωλολατρῶν καί μετά τά πουλοῦσαν στά κρεοπωλεῖα. Κάποιοι
ἄλλοι ἔλεγαν: ἄς πάρουμε καί τί ἔγινε; Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε, ἐπειδή κάποιοι
σκανδαλίζονται καί νομίζουν ὅτι τρῶμε τροφές δαιμονισμένες, νά μήν παίρνουμε.
Ἀφοῦ λοιπόν λές κι ἐσύ ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἐσύ πόσο ἀγαπᾶς τόν Θεό; Ὁ Θεός
βέβαια σ’ ἀγαπάει, ἀλλά ἀγαπάει καί ὅλους τούς ἄλλους. Ἄν ἀγαπᾶς, ὅμως, κι ἐσύ
τόν Θεό, θά προσπαθήσεις νά τηρήσεις αὐτά πού λέει. Καί ἡ πρώτη ἐντολή, πού λέει
ὁ Θεός, εἶναι ν’ ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου. Τόν ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου μ’ αὐτό
πού κάνεις; Δέν τόν ἀγαπᾶς, γιατί μέ τήν προκλητική σου ἐμφάνιση τόν σπρώχνεις
στήν ἁμαρτία.
Ἐρ. : Πάτερ, ἀπό τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς μας μαθαίνουμε καί προχωρᾶμε μπροστά.
Ὅμως βλέπουμε σέ κάποιους ὅτι ὅταν ἔρθει μιά δυσκολία, τό παίρνουν διαφορετικά
καί φεύγουν τελείως μακριά ἀπ’ τόν Θεό. Δηλαδή ὑπάρχουν κάποιες κυρίες πού
χάνουν τόν ἄνδρα τους καί δέν πατᾶνε στήν Ἐκκλησία ἤ γίνεται σέ κάποιο παιδί ἕνα
ἀτύχημα καί φεύγουν πιό μακριά. Τούς βλέπεις καί τούς λυπᾶσαι. Πῶς μπορεῖς νά
τούς βοηθήσεις;
Ἀπ. : Μόνο ἄν προσευχηθεῖς καί παρακαλέσεις τόν Θεό νά τούς ἀνοίξει τήν ψυχή καί
θελήσουν κι αὐτοί νά βοηθήσουν τόν ἑαυτό τους. Διότι τό πρόβλημα εἶναι ὅτι δέν
θέλουν. Γιατί τό παθαίνουμε αὐτό, ξέρετε; Ἐνῶ ὁ Θεός δίνει ἕνα φάρμακο, ὁ ἄλλος,
ἀντί νά θεραπευτεῖ, ἀρρωσταίνει πιό πολύ. Γιατί δέν τό παίρνει τό φάρμακο τοῦ
Θεοῦ. Κάνει ἀκόμα μία ἁμαρτία δηλαδή. Ἔρχεται ὁ γιατρός νά σέ κάνει καλά καί
τόν κλωτσᾶς. Ἔτσι, χίλιες φορές θά μείνεις ἀθεράπευτος, γιατί αὐτά εἶναι τά
γιατρικά τοῦ Θεοῦ, ἕνας θάνατος, μιά καταστροφή κ.λ.π. γιά νά συνέλθεις ἀπ’ τόν
μεγάλο σου ἐγωισμό, τήν μεγάλη σου ὑπερηφάνεια.
Ἐρ. : Ὑπάρχουν κάποια χωριά πάνω στήν Πίνδο, πού οἱ χῆρες δέν πηγαίνουν στήν
Ἐκκλησία… καί ἐνῶ τίς παρακαλάει ὁ ἱερέας…
Ἀπ. : Μά σᾶς εἶπα πιστεύουμε τίς παραδόσεις τοῦ κόσμου καί ὄχι τόν Θεό. Λέμε ὅτι
πιστεύουμε στόν Θεό, ἀλλά λέμε ψέματα. Πιστεύουμε αὐτά πού θά πεῖ ἡ κυρα-
Κατίνα, αὐτά πού θά πεῖ ὁ κοινωνικός περίγυρος καί ὄχι αὐτά πού λέει ὁ Θεός.
Πόσοι ἄνθρωποι κάνουν ξεματιάσματα; Πόσες φορές τό ἔχουμε πεῖ; Καί ὅλο αὐτό
ἀκούω. Καί μόνο ἄν τούς ρωτήσω, γιατί διαφορετικά οὔτε τούς πάει τό μυαλό ὅτι
εἶναι ἁμαρτία νά κάνεις ἤ νά δέχεσαι ξεμάτιασμα. Ἀλλά, γιατί τά κάνουμε ὅλα αὐτά;
Γιατί λένε: ὅλος ὁ κόσμος ἔτσι κάνει… τώρα τί λένε οἱ παπᾶδες…
Ἤ νά πᾶμε στόν μάγο! Γιατί μᾶς ἔκαναν μάγια καί γιά νά λύσουμε τά μάγια, ποῦ θά

39
πᾶμε; Σέ ἕναν τέτοιο πάλι… Ποῦ τό βρῆκες αὐτό; «Μοῦ τό εἶπε», λέει, «κάποια».
Ἀφοῦ τῆς τό εἶπε κάποια εἶναι νόμος. Τί λέει ὁ Θεός δέν τό ἐξετάζει. Γι’ αὐτό δέν
ἔχουμε σωστά κριτήρια.
Ἐρ. : Πάτερ ὁ 69 ψαλμός εἶναι γιά πονοκεφάλους;
Ἀπ. : Ἄν σᾶς λένε γιά πονοκεφάλους, γιά ξεματιάσματα καί γιά μάγια, θά τούς
στέλνετε κατευθείαν στόν Πνευματικό.
Ἐρ. : Στήν καθημερινότητα…
Ἀπ. : Κάθε μέρα νά τούς στέλνεις στόν Πνευματικό… γιά νά τούς γίνει βίωμα. Γιατί
κατά βάθος ὁ ἄνθρωπος δέν θέλει νά ταπεινωθεῖ καί ψάχνει νά βρεῖ ἄλλους τρόπους,
ἀνθρώπινες παρηγοριές. Οὔτε νά τίς ἀκοῦτε νά ἐξομολογοῦνται σέ σᾶς, νά τίς
στέλνετε στόν Πνευματικό. «Μή μοῦ τά λές ἐμένα, πήγαινε νά τά πεῖς στόν
Πνευματικό». Ἔτσι θά βοηθηθοῦν. Ἄν θέλετε νά βοηθήσετε τούς ἀνθρώπους, νά
τούς στέλνετε γιά ἐξομολόγηση. Τό πιό ἀπαραίτητο πράγμα, εἰδικά στίς μέρες μας,
εἶναι οἱ ἄνθρωποι νά ἐξομολογοῦνται, γιατί ἔχει τόσο πολύ περισσέψει τό κακό καί ἡ
ἁμαρτία, πού κολυμπᾶμε μέσα στούς δαίμονες. Στήν κυριολεξία κολυμπᾶμε μέσα
στίς δαιμονικές ἐνέργειες. Ὄχι πονοκεφάλους… ἀπορίας ἄξιο πῶς ὑπάρχουμε καί
δέν μᾶς ἔχουν ρημάξει ἀκόμα οἱ δαίμονες!
Ἐρ. : …………………….
Ἀπ. : Αὐτό πού τρέμει περισσότερο ἀπό ὅλα ὁ διάβολος εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία καί ἡ
ἐξομολόγηση. Αὐτά τά δύο πράγματα.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

40
Ἡ κακή χρήση τῶν μέσων πού μᾶς δίνει ὁ Θεός γιά τήν
σωτηρία μας
Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, σχετικά μέ τά μέσα, πού μᾶς
δίνει ὁ Θεός, γιά νά πετύχουμε τόν τελικό μας σκοπό. Ἀρχίσαμε νά κάνουμε κάποια
θέματα, πού ἔχουν σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, μέ ἐμᾶς δηλαδή τούς ἴδιους καί νά
προσπαθοῦμε νά ἀπαντᾶμε σ’ αὐτά τά λεγόμενα ὑπαρξιακά ἐρωτήματα: «Γιατί
ὑπάρχουμε», «ποιοί εἴμαστε», «ποῦ πηγαίνουμε», «ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς
μας;».

Εἴχαμε πεῖ, ὅτι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ὁ Θεός. Πλαστήκαμε ἀπό τόν Θεό, γιά
τόν Θεό καί μάλιστα ὄχι μόνο γι’ αὐτήν τήν ζωή, ἀλλά γιά νά εἴματε αἰώνια μέ τόν
Θεό. Σ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα νά εἴμαστε συνεχῶς καί πάντα μέ τόν Θεό, ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ
Θεός καί μᾶς βοηθάει μέ πάρα πολλά μέσα, μέ πνευματικά καί ὑλικά ὅπλα. Ὅλα
αὐτά τά ὑλικά ἀγαθά πού μᾶς δίνει, εἶναι οὐσιαστικά μέσα γιά νά πετύχουμε τήν
σωτηρία μας, ἄν ἐμεῖς δέν κάναμε κακή χρήση, γιά τήν ὁποία θά μιλήσουμε σήμερα.
Ἐκτός ὅμως ἀπό τά ἐξωτερικά ἀγαθά πού μᾶς δίνει ὁ Θεός, ὅπως εἶναι ἡ περιουσία,
οἱ τιμές, ὁ πλοῦτος, ἡ προσωρινή εὐτυχία πού ἔχουμε καί ἀπολαμβάνουμε πολλές
φορές, μᾶς δίνει καί τά καλά τῆς φύσεως. Μᾶς δίνει τόν νοῦ, τήν κρίση, τήν
ἀντίληψη, τήν εὐστροφία, τήν ἀκεραιότητα στίς αἰσθήσεις μας, στά μέλη μας, στό
σῶμα μας, στήν ψυχή μας.

Τέλος, μᾶς δίνει, προπάντων, ὐπερφυσικά ἀγαθά. Μᾶς δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό
Βάπτισμα, τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τό Χρῖσμα. Αὐτά εἶναι τά
κατεξοχήν ὅπλα μέ τά ὁποῖα μποροῦμε νά πετύχουμε τόν σκοπό μας, δηλαδή νά
εἴμαστε αἰώνια μέ τόν Θεό, ξεκινώντας ἀπό ἐδῶ καί τώρα, γιατί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ
ξεκινάει ἀπό ἐδῶ καί συνεχίζεται αἰώνια.

Δυστυχῶς, ὅμως, ἐμεῖς αὐτά ὅλα -κατά κανόνα- δέν τά χρησιμοποιοῦμε γιά τήν
σωτηρία μας. Κάνουμε κακή χρήση σέ ὅλα αὐτά τά ἀγαθά, τά μέσα, πού δίνει ἡ
ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.

Λέει λοιπόν ὁ ἅγιος: «Σκέψου ἀδελφέ μου, τήν κακή χρήση πού ἔχεις κάνει μέχρι
τώρα στά μέσα καί στά ὄργανα πού σοῦ χάρισε ὁ Θεός, γιά νά πετύχεις τήν σωτηρία
σου. Σκέψου πῶς χρησιμοποίησες μέχρι τώρα τά ἐσωτερικά χαρίσματα τοῦ
πνεύματός σου». Δές πρῶτα, λέει, δηλαδή τίς πνευματικές δυνατότητές σου. Πῶς
χρησιμοποίησες τήν ἐξυπνάδα σου, τό μυαλό σου, τήν κρίση πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός,
ὅλη αὐτήν τήν σοφία πού ὑπάρχει στό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ποῦ κατεύθυνες τίς
σκέψεις σου, πῶς χρησιμοποίησες τήν ἱκανότητα τῆς διακρίσεως πού ἔχεις, πῶς
χρησιμοποίησες τήν συνείδησή σου, ἄν ὑπάκουσες στήν συνείδησή σου ἤ ὄχι. Θά
δεῖς ὅτι, κατά κανόνα, ὅλα αὐτά δέν τά χρησιμοποίησες γιά τό καλό σου. Μήπως,

41
μάλιστα, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό αὐτά, ἐργάστηκες, ὄχι γιά τήν σωτηρία σου, ἀλλά
γιά τήν ἀπώλειά σου μέ τίς κακές σκέψεις, τίς κατακρίσεις, μέ τήν κακή χρήση ὅλων
τῶν πνευματικῶν σου δυνάμεων.

«Καί ἀκόμα ἐκεῖνο τό φῶς πού σοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός στό βάπτισμα, ἐσύ τό
ἔθαψες κάτω ἀπό πολλά πάθη καί ἀπό πολλές ἁμαρτίες. Καί ἐνῶ θά ἔπρεπε, κάτω
ἀπό αὐτό τό φῶς, ἐσύ νά βρεῖς κι ἄλλο φῶς καί νά φωτίσεις καί ἄλλους ἀνθρώπους,
ἐσύ ἐργάστηκες τό κακό καί μπῆκες περισσότερο στό σκοτάδι. Πολλές φορές αὐτήν
τήν ἐλπίδα καί τήν εὐκολία τῆς συγχώρησης καί τῆς θεραπείας πού παίρνεις κατά τήν
ἐξομολόγηση τήν χρησιμοποίησες κακῶς καί παρακινήθηκες σέ περισσότερες ὕβρεις
καί κακίες ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ». Κατά κάποιον τρόπο ἐκμεταλλεύτηκες τήν
ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος κάθε φορά πού πήγαινες κοντά Του ζητώντας
συγχώρεση, σέ συγχωροῦσε. Πίστεψες καί θεώρησες τότε πώς -κατά κάποιον τρόπο-
εἶναι «τοῦ χεριοῦ σου» ὁ Θεός καί ὅτι εὔκολα θά πετύχεις τήν σωτηρία σου καί ἄς
κάνεις πολλές ἁμαρτίες καί ἄς ἐπιμένεις στίς ἁμαρτίες... Αὐτό ὅμως εἶναι ἕνα
ὀλέθριο τέχνασμα τοῦ διαβόλου.

Ἡ εὐκολία μέ τήν ὀποία παίρνουμε τήν συγχώρεση στήν ἐξομολόγηση, πολλές φορές
μᾶς γίνεται ἀφορμή ἐξαπάτησης. Αὐτό, βέβαια, δέν συμβαίνει γιατί ὁ Θεός εἶναι
ἀγαθός καί μᾶς συγχωρεῖ, ἀλλά γιατί ἐμεῖς δέν ἔχουμε καταλάβει, ὅτι δέν ἀρκεῖ
ἁπλῶς ἡ συγχώρηση ἀλλά ὁ σκοπός εἶναι νά θεραπευτεῖ ἡ ψυχή μας. Καί, ὅσο
περισσότερο ἐπιμένουμε στήν ἁμαρτία, τόσο περισσότερο ἑδραιώνεται μέσα μας ἡ
ἁμαρτία. Ἀκόμα κι ἄν ἐξομολογεῖσαι κάθε φορά πού ἁμαρτάνεις, προχωράει μέσα
σου ἡ κακή συνήθεια καί τελικά μένεις ἀθεράπευτος καί δέν κάνεις τίποτα. Ἀκόμα
λοιπόν κι αὐτά τά ὑπερφυσικά ἀγαθά, ἐσύ τά χρησιμοποίησες μέ κακό τρόπο.

«Ἕνα εἶναι βέβαιο, ὅτι ἀνώφελα ἔλαβες τόσες ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές βοήθειες
ἀπό τήν Θεία Χάρη, τίς ὁποῖες, ἄν τίς λάμβαναν πολλοί ἄπιστοι, πολλοί αἱρετικοί καί
πολλοί ἄλλοι ἁμαρτωλοί, σίγουρα θά τίς χρησιμοποιοῦσαν μέ μεγάλη ἐπιμέλεια,
ὥστε μέ αὐτές νά σωθοῦν, ὅπως λέει ὁ Κύριος κατακρίνοντας τούς ἀκροατές Του».
Ὁ ἄνθρωπος δέν πιάνεται πουθενά... ὅπως λέμε λαϊκά. Ἦρθε ὁ ἴδιος ὀ Χριστός μᾶς
μίλησε κι ἐμεῖς Τόν περιφρονήσαμε. Καί ἔλεγε ὁ Κύριος μας: «οὐαί σοι, Χοραζίν,
οὐαί σοι, Βηθσαϊδά καί σύ Καπερναούμ» (Ματθ. 11,21). Ἦταν οἱ πόλεις στίς ὁποῖες
μίλησε πολλές φορές καί αὐτές ἄλλες τόσες Τόν περιφρόνησαν. Σήμερα, ἄν πᾶτε
στήν Καπερναούμ, θά δεῖτε ὅτι εἶναι ἕνας σωρός ἀπό πέτρες... Δέν ὑπάρχει
Καπερναούμ, γιατί ἀκριβῶς περιφρόνησε τόν Χριστό. Τό εἶχε προφητεύσει ὁ
Χριστός, ὅτι δέν θά μείνει τίποτα: «Θά κατέβεις ὡς τόν Ἅδη, ἐσύ πού ἀνέβηκες ὡς
τόν Οὐρανό» (Ματθ. 11,23). Γιατί ἀνέβηκε ὡς τόν οὐρανό; Γιατί ἡ Καπερναούμ
ἦταν τό κέντρο τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀπό ἐκεῖ ἀνέβαινε καί
πήγαινε στά γύρω χωριά καί μιλοῦσε καί κήρυττε ἀκούραστα.. μᾶλλον μέ μεγάλη
προθυμία... ἀλλά καί πολύ κόπο. Κι ὅμως πόσοι Τόν πίστεψαν; Πόσοι Τόν δέχθηκαν;
Πόσοι τελικά μείνανε μαζί Του; Πολλοί λίγοι. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός μας: «Ἄν
αὐτά πού λέω σέ σᾶς, τά ἔλεγα στήν Τύρο καί στήν Σιδώνα, πού ἦταν πόλεις

42
εἰδωλολατρικές, πολλοί θά ἐπιστρέφανε. Γιατί, οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν πολλή ἁμαρτία
εἶναι πολύ ταλαιπωρημένοι καί εἶναι πιό δεκτικοί.

Ἀλλοίμονο καί σέ μᾶς λοιπόν σήμερα πού ἀκοῦμε πολλά πράγματα, ἀκοῦμε τόν
Χριστό μας νά μᾶς μιλάει στήν Ἐκκλησία, μέ τά Ἅγια Εὐαγγέλια, μέ τούς ἅγιους
Πατέρες, πού μᾶς ἀναλύουν τό Εὐαγγέλιο κι ὅμως δέν ἀλλάζουμε ζωή. Τά ἀκοῦμε
κάπως ἐγκυκλοπαιδικά, ἔτσι γιά νά ἀκούσουμε καί κάτι καινούριο καί ἔπειτα
συνεχίζουμε τήν ζωή μας. Γι’ αὐτό λέει κι ἐδῶ ὁ ἅγιος: «ἀνώφελα σοῦ δόθηκαν ὅλα
αὐτά τά δῶρα». Ἄν ὁ Θεός τά ἔδινε σέ κάποιους ἄλλους, ἀκόμα καί μουσουλμάνους,
κατατρεγμένους, εἰδωλολάτρες καί ταλαιπωρημένους ἀπό τήν ἁμαρτία, πού τέτοιοι
ὑπάρχουν πάρα πολλοί στόν κόσμο σήμερα, ἴσως νά μετανοοῦσαν πολύ καλύτερα,
ἀπ’ ὅ,τι μετανοοῦμε ἐμεῖς.

Ἡ Ἐλλάδα παρόλο πού εἶναι ὀρθόδοξη χώρα καί ὁ κάθε βαπτισμένος Ἕλληνας ἔχει
μέσα του τόν ἴδιο τόν Θεό, τό Ἅγιο Πνεῦμα κι ὅμως πολλές φορές ὁ καθένας ἀπό μᾶς
τούς βαπτισμένους εἶναι πολύ χειρότερος ἀπό τούς ἀβάπτιστους. Θά ἀναρωτηθεῖτε
γιατί. Γιατί, ὅπως εἶπε ὀ Χριστός μας, μέ τό βάπτισμα φεύγουν τά δαιμόνια πού
ὑπάρχουν μέσα μας, ὅμως, ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν προσέξει, θά γυρίσει τό καθένα ἀπό
αὐτά τά δαιμόνια καί θά φέρει μαζί του ἄλλα ἑπτά δαιμόνια. Αὐτό φαίνεται, ὅτι ἔχει
γίνει στόν λαό μας σήμερα. Γι’ αὐτό βλέπετε ὅτι οὐσιαστικά ὑπάρχει κι ἕνας διωγμός
στόν ὀρθόδοξο λαό, στήν Ἐκκλησία μας σήμερα ἀπό τούς ἄλλους πού ὑποτίθεται ὅτι
εἶναι χριστιανοί, ἀλλά δέν εἶναι. Ἄν δεῖτε τί γίνεται στά σχολεῖα μας, στήν παιδεία,
στήν κυβέρνηση… Ἐμεῖς ἐπιλέξαμε αὐτήν τήν κυβέρνηση, ἐμεῖς τούς δώσαμε τήν
θέση καί τώρα μᾶς λένε ὅτι θά καταργήσουν τά θρησκευτικά ἤ ὅτι θά τά κάνουν
προαιρετικά καί τόσα ἄλλα ἀκόμα πράγματα πού προωθοῦνται. Ὅμως καί ἡ βάση
εἶναι διεφθαρμένη, δηλαδή ἐμεῖς, ὁ λαός... γιατί ἐμεῖς τούς ἐπιλέξαμε γιά νά
παίρνουν ἀποφάσεις. Καί βλέπετε, ὅταν, ἄς ποῦμε ἕνας ἐκπαδευτικός στό σχολεῖο
θέλει νά πεῖ κάτι γιά τόν Χριστό, νά μήν μπορεῖ πλέον, γιατί θά βρεθεῖ κάποιος
μαθητής καί θά τόν καταγγείλει στόν σύμβουλο. Ὑπάρχει δηλαδή ἕνας διωγμός,
γιατί τό κράτος μας ἔχει γίνει ἄθεο, καθώς καί ἡ παιδεία μας. Τά βιβλία μας εἶναι
τελείως ἄθεα καί ἀνήθικα. Γιατί φτάσαμε νά ἔχουμε αὐτόν τόν διωγμό; Γιατί,
ἀκριβῶς, δέν προσέξαμε νά ἔχουμε καί νά κρατήσουμε αὐτά τά χαρίσματα, αὐτά τά
δῶρα τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα μᾶς τά δίνει ὁ Θεός ἄφθονα, ἀλλά ἐμεῖς δέν τά ἀξιοποιοῦμε
γιά τό καλό μας, τά χρησιμοποιοῦμε λάθος κάνοντας κακό στόν ἑαυτό μας.

«Σκέψου, ἔπειτα, ὅτι τόσο τά ἐξωτερικά καλά, ὅσο καί τά καλά τῆς φύσεως, τά
κακομεταχειρίστηκες». Εἴπαμε τά ἐξωτερικά καλά εἶναι ὁ πλοῦτος, τό σπίτι πού
ἔχουμε, τό αὐτοκίνητο, τό τηλέφωνο ἀκόμα πού ἔχουμε, ὅλα εἶναι ἀγαθά, εἶναι δῶρα
Θεοῦ. Πόσο καλά τά χρησιμοποιήσαμε; Μᾶλλον τά κακομεταχειριστήκαμε, ὅπως καί
τά καλά τῆς φύσεως: τό σῶμα πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, τήν ἀρτιμέλεια, τήν εὐστροφία
κ.λ.π. «Ἐνῶ θά ἔπρεπε αὐτά ὅλα τά κτίσματα νά ἦταν γιά σένα μία σκάλα γιά νά
ἀνεβαίνεις στόν Κτίστη». Γι’ αὐτό ἔκανε ὁ Θεός τό σύμπαν, ὅλες αὐτές τίς ὀμορφιές,
γι’ αὐτό σοῦ δίνει καί ὅλα αὐτά τά ἀγαθά καί σέ ἔχει βάλει σάν ἕνα πριγκηπόπουλο

43
μέσα στό σύμπαν, γιά νά ἀνεβαίνεις σάν σέ σκάλα μέσω αὐτῶν στόν Ἴδιο.

«Ἀντί ὅμως ἐσύ νά τά χρησιμοποιήσεις αὐτά σάν σκάλα γιά νά ἀνέβεις στόν Θεό, τά
ἔκανες τοῖχο διαχωρισμοῦ σου ἀπό τόν Θεό». Τά αὐτονόμησες, τά λάτρεψες αὐτά
καθεαυτά. Ὕψωσες τείχη γύρω σου, τά ὁποῖα τά ἔχτισες ἀκριβῶς μέ αὐτά τά ἀγαθά
πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Σοῦ ἔδωσε χρήματα κι ἐσύ ἔγινες ἄπληστος, ἐγωιστής,
ἀνελεήμων καί κενόδοξος. Σοῦ ἔδωσε καλή σύζυγο, παιδιά.. κι ἐσύ ἔγινες πάλι
ἐγωιστής, ὑπερηφανεύτηκες, ἔκανες κακή χρήση, ἀντί νά δοξολογήσεις τόν Θεό. Σοῦ
ἔδωσε γνώσεις καί ἀντί νά τίς χρησιμοποιήσεις γιά νά δοξασθεῖ ὁ Θεός, ἐσύ τίς
χρησιμοποίησες γιά νά ἀπολαύσεις ἐγωιστικά, γιά νά προβληθεῖς ἤ γιά νά ἐπιβληθεῖς
στούς ἄλλους. Δυστυχῶς, αὐτό εἶναι τό ἐμπόδιο. Λέμε μερικές φορές: - Γιατί ὁ Θεός
δέν μέ βοηθάει; Μά, ἀκριβῶς, γιατί ἔχεις χτίσει τεῖχος γύρω σου καί ἐνῶ ἐκχέεται ἡ
Χάρις, δέν περνάει ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Συνεχῶς ὁ Θεός εὐλογεῖ τόν κόσμο. Ὁ Θεός
ἀναλήφθηκε σέ στάση εὐλογίας. Ἔφυγε στόν οὐρανό εὐλογώντας μας. Ἔτσι εἶναι
καί τώρα, εὐλογεῖ. Καί ἔτσι πάλι θά ἔρθει, ἀπό τόν οὐρανό καί θά εἶναι καί ἕνα
σημάδι γιά νά Τόν διακρίνουμε ἀπό τόν Ἀντίχριστο, πού θά ἔρθει ἀπό κάτω. Ὁ
Χριστός μας, ὅμως, θά ἔρθει ἀπό τόν οὐρανό, ὅπως ἔφυγε. Κι ὅμως ἐμεῖς δέν
παίρνουμε αὐτήν τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, γιατί ἔχουμε περιχαρακωθεῖ, ἔχουμε χτίσει
γύρω μας τείχη μέ τά ἀγαθά αὐτά πού μᾶς ἔχει δώσει κάνοντας κακή χρήση. Καί
ἐνδιαφέρεται ὁ καθένας μόνο γιά τόν ἑαυτό του ἤ ἔστω και γιά τήν οἰκογένειά του...
Ἔτσι ὅμως ἔχει φτιάξει ἕνα μεγάλο ἐγώ.

«Τά χρησιμοποίησες τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ ὄχι σάν μέσο γιά νά πλησιάσεις τόν Θεό,
ἀλλά σάν ὅπλα γιά νά Τόν πολεμᾶς». Αὐτό εἶναι πόλεμος πρός τόν Θεό, γιατί ὁ Θεός
εἶναι ἡ ἄπειρη ἀγάπη καί σέ ἔπλασε ἔτσι, ὥστε νά γίνεις ἕνα μαζί Του, νά κοινωνεῖς
μαζί Του. Ὁπότε χτίζοντας ἐσύ τοῖχο γύρω σου, σηκώνεις πόλεμο ἐναντίον Του.
«Καί θέλησες μέ τά ἴδια αὐτά τά δῶρα τοῦ Θεοῦ νά ἱκανοποιήσεις τίς αἰσθήσεις σου
καί ἔτσι νά ντροπιάσεις τόν Δημιουργό σου». Νά γίνεις ἕνας ἄνθρωπος ζωώδης, ἕνας
ἄνθρωπος τῶν ἐνστίκτων ντροπιάζοντας τόν Δημιουργό.

«Ἄχ, ἀδελφέ μου! Αὐτή εἶναι ἡ ὑπηρεσία πού προσφέρεις στόν Θεό; Ἀλλά μέ αὐτό
φαίνεται σάν νά Τοῦ λές ‘ἐγώ δέν θέλω νά Σέ ὑπηρετῶ καθόλου’». Ἐνῶ αὐτός εἶναι
ὁ κύριος σκοπός τῆς ζωῆς μας, νά προσφέρουμε ὑπηρεσία στόν Θεό, νά κάνουμε μία
συνεχή Θεία Λειτουργία, νά δοξολογοῦμε τόν Θεό, νά Τόν ὑπηρετοῦμε, νά
μιμηθοῦμε τούς ἀγγέλους πού ὑπηρετοῦν καί δοξολογοῦν συνέχεια τόν Θεό. Κατά
μίμηση τῶν ἀγγέλων πρέπει νά λειτουργοῦν καί οἰ ἄνθρωποι. Κι ὅμως! Πόσο
ὑπηρετοῦμε τόν Θεό; Πόσο χρόνο δίνουμε καθημερινά στόν Θεό;

«Ἄχ ἀδελφέ μου! Μ’ αὐτό φαίνεται σάν νά τοῦ λές: ‘Σύντριψες τόν ζυγό σου καί
ἔσπασες τίς ἀλυσίδες σου καί εἶπες δέν θά σέ δουλέψω’ (Ἱερ. 2,20)». Αὐτά εἶναι
λόγια ἀπό τόν προφήτη Ἱερεμία στήν Παλαιά Διαθήκη. Αὐτό ἀκριβῶς λέμε στόν
Θεό. Ἐνῶ ἔχουμε πάρει ὅλα τά δῶρα Του, ἀρνούμαστε νά Τοῦ δώσουμε κάτι πίσω.
Ἐνῶ βλέπετε πόσο ὡραῖα στήν Θεία Λειτουργία μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός μας νά λέμε:

44
«Τά σά ἐκ τῶν σῶν Σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα», δηλαδή τά δικά
Σου ἀπό τά δικά Σου, στά ξαναδίνουμε πίσω. Ὁ Θεός δέν μᾶς ζητάει νά Τοῦ τά
ἐπιστρέψουμε ὅλα, ἀλλά κάτι ἀπό αὐτά πού μᾶς ἔδωσε, ὥστε νά Τοῦ δείξουμε τήν
εὐγνωμοσύνη μας καί τήν ἀγάπη μας. Τί δίνουμε στόν Θεό; Δίνουμε λίγο ἀπό τό
σιτάρι καί λίγο ἀπό τό σταφύλι πού μᾶς δίνει. Αὐτά ὁ Θεός μᾶς τά εὐλογεῖ καί τά
κάνει τόν ἴδιο του τόν Ἑαυτό καί μᾶς τά δίνει πίσω μεταποιημένα σέ Σῶμα καί Αἷμα
Του. Αὐτό γίνεται σέ κάθε Θεία Λειτουργία. Ἔτσι μᾶς ἁγιάζει. Νά, γιατί θέλει νά
Τοῦ ἐπιστρέψουμε κάτι ἐνδεικτικά, γιά νά μᾶς διακονήσει, νά μᾶς ἁγιάσει καί τελικά
νά μᾶς ἑνώσει τελείως μαζί Του.

«Μέ αὐτό πού κάνεις, -πού λές στόν Θεό ‘δέν θέλω νά σέ δουλέψω’- φανερώνεις ὅτι
θέλεις, ὄχι νά ὑπηρετήσεις τόν Θεό, ἀλλά νά σέ ὑπηρετεῖ ὁ Θεός». Νά τόν ἔχεις τόν
Θεό σάν δοῦλο σου. «Καί μάλιστα ὑπηρετώντας ἐσένα, νά ἐπιβαρύνει τόν Ἑαυτό του
δίνοντάς σου δυνάμεις καί βοήθειες γιά νά κάνεις τά κακά σου θελήματα. Ὅπως λέει
ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέσω τοῦ προφήτη Ἡσαΐα: «μέ τίς ἁμαρτίες σου Μέ κούρασες» (πρβλ.
Ἡσ. 1,14). Ἐμεῖς θέλουμε δηλαδή νά μήν δίνουμε τίποτα στόν Θεό, ἀλλά νά
συνεχίζει ὁ Θεός νά μᾶς δίνει κι ἄλλα συνέχεια, ὥστε νά κάνουμε τά θελήματά μας.
Καί, μάλιστα, ἄν σταματήσει νά μᾶς δίνει, τότε παραπονιόμαστε καί λέμε: - Μά τί
Θεός εἶναι αὐτός;

«Μά ὡς πότε ἀγαπητέ θά παραμείνει αὐτή ἡ διαμάχη ἀνάμεσα σέ σένα καί στόν
Θεό;». Πράγματι πρόκειται γιά μία μάχη, ἀπό τήν ὁποία ὅμως ὁ Θεός δέν παθαίνει
κάτι, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος παθαίνει.

«Ἕως πότε ὁ Θεός νά σοῦ δίνει τά ὄργανα καί τά μέσα γιά τήν σωτηρία σου κι ἐσύ
νά τά χρησιμοποιεῖς ἐναντίον τῆς τιμῆς Του καί ἐναντίον τῆς σωτηρίας σου;». Μέχρι
πότε δηλαδή θά πηγαίνει ὁ ἄνθρωπος ἀντίθετα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ; «Ὁ Θεός νά
σοῦ δίνει τόσο καλό καί ἐσύ νά Τοῦ ἀνταποδίδεις τόσο κακό;». Βλέπετε ὅτι μερικές
φορές ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν πατᾶνε στήν Ἐκκλησία, πού δέν ἔχουν εὐλάβεια
καί δέν σέβονται τόν Θεό κι ὅμως κοσμικά τούς πηγαίνουν ὅλα καλά καί ἔχουν
χρήματα, σπίτια, παιδιά, ἐπιτυχίες καί χαρές. Κάποιοι ἄλλοι πάλι πού εἶναι εὐλαβεῖς
καί πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία ὅλα τά κακά, ἀπό κοσμική πλευρά, ἔρχονται πάνω
τους. Τότε λές: - Γιατί συμβαίνει αὐτό; Κατ’ ἀρχάς, τό καλό καί τό κακό καί στίς δύο
περιπτώσεις θεωρεῖται κοσμικά κακό καί καλό, γιατί ὁ Θεός δέν δίνει ποτέ τίποτα
κακό. Ὅ,τι δίνει ὀ Θεός στόν ἄνθρωπο εἶναι εὐλογία. Τούς ἀνθρώπους λοιπόν πού
ὅλα τούς πηγαίνουν καλά, πρέπει νά τούς κλαῖτε. Αὐτοί εἶναι στήν χειρότερη
κατάσταση, γιατί συσσωρεύουν τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ, μέ ὅλη αὐτήν τήν ἀπαξίωση
πρός τόν Θεό ἀφενός καί ἀφετέρου μέ τήν συνεχή εὐλογία πού δέχονται ἀπό τόν
Θεό.

Σκεφτεῖτε, ἄς ποῦμε, ἕναν ἄνθρωπο πού σᾶς ἀγαπάει πάρα πολύ καί ἐνῶ ἐσεῖς
συνέχεια τόν περιφρονεῖτε, αὐτός συνεχίζει νά σᾶς ἀγαπάει καί νά σᾶς εὐεργετεῖ
πάρα πολύ. Αὐτό μάλιστα νά συνεχίζεται γιά χρόνια. Κάποια στιγμή, δέν θά ἔρθει ἡ

45
ὥρα τῆς δικαιοσύνης καί τῆς κρίσεως, ὅπου μετά δέν θά μπορέσει νά ἀντικρύσει τόν
ἄνθρωπο πού περιφρονοῦσε τόσα χρόνια; Ἔτσι θά γίνει καί μέ τόν Θεό καί τούς
ἀνθρώπους, πού ἐνῶ τούς εὐεργετεῖ, ἐκεῖνοι Τόν περιφρονοῦν καί Τόν πολεμοῦν.
Αὐτοί δέν θά μπορέσουν νά σταθοῦν μπροστά Του. Γιατί ὅλα αὐτά τά χρόνια τῆς
ζωῆς τους ὁ Θεός τούς τά δίνει ὅλα. Καί τότε θά τούς πεῖ: «Τί θέλετε τώρα ἀπό
Ἐμένα παιδιά μου; Τά πήρατε ὅλα, ὅσο ζούσατε στήν πρόσκαιρη ζωή, τώρα δέν
ἔχετε νά πάρετε κάτι». «Ἀπέλαβες σύ τά ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου» (Ματθ. 16,25),
εἶπε ὁ Κύριος στόν ἄφρονα πλούσιο.

«Ὤ ταλαίπωρος πού εἶσαι, ὅταν σέ λίγο καιρό θά δώσεις ἀπολογία γι’ αὐτό καί ὅταν
ὁ Κύριός μας θά συγκρίνει ἐκεῖνα πού ἔκανε Αὐτός γιά σένα μέ ἐκεῖνα πού ἔκανες
ἐσύ γι’ Αὐτόν. Τώρα ἀδελφέ μου διόρθωσε αὐτές τίς ἀταξίες σου καί ζήτησε
συγχώρεση γι’ αὐτές ἀπό τόν Λυτρωτή σου, πρίν ἔρθει Αὐτός καί γίνει Κριτής σου».
Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα τῆς Κρίσεως, θά εἶναι ἀργά καί ἀλλοίμονο ἄν μᾶς κρίνει ὁ Θεός.
Τό εὐχάριστο θά εἶναι νά μήν μᾶς κρίνει ὁ Θεός. Μά θά ἀναρωτηθεῖτε: - Δέν θά μᾶς
κρίνει ὅλους; Τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι δέν θά κρίνει αὐτούς πού Τόν ἔχουν
ἀγαπήσει, γιατί «θά ἁρπαχθοῦν εἰς νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα»
(Α΄Θεσ. 4,17). Θά τούς ἁρπάξουν τά σύννεφα, δηλαδή οἱ Ἄγγελοι καί ἡ Χάρις τοῦ
Θεοῦ, γιά νά προϋπαντήσουν τόν Κύριο, πού θά ἔρχεται ἀπό τόν οὐρανό καί θά γίνει
ἡ συνάντηση στόν ἀέρα. Τί ὡραῖο πράγμα πού θά εἶναι αὐτό! Ἀπό τήν ἄλλη, στήν γῆ
θά παραμείνουν ὅλοι αὐτοί πού περιφρόνησαν τόν Χριστό, ὥστε νά κριθοῦν. Αὐτοί
πού εἶπαν στόν Χριστό ‘δέν θέλω νά Σέ δουλέψω’, θά κριθοῦν. Οἰ ἄλλοι δέν θά
κριθοῦν. Αὐτό τό Εὐαγγέλιο στό Ἅγιο Ὄρος τό διαβάζουμε κάθε Σάββατο πού
κάνουμε μνημόσυνο γιά τούς κεκοιμημένους.

«Νιῶσε ντροπή ἀδελφέ μου γιά τήν μεγάλη ἀχαριστία πού Τοῦ ἔδειξες καί μέ
κατανυκτικά δάκρυα, προσέλκυσέ Τον στήν ἀγάπη σου. Ἀπόρησε γιά τήν ἀσωτία
σου, μέ τήν ὁποία σκόρπισες τόσους θησαυρούς, πού τόσο πλουσιοπάροχα σοῦ
χάρισε ὁ Θεός γιά νά σέ πλουτίσει αἰώνια. Μίσησε τήν δυστυχισμένη ζωή πού τόσο
τυφλός πέρασες μέχρι τώρα, σάν νά μήν ὑπῆρχε Θεός, γιά νά Τόν ὑπηρετεῖς καί νά
Τόν κερδίσεις. Καί σάν νά ἤσουνα ἐσύ ὁ μόνος δεσπότης τοῦ κόσμου». Δυστυχῶς,
ἔτσι ζοῦμε πολλές φορές, σάν νά μήν ὑπάρχει Θεός, σάν νά εἴμαστε ἐμεῖς οἱ κύριοι
τοῦ κόσμου.

«Πάρε τήν ἀπόφαση ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς νά μήν θέλεις ἄλλο πράγμα, παρά μόνο τό
πῶς νά ἀρέσεις στόν Θεό καί πῶς νά ἐξασφαλίσεις τήν σωτηρία σου». Εἶναι αὐτό
πού λέγαμε, νά βάλει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος κέντρο στήν ζωή του τόν Θεό, ἀρχή καί
τέλος τόν Θεό. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό λέει στήν Ἀπόκάλυψη: «ἐγώ εἰμι ἡ ἀρχή καί τό
τέλος, τό Α καί τό Ω» (Ἀποκ. 22,13). Αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῆς
ἱστορίας, ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῶν πάντων, ἀλλά πρέπει νά εἶναι καί ἡ ἀρχή καί τό
τέλος τοῦ καθενός ἀπό μᾶς, ἡ ἀρχή καί τό τέλος τῆς κάθε σκέψης, πράξης, ἐπιθυμίας
καί κίνησής μας. Ἡ αἰτία θά πρέπει νά εἶναι ὁ Χριστός καί τό τέλος, δηλαδή ὁ
σκοπός, γιά τόν ὁποῖο κάνουμε τό καθετί, νά εἶναι πάλι ὁ Θεός. Τότε ἀξιοποιοῦμε

46
ὅλα αὐτά τά μέσα καί τίς εὐλογίες γιά τήν σωτηρία μας.

«Πάρε ἀπόφαση ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς νά μήν θέλεις τίποτα ἄλλο». Ὁ κόσμος μᾶς
γεμίζει ἕνα σωρό ‘θέλω’, ἕνα σωρό ἐπιθυμίες καί θελήματα. Μάλιστα θεωροῦνται
ἐπιτυχημένοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν ἰσχυρό θέλημα καί ἕχουν κι ἕνα καπρίτσιο, ὄχι
μόνο νά ἱκανοποιοῦν, ἀλλά καί νά ἐπιβάλλουν τά θελήματά τους! Γιά τόν κόσμο
αὐτοί εἶναι οἱ ἐπιτυχημένοι. Γιά τόν Θεό ὅμως εἶναι ἐπιτυχημένος αὐτός πού δέν
θέλει τίποτα, αὐτός πού ὑποτάσσει τό θέλημά του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔκανε
καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας. Ὡς ἄνθρωπος πάντοτε ὑπέτασσε τό δικό Του θέλημα, στό
θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἔλεγε: «οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ» (Ματθ. 26,39). Αὐτό
πού εἶναι ἐπιτυχία γιά τόν κόσμο εἶναι ἀποτυχία γιά τόν Χριστό καί αὐτό πού εἶναι
ἀποτυχία γιά τόν κόσμο εἶναι ἐπιτυχία γιά τόν Χριστό. Στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε
νά μήν θέλουμε. Στόν κόσμο μαθαίνουμε νά θέλουμε. Νά θέλουμε πολλά πράγματα
καί ποτέ νά μήν εἴμαστε εὐτυχισμένοι, γιατί δέν ἱκανοποιοῦνται ὅλα τά θελήματά
μας, ἀλλά ἐλάχιστα.

Ἔχουμε φτιάξει ἕνα σωρό ἐπιθυμίες οἱ ὁποῖες δέν ἐκπληρώνονται καί γι’ αὐτό
εἴμαστε δυστυχισμένοι. Ἀντίθετα ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
ἀναπαυμένος καί ἥσυχος, γιατί νιώθει ὅτι ἔχει τά πάντα καί ἄς μήν ἔχει τίποτα. Τοῦ
ἀρκεῖ πού ἔχει τόν Χριστό. Καί ὁ Χριστός τίποτα δέν εἶχε ὑλικό, εἶχε μόνο τήν ἀγάπη
πρός τόν Πατέρα καί πρός ὅλους ἐμᾶς. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ
Θεοῦ. Νιώθουν πάντοτε εὐτυχισμένοι καί ἱκανοποιημένοι. Δέν ἔχουν κανένα λόγο νά
στενοχωρηθοῦν, δέν ἔχουν ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες, γιατί θέλουν ὅ,τι τούς δίνει ὁ
Θεός, ὁπότε ὅλα τούς γίνονται, ὅπως τά θέλουν!

«Τέλος ζήτησε ἀπό Αὐτόν χάρη νά μπορέσεις νά κατορθώσεις αὐτό τό μεγάλο ἔργο,
καί νά πάθεις ὅ,τι πάθεις, γιά νά ἐπιτύχεις τόν σκοπό σου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὀ Θεός». Ὀ
σκοπός μας δέν εἶναι ἕνα πράγμα, ἕνα ἀντικείμενο, ἕνα νοητό ὕψος στό ὁποῖο πρέπει
νά φτάσουμε, ἀλλά ἕνα πρόσωπο, ὁ Χριστός. Ὅταν φτάσουμε σέ Αὐτόν, τότε
πετυχαίνουμε τόν σκοπό μας.

«Καί νά τρέχεις πρός αὐτόν τόν σκοπό μέ ἐκείνη τήν προθυμία καί φροντίδα πού
ἁρμόζει, ὅπως ἔγραφε ὁ θεοφόρος Ἰγνάτιος στούς Ρωμαίους: ‘Φωτιά καί σταυρός καί
θηρίων ἐπιθέσεις, ἀνατομές, διαιρέσεις, σκορπισμοί ὀστῶν, συγκοπή μελῶν, ἀλεσμοί
ὅλου τοῦ σώματος καί κόλασις τοῦ διαβόλου, ἄς ἔρθουνε ἐπάνω μου, ἀρκεῖ μόνο νά
κερδίσω τόν Ἰησοῦ Χριστό’». Ἔλεγε δηλαδή ὅτι: δέν μέ φοβίζει τίποτα, ἄς μέ
ἀλέσουν τά θηρία, ἄς ἔρθει ὅλη ἡ κόλαση ἐπάνω μου, ἐγώ θέλω μόνο νά ἑνωθῶ μέ
τόν Χριστό. Γι’ αὐτό ἔκανε ὁλόκληρη πορεία, γιά νά πάει στή Ρώμη νά μαρτυρήσει.
Οἱ φίλοι του, πού τόν σεβόντουσαν πολύ, τοῦ ἔλεγαν νά μεσιτεύσουν στόν
αὐτοκράτορα, γιά νά μήν μαρτυρήσει κι ἐκεῖνος τούς παρακαλοῦσε νά μήν τό κάνουν
καί τοῦ στερήσουν τήν χαρά νά χύσει τό αἷμα του γιά τόν Χριστό. Τέτοιο πόθο
πρέπει νά ἔχουμε κι ἐμεῖς!
Κάναμε λοιπόν κακή χρήση τῶν μέσων πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός. Αὐτό ὅμως πρέπει νά

47
τό διορθώσουμε, ὄχι ἁπλῶς νά τό διαπιστώσουμε. Πῶς θά γίνει αὐτό; «Αὐτή ἡ
διόρθωση μπορεῖ νά γίνει, ὅταν μεταχειρίζεσαι τά μέσα αὐτά γιά τόν σκοπό σου καί
ὄχι γι’ αὐτά τά ἴδια τά μέσα. Δέν πρέπει νά ἀγαπᾶς τά μέσα αὐτά καθεαυτά, παρά
μόνο ἄν σέ ὁδηγοῦν στόν ποθούμενο σκοπό». Αὐτό ἔχουμε πάθει ἀδελφοί μου.
Ἀγαπᾶμε τά μέσα αὐτά καθεαυτά καί ἔχουμε χάσει τόν σκοπό. Αὐτό τό ἔλεγαν καί
ἄνθρωποι κοσμικοί, ὅπως ὁ Ἀϊνστάιν: ‘Ἡ ἐποχή μας (ἐγώ θά ἔλεγα καί κάθε ἐποχή),
εἶναι ἡ ἐποχή τῶν τέλειων μέσων καί τῶν συγκεχυμένων σκοπῶν’. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει
χάσει τόν σκοπό του, γιατί εἶναι ἀφώτιστος καί ἄπιστος. Γιατί, ἄν πιστέψει κανείς
στόν Θεό, τότε φωτίζεται, καταλαβαίνει γιατί ἦρθε σέ αὐτόν τόν κόσμο, γιατί ζεῖ καί
ποῦ πάει. Μήν ἀγαπᾶς λοιπόν τά μέσα αὐτά καθεαυτά.

Γιά παράδειγμα, σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός τά χρήματα; Μήν τά κάνεις αὐτοσκοπό, γιατί
τότε γίνεσαι εἰδωλολάτρης. Σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός οἰκογένεια; Ἐντάξει, εἶναι πολύ ὡραῖο
πράγμα ἡ οἰκογένεια, ἀλλά δέν πρέπει νά εἶναι αὐτοσκοπός, ἀλλά τό μέσον γιά νά
φτάσεις μέσω τῆς οἰκογένειας στόν Θεό. Σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός γνώσεις; Μήν γίνεσαι
εἰδωλολάτρης τῆς γνώσης. Καί τίς γνώσεις πρέπει νά τίς χρησιμοποιήσεις γιά νά
φτάσεις στόν Θεό. Σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός φυσική δύναμη ἤ σωματική ὀμορφιά; Μήν
γίνεσαι εἰδωλολάτρης τοῦ ἑαυτοῦ σου, μήν γίνεσαι αὐτείδωλο, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος
Ἀνδρέας Κρήτης στόν Κανόνα του. Μήν λατρεύεις τόν ἑαυτό σου, ἀλλά δές μέσα
ἀπό τήν ὀμορφιά πού ὑπάρχει πάνω σου τόν Θεό, πού σοῦ ἔδωσε αὐτήν τήν ὀμορφιά
καί σκέψου ὅτι, ἄν φτιάχνει τόσο ὡραίους ἀνθρώπους ὁ Θεός πόσο ὡραῖος θά εἶναι ὁ
Ἴδιος.. πόσο σοφός καί πόσο δυνατός, βλέποντας ὅλη αὐτήν τήν σοφία καί τήν
δύναμη πού ὑπάρχει στό σύμπαν. Τά μέσα λοιπόν δέν πρέπει νά τά κάνουμε
αὐτοσκοπό, ἀλλά νά τά χρησιμοποιοῦμε γιά τήν σωτηρία μας.

«Γι’ αὐτό λοιπόν μοίρασε, κατάταξε, χώρισε ὅλα τά ἀγαθά, πού σοῦ χάρισε ὁ Θεός
σέ τρεῖς τάξεις, σέ τρεῖς ὁμάδες». Δηλαδή νά κάνουμε μία συστηματική κατάταξη
τῶν ἀγαθῶν πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός. «Πρῶτον, σέ ἐκεῖνα τά ἀγαθά πού ὠφελοῦν
πάντοτε καί συνδράμουν στό νά πετύχεις τόν σκοπό σου». Αὐτά τά ἀγαθά εἶναι τά
χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πῆρες μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Ἅγιο
Χρῖσμα. Εἶναι τά Θεῖα μυστήρια, ἡ ἱερά Ἐξομολόγηση, ἡ Θεία Κοινωνία, τό
μυστήριο τοῦ Γάμου, τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου, ὅ,τι ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας. Εἶναι οἱ
ἀρετές καί μάλιστα τά ἔργα τῆς ἐλεημοσύνης. Ὅλα αὐτά εἶναι τά ἀγαθά πού σοῦ
δίνει ὁ Θεός καί τά ὁποῖα πάντοτε συμβάλλουν στήν σωτηρία σου, ὅταν τά
χρησιμοποιεῖς σωστά, ὅπως θέλει ὁ Θεός. «Αὐτά λοιπόν πρέπει νά τά χρησιμοποιεῖς
μέ μεγάλη φροντίδα καί νά μήν ἀμελεῖς», οὔτε τήν συμμετοχή σου στά μυστήρια,
ὅπως μερικοί πού ἔχουν νά ἐξομολογηθοῦν μῆνες ἤ χρόνια ἤ ἔχουν νά κοινωνήσουν
πολύ καιρό καί καθυστεροῦν. Ἤ ἄλλοι πού δέν σκέφτονται τίς ἀρετές καί δέν κάνουν
καμία προσπάθεια νά κόψουν τά πάθη τους. Δέν κάνουν μία προσευχή νά κόψουν τό
κύριο πάθος πού ἔχουν, γιατί λέει πάλι ὁ Ἅγιος Νικόδημος: βλέπεις ἕνα σωρό πάθη.
Ξεκίνα ἀπό τό βασικότερο, αὐτό πού σέ βασανίζει περισσότερο. Μπές σέ μία
διαδικασία νά κόψεις τά πάθη σου. Ἐργάσου τίς ἀρετές τίς ἀντίθετες ἀπό τό πάθος
σου. Τά πάθη ἔτσι κόβονται, μέ τίς ἀντίθετες ἀπό αὐτό ἀρετές. Ἄν ἔχω τό πάθος τῆς

48
πορνείας, θά κάνω ἐγκράτεια -καί ὄχι ἐλεημοσύνη- προσέχοντας τίς αἰσθήσεις μου
καί ὅ,τι ἄλλο συνέβαλε στό νά κάνω πρίν τήν ἁμαρτία, αὐτό πού ὁνομάζουμε
ἀραββῶνα, πού μέ ὁδήγησε στήν ἁμαρτία. Πρέπει νά κόψω πρῶτα ὅλα αὐτά, νά
ἐργαστῶ τό ἔργο τῶν ἀρετῶν.

«Αὐτά λοιπόν τά μέσα νά τά χρησιμοποιεῖς πάντα, τά θεῖα μυστήρια, τίς ἀρετές, τήν
ἐλεημοσύνη, ἔτσι ὥστε νά πετύχεις τόν σκοπό σου πού εἶναι ἡ σωτηρία σου. Καί νά
ξέρεις τό ἑξῆς: Ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ἕνας πού εἶναι ἤδη κολασμένος, εἶχε τήν
δυνατότητα νά ἀπολαύσει ἕνα μόνο ἀπὀ αὐτά τά μέσα πού ἐμεῖς ἀπολαμβάνουμε
ἄφθονα, θά προτιμοῦσε νά ὑποφέρει ὅλα τά βάσανα τῆς κόλασης γιά χιλιάδες χρόνια,
μόνο καί μόνο γιά νά ἀπολαύσει ἕνα ἀπό αὐτά τά μέσα, γιά τά ὁποῖα ἐσύ τώρα
ἀδιαφορεῖς». Ἔχουμε τόσο μεγάλη καί τόσο ἄφθονη δωρεά ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἐμεῖς
τήν καταφρονοῦμε. Ὅταν ὅμως τήν στερηθοῦμε, τότε θά καταλάβουμε τί ἦταν αὐτό
πού μᾶς ἔδινε ὁ Θεός.

Πρώτη λοιπόν κατηγορία ἀγαθῶν εἶναι αὐτά πού πάντα σέ ὠφελοῦν. «Ἡ δεύτερη
κατηγορία ἀγαθῶν εἶναι αὐτά τά μέσα, τά ὁποῖα πάντοτε βλάπτουν στόν σκοπό τῆς
σωτηρίας σου, γιατί εἶναι ἀπαγορευμένα ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί διότι εἶναι
πάντοτε ἑνωμένα μέ τήν ἁμαρτία». Θά σκεφτεῖτε ὅτι, ἄν ὑπάρχουν τέτοια πράγματα,
τότε δέν εἶναι ἀγαθά, ἀλλά κακά. Θά ἔλεγα, ὅτι γίνεται τό ἑξῆς: εἶναι μέν ἀγαθά στήν
ἀρχή, ἀλλά ἐπειδή ἐμεῖς δέν τά χρησιμοποιοῦμε μέ τόν σωστό τρόπο, γίνονται κακά.
Γιά παράδειγμα, τά φαγητά, εἶναι ἀγαθό καί εὐλογία ἀπό τόν Θεό. Ἄν, ὅμως, ὁ
ἄνθρωπος ἀντί νά τρώει γιά νά ζήσει, ζεῖ γιά νά τρώει, αὐτό εἶναι κακό.
Ὑποδουλώνεται στό φαγητό καί γίνεται γαστρίμαργος, λαίμαργος καί ἔχει θεό του
τήν κοιλία του (Φιλ. 3,19), ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Θά πρέπει λοιπόν νά
ἀποφεύγει ὁ ἄνθρωπος αὐτά τά τρυφηλά φαγητά καί τά ποτά καί τά ὄμορφα
φορέματα καί τίς διασκεδάσεις καί τά παιχνίδια καί τίς κακές συναναστροφές καί τίς
συνομιλίες. Φυσικά δέν εἶναι κακό τό νά μιλᾶμε μέ ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλά μπορεῖ νά
γίνει κακό, ἄν δέν προσέξεις τί λές. Ἄν κατακρίνεις, λές πονηρά καί αἰσχρά
πράγματα, τότε εἶναι πολύ κακό καί πρέπει νά τό ἀποφύγεις. Ἄν ἔχεις μία
ψυχαγωγία, μία ἀνάπαυλα, δέν εἶναι κακό. Καί οἱ Ἅγιοι τήν εἶχαν, ἀλλά ποτέ δέν
ἔκαναν αἰσχρά καί πονηρά πράγματα. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι μέ τήν πρόφαση τῆς
διασκέδασης, πέφτουν σέ πολλές ἁμαρτίες.

Τώρα διάβαζα ὅτι ἔχει ἐπικρατήσει ὁ θεσμός τῶν πολιτιστικῶν ἐκδηλώσεων καί κάθε
χωριουδάκι ἔχει καί Πολιτιστικό Σύλλογο. Αὐτοί ὀργανώνουν διάφορες ἐκδηλώσεις
τάχα γιά τήν ἀναβίωση τῆς παράδοσης... Αὐτή εἶναι ὅμως ἡ παράδοσή μας; Τά
κουδουνίσματα τοῦ διαβόλου; Αὐτά τά τραγούδια διαφθείρουν τόν ἄνθρωπο καί τόν
ρίχνουν σέ μία θλίψη. Αὐτό εἶναι πού μᾶς προάγει; Αὐτό εἶναι ὁ Χριστός μας; Δέν
πρέπει νά συμμετέχουμε σ’ αὐτά κι ἄς μᾶς ποῦν ὅ,τι θέλουν οἱ ἄλλοι, ἄς μᾶς
χαρακτηρίσουν καί ἀκοινώνητους. Ἀκοινώνητος εἶναι αὐτός πού δέν κοινωνάει τόν
Χριστό, ὄχι αὐτός πού δέν συμμετέχει σ’ αὐτά. Αὐτή εἶναι ἡ ἀπάντηση πού θά τούς
δώσουμε: ἐσεῖς εἶστε ἀκοινώνητοι πού δέν πατᾶτε στήν Ἐκκλησία.

49
«Ἐκεῖνα τά μέσα λοιπόν πού πάντοτε βλάπτουν τόν σκοπό τῆς σωτηρίας σου, γιατί
αὐτά εἶναι ἀπαγορευμένα καί εἶναι ἑνωμένα πάντοτε μέ τήν ἁμαρτία καί τά
ἀπαριθμήσαμε λίγο. Νά ποῦμε ἀκόμα γιά τίς περιπλανήσεις, γιά τά ἡδονικά καί
ἀναπαυτικά ἀντικείμενα τῶν πέντε αἰσθήσεών μας». Σήμερα μάλιστα, ἡ τεχνολογία
μᾶς ἔχει δώσει πάρα πολλά μέσω τοῦ ἴντερνετ καί τῆς τηλεόρασης. Μέσω αὐτῶν
ἀναπαύονται οἱ αἰσθήσεις καί χαραμίζεται ἡ καρδιά καί ἡ ἠθική. Ὁ ἄνθρωπος
μοιχεύει πολλές φορές μέσα του, γιατί ὁ Χριστός μᾶς εἶπε πώς, ἄν δεῖς πονηρά, ἤδη
ἔχεις κάνει μοιχεία στήν καρδιά σου. Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος στήνεται μπροστά
ἀπό αὐτό τό χαζοκούτι καί βλέπει ὅλα αὐτά τά αἰσχρά θεάματα, καταστρέφει τόν ἴδιο
του τόν ἑαυτό. Αὐτό πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, γιατί καί ἡ τεχνολογία δῶρο εἶναι, ὁ
ἄνθρωπος τό χρησιμοποιεῖ μέ λάθος τρόπο. Ἐπίσης τό διαδίκτυο εἶναι δῶρο τοῦ
Θεοῦ καί ἐνῶ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά κάνει μέσω αὐτοῦ πολλά καλά πράγματα, τό
χρησιμοποιεῖ γιά νά καταστραφεῖ.

«Καί τρίτον, νά δεῖς ἐκεῖνα τά ἀγαθά, τά ὁποῖα μερικές φορές ὠφελοῦν γιά νά
πετύχεις τόν σκοπό σου -πού ὅπως εἴπαμε εἶναι ὁ Θεός- καί μερικές φορές βλάπτουν
καί ἐμποδίζουν. Ἡ διόρθωσή τους γίνεται ὡς ἑξῆς: Θά πρέπει νά μήν κλίνει ἡ καρδία
σου σέ κανένα, παρά μόνο τόσο, ὅσο χρειάζεται γιά νά σέ ὁδηγήσει στόν Θεό καί
στόν σκοπό τῆς σωτηρίας σου». Αὐτά τά ἀγαθά πού μερικές φορές ὠφελοῦν καί
ἄλλες βλάπτουν καί δέν πρέπει νά κλίνει ἡ καρδιά μας σ’ αὐτά, παρά μόνο ὅσο
χρειάζεται γιά νά σωθοῦμε, εἶναι, γιά παράδειγμα, ἡ ὑγεία. Πολλοί λένε: -Πάνω ἀπό
ὅλα ἠ ὑγεία... καί φυσικά ἐννοοῦν τήν σωματική καί ὅχι τήν πνευματική ὑγεία. Εἶναι
καλό πράγμα ἡ ὑγεία; Εἶναι μέχρι ἑνός σημείου. Ἄν κολλήσει ὁ ἄνθρωπος στήν
ὑγεία, μπορεῖ νά πάει καί στήν κόλαση. Μπορεῖ, προκειμένου νά ἔχει ὑγεία, νά κάνει
πράγματα πού νά μήν ἀρέσουν στόν Θεό. Αὐτό δέν εἶναι σωστό. Κάνει, ἄς ποῦμε,
κάποιος μεταμόσχευση καρδιᾶς... γιά νά ἔχει ὑγεία, τό ὁποῖο δέν ἐπιτρέπεται, γιατί
σκοτώνεις κάποιον ἄλλον γιά νά κάνεις μεταμόσχευση καρδιᾶς. Ἐπίσης ἡ μητέρα γιά
νά καλοπεράσει, σκοτώνει τό παιδί πού ἔχει μέσα στήν κοιλιά της, κάνει ἔκτρωση.
Ὑγεία λοιπόν μέχρι ἑνός ὁρίου. Σοῦ δίνει ὁ Θεός τό ἀγαθό αὐτό; Χρησιμοποίησέ το
σωστά. Κάνε μετάνοιες, προσευχήσου, γονάτισε. Ἄν ὁ Θεός σοῦ πάρει τήν ὑγεία, δέν
θά μπορεῖς νά κάνεις μετάνοιες καί νά γονατίζεις, γι’ αὐτό κάνε τώρα πού μπορεῖς.
Κάνε νηστεία. Ἄν ἀρρωστήσεις, δέν θά μπορεῖς νά κάνεις νηστεία. Δούλεψε στόν
Θεό μέ αὐτό τό ἀγαθό πού σοῦ ἔδωσε. Μήν χρησιμοποιεῖς τήν ὑγεία γιά νά
ἁμαρτάνεις. Πολλές φορές θέλουμε ἀκριβῶς γι’ αὐτό τήν ὑγεία, γιά νά μποροῦμε νά
τρῶμε ἀπό ὅλα καί νά ἁμαρτάνουμε.

«Ὑγεία λοιπόν ἤ ἀσθένεια;». Τί εἶναι καλύτερο; Πολλές φορές καλύτερη εἶναι ἡ


ἀσθένεια. Κάποτε ὁ Ἅγιος Πορφύριος εἶχε ἀρρωστήσει καί κάποια πνευματικά
παιδιά του, πήγαιναν στό δάσος καί προσεύχονταν στόν Θεό νά τόν κάνει καλά. Τότε
ὁ γέροντας, μέ τό χάρισμα πού εἶχε, κατάλαβε τί ἔκαναν καί τούς εἶπε νά μήν
προσεύχονται νά γίνει καλά, ἀλλά νά προσεύχονται νά γίνει καλός. Γιατί, γιά νά
δώσει ὁ Θεός μία ἀρρώστια, ξέρει γιατί τήν δίνει. Τήν δίνει γιά νά μετανοήσουμε, νά
ἐξομολογηθοῦμε καί νά βοηθηθοῦμε πνευματικά. Οἱ πιό πολλές ἀρρώστιες, γιά νά

50
μήν πῶ ὅλες, εἶναι ἀποτέλεσμα ἁμαρτιῶν. Γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ψάξει πού
ἔσφαλλε καί νά μετανοήσει εἰλικρινά. Τότε μόνο, καί ἄν θέλει ὁ Θεός, θά
ἀποκατασταθεῖ ἡ ὑγεία του ἡ σωματική.

Τί εἶναι καλύτερο «τά πλούτη ἤ ἡ φτώχεια;». Μέχρι ἑνός ὁρίου εἶναι καλός ὁ
πλοῦτος. Εἶσαι σάν τόν Ἀβραάμ; Νά μήν βλαφτεῖς ἀπό τόν πλοῦτο; Τότε ἐντάξει.
Πόσοι εἶναι ὅμως σάν τόν Ἀβραάμ καί δέν παρασύρονται ἀπό τόν πλοῦτο; Συνήθως
αὐξάνεται ὁ ἐγωισμός τους καί γίνονται ἄσπλαχνοι, σκληρόκαρδοι, καχύποπτοι καί
γεμάτοι ἄγχος καί ἀγωνία μήν χάσουν τόν πλοῦτο πού ἔχουν. Ἄν ὀ ἄνθρωπος φτάσει
σέ τέτοιο σημεῖο, τότε ὁ πλοῦτος δέν εἶναι καλός. Ἡ φτώχεια ἐπίσης ἐξαρτᾶται ἄν
εἶναι καλό ἤ κακό. Ἄν, γιά παράδειγμα, εἶσαι φτωχός καί θέλεις νά γίνεις πλούσιος,
εἶσαι σέ λάθος δρόμο. Ἄν ὅμως εἶσαι φτωχός καί δέν δυσανασχετεῖς, ἀλλά τό
χαίρεσαι δοξάζοντας τόν Θεό, τότε αὐτό σέ βοηθάει πνευματικά, γιατί σέ ταπεινώνει.
Ἀκόμα «εἶναι καλύτερη ἡ τιμή ἤ ἡ ἀτιμία;». Ἐξαρτᾶται, πάλι, πῶς τό χρησιμοποιεῖς
τό καθετί. Γι’ αὐτό ἔλεγαν οἱ ἅγιοι, νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος πάνω ἀπό ὅλα αὐτά. Νά
εἶναι τό ἴδιο γιά τόν ἄνθρωπο, εἴτε τόν τιμοῦν, εἴτε τόν ἀτιμάζουν. Νά εἶναι τό ἴδιο
καί ὁ πλοῦτος καί ἡ φτώχεια καί ἡ ὑγεία καί οἱ ἀρρώστιες.

Ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «οἶδα καί περισσεύειν καί ὑστερεῖσθαι» (Φιλ. 4,12).
Θυμᾶστε τό περιστατικό μέ ἕναν ἄνθρωπο πού θέλοντας νά γίνει μοναχός πῆγε σέ
ἕναν γέροντα, λέγοντάς του τήν ἐπιθυμία του. Ὁ γέροντας τότε τόν ἔστειλε στό
κοιμητήριο καί τοῦ εἶπε νά βρίσει τούς κεκοιμημένους. Ὁ ἄνθρωπος τό ἔκανε καί
ὅταν ἐπέστρεψε τόν ρωτάει ὁ γέροντας: - Πῶς ἀντέδρασαν οἱ κεκοιμημένοι στίς
βρισιές καί στίς ἀτιμώσεις σου; Ἐκεῖνος ἀπάντησε πώς δέν εἶπαν τίποτα. Τότε ὁ
γέροντας τοῦ εἶπε νά ξαναπάει καί νά τούς ἐπαινέσει. Ὅταν ἐπέστρεψε τόν
ξαναρώτησε ὁ γέροντας τί τοῦ εἶπαν οἱ κεκοιμημένοι γιά τους ἐπαίνους πού τούς
ἔκανε. Ἐκεῖνος πάλι ἀπάντησε πώς δέν τοῦ εἶπαν τίποτα. Τότε ὁ γέροντας τοῦ εἶπε
ὄτι ἔτσι πρέπει νά γίνει κι αὐτός, ἄν θέλει νά γίνει μοναχός. Δηλαδή καλός
χριστιανός. Ἄν θέλουμε νά γίνουμε καλοί χριστιανοί λοιπόν, πρέπει νά ἀποβάλλουμε
τήν προσκόλληση καί στόν πλοῦτο καί στήν φτώχεια καί στήν τιμή καί στήν ἀτιμία
καί νά εἶναι γιά μᾶς τό ἴδιο. Αὐτό ἰσχύει ἀκόμα καί γιά τήν ζωή καί τόν θάνατο. Εἶναι
καλύτερη ἡ ζωή ἀπό τόν θάνατο; Ὄχι πάντα. Πολλές φορές εἶναι καλύτερος ὁ
θάνατος ἀπό τήν ζωή. Ὅταν εἶναι, π.χ. νά ἀρνηθεῖς τόν Χριστό, τότε προτίμησε τόν
θάνατο. Ἄν εἶναι νά ἀρνηθεῖς τόν Χριστό γιά νά ζήσεις, κολάστηκες, ἔχασες τήν
αἰώνια σωτηρία. Ἑπομένως μήν κολλήσεις στό ἀγαθό τῆς ζωῆς καί μήν φοβᾶσαι τόν
θάνατο.

«Ὅλα αὐτά καθεαυτά εἶναι ἀδιάφορα», οὔτε καλά, οὔτε κακά, ἀλλά ἐξαρτᾶται πῶς
θά τά ἀξιοποιήσεις. Κι ἐσύ νά προτιμᾶς τήν ἀσθένεια, νά προτιμᾶς τήν φτώχεια, νά
προτιμᾶς τήν ἀτιμία, ὅλα αὐτά πού ταπεινώνουν τήν ψυχή καί τό σῶμα». Τελικά
αὐτά μᾶς βοηθᾶνε περισσότερο, γιά νά πετύχουμε τήν σωτηρία μας ἀπό τά ἄλλα, ἀπό
τά πλούτη καί τίς τιμές, τήν ἄνετη ζωή καί τήν εὐρωστία τήν σωματική.
«Ἕνας ξενιτεμένος δέν προτιμάει τόν εὐκολότερο δρόμο γιά νά γυρίσει στό σπίτι

51
του, ἀλλά τόν πιό ἀσφαλή». Ὁ πιό ἀσφαλής δρόμος εἶναι αὐτός τῆς ταπείνωσης, τῆς
φτώχειας, τῆς ἀτιμίας καί τῆς ἀσθένειας. «Ἕνας ναύτης δέν ἐπιθυμεῖ τόν γλυκύτερο
ἄνεμο, ἀλλά ἐκεῖνον πού τόν φέρνει πιό σίγουρα στό λιμάνι» κι ἄς εἶναι καί λίγο
βίαιος. Ἕνας ἄρρωστος δέν ψάχνει γιά τά πιό γλυκά φάρμακα, ἀλλά προτιμάει τά
ὠφέλιμα κι ἄς εἶναι καί πικρά. Ἐσύ ἀδελφέ μου, χρησιμοποιεῖς ὅλα αὐτά μέ τόν
ἀντίθετο τρόπο καί κυνηγᾶς ἀκριβῶς αὐτά πού δέν σέ ὠφελοῦν», δηλαδή τόν πλοῦτο,
τήν δόξα, τήν τιμή, τήν ὑγεία «καί ἀγαπᾶς μόνο αὐτά πού σοῦ δίνουν ἀνάπαυση στό
σῶμα καί σοῦ προσκομίζουν ἡδονές», οἱ ὁποῖες ὅμως εἶναι τό δηλητήριο τῆς ψυχῆς.
Ἀκριβῶς γι’ αὐτό τό δηλητήριο πέθανε ὁ Χριστός μας καί μᾶς ἔδειξε τόν τρόπο νά
ἐξουδετερώνουμε αὐτό τό δηλητήριο τῆς μάταιης καί σαρκικῆς ἡδονῆς πού ἔρχεται
μέσα ἀπό τά πάθη. Τό ἀντίδοτο σέ αὐτή τήν ἡδονή εἶναι ἡ ὀδύνη, ὁ πόνος, ἡ ἄσκηση,
ὅλα αὐτά πού δέν μᾶς ἀρέσουν. Δέν ἀρέσουν στόν σωματικό, στόν ὑλικό, στόν γήινο
ἄνθρωπο.

«Γι’ αὐτό ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς μήν θέλεις νά εἶσαι ἀγαπητέ τόσο τυφλός, ὥστε νά
νομίζεις γιά ὠφέλιμα ἐκεῖνα πού σέ ἀπομακρύνουν ἤ καί σέ ἐμποδίζουν ἀπό τό
μέγιστο ἀγαθό». Μήν λές: πάνω ἀπό ὅλα ὑγεία, νά λές: πάνω ἀπό ὅλα ὁ Θεός καί ὅ,τι
ἀρέσει στόν Θεό. «Καί μήν θέλεις νά ἀλλάζεις τά ὀνόματα τῶν πραγμάτων πού
ὁδηγοῦν στήν ἀπώλειά σου, ὀνομάζοντας τό καλό, κακό καί τό κακό, καλό».
Δυστυχῶς, σήμερα, τόσο ἔχουμε σκοτιστεῖ οἱ ἄνθρωποι πού ὀνομάζουμε τό μαῦρο
ἄσπρο καί τό ἄσπρο μαῦρο. Γιά νά μήν ἀκούσεις τό «οὐαί καί ἀλλοίμονο», πού λέει
ὁ Κύριος διά μέσω τοῦ Προφήτου Ἡσαΐα «Ἀλλοίμονο σέ ὅσους λένε τό καλό κακό
καί τό κακό καλό» (Ἡσ. 5,20).

«Ξύπνα κάποτε ἀπό αὐτόν τόν θανατηφόρο ὕπνο καί ἄν ὁ Θεός σοῦ χάρισε ὐγεία,
ὀμορφιά, γνώση, πλοῦτο, ἀξιώματα καί ἄλλα ὅμοια φυσικά καί ἀπρόβλεπτα καλά,
μήν τά χρησιμοποιεῖς κακῶς γιά τήν ἀπώλειά σου, ἀλλά κάνε τα ὄργανα γιά τήν
σωτηρία σου. Ἀποφάσισε νά τρέχεις πάντοτε πρός τόν τελικό σκοπό σου μέ ὅλη σου
τήν καρδιά. Καί ἄν βρεῖς τίποτε ἐμπόδια, γκρέμισέ τα καί μήν σταματήσεις ποτέ
μέχρι νά ἐπιτύχεις τόν σκοπό σου, ὅπως κάνει ἕνας ποταμός, ὁ ὁποῖος δέν
ἐμποδίζεται ἀπό τά ἐμπόδια πού βρίσκει μπροστά του, ἀλλά τρέχει γρήγορα μέχρι νά
φτάσει τήν θάλασσα». Λέει ὁ Ἐκκλησιαστής: «ὅλοι οἱ χείμαρροι πορεύονται στήν
θάλασσα» (Ἐκκλ. 1,7) καί ὅλοι οἱ Χριστιανοί πορεύονται στόν Θεό, θά λέγαμε. Ὁ
Χριστιανός θά πρέπει νά εἶναι σάν ὁρμητικός χείμαρρος. «Τρέχω ἐπί τό βραβεῖον τῆς
ἄνω κλήσεως» (Φιλ. 3,14), ὅπως ἔλεγε καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτή πρέπει νά
εἶναι ἡ ζωή μας, μία συνεχής ἄνοδος μέ πολλή προθυμία πρός τόν Θεό.

«Γι’ αὐτό, τί σοῦ χρησιμεύουν οἱ παράλογες ἐπιθυμίες πού ἔχεις γιά τά κτίσματα»;
Γιατί κυνηγᾶς τά λεφτά, τίς τιμές; Τί σέ νοιάζει, ἄν κάποιος σέ ἀτιμάζει καί σέ βρίζει;
Ἄφησέ τον καί βλέπε μόνο τό βραβεῖο τῆς ἄνω κλίσεως καί τρέχε πρός αὐτό.

«Αὐτές οἱ ἐπιθυμίες γιά τά κτίσματα εἶναι ἐμπόδιο γιά τόν σκοπό τῆς σωτηρίας σου.
Ξερίζωσέ τες ὅλες ἀπό τήν καρδιά σου, μολονότι τίς ἀγάπησες μέχρι τώρα ὡς κόρη

52
ὀφθαλμοῦ». Δυστυχῶς τά ἀγαπήσαμε, ἀδελφοί μου, τά πάθη μας, τίς ἁμαρτίες μας.
Γι’ αὐτό χρειάζεται πολύ νά ἀγωνιστοῦμε. Μάλιστα σήμερα πού οἱ ἄνθρωποι εἶναι
ἀκατήχητοι καί βρίσκουν τόν Χριστό σέ μεγάλη ἡλικία, πρέπει νά παλέψουν μέ ὅλη
τήν προηγούμενη ζωή τους, μέ ὅλες τίς κακές συνήθειες. Αὐτό δέν εἶναι εὔκολο,
ἀλλά μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τό κάνει μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά νικήσει. Δέν
πρέπει ὅμως νά τά παρατήσει, δέν πρέπει νά βιαστεῖ καί νά περιμένει γρήγορα
ἀποτελέσματα, γιατί ὁ πόλεμος μέ τόν ἑαυτό μας εἶναι ὁ πιό δύσκολος καί ὁ πιό
αἱματηρός. Τελικά ὅμως ἡ νίκη θά εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἀρκεῖ νά ἔχουμε ὑπομονή.

«Ἐάν ὁ δεξιός σου ὀφθαλμός σέ σκανδαλίζει, βγάλτον καί πέταξέ τον μακριά». Αὐτό
πονάει, γιατί εἶναι μάτι σου, ἀλλά πρέπει νά τό βγάλεις, γιατί εἶναι ἄρρωστο, σάπιο,
ἔχει παθει γάγγραινα. Ἄν δέν βγάλεις τήν γάγγραινα, θά σαπίσει ὅλο τό σῶμα σου
καί θά πεθάνεις. Ἔτσι εἶναι καί ἕνα πρόσωπο πού ἀγαπᾶς καί εἶναι πολύ δικό σου.
Ἄν εἶναι ὅμως σάπιο, δέν πρέπει νά ἔχεις πλέον σχέση μαζί του. Αὐτό γίνεται καί μέ
ἕνα πράγμα, πού τό ἀγαπᾶς, ἀλλά δέν σέ βοηθάει στήν σωτηρία σου, γιατί εἶναι ἕνα
δηλητήριο πού δηλητηριάζει σιγά-σιγά ὅλη σου τήν ὕπαρξη.

«Τί σοῦ χρειάζονται ἐκεῖνα τά ξεφαντώματα, τί σοῦ χρειάζονται οἱ τόσες


περιπλανήσεις ἀπό ἐδῶ καί ἀπό ἐκεῖ;». Βλέπε σήμερα τόν τουρισμό. Τότε, στά
χρόνια τοῦ ἁγίου ἴσως νά μήν ὑπῆρχε ἤ ὑπῆρχε σέ μικρότερο βαθμό. Σήμερα οἱ
ἄνθρωποι γυρνᾶμε συνεχῶς. Γιά ποιόν λόγο; Ὅλο αὐτό ξέρετε, λέγεται ‘διασκέδαση’
πού σημαίνει διασκορπισμός (διά+σκεδασμός). Εἶναι ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό
πού οἱ ἅγιοι Πατέρες ὁνομάζουν ψυχαγωγία. Ψυχαγωγία σημαίνει ἀγωγή τῆς ψυχῆς,
δηλαδή ὁδήγηση τῆς ψυχῆς πρός τόν σκοπό της, πού εἶναι ὁ Θεός. Πόσο λοιπόν
βοηθάει ὁ διασκορπισμός στήν ψυχαγωγία; Εἶναι ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Κι ὅμως ἐμεῖς
τά ἔχουμε ταυτίσει. Καί λένε σήμερα οἱ ἄνθρωποι νά ψυχαγωγηθῶ καί ἐννοοῦν νά
διασκορπιστῶ. Ἀντίθετα, οἱ Πατέρες λένε νά συγκεντρωθεῖς στόν ἑαυτό σου, ὄχι νά
διασκορπιστεῖς καί νά διαχυθεῖς στά κτίσματα. Νά συγκεντρώσεις τόν ἑαυτό σου
μέσα στήν καρδιά σου, νά μιλήσεις στόν Θεό καί θά βρεῖς τά πάντα ἐκεῖ, θά βρεῖς
τόν οὐρανό... «Ὁ θόλος τῆς καρδιᾶς σου εἶναι ὁ θόλος τοῦ οὐρανοῦ», λέει ὀ Ἀββᾶς
Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ἡ σκάλα πού θά ἀνέβεις στόν οὐρανό εἶναι μέσα στήν καρδιά σου
καί δέν εἶναι μέσα στόν διασκορπισμό τοῦ νοῦ διά τῶν αἰσθήσεων μέσα στά
κτίσματα, ὅπως γίνεται μέ τίς συνεχεῖς περιπλανήσεις πού κάνει ὁ σύγχρονος
ἄνθρωπος. «Ὅλα αὐτά εἶναι ἐμπόδια, κόψτα ὅλα, ἀκόμα κι ἄν τά ἀγαπᾶς σάν τό δεξί
σου χέρι. Ἄν τό δεξί σου χέρι σέ σκανδαλίζει, κόψτο καί ρίξτο μακριά».

«Τί σέ ὠφελοῦν τά τόσα μπλεξίματα πού χρησιμοποιεῖς στίς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων,
πού δέν σέ ἀφοροῦν»; Γιατί ἀνακατεύεσαι; Γιατί σέ ἐνδιαφέρει τί ἔκανε ὁ/ἡ τάδε;
Γιατί νά μάθεις πράγματα πού δέν σέ βοηθᾶνε στή σωτηρία σου; Γιατί νά μάθεις τά
νέα; «Ἕνα νέο μόνο νά μάθεις: ὅτι ὁ Χριστός ἔχει σταυρωθεῖ γιά σένα». Αὐτό τό νέο
πρέπει νά τό μάθεις πολύ καλά, νά τό ζήσεις.

«Ἐάν τό χέρι σου ἤ τό πόδι σου σέ σκανδαλίζει, κόψτο καί ρίξτο μακριά. Σοῦ

53
φαίνονται ἀσήμαντα αὐτά πού εἴπαμε; Γνώριζε, ὅμως, ἀγαπητέ, ὅτι αὐτά εἶναι
κυρίως οἱ πέτρες καί τά ἐμπόδια, πού ἐμποδίζουν τόν δρόμο τῆς σωτηρίας σου καί
εἶναι ἀνάγκη νά τά βγάλεις ἀπό τήν μέση, ὅπως σέ προστάζει ὁ Θεός μέ τόν Ἡσαΐα
‘Καθαρίστε τόν δρόμο ἀπό τίς πέτρες’ (Ἡσ. 57,14)». Ἔχεις νά κάνεις ἕναν δρόμο.
Δέν εἶναι εὔκολο νά φτάσεις στόν Θεό. Πρέπει νά περάσεις ἕναν δρόμο πού ἔχει
ἐμπόδια, τά ὁποῖα πολλές φορές μᾶς ἐμποδίζουν νά φτάσουμε στό τέρμα. Αὐτά τά
ἐμπόδια εἶναι οἱ κακές συναναστροφές, οἱ κακές συνήθειες, τά πάθη, οἱ
ἐνασχολήσεις μέ ὅλα αὐτά πού δέν μᾶς ὠφελοῦν. Ὁ καιρός μας, ὁ χρόνος πού θά
ζήσουμε σ’ αὐτήν τήν ζωή εἶναι περιορισμένος. Κανένας δέν γλίτωσε τόν θάνατο.
Βεβαίως ὁ θάνατος εἶναι μία εὐλογία, ἀλλά εἶναι καί ἕνα τέλος στήν εὐκαιρία πού
ἔχουμε γιά τήν αἰώνια εὐτυχία. Μετά τόν θάνατο, στήν ἄλλη ζωή, δέν μποροῦμε νά
μετανοήσουμε. Ἄς ἀξιοποιοῦμε τό κάθε δευτερόλεπτο.

Κάποτε πού εἶχα συναντήσει τόν γέροντα Παΐσιο, μοῦ εἶπε: «μήν χάνεις
δευτερόλεπτο». Ξέρετε, οἱ Ἅγιοι εἶναι πολύ κοντά μας, ὄχι μόνο γιατί μᾶς βοηθᾶνε,
ἀλλά καί γιατί εἶναι σάν κι ἐμᾶς. Ἔχουν τούς ἴδιους πειρασμούς, τίς ἴδιες ἀτιμίες,
τούς ἴδιους λογισμούς, τίς ἴδιες προσβολές μέ μᾶς. Καί ὀ ἴδιος ὁ Χριστός μας εἶχε
προσβολές ἀπό τόν πονηρό, χωρίς βέβαια νά ἁμαρτήσει. Καί οἱ ἅγιοί μας λοιπόν
εἶχαν αὐτόν τόν πόλεμο. Γιατί, ὅμως, ἔγιναν ἅγιοι; Γιατί ἀκριβῶς ἀξιοποίησαν κάθε
δευτερόλεπτο γιά τόν Θεό, δίνοντας κάθε δευτερόλεπτο σέ Αὐτόν.

«Καθαρίστε τούς δρόμους ἀπό τίς πέτρες. Βγάλτε τά ἐμπόδια. Καί ἀπό αὐτά τά
φαινομενικά ἀσήμαντα, ἐξαρτᾶται, ἤ νά χάσεις, ἤ νά κερδίσεις τήν αἰώνια εὐτυχία,
πού εἶναι ἡ ἀπόλαυσις τοῦ Θεοῦ». Μήν νομίζετε ὅτι εἶναι κοπιαστικό. Δέν εἶναι,
γιατί κάποια στιγμή αὐτός ὁ ἀγῶνας, τό νά δίνεις κάθε δευτερόλεπτο στόν Θεό, ἔχει
ἕνα τέρμα. Θά τελειώσει κάποια στιγμή. Ὁ διάβολος τό κάνει νά μᾶς φαίνεται πολύ
δύσκολο καί μᾶς πειράζει μέ τόν λογισμό: ‘συνέχεια τόν Θεό θά σκεφτόμαστε,
συνέχεια προσευχή θά κάνουμε;’. Ἄν κανείς ὅμως τό ἀρχίσει, θά καταλάβει πώς
αὐτό δέν εἶναι τό δύσκολο, ἀλλά τό εὔκολο. Τό δύσκολο εἶναι αὐτό πού κάνουμε
τώρα καί διασκορπιζόμαστε, ξεχνώντας τόν Θεό καί πέφτουμε σέ ἕνα σωρό παγίδες
τοῦ διαβόλου, πού μᾶς κατατυραννάει.

«Μίσησε ἀδελφέ μου τούς διεστραμμένους δρόμους -τούς σκολιούς δρόμους (Παρ.
21,8), ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή- ὅλα αὐτά πού μέχρι τώρα περπατοῦσες. Ἀποφάσισε
εἰς τό ἑξῆς νά χρησιμοποιήσεις ὅλους τούς λογισμούς σου καί ὅλες σου τίς ἐπιθυμίες
γιά τήν ἐλπίδα τῆς εὐτυχίας πού σέ περιμένει». Μᾶς περιμένει μία ἀνείπωτη εὐτυχία,
ἀγαθά πού δέν μπορεῖς νά τά περιγράψεις πόσο ὡραῖα εἶναι! Ἐκεῖ λοιπόν νά εἶναι ἡ
σκέψη σου.

«Καί ἐπειδή σέ ἔπλασε ὁ Κύριος μόνο γιά τόν Ἑαυτό του, παρακάλεσέ Τον νά σοῦ
δώσει χάρη καί δύναμη, γιά νά ξεκολλήσεις ἀπό ὅλα καί νά ζεῖς μόνο γι’ Αὐτόν».
Ὑπάρχει μία πολύ ὡραία προσευχή, τήν ὁποία σᾶς παρακαλῶ καί σᾶς συνιστῶ νά
τήν βρεῖτε. Βρίσκεται στόν «Ἀόρατο πόλεμο» καί τήν λέμε μετά τήν Θεία Κοινωνία.

54
Τήν ἔχει στό δεύτερο μέρος μετά ἀπό τό κεφάλαιο πού λέει πῶς νά εὐχαριστοῦμε τόν
Θεό γιά τήν Θεία Εὐχαριστία πού μᾶς ἔδωσε. Ἀφοῦ κοινωνήσεις, νά πεῖς αὐτήν τήν
προσευχή. Καί ἀνάμεσα στά ἄλλα λόγια της λέμε: «Κάνε με Θεέ μου νά μήν θέλω
τίποτα, νά μήν ἀκούω τίποτα, νά μήν βλέπω τίποτα, ἐκτός ἀπό Ἐσένα καί ἀπό τό
θέλημά Σου». Ἔτσι πρέπει νά ζοῦμε.

«Ὅλη σου ἡ φροντίδα νά εἶναι μόνο πῶς νά πετύχεις τήν σωτηρία σου, ἐπειδή αὐτός
εἶναι ὁ σκοπός τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ὁ Θεός». ‘’Τοῦτο τέλος παντός ἀνθρώπου’’
(Ἐκκλ. 7,2), ὁ Θεός. Ὁ Θεός νά τό δώσει αὐτό γιά ὅλους μας.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ. : Λέει ὁ Χριστός μας δύο πράγματα, τά ὁποῖα φαίνονται ἀντιφατικά. Τό πρῶτο
πού λέει, εἶναι: «στενή καί τεθλιμμένη ὁδός, ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν» (Ματθ. 7,14).
Ἀπό τήν ἄλλη λέει: «Ὁ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίο μου ἐλαφρόν» (Ματθ.
11,30). Ποιό ἀπό τά δύο ἰσχύει;

Ἀπ. : Αὐτά ἀναφέρονται στήν Ἁγία Γραφή. Καλό εἶναι νά διαβάζετε τήν Ἁγία Γραφή
καί νά διαβάζετε τό πρωτότυπο, ὄχι τίς μεταφράσεις. Ξέρουμε πολύ καλά τά ἀρχαῖα
ἑλληνικά, νά τό ξέρετε, εἶναι μέσα στό αἷμα μας. Τά νέα ἑλληνικά εἶναι πού μᾶς
μπερδεύουν...

Στενή λοιπόν καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν, αὐτή ἡ ὁδός πού
ὁδηγεῖ στήν ζωή. Ἀπό τήν ἄλλη ὁ Χριστός χαρακτηρίζει τόν ζυγό Του χρηστό,
δηλαδή καλό καί τό φορτίο Του ἐλαφρό.

Ἰσχύουν καί τά δύο! Ξέρετε γιατί εἶναι στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός καί πολλοί
παρασύρονται καί πηγαίνουν στήν πλατιά ὁδό; Γιατί εἴμαστε ράθυμοι, τεμπέληδες,
δέν θέλουμε νά δουλέψουμε, δέν θέλουμε νά ξεκινήσουμε. Παρασυρόμαστε ἀπό τόν
πονηρό, πού δέν μᾶς λέει νά μήν τό κάνουμε, ἀλλά ‘ἔχεις καιρό’... μᾶς πείθει ὅτι
μποροῦμε νά δουλέψουμε ἤ νά προσπαθήσουμε ἀργότερα. Μᾶς πείθει νά τό
ἀναβάλλουμε. Ἐκμεταλλεύεται τήν ραθυμία μας καί τήν τεμπελιά μας καί περνοῦν
τά χρόνια τῆς ζωῆς μας ἄκαρπα καί καποια στιγμή τελειώνει ὁ χρόνος μας. Χάνουμε
αὐτήν τήν ὀμορφιά, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, γιατί ἡ ὁδός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Τί ποιό μακάριο ὑπάρχει ἀπό τό νά εἶσαι μέ τόν Χριστό καί νά σηκώνεις τόν ζυγό
τοῦ Χριστοῦ!

Ὅταν λοιπόν μπεῖς σ’ αὐτόν τόν ζυγό, μετά καταλαβαίνεις τί βαρύς ἦταν ὀ ζυγός πού
σήκωνες ὡς τώρα, ὁ ζυγός τοῦ διαβόλου δηλαδή. Τότε καταλαβαίνεις... γιατί ἡ
ἀμαρτία καί τό νά ζεῖς μέσα στήν ἁμαρτία καί νά ζεῖς μέ τό κοσμικό φρόνημα, εἶναι
σάν ἔναν ἄνθρωπο πού περπατάει μέ τά χέρια. Εἶναι φυσιολογικό νά περπατᾶς μέ τά
χέρια; Ὄχι φυσικά. Τό φυσιολογικό εἶναι νά περπατᾶς μέ τά πόδια. Ἡ ἁμαρτία εἶναι
τό ἀντίθετο. Εἶναι σάν νά ἔχεις γυρίσει ἀνάποδα. Ἀλλά θά πεῖς: ὅλοι ἔτσι περπατᾶνε

55
σήμερα. Ἔ, σχεδόν ὅλοι... Μᾶς ἔχει τυπωθεῖ λοιπόν πώς αὐτό εἶναι τό φυσιολογικό.
Τό μαῦρο σήμερα ἔχει γίνει ἄσπρο καί τό ἄσπρο μαῦρο. Ἄν κάνεις τήν ἀντιστροφή,
θά δεῖς πόση ἀνάπαυση θά νιώσεις καί θά καταλάβεις πόσα ἔχασες τόσα χρόνια.
Σίγουρα τό ἔχετε ζήσει κι ἐσεῖς πού βρήκατε τήν ἐν Χριστῷ ζωή σέ μεγαλύτερη
ἡλικία καί ἀναρωτηθήκατε τόσα χρόνια τί κάνατε, πόσο ἀνόητα φερθήκατε πού
στερήσατε τήν ψυχή σας ἀπό τόν Θεό.

Γι’ αὐτό, ἄς διαλέξουμε καί ἄς πάρουμε τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ μας, γιατί αὐτό εἶναι
τό φυσιολογικό μας. Οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι οἱ ὁδηγίες τοῦ
κατασκευαστοῦ μας. Εἶναι ὁ τρόπος πού ἔβαλε ὁ κατασκευαστής μας γιά νά
λειτουργήσουμε. Εἶναι, ἄν θέλετε, οἱ προδιαγραφές μας. Ἕνα αὐτοκίνητο δέν εἶναι
προορισμένο γιά τήν θάλασσα. Γιά τήν θάλασσα εἶναι ἡ βάρκα. Ἄν βάλουμε τό
αὐτοκίνητο στήν θάλασσα, θά καταστραφεῖ. Ἔτσι καί ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε ἕνα σῶμα.
Τό σῶμα δέν εἶναι προορισμένο γιά τήν πορνεία, ἀλλά γιά τήν ἁγνότητα καί γιά τήν
σωφροσύνη μέσα στόν γάμο. Ἄν κάνουμε τό λάθος, θά καταστραφοῦμε καί ψυχικά
καί σωματικά. Γι’ αὐτό σήμερα ἔχουμε ἕνα σωρό ἀρρώστιες ψυχικές καί σωματικές,
γιατί δέν ἀκολουθοῦμε τίς ὁδηγίες τοῦ κατασκευαστή μας. Οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ εἶναι
οἱ ὁδηγίες γιά νά λειτουργήσουμε σωστά καί νά προάγουμε συνεχῶς τήν ὕπαρξή μας
στόν τελικό σκοπό πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὅταν λοιπόν κάνεις τήν ἀντιστροφή,
ὅταν γυρίσεις καί περπατήσεις κανονικά μέ τά πόδια καί ὄχι μέ τά χέρια, τότε
καταλαβαίνεις πόσο καλός, πόσο χρηστός, εἶναι ὁ ζυγός τοῦ Χριστοῦ μας.

Ἐρ. : Γιατί ἀπαγορεύεται ἡ μεταμόσχευση καρδιᾶς;

Ἀπ. : Γιατί ὅταν παίρνεις τήν καρδιά ἀπό κάποιον, τόν σκοτώνεις. Εἶναι ψέμα πού
λένε ὅτι εἶναι πεθαμένος. Ἄν κάποιος εἶναι πεθαμένος, τότε καί τά ὄργανά του εἶναι
ἄχρηστα γιά μεταμόσχευση. Ἄν κάνετε μεταμόσχευση ἐπιτρέπεται μόνο σέ διπλά
ὄργανα. Νά πάρεις δηλαδή ἕνα νεφρό ἤ ἕνα μάτι. Ὄχι νά τοῦ πάρεις τό συκώτι τοῦ
ἄλλου ἀνθρώπου ἤ τήν καρδιά, γιατί ἔτσι τόν σκοτώνεις. Μά θά σκεφτεῖς: - Θά
πεθάνει. Κι ὅμως δέν ἔχεις δικαίωμα ἐσύ νά τόν σκοτώσεις, γιατί αὐτές οἱ τελευταῖες
στιγμές εἶναι οἱ πιό κρίσιμες γιά τόν ἄλλον. Ἐκείνη τήν ὥρα ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά
παλεύει μέ τούς δαίμονες, νά παρακαλάει τόν Θεό, νά μετανοεῖ, νά προσεύχεται... Κι
ἐσύ σταματᾶς τήν διαδικασία τῆς σωτηρίας του. Αὐτό εἶναι φόνος.

Ἐρ. : Εἶναι δυνατόν τά ὑλικά ἀγαθά νά φέρουν εὐτυχία;

Ἀπ. : Τό εἴπαμε νομίζω... Ἄν ἀξιοποιήσεις σωστά τά ἀγαθά, κερδίζεις εὐτυχία. Δέν


μου ἀρέσει ἡ λέξη εὐτυχία, γιατί δέν ὑπάρχει τύχη. Ἄν θέλεις νά σοῦ χαρίσουν τήν
αἰώνια ζωή, τότε θά ἔλεγα ὅτι μποροῦν, ἄν ζήσεις ὅπως ἔζησαν ὁ Ἀβραάμ καί οἱ
ὑπόλοιποι. Ἄν ζήσεις ὅμως, ὅπως ζοῦν κατά κανόνα οἱ πλούσιοι, θά πᾶς στήν
κόλαση. Ξεκάθαρα πράγματα...

Ἐρ. : .......................

56
Ἀπ. : Ἡ ὑπακοή στόν Πνευματικό εἶναι ἡ σωτηρία μας. Αὐτό εἶναι τό εὔκολο
πράγμα. Τό δύσκολο εἶναι νά μήν ἔχεις πνευματικό. Εἶναι ἀπώλεια, γιατί ὁ
πνευματικός εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει κάνει τόν ἴδιο δρόμο, πού ξεκινᾶς ἐσύ νά
κάνεις τώρα. Ξέρει νά σέ καθοδηγήσει σωστά καί νά σέ πάει ἐκεῖ πού πρέπει νά πᾶς.

Ἐρ. : Ἐπιτρέπεται ἡ ἐξωσωματική γονιμοποίηση;

Ἀπ. : Καί αὐτό πρέπει νά γίνεται μέ προϋποθέσεις. Εἶναι μεγάλο θέμα. Θά σᾶς πῶ
δυό πράγματα. Πρῶτον, τό ὠάριο καί τό σπερματοζωάριο πρέπει νά εἶναι δικά σας,
δέν πρέπει νά τά πάρετε ἀπό ξένους, γιατί αὐτό εἶναι μοιχεία. Ἰδιότυπη μοιχεία
λέγεται στήν Θεολογία. Δεύτερον, δέν πρέπει νά γονιμοποιηθοῦν παραπάνω ἀπό ὅσα
θά ἐμφυτευτοῦν. Δέν πρέπει νά γονιμοποιήσεις δέκα ὠάρια καί νά ἐμφυτεύσεις τά
δύο ἤ τά τρία. Τά ὑπόλοιπα ὠάρια, τά βάζουν στό ψυγεῖο καί μετά τά πετᾶνε.
Δηλαδή κάνεις ἑφτά φόνους, γιά νά ἔχεις ἕνα παιδί... Καταλαβαίνετε πόσο τεράστια
ζημιά παθαίνεις; Κάνεις ἑπτά ἐκτρώσεις οὐσιαστικά.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

57
Προέλευση καί ἀντιμετώπιση λογισμῶν - 1ο μέρος
Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντα, σήμερα θά ἀσχοληθοῦμε μέ ἕνα
θέμα, πολύ θεμελιακό γιά τήν πνευματική ζωή καί τόν πνευματικό ἀγῶνα. Τό θέμα
τῶν λογισμῶν. Θά δοῦμε τό κεφάλαιο ἀπό τόν Εὐεργετινό: πῶς νικᾶ κανείς τούς
λογισμούς καί πότε δέν εἶναι ὑπεύθυνος γι’ αὐτούς.
Οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές μπερδευόμαστε καί στεναχωριόμαστε γιατί μᾶς ἔρχεται ὁ
τάδε λογισμός καί ὁ ἄλλος καί ὁ ἑπόμενος, οἱ ἄσχημοι αὐτοί λογισμοί, πού μᾶς
κάνουν νά λυπόμαστε γιατί νομίζουμε ὅτι ἁμαρτάνουμε.

Ἀλλά δέν ἁμαρτάνουμε, μέχρις ἑνός σημείου. Ὁ κάθε λογισμός ἔχει στάδια.
Ὕπάρχουν στάδια ἀνένοχα καί στάδια ἔνοχα, μέχρι νά φθάσει κανείς νά
συγκατατεθεῖ στόν κακό λογισμό, ὁπότε κάνει ἁμαρτία μέσα του. Ἐσωτερικά.

Ἔτσι λοιπόν σήμερα θά δοῦμε μέσα ἀπό τά κείμενα τῶν Ἁγίων κάποια τέτοια
στοιχεῖα, πού θά μᾶς βοηθήσουν σ’ αὐτό τό θέμα τῶν λογισμῶν. Πάρα πολλοί
ἄνθρωποι στήν ἐποχή μας βασανίζονται ἀπό τούς λογισμούς -καθώς κι ἀπό τίς
λεγόμενες ἔμμονες ἰδέες- καί δέν ξέρουν πῶς νά τούς ἀντιμετωπίσουν. Οἱ λογισμοί
ὄντως δέν ἀντιμετωπίζονται, ἄν δέν ἔχει κανείς τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἄν δέν ἔχει τή
Χάρη τοῦ Θεοῦ καί δέν ἔχει ἕναν ἔμπειρο πνευματικό ὁδηγό, ὁ ὁποῖος θά τόν
βοηθήσει νά ξεδιαλύνει αὐτά τά κουβάρια μέσα του.

Πῶς λοιπόν νικᾶ κανείς τούς λογισμούς καί πότε δέν εἶναι ὑπεύθυνος γι’ αὐτούς;
Κατ΄ ἀρχήν νά ποῦμε ὅτι καί ὁ Χριστός μας εἶχε προσβολή λογισμῶν, ὅπως καί οἱ
Ἅγιοι κατ’ ἐπέκταση εἶχαν προσβολές λογισμῶν.

Ἡ προσβολή εἶναι ἀνένοχη. Δέν εἶναι ἁμαρτωλή. Τό νά σοῦ ἔλθει μιά κακή σκέψη,
ἕνας κακός λογισμός, αὐτό εἶναι ἀνένοχο. Ἀπό ἐκεῖ καί μετά, πῶς θά τό
ἀντιμετωπίσεις, ἔχει σημασία διότι μπορεῖ, εἴτε νά νικήσεις, εἴτε νά νικηθεῖς. Καί ἀπό
ἐκεῖ ἀρχίζει εἴτε ἡ δόξα εἴτε ἡ πτώση, ἡ ἁμαρτία. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ Θεός
παραχωρεῖ νά μᾶς πειράζει ὁ λογισμός, γιά νά μᾶς δίνει στεφάνια. Δέν μᾶς δίνει τούς
λογισμούς γιά νά μᾶς καταποντίζει στό κακό, ἀλλά γιά νά μᾶς προάγει στό ἀγαθό.
Ὅπως κανείς κάνει μία ἄσκηση καί μαθαίνει σιγά-σιγά μιά ὡραία τέχνη καί
προοδεύει στήν τέχνη αὐτή καί γίνεται εἰδικός καί προάγεται ὅλη ἡ ὕπαρξίς του, ἡ
ζωή του, διότι πέρασε σωστά τίς διάφορες ἀσκήσεις, τά διάφορα στάδια, τίς διάφορες
τάξεις τῆς σχολῆς αὐτῆς.
Ἔτσι καί ὁ διάβολος μέ τούς λογισμούς, πού μᾶς βάζει καί ὁ κόσμος καί ὁ παλαιός
ἄνθρωπος, πού ἔχουμε μέσα μας, λειτουργοῦν σάν γυμναστήρια, σάν ἀφορμές καί
σάν βοηθήματα, ὥστε νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά προαχθεῖ καί νά φθάσει στό καθ᾿
ὁμοίωσιν. Ρώτησαν κάποτε ἕναν χαρισματοῦχο Γέροντα:

– Τί σέ βοήθησε περισσότερο γιά νά φθάσεις σ’ αὐτό τό σημεῖο, πού ἔφθασες; Σέ

58
βοήθησε ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ὁ Ἅγιος Πορφύριος; (γιατί τούς εἶχε γνωρίσει αὐτούς τούς
ἀνθρώπους). – Μέ βοήθησαν σ’ ἕνα ποσοστό 10%, τούς ἀπήντησε.
– Καί στό ὑπόλοιπο, ποιός σέ βοήθησε;
– Ὁ διάβολος, τούς λέει.
– Ὁ διάβολος;
– Ναί! Ὁ διάβολος μέ βοήθησε, διότι κάθε φορά πού ἐρχόταν, τοῦ ἔλεγα ‘Εὐχαριστῶ
πού ἦλθες’ καί θυμόμουν τήν προσευχή, θυμόμουν ὅτι ἔπρεπε νά κατευθυνθῶ πρός
τόν Θεό, ὅτι ὀφείλω τήν ὕπαρξή μου στόν Θεό, ὁτι εἶμαι ράθυμος, γι’ αὐτό καί μοῦ
ἦλθε ὁ λογισμός. Μέ βρῆκε σέ κατάσταση ραθυμίας, πού ἦμουν ἀνοιχτός στίς
δαιμονικές ἐπιθέσεις. Πράγματι! Αὐτός μέ βοήθησε!
Καταλαβαίνουμε ἑπομένως, πόσο καλό μᾶς κάνει αὐτή ἡ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ.
Διότι συχνά μᾶς βασανίζει ὁ ἑξῆς λογισμός: «Γιατί ὁ Θεός δέν τοῦ δίνει μία, τέλος
πάντων, νά ἡσυχάσουμε ἀπ’ αὐτόν καί νά μή μᾶς ταλαιπωρεῖ». Ὄχι! Μᾶς ὠφελεῖ
πάρα πολύ, ὅταν τόν πάρουμε σύμμαχό μας.
Ἀπό τό Γεροντικό: «Ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας ρώτησε τόν ἀββᾶ Ποιμένα γιά τούς ρυπαρούς
λογισμούς».
Ἕνας ἅγιος ρωτάει ἕναν ἄλλον ἅγιο ἄνθρωπο γιά τούς ρυπαρούς λογισμούς.
Βλέπουμε πώς καί οἱ ἅγιοι ἔχουν πειρασμό. Δέν ἁμαρτάνουν, ἀλλά ἀγωνίζονται κι
αὐτοί. Προσβολές ἔχουν. Γι’ αὐτό δυό Ἅγιοι, δύο ἀββάδες, μεγάλοι Γέροντες
συζητοῦν γιά τούς ρυπαρούς λογισμούς!

«Καί ὁ ἀββᾶς Ποιμένας τοῦ εἶπε: Ὅπως ἀκριβῶς, ἄν ἀφήσει κανείς κλεισμένη μιά
κάμπτρα -ἡ κάμπτρα ἦταν κοφίνι πλεχτό μέ καπάκι σάν κιβώτιο, πού ἔβαζαν τά
πλυμένα ροῦχα γιά νά στραγγίξουν πρίν τά ἁπλώσουν- γεμάτη ροῦχα, αὐτά θά
σαπίσουν». Φυσικά στήν ἀρχή θά στραγγίξουν, ἀλλά ἄν τά ἀφήσεις ἐκεῖ καί δέν τά
ἁπλώσεις θά σαπίσουν.

«Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τούς λογισμούς. Ἄν δέν τούς μετατρέψουμε σέ


πράξεις, θά ἐξαφανισθοῦν μόνοι τους μέ τόν καιρό».
Βλέπουμε πόσο ὡραῖο καί παρήγορο εἶναι αὐτό, πού λέει ὁ ἀββᾶς Ποιμένας, ὁ
ὁποῖος εἶναι ἀπό τούς πιό διακριτούς καί τούς πιό σοφούς Πατέρες τοῦ Γεροντικοῦ.
Τί μᾶς λέει πολύ ἁπλά; Περιφρόνησέ τους, τούς λογισμούς. Μήν ἀσχολεῖσαι.
Φυσικά, μήν τούς κάνεις πράξη.

Ὅταν δέν τούς κάνουμε πράξη, σιγά–σιγά θά φύγουν. Ὁ διάβολος ἐξαιτίας τοῦ
μεγάλου ἐγωισμοῦ του, δέν ἀνέχεται νά τόν περιφρονεῖς. Τό θεωρεῖ πολύ
προσβλητικό καί σηκώνεται καί φεύγει. Ἀκόμη καλύτερο εἶναι αὐτό, πού εἴπαμε
προηγουμένως, νά τοῦ λές ‘εὐχαριστῶ πού ἦλθες καί μοῦ θύμισες τήν προσευχή καί
τή νήψη, τήν ἐγρήγορση, αὐτό πού καίει τόν διάβολο. Ὁπότε, ἔρχεται νά σοῦ κάνει
κακό καί σοῦ κάνει καλό. Βλέποντας ὅμως ὅτι σοῦ προξενεῖ στεφάνια, ὑποχωρεῖ. Γι’
αὐτό, τοῦ ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος: «νά ΄ρχεσαι, μοῦ κάνεις πολύ καλό». Δηλαδή δέν
τόν φοβόταν τόν διάβολο.

59
«Ὁ ἴδιος, ὁ ἀββᾶς Ποιμένας, «ὅταν ρωτήθηκε ἀπό τόν ἀββᾶ Ἰωσήφ γιά τό ἴδιο θέμα
τοῦ εἶπε: Ὅπως ἄν βάλει κανείς ἕνα φίδι, κι ἕναν σκορπιό σέ δοχεῖο καί τό κλείσει
καλά θά ψοφήσουν ὁπωσδήποτε μέ τόν καιρό, ἔτσι καί οἱ πονηροί λογισμοί, πού
προέρχονται ἀπό τούς δαίμονες. Μέ τήν ὑπομονή χάνουν τή ζέση τους καί
ἐξαφανίζονται».

Κάνε ὑπομονή καί τίποτα ἄλλο. Περιφρόνησέ τους. Μή σέ πιάνει ἄγχος, μή σέ


πιάνει ἀγωνία, σφίξιμο, πότε θά φύγει, γιατί ἦλθε, γιατί ἔρχεται. Μή δίνεις καμιά
σημασία καί ὅπως ἦλθε, θά φύγει.

«Ἕνας ἄλλος ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶ Ποιμένα γιά τίς ἐπιθέσεις τῶν λογισμῶν.
Καί ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: Ἄς ὑποθέσουμε πώς ἕνας ἄνθρωπος ἔχει φωτιά στά δεξιά
του κι ἕνα δοχεῖο μέ νερό στά ἀριστερά του. Ὅταν λοιπόν φουντώνει ἡ φωτιά, ἄς
παίρνει νερό ἀπό τό δοχεῖο καί ἄς τή σβήνει. Φωτιά εἶναι οἱ πονηροί λογισμοί, πού
σπέρνει μέσα μας ὁ ἐχθρός καί νερό εἶναι ἡ καταφυγή μας στόν Θεό».

Βλέπουμε, πώς μέ μία ἁπλή πρόταση, δίνει ὅλη τή συνταγή. Ὅλη τή θεραπευτική
τῶν λογισμῶν. Ἡ θεραπευτική τῶν λογισμῶν εἶναι αὐτή: Ἡ καταφυγή στόν Θεό. Νά
μήν ἀσχολούμαστε μέ τούς λογισμούς, ὅπως δέν ἀσχολούμαστε μέ τά σκυλιά πού
γαυγίζουν ἕνα αὐτοκίνητο ἐν κινήσει. Δέν σταματοῦμε ν’ ἀνοίξουμε τήν πόρτα γιά
νά τά διώξουμε. Προχωροῦμε, συνεχίζουμε τόν δρόμο μας. Ἔτσι καί μέ τούς
λογισμούς, τούς περιφρονοῦμε καί ἀφηνόμαστε στόν Θεό, καταφεύγουμε στόν Θεό,
διά τῆς προσευχῆς φυσικά. Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη ἀντιμετώπιση.

Ὑπάρχει ἕνας ἀκόμη τρόπος ἀντιμετώπισης, εἶναι ἡ ἀντίσταση κατά μέτωπο. Νά


πεῖς ‘δέν σέ θέλω φύγε’, νά κάνεις ἔντονη προσπάθεια, νά κάνεις νηστεία, ἀσκήσεις,
νά κάνεις, μέ ἄλλα λόγια, ἕναν αἱματηρό ἀντιρρητικό ἀγῶνα. Νά φέρεις ἀντίρρηση
στόν λογισμό. Ἀλλά αὐτό εἶναι γιά τούς ἔμπειρους. Τούς προχωρημένους
πνευματικά. Καί πάλι εἶναι ἐπικίνδυνο καί ἐπίφοβο.

Ὁ διάβολος ἐπειδή ἔχει πολλά χρόνια πεῖρα στούς λογισμούς, στόν πνευματικό
πόλεμο, ὑπάρχει πιθανότητα νά σέ ρίξει, νά σέ τουμπάρει, ὅταν ἀρχίσεις νά τοῦ
κάνεις ἀντίρρηση, νά πιάσεις κουβέντα μαζί του, νά τοῦ φέρνεις ἀντιρρήσεις, νά σοῦ
λέει, νά τοῦ λές. Νά τοῦ ξαναλές, νά σοῦ ξαναλέει. Γι αὐτό γιά μᾶς, πού εἴμαστε
ἀρχάριοι, τό ποιό ἀσφαλές εἶναι νά τόν περιφρονήσουμε καί νά στραφοῦμε στήν
προσευχή.

Αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη ἀντιμετώπιση τῶν λογισμῶν. Γι’ αὐτό, λέει ἐδῶ ὁ Ἅγιος, ἡ
φωτιά εἶναι οἱ λογισμοί, τό νερό εἶναι ἡ καταφυγή στόν Θεό. Κάθε φορά, πού ἔρχεται
ὁ κακός λογισμός, νά θυμόμαστε νά καταφεύγουμε στόν Θεό μέ τήν προσευχή.

«Ἕνας ἀδελφός ρώτησε κάποιον ἀπό τούς Πατέρες: Τί νά κάνω πού μέ πολεμοῦν
πολλοί λογισμοί καί δέν ξέρω πῶς ν‘ ἀμυνθῶ; Καί ὁ Γέροντας ἀπάντησε: Νά μήν

60
πολεμήσεις ἐναντίον ὅλων μαζί, ἀλλά ἐναντίον ἐνός, τοῦ κυριότερου. Γιατί ὅλοι οἱ
λογισμοί ἔχουν μιά κεφαλή. Πρέπει λοιπόν νά ἀνακαλύψει κανείς ποιά εἶναι ἡ
κεφαλή καί νά πολεμήσει ἐναντίον της. Τότε μαζί μέ αὐτήν καταβάλλονται καί οἱ
ἄλλοι λογισμοί».

Τώρα μᾶς δείχνει τήν τέχνη γιά νά ἀντιμετωπίσουμε πολύν ὄχλο λογισμῶν, πολλούς
και διαφορετικά εἴδη μερικές φορές. Ὅλοι, ὡστόσο, ἔχουν μιά κοινή πηγή. Ἕναν
ἀρχηγό. Πρέπει νά τόν ἀνακαλύψουμε τόν ἀρχηγό. Αὐτό τίς περισσότερες φορές
εἶναι δύσκολο, γι’ αὐτό χρειάζεται ὁ πνευματικός ὁδηγός, ὁ ὁποῖος θά μᾶς βοηθήσει
νά ἐντοπίσουμε τόν αρχηγό τῶν δαιμόνων, πού κινεῖ αὐτούς τούς κακούς λογισμούς.

«Ὅταν τόν βρεῖς καί συντρίψεις τήν κεφαλή του, τότε φεύγουν καί ὅλοι οἱ
ὑπόλοιποι».
Πολλές φορές αὐτός ὁ λογισμός, γιά νά μήν ποῦμε πάντα, εἶναι ὁ λογισμός τῆς
ὑπηρηφάνειας, τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς οἴησης, τῆς κατάκρισης, ὅλα αὐτά εἶναι πολύ
συγγενικά, τῆς μνησικακίας, τοῦ θυμοῦ, τῆς ὀργῆς, εἶναι σάν μιά ‘ἀδελφότητα’, θά
λέγαμε. Κακή ἀδελφότητα. Κι ἀπό ἐκεῖ ξεκινοῦν πλήθος ἄλλοι λογισμοί.

Ἄν θέλει κανείς νά συντρίψει τόν διάβολο ὁριστικά, πρέπει νά συντρίψει τήν


ὑπερηφάνεια, πού εἶναι τό κεφάλι τοῦ διαβόλου καί ὁ ἀρχηγός ὅλων τῶν λογισμῶν.
Ἀπό κεῖ ξεκινοῦν ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι λογισμοί . Ἀπό τήν ἰδέα ὅτι εἴμαστε κάτι, κάτι
πολύ σπουδαῖο ἤ τέλος πάντων κάτι ἀξίζουμε κι ἐμεῖς. Θά πρέπει νά μᾶς προσέχουν,
νά μᾶς παραδέχονται κ.λ.π.

«Ἔνας Γέροντας εἶπε: Τό νά μποῦν οἱ λογισμοί μέσα μας δέν εἶναι ἀξιοκατάκριτο»,
μέ τήν ἔννοια νά μᾶς προσβάλουν, νά δεχθοῦμε μιά ἐπίθεση. Αὐτό δέν εἶναι
ἀξιοκατάκριτο, δέν εἶναι ἔνοχο. «Ἀξιοκατάκριτη εἶναι ἡ κακή ἀντιμετώπιση». Πῶς
θά σταθοῦμε! Ἦλθε ὁ λογισμός. Τί θά κάνουμε; Ἀπό κεῖ καί μετά ἀρχίζει ἡ εὐθύνη
μας. Ἡ κρίση. Ἡ νίκη ἤ ἡ ἧττα! «Μπορεῖ κανείς νά ναυαγήσει ἀπό τούς λογισμούς,
ἀλλά μπορεῖ καί νά στεφανωθεῖ ἀπό τούς λογισμούς». Κάθε φορά πού νικᾶ, παίρνει
κι ἕνα στεφάνι.

Ἔχει ἕνα ὡραῖο περιστατικό στό Γεροντικό. Ὁ ὑποτακτικός κάθε βράδυ ἔπαιρνε τήν
εὐχή τοῦ Γέροντά του, πρίν κοιμηθεῖ. Ἕνα βράδυ, πρίν προλάβει νά πάρει τήν εὐχή
τοῦ Γέροντα, ὁ Γέροντας κοιμήθηκε. Ὁ ὑποτακτικός ἔμεινε ἐκεῖ γονατιστός μπροστά
του καί περίμενε. Τοῦ ἦλθε ὁ λογισμός νά τόν ξυπνήσει. Τόν νίκησε. Εἶπε θά κάνω
λίγη ὑπομονή, νά μήν ξυπνήσω τόν Γέροντα. Τοῦ ἦλθε δεύτερος λογισμός. Πάλι
σκέφτεται, ἄς μήν τόν ἐνοχλήσω, κουρασμένος εἶναι. Ἦλθε τρῖτος, τέταρτος,
πέμπτος, ἕκτος, ἕβδομος λογισμός. Ἑπτά φορές. Καί τίς ἑπτά τόν νίκησε. Ξημέρωσε!
Ἀνοίγει τά μάτια ὁ Γέροντας καί τοῦ λέει, «Παιδί μου, γιατί εἶσαι ἐδῶ; Δέν
κοιμήθηκες»; Καί ὁ μοναχός τοῦ εἶπε: «Γέροντα περιμένω νά μοῦ δώσετε εὐχή γιά
νά πάω νά κοιμηθῶ». Θαύμασε ὁ Γέροντας καί πῆρε πληροφορία καί τοῦ εἶπε:
«Παιδί μου ἀπόψε πῆρες ἑπτά στεφάνια». Τά εἶδε ὁ Γέροντας. «Κάθε φορά πού

61
ἀντιστεκόσουν στόν λογισμό, ἔπαιρνες καί ἀπό ἕνα στεφάνι».

«Ἕνας ἀδελφός ρώτησε κάποιον Γέροντα:


– Πῶς πρέπει νά διώχνει ὁ νοῦς τούς πονηρούς λογισμούς;
– Δέν μπορεῖ νά τό κάνει ἐντελῶς μόνος του γιατί δέν ἔχει τόση δύναμη».
Ἄλλωστε καί ὁ Χριστός μᾶς τό εἶπε: «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω.
15,5). Φυσικά ὅταν λέει ‘οὐδέν’ ἐννοεῖ οὐδέν-τίποτα. Οὔτε ἕναν λογισμό δηλαδή, δέν
μποροῦμε νά διώξουμε μέ τήν δική μας δύναμη μόνο.

Γι’ αὐτό εἶναι λάθος νά λέμε ἀπό αὔριο θά τό κόψω αὐτό τό πάθος, δέν θά τά
ξανακάνω. Εἶναι λάθος. Πρέπει νά ποῦμε μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ τή Χάρη τοῦ
Θεοῦ, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων, δέν θά τό ξανακάνω.
Γι’ αὐτό ἀποτυγχάνουμε ξέρετε, γιατί πάντα ἀποφασίζουμε ἔχοντας ἐμπιστοσύνη
στόν ἑαυτό μας, δίχως νά παίρνουμε βοηθό τόν Θεό.
Δέν μπορεῖ λοιπόν ὁ νοῦς μόνος νά διώξει τούς λογισμούς, δέν ἔχει τόση δύναμη.
Νά γιατί ὅταν εἶσαι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶσαι ἕρμαιο τοῦ διαβόλου καί τῶν
λογισμῶν. Διότι δέν ἔχουμε αὐτή τή Χάρη, τή συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ
τήν ὁποία θά τούς νικήσουμε.

Οἱ δυστυχεῖς αὐτοί ἄνθρωποι πηγαίνουν στούς ψυχολόγους, στούς ψυχιάτρους γιά


νά τούς ἀπαλλάξουν ἀπό τίς ἔμμονες ἰδέες, ἀλλά τελικά δέ γίνεται τίποτα. Χρειάζεται
ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ γιά νά θεραπευτεῖ ὁ νοῦς ἀπό τούς λογισμούς. Δέν φεύγει ἡ ἰδέα.
Μερικές φορές εἶναι πολύ ἀνόητες οἱ ἰδέες καί γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶναι
ἀνοησίες αὐτά πού τοῦ ἔχουν καρφωθεῖ στό μυαλό. Κι ὅμως εἶναι ἀδύνατο νά τίς
διώξουν. Δέν ἔχει τή δύναμη μόνος του νά τίς διώξει, ἄν δέν ἔλθει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ,
ἄν δέν μπεῖ στήν θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας νά λάβει τή Θεία Χάρη, ἄν δέν μπεῖ
κανείς στήν ἄσκηση καί στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας δέ γίνεται τίποτα. Οὔτε
ἕναν λογισμό δέν μπορεῖ νά νικήσει.

«Ὅταν ὅμως οἱ λογισμοί πολεμοῦν τήν ψυχή, αὐτή πρέπει νά καταφεύγει ἀμέσως
στόν πλάστη της, μέ τήν προσευχή. Κι Ἐκεῖνος θά τούς διαλύσει, ὅπως ἡ φωτιά
λιώνει τό κερί».
Ἔτσι, ὁ Πλάστης μας, ὁ Χριστός μᾶς διαλύει τούς λογισμούς. Νά γιατί οἱ ἄνθρωποι
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὑγιεῖς ἄνθρωποι. Πραγματικά ὑγιεῖς προσωπικότητες εἶναι μόνο
οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Μή ψάχνεται νά βρεῖτε ἀληθινά ὑγιή -πνευματικά καί
ψυχικά- ἄνθρωπο ἐκτός Ἐκκλησίας. Δέν ὑπάρχει. Οὔτε και ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τῆς
Ἐκκλησίας δηλαδή ἐξωτερικά, εἶναι ὑγιεῖς. Δέν εἶναι. Ὑγιεῖς εἶναι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
ζοῦν σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή τή Μυστηριακή,
τήν ἀσκητική ζωή. Τότε θεραπεύεται ἡ προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου.

«Τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ: Γνώριζε ἀδελφέ, ὅτι ὅσο βρισκόμαστε σ’ αὐτή τή ζωή,
περνᾶμε μέσα ἀπό παγίδες γι’ αὐτό ἄς εἴμαστε πάντα προσεκτικοί μή τυχόν καί
πέσουμε σέ καμιά θανάσιμη παγίδα. Γιατί ὁ πονηρός στήνει παγίδες, πού εἶναι ὅλο

62
γλύκα καί τίς κρύβει πάντα ἀπό τήν ψυχή μας γιά νά τήν πιάσει καί νά τήν ρίξει στήν
αἰώνια κόλαση».

Κάποτε ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἶχε δεῖ ὅλες αὐτές τίς παγίδες ἁπλωμένες σέ μιά
τεράστια πεδιάδα καί ἔφριξε μέ τίς τέχνες τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἀδύνατο νά ξεφύγει ὁ
ἄνθρωπος, ἐάν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ καταφυγή στόν Θεό. Δηλαδή ἡ ταπείνωση. Γιατί
ποιός καταφεύγει στόν Θεό; Αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔχει ταπεινό φρόνημα. Αὐτός, ὁ ὁποῖος
δέν πιστεύει στή δύναμή του. Ἐνῶ οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι λένε ‘θέλω καί μπορῶ’.
‘Ἀφοῦ μπορεῖς προχώρα’. Στό τέλος ὅμως δέν κάνουν τίποτα. Αὐτοπεποίθηση μᾶς
λέει ἡ ψυχολογία σήμερα. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι σωστό. Μᾶς ἔλεγαν στό σχολεῖο ὅτι
‘δέν ὑπάρχει δέν μπορῶ, ἀλλά δέν θέλω’. Ἐντελῶς κοσμικό φρόνημα. Τό ὀρθό ποιό
εἶναι; Ναί μπορῶ, ἀλλά μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ.

«Ἄς μήν ἀποχαυνωθοῦμε λοιπόν ἀπ’ τή γλυκύτητα τῶν θανατηφόρων παγίδων καί
παρασυρθοῦμε στήν ἐξέταση τῶν πονηρῶν λογισμῶν».

Οἱ παγίδες τί εἶναι; Οἱ λογισμοί. Τό λέει τώρα ξεκάθαρα. Μή νομίζετε ὅτι εἶναι


τίποτα ἄλλο. Οἱ παγίδες εἶναι οἱ λογισμοί. Αὐτές εἶναι οἱ παγίδες, πού στήνει ὁ
διάβολος καί μᾶς λέει ὁτι εἶναι ὅλο γλύκα. Τίς σερβίρει ὁ διάβολος μαζί μέ ζάχαρη,
μέ μέλι καί μᾶς προτρέπει νά ἐξετάσουμε τί ὡραῖο πού εἶναι. Ὅμως, ἄς μην
παρασυρθοῦμε.

«Γιατί ἄν κατορθώσει ὁ πονηρός λογισμός νά μπεῖ στήν ψυχή, τότε γλυκαίνει τήν
αἴσθησή της μέ τήν πονηρή ἐξέταση καί στή συνέχεια ἄν δέν διωχθεῖ μέ προσευχή
καί δάκρυα γίνεται γι’ αὐτήν θανάσιμη παγίδα».

Ἔτσι μᾶς πολεμᾶ ὁ διάβολος μέ αὐτήν τήν γλυκύτητα, τήν ὁποία δημιουργεῖ στήν
ψυχή.
«Ἀδελφέ, μή χάνεις τό θάρρος σου ἀπό τούς λογισμούς, πού ἔρχονται ἐναντίον σου,
γιατί εἶναι ἀρχή τοῦ ἀγῶνα καί κατάλαβε αὐτό πού σοῦ λέω, ἀπό τόν λάκκο μέ τό
βρόχινο νερό. Ὅταν βρέξει καί μαζευτεῖ στόν λάκκο τό εὐλογημένο νερό στήν ἀρχή
εἶναι θολωμένο, ὅσο ὅμως περνάει ὁ καιρός γίνεται πιό καθαρό».

«Καί σύ λοιπόν ἀγαπητέ, μάθε νά μή λιποψυχεῖς γιατί εἶναι γραμμένο: ‘χείμαρροι


ἀνομίας ἐξετάραξάν με’ (Ψαλμ. 17,5), ἀλλά και ‘ὁ Θεός ἡμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις,
βοηθὸς ἐν θλίψεσι ταῖς εὑρούσαις ἡμᾶς σφόδρα. διὰ τοῦτο οὐ φοβηθησόμεθα ἐν τῷ
ταράσσεσθαι τὴν γῆν’ (Ψαλμ. 45,2).

Ἰδίως στήν ἀρχή ὁ διάβολος ξεσηκώνει πλήθος λογισμῶν καί πρέπει νά τό ξέρουμε
αὐτό. Ὅλοι εἴμαστε ἀρχάριοι καί ὅλοι ἔχουμε πλῆθος λογισμῶν. Ἀκόμη, θά μᾶς
φέρει βλάσφημους λογισμούς γιά νά μᾶς τρομοκρατήσει, γιά νά μᾶς κάνει νά τά
παρατήσουμε. Νά ἀπογοητευτοῦμε καί νά σκεφτοῦμε: Πῶς δέν μέ καίει τώρα ὁ
Θεός! Πῶς μέ ἀνέχεται μέ αὐτά, πού ἔχω μέσα μου! Δέν εἶναι δικά μας. Εἶναι

63
ξεσηκώματα τοῦ διαβόλου, ὅπως τό βρόχινο νερό, πού μαζεύεται στόν λάκκο καί
εἶναι πολύ θολό. Σιγά-σιγά, ὅμως, γίνεται αὐτό τό καθάρισμα γιατί κατακάθεται ἡ
λάσπη καί εἰρηνεύει ὁ λογισμός καί ὁ νοῦς μας.

Στήν ἀρχή χείμαρροι ἀνομίας ἐξετάραξάν με, ἀλλά ὁ Κύριος καταφυγή καί δύναμις
καί δέν θά φοβηθοῦμε ἐν τῷ ταράσσεσθαι τὴν γῆν.

«Ὅταν λοιπόν ἔλθει στόν νοῦ πονηρός λογισμός, κραύγασε στόν Κύριο μέ δάκρυα
λέγοντας: Κύριε σπλαχνίσου με τόν ἁμαρτωλό, κατάργησε τόν πονηρό καί διώξε τον
μακριά μου. Γιατί ὁ Θεός εἶναι καρδιογνώστης καί γνωρίζει τούς λογισμούς, πού
προέρχονται ἀπό τή δική μας κακοήθη προαίρεση, γνωρίζει ὅμως καί τούς
λογισμούς, πού μᾶς βάζει στόν νοῦ ἡ κακία τῶν δαιμόνων, γιά τούς ὁποίους εἴμαστε
ἀνεύθυνοι, ἄν δέν τούς καλλιεργήσουμε».

Γι΄αὐτούς πού προέρχονται ἀπό τή δική μας κακοήθη προαίρεση, ἀπό τά πάθη πού
ἔχουμε μέσα μας, βεβαίως γι΄ αὐτούς εἴμαστε ὑπεύθυνοι. Πρέπει νά πολεμᾶμε τά
πάθη, πού ἔχουμε μέσα μας. Ἐπίσης καί τήν ἁμαρτωλή διάθεση, πού ἔχουμε, τήν
ἁμαρτωλή ροπή, τήν ἁμαρτωλή θέληση.
«Νά γνωρίζεις ἄλλωστε καί τοῦτο, ὅτι ὅσο ἀγωνίζεσαι καί κάνεις ὑπομονή στήν
ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου, τόσο καθαρίζουν ὁ νοῦς σου καί οἱ λογισμοί σου.

Αὐτά μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ. Βλέπουμε ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι συμφωνοῦν σ’ αὐτό τό
θέμα. Κατάφευγε στόν Θεό καί πές: ‘Θεέ μου σπλαχνίσου με. Κατάργησε, Θεέ μου,
τόν πονηρό καί διώξε τόν μακριά μου’.

«Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα: Τρία πράγματα εἶναι πού κυριεύουν τήν ψυχή, ὥσπου νά φθάσει
σέ μεγάλα μέτρα. Κι αὐτά τά τρία δέν ἐπιτρέπουν στίς ἀρετές νά συγκατοικήσουν μέ
τόν νοῦ: Ἡ αἰχμαλωσία τοῦ νοῦ ἀπό ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἡ ὀκνηρία καί ἡ λήθη».

Αὐτά τά τρία ἐμποδίζουν τήν ψυχή νά προοδεύσει. Ὅταν ἀφήνουμε τόν νοῦ μας νά
αἰχμαλωτίζεται ἀπό τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ὅταν εἴμαστε ὀκνηροί, τεμπέληδες καί
ὅταν ἔχουμε λήθη. Ξεχνοῦμε δηλαδή τόν Χριστό. Ξεχνοῦμε τήν κοινωνία μαζί Του.
Ξεχνοῦμε τά λόγια Του, ξεχνοῦμε τίς ἐντολές Του.

«Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου: Μερικοί ρωτᾶνε, ἄν στό βάπτισμα καταργεῖται ἡ ἁμαρτία, γιατί
ἐνεργεῖ καί πάλι στήν καρδιά; Ἀφοῦ λέμε ὅτι μέ τό βάπτισμα καθαριζόμαστε, γιατί
πάλι ἐνεργεῖ ἡ ἁμαρτία στήν καρδιά μας»;

Ἀπαντᾶ: «Δέν ἔχει ἀπομείνει ἁμαρτία πού ἐνεργεῖ ἀπό μόνη της μετά τό βάπτισμα»,
ὄντως τό βάπτισμα μᾶς καθαρίζει. «Ἀλλά ἐνεργεῖ γιατί ἐμεῖς τήν ἀγαπᾶμε καί γιά
χάρη της παραλείπουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες εἶναι φυλακτικές.

Μᾶς διαφυλάσσουν ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὅσο κανείς δέν προσεύχεται, ὀ νοῦς του εἶναι

64
ἀνοιχτός στίς δαιμονικές ἐπιρροές. Ὅταν προσεύχεται, εἶναι ἀπασχολημένος ὁ νοῦς
του μέ τήν προσευχή, ὁπότε γλυτώνει ἀπό τήν ἁμαρτία. Νά γιατί οἱ ἐντολές, ὅταν τίς
τηροῦμε, μᾶς προφυλάσσουν ἀπό τήν ἁμαρτία καί διαφυλάσσουν τήν καθαρότητα
τοῦ βαπτίσματος, τήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς μας καί τήν καθαρότητα μετά τήν
ἐξομολόγηση. Διότι κάθε φορά πού ἐξομολογούμαστε εἶναι σάν νά ξανά-
βαπτιζόμαστε. Γινόμαστε πεντακάθαροι μετά τήν ἐξομολόγηση. Γιατί ὅμως
ξαναπέφτουμε; Ἁπλά, δέν τηροῦμε σωστά τίς ἐντολές. Ὑπάρχουν κενά στόν
πνευματικό ἀγῶνα, ὁπότε βρίσκει εὐκαιρία ὁ διάβολος καί περνᾶ τούς λογισμούς του
καί ἐμεῖς δυστυχῶς τούς θέλουμε, τούς ἀγαπᾶμε καί πέφτουμε πάλι στά ἴδια.

«Τό ἅγιο Βάπτισμα δίνει τέλεια λύση ἀπό τήν ἁμαρτία. Στήν αὐτεξούσια προαίρεσή
μας ὅμως ἀνήκει τό νά δέσουμε πάλι τούς ἑαυτούς μας μέ τήν προσκόλληση στήν
ἁμαρτία ἤ νά τούς ἐλευθερώσουμε μέ τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν. Γιατί ἕνας λογισμός
σχετικῶς μέ κάποια ἡδονή ἤ θυμό πού χρονίζει δέν εἶναι ἀπόδειξη πώς ἔχει ἀπομείνει
ἁμαρτία μετά τό βάπτισμα, ἀλλά πώς ἐμεῖς ἔχουμε θεληματική προσκόλληση στά
πάθη, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τή Γραφή ἔχουμε τήν ἐξουσία ‘λογισμοὺς καθαιρεῖν καὶ πᾶν
ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ’ (Β΄Κορ. 10,5)».
Ἔχουμε τήν ἐξουσία νά τούς διώξουμε τούς λογισμούς. Γιά νά παραμένουν οἱ
λογισμοί, εἴτε αὐτοί πού ἔχουν σχέση μέ κάποια ἡδονή, εἴτε μέ θυμό πού χρονίζει
μέσα μας, μιά μνησικακία, κάτι πού μᾶς ἔχουν κάνει καί μᾶς πλήγωσαν, μᾶς
ἀδίκησαν, ὅταν αὐτό χρονίζει μέσα μας, αὐτό δέ σημαίνει ὅτι δέν ἔχουμε βαφτιστεῖ ἤ
ὅτι δέν βαφτιστήκαμε σωστά, ἀλλά ὁτι ἀγαπᾶμε τά πάθη μας καί ἑκουσίως
προσκολλούμαστε σ’ αὐτά.

«Ὁ πονηρός λογισμός λοιπόν, σέ ἐκείνους πού τόν ἀνατρέπουν μέσα τους εἶναι
σημάδι φιλοθεΐας καί ὄχι ἁμαρτίας».

Βλέπουμε ὅτι ἀποτελεῖ ἀπόδειξη πώς ἀγαπᾶμε τόν Θεό. Ποιό; Τό ὅτι ἔρχονται οἱ
λογισμοί καί ἐμεῖς τούς ἀνατρέπουμε. Γι’ αὐτό ἐπιτρέπει ὁ Θεός αὐτούς τούς
λογισμούς καί ἀφήνει τόν διάβολο νά μᾶς τούς φέρνει, γιά νά ἀποδεικνύουμε κάθε
φορά ὅτι τόν ἀγαπᾶμε. Ἀλλά, καί νά μαθαίνουμε ὁλο καί πιό πολύ, νά Τόν ἀγαπᾶμε.
Κάθε φορά, πού περνᾶμε τίς ἐξετάσεις τῆς ἀγάπης στόν Θεό, νικώντας τούς κακούς
λογισμούς, προοδεύουμε καί πιό πολύ στήν ἀγάπη, παίρνουμε πιό πολύ Χάρη,
κολλᾶμε ἀκόμη περισσότερο στόν Θεό.
Ὅπως συμβαίνει καί στά ἀνθρώπινα. Ὄσες πιό πολλές θυσίες κάνουμε γιά ἕνα
πρόσωπο, τόσο πιό πολύ τό ἀγαπᾶμε. Γιά παράδειγμα, οἱ γονεῖς ὅσο πιό πολύ
ὑποφέρουν γιά τά παιδιά τους, τόσο πιό πολύ τά ἀγαποῦν. Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τόν
Θεό.

Ὁ πονηρός λοιπόν λογισμός πού νικιέται εἶναι σημάδι φιλοθεΐας καί ὄχι ἁμαρτίας.
Ὁπότε νά μή μᾶς στεναχωρεῖ πού ἔρχονται πονηροί λογισμοί. Ἀντίθετα νά
χαιρόμαστε γιατί μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νά ἀποδείξουμε πόσο ἀγαπᾶμε τόν Θεό.

65
«Ἁμαρτία λοιπόν δέν εἶναι ἡ προσβολή τοῦ λογισμοῦ», λέει ὁ ἀββᾶς Μάρκος,
«ἁμαρτία εἶναι ἡ προσκόλληση τοῦ νοῦ στόν λογισμό αὐτό. Κι ἄν δέν τόν ἀγαπᾶμε
τότε γιατί ἀσχολούμαστε τόσο πολύ μαζί του; Εἶναι ἀδύνατον νά παρατείνεται ἡ
παραμονή μέσα στήν καρδιά μας ἑνός λογισμοῦ, πού τόν μισοῦμε μέ τήν καρδιά μας,
ἐκτός κι ἄν ἔχουμε οἱ ἴδιοι τήν διάθεση νά πράξουμε τό κακό.
Στό βάθος ὑπάρχει μία δική μας ἐπιθυμία νά πράξουμε τό κακό. Ὅσο κι ἄν λέμε
ἐξωτερικά, ‘δέν τό θέλω’, στό βάθος λίγο τό θέλουμε, τό ἀγαπᾶμε, γι’ αὐτό καί
παραμένει. Μπορεῖ νά τό ἐξομολογηθοῦμε, νά τό ξαναεξομολογηθοῦμε, ἀλλά στό
βάθος μᾶς ἀρέσει. Γι’ αὐτό καί παραμένει. Πρέπει νά τό μισήσουμε τελείως ἀπό τά
βάθη τῆς ψυχῆς μας για νά φύγει καί νά μᾶς ἐγκαταλείψει ὁριστικά.

«Ἔχεις λοιπόν τή δύναμη καί τά ὄπλα ν’ ἀνατρέπεις τούς λογισμούς». Μπορεῖς νά


τό κάνεις. «Καί τά ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικά, ἀλλά δυνατά τῷ Θεῷ πρός
καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων. Λογισμούς καθαιροῦντες καί αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα
εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ» (Β΄Κορ. 10,4-5).

Ἔχουμε ὅπλα πνευματικά, πολύ δυνατά, πού μᾶς ἔχει δώσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τά
ὁποῖα μποροῦν νά καθαιροῦν τούς λογισμούς καί νά αἰχμαλωτίζουν πᾶν νόημα, κάθε
σκέψη μας, κάθε προϊόν τοῦ νοῦ στόν Θεό, στόν Χριστό, στήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ.
Καί νά εἶναι ὅλοι οἱ λογισμοί μας σύμφωνοι μέ τόν Χριστό, μέ τό θέλημά Του.

«Ἄν λοιπόν, ἐνῶ ἔχεις τή δύναμη νά τούς ἀνατρέψεις, δέν τό κάνεις μόλις σέ
προσβάλουν, τότε φανερώνεις ὅτι ἀπό ἀπιστία ἀγαπᾶς τήν ἡδονή καί συνομιλεῖς μαζί
τους. Καί ὅτι ἑπομένως αὐτῆς τῆς ἐνέργειας αἴτιος εἶσαι ἐσύ καί ὄχι κάποιο
κατάλοιπο τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ».
Μέ τό βάπτισμα τά ἔχουμε ἐξαλείψει ὅλα. Δέν ἔχει μείνει κάτι ἀπό τήν ἁμαρτία τοῦ
Ἀδάμ μέσα μας. Ἀλλά ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τήν ἁμαρτία, γι’ αὐτό παραμένουν οἱ λογισμοί.
Παραμένουν καί τήν ἀγαπᾶμε γιατί ὑπάρχει αὑτή ἡ ἀπιστία. Δέν ὑπάρχει ἡ πλήρης
ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Τό πλῆρες ἄφημα στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.

Ὁ κόσμος μᾶς προτρέπει νά μήν πηγαίνουμε συχνά στήν Ἐκκλησία, γιατί στό βάθος
νομίζει ὅτι κάτι θά στερηθοῦμε. Οὐσιαστικά αὐτό εἶναι ἀπιστία. Ἔλλειψη
ἐμπιστοσύνης στόν Θεό. Σάν νά σοῦ λένε, πώς ἡ χαρά δέν εἶναι μόνο στόν Θεό, εἶναι
καί κάπου ἀλλοῦ, μήν πᾶς πολύ μέσα στήν Ἐκκλησία, γιατί θά χάσεις τή χαρά σου.
Περνᾶνε καί στά παιδιά αὐτή τήν ἄποψη καί αὐτό εἶναι ἐγκληματικό. Ἄν ἡ χαρά
εῖναι κάπου ἀλλοῦ, τότε οἱ Χριστιανοί εἶναι οἱ πιό οἰκτροί καί ἀξιολύπητοι ἄνθρωποι.
Ἡ χαρά εἶναι προϊόν τῆς Χάριτος. Τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Καρπός τοῦ
Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις,
πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5,22).

«Πραγματικοί ἐχθροί τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ πονηροί λογισμοί γιατί ἐμποδίζουν νά γίνει
τό θέλημά του. Ἐνῶ ὁ Θεός «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν
ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμ. 2,4), οἱ λογισμοί μᾶς πλανοῦν κάνοντάς μας νά

66
προσκολληθοῦμε σ’ αὐτούς καί μᾶς ἐμποδίζουν ἀπό τή σωτηρία. Ὅταν λοιπόν τούς
μισήσουμε τελείως καί ἐμπιστευτοῦμε τόν Κύριο σέ ὅλα, στρέφοντας σέ Αὐτόν κάθε
λογισμό μας, μέ καρδιακή καί ἀποκλειστική ἐλπίδα, τότε, ὅπως στήν ἀρχή τῆς
πίστεως μέ τό βάπτισμα, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τροφή τοῦ πιστοῦ, παρ’ ὅμοια
καί στήν κατάσταση τῆς νοερῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀρνήσεως τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ὁ
στερεωμένος στήν πίστη καί ὁ καθαρός νοῦς, γίνεται τροφή τοῦ Ἰησοῦ, πού εἶπε:
«ἐμόν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ Πατρός μου» (Ἰω. 4,34). Ποιό εἶναι τό
θέλημα τοῦ Πατρός; «Πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας
ἐλθεῖν», σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου».

Ὅταν λοιπόν μισήσουμε τελείως τούς λογισμούς καί ἐμπιστευτοῦμε τόν Κύριο σέ
ὅλα, τότε γινόμαστε τροφή τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀκριβῶς
αὐτή, νά σωθοῦμε. Καί τό βρῶμα τοῦ Ἰησοῦ; «Ἐμόν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό
θέλημα τοῦ πέμψαντός με». Καί ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Πατρός του; Νά σωθοῦν
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἄρα καί τό θέλημα τοῦ Ὑιοῦ εἶναι αὐτό. Καί τό βρῶμα, ἡ τροφή
τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἡ σωτηρία μας.

Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ ἅγιος Παΐσιος «νά σωθοῦμε, νά πᾶμε στόν Παράδεισο γιά νά χαρεῖ
ὁ Χριστός μας. Νά μήν πᾶμε στήν κόλαση καί μᾶς βλέπει καί στεναχωριέται ἐκεῖ
πέρα πού θά εἴμαστε».
Μ’ αὐτή τήν ἔννοια οἱ Πατέρες μᾶς ἑρμηνεύουν τά λόγια τοῦ Χριστοῦ στό
Εὐαγγέλιο τῆς κρίσεως: ‘Νά θρέψετε τούς φτωχούς’. Εἶναι ὁ Ἴδιος. Καί πότε τόν
τρέφουμε τόν Χριστό; Γιατί εἶναι πτωχός ὁ Χριστός; Γιατί ἀναζητεῖ τίς ψυχές μας καί
θέλει ἐμᾶς. Πτωχεύει ἀπό ἐμᾶς. Ὅταν λοιπόν ἐμεῖς σωθοῦμε κάνοντας αὐτά πού
πρέπει, τρέφουμε τόν Χριστό, Τόν ἀναπαύουμε ἐκπληρώνοντας αὐτήν τήν ἐντολή
τῆς ἀγάπης.

«Γνωρίζει ὁ ἐχθρός τό δίκαιο τοῦ Πνευματικοῦ νόμου καί γι’ αὐτό ζητάει μόνο τή
νοερή συγκατάθεση». Δηλαδή μόνο μέ τόν νοῦ μας νά ποῦμε ‘ναί’, στόν ἐχθρό, στόν
κακό λογισμό.
«Ἔτσι ἤ θά ἀναγκάσει αὐτόν πού νικήθηκε νά ὑποβληθεῖ στούς κόπους τῆς
μετάνοιας ἤ ἄν δέν μετανοήσει, θά τόν θλίψει μέ ἀκούσιες συμφορές».

Γιατί, αὐτή εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στόν πνευματικό ἀγῶνα ὑπάρχουν νόμοι. Ἀπό τή
στιγμή, πού θά συγκατατεθοῦμε στό κακό, θά πρέπει, γιά νά ἐξαλείψουμε τό κακό,
νά ὑποβληθοῦμε στούς κόπους τῆς μετάνοιας. Ἑκούσιους κόπους. Νά ἐξαλείψουμε
τήν κακή ἡδονή, πού πέρασε μέσα μας, ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας. Ἄν δέν τό κάνουμε,
τότε θά μᾶς θλίψει ὁ ἐχθρός μέ ἀκούσιες συμφορές. Εἶναι δίκαιο αὐτό, εἶναι οἱ
Πνευματικοί νόμοι, πού λειτουργοῦν.

«Κάποτε τόν κάνει νά γογγύζει ἐξαιτίας τῶν συμφορῶν, ὥστε καί ἐδῶ νά
πολλαπλασιάσει τίς ὠδῖνες καί στήν ὥρα τοῦ θανάτου νά τόν ἀποδείξει ἄπιστο γιά
τήν ἀνυπομονησία του».

67
Ὁ διάβολος προσπαθεῖ νά μᾶς ρίξει καί στόν γογγυσμό. Βάζει πειρασμούς, ἔτσι
ὥστε νά πολλαπλασιάσει τίς ὠδῖνες καί στήν ὥρα τοῦ θανάτου νά φέρει στοιχεῖα
στόν Θεό γιά τήν ἀπιστία μας. Ἕνας πού δέν ἔχει ὑπομονή, σημαίνει ὅτι εἶναι
ἄπιστος, δέν ἔχει ἐμπιστοσύνη στή Θεία Πρόνοια, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

«Ἄν ἁμαρτήσεις, μήν κατηγορεῖς τήν πράξη ἀλλά τή σκέψη. Γιατί ἄν δέν πήγαινε
μπροστά ὁ νοῦς, δέν θά ἀκολουθοῦσε τό σῶμα».

Λέμε, ‘ἡ κακιά ἡ ὥρα’! Ποιά κακιά ὥρα; Σάν νά εἶναι τυχαῖο δηλαδή. Δέν εἶναι. Δέν
ὑπάρχει τύχη. Ὑπάρχει μία ὁλόκληρη διαδικασία πού ἔχει γίνει μέσα μας ἀόρατη,
νοερή. Ἔχουμε συγκατατεθεῖ νοερά. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ νοερή
συγκατάθεση.
Γι’ αὐτό, ὅταν ρωτοῦσαν τούς Ἁγίους:
– Τί κάνετε ἐδῶ πέρα;
– Νοῦν τηροῦμεν, ἀπαντοῦσαν.
Φυλᾶμε τόν νοῦν μας. Δηλαδή; Νά μήν συγκατατεθεῖ στόν ἐχθρό. Γιατί ἅπαξ καί
συγκατατεθοῦμε, θά πρέπει μετά νά κουραστοῦμε, νά κοπιάσουμε, εἴτε μέ τούς
ἑκούσιους κόπους τῆς μετάνοιας, εἴτε μέ τούς ἀκούσιους, πού παραχωρεῖ ὁ Θεός γιά
νά καθαρισθοῦμε. Ὅπως οἱ διάφορες ἀσθένειες ἤ θλίψεις πού μᾶς συμβαίνουν καί
ἀναρωτιόμαστε γιατί μᾶς ἦλθαν. Γιατί ἀκριβῶς λειτουργοῦν αὐτοί οἱ νόμοι.

«Ὁ Θεός κρίνει καί ζυγίζει κάθε σκέψη μας. Γιατί τό ἴδιο πράγμα μπορεῖ νά τό
σκεφθεῖ κανείς εἴτε ἁπλά εἴτε μέ ἐμπάθεια».

Ἑπομένως δέν ἔχει σημασία τό τί κάνεις ἤ τό τί σκέπτεσαι, ἀλλά μέ τί συνδέεις αὐτό


πού κάνεις καί σκέπτεσαι. Ἄν τό συνδέεις μ’ ἕνα πάθος, τότε ἁμαρτάνεις. Ἄν τό
σκέπτεσαι ἀπαθῶς, δέν ἁμαρτάνεις.

«Ὅταν διώξουμε ἀπό τόν νοῦ μας κάθε ἑκούσια κακία, τότε θά μπορέσουμε καί νά
πολεμήσουμε καί τά πάθη πού ἔχουμε ἀπό πρόληψη».

Τί εἶναι ἡ πρόληψη τώρα; «Πρόληψη εἶναι ἡ ἀθέλητη ἀνάμνησις τῶν προηγουμένων


κακῶν, πού ἔχουμε διαπράξει». Ὅλα αὐτά πού ἔχουμε κάνει στό παρελθόν καί μᾶς
ἔρχονται σάν μνῆμες, σάν ἐνθυμήσεις, αὐτά εἶναι οἱ λεγόμενες προλήψεις.

Ἄν θέλουμε νά πολεμήσουμε τά πάθη, πού ἔχουν δημιουργηθεῖ ἀπό τίς προλήψεις,


ἀπό τίς προηγούμενες αὐτές κακές πράξεις, θά πρέπει προηγουμένως νά διώξουμε
κάθε ἑκούσια κακία. Ὁτιδήποτε δηλαδή κακό κάνουμε μέ τή θέλησή μας στόν νοῦ.
Ὅταν ξέρουμε ὅτι κάτι εἶναι κακό νά σταματήσουμε νά τό πράττουμε, ὥστε νά
μπορέσουμε νά ἐλευθερωθοῦμε καί ἀπό τό κακό παρελθόν καί ἀπό τίς μνῆμες. Ἄν
ὅμως ἔχουμε τίς μνῆμες καί μέ τόν νοῦ συνεχίζουμε ν’ ἁμαρτάνουμε,
καταλαβαίνουμε πώς εἶναι ἀδύνατον νά καθαρίσει ὁ νοῦς.

68
«Ἀπό τούς πνευματικούς ἀγωνιστές ἡ πρόληψη ἐμποδίζεται νά γίνει πάθος, ἐνῶ ἀπό
τούς νικητές τῶν παθῶν ἀποκρούεται καί σάν ἁπλή προσβολή».

Ὅταν ἀγωνίζεται κανείς, τοῦ ἔρχονται μέν κάποιες σκέψεις ἀπό τό παρελθόν ἀπό τά
πάθη, πού εἶχε στό παρελθόν, ἀλλά δέν τά βάζει σέ πράξη καί δέν τά ἀναβιώνει,
ὁπότε δέν ἑδραιώνεται τό πάθος καί σταδιακά ἐξαλείφεται. Ἀλλά αὐτός, πού εἶναι
πραγματικά νικητής, δέν ἀφήνει οὔτε τίς ἁπλές προσβολές. Δέν ἀφήνει οὔτε καί τήν
ἁπλή μνήμη νά βγεῖ ἀπό τήν ψυχή του.
«Προσβολή εἶναι κίνηση τῆς καρδιᾶς χωρίς ἁμαρτωλή εἰκόνα ἤ φαντασία. Σάν ἕνα
στενό πέρασμα, πού τό ἔχουν καταλάβει ἀπό πρίν οἱ ἐμπειροπόλεμοι». Αὐτή εἶναι ἡ
προσβολή. Εἶναι μία κίνηση τῆς καρδιᾶς χωρίς ὅμως εἰκόνα καί δίχως φαντασία.

«Ὅπου ὑπάρχουν εἰκόνες λογισμῶν, ἐκεῖ ἔχει γίνει συγκατάθεση. Γιατί μόνο ἡ χωρίς
εἰκόνα προσβολή εἶναι ἀναμάρτητη».

Βλέπουμε πόσο διακριτικοί εἶναι οἱ ἅγιοι. Ἀκριβεῖς. Πότε γίνεται ἁμαρτία; Ὅταν
φτιάξουμε καί εἰκόνα μέσα στόν νοῦ μας. Δέν εἶναι σκέτος λογισμός, ἔχει καί
φαντασία. Τότε σημαίνει ὅτι ἔχει γίνει συγκατάθεση.

«Καί ὑπάρχει ἄνθρωπος πού ξεφεύγει ἀπό αὐτά, ὅπως ὁ δαυλός ἀπ’ τή φωτιά. Ἐνῶ
ὑπάρχει κι ἐκεῖνος πού δέν γυρίζει πίσω, ὥσπου νά φουντώσει ἡ φλόγα. Μή λές ὁ
πειρασμός ἔρχεται χωρίς νά θέλω. Γιατί ὁπωσδήποτε κι ἄν δέν ἀγαπᾶς τήν ἴδια τήν
ἁμαρτωλή πράξη, ἀγαπᾶς ὅμως τίς αἰτίες της».

Να μή λέμε λοιπόν πώς δέν φταίω. Φταῖμε! Γιατί ἀγαπᾶμε τίς αἰτίες. Ἀγαπώντας τίς
αἰτίες σιγά-σιγά θά φθάσουμε καί στήν πράξη. Ἔλεγε ἕνας μεγάλος ἀββᾶς, ὅτι δέν
φεύγουν οἱ λογισμοί καί τά πάθη ἀπό μέσα μας, διότι δέν ἀπομακρύνουμε τίς αἰτίες.
«Δῶσε τους τόν ἀρραβώνα καί θά φύγουν», ἔλεγε. Ὁ ἀρραβώνας εἶναι ἀκριβῶς αὐτά
τά προκαταρκτικά πού κάνουμε. Τά αἴτια τῶν παθῶν, τά ὁποῖα πολλές φορές τά
ἀγαπᾶμε. Γιά παράδειγμα, ὅταν ἀνοίγεις τήν τηλεόραση ἤ τό διαδίκτυο ἀνεξέλεγκτα,
κοιτᾶς περίεργα, ὅταν συχνάζεις σέ ὕποπτα μέρη, εἶναι πολύ εὔκολο νά πέσουμε,
χωρίς νά τό συνηδητοποιήσουμε. Αὐτά εἶναι τά αἴτια. Πρέπει νά τά κόψουμε, νά τά
μισήσουμε αὐτά, πού μᾶς ρίχνουν στήν ἁμαρτία, γιά νά μπορέσουμε νά
θεραπευτοῦμε ἀπό τά ἀντίστοιχα πάθη.

«Ἐκεῖνος πού παρασύρεται ἀπό τούς λογισμούς του, τυφλώνεται ἀπ’ αὐτούς καί ἐνῶ
βλέπει τίς ἐνέργειες τῶν ἁμαρτιῶν, τίς αἰτίες τους δέν μπορεῖ νά τίς δεῖ». Γι’ αὐτό
ἐδῶ χρειάζεται ὁ πνευματικός ὁδηγός, ὥστε νά βοηθήσει. Διότι βλέπουμε τό
ἀποτέλεσμα, ἀλλά δέν βλέπουμε τήν αἰτία.

«Ὅταν ὁ νοῦς ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς ὑλικές φροντίδες βλέπει ἀνάλογα τίς πανουργίες
τῶν ἐχθρῶν».

69
Ὅσο εἴμαστε αἰχμαλωτισμένοι ἀπό τήν ὕλη καί ἀπό τίς μέριμνες, πού συνδέονται μέ
τήν ὕλη, μέ τά χρήματα, μέ τίς ὑλικές ἀπολαύσεις, μέ τήν πολυτέλεια, μέ τή μόδα,
ὅλα αὐτά, δέν μποροῦμε νά διακρίνουμε τίς πανουργίες τοῦ ἐχθροῦ, γιατί εἴμαστε
ἀπορροφημένοι ἀπό αὐτά. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ Μ. Βασίλειος ὅτι «ἡ ἡσυχία εἶναι ἡ ἀρχή
τῆς καθάρσεως». Ὅταν ἡσυχάζεις ἀπό αὐτά τά ἐξωτερικά, τίς πολλές μέριμνες, τότε
μπορεῖς νά δεῖς τίς τέχνες τοῦ διαβόλου. Καί ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής
(κοιμήθηκε τό 1959) ἔλεγε, περισσότερο ἀπό ὅλα φοβᾶμαι τίς μέριμνες, διότι σέ
ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό.

«Ὑπάρχει κακία πού ἐγκαταστάθηκε στήν καρδιά λόγω τῆς μακροχρόνιας συνήθειας
καί ὑπάρχει κακία πού πολεμάει μέ λογισμούς μέσω τῶν καθημερινῶν πραγμάτων».
Τώρα μᾶς παρουσιάζει τίς πηγές τῶν λογισμῶν. Ὑπάρχουν λογισμοί πού ξεκινοῦν
ἀπό μέσα μας, λόγω τοῦ ὅτι ἔχει ἐπαναληφθεῖ πολλές φορές μιά ἁμαρτία καί ἔχει
γίνει συνήθεια, ἔχει γίνει πάθος. Ἀπό αὐτή τήν κακή συνήθεια, πού ἔχει ἐγκατασταθεῖ
στήν καρδιά, ὡς πάθος, συνεχῶς πηγάζουν λογισμοί καί ἐπιθυμίες. Ὑπάρχουν καί
ἄλλοι λογισμοί πού πηγάζουν εἴτε ἀπό τά πράγματα πού ὑπάρχουν γύρω μας, εἴτε
ἀπό τά πρόσωπα, τά ὁποῖα συναντοῦμε.
«Σάν ἄπειρο μοσχάρι πού ψάχνοντας γιά χορτάρι ἔφθασε σέ τόπο ἀπόκρημνο, ἔτσι
ἀποπλανιέται καί ἡ ψυχή σιγά-σιγά ἀπό τούς λογισμούς».

Ἄς τό προσέξουμε κι αὐτό. Εἶναι πολύ ὡραῖο καί χαρακτηριστικό. Στήν πράξη αὐτό
γίνεται. Ὁ διάβολος σιγά-σιγά μᾶς πάει ἀπό τόν ἕναν λογισμό στόν ἄλλον, κάνει ἕναν
ἁμαρτωλό συνειρμό ὁ νοῦς μας κι ἔτσι μᾶς φθάνει ἐκεῖ, πού δέν πρέπει νά πᾶμε. Σάν
τό μοσχάρι, πού τό ξεγελᾶ τό χορτάρι καί τρώγοντας πέφτει στόν κρημνό.

«Ὅταν ὁ νοῦς μέ ἀνδρεία, πού δίνει ὁ Κύριος ἀποσπᾶ τήν ψυχή ἀπό χρόνια
συνήθεια ἁμαρτίας, τότε ἡ καρδιά εἶναι σάν νά βασανίζεται ἀπό δημίους, πού τήν
σέρνουν ὁ ἕνας ἀπό ἐδῶ κι ὁ ἄλλος ἀπό ἐκεῖ. Ἀπό τόν νοῦ δηλαδή κι ἀπό τό πάθος».

Εἶναι πολύ δύσκολο ν’ ἀποσπάσει κανείς τήν ψυχή του ἀπό μιά χρόνια κακή
συνήθεια. Νά γλυτώσει τόν νοῦ του ἀπό ἕνα πάθος. Νοιώθει νά τραβιέται ἀπό δύο
ἀντίθετες δυνάμεις. Ἀπό τή μιά μεριά εἶναι ὁ Θεός καί ὁ καλός ἑαυτός του, πού τόν
τραβᾶ πρός τόν Θεό κι ἀπό τήν ἄλλη μεριά τό πάθος. Εἶναι σάν νά σχίζεται ὁ
ἄνθρωπος σέ δυό κομμάτια.

«Τρεῖς νοερές περιοχές ὑπάρχουν, ὅπου μπαίνει ἐναλλακτικά ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.
Τό κατά φύσιν, τό ὑπέρ φύσιν καί τό παρά φύσιν. Ὁταν εἶναι στό ‘κατά φύσιν’
βρίσκει τόν ἑαυτόν του αἴτιο τῶν πονηρῶν λογισμῶν καί ἐξομολογεῖται στόν Θεό τίς
ἁμαρτίες του, ἀναγνωρίζοντας τίς αἰτίες τῶν παθῶν. Ὅταν ἔλθει στό ‘παρά φύσιν’
λησμονεῖ τήν Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί φιλονικεῖ μέ τούς ἀνθρώπους» διότι δῆθεν
τόν ἀδικοῦν. «Ὅταν φθάσει στό ‘ὑπέρ φύσιν’ βρίσκει τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος», πού εἶπε ὁ Ἀπόστολος ‘ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη…’ «Καί ξέρει πώς ἄν
προτιμήσει τίς ὑλικές φροντίδες, δέν μπορεῖ νά παραμένει ἐκεῖ. Καί ὅποιος φεύγει

70
ἀπό τήν περιοχή αὐτή, τήν ὑπέρ φύσιν, πέφτει στήν ἁμαρτία καί στίς φοβερές
δοκιμασίες, πού ἀκολουθοῦν. Ἄν ὄχι ἀμέσως, ἀλλά στόν καιρό τους. Ὅπως γνωρίζει
ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ».

Εἶναι φανερό ὅτι ἡ φυσιολογική κατάστασή μας εἶναι τό ‘ὑπέρ φύσιν’. Δηλαδή τό νά
μήν ἁμαρτάνουμε. Τό κατά φύσιν εἶναι ὅταν κινεῖσαι λογικά καί ἀναλάβεις τήν
εὐθύνη. Τό παρά φύσιν εἶναι ὅταν κατηγορεῖς τούς ἄλλους, ὅπως συνήθως γίνεται
στόν κόσμο. Φταῖνε ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐκτός ἀπό ἐμᾶς, γιά ὅλα.

Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά πάει στό κατά φύσιν ἀρχικά καί νά παραδεχθεῖ ὅτι φταίει καί
ν’ ἀρχίσει ν’ ἀγωνίζεται, νά ἐξομολογεῖται καί ν’ ἀντιμετωπίζει αὐτούς τούς
πονηρούς λογισμούς, μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε, δηλαδή μέ τήν προσευχή γιά νά
φθάσει σιγά-σιγά στό ὑπέρ φύσιν. Νά βρεῖ τήν καθαρότητα καί τό ἅγιο Πνεῦμα, τό
ὁποῖο θά μένει μέσα του, θά τοῦ δώσει τήν ἀγάπη, τή χαρά, τήν εἰρήνη, τήν
πραότητα κ.λ.π. ὅλο αὐτό πού λέγεται καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὡστόσο κι
αὐτό δέν εἶναι μόνιμο. Ἄν κανείς δέν προσέξει καί ξαναπέσει στά ὑλικά, στίς
μέριμνες, θά τό χάσει. Θά πέσει πάλι στό κατά φύσιν καί θά ἀρχίσει νά παλεύει ξανά
μέ λογισμούς καί θά ἔχει καί τίς δοκιμασίες σύμφωνα μέ τήν Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ,
σύμφωνα μέ τούς Πνευματικούς νόμους.
Οἱ δοκιμασίες, ὅπως εἴπαμε, δίνονται ἀπό τόν Θεό γιά νά καθαρισθεῖ ὁ ἄνθρωπος
καί νά ἐπανέλθει στό ὑπέρ φύσιν. Φυσικά κι ἐμεῖς πρέπει νά κάνουμε ἀνάλογους
κόπους μετανοίας. Καί στό μέτρο πού δέν τούς κάνουμε -τούς κόπους αὐτούς-
παραχωρεῖ ὁ Θεός πιό ἔντονες δοκιμασίες γιά νά καθαρισθοῦμε, ἐπειδή μᾶς ἀγαπᾶ.

Ἄν ὅμως κανείς εἶναι τελείως ἀδιόρθωτος, τότε δέν τοῦ δίνει σ’ αὐτή τή ζωή
δοκιμασίες ἤ τοῦ τά δίδει μαζεμένα στο τέλος ἤ τοῦ μένουν γιά τήν ἄλλη ζωή, ὁπότε
αὐτό εἶναι φοβερό. Αὐτό σημαίνει κόλαση μετά.

«Ὅταν καί χωρίς νά τό θέλουμε μᾶς πολεμοῦν οἱ πονηροί λογισμοί, νά κατηγοροῦμε


τούς ἑαυτούς μας καί ὄχι ἄλλον. Γιατί ρίζες τῶν πονηρῶν λογισμῶν εἶναι οἱ
ὁλοφάνερες κακίες, τίς ὁποῖες μέ χέρια καί πόδια καί στόματα ὑπερασπιζόμαστε σέ
κάθε περίσταση».
Ὑπάρχει μιά ἀγάπη μέσα μας, στήν κακία. Γι’ αὐτό ἔρχονται οἱ πονηροί λογισμοί.
Ὁπότε, μήν τά φορτώνουμε σέ ἄλλους, ἀλλά στόν ἑαυτό μας.

«Ὅταν ὁ νοῦς ἀρνηθεῖ ἐντελῶς τόν ἑαυτό του καί κρατήσει σταθερά τήν ἐλπίδα
πρός τόν Θεό τότε ὁ ἐχθρός μέ τήν πρόφαση, δῆθεν τῆς ἐξομολογήσεως, παριστάνει
μέ εἰκόνες ἀκριβῶς τά ἁμαρτήματα, πού διαπράχθηκαν, μέ σκοπό νά
ξαναζωντανέψει τά πάθη, πού μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ λησμονήθηκαν καί νά βλάψει
κρυφά τόν ἄνθρωπο. Γιατί κι ἄν ἀκόμη, ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνατός καί μισεῖ τά πάθη,
ἀναγκαστικά θά σκοτισθεῖ καί θά πέσει σέ σύγχυση γιά τά προηγούμενα ἁμαρτήματά
του».

71
Γι’ αὐτό συμφέρει νά μή θυμόμαστε ἀκριβῶς τίς ἁμαρτίες πῶς ἔγιναν καί τά
περιστατικά μέ λεπτομέρειες γιατί ξαναζωντανεύουν πάλι τά πάθη, τά ὁποῖα μέ τή
Χάρη τοῦ Θεοῦ τά εἴχαμε ξεχάσει. Θά πρέπει νά τά ἐξομολογηθεῖς βεβαίως, ἀλλά
χωρίς πολλές λεπτομέρειες γιατί μπορεῖ πάλι νά βλαφτεῖς κρυφά ἀπ’ αὐτή τήν
ἀνάμνηση.

«Ἄν μάλιστα εἶναι ἀκόμη στήν καταχνιά ὁ ἄνθρωπος καί στήν ἀγάπη τῆς ἡδονῆς, θά
μεταφερθεῖ στήν ἐποχή ἐκείνη μέ τό νά θυμηθεῖ τίς πτώσεις του μέ ἀκρίβεια καί μέ
λεπτομέρεια καί θά ξαναζήσει ἐκείνη τήν κατάσταση τήν ἁμαρτωλή καί θά
ἀσχοληθεῖ ἐμπαθῶς μέ τίς προσβολές τοῦ ἐχθροῦ, ἔτσι ὥστε ἡ μνήμη αὐτή θά
ἀποδειχθεῖ σύνδεσμος μέ τά προηγούμενα καί ὄχι ἐξομολόγηση».

Τώρα βλέπουμε μιά παγίδα πού στήνει ὁ διάβολος, ὅταν πρόκειται γιά ἐξομολόγηση.
Μέ τήν πρόφαση ὅτι θά ἐξομολογηθοῦμε καί θά μᾶς συγχωρέσει ὁ Θεός, μᾶς βάζει
πάλι νά θυμηθοῦμε λεπτομέρειες ἀπό τίς πτώσεις μας καί νά μᾶς γυρίσει ξανά σ’
ἐκείνη τήν ἁμαρτωλή κατάσταση.
«Οἱ ἀκούσιοι λογισμοί ξεφυτρώνουν ἀπό προηγούμενη ἁμαρτία, ἐνῶ οἱ ἑκούσιοι
ἀπό τήν ἐλεύθερη θέλησή μας. Αἴτιοι λοιπόν τῶν πρώτων εἶναι οἱ δεύτεροι».

Αὐτό εἶναι πολύ ὡραῖο καί πολύ συμπυκνωμένο. Ὑπάρχουν λογισμοί, πού ἔρχονται
χωρίς νά τούς θέλουμε. Αὐτοί πηγάζουν ἀπό προηγούμενες ἁμαρτίες. Λέμε, ‘πῶς
μοῦ ἦρθε αὐτό’; Ἀπό παλιά. Κάτι εἴχαμε κάνει. Ἐνῶ, οἱ ἑκούσιοι εἶναι ἐπειδή τούς
θέλουμε ἐμεῖς. Μέ τή θέλησή μας τούς κάνουμε. Ἀλλά αὐτοί οἱ ἑκούσιοι ἀργότερα
θά μᾶς φέρουν τούς ἀκούσιους.
«Στίς κακές σκέψεις πού ἔρχονται χωρίς τή θέλησή μας, ἀκολουθεῖ λύπη. Γι’ αὐτό
καί σύντομα ἐξαφανίζονται».

Οἱ σκέψεις πού ἔρχονται χωρίς τή θέλησή μας. Δέν τίς θέλει ὁ ἄνθρωπος καί
σύντομα θά ἐξαφανιστοῦν. «Σέ αὐτές ὅμως τίς κακές σκέψεις πού ἔρχονται μέ τή
θέλησή μας, ἀκολουθεῖ χαρά, γι’ αὐτό καί δύσκολα γλυτώνουμε ἀπ’ αὐτές».

Ἀπό αὐτούς τούς κακούς λογισμούς. Ὅλες αὐτές οἱ ἐπιθυμίες, πού δημιουργοῦμε
ἐμεῖς μέσα μας, φέρνουν μιά ἡδονή. Μόνο πού ἐπιθυμήσαμε κάτι, νιώθουμε μιά
εὐχαρίστηση. Γι’ αὐτό καί δύσκολα ἐξαλείφονται γιατί τούς φέρνουμε ἐμεῖς, τούς
θέλουμε. Τούς θέλουμε καί τούς δημιουργοῦμε ἐμεῖς, γι’ αὐτό καί δύσκολα
ἐξαλείφονται. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι, πού ἔρχονται χωρίς νά τούς θέλουμε, ἐπειδή φέρνουν
μία λύπη, φεύγουν πιό εὔκολα.

«Ἄν θέλεις νά μήν πειράζεσαι ἀπό πονηρούς λογισμούς νά καταδέχεσαι ἐξουδένωση


τῆς ψυχῆς σου καί θλίψη τῆς σάρκας σου».

Ταπείνωση δηλαδή καί στήν ψυχή καί στό σῶμα. Ταπείνωση, ἐξουδένωση τῆς
ψυχῆς. Νά χαιρόμαστε ὅταν μᾶς ἐξουδενώνουν, μᾶς κάνουν σκουπίδι. Σέ

72
ἐξουδενώνουν, δηλαδή σέ κάνουν τό ‘οὐδέν’, σέ ἐξευτελίζουν, πού λέει ὁ κόσμος. Σέ
προσβάλουν. Θίγουν τήν ἀξιοπρέπειά σου -τήν περίφημη ἀξιοπρέπεια!- τήν
καταρρακώνουν. Νά χαίρεσαι γιατί αὐτό ἀκριβῶς σέ ἀπαλλάσσει ἀπό τούς κακούς
λογισμούς. Αὐτή εἶναι μιά σπουδαία μέθοδος, πού τή χρησιμοποιοῦν οἱ πνευματικοί
καί ἅγιοι Γέροντες καί μᾶς κακοφαίνεται καμιά φορά -γιατί δέν ξέρουμε τί μᾶς
γίνεται- ὅταν μᾶς μαλώσει ὁ πνευματικός μας. Σήμερα αὐτό δέν γίνεται γιατί δέν τό
ἀντέχουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, στό Ἅγιο Ὄρος ὅμως γίνεται. Οἱ Πατέρες τό
δέχονται, ἄν τούς ἐπιπλήξει ὁ Γέροντάς τους, ἀκόμα καί ἄδικα, γιατί ἔχει τόν λόγο
του. Ἔτσι φεύγουν οἱ κακοί λογισμοί καί φέρνει τήν ψυχή στήν ταπείνωση.

Συνάμα νά ταπεινώσεις καί τή σάρκα μέσα ἀπό τήν ἄσκηση. Νά πού ὠφελεῖ ἡ
ἄσκηση, πού ὠφελεῖ ἡ νηστεία! Ταπεινώνοντας τό σῶμα, πέφτουν οἱ δυνάμεις τοῦ
σώματος μέ τήν ἄσκηση, ὁπότε συν-ταπεινώνεται καί ἡ ψυχή. Καί τότε βεβαίως
ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί φεύγουν οἱ κακοί λογισμοί καί ἔρχεται ἡ ἁγνότητα. Ἄν
θέλουμε νά μήν πειραζόμαστε ἀπό πονηρούς λογισμούς, νά ἐξουδενώνουμε τήν ψυχή
μας καί νά θλίβουμε τή σάρκα μας.

«Καί αὐτό ὄχι σέ μερικά ἀλλά σέ κάθε καιρό καί τόπο καί πράγμα». Σέ κάθε τί. Σέ
κάθε περίσταση.

«Ἐκεῖνος πού γυμνάζεται μέ τή θέλησή του στίς θλίψεις, δέν θά κυριευθεῖ ἀπό τούς
ἀκούσιους πονηρούς λογισμούς».

Ὅταν θεληματικά κανείς ὑιοθετεῖ θλίψεις, σέ αὐτά πού λέει ἡ Ἐκκλησία μας, τή
νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τίς μετάνοιες, τίς κακοπάθειες γιά τόν Θεό, τότε δέν θά τόν
κυριεύσουν ἀκούσιοι πονηροί λογισμοί.

«Ἐκεῖνος ὅμως πού δέν καταδέχεται τίς θλίψεις (τίς ἑκούσιες), θά αἰχμαλωτισθεῖ
ἀπό τούς ἀκούσιους πονηρούς λογισμούς καί χωρίς νά τό θέλει».
Γι’ αὐτό χρειάζεται πάντα ἡ ἄσκηση, δηλαδή ἡ θλίψη ἡ σωματική. Ἡ μή ἄνεση. Τό
ἀντίθετο τῆς ἀνέσεως, κακοπάθεια, ὥστε νά μήν αἰχμαλωτιζόμαστε ἀπό τούς
ἀκούσιους πονηρούς λογισμούς. Αὐτά μᾶς τά λέει ὁ ἀββᾶς Μάρκος.

Εἶναι μιά ὁλόκληρη ἐπιστήμη. Ἡ ἐπιστήμη τῶν λογισμῶν, τό πῶς δηλαδή


ἀντιμετωπίζονται οἱ λογισμοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι στή βάση τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα. Ἀπό
ἐκεῖ ξεκινᾶ ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς. Ἄν θεραπευτοῦν οἱ λογισμοί, ἄν ἀντιμετωπίσει ὁ
ἄνθρωπος σωστά τούς λογισμούς, θεραπεύεται. Κόβει καί τά πάθη, κόβει καί στή
συνέχεια ὅλες τίς ἁμαρτίες.

ΑΠΟΡΙΕΣ:
– ………….(ἐρώτηση)

73
– Ναί καί τούς σαρκικούς καί γενικότερα ὅλους τούς κακούς λογισμούς.
– Πῶς καταλαβαίνει ὁ πονηρός ἄν νίκησε ἤ νικήθηκε;
– Ἀπό τίς ἀντιδράσεις μας. Δέν γνωρίζει τίς σκέψεις μας. Μᾶς βάζει ἕναν λογισμό
καί παρατηρεῖ ἄν τόν κάνουμε. Ἄν δεῖ ὅτι τόν ἀκούσαμε, μᾶς τόν ξαναβάζει τόν
λογισμό. Ἄν ἀποκτήσουμε τή συνήθεια, μετά δέν ἀσχολεῖται ἄλλο. Ἁπλῶς ἔρχεται
ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν γιά νά δεῖ ἄν κάνουμε ὑπακοή. Ἀφοῦ μᾶς ἔχει γίνει πάθος καί
ἔχουμε γίνει οἱ ἴδιοι δαίμονες τοῦ ἑαυτοῦ μας, δέν χρειάζεται πιά νά χάνει τόν χρόνο
του μέ μᾶς.
– …………..(ἐρώτηση)
– Ὁ διάβολος ἔχει πεῖρα αἰώνων. Ἡ ψυχή ἐκδηλώνεται καί μέ τίς κινήσεις τοῦ
σώματος. Ἀκόμη καί ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου ἀλλοιώνεται. Ὁ πονηρός διαβάζει τά
ἐξωτερικά καί γι’ αὐτό κάνει λάθος μερικές φορές. Εἰκάζει φαντάζεται, ὑποθέτει,
πιθανολογεῖ.
– …………..(ἐρώτηση)
– Εἶναι μιά δύναμη καί τό μίσος καί μποροῦμε νά κάνουμε καλή χρήση. Εἶναι τό
ἀντίθετο τῆς ἀγάπης. Ὅπως καί ἡ λύπη. Ἡ λύπη δέν εἶναι πάντοτε κακή. Ὑπάρχει
καί ἐπωφελής λύπη, ἡ λύπη γιά τίς ἁμαρτίες μας. Μποροῦμε νά τήν ἀξιοποιήσουμε
σωστά γιά νά καθαρισθοῦμε.
Τό μίσος μᾶς τό ἔδωσε, γιά νά μισήσουμε καταρχήν τόν διάβολο, τόν
ἀνθρωποκτόνο. Ἀπό τά ἀποτελέσματα, θά παρακινηθοῦμε νά τόν μισήσουμε.
Ἐφόσον βιώνουμε αὐτή τήν κόλαση, μέ τήν προτροπή τοῦ διαβόλου, κινούμαστε
πλέον ἐχθρικά ἀπέναντί του. Σκέφτεσαι ‘ἄν συγκατατεθῶ σ’ αὐτόν τόν λογισμό, θά
γίνω πάλι χάλια. Ἀφοῦ τό ἔχεις πάθει ἤδη τόσες φορές.. Λίγη λογική νά βάλεις! Τό
λέει κι ὁ ἀπόστολος: «Τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ῥωμ. 6,23). Γιατί νά τό
ξανακάνω; Γιατί νά ὑποφέρω;
– …………..(ἐρώτηση)
– Κάτι πού δέν σοῦ ἀρέσει, δέν τό θέλει ἡ ψυχή, σιγά-σιγά θά φύγει, θά τό πάρει ὁ
Θεός. Χρειάζεται ὅμως ὑπομονή. Ἕνα φίδι πού ἔχεις μέσα σ’ ἕνα δοχεῖο, ὅσο δέν
τοῦ ἀνανεώνεις τόν ἀέρα, θά ψοφήσει. Ὡστόσο νά μήν λέμε «Πῶς τό ἔπαθα ἐγώ;»
Αὐτό δείχνει ἐγωισμό. Ἐκτός ἄν τό λέμε, ἐπειδή μετανοοῦμε, ὁπότε εἶναι σωστό.
– …………..(ἐρώτηση)
– Ἡ ἐξουδένωση θά βοηθήσει. Ἄν κάνουμε αὐτοεξουδένωση, ἄν αὐτοταπεινωθοῦμε.
Ἀλλά θά βοηθήσουν καί οἱ ἄλλοι. Θά βρεθοῦν πολλοί πού θά σέ ἀδικήσουν, θά σέ
συκοφαντήσουν, θά σέ βρίσουν. Ἐκεῖ πρέπει νά καμφθεῖς, νά τά δεχθεῖς. Τότε
ταπεινώνεσαι. Ἄν ἀντιδράσεις καί ψάξεις τό δίκιο σου, τήν ἔχασες τήν εὐκαιρία νά
νικήσεις τούς κακούς λογισμούς. Γι’ αὐτό ὁ Θεός ἐπιτρέπει τέτοιες δοκιμασίες, γιά
νά μᾶς βοηθήσει στόν πνευματικό ἀγῶνα. Ἄν δέν ταπεινωθοῦμε, θά ἔχουμε κακούς
λογισμούς.
Ἕνας τρόπος ταπείνωσης εἶναι ἡ συνεχής προσευχή.

74
– …………..(ἐρώτηση)
Τρία πράγματα μᾶς βοηθοῦν στήν ταπείνωση:
α) Ἡ συνεχής προσευχή
β) Τό νά βάζουμε τόν ἑαυτό μας κάτω ἀπό ὅλους. Αὑτό σημαίνει νά δεχόμαστε ὅλες
τίς ταπεινώσεις καί
γ) Νά ἀγαπήσουμε τόν σωματικό κόπο, νηστεία, κακοπάθεια κ.τ.λ. δηλαδή τήν
ταπείνωση τοῦ σώματος.
– …………..(ἐρώτηση)
Γιά νά περάσει ἕνας λογισμός, σημαίνει πώς εἴχαμε ἀνοιχτή τήν πόρτα. Δηλαδή ὅτι
δέν προσευχόμασταν. Γι’ αὐτό ἐκεῖνος ὁ Γέροντας εἶπε ‘εὐχαριστῶ πού ἦρθες’ στόν
διάβολο, γιατί τοῦ θύμησε τήν προσευχή. Ἔτσι κάνουμε τόν διάβολο ‘σύμμαχο’.

– …………..(ἐρώτηση)
– Μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ὁ νοῦς εἶναι καρφωμένος ἐκεῖ. Ὡστόσο κάποιες
προσβολές μπορεῖ νά ἔρθουν. Ἐπειδή εἶναι πολύ κουραστικό, λίγο μπορεῖ νά
ξεφεύγεις. Μακάρι νά φτάσουμε σ’ αὐτή τήν κατάσταση, πού καί νά μᾶς ἔρθει μιά
προσβολή, νά μήν ἁμαρτήσουμε.
– Πότε μ’ ἕναν λογισμό κάνουμε ἁμαρτία καί πότε δέν κάνουμε;
– Ἡ προσβολή εἶναι πάντα ἀνένοχη. Εἴτε εἶναι ἀπό τόν κακό ἑαυτό μας ἤ ἀπό τόν
διάβολο. Ἡ προσβολή, ὅπως εἴπαμε, εἶναι χωρίς εἰκόνα. Ἀπό τή στιγμή πού κάνουμε
εἰκόνα, γίνεται συγκατάθεση. Ἕνα ἄλλο κριτήριο εἶναι ὅτι μπαίνει μιά ἡδονή ἀπό τή
συνομιλία μέ τόν λογισμό. Ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νά ἐξετάζει τόν λογισμό καί νά
εὐχαριστιέται. Τότε ἀρχίζει καί ἡ ἁμαρτία, ἡ συγκατάθεση.

– …………..(ἐρώτηση)
– Εἶναι μιά πάλη. Στήν πάλη ὑπάρχει ἐνοχή καί δέν ὑπάρχει.. Ὁ Θεός ξέρει μέ
ἀκρίβεια. Ἡ πάλη εἶναι ἀνάμεσα στήν προσβολή καί στή συγκατάθεση. Σ’ αὐτό τό
σημεῖο πρέπει νά προσπαθήσουμε νά μήν ἁμαρτήσουμε.
Ὑπάρχουν τά πάθη μέσα μας, οἱ κακές συνήθειες, ὑπάρχουν καί οἱ προσβολές άπ’
ἔξω ἀπό τόν διάβολο.

Ὁποιαδήποτε κι ἄν εἶναι ἡ πηγή τῶν λογισμῶν, ἡ ἀντιμετώπιση εἶναι ἡ ἴδια. Ἡ


περιφρόνηση. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε: «μήν ἀσχολεῖσθε μέ τά πάθη». Οὔτε καί μέ
τόν διάβολο. Καί τά δύο νά τά περιφρονοῦμε. Ἔχουμε ἕνα σωρό πάθη. Ὅλες τίς
ἁμαρτίες τίς ἔχουμε κάνει. Περιφρόνηση καί καταφυγή στόν Θεό χρειάζεται, ἀγάπη
στόν Θεό. «Νά προσπαθήσουμε ν’ ἀγαπήσουμε τόν Θεό», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος
κι ἀπό κεῖ καί μετά μόνα τους αύτά θά μαραθοῦνε. Ὅπως ἕνας κήπος μέ ἀγκάθια,
πού δέν τόν ποτίζεις. Ὅσο δέν τά ποτίζεις, θά ξεραθοῦν, ὅσο τά ποτίζεις θά
μεγαλώνουν. Κι ἄν προσπαθήσεις νά κάνεις ἕναν αἱματηρό ἀγῶνα, θά ματώσεις,
ὅπως ὅταν πιάνεις ἀγκάθια. Οὔτε αὐτό ἐνδείκνυται -λέει ὁ Γέροντας- ἄστα νά
μαραθοῦν μέ ὑπομονή. Αὐτός εἶναι ὁ πιό εὔκολος καί ἀναίμακτος τρόπος νά νικήσεις
τά πάθη καί τούς λογισμούς.

75
Ὑπομονή. Μπορεῖ νά πάρει καί μιά ζωή. Ὑπάρχουν φιδάκια μικρά, ὑπάρχουν καί
βόες. Ἐκεῖ φαίνεται καί ἡ πίστη μας. Ὁ διάβολος μᾶς προτρέπει νά τά παρατήσουμε.
Ἐμεῖς πρέπει μέ ὑπομονη νά συνεχίσουμε τήν πάλη.

– …………..(ἐρώτηση)
– Εἶναι σκόπιμο νά παρακολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Νά εἴμαστε ‘ἐπίσκοποι’ τοῦ
ἑαυτοῦ μας. Σέ περίπτωση πού δέν προσέχουμε τούς λογισμούς, δέν μποροῦμε νά
τούς ἀντιμετωπίσουμε. Θά ποῦμε ‘τόσα ἄκουσες, διάβασες, τά ἐξομολογήθηκες καί
πάλι τά ἴδια κάνεις’. Θά μαλώσουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, θά κάνουμε κήρυγμα σέ
μᾶς. Ἄν προσέχουμε, σταδιακά, θά μπορέσουμε νά τούς ἀποφύγουμε. Πάντοτε μέ τή
βοήθεια καί τήν καταφυγή μας στόν Θεό.

– …………..(ἐρώτηση)
– Βέβαια ἔχουν δύναμη πάνω μας οἱ λογισμοί γιατί ἔχουν ἑδραιωθεῖ μέσα μας.
Αὐτός εἶναι ὁ ἀγώνας, αἱματηρός ἀγώνας, ὥστε νά ἑναντιωθοῦμε στόν κακό ἑαυτό
μας, τόν ὁποῖο τόσα χρόνια τρέφαμε κι ἀγαπούσαμε. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ ὠφέλιμο ν’
ἀρχίζει κανείς τήν ἀγωγή στά μικρά παιδιά. Πόσο σημαντικό εἶναι ἡ σωστή
οἰκογένεια καί οἱ σωστοί γονεῖς, πού θά δώσουν τίς ἀπαιτούμενες βάσεις καί
ἀργότερα δέν θά χρειαστεῖ νά παλέψουν τόσο τά παιδιά μέ λογισμούς. Δέν θά
ταλαιπωρηθοῦν ἰδιαίτερα, διότι θά ἔχουν μάθει στήν ταπείνωση καί θά εἶναι πολύ
εὔκολο νά γίνουν ἅγιοι.

– …………..(ἐρώτηση)
– Χρειάζεται ὄντως τόσο σκληρό ἀγώνα, ὁ ὁποῖος μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ γίνεται
εὔκολος. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὅτι «ἐγώ σᾶς λέω πώς εἶναι εὔκολος ὁ ἀγώνας
καί δυνατή ἡ εὐτυχία καί στόν κόσμο καί στούς ἐγγάμους», μέ τήν προϋπόθεση νά
ἐκπέμπουμε στή συχνότητα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή: ταπείνωση καί ἀγάπη. Ἄς
δοκιμάσουμε, μόνο ἕναν ταπεινό λογισμό νά κάνουμε, πόση ἀνακούφιση νιώθουμε.
Γιατί ὁ διάβολος μᾶς φουσκώνει, μᾶς ὁδηγεῖ στή ‘φυσίωση’, μᾶς κάνει ὑπερήφανους.
Ὅταν ἔρχεται κάποιος μέ μιά καρφίτσα (μιά βρισιά) καί σοῦ σπάσει αὐτό τό
διαβολικό μπαλόνι, σοῦ κάνει οὐσιαστικά τή μεγαλύτερη εὐεργεσία.

– …………..(ἐρώτηση)
– Γιά παράδειγμα, ὅταν μισεῖς κάποιον, φαντάζεσαι νά τόν ἀποκεφαλίζεις. Πῶς
γίνονται οἱ φόνοι; Τόν ἔχεις σκοτώσει χίλιες φορές μέ τή φαντασία σου, μέσα σου.
Κάποια στιγμή γίνεται καί πράξη.

– …………..(ἐρώτηση)
– Ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς λογισμούς πρέπει νά τούς διώχνουμε. Κατεξοχήν βέβαια
τούς κακούς. Γιά νά κάνουμε καθαρή προσευχή, δέν πρέπει νά ἔχουμε κανέναν
λογισμό.

– …………..(ἐρώτηση)

76
– Ὁ Χριστός εἶχε προσβολή λογισμῶν. Τούς τρεῖς λογισμούς στήν ἔρημο. Ἐπειτα ὁ
διάβολος Τόν ἐγκατέλειψε, ἀφοῦ εἶχε νικήθει.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

77
Περί φιλαυτίας - 1ο μέρος
Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντα, μέ ὅση δύναμη καί φώτιση μᾶς
δίνει ὁ Θεός, θά ἐξετάσουμε σήμερα το κύριο πάθος ἀπό τό ὁποῖο πηγάζουν ὅλα τά
πάθη κατά τούς Πατέρες καί εἶναι τό πάθος τῆς φιλαυτίας, πού κυριεύει τήν ψυχή
μας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν μιλοῦν γιά ἐγωισμό, ἀλλά γιά φιλαυτία. Ὁ ὅρος ἐγωισμός
εἶναι νεότερος.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες συμφωνοῦν ὅλοι στό ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ μητέρα καί ἡ τροφός
ὅλων τῶν ἄλλων παθῶν καί τῶν κακιῶν. Ἄν ἀναλύσουμε τή λέξη φιλαυτία, σημαίνει
ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας. Ὁ Κύριος, στό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, στό 12 ο
κεφάλαιο στόν 25ο στίχο, ἀναφέρθηκε σέ αὐτήν τήν ἀγάπη. Εἶχε πεῖ συγκεκριμένα
«ὁ φιλῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἀπολλέσει αὐτήν καί ὁ μισῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἐν τῷ
κόσμῳ τούτῳ εἰς ζωήν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν.». Αὐτός δηλαδή, πού ἀγαπάει τήν
ψυχή του, θά τήν χάσει καί αὐτός πού μισεῖ τήν ψυχή του σέ αὐτόν τόν κόσμο, θά
τήν φυλάξει στήν αἰωνιότητα.Ἡ λέξη «ψυχή», ἀναφέρεται στή ζωή. Πραγματικά
αὐτός πού ἔχει αὐτήν τήν ὑπερβολική ἀγάπη πρός τή ζωή καί τόν ἑαυτό του,
καταστρέφεται καί χάνει τή ζωή του. Ἀντίθετα αὐτός πού πετάει αὐτήν τήν ἀγάπη
πρός τόν ἑαυτό του καί δέν τόν λογαριάζει, φυλάει οὐσιαστικά τόν ἑαυτό του.
Ἀκούγεται λίγο παράξενο αὐτό. Πρόκειται γιά τήν ἄρρωστη ἀγάπη πού ἔχουμε γιά
τόν ἑαυτό μας, ἡ ὁποία τελικά σκοτώνει τόν ἑαυτό μας. Ὅταν ὅμως κανείς βγαίνει
ἀπό τόν ἑαυτό του, βγαίνει ἀπό τή φυλακή του καί ἐλευθερώνεται. Αὐτή εἶναι ἡ
ἔξοδος γιά τήν ὁποία εἴμαστε πλασμένοι. Ὁ Θεός μᾶς ἔχει φτιάξει ἔτσι, ὥστε νά
εἴμαστε κοινωνικοί, ἀγαπητικοί, νά βγαίνουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας, νά διαγράφουμε
αὐτήν τήν ἄρρωστη ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας καί νά πηγαίνουμε πρός αὐτήν τήν
ἀνιδιοτελή ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον. Τότε σώζουμε τήν ψυχή μας καί
διασώζουμε τήν ὕπαρξή μας.
Ἡ ψυχή μας εἶναι φτιαγμένη γιά νά ἀγαπάει τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Ὅσο δέν
κινεῖται πρός αὐτήν τήν κατεύθυνση, ἀλλά μένει καί ἀσχολεῖται μέ τόν ἑαυτό της,
ἀρρωσταίνει. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν προσεύχεται καί δέν προσπαθεῖ νά ἀγαπήσει τόν
Θεό καί τόν συνάνθρωπο, ἀρρωσταίνει. Τότε προκύπτουν τά λεγόμενα ψυχολογικά,
φοβίες καί ἄλλα, τά ὁποῖα εἶναι ἀκριβῶς τά ἀποτελέσματα τῆς φιλαυτίας, τοῦ
δαίμονα δηλαδή, γιατί πίσω ἀπό τά πάθη κρύβονται οἱ δαίμονες.
Ὁ Χριστός μᾶς λέει ὅτι ὅποιος ἀγαπάει τόν ἑαυτό του καί ἐγκλωβίζεται σ’ αὐτό,
οὐσιαστικά ὑποκύπτει στό δαιμόνιο τῆς φιλαυτίας καί γι’ αὐτό ἀρρωσταίνει καί χάνει
τελικά τήν ὕπαρξη, τή ζωή καί τήν ψυχή του.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος περιγράφει τά χαρακτηριστικά τῶν ἀνθρώπων τῶν ἐσχάτων
χρόνων. Ἀνάμεσα στά ἄλλα ἀναφέρει καί τό πάθος τῆς φιλαυτίας, τό ὁποῖο θά
κυριαρχεῖ. Ὁπωσδήποτε τώρα βρισκόμαστε στούς ἐσχάτους χρόνους καί γι’ αὐτό
κυριαρχεῖ ἡ φιλαυτία στούς ἀνθρώπους σέ τέτοιο βαθμό. Λέει στόν μαθητή του τόν

78
Τιμόθεο «Τοῦτο δέ γίνωσκε, ὅτι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροί χαλεποί·
ἔσονται γάρ οἱ ἄνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, ἀλαζόνες[…]» (Β΄Τιμ. 3,1).
Ἑπομένως οἱ δύο αὐτές ἀναφορές στήν Ἁγία Γραφή, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού λέει ὅτι
ὅποιος ἀγαπάει τήν ψυχή του θά τήν χάσει καί ἡ δεύτερη, ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου
Παύλου, πού λέει ὅτι στούς ἔσχατους καιρούς οἱ ἄνθρωποι θά γίνουν φίλαυτοι, εἶναι
ἀρκετές γιά νά φανερώσουν τό μεγάλο κακό πού προξενεῖ στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου
τό πάθος τῆς φιλαυτίας.
– Πῶς μποροῦμε νά τό καταπολεμήσουμε;
Ὅλοι ἔχουμε τό πάθος τῆς φιλαυτίας, ὅσο δέν κινούμαστε ἐναντίον του καί δέν τό
πολεμᾶμε. Θά πρέπει νά ζήσουμε σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία καί νά
ἀκολουθήσουμε τή θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτό.
Κατ’ ἀρχήν νά δώσουμε τόν ὁρισμό τοῦ πάθους, σύμφωνα μέ τούς ἅγιους Πατέρες.
Φιλαυτία εἶναι ἡ μεγάλη, ὑπερβολική καί ἄρρωστη ἀγάπη πού ἔχουμε πρός τόν ἑαυτό
μας. Δέν εἶναι ἡ σωστή ἀγάπη, γιατί σωστή ἀγάπη εἶναι νά πετάξουμε τόν ἑαυτό μας
καί νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
Κατά τόν Ὅσιο Νικήτα τόν Στηθᾶτο «Ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ ἄλογος φιλία τοῦ
σώματος». Οἱ Πατέρες τό κάνουν ἀκόμα πιό συγκεκριμένο, ἀφοῦ λένε ἡ φιλία τοῦ
ἑαυτοῦ μας, ἡ ἀγάπη πρός τό σῶμα μας, ἡ ὁποία εἶναι ἄλογη. «Ἥτις φίλαυτόν τέ
ἀποτελοῦσαν, ἤτοι φιλόψυχον καί φιλοσώματον». Ἡ ὁποία ἀφοῦ κάνει τόν μοναχό
-καί κατ’ ἐπέκταση κάθε χριστιανό- φίλαυτο, τόν κάνει νά ἀγαπάει τό σῶμα του καί
τήν ψυχή του, δηλαδή τόν ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τή βασιλεία Του.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ ὑπερβολικά καί ἀποκλειστικά τήν ψυχή καί τό σῶμα του,
ἀγνοώντας ἐντελῶς τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους του, τότε λέμε ὅτι ἔχει τό πάθος
τῆς φιλαυτίας.
– Εἶναι κακό νά ἀγαπᾶμε τήν ψυχή μας;
Κάτι τέτοιο ἀκούγεται παράδοξο. Ἄν ἀγαπᾶμε ὑπερβολικά καί μόνο τήν ψυχή μας,
χωρίς νά λογαριάζουμε τούς ἄλλους, τότε εἶναι ὄντως κακό. Αὐτό τό συναντοῦμε
κάποιες φορές στήν ἐξομολόγηση. Κάποιοι παραπονιοῦνται γιατί τούς παίρνουν τή
σειρά ἄλλα ἄτομα. Ἔτσι, βάζουν τήν ψυχή τους πάνω ἀπό τῶν συνανθρώπων τους.
Ἡ ἀγάπη εἶναι νά βάλουμε τήν ψυχή τῶν ἄλλων πάνω ἀπό τή δική μας. Θά πρέπει νά
σκεφτοῦμε λοιπόν ὅτι ὁ συνάνθρωπός μας, θά ἔχει μεγαλύτερη ἀνάγκη ἀπό ὅτι ἐμεῖς
καί εὐχαρίστως νά τοῦ παραχωροῦμε τή σειρά. Ἄλλοι πάλι, ὅταν κάποιος
ἐξομολογούμενος ἀργεῖ, ἐπειδή λίγο τούς καθυστερεῖ, δυσανασχετοῦν καί θυμώνουν.
Δέν δείχνουν ὑπομονή καί ἀγάπη. Σκέφτονται πάλι ἐγωιστικά.
Λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος: «Φιλαυτία δέ ἐστι, τό πρός τό σῶμα πάθος», εἶναι δηλαδή ἡ
φιλαυτία ἡ ἀγάπη πού ἔχουμε πρός τό σῶμα μας. Κάνει καί ἀλλοῦ ἀναφορά γιά τό
πάθος τῆς φιλαυτίας «Φιλαυτία ἐστίν ἡ πρός τό σῶμα ἐμπαθής καί ἄλογος φιλία ᾗ
ἀντίκειται ἀγάπη καί ἐγκράτεια». Ἀφοῦ τονίζει ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ παθιασμένη καί
ἄλογη ἀγάπη γιά τό σῶμα μας, μᾶς δίνει καί τό φάρμακο.

79
Τά φάρμακα που, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, ἐξουδετερώνουν τή φιλαυτία εἶναι ἡ ἀγάπη
καί ἡ ἐγκράτεια. Πρέπει δηλαδή νά κάνουμε ἄσκηση. Ἑπομένως, ἡ φιλαυτία εἶναι
ἀντίθετη στήν ἀγάπη καί στήν ἐγκράτεια καί ἀντιστρόφως ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐγκράτεια
εἶναι ἀντίθετες στή φιλαυτία.
Φυσικά δέν ἐννοοῦμε φιλαυτία τή φροντίδα τοῦ σώματος, πού εἶναι μέσα στά
φυσιολογικά ὅρια, ἀλλά τήν ὑπερβολική φροντίδα τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ὅταν
δηλαδή κάποιος τρώει, ὅσο χρειάζεται, αὐτό δέν εἶναι φιλαυτία. Ἀλλά, ὅπως λέει καί
ὁ ἅγιος Παΐσιος, ἄν διαλέξεις μεταξύ δύο φαγητῶν, πού ἔχουν τήν ἴδια θρεπτική ἀξία
τό πιό νόστιμο, αὐτό ἔχει φιλαυτία. Ἄν ὅμως εἶσαι ἄρρωστος, ἔχεις ἀνορεξία καί
πρέπει νά φᾶς κάτι γιά νά διεγείρεις τήν ὄρεξή σου καί διαλέξεις τότε τό πιό νόστιμο,
αὐτό ἔχει διάκριση.
Ἀναλύοντας ὁ ἅγιος Μάξιμος τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς φιλαυτίας γράφει
ὅτι «στόν μοναχό -καί κατ’ ἐπέκτασιν στόν κάθε χριστιανό-ἡ φιλαυτία φέρνει
λογισμούς. Τοῦ λέει τό πάθος νά ἐλεήσει τό σῶμα του καί νά τό λυπηθεῖ. Νά πάει νά
φάει, ἐνῶ δέν εἶναι ἀκόμα ἡ ὥρα καί ἐνῶ δέν τό χρειάζεται. Τοῦ λέει νά οἰκονομήσει
τάχα καί νά τακτοποιήσει τό σῶμα του, γιά νά μήν ἀρρωστήσει. Ρίχνει σιγά σιγά
αὐτό τό πάθος τόν χριστιανό στόν βόθρο, στήν ἀκαθαρσία καί τή βρωμιά τῆς
φιληδονίας.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοσμικός καί δέν εἶναι μοναχός, τοῦ βάζει συνεχῶς
λογισμούς γιά νά προσέξει τό σῶμα του καί τοῦ διεγείρει συνεχῶς νέες ἐπιθυμίες.
Τόν προτρέπει, χάριν οἰκονομίας καί ὑγείας τοῦ σώματος, νά ἐνδιαφέρεται
περισσότερο ἀπό ὅσο πρέπει γιά νά ἀπολαύσει τίς τροφές καί ἄλλα πράγματα, τήν
ἄνεση, τήν καλοπέραση γιά νά ἐκπληρώσει τίς ἐπιθυμίες του. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος
γεμίζει λογισμούς καί ἐπιθυμίες, ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ πάθους. Αὐτό ἐκμεταλλεύεται
καί ἡ τηλεόραση, καθώς καί οἱ ἄλλες ἐταιρεῖες καί συνεχῶς μᾶς προβάλλουν
διαφημίσεις καί μᾶς διεγείρουν ἐπιθυμίες μέσω αὐτῶν.
Τό πάθος τῆς φιλαυτίας κάνει τόν ἄνθρωπο νά προτιμᾷ περισσότερο ἀπό τούς
κόπους τῆς ἀρετῆς τήν ἀνάπαυση τοῦ σώματος. Ἐπιλέγει νά μήν πονάει ἑκούσια σέ
διάφορα ἔργα, πού φέρνουν τήν ἀρετή καί ἔτσι καθιστᾶ τήν ψυχή του χαύνη.
Ἀποχαυνώνεται ὁ ἄνθρωπος καί γίνεται ἄτονος στό νά πορευθεῖ στό στάδιο τῆς
ἡσυχίας, τῆς προσευχῆς καί τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης: «Τίποτα ἄλλο δέν κάνει τήν ψυχή τοῦ χριστιανοῦ
χαύνη, τεμπέλικη καί ἀνόητη, ὅσο τήν κάνει τό πάθος τῆς φιλαυτίας». Γι’ αὐτό καί ὁ
Ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος ὀνομάζει τό πάθος αὐτό «παγκάκιστον φιλαυτίαν».
Στό Εὐαγγέλιο ἔχουμε ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα φίλαυτου ἀνθρώπου. Εἶναι
αὐτό τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Αὐτός ἔλεγε «ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη
πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. 12,19). Εἶναι ἀνόητος, ἄφρων,
φίλαυτος καί θέλει νά μαζέψει ὑλικά ἀγαθά, γιατί νομίζει ὅτι μέ αὐτά θά χορτάσει
τήν πεινασμένη ψυχή του. Ὁ φίλαυτος δέν ἐνδιαφέρεται γιά τή θεραπεία τῆς ψυχῆς
του, οὔτε γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ, οὔτε γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν συνανθρώπων του.
Ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τόν ἑαυτό του καί κυρίως γιά τό σῶμα του. Ἔχει γίνει

80
φιλοσώματος, φιλήδονος καί νομίζει ὅτι καί ἡ ψυχή του θά ἀναπαυτεῖ, ὅταν
ἀναπαυτεῖ τό σῶμα του. Αὐτό εἶναι τό τραγικό λάθος του.
Γι’ αὐτό καί σήμερα, πού ζοῦμε μέ πολλή σωματική ἄνεση, νιώθουμε μεγάλη ἀνία.
Τά νέα παιδιά συνέχεια παραπονιοῦνται ὅτι βαριοῦνται. Οἱ γονεῖς ἀποροῦν πού
συμβαίνει αὐτό γιατί νομίζουν ὅτι τούς τά ἔδωσαν ὅλα. Δέν ἀναλογίζονται ὅμως ὅτι
δέν τούς ἔδωσαν τό βασικότερο, πού εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός γεμίζει τήν ψυχή,
διώχνοντας τήν ἀνία καί τό ἀνικανοποίητο. Ἡ ψυχή δέν θεραπεύεται, παρά μόνο ἄν
ἀγαπήσουμε τόν Θεό. Ὁ ἅγιος Πορφύριος λέει ὄτι «εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς πρῶτα
νά ἐρωτευτεῖ τόν Θεό καί τότε θεραπεύεται». Ἄν δέν μάθουμε στό παιδί νά
προσεύχεται καί ν’ ἀγαπᾶ ἔτσι τόν Θεό, μέσω τῆς προσευχῆς, ἄν δέν τό μάθουμε νά
ζεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία μέ ὅλους τούς τρόπους, πού μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία γιά
νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό, τότε ἀφήνουμε τήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ ἄδεια. Δέν ἔχουμε
κάνει τίποτα ἀπολύτως ὠφέλιμο γιά τό παιδί.
Αὐτός λοιπόν ὁ ἄφρων πλούσιος εἶναι ὁ φίλαυτος, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφέρεται μόνο νά
μαζεύει. Ἐνῶ εἶχε πάρα πολλά ἀγαθά καί θά μποροῦσε νά ἀνοιχτεῖ στόν πλησίον,
κάνοντας πολλές ἐλεημοσύνες, ὠφελώντας ἔτσι τήν ψυχή του, ἐκεῖνος ἐπέλεξε νά
γκρεμίσει τίς ἀποθῆκες του, νά κάνει μεγαλύτερες καί νά μαζέψει ἀκόμα
περισσότερα. Ὁ φίλαυτος μαζεύει πλοῦτο, χρήματα, ἡδονές, κυνηγᾶ τη μάταιη δόξα
τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτό, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι ἀπό τή φιλαυτία ξυπνοῦν τά τρία
μεγάλα πάθη: ἡ φιλαργυρία, ἡ φιληδονία και ἡ φιλοδοξία.
– Ποιά εἶναι τά φρικτά ἀποτελέσματα πού ἔχει αὐτό τό πάθος τῆς φιλαυτίας στήν
ψυχή τοῦ ἀνθρώπου;
Λέει ὁ ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος ὅτι τό σπουδαῖο ἐμπόδιο τῆς προκοπῆς εἶναι ἡ
φιλαυτία. Ὅσο κι ἄν προσπαθήσει κάποιος, ἄν δέν διώξει πρῶτα τή φιλαυτία, δέν θά
καταφέρει ποτέ νά προχωρήσει πνευματικά. Πόσες φορές προσπαθοῦμε νά κόψουμε
ἕνα πάθος καί δέν μποροῦμε, γιατί ἀπό πίσω κρύβεται τό μεγάλο θηρίο τῆς
φιλαυτίας, ποῦ μᾶς γεμίζει μέ λογισμούς. Σκεφτόμαστε ὅτι ἄν δέν φᾶμε, ἄν δέν
κοιμηθοῦμε 9 ὧρες, θά ἀρρωστήσουμε. Αὐτό εἶναι μιά ἀπάτη. Πρέπει νά διώξουμε
αὐτόν τόν λογισμό, τοῦ νά μήν πάθει κάτι ἡ ὑγεία μας, ὅπως λέμε στό Ἅγιο Ὄρος
κάπως εἰρωνικά «ἡ πολύτιμος ὑγεία μας». Νά βιάσουμε τόν ἑαυτό μας μέσω τῆς
νηστείας, τῆς ἐγκράτειας, νά σπάσουμε τό κλείσιμο στόν ἐγωισμό μας, νά
προσευχηθοῦμε καί νά πονέσουμε γιά τόν πλησίον, ὥστε νά προχωρήσουμε
πνευματικά.
Ἡ φιλαυτία ὑποβάλει σάν λογισμό στούς ἀνθρώπους ὅτι θά ἀρρωστήσουν καί ὅτι θά
ἀποκτήσουν νόσους πού δύσκολα θά θεραπευτοῦν. Ἔτσι ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ξεκινᾶ μέ
θέληση καί διάθεση νά προχωρήσει πνευματικά, μέ τέτοιους λογισμούς λόγω τῆς
φιλαυτίας, ψυχραίνεται ὁ ἀρχικός του ζῆλος καί τά παρατάει.
Τήν κακοπάθεια ἡ φιλαυτία τήν συκοφαντεῖ στόν ἀγωνιστή χριστιανό καί τόν πείθει
νά τήν ἀφήσει. Δημιουργεῖ λογισμούς γιά διάφορες ἀσθένειες ἀναγκάζοντας ἔτσι τήν
ψυχή νά ὀπισθοχωρήσει. Τήν πείθει νά μήν ἀναλάβει ἀγῶνες ἀσκητικούς γιά τήν
τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί γιά τή θεραπεία τῶν παθῶν πού τήν

81
ἀπασχολοῦν.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει: «ἔτσι ἡ φιλαυτία εἶναι ἕνα περικάλυμμα πού ὄχι
μόνο δέν ἀφήνει τήν ψυχή νά ἐργασθεῖ τή θεραπεία της, ἀλλά καί τῆς ἀποκρύπτει τά
πάθη πού ὑπάρχουν σ’ αὐτήν». Ἔτσι ὁ φίλαυτος, οὔτε πάει μπροστά προχωρώντας
πνευματικά, οὔτε καί μέσα του βλέπει σωστά. Οὐσιαστικά εἶναι ἕνας τυφλός.
«Ὁ φίλαυτος δέν θέλει νά βλέπει τόν ἑαυτό του, δέν θέλει νά αἰσθάνεται τήν
πνευματική του φτώχεια».
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀναφέρει «Ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ μητέρα τῶν κακῶν, γιατί ἀπό αὐτήν
γεννιοῦνται οἱ πρῶτοι καί ἐμπαθεῖς καί γενικώτατοι τρεῖς ἐμμανεῖς λογισμοί τῆς
γαστριμαργίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς κενοδοξίας». Αὐτά εἶναι τά τρία κυρίαρχα
πάθη, ἀπό τά ὁποῖα κυβερνιέται ὁ κόσμος. Ὁ κοσμικός ἄνθρωπος ἐνεργεῖ μέ ἕνα ἀπό
αὐτά τά τρία κίνητρα. Εἴτε μέ τό κίνητρο νά ἀποκτήσει χρήματα, εἰτε μέ τό κίνητρο
νά ἀποκτήσει ἐπαίνους καί δόξα, εἴτε μέ τό νά ἔχει ἡδονές. Μπορεῖ ταυτόχρονα νά
ἔχει καί τά τρία πάθη. Ὅλα αὐτά εἶναι γεννήματα τῆς φιλαυτίας.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος λέει ἀκόμα :
– «ἡ φιλαυτία εἶναι καί μητέρα τῆς πολυλογίας». Μέσω τῆς πολυλογίας
ἱκανοποιοῦμε τή φιλοδοξία μας, τρέφουμε τόν ἐγωισμό μας.
– «εἶναι ἡ μητέρα καί τῆς ἡδυφαγίας». Τρῶμε φαγητά πού φέρνουν ἡδονή, τά ὁποῖα
εἶναι αἴτια τῆς ἀκολασίας, ἀφοῦ ἀπό τά ὡραῖα φαγητά πού φέρνουν ἡδονή,
παρασυρόμαστε καί στά σαρκικά πάθη.
– «εἶναι ἡ μητέρα ἀκόμα καί τῆς φιλαργυρίας», γιατί ὅταν κανείς ἀποταμιεύει
χρήματα πάλι αἰσθάνεται μιά ἀσφάλεια ἐγωιστική.
– «εἶναι ἡ μητέρα καί τῆς κενοδοξίας. Αὐτά εἶναι αἴτια τοῦ μίσους πρός τόν
πλησίον». Ὅποιος ἔχει φιλαργυρία καί κενοδοξία, μισεῖ καί τόν πλησίον.
«Γενικότερα, θά μποροῦσε νά ἰσχυριστεῖ κανείς ὅτι ἐκεῖνος πού ἔχει τή φιλαυτία,
ἔχει καί ὅλα τά πάθη», λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος.
Ὅλη αὐτή ἡ κατάσταση προήλθε ἀπό τήν πτώση. Ἀπό τή στιγμή πού ὁ Ἀδάμ καί ἡ
Εὔα ἔπεσαν ἀπό τόν Παράδεισο, μπῆκε στή ζωή μας αὐτό, πού οἱ Πατέρες
ὀνομάζουν «οἱ δερμάτινοι χιτῶνες», δηλαδή «ἡ φθορά καί ἡ θνητότητα». Γίναμε
θνητοί, ἐνῶ θά μπορούσαμε, ἄν κάναμε ὑπακοή νά μέναμε ἀθάνατοι καί μπῆκε μέσα
μας ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ φθορά, πού δέν ὑπῆρχε ὡς τότε. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς
κατάστασης εἶναι ἡ φιλαυτία.
Ὁ ἄνθρωπος νιώθει ἀνασφαλής καί κλείνεται στόν ἑαυτό του. Φυσικά τό
ἐκμεταλλεύεται καί ὁ διάβολος καί ὁ ἄνθρωπος ἀρρωσταίνει πάρα πολύ.
Ἄν κανείς μπεῖ ἐνεργά μέσα στήν Ἐκκλησία ζώντας τήν ἐκκλησιαστική ζωή,
ξεπερνάει τή φθορά καί τή θνητότητα.
– Γιατί γιορτάζουμε τήν Ἀνάσταση μέ τόσο πανηγυρικό τρόπο;
Γιατί πλέον γιά τόν χριστιανό δέν ὑπάρχει θάνατος, θνητότητα. Ἔχει πατηθεῖ ὁ

82
θάνατος. Ὁ βιολογικός θάνατος δέν εἶναι παρά ἕνα πέρασμα ἀπό μιά αἴθουσα σέ μιά
ἄλλη αἴθουσα, ἀπό ἕναν γήινο χῶρο πού ζοῦμε τώρα, σέ ἕναν πνευματικό χῶρο.
Ὅποιος δέν ἔχει ζήσει μέσα στήν Ἐκκλησία δέν τά ζεῖ αὐτά καί εἶναι δέσμιος τῆς
φιλαυτίας. Ἔτσι τρέμει τόν θάνατο, τή φθορά, τήν ἀρρώστια καί εἶναι
ὑποδουλωμένος σέ αὐτό τό πάθος.
Ὁ ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Πρεσβύτερος λέει «δέν ὑπάρχει κακία χειρότερη ἀπό τή
φιλαυτία, γιατί αὐτή εἶναι μητέρα πού γεννάει πάρα πολλά τέκνα. Τά τέκνα της εἶναι
ὁ αὐτοέπαινος στήν καρδιά, ἡ αὐταρέσκεια, ἡ γαστριμαργία, ἡ πορνεία, ὁ φθόνος, ἡ
κενοδοξία καί ἡ κορωνίδα ὅλων τῶν παθῶν, πού εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Ἡ φιλαυτία
δέν εἶναι μόνο ἡ μητέρα τῶν παθῶν, ἀλλά καί τῶν ἐμπαθῶν λογισμῶν».
Ὁ ἅγιος Μάξιμος λέει «ὁ λογισμός τῆς γαστριμαργίας γεννᾶ τόν λογισμό τῆς
πορνείας. Ὁ λογισμός τῆς κενοδοξίας, γεννᾶ τόν λογισμό τῆς ὑπερηφάνειας. Ἀπό
τούς λογισμούς τῆς γαστριμαργίας, τῆς κενοδοξίας καί τῆς φιλαργυρίας, γεννιοῦνται
ὅλοι οἱ ἄλλοι λογισμοί: τῆς λύπης, τῆς ὀργῆς, τῆς μνησικακίας, τοῦ φθόνου, τῆς
καταλαλιᾶς κ.τ.λ. Καί ὅλοι αὐτοί οἱ λογισμοί γεννιοῦνται ἀπό τή φιλαυτία».
Πόσο ἄριστοι γιατροί ἦταν οἱ ἅγιοι! Γνώριζαν πολύ καλά τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς,
ἀλλά καί τή θεραπεία. Ὅλα αὐτά τά ἀγνοοῦν οἱ λεγόμενοι ψυχίατροι καί ψυχολόγοι.
Ἐδῶ μᾶς λέει πῶς γεννιέται ὁ ἕνας λογισμός ἀπό τόν ἄλλον καί ποῦ ὁδηγεῖ.
«Ἡ φιλαυτία εἶναι κάλυμμα τῆς ψυχῆς, τό ὁποῖο ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά
προχωρήσει στή γνώση καί τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τῶν Λόγων πού ὑπάρχουν μέσα στήν
κτίση», λέει ὁ ἅγιος Ἠλίας ὁ Πρεσβύτερος.
Κάθε ὄν πού ὑπάρχει, ἔχει μέσα του ἕναν λόγο πού ὑπάρχει καί ἐξηγεῖ τό γιατί
ὑπάρχει. Αὐτός ὁ λόγος εἶναι ὁ Θεός Λόγος. Καθετί ὑπάρχει διότι θέλει ὁ Θεός
Λόγος, δηλαδή ὁ Χριστός, νά ὑπάρχει. Κάθε πράγμα ὑπάρχει, γιατί πορεύεται πρός
τόν Θεό Λόγο. Ἔχει ἕνα τέρμα πού εἶναι πάλι ὁ Χριστός.
Ὅλα αὐτά ὅμως ὁ φίλαυτος δέν τά βλέπει. Εἶναι ἐντελῶς τυφλός. Δέ μπορεῖ νά δεῖ
τήν Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού τή λέμε «Θεία Πρόνοια» καί «Δημιουργική Ἐνέργεια»,
μέ τήν ὁποία φτιάχτηκε, κατευθύνεται, συντηρεῖται καί κυβερνιέται ὅλος ὁ κόσμος
καί ὅλη ἡ ἱστορία. Ὁ φίλαυτος δέν τά βλέπει ὅλα αὐτά καί τά ἐξηγεῖ θεοποιώντας τή
φύση ἤ λέγοντας πώς ὅλα ἔγιναν τυχαία. Δέν ὑπάρχει ὅμως οὔτε Θεός φύση, οὔτε
τύχη. Ὅ,τι ὑπάρχει εἶναι ἀποτελέσματα τῆς δημιουργικῆς καί προνοητικῆς ἐνέργειας
τοῦ Θεοῦ. Ὁ φίλαυτος ὅμως δέ μπορεῖ νά δεῖ τίποτα πέρα ἀπό τόν ἑαυτό του, οὔτε
τόν Θεό, οὔτε τόν συνάνθρωπο. Εἶναι τυφλός καί ἔτσι γίνεται μισόΘεος καί
μισάνθρωπος.
Γι’ αὐτό λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος «Μή ἔσο αὐτάρεσκος καί οὐκ ἔση μισάδελφος καί μή
ἔσο φίλαυτος καὶ ἔση φιλόθεος». Δηλαδή, μήν εἶσαι αὐτάρεσκος καί δέν θά μισεῖς
τόν ἀδελφό σου καί μήν εἶσαι φίλαυτος καί θά ἀγαπᾶς τόν Θεό. Οἱ ἅγιοι λοιπόν λένε
ὅτι ὅταν πάψουμε νά ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας, τότε θά γίνουμε φιλόΘεοι. Τότε θά
βροῦμε τόν Θεό.
Ὅσο ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας, ἡ καρδιά μας εἶναι κατειλημμένη ἀπό τόν ἑαυτό μας

83
καί δέν ὑπάρχει χῶρος νά μπεῖ σ’ αὐτήν οὔτε ὁ Θεός, οὔτε ὁ συνάνθρωπος. Γι’ αὐτό,
ὁ ἄνθρωπος πού δέν ζεῖ σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἑπομένως δέν μπορεῖ νά
διώξει τή φιλαυτία –μόνο ὑπακούωντας στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, καταφέρνουμε νά
ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τή φιλαυτία- δέν μπορεῖ νά εἶναι φιλόθεος, οὐτε καί φιλάνθρωπος,
κι ἄς λέει ὅτι ἀγαπάει τούς ἀνθρώπους καί τόν Θεό. Στό βάθος ἀγαπάει μόνο τόν
ἑαυτό του. Ὁ φίλαυτος, ἀκόμα κι ἄν κάνει φιλανθρωπίες, ἔχει σκοπό νά τόν
γνωρίσουν καί νά τόν ἐπαινέσουν οἱ ἄλλοι, ὄχι γιατί ἀγαπάει τόν Θεό καί τόν ἀδελφό
του. Αὐτή ὅμως εἶναι μεγάλη ἁμαρτία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος λοιπόν νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτό τό παγκάκιστο πάθος, πού
λέγεται φιλαυτία. Ἄν κάποτε ἀξιωθεῖ ν’ ἀφαιρέσει αὐτό τό περικάλυμμα καί δεῖ μέ
ἀκρίβεια τά πάθη, πού κάλυπτε καί ἔτρεφε, τότε θά πενθήσει πάρα πολύ. «Τότε δέν
θά τοῦ ἔφτανε ὅλος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του γιά νά μετανοήσει. Ἀκόμα κι ἄν ζοῦσε
ἄλλα 100 χρόνια, ἤ κι ἄν ἔβγαινε ὅλος ὁ Ἰορδάνης ποταμός ἀπό τά μάτια του σάν
δάκρυα», λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες.
– Σέ τί ἔγκειται ἡ θεραπεία τῆς φιλαυτίας;
Ἔγκειται στό νά καταδιώξει ὁ ἄνθρωπος τή φιλαυτία, ὅπου κι ἄν τή συναντήσει.
Γενικῶς, ὅπως εἴπαμε, ἀντίκειται στή φιλαυτία, ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐγκράτεια.
– Πῶς θά καταδιώξουμε τή φιλαυτία, ὅπου κι ἄν τή συναντήσουμε;
Πρῶτον ἀπαιτεῖται νά διακατέχεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἀρετή τῆς αὐταπάρνησης.
Νά μή διστάζει, δηλαδή, νά κάνει ὁποιεσδήποτε θυσίες καί νά ἀνεχθεῖ τίς
ὁποιεσδήποτε στερήσεις, προκειμένου νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Νά τίς τηρεῖ,
ἀκόμα κι ἄν χρειαστεῖ νά δώσει τή ζωή του, νά ἔχει δηλαδή μαρτυρικό φρόνημα.
Αὐτό τό λέει καί ὁ Χριστός μας «ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει πρέπει πρῶτα νά
ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί ἔπειτα νά σηκώσει τόν σταυρό του» (Μαρκ. 8,34 ). Αὐτή
ἡ αὐταπάρνηση εἶναι πολύ βασική προϋπόθεση γιά νά πολεμήσουμε τή φιλαυτία καί
τόν ἐγωισμό, πού εἶναι ἡ ρίζα τῆς ἀρρώστιας.
Ὅλες οἱ ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς θεραπεύονται μέ τό διώξιμο τῆς φιλαυτίας. Τή
φιλαυτία τή διώχνουμε μόνο ἄν τήν ἀντικαταστήσουμε μέ τή φιλοθεΐα. Τότε
θεραπεύεται ἡ ψυχή, ὅταν ἀγαπήσουμε τόν Θεό. Δέ μποροῦμε ὅμως ν’ ἀγαπήσουμε
τόν Θεό, ὅσο ἀγαπᾶμε ἀκόμα τόν ἑαυτό μας. Γιά νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό, πρέπει ν’
ἀρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας καί νά πάρουμε μετά τήν ἀπόφαση νά ἀντέξουμε ἀκόμα
καί τή σταύρωσή μας, προκειμένου νά εἴμαστε μέ τόν Χριστό.
Λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «οὐδενός λόγον ποιοῦμαι, οὐδέ ἔχω τήν ψυχήν μου τιμίαν
ἐμαυτῷ, ὡς τελειῶσαι τόν δρόμον μου μετά χαρᾶς, καί τήν διακονίαν ἣν ἔλαβον
παρά τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, διαμαρτύρασθαι τό εὐαγγέλιον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» (Πρ.
20,24). Δηλαδή λέει «δέ λογαριάζω τή ζωή μου ὡς πολύτιμη, οὔτε δίνω σημασία σέ
τίποτα, παρά μόνο στοχεύω νά τελειώσω τόν δρόμο μου μετά χαρᾶς καί νά τελειώσω
τή διακονία, τήν ἐντολή καί τήν ὑπηρεσία, πού ἀνέλαβα ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ, νά
δώσω μαρτυρία γιά τό εὐαγγέλιο τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ». Δέ λογαριάζει τίποτα ἄλλο,
παρά μόνο τό νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἀντίστοιχα καί σέ ὅλους ἐμᾶς ὁ Θεός

84
ἔχει δώσει ἐντολές ὄχι πίεσης, ἀλλά σωτηρίας. Εἶναι ἐντολές, πού, ὅταν τίς
ἀκολουθήσουμε, ἑνωνόμαστε μέ τόν Θεό καί διασώζουμε τήν ψυχή μας,
θεραπευόμαστε.
Ὁ χριστιανός γιά νά θεραπευτεῖ ἀπό τή φιλαυτία καί ἀπό ὅλα τά πάθη πού
συνδέονται μέ αὐτήν, πρέπει νά εἶναι διατεθειμένος νά ὑποβληθεῖ σέ ὁποιαδήποτε
θυσία. Νά κάνει τό ἀντίθετο ἀπό αὐτά πού τοῦ ὑπαγορεύει ἡ φιλαυτία καί τά διάφορα
πάθη, πού εἶναι τέκνα της. Χρειάζεται μιά ἐγκράτεια σέ ὅλα τά ἔργα.
Ἐπίσης, ὁ νοῦς πρέπει νά στραφεῖ πρός τόν Θεό. Ὁ νοῦς εἶναι φτιαγμένος νά βλέπει
πρός τόν Θεό, εἶναι ὁ ὁφθαλμός τῆς ψυχῆς. Εἶναι φτιαγμένος νά στρέφεται διά τῆς
προσευχῆς πρός τόν Θεό, ὄχι πρός τά γήινα, πρός τίς ἡδονές, τά χρήματα καί τή
μάταιη δόξα. Ἡ Ἐκκλησία θεραπεύει τόν νοῦ μας διά τῆς ὅλης θεραπευτικῆς ἀγωγῆς.
Μᾶς μαθαίνει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τή μετάνοια, τή νηστεία, τήν ἐξομολόγηση,
τήν ὑπομονή, τήν ἄσκηση καί ἔτσι θεραπεύει τόν νοῦ μας. Ὅταν ὁ νοῦς μας γευθεῖ τή
γλυκύτητα καί τή Θεία ἀγάπη, τότε ἀποδεσμεύεται ἀπό τό πάθος τῆς φιλαυτίας. Τότε
ἀποκτάει μία ἀνδρεία γιά νά διαφυλάξει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ στή ζωή του.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει «Ὁ γευσάμενος τῶν ἄνω, εὐχερῶς τῶν κάτω
καταφρονεῖ», ὅταν δηλαδή γευθεῖς τή γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ καί τῶν οὐρανίων, τότε
εὔκολα καταφρονεῖς τά «ἀγαθά» τῆς φιλαυτίας. Τότε ὁ ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ ὅτι
ὅλα ὅσα μᾶς προωθεῖ ἡ φιλαυτία ὡς ἀγαθά δέν εἶναι τίποτα μπροστά στήν ὑπέρτατη
ἡδονή, πού εἶναι ὁ Θεός.
Ἀπαιτεῖται λοιπόν προσπάθεια γιά νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί προσπάθεια νά
ἀγαπήσουμε καί τούς ἄλλους. Νά σπάσουμε αὐτό τό ἐγωιστικό κλείσιμο στόν ἑαυτό
μας. Ἡ φιλαυτία μᾶς κλείνει στόν εαυτό μας καί χρειάζεται νά γίνει ἕνα ἄνοιγμα
πρός τόν πλησίον. Ἀκόμα κι ἄν δέν τό νιώθουμε, ἀκόμα κι ἄν δέν τό θέλει ἡ καρδιά
μας πραγματικά, ἄς ἐκδηλώσουμε τήν ἀγάπη μας ἔστω καί ἄν εἶναι ἐξωτερικό στήν
ἀρχή, ὥστε νά καταφέρουμε νά σπάσουμε καί νά γκρεμίσουμε τή φυλακή μας, πού
εἶναι ὁ ἑαυτός μας. Εἶναι σκόπιμο νά βγοῦμε ἀπό τόν ἑαυτό μας καί νά
σταματήσουμε νά τόν σκεφτόμαστε. Νά ἀσχοληθοῦμε λίγο μέ τόν πλησίον καί σιγά-
σιγά θά ἀγαπήσουμε πραγματικά καί τόν συνάνθρωπο.
Ἄς θυσιάσουμε καθετί, πού προξενεῖ ἀνάπαυση σέ ἐμᾶς καί σωματική ἄνεση,
προκειμένου νά βγοῦμε ἀπό αὐτό τό πάθος καί ἀπό αὐτήν τή φυλακή. Οἱ ἅγιοι
ἐκδήλωσαν αὐτήν τή θυσιαστική ἀγάπη στή ζωή τους, ἀφοῦ πάνω ἀπό τή δική τους
σωτηρία, ἔβαζαν τή σωτηρία του ἀδελφῶν τους. Ἡ ἀγάπη αὐτή δέν πρέπει νά
δείχνεται μόνο μέ χορήγηση χρημάτων, ἀλλά καί μέ μετάδοση σωτηρίου λόγου καί
σωματικῆς διακονίας. Ἐκτός δηλαδή ἀπό τήν ἐλεημοσύνη, νά προσπαθήσουμε νά
λέμε σωστά λόγια στούς ἄλλους. Σήμερα σπάνια ἀκοῦμε σωστούς λόγους. Οἱ
συμβουλές πού δίνονται πολλές φορές ἀπό τά ΜΜΕ, ἤ καί ἀπό ἐπίδοξους
συμβουλάτορες, εἶναι λάθος. Δέν ἀκούγονται τά λόγια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά λόγια δικά
τους ἤ λόγια πού τούς ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες νά ποῦν. Εἶναι σπουδαῖο νά πεῖς ἕναν
σωστό λόγο στόν συνάνθρωπο, εἶναι μεγάλη ἐλεημοσύνη.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀναφέρει ὅτι ἐλεημοσύνη δέν εἶναι μόνο τά χρήματα, ἀλλά καί μιά

85
σωματική ἐξυπηρέτηση, ἡ διακονία πού θά δώσεις στόν ἄλλον, λίγο χρόνο ἔστω νά
τόν ἀκούσεις. Προπάντων νά ἐνδιαφερθεῖς γιά τήν ψυχή του.
Γιά νά πολεμήσουμε τή φιλαυτία πρέπει νά ἀναπτύξουμε μέσα μας ἕνα ἅγιο μίσος. Ὁ
π. Σωφρόνιος, ἕνας σύγχρονος ἅγιος, τό ὀνομάζει «αὐτομίσος». Αὐτό εἶναι ἅγιο
μίσος ὡς πρός τόν ἑαυτό μας. Ὅσο μισοῦμε τόν ἑαυτό μας, τόσο θά
ἀπαλλασσόμαστε ἀπό τή φιλαυτία καί θά ἀνοίγονται οἱ ὁρίζοντες τοῦ πνεύματός μας.
Ὁ Κύριος μᾶς ἔχει πεῖ «ὁ φιλῶν τήν ψυχήν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καί ὁ μισῶν τήν
ψυχήν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωήν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν» (Ἰω. 12,25).
Ὅποιος δηλαδή μισήσει τή ζωή του σ’ αὐτόν τόν κόσμο, δηλαδή δέν προσπαθεῖ νά
ἐνταχθεῖ σ’ αὐτόν τόν κόσμο μέ τά μέτρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, αὐτός θά τή φυλάξει σέ
αὐτήν τή ζωή. Ἄν ἀγαπήσουμε αὐτόν τόν κόσμο, αὐτόματα μισοῦμε τόν Θεό,
γινόμαστε ἐχθροί τοῦ Θεοῦ καί χάνουμε τήν αἰώνια ζωή.
Σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο ὁ Κύριος εἶναι ἀποκαλυπτικός, ἀλλά καί ἀπόλυτα
ἀπαιτητικός, στό κατά Λουκάν Εὐαγγέλιο, στό 14 ο Κεφάλαιο λέει: «εἴ τις ἔρχεται
πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναῖκα καί τά τέκνα
καί τούς ἀδελφούς καί τάς ἀδελφάς, ἔτι δε καί τήν ψυχήν ἑαυτοῦ, οὐ δύναται εἶναι
μου μαθητής». Ὅποιος δηλαδή ἔρχεται σέ ἐμένα καί δέν μισεῖ τόν πατέρα του καί τή
μητέρα του καί τή γυναίκα του καί τά παιδιά καί τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές,
ἀκόμα καί τήν ἴδια του τή ζωή, αὐτός δέ μπορεῖ νά εἶναι μαθητής μου.
Συγκλονιστικός αὐτός ὁ λόγος. Ἕνα ἅγιο μίσος πρός καθετί καί πρός καθέναν, ὁ
ὁποῖος ἐμποδίζει τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό, ἀκόμα καί στήν ἴδια τή ζωή μας. Τό
μεγαλύτερο ἐμπόδιο εἶναι ἡ φιλοσωματία καί ἡ φιλοψυχία μας. Αὐτά ἐμποδίζουν τήν
ἀγάπη πρός τόν Θεό καί δέν μποροῦν νά μᾶς καταστήσουν μαθητές τοῦ Χριστοῦ.
Πολλές φορές ἡ ἀγάπη πρός τούς συγγενεῖς μας, στούς κοντινούς, οὐσιαστικά εἶναι
ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό μας, εἶναι ἕνα διευρυμένο ἐγώ. Εἶναι ἡ προέκταση τοῦ ἐγώ μας
καί αὐτό εἶναι τό ἐμπόδιο πρός τόν Χριστό.
Ἔλεγε κάποιος -θεολόγος κιόλας- ἕναν τραγικό λόγο ὅτι ὅταν ἔρθει ὁ ἀντίχριστος,
θά πάρει τό χάραγμα, γιά νά θρέφει τή γυναίκα του καί τά παιδιά του. Αὐτός εἶχε ἕνα
διευρυμένο ἐγώ, τή γυναίκα του καί τά παιδιά του. Οὐσιαστικά πίσω ἀπό αὐτούς
κρυβόταν ὁ ἑαυτός του, λές καί οἱ ὑπόλοιποι δέν ἔχουν Θεό!Ὁπότε γίνεται ἐμπόδιο ἡ
φιλαυτία του ν’ ἀκολουθήσει τόν Θεό.
Αὐτό τό ἅγιο αὐτομίσος, ὅταν ριζώσει μέσα μας, μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή μετάνοια.
Τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ἀληθινά νά μετανοήσει καί νά ἐκφράσει τή μετάνοιά του. Ἡ
μετάνοια δέν εἶναι κάτι θεωρητικό, ἀλλά ἐκφράζεται καί σωματικά. Ὁ ἄνθρωπος
δακρύζει, κάνει μετάνοιες, νηστεύει, προσεύχεται, κοπιάζει, θυσιάζεται γιά τόν
ἄλλον. Τότε δείχνεις πραγματικά ὅτι μετανοεῖς. Ἄν δέν ἔχεις διάθεση νά
κακοπαθήσεις, στήν πραγματικότητα φανερώνεις τήν ἀμετανοησία σου.
Αὐτή ἡ φλογερή καί ἐπίπονη μετάνοια εἶναι ἐκείνη πού δέν θά μᾶς ἀφήσει μετά νά
ἀγαποῦμε τόν ἑαυτό μας μέ τά πονηρά του θελήματα καί τά ἁμαρτωλά του πάθη. Μέ
τή μετάνοια εἴμαστε σκληροί στόν ἑαυτό μας, προκειμένου νά εὐαρεστήσουμε στόν

86
Θεό καί νά φυλάξουμε τά δικαιώματά Του. Ἕνας ἄνθρωπος, πού ἔχει συντετριμμένη
καρδιά καί λυπᾶται γιά τίς ἁμαρτίες του πραγματικά, θά ἔχει καί ἐγκράτεια. Στήν
καθημερινότητά μας, ἄν κάποιος μᾶς λυπήσει, μᾶς κόβεται ἡ ὄρεξη. Πολύ
περισσότερο κανείς ἐγκρατεύεται, ὅταν λυπηθεῖ βαθιά γιά τίς ἁμαρτίες του καί αὐτό
τοῦ φαίνεται πολύ φυσιολογικό. Ἕνας ἄνθρωπος, πού καλοπερνάει, δείχνει ὅτι δέν
ἔχει λυπηθεῖ ἀρκετά γιά τίς ἁμαρτίες του.
Εἶναι δόγμα στήν πνευματική ζωή ὅτι ὅσο ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας καί ἔχουμε
φιλαυτία, τόσο μισοῦμε καί ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν Θεό. Ἀντίθετα ὅσο μισοῦμε
τόν ἑαυτό μας, τόσο ἀγαπᾶμε καί πλησιάζουμε τόν Θεό. Ὅταν διαγράψουμε τελείως
τόν ἑαυτό μας, τότε πραγματικά βρίσκουμε τόν Θεό. Οἱ ἅγιοι, πού εἶχαν διαγράψει
τόν ἑαυτό τους καί εἶχαν ταπεινωθεῖ στόν ἔσχατο βαθμό, ἐκτοξεύτηκαν σέ πολύ
ὑψηλά ἐπίπεδα ἀρετῆς καί ταπεινότητας.
Πρέπει νά ἀπαλλαγοῦμε ὁπωσδήποτε ἀπό αὐτήν τήν παγκάκιστο φιλαυτία. Δυστυχῶς
παρατηροῦμε ὅτι ὅλος ὁ τρόπος τῆς ζωῆς μας, κυριαρχεῖται ἀπό αὐτό τό πάθος.
Ἀκόμα καί χριστιανοί, διακατέχονται τόσο πολύ ἀπό αὐτό τό πάθος τῆς φιλαυτίας, μέ
ἀπότέλεσμα νά μή βιώνουν τή ζωή τῆς ἀγάπης. Ἕνας φίλαυτος δέν ἔχει ἀγάπη.
Δυστυχῶς τό ζοῦμε αὐτό. Θεωρητικά εἴμαστε χριστιανοί κι ὅμως δέν ἀγαπᾶμε, γιατί
εἴμαστε φίλαυτοι, ἐγωιστές καί ἀτομιστές. Ἔτσι, ὅλη μας ἡ προσπάθεια πρέπει νά
κατευθυνθεῖ στό ‘κάλυμμα’ τῆς φιλαυτίας, πού δέν μᾶς ἀφήνει νά γίνουμε πρόσωπα
καί ἄρα μέλη τῆς Ἔκκλησίας του Χριστοῦ καί πολίτες τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Ὁ ἅγιος Παΐσιος, πού εἶναι πολύ πρακτικός, μᾶς ἔχει πεῖ ἀρκετά καί ὡραῖα πράγματα
γιά αὐτό τό πάθος. Ἄς ἀναφέρουμε κάποια:
– Γέροντα, τί εἶναι ἡ φιλαυτία;
– Τό νά κάνεις τά χατίρια τοῦ παλαιοῦ σου ἀνθρώπου. Νά ἀγαπᾶς δηλαδή τόν
παλαιό σου ἄνθρωπο.
Στήν ἐκκλησιαστική ὁρολογία, ὁ παλαιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῶν παθῶν, τό κακό
κομμάτι πού ἔχουμε μέσα μας.
Καί συνεχίζει ὁ Γέροντας :
– Καί ἡ γαστριμαργία καί ὁ ἐγωισμός καί τό πεῖσμα καί ἡ ζήλεια, πρακτορεῖο τους
ἔχουν τή φιλαυτία. Καί βλέπεις, ἄλλος ἀπό φιλαυτία ζητάει τό βόλεμά του, τήν
ἀνάπαυσή του καί δέν λογαριάζει κανέναν. Ἄλλος φροντίζει σχολαστικά γιά τό
φαγητό του, γιά τόν ὕπνο του, μήν τυχόν καί πάθει τίποτε ἡ ὑγεία του. Ἄλλος ζητᾶ νά
τόν ὑπολογίζουν, νά τόν ἐκτιμοῦν∙ λίγο νά μήν τοῦ δώσουν σημασία, νά μήν κάνουν
τό θέλημά του, ἀντιδράει. Σοῦ λέει: «Γιατί δέν μέ ὑπολόγισαν; Θά τούς δείξω ἐγώ».
Φοβερό πράγμα ἡ φιλαυτία!
– Γέροντα πῶς μπορεῖ νά λέει κανείς: «ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν»
(ψαλμ. 43,23);
– Ἄν θυσιάζεις τό θέλημά σου γιά χάρη τοῦ ἄλλου. Τό θέλημα ἔχει τόν ἑαυτό μας
μέσα, ἔχει φιλαυτία. Ὅποιος δέν ἐξετάζει, ἄν αὐτό πού ἀναπαύει τόν ἑαυτό του

87
ἀναπαύει καί τόν ἄλλον καί ἀρχίζει μέ μιά ἀπαίτηση: «θέλω ἐκεῖνο, θέλω τό ἄλλο», ἤ
«γιατί δέν μοῦ τό ἔκανες ἐκεῖνο, γιατί δέν μοῦ τό ἔκανες τό ἄλλο;», αὐτός τελικά θά
κανοναρχεῖται ἀπό τόν διάβολο.
Τότε μπορεῖ κανείς νά τό λέει σωστά καί ἀληθινά, ὅτι ‘γιά χάρη σου πεθαίνουμε
κάθε μέρα’, ὅταν θυσιάζεται. Γιά νά τό λέει ὁ ψαλμός, τουτέστιν τό Ἅγιο Πνεῦμα,
σημαίνει ὅτι πρέπει νά τό κάνουμε. Ἐκεῖνο πού χαρακτηρίζει τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ
ἐλευθερία του, τό θέλημα. Ὅταν κανείς λοιπόν θυσιάζει τό θέλημά του γιά χάρη τοῦ
ἄλλου, ἐκτός ἁμαρτίας βέβαια, τότε πραγματικά ἐκπληρώνει αὐτήν τήν ἐντολή. Εἶναι
ὄντως ἐντολή. Τό εἶπε ὁ Χριστός στήν Καινή Διαθήκη, ὅτι πρέπει νά ἀρνούμαστε τόν
ἑαυτό μας καί νά σηκώνουμε τόν σταυρό μας (Μαρκ. 8,34). Ἄρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας
σημαίνει ἄρνηση τοῦ θελήματός μας. Ἔτσι πάλι ἐρχόμαστε στό θέμα τῆς ὑπακοῆς.
Μέσω τῆς ὑπακοῆς σκοτώνουμε τή φιλαυτία. Ὅλα τά ἐγωιστικά θελήματα πού
ἔχουμε εἶναι οὐσιαστικά θελήματα πού ἐξυπηρετοῦν τή φιλαυτία μας. Ὅταν κανείς
κόβει τό θέλημά του καί θυσιάζεται γιά τόν ἄλλον, τότε θεραπεύεται ἀπό τή
φιλαυτία.
Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό πού λέει ὁ Γέροντας ὅτι πρέπει νά ἐξετάζουμε, ἄν αὐτό
πού ἀναπαύει ἐμᾶς ἀναπαύει καί τόν ἄλλον. Διαφορετικά, αὐτός πού συνέχεια θέλει
καί ἀπαιτεῖ, κανοναρχεῖται ἀπό τόν διάβολο.
– Μερικοί Γέροντα, ὅταν δέν γίνεται αὐτό πού θέλουν, δέ μποροῦν νά ἡσυχάσουν.
– Πῶς νά ἡσυχάσουν, ἀφοῦ ἔχουν τόν ἑαυτό τους μέσα σέ αὐτό πού θέλουν. Ἄν
κανείς ἔχει τόν ἑαυτό του σέ ὅ,τι θέλει, μπορεῖ νά ἔχει καί τόν Χριστό; Ὅταν ὅμως
δέν ἔχει τόν ἑαυτό του καί ἔχει τό ἕνα, τό κυριότερο, δηλαδή τόν Χριστό, τότε τά ἔχει
ὅλα. Ὅταν δέν ἔχει τόν Χριστό, τίποτε δέν ἔχει. Ἄν ὁ ἄνθρωπος πετάξει τόν ἑαυτό
του, ὁ Θεός τοῦ τά δίνει ὅλα κατά τρόπο θαυμαστό.
Γιατί ταραζόμαστε ὅταν δέ γίνεται αὐτό πού θέλουμε; Γιατί βέβαια ἔχουμε ἐπενδύσει
ἐκεῖ μέσα τή φιλαυτία μας. Ἤ θά ἔχεις τόν ἑαυτό σου ἤ τόν Χριστό. Θά πρέπει νά
θέλεις αὐτό, πού θέλει καί ὁ Χριστός.
Ὅσο σκεφτόμαστε τόν ἑαυτό μας, ἀποτυγχάνουμε. Ὅσο σκεφτόμαστε τόν ἄλλον,
τότε ἐπιτυγχάνουμε αὐτά πού θέλαμε νά πετύχουμε γιά τόν ἑαυτό μας. Ἔρχεται
δηλαδή ὁ Θεός καί μᾶς δίνει αὐτά πού χρειαζόμαστε, ἀκριβῶς γιατί ἐμεῖς ξεχάσαμε
τόν ἑαυτό μας καί ἀσχοληθήκαμε μέ τόν ἄλλον. Κάνοντας αὐτό πού ἀναπαύει τόν
ἄλλον, γίνεται καί τό δικό σου κατά τόν καλύτερο τρόπο.
– Γέροντα, ἐγώ ὅταν μᾶς μιλᾶτε γιά τό πέταμα τοῦ ἑαυτοῦ μας, αἰσθάνομαι ἕναν
φόβο, μήπως δέν τό ἀντέξω.
– Ἔ, τί πάθαμε! Εἶναι σάν νά λές: «Ἄν πετάξω τά πάθη, τί θά ἔχω μετά;». Γιατί, ὅταν
λέω νά πετάξουμε τόν ἑαυτό μας, ἐννοῶ νά πετάξουμε τά πάθη μας, νά ἀπεκδυθοῦμε
τόν παλαιό μας ἄνθρωπο. Γιά τόν μεγάλο πού ἔχει ἐπίγνωση εἶναι λιγάκι βαρύ νά πεῖ:
«Δέν μπορῶ νά πετάξω τόν ἑαυτό μου». Ἄν σοῦ ποῦν: «πάρε τό βαριό καί γκρέμισε
αὐτόν τόν τοῖχο» κι ἐσύ εἶσαι μαθημένη μέ τήν πένα, δικαιολογεῖται νά πεῖς: «δέν
μπορῶ». Ἀλλά γιά τήν ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου δέ χρειάζονται δυνάμεις

88
σωματικές∙ ταπείνωση χρειάζεται.
«Οἱ λογισμοι τοῦ ἀνθρώπου δειλοί» (Σοφ. 9,14), ὅπως λέει στήν Γραφή.
Σκέφτόμαστε: ‘Θά τά καταφέρω; Μήπως σκοτώσω τόν ἑαυτό μου’;
Τό μυστικό πάλι εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἄν θέλουμε νά ἀπελευθερωθοῦμε πολύ γρήγορα
ἀπό τά πάθη μας, πρέπει νά ταπεινωθοῦμε, νά κάνουμε ὑπακοή στούς ἄλλους, νά
βγοῦμε ἀπό τή φιλαυτία καί τόν ἐγωισμό μας,γιά νά ἀποκτήσουμε ὑγεία. Κοιτᾶξτε
πόσο ὡραῖα μᾶς τά λέει ὁ Γέροντας:
– Φιλαυτία εἶναι τό νά φάει ἤ νά ξεκουραστεῖ κανείς παραπάνω ἀπό ὅσο τοῦ εἶναι
ἀπαραίτητο. Κανονικά πρέπει νά δίνουμε στό σῶμα μόνο αὐτό πού ἔχει ἀνάγκη.
Ἄλλο ἐπιθυμία καί ἄλλο ἀνάγκη. Ἄλλο εἶναι νά θέλω νά εὐχαριστήσω τό σῶμα καί
ἄλλο νά δώσω στό σῶμα αὐτό πού ἔχει ἀνάγκη. Μπορεῖ τό σῶμα, ὁ «κακός
τελώνης», ὅπως τό λέει ὁ ἀββᾶς Μακάριος, νά ζητάει παραπάνω γιατί καί ὁ
ὀργανισμός εἶναι ὅπως τόν ἔχει συνηθίσει κανείς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τό στομάχι
περιορισμένο, τότε εὔκολα μπορεῖ νά κάνει ἐγκράτεια. Διαφορετικά γίνεται δοῦλος
στό στομάχι, γιατί καί τό στομάχι μετά ἔχει ἀνάγκη νά γεμίζει. Να! Πάρε ἕναν, πού
εἶναι πολύ χοντρός. Αὐτός τόση ἀποθήκη πού ἔχει κάνει, θέλει νά βάλει τουλάχιστον
μισό μοσχάρι μέσα γιά νά χορτάσει καί νά πιεῖ μετά καί δύο μπετόνια νερό!
Μία ἀνέκδοτη ἱστορία λέει ὅτι δώσανε σέ κάποιον ἕνα στομάχι νά τό γεμίσει μέ
ἄμμο καί νά τό φέρει πίσω γεμάτο. Τό γέμισε αὐτός καί τό ἔβαλε στήν πλάτη καί τό
πήγαινε. Στό δρόμο ὅμως πού πήγαινε, τό στομάχι ἄνοιγε. Εἶναι ἰδιότητα τοῦ μυός
τοῦ στομάχου νά διατείνεται. Ὁπότε ἀναγκαζόταν νά βάλει κι ἄλλη ἄμμο. Τό
ξαναέβαλε στόν ὦμο, πάλι αὐτό ξεχείλωνε. Τό ξαναγέμισε γιά τρίτη φορά, γιά
τέταρτη κ.λ.π. Τελικά δέν κατάφερε νά τό πάει ποτέ γεμάτο!
Ὅσο γεμίζουμε τό στομάχι, αὐτό μεγαλώνει καί θέλει κι ἄλλο καί δέν γεμίζει ποτέ.
Γι’ αὐτό λέει καί ὁ Γέροντας ὅτι εἶναι μιά συνήθεια. Ἀντίθετα, ὅταν κανείς
ἐγκρατεύεται, μικραίνει τό στομάχι καί χορταίνει μέ λίγο.
– Παλιά Γέροντα οἱ ἄνθρωποι εἶχαν πιό δυνατό ὀργανισμό ἤ βίαζαν τόν ἑαυτό τους;
– Εἶχαν φυσικά καί λίγο πιό δυνατό ὀργανισμό, ἀλλά βίαζαν καί τόν ἑαυτό τους. Ὁ
Χατζη-Γιώργης ἔδινε στά καλογέρια του κάθε μέρα λίγο μέλι καί καρύδια. Καί ἦταν
παιδιά δεκαπέντε χρονῶν, πάνω στήν ἀνάπτυξη, ἀλλά εἶχαν τήν πνευματική
ἀνάπτυξη! Σήμερα μπαίνει μιά κοσμική λογική: «νά μή νηστέψουν τά παιδιά, γιά νά
μήν ἀρρωστήσουν, νά μή λείψει τίποτε ἀπό τά παιδιά, γιά νά μή δυσκολευθοῦν» καί
τελικά ζοῦν κακομοιριασμένα καί θέλουν μπριζόλες συνέχεια, ἀλλά καί αὐτό πάλι
δέν τά βοηθάει σέ τίποτε. Ἄν χαίρεται κανείς, ὅταν δέν τρώει γιά τήν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ, τότε τρέφεται. Ἄν προτιμάει τό ἄνοστο ἀπό τό νόστιμο,γιά τήν ἀγάπη τοῦ
Χριστοῦ, τότε ἀπό τό ἄνοστο γεύεται Χριστό.
Τό λάθος τῶν γονέων εἶναι ὅτι δέν προσέχουν τά παιδιά καί τρέφονται τά σαρκικά
πάθη καί ἡ φιληδονία καί δέν μαθαίνουν νά ἐγκρατεύονται. Τελικά καί στίς ὑποβολές
τοῦ πονηροῦ δέν μποροῦν νά ποῦν ὄχι, στή συνέχεια, γιατί δέν ἔχουν μάθει ἀπό
μικρά νά κάνουν ἐγκράτεια στίς ἡδονές τοῦ λάρυγγα.

89
– Γέροντα, σήμερα ἕνα γεροντάκι δυσκολευόταν νά ἀνεβεῖ τίς σκάλες τῆς ἐκκλησίας
καί, ἐνῶ περνοῦσαν πολλοί ἀπό ‘κεῖ, κανένας δέν πήγαινε νά τό βοηθήσει.
– «Καί ἱερεύς ἰδών αὐτόν ἀντιπαρῆλθεν… καί λευίτης ἰδών αὐτόν ἀντιπαρῆλθεν»
(Λουκ. 10,31-32). Ἔχουν δίκαιο… Δέν ξέρουν… Δέν ἄκουσαν ποτέ τό Εὐαγγέλιο
τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη! Τί νά πῶ; Ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας, δέν ἀγαπᾶμε τούς ἄλλους.
Ἡ ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας νικᾶ τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον μας, γι’ αὐτό κινούμαστε
ἔτσι. Ὅποιος ὅμως ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους, δέν ζεῖ
σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου. Καί ὁ Χριστός, ἄν σκεφτόταν τόν Ἑαυτό
Του, θά καθόταν στόν οὐρανό, δέν θά ἐρχόταν στή γῆ νά ταλαιπωρηθεῖ, νά
σταυρωθεῖ, γιά νά μᾶς σώσει. Σήμερα, λίγο-πολύ, στούς περισσότερους ἀνθρώπους
ὑπάρχει φιλαυτία∙ δέν ὑπάρχει τό πνεῦμα τῆς θυσίας. Ἔχει μπεῖ τό πνεῦμα: «νά μήν
πάθω ἐγώ κακό». Ξέρετε πόσο πονάω, ὅταν βλέπω τί κόσμος ὑπάρχει! Τώρα πού
ἤμουν στό Νοσοκομεῖο, μιά μέρα χρειάστηκε νά σηκώσουν ἕναν ἄρρωστο
κατάκοιτο, γιά νά τόν μεταφέρουν σέ ἄλλο θάλαμο. Ἦταν ἕνας νοσοκόμος πού, ἐνῶ
αὐτή ἦταν ἡ δουλειά του, δέν πῆγε νά βοηθήσει καθόλου. «Δέν μπορῶ, μοῦ πονάει ἡ
μέση», εἶπε μέ μιά ἀδιαφορία! Βλέπεις ἄνθρωπο ἀπάνθρωπο! Καί νά δεῖς, μιά
νοσοκόμα, πού εἶχε δύο παιδάκια καί περίμενε καί τρίτο, ζορίστηκε ἡ καημένη μαζί
μέ μιά ἄλλη καί τόν σήκωσαν. Τόν ἑαυτό της δέν τόν σκέφθηκε καθόλου. Ξέχασε ὅτι
ἦταν σέ τέτοια κατάσταση κι ἔτρεξε νά βοηθήσει τόν ἄρρωστο! Ὅταν βλέπω ἕναν
ἄνθρωπο νά δυσκολεύεται, νά μήν ἔχει κουράγιο καί νά γίνεται θυσία, γιά νά
ἐξυπηρετήσει τούς ἄλλους, ξέρετε τί χαρά μοῦ δίνει; Ὤ, μεγάλη χαρά! Ἡ καρδιά μου
σκιρτάει. Νιώθω νά ἔχω συγγένεια μαζί του, γιατί κι αὐτός ἔχει συγγένεια μέ τόν
Θεό.
Τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ν’ ἀγαπήσουμε τούς ἄλλους περισσότερο ἀπό τόν
ἑαυτό μας. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν ἀρκετό ν’ ἀγαπήσεις τούς ἄλλους, ὅσο τόν
ἑαυτό σου. Στήν Καινή Διαθήκη ὅμως, πρέπει νά τούς ἀγαπᾶμε περισσότερο ἀπό τόν
ἑαυτό μας, ὅπως ὁ Χριστός μας μᾶς ἀγάπησε περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό Του,
πέθανε γιά μᾶς καί εἶπε «ὅπως σᾶς ἀγάπησα ἐγώ, ν΄ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον» (Ἰω.
15,12). Ἐμᾶς δέν μᾶς νοιάζει γιά τούς ἄλλους. Κλειδώνουμε τίς πόρτες μας,
κλειδώνουμε καί τίς καρδιές μας.
– …………..(ἐρώτηση).
Ὁ Γέροντας εἶχε πραγματικά πολύ τό πνεῦμα τῆς θυσίας. Κάποια φορά εἶχε πάει ἕνα
παιδάκι μέ ‘ψυχολογικά’, πού νόμιζε ὅτι δέν τό ἀγαπάει κανένας. Τότε κάθισε ὁ
Γέροντας σέ μιά πλάκα ἀκίνητος γιά ὀκτώ ὧρες, μέχρι πού κρύωσε, γιά νά τοῦ δείξει
πόσο τό ἀγαπάει. Βλέπετε οἱ ἅγιοι πόσο πνεῦμα θυσίας ἔχουν! Ἐμεῖς πολλές φορές
δέν ἔχουμε οὔτε ἕνα λεπτό γιά νά ἀφιερώσουμε στόν ἄλλον.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

90
Περί φιλαυτίας - 2ο Μέρος
Λέγαμε τήν περασμένη φορά γιά τή μητέρα ὅλων τῶν κακῶν, πού εἶναι ἡ φιλαυτία.
Σήμερα πάλι μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τοῦ Γέροντα, θά ἐμβαθύνουμε λίγο
ἀκόμα σ’ αὐτό τό θέμα. Νά κάνουμε μία σύνδεση μέ τά προηγούμενα μέ βάση αὐτά
πού λέει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
Λέει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας «αὐτός πού φοβᾶται τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος, δέν φτάνει στό
μέτρο τῶν φυσικῶν του δυνατοτήτων, οὔτε μπορεῖ ν’ ἀποκτήσει τίς ἀρετές».
Ὅπως λέγαμε, ἡ φιλαυτία ὁρίζεται ἀπό τούς Πατέρες σάν ἡ ἄλογη ἀγάπη πρός τό
σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος φροντίζει τό σῶμα του, ὄχι ὅμως μέ σωστό τρόπο. Ἀγαπάει τόν
ἑαυτό του, ἐξ οὗ καί ἡ φιλαυτία: εἶναι φίλος τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἐδῶ ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας
μᾶς λέει ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού φοβᾶται νά μήν ἀρρωστήσει, δέν ἀξιοποιεῖ οὔτε τά
φυσικά χαρίσματα πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός καί ἀκόμα δέν μπορεῖ ν’ ἀποκτήσει καί
τίς ἀρετές.
«Ἄν ὅμως προσπέφτει κανείς στόν Θεό σέ κάθε κόπο του, ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη νά
τόν ἀναπαύσει».
Ἐπίσης ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος ἀναφέρει ὅτι ὁ Θεός πάρα πολύ φροντίζει ἕνα σῶμα
πού κακοπαθεῖ γι’ αὐτόν. Ἑπομένως δέν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά δειλιάζει καί νά
φοβᾶται, ὅταν κάνει ἕναν κόπο γιά τόν Θεό. Δέν πρόκειται ν’ ἀρρωστήσει ἀπό αὐτό.
Ὁ Θεός θά τοῦ πάρει τόν κόπο καί δέν πρόκειται νά ἐξαντληθεῖ τελείως.
Ἔχουμε πολλά ὅμορφα περιστατικά ἀπό τή ζωή τῶν Πατέρων ἀλλά καί τῶν
σύγχρονων ἁγίων. Ὁ π. Παΐσιος, πού ἀσκεῖτο συστηματικά, νήστευε καί
ταλαιπωροῦσε τό σαρκίον του. Πολλές φορές, ἄν καί ἔφτανε στά ὅριά του, δέν τόν
ἄφηνε οὔτε ὁ Θεός, οὔτε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος νά καταπέσει, ἀλλά τοῦ ἔδιναν
ἐνίσχυση. Συγκεκριμένα, μία μέρα ὁ ἅγιος Παΐσιος εἶχε ἕναν λογισμό. Σκεφτόταν
λοιπόν τί καλά θά ἦταν ἄν εἶχε ἕνα ψάρι, γιά νά δυναμώσει λίγο τό σαρκίον του. Δέν
ἤθελε νά φάει ἀπό ἡδονή, ἀλλά γιά νά ἀντιμετωπίσει τήν ἀδυναμία στήν ὁποία
βρισκόταν. Ὁ Θεός τότε τόν ἀνέπαυσε καί τοῦ ἔστειλε ἕνα πουλί ἀπό τόν οὐρανό,
πού κρατοῦσε ἕνα ψάρι. Βέβαια μετά ὁ Γέροντας ντρεπόταν νά τό φάει!
Ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας λοιπόν λέει ὅτι ὁ Θεός δέν θά ἐγκαταλείψει τόν ἄνθρωπο πού
πασχίζει γι’ αὐτόν. Θά τοῦ πάρει τόν κόπο. Μπορεῖ δηλαδή κανείς νά κοιμηθεῖ δύο
ὧρες καί νά νιώθει σάν νά κοιμήθηκε ἑπτά ὧρες. Δέν ἔχει ὅμως χρόνο νά κοιμηθεῖ
ἑπτά ὧρες,γιατί κοπιάζει στήν προσευχή, κοπιάζει γιά τό παιδί του ἐνδεχομένως,
κοπιάζει ἀπό ἀγάπη.
Συνεχίζει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας «Ἄν ὁ Γεδεών δέν ἔσπαγε τίς στάμνες, δέν θά μποροῦσε
νά δεῖ τό φῶς τῶν λαμπάδων». Αὐτό εἶναι μία ἀλληγορία. Οἱ στάμνες εἶναι τό σῶμα
μας, τό ὀστράκινο σκεῦος, μέσα στό ὁποῖο κρύβεται ἡ ψυχή μας, τό φῶς τοῦ Θεοῦ
καί φανερώνεται τό

91
ἅγιο Πνεῦμα. Ἄν ὅμως δέν ‘σπάσουμε’ αὐτό τό σῶμα, ἀρνούμενοι αὐτή τήν ἄλογη
ἀγάπη πρός αὐτό, δέν θά δοῦμε τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Δέν θά φανοῦν οἱ ἀρετές, γιά νά
μᾶς ὁδηγήσουν, ὥστε νά περάσουμε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀφενός καί
ἀφετέρου νά κυνηγήσουμε τούς ‘ἀλλοφίλους’, δηλαδή τούς δαίμονες.
«Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν καταφρονήσει τό σῶμα, δέ θά μπορέσει νά δεῖ τό φῶς
τῆς Θεότητας». Σέ κάθε Θεία λειτουργία ἀκοῦμε τό «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν».
Αὐτό τό φῶς, πού λένε οἱ ἅγιοι, τό ἄκτιστο, τό αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰρήνη, ὡς
κοινωνία μέ τόν Θεό, ὡς ἀγάπη πρός ὅλους, ὡς καλοσύνη, ὡς ταπείνωση. Γιά νά τό
δοῦμε αὐτό, πρέπει νά διώξουμε τή φιλαυτία καί τήν ἄλογη ἀγάπη πρός τό σῶμα.
Ἔχει μεγάλη σημασία πρός τά πού εἴμαστε στραμμένοι. Κάθε στιγμή, κάπου
κοιτᾶμε. Ὄχι τόσο μέ τά σωματικά μάτια, ἀλλά μέ τόν νοῦ μας, μέ τά μάτια τῆς
ψυχῆς. Ποῦ κοιτᾶς; Κοιτᾶς πρός τόν ἑαυτό σου; Ἄρα εἶσαι φίλαυτος. Κοιτᾶς πρός
τόν Θεό; Εἶσαι φιλόΘεος. Αὐτό ἔχει σημασία τό νά μήν εἴμαστε φίλαυτοι, γιά νά
εἴμαστε φιλόΘεοι. Δέν μποροῦμε νά τά κάνουμε καί τά δύο. Ἄν κοιτᾶμε πρός τόν
ἑαυτό μας, σιγά σιγά ἀρρωσταίνουμε. Μπαίνουμε σέ μιά μαύρη τρύπα καί αὐτο-
απορροφόμαστε. Μετά παθαίνουμε ὅλα αὐτά τά ἀρρωστημένα, πού τά ὀνομάζουν
ψυχολογικά, κατάθλιψη κ.λ.π.
Ὅλα αὐτά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας τῆς στροφῆς τοῦ βλέμματος πρός τά μέσα,
πρός τόν ἑαυτό μας. Δέν μιλᾶμε πλέον γιά τήν ἐνδοσκόπηση, ὅπου παρατηροῦμε τόν
ἑαυτό μας, μέ σκοπό νά διορθωθοῦμε, ἀλλά γιά τήν ἄρρωστη καί συνεχή
ἐνασχόληση μέ τό ‘ἐγώ’ καί τά προβλήματά μου. Αὐτό δέν τό θέλει ὁ Θεός. Πρέπει
ἑπομένως νά ἐλέγχουμε τόν ἑαυτό μας κάθε στιγμή. Νά ἐξετάζουμε συνεχῶς τί
σκεφτόμαστε καί ποῦ εἶναι ὁ νοῦς μας.
Τοῦ ἁγίου Μαξίμου: «Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου ἀπό τή μητέρα τῶν κακῶν, τή
φιλαυτία, πού εἶναι ἡ παράλογη ἀγάπη τοῦ σώματος. Ἀπ’ αὐτή γεννιοῦνται,
μοιάζοντας εὔλογοι, οἱ πρῶτοι καί ἐμπαθεῖς καί γενικότατοι λογισμοί, δηλαδή τῆς
γαστριμαργίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς κενοδοξίας, πού σχηματίζονται παίρνοντας
ἀφορμή ἀπό τήν ἀναπόφευκτη τάχα ἀνάγκη τοῦ σώματος κι ἀπ’ αὐτούς τούς τρεῖς
γενικότατους λογισμούς πάλι γεννιέται ὅλος ὁ κατάλογος τῶν κακῶν».
Σκεφτόμαστε δηλαδή οἱ ἄνθρωποι, τί θά φᾶμε, τί θά φορέσουμε, τί γνώμη ἔχουν οἱ
ἄλλοι γιά μᾶς.Θέλουμε νά ἀρέσουμε καί νά μᾶς ἀγαποῦν ὅλοι. Ὅλα αὐτά μάλιστα τά
θεωροῦμε φυσιολογικά καί δικαιολογημένα. Δέν εἶναι ὅμως τίποτα ἄλλο, ἀπό τά
ἀποτελέσματα τῆς φιλαυτίας. Ἀπό αὐτούς τούς λογισμούς βγαίνει καί ἡ πορνεία, ἡ
κατάκριση, ἡ καταλαλιά, ἡ ζήλεια, ὁ φθόνος καί πολλά ἄλλα.
«Εἶναι ἀνάγκη λοιπόν νά προσέχουμε καί νά τήν πολεμοῦμε μέ μεγάλη νήψη. Καί
ὅταν ἀφανιστεῖ ἡ φιλαυτία, ἀφανίζονται μαζί της ὅλα ὅσα γεννιοῦνται ἀπ’ αὐτή».
Ἄρα ἡ φιλαυτία εἶναι ἕνα γενικό πάθος. Εἶναι ἡ ρίζα τῶν ἄλλων παθῶν καί ἄν κανείς
κόψει τή ρίζα, τότε κόβει καί ὅλα τά πάθη. Εἶναι λοιπόν πολύ σημαντικό νά
ἀσχοληθεῖ κανείς μέ αὐτό τό πάθος. Ἄν ἀχοληθεῖ μέ ἄλλα πάθη, πού εἶναι -ἄς ποῦμε-
τά κλαδιά αὐτοῦ τοῦ δέντρου, κάνει κάτι ἐπιμέρους, ἐνῶ ἄν κόψει τή ρίζα, ξεραίνει

92
ὅλο τό δέντρο.
«Τό πάθος τῆς φιλαυτίας στόν μέν μοναχό ὑποβάλλει (τοῦ βάζει τή σκέψη) νά
λυπᾶται τό σῶμα του καί νά τοῦ χορηγεῖ τροφή πέρα ἀπ’ ὅσο πρέπει συγκαταβατικά
δῆθεν, γιά νά μπορεῖ νά κυβερνηθεῖ κι ἔτσι σιγά-σιγά παρασύρεται καί πέφτει στό
βάραθρο τῆς φιληδονίας. Στόν κοσμικό πάλι ὑποβάλλει νά φροντίζει πῶς νά
ἱκανοποιεῖ τίς ἐπιθυμίες του. Τή φιλαυτία ἀντιμάχονται ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐγκράτεια.
Ἐκεῖνος πού ἔχει τή φιλαυτία, εἶναι φανερό ὅτι ἔχει ὅλα τά πάθη. Ἄν θέλει νά κόψει
τή φιλαυτία, νά ἀγαπήσει καί νά ἐγκρατεύτεται. Κανένας δέ μίσησε τή σάρκα του,
λέει ὁ ἀπόστολος (Εφεσ. 5,29), ἀλλά πρέπει νά τή σκληραγωγεῖ καί νά τή
χρησιμοποιεῖ ὡς δούλη (Α’ Κορ. 9,27), χωρίς νά τῆς δίνει τίποτε ἄλλο, παρά τροφές
καί ἐνδύματα κι ἀπ’ αὐτά, ὅσα τῆς χρειάζονται γιά νά ζεῖ». «Ἔχοντες διατροφάς καί
σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α΄Τιμ. 6,8).
«Μ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν ἀγαπάει κανείς ἀπαθῶς καί τήν τρέφει σάν ὑπηρέτρια τῶν
θείων καί τήν περιποιεῖται δίνοντάς της μόνο ὅσα θεραπεύουν τίς ἀνάγκες της».
Τό σώμα εἶναι ὁ ὑπηρέτης τῆς ψυχῆς καί -κατ’ ἐπέκταση τοῦ Θεοῦ- γι’ αὐτό πρέπει
νά τό δουλαγωγοῦμε καί νά τό σκληραγωγοῦμε. Πρέπει νά τό ἔχουμε ὑπό τήν ψυχή,
ὄχι ὑπέρ. Νά μήν κάνει κουμάντο στήν ψυχή τό σῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή νά διατάζει τό
σῶμα καί νά τό ὁδηγεῖ σέ ἔργα, πού ἀρέσουν στόν Θεό. Ἡ ψυχή χρειάζεται τό σῶμα
γιά νά μπορεῖ νά ἐκφράσει τή μετάνοιά της. Γι’ αὐτό οἱ ψυχές στόν Ἅδη δέ μποροῦν
νά ἀλλάξουν κατάσταση, γιατί δέν ἔχουν τό σῶμα. Δέ μποροῦν νά μετανοήσουν.
Μόνον ὅποιος ζεῖ σέ αὐτόν τόν κόσμο καί ἔχει τό σῶμα, θά πρέπει νά τό
χρησιμοποιήσει σάν ἐργαλεῖο καί νά τό ἔχει ὑπό τήν ψυχή, νά τό κυβερνάει ἡ ψυχή,
ὥστε νά ἐκφράζει μέ τό σῶμα τήν πνευματική του ἐργασία, τή μετάνοιά του.
«Ὅποιον ἀγαπάει κανείς, αὐτόν βέβαια καί περιποιεῖται πρόθυμα. Ἄν λοιπόν κανείς
ἀγαπάει τόν Θεό (πού εἶναι καί ἡ πρώτη ἐντολή), ὁπωσδήποτε κάνει πρόθυμα καί
ἐκεῖνα πού Τοῦ ἀρέσουν. Ἄν ἀγαπάει τή σάρκα, κάνει ἐκεῖνα πού τήν εὐχαριστοῦν.
Στόν Θεό ἀρέσουν: ἡ ἀγάπη, ἡ σωφροσύνη, ἡ θεωρία καί ἡ προσευχή. Στή σάρκα
ἀρέσουν: ἡ γαστριμαργία, ἡ ἀκολασία καί ὅσα αὐξάνουν αὐτά τά δύο πάθη. Γι’ αὐτό,
λέει πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος «οἱ δέ ἐν σαρκί ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται (Ρωμ.
8,8), οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς
ἐπιθυμίαις» (Γαλ. 5,24). Ὅποιος δηλαδή θέλει νά εἶναι τοῦ Χριστοῦ, θά πρέπει νά
σταυρώσει τή φιλαυτία, αὐτήν τήν ἀγάπη πού ἔχει πρός τή σάρκα, μαζί μέ τά
παθήματα καί τίς διάφορες σαρκικές ἐπιθυμίες.
«Ἄν ὁ νοῦς στραφεῖ πρός τόν Θεό, ἔχει τό σῶμα δοῦλο του καί δέν τοῦ παρέχει
τίποτα παραπάνω ἀπ’ ὅ,τι χρειάζεται γιά νά ζήσει».
Εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού λέγαμε, ποῦ εἶναι στραμμένος κανείς. Ἔχει σημασία πρός
ποιά κατεύθυνση κοιτάζει κανείς. Ἄν κοιτάζει πρός τόν Θεό, εὔκολα ἀποφεύγει τά
σαρκικά καί μισεύει. Μισεύω σημαίνει ἀπομακρύνομαι. Ὁ π. Σωφρόνιος λέει ὅτι
πρέπει νά καλλιεργήσουμε τό αὐτομίσος, τό ὁποῖο εἶναι ἡ θεραπεία, τό μίσος τῆς
φιλαυτίας. Τί σημαίνει νά μισήσει κανείς τόν ἑαυτό του; Σημαίνει νά ἀπομακρυνθεῖ
ἀπό τόν ἑαυτό του. Νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἄλογες ἐπιθυμίες, πού τοῦ

93
βάζει ἡ φιλαυτία. Αὐτό θά τό καταφέρει, ὅταν στραφεῖ καί ἀσχοληθεῖ μέ τόν Θεό.
Τότε θά βλέπει τό σῶμα του σάν κάτι δευτερεῦον καί ξένο, ἀφοῦ ὁ νοῦς θά εἶναι
στραμμένος μόνο στόν Θεό καί θά ἐπιθυμεῖ νά χαροποιήσει τόν Θεό.
Γιά νά ξεκολλήσει ὁ νοῦς ἑπομένως ἀπό ὅλα αὐτά τά πάθη, θά πρέπει νά κολλήσει
στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ συνταγή. Δέν φεύγουν διαφορετικά οἱ λογισμοί καί οἱ
ἐπιθυμίες. Γιά παράδειγμα, κάποιος θέλει διακαῶς νά ξεκολλήσει τόν νοῦ του ἀπό τό
φαγητό. Ἄν δέν κολλήσει τόν νοῦ του στόν Θεό, ὄχι μόνο δέν θά τά καταφέρει, ἀλλά
ἡ ἐπιθυμία γιά τό φαγητό θά γίνεται ὅλο καί πιό ἔντονη. Ἄν κολλήσει ὁ νοῦς στόν
Θεό, θά μαραθεῖ ἡ ὁποιαδήποτε ἐπιθυμία. Ὁ ἄνθρωπος τότε θά νιώθει τό σῶμα του
σάν ἕνα ροῦχο, δέν θά εἶναι αὐτό τό κέντρο τοῦ ἐνδιαφέροντός του καί τῆς ζωῆς του.
Ἔτσι ξεφεύγει ἀπό τή φιλαυτία.
«Ἄν ὅμως στραφεῖ πρός τή σάρκα, ὑποδουλώνεται στά πάθη καί φροντίζει πῶς νά
ἱκανοποιεῖ πάντα τίς κακές του ἐπιθυμίες».
Ποιά εἶναι τώρα τά ἀποτελέσματα τῆς φιλαυτίας;
Ὅποιος εἶναι φίλαυτος, εἶναι ἀναγκασμένος νά ἐπωμίζεται καί τά φοβερά
ἀποτελέσματα τῆς φιλαυτίας. Αὐτά εἶναι:
 Ἡ πολυφαγία καί ἡ ἡδυφαγία. Τό νά τρώει δηλαδή κανείς πολύ καί τό νά τρώει
τά εὐχάριστα (γλυκά, λιπαρά κ.ἄ), τά ὁποῖα κατά κανόνα εἶναι καί βλαβερά.
 Ἀπό τά δύο παραπάνω γεννιέται ἕνα ἀκόμα φοβερότερο κακό, ἡ ἀκολασία.
 Ἡ φιλαργυρία. Τό νά ἀγαπάει τά χρήματα καί νά ἱκανοποιεῖ ὅλες τίς
‘ὑποτιθέμενες’ ἀνάγκες πού ἔχει.
 Ἡ κενοδοξία. Ὅποιος ἀγαπάει τόν ἑαυτό του, ἀγαπάει καί τή δόξα τοῦ ἑαυτοῦ
του. Θέλει ὅλοι νά τόν θαυμάζουν, νά τόν τιμοῦν, νά τόν ἐκτιμοῦν καί νά τόν
ἔχουν σέ περίοπτη θέση.
 Ἀπό τή φιλαργυρία καί τήν κενοδοξία γεννιέται τό μίσος πρός τόν πλησίον.
Ὅταν ἀγαπάει κανείς τά χρήματα καί τή μάταιη δόξα τοῦ κόσμου μισεῖ τόν
συνάνθρωπό του. Ἄν, γιά παράδειγμα, δέν τοῦ δίνει χρήματα ἤ ὅταν θεωρήσει
ὅτι θά τοῦ τά κλέψει ἤ ὅταν δέν τόν ἐκτιμάει καί δέν τόν παινεύει, τότε τόν
μισεῖ τόν ἄλλον. Ἔτσι φθάνει στό σημεῖο νά μισήσει τόν πλησίον καί νά
ἀπομακρυνθεῖ ἀπό αὐτόν. Παρατηροῦμε πώς οἱ κενόδοξοι ἄνθρωποι, δέν
ἀγαπᾶνε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Και φυσικά ἄν δέν ἀγαπάει κάποιος, δέν ἀγαπιέται.
 Ὁ χωρισμός ἀπό τούς ἄλλους, ἀπό τόν Θεό, ἀλλά κι ἀπό τόν ἑαυτό μας ἀκόμα.
Δηλαδή ἡ ἐσωτερική μας διάσπαση. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀναφέρει «Ἡ τῶν
ἀνθρώπων φιλαυτία καί σύνεσις, ἀλλήλους καί τόν νόμον, ἢ ἀπωσαμένη, ἢ
σοφισαμένη, εἰς πολλάς μοίρας τήν μίαν φύσιν κατέτεμε». Λέει δηλαδή ὅτι ἡ
φιλαυτία τῶν ἀνθρώπων τούς χώρισε καί μεταξύ τους, ἀλλά καί μέσα τους.
Ὅποιος θέλει νά ἑνοποιήσει τίς ἐσωτερικές του δυνάμεις καί νά γίνει πάλι
ἁπλός, πρέπει νά πολεμήσει αὐτήν τή φιλαυτία. Ἔτσι διώχνει αὐτήν τήν
ἐσωτερική διάσπαση, τόν διχασμό πού ζοῦμε πολλοί ἄνθρωποι μέσα μας.

94
Αὐτόν τόν διχασμό, πού μᾶς κάνει νά μή ξέρουμε οὔτε κἄν τόν ἑαυτό μας καί
νά ἀποροῦμε ἐνίοτε μέ τόν τρόπο συμπεριφορᾶς μας. Αὐτό ὀφείλεται στήν
ἐσωτερική μας διάλυση, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί, ὅπως
προαναφέραμε, ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ φιλαυτία.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι «τά γεννήματα τῆς φιλαυτίας εἶναι ὅλα τά
πάθη» καί τά κατατάσσει σέ δύο κατηγορίες.
Στήν πρώτη κατηγορία ἐντάσσονται τά πάθη, πού ὁδηγοῦν σέ ὅλες τίς ἡδονές. Ὁ
φίλαυτος εἶναι καί φιλήδονος. Κάποια ἀπό αὐτά εἶναι ἡ γαστριμαργία, ἡ
ὑπεφηφάνεια, ἡ κενοδοξία, ἡ φυσίωση, ἡ φιλαργυρία κ.ἄ. Ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τόν
ἑαυτό του καί τό σῶμα του, μέ ἀποτέλεσμα νά κυνηγάει τίς ἡδονές, οἱ ὁποῖες θά
δώσουν εὐχαρίστηση στό σῶμα του.
Στή δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν ἐκεῖνα τά πάθη, πού ἀπομακρύνουν τόν ἄνθρωπο
ἀπό τήν ὀδύνη. Ὁ φίλαυτος δέν θέλει νά πονέσει. Ἐνῶ ἀκριβῶς ἡ ὀδύνη εἶναι τό
ἀντίδοτο στό δηλητήριο, πού μᾶς ἔχυσε ὁ διάβολος -τήν ἡδονή δηλαδή- καί μπῆκε
μέσα μας ἐξαιτίας τῶν παθῶν. Ἄν αὐτή ἡ ἡδονή δέν ἐξουδετερωθεῖ, ὁ ἄνθρωπος δέν
μπορεῖ νά εἶναι ψυχικά καί πνευματικά ὑγιής καί δέν μπορεῖ νά πλησιάσει τόν Θεό.
Ὁ Θεός δέν μᾶς ἐγκατέλειψε στήν δηλητηρίαση πού μᾶς ἔκανε ὁ διάβολος, ἀλλά μᾶς
ἔδωσε ἕνα φάρμακο, τόν πόνο. Ὁ φίλαυτος ὅμως, πού μισεῖ τήν ὀδύνη, κάνει τό πᾶν,
γιά νά μήν πονέσει. Οὐσιαστικά ὅμως μισεῖ τό φάρμακο πού θά τόν σώσει. Ἔτσι ἔχει
ὅλα αὐτά τά πάθη πού τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ὀδύνη. Ἀγαπάει τήν ἄνεση καί τήν
καλοπέραση, μισεῖ αὐτούς πού προσπαθοῦν νά τοῦ τή στερήσουν, κλείνεται στόν
ἑαυτό του καί προχωράει μέσα του ὅλο καί περισσότερο ἡ ἀρρώστια τῆς φιλαυτίας.
Αὐτός ὁ τραγικός ἄνθρωπος τελικά ἐκτίθεται καί στούς συνανθρώπους του γιατί οἱ
ἄνθρωποι ἔχουν μία ἐκτίμηση στήν ἀρετή, ἀκόμα κι ἄν δέν τό παραδέχονται φανερά.
Ἄς ἀναφέρουμε μερικά περιστατικά ἀπό τόν Ἅγιο Παΐσιο, ὅπου γίνεται ξεκάθαρο
πῶς γελοιοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος ἐξαιτίας τῆς φιλαυτίας.
Εἶναι στή σειρά καί περιμένουν νά δοῦν τόν Γέροντα. Τοῦ λένε λοιπόν :
– Γέροντα, σήμερα πολύς κόσμος περίμενε νά σᾶς δεῖ καί κάποιος νεαρός δέν
περίμενε στή σειρά του καί τούς προσπέρασε ὅλους.
– Ναί, ἦρθε καί μοῦ εἶπε: «Εἶναι ἀνάγκη νά σέ δῶ. Πῆγα στό Ἅγιον Ὄρος καί δέ σέ
βρῆκα καί ἦρθα ἐδῶ». Καλά, τοῦ λέω, δέν βλέπεις τί κόσμος περιμένει; Νά
σταματήσουν ὅλοι, γιά νά ἀσχοληθῶ τώρα, μέ σένα; «Ναί, Πάτερ», μοῦ λέει. Ἀκοῦς
κουβέντα; Καί νά εἶναι οἱ ἄλλοι στίς σκάλες, ὄρθιοι, στριμωγμένοι, μεγάλοι,
ἄρρωστοι, γυναῖκες μέ μικρά παιδιά κι ἐκεῖνος νά ἐπιμένει. Καί δέν ἦταν ὅτι εἶχε
κανένα σοβαρό θέμα. Χαζομάρες ἦταν αὐτά πού ἤθελε νά μοῦ πεῖ. Κατάλαβες;
Τσιμέντο νά γίνουν οἱ ἄλλοι!
»Νά σκεφθεῖτε, ἔρχονται μερικοί καί μοῦ λένε: «Πάτερ σήμερα νά κάνεις προσευχή
μόνο γιά μένα, γιά κανέναν ἄλλον». Τέτοια ἀπαίτηση! Εἶναι σάν νά λένε: «Μ᾽ αὐτήν
τήν ἀμαξοστοιχία θά ταξιδέψω μόνον ἐγώ, νά μή μπεῖ μέσα ἄλλος». Ἀφοῦ, πάει καί

95
πάει τό τρένο, γιατί νά μή μποῦν καί ἄλλοι μέσα»;
Βλέπετε ὁ φίλαυτος εἶναι ἕνας τραγικός ἄνθρωπος, ἀπομονωμένος, ποῦ ζεῖ τή
μοναξιά του. Δηλαδή νά κάνει ὁ Γέροντας προσευχή μόνο γιά σένα ἤ νά κάνουν
Θεία Λειτουργία μόνο γιά τήν οἰκογένειά σου! Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι γιά ὅλη τήν
Ἐκκλησία, γιά ὅλο τόν κόσμο. Γιατί νά μήν κάνουμε μία Βάφτιση γιά ὅλα τά παιδιά
τῆς ἐνορίας πού πρέπει νά βαφτιστοῦν; Ὄχι, ὁ καθένας θέλει τήν δική του. Κατά
βάθος εἶναι φιλαυτία, ἐγωισμός.
-Γέροντα τί νόημα ἔχει αὐτό πού λέει ὁ Χριστός «ὃς γάρ ἂν θέλῃ τήν ψυχήν αὐτοῦ
σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν» (Ματθ. 16,25);
-Ἐννοεῖ νά ἀπολέσει ὁ ἄνθρωπος τή ζωή του μέ τήν καλή ἔννοια. Δηλαδή νά μήν
ὑπολογίζει ὁ ἄνθρωπος τή ζωή του. Να θυσιάζει τή ζωή του γιά τόν ἄλλον. «Μηδείς
τό ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος» (Α΄ Κορ. 10,24), λέει ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος.
Κανένας νά μή ζητάει τό συμφέρον του, ἀλλά ὁ καθένας νά ζητάει τό συμφέρον τοῦ
ἄλλου. Εἶναι φοβερό αὐτό, γιατί δέν λέει ‘καί τοῦ ἄλλου’, ἀλλά μόνο τοῦ ἄλλου τό
συμφέρον. Τότε λοιπόν συμβαίνει τό ἑξῆς ἐκπληκτικό, ἄν ζητᾶμε τό συμφέρον τοῦ
ἄλλου, γίνεται καί ἡ δική μας ἡ δουλειά. Πάει κάποιος νά ἐξυπηρετήσει τόν ἄλλον
καί -ἐκεῖ πού δέν τό περιμένει- ἐξυπηρετεῖται καί ὁ ἴδιος. Ὁ ἄνθρωπος, πού βοηθάει
τόν συνάνθρωπό του, βγαίνει ἀπό τόν ἑαυτό του καί μετά φροντίζει ὁ Θεός γι’ αὐτόν
γιατί αὐτός φρόντισε τόν ἀδελφό τοῦ Χριστοῦ.
Συνεχίζει ὁ π. Παΐσιος:
-Ὅλη ἡ βάση στήν πνευματική ζωή, ἐδῶ εἶναι. Νά ξεχνάω τόν ἑαυτό μου μέ τήν
καλή ἔννοια καί νά σκέφτομαι τόν ἄλλον. Νά συμμετέχω στόν πόνο, στή δυσκολία
τοῦ ἄλλου.
Θά πεῖ κανείς ‘καί πῶς θά σωθῶ ἐγώ ἄν ξεχάσω τόν ἑαυτό μου;’ Τότε μόνο σώζεται
κανείς, ὅταν σώσει τόν ἄλλον. Ἡ σωτηρία μας εἶναι στά χέρια τοῦ ἀδελφοῦ μας. Ἄν
διαγράψουμε τόν ἀδελφό μας, τότε θά χαθοῦμε κι ἐμεῖς.
«Νά μήν κοιτάζω πῶς νά ξεφύγω τή δυσκολία, ἀλλά πῶς νά βοηθήσω τόν ἄλλον,
πῶς νά τόν ἀναπαύσω».
Κάποτε εἶχε ἀρρωστήσει ἕνας συνασκητής τοῦ π. Παϊσίου καί τόν πῆγαν στήν
Ἀθήνα. Ὁ Γέροντας χωρίς δεύτερη σκέψη, ἄφησε τήν ἔρημο καί τήν ἡσυχία του καί
μέ τό κομποσχοίνι του πῆγε στήν Ἀθήνα, ὅπου ἔκατσε ἕναν μήνα καί ἔκανε
δακρύβρεχτες προσευχές, ὥστε νά γίνει καλά αὐτός ὁ συνασκητής του. Δέν εἶχε
καμιά ὑποχρέωση, θά λέγαμε, δέν ἦταν κἄν συγγενής του. Κι ὅμως τά θυσίασε ὅλα
προκειμένου νά σώσει τόν ἀδελφό του καί ἄς πήγαινε πίσω καί ἡ ἄσκηση καί ἡ
πνευματική πρόοδος καί ἡ νοερά προσευχή καί ὅλα. Βέβαια κι αὐτά τά ἔκανε ἐκεῖ
πού ἦταν, ἀλλά θυσίασε τόν ἑαυτό του, τήν ξεκούρασή του, τό βόλεμά του, γιά χάρη
τοῦ ἀδελφοῦ του. Ὅπως λέει ὁ βίος του, πάρα πολλοί ἄνθρωποι τότε πῆγαν σέ ἐκεῖνο
τό νοσοκομεῖο ζητώντας τή συμβουλή του καί τό νοσοκομεῖο εἶχε γίνει ‘ἰατρεῖο
ψυχῶν’, ἐξαιτίας τοῦ Γέροντα.

96
Αὐτό σίγουρα βοήθησε πολύ περισσότερο πνευματικά τόν Γέροντα ἀπ’ ὅτι θά τόν
βοηθοῦσε νά μείνει στό κελί του αὐτόν τόν μήνα. Ὅταν βοηθᾶμε τόν ἄλλον,
βοηθιόμαστε κι ἐμεῖς. Ἄλλωστε ἡ Ἁγία Γραφή λέει ὅτι ἄν σώσει κάποιος μία ψυχή,
τότε καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν του καί σώζεται καί ὁ ἴδιος (Ἰακ. 5,19).
-Πῶς θά καταλαβαίνω Γέροντα τί ἀναπαύει τόν ἄλλον γιά νά τό κάνω;
– Ἄν ἔρχεσαι στή θέση τοῦ ἄλλου, τότε θά καταλαβαίνεις τί ἀναπαύει τόν ἄλλον. Ἄν
ὅμως μένεις κλεισμένη στό καβούκι σου, πῶς θά καταλάβεις τί ἀναπαύει τόν ἄλλον;
Αὐτό σημαίνει δηλαδή ὅτι καί ἡ λογική καί τό συναίσθημα θά πρέπει νά δουλέψει
γιά τόν ἄλλον γιά νά καταλάβουμε τίς ἀνάγκες του.
«Στήν ἐποχή μας, οἱ πιό πολλοί κοιτάζουν πῶς νά πάρουν τή θέση τοῦ ἄλλου καί ὄχι
πῶς νά ἔρθουν στή θέση τοῦ ἄλλου, γιά νά τόν καταλάβουν. Παρατηρῶ καμμιά φορά
πῶς μερικοί, ἀκόμη καί ὅταν πᾶνε νά κοινωνήσουν, δέν περιμένουν στή σειρά τους.
Καθένας λέει: ‘ἐγώ ἔχω δουλειά καί βιάζομαι’ καί δέν σκέφτεται: ‘ἄραγε εἶμαι ἄξιος
νά κοινωνήσω’; ἤ ‘μήπως ὁ ἄλλος εἶναι πιό βιαστικός ἀπό μένα’; Τίποτε! Κοινωνοῦν
καί φεύγουν».
Κοινωνοῦν ὅμως; Κοινωνῶ θά πεῖ ἐπικοινωνῶ μέ τόν ἀδελφό μου καί μέ τόν Χριστό
καί μέσω τοῦ Χριστοῦ μου μέ ὅλους. Ὅταν ὅμως δέν σκέφτομαι τούς ἄλλους,
κοινωνῶ στήν πραγματικότητα; Ὄχι βέβαια. Ἄν δέν ἀγαπάω καί δέν σκέφτομαι τόν
ἀδελφό μου, δέν ἀγαπάω οὔτε τόν Θεό, ὁπότε ἁπλά μένω μέσα στόν ἐγωισμό μου καί
τή φιλαυτία μου.
«Ἐδῶ, ἀκόμη καί νά στερηθεῖς τή Θεία Κοινωνία γιά χάρη τοῦ ἄλλου, πρέπει νά
χαίρεσαι».
Ακόμη δηλαδή κι ἄν μιά μέρα τελειώσει ἡ Θεία Κοινωνία –πού δέν γίνεται- καί δέν
προλάβουμε, γιατί χάσαμε τή σειρά μας ἐξαιτίας κάποιου, νά εἴμαστε σίγουροι ὅτι κι
ἐμεῖς θά ἔχουμε κοινωνήσει πνευματικά. Λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ‘κάθε φορά πού ὁ
ἄνθρωπος πηγαίνει στή Θεία Λειτουργία μπορεῖ νά κοινωνεῖ πνευματικά, ἄσχετα ἄν
γιά κάποιους λόγους δέν κοινωνήσει, εἴτε γιατί ἔχει κανόνα ἀπό τόν Πνευματικό του,
εἴτε γιά ὁποιοδήποτε ἄλλο λόγο’. Ἄν λοιπόν ἔχουμε ἀγάπη μέσα μας καί κοινωνοῦμε
μέ τούς ἄλλους καί θυσιαζόμαστε γιά τούς ἄλλους, τότε κοινωνοῦμε μέ τόν Θεό.
«Κι ἄν ὁ ἱερέας ἔχει μία μόνο μερίδα, μόνον ἕναν μαργαρίτη, καί βρεθεῖ κάποιος
ἄρρωστος, πού εἶναι ἐτοιμοθάνατος καί χρειάζεται νά κοινωνήσει, τότε πρέπει νά
χαρεῖς πού δέν θά κοινωνήσεις ἐσύ, γιά νά κοινωνήσει ὁ ἄρρωστος. Αὐτό θέλει ὁ
Χριστός. Ἔτσι ἔρχεται ὁ Χριστός μέσα στήν καρδιά καί πλημμυρίζει κανείς ἀπό
χαρά».
Κάποτε εἶχε πάει ὁ π. Παΐσιος γιά νά κοινωνήσει στήν Ἁγία Κορυφή στό Σινά (ἐκεί
ὅπου εἶχε πάρει ὁ Μωυσής τίς δέκα ἐντολές). Τότε ἐξομολογήθηκε στόν ἱερέα ὅτι
εἶχε βάλει λίγο λάδι καί ὁ ἱερέας δέν τόν ἄφησε νά κοινωνήσει. Ὁ Γέροντας δέν
γνώριζε ὅτι ἐκείνη τήν ἡμέρα θά γινόταν Θεία Λειτουργία καί ἐνῶ ὅλη τήν ἑβδομάδα
νήστευε, τό Σάββατο εἶχε βάλει λίγο λάδι. Ὁ Γέροντας τό δέχτηκε χωρίς νά
κατακρίνει τόν ἱερέα. Στό τέλος ὅμως αἰσθάνθηκε σάν νά εἶχε κοινωνήσει καί

97
συνέβη αὐτό γιατί κράτησε τήν ἀγάπη πρός τόν ἱερέα καί δέν τόν κατέκρινε.
Τό βάσανο τοῦ βολέματος. Ἡ φιλαυτία εἶναι νά ζητᾶς τό δικό σου βόλεμα.
-Γέροντα μέ δυσκολεύει μιά ἀδελφή.
-Ξέρεις τί γίνεται; Πολλοί βλέπουν σέ τί τούς δυσκολεύουν οἱ ἄλλοι καί ὄχι σέ τί
δυσκολεύουν ἐκεῖνοι τούς ἄλλους. Ἀπαιτήσεις ἔχουν μόνον ἀπό τούς ἄλλους, ὄχι ἀπό
τόν ἑαυτό τους. Ἡ λογική τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι νά ἐξετάζεις σέ τί δυσκολεύεις
ἐσύ τούς ἄλλους καί ὄχι σέ τί σέ δυσκολεύουν οἱ ἄλλοι. Νά βλέπεις τί ἀναπαύει τόν
ἄλλον καί ὄχι τί ἀναπαύει ἐσένα. Γιά ἀνάπαυση ἤρθαμε σ’ αὐτήν τήν ζωή; Γιά
βόλεμα; Σέ αὐτόν τόν κόσμο δέν ἤρθαμε γιά νά καλοπεράσουμε. Ἤρθαμε γιά νά
ξεσκονιστοῦμε καί νά ἑτοιμαστοῦμε γιά τήν ἄλλη ζωή.
»Ἄν σκεφτόμαστε μόνο τόν ἑαυτό μας καί κάνουμε μόνον αὐτό πού ἀναπαύει ἐμᾶς,
θέλουμε μετά νά μᾶς σκέφτονται, νά μᾶς βοηθοῦν καί νά μᾶς ἐξυπηρετοῦν οἱ ἄλλοι.
Συνέχεια δηλαδή ‘θέλουμε’ καί καταλήγουμε στό βόλεμα τοῦ ἑαυτοῦ μας. ‘Ἐμένα
ἔτσι μέ βολεύει’, ὁ ἕνας, ‘Ἐμένα ἀλλιῶς μέ βολεύει’, ὁ ἄλλος καί τελικά ὁ καθένας
ἀναπαύεται σ’ αὐτό πού τόν βολεύει. Ἀλλά ἀνάπαυση δέν βρίσκει, γιατί ἡ
πραγματική ἀνάπαυση ἔρχεται ἀπό τήν ἀνάπαυση τοῦ ἄλλου».
Τότε θά ἀναπαυτοῦμε καί θά ξεκουραστοῦμε, ὅταν ἀναπαύσουμε τόν ἄλλον. Τό
μυστικό εἶναι πάντα ὁ ἄλλος, ὄχι ὁ ἑαυτός μας. Ὁ Χριστός μας πάντα μᾶς
παραπέμπει στόν ἄλλον. Μᾶς λέει: «Θέλεις νά συγχωρηθεῖς; Συγχώρησε τόν ἀδελφό
σου. Θέλεις νά ἐλεηθεῖς ἀπό Ἐμένα; Ἐλέησε τόν ἀδελφό σου. Θέλεις νά Μέ δεῖς; Δές
τόν ἀδελφό σου, ἀγάπησε τόν ἀδελφό σου, ἀλλιῶς δέν θά Μέ δεῖς. Θέλεις νά χαρεῖς;
Δώσε χαρά στόν ἀδελφό σου. Θέλεις νά Μέ ἀγαπήσεις; Ἀγάπησε τόν ἀδελφό σου.
Ἔτσι θά ἀγαπήσεις κι Ἐμένα». Ἄρα τό μυστικό εἶναι πάντα ὁ ἄλλος, ὁ ὁποιοσδήποτε
ἄλλος, αὐτός πού βρίσκεται δίπλα σου.
Λέει ὁ π. Παΐσιος: «Στήν Κατοχή τό 1941, ἐπειδή οἱ Γερμανοί ἔμπαιναν μέσα στά
χωριά, ἔβαζαν φωτιές καί σκότωναν, εἴχαμε φύγει ἀπό τήν Κόνιτσα καί εἴχαμε ἀνεβεῖ
στό βουνό. Τήν ἡμέρα πού οἱ Γερμανοί μπῆκαν στήν Κόνιτσα, τά δύο ἀδέλφια μου
εἶχαν πάει νωρίς τό πρωί κάτω στόν κάμπο, στό χωράφι πού εἴχαμε καλαμπόκια, νά
σκαλίσουν». Ὁπότε κινδύνευαν. «Μόλις ἄκουσα ὅτι ἔφτασαν οἱ Γερμανοί λέω στή
μητέρα μου ‘θά πάω στό χωράφι νά τούς εἰδοποιήσω’». Δέν λογάριασε τόν ἑαυτό
του μπροστά στόν κίνδυνο τῶν ἀδελφῶν του. «Ἐκείνη δέν μέ ἄφηνε, γιατί ὅλοι τῆς
ἔλεγαν ‘οἱ ἄλλοι ἔτσι κι ἀλλιῶς εἶναι χαμένοι. Μήν τό ἀφήνεις κι αὐτό νά πάει γιατί
θά χαθεῖ κι αὐτό’. Ποῦ νά ἀκούσω ἐγώ; Φοράω τά ἄρβυλα καί τρέχω κάτω στόν
κάμπο. Ἀπό τή βία μου ὅμως δέν τά ἔδεσα καλά καί καθώς περνοῦσα ἀπό ἕνα
ποτισμένο χωράφι, κόλλησαν τά ἄρβυλα στή λάσπη. Τά ἀφήνω καί τρέχω ξυπόλητος
μέσα ἀπό τήν ποταμιά, πού ἦταν γεμάτη τριβόλια (ἀγριόχορτα μέ πολλά ἀγκάθια).
Περίπου μιά ὥρα, καλοκαίρι, μέσα στή ζέστη ἔτρεχα ξυπόλητος πάνω στά τριβόλια.
Ἀλλά οὔτε κἄν καταλάβαινα πόνο».
Ξεχνάει τό σῶμα του ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη. Δέν πονάει.
«Φθάνω στό χωράφι μας, πάω κοντά στά ἀδέλφια μου, ἐκεῖ πού σκάλιζαν. ‘Ἤρθανε

98
οἱ Γερμανοί’, τούς λέω. ‘Πᾶμε νά κρυφτοῦμε’. Ὁπότε βλέπουμε τούς Γερμανούς νά
ἔρχονται μέ τά ὅπλα. ‘Συνεχίστε -τούς λέω- νά σκαλίζετε μέ τίς τσάπες κι ἐγώ θά
κάνω πώς ἀραιώνω τά καλαμπόκια καί ξεβοτανίζω’. Πέρασαν λοιπόν οἱ Γερμανοί
καί δέν μᾶς πείραξαν, δέν μᾶς εἶπαν τίποτα». Βλέπετε ἡ ἀγάπη καί ἡ προσευχή του!
«Ὕστερα εἶδα ὅτι τά πόδια μου ἀπό τά τριβόλια εἶχαν γίνει ὅλο πληγές. Μέχρι τότε
δέν τό εἶχα καταλάβει. Ἐκεῖνο τό τρέξιμο εἶχε χαρά. Εἶχε τή χαρά τῆς θυσίας. Ἄν δέν
ἔτρεχα καί πάθαιναν κάτι, μετά θά ἦταν γιά μένα βάσανο. Καί ἀσυνείδητος νά
ἤμουνα, θά εἶχα μετά τό βάσανο τοῦ βολέματος».
Ἐπίσης ἡ φιλαυτία μᾶς στερεῖ τήν εἰρήνη, τή χαρά καί μᾶς κάνει νά ταραζόμαστε.
-Τί φταίει Γέροντα καί δέν εἶμαι πάντοτε εἰρηνική;
-Δἐν ἐλευθερώθηκες ἀπό τόν ἑαυτό σου. Εἶσαι σκλάβα στόν παλαιό σου ἄνθρωπο.
Κοίταξε νά πετάξεις τόν ἑαυτό σου, γιατί ἄν δέν πετάξεις τόν ἑαυτό σου, θά σέ
πετάξει ὁ ἑαυτός σου. Ὅποιος ἔχει φιλαυτία, δέν μπορεῖ νά ἔχει ἀνάπαυση, εἰρήνη
ψυχῆς, γιατί δέν εἶναι ἐσωτερικά ἐλεύθερος.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοιώσιν τοῦ Θεοῦ, γιά νά εἶναι
ἐλεύθερος, ὅπως ὁ Θεός, πού εἶναι ἀπόλυτα ἐλέυθερος. Ὅσο ὅμως ἔχουμε πάθη μέσα
μας, δέν νιώθουμε ἄνετα.
«Ὅποιος ἔχει φιλαυτία, δέν μπορεῖ νά ἔχει ἀνάπαυση, εἶναι σάν τή χελώνα καί τό
περπάτημά του εἶναι σάν τῆς χελώνας. Βγάζει ἐλεύθερα τό κεφάλι της ἡ χελώνα; Ὄχι
βέβαια. Τόν περισσότερο καιρό μένει κλεισμένη στό καβούκι της».
Ἔτσι εἶναι καί ὁ φίλαυτος ἄνθρωπος. Εἶναι κλεισμένος στόν ἑαυτό του καί σκέφτεται
συνέχεια τίς ἀνάγκες του καί τά προβλήματά του.
-Νομίζω Γέροντα, ὅτι θεωρητικά πιάνω τόν ἑαυτό μου, στήν πράξη ὅμως …..
-Ἡ ἐφαρμογή εἶναι δύσκολη, ἐκεῖ ζορίζεται ὁ παλαιός ἄνθρωπος. Ἄν ὅμως δέν
ζορίσουμε φιλότιμα τόν παλαιό μας ἄνθρωπο, θά μᾶς ἀνατινάξει τήν πνευματική μας
οἰκοδομή.
Ὁ παλαιός ἄνθρωπος εἶναι τά πάθη, τά ἔνστικτα. Τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης,
τό πάθος τῆς φιλαυτίας. Ἄν δέν τά ἀνατινάξουμε αὐτά στόν ἀέρα, θά μᾶς
ἀνατινάξουν αὐτά. Τότε θά εἴμαστε συνέχεια σέ μία κατάσταση ταραχῆς, φοβίας καί
σκλαβιᾶς.
-Γέροντα, πῶς εἶναι ἡ κόλαση;
-Θά σοῦ πῶ μιά ἱστορία πού εἶχα ἀκούσει. Κάποτε ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος
παρακαλοῦσε τόν Θεό νά τοῦ δείξει πῶς εἶναι ὁ Παράδεισος καί ἡ κόλαση. Ἕνα
βράδυ λοιπόν στόν ὕπνο του ἄκουσε μιά φωνή νά τοῦ λέει: “Ἔλα, νά σοῦ δείξω τήν
κόλαση”. Βρέθηκαν τότε σ’ ἕνα δωμάτιο, ὅπου πολλοί ἄνθρωποι κάθονταν γύρω ἀπό
ἕνα τραπέζι καί στή μέση ἦταν μιά κατσαρόλα γεμάτη φαγητό. Ὅλοι ὅμως οἱ
ἄνθρωποι ἦταν πεινασμένοι, γιατί δέν μποροῦσαν νά φᾶνε. Στά χέρια τους
κρατοῦσαν ἀπό μία πολύ μακριά κουτάλα, ἔπαιρναν ἀπό τήν κατσαρόλα τό φαγητό,
ἀλλά δέν μποροῦσαν νά φέρουν τήν κουτάλα στό στόμα τους. Γι’ αὐτό, ἄλλοι

99
γκρίνιαζαν, ἄλλοι φώναζαν, ἄλλοι ἔκλαιγαν.
Τί μεγάλη δυστυχία, νά ἔχουν φαγητό καί νά μή μποροῦν νά φᾶνε!
«Μετά ἄκουσε τήν ἴδια φωνή νά τοῦ λέει “Ἔλα τώρα νά σοῦ δείξω καί τόν
Παράδεισο”. Βρέθηκε τότε σ’ ἕνα ἄλλο δωμάτιο, ὅπου πολλοί ἄνθρωποι κάθονταν
γύρω ἀπό ἕνα τραπέζι, ἴδιο μέ τό προηγούμενο καί στή μέση ἦταν πάλι μιά
κατσαρόλα μέ φαγητό καί εἶχαν τίς ἴδιες μακριές κουτάλες. Ὅλοι ὅμως ἦταν
χορτάτοι καί χαρούμενοι, γιατί ὁ καθένας ἔπαιρνε μέ τήν κουτάλα του φαγητό ἀπό
τήν κατσαρόλα καί τάιζε τόν ἅλλον».
Νά ἡ ἀγάπη! Τό μυστικό εἶναι ἡ ἀγάπη. Δέν εἶναι διαφορετικές καταστάσεις. Τό
φαγητό εἶναι τό ἴδιο, εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν δέν τή
μοιράζεσαι, δέν κοινωνεῖς, δέν βγαίνεις ἀπό τόν ἑαυτό σου, ζεῖς στήν κόλαση. Ὅταν
τή μοιράζεσαι, τότε ζεῖς στόν Παράδεισο.
«Κατάλαβες τώρα κι ἐσύ πῶς μπορεῖς νά ζεῖς ἀπό αὐτήν τή ζωή τόν Παράδεισο;
Ὅποιος κάνει τό καλό, ἀγάλλεται, διότι ἀμείβεται μέ θεϊκή παρηγοριά. Ὅποιος κάνει
τό κακό, ὑποφέρει καί κάνει τόν ἐπίγειο παράδεισο, ἐπίγεια κόλαση. Ἔχεις ἀγάπη,
καλοσύνη; Εἶσαι ἄγγελος καί ὅπου πᾶς ἤ σταθεῖς, μεταφέρεις τόν Παράδεισο. Ἔχεις
πάθη, κακία; Ἔχεις μέσα σου τόν διάβολο καί ὅπου πᾶς ἤ σταθεῖς, μεταφέρεις τήν
κόλαση. Ἀπό ἐδῶ ἀρχίζουμε νά ζοῦμε τόν Παράδεισο ἤ τήν κόλαση».
-Πῶς Γέροντα, θά ξεπεράσω τή φιλαυτία; Οἱ σωματικές μου δυνάμεις εἶναι λίγες καί
δυσκολεύομαι στήν αὐταπάρνηση καί στή θυσία.
-«Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί
τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει» (ψαλμ. 50,19). Δέν ξεπερνᾶς τή φιλαυτία
σου μέ τό νά σηκώνεις τόν βαρύ τουρβά τοῦ ἄλλου. Αὐτό δέν θά τό ζητήσει ἀπό
σένα ὁ Θεός, ἀφοῦ δέν ἔχεις σωματικές δυνάμεις, ἀλλά ἄν ταπεινώνεσαι καί
σηκώνεις μιά κουβέντα, μιά ἀδικία.
Ἡ θυσία δηλαδή πού θέλει ὁ Θεός εἶναι τό ταπεινό πνεῦμα. Τή συντετριμμένη καί
ταπεινωμένη καρδιά ὁ Θεός δέν θά τή διαλύσει τελείως. Τό νά δεχθεῖς τόν λόγο τοῦ
ἄλλου, τήν ἀδικία του εἶναι πάλι ξεπέρασμα τῆς φιλαυτίας. Νά σηκώσεις τήν
ἀδυναμία τοῦ ἄλλου.
«Κι ἄν προστεθεῖ καί λίγος σωματικός κόπος ἀπό ἀγάπη καί καλοσύνη, ξέρεις πῶς
βοηθάει μετά ὁ Θεός»;
-Γέροντα, ὁ σωματικός κόπος καί ἡ ἄσκηση τί σχέση ἔχουν μέ τήν ἐκκοπή τῶν
παθῶν;
-Ὁ σωματικός κόπος ὑποτάσσει τό σῶμα στό πνεῦμα. Καί ἡ νηστεία καί ἡ ἀγρυπνία
καί κάθε ἄσκηση, ὅταν γίνεται γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, παράλληλα μέ τόν ἀγώνα
γιά τήν ἐκκοπή τῶν ψυχικῶν παθῶν, βοηθοῦν. Γιατί ἄν δέν κάνει κανείς ἀγώνα γιά
νά ξερριζώσει τά ψυχικά πάθη, τήν ὑπερηφάνεια, τή ζήλεια, τόν θυμό καί κάνει μόνο
μιά ξερή σωματική ἄσκηση, θά θρέψει τά πάθη του μέ τήν ὑπερηφάνεια. Τά ψυχικά
πάθη μᾶς κάνουν μεγαλύτερο κακό ἀπ’ ὅ,τι τό πάχος τοῦ σώματος. Αὐτό εἶναι

100
καλοήθης ὄγκος, ἐνῶ τά ψυχικά πάθη εἶναι κακοήθης ὄγκος. Δέ λέω νά μή κάνει
κανείς ἄσκηση, ἀλλά νά μπεῖ στό νόημα τῆς ἄσκησης, πού σκοπός της εἶναι ἡ
ἀπέκδυση ἀπό τόν παλαιό μας ἄνθρωπο.
Δέν κάνουμε ἄσκηση γιά τήν ἄσκηση. Κάνουμε ἄσκηση γιά νά δώσουμε αὐτές τίς
ἀπελευθερωτικές δυνάμεις στήν ψυχή μας, ὥστε νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τά ψυχικά
πάθη. Ἀπό τή ζήλια, τήν ὑπερηφάνεια, τόν θυμό. Ἄν δέν ταπεινωθεῖ λίγο ἡ σάρκα μέ
τή σωματική ἄσκηση, δέν ταπεινώνεται ἡ ψυχή. Εἶναι κανόνας αὐτός. Σκεφτεῖτε τόν
ἑαυτό μας. Ὅταν ἔχουμε φάει καλά, ὅταν εἴμαστε ξεκούραστοι, ἔχουμε ἕνα ὑψηλό
φρόνημα καί αἰσθανόμαστε ὅτι μποροῦμε νά κάνουμε σχεδόν τά πάντα. Ἀντίθετα
ὄταν εἴμαστε ἄρρωστοι, νηστικοί, λίγο ἐξαντλημένοι, τότε εἴμαστε καί πιό
ταπεινωμένοι. Εἴμαστε πιό ἤπιοι, μέ ταπεινούς λογισμούς. Αὐτό ἀκριβῶς βοηθάει
στό νά κοποῦν τά ψυχικά πάθη. Ἄν ὅμως κάνουμε σκέτη ἄσκηση χωρίς νά
προσέχουμε τήν ταπείνωση, τούς λογισμούς καί χωρίς νά κάνουμε προσευχή, τότε
μπορεῖ νά ἀρρωστήσουμε περισσότερο πνευματικά. Θά μᾶς πεῖ ὀ λογισμός μας ὅτι
εἴμαστε ἀνώτεροι ἀπό τούς ἄλλους, ἀφοῦ κάνουμε ἄσκηση. Ἔτσι θά θρέψει τήν
ὑπερηφάνεια καί ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο δέν ξεριζώνει τότε τά πάθη του, ἀλλά τά
θρέφει ἀκόμα περισσότερο. Πρέπει ἑπομένως νά καταλάβουμε γιατί κάνουμε τήν
ἄσκηση. Δέν τήν κάνουμε σάν αὐτοσκοπό, ἀλλά γιά νά βοηθήσουμε τήν ψυχή νά
ταπεινωθεῖ, νά τραβήξει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά ψυχικά πάθη.
-Πῶς πρέπει, Γέροντα, νά ἀγωνίζεται κανείς στήν ἐγκράτεια;
-Ὁ ἀγώνας πρέπει νά γίνεται ὡς ἑξῆς: Ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη ὁ ὀργανισμός νά τοῦ τό δίνει
κανείς. Ὕπνο, φαγητό κ.λπ. Μετά θά ἔχει στόχο νά κόβει τά ψυχικά πάθη, τίς
ἐπιθυμίες του, τόν ἐγωισμό του, τή ζήλεια του κ.λπ. Καί μετά νά κάνει ἐγκράτεια στό
φαγητό, στόν ὕπνο. Τότε θά ἔχει νόημα ἡ σωματική ἄσκηση.
-Γέροντα, πῶς θά διακρίνει κανείς μέχρι ποῦ φθάνουν τά ὅρια τῆς ἀντοχῆς του καί
ἀπό ποῦ ξεκινάει ἡ φιλαυτία;
-Πρέπει νά παρακολουθεῖ τόν ἑαυτό του καί νά δοκιμάζει. Δοκιμάζοντας θά βρεῖ καί
τά δικά του μέτρα. Καί ὁ μπακάλης στήν ἀρχή, πού εἶναι ἄπειρος, ὅταν ζυγίζει,
ἄλλοτε βάζει λίγο καί ἄλλοτε πολύ. Ὅταν μετά ἀποκτήσει πείρα, βάζει ὅσο
χρειάζεται. Πάντως, ὅταν εἶναι νέος κανείς μπορεῖ νά κάνει περισσότερη ἄσκηση.
Ὅσο περνάει ἡ ἡλικία, οἱ δυνάμεις κάμπτονται καί δέν μπορεῖ κανείς νά ζορίσει πολύ
τόν ἑαυτό του. Ἄν τόν ζορίσει παραπάνω, μπορεῖ νά βλάψει καί τήν ὑγεία του. Γι’
αὐτό κατά καιρούς χρειάζεται νά κάνει μιά ἀναθεώρηση τῶν δυνάμεών του καί νά
προσαρμόζεται ἀνάλογα μέ τή νέα κατάστασή του.
-Καμμιά φορά, Γέροντα, ὅταν αἰσθάνομαι μία ἐξάντληση, μέ πιάνει μιά δειλία καί
δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε. Μήπως εἶναι φιλαυτία;
-Ὅταν αἰσθάνεσαι ἐξάντληση, νά ἐξετάζεις ἐάν εἶναι ἀπό ἀρρώστια. Ἐάν δέν εἶναι
ἀπό ἀρρώστια, δές μήπως σοῦ λείπει ὕπνος ἤ μήπως χρειαζόταν νά φᾶς ἤ νά
ξεκουρασθεῖς λίγο παραπάνω. Ἄν τίποτε ἀπό αὐτά δέν συμβαίνει, τότε εἶναι τοῦ
πειρασμοῦ. Σήκω, ἄρχισε τή δουλειά σου καί νικᾶς τόν πειρασμό.

101
-Πόσο πρέπει νά ἐπιμείνω, Γέροντα, στόν κόπο; Μήπως μέ τό νά οἰκονομάω τόν
ἑαυτό μου διώχνω τή Χάρη τοῦ Θεοῦ;
-Ὄχι, εὐλογημένη. Θέλει νά προσέχεις καί νά σταματᾶς, πρίν φθάσεις, νά μή
μπορεῖς.
Δέν πρέπει νά φτάνουμε στά ὅριά μας.
-Ὅμως, Γέροντα, αἰσθάνομαι, ὅτι ποτέ δέν ἐφάρμοσα αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες:
«Δώσε αἷμα, γιά νά λάβεις πνεῦμα».
-Τί αἷμα νά δώσεις ἐσύ, ἀφοῦ σοῦ λείπει αἷμα; Ἐσύ ἔχεις ἀνάγκη νά σοῦ δώσουν
αἷμα. Τά ψυχικά πάθη νά προσέξεις.
Ἡ φιλαυτία λοιπόν εἶναι ἡ γεννήτρια τῶν παθῶν. Νά παρακαλοῦμε καί τόν ἅγιο
Παΐσιο καί ὅλους τούς ἁγίους νά μᾶς βοηθοῦν νά ξεπεράσουμε αὐτό τό μεγάλο
πάθος.
Νά θυμόμαστε καί τά γενικά φάρμακα τῆς φιλαυτίας, πού εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ
ἐγκράτεια. Γιατί μέ τήν ἀγάπη πράγματι ὁ ἄνθρωπος νικάει τά ψυχικά πάθη. Μέ τήν
ἐγκράτεια πολεμάει καί τά σωματικά πάθη. Καί αὐτά τά δύο μαζί πολεμᾶνε τή
φιλαυτία.
Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού μπαίνει στόν ἀγώνα γιά νά βγεῖ ἀπό αὐτή τή φοβερή
σκλαβιά τῆς φιλαυτίας. Σημασία ἔχει ὄχι νά καταστρέψουμε τό σῶμα, ἀλλά τά πάθη.
Δέν εἴμαστε σωματοκτόνοι, ἀλλά παθοκτόνοι. Τό βασικό εἶναι νά θυμᾶται κανείς ὅτι
δέν πρέπει νά στρέφεται στόν ἑαυτό του, ἀλλά στόν Θεό. Ἔχει τεράστια σημασία ἡ
κατεύθυνση πρός τήν ὁποία κοιτάει ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ κάθε στιγμή κάπου κοιτάει
καί κάτι σκέφτεται.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

102
Περί φιλαυτίας - 3ο μέρος
Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τοῦ Γέροντα, συνεχίζουμε νά μιλᾶμε, σύμφωνα
πάντα μέ τούς Πατέρες καί τήν Ἁγία Γραφή, γιά τό κεφαλεῶδες πάθος, τή φιλαυτία.
Ἐπιγραμματικά νά σᾶς θυμίσω, ὅτι ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ ἐμπαθής καί ἄλογη φιλία πρός
τό σῶμα, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος. Φίλαυτος εἶναι αὐτός πού ἀγαπάει ὑπερβολικά
τόν ἑαυτό του, οὐσιαστικά τόν λατρεύει. Ὅταν ἡ προσοχή τοῦ ἀνθρώπου φεύγει ἀπό
τόν Θεό καί δέν ἐνδιαφέρεται νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, οὔτε νά κάνει τό θέλημά Του,
τότε στρέφεται πρός τόν ἑαυτό του καί κυρίως πρός τό σῶμα του, πού θέλει διαρκῶς
νά τό ἱκανοποιεῖ. Τό σῶμα ζητάει τήν ἀνάπαυση, τήν ἄνεση καί τήν καλοπέραση.Γι’
αὐτό, ἀπό τή φιλαυτία γεννιοῦνται οἱ τρεῖς γενικότατοι λογισμοί: τῆς γαστριμαργίας,
τῆς φιλαργυρίας -ἡ ὁποία ἐξασφαλίζει αὐτές τίς ἀνέσεις- καί τῆς κενοδοξίας. Τό
ἀποτέλεσμα τῆς φιλαυτίας εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεό, ἀπό τούς ἄλλους καί ἀπό
τόν ἑαυτό μας. Ὁ ἄνθρωπος νομίζει ὅτι ἐπειδή κλείνεται στόν ἑαυτό του,
ἐνδιαφέρεται γιά αὐτόν, ἀλλά οὐσιαστικά διασπᾶ τόν ἑαυτό του, τίς ἐσωτερικές
δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί ζεῖ μιά ‘σχιζοφρένεια’.
Καλεῖται, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος νά πολεμήσει αὐτό τό πάθος, αὐτήν τήν τάση νά
ἱκανοποιεῖ τίς ἐγωιστικές του ἐπιθυμίες. Βέβαια εἶναι ἀπό τίς πιό δύσκολες ἐντολές,
τό νά πολεμάει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος συνεχῶς τίς ἐγωιστικές του ἐπιθυμίες, νά
καταδιώκει ἀδιάκοπα τόν ἑαυτό του καί νά στρέφεται ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὁ
πιό μεγάλος καί δύσκολος ἐχθρός δέν εἶναι ὁ διάβολος, οὔτε ὁ κόσμος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ
ἑαυτός μας. Ἄν δέν ἀρνηθοῦμε τίς ἐγωιστικές ἐπιθυμίες καί τά θελήματά μας, δέ
μποροῦμε νά προσευχόμαστε καθαρά στόν Κύριο καί νά λέμε: «Γενηθήτω τό θέλημά
Σου» γιατί ἔχουμε δικά μας θελήματα. Ἄν δέ μπορέσουμε νά ἀπαρνηθοῦμε τή
μεγάλη ἰδέα, πού ἔχουμε γιά τόν ἑαυτό μας, δέ θά μπορέσουμε νά κατακτήσουμε τό
ἀληθινό μεγαλεῖο, πού εἶναι ὁ Θεός. Ἄν δέν ἀρνηθοῦμε τήν ἐλευθερία μας, δέ θά
γευθοῦμε τήν ἀληθινή ἐλευθερία, ὅπου μόνο μία θέληση κυριαρχεῖ, ἡ θέληση τοῦ
Θεοῦ. Γιατί, ἐκεῖνος πού εἶναι πραγματικά ἐλεύθερος, εἶναι ὁ Θεός. Κάνοντας
κάποιος λοιπόν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀρνούμενος τό δικό του θέλημα, αὐτός γίνεται
πραγματικά ἐλεύθερος.
Τό μυστικό τῶν Ἁγίων εἶναι τοῦτο: «Μήν ἐπιθυμεῖς κανενός εἴδους ἐγωιστική
ἐλευθερία καί θά σοῦ δοθεῖ ἡ πραγματική ἐλευθερία». Ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅτι ἄν
ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τόν ἑαυτό του εἶναι ἐλεύθερος, ἀλλά οὐσιαστικά εἶναι δοῦλος
τοῦ ἐγωισμοῦ του. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πού ἀρνεῖται αὐτήν τήν ἐγωιστική ἐλευθερία,
ἀρνούμενος τό θέλημά του καί κάνοντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε κερδίζει τήν
πραγματική ἐλευθερία. Γιατί ὅταν κάνει ὑπακοή, τότε ἐλευθερώνεται ἀπό τά πάθη,
τότε ἔρχεται τό ἅγιο Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καί ἐκεῖ ὑπάρχει ἐλευθερία, «οὗ τό Πνεῦμα
Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία» (Β΄Κορ. 3,17). Ὅπου εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐκεῖ ὑπάρχει
ἀληθινή ἐλευθερία, ἀλλιῶς ὁ ἄνθρωπος νιώθει συνεχῶς δέσμιος καί φυλακισμένος
καί νιώθει ἀσφυκτικά μέσα του καί γύρω του. Θέλει νά φύγει καί νά ἀποδράσει ἀπό

103
τή φυλακή τῶν παθῶν του.
Βλέπετε οἱ διαφημίσεις προτείνουν ἕνα ταξίδι, μιά ‘ἀπόδραση’. Δέν λένε ὅμως τήν
ἀλήθεια, γιατί δέν τήν ξέρουν. Ὅσο μακριά κι ἄν πᾶς καί στό πιό μακρινό νησί, ἄν
δέν ἐλευθερωθεῖς ἀπό τά πάθη σου, πάλι θά νιώθεις φυλακισμένος. Τά πάθη εἶναι
αὐτά πού δεσμεύουν τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, τά ἐγωιστικά θελήματα, ἡ
φιλαυτία. Χρειάζεται μεγάλος κόπος γιά νά καταπολεμήσει κανείς τά ἐγωιστικά του
θελήματα.
Πῶς γίνεται νά καταπολεμήσει κανείς τά ἐγωιστικά του θελήματα, νά πολεμήσει
οὐσιαστικά τόν ἑαυτό του;
«Πόλεμος ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ σου σημαίνει νά ἀπαρνιέσαι, τόσο τίς μικρές, ὅσο καί
τίς μεγάλες σου ἐμπαθεῖς ἐπιθυμίες». Οἱ ἅγιοι Πατέρες συνιστοῦν «νά ἀρχίζουμε ἀπό
τά μικροπράγματα». «Γιατί», λέει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, «πῶς θά μπορέσεις νά
σβήσεις μιά μεγάλη φωτιά, προτοῦ μάθεις νά σβήνεις πρῶτα μιά μικρή»;
Λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες: «Θέλεις νά ἀπελευθερωθεῖς ἀπό ἕνα μεγάλο πάθος; Νίκα τίς
μικρές ἐπιθυμίες. Μή νομίζεις πώς τό ἕνα εἶναι δυνατόν νά χωριστεῖ ἀπό τό ἄλλο. Οἱ
ἐπιθυμίες καί τά πάθη εἶναι δεμένα τό ἕνα μέ τό ἄλλο σάν τούς κρίκους μιᾶς
ἀλυσίδας». Σοῦ λέει, ἄς ποῦμε, ὁ λογισμός νά φᾶς λίγο ἀκόμα, ἐνῶ ἐσύ ξέρεις ὅτι
ἔχεις ἤδη χορτάσει. Ἄν ἀρνηθεῖς αὐτήν τή μικρή ἐπιθυμία, πού εἶναι εὔκολο,
μαθαίνεις σιγά-σιγά νά ἀρνεῖσαι τό θέλημά σου. Ἔτσι θά φτάσεις στό σημεῖο νά
κόβεις καί τίς μεγάλες ἐπιθυμίες σου.
«Ἑπομένως, δέ θά σοῦ ἀποδώσει μεγάλα πράγματα τό νά προσβάλλεις μόνο τά
μεγάλα ἐλαττώματα καί τίς κακές συνήθειές σου, πού δύσκολα ὑποτάσσονται, χωρίς
νά καταπολεμᾶς συγχρόνως καί τίς μικρές ‘ἀθῶες’ ἀδυναμίες σου π.χ. τή λιχουδιά γά
τά γλυκίσματα, τή φλύαρη διάθεση, τήν περιέργειά σου, τή βιασύνη σου. Στό τέλος-
τέλος, ὅλες μας οἱ ἐπιθυμίες, μικρές καί μεγάλες, χτίζονται στό ἴδιο θεμέλιο, τήν
ἀχαλίνωτη συνήθεια νά ἱκανοποιοῦμε μόνο τό ἐγωιστικό μας θέλημα». Πρέπει νά
ἀρνηθοῦμε αὐτό τό θεμέλιο. Ἔτσι δέν θά ἔχουμε ἐπιθυμίες, παρά μόνο αὐτό πού
θέλει ὁ Θεός. «Καί γιατί αὐτό θά πεῖ κανείς»; Γιατί νά κόψουμε τό θέλημά μας;
Γιατί, ἀπό τή στιγμή πού ἔγινε ἡ πτώση, ἔχουμε λάθος ἐπιθυμίες, τό θέλημά μας εἶναι
διεφθαρμένο. Μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἡ θέλησή μας κατευθύνεται
ἀποκλειστικά σέ ὅ,τι ἱκανοποιεῖ τό ἐγώ μας, σέ καθετί ἐγωιστικό, δηλαδή στή
φιλαυτία μας. Ἔχει διαφθαρεῖ ἡ θέλησή μας, γι’ αὐτό καί ὁ ἀγώνας μας ἔχει σάν
στόχο του αὐτήν τή διεφθαρμένη βούλησή μας. Πρέπει νά τήν πολεμήσουμε, νά τήν
ἀρνηθοῦμε αὐτήν τή θέληση. Αὐτό πρέπει νά τό κάνουμε ἀκούραστα, χωρίς διακοπή.
«Θέλεις π.χ. νά ρωτήσεις γιά κάτι ὄχι ἄξιο λόγου; Μή ρωτᾶς. Ἐπιθυμεῖς νά πιεῖς δύο
φλυτζάνια καφέ; Πιές ἕνα. Θέλεις νά κάνεις μιά ἐπίσκεψη, πού αίτία της ἔχει μιά
διάθεση κουτσομπολιοῦ; Μήν τήν κάνεις. Αὐτό σημαίνει νά κηρύξεις διωγμό
ἐναντίον τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ σου. Ἐκεῖνος πού πρέπει νά διωχθεῖ δέν εἶναι ὁ ἄλλος,
ὅπως νομίζουμε, ἀλλά ὁ ἑαυτός μας. Ἔτσι, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πάντοτε
ἐπιβάλλεις σιωπή στήν κραυγαλέα σου κακή θέληση.

104
Ἴσως ὅμως σοῦ δημιουργεῖται μιά ἀπορία. Εἶναι τόσο ἀπαραίτητο αὐτό; Οἱ ἅγιοι
Πατέρες ἀπαντοῦν μέ μιά ἐρώτηση: «Νομίζεις πώς μπορεῖς πραγματικά νά γεμίσεις
ἕνα δοχεῖο μέ καθαρό νερό προτοῦ ἀδειάσεις τό ἀκάθαρτο νερό, πού ἤδη ὑπάρχει; Ἤ
μπορεῖς νά ὑποδεχτεῖς ἕναν πολύ ἀγαπητό σου φιλοξενούμενο σ’ ἕνα δωμάτιο, πού
εἶναι γεμάτο μέ σκουπίδια καί παλιοπράματα; Ὄχι φυσικά. «Ὅποιος ἐλπίζει, ὅτι θά
μπορέσει νά δεῖ τόν Κύριο, ἁγνίζει ἑαυτόν, καθῶς Ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι» (Ἰωαν. Α΄
3,3).
Δηλαδή δέν μπορεῖς νά βάλεις μέσα σου τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν ἀρνηθεῖς τό
δικό σου θέλημα. Δέν μπορεῖς νά ἔχεις καί δικό σου θέλημα καί νά θέλεις νά κάνεις
καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτά σίγουρα εἶναι ἀντίθετα. Ὁ Θεός θέλει νά βγαίνουμε
ἀπό τό ἐγώ μας καί νά μοιάζουμε σέ Αὐτόν, πού εἶναι Ἀγάπη. Νά στρεφόμαστε στόν
Θεό καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους, πού εἶναι παιδιά Του. Ἄν λοιπόν δέ βγάλουμε τήν
ἄρρωστη ἀγάπη πού ἔχουμε πρός τόν ἑαυτό μας, δέν μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε οὔτε
τόν Θεό, οὔτε τόν συνάνθρωπο. Γι’ αὐτό, εἶναι ἀπαραίτητο νά πολεμήσουμε τόν
ἑαυτό μας καί νά καθαρίσουμε τήν καρδιά μας.
«Ἄς πετάξουμε ὅλα τά παλιοπράματα, πού εἶναι στοιβαγμένα μέσα της. Ἄς
σκουπίσουμε τό λερωμένο πάτωμα, ἄς καθαρίσουμε τά παράθυρα κι ἄς τά ἀνοίξουμε
γιά νά μπεῖ φῶς καί καθαρός ἀέρας στό δωμάτιο, πού ἐτοιμάζουμε τό κατάλυμα τοῦ
Κυρίου μας». Αὐτό τό δωμάτιο εἶναι ἡ καρδιά μας καί ἐκεῖ μέσα δέν πρέπει νά
ὑπάρχουν βρωμιές, δηλαδή ἐγωισμός καί φιλαυτία. «Καί ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἄς ντυθοῦμε
μέ καθαρά ροῦχα, γιά νά μή μᾶς μολύνει πιά ἡ μούχλα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί
δοῦμε τόν ἑαυτό μας ἐκβαλλόμενον ἔξω ἀπ’ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
«Μακάρι ὅλα αὐτά νά γίνουν ὁ κόπος τῆς κάθε στιγμῆς καί τῆς κάθε ὥρας τῆς ζωῆς
μας». Αὐτός ὁ ἐχθρός, ὅπως εἴπαμε, χρειάζεται ἕναν ἀμείλικτο συνεχή διωγμό. «Μέ
τόν τρόπο αὐτό πραγματοποιοῦμε, ὅ,τι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς προσκαλεῖ μέ τό στόμα
τοῦ ἀπόστολου Ἰακώβου νά κάνουμε: ‘ἁγνίσατε καρδίας’ (Ἰακ. 4,8)». Ὅσο ἡ καρδιά
ἔχει ἐγωιστικές ἐπιθυμίες, εἶναι βρώμικη καί ὅσο εἶναι βρώμικη δέν μπορεῖ νά δεχθεῖ
τόν Θεό. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, πού δέν μποροῦμε νά κάνουμε σωστή προσευχή, τό ὅτι
ἔχουμε λογισμούς, θελήματα. Τήν ὥρα πού πᾶμε νά προσευχηθοῦμε, μᾶς ἔρχονται
στό μυαλό ὅλα αὐτά τά ἐγωιστικά θελήματα, τά ὁποῖα δέν μᾶς ἀφήνουν νά κάνουμε
σωστή προσευχή.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει: «καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός
καί πνεύματος (Β΄ Κορ. 7,1). «Ἔσωθεν γάρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ
διαλογισμοί οἱ κακοί ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι,
πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμός πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη·
πάντα ταῦτα τά πονηρά ἔσωθεν ἐκπορεύεται καί κοινοῖ τόν ἄνθρωπον» (Μαρκ. 7,21-
23), λέει ὁ Κύριος. Καί προτρέπει πάλι τόν Φαρισαῖο: «καθάρισον πρῶτον τό ἐντός
τοῦ ποτηρίου καί τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καί τό ἐκτός αὐτῶν καθαρόν» (Ματθ.
23,26). Δέν ἀρκεῖ νά ἔχουμε μιά ἐξωτερική καλή συμπεριφορά, πού νά μᾶς δείχνει
ὅτι εἴμαστε κάπως ταπεινοί, ἀλλά νά καθαρίσουμε τήν καρδιά μας ἀπό τά ἐγωιστικά
θελήματα.

105
«Ἀκολουθώντας τήν προτροπή τοῦ Κυρίου καί ἀρχίζοντας ἀπό τό ἐσωτερικό μας, ἄς
θυμώμαστε πώς δέν καθαρίζουμε τήν καρδιά γιά μᾶς τούς ἴδιους. Δέ στολίζουμε καί
δέν περιποιούμαστε τό δωμάτιο γιά τή δική μας ἀπόλαυση, ἀλλά γιά νά μπορέσει νά
τό χαρεῖ ὁ φιλοξενούμενος. Κάθε μας σκέψη γυρίζει στόν φιλοξενούμενο, δηλαδή
στόν Κύριο. Κι ὅταν αὐτός ἔρθει, ἀποσυρόμαστε γιά νά ἡσυχάσει. Φυσικά δέν
περιμένουμε γιά αὐτήν τή φιλοξενία πληρωμή». Εἶναι πολύ μεγάλη μας τιμή νά ἔρθει
ὁ Κύριος καί νά κατοικήσει μέσα στήν καρδιά μας. Ὅμως δέν πρόκειται νά ἔρθει ὅσο
ὑπάρχει ἡ φιλαυτία.
Ὑπάρχουν τρεῖς κατηγορίες ἀνθρώπων, λέει ὁ ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθάτος: «Οἱ
σαρκικοί, πού θέλουν νά ζοῦν μόνο καί μόνο γιά νά ἱκανοποιοῦν τόν ἑαυτό τους,
ἔστω κι ἄν χρειαστεῖ νά βλάψουν ἄλλους». Δέν τούς ἐνδιαφέρει γιά τούς ἄλλους. «Οἱ
ψυχικοί, πού θέλουν νά ζοῦν γιά τόν ἑαυτό τους καί γιά τούς ἄλλους καί τέλος οἱ
πνευματικοί, πού θέλουν νά ἀρέσουν μόνο στό Θεό, ἔστω κι ἄν αὐτό ἀποβαίνει σέ
βάρος τους».
«Ἡ πρώτη κατηγορία βρίσκεται χαμηλότερα ἀπ’ αὐτό πού λέμε ‘ἀνθρώπινη φύση’.
Ἡ δεύτερη κατηγορία ἀποτελεῖ τούς συνηθισμένους ἀνθρώπους καί ἡ τρίτη
κατηγορία εἶναι αὐτῶν πού ζοῦν ‘ὑπέρ φύσιν’. Ἡ ζωή αὐτή πού ζοῦν, εἶναι ἡ ἐν
Χριστῷ ζωή». Σ’ αὐτήν τήν κατηγορία πρέπει νά φτάσουμε καί ὄχι νά μείνουμε στή
δεύτερη, στήν ὁποία ἀνήκουν οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι.
«Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος σκέφτεται πνευματικά. Προσδοκία του εἶναι νά μπορέσει
νά ἀπολαύσει τή χαρά ἐκείνη πού νιώθουν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ‘ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ
μετανοοῦντι’ (Λουκ. 15,7). Καί ὁ ἁμαρτωλός αὐτός νά μήν εἶναι ἄλλος, παρά αὐτός
ὁ ἴδιος». Αὐτός προσπαθεῖ νά φτάσει στήν τέλεια μετάνοια. «Αὐτά τά συναισθήματα
πρέπει νά σέ διακατέχουν καί μέ αὐτή τήν ἐλπίδα νά ἐργάζεσαι, τῆς ὁλοκληρωμένης
μετάνοιας, γιατί ὁ Κύριος μᾶς ἔχει δώσει τήν ἐντολή νά εἴμαστε ‘’τέλειοι, ὥσπερ ὁ
πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν’’ (Ματθ. 5,48) καί νά ζητοῦμε ‘πρῶτον
τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ’ (Ματθ. 6,33)».
«Ἑπομένως, μή σταθεῖς οὔτε στιγμή», προκειμένου νά νικήσεις τή φιλαυτία. «Μή
θελήσεις νά ξεκουραστεῖς προτοῦ νεκρώσεις ἐκεῖνο τό κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ σου πού
σέ ὑποτάσσει στή σαρκική σου φύση», στό σῶμα σου. Μάθε νά ἀνιχνεύεις κάθε
σημάδι τῆς παρουσίας τῆς σάρκας μέσα σου καί καταδίωκέ την χωρίς ἔλεος, γιατί ‘’ἡ
γὰρ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος, τό δέ πνεῦμα κατά τῆς σαρκός’’ (Γαλ.
5,17)». Ἡ φίλαυτη διάθεση εἶναι ἡ φιλόσαρκη διάθεση. Ἀπό ἐκεῖ πρέπει κανείς νά
ξεκινήσει γιά νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό ὅλα τά πάθη, ἀφοῦ ὅπως εἴπαμε ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ
ρίζα ὅλων τῶν παθῶν.
Τό κομβικό σημεῖο πού πολεμᾶμε καί μ’ αὐτό φεύγει ἡ φιλαυτία εἶναι τό νά
ξεριζώσουμε τήν ἐπιθυμία πού ἔχουμε μέσα μας γιά ἀπόλαυση, ἄνεση καί σωματική
καλοπέραση. Εἶναι γραμμένο στό Εὐαγγέλιο ὅτι πρέπει νά ψάξουμε καί νά βροῦμε τή
στενή ὁδό, «τήν ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν» (Ματθ. 7,14). Ἐπίσης ὅτι θά χρειαστεῖ νά
ἀγωνιστοῦμε γιά νά μποῦμε ἀπό τή στενή πύλη. Πολλοί, λέει ὁ Κύριος, θά ζητήσουν
νά μποῦν καί δέν θά μπορέσουν (Λουκ. 13,24). Δέν εἶναι δύσκολο νά καταλάβουμε

106
τί θέλει νά πεῖ ὁ Κύριος. Ἡ ἐξήγηση βρίσκεται ἀκριβῶς στήν ἀπροθυμία μας νά
καταδιώξουμε καί νά κυνηγήσουμε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Τόν ἑαυτό μας τόν
κανακεύουμε, δέ θέλουμε νά τὀν ζορίσουμε. Αὐτό πρέπει ὅμως νά κάνουμε. Γι’ αὐτό
εἶπε ὁ Κύριος ὅτι εἶναι στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός καί λίγοι εἶναι αὐτοί πού
τή βρίσκουν. Γιατί εἶναι λίγοι; Διότι, λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, οἱ πολλοί δέ θέλουν
νά ζοριστοῦν. Εἶναι ράθυμοι, εἶναι φίλαυτοι.
«Ἴσως κατορθώνουμε νά περιορίσουμε ὡς ἕνα βαθμό τά μεγάλα μας ἐλαττώματα.
Δέν προσέχουμε ὅμως τά μικρά. Ἀντίθετα τά ἀφήνουμε ἐλεύθερα καί μεγαλώνουν
ἀνεμπόδιστα. Δέν εἴμαστε κλέφτες, οὔτε ἅρπαγες, οὔτε ἄδικοι. Ἐν τοῦτοις,
φλυαροῦμε εὐχαρίστως καί ἴσως καί γιά πράγματα πού δέν πρέπει νά κάνουμε οὔτε
κουβέντα». Αὐτό μᾶς σκοτώνει καί δέ μᾶς ἀφήνει νά περάσουμε τήν πύλη, πού εἶναι
στενή και τεθλιμμένη. «Μπορεῖ νά μή φᾶμε τό φαγητό μας γιά λόγους
αὐτοκυριαρχίας, ἀλλά πίνουμε πάρα πολύ καφέ ἤ τσάι στή θέση τοῦ φαγητοῦ». Ἔτσι
ἔρχεται ὁ πονηρός καί μᾶς σερβίρει ἕνα ὑποκατάστατο καί τό δεχόμαστε,
πιστεύοντας ὅτι εἶναι ἀσήμαντο. «Ἡ καρδιά παραμένει γεμάτη ἀπό ἐπιθυμίες. Οἱ
ρίζες τοῦ κακοῦ δέν ξεριζώθηκαν ἀπό μέσα μας. Περιπλανιόμαστε μέσα σέ πυκνές
λόχμες, πού ἀπ’ αὐτές εἶναι γεμάτη ἡ γῆ τῆς ψυχῆς μας». Δυστυχῶς πολλές φορές,
ἐμεῖς πού λεγόμαστε χριστιανοί, τό ζοῦμε αὐτό τό πράγμα καί τό μεταδίδουμε στά
παιδιά μας. Πιστεύουμε πώς ἀρκεῖ νά προσέχουμε μόνο τά βασικά καί ὄχι τά μικρά.
Κι ὅμως τά μικρά εἶναι πού δέ μᾶς ἀφήνουν νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Κύριο. Διότι ἡ
καρδιά παραμένει βρώμικη, οἱ ρίζες εἶναι μέσα. Ἄν δέν ξεριζώσουμε τά πάθη, ἄν δέ
φύγουν ἀπό μέσα τελείως καί οἰ μικρές ἐπιθυμίες, δέν θά μπορέσουμε νά
ἐλευθερωθοῦμε καί νά ἑτοιμάσουμε θέση γιά τόν Κύριο μέσα στήν καρδιά μας.
«Κάνε ἀκάθεκτη ἐπίθεση ἐναντίον τῆς φιλαυτίας σου, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ρίζα κάθε
κακοῦ πού συμβαίνει μέσα σου. Ἄν μποροῦσες νά δεῖς καθαρά, θά διέκρινες ἀμέσως,
ὅτι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιά τό κακό αὐτό, ἐπειδή δέν θέλουμε νά
καταλάβουμε πώς στήν πραγματικότητα ὁ πόλεμος ἐναντίον τῆς φιλαυτίας εἶναι ὅ,τι
καλύτερο γιά τή σωτηρία μας. Ἐπειδή ὅμως εἶσαι φίλαυτος, γι’ αὐτό δέν στρέφεις
μέσα σου τό βλέμμα σου. Μόνο περιποιεῖσαι τόν ἑαυτό σου· γι’ αὐτό εἶναι τόσο
στενός ὁ ὁρίζοντάς σου. Ἡ ἀγάπη σου εἶναι περιορισμένη σέ σένα τόν ἴδιο.
Ἐλευθέρωσέ την καί θά δεῖς ὅτι τό κακό θά φύγει ἀπό μέσα σου».
Εἶναι αὐτό πού λέγαμε ὅτι πρέπει νά κινηθοῦμε πρός τόν Θεό ἀγαπητικά. Νά
ἐπιθυμήσουμε αὐτήν τήν ἀπόλαυση, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τότε εὔκολα θά
ἀπαλλαχθοῦμε ἀπό αὐτές τίς γήινες ἀπολαύσεις, πού εἶναι φίλαυτες καί ἐγωιστικές.
«Πίεσε τή βλαβερή μαλθακότητά σου καί τήν ἐπιθυμία σου νά ζεῖς μέ ραθυμία».
Δυστυχῶς καί τά παιδιά τά μαθαίνουμε νά ζοῦν μέ μαλθακότητα. Δέν τά μαθαίνουμε
νά ζορίζονται, νά ἀσκοῦνται, νά σκληραγωγοῦνται, γιατί ἔτσι ζοῦμε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
Αὐτό ὅμως προξενεῖ πολύ μεγάλη βλάβη καί μᾶς κάνει νά ζοῦμε μέ ραθυμία. Ἡ
ραθυμία εἶναι ὁ πρῶτος καί μεγάλος μας ἐχθρός, ὁ ὁποῖος δέ μᾶς ἀφήνει νά
περάσουμε τή στενή πύλη καί τήν τεθλιμμένη ὁδό, πού ὁδηγεῖ στή ζωή.
«Χτύπα την σκληρά τή ραθυμία ἀπ’ ὅλες τίς μεριές. Κατάπνιξε τήν ἐπιθυμία σου γιά

107
ἁμαρτωλές ἀπολαύσεις. Μήν τήν ἀφήνεις νά ἀναπνεύσει. Μάθε νά εἶσαι αὐστηρός
στόν ἑαυτό σου καί τίς κακές του ἐπιθυμίες. Ὅλα ἀποκτοῦν δύναμη μέ τή συχνή
ἐπανάληψη, ὅμως πεθαίνουν, ὅταν δέν τούς δίνεται τροφή». Ἐδῶ εἶναι πάλι ἕνα
κομβικό σημεῖο. Εἶναι ἡ δύναμη τῆς συνήθειας. Ὅταν συνηθίσεις τόν ἑαυτό σου
στήν ἄσκηση καί τή σκληραγωγία, τότε πιό εὔκολα τό κάνεις καί τό αὐξάνεις. Ὅσο
δέν τό συνηθίζεις καί παραμένεις ἀργός, τόσο βουλιάζεις καί χάνεσαι μέσα σ’ αὐτήν
τή δίνη τῆς μαλθακότητας.
«Πρόσεξε ἐπίσης πολύ μήπως κλείνεις βέβαια τήν πόρτα στά μεγάλα κακά, ἀλλά
ἀφήνεις συγχρόνως ἀνοιχτά τά παράθυρα γιά νά ξαναγλιστρήσει μέσα σου ἡ κακή
συνήθεια μέ ἄλλη μορφή. Τί θά σέ ὠφελήσει π.χ. ἄν ἀρχίζεις νά κοιμᾶσαι σέ σκληρό
κρεβάτι κι ἀπό τήν ἄλλη μεριά βαριέσαι νά κάνεις μιά μικροεξυπηρέτηση; Ἤ τί
πετυχαίνεις ἄν κόβεις τό τσιγάρο, ἀλλά ἀφήνεις ἀχαλίνωτη τή γλώσσα σου; Ἤ δέν
εἶσαι φλύαρος, ἀλλά διαβάζεις ἐρεθιστικά μυθιστορήματα; Ἤ δέ διαβάζεις
μυθιστορήματα τῆς κακιᾶς ὥρας, ἀλλά ἀφήνεις ἀδέσποτη τή φαντασία σου νά τρέχει
ἐδῶ κι ἐκεῖ; Ὅλα αὐτά εἶναι κατά βάθος διαφορετικές ὄψεις τοῦ ἴδιου φαινομένου,
δηλαδή τῆς ἀχόρταγης ἐπιθυμίας σου νά ἱκανοποιήσεις τήν ἀνάγκη ἀπολαύσεων
ἐγωιστικῶν».
«Εἶναι ἀνάγκη λοιπόν νά προχωρήσεις μέσα σου καί νά ξεριζώσεις τήν κακή
ἐπιθυμία γιά νά προχωρεῖς καλά, γιά νά αἰσθάνεσαι καλά, γιά νά ‘σαι
εὐχαριστημένος. Πρέπει νά μάθεις ν’ ἀγαπᾶς τόν κόπο, τήν κούραση, τόν πόνο, τή
δυσκολία. Ἔχεις καθῆκον νά ἐφαρμόζεις τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου, νά μή
ματαιολογεῖς, νά μή κομψεύεσαι, ν’ ἀκοῦς τούς πνευματικούς σου ὁδηγούς, νά μήν
ἐπιτρέπεις νά σέ κυριεύουν σαρκικές ἐπιθυμίες, νά μή θυμώνεις, κ.ο.κ. Ὅλες αὐτές οἱ
ἐντολές δέν μᾶς δόθηκαν χωρίς λόγο, οὔτε πρέπει νά τίς παραθεωροῦμε σάν νά μήν
ὑπῆρχαν καθόλου. Μᾶς δόθηκαν γιά νά τίς ἐκτελοῦμε. Διαφορετικά δέν θά μᾶς
καλοῦσε ὁ Κύριος νά τίς ἐφαρμόσουμε. ‘’Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν,
ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν’’ (Ματθ. 16,24) εἶπε» καί ἀφήνει τό ζήτημα στήν ἐλεύθερη
ἐκλογή τοῦ καθενός καί στήν προσωπική του προσπάθεια. Αὐτή ἡ ἀπάρνηση τοῦ
ἑαυτοῦ μας εἶναι οὐσιαστικά ἀπάρνηση τῆς φιλαυτίας μας Δέν ἀναγκάζει ὁ Κύριος
κανέναν νά ἀρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί τή φιλαυτία του. Ὅποιος ὅμως τό κάνει, αὐτός
εἶναι καί ὁ μαθητής Του, ἀλλιῶς δέ μπορεῖ νά εἶναι κάποιος μαθητής Του.
Λέει ὁ ἅγιος Παΐσιος ὅτι δέν πρέπει νά προσκυνᾶμε τήν ἀνάπαυση. Δυστυχῶς ὁ
σύγχρονος ἄνθρωπος προσκυνάει τήν ἀνάπαυση καί πιστεύει ὅτι ἔτσι θά ἔχει τή
χαρά, τή μακαριότητα καί τήν εὐτυχία. Αὐτό εἶναι ἐντελῶς λάθος. Φαίνεται μάλιστα
κατεξοχήν στά παιδιά καί στούς νέους, πού ἔχουν τά πάντα, σωματικά, ἔχουν μεγάλη
ἄνεση κι ὅμως εἶναι γεμάτα μέ ἀνία, μέ ἀκηδία καί μέ βαρεμάρα.
Ρώτησαν τόν Γέροντα Παΐσιο:
– Ὅταν, Γέροντα, λέω: «Τόσο μπορῶ νά δουλέψω, αὐτή εἶναι ἡ ἀντοχή μου», ἀπό
φιλαυτία τό λέω;
– Ὅσο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει· ὅσο δουλεύει, τόσο δυναμώνει. Ἐκτός πού
διώχνει τή μούχλα μέ τή δουλειά, βοηθιέται καί πνευματικά.

108
Ὅταν δηλαδή κανείς ἀγαπήσει τόν κόπο καί τόν πόνο, πού ἔχει μέσα της κάθε
ἐργασία, κάθε διακόνημα, τότε ξεπερνάει τή φιλαυτία του. Τότε κάνει πράγματα πού
νόμιζε ὅτι δέν μπορεῖ νά τά κάνει. Γιατί πάρα πολλές φορές δειλιάζουμε. Λέει πάλι ἡ
Γράφή: «λογισμοί γάρ θνητῶν δειλοί» (Σοφ.Σειρ. 9,14).
«Ὁ σκοπός εἶναι νά φθάση νά χαίρεται ὁ ἄνθρωπος περισσότερο ἀπό τήν κακοπάθεια
παρά ἀπό τήν καλοπέραση. Ἂν ξέρατε πῶς ζοῦν μερικά γεροντάκια ἐκεῖ στό Ἅγιον
Ὅρος, ἀλλά καί τί χαρά νιώθουν!
Νά, ἕνα γεροντάκι, πού ἔμενε μόνο του ἕνα χιλιόμετρο πιό πέρα ἀπό τό Καλύβι μου,
τί αὐταπάρνηση εἶχε! Τό Καλύβι του ἦταν ψηλά, σέ ἕνα πολύ ἀπότομο μέρος, καί τό
καημένο ἀρκουδώντας κατέβαινε ἀπό τό μονοπάτι γιά νά πάη σέ ἕνα ἄλλο γεροντάκι
πιό κάτω, ὅταν χρειαζόταν κάτι. Ἤθελαν νά τό πάρουν στό γηροκομεῖο, ἀλλά δέν
δεχόταν καί ὅλοι μετά ἔλεγαν: ‘αὐτός εἶναι πλανεμένος’, γιατί καθόταν μόνος του
ἐκεῖ.
Μιά μέρα πού ἦρθε στό Καλύβι, μοῦ εἶπε γιά ποιόν λόγο δέν ἤθελε νά φύγει: Ὅταν
ζοῦσε ὁ Γέροντάς του, τό Καλύβι τους δέν εἶχε ναό καί ἐκεῖνος παρακαλοῦσε τόν
Γέροντά του νά κάνουν ναό. ‘‘Ἂς κάνουμε ναό, τοῦ εἶπε τελικά ὁ Γέροντάς του,
ἀλλά μετά δέν πρέπει ποτέ νά φύγης ἀπό ‘δῶ, γιατί θά μένη στό Ἱερό ὁ Φύλακας
Ἄγγελος καί δέν κάνει νά τόν ἀφήσης μόνον’’. Τότε αὐτός τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά
μείνη γιά πάντα στό Καλύβι καί ἔτσι ἔκαναν τόν ναό. Τελευταία εἶχε γκρεμισθεῖ καί
τό Κελλί του καί ἔμενε μέσα στήν ἐκκλησία· κοιμόταν σέ ἕνα στασίδι. Τέτοια
αὐταπάρνηση!
Εἶχα φροντίσει νά ἔχει μερικά ροῦχα, γιά νά ἀλλάζει τουλάχιστον, γιατί ὑπέφερε ἀπό
τά ἔντερα καί εἶχε κοψίματα. Μία μέρα ἔστειλα ἕναν γνωστό γιατρό νά πάει νά τόν
δεῖ. Πῆγε μέ ἕναν ἄλλον, χτυποῦν, ξαναχτυποῦν, τίποτε. Ὅταν ἄνοιξαν, τόν βρῆκαν
πεθαμένο στό στασίδι πού ἔμενε, σκεπασμένο μέ μιά κουβέρτα. Ἐκεῖ ἀνεπαύθη ἐν
Κυρίῳ!
Ἡ σκληρότητα στή ζωή μας για τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φέρνει στήν καρδιὰ τήν
τρυφεράδα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ θεῖες ἡδονές γεννιοῦνται ἀπό τίς σωματικές ὀδύνες. Οἱ
Πατέρες ἔδωσαν αἷμα καί ἔλαβαν πνεῦμα. Μέ ἱδρώτα καί κόπο πῆραν τή Χάρη.
Πέταξαν τόν ἑαυτό τους καί τόν βρῆκαν στά χέρια τοῦ Θεοῦ».
Μέ τήν ἔκφραση αὐτή ὁ Γέροντας ἐννοεῖ νά πετάξουμε τή φιλαυτία.
«Πολύ μέ συγκίνησε τό συναξάρι τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τοῦ Σινᾶ. Πέντε χιλιάδες
ἀσκητές ἔζησαν στό Σινᾶ καί πόσοι ἄλλοι στό Ἅγιον Ὄρος! Χίλια χρόνια πόσοι
Πατέρες ἁγίασαν! Ἀλλά καί οἱ Ὁμολογητές καί οἱ Μάρτυρες τί τράβηξαν! Καί ἐμεῖς
γκρινιάζουμε γιά τήν παραμικρὴ ταλαιπωρία. Ζητᾶμε νά ἀποκτήσουμε χωρίς κόπο
τήν ἁγιότητα. Σπανίζει ἡ αὐταπάρνηση. Οὔτε ἐμεῖς οἱ μοναχοί δέν καταλάβαμε ὅτι
‘’τά καλά κόποις κτῶνται’’ καί ἔχουμε τήν ἐπιείκεια στόν ἑαυτό μας· δικαιολογοῦμε
τόν ἑαυτό μας καί βρίσκουμε ἐλαφρυντικά γιά τό καθετί. Ἀπὸ ‘κεῖ ξεκινάει τό κακό.
Καί ὁ διάβολος βρίσκει δικαιολογίες γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά τά χρόνια περνᾶνε.
Γι’ αὐτό νά μή ξεχνιώμαστε· νά θυμόμαστε καί λίγο ὅτι ὑπάρχει καί θάνατος. Μιά

109
πού θά πεθάνουμε, νά μήν προσέχουμε καί τόσο πολύ τό σῶμα· ὄχι νά μήν
προσέχουμε καί νά παθαίνουμε ζημιές, ἀλλά νά μήν προσκυνοῦμε τήν ἀνάπαυση».
Δέν λέει ὁ Γέροντας νά παραμελεῖς τελείως τό σῶμα σου καί νά ἀρρωσταίνεις, ἀλλά
νά μήν προσκυνᾶς τήν ἀνάπαυση.
– Γέροντα, ἔχω τόν λογισμό μήπως δέν φταίει ἡ λίγη ἀντοχή μου πού κουράζομαι
εὔκολα, ἀλλά κάτι ἄλλο.
– Ναί, ἄν ὑπῆρχε ἡ θεία φλόγα μέσα σου, τότε ὅλα θά ἦταν διαφορετικά.
Λέει ὁ Γέροντας ὅτι, ἄν εἶχε τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, δέν θά κουραζόταν τόσο
εὔκολα.
– Γέροντα, πῶς θά ἀποκτήσω αὐτή τή θεία φλόγα;
– Ἄν ξεχνᾶς τόν ἑαυτό σου καί σκέφτεσαι τούς ἄλλους.
Ὁ ἄνθρωπος δέν κουράζεται, ἄν αγαπήσει τούς ἄλλους καί τόν Θεό καί μπορεῖ τότε
νά κάνει πάρα πολλά πράγματα.
– Μοῦ φαίνεται δύσκολο νά τό κάνω πάντοτε αὐτό.
– Τουλάχιστον προσπάθησε νά σκέφτεσαι καί νά φροντίζεις τούς ἄλλους, ὅπως
σκέφτεσαι καί φροντίζεις τόν ἑαυτό σου. Ἔτσι, σιγά-σιγά θά φθάσεις νά ἀδιαφορεῖς
γιά τόν ἑαυτό σου, μέ τήν καλή ἔννοια καί νά σκέφτεσαι πάντα τούς ἄλλους. Καί
τότε βέβαια θά σέ σκέφτεται καί ὁ Θεός, θά σέ σκέφτονται καί οἱ ἄλλοι. Μόνο νά
μήν τό κάνεις, γιά νά σέ σκέφτονται οἱ ἄλλοι.
Ὅταν δηλαδή κανείς σκέφτεται τούς ἄλλους, τότε λύνονται καί τά δικά του
προβλήματα. Ὁ Θεός βλέποντας τό δόσιμο πού κάνουμε πρός τόν ἄλλον, τά
τακτοποιεῖ ἔτσι τά πράγματα, ὥστε νά λύνονται καί τά δικά μας προβλήματα καί οἱ
δυσκολίες.
– Τελικά, Γέροντα, αὐτό πού μέ βασανίζει εἶναι ὁ ἑαυτός μου.
– Ναί, βρέ παιδί μου, πέταξε τόν ἑαυτό σου. Ἄν πετάξεις τόν ἑαυτό σου, μετά θά
πετᾶς. Τί τόν κρατᾶς τόν ἑαυτό σου γιά τόν ἑαυτό σου;
Αὐτό μᾶς θυμίζει τό χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού λέει: «οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν
ἠγοράσθητε γάρ τιμῆς» (Α΄Κορ. 6,19-20). Δέν ἀνήκετε στόν ἑαυτό σας. Ἔχετε
ἀγορασθεῖ μέ τό τίμιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Χριστιανοί δέν ἀνήκουμε στόν ἑαυτό
μας, οὔτε μποροῦμε νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε μέ τόν ἑαυτό μας. Μ’ αὐτήν τήν ἔννοια
λέει ὁ Γέροντας νά πετάξουμε τόν ἑαυτό μας. Ἐννοεῖ νά διακονοῦμε τούς ἄλλους καί
μόνιμα νά σκεφτόμαστε τούς ἄλλους. Τότε θά ἔχουμε πραγματική χαρά.
«Τό κομμάτι τῆς ἀγάπης πού κρατᾶς γιά τόν ἑαυτό σου, τό ἀφαιρεῖς ἀπό τήν
ὁλοκληρωτική ἀγάπη πού πρέπει νά ἔχεις γιά τούς ἄλλους».
Ἐδῶ ἀρχίζουν οἱ διχασμοί. Ἀγαπᾶμε τούς ἄλλους, ἀλλά ἀγαπᾶμε καί τόν ἑαυτό μας.
Ὁ Θεός ὅμως δέν θέλει νά ζοῦμε ἔτσι διχαστικά.
– Γέροντα, πῶς θά πετάξω τόν ἑαυτό μου;

110
– Ὅσο μπορεῖς, νά βγάζεις τόν ἑαυτό σου ἔξω ἀπό τίς ἐνέργειές σου καί νά βάζεις
μέσα τούς ἄλλους. Προσπάθησε αὐτό πού θέλεις γιά τόν ἑαυτό σου νά τό δίνεις
στούς ἄλλους. Νά δίνεις, νά δίνεις, χωρίς νά ὑπολογίζεις τόν ἑαυτό σου. Ὅσο θά
δίνεις, τόσο θά παίρνεις, γιατί ὁ Θεός θά σοῦ δίνει ἄφθονη τή Χάρη Του καί τήν
ἀγάπη Του. Θά σέ ἀγαπάει πολύ, καθώς κι ἐσύ πολύ θά Τόν ἀγαπᾶς, γιατί θά πάψεις
νά ἀγαπᾶς τόν ἑαυτό σου, ὁ ὁποῖος σοῦ ζητάει νά τρέφεσαι ἀπό τόν ἐγωισμό καί τήν
ὑπερηφάνεια καί ὄχι ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ πού δίνει ὅλες τίς βιταμίνες στήν ψυχή
καί τή θεία ἀλλοίωση στή σάρκα καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀκτινοβολεῖ.
Ἔτσι λειτουργοῦμε δυστυχῶς, ὅταν εἴμαστε φίλαυτοι. Σκεφτόμαστε ἄν δέν φᾶμε, ἄν
δέν κοιμηθοῦμε καί δέν προσέξουμε τόν ἑαυτό μας, θά διαλυθοῦμε. Ἀντίθετα ὁ
θεραπευμένος ἄνθρωπος μέσα στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι φιλόΘεος καί φιλάνθρωπος,
δέν τρέφεται ἀπό ὅλα αὐτά, ἀλλά ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀνοίγεται στούς ἄλλους
καί παίρνει τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία λέει ὁ Γέροντας ἔχει ὅλες τίς βιταμίνες καί
δυναμώνει τήν ψυχή. Ἔτσι λειτουργοῦσαν πρίν τήν πτώση. Μετά τήν πτώση, τήν
παρακοή δηλαδή, ἔγινε ἡ ἀντιστροφή καί ἡ ψυχή ἀπομυζᾶ -ρουφᾶ- τό σῶμα καί τό
σῶμα ἀπομυζᾶ τήν κτίση καί καταλήγουμε στό οἰκολογικό πρόβλημα. Ἡ ψυχή
προσπαθεῖ νά ζήσει ἀπό τά ὑλικά καί τό σῶμα, ὁ ἄνθρωπος, μπαίνει σάν ληστής
μέσα στή φύση καί βιώνουμε μιά δυστυχία.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεραπευθεῖ, ὁ Θεός τρέφει τήν ψυχή καί ὁ ἄνθρωπος ἀλλοιώνεται
μέ τή θεία ἀλλοίωση καί ἀλλοιώνεται καί τό σῶμα του καί ὁ ἄνθρωπος ἀκτινοβολεῖ.
Τότε ἡ ψυχή δέν ψάχνει γιά ὑλική τροφή. Θυμηθεῖτε τόν ἄφρονα πλούσιο πού ἔλεγε:
«ψυχή μου, ἔχεις πολλά ἀγαθά», λές καί θά χορτάσει ἡ ψυχή μέ τά ὑλικά ἀγαθά.
Κατά βάθος ὅμως αὐτό φρονεῖ ὁ φίλαυτος, ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος.
«Θά εὔχομαι πολύ γρήγορα νά τά νιώσεις ὅλα αὐτά, γιά νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τό
βάσανο τῆς φιλαυτίας».
– Μπορεῖ, Γέροντα, νά ἀγωνίζομαι νά ἀπαλλαγῶ ἀπ’ τή φιλαυτία μου καί πάλι νά
ἔχω τόν ἑαυτό μου σέ ὅ,τι κάνω;
– Πῶς ἀγωνίζεσαι; Τόν πετᾶς τόν ἑαυτό σου; Ὅ,τι εἶναι σιχαμερό τό πετάει κανείς.
Πρέπει ὅμως νά καταλάβει ὅτι εἶναι σιχαμερό.
Ἄμα δέν τό σιχαθεῖ, δέν τό πετάει. Θέλω νά πῶ καί τόν παλαιό σου ἄνθρωπο, γιά νά
τόν πετάξεις, πρέπει νά τόν σιχαθεῖς. Μέ μουδιασμένα πράγματα δέν γίνεται
προκοπή.
Ὁ Γέροντας βλέπετε πόσο ἀποφασιστικός εἶναι. Κι ἐμεῖς πρέπει νά μισήσουμε τή
φιλαυτία, γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτή.
– Γέροντα μέ πειράζει ἡ συνείδηση, ὅταν οἰκονομάω τόν ἑαυτό μου. Σκέφτομαι πῶς
οἱ ἅγιοι βίαζαν τόν ἑαυτό τους;
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξεπερνάει τά ὅρια τῆς ἀντοχῆς του ἀγωνιζόμενος ταπεινά μέ
φιλότιμο, τότε εἰσέρχεται σέ αὐτόν θεία δύναμη, ὑπερφυσική.
– Γέροντα ὁ ἀββᾶς Βαρσανούφιος λέει «μή ζητήσεις σωματική ἀνάπαυση ἄν δέν σοῦ

111
τή δώσει αὐτήν ὁ Κύριος». Τί ἐννοεῖ;
– Θέλει νά πεῖ νά μήν κοιτάζει κανείς τό χουζούρι του, τό βόλεμά του. Αὐταπάρνηση
χρειάζεται πρῶτα και ὕστερα ἔρχονται πολλές θεῖες δυνάμεις. Ὅταν ὑπάρχει
αὐταπάρνηση, τότε δίνει ὁ Θεός τή Χάρη του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τό
πνεῦμα τῆς θυσίας, τότε δέχεται τή θεία βοήθεια, τόν οἰκονομάει ὁ Θεός. Ἀνάλογη
μέ τή θυσία καί τήν προσευχή, πού κάνει κανείς γιά τόν συνάνθρωπό του, εἶναι καί ἡ
βοήθεια πού λαμβάνει ἀπό τόν Θεό.
Μιά φορά πού πήγαινα ἀργά τό ἀπόγευμα ἀπό τή μονή Σταυρονικήτα στό καλύβι τοῦ
παπα-Τύχωνα (τό ἐτοίμαζα τότε, τό 1968, γιά νά μείνω ἐκεῖ), μέ σταμάτησε κάποιος
πού εἶχε πολλά προβλήματα. Στάθηκα ὄρθιος φορτωμένος μέ τόν ντορβά γεμάτο
πράγματα καί τόν ἄκουγα. Ψιχάλιζε κιόλας. Νύχτωσε κι ἐκεῖνος ἔλεγε κι ἔλεγε
συνέχεια. Ψιχάλα – ψιχάλα εἴχαμε γίνει μούσκεμα.
Κάποια στιγμή μοῦ ἦρθε ὁ λογισμός «πῶς θά βρῶ τό καλύβι; Νύχτα, λάσπη, τό
μονοπάτι δύσκολο, δέν ἔχω καί φακό». Ἀλλά πῶς νά τόν διακόψω»;
Βλέπετε; Τόν άφηνε νά μιλάει καί εἶχε ξεχάσει τόν ἑαυτό του ὁ ἅγιος Παΐσιος.
«Τόν ρώτησα ποῦ θά μείνει, μοῦ εἶπε σέ ἕνα κοντινό Κελλί. Σταθήκαμε λοιπόν ἐκεῖ
μέχρι τά μεσάνυχτα. Μόλις χωρίσαμε καί πῆρα τό μονοπάτι, γλίστρησα καί ἔπεσα
μέσα στά βάτα. Τά παπούτσια ἔφυγαν κάτω, ὁ τουρβᾶς πιάστηκε στά κλαδιά, τό
ζωστικό μαζεύτηκε στό λαιμό. Δέν ἔβλεπα τίποτε. Ὁπότε εἶπα: ‘Καλύτερα ἄς μείνω
ἐδῶ καί ἄς ἀρχίσω τό Ἀπόδειπνο. Θά κάνω καί τό Μεσονυκτικό καί τόν Ὄρθρο, θά
φωτίσει καί θά βρῶ τό Κελλί μου. Ἄραγε αὐτός ὁ καημένος θά βρεῖ τόν δρόμο του’;»
Βλέπετε τήν αὐταπάρνησή του; Δέν σκέφτηκε τόν ἑαυτό του καί τό πῶς θά περνοῦσε
ἐκεῖ τή νύχτα. Σκέφτηκε πάλι τόν Θεό, τίς προσευχές καί τόν συνάνθρωπό του. Ἔχει
ἀρνηθεῖ τή φιλαυτία του.
Ἄρχισε λοιπόν νά κάνει τό Ἀπόδειπνο.
– Μόλις ἔφθασα στό «Ἐλέησόν με ὁ Θεός κατά τό μέγα ἔλεός σου», ξαφνικά, ἕνα
φῶς, σάν προβολέας, φώτισε ὅλον τόν λάκκο τῆς Καλιάγρας! Βρῆκα τά παπούτσια
καί ξεκίνησα. Ὅλο τό μονοπάτι ἦταν μέσα στό φῶς. Ἔφθασα στό Καλύβι, βρῆκα καί
τό κελειδί ἀπό τό λουκέτο, πού ἦταν τόσο μικρό καί τό εἶχα βάλει σέ τέτοιο μέρος
πού, καί μέρα νά ἦταν, δύσκολα θά τό ἔβρισκα. Μπῆκα μέσα, ἄναψα τά καντήλια
στό ἐκκλησάκι καί τότε χάθηκε ἐκεῖνο τό φῶς. Δέν χρειαζόταν ἄλλο!…».
Βλέπετε πῶς ἐνεργεῖ ὁ Θεός σέ ἕναν ἄνθρωπο πού ἔχει ἀρνηθεῖ τή φιλαυτία του; Τοῦ
δίνει τό Ἄκτιστο Φῶς, πού εἶναι μιά ἐμπειρία θεώσεως. Τότε μόνο μπορεῖ κανείς νά
προσεγγίσει τόν Θεό, ὅταν ἀρνηθεῖ τελείως τόν ἑαυτό του.
– ……….(ἐρώτηση).
Πρέπει νά εἴμαστε σκληροί μέ τόν ἑαυτό μας καί ὄχι μέ τούς ἄλλους. Ἐμεῖς συνήθως
εἴμαστε σκληροί καί αὐστηροί μέ τούς ἄλλους καί ὄχι μέ τόν ἑαυτό μας. Οἱ ἅγιοι
Πατέρες ἦταν ἐπιεικεῖς μέ τούς ἄλλους καί πολύ αὐστηροί στόν ἑαυτό τους.
Ἄν θέλετε νά βρεῖτε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατά κανόνα εἶναι τό ἀντίθετο ἀπό αὐτό

112
πού θέλουμε ἐμεῖς.
– ……….(ἐρώτηση).
Τόν πλησίον δέν μποροῦμε νά τόν ἀγαπήσουμε σωστά, ὅσο ἀγαπᾶμε τόν ἑαυτό μας.
Τόν ἀγαπᾶμε ἰδιοτελῶς, ἀφοῦ σκεφτόμαστε καί τόν ἑαυτό μας. Ἔχουμε σκοπό νά
κερδίσουμε καί κάτι ἀπό μιά σχέση μέ τόν πλησίον. Πάλι ὅμως σκεφτόμαστε τόν
ἑαυτό μας καί φυσικά δέν μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε καί τόν Θεό. Ὅσο εἴμαστε
φίλαυτοι, δέν μποροῦμε νά εἴμαστε φιλόΘεοι, οὔτε φιλάνθρωποι. Ἀκόμα καί μιᾶς
μητέρας ἡ ἀγάπη γιά τό παιδί της, ἡ ὁποία εἶναι πολύ δυνατή, δέν μπορεῖ νά σώσει.
Ἄν ἡ μητέρα εἶναι φίλαυτη, θά ἀγαπάει καί τό παιδί της φίλαυτα. Στό πίσω μέρος τοῦ
μυαλοῦ της θά ἔχει, ὅτι τό παιδί της θά εἶναι κοντά της καί θά τῆς προσφέρει κάτι,
ἔστω στά γεράματα. Ἄρα σκέφτεται καί τόν ἑαυτό της, γιατί κάπου ἀποβλέπει.
Πρέπει νά τό ξεπεράσει κι αὐτό. Ἡ τέλεια ἀγάπη δέν σκέφτεται καθόλου τόν ἑαυτό
της.
– Ὅταν οἱ ἄλλοι κοιτάζουν νά σοῦ πάρουν καί τό ἐλάχιστο πού ἔχεις, τότε τί κάνεις;
Τό δίνεις;
Ἐνεργοῦμε ἀνάλογα μέ τήν πίστη μας. Ὑπῆρχαν ἅγιοι πού τά ἔδιναν ὅλα. Εἶχαν
ἀκτημοσύνη. Μακάρι νά ἀπελευθερωθοῦμε τελείως ἀπό ὅλα τά ὑλικά ἀγαθά, ἀφοῦ
ὅπως ἤρθαμε, ἔτσι καί θά φύγουμε.
Ὅ,τι κάνουμε, πρέπει νά τό κάνουμε ἀπό τήν καρδιά μας. «Ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾷ
ὁ Θεός» (Β΄Κορ. 9,7). Ἀκόμη σέ ἄλλο σημεῖο λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ὁ Θεός
δέ θέλει νά στερούμαστε ἐμεῖς γιά νά πλεονάσουμε τόν ἄλλον. Νά προσφέρουμε
ἀνάλογα μέ τήν πίστη καί τό φιλότιμο. Εἶναι ἄλλοι πού δίνουν λίγα, ἄλλοι πολλά καί
ἄλλοι πού τά δίνουν ὅλα. Ἐπίσης κανείς, νά μή ζητάει τό συμφέρον του, ἀλλά τό
συμφέρον τοῦ ἄλλου, «μηδείς τό ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος»
(Α΄Κορ. 10,24). Ὁ καθένας νά σκέφτεται πῶς θά δώσει χαρά στόν ἄλλον, πῶς θά τόν
ξεκουράσει. Αὐτό εἶναι ὁ παράδεισος.
– Ὑπάρχει περίπτωση ἄν πηγαίνουμε κόντρα στό θέλημά μας, νά ὑπάρξει καί πλάνη;
Πάντα ὑπάρχει πιθανότητα πλάνης, γι’αὐτό πρέπει νά ἔχουμε πνευματικό καί νά
ρωτᾶμε. Πολλές φορές ὁ διάβολος πλανάει ἀπό τά δεξιά καί ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους
σέ ὑπερβολική νηστεία, ἄσκηση κ.ο.κ. Χρειάζεται λοιπόν νά βρίσκουμε τά μέτρα μας
μέ τήν διάκριση τοῦ πνευματικοῦ μας.
Πρίν πάρουμε ὁποιαδήποτε ἀπόφαση πρέπει νά κάνουμε προσευχή καί τήν ὥρα πού
προσευχόμαστε νά προσπαθοῦμε νά μήν ἔχουμε κανένα θέλημα. Νά
ἀπενεργοποιοῦμε τά θελήματά μας. Καί στό τέλος τῆς προσευχῆς θά μᾶς φωτίσει ὁ
Θεός. Ἐπίσης πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε καί τή λογική. Λέει ὁ π. Παΐσιος, ὅτι οἱ
ἄνθρωποι σήμερα οὔτε προσεύχονται, ἀλλά οὔτε καί σκέφτονται καί κάνουν
παράλογα πράγματα. Ἑπομένως, πρέπει νά χρησιμοποιοῦμε καί τήν προσευχή καί τή
λογική.
Καί τή λογική ὁ Θεός τήν ἔδωσε γιά νά τή χρησιμοποιοῦμε. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ πίστη
ὑπερβαίνει τή λογική. Ἄν πᾶμε σύμφωνα μέ τή λογική τοῦ κόσμου θά κάνουμε

113
λάθος. Πρέπει νά πᾶμε μέ τή λογική τοῦ Θεοῦ, μέ τή λογική τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς
πίστεως.
Ἡ λογική τοῦ κόσμου σοῦ λέει, γιά παράδειγμα, νά πεῖς ψέματα, ἐνῶ τοῦ Θεοῦ νά
πεῖς τήν ἀλήθεια. Ἐκεῖ φαίνεται ἄν ὄντως ἐμπιστευόμαστε τόν Θεό, ἄν Τόν
πιστεύουμε.
– Ὅταν λέτε νά δίνουμε, τό μυαλό μας πηγαίνει κυρίως σέ ὑλικά πράγματα. Ἄν
πονάει ὁ ἕνας καί προσεύχεται γιά τόν ἄλλον, αὐτό εἶναι ἀνώτερο ἤ κατώτερο ἀπό τό
νά δίνει ὑλικά;
Ἄν πονάει καί προσεύχεται εἶναι ἀνώτερο καί τό καλύτερο εἶναι νά τό κάνει χωρίς νά
τό ξέρει ὁ ἄλλος. Τό μεγαλύτερο δόσιμο εἶναι ἡ Χάρις, πού στέλνεις στόν ἄλλον
δῶρο, ὅταν προσεύχεσαι γιά ἐκεῖνον. Κανένα ὑλικό δῶρο δέν ἔχει ἀξία μπροστά στή
Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού θά τοῦ στείλεις μέ τήν προσευχή. Αὐτή εἶναι πνευματική
ἐλεημοσύνη, ἡ ὀποία εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν ὑλική καί μποροῦμε ὅλοι νά τήν
προσφέρουμε. Ὑλική ἴσως κάποιος νά μή μπορεῖ. Νά ἀγαπήσουμε ὅλους τούς
ἄλλους, νά πονέσουμε καί νά προσευχηθοῦμε γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα.
Νά προσευχηθοῦμε ὄχι μόνο γιά τούς ζῶντες, ἀλλά καί γιά τούς κεκοιμημένους, τούς
ὁποίους ξεχνᾶμε. Ἐκεῖνοι ὅμως ἔχουν πάρα πολύ ἀνάγκη ἀπό πνευματική
ἐλεημοσύνη, δηλαδή ἀπό προσευχή. Οἱ κεκοιμημένοι εἶναι οὐσιαστικά φυλακισμένοι
καί δέν μποροῦν νά βοηθήσουν τόν ἑαυτό τους καί περιμένουν τίς δικές μας
προσευχές. Ὁ Θεός πάρα πολύ χαίρεται ὅταν προσευχόμαστε καί γιά τούς
ζωντανούς, ἀλλά καί γιά τούς κεκοιμημένους. Ἡ προσευχή μας θά βοηθήσει
πραγματικά, γιατί ἀκόμα δέν ἔχει γίνει ἡ Δευτέρα Παρουσία καί δέν ἔχει ληφθεῖ ἡ
τελική ἀπόφαση. Θά πρέπει νά προσευχόμαστε πάρα πολύ γιά τούς κεκοιμημένους
γιατί μποροῦμε μέ τήν προσευχή μας νά τούς βγάλουμε ἀκόμα κι ἀπό τήν κόλαση.
Ἔτσι θά ἔχουμε κι ἐμεῖς μιά ἐλπίδα νά προσευχηθοῦν καί οἱ ἄλλοι γιά ἐμᾶς. Ὅλοι
ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό προσευχή.
– Μέσα στή Θεία Λειτουργία, σέ ποιό σημεῖο προσευχόμαστε γιά τούς
κεκοιμημένους;
Κατεξοχήν προσευχόμαστε μετά τόν Καθαγιασμό. Ὅταν πεῖ ὁ Ἱερέας «ἐν πρῶτοις
μνήσθητι τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν», τότε μποροῦμε νά προσευχηθοῦμε καί γιά τούς
κεκοιμημένους. Βέβαια καί στήν προσκομιδή δίνουμε τά ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων
καί τά μνημονεύει ὁ Ἱερέας. Σέ κάποια μοναστήρια καί Ἐκκλησίες ὅταν χτυπάει τό
καμπανάκι, τότε πάλι μνημονεύουμε ὀνόματα ζώντων καί κεκοιμημένων. Τότε καί ὁ
Ἱερέας τά προσκομίζει.
Στό Μεσονυκτικό ἐπίσης προσευχόμαστε πολύ γιά τούς κεκοιμημένους.
– Ἡ κενοδοξία μοιάζει μέ τή φιλαυτία;
Ἡ φιλαυτία, κατά τούς Πατέρες, εἶναι ἡ ἄλογη ἀγάπη στό σῶμα μας. Δηλαδή
ὑπερβολική, ἄρρωστη, λανθασμένη ἀγάπη. Ἡ σωστή ἀγάπη εἶναι ὅταν ζοῦμε ἐν
Χριστῶ. Ὅταν οὐσιαστικά ἀρνούμαστε τόν ἑαυτό μας καί κάνουμε τό θέλημα τοῦ

114
Θεοῦ. Ἡ κενοδοξία εἶναι παιδί τῆς φιλαυτίας. Ὅταν ἔχουμε φιλαυτία, ἔχουμε τούς
λογισμούς: τῆς φιλαργυρίας, τῆς κενοδοξίας καί τῆς φιλαργυρίας, αὐτά πού μᾶς
ἐξασφαλίζουν μιά σωματική καλοπέραση.
– Τί μπορεῖς νά κάνεις ἄν ἔχεις δίπλα σου ἕναν ἄνθρωπο μέ ὅλα αὐτά τά πάθη;
Μπορεῖς νά τόν ἀγαπήσεις. Ἄν τόν ἀγαπήσεις, θά τόν ἀντέξεις. Ἄν τόν ἀγαπήσεις,
δέν θά τόν κατακρίνεις. Ἡ κατάκριση εἶναι ἁμαρτία. Τό παθαίνουμε πολλές φορές.
Δέν πρέπει νά κατακρίνουμε τόν ἄλλον, ἀλλά τήν πλάνη του, τήν ἀρρώστια του.
Ὅταν βλέπεις ἕναν καρκινοπαθή, τόν κατακρίνεις; Ὄχι. Τοῦ συμπαραστέκεσαι, τόν
φροντίζεις, τόν πηγαίνεις γιά θεραπεῖες. Τόν ἀγαπᾶς. Ἔτσι καί αὐτόν τόν φίλαυτο θά
πρέπει νά τόν συμπονέσουμε. Κι αὐτός ἔχει ἕναν καρκίνο πνευματικό. Ὁ ἄλλος εἶναι
κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας, «ἐσμέν ἀλλήλων μέλη» (Ἐφ. 4,25), λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἔτσι
πρέπει νά βλέπουμε τούς ἄλλους. Ὅταν ἀρρωστήσει τό χέρι μας ἤ τό πόδι μας, τό
κόβουμε καί τό πετᾶμε;
Ἐμεῖς ἔχουμε τόν νεκρό μέσα μας καί θά ἀσχοληθοῦμε μέ τόν νεκρό πού ἔχει ὁ
ἄλλος στό σπίτι του; Κατακρίνουμε λοιπόν μόνο τόν ἑαυτό μας.
Δέν προλάβαμε νά ποῦμε λίγα λόγια γιά τήν ὑπερηφάνεια. Λέει ὁ ἅγιος Παΐσιος, ὅτι
ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τό ἐπιτελεῖο, τό ἀρχηγεῖο ὅλων τῶν παθῶν. Ἄν λοιπόν τή
νικήσει κανείς, τότε γκρεμίζει ὅλο τό στρατηγεῖο, τό εὔκρατο κλίμα στό ὁποῖο
ἀναπτύσσονται ὅλα τά πάθη. Ὅταν κόβει κανείς τήν ὑπερηφάνεια, κόβει τίς
προϋποθέσεις ὅλων τῶν παθῶν. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τή χαρακτήρισαν
«ἀκέφαλο». Δέν ἔχει ἀπό πάνω της κανένα κεφάλι. Ἄν κανείς δέν προσέξει τήν
κενοδοξία, μετά πάει στήν ὑπερηφάνεια καί μετά τρελαίνεται, τό ἑπόμενο σκαλοπάτι,
λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

115
***************************************************************
Κατεβάστε τις συνέχειες της σειράς,όπως και μελλοντικά pdf με νέες
απομαγνητοφωνημένες ομιλίες που θα αναρτούνται ανα διαστήματα,στην ανωτέρω
ηλεκτρονική διεύθηνση,στην επίσημη ιστοσελίδα,στην στήλη του blog (πάνω-δεξιά).
(hristospanagia3.blogspot.gr)

***************************************************************

Λίστα και Σύνδεσμοι


Απομαγνητοφωνημένων ομιλιών
http://hristospanagia3.blogspot.gr/p/blog-page_27.html

***************************************************************

Πώς θα Σωθούμε - (Σειρά ηχητικών ομιλιών)


Κατεβάστε την σειρά ομιλιών σε pdf από εδώ:
http://www.hristospanagia.gr/?p=61046

***************************************************************

Βιβλιογραφία π.Σάββα Αγιορείτη

http://hristospanagiapsavvas.blogspot.gr/

***************************************************************

116

You might also like