You are on page 1of 377

Συλλογή απομαγνητοφωνημένων ομιλιών

Άρχ.Σάββα Αγιορείτου

10ο Μέρος
Πατερική Θεολογία
π.Ιωάννου Ρωμανίδου
(Ολόκληρη η σειρά ομιλιών - 28 ομιλίες)

Σειρά pdf σε συνέχειες - 2017


Μια δωρεάν διαδυκτιακή συλλογή,απομαγνητοφωνημένων ομιλιών,
του π.Σάββα Αγιορείτη,που έχουν αναρτηθεί στην επίσημη ιστοσελίδα:
(hristospanagia3.blogspot.gr)
Κατεβάστε τις συνέχειες της σειράς,όπως και μελλοντικά pdf με νέες απομαγνητοφωνημένες
ομιλίες που θα αναρτούνται ανα διαστήματα,στην ανωτέρω ηλεκτρονική διεύθηνση,στην
επίσημη ιστοσελίδα,στην στήλη του blog (πάνω-δεξιά).

1
Για περισσότερες ψυχοφελείς ομιλίες για πλήθος θέματων,καθώς και για μελέτη πλήθους
κειμένων Λόγων και Διδαχών Αγίων Πατέρων,επισκεφτείτε τις παρακάτω
ιστοσελίδες.Καθημερινή Ενημέρωση & Αναρτήσεις.
(Επίσημες Ιστοσελίδες)
[Στο τέλος της ιστοσελίδας κάτω κάτω πατήστε Παλαιότερες Αναρτήσεις]
hristospanagia3.blogspot.gr
www.hristospanagia.gr
agiapsychanalysi.blogspot.gr
Η παρούσα συλλογή απομαγνητοφωνημένων ομιλιών,αποτελεί ένα πάρα πολύ μικρό μέρος,απο
το σύνολο ομιλιών του π.Σάββα.Ακούστε τις ομιλίες της παρούσας συλλογής καθώς και τις
συνεχειές τους (ανα θεματική κατηγορία) καθώς και πλήθος άλλων ομιλιών πάνω σε ποικίλα
πνευματικά θέματα,στις παρακάτω ιστοσελίδες με καθημερινή & εβδομαδιαία ενημέρωση:
(Συλλογή ομιλιών - Youtube)
[Στο τέλος της ιστοσελίδας κάτω κάτω πατήστε Φόρτωση Περισσοτέρων]
https://www.youtube.com/channel/UCEtOr176QWbyqK_H3ZZoJJw/videos
(Playlists Ομιλιών ανα θεματική Κατηγορία - Youtube)
[Στο τέλος της ιστοσελίδας κάτω κάτω πατήστε Φόρτωση Περισσοτέρων]
https://www.youtube.com/channel/UCEtOr176QWbyqK_H3ZZoJJw/playlists
(Θεματικές Ενότητες Blog – Ετικέτες ανα κατηγορία)
http://hristospanagia3.blogspot.gr/p/blog-page_25.html
Γιά ενημέρωση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για τις καθημερινές λίστες θεμάτων που
αναρτούνται καθημερινά στην ιστοσελίδα - στείλτε τό e-mail σας στό:kyrios.ihsous@gmail.com

2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
10ο Μέρος

ΣΕΙΡΑ ΟΜΙΛΙΩΝ
(ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ)

Από το βιβλίο του π.Ιωάννη Ρωμανίδη

(Σειρά 28 ομιλιών πάνω σε Ιστορικά,Θεολογικά & Ψυχοθεραπευτικά θέματα)

1)Ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου στήν Ἐκκλησία [Σελ 5 εώς 16]
2)Τό ἀλλοιωμένο δυτικό πνεῦμα καί ἡ Ὀρθοδοξία [Σελ 17 εώς 32]
3)Ὁ κοινωνικός σκοπός τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἡ καταλλαγή μέ τό Θεό [Σελ 33 εώς 43]
4)Περί τῆς ἔννοιας τοῦ Δόγματος καί περί τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδάμ [Σελ 44 εώς 53]
5)α.Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης β.Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία [Σελ 54 εώς 72]
6)α.Ποιοί εἶναι οἱ Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας β.Περί νοερᾶς προσευχῆς [Σελ 73 εώς 84]
7)α.Ποιός εἶναι ὁ φωτισμένος καί ὁ θεόπνευστος β.Περί θρησκείας γ.Περί τῶν δύο
πίστεων [Σελ 85 εώς 93]
8)α.Περὶ ψυχῆς, περὶ σκέψεων καὶ νοημάτων στὸν ἄνθρωπο β.Περὶ τοῦ βασικοῦ
δόγματος τῆς πατερικῆς παραδόσεως γ.Περὶ τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως [Σελ 94 εώς 109]
9)Ποιοὶ εἶναι οἱ ἀληθινοὶ θεολόγοι στὴν ἐκκλησία [Σελ 110 εώς 122]
10)Οἱ Προφῆτες,οἱ Κληρικοί καί οἱ λαϊκοί μέσα στήν Ἐκκλησία [Σελ 123 εώς 139]
11)Ὁ διωγμός τοῦ Ἡσυχασμοῦ ἀπό τούς Φράγκους καί τόν Κοραή [Σελ 140 εώς 150]
12)Ὁ πόλεμος κατά τοῦ ἡσυχασμοῦ καί ὁ χαρακτήρας τῆς πατερικῆς παράδοσης
[Σελ 151 εώς 160]

13)Περί Θεοπνευστίας [Σελ 161 εώς 172]


14)Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία [Σελ 173 εώς 191]
15)α.Σχέση Θεοῦ καί κτίσης - β.Ἡ θέωση [Σελ 192 εώς 199]
16)Ποιός εἶναι ὁ Θεός καί ποιός ὁ ἄνθρωπος [Σελ 200 εώς 225]
17)α.Ὁ Χριστός στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη β.Περί τῆς ἉγίαςΤριάδος
[Σελ 226 εώς 236]

18)α.Ἡ Ἁγία Γραφή στή Δύση - β.Οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιά τήν Ἁγία Τριάδα [Σελ 237 εώς 243]
19)α.Περί οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό β.Περί τῆς Ἐνσαρκώσεως καί τῆς Ἁγίας
Τριάδας [Σελ 244 εώς 259]
20)Ἡ θέωση καί τά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς [Σελ 260 εώς 269]

3
21)α.Περί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί περί μεταφυσικῆς - β.Ὁ μοναχισμός [Σελ 270 εώς 291]
22)α.Ὀρθοδοξία,πολιτική καί ὑπαρξισμός - β.Φιλοσοφία καί θεολογία [Σελ 292 εώς 304]
23)α.Στοχασμός, θεολογία καί ἐπιστήμη β.Διαφορά Ὀρθοδόξων - αἱρετικῶν καί ὁ
ἀληθινός Θεολόγος [Σελ 305 εώς 313]
24)Περί προσευχῆς [Σελ 314 εώς 321]
25)α.Ἡ σύγχρονη πνευματική κατάσταση β.Περί Συνόδων γ.Περί τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς
ἐπίσημης Θρησκείας [Σελ 322 εώς 334]
26)Πῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπισαν τούς αἱρετικούς [Σελ 335 εώς 345]
27)Πῶς ἡ Εὐρώπη ἔχασε τήν Ὀρθοδοξία [Σελ 346 εώς 353]
28)Πῶς θεολογοῦσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες [Σελ 354 εώς 376]

Ακούστε όλες τις ομιλίες της σειράς στον παρακάτω σύνδεσμο:


https://www.youtube.com/playlist?list=PL1IyRFUYI0Q3XeTDyhAwSBJBiXwD8ISBv

4
Ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου στήν Ἐκκλησία
Περί τῆς θεραπείας τοῦ νοῦ ὡς τοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας
(Πατερική Θεολογία - 1ο Μέρος)

Εἰσαγωγικά

Μέ τήν ἔναρξη τῶν κυριακάτικων συνάξεων γιά φέτος θεωρήσαμε ἀναγκαῖο, μέ τή


χάρη τοῦ Θεοῦ, νά ἐξετάσουμε κάποια θέματα, πού ἀφοροῦν τόν ἄνθρωπο καί τήν
Ἐκκλησία.

Θά ἀναφερθοῦμε δηλαδή σέ βασικά ζητήματα, σχετικά μέ τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί


εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τί εἶναι ὁ νοῦς καί ποιός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας.
Γιατί χρειάζεται καί τί ἐξυπηρετεῖ ἡ Ἐκκλησία;Γιατί δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε
χωρίς αὐτήν;Ὅλα αὐτά εἶναι θεμελιώδη κεφάλαια κατήχησης, πού πρέπει ὅλοι οἱ
Χριστιανοί νά γνωρίζουμε γιά νά μαθαίνουμε πῶς νά ζοῦμε χριστιανικά.

Τά κείμενα γιά τήν ἀνάπτυξη τῶν θεμάτων μας θά ἀντλοῦμε ἀπό ἕνα σύγχρονο,
κορυφαῖο θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας -ἔχει κοιμηθεῖ πρόσφατα - τόν π. Ἰωάννη
Ρωμανίδη, ὁ ὁποῖος ἔκανε μία μεγάλη τομή, ὄχι τόσο στά θεολογικά γράμματα οὔτε
στή Θεολογία, γιατί τήν τομή εκεί τήν ἔχουν κάνει οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἁπλῶς ὁ π.
Ἰωάννης Ρωμανίδης ἐπανέφερε τήν Πατερική Θεολογία στό προσκήνιο τῆς
σύγχρονης Ἑλλάδας, ἡ ὁποία (Ἑλλάδα) εἶχε πάρει ἕνα δρόμο δυτικότροπο,
προτεσταντίζοντα, θά λέγαμε, πού δυστυχῶς ὑπάρχει μέχρι σήμερα.

Ἐπικρατεῖ δηλαδή μία ἀντίληψη γιά τόν Θεό, διαφορετική ἀπό αὐτήν πού πρέπει νά
ἔχουμε. Μία ἀντίληψη πού ἔχουν στή Δύση. Ὅτι ὁ Θεός εἶναι τιμωρός ἤ ὅτι ὁ Θεός
γίνεται καλός ἤ κακός ἀνάλογα μέ τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι
καλός, ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ. Ἄν εἶναι κακός, ὁ Θεός τόν ἀποστρέφεται.

Αὐτά δυστυχῶς ὑπῆρχαν, ὑπάρχουν καί ἐνδεχομένως νά καλλιεργήθηκαν μερικές


φορές μέσα καί ἀπό τίς θρησκευτικές ὀργανώσεις, τά κατηχητικά κτλ. Διαιωνίζονται
δέ μέχρι σήμερα ὡς κατάλοιπα, παρόλο πού λέμε ὅτι κατά κάποιο τρόπο
ἀνακαλύψαμε ξανά καί ἐπανήλθαμε στίς πατερικές μας ρίζες. Ἐντούτοις ἀκόμη
ὑπάρχουν.

Καλό εἶναι λοιπόν νά κάνουμε μία ἀναδίφηση σέ ὅλα αὐτά τά θέματα, ὥστε νά
βάλουμε σέ σωστές βάσεις τήν πνευματική μας ζωή. Γιατί, καθώς φαίνεται, πολλοί
χριστιανοί, ζώντας ἐπιφανειακά, δέν βιώνουμε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, πού
οὐσιαστικά εἶναι τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς
Χάρης τοῦ Θεοῦ. Δέν ζοῦμε δηλαδή τή σωτηρία μας καί δέν χαιρόμαστε πραγματικά
τήν πνευματική μας ζωή.

5
Ὁ Κύριος ἦλθε στή γῆ, γιά νά μᾶς δώσει ζωή καί μάλιστα περίσσεια ζωῆς. Αὐτή ἡ
περίσσεια ζωῆς εἶναι ἡ μετοχή μας στό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλά, ἄν κάποιος δέν ζήσει
σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν θεραπεύεται ἀπό τά πάθη του. Ἑπομένως δέν
βιώνει οὔτε μετέχει σέ αὐτή τή Χάρη, σέ αὐτή τή χαρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Μπορεῖ μέν νά πηγαίνει κανείς στήν Ἐκκλησία, μπορεῖ καί νά ἐξομολογεῖται, νά


κάνει καί κάποιες προσευχές, πού τοῦ εἶπε ὁ πνευματικός ἀλλά δέν ἔχει αὐτή τήν
πληρότητα ζωῆς, τήν ὁποία ἔχει ὑποσχεθεῖ ὅτι θά μᾶς δώσει ὁ Θεός. Νιώθει ὅτι κάτι
δέν πάει καλά, ὅτι κάτι τοῦ λείπει. Δέν ἔχει αὐτό, πού θά ἤθελε νά ἔχει.

Βέβαια αὐτό συμβαίνει, γιατί ὁ Χριστός δέν μᾶς κάλεσε σέ μία ἀποσπασματική, θά
λέγαμε, βίωση ἀλλά σέ μία ὁλοκληρωτική ἕνωση μαζί Του. Νά μήν ἔχουμε δηλαδή
μόνο κάποιες στιγμές ἕνωσης ἤ τέλος πάντων κοινωνίας μέ τόν Θεό ἀλλά ὅλη μας ἡ
ζωή, ὅλες μας οἱ στιγμές νά εἶναι ἑνωμένες μαζί Του. Νά ζοῦμε δηλαδή τό μυστήριο
τῆς μετάνοιας καί νά βιώνουμε τί θά πεῖ μετάνοια.

Ὁ πολύς κόσμος νομίζει ὅτι μετάνοια εἶναι τό νά νιώσεις κάποια λύπη γιά κάποιο
κακό πού ἔκανες, ἄντε νά πεῖς καί μία συγγνώμη στόν Θεό καί μετά νά πᾶς νά
ἐξομολογηθεῖς· καί αὐτό θεωρεῖται μετάνοια. Ὄχι δέν εἶναι αὐτό μετάνοια.Ἄν
κοιτάξουμε τί λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, θά δοῦμε πώς μετάνοια εἶναι ἡ μετα-κίνηση
τοῦ νοῦ ἀπό τά μάταια, τά ἁμαρτωλά καί τά ἐμπαθῆ πρός τόν Θεό.Αὐτή ἡ
μετακίνηση, ἡ μετατόπιση τοῦ νοῦ δηλαδή, πρέπει νά εἶναι συνεχής. Κάθε στιγμή
πρέπει νά φέρνεις τόν νοῦ σου πρός τόν Θεό, νά βλέπει πρός τόν Θεό.

Στήν εὐαγγελική περικοπή τοῦ πλούσιου νεανία οἱ Ἀπόστολοι ρώτησαν τόν Κύριο:
«Πῶς εἶναι δυνατόν, Κύριε, νά σωθοῦμε; Ἄν εἶναι τόσο δύσκολο πράγμα ἡ σωτηρία,
ἐφόσον καί οἱ πλούσιοι δέν θά σωθοῦν, ποιός τελικά θά σωθεῖ;». Καί ὁ Κύριος
ἀπάντησε: «Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῶ ἐστίν» (Λουκ. ιη΄ 18-
27). Τό ἴδιο λέει καί στόν καθέναν ἀπό μᾶς: «Θέλεις νά σωθεῖς; Ἐγώ θά σέ σώσω!»

Ἡ σωτηρία μας βέβαια δέν εἶναι μόνο τά καλά μας ἔργα.Εἶναι δηλαδή λάθος ἡ ἰδέα,
πού καλλιεργήθηκε ὅτι καλός χριστιανός εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος κάνοντας καλές
πράξεις, γίνεται λίγο καλύτερος κάθε ἡμέρα καί ὅτι αὐτό εἶναι χριστιανική ζωή.
Εἶναι καί αὐτή μία ἐπιπλέον λανθασμένη ἀντίληψη, πού μᾶς ἦλθε ἀπό τή Δύση καί
ἀπό τόν προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ἔχει περί πολλοῦ τά καλά ἔργα, ὅπως καί ὁ
παπισμός.

Δέν εἶναι ἡ σωτηρία μας τά ἔργα μας. Ἀντίθετα ὁ Χριστός μᾶς εἶπε ὅτι ἡ σωτηρία
μας εἶναι δωρεάν, εἶναι χάριτι· δηλαδή δέν ἀξίζουμε τόν Παράδεισο. Ὁ Θεός μᾶς τόν
χαρίζει, μᾶς τόν δωρίζει. Ὅσα καλά ἔργα καί νά κάνουμε, ἄν αὐτά δέν ἔχουν τή
Χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκάθαρτα κι ἀνώφελα.Γιατί ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος ἀγαθός,
ὅπως εἶπε ὁ Κύριος (Λουκ. ιη΄ 20). Καί τό ἀληθινό ἀγαθό εἶναι μόνο αὐτό, πού
ἔρχεται ἀπό τόν Θεό. Ἄν λοιπόν δέν ἔλθει ὁ Θεός γιά νά ἐργασθεῖ μέσα σου καί μαζί

6
σου, γιά νά συνεργασθεῖ καί νά ἔχεις τή Χάρη Του ἐνεργή, ὅ,τι καί ἄν κάνεις, εἶναι
ἁμαρτία· δέν εἶναι καλό. Αὐτό μᾶς τό λέει ἀπερίφραστα ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς: «τοῦ Θεοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμίν, ἁμαρτία πᾶν τό παρ΄ ἡμῶν
γινόμενον». Καί στή νεοελληνική: «ἄν δέν ἐνεργεῖ ὁ Θεός μέσα μας, κάθε τί, πού
γίνεται ἀπό μᾶς, εἶναι ἁμαρτία».

Γι' αὐτό πρέπει νά ἐπανεξετάσουμε καί νά ἐπαναπροσδιορίσουμε μέσα μας τί


πιστεύουμε γιά τόν Θεό, πῶς νομίζουμε ὅτι σωζόμαστε, τί σημαίνει γιά μᾶς
μετάνοια, τί σημαίνει γιά μᾶς πνευματική ζωή; Βιώνουμε τή χαρά καί τήν πληρότητα
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔχει πεῖ ὁ Θεός ὅτι θά ἔχουμε ὡς καρπό;

Ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά,
εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια.(Πρός
Γαλάτας ε΄ 22 – στ΄ 2». Τά ζῶ αὐτά ἐγώ; Μήπως ἔχω πάρει τή ζωή μου λάθος καί
τήν πνευματική μου ζωή λάθος καί τόν τρόπο ποῦ ζῶ μέσα στήν Ἐκκλησία λάθος;
Γι΄ αὐτό καί δέν ἔχω τή χαρά καί τήν εἰρήνη, πού ἔχει ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός;

Ἔτσι θά δοῦμε ὅτι αὐτά, τά ὁποία λέει ὁ π. Ἰωάννης, εἶναι πολύ χρήσιμα,
ἐποικοδομητικά καί, θά λέγαμε, ἀνατρεπτικά τῶν ἀντιλήψεων, πού ἐπικρατοῦν
σήμερα ἀνάμεσα στούς θρησκευόμενους ἀνθρώπους. Διότι δέν θά ἀναφερθοῦμε
στούς ἐκτός της Ἐκκλησίας, στούς ἄθεους ἤ τούς ἀδιάφορους, πού δέν ἔχουν καμία
σχέση ἀλλά θά μιλήσουμε γιά μᾶς.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Ἀνάλυση Πρώτου Κεφαλαίου Πατερικῆς Θεολογίας**

1.Τί εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου

Ὅταν λέμε μετάνοια, ἐννοοῦμε τή μετα-κίνηση τοῦ νοῦ. Τή μετάθεση τοῦ νοῦ ἀπό τά
μάταια πρός τόν Θεό. Καί τό κλειδί στόν ἄνθρωπο, νά ξέρετε, εἶναι ὁ νοῦς. Ὁ
ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο σῶμα· εἶναι διφυής. Εἶναι σῶμα καί ψυχή. Ἀλλά τό
ἀνώτερο κομμάτι του εἶναι ἡ ψυχή. Καί τό ἀνώτερο κομμάτι τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς.
Ἡ ψυχή ἔχει δυνάμεις. Ἡ σπουδαιότερη δύναμη τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ νοῦς. Προσέξτε
ὅμως: Ὁ νοῦς εἶναι ἄλλο πράγμα ἀπό αὐτό, πού λένε οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι νοῦ,
ἐννοώντας τόν ἐγκέφαλο. Γιά τούς Πατέρες, νοῦς δέν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος οὔτε ἡ
διάνοια. Ἄλλο εἶναι ὁ νοῦς καί ἄλλο ἡ διάνοια.

(Σημείωση: Αὐτά, καλό εἶναι, νά τά ξεκαθαρίσουμε,ὥστε, ὅταν διαβάζουμε τούς


Πατέρες, νά τούς καταλαβαίνουμε καλύτερα).

7
Ὁ νοῦς λοιπόν, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ σπουδαιότερη δύναμη τῆς ψυχῆς.Οἱ Πατέρες
λένε ὅτι ὁ νοῦς εἶναι τό μάτι τῆς ψυχῆς, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς. Ὅπως τό σῶμα ἔχει
αἰσθήσεις καί ἔχει μάτια, ἔτσι καί ἡ ψυχή ἔχει μάτια. Τό μάτι τῆς ψυχῆς, τό ὁποῖο
βλέπει, εἶναι ὁ νοῦς. Ὑπάρχουν καί ἄλλες δυνάμεις τῆς ψυχῆς, πού εἶναι κατώτερες
ἀπό τόν νοῦ. Μετά τόν νοῦ εἶναι ἡ διάνοια (σκέψη), ἡ φαντασία, ἡ δόξα (κρίση) καίἡ
αἴσθηση.

(Σημείωση:Δέν θά ἀσχοληθοῦμε ὡστόσο μέ ὅλα αὐτά, γιά νά μήν μπερδευτοῦμε).


Θά μιλήσουμε ὅμως γιά τόν νοῦ, πού εἶναι ἡ σπουδαιότερη δύναμη.Ἡ ὅλη μας
φροντίδα θά πρέπει νά ἀποβλέπει στό νά ἑνώσουμε τόν νοῦ μας μέ τόν Θεό, νά
θεραπεύσουμε δηλαδή τόν νοῦ μας. Γιατί, τί μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες; Ὅτι μετά
τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ καί μετά τίς ἀλλεπάλληλες πτώσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, πού
ἀκολούθησαν, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου σκοτίζεται.

Ὅπως δηλαδή στά σωματικά μάτια, πού δέν λειτουργοῦν σωστά,ἔρχεται σιγά σιγά τό
σκοτάδι καί φτάνει κάποια στιγμή ὁ ασθενής νά τυφλωθεῖ τελείως, ἔτσι συμβαίνει
καί στήν ψυχή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ζεῖ σωστά, σκοτίζεται ὁ ὀφθαλμός της, πού
εἶναι ὁ νοῦς. Καί ὁ νοῦς πλέον δέν βλέπει. Τί δέν βλέπει; Τόν Θεό.

Γιατί ὁ νοῦς, τά μάτια τῆς ψυχῆς, εἶναι φτιαγμένα γιά νά βλέπουν τόν Θεό·καί τότε
ἔχουν φῶς. Ὅπως καί τά σωματικά μάτια. Εἶναι φτιαγμένα γιά νά βλέπουν τό φῶς,
τόν ἥλιο. Ἅμα ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀρρωστήσει, τά μάτια δέν λειτουργοῦν σωστά,
σκοτίζονται. Καί τί γίνεται τότε; Παύει νά ὑπάρχει ὁ ἥλιος; Ὄχι. Ὁ ἥλιος ὑπάρχει
ἀλλά ὁ τυφλός δέν τόν βλέπει.

Παρομοίως συμβαίνει καί μέ τήν ψυχή. Ὅταν σκοτιστεῖ, ὅταν ἀρρωστήσει δηλαδή
ἀπό τά πάθη, σκοτίζονται τά μάτια της καί φθάνει ὁ ἄνθρωπος νά πεῖ ὅτι δέν ὑπάρχει
Θεός, ὅτι δέν βλέπει τόν Θεό. Καί νά ἀναρωτιέται: «Ἐσύ, ποῦ τόν βλέπεις τόν Θεό;».
Ὁ Θεός ὑπάρχει ἀλλά αὐτός, ἐπειδή ἔχει κατεστραμμένα τά μάτια τῆς ψυχῆς,
ἄρρωστα καί σκοτισμένα, δέν βλέπει πλέον τόν Θεό. Γι΄ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός πώς,
ὅταν καθαρίσετε τά μάτια τῆς ψυχῆς σας, τόν νοῦ - πού ἀλλιῶς λέγεται καί καρδία
στούς Πατέρες - τότε θά δεῖτε τόν Θεό.

Ὅ,τι ἰσχύει γιά τό σῶμα, πού πηγαίνεις δηλαδή στόν γιατρό καί σοῦ λέει ὅτι πρέπει
νά πάρεις ἀντιβίωση, νά φύγει τό μικρόβιο, γιά νά λειτουργήσουν τά μάτια σου καί
νά δεῖς, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ψυχή. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά πάρει πνευματική
ἀντιβίωση, νά μετανοήσει. Τότε τά μάτια τῆς ψυχῆς θά καθαρίσουν καί θά δεῖ πάλι
τό φῶς, τόν Θεό. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»
(Ματθ. Ε', 8).

Καί ποιά εἶναι ἡ σκοπιμότητα τῆς Ἐκκλησίας; Ἀκριβῶς τό νά κάνει αὐτή τή


θεραπεία. Νά μᾶς δώσει αὐτή τήν ἀντιβίωση, τήν πνευματική, γιά νά θεραπευτοῦν τά
μάτια τῆς ψυχῆς. Αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας.

8
(Σημείωση):Τά λέμε βέβαια συνοπτικά στήν ἀρχή ἀλλά στή συνέχεια θά τά
ἐξηγήσουμε ἀναλυτικότερα).

Ἔλεγε λοιπόν ὁ π. Ἰωάννης

(Ἀρχή Πατερικῆς Θεολογίας):


«Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ κύρια μέριμνα τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας.Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε θεράπευε τόν χῶρο τῆς ψυχῆς».

Προσέξτε: πρέπει νά εἶναι ἡ κύρια μέριμνα. Δυστυχῶς καί σήμερα σέ αὐτό τό σημεῖο
ἔχουμε ἐκτραπεῖ. Ἀκοῦμε καί τούς πολιτικούς καί τά ΜΜΕ, πού μᾶς κάνουν πλύση
ἐγκεφάλου -καί δέν πρέπει νά τούς ἀκοῦμε- νά μᾶς λένε ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά
περιοριστεῖ στόν ρόλο της. Καί ποιός εἶναι ὁ ρόλος της; Ἡ φιλανθρωπία, λένε. Νά
κάνει ἐλεημοσύνες, νά προσέχει τούς λαθρομετανάστες, νά ἐλεεῖ τούς φτωχούς κτλ.
Θεωροῦν πώς αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας μαζί μέ τή λατρεία (Θεῖες
Λειτουργίες κ.α.) καί τίποτε ἄλλο. Αὐτός ὅμως εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας; Φυσικά
καί ὄχι. Αὐτό εἶναι λάθος.

Ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά θεραπευτεῖ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.


Νά θεραπευτεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, πού εἴπαμε πώς εἶναι ἡ κύρια δύναμη τῆς
ψυχῆς.

Καί τί σημαίνει θεραπεία;


Νά ἀποβάλει τόν σκοτισμό.
Νά ξεσκοτιστεῖ. Γιά νά μπορέσει νά δεῖ τόν Θεό.
Γιατί δέν βλέπει τόν Θεό;

Γιατί εἴπαμε πώς ἔχει τά πάθη, τά ὁποῖα καλλιεργήθηκαν δυστυχῶς ἀπό τήν πολύ
μικρή ἡλικία, ἀπό τούς γονεῖς πρῶτα πρῶτα. Κατεξοχήν τά πάθη τοῦ ἐγωισμοῦ καί
τῆς φιλαυτίας. Ἔτσι σκοτίστηκαν τά μάτια τῆς ψυχῆς. Γι΄ αὐτό σήμερα τά παιδιά
εἶναι ἄθεα. Διότι οἱ γονεῖς μέ τά πάθη, πού ἐνεφύσησαν στά παιδιά, σκότισαν τά
μάτια τῆς ψυχῆς τῶν παιδιῶν, οὕτως ὥστε αὐτά νά μήν βλέπουν πλέον τόν Θεό. Μέ
ἀποτέλεσμα νά βλέπουμε, φερειπεῖν, παιδιά δεκατεσσάρων ἐτῶν νά δηλώνουν ἄθεα -
καί ἀγόρια καί κορίτσια.

«Εἶχε διαπιστώσει (ἡ Ἐκκλησία), ἀπό τήν Ἑβραϊκή παράδοσι καί ἀπό τόν ἴδιο τόν
Χριστό καί τούς Ἀποστόλους ὅτι στόν χῶρο τῆς φυσικῆς καρδιᾶς λειτουργεῖ κάτι,
πού οἱ Πατέρες ὠνόμασαν «νοῦν».

Αὐτός ἦταν ἀνέκαθεν ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας ἄσχετα μέ τό τί λέγεται σήμερα. Οἱ


Ἅγιοι Πατέρες ἀκόμη καί οἱ Ἅγιοι ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη εἶχαν καταλάβει κάτι:
ὅτι μέσα στήν καρδιά, στή φυσική καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὑπάρχει καί λειτουργεῖ μία
δύναμη.Αὐτή τή δύναμη οἱ Πατέρες τήν ὀνόμασαν νοῦ.Ἐνῶ μέχρι τότε ὁ νοῦς

9
ταυτιζόταν μέ τή διάνοια, οἱ Πατέρες εἶπαν ὄχι σέ αὐτή τήν ἀντίληψη καί ὅρισαν ὅτι
νοῦς εἶναι αὐτή ἡ νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία λειτουργεῖ στήν καρδιά τοῦ ὑγιοῦς ψυχικά
ἀνθρώπου.

Ἄς τό ποῦμε τώρα πιό ἁπλά: Ἡ ψυχή ἔχει μέσα της τόν νοῦ. Καί αὐτός ὁ νοῦς ἔχει
οὐσία, ἔχει καί ἐνέργεια. Ἡ ψυχή λοιπόν, πού ταυτίζεται οὐσιαστικά μέ τόν νοῦ, ἔχει
οὐσία, ἔχει καί ἐνέργεια. Αὐτή ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ ὀνομάστηκε ἀπό τούς Πατέρες
νοερά ἐνέργεια.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καθαρός, ἡ νοερά ἐνέργεια λειτουργεῖ μέσα στήν καρδιά.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νοσεῖ ψυχικά αὐτή ἡ ἐνέργεια ἔχει φύγει ἀπό τήν καρδιά καί εἶναι
διασκορπισμένη στά κτίσματα. Καί ὁ νοῦς τότε ἔχει διασκορπιστεῖ. Εἴδατε, που λέμε
πολλές φορές «προσπαθῶ νά συμμαζέψω τόν νοῦ μου;». Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει. Νά
μαζέψω δηλαδή τή νοερά ἐνέργεια, νά τή συγκεντρώσω στήν καρδιά μου, γιά νά
μπορέσω μετά νά μιλήσω στόν Θεό.

Γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε σωστή προσευχή;

Γιατί, ἐνῶ πᾶμε νά ποῦμε κάτι στόν Θεό, διασπᾶται ἡ προσοχή μας καί δέν μπορεῖ νά
μείνει στόν Θεό, παρά μόνο γιά λίγο; Ἐπειδή ἀκριβῶς ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀρρώστια,
δηλαδή δέν λειτουργεῖ σωστά ὁ νοῦς. Συνεπῶς ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ἀντί νά εἶναι
μέσα στήν καρδιά, ὅπως εἶναι τό φυσικό του ἀνθρώπου – ἔτσι τόν ἔφτιαξε ὁ Θεός -
εἶναι σκορπισμένη πρός τά ἔξω, πρός τά κτίσματα πηγαίνοντας πότε ἐδῶ καί πότε
ἐκεῖ. Ἄς πάρουμε τήν περίπτωση τοῦ πλούσιου νεανίσκου, πού ἀναφέρεται στό
Εὐαγγέλιο. Ὁ νοῦς του ποῦ ἦταν; Ἦταν στόν Θεό; Ὄχι. Ἦταν στά χρήματα.

Γί αὐτό, ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Χριστός: «Νά πουλήσεις τά ὑπάρχοντά σου» εἶναι σάν νά
ἐννοοῦσε: «νά ἀποδεσμευτεῖς ἀπό αὐτά, ὥστε νά καταφέρεις τί; Νά μετα-νοήσεις, νά
μετα-κινήσεις δηλαδή τόν νοῦ σου ἀπό αὐτά, στά ὁποῖα εἶσαι προσκολλημένος, νά
τόν φέρεις στήν καρδιά σου καί μετά νά βρεῖς Ἐμένα, πού ὑπάρχω μέσα στήν καρδιά
τοῦ ἀνθρώπου». Γιατί ὁ Κύριος ὑπάρχει στήν καρδιά τοῦ κάθε βαπτισμένου
ἀνθρώπου, ὅπως εἴμαστε ὅλοι μας. Ὅμως, ὅσο ὁ νοῦς εἶναι σκόρπιος, δέν μπορεῖ νά
δεῖ τόν Θεό.

Σχετικά ὁ Μέγας Βασίλειος διευκρινίζει μέ ὡραῖο τρόπο πώς: «ὅταν ὁ νοῦς δέν
σκεδάννυται ἐπί τά ἔξω…» δέν σκορπίζεται δηλαδή πρός τά ἔξω, τότε ἔρχεται στόν
ἑαυτό του καί διά τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει στόν Θεό.

Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ πορεία, πού μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία καί αὐτός εἶναι ὁ ρόλος
τῆς Ἐκκλησίας:νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο, ὥστε νά θεραπευτεῖ ὁ νοῦς του, νά
μαζευτεῖ στήν καρδιά του καί νά ἀνέβει μετά στόν Θεό.

Συνεπῶς, ὅταν οἱ Πατέρες ἀναφέρονται στόν νοῦ, δέν ἐννοοῦν τή σκέψη ἤ τή διάνοια

10
ἀλλά ἐννοοῦν αὐτή τήν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, πού τή λέμε νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία
λειτουργεῖ μέσα στήν καρδιά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὑγιής πνευματικά. Ἀντίθετα,
ὅταν εἶναι ἄρρωστος πνευματικά, ἡ νοερά ἐνέργεια ἔχει διασκορπιστεί στά κτίσματα
καί ἔχει μπερδευτεῖ μέ τή σκέψη, μέ τόν ἐγκέφαλο. Ἔτσι λογισμοί, οἱ ὁποῖοι θά
ἔπρεπε νά ὑπάρχουν μόνο στόν ἐγκέφαλο, πηγαίνουν καί στήν καρδιά καί τή
μολύνουν.

(Σημείωση: Αὐτά θά τά διευκρινίσουμε καί πιό κάτω. Ἁπλῶς κάποιες νύξεις κάνουμε
τώρα).

«Πήρανε δηλαδή τόν παραδοσιακόν «νοῦν», πού σημαίνει διάνοια καί λόγος, καί
κάνανε μία διαφοροποίησι. Ὠνόμασαν νοῦν αὐτήν τήν νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία
λειτουργεῖ στήν καρδιά τοῦ ὑγιοῦς ψυχικά ἀνθρώπου. Δέν γνωρίζομε πότε ἔγινε αὐτή
ἡ διαφοροποίησις, διότι συμβαίνει ἐπίσης μερικοί Πατέρες νά ὀνομάζουν μέ τήν ἴδια
λέξι, νοῦν, καί τήν λογική, ἀλλά καί τήν νοερά ἐνέργεια, ὅταν αὐτή κατεβαίνη καί
λειτουργῆ στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς.

Ὁπότε ἐξ αὐτής της ἀπόψεως ἡ νοερά ενέργεια είναι μία καί μόνη ἐνέργεια τῆς
ψυχῆς, ἡ ὁποία στόν μέν ἐγκέφαλο λειτουργεῖ ὡς λογική, ἡ ἴδια ὅμως λειτουργεί
συγχρόνως καί στήν καρδιά ὡς νοῦς. Δηλαδή τό ἴδιο ὄργανο, ὁ νοῦς, προσεύχεται
ἀδιάλειπτα στήν καρδιά, σέ όσους ἐννοείται ἔχουν ἀδειάλειπτη καρδιακή προσευχή,
καί συγχρόνως σκέπτεται π.χ. μαθηματικά προβλήματα καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο, στόν
ἐγκέφαλο».

Γιά νά τό ποῦμε μέ ἁπλά λόγια, θά λέγαμε πώς ἔχουμε μέσα στόν ἄνθρωπο δύο
κέντρα. Τό ἕνα κέντρο εἶναι ἡ καρδιά καί τό ἄλλο κέντρο εἶναι ἡ διάνοια, ὁ
ἐγκέφαλος. Ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ὁ νοῦς, λειτουργεῖ καί μέσα στήν καρδιά καί μέσα
στόν ἐγκέφαλο. Ἀλλά ἔχει διαφορετικό ρόλο. Ὅταν ὁ νοῦς λειτουργεῖ στήν καρδιά
ἔχουμε τήν προσευχή, τήν ἀναφορά στόν Θεό καί, ὅταν λειτουργεῖ στόν ἐγκέφαλο,
τότε ἔχουμε τή σκέψη, ἔχουμε τή λογική.Καί μπορεῖ μέσω τοῦ ἐγκεφάλου ὁ
ἄνθρωπος νά ἀντιλαμβάνεται τό περιβάλλον. Ἔρχονται διάφορα ἐρεθίσματα ἀπό τό
περιβάλλον στόν ἐγκέφαλο, πού τά ἐπεξεργάζεται μέ τή λογική. Αὐτά τά δύο κέντρα
(καρδιά-νοῦς καί διάνοια-ἐγκέφαλος) πρέπει νά λειτουργοῦν ξεχωριστά. Στόν
ἐμπαθῆ ἄνθρωπο ὅμως εἶναι μπερδεμένα. Πολλά πράγματα λοιπόν, πού ὑπάρχουν
στόν ἐγκέφαλο, κατεβαίνουν καί στήν καρδιά, ὅπως παραδείγματος χάρη οἱ διάφοροι
λογισμοί. Ἔτσι ἡ καρδιά μολύνεται.

«Πρέπει νά ποῦμε ὅτι αὐτό πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει νοῦν ταυτίζεται μέ
αὐτό πού οἱ Πατέρες ὀνομάζουν διάνοια. Εἶναι μία διαφορά στήν ὁρολογία. Ὅταν ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος λέγη «προσεύξομαι τῷ πνεύματι» [1] ἐννοεῖ αὐτό πού λένε οἱ
Πατέρες «προσεύξομαι τῷ νοΐ». Καί, ὅταν λέγη «προσεύξομαι τῷ νοΐ», ἐννοεῖ
«προσεύξομαι τή διανοία».

11
Ὑπάρχει προσευχή, πού γίνεται μέ τήν καρδιά, ὑπάρχει καί προσευχή, πού λέγεται μέ
τή διάνοια, μέ τή σκέψη, μέ τόν ἐγκέφαλο, μέ τή λογική. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θέλει
ἡ προσευχή νά γίνεται καί μέ τήν καρδιά ἀλλά καί μέ τή λογική. Νά καταλαβαίνει
δηλαδή καί ὁ ἄνθρωπος αὐτά πού λέει. Νά τά παρακολουθεῖ καί ἡ λογική.

«Τό ὄνομα «νοῦς» τῶν Πατέρων δέν εἶναι ὁ «νοῦς» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀλλά
εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.Ὅταν λέγη προσεύξομαι τῷ νοΐ,
προσεύξομαι τῷ πνεύματι ἤ ψαλλῶ τῷ νοΐ, ψαλλῶ τῷ πνεύματι, καί ὅταν λέγη τό
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἠμῶν, μέ τήν λέξη “πνεῦμα” ἐννοεῖ
αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες “νοῦν”. Καί μέ τήν λέξη νοῦς ἐννοεῖ τήν διάνοια, τήν
λογική».

Ὑπάρχει μία διαφορά στήν ὁρολογία. Εἶναι μία διαφορετική ἑρμηνεία. Ἐμεῖς
κρατᾶμε τήν ἑρμηνεία τῶν Ἁγίων Πατέρων, πού εἶναι μεταγενέστεροι τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου, τήν ἄποψη δηλαδή, πού λέει ὅτι ὁ νοῦς εἶναι ἡ δύναμη τῆς
ψυχῆς, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό.

Καί αὐτός ὁ νοῦς, αὐτή ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς, θά πρέπει νά εἶναι καθαρή, δηλαδή νά
εἶναι μέσα στήν καρδιά καί ἐκεῖ μέσα νά μήν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο. Νά μήν ὑπάρχουν
σκέψεις ἤ λογισμοί ἀπό τό περιβάλλον, ἀπό τόν ἐγκέφαλο ἤ ἀπό τή φαντασία. Διότι,
ὅταν αὐτοί οἱ λογισμοί κατέβουν στήν καρδιά, τή μολύνουν. Ἄρα ὅλη ἡ προσπάθεια,
πού πρέπει νά κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι νά καθαρίσει τήν καρδιά του.

Χρειάζεται ὁ νοῦς του νά εἶναι καθαρός καί ἡ καρδιά του νά μήν ἔχει κανέναν ἄλλο
λογισμό· οὔτε κακό οὔτε καλό. Τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό.
Μπορεῖ νά μιλήσει στόν Θεό σωστά καί νά φθάσει στό ζητούμενο. Δηλαδή στήν
κάθαρση, στόν φωτισμό καί στήν ἕνωση μέ τόν Θεό. Αὐτό, πού οἱ Πατέρες
ὀνομάζουν θέωση.

«Στήν ἔκφρασί του (τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δηλαδή) «τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ
συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἠμῶν»[2] μιλάει γιά δύο πνεύματα: Γιά τό Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ καί γιά τό ἀνθρώπινο πνεῦμα».

Αὐτό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Θεία Χάρη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος καθαρίσει τήν
καρδιά του, τότε αὐτό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά,
συμμαρτυρεῖ μέ τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ὅτι ἔγινε αὐτή ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ
τόν Θεό. Γι΄ αὐτό καί μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή
πώς κράζει «Ἀββᾶ ὁ Πατήρ».Ποιό;Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού ὑπάρχει μέσα στήν
καρδιά τοῦ ἀνθρώπου φωνάζει τόν Θεό Πατέρα. Καί αἰσθάνεται πλέον ὁ ἄνθρωπος
τόν Θεό νά κατοικεῖ μέσα του. Αὐτό ἰσχύει γιά τόν ἄνθρωπο τόν θεωμένο, τόν
καθαρό.

«Αὐτό τό ἀνθρώπινο πνεῦμα κατά κάποια παράξενη ἐξέλιξι ἐμφανίζεται ἀργότερα

12
στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Μακαρίου του Αἰγυπτίου νά ὀνομάζεται νοῦς καί μόνο τά
ὀνόματα λόγος καί διάνοια νά παραμένουν καί νά ἀναφέρωνται στήν λογική του
ἀνθρώπου. Ἔτσι ταυτίσθηκε ὁ «νοῦς» μέ τό «πνεῦμα», δηλαδή μέ τήν «καρδιά».
Διότι ὁ χῶρος τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ καρδιά, κατά τόν Ἀπόστολο
Παῦλο»[3].

Υποσημείωση[3]:«Πού σημαίνει, ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μιλάει στό δικό μας
πνεῦμα, ὁ Θεός, δηλαδή, μιλάει μέσα στήν καρδιά μας διά τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Βλ. Φιλοκαλία, τόμος Δ΄έκδοσις Το Περιβόλι της Παναγίας, 1987,σ.
281. Ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, στόν β’ λόγο του Ὑπέρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, ἀναφέρει ὅτι ἡ «καρδιά» εἶναι ὁ ἡγεμόνας ὅλης της ὑπάρξεως· ἐκεῖ
εἶναι ὁ νοῦς καί ὅλοι οἱ λογισμοί τῆς ψυχῆς. Ἐδῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τόν ὅρον
καρδιά δέν ἐννοεῖ τήν φυσική καρδιά, ἀλλά τήν βαθεῖα καρδία, ἐνῶ μέ τόν ὅρο νοῦς
δέν ἐννοεῖ τήν διάνοια, ἀλλά τήν ἐνέργεια τῆς καρδιᾶς, τήν νοερά ἐνέργεια, ἡ ὁποία
πηγάζει ἀπό τήν οὐσία τοῦ νοῦ, δηλ. τήν καρδιά. Οἱ ὅροι καρδιά καί νοῦς ὡς οὐσία
ταυτίζονται. Γι’ αὐτό προσθέτει ὁ ἅγιος Γρηγόριος: Ὁ νοῦς εἶναι τό ἐνδότατο σῶμα
τοῦ σώματος, δηλαδή ἡ καρδιά (ὅ.π., σ. 282). Μέ αὐτούς ταυτίζεται καί ὁ ὅρος
πνεῦμα».

Φαινομενικά δημιουργεῖται ἡ ἐντύπωση ὅτι ὑπάρχει μία σύγχυση στούς Πατέρες.


Ἀλλά, ἄν κανείς προσέξει λίγο, καταλαβαίνει τό πνεῦμα τοῦ κάθε Πατέρα καί τί
ἐννοεῖ, ὅταν λέει νοῦς καί καρδιά ἤ ὅταν λέει διάνοια καί λογική.

Ἐκεῖνο πού χρειάζεται νά ἐπαναλάβουμε γιά νά τό ξεκαθαρίσουμε εἶναι ὅτι ὁ


ἄνθρωπος ἔχει δύο κέντρα.Ἔχει τό κέντρο τῆς καρδιᾶς, ὅπου ὑπάρχει ὁ νοῦς, ἔχει καί
τή λογική ἤ διάνοια.Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καθαρός, φωτισμένος καί ἔχει ἐνωθεῖ μέ
τόν Θεό, αὐτά τά δύο κέντρα στόν ἄνθρωπο λειτουργοῦν ἀνεξάρτητα. Εἶναι δύο
διαφορετικά κέντρα. Κατά συνέπεια μπορεῖ νά προσεύχεται καί συγχρόνως νά
σκέπτεται.

Ἀλλά στόν ἐμπαθῆ ἄνθρωπο, ὅπως εἴμαστε ἐμεῖς, αὐτά τά δύο κέντρα εἶναι
μπερδεμένα και γι΄αυτό ἔχουμε μία σύγχυση μέσα μας. Λογισμοί λοιπόν, πού θά
ἔπρεπε νά εἶναι μόνο στόν ἐγκέφαλο, κατεβαίνουν στήν καρδιά καί γίνονται
ἐπιθυμίες. Ἔτσι μολύνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτές τίς ἐπιθυμίες, πού βγαίνουν ἀπό
τήν καρδιά. Γί αὐτό μας λέει ὁ Κύριος ὅτι «ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοί
πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. (Ματθ. 15,
19)».

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί μέ τήν ὅλη ἀσκητική καί
μυστηριακή ζωή καθαρίσει τήν καρδιά του καί διώξει κάθε τί ξένο καί ὅλους τούς
λογισμούς ἀπό αὐτήν, τότε ἡ καρδιά γίνεται πλέον καθαρή καί τά δύο κέντρα
λειτουργοῦν ἀνεξάρτητα. Ἑπομένως δέν ἐμποδίζεται ὁ Ἅγιος νά προσεύχεται καί
συγχρόνως νά μιλάει ἤ νά σκέπτεται κάποια πράγματα μέ τό μυαλό του.

13
«Ἔτσι ἡ λογική λατρεία γίνεται γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο μέ τόν νοῦν (δηλαδή μέ τήν
διάνοια, τήν λογική), ἐνῶ ἡ νοερά εὐχή γίνεται μέ τό πνεῦμα καί εἶναι ἡ πνευματική
εὐχή, δηλαδή ἡ καρδιακή προσευχή»[4].

Αὐτό πού κάνουμε στήν Ἐκκλησία λέγεται λογική λατρεία.Διότι μέ τή σκέψη μας, μέ
τόν ἐγκέφαλό μας παρακολουθοῦμε αὐτά πού λέμε.

Ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ νοερά εὐχή,πού εἶναι ἡ καρδιακή προσευχή, η οποία γίνεται
μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν ἔχει δύο κέντρα γνώσεως.Δύο γνωστικά κέντρα:


Τό κέντρο τῆς καρδιᾶς,μέ τό ὁποῖο διά τοῦ νοῦ του γνωρίζει τόν Θεό.
Τό κέντρο τοῦ ἐγκεφάλου,πού μέ τή λογική γνωρίζει ὄχι τόν Θεό ἀλλά τό
περιβάλλον.
Υποσημείωση[4]: «Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη
Παράδοση, έκδοσις Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λεβάδεια, 1994, σ. 24, όπου
αναφέρονται τα εξής: Ο άνθρωπος έχει δύο γνωστικά κέντρα. Το ένα είναι ο νους,
που είναι το κατάλληλο όργανο για να δεχθή την αποκάλυψη του Θεού, η οποία στην
συνέχεια διατυπώνεται με την λογική, και το άλλο είναι η λογική, που γνωρίζει τον
αισθητό κόσμο που μας περιβάλλει».

Ὁ Θεός ὅμως δέν εἶναι στό ὑλικό περιβάλλον δέν εἶναι ὕλη. Συνεπῶς δέν πέφτει
στήν ἀντίληψη τῶν αἰσθήσεων καί δέν μπορεῖ νά γνωρισθεῖ ὁ Θεός μέσω τῶν
αἰσθήσεων. Ὁ πολιτισμός ὡστόσο, ἐπειδή εἶναι ὑλικός βασίζεται μόνο στίς
αἰσθήσεις. Σοῦ λέει ὁ ἄλλος, ὁ ἐπιστήμονας: «αὐτό βλέπω, αὐτό καί πιστεύω. Δέν
ὑπάρχει τίποτα ἄλλο». Πῶς δέν ὑπάρχει τίποτα ἄλλο;

Βέβαια τό λέει αὐτό, γιατί ἔχει χάσει τό ἄλλο γνωστικό κέντρο, πού εἶναι ἡ καρδιά.
Καί ἔχει μόνο τό γνωστικό κέντρο τοῦ ἐγκεφάλου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὅμως πιστέψει
στόν Θεό, τότε καταλαβαίνει ὅτι ὑπάρχει καί μία ἄλλη πηγή γνώσης, πού εἶναι ἡ
καρδιά. Ἡ ὁποία καί πρώτη λειτουργεῖ στόν ἄνθρωπο καί τελευταία σταματάει.

Καί τότε μόνο πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν σταματήσει ἡ καρδιά καί ὄχι, ὅταν
σταματήσει ὁ ἐγκέφαλος. Ἐξοῦ καί ἡ πλάνη τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου. Ἀλλά, ἐπειδή
ὁ πολιτισμός εἶναι ἄθεος, σοῦ λένε: «σταμάτησε ὁ ἐγκέφαλος κάποιου, ἄρα πέθανε».
Καί ὅμως δέν πέθανε, γιατί λειτουργεῖ ἀκόμη ἡ καρδιά, τό ἄλλο γνωστικό κέντρο, μέ
τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό καί μπορεῖ ἐπίσης νά βλέπει καί τό περιβάλλον.
Ὅ Ἅγιος Πορφύριος, ὁ ὁποῖος στά τελευταῖα του ἦταν τυφλός, ἔβλεπε! Πῶς ἔβλεπε;
Μέ τόν ἐγκέφαλο; Ὄχι! Μέ τήν καρδιά, μέ τόν νοῦ ἔβλεπε, γιατί ἀκριβῶς εἶχε
καθαρότητα μεγάλη.

Ἔτσι ἐκεῖνο, πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «ἀλλ’ ἐν ἐκκλησίᾳ θέλω πέντε λόγους

14
διά τοῦ νοός μου λαλῆσαι, ἴνα καί ἄλλους κατηχήσω, ἤ μυρίους λόγους ἐν
γλώσσῃ»[5] σημαίνει ὅτι προτιμοῦσε νά πῆ πέντε λέξεις, πέντε λόγια δηλαδή, γιά νά
κατηχήση τούς ἄλλους· παρά νά προσεύχεται νοερῶς».

Προτιμῶ, λέει ὁ Ἀπ. Παῦλος, νά πῶ πέντε λόγια καί νά τά καταλάβετε, παρά νά


προσεύχομαι νοερῶς μυστικά μέσα στήν καρδιά καί νά μή καταλάβει κανείς τίποτα.
Αὐτό δηλώνει προφανῶς ἡ ρήση: «θέλω νά πῶ πέντε λόγια «διά τοῦ νοός μου ἤ
μύριους λόγους ἐν γλώσση». Νά πεῖ πέντε λόγια καί νά καταλάβουν καί οἱ ἄλλοι.
Πῶς νά τά πεῖ αὐτά;Μέ τή λογική. Καί φυσικά μέ τόν λόγο. Γιατί ὁ λόγος μέ τό
στόμα λέει αὐτά, πού προηγουμένως εἶχε ἡ διάνοια, ἡ σκέψη.

Ἡ γλώσσα ἦταν ἡ νοερά προσευχή, τά διάφορα εἴδη τῆς νοερᾶς προσευχῆς, πού
εἶχαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Καί δέν γινόντουσαν Χριστιανοί, πρίν ἀποκτήσουν τή
νοερά προσευχή. Φρόντιζαν μάλιστα νά τήν ἀποκτήσουν καί πρίν τό βάφτισμα
ἀκόμη. Νά ἔχουν δηλαδή αὐτή τήν κατάλληλη προπαρασκευή, ὥστε πενήντα ἡμέρες
μετά τό βάφτισμα, ἀφοῦ ἔφθαναν καί στόν φωτισμό, ἔπαιρναν τό χρίσμα.

«Αὐτό, πού λέγει ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἑρμηνεύεται ἀπό μερικούς μοναχούς ὅτι
μίλησε ὁ Ἀπόστολος γιά τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, δηλαδή γιά τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ
ἐλέησόν με», πού ἀποτελεῖται ἀπό πέντε λέξεις. Ἀλλά ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
μιλάει γιά λόγια, μέ τά ὁποία κατηχοῦσε τούς ἄλλους [6]. Διότι, πῶς μπορεῖ νά γίνη
κατήχησις μέ νοερά προσευχή, ἀφοῦ ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἐσωτερική προσευχή
τοῦ ἀνθρώπου καί οἱ ἄλλοι γύρω του δέν ἀκοῦνε τίποτε; Ἡ κατήχησις ὅμως γίνεται
μέ λογική διδασκαλία καί λογική λατρεία. Διδάσκουμε καί μιλοῦμε μέσω τῆς
λογικῆς, πού εἶναι ἡ συνήθης ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν ανθρώπων. [7]
Ἐπικοινωνία ὅμως ἔχουν μεταξύ τους καί ὅσοι ἔχουν νοερά εὐχή μέσα στήν καρδιά
τους».

Ἄν καί ὁ ἄλλος ἔχει νοερά εὐχή μπορεῖ νά ὑπάρξει ἐπικοινωνία τέτοια. Γι΄αὐτό καί
βλέπουμε τούς Ἁγίους Πατέρες, πού εἶχαν νοερά προσευχή μέσα τους, νά πηγαίνουν
ἐπίσκεψη ὁ ἕνας στόν ἄλλον, ἐξωτερικά νά μήν λένε τίποτα, νά κάθονται δύο ὧρες,
ἄς ποῦμε, ὁ ἕνας ἀπέναντι στόν ἄλλο καί νά μήν μιλᾶνε μέ τό στόμα ἀλλά νά
ἐπικοινωνοῦν ἐσωτερικά. Νά μιλᾶνε μέ τόν ἐνδιάθετο λόγο, μέ τή νοερά ἐνέργεια,
πού εἴχανε μέσα τους.Ἔτσι λοιπόν, ὅσοι ἔχουν νοερά εὐχή στην καρδιά τους,
ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους.Και ἀπό μακριά μπορεῖ νά γίνει αυτό.

«Μποροῦν δηλαδή νά καθίσουν μαζί καί ὁ ἕνας νά ἐπικοινωνῆ μέ τόν ἄλλον νοερῶς,
χωρίς νά μιλᾶνε. Νά ὑπάρχη δηλαδή μεταξύ τους πνευματική ἐπικοινωνία. Αὐτό
φυσικά συμβαίνει σ’ αὐτούς καί ἐκ τοῦ μακρόθεν. Καί αὐτοί ἐπίσης ἔχουν τό
διορατικό καί προορατικό χάρισμα. Μέ τό διορατικό ἀνιχνεύουν τά ἁμαρτήματα
κάθε ἀνθρώπου, καθώς καί τίς σκέψεις του, ἐνῶ μέ τό προορατικό βλέπουν καί
μιλᾶνε γιά πράγματα, πράξεις καί γεγονότα μέλλοντα».

15
Πήγαιναν γιά παράδειγμα οἱ ἄνθρωποι στόν Ἅγιο Πορφύριο ἤ στόν Γέροντα Παΐσιο
καί, πρίν ποῦνε τήν ἐρώτηση, ἐκεῖνοι τούς ἔλεγαν τήν ἀπάντηση στό πρόβλημά τους.
Πῶς γινόταν αὐτό;Ἀκριβῶς ἐπειδή εἶχαν μέσα τους τή νοερά προσευχή, τή νοερά
ἐνέργεια καί τό διορατικό χάρισμα. Κατά συνέπεια μποροῦσαν νά ἐξιχνιάσουν, νά
δοῦν καί νά ἀκούσουν τίς σκέψεις τῶν ἀνθρώπων, τούς λογισμούς τους καί τό τί
ἤθελαν νά τούς ποῦν. Ἄν εἶχες καί ἐσύ νοερά προσευχή, θά μποροῦσες νά ἀκούσεις
τήν ἀπάντηση ἀπό τήν καρδιά τοῦ πνευματικοῦ σου καί ὄχι ἀπό τό στόμα του.

Ὅταν δηλαδή καθαρίσει ὁ ἄνθρωπος τήν καρδιά του ἀπό τούς λογισμούς, τότε
φανερώνονται αὐτά τά χαρίσματα,τό διορατικό καί τό προορατικό,τά ὁποία ἔχει
δώσει ὁ Θεός σέ ὅλους μας. Δέν τά ἔχει δώσει μόνο στούς ἁγίους· σέ ὅλους τά ἔχει
δώσει. Γιατί ὅμως δέν τά ἔχουμε ἐμεῖς φανερά κι ἐνεργά; Διότι ὑπάρχει αὐτός ὁ
σκοτισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη, γιά τόν ὁποῖο μιλήσαμε στήν
ἀρχή.

«Πράγματι ὑπάρχουν τέτοιοι χαρισματοῦχοι ἄνθρωποι καί, ἄν πάτε νά


ἐξομολογηθεῖτε σέ αὐτούς, ξέρουν ὅλα ὅσα ἔχετε κάνει στήν ζωή σας, πρίν ἀνοίξετε
τό στόμα σας γιά νά τούς τά πῆτε».

Ἐνδεικτικές εἶναι οι περιπτώσεις των ἀνθρώπων ἐκείνων, πού πήγαιναν στόν Ἅγιο
Πορφύριο κρατώντας καί χαρτάκι, ὅπου εἶχαν γραμμένα, ἄς ποῦμε, τά ἁμαρτήματα:
(1), (2), (3)…(10).Καί πρίν ἀκόμη ἀνοίξουν τό χαρτάκι ὁ Ἅγιος τους ἔλεγε:
«Κοιτάξτε, τό (1), τό (2) καί… τό (7) δέν εἶναι ἁμαρτίες. Μήν μοῦ τά πεῖτε αὐτά.
Πεῖτε μου τά ἄλλα, γιά νά μήν χάνουμε καί χρόνο!».

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι


κράτος αἶνος καί δόξα
εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Ἀρχιμανδρίτης Σάββας Ἁγιορείτης

*Πρόκειται γιά τήν πρώτη ἀπό μία σειρά ὁμιλιῶν τοῦ π. Σάββα Ἁγιορείτου, μέ ἑρμηνευτικά κι ἐπεξηγηματικά
σχόλια πάνω στήν Πατερική Θεολογία τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἀπομαγνητοφωνημένη, ἐλαφρῶς
διασκευασμένη καί προσαρμοσμένη στόν γραπτό νεοελληνικό λόγο, πού ἔγινε στίς 31-8-2014 στή σύναξη στό
Ἀρχονταρίκι τοῦ Ι. Ν. Ἁγίων Ἀναργύρων Πενταπλάτανου Γιαννιτσῶν.

**Τά κείμενα σέ εἰσαγωγικά, ἀντλήθηκαν από τό βιβλίο τοῦ Πρωτοπ. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία,
Ἐκδόσεις Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 19-22 καί διατηρούν ἐπακριβώς τή γλωσσική μορφή τοῦ
πρωτοτύπου.

16
Τό ἀλλοιωμένο δυτικό πνεῦμα καί ἡ Ὀρθοδοξία
(Πατερική Θεολογία - 2ο Μέρος)

Ἀρχίσαμε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, μιά καινούρια ἑνότητα μαθημάτων, κατηχήσεων


πιό σωστά, γιατί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μιλᾶμε γιά κατήχηση καί ὄχι ἁπλῶς γιά
μία διάλεξη, ἡ ὁποία δέν ἔχει μόνο ἕναν γνωσιολογικό χαρακτήρα, ἀλλά ἕνα
χαρακτήρα μυσταγωγικό. Δηλαδή ἕναν χαρακτήρα πού μᾶς βοηθάει στό νά ζήσουμε
τό Μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καί αὐτόν τόν σκοπό ἔχουν καί τά μαθήματα πού
κάνουμε, νά ὁδηγήσουν τίς ψυχές μας στό νά ζήσουμε τόν Χριστό καί ὄχι μόνο νά
μάθουμε κάποια πράγματα. Τότε γνωρίζουμε πραγματικά τόν Θεό, ὅταν ζοῦμε τήν
ζωή τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια θά ποῦμε πράγματα πού ἴσως φαίνονται λίγο παράξενα καί δέν τά ἔχετε
ἀκούσει ἄλλη φορά, ἀλλά εἶναι αὐτά τά ὁποῖα πραγματικά μᾶς δίδαξαν οἱ Ἅγιοι
Πατέρες καί εἶναι ἀντίθετα μέ ἐκεῖνα πού ἐπικρατοῦν σήμερα στόν κόσμο καί θά
τολμοῦσα νά πῶ καί στούς ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας. Κάποια πράγματα δηλαδή
πού ἔχουν ἐπικρατήσει ὡς ἀντιλήψεις στούς σημερινούς Ὀρθοδόξους χριστιανούς
εἶναι ἀντίθετα μέ αὐτά πού λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Δέν θά πῶ περισσότερα γιατί θά
εἶναι θεωρητικά, ἀλλά θά διαπιστώσουμε στήν πορεία πῶς ἐπαληθεύεται αὐτός ὁ
λόγος.Συνεχίζουμε λοιπόν νά μελετοῦμε καί νά σχολιάζουμε κατά δύναμην κάποια
πράγματα ἀπό τήν Πατερική Θεολογία, τό βιβλίο ἑνός πολύ μεγάλου, ἴσως τοῦ
σπουδαιότερου θεολόγου τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος, τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Ἕνας
ἄλλος σπουδαῖος, σύγχονος θεολόγος ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός λέει ὅτι ἡ ἐποχή
μας χωρίζεται σέ ἐποχή πρό τοῦ Ρωμανίδη καί μετά τοῦ Ρωμανίδη. Ἔκανε μία τομή
στήν Θεολογία, ἡ ὁποία δέν ἦταν τομή ἁπλῶς στίς γνώσεις, ἀλλά μία τομή, θά ἔλεγα,
πνευματική πού ἔκανε τήν ψυχή τῶν Ὀρθοδόξων νά προσανατολιστεῖ σωστά -ὅποιων
θέλουν βέβαια! Ἔκανε δηλαδή μία στροφή καί μία ἐπαναφορά στίς ὀρθές ἀντιλήψεις
πού πρέπει νά ἔχουμε ὡς Ὀρθόδοξοι.
Δυστυχῶς μετά τήν ἀπελευθέρωστη τό 1821 μπῆκε στήν Ὀρθοδοξία τό δυτικό
πνεῦμα μέ τόν ἐρχομό ἐδῶ τῶν Βαυαρῶν καί πολλῶν «ἱεραποστόλων» ἀπό τήν
Δύση, οἱ ὁποῖοι εἰσέβαλλαν στήν Ἑλλάδα, τό ὁποῖο πνεῦμα, νά τό ποῦμε μέ μία λέξη,
εἶναι ἀντι-μοναχικό καί ἀντι-ἡσυχαστικό. Ὁ μοναχισμός εἶναι ὁ φορέας τοῦ
ἡσυχασμοῦ καί ὅταν λέμε ἡσυχασμός ἐννοοῦμε τήν θεραπευτική μέθοδο τῆς
Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία δία τῆς ἡσυχίας καθαρίζει τόν ἄνθρωπο. Βοηθάει τόν ἄνθρωπο
νά καθαριστεῖ, νά φωτιστεῖ καί νά θεωθεῖ, νά πετύχει τό καθ’ ὁμοίωση, πού εἶναι ὁ
σκοπός τῆς ζωῆς μας.
Ἔτσι σήμερα θά ποῦμε γιά τήν ἀπόκλιση τῆς Δυτικῆς χριστιανοσύνης ἀπό τό
Ὀρθόδοξο ἦθος. Ὅταν λέμε Δύση δέν ἐννοοῦμε γεωγραφικά τήν Εὐρώπη, ἀλλά ὡς
μία ἀντίληψη συνολική τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κόσμου. Ὑπάρχει τό λεγόμενο Δυτικό
πνεῦμα, τό ὁποῖο εἶναι -θά ἔλεγα- ἀντίθετο ἀπό τό Ὀρθόδοξο πνεῦμα. Καί εἶναι
ἀκριβῶς ἀντίθετο γιατί εἶναι αἱρετικό. Ἡ Δύση ἔχει πέσει στήν αἵρεση καί ἀπό τό
1054 καί μετά αὐτή ἡ αἵρεση ἔχει ἀποκρυσταλλωθεῖ ὡς δόγμα καί ἔχει μπεῖ καί μέσα
στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό λεγόμενο Filioque (Φιλιόκβε) καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά

17
καί πολλά ἄλλα δόγματα ἔχουν προσθέσει στήν αἱρετική Δύση. Θά δεῖτε ὅμως πῶς
κάποιες δικές τους ἀντιλήψεις ἔχουν ποτίσει κι ἐμᾶς, τίς κυκλοφοροῦμε μεταξύ μας
καί τίς ἔχουμε μέσα στόν νοῦ μας καί πολλές φορές καθορίζουν τήν πνευματική μας
ζωή.
Εἴπαμε λοιπόν τήν προηγούμενη φορά -γιά νά τά συνδέσουμε λίγο καί νά
συνεχίσουμε- ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι τό κύριο συστατικό τῆς ψυχῆς του,
στόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος δέν ἔχει θεραπευτεῖ πνευματικά, δέν λειτουργεῖ σωστά.
Ὑπάρχει μιά δυσλειτουργία, μιά κακή λειτουργία τοῦ νοῦ μας, δηλαδή τῆς ψυχῆς
μας. Ἡ σωστή λειτουργία τοῦ νοῦ εἶναι: νά εἶναι ὁ νοῦς στήν καρδία καί νά
προσεύχεται ἀδιάλειπτα στόν Θεό. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι ὁ
σκοπός τῆς Ἐκκλησίας νά μᾶς κάνει νά περάσουμε καλά σ’ αὐτή τή ζωή ἤ νά μᾶς
κάνει νά περάσουμε καλά στήν ἄλλη ζωή, ἀλλά νά θεραπεύσει τήν ψυχή μας καί
μάλιστα τόν νοῦ μας.
Ὑπάρχουν τά τρία στάδια τῆς θεραπείας: ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση. Αὐτά
μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Κορυφαῖο ρόλο σ’ αὐτήν ὅλη τήν διαδικασία παίζει ἡ
ἀδιάλειπτη, καρδιακή, νοερά προσευχή. Εἶναι τό ἐργαλεῖο, τό μέσο, ἀλλά -θά
λέγαμε- καί τό κριτήριο τό ὁποῖο μᾶς πείθει ὅτι πράγματι εἴμαστε στήν κατάσταση
τοῦ φωτισμοῦ. Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου λειτουργεῖ σωστά, τότε δέν ἔχει κανέναν
ἄλλο λογισμό, οὔτε καλό, οὔτε κακό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν λειτουργεῖ σωστά, εἶναι
γεμάτος λογισμούς.
Σήμερα τό πρόβλημα τῶν ἀνθρώπων εἶναι πρόβλημα λογισμῶν. Οἱ λογισμοί εἶναι ἡ
ἀφετηρία ὅλων τῶν κακῶν. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά εἰρηνεύσει, νά ἠρεμήσει ὁ
λογισμός του καί μή ξέροντας τί νά κάνει ἤ πηγαίνει ταξίδια ἤ παίρνει ψυχοφάρμακα
ἤ πάει στούς ψυχολόγους ἤ τό ρίχνει στό φαγητό… Μέ διάφορους τέτοιους τρόπους
δηλαδή προσπαθεῖ νά βρεῖ μιά ἐσωτερική εἰρήνη καί μιά ἠρεμία, ἀλλά δέν μπορεῖ,
γιατί τό κλειδί εἶναι ἡ θεραπευτική τῶν Πατέρων, ἡ θεραπευτική τοῦ Χριστοῦ.
Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός μας στά Πατερικά Κείμενα καί στίς Προσευχές τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀναφέρεται ὡς Ἰατρός. «Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων
ἡμῶν» καί εἶναι πράγματι Ἰατρός καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα θεραπευτήριο, πού
θεραπεύει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Δέν εἶναι ἕνας ὀργανισμός πού δίνει μία καλή
κουλτούρα. Ἔχουμε ὡραίους χορούς, ὡραῖα τραγούδια, ὡραῖα ψάλματα καί ὅταν
πᾶς στήν Ἐκκλησία περνᾶς καλά. Ὄχι δέν εἶναι αὐτό, ἀλλά δυστυχῶς αὐτό πάει νά
ἐπικρατήσει στίς μέρες μας. Εἶναι ἡ λεγόμενη ἐκκοσμίκευση καί ἀντί ἡ Ἐκκλησία νά
προσφέρει αὐτήν τήν μέθοδο γιά νά θεραπευθεῖ ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή γιά νά
ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τούς λογισμούς καί νά λειτουργήσει σωστά ὁ νοῦς του, ἡ
νοερά ἐνέγεια, ὅπως λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, τοῦ προσφέρει γλέντια καί χορούς καί
διάφορα ἄλλα τέτοια ὑποκατάστατα ἤ καί ἕνα πιάτο φαγητό στά συσσίτια. Ἀλλά
αὐτός εἶναι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας; Κάθε ἄλλο! Δευτερευόντως θά λέγαμε εἶναι καί
ἡ φιλανθρωπία. Ἡ φιλανθρωπία, ὄχι ἡ ἐκκοσμίκευση.
Πολύ πρόσφατα μοῦ φέρανε ἕνα χαρτί ἀπό μιά Μητρόπολη, ἑνός Ἱεροῦ Ναοῦ
‘’Πρόγραμμα ὑποδοχῆς λειψάνων Ἁγίου Ἰωακείμ καί Ἄννης’’ καί ἔχει κάθε βράδυ

18
τραγούδια καί χορούς. Σάββατο: Ἑσπερινό καί τό βράδυ: Λαϊκή Ἑλληνική βραδιά.
Τήν ἄλλη μέρα τό πρωί ἔχει Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ ἔχουν προετοιμαστεῖ κατάλληλα
τό βράδυ μέ τό γλέντι… καί τό βράδυ ἔχει πάλι χορωδία καί χορευτικές ἐκδηλώσεις!
Τήν Δευτέρα πάλι Θεία Λειτουργία, ἀφοῦ ὑπάρχει ἀνάλογη προετοιμασία… καί τό
βράδυ ἔχει πάλι χορευτικές ἐκδηλώσεις ἀπό ὅλους τούς Συλλόγους τῆς περιοχῆς. Τό
πρωί πάλι Θεία Λειτουργία καί τό βράδυ ἔχει λαϊκή βραδιά μέ ἑλληνικά τραγούδια
ἀπό πολυμελή ὀρχήστρα καί ποντιακό γλέντι! Εἶναι αὐτός θεραπευτικός ὀργανισμός;
– Ἔτσι θά θεραπευτεῖ ἡ ψυχή τῶν ἀνθρώπων;
Ἤ ἁπλῶς τούς δίνουμε μία διέξοδο καί ἀντί νά πᾶνε στά κοσμικά κέντρα
διασκέδασης πᾶνε στήν Ἐνορία; Καί σιγά-σιγά θά βάζουμε καί εἰσητήριο ὅπως
κάνουν στήν Γερμανία: ἑλληνικά τραγούδια – εἴσοδος 5 εὐρώ.
Αὐτό εἶναι κατάπτωση. Δηλαδή ἡ Ἐκκλησία ἔχει χάσει τόν προσανατολισμό της.
Ἐννοοῦμε βέβαια τήν Ἐκκλησία ὡς σύνολο πιστῶν, ὡς τοπική Ἐκκλησία. Ἡ
Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ εἶναι ἄμωμη καί καθαρή καί πεντακάθαρη, γιατί ἔχει
κεφαλή τόν Χριστό. Ἀλλά οἱ κατά τόπους Ἐκκλησίες, ἄν δέν προσέξουν,
ἐκτρέπονται καί ἔχουμε πάρα πολλές Ἐκκλησίες σήμερα πού εἶναι μόνο κατ’ ὄνομα
καί δέν ἔχουν ποίμνιο.
– Τί ἔγινε τό ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου ἤ τῆς Λαοδίκειας;
Ἄν πᾶτε σήμερα στήν Λαοδίκεια εἶναι γεμάτη μουσουλμάνους. Τό ἴδιο καί στήν
Ἔφεσο. Γιατί; Χάσαμε τούς χριστιανούς μας. Γιατί τούς χάσαμε; Γιατί δέν
λειτουργοῦσε σωστά ἐκείνη ἡ Ἐκκλησία, ἡ τοπική θεραπευτική κοινότητα. Τό ἴδιο
μπορεῖ νά συμβεῖ καί μέ μᾶς καί νά πηγαίνουμε νά βροῦμε τήν Ὀρθοδοξία στήν
Ἀμερική, ἄν δέν προσέξουμε.
Πρέπει λοιπόν νά καταλάβουμε ὅτι ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεραπεία τῆς
ψυχῆς καί μάλιστα τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτή ἡ βαθιά ἐκκοσμίκευση πού ἔχει
εἰσβάλλει στήν Ἐκκλησία πρέπει νά μᾶς βρεῖ ἀντιμέτωπους. Πρέπει νά
ἀντισταθοῦμε. Ἐμεῖς θά ἀντισταθοῦμε, γιατί ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι. Ἔλεγε ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Μαξίμοβιτς, ἕνας σπουδαῖος, σύγχρονος ἅγιος, Ρῶσος στήν καταγωγή,
πού ἐτελειώθη στήν Ἀμερική, ὅτι στούς ἐσχάτους χρόνους, ὅπως εἶναι τώρα, κάθε
χριστιανός θά εἶναι ὑπεύθυνος γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία. Μήν περιμένουμε νά τά
διορθώσουν ὅλα δηλαδή οἱ παπάδες καί οἱ Δεσποτάδες, γιατί κι αὐτοί ἐν πολλοῖς
εἶναι ἐκκοσμικευμένοι.
Ἡ προηγούμενη ἀνακοίνωση πού σᾶς διάβασα εἶναι φυσικά μέ τήν ἔγκριση τοῦ
οἰκείου Μητροπολίτου, δέν βγαίνει ἔτσι…
Ἡ κάθαρση λοιπόν ἀπό τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ τοῦ
ἀνθρώπου ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ θέωση τῆς ψυχῆς καί τοῦ
σώματος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι οἱ τρεῖς πνευματικές καταστάσεις, τίς ὁποῖες πρέπει νά
περάσει ὁ πιστός καί στίς ὁποῖες ἀναφέρεται ὅλη ἡ ἀσκητική παράδοση, ὅλοι οἱ
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλες οἱ Ἀκολουθίες. Λέμε στήν Ἐκκλησία: «Εἴδομεν τό
φῶς τό ἀληθινόν» ἤ «Χριστέ, τό φῶς τό ἀληθινόν» ἤ «Βασιλεῦ οὐράνιε, ἐλθέ καί

19
σκήνωσον ἐν ἡμῖν καί καθάρισον ἡμᾶς». Αὐτά δέν εἶναι σχήματα λόγου. Εἴδομεν τό
φῶς τό ἀληθινόν. Τό εἴδαμε τό φῶς τό ἀληθινό; Ἔχει φῶς ἡ ψυχή σου ἤ ἔχει μαυρίλα
καί σκοτάδι καί κατάθλιψη καί ταραχή; Ἅμα ἔχει αὐτά, σημαίνει ὅτι δέν τό εἶδες τό
φῶς. Μά λέει ‘’ἐγώ κοινώνησα’’. Μπορεῖ καί νά κοινώνησες, ἀλλά δέν κοινώνησες,
δέν ἔχεις κοινωνία μέ τό φῶς δηλαδή.
Γενικά λοιπόν σ’ αὐτό θά ἀναφερθοῦμε, πῶς δηλαδή πρέπει νά λειτουργήσουμε, πῶς
θά γίνει αὐτή ἡ ἐργασία μέσα μας καί πῶς πρέπει νά τοποθετούμαστε ἀπέναντι σ’
αὐτά πού ζοῦμε, σωστά ἤ ὄχι, τά ὁποῖα μᾶς τά σερβίρουνε καί πολλές φορές τά
καταπίνουμε ἀμάσητα, δηλαδή χωρίς νά τά ἐπεξεργαζόμαστε.
Λέει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «οἱ σημερινοί Ὀρθόδοξοι σήμερα ἔχουν
ἀπομακρυνθεῖ τόσο πολύ ἀπό αὐτήν τήν παράδοση, πού δέν σκέπτονται πλέον τήν
Ὀρθόδοξη Χριστιανική ἀγωγή μέσα στά πλαίσια τῆς νόσου καί τῆς θεραπείας». Γιατί
λέει ὁ π. Ἰωάννης ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γεννιόμαστε ἄρρωστοι καί αὐτό εἶναι ἀλήθεια.
Γεννιόμαστε μέ τόν σκοτισμό τοῦ νοῦ, σκοτισμένοι ἀπό τά πάθη καί πρέπει νά
μποῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Ἅγιο Χρίσμα καί ἐκεῖ
μέσα νά θεραπευτοῦμε, νά φωτισθοῦμε καί νά θεωθοῦμε.
Αὐτό τό πράγμα καί σάν ἔννοια καί σάν σκέψη πολλοί Ὀρθόδοξοι χριστιανοί τό
ἀγνοοῦν καί πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία γιατί εἶναι καλό πράγμα. Ὄχι δέν εἶναι
ἁπλῶς ἕνα καλό πράγμα ἡ Ἐκκλησία γιατί ὑπάρχουν καί ἄλλα καλά πράγματα καί
λένε κοντά στά ὑπόλοιπα καλά πράγματα νά πηγαίνεις καί στήν Ἐκκλησία. Ὄχι. Ἡ
Ἐκκλησία εἶναι τό πᾶν, γιατί εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Ἄν δέν τό
καταλάβει αὐτό ὁ χριστιανός, τότε δέν εἶναι ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλῶς ἔχει
καί τήν Ἐκκλησία ὅπως ἔχει καί τά ἄλλα καλά πράγματα, ὅπως ἐνδεχομένως θά
κάνει ἀθλητισμό, θά πάει μία ἐκδρομή, θά πάει καί νά ἐκκλησιαστεῖ. Δέν ἀγκαλιάζει
δηλαδή ἡ Ἐκκλησία τόν ὅλο του ἑαυτό, ὅλο του τό εἶναι, ὅλη του τήν ὕπαρξη καί
ὅλη του τήν ζωή. Ἑπομένως δέν θεραπεύεται.
«- Ὁ Χριστός ποιός εἶναι γιά τούς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς; Δέν ἀποκαλεῖται
ἐπανειλημμένως μέσα στίς εὐχές καί στά τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὁ «ἰατρός τῶν
ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν»; Πράγματι. Σέ ποιά ὅμως; Στά Ὀρθόδοξα.
«Ἄν ψάξετε στήν Παπική ἤ στήν Προτεσταντική παράδοση», στήν Δύση δηλαδή,
«αὐτή ἡ ἐπωνυμία γιά τόν Χριστό, ὡς ἰατρό, δέν ὑπάρχει πουθενά!». Γιατί ἄραγε;
Ἐνῶ κι αὐτοί ξεκίνησαν ὡς Ὀρθόδοξοι.Πρέπει νά τό ξέρουμε αὐτό ἡ Εὐρώπη ὅλη
ἦταν Ὀρθόδοξη μέχρι τόν 7ο – 8ο αἰῶνα πού ἔχουμε τίς εἰσβολές τῶν βαρβάρων,
τῶν Φράγκων. Ἦταν Ὀρθόδοξοι καί κράτησαν μέχρι τό 1054.
– Γιατί ὅμως μετά χάθηκε αὐτή ἡ ἐπωνυμία γιά τόν Χριστό;
«Ὁ Χριστός μόνο στήν Ὀρθόδοξη παράδοση ἀποκαλεῖται ἰατρός. – Γιατί ὅμως αὐτή
ἡ παράδοσις ἔσβησε ἀπό τούς Παπικούς καί τούς Προτεστάντες καί, ὅταν τούς
μιλᾶμε γιά θεραπευτική ἀγωγή, ξαφνιάζονται; Διότι ἡ ἀνάγκη τῆς καθάρσεως καί τοῦ
φωτισμοῦ, ἡ ἀνάγκη τῆς ἐσωτερικῆς ἀλλαγῆς ἔφυγε ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτούς
στήν δική τους Θεολογία. Γι’ αὐτούς ἐκεῖνος πού ἀλλάζει δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος,

20
ἀλλά ὁ Θεός!». Προσέξτε τί λένε στή Δύση! Δέν καλεῖσαι νά ἀλλάξεις ἐσύ. Ὁ Θεός
ἀλλάζει. «Ὁ ἄνθρωπος γι’ αὐτούς δέν ἀλλάζει. Τό μόνο πράγμα πού κάνει ὁ
ἄνθρωπος γι’ αὐτούς εἶναι ὅτι γίνεται καλό παιδί», κάνει καλές πράξεις. Προσέξτε
γιατί αὐτό τό πνεῦμα ἔχει μπεῖ καί σ’ ἐμᾶς, νά κάνεις καλές πράξεις, ὅπως λένε στούς
προσκόπους κάθε μέρα νά κάνεις μιά καλή πράξη ἤ μερικές καλές πράξεις. Ὅσο πιό
πολλές κάνεις, τόσο καλύτερα.
«Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπό κακό παιδί πού ἦταν γίνει καλό παιδί, τότε ὁ Θεός τόν
ἀγαπᾶ». Ὅπως λέει κι ἕνα τραγούδι πού λέγανε στίς Ὀργανώσεις «καί ὅλα τά καλά
παιδιά τά ἀγαπᾶ ἡ Παναγία» καί τούς ρωτοῦσα ‘Τά κακά παιδιά δέν τά ἀγαπάει ἡ
Παναγία, μόνο τά καλά ἀγαπάει;’ Ὁ Θεός τά καλά παιδιά τά ἀγαπάει. Τά κακά δέν τά
ἀγαπάει; Δέν εἶναι ὁ Θεός ἀγάπη δηλαδή; Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί εἶναι καί μή
ἀγάπη; Ἀλλάζει ὁ Θεός; Προσέξτε τί ἀνοησίες λέμε! Καί τίς περνούσαμε καί στά
παιδιά ἀπό τά Κατηχητικά καί ἔχουν ποτίσει κι ἐμᾶς.
Ἡ Δύση αὐτό ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀλλάζει γιατί ἔχουν μία δικαιϊκή ἀντίληψη γιά
τόν Θεό. Ἔφτασαν μάλιστα στό σημεῖο νά λένε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὀργισμένος καί
χρειάζεται αἷμα, χρειάζεται ἱκανοποίηση τῆς Θείας δικαιοσύνης καί ἐπειδή δέν
ὑπῆρχε ἄνθρωπος πού νά ἱκανοποιήσει τόν Θεό, ἀναγκάστηκε νά γίνει ὁ Θεός-Υἱός
ἄνθρωπος, νά θυσιαστεῖ γιά νά ἱκανοποιηθεῖ ὁ αἱμοβόρος Θεός-Πατέρας καί ἡ
δικαιοσύνη του. Αὐτές τίς ἀνοησίες λένε στή Δύση δυστυχῶς. Εἶναι αὐτό τό δικαιϊκό
πνεῦμα, τό ὁποῖο ἀπειλεῖ καί τήν Ὀρθοδοξία.
«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπό κακό παιδί πού ἦταν γίνει καλό παιδί, τότε ὁ Θεός τόν
ἀγαπᾶ. Διαφορετικά, τόν ἀποστρέφεται! Ἄν παραμένει ἤ γίνεται κακό παιδί, τότε ὁ
Θεός δέν τόν ἀγαπᾶ! Δηλαδή, ἄν ὁ ἄνθρωπος γίνει καλό παιδί, τότε ἀλλάζει καί ὁ
Θεός καί γίνεται καλός. Καί ἀπό ἐκεῖ πού δεν τόν ἀγαποῦσε, τώρα τόν ἀγαπᾶ! Ὅταν
ὁ ἄνθρωπος γίνεται κακό παιδί, ὁ Θεός θυμώνει καί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος γίνεται καλό
παιδί, ὁ Θεός χαίρεται! Αὐτό δυστυχῶς γίνεται στήν Εὐρώπη».
Αὐτό λένε στήν Εὐρώπη μέχρι σήμερα. Θέλετε νά σᾶς πῶ κι ἕνα ζωντανό
παράδειγμα; Τώρα πού τούς χρωστᾶμε καί ἔρχονται μέ τήν Τρόικα καί μᾶς τά ζητᾶνε
συνέχεια καί πιεστικά, ἐμεῖς ἐπειδή κρατᾶμε ἀκόμα λίγο ἀπό τό Ὀρθόδοξο πνεῦμα,
δέν ἔχουμε τό δικαιϊκό πνεῦμα, τούς ζητούσαμε παράταση, νά ἔκαναν λίγη ὑπομονή
καί θά τούς τά δίναμε. Αὐτό εἶναι ὀρθόδοξο. Γι’ αὐτούς εἶναι ἀκατανόητο. Λένε ‘’τά
πήρατε νόμιμα, θά μᾶς τά δώσετε’’. Αὐτό τό δικαιϊκό πνεῦμα, δέν ἔχει ἔλεος. Οὔτε
παράταση, οὔτε τίποτα. Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τῆς Δύσης, ἀνελέητοι καί αὐτός εἶναι
καί ὁ Θεός τους ἀνελέητος. Ἀλλά αὐτός δέν εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός!
«Τό κακό εἶναι ὅτι αὐτό δέν γίνεται μόνο στήν Εὐρώπη, ἀλλά γίνεται καί στήν
Ἑλλάδα καί σέ πολλούς μέσα στήν Ἐκκλησία αὐτό τό πνεῦμα ἐπικρατεῖ». Ἔρχονται
καί κάποιοι ἔντρομοι στήν ἐξομολόγηση καί λένε ‘’ἐμένα ὁ Θεός θά μέ κάψει, εἶναι
τόσο θυμωμένος μαζί μου…’’. Δέν εἶναι ἔτσι ὁ Θεός! Ὁ Θεός πάρα πολύ χαίρεται μέ
ὅλους τούς ἀνθρώπους καί μάλιστα μέ τούς ἁμαρτωλούς πού μετανοοῦν καί ἀγαπάει
τούς πάντες, ἀγαπάει κι αὐτούς πού εἶναι στήν ἁμαρτία, ἀκόμα καί τόν διάβολο
ἀγαπάει καί θέλει ὅλοι νά σωθοῦνε.

21
«Ἔχει καταντήσει νά εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μία θρησκεία, πού ὁ Θεός ἀλλάζει
διαθέσεις! Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι καλός, ὁ Θεός τόν ἀγαπάει. Καί ὅταν εἶναι κακός,
ὁ Θεός δέν τόν ἀγαπάει». Ἔτσι πιστεύουν κάποιοι. «Ὁ Θεός δηλαδή τιμωρεῖ καί
βραβεύει! Ὁπότε ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερα» στήν Ἑλλάδα, προσέξτε τή λέξη
«εἶναι μία ἠθικολογία», ἔτσι τήν καταντήσαμε τήν Ὀρθοδοξία μιά ἠθικολογία, ἕνα
‘πρέπει’ καί ἕνα ‘δέν πρέπει’.
Γι’ αὐτό καί τά νέα παιδιά ἀντιδροῦν: ‘’Γιατί δέν πρέπει νά κάνω αὐτό ἤ γιατί πρέπει
νά πάω Ἐκκλησία; Τί θά πεῖ πρέπει;’’. Ἔχουν δίκαιο γιατί δέν τούς λέμε τήν οὐσία
πού εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ, ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς, ἡ ἀπομάκρυνση ὅλων τῶν
λογισμῶν, ἡ ἔλευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού θά φέρει τόν καρπό τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος πού εἶναι ἡ χαρά, ἡ ἀγάπη, ἡ εἰρήνη (Γαλ. 5,22), ὅλα αὐτά πού ψάχνουμε
καί ἔχουμε καταντήσει τήν πίστη μας ἕναν κώδικα, ἕνα σύνολο δηλαδή ἀπό κανόνες.
Πρέπει, πρέπει, πρέπει… κι ἄν τά τηρήσεις αὐτά, θά πᾶς στόν Παράδεισο. Ὄχι δέν
εἶναι αὐτό, ἕνα σύνολο κανόνων, ἀλλά εἶναι ἕνα βίωμα καί μιά ἐμπειρία τῆς
κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης.
«Αὐτά δέν διδάσκανε τά Κατηχητικά στά παιδιά καί οἱ παραεκκλησιαστικές
Ὀργανώσεις, πού ἔχουν Δυτικά πρότυπα καί διέβρωσαν τό Ὀρθόδοξο πνεῦμα;». Αὐτά
πού εἴπαμε προηγουμένως ὅτι ἅμα εἶσαι καλό παιδί, θά σέ ἀγαπάει ὁ Θεός, ἄν εἶσαι
κακό, θά σέ τιμωρήσει.
Ὁ Θεός δέν τιμωρεῖ. Μόνος του ὁ ἄνθρωπος αὐτοβασανίζεται καί αὐτοτοποθετεῖται
στήν κόλαση ἀπό τή στιγμή πού ἐπιλέγει νά μήν εἶναι μέ τόν Θεό. «Τά ὀψώνια τῆς
ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23), μᾶς τό εἶπε ξεκάθαρα. Γιατί; Γιατί ζωή εἶναι ὁ Θεός.
Ὅταν ἐσύ ἐπιλέγεις νά μήν εἶσαι μέ τόν Θεό, φεύγεις ἀπ’ τή ζωή. Ἄρα ποῦ πᾶς; Στόν
θάνατο. Φεύγεις ἀπό τό φῶς, ἄρα ποῦ πᾶς; Στό σκοτάδι. Πολύ ἁπλά. Δέν σέ τιμωρεῖ
ὁ Θεός. Τό φῶς δέν τιμωρεῖ. Ἡ ἀπουσία τοῦ φωτός, στήν ὁποία ἐσύ καταδικάζεις τόν
ἑαυτό σου, αὐτή εἶναι καί ἠ τιμωρία σου.
«Λοιπόν, ἄν κάποιος μετά ἀπό αὐτά θελήσει νά μάθει γιατί», γιατί φτάσαμε σ’ αὐτό
τό σημεῖο; Γιατί μᾶς πότισαν μ’ αὐτές τίς ἀντιλήψεις οἱ κατηχητές μας καί οἱ
παπάδες μας ἐνδεχομένως καί οἱ Δεσποτάδες μας; Διαβάζοντας κανείς τήν Ἱστορία –
ἡ ὁποία εἶναι κλειδί καί πρέπει νά τή διαβάζουμε, γιατί ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται
καί ὅποιος δέν ξέρει ἱστορία κάνει τά ἴδια λάθη πού ἔκαναν καί οἱ πρίν ἀπό αὐτόν –
θά δοῦμε ὅτι «κατήντησε ἡ Ὀρθοδοξία σ΄ αὐτά τά χάλια» ἐξ αἰτίας τῆς εἰσβολῆς τοῦ
πνεύματος τῆς Δύσης, τό ὁποῖο μπῆκε μέσω τῶν Νεοελλήνων Διαφωτιστῶν καί
μάλιστα τοῦ Ἀδαμάντιου Κοραῆ, πού τόν ἔχουμε περί πολλοῦ.
«Αὐτός εἰδικά μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ ’21 ἐγκαινίασε αὐτήν τήν γραμμή στήν
Ἑλλάδα, τήν προτεσταντική θεολογία. Ἐγκαινίασε τόν διωγμό ἐναντίον τοῦ
ἡσυχασμοῦ, ἐναντίον τοῦ παραδοσιακοῦ Μοναχισμοῦ, ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου καί
μόνης σωστῆς θεραπείας τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου».
Ὅταν ἦρθαν στήν Ἑλλάδα αὐτοί χρησιμοποιώντας καί τόν Ὄθωνα καί τούς
Βαυαρούς μέ τρεῖς νόμους κλείσανε πάνω ἀπό 400 μοναστήρια. Αὐτό πού δέν
ἔκαναν οἱ Τοῦρκοι 400 καί 500 χρόνια τό ἔκαναν οἱ Νεοέλληνες Διαφωτιστές

22
ἐπηρεασμένοι ἀπό τούς Προτεστάντες. Γιατί; Τί τούς πειράζανε τά μοναστήρια;
Ἤξεραν πολύ καλά τί ἔκαναν. Τά μοναστήρια ἦταν οἱ πνεύμονες τοῦ Ἔθνους.
Πήγαινε ὁ λαός καί ξεκουραζόταν καί ἔπαιρνε δυνάμεις. Αὐτό δέν τό θέλανε, γιατί
αὐτοί θέλανε ἀνδρείκελα, θέλανε δούλους, θέλανε ὑποταγμένα ἀνθρωπάρια. Ἡ
Ὀρθοδοξία δέν φτιάχνει τέτοια ὄντα, φτιάχνει ἐλεύθερους ἀνθρώπους, φτιάχνει
ἀνθρώπους μέ ὁλοκληρωμένη καί ὑγιῆ προσωπικότητα καί δέν τό ἤθελαν αὐτό.
Θέλανε δούλους, ὅπως καί ἡ Νέα Τάξη Πραγμάτων σήμερα.
– Γιατί χτυπάει τήν Ὀρθοδοξία;
Γιατί εἶναι ἡ μόνη ἐπιστήμη -ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἐπιστήμη- ἰατρική ἐπιστήμη εἶναι, ἡ
ὁποία παράγει ὑγιεῖς προσωπικότητες, ἐλεύθερους ἀνθρώπους. Σήμερα στήν Εὐρώπη
τά ἄτακτα παιδιά εἴμαστε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες. Γιατί εἴμαστε ἄτακτα; Γιατί εἴμαστε
Ὀρθόδοξοι, δέν ὑποτασσόμαστε στό πνεῦμα τους, πού εἶναι αὐτό τό πνεῦμα πού
εἴπαμε τό δικαιϊκό, τό ἀνελέητο. Ἄν διαβάσετε λοιπόν στήν ἱστορία, θά διαπιστώσετε
πώς ὁ διωγμός αὐτός ἐγκαινιάστηκε ἀπό τόν Κοραή καί ἀπό ἄλλους μετά βεβαίως
καί προσπάθησαν ἔτσι νά ἐξαλείψουν, καί ἐν μέρει τό πέτυχαν, αὐτή τήν παράδοση,
ἡ ὁποία ὑπῆρχε στό Ἔθνος, τήν θεραπευτική παράδοση.
«Ἄς ὑποθέσωμε ὅτι ἕνας ἐρευνητής ἐπιστήμονας, πού δέν ἔχει σχέση μέ θρησκεῖες,
ἕνας ἄθεος, ἄν θέλετε, κάνει ἔρευνα πάνω στίς θρησκευτικές παραδόσεις καί
φθάνοντας στήν Ὀρθόδοξη παράδοση σκαλίζει, ἀνακαλύπτει καί περιγράφει αὐτά τά
πράγματα. Ὁπότε λέγει: Γιά κοιτᾶτε ἐδῶ! Αὐτή ἡ παράδοση μιλάει γιά ψυχή, γιά
νοερᾶ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς καί γιά συγκεκριμένη θεραπευτική ἀγωγή». Δηλαδή δέν
μιλάει στόν ἀέρα, νά πεῖ κάποιες ἠθικές συμβουλές: ‘αὐτό εἶναι καλό, πρέπει αὐτό,
πρέπει τό ἄλλο..’. Ὄχι, μιλάει γιά συγκεκριμένα πράγματα. Μιλάει γιά πράγματα, ὄχι
γιά ἰδέες, γιά ἀφηρημένα ὄντα.
«Μετά αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἐρευνώντας φθάνει νά ἀναγνωρίσει ὅτι, ἄν αὐτή ἡ
θεραπευτική ἀγωγή ἐφαρμοσθεῖ στίς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων, θά ἔχει πολύ ὠφέλιμα
ἀποτελέσματα γιά τήν ἀτομική καί κοινωνική ὑγεία».
– Γιατί νομίζετε ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀγκάλιασε τήν Ὀρθοδοξία, ἐνῶ ἦταν
εἰδωλολάτρης;
Διότι κατάλαβε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία παράγει σωστούς πολίτες. Ἔβλεπε πόσο διέφερεν οἱ
χριστιανοί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες -πολίτες τοῦ κράτους του ἦταν- καί ἀποφάσισε νά
δώσει αὐτή τήν ἀγωγή στούς πολίτες του μέ ἀποτέλεσμα νά ἀγκαλιάσει τήν
Ὀρθοδοξία, γιατί κατάλαβε ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Γι’ αὐτό καί ἔκανε αὐτή τήν πολύ μεγάλη τομή καί δημιουργήθηκε ὁ πολύ σπουδαῖος
πολιτισμός, ὁ Ἑλληνορθόδοξος πολιτισμός καί ὅλη αὐτή ἡ παράδοση, ἡ Πατερική, ἡ
Ὀρθόδοξη θεραπευτική παράδοση.
«Μετά, συνεχίζοντας τό ψάξιμο, ἀρχίζει νά ἐξακριβώνει ἀπό πότε ἐμφανίσθηκε αὐτή
ἡ παράδοση, ποιές εἶναι οἱ πηγές της, πόσους αἰῶνες ἐπιτυχῶς ἐφαρμόσθηκε στήν
πράξη, ποῦ ἐφαρμόσθηκε καί συνεχίζοντας βρίσκει γιατί δέν ὑπάρχει σήμερα στούς
Ὀρθοδόξους, στήν πλειοψηφία τους, αὐτή ἡ παράδοση, καί γιατί ἡ Ὀρθοδοξία

23
ὑπέστη ἀλλοίωση. Καί ὁ ἐρευνητής αὐτός συνεχίζει καί βρίσκει ὅτι αὐτό συνέβη,
διότι ἐδιώχθη ὁ Ἡσυχασμός καί ὁ παραδοσιακός Μοναχισμός, πού εἶναι ὁ φορέας
τῆς παραδόσεως αὐτῆς».
Αὐτό γίνεται μέχρι σήμερα. Βλέπετε ἀνθρώπους –θρησκευόμενους κατά τά ἄλλα-
τῆς Ἐκκλησίας πού, ὅταν τό παιδί τους πάει νά γίνει μοναχός, κάνουν ἐπανάσταση.
Γιατί; Γιατί ὑπάρχει μέσα στήν ψυχή τους αὐτό τό ἀντιμοναχικό πνεῦμα, τό ὁποῖο
ἔχει καλλιεργηθεῖ ἀπό αὐτά τά χρόνια, μετά τήν Ἀπελευθέρωση. Αὐτός ὁ διωγμός
καί αὐτή ἡ ἀπαξίωση τοῦ Μοναχισμοῦ εἶναι σκόπιμη. Δέν εἶναι φυσιολογική, οὔτε
τυχαῖα. Ἔγινε σκόπιμα ἀπό τήν Δύση καί πέρασε μέσα στό ὑποσυνείδητο, θά
λέγαμε, τοῦ λαοῦ μας, ὥστε εἶναι σχεδόν ἀδύνατο γιά γονεῖς ν’ ἀκούσουν χωρίς
ταραχή καί φωνές ὅτι τό παιδί τους θέλει νά γίνει μοναχός. Θεωρεῖται πολύ λάθος
καί μεγάλη ἀπαξίωση καί μεγάλη ἀτιμία ἐνδεχομένως γιά τήν οἰκογένειά του κ.λ.π.
ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς δυτικῆς ἀντιλήψεως.
– Γιατί διώχθηκε ὅμως ὁ Μοναχισμός καί ὁ Ἡσυχασμός;
«Διότι οἱ χῶροι στούς ὁποίους ἤκμαζε» Ἑλλάδα, Ρωσία, «ἄρχισαν νά
δυτικοποιοῦνται πολιτιστικά», νά παίρνουν τά δυτικά πρότυπα «ὅπως συνέβη στήν
Ρωσία μετά τήν μεταρρύθμιση τοῦ «Μεγάλου» Πέτρου, καί στήν Ἑλλάδα μετά τήν
Ἐπανάσταση τοῦ 1821». Ὁ Πέτρος, ὁ ‘’Μέγας Πέτρος’’ -καθόλου μεγάλος δέν ἦταν-
ἔκανε αὐτό τό ἄνοιγμα στή Δύση καί ἔβαλε δυτικά πρότυπα στή Ρωσία. Γι’ αὐτό, ἄν
πᾶτε στή Ρωσία, θά δεῖτε τεράστιους ναούς, πολυτελεῖς, θά ἀκούσετε τετράφωνες
χορωδίες καί θά δεῖτε ἁγιογραφίες πού νά μοιάζουν μέ τίς δυτικές καί ὄχι μέ τίς
βυζαντινές. Ὅλα αὐτά ξεκίνησαν ἀπό τόν Μέγα Πέτρο. Εἶναι τό δυτικό πνεῦμα, τό
ὁποῖο εἰσέβαλλε στή Ρωσία καί τό ὁποῖο ἀλλοίωσε τό ὀρθόδοξο πνεῦμα καί
καταδίωξε τόν μοναχισμό στή Ρωσία. Γιατί καί στή Ρωσία εἴχαμε ἀκμάζοντα
Μοναχισμό καί Ἡσυχασμό. Τό ἴδιο συνέβη καί στήν Ἑλλάδα.
Τό πνεῦμα τό ὀρθόδοξο εἶναι ταπεινό. Τά ταπεινά ἐκκλησάκια πού δημιουργοῦν
κατάνυξη. Πᾶτε στό Μυστρᾶ νά δεῖτε πῶς ἦταν οἱ Βυζαντινές Ἐκκλησίες. Ἡ ταπεινή
μουσική ἡ μονοφωνική ἐκφράζει τήν Ὀρθοδοξία καί ὄχι ἡ πολυφωνική. Ἡ
πολυφωνία ἐκφράζει τήν αἵρεση καί τόν Οἰκουμενισμό. Ὁ Οἰκουμενισμός αὐτό λέει
‘κρατῆστε ὁ καθένας τήν πίστη σας καί νά εἴμαστε ὅλοι μαζί’, πολυφωνία. Δέν εἶναι
σωστό. Ὁ Χριστός μᾶς κάλεσε σέ ἕνα πνεῦμα, ὄχι σέ πολλά πνεύματα. Ὁ σκοπός καί
τοῦ Μοναχισμοῦ καί τοῦ Γάμου καί τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἴδιος: νά γίνουμε ἕνα
πνεῦμα ἐν Χριστῶ. Καί οἱ σύζυγοι καί τά παιδιά στόν γάμο καί οἱ μοναχοί στό
Μοναστήρι καί ὅλη ἡ Ἐνορία καί ἡ τοπική Ἐκκλησία στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες
«ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17,21). Αὐτό εἶναι τό ὀρθόδοξο πνεῦμα, αὐτός εἶναι ὁ
πόθος τοῦ Χριστοῦ. Καί ὄχι ἡ πολυφωνία. Γι’ αὐτό ἡ ἐκκλησιαστική φωνή εἶναι
μονοφωνική, ἐκφράζει αὐτό τό ἕν πνεῦμα, τό «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ
δοξάζειν καί ἀνυμνεῖν τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές ὄνομά σου», ὅπως λέμε στήν
Ἐκκλησία.
Μπῆκε λοιπόν στήν Ρωσία, μπῆκε καί στήν Ἑλλάδα αὐτό τό δυτικό πνεῦμα καί
σήμερα συνεχίζεται αὐτός ὁ ἐκδυτικισμός καί μᾶς ἔχει κυριέψει τό ἀμερικάνικο

24
πνεῦμα καί τά φάστ-φουντ, τά μπλού-τζήν καί ὅλα αὐτά, ὅλος αὐτός ὁ πολιτισμός,
πού δέν εἶναι πολιτισμός τελικά, εἶναι μιά ἐπαναφορά στήν ἀγριότητα καί αὐτό
φαίνεται ξεκάθαρα στή μουσική.
Αὐτή λοιπόν ἡ δυτικοποίηση ἔφερε καί τόν διωγμό τοῦ Μοναχισμοῦ καί τοῦ
Ἡσυχασμοῦ. Γιατί ἀκριβῶς ὁ Μοναχισμός καί ὁ Ἡσυχασμός εἶναι ἀντίθετος σ’ αὐτό
τό πνεῦμα τό δυτικό, τό ὁποῖο προσέξτε εἶναι πνεῦμα τῆς ἄνεσης, τῆς καλοπέρασης,
εἶναι πνεῦμα ἀντι-σταυρικό. Εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Ἀντιχρίστου. Ὁ Ἀντίχριστος ἔχει
ἕνα σύμβολο.
– Ποιό εἶναι τό σύμβολο τοῦ Ἀντιχρίστου;
Τό 666. Ἔχει καί ὁ Χριστός σύμβολο.
– Ποιό εἶναι τό σύμβολο τοῦ Χριστοῦ;
Ὁ Σταυρός. Στήν Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ ἐπειδή εἶναι τόσο σημαντική γιορτή ἡ
Ἐκκλησία γιορτάζει ἀπό πρίν, τήν Κυριακή πρό τῆς Ὑψώσεως καί τήν ἑπόμενη
Κυριακή μετά τήν Ὕψωση, δηλαδή κρατάει ἡ γιορτή καί μετά τήν κυριώνυμη ἡμέρα
γιατί θέλει νά μᾶς δείξει ὅτι ἡ ζωή μας πρέπει νά εἶναι σταυρική καί τό πνεῦμα μας
πρέπει νά εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Σταυροῦ, δηλαδή τῆς θυσίας. Ὁ Χριστός -χωρίς νά
ἐκβιάζει κανέναν- εἶπε «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν
καἰ ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ, καί ἀκολουθείτω μοι» (Μαρκ. 8,34). Δέν εἶπε ἐλᾶτε
καί θά καλοπεράσετε, θά σᾶς δώσω ἕνα σπίτι μέ ὅλα τά κομφόρ καί αὐτοκίνητο καί
καλοπέραση καί τά πάντα…
Εἶπε θά σᾶς δώσω Σταυρό. Ἔρχεται ὁ διάβολος τώρα καί τό ἀντίχριστο πνεῦμα καί
λέει ‘’δέν χρειάζεται Σταυρός’’. Ὅ,τι εἶπε στήν Εὔα: ‘’ἄσε τίς ὑπακοές, θά φᾶς τό
φροῦτο, τόν καρπό καί θά γίνεις θεός’’. Γρήγορα, χωρίς νά κουραστεῖς. Ἔτσι ἔρχεται
καί μᾶς κοροϊδεύει ὁ διάβολος, μᾶς λέει ψέματα: ‘’ἐλᾶτε σέ μένα καί θά σᾶς δώσω
τά πάντα’’. Καί τελικά μᾶς δίνει τόν θάνατο, τά ναρκωτικά, τό AIDS καί ὅλοι αὐτοί
πού ἐπιλέγουν τόν σατανικό αὐτόν δρόμο ἐκεῖ καταλήγουνε. Τό πνεῦμα λοιπόν τῆς
Δύσης εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Ἀντιχρίστου καί τό σύμβολο τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι τό
666.
– Πῶς γράφεται στά ἑλληνικά τό 666;
Χ΄ξ΄στ΄. Τί σημαίνει αὐτό; Χριστιανός ξένος Σταυροῦ. Χριστιανός ἀποξενωμένος
δηλαδή ἀπό τόν Σταυρό. Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τοῦ Ἀντιχρίστου. Αὐτό εἶναι τό
πνεῦμα πού δυστυχῶς μπαίνει καί στήν Ἐκκλησία τήν Ὀρθόδοξη καί στούς
χριστιανούς. Λένε: ‘Γιατί εἶπε ὁ Χριστός νά κακοπαπερνᾶμε; Ὄχι. Νά καλοπερνᾶμε.
Καί ἐδῶ καλά καί ἐκεῖ καλά’. Καί στό τέλος, ὅπως λέει ὁ Γέροντας Παΐσιος, θέλουμε
καί τίς ἁμαρτίες μας νά τίς εὐλογήσει ὁ Θεός. Ἐμεῖς νά ἁμαρτάνουμε κι Ἐκεῖνος νά
εὐλογεῖ καί τίς ἁμαρτίες.
Ἕνας μεγάλος ἱστορικός στή Δύση, τό ὄνομά του εἶναι Τoynbee, ἴσως τόν ἔχετε
ἀκούσει, λέει: «ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος πολιτισμός», ἔτσι τόν ὀνομάζει αὐτός, ἐνῶ ἡ
Ὀρθοδοξία δέν εἶναι πολιτισμός, «ἀφομοιώνεται σιγά-σιγά ἀπό τόν Δυτικό
πολιτισμό». Βέβαια εἶναι ἀλήθεια αὐτό. Ἡ ἐκκοσμίκευση μπαίνει ὅλο καί βαθύτερα

25
καί στίς ἐνορίες καί στίς Μητροπόλεις καί στούς παπάδες καί στούς Δεσποτάδες καί
σέ ὅλους τούς χριστιανούς.
«Ἔχει γράψει ὁλόκληρο βιβλίο, στό ὁποῖο διακρίνει τούς ὑπάρχοντες σήμερα
πολιτισμούς σέ πέντε μόνον, ἀπό τούς εἴκοσι μέ εἰκοσι πέντε πού ὑπῆρχαν στό
παρελθόν. Αὐτοί οἱ πέντε πολιτισμοί εἶναι ὁ Ἰνδικός πολιτισμός, ὁ πολιτισμός τῆς
Ἄπω Ἀνατολῆς (Κίνα, Ἰαπωνία), ὁ Εὐρωπαϊκός πολιτισμός, ὁ Ὀρθόδοξος πολιτισμός
καί ὁ πρωτόγονος πολιτισμός πού ὑπάρχει σήμερα ἀκόμη σέ περιοχές τῆς
Αὐστραλίας καί τῆς Ἀφρικῆς. Καί ἔχει ὁ Toynbee τήν θεωρία ὅτι ὅλοι οἱ πολιτισμοί
σήμερα δυτικοποιοῦνται». Πράγματι συμβαίνει αὐτό.
«Στό παρελθόν αὐτή ἡ δυτικοποίηση κατεβλήθη προσπάθεια νά γίνει μέσω τῆς
Ἱεραποστολῆς τῶν Δυτικῶν ἱεραποστόλων», τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν, οἱ
ὁποῖοι πήγαιναν τάχατες γιά νά μιλήσουν γιά τόν Χριστό, ἐνῶ στήν πραγματικότητα
πήγαιναν μέ σκοπό νά καταλάβουν τίς χῶρες αὐτές καί νά ἐκμεταλλευτοῦν τόν
πλοῦτο τους. Γι’ αὐτό καί δέν θέλουν νά τούς δοῦνε σήμερα οὔτε στήν Ἀφρική, οὔτε
στή Μέση Ἀνατολή. Ἀντίθετα ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους μᾶς θέλουν, γιατί δέν τούς
κάναμε αὐτά πού τούς κάνανε οἱ «ἱεραπόστολοι» καί οἱ μισιονάριοι τῆς Δύσης.
Οὐσιαστικά αὐτοί πῆγαν ἐκεῖ γιά νά ἐπιβληθοῦν, νά ἐπιβάλλουν τόν πολιτισμό τους
καί νά ἐκμεταλλευτοῦν τόν πλοῦτο τῶν ντόπιων.
«Οἱ Εὐρωπαῖοι στό παρελθόν ἀλλά καί σήμερα ἀκόμη ἐξαποστείλανε καί
ἐξαποστέλλουν στρατούς ἱεραποστόλων γιά νά κάνουν ὄχι μόνο τά ἄλλα ἔθνη
Χριστιανούς, ἀλλά καί νά τούς δυτικοποιήσουν. Καί γι’ αὐτό ὑπάρχουν καί στήν
Ἑλλάδα ὅλοι αὐτοί οἱ αἱρετικοί καί δροῦν ἀκόμη. Ἡ ἱεραποστολή αὐτή ὅμως, λέγει ὁ
Toynbee, ἀπέτυχε στά εἰδωλολατρικά ἔθνη τῆς Ἀφρικῆς καί ὅπου ἀλλοῦ, διότι οἱ
ἱεραπόστολοι χώριζαν μεταξύ τους τούς ἀνθρώπους. Π.χ. σέ μία οἰκογένεια
εἰδωλολατρῶν συνέβαινε ὁ ἕνας νά γίνει Λουθηρανός, ὁ ἄλλος ἀδελφός νά γίνει
Ἀγγλικανός, ὁ ἄλλος Βαπτιστής, ὁ ἐξάδελφος Μεθοδιστής, ὁ ἄλλος Πεντηκοστιανός,
ὁ ἄλλος Εὐαγγελικός κλπ., ὁπότε ὄχι μόνο διέσπασαν τό ἔθνος τους σέ μικρά
κομμάτια ἀπό πλευρᾶς θρησκευτικῆς, ἀλλά καί τίς ἴδιες τίς οἰκογένειες».
Αὐτή τή διάσπαση πού ἔχουν στή Δύση -μόνο οἱ Προτεστάντες εἶναι κάπου 23000
αἱρέσεις- τήν μετέφεραν καί στίς χῶρες πού ὑποτίθεται ἔκαναν ἱεραποστολή.
«Διεπιστώθη λοιπόν ὅτι ἡ ἱεραποστολή αὐτοῦ τοῦ εἴδους εἶχε μεγάλη ἀποτυχία στήν
δυτικοποίηση τῶν ἀνθρώπων τοῦ τρίτου κόσμου».
«Ὁ Τoynbee λοιπόν πρότεινε τό 1948 μία νέα λύση. Ἡ δυτικοποίησις αὐτή νά γίνει
μέσω τῆς τεχνολογίας, καθώς καί μέσω τῆς οἰκονομίας».
– Βλέπετε λοιπόν ἀπό ποῦ ξεκινάει ἡ Παγκοσμιοποίηση;
Δέν εἶναι τυχαῖα ὅλα αὐτά. Ἡ Παγκοσμιοποίηση σ’ αὐτό στοχεύει στό νά γίνει ὅλος
ὁ κόσμος ἕνα, μέσω τῆς οἰκονομίας καί ὁ Οἰκουμενισμός μέσω τῆς θρησκείας. Νά
φτιάξουν μιά παγκόσμια θρησκεία, τήν πανθρησκεία καί νά ἑνώσουν ὑποτίθεται ἔτσι
τόν κόσμο.
Οὐσιαστικά ὅμως θέλουν νά ἐπιβάλλουν μιά παγκόσμια δικτατορία καί ὅλα αὐτά

26
ξεκινᾶνε ἀπό τούς κεφαλαιοκράτες, τούς μεγαλοτραπεζίτες κ.λ.π. οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς
ἀπώτερο σκοπό νά ἐλέγξουν τόν κάθε ἄνθρωπο βάζοντάς του ἕνα τσίπ. Τό λένε
ἀπροκάλυπτα. Ὑπάρχει ἕνας διάλογος στό διαδίκτυο τοῦ Ἀαρών Ροῦσο καί τοῦ
Ροκφέλερ, αὐτοῦ τοῦ πάμπλουτου Ἀμερικάνου, ὅπου ὁ Ροκφέλερ λέει ἀπροκάλυπτα
ὅτι ὁ τελικός σκοπός μας εἶναι νά βάλουμε σέ κάθε ἄνθρωπο ἔνα τσίπ πάνω του, ὄχι
σέ κάρτα. Πάνω στό σῶμα του καί ὅποιος δέν μᾶς κάνει… πολύ ἁπλά θά τόν
σβήνουμε. Θά σβήνουμε τό τσίπ καί θά εἶναι ἀνύπαρκτος πλέον γιά τό σύστημα.
Αὐτός εἶναι ὁ τελικός στόχος καί βλέπουμε πῶς αὐτή ἡ παγκοσμιοποίηση προχωράει,
π.χ. μέσω τῆς τεχνολογίας, ὅπου μέ τό ἴντερνετ ὅλος ὁ πλανήτης εἶναι
καλωδιωμένος, ἀκόμη καί στήν ἔρημο ἄν πᾶς, θά βρεῖς ἴντερνετ καί δορυφορική
τηλεόραση. Οἱ Βεδουίνοι σχεδόν δέν ἔχουν νά φᾶνε καί ἔχουν δορυφορικές
τηλεοράσεις.
– Τί εἶναι ὅμως ἡ Ὀρθοδοξία;
Εἴπαμε γιά τό ἀλλοιωμένο πνεῦμα τῆς Δύσης καί πῶς ἔχει ἐπηρεάσει κι ἐμᾶς. «Μέσα
ὄμως σ’ αὐτήν τήν ἐξέλιξη ὑπάρχει καί ἡ ἀντεπίθεσις τῶν Ὀρθοδόξων, τοῦ
Ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ. Τί εἶναι ὅμως Ὀρθόδοξος πολιτισμός; Εἶναι πολιτισμός μέ
τήν ἔννοια τοῦ Δυτικοῦ πολιτισμοῦ; Ὄχι». Εἶναι κουλτούρα, εἶναι μιά τέχνη, μιά
τεχνική; Ὄχι.
«Δέν εἶναι πολιτισμός ἡ Ὀρθοδοξία, καί ἄς τήν ὀνομάζει ὁ Toynbee Ὀρθόδοξο
πολιτισμό. Γιατί; Διότι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἐπιστήμη καί μάλιστα ἰατρική ἐπιστήμη
σύμφωνα μέ τά σημερινά κριτήρια». Ὅταν μιλᾶμε γιά ἐπιστήμη ἐννοοῦμε:
παρατήρηση – πείραμα – ἐπαλήθευση. Δηλαδή εἶναι κάτι τό ὁποῖο μπορεῖς καί ἐσύ
νά τό δοκιμάσεις καί νά τό ἐπαληθεύσεις ἄν ἰσχύει. Δέν εἶναι μιά ἁπλή θεωρία. Εἶχε
μιά ἰδέα κάποιος, τό στοχάστηκε καί μᾶς τό εἶπε. Ὄχι. εἶναι μία ἰατρική. Ὅπως στήν
ἰατρική τοῦ σώματος γνωρίζεις ὄτι ὑπάρχουν οἱ τάδε νόσοι, ὑπάρχουν αὐτά τά
φάρμακα καί εἶναι σίγουρο ὅταν τά πάρεις -ἄν δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο πού
ἐνδεχομένως δέν τό ἔχεις βρεῖ- ὅτι θά λειτουργήσουν καί θά θεραπευτεῖς.
Ἔτσι ἀκριβῶς γίνεται καί μέ τήν ἰατρική τῆς ψυχῆς. Ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει τά φάρμακα,
ἔχει καί τήν θεραπευτική μέθοδο καί ἔγκειται τώρα στόν καθένα ἀπό μᾶς, ἐάν θέλει,
νά μπεῖ σ’ αὐτή τήν θεραπευτική διαδικασία, νά πάρει τά φάρμακα καί νά δεῖ ὅτι τό
σχῆμα λειτουργεῖ. Ἄν βέβαια δέν θέλει, θά μείνει ἀθεράπευτος. Γι’ αὐτό λέει ὁ π.
Ἰωάννης λοιπόν, ὅτι εἶναι ἰατρική καί τήν κατατάσσει μέ τίς θετικές ἐπιστῆμες.
Κακῶς τήν ἔχουμε στίς θεωρητικές ἐπιστῆμες καί στίς Παναελλήνιες. Ὄχι ἡ
Θεολογία εἶναι θετική ἐπιστήμη. Ὅταν εἶναι θεολογία πραγματική καί ὄχι ὅταν εἶναι
φιλοσοφία, ὅπως δυστυχῶς ἔχει καταντήσει σήμερα γιά κάποιους.
«Ὄχι πολιτισμός. Δέν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία πολιτικό ἤ κοινωνικό σύστημα», ὅπως πάλι
κάποιοι θέλουν νά τήν παρουσιάσουν. Γιατί; «Διότι ἀναφέρεται στήν προσωπική
σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή στήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του» καί ὄχι σέ μιά ἀλλαγή
στίς κοινωνικές τομές. Γιατί, ὅσο καί ἐάν ἀλλάξει κανείς τό κοινωνικό σύστημα, δέν
θά ὑπάρχει ἀποτέλεσμα, ἄν δέν ἀλλάξει ὁ κάθε ἄνθρωπος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος
παραμείνει ἐμπαθής θά βρεῖ τρόπο καί θά ὑπερβεῖ τό σύστημα. Θά τό ὑποσκάψει τό

27
σύστημα, ὅσο τέλειο κι ἄν εἶναι. Ἡ πραγματική ἀλλαγή τῆς κοινωνίας γίνεται ὅταν
ἀλλάξει ὁ κάθε ἄνθρωπος. Αὐτός εἶναι καί ὁ στόχος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ θεραπεία τῆς
ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί αὐτό δέν εἶναι κοινωνικό σύστημα, οὔτε πολιτικό.
Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό: «Ἡ Ὀρθοδοξία βασίζεται σ’ αὐτά τά δύο: Στο «ὁ Λόγος
σάρξ ἐγένετο (Ἰωάν. 1,14)», στό ὅτι τό δεύτερο πρόσωπο ἔγινε σάρκα – ἄνθρωπος,
στήν ἐνανθρώπηση δηλαδή τοῦ Θεοῦ «καί στό «ἐν τῷ Ἅδη οὐκ ἔστι μετάνοια», στό
γεγονός ὅτι μετά θάνατον, στόν Ἅδη δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά διορθώσει τόν νοῦ
του. Νά θεραπευτεῖ, νά σωθεῖ μετά θάνατον, δέν μπορεῖ. Ὅ,τι κάνει, πρέπει νά τό
κάνει πρίν πεθάνει.
«Βέβαια μέσα στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχουν προϋποθέσεις γιά νά δημιουργήσει
πολιτισμό. Ὅμως ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι πολιτισμός». Νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ
προϋπόθεση τοῦ ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ, νομίζω μποροῦμε νά τό ποῦμε αὐτό, ὅτι
ὄντως παράγει ἕναν τέλειο πολιτισμό, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι πραγματικά
θεραπευμένος.
«Ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι οὔτε θρησκεία». Προσέξτε κι αὐτό. Τήν λένε
θρησκεία, ἀλλά δέν εἶναι ὄπως οἱ ἄλλες θρησκεῖες. «Ἡ Ὀρθοδοξία ξεχωρίζει ἀπό ἕνα
μοναδικό φαινόμενο, πού δέν ὑπάρχει στίς ἄλλες θρησκεῖες. Αὐτό εἶναι
ἀνθρωπολογικό καί θεραπευτικό». Δηλαδή ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες οὔτε γνωρίζουν
ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, οὔτε ποιά εἶναι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε πῶς
θεραπεύεται. Ἡ Ὀρθοδοξία τά γνωρίζει καί μπορεῖ νά μᾶς θεραπεύσει καί σ’ αὐτό
διαφέρει ἀπό τίς ἄλλες θρησκεῖες.
Οἱ ἄλλες θρησκεῖες εἶναι δεισιδαιμονίες. Δεισιδαιμονίες σημαίνει προϊόντα φόβου
τοῦ Θεοῦ. Φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι τόν Θεό καί πλάθουν θρησκεῖες. Καί λέει ὁ
εἰδωλολάτρης στήν Ἀφρική: -Γιά νά ἐξευμενίσω τόν ὀργισμένο θεό, θά τοῦ πάω
μερικά φροῦτα. Καί κάνει μιά θυσία μέ φροῦτα καί τοῦ λέει ὁ μάγος -Ἐντάξει φέτος
θά πάει καλά ἡ σοδειά σου. Αὐτός εἶναι θρησκευόμενος ἄνθρωπος. Ἀλλά αὐτό δέν
εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Δέν εἶναι δηλαδή τό νά περάσουμε καλά σ’ αὐτή τήν ζωή
χρησιμοποιώντας τόν Θεό. Αὐτό εἶναι θρησκεία, ἀλλά δέν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία.
Ἡ θρησκεία οὐσιαστικά εἶναι ἀρρώστια, ἡ ὀποία ὑπηρετεῖ τήν φιλαυτία μας. Θέλει
δηλαδή ὁ ἄνθρωπος νά περάσει καλά καί ἐπειδή συνειδητοποιεῖ ὅτι κάποια πράγματα
τόν ὑπερβαίνουν π.χ. δέν μπορεῖ νά τά βάλει μέ τόν κεραυνό ἤ γενικά μέ τίς ἄστατες
καιρικές συνθῆκες κ.λ.π., ὁπότε ἔχοντας ἀνάγκη τόν Θεό, πάει στόν μάγο. Ὄχι γιατί
ἀγαπάει τόν Θεό καί ἀναζητάει τόν Θεό, ἀλλά γιατί θέλει νά περάσει καλά, νά τοῦ
πάει καλά ἡ σοδειά. Δυστυχῶς αὐτό τό κάνουν μερικές φορές καί οἱ Ὀρθόδοξοι. Γιά
νά μᾶς πᾶνε καλά τά πράγματα, μετατρέπουμε καί τήν Ὀρθοδοξία σέ θρησκεία, σέ
ἕνα μέσο νά ἱκανοποιήσουμε τή φιλαυτία μας, νά περάσουμε καλά. Λένε λ.χ. ‘νά
κάνεις ἑφτά εὐχέλαια’. Ἕνα δέν φτάνει! Πρέπει νά κάνεις ἑφτά γιά νά σοῦ πᾶνε καλά
τά πράγματα ἤ θά πάρεις μιά λαμπάδα ἴσα μέ τό μπόι σου, ἅμα εἶναι λίγο πιό κάτω,
εἶναι ἐπικίνδυνα τά πράγματα!
Ἔτσι λοιπόν ἱκανοποιοῦμε τήν φιλαυτία μας μέσω τοῦ Θεοῦ ἤ χρησιμοποιοῦμε τόν
Θεό γιά νά περάσουμε καλά εἴτε σ’ αὐτή τή ζωή εἴτε καί στήν ἄλλη ζωή. Μερικοί

28
λένε ‘νά κάνω καί καμιά καλή πράξη γιά νά περάσω καλά καί στήν ἄλλη ζωή, μήν
πᾶμε καί στήν κόλαση’. Αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία; Ὄχι, αὐτό εἶναι θρησκεία.
Τεράστια διαφορά μέ τήν Ὀρθοδοξία. «Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία θεραπευτική ἀγωγή
πού θεραπεύει τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα» ἐδῶ καί τώρα, ὄχι μετά θάνατον.
«Ὁ σωστός γιατρός μεριμνᾶ γιά τήν θεραπεία ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀσθενῶν χωρίς
διακρίσεις. Δέν ξεχωρίζει μερικούς μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, γιά νά τούς θεραπεύσει.
Δέν τόν ἐνδιαφέρει ἡ κοινωνική τους τάξις ἤ τό μορφωτικό τους ἐπίπεδο ἤ ἡ
οἰκονομική τους κατάστασις ἤ ἡ θρησκεία τους ἤ ἡ ἠθική τους συμπεριφορά».
Σκεφτεῖτε ἕνας γιατρός νά θεραπεύει μόνο τούς Ἀριστερούς, ὄχι τούς Δεξιούς ἤ μόνο
τούς πλούσιους ἤ μόνο τούς μορφωμένους!
«Ὁ σωστός γιατρός βλέπει μόνο ἄν ἔνας ἄνθρωπος, πού τόν πλησιάζει, εἶναι
ἄρρωστος ἤ ὄχι. Καί, ἄν εἶναι ἄρρωστος, ἐνδιαφέρεται καί προσπαθεῖ νά τόν
θεραπεύσει. Νά θεραπεύσει τήν πάθηση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὑποχρεωμένος νά τόν
θεραπεύσει. Στήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἔχουμε κάτι παραπάνω ἀπό αὐτό. Καί σ’
αὐτό ἀκριβῶς συνίσταται ἡ ‘ἀντεπίθεσή’ μας». Ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται
ψυχοσωματικά καί αὐτό δέν τό ἔχει καμία ἄλλη θρησκεία, κανένας ἄλλος δέν τό ἔχει
αὐτό. Μόνο ἡ Ὀρθοδοξία τό ἔχει. Ἔχει τήν ἐπιστήμη νά θεραπεύει τήν ἀνθρώπινη
προσωπικότητα. Γι’ αὐτό καί μᾶς μισοῦνε οἱ δαίμονες καί χρησιμοποιοῦν τά ὄργανά
τους γιά νά μᾶς καταστρέψουν καί τελικός στόχος ὅλων αὐτῶν πού γίνονται, τῶν
πολέμων, τῶν διωγμῶν, ὅλων, νά ξέρετε, εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία.
«Ὁ Θεός ἀγαπάει ὄχι μόνο τούς ἁγίους, ἀλλά ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως.
Ὅλους τούς ἁμαρτωλούς, ὅλους τούς κολασμένους» καί στήν κόλαση εἶναι ὁ Θεός.
Ἀλλά θά πεῖτε τότε γιατί αὐτοί βασανίζονται; Γιατί αὐτοί δέν θέλουν τόν Θεό, δέν
ἀγαποῦν τόν Θεό.
«Ἀγαπάει ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν διάβολο. Καί θέλει νά σώσει, νά θεραπεύσει τούς
πάντας». Γι’ αὐτό εἶναι Ἰατρός, ὁ κατεξοχήν Ἰατρός, ὅπως ὁ σωστός ἰατρός πού
λέγαμε προηγουμένως. «Θέλει, ἀλλά δέν μπορεῖ νά θεραπεύσει τούς πάντας». Θά πεῖ
κανείς γιατί;Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι Παντοδύναμος.
– Γιατί δέν μπορεῖ νά μᾶς θεραπεύσει ὅλους;
Γιατί δέν θέλουν ὅλοι νά θεραπευτοῦν. Ἐδῶ εἶναι τώρα τό τραγικό προνόμιο τοῦ
ἀνθρώπου, ἡ ἐλευθερία. Ὁ Θεός θέλει νά μᾶς θεραπεύσει, ἀλλά δέν θέλουμε ἐμεῖς.
Στά λόγια ἴσως λέμε ὅτι θέλουμε, στήν πράξη ὅμως ἀποδεικνύουμε ὅτι δέν θέλουμε.
Πῶς; Μέ τό νά μήν παίρνουμε τά φάρμακα.
Ὅταν πᾶς στό νοσοκομεῖο καί ζητήσεις ἀπό τόν γιατρό νά σέ κάνει καλά, θά σέ
βάλει στό κρεβάτι νά σέ ἐξετάσει, θά σοῦ γράψει τήν συνταγή καί θά σοῦ δώσει τά
φάρμακα. Στήν περίπτωση πού ἐσύ κάθεσαι στό κρεβάτι καί τά φάρμακα τά πετᾶς
ἀπό τό παράθυρο, φταίει ὁ γιατρός; Ἐσύ φταῖς πού δέν παίρνεις τά φάρμακα. Τό ἴδιο
συμβαίνει καί στήν Ἐκκλησία. Πᾶς στόν Πνευματικό, σοῦ δίνει τά φάρμακα, ἄν ἐσύ
δέν ἀκολουθήσεις τήν ὁδηγία τοῦ Πνευματικοῦ, δέν φταίει ἡ Ἐκκλησία πού δέν
ἔγινες καλά. Φταῖς ἐσύ πού δέν ἀκολούθησες τήν θεραπευτική συνταγή, τίς

29
θεραπευτικές ὁδηγίες. Ἔτσι λοιπόν καί ὁ Χριστός ἀδυνατεῖ νά θεραπεύσει τούς
πάντας, ὄχι γιατί δέν θέλει, ἀλλά γιατί δέν θέλουν οἱ πάντες. Κάποιοι θέλουν καί
αὐτοί θεραπεύονται.
«Αὐτό, τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί θέλει νά θεραπεύσει τούς πάντας καί ὅτι ἀγαπᾶ
τούς πάντας ἐξ ἴσου, διαπιστώθηκε καί διαπιστώνεται ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν
θεουμένων, ὅσων δηλαδή ἔφθασαν σέ θέωση, δηλαδή σέ θεοπτία καί εἶδαν τόν
Θεόν». Αὐτοί πού εἶδαν τόν Θεό λένε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ἄπειρη ἀγάπη, ἄπειρη
καλοσύνη, ἄπειρη εὐσπλαχνία, σπλάχνα οἰκτιρμῶν. Ὅπως λέει ὁ Δαβίδ: «οἰκτίρμων
καί ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καί πολυέλεος» (Ψαλμ. 102,8). Ἡ θέωση
ὑπάρχει καί στήν Παλαιά Διαθήκη καί αὐτή ἡ παράδοση κάθαρση – φωτισμός –
θέωση εἶναι ἡ ἴδια παράδοση ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Οἱ ἅγιοι λένε τά ἴδια
πράγματα καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη. Αὐτοί λοιπόν πού εἶχαν τήν
ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶδαν τόν Θεό -γιατί θέωση σημαίνει θεοπτία- καί μᾶς εἶπαν
ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄπειρη ἀγάπη καί θέλει ὅλοι νά σωθοῦν.
«Δέν μπορεῖ ὅμως ὁ Θεός νά θεραπεύσει τούς πάντας, διότι δέν ἐκβιάζει τήν θέληση
τοῦ ἀνθρώπου», δέν ἀναγκάζει κανέναν. «Σέβεται ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο καί τόν
ἀγαπᾶ. Δέν μπορεῖ ὅμως νά θεραπεύσει κάποιον μέ τό ζόρι. Θεραπεύει μόνο ὅσους
θέλουν νά θεραπευθοῦν καί τοῦ ζητοῦν νά τούς θεραπεύσει». Πρέπει νά τό ζητήσεις.
Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός «ζητεῖτε τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 6,33). «Αἰτεῖτε,
καί δοθήσεται, ζητεῖτε, καί εὑρήσετε, κρούετε, καί ἀνοιγήσεται» (Ματθ. 7,7).
Χτυπῆστε καί θά σᾶς ἀνοίξει. Μήν περιμένετε νά σᾶς ἀνοίξει, χωρίς νά χτυπήσετε.
Πρέπει νά ζητήσουμε τήν Βασιλεία. Γι’ αὐτό χρειάζεται ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Τό
χτύπημα τῆς πόρτας εἶναι ἡ προσευχή.
«Φυσιολογικά κάποιος, πού ἔχει σωματική ἀρρώστεια ἤ καί ψυχική, πηγαίνει μέ τήν
θέλησή του καί ὄχι μέ τό ζόρι στόν γιατρό, γιά νά γίνει καλά, ἄν ἀκόμη ἔχει τά
λογικά του», ἐκτός ἄν δέν εἶναι στά καλά του, τότε τόν πᾶνε, ἄν μπορέσουν. «Ἔτσι
καί στήν Ὀρθόδοξη θεραπευτική ἀγωγή. Πρέπει κάποιος ἀπό μόνος του, χωρίς
καταναγκασμό, χωρίς καταπίεση, ἐλεύθερα νά προσέλθει στήν Ἐκκλησία, στούς
κατάλληλους ἀνθρώπους, πού ἔχουν τήν φώτιση καί τήν ἐμπειρία καί κατέχουν τήν
θεραπευτική μέθοδο τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, καί σ’ ἐκείνους νά κάνει ὑπακοή,
γιά νά βρεῖ θεραπεία». Κι αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία: σέ ποιόν γιατρό θά πᾶς.
Δέν σημαίνει ὅτι ὅποιος φοράει ἄσπρη μπλούζα εἶναι καί καλός γιατρός. Τό ξέρουμε
πολύ καλά. Ψάχνεις λοιπόν νά βρεῖς τόν καλό γιατρό καί ρωτᾶς καί μαθαίνεις,
βλέπεις τούς ἀσθενεῖς του ἄν θεραπεύονται ἤ ὄχι, ἀπό τή στιγμή πού τόν
ἐμπιστεύεσαι, βλέπεις κι ἐσύ ἄν θεραπεύεσαι, γιατί ἄν εἶναι καλός γιατρός θά φανεῖ
αὐτό ἀπό τήν πρώτη στιγμή. Μόλις ἀρχίσεις νά παίρνεις τά φάρμακα, θά νιώσεις
καλύτερα, θά ἀρχίσει νά πέφτει ὁ πυρετός κ.λ.π.
Προηγουμένως βέβαια πρέπει νά ἔχεις προσευχηθεῖ πολύ στόν Θεό γιά νά σοῦ τόν
φανερώσει. Αὐτό εἶναι τό πιό ἀσφαλές μέσο γιά νά βρεῖς τόν σωστό γιατρό, ὁ ὁποῖος
δηλαδή ἔχει ἐμπειρία τῆς φώτισης. Ἔχει ἐμπειρία αὐτῆς τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς
καί ἐπιστήμης γιατί δυστυχῶς καί σήμερα ὑπάρχει μεγάλη ἀλλοτρίωση μέσα στούς

30
θεραπευτές, σ’ αὐτούς πού ἐπαγγέλονται ὅτι εἶναι θεραπευτές, στούς Πνευματικούς
καί ἀκοῦμε πράγματα πού λένε καί φρίττουμε. Τελείως ἀντιευαγγελικά καί ἀντίθετα
μέ τούς κανόνες καί τήν θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἀντί νά θεραπεύσουν,
καταστρέφουν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Ἑπομένως πρέπει νά προσέξουμε στήν
ἐπιλογή τοῦ Πνευματικοῦ καί ἐφόσον βροῦμε τόν σωστό γιατρό, ἔχει τεράστια
σημασία στή συνέχεια νά τοῦ κάνουμε ὑπακοή.
Ὅλος ὁ ἄξονας τῆς διδασκαλίας μας καί ὁ στόχος τῶν κηρυγμάτων εἶναι νά
θεραπευτεῖ ἡ ψυχή μας. Ὁ π. Ἰωάννης μᾶς τά ἀναλύει πολύ καλά καί τοῦ χρωστᾶμε
μεγάλη εὐγνωμοσύνη πού μᾶς τά ἀποκάλυψε. Ἀλλιῶς κι ἐμεῖς θά ἤμασταν
ὑπόδουλοι σ’ αὐτό τό πνεῦμα τῆς Δύσης, στό ὁποῖο εἶναι πολλοί χριστιανοί
ὑποδουλωμένοι σήμερα καί γι’ αὐτό ἔχουν χάσει καί τά παιδιά τους ἀπό τήν
Ἐκκλησία γιατί παραμένοντας οἱ ἴδιοι ἀθεράπευτοι, δέν μποροῦν βέβαια νά
θεραπεύσουν τό παιδί τους. Ἐνῶ, ὅπως θά δοῦμε, στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὁ
ἄνθρωπος πού θεραπεύεται, γίνεται γιατρός καί γιά τούς ἄλλους. Ἀκόμα κι ἄν δέν
φοράει ράσα κι ἄν εἶναι λαϊκός, δέν ἔχει σημασία, γίνεται πνευματικός γιατρός.
Ἔχουμε πολλούς Γεροντάδες καί Γερόντισσες λαϊκούς, φωτισμένους ἀνθρώπους ἀπό
τούς ὁποίους θεραπεύονται ὅσοι τούς πλησιάζουν καί μέ ἁπλά λόγια -ἀνάλογα μέ τήν
μόρφωσή τους- κηρύσσουν τήν πραγματική ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός καί σέ
ἀναπαύουν, σέ ξεκουράζουν καί σέ φωτίζουν.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
– Ἐρ.: Ἔχουμε τά τελευταῖα χρόνια ζωντανά παραδείγματα ἄνθησης τῆς
Ὀρθοδοξίας. Εἴδαμε στή Ρωσία τόν Κομμουνισμό νά ἔχει ἀποτύχει μέ ὅλα αὐτά τά
δυτικά πρότυπα. Βλέπουμε ἕνα ἁπλό Γεροντάκι νά ἔχει μάθει στούς ἀνθρώπους τῆς
Ἀμερικῆς τήν Ὀρθοδοξία βασικά μέ τό κομποσκοίνι του. Ὅπως πολύ
χαρακτηριστικά ἔχουν πεῖ Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι ἱερεῖς πού ἦταν καί εἶναι κάποιοι
ἀκόμα στήν Ἀμερική, πρίν πάει ὁ Γέροντας ἐκεῖ, πῶς προσπαθοῦσαν μ’ αὐτούς τούς
τρόπους, τά τραγούδια, τίς συνεστιάσεις, τούς χορούς καί τά συμπόσια νά φέρουν
τόν λαό στήν Ἐκκλησία καί δέν τά κατάφεραν καί λένε ἦρθε ἕνα ἁπλό Γεροντάκι
ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος μέ τό κομποσκοινάκι του καί ἄλλαξε ὅλη τήν Ἀμερική. Ἐμεῖς ὡς
Ἕλληνες Ὀρθόδοξοι, πού ἔχουμε παρατήσει τήν Ὀρθοδοξία καί τό λέω γιατί σήμερα
γιά παράδειγμα ἔψαχνα ἀπό τίς 7 τό πρωί Ἐκκλησία στήν Θεσσαλονίκη νά
ἐκκλησιαστῶ καί δέν ἔβρισκα.. Ἀναρωτιέμαι λοιπόν ποῦ πᾶμε..
– Ἀπ.: Γι’ αὐτό ἐδῶ θά μιλᾶμε γιά μᾶς. Γιά τό πῶς μποροῦμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά
θεραπευτοῦμε. Μήν τό θεωροῦμε μικρό αὐτό. Ὁ Ἅγιος Ἰωἀννης ὁ Χρυσόστομος λέει
ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ἱκανός νά ἀλλάξει ὁλόκληρη πόλη. Ἕνας ἄνθρωπος
φωτισμένος. Ἔτσι εἶναι, γιατί ἔχει τόν Θεό καί ὁ Θεός εἶναι Παντοδύναμος, ὅταν
εἶναι ἐνεργός μέσα μας. Ὁπότε δέν φοβᾶται οὔτε ἡ Ὀρθοδοξία, οὔτε ἡ Ἐκκλησία.
Ἀλλά ἐμεῖς ὡς τοπικές Ἐκκλησίες πρέπει νά φοβόμαστε, γιατί ἀκριβῶς ἔχει μπεῖ
αὐτό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου μέσα στήν Ἐκκλησία καί δέν γίνεται θεραπεία τῶν
ψυχῶν.
Ἔτσι μέ τό δίκιο τους τά νέα παιδιά φεύγουν. Γιατί νά πᾶνε νά γλεντήσουν στό

31
παραδοσιακό ποντιακό γλέντι στήν ἐνορία καί νά μήν πᾶνε στό Χέβι Μέταλ καί στά
ναρκωτικά;
Ἡ ‘ἀντεπίθεση’ πού λέει πολύ ὡραῖα ὁ π. Ἰωάννης τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι τό ἀτού
μας αὐτό καί πρέπει νά τό προβάλλουμε στήν Ἐκκλησία, δηλαδή τήν θεραπευτική
μέθοδο: κάθαρση – φωτισμός – θέωση. Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν δώσει στόν λαό αὐτό,
ὅλα τά ἄλλα μποροῦν νά τά βροῦν ἀλλοῦ (γλέντια, φαγητά, κ.λ.π.) καί καλύτερα
ἀκόμα. Κι ἄν κάποιος δέν τά βρεῖ, θά τοῦ δώσουμε ἕνα πιάτο φαΐ. Ἀλλά δέν εἶναι
αὐτό πού ζητάει ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ζητάει τήν θεραπεία του.
Βλέπετε σήμερα πᾶνε νά ἀντικαταστήσουν τόν Πνευματικό μέ τόν ψυχολόγο. Τό
ἀμερικάνικο πνεῦμα εἶναι αὐτό. Τό πνεῦμα τῆς Δύσης. Στή Δύση μέ τίς χοῦφτες
παίρνουν τά ψυχοφάρμακα. Οἱ πολιτισμένοι Ἀμερικάνοι εἶναι πρῶτοι στήν
κατανάλωση ψυχοφαρμάκων. Πρόσφατα μοῦ λέγανε ὅτι τά παιδιά ἀπό τό Δημοτικό
σχολεῖο παίρνουν ψυχοφάρμακα ὑποχρεωτικά! Γιά νά εἶναι ἥσυχα! Γιά νά μήν
κάνουν φασαρία τούς δίνουν ψυχοφάρμακα. Εἶναι πολιτισμός αὐτός; Ὅλος αὐτός ὁ
κόσμος, ἄν καταλάβει ὅτι κάπου ὑπάρχει θεραπεία, πραγματική θεραπεία χωρίς
φάρμακα -γιατί τά φάρμακα ἁπλῶς σέ κοιμίζουν καί σέ παχαίνουν, δέν σέ
θεραπεύουν- γιατί νά μήν πάει νά θεραπευτεῖ; Ὅλοι μπορεῖ νά μήν πᾶνε, ἀλλά
κάποιοι θά πᾶνε.
Αὐτό εἶναι τό δικό μας χρέος νά προβάλλουμε αὐτή τήν θεραπευτική ὄχι μέ τά λόγια,
ἀλλά κυρίως μέ τήν ἴδια μας τήν ὕπαρξη. Ἄν ἐμεῖς θεραπευτοῦμε, αὐτό ἀποτελεῖ τό
πιό κραυγαλέο κήρυγμα. Ἡ πρώτη Ἐκκλησία μέ αὐτόν τόν τρόπο ἔκανε
ἱεραποστολή. Μέ τό νά εἶναι θεραπευμένοι, φωτισμένοι, θεωμένοι, ἔλαμπαν. Ἦταν
ἕνα ζωντανό κήρυγμα ἡ παρουσία τους. Ἱεραποστολή κάνουν ὅλοι οἱ χριστιανοί, δέν
κάνουν μόνο οἱ ἱεραπόστολοι. Αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τόν καθένα μας χωριστά πόσο θά
τό πάρουμε ἀπόφαση νά μποῦμε σ’ αὐτήν τήν θεραπευτική.
Ὁπότε εἶναι σκόπιμο νά ἀναρωτιόμαστε ποῦ πάω ἐγώ καί ὄχι ποῦ πᾶνε οἱ ἄλλοι. Ποῦ
εἶναι ὁ νοῦς μου τώρα; Εἶναι στόν Θεό; Λειτουργεῖ ὁ νοῦς μου σωστά; Εἶναι στήν
καρδιά μου καί μιλάει στόν Θεό ἤ εἶναι σκόρπιος;

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

32
Ὁ κοινωνικός σκοπός τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἡ καταλλαγή
μέ τό Θεό
(Πατερική Θεολογία - 3ο Μέρος)

Εἴχαμε ἀρχίσει μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά μελετᾶμε καί νά σχολιάζουμε τό κατά
δύναμιν κάποια σημεῖα ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη, Πατερική
Θεολογία. Θά πῶ λίγα λόγια γιά νά συνδέσω αὐτά πού θά ποῦμε σήμερα μέ τά
προηγούμενα.
Ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας σύμφωνα μέ τούς Ἅγιους Πατέρες εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ
νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τά στάδια τῆς θεραπείας, ὅπως μᾶς τά καθόρισαν οἱ Ἅγιοι
Πατέρες εἶναι ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ φωτισμός τῆς ψυχῆς
τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τό τρίτο στάδιο
εἶναι ἡ θέωση, ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Εἴπαμε ὅτι αὐτή ἡ θεραπευτική
διασώθηκε στήν Ἐκκλησία καί κατεξοχήν στά μοναστήρια. Στήν ἀρχή αὐτή ἡ
θεραπευτική μέθοδος ὑπῆρχε καί στίς ἐνορίες.Οἱ πρῶτες ἐνορίες λειτουργοῦσαν
ὅπως λειτουργοῦν σήμερα τά μοναστήρια. Εἶχαν κοινή ζωή, κοινή περιουσία, εἶχαν
τόν Πνευματικό τους ὁδηγό, εἶχαν πολύ τακτικό κήρυγμα, πολύ τακτική Θεία
Εὐχαριστία, Θεία Κοινωνία καθημερινά, εἶχαν ἄσκηση, ἐγκράτεια, ὅπως μᾶς τά
περιγράφει πολύ καλά τό βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. Ἀργότερα μπῆκε τό
κοσμικό πνεῦμα καί ἀπό κάποιο χρονικό σημεῖο καί ὕστερα, ἡ Ὀρθοδοξία ἄρχισε νά
ἀποκλίνει καί νά μπαίνει μέσα τό λεγόμενο ‘δυτικό πνεῦμα’, τό πνεῦμα τῆς Δύσης,
τό ὁποῖο εἶναι πνεῦμα ἀντισταυρικό, πνεῦμα ἀντίθετο μέ τόν Σταυρό, δηλαδή ἕνα
πνεῦμα ἄνεσης καί ἕνα πνεῦμα τό ὁποῖο ἀλλοιώνει τόν Θεό.
Λέγαμε ὅτι στή Δύση ἐπικρατεῖ μιά ἀντίληψη ὅτι ὁ Θεός ἀπαιτεῖ δικαιοσύνη καί,
ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμάρτησε, θίχτηκε ἡ παγκόσμια τάξη, ὁ Θεός προσβλήθηκε καί θά
ἔπρεπε νά ἱκανοποιηθεῖ. Καί γιά νά ἱκανοποιηθεῖ, χρειαζόταν κάποια θυσία, κάποιο
θύμα. Καί αὐτό τό θύμα, ἐπειδή δέν ἦταν ἀρκετό νά εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ἔγινε ὁ
Υἱός τοῦ Θεοῦ. Αὐτά λένε στή Δύση. Δηλαδή ὅτι ἱκανοποιήθηκε ὁ Θεός μέ τήν
σταυρική θυσία τοῦ Υἱοῦ του κι ἔτσι πλέον ἔπαψε ἡ ὀργή Του.
Αὐτό βέβαια δέν εἶναι σωστό γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Εἶναι καί δικαιοσύνη, ἀλλά
ὄχι μ’ αὐτή τήν ἔννοια. Καί ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι πάλι ἀγάπη. Αὐτό τό
πνεῦμα δηλαδή στή Δύση λέει ὅτι δέν πρέπει νά ἀλλάξει ὁ ἄνθρωπος οὐσιαστικά,
ἁπλῶς νά γίνει λίγο καλύτερος. Νά κάνει καλές πράξεις καί νά γίνει αὐτό πού λέμε
‘καλό παιδί’. Κι, ἄν γίνει καλό παιδί, τότε ὁ Θεός τόν ἀγαπάει. Ἄν δέν εἶναι ὅμως
καλό παιδί, τότε ὁ Θεός δέν τόν ἀγαπάει. Δηλαδή αὐτό πού ἀλλάζει δέν εἶναι ὁ
ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ Θεός κατά τή δυτική πάντα ἀντίληψη.
Δυστυχῶς αὐτό ἔχει εἰσχωρήσει καί σέ μᾶς καί μέσα ἀπό τίς Ὀργανώσεις, οἱ ὁποῖες
εἶχαν πολλές προτεσταντικές ἐπιδράσεις καί πολλοί σήμερα πιστεύουν ἔτσι
διεστραμμένα γιά τόν Θεό, ὅτι ὁ Θεός δηλαδή θίγεται, προσβάλλεται καί ἔχει ἀνάγκη
ἀπό μία ἐξιλέωση γιά νά κατευναστεῖ ἡ ὀργή Του. Αὐτό κάνει καί αὐτούς πού τό

33
πιστεύουν νά μετατρέπουν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό θεραπευτική ἐπιστήμη πού εἶναι
-θεραπεύει τήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου- νά τήν βλέπουν ὡς μία θρησκεία,
ὅπως ὅλες τίς ἄλλες θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὡς σκοπό νά ἐξευμενίσουν τόν Θεό.
Ἔτσι πιστεύουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι ὀργισμένος ὁ Θεός καί χρειάζεται κάποια
θυσία καί πηγαίνουν στόν μάγο τῆς φυλῆς καί κάνουν κάποιες θυσίες γιά νά πᾶνε
καλά τά κτήματα, οἱ ἐπιχειρήσεις κ.λ.π.
Κάπως ἔτσι τό βλέπουν καί κάποιοι Ὀρθόδοξοι καί πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία γιά νά
τούς πᾶνε καλά τά πράγματα. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἡ μετατροπή τῆς Ὀρθοδοξίας σέ
θρησκεία. Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά ὅπως εἴπαμε προηγουμένως,
εἶναι ἡ μόνη θεραπευτική ἐπιστήμη πού θεραπεύει τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα.
Ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες ὑπηρετοῦν τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου καί φτιάχνουν καί τούς
θεούς κατ’ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Βλέπε τήν ἀρχαία εἰδωλολατρική θρησκεία τῶν
ἀρχαίων Ἑλλήνων. Οἱ θεότητες εἶναι τά πάθη τῶν ἀνθρώπων καί δέν χρειαζόταν ἀπό
τούς ἀνθρώπους ἀλλαγή νά ἀποβάλλουν τά πάθη τους, ἀλλά νά ἐξευμενίσουν τόν
Θεό, ὥστε νά ζοῦν καλά καί νά ἱκανοποιοῦν καί τά πάθη τους.
Ὁ Χριστιανισμός ζητάει τήν ἀποβολή τῶν παθῶν, δηλαδή νά ἀντιστρατευτεῖ ὁ
ἄνθρωπος τήν φιλαυτία του καί ὁ Θεός δίνει τήν χάρη Του γι’ αὐτόν τόν σκοπό. Ἡ
θρησκεία ἀπ’ τήν ἄλλη πλευρά εἶναι ὅτι: κάνω κάτι, ὄχι γιά νά θεραπευτῶ ἐγώ, ἀλλά,
γιά νά τραβήξω τόν Θεό μέ τό μέρος μου καί νά μοῦ κάνει τά θελήματά μου.
Θέλουμε καί τόν Θεό δηλαδή νά ὑπηρετήσει ἐμᾶς καί τά πάθη μας καί οὐσιαστικά τό
κορυφαῖο πάθος τήν φιλαυτία.
Αὐτή ἡ διαστροφή λοιπόν ἔχει μπεῖ καί σέ πολλούς Ὀρθοδόξους καί γι’ αὐτό δέν
ζοῦμε τόν Θεό. Μπορεῖ νά ἐκκλησιαζόμαστε, μπορεῖ νά ἐξομολογούμαστε, μπορεῖ
νά κοινωνᾶμε, ἀλλά δέν ἔχουμε τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι «ἀγάπη,
χαρά, εἰρήνη..» (Γαλ. 5,22), ὅλα αὐτά πού εἶναι ὁ Θεός. Δέν ἔχουμε δηλαδή
οὐσιαστική σχέση μέ τόν Θεό, ὅταν δέν ἔχουμε σωστή πίστη γιά τόν Θεό, σωστή
ἀντίληψη καί ὅταν μετατρέπουμε καί τήν Ὀρθοδοξία σέ μία θρησκεία ὅπως ὅλες οἱ
ἄλλες.
Ἕνα ἀκόμα σημεῖο πού λέει ὁ π. Ἰωάννης εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία βασίζεται σέ δύο
πράγματα: στό «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» (Ἰω. 1,14), δηλαδή στήν ἐνανθρώπηση. Ὁ
Λόγος εἶναι τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ
ὁποῖος ἔγινε σάρκα, δηλαδή ἔγινε ἄνθρωπος. Αὐτό εἶναι τό κορυφαῖο δόγμα τῆς
πίστεώς μας. Καί τό δεύτερο στό ὁποῖο βασίζεται ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὅτι «ἐν τῷ Ἅδη
οὐκ ἔστι μετάνοια», δηλαδή στόν Ἅδη, μετά θάνατον, μετά τόν βιολογικό θάνατο,
δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά μετανοήσει. Αὐτά εἶναι κορυφαῖα καί ἄκρως ἀληθινά. Καί
βέβαια δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀλλάξει μετά τόν θάνατο καί δέν μπορεῖ -δηλαδή
μπορεῖ ν’ ἀρνηθεῖ, ἀλλά μετά ἀρνεῖται τήν ἀλήθεια- τήν Σάρκωση, ὅτι ὁ Θεός ἔγινε
ἄνθρωπος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος πιστέψει σ’ αὐτά τά δύο, μετά ἔχει τίς σωστές βάσεις γιά
νά προχωρήσει καί νά θεραπευτεῖ ἡ προσωπικότητά του. Ὁ Θεός βέβαια δέν ἐκβιάζει
κανέναν. Ὅλοι ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε ἀνάγκη θεραπείας γιατί ὅλοι γεννιόμαστε
μ’ αὐτή τήν κληρονομιά τοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος ἔπεσε μπροστά στόν Θεό, ἁμάρτησε καί
κληρονομοῦμε αὐτή τήν φθορά καί τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ. Ὄχι τήν

34
ἐνοχή, ἀλλά τίς συνέπειες πού εἶναι ἡ φθορά καί ὁ θάνατος.
Ἡ Ἐκκλησία λειτουργεῖ ὡς νοσοκομεῖο, ὡς θεραπευτήριο, καί ἄν θέλετε, ὅπως λέει
σέ ἕνα ἄλλο σύγγραμμα ὁ π. Ἰωάννης, ὡς νευρολογική κλινική, ὡς ψυχιατρική
κλινική. Μιά τέλεια κλινική ἡ ὁποία θεραπεύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί
θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ἀπό αὐτήν τήν ἀρρώστεια τῆς θρησκείας, πού θέλει ὁ
ἄνθρωπος τόν Θεό νά ὑπηρετεῖ τά πάθη του. Θέλει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό νά εἶναι
ὑπηρετικός τῶν παθῶν του, σάν ἕναν Ἀλβανό πού θά τοῦ κάνει τήν δουλειά. Ἔτσι
τόν θέλουμε τόν Θεό πολλές φορές καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι καί γι’ αὐτό τοῦ τάζουμε
καί πράγματα, μιά μεγάλη λαμπάδα καί παρακαλοῦμε καί τούς Γέροντες, ὄχι γιά νά
ἀλλάξουμε, ὄχι γιά νά μετανοήσουμε, ἀλλά γιά νά μᾶς κάνει ὁ Θεός αὐτό πού
θέλουμε καί μετά ἐξαφανιζόμαστε ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἄν δέν τό κάνει ὁ Θεός, τότε
πιά, εἶναι πού δέν ξαναπατᾶμε στήν Ἐκκλησία. Λοιπόν, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι πού
θρησκεύουν. Ἔχουν κάνει τήν Ὀρθοδοξία θρησκεία καί δέν ἔχουν καταλάβει τί εἶναι
ἡ Ὀρθοδοξία καί τί εἶναι ὁ Θεός.
Γιά νά βρεῖ θεραπεία ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά πάει στήν Ἐκκλησία, νά βρεῖ
Πνευματικό νά ἐξομολογηθεῖ, πρέπει ὅμως καί νά κάνει ὑπακοή. Ὅπως στό
νοσοκομεῖο, ὅταν πάει κανείς, τοῦ δίνει ὁ γιατρός τά φάρμακα, ἀλλά ἄν δέν πάρει τά
φάρμακα, δέν θεραπεύεται. Ἔτσι καί μέ τήν Ἐκκλησία. Τά φάρμακα στήν Ἐκκλησία
εἶναι γνωστά: ἡ μετάνοια, τά Ἅγια μυστήρια, ἡ ἄσκηση, ἡ νηστεία, ἡ ὑπακοή. Ἄν
κανείς δέν τά πάρει αὐτά τά φάρμακα φυσικά καί δέν θά θεραπευτεῖ. Θά συνεχίσει νά
ἔχει τό κενό μέσα του, τό ὑπαρξιακό κενό, νά μήν ξέρει γιατί ζεῖ, θά ἔχει ἄγχος, θά
ἔχει τά ψυχολογικά, ὅλα αὐτά πού τά βλέπουμε σήμερα κατά κόρον στούς
Νεοέλληνες. Ἐνῶ δέν θά ἔπρεπε νά τά ἔχουν αὐτά, διότι εἶναι βαπτισμένοι
Ὀρθόδοξοι. Ἔχουν οὐσιαστικά κάνει εἰσαγωγή στό νοσοκομεῖο, ἀλλά δέν ἔχουν
θεραπευτεῖ, γιατί δέν παίρνουν τά φάρμακα καί δέν κάνουν πραγματική ὑπακοή
στούς γιατρούς- πνευματικούς.
– Ποιός εἶναι τώρα ὁ κοινωνικός σκοπός τῆς Ὀρθοδοξίας; Ἔχει κοινωνικό σκοπό ἡ
Ὀρθοδοξία;
Μερικοί λένε ὅτι οἱ χριστιανοί εἶναι ἀκοινώνητοι, δέν ἀσχολοῦνται μέ τά κοινωνικά
θέματα καί τά κοινωνικά προβλήματα ἤ ὁ Θεός δέν ἀσχολεῖται μ’ αὐτά..
Ἔχουμε τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο πού ζεῖ μέσα σέ μία κοινωνία καί
πρέπει νά δράσει ὡς ὑγιής κοινωνική μονάδα. Ἡ θεραπεία πού ἀναφέραμε παραπάνω
τῆς νοερᾶς ἐνεργείας, τῆς ἐνέργειας τοῦ νοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ σπουδαιότερη ἐνέργεια
τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, αὐτή ἡ θεραπεία, ὅταν περατωθεῖ, δημιουργεῖ αὐτομάτως
κοινωνικό ἄνθρωπο, ἀληθινά κοινωνικό ἄνθρωπο. Ἄνθρωπο δηλαδή ὁ ὁποῖος
ἀρνεῖται τήν φιλαυτία του, τόν ἐγωισμό του, τόν ἐγωκεντρισμό του καί ἀνοίγεται
στήν κοινωνία καί προσφέρει οὐσιαστικά καί δρᾶ σέ ὅλους τούς κοινωνικούς τομεῖς.
Ἐκεῖνος πού εἶναι θεραπευμένος πνευματικά αὐτομάτως, σιωπηρῶς χειροτονεῖται
ἰατρός γιά τούς ἄλλους, τούς μή θεραπευμένους. Αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο στήν
Ὀρθοδοξία.
Ἀπό τή στιγμή πού θά θεραπευτεῖς πνευματικά, γίνεσαι πνευματικός καί γιατρός καί

35
τῶν ἄλλων -ἄς εἶσαι λαϊκός- Γέροντας καί Γερόντισσα. Ἔχουμε πολλούς τέτοιους
λαϊκούς ἀνθρώπους θεραπευμένους, σοφούς κατά Θεόν. Μπορεῖ νά εἶναι ἀγράμματοι
κατά κόσμο πολλές φορές, ἀλλά ὁ Θεός ἀναπαύεται στούς ταπεινούς. Οἱ
ἐγγράμματοι συνήθως ἔχουν πολύ ἐγωισμό γι’ αὐτό δέν ἀναπαύεται ἐκεῖ τό Πνεῦμα
τό Ἅγιο. Αὐτοί δέν θεραπεύονται εὔκολα ἤ θεραπεύονται, ἀλλά πολύ ἀργά λόγω
ἐγωισμοῦ. Οἱ ἁπλοί καί ἀγράμματοι θεραπεύονται πιό γρήγορα γιατί ἔχουν ἁπλότητα
καί ταπείνωση.
Ὅταν κανείς θεραπευτεῖ μέσα στό νοσοκομεῖο πού λέγεται Ἐκκλησία, τότε
αὐτομάτως γίνεται γιατρός γιά τούς ἄλλους. Δηλαδή μπορεῖ νά τούς δείξει τόν δρόμο
πού πέρασε καί ὁ ἴδιος προηγουμένως κι ἔτσι θά τούς βοηθήσει νά βροῦν καί αὐτοί
τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό.
Διότι ἡ ἰατρική ἐπιστήμη πού λέγεται Ὀρθοδοξία διαφέρει ἀπό τίς ἄλλες στό ὅτι
ἐκεῖνος πού θεραπεύθηκε, γίνεται αὐτομάτως θεραπευτής. Δέν χρειάζεται νά κάνεις
εἰδικές σπουδές. Λειτουργεῖ ἡ πείρα πού ἔχεις, αὐτό πού ἔπαθες ἐσύ, τά Θεῖα
δηλαδή, κάνοντας ὑπακοή στά θεραπευτικά σχήματα πού προσφέρει ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, αὐτό μετά μπορεῖς νά τό διδάξεις στούς ἄλλους.
Ἡ ἴδια ἡ ἐφαρμογή τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς στόν ἑαυτό του, γίνεται τό μέσον γιά
τήν θεραπεία τῶν ἄλλων. Πολλές φορές μάλιστα δέν χρειάζεται νά πεῖ ὁ ἄνθρωπος
σχεδόν τίποτα. Ἕνας θεραπευμένος, ἕνας Ἅγιος -γιατί μόνο αὐτός εἶναι
θεραπευμένος- μόνο πού τόν βλέπουν οἱ ἄλλοι ἐμπνέονται καί βλέπουν τί μπορεῖ νά
γίνουν κι αὐτοί, πῶς μποροῦν κι αὐτοί νά ἔχουν μετοχή στήν Χάρη καί νά
θεραπευτοῦν.
Γι’ αὐτό δέν νοεῖται ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶναι θεραπευμένος -ἐννοεῖται πνευματικά
μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία- νά μήν ἔχει πνευματικά παιδιά, ἄλλους δηλαδή
ἀνθρώπους σέ πνευματική ἐξάρτηση ἀπό αὐτόν, τούς ὁποίους νά νουθετεῖ καί
καθοδηγεῖ πρός θεραπείαν.
Ἔτσι λειτουργοῦσε ἡ πρώτη Ἐκκλησία. Οἱ Ἀπόστολοι ἔμειναν σ’ ἕναν τόπο; Ὄχι!
Πήγαιναν ἀπό πόλη σέ πόλη καί κήρυτταν, κάποιοι τούς πίστευαν, κάποιοι δέν τούς
πίστευαν, κάποιοι ἀντιδροῦσαν, κάποιοι ἐξαγριωνόντουσαν, κάποιοι τούς
λιθοβολοῦσαν, κάποιοι τούς ἔδιωχναν καί οἱ ἄνθρωποι ἔφευγαν γιά τήν ἑπόμενη
πόλη, ἄν ζοῦσαν καί δέν τούς ἀποτέλειωναν.
Ἐκεῖ λοιπόν πού κήρυξαν, αὐτοί πού δέχθηκαν τό κήρυγμα καί ἔκαναν ὑπακοή,
θεραπευόντουσαν. Αὐτοί μετά συνέχιζαν τό ἔργο τῶν Ἀποστόλων καί συνέχιζε νά
ὑπάρχει ἐκείνη ἡ τοπική Ἐκκλησία πού ἵδρυσαν οἱ Ἀπόστολοι. Δέν σταμάτησε νά
ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία ἐπειδή ἔφυγε ὁ Ἀπόστολος. Καί ἐνδεχομένως σέ αὐτό ἤ στό
ἑπόμενό του ταξίδι, θά χειροτονοῦσε καί τούς ἱερεῖς καί τούς Ἐπισκόπους. Κατά
αὐτόν τόν τρόπο δημιουργήθηκαν οἱ πρῶτες τοπικές Ἐκκλησίες. Αὐτοί δηλαδή πού
δεχόντουσαν τό κήρυγμα, γίνονταν μετά οἱ ἴδιοι συνεχιστές τῶν Ἀποστόλων καί
θεραπευτές καί τῶν ὑπολοίπων, οἱ ὁποῖοι δέν εἶδαν ἤ δέν ἄκουσαν τό ἀρχικό
κήρυγμα. Αὐτό εἶναι τό σημαντικό.

36
Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία δέν ὑπῆρχε ἐπίσημος ἤ συγκεκριμένος θεραπευτής, διότι ὁ
κάθε Χριστιανός ἦταν θεραπευτής. Πρέπει αὐτό νά γίνει καί στίς μέρες μας. Ἄν
λειτουργήσει σωστά ἡ Ἐκκλησία ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς, ἀφοῦ θεραπευτεῖ νά γίνει
γιατρός γιά τούς ὑπόλοιπους. Κατ’ ἀρχήν γιά τήν οἰκογένειά του, τούς συγγενεῖς του,
γιά τούς φίλους του καί γενικά γιά τό περιβάλλον του. Ὅταν ἐμεῖς θεραπευτοῦμε,
τότε προσελκύουμε καί τούς ἄλλους γιατί βλέπουν τί μποροῦν νά γίνουν. Αὐτή εἶναι
ἡ ἱεραποστολή. Ἔτσι γίνεται ἡ ἱεραποστολή. Δέν γίνεται τόσο μέ λόγια, ὅσο μέ τήν
προσπάθεια νά γιατρευτοῦμε ἐμεῖς καί ἀφοῦ θεραπευτοῦμε, γινόμαστε μέτοχοι τοῦ
Φωτός. Ὅταν ἔχει κανείς τό Φῶς, αὐτό ἐκπέμπεται κατά φυσικό τρόπο.
Αὐτή ἦταν ἡ ἱεραποστολή τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας. Ἡ ἱεραποστολή τῆς ἀρχαίας
Ἐκκλησίας δέν ἦταν ὅπως εἶναι τῆς σημερινῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού
συνίσταται μερικές φορές στό νά διαφημίζουμε τά ὡραῖα μας δόγματα. Ἐντάξει τό
ἔχουμε τό σωστό δόγμα! Ἀλλά αὐτό λέει τίποτα στόν εἰδωλολάτρη τόν Ἀφρικανό
πού εἶναι δέσμιος τῶν δαιμόνων; Δέν εἶναι αὐτό πού θά τόν ἑλκύσει. Ἤ ἀκόμα
διαφημίζουμε τήν λατρευτική μας παράδοση, σάν νά εἶναι τίποτα προϊόντα γιά
πούλημα… Λέμε, π.χ.: Κοιτᾶξτε, παιδιά, ἐμεῖς ἔχουμε τά πιό ὡραῖα δόγματα, τήν πιό
ὡραία λατρεία, τήν πιό ὡραία ψαλμωδία, τίς πιό ὡραῖες στολές – κοίτα πόσο ὡραῖος
εἶναι ὁ σάκκος τοῦ Δεσπότη! κ.λ.π., καί δυστυχῶς ὑπάρχει μιά τέτοια τάση καί στίς
ἐνορίες καί στούς ἐπισκόπους. Αὐτό εἶναι Ἐκκλησία; Ἡ Ἐκκλησία δηλαδή εἶναι μία
κουλτούρα; Εἶναι ἕνα φολκλόρ πού θέλουμε νά τό φυλάξουμε ὅπως φυλᾶμε ἕνα
διατηρητέο κτίριο; Κάθε ἄλλο! Κάτι ἄλλο εἶναι ἡ δύναμή μας. Ἡ δύναμη τῆς
Ὀρθοδοξίας εἶναι ἡ θεραπευτική μέθοδος πού θεραπεύει τήν ψυχή καί τόν
χαρακτήρα τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν δέν τό δώσεις αὐτό στούς ἀνθρώπους τίποτα δέν τούς
ἔδωσες. Προσπαθοῦμε νά τούς θαμπώσουμε μέ τίς πατερίτσες μας, μέ τά ράσα μας,
μέ τά καλυμμαύχια μας, γιά νά κάνουμε ἱεραποστολή. Βέβαια ἔχει κάποιο νόημα καί
κάποια ἐπιτυχία μιά ἱεραποστολή πού γίνεται κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἐντυπωσιάζει,
ὅμως δέν εἶναι ἡ γνήσια ἱεραποστολή. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἀλλάζει μ’ αὐτά τά μέσα, δέν
ἀλλάζει χαρακτήρα, δέν διορθώνεται ὁ χαρακτήρας του, δέν εἶναι γνήσια, ὄπως
ἐκείνη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας.
Ἡ σημερινή ἱεραποστολή συνίσταται κυρίως στό ἑξῆς: Διαφωτίζουμε ἀνθρώπους
πού εἶναι δεισιδαίμονες καί τούς κάνουμε Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, χωρίς νά
προσπαθοῦμε νά τούς θεραπεύσουμε.
Φοβοῦνται δηλαδή τόν Θεό καί ἔχουν φτιάξει μιά θρησκεία, ἕνα σύστημα γιά νά
ἐξευμενίσουν τόν Θεό. Ἔχουν τόν μάγο τους, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ ἔτσι κατ’ αὐτούς
ὡς μεσίτης στόν Θεό. Ὅταν ὅμως προσφέρουμε τήν Ὀρθοδοξία μ’ αὐτόν τόν τρόπο,
τήν δική τους δεισιδαιμονία τήν ἀντικαθιστοῦμε μέ μία ἄλλη δεισιδαιμονία. Τούς
δίνουμε κι ἐμεῖς κάτι ἄλλο, ἕνα φετίχ ἄς ποῦμε καί τούς λέμε εἶναι καλύτερο αὐτό
ἀπό τό δικό σας. Αὐτό λοιπόν τό φετίχ πού θά σᾶς σώσει ἀπό τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ,
ἐμεῖς τό λέμε Ἁγιασμό, τό λέμε Εὐχέλαιο, τό λέμε Εὐλογία κ.λ.π.
Μέ ἀποτέλεσμα ὁ κόσμος λέει νά κάνουμε ἑπτά Εὐχέλαια νά φύγει τό κακό ἀπό τό
σπίτι μου, χωρίς νά ἔχει διάθεση μετανοίας. Αὐτό τί εἶναι; Δεισιδαιμονία εἶναι! Ἥ
αὐτή ἡ προσευχή τοῦ Ἀποστόλου Ἰούδα τοῦ Θαδδαίου, πού ἐπειδή ἔχει τό ἴδιο ὄνομα

37
μέ τόν Ἰούδα τόν Ἰσκαριώτη νομίζουν ὅτι πιάνει περισσότερο καί λένε ὅτι πρέπει νά
κάνεις ἐννιά προσευχές, ἐννιά ἡμέρες, ἐννιά φορές τήν μέρα καί ὅ,τι ζητήσεις θά σοῦ
τό κάνει. Αὐτό τί εἶναι; Δεισιδαιμονία εἶναι! Μαγεία εἶναι. Ὑποκαθιστοῦμε μία
μαγεία μέ μία ἄλλη μαγεία. Αὐτός ἦταν εἰδωλολάτρης καί τοῦ δίνουμε κάτι ἄλλο,
ἀλλά οὐσιαστικά παραμένει πάλι εἰδωλολάτρης. Δέν τοῦ προσφέρουμε τό
οὐσιαστικό πού εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς του, πού γίνεται διά τῆς μετανοίας.
Ἔτσι ὅμως ἀντικαθιστοῦμε ἤ ἀνταλλάσσουμε τό προηγούμενό τους δόγμα μέ ἕνα
καινούργιο δόγμα. Ἀνταλλάσσουμε μέσα τους τήν μία δεισιδαιμονία μέ μία ἄλλη
δεισιδαιμονία. Γι’ αὐτό βλέπουμε πολλούς «Ὀρθοδόξους» οἱ ὁποῖοι πολύ εὔκολα
πηγαίνουν στούς μάγους. Πολύ εὔκολα! Σοῦ λέει πῆγα στήν Ἐκκλησία δέν ἔγινε
τίποτα καί πῆγα στόν μάγο. Δέν εἶναι κακό κι αὐτός εἶχε εἰκόνες Γιατί πᾶμε τόσο
εὔκολα στούς μάγους; Γιατί καί τήν Ὀρθοδοξία τήν ἔχουμε κάνει Δεισιδαιμονία.
Ἕνα μέσο δηλαδή γιά νά ἐξευμενίσουμε τόν Θεό νά μᾶς κάνει τά χατίρια μας, νά μᾶς
πάρει τόν καρκίνο, νά δώσει στά παιδιά καλούς συζύγους νά κάνουν καλές
οἰκογένειες καί τίποτα περισσότερο. Κατά τά ἄλλα ὅπως εἶναι διεφθαρμένη ἡ ζωή
μας, παραμένει διεφθαρμένη. Ἥ ζητᾶμε καί τήν ὑγεία μας ὄχι γιά ἄλλο λόγο, ὄχι γιά
νά μετανοήσουμε, ὄχι γιά νά ἔχουμε χρόνια μετανοίας, ἀλλά τήν ζητᾶμε γιά νά
συνεχίσουμε νά ἁμαρτάνουμε, ὅπως ἁμαρτάναμε. Γι’ αὐτό δέν μᾶς ἀρέσει καί ἡ
κρίση! Κόψαμε τίς πολλές ἁμαρτίες καί δέν ἔχουμε τήν δυνατότητα νά
ἁμαρτήσουμε. Καί λέμε πάρ’ το αὐτό ἀπό μᾶς Θεέ μου! Γιατί νά μᾶς τό πάρει; Γιά
νά συνεχίσουμε νά ἁμαρτάνουμε, ὅπως καί πρίν πού εἴχαμε ἄνεση.
Καί τοῦτο διότι ἡ Ὀρθοδοξία, ὅταν ἔτσι παρουσιάζεται καί προσφέρεται, σέ τί
διαφέρει ἀπό δεισιδαιμονία; Διότι, ὅταν ἡ Ὀρθοδοξία παρουσιάζεται καί
προσφέρεται σάν ἕνας Χριστιανισμός πού δέν θεραπεύει, παρ’ ὅλο πού τό κύριό του
ἔργο εἶναι ἡ θεραπεία, τότε σέ τί διαφέρει ἀπό τήν δεισιδαιμονία; Σέ τίποτα!
Δυστυχῶς ὑπάρχουν πνευματικοί πού ἐμφανίζονται ὡς θεραπευτές πού δέν ἔχουν
Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό τό ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος πρίν ἀπό 1000
χρόνια γιατί ἀπό τότε ὑπῆρχε αὐτό τό φαινόμενο τῆς ἐκκοσμίκευσης.
Πηγαίνουν τά νέα παιδιά σ’ αὐτούς τούς «Πνευματικούς» καί ἀντί νά τούς δώσουν
τά φάρμακα πού πρέπει, τούς δίνουν ψεύτικα φάρμακα, πλασέμπο πού λέμε στήν
Ἰατρική, τίποτα, ἀέρα. Ἐνῶ συζοῦν, τούς δίνουν εὐλογία νά πάρουν τήν Θεία
Κοινωνία. Θεραπεύεται ἔτσι ὁ ἄνθρωπος; Ὅπως ἔνας κακός γιατρός δίνει φάρμακα
ἄσχετα στόν ἀσθενή του, ἀλλά δέν τόν θεραπεύει, ἁπλῶς τόν κοροϊδεύει.
Ὑπάρχουν Χριστιανοί στήν Δύση, πού ἔχουν καί ἐκεῖνοι δόγματα, πού δέχονται
ὁρισμένες Συνόδους· οἱ αἱρετικοί δηλαδή, στά δόγματα τῶν ὁποίων δέν ὑπάρχει
φαινομενικά καί τόσο μεγάλη διαφορά σέ σχέση μέ τά Ὀρθόδοξα δόγματα. Ὑπάρχει
χαώδης διαφορά, ἀλλά ἔτσι φαίνεται ὅτι δέν ὑπάρχει μεγάλη διαφορά. Ἀλλά καί
μικρή διαφορά νά εἶναι, ὅταν δέν προσφέρουμε τήν Ὀρθοδοξία ὡς θεραπεία
ἀστοχοῦμε, γιατί καί οἱ ἄνθρωποι δέν θεραπεύονται καί λένε γιατί νά γίνουμε
ὀρθόδοξοι ἀφοῦ κι ἐσεῖς σάν ἐμᾶς εἶστε, δέν ὑπάρχει καμιά διαφορά.
Σήμερα μιλᾶμε γιά ἀλλαγή τῆς νοοτροπίας τοῦ ἀνθρώπου, γιά ἀλλαγή τοῦ δόγματος,

38
γιά ἀλλαγή τῆς θεωρήσεως τῆς ζωῆς, καί ἔτσι τήν θεωροῦμε τήν μετάνοια. Δηλαδή
θεωροῦμε μετάνοια ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος νά ἀποδεχθεῖ τήν Ὀρθοδοξία, ἄν εἶναι
ἑτερόδοξος νά βαπτιστεῖ, νά χριστεῖ μέ τό Ἅγιο Χρίσμα ἤ ἄν εἶναι Ὀρθόδοξος τέλος
πάντων νά πάει νά ἐξομολογηθεῖ καί τελειώσαμε! Εἶναι αὐτό μετάνοια ὅμως;
Δηλαδή σήμερα στήν Ὀρθοδοξία ἡ μετάνοια ταυτίζεται μόνο μέ τήν ἀποδοχή τοῦ
Χριστοῦ. Δηλαδή δεχόμεθα τόν Χριστό καί, ἐπειδή τόν δεχόμεθα, πηγαίνουμε καί
στήν Ἐκκλησία, ἀνάβουμε καί κανένα κεράκι, γινόμαστε καί καλά παιδιά,
πηγαίνουμε, ἄν εἴμαστε μικροί, καί στό Κατηχητικό. Οἱ γονεῖς μέ καμάρι λένε τό
παιδί μου πάει στό κατηχητικό καί νομίζουν ὅτι ἐκπλήρωσαν κάθε πνευματική
ὑποχρέωση ἀπένατι στό παιδί τους.
Ἤ, ἄν εἴμαστε μεγάλοι, σέ καμμία θρησκευτική ἐκδήλωση καί -ὑποτίθεται- ζοῦμε σέ
μετάνοια, εἴμαστε δηλαδή μετανοημένοι. Ἤ κάναμε κάποιο κακό στήν ζωή μας καί
δείξαμε κάποια μεταμέλεια καί ζητήσαμε συγχώρηση καί αὐτό, πού κάναμε, τό
ὀνομάζουμε μετάνοια. Δέν εἶναι ὅμως αὐτό μετάνοια. Αὐτό εἶναι ἁπλῶς μεταμέλεια.
Ἡ μεταμέλεια εἶναι ἡ ἀρχή τῆς μετάνοιας. Δέν καθαρίζεται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου μέ
μία ἁπλή μεταμέλεια. Γιά νά καθαρισθεῖ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη
προηγεῖται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ μετάνοια.
Ἀπαιτεῖται πραγματική μετάνοια καί πραγματικός φόβος τοῦ Θεοῦ. Νά καταλάβει ὁ
ἄνθρωπος ὅτι γιά αὐτά πού ἔκανε ἐπίκειται ἡ αἰώνιος κόλαση καί θά πρέπει νά κάνει
τά ἀνάποδα ἐντελῶς. Μετανοῶ σημαίνει μετακινῶ τόν νοῦ μου ἀπό ὅλα αὐτά τά
μάταια πού ἦταν μέχρι τώρα καί τόν πάω στόν Θεό. Ἀναζητῶ τόν Θεό προσωπικά. Ὁ
Θεός εἶναι Πρόσωπο. Μιλάω στόν Θεό. Τοῦ μιλάω συνεχῶς. Συνεχῶς κάνω αὐτή τήν
μετατόπιση, τήν μετακίνηση τοῦ νοῦ. Μετανοῶ ἀπό αὐτά τά μάταια, τά γήινα, τά
φθαρτά, τά ἁμαρτωλά καί τά ἐμπαθή, στόν Θεό. Γι’ αὐτό μᾶς μίλησε ὁ Θεός γιά
ἀδιάλειπτη προσευχή, γιά ἀδιάλειπτη δηλαδή μετάνοια.
– Τί εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή;
Ἡ ἀδιάλειπτη μετακίνηση τοῦ νοῦ στόν Θεό. Διότι ὁ νοῦς ρέπει, λόγω τῆς ἐμπαθοῦς
κλίσεως πού ἔχουμε καλλιεργήσει, πρός τά μάταια καί συνεχῶς φεύγει ἀπό τόν Θεό.
Βλέπετε, πᾶμε νά κάνουμε προσευχή καί δέν μποροῦμε νά συμμαζέψουμε τόν νοῦ
μας. Γιατί; Γιατί οὐσιαστικά δέν ἔχουμε μετανοήσει, δέν ἔχουμε μάθει νά ζοῦμε ἐν
μετανοία, μέ μετακινημένο, με μετα-τοποθετημένο τόν νοῦ μας στόν Θεό, συνεχῶς
καί ἀδιαλείπτως.
Αὐτή εἶναι ἡ θεραπεία καί ἡ προσπάθεια στήν ὁποία μᾶς βάζει ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό
σημαίνει ζῶ ἐν μετανοία. Γιά νά καθαρισθεῖ λοιπόν ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου χρειάζεται
αὐτή ἡ προσπάθεια, ἡ ὁποία ἀρχίζει μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί, ὅταν ὁ ἄνθρωπος
ἀρχίζει νά φοβᾶται πραγματικά τόν Θεό, τί κάνει; Παίρνει τίς ἐντολές καί λέει νά
τηρήσω τίς ἐντολές πού ἔχει δώσει ὁ Θεός γιά νά μήν πάω στήν κόλαση. Νά μάθω
ποιές εἶναι οἱ ἐντολές κατ’ ἀρχήν. Πολλοί Ὀρθόδοξοι δέν ξέρουν κἄν ποιές εἶναι οἱ
ἐντολές, ποιές εἶναι ἁμαρτίες. Σήμερα πολλοί νέοι νομίζουν ὅτι δέν εἶναι ἁμαρτία
πού συζοῦν καί δέν σκέπτονται κἄν νά τό ἐξομολογηθοῦν. Τό θεωροῦν μάλιστα καί
φυσιολογικό. Φοβερή ἄγνοια αὐτό! Μετά πῶς νά μιλήσουμε γιά μετάνοια, γιά

39
θεραπεία τῆς ψυχῆς; Καί πῶς μετά νά μήν πέσει κανείς σέ κατάθλιψη καί νά μήν
καταλήξει στά ψυχοφάρμακα;
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ στόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρχίζει νά τηρεῖ τίς
ἐντολές καί τότε ἀρχίζει νά μετανοεῖ. Βλέπει πού ἦταν, βλέπει πού πρέπει νά πάει καί
ἀρχίζει νά παρακαλάει τόν Θεό, γιατί ἀντιλαμβάνεται πώς μόνος του δέν μπορεῖ νά
φθάσει ἐκεῖ πού τοῦ λέει ὁ Θεός, νά τηρήσει τίς ἐντολές. Ὁ Χριστός μᾶς εἶπε:
«Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15,5). Ἄρα οὔτε τίς ἐντολές μπορεῖτε νά
τηρήσετε χωρίς ἐμένα. Τί θά κάνω ἐγώ τώρα; Θά παρακαλέσω τόν Θεό νά μέ
βοηθήσει νά τηρήσω τίς ἐντολές. Νά ἡ μετάνοια! Ἡ ἀνάγκη γιά ἀδιάλειπτη προσευχή
πού βγαίνει ἐντελῶς φυσικά ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά φοβᾶται τόν Θεό. Ἀρχίζει
λοιπόν νά προσεύχεται, νά παρακαλάει τόν Θεό καί ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ
ὁποία τοῦ παίρνει τά πάθη καί τόν καθαρίζει καί αὐτό λέγεται κάθαρση. Ἔτσι
προχωράει ὁ ἄνθρωπος στό πρῶτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί θεραπείας πού
λέγεται κάθαρση. Ὅπως, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, σέ ἕνα σωματικό τραῦμα.
Ὅταν ὑπάρχει ἕνα μολυσμένο τραῦμα τό πρῶτο πού κάνει ὁ γιατρός εἶναι νά
καθαρίσει τήν πληγή ἀπό κάθε ἐξωτερική μόλυνση καί μετά φυσικά θά βάλει καί τά
θεραπευτικά φάρμακα, τά ἀντιβιοτικά καί τά ἐπουλωτικά γιά νά κλείσει τό τραῦμα.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν ψυχή, προηγεῖται τό στάδιο τῆς καθάρσης καί
ὁλοκληρώνεται μέ τόν θεῖο φωτισμό, τήν φώτιση δηλαδή τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπό
τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα θέλει νά βρεῖ ἕνα τόπο καθαρό,
ἀλλιῶς δέν ἔρχεται. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δουλεύει στά πάθη καί στήν ἁμαρτία δέν
μπορεῖ νά γίνει κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν μπορεῖ ὅπως λέει ὁ Χριστός
μας «ἀπό τήν ἴδια πηγή νά βγεῖ νερό καί γλυκό καί πικρό» (Ἰακ. 3,11). Χρειάζεται νά
προηγηθεῖ αὐτή ἡ κάθαρση διά τῆς μετανοίας καί τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ.
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν οἱ Ὀρθόδοξοι δέν ἀσχολοῦνται μέ αὐτήν τήν θεραπευτική ἀγωγή,
σέ τί διαφέρουν ἀπό τούς μή Ὀρθοδόξους; Πού ἔχουν πλήρη ἄγνοια! Εἴπαμε ὅτι
πουθενά οὔτε στήν παπική, οὔτε στήν προτεσταντική παράδοση δέν ἀναφέρεται ὁ
Χριστός ὡς ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Ἐνῶ ἐμεῖς τό λέμε στίς προσευχές
μας στίς ἀκολουθίες: «ὁ Χριστός ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν». Δέν
εἶναι σχῆμα λόγου αὐτό. Εἶναι γιατρός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας ὁ Θεός. Ὁ
μόνος γιατρός. Ὁ μόνος, ἄν θέλετε, ψυχίατρος. Ἄν λοιπόν ὁ Ὀρθόδοξος δέν κάνει
αὐτή τήν ἐργασία, δέν μετανοεῖ, δέν θεραπεύεται, σέ τί διαφέρει ἀπό τούς μή
Ὀρθοδόξους; Στό δόγμα; Καί τί τόν ὠφελεῖ αὐτό; Μάλλον τοῦ δίνει περισσότερο
ἐγωισμό, ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε καί τό Ὀρθόδοξο δόγμα.
Καί τί νά τό κάνουν τό Ὀρθόδοξο δόγμα, ὅταν δέν τό χρησιμοποιοῦν γιά τήν
θεραπεία τῆς ψυχῆς τους; Τό δόγμα ἔτσι δέν τούς ὠφελεῖ σέ τίποτε.
– Ποιά εἶναι τώρα ἡ κατάσταση καταλλαγῆς μέ τόν Θεό τῆς συμφιλίωσης μέ τόν
Θεό; Πότε γίνεται κάποιος φίλος μέ τόν Θεό σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη;
Ἡ κατάστασις καταλλαγῆς μέ τόν Θεό, πού κάνει κάποιον φίλο τοῦ Θεοῦ, ποιά εἶναι
ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως; Κοιτᾶξτε τίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Βάπτισις
ταυτίζεται μέ τήν κάθαρση.

40
Ἴσως πεῖ κανείς: Τότε γιατί νά χρειάζεται μετάνοια, ἀφοῦ καθαριστήκαμε μέ τό
Βάπτισμα; Γιατί δυστυχῶς μετά μολύναμε τό Βάπτισμα, μέ τήν συμβουλή τῶν
κακῶν γονέων καί τοῦ περιβάλλοντος ξανάφούντωσαν τά πάθη μέσα στόν ἄνθρωπο
παρ’ ὅλο πού βαπτίστηκε καί χρειαζόμαστε πάλι κάθαρση. Ἡ ἀρχική κάθαρση
γίνεται μέ τό Βάπτισμα. Καί τί γίνεται πρίν τό Βάπτισμα; Ὅλοι ξέρουμε,
παρακολουθώντας μία Βάπτιση, ὅτι προηγουμένως διαβάζονται ἐξορκισμοί. Ὅταν
λοιπόν παρευρισκόμαστε σέ μυστήρια καί προσέχουμε, καί πρέπει νά προσέχουμε,
θά δοῦμε ὅτι ὅλα τά μυστήρια ἔχουν θεραπευτικό ρόλο. Ἔτσι λοιπόν τό Βάπτισμα
πού ταυτίζεται μέ τήν κάθαρση ἔχει ὡς προηγούμενό του τούς ἐξορκισμούς.
– Τί εἶναι οἱ ἐξορκισμοί πρίν τή βάφτιση;
Εἶναι ἡ ἐκδίωξις τῶν πονηρῶν πνευμάτων. Ὑπάρχουν μέσα στό μωρό πονηρά
πνεύματα; Βεβαίως ὑπάρχουν! Ὑπάρχουν πονηρές, δαιμονικές ἐνέργειες;
Σαφέστατα, τό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες. «Ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις
ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7), ὅπως λέει ὁ Δαβίδ γιατί κληρονομοῦμε
αὐτή τήν ροπή πρός τήν ἁμαρτία, τήν φθορά, τίς συνέπειες τῆς πτώσεως καί τίς
δαιμονικές ἐνέργειες οἱ ὁποῖες κυριεύουν τόν ἀβάπτιστο ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό λέμε
εἶναι ἀφώτιστος αὐτός. Τί σημαίνει ἀφώτιστος; Ἔχει μέσα του σκοτάδι. Δέν ἔχει
φῶς. Ἔχει τό δαιμονικό σκοτάδι. Ἡ Πατερική σοφία λέει, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι
ἀβάπτιστος, στό κέντρο τῆς καρδίας του, στό ψυχοσωματικό του κέντρο ὑπάρχει
δαιμονική ἐνέργεια. Βασιλεύει ὁ δαίμονας καί ὅταν βαπτιστεῖ -γι’ αὐτό πρέπει νά τά
βαπτίζουν τά μωρά πολύ νωρίς- φεύγει ἀπό τό κέντρο ἡ δαιμονική ἐνέργεια καί
ἐγκαθίσταται ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ στό κέντρο τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου καί οἱ
δαίμονες πηγαίνουν στήν περιφέρεια. Κι ἀπό ἐκεῖ συνεχίζουν νά ἐκτοξεύουν καί νά
ἐπιτίθενται στόν ἄνθρωπο διά μέσω τῶν ἡδονῶν. Ἀλλά πλέον -μετά τή βάφτιση-
ἔχουμε τό μεγάλο πλεονέκτημα ὅτι στό κέντρο εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ἡ Θεία Χάρις
καί μπορεῖ, ἄν τώρα ὁ ἄνθρωπος ἔχει σωστή καθοδήγηση, νά πολεμήσει τούς
δαίμονες καί νά τούς νικήσει καί νά τούς διώξει ἀκόμη πιό μακριά.
Προηγοῦνται λοιπόν οἱ ἐξορκισμοί ὅπου ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἐπήρεια
καί τά δικαιώματα τῶν πονηρῶν πνευμάτων καί μετά γίνεται ἡ τριπλή κατάδυση
κατά τήν διάρκεια τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος. Ἡ τριπλή κατάδυσις καί ἀνάβασις στό
Ἁγιασμένο νερό, δίνει ἄφεση ἁμαρτιῶν καί καταστρέφει τίς ἐνέργειες τοῦ διαβόλου
μέσα στόν ἄνθρωπο. Μετά ἀκολουθεῖ τό Χρίσμα, τό ὁποῖο σήμερα εἶναι
συνδεδεμένο στήν πράξη μέ τό Βάπτισμα. Τό Χρίσμα ἀντιστοιχεῖ στήν κατάσταση
τοῦ φωτισμοῦ.
Μέ ἄλλα λόγια μέ τήν βάπτιση τά ἔχουμε πάρει ὅλα καί τήν κάθαρση καί τόν
φωτισμό, ἄσχετα ἄν μετά τά μολύναμε. Ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τό Χρίσμα γι’
αὐτό λέει ὁ ἱερέας «Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου» καί σφραγίζει τόν ἄνθρωπο
καί ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
ἀφοῦ καθαρίστηκε καί ἔγινε δεκτικός τῆς Θείας Χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στούς ἀρχαίους Χριστιανούς οἱ νεοφώτιστοι, δηλαδή ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶχαν δεχθεῖ
ἕναν ἀρχικό φωτισμό, ἀπό μή φωτισμένοι ἔγιναν μερικῶς φωτισμένοι, δηλαδή

41
μερικῶς ἐλλαμφθέντες ἀπό τήν Χάρη, αὐτή τήν διαδικασία τήν ξεκινοῦσαν πρίν τό
Βάπτισμα μέ τίς κατήχησεις -γι’ αὐτό δέν πρέπει νά βιαζόμαστε νά βαπτίσουμε
κάποιον. Πρέπει νά κατηχηθεῖ. Ἡ κατήχηση κρατοῦσε καί τρία χρόνια ἀκόμη στήν
πρώτη Ἐκκλησία. Μέσα στήν κατήχηση ἀρχίζει νά φωτίζεται ὁ ἄνθρωπος, σιγά-σιγά
νά φεύγει τό σκοτάδι καί βεβαίως τότε θά ἐξομολογηθεῖ κιόλας καί μετά μέ τό
βάπτισμα θά πάρει ἕναν μεγαλύτερο φωτισμό καί τόν τέλειο φωτισμό θά τόν πάρει
μέ τό Χρίσμα. Αὐτή εἶναι ἡ προσωπική μας Πεντηκοστή.
Αὐτό τό βλέπουμε καί στήν ζωή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Εἶχαν ἕναν ἀρχικό φωτισμό
ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό τούς εἶπε ὁ Χριστός: «ἤδη ὑμεῖς καθαροί
ἐστε διά τόν λόγον ὅν λελάληκα ὑμῖν» (Ἰω. 15,3) καί τούς δίνει κι ἄλλον φωτισμό
ὅταν ἐμφυσᾶ στό πρόσωπό τους καί τούς λέει «λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων
ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ἰω. 20,23),
ὅπου θεμελιώνεται καί τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Τέλος τόν πλήρη φωτισμό
τόν παίρνουν στήν Πεντηκοστή πού κατεβαίνει μέ μορφή πύρινων γλωσσῶν τό Ἅγιο
Πνεῦμα καί τούς θεώνει.
Στούς Ἀρχαίους Χριστιανούς οἱ νεοφώτιστοι ἀφού βαπτιζόντουσαν τό Μεγάλο
Σάββατο καί ἔπαιρναν τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί μέ τό ἅγιο Χρίσμα, πού
ἀκολουθοῦσε, συμπλήρωναν τόν ἀρχικό φωτισμό, ἐβάδιζαν πρός πλήρη φώτιση, ἡ
ὁποία –χρονικά- ἀνεμένετο νά λάβει χώραν κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μετά
δηλαδή ἀπό πενήντα ἡμέρες ἀπό τήν Βάπτισή τους. Στούς πρώτους Χριστιανούς δέν
ἔκαναν ἀμέσως τό Χρίσμα. Ἄφηναν πενήντα ἡμέρες καί μέσα σ’ αὐτές τίς πενήντα
ἡμέρες ὁ Χριστιανός, ὁ νέο-βαπτισμένος, ἐργαζόνταν συστηματικά τήν νοερά
προσευχή καί γινόταν δεκτικός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί σέ πενήντα ἡμέρες ἔπαιρνε
τόν πλήρη φωτισμό, τήν Θέωση, τό Ἅγιο Χρίσμα, τό ὁποῖο ἦταν τό ἐφόδιό του, ἡ
δύναμή του γιά νά παραμείνει σ’ αὐτήν τήν κατάσταση τῆς θεώσεως σ’ ὅλη του τήν
ζωή.
– Ἀλλά τί εἶναι ἡ πλήρης φώτιση τοῦ ἀνθρώπου;
Εἶναι ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή εἰς τήν
καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ νοῦς ἔχει ὡς τόπο νά παραμένει τήν καρδιά τοῦ
ἀνθρώπου. Ὅπως ἔχουμε πεῖ, ἐπειδή εἴμαστε ἄρρωστες προσωπικότητες, ἔχει φύγει ἡ
ἐνέργεια τοῦ νοῦ ἀπό τήν καρδιά καί εἶναι χυμένη ἐδῶ κι ἐκεῖ, εἶναι στόν ἐγκέφαλο,
εἶναι στά κτίσματα, εἶναι καί στίς αἰσθήσεις. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεραπευτεῖ, αὐτή ἡ
ἐνέργεια τοῦ νοῦ ἐπανέρχεται στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου κι ἐκεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα
βρίσκει τόν νοῦ καί ἑνώνεται. Αὐτή ἡ κατάσταση τῆς ἑνώσεως τοῦ νοῦ μέ τό Ἅγιο
Πνεῦμα λέγεται πλήρης φώτιση ἤ ἀλλιῶς θέωση.
Ὅπως, δηλαδή, κατά τήν Πεντηκοστή ἔγινε ἡ πλήρης φώτιση τῶν Ἀποστόλων μέ τήν
κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ἴδιο θέλει ἡ Ἐκκλησία νά ἐπαναλαμβάνεται σέ
κάποια στιγμή τῆς πνευματικῆς του πορείας σέ κάθε πιστό μέλος της. Ὅλοι δηλαδή
πρέπει νά τήν πάθουμε τήν θέωση.
Δηλαδή ἡ ὅλη διαδρομή τῆς κατηχήσεως τῶν νεοφωτίστων στήν ἀρχαία Ἐκκλησία
τελείωνε μέ τήν προσωπική τους Πεντηκοστή, δηλαδή μέ τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου

42
Πνεύματος, τό ὁποῖο ἔρχεται καί κατοικεῖ μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί
προσεύχεται γιά χάριν του. Καί ἐμεῖς ἔχουμε πάθει τήν θέωση γιατί κι ἐμεῖς ἐχουμε
πάρει τό Ἅγιο Χρίσμα.
– Ἀλλά τότε γιατί δέν ζοῦμε ὡς θεωμένοι ἄνθρωποι καί εἴμαστε γεμάτοι πάθη;
Γιατί ἀκριβῶς ἔχει ἐπακολουθήσει τό μπάζωμα, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος, μέ τά πάθη
καί χρειάζεται πάλι ἡ κάθαρση καί ἡ ἐπανάληψη αὐτῆς τῆς διαδικασίας τοῦ
φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης. Φυσικά αὐτή ἡ πλήρης φώτισις -στούς πρώτους
χριστιανούς– δέν συνέβαινε σέ ὅλους σέ τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, στίς
πενήντα ἡμέρες, διότι δέν εἶχαν ὅλοι τίς ἴδιες προϋποθέσεις.
Βέβαια κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ Ἀπόστολοι δέν ἀπέκτησαν μόνο πλήρη
φώτιση, ἀλλά ἔφθασαν καί σέ θέωση. Ὁπότε, ἐφ’ ὅσον ἡ Πεντηκοστή εἶναι τό
πρότυπο τῆς πνευματικῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὁ προορισμός τοῦ κάθε
Χριστιανοῦ εἶναι νά φθάσει στήν θέωση. Νά δεῖ τόν Θεόν, τόν Δημιουργόν του,
δηλαδή τόν Χριστόν, ἐν δόξη.
Ὅπως τόν εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι στό Θαβώρ. Τόν εἶδαν «ἐν δόξη». Αὐτή ἦταν ἡ
θέωση. Ἡ θέωση δηλαδή εἶναι ἡ θεοπτία, τό νά δεῖς τόν Χριστό ἐν δόξη. Πολλοί τόν
εἶδαν τόν Χριστό ὅταν ἦταν «ἐν σαρκί», ἀλλά δέν Τόν ἔβλεπαν «ἐν δόξη». Δέν ἦταν
ἄξιοι. Κι ἀπό τούς Ἀποστόλους μόνο οἱ τρεῖς ἦταν ἄξιοι, ὄχι ὅλοι. Γι’ αὐτό πῆρε
μόνο τούς τρεῖς, γιατί αὐτοί μόνο εἶχαν τέτοια πνευματική κατάσταση πού
μποροῦσαν νά Τόν δοῦν. Τούς τρεῖς κορυφαίους. Καί αὐτοί Τόν εἶδαν ἐν δόξη. Αὐτό
συνέβη σέ ὅλους τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ἀπό τήν ἑορτή τῆς
Πεντηκοστῆς πᾶμε ἀμέσως στήν ἑορτή τῶν Ἁγίων Πάντων.
Οἱ Ἅγιοι Πάντες εἶναι ὁ καρπός τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔτσι καί σέ μᾶς, ἐφ’ ὅσον μποῦμε στήν διαδικασία τῆς καθάρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί
φθάσουμε στήν θέωση καί ζήσουμε τήν Πεντηκοστή μας, τήν προσωπική μας
Πεντηκοστή, τήν θέωση, μετά ἐπακολουθεῖ ὁ Ἁγιασμός. Στήν γιορτή τῶν Ἁγίων
Πάντων ἑορτάζουμε τήν μνήμη γενικά ὅλων τῶν θεωμένων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας,
τούς ὁποίους καλούμεθα νά μιμηθοῦμε. Αὐτή εἶναι ἡ ραχοκοκκαλιά τῆς κατηχητικῆς
δομῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Ἑπομένως θεραπευμένος ψυχικά ἄνθρωπος εἶναι ὁ Ἅγιος. Καί ὅλοι πρέπει νά
γίνουμε Ἅγιοι. Ὅλα αὐτά πού μᾶς λέει ὁ π. Ἰωάννης δέν τά λέει ἀπό μόνος του, ἀλλά
εἶναι καρπός μεγάλης μελέτης, μεγάλης σπουδῆς καί προπάντων ἐμπειρίας, γιατί
ζοῦσε κι αὐτός αὐτή τήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Ἀλλά ἀκόμα
καί λόγω τῆς κληρονομικότητας πού εἶχε, γιατί καταγόταν ἀπό πολύ καλή
οἰκογένεια. Ἡ μητέρα του ἦταν μία ἁγία γυναίκα ἀπό τήν Καππαδοκία καί παρ’ ὅλο
πού ἔζησε στήν Ἀμερική ἀπό τριῶν μηνῶν, βλέπετε πόσο ὀρθόδοξος εἶναι. Ἔχει
σημασία καί ἡ ρίζα, ἀλλά καί ἡ προσωπική προσπάθεια πού κάνει ὁ καθένας γιά νά
φθάσει στόν σκοπό του, πού εἶναι τό καθ’ ομοίωσιν, ἡ θέωση, ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

43
Περί τῆς ἔννοιας τοῦ Δόγματος καί περί τῆς πτώσεως
τοῦ Ἀδάμ
(Πατερική Θεολογία - 4ο Μέρος)

Συνεχίζοντας μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τά μαθήματα τοῦ βιβλίου τῆς Πατερικῆς


Θεολογίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη θά μιλήσουμε γιά τήν ἔννοια τοῦ δόγματος.
Πολλοί θεωροῦν σήμερα ὅτι τό δόγμα δέν χρειάζεται καί μᾶλλον εἶναι κάτι
ἀποκρουστικό, στυγνό, κάτι πού μᾶς ἐπιβάλλεται ἄνωθεν καί κάτι τό ὁποῖο χωρίζει
παρά ἑνώνει.
Ὁ Οἰκουμενισμός δέν εἶναι ἁπλῶς αἵρεση, εἶναι παναίρεση, εἶναι ὅλες οἱ αἱρέσεις
μαζί, διότι οὐσιαστικά εἶναι συγκρητισμός, δηλαδή ἀνακάτεμα διαφόρων δογμάτων,
διαφόρων πίστεων. Λένε λοιπόν οἱ Οἰκουμενιστές, πού εἶναι συγκρητιστές, νά
ἀφήσουμε τά δόγματα στήν ἄκρη, νά κρατήσουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τά δικά μας,
ἐμεῖς λένε οἱ παπικοί θά κρατήσουμε τά δικά μας, ἄς κρατήσουν καί οἱ προτεστάντες
τά δικά τους -πού δέν ἔχουν γιατί ὁ καθένας φτιάχνει ὅ,τι θέλει σάν δόγμα καί μπορεῖ
νά τό ἀλλάζει ἀπό τή μιά μέρα στήν ἄλλη- τέλος πάντων κρατῆστε ὅ,τι νομίζετε, ὅ,τι
θέλετε νά κρατήσετε καί νά ἑνωθοῦμε χωρίς νά μᾶς χωρίζουν τά δόγματα.
Ὅμως εἶναι σωστό αὐτό; Δέν ἔχει καμμία σημασία τό δόγμα; Εἶναι κάτι πού ἔρχεται
ἀπ’ ἔξω καί μποροῦμε νά τό ἀφήσουμε στήν ἄκρη καί νά μήν ἀσχολούμαστε μέ
αὐτό; Ὄχι βέβαια!
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς τό ξεκαθάρισαν ὅτι τό δόγμα εἶναι κάτι ἀντίστοιχο μέ τό
κεφάλι. Εἶναι ὅ,τι σπουδαιότερο ἔχουμε κι, ἄν κανείς χτυπηθεῖ στό κεφάλι, εἶναι τό
χτύπημα καίριο, πολύ ἐπικίνδυνο, μπορεῖ καί θανατηφόρο.
Μάλιστα ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύει τόν λόγο τοῦ Κυρίου «γίνεσθε
φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καί ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» (Ματθ. 10,16), αὐτό τό «ὡς οἱ
ὄφεις» τό ἀντιστοιχεῖ στό θέμα τοῦ δόγματος. Λέει: Γιατί τό φίδι θεωρεῖται φρόνιμο,
συνετό, σοφό; Διότι, ὅταν ἀντιληφθεῖ κίνδυνο, βάζει τό κεφάλι του κάτω ἀπό μία
πέτρα. Μπορεῖ ἡ πέτρα νά μήν καλύπτει ὅλο τό σῶμα, ἀλλά γνωρίζει ὅτι τό χτύπημα
στό σῶμα του δέν εἶναι καίριο, διότι, ἄν κοπεῖ ἕνα τμῆμα ἀπό τό σῶμα του, μπορεῖ
νά τό ἀναπαράγει. Ἀλλά, ἄν χτυπηθεῖ στό κεφάλι, τότε θανατώνεται.
Ἔτσι λένε οἱ Πατέρες ὅτι ἡ πίστις, τό δόγμα εἶναι τό σπουδαιότερο πράγμα πού
ἔχουμε καί ἀντιστοιχεῖ στό κεφάλι μας καί θά πρέπει νά τά φυλάξουμε πάση θυσία.
Ἴσως ἀναρωτηθεῖ κανείς:
– Γιατί εἶναι τόσο σημαντικό τό δόγμα;
Διότι τό δόγμα εἶναι ἡ ἀλήθεια ἡ ἐξ ἀποκαλύψεως. Μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ἀπό τόν
Θεό. Δέν τό ἔγραψαν κάποιοι ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες γιατί ἔτσι τούς ἦρθε καί μᾶς
τό ἐπέβαλαν. Ἀλλά τό ἀποκάλυψε ὁ Θεός καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό διατύπωσαν καί
σέ διάφορες Οἰκουμενικές Συνόδους τό ὑπερασπίστηκαν καί μάλιστα μέχρι θανάτου.

44
Ἔχουμε ἀγῶνες μέχρι θανάτου γιά τό ὀρθό δόγμα. Λόγου χάρη, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ
Ὁμολογητής, ἐνῶ τότε ὅλοι οἱ θεσμικοί ἐκφραστές τῆς Ἐκκλησίας, Ἀρχιερεῖς,
Πατριάρχες καί οἱ σύν αὐτοίς ἱερεῖς, ὅλος δηλαδή ὁ κλῆρος, εἶχαν παρασυρθεῖ σέ μία
αἵρεση, τοῦ Μονοθελητισμοῦ, εἶχε μείνει μόνος του. Καί ὅταν τόν ρωτοῦσαν ἐσύ μέ
ποιόν εἶσαι; Ἔλεγε: Εἶμαι μέ τήν Ἐκκλησία, ἐσεῖς εἶστε ἐκτός Ἐκκλησίας.
Ὅταν κανείς ἀλλάξει, ἀλλοιώσει τό δόγμα, τήν ἀλήθεια γιά τόν Χριστό, γιά τήν Ἁγία
Τριάδα βγαίνει ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἄν προσθέσεις ἤ ἀφαιρέσεις ἔστω καί ἕνα ‘καί’
στό Σύμβολο τῆς Πίστεως -ὅπως τό ἔχουν κάνει οἱ Παπικοί- εἶσαι ἐκτός Ἐκκλησίας.
Αὐτό εἶναι ἀπόφαση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
– Γιατί τό δόγμα εἶναι τόσο σημαντικό;
Διότι τό δόγμα ἐπειδή εἶναι ἠ ἀλήθεια γιά τόν Χριστό, ὅταν τό ἀλλάξεις, τό
ἀλλοιώσεις δηλαδή, ἀλλοιώνεις τήν ἀλήθεια γιά τόν Χριστό. Καί ὅταν λέμε ἀλήθεια
γιά τόν Χριστό δέν ἐννοοῦμε μιά πρόταση, ἀλλά ἐννοοῦμε τόν ἴδιο τόν Χριστό. Γιατί
ὁ Χριστός εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀλήθεια» (Ἰω. 14,6). Δέν εἶπε μάθετε κάποια πράγματα
γιά Μένα, θεωρητικά. Ὄχι! Ἀλλά ἐγώ εἰμι ἡ Ἀλήθεια! Ἡ Ἀλήθεια εἶναι Ὑπόσταση,
εἶναι ὑποστατική, εἶναι ὁ Χριστός. Ὅταν λοιπόν ἀλλοιώσεις τήν Ἀλήθεια, ἀλλοιώνεις
τόν Χριστό. Ἑπομένως δέν ἔχεις τόν Χριστό, τόν ἀληθινό Χριστό. Ἄρα δέν ἔχεις τόν
ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, πού εἶναι ὁ Χριστός. Κι ἄν δέν ἔχεις τόν ἰατρό,
δέν μπορεῖς νά θεραπευτεῖς. Νά ποιά εἶναι ἡ σημασία τοῦ δόγματος! Ὅταν χαλάσεις
τό δόγμα δέν μπορεῖς νά θεραπευτεῖς. Γι’ αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπερασπίστηκαν τό
δόγμα μέχρι θανάτου. Διότι τό δόγμα εἶναι ἡ συνταγή τῆς θεραπείας μας.
Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τά βασικά δόγματα εἶναι δύο: Τό Τριαδολογικό καί τό
Χριστολογικό. Ὅλα τά δόγματα βέβαια τῆς πίστεώς μας εἶναι σπουδαῖα, ὅπως γιά τίς
Εἰκόνες κ.λ.π., ἀλλά τά πιό καίρια εἶναι αὐτά τά δύο. Διότι ἐπάνω σ’ αὐτά βασίζονται
καί τά ἄλλα.
Τό Τριαδολογικό δόγμα λέει ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι Τριαδικός. Εἶναι τρία Πρόσωπα
καί ἕνας Θεός. Δέν εἶναι τρεῖς θεοί! Εἶναι ἔνας Θεός, ἀλλά εἶναι τρία Πρόσωπα καί
ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, τήν ἴδια ἐνέργεια, τήν ἴδια θέληση, ἀλλά καί τά ξεχωριστά
προσωπικά ὑποστατικά ἰδιώματα: ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱός εἶναι γεννητός
καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκπορευτό. Αὐτά εἶναι τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Τό δεύτερο δόγμα τό πολύ σημαντικό εἶναι τό Χριστολογικό, τό ὁποῖο μᾶς λέει ὅτι: ὁ
Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος. Εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός καί
Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ἐνανθρώπησε γιά τήν δική μας σωτηρία. Ὅταν τά ἀλλάξεις
αὐτά τά δόγματα, τά ἀλλοιώσεις ὅπως ἔκανε λ.χ. ὁ Ἄρειος, ὁ ὁποῖος ἀλλοίωσε καί τά
δύο δόγματα (τό Τριαδολογικό καί τό Χριστολογικό), ὑποτίμησε τόν Υἱό λέγοντας
ὅτι ὁ Υἱός δέν εἶναι Θεός, εἶναι κατώτερος, εἶναι κτίσμα, δηλαδή ἀλλοίωσε τό δόγμα
τῆς Ἁγίας Τριάδος. Οἱ Πατέρες ἀντέδρασαν πολύ δικαίως καί τόν καθαίρεσαν μέ τήν
Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
Τό δόγμα, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ἡ κεφαλή καί πρέπει πάση θυσία νά τό φυλᾶμε. Ἐμεῖς
εἴμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, πού σημαίνει ὅτι ἔχουμε τό ὀρθό δόγμα, αὐτό

45
σημαίνει ὀρθόδοξος, δέν σημαίνει ὅμως ὅτι θά σωθοῦμε κιόλας ἐπειδή ἔχουμε τήν
ὀρθή πίστη. Διότι μαζί μέ τήν ὀρθή πίστη χρειάζεται κι ἕνα δεύτερο πράγμα, γιά νά
σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Αὐτό εἶναι ἡ ὀρθή ζωή. Ἡ σωστή ζωή. Καί γιά νά ἔχει κανείς
σωστή ζωή χρειάζονται πάλι δύο πράγματα. Χρειάζεται νά ἔχει ἄσκηση, ὑπακοή
στήν Ἐκκλησία, τήν λεγόμενη ἀσκητική καί ἡσυχαστική ζωή, καί δεύτερον νά ἔχει
μυστηριακή ζωή. Νά μετέχει στά μυστήρια τά ἁγιαστικά καί προπάντων στά τρία
βασικά μυστήρια: τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα, τήν ἐξομολόγηση καί τήν Θεία
Κοινωνία. Στό Βάπτισμα καί στό Χρίσμα ἔχουμε ἤδη μετοχή ἀπό τήν βρεφική
ἡλικία, ἀλλά πρέπει νά μετέχουμε καί στά ἄλλα δύο, στήν ἐξομολόγηση καί στήν
Θεία Κοινωνία.
Αὐτά ἀπό μόνα τους πάλι δέν σώζουν τόν ἄνθρωπο. Χρειάζεται νά ὑπάρχει καί ἡ
ἀσκητική ζωή, ἡ προσπάθεια δηλαδή νά νεκρώσει ὁ ἄνθρωπος τά πάθη του, νά
σταυρωθεῖ ὡς πρός τόν κόσμο καί ὁ κόσμος νά εἶναι σταυρωμένος γιά αὐτόν.
Δηλαδή ὁ χριστιανός νά μήν ἔχει καμιά κοσμική προσκόλληση.
– Ποιά εἶναι ἡ σχέση αὐτῶν τῶν δύο, τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς; Τοῦ δόγματος (ἤ
ἀλλιῶς ὅπως τό λέμε τῆς πίστεως) καί, τῆς ζωῆς (ἤ ἀλλιῶς ὅπως τό λέμε ἤθους, ἤθος
εἶναι ἡ ζωή πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος);
Αὐτά τά δύο πράγματα δέν μποροῦν νά ξεχωρίζονται. Δέν ἐπιτρέπεται νά τά
ξεχωρίζουμε, δηλαδή ἄλλο ἡ πίστη καί ἄλλο ἡ ζωή. Πρέπει νά εἶναι αὐτά τά δύο
ἀλληλοπεριχωρούμενα. Τό ἕνα νά ζεῖ μέσα στό ἄλλο. Αὐτό σημαίνει
ἀλληλοπεριχωρούμενα. Καί τό ἕνα νά νοηματοδοτεῖ τό ἄλλο. Ἄν ἡ ζωή μας δέν
ἐμπνέεται ἀπό τά ὀρθά δόγματα, δέν εἶναι σωστή. Καί πάλι τό ὀρθό δόγμα, ἄν δέν
ἔχουμε σωστή ζωή, εἶναι ζήτημα ἄν θά τό φυλάξουμε. Πολύ γρήγορα θά τό χάσουμε.
Πολλοί Ἕλληνες, συνάνθρωποί μας σήμερα, ὄχι μόνο ἀπαξιώνουν τά ὀρθόδοξα
δόγματα, ἀλλά δέν ξέρουν οὔτε ποιά εἶναι ἡ πίστη μας, οὔτε τί λέει τό Πιστεύω, οὔτε
κἄν γνωρίζουν πόσα εἶναι τά Εὐαγγέλια. Σοῦ λένε δώδεκα. Ἀφοῦ δώδεκα
διαβάζουμε τήν Μεγάλη Πέμπτη! Τελεία ἄγνοια τοῦ δόγματος!
– Πῶς μπορεῖ κάποιος ἄνθρωπος νά σωθεῖ, ἄν δέν ξέρει κἄν τί λέει ὁ Χριστός;
Ἄν δέν γνωρίζει τί δίνει ὁ Χριστός ὡς θεραπεία γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου; Τά
δόγματα εἴπαμε εἶναι ἐκεῖνα πού μᾶς προδιαγράφουν τόν τρόπο πού πρέπει νά
ζήσουμε. Θά πεῖ κανείς τί σχέση ἔχει αὐτό;
– Πῶς τό Τριαδολογικό δόγμα μᾶς διδάσκει πῶς θά ζήσουμε;
Γιατί τό Τριαδικό δόγμα λέει ὅτι τά τρία Πρόσωπα, πού εἶναι ὁ Θεός μας, εἶναι ἕνα.
Ἔχουν μιά τέλεια ἑνότητα, μιά ταυτή θέληση, ταυτή ἐνέργεια καί ταυτή οὐσία.
Ταυτή. Ἔχουν ταυτότητα δηλαδή. Τήν ἴδια ἀκριβῶς οὐσία, τήν ἴδια ἐνέργεια καί τήν
ἴδια θέληση. Καί ἔτσι εἶναι ἕνα. Καί ἔτσι πρέπει νά γίνουμε κι ἐμεῖς, μέσα στήν
οἰκογένεια, μέσα στό μοναστήρι, μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στήν ἐνορία, θά πρέπει
νά φθάσουμε νά γίνουμε ὅπως στήν Ἁγία Τριάδα. Νά γίνουμε ἕνα. Καί αὐτό δέν
γίνεται μέ ἄλλον τρόπο, παρά ἄν πιστεύουμε στό Τριαδικό δόγμα πού εἶναι τό
πρότυπο. Ὁ Θεός εἶναι τό πρότυπό μας. Φτιαχτήκαμε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση

46
τοῦ Θεοῦ. Καλούμαστε λοιπόν νά μοιάσουμε στόν Θεό καί στήν προσωπική μας
ζωή, ἀλλά καί στήν κοινωνική μας ζωή.
Νά μοιάσουμε καί νά γίνουμε ἕνα μέ τούς ἀδελφούς μας διά τῆς ἑνότητος τοῦ
θελήματος. Νά θέλουμε ὅλοι τό ἴδιο πράγμα. Ἀλλά αὐτό δέν γίνεται ἀλλιῶς, παρά
μόνο ἄν ὅλοι θέλουμε αὐτό πού θέλει καί ὁ Θεός, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό ἀποτυγχάνουν οἱ οἰκογένειες καί τά ἀνδρόγυνα, γιατί δέν θέλουν τό ἴδιο
πράγμα. Ἄλλο θέλει ὁ σύζυγος καί ἄλλο ἡ σύζυγος. Γίνεται δέ αὐτό, γιατί δέν ἔχουν
καί οἱ δύο προσανατολισμό στήν πίστη. Δέν ἔχουν ὡς κέντρο τους τήν πίστη, τό
Τριαδικό δόγμα, τόν Τριαδικό Θεό, πού λέει «ἔτσι πρέπει νά ζήσεις, ἄν θέλεις νά
Μοῦ μοιάσεις, πού σημαίνει νά φθάσεις νά γίνεις ἕνα μαζί Μου». Καί αὐτός πού
μοιάζει μέ τόν Θεό, ἑνώνεται μέ τόν Θεό. Ὑπάρχει λοιπόν αὐτή ἡ
ἀλληλοπεριχώρηση δόγματος καί ἤθους, πίστεως καί ζωῆς.
Οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι ἡ σωτηρία δέν ἔρχεται μόνο μέ τό Ὀρθόδοξο δόγμα, ἀλλά
χρειάζεται καί ἡ ὀρθή ζωή. Βέβαια μᾶς τονίζουν πάλι οἱ Πατέρες ὅτι προηγεῖται ἡ
πίστη. Πρῶτο εἶναι ἡ πίστη καί μετά ἡ ζωή. Ἡ πίστη εἶναι τό βασικότερο πράγμα.
Εἶναι τό θεμέλιο, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Θά πρέπει λοιπόν νά ἔχουμε αὐτή τήν
ὀρθή πίστη «τήν ἅπαξ παραδοθείσα εἰς τούς ἁγίους» (Ἰούδα 1,3). Καί ἀπό τήν πίστη
τήν εἰλικρινή, πάλι λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἡ ἀγάπη τίκτεται. Ἀπό τήν πίστη τήν
ὀρθή γεννιέται ἡ ἀγάπη ἡ ἀληθινή. Νά γιατί δέν ὑπάρχει ἀγάπη στούς ἀνθρώπους.
Γιατί δέν ὑπάρχει ἡ ὀρθή πίστη. Ἡ πίστη βεβαίως συνοδεύεται μέ τήν ὀρθή ζωή. Ἄρα
εἶναι προϋπόθεση τῆς ὀρθῆς ζωῆς ἡ ὀρθή πίστη.
Τήν ἀλλοτρίωση αὐτή τήν βλέπουμε στή Δύση. Ἔχει ἀλλοιωθεῖ ἡ πίστη τους, ὁπότε
καί ἡ ζωή τους εἶναι ἀλλοτριωμένη. Ἔρχονται τώρα νά μᾶς ἐπιβάλλουν τούς νόμους
τῶν ὁμοφυλοφίλων, νά ἀναγνωρίσουμε τήν ἐλεύθερη συμβίωση και, σιγά-σιγά
ἀκόμη καί τά πιό βδελυκτά πάθη τήν παιδοφιλία, μέχρι καί τήν κτηνοβασία πού
αὐτοί τήν ἔχουν δυστυχῶς πολύ διαδεδομένη.
– Γιατί ὅλη αὐτή ἡ ἀλλοτρίωση στή Δύση;
Διότι ὑπάρχει ἀλλοιωμένη πίστη.
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει σωστή ζωή, σταδιακά θά χάσει καί
τήν πίστη του. Αὐτός εἶναι καί ὁ μεγάλος φόβος γιά μᾶς τούς Ἕλληνες, τούς
Ὀρθοδόξους. Ἐπειδή ἡ ζωή μας ἀλλοιώνεται, ὄχι σιγά-σιγά ἀλλά μέ γρήγορους
ρυθμούς καί κατακλυσμικά προχωρᾶμε στό κακό καί στή διαφθορά, εἶναι θέμα
χρόνου νά χάσουμε τήν πίστη μας. Ἤδη προωθεῖται μέ τόν Οἰκουμενισμό αὐτή ἡ
ἀλλοτρίωση τῆς πίστεως. Εἴδατε τό κοινό ἀνακοινωθέν πού ἔβγαλαν ὁ Πατριάρχης
και ὁ Πάπας στά Ἱεροσόλυμα ὅτι εἴμαστε πολύ κοντά στό κοινό Ποτήριο. Σέ λίγο θά
μᾶς ποῦν ὅτι ἔχουμε κοινό Ποτήριον καί θά δίνουμε Θεία Κοινωνία καί στούς
Παπικούς. Καί αὐτό θά εἶναι ἡ χειρότερη προδοσία τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν κάποτε εἶχε γίνει αὐτό λίγο πρίν τήν ἅλωση στήν Κωνσταντινούπολη, ἔπεσε ἡ
Πόλη μετά ἀπό λίγους μῆνες. Ἔφυγε ἡ Σκέπη τῆς Θεοτόκου. Ἡ Κωνσταντινούπολη
εἶναι ἀφιερωμένη στήν Παναγία ἀπό τόν Μεγάλο Κωνσταντίνο. Τήν σκέπαζε 1000

47
χρόνια τήν Πόλη ἡ Παναγία. Ὅταν κάναμε αὐτή τήν προδοσία, πού
συλλειτουργήσαμε μέ τούς Παπικούς, εἶδαν οἱ Ἅγιοι πώς ἔφυγε αὐτή ἡ Σκέπη.
Φυσικά μετά ἦταν θέμα χρόνου νά πέσει ἡ Πόλη. Τό ἴδιο συμβαίνει καί τώρα στή
Συρία. Τούς βλέπουμε, τούς λυπόμαστε, ἀλλά δυστυχῶς κανένας δέν τό λέει στά
ΜΜΕ, οὔτε καί ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς μας. Φταίει ἀκριβῶς αὐτή ἡ προδοσία πού ἔγινε
στήν πίστη. Τό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας ἔδινε ἐπισήμως, ἴσως καί νά δίνει ἀκόμη,
Θεία Κοινωνία στούς Μονοφυσίτες πού ὑπάρχουν ἐκεῖ, στούς αἱρετικούς δηλαδή.
Αὐτό φυσικά στερεῖ τήν Χάρη ἀπό τούς ἀνθρώπους καί ἀπό τήν τοπική ἐκεῖ
Ἐκκλησία. Ὕστερα ἔρχεται αὐτή ἡ σφαγή καί ἡ καταστροφή.
Τό ἔχει πεῖ ὁ Θεός ὅτι: «ἐάν μή θέλητε, μηδέ εἰσακούσητέ μου, μάχαιρα ὑμᾶς
κατέδεται» (Ἡσ. 1,20). Ἀκριβῶς αὐτό λέει ὅτι: ἄν δέν Μέ θέλετε καί δέν Μέ
ἀκούσετε, θά σᾶς φάει μαχαίρι. Ὄχι γιατί Ἐγώ θέλω νά ἐκδικηθῶ, ὅτι σᾶς μισῶ,
ἀλλά ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ζωή σας, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά κυριαρχήσουν οἱ
δαιμονικές ἐνέργειες. Καί ὁ δαίμονας τί εἶναι; Ἀνθρωποκτόνος. Θά κοιτάξει νά σᾶς
σφάξει καί νά σᾶς διαλύσει.
Ἄς εὐχηθοῦμε καί ἄς προσευχηθοῦμε νά μή γίνει αὐτό στήν πατρίδα μας, ἀλλά νά
μήν γίνει καί πουθενά ἀλλού. Πρέπει ὅμως νά προσέχουμε. Ἔχει πολλή μεγάλη
σημασία αὐτό τό θέμα τῆς πίστεως, ὅτι πρέπει πάση θυσία νά φυλάξουμε τήν ὀρθή
μας πίστη καί νά ἀντιδράσουμε μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις σέ αὐτήν τήν προδοσία πού
πάει νά γίνει.
Ὄντως σχεδιάζεται νά γίνει θεσμικά. Δικοί μας μεγαλόσχημοι κληρικοί σκοπεύουν
νά δώσουν Θεία Κοινωνία καί στούς αἱρετικούς. Δυστυχῶς στήν Εὐρώπη οἱ
Ὀρθόδοξοι δίνουν ἤδη στούς πιστούς τῶν ἄλλων δογμάτων τήν Θεία Κοινωνία ἐδῶ
καί ἀρκετά χρόνια. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι ἐπίσημο καί θεσμικό, μέ νόμο δηλαδή, ἀλλά
ἰσχύει ἀνεπίσημα, ἄς ποῦμε κρυφά.
Οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι ἡ σωτηρία δέν ἔρχεται μέ τό Ὀρθόδοξο δόγμα ἀπό μόνο
του. Δέν εἶναι τό δόγμα πού σώζει τόν ἄνθρωπο. Τό δόγμα ἁπλῶς ἀνοίγει τόν δρόμο
στόν ἄνθρωπο, γιά νά φθάσει στήν κάθαρση καί στόν φωτισμό. Ἀνοίγει τόν δρόμο.
Εἶναι προϋπόθεση. Ὅμως χωρίς τό Ὀρθόδοξο δόγμα δέν φθάνει κάποιος στήν
κάθαρση καί στόν φωτισμό. Εἴπαμε εἶναι ἡ συνταγή.
Ὅπως ὅταν πᾶς στό Νοσοκομεῖο, ὁ γιατρός σοῦ δίνει τήν συνταγή γιά νά πάρεις τά
φάρμακα, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι θεραπεύτηκες κιόλας. Ἡ συνταγή ὅμως σοῦ ἀνοίγει
τόν δρόμο γιά τήν θεραπεία. Ἄν δέν τηρήσεις τήν συνταγή, φυσικά δέν θά
θεραπευτεῖς.
Χρειάζεται ὅμως μαζί μέ τήν ὀρθή δογματική συνείδηση, τό ὀρθό δόγμα δηλαδή,
χρειάζεται καί ἡ ὀρθόδοξη πράξη, ἡ ὁρθόδοξη λειτουργική ζωή.
Ἀμελοῦμε αὐτό τό θέμα καί εἶναι τραγικό. Χριστιανοί νά πηγαίνουν στό Χερουβικό
στήν Θεία Λειτουργία. Ἀπαράδεκτο. Πότε θά τούς μνημονεύσει ὁ ἱερέας αὐτούς τούς
χριστιανούς; Δέν μνημονεύονται στήν Ἁγία Πρόθεση αὐτοί! Οὔτε κἄν εἶναι παρόντες
γιά τόν Χριστό. Πηγαίνουν ἔτσι γιά νά ἱκανοποιήσουν τήν συνείδησή τους ὅτι

48
ἐκκλησιάστηκαν. Δέν εἶναι ὅμως παρόντες γιά τόν Χριστό, ἀφοῦ δέν εἶναι πάνω στό
Ἅγιο Δισκάριο. Ἡ Προσκομιδή τελειώνει, κλείνει ὅταν ποῦνε «τήν Τιμιωτέρα…»,
μετά δέν μνημονεύονται ὀνόματα. Πρέπει νά φροντίζουμε νά εἴμαστε στόν ὄρθρο καί
νά ἔχουμε λειτουργική ζωή. Γιατί χωρίς αὐτή, πάλι δέν ἀποκτοῦμε τήν σωστή ζωή.
Χωρίς τήν ὀρθή δογματική συνείδηση καί χωρίς τήν Ὀρθόδοξη πράξη, χωρίς τήν
Ὀρθόδοξη λειτουργική ζωή δέν φθάνει κανείς στήν κάθαρση καί στόν φωτισμό, λέει
ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Ἀλλά ἄς προσέξουμε, Τό δόγμα καί ἡ λειτουργική ζωή δέν
εἶναι, αὐτά καθ’ αὐτά, τά μέσα γιά νά φθάσει κανείς στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς καί
στόν φωτισμό. Εἶναι ὅμως οἱ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις.
– Τί εἶναι πού μᾶς καθαρίζει;
Εἶναι ὁ Θεός. Εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά τά κάνουμε γιά νά ἑλκύσουμε τήν
Χάρη καί πιστεύουμε σωστά καί ὁμολογοῦμε σωστά τήν πίστη μας καί τήν
ὑπερασπιζόμαστε καί πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία καί λειτουργιόμαστε καί
πηγαίνουμε στούς ἑσπερινούς καί στίς ἀκολουθίες καί προσπαθοῦμε νά ζήσουμε
σωστά. Ὅμως ὅλα αὐτά πάλι δέν μᾶς καθαρίζουν, αὐτά εἶναι ἁπλῶς οἱ προϋποθέσεις.
Ἐκεῖνο πού θά μᾶς καθαρίσει εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Ἀλλά γιά νά ἔλθει τό Πνεῦμα
τό Ἅγιο πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά συγκατατεθεῖ. Αὐτή ἡ συγκατάθεση γίνεται μέ τήν
μετοχή μας στά μυστήρια, μέ τήν μετοχή μας στή λειτουργική ζωή, μέ τήν ἀποδοχή
τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἡ ὁποία εἶναι προϋπόθεση γιά νά μετάσχουμε στά μυστήρια. Στή
Θεία Λειτουργία πρίν κοινωνήσουμε, λέμε τό «Πιστεύω». Γιατί τό λέμε; Διότι δέν
ἐπιτρέπεται νά κοινωνήσει π.χ ἕνας παπικός γιατί ἔχει ἀλλοιώσει τό «Πιστεύω» καί
εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας.
Εἶναι λοιπόν οἱ πρϋποθέσεις, τά ἀπαραίτητα θεμέλια, γιά νά ὁδηγηθεῖ κάποιος στήν
κάθαρση καί τόν φωτισμό, τό δόγμα καί ἡ ὀρθή ζωή. Δέν εἶναι δηλαδή τό δόγμα ἕνα
αὐτόματο μέσο πού μᾶς ὁδηγεῖ ἀπό μόνο του στήν κάθαρση. Δέν σημαίνει δηλαδή,
ἐπειδή εἴμαστε Ὀρθόδοξοι, θά σωθοῦμε αὐτόματα. Κάθε ἄλλο.
Ἀνακεφαλαιώνοντας, ξαναλέμε πώς ἡ ὀρθή ζωή καί ἡ ὀρθή πίστη εἶναι οἱ
προϋποθέσεις. Ἄν κάποιος ἀλλοιώσει ἤ τό ἕνα ἥ τό ἄλλο, δέν μπορεῖ νά σωθεῖ. Ἄν
ἀλλοιώσεις τήν ὀρθή πίστη, δέν μπορεῖς νά ἔχεις σωστή ζωή, δέν μπορεῖς νά σωθεῖς.
Ἄν ἀλλοιώσεις τήν ζωή, ἔστω κι ἄν ἔχεις σωστή πίστη εἶναι ζήτημα χρόνου νά
χάσεις καί τήν πίστη. Καί τίποτα δέν ὡφελεῖ ἡ ὀρθή πίστη, ἄν δέν ἔχεις ὀρθή ζωή.
Γιατί εἶναι μία πίστη νεκρή. Καί ὁ διάβολος ξέρει πολύ καλά γιά τόν Θεό, ἔχει ὀρθή
πίστη, γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός. Εἶναι ὁ καλύτερος θεολόγος ὁ διάβολος,
ἀλλά ἡ ζωή του δέν εἶναι σωστή καί γι’ αὐτό φυσικά δέν μπορεῖ νά σωθεῖ.
Ἄς περάσουμε στό ἑπόμενο κεφάλαιο: ‘Περί τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδάμ’.
Οἱ Πατέρες λένε ὅτι κατά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ἐσκοτίσθηκε ὁ νοῦς τοῦ
ἀνθρώπου. Ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς τοῦ Ἀδάμ. Δέν ἀσχολοῦνται οἱ Πατέρες μέ τόν Ἀδάμ
ὡς Ἀδάμ, ἄλλα μέ τόν νοῦν τοῦ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος Ἀδάμ ἀρρώστησε, ἐπειδή
ἐσκοτίσθηκε ὁ νοῦς του. Ἀσχολοῦνται δηλαδή μέ τήν ἀρρώστια τοῦ καθ΄ ἑαυτοῦ
εἶναι μας. Τό καθ’ ἑαυτό εἶναι μας εἶναι ὁ νοῦς μας. Εἶναι ἡ σπουδαιότερη δύναμη

49
τῆς ψυχῆς μας. Καί μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ὁ νοῦς μας σκοτίστηκε,
ἀρρώστησε.
Οἱ Πατέρες μιλᾶνε γιά ἀσύνετον νοῦν. Νοῦ πού δέν ἔχει σύνεση. Παντοῦ στήν
Πατερική γραμματεία τό θέμα τῆς πτώσεως εἶναι ὁ σκοτασμός τοῦ νοός τοῦ
ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει πτώση, ἁμαρτία, ὅτι σκοτίστηκε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου.
Δέν εἶναι μιά παράβαση νομική: Εἶχε αὐτή τήν ἐντολή ὁ Ἀδάμ καί τήν παρέβη, ὁπότε
τώρα θά πάρει τήν ποινή, θά τόν τιμωρήσει ὁ Θεός. Αὐτό τό λένε στή Δύση, πού
ἔχουν τό δικαιϊκό πνεῦμα καί βλέπουν τόν Θεό ὡς ἕναν δικαστή ἄτεγκτο καί
ἀνελέητο, ὅπως λέγαμε τήν ἄλλη φορά. Ὅμως ὁ Θεός εἶναι Πατέρας καί εἶναι ἀγάπη.
– Ἀλλά τότε γιατί ἐμεῖς ζοῦμε αὐτή τήν ἄθλια κατάσταση μετά τήν πτώση;
Διότι τό ἐπιλέξαμε μόνοι μας. Ὁ Θεός μᾶς τό προ-εἶπε ὅτι ἄν δέν τηρήσετε τήν
ἐντολή μου, ἄν φᾶτε ἀπό τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, «θανάτῳ
ἀποθανεῖσθε» (Γεν. 2,17), θά πεθάνετε. Λοιπόν, οἱ πρωτόπλαστοι περιφρόνησαν
αὐτή τήν προειδοποήση τοῦ Θεοῦ καί ἔφαγαν. Μετά ἦλθαν οἱ συνέπειες. Πέθαναν.
Ὅπως ὅταν μία κατασκευαστική ἐταιρεία λέει νά προσέχουμε τό αὐτοκίνητο σέ αὐτά
καί αὐτά τά πράγματα, γιατί ἄν δέν τά προσέξουμε, θά χαλάσει. Ἄν ποῦμε, ‘’δέν μέ
ἐνδιαφέρει, ἐγώ θά κάνω αὐτό πού θέλω’’, θά ἔχουμε τίς συνέπειες. Τό αὐτοκίνητο
θά χαλάσει. Δέν φταίει ὅμως ἡ ἑταιρεία γι’ αὐτό. Ἔτσι καί ὁ Θεός, μᾶς ἔφτιαξε μέ
κάποιες προδιαγραφές. Δέν τίς τηρήσαμε, ὁπότε ἦλθε ἡ συνέπεια. Ἀρρωστήσαμε.
Καί ποιά ἦταν ἡ ἀρρώστια μας; Σκοτίστηκε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Γέμισε μέ
λογισμούς καί μέ πάθη καί βέβαια μέ τό κυρίαρχο πάθος τόν ἐγωισμό, τήν
ὑπερηφάνεια, τήν προσπάθεια γιά θέωση χωρίς τόν Θεό.
Αὐτό ἦταν τό ἁμάρτημα τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας: νά φθάσουν στή θέωση χωρίς τόν
Θεό, ἀπό μόνοι τους καί χωρίς ὑπακοή. Γι’ αὐτό ἔπεσαν πολύ χαμηλά παρ’ ὅλο πού ὁ
Θεός τούς ἔδωσε τήν εὐκαιρία νά ἐπανορθώσουν τό λάθος τους. Αὐτοί ὅμως ἀντί νά
ζητήσουν συγγνώμη γιά αὐτό πού ἔκαναν, ἄρχισαν νά δικαιολογοῦνται. Ἡ
δικαιολογία εἶναι ἀμετανοησία. Γι’ αὐτό ποτέ δικαιολογία!
Ἐνῶ ἄν ἔλεγαν: Ναί, Κύριε παρακούσαμε, φάγαμε ἀπό τόν ἀπαγορευμένο καρπό
συγχώρεσε μας! Θά τελείωνε ἀμέσως, δέν θά ἔφευγαν ἀπό τόν Παράδεισο. Αὐτός ὁ
ἐγωισμός εἶναι πού συσκότισε τόν νοῦ τοῦ Ἀδάμ καί ἔγινε αἰτία νά χάσουμε τήν
Χάρη, γιατί φυσικά σ’ ἕναν βρώμικο νοῦ δέν μένει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ὁ Ἀδάμ
πρίν τήν πτώση εἶχε χάρη, ἦταν σοφός, ἦταν διακριτικός, ἦταν διορατικός, εἶχε
προφητικό χάρισμα.
Ἀλλά πῶς ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε; Ἀπό τήν ἱστορική περιγραφή τῆς
πτώσεως πού ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή; Καί τί σημαίνει ἡ πτώσις, τί σημαίνει
Παράδεισος; Δέν τήν γνωρίζουμε μόνο ἀπό τήν ἱστορική περιγραφή, ἀλλά τήν ζοῦμε
κιόλας τήν πτώση, τήν κατάσταση τῆς πτώσεως.
Τί ἦταν ὁ Παράδεισος; Ὑπάρχουν δύο Πατερικές παραδόσεις -οἱ ὁποῖες δέν
διαφωνοῦν ἁπλῶς λίγο διαφοροποιοῦνται- καί τίς ὁποῖες συνοψίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος δίνει καί τίς δύο Πατερικές ἀπόψεις, χωρίς ὁ ἴδιος νά

50
λαμβάνει θέση πάνω στό θέμα αὐτό.
Ἡ μία παράδοσις λέγει ὅτι στόν Παράδεισο ὁ νοῦς τοῦ Ἀδάμ ἦταν φωτισμένος, εἶχε
φθάσει στόν φωτισμό καί τό ἑπόμενο σκαλοπάτι θά ἦταν ἡ θέωσις, ὅπου θά ἔφθαναν
ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἐφ’ ὅσον ἔκαναν ὑπακοή. Ἀπό τό λίαν καλῶς θά πήγαιναν στό
ἄριστα. Ἡ ἄλλη παράδοσις λέγει ὅτι ἦταν ἐν θεοπτίαις ὁ νοῦς τοῦ Ἀδάμ, ἦταν μέ
συνεχή θεοπτία δηλαδή μέ θέωση. Ἦταν ἤδη σέ θέωση μέσα στόν Παράδεισο. Καί
ὅτι αὐτό ἦταν ὁ παράδεισός του, τό νά βλέπει δηλαδή τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἀλεξανδρινή παράδοσις ὡς καί ἡ παράδοσις τῆς Καππαδοκίας (Μέγας Βασίλειος)
λένε ὅτι ὁ νοῦς τοῦ Ἀδάμ πρίν τήν πτώση ἦταν ἐν θεοπτίαις. Ἡ παράδοσις τῆς
Ἀντιοχείας (ἄγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος) λέγει ὅτι ὁ νοῦς τοῦ Ἀδάμ ἦταν ἁπλῶς
φωτισμένος. Οἱ Πατέρες γνωρίζουν ἀπό τήν ἐμπειρία τους σέ τί συνίσταται αὐτός ὁ
φωτισμός τοῦ νοός καί εἶναι κατατεθειμένο μέσα στήν Παράδοση.
– Τί σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς εἶναι φωτισμένος, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι φωτισμένος;
Σημαίνει ὅτι μέσα του κατοικεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι ὁ φωτισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
ἡ κατοίκησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ὁπότε ὁ
ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ
ἐνεργεῖ μέσα στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τόν φωτίζει. Καί, αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ
φωτισμένος. Τέτοιος ἦταν ὁ νοῦς τοῦ Ἀδάμ, λέγει ἡ παράδοσις τῆς Ἀντιοχείας.
Στό ἄν ἦταν φωτισμένος ὁ νοῦς τοῦ Ἀδάμ πρίν τήν πτώση ἤ ἄν ἦταν ἐν θεοπτίαις,
δηλαδή σέ κατάσταση διαρκοῦς θεώσεως, σ’ αὐτό ὁ Δαμασκηνός δέν λαμβάνει
καμμία θέση. Γιατί; Διότι ἐκεῖνο πού ἐνδιέφερε τόν Πατέρα αὐτόν τῆς Ἐκκλησίας
ἦταν νά δώσει τίς δύο ἐξηγήσεις, γιά τό πῶς ἦταν ὁ νοῦς καί σκοτίστηκε. Ἀλλά ἐμεῖς
πῶς ξέρουμε ὅτι ὁ νοῦς τοῦ Ἀδάμ σκοτίσθηκε; Ἁπλούστατα, διότι γνωρίζουμε ὅτι
ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τώρα ἔχουμε ἐσκοτισμένον νοῦν, πού εἶχε καί ὁ Ἀδάμ. Καί αὐτός ὁ
ἐσκοτισμένος νοῦς θέλει θεραπεία. Ἡ δέ θεραπεία συνίσταται στήν φώτιση καί στήν
θέωση. Ἡ θέωσις εἶναι ἡ πλήρης θεραπεία.
– Ἀλλά τί σημαίνει ἐσκοτισμένος νοῦς;
Σημαίνει ὅτι ἡ νοερά ἐνέργεια τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐνεργεῖ σωστά. Δέν
λειτουργεῖ σωστά ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ, ἡ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Ἡ νοερά ἐνέργεια
ἀρχίζει νά ἐνεργεῖ σωστά μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος περάσει ἀπό κάθαρση καί φθάσει
στόν φωτισμό. Ὅταν δηλαδή ὁ νοῦς καθαρίσει ἀπό ὅλους τούς λογισμούς. Αὐτό
σημαίνει κάθαρση τοῦ νοῦ. Νά μήν ὑπάρχουν λογισμοί μέσα στόν νοῦ, ἀλλά ὁ νοῦς
νά βλέπει τόν Θεό καθαρά.
– Γιατί δέν μποροῦμε νά προσευχηθοῦμε;
Διότι ἀκριβῶς ὁ νοῦς μας εἶναι σκοτισμένος ἀπό λογισμούς κι ἄν προσπαθήσεις νά
πᾶς τόν νοῦ σου στόν Θεό, δέν πηγαίνει. Ἐκτρέπεται, πάει ἀπό δῶ κι ἀπό ἐκεῖ. Αὐτός
εἶναι σκοτισμένος νοῦς καί σημαίνει ὅτι χρειάζεται θεραπεία. Μετά τήν πτώση, ὁ
νοῦς εἶναι σκοτισμένος. Γιατί; Διότι εἶναι γεμάτος ἀπό λογισμούς καί ἔχει σκοτισθεῖ
ἀπό αὐτούς τούς λογισμούς.

51
– Πότε συμβαίνει αὐτό, τό νά σκοτισθεῖ ὁ νοῦς ἀπό τούς λογισμούς;
Συμβαίνει –αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό- ὅταν οἱ λογισμοί τῆς διανοίας κατεβοῦν στήν
καρδιά καί γίνουν λογισμοί τοῦ νοός. Οἱ λογισμοί τῆς διανοίας πού ὑπάρχουν στόν
ἐγκέφαλο, οἱ ὁποῖοι δημιουργοῦνται ἀπό τόν ἐγκέφαλο, εἶναι ἡ σκέψη. Ὁ ἐγκέφαλος
παίρνει ἐρεθίσματα ἀπό τό περιβάλλον, τά μάτια, τά αὐτιά, τίς αἰσθήσεις καί ἀπό
μέσα, τίς ἐσωτερικές αἰσθήσεις πού ἔχουμε, τοῦ σώματος.
Ὅλα αὐτά τά μηνύματα ὁλοκληρώνονται μέσα στόν ἐγκέφαλο καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος
ἔχει ἀντίληψη τοῦ ποιός εἶναι, ἄν ἔχει ὑγεία ἤ ἄν πονᾶ κάπου. Ἐπίσης ἔχει ἀντίληψη
τοῦ περιβάλλοντός του μέσα στόν χῶρο καί μπορεῖ νά τοποθετεῖται μέσα στόν χῶρο,
νά κινεῖται καί νά ἐπικοινωνεῖ μέ τούς ἄλλους. Αὐτό ὅλο γίνεται μέ τόν ἐγκέφαλο, μέ
τά νεῦρα, μέ τίς αἰσθήσεις καί μέ τό κεντρικό νευρικό σύστημα.
Ἐκεῖ μέσα ὑπάρχουν οἱ λογισμοί. Ὑπάρχουν οἱ διάφορες παραστάσεις πού ἔρχονται
ἀπό τό περιβάλλον. Αὐτά ὅμως δέν πρέπει νά κατέβουν στήν καρδιά καί νά γίνουν
λογισμοί τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς, δηλαδή τῆς καρδίας, διότι ὁ νοῦς ἔχει τήν ἑδρα του
στήν καρδιά, ἐνῶ ἡ διάνοια ἔχει τήν ἕδρα της στόν ἐγκέφαλο. Ἄν κατέβουν οἱ
λογισμοί στήν καρδιά καί γίνουν λογισμοί τοῦ νοῦ καί ὁ ἄνθρωπος πλέον αὐτά πού
δέχεται ἀπό τό περιβάλλον τά κάνει λογισμούς τοῦ νοῦ του, τότε αὐτός ὁ ἄνθρωπος
σκοτίζεται, μολύνεται ἡ καρδιά του καί μπερδεύεται. Δημιουργεῖ καί ἄτοπες
ἐπιθυμίες. Φτιάχνει καί εἴδωλα. Γιατί; Γιατί ὁ νοῦς εἶναι φτιαγμένος γιά νά βλέπει
στόν Θεό.
Ὅταν μολύνεται ἀπό παραστάσεις τοῦ περιβάλλοντος, κάνει Θεό τό περιβάλλον καί
φτιάχνει εἴδωλα, τά βάζει στή θέση τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι μολύνεται ἡ καρδιά τοῦ
ἀνθρώπου. Ἀντί ὁ ἄνθρωπος μέ τήν καρδιά του νά βλέπει πρός τόν Θεό, βλέπει στά
χρήματα. Γίνεται χρηματολάτρης, εἰδωλολάτρης. Ἤ βλέπει στίς ἡδονές, στίς
σαρκικές ἡδονές. Πῶς; Βλέποντας μέ τά μάτια διάφορες παραστάσεις. Ἄν αὐτές
τώρα κατέβουν στήν καρδιά καί συγκατατεθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί πεῖ «Ἄ! ὡραῖο, καλό
πράγμα αὐτό, νά τό κυνηγήσω», μετά αὐτά τά κάνει εἴδωλα, τά κάνει Θεούς, γιατί τά
βλέπει μέ τόν νοῦ του καί πλέον παίρνουν τήν θέση τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ ὁ νοῦς πρέπει νά
εἶναι καθαρός ἀπό ὅλα καί νά βλέπει μόνο στόν Θεό. Αὐτός λοιπόν ὁ ἄνθρωπος εἶναι
ὁ σκοτισμένος καί οἱ λογισμοί πού πρέπει νά εἶναι μόνο στή διάνοια ἔχουν κατέβει
στήν καρδιά.
Καί γίνεται σύγχυσις λογισμῶν -μέσα στήν καρδιά- μεταξύ λογικῆς, τῶν λογισμῶν
πού παράγονται μέσα στήν διάνοια, καί νοός, πού ὑπάρχουν μέσα στήν καρδιά.
Ὑπάρχουν δηλαδή λογισμοί στόν νοῦν, πού δέν πρέπει νά ὑπάρχουν ἐκεῖ, διότι
ἀνήκουν στήν λογική, στήν διάνοια. Ὁ νοῦς πρέπει νά εἶναι τελείως ἄδειος ἀπό
λογισμούς, ὥστε νά μπορεῖ νά ἔλθει στόν ἄνθρωπο τό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά κατοικήσει
καί νά παραμείνει μέσα του.
Αὐτά εἶναι πολύ σημαντικά νά τά ξεκαθαρίσουμε μέσα μας. Νά φροντίζουμε τόν νοῦ
μας νά μένει καθαρός. Νά μήν δημιουργοῦνται μέσα στήν καρδιά μας συγκαταθέσεις
καί λογισμοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ξένοι. Ὁ μόνος λογισμός πού πρέπει νά ὑπάρχει στήν
καρδιά μας εἶναι ὁ Θεός καί ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή.

52
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες δίνουν μεγάλη σημασία στήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή, διότι
αὐτή ἡ λειτουργία, ὅταν ἀποκατασταθεῖ στόν ἄνθρωπο μέσα στήν καρδιά του,
δηλαδή διά τοῦ νοός, ὁ ἄνθρωπος βλέπει συνεχῶς τόν Θεό. Αὐτός ὁ νοῦς εἶναι
θεραπευμένος, εἶναι καθαρός, αὐτός ὁ ὁποῖος συνέχεια ἀνακυκλώνει μέσα του τό
ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός πλέον δέν δέχεται, ἐφ’ ὅσον φυσικά προσέχει, λογισμούς ἀπό τήν
διάνοιά του καί δέν μολύνεται. Στή συνέχεια ἡ ἴδια ἡ προσευχή φυλάει τόν νοῦ
καθαρό καί ὁ ἄνθρωπος μέ τήν νήψη ἐπίσης προσέχει ὥστε νά μήν μπεῖ ξένο σῶμα,
ξένος λογισμός μέσα στήν καρδιά.

53
1.Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης

2.Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία


(Πατερική Θεολογία – 5ο Μέρος)

Τό θέμα μας σήμερα εἶναι πολύ σημαντικό στήν σειρά τῶν συνάξεων πού κάνουμε
πάνω στήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη καί ἀφορᾶ στήν οὐσία τῆς
Ὀρθόδοξης Παράδοσης.
Πολλές φορές ἀκοῦμε τήν ἔκφραση «Ὀρθόδοξη παράδοση» καί ἀπό τούς ἐπίσημους
ἡγέτες μας, τούς πολιτικούς, τούς θρησκευτικούς, τούς στρατιωτικούς, οἱ ὁποῖοι λένε
ὅτι ὑποστηρίζουν τήν παράδοση, τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί τήν Ὀρθοδοξία.
Ὅμως τί εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση; Ποιά εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση; Συνήθως
ὁ νοῦς μας ἀκούγοντας τήν λέξη παράδοση πηγαίνει στούς παραδοσιακούς χορούς,
στίς παραδοσιακές φορεσιές κ.λ.π.
Αὐτό ὅμως δέν εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση. Δέν εἶναι δηλαδή ἕνα μουσειακό
ἔκθεμα, τό ὁποῖο μποροῦμε νά τό βάλουμε σέ ἕνα μουσεῖο ἤ ὅπως βάζουμε ἕνα
διατηρητέο κτίριο στήν λίστα μέ σκοπό νά τό φυλάξουμε, νά φυλάξουμε καί τήν
Ὀρθόδοξη Παράδοση ὡς ἕνα πολύ σημαντικό στοιχεῖο, τό ὁποῖο ὅμως εἶναι τοῦ
παρελθόντος. Ὄχι, δέν εἶναι τοῦ παρελθόντος.Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι ζῶσα
καί μεταδίδεται, παρά-δίδεται -γι’ αὐτό λέγεται Παράδοση- ἀπό γενιά σέ γενιά ἀπό
αὐτούς πού τήν ζοῦνε, ὄχι ἀπό ὅλους! Ἀπό αὐτούς πού βιώνουν αὐτήν τήν θεραπεία
πού δίνει ἡ Ὀρθοδοξία. Καθώς οἱ ἴδιοι εἶναι θεραπευμένοι, μεταδίδουν καί στούς
ἄλλους στή συνέχεια αὐτή τήν θεραπευτική μέθοδο.
Ὑπάρχει ὁ Πνευματικός πατέρας, ὁ ὁποῖος ἔχει τά πνευματικά του παιδιά, τά ὁποῖα
θεραπεύει μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτά ἔπειτα, ἐφ’ ὅσον ἔχουν ζήσει ὅ,τι καί ὁ
Πνευματικός, γίνονται ζωντανοί φορεῖς τῆς Ὀρθοδοξίας καί μποροῦν τήν Παράδοση
πού τούς παρέδωσε ὁ Πνευματικός τους πατέρας νά τήν παραδώσουν μέ τήν σειρά
τους στά δικά τους πνευματικά παιδιά. Ἔτσι κρατιέται ζωντανή ἡ πίστη καί ἡ
Ὀρθοδοξία. Οὐσιαστικά αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση: νά μεταδίδουν αὐτό τό
βίωμα καί αὐτή τήν μέθοδο ἀπό γενιά σέ γενιά.
Αὐτός δέ, εἶναι καί ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας νά κρατάει αὐτή τήν Παράδοση, νά τήν
μεταδίδει ἀπό γενιά σέ γενιά καί διά αὐτῆς τῆς παράδοσης πού βιώνεται νά
θεραπεύονται καί νά σώζονται οἱ ἄνθρωποι.
– Ποιά εἶναι λοιπόν ἡ οὐσία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης;
Ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση προσφέρει τήν μοναδική μέθοδο θεραπείας τοῦ νοός τοῦ
ἀνθρώπου, δηλαδή τῆς ψυχῆς του. Ὅταν λέμε νοῦ, νά σκεπτόμαστε τήν ψυχή. Οἱ
Πατέρες λέγοντας νοῦ καί ψυχή ἐννοοῦν τό ἴδιο. Ὅταν λέμε θεραπεία τοῦ νοός,
ἐννοοῦμε τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς. Καί ὅταν λέμε θεραπεία τῆς ψυχῆς ἐννοοῦμε

54
σωτηρία, ἐννοοῦμε φωτισμό, ἐννοοῦμε θέωση, ἐννοοῦμε ἁγιότητα. Αὐτός εἶναι ὁ
θεραπευμένος καί ὁ σωσμένος, ὁ Ἅγιος.
Ἡ θεραπεία αὐτή τῆς ψυχῆς ἡ τοῦ νοός ἔχει δύο φάσεις, ὅπως εἴπαμε, τόν φωτισμό
καί τήν θέωση. Ἡ θέωση, δηλαδή ἡ θεοπτία, εἶναι τό νά βλέπει κανείς τόν Θεό.
Μπορεῖ κανείς νά δεῖ τόν Θεό; Ὄχι βέβαια ὅπως εἶναι, ἀλλά βλέπει καί μετέχει στήν
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί κατεξοχήν μάλιστα βλέπει τό ἄκτιστο Φῶς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
προχωρήσει στήν θεοπτία -φθάσει δηλαδή νά δεῖ τό ἄκτιστο Φῶς- αὐτή εἶναι ἡ
ἐγγύησις τῆς θεραπείας, τῆς πλήρους θεραπείας.
Αὐτή ἡ θεραπευτική μέθοδος, ἡ θεραπευτική ἀγωγή, πού προσφέρει ἡ Ὀρθόδοξος
παράδοσις, παραδίδεται (ἐξ οὕ καί παράδοσις) ἀπό γενεά σέ γενεά μέ φορεῖς
ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔφτασαν στόν φωτισμό καί στήν θέωση καί ἔγιναν θεραπευτές
γιά τούς ἄλλους.
Γι’ αὐτό, στήν Ἐκκλησία μας ἔχουμε τούς Πνευματικούς μας πατέρες. Αὐτοί εἶναι οἱ
γιατροί μας, οἱ πνευματικοί μας γιατροί. Δέν μᾶς στέλνει ὁ Χριστός σέ ἕνα βιβλίο ἤ
σήμερα, θά λέγαμε, σ’ ἕναν ὑπολογιστή νά μάθουμε ὅλα τά περί τῆς πίστεώς μας σάν
ἕναν κώδικα καί σωζόμαστε. Ἀλλά μᾶς στέλνει σ’ ἕναν ζωντανό ἄνθρωπο,
θεραπευμένο, ὁ ὁποῖος μᾶς παραδίδει τά μαθήματα πού χρειάζονται γιά νά
θεραπευτοῦμε καί μᾶς ἐκθέτει ὅλη αὐτή τήν μέθοδο, τήν ὁποία, ἄν τήν ἐφαρμόσουμε
καί τή ζήσουμε, θεραπευόμαστε κι ἐμεῖς. Κατόπιν μποροῦμε νά τήν παραδώσουμε σέ
ἄλλους γιά νά θεραπευτοῦν καί ἐκεῖνοι ἀπό μᾶς.
Δέν εἶναι δηλαδή ἁπλή μεταβίβασις γνώσεων ἀπό τά βιβλία, ἀλλά μεταβίβασις καί
διαδοχή ἐμπειρίας, τῆς ἐμπειρίας τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως.
Παρατηρεῖται ὅμως στήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι κατάσταση φωτισμοῦ καί θεώσεως
εἶχαν μόνο οἱ Πατριάρχες καί οἱ Προφῆτες τῶν Ἰσραηλιτῶν.
Γιατί καί στήν Παλαιά Διαθήκη ὑπῆρχε αὐτή ἡ παράδοση. Προσέξτε! Ὁ Θεός τῆς
Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ ἴδιος. Ὁρισμένοι ἀπό ἄγνοια βάλλονται
ἐναντίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί εἰδικά οἱ Δωδεκαθεϊστές λένε ὅτι ἔχουμε μιά
Ἑβραϊκή θρησκεία. Αὐτό δέν εἶναι σωστό. Ἔχουμε τήν ἐξ ἀποκαλύψεως πίστη.
Πρίν ἀπό τούς Προφῆτες ἔχουμε τούς Πατριάρχες. Πρό τοῦ Μωϋσέως ἔχουμε τόν
Ἀβραάμ. Ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη γνωρίζουμε τούς Πατριάρχες: τόν Ἀβραάμ, τόν
Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ. Ὁ Ἀβραάμ ζοῦσε 1800 χρόνια π.Χ. Ὁ Ἀβραάμ ἦταν ὁ πρῶτος
μονοθεϊστής μετά τόν Νῶε, πού μίλησε μέ τόν Θεό καί εἶχε θεοπτία. Εἶχε φθάσει
στήν θέωση.
Διαβάζουμε ὅμως στήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι μέχρι τόν Ἀβραάμ ὑπάρχει συνείδησις
τῆς καταστάσεως τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Ὁ ἴδιος ὁ Ἀβραάμ ἦταν θεόπτης,
δηλαδή ἔφθασε σέ θέωση. Αὐτό φαίνεται σαφῶς. Γιά τήν ἐποχή πρό τοῦ Ἀβραάμ
πάλι ἔχουμε στοιχεῖα ἀπό τήν Ἑβραϊκή Παράδοση ὅτι φωτισμός καί θέωσις ὑπῆρχαν
καί στούς προπάτορες τοῦ Ἀβραάμ, παραδείγματος χάριν στόν Νῶε. Ὁ Νῶε ἦταν κι
αὐτός ἕνας ἄνθρωπος φωτισμένος καί θεωμένος. Ἡ παράδοσις αὐτή, τοῦ φωτισμοῦ
δηλαδή καί τῆς θεώσεως, μεταβιβάζεται. Δέν ἐμφανίζεται ἔτσι ἐκ τοῦ μηδενός. Δέν

55
ἐμφανίζεται ξαφνικά τόν 11ο ἤ 12ο π.Χ. αἰῶνα στόν Μωϋσῆ. Ξέρουμε, ὅτι καί ὁ
Μωϋσῆς ἦταν θεόπτης. Ἀνέβηκε στό ὄρος Χωρήβ καί εἶδε τόν Θεό. Ἔμεινε σαράντα
ἡμέρες μέσα στόν γνόφο, στό ἄκτιστο Φῶς καί συνομιλοῦσε μέ τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος
καί τοῦ παρέδωσε τίς πλάκες μέ τίς δέκα ἐντολές.
Ὑπάρχει Καινή Διαθήκη, ὑπάρχει καί Παλαιά Διαθήκη. Στήν Καινή Διαθήκη εἶναι
πιό εὔκολος ὁ ἔλεγχος, διότι εἶναι περιορισμένος ὁ χρόνος διαρκείας της. Ἡ Παλαιά
Διαθήκη ὅμως περιλαμβάνει 1500 χρόνια ἱστορίας. Μέσα τώρα σ’ αὐτήν τήν περίοδο
ἔχουμε μία σπονδυλική στήλη. Αὐτή ἡ σπονδυλική στήλη, πού εἶναι ἡ παράδοσις τοῦ
φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, πού μεταβιβάσθηκε ἀπό Προφήτη σέ Προφήτη, εἶναι καί
ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Οἱ Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη μετέδιδαν
αὐτή τήν μέθοδο τῆς θεραπείας τῆς ψυχῆς ἀπό γενιά σέ γενιά.
Ἡ μεταβίβασις τῆς ἐμπειρίας τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως ἀπό γενεά σέ γενεά
ἐκτείνεται στήν Παλαιά Διαθήκη χρονικά ἀπό τόν Ἀβραάμ μέχρι τόν Ἰωάννη τόν
Πρόδρομο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ τελευταῖος τῶν Προφητῶν. Ἔχουμε μιά σειρά ἀπό
Προφῆτες οἱ ὁποῖοι παραδίδουν αὐτή τήν Ὀρθόδοξο Παράδοση ἀπό γενιά σέ γενιά.
Εἶναι ἡ λεγόμενη Προφητική Παράδοση τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν Προφητῶν. Πρίν
ἀπό τόν Μωυσῆ ἔχουμε τόν Ἀβραάμ. Πρίν ἀπό τόν Ἀβραάμ, ὅπως εἴπαμε, ἔχουμε
τόν Νῶε. Ἔχουμε καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης αὐτή τήν Παράδοση,
ἡ ὁποία κρατιέται ζωντανή χάρη σέ κάποιους φορεῖς, σέ κάποιους ἀνθρώπους.
Σήμερα μέ τήν ἀρχαιολογία ἔχουν βρεῖ εὐρήματα – ντοκουμέντα, τά ὁποῖα
ἀποδεικνύουν αὐτή τήν ἀλήθεια πού λέμε καί γιά τήν ἐποχή τοῦ Μωυσῆ, ἀλλά καί
ἀκόμη πιό πρίν γιά τόν Ἀβραάμ.
Ἡ οὐσία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης ἑπομένως, δέν εἶναι μόνο τό βιβλίο τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καί τίποτα ἄλλο, ὅπως λέγουν οἱ Προτεστάντες. Ὄχι, δέν εἶναι αὐτό ἡ οὐσία
τῆς Παράδοσής μας, ἀλλά εἶναι ἡ μεταβίβαση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας τοῦ φωτισμοῦ καί
τῆς θέωσης, διαδοχικά ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι τίς ἡμέρες μας. Γιατί καί ὁ Ἀδάμ πρίν
πέσει ἦταν φωτισμένος καί θεωμένος.
Αὐτή εἶναι ἡ Προφητική παράδοσις, ἡ παράδοσις τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν
Προφητῶν, ἀπό τόν Ἀδάμ μέχρι σήμερα. Μέσα σ’ αὐτή τήν Παράδοση ἡ Ἁγία
Γραφή εἶναι ἕνα γραπτό τμῆμα πού ἀποκρυσταλλώνει αὐτή τήν μέθοδο. Δέν εἶναι
ὅμως τό ἅπαν ἡ Ἁγία Γραφή. Τό ἅπαν εἶναι αὐτή ἡ ζωντανή Παράδοση. Ἡ ζωντανή
ἐμπειρία, ἡ ὁποία παραδίδεται ἀπό γενιά σέ γενιά. Γι’ αὐτό σήμερα, ἄν θέλουμε νά
βροῦμε τήν ὀρθόδοξη παράδοση δέν θά πᾶμε στά βιβλία, ἀλλά θά πᾶμε στούς
ζωντανούς φορεῖς. Δέν μποροῦμε νά κάνουμε πνευματική ζωή, ἄν δέν ἔχουμε
Πνευματικό ὁδηγό, Πνευματικό πατέρα πού θά μᾶς βοηθήσει νά ζήσουμε κι ἐμεῖς
αὐτή τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης.
Κάτι ἀκόμα πολύ σημαντικό: ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία. Πολλοί σήμερα
λεγόμενοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν τέτοια ἀντίληψη ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι
σάν ὅλες τίς θρησκεῖες.
– Τί σημαίνει θρησκεία;

56
Θρησκεία οὐσιαστικά σημαίνει δεισιδαιμονία. Δηλαδή ἕνας φόβος πού ὑπάρχει
ἀπέναντι στόν Θεό καί μιά διαδικασία νά ἔχουμε τόν Θεό μέ τό μέρος μας, νά
κάνουμε θυσίες νά τόν ἐξιλεώσουμε, γιατί μπορεῖ καί νά εἶναι ὀργισμένος καί γι’
αὐτό ἔχουμε αὐτά τά κακά πού ἔχουμε. Γιά νά μᾶς πᾶνε ἑπομένως καλά τά πράγματα
θά πρέπει νά δώσουμε κάτι στόν Θεό. Αὐτό εἶναι θρησκεία. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι
αὐτό τό πράγμα, ἀλλά δυστυχῶς κάποιοι κατ’ ὄνομα ὀρθόδοξοι ἔχουν κάνει καί τήν
Ὀρθοδοξία θρησκεία καί βλέπουν τόν Θεό σάν ἕναν θεό πού ὀργίζεται, ἔχει θυμώσει
καί χρειάζεται ἐξιλέωση. Γι’ αὐτό, θά Τοῦ πᾶνε μιά μεγάλη λαμπάδα, θά κάνουν ἕνα
τάμα ἤ θά κάνουν δέκα εὐχέλαια γιά νά πᾶνε καλά τά πράγματα. Δηλαδή ἔχουν
καταντήσει τήν Ὀρθοδοξία μαγεία.
– Τί εἶναι ὅμως ἡ Ὀρθοδοξία;
Ὅπως ἔχουμε πεῖ, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί εἶναι αὐτή ἡ
ἐμπειρία τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης, πού ὁδηγεῖ τελικά στήν
ἕνωση μέ τόν Χριστό. Ἐνῶ ὅλοι αὐτοί πού κάνουν αὐτά πού εἴπαμε προηγουμένως
μέ τούς μεγάλους σταυρούς καί τά τάματα, δέν νοιάζονται νά βροῦν τόν Θεό, ἀλλά
ἁπλῶς γιά νά περάσουν καλά ἤ σ’ αὐτή τή ζωή ἤ τουλάχιστον μετά θάνατον νά πᾶνε
στόν Παράδεισο. Νά ἐξασφαλιστοῦν κατά κάποιο τρόπο χωρίς νά νοιάζονται ἄν
ὑπάρχει Θεός ἤ ὄχι κι ἄν ἔχουν ζωντανή κοινωνία μέ τόν Θεό.
Λέει πολύ ὡραῖα ὁ π. Ἰωάννης: Σέ πολλούς ἐπικρατεῖ ἡ ἀντίληψις ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία
εἶναι μία ἀπό τίς πολλές θρησκεῖες, πού ἔχει σάν κύρια μέριμνά Της τήν
προετοιμασία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ζωή μετά θάνατον, νά ἐξασφάλισει
δηλαδή μία θέση στόν Παράδεισο γιά κάθε Ὀρθόδοξο Χριστιανό. Ἔτσι θεωρεῖται ὅτι
τό Ὀρθόδοξο δόγμα προσφέρει μία ἐπί πλέον ἐξασφάλιση, ἐπειδή εἶναι ὀρθόδοξο,
καί ὅτι, ἄν κανείς δέν πιστεύει στό Ὀρθόδοξο δόγμα, αὐτό εἶναι ἕνας ἐπί πλέον λόγος
γιά νά πάει στήν Κόλαση ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἐκτός δηλαδή ἀπό τό ὅτι ἐνδεχομένως
θά τόν στείλουν ἐκεῖ τά προσωπικά του ἁμαρτήματα.
Πιστεύουν λοιπόν κάποιοι πώς ἄν εἶσαι Ὀρθόδοξος, ἔχεις ἕναν ἐπιπλέον λόγο νά πᾶς
στόν Παράδεισο καί νομίζουν ὅτι ἐπειδή ἔχουν τήν σωστή δόξα, τήν σωστή πίστη, θά
σωθοῦν. Ἀλλά ὅπως λέγαμε δέν μᾶς σώζει τό δόγμα ἀπό μόνο του. Τό δόγμα ἁπλῶς
δείχνει τόν δρόμο καί τόν τρόπο καί βάζει τά ὅρια, πέρα ἀπό τά ὁποῖα ἅμα ξεφύγεις,
βρίσκεσαι στήν περιοχή τοῦ θανάτου. Χρειάζεται ὅμως νά ἔχεις τό βίωμα, ὄχι μόνο
τό ὀρθόδοξο δόγμα, τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἀλλά καί τήν ὀρθόδοξη ζωή, τήν ὀρθόδοξη
ἐμπειρία. Κάποιοι λοιπόν πιστεύουν ὅτι ὁ χριστιανός κάνει μερικά πράγματα γιά νά
χαρεῖ μετά θάνατον. Λάθος! Ὅσοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν ὅτι αὐτό τό
πράγμα εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, αὐτοί ἔχουν συσχετίσει τήν Ὀρθοδοξία ἀποκλειστικά μέ
τήν μέλλουσα ζωή. Καί αὐτοί δέν κάνουν καί πολλά πράγματα σ’ αὐτήν τήν ζωή,
ἀλλά περιμένουν νά πεθάνουν, γιά νά πᾶνε στόν Παράδεισο, ἐπειδή, ὅταν ζοῦσαν,
ἦταν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί! Νομίζουν ὅτι θά πᾶνε δηλαδή στόν Παράδεισο ἐπειδή,
ὅταν ζοῦσαν ἐδῶ ἦταν Ὀρθόδοξοι! Λάθος!
Μιά ἄλλη μερίδα Ὀρθοδόξων δραστηριοποιεῖται μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας
ἐνδιαφερομένη ὄχι γιά τήν ἄλλη ζωή, ἀλλά κυρίως γι’ αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή. Δηλαδή

57
γιά τό πῶς θά τούς βοηθήσει ἡ Ὀρθοδοξία νά ζήσουν καλά σ’ αὐτήν τήν ζωή. Τέτοιοι
Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί προσεύχονται στόν Θεό, βάζουν τούς παπάδες –δέν εἶναι
ὑποτιμητικό αὐτό, καί στό Ἅγιο Ὄρος παπάδες λέμε τούς ἱερεῖς- νά κάνουν
προσευχές, κάνουν ἁγιασμούς, παρακλήσεις εὐχέλαια κ.λ.π., γιά νά τούς βοηθάει ὁ
Θεός νά περνᾶνε καλά σ’ αὐτήν τήν ζωή. Τό λένε ὅτι θέλουν ἕνα εὐχέλαιο γιά τό
καλό! Ἔτσι γιά νά πᾶνε καλά τά πράγματα, νά μήν ἀρρωσταίνουν, νά
ἀποκαθίστανται τά παιδιά τους, νά ἐξασφαλίσουν στά κορίτσια τους μία καλή προίκα
καί ἕναν καλό γαμπρό, τά ἀγόρια τους νά βροῦν καλές κοπέλες μέ καλή προίκα γιά
νά παντρευτοῦν, οἱ δουλειές τους νά πηγαίνουν καλά, τό ἐμπόριο, μέ τό ὁποῖο
ἀσχολοῦνται, νά πηγαίνει καλά, ἀκόμη καί τό χρηματιστήριο ἤ ἡ βιομηχανία τους,
κλπ. Καί εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἔκφραση πού λένε ‘’πάνω ἀπό ὅλα ἡ ὑγεία’’ καί
βέβαια ἐννοοῦν τήν σωματική, ὄχι τήν πνευματική ὑγεία. Ἄρα γιά νά πᾶνε καλά τά
πράγματα καί νά ἔχουμε καλή ὑγεία, κάνουμε καί τά παραπάνω, φέρνουμε καί τόν
παπά σάν τόν μάγο τῆς φυλῆς νά μᾶς κάνει καί ἕνα εὐχέλαιο. Μεγάλη πλάνη..
Ὁπότε βλέπουμε ὅτι αὐτοί οἱ Χριστιανοί δέν διαφέρουν κατά πολύ ἀπό τούς πιστούς
τῶν ἄλλων θρησκειῶν, πού κάνουν καί ἐκεῖνοι τά ἴδια περίπου πράγματα. Γιατί ἔτσι
κάνουν στίς ἄλλες θρησκεῖες: θά πάει τό σταφύλι στόν Βούδα ὡς θυσία καί λέει
‘’ἐγώ εἶμαι ἐντάξει τώρα, ἔκανα τήν προσφορά μου στόν Βούδα, τόν ἐξιλέωσα καί
γιά φέτος πιστεύω νά πᾶνε καλά τά πράγματα’’.
Δηλαδή βλέπει κανείς ἀπό τά παραπάνω τήν Ὀρθοδοξία νά ἔχει αὐτά τά δύο κοινά
σημεῖα μέ ὅλα τά ἄλλα θρησκεύματα: Πρῶτον, τό νά προπαρασκευάζει τούς πιστούς
γιά τήν ζωή μετά θάνατον, ὥστε νά πᾶνε στόν Παράδεισο, χωρίς νά ξέρουν τί εἶναι ὁ
παράδεισος, ὅπως ὁ καθένας τόν φαντάζεται, καί δεύτερον, τό νά φροντίζει, ὥστε οἱ
Χριστιανοί νά μήν περνοῦν θλίψεις, στενοχώριες, καταστροφές, ἀρρώστιες,
πολέμους κλπ. σ’ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή, δηλαδή ὁ Θεός νά τά τακτοποιεῖ ὅλα κατά τίς
ἀνάγκες ἤ τίς ἐπιθυμίες τους. Ὄχι αὐτοί νά κάνουν τήν ζωή πού θέλει ὁ Θεός, ἀλλά ὁ
Θεός νά κάνει αὐτά πού θέλουν. Καταλαβαίνετε τήν διαφορά; Ὄχι νά δίνουμε τήν
κόλλα μας στόν Θεό λευκή καί νά λέμε «Θεέ μου γράψε ὅ,τι θέλεις Ἐσύ καί ἐγώ
ὑπογράφω», ἀλλά δίνουμε τήν κόλλα γραμμένη στόν Θεό λέγοντας: «Θεέ μου θέλω
αὐτά, αὐτά κι αὐτά καί βάλε καί ὑπογραφή καί μή τυχόν καί δέν βάλεις γιατί δέν
ξαναπατάω στήν Ἐκκλησία». Αὐτό τό τεράστιο λάθος κάνουμε.
Ἔτσι γι’ αὐτούς τούς δεύτερους, ἡ θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο σ’ αὐτήν τήν ζωή
καί μάλιστα σ’ αὐτήν τήν καθημερινή τους ζωή. Κατά βάθος ὅμως ἀπ’ ὅλους τούς
παραπάνω Χριστιανούς ποιός ἐνδιαφέρεται ἄν ὑπάρχει ἤ δέν ὑπάρχει Θεός; Ποιός
Τόν ἀναζητᾶ; Ποιός δηλαδή ἀναζητᾶ μιά προσωπική σχέση μέ τόν Θεό; Λέει κανείς
‘’κάνω προσευχή’’. Δηλαδή μιλάω μέ τόν Θεό κι ἄν ρωτήσεις ΄’τί σοῦ λέει ὁ Θεός;’’,
θά πάρεις τήν ἀπάντηση ‘’τίποτα’’. Εἶναι ἐπικοινωνία αὐτή μέ τόν Θεό; Ἐπικοινωνία
τί σημαίνει; Λέω καί ἀκούω, ὄχι μόνο λέω. Δέν εἶναι μονόλογος, εἶναι διάλογος.
Πόσοι ἐνδιαφέρονται νά κάνουν διάλογο μέ τόν Θεό; Νά ἀκούσουν τόν Θεό, ὄχι
μόνο νά ποῦνε στόν Θεό.
Γι’ αὐτούς δέν τίθεται θέμα ἄν ὑπάρχει Θεός ἤ ὄχι, ἐφ’ ὅσον καλύτερα θά ἦταν νά
ὑπῆρχε Θεός. Λένε σίγουρα ὑπάρχει μιά ἀνώτερη δύναμη, ἀφοῦ ἔχουμε ἀνάγκες. Καί

58
οἱ μασόνοι πιστεύουν στόν Μέγα Ἀρχιτέκτονα τοῦ Σύμπαντος… Αὐτός εἶναι ὁ Θεός;
Θά ἦταν καλύτερα λοιπόν νά ὑπῆρχε Θεός, γιά νά μποροῦμε νά τόν ἐπικαλούμεθα
καί νά Τοῦ ζητοῦμε νά ἱκανοποιεῖ τίς ἀνάγκες μας, ὥστε νά πηγαίνουν καλά οἱ
δουλειές μας καί νά ἔχουμε κάποια εὐτυχία σ’ αὐτή τήν ζωή. Ἑπομένως εἶναι
ἀναγκαῖο νά ὑπάρχει Θεός, γιατί ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκες καί μέ τά ἀνθρώπινα μέσα δέν
μποροῦμε νά τίς ἱκανοποιήσουμε. Καί θά λέγαμε ὅτι σ’ αὐτό ἔχουν δίκαιο κάποιοι
ἄθεοι πού μᾶς κατηγοροῦν ὅτι ἔτσι φερόμαστε. Ὄντως στίς ἄλλες θρησκεῖες ἔτσι
λειτουργοῦν, ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι κάτι τέτοιο. Δέν εἶναι δική μας ἐφεύρεση ὁ
Χριστός γιά νά μᾶς ἐξισώνει μέ τίς θρησκεῖες. Ὁ Χριστός μᾶς ἀποκαλύφθηκε, δέν
ἐφευρέθηκε ἀπό μᾶς, οὔτε ἀνακαλύφθηκε ἀπό μᾶς.
Ὁπότε βλέπουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει μιά ἰσχυρότατη τάση νά θέλει νά ὑπάρχει Θεός,
νά πιστεύει ὅτι ὑπάρχει Θεός, διότι εἶναι μία ἀνάγκη γιά τόν ἄνθρωπο νά ὑπάρχει
Θεός, γιά νά ἐξασφαλίζει τά ὅσα εἴπαμε. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι φίλαυτος καί
ὑποδουλωμένος στά πάθη του καί θέλει νά περνάει καλά, καί ἐφ’ ὅσον εἶναι λοιπόν
μία ἀνάγκη γιά τόν ἄνθρωπο τό νά ὑπάρχει Θεός, ἄρα Θεός ὑπάρχει! Χωρίς νά Τόν
ψάχνουν, χωρίς νά ἀναζητοῦν Τόν Θεό.
Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶχε τήν ἀνάγκη ἑνός Θεοῦ καί ἄν μποροῦσε νά ἐξασφαλίσει
αὐτάρκεια τῶν πρός τό ζῆν σ’ αὐτήν τήν ζωή μέ κάποιον ἄλλο τρόπο, τότε δέν ξέρει
κανείς πόσοι ἄνθρωποι θά πίστευαν στόν Θεό. Αὐτό, γίνεται, ἐν πολλοῖς στήν
Ἑλλάδα. Βλέπετε σήμερα πού ἡ ἐπιστήμη ὑπόσχεται νά καλύψει ὅλες τίς ἀνάγκες,
πόσο ἔχει προχωρήσει ἡ ἀθεΐα. Λένε ‘’ἔχω τήν ἰατρική, τήν ψυχολογία, τήν
κοινωνιολογία ἱκανοποιῶ ὅλες μου τίς ἀνάγκες’’. Δέν χρειάζεται ὁ Θεός καί ἔτσι οἱ
ἄνθρωποι τῆς Δύσης ζοῦνε ἄθεοι, χωρίς καμία πνευματική ἀναζήτηση.
«Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις» (Ψαλμ. 48,13), ζοῦνε ὅπως τά ζῶα καί
χειρότερα, γιατί ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καί πίστεψαν στόν
νέο θεό τήν ἐπιστήμη καί τήν τεχνολογία, νομίζοντας ὅτι μποροῦν μ’ αὐτές νά τά
ἐξασφαλίσουν ὅλα καί ἀρνοῦνται τόν Θεό. Κι ὅταν εἶχαν τόν Θεό, Τόν εἶχαν σάν ἕνα
μέσο γιά νά ἱκανοποιήσουν κάποιες ἀνάγκες πού δέν μποροῦσαν μέ ἄλλο τρόπο.
Τώρα πού ἡ ἐπιστήμη καί ἡ ἰατρική λέει ὅτι θά λύσουν ὅλα τά προβλήματα, λένε
‘’δέν χρειάζεται τώρα ὁ Θεός, οὔτε νά πᾶμε στήν Ἐκκλησία, εἴμαστε ἄθεοι’’. Ἀκόμα
καί τά μικρά παιδιά στό σχολεῖο δηλώνουν ὅτι δέν πιστεύουν στόν Θεό καί τό
θεωροῦν πολύ μοντέρνο αὐτό καί πολύ σπουδαῖο.
Ἔτσι βλέπουμε, πολλοί ἄνθρωποι, ἐνῶ πρίν ἦταν ἀδιάφοροι ὡς πρός τήν θρησκεία,
πρός τό τέλος τῆς ζωῆς τους νά θρησκεύουν, μετά ἴσως ἀπό κάποιο γεγονός πού τούς
φόβισε. Ἄλλο φαινόμενο αὐτό τώρα. Τά γηρατειά, ὁ θάνατος. Τόν θάνατο δέν τόν
ξεπέρασε ἀκόμη ἡ ἐπιστήμη, δέν τόν νίκησε. Ἴσως καί νά τούς τρομοκράτησε καμιά
ἀρρώστια, κανένας καρκίνος. Διότι πλέον δέν μποροῦν νά ζήσουν χωρίς νά
ἐπικαλοῦνται νά τούς βοηθήσει κάποιος Θεός, ἀπό δεισιδαιμονική δηλαδή πρόληψη,
ὄχι γιατί ἀληθινά ἀναζητοῦν τόν Θεό, ἀλλά ἀπό φόβο. Γι’ αὐτούς τούς λόγους ἡ
φύσις τοῦ ἀνθρώπου βοηθᾶ στό νά θρησκεύει ὁ ἄνθρωπος. Ἐπειδή δηλαδή ὅσο
περνᾶνε τά χρόνια ἡ φύση καταπίπτει, ὁ ἄνθρωπος τείνει νά θρησκεύει.
– Ἀλλά πόσο γνήσια εἶναι αὐτή ἡ θρησκευτικότητα;

59
Ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ παπποῦδες καί οἱ γιαγιάδες πού πᾶνε στήν Ἐκκλησία
εἶναι πράγματι ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ; Συγχωρέστε με ἀλλά πολύ ἀμφιβάλλω ἀπό αὐτά
πού ἀκούω καί ἀπό τίς συμβουλές πού δίνουν στά ἐγγόνια τους. Ἐνῶ ἡ μητέρα
βοηθάει τό παιδί, ἔρχεται ἡ γιαγιά καί γκρεμίζει αὐτό πού λέει ὁ Πνευματικός στό
ἐγγόνι. Γνωρίζω πολλές περιπτώσεις πού τά παιδιά θά ντύνονταν σωστά, ἀλλα ἡ
γιαγιά ὑποστηρίζοντας ὅτι εἶναι πολύ αὐστηρός ὁ Πνευματικός, τά παροτρύνει νά
ντυθοῦν ἔξαλα καί ἀπρόσεκτα. Κι αὐτή ἡ γιαγιά ὑποτίθεται ὅτι ἐξομολογεῖται καί
πάει στήν Ἐκκλησία. Σημαίνει δηλαδή ὅτι οὐσιαστικά δέν ἔχει ἀλλάξει καί δέν ἔχει
βρεῖ τόν Θεό, γιατί ἄν εἶχε βρεῖ καί ζήσει τόν Θεό δέν θά τά ἔλεγε αὐτά. Ἁπλῶς
θρησκεύει ἀπό μιά φοβία ἐνόψει τοῦ θανάτου.
Αὐτό δέν ἰσχύει μόνο γιά τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἰσχύει γιά τούς πιστούς
ὅλων τῶν θρησκειῶν, ὅσο περνάει ἡ ἡλικία δηλαδή νά θρησκεύουν περισσότερο.
Παντοῦ ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἴδια. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μετά τήν πτώση του,
ἐσκοτισμένος ὅπως εἶναι κατά φύσιν, -μᾶλλον, παρά φύσιν- ρέπει πρός τήν
δεισιδαιμονία. Τά κάνει ὅλα δεισιδαιμονία. Ἀκόμα καί στήν Ὀρθοδοξία
παρατηροῦμε πόσοι ἄνθρωποι ἔχουν φυλαχτά, κομποσκοίνια στό χέρι -οὔτε ξέρουν
πῶς χρησιμοποιοῦνται- τά βάζουν μόνο στό χέρι, ἀπό μόδα ἤ σάν φυλαχτό,
δεισιδαιμονία δηλαδή. Ὅπως κάποιος πού πάει στόν μάγο καί τοῦ δίνει τό
ματόχαντρο, ἔτσι κι αὐτός λέει στόν παπά ‘’δῶσε μου κάτι νά μέ φυλάει’’. Ἀλλά ἡ
ζωή του δέν ἀλλάζει. Τήν φιλενάδα δέν τήν ἀφήνει, γιά νά τά λέμε ξεκάθαρα, δέν
μετανοεῖ. Τώρα τό ἐρώτημα πού ἀκολουθεῖ εἶναι:
– Ποῦ σταματάει ἡ δεισιδαιμονία καί ποῦ ἀρχίζει ἡ ἀληθινή πίστις;
Σ’ αὐτά τά θέματα οἱ Πατέρες ἔχουν σαφεῖς θέσεις καί διδασκαλία. Ἕνας ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ ἤ μᾶλλον νομίζει ὅτι ἀκολουθεῖ τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί
ἁπλῶς πηγαίνει στήν Ἐκκλησία κάθε Κυριακή, πού κοινωνεῖ κατά τακτά
διαστήματα, πού χρησιμοποιεῖ τούς παπάδες γιά νά τοῦ κάνουν ἁγιασμούς, εὐχέλαια
κλπ., χωρίς νά ἐμβαθύνει σ’ αὐτά, παραμένοντας στό γράμμα τοῦ νόμου καί ὄχι στό
πνεῦμα τοῦ νόμου, αὐτός ὠφελεῖται ἰδιαίτερα ἀπό τήν Ὀρθοδοξία; Καί βέβαια δέν
ὠφελεῖται γιατί τά βλέπει ὡς μαγικά καί ἔχει κάνει τήν πίστη δεισιδαιμονία, τήν
Ὀρθοδοξία θρησκεία.
Μετά ἕνας ἄλλος, ὁ ὁποῖος προσεύχεται ἀποκλειστικά γιά τήν μέλλουσα ζωή γιά τόν
ἑαυτό του καί γιά τούς ἄλλους καί ἀδιαφορεῖ τελείως γι’ αὐτήν τήν ζωή, αὐτός πάλι
ὠφελεῖται ἰδιαίτερα ἀπό τήν Ὀρθοδοξία; Ὄχι, γιατί δέν ἔχει κάποιο ἀντίκτυπο στήν
ζωή του. Νομίζει ὅτι ἐπειδή εἶναι ὀρθόδοξος μετά θάνατον θά πάει στόν Παράδεισο.
Ἡ μία τάσις ἐκπροσωπεῖται ἀπό τόν παπά τῆς ἐνορίας καί ὅσους μαζεύονται γύρω
του μέ τό παραπάνω πνεῦμα, δηλαδή φωνάζει τόν παπά νά κάνει εὐχέλαιο καί
ἁγιασμό καί νομίζει ὅτι ἔτσι εἶναι καλός χριστιανός. Βέβαια δέν εἶναι κακό νά κάνει
κάποιος εὐχέλαιο ἤ ἁγιασμό, νά μή γίνει παρανόηση, ἀλλά ὅταν τά χρησιμοποιεῖς ὡς
ἁγιαστικά μέσα μαζί μέ τήν ὅλη θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ὡς μαγικά,
χωρίς δηλαδή νά ἀλλάζει οὐσιαστικά ἡ ζωή σου, χωρίς νά μετανοεῖς. Τότε δέν
ὠφελεῖσαι, μᾶλλον βλάπτεσαι, γιατί χρησιμοποιεῖς καί τά πράγματα τοῦ Θεοῦ ὡς ἕνα

60
μαγικό ἐξάρτημα, ὡς ἕνα σύστημα μαγείας πού θά σέ σώσει χωρίς νά κάνεις κανέναν
κόπο.
Καί ἡ ἄλλη ἐκπροσωπεῖται ἀπό ἕναν Γέροντα σέ μοναστήρι, συνήθως κάποιον
ἀρχιμανδρίτη, πού βρίσκεται σέ σύνταξη καί περιμένει νά πεθάνει, μέ μερικούς
μοναχούς γύρω του, χωρίς καί αὐτοί δηλαδή νά κάνουν θεραπευτική ἐργασία στόν
ἑαυτό τους. Καί βέβαια ἄν κάνεις στόν ἑαυτό σου, θά κάνεις καί στούς γύρω σου καί
θά ἔχει ἀντίκτυπο σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη.
Ἕνας ἀσκητής, ἕνας ἐρημίτης, ἕνας μοναχός δέν εἶναι ἀντικοινωνικός, ὅπως
λανθασμένα ἔχει ἐπικρατήσει, ὅτι κλείνεται στό μοναστήρι ἀντί νά πάει νά βοηθήσει
στήν κοινωνία, γιατί ἕνας μοναχός βοηθάει καί στηρίζει ὅλη τήν οἰκουμένη -ὅταν
εἶναι ἀληθινός μοναχός- μέ τήν ἀγάπη καί τήν δακρύβρεχτη προσευχή του καί ὅταν
χρειαστεῖ πάει καί σωματικά καί βοηθάει. Ὅπως ὁ Μέγας Ἀντώνιος ὅταν
χρειάστηκε, παρόλο πού ἦταν πολύ μεγάλης ἡλικίας, κατέβηκε στήν Ἀλεξάνδρεια
γιά νά στηρίξει τούς χριστιανούς πού ἀγωνιζόντουσαν τότε ἐναντίον τῆς αἵρεσης τοῦ
Ἀρείου. Ἀλλά ἔχουμε τήν μαρτυρία τῶν Ἁγίων πού λένε ὅτι εἶναι στύλοι τῆς
Οἰκουμένης οἱ ἅγιοι πού ζοῦν μέσα στήν ἡσυχία καί τήν ἄσκηση. Καθόλου
ἀντικοινωνικοί δέν εἶναι γιατί ἡ ἀληθινή κοινωνία καί κοινωνικότητα εἶναι ἡ
κοινωνία μέ τόν Θεό καί διά τοῦ Θεοῦ μετά κοινωνεῖς μέ τούς πάντες καί βοηθᾶς νά
σωθοῦν οἱ πάντες μέ τήν προσευχή σου. Ὅταν ὅμως βλέπεις τήν Ὀρθοδοξία, τόν
Μοναχισμό καί τήν Ἐκκλησία σάν ἕνα σύστημα πού θά σοῦ ἐξασφαλίσει μιά καλή
κατάσταση μετά θάνατον, χωρίς νά ἐργάζεσαι σωστά πνευματικά μέσα σου,
σφάλλεις.
Ἐφ’ ὅσον οἱ δύο αὐτές τάσεις δέν εἶναι ἐπικεντρωμένες γύρω ἀπό τήν κάθαρση καί
τόν φωτισμό, ἀπό πατερικῆς ἀπόψεως, εἶναι λανθασμένες ὡς πρός ἐκεῖνο πού
ἐπιδιώκουν, γιατί δέν ἐργάζονται οὔτε οἱ μέν, οὔτε οἱ δέ στόν ἑαυτό τους καί
δυστυχῶς σήμερα στίς ἐνορίες ἔχουμε μία ἐκκοσμίκευση καί δέν διδάσκεται κἄν
αὐτή ἡ πνευματική ἐργασία. Πῶς θά κάνουν κάθαρση ἀπό τά πάθη τους οἱ ἐνορίτες
καί πῶς θά φτάσουν στόν φωτισμό καί ἄν θέλει ὁ Θεός στή θέωση; Οὔτε κἄν
ἀκούγονται αὐτές οἱ λέξεις μέσα στήν Ἐκκλησία, οὔτε τή λέξη μετάνοια δέν ἀκοῦμε
στά σύγχρονα κηρύγματα. Σπάνιο πράγμα νά τήν ἀκούσεις. Καί τί ἀκοῦμε; Γιά
χορούς παραδοσιακούς, λαϊκά γλέντια, συσσίτια, φιλανθρωπία… Δέν λέμε ὅτι δέν
εἶναι καλά αὐτά, ἀλλά δέν εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας αὐτό. Καί ἀπό τήν ἄλλη
εὐχέλαια καί ἁγιασμούς καί εἴμαστε καλοί χριστιανοί. Οἱ παπάδες ἐπίσης δέν
προλαβαίνουν γιατί πρέπει νά τρέχουν ἀπό εὐχέλαιο σέ ἁγιασμό καί ἀπό ἁγιασμό σέ
γάμο κ.λ.π. Τό μυστήριο τοῦ γάμου ἔχει κι αὐτό πλήρως ἐκκοσμικευτεῖ καί γίνεται
ἐμπαιγμός τοῦ Θεοῦ τελικά καί καμία θεραπευτική. Αὐτό βέβαια μπορεῖ νά συμβεῖ
καί σέ ἕνα μοναστήρι, ἄν οἱ μοναχοί δέν ἐργάζονται ἐσωτερικά τήν κάθαρση καί τόν
φωτισμό καί κάνουν ἄλλα πράγματα, ἐργόχειρα ἤ καί ἐργοστάσιο ὁλόκληρο καί
ἐπιχείρηση μπορεῖ νά φτιάξουν ἤ ἁπλῶς νά περιμένουν νά πεθάνουν. Ἑπομένως κι
αὐτές οἱ καταστάσεις ἀποτελοῦν ἐκτροπή ἀφοῦ δέν γίνεται ἐργασία.
Ὅσο ὅμως εἶναι ἐπικεντρωμένες γύρω ἀπό τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό καί
ἐφαρμόζουν τήν Ὀρθόδοξη Πατερική ἀσκητική ἀγωγή γιά τήν ἀπόκτηση τῆς νοερᾶς

61
προσευχῆς, τότε μόνον τά πράγματα τίθενται πάνω σέ ὀρθή βάση. Γιατί κυρίως ἡ
κάθαρση, ὅπως μᾶς εἶπαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, γίνεται μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή,
δηλαδή μέ τήν συνεχή κατεύθυνση τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, μέ τόν συνεχή
προσανατολισμό τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό. Τότε καθαρίζεται ὁ νοῦς. Ὁ
νοῦς ἔχει λογισμούς. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι εἴμαστε φορτωμένοι μέ ἕνα σωρό
σκέψεις, λογισμούς καί θέλουμε νά ἀπαλλαγοῦμε. Πῶς θά ἀπαλλαγοῦμε; Θά
πάρουμε ἕνα σκουπόξυλο καί θά κυνηγᾶμε τούς κακούς λογισμούς; Ὄχι. Γιά νά
ξεκολλήσει ὁ νοῦς ἀπό αὐτούς, θά πρέπει νά κολλήσει στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ
μέθοδος. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος «μήν ἀσχολεῖστε μέ τό κακό». Μ’ αὐτή
τήν ἔννοια τό ἔλεγε. Ὄχι νά μήν κάνετε τίποτα. Νά μήν κυνηγᾶτε τό κακό, ἀλλά νά
ἀγαπήσετε τόν Χριστό, πού σημαίνει νά προσεύχεστε, νά κολλήσει ὁ νοῦς στόν Θεό,
ὁπότε αὐτόματα μετά ξεκολλάει ἀπό αὐτά τά σάπια, τά βρώμικα, τά ἀνήθικα κ.λ.π.
– Ποῦ ὅμως διδάσκεται αὐτή ἡ μέθοδος τῆς νοερᾶς προσευχῆς;
Στίς ἐνορίες σπάνια νά βρεθεῖ κάποιος παπάς πού νά ἐνδιαφέρεται, νά ξέρει ἀπό
αὐτά. Συνήθως δέν ἔχουν ἰδέα. Γι’ αὐτό ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι σήμερα θέλουν
κατήχηση πρῶτα οἱ παπάδες, μᾶλλον καί οἱ Ἐπίσκοποι, ὥστε νά βροῦμε τόν σωστό
προσανατολισμό μας, τήν ραχοκοκαλιά τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης, τό βίωμα τῆς
κάθαρσης καί τοῦ φωτισμοῦ. Αὐτό μετά πρέπει νά διδαχθεῖ στόν λαό κι ἔτσι θά
θεραπευτεῖ ὁ λαός μας πού παραπέει καί καταλήγει σιγά-σιγά στήν εἰδωλολατρεία.
Ἡ Ἑλλάδα σταδιακά γίνεται εἰδωλολατρική, παντοῦ τό βλέπουμε αὐτό.
Ἔτσι λοιπόν πρέπει νά μποῦν τά πράγματα στήν ὀρθή βάση καί τότε μπαίνουν στήν
ὀρθή βάση, ὅταν βάλουμε ὡς ἄξονα τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα ὄχι τήν μαγεία καί τή
δεισιδαιμονία, ἀλλά τήν κάθαρση καί τόν φωτισμό. Δέν ἔχουν αὐτές οἱ τάσεις κοινόν
ἄξονα. Ὁ κοινός ἄξονας πού διακρατεῖ τήν Ὀρθοδοξία καί διατηρεῖ τήν συνοχή της,
ὁ ἕνας καί μοναδικός της ἄξονας ἐπάνω σέ ὅλα τά θέματα πού τήν ἀπασχολοῦν καί ὁ
ὁποῖος τοποθετεῖ τά πράγματα πάνω σέ ὀρθή βάση, ὅταν λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν, εἶναι
ὁ ἄξονας: Κάθαρσις – φωτισμός – θέωσις, ὅπως τονίζει πολύ συχνά ὁ π. Ἰωάννης.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν ἐνδιαφέρονται γιά τό τί θά συμβεῖ στόν ἄνθρωπο μετά θάνατον
ἀποκλειστικά, ἀλλά ἐκεῖνο κυρίως πού τούς ἐνδιαφέρει εἶναι τό τί θά γίνει ὁ
ἄνθρωπος σ’ αὐτήν τήν ζωή. Γιατί τό κλειδί γιά τήν μετά θάνατον ζωή εἶναι ἐδῶ, σ’
αὐτή τή ζωή. Μετά θάνατον δέν ὑπάρχει θεραπεία τοῦ νοός, -οὔτε μετεμψύχωση
ὑπάρχει -οἱ ἀνοησίες πού λένε- οὔτε αὐτοβελτίωση, οὔτε κύκλοι διαδοχικοί πού
βελτιώνεται ὁ ἄνθρωπος. Μία φορά γεννιέται ὁ ἄνθρωπος καί συνεπῶς μία φορά
πεθαίνει. Ἄρα ὅλα ἐξαρτῶνται πῶς θά ζήσει σ’ αὐτή τή ζωή ἐδῶ πρίν πεθάνει. «Ἐν
τῷ Ἅδῃ οὔκ ἔστι μετάνοια», αὐτό εἶναι δόγμα, δέν ἀλλάζει. Δέν μπορεῖς ν’ ἀλλάξεις
μετά θάνατον. Οὔτε ἐξαφανίζεσαι μετά θάνατον, ἄλλη ἀπάτη αὐτή τοῦ διαβόλου.
Νομίζουν ὅτι ἄν πεθάνουν θά ἡσυχάσουν ἤ αὐτοί πού θά αὐτοκτονήσουν θά
ἡσυχάσουν. Δέν θά ἡσυχάσουν καθόλου. Ἁπλῶς δέν θά ἔχουν τό σῶμα τους καί θά
εἶναι χειρότερα, γιατί τώρα μέ τό σῶμα ἔχεις καί μιά ψευτοπαρηγοριά ἀπό τίς
σωματικές ἀπολαβές. Ἐκεῖ δέν θά ἔχεις οὔτε αὐτό. Θά εἶσαι σκέτος, μέ τούς
λογισμούς σου, μέ τίς ἐπιθυμίες σου, μέ τά πάθη σου, τά ὁποῖα δέν θά μπορεῖς νά
ἐκπληρώσεις καί αὐτό θά εἶναι χειρότερη κόλαση. Καί ἀλλοίμονο σ’ αὐτούς πού

62
αὐτοκτονοῦν, ἀλλοίμονο! Αὐτοί θά ἔχουν τήν πιό μεγάλη ταλαιπωρία.
Γι’ αὐτό ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν εἶναι ὑπερκοσμική, νά μιλάει γιά τά ὑπερκόσμια
καί τό ὑπερπέραν. Οὔτε μελλοντολογική, γιά τό μέλλον, οὔτε ἐσχατολογική, γιά τά
ἔσχατα, ἀλλ’ εἶναι καθαρά ἐνδοκοσμική, γιά ἐδῶ καί τώρα. Τώρα πρέπει νά
μετανοήσεις, νά καθαρθεῖς, νά φωτιστεῖς καί νά θεωθεῖς. Διότι τό ἐνδιαφέρον τῆς
Ὀρθοδοξίας εἶναι γιά τόν ἄνθρωπο σ’ αὐτόν τόν κόσμο, σ’ αὐτήν τήν ζωή, ὄχι μετά
θάνατον. Τό μετά θάνατον θά ἔρθει στή συνέχεια ἐντελῶς φυσιολογικά καί θά εἶναι
καλό, ὅταν στήν παροῦσα ζωή ἔχεις ἐργαστεῖ.
– Ἡ κάθαρσις καί ὁ φωτισμός γιά ποιόν λόγο χρειάζονται;
Κι αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό. Γιατί νά κάνουμε κάθαρση καί φωτισμό; Ἐπειδή
ἁπλῶς τό λέμε ἤ μήπως γιά νά πᾶμε στόν Παράδεισο καί νά ἀποφύγουμε τήν
κόλαση; Γι’ αὐτό χρειάζονται; Εἰς τί συνίσταται ἡ κάθαρσις καί ὁ φωτισμός καί γιά
ποιόν λόγο ἐπιδιώκονται ἀπό τούς Ὀρθοδόξους; Γιά νά βρεῖ κανείς τόν λόγο καί νά
δώσει ἀπάντηση στήν ἐρώτηση αὐτή, πρέπει νά κατέχει τό βασικό κλειδί, τό ὁποῖο
εἶναι τοῦτο: Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐπάνω στήν γῆ, ὅλοι, Ὀρθόδοξοι, Βουδιστές, ἄθεοι,
μασόνοι, εἰδωλολάτρες, ὅλοι ἔχουν τό ἴδιο τέλος ἀπό Ὀρθόδοξη θεολογική ἄποψη.
Εἴτε εἶναι κανείς Ὀρθόδοξος, εἴτε εἶναι Βουδιστής, εἴτε Ἰνδουϊστής, εἴτε
ἀγνωστικιστής, εἴτε ἄθεος, ὁ,τιδήποτε κι ἄν εἶναι, δηλαδή κάθε ἄνθρωπος ἐπάνω
στήν γῆ, εἶναι προωρισμένος νά δεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, θέλουν
δέν θέλουν, θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τόν Θεό, τό ἄκτιστο Φῶς, αὐτή εἶναι
ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Τό φῶς πού εἶχε γύρω του ὁ Χριστός στήν Μεταμόρφωση εἶναι ἡ
δόξα τοῦ Θεοῦ. Στή Μεταμόρφωση τό εἶδαν μόνο οἱ Ἀπόστολοι, τότε θά τό δοῦν
ὅλοι, ὄχι μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅλοι. Ὅλοι βέβαια κατά τό κοινό τέλος τῆς
ἀνθρωπότητος κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, θά δοῦν τήν δόξα τοῦ
Θεοῦ. Θά ἔρθει ἐν δόξη μέ ὅλους τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους, ὄχι ὅπως τήν πρώτη
φορά ἀψοφητί, δηλαδή ἀθόρυβα. Ἀλλά μέ μία πολύ σημαντική διαφορά: Οἱ μέν
σεσωσμένοι –καί βέβαια βαπτισμένοι καί καθαρμένοι-φωτισμένοι- θά δοῦν τήν δόξα
τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς, γλυκύτατον καί ἀνέσπερον, οἱ δέ κολασμένοι, θά δοῦν τήν ἴδια
δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς πῦρ καταναλίσκον, σάν φωτιά πού θά τούς καίει. Ἔτσι θά τό δοῦν
οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀφώτιστοι, οἱ μή σεσωσμένοι, οἱ μή μετανοημένοι. Αὐτή ἡ φωτιά θά
τούς καίει. Αὐτό εἶναι ἡ κόλαση.
Αὐτό, τό ὅτι ὅλοι θά δοῦμε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα ἀληθινό καί ἀναμενόμενο
γεγονός. Τό λέει ὁ Θεός στήν Ἁγία Γραφή καί ὁ Θεός εἶναι ἀψευδής: «ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι θά Μέ δοῦνε καί πᾶν γόνυ κάμψῃ» (Φιλιπ. 2,10). Δέν θά μπορεῖ τότε
κανείς νά κάνει τόν ‘ἔξυπνο’ μπροστά στόν Χριστό, ὅλοι θέλουν δέν θέλουν, οἱ
πάντες καί οἱ δαίμονες θά γονατίσουν, ἀλλά δέν θά δοῦνε ὅλοι τόν Θεό καί τήν δόξα
Του μέ τόν ἴδιο τρόπο. Τό νά δεῖ κανείς τόν Θεό, δηλαδή τήν δόξα Του, τό Φῶς Του,
αὐτό εἶναι κάτι πού θά γίνει εἴτε τό θέλουμε εἴτε ὄχι. Ἡ βίωσις ὅμως αὐτοῦ τοῦ
Φωτός θά εἶναι διαφορετική στούς μέν ἀπό τούς δέ. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ἀγαπάει
τόν Θεό, ἔχει μετανοήσει, ἔχει φωτιστεῖ σ’ αὐτή τή ζωή, ὄχι μετά θάνατον, αὐτός θά
δεῖ τότε τόν Θεό ὡς Φῶς γλυκύτατο καί ἀνέσπερο -πού δέν δύει ποτέ- καί θά

63
χαίρεται. Οἱ ἄλλοι θά δοῦνε τόν Θεό ὡς πῦρ.
Ὁπότε τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν παπάδων δέν εἶναι νά μᾶς βοηθήσουν νά
δοῦμε αὐτήν τήν δόξα, διότι αὐτό θά γίνει ὁπωσδήποτε. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας
ἐστιάζεται στό πῶς θά δεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος τόν Θεόν. Ὄχι στό ἄν θά δεῖ τόν Θεόν,
γιατί αὐτό θά γίνει σίγουρα. Δηλαδή τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά κηρύττει στούς
ἀνθρώπους ὅτι ὑπάρχει Θεός ἀληθινός, ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται, εἴτε ὡς Φῶς, εἴτε
ὡς πῦρ καταναλίσκον, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ
Χριστοῦ θά δοῦμε τόν Θεόν, καί νά προετοιμάζει τά μέλη της, ὥστε νά δοῦν τόν
Θεόν ὄχι σάν φωτιά, ἀλλά σάν Φῶς. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτό
πρέπει νά ἀρχίσει ἀπό ἐδῶ. Γι’ αὐτό λένε οἱ ἅγιοι, ἄν δέν δεῖς τόν Θεό ἀπό δῶ ὡς
Φῶς, μήν περιμένεις νά Τόν δεῖς στήν ἄλλη ζωή. Δέν ὑπάρχει περίπτωση. Δέν εἶναι
τυχαῖο γεγονός. Πρέπει νά ἐπιδιώξεις, νά κάνεις ὅ,τι λέει ἡ Ἐκκλησία γιά νά δεῖς τόν
Θεό ὡς Φῶς ἀπό αὐτή τή ζωή.
Μία μερική ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ φωτός τήν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι μετά θάνατον, πρίν τή
Δευτέρα Παρουσία, ὅπου ὅλες οἱ ψυχές προγεύονται τό τί θά ζήσουν μετά τή
Δευτέρα Παρουσία. Ὅταν φεύγει δηλαδή ἕνας ἄνθρωπος ἀπ’ αὐτή τή ζωή, περνάει
σέ μία κατάσταση, ὅπου προγεύεται τί θά ζήσει μετά τή Δευτέρα Παρουσία. Ἄν εἶναι
ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, προγεύεται τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί ἔχει μία πρώτη ἐμπειρία αὐτῆς
τῆς χαρᾶς καί τῆς μετοχῆς στό ἀνέσπερο φῶς. Ὅποιος εἶναι ἀμετανόητος, προγεύεται
τήν κόλαση ἀμέσως μετά τόν θάνατό του. Μερικοί μάλιστα ἀρχίζουν καί βλέπουν
πρίν πεθάνουν, πού πέφτει τό πέπλο, τούς δαίμονες πού ἔρχονται νά τούς
βασανίσουν. Γι’ αὐτό καί ἔχουμε τρομακτικούς θανάτους, πού δέν βγαίνει ἡ ψυχή
τους καί ἀρχίζουν καί φωνάζουν καί οὐρλιάζουν καί βλέπουν πράγματα καί ἀκοῦνε
φωνές κ.λ.π. Βλέπει ἡ ψυχή αὐτό πού τήν περιμένει, γι’ αὐτό φωνάζει, γιατί εἶναι
ἀτακτοποίητη. Ἔχουμε τέτοιους φοβερούς θανάτους, ὅπως λέγανε γιά τούς ἄθεους,
π.χ. τοῦ Στάλιν, πού εἶχε σφάξει τόσα ἑκατομμύρια καί περιγράφει ἡ κόρη του πού
ἦταν χριστιανή τόν φοβερό του θάνατο καί πῶς ἔβλεπε τούς δαίμονες. Δέν μᾶς λέει
παραμύθια ἡ Ἐκκλησία γιά τούς δαίμονες. Οὔτε γιά τόν Θεό φυσικά. Ὅλοι θά δοῦμε
τόν Θεό, ἀλλά τό θέμα εἶναι νά τό πιστέψουμε καί νά προετοιμαστοῦμε νά Τόν
δοῦμε ὡς Φῶς καί ὄχι ὡς φωτιά.
Αὐτή ἡ προετοιμασία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί ὅλων τῶν ἀνθρώπων,
πού θέλουν νά δοῦν τόν Θεόν ὠς Φῶς, εἶναι στήν οὐσία της μία θεραπευτική ἀγωγή.
Εἶναι ἰατρική δηλαδή καί εἶναι ἡ μοναδική ἰατρική πού μᾶς ἐξασφαλίζει αὐτή τήν
θέα καί ὑπάρχει μόνο στήν Ὀρθοδοξία. Πουθενά ἀλλοῦ δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ
θεραπευτική μέθοδος καί διαδικασία, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀρχίσει καί νά τελειώσει σ’
αὐτήν τή ζωή. Πρέπει σ’ αὐτήν τή ζωή νά γίνει ἡ θεραπεία καί νά περατωθεῖ. Διότι
μετά θάνατον οὐκ ἔστι μετάνοια. Γι’ αὐτό πολύ ἀδικοῦν τούς ἑαυτούς τους ἐκεῖνοι οἱ
ἄνθρωποι πού ἐξομολογοῦνται τά μισά καί ἀφήνουν ἀνεξομολόγητες ἁμαρτίες καί
τίς παίρνουν μαζί τους. Αὐτό θά τούς κοστίσει τήν κόλαση γιατί ἔμειναν οὐσιαστικά
ἀμετανόητοι.
Αὐτή ἡ θεραπευτική ἀγωγή εἶναι ἡ οὐσία καί τό κύριο περιεχόμενο τῆς Ὀρθοδόξου
Παραδόσεως ὡς καί ἡ κύρια μέριμνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Αὐτό θά ἔπρεπε νά

64
εἶναι, γιατί σήμερα ὑπάρχει ἐκκοσμίκευση, νά τραβήξουμε τόν κόσμο, νά κάνουμε
κομπιούτερ, ζωγραφική, χορούς, χορωδίες… Αὐτό εἶναι τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας;
Συνίσταται δέ καί ἀποτελεῖται –αὐτή ἡ μέθοδος- ἀπό τά ἀκόλουθα τρία στάδια
πνευματικῆς ἀναβάσεως: Τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί τίς κακές συνήθειες πού
ἐπειδή γίνονται πολλές φορές καταλήγουν σέ πάθος. Γιά παράδειγμα, ἄν θυμώσεις
μιά φορά δέν ἔχεις καί τό πάθος τοῦ θυμοῦ, ἀλλά ἄν τό κάνεις δύο, τρεῖς, πέντε,
δέκα, τότε ἀποκτᾶς τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Καί αὐτό τό πρῶτο στάδιο τό κάνει κανείς
μέ τήν πίστη, ἀλλά βέβαια καί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νά πᾶς στόν
Πνευματικό νά ἐξομολογηθεῖς, νά κλάψεις, νά προσευχηθεῖς καί νά κάνεις ὑπακοή
σέ αὐτά πού θά πεῖ. Τό δεύτερο στάδιο εἶναι ὁ φωτισμός πού ἔρχεται ἐπίσης ἀπό τήν
χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί λέγεται φωτιστική αὐτή ἡ χάρη, καί τό τρίτο στάδιο
εἶναι ἡ θέωση, πού γίνεται πάλι ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί λέγεται θεωτική χάρις.
Συμβαίνει δέ καί τοῦτο: Ἄν δέν φθάσει κανείς τουλάχιστον σέ κατάσταση μερικοῦ
φωτισμοῦ, σ’ αὐτήν τήν ζωή, δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεόν σάν Φῶς οὔτε σ’ αὐτήν τήν
ζωή, ἀλλά οὔτε καί στήν ἄλλη ζωή.
Τό ἐλάχιστο δηλαδή εἶναι νά κάνεις τήν κάθαρση καί νά φτάσεις σέ ἕναν
τουλάχιστον μερικό φωτισμό γιά νά μπορέσεις νά σωθεῖς. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἅγιος
Συμεών ὁ νέος Θεολόγος: «Τοσοῦτον τῆς Ἐκείνου θέας ἐκπέσομεν», τόσο θά
ἐκπέσουμε ἀπό τήν θέα τοῦ Θεοῦ, δέν θά δοῦμε τόν Θεό, «κατά τήν ἀναλογίαν τῆς
ἑκάστου ἡμῶν ἀπ’ ἐντεῦθεν ἀμβλυωπίας» ἀνάλογα μέ τήν βλάβη πού ἔχουμε στά
μάτια μας, τά πνευματικά μάτια σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή, «καθ’ ὅσον τοῦ φωτός αὐτοῦ
ἑκουσίως ἑαυτούς ὑστερήσαμεν ἐν τῆ παρούση ζωή», καθ’ ὅσον στερήσαμε τόν
ἑαυτό μας μέ τή θέλησή μας στήν παροῦσα ζωή ἀπό αὐτό τό Φῶς. Τόσο λοιπόν θά
ξεπέσει κανείς ἀπό τήν θέα τοῦ Θεοῦ, θά δεῖ δηλαδή τόν Θεό ὡς φωτιά καί ὄχι ὡς
Φῶς, ὅσο περισσότερο στέρησε τόν ἑαυτό του σ’ αὐτή τήν ζωή ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ
λόγω τεμπελιᾶς καί ραθυμίας, γιατί δέν ἤθελε νά βιάσει τόν ἑαυτό σου νά
προσευχηθεῖ, νά μετανοήσει, νά ἀλλάξει ζωή καί νά πολεμήσει τά πάθη του. Διότι τά
πάθη μποροῦμε νά τά κόψουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ νά θελήσουμε καί νά
ἐργαστοῦμε πνευματικά καί τότε μᾶς βοηθάει ὁ Θεός νά τά κόψουμε. Τό φῶς
ὑπάρχει καί ἡ μέθοδος ὑπάρχει καί ἄν θέλουμε τά βρίσκουμε. Ὁ διαμοιραστής
ὑπάρχει, ἡ Ἐκκλησία. Θεραπευτές ὑπάρχουν μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά χρειάζεται
νά κουραστεῖς καί νά ψάξεις.
Ἔτσι εἶναι φανερό ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐνδιαφέρονται γιά τόν ἄνθρωπο
ὅπως εἶναι σήμερα, αὐτήν τήν στιγμή. Καί ἐκεῖνος, πού χρειάζεται θεραπεία, εἶναι ὁ
κάθε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἔχει καί τήν εὐθύνη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά ἀρχίσει αὐτό τό
ἔργο σήμερα, σ’ αὐτήν τήν ζωή, διότι σ’ αὐτήν τήν ζωή μπορεῖ. Ὄχι μετά θάνατον,
μετά θάνατον δέν θά μπορέσει νά κάνει τίποτα. Καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι
ἐκεῖνος, πού θά ἀποφασίσει γιά τό ἄν θά ἀκολουθήσει αὐτόν τόν δρόμο τῆς
θεραπείας ἤ ὄχι. Ἡ σωτηρία δηλαδή εἶναι στά χέρια μας. Δέν εἶναι κάτι τυχαῖο. Ὁ
Θεός θέλει ὅλους νά μᾶς σώσει, ἀλλά ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς ἄν θά θελήσουμε νά
μποῦμε σ’ αὐτή τή διαδικασία τῆς θεραπείας.
Ὁ Χριστός εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός» (Ἰω. 14,6). Ἡ ὁδός πρός τί; Πρός τά ποῦ πάει ὁ

65
δρόμος τοῦ Χριστοῦ; Ὄχι μόνον πρός τήν ἄλλη ζωή. Ὁ Χριστός εἶναι πρῶτα ἡ ὁδός
σ’ αὐτήν τήν ζωή. Ὁ Χριστός εἶναι δηλαδή ὁ τρόπος. Αὐτό σημαίνει ὁδός, ὁ τρόπος.
Ὅπως ἔζησα Ἐγώ, πρέπει νά ζήσετε κι ἐσεῖς. Ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστός στή γῆ, γιά μᾶς
τά ἔκανε, γιά νά μᾶς δώσει πρότυπο καί τρόπο ζωῆς. Δέν πᾶνε ὅλες οἱ θρησκεῖες
στόν Θεό, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ Οἰκουμενιστές, διεθνιστές καί ἄλλοι πού τό παίζουν
καί μεγάλοι καί κουλτουριάρηδες καί πνευματικοί ἄνθρωποι καί λένε ‘’ἐγώ πάω καί
στό τζαμί καί προσεύχομαι καί στήν ἐκκλησία καί στούς δωδεκαθεϊστές, ἐγώ εἶμαι
ἀνοιχτόμυαλος ἄνθρωπος, διευρυμένος καί τούς δέχομαι ὅλους’’. Ἔτσι λένε καί οἱ
μασόνοι ‘’ἐμεῖς εἴμαστε καλοί ἄνθρωποι, τούς δεχόμαστε ὅλους’’ καί νομίζουν ὅτι
αὐτό εἶναι σπουδαῖο. Ἀλλά δέν πᾶνε ὅλοι οἱ δρόμοι στόν Χριστό, στόν Θεό γιατί ὁ
Χριστός εἶπε: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός». Ἄν ἀρνεῖσαι τήν ὁδό, δέν πᾶς στόν Πατέρα. Ἡ
ὁδός γιά τόν Πατέρα εἶναι ὁ Χριστός.
Οἱ Μουσουλμάνοι δέχονται τόν Χριστό ὡς Θεό; Ὄχι, Τόν βλασφημοῦν, Τόν
ἀρνοῦνται. Οἱ Ἰουδαῖοι δέχονται τόν Χριστό; Ὄχι, Τόν σταύρωσαν. Πῶς λοιπόν λένε
πώς ἔχουμε τόν ἴδιο Θεό μέ τούς Μουσουλμάνους καί μέ τούς Ἰουδαίους; Δέν
ἔχουμε τόν ἴδιο Θεό. Οὔτε ὁ δρόμος τους μᾶς πάει στόν Θεό-Πατέρα. Γιατί λένε οἱ
μονοθεϊστικές θρησκεῖες ἔχουμε ὅλοι τόν ἴδιο Πατέρα. Ψέμα εἶναι αὐτό. Καί ὁ
Χριστός εἶπε σαφῶς στούς Ἰουδαίους ποιόν ἔχουν πατέρα: τόν διάβολο, «ὑμεῖς ἐκ
τοῦ πατρός τοῦ διαβόλου ἐστέ» (Ἰω. 8,44). Μή λέτε ὅτι ἔχετε πατέρα τόν Ἀβραάμ ἤ
τόν Θεό, γιατί δέν θέλετε Ἐμένα. Ἀπό τή στιγμή πού ἀρνεῖστε Ἐμένα, ἀρνεῖστε καί
τόν Πατέρα μου.
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ὁδός πρός τόν Πατέρα Του καί Πατέρα μας. Ὁ Χριστός
ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο πρῶτα σ’ αὐτήν τήν ζωή καί τοῦ δείχνει τόν δρόμο
πρός τόν Πατέρα. Αὐτός ὁ δρόμος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν δεῖ
τόν Χριστόν σ’ αὐτήν τήν ζωή τουλάχιστον μέ τήν νοερά αἴσθηση, δέν θά δεῖ τόν
Πατέρα, δηλαδή τό Φῶς τοῦ Θεοῦ οὔτε στήν ἄλλη ζωή, δηλαδή ἄν δέν ἀποκτήσει
τόν καρπό τοῦ Πνεύματος πού λέει ὀ Ἀπόστολος Παῦλος «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη,
μακροθυμία…» (Γαλ. 5,22). Λένε ‘’εἶμαι χριστιανός’’ καί εἶναι γεμάτοι ἄγχος. Ποῦ
εἶναι ἡ εἰρήνη; Γιατί δέν ἔχεις φανερό τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Τί
χριστιανός εἶσαι; Πρέπει νά ἀναρωτηθεῖς. Γιατί ἔχεις ἄγχος; Δέν ἔχεις κακή διάθεση,
ἀλλά κάτι δέν κάνεις σωστά, κάπου ἔχεις μπλοκάρει. Δηλαδή κι ἄν δέν φτάσεις στή
θέωση, πού εἶναι ἡ κορύφωση, τό τελευταῖο σκαλοπάτι, τουλάχιστον νά αἰσθανθεῖς
αὐτόν τόν καρπό, νά ἠρεμήσει ἡ ψυχή σου, νά ἀναπαυτεῖς, νά φανεῖ σέ σένα καί
στούς ἄλλους ἡ ἀλλαγή. Νά χαίρεσαι. Πῶς θά εἶναι κανείς χαρούμενος; Ἄν τό ἔχουν
ὡς σύνθημα, ὅπως οἱ Πρόσκοποι «νά εἶσαι χαρούμενος, νά εἶσαι αἰσιόδοξος»;
Μήπως τό λές καί φεύγει ἡ κατάθλιψη; Δέν φεύγει ἔτσι. Γιά νά εἶσαι χαρούμενος
πρέπει νά ἔχεις ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι στοιχεῖο τοῦ καρποῦ ἡ χαρά. Ἄρα δέν
σωζόμαστε μαγικά ἤ τυχαῖα. Θά πρέπει νά τό ζοῦμε ἀπό αὐτή τή ζωή.
Ἔτσι λοιπόν μέ τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά ἀναστηθοῦν ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι, δέν θά ἐξαφανιστοῦν. Ἀλλά θά εἶναι τυφλοί καί θά βλέπουν τόν Θεό ὠς
πῦρ, ὡς φωτιά. Δέν θά ἀπολαμβάνουν τό ἄρρητο Φῶς τοῦ Θεοῦ, τήν ἄρρητη
γλυκύτητα τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ. Θά παραμείνουν ὡς πρόσωπα ὀντολογικά, ἀλλά δέν

66
θά ἔχουν μέθεξη Θεοῦ, μετοχή στόν Θεό. Οἱ δίκαιοι θά ἔχουν μέθεξη καί κοινωνία
μέ τόν Θεό. Ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, οἱ ἁμαρτωλοί θά ζήσουν τό
‘’ἀεί φεῦ εἶναι’’, φεῦ = ἀλλοίμονο, τό πάντοτε νά ἔχουν μία ὕπαρξη ἀλλοίμονο,
ἄθλια καί φοβερή, ἐνῶ οἱ δίκαιοι τό ‘‘ἀεί εὖ εἶναι’’, τό πάντοτε νά εἶναι καλά, τήν
ἀληθινή καλοσύνη καί μακαριότητα.
Αὐτά τά πράγματα εἶναι πολύ χρήσιμα καί πρέπει νά τά γνωρίζουμε καί νά τά λέμε
καί στούς ἄλλους, γιατί νά σᾶς πῶ καί τόν προσωπικό μου λογισμό καί τήν ἀγωνία
μου, βλέπω ὅτι ἔτσι ὅπως ἐξελίσσονται τά πράγματα σέ λίγα χρόνια δέν θά εἴμαστε
Ὀρθόδοξοι. Πόσα νέα παιδιά εἶναι τώρα στήν Ἐκκλησία; Πόσα πιστεύουν στόν
Χριστό; Ἐλαχιστότατα. Ποιοί θά συνεχίσουν αὐτή τήν Ὀρθόδοξη παράδοση; Μετά
ἀπό τριάντα-σαράντα χρόνια, φυσικῶ τῷ τρόπω, θά φύγουμε. Ἄν λοιπόν δέν
ζήσουμε ἐμεῖς σωστά, ὥστε νά μεταλαμπαδεύσουμε αὐτή τήν παράδοση στούς
ἑπόμενους, θά πάψει νά ὑπάρχει ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλληνική Ἐκκλησία. Στόν κόσμο θά
ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία. Σίγουρα κάπου θά ὑπάρχει, γιατί ὁ Χριστός μας τό εἶπε: «πύλαι
ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18). Άλλά Ὀρθόδοξη Ἑλληνική Ἐκκλησία
δέν ξέρω ἄν θά ὑπάρχει μέ τή ζωή πού κάνουμε.
Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν καί γιά μᾶς καί γιά τούς ἄλλους, γιατί εἶναι μέγιστη
ἀπανθρωπιά καί γιά τούς ἄλλους, νά ἔχεις τό Φῶς καί οὔτε ἐσύ νά τό ζεῖς, οὔτε νά
δείχνεις τόν δρόμο στούς ἄλλους. Ἄν προσπαθήσει μάλιστα κάποιος νά ζήσει αὐτόν
τόν δρόμο, τόν ἐμποδίζουν κιόλας. Αὐτό εἶναι τό τραγικό. Ὅπως εἶπε ὁ Χριστός γιά
τούς γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι ἦταν θρησκευόμενοι καί εἶχαν κάνει
τήν παράδοση πού ὑπῆρχε -ἀπό τά χρόνια τοῦ Ἀδάμ ἀκόμα- τήν εἶχαν κάνει
θρησκεία. Γι’ αὐτό ἄκουσαν τά «οὐαί» ἀπό τόν Χριστό. Ἦταν οἱ θρησκευόμενοι τῆς
ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ. Καί ποιοί σταύρωσαν τόν Χριστό; Αὐτοί Τόν σταύρωσαν! Δέν
Τόν σταύρωσαν οἱ ἄθεοι, οὔτε οἱ εἰδωλολάτρες, ἀλλά οἱ θρησκευόμενοι ἄνθρωποι
τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, πού εἶχαν κάνει τήν θεραπευτική παράδοση τῶν Προφητῶν
θρησκεία, μαγεία, καί ἐξυπηρετοῦσαν τά συμφέροντά τους. Κατέσθιαν λέει τά σπίτια
καί τίς περιουσίες τῶν χηρῶν καί τῶν ὀρφανῶν καί αὐτούς πού θέλανε νά μποῦν στή
Βασιλεία δέν τούς ἀφήνανε. «Ἐσεῖς δέν εἰσέρχεστε, οὔτε ἐκείνους πού θέλουν νά
εἰσέλθουν τούς ἀφήνετε νά εἰσέλθουν» (Ματθ. 23,14). Καί τόν Χριστό Τόν
σκότωσαν γιατί ἀκριβῶς τούς χαλοῦσε αὐτό τό σύστημα τῆς θρησκείας πού εἶχαν
φτιάξει καί μαζεύανε χρήματα γιατί λάτρευαν τόν μαμωνᾶ καί ἤθελαν καί τήν δόξα
τῶν ἀνθρώπων. Δυστυχῶς αὐτό ὑπάρχει καί σήμερα, ἀκόμα καί μέσα στήν
Ἐκκλησία, γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι καί παπάδες καί Δεσποτάδες.
Καταδυναστεύουν τόν λαό. Οὔτε τόν λαό ἀφήνουν νά θεραπευτεῖ, οὔτε κι αὐτοί
θεραπεύονται. Ὁ Θεός τούς εἶναι ὁ μαμωνᾶς.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ.: Αυτή ἡ πορεία κάθαρση – φωτισμός – θέωση κατά πόσο εἶναι μονόδρομος;
Δηλαδή ἅπαξ καί κάποιος μπεῖ σ’ αὐτόν τόν δρόμο καί μπορεῖ νά φτάσει σ’ ἕνα
σημεῖο φωτισμοῦ ἤ καί πιό πάνω, πόσο εὔκολο εἶναι μετά νά ἔχει πισωγύρισμα;
Ἀπ.: Πόσο εὔκολα ὁ Πέτρος ἀρνήθηκε τόν Χριστό; Ὁ Πέτρος δέν εἶχε φτάσει μόνο

67
στόν φωτισμό. Εἶχε φτάσει ἀκόμα πιό ψηλά, στή θέωση. Πότε ἔγινε ἡ θέωσή του;
Λίγο πρίν τήν Σταύρωση. Οἱ Πατέρες λένε περίπου 40 μέρες πρίν τόν Σταυρό. Γι’
αὐτό γιορτάζουμε τό Θαβώρ σαράντα μέρες πρίν τήν ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ,
πού γιά μᾶς εἶναι Μεγάλη Παρασκευή καί νηστεύουμε.
Δέν εἶναι λοιπόν δύσκολο. Ἄν δέν προσέξει ὁ ἄνθρωπος καί στήν κορυφή τῆς
θέωσης μπορεῖ νά φτάσει καί μετά νά τά χάσει ὅλα. Ὑπάρχει ὅμως μιά διαφορά μέ
τόν ἀπόστολο Πέτρο. Ἦταν ἀβάφτιστος. Τό ἔπαθε πρίν τήν Πεντηκοστή. Ἐμεῖς τό
παθαίνουμε μετά τήν Πεντηκοστή. Αὐτό εἶναι τό τραγικό. Γιατί στήν Πεντηκοστή
παίρνουμε τήν πλήρη φώτιση. Θέωση παίρνουμε στήν Πεντηκοστή. Πῶς ὅμως τήν
κρατᾶμε; Πόσοι τήν κρατᾶνε τήν θέωση; Οὐσιαστικά κανένας. Μέ τήν κακή ἀγωγή
πού παίρνουμε ἀπό τούς γονεῖς, χάνουμε πολύ γρήγορα τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος πού παίρνουμε, τά ἀπενεργοποιοῦμε. Καί χρειάζεται πάλι κάθαρση, πάλι
δάκρυα, πάλι ἐξομολόγηση καί μετάνοια. Τά κάνουμε αὐτά καί πάλι πέφτουμε. Ὁ
Ἀπόστολος Πέτρος μετά τήν Πεντηκοστή δέν ἔπεσε, οὔτε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,
οὔτε οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι. Ὅ,τι ἔκαναν ἦταν πρίν τήν Πεντηκοστή. Ἐμεῖς ὅμως
εἴμαστε ἐντελῶς ἀδικαιολόγητοι γιατί τά κάνουμε μετά τήν προσωπική μας
Πεντηκοστή.
Ὁπότε ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι δέν μᾶς ἐξασφαλίζει τίποτα, ὅσο εἴμαστε σ’ αὐτή τή
ζωή. Θά πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε καί νά ἔχουμε, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, ἐγρήγορση,
νήψη μέχρι νά φτάσουμε στό τέλος. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος: «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος,
οὗτος σωθήσεται» (Ματθ. 24,13), νά κάνουμε ὑπομονή μέχρι τέλους. Βεβαίως ὅσο
κανείς προχωράει καί καθαρίζεται καί φωτίζεται, στερεώνεται κιόλας. Δέν εἶναι τό
ἴδιο μέ κάποιον πού χρόνια ἔχει δουλέψει στά πάθη καί προσπαθεῖ τώρα νά
ὀρθοποδήσει. Αὐτός θά ἔχει πολύ μεγαλύτερη δυσκολία, ἀπό ἕναν πού ξεκινάει ἀπό
παιδάκι, πηγαίνει στό Κατηχητικό κ.λ.π. Ἴσως ἔχει καί κάποιες πτώσεις, ὅμως ἔχει
πολύ καλό ὑλικό μέσα του καί πολύ εὔκολα ξαναφτιάχνει τό ‘σπίτι’ του, ἐνῶ ὁ ἄλλος
εἶναι ρημαδιό. Βέβαια ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ὅλους μᾶς βοηθάει καί λέει ὁ Θεός δέν
χαίρεται τόσο γιά 99 δικαίους, ὅσο γιά ἕναν ἁμαρτωλό πού μετανοεῖ. Καί ὅλοι οἱ
ἄγγελοι πανηγυρίζουν στή μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί πολύ τόν βοηθοῦν. Κανένας
ὡστόσο δέν μᾶς ἐξασφαλίζει.
Ὁπωσδήποτε ὅμως ἕνας πού ἔχει γευθεῖ τή φώτιση καί τή θέωση -νά τό ποῦμε λαϊκά-
δέν εἶναι χαζός νά γυρίσει πίσω. Ὅταν γευτεῖς τήν τούρτα μετά γιατί νά γυρίσεις στά
βελανίδια; Θά πρέπει νά εἶσαι πολύ ἀνόητος. Βέβαια ὁ διάβολος καί ἐμεῖς μέ τήν
ραθυμία μας μπορεῖ νά τό κάνουμε κι αὐτό, ἐξ αἰτίας τῆς λήθης. Λησμονιά δηλαδή,
ξεχνᾶ κανείς τόν Θεό, ξεχνᾶ τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Σάν νά μήν ἔχει ζήσει τίποτα
τόσα χρόνια ἀπό τή χάρη καί φτάνει νά κάνει τά ἴδια καί νά γυρίζει πίσω ὅπως ὁ
σκύλος στόν ἐμετό του. Ὁ Θεός νά φυλάει. Ἀλλά ὁπωσδήποτε πρέπει νά
ἐργαζόμαστε καί ὅσο ἐργαζόμαστε, τόσο χτίζουμε σιγά-σιγά τό σπίτι μας στόν
οὐρανό, λιθαράκι λιθαράκι. Κάθε στιγμή κρινόμαστε καί ἐργαζόμαστε εἴτε γιά τόν
μελλοντικό μας Παράδεισο, εἴτε γιά τήν κόλασή μας, τά ὁποῖα ἤδη ἀπό ἐδῶ
προγευόμαστε.
Ἄν μέσα του κανείς βιώνει κόλαση, πρέπει νά ψαχτεῖ. Γιατί συμβαίνει αὐτό; Θά πεῖ

68
‘’φταίει ἡ κρίση…’’. Ποιά κρίση; Ὁ Χριστός δέν εἶπε πώς δέν θά ὑπάρχουν κύματα,
ἀλλά κανείς ὅταν βλέπει στόν Χριστό, θά περπατάει πάνω στά κύματα, ὅπως ὁ
Ἀπόστολος Πέτρος. Δέν θά ἔχει πρόβλημα, ὅσο δύσκολες κι ἄν εἶναι οἱ ἐξωτερικές
συνθῆκες. Δέν δικαιολογεῖται νά χάνει ὁ χριστιανός τήν εἰρήνη του ἐπειδή ὑπάρχουν
ἀντίξοες συνθῆκες καί πειρασμοί. Ἀκόμα καί ἐσωτερικοί πειρασμοί νά ὑπάρχουν
-πού ὑπάρχουν γιατί ὁ διάβολος δέν ἡσυχάζει- πάλι δέν πρέπει νά χάνει τήν εἰρήνη
του. Ποτέ δέν πρέπει νά χάνουμε τήν εἰρήνη μας. Ὅταν λοιπόν ἐργαζόμαστε ἔτσι
συστηματικά, προχωρᾶμε μέ μία σχετική, θά λέγαμε, ἀσφάλεια καί σταθερότητα.
Ἐρ.: Κάποιος πού ἔχει φύγει ἀπό τή ζωή καί δέν ξέρουμε σέ τί κατάσταση βρίσκεται,
εἴτε ἀγωνιζόταν, εἴτε ὄχι, πῶς μποροῦμε νά τόν βοηθήσουμε; Μέ ἐλεημοσύνες;
Ἀπ.: Αὐτά πού λέει ἡ Ἐκκλησία θά κάνουμε. Θά κάνουμε τά διατεταγμένα
μνημόσυνα, θά κάνουμε σαρανταλείτουργο, θά κάνουμε ἐλεημοσύνες καί προσευχή
μέ τό κομποσκοίνι ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἀνάπαυσον τόν δοῦλο σου’.
Ἐρ.: Μέ αὐτά μπορεῖ νά βρεῖ ἀνάπαυση ἡ ψυχή;
Ἀπ.: Βέβαια. Σίγουρα. Μεγάλη ἀνάπαυση βρίσκει. Γι’ αὐτό τά κάνουμε. Ἀκόμα κι
ἄν προγεύεται τήν κόλαση, παίρνει μιά ἀναψυχή καί ἔχουμε πολλές τέτοιες
μαρτυρίες. Κυρίως ὅταν δίνουμε τά ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων νά μνημονευτοῦν
στή Θεία Λειτουργία, παίρνουν πολύ μεγάλη ἀναψυχή.
Ἐρ.: Πάτερ, ὅσον ἀφορᾶ αὐτό τό ζήτημα μέ τούς κεκοιμημένους, σέ προσφιλές μου
πρόσωπο πού κάναμε μνημόσυνα καί τόν μνημονεύαμε, εἶδα σέ ὄνειρο πολύ
ἐφιαλτικές καταστάσεις καί ἀπό τότε ἀποφεύγω νά τόν μνημονεύω. Τί συμβαίνει μ’
αὐτή τήν κατάσταση; Δέν εἶναι δεκτικό τό πρόσωπο;
Ἀπ.: Συμβαίνει ὅτι… δέν πρέπει νά προσέχουμε τά ὄνειρα. Τά ὄνειρα κατά βάση
εἶναι δαιμονικά ἤ ἀπό τή φύση μας. Ἀπό σκέψεις, λογισμούς τῆς ἡμέρας, φόβους,
ἀγωνίες πού ἔχουμε καί βγαίνουν τό βράδυ στά ὄνειρα. Εἶναι εἴτε ἀπό τή φύση μας,
εἴτε ἀπό τούς δαίμονες. Σπάνια εἶναι ἀπό τόν Θεό. Δέν εἴμαστε ἐμεῖς ἄξιοι νά ἔχουμε
τέτοιες ἀποκαλύψεις.
Ἐρ.: Αὐτοί πού καίγονται, χάνονται;
Ἀπ.: Αὐτοί πού καίγονται κάνουν μεγάλη ἁμαρτία καί φυσικά δέν κηδεύονται διότι
ἀπαξιώνουν τό σῶμα, τό ὁποῖο εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν κάψει κανείς
μία Ἐκκλησία, ἐλπίζει νά πάει στόν Παράδεισο; Πολύ περισσότερο σφάλλει, ὅταν
καίει τήν ἐκκλησία πού λέγεται σῶμα. Αὐτό λέει ἡ Ἐκκλησία, ὅτι δέν ἐπιτρέπεται νά
καῖς τόν ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού εἶναι τό σῶμα σου. Μέ ποιό δικαίωμα
ἀπαξιώνεις αὐτό τό δῶρο τοῦ Θεοῦ; Καί σίγουρα αὐτός πού ζητάει αὐτό τό πράγμα,
δέν εἶναι φωτισμένος καί θεραπευμένος. Ὑπάρχει περίπτωση νά ζεῖ κανείς ὅ,τι
εἴπαμε προηγουμένως καί νά θέλει νά καεῖ; Ἀποκλείεται. Ἀφοῦ τό σῶμα σου εἶναι ὁ
συνεργάτης σου, εἶναι ὁ φίλος σου, μέ αὐτό πάλεψες ἐναντίον τῶν δαιμόνων,
ἐναντίον τῶν παθῶν, θά τό κάψεις; Αὐτό πού σέ βοήθησε στή μετάνοια; Μ’ αὐτό
ἔκανες μετάνοιες, ἔκανες γονυκλισίες, ἔκανες νηστεῖες, βοήθησε τήν ψυχή σου νά
ἐκφράσει τή μετάνοιά της. Δηλαδή μετά ἀπό αὐτά θά τό κάψεις; Δέν εἶναι ἐχθρός τό

69
σῶμα μας, εἶναι συνεργάτης μας στή μετάνοια. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες λένε «δέν
εἴμαστε σωματοκτόνοι, εἴμαστε παθοκτόνοι». Δέν πρέπει νά καταστρέψουμε τό
σῶμα, οὔτε μέ τήν ἄσκηση γιά χάρη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό εἶναι πλατωνική ἀντίληψη, ὅτι τό σῶμα εἶναι σῆμα, δηλαδή τάφος τῆς ψυχῆς ἤ
φυλακή τῆς ψυχῆς. Ἔλεγε δηλαδή ὁ Πλάτωνας ὅτι πρέπει νά καταστρέψουμε τό
σῶμα γιά νά σωθεῖ ἡ ψυχή. Δέν εἶναι σωστά αὐτά. Αὐτά εἶναι εἰδωλολατρικά καί ἄν
τά πιστεύουν κάποιοι, πολύ ἀπλά εἶναι εἰδωλολάτρες καί γι’ αὐτό ἐπιθυμοῦν τήν
καύση. Ἕνας ὀρθόδοξος ποτέ δέν θά ζητήσει νά καεῖ.
Ρωτᾶτε ἄν ἔχει ἐλπίδα αὐτός πού ζητάει νά καεῖ. Ἄν δέν ἔχει κάνει ὅλα αὐτά πού
εἴπαμε, τί ἐλπίδα νά ἔχει; Ἀφοῦ τό λέει σαφῶς ἡ Ἐκκλησία «ἐν τῷ ᾽Ἄδη οὐκ ἔστι
μετάνοια», δέν μπορεῖς νά μετανοήσεις. Ἕνας πού δέν μετανοεῖ, δέν ἔχει κάθαρση,
δέν ἔχει πάει δηλαδή οὔτε στό πρῶτο θεραπευτικό σκαλοπάτι, δέν μπῆκε κἄν στό
νοσοκομεῖο δηλαδη, πῶς μπορεῖ νά σωθεῖ; Βλέπετε δέν ξέρουμε καί τί εἶναι σωτηρία.
Νομίζουμε ὅτι εἶναι κάτι τυχαῖο, κάτι μαγικό, ‘’νά βροῦμε κι ἐμεῖς μιά ἀκρούλα στόν
Παράδεισο’’. Τί θά πεῖ ‘ἀκρούλα’; Εἴτε στήν ἀκρούλα εἶσαι, εἴτε στή μέση, σώθηκες.
Τό θέμα εἶναι νά μπεῖς. Καί γιά νά μπεῖς πρέπει κατ’ ἀρχήν νά μετανοήσεις καί νά
προχωρήσεις στήν κάθαρση καί τουλάχιστον στόν μερικό φωτισμό, ἄν ὄχι στόν
πλήρη φωτισμό καί στή θέωση.
Ἐρ.: Πάτερ νομίζω ὅτι σήμερα οἱ ἀγωνιζόμενοι νιώθουν μιά ἱκανοποίηση. ‘’Ἁρκετά
ἀκούσαμε, μάθαμε κάτι, ἀπολαύσαμε ἐκεῖνο…’’, κάποιες δωρεές καί ἴσως κάποιες
μεγαλύτερες εὐλογίες. Πῶς μποροῦμε νά ἀπεγκλωβιστοῦμε ἀπ’ αὐτό;
Ἀπ.: Ἔχουμε μία αὐτάρκεια. Φοβερό πράγμα αὐτό. Πρέπει νά προσπαθοῦμε κάθε
στιγμή νά μετανοοῦμε. Νά τό πάρουμε στά σοβαρά. Ὅταν σταματήσει κανείς νά
ἀγωνίζεται, φτάσει σ’ ἕνα σημεῖο καί πεῖ ‘’καλά εἶμαι, φτάνει ὠς ἐδῶ’’, δέν
πρόκειται νά μείνει ἐκεῖ, ἀλλά θά πάει πίσω. Ὅταν μᾶς λέει ὁ Κύριος -μία ἀπό τίς
ἐντολές- «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄Θεσ. 5,17), λέγοντας μάλιστα καί
ὁλόκληρη παραβολή γιά αὐτό τό θέμα, τοῦ ἄδικου κριτοῦ καί τῆς χήρας, ποιός τό
κάνει αὐτό; Ἄν δέν τό κάνεις αὐτό, δέν σώζεσαι. Ὁπότε δέν δικαιολογεῖται
αὐτάρκεια. Γιά νά ἔχω αὐτάρκεια σημαίνει δέν ξέρω τίς ἐντολές ἤ δέν τίς τηρῶ.
Ποιός μπορεῖ νά πεῖ ὅτι κρατάει τόν νοῦ του συνέχεια στόν Θεό ἀδιάλειπτα; Καί
μόνο ἀπό αὐτό εἶσαι φταίχτης. Παίρνοντας μία μόνο ἐντολή. Ἄρα πῶς μπορεῖς νά
ἔχεις αὐτάρκεια; Ἀφοῦ παραβαίνεις σίγουρα μία ἐντολή. Καί ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος
εἶπε: «ὅστις πταίσῃ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (Ἰακ. 2,10), δηλαδή εἶσαι
παραβάτης ὄλων. Ἄρα δέν μπορῶ νά σταματήσω. Ἄν σταματήσω, εἶμαι παραβάτης.
Ὁπότε ἡ αὐτάρκεια πρέπει νά φύγει γιατί εἶναι ὀλέθρια. Ἀλλοίμονο ἄν πεῖ κανείς σέ
σχέση μέ τούς ἄλλους εἶμαι πολύ καλά. Ὁ Χριστός δέν εἶπε νά συγκρινόμαστε μέ
τούς ἄλλους, ἀλλά μέ τίς ἐντολές. Νά παίρνουμε ὡς καθρέφτη τόν νόμο τοῦ Θεοῦ,
ὄχι τί κάνουν οἱ ἄλλοι. Ἐπειδή οἱ ἄλλοι ἔχουν γίνει χειρότεροι ἀπό τά Σόδομα και τα
Γόμορρα, ἐμεῖς θά σωθοῦμε γιατί εἴμαστε λίγο καλύτεροι; Ὄχι βέβαια. Θά σωθοῦμε
ἄν μποῦμε στή διαδικασία τῆς κάθαρσης καί τοῦ φωτισμοῦ, πού σημαίνει συνεχής
προσπάθεια γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἀλλά μᾶς κοιμίζει ὁ διάβολος μέ αὐτό τό

70
τέχνασμα, ὅτι ἀφοῦ ἔχει πέσει τόσο χαμηλά ὁ μέσος ὅρος, εἴμαστε μιά χαρά. Γιατί
ἄλλαξε ὁ Χριστός τίς ἐντολές Του ἐπειδή ἔπεσε ὁ μέσος ὅρος; Ὄχι.
Ἐρ.: Δέν θέλω νά πέσω σέ ἱεροκατηγορία, μιλάω γενικά. Νομίζω ὅτι μεταξύ ἱερέων
καί μεταξύ μας ἀκόμα πρέπει νά ὑπάρχει μιά διάκριση, ἕνα κριτήριο. Ποιόν πρέπει
νά ἀκολουθήσουμε;
Ἀπ.: Αὐτό βέβαια εἶναι ὁλόκληρο θέμα πῶς βρίσκουμε τόν σωστό Πνευματικό. Ἐν
συντομία τά κριτήρια σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο εἶναι κατ’
ἀρχήν ἡ ζωή πού κάνει. Φυσικά χρειάζεται πολύ προσευχή γιά νά μᾶς δείξει ὁ Θεός
τόν κατάλληλο Πνευματικό, ἀλλά μετά θά ἔχεις καί τά κριτήρια αὐτά. Ὄχι ἁπλῶς
ἐπειδή φοράει ράσο, ἀλλά πῶς ζεῖ ὁ ἴδιος καί μάλιστα λέει ὁ ἅγιος Συμεών ἄν ζεῖ
ἀσκητικά, ἄν μιμεῖται τήν ζωή τῶν Ἀποστόλων. Μετά θά δεῖς καί τί λέει. Ἄν αὐτά
πού λέει εἶναι ὀρθόδοξα καί ὄχι αἱρετικά. Ἄν εἶναι «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα Πίστις»
(Ἰούδα 1,3). Θά δεῖς ἐπίσης ἄν ἔχει θεραπευμένα παιδιά. Πῶς εἶναι οἰ ἐνορίτες του,
τά πνευματικοπαίδια του; Εἶναι θεραπευμένοι; Ἤ εἶναι γεμάτοι ἄγχος καί
ψυχολογικά; Γιατί ἔχουμε καί τέτοιους ‘Πνευματικούς’ πού στέλνουν σέ ψυχολόγους
καί ψυχιάτρους. Τότε γιατί νά πᾶμε στόν Πνευματικό, γιά νά μᾶς στείλει σέ
ψυχολόγο; Δέν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά θεραπεύσει τήν ψυχή καί χρειάζεται
ψυχολόγο; Ἀκατανόητο! Κι ὅμως ὑπάρχουν τέτοιοι πού πολύ «ἀναπαύουν». Τέτοια
ἀνάπαυση νά λείπει. Εἶναι ἀνθρώπινη ἀνάπαυση αὐτή, ὄχι θεραπευτική παρέμβαση
καί θεραπεία ψυχῆς. Ἐκεῖ ἀνάπαυση στά πάθη ὑπάρχει γιατί ‘ἀναπαύουν’ καί τούς
ἐμπαθεῖς. ‘’Κάνε παιδί μου καί μιά προσευχή στό τζαμί, δέν πειράζει, πήγαινε καί
στόν Χριστό’’ ἤ ‘’τί πειράζει νά πᾶς καί στόν πολιτικό γάμο;’’. Ὁ Χριστός δέν τά
θέλει αὐτά γιατί ἐν ὀνόματι μιᾶς ψεύτικης ἀγάπης καί φιλανθρωπίας, τά ἐξισώνουμε
ὅλα. Ἕνα ἄλλο βασικό κριτήριο ἐπίσης εἶναι νά δεῖς καί ἐσύ ἄν θεραπεύεσαι στόν
Πνευματικό πού ἐπέλεξες. Ἄν πᾶς σέ ἕναν καλό γιατρό καί πάρεις τά φάρμακα πού
θά σοῦ δώσει, θά ἀρχίσει νά πέφτει ὁ πυρετός, θά ἀρχίσεις νά νιώθεις καλύτερα. Ὄχι
ἀνθρωπίνως, νά σοῦ ἀπενεχοποιήσει τήν συνείδησή σου, ἀλλά νά θεραπευτεῖς
πραγματικά καί νά ἀρχίσεις νά βλέπεις τό φῶς τοῦ Θεοῦ, νά βλέπεις δηλαδή νοερά
τόν Χριστό.
Καί αὐτά πού εἴπαμε πρίν γιά τίς χορωδίες καί τά κομπιούτερ, δέν τά ἀπορρίπτουμε
ὅταν γίνονται κατά Θεόν, ὄχι κοσμικά, ἀλλά μέ σωστό τρόπο. Ἀλλά εἶναι μόνο
εἰσαγωγικά, δέν πρέπει νά μείνουμε σ’ αὐτά. Ἕνας πού εἶναι τελείως ἄσχετος καί
ἀκούσει ὅτι ἔχει χορωδία, μπορεῖ νά πάει στήν Ἐκκλησία γιά τήν χορωδία. Ἐντάξει,
ἄς πάει. Ἀλλά μετά πρέπει νά τοῦ μιλήσουμε, νά τοῦ ποῦμε ὅτι ὑπάρχει καί κάτι
καλύτερο, κάτι ἀνώτερο, νά μπεῖ στήν θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐρ.: Ἤθελα νά ρωτήσω, πῶς μποροῦμε νά κρατήσουμε τήν εἰρήνη στήν καρδιά μας
ὅταν συμβαίνουν τραγικά πράγματα στή ζωή μας. Γιά παράδειγμα, ὅταν χάνουμε τόν
σύζυγό μας ἤ ὅταν μᾶς χωρίζει, ὅταν χάνουμε τήν ἐργασία μας ἤ ὅταν πεθαίνει τό
παιδί μας, πῶς μποροῦμε τότε νά μείνουμε ἀτάραχοι;
Ἀπ.: Τό εἴπαμε αὐτό. «Ὁ καρπός τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη» (Γαλ.
5,22). Τό ἄκουσες; Εἰρήνη. Ἔρχεται ἀπ’ ἔξω ἡ εἰρήνη; Ἀπό τά ἐξωτερικά γεγονότα

71
ἐξαρτᾶται ἡ εἰρήνη; Ἀπό τί ἐξαρτᾶται; Ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι στοιχεῖο τοῦ
καρποῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄρα, ὁ κόσμος νά χαλάει γύρω σου, ἄν ἐσύ ἔχεις τό
Ἅγιο Πνεῦμα στήν καρδιά σου, θά χάσεις τήν εἰρήνη σου; Δέν τήν χάνεις. Πότε θά
τή χάσεις; Ὅταν ἀρχίσεις νά βλέπεις γύρω σου καί ὄχι στόν Χριστό. Ὅπως τήν ἔπαθε
ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Δέν εἶχε φουρτούνα; Μεγάλη φουρτούνα εἶχε. Καί λέει
«Χριστέ μου νά περπατήσω καί γώ πάνω στά κύματα», «Ἔλα» τοῦ λέει ὁ Κύριος.
Ὅσο ἔβλεπε στόν Χριστό, περπατοῦσε πάνω στά κύματα. Ὅταν ἔχασε τήν ὅραση τοῦ
Χριστοῦ καί εἶδε τά κύματα, πῆρε δηλαδή τό βλέμμα του ἀπό τόν Χριστό, τότε ἔχασε
τήν εἰρήνη του, ταράχτηκε, δείλιασε ἀπό τόν δυνατό ἀέρα καί τά κύματα καί
βούλιαξε! Γι’ αὐτό βουλιάζουμε!
Ὅταν ἔχεις τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα σου δέν σέ πειράζει γιατί ξέρεις ὅτι καί ὁ θάνατος
τοῦ συζύγου καί ἡ ἀπώλεια τῆς ἐργασίας ἀπό τόν Χριστό ἦρθαν. Ὁ Χριστός εἶναι
Πατέρας καί εἶναι Πανάγαθος, μπορεῖ νά μοῦ δώσει κάτι λάθος ἤ κάτι κακό; Δέν
ὑπάρχει περίπτωση. Κάτι καλό μοῦ δίνει, κάτι ἀπελευθερωτικό. Κι ἄν τό δεῖς ἔτσι, θά
δεῖς μετά τί ὁρίζοντες σοῦ ἀνοίγονται! Ὡραιότατα πράγματα! Καί ὄχι μόνο δέν
παθαίνεις κατάθλιψη καί δέν καταλήγεις σέ ψυχολόγο καί σέ ψυχίατρο, ἀλλά
ἀνοίγεσαι σέ περιοχές ὑπέροχες. Καί θαυμάζεις πῶς μέσα ἀπό μία ἀπώλεια, βρίσκεις
τόσο ὡραῖα πράγματα.. Σέ ἀπελευθερώνει, σοῦ κόβει δεσμά. Ἄν δοκιμάσει κανείς,
θά καταλάβει.
Ἐρ.: Ἡ θέωση, ἄν κατάλαβα καλά, εἶναι νά μετέχεις στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἡ
κάθαρση τί εἶναι; Καί ὁ φωτισμός τί διαφορά ἔχει ἀπό τήν θέωση;
Ἀπ.: Εἴπαμε, κάθαρση ἀπό τά πάθη, ἀπό τίς ἁμαρτίες. Οὐσιαστικά εἶναι μετάνοια. Ὁ
φωτισμός εἶναι, ἄς ποῦμε, μιά πρώτη θέωση, μιά πρώτη δόση φωτός. Ὅταν ὁ
ἄνθρωπος καθαριστεῖ, δημιουργεῖται χῶρος μέσα του κι αὐτόν τόν χῶρο ἔρχεται καί
τόν καλύπτει ὁ Θεός. Ὅσο ὑπάρχουν τά πάθη, δέν ὑπάρχει χῶρος γιά τόν Θεό. Π.χ.
ἕνας πού ζηλεύει, τόν τρώει τό σκουλήκι ἀπό μέσα, δέν ἔχει χῶρο γιά νά μπεῖ ὁ Θεός.
Ἐκεῖ πού πάει νά κάνει ἕνα βῆμα, τόν φρενάρει, δέν μπορεῖ νά πάρει τό Φῶς. Πρέπει
νά φύγει ἡ ζήλεια, ὁ φθόνος, ἡ κακία, ἡ μνησικακία γιά νά δημιουργηθεῖ χῶρος νά
ἔρθει τό Φῶς. Καί τότε ἀμέσως ἔρχεται τό Φῶς, γιατί ὁ Θεός ποθεῖ νά ἔρθει μέσα
μας, ἀλλά τόν ἐμποδίζουμε ἐμεῖς μέ τίς ἐπιθυμίες μας καί τά πάθη μας.

72
1.Ποιοί εἶναι οἱ Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας

2.Περί νοερᾶς προσευχῆς


(Πατερική Θεολογία – 6ο Μέρος)

Συνεχίζοντας μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ τήν μελέτη μας στήν Πατερική Θεολογία τοῦ π.
Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη, θά ποῦμε σήμερα ποιοί εἶναι οἱ θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ὑπάρχουν οἱ θεολογικές σχολές καί αὐτοί πού ἀποφοιτοῦν ἀπό αὐτές καί παίρνουν
πτυχία θεολογίας, λέγονται θεολόγοι. Ἀλλά πραγματικοί Θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι μόνο ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν φθάσει στήν θεωρία. Καί τί θά πεῖ θεωρία; Θά πεῖ
φώτιση καί θέωση, δηλαδή θεοπτία. Ἀληθινοί θεολόγοι λοιπόν εἶναι οἱ θεόπτες,
αὐτοί πού ἔχουν δεῖ τόν Θεό, ὁπότε μποροῦν νά ἔχουν καί λόγο γιά τόν Θεό. Αὐτός
λέγεται θεολόγος που εἶδε τόν Θεό καί μπορεῖ νά μιλήσει γι’ Αὐτόν.
Ἀκριβῶς γιά αὐτόν τόν λόγο ἡ Ἐκκλησία μας τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου, τόν ἔχει δώσει
ἐπίσημα μόνο σέ τρεῖς: στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν
Θεολόγο καί στόν Ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο. Βεβαίως δέν σημαίνει ὅτι ἦταν οἱ
μοναδικοί πού ἔφθασαν στήν θεωρία καί στήν θεοπτία. Ὑπάρχουν πολλοί Ἅγιοι οἱ
ὁποῖοι ἔφθασαν στό ὕψος αὐτό, ἀλλά αὐτοί κατεξοχήν ἔφθασαν στήν θεοπτία,
μίλησαν γιά τόν Θεό καί φέρνουν τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου.
Ὅταν λέμε ὅτι ἔφθασε κάποιος σέ θεωρία, δέν πρέπει νά σκεφτόμαστε αὐτό πού
κάνουμε στό σχολεῖο διαχωρίζοντας τήν θεωρία καί τήν πράξη ἤ τίς θεωρητικές
ἐπιστῆμες, θεωρητικά μαθήματα, θεωρητική κατεύθυνση καί πρακτική κατεύθυνση.
Δέν εἶναι αὐτό. Ἀλλά εἶναι ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ. Στήν ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας, ἡ
θεωρία ἕπεται, ἀκολουθεῖ τήν πράξη, δέν προηγεῖται. Ἐνῶ συνήθως στίς φυσικές
ἐπιστῆμες, οἱ ἐπιστήμονες πρῶτα φτιάχνουν μιά θεωρία καί μετά προσπαθοῦν νά τήν
ἀποδείξουν μέ πειράματα, νά δοῦν ἄν ἰσχύει.
Στήν Θεολογία ἡ πρᾶξις εἶναι ἐπίβασις θεωρίας. Πρῶτα κάνουμε τήν πράξη, κάνουμε
αὐτά πού λέει ὁ Θεός, προσευχόμαστε νηστεύουμε, κάνουμε μετάνοιες, γονυκλισίες,
πηγαίνουμε στήν Ἐκκλησία, μελετοῦμε τήν Ἁγία Γραφή, κάνουμε ὑπακοή, κόβουμε
τό θέλημά μας. Ὅλα αὐτά λέγονται πράξεις. Ἀφοῦ τά κάνει ὅλα αὐτά ὁ ἄνθρωπος καί
τά ὁλοκληρώσει σέ ἕναν βαθμό, μετά φθάνει στήν θεωρία, πού εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ,
χάρις τοῦ Θεοῦ. Τότε λέμε ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος πλέον εἶναι φωτισμένος καί
θεωμένος μέ τήν Χάρη βέβαια τοῦ Θεοῦ καί ἄν θέλει ὁ Θεός.
Ἡ κατάσταση αὐτή τοῦ φωτισμοῦ εἶναι συνεχής, ὑπάρχει ἐν ἐνεργεία ὅλο τό
ἡμερονύκτιο, ἀκόμη καί κατά τόν ὕπνο. Τήν αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, καί μέσα στήν
καρδιά του ἀκούει τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει καί στήν Παλαιά Διαθήκη, στό
Ἄσμα Ἀσμάτων: «Ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἄσμα 5,2), δηλαδή
ἐγώ κοιμᾶμαι καί ἡ καρδιά μου προσεύχεται, ἀγρυπνεῖ, ἀδολεσχεῖ στόν Θεό. Αὐτή
εἶναι ἡ θεωρία, εἶναι ἡ φώτιση.

73
Ἐνῶ ἡ θέωση, πού εἶναι ἕνα σκαλοπάτι πιό πάνω, εἶναι μιά κατάσταση κατά τήν
ὁποία βλέπει κάποιος τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Βλέπει τό ἄκτιστο Φῶς, τήν ἴδια δόξα πού
εἶδαν καί οἱ μαθητές στήν Μεταμόρφωση. Ἡ κατάσταση αὐτή μάλιστα διαρκεῖ ὄχι
ὅσο θέλει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ὅσο θέλει ὁ Θεός.
Ἕνας φωτισμένος πού ἔχει τήν συνεχή νοερά ἀδιάλειπτη προσευχή μέσα του, μπορεῖ
νά μήν φθάσει ποτέ στήν θέωση. Ὁ Θεός πού τήν χαρίζει, κρίνει ἄν εἶναι ἀπαραίτητο
νά ὁδηγήσει ἕναν φωτισμένο στήν θέωση ἤ δέν εἶναι ἀπαραίτητο. Ὁ ἄνθρωπος πού
εἶναι σέ κατάσταση μερικοῦ φωτισμοῦ ἐπίσης σώζεται. Ἄν ὅμως κρίνει ὁ Θεός ὅτι
χρειάζεται, τοῦ δίνει καί τό ἀνώτερο, τό τέλειο, τήν θέωση.
Τό ὅτι δέν χορηγεῖ σέ κάποιον τήν θέωση, δέν ὁδηγεῖ κάποιον στήν θέωση, μπορεῖ νά
σημαίνει ὅτι ἔτσι, χωρίς αὐτή δηλαδή, θά εἶναι καλύτερα γιά τήν ψυχή του, διότι σέ
ἐναντία περίπτωση ἡ θέωση μποροῦσε νά τόν ἔβλαπτε π.χ. νά τόν ὁδηγοῦσε στήν
ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτό καί δέν τοῦ τήν δίνει καί τόν κρατᾶ στήν κατώτερη
κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ. Δηλαδή ὁ Θεός ὁδηγεῖ κάποιον στήν θέωση ὅταν δέν
κινδυνεύει πνευματικά καί ὅταν τοῦ εἶναι ἀπαραίτητο εἴτε γιά νά τόν στηρίξει, ἴσως
γιατί νοιώθει ὁ ἄνθρωπος ἀδύναμος πολύ, εἶναι καταβεβλημένος ἀπό τούς
πειρασμούς, ὁπότε γιά νά τόν στηρίξει τοῦ δίνει ὁ Θεός αὐτή τήν ἔκτατη δωρεά τῆς
θεώσης. Εἶτε γιά νά τόν ἐνδυναμώσει, εἴτε γιά νά τόν προετοιμάσει γιά κάποια
ἀποστολή, γιά μιά σπουδαία ἀποστολή, ἡ ὁποία χρειάζεται πολλή δύναμη, τοῦ δίνει ὁ
Θεός αὐτή τήν θεοπτία.
Γιά παράδειγμα, τόν Προφήτη Μωυσῆ πρίν τόν στείλει ὁ Θεός στήν Αἴγυπτο γιά νά
ἀναλάβει τήν ἡγεσία τοῦ Ἑβραϊκοῦ λαοῦ καί νά τόν βγάλει ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν
Αἰγυπτίων, τοῦ δίνει ἐμπειρία θεώσεως. Ποιά ἦταν; Ἡ Βάτος ἡ καιομένη καί μή
καταφλεγομένη. Ἡ βάτος πού καιγόταν, δηλαδή ἔβγαζε φλόγες, ἀλλά δέν
καταστρεφόταν. Ἔβλεπε σαν νά καίγεται, ἀλλά δέν ἦταν φωτιά, ἦταν τό ἄκτιστο
φῶς. Τοῦ μίλησε ὁ Θεός Λόγος. Αὐτός ἦταν πού τοῦ φανερώθηκε, ὁ Γιαχβέ τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης -γιά τόν ὁποῖο μιλοῦν καί οἱ Γιαχωβάδες- δέν εἶναι ὁ Θεός
Πατέρας. Ὁ Γιαχβέ εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος φανερώνεται καί στήν
Παλαιά Διαθήκη ὡς ἄσαρκος Λόγος. Στήν Καινή Διαθήκη φανερώθηκε ὡς ἔνσαρκος
Λόγος, ὡς Χριστός. Αὐτός φανερώθηκε καί στόν Μωυσῆ καί τοῦ μίλησε μέσα ἀπό
τήν βάτο στέλνοντάς τον στήν Αἴγυπτο γιά νά λυτρώσει καί νά ἐλευθερώσει τόν λαό
Του ἀπό τήν αἰχμαλωσία. Ὁ Θεός ἐνισχύει λοιπόν τόν Μωυσῆ δίνοντάς του αὐτή τήν
ἔκτακτη δωρεά τῆς θεοπτίας. Ὁ Μωυσῆς ἦταν τότε σέ ἡλικία 80 ἐτῶν καί
ἀναλαμβάνει αὐτή τήν πολλή δύσκολη ἀποστολή.
Ἐπίσης βλέπουμε πάλι στούς 12 Ἀποστόλους, πρίν τούς στείλει ὁ Χριστός στά ἔθνη,
νά τούς δίνει τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, στήν Πεντηκοστή. Γεμίζουν μέ Ἅγιο
Πνεῦμα οἱ Ἀπόστολοι καί τότε βγαίνει μέ θάρρος πολύ καί παρρησία ὁ Ἀπόστολος
Πέτρος καί κάνει τό πρῶτο κήρυγμα καί ἐκείνη τήν ἡμέρα πίστεψαν οἱ πρῶτοι τρεῖς
χιλιάδες ἄνθρωποι καί μπῆκαν στήν Ἐκκλησία.
Ἔτσι ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως δέν εἶναι αὐτόματη! Δέν μπορεῖ δηλαδή ἕνας
φωτισμένος νά τήν ἀποκτήσει, ἐπειδή θέλει νά τήν ἀποκτήσει. Ἔνας φωτισμένος

74
μᾶλλον ἀποφεύγει νά τήν ζητήσει ἀπό τόν Θεό. Δέν τήν ζητάει. Δέν ζητάει νά δεῖ τό
ἄκτιστο φῶς γιατί ἔχει ἀφεθεῖ ἐντελῶς στόν Θεό καί λέει ‘’ἄν θέλει ὁ Θεός, ἄν εἶναι
γιά τό καλό μου, ὁ Θεός ξέρει, ἄν πρέπει νά μοῦ τό δώσει. Δέν θά ἐκβιάσω ἐγώ τόν
Θεό’’.
Ὅταν ὅμως τήν ἔχει ἀνάγκη, τήν ἐμπειρία αὐτή τῆς θεώσεως, ὁ Θεός συγκαταβαίνει
καί τήν δίνει, τοῦ δείχνει δηλαδή τήν δόξα Του, τό ἄκτιστο φῶς Του. Αὐτή ἡ θέα τῆς
δόξης τοῦ Θεοῦ εἶναι καί ἡ πηγή τῆς μακαριότητος, πού θά ἔχουν οἱ σεσωσμένοι
στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θά βλέπουν αὐτό τό ἄκτιστο φῶς, τό ὁποῖο ἔχει μιά ἄρρητη
γλυκύτητα καί ὡραιότητα. Μία δόση αὐτῆς τῆς δωρεᾶς καί τῆς Χάριτος δίνει ὁ Θεός
καί σ’ αὐτή τήν ζωή. Γι’ αὐτό, ἡ θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τό ἄκτιστο φῶς, εἶναι μία
-θά λέγαμε- γεῦσις τοῦ Παραδείσου καί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία τήν ἔχει
ὁ ἄνθρωπος -ἐφ’ ὅσον τήν δώσει ὁ Θεός- καί σ’ αὐτήν τήν ζωή. Φυσικά, ἀφοῦ
προηγουμένως ἔχει φθάσει στόν φωτισμό καί ἔχει ἀποκτήσει τήν ἀδιάλειπτη νοερά
προσευχή.
Ἕνας ἀσκητής πού ζεῖ στήν ἔρημο, σέ ἀπομόνωση ἀπό τούς ἀνθρώπους, δέν ἔχει
καμιά ἀνθρώπινη παρηγοριά. Εἶναι γνωστό ὡστόσο πόσο ἀναγκαῖο εἶναι γιά τόν
ἄνθρωπο νά ἔχει κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο δίπλα του νά μιλάει ἤ ἔστω νά τόν βλέπει.
Ἕνας λοιπόν πού ἔχει ἀποκλεισθεῖ ἀπό μόνος του ἀπό αὐτή τήν ἀνθρώπινη
παρηγοριά καί ζεῖ μέ πολλές σωματικές στερήσεις γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός
γιά τήν ἀγάπη πού Τοῦ δείχνει, τοῦ δίνει αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Τότε ἐφ’
ὅσον αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει καθαρθεῖ καί ἐργασθεῖ πνευματικά, ἔχει ἤδη φθάσει
στόν φωτισμό, ἔρχεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί τόν παρηγορεῖ καί τοῦ χαρίζει τέτοιες
ἐμπειρίες θεώσεως.
Σέ ὅλους τούς βίους τῶν ἀσκητῶν, τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου καί
τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ ἀναφέρονται τέτοιες ἐμπειρίες. Ὁ Ἅγιος
Παΐσιος λέει ὅτι μιά νύχτα γέμισε τό κελί του φῶς, ὑπέρλαμπρο φῶς καί ὅταν κάποια
στιγμή βγῆκε ἔξω ἀπό τό κελί του -κρατοῦσε ἀκόμα αὐτή ἡ ἐμπειρία γιατί εἴπαμε
κρατάει ὅσο θέλει ὁ Θεός- καί εἶδε τόν ἥλιο, νόμιζε ὅτι ἔβλεπε τό φεγγάρι καί
ἀναρωτιόταν «δέν θά ξημερώσει σήμερα;». Ἐνῶ εἶχε ξημερώσει, ἦταν τόσο δυνατό
τό ἄκτιστο φῶς, πού ὁ ἥλιος, τό αἰσθητό φῶς δηλαδή, τοῦ φαινόταν σάν τό φεγγάρι.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πόσο λαμπρό εἶναι τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Εἶναι βεβαίως ἄλλου
εἴδους φῶς, δέν εἶναι ὑλικό φῶς, δέν εἶναι κτιστό, δηλαδή δημιουργημένο φῶς ἀπό
τόν Θεό. Εἶναι τό ἄκτιστο φῶς. Καί εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ. Αὐτό ὀνομάζουμε θέωση καί ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, αὐτή τήν θέα
τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τήν θέα τοῦ ἀκτίστου φωτός.
Ἕνας ἀληθινός ἀσκητής δέν εἶναι ποτέ μόνος του, ἀλλά τουλάχιστον ἔχει μέσα στήν
καρδιά του τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού προσεύχεται ἀδιαλείπτως μέσα του καί τοῦ κάνει
παρέα στήν φαινομενική μοναξιά του. Νά γιατί οἱ ἀσκητές μποροῦν καί μένουν
μόνοι τους. Ἄν πάει ἕνας ἄνθρωπος τοῦ κόσμου νά μείνει μόνος του θά τρελαθεῖ, δέν
μπορεῖ. Θά τρελαθεῖ πρῶτα-πρῶτα ἀπό τούς λογισμούς, ἀπό τούς φόβους, ἀπό τή
δειλία, ἀπό τά διάφορα τερτίπια, πού θά τοῦ κάνει ὁ διάβολος. Ὁ ἀσκητής νιώθει

75
αὐτήν τήν παρηγοριά μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή πού ἔχει, ἀκούει μέσα του τήν
φωνή τοῦ Θεοῦ καί ἔτσι θεραπεύει ὁ Θεός τήν φαινομενική μοναξιά του.
Αὐτή εἶναι ἡ κατάστασις φωτισμοῦ. Ὅταν ὅμως τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα κρίνει ὅτι
πρέπει, τότε τοῦ χαρίζει κατά διαστήματα καί τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, ὅταν
χρειάζεται καί ἐφ’ ὅσον εἶναι γιά τό καλό του, π.χ. γιά νά τόν δυναμώσει μετά ἀπό
μία δαιμονική ἐπίθεση. Τοῦ δίνει αὐτή τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου φωτός. Τό
βλέπουμε λχ. στόν βίο τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία εἶχε πάρα πολλές
μνῆμες ἀκάθαρτες ἀπό τήν προηγούμενη ζωή της. Εἶχε πολλούς πειρασμούς.
Ἔκλαιγε ὧρες ὁλόκληρες, μπορεῖ καί ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο καί μετά ἠρεμοῦσε ἀπό
τούς λογισμούς καί τούς πειρασμούς καί τήν ἔλουζε, λέει ὁ βίος της, τό ἄκτιστο φῶς.
Τῆς ἔδινε μετά ὁ Θεός αὐτή τήν παρηγορία τῆς θεώσεως γιά νά τήν δυναμώσει. Αὐτά
φαίνονται καθαρά στούς βίους τῶν ἁγίων.
Σ’ αὐτά λοιπόν τά δύο στάδια θεωρίας, στόν φωτισμό καί στήν θέωση ἔχουν φθάσει
οἱ θεολόγοι καί αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί θεολόγοι, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἁπλῶς
θεολογοῦντες. Ἐμεῖς δηλαδή πού δέν ἔχουμε αὐτές τίς ἐμπειρίες, ἁπλῶς θεολογοῦμε
καί τό πρόβλημα εἶναι ἄν θεολογοῦμε σωστά, ἄν μιλοῦμε σωστά γιά τόν Θεό.
– Ποιός εἶναι ὁ ἀσφαλής τρόπος γιά νά μιλοῦμε ὀρθά γιά τόν Θεό;
Εἶναι νά ἀκολουθοῦμε τούς ἀληθινούς θεολόγους. Γι’ αὐτό ὑπάρχει ἡ ρῆσις:
«ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες καί δέν
λέμε τίποτα δικό μας. Λέμε μόνο ὅτι εἶπαν αὐτοί πού ἦταν οἱ διαβεβηκότες ἐν
θεωρία. Οἱ διαβεβηκότες, αὐτοί δηλαδή πού πέρασαν στήν θεωρία, αὐτοί πού
ἔφθασαν στόν φωτισμό καί στήν θέωση. Εἶδαν τόν Θεό καί μποροῦν νά μιλήσουν γιά
τόν Θεό γιατί αὐτοί εἶναι οἱ ἀληθινοί θεολόγοι. Οἱ ὑπόλοιποι πρέπει νά ἀκολουθοῦμε
αὐτούς.
Γιά τόν λόγο αὐτό εἶναι λάθος ἡ ‘’μεταπατερική θεολογία’’, τό φροῦτο τῆς ἐποχῆς
μας, πού λέει ὅτι πρέπει νά ἀφήσουμε τούς Πατέρες γιατί εἶναι ξεπερασμένοι καί
δῆθεν μίλησαν γιά ἐκείνη τήν ἐποχή, σάν νά ἔκαναν φιλοσοφία καί κοινωνιολογία.
Σάν νά μή μιλοῦσε τόἍγιο Πνεῦμα μέσα ἀπό αὐτούς, ἀλλά μιλοῦσαν ἀπό μόνοι τους
καί στοχάζονταν! Ὄχι! Οἱ Πατέρες δέν μιλοῦσαν ἀπό μόνοι τους, οὔτε ἔκαναν
φιλοσοφία, ἀλλά μιλοῦσαν μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁπότε αὐτά πού
εἶπαν ἰσχύουν γιά πάντα. Γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν λέει ἄλλα σήμερα καί ἄλλα
αὔριο. Δέν ἀλλάζει. Ὁ Θεός εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος, ἀναλλοίωτος καί ἡ διδασκαλία
Του εἶναι ἀναλλοίωτη καί ἰσχύει πάντοτε.
Ἑπομένως δέν εἶναι σωστό αὐτό πού λένε ὅτι πρέπει νά προσαρμοστεῖ ἡ Ἐκκλησία
στούς σύγχρονους καιρούς καί στά σημερινά δεδομένα. Φυσικά καί ὄχι. Εἶναι σάν νά
λέμε ὁ Θεός νά ἀλλάξει σήμερα, ἐπειδή ἐμεῖς ἀλλάξαμε. Μά δέν ἀλλάξαμε! Δέν
ἄλλαξαν οἱ ἄνθρωποι! Οἱ ἄνθρωποι εἶναι οἱ ἴδιοι ἀκριβῶς ὅπως ἀπό τήν πρώτη
στιγμή πού πλάστηκαν ἀπό τόν Θεό. Ὅπως ἦταν ὁ Ἀδάμ καί οἱ ἀπόγονοί του, ἔτσι
εἴμαστε καί ἐμεῖς σήμερα. Ἄν ἄλλαζε ὁ ἄνθρωπος, θά ἐρχόταν πάλι ὁ Χριστός γιά νά
μᾶς δώσει μιά καινούρια θεραπευτική διδασκαλία. Δέν πρέπει λοιπόν νά
προσαρμοστεῖ ἡ Ἐκκλησία στούς καιρούς καί στόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος

76
πρέπει νά προσαρμοστεῖ στήν Ἐκκλησία, δηλαδή νά ἐκκλησιαστικοποιηθεῖ καί ὄχι
νά ἐκκοσμικευθεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ὑποστηρίζουν κάποιοι.
Οἱ μεταπατερικοί αὐτοί θεολόγοι λένε ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμε ἄσκηση σήμερα,
ὅτι εἶναι δύσκολο, ὅτι εἶναι ἀδύνατο. Νά κάνουμε μόνο μυστήρια. Προβάλλουν καί
διαστρέφουν τόν Ἅγιο Πορφύριο ὅτι τάχα ἦταν κατά τῆς ἄσκησης, κατά τῆς
ἐγκράτειας καί κατά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, ὅτι ἔλεγε ὅλα νά τά κάνουμε εὔκολα
καί σχεδόν μαγικά θά σωθοῦμε. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα. Ὁ ἅγιος
Πορφύριος ἔκανε πολλή ἄσκηση καί τό πνεῦμα του δέν ἦταν αὐτό. Ὅταν λέει νά
ἀγωνιζόμαστε ἁπλά καί ἁπαλά καί νά μήν κυνηγᾶμε τό κακό, δέν ἐννοεῖ νά μήν
ἀγωνιζόμαστε πνευματικά, ἀλλά νά μήν ὑποδουλωνόμαστε σέ ἕνα κυνήγι τοῦ κακοῦ
πού δέν ὠφελεῖ. Νά προσπαθοῦμε νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό. Ὅταν ἀγαπάει κανείς τόν
Θεό, τότε ἐλευθερώνεται αὐτόματα ἀπό τό κακό. Ὅμως γιά νά ἀγαπήσεις τόν Θεό,
πρέπει νά ἀγωνισθεῖς, πρέπει νά προσεύχεσαι, πρέπει νά τηρεῖς τίς ἐντολές, πρέπει νά
ἐγκρατεύεσαι, νά νηστεύεις κ.λ.π.
Ἔτσι λοιπόν δέν πρέπει νά ἀφήσουμε πίσω τούς Πατέρες ἤ ὅπως λένε νά ὑπερβοῦμε
τούς Πατέρες, νά πᾶμε μπροστά ἀπό αὐτούς. Οἱ Πατέρες εἶναι οἱ ἀληθινοί θεολόγοι
καί διδάσκουν αὐτά πού ἰσχύουν διαχρονικά καί γιά πάντα. Ἔχουν ἐμπειρία τοῦ
Θεοῦ. Ἡ γνώση τους δέν εἶναι φιλοσοφική, δέν εἶναι θεωρητική, δέν εἶναι
ἐγκεφαλική, δέν εἶναι ἕνας στοχασμός, ἀλλά εἶναι γνῶσις ἀπό τήν ἐμπειρία πού
ἔχουν. Τά ἔχουν ζήσει καί ἀφοῦ τά ἔζησαν, τά εἶδαν, τά ἄκουσαν καί τά ἔπαθαν, τά
ἔγραψαν, γι’ αὐτό καί ἰσχύουν πάντα. Ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ εἶναι καθαρά ἐμπειρική.
Δέν εἶναι γνῶσις μεταφυσική, δηλαδή ἀποτέλεσμα φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ.
Τό ἑπόμενο κεφάλαιο ἀσχολεῖται μέ τό θέμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τό ὁποῖο εἶναι
πολύ ἐνδιαφέρον. Εἴπαμε στό προηγούμενο μάθημα γιά τήν θεωρία καί τόν φωτισμό.
Αὐτός πού ἔχει φθάσει στόν φωτισμό εἶναι αὐτός πού ἔχει τήν ἀδιάλειπτη νοερά
προσευχή.
– Τί εἶναι ἡ νοερά προσευχή;
Ἡ νοερά προσευχή εἶναι μιά καθαρά ἐμπειρική κατάστασις. Δέν εἶναι μιά θεωρία ἤ
μιά φιλοσοφία. Οὔτε ἕνας ψυχίατρος μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ ὅτι ἡ νοερά προσευχή εἶναι
καθαρά ἐμπειρία. Ἡ διαφορά μας μέ τούς ψυχιάτρους θά ἦταν ὄχι στό γεγονός αὐτό
καθ΄ ἑαυτό, ἀλλά στήν αἰτία πού προκαλεῖ τήν νοερά προσευχή, ἡ ὁποία ἐμεῖς
γνωρίζουμε ὅτι εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἐπειδή οἱ ψυχίατροι κατά βάση εἶναι ἄθεοι,
δέν θά τό παραδεχθοῦν αὐτό, ὅπως δέν παραδέχονται καί τήν ὕπαρξη τῶν δαιμόνων
καί λένε ἔχεις ἄγχος, ἀνασφάλειες, φοβίες κ.λ.π. Ποιός τά δημιουργεῖ αὐτά; Ἔτσι
ἀπό τό πουθενά ἔρχονται; Ὑπάρχει αἰτία, καί εἶναι τό πονηρό πνεῦμα. Ἔλεγε ὁ ἅγιος
Πορφύριος τί ψυχολόγοι καί ψυχίατροι;
– Ποιός εἶναι ψυχίατρος;
Ὁ Θεός εἶναι ὁ Ψυχίατρος. Ὁ Ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Τί ξέρουν οἱ
ψυχίατροι ἀπό τήν ψυχή καί ἀπό τήν λειτουργία τήν ψυχική τοῦ ἀνθρώπου; Ἔλεγε
ἐπίσης ὅτι πίσω ἀπό ὅλα αὐτά τά λεγόμενα ψυχολογικά κρύβονται δαιμόνια.

77
Ὑπάρχει τό δαιμόνιο τῆς λύπης, ὑπάρχει τό δαιμόνιο τῆς ἀκηδίας, ὑπάρχει τό
δαιμόνιο τοῦ φόβου… Εἶναι δαιμόνια καί δημιουργοῦν αὐτές τίς καταστάσεις στούς
ἀνθρώπους. Τό δαιμόνιο τῆς λύπης δημιουργεῖ αὐτό πού σήμερα λέμε κατάθλιψη.
Εἶναι δαιμόνιο. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐξομολογηθεῖ, δέν ἐλευθερώνεται. Ὅσα χάπια κι
ἄν πάρει, δέν πρόκειται νά τοῦ φύγει ἡ κατάθλιψη. Ἁπλῶς θά ἠρεμήσει λίγο, θά
ναρκώσει κάπως τό νευρικό του σύστημα γιά νά μήν κάνει ἀνω-κάτω τό σπίτι του.
Ἄν τό θέμα αὐτό τεθεῖ ὐπ’ ὄψιν τῶν ἐπιστημόνων τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, π.χ.
ψυχολόγων, ψυχιάτρων, παθολόγων, βιολόγων κ.λ.π. σάν ἕνα φαινόμενο ἄξιο
παρατηρήσεως καί μελέτης –τό φαινόμενο τῆς νοερᾶς προσευχῆς- θά εἶναι
ὑποχρεωμένοι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἐφαρμόζοντες τήν ἐπιστημονική μέθοδο ἐρεύνης,
νά προβάλλουν ὑποθέσεις. Γιατί ἡ ἐπιστήμη γιά νά ἐξηγήσει ἕνα φαινόμενο κάνει
κάποιες ὑποθέσεις καί προσπαθεῖ μετά νά ἐπιβεβαιώσει, νά ἐπαληθεύσει αὐτή τήν
ὑπόθεση. Ἀλλά ἡ Ἐκκλησία δέν κάνει ὑποθέσεις, οὔτε πιθανολογοῦμε στήν
Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία ἔχουμε τήν κατατεθειμένη ἐμπειρία τοῦ φαινομένου, τούς
ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ζοῦν αὐτό τό φαινόμενο. Καί ποιό εἶναι αὐτό τό φαινόμενο;
Ἕνας, πού ἔχει νοερά προσευχή μέσα του, «ἀκούει» ὁ ἴδιος τήν προσευχή αὐτή νά
λέγεται μέσα στήν καρδιά του. Κυρίως ἡ νοερά προσευχή αὐτό εἶναι. Δέν κάνεις ἐσύ
δηλαδή, τήν νοερά προσευχή, ἀλλά τήν ἀκοῦς πού λέγεται μέσα σου ἀπό τό Ἅγιο
Πνεῦμα.
Ὁ Θεός τότε δίνει τά δῶρα Του, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπελπιστεῖ τελείως ἀπό τόν ἑαυτό
του, μέ τήν καλή ἔννοια, δηλαδή ὅταν πιστέψει ὅτι ἀπό μόνος του δέν μπορεῖ νά
κάνει τίποτα. Εἶναι ἀπαραίτητο ὁ ἄνθρωπος νά ταπεινωθεῖ ἄκρως. Ὅσο ὑπάρχει ἡ
παραμικρή ἰδέα ὅτι μέ τήν δική του προσπάθεια θά κάνει κάτι, ὁ Θεός δέν δίνει τά
δῶρα Του.
Διαβάζουμε στόν βίο τοῦ Γέροντα Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ, ὅτι παρακαλοῦσε πολύ
καιρό τήν Παναγία νά τοῦ χαρίσει αὐτή τήν χάρη τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ὁπότε
κάποια στιγμή, λέει, πού ἦταν τελείως ἀπελπισμένος ἀπό τίς δικές του δυνάμεις εἶδε
νά ἔρχεται μία ἀκτίνα, ἕνα φῶς ἀπό τήν Παναγία -ἦταν στό Ἅγιο Ὄρος καί ἔβλεπε
πρός τήν περιοχή πού λέγεται Παναγία- καί ἡ καρδιά του ἄρχισε ἀπό μόνη της, νά
λέει τό ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με’ σάν ἕνα μηχανάκι θά λέγαμε. Αὐτή εἶναι ἡ
νοερά προσευχή.
Εἶναι κι αὐτή δῶρο Θεοῦ καί μάλιστα τῆς Παναγίας. Ὑπάρχει αὐτή ἡ ἐμπειρία στήν
Ἐκκλησία μας ἀπό τούς ἀνθρώπους πού τήν ἔχουν ζήσει. Καί ὑπάρχει ἑκατοντάδων
ἐτῶν παράδοσις αὐτῆς τῆς πνευματικῆς καταστάσεως, καθώς τήν συναντᾶμε στούς
ἀνθρώπους αὐτούς τούς Ἁγίους σέ σειρά ἐτῶν. Ἀπό τούς ἁγίους ἔχει δοθεῖ μία
συγκεκριμένη ἑρμηνεία σ’ αὐτήν τήν πάραδοση τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί βάσει
αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει ὅτι ἡ νοερά προσευχή εἶναι μία
πνευματική ἐμπειρία. Δέν εἶναι μιά ψυχολογική ἐμπειρία, κάτι πού τό δημιουργεῖ ὁ
ἄνθρωπος μέσα του ἤ μιά αὐθυποβολή ἤ μία ὕπνωση, ἀλλά εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς
ἐπενεργείας, τῆς Χάριτος, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.
Κάποιοι ψυχολόγοι καί ψυχίατροι ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι μιά μορφή ὕπνωσης ἡ νοερά

78
προσευχή. Δέν εἶναι ὅμως αὐτό. Εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐπενέργειας τῆς Χάριτος τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Πότε ὅμως; Ὅταν ἡ καρδιά
καθαρθεῖ, τότε ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅσο ἡ καρδιά εἶναι γεμάτη μέ πάθη καί
ἁμαρτίες, δέν ἔρχεται, δέν πλησιάζει, δέν ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὄχι γιατί δέν
θέλει, ἀλλά ἐμποδίζεται ἀπό μᾶς γιατί ἐμεῖς δέν ἀγαποῦμε ὅσο πρέπει τόν Θεό, δέν
ποθοῦμε ὅσο πρέπει τόν Θεό, δέν ἔχουμε αὐτή τήν ἔνταση τῆς ἀγάπης καί τῆς
προσευχῆς πού χρειάζεται.
Αὐτή εἶναι μιά μακραίωνη παράδοσις, πού κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθεῖ τήν ὕπαρξή
της, διότι ὑπάρχουν πάρα πολλά συγγράμματα τῶν Πατέρων ἐπάνω στό θέμα αὐτό,
ἐκτός ἀπό ὅσα ἀναφέρονται γι’ αὐτήν στήν Ἁγία Γραφή. Στήν Παλαιά Διαθήκη:
«ἐγώ καθεύδω καί ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ» (Ἀσ.Ἀσ. 5,2). Πῶς ἀγρυπνεῖ; Μέ τήν
νοερά προσευχή. Ἀκούει ὁ πιστός μέσα στήν καρδιά του τό Ἅγιο Πνεῦμα πού
προσεύχεται. Ὑπάρχουν σήμερα ἄνθρωποι, πού ζοῦν ἀναμεταξύ μας, οἱ ὁποῖοι
γνωρίζουν ἀπό προσωπική τους ἐμπειρία, ἐπειδή τήν ζοῦν ἐνεργουμένη μέσα τους
τήν νοερά προσευχή, πού ἀκοῦν δηλαδή αὐτή τήν προσευχή μέσα στήν καρδιά τους.
Ὁπότε, ἐφ’ ὅσον αὐτοί οἱ ἐπιστήμονες ἀποδεχθοῦν αὐτήν τήν πραγματικότητα, μετά
θά πρέπει νά προβάλλουν τίς δικές τους ὑποθέσεις γιά νά ἐξηγήσουν τό φαινόμενο
αὐτό τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Βέβαια μεταξύ τους θά ὑπάρχουν καί μερικοί, πού θά
ποῦν ὅτι αὐτό εἶναι ἕνα ἐφεύρημα τῶν παπάδων, ἰδίως ἐδῶ στήν Ἑλλάδα! Θά ποῦν
ὅτι αὐτά τά λένε οἱ παπάδες, ὅτι εἶναι προϊόν τῆς φαντασίας τους. Μακάρι ὅμως οἱ
παπάδες νά ἠσχολοῦντο μέ τέτοια πράγματα ἐδῶ στήν Ἑλλάδα. Ἄλλοι τώρα ἀπό
αὐτούς τούς ἐπιστήμονες ἴσως ποῦν ὅτι αὐτό εἶναι ἕνα εἶδος ὑπνωτισμοῦ.
– Τί εἶναι ὁ ὑπνωτισμός ὅμως;
Οὐσιαστικά εἶναι μία ἐνέργεια τῶν δαιμόνων. Ὁ ὑπνωτιστής περνάει στόν
ὑπνωτιζόμενο δαιμονική ἐνέργεια. Μετά τό πονηρό πνεῦμα πού μπαίνει μέσα στόν
ἄνθρωπο τοῦ φέρνει διάφορες μνῆμες ἀπό τό παρελθόν καί μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά
ἀπαντάει σ’ αὐτά πού θά τόν ρωτάει ὁ ὑπνωτιστής. Εἶναι ὅμως πράγματα τά ὁποῖα
ὑπάρχουν. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά. Κοιτᾶξτε πῶς τό ἐξήγησε ὁ π. Ἰωάννης.
Εἶχα μία σχετική συζήτηση μέ γιατρούς, μάλιστα μέ καθηγητές Πανεπιστημίου, οἱ
ὁποῖοι ἔλεγαν ὅτι αὐτό, δηλαδή ἡ νοερά προσευχή, εἶναι ἕνα εἶδος ὑπνωτισμοῦ!
Ὅμως, ἔστω, ἄς εἶναι ἔτσι γι’ αὐτούς. Ἀλλά ἕνας ψυχίατρος εἶναι ὑποχρεωμένος νά
ἀσχοληθεῖ συστηματικά μέ τό θέμα αὐτό.
Σχετικά μέ τόν ὑπνωτισμό τώρα, ὁ ὁποῖος πράγματι εἶναι μία ἐμπειρία καί αὐτή,
ἀλλά δαιμονική ἐμπειρία. Ὁ ψυχίατρος ὅμως θά πρέπει νά μπορεῖ νά ἐξακριβώσει, ἄν
ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἕνα εἶδος ὑπνωτισμοῦ ἤ ὄχι. Ὁ ὑπνωτισμός μπορεῖ νά
ὁδηγήσει σέ παραίσθηση, νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος παραισθήσεις. Δηλαδή ἄλλα νά βλέπει
καί ἄλλα νά ὑπάρχουν στήν πραγματικότητα μπροστά του. Νά βλέπει ἄλλα ἀντ’
ἄλλων, πού σημαίνει ὅτι ἔχει ἀσυνταξία ὡς πρός τήν σωστή σύνθεση τῶν ἐμπειρικῶν
ἐντυπώσεων, πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν μνήμη του. Τέτοια παραίσθηση
δημιουργοῦν καί τά παραισθησιογόνα χάπια, τά LSD. Ἄλλο ὑπάρχει καί ἄλλο βλέπει.
Αὐτό ὅμως πού νομίζει ὅτι βλέπει πάλι ὑπάρχει, ἀλλά ἁπλῶς δέν ὑπάρχει μπροστά

79
του ἐκείνη τήν στιγμή. Τέτοια παραίσθηση μπορεῖ νά ἔχει κι ἐκεῖνος πού εἶναι στόν
ὑπνωτισμό ὅταν εἰσάγεται ἀπό τόν ὑπνωτιστή δαιμονική ἐνέργεια. Ὁπότε ὁ
ὑπνωτισμένος οὐσιαστικά τί ἔχει πάθει; Ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ πονηρό πνεῦμα. Ἡ
μέθοδος αὐτή εἶναι πολλή ἐπικίνδυνη. Φυσικά ποτέ δέν πρέπει νά τήν δοκιμάσετε,
διότι τήν προτείνουν καί αὐτή τήν μέθοδο, ὡς τάχατες ἰατρική θεραπευτική μέθοδο,
ὅπως καί τήν γιόγκα κ.λ.π. Ὅλα αὐτά εἶναι δαιμονικά πράγματα καί δέν πρέπει νά
συγκαταβαίνουμε σ’ αὐτά καί νά συγκατατιθέμεθα.
Ὅλα τά στοιχεῖα, πού συνθέτουν μία παραίσθηση, εἶναι παρμένα ἀπό τίς αἰσθήσεις.
Διότι ὁ ἄνθρωπος πού φθάνει σέ παραίσθηση, φθάνει σ’ αὐτήν, ὄχι διότι ἔχει χάσει
τήν ἐπαφή του μέ τά αἰσθητά, ἀλλά ἐπειδή ἡ μνήμη του ἔχει ἐκτροχιασθεῖ καί ἡ
σύνθεσις τῶν ἐντυπώσεων, πού γίνεται μέσα στό μυαλό του, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο
παρά μία ἀταξία στήν ταξινόμηση τῶν ἐντυπώσεων. Ἔχει ἔτσι σπασμένες εἰκόνες οἱ
ὁποῖες συντίθενται μέσα του ὅπως νά ’ναι μέ ἀποτέλεσμα νά προκαλοῦν μία
σύγχυση. Ὅλα αὐτά ὑπάρχουν στήν μνήμη του. Ἐπειδή ὅμως δέν λειτουργεῖ σωστά ἡ
μνήμη, δέν συντάσσονται σωστά μέσα στό μυαλό του οἱ ἐντυπώσεις.
Ἔτσι ἔχουμε τούς ἀνισόρροπους, καθώς καί αὐτούς πού ὀνειρεύονται στόν ξύπνιο
τους, τούς ὀνειροπαρμένους. Τά στοιχεῖα δηλαδή τῶν αἰσθήσεων, πού συνθέτουν μία
παραίσθηση, εἶναι ὑπαρκτά. Ἐκεῖνος, πού βρίσκεται σέ παραίσθηση μπορεῖ νά
βλέπει κάτι, πού δέν ὑπάρχει ἐκείνη τήν στιγμή μπροστά του, πού εἶναι ὅμως
ὑπαρκτό.
Δέν εἶναι κάτι πού δέν ὑπάρχει, ἁπλῶς ἐκείνη τήν στιγμή δέν βρίσκεται μπροστά του.
Αὐτός ὅμως ἐπειδή ἔχει παραίσθηση, τό βλέπει. Βλέπει λ.χ. ἕναν καλόγερο, τήν
κρεμάστρα δηλαδή, καί λέει εἶδα ἕναν παπά. Μπερδεύει τά πράγματα, ἐνῶ ἦταν
ἁπλῶς ἡ κρεμάστρα, λέει εἶδα ἕναν ἄνθρωπο μέσα στό δωμάτιο. Αὐτό εἶναι
παραίσθηση.
Ὅσον ἀφορᾶ στόν ὑπνωτισμό, ἐκεῖνος πού ὑπνωτίζεται μπαίνει σέ μία κατάσταση
κώματος, σάν δηλαδή νά βρίσκεται σέ κῶμα καί ἀφοῦ βρίσκεται σέ κωματώδη
κατάσταση, ἐνθυμεῖται πράγματα ἀπό τό παρελθόν καί ἀπαντᾶ στά ἐρωτήματα
ἐκείνου πού τόν ὑπνώτισε. Ὁπότε, σάν ὑπνωτισμένος πού εἶναι, πάλι δέν ἔχει ἐπαφή
μέ τήν πραγματικότητα.
Τί γίνεται στήν νοερά προσευχή; Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στήν νοερά προσευχή, δέν
ἔχουμε νά κάνουμε μέ κάτι ὑπαρκτό, πού ἔχει ἤδη κατατεθεῖ στήν μνήμη, τό ἔχει ἤδη
δεῖ στό παρελθόν καί τό ὁποῖο ἀνακαλεῖται ἀπό τήν μνήμη καί ἔτσι ὀνειρεύεται ὁ
ἄνθρωπος. Δέν συμβαίνει τό ἴδιο, ὅπως σέ μία παραίσθηση, πού βλέπει κανείς κάτι,
χωρίς ὅμως νά ὑπάρχει πράγματι γύρω του ἐκεῖνο πού βλέπει ἐκείνη τήν στιγμή, οὔτε
νά ὑποπίπτει στίς αἰσθήσεις του ἐκείνη τήν στιγμή. Στήν περίπτωση τῆς νοερᾶς
προσευχῆς ὅ,τι συμβαίνει στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ὅ,τι αἰσθάνεται ὁ
ἄνθρωπος, λαμβάνει χώραν ἐκείνην τήν στιγμή πού τό αἰσθάνεται. Δέν εἶναι μνήμη
τοῦ παρελθόντος, ἀλλά τό ζεῖ ἐκείνη τήν στιγμή. Συμβαίνει ἐκείνη τήν στιγμή.
Ἐνεργεῖται ἐκείνη τήν στιγμή καί ἐνεργεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν εἶναι μία
μνήμη δηλαδή ἀπό τό παρελθόν. Εἶναι μία ἐμπειρία τοῦ παρόντος. Αὐτή εἶναι ἡ

80
διαφορά ἀπό τήν περίπτωση τῆς ὕπνωσης καί τήν περίπτωση τῆς παραίσθησης.
Τό νά εἶναι ἐπίσης κανείς σέ ἐγρήγορση πνεύματος, πράγμα πού συμβαίνει κατά τήν
νοερά προσευχή, δηλαδή οὔτε ὑπνωτισμένος νά εἶναι, οὔτε νά βρίσκεται σέ
παραίσθηση, καί ταυτόχρονα νά βιώνει κάτι τό πολύ ξεκάθαρο μέσα του, μέσα στήν
καρδιά του, κάποιον ἄλλον, πού προσεύχεται μέσα του γιά λογαριασμό του
«στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. 8,26), τέτοιο πράγμα δέν συμβαίνει στόν ὑπνωτισμό.
Ἐνῶ στήν νοερά προσευχή αὐτό συμβαίνει. Κάποιος ἄλλος μέσα στήν καρδιά τοῦ
ἀνθρώπου προσεύχεται μέ ἀλάλητους στεναγμούς.
Κατά τήν νοερά προσευχή ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλήρη συνείδηση ὅτι κάτι οἰκεῖο πρός
τήν φύση του, κάτι πολύ δικό του, καί ἐνεργούμενο ἔσωθεν, ὄχι ὅμως ἀπό τόν ἴδιο,
λαμβάνει χώρα μέσα του, τό ὁποῖο ὄχι μόνο βιώνει ξεκάθαρα, ἀλλά ταυτόχρονα τό
παρατηρεῖ, καί τό ὁποῖο μπορεῖ ἑκούσια νά συμμετέχει. Νά προσεύχεται καί αὐτός
δηλαδή μέ ἰσοκράτημα -θά λέγαμε- τήν προσευχή πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα
του.
Τό βάρος τῆς ἀποδείξεως τῆς ἀληθείας αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας δέν ἀνήκει στούς
Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι τήν κατέχουν, ἀλλά στούς ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι τήν
ἀμφισβητοῦν ἤ θέλουν νά τήν ἐρευνήσουν. Ἄν πάλι οἱ ἐπιστήμονες δώσουν δική
τους ἑρμηνεία σ’ αὐτό τό φαινόμενο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, αὐτοί οἱ ἴδιοι θά πρέπει
νά ἀποδείξουν ὅτι ἡ δική τους ἑρμηνεία εἶναι ἡ σωστή ἑρμηνεία καί ὄχι αὐτή πού
δίνουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, δηλαδή ὅτι ἐνεργεῖ ὁ Θεός μέσα μας, μέσα στούς
ἀνθρώπους αὐτούς.
Διότι οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουν παράδοση αἰώνων τῆς ἑρμηνείας τῆς νοερᾶς προσευχῆς,
τῆς ὁποίας ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀδιαφιλονείκητος γιά τούς Ὀρθοδόξους. Καί στό
παρελθόν, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι πού βαπτίζονταν ἦταν μεγάλοι, φρόντιζαν νά εἶναι
πολύ κοντά σ’ αὐτή τήν ἐμπειρία ἤ καί νά τήν ἔχουν ἤδη ἀποκτήσει πρίν βαπτιστοῦν
ὡς μία ἐγγύηση τῆς πίστεως. Τό σύνηθες ἦταν νά βαπτιστοῦν καί σέ πολύ σύντομο
διάστημα μέ τήν χάρη τοῦ βαπτίσματος νά ἀποκτήσουν καί τήν νοερά προσευχή.
Ὁπότε μετά ἔπαιρναν τό Χρίσμα ὡς ἐπιβεβαίωση αὐτῆς τῆς κατάστασης. Τό
βάπτισμα συνήθως τό ἔπαιρναν τό Μεγάλο Σάββατο καί μετά ἀπό πενήντα ἡμέρες,
τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔπαιρναν καί τό Χρίσμα, πού ἀντιστοιχεῖ στήν θέωση
τῶν Ἀποστόλων. Γι’ αὐτό καί στά Λατινικά τό Χρίσμα λέγεται confirmation, δηλαδή
ἐπιβεβαίωση.
Μέ τό Χρίσμα ἐπιβεβαίωναν οἱ Χριστιανοί ὅτι εἶχαν τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή
στήν καρδία τους. Σήμερα πόσο ἔχουμε ξεφύγει! Ποιός τά ξέρει αὐτά τά πράγματα;
Ὅτι Χριστιανός σημαίνει νά ἔχεις τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή συνεχῶς μέσα
σου! Βαπτισμένος καί Χρισμένος, νά ἀκοῦς δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα πού
προσεύχεται μέσα στήν καρδιά σου.
Καί εἶναι αὐτή ἡ ἑρμηνεία ἀδιαφιλονείκητος, διότι δέν εἶναι ἑρμηνεία παρελθούσης
ἐμπειρίας, ἡ ὁπoία δέν μπορεῖ νά ἐξακριβωθεῖ ἤ νά ἐπαναληφθεῖ, ἀλλά εἶναι
ἑρμηνεία μιᾶς ζώσης, ἀληθινῆς, σημερινῆς ἐμπειρίας καί πραγματικότητος, πού
συνεχῶς ἐπαναλαμβάνεται καί συνεχίζεται καί παραδίδεται ἀπό γενεά σέ γενεά μέσα

81
στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μπορεῖ ὁ καθένας μας νά τήν ἔχει, ἐφ’ ὅσον ἐργασθεῖ
καί κάνει ὅπως μᾶς λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Εἶναι μιά ἐμπειρία, ἡ ὁποία μπορεῖ νά
ἐπαληθευθεῖ κάθε στιγμή ἀπό τόν καθένα μας ἐφ’ ὅσον εἶναι βαπτισμένος καί βέβαια
τηρεῖ ὅσα λέει ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἡ Ἐκκλησία στήν γλώσσα της, πού εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική γλώσσα, λέγει διά
στόματος τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Δέν μιλοῦμε μέ τήν ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλά μέ
τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», «…καί ὁ λόγος μου καί τό κήρυγμά μου οὐκ ἐν
πειθοῖς ἀνθρωπίνης σοφίας λόγοις, ἀλλ᾿ ἐν ἀποδείξει Πνεύματος καί δυνάμεως»
(Α΄Κορ. 2,4). Τί ἐννοεῖ μ’ αὐτό; Γιατί ὁ Ἀπόστολος ἀντιπαρατάσσει τήν δύναμη τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος μέ τήν σοφία τοῦ κόσμου τούτου; Διότι ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει γίνει
ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔχει δηλαδή ἔλθει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔχει
κατοικήσει μέσα στήν καρδιά του, αὐτός ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ζωντανά μέσα στήν
καρδιά του τήν δύναμη, δηλαδή τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἔτσι δέν
πείθεται ὅτι ἔχει γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό λόγια ἄλλων, οὔτε ἀπό
φιλοσοφικά ἤ θεολογικά ἐπιχειρήματα ἄλλων, ἀλλά γνωρίζει ὅτι εἶναι ναός τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος ἀπό ἄμεση καί προσωπική του ἐμπειρία· τό ζεῖ ὁ ἴδιος καί τό λέει,
διότι νιώθει, ἀκούει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού κάνει τόν παπά καί τόν ψάλτη
μέσα στήν καρδιά του. Δηλαδή εἶναι ἡ συμμαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στό
πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖνο τό πράγμα, πού δίνει στόν ἄνθρωπο αὐτόν τήν ἀπόλυτη
βεβαιότητα ὅτι ἔχει γίνει τό σῶμα του ναός τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἦλθε
καί σκήνωσε στήν καρδιά του.
Αὐτήν τήν κατάσταση περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λέγει: «Τό Πνεῦμα τοῦ
Θεοῦ κράζει μέσα στίς καρδιές μας τό ἀββᾶ ὁ πατήρ» (Γαλ. 4,6). Φωνάζει δηλαδή
μέσα μας τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπευθυνόμενο πρός τόν Πατέρα καί λέγει: «Πατέρα μου»!
Ἀββᾶ! Πατέρα μου»! Τό Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται στόν Θεό Πατέρα καί, τό πνεῦμα
μας συμμαρτυρεῖ στό Πνεῦμα τό Ἅγιο ὅτι εἴμαστε Ναός τοῦ Θεοῦ. Αὐτό λοιπόν, πού
περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι μία πραγματικότητα ἤ μία φαντασιοπληξία;
Πετοῦσε στά σύννεφα ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν τό ἔλεγε αὐτό; Ὄχι βέβαια, ἀλλά
τά ζοῦσε. Ἄν προσέξετε καλά σέ ὅσα λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό κεφ. 8 τῆς πρός
Ρωμαίους ἐπιστολῆς του, θά δεῖτε ὅτι μιλάει γιά πραγματική προσευχή στήν καρδιά
τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀλλά δέν εἶναι μόνο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πού μιλάει ἔτσι. Καί ὁ Δαυΐδ στούς
Ψαλμούς του μιλάει ἔτσι καί ἡ Παλαιά Διαθήκη μιλάει ἔτσι. Γι’ αὐτό βλέπουμε ἐδῶ
ποιός ἦταν ὁ λόγος πού οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοί, πού προητοιμάζοντο γιά τήν νοερά
προσευχή, πρῶτα ἀποστηθίζανε ὅλο τό Ψαλτήρι. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἤξεραν ἀπ’
ἔξω τούς 150 Ψαλμούς τοῦ Δαβίδ. Τό Ψαλτήρι τούς βοηθοῦσε νά ἐργασθοῦν μετά
τήν νοερά προσευχή καί νά ἀκοῦν τό Ἅγιο Πνεῦμα νά προσεύχεται μέσα στήν
καρδιά τους.
Αὐτήν τή μεγάλη σημασία εἶχε τό Ψαλτήρι γι’ αὐτούς· στό νά τούς βοηθήσει νά
ἐργασθοῦν τήν νοερά προσευχή. Δέν ξέρω πόσοι χριστιανοί σήμερα –ὄχι ξέρουν ἀπ’
ἔξω- ἔχουν διαβάσει ὁλόκληρο τό Ψαλτήρι. Τά παλιά χρόνια τό διάβαζαν ἐπάνω
στούς πεθαμένους πρίν τήν κηδεία. Καί σήμερα τό κάνουν.

82
Ἴσως τότε νά ἦταν ἡ μόνη φορά πού διάβαζαν ὁλόκληρο τό Ψαλτήρι. Τό διάβαζε ὁ
παπάς καί, ἄν εἶχε κοντά του κανένα ψάλτη, ἔβαζε καί τόν ψάλτη καί τό διάβαζε. Τά
παλιά χρόνια, γιά νά χειροτονηθεῖ κανείς Ἐπίσκοπος, ἔπρεπε νά ἀποδείξει ὅτι ἤξερε
ἀπ’ ἔξω τό Ψαλτήρι. Ὑπάρχει ὁ β’ Κανών τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γιατί νά τό
ἔχει ἀποστηθίσει; Διότι γιά νά γίνει κανείς Ἐπίσκοπος πρέπει τουλάχιστον νά εἶναι
φωτισμένος, ἄν ὄχι θεωμένος, νά ἔχει φθάσει στό τρίτο σκαλοπάτι. Ἀλλά γιά νά εἶναι
θεωμένος, πρέπει νά ἔχει ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή. Γι’ αὐτό ἤθελαν νά γνωρίζουν
τό Ψαλτήρι, γιατί τό Ψαλτήρι εἶναι προγύμναση, προστάδιο, προϋπόθεση τῆς νοερᾶς
προσευχῆς.
Στά Μοναστήρια διαβάζουν πολύ Ψαλτήρι, ἐπειδή τό Ψαλτήρι βοηθάει στήν νοερά
προσευχή. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί, ἀλλά καί σήμερα ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι, ἀντί
γιά τήν εὐχή ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με’, κάνουν νοερά προσευχή μέ τό
Ψαλτήρι. Λένε ἀπ’ ἔξω τούς Ψαλμούς. Ἀδιάλειπτα ἡ καρδιά τους ἀπαγγέλλει τό
Ψαλτήρι.
– Γιατί ἔπρεπε νά γνωρίζει ὁ Ἐπίσκοπος τό Ψαλτήρι;
Γιατί τό Ψαλτήρι εἶχε τόσο μεγάλη σημασία μέσα στήν Ἐκκλησία; Διότι τό Ψαλτήρι
ἔχει προσευχές σχετικές μέ τήν νοερά προσευχή. Διότι ἡ νοερά προσευχή στήν
Ἑβραϊκή παράδοση, στήν Προφητική παράδοση, ἀλλά καί στήν ἀρχαία Χριστιανική
παράδοση, γινόταν καί μέ τούς Ψαλμούς. Γι’ αὐτόν τόν λόγο λέει ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος «προσεύξομαι τῷ πνεύματι, προσεύξομαι καί τῷ νοΐ, ψαλῶ τῷ πνεύματι,
ψαλῶ καί τῷ νοΐ» (Α΄ Κορ. 14,15). Τό πνεῦμα ἐδῶ εἶναι ἡ καρδιά καί τῷ νοΐ εἶναι ὁ
νοῦς. Ψαλῶ τῷ πνεύματι, ψαλῶ καί τῷ νοΐ, θά ψάλω μέ τήν καρδιά μου, θά ψάλω καί
μέ τόν νοῦ μου, μέ τήν διάνοιά μου.
Ὁπότε ἡ νοερά προσευχή δέν εἶναι μόνο προσευχή μέ λόγια, ἀλλά εἶναι καί
ψαλμωδία, ψαλμός δηλαδή. Γι’ αὐτό ἔχουμε καί δείγματα ἀπό τήν Παράδοση ὅτι ἡ
νοερά εὐχή γινόταν καί μέ τούς Ψαλμούς. Ἕνα ἀπό αὐτά τά παραδείγματα εἶναι
ἐκεῖνο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Κασσιανοῦ, ὁ ὁποῖος διδάσκει νοερά προσευχή μέ
Ψαλμούς. Ὑπάρχουν ἀρκετές μαρτυρίες γι’ αὐτό τό πράγμα.
Στό «Ρουμάνικο Γεροντικό», πού ἔγραψε ὁ π. Ἰωαννίκιος Μπάλαν, ἀναφέρεται ἡ
περίπτωση ἑνός λαϊκοῦ Χριστιανοῦ, ὄχι μοναχοῦ ἤ παπά, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀδιάλειπτη
τήν νοερά προσευχή, ἀπαγγέλλοντας διαρκῶς Ψαλμούς.
Ὁπότε χρειάζεται καμμία φιλοσοφική ἀπόδειξις γι’ αὐτά τά θέματα, ἐφ’ ὅσον
ἐκεῖνοι, πού πιστεύουν καί ἔχουν φθάσει σ’ αὐτήν τήν κατάσταση τῆς νοερᾶς
προσευχῆς, ἔχουν μέσα τους αὐτήν τήν ἐμπειρία; Ὅταν ἐγώ σᾶς βλέπω κι ἐσεῖς μέ
βλέπετε, χρειάζεται καμιά ἀπόδειξη φιλοσοφική ὅτι ὄντως σᾶς βλέπω καί μέ βλέπετε;
Ἀφοῦ ἔχουμε τήν ἐμπειρία. Καί, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει αὐτή ἡ ἐμπειρία, σέ τί χρειάζεται ἡ
μεταφυσική; Ἡ φιλοσοφία δηλαδή πού ἀσχολεῖται μέ τά μετά-φυσικά, μέ τά
πράγματα πού δέν εἶναι στήν φύση. Αὐτή τήν λένε μεταφυσική. Εἶναι κομμάτι τῆς
Φιλοσοφίας.
Σέ τί χρειάζεται ἡ μεταφυσική; Σέ τί βοηθάει ἡ φιλοσοφία; Βοηθήθηκε ποτέ κανείς

83
οὐσιαστικά στήν ζωή του ἀπό καμμία φιλοσοφία στό νά ἀποκτήσει αὐτήν τήν
κατάσταση τῆς νοερᾶς προσευχῆς, πού ἐνεργεῖ ἀδιάλειπτα μέσα στήν καρδιά, ὥστε
νά γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ὄχι! Ἄλλα πράγματα ὁδηγοῦν σ’ αὐτή τήν
νοερά προσευχή.
Ὅταν κανείς δέν ἔχει τέτοια ἐμπειρία, ἀλλά θέλει νά τήν ἀποκτήσει, τότε πηγαίνει
καί διδάσκεται ἀπό τούς ἔχοντας τήν ἐμπειρία αὐτή. Ἡ ἐμπειρία αὐτή τῆς νοερᾶς
προσευχῆς εἶναι συνήθως -ἄν καί ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις- ἀπαραίτητη προϋπόθεσις γιά
νά φθάσει κάποιος στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, νά δεῖ κανείς τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, νά
ἀποκτήσει ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι ἀποκλειστικά δῶρο Θεοῦ, τό ὁποῖο ὁ Θεός
χαρίζει σέ ὅποιους θέλει, ὅταν θέλει καί γιά ὅσο θέλει καί δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν
ἀνθρώπινη προσπάθεια. Προϋπόθεσις ὅμως ὑπό συνήθεις συνθῆκες εἶναι τό νά ἔχει
κανείς τήν νοερά προσευχή, γιά νά φθάσει σ’ αὐτή τήν κατάσταση.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

84
1.Ποιός εἶναι ὁ φωτισμένος καί ὁ θεόπνευστος

2.Περί θρησκείας

3.Περί τῶν δύο πίστεων


(Πατερική Θεολογία – 7ο Μέρος)

Συνεχίζουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί σήμερα ἀπό τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π.
Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη τό θέμα τῆς ἐπιστημονικῆς μέθοδου τῆς Θεολογίας καί ποιός
εἶναι θεόπνευστος. Δηλαδή θά δοῦμε ποιά εἶναι ἡ σχέση τῆς ἐπιστήμης -ὅπως τήν
ξέρουμε- καί τῆς θεολογίας, καθώς ἐπίσης ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού τόν λέμε
θεόπνευστο. Τί θά πεῖ θεόπνευστος; Κάνει μιά σύγκριση ἀνάμεσα στόν ἐπιστήμονα
καί τόν πιστό ἄνθρωπο, τόν θεολόγο.

Ἡ θεολογία εἶναι μία θετική ἐπιστήμη καί ὄχι θεωρητική. Δέν εἶναι μία ἰδεολογία ἤ
ἕνα φιλοσοφικό σύστημα, ὅπου κάθονται οἱ θεολόγοι, σκέπτονται κάποια πράγματα,
τά συστηματοποιοῦν καί μᾶς τά δίνουν, ἀλλά εἶναι μία ἐμπειρία. Θεολόγος εἶναι
αὐτός πού ἔχει δεῖ τόν Θεό, πού βλέπει τόν Θεό καί συνεπῶς ἔχει γνώση τοῦ Θεοῦ
καί λόγο γιά τόν Θεό. Μπορεῖ δηλαδή νά μιλήσει γιά τόν Θεό. Ἄρα εἶναι ἕνας
ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος βασίζεται σέ δεδομένα ἀντικειμενικά θά λέγαμε, ἐμπειρικά καί
ὄχι κατασκευάσματα τῆς διανοίας του.

Τά δεδομένα αὐτά εἶναι κατ’ ἐξοχήν ὁ Θεός καί οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἔχουμε
πεῖ μποροῦμε νά μετέχουμε στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί νά γνωρίζουμε τόν Θεό
μέσα ἀπό τίς ἐνέργειές Του.
Ὅπως ἕνας ἐπιστήμονας, λ.χ. ἕνας ἀστροφυσικός, γνωρίζει τά ἄστρα μέσω τῶν
διαφόρων ἀστρονομικῶν ὀργάνων πού ὑπάρχουν, μπορεῖ νά ἔχει μιά ἐμπειρία τῶν
ἄστρων. Λέει ὁ π. Ἰωάννης: Ὅπως ὁ μαθητής πού ἐνδιαφέρεται γιά τήν ἀστρονομία,
διαβάζει ἀπό τά βιβλία του γιά τά ἄστρα καί μετά παρατηρεῖ τά ἄστρα στόν οὐρανό
καί ἀργότερα, ὅταν μεγαλώσει καί ἐπιθυμήσει νά τά μελετήσει καλύτερα καί νά τά
γνωρίσει ἀπό πιό κοντά, πηγαίνει στό Πανεπιστήμιο, ὁπότε τά μελετᾶ μέσα ἀπό τά
τηλεσκόπια, καί βλέπει ὅσα δέν ἔβλεπε μέ γυμνό μάτι, ἔτσι γίνεται καί στήν
πνευματική ζωή.

Ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά ἐτοιμάσει τούς ἀνθρώπους, ὥστε νά δοῦν τήν δόξα
τοῦ Θεοῦ, πού θά τήν δοῦν οὕτως ἢ ἄλλως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὡς φῶς καί ὄχι ὡς
φωτιά. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά τοῦ Παραδείσου καί τῆς κολάσεως. Μετά θάνατον,
κατά τήν Δευτέρα Παρουσία ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δίκαιοι καί ἄδικοι, καλοί καί κακοί,
θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Θά δοῦν τό φῶς τοῦ Θεοῦ, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία
φανερώθηκε στήν Μεταμόρφωση. Ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος,

85
τά δέ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς.

Βέβαια τό πῶς θά δοῦμε τόν Θεό στήν Δευτέρα Του Παρουσία θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τό
πῶς θά ἔχουμε ζήσει σ’ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή. Ἄν ζήσαμε σωστά καί ἐν μετανοία θά Τόν
δοῦμε -τήν δόξα τοῦ Θεοῦ- ὡς Φῶς γλυκύτατο, χωρίς ὅμως νά δοῦμε καί τήν οὐσία
Του, διότι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη. Ἐκεῖ πού μετέχει ὁ ἄνθρωπος εἶναι οἱ
ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί κατ’ ἐξοχήν τό φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν
ἔχει μετανοήσει, θά δεῖ τόν Θεό ὡς φωτιά καί ὄχι ὡς Φῶς.

Ἔτσι λοιπόν ἕνας Χριστιανός πού θέλει νά δεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, καί μία πρόγευση
αὐτῆς τῆς δόξας τήν ἔχει ὁ Χριστιανός ἀπό αὐτή τήν ζωή, ἐφ΄ ὅσον κάνει αὐτά πού
λέει ὁ Χριστός, θά πρέπει νά περάσει μέσα ἀπό ὁρισμένα στάδια ἐμπειριῶν καί
πνευματικῶν ἀναβάσεων. Ὅπως ὁ μαθητής γιά νά φθάσει νά γίνει ἀστροφυσικός
ἐπιστήμονας, περνᾶ ἀπό διάφορα σχολεῖα, ἀπό τό Δημοτικό, τό Γυμνάσιο-Λύκειο, τό
Πανεπιστήμιο καί πρέπει νά ἔχει ἐμπειρίες σχετικές μέ αὐτά πού τόν ἐνδιαφέρουν.

Τά στάδια αὐτά, ὅπως ἔχουμε πεῖ, διακρίνονται στήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί
στήν θέωση, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὡς Φῶς. Ἡ
πλήρης κατάστασις φωτισμοῦ ἐπέρχεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποκτήσει τήν ἀδιάλειπτη
νοερά προσευχή.

Σέ προηγούμενη σύναξη τέθηκε τό ἐρώτημα τί εἶναι φωτισμός; Φωτισμός εἶναι ὅταν


ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται μέσα στήν καρδία του καί μάλιστα στήν τέλεια μορφή
προσεύχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔχει συνεχή ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή. Ἀκούει
αὐτή τήν προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδία του. Καί τότε γίνεται
στήν κυριολεξία ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Λέμε βέβαια ὅτι μέ τό Βάπτισμα γινόμαστε ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πράγματι
γινόμαστε. Παίρνουμε τήν δυνατότητα νά γίνουμε ναός, ἀλλά στήν κυριολεξία
γινόμαστε, ὅταν φθάσουμε σ’ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ. Ἐκείνη τή στιγμή
πού βαπτίζεται τό βρέφος εἶναι σέ κατάσταση φωτισμοῦ καί θεώσεως, ἀλλά
δυστυχῶς ἀμέσως μετά ἀπενεργοποιεῖται ἡ χάρις, ὅπως λέει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος,
λόγω τῆς ἐκβολῆς τῆς κενοδοξίας τῶν γονέων στό παιδί. Αὐτό ὁ π. Παΐσιος τό ἔλεγε
μπάζωμα. Μπαζώνουν οἱ γονεῖς τό μικρό παιδί, τό βρέφος, μέ τά ἀπόβλητα τῆς
κενοδοξίας τους.

Τό μωρό δέν ἔχει βεβαίως ἁμαρτίες διότι δέν ἔχει ἀκόμη συνείδηση, δέν ἔχει τήν
ἐλεύθερη βούληση καί τόν νοῦ ἀνεπτυγμένο, ὥστε νά ἔχει ἐπίγνωση τῶν πράξεών
του, δέχεται ὅμως αὐτό τό μπάζωμα ἀπό τούς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι κατά κάποιο τρόπο
ἀκτινοβολοῦν καί φορτίζουν τό παιδί ἀρνητικά. Ὁπότε τό παιδί, ὅταν μεγαλώνοντας
ἀποκτήσει τήν δυνατότητα νά ἐκφραστεῖ, νά σκέπτεται, νά ἐνεργεῖ ἐλεύθερα, θά
βγάλει ἀπό μέσα του ὅ,τι κακό ἔχει συσσωρευτεῖ ἀπό τούς γονεῖς καί θά δουλέψει
πάλι κι αὐτό στήν κενοδοξία. Αὐτό ὅλο βέβαια, σκοτεινιάζει τόν νοῦ τοῦ βρέφους,

86
αὐτό τό μπάζωμα, καί δέν ἐνεργεῖ πλέον αὐτή ἡ κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς
θεώσεως μέσα στήν καρδία του. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ξαναφωτισθεῖ βγάζοντας
τά μπάζα καί ἐνεργοποιώντας αὐτή τήν δυνατότητα πού πῆρε στό Ἅγιο Βάπτισμα
τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως.

Ἑπομένως ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στόν φωτισμό μετά τήν κάθαρση, μετά τήν
καθυπόταξη δηλαδή τῶν παθῶν, τήν ἀποβολή τῶν παθῶν ἀπό τήν ψυχή, τήν
κάθαρση ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη, φθάσει στόν φωτισμό καί στήν πλήρη
κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ -γιατί καί στόν φωτισμό ἔχουμε στάδια- ὁ ἄνθρωπος
ἀποκτᾶ τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή, πού ἐνεργεῖ μέσα στήν καρδία του. Αὐτός ὁ
ἄνθρωπος εἶναι στήν κυριολεξία ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στήν ἐπιστήμη, στήν ὁποιαδήποτε θετική ἐπιστήμη, δέν ὑπάρχει κάποια ἀντίστοιχη
κατάσταση φωτισμοῦ, δηλαδή σάν ἰδιαίτερη καθοριστική ἐμπειρία. Μόνο ἡ
ἀντίστοιχη κατάσταση τῆς θεώσεως ὑπάρχει στίς θετικές ἐπιστῆμες, τηρουμένων
βέβαια τῶν ἀναλογιῶν. Ὅπως δηλαδή ὁ θεούμενος, δηλαδή ἐκεῖνος πού βρίσκεται σέ
κατάσταση θεώσεως, βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί ὁ ἐπιστήμονας βλέπει τό
ποθούμενο ἀντικείμενο, τό πρός παρατήρηση καί μελέτη μέσα ἀπό τά κατάλληλα
ὄργανα τῆς ἐπιστήμης του (π.χ. τηλεσκόπιο, μικροσκόπιο κ.λ.π.). Δηλαδή, μόλις
καταπιαστεῖ κανείς μέ μία φυσική ἐπιστήμη, φθάνει ἀμέσως στήν ὅραση τοῦ
ἀντικειμένου τῆς γνώσεώς του καί ἔρχεται μ’ αὐτό σέ ἄμεση ἐπαφή. Καί αὐτό θά
λέγαμε κατά κάποιο τρόπο εἶναι γιά τόν ἐπιστήμονα κάτι ἀντίστοιχο μέ τήν θέωση
γιά τόν πιστό. Ἡ θέωση εἶναι ὁ τελικός στόχος. Γιά τόν ἐπιστήμονα ὁ τελικός στόχος
εἶναι νά δεῖ, νά μελετήσει μέ τά κατάλληλα ὄργανα αὐτό πού τόν ἐνδιαφέρει.

Οἱ ἐπιστήμονες ἐμπνέονται ἀπό αὐτά πού παρατηροῦν. Ἔχουν μία ἔμπνευση,


χαίρονται καί ὁπωσδήποτε ἐπηρεάζονται καί μποροῦν καί νά διατυπώσουν, νά
κάνουν μελέτες καί θεωρίες ἐπάνω σέ αὐτά πού βλέπουν. Ὁ βιολόγος ἀπό τά ζῶα καί
φυτά πού παρατηρεῖ, ὁ μικροβιολόγος ἀπό τά μικρόβια πού βλέπει στό μικροσκόπιο
κ.λ.π. Ὁπότε ὁ μικροβιολόγος εἶναι, ἄς ποῦμε, μικροβιόπνευστος, ὁ ἀστρονόμος
ἀστρόπνευστος κ.λ.π. Ἐμπνέονται δηλαδή ὁ καθένας ἀπό τό ἀντικείμενο τῆς μελέτης
του. Ὁπότε ὁ θεολόγος -ὄχι ἐκεῖνος πού παίρνει ἕνα πτυχίο θεολογίας, ἀλλά ἐκεῖνος
πού ἀξιώνεται νά δεῖ τόν Θεό- τί πρέπει νά εἶναι κατά ἀντιστοιχίαν; Βέβαια
θεόπνευστος. Καί ποιός εἶναι ὁ θεόπνευστος; Εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος εἶδε τόν Θεόν.

Μετά ἐκεῖνος πού φθάνει στήν φώτιση γιατί λέγεται φωτισμένος; Διότι ἔχει τό
Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα του, πού τόν διδάσκει. Καί πῶς τόν διδάσκει; Μέ τήν νοερά
προσευχή. Προσεύχεται δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα στήν καρδιά του καί ἔτσι
τόν διδάσκει, τόν πληροφορεῖ δηλαδή σέ ὅ,τι χρειάζεται νά κάνει ἤ νά πεῖ. Γι’ αὐτό
βλέπουμε οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δέν σκέπτονται. Τούς ρωτᾶς: ‘’Πῶς τό εἶπες αὐτό;’’.
‘’Ὅπως μοῦ ἦλθε’’, σοῦ λέει. Πῶς τοῦ ἦλθε; Ποιός τοῦ τό δίνει νά τό πεῖ ἤ νά τό
κάνει; Τό Ἅγιο Πνεῦμα τό ὁποῖο προσεύχεται μέσα στήν καρδία αὐτῶν τῶν
ἀνθρώπων ἀδιάλειπτα καί τούς φωτίζει. Αὐτούς τούς λέμε φωτισμένους.

87
Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πληροφορεῖται κάθε στιγμή, ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ
γιά ὁ,τιδήποτε, ὅταν μέσα του ἐνεργεῖ ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή. Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ
Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ: ὅταν μιλῶ χωρίς νά προσεύχομαι, γίνονται λάθη. Οἱ
Ἅγιοι δέν εἶναι ἀλάνθαστοι. Ὅταν δέν προσεύχονται ἐσωτερικά στήν καρδία τους ἤ
γιά κάποιο λόγο σταματήσει αὐτή ἡ λειτουργία πού ἔχουν μέσα τους -φυσικά
σταματάει ἀπό ἁμαρτίες, ἀπό ἀμέλεια, ἀπροσεξία κτλ- τότε, λέει, γίνονται λάθη,
γιατί μιλοῦν μέ τήν διάνοια καί ὄχι μέ τήν καρδία. Δέν φωτίζονται ἀπό τό Ἅγιο
Πνεῦμα, ἀλλά σκέπτονται μέ τήν λογική καί ὁ ἄνθρωπος πολλές φορές σφάλλει, ὅταν
βασίζεται στήν λογική του.
Ἕνας λοιπόν φωτισμένος -πού σημαίνει ὅτι ἔχει ἀδιάλειπτη προσευχή μέσα στήν
καρδιά του- ξέρει κάθε στιγμή ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτός διδάσκεται ἀπό
τό Ἅγιο Πνεῦμα τί νά κάνει ἤ νά μήν κάνει, τί νά πεῖ ἤ νά μήν πεῖ. Ὁπότε ὁ δάσκαλός
του, τῆς προσευχῆς, καί τῆς ζωῆς του εἶναι τό ἴδιο τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Δηλαδή στήν
Θεολογία ὁ ἴδιος ὁ Θεός εἶναι καί τό ἀντικείμενο τῆς γνωστικῆς προσπάθειας τοῦ
ἀνθρώπου, ἀλλά καί ὁ δάσκαλος τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν ὁδηγεῖ πρός αὐτήν τήν
γνώση, τήν γνώση δηλαδή τοῦ Θεοῦ, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ θέα τοῦ
ἀκτίστου Φωτός.

Ὅπως εἴπαμε ὁ Θεός εἶναι Φῶς καί ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θέα τοῦ Φωτός αὐτοῦ.
Ἑπομένως, ποιά εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ καί ἀπό ποῦ μαθαίνουμε
γιά τόν Θεό; Ἡ ἀπάντηση, καί στό σχολεῖο ἀκόμα, ἦταν ὅτι εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ
ἱερά Παράδοσις. Αὐτό τό λένε οἱ Παπικοί. Εἶναι ὅμως σωστό αὐτό; Ποιά εἶναι ἡ
πηγή τῆς ἀποκαλύψεως; Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Δέν εἶναι ἕνα βιβλίο. Δέν εἶναι ἡ Ἁγία
Γραφή, οὔτε ἡ Ἱερά Παράδοσις. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἡ ζωντανή παράδοση, ὅπως τό
λέγαμε κι ἄλλη φορά, εἶναι αὐτή ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐμπειρική γνῶσις τοῦ Θεοῦ, ἡ
θέα δηλαδή τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Αὐτή ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πηγή τῆς
ἀποκάλυψης, ὁ ἴδιος ὁ Θεός πού μᾶς ἀποκαλύπτεται καί μᾶς γνωρίζεται. Βέβαια ἕνας
τέτοιος ἄνθρωπος τότε δέν εἶναι θρῆσκος ἄνθρωπος, ἀλλά ἕνας ἐπιστήμονας, θά
λέγαμε, θεολόγος. Καί ὅπως ἕνας ἀστρονόμος ἔχει ἀντικείμενο μελέτης τά ἀστέρια,
ἔτσι καί ὁ ἐπιστήμονας θεολόγος, ὁ ἀληθινά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἔχει ὡς ἀντικείμενο
μελέτης τόν ἴδιο τόν Θεό, τόν ὁποῖον γνωρίζει ὅλο καί περισσότερο. Καί ἡ γνῶσις
τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει τέλος, γιατί καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός δέν ἔχει τέλος.

Ἐπίσης στίς θετικές ἐπιστῆμες γιά νά φθάσει ἕνας φοιτητής ἐκεῖ πού θά φθάσει, δέν
θά πρέπει νά διδαχθεῖ ἀπό κάποιον τήν ἐπιστήμη του; Μόνο ἀπό τά βιβλία θά
διδαχθεῖ ἤ καί ἀπό ζωντανούς καί σωστούς ἐπιστήμονες; Θά πρέπει βέβαια νά
διδαχθεῖ καί ἀπό σωστούς ἐπιστήμονες. Θά πρέπει νά πάει σέ Πανεπιστήμιο καί νά
προσκολληθεῖ σέ ἕναν καθηγητή, πού γνωρίζει τό ἀντικείμενο τῆς γνώσεως πού
ἐνδιαφέρει τόν φοιτητή, ὅπως καί νά ἀποκτήσει μία πεποίθηση ὅτι πράγματι ὁ
καθηγητής του ξέρει ἀρκετά πράγματα γι’ αὐτό πού θέλει ὁ ἴδιος νά μάθει. Βέβαια ὁ
φοιτητής γνωρίζει ὅτι ὁ καθηγητής του δέν τά ξέρει ὅλα. Αὐτό τό μαθαίνει ἀπό τόν
ἴδιο τόν καθηγητή του, ὁ ὁποῖος, ἄν εἶναι συνεπής καί ἔντιμος, θά πρέπει νά

88
ἀποκαλύψει στόν φοιτητή του μέ σαφήνεια τί γνωρίζει καί τί δέν γνωρίζει ἐπάνω
στήν ἐπιστήμη του. Ὁπότε ὁ φοιτητής μαθαίνει ἀπό τόν καθηγητή του, τί δέν εἶναι
γνωστό ἀκόμη, καθώς καί τί εἶναι γνωστό ἐπάνω στήν ἐπιστήμη πού ἐπέλεξε.

Οἱ ἴδιοι οἱ ἐπιστήμονες ὁμολογοῦν ὅτι αὐτά πού ξέρουν σέ σχέση μέ αὐτά πού δέν
ξέρουν εἶναι περίπου 3%-4%, ἄν θυμᾶμαι καλά τό ποσοστό. Ἐλάχιστα πάντως.
Μαθαίνει ἐπίσης καί τήν μέθοδο ἤ τίς μεθόδους ἀποκτήσεως τῆς γνώσεως, δηλαδή
τήν μέθοδο ἐρεύνης, καθώς καί πῶς νά διακρίνει μεταξύ γνωστῶν καί ἀγνώστων, ὡς
καί χρησίμων καί ἀχρήστων γνώσεων, καθώς καί πῶς νά διευρύνει τό ἀντικείμενο
τῆς μελέτης καί γνώσεώς του μέ περαιτέρω ἔρευνα. Ὅταν λοιπόν ὁ καθηγητής του
εἶναι εἰλικρινέστατος καί τόν ἐνημερώνει γιά τό τί γνωρίζει καί τί δέν γνωρίζει καί
τοῦ διδάσκει τήν μέθοδο ἐρεύνης, τότε ὁ φοιτητής μπορεῖ καί ἐξελίσσεται σιγά-σιγά
καί ὁ ἴδιος σέ εἰδικό, ὅπως ὁ καθηγητής του, ἐπάνω στήν ἐπιστήμη του.

Θά ἀναρωτηθεῖ κανείς γιατί τά λέει αὐτά; Γιατί κάτι ἀντίστοιχο συμβαίνει καί στήν
πνευματική ζωή, τήν πνευματική ἐπιστήμη. Δέν πᾶς σέ ἕνα βιβλίο γιά νά μάθεις
θεολογία. Ἀλλά προσκολλᾶσαι σέ ἕναν ζωντανό φορέα, ὁ ὁποῖος ἔχει γνώσεις
πνευματικές καί στίς μεταδίδει.
Ἀπό ὅλα αὐτά βλέπει κανείς ὅτι ἡ ἐμπειρική μέθοδος ἐκμαθήσεως μιᾶς ἐπιστήμης,
ὅσον ἀφορᾶ στά οὐσιώδη θέματα μεθοδολογίας, ἀνταποκρίνεται πλήρως στήν
Πατερική μέθοδο θεογνωσίας, δηλαδή θεολογίας. Δηλαδή ὑπάρχει ἀντίστοιχα ἡ
ἐμπειρία καί ἡ μέθοδος τῆς ἐπιστήμης καί στή θεολογία. Ἐπίσης ὅτι ὁ φωτισμός εἶναι
μία ἐμπειρική κατάστασις, ὅπως καί ἡ θέωσις εἶναι ἐπίσης μία ἐμπειρική κατάστασις,
πού δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ μεταφυσική, δηλαδή μέ φιλοσοφικό στοχασμό.
Λέγαμε ὅτι ἡ μεταφυσική εἶναι ὁ κλάδος τῆς φιλοσοφίας πού ἀσχολεῖται μέ τά
πράγματα πού εἶναι μετά τά φυσικά, γι’ αὐτό καί λέγεται μεταφυσική. Ἀλλά πάλι
εἶναι στοχασμός, δέν βασίζεται πάνω σέ ἐμπειρία, σέ δεδομένα ἐμπειρικά. Ἡ
θεολογία δέν εἶναι αὐτό τό πράγμα. Δέν εἶναι μεταφυσική δηλαδή, ἀλλά εἶναι
ἐμπειρία. Ὁ φωτισμός εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς ἀδιάλειπτης νοερᾶς προσευχῆς μέσα στήν
καρδιά. Αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ καρδιά του συνεχῶς προσεύχεται καί τό Ἅγιο
Πνεῦμα πού εἶναι ἐκεῖ μέσα προσεύχεται.

Ἡ δέ μύησις στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, ὅσον ἀφορᾶ στήν μεθοδολογία, δέν
διαφέρει ἀπό τήν ἀντίστοιχη μύηση τῶν φοιτητῶν σέ ὁποιαδήποτε ἀπό τίς θετικές
ἐπιστῆμες. Γιά νά φθάσει κανείς στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, θά πρέπει νά πάει
νά προσκολληθεῖ σέ ἕναν πνευματικό πατέρα, ὁ ὁποῖος ἔχει ἤδη φθάσει στήν
κατάσταση αὐτή καί ὁ ὁποῖος θά εἶναι διατεθειμένος νά τόν διδάξει τήν μέθοδο τῆς
θεογνωσίας καί νά τόν βοηθήσει στήν πνευματική του ἀνάβαση. Ἔτσι
καταλαβαίνουμε αὐτή τήν ἀντιστοιχία τῆς θεολογίας καί ὁποιασδήποτε ἄλλης
ἐμπειρικῆς ἐπιστήμης.

Τό ἐρώτημα τώρα εἶναι: Ἡ θρησκεία ταυτίζεται μέ μία διδασκαλία περί τῆς


ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, καθώς καί μέ μία διδασκαλία περί ὑπάρξεως Θεοῦ γιά τήν

89
μέλλουσα ζωή;
Δηλαδή ἡ θρησκεία εἶναι μία διδασκαλία; Ὅλες οἱ θρησκεῖες οὐσιαστικά εἶναι τό
ἴδιο πράγμα, διδασκαλίες. Ἀλλά ἐδῶ εἶναι ἡ διαφορά μέ τήν Ὀρθοδοξία. Ἡ
Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μία θρησκεία, δέν εἶναι μία διδασκαλία, μία θεωρία ἁπλῶς γιά
τήν μέλλουσα ζωή ἤ τό πῶς ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι εὐδαίμων ἤ θά περάσει καλά μετά
θάνατον. Ἀλλά εἶναι μία ἐμπειρία, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπό αὐτή τή ζωή καί εἶναι ἡ
ἐμπειρία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἔχεις στέρεα θεμέλια.

Ἐνῶ οἱ θρησκεῖες δέν ἔχουν στέρεα θεμέλια, γι’ αὐτό καί πολλοί ἄνθρωποι σήμερα
δέν θρησκεύουν, γιατί τά θεμέλια τῆς θρησκείας εἶναι οὐσιαστικά ριζωμένα στήν
ἐπιθυμία πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος γιά εὐδαιμονία, δηλαδή στήν φιλαυτία, στό πάθος
αὐτό τῆς φιλαυτίας. Ὁ ἄνθρωπος νοιώθει τήν ψυχολογική ἀνάγκη νά ὑπάρχει
κάποιος Θεός ὁ ὁποῖος θά τόν δικαιώσει στήν ἄλλη ζωή, ἐπειδή εἶναι ἀδικημένος σ’
αὐτήν ἐδῶ τή ζωή. Πιστεύει σέ ἕναν τέτοιο Θεό κι ἀρχίζει νά θρησκεύει.
Δυστυχῶς αὐτό τό φαινόμενο τό βλέπουμε καί στήν Ὀρθοδοξία. Βλέπουν τήν
Ὀρθοδοξία σάν μιά θρησκεία χωρίς δηλαδή νά ἀναζητοῦν τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ,
ὅπως λέει καί ὁ π. Ἰωάννης. Πόσοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες καί γενικά ἀπό
ὅλους τούς Ὀρθοδόξους, ἄς ἀφήσουμε τούς ἄλλους τούς ἐκτός, ζητοῦν νά δοῦν τόν
ἴδιο τόν Θεό; Νά γνωρίσουν τόν Θεό; Ἤ πηγαίνουν ἀπό μία ψυχολογική ἀνάγκη νά
ἔχουν μία δικαίωση μετά τόν θάνατο ἤ τέλος πάντων γιά μιά καλή ζωή μετά
θάνατον;

Γι’ αὐτό πολλοί στήν Εὐρώπη πού διδάσκονται αὐτά τά πράγματα, στόν Παπισμό
κ.λ.π. ἔχουν καταλήξει στόν ἀγνωστικισμό. Τώρα καί ἡ ψυχολογία καί οἱ διάφορες
ἐπιστῆμες λένε ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου διότι ἔχει αὐτή τήν
ψυχολογική ἀνάγκη μέσα του στό νά ἔχει κάποιον προστάτη, κάποιον πού θά τοῦ
ἐξασφαλίσει μιά εὐδαιμονία μετά θάνατον. Ὁπότε ἔχουν κλονίσει αὐτά τά
ψυχολογικά θεμέλια τῆς θρησκείας.

Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως ἡ ἀληθινή ἔχει καμία σχέση μέ ὅλα αὐτά; Ὄχι, βέβαια! Ἡ
Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία. Δέν ἔχει σκοπό νά ἱκανοποιήσει αὐτή τήν τάση γιά
εὐδαιμονία τοῦ ἀνθρώπου ἤ νά καλύψει τίς ψυχολογικές του ἀνάγκες. Εἶναι ἡ
ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ, εἶναι οὐσιαστικά ὁ ἴδιος ὁ Θεός
πού ἐνεργεῖ καί τώρα καί ὁ Ὁποῖος δέν ἐξασφαλίζει μία μετά θάνατον εὐδαιμονία
στόν ἄνθρωπο μόνο, ἀλλά κυρίως ἐξασφαλίζει ἐδῶ καί τώρα στή γῆ τήν εὐδαιμονία
καί τήν μακαριότητα μέσω τῆς ἕνωσης μέ τόν Θεό. Διότι ἐδῶ πρέπει νά βρεῖ ὁ
ἄνθρωπος τήν μακαριότητα. Μᾶς τό λέει ξεκάθαρα ἡ πίστη μας ὅτι ἐν τῷ ἅδῃ οὐκ
ἔστι μετάνοια. Νά μήν περιμένουμε, ἐάν δέν βροῦμε ἐδῶ τόν Θεό, τό φῶς τοῦ Θεοῦ,
νά τό βροῦμε μετά θάνατον. Ἐδῶ πρέπει ν’ ἀλλάξουμε, νά μετανοήσουμε γιατί στόν
Ἅδη δέν ὑπάρχει μετάνοια. Μετά τόν θάνατον δέν μποροῦμε νά ἀλλάξουμε, νά
μετανοήσουμε.

Οἱ Νεοέλληνες θεολόγοι ὅμως ἀκολουθώντας τόν δάσκαλό τους, τόν Ἀδαμάντιο

90
Κοραή, ἔχουν μία μεταφυσική ἀντίληψη περί τοῦ θέματος αὐτοῦ. Εἴπαμε σχετικά μέ
τή μεταφυσική, ὅτι εἶναι μία φιλοσοφία: ναί, χρειάζεται καί ἡ θρησκεία γιατί
ὑπάρχουν κάποιοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι εὐαίσθητοι καί ἔχουν ψυχολογικές
ἀνάγκες, ὁπότε πηγαίνοντας στήν Ἐκκλησία καλύπτουν αὐτές τίς ἀνάγκες τους.
Πρέπει ἐπίσης νά ὑπάρχει καί δικαιοσύνη καί ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι δέν τήν βρῆκαν σ’
αὐτή τή ζωή, νά τήν βροῦν τουλάχιστον στήν ἄλλη ζωή. Ἡ θρησκεία αὐτά λέει,
ὁπότε τήν ἀκολουθοῦν καί καλύπτονται ψυχολογικά. Δυστυχῶς καί οἱ Ὀρθοδοξία
γίνεται πολλές φορές φιλοσοφία ἀντί νά εἶναι μία ἐμπειρία καί μία ἐμπειρική
ἐπιστήμη, πού ὁ ἄνθρωπος βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί θεᾶται τό ἄκτιστο Φῶς.

Ἔχουν ἀντιγράψει τήν μεθοδολογία τῶν Λατίνων καί τῶν Προτεσταντῶν αὐτοί οἱ
Νεοέλληνες διαφωτιστές καί ἔχουν ἀποκλίνει τελείως ἀπό τήν Πατερική παράδοση
τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ μέθοδος τῶν Λατίνων καί τῶν Προτεσταντῶν εἶναι ἡ ἐγκεφαλική
μέθοδος. Αὐτό ἔλεγε καί ὁ Βαρλαάμ -ὅταν ἦλθε στήν Ἑλλάδα καί τόν ἀντιμετώπισε
τότε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς- ὅτι μέ συλλογισμούς, μέ τήν διάνοια ὁ
ἄνθρωπος φθάνει νά γνωρίσει τόν Θεό. Εἶναι λάθος αὐτό. Ὁ Θεός δέν γνωρίζεται μέ
τήν λογική, οὔτε μέ τίς ἐπιστῆμες, οὔτε μέ τήν φιλοσοφία, οὔτε μέ τόν στοχασμό,
ἀλλά γνωρίζεται μέ τήν καθαρή καρδιά. Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, δέν
χρειάζεται νά σπουδάσεις φιλοσοφία, Ἀριστοτέλη, γιά νά γνωρίσεις τόν Θεό, ἀλλά
νά καθαρίσεις τήν καρδιά σου. Τό λέει ὁ ἴδιος ὁ Θεός: «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ
καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8). Ὅταν καθαρισθεῖ ἡ καρδιά, εἶναι
τό πρῶτο στάδιο πού εἴπαμε ἡ κάθαρση, μετά ἔρχεται ὁ φωτισμός. Ὁ φωτισμένος
ἄνθρωπος βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, βλέπει τόν ἴδιο τόν Θεό. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἀληθινά ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.

Στόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν δύο πίστεις. Ἡ μία πίστις εἶναι ἡ ἐγκεφαλική, εἶναι ἡ
λογική, εἶναι ἡ πίστις τῆς ἀποδοχῆς. Ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ ἀποδέχεται κάτι λογικά καί
πιστεύει σ’ αὐτό πού ἀποδέχεται. Ἀφοῦ τό λέει ἡ λογική του, τό ἀποδέχεται. Αὐτή
ὅμως δέν εἶναι ἡ πίστις πού δικαιώνει τόν ἄνθρωπο, γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ἐκ πίστεως δικαιοῦται ὁ ἄνθρωπος. Δέν ἐννοεῖ αὐτή τήν
πίστη.

Ὅταν ἡ Ἁγία Γραφή λέγει ὅτι ὁ ἄνθρωπος διά μόνης τῆς πίστεως σώζεται (Ἐφ. 2,8),
δέν ἐννοεῖ ἁπλῶς τήν πίστη τῆς ἀποδοχῆς, ἁπλῶς νά δεχθεῖς λογικά ὅτι ὑπάρχει
Θεός. Πρέπει νά ὑπάρχει Θεός, ἀλλά ἐννοεῖ τήν καρδιακή πίστη. Ἡ ἄλλη πίστις εἶναι
ἡ καρδιακή πίστις, ἡ πίστις τῆς καρδιᾶς. Καί ὅτι διότι δέν ὑπάρχει ἡ πίστις αὐτή στήν
λογική, δηλαδή στήν διάνοια, ἀλλά στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς. Καί εἴπαμε διά μέσω τῆς
καρδίας καί τοῦ νοῦ ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό.
Αὐτή ἡ πίστις τῆς καρδίας εἶναι δῶρο Θεοῦ, δηλαδή δέν θά τήν λάβει ὁ ἄνθρωπος, ἄν
δέν θελήσει ὁ Θεός νά τοῦ τήν χαρίσει, καί ὀνομάζεται ἐνδιάθετος πίστις. Θά πεῖ
κανείς: - Ὁ Θεός κάνει διακρίσεις; Δέν τήν δίνει σέ ὅλους; Τήν δίνει σέ αὐτούς πού
θέλουν. Σέ αὐτούς πού πραγματικά τήν θέλουν, χωρίς νά ἀναγκάζει ἤ νά ἐκβιάζει
κανέναν νά πιστέψει σέ Αὐτόν.

91
Αὐτήν τήν πίστη τῆς καρδίας, τήν ἐνδιάθετο πίστη, παρακάλεσε ὁ πατέρας τοῦ
σεληνιαζομένου νέου στό Εὐαγγέλιο τόν Χριστό νά τοῦ χαρίσει, λέγοντας: «Κύριε,
βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μάρκ. 9,24). «Βοήθησέ με στήν ἀπιστία μου. Δῶσε μου
αὐτή τήν πίστη». Εἶχε πάει τό ἄρρωστο παιδί του στόν Χριστό καί στούς
Ἀποστόλους, ἀλλά ἀμφέβαλλε. Εἶχε μία λογική ἀποδοχή ὄτι κάτι μπορεῖ νά γίνει, δέν
ἦταν μέ αὐτή τήν ἐνδιάθετο, τήν δυνατή, τήν ζωντανή πίστη στήν καρδιά του. Γι’
αὐτό εἶπε στόν Χριστό: «Ἐάν μπορεῖς νά κάνεις κάτι, κάνε το. Εἶπα στούς μαθητές
σου καί δέν ἔκαναν τίποτα». Σχεδόν ἀπογοητευμένος, ἄπιστος ἤ ἔστω ὀλιγόπιστος. Ὁ
Χριστός τόν ἤλεγξε λέγοντας: «Ἄν μπορεῖς ἐσύ νά πιστέψεις, τότε ὅλα εἶναι
δυνατά». Καί εἶπε τότε: «Δῶσε μου αὐτή τήν πίστη». Αὐτός βέβαια πίστευε λογικά·
δέν εἶχε ὅμως τήν βαθειά, τήν ἐνδιάθετο πίστη, πού εἶναι δῶρο Θεοῦ καί δίνεται
ὅπως εἴπαμε σ’ αὐτούς πού θέλουν καί τήν ζητοῦν. Ἡ ἐνδιάθετος πίστις ὅμως
προέρχεται ἀπό ἐμπειρία Χάριτος. Καί, ἀφοῦ εἶναι ἐμπειρία Χάριτος, τί μπορεῖ νά
εἶναι γιά τόν Ὀρθόδοξο ἡ ἐνδιάθετος πίστις; Εἶναι ἡ νοερά προσευχή. Αἰσθάνεται
δηλαδή ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν καρδία του τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή. Αὐτή
εἶναι ἡ ἐνδιάθετος πίστις.

Ὁπότε, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν νοερά εὐχή μέσα στήν καρδιά του, πού εἶναι ἡ
προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε ἔχει καί τήν ἐνδιάθετο πίστη καί διά τῆς
πίστεως μέσω τῆς προσευχῆς βλέπει ἀόρατα πράγματα. Γι’ αὐτό καί ὅταν συμβαίνει
τέτοιου εἴδους ὅρασις, λέγεται θεωρία. Θεωρία σημαίνει ὅρασις. Σημαίνει θεοπτία.
Μέσα ἀπό τήν θεωρία βλέπει ὁ ἄνθρωπος τά ἀόρατα, τά πνευματικά. Ἡ ὅρασις αὐτή
γίνεται γενικά μέ δύο τρόπους: Ἤ μέ τήν εὐχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν
καρδιά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει φθάσει ἀκόμη στήν θέωση, ὁπότε μπορεῖ καί
βλέπει, μέσω ὅμως τῆς προσευχῆς, ὁ ἕνας τρόπος εἶναι αὐτός ἤ -ὁ δεύτερος τρόπος-
βλέπει μέ τήν θέωση, κατά τήν ὁποία καταργεῖται αὐτή ἡ ἐνδιάθετος πίστις, καθώς
καί ἡ ἐλπίς καί μένει μόνον ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεόν ὡς δῶρο Θεοῦ.

Αὐτό ἐξ ἄλλου ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν λέγει: «ὅταν δέ ἔλθη τό τέλειον,
τότε τό ἐκ μέρους καταργηθήσεται» (Α΄Κορ. 13,10). Τό τέλειο εἶναι ἡ θέωση. Ὅταν
ἔλθει τό τέλειον, ἡ θέωση, βλέπεις πλέον τόν Θεό καθαρά, τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Τότε
δέν χρειάζεται νά πιστεύεις, καταργεῖται ἡ πίστις. Καταργεῖται καί ἡ ἐλπίδα, ἡ ἐλπίδα
εἶναι πάλι νά δεῖς τόν Θεό. Ἀφοῦ τόν βλέπεις, δέν χρειάζεται οὔτε ἡ πίστη, οὔτε ἡ
ἐλπίδα καί μένει μόνο ἡ ἀγάπη. Ἀλλά μέχρι νά φθάσεις στόν φωτισμό, χρειάζεται ἡ
ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ὁποία πάει μαζί μέ τήν ἐνδιάθετο πίστη.
Ὅταν προσεύχεται φανερώνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι πιστεύει στόν Θεό. Γιατί τί εἶπε ὁ
Θεός; Πότε Μέ ἀγαπᾶτε καί μέ πιστεύετε; Ὅταν τηρεῖτε αὐτά πού σᾶς λέω. Καί ποιά
εἶναι ἡ πρώτη ἐντολή πού μᾶς εἶπε; Νά Τόν ἀγαπᾶμε ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, καρδίας καί
διανοίας (Ματθ. 22,37).

Νά Τόν σκεπτόμαστε δηλαδή καί νά προσευχόμαστε συνέχεια. Ἔτσι φανερώνει ὁ


ἄνθρωπος ὅτι πιστεύει στόν Θεό, ὅτι ἐμπιστεύεται τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί τά τηρεῖ.

92
Ὅταν ὅμως ἐνεργήσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί φθάσει ὁ ἄνθρωπος στήν θέωση, τότε
καταργεῖται καί αὐτή ἡ πίστη. Ὅταν ἔλθει τό τέλειον καταργεῖται ἡ πίστις καί ἡ
ἐλπίδα καί μένει μόνο ἡ ἀγάπη. Καί ἡ ἀγάπη αὐτή εἶναι ἡ θέωσις. Στήν θέωση
καταργεῖται ἡ γνῶσις, καταργεῖται ἡ προφητεία, παύει ἡ γλώσσα, πού εἶναι ἡ νοερά
εὐχή καί μένει μόνον ἡ ἀγάπη. Γι’ αὐτό βλέπουμε τόση ἀγάπη στούς Ἁγίους, διότι
ἀκριβῶς ἔχουν φθάσει στή θέωση. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τα λέγει αὐτά πάρα πολύ
καθαρά καί ὡραῖα καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύουν πάρα πολύ σωστά
αὐτά τά θέματα.

Γιατί καταργοῦνται ἡ πίστις καί ἡ ἐλπίδα; Διότι ἡ πίστις καί ἡ ἐλπίς ἐξεπλήρωσαν
τόν σκοπόν τους, καί ἔφθασε ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει τό πιστευόμενο καί ἐλπιζόμενο,
δηλαδή τόν Θεόν, τόν Ὁποῖον τώρα γνωρίζει καί τόν Ὁποῖον τώρα μόνον ἀγαπᾶ,
ἀφοῦ Ἐκεῖνος πού βλέπει εἶναι ἡ ἀγάπη.
Αὐτό ἦταν τό σημερινό μας θέμα. Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό πού μᾶς δείχνει αὐτά
τά πράγματα καί ἄς μποῦμε στήν διαδικασία τῆς ἐφαρμογῆς. Διότι δέν ἀξίζει νά λέμε
πολλά καί νά μαθαίνουμε πολλά, ἀλλά κυρίως νά ζήσουμε αὐτά πού μᾶς καλεῖ ὁ
Θεός νά ζήσουμε. Νά μποῦμε στήν διαδικασία τῆς προσευχῆς, τῆς ἀδιάλειπτης
προσευχῆς, τῆς συνεχοῦς προσευχῆς. Δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι σήμερα δέν
προσεύχονται ἤ προσεύχονται ἐλάχιστα, πολύ ἀνεπαρκῶς καί ὄχι μέ τήν ἔνταση καί
τόν τρόπο πού πρέπει. Ἔτσι στεροῦνται αὐτή τήν κάθαρση κατ΄ ἀρχήν καί ὕστερα
βεβαίως τόν φωτισμό, γιατί, ἄν δέν περάσεις ἀπό τήν κάθαρση, δέν φθάνεις στόν
φωτισμό. Καί ὅταν λέμε κάθαρση ἐννοοῦμε τήν ἐκβολή ἀπό τήν καρδία ὅλων τῶν
λογισμῶν καί τῶν κακῶν, ἀλλά καί τῶν καλῶν. Νά μείνει μόνο ἡ ἀγάπη καί ἡ μνήμη
τοῦ Χριστοῦ.

Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά φωτίζεται καί τότε ἀρχίζει καί νά γνωρίζει τί πρέπει νά
κάνει. Ἀρχίζει νά φεύγει ἡ σύγχυση, αὐτό τό μπέρδεμα πού ἔχουμε, γιατί δέν
γνωρίζουμε τί πρέπει νά κάνουμε. Καί ἀναρωτιόμαστε, πρέπει νά τό κάνω αὐτό ἤ δέν
πρέπει; Δέν γνωρίζουμε ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί εἴμαστε μπερδεμένοι.
Πῶς θά τό μάθεις τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Πρέπει νά στό ἀποκαλύψει ὁ Θεός. Γιά νά
στό ἀποκαλύψει ὅμως, πρέπει νά βρίσκεσαι σ’ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ,
νά ἐνεργεῖ μέσα σου ὁ Θεός, τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅσο δέν εἴμαστε σέ αὐτή τήν
κατάσταση χρειαζόμαστε ἕναν Πνευματικό ὁδηγό πού θά μᾶς βοηθήσει. Γι’ αὐτό
εἶναι ἀναγκαῖο ὁ κάθε χριστιανός νά ἔχει Πνευματικό, ὁ ὁποῖος θά τόν βοηθήσει νά
περάσει αὐτά τά θεραπευτικά στάδια. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο προχωράει καί
ἐγκολπώνεται σιγά-σιγά καί μετέχει στόν Θεό. Γίνεται πράγματι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.

93
α.Περὶ ψυχῆς, περὶ σκέψεων καὶ νοημάτων στὸν
ἄνθρωπο β.Περὶ τοῦ βασικοῦ δόγματος τῆς πατερικῆς
παραδόσεως γ.Περὶ τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως
(Πατερική Θεολογία - 8ο Μέρος)

Αὐτά τά μαθήματα πού κάνουμε ἀπό τό βιβλίο Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου
Ρωμανίδου, εἶναι πανεπιστημιακές παραδόσεις καί ἴσως μερικά φαίνονται λίγο
δυσνόητα ἤ λίγο ἐγκυκλοπαιδικά. Ἀλλά θά διαπιστώσουμε πόσο ἐνδιαφέρον ἔχουν
καί γιά μᾶς, γιατί πολλά πράγματα μᾶς τά ἔχουν περάσει μέσω τῆς παιδείας, μέσω
τοῦ σχολείου καί εἶναι ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ὅμως θά λέγαμε ὅτι
πρέπει νά ἐκχριστιανισθεῖ. Διότι ἔχουμε ὑποδουλωθεῖ στήν Δύση τόσο πολιτισμικά,
ὅσο καί ἐθνικά τώρα, ἡ παιδεία μας ἔχει γίνει δυτική, ἀλλά ἀκόμα καί ἡ θεολογία μας
ἔχει ἐπηρεασθεῖ πάρα πολύ ἀπό τήν Δύση.

Ὅταν λέμε Δύση, δέν ἐννοοῦμε ἁπλῶς τά κράτη πού εἶναι στή Δύση, ἀλλά τόν
πολιτισμό τῆς Δύσης, ὁ ὁποῖος οὐσιαστικά εἶναι πολιτισμός τῆς αἵρεσης, γιατί ἡ
Δύση ἔχει πέσει στήν αἵρεση. Ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἄς λέγονται
Ρωμαιοκαθολική ‘ἐκκλησία’ ἤ Προτεσταντικές ‘ἐκκλησίες’ ἤ Εὐαγγελική ‘ἐκκλησία’
καί ἄλλα τέτοια.
Δυστυχῶς καί οἱ ἡγέτες μας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὑποδουλωθεῖ στόν Οἰκουμενισμό, τά
ὑψηλότατα κλιμάκια τῆς Ὀρθοδοξίας, μιλοῦν γιά ἐκκλησίες, χωρίς νά βάζουν
εἰσαγωγικά… Δηλαδή τίς ἀναγνωρίζουν κι αὐτές ὡς ἐκκλησίες καί συνεπῶς μέ ὀρθή
διδασκαλία. Δέν μπορεῖ ὅμως νά εἶναι ὀρθό τό filioque πού ἔχουν οἱ Παπικοί, γιατί
εἶναι ἀντίθετο μέ αὐτό πού ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι. Δέν μπορεῖ νά εἶναι καί τό
ναί καί τό ὄχι σωστά! Ἤ τό ναί θά εἶναι σωστό ἤ τό ὄχι. Παρ’ ὅλα αὐτά ὑπάρχει αὐτή
ἡ σχιζοφρένεια καί ὁ λαός μας ζεῖ σέ ἕνα μπέρδεμα, ὁπότε χρειάζεται νά κάνουμε
αὐτά τά μαθήματα, γιά νά ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα. Εἶναι ἀναγκαῖο λοιπόν
νά γνωρίζουμε πώς οἱ Φράγκοι, οἱ Δυτικοί, εἶναι οἱ Γερμανοί, εἶναι Γερμανικά φύλα,
τά ὁποῖα κατέλαβαν μέ τό ἔτσι θέλω, μέ τή βία καί τόν πόλεμο τήν Ὀρθόδοξη
Εὐρώπη, τήν ἐκλατίνισαν καί ἔγινε τό δημιούργημα πού ξέρουμε σήμερα, ὁ
Παπισμός. Πρός ἀντίδραση τοῦ Παπισμοῦ ἔγινε ὁ Προτεσταντισμός. Στήν
προσπάθειά του ὁ Λούθηρος νά διορθώσει δῆθεν τά λάθη τοῦ Παπισμοῦ, ἔκανε
περισσότερα λάθη, μέ ἀποτέλεσμα, νά ἀπομακρυνθεῖ ἀκόμη περισσότερο ἀπό τήν
Ὀρθοδοξία.
Οἱ Φράγκοι ἀκολούθησαν τόν Πλάτωνα, ἀκολούθησαν τήν ἀρχαία Ἑλληνική
φιλοσοφία καί μάλιστα στό θέμα περί ψυχῆς, λέει ὁ π. Ἰωάννης. Ἔτσι μέ τή χάρη τοῦ
Θεοῦ θά ποῦμε κάποια πράγματα, ὅσο γίνεται ἁπλά γιά νά τά καταλάβουμε καί θά
προσπαθοῦμε νά τά συσχετίζουμε μέ τήν σημερινή μας κατάσταση.
Οἱ Πατέρες ὅμως, προσέξτε, δέν ἀκολούθησαν τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, οὔτε τόν
Πλάτωνα στά θέματα αὐτά. Ὁ Πλάτωνας ἔλεγε γιά τήν ψυχή: ἡ ψυχή εἶναι δέσμια

94
τοῦ σώματος, εἶναι φυλακισμένη μέσα στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί θά πρέπει νά
σπάσει, νά διαρρηχθεῖ, νά καταστραφεῖ αὐτό τό σῶμα, ἡ φυλακή τῆς ψυχῆς, γιά νά
ἐλευθερωθεῖ ἡ ψυχή. Ἐνῶ αὐτό εἶναι ἀντίθετο μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, πού ἡ
ψυχή δέν ἔχει ὡς δεσμωτήριο τό σῶμα, ὡς φυλακή τό σῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή περιβάλλει
τό σῶμα, ζωογονεῖ τό σῶμα καί ἔχουν κοινό προορισμό νά θεωθοῦν καί ἡ ψυχή καί
τό σῶμα. Δέν εἶναι κακό τό σῶμα δηλαδή. Ὁ Πλάτωνας τό θεωροῦσε κακό, γι’ αὐτό
καί ἔλεγε ὅτι πρέπει νά καταστραφεῖ.
Ἡ Ὀρθοδόξη διδασκαλία μᾶς λέει ὅτι τό σῶμα εἶναι συνεργάτης τῆς ψυχῆς καί
ἐκφραστής τῆς ψυχῆς. Πῶς θά ἐκφράσει ὁ ἄνθρωπος τή μετάνοιά του παρά διά τοῦ
σώματος; Κάνουμε μετάνοιες, κάνουμε κομποσκοίνι, κάνουμε νηστεία, ὅλα αὐτά
εἶναι σωματικά πράγματα, μέ τά ὁποῖα ἐκφράζεται ἡ ψυχή. Ἄν καταστραφεῖ τό
σῶμα, τότε δέν ἔχει ἡ ψυχή μέσα ἔκφρασης. Ἕνας πού καταστρέφει τό σῶμα του,
θεωρεῖται ὡς αὐτοκτονών, εἴτε ἀμέσως, εἴτε ἐμμέσως. Ἄν δέν τρώει κανείς καί δέν
φροντίζει τήν ὑγεία του εἶναι ἐμμέσως αὐτοκτονών. Ἄν ἀπό τήν ἄλλη αὐτοκτονήσει
κανείς μέ ὅπλο κτλ εἶναι ἄμεση αὐτοκτονία. Καί τό ἕνα καί τό ἄλλο καταδικάζεται
ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Οἱ Φράγκοι λοιπόν κοντά στίς ἄλλες αἱρέσεις καί στίς ἄλλες πλάνες ἔχουν κι αὐτή
τήν πλάνη, ὅτι ἀκολούθησαν τήν ἀρχαία Ἑλληνική φιλοσοφία. Γι’ αὐτό ὅπως θά
δοῦμε ἀργότερα καί ἡ θεολογία τους εἶναι ἐγκεφαλική, εἶναι στοχαστική, εἶναι
οὐσιαστικά φιλοσοφία. Καί ὁ Βαρλαάμ πού εἶχε ἔλθει στή Θεσσαλονίκη, καί τόν
ἀντιμετώπισε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἦταν φιλόσοφος. Προσπαθοῦσε μέ τήν
φιλοσοφία νά βρεῖ τόν Θεό.
Ἐνῶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν κάνουν φιλοσοφία, δέν στοχάζονται, δέν προσπαθοῦν μέ
τή διάνοια, μέ τή λογική νά βροῦν τόν Θεό, ἀλλά καθαρίζουν τήν καρδιά τους καί
παθαίνουν τόν Θεό, παθαίνουν τήν θέωση. Δέν βρίσκουν τόν Θεό, ἀλλά ὁ Θεός τούς
βρίσκει. Τόν Θεό δέν τόν ἀνακαλύπτουμε, ἀλλά μᾶς ἀποκαλύπτεται.
Οἱ Πατέρες λοιπόν δέν ἀκολούθησαν τόν Πλάτωνα. Βέβαια αὐτό οἱ Νεοέλληνες, λέει
ὁ π. Ἰωάννης, δέν τό γνωρίζουν καί τόσο, διότι ἔχουμε ποτιστεῖ μ’ αὐτό τό πνεῦμα
τῆς ἀρχαιολατρίας ἀπό τό σχολεῖο ἀκόμα. Ὅλοι θυμόμαστε ἀπό τό δημοτικό σχολεῖο
πού μᾶς δίδασκαν κατά κόρον μυθολογία, γιά τόν δωδεκάθεο κ.λ.π. Γιατί αὐτά;
Ἦταν τυχαῖα; Ὄχι. Μᾶς τά πέρασαν οἱ Δυτικοί. Ὅταν ὑποτίθεται ὅτι
ἀπελευθερωθήκαμε, οὐσιαστικά σκλαβωθήκαμε μετά τό ’21 στούς Φράγκους καί
στήν Εὐρώπη, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἔφεραν καί τήν παιδεία τους, πού ἦταν
προσανατολισμένη στήν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἐνῶ ἐμεῖς εἴχαμε τήν Ὀρθόδοξη Παιδεία,
ἡ ὁποία εἶναι πολύ ἀνώτερη ἀπό τήν παιδεία τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας. Καί ὅμως ἦλθαν
αὐτοί καί μᾶς πέρασαν τό μήνυμα ὅτι ἡ ἐπιστροφή στήν ἀρχαία Ἑλλάδα εἶναι
πρόοδος. Δηλαδή βάλαμε ὄπισθεν καί λέγαμε ὅτι πηγαίναμε μπροστά καί ἐνῶ
ἤμασταν τόσα χρόνια μετά Χριστόν, μᾶς γύρισαν πίσω κι ἐμεῖς τό ἀποδεχθήκαμε.
Ἔχουμε τόν τέλειο νόμο τοῦ Χριστοῦ μας, τήν τελειοτέρα διδασκαλία πού συνοψίζει
τά πάντα, πού λέει: «Νά ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας» (Ματθ. 5,44), ἤ «Αὐτό πού
θέλετε νά σᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, νά τό κάνετε κι ἐσεῖς στούς ἄλλους» (Λουκ. 6,31).

95
Κανένας ἀπό τούς ἀρχαίους, οὔτε οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι δέν εἶχαν φθάσει
ποτέ νά λένε κάτι τέτοιο.
Ὁ Σωκράτης, πού τόν θαυμάζουμε τόσο πολύ, ἔχει δύο φανερώσεις στήν
προχριστιανική γραμματολογία. Ὑπάρχει ἕνας Σωκράτης πού λέει «στό κακό νά
ἀνταποδίδεις τό κακό καί στό καλό τό καλό». Μέχρι ἐκεῖ. Ὑπάρχει καί μία ἄλλη
ἀνώτερη θέση πού λέει «νά μήν ἀνταποδίδεις κακό στό κακό», ἀλλά μέχρι ἐκεῖ. Ὁ
Χριστός μᾶς λέει νά ἀνταποδίδουμε καλό στό κακό. Αὐτό εἶναι τό ὕψιστο.
Μᾶς εἶπαν λοιπόν οἱ Φράγκοι, ἀφῆστε τα αὐτά θά γυρίσουμε πίσω στούς ἀρχαίους.
Ἡ Ἀναγέννηση, ὁ Διαφωτισμός -πού οὐσιαστικά εἶναι διασκοτισμός- σέ γυρνοῦν
πίσω. Καί μᾶς γύρισαν πίσω, ἐνῶ ἐμεῖς θεωρήσαμε ὅτι προοδεύουμε καί
ἐκσυγχρονιζόμαστε καί ὅτι ἀνεβαίνουμε πνευματικά καί πολιτιστικά μέ τή συμβολή
αὐτή τῶν Φράγκων.
Ἔτσι λοιπόν σήμερα, λέει ὁ π. Ἰωάννης, μέ αὐτόν τόν μεγάλο θαυμασμό πού ἔχουν
γιά τόν Πλάτωνα καί τόν Ἀριστοτέλη, πού διδάσκονται στά σχολεῖα, ἔγιναν οἱ
Πατέρες γιά τούς Νεοέλληνες σάν χορευτές στό θέατρο, ὥστε καί αὐτοί νά χορεύουν
τόν χορό τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη! Ὑπάρχει καί σήμερα αὐτή ἡ πλάνη στή
δυτική θεολογία, ἀλλά καί στή δική μας θεολογία! Γιατί καί στή δική μας; Διότι οἱ
δικοί μας θεολόγοι δυστυχῶς γιά νά μορφωθοῦν -μᾶλλον γιά νά παράμορφωθοῦν-
πηγαίνουν στή Δύση νά σπουδάσουν, νά πάρουν τά μεταπτυχιακά καί τά διδακτορικά
καί μάλιστα στήν μήτρα τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τῆς αἱρέσεως στήν Τυβίγγη πού εἶναι
στή Γερμανία καί μετά ἔρχονται ἐδῶ καί γίνονται καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
καί μᾶς περνοῦν τά φῶτα τοῦ σκότους.. Σέ Ὀρθόδοξες Σχολές νά διδάσκονται
Προτεσταντικές Θεολογίες! Αὐτοί λοιπόν μᾶς λένε, ὅτι καί οἱ Πατέρες ἦταν
Πλατωνίζοντες ἤ Νεοπλατωνίζοντες, δηλαδή Φιλόσοφοι πού εἶχαν ἐπηρεαστεῖ ἀπό
τόν Πλάτωνα καί ἀπό τούς Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους.
Διότι πῶς ἀλλιῶς οἱ Πατέρες θά εἶναι μεγάλοι Πατέρες, γιά τούς Νεοέλληνες, -ἐδῶ
ὑπάρχει μιά λεπτή εἰρωνεία τοῦ π. Ἰωάννου- ἄν δέν εἶναι ὀπαδοί τῶν ἀρχαίων
Ἑλλήνων; Ἐνῶ ἀντιθέτως οἱ Πατέρες ἦταν πολύ ὀξεῖς στήν κριτική τους ἐναντίον
τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί τῆς Φιλοσοφίας.
Ἐδῶ στήν Ἑλλάδα τό μόνο κριτήριο μεγαλειότητος εἶναι τό ἄν εἶναι κάτι ἀπό τήν
ἀρχαία Ἑλλάδα! Ἄν εἶναι κάτι ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, εἶναι σπουδαῖο καί
μεγάλο, ἐνῶ δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα. Ναί μέν, ὑπῆρχε ἕνας σπουδαῖος πολιτισμός
στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀλλά δέν ἦταν ἡ κορυφή τοῦ πολισμοῦ ἡ Ἀρχαία Ἑλλάδα.
Βεβαίως γιά τήν πρό Χριστοῦ ἐποχή ἦταν, γιατί οἱ ἄλλοι βρίσκονταν σέ πολύ
χειρότερη κατάσταση. Ὑπάρχει ὅμως ὁ πολύ ἀνώτερος πολιτισμός, ὁ Ὀρθόδοξος, ὁ
ὁποῖος εἶναι τό ἀπαύγασμα καί τό δημιούργημα πού προκύπτει ἀπό τήν ὀρθόδοξη
ζωή.
Βέβαια προσέξτε, γιατί κι ἐδῶ ὑπάρχει ἕνα μπέρδεμα. Ὁ σκοπός τοῦ χριστιανοῦ δέν
εἶναι νά φτιάξει πολιτισμό, οὔτε ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ εἶχε ὡς σκοπό νά μᾶς δώσει
ἕναν ὀρθόδοξο πολιτισμό, ἀλλά ἦλθε νά μᾶς δώσει τήν ζωή, τήν ὄντως Ζωή, πού
εἶναι Αὐτός ὁ ἴδιος. Ὄχι νά φτιάξουμε τήν παροῦσα ζωή ὄμορφη καί καλή μέ

96
ἀεροδρόμια, πολυκατοικίες καί οὐρανοξύστες καί νά κάνουμε ἕναν τέτοιο πολιτισμό!
Δέν ἦλθε γι ’αὐτό καί φυσικά ὁ σκοπός δέν εἶναι αὐτός.
Εἶναι γνωστό ὅτι αὐτοί πού ξεκίνησαν ἕναν τέτοιο πολιτισμό ἦταν αὐτοί πού
βρίσκονταν μακριά ἀπό τόν Θεό. Καί ποιοί ἦταν αὐτοί; Οἱ ἀπόγονοι τοῦ Κάιν. Αὐτοί
ἦταν οἱ πρῶτοι πού δημιούργησαν πολιτισμό. Τά παιδιά τοῦ Κάιν, μέ ἀποκορύφωμα
τῆς πλάνης τους τόν Πύργο τῆς Βαβέλ, πού ἦταν ἕνα μεγάλο, ὕψιστο τεχνικό
ἐπίτευγμα. Θέλησαν νά φτιάξουν ἕναν πύργο καί νά φθάσουν στόν Οὐρανό!
Παρενέβη τότε ὁ Θεός, γιατί ἦταν ὑπερηφάνεια αὐτό καί ἔγινε ἡ σύγχυση τῶν
γλωσσῶν.
Σήμερα ὅμως, ἐπειδή ἔχουμε τέτοια μπερδέματα μέσα μας, καί τά περνᾶμε καί στά
παιδιά μας, ὀνομάζουμε πολιτισμό ἀκόμη καί τό ποδόσφαιρο ἤ τήν κοσμική μουσική
κ.λ.π. καί ὅλες αὐτες τίς ἀγριότητες πού βλέπουμε καί νομίζουμε ὅτι εἶναι τό ἅπαν.
Ἔτσι χάνουμε τήν Ὀρθόδοξη παιδεία αὐτή τήν ἀποκάλυψη, τήν κάθαρση, τόν
φωτισμό, τήν θέωση πού μπορεῖ νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος καί μένουμε σάν τίς κότες στά
χαμηλά, ἐνῶ εἴμαστε ἀετοί καί μποροῦμε νά πᾶμε στά αἰθέρια.
Ὅ,τι λοιπόν προέρχεται ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα θεωρεῖται πολύ σπουδαῖο στούς
σύγχρονους Νεοέλληνες. Γι’ αὐτό καί ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν -τώρα τήν
κατήργησαν τελείως– ἐδῶ στήν Ἑλλάδα ἔχει πάρει αὐτήν τήν μορφή πού ἔχει, ὅτι
δηλαδή οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες εἶναι συνεχιστές τοῦ μεγάλου Ἑλληνικοῦ πνεύματος τῆς
ἀρχαίας Ἑλλάδας! Γι’ αὐτό τήν εἶχαν καθιερώσει τήν ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.
Ἄν ὅμως διαβάσει κανείς τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, τόν Μεγάλο Βασίλειο, τόν Ἰωάννη
Χρυσόστομο καί τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο, καί πρό παντός τόν ἱερό Χρυσόστομο,
θά δεῖ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνέχεια ἐπικρίνει τούς ἀρχαίους
Ἕλληνες. Τούς κρίνει καί τούς ἐπικρίνει συνεχῶς.
Ὁ Χρυσόστομος εἶναι μεγάλος «ὑβριστής» τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Γιά τόν
Χρυσόστομο δηλαδή τό ὄνομα Ἕλληνας, πού εἶχε καταλήξει νά σημαίνει
εἰδωλολάτρης –αὐτό σημαίνει Ἕλληνας- εἶναι μία βρισιά καί τίποτε ἄλλο. Ἀλλά καί
ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅπως καί ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης δέν πᾶνε πολύ πίσω στό θέμα
αὐτό. Αὐτοί, ὡς Καππαδόκες πού ἦταν, εἶχαν ἄλλη παράδοση. Εἶχαν τήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση. Ὁ Χριστιανισμός ἐμφανίσθηκε σέ μία ἐποχή πού κυβερνοῦσε ἡ
εἰδωλολατρία καί μεταξύ τῶν ἑλληνοφώνων καί λατινοφώνων –αὐτές ἦταν τότε οἱ
δύο κύριες γλῶσσες ἡ Ἑλληνική καί ἡ Λατινική– κυριαρχοῦσαν γύρω ἀπό τά θέματα
περί ψυχῆς διάφοροι φιλόσοφοι, Πλατωνικοί, Ἀριστοτελικοί, Πυθαγόρειοι κ.λ.π.
Οἱ περισσότερες ἀπό αὐτές τίς φιλοσοφίες, πού εἶχαν καί ὀπαδούς, ἦταν καί
θρησκεῖες, δέν ἦταν ἁπλές φιλοσοφίες, ὅπως ὁ Νεοπλατωνισμός, πού ἦταν καθαρή
θρησκεία. Βέβαια, ὅσοι θέλουν νά σώσουν τόν Πλάτωνα, γιά νά μήν χαρακτηρισθεῖ
ἱδρυτής θρησκείας, λένε ὅτι αὐτός δέν εἶχε θρησκευτικό σύστημα. Ἀλλά ἐγώ
ὑποπτεύομαι, λέει ὁ π. Ἰωάννης, ὅτι καί τό ἀρχαῖο Πλατωνικό σύστημα καί αὐτό
θρησκεία ἦταν. Δέν ἦταν δηλαδή, μόνο ὁ Πλατωνισμός θρησκεία, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ
Πλάτων ἵδρυσε θρησκεία, ἀφοῦ ἐνσωματώνει τίς θρησκευτικές του πεποιθήσεις μέσα
στό φιλοσοφικό του σύστημα. Ὁ Πλάτων δέν διαχωρίζει τήν θρησκεία του ἀπό τήν

97
φιλοσοφία.
Ὅταν κανείς συγκρίνει τά Ἀρχαία Ἑλληνικά μέ τά Νέα Ἑλληνικά βλέπει ὅτι
ὑπάρχουν πάρα πολλές λέξεις πού διασώζονται στά Νέα Ἑλληνικά, ἴδιες μέ τίς λέξεις
πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι, ὅμως ἔχουν ἀλλάξει ἔννοια καί δέν ἔχουν τήν ἴδια
σημασία πού εἶχαν στήν ἀρχαιότητα. Αὐτό ἔχει γίνει καί στήν Θεολογία. Δηλαδή οἱ
Ἅγιοι Πατέρες πῆραν τήν φιλοσοφική ὁρολογία τῆς ἐποχῆς τους καί τῆς ἔδωσαν
ἄλλη ἔννοια π.χ. ὁ Λόγος, ὁ Θεός Λόγος. Οἱ φιλόσοφοι χρησιμοποιοῦσαν αὐτή τήν
λέξη μέ ἄλλη ἔννοια ἀπ’ ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Γι’ αὐτό ὅταν κανείς διαβάζει τούς Ἁγίους Πατέρες πρέπει νά γνωρίζει καί τήν
ἔννοια τῆς κάθε λέξης πού ἔδωσαν αὐτοί. Μπορεῖ νά εἶναι ἴδια ἡ λέξη, ἀλλά νά ἔχει
ἄλλη ἔννοια. Γιά τόν λόγο αὐτό οἱ Δυτικοί τούς παρεξήγησαν -ἴσως καί σκόπιμα- καί
τούς εἶπαν ὅτι φιλοσοφοῦσαν καί ὅτι ἦταν ὀπαδοί τοῦ Πλάτωνα. Ἁπλῶς πῆραν τήν
ὁρολογία τῆς ἐποχῆς καί ἔδωσαν ἄλλη ἔννοια στήν κάθε λέξη πού ἦταν σύμφωνη μέ
τήν ἀποκαλυμμένη θεολογία. Μέ τήν θεολογία πού μᾶς εἶχε ἀποκαλύψει ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός.
Τά ρητά ἤ οἱ ὅροι εἶναι πολύ συνήθη στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς φορεῖς
συγκεκριμένων νοημάτων. Ἔτσι γιά νά κατανοήσουμε σωστά τούς πατέρες πρέπει
ὄχι μόνο νά γνωρίζουμε τά ρητά πού χρησιμοποιοῦν, δηλαδή αὐτά πού εἶπαν καί
δίδαξαν, ἀλλά καί τά ἀντίστοιχα νοήματά τους. Τί σημαίνει,ἄς ποῦμε, ὑπόσταση ;
Λέμε ὁ Θεός εἶναι Τρισυπόστατος. Τί σημαίνει ὑπόσταση; Σημαίνει Πρόσωπο. Αὐτά
πρέπει νά τά γνωρίζουμε, γιά νά καταλάβουμε τούς Ἅγιους Πατέρες.
Καί ὅταν λέμε Πατέρες δέν ἐννοοῦμε μόνο τούς Πατέρες τῆς Καινῆς, ἀλλά καί τῆς
Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ Πατέρες τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀναφέρονται στούς Προφῆτες
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅπως εἰς τούς Πατέρες τῶν Πατέρων ἡμῶν καί γι’ αὐτό
ἑορτάζομε τήν Κυριακή τῶν Προπατόρων. Λοιπόν, σκοπός δέν εἶναι νά γνωρίζουμε
τά ρητά τῶν Πατέρων, ἀλλά καί τά νοήματα πού ὑπάρχουν μέσα σέ αὐτά τά ρητά.
Ἀπό ὅλη τήν Πατερική Παράδοση, βλέπουμε οἱ Πατέρες νά τονίζουν ὅτι, αὐτό εἶναι
πολύ σημαντικό, τό νά ταυτίσει τά ρητά -δηλαδή τά νοήματα περί Θεοῦ- μέ τόν ἴδιο
τόν Θεό, αὐτό εἶναι ἡ ἀρχή τῆς εἰδωλολατρίας.
Λέμε, ὁ Θεός εἶναι Φῶς. Τί θά πεῖ αὐτό; Ἀλλοίμονο ἄν ταυτίσουμε τόν Θεό μέ τό
Φῶς. Ποῦμε δηλαδή ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι Φῶς. Αὐτό εἶναι ἡ ἀρχή τῆς
εἰδωλολατρίας. Μά τί εἶναι ὁ Θεός; Δέν ξέρουμε. Στήν οὐσία του δέν ξέρουμε τί
εἶναι ὁ Θεός. Δέν μποροῦμε νά τό ποῦμε. Εἶναι ἄρρητα ρήματα. Ἀλλά λέμε κάποια
πράγματα, τά ὁποῖα ὅμως μετά τά παίρνουμε καί πίσω. Γιατί τί λέμε; Ὁ Θεός εἶναι
καί γνόφος. Γνόφος θά πεῖ σκοτάδι. Μά ἀφοῦ εἶναι φῶς, πῶς εἶναι καί σκοτάδι; Τό
πολύ φῶς εἶναι σκοτάδι. Γι’ αὐτό, λέμε, ὁ Μωυσῆς ἦταν μέσα στόν γνόφο τοῦ Θεοῦ.
Μέσα στό πάρα πολύ μεγάλο φῶς. Δέν ἔχουμε λέξη καί τό λέμε γνόφο, σκοτάδι.
Αὐτή εἶναι ἡ λεγόμενη Ἀποφατική Θεολογία. Δηλαδή λέμε κάτι καί μετά λέμε δέν
εἶναι αὐτό, γιατί δέν ἔχουμε λέξεις γιά τόν Θεό. Ὁ Θεός δέν ταυτίζεται μέ κανένα
ἀνθρώπινο νόημα, καί μέ καμία λέξη. Δέν μποροῦμε νά περιγράψουμε τόν Θεό. Ὁ
Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος, εἶναι ἀκατάληπτος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, λέμε ὅλα αὐτά

98
πού δέν εἶναι ὁ Θεός, γιατί δέν μποροῦμε νά ποῦμε τί εἶναι. Εἶναι αὐτή ἡ ἀποφατική
Θεολογία.
Ἀπό τήν ἄλλη λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς, εἶναι ἀγάπη, ἀλλά προσέξτε πάλι, δέν εἶναι
ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη, ὅπως λένε κάποιοι, νεοορθόδοξοι κλπ. Δέν εἶναι ἡ οὐσία
τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη. Δέν γνωρίζουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Τί εἶναι ἡ ἀγάπη; Εἶναι
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἡ ἀγάπη. Τί εἶναι τό Φῶς; Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι τό Φῶς. Εἶναι
παντελῶς ἄγνωστο, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ.
Τό ἄκτιστο τοῦ Θεοῦ – σημαίνει τό ἀδημιούργητο, γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι
δημιουργημένος ἀπό κανέναν – δέν ἐκφράζεται κυριολεκτικά μέ νοήματα, ἀλλά μόνο
καταχρηστικῶς ἀποδίδουμε ὀνόματα στόν Θεό (π.χ. ὅτι εἶναι καλός, εἶναι ἀγαθός,
εἶναι ἐλεήμων κ.λ.π.). Ἀλλά εἶναι καί ὑπέρ-καλός, πάνω ἀπό τό κάλλος. Δέν
μποροῦμε πραγματικά νά ποῦμε τί εἶναι ὁ Θεός.
Καί αὐτό τό λέμε ὅτι εἶναι ἀγαθός, καλός, ἐλεήμων, διότι ξέρουμε ἀπό τήν ἐμπειρία
τῶν Προφητῶν καί τῶν Πατέρων, ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ δοξασμοῦ, δηλαδή τῆς
θεώσεώς τους, ὅτι κατά τήν θέωση καταργοῦνται τά νοήματα περί Θεοῦ. Ἔτσι λέμε
ὅτι δέν μποροῦμε νά ποῦμε τίποτα τελικά γιά τόν Θεό. Γιατί ὅταν φθάσει τελικά ὁ
ἄνθρωπος στήν θέωση, δέν μπορεῖ νά πεῖ τίποτα, σταματοῦν τά νοήματα. Σ’ αὐτήν
τήν ἐμπειρία ἐξακριβώνεται αὐτό τό γεγονός ὅτι δηλαδή δέν ἀνταποκρίνεται κανένα
κτιστό νόημα στήν ἄκτιστη πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος ὅτι «πῆγα μέχρι τρίτου Οὐρανοῦ», δηλαδή μέχρι τόν Παράδεισο, αὐτός εἶναι
ὁ τρίτος Οὐρανός, «καί ἤκουσα ἄρρητα ρήματα (Β’ Κορινθ. 12,4). Δέν λέγονται γιατί
ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος, ἀκατάληπτος.
Δέν ὑπάρχει καμία ἀπολύτως ταυτότης, οὔτε ὁμοιότης τῶν νοημάτων ἤ ὀνομάτων
πού ἔχουμε περί Θεοῦ, μέ τήν πραγματικότητα πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Διότι τά
νοήματα, τά ρήματα, οἱ λέξεις, τά λόγια εἶναι κτιστά. Εἶναι δημιουργήματα δικά μας.
Ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος. Δέν ὑπάρχει καμία σχέση κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Καμία
ἀπολύτως. Καί γι’ αὐτόν τόν λόγο κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, μᾶς εἶπαν οἱ
Ἅγιοι Πατέρες ὅτι καταργοῦνται τά πάντα καί λέμε ὅτι δέν μποροῦμε νά
περιγράψουμε τό Θεῖο.
Ὑπάρχει ἡ ἄποψη, πού ἀναφέραμε καί προηγουμένως, ὅτι οἱ Πατέρες εἶναι
ἐπηρεασμένοι ἀπό τόν Πλάτωνα. Λάθος βέβαια. Δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία ὅτι
ὑπάρχει ὁμοιότης στήν ὁρολογία μεταξύ τῶν Νεοπλατωνικῶν καί τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι οἱ Πατέρες ἦταν Νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι,
ὅπως λέγουν κάποιοι. Ἐδῶ ὅμως ὑπάρχει μία οὐσιαστική διαφορά. Χαρακτηριστικό
τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ εἶναι ἡ ἔκστασις, ἡ ὁποία εἶναι μία ἐμπειρία ἡ ἔκστασις, πού
γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δαιμονική.
Εἶναι δαιμονική ἐνέργεια ἡ ἔκστασις. Προσέξτε! Αὐτό ἔχει σημασία καί γιά μᾶς
σήμερα, γιατί καί σήμερα ὑπάρχει ἔκστασις. Δέν τήν λένε ἔκσταση, τήν λένε καί
ἔτσι, ἀλλά χρησιμοποιοῦν καί ἄλλες ὁρολογίες, ὅπως ἐξωσωμάτωση ἤ ἀστρικό
ταξίδι, ἀστρική προβολή κ.λ.π. Αὐτά τά λένε αὐτοί πού εἶναι μπερδεμένοι μέ
ἀνατολικές θρησκεῖες, γιόγκα, διαλογισμό καί τέτοια.

99
Οἱ Πατέρες τό εἶπαν ἀπερίφραστα ὅτι αὐτό δέν εἶναι ἐμπειρία Θεοῦ. Αὐτοί πού
πηγαίνουν στίς ἀνατολικές θρησκεῖες, γιόγκα, ἀκροπολις κτλ καί ἐσωτερικές
φιλοσοφίες, ὐπάρχουν πολλά τέτοια πού κυκλοφοροῦν, ὅλα αὐτά εἶναι δαιμονικά
συστήματα πού σοῦ ὑπόσχονται ἐμπειρίες. Δέν εἶναι ὅμως ὅλες οἱ ἐμπειρίες θεϊκές.
Ὑπάρχουν καί ἐμπειρίες δαιμονικές. Οἱ ἀφελεῖς μόνο ζητοῦν ἐμπειρίες ἀσυλλόγιστα.
‘’Ὅτι νά ’ναι, ἀρκεῖ νά εἶναι ἐμπειρίες’’ λένε! Αὐτά ὅμως δέν εἶναι ἀστεῖα! Ὅπως
κάποια παιδιά πού πήγαιναν στά νεκροταφεῖα καί ἔκαναν διάφορα γιά νά δοῦν
ἐμπειρίες. Τί ἐμπειρίες θά δοῦνε; Δαιμονικά πράγματα θά δοῦνε. Δέν μπορεῖς νά
παίζεις μέ τόν δαίμονα, θά πάθεις μεγάλη ζημιά.
Ἔτσι κι αὐτοί οἱ Νεοπλατωνικοί, πού ἦταν θρησκεία καί ἄς ἐμφανίζεται ὡς
φιλοσοφία, εἶχαν τήν ἔκσταση πού ἦταν δαιμονική ἐμπειρία. Σ’ αὐτό τό σύστημα,
πρίν γίνει Χριστιανός, εἶχε παρασυρθεῖ καί ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος ὁ Φιλόσοφος καί
Μάρτυς. Εἶχε ἕναν δάσκαλο σάν γκουρού καί περίμενε ἀπό ὥρα σέ ὥρα νά δεῖ τόν
Θεό, νά πάθει αὐτή τήν ἔκσταση. Εἶχαν τέτοιες διδασκαλίες. Διδασκαλίες δαιμόνων,
οἱ ὁποῖες ὑπάρχουν καί σήμερα μέ τίς ὀνομασίες πού ἀναφέραμε.
Κατά τήν ἔκσταση ἐξέρχεται τό λογιστικό τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό χῶρο καί τόν χρόνο,
καθώς καί ἀπό τήν διαδοχική σκέψη καί ἑνώνεται -ὑποτίθεται- κατ΄αὐτούς μέ τό
ἀμετάβλητο. Λένε δηλαδή οἱ Νεοπλατωνικοί ὅτι ὑπερβαίνει τόν χρόνο καί τά
μεταβλητά. Μέσα σ’ αὐτή τήν διαδικασία τό σῶμα γι’ αὐτούς εἶναι κάτι τό κακό ἤ τό
ἀρνητικό. Γι’ αὐτό ἔλεγε καί ὁ Πλάτωνας ὅτι πρέπει νά καταστραφεῖ τό σῶμα.
Πάντως τό σῶμα δέν συμμετέχει στήν ἐμπειρία τῆς ἐκστάσεως τῶν Νεοπλατωνικῶν.
Ἐνῶ στήν θέωση, πού ἔχουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, πού εἶναι ἕνωση μέ τόν Θεό καί
ὄχι δαιμονική ἐνέργεια, ὅπως εἶναι ἡ ἔκσταση, ἔχουμε συμμετοχή καί τοῦ σώματος.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στό Θαβώρ ἔβλεπαν τό ἄκτιστο Φῶς καί μέ τά σωματικά μάτια,
ὄχι μόνο μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς. Εἴτε τά μάτια τους ἦταν κλειστά, εἴτε ἀνοιχτά, αὐτοί
ἔβλεπαν τό ἄκτιστο Φῶς. Μεταμορφώνονται καί τά σωματικά αἰσθητήρια ἔτσι, ὥστε
νά μποροῦν νά δοῦν τόν Θεό. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού εἶχε τήν ἐμπειρία τοῦ
Θεοῦ, λόγω τοῦ ὅτι δέν εἶχε τίς προϋποθέσεις νά δεῖ τόν Θεό, τυφλώθηκε.
Τυφλώθηκε ἀπό τό πολύ Φῶς πού εἶδε, τό ἄκτιστο Φῶς. Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ βασική
διαφορά. Οἱ Πατέρες δέν μιλοῦν γιά ἔκσταση, μιλοῦν γιά φωτισμό καί γιά θέωση.
Δέν φεύγει ἡ διάνοια, τό λογιστικό ἀπό τό σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κανονικότατος,
λειτουργεῖ καί ἔχει συνείδηση τί τοῦ γίνεται.
Ὅταν λέμε θέωση, τί ἐννοοῦμε; Πρέπει νά ποῦμε ὅτι οἱ Πατέρες δέν φιλοσοφοῦν, δέν
κάνουν στοχασμό, δέν κάνουν μιά θεολογία τοῦ γραφείου, νά καθίσουν νά
σκεφθοῦν, νά γράψουν γιά τόν Θεό καί νά τό δώσουν στόν κόσμο ἤ νά τό διαβάσουν
καί νά κάνουν μία ὁμιλία. Δέν εἶναι αὐτό τό πράγμα ἡ θεολογία. Οἱ Πατέρες τί
κάνουν; Καθαρίζουν τήν καρδιά τους καί ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Ἔχουν τόν
φωτισμό, φθάνουν καί στή θέωση καί περιγράφουν αὐτά πού ζοῦν. Εἶναι δηλαδή μιά
ἐμπειρική ἐπιστήμη ἡ θεολογία. Τά δέ κείμενα πού ἔχουμε εἶναι καταθέσεις
ἐμπειρίας, δέν εἶναι προϊόντα φιλοσοφίας καί στοχασμοῦ.
Γνωρίζουν οἱ Πατέρες ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὅτι τά νοήματα, πού

100
χρησιμοποιοῦμε γιά τόν Θεό, καταργοῦνται, ὅταν ἀντικρύζουμε τόν ἴδιο τόν Θεό,
ἐκείνην δηλαδή τήν πραγματικότητα πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τότε ὁ ἄνθρωπος δέν
μπορεῖ νά πεῖ τίποτα.
Ὁπότε τά νοήματα περί Θεοῦ, πού χρησιμοποιοῦμε εἶναι μόνο τά μέσα γιά νά
βοηθήσουν κάποιον νά δεῖ τόν Θεόν. Τότε, ὅταν κάποιος δεῖ τόν Θεόν, ἡ πίστις καί ἡ
ἐλπίς καταργοῦνται καί μένει μόνον ἡ αγάπη. Αὐτό τό λέγει ξεκάθαρα ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος, «Νυνί δέ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τά τρία ταῦτα» (Α’Κορ. 13,13). Ὅταν
φθάσει ὁ ἄνθρωπος στήν ἀγάπη, τότε τά ἄλλα δύο δέν χρειάζονται πλέον. Γιατί ἡ
πίστις τί εἶναι; Εἶναι νά πιστεύεις αὐτό πού δέν βλέπεις. Ὅταν τό δεῖς, δέν χρειάζεται
ἡ πίστις. Καί ἡ ἐλπίς πάλι τί εἶναι; Ἐλπίζεις, περιμένεις νά δεῖς αὐτό πού πιστεύεις.
Ὅταν τό δεῖς, δέν χρειάζεται πλέον καί ἡ ἐλπίδα καί μένει μόνο ἡ ἀγάπη.
Ἡ πίστις δηλαδή πρός τόν Θεόν μαζί μέ ὅλα τά συναφή νοήματά της, καθώς καί ἡ
ἐλπίδα πρός τόν Θεό μαζί μέ ὅλα τά συναφή νοήματά της καταργοῦνται, ὅταν κανείς
βλέπει τόν Θεόν, πού εἶναι ἡ Ἀγάπη. Τά νοήματα ἀντικαθίστανται τότε ἀπό τήν ἴδια
τήν θέα τοῦ ἀγαπωμένου. Τότε ὁ ἄνθρωπος δοξάζεται, δηλαδή βλέπει τόν Χριστό ἐν
δόξη, καί μετέχει στήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὑφίσταται μέθεξη Θεοῦ, τήν θέωση,
δηλαδή ζεῖ πλέον τήν ἀγάπη. Ἀλλά τήν ἀγάπη ὅμως τήν ἀληθινή. Τήν ἕνωση μέ τόν
Θεό πού εἶναι ἡ Ἀγάπη.
Οἱ ἄνθρωποι συνήθως ἀντιμετωπίζουν τούς συνανθρώπους των μέ βάση τίς ἤδη
διαμορφωμένες γι’ αὐτούς ἀντιλήψεις. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνος πού ἀντικρύζει τόν
Χριστόν κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, δηλαδή ἐκεῖνος στόν ὁποῖον
ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστός μέ τήν δεδοξασμένη Θεανθρώπινη Του φύση, ὅπως τήν
εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι στό Θαβώρ στήν Μεταμόρφωση, δέν μπορεῖ νά κρατήσει τότε
στόν νοῦ του κανένα ἀνθρώπινο νόημα ἤ προηγούμενη γνώμη, πού ἐνδεχομένως εἶχε
σχηματίσει γιά τόν Χριστό, διότι δέν ὑπάρχει τίποτε ἀπολύτως στήν ὑλική ἤ ἄϋλη
δημιουργία, τίποτε τό κτιστό ἐκτός ἀπό τό ἀνθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού νά
μοιάζει μέ τήν ἄκτιστη πραγματικότητα τῆς δόξης τοῦ δεδοξασμένου Χριστοῦ, τόν
ὁποῖον τώρα ἀντικρύζει.
Εἶναι αὐτό πού ἔλεγε πολύ ἁπλά ὁ Ἅγιος Πορφύριος, εἶναι ἄλλο πράγμα ὁ Χριστός,
δέν μποροῦμε νά τό καταλάβουμε, δέν μποροῦμε ἄν δέν τό ζήσουμε, γιατί τότε
βλέπουμε τί εἶναι ὁ Θεός καί ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δέν εἶναι τίποτα, δέν ταιριάζει μέ
τίποτα ἀπό αὐτά πού ξέρουμε, πού ἔχουμε μέχρι τώρα δεῖ, ἀκούσει καί σκεφθεῖ περί
Θεοῦ.
Ἁπλῶς δέχεται τόν Χριστό ὅπως Τόν βλέπει. Οὔτε νά Τόν περιγράψει μπορεῖ οὔτε νά
μιλήσει γι’ Αὐτόν μέ ἀντικειμενικότητα μπορεῖ. Διότι δέν ὑπάρχουν ἀνθρώπινες
λέξεις, πού νά μποροῦν νά περιγράψουν τήν ἄκτιστη πραγματικότητα τοῦ Χριστοῦ,
τῆς θεϊκῆς φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Καί τοῦτο, ἐπειδή δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότης
μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Ὁ θεωμένος δέν βλέπει ὅμως καί τήν φύση τοῦ
Χριστοῦ, ἀλλά ζεῖ μόνο τήν ἐνέργεια. Στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μετέχει καί τό Φῶς
πού βλέπει εἶναι ἡ ἐνέργεια. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι παντελῶς ἀπρόσιτη.
Ἐδῶ θά πρέπει νά τονίσουμε τό ἑξῆς: Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως στήν Χριστιανική

101
παράδοση δέν ἔχει καμία σχέση μέ κανενός εἴδους ἔκσταση. Αὐτό πού εἴπαμε ὅτι
παθαίνουν στίς ἀνατολικές θρησκεῖες. Δέν εἶναι ἔκστασις, οὔτε ἔχει νά κάνει μέ τό
λογιστικό τοῦ ἀνθρώπου -μέ τήν λογική δηλαδή- μόνο, διότι κατά τήν ἐμπειρία τῆς
θεώσεως μετέχει ὅλος ὁ ἄνθρωπος καί τό σῶμα του δηλαδή, μέ ὅλες τίς αἰσθήσεις
του ἐν πλήρει λειτουργία. Δέν χάνει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του, τήν συνείδησή του,
δέν βγαίνει ἔξω ἀπό τό σῶμα του, ὅπως τάχατες λένε ὅτι συμβαίνει στήν ἔκσταση,
ἐκεῖ εἴπαμε εἶναι δαιμονική ἐμπειρία, δαιμονική ἐνέργεια. Μπερδεμένα πράγματα.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βλέπει τόν Χριστό ἐν δόξη, βρίσκεται σέ κατάσταση πλήρους
ἐγρηγόρσεως. Ξέρει πολύ καλά τί τοῦ γίνεται. Ὁπότε δέν βλέπει μόνο ἡ διάνοια τοῦ
ἀνθρώπου, ἀλλά βλέπει καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄν διαβάσετε τό βιβλίο τοῦ Ἰώβ, θά δεῖτε ἐκεῖ νά ἀναφέρεται ὅτι «ἡ σάρξ τοῦ Ἰώβ
εἶδε τόν Θεόν» (Ἰωβ 42,5). Ὄχι μόνο τό σῶμα του ἀλλά καί ἡ ψυχή του. Θεώθηκε ὁ
νοῦς του, ἀλλά καί τό σῶμα του. Δηλαδή μετεῖχε καί τό σῶμα τοῦ Ἰώβ στήν ὅραση
τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Κατά τή διάρκεια τοῦ δοξασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή κατά
τήν ἐμπειρία αὐτῆς τῆς θεώσεως -δοξασμός εἶναι ἡ θέωση δηλαδή ὁ ἄνθρωπος
μετέχει στή δόξα τοῦ Θεοῦ- ὁ ἄνθρωπος, τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου δέν χάνει τήν
ἐπαφή μέ τό περιβάλλον του.
Αὐτό ὅμως ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπό προηγούμενες παρόμοιες
ἐμπειρίες εἶχε συνηθίσει στό νά βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἀρχικά κατά τίς
πρῶτες ἐμπειρίες ἀποπροσανατολίζεται ὁ ἄνθρωπος, -ὅταν τοῦ συμβεῖ γιά πρώτη
φορά τά χάνει– καί μπορεῖ ἀκόμη καί προσωρινά νά τυφλωθεῖ ἀπό τήν ὑπερβολική
λαμπρότητα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, χωρίς ὅμως νά χάνει τίς νοερές του αἰσθήσεις.
Ὁ ἄνθρωπος νοερά σκέφτεται κανονικά, ὅπως σκέπτεται ὁ καθένας. Οἱ σωματικές
του αἰσθήσεις ὅμως μποροῦν νά πάθουν μία ἀλλοίωση, ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι
ἀκόμη συνηθισμένος στό ἄκτιστο Φῶς καί νά τυφλωθεῖ προσωρινά, ὅπως συνέβη
στόν Ἀπόστολο Παῦλο –πού τότε ἦταν ἀκόμη Σαῦλος-, ὅταν εἶδε γιά πρώτη φορά
τόν δεδοξασμένο Χριστό στήν πορεία του πρός τήν Δαμασκό. Τότε δέν τυφλώθηκε
μέ τήν ἔννοια ὅτι καταστράφηκαν τά μάτια του, ἀλλά τυφλώθηκε προσωρινά ἀπό τήν
ὑπερβολή τῆς λαμπρότητας τοῦ Φωτός, δηλαδή τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅταν
ἐπανέκτησε τίς αἰσθήσεις του, τότε ξαναεῖδε κανονικά. Δέν τοῦ συνέβη δηλαδή
κανένα θαῦμα καί ξαναεῖδε. Ἁπλῶς δέν ἔβλεπε γιά ἕνα διάστημα, ἐπειδή θαμπώθηκε.
Τό ἄκτιστο Φῶς, ὅταν ὁρᾶται, εἶναι πολύ πιό φωτεινό σέ ἔνταση ἀπό τό φῶς τοῦ
ἡλίου καί διαφορετικῆς φύσεως ἀπό αὐτό. Εἶναι τό ἴδιο τό Φῶς τῆς
Μεταμορφώσεως. Τά λέμε αὐτά γιά νά καταλάβουμε ποῦ μᾶς καλεῖ ὁ Θεός! Σέ τί
μεγαλεῖο μᾶς καλεῖ. Εἶναι χρήσιμα καί αὐτά τά ἠθικολογικά, τά πρακτικά, τά
καθημερινά πού λέμε, ἀλλά νά ξέρουμε καί τά μεγάλα στά ὁποῖα μᾶς ἔχει δώσει τήν
δυνατότητα ὁ Θεός νά μετέχουμε. Γιατί ὅλοι ἔχουμε αὐτή τήν δυνατότητα καί πρέπει
νά ἀγωνιστοῦμε νά φθάσουμε στό ὕψος πού μπορεῖ ὁ καθένας. Ὁ Ἅγιος Παΐσιος σέ
μία τέτοια ἐμπειρία του ἔβλεπε τό φῶς τοῦ μεσημεριανοῦ ἡλίου ὡς φῶς φεγγαριοῦ
καί ἀναρωτιόταν πότε ἐπιτέλους θά ξημερώσει. Τόσο θαμπωμένος ἦταν ἀπό τό
ἄκτιστο Φῶς!

102
Ἀλλά τό Φῶς αὐτό δέν εἶναι κἄν φῶς, ὅπως τό ἐννοοῦμε, ὅπως τό γνωρίζουμε ἐμεῖς
τό φῶς. Γιατί; Διότι ὑπερβαίνει τό φῶς! Γι’ αὐτό λέμε γιά τόν Θεό οὔτε Φῶς εἶναι,
εἶναι γνόφος. Εἶναι πάρα πολύ Φῶς, δηλαδή εἶναι σκοτάδι. Δέν ἔχουμε κατάλληλες
λέξεις γιά τήν περιγραφή τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος πού βρίσκεται στήν κατάσταση αὐτή τοῦ δοξασμοῦ, ὅταν παρέλθει ἡ
ὅρασις τοῦ Φωτός, συνεχίζει νά συναναστρέφεται κανονικά μέ τούς ἄλλους
ἀνθρώπους, δέν χάνει τόν ἑαυτό του, οὔτε τήν αἴσθηση τοῦ περιβάλλοντός του, οὔτε
τίποτα. Μπορεῖ νά ἐπικοινωνεῖ κανονικά, νά μιλάει κανονικά, γιά ὅσο διάστημα
συνεχίζεται αὐτή ἡ θεωτική ἐνέργεια ἐπάνω του. Αὐτό τό βλέπουμε καθαρά στούς
βίους τῶν Ἁγίων.
Βλέπουμε δηλαδή ὅτι, ὅταν βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος σέ ὑπέρ φύσιν κατάσταση,
συνεχίζει νά συναναστρέφεται τούς ἄλλους γύρω του μέ μόνη τή διαφορά ὅτι δέν
τρώγει, δέν πίνει, δέν κοιμᾶται, δέν πηγαίνει γιά φυσική του ἀνάγκη κατά τή
διάρκεια τῆς καταστάσεως αὐτῆς, διότι βρίσκεται σέ ὑπέρ φύσιν κατάσταση καί τόν
συντηρεῖ στή ζωή μόνη ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως συνέβη στόν Μωυσῆ
στό ὄρος Σινᾶ αὐτή ἡ κατάσταση καί διήρκεσε 40 ἡμέρες καί 40 νύχτες.
Τό λέει ἡ Παλαιά Διαθήκη ὅτι ἔμεινε 40 ἡμέρες μέσα στόν γνόφο, στό πάρα πολύ
Φῶς τοῦ Θεοῦ, στήν θέωση. Τί ἔτρωγε, τί ἔπινε, ποῦ κοιμόταν; Τίποτα ἀπό ὅλα αὐτά!
Εἶχαν ἀνασταλεῖ ὅλα καί ἦταν σέ θεωρία τοῦ Θεοῦ, σέ θέωση. Γι’ αὐτό ὅταν
κατέβηκε ἀπό τό Σινᾶ, οἱ Ἰσραηλίτες δέν μποροῦσαν νά τόν κοιτάξουν στό πρόσωπο,
γιατί ἄστραφτε καί ἔλαμπε τό πρόσωπό του σάν τόν ἥλιο καί ἀναγκάστηκε νά βάλει
κάτι σάν πετσέτα στό πρόσωπό του γιά νά μπορέσουν νά τόν ἀντικρύσουν. Τόση
ἦταν ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Φανταστεῖτε τί ἔζησε αὐτός ὁ ἄνθρωπος 40 ἡμέρες! Αὐτό δέν
τό κάνει ὁ ἄνθρωπος, τό παθαίνει, δέν τό προκαλεῖ. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος -ὁ Μωυσῆς
δηλαδή– γιά τόσες ἡμέρες καί νύχτες δέν κοιμᾶται, δέν κουράζεται, δέν τρώει, δέν
πίνει κλπ. Εἶναι δηλαδή ἐλεύθερος ἀπό τά ἀδιάβλητα πάθη, τά φυσικά πάθη τοῦ
σώματος.
Ἀδιάβλητα πάθη λέμε αὐτά πού πῆρε καί ὁ Κύριος μέ τήν ἐνανθρώπιση, δηλαδή
πείνα, δίψα, κούραση, πόνος, τά ὁποῖα τά ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί δέν εἶναι
φυσικά ἁμαρτία. Ἁμαρτία εἶναι ὅταν τά ὑπέρ-ἱκανοποιεῖς. Πεινᾶς, ἀλλά δέν τρῶς νά
καλύψεις μόνο τήν πείνα, τρῶς καί παραπάνω καί παραπάνω. Τότε γίνεται πάθος,
γίνεται ἁμαρτία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στή θέωση αὐτά τά πάθη
ἀπομακρύνονται. Ἐλευθερώνεται ἀπό αὐτά. Καί τοῦτο συμβαίνει, διότι γίνεται τότε
μία ἀναστολή τῆς λειτουργίας τοῦ πεπτικοῦ συστήματος καθώς καί τοῦ ὕπνου καί ὁ
ἄνθρωπος γίνεται ἐπίγειος ἄγγελος. Αὐτός εἶναι ὁ ἐπίγειος ἄγγελος. Δέν εἶναι σχῆμα
λόγου, ὅταν λέμε στά τροπάρια γιά τούς Ἁγίους ὅτι, ἔγινε ἐπίγειος ἄγγελος καί
οὐράνιος ἄνθρωπος. Δέν εἶναι καλολογικό στοιχεῖο πού σκέφθηκε ἔτσι ὁ ὑμνογράφος
καί τό ἔγραψε. Εἶναι πραγματικότητα. Γιατί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔζησαν τήν θέωση καί
γίνεται αὐτή ἡ ἀναστολή τῶν φυσικῶν λειτουργιῶν.
Κατά τά ἄλλα ὅμως συμπεριφέρεται ὅπως οἱ ἄλλοι. Περπατάει, μιλάει,
συναναστρέφεται μέ τούς ἄλλους, μπορεῖ νά διδάσκει κ.λ.π. καί ταυτόχρονα νά

103
βρίσκεται καί στήν κατάσταση αὐτή, ἡ ὁποία βεβαίως εἶναι μία κατάσταση ἄρρητης
μακαριότητας. Μία κατάσταση χαρᾶς καί γλυκύτητας πού δέν περιγράφεται, ὅπως
τήν περιγράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὡς «καρπό τοῦ Πνεύματος, χαρά, εἰρήνη,
ἀγάπη…» (Γαλ. 5,22). Κατ΄ ἐξοχήν βιώνει τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ
θεωμένος ἄνθρωπος.
Στήν λαϊκή παράδοση, στήν παράδοσή μας τά ἔχουμε αὐτά τά πράγματα. Δέν
ὑπῆρχαν μόνο κάποτε, ἀλλά ὑπάρχουν καί σήμερα ἄνθρωποι πού τά ζοῦνε καί μοῦ τά
λένε, προπαντός στά χωριά καί δή στά παλιά χρόνια κατά τήν περίοδο τῆς
Τουρκοκρατίας στά μέρη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (σημειῶστε ὅτι καί ὁ π. Ἰωάννης ἦταν
Καππαδόκης), ἔχουμε περιγραφές, πού ὁ παπάς τοῦ χωριοῦ βρέθηκε σέ τέτοια
κατάσταση θεώσεως κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὅμως συνέχισε -δέν
ἐπιτρέπεται νά διακόψει ὁ ἱερέας τή Θεία Λειτουργία- νά διαβάζει, νά ψάλλει, νά
κάνει τίς ἐκφωνήσεις, νά λέγει τίς προσευχές καί νά τελειώνει τήν ἀκολουθία. Γιατί;
Διότι, ναί μέν κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως σταματάει ἡ νοερά εὐχή, σταματάει ἡ
προσευχή, γιατί στήν προσευχή λές ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με’. Ἡ νοερά
προσευχή πού εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ ὅπως εἴπαμε, ὅταν φθάσεις στή
θέωση σταματάει γιατί πλέον σέ ἐλέησε ὁ Θεός, ἑνώθηκε μαζί σου. Πέτυχες αὐτό
πού ἤθελες. Ὁπότε σταματάει ἡ νοερά προσευχή, ἡ ἀδιάλειπτος δηλαδή καρδιακή
προσευχή, ὅμως αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὑποχρεωτικά σταματάει ἡ λογική λατρεία,
δηλαδή ἡ λογική προσευχή, ἡ προσευχή πού γίνεται μέ τό μυαλό, μέ τή διάνοια, αὐτό
πού κάνουμε στήν Ἐκκλησία: ἐκφωνήσεις τοῦ ἱερέα, ἀπάντηση τοῦ λαοῦ διά τοῦ
ψάλτου… Μερικές φορές μουρμουρίζουν καί μερικοί ἀπό κάτω – μᾶλλον ἀπό
ἐνθουσιασμό – ἀλλά αὐτό δέν εἶναι σωστό. Ὁ ψάλτης πρέπει νά τά λέει.
Αὐτή εἶναι ἡ λογική λατρεία. Αὐτό δέν σταματάει. Ἡ προσευχή μέσα στήν καρδιά
σταματάει, γιατί εἴπαμε πέτυχε ὁ ἄνθρωπος τό ζητούμενο. Ἡ Θεία Λειτουργία
συνεχίζεται ὅμως ἐφ’ ὅσον αὐτή γίνεται γιά τήν κατήχηση τῶν ἄλλων. Ὁ παπάς
ἔφθασε στή θέωση, οἱ ἄλλοι ὅμως δέν ἔχουν φθάσει στή θέωση καί πρέπει νά
τελειώσει τήν Λειτουργία καί φυσικά τήν τελειώνει. Βέβαια γιά τόν ἴδιο τόν παπά,
πού ἔρχεται σέ θέωση κατά τήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, δέν χρειάζεται
πλέον ἡ λογική προσευχή, χρειάζεται ὅμως γιά τούς ἄλλους πού παρακολουθοῦν τήν
Λειτουργία. Διότι πρέπει οἱ ἄνθρωποι νά κοινωνήσουν. Σκοπός τῆς Λειτουργίας
αὐτός είναι. Δέν εἶναι σωστό νά πηγαίνουμε στή Θεία Λειτουργία καί νά μήν
κοινωνοῦμε, ἐκτός ἄν ἔχουμε ἐπιτίμιο. Δεν εἶναι ἀκρόαμα καί θέαμα ἡ Θεία
Λειτουργία. Ἡ Θεία Λειτουργία ἔχει σκοπό τήν ἕνωση μέ τόν Θεό, νά κοινωνήσουμε
δηλαδή, ἐκτός ἄν ἔχουμε ἄλλη ὁδηγία ἀπό τόν Πνευματικό.
Σχετικά μέ τήν Θεία Κοινωνία ὑπάρχει Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας πού λέει ὅτι «ἄν δέν
κοινωνήσεις, θά πρέπει νά πεῖς τόν λόγο γιατί δέν κοινώνησες». Γιατί λέει «αὐτός
πού δέν κοινωνεῖ, ποιεῖ ἀταξία». Εἶναι ἀταξία νά μήν κοινωνήσεις. Θά πρέπει νά
ἔχεις ἐτοιμαστεῖ μέ τόν Πνευματικό σου νά μπορεῖς νά κοινωνήσεις. Ἴσως ρωτήσει
κάποιος, πόσο συχνά; Οἱ πρῶτοι χριστιανοί κοινωνοῦσαν σχεδόν καθημερινά. Δέν
εἶναι βραβεῖο ἡ Θεία Κοινωνία, εἶναι φάρμακο. Πρέπει νά προσπαθοῦμε νά
κοινωνοῦμε ὅσο γίνεται πιό συχνά. Νά μήν ἀμελοῦμε.

104
Σήμερα ἔχουμε τόσο πολύ ἀλλοτριωθεῖ πού λένε τά ἀνάποδα ἐντελῶς καί θεωροῦν
ἀρετή τό νά μήν κοινωνήσεις. Ἄν δοῦν μάλιστα κάποιον πού κοινωνεῖ τακτικά τοῦ
ἐπιτίθενται κιόλας: ‘’σούπα τό πέρασες;’’ Κι ἐνῶ ἐμεῖς ντρεπόμαστε καί νά τό
ἀκοῦμε, αὐτοί δέν ντρέπονται νά τό λένε. Μπαίνει ἡ ζήλεια ἐνδεχομένως κι ἄλλα
πράγματα. Ἀκόμη καί σέ ἱερεῖς συναντοῦμε αὐτή τήν πλάνη. Βλέπετε πόση
ἀλλοτρίωση ἔχουμε!
Ὁ παπάς λοιπόν πρέπει νά τελειώσει τήν Θεία Λειτουργία γιατί ὁ κόσμος θέλει νά
κοινωνήσει. Ἔτσι ὁ παπάς συνεχίζει νά τελεῖ τήν Θεία Λειτουργία καί νά τήν
τελειώνει, παρόλο πού βρίσκεται σέ κατάταση θεώσεως.
Αὐτές τίς περιγραφές τῆς λαϊκῆς παραδόσεως, πού εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση,
αὐτή εἶναι ἡ παράδοσή μας, μερικοί σημερινοί σνόμπ θεολόγοι – ὁ π. Ἰωάννης τά
λέει μέ τό ὄνομά τους! – τοῦ Πανεπιστημίου τίς κοροϊδεύουν, ‘’λένε τί εἶναι αὐτά;
Φαντασιοπληξίες’’, χωρίς νά ξέρουν ὅτι σ’ αὐτά τά θέματα ἡ λαϊκή παράδοσις εἶναι
μέσα στά πλαίσια τῶν ἐμπειριῶν τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, γιά τίς ὁποῖες
ὑπάρχει ἀπό πίσω μία ὁλόκληρη Πατερική παράδοσις, πού μᾶς ἑρμηνεύει θεολογικά
αὐτά τά φαινόμενα. Καί πάει κανείς ὡς ‘ἐξυπνάκιας’ νά τούς κάνει μάθημα καί ὁ
ἄλλος ἀπό κάτω βλέπει τό ἄκτιστο φῶς καί τόν σβήνει στήν κυριολεξία μέ τίς
ἐμπειρίες πού ἔχει. Λοιπόν βλέπουμε ὅτι σ’ αὐτά τά φαινόμενα δέν ἔχουμε καμία
ταύτιση μέ τίς ἐκστάσεις τῶν Νεοπλατωνικῶν, γιατί εἴπαμε ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος χάνεται,
εἶναι δαιμονική ἐμπειρία καί μπερδεύεται μέσα σέ φαντασίες καί σέ δαιμονικά
σχήματα.
Ἔτσι βλέπουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ -καί τούς ἡσυχαστές πού
ἀναπτύσσουν ὅλα αὐτά τά θέματα- νά κατηγορεῖ τίς ἐκστατικές ἐμπειρίες τῶν
Πλατωνικῶν ὡς δαιμονικές. Σήμερα, ἐπειδή αὐτή ἡ ὁρολογία, ἡ λέξις «δαιμονικές»,
δέν χτυπάει σέ μερικούς καλά στ’ αὐτιά τους –κάνει καί χιοῦμορ- μποροῦν νά τήν
ἀντικαταστήσουν μέ τήν λέξη παραισθητικές ἤ παραψυχολογικές.
Ἴσως ἔχετε ἀκούσει γιά παραψυχολογία. Προσέξτε. Δέν εἶναι ἐπιστήμη, εἶναι
δαιμονική πρακτική. Ἀλλά ὁ διάβολος ἔχει βρεῖ καί εὔηχα ὀνόματα καί μπερδεύει
ἀκόμη περισσότερο τούς ἀνθρώπους. Μέχρι καί τήν ἐπιστήμη μπερδεύουν καί τήν
ἀτομική πυρηνική φυσική οἱ ἀνατολικοί γκουροῦδες γιά νά ὑποστηρίξουν τίς πλάνες
τους. Ὁ διάβολος χρησιμοποιεῖ πολλά τέτοια τρίκ καί λέξεις καί ὅρους κτλ γιά νά
μπερδεύει τούς ἀνθρώπους καί συνεχῶς ἀλλάζει ὀνόματα. Εἶναι χαρακτηριστικό
αὐτό, ὅπως καί στά ὄνειρα. Ὅταν ἕνα ὄνειρο ἀλλάζει συνεχῶς, νά ξέρετε εἶναι
δαιμονικό. Ὁ διάβολος συνέχεια μετασχηματίζεται, μεταλλάσσεται ἀκόμη καί σέ
ἄγγελο φωτός.
Ἔτσι λοιπόν, ἄν δέν σ’ ἀρέσει αὐτός ὁ ὅρος δαιμονικές, πές παραισθητικές ἤ
παραψυχολογικές ἐμπειρίες, σύμφωνα μέ τήν σημερινή ὁρολογία τῆς Ψυχιατρικῆς ἤ
τῆς Παραψυχολογίας, διότι εἶναι πράγματι παραισθήσεις αὐτά τά πράγματα, πού
παθαίνουν ὅσοι ἐπιζητοῦν τήν ἔκσταση. Γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅμως ὅλα
αὐτά εἶναι καθαρά δαιμονικά φαινόμενα.
Τά εἴπαμε ὅλα αὐτά, ἄν καί εἶναι κουραστικά, γιατί εἶναι πάνω ἀπό μᾶς, γιατί

105
χρειάζεται νά γνωρίζουμε κάποια πράγματα ὥστε νά μήν ἔχουμε σύγχυση καί
ἄγνοια. Νά ξέρετε ὅτι γιά τόν Χριστιανό ἡ ἄγνοια δέν εἶναι καλό πράγμα. Εἶναι
κορυφαῖο πάθος μαζί μέ τήν ραθυμία καί τήν λήθη. Δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε. Ἄγνοια
οὐσιαστικά σημαίνει ἔλλειψη ἐμπειρίας. Λοιπόν πρέπει νά τά γνωρίζουμε
τουλάχιστον ὡς γνώσεις, ἀλλά καί νά μποῦμε στή διαδικασία νά τά φθάσουμε, γιατί
γιά μᾶς τά ἔδωσε ὁ Θεός. Ἐπίσης πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι δέν εἶναι δύσκολο νά τά
φθάσουμε γιατί ἔχουμε μέσα μας τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν Θεία Χάρη, τήν θέωση. Τήν
ἔχουμε πάθει τήν θέωση ὅταν βαπτιστήκαμε καί χριστήκαμε. Δέν εἶναι νά
κατακτήσουμε κάτι πού εἶναι ἔξω ἀπό ἐμᾶς. Εἶναι ἁπλῶς νά ἀποκαλύψουμε καί νά
φανερώσουμε αὐτό πού μᾶς δώρισε ὁ Θεός.
Θά πεῖ κανείς ‘’γιατί δέν τό δείχνουμε, δέν τό ζοῦμε, δέν τό φανερώνουμε αὐτό πού
τό βιώνουν οἱ Ἅγιοι καί αὐτό πού διαβάζουμε;’’. Διότι ἀκριβῶς δέν ἔχουμε
μετανοήσει πραγματικά. ‘’Πῶς δέν ἔχω μετανοήσει’’, θά πεῖ, ‘’τόσες φορές
ἐξομολογήθηκα’’! Μπορεῖ νά ἐξομολογήθηκες, μετάνοια ὅμως ἔχεις; Δηλαδή
διόρθωσες τή ζωή σου; Αὐτό σημαίνει μετάνοια. Μετακίνησες τόν νοῦ σου στόν Θεό
μέ τή συνεχή προσευχή πού μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός μας; Τί σημαίνει μετάνοια; Μετά +
νοῦς. Μετακινῶ τόν νοῦ μου ἀπό τά μάταια, τά γήινα καί τά προσωρινά, στά αἰώνια,
στόν Θεό, μέ τήν ἀδιάλειπτη συνεχή προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἡ μέθοδος -ἄν θέλετε-
γιά τήν κάθαρση.
Πῶς θά καθαρισθεῖ ὁ νοῦς, ὥστε νά μπορέσει νά φωτισθεῖ καί νά θεωθεῖ, ἄν εἶναι
γεμάτος μέ ἕνα σωρό σκέψεις καί νοήματα καί λογισμούς, παρά μέ τήν προσευχή; Ἡ
προσευχή ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία Χάρις καθαρίζει τήν καρδιά καί τόν
νοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ.: Ἡ ψυχή εἴπατε γιά νά ἐκφραστεῖ ἔχει ἀνάγκη τό σῶμα. Θἀ μποροῦσε τό σῶμα
νά γίνει ἐμπόδιο, ὅπως γιά τήν ἐντολή «Οὐ μοιχεύσεις», ἤ «Οὐ φονεύσεις» κ.λ.π.;
Ἀπ.: Τό σῶμα καθεαυτό ὄχι. Ἀλλά τό φιλοσώματο φρόνημα. Δηλαδή τό νά γίνει ἡ
ψυχή σαρκική. Αὐτό πού λέει πάλι στή Γραφή: «διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας» (Γεν.
6,3) ὁ Θεός ἔκανε τόν κατακλυσμό. Γιατί, λέει, ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι σάρκες. Τί
σημαίνει; Ὅτι καί ἡ ψυχή τους ἔγινε σάρκα, σαρκική. Δηλαδή ὑποδουλώθηκε στά
σωματικά πάθη, στίς σωματικές ἁμαρτίες. Μ’ αὐτή τήν ἔννοια μπορεῖ νά ἐμποδίσει
τό σῶμα, μέ μία εὐρεία διατύπωση. Ἀλλά ἐννοοῦμε τό σωματικό, τό φιλοσώματο
φρόνημα. Αὐτό εἶναι πού γίνεται ἐμπόδιο. Ἐνῶ τό σῶμα τό καημένο δέν φταίει.
Βλέπεις, φεύγει ἡ ψυχή, τό σῶμα πέφτει κάτω σάν ἄδειο τσουβάλι. Ἡ ψυχή εἶναι πού
δίνει ζωή, κίνηση καί τά πάντα στό σῶμα. Τό σῶμα μας εἴπαμε εἶναι ὁ φίλος μας
γιατί μ’ αὐτό ἐκφράζουμε τή μετάνοιά μας καί μ’ αὐτή τήν ἔννοια ἡ ψυχή χρειάζεται
τό σῶμα.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό συναμφότερον, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, εἶναι ψυχή καί σῶμα.
Σκέτη ἡ ψυχή δέν εἶναι ἄνθρωπος, οὔτε σκέτο τό σῶμα εἶναι ἄνθρωπος. Εἶναι τό
συναμφότερον, ψυχή καί σῶμα. Καί ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ὅπως πλάστηκε ἀπό τόν
Θεό, εἶναι καί ἕνα ἀκόμα στοιχεῖο, τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ψυχή, σῶμα καί Ἅγιο

106
Πνεῦμα. Ὅταν ὁ Θεός ἔπλασε τόν Ἀδάμ λέει «καί ἐνεφύσησεν καί ἐγένετο εἰς ψυχήν
ζῶσαν» (Γεν. 2,8). Μερικοί το παρεξηγοῦν ὅτι τό φύσημα αὐτό τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ
ψυχή. Ὄχι, δέν εἶναι ἡ ψυχή. Εἶχε ψυχή ὁ Ἀδάμ. Τό φύσημα αὐτό πού τοῦ ἔδωσε ὁ
Θεός εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ ἄκτιστη Θεία Χάρη, τήν ὁποία ἔχασαν ὁ Ἀδάμ καί ἡ
Εὔα ὅταν ἔκαναν τήν παρακοή. Μᾶς τήν ξαναδίνει αὐτή τήν Χάρη ἡ Ἐκκλησία μέ τό
Βάπτισμα καί τό Χρίσμα. Αὐτή εἶναι ἡ μεγαλοδωρεά τοῦ Θεοῦ. Ἐνῶ θά μποροῦσε
νά μᾶς ἀφήσει στήν ἀνταρσία πού ἐπιλέξαμε μόνοι μας. Ὅμως δέν μᾶς ἐγκατέλειψε.
Ἔστειλε Προφῆτες, Ἀγγέλους κ.λ.π. καί στό τέλος ἦρθε ὁ Ἴδιος καί σταυρώθηκε γιά
χάρη μας γιά νά μᾶς ξαναδώσει αὐτή τή δυνατότητα τῆς θεώσεως γιατί χωρίς τό
Ἅγιο Πνεῦμα δέν μπορεῖς νά θεωθεῖς, νά ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό.
Τήν γεφύρωση κτιστοῦ – ἀκτίστου, ἀνθρώπου – Θεοῦ τήν κάνει ὁ Θεός. Δέν μπορεῖ
ὁ ἄνθρωπος νά πάει στόν Θεό. Χρειάζεται ὁ Θεός νά ἔρθει καί νά ἑνωθεῖ μέ τόν
ἄνθρωπο καί τό ἔκανε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁπότε ἐμεῖς παίρνοντας τόν
Χριστό, παίρνουμε τήν γέφυρα γιά τόν Θεό. Γι’ αὐτό εἶναι ἀδύνατον χωρίς τόν
Χριστό νά φτάσεις στόν Θεό-Πατέρα. Ἀδύνατο. Γι’ αὐτό ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι
πλάνες, γιατί ἀρνοῦνται τόν Χριστό. Καί οἱ Μουσουλμάνοι τόν ἀρνοῦνται καί οἱ
Ἑβραῖοι περιμένουν ἀκόμα τόν Μεσσία πού θά ἔρθει… γιά τόν Χριστό δέν ξέρουν
ποιός εἶναι! Καί μετά ἔρχονται οἱ Οἰκουμενιστές καί λένε ‘’ὅλοι θά σωθοῦνε, ὅλες οἱ
θρησκεῖες τό ἴδιο εἶναι’’. Δέν εἶναι καθόλου τό ἴδιο. Εἶναι δαιμονικές κατασκευές
ὅλα αὐτά καί δέν σέ πᾶνε στόν Θεό γιατί ἁπλούστατα ἀρνοῦνται τόν δρόμο. Ὁ
δρόμος, ἡ ὁδός εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτά τά πράγματα εἶναι τελείως ξεκάθαρα.
Ὁπότε τό σῶμα καθεαυτό δέν εἶναι ἐμπόδιο, εἶναι βοηθητικό γιατί ἐκφράζεται μέσω
τοῦ σώματος ἡ ψυχή, ἀλλά μπορεῖ νά γίνει ἐμπόδιο ὅταν ἡ ψυχή ὑποταχθεῖ στό
σῶμα. Ἀντί ἡ ψυχή νά κυβερνάει τό σῶμα, κυβερνιέται ἀπό τό σῶμα. Τό σῶμα εἶναι
τό ἄλογο. Στή φυσιολογική κατάσταση ὁ ἀναβάτης κυβερνάει τό ἄλογο. Ἀλλά ἅμα
χαλάσει ἡ σχέση, γίνεται καί τό ἀνάποδο καί τό ἄλογο μετά γκρεμίζει τόν ἀναβάτη,
ὅταν δέν χαλιναγωγεῖται. Ὁ λόγος πού χρησιμοποιοῦμε καί τή νηστεία εἶναι γιατί μέ
τή νηστεία ταπεινώνονται τά σωματικά πάθη, τά ὁποῖα πάλι βέβαια εἶναι στήν ψυχή,
ἀλλά παίρνουν ἀφορμή ἀπό τό σῶμα καί ξεσηκώνονται. Ὁπότε ὁ σκοπός μας δέν
εἶναι νά καταστρέψουμε τό σῶμα μας, ἀλλά νά καταστρέψουμε τά πάθη. Δέν εἴμαστε
σωματοκτόνοι, ἀλλά παθοκτόνοι.
Ἐρ.: Κάποιες διευκρινιστικές ἀπαντήσεις σχετικά μέ τή διαφορά ἔκστασης – θέωσης
εἶναι ὅτι στήν κατάσταση τῆς ἔκστασης δέν θυμᾶται τί συνέβη..
Ἀπ.: Ναί, ἔχει παραισθήσεις. Ἐνῶ στήν κατάσταση τῆς θέωσης ἔχει πλήρη
συνείδηση τοῦ τί γίνεται.
Ἐρ.: Μία ἄλλη διαφορά εἶναι, ἄν κατάλαβα καλά, ὅτι γιά νά φτάσει κάποιος στήν
κατάσταση τῆς ἔκστασης πρέπει νά τό ἐπιδιώξει, δηλαδή νά κάνει κάποιες τεχνικές.
Ἀπ.: Τεχνικές καί οὐσιαστικά εἶναι δαιμονικές ἐπιρροές. Κάνει ἁμαρτία δηλαδή καί
ἔχει ἀνοίξει πόρτα στόν διάβολο.
Ἐρ.: Ἐνῶ στή θέωση, εἴπατε, εἶναι ἀποκάλυψη. Ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός χωρίς νά τό

107
ἐπιδιώξει.
Ἀπ.: Ναί, τήν θέωση δέν τήν προκαλεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τήν δίνει ὁ Θεός σ’ αὐτούς πού
θέλει. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά κάνει προσευχή. Κάνει τήν νοερά προσευχή,
καθαρίζεται καί φτάνει μέχρι τόν φωτισμό. Θά τά ποῦμε καί ἀργότερα αὐτά. Ἀλλά
τήν θέωση, τήν δίνει ὁ Θεός. Μπορεῖ νά εἶσαι στόν φωτισμό καί νά μή σοῦ δώσει
ποτέ τήν θέωση γιατί βλέπει ὅτι ἄν στή δώσει θά πάθεις ζημιά. Μπορεῖ νά πέσεις λ.χ.
σέ ὑπερηφάνεια καί καταστράφηκες πνευματικά.
Ἐρ.: Μᾶς εἴπατε ἕνα παράδειγμα θεώσεως μ’ ἕναν ἱερέα κατά τήν ὥρα τῆς Θείας
Λειτουργίας, δηλαδή αὐτή ἡ κατάσταση θέωσης μπορεῖ νά συμβεῖ ὅταν ὁ ἄνθρωπος
εἶναι σέ τυπική στάση προσευχῆς;
Ἀπ.: Συνήθως τότε γίνεται. Βλέπετε καί στό Θαβώρ τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ἔγινε ἡ
Μεταμόρφωση. Τό λέει σαφῶς τό κείμενο, ὅτι τήν ὥρα πού προσηύχοντο ἔγινε ἡ
Μεταμόρφωση. Τότε εἶναι θά λέγαμε δεκτική ἡ ψυχή.
Ἐρ.: Κάποιες φορές σέ κάποιους ἀνθρώπους καί σέ μᾶς τούς ἴδιους τό παρατηροῦμε
ὅτι ἀλλάζει ὅλη ἡ ἔκφραση, ἀφοῦ εἴπαμε ὅτι ἡ ψυχή ἐκφράζεται μέ τό σῶμα.
Μπορεῖτε νά μᾶς πεῖτε γιατί σέ κάποιους ἀνθρώπους δέν φαίνεται τόσο πολύ, ἐνῶ
ὑπάρχουν τά πάθη;
Ἀπ.: Εἶναι καλοί ὑποκριτές! Ἐδῶ βλέπουμε οἱ ἠθοποιοί παίζουν ὅλους τούς ρόλους:
τή μιά στιγμή κλαῖνε, τήν ἄλλη γελᾶνε, τήν ἄλλη ἐνθουσιάζονται, τήν ἄλλη
καταθλίβονται… Ὑπάρχει ὑποκρισία στόν ἄνθρωπο, μεγάλη ὑποκρισία… Ἅμα θέλει
κρύβεται καί φαίνεται ἀπαθής ἐνῶ εἶναι γεμάτος πάθη. Ἐμεῖς τόν βλέπουμε πολύ
ἤρεμο καί εἶναι ὁ πλέον ἐμπαθής. Ἤ εἶναι τάχατες πρᾶος, ἐνῶ εἶναι ὑπερβολικά
ὑπερήφανος καί καταφρονεῖ τούς ἄλλους καί οἱ ἔξω τόν θαυμάζουν γιά τήν ἀταραξία
του καί τήν μεγάλη του ἀρετή. Ὅπως λέει στόν ἀββᾶ Δωρόθεο: «ἀδελφέ σέ θαυμάζω
πῶς τό καταφέρνεις;» καί ἀπαντάει ἐκεῖνος: «τί ἐγώ θά ἀσχολοῦμαι μ’ αὐτά τά
σκυλιά!», δηλαδή ἀπό περιφρόνηση λόγω τῆς μεγάλης ὑπερηφάνειας πού εἶχε ἔμενε
ἤρεμος. Δέν τό ἔκανε ἀπό πραότητα καί ἀπό ἀρετή.
Ἐρ.: Θά μπορούσαμε νά πολεμήσουμε κάπως τά πάθη, μέ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ;
Ἀπ.: Πρέπει νά παρακολουθοῦμε τόν ἑαυτό μας. Κατ’ ἐξοχήν τά πάθη τά
παρακολουθοῦμε μέ τούς λογισμούς. Ἀνάλογα μέ τούς λογισμούς μας
καταλαβαίνουμε ποιά πάθη ἔχουμε. Μιά ἄλλη ἐπίσης μέθοδος εἶναι μέ τά ὄνειρα.
Συνήθως αὐτοί πού ἔχουν κάποια πάθη, φαίνεται καί στά ὄνειρα. Γιά παράδειγμα,
ἕνας πού εἶναι γαστρίμαργος, καρβέλια ὀνειρεύεται! καί φαγητά κ.λ.π. Κυρίως ὅμως
ἀπό τούς λογισμούς. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες μᾶς παροτρύνουν νά παρακολουθοῦμε τούς
λογισμούς μας. Στά μοναστήρια γίνεται συστηματική ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν καί
ἔτσι φανερώνει ὁ κάθε μοναχός τόν ἑαυτό του. Βέβαια δέν ἀρκεῖ μόνο νά
παρακολουθοῦμε τούς λογισμούς καί νά τούς ἀνακοινώνουμε στή συνέχεια στόν
Πνευματικό -π.χ. ἔχω λογισμούς ἐναντίον σου, θέλω νά σέ σκοτώσω- τό θέμα εἶναι
καί νά μετανοήσεις. Γιατί πολλοί πᾶνε στόν Πνευματικό γιά νά ἐκδικηθοῦν τόν
Πνευματικό. Τούς βάζει ὁ διάβολος καί βγάζουν τά ἀπωθημένα τους. Αὐτό δέν εἶναι

108
μετάνοια, οὔτε ἐξομολόγηση. Αὐτό εἶναι ἐκδίκηση πού γίνεται μέ τήν ὑποβολή τοῦ
σατανᾶ. Φοβερό πράγμα! Μετάνοια σημαίνει ὅτι ναί μέν τά εἶδα, ἀλλά μετανοῶ
κιόλας, τά παίρνω πίσω, τά πολεμάω, τά ἀποδοκιμάζω, ὄχι ἁπλῶς ἀνακοινώνω τήν
κατάστασή μου. Τό βασικό εἶναι νά ἀλλάξουμε, νά μετανοήσουμε, νά μισήσουμε τά
πάθη μας, ἀλλιῶς δέν φεύγουν.
Βέβαια μερικοί δέν πιάνουν κἄν τούς λογισμούς καί φτάνουν στή σωματική
ἔκφραση. Καί λέει κανείς: «Μοῦ βγῆκε αὐθόρμητα καί τόν ἔβρισα». Ἀπό κεῖ
μποροῦμε νά καταλάβουμε ὅτι ἡ κατάστασή μας εἶναι πολύ βαριά. Ἐν ριπῆ
ὀφθαλμοῦ φτάνεις στή σωματική ἔκφραση τοῦ πάθους, ὁπότε βγάζεις διάγνωση ἀπό
τό γεγονός αὐτό.
Ἐρ.: Στή θέωση πού ἀναφέρατε τοῦ Μωυσέως ὅπου ἀναστέλλονται ὅλες οἱ φυσικές
λειτουργίες, ἔχει σχέση μέ τό μετά θάνατον πού δέν θά ὑπάρχει καμιά φυσική
ἀνάγκη, ἐπιθυμία…
Ἀπ.: Ὁπωσδήποτε μετά θάνατον δέν θά ἔχουμε σῶμα κατ’ ἀρχήν, θά εἶναι μόνο ἡ
ψυχή μας. Μέχρι πού νά ξαναπάρουμε τό σῶμα μας πνευματικό πλέον, ὅπως ἦταν τό
σῶμα τοῦ Κυρίου μετά τήν Ἀνάσταση πού δέν εἶχε πλέον ἀνάγκη νά φάει.
Μποροῦσε βέβαια νά φάει καί ἔφαγε, γιά νά ἀποδείξει ὅτι ἔχει σῶμα. Ὅμως τό σῶμα
Τοῦ δέν εἶχε πλέον ἀνάγκη τροφῆς. Τέτοιο σῶμα θά ἔχουμε κι ἐμεῖς μετά τή Δευτέρα
Παρουσία. Μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία θά εἴμαστε μόνο ψυχή.
Ἐρ.: Εἴπατε πάτερ ὅτι στήν ἔκσταση δέν βγαίνουν ἐκτός σώματος…
Ἀπ.: Αὐτοί λένε ὅτι βγαίνουν ἐκτός σώματος, ἀλλά οὐσιαστικά εἶναι μιά
παραίσθηση. Αὐτοί τό ὀνομάζουν ἀστρικό ταξίδι, ἐξωσωμάτωση, ἀστρική προβολή,
διάφορα τέτοια, ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι δαιμονική ἐμπειρία, δαιμονική
ἐνέργεια καί τούς κάνει ὁ διάβολος νά νομίζουν ὅτι βγαίνουν ἀπό τό σῶμα. Δέν
συμβαίνει αὐτό, γιατί ἄν βγεῖ ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει.
Ἐρ.: Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅμως λέει ὅτι ὅταν ἀνέβηκε στόν τρίτο οὐρανό ἤμουν
«ἐκτός σώματος δέν ξέρω».
Ἀπ.: «Εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος δέν ξέρω» (Β΄Κορ. 12,2). Ἐκεῖ ἦταν
ἐμπειρία θεώσεως. Δέν μποροῦσε νά πεῖ, δέν μποροῦσε νά τό περιγράψει μέ ποιόν
τρόπο πῆγε.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

109
Ποιοὶ εἶναι οἱ ἀληθινοὶ θεολόγοι στὴν ἐκκλησία
(Πατερική Θεολογία - 9ο Μέρος)

Συνεχίζουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τίς ὁμιλίες πού κάνουμε πάνω στήν Πατερική
Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη, οἱ ὁποῖες ἔχουμε πεῖ ὅτι εἶναι
Πανεπιστημιακές παραδόσεις καί ἐπειδή εἶναι προφορικός λόγος εἶναι πιό ἁπλός καί
εὔκολος, ἐνῶ τά συγγράμματά του εἶναι πιό πυκνά καί πιό δυσκολονόητα.

Τό κεφάλαιο μέ τό ὁποῖο θά ἀσχοληθοῦμε σήμερα ἔχει μιά συνέχεια μ’ αὐτά πού


λέγαμε τήν προηγούμενη φορά καί ἀφορᾶ τήν ἀντίληψη πού εἶχαν οἱ ἀρχαῖοι γιά τόν
Θεό καί τήν ἀντίληψη πού ἔχει ἡ Ὀρθοδοξία. Μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ ἀρχαῖοι γιατί,
ὅπως γνωρίζετε, λατρεύεται ἡ Ἀρχαία Ἑλλάδα, μέ τήν ἔννοια ὅτι θαυμάζεται πολύ.
Ἀκόμα καί στήν παιδεία μᾶς ἔχουν περάσει τό μήνυμα, ὅτι ὁ ἀρχαῖος πολιτισμός
ἦταν ἕνας κορυφαῖος πολιτισμός καί πρέπει νά εἶναι πρότυπο γιά μᾶς, γι’ αὐτό μᾶς
διδάσκουν ἀπό τό δημοτικό τήν μυθολογία καί στό Γυμνάσιο καί τό Λύκειο τούς
ἀρχαίους Ἕλληνες, τούς φιλοσόφους κτλ. Ὅλο αὐτό ἔχει ἔλθει ἀπό τούς Φράγκους,
εἶναι ἐπίδραση τῆς αἱρετικῆς Δύσης, ἡ ὁποία μέ τόν διαφωτισμό καί τήν ἀναγέννηση
συνέβαλαν στήν ἐπικράτηση τῆς ἄποψης ὅτι πρέπει νά γυρίσουμε στήν ἀρχαία
Ἑλλάδα καί ἐνῶ εἴχαμε φθάσει σ’ ἕνα πολύ ὑψηλό πολιτισμικό ἐπίπεδο μέ τόν
συγκερασμό Χριστιανισμοῦ καί ἀρχαίας ἑλληνικῆς παιδείας πού ὀνομάζεται -ἄν
θέλετε- Ρωμαίϊκος πολιτισμός, Ρωμιοσύνη, Ρωμανία, ἐξ οὗ καί τό Πατριαρχεῖο μας
λέγεται RUM ORTHODOX ἀκόμη μέχρι σήμερα καί ὁ Βυζαντινός Αυτοκρατορίας
λεγόταν Βασιλεύς τῶν Ρωμαίων-, γυρίσαμε πίσω.
Κοιτᾶξτε πόσο ξένα ἀπό τήν πραγματικότητα εἶναι αὐτά πού πίστευαν οἱ ἀρχαῖοι.
Ἐνῶ ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ὅτι ὁ Θεός ἔχει –εἶναι τολμηρή ἡ λέξη, ἀλλά τό
λένε οἱ Πατέρες– γιά τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο ἀγάπη, ἀλλά ἔχει καί ἔρωτα, πολύ
σφοδρή ἀγάπη δηλαδή, οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι αὐτάρκης, εἶναι τέλειος
καί εἶναι τό κινοῦν ἀκίνητον. Δέν κινεῖται πρός τόν ἄνθρωπο, διότι εἶναι τέλειος καί
δέν τοῦ λείπει τίποτα. Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος κινεῖται πρός τόν Θεό, ἐπειδή ἔχει τήν
ἀνάγκη Του.
Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης λέγει ὅτι ὁ Θεός εἶναι καί κινούμενον. Δέν εἶναι
ἀκίνητος ὁ Θεός, ἀλλά παρεμβαίνει στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, ὅπως ξέρουμε ἀπό τήν
Παλαιά Διαθήκη πού παρενέβη ὁ Ἴδιος καί ἔδωσε τόν Νόμο καί ἔπειτα μέ τούς
Προφῆτες, τούς Ἀγγέλους κ.λ.π. καί στήν Καινή Διαθήκη κατ’ ἐξοχήν μέ τόν ἴδιο τόν
Ἑαυτό του, μέ τόν Υἱό καί Λόγο, πού πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση.
Ὅμως ὁ Θεός εἶναι πρόσωπο καί ἀγαπᾶ τόν ἄνθρωπο, γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ
Ὁμολογητής ἀκολουθώντας τόν ἅγιο Διονύσιο (τόν Ἀρεοπαγίτη) λέγει: «Τό θεῖον»,
τόν Θεό, «οἱ θεολόγοι, ποτέ μέν ἔρωτα, ποτέ δέ ἀγάπην», ἄλλοτε τόν ὀνομάζουν
ἔρωτα, ἄλλοτε δέ ἀγάπη, «ποτέ δέ», ἄλλοτε δέ, «ἐραστόν καί ἀγαπητόν καλοῦσιν».
Γιατί ἐκτός πού κινεῖται ὁ Θεός πρός ἐμᾶς, κινούμαστε κι ἐμεῖς -πρέπει νά

110
κινηθοῦμε- ἀγαπητικά πρός Αὐτόν. Ἄρα εἶναι ἐραστόν καί ἀγαπητόν, «Ὅθεν, ὡς μέν
ἔρως ὑπάρχων καί ἀγάπη, κινεῖται· ὡς δέ ἐραστόν καί ἀγαπητόν, κινεῖ πρός ἑαυτόν
πάντα τά ἔρωτος καί ἀγάπης δεκτικά». Ἀφοῦ ἔχει ἔρωτα γιά τόν ἄνθρωπο καί εἶναι
ἀγάπη κινεῖται πρός τόν ἄνθρωπο καί ὡς ἀντικείμενο ἄν θέλετε, ὐποκείμενο τῆς
ἀγάπης, καί ὅλα αὐτά πού ἔχουν αὐτή τήν ἰδιότητα νά ἀγαποῦν, κινοῦνται πρός
Αὐτόν, ἐφ’ ὅσον φυσικά τό θέλουν. Ἔτσι βλέπουμε ἀκόμη μία διαφορά μέ τούς
ἀρχαίους, ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ καί σήμερα ἐν πολλοίς ὡς ἀντίληψη, ὅτι ὁ Θεός εἶναι
κάπου μακριά καί δέν παρεμβαίνει στόν ἄνθρωπο. Ἀλλά κι αὐτό οὐσιαστικά εἶναι
μεγάλο λάθος.
Λέγαμε ἐπίσης γιά τήν ὁρολογία, τούς ὅρους καί τίς λέξεις πού χρησιμοποιοῦμε γιά
τόν Θεό. Ἀλλά καί γιά τίς λέξεις πού χρησιμοποίησαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τίς
ὁποῖες τίς πῆραν μέν ἀπό τήν ἀρχαία φιλοσοφία, ἀλλά τούς ἔδωσαν ἄλλο νόημα.
Πρέπει νά ποῦμε καί κάτι ἄλλο, ὅτι δέν ὑπάρχουν ‘ἱερές γλῶσσες’. Ὑπῆρχε αὐτή ἡ
ἀντίληψη ὅτι κάποιες γλῶσσες -τρεῖς γιά τήν ἀκρίβεια, ἡ Ἑλληνική, ἡ Λατινική καί ἡ
Ἑβραϊκή εἶναι ἱερές γλῶσσες- καί μόνο μ’ αὐτές τίς γλῶσσες μιλάει ὁ Θεός στόν
ἄνθρωπο καί θά πρέπει μόνο αὐτές νά χρησιμοποιοῦν οἱ ἄνθρωποι γιά τόν Θεό, γιά
νά θεολογοῦν.
Γιά τούς Ὀρθοδόξους, ὅμως λέει ὁ π. Ἰωάννης, δέν ὑπάρχει διάκριση μεταξύ
κοσμικοῦ καί θρησκευτικοῦ στόν χῶρο τῆς ὁρολογίας. Δέν ὑπάρχουν θρησκευτικές
λέξεις καί κοσμικές λέξεις. Ἀλλά μόνο κοσμικές λέξεις οἱ ὁποῖες χρησιμοποιοῦνται
στά νοήματα περί Θεοῦ, ἀρκεῖ μόνο νά εἶναι εὐπρεπεῖς, νά μήν εἶναι χυδαῖες.
Ἔτσι βλέπουμε ὅτι ὁ Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ Γιαχβέ περιγράφεται ὡς βράχος.
Ὁ Γιαχβέ εἶναι ὁ Λόγος, ὁ Υἱός καί Λόγος, ὄχι ὁ Πατέρας ὅπως λένε κάποιοι
αἱρετικοί. Εἶναι ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ Ὁποῖος στήν Καινή Διαθήκη φανερώθηκε καί
εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὡς ἔνσαρκος Λόγος. Στήν Παλαιά Διαθήκη
λοιπόν ὁ Γιαχβέ περιγράφεται ὡς βράχος. Εἶναι ὅμως ὁ Θεός βράχος; Σύμφωνα μέ τό
πνεῦμα τῆς Πλατωνικῆς φιλοσοφίας θά ἔπρεπε κανείς νά χρησιμοποιήσει μόνο
νοηματικά ρητά, ὅρους δηλαδή μέ πνευματικό καί ὄχι ὑλικό περιεχόμενο γιά τόν
Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα. Ὅμως, ὅπως βλέπετε, καί ἡ θεολογία καί ἡ Ἁγία
Γραφή χρησιμοποιεῖ καί ὅρους μέ ὄχι πνευματικό περιεχόμενο γιατί θέλει νά
ἐκφράσει κάτι, μιά ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ, λ.χ. τήν σταθερότητα. Ἔρχεται λοιπόν σέ
ἀντίφαση μέ τόν Πλάτωνα καί σ’ αὐτό τό σημεῖο ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Ὀρθοδοξία,
διότι ὅπως λέγαμε ὑπάρχει αὐτή ἡ κατηγορία, ἡ συκοφαντία ἀπό τούς αἱρετικούς ὅτι
οἱ Πατέρες ἀκολουθοῦν τόν Πλάτωνα ἤ ὅτι ἦταν νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι. Κάθε
ἄλλο.
Ὅμως βλέπουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή χρησιμοποιεῖ λέξεις, ὅπως βουνό, βράχος, πέτρα,
ὕδωρ, ποτάμι, οὐρανός, ἥλιος κλπ. Βεβαίως ἔχουμε καί τούς ὅρους νοῦς, λόγος,
διάνοια, ὑπόσταση, οὐσία, τριάς, μονάς…, τά ὁποῖα κι αὐτά τά χρησιμοποιοῦμε γιά
τόν Θεό. Δηλαδή, ἐάν πάρουμε τήν Παλαιά Διαθήκη, βλέπουμε ὅτι ἀποδίδονται ἐκεῖ
πολλά ὀνόματα στόν Θεό, πού δέν εἶναι παρμένα ἀπό τήν μορφή, τήν φύση τοῦ
ἀνθρώπου, ἀλλά ἀπό τήν ἄλογη Δημιουργία. Ἡ δέ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ περιγράφεται
ὡς νεφέλη, ὡς φωτιά, ὡς φῶς κ.λ.π.

111
Εἶναι ὁ Θεός ὡς φῶς στήν οὐσία Του; Ὄχι! Ἀλλά μία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ
φωτιστική ἐνέργεια. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός ὀνομάζεται Φῶς. Δέν εἶναι Φῶς ἡ οὐσία τοῦ
Θεοῦ. Λέμε ὁ Θεός εἶναι Ἀγάπη! Δέν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ Ἀγάπη. Τί εἶναι ἡ
οὐσία τοῦ Θεοῦ; Δέν γνωρίζουμε. Δέν μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ. Γνωρίζουμε καί
μετέχουμε στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί ὅταν λέμε θέωση ἐννοοῦμε τήν μετοχή τοῦ
ἀνθρώπου στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί ὄχι στήν οὐσία Του. Ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν
γίνεται κατά οὐσίαν θεός, ἀλλά κατά χάριν θεός.
Στήν Ἑβραϊκή παράδοση πρίν τούς Προφῆτες, ἀλλά καί στούς Προφῆτες ἦταν
γνωστό ὅτι ὁ Θεός δέν ἔχει εἰκόνα μέσα στήν ὑλική δημιουργία, ὅτι δηλαδή ὁ
ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά φτιάξει εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁποιαδήποτε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ
στήν Παλαιά Διαθήκη ἀπαγορεύεται. Γι’ αὐτό καί δέν εἶχαν εἰκόνες οἱ Ἑβραῖοι στήν
Παλαιά Διαθήκη. Εἰκονίζουμε κάτι πού πέφτει στήν ἀντίληψή μας, κάτι ὑλικό. Τόν
Χριστό μας στήν Καινή Διαθήκη Τόν εἰκονίζουμε γιατί πῆρε τό κτιστό ἀνθρώπινο
σῶμα, τό ὁποῖο εἶναι περιγραπτό. Ἔχει περίγραμμα. Ὁπότε μποροῦμε νά Τόν
εἰκονίσουμε, νά Τόν ζωγραφίσουμε. Ἀπαγορεύεται ὅμως νά ζωγραφίσουμε
ὁποιαδήποτε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη. Τότε ἤθελε νά τούς πεῖ ὁ Θεός
ὅτι «Τίποτα ἀπό αὐτά πού βλέπετε καί ξέρετε δέν μοιάζουν μέ Μένα, γι’ αὐτό δέν
μπορεῖτε νά Μέ εἰκονίσετε».
Ἡ μόνη ἀπαράλλακτος εἰκών τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πού ἐνηνθρώπισε,
δηλαδή ὁ Χριστός. Ἄλλες εἰκόνες ἐκτός ἀπό Αὐτόν, (τόν Χριστόν), δέν ἔχει ὁ Θεός.
Ὁ κοινός ἄνθρωπος δέν εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός. Λέμε εἴμαστε πλασμένοι κατ’
εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Κατ΄ ἀκρίβεια εἴμαστε πλασμένοι κατ’ εἰκόνα
τοῦ Χριστοῦ καί ὄχι τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ὁ Θεός Πατήρ εἶναι πνεῦμα. Ὁ Χριστός ἔγινε
ἄνθρωπος, ἐνηθρώπισε καί ἐμεῖς εἴμαστε εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀδάμ πλάστηκε
κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ἄς μήν εἶχε γίνει ἀκόμη ἡ ἐνανθρώπιση. Τό πρότυπο
τοῦ Ἀδάμ εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό ὅταν ἁμάρτησε καί ἔπεσε ὁ Ἀδάμ, ἔρχεται ὁ
πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Χριστός, καί τόν σώζει.
Μόνο ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός. Τίποτα ἐκτός
ἀπό τόν Χριστόν (κατά τήν ἀνθρωπίνη του φύση) δέν εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν
κτιστό κόσμο. Ὁπότε γι’ αὐτόν τόν λόγο, ἐπειδή δηλαδή ὁ Θεός δέν ἔχει κανένα
ὁμοίωμα μέσα στόν κτιστό κόσμο καί ἐπειδή δέν ὑπάρχουν μέσα στόν κτιστό κόσμο
νοήματα –ἔννοιες- πού νά μποροῦν νά ἀποδώσουν τόν Θεόν καί νά ταυτισθοῦν μέ
τόν Θεόν, εἴμαστε ἐλεύθεροι νά πάρουμε ὁποιαδήποτε ὀνόματα καί νοήματα καί νά
τά ἀποδώσουμε στόν Θεόν, ἀλλά κατά τρόπο ἀποφατικό. Δηλαδή ἀποδίδουμε ἕνα
ὄνομα στόν Θεόν ἀπό τό ἕνα μέρος καί ἀπό τό ἄλλο μέρος τό ἀφαιροῦμε ἀπό Αὐτόν.
Λέμε π.χ. ὄτι ὁ Θεός εἶναι Φῶς. Κάνουμε ὅμως ταυτόχρονα καί τήν ἀφαίρεση
λέγοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι καί σκότος, γνόφος.
Τό πολύ φῶς εἶναι καί σκοτάδι. Δέν μπορεῖς νά ἀντέξεις στό πολύ φῶς. Ἄν
προσέξετε τήν εἰκόνα τῆς Μεταμορφώσεως, θά δεῖτε ὅτι ὑπάρχει αὐτή ἡ διαβάθμιση.
Ὑπάρχει τό φῶς γύρω ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὑπάρχει καί τό σκότος. Τό πολύ φῶς εἶναι
σκότος. Καί ὁ Μωυσῆς πού ἔμεινε στό ὄρος Χωρήβ 40 ἡμέρες ἦταν μέσα στόν
γνόφο. Τί εἶναι ὁ γνόφος; Τό σκότος, τό πάρα πολύ φῶς. Ὁ Θεός εἶναι φῶς, ἀλλά δέν

112
εἶναι καί φῶς. Καί γιατί τό λέμε ἔτσι; Γιατί δέν γνωρίζουμε τί ἀκριβῶς εἶναι, δέν
ὑπάρχουν λέξεις νά Τόν περιγράψουμε. Ὁπότε λέμε κάτι καί τό παίρνουμε πίσω.
Αὐτή εἶναι ἡ ἀποφατική θεολογία.
Καί αὐτό τό λέμε ὄχι ἐπειδή ὁ Θεός δέν εἶναι Φῶς, ἀλλά ἐπειδή ὁ Θεός ὑπερβαίνει τό
φῶς. Ὁ Θεός δέν εἶναι στέρησις, ἀλλά ὑπέρβασις. Ἐδῶ ἔχουμε μία οὐσιαστική
διαφορά μεταξύ τῆς Ἀποφατικῆς Θεολογίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς
Ἀποφατικῆς Θεολογίας τῶν Σχολαστικῶν θεολόγων τοῦ Μεσαίωνα στήν Δύση, ἡ
ὁποία ὑπάρχει ἀκόμα στά ἐγχειρίδιά τους.
Ἕνας αἱρετικός σχολαστικός θεολόγος ἦταν ὁ Θωμάς Ἀκινάτης. Σχολαστική εἶναι ἡ
θεολογία τῆς Δύσης, ἡ ὁποία βασίστηκε στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία καί κατ’
ἐξοχήν στόν Ἀριστοτέλη. Οἱ σχολαστικοί προσπάθησαν μέ τή λογική νά
προσεγγίσουν τόν Θεό. Ὁ Θεός ὅμως δέν προσεγγίζεται μέ τή λογική, προσεγγίζεται,
βιώνεται καί μετέχεται μέ τήν καθαρή καρδιά.
Ἄν πάρουμε τά ἐγχειρίδια τῆς Δογματικῆς τῶν Παπικῶν θεολόγων, βλέπουμε τό ἑξῆς
παράδοξο: Λένε ὅτι ὑπάρχει μία ὁδός, διά τῆς ὀποίας ἀποδίδουμε ὀνόματα εἰς τόν
Θεόν, ἀλλά ἐπίσης καί μία ἄλλη ὁδός, ἡ στερητική, κατά τήν ὁποία ἀφαιροῦμε αὐτά
τά ὀνόματα ἀπό τόν Θεόν, ὄχι γιά νά μή τά ἀποδώσουμε εἰς Αὐτόν, ἀλλά γιά νά
καθαρίσουμε τά ὀνόματα αὐτά ἀπό ὅλα τά ἐλαττώματά τους.
Κάτι τέτοιο ὅμως δέν γίνεται στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στούς ὁποίους Πατέρες
ἡ μέθοδος ἀποδόσεως ὀνομάτων εἰς τόν Θεόν εἶναι ἁπλή. Δέν χρειάζονται κάθαρση
τά ὀνόματα καί οἱ λέξεις. Δηλαδή δίνουν ὀνόματα καί ἀφαιροῦν ὀνόματα.
Χρησιμοποιοῦν δηλαδή ἀντιθέσεις. Αὐτός δέ ὁ κανόνας ἀνατρέπει ὁλόκληρη τήν
Ἀριστοτελική φιλοσοφία. Διότι καταργοῦν οἱ Πατέρες τόν νόμο τῶν ἀντιθέσεων τοῦ
Ἀριστοτέλους.
Ὑπάρχει ἕνας νόμος τῆς λογικῆς τοῦ Ἀριστοτέλους πού λέει ὅτι κάτι δέν μπορεῖ νά
εἶναι ταυτόχρονα καί τό ἀντίθετό του. Δηλαδή κάτι δέν μπορεῖ νά εἶναι ταυτόχρονα
π.χ. μαῦρο καί ἄσπρο. Ἤ μαῦρο θά εἶναι ἤ ἄσπρο, ὄχι καί τά δύο. Στόν Θεό δέν
ἰσχύει αὐτό. Ὑπερβαίνεται ἡ λογική στόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι καί φῶς εἶναι καί
σκότος. Ἔτσι λοιπόν οἱ Πατέρες ὅταν μιλᾶνε γιά τόν Θεόν ἀποδίδουν εἰς τόν Θεόν
ἀντιθέσεις γιατί ἀκριβῶς θέλουν νά μᾶς δείξουν ὅτι δέν ὑπάρχουν λέξεις γιά τόν Θεό.
Οἱ λέξεις εἶναι κτιστές καί ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος. Τό κτιστό δέν μπορεῖ νά
περιγράψει τό ἄκτιστο.
Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ Πατέρες δέν δέχονται τούς κανόνες τῆς λογικῆς, ὅταν
ἀσχολοῦνται μέ θεολογικά θέματα, δηλαδή μέ τά τοῦ Θεοῦ. Γιατί; Διότι οἱ κανόνες
τῆς λογικῆς ἰσχύουν, ὅσο ἰσχύουν, μόνο γιά τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ -ὄχι γιά τόν Θεό.
Ἰσχύουν γιά τά ὑλικά πράγματα. Ἕνα καί ἕνα κάνουν δύο, λέει ἡ λογική. Γιά τόν
Θεό ἕνα καί ἕνα κάνουν ἕνα. Ὁ Θεός μας, ὁ Χριστός εἶναι καί τέλειος Θεός καί
τέλειος ἄνθρωπος. Δύο φύσεις σέ ἕνα Πρόσωπο. Ἕνας Θεός, δέν εἶναι δύο θεοί.
Στήν Ἁγία Τριάδα ἔχουμε ἕνα καί ἕνα καί ἕνα, μᾶς κάνουν πάλι ἕνα καί ὄχι τρία.
Τρία Πρόσωπα, ἕνας Θεός. Ὄχι τρεῖς Θεοί.

113
Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοσθεῖ στόν Θεόν, καθώς καί
κανένα σύστημα λογικῆς. Καί, ὅσοι νομίζουν πώς μέ τά καθαρά Μαθηματικά
μποροῦν νά βαδίσουν πρός τόν Θεόν, γιά τούς Πατέρες εἶναι ἀφελέστατοι. Διότι
ἁπλούστατα μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότης. Αὐτό εἶναι τό
βασικό δόγμα τῆς Πατερικῆς Παράδοσης: Καμία ὁμοιότης, καμία σχέση δέν ὑπάρχει
μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτίσεως. Εἶναι τελείως ἄλλο πράγμα ὁ Θεός.
Αὐτά, πού ἰσχύουν γιά τά κτιστά, δέν ἰσχύουν γιά τήν ἄκτιστη πραγματικότητα, πού
εἶναι ὁ Θεός. Διότι δέν ὑπάρχουν κανόνες τῶν κτισμάτων, πού νά ἐφαρμόζονται εἰς
τά ἄκτιστα, στόν Θεό.
Ὅλα, ὅσα λένε οἱ Πατέρες γιά τόν Θεό, δέν προέρχονται ἀπό φιλοσοφικό στοχασμό.
Δέν κάνουν φιλοσοφία οἱ Πατέρες, οὔτε λογική. Ἀλλά τί κάνουν; Καθαρίζουν τήν
καρδιά τους καί βλέπουν τόν Θεό, ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί μετά ἀποτυπώνουν
αὐτή τήν ἐμπειρία, εἴτε μέ τόν λόγο, εἴτε μέ τά κείμενά τους.
Ὁ στοχασμός ἀπαγορεύεται στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν πρόκειται νά
θεολογήσουν. Γι’ αὐτό ὁ μόνος συνετός τρόπος τοῦ νά μελετᾶ κανείς τήν Ἁγία
Γραφή δέν εἶναι ὁ στοχασμός. Αὐτό τό λάθος παρατηρεῖται πολλές φορές στή
σύγχρονη πραγματικότητα ὅταν κάνουμε κύκλους τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού δυστυχῶς
σέ γενικές γραμμές εἶναι ἐπηρεασμένοι ἀπό Προτεσταντικά πρότυπα. Λένε γιά
παράδειγμα οἱ κυκλάρχισσες: «Τί λέτε γιά αὐτό τό χωρίο;». Καί λέει ὁ καθένας ὅ,τι
νομίζει. Ἔτσι θά κάνουμε θεολογία; Δέν γίνεται ἔτσι θεολογία, νά σκεφθοῦμε
δηλαδή, νά στοχαστοῦμε πάνω σ’ αὐτό πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή καί νά πεῖ ὁ καθένας
ὅ,τι νομίζει. Δέν εἶναι ἔτσι! Γιά νά πεῖς, πρέπει νά ἔχεις ἐμπειρία. Γιά νά καταλάβεις
τί λέει ὁ Θεός μέσα στήν Ἁγία Γραφή, στό Εὐαγγέλιο, πρέπει νά ἔχεις τό Πνεῦμα μέ
τό ὁποῖο γράφτηκε τό Εὐαγγέλιο. Δηλαδή νά ἔχεις ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τότε
μπορεῖς νά ἑρμηνεύσεις τόν Θεό, νά ἑρμηνεύσεις τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Δέν
καθόντουσαν δηλαδή οἱ Πατέρες στά γραφεῖα τους γιά νά κάνουν Θεολογία ἔτσι,
κατά τρόπο Σχολαστικό, ἀλλά ἔκαναν προσευχή.
Ὁ δρόμος γιά νά καταλάβουμε τήν Ἁγία Γραφή εἶναι ἡ προσευχή, νά μήν
προσπαθοῦμε δηλαδή μέ τήν λογική καί τήν ἀφαίρεση νά τήν καταλάβουμε. Ποιά
ὅμως προσευχή; Ἡ νοερά προσευχή, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Διότι, ὅταν ἔρχεται τό
Πνεῦμα τό Ἅγιο καί ἐπισκέπτεται τόν ἄνθρωπο καί προσεύχεται μέσα στήν καρδιά
του ἀνθρώπου, τότε ὁ ἄνθρωπος φωτίζεται καί γίνεται ἱκανός νά κατανοεῖ ὀρθά τά
νοήματα τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί νά ὁδηγηθεῖ ἀπό φωτισμένος, πού
εἶναι, στήν θέωση.
Ἔχουμε πεῖ ὅτι φωτισμένος εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἐνεργό τήν νοερά προσευχή
στήν καρδιά του, ὄχι ἁπλῶς αὐτός πού κάνει κάποιες καλές σκέψεις, ἀλλά αὐτός πού
ἔχει συνεχῶς μέσα του τήν νοερά προσευχή. Μάλιστα στήν πλήρη της μορφή ἡ
νοερά προσευχή δέν λέγεται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἀκούει
τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁ ἄνθρωπος πού προσεύχεται μέσα στήν καρδία του καί λέει ‘’Ἀββᾶ
ὁ Πατήρ’’. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος μετά ἀπό φωτισμένος μπορεῖ νά φθάσει καί στή
θέωση, ἄν ὁ Θεός τοῦ τό δώσει, γιατί ὁ Θεός τό δίνει σέ αὐτούς πού βλέπει ὅτι δέν θά

114
βλαφτοῦν, λ.χ. δέν θά πέσουν στήν ὑπερηφάνεια.
Ὅταν καί ἐφ’ ὄσον φθάσει κανείς στή θέωση εἶναι ἀληθινά θεολόγος. Τότε μπορεῖ νά
μιλήσει γιά τόν Θεό. Ὁ φωτισμένος μπορεῖ νά καταλάβει τά λόγια τοῦ Θεοῦ, νά
καταλάβει τήν Ἁγία Γραφή. Γι’ αὐτό, σύμφωνα μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας
μας: Διάκος μπορεῖ νά γίνει κάποιος πού ἔχει ἀρχίσει τήν κάθαρση καί πολεμάει τά
πάθη του. Ἱερέας, ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά γίνει κάποιος φωτισμένος,
ἐκεῖνος δηλαδή πού ἔχει τελειώσει μέ τήν κάθαρση καί ἔχει φθάσει στόν φωτισμό.
Ἐπίσκοπος τέλος μπορεῖ νά γίνει αὐτός πού ἔχει φθάσει στη θέωση. Σήμερα δέν
ἰσχύουν αὐτά, τά ἔχουμε κάνει στήν ἄκρη, τά ἔχουμε ξεχάσει, δέν τά ξέρουμε κἄν,
ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ παράδοσή μας. Δέν γινόταν κανείς Ἐπίσκοπος ἄν δέν εἶχε φθάσει
στήν θέωση, γιατί ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι ἀκριβῶς ὁ αὐθεντικός, ὄχι μόνο ἑρμηνευτής,
ἀλλά καί θεολόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ὅλης παράδοσης πού ἔχουμε.
Καί, ὅταν καί ἐφ’ ὅσον φθάσει στήν θέωση, τότε γνωρίζει ἀπό τήν ἴδια τήν ἐμπειρία
τῆς θεώσεως τί σημαίνουν ἀκριβῶς τά ρητά καί τά νοήματα, πού συναντᾶ μέσα στήν
Ἁγία Γραφή. Ὁπότε ἐδῶ ἐρχόμαστε σέ ἕνα ἑρμηνευτικό κλειδί: Τά ρητά καί τά
νοήματα, πού χρησιμοποιοῦνται μέσα στήν Ἁγία Γραφή ἀπό τούς θεουμένους πού
ἔγραψαν τήν Ἁγία Γραφή, καθώς καί τά ρητά καί τά νοήματα πού χρησιμοποιοῦνται
στά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἁγίων, εἶναι θεόπνευστα μέ
τήν ἔννοια -ὄχι κατά γράμμα, ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔλεγε μία – μία λέξη στούς
Εὐαγγελιστές καί τά ἔγραφαν, ἀλλά εἶναι θεόπνευστα γιατί- ὅλοι αὐτοί –πού τά
ἔγραψαν– ἔχουν τήν ἐμπειρία εἴτε τοῦ φωτισμοῦ, εἴτε τῆς θεώσεως καί βάσει αὐτῆς
τῆς ἐμπειρίας ἔγραψαν ὅ,τι ἔγραψαν. Κάθε Εὐαγγελιστής ἔγραψε ἀνάλογα μέ τό
μορφωτικό ἐπίπεδο πού εἶχε καί τό λεξιλόγιο πού διέθετε. Ἔτσι βλέπουμε πιό ἁπλά
νά γράφει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος, διαφορετικά ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καί
διαφορετικά ὁ Ἅγιος Λουκᾶς πού ἦταν μορφωμένος, γιατρός. Ὡστόσο ὅλοι εἶναι
θεόπνευστοι, γιατί ὅλοι εἶχαν τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως ἤ μόνο
τοῦ φωτισμοῦ. Ἐπειδή δηλαδή ἔχουν αὐτήν τήν ἐμπειρία, ὅ,τι ἔγραψαν εἶναι
θεόπνευστο.
Γι’ αὐτό ἔχουμε δύο εἰδῶν ἀποκαλύψεις. Ἔχουμε τήν ἀποκάλυψη, πού εἶναι ἡ νοερά
εὐχή καί ἔχουμε καί τήν ἀποκάλυψη, πού εἶναι ἡ θέωσις, πού εἶναι ἀνώτερο στάδιο
ἀποκαλύψης, φανέρωσης δηλαδή τοῦ Θεοῦ. Βέβαια ἡ δεύτερη ἀποκάλυψις, θέωσις,
εἶναι τό βασικό κλειδί, μέ τό ὁποῖο κατανοοῦμε πλήρως τήν ἀποκάλυψη τοῦ
φωτισμοῦ –τήν πρώτη ἀποκάλυψη. Ἔτσι βλέπουμε ἐδῶ ὅτι συναντοῦμε μία
ἀντίληψη περί ἀποκαλύψεως καί περί θεοπνευστίας, ἡ ὁποία εἶναι καθαρῶς
ἐμπειρική καί τίποτε ἄλλο. Δέν εἶναι ἀνεύρεση μέ τόν στοχασμό καί τήν λογική
κάποιων πραγμάτων γιά τόν Θεό, ἀλλά εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στόν
ἄνθρωπο.
Ὅμως σ’ αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὁ Θεός δέν ἀποκαλύπτει λέξεις, οὔτε
ἀποκαλύπτει κάποια καινούργια ὁρολογία. Γιατί; Διότι, ὅταν ἔρχεται τό Πνεῦμα τό
Ἅγιο καί προσεύχεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, δέν προσεύχεται μέ
καινούργιες λέξεις, πού φέρνει μαζί Του, πού θά εἶναι ἴσως καί ἀκατανόητες γιά τόν
ἄνθρωπο, ἀλλά προσεύχεται μέ γνωστές λέξεις μέσα στόν ἄνθρωπο παρμένες μέσα

115
ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἐμπειρία, ἀπό τό τρέχον λεξιλόγιο τῆς ἐποχῆς. Π.χ. τήν εὐχή, μέ
τήν ὁποία προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν λογική του, αὐτήν τήν ἴδια εὐχή
χρησιμοποιεῖ καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί τότε ἡ ἴδια εὐχή γίνεται εὐχή τῆς καρδιᾶς!
Δέν τοῦ φέρνει ἄλλες λέξεις, ἀρχαῖες λέξεις ἀπό ‘ἅγιες γλῶσσες’, ἀπό ’ἱερές
γλῶσσες’ , ὅπως λέγανε σέ ἐκείνη τήν αἵρεση πού ἐπικρατοῦσε. Γι’ αὐτό βλέπουμε
λ.χ. τόν Ἅγιο Πορφύριο νά ἐκφράζει καί νά λέει τά ἴδια πράγματα θεολογικά, πού
λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἀλλά μέ τή
γλώσσα πού μιλοῦσε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, τήν σύγχρονη γλώσσα, τήν δική μας. Εἶναι
ὅμως κι αὐτός θεόπνευστος γιατί ἔχει τήν ἴδια ἐμπειρία πού εἶχε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως.
Λέγει δηλαδή ὁ καλόγερος: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», μέ τό μυαλό του.
Ὅταν ἔλθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα στήν καρδιά του, τότε αὐτή ἡ ἴδια ἡ φράσις -θά
τήν πάρει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί- θά γίνει ἡ εὐχή τῆς καρδιᾶς του καί θά τήν
ἐπαναλαμβάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Θά προσεύχεται πλέον ἡ καρδιά του καί ὄχι τό
μυαλό του μέ αὐτήν τήν φράση. Ἔτσι, ὅταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προσεύχεται μέσα
στόν ἄνθρωπο, προσεύχεται μέ τίς ἴδιες λέξεις πού χρησιμοποιοῦσε προηγουμένως ὁ
ἄνθρωπος αὐτός. Γι’ αὐτό καί ἔχουμε τήν παράδοση αὐτή τῆς εὐχῆς, πού γίνεται εἴτε
μέ ψαλμό εἴτε μέ αὐτοσχέδια λόγια προσευχῆς.
Δέν εἶναι μονόδρομος τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος
Παλαμᾶς προσευχόταν μέ τό «φώτισόν μου τό σκότος». Ἔκανε ἀδιάλειπτη προσευχή
μ’ αὐτή τήν φράση καί τό Ἅγιο Πνεῦμα προσευχόταν μέσα του μ’ αὐτή τήν φράση.
Ἕνας ἄλλος ἅγιος, νομίζω ὁ Ἅγιος Ἰωαννίκιος, ἔλεγε: «Ἡ ἐλπίς μου ὁ Πατήρ,
καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, Τριάς Ἁγία Δόξα Σοι».
Ἔχουμε ἄλλους ἁγίους πού ἔλεγαν τό Ψαλτήρι καί προσηύχοντο ἀδιάλειπτα μέσα
στήν καρδιά τους μέ τό ψαλτήρι.
Ὁπότε στήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ δέν ἔχουμε ἀποκάλυψη καμιᾶς νέας λέξεως ἤ
ὁρολογίας. Δηλαδή δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἦλθε στούς Πατέρες τό Πνεῦμα τό
Ἅγιο καί ἀπεκάλυψε τήν ὁρολογία: Μία οὐσία καί τρεῖς ὑποστάσεις ἤ τό ὁμοούσιο.
Αὐτή δέν εἶναι ἀποκάλυψη, ἀλλά εἶναι μία θεολογική ὁρολογία, πού
χρησιμοποιήθηκε γιά νά ἀντιμετωπίσουν οἱ Πατέρες τούς αἱρετικούς.
Οἱ Πατέρες τότε χρησιμοποίησαν τήν ὁρολογία ἀπό τήν τρέχουσα γλώσσα τῆς
ἐποχῆς τους καί οἱ αἱρετικοί χρησιμοποίησαν τήν ὁρολογία τήν φιλοσοφική τῆς
ἐποχῆς τους. Πῆραν βέβαια καί οἱ Πατέρες ὅρους ἀπό τήν φιλοσοφία, ἀλλά τούς
ἔδωσαν ἄλλο νόημα. Ἑπομένως, γιά νά καταλάβει κανείς τούς Πατέρες, πρέπει νά
γνωρίζει τό νόημα τό πατερικό, πού δίνουν οἱ Πατέρες σέ κάθε ὅρο πού
χρησιμοποιοῦν. Γιά παράδειγμα: πῆραν τόν ὅρο «ὑπόσταση». Τί σημαίνει ὑπόσταση
γιά τούς Πατέρες ὅμως; Δέν εἶναι αὐτό πού ἐννοοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ἀλλά
εἶναι τό Πρόσωπο. Πρέπει λοιπόν κανείς νά τό γνωρίζει αὐτό, γιά νά καταλάβει τούς
Πατέρες, ὅτι ὅταν λένε τόν ὅρο ὑπόσταση, σημαίνει πρόσωπο. Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεός
εἶναι τρισυπόστατος σημαίνει ὅτι εἶναι τρία Πρόσωπα.
Δέν εἶναι ἀποκάλυψη ἀπό τόν Θεό αὐτή ἡ ὁρολογία. Αὐτή ἡ ὁρολογία πάρθηκε ἀπό

116
τήν γλώσσα τῆς ἐποχῆς. Ἡ ἴδια ἡ φώτιση εἶναι ἡ ἀποκάλυψη, τό γεγονός ὅτι οἱ
Πατέρες ἦταν στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ ἤ τῆς θεώσεως. Ἁπλῶς στήν
κατάσταση τῆς φωτίσεως γίνεται μία σύνθεσις τῶν ἤδη γνωστῶν ρητῶν καί
νοημάτων στόν ἄνθρωπο προερχομένων ἀπό τήν παράδοση τῆς εὐσεβείας, ἀπό ὅσα
δηλαδή γνωρίζει περί τῆς πίστεώς του, ρητῶν καί νοημάτων εἴτε τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης, εἴτε τῆς Καινῆς Διαθήκης. Χρησιμοποιοῦνται δέ ὀνόματα παρμένα ἀπό
τήν κοινή ἐμπειρία, ὥστε ὅλοι νά τά κατανοοῦν.
Στήν θέωση ὅμως ὅλα τά ρητά καί τά νοήματα καταργοῦνται, ὅταν ἀποκαλύπτεται ὁ
ἴδιος ὁ Θεός. Ὅταν φθάσει ὁ ἄνθρωπος στή θέωση, ἐκείνη τήν ὥρα σταματοῦν τά
ρητά καί τά νοήματα, σταματᾶ καί ἡ προσευχή. Γιατί πλέον ὁ ἄνθρωπος ἔφθασε στόν
Θεό. Δέν ἔχει ἔννοια νά πεῖ: Κύριε ἐλέησόν με, γιατί ὄντως ἐλεήθηκε, ἑνώθηκε μέ
τόν Θεό. Ἐκεῖ πλέον εἶναι μπροστά στόν Θεό καί δέν ἔχει τίποτα νά πεῖ. Τί νά πεῖ;
Δέν ὑπάρχουν λόγια γιά νά πεῖς καί νά περιγράψεις τόν Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος ἀπαγορεύεται νά θεολογεῖ, ἄν δέν βρίσκεται τουλάχιστον στήν
κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ. Τήν Πατερική αὐτή θέση ἐκφράζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος στό γνωστό ἀπόσπασμα τοῦ Α’ Θεολογικοῦ του λόγου ἐναντίον τῶν
Εὐνομιανῶν: «Οὐ παντός, ὦ οὗτοι, τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν», δέν εἶναι τοῦ καθ’
ἑνός νά μιλάει γιά τόν Θεό, τό περί Θεοῦ φιλοσοφεῖν, ἐννοεῖ νά θεολογεῖ. «Οὐ
παντός», δέν εἶναι τοῦ καθ’ ἑνός. «Οὐχ οὕτω τό πρᾶγμα εὔωνον καί τῶν χαμαί
ἐρχομένων», δέν εἶναι τό πράγμα τόσο εὔκολο νά τό ἀποκτήσεις, σάν νά εἶναι ἀπό
αὐτά πού ἔρχονται ἀπό χαμηλά. «Προσθήσω δέ, οὐδέ πάντοτε, οὐδέ πᾶσιν, οὐδέ
πάντα», θά προσθέσω δέ, ὅτι αὐτό τό χάρισμα τῆς θεολογίας, δέν εἶναι πάντοτε, οὔτε
γιά ὅλους, «ἀλλ᾽ ἐστιν ὅτε καί οἷς καί ἐφ᾽ ὅσον», ἀλλά εἶναι κάποτε καί σέ
ὁρισμένους καί μέ ὁρισμένες προϋποθέσεις. «Οὐ πάντων μέν, ὅτι τῶν ἐξητασμένων
καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ, καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ
καθαιρομένων, τό μετριώτατον», δέν εἶναι ὅλων τό χάρισμα τῆς θεολογίας.
Οἱ Προτεστάντες, πού εἶναι κατ’ ἐξοχήν αἱρετικοί, λένε ὅτι, ὅλοι εἶναι θεολόγοι, ὅλοι
εἶναι πάστορες καί ὅλοι ἔχουν ἱερωσύνη. Ἔχουν δηλαδή αὐτή τήν ἰδέα ὅτι ὅλοι
μποροῦν νά θεολογοῦν, ἡ ὁποία εἶναι βέβαια πλανεμένη. Ἐξ οὗ καί τό πνεῦμα στούς
κύκλους ὅτι μποροῦν ὅλοι νά μιλοῦν καί νά λένε ὅ,τι τούς ἔλθει στόν νοῦ. Δέν εἶναι
ὅμως ἔτσι, γιατί δέν μπορεῖς νά θεολογήσεις, ἄν δέν εἶσαι στήν κατάσταση τοῦ
φωτισμοῦ. Γι’ αὐτό λέει, οἱ ἐξητασμένοι καί οἱ διαβεβηκότες ἐν θεωρίᾳ, αὐτοί πού
ἔχουν περάσει στήν θεωρία, ἐννοεῖ τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τήν θέωση, τήν
θεοπτία, τό νά βλέπεις τόν Θεό. Αὐτῶν εἶναι ἡ θεολογία. «Καί πρό τούτων καί ψυχήν
καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων» καί μάλιστα αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔχουν
προηγουμένως ὑποστεῖ τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη ἤ τό μετριώτατον καθαιρομένων,
τό μετριώτατον, νά εἶναι τουλάχιστον στή διαδικασία τῆς καθάρσεως. Αὐτῶν εἶναι ἡ
θεολογία.
Ὅταν κατά τούς Πατέρες ὁ ἄνθρωπος θεολογεῖ – καί εἴπαμε ποιός εἶναι ἱκανός νά
θεολογεῖ – θεολογεῖ βάσει τῆς ἐμπειρίας πού ἔχει συσσωρεύσει μέσα του, βάσει τῆς
συμμαρτυρίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἔχει μέσα του, καθώς καί βάσει τῆς
ἐμπειρίας τῶν θεουμένων, πού ἔχει κατατεθεῖ μέσα στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

117
Δέν μπορεῖ ἕνας πού θεολογεῖ δηλαδή, νά θεολογεῖ σωστά, ἄν δέν θεολογεῖ σύμφωνα
μέ τήν προηγούμενη ἀπό αὐτόν Πατερική Παράδοση.
Ἀκόμη καί μία Σύνοδος Ἐπισκόπων ὅταν γίνεται, γιά νά εἶναι σωστή καί ἔγκυρη, θά
πρέπει νά πεῖ πράγματα τά ὁποῖα νά εἶναι σύμφωνα μέ τίς προηγούμενες Συνόδους.
Λ.χ. Ἔχετε ἀκούσει ὅτι τό 2016 πρόκειται νά συνέλθει ἡ μεγάλη Πανορθόδοξος
Σύνοδος μετά ἀπό ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχη. Ἄν αὐτή ἡ Σύνοδος, δέν πεῖ πράγματα
σύμφωνα μέ τίς προηγούμενες ἑπτά Οἰκουμενικές Συνόδους, ἄν δέν ἐπικυρώσει αὐτά
πού ἔχουν διατυπώσει ὡς δόγματα καί ἀκόμη χειρότερα ἄν πεῖ ἀντίθετα μέ αὐτές
πράγματα, αὐτή δέν θα εἶναι Σύνοδος, ἀλλά θά εἶναι ψευδοσύνοδος, θά εἶναι
ληστρική Σύνοδος. Διότι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο δέν ἀλλάζει. Δέν μπορεῖ νά εἶχε πεῖ
ἄλλα πράγματα στούς Θεοφόρους Πατέρες τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί
τώρα, νά μᾶς πεῖ ἄλλα πράγματα γιατί ἄλλαξαν οἱ καιροί! Δέν ἀλλάζει τό Ἅγιο
Πνεῦμα, οὔτε οἱ καιροί ἄλλαξαν, οὔτε ὁ ἄνθρωπος ἄλλαξε, γιά νά ἀλλάξουν καί οἱ
Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως λένε κάποιοι ὅτι «πρέπει νά τούς ἀλλάξουμε τούς
κανόνες». Αὐτά τά πράγματα εἶναι θεόπνευστα, δέν ἀλλάζουν.
Ὁ ἀλάθητος στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ὅπως ἔχουν οἱ Παπικοί, ἀλλά
τό ἀλάθητο στήν Ὀρθοδοξία τό ἔχουν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Αὐτό εἶναι πέρα για
πέρα ἀληθινό καί ἀλάθητο καί γι’ αὐτό δέν ἀλλάζει. Ἔτσι λοιπόν, ἕνας πού θεολογεῖ,
πρέπει νά θεολογεῖ πρῶτον μέ βάση τήν ἐμπειρία του, τήν θεοπτία, τήν ἐμπειρία τῆς
θεώσεως πού ἔχει καί σύμφωνα βεβαίως μέ τήν κατατεθειμένη παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας. Νά εἶναι σύμφωνος μέ τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, μέ τούς ἱερούς
Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί τούς προηγούμενους θεοφόρους Πατέρες. Ἄν δέν εἶναι
σύμφωνος σημαίνει ὅτι εἶναι πλανεμένος.
Στήν δέ Θεολογία του αὐτή, ἐφ’ ὅσον ὁ ἴδιος βρίσκεται στήν κατάσταση τοῦ
φωτισμοῦ, χρησιμοποιεῖ ὡς ὁδηγούς τούς θεουμένους. Δηλαδή τά ρητά καί τά
νοήματα πού ἐχρησιμοποίησαν καί παρέδωσαν στήν Ἐκκλησία οἱ θεωθέντες ἤ οἱ
ζῶντες θεούμενοι. Γιά νά μήν κάνει λάθος ἕνας πού δέν ἔχει φθάσει στή θέωση καί
εἶναι ἀκόμη στόν φωτισμό, θά πρέπει νά χρησιμοποιήσει τούς ὅρους, τήν ὁρολογία
καί τά δόγματα πού ἔχουν διατυπώσει οἱ θεωμένοι, οἱ θεοφόροι Πατέρες.
Ἐδῶ τώρα ἔχουμε τό βασικό κλειδί τῆς Πατερικῆς παραδόσεως: Ὁ θεολογών
βρίσκεται στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ. Ὁ θεολογών ὄχι ὁ Θεολόγος. Ἄλλος ὁ
θεολογών καί ἄλλος ὁ θεολόγος. Ὁ θεολογών, ὅπως ἄς ποῦμε εἴμαστε καί ἐμεῖς, εἶναι
αὐτός ὁ ὁποῖος δέν ἔχει φθάσει στή θέωση, εἶναι στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί
θεολογεῖ βάσει τῆς κατατεθειμένης ἐμπειρίας τῶν θεουμένων, Παλαιά καί Καινή
Διαθήκη καί κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι ἀποδεικνύεται γιατί ἡ λεγόμενη μεταπατερική θεολογία – πού ξεφύτρωσε στόν
Βόλο καί δυστυχῶς κάποιοι Ἐπίσκοποι καί ἱερεῖς τήν προβάλλουν, ἐλάχιστοι ὅμως –
εἶναι λανθασμένη. Γιατί τί λέει ἡ μεταπατερική θεολογία; Ἡ πρόθεση ‘μετά’ ἔχει τήν
ἔννοια ὄχι τήν χρονική, ἀλλά τήν τροπική, ὅτι οἱ Πατέρες εἶναι ξεπερασμένοι. Νά
τούς ἀφήσουμε τούς Πατέρες καί νά ποῦμε τώρα καινούργια πράγματα, διότι ἔχουμε
καινούργια πολιτισμικά καί κοινωνικά δεδομένα. Αὐτό εἶναι τελείως λάθος, διότι οἱ

118
Πατέρες εἶναι διαχρονικοί. Δέν εἶπαν πράγματα πού ἴσχυαν μόνο γιά τήν ἐποχή τους.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅταν μιλάει, μιλάει γιά ὅλες τίς ἐποχές καί ὄχι γιά μιά συγκεκριμένη
ἐποχή μόνο. Ἔτσι τό βασικό κλειδί ἄν θέλει κανείς νά θεολογεῖ σωστά εἶναι νά
ἀκολουθεῖ, φυσικά τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Προτεστάντες πού πέταξαν τούς Πατέρες καί τίς Οἱκουμενικές Συνόδους
θεολογοῦν ἐσφαλμένα, γιατί στηρίζονται μόνο στήν Ἁγία Γραφή. Ἀλλά πῶς θά τήν
ἑρμηνεύσεις τήν Ἁγία Γραφή, ἀφοῦ δέν εἶσαι θεωμένος, δέν εἶσαι φωτισμένος, δέν
ἔχεις κἄν μυστήρια, δέν ἔχεις Χάρη; Τουλάχιστον νά ταπεινωθεῖς, νά δεῖς τί λένε οἱ
θεοφόροι Πατέρες. Ὄχι, δέν τό κάνουν αὐτό! Δέν ταπεινώνονται! Λένε ‘’μόνο Ἁγία
Γραφή’’ μέ ἀποτέλεσμα νά πέσουν σέ χίλιες δυό αἱρέσεις καί νά γίνουν κάπου 23000
αἱρετικές Προτεσταντικές παραφυάδες. Ἐδῶ ἀκριβῶς φαίνεται καί τό ἔργο τοῦ
πονηροῦ. Ὁ πονηρός πάντοτε χωρίζει, ποτέ δέν ἑνώνει.
Ὁ θεολογών προσεύχεται ἐπίσης βάσει τῆς κατατεθειμένης ἐμπειρίας τῶν
θεουμένων. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό γιατί ἡ πιό σπουδαία προσευχή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ
Ψαλμοί τοῦ Δαυΐδ. Οἱ Ψαλμοί εἶναι τό θεμέλιο τῆς Λειτουργικῆς ζωῆς τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Μετά ἔχουμε τίς πνευματικές ᾠδές, τούς ὕμνους κλπ, γιά τά
ὁποῖα ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὅλα αὐτά μαζί εἶναι ἡ ὑποδομή τῆς
Λειτουργικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία χειραγωγεῖ καί προετοιμάζει τόν
ἄνθρωπο, ὥστε νά ἔλθει στήν κατάσταση φωτισμοῦ, ἐφ’ ὅσον ἀγωνισθεῖ καί
καθαρισθεῖ ἀπό τά πάθη του.
Γιατί χρησιμοποιοῦμε τό Ψαλτήρι στήν Ἐκκλησία, τούς ὕμνους κτλ; Διότι ὅλα αὐτά
τά κείμενα εἶναι γραμμένα ἀπό θεωμένους ἀνθρώπους, ὅπως ὁ Δαβίδ καί ὅλοι οἱ
ἄλλοι, ὁπότε βοηθοῦν καί μᾶς νά φθάσουμε στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ. Μόνο
πού τά διαβάζει κανείς ἁγιάζεται. Γι’ αὐτό, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος: νά διαβάζετε
κανόνες καί μόνο πού τούς ἀκοῦς ἁγιάζεσαι ἀναίμακτα, χωρίς κόπο. Εἶναι κρίμα
λοιπόν πού οἱ ἄνθρωποι δέν πηγαίνουν νωρίς στήν Ἐκκλησία γιά νά ἀκούσουν τούς
κανόνες, διότι στόν Ὄρθρο διαβάζονται οἱ κανόνες τῶν Ἁγίων τῆς ἡμέρας.
Συμβάλλουν δηλαδή νά φθάσουμε στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, ἐφ’ ὅσον φυσικά
ἀγωνισθοῦμε νά καθαρισθοῦμεκαί ἀπό τά πάθη μας, γιατί ἄν ὁ νοῦς μας εἶναι σ’
αὐτά, φυσικά δέν θά εἶναι στήν ἁμαρτία.
Ὁ νοῦς γιά νά ξεκολλήσει ἀπό τούς κακούς λογισμούς, τούς πονηρούς, τούς κακούς
καί τούς βλάσφημους, πρέπει νά κολλήσει κάπου ἀλλοῦ. Μεγαλώνουν οἱ λογισμοί
ὅταν τούς πολεμᾶμε κατά μέτωπο. Γι’ αὐτό τούς ἀντιμετωπίζουμε μέ τό νά
ἀδιαφοροῦμε καί μέ τό νά κολλᾶμε τόν νοῦ μας κάπου ἀλλού, δηλαδή στά νοήματα
καί στά ἁγιασμένα λόγια τῶν Πατέρων καί τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Οἱ Ἅγιοι μάθαιναν ἀπ’
ἔξω κεφάλαια καί χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ὁ ἅγιος Πορφύριος ὅταν ἦταν στό Ἅγιο
Ὄρος ἀποστήθιζε κομμάτια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἔλεγε «γιά νά ἔχω καθαρότητα
νοός». Τότε εἶναι καθαρός ὁ νοῦς, ὅταν εἶναι κολλημένος στόν Θεό. Πῶς θά
ξεκολλήσει ὁ νοῦς ἀπό τό κακό; Ὅταν κολλήσει κάπου ἀλλοῦ! Αὐτές οἱ Προσευχές
λοιπόν πού ἔχουμε στήν Ἐκκλησία βοηθοῦν στήν κάθαρση καί γι’ αὐτό τίς
χρησιμοποιοῦμε.

119
Καί ὅταν ἔλθει στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ αὐτές τίς
εὐχές, τούς ὕμνους καί τίς προσευχές πού ἀκούει στήν ἐκκλησία. Δηλαδή τό Πνεῦμα
τό Ἅγιο προσεύχεται μέσα στόν ἄνθρωπο στήν κατάσταση φωτισμοῦ μέ τίς εὐχές καί
προσευχές τῆς Λειτουργικῆς παραδόσεως. Καί, ὅταν κανείς βρίσκεται σ’ αὐτήν τήν
κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, τότε θεολογεῖ. Ὄχι ἁπλῶς βάσει τῆς προσωπικῆς του
ἐμπειρίας, ἀλλά βάσει προσωπικῆς ἐμπειρίας, στήν ὁποία ὅμως συμμαρτυρεῖ τό
Πνεῦμα τό Ἅγιο. Νοιώθει μέσα σ’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος ἀνάπαυση καί ἀγαλλίαση καί
τόν πληροφορεῖ μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁπότε τώρα
βάσει αὐτῆς τῆς βεβαιότητας μελετᾶ τά συγγράμματα τῶν θεουμένων, πού εἶναι ἡ
Παλαιά Διαθήκη, ἡ Καινή Διαθήκη, τά Πατερικά κείμενα. Δέν εἶναι κατώτερα τά
Πατερικά κείμενα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ ἴδια ἐμπειρία μέ τούς Ἁγίους οἱ ὁποῖοι
ἔγραψαν τήν Ἁγία Γραφή, εἶναι κι αὐτῶν πού ἔγραψαν τά Πατερικά κείμενα, τά
Πρακτικά τῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, τούς βίους καί τούς λόγους τῶν Ἁγίων καί
τά Λειτουργικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα αὐτά εἶναι γραμμένα ἀπό θεωμένους
καί μᾶς βοηθοῦν κι ἐμᾶς νά φθάσουμε στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί νά
θεολογήσουμε καί τότε μπορεῖ κανείς καί κάνει πλέον σωστή ἑρμηνεία. Καί, ἄν τύχει
καί ὁ ἴδιος νά ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, τότε μπορεῖ ὄχι μόνον νά ἑρμηνεύει
σωστά, ἀλλά καί νά θεολογεῖ σωστά, δηλαδή νά μιλήσει γιά τόν Θεό, ὁπότε καί
γίνεται θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι θεολογών πλέον, ἀλλά θεολόγος. Θεολογών
εἴπαμε εἶναι ὁ φωτισμένος, θεολόγος εἶναι ὁ θεωμένος. Γι’ αὐτό ἔχουμε τόν Ἅγιο
Ἰωάννη τόν Θεολόγο, τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν Ἅγιο Συμεών τόν Νέο
Θεολόγο καί ἄλλους Πατέρες, δέν εἶναι μόνο αὐτοί, ἀλλά κατ’ ἐξοχήν εἶναι αὐτοί οἱ
τρεῖς.
Ἄρα ὑπάρχει μία βασική διαφορά μεταξύ ἐκείνου πού ἔχει φθάσει στήν θέωση, πού
εἶναι ὁ ἀληθινός θεολόγος, καί τοῦ θεολογοῦντος, ἐκείνου δηλαδή πού εἶναι στήν
κατάσταση φωτισμοῦ, ἔστω κι ἄν ἔχει κι αὐτός μία μικρή γεύση ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς
θεώσεως. Ὁπότε θεολογεῖ ὁ θεολόγος, ἀλλά θεολογοῦν καί οἰ θεολογοῦντες. Ἐπειδή
ὅμως θεολογοῦν καί οἰ θεολογοῦντες, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶναι θεολόγοι. Γιατί οἱ
θεολογοῦντες θεολογοῦν σωστά, ὅταν θεολογοῦν σύμφωνα μέ αὐτούς πού ἔχουν
φθάσει στή θέωση. Θεολόγος κατά κυριολεξίαν θά γίνει, ὅταν φθάσει στήν
κατάσταση τῆς θεώσεως καί δεῖ τόν Χριστόν ἐν δόξη, τό ἅκτιστο Φῶς, ὁπότε τοῦ
ἀποκαλύπτεται ὅλη ἡ ἀλήθεια, ὅση μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει σ’ αὐτήν τήν
ζωή. Διότι ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ ὁποία εἶναι ἐνυπόστατη.
Σήμερα ποιός θεωρεῖται θεολόγος; Αὐτός πού ἔχει πτυχίο Θεολογίας. Θέλουμε νά
βρεθοῦμε κατευθείαν στήν κορυφή, νά φτάσουμε στήν κορυφή τοῦ βουνοῦ χωρίς νά
περπατήσουμε τούς πρόποδες, χωρίς νά περπατήσουμε τήν πλαγιά, δηλαδή χωρίς νά
κάνουμε κάθαρση. Χωρίς νά καθαριστοῦν ἀπό τά πάθη τους, τά παιδιά πού
ἀποφοιτοῦν ἀπό τήν Θεολογική Σχολή δέν μποροῦν νά γίνουν θεολόγοι. Δηλαδή
πᾶμε ἀνάποδα, μέ ἀποτέλεσμα νά ἔχουμε σήμερα θεολόγους πού προωθοῦν τήν
μεταπατερική θεολογία καί ἕνα σωρό ἄλλα ἀντίθετα μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί
παράδοση.
Μέχρις ὅτου λοιπόν γίνει θεούμενος, εἶναι ἁπλῶς θεολογών, δηλαδή φοιτητής τῆς

120
Θεολογίας. Πτυχιοῦχος αὐτῆς τῆς Θεολογίας εἶναι ὁ θεούμενος. Σήμερα βέβαια –λέει
ὁ π. Ἰωάννης, πού ἦταν καθηγητής στήν Θεολογική Σχολή- πτυχιοῦχοι τῆς θεολογίας
εἶναι ὅσοι ἔχουν πάρει ἕνα πτυχίο Θεολογικῆς Σχολῆς κάποιου Πανεπιστημίου.
Αὐτοί αὐτοαποκαλοῦνται θεολόγοι, ὅμως δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τούς ὄντως
θεολόγους τῆς Πατερικῆς παραδόσεως. Ὡς πρός τό ποιός εἶναι κατά ἀλήθειαν
θεολόγος, ἄν κανείς χρησιμοποιήσει τά κριτήρια τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὡς καί τῶν
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, π.χ. τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τότε θά δεῖ ὅτι
ἡ σημερινή μοντέρνα Ὀρθόδοξη Θεολογία, πού εἶναι ἐπηρεασμένη ἀπό τήν Ρωσική
Θεολογία, δέν εἶναι Πατερική Θεολογία, ἀλλά μία παραμόρφωσις τῆς Πατερικῆς
θεολογίας, διότι γράφτηκε ἀπό ἀνθρώπους, πού δέν εἶχαν τίς παραπάνω πνευματικές
προϋποθέσεις.
Καί ἔχει καταντήσει ἡ θεολογία μιά φιλοσοφία. Γιατί οἱ ἄνθρωποι πού διδάσκουν δέν
ἔχουν ὑποστεῖ τήν κάθαρση, δέν ἔχουν φθάσει στόν φωτισμό τουλάχιστον, ὥστε νά
μπορέσουν νά ἑρμηνεύσουν σωστά καί νά ἀκολουθήσουν τούς Πατέρες, γι’ αὐτό
τούς πετᾶνε. Σήμερα ἀπό τούς Καινοδιαθηκολόγους καί τούς Παλαιοδιαθηκολόγους
ἀκοῦς ἄρρητα ρήματα, ἄλαλα καί μπάλαλα, πού λέγονται στήν Θεολογική Σχολή, τά
ὁποῖα ἔχουν ἀντιγράψει ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀπό τούς Προτεστάντες καί τά
διδάσκουν. Καί αὐτό συμβαίνει γιατί πηγαίνουν δυστυχῶς στή Δύση νά σπουδάσουν
γιά νά γίνουν καθηγητές, ἀντί νά πηγαίνουν σ’ ἕνα μοναστήρι, ὥστε μέ τήν ὑπακοή
νά καθαριστοῦν ἀπό τά πάθη καί νά φθάσουν τουλάχιστον στόν φωτισμό.
Γιατί ἡ Ἐκκλησία παλαιότερα ἔπαιρνε τούς Ἐπισκόπους ἀπό τά Μοναστήρια; Ἤξερε
τί ἔκανε ἡ Ἐκκλησία. Γιατί αὐτός πού ἦταν στό Μοναστήρι εἶχε περάσει ἀπό αὐτή
τήν διαδικασία τῆς καθάρσης καί τοῦ φωτισμοῦ καί εἶχε φθάσει στή θέωση. Μάλιστα
ἔπαιρνε τούς καλύτερους μέσα ἀπό τό Μοναστήρι καί τούς ἔκανε Ἐπισκόπους. Αὐτοί
ἦταν ‘καθηγητές Πανεπιστημίου’ τῆς θεολογικῆς καί τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης πού
λέγεται Ὀρθοδοξία καί μποροῦσαν νά θεραπεύσουν τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί νά
τίς ὁδηγήσουν μέσα ἀπό τά μονοπάτια πού πέρασαν καί οἱ ἴδιοι στήν κάθαρση καί
στόν φωτισμό. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου.
Σήμερα δυστυχῶς γίνονται Ἐπίσκοποι αὐτοί πού πηγαίνουν στή Δύση καί
σπουδάζουν ἤ μπορεῖ μόνο μέ ἕνα Πτυχίο Θεολογίας νά μαθήτευουν δίπλα σ’ ἕναν
Ἐπίσκοπο, νά γίνονται Πρωτοσύγκελλοι καί νά ἀποκτοῦν μιά ἐμπειρία διοικητική,
ὁπότε μόνο μ’αὐτό νά θεωροῦνται κατάλληλοι γιά Ἐπίσκοποι. Ἔτσι κατήντησε ὁ
Ἐπίσκοπος ἀντί νά θεολογεῖ, νά διοικεῖ τούς ἱερεῖς! Ἀκόμα καί αὐτοί δηλαδή
χρειάζονται κατήχηση. Ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν εἶναι καί οἱ ἐκτροπές πού γίνονται
σήμερα καί μάλιστα ἀπό τά ὑψηλά κλιμάκια.
Ὡς πρός τό ποιός εἶναι ἀληθινά θεολόγος τό βλέπουμε στά κριτήρια τοῦ Ἀποστόλου
Παύλου καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Βλέπουμε ὅτι ἡ σημερινή θεολογία εἶναι
παραμόρφωση τῆς Πατερικῆς θεολογίας. Μόνο λοιπόν ἄν χρησιμοποιήσει κανείς
αὐστηρά ἐπιστημονικά κριτήρια, μπορεῖ νά ἀποκτήσει κάποια ἀντικειμενικότητα
στήν ἔρευνα καί στά συμπεράσματά του. Τότε ἔχει κι αὐτός τήν βεβαιότητα ὅτι
θεολογεῖ σωστά καί οἱ ἄλλοι ἐπίσης ὠφελοῦνται καί βεβαιώνουν ὅτι ὄντως εἶναι
ἀληθινά θεολόγος ἤ τουλάχιστον θεολογών -ὀρθόδοξα ὅμως- γιατί θεολογεῖ μέ βάση

121
τήν κατατεθειμένη Πατερική Παράδοση.

122
Οἱ Προφῆτες,οἱ Κληρικοί καί οἱ λαϊκοί μέσα στήν
Ἐκκλησία
(Πατερική Θεολογία - 10ο Μέρος)

Γιά νά κάνουμε μία σύνδεση μέ τά προηγούμενα, λέγαμε ὅτι ὑπάρχουν στήν σειρά
τῶν μαθημάτων τῆς Πατερικῆς Θεολογίας τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη δύο εἰδῶν
ἀποκαλύψεις. Ἡ μία ἀποκάλυψη εἶναι τῆς νοερᾶς εὐχῆς καί ἡ ἄλλη εἶναι ἡ
ἀποκάλυψη τῆς θεώσεως. Λέγοντας ἀποκάλυψη ἐννοοῦμε ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί
οἱ δύο αὐτές ἀποκαλύψεις ἀντιστοιχοῦν στά δύο στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς,
φωτισμό καί θέωση. Βέβαια πάντα προηγεῖται ἡ κάθαρση, δηλαδή ἡ μετάνοια πού
πρέπει νά ἔχει ὁ χριστιανός, ὥστε νά ἀποβάλλει ἀπό τήν καρδία του τά πάθη καί τίς
ἁμαρτίες, μέ σκοπό νά δημιουργηθεῖ χῶρος γιά τόν Θεό καί νά ἔρθει ὁ φωτισμός, στό
μέτρο πού θά καθαρισθεῖ καί θά δεχτεῖ τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδία
του. Ὑπάρχει καί τό τρίτο στάδιο τό ὑψηλότερο τῆς θεώσεως, ὅπου πλέον ὁ
ἄνθρωπος δέχεται -θά λέγαμε σχηματικά- μιά πληρέστερη ἀποκάλυψη τοῦ
Θεοῦ.Ἐπίσης εἴπαμε ὅτι στήν Ἐκκλησία ὁ πραγματικός θεολόγος εἶναι αὐτός πού
ἔχει φθάσει στή θέωση. Ἐνῶ αὐτός πού θεολογεῖ, ἔχει φθάσει στόν φωτισμό. Ὅσοι
ἔχουν πτυχίο θεολογίας καί δέν ἔχουν φθάσει στή θέωση, δέν μποροῦν νἀ
ὀνομαστοῦν θεολόγοι. Γιά νά θεολογήσει κανείς σωστά, νά μιλήσει σωστά γιά τόν
Θεό, θά πρέπει νά ἀκολουθήσει αὐτούς πού ἔχουν ὑποστεῖ τήν θέωση καί ἔχουν
μιλήσει γιά τόν Θεό. Γι’ αὐτό στην Ορθοδοξία «εἴμαστε ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις
πατράσιν», δηλαδή ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες. Δέν πηγαίνουμε οὔτε δίπλα
τους, οὔτε μπροστά τους, οὔτε μιλᾶμε γιά ὑπέρβαση τῶν Πατέρων, ὅπως μιλοῦν
κάποιοι σημερινοί μεταπατερικοί θεολόγοι. Ἡ ταπείνωση τοῦ ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ
ἀπαιτεῖ νά ἀκολουθεῖ τούς Ἁγίους Πατέρες κι, ἄν κάποιος δέν ἀκολουθεῖ τούς Ἁγίους
Πατέρες, ὁπωσδήποτε ἔχουμε ἐπιφύλαξεις γιά τήν ὀρθότητα τῶν λόγων του. Ἐπίσης,
ἄν κάποιος δέν ἐπικυρώνει μέ τή ζωή του καί μέ τήν διδασκαλία του καί δέν
συμφωνεῖ μέ τό consensus patrum, μέ αὐτό πού λέμε συμφωνία ὅλων τῶν Πατέρων
διαχρονικά στά 2000 χρόνια πού ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία στή γῆ, ὁπωσδήποτε δέν εἶναι
σωστός θεολόγος, δέν θεολογεῖ σωστά.

– Ὑπάρχουν κάποια κριτήρια, ἐπιστημονικά κριτήρια, γιά τό ἄν ἡ θεολογία κάποιου


εἶναι σωστή ἤ ὄχι;
Μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἀντικειμενικά αὐτά πού λέμε ἤ μήπως εἶναι
ὑποκειμενικά; Ἡ Θεολογία πού ἔχουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες οἱ θεωμένοι, εἶναι κάτι πού
τό ἔζησαν μόνο αὐτοί ἤ εἶναι κάτι πού μποροῦμε νά τό ζήσουμε κι ἐμεῖς; Ὁπότε εἶναι
κάτι πού θά λέγαμε ὅτι ὑπάρχει ἀντικειμενικά.
Λέει ἐδῶ ὁ π. Ἰ. Ρωμανίδης τί ἰσχύει στίς θετικές ἐπιστῆμες. Τί ἐννοοῦμε ὅμως
λέγοντας ἀντικειμενικότητα στήν ἔρευνα; Στίς θετικές ἐπιστῆμες ἡ
ἀντικειμενικότητα ἀποκτᾶται μέ τήν παρατήρηση καί μέ τήν ἀνάλυση. Π.χ. πῶς

123
μάθαμε ὅτι ὑπάρχουν περίπου 100.000 γονίδια μέσα σ’ ἕνα κύτταρο; Αὐτό τό βρῆκε
μιά ὁμάδα ἐπιστημόνων στήν Ἀμερική. Μποροῦμε νά ποῦμε ἄν εἶναι σωστό;
Μποροῦμε. Γιατί μιά ἀντίστοιχη ὁμάδα ἐδῶ στήν Ἑλλάδα μπορεῖ νά πάρει τό
μικροσκόπιο καί νά κάνει τήν ἀνάλογη ἔρευνα. Ἔτσι θά ἐπαληθεύσει αὐτή τήν
ἔρευνα πού ἔγινε στήν Ἀμερική. Αὐτή εἶναι ἡ ἐπιστημονική μέθοδος: ἡ παρατήρηση,
τό πείραμα, ἡ ἀνάλυση καί τά συμπεράσματα, τά ὁποῖα εἴτε ἐπαληθεύουν, εἴτε
ἀπορρίπτουν μία προηγούμενη γνώση. Ἄν λοιπόν κάτι εἶναι ἀντικειμενικά σωστό,
ἐπαληθεύεται παντοῦ καί σέ ὁποιοδήποτε χρόνο. Ἔτσι μιλοῦμε γιά μία γνώση.
Στήν θεολογία τώρα μποροῦμε νά ἔχουμε κάτι ἀντίστοιχο, ἤ αὐτό πού ἔζησε ὁ Ἅγιος
Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἦταν μόνο γιά αὐτόν, μιά ὑποκειμενική γνώση καί δέν
ὑπάρχει ἀντικειμενικά; Ἔτσι τά σκέφθηκε αὐτός, ἤ τά φαντάστηκε, ὅπως λένε
κάποιοι καί συκοφαντοῦν τούς Ἁγίους ὅτι εἶχαν φαντασιώσεις καί δέν ἔζησαν
πραγματικά γεγονότα;
Τό ἴδιο γίνεται καί στἠν ἀστρονομία, δηλαδή στόν μακρόκοσμο. Πρίν τό 1926 ὅλοι
οἱ ἀστρονόμοι πίστευαν ὅτι ὑπῆρχε ἕνας μόνο γαλαξίας. Σήμερα ὅμως τό 1983 μέ τά
ραδιοτηλεσκόπια οἱ ἀστρονόμοι γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχουν τουλάχιστον 100.000.000
γαλαξίες στό σύμπαν! Στίς μέρες μας ἔχουν ἀνακαλύψει κι ἄλλους. Δηλαδή βλέπει
κανείς καί διαπιστώνει διά τῆς ἐμπειρίας τῆς παρατηρήσεως, στίς θετικές ἐπιστῆμες
ἰσχύει ἡ παρατήρηση καί τό πείραμα. Αὐτή ἡ ἀντικειμενικότητα, πού ὑπάρχει στίς
θετικές ἐπιστῆμες καί ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν παρατήρηση, τό πείραμα καί τήν
μέτρηση εἶναι ἡ σπονδυλική στήλη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν. Τό δέ χαρακτηριστικό
τῆς ἀντικειμενικότητας αὐτῆς τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν εἶναι πρῶτον ἡ
ἐπαναληψιμότητα τοῦ πειράματος –τό πείραμα μπορεῖ νά ἐπαναληφθεῖ- καί δεύτερον
ἡ ἀναπαραγωγή (ἐπιβεβαίωση) τοῦ ἀποτελέσματος.
Πάντα δηλαδή τό συγκεκριμένο πείραμα ἐπαναλαμβανόμενο κάτω ἀπό τίς ἴδιες
συνθῆκες ἔχει πάντα τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ὁπότε μιλᾶμε γιά μιά ἀντικειμενική γνώση.
Δηλαδή πολλοί ἐπιστήμονες σέ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου μποροῦν παράλληλα νά
πιστοποιήσουν ἐκεῖνο, πού κάποιος συνάδελφός τους πρῶτος ἀνακάλυψε. Ἔτσι
γίνεται καθολικά ἀποδεκτή μιά ἀνακάλυψη. Αὐτό ἄραγε ἰσχύει στή θεολογία;
Μπορεῖ νά γίνει τό ἴδιο πράγμα; Δηλαδή τίς ἐμπειρίες τοῦ Ἁγίου Συμεών πού εἶδε τό
ἄκτιστο Φῶς, μποροῦμε νά τίς ἐπαληθεύσουμε; Μποροῦμε. Γι’ αὐτό λέμε ὅτι ἡ
θεολογία εἶναι θετική ἐπιστήμη, δέν εἶναι θεωρητική, δέν εἶναι φιλοσοφία. Μπορεῖ
νά πειραματιστεῖ κανείς πάνω σ’ αὐτό καί νά τό ἐπαληθεύσει μέ τήν ζωή του. Ὅπως
μέ τήν μαρτυρία τῶν ἐγκύρων ἐπιστημόνων ἐπαληθεύεται τό συμπέρασμα πού ἔκανε
ὁ τάδε ἐπιστήμονας.
Οἱ διάφορες θεολογίες, πού χρησιμοποιοῦνται σήμερα στήν Ὀρθοδοξία, εἶναι ἁπλῶς
ὑπολογισμοί τοῦ τί εἶναι ἡ Πατερική Παράδοσις. Ὑποκειμενικοί ὑπολογισμοί. Ἤ
μήπως εἶναι κάτι ἀντικειμενικό; Πῶς ὅμως ἕνας σημερινός Ὀρθόδοξος θεολόγος
μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἀντικειμενικότητα στήν Θεολογία του; Μπορεῖ νά ἀποκτήσει;
Βεβαίως μπορεῖ, ἄν μπεῖ στήν ἴδια διαδικασία στήν ὁποία μπῆκαν καί οἱ Θεοφόροι
Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στή θέωση καί εἶχαν τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία
μᾶς κατέγραψαν, περνώντας μέσα ἀπό ἕνα δρόμο. Ὁ δρόμος εἶναι ἡ κάθαρση – ἡ

124
μετάνοια δηλαδή, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση. Ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς τώρα μπορεῖ νά
κάνει τό ἴδιο πράγμα. Θά λέγαμε ὅτι εἶναι κρίμα νά μήν προσπαθήσει κανείς. Ἄν καί
μία δυσκολία εἶναι ὅτι ὄντας ἀπό μικροί μέσα στήν Ἐκκλησία, τά δεχθήκαμε καί τά
πιστέψαμε ὅλα αὐτά ὡς δεδομένα καί δέν μπήκαμε στήν διαδικασία νά τά
ἐπαληθεύσουμε. Ἀλλά πρέπει νά τά ζήσουμε καί οἱ ἴδιοι.
Ἔχουμε τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Σισώη ὅταν κοιμήθηκε, πού ἔλαμψε σάν τόν ἥλιο καί
εἶδε τόν Χριστό πού ἦλθε νά παραλάβει τήν ψυχή του. Μήπως ἦταν φαντασία του;
Ὄχι γιατί εἶδαν καί οἱ ἄλλοι αὐτή τήν λάμψη. Τήν ἴδια ἐμπειρία ἔχουμε καί στόν
Ἅγιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ πού ἔλαμπε τό πρόσωπό του σάν τόν ἥλιο. Τήν ἴδια
ἐμπειρία συναντοῦμε καί στόν ἅγιο Μωυσῆ, πού ἔλαμπε τόσο τό πρόσωπό του καί
ἀναγκάστηκαν νά βάλουν μιά ὀθόνη γιά νά τόν κοιτάξουν. Τήν ἴδια ἐμπειρία ἔχουμε
καί στόν ἄγιο Λουκιανό πού ἔλαμπε καί γιά νά τοῦ μιλήσει ὁ Αὐτοκράτορας ἔβαλε
ἕνα πανί. Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὑπάρχει αὐτή ἡ ἐπαναληψιμότητα τοῦ φαινομένου καί
ἡ ἐπαλήθευση.
Τό ἴδιο πράγμα τό βλέπουμε καί σέ σύγχρονους Ἁγιορεῖτες. Στήν Μονή
Σταυρονικήτα εἶχε πάει μιά ὁμάδα προσκυνητῶν. Μετά τό Ἀπόδειπνο οἱ Πατέρες
ἔβγαλαν τά ἱερά Λείψανα γιά νά τά προσκυνήσουν. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν ἕνας
ἄπιστος, πού εἶχε λογισμούς ἀπιστίας: «Τώρα τά κόκκαλα θά μᾶς βάζουν νά
προσκυνοῦμε οἱ καλόγεροι;» Ὁ ἱερομόναχος ὅμως ὄντας θεοφόρος καί γεμάτος
Χάρη Θεοῦ, ἐνῶ τούς μιλοῦσε, ἄστραψε τό πρόσωπό του καί τό εἶδαν ὅλοι. Τό
γεγονός αὐτό ἔκανε τόν ἄπιστο νά συγκλονισθεῖ καί νά πιστέψει κι αὐτός.
Ἡ ἴδια ἐμπειρία στήν Παλαιά Διαθήκη μέ τόν Μωυσῆ, στήν Καινή Διαθήκη μέ τούς
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καί σήμερα, πού σημαίνει ὅτι δέν μιλᾶμε γιά ὑποκειμενικά
φαινόμενα, οὔτε γιά φαντασιώσεις, ἀλλά γιά οὐσιώδη πράγματα καί ἐπαληθεύσιμα.
Συμβαίνει νά ἔχουμε στά χέρια μας ἕναν θησαυρό, τήν Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου
Παραδόσεως, πού εἶναι ἀπαύγασμα καί ἀποτέλεσμα αἰώνων ἐμπειριῶν, πού
ἐπαναλαμβάνονται, ἀνανεώνονται καί καταγράφονται ἀπό τούς θεουμένους τῶν
διαφόρων ἐποχῶν. Ἔχουμε τίς ἐμπειρίες τῶν Πατριαρχῶν, τῶν Προφητῶν, καί μετά
τίς ἐμπειρίες τῶν Ἀποστόλων, τίς ὁποῖες ὅλες ἀποκαλοῦμε δοξασμό. Δοξασμός = ἡ
δόξα τοῦ Θεοῦ πού λάμπει στό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἴδια δόξα πού ἔλαμψε στό
Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στό Θαβώρ.
Δοξάζεται ὁ Προφήτης σημαίνει ὅτι βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Δοξάζεται ὁ
Ἀπόστολος σημαίνει ὅτι ὁ Ἀπόστολος βλέπει τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Βλέποντας ὁ
Ἀπόστολος τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ, τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, αὐτή εἶναι ἡ δόξα τοῦ
Χριστοῦ, τό ἄκτιστο Φῶς, διαπιστώνει ἀπό τήν ἴδια τήν ἐμπειρία του ὅτι ἡ δόξα τοῦ
Χριστοῦ στήν Καινή Διαθήκη εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ ἴδια
δόξα, ἡ ἴδια ἐνέργεια. Τό ἄκτιστο Φῶς τό ὁποῖο λέγεται στήν Ἁγία Γραφή καί Ἅγιο
Πνεῦμα. Ὅταν παρακαλεῖ ὁ Ἱερέας στή Θεία Λειτουργία νά ἔλθει τό Ἅγιο Πνεῦμα
καί νά μεταβάλλει τά Τίμια Δῶρα, παρακαλεῖ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ
νά ἔλθει καί νά μεταβάλλει τά Τίμια Δῶρα, ἡ ὁποία εἶναι Θεός, δέν εἶναι μιά
ἀνυπόστατη ἐνέργεια, εἶναι Ἐνυπόστατη. Αὐτή ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἴδια καί

125
στήν Παλαιά Διαθήκη καί στήν Καινή Διαθήκη.
Ὁπότε αὐτός πού στήν Παλαιά Διαθήκη ὀνομάζεται Γιαχβέ εἶναι ὁ Χριστός τῆς
Καινῆς Διαθήκης. Ἁπλῶς στήν Παλαιά Διαθήκη δέν ἔχει σῶμα. Εἶναι ὁ Λόγος τοῦ
Θεοῦ, ὁ Χριστός, πού στήν Παλαιά Διαθήκη λέγεται Γιαχβέ ἤ λέγεται Ἐλωΐμ. Εἶναι ὁ
Χριστός τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἡ δόξα τοῦ Γιαχβέ εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ
Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος εἶναι ὁ Γιαχβέ στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἡ δόξα πού βλέπει
ὁ Μωυσῆς στήν Βάτο καί συνομιλεῖ εἶναι πάλι ὁ Γιαχβέ. Ὁ Γιαχβέ εἶναι πού
ἐμφανίζεται καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ,
ὡς ἄσαρκος Λόγος στήν Παλαιά Διαθήκη, ὡς ἔνσαρκος Λόγος στήν Καινή Διαθήκη.
Ἔτσι λοιπόν βλέπουμε τήν ἐπανάληψη τῆς ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν -τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης καί στούς ἀνθρώπους τῆς Καινῆς Διαθήκης- μέ τήν διαφορά ὅμως ὅτι
τώρα στόν Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχει προστεθεῖ ἡ ἀνθρώπινη φύσις τοῦ
Χριστοῦ. Διότι οἱ Ἀπόστολοι ἐδοξάσθησαν μετά τήν Ἐνσάρκωση, οἱ τρεῖς μερικῶς
κατά τήν Μεταμόρφωση στό ὄρος Θαβώρ, ὅλοι ὅμως πλήρως κατά τήν Πεντηκοστή,
κατά τήν ὁποίαν ἔφθασαν στό ἀνώτατο ὕψος δοξασμοῦ, πού μπορεῖ νά φθάσει ποτέ
ἕνας ἄνθρωπος σ’ αὐτήν τήν ζωή.
Ὑπάρχουν βαθμίδες θεώσεως. Μιά πρώτη βαθμίδα θεώσεως τήν πῆραν οἱ τρεῖς
μαθητές στό Θαβώρ, ὅπου ἔλαμψαν τά πρόσωπά τους. Τήν πλήρη καί τήν ὕψιστη
τήν ἔφθασαν στήν Πεντηκοστή. Αὐτή τήν ὕψιστη βαθμίδα μπορεῖ νά τήν φθάσει
κάποτε ἕνας ἄνθρωπος καί σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή. Γι’ αὐτό καί οἱ Ἀπόστολοι εἶναι
πρῶτοι στήν κλίμακα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Ὁ Θεός ἔθετο πρῶτον ἀποστόλους,
δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους…» (Α΄Κορ. 12,28). Μετά τούς Ἀποστόλους
ἔχουμε τίς ἐμπειρίες τῶν θεουμένων, -αὐτός πού ἔχει φθάσει ἤ φθάνει καί ζεῖ τήν
θέωση- πού εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Νά κάνουμε μία παρένθεση γιά τήν μέλλουσα νά συνέλθει Πανοθρόδοξη Σύνοδο τό
2016. Μία Σύνοδος γιά νά εἶναι Οἰκουμενική πρέπει νά ἔχει θεουμένους ἀνθρώπους
μέσα, πού νά ἔχουν ὑποστεῖ τήν θέωση. Καί οἱ ἑπτά Οἰκουμενικές Σύνοδοι, ἦταν
Οἰκουμενικές, γιατί εἶχαν μέσα θεουμένους ἀνθρώπους. Καί θεουμένους καί
θεωμένους.
Αὐτή ἡ διαδοχή τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Καί μέχρι
σήμερα ἔχουμε ἀνθρώπους θεωθέντες: τόν Γέροντα Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη, τόν
Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, τόν Γέροντα Πορφύριο, Ἅγιος τώρα καί ἐπίσημα, τόν
Γέροντα Ἰάκωβο τῆς Εὔβοιας, τόν Γέροντα Ἰωσήφ τόν Σπηλαιώτη, τόν Γέροντα
Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη. Ὅλοι αὐτοί εἶναι θεωμένοι ἄνθρωποι τοῦ 20ου αἰῶνος,
οἱ ὁποῖοι εἶχαν αὐτή τήν ἴδια ἐμπειρία πού εἶχαν καί οἱ Ἀπόστολοι στό Θαβώρ. Αὐτή
λοιπόν ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι ἡ ραχοκοκκαλιά τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως,
καθώς καί τό θεμέλιο τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Γι’ αὐτό καί σᾶς εἶπα δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει Σύνοδος ἔγκυρη, ἀληθινή Σύνοδος καί
ὄχι ληστρική, ἄν δέν ὑπάρχουν θεωμένοι ἄνθρωποι μέσα σ’ αὐτήν. Ἡ μέλλουσα νά
συνέλθει, θά εἶναι Οἰκουμενική; Ζήτημα… Μᾶλλον ἀμφίβολο. Γιατί γιά νά εἶναι,
πρῶτον θά πρέπει νά ἐπικυρώσει ὅλες τίς προηγούμενες Οἰκουμενικές Συνόδους καί

126
νά πεῖ «εἴμαστε ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν», δεύτερον νά ὑπάρχουν θεωμένοι
ἄνθρωποι καί τρίτον βεβαίως νά γίνει ἀποδεκτή ἀπό τόν λαό. Ὁ τελικός ἀποδέκτης
καί κριτής εἶναι ὁ λαός. Ὄχι ὁ λαός τό σύνολο τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά ὁ λαός τοῦ
Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι οἱ ἀληθινοί τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ πλεῖστοι δυστυχῶς καί ἀπό τούς
Ὀρθοδόξους σήμερα εἶναι ἀδιάφοροι. Δέν μιλᾶμε γι’ αὐτούς, ἀλλά γιά τούς
ἀνθρώπους τούς ἀληθινούς τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοί πρέπει νά ἀποδεχτοῦν αὐτά πού θά
ἀποφασιστοῦν στή Σύνοδο, γιά νά εἶναι ὄντως αὐτή ἡ Σύνοδος, ἔγκυρη καί
πραγματική καί ἀληθινή.
Τό θεμέλιο λοιπόν τῶν τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς
θεώσεως, τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Λειτουργικῆς ζωῆς τῆς
Ἐκκλησίας μέχρι σήμερα. Τί λέμε κανονικό Δίκαιο; Λέμε τούς Κανόνες τῆς
Ἐκκλησίας, τό Πηδάλιο, τό ὁποῖο στήν ἐποχή μας δυστυχῶς βάλλεται ἀπό τούς
ἐχθρούς καί τῶν Πατέρων καί τῆς Ἐκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονται ὡς μοντέρνοι
καί ἐκσυγχρονιστές καί χτυποῦν τό Πηδάλιο. Τό Πηδάλιο ὅμως ἔχει γραφτεῖ ἀπό
θεωμένους ἀνθρώπους καί οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι κάποιες διατάξεις
πού γράφτηκαν ἀπό δικηγόρους πού ἤθελαν νά γράψουν νομικούς κανόνες, ἀλλά
εἶναι καρπός θεώσεως, ὁπότε καί οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεόπνευστοι, ὅπως
εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, ὅπως εἶναι τά Πατερικά κείμενα, τά Λειτουργικά κείμενα, τά
κείμενα τῆς Θείας Λειτουργίας, τά Μηναῖα, ἡ Παρακλητική… Ὅλα αὐτά εἶναι
θεόπνευστα κείμενα γιατί ἔχουν ὡς θεμέλιο τήν θέωση καί τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως
τῶν ἀνθρώπων πού τά ἔγραψαν, δηλαδή τῶν θεωμένων ἀνθρώπων.
Ὁπότε, ἄν σ’ αὐτήν στηριχθεῖ ἕνας σημερινός Ὀρθόδοξος θεολόγος, -στήν ἐμπειρία
τῆς θεώσεως- ἄν δηλαδή γίνει μελετητής τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως, μπορεῖ ὁ ἴδιος
νά μήν ἔχει φθάσει στή θέωση, ἀλλά, ἄν εἶναι ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις πατράσιν καί
πάρει ὡς θεμέλιο ἀκριβῶς τήν κατατεθειμένη ἐμπειρία τῶν θεωμένων ἀνθρώπων,
αὐτός βαδίζει μέ ἀσφάλεια καί σωστά καί, ἄν ὁ ἴδιος μπεῖ στή διαδικασία περνώντας
μέσα ἀπό τήν κάθαρση καί φωτισμό, φθάσει στήν θέωση, ὥστε ὄχι μόνο νά τήν
κατανοήσει ἐγκεφαλικά ἀλλά καί νά διαπιστώσει ὁ ἴδιος ἐν Πνεύματι Ἁγίω. Νά ζήσει
καί ὁ ἴδιος ὅ,τι ἔγραψαν οἱ Πατέρες, νά τά ἐπαληθεύσει μέ τήν ζωή του καί τότε
μιλᾶμε γιά ἐπιστημονική ἐπαλήθευση αὐτῶν τῶν γνώσεων, γιά τίς ὁποῖες μιλοῦν οἱ
Πατέρες καί διαπιστώνουμε ὅτι ὁ καθένας πού θέλει μπορεῖ νά τίς ζήσει. Κάτι
ἀνάλογο δηλαδή μέ τά πειράματα στίς θετικές ἐπιστῆμες. Μιά ἀνακοίνωση λ.χ. πού
κάνει μιά ὁμάδα στήν Ἀμερική πάνω σέ μιά καινούργια γνώση, μποροῦμε νά τήν
ἐξετάσουμε καί ἐμεῖς στήν Ἑλλάδα καί νά ἔχουμε τό ἴδιο ἀποτέλεσμα.
Εἶναι μεγάλη ἁμαρτία καί ἐνδεχομένως νά μᾶς ζητήσει τόν λόγο ὁ Θεός διότι οἱ
περισσότεροι δέν μπαίνουν κἄν στόν κόπο, ἔστω γιά λίγο, νά τηρήσουν αὐτά πού
λέει ὁ Χριστός, ὥστε νά δοῦν στήν πράξη ἄν ὄντως εἶναι ἀληθινά αὐτά πού μᾶς ἔχει
ὑποσχεθεῖ. Λέει π.χ. «μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί
εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (Ματθ. 11,29).. Λέει τί πρέπει νά κάνεις, νά
εἶσαι πρᾶος καί ταπεινός καί λέει ὅτι τό ἀποτέλεσμα θά εἶναι ἡ ἀνάπαυση τῆς
καρδιᾶς. Ὅμως δέν μπαίνουν κἄν στόν κόπο νά τό ἐξετάσουν αὐτό πού λέει ὁ
Χριστός. Γιατί τό ἀπορρίπτεις a priori, ἐξ ἀρχῆς; Ἀφοῦ βλέπεις ὅτι δέν ἀναπαύεται ἡ

127
καρδιά σου! Γιατί δέν ἀναρωτιέσαι μήπως ἔχει δίκαιο ὁ Χριστός; Μήπως ἔχει δίκαιο
ἡ Ἐκκλησία -καί οἱ παπάδες πού λένε ἔτσι εἰρωνικά- ὅταν λένε κάντε αὐτό κι αὐτό;
Νά κάνεις μιά ἐπιστημονική ἔρευνα, μήν τό δεχτεῖς ἀβασάνιστα, νά τό ἐξετάσεις. Καί
ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς παρακινεῖ καί μᾶς λέει: «Ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς» (Ίω. 5,39).
Καί στόν Ἀπόστολο Θωμᾶ εἶπε: «ἔλα νά βάλεις τό δάκτυλό σου γιά νά πιστέψεις».
Καί μετά «Ἐπίστευσες, διότι Μέ εἶδες· μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες»
(Ἰω. 20,27-29). Καί μόλις ἐξέτασε ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, δέν ἐπαλήθευσε ἁπλῶς τό
γεγονός ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὄντως ζωντανός καί εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος Κύριός του,
ἀλλά βρῆκε τήν Θεότητα ἐξερχομένη ἀπό τίς πληγές καί δέν λέει ἁπλῶς εἶσαι ὁ
Ἐσταυρωμένος διδάσκαλός μου, ἀλλά λέει «Εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».
Βλέπετε πῶς ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός καί σ’ αὐτούς πού πηγαίνουν καί ἐρευνοῦν μέ
καλή πρόθεση καί μέ καλή προαίρεση! Ἔχουμε περιστατικά ἀθέων πού
προσπάθησαν νά κλονίσουν τήν πίστη στήν Ἀνάσταση καί νά γράψουν βιβλία
ἐναντίον τῆς Ἀνάστασης καί μόλις ἐρεύνησαν τό πράγμα, ἔγραψαν βιβλία ὑπέρ τῆς
Ἀνάστασης. Καί ἔχουμε Ὀρθοδόξους πού λένε ‘’ποῦ ξέρω ἐγώ τώρα; Ἄλλη ζωή! Τί
μοῦ λές τώρα; Μήπως γύρισε κανείς ἀπό τήν ἄλλη ζωή!». Οὔτε ἔστω μέ τήν λογική
δέν ἀναζητοῦν νά δοῦν ἄν αὐτά πού γράφουν τά Εὐαγγέλια ὅτι ἀναστήθηκε ὁ
Χριστός εἶναι ἀλήθεια. Αὐτοί οἱ ἐπιστήμονες πηγαίνοντας μέ ὀρθολογισμό, βρῆκαν
ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά μήν ἔχει γίνει Ἀνάσταση καί πίστεψαν μέ τήν λογική. Ὁ
Χριστός μᾶς ἱκανοποιεῖ καί τήν λογική, δέν μᾶς ζητάει νά πιστέψουμε ἔτσι
ἀβασάνιστα κάτι παράλογο.
Ἔτσι μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κι ἐμεῖς μποροῦμε νά ἔχουμε αὐτήν τήν
ἀντικειμενικότητα στήν θεολογία, ἐφόσον μποῦμε στή διαδικασία πού μπῆκαν καί οἱ
Ἅγιοι. Μιμούμενοι τούς Ἁγίους, ζώντας δηλαδή μέ μετάνοια, μέ κάθαρση, ὁπότε θά
ἔλθει καί ὁ φωτισμός καί ἄν θέλει ὁ Θεός καί ἡ θέωση.
– Ποιός εἶναι τώρα ὁ «προφήτης» στήν Καινή Διαθήκη;
Στήν Παλαιά Διαθήκη γνωρίζουμε ὅτι οἱ Προφῆτες, προφήτευαν, μιλοῦσαν γιά τόν
ἐρχόμενον Μεσσία. Στήν Καινή Διαθήκη ὅμως ποιός εἶναι ὁ Προφήτης; Ἐπάνω στήν
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τῆς θείας Χάριτος βασίζεται ὅλη ἡ διδασκαλία Τῆς
περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὡς καί περί τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγει ὁ
ἀπόστολος Παῦλος: «οὕς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους,
δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους…» (Α΄Κορ. 12,28). Ἀργότερα ἐπεκράτησε
ἡ ἄποψις ὅτι ὁ προφήτης τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἦταν ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας
τῶν πρώτων Χριστιανῶν.
Γιατί οἱ Ἐπίσκοποι -ὅταν λειτουργοῦσε σωστά ἡ Ἐκκλησία- ἦταν οἱ θεωμένοι
ἄνθρωποι καί ὅπως θά δοῦμε στήν ἀνάλυση τοῦ π. Ἰωάννη, προφήτης ἦταν ὁ
θεωμένος ἄνθρωπος, αὐτός πού ἔχει φθάσει στή θέωση. Γιά νά καταλάβετε, ὅταν
λειτουργοῦσε σωστά ἡ Ἐκκλησία, δέν μποροῦσες νά γίνεις διάκονος, ἄν δέν εἶχες
ἀρχίσει τήν κάθαρση καί δέν εἶχες προχωρήσει. Δέν μποροῦσες νά γίνεις
Πρεσβύτερος, ἄν δέν εἶχες ὁλοκληρώσει τήν κάθαρση καί δέν ἤσουν στό στάδιο τοῦ
φωτισμοῦ, ὥστε νά μπορεῖς νά φωτίσεις, νά καθοδηγήσεις τό ποίμνιό σου. Δέν
μποροῦσες νά γίνεις Ἐπίσκοπος, ἄν δέν εἶχες φθάσει στή θέωση. Τώρα τί γίνεται

128
σήμερα, ἀφῆστε το…
Ὁπότε ἔχουμε: Πρῶτον τούς Ἀποστόλους, μετά τούς Ἐπισκόπους καί μετά τούς
Πρεσβυτέρους, οἱ ὁποῖοι κατ’ αὐτήν τήν ἄποψιν εἶναι οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄν τώρα διαβάσουμε τό 14o κεφάλαιο τῆς Α’ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ
ἀποστόλου Παύλου, βλέπουμε ὅτι ἐκεῖ ἀναφέρεται σαφῶς ὅτι στήν ἐνορία τῆς
Κορίνθου ὑπῆρχαν πολλοί προφῆτες, χριστιανοί δηλαδή μέ προφητικό, προορατικό
χάρισμα. Διότι γράφει: «Νά μιλήσουν οἱ προφῆτες σέ ὁμάδες τῶν δύο ἤ τῶν τριῶν».
Ὁπότε ὑπῆρχαν τουλάχιστον τρεῖς προφῆτες, ἴσως καί περισσότεροι, ἕξ ἤ ἑπτά. Ἐδῶ
οἱ προφῆτες τῆς Κορίνθου δέν ἦσαν ὅλοι τους ἐπίσκοποι.
Ὅμως τί σημαίνει ἡ λέξις προφῆτες τοῦ ἀποστόλου Παύλου; Τό τί σημαίνει φαίνεται
ἀπό τό γεγονός ὅτι σέ ἄλλο σημεῖο γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι δέν ἔχει
ἀποκαλυφθεῖ τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ σέ προηγούμενες γενεές, ὅπως ἀποκαλύφθηκε
στήν δική του, ὅπως ἀποκαλύφθηκε δηλαδή «νῦν τοῖς ἀποστόλοις καί προφήταις»
(Ἐφ. 3.5). Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀποκαλυφθεῖ στήν Παλαιά Διαθήκη,
ὅπως ἀποκαλύφθηκε τώρα στούς Ἀποστόλους καί στούς Προφῆτες. Ἐδῶ δηλαδή δέν
μιλάει γιά τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά γιά τούς Προφῆτες τῆς
Ἐκκλησίας.
Αὐτό σημαίνει ὅτι:
α) Ἀπόστολος εἶναι ἐκεῖνος στόν ὁποῖο ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός ἐν δόξη. Γι’
αὐτό στό 15o κεφάλαιο τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς του ἀπαριθμεῖ ὁ
ἀπόστολος Παῦλος ὅλους ἐκείνους, στούς ὁποίους ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστός μετά τήν
Ἀνάστασή Του, ἀλλά καί μετά τήν Πεντηκοστή, διότι δέν κάνει διαφοροποίηση
μεταξύ τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Χριστοῦ πρό τῆς Πεντηκοστῆς καί μετά τήν
Πεντηκοστή.
Ὁπότε τό πρωταρχικό γνώρισμα τοῦ ὁποιουδήποτε Ἀποστόλου δέν ἦταν μόνο ὅτι
ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ πρό τῆς Σταυρώσεώς Του, ἀλλά καί τό γεγονός ὅτι ὁ
Χριστός εἶχε ἀποκαλυφθεῖ σ’ αὐτόν ἐν δόξη μετά τήν Ἀνάστασή Του. Γι’ αὐτό ὁ
ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Δέν γνωρίζω τόν Χριστόν κατά σάρκα, ἀλλά κατά
πνεῦμα» (Β΄Κορ. 5,16). Διότι, γιά νά γνώριζε τόν Χριστόν κατά σάρκα, σήμαινε ὅτι
θά ἔπρεπε νά εἶχε συναναστραφεῖ μαζί Του πρό τῆς Σταυρώσεώς Του, τό ὁποῖο δέν
συνέβη μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο. Μετά τήν Σταύρωση, Ταφή καί Ἀνάστασή Του δέν
γνωρίζουμε τόν Χριστόν κατά σάρκα, ἀλλά κατά πνεῦμα. Δηλαδή βλέπουμε τόν
Χριστόν νοερῶς μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς, καθώς καί ἐν δόξη κατά τήν ἐμπειρία τῆς
θεώσεως.
β) Προφήτης εἶναι ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο ἐπίσης ἔχει ἀποκαλυφθεῖ ὁ Χριστός. Ὁπότε
ἐμφανίζεται ὁ Χριστός μετά τήν Ἀνάστασή Του, ἐμφανίζεται μέσα σέ δόξα καί αὐτή
ἀκριβῶς ἡ ἐμπειρία, πού ἀποκτᾶ κανείς ὅταν βλέπει τόν Χριστόν ἐν δόξη, τόν
καθιστᾶ αὐτομάτως εἴτε Ἀπόστολον εἴτε Προφήτην. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ προφήτης,
γιά τόν ὁποῖο ὁμιλεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει φθάσει στήν
θέωση.

129
Ἑπομένως αὐτοί οἱ Προφῆτες πού ἦταν στήν Κόρινθο δέν ἦταν Ἐπίσκοποι, ἤταν
ἄνθρωποι πού εἶχαν φθάσει στή θέωση. Καί αὐτό φαίνεται σαφῶς ἀπό ἐκεῖνο πού
λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πρίν πεῖ τό «…οὕς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ
πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας…», πού εἶναι τό: «…εἴτε δοξάζεται ἕν
μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη» (Α΄Κορ. 12,26). Μιλάει δηλαδή γιά δοξασμό. Καί
οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶχαν φθάσει στή θέωση.
Ἐξ ἄλλου ἔχει γίνει πλέον ἀποδεκτό ὅτι αὐτά, πού γράφει ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ
Ἀρεοπαγίτης γιά τούς τότε ἐπισκόπους, δέν ἀπέχουν ἀπό τήν πραγματικότητα.
Δηλαδή ὅτι, ὅπως ὁ προφήτης τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει φθάσει
σέ θέωση, ἔτσι καί γιά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη ἐπίσκοπος εἶναι ἐκεῖνος
πού ἔχει φθάσει στή θέωση. Ἀπό αὐτούς μάλιστα τούς προφήτας τοῦ ἀποστόλου
Παύλου προῆλθαν οἱ τότε ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπεκράτησε νά λέγεται ὁ προεστώς προφήτης τῆς ἐνορίας ἐπίσκοπος καί οἱ
ὑπόλοιποι πρεσβύτεροι, ἐνῶ στήν ἀρχή συνηθίζετο νά λέγωνται ὅλοι πρεσβύτεροι.
Μετά ὁ προεστώς τῆς ἐνορίας ὀνομάστηκε Ἐπίσκοπος. Σημειωτέον ὅτι ἡ Ἐκκλησία
τῆς Κορίνθου εἶχε τουλάχιστον πέντε προφῆτες (Α’ Κορ. 14,29). Δέν ἀπασχολοῦν
τόν Παῦλο τόσο τά ὀνόματα ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος, ἀφοῦ, ὡς προφῆτες τούς
θεωρεῖ μαζί μέ τούς ἀποστόλους, ὡς θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφ. 2,20). Ἡ
χειροτονία τους, ὅπως στήν περίπτωση τῶν ἀποστόλων, ἦτο κατ’ εὐθείαν ἀπό τόν
Χριστό μέσω τῆς θεώσεως (Ἐφ. 3,5) καί ἐν συνεχεία μέσω τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς
θεώσεως αὐτῆς ἀπό τούς συνθεουμένους.
Ὁ ἅγιος Νικήτας Στηθάτος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού ἔχουν
χειροτονηθεῖ κατ’ εὐθείαν ἐπίσκοποι ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό, ἄν καί ἀπό τούς
ἀνθρώπους δέν ἀναγνωρίζονται ὡς ἐπίσκοποι. Ὅμως εἶναι ἐπίσκοποι· ἔχουν δηλαδή
πνευματική ἐξουσία ἐπισκόπου. Εἶναι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν φτάσει στή θέωση.
Φαίνεται ὅτι τότε στήν ἐνορία τῆς Κορίνθου ὑπῆρχε μία ἀναταραχή, γι’ αὐτό εἶχαν
γράψει στόν Ἀπόστολο Παῦλο καί ὁ Ἀπόστολος τούς βάζει σέ μία τάξη. Ὅσοι εἶχαν
γένη γλωσσῶν, πού εἶναι τά διάφορα εἴδη τῆς νοερᾶς προσευχῆς -καί ὄχι ὅπως
πιστεύουν οἱ Προτεστάντες ὅτι εἶναι ξένες γλῶσσες- ἤ μερικοί ἀπ’ αὐτούς νόμιζαν
ὅτι μποροῦσαν νά ἐξισωθοῦν μέ ὅλους τούς ἄλλους. Τά γένη γλωσσῶν εἶναι τό
κατώτερο χάρισμα, τό τελευταῖο στή σειρά πού βάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἀλλά
κάποιοι πού εἶχαν τά γένη γλωσσῶν ἤθελαν νά μποῦν πρῶτοι στή σειρά. Γι’ αὐτό ὁ
ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά βάλει μία τάξη μέσα στήν Ἐκκλησία, μᾶς λέγει ὅτι πρῶτοι
μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι οἱ Ἀπόστολοι, μετά ἔρχονται οἱ προφῆτες, μετά οἱ
διδάσκαλοι καί τελειώνει μέ τά γένη τῶν γλωσσῶν .
Στά κεφάλαια 13, 14 καί 15 τῆς Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς του κάνει ὁ
ἀπόστολος Παῦλος ὁλόκληρη ἑρμηνεία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Ἀπό αὐτό
φαίνεται σαφῶς ὅτι στίς ἐνορίες τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὅλα τά μέλη τοῦ Σώματος
τοῦ Χριστοῦ ἦταν θεόκλητα. Καί τοῦτο, ἐπειδή ὅλοι εἶχαν δεχθεῖ τήν ἐπίσκεψη τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τους. Ὅσοι ἦταν ἐπίσημα μέσα στήν Ἐκκλησία
εἶχαν τουλάχιστον νοερά προσευχή μέσα στήν καρδιά τους, ἀδιάλειπτη προσευχή.
Εἶχαν ἑπομένως κλίση ἀπό τόν Θεό. Κι αὐτό γιατί ὅλοι εἶχαν δεχθεῖ τήν ἐπίσκεψη

130
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά τους.
Ἦσαν δηλαδή θεόκλητα μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ εἶχαν χειροτονηθεῖ
ἀπό τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι ἔφθασαν σέ δοξασμό, δηλαδή
στήν θέωση, κατά τόν ἴδιο τρόπο οἱ προφῆτες ἦσαν ἐκεῖνοι, πού ἐπίσης εἶχαν φθάσει
στήν θέωση, ἐνῶ ἀπό τούς διδασκάλους καί κάτω ἦσαν ὅσοι εἶχαν φθάσει μόνο σέ
φωτισμό. Ἦταν ἡ κατώτερη βαθμίδα, ἦταν στό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, ὅπως καί τά
γένη τῶν γλωσσῶν.
Ἐάν συνδυάσουμε τώρα αὐτές τίς πληροφορίες σέ ὅσα ἀναφέρονται στίς εὐχές τῆς
ἀκολουθίας τοῦ Ἁγίου Μύρου, φαίνεται σαφῶς ὅτι τό Μυστήριο τοῦ Ἁγίου
Χρίσματος ἐθεωρεῖτο ὅτι ἦταν ἕνα Μυστήριο γι’ αὐτούς πού εἶχαν ἤδη δεχθεῖ τήν
ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδία τους. Δηλαδή γιά τούς
φωτισμένους. Γι’ αὐτό δέν ἔπαιρναν μαζί μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα, ὅπως
γίνεται σήμερα.
Φαίνεται στήν ἀρχαία Ἐκκλησία δέν ἐτελεῖτο τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος μαζί μέ
τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος. Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ἐτελεῖτο πρῶτον εἰς
ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ἐνῶ τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος προοριζόταν γιά ὅσους εἶχαν
γίνει ἤδη μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν δηλαδή μέσα τους ἐγκαταστημένη
τήν νοερά προσευχή. Ὑποτίθεται ὅτι εἶχε ἔλθει καί προσευχόταν μέσα στήν καρδιά
τους τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἦταν θεόκλητοι. Καί τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος ἐτελεῖτο
ὡς ἐπισφράγισις αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Γι’ αὐτό κατά τήν τελετή αὐτοῦ τοῦ
Μυστηρίου ἀναφωνοῦσε ὁ ἱερεύς. «Σφραγίς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Παίρνεις
τήν πιστοποίηση τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἔχεις δεχθεῖ μέσα σου τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Κατ΄αὐτόν τόν τρόπο ἔχριε τόν Χριστιανό.
Ἡ σφραγίδα αὐτή τότε ἦταν ἡ ἐπιβεβαίωσις ἀπό τήν Ἐκκλησία ὅτι ὁ Χριστιανός
ἐκεῖνος, πού μόλις εἶχε χρισθεῖ, βρισκόταν σέ κατάσταση φωτισμοῦ. Γι’ αὐτό στήν
Λατινική Παράδοση τό Χρίσμα λέγεται confirmatio, δηλαδή ἐπιβεβαίωσις.
Ἐπιβεβαίωσις ὅτι ὁ Χριστιανός ἐκεῖνος, ἀφοῦ πέρασε ἀπό κάθαρση, εἶχε φθάσει
στήν κατάσταση φωτισμοῦ, μέσα του προσευχόταν τό Ἅγιο Πνεῦμα. Πόσο μακριά
εἶναι αὐτά ἀπό τήν σημερινή κατάσταση! Σήμερα οἱ πλεῖστοι τῶν Χριστιανῶν
ἀγνοοῦν καί τήν λέξη ἀκόμη τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ὁπότε ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία καί τόν σφραγίζει καί θεωρεῖται πλέον μέλος τοῦ
Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία μόνο μετά τό Χρίσμα ἐθεωρεῖτο
ὁ βαπτισμένος μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὄχι μέ τό Βάπτισμα. Τό Βάπτισμα ἦταν ἡ
ἀρχική ὕπαρξη, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Καί θά ἔπρεπε ὁ Χριστιανός νά ἐργασθεῖ
πνευματικά ὥστε νά δέχθει τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδία
του νά ἀποκτήσει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τότε θεωρεῖτο μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
Μεγάλη διαφορά μέ τήν σημερινή πραγματικότητα, ὅπου οἱ πόρτες εἶναι ἀνοιχτές
καί μπαινοβγαίνουν οἱ πάντες καί ὅλοι θεωροῦνται μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶναι
ὅμως ὅλοι μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Μπορεῖ τυπικά νά θεωροῦνται μέλη, ἀλλά δέν εἶναι
ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅπως μέσα σέ ἕνα ἀμπέλι ὑπάρχουν κλαδιά πράσινα πού δέχονται ζωτικούς χυμούς

131
ἀπό τόν κεντρικό κορμό, ὑπάρχουν ὅμως καί κλαδιά ξερά. Αὐτά τά ξερά κλαδιά
μπορεῖ νά εἶναι πάνω στό ἀμπέλι ἤ μπορεῖ νά εἶναι κομμένα τελείως. Ὁ κομμένος
τελείως ἀντιστοιχεῖ στόν αἱρετικό, σέ αὐτόν πού πῆγε καί ἔκανε μύηση σέ
Ἀνατολικές θρησκεῖες. Αὐτός ἔχει ἀποκοπεῖ. Ὁ ἄλλος πού εἶναι ξερό κλαδί καί εἶναι
ἀκόμη κολλημένος στό ἀμπέλι, φυσικά δέν μπορεῖ νά κάνει καρπό. Αὐτός εἶναι ἕνας
νεκρός. Εἶναι κολλημένος στήν Ἐκκλησία, ὑποτίθεται ὅτι εἶναι μέλος τῆς
Ἐκκλησίας, ἀλλά εἶναι νεκρό μέλος πού σημαίνει ὅτι δέν μπορεῖ νά καρποφορήσει,
ἄρα δέν μπορεῖ νά σωθεῖ. Θά πρέπει νά μετανοήσει, νά δεχθεῖ πάλι τούς ζωτικούς
χυμούς ἀπό τόν κεντρικό κορμό γιά νά ἀναζωογονηθεῖ ὥστε νά φέρει καί καρπό.
Τότε πραγματικά γίνεται μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα σ’ αὐτά τά πλαίσια ὅμως βλέπουμε μία περίεργη ἐξέλιξη μέσα στήν ἱστορία
τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποία τό βασίλειον ἱεράτευμα, τῆς Ἐκκλησίας δέν
παρέμεινε ποιοτικά ἐκεῖνο πού ἦταν ἀρχικά. Δηλαδή τά ζωντανά μέλη τῆς
Ἐκκλησίας – αὐτό εἶναι τό βασίλειο ἱεράτευμα – δέν παρέμεινε τό ἴδιο, ὅπως ἦταν
στούς πρώτους χρόνους.
Ἀρχικά, δηλαδή στήν ἐποχή τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ἔχουμε τούς λαϊκούς καί τούς
κληρικούς. Ἐμεῖς σήμερα λαϊκούς λέμε αὐτούς πού δέν ἔχουν χειροτονία. Ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος τούς λαϊκούς ὀνομάζει ἰδιῶτες -καί αὐτοί δέν εἶναι μέλη τῆς
Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκεῖνοι πού ἑρμηνεύουν τούς ἰδιῶτες
τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὡς λαϊκούς. Λαϊκός εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος ἔχει μέν
βαπτισθεῖ, ἀλλά δέν ἔχει ἀκόμη κληθεῖ ἄνωθεν, ὥστε νά γίνει βασίλειον ἱεράτευμα,
δηλαδή κληρικός, δηλαδή δέν ἔχει μέσα του τήν ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή, εἶναι
ἀκόμα ἰδιώτης, δέν ἔχει μπεῖ ἀκόμα ὡς ζωντανό μέλος στήν Ἐκκλησία. Ὡς κληρικός
ἐθεωρεῖτο ὁ θεόκλητος, ἐκεῖνος δηλαδή πού εἶχε δεχθεῖ μέσα στήν καρδιά του τήν
ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί πού τό Πνεῦμα εἶχε ἀρχίσει νά προσεύχεται
μέσα του. Ἐκεῖνος, δηλαδή πού εἶχε γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γι’ αὐτό
μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος
Παῦλος λέγει «…οὕς ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ…» ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε πεῖ:
«ὑμεῖς δέ ἐστε σῶμα Χριστοῦ» (Α΄Κορ. 12,27). Μᾶς δίνει δηλαδή ὁ ἴδιος τόν ὁρισμό
τοῦ τί εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί δέν περιλαμβάνει μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τούς
ἰδιῶτες, τούς λαϊκούς πού δέν εἶχαν ἀκόμα δεχθεῖ τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
Ἀργότερα, –λόγω τῆς ἐκκοσμίκευσης- ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ξέρουμε ὅτι
ἦλθε ἐποχή, κατά τήν ὁποία ἐχειροτονοῦντο ὡς κληρικοί ἄνθρωποι, πού στήν ἀρχαία
Ἐκκλησία θά ἐθεωροῦντο ὡς λαϊκοί, δηλαδή ἀκόμα δέν εἶχαν μπεῖ στήν Ἐκκλησία.
Καί μετά αὐτοί οἱ ἄνθρωποι –ἐξ αἰτίας τῆς ἐκπτώσεως καί τῆς ἐκκοσμικεύσεως-
ἐχειροτονοῦντο καί ἐπίσκοποι. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, κάνει ὁλόκληρη
ἀνάπτυξη ἐπάνω στό θέμα αὐτό. Κατά τά χρόνια πού ζοῦσε ὁ ἅγιος Συμεών, γύρω
στά 1000 μ.Χ., ἔγινε αὐτή ἡ ἀλλοτρίωση μέσα στήν Ἐκκλησία καί διαμαρτυρήθηκαν
οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Συμεών «ἄνθρωποι πού θά ἔπρεπε νά εἶναι στήν
τάξη τῶν λαϊκῶν, δηλαδή οὔτε κἄν νά θεωροῦνται μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν γίνει
Ἐπίσκοποι ἤ ἔχουν γίνει Πνευματικοί» καί μιλοῦσε γιά «Πνευματικούς χωρίς Ἅγιο

132
Πνεῦμα». Γιατί δέν γίνεσαι ‘μαγικά’ ἐπίσκοπος, μέ τό πού θά πάρεις τήν χειροτονία.
Θά πρέπει νά ἐνεργεῖ μέσα σου τό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό σημαίνει ὅτι εἰσῆλθε ἡ
παράδοσις στήν Ἐκκλησία νά χειροτονοῦνται ὡς κληρικοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δέν
εἶχαν τά προσόντα νά εἶναι κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας. Δέν εἶχαν δηλαδή τίς
πνευματικές προϋποθέσεις τῆς ἱερωσύνης.
Ἐναντίον αὐτῆς τῆς ἀνωμάλου καταστάσεως ἐπανεστάτησε ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος
Θεολόγος μέ τόσο μεγάλη ἐπιτυχία, ὥστε ἡ Ἐκκλησία τόν ὀνόμασε Νέο Θεολόγο.
Ἀπό τήν ἐποχή του μέχρι τήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἔγινε μία
μεγάλη διαμάχη μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅσον ἀφορᾶ στά προσόντα ἐκλογῆς τῶν
ἐπισκόπων. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς Ἡσυχαστικῆς ἔριδος, ὅπως ὀνομάσθηκε, κατά τήν
ὁποία ἐπεκράτησε τελικά ἡ γραμμή τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου,
καθιερώθηκε οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας νά λαμβάνονται ἀπό τούς μοναχούς τῆς
Ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως. Δηλαδή
ἐπανῆλθε ἡ Ἐκκλησία στήν ἀρχαία τάξη, ἀλλά δυστυχῶς δέν κράτησε πολύ μέ τήν
Φραγκοκρατία, τήν Τουρκοκρατία καί κυρίως τήν ἀλλοτριωμένη κατάσταση μετά
τήν Τουρκοκρατία, ἡ ὁποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Ξέρουμε καί πῶς ἐκλέγονται σήμερα οἱ Ἐπίσκοποι.. ἀλλά ὁπωσδήποτε ὄχι μέ τόν
τρόπο πού ἐκλεγόντουσαν τότε, πού ἡ Ἐκκλησία ἔπαιρνε τούς ἀνθρώπους μέσα ἀπό
τά μοναστήρια πού εἶχαν αὐτή τήν ζωή τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς
θεώσεως. Ζοῦσαν αὐτή τήν ἡσυχαστική παράδοση. Δέν συμφωνῶ μέ τόν ὅρο
‘ἡσυχαστική ἔριδα’, ὅπως δυστυχῶς ἔχει ἐπικρατήσει. Δέν ἦταν ἔριδα, ἦταν
οὐσιαστικά ἡ ἀντιμετώπιση τῆς αἵρεσης τοῦ Βαρλαάμ, πού μᾶς ἦρθε ἀπό τήν Δύση,
πού χτυποῦσε αὐτή τήν ραχοκοκκαλιά τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης: τῆς καθάρσης,
τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης. Ὁ Βαρλαάμ ὑποστήριζε ὅτι μέσω τοῦ φιλοσοφικοῦ
στοχασμοῦ καί τοῦ Ἀριστοτέλη θά πλησιάσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, ἐνῶ οἱ ἅγιοι
Πατέρες ἔλεγαν ὅτι πρέπει νά καθαρίσεις τήν καρδιά σου γιά νά δεῖς τόν Θεό.
Ἴσως κάποια ἀπό αὐτά πού εἴπαμε σήμερα σᾶς φάνηκαν λίγο δυσνόητα, ἀλλά ἡ
οὐσία εἶναι ὅτι ὅταν ἀκοῦμε Προφήτης, ὁ νοῦς μας θά πηγαίνει στόν θεωμένο
ἄνθρωπο καί αὐτός εἶναι καί ὁ ἀληθινός θεολόγος. Ἀληθινά μέλος τῆς Ἐκκλησίας
εἶναι αὐτός πού οὐσιαστικά ἔχει τελειώσει μέ τήν κάθασρη καί ἔχει φτάσει στόν
φωτισμό ἤ τουλάχιστον εἶναι στή διαδικασία τῆς κάθαρσης, ἔχει μετανοήσει. Τώρα
ἔχουμε ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν μετανοήσει κἄν καί ὑποτίθεται ὅτι εἶναι στήν
Ἐκκλησία καί αὐτοαποκαλοῦνται χριστιανοί. Καί κάποιος ἀπό αὐτούς ἔλεγε ὅτι
«ὅποτε πηγαίνω στήν Ἐκκλησία μοιράζουν βάγια» γιατί πήγαινε μιά φορά τόν χρόνο.
Κατά τά ἄλλα ὅμως εἶναι πιστός χριστιανός καί μέ θράσος λέει: «γιατί ἐσύ πού
νηστεύεις ἤ πηγαίνεις κάθε μέρα Ἐκκλησία κάνεις σωστά;». Πόσο ἔχουμε ξεπέσει
ἀπό τό ἀληθινό πνεῦμα!
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ.: Δύο ἐρωτήσεις: Τί σημαίνει ἀκριβῶς τό «πρᾶός εἰμι· καί ταπεινός τῆ καρδία»
(Ματθ. 11,29) καί δεύτερον σήμερα κάποιος πού βαπτίζεται σέ μεγάλη ἡλικία, γιά νά
πάρει τό Χρίσμα κανονικά θά πρέπει νά ἔχει προχωρήσει στόν φωτισμό, πού εἶναι

133
ἐπιβεβαίωση, ὅπως εἴπατε. Ἄρα θά ἔπρεπε νά μείνει μόνο μέ τό Βάπτισμα.
Ἀπ.: Ἔτσι εἶναι κανονικά, ἄν θέλουμε νά τηρήσουμε τήν ἀρχαία τάξη. Βέβαια οἱ
μεγάλης ἡλικίας ἄνθρωποι πού βαφτίζονται σήμερα, ἔχουν θαυμαστές ἐμπειρίες γιατί
κατά κανόνα ἔρχονται συνειδητά. Καί μᾶς λένε ὡραιότατες, ἁγιοπνευματικές
ἐμπειρίες, γιατί πᾶνε μέ πολύ θέρμη, πόθο καί λαχτάρα καί κατά κανόνα καλή
προετοιμασία. Ὁπότε ἔχουν καί ἀνάλογες προϋποθέσεις καί ἄν ἔχουν καί τήν σωστή
καθοδήγηση πολύ γρήγορα θά φτάσουν καί στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, γιατί
οὐσιαστικά τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα πού δίνεται μετά εἶναι ἡ πλήρης Χάρις.
Σχετικά μέ τό πρῶτο ἐρώτημα, λέει ὁ Κύριος «μάθετε ἀπό Μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καί
ταπεινός». Μέ τό πού τό ἀκούσαμε, τό μάθαμε; Ὄχι. Μαθαίνω σημαίνει ζῶ, ἔχω
ἐμπειρία. Ζῶ δηλαδή τήν ταπείνωση καί τήν πραότητα τοῦ Χριστοῦ. Μετέχω στή
ζωή τοῦ Χριστοῦ, αὐτό σημαίνει ‘μάθετε ἀπό Μένα’. Ὅταν δηλαδή ὁ χριστιανός
μπεῖ στή διαδικασία νά τηρήσει τίς ἐντολές, τότε μαθαίνει τήν πραότητα καί τήν
ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ. Τότε θά μάθει ὅτι δέν πρέπει νά ὀργίζεται, ἐκτός ἄν πρέπει
νά ὑπερασπιστεῖ τόν Θεό ἤ τόν πλησίον. Θά μάθει ὅτι πρέπει νά συγχωρεῖ: ὅλους. Θά
μάθει ὅτι πρέπει νά ἀγαπάει: ὅλους, φίλους καί ἐχθρούς. Θά μάθει ὅτι πρέπει νά
ἐπιδιώκει τήν ἔσχατη θέση, τόν ἔσχατο τόπο. Νά εἶναι πάντοτε στήν κατάσταση τῆς
ταπείνωσης κ.λ.π. Καί τότε λέει ὁ Χριστός μας, θά ἔχετε καί τήν ἀνάπαυση.
Γιατί σήμερα οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν ἀνάπαυση καί ἀντίθετα ἔχουν κόπωση; Ὅλοι
εἶναι κουρασμένοι, ὅλοι εἶναι φορτωμένοι. Γιατί ἀκριβῶς δέν κάνουν αὐτό πού λέει ὁ
Χριστός: «ἐλᾶτε σέ Μένα νά ξεφορτωθεῖτε καί νά πάρετε τόν δικό Μου ζυγό, πάντες
οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι» (Ματθ. 11,28). Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν πάει στόν
Χριστό εἶναι κοπιών καί πεφορτισμένος. Κουβαλάει φορτίο βαρύ, βαρύτατο, μέχρι
πού συντρίβεται κάτω ἀπό αὐτό τό φορτίο καί φτάνει κάποτε καί στήν αὐτοκτονία.
Εἶναι φορτίο ἡ ἁμαρτία, τό πάθος. Καί δέν βρίσκει ἀνάπαυση ὁ ἄνθρωπος ὅταν εἶναι
φορτωμένος, πρέπει νά ξεφορτωθεῖ, νά μετανοήσει. Νά φύγει ἀπό ἐκεῖ πού εἶναι καί
νά πάρει τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι χρηστός, δηλαδή καλός καί τότε λέει
ἀφοῦ φορτωθεῖς τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι οἱ ἐντολές, μετά θά μάθεις ὅτι
Εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός καί τότε θά βρεῖς ἀνάπαυση. Βλέπετε, ὑπάρχει σειρά.
Ἐπιστημονική μέθοδος εἶναι: ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός, ἡ θέωση. Αὐτό εἶναι.
Ἔλα σοῦ λέει ὁ Χριστός νά ξεφορτωθεῖς. Τί εἶναι αὐτό; Ἡ μετάνοια. Ξεφορτώσου,
πήγαινε πές τα στόν Πνευματικό καί μίσησέ τα – ὄχι μεταμέλεια, νά τά πεῖς καί νά τά
ξανακάνεις – νά πάρεις τόν νοῦ σου ἀπό τά μάταια νά τόν στρέψεις στόν Χριστό μέ
τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ὁπότε μετά μαθαίνεις, γνωρίζεις ἐμπειρικά τόν Χριστό, τή
ζωή τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή γνωρίζεις ἐμπειρικά τήν ταπείνωση καί τήν πραότητα.
Λέμε ‘’θέλω νά εἶμαι πρᾶος’’. Πῶς νά εἶσαι πρᾶος; Δέν μπορεῖς νά εἶσαι πρᾶος. Καί
μοῦ λένε κάποιοι «μόλις τό ἀποφάσιζα, τότε θύμωνα πιό πολύ». Βέβαια, πιό πολύ θά
θυμώνεις γιατί δέν εἶναι αὐτή ἡ μέθοδος, νά τό πάρεις ἀπόφαση, νά ζοριστεῖς. Ἔτσι
θά γίνεις πιό θυμώδης γιατί στηρίζεσαι στόν ἑαυτό σου. Εἶναι ἐγωισμός. Γιά νά γίνεις
πρᾶος, θά πρέπει νά ξεφορτωθεῖς τόν ἑαυτό σου, τόν παλαιό ἑαυτό σου, νά
ἀπαρνηθεῖς, νά μισήσεις τόν ἑαυτό σου, ὅπως λέει ὁ Χριστός καί νά σηκώσεις τόν
Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι οἱ ἐντολές Του, νά πάρεις ἀπόφαση νά τηρήσεις τίς

134
ἐντολές.
Θά πεῖ κανείς: ‘’Δέν τίς τηροῦμε τίς ἐντολές’’; Δέν τίς τηροῦμε. Ἄς πάρουμε μία
μόνο ἐντολή καί θά δεῖτε πώς δέν τίς τηροῦμε. Ἡ πρώτη ἐντολή λέει: «ἀγαπήσεις
Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ
ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου» (Λουκ. 10,27). Τό τηροῦμε; Ἄς
πάρουμε τό ‘ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου’. Πρέπει ὅλη σου ἡ διάνοια, ὅλη σου ἡ σκέψη
δηλαδή, νά εἶναι στόν Χριστό. Εἶναι; Ἄς ἐξέτασουμε ὁ καθένας πόση ὥρα τήν ἡμέρα
σκεπτόμαστε τόν Χριστό.. Βλέπετε, ἄν τηρούσαμε τήν πρώτη ἐντολή, -δέν σᾶς λέω
ὅλες- θά εἴχαμε τίς προϋποθέσεις καί γιά ὅλες τίς ἄλλες, γιατί εἶναι πολύ βασική ἡ
πρώτη ἐντολή, εἶναι ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης. Μετά θά εἴχαμε αὐτή τήν γεύση ἐμπειρικά
τοῦ τί εἶναι ὁ Χριστός. Θά γνωρίζαμε τόν Χριστό. Ὁ Χριστός γνωρίζεται διά τοῦ
Χριστοῦ. Δέν γνωρίζεται μέσα ἀπό τά βιβλία, οὔτε μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή.
Γνωρίζεται διά τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπεῖ στή διαδικασία νά τηρήσει τίς
ἐντολές, τότε ἔρχεται ὁ Χριστός καί τοῦ φανερώνεται, τοῦ ἀποκαλύπτεται. Δέν
βρίσκουμε τόν Χριστό, μᾶς βρίσκει ὁ Χριστός ὅταν ἔχουμε τίς προϋποθέσεις.
Ὑπάρχει αὐτή ἡ μέθοδος πού μᾶς τήν ἔχει πεῖ ὁ Θεός. Ὅταν κάποιος ὅμως ἔχει τόσο
ἐγωισμό, πού οὔτε κἄν θέλει ν’ ἀκούσει αὐτά πού λέει ὁ Χριστός, πῶς θέλει νά δεῖ
τόν Χριστό καί νά ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς ἀνάπαυσης τῆς καρδιᾶς;
Ὁπότε μάθετε ἀπό Μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καί ταπεινός, σημαίνει αὐτό «μπεῖτε στήν
διαδικασία νά Μέ γνωρίσετε ἤ μᾶλλον νά Μοῦ ἐπιτρέψετε νά σᾶς γνωριστῶ». Καί
τοῦ τό ἐπιτρέπουμε ὅταν κάνουμε αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως: νά πάρουμε πάνω
μας τόν χρηστό ζυγό, τόν καλό ζυγό τοῦ Χριστοῦ, τίς ἐντολές δηλαδή. Γι’ αὐτό ὁ
Χριστός μας δέν μᾶς ζητάει οὔτε νά γίνουμε μοναχοί, οὔτε νά γίνουμε ἔγγαμοι, οὔτε
νά μείνουμε στόν κόσμο ἄγαμοι καί ἀφιερωμένοι σ’ Αὐτόν. Λέει: «Ἀπό αὐτά κάνε
ὅ,τι θέλεις. Ἐγώ θέλω νά τηρήσεις τίς ἐντολές». Δέν εἶναι σκοπός τοῦ ἀνθρώπου ὁ
γάμος, ὅπως δυστυχῶς ἔχει ἐπικρατήσει καί κακῶς οἱ γονεῖς πιέζουν τά παιδιά νά
παντρευτοῦν. Μπορεῖ νά μήν ἔχουν τίς προϋποθέσεις καί νά καταλήξουν σέ διαζύγιο.
Σήμερα ἔχουμε περισσότερα διαζύγια παρά γάμους. Οὔτε ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι νά γίνει μοναχός. Ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνας: ἡ θέωση. Εἴτε εἶσαι στόν
γάμο, εἴτε στόν μοναχισμό, εἴτε στόν κόσμο ἄγαμος, σκοπός εἶναι ἡ θέωση καί γιά νά
φτάσεις στή θέωση, πρέπει νά τηρήσεις τίς ἐντολές. Αὐτό ζητάει ὁ Χριστός ἀπό μᾶς,
νά φορτωθοῦμε τόν χρηστό ζυγό Του καί τότε θά ἔχουμε τήν γνώση Του. Τότε
ἐμπειρικά πλέον θά ἐπαληθεύσουμε αὐτό πού λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὄτι εἶναι θετική
ἐπιστήμη ἡ Θεολογία. Μπορεῖς δηλαδή αὐτά πού σοῦ λέει ὁ Χριστός νά τά
ἐξετάσεις, νά τά ἐρευνήσεις καί νά τά ἐπαληθεύσεις. Νά κάνεις πείραμα στόν ἴδιο
τόν ἑαυτό σου.
Ἐρ.: Πάτερ, ἄν κατάλαβα καλά, οἱ Πατέρες μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου πρέπει νά
εἶναι θεωμένοι. Πρέπει νά εἶναι ὅλοι θεωμένοι;
Ἀπ.: Ὄχι ὅλοι. Κάποιοι.
Ἔχουμε καί Συνόδους, πού δέν ἔχουν ὀνομαστεῖ Οἰκουμενικές, ἀλλά εἶναι
Οἰκουμενικές, ὅπως ἡ Η΄ Οἰκουμενική ἐπί Μεγάλου Φωτίου. Λένε κάποιοι

135
ἐξυπνάκηδες ‘’γιατί οἱ παπικοί εἶναι αἱρετικοί, ἀφοῦ δέν ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό
κάποια Οἰκουμενική Σύνοδο’’. Κι ὅμως ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό τήν Η΄ Οἰκουμενική
Σύνοδο, αὐτή πού ἔγινε ἐπί Μεγάλου Φωτίου. Δέν ἔχει ὀνομαστεῖ Οἰκουμενική, ἀλλά
ἔχει ὅλες τίς προϋποθέσεις. Εἶχε μέσα θεούμενους καί ἦταν ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες
κ.λ.π. Αὐτή ἡ Σύνοδος καταδίκασε τό φιλιόκβε τῶν Παπικῶν καί μετεῖχε καί ὁ
Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος Ρώμης, ὁ τότε Πάπας τῆς Ρώμης δηλαδή, πού ἦταν
Ὀρθόδοξος. Ἐπίσης οἱ Σύνοδοι πού ἔγιναν ἐπί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί
αὐτές εἶναι Οἰκουμενικές, πού καταδικάστηκε ὁ ἀντι-ἡσυχασμός μέ τόν Βαρλαάμ καί
ἐπεκράτησε ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ περί
ἀκτίστου Φωτός. Εἶναι καί αὐτές Οἰκουμενικές γιατί εἶχαν τουλάχιστον ἕναν
θεούμενο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ἐρ.: Κάθαρση – φωτισμός – θέωση. Ἀκούγεται πολύ ὡραῖο, ἐνθουσιάζεται κανείς
ὅταν τό ἀκούει γιατί καταλαβαίνει ὅτι ἔτσι ἔχει τό πράγμα. Ἀπό τήν ἄλλη τά
Γεροντικά δέν δίνουν θάρρος στόν χριστιανό νά πεῖ ὅτι τώρα εἶμαι στήν κάθαρση,
εἶμαι στήν φώτιση ἤ στή θέωση. Πράγματα πού εἶναι πολύ μακρινά καί ἄπιαστα.
Μᾶς συμφέρει νά ψάχνω νά βρῶ ποῦ βρίσκομαι;
Ἀπ.: Ὄχι. Ἄν θέλουμε νά ποῦμε ποῦ βρισκόμαστε, νά ποῦμε ὅτι εἴμαστε στήν
τελευταία θέση γιά νά εἴμαστε ἀσφαλεῖς. Βλέπετε καί ὁ ἕνας ἀπό τούς τρεῖς
Ἀποστόλους πού εἶχαν φτάσει στήν θέωση πρίν τήν Πεντηκοστή, ὁ Ἀπόστολος
Πέτρος, ἀρνήθηκε τόν Χριστό. Ἔπεσε δηλαδή κατακόρυφα. Πολύ χαμηλά. Ὅλοι
εἴμαστε σέ κίνδυνο, ὅσο εἴμαστε σ’ αὐτή τή ζωή. Καί οἱ ἅγιοι ἄν προσέξετε, ἐνῶ
ἔχουν πολύ ὑψηλές ἐμπειρίες, ἐκφράζονται μέ ἕναν πάρα πολύ ταπεινό τρόπο γιά τόν
ἑαυτό τους. Καταεξευτελίζουν τόν ἑαυτό τους γιατί ξέρουν ὅτι ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη
ἀπό ταπεινοφροσύνη καί ὅτι, ἄν λίγο ὑπερηφανευτοῦν, τό χάνουν αὐτό τό πολύ
ὡραῖο πού ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα τους. Ἑπομένως δέν χρειάζεται νά
ψάχνουμε σέ ποιό στάδιο καί σέ ποιό ὑποστάδιο βρισκόμαστε. Νά θεωροῦμε, λένε οἱ
Ἅγιοι Πατέρες, ὅτι εἴμαστε οἱ τελευταῖοι, οἱ χειρότεροι ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Ὁ π. Παΐσιος πού εἶχε τέτοιες ἐμπειρίες θέωσεως καί ἔλεγε ὅτι ἐγώ εἶμαι χειρότερος
ἀπό ὅλους, πιό ἁμαρτωλός. Καί ὁ π. Πορφύριος καί ὅλοι οἱ ἄλλοι. Τό ζοῦσαν καί τό
ἔλεγαν. Δέν ἦταν ἕνα σχῆμα λόγου. Ἔλεγε, ἄς ποῦμε, ὁ π. Παΐσιος: «μέ αὐτά πού
ξέρω ἐγώ, πού μοῦ ἔχει ἀποκαλύψει ὁ Θεός, θά ἔπρεπε νά κάνω δέκα θαύματα τήν
ἡμέρα καί κάνω μέ τό ζόρι ἕνα. Ὁ ἄλλος πού δέν εἶχε τίποτα ἀπό γνώσεις
πνευματικές, θά μποροῦσε νά κάνει δέκα φόνους τήν ἡμέρα καί συγκρατεῖται καί
κάνει ἕναν. Ἄρα εἶναι καλύτερος ἀπό μένα». Εἶναι ἄλλα τά κριτήρια τοῦ Θεοῦ καί
ἄλλα τῶν ἀνθρώπων. Καθώς καί τά ἀνθρώπινα δικαστήρια δέν λειτουργοῦν ὅπως τά
δικαστήρια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέει ὁ Κύριος «σ’ αὐτούς πού ἔδωσα πολύ, θά
ζητήσω καί πολύ», «ὁ γνούς καί μή ποιήσας, δαρήσεται πολλάς» (Λουκ. 12,47).
Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά μάθουμε.. Ὀφείλεις νά μάθεις τόν νόμο τοῦ
Θεοῦ. Γιατί κι αὐτός πού δέν ἔμαθε, «ὁ μή γνούς, δαρήσεται ὀλίγας» (Λουκ. 12,48),
ἄρα γιά τήν κόλαση εἶναι κι αὐτός. Ὁπότε ὄχι νά μήν ξέρουμε. Νά ξέρουμε, ἀλλά καί
νά ἐφαρμόζουμε.
Ἐρ.: Πάτερ, ἤθελα νά ρωτήσω κατά πόσο εἶναι δυνατόν ἐμεῖς πού ζοῦμε στόν κόσμο

136
καί μολύνουμε τό βλέμμα μας, τήν σκέψη μας κτλ, πῶς μποροῦμε νά φτάσουμε σέ
τέτοια ἐπίπεδα; Σίγουρα ἀπό αὐτά πού ἔχουμε μάθει ἀπό σᾶς καί μέ τήν βοήθεια τοῦ
Θεοῦ καί τήν προσευχή, τήν νοερά προσευχή καταλαβαίνουμε ὅτι μᾶς φυλάει, ἀλλά
μέχρι πού φύγαμε -τροπικά- ἀπό αὐτόν τόν κόσμο καί περάσαμε στήν κάθαρση,
μολύναμε τήν ψυχή μας. Γιά κάποιον πού ἔχει πάρα πολύ μολύνει τήν ψυχή του, πῶς
μπορεῖ νά τήν καθαρίσει ἀφοῦ ὑπάρχει μέσα του αὐτός ὁ μολυσμός; Ἀπ.: Μόνοι μας
δέν μποροῦμε. «Ραντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα
λευκανθήσομαι» (Ψαλμ. 50,9). Ποιός; Ὁ Θεός θά τό κάνει. Καταδέχεται ὁ Θεός νά
μᾶς πλύνει καί νά μᾶς καθαρίσει. Πότε ὅμως; Ὅταν Τοῦ τό ἐπιτρέψουμε καί Τοῦ τό
ζητήσουμε. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά καθαριστοῦμε, οὔτε νά φωτιστοῦμε. Ἐμεῖς
μποροῦμε μόνο νά προαιρούμεθα. Νά ἔχουμε προαίρεση. Κατά τό μέτρο τῆς
προαίρεσης, τῆς ἐπιθυμίας, τῆς βούλησης, νά θέλουμε νά καθαριστοῦμε, ὁ Θεός θά
μᾶς καθαρίσει. Ἑπομένως νά Τοῦ τό ζητᾶμε.
Εἴπαμε γιά τήν ἀδιάλειπτη προσευχή πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Πρίν τήν κάνει τό
Ἅγιο Πνεῦμα, θά πρέπει νά τήν κάνουμε ἐμεῖς, γιά νά φτάσουμε στό σημεῖο νά τήν
κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας. Ὅταν κανείς ἔχει τόν νοῦ του στόν Θεό, δέν
μολύνεται. Ἄς τό δοῦμε λίγο στά ἀνθρώπινα: ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπάει ἕναν
ἄλλον ἄνθρωπο, δέν εἶναι ἀπορροφημένος ἀπό τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου; Μπορεῖ νά
περπατάει στό κέντρο τῆς Θεσσαλονίκης, νά γίνεται χαμός γύρω του, ἀλλά αὐτός
ἔχει τόν νοῦ του ἐκεῖ καί οὐσιαστικά βλέπει καί δέν βλέπει! Μπορεῖ νά πηγαίνει τόν
δρόμο του χωρίς νά χάνεται, ἀλλά ὁ προσανατολισμός του εἶναι στό πρόσωπο πού
ἀγαπᾶ. Ἄν αὐτό τό πρόσωπο εἶναι ὁ Χριστός, μετά δέν θά μολυνόμαστε ἀπό τά ἄλλα,
οὔτε θά ἀκοῦμε τούς θορύβους, τίς φωνές, δέν θά βλέπουμε τίς ἀκαθαρσίες στόν
δρόμο, δέν θά δίνουμε σημασία σέ τίποτε. Θά τά προσπερνᾶμε ὅλα καί δέν θά
μολυνόμαστε. Ἔτσι γίνεται ἡ κάθαρση, μέ τήν προσπάθεια νά ἔχουμε τόν νοῦ μας
συνεχῶς στόν Θεό. Δέν μπαίνουν καινούριοι ρύποι μέσα μας καί οἱ παλιοί φεύγουν
πάλι μέ τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, γιατί, ὅσο κανείς προσεύχεται, δέχεται μέσα του τό
Φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή εἶναι προσανατολισμένο τό κάτοπτρο τοῦ νοῦ του πρός τόν
Χριστό, δέχεται τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ καί βαθμιαῖα τόν καθαρίζει αὐτό τό Φῶς. Κατ’
ἀρχήν βλέπει τίς μουτζοῦρες πού ὑπάρχουν στό κάτοπτρο καί τίς ἀποβάλλει καί
σιγά-σιγά καθαρίζεται. Τά μισεῖ ὅλα αὐτά. Καί ὅσο καθαρίζεται, τόσο φωτίζεται.
Ἑπομένως ὅλη ἡ προσπάθειά μας ἔγκειται στό νά προσανατολίσουμε τό κάτοπτρό
μας στόν Χριστό μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Πολύ βασικό στοιχεῖο γιά νά γίνει ἡ
κάθαρση.
Φυσικά θά κάνουμε καί ὑπακοή στόν Πνευματικό. Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ὕπαρξη
Πνευματικοῦ ὁδηγοῦ γιά τήν κάθαρση, δέν μποροῦμε μόνοι μας. Χρειαζόμαστε
κάποιον πού ἔχει κάνει αὐτή τήν διαδικασία νά μᾶς ὁδηγήσει καί νά μᾶς βοηθήσει.
Γιατί οἱ δυσκολίες εἶναι οἱ ἴδιες. Ρωτᾶνε μερικοί «Πάτερ, ἄραγε μόνο ἐγώ εἶμαι
ἔτσι;». Ὄχι, ὅλοι εἴμαστε. Ὅλοι εἴμαστε ἄρρωστοι καί ὑπάρχει τό μεγάλο
νοσοκομεῖο πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τό ὁποῖο μᾶς καθαρίζει καί ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη
αὐτῆς τῆς κάθαρσης. Κορυφαῖο, κομβικό ἐργαλεῖο τῆς κάθαρσης εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη
προσευχή, ἡ συνεχής ὅρασις τοῦ Θεοῦ κυρίως μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν

137
με», ἀλλά καί μέ κάποια ἄλλη προσευχή. Ὁ ἅγιος Ἰωαννίκιος ἔλεγε: «Ἡ ἐλπίς μου ὁ
Πατήρ, καταφυγή μου ὁ Υἱός, σκέπη μου το Πνεῦμα τό Ἅγιον, Τριάς Ἅγία δόξα
Σοι». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔλεγε «φώτισόν μου τό σκότος». Στήν πρώτη
Ἐκκλησία εἶχαν τό Ψαλτήρι, λέγανε ψαλμούς. Πές τό Πάτερ ἡμῶν, πές τό Βασιλεῦ
Οὐράνιε, ὁ νοῦς σου νά εἶναι στόν Χριστό. Αὐτό εἶναι τό πιό βασικό. Γιατί ὁ νοῦς
πολύ εὔκολα μολύνεται. Λίγο νά ξεφύγεις, ἔρχεται ὁ διάβολος καί σοῦ ρίχνει τά δικά
του. Στή συνέχεια θά κάνεις καί τήν νηστεία καί ὅ,τι ἄλλο σοῦ πεῖ ὁ Πνευματικός –
ὄχι μόνος σου. Κάποιοι βλέπουν τί ἔκανε ὁ τάδε Ἅγιος καί λένε θά τό κάνω καί ἐγώ.
Ὄχι, πρέπει νά ρωτήσεις, νά πάρεις εὐλογία, νά εἶσαι μέσα στήν ὑπακοή καί τήν
ταπείνωση. Ὁπότε διά τῆς ἄσκησης καί τῆς ὑπακοῆς, τῶν Μυστηρίων καί τῆς
ἀδιάλειπτης προσευχῆς, προχωράει ὁ ἄνθρωπος, καθαρίζεται καί φωτίζεται.
Τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι μετά μπορεῖ νά δείξει τόν δρόμο καί σέ ἄλλους. Δέν ἔχει
σημασία πού εἶναι κανείς λαϊκός. Ἐφόσον περάσει ἀπό τήν κάθαρση καί φτάσει στόν
φωτισμό, θά μπορεῖ νά δείξει τόν δρόμο καί στούς ἄλλους.
Ἐρ.: Πολλοί ἅγιοι Πατέρες ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος ἐξομολογοῦνταν κάθε μέρα. Ἐμεῖς
γιατί νά μήν ἔχουμε αὐτή τήν δυνατότητα νά ἐρχόμαστε κάθε μέρα νά
ἐξομολογούμαστε; Γιατί μέ τήν ἐξομολόγηση, παίρνουμε ἐφόδια γιά νά
πολεμήσουμε τά πάθη καί τούς λογισμούς.
Ἀπ.: Ἄς ὑπάρχει αὐτή ἡ διάθεση καί θά τό κανονίσουμε! Ὑπάρχει τρόπος, νά κάνεις
ταμεῖο καθημερινά, ὅπως κάνει ὁ ἔμπορος, καί νά τά γράφεις σ’ ἕνα χαρτάκι καί ὅταν
βρεῖς τόν Πνευματικό νά τοῦ τά πεῖς. Θά δεῖς ὅτι πολλά ἐπαναλαμβάνονται καί ὅταν
τά πεῖς μιά φορά, μετά θά ξέρεις τί νά κάνεις. Ὁπότε ἀποκτᾶς καί ἐσύ μιά ἐμπειρία
καί κατά κάποιον τρόπο γίνεσαι καί ἐσύ λίγο Πνευματικός τοῦ ἑαυτοῦ σου, μέ βάση
αὐτά πού σοῦ ἔχει διδάξει ὁ Πνευματικός σου. Γιά παράδειγμα, σοῦ ἔρχονται
βλάσφημοι λογισμοί. Μερικοί ἄνθρωποι τρελαίνονται, τρομοκρατοῦνται. Τό λές
στόν Πνευματικό σου, σοῦ λέει αὐτό εἶναι τοῦ διαβόλου δέν εἶναι δικό σου, πέτα το.
Τελείωσε. Ὅταν σοῦ ξανάρθει, δέν χρειάζεται νά τό ξαναπεῖς, γιατί ξέρεις ὅτι αὐτό
δέν εἶναι ἁμαρτία δική σου, εἶναι τοῦ διαβόλου. Ὁπότε δέν χρειάζεται νά ἐρχόμαστε
μέ ‘σεντόνια’, μέ γεμάτες σελίδες. Θά δεῖς ὅτι σιγά-σιγά προχωρᾶς καί δέν
χρειάζονται πολλά. Καί μέ λίγα πράγματα δίνεις στόν Πνευματικό νά καταλάβει καί
νά σχηματίσει εἰκόνα γιά τήν ψυχή σου.
Γιατί ὑπάρχει καί ὁ κίνδυνος δυστυχῶς νά βλέπουμε τόν Πνευματικό σάν ψυχολόγο
ἤ σάν ψυχίατρο καί νά πηγαίνουμε ὄχι γιά νά ἐξομολογηθοῦμε, ἀλλά γιά νά ἔχουμε
μία ψυχολογική ἀνθρώπινη ὑποστήριξη, τό ὁποῖο εἶναι λάθος. Ἔλεγε κάποιος ‘’ἐγώ
θέλω τόν Πνευματικό φίλο μου’’. Δέν γίνεται αὐτό γιατί καί ὁ Πνευματικός
ἄνθρωπος εἶναι, ὅπως κι ἐσεῖς, καί μπορεῖ νά ἔχει καί χίλιους καί δυό χιλιάδες
ἀνθρώπους. Ἄν ἐσύ θέλεις τόν ‘φίλο σου’ νά τόν βλέπεις κάθε μέρα γιά καμιά ὥρα
καί οἱ ὑπόλοιποι χίλιοι τό ἴδιο, καταλαβαίνετε ἀνθρωπίνως δέν ὑπάρχει τέτοια
δυνατότητα. Ἄλλωστε δέν εἶναι ὁ σκοπός νά ἔχουμε μιά ἀνθρώπινη ὑποστήριξη,
ἀλλά νά ὑπερβοῦμε τό ἀνθρώπινο καί νά πᾶμε στό θεανθρώπινο. Νά ζοῦμε
θεανθρώπινα, ὄχι ἀνθρώπινα. Τό ἀνθρώπινο δέν σώζει. Ἔχει δηλαδή στεναχωρηθεῖ
κάποιος μέ τόν/τήν σύζυγο καί θά τρέξει στόν Πνευματικό γιά παρηγοριά. Δέν

138
βοηθάει αὐτό. Ἄν μάθει νά ἔχει τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, νά ἔχει τήν χαρά στήν
ἀτιμία πού θά τῆς κάνουν, στήν ἀδικία, τότε δέν θά ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀνθρώπινη
ὑποστήριξη γιατί κάποιος τόν/τήν ἀδίκησε. Μᾶλλον θά χαίρεται κιόλας. Ἄν ὅμως
θέλουμε νά μείνουμε στό ἀνθρώπινο ἐπίπεδο, τότε φυσικά μένουμε ἀθεράπευτοι καί
δέν γίνεται τίποτα. Καί τόν Πνευματικό τόν κουράζουμε καί φυτοζωοῦμε καί δέν
ζοῦμε πνευματικά.

139
Ὁ διωγμός τοῦ Ἡσυχασμοῦ ἀπό τούς Φράγκους καί τόν
Κοραή
(Πατερική Θεολογία - 11ο Μέρος)

Συνεχίζουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τίς ὁμιλίες πού κάνουμε ἀπό τήν Πατερική
Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη τό κεφάλαιο περί Φραγκοκρατίας καί περί
Ἡσυχασμοῦ. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Φραγκοκρατία ἀρχίζει ἀπό τό 1204, ὅταν τό
λεγόμενο Βυζάντιο ἔπεσε γιά πρώτη φορά ἐξ αἰτίας τῆς Δ΄ Σταυροφορίας στά χέρια
τῶν Φράγκων καί οὐσιαστικά ὑποδουλώθηκε. Αὐτό δέν συνέβη μόνο στήν
Κωνσταντινούπολη ἀλλά καί σέ πολλές περιοχές τῆς Αὐτοκρατορίας κυριάρχησαν οἱ
Φράγκοι καί ἔκαναν διωγμό ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας.
Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά ὅτι γύρω στά 1000 μ.Χ. -δηλαδή 200 χρόνια πρίν
ἔρθουν οἱ Φράγκοι- ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος ἔκανε μιά ἐπανάσταση, ὄχι μέ
τά ὅπλα, ἀλλά πνευματική ἐπανάσταση. Μίλησε γιά τήν ἐκτροπή πού ἐπικρατοῦσε
στήν Ἐκκλησία, τήν ἐκκοσμίκευση, τήν ἀλλοτρίωση καί τό γεγονός ὅτι ἐκλέγονταν
Ἐπίσκοποι ἀκατάλληλοι, καθώς καί ὅτι ὑπῆρχαν Πνευματικοί χωρίς Ἅγιο
Πνεῦμα.Ἐπεκράτησε ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Συμεών καί «καθιερώθηκε οἱ
ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας νά λαμβάνωνται ἀπό τούς μοναχούς τῆς Ἡσυχαστικῆς
παραδόσεως, τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως», νά εἶναι δηλαδή
θεραπευμένοι πνευματικά καί νά ἔχουν φτάσει ἐκεῖ πού πρέπει γιά νά ἐκλεγοῦν
ἐπίσκοποι. Τό ‘ἐκεῖ πού πρέπει’ βέβαια, μᾶς τό λένε οἱ Πατέρες καί εἶναι ἡ θέωση.
«Αὐτή ἡ γραμμή διατηρήθηκε σ’ ὅλη τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας καί κατά τήν
Φραγκοκρατία». Δηλαδή παρ’ ὅλους τούς διωγμούς καί παρ’ ὅλες τίς ἀντιξοότητες
ἄρχισαν νά ἐκλέγονται οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τούς μοναχούς.
«Σημειωτέον», λέει ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης, «οἱ Φράγκοι, πού ἦσαν γιά ἀρκετούς
αἰῶνες στά διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ἔκαναν μεγάλον
ἀγῶνα γιά νά καθυποτάξουν τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς στούς Φράγκους
ἐπισκόπους. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι πῆγαν καί στούς Ἁγίους Τόπους, ἅρπαξαν ὅ,τι
μπόρεσαν, καί ἀπό τότε ἔχουμε τό λεγόμενο Λατινικό Πατριαρχεῖο.
Σήμερα πηγαίνουμε στόν Γολγοθά, στόν Πανάγιο Τάφο, στή Βηθλεέμ καί βρίσκουμε
καί τούς Παπικούς, οἱ ὁποῖοι διεκδικοῦν κι ἄλλα πράγματα. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι
ὅτι οἱ κύριοι τῶν προσκυνημάτων ἀπό τά πρῶτα χρόνια εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι καί τρανή
ἀπόδειξη καί θεόθεν -θά λέγαμε- ἐπιβεβαίωση εἶναι ὅτι τό Ἅγιο Φῶς τό δίδει ὁ Θεός
κάθε Μεγάλο Σάββατο μόνο στούς Ὀρθοδόξους. Αὐτοί εἶναι οἱ πραγματικοί κύριοι.
Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι, καί οἱ Ἀρμένιοι πού ἔχουν ἁρπάξει κάποια προσκυνήματα καί
ἔχουν κι αὐτοί κάποια δικαιώματα καί οἱ Φράγκοι, οἱ Παπικοί δηλαδή, ἦρθαν πολύ
ἀργότερα. Καί ὄχι μόνο ἅρπαξαν προσκυνήματα, ἀλλά ἔκαναν διωγμούς ἐναντίον
τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι συνεχίζονται καί σήμερα μέ φανερό καί μέ ὕπουλο τρόπο.
Κατ’ ἐξοχήν στίς μέρες μας οἱ Παπικοί, οἱ Φράγκοι πολεμοῦν τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν

140
Οὐνία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ Δούρειος ἵππος τοῦ Παπισμοῦ\, γιατί ντύνονται οἱ ἱερεῖς τους
ὀρθόδοξα, κάνουν φαινομενικά ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, ἀλλά μνημονεύουν τόν
Πάπα καί προσηλυτίζουν ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἄγνοια κάνοντάς τους
Οὐνίτες. Ὁ τελικός σκοπός βέβαια τοῦ Παπισμοῦ εἶναι νά μᾶς κάνει ὅλους Οὐνίτες.
Ὁ Πάπας δηλαδή δέν λέει νά ἀλλάξουμε τό δόγμα ἤ τήν πίστη. Νά κρατήσουμε τά
δόγματα οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅπως τά ἔχουμε, ἀρκεῖ μόνο νά μνημονεύουμε ἐκεῖνον, νά
τόν ἀναγνωρίζουμε ὡς πρῶτο. Δηλαδή αὐτό ἀκριβῶς πού κάνουν οἱ Οὐνίτες. Αὐτή
εἶναι ἡ προσπάθεια πού κάνει ὁ Παπισμός σήμερα, ἀλλά καί ἀνέκαθεν
προσπαθοῦσαν νά οὐνιτοποιήσουν τούς ὀρθοδόξους. Γι’ αὐτό, ὅπου εἶχαν
κυριαρχήσει οἱ Φράγκοι δέν ἐπέτρεπαν χειροτονίες Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων.
Βλέπουμε στά Ἰόνια νησιά δέν ὑπῆρχε Ἐπίσκοπος, ἦταν ὁ λεγόμενος Πρωτοπαπάς,
λόγω τῶν Παπικῶν, τῶν Βενετῶν πού εἶχαν κυριαρχήσει ἐκεῖ.
Αὐτό δέν πρέπει νά μᾶς φαίνεται παράξενο, –τό ὅτι δέν ἐπέτρεπαν χειροτονίες
Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων- ἀφοῦ Φραγκοκρατία ἔχουμε καί στήν πρόσφατη Ἑλληνική
ἱστορία, ὅταν τά Δωδεκάνησα ἦταν ὑποδουλωμένα στήν Ἰταλία καί οἱ Φράγκοι δέν
ἐπέτρεπαν στά Δωδεκάνησα χειροτονία Ὀρθοδόξου ἐπισκόπου. Τά Δωδεκάνησα
πρόσφατα ἀπελευθερώθηκαν. Διότι τό πρόγραμμα τῶν παπικῶν ἦταν νά
καθυποτάξουν τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς στούς Φράγκους ἐπισκόπους. Αὐτό
εἶναι Φραγκοκρατία. Φραγκοκρατία δέν εἶναι μόνο ἡ τοῦ Μεσαίωνος, πρό τῆς
Τουρκοκρατίας δηλαδή. Φραγκοκρατία ἔχουμε καί μετά τήν ἀπελευθέρωσή μας ἀπό
τούς Τούρκους, στήν Ἑλλάδα. Ἔχει δίκαιο ὁ π. Ἰωάννης, γιατί αὐτό πού μᾶς ἔδωσαν
οἱ Μεγάλες Δυνάμεις εἶναι μία ἐπίφαση ἐλευθερίας.
Θυμᾶστε ἀπό τήν Ἱστορία παρενέβησαν τότε, ἔγινε καί ἡ Ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου
καί ἡ «τελική νίκη» ἄς ποῦμε τῶν Ἑλλήνων καί ἔφυγαν οἱ Τοῦρκοι, ἀλλά οὐσιαστικά
μᾶς ἐπέβαλαν τή δική τους γραμμή φέρνοντάς μας δικό τους βασιλιά, ὁπότε στήν
πραγματικότητα ὑποδουλώθηκε ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στό Κράτος,
τό ὁποῖο τότε τό κυβερνοῦσαν Βαυαροί. Ἑπομένως δέν ὑπῆρχε πραγματική
ἐλευθερία. Ἦταν μιά ἐπίφαση ἐλευθερίας, αὐτό πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός
«θά ’ρθεῖ ἕνα ψευτορωμαίικο». Ἀλλα καί τώρα εἴμαστε ὑπό δουλεία καί ἡ Ἐκκλησία
ἔχει δεθεῖ στό ἅρμα τῆς πολιτείας, μέ ἀποτέλεσμα οἱ Ἐπίσκοποι νά τελοῦν
Ὁρκωμοσίες καί νά βάζουν τούς ἀνθρώπους νά ὁρκίζονται, ἐπειδή τό ἐπιβάλλει τό
κράτος. Τό Εὐαγγέλιο ὅμως ἀπαγορεύει τόν ὅρκο, ὅπως καί πολλά ἄλλα πράγματα,
ἀπό τά ὁποῖα φαίνεται ἡ ἐξάρτηση πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία ἀπό τό Κράτος. Γι’ αὐτό ὁ
μακαριστός ὁ π. Αὐγουστίνος Καντιώτης ἔλεγε: «ζητᾶμε ἐλευθέρα καί ζῶσα
Ἐκκλησία». Ἤξερε τί ἔλεγε, γιατί ὄντως ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἐλεύθερη.
Ὅλα λοιπόν ξεκίνησαν ἀπό τούς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν ἐλεύθερη τήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιατί, ὅπως μᾶς ἐξηγεῖ ἐδῶ πολύ ὡραῖα ὁ π. Ἰωάννης: ἐκεῖνο
πού ἔχει σημασία εἶναι ὅτι καθ’ ὅλην τήν περίοδο, πού κατεῖχαν καί κυβερνοῦσαν
ἐδάφη τῆς Ρωμιοσύνης οἱ Φράγκοι, ξέρανε πάρα πολύ καλά τήν δύναμη τῆς
Ὀρθοδοξίας, πού ἦταν καί εἶναι ἡ Ἡσυχαστική παράδοσις. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη
δύναμη τῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι ἡ Ἡσυχαστική εὐσέβεια ἦταν ἐκείνη πού ἔδινε τήν
δύναμη στούς Ὀρθοδόξους νά ἀντέχουν τήν σκλαβιά. Αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος

141
Παῦλος ὅτι δέν ἔχει τόση σημασία εἴτε δοῦλος εἶμαι, εἴτε ἐλεύθερος, δηλαδή ἠ
πολιτική ἐλευθερία, ὅσο ἡ πνευματική ἐλευθερία. Γιατί; Διότι ὅταν κάποιος ἔχει
νοερά προσευχή, ξέρει νά ζεῖ σωστά τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἔχει περάσει δηλαδή στή
θεραπεία πού ἔρχεται μέσω τῆς ἡσυχίας. Τότε ζεῖ κάποιος σωστά τήν ὀρθοδοξία,
ὅταν ζεῖ ἡσυχαστικά. Ἀλλά γιά νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος ἔτσι, πρέπει νά τό διδαχτεῖ. Ἅμα
ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἐλεύθερη, δέν μπορεῖ νά διδάξει τόν ἡσυχασμό.
Ἀντίθετα μάλιστα διώκεται καί διωκόταν ὁ ἡσυχασμός, δηλαδή τά μοναστήρια πού
διαφύλαξαν τόν ἡσυχασμό, κατασυκοφαντήθηκαν, ἐδιώχθησαν καί ἔκλεισαν. Ὁ
Ὄθωνας μέ τούς Βαυαρούς ἔκλεισαν πάνω ἀπό 400 μοναστήρια. Αὐτός ἦταν ὁ
διωγμός πού ἔκαναν στήν Ὀρθοδοξία, γιατί ἤξεραν πολύ καλά ὅτι ἡ δύναμη τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Ἡσυχασμός. Ἀποφάσισαν λοιπόν νά κλείσουν
τίς πηγές τοῦ Ἡσυχασμοῦ, τίς φωλιές, τά κέντρα τοῦ Ἡσυχασμοῦ τά μοναστήρια, τά
ὁποῖα δίδασκαν τόν λαό πῶς νά ζεῖ, ὥστε νά μήν ἐπηρεάζεται καί ἀπό τήν σκλαβιά
ἀκόμα, τήν ἐξωτερική, τήν πολιτική σκλαβιά. Πῶς ἄντεξαν 400 χρόνια οἱ
Ὀρθόδοξοι; Γιατί τά μοναστήρια δίδασκαν τήν σωστή πίστη καί στήριζαν τόν λαό.
Πόσοι ἅγιοι νεομάρτυρες ἀναδείχθηκαν μέσα ἀπό τά μοναστήρια; Προετοιμάστηκαν
ἐκεῖ -ὅπως καί στό Ἅγιο Ὄρος- καί μαρτύρησαν.
Ἡ Ἡσυχαστική εὐσέβεια ἦταν ἐκείνη πού ἔδινε τήν δύναμη στούς Ὀρθοδόξους νά
ἀντέχουν τήν σκλαβιά. Γιατί; Διότι Ἡσυχαστική εὐσέβεια, δηλαδή ἡ μέθοδος πού
ἔχουμε πεῖ: κάθαρση, φωτισμός, θέωση, κάνει τόν ἄνθρωπο κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, ἔχει μέσα του τόν Θεό, δέν φοβᾶται
τίποτα, οὔτε νά χάσει τή ζωή του φοβᾶται, οὔτε νά τοῦ πάρουν τά κτήματα, οὔτε νά
τοῦ πάρουν τά παιδιά, τίποτα. Ὁπότε κάθε δυνάστης εἶναι ἀνίσχυρος μπροστά σέ
ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό ἔχουμε μικρά παιδάκια πού κατεξευτελίζουν τούς
τυράννους. Ἐνῶ τούς ἔκαναν φοβερά μαρτύρια, εἶχαν αὐτή τήν σταθερότητα, ἡ
ὁποία προκαλοῦσε μεγαλύτερη λύσσα σ’ ἐκείνους πού περίμεναν νά τούς κάμψουν
τό φρόνημα. Γιατί; Διότι ἐκεῖνος πού ἔχει νοερά προσευχή, ἔχει ἀδιάλειπτη
προσευχή, δέν φοβᾶται τίποτε, ἀφοῦ μέσα στήν καρδιά του ἔχει τήν μαρτυρία τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, πού τόν πληροφορεῖ ὅτι κατέχει τήν ἀληθινή πίστη περί Θεοῦ,
καθώς καί τά ὀρθά φρονήματα περί Θεοῦ -καί ὄχι μόνο, ἔχει καί τήν παρηγορία τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, τήν εἰρήνη, πού ὑπερέχει πάντα νοῦν
(Φιλιπ. 4,7), ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος. Ἀκόμα κι ἄν ἔχεις ἄφθονα ὑλικά ἀγαθά καί
πολιτική ἐλευθερία κι ἄν ἔχεις, ψῆφο καί ὁ,τιδήποτε κι ἄν ἔχεις, δέν ἔχεις τέτοια
εἰρήνη, ὅπως ὅταν μέσα στήν καρδιά σου ἔχεις τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Αὐτή λοιπόν τήν εἰρήνη τήν ἐξασφαλίζει αὐτή ἡ ἡσυχαστική μέθοδος καί σέ κάνει
ἀτρόμητο στίς ἐξωτερικές διώξεις καί ταλαιπωρίες. Αὐτή ἡ πίστη καί ἡ πληροφορία
ἡ ἐσωτερική γεννιέται ἀπό τήν νοερά προσευχή καί εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός σέ θέση
νά ὑπομείνει ὁποιαδήποτε βασανιστήρια γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτό τό
ἤξεραν ὄχι μόνο οἱ Φράγκοι, ἀλλά καί οἱ Τοῦρκοι. Ὁπότε ἦταν γνωστό ἐπί αἰῶνες ὅτι
ἡ δύναμις τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ὁ Ἡσυχασμός. Γιατί εἶναι ἡ ἀλήθεια καί εἶναι ἡ ὁδός
γιά τήν ἀλήθεια. Εἶναι ἡ μέθοδος γιά νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος νά βιώσει τήν Ἀλήθεια,
ἡ ὁποία εἶναι πρόσωπο, εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ὑπόσταση. Ἡ ἀλήθεια εἶναι

142
ὑποστατική. Ὁ Κύριος εἶπε «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω. 14,6) καί γιά νά φτάσει κανείς
νά γνωρίσει τήν ἀλήθεια, τόν Χριστό δηλαδή, πρέπει νά περάσει ἀπό τήν κάθαρση,
νά ἀποκτήσει καθαρότητα, αὐτό πού λέγαμε ὅτι εἶχαν οἱ ἅγιοι.
Δέν εἶναι ἁπλό πράγμα νά γίνει κάποιος μάρτυρας. Σέ ἕναν ὀδοντίατρο πάει κάποιος
καί μόλις μᾶς ἀκουμπήσει τό νεῦρο, τιναζόμαστε. Ποῦ νά μᾶς βγάζουν δόντια χωρίς
ἀναισθησία καί νά μᾶς κόβουν χέρια καί πόδια! Πῶς γινόταν αὐτό; Αὐτοί οἱ
ἄνθρωποι εἶχαν τόν νοῦ τους στόν Χριστό ἐκείνη τήν ὥρα καί ἦταν σάν νά μήν ἔχουν
σῶμα, γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅπου εἶναι ὁ νοῦς του. Ὁ νοῦς τους δέν ἦταν στίς
αἰσθήσεις, ὥστε νά αἰσθάνονται τόν πόνο, ἦταν στόν Θεό, γι’ αὐτό φαινόντουσαν
σάν ἀναίσθητοι. Ὄχι ὅτι εἶχε καταργηθεῖ τό σῶμα ἤ δέν λειτουργοῦσαν τά νεῦρα
τους. Λειτουργοῦσαν, ἀλλά ὅλη ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς ἦταν στόν Θεό. «Νοῦς ὁρᾶ καί
νοῦς ἀκούει», τό λένε καί οἱ ἀρχαῖοι μας αὐτό. Ὅταν ὁ νοῦς σου εἶναι στόν Θεό, δέν
προσέχεις αὐτά, εἶναι ἀσήμαντα, εἶναι σάν τσιμπήματα.
Ὁ ἅγιος Πορφύριος κάποτε εἶχε κάνει καυτηριασμό χωρίς ἀναισθησία. Ἔφριξε ὁ
γιατρός καί τόν ρωτοῦσε «μήπως εἶσαι γιόγκι;». Δηλαδή μήπως τό κάνει μέ τήν
δύναμη τοῦ σατανᾶ. Ὄχι τό ἔκανε μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε κολλήσει τόν
νοῦ του στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ ὁ ἅγιος Πορφύριος τή στιγμή ἐκείνη.
Αὐτό λοιπόν τό ἤξεραν πολύ καλά οἱ Φράγκοι, ὅτι ἡ δύναμή μας εἶναι αὐτή ἡ
μέθοδος: κάθαρση, φωτισμός, θέωση, αὐτό πού λέμε Ἡσυχασμός, ἀλλά αὐτοί
θεωροῦσαν ὅτι ὁ Ἡσυχασμός δέν ἦταν Πατερική παράδοσις, ἀλλά διαστροφή τῆς
Πατερικῆς παραδόσεως! Ἔτσι τούς διδάσκανε, γι’ αὐτό ἔχει κατασυκοφαντηθεῖ ὁ
Μοναχισμός καί ὁ Ἡσυχασμός στή Δύση. Κυρίως οἱ Προτεστάντες διώκουν τά
μοναστήρια, γιατί θεωροῦν τόν μοναχισμό αἵρεση καί διαστροφή. Δυστυχῶς αὐτό τό
πνεῦμα τό προτεσταντικό διά τῶν Βαυαρῶν -πιστεύω- πού ἦρθαν καί κυβέρνησαν
τήν πατρίδα μας ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωση, πέρασε καί στόν λαό μας. Ὁπότε,
ἄν κάποιος ἐκφράσει τήν ἐπιθυμία νά γίνει μοναχός, ὅλοι στρέφονται ἐναντίον του
σάν νά εἶναι μιά διαστροφή, κάτι ἀκραῖο καί ὑπερβολικό. Ἔχει ποτιστεῖ τό
ὑποσυνείδητο τοῦ λαοῦ μ’ αὐτές τίς προτεσταντικές ἰδέες, οἱ ὁποῖες θεωροῦν τόν
Μοναχισμό καί τόν Ἡσυχασμό ὡς διαστροφή, ὡς μή φυσιολογικό. Ἐνῶ αὐτή εἶναι ἡ
φυσιολογική ζωή πού πρέπει νά κάνουν ὄχι μόνο οἱ μοναχοί, ἀλλά καί ὅλοι οἱ λαϊκοί
χριστιανοί, πού ζοῦν μέσα στόν κόσμο, γιατί εἶναι ἡ μέθοδος γιά νά ἔχεις μέσα σου
ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Οἱ Φράγκοι δέν ἐδέχθησαν ποτέ ὅτι αὐτή ἡ Παράδοσις ἦταν γνήσια Χριστιανική
παράδοσις τῶν πρώτων Χριστιανῶν. Οἱ Φράγκοι ἦταν τά Γερμανικά φύλα, πού ἦταν
ἀπολίτιστοι. Μετά τόν 4ο αἰῶνα ἀρχίζουν νά κατεβαίνουν ἀπό Βορρά πρός Νότο καί
νά καταλαμβάνουν ἐδάφη τῆς λεγόμενης Βυζαντινῆς, οὐσιαστικά τῆς Ρωμαϊκῆς
Αὐτοκρατορίας (πού ἦταν ἡ Ρωμανία, ἡ ἐκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία,
πού ἦταν Ὀρθόδοξη). Ὅλη ἡ Εὐρώπη ἦταν Ὀρθόδοξη. Ἦρθαν ὅμως αὐτοί οἱ
Φράγκοι, πού κάποιοι ἦταν εἰδωλολάτρες καί κάποιοι ἦταν Ἀρειανοί καί μέ τό ἔτσι
θέλω δημιούργησαν αὐτό πού λέμε Ρωμαιοκαθολικισμό, Παπισμό. Τούς ταίριαζε
γιατί στήν οὐσία ἐξυπηρετοῦσε τήν φιλαρχία τους μέ τό φεουδαρχικό σύστημα πού

143
εἶχαν, καθώς καί μέ τό ἀλλοτριωμένο δόγμα.
Ἔτσι λοιπόν οἱ Φράγκοι ποτέ δέν δέχτηκαν ὅτι ἡ παράδοση αὐτή τοῦ Ἡσυχασμοῦ
ἦταν ἡ γνήσια χριστιανική παράδοση τῶν πρώτων χριστιανῶν παρά τό γεγονός ὅτι
αὐτή ἡ ἴδια Παράδοσις ὑπῆρχε καί στήν Δύση γιά πολλούς αἰῶνες. Ἡ Δύση, πρίν
κατέβουν οἱ Φράγκοι, εἶχε γίνει Ὀρθόδοξη μέ τούς ὀρθοδόξους ἱεραποστόλους. Γι’
αὐτό παντοῦ ἔχουμε Ὀρθόδοξους Ἁγίους στήν Ἀγγλία, στήν Ἰσπανία, στήν Οὐαλία,
στή Γερμανία, στήν Ἰρλανδία… Ὑπῆρχε αὐτή ἡ παράδοση ἀλλά δέν τήν δέχτηκαν οἱ
Φράγκοι.
Αὐτήν τήν παράδοση, κάθαρση-φωτισμός-θέωση, δέν τήν ἐφηύραν κάποιοι ἀσκητές
ἤ κάποιοι μοναχοί, εἶναι ἡ εὐαγγελική παράδοση πού δίδαξε ὁ Χριστός καί μετά οἱ
Ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ὁ Κύριος λέει ὅτι πρέπει νά καθαριστοῦμε γιατί ἡ καρδία βγάζει
μολυσμούς: «Ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχονται πονηροί λογισμοί» (Ματθ. 15,18). Καί τί
πρέπει νά γίνει; Πρέπει νά καθαριστεῖ ἡ καρδιά. Αὐτό εἶναι ὁ Ἡσυχασμός, ἡ
κάθαρση τῆς καρδίας ἀπό τά πάθη. Ἑπομένως εἶναι ἡ χριστιανική, ἡ εὐαγγελική, ἠ
ἀποστολική παράδοση. Γι’ αὐτό καί τό πρῶτο ὄνομα τῶν μοναχῶν καί τοῦ
Μοναχισμοῦ ἦταν Ἀποστολική ζωή, δηλαδή ζωή σύμφωνη μέ τούς Ἀποστόλους.
Δυστυχῶς ὅμως αὐτή ἡ Παράδοσις χάθηκε μέσα στήν παράδοση τῶν κατακτητῶν
τῆς Δυτικῆς Ρωμηοσύνης. Ἐνῶ ἦταν Ὀρθόδοξη ἡ Δύση, ἔχασε τήν ὀρθοδοξία της, ἐξ
αἰτίας τῆς κατάληψης ἀπό τούς Φράγκους καί τῆς ἐπικράτησης τῆς παράδοσης τῶν
Νορμανδῶν, Γότθων, Φράγκων, Βουργουνδῶν, Λογγοβάρδων, ὡς καί ὅλων τῶν
Γερμανῶν. Αὐτοί ὅλοι ἦρθαν ὡς κατακτητές. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ἡσυχασμός δέν
ἦταν φαινόμενο μόνο τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ἦταν ἕνα φαινόμενο πού ὑπῆρχε σέ ὅλη
τήν Χριστιανοσύνη στήν ἀρχαιότητα, γιατί εἴπαμε εἶναι ἡ εὐαγγελική παράδοση. Κι
ἄν θέλουμε σήμερα νά λειτουργήσουμε σωστά ὡς χριστιανοί πρῶτα, ὡς ἐνορία στή
συνέχεια, ὡς μοναστήρι καί ὡς ἔθνος ἀκόμα -νά τό ποῦμε εὐρύτερα- πρέπει νά
γυρίσουμε σ’ αὐτή τήν παράδοση. Τά κομποσχοίνια, ἡ νοερά προσευχή, ἡ ὑπακοή
καί ἡ νηστεία δέν εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς, εἶναι γιά ὅλους.
Καί, ἄν κανείς κάνει σωστή ἑρμηνεία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, βλέπει ὅτι ὁ
ἀπόστολος Παῦλος ἐπανειλημμένως ὁμιλεῖ γιά τήν νοερά προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἡ
καρδιά τοῦ Ἡσυχασμοῦ ἐξ ἀπόψεως μεθοδολογίας. Δηλαδή ἡ βασική πρακτική τοῦ
Ἡσυχασμοῦ εἶναι ἡ νοερά προσευχή. Πῶς καθαρίζεται ἡ καρδιά δηλαδή; Μέ τήν
νοερά προσευχή καθαρίζεται. Τότε καθαρίζεται ἡ καρδιά ἀπό τά πάθη γιατί λένε οἱ
Πατέρες ὅτι, ὅταν κάνεις προσευχή μέ τήν καρδιά σου, ἡ καρδία θερμαίνεται,
ἐκπυρώνεται καί καίει τά πάθη. Ὅπως τό χρυσάφι πού ἔχει προσμείξεις γιά νά τό
καθαρίσουμε τό βάζουμε μέσα σέ πολύ δυνατή φωτιά, ὁπότε καίγονται ὅλες οἱ
προσμείξεις, τά ὀξείδια, οἱ σκουριές κλπ καί μένει τό καθαρό χρυσάφι. Ἔτσι κι ὅταν
ἡ καρδιά φλογιστεῖ, θερμανθεῖ μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καίει τά πάθη. Δηλαδή ἡ
χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι πού καίει τά πάθη, ἀλλά γιά νά προσκαλέσουμε, νά
προκαλέσουμε καί νά πείσουμε τή χάρη νά ἔρθει στήν καρδιά χρειάζεται αὐτή ἡ
ἀδιάλειπτη προσευχή.
Αὐτό ἐννοεῖ ὁ Ἀπόστολος, ὅταν λέγει «προσεύξομαι τῷ πνεύματι, -δηλαδή μέ τήν

144
καρδιά- προσεύξομαι δέ καί τῷ νοΐ· -καί μέ τόν ἐγκέφαλο». Εἶναι δύο εἰδῶν
προσευχές: ἡ μία γίνεται μέ τήν καρδιά καί ἡ ἄλλη γίνεται ἐγκεφαλικά, ὅπου ὁ
ἄνθρωπος μέ τή λογική προσεύχεται στόν Θεό. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι προσευχή
μέ τόν νοῦ, μέ τή λογική, εἶναι λογική λατρεία. Ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ καρδιακή
λατρεία πού δέν ἀκούγεται λόγος, δέν μιλᾶς μέ τό στόμα, μιλάει ἡ καρδιά. Ἡ
ἐσωτερική προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι πιό δυνατή καί αὐτή εἶναι πού καθαρίζει τήν
καρδιά ἀπό τά πάθη. Λέει λοιπόν πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ψαλῶ τῷ πνεύματι,
ψαλῶ δέ καί τῷ νοΐ.» (Α΄Κορ. 14,15), θά ψάλω μέ τήν καρδιά, θά ψάλω καί μέ τή
λογική. Ὅταν ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία, ἀντιστοιχεῖ μέ αὐτό «τῷ νοΐ» τοῦ
ἀποστόλου Παύλου. Ἀκούγεται, γιατί τό λέμε μέ φωνή, ἔχει λογική. Καί κάποιος πού
ἀκούει τίς φωνές τῶν ψαλτῶν καί αὐτός μέ τή λογική κατανοεῖ καί προσεύχεται,
συμπροσεύχεται.
Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἐσωτερική προσευχή τῆς καρδιᾶς πού δέν ἀκούγεται. Καί ποιός
τήν ἀκούει; Τήν ἀκούει μόνο αὐτός, ὁ ὁποῖος ἔχει καί ὁ ἴδιος νοερά προσευχή. Αὐτή
εἶναι ἡ νοερά εὐχή ὅπως τήν ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας -«προσεύξομαι
τῶ πνεύματι». Ἄν θέλετε νά βεβαιωθεῖτε, πηγαίνετε στήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου
Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, γιά νά δεῖτε πῶς ἑρμηνεύει τά χωρία αὐτά τῶν
ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὁπότε ἡ Ἡσυχαστική παράδοσις δέν εἶναι
Βυζαντινή παράδοσις, πού ἐφευρέθηκε δηλαδή στά χρόνια τοῦ Βυζαντίου, ἀλλά
ἀρχαία Χριστιανική παράδοσις, ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ἀπό τόν Χριστό μας
ἀκόμα εἶναι αὐτή ἡ παράδοσις.
Ἀφοῦ λοιπόν ἀνιχνεύσανε οἱ Φράγκοι τήν δύναμη αὐτή τῆς Ὀρθοδοξίας, τί ἔκαναν
γιά νά τήν ἐξαφανίσουν; Ἔθεσαν ὡς στόχο τους τήν διάλυση τοῦ Ἡσυχασμοῦ μετά
τήν ἵδρυση τῆς Νέας Ἑλλάδας. Ἦταν στόχος αὐτός. Ἤξεραν πολύ καλά τί ἔκαναν
ὅταν μέ νόμο ἔκλειναν τά Μοναστήρια. Ὅπως καί τώρα, ψηφίζουνε νόμους:
ἀντιρατσιστικό, ὑπέρ τῶν ἐκτρώσεων, ὑπέρ τῆς ὁμοφυλοφιλίας σιγά-σιγά καί
χειρότερα.. Μέ τούς νόμους μετά ἐπιβάλλουν αὐτό πού θέλουν.
Ἔκαναν τότε τρεῖς νόμους μέ κάποιους ὅρους. Γιά παράδειγμα, μοναστήρια πού
εἶχαν λιγότερους ἀπό ἕξι μοναχούς, ἔπρεπε νά κλείσουν. Στήν οὐσία διέλυσαν τά
περισσότερα Μοναστήρια καί ἐνῶ στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἡ Ἑλλάδα εἶχε
περίπου 600 Μοναστήρια, μέ αὐτούς τούς νόμους ἔκλεισαν πάνω ἀπό 400 καί
ἀνάγκασαν μάλιστα τίς μοναχές νά παντρεύονται, ἤ τέλος πάντων νά ἀφήνουν τό
Μοναστήρι! Καί πῶς γινόταν αὐτό; Μέ τήν ἄδεια καί τήν εὐλογία τῆς Ἱερᾶς
Συνόδου! Ἄν εἶναι ποτέ δυνατόν ἡ Σύνοδος, ὅταν ὀρθοτομεῖ τόν λόγον τῆς ἀληθείας,
νά δώσει τέτοια εὐλογία. Ἀλλά ἐπειδή ἦταν δέσμια στό Κράτος καί μέσα στή Σύνοδο
ὑπῆρχε καί ἀντιπρόσωπος τοῦ Κράτους, ὁ ὁποῖος ἤλεγχε τά πάντα, ὅλες δηλαδή τίς
ἀποφάσεις, -γι’ αὐτό λέγαμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑποδουλώθηκε στό Κράτος- ἐκδώσανε
τέτοια ἐγκύκλιο, ὅτι μποροῦν οἱ μοναχές, ἔχουν εὐλογία νά παντρευτοῦν. Αὐτό
λέγεται πνευματική μοιχεία καί εἶναι πολύ χειρότερη ἀπό τή μοιχεία πού κάνουν οἱ
χριστιανοί στόν κόσμο, γιατί εἶναι ἀπιστία στόν ἴδιο τόν Χριστό.
Ἔθεσαν ὡς στόχο τους τήν διάλυση τοῦ Ἡσυχασμοῦ καί τό ἔργο αὐτό ἀνέλαβε –ἕνας
πού τόν θεωροῦμε καί μᾶς τόν διδάσκουν στό σχολεῖο γιά μεγάλο– ὁ Ἀδαμάντιος

145
Κοραής. Αὐτός κήρυξε πόλεμο κατά τοῦ Ἡσυχασμοῦ τότε, πού στόχος καί τῶν
Ρώσων -γιατί καί οἱ Ρώσοι εἶχαν παρασυρθεῖ τότε ἀπό τό παπικό καί τό
προτεσταντικό πνεῦμα- καί τῶν Εὐρωπαίων μετά τήν Ἐπανάσταση του ’21 ἦταν ἡ
ἐκρίζωσις, ἡ ἐκθεμελίωσις, τοῦ Ἡσυχασμοῦ ἀπό τήν Χριστιανική Παράδοση. Ἔτσι
φθάσαμε σήμερα στό σημεῖο νά θεωροῦμε αὐτήν τήν παράδοση ὅτι εἶναι μία
παρονυχίδα, μία λεπτομέρεια, ἕνα παρελθόν φαινόμενο τῆς Ὀρθοδόξου
Παραδόσεως, ὅτι κάποτε δηλαδή ὑπῆρχε καί ὁ Ἡσυχασμός. Μάλιστα στά σχολικά
βιβλία, πού χρησιμοποιοῦνται στό Γυμνάσιο –μιλᾶμε γιά τό 1983, τώρα μᾶλλον καί
χειρότερα θά γράφουν-, μάθαμε ὅτι εἶναι μία αἵρεσις αὐτός ὁ Ἡσυχασμός, μία
μηδαμινή, μία τιποτένια παράδοσις. Βλέπετε πῶς καί τά βιβλία μας ἔχουν αὐτό τό
πνεῦμα τό προτεσταντικό καί τά διδάσκουμε στά σχολεῖα; Γιατί οὐσιαστικά καί ἡ
παιδεία εἶναι ὑπόδουλη σ’ αὐτά πού μᾶς λένε οἱ Φράγκοι. Γι’ αὐτό τώρα σ’ ἕνα
βιβλίο τῆς Α΄ Λυκείου προωθοῦν τό τσίπ. Ὑπάρχει μάθημα πού ἐκθειάζει τό τσίπ καί
λέει πόσα πράγματα μπορεῖς νά κάνεις μ’ αὐτό καί ὅτι δέν πονάει κ.λ.π. Προπαγάνδα
δηλαδή, μέ ἀποτέλεσμα ἡ ἑπόμενη γενιά θά πεῖ: – Τί πειράζει τό τσίπ, γιατί νά μήν τό
πάρω; Ἴσα – ἴσα μπορεῖς νά κάνεις ἕνα σωρό δουλειές.
Ἔτσι ἀνακεφαλαιώνοντας λέμε ὅτι πρῶτα ἔχουμε τήν ἐπανάσταση τοῦ Ἁγίου
Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, μετά ἔχουμε τήν ἀναβάθμιση τῆς Ἱεραρχίας
τουλάχιστον ἀπό αὐτήν τήν παράδοση –πού εἴπαμε ὅτι οἱ ἐπίσκοποι ἄρχισαν νά
ἐκλέγονται ἀπό τά μοναστήρια, ἀπό τούς ἡσυχαστές-, μετά φθάνουμε μέχρι τήν
Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ ’21 μέ αὐτήν τήν πάραδοση –τή σωστή δηλαδή
παράδοση νά ἐκλέγονται οἱ ἐπίσκοποι ἀπό τούς μοναχούς– καί τέλος ἔρχεται ἡ ἐποχή
μετά τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση, ἡ ὁποία σχεδόν θάβει τήν παράδοση αὐτή, τήν
ἡσυχαστική παράδοση, αὐτό πού ζοῦμε καί στήν ἐποχή μας δηλαδή, τό θάψιμο τοῦ
Ἡσυχασμοῦ, τό ἀντιεκκλησιαστικό καί κατεξοχήν τό ἀντιμοναχικό πνεῦμα, πού μᾶς
ἦρθε ἀπό τή Δύση.
Ἄς ποῦμε λίγα καί γιά τόν Κοραῆ. Θυμᾶστε τήν «Ἑλληνική Νομαρχία», πού
διδασκόμαστε στό σχολεῖο, ἔργο ἀνωνύμου, ἀλλά κι αὐτό ὑπηρετοῦσε αὐτόν τόν
σκοπό, γι’ αὐτό καί περιέχει βλασφημίες κατά τοῦ κλήρου, τῶν μοναχῶν κ.λ.π.
Ἀπαξιώνεται ὁ κλῆρος μέσα στήν Ἑλληνική Νομαρχία. Μᾶς τό δίδασκαν τάχατες
σάν ἕνα κείμενο ἐλευθερίας, ἀλλά ἦταν κείμενο προπαγανδιστικό, τό ὁποῖο ἦρθε
ἐπίσης ἀπό τή Δύση καί ὑπηρετοῦσε τόν ἴδιο σκοπό. Ἀλλά καί ἐπώνυμα ὁ Κοραῆς,
τό 1805 ἕνα ἔτος πρίν ἀπό τήν ἔκδοση τῆς «Ἑλληνικῆς Νομαρχίας», ἐξέδωσε τό ἔργο
του «Διάλογος μεταξύ δύο Γραικῶν γιά τίς νίκες τοῦ Ναπολέοντα». Πρέπει νά
ξέρουμε ὅτι ὁ Κοραῆς ἦταν πράκτορας τοῦ Ναπολέοντα, ὅπως καί ὁ Ρήγας Φεραῖος.
Ὁ Ρήγας Φεραῖος μετά διαφώνησε, γι’ αὐτό καί τόν σκότωσαν. Ὁ Ρήγας Φεραῖος
εἶχε ἁγνό περιεχόμενο, πατριωτικό, ὁπότε, ἀφοῦ δέν τούς ἔκανε τή δουλειά πού
ἤθελαν, τόν δολοφόνησαν. Ὁ Κοραῆς ὅμως τούς ὑπηρέτησε. Καί τί γράφει σ’ αὐτό
τό ἔργο του «Διάλογος μεταξύ δύο Γραικῶν»; «Προσπαθεῖ νά πείσει τόν ἀναγνώστη
γιά τήν ἀνάγκη τῆς ἐγκατάλειψης τῆς ὀνομασίας Ρωμαῖος», Ρωμιός, τῆς ἀληθινῆς
μας ὀνομασίας δηλαδή. Δέν λεγόμαστε Ἕλληνες, Ρωμιοί λεγόμαστε καί μέχρι
σήμερα στά Πατριαρχεῖα τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἀντιοχείας Ρωμιούς (Rum

146
Ortodox) μᾶς ἀποκαλοῦν. «Καί νά προτιμᾶται στό ἑξῆς ἡ ὀνομασία «Γραικός» ἤ
«Ἕλληνας».
Δέν εἶναι τό ὄνομά μας Ἕλληνες ἤ Γραικοί (Greece), εἶναι Ρωμιοί γιατί εἴμαστε
Ρωμαῖοι καί ἡ Ρώμη ἦταν ἑλληνική ἀποικία καί οἱ Ρωμαῖοι ἦταν Ἕλληνες. Καί μᾶς
περάσαν τό ψέμα ὅτι οἱ Ρωμαῖοι μᾶς ὑποδούλωσαν. Τούς ἑαυτούς τους
ὑποδούλωσαν; Ἀφοῦ ἐμεῖς εἴμαστε οἱ Ρωμαῖοι. Αὐτή ὅλη ἡ συκοφάντηση καί ἡ
διαστροφή τῆς ἱστορίας πέρασε μέσα ἀπό τόν Κοραῆ, ὁ ὁποῖος ἔπεισε μέ τά ἔργα του
νά μήν ὀνομαζόμαστε πλέον Ρωμιοί, ἀλλά νά ὀνομαζόμαστε Γραικοί ἤ Ἕλληνες,
γιατί ἡ Ρωμιοσύνη συνδέεται μέ τόν Ἡσυχασμό. Ἡ Ρωμιοσύνη εἶναι ἡ
ἐκχριστιανισμένη Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, ἡ Ρωμανία.
Τά ὀνόματα πού δίνουμε στά πράγματα ἔχουν τεράστια σημασία. Ὅταν ἀλλάζεις τό
ὄνομα, ἀλλάζουν πάρα πολλά πράγματα καί οἱ ἑπόμενες γενιές ξεχνοῦν τήν οὐσία
τῶν πραγμάτων. Ἔτσι τώρα μᾶς ὀνόμασαν Ἕλληνες, πού Ἕλληνας τί θά πεῖ; Θά πεῖ
εἰδωλολάτρης. Ἤθελαν νά μᾶς ξαναγυρίσουν στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή, νά
ξεχάσουμε τήν Ὀρθοδοξία καί νά γυρίσουμε στούς ἀρχαίους Ἕλληνες. Γι’ αὐτό στό
σχολεῖο διδάσκουν τήν μυθολογία. Κι ἐγώ μικρός μπερδευόμουνα μέ τούς 12 θεούς
καί ἔλεγα τί καλά νά εἴμαστε καί ἐμεῖς ὅπως οἱ 12 θεοί ἀθάνατοι! Ποῦ νά ξέρω ὅτι ὁ
Θεός μᾶς ἔχει κάνει ἀθάνατους! Ἀλλά σκόπιμα μᾶς μπερδεύουν μ’ αὐτές τίς
ἀνοησίες, τήν Λερναία Ὕδρα, τόν Ἡρακλῆ, κτλ γιά νά ξεχάσουμε τήν ἡσυχαστική
παράδοσή μας καί νά μᾶς πᾶνε πίσω καί μάλιστα μᾶς τό περνᾶνε μέ τό πρόσχημα τῆς
προόδου. Οἱ ἴδιοι πῆγαν πίσω μέ τόν λεγόμενο Διαφωτισμό, πού ἦταν
ὀπισθοδρόμηση καί τήν Εὐρώπη πού ἦταν Ὀρθόδοξη, τήν γύρισαν πρό Χριστοῦ.
Ἐνῶ ὑπῆρχε ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση καί ὁ Ὀρθόδοξος πολιτισμός, αὐτοί ἐπιδίωξαν
τήν ἐπιστροφή στούς ἀρχαίους Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἀναμφισβήτητα εἶχαν κάποια
καλά στοιχεῖα. Ἀλλά δέν μπορεῖ ἕνας εἰδωλολατρικός πολιτισμός, ὅπου οὐσιαστικά
μέσω τῶν θεῶν λατρευόντουσαν τά πάθη, νά συγκριθεῖ μέ τήν Ὀρθοδοξία, μέ τή
διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μας καί μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη.
«Μάλιστα ὁ Κοραῆς ὑπογραμμίζει τήν προτίμηση τοῦ ὀνόματος Γραικός», νά
ἀλλάξουμε δηλαδή τήν ταυτότητά μας. Ἔχει τεράστια σημασία τό ὄνομα. Ἕλληνας
σημαίνει εἰδωλολάτρης καί Γραικός σημαίνει αἱρετικός, γιατί γιά αὐτούς ὁ
Ἡσυχασμός ἦταν αἵρεση, «ὁπότε ἐσεῖς πού εἶστε ἀπόγονοι τῶν ἡσυχαστῶν εἶστε
γραικοί, δηλαδή αἱρετικοί». Καί ἐμεῖς τά ἀποδεχτήκαμε αὐτά… Ἐκφράζει τήν
προτίμησή του νά ὀνομαζόμαστε Γραικοί μέ τό ἑξῆς ἐπιχείρημα: «διότι οὕτως μᾶς
ὀνομάζουσι ὅλα τά φωτισμένα ἔθνη τῆς Εὐρώπης», τά σκοτισμένα δηλαδή ἔθνη.
Μᾶς ὀνομάζανε αἱρετικούς ὄντως, ὁπότε νά πάρουμε αὐτό τό ὄνομα ἀφοῦ ἔτσι μᾶς
ὀνομάζουν. «Ἀγνοώντας βεβαίως τήν αἰτία, ἀλλά ἀδιαφορώντας γιά τό γεγονός ὅτι
ὅλοι οἱ μή Εὐρωπαῖοι μᾶς ὀνόμαζαν Ρωμαίους». Τήν εἴπαμε τήν αἰτία πού μᾶς
ὀνόμαζαν Γραικούς, οἱ ἄλλοι ὅμως γιατί μᾶς ὀνομάζουν Ρωμαίους; Εἶναι
ἀνιστόρητοι; Ὄχι, ἀλλά κρατᾶνε τήν ὀρθή ὁρολογία. Στά Ἱεροσόλυμα μᾶς φωνάζουν
Rum Ortodox καί στήν Ἀντιόχεια, ἀλλά καί στήν Κριμαία, ὅπου ὑπάρχουν Ἕλληνες,
οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι εἴμαστε Ρωμαῖοι. Αὐτή εἶναι ἡ παράδοσή μας.
Στή συνέχεια ὅμως τί συμβαίνει; Τό θάψιμο τῆς παραδόσεως αὐτῆς –τοῦ

147
ἡσυχασμοῦ– σκορπίζεται καί στούς χώρους τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων!
Δυστυχῶς δηλαδή τώρα πολεμᾶται ἡ Ὀρθοδοξία καί ἀπό μέσα. Ἐκτός ἀπό τόν
Κοραῆ καί τούς Νεοέλληνες Διαφωτιστές, πολεμιέται τώρα καί ἀπό ὄργανα αὐτῶν,
οἱ ὁποῖοι γίνονται κληρικοί καί ὑψηλόβαθμοι κληρικοί. Τό ἔργο αὐτό ἀνέλαβε νά
φέρει εἰς πέρας κυρίως ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Μελέτιος Μεταξάκης, πού
ἔκανε καί τήν ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου. Ἐξ αἰτίας του ἔγινε σχίσμα στήν Ἑλλάδα καί
χωριστήκαμε μέ τά ἀδέλφια μας τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου. Αὐτός ἦταν μεγάλος
Μασόνος. Ἐδῶ ἔχω καί τά στοιχεῖα πού λένε οἱ ἴδιοι οἱ Μασόνοι καί τήν ὁμολογία
πού ἔκανε. Πρόσφατα μάλιστα ἀνακινήθηκε τό θέμα τοῦ Μεταξάκη, γιατί αὐτοί οἱ
ἀπόγονοι τῶν Φράγκων -ἰδεολογικά δηλαδή- καί τῶν ἀντι-ἡσυχαστῶν καί τοῦ Κοραῆ
ὑπάρχουν καί σήμερα. Εἶναι οἱ λεγόμενοι Οἰκουμενιστές. Αὐτοί πολεμᾶνε τήν
Ὀρθοδοξία, τήν Ρωμιοσύνη, τήν Πατερική παράδοση καί πρόσφατα ἔκαναν καί
συνέδριο ὑπέρ τοῦ Μεταξάκη στήν Κύπρο. Καί ἔγινε ἀφορμή αὐτό γιά νά μάθουμε
περισσότερα γιά τόν Μεταξάκη.
«Αὐτός κατήργησεν τό παλαιόν ἑορτολόγιον καί εἰσήγαγεν τό Γρηγοριανόν, τό
Παπικόν, ὅλως αὐθαιρέτως, ὅλως ἀπερισκέπτως, ἀντικανονικῶς καί παρανόμως».
Δέν ἐπιτρεπόταν. Ἡ Ρωσία μέχρι σήμερα ἔχει τό παλαιό ἑορτολόγιο καί δέν ἔχουν
κανένα πρόβλημα μέ τίς ἡμερομηνίες κ.λ.π. Ἀλλά ἦταν ὅλα αὐτά σχεδιασμένα γιά νά
χτυπηθεῖ ἡ ἡσυχαστική παράδοση καί ἡ Ὀρθοδοξία. Δέν ἔκανε μόνο αὐτό, ἔκανε κι
ἄλλα πράγματα.
Στό Τεκτονικό Δελτίο ὑπάρχει τό ἄρθρο ‘’Διάσημοι Τέκτονες’’ καί ἔχει στοιχεῖα πού
ἀποδεικνύουν ὅτι ὄντως ἦταν Μασόνος. «Ζήτησε νά γνωρίσει καί νά μυηθεῖ στά
μυστήρια πού κρύβονται στόν Τεκτονισμό καί τότε τόν ἔφεραν στήν Στοά ‘Ἁρμονία’
ὑπ’ ἀριθ. 44 τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πού εἶχε συγκεντρώσει στούς κόλπους της
τήν ἀφρόκρεμα τοῦ ἐκεῖ Ἑλληνισμοῦ, ὅ,τι καλύτερο σέ γράμματα, ἐπιστῆμες καί
δύναμη διέθετε τότε τό ἑλληνικό στοιχεῖο στήν Πόλη καί ἡ ὁποία κατά ἕναν τρόπο μέ
τά μέλη της πού βρισκόταν σέ κάθε ὀργάνωση κοινοτική ἤ ἐθνική ἤ ἄλλη οὐσιαστικά
ἐπηρέαζε τήν ἑλληνική ζωή. Ζήτησαν ἀπό τήν τότε Μεγάλη Ἀνατολή τῆς Ἑλλάδος
τήν ἄδεια νά τόν μυήσουν καί ὅταν τήν ἔλαβαν ὁ Μελέτιος δέχθηκε καί τό τεκτονικό
φῶς (τοῦ σκότους δηλαδή, τοῦ διαβόλου) κατά τίς ἀρχές τοῦ 1909. Παραμένει στήν
Πόλη ἕνα χρόνο ἀκόμη καί μελετᾶ μέ πάθος τήν τεκτονική διδασκαλία πού τοῦ
ἐπέτρεψε νά χαράξει μέ πραγματικά τεκτονικό τρόπο, ὅλες τίς πράξεις καί τά λόγια».
Αὐτά τά γράφουν οἱ Μασόνοι τώρα. Εἶναι δικό τους κείμενο αὐτό, τό ὁποῖο μάλιστα
ἔχει δημοσιευτεῖ στό Τεκτονικό Δελτίο αρ. 71, Ἰαν.-Φεβρ. 1967. Τό ἔχει γράψει
κάποιος Ἀλέξανδρος Ζερβουδάκης καί ἔχει τίτλο: Διάσημοι Τέκτονες, Μελέτιος
Μεταξάκης. Λέει κι ἄλλα… «ὀλίγοι εἶναι ἐκεῖνοι, πού σάν τόν ἀδελφό Μελέτιο,
δέχθηκαν τόν Τεκτονισμό καί τόν ἔκαμαν βίωμά τους». Δηλαδή τόν ὑμνεῖ κιόλας
αὐτός ὁ Τέκτονας.
Τί ἔκανε αὐτός τώρα; Αὐτός ὁ Μεταξάκης ἔγινε πρῶτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν.
Μετά ἔγινε Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας. Πράγμα πού ἀπαγορεύεται.
Τό «μεταθετό» δέν ἐπιτρέπεται. Νά μετατείθεται κάποιος ὄντας Ἐπίσκοπος ἀπό μία
Μητρόπολη σέ μιά ἄλλη Μητρόπολη. Γιατί ὁ Ἐπίσκοπος νυμφεύεται τήν

148
συγκεκριμένη Ἐκκλησία. Καί ὅταν φεύγει τί κάνει; Μοιχεύει. Φεύγει ἀπό τήν νύμφη
του. Ἡ κάθε τοπική Ἐκκλησία γίνεται νύμφη τοῦ Ἐπισκόπου. Ὁ ἴδιος εἶναι ὁ
νυμφίος. Δέν ἐπιτρέπεται νά ἀφήσεις τήν νύμφη καί νά πᾶς ἀλλοῦ, νά πάρεις ἄλλη
νύμφη. Αὐτός λέγεται μοιχός. Θά πεῖτε ‘’γίνονται αὐτά σήμερα’’. Γίνονται, ἀλλά
εἶναι παρά τούς Κανόνες, ἀντίθετα μέ τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι πρός τιμήν τοῦ π. Ἰερόθεου τοῦ Βλάχου, πού τοῦ πρότειναν νά ἀφήσει τήν
Μητρόπολή του, μία πολύ μικρή Μητρόπολη, καί νά πάει νά γίνει Ἰωαννίνων καί δέν
δέχθηκε. Καί γι’ αὐτό εἶναι ἀξιέπαινος ὁ ἄνθρωπος. Δέν δέχθηκε νά πάει σέ μεγάλη
δηλαδή Μητρόπολη. Τί θά πεῖ μικρή καί μεγάλη; Αὐτή σοῦ ἔδωσε ὀ Θεός, μ’ αὐτή
θά πεθάνεις. Ἐκεῖ θά πεθάνεις.
Ἀφοῦ ἔγινε Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας μετά ἔγινε καί Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως. Κι ἄλλη μετάθεση μετά. Ὁπότε μ’ αὐτή τήν ‘περιοδεία’ πού
κάνει ὁ Μεταξάκης -ἦταν σκόπιμη ἡ περιοδεία- ἀπό τήν Ἀθήνα στό Πατριαρχεῖο
Ἀλεξανδρείας καί μετά στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἔκανε καί
Μητροπολίτης Κιτίου στήν Κύπρο –πέρασε κι ἀπό τήν Κύπρο! Καί ἐκεῖ ἔκαναν
Συνέδριο πρός τιμή του– θάβει στή σειρά σέ ὄλα τά μέρη ἀπό τά ὁποῖα πέρασε τόν
Ἡσυχασμό. Πολέμησε τόν Ἡσυχασμό ὅπου πῆγε.
Ἐπίσης, ὅταν ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κυνήγησε τόν ἅγιο Νεκτάριο. Ὅταν ὁ
ἅγιος Νεκτάριος ἀγωνιζόταν μέ πάρα πολλές δυσκολίες νά κτίσει τό Μοναστήρι του
στήν Αἴγινα, μέ μεγάλη φτώχεια, μόνες τους οἱ καημένες οἱ μοναχές νά φορᾶνε
παντελόνια καί νά ζυμώνουν τό τσιμέντο μέ τά πόδια τους, πῆγε ἐκεῖ αὐτός ὁ
Μεταξάκης καί τόν ἀπέτρεπε: «Τί κάνεις ἐδῶ; Μοναστήρι κτίζεις τώρα; Δέν βλέπεις
ὅτι τόσα ἐξωκκλήσια γύρω ἐδῶ ἐρήμωσαν; Δέν εἶναι γιά Μοναστήρια στήν σημερινή
ἐποχή», αὐτά τοῦ ἔλεγε. Ὁ Νεαπόλεως ὅμως ἐξακολούθησε καί ἔγινε τό Μοναστήρι
καί ἄλλα πολλά κατόπιν, ὥστε ἡ Αἴγινα σήμερα νά ἔχει τά πιό πολλά Μοναστήρια.
«Τό προεῖπε ὁ Ἅγιος: «Θά γίνει ἡ Αἴγινα τό Ἅγιον Ὄρος τῶν Μοναζουσῶν». Καί
ἤδη ἔχει ἐννέα Μοναστήρια γυναικῶν.
«Ἀλλά καί ποιά ἡ διαφορά στό τέλος τῶν δύο Ἱεραρχῶν; Ὁ Μεταξάκης πού ἔκανε
τόσα εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας εἶχε οἰκτρό τέλος. Τόν βρῆκαν ἕνα πρωί κάτω ἀπό τό
κρεβάτι του -πεσμένο δηλαδή- νεκρό καί μέ τή γλῶσσα ἔξω. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν
γλῶσσα, πού ἔλεγε αὐτά στόν Ἅγιο καί τόσα εἰς βάρος τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας! Ἐξ ἀντιθέτου, ὁ Πενταπόλεως, ἔμεινε πιστός εἰς τήν
Ἱερά Παράδοση καί ὑπέμεινε τούς πειρασμούς καί διώξεις, εἶχεν ἅγιον τέλος καί
σήμερα τιμᾶται» παγκοσμίως, ὡς Ἅγιος. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἦταν Ἡσυχαστής καί
ἀπό τόν ἴδιο ἔχουμε τήν ἁγιασμένη σειρά τῶν διαδόχων του, τά πνευματικά του
παιδιά. Ὁ Ἅγιος Σάββας τῆς Καλύμνου, ὁ π. Φιλόθεος ὁ Ζερβάκος ἦταν πνευματικά
παιδιά τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ἕνας Ἅγιος μεταλαμπαδεύει τό φῶς, τήν Ὀρθοδοξία
στούς ἄλλους, στά πνευματικά του παιδιά καί γίνεται αὐτή ἡ Ἡσυχαστική
ἀναγέννηση στήν Ἑλλάδα πού φτάνει μέχρι τίς μέρες μας.
Ὁ μασόνος Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης ὑπῆρξε πρωτοπόρος τῆς παναίρεσης
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Τότε ξεκίνησε ὁ Οἰκουμενισμός, κάπου τό 1920, μέ κάποιες

149
ἐγκύκλιους καί μάλιστα ὁ ἴδιος δέχτηκε καί τόν Ἀγγλικανό ‘Ἐπίσκοπο’ μέ μεγάλες
τιμές κ.λ.π. Αὐτά τά πράγματα ἦταν ἡ ἀρχή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως δυστυχῶς τούς
δεχόμαστε καί σήμερα αὐτούς καί τούς τιμᾶμε σάν νά εἶναι Ἐκκλησία. Πρόσφατα σέ
μία Μητρόπολη τούς Μονοφυσίτες, τούς Ἀρμένιους τούς ἔβαλε καί μέσα στό Ἱερό
Βῆμα ὁ Ἐπίσκοπος ἐπίσημα, τό ὁποῖο ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες ἀπαγορεύεται. Ὄχι
στό Ἱερό Βῆμα, οὔτε στήν Ἐκκλησία δέν ἐπιτρέπεται νά βάλεις τόν αἱρετικό. Δέν
ἐπιτρέπεται νά μπεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία αἱρετικός, οὔτε κι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι
ἐπιτρέπεται νά πηγαίνουμε καί νά παραστεκόμαστε σέ ἐκκλησίες αἱρετικῶν καί πολύ
περισσότερο νά συμπροσευχόμαστε.
Ἔκανε καί τό ἡμερολογιακό σχίσμα καί πολλά πολλά ἄλλα. Μέ ἕνα λόγο θάβει στή
σειρά, σέ ὅλα τά μέρη ἀπό τά ὁποῖα πέρασε, τόν Ἡσυχασμό. Μόνο στήν Ἀντιόχεια
δέν μποροῦσε νά πάει -γλιτώσανε ἐκεῖ- διότι ἡ Ἀντιόχεια εἶχε ἐπαναστατήσει
ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Ρωμηοσύνης ἀπό τόν προηγούμενο αἰῶνα καί δέν δεχόταν
πλέον ἡ Ἀντιόχεια Ἑλληνορθοδόξους ἐπισκόπους. Ἀλλιῶς θά εἶχε πάει καί στήν
Ἀντιόχεια ὁ Μεταξάκης. Οὔτε στά Ἱεροσόλυμα πῆγε. Ὑποψιάζομαι δέ ὅτι δέν εἶναι
ἀμέτοχοι οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες στήν ὅλη αὐτή ἐξέλιξη, διότι αὐτοί πάντα
ἔβαζαν καί βάζουν ὡς στόχο τους τό θάψιμο τοῦ Ἡσυχασμοῦ.

150
̎Ὁ πόλεμος κατά τοῦ ἡσυχασμοῦ καί ὁ χαρακτήρας τῆς
πατερικῆς παράδοσης
(Πατερική Θεολογία - 12ο Μέρος)

Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ
Ρωμανίδη ἀπό τό κεφάλαιο γιά τήν Τουρκοκρατία καί τόν Ἡσυχασμό. Λέγαμε πῶς
πολεμήθηκε ὁ Ἡσυχασμός, ἡ θεραπευτική μέθοδος τῆς Ὀρθοδοξίας: ἡ κάθαρσις, ὁ
φωτισμός καί ἡ θέωση ἀπό τούς Φράγκους, ἀπό τή Δύση. Ἕνας ἀπό τούς τρόπους
πού πολεμήθηκε καί ἕνα ἀπό τά μέσα πού χρησιμοποίησαν οἱ Φράγκοι ἦταν ἡ
ἀλλαγή τοῦ ὀνόματός μας. Τό λεγόμενο Βυζαντινό κράτος δέν ὑπῆρχε, ἀλλά εἶναι
μία ὀνομασία, ἡ ὁποία δόθηκε τό 1962. Τότε πρωτοχρησιμοποιήθηκε ὁ ὅρος
Βυζαντινό κράτος. Οὔτε τό δικό μας ὄνομα ἦταν ‘Ἕλληνες’, ὅπως μᾶς λένε τώρα μέ
τήν ὑπόδειξη τοῦ Κοραῆ ἤ Γρακοί, Greek, ἀλλά εἶναι Ρωμιοί, Ρωμανία. Θά πεῖτε:
– Ἔχει τόσο μεγάλη σημασία; Γιατί νά μή μᾶς λένε Ἕλληνες; Ἐπιτέλους δέν
ἐκφράζει τό ὄνομα Ἕλληνας τήν φυλή τῶν Ἑλλήνων;
Ὅταν λέμε Ἕλληνας στήν πρώτη ἐκδοχή βεβαίως ἐκφράζει τήν φυλή, ἀλλά μέ τήν
ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας Ἕλληνας ὀνομάστηκε κάθε ἕνας πού δέν πίστευε στόν Χριστό,
ἦταν δηλαδή εἰδωλολάτρης. Ἀπό τή στιγμή ὅμως πού ἐμεῖς ἐγκολπωθήκαμε τόν
Χριστιανισμό ἔγινε μία ὀντολογική ἀλλαγή στό εἶναι μας καί ὡς πρόσωπα καί ὡς
ἔθνος. Ποιά εἶναι ἡ ὀντολογική αὐτή ἀλλαγή στό εἶναι μας, δηλαδή στήν οὐσία μας;
Ὅτι παίρνουμε ἕνα ἀκόμη στοιχεῖο, τό ὁποῖο εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ βαφτισμένος
ἄνθρωπος δηλαδή, ὁ Ὀρθόδοξος χριστιανός διαφέρει ὀντολογικά – οὐσιαστικά
δηλαδή – στό εἶναι του ἀπό ἕναν ἀβάπτιστο. Ἔχει ἕνα ἐπιπλέον στοιχεῖο, τό ὁποῖο
λέγεται Ἅγιο Πνεῦμα καί τό παίρνουμε μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Ἅγιο Χρίσμα.
Οὐσιαστικά τό ὄνομα ἄλλαξε, ὅταν ἔγινε αὐτή ἡ ὀντολογική ἀλλαγή καί
μετονομαστήκαμε Ρωμιοί. Δέν ἔγινε αὐτόματα ἀπό τή μία μέρα στήν ἄλλη, ἀλλά
ἐπικράτησε τό Ρωμαῖος, καί μέ τήν ὁρολογία αὐτή ὑπονοεῖτο ὁ ἐκχριστιανισμένος
Ἕλληνας, γιατί καί οἱ Ρωμαῖοι φυλετικά ἦταν Ἕλληνες στήν καταγωγή. Ἡ Ρώμη
ἦταν ἑλληνική ἀποικία, ἀπό τούς Ἀρκάδες, πού εἶχαν πάει ἐκεῖ πρό Χριστοῦ καί
εἶχαν κάνει ἀποικία. Μετά ἡ Ρώμη ἐπεκτάθηκε καί κυριάρχησε παγκοσμίως. Ὅλη ἡ
Μεσόγειος ἦταν ὑπό ρωμαϊκή κυριαρχία καί ὅταν ἐγκολπώθηκε τόν χριστιανισμό,
τότε γίνεται ἡ μεγάλη ἀνανέωση καί δημιουργεῖται ἕνα νέο γένος, ἕνα νέο ἔθνος, τό
«ἔθνος τό Ἅγιον» (Α΄Πετρ. 2,9), πού λέει καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, τό γένος τῶν
Ρωμαίων, πού εἶναι οἰ Ὀρθόδοξοι πολίτες τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὄχι μόνο οἱ φυλετικά
Ἕλληνες πλέον, ἀλλά ὅσοι ἦταν Ὀρθόδοξοι. Ὅλοι αὐτοί δηλαδή ἀποτελοῦν τό γένος
τῶν Ρωμαίων καί ὅλη ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία μετασχηματίζεται ἀπό τόν Μέγα
Κωνσταντίνο καί ὕστερα, μέ τήν μεταφορά τῆς πρωτεύουσας στήν
Κωνσταντινούπολη, σέ μιά πολυεθνική -προσέξτε τόν ὅρο- Ὀρθόδοξη
Αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Ρωμανία, Ρωμιοσύνη καί οἱ κάτοικοί της
ὀνομάζονται Ρωμαῖοι ἤ Ρωμιοί.

151
Γι’ αὐτό καί τό ὄνομά μας πού ἐκφράζει τήν ἰδιότητά μας, τή νέα μας πλέον ἰδιότητα,
εἶναι ὄχι ἁπλῶς Ἕλληνες, ἀλλά βαφτισμένοι Ἕλληνες, Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, Ρωμιοί.
Αὐτό λοιπόν τό ὄνομα τό χτύπησαν, τό πολέμησαν, ὅπως εἴπαμε τήν περασμένη
φορά, μέ ἀρχηγό τόν Κοραή. Γιατί; Γιατί ἤθελαν νά ξεχάσουμε τόν Ἡσυχασμό, τήν
Ὀρθοδοξία, νά ξεχάσουμε πίστη μας καί νά γυρίσουμε στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή. Μέ
τόν λεγόμενο Διαφωτισμό -πού εἶναι Διασκοτισμός- ὁλόκληρη ἡ Εὐρώπη γύρισε
στούς Ἀρχαίους Ἕλληνες, ἐνῶ ὑπῆρχε τό τέλειο: ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μας, τῶν
Ἁγίων Πατέρων. Αὐτό τό ὀνόμασαν πρόοδο, φῶτα, καινούρια φῶτα, ἐνῶ στήν
πραγματικότητα εἶναι ὀπισθοδρόμηση, γιατί γυρνᾶμε στήν πρό Χριστοῦ
εἰδωλολατρική κατάσταση.
Γι’ αὐτό σήμερα ἡ Εὐρώπη λόγω τῆς ἐπικράτησης τοῦ Διαφωτισμοῦ, ὅπως δυστυχῶς
καί σέ μᾶς, ἔγινε «Λευκή Δαιμονία», ὅπως ἔλεγε ὡραῖα ὁ Ἅγιος Νικόλαος
Βελιμίροβιτς. Ἔτσι ὀνόμαζε τήν Εὐρώπη, λευκή δαιμονία. Καταλαβαίνετε; Λευκοί
δαίμονες. Γιατί δαίμονες; Γιατί οἱ Εὐρωπαῖοι εἶναι εἰδωλολάτρες. Εἴμαστε
εἰδωλολάτρες. Κι ἐμεῖς, οἱ περισσότεροι Ἕλληνες, πρέπει νά τό παραδεχτοῦμε,
εἴμαστε εἰδωλολάτρες. Δεῖτε τί γίνεται μέ τίς κληρονομιές! Γιά τό χρῆμα. Σ’ αὐτό
ὑποτάσσονται τά πάντα γιατί θεωρεῖται ὑπέρτατη ἀξία. Δυστυχῶς μπαίνει καί στούς
ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας καί στούς ἱερεῖς ἀκόμα αὐτή ἡ φιλοχρηματία καί
κυβερνάει τά πάντα.
Δημιουργεῖται λοιπόν αὐτή ἡ πολυεθνική Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία, ἡ Ρωμανία,
Ρωμιοσύνη καί αὐτό τό Οἰκουμενικό ἔθνος μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου
διαμορφώνεται σέ μία Χριστιανική κοινοπολιτεία στήν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία
συνιστοῦσε τήν ἰθαγένεια ὅλων τῶν πολιτῶν. Ἡ ἰθαγένεια, ἐκεῖνο δηλαδή πού
χαρακτήριζε τό ἔθνος, ἦταν ἡ Ὀρθοδοξία. Μετά ἦταν ἡ γλῶσσα καί μετά ἡ φυλή. Τό
πρῶτο ἦταν ἡ Ὀρθοδοξία, αὐτό πού ἕνωνε ὅλους τούς πολίτες τῆς Ρωμανίας, τῆς
Ρωμιοσύνης, τῆς ὀρθοδοξοποιημένης δηλαδή Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, πού
οὐσιαστικά ἦταν ἑλληνική αὐτοκρατορία. Καί τί ψέμα μᾶς εἶπαν καί τό δίδασκαν καί
στήν ἱστορία στά σχολεῖα; Ὅτι οἱ Ρωμαῖοι πέταξαν τούς Ἕλληνες. Ἐνῶ Ρωμαῖοι
εἴμαστε ἐμεῖς. Οἱ Ἕλληνες πέταξαν τούς Ἕλληνες δηλαδή! Αὐτό τό ψέμα μᾶς
περάσανε καί ἔχει γίνει αὐτό τό κομφούζιο: -Ποιοί εἶναι ἡ συνέχεια τῶν Ἑλλήνων;
-Ἀπό ποῦ βγῆκαν οἱ Βυζαντινοί; -Τί εἶναι αὐτό τό μόρφωμα;
Εἴπαμε πώς δέν ὑπῆρχαν Βυζαντινοί. Ἡ ὁρολογία αὐτή καθιερώθηκε μετά τήν πτώση
τῆς Κωνσταντινουπόλεως άπό τούς Δυτικούς, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά ξεχάσουμε τίς
ρίζες μας. Μέχρι σήμερα τά Πατριαρχεῖα τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἀντιοχείας καί
οἱ ντόπιοι ἐκεῖ κάτοικοι μᾶς ξέρουν ὡς Ρωμιούς, Rum Ortodox. Δέν γνωρίζουν
τίποτα γιά Βυζάντιο καί γιά Βυζαντινούς.
Μέσα στή λεγόμενη Βυζαντινή Αὐτοκρατορία -τό λέμε ἔτσι, γιατί ἔτσι εἶναι γνωστή-
ὑπῆρχαν ὀρθόδοξες ἐνορίες καί ὀρθόδοξα μοναστήρια τά ὁποῖα λειτουργοῦσαν, ὅπως
καί τούς πρώτους αἰῶνες, ὡς ἐργαστήρια θεώσεως. Τό πρότυπο τῆς ἐνορίας ἦταν τό
Μοναστήρι. Ἡ Ὀρθοδοξία διαμορφώνει καί τόν χαρακτήρα τῆς Αὐτοκρατορίας.
Τώρα πλέον ἀποκτάει, θά λέγαμε, καί μία κρατική στήριξη. Ἡ Ὀρθοδοξία ποτίζει καί
τίς δομές τοῦ Κράτους. Πλέον καί ὁ Αὐτοκράτορας εἶναι ὀρθόδοξος καί οἱ νόμοι

152
εἶναι ὀρθόδοξοι. Ὁ Ἰουστινιανός παίρνει τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων καί τίς κάνει
νόμους τοῦ Κράτους γιατί δέν ἔβρισκε κάτι καλύτερο γιά νά κάνει νόμο τοῦ κράτους.
Τώρα κάνουμε νόμους πού καταλύουν τίς Συνόδους… ὑπέρ τῶν ἐκτρώσεων, ὑπέρ
τῆς ὁμοφυλοφιλίας κ.λ.π. Κάνουμε νόμους ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, γιατί οἱ ἡγέτες
πλέον εἶναι ἄθεοι.
Ἔτσι, αὐτόν τόν χιλιετή πολιτισμό τῆς Ρωμιοσύνης, αὐτό ὅλο τό ὡραῖο πράγμα, ἡ
Δύση δέν τό ἄντεχε καί τό χτύπησε. Μέ αὐτή τήν ἀλλαγή τοῦ ὀνόματος, μέ τό ὅτι
μᾶς ὀνόμασαν Γραικούς δηλαδή αἱρετικούς καί Ἕλληνες δηλαδή εἰδωλολάτρες, μᾶς
γύρισαν πίσω γιά νά ξεχάσουμε ὅτι εἴμαστε Ρωμιοί, ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδοξοι
Ἕλληνες. Στή συνέχεια μέ τίς Σταυροφορίες, μέ τίς αἱρέσεις καί τέλος μετά τό 1821
μᾶς ἔφεραν τούς δικούς τους νά μᾶς κυβερνήσουν, τούς Βαυαρούς καί νά χτυπήσουν
τά Μοναστήρια κλείνοντάς τα μέ νόμους.
Ἄς δοῦμε τώρα τή συνέχεια τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη. Ὁ μεγάλος εἰδικός τῶν
Παπικῶν ἐπάνω στά Ὀρθόδοξα θέματα εἶναι κάποιος Jugie. Μιλᾶμε γιά τό 1983,
τότε ἔγινε αὐτό τό μάθημα τοῦ π. Ἰωάννη. Αὐτός ἔγραψε ἕνα βιβλίο περί τῆς
δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, στά Λατινικά, στό ὁποῖο
ἀναγγέλλει τόν θάνατο τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ὅτι πλέον ἐξολοθρεύσανε τόν Ἡσυχασμό.
Νά κάνω πάλι μία παρένθεση. Στή Δύση ὑπάρχει ἀντι-παλαμική σχολή. Σχολή
ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ! Τόν μισοῦν τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν
Παλαμᾶ, γιατί εἶναι ὁ κατεξοχήν ἐκπρόσωπος τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Δέν θέλουν ν’
ἀκοῦνε γιά Ἡσυχασμό καί γιά Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί ἐν τούτοις ἐμεῖς
ἐπιμένουμε νά κάνουμε μαζί τους διάλογο…
Λέγει: «μποροῦμε νά ποῦμε πλέον ὅτι ὁ Ἡσυχασμός ἔσβησε». Τό ἴδιο εἶπε καί ἕνας
σύγχρονος Ἕλληνας ἱστορικός, πού ἔγραψε Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ὁ
ὁποῖος ἀνήγγειλε θριαμβευτικά τόν θάνατο τοῦ Ἡσυχασμοῦ, καθώς καί ὅτι τά
ὀνόματα Ρωμαῖος, Ρωμηός καί Ρωμηοσύνη ἔχουν σβήσει πλέον στήν Ἑλλάδα.
Βλέπετε ἐπιτυχία! Γιατί ἔχει τεράστια σημασία ἡ ἀλλαγή τοῦ ὀνόματος. Τό ὄνομα
ἐκφράζει τήν ταυτότητα. Ὅταν ἀλλάζεις τό ὄνομα, ἀλλάζεις τήν ταυτότητα τοῦ
ἄλλου καί σιγά-σιγά ξεχνάει ὁ λαός τήν ταυτότητά του. Αὐτό ἤθελαν νά κάνουν καί
τό πέτυχαν. Ἔτσι σήμερα ἔχουμε αὐτό τό ἔντονο ἀντιμοναχικό καί
ἀντιεκκλησιαστικό πνεῦμα, τό ὁποῖο ἔχει τίς ρίζες του στή Δύση.
Καί ὅτι δέν ὑπάρχει πλέον πρόβλημα ἐθνικῆς ταυτότητος τῶν Νεοελλήνων! Αὐτοί
δημιούργησαν πρόβλημα καί λένε ὅτι δέν ὑπάρχει πρόβλημα. Δέν ὑπῆρχε πρόβλημα,
ἀλλά τό δημιούργησαν καί τώρα οἱ Ἕλληνες δέν ξέρουν τί εἶναι. Εἶναι
εἰδωλολάτρες; Λένε καί οἱ νεοπαγανιστές «νά γυρίσουμε στόν δωδεκάθεο, αὐτή εἶναι
ἡ πίστη μας, τά ἄλλα εἶναι ἑβραϊκά». Ἀνοησίες. Καί ἐπειδή δέν εἶναι ἄσχετα μεταξύ
τους αὐτά τά δύο, ὁ Ἡσυχασμός καί ἡ Ρωμηοσύνη, τό σχέδιο ἦταν νά σβήσει καί τό
ἕνα καί τό ἄλλο.
Τελευταῖα ἕνας Παπικός θεολόγος ὀνόματι Stiernon ἔγραψε ἕνα μεγάλο ἄρθρο στά
Γαλλικά γιά τόν Παλαμισμό – γιά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Σ’ αὐτό
παραθέτει ὅλη τήν βιβλιογραφία καί ὅλη τήν κίνηση, πού ἔχει γίνει κατά τό παρελθόν

153
γιά τόν Ἡσυχασμό. Ἀρχίζει τό ἔργο του ὡς ἑξῆς: «Ὁ Jugie, ὅταν ἔγραφε τό βιβλίο
του τῆς δογματικῆς διδασκαλίας, ἀνήγγειλε στό βιβλίο ἐκεῖνο τόν θάνατο τοῦ
Ἡσυχασμοῦ, δηλαδή τήν ἀνυπαρξία τοῦ Ἡσυχασμοῦ». Αὐτό τό ἄρθρο τοῦ Stiernon
γράφτηκε γύρω στά 1973. Σ’ αὐτό κάνει ἀνασκόπηση ὅλης τῆς βιβλιογραφίας γύρω
ἀπό τά Παλαμικά ἔργα. Τότε βέβαια ὑπῆρχαν λίγα ἔργα περί τοῦ Ἡσυχασμοῦ, ὡς καί
μεταφράσεις τῶν ἔργων τῶν Πατέρων ἀπό καλογήρους τοῦ περασμένου καί
προπερασμένου αἰῶνος. Οἱ καλόγεροι στά μοναστήρια εἶχαν κάνει μεταφράσεις
ὡραῖες σέ ἁπλή γλώσσα ἀρκετῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Βέβαια ὁ
Jugie δέν ἐνδιαφερόταν νά ἐρευνήσει γιά τά ἔργα αὐτά τῶν μοναχῶν, ἀλλά
ἐνδιαφερόταν μόνο γιά ὅ,τι ὑπῆρχε σχετικά μέ τόν Ἡσυχασμό στίς βιβλιοθῆκες τῶν
Θεολογικῶν Σχολῶν, στίς ὁποῖες εἶχε λησμονηθεῖ τότε ὁ Παλαμισμός καί ὁ
Ἡσυχασμός. Ἀλλά βλέπετε τά Μοναστήρια εἶναι πού φύλαξαν τήν παράδοση, καί
ἐνῶ εἶχε ἐκλείψει ἀπό τίς βιβλιοθῆκες τῶν Πανεπιστημίων ὁ Ἡσυχασμός καί τά
σχετικά βιβλία, ὑπῆρχαν στά Μοναστήρια.
Καί συνεχίζει ὁ Stiernon: «Ὅμως, μέσα σέ πολύ λίγα χρόνια ξεφύτρωσαν ντουζίνες
ἐργασίες γιά τόν Παλαμᾶ καί ἔτσι ἀνεβίωσε ἡ διδασκαλία περί Ἡσυχασμοῦ μέσα
στίς ἐπίσημες Θεολογικές Σχολές τῆς Ὀρθοδοξίας». Πράγματι ἐκεῖ γύρω στό 1973-
1975 ἔχουμε μία ἀναγέννηση, μία ἐπιστροφή στόν Ἡσυχασμό, στούς Πατέρες καί
στίς Θεολογικές Σχολές καί πολλά πατερικά ἔργα ἐκδίδονται καί μεταφράζονται, μέ
ἡγέτη μάλιστα τήν Θεολογική Σχολή τῆς Θεσσαλονίκης. Γι’ αὐτό εἶχε πολύ καλό
ὄνομα, ὡς ἡ πιό ὀρθόδοξη Σχολή στόν κόσμο. Τώρα ἔτσι ὅπως ἔγινε… εἶναι μή
χειρότερα. Ἔχουν ἀποφασίσει νά φτιάξουν καί Τμῆμα Ἰσλαμικῶν Σπουδῶν…
Σήμερα συμβαίνει τό ἐνδιαφέρον γιά τόν Ἡσυχασμό νά βρίσκεται σέ ἄνοδο. Ἔχουν
μεταφρασθεῖ πολλά σχετικά ἔργα σέ ξένες γλῶσσες καί ὑπάρχουν πολλοί ἑτερόδοξοι
πού γίνονται Ὀρθόδοξοι ἐξ αἰτίας τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Γιατί; Γιατί εἴπαμε ὁ Ἡσυχασμός
εἶναι ἡ θεραπευτική μέθοδος, εἶναι ἡ ἰατρική τῆς ψυχῆς. Λέγοντας ἡσυχασμό
ἐννοοῦμε τόν τρόπο ζωῆς πού διδάσκουν τά μοναστήρια, τήν μετάνοια, τήν
κάθαρση, τά δάκρυα, τήν ἐξομολόγηση, τήν ἄσκηση, τή νηστεία, τήν ἀγρυπνία καί
κυρίως καί προπάντων τήν νοερά προσευχή καί τήν ἡσυχία. Αὐτός εἶναι ὁ
Ἡσυχασμός, ἡ περικοπή ὅλων τῶν περιττῶν. Αὐτή εἶναι ἡ ἡσυχαστική μέθοδος καί
ἔτσι μπορεῖ νά θεραπευτεῖ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Συμβαίνει ὅμως νά εὐρισκώμεθα σέ μία καμπή στό θέμα αὐτό καί γίνεται μία
διαμάχη, μία παρασκηνιακή διαμάχη, πού ὁ φοιτητικός κόσμος δέν ἀντιλαμβάνεται
καί ἡ ὁποία φθάνει μέχρι τήν κατασυκοφάντηση ὄχι μόνο θεολογικῶν θεμάτων, ἀλλά
καί μή θεολογικῶν θεμάτων, μέ σκοπό τήν ἐξασθένηση τῆς ἀνόδου αὐτῆς τοῦ
Ἡσυχασμοῦ. Γι’ αὐτό ὑπῆρχαν ἀκόμα καί καθηγητές Πανεπιστημίου πού ἔβριζαν τόν
Ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ὁ ὁποῖος μιλάει γιά ἄκτιστο Φῶς, γιά ἀδιάλειπτη
προσευχή κ.λ.π. Ἕνας μάλιστα ἔλεγε «Κι ἐσύ ἅμα τρίψεις τά μάτια σου, θά βλέπεις
ἀστεράκια. Ἔτσι ἔκανε καί ὁ Ἅγιος Συμεών καί νόμιζε ὅτι ἔβλεπε Φῶς». Τέτοιες
βλασφημίες ἔλεγαν, Ὀρθόδοξοι -ὑποτίθεται- καθηγητές Πανεπιστημίου. Ὑπάρχουν
μέχρι σήμερα τέτοιοι καί οἱ ἀπόγονοί τους, οἱ ὁποῖοι πολεμᾶνε τόν Ἡσυχασμό καί οἱ
λεγόμενοι ‘μεταπατερικοί θεολόγοι’ πού θέλουν νά βγάλουν ἀπό τή μέση τούς

154
Πατέρες. Δέν τούς βολεύουν οἱ Πατέρες στόν Οἰκουμενισμό πού θέλουν νά
ἐπιβάλλουν.
Ὑπάρχει λέει ἐδῶ συγκεκριμένα ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης, κύκλος τῶν Ἀθηνῶν πού
προσπαθεῖ μέ συνθήματα νά χλευάσει τόν Ἡσυχασμό. Διότι αὐτοί, πού εἶναι πίσω
ἀπό αὐτά τά συνθήματα, δέν εἶναι ἱκανοί ἐπιστημονικῶς νά κάνουν σοβαρή
θεολογική συζήτηση ἐπάνω στήν ἱστορία τῶν δογμάτων καί στήν δογματική
διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά εἶναι φορεῖς τοῦ πνεύματος
ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν, πού γίνονται σέ Προτεσταντικούς κύκλους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν
τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις γιά τήν ἔρευνα τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς διαθήκης
ἀπό τούς Ὀρθοδόξους.
Γιά νά ἑρμηνευτεῖ σωστά ἡ Ἁγία Γραφή θά πρέπει ὁ ἑρμηνευτής νά εἶναι θεόπτης, νά
εἶναι θεοφόρος, νά ἔχει ἐνεργό μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά ἔχει θεογνωσία γιά
νά μπορέσει νά θεολογήσει. Ἤ τουλάχιστον, ἄν δέν εἶναι σ’ αὐτά τά μέτρα, νά εἶναι
«ἑπόμενος τοῖς ἁγίοις Πατράσι», δηλαδή νά ἀκολουθεῖ ὅ,τι ἔχουν πεῖ οἱ Ἅγιοι
Πατέρες.
Θέλεις νά ἑρμηνεύσεις τήν Ἁγία Γραφή; Δέν θά κάτσεις μέ ἄλλους δυό-τρεῖς-πέντε
νά κάνετε ἕναν κύκλο καί νά πεῖτε τί σκέφτεστε μέ βάση τό χωρίο. Θά πρέπει νά
μελετήσεις τόν Ἅγιο Ἰωἀννη τόν Χρυσόστομο, τόν Μέγα Βασίλειο, τόν Ἅγιο
Κύριλλο τί ἔχουν πεῖ. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γράψει ὑπομνήματα, δηλαδή ἔχουν
ἑρμηνεύσει λέξη ἐπί λέξη ἔχοντας τό Ἅγιο Πνεῦμα μέ τό ὁποῖο γράφτηκε ἡ Ἁγία
Γραφή καί μποροῦν αὐθεντικά νά ποῦν τί ἐννοεῖ στό συγκεκριμένο χωρίο τό Ἅγιο
Πνεῦμα. Οἱ Προτεστάντες ὅμως τί κάνουν; Λένε «καί ἐγώ φωτισμένος ἀπό τόν Θεό
εἶμαι καί εἶμαι ἱερέας», γιατί λένε ὅτι ἔχουν τήν γενική ἱερωσύνη. Μπορεῖ νά τούς
φωτίσει τή μία μέρα νά ποῦνε α καί τήν ἄλλη μέρα νά ποῦνε –α τό ἀντίθετο, καί εἶναι
νόμιμο αὐτό. Δηλαδή σχιζοφρένεια. Γι’ αὐτό καί ἔχουν φτάσει νά εἶναι κάπου 23000
προτεσταντικές «ἐκκλησίες». Φυσικά δέν εἶναι ἐκκλησίες, ἀλλά ἁπλῶς θρησκευτικές
ὁμάδες καί ὁ καθένας θεωρεῖ ὅτι ἔχει τήν ἀλήθεια ἤ ἔστω ἕνα μέρος τῆς ἀλήθειας.
Ἀλλά τέτοιοι φορεῖς προτεσταντικοῦ πνεύματος ὑπάρχουν καί στήν Ὀρθοδοξία, πού
λένε «ἐγώ ἔτσι νομίζω, ἔτσι σκέφτομαι, τό γράφω».
Ἐκσφενδονίζουν λοιπόν συνθήματα καί γίνεται κατασυκοφάντησις τῶν ἡγετῶν τοῦ
Ἡσυχασμοῦ στήν Ἑλλάδα καί στό ἐξωτερικό. Πρόσφατα κατασυκοφαντήθηκε πάρα
πολύ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀπό ἐπώνυμους, πολύ μεγάλους (Γιανναράς
κλπ, λέμε καί ὀνόματα νά τά ξέρουμε), τούς λεγόμενους μεταπατερικούς καί
νεορθόδοξους, οἱ ὁποῖοι χτυπᾶνε τούς Πατέρες. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
κατεξοχήν συκοφαντήθηκε γιά τά δύο βιβλία ‘Ἐξομολογητάριο’ καί ‘Πηδάλιο’ πού
ἔγραψε, τά ὁποῖα εἶναι φραγμός στά σχέδιά τους, γιατί εἶναι βιβλία ὁδηγοί γιά τούς
Πνευματικούς καί γιά τούς ἀνθρώπους πού θέλουν νά ζήσουν κατά Θεόν. Στό
Πηδάλιο ἔχει μέσα ὅλους τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνευμένους, πού εἶναι
ὁδηγίες ζωῆς γιά ἕναν ὀρθόδοξο χριστιανό καί προκειμένου νά φύγει ἀπό τή μέση τό
Πηδάλιο, συκοφαντοῦν τόν Ἅγιο Νικόδημο ὅτι δέν ἦταν Ὀρθόδοξος κ.λ.π.
Αὐτοί ἐπίσης προσπαθοῦν νά βραχυκυκλώσουν καί τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία ἐδῶ στήν

155
Ἑλλάδα, ἡ ὁποία ἔχει ἤδη θέση ὑπέρ τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Μάλιστα ἕνας ἐκ τῶν
ἐπισκόπων της, ὁ Κορίνθου Παντελεήμων Καρανικόλας -ἔχει κοιμηθεῖ τώρα- ἔχει
κάνει πολλή ἐργασία ἐπάνω στά Πατερικά κείμενα. Αὐτός ἔχει συντάξει «Κλεῖδες»
τῶν Ἱερῶν Κανόνων -δηλαδή πῶς μπορεῖ κανείς εὔκολα νά βρεῖς κάποιον κανόνα–
καί ἔχει μεταφράσει τό βιβλίο «Οἱ περιπέτειες ἑνός Προσκυνητοῦ», ἕνα εὐχάριστο
βιβλίο γιά τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τόν Ἡσυχασμό. Ὁπότε ἡ ἴδια ἡ Ἱεραρχία τῆς
Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ἔχει ταχθεῖ στό πλευρό τῶν ἡγετῶν θεολόγων γιά τήν
ἀναβίωση αὐτῆς τῆς Ἡσυχαστικῆς παραδόσεως.
Παρά ταῦτα γίνεται μία ἀντίθετη προσπάθεια ἀπό ἐκείνους τούς ἄλλους, τούς
φιλοσοφοῦντας καί ἐσχατολογοῦντας. Ἐνῶ οἱ πραγματικοί ἐσχατολογοῦντες εἶναι οἱ
ἡσυχάζοντες (ὄχι ἐφησυχάζοντες). Δηλαδή ὄχι αὐτοί πού δέν προβληματίζονται, δέν
σκέπτονται, ἀλλά αὐτοί πού ἡσυχάζουν. Ὁ ἡσυχαστής εἶναι ὁ πιό δραστήριος
ἄνθρωπος. Ἡσυχασμός δέν σημαίνει ἀπραξία. Ἀντίθετα σημαίνει ἔντονη
δραστηριότητα τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος φωτίζεται ἀπό τόν Θεό, διευρύνεται
καί πονάει καί προσεύχεται γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Αὐτός εἶναι καί ὁ πραγματικά
ἐσχατολογών. Ἐσχατολογών εἶναι αὐτός πού μιλάει γιά τά ἔσχατα, γιά τή Δευτέρα
Παρουσία καί γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά αὐτό δέν θά ἔρθει στό μέλλον γιατί ὁ
Χριστός εἶπε: «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. 17,21). Εἶναι μέσα
σας λέει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο λένε καί οἱ ἡσυχαστές ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ εἶναι μέσα μας, γιατί ποιά εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα,
τό ὁποῖο πήραμε μέ τό Βάπτισμα καί τό Χρίσμα. Πρέπει νά ἀνακαλύψεις αὐτή τήν
κρυμμένη Βασιλεία. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος ὅλες αὐτές τίς παραβολές, γιά νά σκάψει
ὁ ἄνθρωπος μέσα του μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί νά βρεῖ αὐτή τήν κεκρυμμένη
βαπτισματική χάρη. Ἑπομένως βρίσκει τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, φτάνει δηλαδή καί ζεῖ
τά ἔσχατα. Αὐτά εἶναι τά ἔσχατα ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέει ὁ π. Ἰωάννης
ὅτι οἱ Ἡσυχαστές εἶναι οἱ ἐσχατολογοῦντες, πού μιλᾶνε γιά τά ἔσχατα καί ζοῦνε τά
ἔσχατα.
Ἡ πραγματική Ὀρθόδοξη Ἐσχατολογία εἶναι ὁ Ἡσυχασμός. Αὐτοί λοιπόν φέροντες
ὡς πρόσχημα δῆθεν κοινωνικοπολιτικά θέματα κρύβουν τήν βρωμηοσύνη τους γιά
νά θάψουν τήν Ρωμηοσύνη μας. Ἐδῶ παίζει μέ τίς λέξεις ἀλλά εἶναι ἀλήθεια. Γιατί
πίσω ἀπό ὅλες αὐτές τίς κινήσεις τῶν μεταπατερικῶν -ἀντιπατερικῶν οὐσιαστικά-
θεολόγων, τῶν ἀντι-ἡσυχαστῶν, αὐτῶν πού πολεμοῦν τόν Ἡσυχασμό κρύβεται μία
διεφθαρμένη ζωή, γιά νά λέμε τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους. Γι’ αὐτό λέει τήν
βρωμηοσύνη τους τήν κρύβουν γιά νά θάψουν τήν Ρωμηοσύνη τους, νά θάψουν τόν
Ἡσυχασμό καί τόν φορέα της πού ἦταν ἡ Ρωμηοσύνη, μέ πρόσχημα δῆθεν
κοινωνικοπολιτικά θέματα, γιατί λένε αὐτοί οἱ μεταπατερικοί: «Ἔχουν ἀλλάξει οἱ
πολιτισμικές συνθῆκες, οἱ κοινωνικοπολιτικοοικονομικές συνθῆκες. Ἀφοῦ ἄλλαξαν
αὐτά τά δεδομένα, πρέπει νά ἀλλάξουμε καί τήν πίστη μας, νά ἀλλάξουμε τήν
Θεολογία μας, νά ποῦμε καινούρια πράγματα τά ὁποῖα εἶναι ‘μετά τούς πατέρες’. Δέν
μᾶς χρειάζονται οἱ Πατέρες, θά ποῦμε ἐμεῖς ἄλλα. Πατέρες εἴμαστε», τολμοῦν νά
ποῦν κάποιοι ἀπό αὐτούς. Μά δέν γίνεσαι ἔτσι Πατέρας μέ τό πού θά τό πεῖς,
Πατέρας γίνεσαι ὅταν φτάσεις στή θέωση καί στή θεογνωσία. Οἱ Κανόνες τῆς

156
Ἐκκλησίας εἶναι διαχρονικοί, δέν ἦταν μόνο γιά ἐκείνη τήν ἐποχή, ἀλλά γιά πάντοτε
καί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἔλεγε ἄλλα τότε καί ἄλλα τώρα γιατί εἶναι τό πνεῦμα τῆς
ἀληθείας καί ἡ ἀλήθεια εἶναι μία. Δέν εἶναι πολλές ἀλήθειες καί μάλιστα ἡ μία νά
ἀντιφάσκει στήν ἄλλη, τότε δέν εἶναι ἀλήθεια.
Ἡ πραγματική λοιπόν ἐσχατολογία εἶναι ὁ Ἡσυχασμός καί ὑπάρχει αὐτή ἡ
διεφθαρμένη ζωή στούς ἀντι-ἡσυχαστές πού προσπαθοῦν νά θάψουν τή Ρωμηοσύνη.
Γι’ αὐτό νά μήν εἶστε ἀφελεῖς. Ὁ Χριστός εἶπε νά εἴμεθα φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καί
ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί». Αὐτή ἡ φρονιμάδα τοῦ ὄφεως ἔγκειται ἀκριβῶς στό νά
φυλάγει κανείς τό κεφάλι του, ὅπως τό φίδι φυλάει τό κεφάλι του καί τό βάζει κάτω
ἀπό μιά πέτρα ὅταν κινδυνεύει. Γιατί ξέρει ὅτι, ἄν χτυπήσει κάπου ἀλλοῦ ἤ κοπεῖ ἕνα
κομμάτι ἀπό τό σῶμα του, τό ἀναπαράγει καί ζεῖ, ἀλλά ἄν τό χτυπήσουν στό κεφάλι,
πεθαίνει. Ἔτσι καί οἱ πιστοί πρέπει νά φυλᾶνε πάνω ἀπ’ ὅλα τήν ὀρθή πίστη, τήν
ὀρθόδοξη πίστη, τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Ἡ ὀρθή δόξα δηλαδή γιά τόν Θεό εἶναι τό
κεφάλι μας. Εἶναι τό σπουδαιότερο. Σήμερα βλέπετε πῶς καλλιεργεῖται μία μείωση,
ἕνας -ὅπως τόν λένε- μινιμαλισμός στό δόγμα. Δηλαδή σμικρύνουμε τήν σημασία
τοῦ δόγματος, τήν μειώνουμε συνεχῶς καί λένε «Ἄσε τά δόγματα τώρα, μήν εἶσαι
φανατικός, νά δοῦμε αὐτά πού μᾶς ἑνώνουν. Τό δόγμα μᾶς χωρίζει». Ἀλλά τό δόγμα
εἶναι ἡ βάση καί εἶναι καί ἡ περιφρούρηση τῆς ζωῆς. Δηλαδή ἄν δέν ἔχεις τό σωστό
δόγμα, δέν ἔχεις τά πλαίσια τῆς σωστῆς ζωῆς. Καί ἄν χάσεις τό σωστό δόγμα, δέν
ξέρεις πῶς νά κινηθεῖς. Χάνεις τή θεραπεία καί τή θεραπευτική συνταγή γιά νά
φτάσεις στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτά λοιπόν γιά τή Φραγκοκρατία καί τόν
Ἡσυχασμό.
Ἔχει τώρα ἕνα κεφάλαιο ὁ π. Ἰωάννης περί «συντηρητικῶν» καί «φιλελευθέρων».
Ἔχουν τώρα ἐκσφενδονίσει ἐναντίον τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς παραδόσεως αὐτῆς τοῦ
Ἡσυχασμοῦ τήν ὀνομασία «συντηρητικοί». Τό λένε καί μέχρι σήμερα καί ἕνας πού
θέλει νά εἶναι πιστός στήν Ἐκκλησία, μιά κοπέλα πού θέλει νά ντύνεται σεμνά,
κάποιος νέος πού θέλει νά φυλάξει τήν καθαρότητα καί τήν ἁγνότητά του, τούς
θεωροῦν συντηρητικούς μέχρι καί ἄρρωστους, νομίζουν ὅτι χρειάζονται γιατρό. Ἐνῶ
αὐτό ὅλο εἶναι μία συκοφαντία. Ἡ ἀλήθεια εἶναι στήν ὀρθή πίστη, στήν Ὀρθοδοξία
καί στήν ὀρθή ζωή πού μᾶς δίδαξε ὁ Χριστός. Προσέξτε ἐδῶ καί κάτι ἄλλο πού λέει
ὁ π. Ἰωάννης.
– Στή Δύση ὅμως τί σημαίνει συντηρητικός;
Στή Δύση συντηρητικός εἶναι ὅποιος ταυτίζει τήν Ἁγία Γραφή μέ τήν ἀποκάλυψη
τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, στόν ἄνθρωπο. Διότι παλαιότερα οἱ Προτεστάντες καί οἱ
Παπικοί πιστεύανε στήν κατά γράμμα θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι δηλαδή ὁ
Χριστός διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπαγόρευσε στούς Προφῆτες καί Εὐαγγελιστές
κατά γράμμα τήν Ἁγία Γραφή· ὅτι οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς καθόντουσαν
σάν γραφεῖς καί ἔγραφαν ὅ,τι ἄκουγαν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τούς ἔκανε κατά κάποιο
τρόπο ὑπαγόρευση. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι σωστό. Δέν ὑπάρχει κατά γράμμα
θεοπνευστία, ἀλλά κατά πνεῦμα.
Τώρα ὅμως μέ τήν Βιβλική κριτική αὐτή ἡ γραμμή τινάχθηκε στόν ἀέρα. Οἱ

157
Προτεστάντες, ὅπως ἴσως γνωρίζετε, παραδέχονται μόνο τήν Ἁγία Γραφή κι ἔχουν
ἀπορρίψει τελείως τήν ἱερά Παράδοση καί φυσικά καί τούς Πατέρες καί τή λατρεία
καί τά Μυστήρια. Ὁπότε ὁ Προτεσταντικός κόσμος ἔχει διαιρεθεῖ σέ συντηρητικούς
Προτεστάντες καί σέ φιλελεύθερους Προτεστάντες. Συντηρητικοί εἶναι αὐτοί πού
πιστεύουν στήν κατά γράμμα θεοπνευστία, ὅτι ὁ Χριστός ὑπαγόρευε λέξη – λέξη τά
εὐαγγέλια. Οἱ φιλελεύθεροι εἶναι αὐτοί πού δέν τό πιστεύουν αὐτό.
Οἱ Λουθηρανοί εἶναι διηρημένοι σέ συντηρητικούς καί σέ φιλελευθέρους. Στήν
Ἀμερική ὑπάρχουν ξεχωριστές ἐκκλησίες Λουθηρανῶν. Οἱ μέν εἶναι φιλελεύθεροι
καί μία, ἡ τοῦ Missouri Synod, εἶναι συντηρητική. Οἱ μέν δέν δέχονται τήν Ἁγία
Γραφή ὡς ἀποκάλυψη ἀπόλυτα, ἐνῶ οἱ ἄλλοι τήν δέχονται ὡς ἀποκάλυψη ἀπόλυτα.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τούς Βαπτιστές. Οἱ μέν φιλελεύθεροι Βαπτιστές δέν
δέχονται τήν Ἁγία Γραφή κατά γράμμα ὡς θεόπνευστη καί ὡς ἀποκάλυψη, οἱ δέ
ἄλλοι τήν δέχονται ὡς ἀποκάλυψη καί ὡς θεόπνευστη κατά γράμμα. Τό ἴδιο
συμβαίνει καί μέ τούς Μεθοδιστές. Τό ἴδιο συμβαίνει σέ ὅλες τίς Προτεσταντικές
Ὁμολογίες τῆς Ἀμερικῆς. Ἔχουν δηλαδή διαιρεθεῖ σέ φιλελεύθερους καί
συντηρητικούς ἀπό αὐτήν τήν ἄποψη.
Τώρα διερωτᾶται κανείς, αὐτός ὁ διαχωρισμός μπορεῖ νά ἐφαρμοσθεῖ στήν
Ὀρθόδοξη παράδοση; Ὑπάρχουν δηλαδή Πατέρες συντηρητικοί καί Πατέρες
φιλελεύθεροι ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως; Ὑπάρχει δηλαδή κανένας Πατέρας τῆς
Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος νά διδάσκει τήν κατά γράμμα θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς;
Ὑπάρχει κανένας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος νά ταυτίζει τήν Ἁγία Γραφή μέ
αὐτήν τήν ἴδια τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως; Ὄχι, δέν ὑπάρχει κανείς. Οὔτε εἶναι πηγή
τῆς ἀποκάλυψης ὅπως λένε ἡ Ἁγία Γραφή. Πηγή τῆς ἀποκάλυψης εἶναι ὁ ἴδιος ὁ
Θεός. Ὁ Θεός εἶναι πού ἀποκαλύπτεται. Ἡ Ἁγία Γραφή ἁπλῶς καταγράφει αὐτή τήν
ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν ἔζησε ὁ κάθε θεόπτης. Οἱ Εὐαγγελιστές ὅπως
ἔζησαν τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, τήν κατέγραψαν, ὁ καθένας μέ τό δικό του
προσωπικό στύλ. Ἀφοῦ ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ στόν
ἄνθρωπο. Μάλιστα ἐξ ἀπόψεως Δογματικῆς Θεολογίας τό νά ταυτίζει κανείς τήν
Ἁγία Γραφή μέ τήν Ἀποκάλυψη, πού εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως, ἡ ὁποία
ὑπερβαίνει τά ρητά καί τά νοήματα, εἶναι καθαρή αἵρεση. Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἕνα
βιβλίο. Ἡ ἐμπειρίας τῆς θεώσεως εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ.
Λοιπόν μπορεῖ ἕνας, ὁ ὁποῖος δέχεται αὐτήν τήν Πατερική γραμμή, νά χαρακτηρισθεῖ
σύμφωνα μέ τήν παραπάνω Προτεσταντική θεώρηση ὡς συντηρητικός; Τί
συντηρητικός; Εἶναι ἡ ἀλήθεια. Οἱ φιλελεύθεροι Προτεστάντες, ὅταν ἀκοῦν γι’
αὐτήν τήν γραμμή τῶν Πατέρων, λένε: Ἆ, αὐτό εἶναι φιλελευθερισμός! Οἱ
συντηρητικοί Προτεστάντες, λένε: Ἆ, αὐτό εἶναι αἵρεσις! Δηλαδή γιά τούς
συντηρητικούς Προτεστάντες ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε αἱρετικοί, ὅσοι δηλαδή
ἀκολουθοῦμε τούς Πατέρες. Γιατί; Γιατί δέν πιστεύουμε στήν κατά γράμμα
θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Τότε θά ρωτήσει κάποιος; Ποιοί εἶναι τότε οἱ Ὀρθόδοξοι φιλελεύθεροι καί οἱ
Ὀρθόδοξοι συντηρητικοί; Ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι αὐτοί εἶναι ὅσοι θεολογοῦν
ἀντίστοιχα κατά τρόπο Προτεσταντικό. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ἔχουν χωρισθεῖ ὁρισμένοι

158
θεολόγοι στήν Ἑλλάδα σέ φιλελεύθερους καί συντηρητικούς. Οἱ φιλελεύθεροι εἶναι
ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τούς φιλελεύθερους Προτεστάντες καί οἱ
συντηρητικοί εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τούς συντηρητικούς Προτεστάντες
σ’ αὐτά τά θέματα.
Ὅμως ἡ Πατερική παράδοσις μπορεῖ νά ἐνταχτεῖ μέσα σ’ αὐτούς τούς
χαρακτηρισμούς καί μέσα σ’ αὐτά τά συνθήματα; Ὄχι, βέβαια. Ἕνας Ἡσυχαστής
θεολόγος τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας θά θεωρηθεῖ στήν Δύση ὅτι εἶναι
φιλελεύθερος. Γιατί; Διότι δέν ταυτίζει τό γραπτό κείμενο, οὔτε τά ρήματα καί
νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς μέ τήν Ἀποκάλυψη.
Λοιπόν, ἐφ’ ὅσον ἡ Ἀποκάλυψις εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως, πού ὑπερβαίνει τήν
νόηση καθώς καί τά ρητά καί τά νοητά, αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ταμπέλα αὐτή
συντηρητικός ἤ φιλελεύθερος δέν μπορεῖ νά φορεθεῖ στούς φορεῖς τῆς Ὀρθοδόξου
παραδόσεως. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες δέν εἶναι οὔτε φιλελεύθεροι, οὔτε συντηρητικοί.
Ἁπλῶς ὑπάρχουν Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν φθάσει μόνο στόν
φωτισμό καί εἶναι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἔχουν φθάσει καί στήν θέωση καί εἶναι
ἐπίσης ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ἐνδοξότεροι ἀπό τούς προηγούμενους. Γιατί εἶναι ἕνα
σκαλοπάτι ψηλότερα.
Αὐτό εἶναι Πατερική παράδοσις –οὔτε συντηρητικοί, οὔτε φιλελεύθεροι– , τό νά
φθάσει κανείς εἴτε στόν φωτισμό εἴτε στήν θέωση, ἀφοῦ περάσει πρῶτα ἀπό τόν
φωτισμό. Τίποτε ἄλλο δέν εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη παράδοσις παρά αὐτή ἡ θεραπευτική
ἀγωγή, κατά τήν ὁποία ἐπιτελεῖται ἡ κάθαρσις τοῦ νοός -μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ-, ἡ
φώτισις τοῦ νοός καί ἐν συνεχεία, ἄν θέλει ὁ Θεός, καί ἡ θέωσις τοῦ νοός καί τοῦ
ὅλου ἀνθρώπου. Ἄρα μέσα σ’ αὐτά τά πλαίσια ὑπάρχει κανένας φιλελεύθερος
φωτισμένος ἤ συντηρητικός φωτισμένος; Ὄχι, βέβαια. Διότι ἤ εἶσαι φωτισμένος ἤ
δέν εἶσαι φωτισμένος. Ἤ ἔχεις φθάσει στήν θέωση ἤ δέν ἔχεις φθάσει στήν θέωση.
Ἤ ἔχεις ὑποστεῖ θεραπεία ἤ δέν ἔχεις ὑποστεῖ θεραπεία. Δέν ὑπάρχει ἄλλη
διαφοροποίησις πέραν τούτων.
Ἐδῶ σχετικό εἶναι κι αὐτό πού λένε γιά τούς Πνευματικούς ὅτι αὐτός εἶναι αὐστηρός,
συντηρητικός ἤ φιλελεύθερος. Δέν ὑπάρχουν αὐτές οἱ διακρίσεις. Ἤ εἶσαι
θεραπευμένος Πνευματικός ἤ εἶσαι ἀθεράπευτος. Ἤ εἶσαι φωτισμένος ἤ εἶσαι
ἀφώτιστος. Κι ἄν εἶσαι ἀφώτιστος καί ἔχεις πάθη καί διεφθαρμένη ζωή, θά
δικαιολογεῖς αὐτά τά πάθη καί στά πνευματικά σου παιδιά. Καί τά πνευματικά παιδιά
στή συνέχεια θά θεωροῦν ὅτι εἶναι καλός Πνευματικός γιατί ἀναπαύει τά πάθη τους.
Ἀλλά εἶναι πράγματι καλός; Δέν εἶναι, γιατί δέν θεραπεύει. Ἕνας γιατρός πού δέν
ἔχει θεραπεύσει τόν ἑαυτό του μπορεῖ νά θεραπεύσει τόν ἄρρωστο; Ἀφοῦ δέν ξέρει
νά θεραπεύσει τόν ἑαυτό του. Πῶς μπορεῖς νά τόν ἐμπιστευτεῖς; Κι ὅμως κάποιοι
χρησιμοποιοῦν αὐτούς τούς ὅρους.
Λένε ἐπίσης «νά πᾶς σέ ἔγγαμο Πνευματικό, ὄχι σέ ἄγαμο». Ποιά εἶναι δηλαδή ἡ
διαφορά! Ἤ θά εἶναι φωτισμένος ἤ ἀφώτιστος. Τί σημασία ἔχει ἄν εἶναι ἔγγαμος ἤ
ἄγαμος; Ἔχει ἄλλο Πηδάλιο ὁ ἔγγαμος ἀπό τόν ἄγαμο; Ἔχει ἄλλο Ἐξομολογητάριο;
Τά βιβλία εἶναι τά ἴδια, οἱ Κανόνες εἶναι οἱ ἴδιοι, ἡ ζωή εἶναι ἡ ἴδια, τό Εὐαγγέλιο

159
εἶναι τό ἴδιο καί γιά τούς ἐγγάμους καί γιά τούς ἀγάμους. Δέν ὑπάρχει διαφορά, νά
μήν μπερδευόμαστε. Νά τά ξεκαθαρίζουμε αὐτά τά πράγματα: σημασία ἔχει ἡ
φώτιση, τουλάχιστον νά εἴμαστε στήν κάθαρση, δηλαδή νά εἴμαστε στή μετάνοια.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι γιά νά σωθεῖ
κανείς. Ὁ ἕνας τρόπος εἶναι νά μήν ἁμαρτάνεις. Ποιός δέν ἁμαρτάνει; Ὅλοι
ἁμαρτάνουν. Ὁ δεύτερος τρόπος εἶναι νά μετανοεῖς. Νά εἶσαι δηλαδή στήν τάξη τῶν
καθαιρομένων καί νά πολεμᾶς τά πάθη σου. Ὁ τρίτος τρόπος, ἄν δέν μετανοεῖς, νά
κάνεις ὑπομονή τίς ἐπιφορές, αὐτά πού θά σοῦ ἔρθουν δηλαδή, πού θά σοῦ στείλει ὁ
Θεός γιά νά σέ καθαρίσει, ἐφόσον βλέπει ὅτι θέλεις νά καθαριστεῖς. Δηλαδή νά
κάνεις ὑπομονή στίς διάφορες ἀδικίες, συκοφαντίες κ.λ.π. γιά νά καθαρισθεῖς καί νά
ὁδηγηθεῖς στή μετάνοια γιά νά σωθεῖς.
Ἀλλά βλέπετε πόση εἶναι ἡ βλασφήμια μας καί ἡ σκληροκαρδία μας πού, ὅταν μᾶς
τά δίνει ὁ Θεός αὐτά, ἕναν καρκίνο, μιά ἀποτυχία κλπ, ἀρχίζουμε καί βλασφημοῦμε
τόν Θεό. Αὐτό δείχνει ὅτι εἴμαστε ἀφώτιστοι καί μακριά ἀπό αὐτή τήν ἀγωγή πού
λένε οἱ Πατέρες καί εἶπε ἐδῶ ὁ π. Ἰωάννης τῆς κάθαρσης καί τῆς μετάνοιας καί
βλέπουμε τό φῶς σάν σκοτάδι. Γιατί τό ὅτι ἐπιτρέπει ὁ Θεός μιά ἀσθένεια σημαίνει
ὅτι ὁ Θεός σέ ἐπισκέφθηκε. Εἶναι ἐπίσκεψη Θεοῦ ἡ κάθε δυσκολία ἤ ἡ ἀσθένεια,
γιατί λέει ἡ Γραφή: «ὅν ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει» (Ἑβρ. 12,6). Ἐμεῖς αὐτή τήν
ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ τήν βλέπουμε ὡς κακό. Βλέπουμε τό φῶς ὡς σκοτάδι, γιατί
ἀκριβῶς δέν ὑπάρχει τό φῶς μέσα μας.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

160
Περί Θεοπνευστίας
(Πατερική Θεολογία - 13o Μέρος)

Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ
Ρωμανίδη καί ἔχουμε φτάσει σ’ ἕνα θέμα «Περί Θεοπνευστίας». Ὁ π. Ἰωάννης
ἐξετάζει τό θέμα αὐτό σέ ἀντιδιαστολή μέ τήν Παπική καί τήν Προτεσταντική
θεολογία, δηλαδή τί ἐννοοῦμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅταν μιλᾶμε γιά θεοπνευστία τῆς
Ἁγίας Γραφῆς καί τί ἐννοοῦν οἱ Προτεστάντες καί οἱ Παπικοί.

Γενικῶς, ὅταν λέμε θεόπνευστος, ἐννοοῦμε ὅτι εἶναι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ὅταν
ψάλουμε «Εὐλογητός εἶ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν», λέμε ὅτι ὁ Θεός κατέπεμψε τό
Πνεῦμα Του τό Ἅγιο εἰς τούς Ἁγίους Ἀποστόλους.

«Ἄς πᾶμε τώρα», λέει ὁ π. Ἰωάννης, «στό θέμα τῆς θεοπνευστίας. Μεταξύ τῶν
Προτεσταντῶν καί τῶν Παπικῶν ἔχει δημιουργηθεῖ ἡ ἐντύπωση, ἡ ὁποία ἔχει
ἐπηρεάσει πάρα πολύ τήν μοντέρνα Ὀρθόδοξη σκέψη, ὅτι τήν Ἁγία Γραφή ὁ Θεός
τήν ἔδωσε στήν Ἐκκλησία». Ἀλλά μέ ποιόν τρόπο; Πιστεύουν κατά κάποιον τρόπο
σάν νά ἔχει ὁ Θεός κατά γράμμα ὑπαγορεύσει τήν Ἁγία Γραφή. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι
σωστό. Τό σωστό εἶναι -νά τό ποῦμε ἐξ ἀρχῆς- ὅτι ὁ Θεός ἔχει δώσει τό Πνεῦμα Του
τό Ἅγιο καί ἡ θεοπνευστία Του εἶναι κατά πνεῦμα καί ὄχι κατά γράμμα καί ὁ κάθε
συγγραφέας, ἤ οἱ Ἅγιοι Εὐαγγελισταί, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος… μέ τίς γνώσεις πού
εἶχαν, μέ τό λεξιλόγιο πού εἶχαν, μέ τήν ἐπιστήμη τῆς ἐποχῆς, καταγράφουν αὐτά
πού τούς ἐμπνέει τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Γι’ αὐτό θά δοῦμε ὅτι μερικά πράγματα ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη τά ἔχει ἀνατρέψει,
γιατί δέν εἶναι σωστά. Ἀλλά μέ τίς τότε ἀντιλήψεις τῆς ἐπιστημονικῆς σκέψης, ἄς
ποῦμε, ἦταν σωστά. Οἱ ἄνθρωποι τά ἔγραψαν ὅπως θά μποροῦσαν νά τούς
καταλάβουν καί οἱ ἄλλοι. Γιά παράδειγμα, λέει στήν Παλαιά Διαθήκη ὅτι ὁ Ἰησοῦς
τοῦ Ναυῆ παρακάλεσε τόν Θεό καί στάθηκε ὁ ἥλιος γιά μία ἡμέρα, «καί εἶπεν
Ἰησοῦς· στήτω ὁ ἥλιος κατά Γαβαών καί ἡ σελήνη κατά φάραγγα Αἰλών» (ἸτΝ.
10,12). Καί στάθηκε ὁ ἥλιος ὡσεί ἡμέρα μία, περίπου μία ἡμέρα καί αὐτό ἔχει
ἐπαληθευτεῖ ἐπιστημονικά.

Ἀνοίγουμε μία παρένθεση, νά σᾶς πῶ ὅτι πρίν λίγα χρόνια χρειάστηκε νά κάνουν μία
ἀναδρομή στό παρελθόν οἱ ἐπιστήμονες στήν Ἀμερική, γιά νά λύσουν κάποιο
πρόβλημα ἀστρονομικό καί βρῆκαν ὅτι λείπει μία ἡμέρα ἀπό τό σύμπαν!… ἀλλά ὄχι
ἀκριβῶς μία ἡμέρα, περίπου! Πῶς ἔλειπε μία ἡμέρα; Εἶναι δυνατόν νά λείπει μία
ἡμέρα; Κι ὅμως ἔδειχναν λάθος οἱ ὑπολογιστές… καί ψάχνοντας βρῆκαν ὅτι ἦταν
αὐτή ἡ ἡμέρα, πού ὄντως λείπει, γιατί τό εἶχε ζητήσει ὁ ἅγιος Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, γιά
νά μπορέσουν νά τελειώσουν τήν νίκη τους. Γιά νά μήν εἶναι ἡ νίκη τους, ὅπως λέμε,
πύρρειος νίκη, δηλαδή ἀτελής νίκη. Πολεμοῦσαν τούς βάρβαρους καί ἐπειδή ἔπεφτε

161
ὁ ἥλιος, παρακάλεσε τόν Θεό νά μή γίνει σκοτάδι, γιά νά τελειώσει μιά καί καλή μέ
τούς ἐχθρούς. Καί στάθηκε ὁ ἥλιος! Ἀλλά ἡ ἀλήθεια ποιά εἶναι; Ὁ ἥλιος στέκεται; Ἡ
ἀντίληψη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἦταν ὅτι ὁ ἥλιος γυρίζει γύρω ἀπό τή γῆ καί πίστευαν
ὅτι ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει τό πρωί καί κατεβαίνει τό βράδυ. Σήμερα, ὅμως, ξέρουμε ἀπό
τήν ἐπιστήμη ὅτι ἰσχύει τό ἀνάποδο, ἡ γῆ γυρίζει γύρω ἀπό τόν ἥλιο. Τότε αὐτές
ἦταν οἱ ἐπιστημονικές γνώσεις. Θά ποῦμε ὅτι δέν εἶναι θεόπνευστος ὁ Ἰησοῦς τοῦ
Ναυῆ, ὁ συγγραφέας τοῦ Βιβλίου αὐτοῦ; Ἤ ὁ Μωυσῆς; Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι τά
πράγματα, χρησιμοποιοῦν τίς γνώσεις τῆς ἐποχῆς. Τό σημαντικό δέν εἶναι νά μᾶς
δώσουν ἐπιστημονικές γνώσεις, ἀλλά αὐτό πού ἔχει σημασία καί πρέπει νά
προσέχουμε στήν Ἁγία Γραφή εἶναι τό πνεῦμα. Τό πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού
εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό Ὁποῖο μᾶς δίνει τόν τρόπο πού πρέπει νά ζήσουμε, τήν
ταπείνωση, τήν ἀγάπη, τήν ὑπομονή, τήν συγχωρητικότητα, τήν ἀνιδιοτέλεια, ὅλα
αὐτά.

Λέει λοιπόν ὁ π. Ἰωάννης, ὅλοι, καί οἱ Προτεστάντες καἱ οἱ Παπικοί καί οἱ


Ὀρθόδοξοι, συμφωνοῦν ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε τήν Ἁγία Γραφή στήν Ἐκκλησία. «Οἱ
Ὀρθόδοξοι καί οἱ Παπικοί συμφωνοῦν στό ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε καί τήν Ἱερά Παράδοση
στήν Ἐκκλησία», ἡ ὁποία Ἱερά Παράδοση εἶναι κάτι εὐρύτερο, περικλείει τήν Ἁγία
Γραφή. Οἱ Προτεστάντες ἔχουν ἀπορρίψει τήν Ἱερά Παράδοση. Ὅταν λέμε Ἱερά
Παράδοσις ἐννοοῦμε ὄχι μόνο τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά καί τούς Κανόνες τῆς
Ἐκκλησίας, τίς Ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού εἶναι ἀλάθητες, τήν
λειτουργική πράξη, τά λειτουργικά κείμενα, τήν Θεία Λειτουργία δηλαδή, τούς
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα αὐτά τά λέμε Ἱερά Παράδοση. Καί στήν μετά Χριστόν
ἐποχή ὑπῆρχε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε Ἁγία Γραφή. Ἡ Ἁγία Γραφή γράφτηκε
ἀργότερα, τό 60 μ.Χ., τό 70 μ.Χ., τό 100 μ.Χ. Μέχρι τότε τί γινόταν; Δέν ὑπῆρχε
Ἐκκλησία; Πῶς δέν ὑπῆρχε; Καί μάλιστα λειτουργοῦσε κατά πρότυπο τρόπο. Μετά
ἐκκοσμικεύτηκε καί ἔχουμε φτάσει ἐδῶ πού εἴμαστε σήμερα.

Ἑπομένως δέν εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή πού κάνει τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία πού
μᾶς ἔδωσε τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει μέσα της τό Ἅγιο Πνεῦμα,
ἔχει τούς φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι φωτισμένοι ἀπό τό
Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς ἔδωσαν αὐτό τό βιβλίο, τήν Ἁγία Γραφή. Ὁ Χριστός μας μᾶς
ἔδωσε τήν Ἐκκλησία καί θά λέγαμε παράγωγο προϊόν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Ἁγία
Γραφή. Εἶναι ἡ καταγραμμένη ἐμπειρία τῶν Ἁγίων καί εἶναι ἕνα μέρος τῆς Ἱερᾶς
Παράδοσης. Μέχρι τότε τί ἔκαναν οἱ χριστιανοί; Ὑπῆρχε ἡ προφορική παράδοση.
Θυμόντουσαν καί ἔλεγαν «αὐτό μᾶς εἶπε ὁ Χριστός», τά ξαναέλεγαν κ.λ.π. Γιά νά
μείνουν ὅμως καί στίς ἑπόμενες γενιές, τά κατέγραψαν. Ἔτσι ἔχουμε τά Εὐαγγέλια
καί ὅλη αὐτή τή σύνοψη τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ μας, τήν Ἁγία Γραφή.

«Συμβαίνει ὅμως σήμερα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά ἀντιμετωπίζει ἕνα παράδοξο


φαινόμενο: Καί στήν Παλαιά Διαθήκη καί στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί στήν
Παράδοση συναντᾶ κανείς ἀπόψεις, τίς ὁποῖες ἐδῶ καί τουλάχιστον 150 χρόνια ἡ
ἐπιστήμη ἀπέδειξε λανθασμένες μέ τήν πρόοδο στήν ἔρευνα πού εἶχαν κατ’ ἐξοχήν οἱ

162
θετικές ἐπιστῆμες». Σᾶς εἶπα ἕνα παράδειγμα προηγουμένως. Ἕνα ἄλλο παράδειγμα
εἶναι ἡ ἡλικία τοῦ σύμπαντος. Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς λέει ὅτι εἶναι 7.500 χρόνια, ἐνῶ οἱ
ἐπιστήμονες λένε ὅτι εἶναι ἑκατομμύρια χρόνια. Αὐτό δέν ἅπτεται δογματικοῦ
θέματος. Εἶναι ἡ γνώση πού ὑπῆρχε τήν ἐποχή ἐκείνη. Οὔτε σημαίνει ὅτι ἡ Ἁγία
Γραφή δέν εἶναι θεόπνευστη.

«Στήν Φραγκική Παράδοση πού ἀκολούθησε τόν Αὐγουστίνο, ἡ Ἀποκάλυψις


ταυτίσθηκε μέ τήν ἀποκάλυψη νοημάτων ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
Μάλιστα, ὄχι μόνο νοημάτων, ἀλλά καί ρητῶν, δηλαδή ὅρων καί λέξεων, πού
συνοδεύουν τά νοήματα αὐτά». Μέ ἁπλά λόγια, ὁ Θεός, κατά τούς Φράγκους, ἔλεγε
στό μυαλό τῶν Εὐαγγελιστῶν νοήματα, ἀλλά καί λέξεις, «νά γράψεις αὐτό τό
πράγμα», ὑπαγόρευση δηλαδή. Ἀλλά αὐτό, ὅπως εἴπαμε, δέν εἶναι σωστό. «Ἄν
δεχθεῖ κανείς αὐτήν τήν ἄποψη, τήν κατά γράμμα θεοπνευστία τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
κατά τήν ὁποία ὁ Θεός νά ὑπαγορεύει τρόπον τινά τά ρητά καί τά νοήματα στούς
συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς» ὁπωσδήποτε εἶναι λανθασμένη, γιατί τότε οἱ
ἐπιστημονικές γνώσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης πού ἔχουν ἀναιρεθεῖ ἀπό τίς σημερινές,
ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι θεόπνευστη.

«Ἐπειδή λοιπόν ἡ δυτική θεολογία ἀκολούθησε αὐτή τήν γραμμή, προκλήθηκε


μεγάλο πρόβλημα μέ τήν ἐμφάνιση τῆς μοντέρνας ἐπιστήμης, ἡ ὁποία ἀνέτρεψε
ὡρισμένες θέσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως π.χ. τήν ἡλικία τοῦ κόσμου, ὁπότε εἶναι
σάν νά ἀποδεικνύεται ψεύστης ὁ Θεός σέ ἐκεῖνα πού ὁ ἴδιος ὑπαγόρευσε,
παλαιότερα». Γιατί, ἀκριβῶς, ἔχουν λανθασμένη ἀντίληψη γιά τήν θεοπνευστία, ὅτι ἡ
θεοπνευστία εἶναι κατά γράμμα.

«Ἡ κοινή ἄποψις πού ἔχει ἐπικρατήσει περί θεοπνευστίας εἶναι ὅτι τό ἔργο τῆς
θεοπνευστίας περιορίζεται μόνο σέ ὅ,τι ἔχει κατατεθεῖ μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Ὅταν
λέμε θεοπνευστία, ἔρχεται ἀμέσως στόν νοῦ μας ἡ Ἁγία Γραφή».Ἄλλο λάθος αὐτό
πού τό ἔχουν υἱοθετήσει κατεξοχήν οἱ Προτεστάντες. Λένε μόνο Ἁγία Γραφή. Τίποτα
ἄλλο. Μά δέν εἶναι μόνο ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι καί ἡ Ἱερά Παράδοση θεόπνευστη.
Ὄχι, λένε, δέν εἶναι θεόπνευστη ἡ Ἱερά Παράδοση… αὐτά τά ἔφτιαξαν οἱ παπάδες.
Αὐτό εἶναι τό μεγάλο τους λάθος. Ὁπότε ἀπορρίπτουν τήν Παναγία, τήν παρθενία
τῆς Θεοτόκου κ.λ.π. Τήν βρίζουν τήν Παναγία μας οἱ Προτεστάντες, γιατί λένε:
Γράφει στήν Ἁγία Γραφή γιά τό ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου; Δέν γράφει. Ἄρα, ἀφοῦ
δέν γράφει, δέν ὑπάρχει ἀειπάρθενο στήν Θεοτόκο. Φτάνουν σέ τέτοιες βλασφημίες
θεωρώντας μόνο τήν Ἁγία Γραφή θεόπνευστη. Ἐπειδή πάλι ἀπορρίπτουν τήν Ἱερά
Παράδοση, ἀπορρίπτουν τίς ἱερές εἰκόνες. Κι ὅμως ὑπῆρχαν εἰκόνες! Ἡ πρώτη
εἰκόνα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, «ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1,15), λέει ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ Χριστός εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατρός. Ἀλλά ἔχουμε καί τόν Ἅγιο
Λουκᾶ τόν Εὐαγγελιστή, ὁ ὁποῖος ἔκανε τίς πρῶτες εἰκόνες τοῦ Κυρίου καί τῆς
Θεοτόκου. Κι αὐτοί λένε ὅτι δέν ὑπῆρχαν εἰκόνες. Βλασφημοῦν καί τίς εἰκόνες. Καί
πολλά, πολλά ἄλλα πράγματα. Βλέπετε ποῦ μπορεῖ νά φτάσει κανείς, ἄν ξεκινήσει
ἀπό λάθος βάση…

163
«Ὅταν λέμε θεοπνευστία, ἔρχεται ἀμέσως στόν νοῦ μας ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Προφῆτες
καί οἱ Ἀπόστολοι. Ἄν τώρα κανείς εἶναι καί συντηρητικός, θά ἔλθει στό μυαλό του
καί καμμία Οἰκουμενική Σύνοδος, ἐκτός ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Διότι γιά ἕναν τέτοιον
ἄνθρωπο καί οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι θεόπνευστες. Καί ἄν
εἶναι περισσότερο συντηρητικός, φέρνει στόν νοῦ του καί τούς Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας. Ἄν εἶναι ἀκόμη πιό συντηρητικός, φέρνει στόν νοῦ του καί τούς
Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, τήν Λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί τά ράσα καί τά
καλυμμαύχια… Αὐτός ὁ τελευταῖος εἶναι πλήρως συντηρητικός». Αὐτό μᾶλλον τό
λέει εἰρωνικά, γιατί εἶναι ὄντως θεόπνευστα ὅλα αὐτά. Ἀλλά οἱ Προτεστάντες,
αὐτούς πού τά πιστεύουν αὐτά, τούς λένε συντηρητικούς. Ὅπως καί ἐμᾶς σήμερα
πού πᾶμε στήν Ἐκκλησία κ.λ.π. μᾶς λένε φανατικούς, συντηρητικούς… Ἤ τούς
ἀνθρώπους πού δέν ἀποδέχονται τήν ἀνηθικότητα, τήν «ἐλεύθερη» ζωή καί τίς
«ἐλεύθερες» σχέσεις, τούς λένε συντηρητικούς.

Ὑπάρχει ἡ λέξη φιλελεύθερος καί συντηρητικός ἀπό τούς Προτεστάντες, τά


ἐξηγήσαμε στό προηγούμενο μάθημα, πού ὅμως στούς Προτεστάντες ἔχει ἄλλη
ἔννοια, ὅτι εἶναι προσκολλημένος στό γράμμα. Ἐμεῖς δέν εἴμαστε προσκολλημένοι
στό γράμμα, δέν θεωροῦμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι κατά γράμμα θεόπνευστη, ἀλλά
στό πνεῦμα καί θεωροῦμε θεόπνευστα καί τά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά καί
τούς ἱερούς Κανόνες καί δέν μποροῦμε νά τούς καταπατοῦμε. Ὑπάρχει μία τάση
σήμερα νά παραθεωροῦνται οἱ Κανόνες καί νά βρίζεται ὁ Ἅγιος Νικόδημος, πού
ἔγραψε τό Πηδάλιο, πού συγκέντρωσε ὅλους τούς Κανόνες καί τό Ἐξομολογητάριο,
ὅπου γράφει ποιές εἶναι οἱ συνέπειες τῶν ἁμαρτιῶν.

Τά ἐπιτίμια πού βάζει ὁ Πνευματικός δέν εἶναι τιμωρία. Ἡ Ἐκκλησία δέν τιμωρεῖ.
Εἶναι ὁ χρόνος πού χρειάζεται κανείς, γιά νά θεραπευτεῖ. Ὅπως στά σωματικά
νοσήματα, μπορεῖ νά χρειαστεῖς λ.χ. γιά τήν φυματίωση καί ἕναν χρόνο νά πάρεις
θεραπεία, μέχρι νά φύγει ἡ φυματίωση ἀπό μέσα σου. Δέν σέ τιμωρεῖ ὁ γιατρός
ἐπειδή ἀρρώστησες, ἀλλά σέ θεραπεύει καί σοῦ λέει ‘πρέπει νά πάρεις τά φάρμακα
γιά ἕναν χρόνο, ἄν τά πάρεις γιά δέκα μέρες δέν θά γίνεις καλά’. Ἔτσι καί στά
πνευματικά, ἀνάλογα μέ τή βαρύτητα τοῦ ἁμαρτήματος εἶναι καί ὁ χρόνος πού
ἀπαιτεῖται γιά νά μπορέσει ἡ ψυχή νά δυναμώσει, νά θεραπευτεῖ. Ὅλα αὐτά εἶναι
θεόπνευστα. Δέν μποροῦμε νά τά καταργοῦμε.

Λόγου χάρη, ἐπικρατεῖ σήμερα μία ἄποψη πού λέει «δέν πειράζει νά κοινωνήσουν
ὅλοι». Πῶς νά κοινωνήσουν ὅλοι; Ἔ, ἀφοῦ λέει «προσέλθετε πάντες»… Λέει πάντες,
ἀλλά ὅταν λειτουργοῦσε σωστά ἡ Ἐκκλησία. Τότε πράγματι κοινωνοῦσαν ὅλοι ὅσοι
ἦταν μέσα στή Θεία Λειτουργία, γιατί ὅλοι ἦταν ἕτοιμοι. Ὅποιοι δέν ἦταν ἕτοιμοι
καί εἶχαν ἐπιτίμιο ἀπό τόν Πνευματικό, ἔφευγαν μετά τό «Τάς θύρας, τάς θύρας»,
ὅπως καί οἱ κατηχούμενοι. Τώρα δέν φεύγουνε, ἀλλά δέν σημαίνει, ἐπειδή δέν
φεύγουν, ὅτι εἶναι ἄξιοι καί νά κοινωνήσουν. Πρέπει νά ἔχουμε εὐλογία ἀπό τόν
Πνευματικό. Ἑπομένως νά εἴμαστε σύμφωνοι μέ τούς ἱερούς Κανόνες καί μέ τήν
Παράδοση, γιατί κι αὐτά εἶναι θεόπνευστα.

164
«Ἡ θεοπνευστία ἔχει ἐπικρατήσει νά θεωρεῖται ὅτι καλύπτει ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ
χώρου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἄν ὄχι ὁλόκληρο τόν χῶρο αὐτόν. Στήν σύγχρονη
Ὀρθόδοξη Θεολογία ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση. Ἐκεῖ πού συμφωνοῦν ὅλοι οἱ
Χριστιανοί εἶναι ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστη. Βάσει λοιπόν αὐτοῦ ἰσχύει
ἐκεῖνο πού ἀναφέρεται μέσα στήν Ἁγία Γραφή, ὅτι δηλαδή ὁ Χριστός ὑπεσχέθη
στούς Ἀποστόλους ὅτι θά ἔστελνε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό Ὁποῖο θά τούς ὁδηγοῦσε
«εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν». Ὁπότε ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος πού ἀποστέλλει τό
Πνεῦμα τό Ἅγιο καί Ἐκεῖνο – τό Ἅγιο Πνεῦμα – εἶναι πού ὁδηγεῖ εἰς πᾶσαν τήν
ἀλήθειαν».

Νά κάνουμε κι ἐδῶ μιά διευκρίνιση.Ὅταν λέει ὁ Χριστός μας «θά σᾶς στείλω τό
Πνεῦμα τό Ἅγιο», δέν ἐννοεῖ τό Πρόσωπο. Ὑπάρχει ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο
Πνεῦμα. Δέν στέλνει τό Πρόσωπο Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, πού εἶναι καί ἐνέργεια δική Του καί ἐνέργεια τοῦ Πατρός. Ἡ ὁποία
ἐνέργεια λέγεται κι αὐτή Ἅγιο Πνεῦμα στήν Ἁγία Γραφή. Ὅταν λοιπόν μᾶς λέει
«λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον», ἐννοεῖ πάρετε τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού εἶναι
καί ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Πατρός, εἶναι ἡ κοινή ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος,
εἶναι ἡ θεοποιός ἐνέργεια, ἡ ἐνέργεια πού μᾶς κάνει θεούς κατά χάρη. Ὅταν ὅμως
ἔχουμε τίς προϋποθέσεις, ἔχουμε τήν ταπείνωση, ἔχουμε τήν καθαρότητα καί ζοῦμε
μετανοημένοι, ἐν μετανοία.

Ὅταν λοιπόν λέει ὅτι θά σᾶς ὁδηγήσει εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθεια, ἐννοεῖ ὅτι αὐτή ἡ
ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ φωτίζει τόν ἄνθρωπο καί τοῦ ἀποκαλύπτει τήν
ἀλήθεια. Γιατί ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά μετέχει στά Πρόσωπα τοῦ Θεοῦ, στά
Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τό Πρόσωπο τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος ἤ μέ τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἤ μέ τό Πρόσωπο τοῦ Πατρός, ἀλλά
ἑνωνόμαστε μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, πού
εἴπαμε εἶναι ἡ ἴδια.

«Τώρα τίθεται τό ἐρώτημα: Σέ ποιούς ἀκριβῶς δίνει ὁ Χριστός τό Πνεῦμα τό Ἅγιο


καί ποιούς ἀκριβῶς ὁδηγεῖ στήν πλήρη ἀλήθεια;». Τό δίνει σέ ὅλους; Ὄχι, δέν τό
δίνει σέ ὅλους. Δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Θεία Χάρη σ’ αὐτούς πού θέλουν καί
ἀποδεικνύουν στήν πράξη ὅτι τό θέλουν ἀκολουθώντας τήν συγκεκριμένη διαδικασία
πού ἔχει ὁρίσει ὁ Θεός, ὄχι σέ ἐκείνους πού ἁπλῶς λένε ὅτι θέλουν. Ποιά εἶναι ἡ
συγκεκριμένη διαδικασία; Πρέπει πρῶτα-πρῶτα ὁ ἄνθρωπος νά βαφτιστεῖ, νά
χρισθεῖ, καί ἔτσι παίρνει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μετά θά πρέπει νά φυλάξει αὐτή τήν
ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα του μέ τό νά μήν ἁμαρτάνει. Καί ὄχι μόνο νά
μήν ἁμαρτάνει, νά κάνει καί τό καλό, τό ἀγαθό. Ἄν δέν μείνει στήν ἀρετή καί πέσει
στήν ἁμαρτία, θά πρέπει γιά νά ἐπανενεργοποιήσει αὐτή τήν Χάρη πού πῆρε στό
Βάφτισμα καί στό Χρίσμα, νά μετανοήσει. Θά πρέπει νά ἐξομολογηθεῖ καί νά μπεῖ
στή διαδικασία πού λέγεται μετάνοια. Ἔτσι ἔχει μέσα του ἐνεργό τό Πνεῦμα τό
Ἅγιο, τό Ὁποῖο τόν φωτίζει.

165
Ἄρα δέν εἴμαστε ὅλοι φωτισμένοι. Γιατί λένε κάποιοι: – Καί ἐγώ χριστιανός εἶμαι!
Καί ἔχει νά πατήσει μῆνες στήν Ἐκκλησία… Δέν εἶσαι χριστιανός. Ἔχεις μέν πάρει
τό Χρίσμα καί τό Βάφτισμα -κατά κανόνα οἱ Ἕλληνες εἶναι βαφτισμένοι- ἀλλά τό
ἔχεις θαμμένο κάτω ἀπό πολλά μπάζα ἁμαρτιῶν καί παθῶν. Θά πρέπει νά βγάλει
αὐτά, γιά νά φανερωθεῖ πάλι τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά εἶναι πάλι ἐν ἐνεργεία
χριστιανός. Τώρα εἶναι ἐν ὑπνώσει… κοιμᾶται, δέν εἶναι πραγματικός χριστιανός.
Γιατί; Ποῦ τό ξέρουμε; Τί λένε οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας; Ἔχεις τρεῖς Κυριακές νά
πᾶς στήν Ἐκκλησία, χωρίς λόγο;

Ὁ λόγος εἶναι νά εἶσαι ἄρρωστος, νά ἔχεις πυρετό καί νά μήν μπορεῖς νά πᾶς. Ἄν
ὅμως ἔλλειψες χωρίς λόγο, ἀπό ραθυμία, ἀπό τεμπελιά, βγαίνεις ἐκτός Ἐκκλησίας,
ἀπενεργοποιεῖς τό Ἅγιο Πνεῦμα, αὐτό θά πεῖ ἀφορίζεσαι. Αὐτό λέει ὁ Κανόνας. Νά
γιατί χρειάζονται καί οἱ Κανόνες, ὄχι γιά νά μᾶς τιμωροῦν ἤ νά μᾶς τρομοκρατοῦν,
ἀλλά γιά νά μᾶς δίνουν τό πλαίσιο τῆς σωστῆς ζωῆς. Νά μᾶς δείχνουν τά ὅρια. Ὅπως
καί στήν ἰατρική. Θέλεις νά ζήσεις; Ὑπάρχει ἕνα ὅριο στή νηστεία. Δέν μπορεῖς νά
τήν τραβήξεις ἐπ’ ἄπειρο τήν νηστεία. Τό πολύ-πολύ νά νηστέψεις σαράντα μέρες.
Μετά τίς σαράντα μέρες θά πᾶς στό νοσοκομεῖο… ἤ στό κοιμητήριο. Αὐτό εἶναι τό
ὅριο, δέν εἶναι τιμωρία. Ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία, λέει τά ὅρια, τό πολύ-πολύ νά λείψεις
μία Κυριακή, μετά τήν δεύτερη Κυριακή χάνεις τήν ἰδιότητά σου ὡς χριστιανός καί
κινδυνεύεις νά πᾶς στήν αἰώνια κόλαση.

«Οἱ Παπικοί ἀπαντοῦν καί λένε ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐδόθη κατ’ ἀρχήν στούς
Ἀποστόλους καί μέσω τῶν Ἀποστόλων τό λαμβάνουν καί ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, ὅταν
χειροτονοῦνται καί ὅτι σ’ Αὐτό μετέχουν καί οἱ παπάδες κατά κάποιον τρόπον. Αὐτή
ἡ πεποίθησις στούς Παπικούς φαίνεται καθαρά στόν τρόπο χειροτονίας τῶν
ἐπισκόπων τους, κατά τήν ὁποία λένε οἱ χειροτονοῦντες ἐπίσκοποι στόν
χειροτονούμενο: Λάβε Πνεῦμα Ἅγιον!». Ἀπό ποιόν τό λαμβάνει; Ἀπό ἐκεῖνον! Ἐδῶ
φαίνεται καί ὁ ἐγωισμός… Στήν αἵρεση, ὅπως εἶναι οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες,
ὑπάρχει ἐγωισμός. Ἐμεῖς δέν λέμε «λάβε Πνεῦμα Ἅγιο», οὔτε στό Μυστήριο τῆς
μετανοίας «ἐγώ σέ συγχωρῶ».

Ἀλλά λέμε «ὁ Θεός σέ χειροτονεῖ καί ὁ Θεός σέ συγχωρεῖ». Ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς, γιά
νά ποῦμε ‘ἐγώ σέ συγχωρῶ’; Ἐμεῖς ἁπλῶς εἴμαστε οἱ ἀγωγοί τῆς χάριτος. Βλέπετε
πῶς φαίνεται ἡ διαφορά! Παντοῦ φαίνεται ἡ διαφορά τῆς αἵρεσης ἀπό τό ὀρθόδοξο,
τήν ἀλήθεια. Φαίνεται στό ἦθος καί στό φρόνημα. Ἡ αἵρεση ἔχει μέσα ὑπερηφάνεια,
ἔχει ἐγωισμό. Ὅπως καί ὅλες αὐτές οἱ ἀνατολικές θρησκεῖες ἔχουν μέσα
ὑπερηφάνεια καί τρέφουν τήν ὑπερηφάνεια στόν ἄνθρωπο.

«Αὐτό δίνει τήν ἐντύπωση»,πού λέει λάβε Πνεῦμα Ἅγιο,«ὅτι ὁ χειροτονούμενος εἶχε
ζήσει τήν ὅλη μέχρι τότε ζωή του χωρίς Πνεῦμα Ἅγιο, τό Ὁποῖο παίρνει ἐκείνη τήν
στιγμή τῆς χειροτονίας του». Βέβαια, χωρίς νά τό θέλουν λένε τήν ἀλήθεια, γιατί δέν
ἔχουν Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀλλά καί ἐκείνη τήν ὥρα πού τό λένε, πάλι δέν παίρνουν
Πνεῦμα Ἅγιο, σ’ αὐτό τό συνοθεύλευμα πού τό ὀνομάζουν «ἐκκλησία», καί κακῶς

166
τό ὀνομάζουμε κι ἐμεῖς παπική ἤ ρωμαιοκαθολική «ἐκκλησία». Δέν εἶναι ἐκκλησία,
εἶναι μιά ὀργάνωση. Ἄν λειτουργοῦσε σωστά ὁ Παπισμός, δέν θά ἔλεγε λάβε πνεῦμα
Ἅγιο, γιατί ἤδη θά εἶχε πάρει τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁ ἄνθρωπος ἀπό τή στιγμή πού
βαφτίστηκε. Ὅταν χειροτονεῖται ἕνας ἱερέας ἤ ἕνας ἐπίσκοπος παίρνει τήν εἰδική
χάρη,γιά νά εἶναι ἱερέας ἤ ἐπίσκοπος. Ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του ἀπό τό
Βάφτισμα καί ἀπό τό Χρίσμα καί παίρνει ἐπιπλέον Χάρη.

«Τό ἑρμηνευτικό ἔργο τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἶναι ἀναμφισβήτητα ἔργο τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος». Δηλαδή δέν μποροῦμε μόνοι μας νά ἑρμηνεύσουμε τήν Ἁγία Γραφή.
Δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε μόνοι μας, χρειάζεται ἡ φώτιση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος, γιά νά
ἑρμηνεύσει σωστά τήν Ἁγία Γραφή, νά ἔχει ζωντανή προσευχή μέσα του, ζωντανό τό
Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του. Γι΄ αὐτό, οἱ κύκλοι μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ὅλα τά
συναφή, ὄχι ὅτι δέν πρέπει νά γίνονται, ἀλλά δέν πρέπει νά ὑπάρχει αὐτό τό πνεῦμα
τό προτεσταντικό, δηλαδή ἀνοίγουμε τήν Ἁγία Γραφή καί λέμε τίς σκέψεις μας.
Ποιές σκέψεις μας; Νά ποῦμε ἐμεῖς τί λέει ἡ Ἁγία Γραφή; Δέν μποροῦμε.

Ἄν θέλουμε νά λειτουργήσουμε σωστά μέσα στούς κύκλους, θά πρέπει νά πάρουμε


τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο καί νά δοῦμε τί λέει στό συγκεκριμένο κεφάλαιο
καί στίχο. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἔχει ὑπόμνημα, λέξη-λέξη, φράση-
φράση, ἑρμηνεύει ὅλο τό Εὐαγγέλιο καί ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του, ὁπότε μπορεῖ
νά τό ἑρμηνεύσει σωστά. Τώρα νά πῶ ἐγώ τήν σκέψη μου καί μετά ἡ κυρία τάδε τήν
δική της καί ὁ κύριος τάδε τήν δική του καί νά βγάλουμε συμπέρασμα; Τί
συμπέρασμα θά βγάλουμε; Θά μιλᾶμε μόνο στοχαστικά, ἐγκεφαλικά, φιλοσοφικά.
Ἀλλά ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι φιλοσοφία.Εἶναι πράξη καί ζωή καί ἑρμηνεύεται μέ τό
Πνεῦμα μέ τό ὁποῖο γράφτηκε, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα δηλαδή.

«Συνήθως στήν Ἰατρική ἐπιστήμη, ὅταν λένε ὅτι τό τάδε φάρμακο θεραπεύει τήν
τάδε ἀρρώστια, γνωρίζουν, ἀπό προηγηθεῖσες ἔρευνες καί πῶς λειτουργεῖ
θεραπευτικά τό φάρμακο αὐτό μέσα στόν ὀργανισμό. Σέ κάθε ἐπιστήμη, ὅταν λέμε
ὅτι κάτι συμβαίνει, αὐτό τό κάτι συνήθως μπορεῖ νά ἐξακριβωθεῖ. Ἐδῶ ὅμως ἔχουμε
τό ἐρώτημα: Πῶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καθοδηγεῖ, ποιούς καθοδηγεῖ καί σέ τί
συνίσταται αὐτή ἡ καθοδήγηση; Ἐκεῖνο πού λένε μερικοί ὅτι, ὅταν μία Οἰκουμενική
Σύνοδος ἀποφασίσει κάτι, αὐτό εἶναι ἀλάθητο, ἐπειδή ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι
θεόπνευστη κλπ., εἶναι σάν νά μᾶς ὑποχρεώνουν νά δεχθοῦμε ὡς ἀλάθητη
διδασκαλία ὅ,τι ἀποφασίζει καί διακηρύσσει μία Οἰκουμενική Σύνοδος. Αὐτό εἶναι
καί τό πνεῦμα περί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα».

Ἄς ποῦμε τώρα, ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδος θά εἶναι


θεόπνευστη; Δέν ξέρουμε… Θά ἐξαρτηθεῖ. Ἀπό τί θά ἐξαρτηθεῖ; Ἀπό πολλά
πράγματα. Πρῶτο καί κύριο, ἄν θά ὑπάρχουν μέσα ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι θά εἶναι
θεωμένοι ἤ τουλάχιστον θεούμενοι, δηλαδή νά πορεύονται στή θέωση. Τότε θά
ἀποφασίσουν σωστά, ὅταν λειτουργήσει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Τότε θά γίνουν καί οἱ
ἀποφάσεις τους ἀποδεκτές ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τό σύνολο τῆς

167
Ἐκκλησίας, πού εἶναι ὁ λαός. Γιατί, Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνο οἱ ἐπίσκοποι… κι αὐτό
πρέπει νά τό ξεκαθαρίσουμε μέσα μας. Τό λένε καί οἱ ἐπίσκοποι λανθασμένα στά
κείμενά τους «ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία…». Δέν εἶστε ἐσεῖς Ἐκκλησία. Ἕνα μέρος τῆς
Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἐπίσκοπος. Ἡ ὅλη Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἡ
Παναγία μας βεβαίως, ὅλοι οἱ σεσωσμένοι δίκαιοι, ὅλοι οἱ Ἅγγελοι καί μετά ὁ
κλῆρος καί ὁ λαός. Δηλαδή οἱ ἱερεῖς, ἐπίσκοποι, οἱ ποιμένες ἀλλά καί οἱ
ποιμενόμενοι, τό ποίμνιο. Ὅλοι αὐτοί εἶναι Ἐκκλησία.

Δέν μπορεῖς λοιπόν νά λές «ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία..» οὔτε ἐμεῖς πρέπει νά λέμε ὅτι
αὐτοί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, γιατί τό κάνουμε κι ἐμεῖς αὐτό τό λάθος. Λένε οἱ
δημοσιογράφοι «συναντήθηκαν οἱ ἀρχηγοί τῶν Ἐκκλησιῶν», γιά τόν Πατριάρχη καί
τόν Πάπα. Κάνουμε καί τόν Πάπα ἐκκλησία καί ὅτι εἶναι ἀρχηγός ἐκκλησίας… Μά
δέν εἶναι ἀρχηγός Ἐκκλησίας ὁ Πατριάρχης, ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ὁ
Χριστός. Ἐκτός ἄν φτιάξαμε καινούρια θεολογία.. Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, λέει, ὁ
Πατριάρχης; Ὄχι! Ὁ Χριστός εἶναι. Πρέπει νά τά ξέρουμε αὐτά, γιά νά μήν
παρασυρόμαστε καί νά μήν τρομοκρατούμαστε. Γιατί, μετά θά σοῦ πεῖ «ἀφοῦ εἶμαι
ἐκκλησία, πρέπει νά κάνεις ὑπακοή, ὅ,τι καί νά πεῖ ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νά κάνεις
ὑπακοή». Ὄχι, δέν μπορῶ νά κάνω ὑπακοή σέ ὅ,τι πεῖ ὁ ἐπίσκοπος. Θά πρέπει νά
ἐξετάσω ἄν αὐτό πού λέει ὁ ἐπίσκοπος, τό λέει καί ὁ Χριστός, ἡ Ἱερά Παράδοση καί
οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Πάπας, πού εἴπαμε εἶναι αἵρεση, ἔχει τό ἀλάθητο, γιατί ἔχει κυριαρχήσει αὐτό ὡς
δόγμα. Καί ἔχει κυριαρχήσει ὡς δόγμα, γιατί ὑπάρχει μέγας ἐγωισμός καί πρέπει νά
ξέρετε ὅτι ὁ Πάπας ὑπέρκειται καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τοῦ Παπισμοῦ.
Δηλαδή, ἄν μία Σύνοδος βγάλει μία ἀπόφαση, ἕνα δόγμα, δέν ἰσχύει μέχρι νά τό
ἐγκρίνει ὁ Πάπας. Ἄν δέν τό ἐγκρίνει καί πεῖ ‘ἐγώ δέν τό δέχομαι’, ἀπορρίπτεται.
Αὐτό εἶναι τό παπικό σύστημα. Δηλαδή ἡ ἀνώτατα ἀρχή καί αὐθεντία εἶναι ὁ Πάπας,
ἐνῶ στήν Ὀρθοδοξία ἡ ἀνώτατη ἀρχή δέν εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἤ ὁ Πατριάρχης,
ἀλλά ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος.

Πότε ὅμως; Ὅταν κι αὐτή γίνει ἀποδεκτή ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, γιατί
ἔχουμε καί Συνόδους ληστρικές, δηλαδή ἀποτυχημένες, στίς ὁποῖες δέν λειτούργησε
τό Ἅγιο Πνεῦμα καί πῆραν λανθασμένες ἀποφάσεις καί ἀπορρίφθηκαν ἀπό τήν
Ἐκκλησία καί τίς μνημονεύουμε ὡς παράδειγμα πρός ἀποφυγή καί ὄχι πρός μίμηση.
Μιά τέτοια ληστρική Σύνοδος καθήρεσε τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ἔχουμε
καί τέτοιες Συνόδους… δηλαδή μαζεύτηκαν ἐπίσκοποι καί καθήρεσαν ἕναν Ἅγιο! Τί
νά ποῦμε τώρα ὅτι αὐτή ἦταν Οἰκουμενική Σύνοδος ἤ ἦταν θεόπνευστη; Κάθε
ἄλλο… Διαβολόπνευστη ἦταν.

«Μία Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι ἀλάθητη». Ὄντως οἱ ἑφτά Οἰκουμενικές Σύνοδοι


πού ἔχουμε ἦταν ἀλάθητες, γιατί λειτούργησε ἐκεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔγιναν
ἀποδεκτές ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Καί πάλι, ὅταν λέμε τό σύνολο τῶν
πιστῶν -προσέξτε κι αὐτό- δέν σημαίνει τό 95-98% τῶν Ἑλλήνων, γιατί τό 93% ἀπό

168
τό 98% εἶναι ἀδιάφοροι. Ἀπό τούς Ἕλληνες τό 3% ἐκκλησιάζεται καί μάλιστα καί
ἀπό αὐτό τό ποσοστό πρέπει νά ξεκαθαριστοῦν οἱ πιστοί καί αὐτοί θά κρίνουν τίς
ἀποφάσεις τῶν Συνόδων τῶν ἐπισκόπων.

«Ἡ μοντέρνα Ὀρθόδοξη θεολογία μιλάει πάρα πολύ γιά θεοπνευστία. Ἀπό ὅσα ἔχω
διαβάσει, βλέπω νά μιλᾶνε περί θεοπνευστίας, ἀλλά δέν ἔχω βρεῖ περιγραφή τῆς
θεοπνευστίας. Τί σημαίνει ὅμως θεοπνευστία; Καί, ἐάν σώζεται κάπου, ποῦ σώζεται;
Θά πεῖ ὅμως κάποιος: Καλά, θεόπνευστοι ἦταν μόνο οἱ Προφῆτες καί οἱ Ἀπόστολοι;
Μετά τούς Ἀποστόλους δέν ἔχουμε θεοπνεύστους ἀνθρώπους; Δέν ἔχουμε
θεόπνευστα συγγράμματα ἐκτός τῆς Ἁγίας Γραφῆς;». Καί βέβαια ἔχουμε. Ἔχουμε
τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουμε τούς Ἁγίους καί τούς σύγχρονους Ἁγίους.
Διαβάστε π. Πορφύριο γιά παράδειγμα, νά δεῖτε πόσο ἀναπαύεται ἡ ψυχή καί
καταλαβαίνει ὅτι ὅπως τά λέει εἶναι.

Ἡ δογματική συνείδηση δέν ἐξανίσταται καθόλου σ’ αὐτά πού λέει. Τό ἴδιο καί μέ
τόν π. Παΐσιο. Δυστυχῶς ὅμως πολλές φορές μπερδεύουμε τά πράγματα, ὅπως
ὑπάρχουν καί θεολόγοι μπερδεμένοι καί παπάδες ἀκόμα καί δεσποτάδες… Κάποιοι
π.χ. λένε -μπορεῖ καί δεσποτάδες- «μήν διαβάζετε π. Παΐσιο, μόνο π. Πορφύριο».
Γιατί; Γιατί ὁ π. Παΐσιος τά λέει τσεκουράτα μερικές φορές καί ξεκάθαρα, τά θέματα
τῆς ἠθικῆς. Ἐνῶ ὁ π. Πορφύριος δέν ἀσχολεῖται τόσο μέ τά ἠθικά θέματα καί μιλάει
γιά ἀγάπη, γιά καλοσύνη… καί λένε «αὐτόν νά διαβάζετε, ἀφῆστε τόν π. Παΐσιο».
Γιατί τό λένε αὐτό; Γιατί. θέλουν νά καλύψουν τά πάθη τους. Ὑπάρχουν τά πάθη, τά
σαρκικά κατεξοχήν καί λένε «ἀφῆστε αὐτά, μήν ἀσχολεῖστε μέ αὐτά». Ἐδῶ ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος ἀσχολεῖται… ἐδῶ ὁ Χριστός μας ἀσχολεῖται καί λέει τί σημαίνει
πορνεία, τί σημαίνει μοιχεία, πῶς μπορεῖς νά πέσεις σέ μοιχεία μόνο μέ τά μάτια καί
μᾶς λέτε νά μήν ἀσχολούμαστε μ’ αὐτά;

«Ὁ Χριστός, ὅταν εἶπε ὅτι θά μᾶς δώσει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό Ὁποῖο θά μᾶς
ὁδηγήσει εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν, δέν μίλησε γιά Οἰκουμενικές Συνόδους. Δέν εἶπε
δηλαδή ὅτι αὐτό θά γίνεται στίς Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό
δηλαδή τό καινόν περί τοῦ ἀλαθήτου τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων δέν
περιλαμβάνεται μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Ὁ Χριστός εἶπε ἁπλά ὅτι τό Πνεῦμα τό
Ἅγιον θά εἶναι Ἐκεῖνο πού θά μᾶς ὁδηγήσει στήν πλήρη ἀλήθεια». Ἀλλά τί γίνεται;
Μέσα στίς Οἰκουμενικές Συνόδους ἔχουμε Ἁγίους, φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ
ὁποῖοι φωτίζοντο καί ἀποκάλυπταν τήν πᾶσα ἀλήθεια καί στό πλήρωμα τῶν πιστῶν.
Γι’ αὐτό εἶναι ἀλάθητες οἱ Σύνοδοι, γιατί ὑπάρχουν μέσα σ’ αὐτές οἱ ἄνθρωποι οἱ
θεούμενοι πού, ἐπειδή λειτουργοῦσε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα τους, ἔλεγαν τά σωστά
πράγματα καί ὄχι λανθασμένα.

Γι’ αὐτό λέγαμε ὅτι αὐτή ἡ μέλλουσα νά συνέλθει, γιά νά ἀναγνωριστεῖ ὡς


Οἰκουμενική, θά πρέπει ἐξ ἀρχῆς νά ἀναγνωρίσει ὅλες τίς προηγούμενες καί νά
ἀποδεχτεῖ τίς ἀποφάσεις τους. Δέν μπορεῖ νά πεῖ ὅτι: αὐτό πού εἶπε π.χ. ἡ ἕκτη
Οἰκουμενική Σύνοδος τώρα δέν ἰσχύει. Δέν μπορεῖ, γιατί αὐτό πού εἶπε ἡ ἕκτη
Οἰκουμενική, τό εἶπε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν μπορεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα τότε νά ἔλεγε Α

169
καί τώρα νά λέει –Α, τό ἀντίθετο, δέν γίνεται. Θά πρέπει νά ἀποδεχθοῦν καί ὅλα τά
δόγματα πού ἤδη ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία μας. Ἄν δέν τά ἀποδεχτοῦν, δέν εἶναι
Σύνοδος θεόπνευστη καί Οἰκουμενική καί ἀποδεκτή ἀπό τόν Θεό.

«Προηγουμένως ὅμως, πρίν δηλαδή ἀπό αὐτό», ὅτι θά μᾶς δώσει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο,
«εἶπε ὅτι ἐάν ἔχετε ἀγάπη μεταξύ σας, ἐγώ καί ὁ Πατέρας μου θά ἔλθουμε καί θά
κατοικήσουμε μέσα σας, καθώς ἐπίσης εἶπε ὅτι τώρα, Μέ βλέπετε, ἀλλά ἀργότερα
δέν θά Μέ βλέπετε. Ἀλλά, ἐάν ἔχετε ἀγάπη, πάλι θά Μέ βλέπετε. Καί, τό Πνεῦμα θά
ἔλθει νά κατοικήσει μέσα σας καί θά σᾶς ὁδηγήσει εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν». Αὐτά
εἶναι βασικότατα πράγματα. Τά διαβάζουμε τή Μεγάλη Πέμπτη. Ἰδιαίτερα τό πρῶτο
Εὐαγγέλιο, πού εἶναι θεολογικότατο, περιέχει αὐτά τά πράγματα καί εἶναι ὑποθῆκες
τοῦ Χριστοῦ στούς Ἀποστόλους. Καί ὁ Χριστός μας προσεύχεται γιά τήν ἑνότητα
τῶν Ἀποστόλων. Γιά ποιά ἑνότητα, γιά ποιά ἕνωση; Μήπως τῶν Ἐκκλησιῶν; Ὄχι.
Γιά τήν ἑνότητα τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.

Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός «τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς» στόν ἐν
οὐρανοῖς Πατέρα Του. Ὅταν λέει δόξα, ἐννοεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ἄκτιστη δόξα,
τήν ἄκτιστη ἐνέργεια, τήν ὁποία ὁ Χριστός τήν ἔδωσε στούς Ἁγίους Ἀποστόλους.
Γιατί; «Ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (Ἰω. 17,22). Τήν ἴδια ἐνέργεια πού ἔχει ὁ
Πατέρας καί ὁ Υἱός, τήν δίνει ὁ Χριστός καί στούς Ἀποστόλους, γιά νά γίνουν κι
αὐτοί ἕνα, ὅπως εἶναι ὁ Πατέρας μέ τόν Υἱό.

Ἑπομένως γιά νά γίνουμε ἕνα χρειαζόμαστε τό Ἅγιο Πνεῦμα, αὐτή τήν ἐνέργεια τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος καί τότε πετυχαίνει ἡ ἑνότητα καί μέσα στήν οἰκογένεια καί μέσα
στό μοναστήρι καί μέσα στήν ἐνορία καί μέσα σ’ ἕνα λεωφορεῖο, ἄς ποῦμε, πού πᾶνε
προσκύνημα… Πᾶνε προσκύνημα καί τσακώνονται μεταξύ τους, δέν ὑπάρχει
ἑνότητα. Γιατί δέν ὑπάρχει ἑνότητα; Γιατί δέν ὑπάρχει τό ἕνα πνεῦμα, τό Ἅγιο
Πνεῦμα νά τούς ἑνώνει. Τσακώνονται στίς ἐνορίες, τσακώνονται στά μοναστήρια…
καλά στίς οἰκογένειες πιά τό θεωροῦν καί φυσιολογικό. Δέν εἶναι καθόλου
φυσιολογικό. Εἶναι ἀποτυχία τῆς οἰκογένειας ὁ τσακωμός. Τό Ἅγιο Πνεῦμα πού
ὑποτίθεται πώς τό ἀκοῦς καί τό δέχεσαι καί σέ φώτισε καί σέ ἕνωσε μέ τό ἄλλο
πρόσωπο, σέ κάλεσε σ’ αὐτή τήν ἑνότητα μέσα ἀπό τό μυστήριο τοῦ γάμου.

«Τά κεφάλαια αὐτά, 14 ἕως 17, τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου κάνουν ὁλόκληρη
ἀνάπτυξη περί τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τῶν Ἀποστόλων σέ σχέση μέ τήν
ἀγάπη καί ἀναφέρουν ποιά θά εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς ἀγάπης. Ἡ πλήρης μορφή
ὅμως τῆς ἀγάπης ἀποκαλύπτεται στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως». Γιατί, ὅταν κανείς
ἀγαπήσει τόν Θεό, μετά, λέει ὁ Χριστός, θά ἔρθω Ἐγώ μέσα σου μαζί μέ τόν Πατέρα
καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, δηλαδή θέωση. Φανερώνεται καί ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός μέσα
στόν ἄνθρωπο καί θεώνει τόν ἄνθρωπο καί αὐτή «εἶναι ἡ πλήρης μορφή τῆς ἀγάπης.
Δι’ αὐτῆς τῆς ἀγάπης, πού πηγάζει ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, γίνεται ἡ πλήρης
θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου». Καί αὐτός εἶναι ὁ πραγματικά θεραπευμένος ἄνθρωπος,

170
πού δέν ἔχει οὔτε ψυχολογικά, οὔτε φοβίες, οὔτε ἀνασφάλειες, τίποτα. Ὁ θεωμένος
ἄνθρωπος εἶναι ὁ θεραπευμένος ψυχικά ἄνθρωπος.

«Ἡ ἀγάπη αὐτή ἀρχίζει νά ἐνεργεῖται, ὅταν ἔλθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα στόν
ἄνθρωπο, ὁπότε γίνεται ὁ ἄνθρωπος κατοικητήριο καί ναός τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος». Σήμερα ὅλοι μιλᾶνε γιά ἀγάπη. Ἀλλά γιά ποιά ἀγάπη μιλᾶνε; Ὄχι γιά
τήν ἀγάπη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά γιά μιά ἀγάπη ἰδιοτελή, μιά ἀγάπη ἐμπαθή,
μιά ἀγάπη πού οὐσιαστικά ἀποσκοπεῖ, ὄχι στό νά δώσεις, ἀλλά στό νά πάρεις ἀπό
τόν ἄλλον. Αὐτή ἡ ἀγάπη βέβαια τελικά δέν ἑνώνει, ἀλλά χωρίζει καί μπορεῖ νά γίνει
καί ἀπύθμενο μίσος. Καί τό βλέπουμε αὐτό σέ ἀνθρώπους πού εἶχαν τεράστια ἀγάπη
καί τρελαινόταν ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον, τελικά νά σφάζονται. Γιατί εἶναι ἀνθρώπινη
ἀγάπη καί δέν ἔχει μέσα τό Ἅγιο Πνεῦμα πού ἑνώνει πραγματικά τούς ἀνθρώπους.

«Ὅταν ἔλθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τότε στόν ἄνθρωπο κατοικεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἁγία
Τριάδα», ἀφοῦ τό Ἅγιο Πνεῦμα θά φέρει μαζί τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. «Ἀλλά πῶς
γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἔγινε ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Πῶς γίνεται αὐτή ἡ
διαπίστωσις; Ὁ ἀληθινός πνευματικός πατέρας γνωρίζει πότε ἕνα πνευματικό του
παιδί ἔχει λάβει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔχει γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔχουμε
συγκεκριμένα Πατερικά κριτήρια στό θέμα αὐτό. Ποιά εἶναι αὐτά; Ὅταν ὁ Χριστός
μιλάει γιά τήν ἔκχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν Ἐκκλησία καί στούς πιστούς, δέν
μιλάει ἀφηρημένα, δέν ἐννοεῖ ὅτι θά τό στείλει σέ ὅλην τήν Ἐκκλησία γενικά. Οὔτε
ὅτι, ἐπειδή οἱ δεσποτάδες καί οἱ παπάδες ἔχουν μία ἀλληλοδιαδοχή μέ τίς
χειροτονίες, θά τό λάβει γενικά ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Οὔτε ἐννοεῖ ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς
χειροτονίας τῶν ἐπισκόπων ὑπάρχει ὁπωσδήποτε ἡ ἐγγύησις ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο
θά κατοικεῖ μόνιμα μέσα στήν Ἱεραρχία. Βεβαίως ὑπάρχει ἡ Ἀποστολική διαδοχή,
ἀλλά ἕνας ἐπίσκοπος ἄν δέν σταθεῖ στό πνευματικό ὕψος πού πρέπει νά βρίσκεται, τό
ἀπενεργοποιεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί τήν εἰδική ἀκόμα Χάρη καί μπορεῖ νά κάνει
καί αἱρετικά πράγματα καί ἀνήθικα πράγματα καί φοβερά καί τρομερά.

«Δέν εἶναι ἡ ὕπαρξις τοῦ ἐπισκόπου ἡ ἐγγύησις ὅτι μία Σύνοδος ἐμφορεῖται ἀπό τό
Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀπόδειξις εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν μέσα στήν Ἐκκλησία πολλοί ἐπίσκοποι,
πού κατεδικάσθησαν ὡς αἱρετικοί», π.χ. ὁ Νεστόριος, ὁ ὁποῖος ἦταν Πατριάρχης καί
εἶναι καταδικασμένος, αἱρετικός, δηλαδή ἐκτός Ἐκκλησίας. «Ἄν εἶχαν ἐκεῖνοι οἱ
ἐπίσκοποι Πνεῦμα Ἅγιο, -ἐννοεῖ ἐνεργό- δέν θά ἔπεφταν σέ αἵρεση. Ἄρα, δέν εἶναι ἡ
εἰς ἐπίσκοπον χειροτονία κάποιου ἀπόδειξις οὔτε ἐγγύησις ὅτι στόν ἐπίσκοπο αὐτόν
κατοικεῖ ὁπωσδήποτε τό Ἅγιο Πνεῦμα». Καί στά δικά μας ἐπίπεδα, οὔτε ἕνας πού
εἶναι βαφτισμένος σημαίνει ὅτι ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργό, γιατί ὅταν δέν τηρεῖ
αὐτά πού λέει ἡ Ἐκκλησία, τό ἀπενεργοποιεῖ. Σᾶς εἶπα τό παράδειγμα μέ τόν
ἐκκλησιασμό. Κι ἕνα ἄλλο, πού παρατηρῶ πολύ ἔντονα στίς μέρες μας, ὑπάρχουν
ἄνθρωποι πού ἔρχονται στήν Ἐκκλησία τήν τελευταῖα ὥρα, στό Χερουβικό. Αὐτό
δέν εἶναι ἐκκλησιασμός, κοροϊδία εἶναι. Δέν ἐκκλησιάζεται αὐτός ὁ ἄνθρωπος.
Οὐσιαστικά συναριθμεῖται μέ αὐτούς πού μένουν στό σπίτι. Θά πεῖς: τότε νά μήν

171
πηγαίνω καθόλου! Ὄχι, νά διορθωθεῖς καί νά πηγαίνεις νωρίς γιά νά πάρεις τήν
Χάρη.

«Ἄρα, δέν εἶναι ἡ εἰς ἐπίσκοπον χειροτονία οὔτε ἡ Χάρις τῆς Ἀρχιερωσύνης ἐκείνη
πού ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», γιατί, εἴπαμε, ὑπάρχουν καί
αἱρετικοί ἐπίσκοποι. Ἀλλά εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ὑπάρχει ἐνεργό
στούς ἐπισκόπους καί μέσα στούς πιστούς.

«Οἱ Πατέρες λένε καθαρά ὅτι ἐδῶ ὁ Χριστός μιλάει για δύο καταστάσεις. Ἀπό τό ἕνα
μέρος μιλάει γιά τήν φώτιση καί ἀπό τό ἄλλο μέρος μιλάει γιά τήν θέωση. Ὅταν
λέγει ὁ Χριστός ἵνα πάντες ἕν ὦσι, γιά ποιούς μιλάει; Γιά τούς Ἀποστόλους βέβαια.
Παρακαλεῖ τόν Πατέρα νά γίνουν οἱ Ἀπόστολοι «ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν». Δέν
λέγει εἷς, ἀλλά ἕν. Πῶς ὅμως ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἕν;
Ἀπάντησις: Εἶναι ἑνωμένοι εἰς ἕν, κατά τήν δόξαν (ἐνέργειαν) καί κατά τήν οὐσίαν.
Κατά τά Πρόσωπα, τίς ὑποστάσεις, δέν εἶναι ἑνωμένοι. Διότι τά Πρόσωπα στήν Ἁγία
Τριάδα, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι ἀκοινώνητα μεταξύ τους». Τί θά πεῖ αὐτό τώρα;
Σημαίνει ὅτι ξεχωρίζουν τά Πρόσωπα. Εἶναι μέν ἕνας Θεός, ἀλλά εἶναι τρία
ξεχωριστά Πρόσωπα, ἔχουν τό καθένα τό δικό τους χαρακτηριστικό, ὑποστατικό
ἰδίωμα. Ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ὁ Υἱός γεννητός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορευτό.
Αὐτά εἶναι ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τοῦ κάθε Προσώπου καί εἶναι ἀκοινώνητα
μεταξύ τους. Δηλαδή δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀγέννητος καί ὁ Υἱός. Ὄχι, ὁ Υἱός εἶναι
γεννητός. Οὔτε μπορεῖ νά εἶναι γεννητός ὁ Πατέρας, ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος.
Οὔτε μπορεῖ νά εἶναι ἐκπορευτός ὁ Πατέρας, ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος. Ἐκπορευτό
εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι χαρακτηριστικό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τί σημαίνει
ἀγέννητος, γεννητός, ἐκπορευτό, δέν ξέρουμε. Τό λέμε, ὅπως μᾶς τό ἀποκάλυψε ὁ
Θεός. Μέχρι ἐκεῖ. Ἀλλά ξέρουμε ὅτι εἶναι σίγουρα διαφορετικά πράγματα. Ἄλλο
σημαίνει ἀγέννητος, ἄλλο γεννητός καί ἄλλο ἐκπορευτό.

«Τά κοινά στήν Ἁγία Τριάδα εἶναι ἡ οὐσία καί ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας, δηλαδή
ἡ δόξα. Καί κατά τί εἶναι ἕνα ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, μέ τό ὁποῖο ἕνα
καί ἐμεῖς θά γίνουμε ἕνα, δηλαδή καί μεταξύ μας καί μέ τήν Ἁγία Τριάδα; Ποιό θά
εἶναι αὐτό τό κοινό γνώρισμα; Ἀπάντησις: Εἶναι τό ἕνα κατά τήν δόξαν», κατά τήν
ἐνέργεια. Αὐτή τήν ἐνέργεια πού πρέπει νά φροντίζουμε νά ἔχουμε ὅλοι ἐνεργό μέσα
μας.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

172
Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία
(Πατερική Θεολογία - 14ο Μέρος)

Εἴθε οἱ Ἅγιοι Ἀρχάγγελοι καί Ἄγγελοι νά εἶναι βοηθοί καί σκεπασταί ἡμῶν καί νά
ἔχουμε τή Χάρη τους καί τήν εὐλογία τους, ὅπως καί ὁ αὐριανός Ἅγιος, ὁ Ἅγιος
Νεκτάριος, νά χαρίζει τήν εὐλογία του καί τήν χάρη του στούς ἑορτάζοντες καί σέ
ὅλους μας.

Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά γιά τήν θεοπνευστία στήν Ἁγία Γραφή καί γιά νά
κάνουμε μιά σύνδεση, μιλάει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γιά τήν θεοπνευστία ὡς
ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι βεβαίως ἀπροϋπόθετα σέ ὅλους, ἀλλά σ’
αὐτούς τούς ὁποίους ἔχουν προχωρήσει στήν κάθαρση, στόν φωτισμό καί στήν
θέωση. Κι ὅταν λέμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστη, ἐννοοῦμε ὅτι ἔχει, ὄχι τήν
κατά γράμμα θεοπνευστία, δηλαδή ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ὑπαγόρευε στούς
Εὐαγγελιστές, στούς Ἀποστόλους λέξη-λέξη, ἀλλά εἶναι θεόπνευστη κατά πνεῦμα.
Δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς φώτιζε καί ὁ καθένας μέ τό λεξιλόγιο καί τίς γνώσεις
πού διέθετε, ἀποτύπωνε στό χαρτί, κατέγραφε αὐτά πού τόν ἐνέπνεε τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Γι’ αὐτό ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστη.

Ἐπίσης, τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πού χαρίζει τήν ἑνότητα στήν Ἐκκλησία. Τά τρία
Πρόσωπα, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἑνωμένα εἰς ἕν κατά τήν δόξα,
κατά τήν ἐνέργεια δηλαδή, καί κατά τήν οὐσία, ἀλλά εἶναι διαφορετικά Πρόσωπα.
Καί οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας ἑνωνόμαστε πραγματικά ὅταν ἔχουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα
ἐνεργό μέσα μας. Ἀλλά αὐτή ἡ ἕνωση γίνεται μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς
Ἐκκλησίας. Δέν μπορεῖ κανείς δηλαδή νά ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα, χωρίς νά εἶναι μέλος
ζωντανό τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, χωρίς νά ἔχει πρῶτα βαφτιστεῖ καί χωρίς μετά
νά κάνει ὅλα αὐτά πού λέει ὁ Χριστός μας, μέ ἕναν λόγο, ὅταν δέν τηρεῖ τίς ἐντολές.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἀποτυγχάνουν ὅλες οἱ προσπάθειες γιά ἑνότητα, εἴτε λέγεται
ἑνότητα οἰκογενειακή, εἴτε λέγεται μοναχική, μέσα σ’ ἕνα μοναστήρι δηλαδή, εἴτε
μέσα σέ μιά ἐνορία, εἴτε σ’ ἕνα προσκύνημα, πού πᾶνε οἱ ἄνθρωποι ὑποτίθεται νά
προσκυνήσουν καί μπορεῖ νά τσακωθοῦν μέσα στό λεωφορεῖο, γιατί δέν ὑπάρχει τό
ἕνα Πνεῦμα. Ἄλλο λέει ὁ ἕνας, ἄλλο λέει ὁ ἄλλος… ἄλλος ἐπιθυμεῖ νά ἀκούσει
λαϊκά τραγούδια, ἄλλος ψαλμωδίες… δέν ὑπάρχει δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐνεργό
σέ ὅλους καί ὑπάρχει αὐτή ἡ διαφωνία, πού εἶναι ἀπόδειξη τῆς παρουσίας τοῦ
πονηροῦ πνεύματος. Γιατί τό πονηρό πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο χωρίζει καί ἄν
ἔχουμε σήμερα τόσα διαζύγια δέν εἶναι τυχαῖο, ὀφείλεται ἀκριβῶς στήν παρουσία
τοῦ πονηροῦ πνεύματος μέσα στίς οἰκογένειες καί γιά αὐτό ἔχουμε τόσους
τσακωμούς καί τόσες διαμάχες μέσα στίς οἰκογένειες, ὅσο ὑπάρχουν ἀκόμα
οἰκογένειες…

173
«Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἕνα κατά τήν δόξαν», δηλαδή ἔχουν
τήν ἴδια ἐνέργεια, τήν κοινή ἐνέργεια τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἡ ὁποία λέγεται καί Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν πρέπει νά κάνουμε σύγχυση μέ τό
Πρόσωπο. Ἄλλο εἶναι τό Πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι μία ἀπό τίς τρεῖς
Ὑποστάσεις τῆς μιᾶς Θεότητος καί ἄλλο εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού
εἶναι καί ἐνέργεια τοῦ Πατρός καί ἐνέργεια τοῦ Υἱοῦ. Εἶναι ἡ κοινή ἐνέργεια ,ἡ ὁποία
ἑνώνει τά τρία πρόσωπα, ὅπως καί ἡ κοινή οὐσία καί γι’ αὐτό εἶναι ἕνας Θεός. Αὐτή
ἡ ἐνέργεια -εἶναι ἡ μεγάλη δωρεά αὐτή τοῦ Θεοῦ- δίνεται καί σέ μᾶς, εἶναι τό Ἅγιο
Πνεῦμα πού παίρνουμε μέ τό Ἅγιο Βάφτισμα καί τό Ἅγιο Χρῖσμα. Αὐτή ἡ κοινή
ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅταν εἶναι ἐνεργή μέσα μας, μᾶς ἑνοποιεῖ, μᾶς κάνει ἕνα
καί μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἀνθρώπους, μέ τόν πλησίον μας, ὅταν βέβαια κι ὁ ἄλλος
ἔχει ἐνεργό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μέσα του.

Ὅπως, λοιπόν, «ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἕνα κατά τήν δόξαν,
διότι ἔχουν κοινή τήν δόξαν», κοινό τό Πνεῦμα, τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ἐνέργεια αὐτή
δηλαδή τήν κοινή, «ἔτσι καί ἐμεῖς θά γίνουμε ἕνα, ὅταν ὅλοι μας μετάσχωμε στήν
δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅταν δηλαδή ὅλοι μας ἤ ὅσοι ἀπό ἐμᾶς γίνουν ἄξιοι, γίνουν μέτοχοι
τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Διότι, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος
δοξάζεται, τότε γίνεται κοινωνός τῆς ἀκτίστου δόξης τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁπότε
ἑνώνεται καί μέ τήν Ἁγία Τριάδα, ἀλλά καί μέ ὅσους συνανθρώπους του εἶναι ἐκείνη
τήν στιγμή ἑνωμένοι καί ἐκεῖνοι μέ τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ». Γι΄ αὐτό ὑπάρχει ἀληθινή
ἑνότητα καί συμφωνία ἀνθρώπων πού ἐνδεχομένως δέν ἔχουν συναντηθεῖ ποτέ,
ἀνθρωπίνως δηλαδή δέν ἔχουν γνωριστεῖ, δέν ἔχουν ξαναδεῖ ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί
ὅμως νιώθουν ἕνα μεταξύ τους, γιατί ὅλοι ἔχουν ἐνεργό μέσα τους τό ἴδιο πνεῦμα, τό
Ἅγιο Πνεῦμα.

«Ὁπότε ἐκεῖνο, γιά τό ὁποῖο προσεύχεται ὁ Χριστός στόν Μυστικό Δεῖπνο εἶναι,
πρῶτα-πρῶτα γιά τήν κάθαρσή τους», γιά τήν κάθαρση τῶν Ἀποστόλων, «μετά γιά
τήν φώτισή τους καί τέλος γιά τήν θέωσή τους. Ἑπομένως τό ’’ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς
πᾶσαν τήν ἀλήθειαν’’», πού λέει ὁ Χριστός μας, ὅτι θά ἔρθει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον καί
θά σᾶς ὁδηγήσει εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν, σέ ὅλη τήν ἀλήθεια, αὐτό «ἀναφέρεται, ὄχι
γενικά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀλλά εἰδικά σέ ὅσους θά λάβουν μέρος στήν
ἐμπειρία τῆς θεώσεως», στήν Πεντηκοστή. «Δηλαδή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στήν
θέωση, τότε μόνον ὁδηγεῖται εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν».

Ἐμεῖς ἔχουμε φτάσει στήν θέωση; Ἔχουμε δυνάμει πάρει τήν θέωση μέ τό Ἅγιο
Χρῖσμα, ἔχουμε πάρει τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά δέν τήν ἔχουμε
ἐνεργοποιήσει, γιατί τήν ἔχουμε, ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Παΐσιος, ‘μπαζώσει’
αὐτή τήν δωρεά μέ πάρα πολλές ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες συνεχῶς ἐπαναλαμβάνονται κι
ἔχουν γίνει πάθη, δηλαδή κατεστημένα μέσα μας, τά ὁποῖα μᾶς δεσμεύουν, μᾶς
δένουν μέ τήν ὕλη, μέ τόν κόσμο καί μέ τόν διάβολο. Αὐτό εἶναι πού ἡ Ἁγία Γραφή
ὀνομάζει παλαιός ἄνθρωπος, τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες πού ἐμποδίζουν νά φανερωθεῖ

174
αὐτή ἡ Χάρη τῆς θεώσεως πού ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο ἀπό τή στιγμή πού
βαφτίζεται καί χρίεται.

Οἱ Ἀπόστολοι ἔφτασαν στή θέωση κατά τήν Πεντηκοστή καί τότε πῆραν τό πλήρωμα
τῆς ἀλήθειας, τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ καί ἔλαβαν δύναμη ἐξ ὕψους καί κήρυξαν
Χριστόν Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστάντα. «Ἡ πᾶσα ἀλήθειαν (ὄχι περί τοῦ κτιστοῦ
κόσμου, ἀλλά περί τοῦ Θεοῦ) γίνεται γνωστή μόνο στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως.
Ἐπειδή ὅλοι οἱ Πατέρες εἶχαν αὐτήν τήν ἐμπειρία ἤ παρόμοια, διότι, εἴτε ἦσαν σέ
κατάσταση φωτισμοῦ, εἴτε ἦσαν σέ κατάσταση θεώσεως, γι’ αὐτό καί ὅλοι τους
ἔχουν τήν ἴδια ἀκριβῶς ἀντίληψη γιά τήν Ἁγία Γραφή καί κάνουν ὅλοι τους τήν ἴδια
ἑρμηνεία στήν Ἁγία Γραφή στά βασικά της σημεῖα καί τήν ἴδια ἑρμηνεία στά κείμενα
τῶν ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας».

Ὑπάρχει αὐτό πού τό λέμε Consensus Patrum, ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων. Ἄν


κάποιος δέν συμφωνεῖ μέ τούς Πατέρες, ὁπωσδήποτε τίθεται θέμα ἀμφισβήτησης,
γιά νά μήν ποῦμε βεβαιότητας, ἄν ἔχει ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του. Αὐτοί ἦταν
οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι διαφωνοῦσαν μέ τήν Consensus Patrum, τήν συμφωνία τῶν
Πατέρων, ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἤ ἀκόμα καί ὡς πρός τήν
ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, γιατί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο εἶναι αὐτό πού ἑρμηνεύει σωστά
καί αὐθεντικά τήν Ἁγία Γραφή ἀλλά καί τούς Ἁγίους Πατέρες. Ἄν κανείς δέν ἔχει τό
Ἅγιο Πνεῦμα, δέν μπορεῖ νά καταλάβει τήν Ἁγία Γραφή καί γίνεται αἱρετικός καί
δημιουργεῖ πρόβλημα στήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό πρέπει νά εἶναι πολύ προσεκτικοί ἡ
Ἐκκλησία καί οἱ Ἐπίσκοποι στό ποιούς χειροτονοῦν.

Γιατί ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δέν ἔχει ὑποστεῖ τήν κάθαρση, δέν ἔχει κάνει τήν
κάθαρση μέσα του μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί δέν ἔχει φτάσει στόν
φωτισμό, μετά δέν θά μπορέσει νά διδάξει τό ποίμνιο σωστά πράγματα. Θά
δημιουργήσει πρόβλημα στό ποίμνιο. Ὅλα τά σκάνδαλα δημιουργοῦνται ἀπό
τέτοιους ἀνάξιους κληρικούς. Ἐφόσον λοιπόν δέν ἐκλέγονται καί δέν χειροτονοῦνται
σωστοί κληρικοί, ἔχουμε προβλήματα στήν Ἐκκλησία. Ἤ καί αὐτοί πού
χειροτονοῦνται μπορεῖ νά ἔχουν μιά ἀξιωσύνη τότε πού χειροτονοῦνται καί νά
ξεπέσουν ἐκ τῶν ὑστέρων. Συμβαίνει κι αὐτό, ἄν κανείς ἀμελήσει τόν ἑαυτό του.

Ἄν λοιπόν κανείς ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει αὐθεντικά τήν Ἁγία
Γραφή καί τούς Ἁγίους Πατέρες καί θά εἶναι πάντοτε σύμφωνος μέ τούς ἄλλους
Ἁγίους Πατέρες.

«Ἀπό τά παραπάνω τί συνάγεται; Ὅσοι βρίσκονται σέ κατάσταση φωτισμοῦ ἤ


θεώσεως, αὐτοί εἶναι θεόπνευστοι». Αὐτοί εἶναι πού ἐμπνέονται ἀπό τό Ἅγιο
Πνεῦμα. Δέν μπορεῖς νά εἶσαι θεόπνευστος στήν τύχη. Ἄν δέν ἔχεις κάνει αὐτή τήν
διαδικασία τήν θεραπευτική, πού λέγεται κάθαρση-φωτισμός-θέωσις, δέν εἶσαι
θεόπνευστος. Ἐδῶ φαίνεται τό λάθος τῶν Προτεσταντῶν, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν κἄν
βάφτισμα, δέν ἔχουν μπεῖ κἄν στήν Ἐκκλησία καί λένε μέ πολύ θράσος καί ἐγωισμό

175
‘μέ φωτίζει κι ἐμένα ὁ Θεός καί ἐγώ εἶμαι θεόπνευστος’… Γι’ αὐτό ἔχουν γίνει
κάπου 23000 «ἐκκλησίες» προτεσταντικές. Καθένας διεκδικεῖ τήν ἀλήθεια, ἐνῶ λένε
διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους καί ἀκόμα καί ὁ ἴδιος μπορεῖ σήμερα νά πεῖ Α
καί αὔριο –Α. Καί εἶναι νόμιμο αὐτό! Δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα διαψεύδει τόν Ἑαυτό
Του… ἀλλά αὐτό εἶναι βλασφημία. Δέν εἶναι ὁ Θεός ναί καί οὐ. Ὁ Θεός εἶναι
πάντοτε ναί καί ὅ,τι λέει, αὐτό εἶναι. Δέν μπορεῖ μετά ἀπό διακόσια χρόνια νά πεῖ τό
ἀντίθετο. Γι’ αὐτό καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, πού ἔχουν τό ἀλάθητο, δέν μποροῦν
νά ἀκυρωθοῦν. Γιατί, λένε κάποιοι στίς μέρες μας ὅτι «ἄς εἶπαν οἱ Σύνοδοι, ἐμεῖς θά
κάνουμε μιά ἄλλη Οἰκουμενική ἡ ὁποία θά ἀλλάξει τίς ἀποφάσεις τῶν
προηγουμένων». Δέν γίνεται, γιατί δέν γίνεται νά διαψευστεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τό
Ἅγιο Πνεῦμα εἶπε αὐτά πού εἶπε στίς ἑφτά Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἡ μέλλουσα
νά συνέλθει -ὅποτε καί ἄν- θά πρέπει νά ἐπικυρώσει τίς ἑφτά πού ἔχουν προηγηθεῖ
καί νά πεῖ μετά «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» αὐτά πού θά πεῖ.

Ἄν κάποιος τώρα δέν εἶναι θεόπνευστος, τί εἶναι; Αὐτονόητο εἶναι ὅτι θά εἶναι
ἐμπνευσμένος ἀπό τόν πονηρό ἤ ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἀλλά καί ἀπό τόν ἑαυτό του
πάλι δέν μπορεῖ νά πεῖ σωστά πράγματα, γιατί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δέν ἔχει καθαρθεῖ,
εἶναι ἐμπαθής, ἔχει τήν κληρονομιά τοῦ Ἀδάμ, χρειάζεται νά βαφτιστεῖ καί νά
καθαριστεῖ. Ὁπότε πάλι θά πεῖ λανθασμένα πράγματα. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ π.
Ἰωάννης αὐτός «θά εἶναι διαβολόπνευστος καί δαιμονόπνευστος». Ἄλλωστε καί ὁ
Χριστός μας τό εἶπε ὅτι δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει τό φῶς καί τό σκοτάδι. Ἤ θά εἶσαι
φῶς ἤ θά εἶσαι σκότος. Ἄν ὁ ἄνθρωπος χωριστεῖ ἀπό τό φῶς αὐτόματα πέφτει στό
σκοτάδι. Λέει καί ἕνας Πατέρας πολύ ὡραῖα: ἄν φύγει ἡ ἀγάπη ἀπό τόν ἄνθρωπο,
πού εἶναι ἡ κορυφαῖα ἀρετή, ἀντεισέρχεται τό μῖσος. Δέν μένει κάπως μετέωρος ὁ
ἄνθρωπος, νά μήν ἔχει οὔτε ἀγάπη, οὔτε μῖσος. Δέν γίνεται. Ἄν φύγεις ἀπό τό φῶς,
γεμίζεις μέ σκοτάδι. Ξέρουμε ὅτι σκοτάδι δέν ὑπάρχει οὐσιαστικά ὡς ὀντότητα, εἶναι
ἡ ἀπουσία φωτός. Ὅταν κανείς φύγει ἀπό τόν Θεό πού εἶναι τό φῶς, αὐτόματα
μπαίνει στήν περιοχή τοῦ σκότους.

«Ἡ ὑψηλοτέρα μορφή τῆς Ἀποκαλύψεως ὅσον ἀφορᾶ στήν θεοπνευστία, ἦταν ἐκείνη
πού συνέβη στούς Ἀποστόλους κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς», ἡ ἡμέρα τῆς
θεώσεως. Καί γιά μᾶς ἡ προσωπική Πεντηκοστή, τό θυμίζω, εἶναι τό Βάφτισμα καί
τό Χρῖσμα. «Τό κλειδί λοιπόν τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας σχετικά μέ τήν θεοπνευστία
εἶναι ἡ Πεντηκοστή», γιατί θεόπνευστος εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει ζήσει τήν
Πεντηκοστή. «Ἐάν κανείς μπορέσει νά κατανοήσει τήν σημασία τῆς Πεντηκοστῆς
γιά τήν Πατερική παράδοση, τότε καί θεολόγος νά μήν εἶναι, τουλάχιστον θά ξέρει τί
εἶναι Θεολογία καί τί θεολόγος. Ὅπως δέν χρειάζεται νά εἶναι κανείς γιατρός, γιά νά
ξέρει τί εἶναι ἡ Ἰατρική ἐπιστήμη καί τί εἶναι γιατρός, κατά τόν ἴδιο τρόπο κάποιος
μπορεῖ νά ξέρει τί εἶναι Θεολογία, ποιός εἶναι ὁ θεολόγος καί ποιός εἶναι ὁ θεολογῶν,
χωρίς νά εἶναι ὁ ἴδιος θεολόγος ἤ θεολογῶν». Ὅταν ἔχει ὑποστεῖ τήν Πεντηκοστή καί
ἀγράμματος νά εἶναι καταλαβαίνει τόν ἄνθρωπο τόν ἀναγεννημένο, πού ἔχει κι
ἐκεῖνος ὑποστεῖ τήν Πεντηκοστή καί ἔχει κι ἐκεῖνος ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα
του. Γι’ αὐτό βλέπουμε ἀγραμμάτους Γεροντάδες, οἱ ὁποῖοι ὅμως εἶναι σοφοί, δίνουν

176
σοφότατες ἀπαντήσεις καί κατευθύνσεις. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος, πού δέν εἶχε
τελειώσει οὔτε τήν πρώτη δημοτικοῦ, δεχόταν ἐπισκέψεις ἐπισκόπων καί
Πατριαρχῶν, πού πήγαιναν νά τόν συμβουλευτοῦν γιατί εἶχε ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα
μέσα του.

«Τό θέμα τώρα εἶναι ἄν ἡ Θεολογία εἶναι ἐπιστήμη ἤ δέν εἶναι ἐπιστήμη. Καί, ἄν
εἶναι, τί εἴδους ἐπιστήμη εἶναι;». Εἶναι κι αὐτό ἕνα θέμα πού ἐξετάζεται στίς
θεολογικές σχολές. Τήν Θεολογία τήν κατατάσσουν στίς θεωρητικές ἐπιστῆμες.
Ἀλλά ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης ξεκαθαρίζει ὅτι εἶναι θετική ἐπιστήμη, ὅπως εἶναι ἡ
ἰατρική, γιατί ἀσχολεῖται μέ πράγματα καί ὄχι μέ ἰδέες καί φιλοσοφίες, ἀφηρημένες
ἔννοιες, ἀλλά μέ τήν ψυχή καί μέ συγκεκριμένες θεραπευτικές διαδικασίες καί
στάδια θεραπευτικά, τά ὁποῖα ἔχουν καί κριτήρια καί μπορεῖ κανείς νά ξέρει σέ ποιό
στάδιο βρίσκεται μέ ἀντικειμενικά -θά λέγαμε- ἐπιστημονικά δεδομένα. Ἐπιστήμη
κάνει κάποιος πού κάνει ἕνα πείραμα, καί τό ὁποῖο μπορεῖ νά τό κάνει καί κάποιος
ἄλλος στίς ἴδιες συνθῆκες καί νά ἔχει τό ἴδιο ἀποτέλεσμα.

Αὐτό ἰσχύει γιά τήν Θεολογία, γιά τήν ἐπιστήμη αὐτή πού λέγεται κάθαρση-
φωτισμός-θέωση. Δηλαδή ἕνας πού εἶναι ἐδῶ κι ἕνας πού εἶναι στήν Ἀμερική, ἐάν
τηρήσουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, θά ἔχουν τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Καί αὐτός πού εἶναι
ἐδῶ θά καθαρθεῖ, θά φωτιστεῖ καί θά θεωθεῖ καί ἐκεῖνος πού εἶναι στήν Ἀμερική.
Ὑπάρχουν, δηλαδή, δεδομένα ἐμπειρικά, τά ὁποῖα εἶναι ἐπαληθεύσιμα. Γι’ αὐτό τίς
λέμε θετικές ἐπιστῆμες. Αὐτό εἶναι τό χαρακτηριστικό τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν,
μπορεῖ καί κάποιος ἄλλος ἐπιστήμονας νά ἐξετάσει καί νά ἐπαληθεύσει τίς γνώσεις
πού δίνει κάποιος ἐρευνητής.

«Σήμερα ἡ Θεολογία συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν θεωρητικῶν ἐπιστημῶν μέ τήν


σημερινή ὅμως ἔννοια τῆς λέξεως θεωρητικός καί ὄχι μέ τήν Πατερική ἔννοια τῆς
λέξεως θεωρητικός». Προσέξτε, ἔχει διαφορά. Θεωρητικός γιά τούς Πατέρες εἶναι
αὐτός ὁ ὁποῖος ἔχει φτάσει στόν φωτισμό καί μάλιστα ἀκόμα πιό ψηλά, στή θέωση,
ἔχει θεωρία τοῦ Θεοῦ. Ἔχει θέα τοῦ Θεοῦ δηλαδή, ἔχει θεοπτία ὁ θεωρητικός γιά
τούς Πατέρες. Ἐνῶ γιά σύγχρονους ἐπιστήμονες θεωρητικός, εἴπαμε, εἶναι αὐτός πού
ἀσχολεῖται μέ ἰδέες, μέ θεωρίες, μέ φιλοσοφίες κ.λ.π.

«Ἀπό Πατερικῆς ἀπόψεως ἡ Θεολογία εἶναι βέβαια θεωρητική ἐπιστήμη, διότι ἔχει
νά κάνει μέ τήν θεωρία, πού αὐτή κάνει τον θεολόγο. Στήν Πατερική παράδοση ἡ
λέξις θεωρία σημαίνει ὅρασις. Θεωρία δηλαδή ἔχει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βλέπει». Πῶς
κανείς βλέπει τόν Θεό; «Καί θεολογικά βλέπει κανείς μέ δύο τρόπους: Πρῶτον
βλέπει μέσω τῆς ἐνδιαθέτου πίστεως», ἡ πίστη δηλαδή ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνεται καί
ἀπό τά ἔργα μέσα στήν καρδία τοῦ ἀνθρώπου καί μάλιστα μέ τήν νοερά
προσευχή, «διότι ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἕνα εἶδος θεοπτίας, κατά τήν ὁποία ὁ
ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεόν μέ τήν ἔννοια ὅτι αἰσθάνεται τόν Θεόν μέσα του» καί ἔχει
μία θεοπτία. Ἡ ἐμπειρία τῆς προσευχῆς πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στήν καρδιά
του, γιατί αὐτή εἴπαμε εἶναι ἡ καθαυτή νοερά προσευχή, ὄχι νά κάνουμε ἐμεῖς μέ τόν
νοῦ μας προσευχή, ἀλλά νά ἀκοῦμε τό Ἅγιο Πνεῦμα πού προσεύχεται μέσα μας.

177
Αὐτό εἶναι ἕνα εἶδος θεοπτίας καί μιά ἐπιβεβαίωση ἐπιστημονική -θά λέγαμε- ὅτι ὁ
Θεός εἶναι μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει γίνει κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ.
Βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό μέ τήν ἔννοια ὅτι Τόν αἰσθάνεται νά προσεύχεται μέσα
του. «Αὐτή ἡ αἴσθησις λέγεται νοερά αἴσθησις καί εἶναι μία καθαρή ἐμπειρία», εἶναι
ἕνα ἀντικειμενικό δεδομένο, γεγονός. Δέν εἶναι, ἄς ποῦμε, μιά φαντασιοπληξία ἤ
κάτι ὑποκειμενικό. «Αὐτή ἡ νοερά αἴσθησις εἶναι ἡ πρώτη βαθμίς τῆς θεωρίας».

«Ἡ δεύτερη βαθμίς αὐτῆς τῆς θεωρίας εἶναι ἡ θέωσις, πού εἶναι ἡ ἴδια ἡ θεοπτία,
δηλαδή ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, κατά τήν ὁποία καταργεῖται ἡ εὐχή», πού εἶναι
ἀνώτερο στάδιο θεωρίας, ὅταν κανείς, ὄχι ἁπλῶς ἀκούει τό Ἅγιο Πνεῦμα νά
προσεύχεται μέσα του, ἀλλά βλέπει τόν Θεό ὡς Φῶς. Αὐτό εἶναι ἡ ὅρασις τοῦ
ἀκτίστου Φωτός, εἶναι ἡ θέωση. «Κατά τήν θεωρία θεραπεύεται ὁ νοῦς τοῦ
ἀνθρώπου». Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐμπαθής, εἶναι ἄρρωστος,
λειτουργεῖ λανθασμένα. Ὑπάρχει, ὅπως λέει ὁ π. Ἰωάννης, ἕνα βραχυκύκλωμα. Ἰδέες
καί σκέψεις, πού θά ἔπρεπε νά εἶναι μόνο στόν ἐγκέφαλο, κατεβαίνουν στήν καρδιά
καί μολύνουν τήν καρδιά καί ὁ ἄνθρωπος μπερδεύει τόν Θεό μέ τόν κόσμο καί
γίνεται εἰδωλολάτρης.

«Ἐφ’ ὅσον λοιπόν πρόκειται περί τῆς θεραπείας ἑνός ἀρρώστου, τοῦ ὁποίου δέν
δουλεύει ὁ νοῦς του, αὐτό σημαίνει ὅτι αὐτή ἡ Παράδοσις δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ
ὡς θεωρητική ἐπιστήμη μέ τήν σημερινή ἔννοια τῆς λέξεως θεωρητική, ἀλλά
ἀντιθέτως εἶναι μία καθαρά θετική ἐπιστήμη, τουλάχιστον ὅσο θετική ἐπιστήμη εἶναι
ἡ ψυχιατρική ἐπιστήμη», ἡ ὁποία ἐπαγγέλεται ὅτι θεραπεύει τήν ψυχή, ἀλλά
οὐσιαστικά θεραπεύει τό νευρικό σύστημα. Γι’ αὐτό καί πολύ σωστά κάποιοι ἔχουν
ἀρχίσει νά ἀλλάζουν τό ὄνομα καί νά τήν λένε ἐπιστήμη πού ἀσχολεῖται μέ τήν
θεραπεία τοῦ νευρικοῦ συστήματος.

«Τό ἀξιοσημείωτο ἐδῶ εἶναι ὅτι, ἐνῶ ὁ ψυχίατρος δέν γνωρίζει ἀκριβῶς πάντοτε ἀπό
τί πάσχει ὁ ἄρρωστος», ἀφήνω πού πολλοί δέν πιστεύουν κἄν στήν ὕπαρξη τῆς
ψυχῆς, «δέν γνωρίζει ἀκριβῶς πάντοτε τί χρειάζεται ὁ ἄρρωστος γιά νά θεραπευθεῖ,
ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία καί θεραπευτική πάντα γνωρίζει ἀπό τί ἀκριβῶς πάσχει ὁ
ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, καί σέ τί ἀκριβῶς συνίσταται ἡ θεραπεία». Ὑπάρχει
ἕνα ὁλόκληρο θεραπευτικό σύστημα θά λέγαμε στήν Ὀρθοδοξία. Ὑπάρχουν οἱ
νόσοι, τά πάθη, ὑπάρχουν τά φάρμακα τά θεραπευτικά, ὑπάρχει ὁ γιατρός, ὑπάρχει ἡ
μέθοδος, ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός, ἡ θέωση.

«Ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία δέν ἔχει καμία σχέση μέ τόν στοχασμό». Δέν εἶναι
φιλοσοφία, νά καθίσουμε σ’ ἕνα γραφεῖο νά στοχαστοῦμε γιά τόν Θεό καί νά
γράψουμε Θεολογία. Δέν εἶναι αὐτό. «Οὔτε», ἔχει σχέση, «μέ τήν ὁποιασδήποτε
μορφῆς ἔκσταση, οὔτε μέ τόν διαλογισμό». Εἶναι τελείως διαφορετικά πράγματα
αὐτά, δαιμονικά πράγματα γιά νά τά ποῦμε μέ τό ὄνομά τους, τά ὁποῖα μᾶς ἦρθαν
ἀπό τήν ἀνατολή, ἀπό τά βδελυρά ἔθνη, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή.

178
«Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς εἶναι μία συγκεκριμένη διαδικασία, πού δέν ἔχει σχέση μέ
τά προηγούμενα», μέ τόν στοχασμό, μέ τήν ἔκσταση ἤ μέ τόν διαλογισμό.
«Πρόκειται γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά βρεῖ τήν
ψυχική του ὑγεία καί εἶναι ἡ διαδικασία αὐτή γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ἡ ἴδια. Κατά
τήν κάθαρση διώχνονται ἀπό τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μόνο οἱ κακές σκέψεις, ἀλλά
καί οἱ καλές σκέψεις».

Ἔχει τεράστια σημασία αὐτό. Θά πρέπει νά ἀδειάσει τελείως ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου
ἀπό ὅλα. Γιατί κάθε σκέψη εἶναι καί ἕνα εἴδωλο καί ὁ Χριστός μέσα στήν καρδιά μας
δέν θέλει κανέναν ἄλλον, εἶναι Θεός ζηλωτής, ζηλότυπος δηλαδή. Θέλει μόνο Αὐτόν
νά ἀγαποῦμε, γιατί μᾶς ἀγαπάει ἄπειρα. Βέβαια δέν τό θέλει αὐτό γιά τόν ἑαυτό Του
ἀλλά γιά μᾶς, γιατί ἔτσι εἴμαστε πλασμένοι νά λειτουργοῦμε. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει κι
ἄλλες ἀγάπες μέσα στήν καρδιά του, τότε ζεῖ μιά σχιζοειδή ζωή, μιά διασπασμένη
ζωή. Εἶναι μιά διασπασμένη προσωπικότητα, ὅπως λένε οἱ σύγχρονοι ἄνθρωποι, οἱ
ψυχολόγοι κ.λ.π. Εἶναι, ὅταν ἔχει ὁ ἄνθρωπος κι ἄλλες ἀγάπες, οἱ ὁποῖες κλέβουν
ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό.

Αὐτή λοιπόν εἶναι ἡ κάθαρση, νά διωχθοῦν ἀπό τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μόνο οἱ
κακές σκέψεις, ἀλλά καί οἱ καλές σκέψεις, γιατί καί οἱ καλές σκέψεις ἐμποδίζουν τήν
ἀγάπη στόν Θεό. «Ὅταν ὁ νοῦς καθαρισθεῖ ἀπό ὅλες τίς σκέψεις, ὅλους τούς
λογισμούς καθώς καί ἀπό τά πάθη, τότε μόνο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὁ νοῦς του δηλαδή
ὁ κεκαθαρμένος, νά δεχθεῖ τήν ἐνοίκηση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν
καρδιά του». Τότε μπορεῖ νά γίνει οἶκος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νά κατοικήσει
δηλαδή μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Τότε δηλαδή ἔρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα καί
προσεύχεται ἀδιαλείπτως στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου». Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει κι
ἄλλες ἀγάπες, δέν ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν ἐνεργοποιεῖται δηλαδή.

«Ἡ παραβολή τοῦ σπορέως εἶναι στήν οὐσία της διδασκαλία περί τοῦ τρόπου τῆς
ἀποκτήσεως τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ὁ σπόρος φυτρώνει καί ἀνθεῖ». Ὁ σπόρος εἶναι
τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ ἄνρθωπος καλλιεργήσει μέ τήν
ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ αὐτόν τόν
σπόρο, τότε ἀρχίζει ἡ κάθαρση καί ἀρχίζει ἡ ἄνθηση τοῦ σπόρου. «Ἡ ἄνθησις εἶναι ἡ
κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, κατά τήν ὁποία ἡ νοερά προσευχή ἐνεργεῖται γιά
λογαριασμό τοῦ ἀνθρώπου ἀδιαλείπτως ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ πιό μεγάλη ἄνθησις
μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ θέωση».

«Ἡ Ὀρθοδοξία τώρα εἶναι θρησκεία ἤ δέν εἶναι θρησκεία; Ὑπάρχουν πολλοί, μεταξύ
τῶν ὁποίων καί ἐγώ, πού ὑποστηρίζουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι
θρησκεία». Γιατί; «Διότι θρησκεία ἴσον δεισιδαιμονία». Εἶναι πολύ σημαντικό νά
κάνουμε αὐτή τήν διάκριση, γιατί σήμερα ὑπάρχει ὁ λεγόμενος Οἰκουμενισμός, ὁ
ὁποῖος δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά συγκρητισμός. Τί θά πεῖ συγκρητισμός; Ὅτι ὅλες
οἱ πίστεις εἶναι τό ἴδιο, ὅλες εἶναι θρησκεῖες, καί ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία ἀπό ὅλες.
Ὅπως εἶναι ὅλα τά ἄλλα εἶναι καί ἡ Ὀρθοδοξία. Τεράστιο λάθος. Ἡ Ὀρθοδοξία
διαφέρει ἀπό ὅλα τά ἄλλα. Δέν εἶναι θρησκεία μέ τήν ἔννοια πού εἶναι οἱ ἄλλες

179
θρησκεῖες. Γιατί οἱ ἄλλες οὐσιαστικά εἶναι δεισιδαιμονίες. Τί σημαίνει
δεισιδαιμονία; Φόβος καί τρόμος μπροστά στόν Θεό. Φοβᾶμαι καί τρέμω ὅτι ὁ Θεός
ἔχει ὀργιστεῖ, ἔχει θυμώσει μαζί μου καί θά πρέπει κάτι νά κάνω γιά νά τόν
ἐξιλεώσω, νά τόν ἠρεμήσω, κάποιες θυσίες, κάποιες προσφορές, τά φροῦτα μου, τά
χρήματά μου, τά κεριά μου στό βωμό γιά νά μοῦ πάει καλά τά πράγματα ὁ Θεός καί
νά ἔχω φέτος μιά καλή ἐπιτυχία στήν ἐπιχείρησή μου, στή σοδειά μου, στήν
οἰκογένειά μου κ.λ.π. νά πάψει ἡ γλωσσοφαγιά…. ἔχουμε πολλά τέτοια, γιατί κι
ἐμεῖς, δυστυχῶς, ἔχουμε κάνει τήν Ὀρθοδοξία θρησκεία, δηλαδή δεισιδαιμονία.

Καί λέει κανείς, γιά νά κάνεις αὐτό, πρέπει νά κάνεις ἑφτά εὐχέλαια, ὁπότε μετά ὁ
Θεός θά κάνει ὅ,τι Τοῦ πεῖς… ἀλλά θά κάνεις αὐτή τήν συγκεκριμένη προσευχή, π.χ.
αὐτή τήν προσευχή δέκα μέρες ἐπί δέκα φορές κ.λ.π. καί ὅ,τι θέλεις θά τό πετύχεις,
δηλαδή μαγεία. Αὐτό εἶναι δεισιδαιμονία. Αὐτό εἶναι θρησκεία. Ἔτσι λειτουργοῦν
ὅλες οἱ θρησκεῖες, ἐκτός ἀπό τήν Ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτό λέει ὁ π. Ἰωάννης ἡ
Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία.

«Ὁ θρησκευόμενος εἶναι ἕνας δεισιδαίμων, ὁ ὁποῖος ἔχει ὁρισμένες φαντασιοπληξίες


περί Θεοῦ», δηλαδή δέν ἔχει τήν ἀληθινή γνώση γιά τόν Θεό, ἀλλά ἔχει ἕναν Θεό,
ὅπως τόν φαντάστηκε ὁ ἴδιος. Δυστυχῶς αὐτό ὑπάρχει καί σέ μᾶς. Φαντάζονται
πολλοί ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας ἀστυνομικός, ἕνας πού σέ περιμένει στή γωνία νά σέ
κατακεραυνώσει, ἐπειδή ἔκανες λάθος. Εἶναι μιά φαντασιοπληξία γιά τόν Θεό, εἶναι
μία πλάνη, γιατί δέν εἶναι ἔτσι ὁ Θεός. Καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ λεγόμενοι
ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ θρησκευόμενοι, εἶναι οἱ χειρότεροι ἐχθροί τῆς
Ἐκκλησίας καί οἱ χειρότεροι ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ, αὐτοί πού Τόν σταύρωσαν κιόλας.
Οἱ Ρωμαῖοι ἦταν οἱ ἐκτελεστές. Ἐκεῖνοι πού Τόν πῆγαν στούς Ρωμαίους ἦταν οἱ
θρησκευόμενοι τῆς ἐποχῆς, οἱ γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι.

«Ὁ θρησκευόμενος, λοιπόν, ὁ ὁποῖος δεισιδαιμονικά καταφεύγει στήν θρησκεία εἴτε


γιά βοήθεια, γιά νά μπορέσει δηλαδή νά ἀνταπεξέλθει στίς δυσκολίες του στόν
κόσμον αὐτόν, εἴτε ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου, εἴτε ἀπό φτώχεια, εἴτε ἀπό
ψυχολογική ἀνασφάλεια». Βλέπετε καί οἱ ἄθεοι τί λένε; ‘’Καί σεῖς οἱ θρησκευόμενοι
ἐπειδή φοβᾶστε τόν κεραυνό, τούς σεισμούς κ.λ.π. ἔχετε ἀνάγκη ἀπό ἕναν Θεό…
ἐμεῖς εἴμαστε ἀνώτεροι ἄνθρωποι, ἐπιστήμονες, δέν ἀσχολούμαστε μέ αὐτές τίς
φοβίες…’’. Καί ὄντως ἔτσι λειτουργοῦν οἱ ἄλλες θρησκεῖες ἀλλά δέν εἶναι αὐτό πού
ὑπάρχει στήν Ὀρθοδοξία. Στήν ἀληθινή, δηλαδή, πίστη δέν φοβόμαστε τά στοιχεῖα
τῆς φύσης και γι’ αὐτό πιστεύουμε στο Χριστό.

«Γι’ αὐτό βλέπει κανείς καί πλουσίους νά θρησκεύουν. Δέν εἶναι μονοπώλιο τῶν
φτωχῶν ἡ θρησκεία. Αὐτό οἱ Μαρξιστές βέβαια δέν μποροῦν νά τό καταλάβουν,
ἀφοῦ νομίζουν ὅτι, ἅμα ἐξαλειφθεῖ ἡ φτώχεια καί ἐλευθερωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν
φόβο τοῦ νά πεθάνει ἀπό τήν πείνα, μετά δέν θά χρειάζεται νά θρησκεύει· θά τοῦ
εἶναι ἄχρηστη ἡ θρησκεία». Ἔτσι νομίζουν οἱ Μαρξιστές ἀλλά ὑπάρχουν καί
πλούσιοι οἱ ὁποῖοι θρησκεύουν. Προσέξτε, δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι, θρησκεύουν,
θρησκευόμενοι ἄνθρωποι. Τί θά πεῖ θρησκευόμενος ἄνθρωπος; Δηλαδή ἔχουν μιά

180
δεισιδαιμονία σχετικά μέ τόν Θεό. Κάποιος π.χ. πλούσιος μπορεῖ νά κάνει ἄνω κάτω
μιά ἐνορία, γιατί ἔκανε μιά δωρεά καί πρέπει νά βάλει καί τό ὄνομά του νά φαίνεται
-ἀλλοίμονο ἄν δέν βάλουν τό ὄνομα του- καί θέλει νά κάνει κουμάντο σ’ ὅλη τήν
ἐνορία. Δέν εἶναι ἄνθρωπος ὀρθόδοξος, εἶναι ἁπλῶς θρησκευόμενος. Ἔχει δηλαδή
κάποιες φοβίες γιά τόν Θεό καί προσπαθεῖ νά ἱκανοποιήσει τίς ἀνασφάλειές του, νά
ἀποσοβήσει τόν ἐπερχόμενο κίνδυνο πού ὑπάρχει ἀπό τόν Θεό. Ἐνῶ ὁ κίνδυνος δέν
ὑπάρχει ἀπό τόν Θεό, ὑπάρχει ἀπό μᾶς. Ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ
ἴδιος ὁ ἑαυτός του μέ τά πάθη του.

«Ὁ Κομμουνισμός τώρα», μιλᾶμε γιά τό 1983, τότε γινόντουσαν αὐτές οἱ


ὁμιλίες,«ὑπόσχεται ‘λαγούς μέ πετραχήλια’, ἀρκεῖ νά ἐπικρατήσει ὡς πολιτικό
καθεστώς. Ὡς ἰδέα βέβαια εἶναι ὡραῖος ὁ Κομμουνισμός, ὡς κοινωνία ἰσότητος.
Στήν πράξη ὅμως δέν μπορεῖ νά συμβεῖ ἔτσι». Κάποιοι κάνουν μιά παρερμηνεία καί
λένε ὅτι καί ὁ Χριστιανισμός εἶναι Κομμουνισμός. Δέν εἶναι, ἔχει τεράστια διαφορά.
Βεβαίως οἱ πρῶτοι χριστιανοί εἶχαν τήν κοινοκτημοσύνη, ἀλλά ἦταν αὐτοπροαίρετη,
δέν ἦταν ἀναγκαστική. Ἐδῶ εἶναι ἡ τεράστια διαφορά. Δηλαδή μέ τή θέλησή τους
εἶχαν κοινοκτημοσύνη καί ἔδιναν ὁ καθένας τήν περιουσία του στήν Κοινότητα. Ἐνῶ
στόν Κομμουνισμό, ὅπως ξέρετε, εἶναι ὑποχρεωτικό αὐτό.

«Γιά νά ὑπάρξει πραγματική ἰσότητα» καί κοινωνία ἰσότητος, δέν πρέπει νά ἀλλάξει
τό κοινωνικό σύστημα ἤ τό πολιτικό σύστημα, ἀλλά τί πρέπει νά ἀλλάξει; Ὁ κάθε
ἄνθρωπος. Γιατί, ἄν δέν ἀλλάξει ὁ ἄνθρωπος, καί τό πιό τέλειο σύστημα νά ἔχουμε, ὁ
ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος θά εἶναι συμφεροντολόγος καί δέν ἔχει ἀληθινή ἀγάπη μέσα του
γιά τούς ἄλλους, θά βρεῖ τρόπο νά διαβρώσει τό σύστημα καί νά ἐκμεταλλευτεῖ τούς
ἄλλους. Αὐτό γινόταν καί στή Ρωσία ἐπί Κομμουνισμοῦ, πού ἡ κυρίαρχη τάξη, ἡ
‘ἐλίτ’ ἄς ποῦμε, εἶχε πάρα πολύ μεγάλες περιουσίες, ἐνῶ ὁ λαός μέ τήν
κοινοκτημοσύνη ἦταν ὅλοι σ’ ἕνα κατώτερο ἐπίπεδο. Ἄν καί ἔπρεπε νά δώσει τό
παράδειγμα ἡ ἄρχουσα τάξη, ἦταν πάλι οἱ ἐκμεταλλευτές τοῦ λαοῦ.

Ἄν λοιπόν δέν θεραπευτεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος, τό σύστημα δέν ἀλλάζει τούς


ἀνθρώπους. Ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία ἀλλάζει τόν κάθε ἄνθρωπο. Καί ὁ κάθε ἄνθρωπος
ὅταν ἀλλαξει καί γίνει πραγματικά ὀρθόδοξος, τότε ἀποκτάει τήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη,
ἀγάπη δηλαδή πού δέν ζητάει τό ἴδιον συμφέρον καί ὁ κάθε ἕνας σκέφτεται γιά τό
συμφέρον τῆς κοινότητας, γιά τό συμφέρον τοῦ πλησίον. Εἶναι αὐτό πού λέει ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος «μηδείς ζητείτωτό ἑαυτοῦ, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος»
(Α΄Κορ. 10,24). Τότε βέβαια λειτουργεῖ τέλεια ἡ κονωνία, ὅταν δέν σκέφτεται κανείς
τόν ἑαυτό του ἀλλά πῶς θά κάνει εὐτυχισμένο τόν ἄλλον, ὁπότε δέν θά ἔχουμε οὔτε
κλοπές, οὔτε οἰκονομικές ἀνισότητες, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη δυσλειτουργία μέσα
στήν κοινωνία.

Ἄς περάσουμε στό ἑπόμενο κεφάλαιο: Περί τῆς διαφορᾶς μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί
αἱρέσεως. Ὑπάρχει τεράστια διαφορά, τήν ὁποία θά δοῦμε στή συνέχεια. «Στόν
Μεσαίωνα ἦταν πάρα πολύ γνωστό, στούς κυβερνῶντες, ποιά εἶναι ἡ διαφορά
μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως. Ποιά εἶναι ἡ διαφορά; Ἡ διαφορά εἶναι

181
ἁπλούστατη, ὅτι στήν αἵρεση δέν ὑπάρχει θεραπεία τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Νά
πόσο μεγάλη σημασία ἔχει τό δόγμα. Ξέρουμε ὅτι αἵρεση εἶναι ἡ παρέκκλιση ἀπό τό
ὀρθό δόγμα. Λόγου χάρη, οἱ Παπικοί, οἱ λεγόμενοι Ρωμαιοκαθολικοί, πού κάποιοι
κακῶς τούς ὀνομάζουν καί ‘ἐκκλησία’, δέν εἶναι ἐκκλησία, εἶναι αἵρεση, εἶναι
αἱρετικοί, γιατί ἔχουν ἀλλοιώσει τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, πού εἶναι τό θεμελιῶδες
κείμενο πού ἐκφράζει καί συνοψίζει τήν πίστη μας. Γι’ αὐτό εἶναι αἱρετικοί. Αὐτό
ἔχει καμιά ἐπίπτωση; Τεράστια ἐπίπτωση. Δέν θεραπεύονται αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖ,
γιατί δέν ἔχουν τήν ὀρθή δόξα γιά τόν Θεό, ὁπότε δέν ἔχουν τή συνταγή γιά τήν
θεραπεία τῆς ψυχῆς καί τοῦ νοός. Καί τό βλέπουμε στήν πράξη πόσο ἀθεράπευτοι
εἶναι.

«Στήν αἵρεση δέν ὑπάρχει θεραπεία τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Στήν Ὀρθοδοξία, ὅμως,
θεραπεύεται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει θεραπεία τῆς
ἀνθρώπινης προσωπικότητος καί ἀπόδειξις εἶναι οἱ ἅγιοι». Οἱ ἅγιοι εἶναι ἡ ἀπόδειξη.
Γι’ αὐτό, εἴπαμε, μιλᾶμε γιά πράγματα καί ὄχι θεωρητικά. Μποροῦν οἱ Παπικοί νά
μᾶς δείξουν ἕναν Ἅγιο; Δέν ἔχουν. Νά μᾶς δείξουν ἕναν ἄνθρωπο πού νά ἔχει τό
προορατικό ἤ τό διορατικό χάρισμα, ὅπως ἔχουμε ἐμεῖς; Ἔχουν κάποιον στόν ὁποῖο
θά πᾶς καί θά πεῖ τό ὄνομά σου; Δέν θά σέ ἔχει ξαναδεῖ βέβαια ποτέ… οὔτε νά τοῦ
τό ἔχει πεῖ κάποιος ἄλλος προηγουμένως… Ἐμεῖς ἔχουμε.

Ἔχουν κάποιον ἄνθρωπο πού νά βγάζει δαιμόνια; Δέν ἔχουν. Ξέρετε τί γίνεται στήν
Ἀφρική; Τούς δαιμονισμένους οἱ Παπικοί παπάδες τούς στέλνουν στούς
Ὀρθόδοξους. Γιατί κάποτε ἐπιχείρησαν καί τίς ἔφαγαν ἀπό τούς δαιμονισμένους. Τά
δαιμόνια ξέρουν πολύ καλά ποιός ἔχει ἐξουσία νά τούς βγάλει καί ποιός δέν ἔχει!
Ὁπότε τούς δαιμονισμένους τούς λένε νά πᾶνε στούς Ὀρθόδοξους… Αὐτό δέν εἶναι
ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας; Ὅτι ἡ άλήθεια καί ἡ θεραπεία εἶναι στήν Ὀρθοδοξία; Ἄν μή
τί ἄλλο, αὐτό εἶναι ἀπόδειξη.

Οἱ αἱρέσεις λοιπόν καί οἱ αἱρετικοί δέν θεραπεύουν τόν ἄνθρωπο, εἶναι «κάτι
ἀντίστοιχο μέ τούς κομπογιαννίτες». Ξέρετε τί θά πεῖ κομπογιαννίτης…
ψευτογιατρός. Αὐτοί λοιπόν οἱ αἱρετικοί ἔχουν τό ἑξῆς χαρακτηριστικό «ὑπόσχονται
κάποια ζωή μετά θάνατον». Ὅπως γιά παράδειγμα οἱ Ἰεχωβάδες. Γιά μετά θάνατον
εὐτυχία μιλοῦν, ὄχι γιά αὐτή τήν ζωή. Ἐδῶ δίνουν μόνο λεφτά καί ἐξαγοράζουν
συνειδήσεις καί ἀνθρώπους. Ἀλλά ἀληθινή θεραπεία δέν δίνουν. Δέν ἀπαλλάσσουν
τόν ἄνθρωπο δηλαδή ἀπό αὐτή τήν δυσλειτουργία τοῦ νοός, γιατί δέν μποροῦν, δέν
ἔχουν τήν μέθοδο, δέν ἔχουν τήν ὀρθή δόξα γιά τόν Θεό.

«Σ’ αὐτήν ὅμως ἐδῶ τή ζωή δέν ἔδιναν θεραπεία στούς πιστούς τους οὔτε
προσέφεραν τίποτε παραπάνω ἀπό μία ἐπί πλέον δεισιδαιμονία. Οἱ αἱρέσεις ἦταν καί
εἶναι θρησκεῖες γιά μετά τόν θάνατο». Ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία σοῦ δίνει τήν γεύση τοῦ
Θεοῦ καί τήν μακαριότητα ἀπό αὐτή τήν ζωή. Ὁ Χριστός δέν ἦρθε γιά μιά εὐτυχία
μετά τόν θάνατο, ἀλλά γιά νά μᾶς θεραπεύσει ἐδῶ καί τώρα σ’ αὐτή τή ζωή. Γι’ αὐτό
καί λέω πολλές φορές, δέν δικαιολογεῖται χριστιανός πού νά ἔχει ἄγχος, πού νά ἔχει
ψυχολογικά προβλήματα, ἀνασφάλειες, φοβίες, ὅταν φυσικά δέν ὑπάρχει κάποια

182
ἐγκεφαλική αἰτία. Γιατί συμβαίνει νά μήν λειτουργεῖ κάτι σωστά στόν ἐγκέφαλο καί
ὁ ἄνθρωπος νά παθαίνει κατάθλιψη, ἀλλά αὐτό φεύγει μέ τά φάρμακα. Ἕνας
ἄνθρωπος ὅμως τοῦ ὁποίου τό σῶμα λειτουργεῖ σωστά, δέν μπορεῖ νά ἔχει ἄγχος, ἄν
εἶναι πραγματικά ὀρθόδοξος, οὔτε φοβίες καί τέτοια πράγματα. Γιατί ἡ Ὀρθοδοξία
θεραπεύει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ ἄνθρωπος
ἐμπιστεύεται τόν Θεό κατά τό «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν
Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» καί ἔρχεται εἰρήνη μέσα στήν καρδιά του καί στήν
ψυχή του.

«Αἱρετικός ἦταν ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τά δόγματα δέν ἦταν Ὀρθόδοξα· ἔτσι δέν τοῦ
ἐπέτρεπαν νά φθάσει στήν κάθαρση καί στόν φωτισμό». Ἡ χάρις δηλαδή δέν
λειτουργεῖ, ὅταν κάποιος δέν ἔχει ὀρθή δογματική συνείδηση. Δέν μπορεῖ νά ἔχει
ἐσφαλμένη δόξα γιά τόν Θεό καί νά θέλει ὁ Θεός νά ἔρθει νά κατοικήσει μέσα του.
Δέν γίνεται. «Ἡ Ὀρθοδοξία προσφέρει αὐτήν τήν θεραπεία καί ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο
στήν κάθαρση καί στόν φωτισμό. Ἡ ἰατρική ἐπιστήμη ἐνδιαφέρεται μεταξύ ἄλλων
καί γιά τό γενικότερο κοινωνικό καί φυσικό περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι
κατάλληλο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι καί νά παραμένει καί ψυχικά ὑγιής.

Διότι ἕνα ὑγιές περιβάλλον βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά ἔχει καί ψυχοσωματική ὑγεία.
Ὅπως καί ἡ προληπτική ἰατρική. Δηλαδή ὁ γιατρός πρέπει νά ἐνδιαφερθεῖ γιά ἕνα
συγκεκριμένο ὑγιές κοινωνικό πλαίσιο ζωῆς. Ὅμως ἡ κύρια μέριμνά του εἶναι ἡ
σωματική ὑγεία, δηλαδή τό νά κάνει καλά τούς ἀνθρώπους ἀπό τίς συγκεκριμένες
παθήσεις τους. Τό ἴδιο λοιπόν συμβαίνει κατ’ ἀντιστοιχίαν καί μέ τόν παπά τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού ἔχει Πατερικό φρόνημα καί βίωμα. Ἡ κύρια μέριμνά
του εἶναι ἡ ψυχική ὑγεία τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τήν καθορίσαμε στά προηγούμενα καί
ὄχι ὅπως τήν ἐννοεῖ ἡ ψυχιατρική ἐπιστήμη. Ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Τό νά βροῦν οἱ ἄνθρωποι τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι κρυμμένη μέσα τους,
κατά τό ‘’ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην
αὐτοῦ’’». Αὐτό εἶναι τό κύριο ἔργο τοῦ παπᾶ, τοῦ ἐπισκόπου καί τῆς κάθε ἐνορίας.
Ὄχι νά κάνουμε παιχνίδια τένις καί ποδόσφαιρο γιά τά παιδιά. Δέν λέω κι αὐτά νά
μήν τά κάνουμε ὡς μία ἀρχική ἕλξη καί μιά μέθοδο γιά προσέλκυση τῶν παιδιῶν,
ἀλλά ἐκεῖνο πού θά πρέπει νά εἶναι τό κύριο μέλημα τοῦ ἱερέα καί τοῦ ἐπισκόπου
εἶναι νά ὁδηγηθοῦν οἱ ἄνθρωποι στήν κάθαρση καί στόν φωτισμό, νά διορθωθεῖ ὁ
νοῦς τους καί ὄχι νά ἐξασφαλίσουμε ἕνα ὑγιές, θά λέγαμε, ἐξωτερικό περιβάλλον.
Αὐτό εἶναι ἔργο τῶν γιατρῶν, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, τοῦ δήμου ἐνδεχομένως,
νά κάνει πάρκα κ.λ.π., τό ὁποῖο βοηθάει λίγο, πολύ λίγο. Δέν βοηθάει στήν ψυχική
ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου, ἐξασφαλίζει μόνο κάποιες εὐνοϊκές συνθῆκες.

Ἡ πλήρης ψυχική ὑγεία θά ἔρθει μόνο μέ τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, γιατί ἡ κύρια
αἰτία τῆς νόσου βρίσκεται μέσα στόν ἄνθρωπο, ὄχι στό περιβάλλον. Διορθώνοντας
τό περιβάλλον δέν διορθώνεται ὁ ἄνθρωπος. Πρέπει ὁ ἴδιος νά μετανοήσει καί νά
καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη. Κατ’ ἀρχάς νά παραδεχτεῖ ὅτι εἶναι ἄρρωστος, ὅτι εἶναι
ἁμαρτωλός καί μετά νά προχωρήσει στή διαδικασία τῆς μετάνοιας, τῆς κάθαρσης. Κι

183
αὐτό εἶναι τό κύριο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα, δυστυχῶς, διαφημίζουμε -καί αὐτό
εἶναι λάθος, εἶναι ἀντίθετο μέ τό Εὐαγγέλιο- πόσες μερίδες φαγητό δίνουμε. Ἡ
Ἐκκλησία δίνει 200.000 μερίδες… Ἐντάξει, ὀ Χριστός τί εἶπε ὅμως; Εἶπε νά τό λές;
Δέν εἶπε νά τό λές. Ἀλλά καί πάλι πού τό κάνεις, αὐτό εἶναι τό κύριο ἔργο; Ἔτσι
θέλουν οἱ πολιτικοί νά κάνουν τήν Ἐκκλησία, νά τήν καταντήσουν ἕνα ἵδρυμα
κοινωνικῆς πρόνοιας. Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία νά προσφέρει κοινωνική πρόνοια; Ὄχι!
Τό κύριο ἔργο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά προσφέρει θεραπεία ψυχῆς στόν λαό. Γιατί,
ὅσο καί νά τοῦ δώσεις τοῦ ἄλλου ἕνα πιάτο φαΐ, πάλι θά πεινάσει. Ἀλλά ὅταν τοῦ
δώσεις τή θεραπεία τοῦ νοῦ του, αὐτό εἶναι μία εὐλογία πού τοῦ δίνεις στήν
αἰωνιότητα. Αὐτό πρέπει νά καταλάβουμε ὅλοι εἶναι τό κύριο ἔργο τῆς ἐνορίας καί
τῶν ἱερέων καί τῶν ἐπισκόπων, τό νά βροῦν οἱ ἄνθρωποι τήν κρυμμένη βασιλεία πού
ὑπάρχει μέσα τους.

«Ἀλλά αὐτό πῶς γίνεται; Γίνεται μέ τήν ἐνεργοποίηση τοῦ νοός τοῦ
ἀνθρώπου». Πρέπει νά λειτουργήσει ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. «Αὐτή ἡ ἐνεργοποίηση,
εἶναι ὁ πυρήνας τῆς προσπαθείας τοῦ Ὀρθοδόξου ἱερέως μέ Πατερικό φρόνημα.
Κατ’ ἐπέκτασιν ὁ κύκλος τῆς προσπαθείας καί τοῦ ἐνδιαφέροντός του ἀγγίζει ὅλα τά
κοινωνικά θέματα. Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι αὐτός καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ
Ἐκκλησία πρέπει νά ἀντικαταστήσει τό κύριο ἔργο Της, πού εἶναι τό θεραπευτικό, με
ὅλα τά ἄλλα τά περιφερειακά», νά κάνουμε συσσίτια, κοινωνικά παντοπωλεῖα,
κοινωνικά ἰατρεῖα… Δέν λέω ὅτι δέν εἶναι καλά. Καλά πράγματα εἶναι κι αὐτά, ἀλλά
εἶναι τά περιφερειακά, δέν εἶναι τό κύριο ἔργο. Πολλές φορές οἱ ἱερεῖς ἀναλώνονται
σ’ αὐτά καί μένει πίσω ἡ κατήχηση. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἔλεγε: τό πρῶτο καί
σπουδαιότερο ὅπλο πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ λόγος, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τό
κήρυγμα, τό ὁποῖο εἶναι τό θεραπευτικό φάρμακο τῶν ψυχῶν. Γιατί, πῶς θά μπεῖ
κάποιος στή διαδικασία τῆς κάθαρσης καί τῆς μετάνοιας, ἄν δέν ἀκούσει;

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀγαποῦσε πάρα πολύ τό κήρυγμα. Ἔκανε κάθε μέρα κήρυγμα
καί πολλές φορές τήν ἡμέρα, γιατί ἤξερε πόση σημασία ἔχει νά ἀκούγεται ὁ λόγος
τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας βλέπετε, ἄν κανείς διαβάζει τήν Ἁγία Γραφή,
ὅπου βρισκόταν μιλοῦσε, ἀλλά εἴπαμε πρέπει νά ἔχεις ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα γιά νά
τό καταλάβεις αὐτό, τό Ὁποῖο εἶχαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί μᾶς τό λένε. Μά μέσα στό
σπίτι ἦταν; Μιλοῦσε, καί ἡ Μάρθα διαμαρτυρόταν, γιατί τήν ἄφησε μόνη της ἡ
Μαρία νά διακονεῖ (πρβλ. Λουκ. 10,40). Ὁ Κύριος ἔκανε κήρυγμα ἐκείνη τήν ὥρα
μέσα στό σπίτι πού πῆγε νά Τόν φιλοξενήσουν καί νά Τοῦ κάνουν τραπέζι. Δέν ἔχανε
χρόνο, παντοῦ μιλοῦσε. Τό ἴδιο καί οἱ Ἀπόστολοι. Συνεχῶς ἐκήρυτταν. Ὁ Χριστός
μας κάθισε λίγο νά ξεκουραστεῖ καί μίλησε στήν Σαμαρείτιδα, κέρδισε αὐτή τήν
ψυχή, ἄν καί ἦταν κατάκοπος. Αὐτό εἶναι τό κύριο ἔργο τοῦ ἱερέως, νά ἱερουργεῖ, νά
κάνει τήν Θεία Λειτουργία καί τίς Ἀκολουθίες καί νά κηρύττει.

«Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἦταν καθ’ ὅλον τόν Μεσαίωνα ὁ κατ’ ἐξοχήν
Θεολόγος τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ὅλοι οἱ Πατέρες αὐτόν ἐπικαλοῦνται, μετά
τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, σάν τήν πιό μεγάλη αὐθεντία τῆς Ὀρθοδόξου

184
Ἐκκλησίας. Σήμερα βέβαια συνηθίζουμε, μετά ἰδίως τήν καθιέρωση τῆς ἑορτῆς τῶν
Τριῶν Ἱεραρχῶν, νά θεωροῦμε τούς Τρεῖς Ἱεράρχες ὡς τούς κορυφαίους Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας».

«Παρά ταῦτα ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἔπαιξε καθοριστικό ρόλο στήν


διαμόρφωση τῆς Πατερικῆς παραδόσεως. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
ἀκολουθεῖ κατά πόδας τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη», ὁ ὁποῖος μιλάει γιά αὐτές
τίς διαδικασίες, τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση. «Ὁπότε, ἄν θέλει κανείς
νά δεῖ πῶς ἐσκέπτοντο οἱ πρόγονοί μας κατά τόν Μεσαίωνα, εἶναι ὑποχρεωμένος νά
λάβει πολύ σοβαρά ὑπ’ ὄψιν τόν Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, ἄσχετα μέ τό θέμα τοῦ
ποιός ἀκριβῶς εἶναι ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης», γιατί ὑπάρχει μιά ἀμφισβήτηση ἄν
εἶναι ὁ ἀληθινός ἤ εἶναι κάποιος πού ἔβαλε τό ὄνομά του. Σημασία ἔχει ὅτι τό
περιεχόμενο τῶν συγγραμάτων τοῦ φερομένου ὡς ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου
εἶναι ὀρθοδοξότατο. Ὅπως λέει ἐδῶ καί ὁ π. Ἰωάννης εἶναι ἡ βάση καί γιά τούς
ἄλλους Πατέρες.

Ἄς σταματήσουμε ἐδῶ. Βέβαια ἀνοίγουμε ἀρκετά θέματα, πού σέ κάποιους ἴσως


φαίνονται δυσνόητα, γιατί γιά πρώτη φορά τά ἀκοῦνε, ἀλλά εἶναι πολύ σημαντικά,
γιατί μᾶς βάζουν στήν καρδιά τῆς Ὀρθοδοξίας, πού εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς τοῦ
ἀνθρώπου, ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ.: Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς εἶναι πολύ μεγάλο πράγμα. Μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς
τή δώσει. Οἱ ψυχίατροι γιά ποιό λόγο ὑπάρχουν ἀφοῦ δέν γνωρίζουν τήν ψυχή μας;
Πῶς μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν, ἄν εἴμαστε ψυχικά ἀσθενεῖς;

Ἀπ.: Ἔκανα ἕναν ὑπαινιγμό προηγουμένως. Εἶπα ὅτι οὐσιαστικά πρέπει νά ἀλλάξουν
ὄνομα. Εἶναι παραπλανητικό τό ὄνομά τους, δέν εἶναι ψυχίατροι. Ὅπως καί τά
λεγόμενα ψυχοφάρμακα δέν εἶναι ψυχοφάρμακα, εἶναι φάρμακα πού ἐπηρεάζουν τό
νευρικό σύστημα. Ἡ ψυχή εἶναι ἕνα πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν ἔχει νά κάνει μέ τήν ὕλη.
Δέν εἶναι τελείως ἄυλη, ἀλλά ὁπωσδήποτε εἶναι πνεῦμα, δέν εἶναι ὅπως τό σῶμα πού
ξέρουμε. Τά φάρμακα ἐπιδροῦν στό σῶμα. Ἐπιδροῦν στό νευρικό σύστημα, ἐπιδροῦν
στούς νευρῶνες, στά νευρικά κύτταρα, στούς νευροδιαβιβαστές, στίς οὐσίες δηλαδή
οἱ ὁποῖες ἐκλύονται ἀνάμεσα στά νευρικά κύτταρα καί ἀλλάζουν τίς λειτουργίες τοῦ
νευρικοῦ συστήματος. Αὐτό τώρα θεραπεύει τήν ψυχή; Ὄχι, τό νευρικό σύστημα
θεραπεύει.

Γι’ αὐτό σᾶς εἶπα μᾶς βοηθᾶνε σ’ αὐτό τό σημεῖο οἱ ψυχίατροι. Ἕνας ἄνθρωπος λ.χ.
πού λόγω τῆς ἁμαρτωλῆς του ζωῆς καί τοῦ πολύ μεγάλου του ἄγχους ἔχει φτάσει νά
προκαλέσει καί σωματικές ἐπιπτώσεις καί βλάβες, ἔχει ἀνάγκη ἀπό ψυχίατρο. Δέν
εἶναι ἀρκετό νά ἐξομολογηθεῖ δηλαδή. Θά ἐξομολογηθεῖ, θά πάρει τήν ὁδηγία πού
πρέπει γιά νά θεραπευτεῖ, γιά νά καθαρθεῖ, ἀλλά γιά νά θεραπευτεῖ καί τό σῶμα του,
θά πρέπει νά πάρει καί κάποια ἰατρική βοήθεια. Οἱ ψυχίατροι, δηλαδή, μᾶς βοηθοῦν,

185
ὅταν ἡ ἁμαρτία ἔχει τόσο προχωρήσει στόν ἄνθρωπο πού ἔχει ἐπιδράσει καί στό
σῶμα. Πάντως ὁ ψυχίατρος σέ καμιά περίπτωση δέν θεραπεύει τήν ψυχή, θεραπεύει
μόνο τό νευρικό σύστημα.

Γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι πού παθαίνουν κατάθλιψη, ὅταν πάρουν κάποια χάπια καί
ἠρεμήσουν καί φύγουν κάποιες ἐνδεχομένως ἐκρήξεις ἤ κρίσεις πού παθαίνουν,
ἔχουν κάνει μερική θεραπεία. Ἡ πλήρης θεραπεία εἶναι νά πᾶνε νά ἐξομολογηθοῦν
καί νά μποῦν στήν θεραπευτική τῆς ὀρθοδοξίας, τήν κάθαρση, τόν φωτισμό, νά
πολεμήσουν τά πάθη τους. Ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἔλεγε ὅτι κατεξοχήν αἰτία τῆς
κατάθλιψης εἶναι ὁ ἐγωισμός, εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, δέν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, ὅπως λένε
οἱ ψυχίατροι. Μπορεῖ ὄντως κάτι νά μήν πηγαίνει καλά στόν ἐγκέφαλο καί νά
συμβάλλει στήν κατάθλιψη, ὁπότε σέ ἐκεῖνο τό κομμάτι βοηθᾶνε οἱ ψυχίατροι.

Ἡ πλήρης ὅμως θεραπεία θά γίνει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος πολεμήσει τόν ἐγωισμό του,
ὅταν ταπεινωθεῖ, ὅταν συγχωρήσει καί πιστέψει στόν Θεό. Ἄν πραγματικά πιστέψει
στόν Θεό, τότε φεύγει τό ἄγχος. Ἀλλιῶς, πῶς θά φύγει τό ἄγχος; Μέ τά ἀγχολυτικά;
Μέ τά ἀγχολυτικά ἁπλῶς λίγο θά κατασταλλεῖ τό νευρικό σύστημα καί θά γίνεις λίγο
πιό ἤρεμος, ἕως κοιμισμένος. Ἀλλά ἡ θεραπεία θά ἔρθει, ὅταν ἀφήσεις τή ζωή τή
δική σου καί τῶν ἄλλων στόν Θεό. Ὄχι π.χ. νά εἶσαι μέ τό κινητό στό χέρι καί νά
παίρνεις κάθε πέντε λεπτά τηλέφωνο τό παιδί σου νά δεῖς ἄν εἶναι καλά. Καί τί ἔγινε
πού τό ἔμαθες; Τό βοηθᾶς ἔτσι; Ὄχι, οὔτε ἐσύ βοηθιέσαι, οὔτε ἐκεῖνο. Ἡ ἀληθινή
βοήθεια θά εἶναι νά τό ἀφήσεις κι αὐτό στόν Θεό καί νά ἀφεθεῖς κι ἐσύ στόν Θεό.
Αὐτό πού λέει συνέχεια ἡ Ἐκκλησία «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν
ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».

Μέ τά χαπάκια παίρνεις μιά ἀρχική βοήθεια. Ἄν βέβαια ὁ ἄλλος δέν θέλει νά


ἐξομολογηθεῖ καί νά μπεῖ σ’ αὐτή τή διαδικασία καί θέλει νά πηδήσει ἀπό τό
μπαλκόνι, ἐντάξει θά πάει στόν ψυχίατρο. Ἀφοῦ δέν θέλει νά θεραπευτεῖ,
τουλάχιστον νά μήν πηδήσει ἀπό τό μπαλκόνι… μέχρι νά τοῦ ἔρθει τό μυαλό νά πάει
νά πάρει τήν πλήρη θεραπεία μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία.

Ἐρ.: Μιά διευκρίνηση θά ἤθελα. Εἴπατε πώς, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει κι ἄλλες ἀγάπες,
δέν ἐνεργοποιεῖται τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν λέμε ἀγάπες ἐννοοῦμε πάθη ἤ
συνανθρώπους μας;

Ἀπ.: Μπορεῖ νά εἶναι πάθη, μπορεῖ νά εἶναι προσκολλήσεις, μπορεῖ νά εἶναι καί
ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἀγαπῶνται ἐμπαθῶς. Εἴδωλα. Ἄλλος κάνει εἴδωλο τόν
ἑαυτό του, τό σπουδαιότερο εἴδωλο.

Τό κυριότερο εἴδωλο εἶναι ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια. Ὁ ἑαυτός μας εἶναι τό


εἴδωλο, τό στήνουμε μέσα μας καί τό προσκυνᾶμε. Ἡ φιλαυτία, ὅπως μᾶς λένε οἱ
Πατέρες, εἶναι τό πρῶτο νόσημα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ βρώμικου ἀνθρώπου, τοῦ
ἀκάθαρτου ἀνθρώπου. Ἀγαπάει ἄρρωστα τόν ἑαυτό του καί μάλιστα τό σῶμα του.

186
«Μήν κουραστῶ, μήν πονέσω, μήν ἀρρωστήσω, μήν ἱδρώσω κ.λ.π.». Ὁπότε, αὐτό
τόν ἐμποδίζει νά ἀγαπήσει ἀληθινά τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Σκέφτεται, γιά νά
ἀγαπήσω τόν Θεό, πρέπει νά κάνω θυσία, νά ξυπνήσω στίς ἕξι τό πρωί… καί ἡ
φιλαυτία μέσα σου λέει ‘καλά ἀπό τίς ἕξι θά πᾶς, κάτσε νά χτυπήσει ἡ τρίτη
καμπάνα…’. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γνωρίσει ἀληθινά τόν Θεό, δέν μπορεῖ
νά καθαρθεῖ, τόν ἐμποδίζει αὐτό τό εἴδωλο τοῦ ἑαυτοῦ του πού ἔχει μέσα του.

Ἄλλος ἔχει εἴδωλο τό χρῆμα καί λέει ‘Θά χάσω ἐγώ γιά αὐτά πού λέει ὁ Χριστός; Θά
πῶ ἕνα ψέμα νά πάρω καί τήν ἐπιδότηση κι ἄς λέει ὁ Χριστός’. Ὁπότε ἡ ἀγάπη πού
ἔχει στό χρῆμα τόν χωρίζει ἀπό τόν Χριστό. Ἐνῶ ὁ ἄλλος θά πεῖ ‘ἐντάξει ἄς τά χάσω,
ἀφοῦ ὁ Χριστός λέει νά μήν λέμε ψέματα’. Ὁπότε, αὐτό πού ἀγαπάει ὁ ἄνθρωπος,
τόν ἐμποδίζει νά τηρήσει τήν πρώτη ἐντολή πού λέει «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν
σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου» (Δευτ. 6,5). Δέν λέει κατά ἕνα ποσοστό, κατά 50% τόν
Θεό καί κατά 50% κάτι ἄλλο, οὔτε 99% στόν Θεό καί 1% κάπου ἀλλοῦ.

Ὁ Θεός θέλει τό 100%, ὄχι γιατί εἶναι ἐγωιστής -αὐτό εἶναι βλασφημία νά τό ποῦμε-
ἀλλά γιά ἐμᾶς, γιατί δέν θέλει νά εἴμαστε διχασμένοι. Γιατί, ὅταν ἔχεις κι ἄλλες
ἀγάπες, εἶσαι διχασμένος, μοιράζεσαι δηλαδή. Κι ἕνας διχασμένος εἶναι
διασπασμένος. Κι ἕνας διασπασμένος εἶναι νεκρωμένος. Δέν μπορεῖ νά εἶσαι
διασπασμένος σέ δυό, τρία, πέντε κομμάτια καί νά λές ὅτι εἶσαι ζωντανός, ἀφοῦ
εἶσαι κομματιασμένος. Θά πρέπει νά ἑνοποιηθεῖς, νά γίνεις ἕνα, νά μαζέψεις τά
κομμάτια σου. Αὐτό ἀκριβῶς θέλει ὁ Χριστός. Κι αὐτό δέν γίνεται παρά μόνο ἄν
ἀγαπήσουμε τόν Χριστό ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, γιατί γινόμαστε ἕνα μέσα μας.

Ἡ ἁμαρτία δέν μᾶς χώρισε μόνο ἀπό τόν Θεό. Οἱ Πρωτόπλαστοι ἔκαναν ἁμαρτία,
παρακοή στόν Θεό, ὁπότε χωρίστηκαν ἀπό τόν Θεό, ἀλλά χωρίστηκαν καί μεταξύ
τους. Ὁ Ἀδάμ ἔριχνε τήν εὐθύνη στήν Εὔα, ἡ Εὔα στό φίδι, διασπάστηκε ἡ ἀγάπη
μεταξύ τους. Χωρίστηκαν καί μέ τόν ἑαυτό τους καί μέσα τους ἔγιναν κομμάτια. Ἡ
ἁμαρτία αὐτό κάνει, χωρίζει καί ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τόν πλησίον καί τόν ἴδιο τόν
ἄνθρωπο, γιατί χάνει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του. Τό λένε κιόλας ‘δέν ξέρω ποῦ
βρίσκομαι… εἶμαι χίλια κομμάτια μέσα μου..’. Ἔτσι εἶναι, ἡ γλῶσσα ὁμολογεῖ τήν
ἀλήθεια ἀκόμα κι ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν τό θέλει.

Ἡ ἑνοποίηση γίνεται μέ τήν διαδικασία αὐτή τήν θεραπευτική, τήν κάθαρση, καί
κατεξοχήν μέ τήν νοερά προσευχή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιμένει καί ἐπικαλεῖται
συνεχῶς τόν Κύριο, ἡ ψυχή του πού εἶναι κομμάτια, σιγά-σιγά γίνεται ἕνα.
Μαζεύονται ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς, συγκεντρώνονται, ἑνοποιοῦνται καί ὁ
ἄνθρωπος μπορεῖ πλέον νά βρεῖ τόν ἑαυτό του καί μετά νά βρεῖ τόν Θεό. Γιατί, ἄν
δέν βρεῖς τόν ἑαυτό σου, πῶς θά βρεῖς τόν Θεό; Πρέπει πρῶτα νά βρεῖς τόν ἑαυτό
σου καί μετά νά βρεῖς τόν Θεό, νά μιλήσεις στόν Θεό. Αὐτό κάνει ἡ νοερά προσευχή.

Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἔχει κι ἄλλες ἀγάπες, εἶναι μακριά ἀπό τήν
καρδιά, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι ἔξω, εἶναι χυμένος στά κτίσματα. Ἀγαπάει εἴδωλα, τόν

187
ἑαυτό του, τά χρήματα, τήν δόξα τοῦ κόσμου, τίς ἡδονές τίς σαρκικές κλπ. Ὁ νοῦς
εἶναι σ’ αὐτά. Ὅπου ἀγαπᾶς ἐκεῖ εἶναι καί ὁ νοῦς σου. Δέν εἶναι λοιπόν ὁ νοῦς στή
θέση του. Ἔχει φύγει. Ἡ θέση τοῦ νοῦ εἶναι ἡ καρδιά. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἡσυχάσει,
λέει ὁ Μέγας Βασίλειος καί πλέον δέν διασκορπίζεται ὁ νοῦς του πρός τά ἔξω, πρός
τίς ἄλλες αὐτές ἀγάπες, καί ἔρθει στόν ἑαυτό του, στήν καρδιά, τότε ἀνεβαίνει στόν
Θεό, τότε βρίσκει τόν Θεό. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν ἀποβάλλει αὐτές τίς ἄρρωστες
ἀγάπες, τίς ἄλλες ἀγάπες, δέν μπορεῖ νά βρεῖ κατ’ ἀρχάς τόν ἑαυτό του καί μετά τόν
Θεό.

Εἶχε ἔρθει ἕνας ἄνθρωπος στό Ἅγιο Ὄρος καί λέει «πάτερ, νά κάνω κάτι στόν κῆπο»,
ἦταν καί καλοκαίρι, εἶχε καί πολύ ζέστη… Τέλος πάντων, λέω, ἄντε πήγαινε, ἀφοῦ
θέλεις νά κάνεις κάτι… Πῆγε, ὅλη τήν ἡμέρα χάθηκε, ἦταν στόν κῆπο. Ἔρχεται τό
βράδυ, τοῦ λέω, τί γίνεται; Λέει «εἶμαι πολύ χαρούμενος, πάτερ». Τί χαρούμενος,
λέω, ὅλη μέρα μέσα στόν ἥλιο, κουράστηκες… «Ναί», λέει, «γιατί βρῆκα ὥρα νά
σκεφτῶ. Ἐκεῖ πού δουλεύω στήν πόλη, δουλεύουμε σάν μηχανές καί δέν ξέρουμε καί
γιατί δουλεύουμε. Ἁπλῶς σάν γρανάζια μιᾶς μηχανῆς. Καί δέν βρίσκουμε χρόνο οὔτε
κἄν νά σκεφτοῦμε, ὄχι νά προσευχηθοῦμε… ἁπλῶς δουλεύουμε». Αὐτό εἶναι ὁ
ἄνθρωπος; Γι’ αὐτό εἶναι φτιαγμένος; Νά εἶναι σάν ἐξάρτημα μιᾶς μηχανῆς; Αὐτός
χάρηκε, ὄχι γιατί βρῆκε τόν Θεό, γιατί βγῆκε τόν ἑαυτό του. Βρῆκε λίγο χρόνο ἐκεῖ
στήν ἡσυχία τοῦ Ἁγίου Ὄρους νά σκεφτεῖ, νά συμμαζέψει λίγο τόν ἑαυτό του, νά
ἡσυχάσει. Γι’ αὐτό λέει ὁ Μέγας Βασίλειος «ἡ ἡσυχία εἶναι ἡ ἀρχή τῆς καθάρσεως».
Ἀρχή δηλαδή τῆς θεραπευτικῆς διαδικασίας εἶναι νά ἡσυχάσεις, νά κόψεις τά
περιττά.

Τό πρῶτο δηλαδή πού πρέπει νά κάνουμε ὅλοι μας εἶναι νά κόψουμε τά περιττά πού
μᾶς διασποῦν, μᾶς παίρνουν τόν νοῦ. Αὐτές τίς ἀγάπες πού εἴπατε, νά τίς κόψουμε.
Γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε προσευχή; Γιατί, ἐνῶ πᾶμε νά μιλήσουμε στόν Θεό,
φεύγει ὁ νοῦς μας; Γιατί εἶναι φευγάτος ὅλη μέρα καί ἔχει μάθει νά γυρνάει, ἔχει
μάθει ὅπως λέμε, τήν ἀλητεία καί θά πρέπει τώρα νά τόν μάθεις τό ἀντίθετο, νά ἔρθει
στό σπίτι του, στήν καρδιά καί μετά στόν Θεό. Δέν εἶναι εὔκολο, καθόλου εὔκολο,
γιατί ὁ ἀλήτης δέν μαζεύεται… Ἅμα τό ζητήσουμε ἀπό τόν Θεό, θά μᾶς βοηθήσει
καί ὁ Θεός. Βοηθάει πολύ νά κάνετε κάθε μέρα δέκα λεπτά, ἕνα τέταρτο, μισή ὥρα,
μιά ὥρα, ἕναν κανόνα, ὅπως λέμε, μέ τήν βοήθεια τοῦ Πνευματικοῦ σας καί ἐκείνη
τήν ὥρα νά συμμαζεύετε τόν νοῦ σας, νά τόν ἀδειάζετε ἀπό ὅλα τά ἄλλα. Κι αὐτό
σιγά-σιγά νά γίνεται πιό πολύ.

Ἐρ.: Εὐλογεῖτε πατέρα. Ἡ ἀπορία μου εἶναι ἡ ἀγάπη μας πρός τόν συνάνθρωπο, νά
νοιαστοῦμε γιά τούς γύρω μας, κατά πόσο μπορεῖ νά μᾶς ἐπηρεάσει καί νά μήν
εἴμαστε στόν Θεό; Ἐν μέρει τό καταλαβαίνω, ἀλλά γυρνᾶς τό κεφάλι σου βλέπεις
ἕναν ἄπορο καί θέλεις νά βοηθήσεις, εἶναι σωστό; Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον ἰσχύει
ἤ φεύγεις ἀπό τόν Θεό;

188
Ἀπ.: Ἰσχύει, γιατί εἶναι στήν κατεύθυνση τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ
ἀγάπη στόν πλησίον εἶναι πάλι ἀγάπη στόν Θεό, γιατί στό πρόσωπο τοῦ πλησίον
εἶναι ὁ Χριστός, ὁπότε ὅταν δίνεις στόν πλησίον πάλι στόν Χριστό δίνεις, δείχνεις
ἀγάπη. Εἶναι τό ἴδιο. Εἴτε δίνεις στόν Χριστό μέ τήν προσευχή, εἴτε δίνεις
ἐλεημοσύνη στόν πλησίον, πάλι στόν Χριστό δίνεις.

Ὑπάρχει ἕνα ὡραῖο περιστατικό, ἕνας ἅγιος, ἦταν στρατιώτης, περπατοῦσε καί
βρῆκε στό δρόμο ἕναν κεκοιμημένο, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἦταν καί γυμνός. Δέν εἶχε πῶς
νά τόν σκεπάσει καί ἔβγαλε τήν χλαίνη του. Τήν ἔκοψε στή μέση μέ τό σπαθί του καί
τόν σκέπασε μ’ αὐτό καί τήν νύχτα εἶδε τόν Χριστό νά φοράει τήν χλαῖνα του καί
ἔλεγε στούς ἄλλους: βλέπετε μέ τί Μέ ἔντυσε; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός φοροῦσε τήν χλαῖνα
τοῦ στρατιώτη! ἐνῶ ὁ στρατιώτης ἔντυσε τόν πεθαμένο. Στό πρόσωπο τοῦ
πεθαμένου ἦταν ὁ Χριστός.

Ἐρ.: Ξέραμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ θρησκεία τῶν θρησκειῶν, ἔτσι τό ἔλεγαν καί
ἤθελα νά μᾶς πεῖτε ἕναν ὁρισμό.

Ἀπ.: Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία, εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ
Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες εἶναι δεισιδαιμονίες καί εἶναι, ἄς
τό ποῦμε, μία ἀποτυχημένη προσπάθεια -καί δέν μποροῦσε νά εἶναι καί διαφορετικά-
τοῦ ἀνθρώπου νά ἀνεβεῖ στόν Θεό. Ἀλλά δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι κτιστός
νά φτάσει στό ἄκτιστο. Πρέπει τό ἄκτιστο νά ἔρθει στό κτιστό καί αὐτό ἔγινε στήν
Ὀρθοδοξία διά τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πῆρε τήν ἀνθρώπινη
φύση τήν ἕνωσε στό Πρόσωπό του καί γίνεται ἡ γέφυρα τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.
Γι’ αὐτό δέν μποροῦμε νά πᾶμε στόν Θεό παρά μόνο διά τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος
εἶναι ἡ γέφυρα πού ἑνώνει τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, γιατί στόν Χριστό ὑπάρχει καί τό
κτιστό, ἡ ἀνθρώπινη φύση καί τό ἄκτιστο, ἡ Θεότητα.

Ὅποιος ἑνώνεται λοιπόν μέ τόν Χριστό, ἑνώνεται μέ τόν Θεό. Τί εἶναι ὅταν
παίρνουμε τήν Θεία Κοινωνία; Παίρνουμε τήν Θεότητα καί ἑνωνόμαστε μέ τόν Θεό.
Ἀλλιῶς δέν μπορεῖς νά ἐνωθεῖς μέ τόν Θεό. Πῶς θά πάει ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι
κτιστός στόν ἄκτιστο Θεό; Δέν ὑπάρχει τρόπος. Γι’ αὐτό, ὅσοι ἀρνοῦνται τόν
Χριστό, δέν ἔχουν πρόσβαση στόν Θεό. Μουσουλμάνοι, Ἑβραῖοι, Ἰεχωβάδες… ὅλοι.
Ὅλες οἱ αἱρέσεις καί οἱ θρησκεῖες ἀρνοῦνται τόν Χριστό ἤ ἔχουν ἐσφαλμένη δόξα
γιά τόν Χριστό καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Οἱ Παπικοί ἔχουν ἐσφαλμένη δόξα,
θεώρηση δηλαδή, γιά τόν Χριστό καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, γι’ αὐτό ἔχουν χάσει τήν
πρόσβαση στόν Θεό.

Εἴπαμε ἀκόμα ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι θεραπεία, εἶναι ἰατρική ἐπιστήμη, ἡ ἰατρική τῆς
ψυχῆς, ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς. Προσέξτε, καμιά ἄλλη μέθοδος δέν θεραπεύει τήν
ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Καμιά φιλοσοφική μέθοδος, καμιά ψυχιατρική μέθοδος, καμιά
πολιτική μέθοδος, καμιά θρησκευτική μέθοδος, καμιά δέν θεραπεύει τόν ἄνθρωπο.
Μόνο ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτό εἶναι καίριο νά τό καταλάβουμε, πουθενά ἀλλοῦ ἡ ψυχή
δέν θεραπεύεται.

189
Ἐρ.: Τήν εὐχή σας πάτερ. Ὑπάρχει περίπτωση αὐτοί οἱ ψυχικά ἄρρωστοι νά εἶναι
ὑπό δαιμονική ἐπήρεια;

Ἀπ.: Ὁπωσδήποτε ὑπάρχει καί αὐτό.

Ἐρ.: Ἔ, τότε τσάμπα πᾶνε στόν ψυχίατρο…

Ἀπ.: Σᾶς εἶπα ὁ ψυχίατρος, πού κακῶς τόν λέμε ψυχίατρο, ὁ νευρολόγος, κάνει μία
καταστολή στό νευρικό σύστημα, μιά διόρθωση σωματική, τό ὁποῖο φυσικά δέν
ἐπιδρᾶ οὔτε στήν ψυχή, οὔτε στούς δαίμονες, ἄν ὑπάρχει δαιμονική ἐπήρεια καί
ἐνέργεια, πού σίγουρα ὑπάρχει, γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι κεκαθαρμένος,
ἐπηρεάζεται ἀπό τούς δαίμονες. Ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ δαιμονοκαταληψία, τό ὁποῖο
εἶναι μιά βαρύτερη μορφή, ὅπου ὁ ἄνθρωπος πλέον εἶναι κατοικητήριο τοῦ δαίμονα.

Ὁ δαίμονας δηλαδή ὑποστατικά κάθεται μέσα του, δηλαδή κατοικεῖ ὡς πνεῦμα, ὡς


ὀντότητα μέσα στόν ἄνθρωπο. Εἶναι οἱ λεγόμενοι δαιμονισμένοι, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά
φαίνεται ὅτι εἶναι ψυχασθενεῖς, ψυχοπαθεῖς, ἀλλά δέν εἶναι. Ἔχουν πονηρό πνεῦμα,
τούς ἀλλάζει τήν φωνή, τούς κάνει νά χτυπιοῦνται, νά σκίζουν τά ροῦχα τους,
διάφορα… Ἄλλο αὐτό καί ἄλλο ἕνας πού ἔχει δαιμονική ἐπήρεια. Ἕνας πού ἔχει
πάθη, πού εἶναι φιλάργυρος ἄς ποῦμε, δέν σημαίνει ὅτι εἶναι καί δαιμονισμένος, ὅτι
κατοικεῖ μέσα του ὁ δαίμονας, ἀλλά ὁπωσδήποτε ἔχει τήν ἐπήρεια τοῦ δαίμονα τῆς
φιλαργυρίας. Ὑπάρχει εἰδικός δαίμονας πού σπρώχνει τόν ἄνθρωπο νά ἀγαπάει τά
χρήματα καί ἔχει διάφορες ἐκδηλώσεις, πού φαίνονται στόν Πνευματικό.

Ἄν πάει νά ἐξομολογηθεῖ, θά τοῦ τό πεῖ, ὅτι αὐτό ὀφείλεται στήν φιλαργυρία σου.
Ὅλοι αὐτοί φυσικά, καί οἱ δαιμονισμένοι καί αὐτοί πού ἔχουν δαιμονική ἐπήρεια,
θεραπεύονται μόνο στήν Ὀρθοδοξία. Καί ἡ μεγάλη ταλαιπωρία εἶναι πού πηγαίνουν
στούς ψυχιάτρους, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν νά τούς θεραπεύσουν μέ φάρμακα, ἐνῶ δέν
ὑπάρχει αἰτία σωματική πού νά βοηθοῦν τά φάρμακα.

Ἐρ.: Εὐλογεῖτε. Διάβασα πρόσφατα στόν 39ο ψαλμό, στόν ἕβδομο στίχο, ὅπου λέει:
«θυσίαν καί προσφοράν οὐκ ἠθέλησας, σῶμα δέ κατηρτίσω μοι· ὁλοκαυτώματα καί
περί ἁμαρτίας οὐκ ἐζήτησας». Καί στή μετάφραση ὁ Τρεμπέλας λέει: «ἐξ
εὐγνωμοσύνης ἠθέλησα νά σοῦ προσφέρω θυσίας», σ’ αὐτό πού εἴχατε πεῖ πιό
μπροστά, ἀλλά οὔτε αἱματηράν θυσίαν, οὔτε ἀναίμακτον προσφοράν καρπῶν ἤ
ἄλλων δώρων ἠθέλησας», δέν θέλησες δηλαδή. «Μοῦ ἔδωκες τέλειον σῶμα,
προικισμένον μέ νοῦν ὅπως καθαγιάζω τοῦτο διά τῆς πρό Σέ ὑπακοῆς. Θυσίας
κατακαιομένας ὁλοκλήρους ἐπί τοῦ θυσιαστηρίου καί θυσίας ἐξιλαστικάς
προσφερομένας περί ἁμαρτίας δέν ἐζήτησας». Ὁ λογισμός μοῦ λέει ὅτι ὁ στίχος
αὐτός περικλείει ὅλα ὅσα μᾶς ἔχετε πεῖ καί γιά τόν νοῦ, ὅτι πρέπει νά καθαρίζουμε
τόν νοῦ, τήν ψυχή μας, ὅτι δέν χρειάζεται ὁ Θεός ἄλλες θυσίες ἀπό μᾶς, παρά μόνο
ὑπακοή στό θέλημά του. Δηλαδή ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη μᾶς λέει ὁ Θεός τί
ἀκριβῶς θέλει ἀπό μᾶς.

190
Ἀπ.: Ἡ κατεξοχήν θυσία στήν ὁποία εὐαρεστεῖται ὁ Θεός εἶναι τοῦ θελήματός μας.
Γι’ αὐτό καί ἡ προϋπόθεση νά γίνουμε χριστιανοί εἶναι ν’ ἀρνηθοῦμε τόν ἑαυτό μας
καί αὐταπάρνηση σημαίνει ἄρνηση τοῦ θελήματός μας. Ὁ Κύριος εἶπε ὅποιος θέλει
νά μέ ἀκολουθήσει: «ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί
ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8,34). Ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἠ ἀπάρνηση τοῦ
θελήματός μας, γιατί κατεξοχήν αὐτό πού μᾶς χαρακτηρίζει εἶναι τό θέλημα. Τό
χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἡ βούληση, τό αὐτεξούσιο καί ὁ
ἄνθρωπος θά πρέπει νά καταθέσει τήν ἐλευθερία του στόν Θεό.

Νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν ἐλευθερία του θά λέγαμε, νά ἀρνηθεῖ τήν ἐλευθερία του, μέ
τήν ἔννοια νά ὑποταχτεῖ καί νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ἐλευθερώνεται
πραγματικά μετά ἀπό τά πάθη του καί τότε βγαίνει στήν περιοχή τῆς ἀληθινῆς
ἐλευθερίας.Μπαίνουμε στήν ἀληθινή ἐλευθερία διά τῆς ὑποταγῆς, διά τῆς ὑπακοῆς.
Ὁ Θεός δέν θέλει ἐξωτερικές θυσίες, ὅπως ἔκαναν οἱ Φαρισαῖοι καί ὅπως κάνουν οἱ
σύγχρονοι εἰδωλολάτρες καί οἱ ὀρθόδοξοι πού ἔχουν κάνει τήν Ὀρθοδοξία θρησκεία.
Καί λένε θά πάω μιά λαμπάδα, θά κάνω τόσα εὐχέλαια κλπ, γιά νά πετύχω αὐτό πού
θέλω. Λές κι ὁ Θεός ἔχει ἀνάγκη ἀπό αὐτά καί μετά ὑποχρεώνεται ἐπειδή ἐσύ ἔδωσες
ἐκεῖνο ἤ τό ἄλλο. Τήν ζωή σου ὅμως δέν τήν δίνεις. Ὁ Θεός δέν θέλει αὐτά, θέλει νά
ἀλλάξουμε τή ζωή μας, νά ὑποταχτοῦμε στό θέλημά Του, νά δείξουμε τήν ἀγάπη
μας. Γιατί λέει «Μέ ἀγαπάει αὐτός πού ἔχει τίς ἐντολές Μου καί τίς τηρεῖ» (Ἰω.
14,21), ὄχι αὐτός πού κάνει προσφορές καί θυσίες ἐξωτερικές.

Ἐρ.: Εἴπατε, ὅπως λένε καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἔργο
θεόπνευστο. Ἐπίσης μᾶς λένε νά μελετᾶμε τίς Γραφές. Πῶς μποροῦμε νά μελετᾶμε
τίς Γραφές χωρίς τόν φόβο πλάνης;

Ἀπ.: Τό ἔχουμε πεῖ αὐτό ἀλλά ἄς τό ξαναποῦμε. Τίς μελετᾶμε, ἐφόσον δέν ἔχουμε
ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα, μέ βάση τούς Πατέρες, μέ βάση αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τό
Ἅγιο Πνεῦμα καί τούς ἑρμήνευσαν. Γι’ αὐτό δέν κάνουμε ἕναν κύκλο καί λέμε ὁ
καθένας τήν σκέψη του. Τί σκέψη θά ἀκούσουμε ἀπό ἕναν ἀφώτιστο; Πρέπει νά ἔχει
ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά πεῖ σωστά πράγματα. Γι’ αὐτό εἶναι ἀποτυχία οἱ
Προτεστάντες καί ὅλοι οἱ προτεστατίζοντες, ἐπειδή δέν στηρίζονται στούς ἁγίους
Πατέρες καί τούς ἀπορρίπτουν, καθώς καί τήν Ἱερά Παράδοση, καί καταλήγουν
φυσικά μετά σέ αἱρέσεις καί σέ πλάνες.

Τό μυστικό λοιπόν εἶναι νά εἴμαστε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι», νά ἀκολουθοῦμε


τούς ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἑρμήνευσαν αὐθεντικά. Παίρνεις, γιά παράδειγμα, τόν
Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο καί βλέπεις τί λέει γιά τόν ψαλμό πού μᾶς εἶπε
προηγουμένως. Ἔχει ἑρμηνεία ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στούς Ψαλμούς,
ὅπως καί ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἔχει ἑρμηνεύσει ἀκόμα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος τό κατά Ἰωάννη Εὐαγγέλιο φράση-φράση, ὡραιότατα, μέ τό Ἅγιο
Πνεῦμα.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

191
α.Σχέση Θεοῦ καί κτίσης - β.Ἡ θέωση
(Πατερική Θεολογία - 15ο Μέρος)

Ἔχουμε πεῖ πολλές φορές ἐδῶ σ’ αὐτά τά μαθήματα πού κάνουμε ἀπό τήν Πατερική
Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος, εἶναι
ἀκατάληπτος, εἶναι ἀπερινόητος, εἶναι ἀόρατος. Ὅλα αὐτά πάλι δέν περιγράφουν τόν
Θεό, ἀλλά μᾶς λένε τί δέν εἶναι ὁ Θεός, γιατί μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων-
δημιουργημάτων, δηλαδή ἀνθρώπων καί ὅλου τοῦ σύμπαντος δέν ὑπάρχει καμιά
ὁμοιότητα. Δέν μποροῦμε νά βροῦμε κάτι δηλαδή, εἴτε πρᾶγμα, εἴτε καί λέξη ἀκόμα,
πού νά μᾶς λέει τί εἶναι ὁ Θεός. Γι’ αὐτό καί χρησιμοποιοῦμε πολλά ὀνόματα, πολλές
λέξεις, πολλούς προσδιορισμούς καί πάλι δέν λέμε τί εἶναι ὁ Θεός, γιατί δέν ὑπάρχει
καμία, μά καμία, ἀναλογία μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων-δημιουργημάτων. Ἐμεῖς ὅλοι
εἴμαστε δημιουργήματα. Ὁ Θεός εἶναι τελείως ἄλλο πράγμα… Δέν ὑπάρχει καμία
λοιπόν ἀναλογία μεταξύ κτιστοῦ καί ἄκτιστου. Τό ἄκτιστο εἶναι ὁ Θεός καί τό κτιστό
εἴμαστε ἐμεῖς, εἶναι ὅλο τό σύμπαν.

Ὑπῆρξαν ὅμως κάποιοι πού θεώρησαν καλό νά ποῦν ὅτι ὑπάρχουν κάποιες
ἀναλογίες, αὐτοί οἱ ὁποῖοι εἶδαν τήν Θεολογία ὡς φιλοσοφία. Αὐτή -ἄς τό ποῦμε- ἡ
προσπάθεια ὀνομάζεται μεταφυσική θεώρηση τῆς Θεολογίας. Ἡ μεταφυσική, θά
λέγαμε ἁπλά, εἶναι ἡ φιλοσοφική θεώρηση τῆς Θεολογίας. Κάνουμε καί τήν
Θεολογία μία φιλοσοφία, τό ὁποῖο βεβαίως δέν ἔχει γίνει στήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά ἔχει
γίνει στήν παράδοση τῆς Δύσης. Γι’ αὐτό θά ἀκοῦτε -καμιά φορά τό χρησιμοποιοῦν
λανθασμένα καί ὀρθόδοξοι- ὅτι ὑπάρχουν ἀξίες. «Ὁ Θεός εἶναι μιά ἀξία», ἤ «ἡ
Ὀρθοδοξία εἶναι μιά ἀξία». Ὁ Θεός δέν εἶναι μιά ἀξία. Ὁ Θεός εἶναι Πρόσωπο καί
εἶναι τελείως ἄγνωστο καί ἀκατάληπτος στήν οὐσία Του σέ μᾶς.

Οἱ Δυτικοί εἶπαν ὅτι ὑπάρχουν «δύο ἀναλογίες, δύο διαφορετικές


συσχετίσεις»ἀνάμεσα στόν Θεό καί στούς ἀνθρώπους. Εἶναι λανθασμένα ὅλα αὐτά,
γι’ αὐτό δέν τά ἔχουμε στήν Ὀρθοδοξία, ἁπλῶς τά λέω γιά νά τά ξέρετε
γνωσιολογικά. «Οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου ἤ μεταξύ
κτισμάτων καί Θεοῦ οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει». Οἱ ἀρχαῖοι ἔκαναν αὐτό τό
μπέρδεμα: ἔφτιαχναν ἕνα ἄγαλμα καί ἔλεγαν ὅτι αὐτό εἶναι θεός, ὁ Δίας ἄς ποῦμε,
καί σοῦ ἔδειχναν τό ἄγαλμα τοῦ Δία. Αὐτοί δέν ἔλεγαν ἁπλῶς ὅτι ὑπῆρχε σχέση,
ἀλλά ταυτίζανε τό ἄγαλμα μέ τόν Θεό καί ἔλεγαν ὅτι Θεός εἶναι αὐτό τό ἄγαλμα καί
πήγαιναν σ’ αὐτό τό ἄγαλμα νά προσευχηθοῦν. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρρώστια τῆς
θρησκείας, ἡ ταύτιση κτιστοῦ μέ τό ἄκτιστο, δηλαδή κάνουμε θεούς πράγματα
κτιστά, δημιουργήματα. Τά δημιουργήματα τά κάνουμε Θεό, Δημιουργό.

«Δέν ὑπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, πού σημαίνει ὅτι δέν
μποροῦμε μέσω τῶν κτισμάτων νά γνωρίσουμε τό ἄκτιστο, δηλαδή τόν Θεό, Αὐτόν ἤ
τήν ἐνέργειά Του». Οὔτε ἀκόμα μέσα ἀπό τά βιβλία, οὔτε μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή

192
μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό, δηλαδή νά ἔχουμε σαφή θά λέγαμε ἐμπειρία τοῦ
Θεοῦ. Λέμε κάποια πράγματα, κάποιες λέξεις καί μέ τά βιβλία καί τήν Ἁγία Γραφή,
ἀλλά καί αὐτές οἱ λέξεις κτιστές εἶναι. Δέν περιγράφουμε πραγματικά τόν Θεό. Δέν
μᾶς λένε τί εἶναι ὁ Θεός… οὔτε πολύ περισσότερο εἶναι ὁ Θεός… Ἡ Ἁγία Γραφή δέν
εἶναι ὁ Θεός οὔτε τά λόγια εἶναι ὁ Θεός ἤ περιγράφουν τόν Θεό πραγματικά.

Στήν Δύση ὑπάρχουν «δύο μορφές, δύο ἀναλογίες: ἡ ἀναλογία τοῦ ὄντος καί ἡ
ἀναλογία τῆς πίστεως». Ἔτσι τά λένε αὐτοί. Νά μή σᾶς μπερδέψω πολύ μ’ αὐτά.
Ἀρκεῖ νά ποῦμε ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἐπηρεαστεῖ ἀπό τήν φιλοσοφία, ἀπό τήν
ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία καί τόν Πλάτωνα καί εἶπαν αὐτά τά πράγματα. Ὁ
Πλάτωνας εἶχε μιά θεωρία ὅτι ὑπάρχουν δύο κόσμοι. Αὐτό τό λέω γιά νά ξέρετε ὅτι
ἔχει καταδικασθεῖ ἀπό τήν 7η Οἰκουμενική Σύνοδο ἡ θεωρία τοῦ Πλάτωνα. Δέν εἶναι
σωστή. Ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει ἕνας κόσμος πού βλέπουμε, ὁ ὑλικός κόσμος, ὁ φυσικός
κόσμος καί ὑπάρχει κι ἕνας ἄλλος κόσμος πού δέν βλέπουμε, ὁ ἰδεατός κόσμος, ὁ
κόσμος τῶν ἰδεῶν, τῶν ἀρχετύπων, ἔτσι τά ἔλεγε, ἀρχέτυπα, πρότυπα δηλαδή. Τά
ὁποῖα πρότυπα καθόριζαν τί ὑπάρχει σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο, ὁ ὁποῖος συνέχεια
μεταβάλλεται, ρέει. Ὅπως ἔλεγε ὁ Ἡράκλειτος «τά πάντα ρεῖ».

Ὁ κόσμος τῶν ἰδεῶν πού τόν καταλαβαίνουμε μέ τήν λογική, ἀλλά ὄχι μέ τίς
αἰσθήσεις, κανονίζει ὑποτίθεται αὐτόν τόν φυσικό κόσμο. Αὐτή ἡ διδασκαλία εἶναι
πλανεμένη. Δέν ὑπάρχει κόσμος τῶν ἰδεῶν. Ὑπάρχει ὁ Θεός καί ὑπάρχει ἡ πρόνοια
τοῦ Θεοῦ. Οὔτε τύχη ὑπάρχει, οὔτε εἱμαρμένη ὑπάρχει, οὔτε κάτι ἄλλο. Ὑπάρχει ὁ
Θεός καί ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καθορίζει τά πάντα καί προνοεῖ γιά τά πάντα
καί συγκροτεῖ τά πάντα. Ὑπάρχουν οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες
δημιούργησαν τόν κόσμο καί συντηροῦν τόν κόσμο. Καί δημιούργησαν καί ἐμᾶς
τούς ἀνθρώπους καί συντηροῦν καί ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους.

«Ἡ διδασκαλία περί ἀρχετύπων τοῦ Πλάτωνα καί τῶν Νεοπλατωνικῶν», πού ἦρθαν
μετά τόν Πλάτωνα, «ἐπίσημα καταδικάσθηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στό
«Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας» πού διαβάζουμε τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας»,τήν
πρώτη Κυριακή τῶν νηστειῶν, «ὑπάρχει ἡ ἐπίσημη καταδίκη αὐτῆς τῆς διδασκαλίας
τοῦ Πλάτωνα καί τῶν Νεοπλατωνικῶν καί ἀναθεματίζονται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία, ἐπίσημα πλέον, ὅσοι παραδέχονται αὐτήν τήν διδασκαλία περί ἀρχετύπων
τοῦ Πλάτωνος. Καί τοῦτο διότι ἡ Πλατωνική ἀντίληψις περί Θεοῦ εἶναι καθαρά
ἀνθρωπομορφική». Τόν Θεό, θά λέγαμε πολύ ἁπλά, Τόν παρουσιάζει σάν ἕναν
ἄνθρωπο καί δίνει ἰδιότητες ἀνθρώπινες.

«Ἡ περί τῶν ἀρχετύπων εἰδῶν στόν νοῦν τοῦ Θεοῦ διδασκαλία αὐτή καταργεῖ
οὐσιαστικά τήν Θεία ἐλευθερία καί ἀποτελεῖ τήν ὅλη γνωσιολογική βάση τῆς
λεγομένης Σχολαστικῆς θεολογίας καί φιλοσοφικῆς παραδόσεως, δηλαδή τῆς
θεολογίας τῶν Παπικῶν, κατά τήν ὁποία πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει μία ἀναλογία τοῦ
ὄντος καί μία ἀναλογία τῆς πίστεως μεταξύ τῶν κτιστῶν οὐσιῶν καί τῶν ἀκτίστων
ἀρχετύπων εἰδῶν ἤ ἰδεῶν ἤ λόγων, πού ὑποτίθεται ὅτι ὑπάρχουν μέσα στόν νοῦν τοῦ

193
Θεοῦ. Ἔτσι, κατ’ αὐτούς, μπορεῖ κανείς νά ἐξιχνιάσει τά περί τῆς Θεία οὐσίας, ἐάν
διεισδύσει εἰς τήν οὐσίαν καί εἰς τήν καθ’ ὅλου ἔννοιαν τῶν ὄντων μέσω τῆς
ἀνθρωπίνης λογικῆς». Δηλαδή, προσπαθοῦν οἱ Δυτικοί – καί αὐτή εἶναι ἡ
Σχολαστική φιλοσοφία- μέ τήν λογική νά μποῦν μέσα στόν Θεό καί νά καταλάβουν
τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιώντας καί τήν θεωρία αὐτή τοῦ Πλάτωνος πού
εἴπαμε καί αὐτές τίς δύο θεωρήσεις ὅτι ὑπάρχει συσχέτιση, ὅτι ὑπάρχει θεωρία ὄντος
καί ἀναλογία τῆς πίστεως.

«Αὐτή, ὅμως, ἡ διδασκαλία καταδικάστηκε άπό τήν Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία


στήν 7η Οἰκουμενική Σύνοδο καί καθιερώθηκε μ’ αὐτό τόν τρόπο καί καθιερώνεται
ἡ Πατερική ἄποψη ὅτι μεταξύ κτιστῶν καί ἀκτίστου, μεταξύ κτισμάτων καί Θεοῦ,
δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότης. Αὐτή τήν Πλατωνική ἀντίληψη περί Θεοῦ τήν
ἀκολούθησε ὁλόκληρη ἡ Δυτική παράδοσις». Ὑπῆρχε καί ἕνας ἄλλος φιλόσοφος πού
ὀνομαζόταν Γουλιέλμος Ὄκκαμ, ὀ ὁποῖος «δέν κατήργησε τήν ἀναλογία τῆς
πίστεως». Κατήργησε τή μία ἀπό τίς δύο συσχετίσεις μεταξύ Θεοῦ καί
κτισμάτων,ἀλλά ὄχι τήν ἀναλογία τῆς πίστεως, ἡ ὁποία γι’ αὐτόν εἶναι ἡ Ἁγία
Γραφή». Τί λέει αὐτός; Στήν Ἁγία Γραφή «περιγράφονται τά τοῦ Θεοῦ ὅπως εἶναι
στήν πραγματικότητα». Δηλαδή, ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει ἀναλογία, ὅτι μποροῦμε μέ τίς
λέξεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς νά καταλάβουμε τί εἶναι ὁ Θεός. Ὄχι, δέν μποροῦμε, γιατί ὁ
Θεός εἶναι ἀκατάληπτος. Δέν μποροῦμε νά Τόν καταλάβουμε οὔτε μποροῦμε νά τόν
παρομοιάσουμε μέ κάτι. Αὐτός λέει: «μόνο μέσω τῆς Ἁγίας Γραφῆς μπορεῖ κανείς νά
γνωρίσει τόν Θεόν».

Μετά ἀπό αὐτόν ἔχουμε τούς Προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι δέχονται μόνο τήν Ἁγία
Γραφή, ἐνῶ ἀπορρίπτουν τελείως τήν Ἱερά Παράδοση. Ὁ ἱδρυτής τους, ὁ Λούθηρος,
ἀκολουθοῦσε αὐτή τήν ἀναλογία τῆς πίστεως. Βέβαια ὁ Λούθηρος εἶχε πεῖ καί κάτι
σωστό, ὅτι ὑπάρχουν δύο πίστεις. «Ἡ μία πίστη εἶναι ἡ ἐγκεφαλική πίστη, τῆς
λογικῆς ἀποδοχῆς. Κατ’ αὐτήν ὁ ἄνθρωπος ἀποδέχεται κάτι μέ τήν λογική του καί
πιστεύει σ’ αὐτό πού ἀποδέχεται. Αὐτή ὅμως δέν εἶναι ἡ πίστη πού δικαιώνει τόν
ἄνθρωπο. Ὅταν λέγει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι ὁ ἄνθρωπος διά μόνης τῆς πίστεως
σώζεται», τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «δέν ἐννοεῖ ἁπλῶς τήν πίστη τῆς λογικῆς
ἀποδοχῆς», ἁπλῶς ἀποδέχομαι λογικά ὅτι ὑπάρχει ὁ Θεός. Ὁπωσδήποτε πρέπει νά
ὑπάρχει ὁ Θεός. Αὐτό δέν σώζει, «ἀλλά ἡ ἐνδιάθετη πίστη», ἡ πίστη ἡ ὁποία ἔχει καί
τά ἀνάλογα ἔργα.

«Ὁ Λούθηρος παρατήρησε ὅτι στήν Ἁγία Γραφή ἀναφέρεται ὅτι πράγματι ὑπάρχει
μία ἄλλη πίστις, πού εἶναι δῶρο Θεοῦ καί αὐτή ἡ πίστις ἐνεργεῖται στόν χῶρο τῆς
καρδιᾶς» καί ὄχι στόν χῶρο τῆς λογικῆς. Εἶναι αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες νοερά
προσευχή, ἀδιάλειπτη προσευχή μέσα στήν καρδιά. Ὅταν λειτουργεῖ σωστά ὁ
ἄνθρωπος, εἶναι θεραπευμένος δηλαδή πνευματικά, τότε ἡ νοερά ἐνέργεια, ἡ
ἐνέργεια τοῦ νοῦ δηλαδή, ὑπάρχει μέσα στήν καρδιά καί ἐκεῖ ἀδιαλείπτως
προσεύχεται. Τότε λειτουργεῖ σωστά ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶναι
ἀθεράπευτος, ἐμπαθής, τότε αὐτή ἡ νοερά ἐνέργεια, ἀντί νά στροβιλίζεται κατά

194
κάποιο τρόπο μέσα στήν καρδιά, ξεδιπλώνεται καί κολλάει στόν ἐγκέφαλο, στή
λογική. Στήν ὁποία λογική, στόν ἐγκέφαλο, ὅλα τά νοήματα, οἱ σκέψεις, ἔρχονται
ἀπό τό περιβάλλον, ἀπό τίς αἰσθήσεις. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις καί τά νεῦρα, τό ὀπτικό
νεῦρο κλπ, καταλήγουν στόν ἐγκέφαλο. Ἡ νοερά ἐνέργεια πρέπει νά εἶναι στήν
καρδιά. Ὅταν κολλήσει στόν ἐγκέφαλο, τότε αὐτά τά νοήματα τοῦ ἐγκεφάλου
κατεβαίνουν στήν καρδιά καί γίνεται ἕνα βραχυκύκλωμα θά λέγαμε καί ὁ ἄνθρωπος
μπερδεύει καί κάνει θεούς πράγματα κτιστά τοῦ περιβάλλοντός του δεχόμενος τήν
ἐπίδραση τοῦ ἐγκεφάλου του καί τῶν παραστάσεων πού ὑπάρχουν στόν ἐγκέφαλο
ἀπό τίς αἰσθήσεις. Κάνει εἴδωλα. Ἔτσι γίνεται ἡ εἰδωλολατρία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
θεραπευτεῖ, ἡ νοερά ἐνέργεια συγκεντρώνεται στήν καρδιά καί ἀπευθύνεται στόν
Θεό, ὁ Ὁποῖος δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τό περιβάλλον. Εἴπαμε δέν ὑπάρχει καμία
ἀπολύτως ὁμοιότητα. Αὐτή εἶναι ἡ θεραπεία πού δίνει ἡ Ἐκκλησία, νά μπορέσει ὁ
ἄνθρωπος νά χαλάσει αὐτό τό βραχυκύκλωμα, αὐτό τό μπέρδεμα μεταξύ λογικῆς καί
καρδιᾶς καί νά ἀφήσει στή λογική καί στόν ἐγκέφαλο νά ἀσχολεῖται μέ τό
περιβάλλον μέσω τῶν αἰσθήσεων καί ἡ καρδιά νά δουλέψει γιά τόν Θεό.

«Στήν Ὀρθόδοξη παράδοση οὔτε ἡ ἀναλογία τῆς πίστεως ὑπάρχει. Διότι μεταξύ τῆς
διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ἀληθείας περί Θεοῦ δέν ὑπάρχει ἀναλογία
πίστεως. Γιατί; Διότι μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα. Γι’
αὐτόν τόν λόγο τά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς περί Θεοῦ εἶναι καταργήσιμα
νοήματα. Καταργοῦνται στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάνει στή
θέωση, καταργοῦνται καί τά νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιατί πλέον εἶσαι μπροστά
στόν Θεό. «Πρίν εἶναι ἁπλῶς βοηθητικά, ἀπαραίτητα, σωστά καί ὀρθά ὡς
καθοδηγητικά μόνο πρός τόν Θεό». Δέν εἶναι αὐτός ὁ Θεός ἡ Ἁγία Γραφή, ἀλλά τά
νοήματα πού ὑπάρχουν στήν Ἁγία Γραφή σέ ὁδηγοῦν πρός τόν Θεό.

«Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ὁδηγός πρός τόν Θεό, ἀλλά δέν ἔχει ἡ περιγραφή τοῦ Θεοῦ
στήν Ἁγία Γραφή καμία ὁμοιότητα μέ τόν Θεό», ἀφοῦ δέν μποροῦμε νά
περιγράψουμε τόν Θεό, δέν ἔχουμε λέξεις. Λέμε κάποια πράγματα γιά νά
μπορέσουμε νά πᾶμε στόν Θεό, νά φτάσουμε στήν θέωση δηλαδή καί τότε θά
καταλάβουμε ποιός εἶναι ὁ Θεός, ὅσο πάλι μπορέσουμε νά καταλάβουμε.

Ἡ Ἁγία Γραφή «μιλάει γιά τόν Θεό, μιλάει γιά τήν Ἀλήθεια, ἀλλά δέν εἶναι ἡ
Ἀλήθεια». Γι’ αὐτό τί εἶπε ὁ Χριστός; Δέν εἶπε πάρετε τήν Ἁγία Γραφή, αὐτή εἶναι ἡ
ἀλήθεια. Εἶπε «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω. 14,6). Ἅμα γνωρίσετε Ἐμένα, θά γνωρίσετε
τήν Ἀλήθεια. «Εἶναι ὁδηγός πρός τήν Ἀλήθεια καί τήν Ὁδό, πού εἶναι ὁ Χριστός». Ὁ
Χριστός εἶπε «εἶμαι καί ἠ ὁδός», εἶμαι καί ὁ τρόπος γιά νά ’ρθεῖτε σέ Μένα. «Οἱ
λέξεις στήν Ἁγία Γραφή εἶναι ἁπλῶς σύμβολα, τά ὁποῖα περιέχουν ὡρισμένα
νοήματα. Αὐτά τά νοήματα εἶναι ὅλα ἀνθρώπινα καί ὁδηγοῦν πρός τόν Θεό, πρός τόν
Χριστό καί τίποτε ἄλλο». Εἶναι μόνο ἀνθρώπινα νοήματα πού μᾶς δείχνουν πῶς θά
πᾶμε στόν Θεό, ἀλλά δέν εἶναι αὐτά πού μᾶς περιγράφουν τί εἶναι ὁ Θεός.

195
«Ὁπότε, διαβάζοντας ἁπλῶς κανείς τήν Ἁγία Γραφή δέν μπορεῖ νά θεολογεῖ σωστά
μόνο βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἄν αὐτό τό κάνει, δέν μπορεῖ παρά νά γίνει αἱρετικός.
Διότι σωστή ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς μπορεῖ νά γίνει μόνο, ὅταν ἡ μελέτη ἤ ἡ
ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς συνοδεύεται ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ ἤ τῆς
θέωσης». Τότε μόνο μπορεῖς νά ἑρμηνεύσεις σωστά τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλιῶς θά
κάνεις φιλολογικές ἤ φιλοσοφικές ἀναλύσεις μέ βάση αὐτά πού διαβάζεις. Ἀλλά
αὐτό δέν εἶναι ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Γιά νά καταλάβεις τήν Ἁγία Γραφή, θά πρέπει νά γνωρίσεις τόν Θεό, νά ἔχεις
ἐμπειρία θεώσεως. Κι ἐπειδή ἐμεῖς δέν ἔχουμε, καταφεύγουμε σ’ αὐτούς πού ἔχουν ἤ
πού εἶχαν, στούς Ἅγιους Πατέρες, καί ἔχουν καί τώρα φυσικά στή Βασιλεία τοῦ
Θεοῦ. Αὐτοί εἶναι οἱ αὐθεντικοί ἑρμηνευτές κι αὐτοί μᾶς λένε τί ἐννοεῖ ὁ Χριστός μέ
αὐτό πού λέει κάθε φορά. Οἱ Προτεστάντες ἔχουν πέσει σέ χίλιες δυό αἱρέσεις,
23.000 αἱρέσεις ἔχουν κάνει, γιατί παίρνουν μόνο τήν Ἁγία Γραφή καί τήν ἐξετάζουν
χωρίς νά ἔχουν ἐμπειρία θεώσεως, χωρίς νά ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.

«Ὅπως διαβάζοντας ἁπλῶς κάποιος βιβλία χειρουργικῆς δέν μπορεῖ νά γίνει


χειροῦργος, ἄν δέν παρακολουθήσει μαθήματα στήν Ἰατρική Σχολή καί δέν
ἐξασκηθεῖ στήν χειρουργική κοντά σέ ἔμπειρο καθηγητή» καί δέν πάει κι αὐτός μέσα
στό χειρουργεῖο νά κάνει καί ὁ ἴδιος κάποιες τομές, κάποια ἀρχικά πράγματα, νά δεῖ
πῶς χειρουργεῖ ὁ καθηγητής. Ἔτσι γίνεσαι καθηγητής, δέν μπορεῖς νά γίνεις μόνο
διαβάζοντας τά βιβλία. «Ἔτσι καί σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη θετική ἐπιστήμη πρέπει
κανείς νά ἐξασκηθεῖ, γιά νά μπορεῖ ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν ἐμπειρία νά προχωρήσει
στήν ἐπαλήθευση καί διαπίστωση τῆς θεωρίας. Δηλαδή ἡ θεωρία διαπιστώνεται, ἄν
εἶναι ἀληθινή, ἀπό τήν ἐμπειρική πράξη, ἀπό τήν ἐμπειρική γνώση». Ἔτσι καί τήν
Ἁγία Γραφή καί ὅλα τά βιβλία πού ἔχουμε, τότε ἐπιβεβαιώνουμε καί διαπιστώνουμε
ὅτι εἶναι ἀληθινά, ὅταν ζήσουμε κι ἐμεῖς αὐτή τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, τήν ἐμπειρία
τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης.

«Κατά τόν ἴδιο τρόπο ἕνας, ὁ ὁποῖος δέν προσεγγίζει τήν Ἁγία Γραφή μέσω
ἐμπειρογνωμόνων, δηλαδή μέσω ἀνθρώπων πού ἔχουν τήν ἴδια ἐμπειρία μέ τούς
Προφῆτες ἤ τούς Ἀποστόλους, πού εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας», αὐτοί εἶναι οἱ
ἐμπειρογνώμονες, «δέν μπορεῖ νά βεβαιωθεῖ γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ
βάσις, τό θεμέλιο τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς εἶναι ὁ φωτισμός καί ἡ θέωσις, δηλαδή ὁ
δοξασμός». Ἡ θέωση, δηλαδή, εἶναι ἡ μετοχή στή δόξα τοῦ Θεοῦ καί
ἐμπειρογνώμονας εἶναι αὐτός πού ἔχει μετάσχει στή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό
συναντώντας τέτοιους ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, βεβαιωνόμαστε κι
ἐμεῖς γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων.

«Ὅσο γιά τήν θέωση στήν Ὀρθόδοξη Γραμματεία ἔχουν γραφεῖ πολλά καί ἀπό
κάποιους δίνεται ἡ ἐντύπωσις ὅτι ἡ θέωσις εἶναι μία ἔνεσις Θεότητας(!), πού γίνεται
στόν ἄνθρωπο μέσω τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Νομίζουν μερικοί ὅτι
ὑπάρχουν τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά πηγαίνουν οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί

196
καί νά δέχονται ἐνέσεις Θεότητος, ὅταν παίρνουν μέρος σ’ αὐτά». Μᾶς κάνει μία
ἔνεση ὁ Θεός θά λέγαμε καί γινόμαστε θεοί…

«Ἐπειδή δηλαδή λέγει π.χ. ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος στίς Εὐχές πρό τῆς
Θείας Μεταλήψεως γιά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ ὅτι «θεοῖ με καί τρέφει»,
νομίζουν μερικοί εὐσεβεῖς ὅτι μεταλαμβάνοντας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων δέχονται
ἔνεση Θεότητος καί ὅτι ἔτσι, παίρνουν τρόπον τινά τό εἰσιτήριο γιά τόν Παράδεισο,
ἔχουν δηλαδή τόν Παράδεισο στήν τσέπη». Τό λέει εἰρωνικά.. Δέν μπορεῖς χωρίς
προϋποθέσεις νά ἔχεις τήν θέωση. Πρέπει νά ἔχεις καί τίς ἀνάλογες προϋποθέσεις.
Βέβαιως μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὑπάρχει ἡ ἕνωση μέ τόν Θεό ἀλλά τό
καταλαβαίνουν αὐτοί πού ἔχουν τίς προϋποθέσεις. Ὅταν κάποιος πηγαίνει τελείως
ἀπροετοίμαστος, ἐπειδή εἶναι μεγάλη Πέμπτη γιά τό καλό… ἤ ἐπειδή εἶναι Κυριακή
τοῦ Πάσχα καί ὅλοι κοινωνᾶνε…

Εἶναι λάθος. Δέν καταλαβαίνει. Ἤ μᾶλλον καταλαβαίνει το ἀνάποδο καί παίρνει,


ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κρῖμα καί ὄχι τό φῶς τό ἀληθινό. Δέν βλέπει τό φῶς
τό ἀληθινό, ἐνῶ μετά τή Θεία Κοινωνία ψάλλουμε «Εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν…».
Τό εἴδαμε; Ὁ καθένας ξέρει ἄν τό εἶδε. Δέν σημαίνει δηλαδή ὅτι μέ τό πού
κοινωνήσαμε σωθήκαμε, πρέπει νά ἔχουμε καί τίς προϋποθέσεις, νά ὑπάρχει μέσα
μας καί αὐτή ἡ ἐνδιάθετος πίστις, ἡ νοερά προσευχή, ἡ μετοχή στόν Θεό.

«Αὐτά ὅμως τά λέγει ὁ Ἅγιος Συμεών γιά τόν ἑαυτό του», γιατί αὐτός εἶχε τίς
προϋποθέσεις καί πράγματι, ὅταν κοινωνοῦσε γινόταν ὅλος Φῶς. «Ἐννοεῖ ὅτι ἐκεῖνος
μετά τήν Θεία Μετάληψη συχνά ἔφθανε νά ἔχει μέθεξη στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ
Θεοῦ, δηλαδή εἶχε ἐμπειρίες θεώσεως, τίς ὁποῖες τοῦ χάριζε ὁ Θεός. Ἐμεῖς ὅμως
ἔχουμε μέθεξη Θεοῦ μετά ἀπό κάθε Θεία Μετάληψη; Μποροῦμε νά ἰσχυριζόμαστε
ὅτι εἴχαμε μετοχή στήν Θεότητα, δηλαδή στήν ἄκτιστη θεωτική Χάρη τοῦ Θεοῦ,
ἁπλῶς ἐπειδή κοινωνήσαμε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, χωρίς γνωστῶς-ἐν ἐπιγνώσει
δηλαδή- νά ἔχουμε αἴσθηση τῆς θεωτικῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ;

Δυστυχῶς σ’ αὐτά τά χάλια καταντήσαμε μέ αὐτά, πού γράφουν οἱ εὐσεβεῖς στήν


Ἑλλάδα σήμερα περί θεώσεως. Ἀλλά στήν Πατερική παράδοση θέωσις δέν εἶναι ὁ
ἐμβολιασμός Θεότητος, ἀλλά ἡ θεοπτία, ὁ δοξασμός. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ
φθάσει στήν φώτιση, κατά τήν ὁποία ἔρχεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί προσεύχεται
μέσα του, τότε ἔχει τίς προϋποθέσεις νά ὁδηγηθεῖ στήν θεοπτία. Ὅταν ὁ Θεός
θελήσει, τόν ὁδηγεῖ στήν θεοπτία, δηλαδή στήν θέωση καί τότε βλέπει τόν Χριστό ἐν
δόξη. Αὐτή ἡ ὅρασις τοῦ Χριστοῦ ἐν δόξη εἶναι ἡ θέωσις καί μόνον αὐτή. Ὑπάρχει
καί στούς Λατίνους συγγραφεῖς τούς Ὀρθοδόξους». Γιατί ὑπάρχουν καί Ὀρθόδοξοι
Λατίνοι πρίν γίνει τό σχίσμα, πού οὐσιαστικά δέν εἶναι σχίσμα, εἶναι ἡ ἀποκοπή
λόγω τῆς αἵρεσης τῶν Λατίνων.

Ἀλλά πρίν ἀπό αὐτό ἔχουμε Πατέρες Ὀρθόδοξους καί Πάπες Ὀρθόδοξους Λατίνους
καί σ’ αὐτούς ὑπάρχει «ὁ ἀντίστοιχος ὅρος glorificatio, πού σημαίνει δοξασμός. Γι’

197
αὐτό ὁ ὅρος θέωσις δέν συναντᾶται στήν Ὀρθόδοξη Λατινική παράδοση», ἀλλά
συναντᾶται ὁ ὅρος δοξασμός.

«Ἔτσι βλέπουμε τόν Ἀπόστολο Παῦλο στήν Α ́ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του νά
λέγει: «εἴτε δοξάζεται ἕν μέλος, συγχαίρει πάντα τά μέλη» (Α’ Κορ. 12,26). Δηλαδή,
ὅταν δοξάζεται ἕνα μέλος τῆς ἐνορίας», ὅταν φθάνει στή θέωση, «τότε ὅλα τά μέλη
τῆς ἐνορίας συγχαίρουν μαζί του, φυσικά λόγω τοῦ δεσμοῦ τῆς ἀγάπης», ἡ ὁποία δέν
φθονεῖ, δέν ζηλεύει, εἶναι ἀνιδιοτελής καί ἡ χαρά τοῦ ἄλλου εἶναι καί δική μας χαρά
καί τοῦ κάθε μέλους τῆς ἐνορίας. «Αὐτός δέ πού δοξάζεται, γίνεται αὐτόματα
προφήτης». Αὐτός δηλαδή μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά κηρύξει,
αὐτός εἶναι ὁ προφήτης, αὐτός πού φανερώνει τόν Θεό.

«Αὐτός ὁ δοξασμός, πού ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος, εἶναι ἡ θέωσις στήν Πατερική


παράδοση, πού κάνει ἕναν Χριστιανό νά γίνεται θεολόγος. Ὑπάρχει καί ὁ ὅρος
δοξασμός στούς Πατέρες, ἀλλά ἐπεκράτησε ὁ ὅρος θέωσις, πού εἶναι μία θεολογική
περιγραφή τοῦ δοξασμοῦ. Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος, γιά νά δεῖ τόν Θεό, πρέπει νά γίνει
κατά Χάριν θεός, πρέπει νά ἔχει μέθεξη Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του δέν
μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό, ὅσο κι ἄν προσπαθήσει. Μόνον, ὅταν ὁ Θεός δοξάζει τόν
ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος γενόμενος κατά Χάριν θεός μέσω τοῦ Θεοῦ βλέπει τόν Θεό».

Γι’ αὐτό καί ὁ προφήτης Δαυϊδ καί οἱ ἄλλοι μετά ἀπ’ αὐτόν θεωθέντες εἶπαν «ἐν τῷ
φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. 35,10). Μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ πάλι βλέπουμε τόν
Θεό. Γι’ αὐτό λέει ὁ Χριστός «Ἐγώ εἶμαι καί ἡ ἀλήθεια, εἶμαι καί τό φῶς, εἶμαι καί ἠ
ὁδός» (Ἰω. 14,6) γιά τό φῶς. Μέ τόν Χριστό πάλι μετέχουμε στόν Χριστό καί στή
δόξα τοῦ Χριστοῦ.

«Ὁ ἄνθρωπος μόνον ὅταν εἶναι μέσα στό ἄκτιστο Φῶς, ὅταν καταυγάζεται ἀπό τό
ἄκτιστο Φῶς, γινόμενος Φῶς κατά χάριν, βλέπει τό Φῶς. Ὁ ἄνθρωπος δοξάζεται,
σημαίνει ὅτι ὅλο τό σῶμα του, ὅλο τό εἶναι του εἶναι μέσα στό ἄκτιστο Φῶς». Αὐτό
πού εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι στή Μεταμόρφωση, πού καί τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν
μέσα στό Φῶς ἀλλά καί οἱ ἴδιοι ἦταν μέσα στό Φῶς. «Καί, ἐφ’ ὅσον βρίσκεται μέσα
στό Φῶς, βλέπει τό Φῶς, μέσα στό ὁποῖο ὑπάρχει. Ταυτόχρονα, ὅμως, βλέπει καί ὅλο
τό φυσικό περιβάλλον γύρω του νά καταυγάζεται καί νά διαποτίζεται καί αὐτό ἀπό
τό Φῶς». Βλέπει τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού ὑπάρχει στήν κτίση ὅλη καί
διαπερνᾶ ὅλο τό σύμπαν.

«Τό Φῶς αὐτό λούζει, φωτίζει, διαπερνᾶ τά πάντα. Ἐκεῖνος πού βλέπει, βλέπει τό
Φῶς τῆς Θεότητος νά διαπερνᾶ ὅλη τήν κτίση». Γι’ αὐτό καί βλέπει καί θαυμάζει τήν
ὡραιότητα τῆς κτίσεως. «Αὐτό ἐκφράζει ἡ φράση ‘ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ
παρών’». Πῶς εἶναι πανταχοῦ παρών ὁ Θεός; Μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του, μέ τό
ἄκτιστο Φῶς πού διαπερνᾶ ὅλη τήν κτίση. «Καθώς καί ὁ στίχος τοῦ ἀγγελικοῦ ὕμνου
‘πλήρης ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ τῆς δόξης Σου’». Βλέπετε; Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό
ἄκτιστο Φῶς, στό ὁποῖο μετέχει καί ὁ ἄνθρωπος ὅταν θεώνεται. «Αὐτή ἡ πλήρωση

198
τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς ἀπό τήν δόξα, δηλαδή τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, λέγεται
κράσις», ἀπό τό ρῆμα κεράννυμι πού σημαίνει ἀναμειγνύω. Ἀναμειγνύεται, δηλαδή,
κατά κάποιο τρόπο, καί ὄχι μόνο, ἡ κτίση μέ τόν Θεό. Αὐτό σημαίνει ὁ Θεός εἶναι
πανταχοῦ παρών. Ὁ Θεός εἶναι πού δίνει ὑπόσταση στά πάντα, σ’ ὅλα τά κτίσματα
διά τῆς οὐσιοποιοῦ ἐνέργειάς Του. Καί διά ὅλων τῶν ἀκτίστων Του ἐνεργειῶν
δημιουργεῖ καί συγκροτεῖ καί συντηρεῖ τό σύμπαν.«Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι
τίποτε ἄλλο παρά αὐτή ἡ δόξα, τό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ἄκτιστος καί πανταχοῦ
παροῦσα». Αὐτή εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἡ δόξα τοῦ
Θεοῦ. Καί πηγαίνω στή βασιλεία αὐτό σημαίνει, μετέχω σ’ αὐτή τή δόξα τοῦ
Θεοῦ. «Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν μετέχει σ’ αὐτήν», τήν δόξα πού βρίσκεται μέσα στό
σύμπαν, «ἄν καί βρίσκεται μέσα σ’ αὐτήν. Μετέχει σ’ αὐτήν μόνο κατά τήν ἐμπειρία
τοῦ φωτισμοῦ ἤ τῆς θεώσεως, ὁπότε αὐτή ἡ δόξα ἤ βασιλεία ἀποκαλύπτεται σ’
αὐτόν, ὅταν πληροῖ τίς προϋποθέσεις τῆς καθαρᾶς καρδίας», γιατί τότε φανερώνεται
ὁ Θεός καί θεώνει τόν ἄνθρωπο. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν
Θεόν ὄψονται» (Ματθ. 5,8).

Θά δοῦνε τόν Θεό σημαίνει ὅτι θά δοῦν αὐτή τήν δόξα, τήν ἄκτιστη δόξα, μέ τήν
ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης. Καί πότε τήν βλέπουν; Ὅταν εἶναι καθαρή ἡ
καρδιά τους. Καί πότε καθαρίζει ἡ καρδιά; Ὅταν ὑπάρχει αὐτή ἡ θεραπεία, πού
εἴπαμε προηγουμένως, πού ὁ νοῦς καί ἡ νοερά ἐνέργεια εἶναι μέσα στήν καρδιά καί
ἐκεῖ ἀδιαλείπτως προσεύχεται. Τότε φεύγουν ὅλα τά σκουπίδια, ὅλα τά μπάζα, οἱ
σκουριές τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν καί σ’ αὐτή τήν καθαρή καρδιά φανερώνεται ἡ
δόξα τοῦ Θεοῦ.«Κατά τόν φωτισμό, τό Φῶς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐσωτερικό,
ἐνῶ κατά τήν θέωση μετέχουν καί οἱ σωματικοί ὀφθαλμοί στή θέα του». Εἶναι
ἀνώτερη βαθμίδα. Ἔχουμε δύο βαθμίδες. Μετά τήν κάθαρση ἔχουμε τόν φωτισμό,
ὅπου τό Φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι στήν καρδιά, ἐσωτερικά, ἐνῶ κατά τήν θέωση καί τά
μάτια βλέπουν τό Φῶς τοῦ Θεοῦ.

«Ὁ ἐρχομός τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά αὐτή ἡ ἀποκάλυψις
τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ὁπότε στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως βλέπει κανείς
ἐκεῖνο, πού ἤδη ὑπάρχει γύρω», τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ «καί μέσα σ’ αὐτόν καί
τό ὁποῖο ἁπλῶς τοῦ ἀποκαλύπτεται γιά νά τό γνωρίσει». Τότε μετέχει καί ὁ
ἄνθρωπος, τότε τό γνωρίζει, τότε τό βλέπει, ἐνῶ ὑπάρχει καί μέσα του.

Ὑπάρχει καί μέσα μας ἀπό τή στιγμή πού βαφτιστήκαμε, ἔχουμε αὐτή τήν ἄκτιστη
δόξα, ἀλλά δέν μετέχουμε, δέν βλέπουμε, ὅσο ἡ καρδιά μας εἶναι βρώμικη. «Ἔτσι
γνωρίζει πλέον ἐκεῖνο τό ὁποῖο πίστευε». Τώρα περνάει σέ ἕνα ἀνώτερο ἐπίπεδο.
Ὄχι ἁπλῶς πιστεύει, ἀλλά εἶδε καί πλέον γνώρισε αὐτό πού προηγουμένως
πίστευε. «Γνωρίζει πλέον ὅτι ὑπάρχει αὐτή ἡ κράσις μεταξύ τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ
Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων». Αὐτή ἡ ἀνάμειξη θά λέγαμε, ἡ ἀλληλοπεριχώρηση καί
αὐτή ἡ συγκρότησις τῶν πάντων ἀπό τόν Θεό καί τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

199
Ποιός εἶναι ὁ Θεός καί ποιός ὁ ἄνθρωπος
(Πατερική Θεολογία - 16ο Μέρος)

Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ
Ρωμανίδου καί ἔχουμε ἕνα κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται: «Ποιός εἶναι ὁ Θεός καί ποιός
εἶναι ὁ ἄνθρωπος». Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά ὅτι εἶναι βασικό – βασικότατο
ἀξίωμα ἡ θέση -ἄς τό ποῦμε ἔτσι- τῶν Πατέρων, ὅτι δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα
μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων. Δέν ἔχουμε οὔτε λέξεις γιά νά περιγράψουμε τόν Θεό,
οὔτε μποροῦμε μέ κάτι νά παρομοιάσουμε τόν Θεό. Ἄν τό κάνει αὐτό κανείς, τότε
εἶναι στό δρόμο τῆς εἰδωλολατρίας. Οἱ εἰδωλολάτρες ταυτίζουν τόν Θεό μέ κάποια
πράγματα, μέ κάποια εἴδωλα. Γι’ αὐτό καί οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες εἶχαν τά
ἀγάλματα. Καί οἱ εἰκονομάχοι εἶχαν παρεξηγήσει τούς Ὀρθοδόξους κατηγορῶντας
τους ὅτι εἶναι εἰδωλολάτρες, ἐπειδή προσκυνοῦν τίς εἰκόνες.

Ἀλλά δέν προσκυνοῦμε τίς εἰκόνες ὡς εἴδωλα, δέν ταυτίζουμε τήν εἰκόνα, τό ξύλο,
μέ τόν Θεό, ἀλλά «ἡ τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει», ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Μέγας
Βασίλειος καί τό υἱοθέτησαν καί οἱ ἄλλοι Ἅγιοι Πατέρες τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου. Γιά ἄλλον λόγο τό εἶχε πεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος ἀλλά τό υἱοθέτησαν καί οἱ
Ἅγιοι Πατέρες, γιά νά ἐκφράσουν τήν ἀλήθεια ὅτι, ὅταν κανείς προσκυνάει μιά
εἰκόνα, δέν προσκυνάει τό χρῶμα, τό ξύλο, τό ὑλικό μέ τό ὁποῖο εἶναι
κατασκευασμένη οὔτε τό ταυτίζει αὐτό τό ὑλικό μέ τόν Θεό, ἀλλά τιμᾶ τό
εἰκονιζόμενο πρόσωπο. Θεωροῦμε ὅτι ὁ εἰκονιζόμενος εἶναι παρών στήν εἰκόνα του
χαρισματικῶς, δηλαδή μέ τή θεία του χάρη. Γι’ αὐτό, ὅταν προσκυνοῦμε τήν εἰκόνα,
εἶναι σάν νά προσκυνοῦμε τόν ἴδιο τόν εἰκονιζόμενο, τόν Χριστό μας, τήν Παναγία
μας, ὅποιος εἶναι εἰκονιζόμενος καί ἐφόσον ἔχουμε δεκτικότητα, δηλαδή ταπείνωση,
ἀγάπη καί καθαρότητα, μετέχουμε καί στή χάρη του καί ἁγιαζόμαστε. Γι’ αὐτό
προσκυνοῦμε τίς ἅγιες εἰκόνες. Γιατί ἡ προσκύνησή τους μᾶς σώζει. Μᾶς ἁγιάζει
αὐτό θά πεῖ μᾶς σώζει, μετέχουμε στή χάρη τοῦ εἰκονιζομένου, ὅταν, ἐπαναλαμβάνω,
ἔχουμε τήν ἀνάλογη δεκτικότητα.

«Μεταξύ» λοιπόν «τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων», μεταξύ τοῦ
Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων, γιατί καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Θεός, «δέν ὑπάρχει
καμία ὁμοιότητα. Ὅταν οἱ Πατέρες λένε ὅτι δέν γνωρίζουμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ,
ἀλλά γνωρίζουμε μόνο ὁρισμένες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιοῦν ἐδῶ τήν λέξη
γνωρίζω, ἀλλά ὄχι ἀναλογικά, ὄχι δηλαδή μέ τήν συνήθη ἔννοια τῆς λέξεως
γνωρίζω». Ἐμεῖς ὅταν λέμε γνωρίζω ἐννοοῦμε κάτι ἐγκεφαλικό, ὅτι τό καταλαβαίνω,
ὅτι τό ἔχω στή μνήμη μου, τό ἐπεξεργάζομαι μέ τόν ἐγκέφαλό μου καί τό ἀποθηκεύω
κάπου ἐκεῖ καί μετά λέμε ὅτι γνωρίζω τό τάδε πρόσωπο, ἔχω τήν τάδε γνώση. Δέν
πρόκειται γιά αὐτό τό πράγμα. Ὅταν οἱ Πατέρες λένε γνωρίζω τόν Θεό, σημαίνει ἔχω
ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μετέχω στή ζωή τοῦ Θεοῦ.

200
«Ὅταν λέμε οἱ Ὀρθόδοξοι ὅτι γνωρίζουμε τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, δέν σημαίνει αὐτό
ὅτι γνωρίζουμε τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὅπως γνωρίζουμε τήν ἐνέργεια τῶν
κτισμάτων. Ἡ γνῶσις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ὅπως ἡ γνῶσις τῶν φυσικῶν
ἐνεργειῶν». Τώρα, ἄς ποῦμε, ἔχουμε ἐδῶ ζέστη καί καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπάρχει μία
ἐνέργεια θερμική. Δέν εἶναι αὐτό ὁ Θεός. Δέν γνωρίζουμε ἔτσι τίς ἐνέργειες τοῦ
Θεοῦ. Ὑπάρχει ἡ πυρηνική ἐνέργεια, ἡ φωτιστική, ἡ κινητική, ἡ βαρυτική, τά ὁποῖα
οἱ ἐπιστήμονες, ἕνας βιολόγος, ἕνας φυσικός, ἕνας ἀστρονόμος, ἕνας ἀρχαιολόγος,
μελετοῦν καί γνωρίζουν κάποια πράγματα, ἀλλά κτιστά πράγματα καί μιλοῦν γιά
κτιστές ἐνέργειες. Δηλαδή γιά δημιουργήματα καί ὄχι γιά τό ἄκτιστο, δηλαδή γιά τόν
Θεό.

«Ὅταν λέμε σ’ αὐτές τίς ἐπιστῆμες γνωρίζω, σημαίνει ὅτι ἔχω γνώση κάποιου
ἀντικειμένου ἤ φαινομένου, πού μπορῶ νά περιγράψω. Καί γιατί μπορῶ νά τό
περιγράψω; Ἐπειδή μοιάζει μέ κάτι ἄλλο, πού ἤδη γνωρίζω. Ὑπάρχει δηλαδή
ὁμοιότητα ἐκείνου πού θέλω νά περιγράψω μέ κάτι ἄλλο». Ὅμως μέ τόν Θεό δέν
μποροῦμε νά τό κάνουμε αὐτό. Γιατί; Γιατί ὁ Θεός δέν εἶναι ὅμοιος μέ τίποτα. Δέν
ὁμοιάζει σέ τίποτα, ἄρα δέν μποροῦμε νά Τόν περιγράψουμε οὔτε νά Τόν
γνωρίσουμε μέ τήν ἔννοια πού γνωρίζουμε τά ἄλλα πράγματα.

«Μετά ὑπάρχει καί ἡ διαφορά. Δηλαδή ἡ βάσις τῆς ἀνθρώπινης κτιστῆς γνώσεως
εἶναι ἡ ὁμοιότης καί ἡ διαφορά» καί λέμε ὅτι αὐτό τό πράγμα δέν μοιάζει μέ ἐκεῖνο.
«Ὅταν ὑπάρχουν αὐτά τά δύο, τότε κάτι μπορεῖ νά γίνει περιγραπτό, ὑπόκεινται
δηλαδή σέ περιγραφή καί ταξινόμηση, κατά γένη, εἴδη κλπ. Αὐτά τά κατηγορήματα,
δηλαδή ἡ ὁμοιότητα καί ἡ διαφορά, εἶναι τό θεμέλιο τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων».
Ἔτσι, λέμε ὅτι γνωρίζουμε, ὅτι κάποια μοιάζουν μέ κάποια πράγματα καί διαφέρουν
μέ κάποια ἄλλα. Στόν Θεό ὅμως δέν ὑπάρχει οὔτε διαφορά. Δηλαδή ὁ Θεός καί δέν
εἶναι ὅμοιος μέ τίποτα, ἀλλά καί δέν διαφέρει μέ κάτι. Δέν μποροῦμε νά κάνουμε
σύγκριση δηλαδή καί νά ποῦμε εἶναι διαφορετικός ὁ Θεός ἀπό αὐτό. Δέν ὑπάρχει
τέτοια δυνατότητα.

«Κατά τόν Ἀριστοτέλη ὅμως ἰσχύει καί ὁ νόμος τῆς λογικῆς», πού λέγεται
νόμος«τῶν ἀντιθέσεων, ὁ ὁποῖος λέει ὅτι ἕνα καί τό αὐτό πράγμα δέν μπορεῖ νά εἶναι
συγχρόνως καί τό ἀντίθετό του. Δέν μπορεῖ δηλαδή π.χ. κάτι νά εἶναι συγχρόνως
ἄσπρο καί μαῦρο. Ἤ ἄσπρο θά εἶναι ἤ μαῦρο. Ὁμοίως δέν μπορεῖ νά εἶναι
συγχρόνως μεγάλο καί μικρό, βαρύ καί ἐλαφρύ, ὑπαρκτό καί ἀνύπαρκτο, καλό καί
κακό». Τό καταλαβαίνουμε αὐτό. Εἶναι ὁ νόμος τῶν ἀντιθέσεων, ὁ νόμος τῆς
λογικῆς, ἀλλά, προσέξτε, τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καί ἰσχύει γιά τά κτίσματα, γιά τά
κτιστά, γιά τά δημιουργήματα δηλαδή. Ὁ νόμος αὐτός δέν ἰσχύει γιά τόν Δημιουργό,
γιά τόν ἄκτιστο, γιά τόν Θεό. Γι’ αὐτό λέμε «ὁ Θεός εἶναι καί φῶς εἶναι καί γνόφος»,
εἶναι καί σκότος, εἶναι καί τό ἀντίθετό του. Καταλύεται αὐτός ὁ νόμος τῆς λογικῆς.
«Ὁ Θεός ὑπάρχει καί ὁ Θεός δέν ὑπάρχει», θά πεῖ ἕνας Πατέρας πολύ τολμηρά. Γιατί
ὑπάρχω τί θά πεῖ; Εἶμαι ὑπό κάποια ἀρχή, ὑπό καί ἀρχή. Ὁ Θεός δέν εἶναι κάτω ἀπό
καμιά ἀρχή, ὁπότε μ’ αὐτή τήν ἔννοια δέν ὑπάρχει! Βλέπετε; Καταλύεται ὁ νόμος τῆς

201
λογικῆς στά ἄκτιστα, στόν Θεό. Γι’ αὐτό δέν μπορεῖς μέ τήν λογική νά πλησιάσεις
καί νά γνωρίσεις τόν Θεό, ὅπως λένε οἱ Παπικοί, οἱ Δυτικοί, ὅπως ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ
καί τόν ἀντιμετώπισε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

«Οἱ Πατέρες ὅμως δέν ἀκολουθοῦν τόν νόμο αὐτόν τοῦ Ἀριστοτέλους προκειμένου
νά θεολογήσουν. Στήν Πατερική Θεολογία καταργεῖται αὐτός ὁ νόμος. Οἱ αἱρετικοί
ὅμως τόν ἀποδέχοντο καί τόν χρησιμοποιοῦσαν», ὅπως ἡ λεγόμενη Σχολαστική
Θεολογία. Ἡ Σχολαστική Θεολογία εἶναι ἡ θεολογία τῆς Δύσης, τοῦ Παπισμοῦ, πού
ἔφτασαν νά λένε ὅτι ὁ Θεός εἶναι αἱμοβόρος καί γιά νά ἀποκατασταθεῖ ἡ παγκόσμια
τάξη τῶν πραγμάτων καί νά ἱκανοποιηθεῖ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά βρεθεῖ
κάποιο θύμα καί αὐτό τό θύμα βρέθηκε στόν Χριστό. Ἦταν ἀναγκασμένος, δηλαδή,
ὁ Θεός νά πεθάνει γιά νά ἐξιλεώσει τόν Θεό-Πατέρα. Αὐτές τίς ἀνοησίες λένε στή
Δύση.

«Γιατί ὅμως οἱ Πατέρες δέν ἀκολουθοῦν τόν νόμο αὐτόν τῶν ἀντιθέσεων τοῦ
Ἀριστοτέλους; Διότι μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει. Καί,
ἐφ’ ὅσον οὐδεμία ὁμοιότης ὑπάρχει, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει οὐδεμία περιγραφή τοῦ
ἀκτίστου». Γι’ αὐτό λέμε ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος. Ὁ Χριστός εἶναι περιγραπτός,
γι’ αὐτό καί Τόν ζωγραφίζουμε, γιατί ἔχει καί τό κτιστό στοιχεῖο, ἔχει τήν ἀνθρώπινη
φύση καί περιγράφεται. Ἡ Θεία ὅμως οὐσία, ἡ θεότητα, δέν περιγράφεται. Γι’ αὐτό
καί δέν ἔχουμε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός. Οὔτε ἔχουμε εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
γιατί οὔτε ὁ Πατέρας οὔτε τό Ἅγιο Πνεῦμα πῆραν σάρκα. Ὁ Χριστός, ὁ Υἱός πῆρε
σάρκα καί μποροῦμε νά τόν περιγράψουμε, γιατί ἡ σάρκα εἶναι κτιστή καί τό κτιστό
περιγράφεται, ὁπότε μποροῦμε νά τό ζωγραφίσουμε, νά τό ἁγιογραφήσουμε.

Ἡ εἰκόνα πού ἔχουμε, πού εἶναι ἕνας γέρος, ἕνας νέος καί ἕνα περιστέρι, δέν εἶναι ἡ
Ἁγία Τριάδα; Δέν εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα. Αὐτή ἡ εἰκόνα εἶναι βλάσφημη. Θά πεῖτε: –
Μά τήν ἔχουμε στίς Ἐκκλησίες… Ναί καί πολλά ἄλλα ἔχουμε στίς Ἐκκλησίες πού
δέν πρέπει. Αὐτή ἡ εἰκόνα μπῆκε ἀπό τήν Δύση. Πῆγε στή Ρωσία, μετά πῆγε στό
Ἅγιο Ὄρος καί ὅ,τι περνάει ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος θεωρεῖται σωστό, ἀλλά δέν εἶναι ὅλα
σωστά. Στή συνέχεια ἦρθε καί στίς Ἐκκλησίες ἐδῶ. Γιατί εἶναι λάθος αὐτή ἡ εἰκόνα;
Διότι ἐκφράζει τήν θεολογία τοῦ Ἀρείου. Ὁ Ἄρειος εἶναι αἱρετικός καί ἔλεγε «ἦν
ποτε ὅτε οὐκ ἦν», ὑπῆρχε κάποτε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός. Ὑποβίβαζε τόν Υἱό,
γιατί ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα, δέν εἶναι Θεός καί ἀφοῦ ἔχει Πατέρα σημαίνει ὅτι
ὁ Πατέρας εἶναι πιό μεγάλος στήν ἡλικία ἀπό τόν Υἱό, ὁπότε εἰκονίζεται ὡς γέρος, ὁ
Υἱός πιό νέος…

Αὐτό εἶναι αἵρεση γιατί καί ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός ὑπῆρχαν πάντοτε, πρό πάντων τῶν
αἰώνων. Δέν ὑπάρχει αὐτό πού ξέρουμε στά ἀνθρώπινα ὁ Πατέρας νά εἶναι
μεγαλύτερος ἀπό τόν Υἱό, νά ὑπάρχει διαφορά ἡλικιακή. Πρό πάντων τῶν αἰώνων ὁ
Πατέρας γεννᾶ τόν Υἱό. Καί τί θά πεῖ «γεννᾶ» δέν ξέρουμε. Μέχρι ἐκεῖ λέμε, ὅτι ὁ
Πατέρας γεννᾶ τόν Υἱό πρό πάντων τῶν αἰώνων καί εἶναι Συνάναρχος. Δηλαδή ὁ
Πατέρας δέν ἔχει ἀρχή, εἶναι Ἄναρχος καί ὁ Υἱός δέν ἔχει ἀρχή, εἶναι Συνάναρχος μέ

202
τόν Πατέρα. Ἑπομένως δέν μποροῦμε νά τούς εἰκονίσουμε μέ διαφορετική ἡλικία.
Ἄν τούς εἰκονίσουμε, θά πρέπει νάτούς εἰκονίσουμε μέ τήν ἴδια ἡλικία καί τούς
εἰκονίζουμε μέ τήν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ. Εἶναι οἱ τρεῖς Ἄγγελοι, πού εἶναι καί οἱ
τρεῖς ὅμοιοι.

Αὐτή λοιπόν ἡ εἰκόνα ἐκφράζει τήν θεολογία τοῦ Ἀρείου, ὅπου ὁ Πατέρας ὑπῆρχε
καί κάποια στιγμή ἀπέκτησε καί τόν Υἱό καί ἀπό πάνω τό Ἅγιο Πνεῦμα ἕνα
περιστέρι. Κι αὐτό λάθος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐμφανίστηκε «ὡσεί περιστερά», ὄχι ὅτι
ἦταν περιστέρι τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι πῆρε σάρκα περιστεριοῦ καί ἔτσι φανερώθηκε
στήν Βάφτιση τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι. Φαινόταν σάν περιστέρι. Δέν ἦταν εἰκόνα τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος λοιπόν τό περιστέρι. Δέν ἔχει εἰκόνα τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιατί δέν
ἔχει σαρκωθεῖ. Ὁ Υἱός μόνο σαρκώθηκε. Σέ ἄλλη περίπτωση φανερώθηκε ὡς φωτιά,
στήν Πεντηκοστή, «ὡσεί γλῶσσαι πυρός» (Πράξ. 2,3). Κι ἐκεῖ τό εἰκονίζουμε, ὄχι ὅτι
εἶναι φωτιά τό Ἅγιο Πνεῦμα. Σάν φωτιά φανερώθηκε. Θά πεῖ κανείς γιατί νά ἔχουμε
τέτοιες εἰκόνες στήν Ἐκκλησία; Γιατί ὁ κόσμος εἶναι ἀνημέρωτος καί δέν ξέρει νά τίς
βγάλει. Ὑπάρχει αὐτή ἡ δυτική ἐπιρροή.. πού λίγο μᾶς ἀρέσει, γιατί κατεβάζει τόν
Θεό στά ἀνθρώπινα… ἀλλά μέ λάθος τρόπο. Ὁ Θεός εἶναι προσιτός ἀλλά εἶναι καί
ἀπρόσιτος.

Ἔχουμε εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν Ὀρθοδοξία; Ἔχει καθιερωθεῖ ἡ Φιλοξενία
τοῦ Ἀβραάμ, οἱ τρεῖς Ἄγγελοι. Ἀλλά κι ἐκεῖ, ἄν δεῖτε τό κείμενο, οἱ τρεῖς Ἄγγελοι
πού ἐμφανίζονται στόν Ἀβραάμ δέν εἶναι Πατέρας, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι ὁ
Υἱός, ὁ ἄσαρκος Λόγος μαζί μέ δύο ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι μετά χωρίζονται καί πᾶνε
στά Σόδομα καί τά Γόμορρα, ἐκεῖ πού ἦταν ὁ Λώτ καί γίνονται τά διάφορα γεγονότα.
Αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπό τό κείμενο, γι’ αὐτό καί μιλάει ὁ Ἕνας. Δέν μιλᾶνε καί οἱ
τρεῖς, μιλάει ὁ ἄσαρκος Λόγος. Καί ὅπως θά δοῦμε καί παρακάτω, ὅπου ἔχουμε
ἐμφάνιση ἀγγέλου στήν Παλαιά Διαθήκη, εἶναι ὁ Υἱός, ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ Μεγάλης
Βουλῆς Ἄγγελος. Αὐτός εἶναι πού φανερώθηκε στόν Μωϋσῆ στήν βάτο τήν
φλεγομένη καί μη καταφλεγομένη.

Δέν μπορεῖ λοιπόν νά ὑπάρχει περιγραφή τοῦ ἀκτίστου, γι’ αὐτό δέν ἔχουμε εἰκόνα
τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Οὔτε καί διαφορά μπορεῖ νά ὑπάρξει, ἐφ’
ὅσον δέν ὑπάρχει ὁμοιότης». Δέν ἔχουμε μέτρο σύγκρισης. Μέ τί νά συγκρίνουμε
τόν Θεό; Εἶναι ἀσύγκριτος. «Στά κτιστά ὑπάρχει σχετική ὁμοιότης καί διαφορά. Σέ τί
συνίσταται ὅμως ἡ ὁμοιότης στά κτιστά; Συνίσταται πρῶτον στήν αὐτήν οὐσία. Ὅλα
τά κτιστά καί ὑλικά, γῆ, ἀέρας, ἄστρα, πέτρες, ζῶα, φυτά, φῶς, θερμότητα, νερό,
ἀτμός, σύννεφα, ὅλα τά ὁρατά δηλαδή καί ὑλικά, καθώς καί ὅλα τά ἀόρατα καί
ὑλικά, ὅπως οἱ διάφορες μορφές φυσικῆς ἐνεργείας, συνίστανται ἀπό τήν ἴδια οὐσία,
ὅπως ἀπέδειξε ὁ Einstein μέ τόν νόμο τῆς ἰσοδυναμίας μάζης καί ἐνεργείας».

Ἡ ἐνέργεια εἶναι μάζα ἐπί τό τετράγωνο τῆς ταχύτητας τοῦ φωτός (Ε=mc2). Δηλαδή
καί ἡ ὕλη, ἡ μάζα, οὐσιαστικά εἶναι καί αὐτή ἐνέργεια καί μποροῦμε νά τή διασπᾶμε
καί ἔχουμε τήν πυρηνική ἐνέργεια. Οὐσιαστικά ἡ ὕλη εἶναι μία πολύ συμπυκνωμένη

203
ἐνέργεια. Γι’ αὐτό καί βλέπουμε π.χ. σ’ ἕνα ἐλάχιστο ποσό πλουτωνίου ὑπάρχει
τεράστια ἐνέργεια, ἡ ὁποία, ὅταν ἐκλυθεῖ μπορεῖ νά κάνει σπουδαῖα πράγματα ἀλλά
καί μεγάλες καταστροφές, ἄν φύγει ἀνεξέλεγκτα, ὅπως ἔχει συμβεῖ. Ὅλα οὐσιαστικά
εἶναι ἀπό τήν ἴδια οὐσία, εἶναι ἄτομα, κομμάτια ἐνέργειας, φωτόνια τά λένε κλπ.
Πάντως εἶναι κάτι πού ὑποπίπτει στήν ἀντίληψή μας. Αὐτά τά ὑλικά πράγματα
δηλαδή ἔχουν τήν ὁμοιότητα ὡς πρός τήν οὐσία καί μποροῦμε νά δοῦμε μέ ποιά
μοιάζουν. Στήν θεολογική γλῶσσα λέμε ὅτι ὅλα τά κτίσματα μετέχουν στήν
οὐσιοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή ὁ Θεός εἶναι πού δίνει τήν ὕπαρξη σέ ὅλα τά
ὄντα, τά κτιστά ὄντα. Εἶναι ἡ οὐσιοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔγιναν ἀπό μόνα
τους, ὅπως λένε κάποιοι ἄθεοι. Τό Big Bang λένε ἔκανε τό σύμπαν. Ὡραῖα…

Καί τό Big Bang ποιός τό ἔκανε; Ἀπό μόνο του ἔγινε; Κάποιος πρέπει νά τό ἔκανε.
Ἀπό κάπου πρέπει νά ξεκίνησε αὐτή ἡ μεγάλη ἔκρηξη. Ἀπό τό τίποτα δέν βγαίνει
τίποτα. Ἡ λογική αὐτό λέει. Κάτι ὑπῆρχε καί αὐτό πού ὑπῆρχε βεβαίως εἶναι ὁ Θεός,
ὁ Ὁποῖος μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές Του δημιούργησε τό σύμπαν.

«Ἡ παγκόσμιος αὐτή οὐσία λέγεται στήν φιλοσοφία ὕλη, ἐνῶ στήν θεολογική
γλῶσσα λέγεται χοῦς (χῶμα), πηλός καί γῆ». Ὅλα τά κτιστά λοιπόν εἶναι ὑλικά στήν
φιλοσοφική γλῶσσα καί γήινα, χωμάτινα, πήλινα στήν θεολογική γλῶσσα.
«Δεύτερον στά ὑλικά καί ὁρατά ὑπάρχει ὁμοιότητα ὡς πρός τήν δομή. Ὅλα τά ὑλικά
σώματα ἀποτελοῦνται ἀπό ἄτομα, τά ὁποῖα ἔχουν μεταξύ τους μία σχετική
ὁμοιότητα. Ὁπότε ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ὑπάρχει μία σχετική ὁμοιότητα ὅλων τῶν
ὑλικῶν κτισμάτων.

Ἡ διαφορά τους συνίσταται στό ἄν ἡ παγκόσμιος αὐτή οὐσία εὑρίσκεται ὑπό τήν
μορφή μιᾶς φυσικῆς ἐνεργείας ἤ τῆς συμπεπυκνωμένης μορφῆς της, δηλαδή τῆς
ὕλης, καθώς καί στήν σύνθεση τῶν δομικῶν ἀτόμων τῶν ὑλικῶν κτισμάτων μεταξύ
τους. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά κύτταρα τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν. Καί ἐδῶ
ὑπάρχει ἀντιστοίχως σχετική ὁμοιότητα καί σχετική διαφορά. Ἡ σχετική ὁμοιότητα
μεταξύ τῶν ἀλόγων ζωντανῶν ὀργανισμῶν (φυτικῶν καί ζωικῶν) καί τῶν ἀνθρώπων
συνίσταται στήν ἴδια ὑλική δομή ἐξ ἀπόψεως δομικῶν μονάδων (ἀτόμων δηλαδή καί
κυττάρων)». Ἐμεῖς – τό ἀνθρώπινο σῶμα – ἔχουμε κύτταρα καί τά ζῶα ἔχουν
κύτταρα καί τά φυτά ἔχουν κύτταρα, ὁπότε μοιάζουμε ὡς πρός τήν δομή, ὡς πρός τά
δομικά στοιχεῖα. Ὑπάρχει ὁμοιότητα μεταξύ τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν.

Ὑπάρχει καί διαφορά. «Ἡ διαφορά εἶναι στήν ἀνυπαρξία στά μέν, καί στήν ὕπαρξη
στά δέ, κατ’ οὐσίαν ψυχῆς ἀθανάτου, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένης, καθώς καί
νοερᾶς ἐνεργείας αὐτῆς τῆς ψυχῆς». Σέ τί διαφέρει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά ζῶα; Σήμερα
τείνουν νά κάνουν τόν ἄνθρωπο ὅμοιο μέ τά ζῶα, γιά νά μήν πῶ ὅτι τόν βάζουν κάτω
ἀπό τά ζῶα. Διαφέρει στό ὅτι τά ζῶα δέν ἔχουν ψυχή, ἔχουν μόνο ζωή. Κατ’ οὐσίαν
ψυχή ἀθάνατη, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ πλασμένη ἔχει μόνο ὁ ἄνθρωπος. Καί σ’ αὐτό
διαφέρει ἀπό τά ζῶα καί φυσικά κι ἀπό τά φυτά καί ἀπό ὅλα τά ἀνόργανα.

204
«Ἡ σχετική ὁμοιότητα μεταξύ ἀγγέλων καί ἀνθρώπων» γιατί ὑπάρχει ὁμοιότητα
μεταξύ ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, «συνίσταται στήν ἀθανασία». Καί οἱ ἄγγελοι εἶναι
ἀθάνατοι καί οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀθάνατοι. Ἐπίσης «τό λογικό». Καί οἱ ἄγγελοι ἔχουν
λογικό καί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν λογικό. Καί «στό περιγραπτό», καί οἱ ἄγγελοι δέν εἶναι
ἄυλοι, ἔχουν μιά ὑλικότητα, ἔχουν μιά ὑπόσταση, γι’ αὐτό καί εἶναι περιγραπτοί καί
φυσικά καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι περιγραπτός, μποροῦμε νά τόν περιγράψουμε, νά τόν
ζωγραφίσουμε. Ἐπίστης «τό αὐτεξούσιο» εἶναι κάτι πού μᾶς κάνει νά μοιάζουμε μέ
τούς ἀγγέλους. Καί οἱ ἄγγελοι ἔχουν αὐτεξούσιο, δηλαδή ἔχουν ἐλευθερία. Ἀλλά
μετά τήν Θεία Οἰκονομία, μετά τήν σάρκωση τοῦ Χριστοῦ μας καί τήν ὅλη Θεία
Οἰκονομία, στερεώθηκαν πλέον στήν ἀρετή. Ἐνῶ πρίν βλέπουμε καί οἱ ἄγγελοι νά
χρησιμοποιοῦν λανθασμένα τό αὐτεξούσιό τους καί ἀπό φωτεινοί ἄγγελοι νά
γίνονται δαίμονες, γιατί θέλησαν διά τοῦ ἑωσφόρου νά πᾶνε πάνω ἀπό τόν Θεό.

«Ἡ σχετική ὁμοιότης μεταξύ ἀγγέλων καί δαιμόνων, συνίσταται στήν φύσιν».Ἔχουν


κοινή φύση. Καί οἱ δαίμονες ἄγγελοι εἶναι ἀλλά ἔχουν μιά διαφορά. «Ἡ διαφορά
τους στήν δόξαν (οἱ ἄγγελοι εἶναι δεδοξασμένοι διά τῆς Χάριτος, ἐνῶ οἱ δαίμονες
στεροῦνται τῆς Θείας δόξης), γι’ αὐτό εἶναι σκοτεινοί. Σπάνια τούς εἰκονίζουμε,
ἀλλά ἄν τό κάνουμε, τούς εἰκονίζουμε σκοτεινούς, μαύρους. Θέλει νά ἐκφράσει ὁ
ἁγιογράφος ὅτι στεροῦνται τῆς θείας δόξας, δέν μετέχουν στή δόξα τοῦ Θεοῦ λόγω
τῆς ὑπερηφανείας τους καί τῆς ἀμετανοησίας τους.

«Μεταξύ ὅμως Θεοῦ καί κτισμάτων δέν ὑπάρχει ἀπολύτως καμία ὁμοιότητα. Ὁπότε,
ὅταν λέμε ὅτι ὑπάρχει διαφορά μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου», δηλαδή μεταξύ ὅλων
ἡμῶν τῶν κτισμάτων καί τοῦ Θεοῦ, «δέν πρόκειται γιά τήν διαφορά τῆς ἐπιστήμης ἤ
τῆς φιλοσοφίας (δηλαδή γιά σχετική διαφορά), ἀλλά γιά ἀπόλυτη διαφορά».

«Μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου μία εἶναι ἡ γέφυρα, ἕνα εἶναι τό σημεῖο πού τά
ἑνώνει». Ποιά εἶναι ἡ γέφυρα; Ὅπως λέει καί ὁ π. Ἰερόθεος Βλάχος, «εἶναι ὁ
Χριστός, στό πρόσωπο τοῦ Ὁποίου ἑνώθηκε ἀτρέπτως», χωρίς τροπή, δηλαδή χωρίς
ἀλλοίωση, ἡ Θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί ὄχι μόνο ἀτρέπτως ἑνώθηκε ἀλλά καί
«ἀχωρίστως», δηλαδή εἶναι ἀχώριστες ἡ Θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Καί
ἑνώθηκαν καί «ἀδιαιρέτως» ἡ Θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. «Ἤ γιά νά ἐκφραστῶ
καλύτερα ἡ Θεία φύση προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου».
Αὐτή εἶναι ἡ φιλολογικά ἀκριβής διατύπωση. Στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ
καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἡ Θεία φύση προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση. Ἔτσι ὁ Χριστός
μας τώρα ἔχει καί τά δύο στοιχεῖα.

Ἔχει καί τό δικό μας τό ἀνθρώπινο, ἔχει καί τό ἄκτιστο πού εἶχε πάντοτε, τήν Θεία
φύση. Καί γίνεται ἡ γέφυρα πού ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ
Χριστός μας «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός» (Ἰω. 14,6) πρός τόν Πατέρα. Δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος
νά πάει στόν Θεό. Δέν ὑπάρχει τρόπος νά ἑνωθεῖ τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, γιατί
εἴπαμε δέν ὑπάρχει καμία ἀπολύτως ὁμοιότητα, καμία ἀπολύτως σχέση. Δέν μπορεῖς
νά βάλεις μιά σκάλα ν΄ ἀνέβεις στόν Θεό. Ὑπάρχει, ὅμως, ὁ τρόπος διά τοῦ Χριστοῦ,

205
στόν Ὁποῖο ὑπάρχει καί ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν λοιπόν ἐμεῖς ἑνωνόμαστε μέ
τόν Χριστό, ἔχουμε τήν πρόσβαση στόν Θεό-Πατέρα. Νά γιατί ὅλοι οἱ αἱρετικοί καί
οἱ ἀλλόθρησκοι ἀρνοῦνται τόν Χριστό. Μπορεῖ νά λένε ‘ναί, ὑπάρχει ἕνας θεός’,
μονοθεϊστικές θρησκεῖες, ἀλλά μόλις τούς πεῖς γιά τόν Χριστό, λένε ‘ὄχι, δέν εἶναι
Θεός’.

Κι ἐπειδή δέν μπορεῖς νά πᾶς στόν Θεό μέ ἄλλον τρόπο, ἐφόσον ἀρνοῦνται τόν
Χριστό, οὐσιαστικά ἔχουν ἀρνηθεῖ τήν πρόσβαση γιά τόν Θεό. Τώρα ποιόν Θεό
ὀνομάζουν αὐτοί γιά Θεό… καταλαβαίνετε… Τό εἶπε ὁ Χριστός στούς Ἑβραίους
«Πατέρας σας εἶναι ὁ διάβολος» (Ἰω. 8,44), γιατί κι αὐτοί ἔλεγαν ὅτι ἔχουμε Θεό καί
ἔχουμε πατέρα τόν Ἀβραάμ. Καί τούς λέει τότε, ὅτι ἄν εἴχατε πατέρα τόν Ἀβραάμ, θά
δεχόσασταν κι Ἐμένα. Ἀλλά ἐσεῖς Ἐμένα θέλετε νά Μέ σκοτώσετε. Ὁπότε δέν ἔχετε
πατέρα τόν Ἀβραάμ, ἀλλά τούς εἶπε ξεκάθαρα, ἔχετε τόν διάβολο.

Στίς μέρες μας θά ἀκοῦτε κάποιους Οἰκουμενιστές, μπορεῖ νά εἶναι ὑψηλοβάθμιοι


κληρικοί καί Ἀρχιερεῖς καί Πατριάρχες, νά λένε ὅτι ἔχουμε τόν ἴδιο Θεό μέ τούς
μουσουλμάνους ἤ μέ τούς Ἑβραίους, μονοθεϊστικές γάρ θρησκεῖες.. μπορεῖ νά εἶναι
μονοθεϊστικές θρησκεῖες, ἀλλά ποιόν Θεό ἔχουν; Νά μήν τούς πιστεύετε, γιατί αὐτοί
ὅλοι ἀρνοῦνται τόν Χριστό, ἀρνοῦνται δηλαδή τήν γέφυρα πρός τόν Θεό. Ἄρα ἔχουν
χάσει καί τόν Θεό-Πατέρα. Δέν ἔχουμε λοιπόν τόν ἴδιο Θεό, οὔτε μέ τούς
μουσουλμάνους, οὔτε μέ τούς Ἑβραίους, οὔτε μέ κανέναν ἄλλον. Κι ἀκόμα -τολμῶ
νά πῶ- οὔτε μέ τούς Παπικούς, οὔτε μέ τούς Προτεστάντες κι ἄς λένε ὅτι εἶναι
χριστιανοί. Γιατί κι αὐτοί ἔχουν ἀλλοιώσει τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τό Ὀρθόδοξο
δόγμα καί ἔχουν χάσει τήν πρόσβαση στόν Θεό.

«Ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, τό ὁποῖο κατ’ εἰκόνα εἶναι δυνάμει
ὁμοίωση, ζῶντας μέσα στήν Ἐκκλησία καί ἑνωμένος μέ τόν Χριστό μπορεῖ νά γίνει
ἐνεργεία πρόσωπο» Πότε; Ὅταν ἑνωθεῖ μέ τό κατ’ ἐξοχήν Πρόσωπο πού εἶναι ὁ
Χριστός. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνάμει πρόσωπο. Γίνεται πρόσωπο ὅταν φτάσει στό
καθ’ ὁμοίωση, ὅταν μοιάσει μέ τό πρωτότυπό του. Καί τό πρωτότυπό μας εἶναι ὁ
Χριστός. «Βέβαια ὁ ἄνθρωπος ἀπό τή γέννησή του εἶναι δυνάμει πρόσωπο, ἀλλά
πρέπει μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ νά ἐνεργοποιήσει τήν ὑποστατική αὐτή ἀρχή».
Τόν ὅρο αὐτό χρησιμοποιεῖ πολύ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος Ζαχάρωφ, μεγάλος
σύγχρονος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.

Πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι κεκλημένος ἀπό τόν Θεό νά γίνει πρόσωπο, νά
μοιάσει δηλαδή μέ τό κατ’ ἐξοχήν Πρόσωπο-Ὑπόσταση, τόν Χριστό. Ἀλλά δέν
γίνεται, ἐάν δέν τό θέλει. Ἐδῶ εἶναι τό μεγαλεῖο καί ἡ τραγικότητα τῆς ἐλευθερίας
μας. Ἄν δέν θέλει ὁ ἄνθρωπος, δέν γίνεται πρόσωπο, παραμένει σ’ αὐτή τήν
κατάσταση τῆς πτώσης. Ὁπότε δέν σώζεται. Ἀλλά μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν τά
μέσα, τά Μυστήρια καί ἡ ὅλη θεραπευτική ἀγωγή πού μποροῦν νά μᾶς ὁδηγήσουν
καί νά μᾶς ἱκανώσουν νά φτάσουμε νά γίνουμε πρόσωπα, νά πραγματώσουμε τό
καθ’ ὁμοίωση. Γι’ αὐτό στήν Ἐκκλησία δέν λέμε ἄτομα, λέμε πρόσωπα. Ἐνῶ ὁ

206
κόσμος λέει «μαζικά», «μάζωξη»… εἶναι μάζα, δέν εἶναι πρόσωπα καί τό ἐκφράζουν
καί μέ τίς λέξεις. Κάνουν ὅλοι μαζί μιά διαδήλωση κλπ. Στήν Ἐκκλησία εἴμαστε
πρόσωπα καί ὁ καθένας μπορεῖ νά ἔχει προσωπική καί ἄμεση σχέση μέ τόν Θεό. Γι’
αὐτό καί μᾶς φωνάζει ἡ Ἐκκλησία μέ τό ὄνομά μας. Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ
Θεοῦ Γεώργιος, Ἐλένη… ἔχεις ὄνομα. Αὐτό ἐκφράζει τόν προορισμό μας, ὅτι
καλούμαστε νά γίνουμε πρόσωπα, νά ἐνεργοποιήσουμε τήν ὑποστατική μας ἀρχή,
τήν δυνατότητα δηλαδή πού ἔχουμε ἀπό τόν Θεό νά μοιάσουμε στόν Θεό, νά γίνουμε
πρόσωπα.

«Γίνεται πρόσωπο ἐν κοινωνία μέ τόν Θεό… Μέ τήν ἀσκητική καί μυστηριακή ζωή
ἐνεργοποιεῖται ἡ ὑποστατική ἀρχή στόν ἄνθρωπο», φτάνει ὁ ἄνθρωπος στό καθ’
ὁμοίωση.

«Οἱ Πατέρες φθάνουν νά λένε: «Ἐάν τά κτιστά εἶναι ὄντα, τότε ὁ Θεός εἶναι μή
ὤν».Γιά νά ἐκφράσουν ἀκριβῶς αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως, ὅτι δέν ὑπάρχει
καμία σχέση κτιστοῦ καί ἀκτίστου. «Καί τοῦτο διότι, ὅπως εἴπαμε, δέν ὑπάρχει
ἀπολύτως καμία ὁμοιότης μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Αὐτό ὅμως σημαίνει ὅτι, ἐφ’
ὅσον δέν ὑπάρχει ὁμοιότης μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων, ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή καθ’
ἑαυτήν δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς γέφυρα πρός τόν Θεό». Γιατί καί ἡ Ἁγία
Γραφή εἶναι ἕνα κτίσμα, ἕνα βιβλίο μέ νοήματα πάλι κτιστά. Δέν μπορεῖ νά γίνει
γέφυρα γιά τόν Θεό. Νά πόσο μεγάλο λάθος κάνουν οἱ Προτεστάντες πού λένε μόνο
Ἁγία Γραφή. Μά πῶς θά πᾶς στόν Θεό μόνο μέ τήν Ἁγία Γραφή χωρίς νά ἑνωθεῖς μέ
τόν Χριστό διαμέσου ὅλης τῆς θεραπευτικῆς τῆς Ἐκκλησίας; «Ἡ Ἁγία Γραφή
χρησιμοποιεῖ νοήματα. Ὅλα δέ ἀνεξαιρέτως τά νοήματα πού χρησιμοποιεῖ εἶναι
παρμένα ἀπό τά περιγραπτά κτίσματα τοῦ κόσμου. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κτίσμα πού
νά μήν εἶναι περιγραπτό. Ὅλα τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ στήν Ἁγία Γραφή εἶναι παρμένα
ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλα εἶναι περιγραπτά ὀνόματα.

Ὅταν ὅμως φθάσει κανείς στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, διαπιστώνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι
ἀνώνυμος!». Ἀνώνυμος γιά μᾶς. Δέν ἔχουμε ὄνομα γιά τόν Θεό. «Διότι δέν ὑπάρχει
οὔτε ἕνα ἀνθρώπινο ἤ ἀγγελικό ὄνομα ἤ νόημα πού μπορεῖ νά ἀποδοθεῖ στόν Θεό,
πού νά μπορεῖ νά ἀποδώσει τήν ὕπαρξη, τήν ὀντότητα τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή ὁ Θεός δέν
μοιάζει μέ τίποτε πού γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος». Τί νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς; Ὁ
νοῦς μας πάει στό φῶς πού ξέρουμε, τό φῶς τοῦ ἥλιου. Δέν εἶναι αὐτό ὁ Θεός. Ἤ νά
ποῦμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι σκοτάδι; Οὔτε σκοτάδι εἶναι. Γι’ αὐτό λέμε ὅτι εἶναι καί φῶς
καί σκοτάδι, θέλοντας νά ποῦμε ὅτι δέν μποροῦμε νά Τόν περιγράψουμε. Γι’ αὐτό
χρησιμοποιοῦμε καί τά ἀντίθετα. Ὁ Θεός εἶναι ὁ ὄντως ὤν καί, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι
καί μή ὤν, ἅμα ποῦμε ὅτι καί τά ὄντα ὑπάρχουν.

«Γι’ αὐτό μπροστά στήν θέα τοῦ Θεοῦ ὅλα τά ὀνόματα καί νοήματα
καταργοῦνται»καί μένει ὁ ἄνθρωπος νά θεᾶται, νά βλέπει τόν Θεό χωρίς νά μπορεῖ
νά πεῖ τίποτε.Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως
«ἤκουσα ἄῤῥητα ῥήματα» (Β΄Κορ. 12,4), δέν μπορῶ νά σᾶς τά πῶ, δέν ὑπάρχουν

207
λέξεις. «Τά ονόματα, πού ἀποδίδουμε στόν Θεό, μᾶς ἀποκαλύπτουν τίς ἐνέργειές
Του πού κατέρχονται πρός ἐμᾶς, ἀλλά δέν μᾶς φέρνουν κοντά στήν ἀπρόσιτη οὐσία
Του». Προσέξτε γιατί κι ἐδῶ ὑπάρχει μεγάλο μπέρδεμα. Λένε, ἄς ποῦμε, κάποιοι
νεοορθόδοξοι «ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη». Τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν»
(Α΄Ἰω. 4,8) καί λένε αὐτοί ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. Λάθος! Τεράστιο
θεολογικό λάθος. Τί εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ; Δέν ξέρουμε. Οὔτε ἔχουμε λέξεις νά
τήν περιγράψουμε… τίποτα δέν ξέρουμε γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Τί εἶναι τότε ἡ
ἀγάπη, πού λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη; Εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἄκτιστη
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἠ ὁποία κατέρχεται – ἔρχεται σέ μᾶς καί μετέχουμε σ’ αὐτή μέ τίς
κατάλληλες προϋποθέσεις.

«Γιά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης κάθε ἔννοια πού ἀναφέρεται στόν Θεό εἶναι
ὁμοίωμα, ἀπατηλή εἰκόνα, εἴδωλο. Οἱ ἔννοιες πού σχηματίζουμε ἀκολουθώντας τήν
φυσική μας κρίση καί γνώμη, κάνοντάς μας νά βασιστοῦμε σέ μία νοητή
ἀναπαράσταση, δημιουργοῦν εἴδωλα Θεοῦ, ἀντί νά μᾶς ἀποκαλύπτουν τόν ἴδιο τόν
Θεό. Δέν ὑπάρχει παρά μονάχα ἕνα ὄνομα γιά νά ἐκφράσει τήν Θεία φύση – εἶναι ὁ
θαυμασμός πού κυριεύει τήν πιστή ψυχή, ὅταν συλλογίζεται τόν Θεό».

«Ὑπάρχει ἕνα πολύ ὡραῖο χωρίο στόν Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τό ὁποῖο
χρησιμοποιοῦν οἱ Πατέρες, καί τό ὁποῖο λέγει ὅτι τελικά ὁ Θεός οὔτε Μονάς εἶναι,
οὔτε Τριάς εἶναι», γιατί εἴπαμε δέν ὑπάρχει καμιά ὁμοιότητα. Κοιτᾶξτε πῶς τά λέει ὁ
Ἅγιος, εἶναι ὡραιότατο τό κείμενο. Νά δεῖτε πόσο ὑψηλή θεολογία ἔχει αὐτός ὁ
Ἅγιος. Λέει ὁ Ἅγιος Διονύσιος: «Λέμε λοιπόν ὅτι ἡ τῶν πάντων αἰτία», πού εἶναι ὁ
Θεός, ἐξαιτίας τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν τά πάντα, «πού ὅλα τά ὑπερβαίνει» κι ὅμως εἶναι
πάνω ἀπ’ ὅλα, «οὔτε οὐσία εἶναι, οὔτε χωρίς ζωή, οὔτε χωρίς λόγο, οὔτε χωρίς νοῦ,
οὔτε σῶμα εἶναι, οὔτε σχῆμα ἔχει». Τό λέμε στή Θεία Λειτουργία, «ἀσχημάτιστος ὁ
Θεός, ἀπερίγραπτος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος, «οὔτε σχῆμα ἔχει ἤ εἶδος (μορφή) ἤ
ποιότητα ἤ ποσότητα ἤ ὄγκο».

Κάνω μιά παρένθεση ἐδῶ. Νά, γιατί οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε ὅτι ἡ προσευχή μας
πρέπει νά εἶναι ἀφάνταστη, χωρίς φαντασία. Μή βάζουμε φαντασία καί φτιάχνουμε
τόν Θεό ὅπως Τόν φανταζόμαστε ἐμεῖς, γιατί μετά ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς πλάνης
ἀπό τόν διάβολο. Ἐκεῖνος πού κατ’ ἐξοχήν χρησιμοποιεῖ τήν φαντασία εἶναι ὁ
διάβολος. Εἶναι πλάνη αὐτό πού μᾶς προτρέπουν νά κάνουμε στά παιδιά, νά
ἐνεργοποιοῦμε τήν φαντασία τους, νά τούς λέμε παραμύθια, νά τούς ἐξάπτουμε τή
φαντασία. Οὐσιαστικά τά ἀρρωσταίνουμε ἔτσι τά παιδιά καί τά βάζουμε νά
ἐνεργοποιήσουν τήν φαντασία πού οἱ Πατέρες λένε νά μήν τήν ἐνεργοποιοῦμε ποτέ.
Πόσο τραγικά λάθη κάνουμε στά παιδιά..! Καί μετά λέμε γιατί εἶναι ἔτσι τά παιδιά;
Ἄν ἀκολουθούσαμε τούς Ἁγίους Πατέρες θά εἴχαμε ὑγιή παιδιά. Τώρα ἔχουμε
ἀρρωστημένα παιδιά, γιατί ἀκολουθοῦμε τούς ψευτοπατέρες, τούς τάχατες μεγάλους
κοσμικούς παιδαγωγούς πού δουλεύουν στά πάθη.

208
Ὁ Θεός λοιπόν θέλει, ὅταν προσευχόμαστε, νά ἔχουμε τόν νοῦ μας καθαρό καί
ἀπενεργοποιημένη τή φαντασία. Καί πάντοτε ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀγωνίζεται, λένε
οἱ Πατέρες, νά σταυρώσει τή φαντασία. Πηγαίνετε νά κάνετε προσευχή, τί εἶναι
ἐκεῖνο πού σᾶς δυσκολεύει; Ἡ φαντασία. Προσπαθεῖς νά πεῖς ἕνα σωστό Κύριε
ἐλέησον, ἕνα Πάτερ ἡμῶν καί ἔχει φύγει ὁ νοῦς σου καί ἔχει σκεφτεῖ ἕνα σωρό
πράγματα, ἔχει φτιάξει καί εἰκόνες… ἤδη βρώμισε. Ὁ νοῦς σου εἶναι ἤδη βρώμικος.
Γιατί δέν ἔχουμε μάθει, αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες, νά σταυρώνουμε, νά νεκρώνουμε,
νά ἀπενεργοποιοῦμε, τή φαντασία. Μετά βέβαια δέν μπορεῖς νά κάνεις προσευχή, ὁ
νοῦς σου εἶναι σκορποχώρι.

Θά πεῖτε πῶς θά τό ἀποφύγουμε αὐτό; Ἄν καί δέν εἶναι τό θέμα μας… Γίνεται μέ τήν
ἀδιάλειπτη προσευχή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δώσει χρόνο καί μαζευτεῖ μέσα του, μαζέψει
τόν νοῦ του μέσα του, στήν καρδιά του, στό ἐσωτερικό του, αὐτο-συγκεντρωθεῖ, καί
ἀρχίσει ἐκεῖ μέσα νά προσεύχεται. Εἶναι δύσκολο νά μαζέψεις τόν νοῦ σου πού ἔχει
μάθει νά ἀλητεύει ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ὅταν τό κάνεις ὅμως αὐτό συνέχεια, θά δεῖς ὅτι
καθαρίζει ὁ νοῦς καί φεύγουν οἱ φαντασίες καί καθαρίζει ἡ καρδιά. Αὐτή εἶναι ἡ
καθαρή καρδιά. Δέν ὑπάρχουν μέσα φαντασίες, δέν ὑπάρχουν λογισμοί, τίποτε. Αὐτό
ὅμως θέλει ἐργασία. Αὐτή τήν ἐργασία ἔκαναν οἱ Πατέρες, πού τούς λέμε νηπτικούς.
Ὅλοι οἱ Πατέρες ἦταν νηπτικοί.

Ἡ νήψη εἶναι αὐτό τό πράγμα, νά συγκεντρώνεσαι μέσα σου, στόν ἑαυτό σου κι ἐκεῖ
μέσα σου νά προσεύχεσαι. Καί αὐτή εἶναι ἡ σωστή προσευχή. Ἐμεῖς λέμε
τροπάρια… φωνάζουν κιόλας οἱ ψαλτάδες, καμιά φορά φωνάζουν κι ἀπό τούς
πιστούς, γιατί τούς ἀρέσει νά συνοδεύουν τούς ψάλτες – λάθος αὐτό – καί
δημιουργοῦν μεγαλύτερη σύγχυση καί στούς διπλανούς τους. Ἀλλά, ἄν ἡ ψυχή δέν
παρακολουθεῖ αὐτά πού λένε οἱ ψάλτες, δέν εἶναι προσευχή αὐτό. Μπορεῖ τό σῶμα
σου νά εἶναι στήν Ἐκκησία ἀλλά δέν προσεύχεσαι. Ἁμαρτάνεις ἐκείνη τήν ὥρα, ὁ
νοῦς σου εἶναι ἀλλοῦ.

Εἶπαμε λοιπόν ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος, «οὔτε σχῆμα ἔχει ἤ εἶδος ἤ ποιότητα ἤ
ποσότητα ἤ ὄγκο, οὔτε βρίσκεται σέ ὁρισμένο τόπο». Τό λέμε ὅτι εἶναι πανταχοῦ
παρών. «Οὔτε βλέπεται, οὔτε ἔρχεται σέ ἐπαφή, οὔτε αἰσθάνεται, οὔτε γίνεται
αἰσθητή» ἡ Θεότητα, «οὔτε συγχύζεται, οὔτε ταράζεται, οὔτε ἐνοχλεῖται ἀπό ὑλικά
πάθη, οὔτε ἀπό ἀδυναμία ὑπόκειται σέ πάθη τῶν αἰσθήσεων, οὔτε ἔχει ἀνάγκη ἀπό
φῶς, οὔτε παθαίνει ἀλλοίωση», εἶναι ἀναλλοίωτος, οὔτε παθαίνει «φθορά ἤ μερισμό
ἤ στέρηση ἤ ροή, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπ’ ὅσα παθαίνουν τά αἰσθητά, οὔτε εἶναι τίποτε
ἀπό αὐτά». Βλέπετε; Τώρα μᾶς λέει τί δέν εἶναι ὁ Θεός, τί δέν ἔχει. Γιατί δέν ἔχουμε
λέξεις καί ὀνόματα νά ποῦμε τί εἶναι ὀ Θεός. Καί ὅταν λέμε τί εἶναι ὁ Θεός, πάλι δέν
λέμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἀλλά τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι φῶς, εἶναι
ἀγάπη, εἶναι ζωή, εἶναι ἀνάσταση…

«Καί ἀνερχόμενοι λέμε», πάει καί πιό ψηλά τώρα, «ὅτι οὔτε ψυχή εἶναι, οὔτε νοῦς»,
ὅπως λένε μερικοί ὅτι εἶναι «μέγας νοῦς». Οὔτε νοῦς εἶναι. «Οὔτε εἶναι λόγος, οὔτε

209
εἶναι νόηση. Οὔτε λέγεται, οὔτε νοεῖται». Δέν μποροῦμε νά σκεφτοῦμε. Τί νά
σκεφτοῦμε γιά τόν Θεό; «Οὔτε εἶναι ἀριθμός ἤ τάξη ἤ μέγεθος ἤ σμικρότητα ἤ
ἰσότητα ἤ ἀνισότητα ἤ ὁμοιότητα ἤ ἀνομοιότητα. Οὔτε στέκεται, οὔτε κινεῖται..». Θά
πεῖ κανείς: – Τί γίνεται; Μά δέν ἔχουμε λέξεις! «Οὔτε ἡσυχάζει, οὔτε ἔχει δύναμη,
οὔτε εἶναι δύναμη, οὔτε εἶναι φῶς». Οὔτε αὐτό πού λένε κάποιοι ὅτι ὑπάρχει μία
ἀνώτερη δύναμη. «Οὔτε ζεῖ, οὔτε εἶναι ζωή. Οὔτε εἶναι οὐσία, οὔτε εἶναι αἰῶνας,
οὔτε εἶναι χρόνος. Οὔτε νοητικά (γνωστικά) μπορεῖ κανείς νά ἔχει ἐπαφή μαζί Της
-μέ τήν Θεότητα- οὔτε εἶναι ἐπιστήμη (γνώση) οὔτε εἶναι ἀλήθεια.

Οὔτε εἶναι βασιλεία, οὔτε εἶναι σοφία», γιατί εἴπαμε ὅλα αὐτά εἶναι κτιστά ρήματα,
κτιστά νοήματα, τά ὁποῖα περιγράφουν κτιστά πράγματα. «Οὔτε εἶναι ἕνα ἤ ἑνότητα
ἤ θεότητα ἤ ἀγαθότητα, οὔτε εἶναι πνεῦμα, ὅπως ἐμεῖς ξέρουμε. Οὔτε υἱότητα, οὔτε
πατρότητα, οὔτε τίποτε ἄλλο ἀπό ὅσα ἀφοροῦν ἐμᾶς ἤ κάποιο ἄλλο ἀπό τά γνωστά
ὄντα. Οὔτε ἀνήκει στά μή ὄντα, ἀλλά οὔτε καί στά ὄντα καί οὔτε τά ὄντα γνωρίζουν
τί εἶναι. Οὔτε αὐτή γνωρίζει μέ τήν γνώση τί εἶναι τά ὄντα. Οὔτε ὑπάρχει λόγος γι’
αὐτήν, οὔτε ὄνομα, οὔτε γνώση. Οὔτε εἶναι σκοτάδι, οὔτε εἶναι φῶς. Οὔτε πλάνη,
οὔτε ἀλήθεια. Οὔτε μπορεῖ καθόλου νά ὁρισθεῖ μέ τήν κατάφαση ἤ τήν ἀφαίρεση.

Ἀλλά καί ὅταν τά προερχόμενα ἀπό αὐτήν προσθέτουμε» καταφατικά «ἤ


αφαιρούμε» ἀποφατικά, «σ’ Αὐτήν οὔτε προσθέτουμε, οὔτε ἀφαιροῦμε τίποτε.
Ἐπειδή ἡ τέλεια καί ἐνιαία Αἰτία τῶν πάντων ξεπερνᾶ κάθε ὁρισμό καί κάθε πρόθεση
καί ξεπερνᾶ κάθε ἀφαίρεση ἤ ὑπεροχή Ἐκείνου πού ἁπλά ἔχει ἀποδεσμευθεῖ ἀπό
ὅλα, πού τά πάντα ὑπερβαίνει». Εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα, ὑπερβαίνει τά πάντα καί τίς
λέξεις ὑπερβαίνει. Δέν ἔχουμε λοιπόν μέ τί νά περιγράψουμε τόν Θεό.

«Διότι ὁ Θεός δέν εἶναι ἐκεῖνο, πού σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος γιά τόν Θεό, ἤ πού θά
μποροῦσε νά σκεφθεῖ. Ἐμεῖς π.χ. λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἕνας. Βέβαια, ὅταν ὁ
ἄνθρωπος λέγει ἕνας, τότε φαντάζεται ἕνα νούμερο, τήν μονάδα. Δηλαδή ὅτι ὁ Θεός
εἶναι ἕνας, ὅπως ἕνας εἶναι καί ὁ ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος. Τό ἴδιο συμβαίνει, ὅταν
λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι τρία Πρόσωπα. Ἀλλά, οὔτε τρεῖς εἶναι ὁ Θεός, οὔτε τρία
ὑποκείμενα ἤ ἀντικείμενα εἶναι ὁ Θεός, οὔτε ἕνα ὑποκείμενο ἤ ἀντικείμενο εἶναι ὁ
Θεός», ὅπως τά καταλαβαίνουμε ἐμεῖς δηλαδή. Πόσοι εἶναι; Δέν ξέρουμε.

«Ὅταν σκέπτεται ὁ ἄνθρωπος, σκέπτεται πάντοτε μέ τό σχῆμα: Ὑποκείμενο –


ἀντικείμενο. Ὑποκείμενο εἶναι ἐκεῖνο πού παρατηρεῖ καί ἀντικείμενο εἶναι ἐκεῖνο
πού παρατηρεῖται». Ἐγώ, ἄς ποῦμε, βλέπω τώρα ἐδῶ τήν εἰκόνα ἤ τά γυαλιά. Ἐγώ
πού παρατηρῶ, εἶμαι τό ὑποκείμενο καί αὐτό πού παρατηρῶ εἶναι τό ἀντικείμενο.

«Ὅταν ὅμως λέμε ὅτι ὁ Πατήρ ἀγαπᾶ τόν Υἱό, ἐδῶ δέν ἔχουμε σχέση ὑποκειμένου –
ἀντικειμένου. Δέν εἶναι δηλαδή ἐδῶ ὁ ἕνας, ὁ Πατήρ, τό ὑποκείμενο τῆς ἀγάπης καί
ὁ ἄλλος, ὁ Υἱός, τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης», ὅπως κάποιοι ἐσφαλμένα
νόμισαν. «Διότι, ἐφ’ ὅσον στόν Θεό δέν ὑπάρχει οὔτε ὑποκείμενο οὔτε ἀντικείμενο,
δέν εἶναι ὁ Θεός οὔτε τό ὑποκείμενο τῆς ἀγάπης Του οὔτε τό ἀντικείμενο τῆς ἀγάπης

210
Του. Ὁπότε δέν ὑπάρχουν στόν Θεό τρία Πρόσωπα, ὅπως ὑπάρχουν σέ μία
οἰκογένεια τρία πρόσωπα. Ὑπάρχουν Ὀρθόδοξοι θεολόγοι, Ρωσικῆς προελεύσεως,
πού λένε ὅτι ὁ Θεός εἶναι προσωπικός Θεός. Ὅτι δέν εἶναι δηλαδή ὁ Θεός τῆς
φιλοσοφίας, πού εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο στοχαστικό κατασκεύασμα, ἀλλά ὅτι εἶναι ἕνας
προσωπικός Θεός». Αὐτή εἶναι ἡ θεωρία τοῦ περσοναλισμοῦ. «Τό ἴδιο λένε καί στήν
δυτική παράδοση», τό ὁποῖο εἶναι λάθος.

«Στήν Πατερική παράδοση δέν εἶναι ὁ Θεός προσωπικός Θεός. Μάλιστα ὁ Θεός οὔτε
Θεός εἶναι!». Γιά νά δηλώσουμε πάλι δηλαδή ὅτι δέν ἔχουμε λέξεις νά περιγράψουμε
τόν Θεό. «Ὁ Θεός δηλαδή δέν ἀνταποκρίνεται σέ τίποτε πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά
σκέπτεται ἤ θά μποροῦσε νά σκεφθεῖ. Οὔτε οἱ σχέσεις μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου
εἶναι προσωπικές. Οὔτε εἶναι σχέσεις ὑποκειμένου – ἀντικειμένου».Πότε εἶναι
προσωπικές; Εἶναι μέ τόν Χριστό, γιατί ὁ Χριστός πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση καί μέ
τόν Χριστό μποροῦμε νά ἔχουμε σχέση προσωπική. «Ὅταν μιλᾶμε γιά προσωπικές
σχέσεις μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, σφάλλουμε. Δέν ὑπάρχουν τέτοιου εἴδους
σχέσεις μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Κατ’ ἐπέκτασιν αὐτῶν, πού λέμε τώρα, μερικοί
μιλοῦν γιά διαπροσωπικές σχέσεις ἤ γιά κοινωνία προσώπων, κατά τό πρότυπο τῶν
σχέσεων τῶν Προσώπων τῆς Τριάδος. Αὐτές εἶναι ἐσφαλμένες συσχετίσεις. Οἱ
σχέσεις μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων δέν εἶναι ὅπως οἱ σχέσεις μεταξύ ἀνθρώπων.
Γιατί; Διότι ὁ Θεός δέν εἶναι ἕνας συνάδελφος». Δέν μπορεῖς νά Τόν κατεβάσεις σ’
αὐτό τό ἐπίπεδο.

«Τά παραπάνω ἴσχυαν μέχρι τήν Ἐνσάρκωση. Μετά ὅμως τήν Ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ
Λόγου, μέσω καί λόγω τῆς Ἐνσαρκώσεως», ὅταν ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος,«ἔχουμε
προσωπικές σχέσεις μέ τόν Θεό. Μέ τόν Θεό ὅμως ὡς Θεάνθρωπο (ὡς Υἱόν Θεοῦ
καί υἱόν ἀνθρώπου). Ἐπειδή ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος. Πού σημαίνει ὅτι ἡ
Ἐνσάρκωσις ἐπέφερε μία εἰδική σχέση μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων, μεταξύ τοῦ
Χριστοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, ἡ ὁποία ὅμως σχέση δέν ὑπάρχει ἐξ ἀπόψεως Ἁγίας
Τριάδος μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων. Δέν ἔχουμε μέ τήν Ἁγία Τριάδα, μέ τήν
ἄκτιστη Θεότητα τή σχέση πού ἔχουμε μέ τόν Χριστό. Δηλαδή δέν ἔχουμε μέ τόν
Πατέρα οὔτε μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα τήν σχέση πού ἔχουμε μέ τόν Χριστό, μέ τόν
Ὁποῖον καί μόνον ἔχουμε προσωπική σχέση.

Ἡ Ἁγία Τριάς ἦλθε σέ προσωπική σχέση μέ τόν ἄνθρωπο μόνο διά τῆς
Ἐνσαρκώσεως, μόνο διά τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἡ σχέση δέν ὑπῆρχε πρίν τήν
Ἐνσάρκωση. Διότι, πρίν ἀπό τήν Ἐνσάρκωση, δέν εἴχαμε σχέσεις μέ τόν Θεό ὡς μέ
ἄνθρωπο. Ὁ Θεός δέν εἶναι ἄνθρωπος κατά τό ἄκτιστον. Εἰς τήν ἀκτιστότητά Του
δηλαδή ὁ Θεός δέν εἶναι ἄνθρωπος οὔτε μοιάζει μέ ἄνθρωπο. Ὁπότε, ὅταν ὁ Θεός
ἔγινε ἄνθρωπος, δέν ἔγινε ὁ Θεός κάτι πού ἔμοιαζε μέ τόν ἑαυτόν Του», γιατί εἴπαμε
δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου.

«Ἐνσάρκωσις δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός ἔλαβε μία φύση πού εἶχε κάποια ὁμοιότητα μέ
τήν δική Του φύση. Δέν ὑπάρχει ἀπολύτως καμία ὁμοιότητα μεταξύ τῆς φύσεως τοῦ

211
ἀνθρώπου καί τῆς φύσεως τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτόν τόν λόγο οἱ Πατέρες τονίζουν ὅτι ὁ
ἄνθρωπος δέν εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ». Ἐμεῖς ἔχουμε μάθει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι
εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Προσέξτε! Δέν εἴμαστε εἰκόνα τοῦ Θεοῦ-Πατρός. Εἴμαστε εἰκόνα
τοῦ Χριστοῦ. Θά τό ἀποδείξουμε. «Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀπαράλλακτος εἶναι μόνον ὁ
Λόγος, ὁ Υἱός», εἰκόνα τοῦ Πατρός, τοῦ ἀοράτου, τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Δέν
λέμε δικά μας πράγματα. Τά λέει ἡ Ἁγία Γραφή. «Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου
εἶναι ὁ Λόγος, ὁ Υἱός καί Λόγος (Κολ. 1,15). «Ὁ Λόγος εἶναι ἡ εἰκών τοῦ Πατρός.
Γι’ αὐτό, ἐπειδή ὁ Λόγος εἶναι ἡ εἰκών τοῦ Πατρός, ὁ Χριστός εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ
Πατρός ὡς Λόγος. Ἀλλά καί ἀπό τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων καί ὁ σαρκωμένος
Λόγος, δηλαδή ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί αὐτή ἡ εἰκών τοῦ Πατρός.
Δηλαδή καί ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατρός ἐξ αἰτίας τῆς
Ἐνσαρκώσεως.

Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Λέγεται βέβαια ὁ ἄνθρωπος εἰκόνα τοῦ
Θεοῦ, καταχρηστικῶς ὅμως. Κυριολεκτικῶς ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ
πλασμένος καί ὄχι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ». Ὁ Χριστός εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ὁ
ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα εἰκόνος,
ἐκείνης τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό εἴπαμε εἴμαστε κατ’ εἰκόνα πλασμένοι τοῦ Χριστοῦ,
κατ’ εἰκόνα τῆς εἰκόνος.

«Τό τί ἀκριβῶς εἶναι τό κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πού ἀναφέρεται στήν Ἁγία Γραφή ὅτι
ἐπλάσθη ὁ ἄνθρωπος, ἀπεκαλύφθη πλήρως μόνο τήν Ἐνσάρκωση». Δηλαδή στήν
Ἐνσάρκωση, ὅταν ἔγινε ὁ Υἱός ἄνθρωπος ἀποκαλύφθηκε ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶχε
δημιουργηθεῖ κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ὅμως ἦρθε μεταγενέστερα χρονικά.
Τό πρωτότυπο τοῦ Ἀδάμ δηλαδή ἦταν ὁ Χριστός, παρόλο πού δέν εἶχε γίνει ἡ
Ἐνσάρκωση. Ὁ Ἀδάμ φτιάχτηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, «διότι ὁ προορισμός τοῦ
ἀνθρώπου ἦταν ἀπ’ ἀρχῆς νά γίνει σάν τόν Χριστόν, δηλαδή κατά χάριν θεός. Νά
φθάσει στό καθ’ ὁμοίωσιν. Ἐνεργεία τό κατ’ εἰκόνα σημαίνει ὁμοίωσιν μέ τόν
Χριστόν κατά τήν εὐσπλαγχνίαν. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος ὡς μιμητής πλέον τοῦ Χριστοῦ
γίνεται καί ἐκεῖνος εἰκόνα τοῦ Πατρός κατά χάριν μετέχων τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ.

Ἔτσι, ὅταν κάποιος φθάσει στή θέωση (δηλαδή στό καθ’ ὁμοίωσιν), τότε γίνεται
κατά χάριν Χριστός, δηλαδή κατά χάριν θεός. Τότε γίνεται ὅμοιος μέ τόν Χριστόν
καί δέν διαφέρει ἀπό τόν Χριστόν παρά μόνον κατά τήν φύση. Ὁ Χριστός δέν εἶναι
Θεός κατά χάριν, ἀλλά Θεός κατά φύσιν». Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δέν μπορεῖ νά γίνει
κατά φύση θεός, γίνεται κατά χάρη θεός καί μοιάζει σέ ὅλα μέ τόν Χριστό πλήν τῆς
κατ’ οὐσίαν ταυτότητος. Ἔχουν διαφορά στήν φύση, ὁ ἄνθρωπος παραμένει
ἄνθρωπος καί ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος καί ὁ ἄνθρωπος μετέχει στήν ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ καί γίνεται κατά χάριν θεός καί ὄχι κατά φύσιν.

«Ὁ Λόγος, ὅταν ἐσαρκώθη, ἔγινε κατά φύσιν ἄνθρωπος. Δέν ἔγινε ὁ Λόγος κατά
χάριν ἄνθρωπος». Πῆρε πραγματικά τήν ἀνθρώπινη φύση. «Ἔγινε κατά φύσιν
ἄνθρωπος. Δέν ἔγινε δηλαδή κατά τήν Ἐνσάρκωση μία ἁπλή υἱοθεσία. Δέν

212
υἱοθέτησε κατά τήν Ἐνσάρκωση ὁ Θεός Πατήρ ἕναν ἄνθρωπο γιά νά κατοικήσει
μέσα του καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο νά κάνει τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο Θεό, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ
Λόγος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἔγινε διά τῆς Ἐνσαρκώσεως κατά φύσιν ἄνθρωπος. Ἔτσι
στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν ἡ Θεία μέ τήν ἀνθρώπινη φύση. Στό πρόσωπο
τοῦ Χριστοῦ συνυπάρχουν ἡ Θεία φύση τοῦ Λόγου καί ἡ ἀνθρώπινη φύση
ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως καί ἀδιαιρέτως ἑνωμένες. Ὁ Χριστός δέν εἶναι ἕνας ἁπλός
ἄνθρωπος, ἀλλά εἶναι Θεάνθρωπος, Θεός καί ἄνθρωπος ταυτοχρόνως, μέ
διακεκριμένα τά ἰδιώματα τῶν δύο φύσεων». Διατηροῦνται καί τά ἰδιώματα τῆς
ἀνθρώπινης φύσης καί τά ἰδιώματα τῆς θείας φύσης. Ἀλλά εἶναι τέλειος Θεός καί
τέλειος ἄνθρωπος.

«Ἀντικρύζοντας τόν Χριστό, ἀντικρύζουμε τόν σαρκωμένο Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ὁ Λόγος,
ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, μετά τήν Ἐνσάρκωση εἶναι διά παντός ἑνωμένος μέ τήν ἀνθρώπινη
φύση στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ».

Ἄς σταματήσουμε ἐδῶ, ἄν σᾶς μπέρδεψα νά μέ συγχωρέσετε. Εἶναι ὑψηλά πράγματα


αὐτά, θεολογικά, ἀλλά νά κρατήσουμε τό βασικό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος. Ὁ
Θεός δέν ἔχει καμία σχέση μέ τά κτίσματα, οὔτε μπορεῖ νά περιγραφτεῖ, οὔτε νά
δώσουμε ὄνομα στόν Θεό. Εἶναι κάτι πού μᾶς ὑπερβαίνει ἀπόλυτα. Δέν ὑπάρχει
καμιά ὁμοιότητα μέ μᾶς, οὔτε καμιά διαφορά. Ἐπίσης νά προσέχουμε νά κάνουμε
ἀφάνταστο προσευχή καί νά ἐπιδιώκουμε τήν σταύρωση τῆς φαντασίας. Νά
προσπαθοῦμε νά σταυρώνουμε τή φαντασία μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐσωτερική προσευχή,
μέσα στήν καρδιά μας. Ἔτσι σιγά-σιγά καθαρίζεται τό ἐσωτερικό, φωτίζεται ὁ
ἄνθρωπος καί ἔχει πλέον ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. Καί τότε γνωρίζει τόν Θεό. Λένε ὡραῖα
οἱ Πατέρες, γνωρίζει τόν Θεό ἀγνώστως. Γιατί κι αὐτό τό γνωρίζω, δέν εἶναι τό
ἀνθρώπινο γνωρίζω, εἶναι ἄλλο πράγμα. Τόν γνωρίζει ἀγνώστως. Θέλουν πάλι νά
ἐκφράσουν αὐτό, ὅτι δέν μποροῦμε νά ποῦμε τίποτα γιά τόν Θεό.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ. : Τά ἔχω μπερδέψει… Ἐγώ ἤξερα ὅτι ὁ Χριστός ἔγινε κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωση
τοῦ Πατρός.

Ἀπ. : Ὁ Χριστός δέν ἔγινε. Ὁ Χριστός ὑπῆρχε πάντα. Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κατ’ εἰκόνα
τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς μιλάει γιά τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁ
Ὁποῖος εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατρός, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου. Καί ὁ ἄνθρωπος
τώρα πλάστηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.

Ἐρ. : Ὄχι ὁ Χριστός…

Ἀπ. : Ὁ Χριστός δέν πλάστηκε. Ὁ Χριστός γεννᾶται ἀπό τόν Θεό-Πατέρα. Ἄλλο
πράγμα… Τί θά πεῖ γεννᾶται δέν ξέρουμε. Μήν τά βάζετε ἀνθρώπινα στό μυαλό σας.

213
Ἐρ. : Ἡ μορφή αὐτή πού ὑπάρχει στίς εἰκόνες σάν ἕνας Γέροντας καί τό Ἅγιο
Πνεῦμα, ἡ Ἐκκλησία τί κάνει γι’ αὐτό ἀφοῦ τό γνωρίζει;

Ἀπ. : Ἡ Ἐκκλησία εἴμαστε ἐμεῖς… καί ἐμεῖς. Ὅταν λέμε Ἐκκλησία, ὁ νοῦς μας πάει
στούς παπάδες, στούς Δεσπότες καί στούς Πατριάρχες. Λάθος! Ἐκκλησία εἴμαστε
ὅλοι, μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία λέει αὐτά πού σᾶς εἶπα, ὅτι δέν ὑπάρχει
εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τώρα, γιατί ὑπάρχουν αὐτές οἱ εἰκόνες σέ κάποιες
Ἐκκλησίες… Ὅπως ὑπάρχουν κάτι ταμπελάκια μέ τό ὄνομα τοῦ δωρητή π.χ. στόν
πολυέλαιο γιά νά τό βλέπει ὅλος ὁ κόσμος… Ἐπιτρέπεται αὐτό; Δέν ἐπιτρέπεται,
γιατί ὁ Χριστός εἶπε ὅταν κάνεις ἐλεημοσύνη νά τό κάνεις ἐν τῷ κρυπτῷ καί «νά μήν
ξέρει ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά» (Ματθ. 6,4). Ὄχι νά βάζεις ταμπέλα νά τήν
βλέπει ὅλος ὁ κόσμος. Πολλά λάθη κάνουμε λοιπόν καί ἐμεῖς τά λέμε τώρα γιά νά
ἐνημερωνόμαστε, νά ἐνημερώνουμε καί τούς ἄλλους, ὥστε νά τά βγάλουμε.

Γιατί, ἄν πάω ἐγώ τώρα καί βγάλω μιά τέτοια εἰκόνα, θά πέσουν ὅλοι πάνω μου…
γιατί δέν ξέρουν. Λένε μάλιστα «μιά χαρά εἰκόνα εἶναι, τήν καταλαβαίνει κι ἕνα
παιδάκι». Αὐτή ὅμως ἡ εἰκόνα, σᾶς εἶπα, ἐκφράζει τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ πιό
γέρος καί ὁ πιό νέος δείχνει ὅτι ὑπῆρχε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε ὁ Υἱός. Μά πάντα
ὑπῆρχε ὁ Υἱός καί δέν ἔχουν διαφορετική ἡλικία γιά νά τούς ζωγραφίσουμε ἔτσι.
Πάντα ὑπῆρχε ὁ Υἱός, πάντα ὁ Πατέρας, πάντα τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Στήν Ἐκκλησία πῶς προχωρᾶμε; Ἐνημερώνεται ὁ λαός καί μετά προχωρᾶμε στίς
ἀλλαγές. Δηλαδή ἄν ὑπάρχει σέ μιά ἐνορία γιά παράδειγμα αὐτή ἡ εἰκόνα, θά πρέπει
ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ ἱερέας νά ἐνημερώσει τόν λαό καί μετά πολύ εὔκολα θά φύγει ἡ
εἰκόνα. Μποροῦν νά τή βάλουν σέ ἕνα μουσεῖο γιά νά τήν ἔχουν ὡς παράδειγμα
ἐκτροπῆς, ἀλλοίωσης τῆς ὀρθοδόξου παράδοσης καί πίστεως. Παράδειγμα πρός
ἀποφυγή δηλαδή, ὅτι κάποτε οἱ ἄνθρωποι εἶχαν πέσει σ’ αὐτή τήν πλάνη καί
εἰκονίζαν ἔτσι τήν Ἁγία Τριάδα. Νά πάει στό μουσεῖο. Δέν εἶναι σωστό νά ὑπάρχει.

Ἐρ. : Κάτι ἄλλο πέρα ἀπό τήν συζήτηση πού κάναμε… πού μέ στενοχωρεῖ καί δέν
ξέρω ἄν εἶναι σωστό αὐτό πού σκέφτομαι. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπό πάνω ἀπό τόν
λαιμό τοῦ Χριστοῦ κρέμεται ὁ πολυέλαιος. Αὐτό τό πράγμα, ὅσες φορές τό κοιτάζω
νιώθω ὅτι τόν ξανασταυρώνουμε πάλι μέ τό καρφί ἐδῶ στό λαιμό Του. Εἶναι σωστό
αὐτό τό πράγμα;

Ἀπ. : Προφανῶς εἶναι πρακτικοί λόγοι. Ἐντάξει, ὅσο μποροῦμε νά τά ἀποφεύγουμε.


Ἀλλά ἐπειδή βάζουμε τόν Παντοκράτορα στό κέντρο τοῦ τρούλου… ἴσως δέν τό
σκέφτηκαν καλά… Ἔχουμε ὅμως τόσες ἄλλες ἀνευλάβειες πού κάνουμε στίς
Ἐκκλησιες, πού θά λέγαμε αὐτό εἶναι τό λιγότερο. Μέ πόσο ἀπρεπές ντύσιμο
πηγαίνουν οἱ γυναῖκες… καί στά Μυστήρια… Τί προσκλητήρια γράφουν!
Ἀπαράδεκτα πράγματα. Οὐσιαστικά βλασφημοῦνε. Διάβασα ἕνα τέτοιο
προσκλητήριο, ὅπου ἔγραφαν βλασφημίες γιά αὐτό πού θά κάνουν, γιά τή βάφτιση,
τάχατες ποιηματάκι καί τό λέει τό μωρό… Αὐτό κι ἄν δέν εἶναι ἀνευλάβεια! Αὐτά

214
πρέπει νά προσέξουμε καί νά διορθώσουμε. Ἀλλά δυστυχῶς ὑπάρχει μεγάλη ἄγνοια.
Γιατί ὑπάρχει ἄγνοια; Γιατί ὑπάρχει διεφθαρμένη ζωή. Γιατί δέν πατᾶνε στήν
Ἐκκλησία, ὁπότε ποῦ θά τά ἀκούσουν αὐτά; Δέν τά ἀκούει. Καί λένε «ἄ, δέν μοῦ τά
εἶπε κανένας παπάς». Ποῦ νά στά πεῖ; Πῆγες ποτέ στήν Ἐκκλησία νά τά ἀκούσεις;
Πῆγες ποτέ νά ἐξομολογηθεῖς; Πῆρες κανένα πνευματικό βιβλίο νά διαβάσεις;
Ἄκουσες καμία πνευματική ὁμιλία; Μετά βέβαια μᾶς φταίει γιά ὅλα ἡ Ἐκκλησία καί
ὁ Θεός… τά βάζουμε καί μέ τόν Θεό…

Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πάτερ. Ἔχω δύο ἐρωτήσεις. Πρώτον, ἡ φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ εἶναι
κι αὐτή οὐσιαστικά τύπος τῆς Ἁγίας Τριάδος, δέν μποροῦμε νά γράφουμε ‘Ἁγία
Τριάς’;

Ἀπ. : Τύπος.

Ἐρ. : Καί δεύτερον, λέει στήν Ἁγία Γραφή ὁ Χριστός «ἐφανέρωσά σου τό ὄνομα τοῖς
ἀνθρώποις…» (Ἰω. 17,6) καί στό τέλος λέει «βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ
Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19). Δηλαδή μᾶς
φανερώνει τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι φαίνεται ἀνθρωπομορφικῶς τουλάχιστον.

Ἀπ. : Πάλι ἐννοεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Γιατί εἴπαμε ὁ Θεός
εἶναι ἀνώνυμος, δέν ἔχει ὄνομα. Δέν ὑπάρχει ὄνομα γιά τόν Θεό. Ὅσα ξέρουμε εἶναι
νοήματα κτιστά καί ἔχουν ἀντιστοιχία μέ κτιστά πράγματα. Τί νά ποῦμε; Ὅτι ὁ Θεός
εἶναι ὁ Ὤν; Τό εἶπε «ἐγώ εἰμι ὁ ὤν» (Ἔξοδ. 3,14), Αὐτός πού ὑπάρχω. Ἀλλά λένει οἱ
Πατέρες καί μή ὤν εἶναι ὁ Θεός, ἅμα ποῦμε ὅτι τά ὄντα εἶναι ὄντα, ὁ Θεός εἶναι μή
ὤν γιατί δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τά ὄντα. Εἶναι ὤν ὁ Θεός, ἀλλά ὄχι μέ τήν ἔννοια
πού ξέρουμε τά πράγματα. Μέ ποιά ἔννοια; Δέν ξέρουμε. Γι’ αὐτό λέμε εἶναι
ἀνώνυμος. Εἶναι καί ὤν καί μή ὤν. Εἶναι καί φῶς καί δέν εἶναι φῶς, εἶναι σκότος.
Γιατί δέν εἶναι οὔτε φῶς, οὔτε σκότος. Δέν ἔχουμε λέξεις. «Ἐφανέρωσά σου τό
ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις», ἐννοεῖ ἐφανέρωσα τήν δόξα Σου, τό μεγαλεῖο Σου, τίς
ἐνέργειές Σου.

Καί γιά τό ἄλλο πού εἴπατε, ὄντως εἶναι τύπος τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά τό
χρησιμοποιοῦμε καί γράφουμε Ἁγία Τριάς, κάνουμε μία ἐπέκταση θά λέγαμε. Ἀλλά
οὐσιαστικά, δέν ὑπάρχει εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί εἴπαμε ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὁ
Πατέρας δέν πῆρε σάρκα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν πῆρε σάρκα. Ἄρα δέν
περιγράφεται, δέν εἶναι περιγραπτός.

Ἐρ : Εὐλογεῖτε. Κάτι γιά τήν φαντασία πού εἴπατε. Θά περιγράψω κάτι πού μοῦ
ἐκμυστηρεύτηκε κάποιος ἱερέας. Ἦταν Μεγάλη Ἑβδομάδα καί διάβαζε τό Εὐαγγέλιο
καί ἐκείνη τήν ὥρα ὁ ἄνθρωπος αὐτός ζοῦσε τά πάθη τοῦ Χριστοῦ. Τά ἔνιωθε, τά
ἔβλεπε. Εἴχαμε μία κουβέντα στό «δέν ὑπάρχει Θεός». Καί ἔλεγε μετά: ἄς ἔρθει
κάποιος τώρα νά μοῦ πεῖ ἐμένα ἄν ὑπάρχει Θεός ἤ ὄχι. Τά ἔβλεπε σέ εἰκόνες. Δέν
ἦταν κάτι τῆς φαντασίας του. Ἦταν τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας.

215
Ἀπ : Αὐτό εἶναι ἄλλο πράγμα. Ἐκεῖ εἶναι ὁ νοῦς πού ὁρᾶ, πού βλέπει. Ἦταν μιά
ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ αὐτό. Ἕνα ὅραμα. Δέν εἶναι φαντασία αὐτό. Ἐκεῖ ὁ νοῦς ὁρᾶ
ἀοράτως, λένε πάλι οἱ Πατέρες. Ὁρᾶ ἀοράτως, βλέπει μή βλέποντας… γιά νά
ἐκφράσουν πάλι αὐτό. Γιατί εἶναι ἄλλη ὅραση αὐτή. Δέν ἔβλεπε μέ τήν ἔννοια πού
λέμε ὅτι βλέπω τό τάδε πράγμα. Ὁρᾶ ἀοράτως.

Ἐρ. : Γιά τήν προσευχή πού εἴπατε. Πολλές φορές ἐρχόμαστε σέ κατάνυξη, ζοῦμε καί
δέν ζοῦμε, βλέπουμε καί δέν βλέπουμε, κάτι παρόμοιο μέ αὐτό πού περιέγραψα πρίν
λίγο, αὐτό εἶναι φαντασία;

Ἀπ. : Ἐξαρτᾶται. Αὐτό μπορεῖς νά τό δεῖς μέ τόν Πνευματικό. Βεβαίως λένε οἱ


Πατέρες γιά τά δάκρυα εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Λέει ἕνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας
ὅτι τά δάκρυα εἶναι σημεῖο ὅτι ἄγγιξε ὁ Θεός τά μάτια σου καί τρέχουν καί πρέπει νά
εὐχαριστήσεις τόν Θεό. Μᾶς φέρνει μία συντριβή καί μία μετάνοια. Αὐτό εἶναι
βεβαίως τοῦ Θεοῦ δῶρο, ὅταν εἶναι γνήσιο καί ἀληθινό. Γιατί εἶναι καί μερικοί πού
εἶναι εὐσυγκίνητοι, εἶναι συναισθηματικά δάκρυα, νά μήν μπερδευόμαστε. Πάντως
κι ἄν μᾶς ἔρχονται κάπως συναισθηματικά δάκρυα μποροῦμε νά τά μεταστρέψουμε
καί νά προσευχηθοῦμε μέ συντριβή καρδίας καί δάκρυα μετανοίας γιατί αὐτά εἶναι
τά δάκρυα πού καθαρίζουν τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Κι ὅταν κανείς καθαριστεῖ, μετά
ἐρχονται ἄλλα δάκρυα, πού εἶναι δάκρυα ἀγάπης πρός τόν Θεό.

Ἐρ. : Πάτερ, ὅταν ὁ Φίλιππος ρώτησε τόν Χριστό «δεῖξον ἡμῖν τόν πατέρα» (Ἰω.
14,8) καί ἀπάντησε ὁ Χριστός «αὐτός πού εἶδε Ἐμένα, εἶδε τόν Πατέρα». Πῶς
μποροῦμε νά τό ὑποθέσουμε αὐτό; Ὅταν ἐγώ βλέπω τόν Χριστό, μπορῶ νά
προσεύχομαι στόν Πατέρα; Δηλαδή ἔχουν μία ὄψη;

Ἀπ. : «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα» (Ἰω. 14,9). Μποροῦμε νά δοῦμε τόν
Πατέρα; Τοῦ εἶπε «Κύριε δεῖξον ἡμῖν τόν πατέρα» καί τοῦ λέει τόσο χρόνο εἶμαι
μαζί σας καί δέν Μέ γνώρισες; «Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι, καί οὐκ ἔγνωκάς
με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα». Ἐμένα Μέ βλέπεις; Ἐννοοῦσε ὁ
Χριστός τήν Θεία Μου φύση τήν βλέπεις; Ὄχι. Πῶς θέλεις νά δεῖς τόν Πατέρα, πού
εἶναι κι Αὐτός Θεός ἀόρατος; Τό λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος αὐτό, δέν εἶναι δική μου
ἑρμηνεία. Ἤθελε νά τοῦ πεῖ: οὔτε Ἐμένα βλέπεις, οὔτε τόν Πατέρα μπορεῖς νά δεῖς.
Τί ζητᾶς τώρα νά σοῦ δείξω τόν Πατέρα; Ἀφοῦ εἶναι ἀόρατος. Ἀφοῦ κι Ἐμένα δέν
Μέ βλέπεις. Ἔβλεπε τήν ἀνθρώπινη φύση. Δέν ἔβλεπε τήν Θεότητα. Τήν
ὑποψιαζόταν τήν Θεότητα ἀπό τά θαύματα καί ἀπό τίς ἐνέργειες πού ἔδειχνε ὁ Θεός,
ἀλλά δέν ἔβλεπε τήν Θεότητα. Ἔβλεπε τόν ἄνθρωπο τόν Χριστό, τήν ἀνθρώπινη
φύση. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει. Ἤθελε νά τοῦ πεῖ οὔτε Ἐμένα μπορεῖς νά Μέ δεῖς ὡς
Θεό, οὔτε τόν Πατέρα. Ἡ Θεία φύση εἶναι παντελῶς ἀπρόσιτη στόν ἄνθρωπο.

Ἐρ. : ….………………

216
Ἀπ. : Τό ζοῦμε. Δέν μετέχουμε στήν οὐσία Του, μετέχουμε πάντα στίς ἐνέργειες τοῦ
Θεοῦ. Κι ὅταν λέμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔφτασε στή θέωση, στή θεοπτία, ὄτι βλέπει τόν
Θεό καί βλέπει τό ἄκτιστο φῶς, μετέχει στή θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ὅτι
ἑνώνεται μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, τότε θά γινόταν κατά φύσιν θεός. Δέν γίνεται αὐτό.
Μετέχει στή δόξα τοῦ Θεοῦ, στήν ἄκτιστη θεοποιό ἐνέργειά Του.

Ἐρ. : Ἐπειδή εἴπατε γιά τό ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν», θέλω ἄν μπορεῖτε νά μᾶς
ἐξηγήσετε, αὐτό εἶναι μιά παρερμηνεία αὐτῶν πού προσπαθοῦν νά κατανοήσουν τήν
οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ Θεός εὐσπλαχνίστηκε τόν κόσμο, τόν
ἔβαλε κορωνίδα… δηλαδή ἔπλασε τόν κόσμο ἀπό ἀγάπη καί ἔστειλε τόν Υἱό Του μέ
θυσιαστικό τρόπο. Μήπως ὑπάρχει πίσω ἀπό τή λέξη τῆς ἀγάπης αὐτό τό μυστήριο
ἑνός μέρους τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ;

Ἀπ. : Λέμε στή Θεολογία ὅτι οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι φυσικές ἐνέργειες τοῦ
Θεοῦ, δηλαδή ἐκ τῆς οὐσίας. Ἀπό τήν οὐσία εἶναι βεβαίως. Ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει
ὅτι ἐμεῖς γνωρίζουμε τήν οὐσία, ὅταν μετέχουμε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅταν
αἰσθανόμαστε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ κάθε ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκ τῆς οὐσίας
τοῦ Θεοῦ, εἶναι φυσική ἐνέργεια, ἀλλά ἐμεῖς ὅμως δέν μετέχουμε στήν οὐσία.
Μετέχουμε στήν ἐνέργεια, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στή φωτιστική ἐνέργεια, στήν
καθαρτική ἐνέργεια, στή θεοποιό ἐνέργεια, στήν οὐσιοποιό ἐνέργεια. Ὑπάρχει ἡ
οὐσιοποιός ἐνέργεια πού μᾶς δίνει τήν οὐσία, τήν ὕπαρξη καί σ’ αὐτή μετέχουμε
θέλουμε δέ θέλουμε ἐφόσον εἴμαστε στήν ὕπαρξη.

Μετέχουμε στή σοφοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε λογική, ἔχουμε σκέψη, αὐτό
πού λέμε ‘σοφοί ἄνθρωποι’. Καί σ’ αὐτή μετέχουμε θέλουμε δέν θέλουμε, μᾶς τήν
ἔδωσε ὁ Θεός, δέν μᾶς ρώτησε. Στήν θεοποιό ὅμως ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἄν θέλουμε
μετέχουμε. Ἄν θέλουμε πᾶμε στήν Ἐκκλησία, προσευχόμαστε, κοινωνοῦμε. Ἄν δέν
θέλουμε, δέν μετέχουμε. Ἄν θέλουμε γινόμαστε ταπεινοί. Ἄν δέν θέλουμε
παραμένουμε ἐγωιστές καί ὑπερήφανοι, ὁπότε ὅσες φορές κι ἄν κοινωνήσουμε δέν
μετέχουμε στόν Θεό. Γιατί οἱ προϋποθέσεις μετοχῆς στόν Θεό εἶναι ἡ ταπείνωση καί
ἡ ἀγάπη. Βλέπετε, ὁ Θεός πού εἶναι ἀγάπη ζητάει κι ἀπό μᾶς ἀγάπη. Δέν μπορεῖς λ.χ.
νά γίνεις κοινωνός τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί νά μήν ἔχεις συγχωρέσει τόν ἀδελφό σου.

Εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεση νά ἔχουμε συγχωρεθεῖ μέ ὅλους, ἄν θέλουμε νά


κοινωνήσουμε. Δέν μπορεῖς νά κοινωνήσεις καί νά θέλεις νά κοινωνήσεις μέ τόν Θεό
ὄντας ἀσυγχώρητος, χωρίς νά ἔχεις κάνει τό πᾶν δηλαδή γιά νά συμφιλιωθεῖς μέ
αὐτόν πού ἔχει κάτι ἐναντίον σου. Ὄχι νά ἔχεις ἐσύ κάτι ἐναντίον τοῦ ἄλλου, αὐτό
εἶναι τελείως ἀπαράδεκτο. Ἀλλά ὁ ἄλλος νά ἔχει κάτι ἐναντίον σου καί νά μήν ἔχεις
κάνει τό πᾶν γιά νά συμφιλιωθεῖς. Τότε δέν σέ ὠφελοῦν χίλιες Θεῖες Κοινωνίες…
Μᾶλλον σέ βλάπτουν, παίρνεις κατάκριμα.

217
Ἑπομένως, οἱ ἐνέργειες καί ἡ ἀγάπη εἶναι ἐκ τῆς οὐσίας, ἀλλά ἐμεῖς δέν μετέχουμε
στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε δέν γνωρίζουμε τίποτε ἀπό τήν οὐσία ,ὅταν μετέχουμε
στήν ἀγάπη.

Ἐρ. : Δηλαδή, ἄν κατάλαβα, ἡ μετοχή μας στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι κάποια γεύση,
ὄχι ὄμως ἡ οὐσία.

Ἀπ. : Ὄχι στήν οὐσία, βέβαια… ποτέ στήν οὐσία.

Ἐρ. : Τό ἄλλο ἐρώτημα εἶναι ὅσον ἀφορᾶ τό «ἵνα ὦσιν ἕν» (Ἰω. 17,22). Αὐτή ἡ
ἑνότητα πού ζητεῖται οὐσιαστικά ἀπό ἐμᾶς… ἄν μέσα σ’ αὐτή τήν ἑνότητα κρύβεται
κάποιο ἀπό τά Μυστήρια καί τῆς Τριαδικότητας πού ὑπάρχει καί κρύβεται πίσω ἀπό
αὐτό κάτι ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, τῆς θεοποιοῦ οὐσίας πού λέτε…

Ἀπ. : Κρύβεται… μᾶλλον εἶναι προϋπόθεση ἡ μετοχή στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, στήν
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πάλι, γιά νά πετύχουμε τήν ἐνότητα. Ὁ Κύριος τό εἶπε, ὅταν
προσευχόταν στόν Θεό-Πατέρα, εἶπε «τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς»,
τήν ἐνέργεια δηλαδή πού ἔχω ὡς Θεός, τήν ἔδωσα στούς Ἀποστόλους, σ’ αὐτούς πού
Μοῦ ἔδωσες «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν», γιά νά εἶναι κι αὐτοί ἕνα, ὅπως κι
ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα. Ἐκεῖνο, δηλαδή, πού μᾶς ἑνώνει μεταξύ μας, κι ἄν θέλουμε νά
ἑνωθοῦμε μεταξύ μας, εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅταν μετέχουμε στή δόξα τοῦ Θεοῦ.

Ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά γίνουμε ἕνα, οὔτε μέσα στόν γάμο, οὔτε μέσα στό
μοναστήρι, οὔτε μέσα στήν ἐνορία, σέ ἕνα προσκύνημα, ἐάν δέν μετέχουμε σ’ αὐτή
τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γι΄ αὐτό βλέπετε, ὅτι ὑπάρχει τσακωμός, διχόνοια, βρίσιμο…
ἄσχημα πράγματα καί μέσα στίς ἐνορίες καί μέσα στά μοναστήρια καί μέσα στίς
οἰκογένειες, γιατί οἱ ἄνθρωποι δέν ἑνώνονται μέ τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Δέν μετέχουν στή
δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί δέν μετέχουν; Γιατί δέν θέλουν! Γιατί γιά νά μετέχεις στή δόξα
τοῦ Θεοῦ χρειάζονται προϋποθέσεις. Χρειάζεται νά ταπεινωθεῖς, χρειάζεται νά
καθαριστεῖς, νά μετανοήσεις δηλαδή.

Ἄν δέν μετανοήσεις, δέν πολεμήσεις τά πάθη σου, δέν ἀντισταθεῖς στούς κακούς
λογισμούς κατ’ ἀρχήν, δέν ἀντισταθεῖς στόν θυμό, δέν ἀντισταθεῖς στή μνησικακία,
σ’ ὅλα αὐτά τά κακά πράγματα, στή φιληδονία, στή φιλαργυρία, στή φιλοδοξία καί
σέ νοιάζει τί θά πεῖ ὁ ἕνας καί ὁ ἄλλος, μετά φυσικά δέν μετέχεις στή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ὁπότε δέν μπορεῖς νά κολλήσεις μέ τόν ἄλλον κι ἄς εἶσαι σύζυγος κι ἄς εἶσαι στό
ἴδιο μοναστήρι κι ἄς τόν ξέρεις πενήντα καί ἑξήντα χρόνια. Δέν κολλᾶς, δέν γίνεσαι
ἕνα. Γι’ αὐτό ἀποτυγχάνουν οἱ γάμοι κλπ. Τό μυστικό εἶναι ὅτι δέν μετέχουμε στή
δόξα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή δέν ἔχουμε ἐνεργό τή Θεία χάρη, ἡ ὁποία θέλει
προϋποθέσεις, γιά νά τήν ἔχουμε ἐνεργό. Θέλει μετάνοια, θέλει μυστηριακή ζωή,
θέλει ἀσκητική ζωή. Αὐτές εἶναι οἱ προϋποθέσεις μέ μιά φράση.

Ἐρ. : ….………………

218
Ἀπ. : Ὄχι, ἁπλῶς παλιά οἱ γυναῖκες δέν εἶχαν χρήματα καί καθόντουσαν ἐκεῖ καί
ἔκαναν ὑπομονή. Ἀλλά ὑπῆρχε καί μιά ὁμάδα πού ἦταν πνευματικοί ἄνθρωποι, εἶχαν
ἁγιότητα, ἄς ἦταν ἀγράμματοι. Δέν χρειάζονται γράμματα, γιά νά εἶσαι ἅγιος.
Χρειάζεται ταπείνωση. Ὑπῆρχαν ἁπλοί ἄνθρωποι πού ζοῦσαν τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ
καί γιαγιάδες καί παπποῦδες πού ζοῦσαν σωστά… εἶχαν ἀσκητική ζωή. Μέ δυό
κρεμμύδια, ἄς ποῦμε, λίγο ψωμί, λίγες ἐλιές καί μιά στάμνα νερό, δούλευε ὅλη τήν
ἡμέρα στό κτῆμα ὁ ἄνθρωπος. Δέν δούλευε; Αὐτό τί εἶναι; Ἄσκηση, μεγάλη ἄσκηση
εἶναι….

Μερικοί τό ἔκαναν καί ἀπό ἄσκηση. Ὑπῆρχαν καί καλόγεροι μέσα στόν κόσμο. Στήν
Κρήτη μοῦ εἶπαν ὑπῆρχε τέτοια παράδοση. Ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ἀσκητές μέσα στόν
κόσμο καί ἔχουν ἐκδοθεῖ βιβλία «Ἀσκητές μέσα στόν κόσμο». Θά πεῖ κανείς: Μόνο
αὐτοί ζοῦσαν; Μόνο αὐτοί… ἤ καί κάποιοι ἄλλοι πού δέν τούς ἔχουμε γνωρίσει
ἐνδεχομένως. Τόσο λίγοι; Ναί, τόσο λίγοι. Γιά τόσους λίγους εἶναι ὁ Χριστός; Ὁ
Χριστός εἶναι γιά ὅλους ἀλλά ἐμεῖς δέν θέλουμε νά μποῦμε σ’ αὐτή τή διαδικασία.
Τώρα γιατί δέν χώριζαν… σᾶς εἶπα… ἔλεγαν «Ποῦ νά πάω; Θά κάνω ὑπομονή..».

Μέσα στήν καρδιά της ἦταν ἕνα μέ τόν σύζυγό της; Δέν μποροῦσε νά εἶναι ἕνα, ἄν
δέν εἶχε καί αὐτός καί αὐτή ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό ἤ τουλάχιστον νά εἶχε μπεῖ στή
διαδικασία γιά νά καθαρθεῖ, στήν πορεία δηλαδή γιά τήν πλήρη ἕνωση. Δέν
μποροῦσαν νά εἶναι ἕνα. Ἁπλῶς ζοῦσαν συμβατικά. Τώρα ἐπειδή ἔβγαλαν τήν
γυναῖκα στή δουλειά καί τήν ἐκμεταλεύονται πλέον διπλά καί στή δουλειά καί στό
σπίτι καί ἔχει καί κάποια χρήματα, λέει «χωρίζουμε» καί σηκώνεται καί φεύγει. Καί
σήμερα οἱ πιό πολλές οἰκογένειες δυστυχῶς διαλύονται ἀπό τίς γυναῖκες. Φαίνεται ὁ
διάβολος τίς πλανάει περισσότερο… εἶναι πιό ἀδύναμες… ἀλλά τέλος πάντων.. δέν
θέλω νά πῶ ὅτι εἶμαι ἐναντίον τῶν γυναικῶν. Ὄχι. Κι αὐτές εἶναι ἰσότιμες μέ τόν
ἄνδρα καί ἔχουν κι αὐτές τήν δυνατότητα νά γίνουν θεοί κατά χάρη, ὅπως καί οἱ
ἄνδρες. Ὅμως ἡ ἀναγκαία προϋπόθεση εἶναι νά ἐργαστοῦμε σωστά στόν ἑαυτό μας
μέ τή μετάνοια καί τήν ἀσκητική καί μυστηριακή ζωή. Ἀλλιῶς δέν γίνεται.

Εἶναι ἡ θεραπευτική μέθοδος, πού συνέχεια λέμε, κάθαρση, φωτισμός, θέωση. Ἄν ὁ


ἄνθρωπος δέν μπεῖ σ’ αὐτή τή διαδικασία δέν μπορεῖ νά γίνει ἕνα μέ κανέναν, μένει
μόνος του. Γι’ αὐτό ἔχουμε τόσους πολλούς μοναχικούς ἀνθρώπους σήμερα.
Μοναξιά, λένε. Ναί μοναξιά, δέν εἶσαι ἕνα μέ κανέναν, γιατί δέν ἔχεις μπεῖ σ’ αὐτή
τήν θεραπευτική θεραπεία τῆς κάθαρσης, τῆς μετάνοιας. Ὁπότε δέν χωράει μέσα σου
ὁ Θεός, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχεις χῶρο. Τόν χῶρο τόν ἔχουν
πιάσει τά πάθη, ὁ ἑαυτός σου, ὁπότε μετά δέν ἔχεις τόν συνδετικό κρίκο. Καί βλέπεις
νά συζοῦν πέντε καί δέκα χρόνια καί μέ τό πού θά παντρευτοῦν, σέ ἕναν μῆνα ἤ καί
σέ μερικές ὧρες χωρίζουν. Γιατί; Δέν γνωριζόντουσαν;! Γιατί λένε ὅτι πρέπει νά
γνωριστοῦν… «ἅμα δέν γνωριστῶ, πῶς θά τόν/τήν πάρω;». Νά ὅμως πού δέν εἶναι
αὐτό! Νά γνωρίσεις σαρκικά, δηλαδή νά κάνεις πορνεία καί μετά νά περιμένεις νά
ἑνωθεῖς. Πῶς θά ἑνωθεῖς; Ἀφοῦ κάνεις ἀκριβῶς τά ἀντίθετα ἀπό τίς προϋποθέσεις

219
γιά νά ἑνωθεῖς, γιά νά πάρεις τή Χάρη. Καταλάβατε; Γι’ αὐτό ἀποτυγχάνουν οἱ
γάμοι.

Ἐρ. : ….………………

Ἀπ. : Ὑπῆρχε κι αὐτό, ναί. Οἱ ἄνθρωποι ἦταν πιό ἁγνοί, πιό καθαροί καί ἔφταναν
σωστά στό Μυστήριο τοῦ γάμου, μέ παρθενία. Δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἄκρατη φιληδονία
πού ὑπάρχει σήμερα καί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν γίνει χειρότεροι ἀπό τά ζῶα.

Ἐρ. : ….………………

Ἀπ. : Ὅλα ἦταν πιό ἁπλά καί διευκόλυνε ἡ ὅλη ζωή αὐτούς πού εἶχαν καλή διάθεση
νά γίνουν πνευματικοί ἄνθρωποι. Σήμερα εἶναι ὅλα ἀνάποδα. Ἀλλά κι αὐτός πού θά
ἀγωνιστεῖ σήμερα μέ φιλότιμο, θά πάρει πάρα πολύ μέγάλο μισθό, γιατί ὁ Θεός τό
ξέρει ὅτι οἱ συνθῆκες σήμερα εἶναι πολύ δυσκολότερες ἀπό ὅ,τι παλιά. Γι’ αὐτό καί
οἱ Ἅγιοι τῶν ἐσχάτων χρόνων θά εἶναι οἱ μεγαλύτεροι Ἅγιοι. Γιατί θά εἶναι πολύ
δύσκολες οἱ συνθῆκες. Καί ὁ κάθε ἅγιος κρίνεται ἀνάλογα καί μέ τήν ἐποχή του.

Ἐρ. : Εὐλογεῖτε. Ἤθελα νά ρωτήσω κάτι. Ἀπό τήν στιγμή πού μπαίνουμε στήν
κάθαρση καί ἀντιλαμβανόμαστε περίπου τί ἐστί Θεός, μπορεῖ κάποιος νά φτάσει στή
θέωση μόνο δοξολογῶντας τόν Θεό; Δηλαδή ὅλα τά στάδια: κάθαρση, φωτισμός,
θέωση, μπορεῖ κάποιος νά τά περάσει δοξολογῶντας, ἀφοῦ ἀντιληφθεῖ ὅλα αὐτά τά
καλά πού μᾶς δίνει ὁ Θεός;

Ἀπ. : Ἐννοεῖται ὄχι μόνο μέ τό στόμα, θά τόν δοξολογεῖ καί μέ τήν ζωή του..

Ἐρ. : Ναί, ἐννοεῖται…

Ἀπ. : Δηλαδή θά τηρεῖ τίς ἐντολές. Αὐτό ἐννοῶ δοξολογῶ. Γιατί, δοξάζω τόν Θεό
σημαίνει ζῶ σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Τότε δοξάζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό.
Τότε βέβαια σώζεται. Φυσικά.

Ἐρ. : Χωρίς νά λέει τήν εὐχή… Ἁπλά κάνοντας μιά ζωή ἀσκητική, ὅπως εἴπατε,
νιώθοντας τί εἶναι ὁ Θεός…

Ἀπ. : Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή εἶναι ἐντολή…

Ἐρ. : Εἶναι ἐντολή.

Ἀπ. : Εἶναι ἐντολή, δέν εἶναι ἐπιλογή… ἄν θέλω τήν κάνω. Ἄν θέλεις νά σωθεῖς,
πρέπει νά προσεύχεσαι.

Ἐρ. : Εἶναι πακέτο δηλαδή…

220
Ἀπ. : Σωστά τό λές… εἶναι θεραπευτικό πακέτο.

Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πάτερ. Τελευταῖα ἀκούσαμε κάποια γεγονότα… ἕνα διαστημόπλοιο


ταξίδευε χρόνια, ἔφτασε σ’ ἕναν κομήτη, θά πάρουν ἀπό κεῖ κάποια στοιχεῖα γιά τήν
ἀρχέγονη λέει δημιουργία τοῦ σύμπαντος… ἀκούσαμε ὅτι βρέθηκε ὁ σκελετός στήν
Ἀμφίπολη σ’ ἕναν τάφο, μπορεῖ νά εἶναι τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου… θά ἀνακαλύψουν ἀπό
τό DNA σέ ποιόν ἀνήκει… Τά λέω ὅλα αὐτά, γιά νά μᾶς πεῖτε πῶς συνδέεται ἡ
ἐπιστήμη, ἡ ἐξέλιξη, ἡ τεχνολογία μέ τόν Θεό; Ὁ Θεός παραχωρεῖ στόν ἄνθρωπο νά
φτάσει τόσο μακρυά; Δισεκατομμύρια λέει χιλιόμετρα… καί μπορεῖ νά ὑπάρχουν
πλανῆτες καί γαλαξίες κιόλας κι ἄν ὑπάρχει ζωή καί ἀλλοῦ κλπ. Παραχωρεῖ ὁ Θεός
στόν ἄνθρωπο νά φτάσει τόσο μακρυά ἤ δέν εἶναι τοῦ Θεοῦ;

Ἀπ. : Φυσικά ὅ,τι γίνεται, γίνεται εἴτε κατά εὐδοκία εἴτε κατά παραχώρηση τοῦ
Θεοῦ. Δέν ὑπάρχει κάτι πού νά γίνεται χωρίς τόν Θεό, χωρίς τήν εὐδοκία ἤ τήν
παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Τώρα, τό ἐρώτημα εἶναι, ἄν εὐαρεστεῖται σ’ αὐτά, ἄν τά
θέλει μέ τήν «καρδιά» Του ἄς ποῦμε… γιατί ὁ Θεός εἴπαμε δέν ἔχει καρδιά, εἶναι
τελείως ἄλλο πράγμα ἀπό ἐμᾶς.

Ἄν δοῦμε στήν Παλαιά Διαθήκη – γιά τήν τεχνολογία πού εἴπατε. Ποιοί βρῆκαν
πρῶτοι τήν τεχνολογία ξέρετε; Τά παιδιά τοῦ Κάιν, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Κάιν, αὐτοί
δηλαδή πού εἶχαν φύγει ἀπό τόν Θεό. Αὐτοί ἦταν οἱ πρῶτοι τεχνολόγοι, πού
ἀσχολήθηκαν μέ τόν σίδηρο, ἔφτιαξαν κάποια τεχνολογικά ἀντικείμενα. Καί αὐτοί
ἦταν πού ἔφτιαξαν καί τόν Πύργο τῆς Βαβέλ. Τί ἦταν ὁ Πύργος τῆς Βαβέλ; Ἡ
διάθεση πού εἶχαν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά ποῦνε «δέν Σέ ἔχουμε ἀνάγκη Θεέ,
μποροῦμε νά φτιάξουμε ἕναν πύργο πού νά φτάνει μέχρι Ἐσένα καί ν’ ἀφήσουμε καί
ὄνομα στούς μεταγενέστερους». Κενοδοξία! Πίσω δηλαδή ἀπό ὅλη αὐτή τήν λατρεία
θά ἔλεγα τῆς ἐπιστήμης, πού ἔχει ὄντως καταντήσει λατρεία… εἶναι ἡ σύγχρονη θεά
ἡ ἐπιστήμη. Παλιά, στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή εἶχαμε τόν Δωδεκάθεο κλπ, τώρα
ἔχουμε θεό τήν ἐπιστήμη. Ἄν κάτι τό εἶπε ἡ ἐπιστήμη, τελειώσαμε.

Κρύβεται λοιπόν ἀπό πίσω ἕνας μεγάλος ἐγωισμός, μιά μεγάλη ὑπερηφάνεια. Καί
κάτι ἄλλο κρύβεται… ἕνας ἀνθρωποκεντρισμός, ὅτι κέντρο ὅλων εἶναι ὁ ἄνθρωπος
καί ὄχι ὁ Θεάνθρωπος. Ἐνῶ στήν Ὀρθοδοξία κέντρο ὅλων εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ὁ
Χριστός δηλαδή. Κάνουμε δηλαδή ἄλλο κέντρο, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, πού εἶχαν
καί καλά πράγματα ἀλλά ἔλεγαν «μέτρον πάντων ὁ ἄνθρωπος». Εἶχαν αὐτό πού λέμε
σήμερα οὐμανισμός, ἀνθρωποκεντρισμός. Καί ὁ ἀνθρωπισμός, γιά τόν ὁποῖο μιλᾶνε
πολύ σήμερα, οὐσιαστικά εἶναι ἀνθρωποκεντρισμός, δηλαδή βάζεις κέντρο τόν
ἄνθρωπο καί οὐσιαστικά κάνεις εἰδωλοποίηση τοῦ ἀνθρωπου.

Κάνεις τόν ἄνθρωπο θεό, εἰδωλοποιεῖς τόν ἑαυτό σου, γίνεσαι αὐτείδωλο, ὅπως λέμε
στόν Μεγάλο Κανόνα τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα Κρήτης, τήν ε΄ ἑβδομάδα τῶν νηστειῶν.
Κάνει ὁ ἄνθρωπος θεό τόν ἑαυτό του δηλαδή. Ὁπότε κρύβεται αὐτή ἡ πολύ μεγάλη
παγίδα. Ὁ Χριστός δέν μᾶς εἶπε νά κάνουμε τεχνολογία οὔτε πολιτισμό, ὅπως τόν

221
ἐννοοῦμε ἐμεῖς, ἀεροδρόμια, ἀνέσεις, κομφόρ, αὐτοκίνητα, διαστημόπλοια… Ἀλλά
τί μᾶς εἶπε; Νά μετανοήσουμε, μᾶς εἶπε. Αὐτό δέν ἦταν τό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ;
«Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 4,17). Αὐτό μᾶς εἶπε νά
κάνουμε. Θά πεῖς: – Εἶναι κακό νά βελτιώσουμε λίγο τήν ζωή μας ἐδῶ; Θά ἔλεγα,
μέχρις ἑνός ὁρίου δέν εἶναι τόσο κακό, ἀλλά νά μήν ἐμποδίζει τήν μετάνοια, νά μήν
ἐμποδίζει τήν ταπείνωση δηλαδή. Γιατί, ἄν ἀφεθεῖ ἀνεξέλεγκτη ἡ τεχνολογία καί ἡ
λατρεία τῆς τεχνολογίας, μετά καταντᾶμε σ’ αὐτό πού εἴπαμε προηγουμένως, στήν
εἰδωλοποίηση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό ἔχει πάθει ἡ Εὐρώπη.

Ἡ Εὐρώπη, ἡ «Λευκή Δαιμονία», ὅπως λένε οἱ σύγχρονοι Πατέρες, ἔχει πέσει στόν
ἀνθρωπισμό, στόν οὐμανισμό, στόν ἀνθρωποκεντρισμό. Ἔχει κάνει εἴδωλο-θεό τόν
ἄνθρωπο καί ἔχουμε ὅλα αὐτά πού ἔχουμε… πού ἔριχναν βόμβες στούς Σέρβους οἱ
«χριστιανοί» Ἄγγλοι καί ἔγραφαν πάνω Καλό Πάσχα, πρίν λίγα χρόνια. Αὐτός εἶναι
ἀνθρωπισμός… Δέν ἔχουμε κέντρο τόν Θεάνθρωπο, ἔχουμε κέντρο τόν ἑαυτό μας.
Ὅταν λοιπόν λατρέψουμε ἔτσι τά πράγματα καί τήν τεχνολογία, γινόμαστε
εἰδωλολάτρες. Ὁπότε ὑπάρχει αὐτός ὁ μέγας κίνδυνος.

Τό ἔχω πεῖ κι ἄλλη φορά, ἐδῶ εἴμαστε σάν ταξιδιῶτες, περαστικοί καί πᾶς στό
ξενοδοχεῖο νά μείνεις τό βράδυ, δυό βράδια… καί νά φύγεις. Ὅταν πᾶς στό
ξενοδοχεῖο, κοιτᾶς νά τό βελτιώσεις; Νά τό περιποιηθεῖς; Νά τό κάνεις μιά
ἀνακαίνιση; Ἤ νά τό γκρεμίσεις γιά νά φτιάξεις ἕνα καινούριο;! Λές νά περάσουν
δυό βραδιές, νά φύγω, νά τελειώνουμε! Ἔτσι δέν εἶναι; Ἔτσι εἴμαστε ἐδῶ στή γῆ. Γι’
αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες λένε νά περάσουμε ὅπως-ὅπως, πρόχειρα δηλαδή… σέ μιά
σπηλιά, σέ ἕνα δέντρο ἄλλος, σέ μιά σκηνή ὁ Ἀβραάμ, πού ἦταν καί πλούσιος καί θά
μποροῦσε νά ἔχει σπίτι σπουδαῖο… σέ σκηνή ἔμενε γιά νά ἐκφράσει ὄτι εἴμαστε
ταξιδιῶτες, παροδικοί, περαστικοί, δέν πρέπει νά κολλήσουμε σ’ αὐτά τά γήινα.

Ἡ τεχνολογία καί ὅλα αὐτά σέ κολλᾶνε στή γῆ καί οὐσιαστικά ὑπηρετοῦν τήν
φιλαυτία. Νά πατᾶς κουμπιά. Μόνο μέ κουμπιά νά κάνεις ὅλες τίς δουλειές. Μετά τί
θά γίνει; Θά ἀρρωστήσεις. Γιατί τό σῶμα εἶναι φτιαγμένο νά κινεῖται. Δέν εἶναι
φτιαγμένος ὁ ἄνθρωπος νά πατάει κουμπιά ζῶντας ἔτσι. Σήμερα τά παιδιά εἶναι
χαμένα πίσω ἀπό μιά ὀθόνη, τό κινητό καί τόν ὑπολογιστή. Καί στό δρόμο
περπατοῦν καί κοιτᾶνε τό κινητό τους. Ἤ κάθονται δίπλα-δίπλα καί δέν μιλᾶνε
μεταξύ τους, ὁ καθένας κοιτάει τό κινητό του. Δηλαδή καταστρέφονται καί οἱ
ἀνθρώπινες σχέσεις μέ τήν τεχνολογία καί ἐπικοινωνοῦμε μέ τά μηχανήματα καί ὄχι
ζωντανά, νά μιλήσουμε ὁ ἕνας στόν ἄλλον, νά δοῦμε ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου,
νά γίνουμε «πρόσωπο». Πρόσωπο τί θά πεῖ; Πρός καί ὄψη. Νά βλέπεις τόν ἄλλον.
Πρός καί ὁράω-ὁρῶ, νά βλέπεις ἀπέναντί σου τόν ἄλλον καί τόν Ἄλλον.

Κι αὐτό βέβαια μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία γίνεται, ὅταν μετέχουμε στή δόξα τοῦ
Θεοῦ. Γιατί, ὅταν βρεῖς τόν Θεό, τότε βρίσκεις καί τόν πλησίον. Ἄν δέν ἔχεις βρεῖ
τόν Θεό οὔτε τόν ἄλλον τόν ἔχεις βρεῖ. Εἶσαι χωρισμένος καί ἀπό τόν ἄλλον, τόν
ὁποιοδήποτε ἄλλον.

222
Ἔρχεται τώρα ἡ τεχνολογία καί σοῦ λέει δέν χρειάζεσαι τόν ἄλλον, πάρε ἕνα
μηχάνημα καί ἀσχολήσου μ’ αὐτό. Καί ζεῖς σ’ ἕναν εἰκονικό κόσμο, σέ μιά εἰκονική
πραγματικότητα, ὅπως λένε καί οἱ ἐπιστήμονες, φανταστικό κόσμο. Νά ὁ διάβολος, ἡ
φαντασία πού λέγαμε προηγουμένως. Βλέπετε πῶς κρύβεται; Καί σοῦ λέει: θά σοῦ
δώσω ἐγώ παρηγοριές… καί σοῦ δίνει ὅλο καινούρια πράγματα.

Ἡ τεχνολογία συνέχεια ἀλλάζει, νά παίρνεις συνέχεια καινούρια πράγματα καί δέν


μένει οὔτε δευτερόλεπτο νά σκεφτεῖς τήν ψυχή σου… γιατί εἶμαι ἐδῶ… γιατί
ὑπάρχω… ποιός εἶναι ὁ ρόλος μου… ν’ ἀπαντήσεις τά ὑπαρξιακά σου ἐρωτήματα. Ἡ
μεγαλύτερη δυστυχία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, τό ὁμολογοῦν οἱ ἴδιοι οἱ φιλόσοφοι,
εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ξέρει γιατί ζεῖ, ποιός εἶναι ὁ σκοπός του. Δέν ἔχει
ἀπαντήσει στό στοιχειῶδες αὐτό ἐρώτημα. Ποιός εἶναι ὁ προορισμός μου; Γιατί εἶμαι
ἐδῶ, γιατί ὑπάρχω;

Ἐρ. : Αὐτό εἶναι δύσκολο. Εἶναι δύσκολος δρόμος…

Ἀπ. : Ναί, ἀλλά τό ἄλλο δέν εἶναι πιά ζωή. Κι ἐπειδή εἶναι δύσκολο… Ἀκριβῶς γιά
τά δύσκολα εἴμαστε, τά ὁποῖα τελικά δέν εἶναι δύσκολα, γιατί ὅταν κανείς βρεῖ τόν
Θεό, μετά ἀναπαύεται. Ὅταν κοποῦν τά πάθη, φτάνεις στήν κατάπαυση. Τό δύσκολο
εἶναι τώρα μέσα στά πάθη. Γιατί τά πάθη εἶναι δεσμά, εἶναι ἀλυσίδες, εἶναι βάσανα
τά πάθη καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι σκλάβος. Ὅταν ἐλευθερωθεῖς, τότε ἀναπνέεις
πραγματικά. Μέσα στήν Ἐκκλησία οἱ πιό εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι ποιοί εἶναι;

Οἱ πλούσιοι; Οἱ φιλήδονοι; Οἱ θυμώδεις; Οἱ τεχνολόγοι καί οἱ κομπιουτεράδες; Ποιοί


εἶναι οἱ πιό εὐτυχισμένοι; Οἱ Ἅγιοι εἶναι! Μακάριος λέμε, μακάριος Πέτρος…
Μακάριος θά πεῖ ἀπόλυτα εὐτυχισμένος. Αὐτοί δέν εἶχαν προβλήματα; Δέν εἶχαν
δυσκολίες; Δέν εἶχαν αὐτά πού ἔχουμε κι ἐμεῖς; Τά πάντα εἶχαν καί χειρότερα εἶχαν,
γιατί τούς κυνηγοῦσαν καί οἱ δαίμονες καί οἱ «ὑπάλληλοι» τῶν δαιμόνων, οἱ
ἄνθρωποι. Κι ὅμως ἦταν μακάριοι, ζοῦσαν αὐτή τήν μακαριότητα, τήν εὐτυχία, τήν
χαρά τήν ἀληθινή. Γιατί; Γιατί ἦταν μέ τόν Θεό καί ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀπόλυτα μακάριος
καί ὁ καρπός τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη.. καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
(Γαλ. 5,22). Ὁπότε τό δύσκολο εἶναι νά ζεῖς χωρίς αὐτό.

Αὐτό πού ζεῖ δηλαδή ἕνας ἄνθρωπος μακρυά ἀπό τόν Θεό, εἶναι τό δύσκολο.
Βλέπετε πῶς ὁ διάβολος διαστρέφει τά πράγματα καί λέει μήν πᾶς στόν Θεό, εἶναι
δύσκολο. Ἐνῶ αὐτό εἶναι τό φυσικό μας. Τό πραγματικά εὔκολο καί χαρούμενο εἶναι
νά βρεῖς τόν Θεό, γιατί θά βρεῖς τήν χαρά, θά βρεῖς τά πάντα. Ἕνας πού ζεῖ μακρυά
ἀπό τόν Θεό, ἔλεγε ἕνας ἱερωμένος, ἱεροκήρυκας, εἶναι σάν τόν ἄνθρωπο πού
περπατάει μέ τά χέρια. Εἶναι φυσιολογικό νά περπατᾶς μέ τά χέρια; Δέν εἶναι
φυσιολογικό. Εἶναι κουραστικό; Πάρα πολύ κουραστικό. Ὅταν κάνει τήν κίνηση καί
περπατήσει ἀνάποδα, λέει «γιατί δέν τό ἔκανα τόσα χρόνια;». Γιατί ὁ διάβολος τοῦ
ἔλεγε: «Μή γυρνᾶς, ὅλοι μέ τά χέρια περπατᾶνε. Δύσκολο εἶναι νά γυρίσεις
ἀνάποδα..». Καί μᾶς ξεγελάει ἔτσι. Μιά ζωή τήν περνᾶμε στά βάσανα, ἐνῶ μᾶς ἔχει

223
καλέσει ὁ Θεός νά ζήσουμε αὐτή τήν μακαριότητα, νά χαροῦμε τήν ζωή, νά ἔχουμε
περίσσεια ζωῆς ἐδῶ καί τώρα. Ὄχι στήν ἄλλη ζωή. Ἐδῶ καί τώρα νά ζεῖς τήν
μακαριότητα τοῦ Θεοῦ, τήν χαρά τοῦ Θεοῦ.

Κάνετε αὐτό πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, μαζεύετε τόν νοῦ σας μέσα σας, νά δεῖτε
τί χαρά θά βρεῖτε. Μόνο πού θά μαζέψετε τόν νοῦ σας μέσα σας… Νά
αὐτοσυγκεντρωθεῖς καί ἐκεῖ μέσα νά βάλεις τόν νοῦ σου νά προσεύχεται στόν Θεό,
νά μιλήσει στόν Θεό. Αὐτό τό ἁπλό πράγμα. Σκέψου αὐτό νά τό κάνεις συνέχεια…
Αὐτό ζοῦσαν οἱ ἅγιοι. Γιατί πήγαιναν στίς ἐρημιές; Ἦταν ἰδιόρρυθμοι; Ὄχι!

Γιά νά ἔχουν ἡσυχία καί νά μποροῦν συνέχεια νά κάνουν αὐτό τό πράγμα, νά εἶναι
μέσα τους, νά εἶναι συγκεντρωμένοι στόν ἑαυτό τους καί νά μιλᾶνε στόν Θεό. Γι’
αὐτό πήγαιναν στίς ἐρημιές. Γιατί, ὅσο θέλεις νά μιλᾶς καί νά συναναστρέφεσαι,
βέβαια μετά δέν μπορεῖς νά συγκεντρωθεῖς μέσα σου. Μετά εἶσαι χύμα, ἔξω…
χυμένος στίς αἰσθήσεις, στά εἴδωλα τοῦ κόσμου. Μετά λές «δέν μπορῶ νά
προσευχηθῶ». Καί βέβαια δέν μπορεῖς… Ἅμα δέν σταματάει τό στόμα ὅλη μέρα, δέν
μπορεῖς…

Ἐρ. : Πάτερ, λέει π.χ. «ὅλη μέρα μόνη μου εἶμαι, δέν μιλάω, ἡ τηλεόραση παίζει…».
Πάλι λόγια δέν εἶναι;

Ἀπ. : Πάλι ἔξω εἴμαστε. Δέν εἴμαστε μέσα στόν ἑαυτό μας. Εἴμαστε χυμένοι στίς
αίσθήσεις. Κοιτᾶξτε ἕνα ὡραῖο πού λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὁ θάλαμος τῆς καρδιᾶς εἶναι
οὐράνιος θάλαμος. Ἄν μπεῖς μέσα στήν καρδιά σου, ἐκεῖ μέσα θά ἀνακαλύψεις ὅτι
εἶναι καί ἡ σκάλα πού σέ πάει στόν θάλαμο τοῦ οὐρανοῦ! Γιατί ἐκεῖ μέσα στήν
καρδιά σου εἶναι ὁ Θεός. Ἄν πετύχεις νά μπεῖς μέσα στήν καρδιά σου -καί δέν εἶναι
δύσκολο- καί ἐκεῖ μέσα νά βάλεις τόν νοῦ σου νά προσεύχεται, ἐκεῖ μέσα θά βρεῖς
τόν Θεό. Καί θά γίνει τόσο μεγάλη χαρά, λένε οἱ Πατέρες, ὅσο δέν ἔχει ἕνας
ξενιτεμένος πού γυρνάει μετά ἀπό χρόνια στό σπίτι του καί βρίσκει τήν οἰκογένειά
του. Πόση χαρά θά ἔχει αὐτός! Πολύ περισσότερη χαρά, λένε, θά ἔχεις ἐσύ πού
μπαίνεις ἐκεῖ μέσα καί βρίσκεις τό σπίτι σου…

Γιατί τό σπίτι μας εἶναι ἡ καρδιά μας καί δέν εἶναι τό περιβάλλον. Ἀλλά βλέπετε ὁ
διάβολος σοῦ λέει: νά φτιάξεις τό περιβάλλον… τεχνολογία, οἰκολογία.. «Φτιάξε τό
περιβάλλον καί θά εἶσαι εὐτυχισμένος». Εἴδατε ξεγέλασμα; Ἐνῶ πρέπει νά μπεῖς
μέσα σου, γιά νά γίνεις εὐτυχισμένος, νά βρεῖς τόν Θεό δηλαδή πού εἶναι μέσα σου.
Τί εἶπε ὁ Χριστός; «Ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστίν» (Λουκ. 17,21). Δέν εἶπε
ὅτι εἶναι γύρω σου, φτιάξε τά γύρω σου. Εἶπε ὅτι εἶναι μέσα σου.

Ἐρ. : Πάτερ, ἐάν πᾶμε σέ μιά Ἐκκλησία καί συναντήσουμε μία εἰκόνα μέ τό
περιστέρι, τήν προσκυνᾶμε ἤ δέν τήν προσκυνᾶμε;

224
Ἀπ. : Ἐγώ δέν τήν προσκυνάω. Προσκυνᾶμε κάτι πού εἶναι εἰκόνα. Αὐτό δέν εἶναι
εἰκόνα ὀρθόδοξη. Δέν ἐκφράζει ὀρθόδοξη θεολογία, ἐκφράζει τήν αἵρεση τοῦ
Ἀρείου. Εἶναι σάν νά λέτε ὅτι συμφωνῶ μέ τόν Ἄρειο. Ἔ, δέν συμφωνοῦμε μέ τόν
Ἄρειο. Ὁ Ἄρειος εἶναι αἱρετικός.

Ἐρ. : Τῆς Ἀναστάσεως πού βγαίνει μέ τούς στρατιῶτες..;

Ἀπ. : Καί αὐτή μέ τό σημαιάκι δέν εἶναι ὀρθόδοξη.

Ἐρ. : Στήν Ἀνάσταση βγαίνει αὐτή…

Ἀπ.: Σᾶς εἶπα ὑπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα… Μέ ὅλα βέβαια θά


ἀσχοληθοῦμε… ἀλλά ἄς κάνουμε τά βασικά. Κατ’ ἀρχήν νά ἐνδιαφερθοῦμε γιά τόν
διπλανό μας. Αὐτά πού εἴπαμε ἐδῶ, ἐσεῖς πρέπει νά τά πεῖτε στόν ἱερέα σας, ἄν ἔχει
στήν ἐνορία σας μιά τέτοια εἰκόνα. Μήν κάνετε τόν δάσκαλο.. κάντε το σάν
ἐρώτηση: – Πάτερ, εἶναι σωστή αὐτή ἡ εἰκόνα; Θέλει τρόπο… Νά μπεῖ ἕνας καλός
προβληματισμός. Ἀλλά, σᾶς εἶπα, εἶναι ἄλλα πολύ χειρότερα πού πρέπει νά
διορθώσουμε, πάρα πολύ χειρότερα, στά ὁποῖα δέν εἴμαστε σύμφωνοι μέ τούς
Ἁγίους Πατέρες. Θά μᾶς πεῖ ὁ Χριστός μας «καί τοῦτο ποιῆσαι κἀκεῖνα μή ἀφιέναι»
(Ματθ. 23,23).

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

225
α.Ὁ Χριστός στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη
β.Περί τῆς ἉγίαςΤριάδος
(Πατερική Θεολογία 17ο Μέρος)

Λέγαμε, συνεχίζοντας τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη, ὅτι τό
βασικό θεμέλιο τῶν Πατέρων εἶναι πώς δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα μεταξύ Θεοῦ
καί ἀνθρώπων, καμία σχέση καί δέν μποροῦμε νά προσάπτουμε ἀνθρώπινα
χαρακτηριστικά καί κατηγορήματα στόν Θεό. Δέν ἔχουμε κἄν λέξεις, γιά νά
περιγράψουμε τόν Θεό. Λέγαμε ἐπίσης ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι φτιαγμένος κατ’ εἰκόνα
τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι δέν ἑνώνεται μέ τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἀλλά μέ τήν ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τή Θεία Χάρη καί γίνεται κατά χάριν θεός, ὅταν
βεβαίως τηρεῖ τίς ἐντολές, ζεῖ ἐν μετανοία, ζεῖ ὅπως λέει ὁ Κύριος. Δέν ἑνώνεται
ἀκόμα οὔτε μέ τήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, μέ τό Πρόσωπο δηλαδή, ἀλλά μόνο μέ τήν
ἐνέργεια.

«Ἑνώνεται μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ κατά τήν Θεία Μετάληψη», ὄχι μέ
τήν θεία φύση. «Δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τήν τεθεωμένη, ἀναστημένη καί
δεδοξασμένη ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ καί δι’ Αὐτῆς, μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια
τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἄκτιστη Θεία Χάρις». Γιατί ἡ
ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κατά φύση πηγή τῆς ἄκτιστης δόξας τοῦ Θεοῦ,
λόγω τῆς ὑποστατικῆς ἕνωσης μέ τόν Θεό-Λόγο. Ὁ Θεός-Λόγος προσέλαβε τήν
ἀνθρώπινη φύση καί ἔτσι τώρα ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγή τῆς
ἄκτιστης δόξας τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό στή Μεταμόρφωση τό ἄκτιστο Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ ἀκτινοβολεῖ αὐτή τήν ἄκτιστη θεία χάρη. Αὐτή τήν χάρη μεταλαμβάνουμε
κι ἐμεῖς γι’ αὐτό κοινωνοῦμε. Παίρνουμε μέσω τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ,
σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ, παίρνουμε τήν ἄκτιστη θεία χάρη, γινόμαστε δηλαδή κι
ἐμεῖς μέ τήν θεία Μετάληψη κατά χάριν θεοί, κατά χάριν ἄκτιστοι.

Βεβαίως αὐτό δέν γίνεται μαγικά, μέ τό πού κοινωνήσαμε γίναμε κιόλας θεοί, ἄν δέν
ὑπάρχουν οἱ κατάλληλες προϋποθέσεις, τίς ὁποῖες μᾶς λέει ὁ ἱερέας λίγο πρίν
κοινωνήσουμε «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Δέν μπορεῖς
δηλαδή νά πάρεις χάρη, ἄν δέν ἔχεις αὐτά τά τρία πράγματα: φόβο Θεοῦ, δηλαδή
εὐλάβεια, αὐτό σημαίνει φόβος Θεοῦ, σεβασμό, ἀγάπη πρός τόν Θεό, τήρηση τῶν
ἐντολῶν Του, ὀρθή πίστη. Δέν μπορεῖς νά εἶσαι αἱρετικός ἤ νά ἀσπάζεσαι αἱρετικές
ἰδέες καί νά θέλεις νά πάρεις τόν Θεό μέσα σου. Γι’ αὐτό καί δέν κοινωνοῦν ὅλοι
αὐτοί πού εἶναι ἐκτός Ὀρθοδοξίας. Δέν δίνουμε Θεία Κοινωνία στούς αἱρετικούς.
Ἰεχωβάδες, Παπικοί, Προτεστάντες, δέν παίρνουν Θεία Κοινωνία, γιατί δέν ἔχουν
ὀρθή πίστη. Στή συνέχεια λέει ἀγάπη. Πρέπει νά ἔχουμε συγχωρηθεῖ μέ ὅλους, νά
ἔχουμε ἀγάπη μέ ὅλους. Νά ἔχουμε δώσει καί νά ἔχουμε λάβει συγχώρηση. Ἀκόμα
καί ἀπό αὐτούς πού δέν θέλουν νά δώσουν συγχώρηση, νά ἔχουμε κάνει τό πᾶν γιά
νά πάρουμε καί ἀπό αὐτούς συγχώρηση καί τότε ἔχουμε τίς προϋποθέσεις γιά νά

226
κοινωνήσουμε. Λέει καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τό διακηρύττω καί τό φωνάζω αὐτό,
δέν μπορεῖ νά προσέλθει κανείς στήν Θεία Μετάληψη, ἄν δέν ἔχει δώσει καί λάβει
συγχώρηση ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό εἶναι πολύ ὡραία συνήθεια αὐτή
πού ὑπῆρχε στίς οἰκογένειες, -δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει καί στίς μέρες μας- νά ζητᾶνε τό
Σάββατο τό βράδυ συγγνώμη μεταξύ τους προκειμένου τήν ἄλλη μέρα νά
κοινωνήσουν.

Μιᾶς καί ἤρθε τό θέμα στήν Θεία Κοινωνία, νά ποῦμε ὅτι πρέπει νά κοινωνοῦμε
τακτικά, ὄχι μόνο δύο-τρεῖς φορές τόν χρόνο. Οἱ πρῶτοι χριστιανοί κοινωνοῦσαν
κάθε ἡμέρα ἤ σχεδόν κάθε ἡμέρα, γιατί δέν εἶναι βραβεῖο ἡ Θεία Κοινωνία, εἶναι
φάρμακο. Εἶναι αὐτό τό φάρμακο τῆς ἀθανασίας καί τῆς θεώσεως, τό ὁποῖο μᾶς
μεταδίδει τήν ἄκτιστη θεία χάρη, ἡ ὁποία εἶναι ἀναγκαία γιά νά ζήσουμε. Μά, θά
πεῖτε, γιά νά ζήσουμε πρέπει νά φᾶμε ψωμί. Δέν ἀρκεῖ τό ψωμί. Γιά νά ζήσουμε,
χρειάζεται καί αὐτή ἡ χάρις. Ποῦ τό ξέρουμε; Μᾶς τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν στό
Σαραντάρειο Ὄρος Τόν πείραξε ὁ διάβολος καί τοῦ εἶπε «νά γίνουν οἱ πέτρες ψωμιά
γιά νά φᾶς». Μετά τίς σαράντα ἡμέρες νηστεία πού ἔκανε ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος
πείνασε. Καί τί τοῦ ἀπάντησε ὁ Κύριος; «Οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος»
(Ματθ. 4,4). Δέν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνο μέ ψωμί. Χρειάζεται καί τροφή γιά τό ἄλλο
συστατικό του, πού εἶναι τό κυριότερο.

Χρειάζεται τροφή γιά τήν ψυχή καί ἡ τροφή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἄκτιστη θεία χάρη. Ἄν
βλέπουμε τόσους ἀνθρώπους πού εἶναι ψυχικά ἀδύναμοι καί ἄρρωστοι, εἶναι
ἀκριβῶς, γιατί δέν τρέφονται, δέν παίρνουν τήν θεία χάρη. Ἀντίθετα παίρνουν, θά
ἔλεγα, «δαιμονική χάρη», δηλαδή βρωμερά πράγματα, τά ὁποῖα σερβίρονται
ἀφθόνως στήν κοινωνία σήμερα. Γι’ αὐτό ἔχουμε καί ὅλα αὐτά τά ψυχολογικά καί τίς
καταθλίψεις καί τούς ψυχικά ἀποδιοργανωμένους ἀνθρώπους. Εἶναι ἁπλή, θά λέγαμε
«βιολογία», ὀντολογική ἀνάγκη. Ὅπως ἰσχύει στό ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπου ἄν δέν
φάει ὁ ἄνθρωπος αὐτό πού πρέπει νά φάει – ὄχι νά φάει ὑπερβολικά – μετά ὁ
ὀργανισμός του ἀδυνατίζει, τά ἀντισώματα δέν παράγονται, δέν λειτουργοῦν σωστά
τά διάφορα ὄργανα, δέν ὑπάρχει σωστή ἄμυνα, ὁπότε ἕνα μικρόβιο τόν ρίχνει κάτω,
ἀρρωσταίνει κι ἄν ἐπιμένει νά μήν τρώει, πεθαίνει κιόλας.

Μᾶς δίνει λοιπόν αὐτή τήν δωρεά ὁ Θεός νά μποροῦμε νά τρεφόμαστε διά Αὐτοῦ.
Δέν στέλνει ἕναν ἄγγελο ἤ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο, ἀλλά μᾶς δίνει ὁ Ἴδιος τόν
ἑαυτό Του. Αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη δωρεά, ὁ Ἴδιος ὁ ἑαυτός Του, ἡ σάρκα Του καί τό
αἷμα Του δηλαδή, εἶναι ἡ πηγή τῆς ἄκτιστης θείας χάρης. «Αὐτή ἡ χάρις εἶναι πού
σώζει». Χωρίς αὐτή δέν μποροῦμε νά σωθοῦμε, γι’ αὐτό λέμε ὅτι πρέπει νά
κοινωνοῦμε τακτικά, ἄν θέλουμε νά ζήσουμε καί νά σωθοῦμε. Καί ὁ Κύριος τό εἶπε
«ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε αὐτοῦ τό αἷμα, οὐκ
ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰω. 6,53), δέν ἔχετε ζωή μέσα σας. Εἶναι ξεκάθαρα
πράγματα. «Αὐτή εἶναι πού ἀνασταίνει, αὐτή πού θεραπεύει τήν ψυχή καί τό σῶμα
τοῦ ἀνθρώπου». Πολλές σωματικές ἀσθένειες ὀφείλονται στό ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν
κοινωνοῦν ἤ ἄν κοινωνήσουν, κοινωνοῦν ἀνάξια, ὁπότε πάλι ἀρρωσταίνουν.

227
Κοινωνοῦν χωρίς τή σωστή προετοιμασία. Τό θέμα δέν εἶναι νά προσέλθουμε στήν
Θεία Κοινωνία, ἀλλά νά ἔχουμε τήν ἀνάλογη μετάνοια, νά ἀφήσουμε τά ἔργα τοῦ
σκότους καί νά ἐνδυθοῦμε τά ἔργα τοῦ φωτός καί τά ὅπλα τοῦ φωτός.

Ἀρχίζουμε ἕνα καινούριο κεφάλαιο τώρα «Ὁ Χριστός στήν Παλαιά καί στήν Καινή
Διαθήκη». Θά πεῖτε: – Ὑπάρχει ὁ Χριστός στήν Παλαιά Διαθήκη; Ἐμεῖς τόν ξέρουμε
στήν Καινή Διαθήκη τόν Χριστό. Ὑπάρχει καί στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς ἄσαρκος
Λόγος. Δηλαδή ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδας
ὑπῆρχε πάντοτε, ὅπως ἔχουμε πεῖ, μαζί μέ τόν Θεό-Πατέρα. Γι’ αὐτό δέν εἶναι σωστή
κι αὐτή ἡ εἰκόνα πού δείχνει ἕναν γέρο, ἕναν νέο καί ἕνα περιστέρι. Δέν εἶναι σωστή,
γιατί δέν ὑπάρχει διαφορά ἡλικίας Πατρός καί Υἱοῦ, ὥστε ὁ ἕνας νά ἀπεικονίζεται
γέρος καί ὁ ἄλλος νέος. Ἔχουν τήν ἴδια ἡλικία, δηλαδή ὐπάρχουν πάντα. Δέν
ὑπάρχει χρόνος γιά τόν Θεό. Πάντοτε ὑπῆρχε ὁ Πατέρας, πάντοτε ὁ Υἱός, πάντοτε τό
Ἅγιο Πνεῦμα.

Ὑπάρχει λοιπόν καί στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Χριστός ἀλλά δέν ἔχει σάρκα. Εἶναι ὁ
ἄσαρκος Λόγος καί εἶναι πάλι Αὐτός ὁ ὁποῖος φανερώνεται ὡς Μεγάλης Βουλῆς
Ἄγγελος καί στήν Καινή Διαθήκη φανερώνεται ὡς Κύριος τῆς δόξης. «Στήν Καινή
Διαθήκη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ τόν Χριστόν «Κύριον τῆς δόξης». Ἐάν
ψάξει κανείς στήν Παλαιά Διαθήκη, γιά νά βρεῖ ποιός ἀποκαλεῖται ἐκεῖ Κύριος τῆς
δόξης, τί θά βρεῖ; Κύριος τῆς δόξης, στήν Ἑβραϊκή παράδοση, εἶναι ὁ Ἄγγελος τῆς
δόξης, πού ἐμφανίζεται στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί μέσω τοῦ ὁποίου
γίνονται σ’ αὐτούς οἱ ἀποκαλύψεις τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Κατά τόν Ἀπόστολο
Παῦλο, αὐτός ὁ Κύριος τῆς δόξης εἶναι Ἐκεῖνος πού σταυρώθηκε ἀπό τούς
Ἑβραίους, δηλαδή ὁ σαρκωμένος Λόγος», ὁ Χριστός. «Στήν Καινή Διαθήκη
συμβαίνει τό ἑξῆς: Ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Προφήτης βλέπει τόν Ἄγγελο τῆς
δόξης» καί εἴπαμε ὅτι εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος, ὁ ἄσαρκος Λόγος «κατά τήν ἐμπειρία
τῆς θεώσεως καί μέσω αὐτοῦ τοῦ Ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ Υἱός,
τοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός», ὁ Πατέρας, «κατά τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο μετά τήν
Ἐνσάρκωση σέ κάθε ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς Ἁγίους τῆς Καινῆς Διαθήκης,
δηλαδή σέ κάθε ἐμπειρία θεώσεως, εἶναι παρών ὁ Χριστός».

Ἐκεῖνος δηλαδή πού φανερώνεται καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη εἶναι ὁ
Υἱός, ὡς ἄσαρκος Λόγος στήν Παλαιά καί ὡς ἔνσαρκος Λόγος στήν Καινή Διαθήκη.
Καί εἶναι αὐτός ὁ Ὁποῖος παίρνει σάρκα, γι’ αὐτό λέμε ὅτι εἶναι καί ὁ αὐτουργός τῆς
σωτηρίας μας, Αὐτός διά τοῦ ὁποίου σωθήκαμε. Βεβαίως ἡ σωτηρία μας ἔγινε
εὐδοκία τοῦ Πατρός καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Καί τά τρία Πρόσωπα δηλαδή συμμετέχουν στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ὁ
αὐτουργός, αὐτός πού φανερώνεται καί παίρνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἐργάζεται,
θά λέγαμε, ὑπέρ τῆς σωτηρίας μας εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος, ὁ Χριστός.

«Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει, ὅτι στήν γενεά αὐτή, στούς Ἀποστόλους καί στούς
Προφῆτες (τῆς Καινῆς Διαθήκης) ἀποκαλύπτεται κάτι, πού δέν ἔχει ποτέ ξαναγίνει

228
στούς ἀνθρώπους», δέν ἔχει ξαναποκαλυφθεῖ. «Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στήν Καινή
Διαθήκη (μετά δηλαδή τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ) δέν ἦταν γιά τόν Ἀπόστολο
Παῦλο τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Χριστοῦ ἐν δόξη. Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς
ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ἱστορία (εἴτε ὡς ὁ ἄσαρκος Ἄγγελος τῆς
δόξης στήν Παλαιά Διαθήκη εἴτε ὡς ὁ Χριστός ἐν δόξη στήν Καινή Διαθήκη) εἶναι ἡ
σπονδυλική στήλη καί τῆς Ἑβραϊκῆς παραδόσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῆς
Χριστιανικῆς παραδόσεως τῆς Καινῆς Διαθήκης, καθώς καί τῆς Πατερικῆς
παραδόσεως». Ὅταν λέμε παράδοση, ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά, εἶναι αὐτό τό σχῆμα:
κάθαρση – φωτισμός – θέωση.

Καί ἡ σπονδυλική στήλη εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ
Θεοῦ, τοῦ ἄσαρκου Λόγου στήν Παλαιά καί τοῦ ἔνσαρκου Λόγου στήν Καινή. Δέν
εἶναι λοιπόν μιά φιλοσοφία ἡ πίστη μας. Οὔτε εἶναι ἕνα βιβλίο ἡ Ἁγία Γραφή πού
μᾶς λέει κάποια πράγματα γιά τόν Θεό. Εἶναι ζωντανά πράγματα, εἶναι ἡ φανέρωση,
ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτό λέγαμε δέν
εἶναι θρησκεία ἡ Ὀρθοδοξία. Κακῶς τήν λέμε θρησκεία καί τήν κατατάσσουμε στίς
μονοθεϊστικές θρησκεῖες. Ὅλες οἱ ἄλλες πίστεις εἶναι θρησκεῖες, γιατί εἶναι
ἀνθρώπινες, εἶναι φτιαγμένες ἀπό ἀνθρώπους. Ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ φανέρωση
τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτή ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ δέν ἔγινε μόνο
τότε, ἀλλά γίνεται πάντοτε μέσα στήν Ἐκκλησία. Δέν ἔγινε μόνο στούς Προφῆτες
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἤ στούς Ἀποστόλους καί στούς Προφῆτες τῆς Καινῆς
Διαθήκης ἀλλά συνεχίζει νά γίνεται καί στούς Ἁγίους Πατέρες καί στούς σημερινούς
ἁγίους.

«Καί σᾶς φέρνω ἕνα παράδειγμα προσωπικῆς μαρτυρίας μέσα στά πλαίσια τῆς
Πατερικῆς Παραδόσεως: Εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως, πού εἶχε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος στήν μάχη πού ἔδωσε ἐναντίον τῶν
Εὐνομιανῶν», ἦταν μία ὁμάδα αἱρετική, «ἐπεκαλέσθη ὄχι μόνον τήν μαρτυρία
-ἐμπειρία τῆς θεώσεως τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τῶν Ἀποστόλων,
ἀλλά καί τήν δική του προσωπική ἐμπειρία», γιά νά τούς μιλήσει γιά τήν ἀλήθεια τοῦ
δόγματος, γιά τόν Θεό.Δηλαδή, οἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν ἔλεγαν θεωρίες οὔτε εἶχαν
διαβάσει κάποια πράγματα καί μ’ αὐτά θεολογοῦσαν, ἀλλά ζοῦσαν καί οἱ ἴδιοι τόν
Θεό. Εἶχαν δεῖ τόν Θεό καί ἤξεραν ποιός εἶναι ὁ Θεός. Ὁπότε, ὅταν ἐμφανιζόταν
ἕνας αἱρετικός, τοῦ ἔλεγαν εἶναι λάθος αὐτό πού λές, γιατί αὐτό γράφει ἐδῶ στήν
Παλαιά, στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά ἐκτός αὐτῶν, εἶδα καί ἐγώ ὁ ἴδιος ὅτι αὐτό εἶναι
ἔτσι ὅπως τό λέει καί τό ἐπιβεβαιώνω προσωπικά.

«Ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ἀποκαλύπτονται ὁρισμένες διαφοροποιήσεις. Πῶς


γνωρίζουμε π.χ. ὅτι ὑπάρχει διάκρισις μεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος;
Πῶς γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν τρία Φῶτα, τά ὁποῖα εἶναι ἕνα Φῶς;». Πάλι ἀπό αὐτή
τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως πού τήν εἶχαν καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅπως εἴπαμε
προηγουμένως.

229
«Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀρχίζουν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, γιά νά
θεολογήσουν».Δέν ξεκινοῦν δηλαδή ἀπό ἕνα βιβλίο, ἀπό ἕνα νεκρό γράμμα, ἀλλά
ἀπό τήν ἐμπειρία πού ἔχουν οἱ ἴδιοι γιά τόν Θεό. «Γι’ αὐτό θά βροῦμε στήν
ἐπιχειρηματολογία τῶν Πατέρων, ὅταν καταφέρονται συγκεκριμένα ἐναντίον τῶν
αἱρετικῶν, δέν ἐπικαλοῦνται μόνο τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά ἐπικαλοῦνται καί τήν δική
τους προσωπική ἐμπειρία τῆς θεώσεως». Αὐτό βέβαια δέν εἶναι μιά μεροληπτική
δωρεά πού κάνει ὁ Θεός σέ κάποιους. Σέ ὅλους δίνει τήν δυνατότητα νά ἔχουν
ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά πρέπει νά ἐξασφαλιστοῦν οἱ προϋποθέσεις. Καί σέ μᾶς
δηλαδή ἔχει δώσει ὁ Θεός αὐτή τήν δυνατότητα, τουλάχιστον νά φτάσουμε στό
ἐπίπεδο τοῦ φωτισμοῦ, νά ἀσκήσουμε τήν νοερά προσευχή, νά καθαρίσουμε τήν
καρδιά μας καί νά δεχτοῦμε τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ. Ἀπό κεῖ καί μετά εἶναι θέμα τοῦ
Θεοῦ, ἄν θά μᾶς δώσει καί τήν ἀνώτερη ἐμπειρία πού λέγεται θέωση. Ὁ θεωμένος
εἶναι ὁ θεολόγος, ὁ πραγματικά θεολόγος στήν Ἐκκλησία. Ὁ ἄλλος, πού ἁπλῶς
διαβάζει τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἁγίους Πατέρες καί μιλάει μέ βάση αὐτά δέν εἶναι
ὁ θεολόγος, εἶναι ὁ θεολογών, πού θεολογεῖ. Γίνεται θεολόγος, ὅταν καί ὁ ἴδιος δεῖ
αὐτά πού διάβασε, δεῖ δηλαδή τόν Θεό.

Οἱ Πατέρες «ἀπό τήν δική τους ἐμπειρία ξέρουν λοιπόν πολύ καλά ὅτι ὁ Θεός εἶναι
Φῶς. Ἀλλά ὁ Θεός δέν εἶναι μόνο Φῶς. Ὁ Θεός εἶναι καί Σκότος! Ὄχι Σκότος βέβαια
ὅπως τό κτιστό σκότος, πού εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ φωτός». Φεύγει ὁ ἥλιος, γίνεται
σκοτάδι… δέν εἶναι αὐτό τό σκότος ὁ Θεός. «Τό κτιστό σκότος δέν ἔχει δική του
ὑπόσταση), ἀφοῦ δέν ὑπάρχει, ὅπως εἴπαμε, καμία ὁμοιότης μεταξύ Θεοῦ καί
κτισμάτων. Ἀπό ποῦ λοιπόν ξέρουν οἱ Πατέρες αὐτό τό πράγμα, ὅτι ὁ Θεός εἶναι
Φῶς ἀλλά εἶναι καί Σκότος; Ξέρουν βέβαια ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀπό τούς Προφῆτες
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, καθώς καί ἀπό ὅλη τήν Ἑβραϊκή παράδοση ὅτι δέν ὑπάρχει
καμία ὁμοιότης μεταξύ Θεοῦ καί κτισμάτων. Ἀλλά αὐτό τό ξέρουν καί ἀπό τήν δική
τους ἐμπειρία. Οἱ ἴδιοι ἰδόντες τόν Θεόν γνωρίζουν τόν Θεόν καί κατανοοῦν ὅσα
ἔγραψαν οἱ Προφῆτες καί οἱ πρό αὐτῶν Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας γι’ αὐτό τό θέμα». Δέν
μποροῦμε δηλαδή νά καταλάβουμε τήν Ἁγία Γραφή οὔτε τούς Ἁγίους Πατέρες
σωστά, καλά καί πλήρως, ἐάν δέν ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι αὐτή τήν ἐμπειρία πού εἶχαν
κι αὐτοί. Ὅπως λ.χ. ἕνα παράδειγμα στά κτιστά, λέει κάποιος ξέρεις τί ὡραῖο εἶναι τό
μέλι, πόσο γλυκό εἶναι; Ἄν δέν τό ἔχεις δοκιμάσει, λές, κάπως τό καταλαβαίνω.
Μπορεῖ νά ἔχεις φάει κάτι ἄλλο καί λές θά μοιάζει μέ ἐκεῖνο. Ἄν ὅμως φᾶς μέλι, τότε
καταλαβαίνεις πλήρως τί σοῦ λέει ὁ ἄλλος. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν περίπτωση
τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἅγιοι μᾶς ἔχουν πεῖ αὐτό πού ἔζησαν, τήν ἐμπειρία τους. Ἀλλά δέν
μποροῦμε νά τούς καταλάβουμε, ἄν δέν ἔχουμε κι ἐμεῖς τήν ἴδια ἐμπειρία.

Οἱ Ἅγιοι «ἐπίσης ἔχοντας διαβάσει τούς Προφῆτες, ὅταν δοῦν τόν Θεό, ἀμέσως
ἀναγνωρίζουν, πληροφοροῦνται ὅτι ἐκεῖνο πού βλέπουν εἶναι τό ἴδιο μέ ἐκεῖνο πού
προσεγγιστικά περιγράφουν οἱ Προφῆτες», γιατί εἴπαμε δέν ὑπάρχει λεξιλόγιο, γιά
νά περιγράψουμε τόν Θεό. Ὅσα ἔχουμε στό λεξιλόγιό μας εἶναι κτιστά καί
ἀντιστοιχοῦν σέ κτιστά πράγματα. Ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος, δέν περιγράφεται μέ
τέτοιες λέξεις. «Οἱ Προφῆτες, ὅταν μιλοῦσαν γιά τίς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ σ’

230
αὐτούς, ἀνέφεραν ὅτι στήν ἐμπειρία τούς ἀπεκαλύπτετο ἕνας Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, τόν
ὁποῖο ὀνόμαζαν Γιαχβέ». Ἔχετε ἀκούσει τούς Ἰεχωβάδες πού λένε ὅτι τό ὄνομα τοῦ
Θεοῦ εἶναι Γιαχβέ. Στήν Παλαιά Διαθήκη συναντοῦμε τό ὄνομα αὐτό.

Ποιός εἶναι ὅμως ὁ Γιαχβέ; Εἶναι ὁ Πατέρας; Ὄχι, εἶναι ὁ Υἱός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Υἱός καί Λόγος εἶναι ὁ Γιαχβέ, «ὁ Κύριος τῆς δόξης, ὁ Μεγάλης βουλῆς
Ἄγγελος». Ὁ ἄσαρκος Λόγος εἶναι ὁ Γιαχβέ ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτεται στήν Παλαιά
Διαθήκη. Στήν Καινή Διαθήκη πλέον λέγεται Χριστός καί ὄχι Γιαχβέ. «Αὐτός ὁ
Ἄγγελος, ὁ ὁποῖος στήν Παλαιά Διαθήκη ὀνομάζεται Θεός καί Γιαχβέ, πάντοτε
ὑπῆρχε στίς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ πρός τούς Προφῆτες. Οὐδέποτε στήν Παλαιά
Διαθήκη ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός, χωρίς νά ἀποκαλύπτεται μέσω αὐτοῦ τοῦ Ἀγγέλου»,
δηλαδή μέσω τοῦ Γιαχβέ. Αὐτό σημαίνει, ὅτι ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη, ἔχουμε
σαφῶς ἀναφορά στά δύο Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτά εἶναι ὁ Ἄγγελος (ὁ
Υἱός) -ὁ Γιαχβέ- καί ὁ Θεός (ὁ Πατήρ)».

«Αὐτή εἶναι ἡ θεμελιώδης διδασκαλία ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, Δύσεως
καί Ἀνατολῆς, Λατινοφώνων καί Ἑλληνοφώνων». Ἔχουμε καί Λατινόφωνες
Πατέρες, πού ἔγραψαν δηλαδή στά Λατινικά, ὅπως εἶναι ὁ ἱερός
Αὐγουστίνος. «Ὅλοι οἱ Λατινόφωνοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ. ὁ
Τερτυλιανός, ὁ Κυπριανός Καρχηδόνος, ὁ Νοβατιανός, ὁ Ἰλαρίων κλπ., δηλαδή ὅλοι
ὅσοι ἔχουν γράψει περί τοῦ δόγματος τῆς Ἁγίας Τριάδος στήν Δύση στήν Λατινική
γλώσσα, ὅλοι ἀκολουθοῦν τήν ἴδια παράδοση».Μᾶς μιλᾶνε γιά τόν ἄσαρκο Λόγο,
τόν Γιαχβέ καί γιά τό ὅτι ἀποκαλύπτεται ὁ Πατέρας διά τοῦ Υἱοῦ, διά τοῦ Γιαχβέ, τῆς
Μεγάλης Βουλῆς Ἀγγέλου.

«Ἀπό τήν προσωπική ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας τί γνωρίζουμε περί
Ἁγίας Τριάδος; Γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἁγία Τριάς τῶν Πατέρων εἶναι Φῶς, Φῶς, Φῶς, ἕν
Φῶς. Ταυτοχρόνως, τρία Φῶτα καί ἕνα Φῶς εἶναι ὁ Θεός». Αὐτό τό ξέρουμε ὄχι
θεωρητικά ἀλλά ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων.

«Λέμε εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν… καί εἰς ἕναν Κύριον
Ἰησοῦν Χριστόν… Φῶς ἐκ Φωτός…» κλπ. Ὁπότε ὁ Λόγος εἶναι Φῶς ἐκ Φωτός,
Θεός ἐκ Θεοῦ». Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶναι κατώτερος, ἀλλά ὅτι γεννᾶται, ὅπως μᾶς
τό ἀποκάλυψε ὁ Ἴδιος, ἐκ τοῦ Πατρός.

«Αὐτή ἡ διδασκαλία περί τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν εἶναι ἁπλῶς διδασκαλία τῆς Ἁγίας
Γραφῆς, ἀλλά εἶναι καί διδασκαλία πού βγαίνει ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, κατά
τήν ὁποία γίνεται ἐπιβεβαίωση τῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς περί τῆς Ἁγίας
Τριάδος». Ἐπιβεβαιώνεται, ἐπαληθεύεται ἡ Ἁγία Γραφή ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς
θεώσεως πού ἔχουν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Βλέπετε μιλᾶμε γιά ἐπιστημονικά πράγματα!
Ὅπως στίς θετικές ἐπιστῆμες. Εἶναι κάποιος ἐπιστήμονας καί διατυπώνει μία θεωρία,
λέει ἔκανα πειράματα καί βρῆκα αὐτό τό πράγμα. Πῶς θά τόν ἐλέγξουν οἱ ἄλλοι
ἐπιστήμονες; Θά κάνουν κι αὐτοί τά ἴδια πειράματα κι ἄν βγάλουν τό ἴδιο

231
ἀποτέλεσμα, θά συμφωνήσουν ὅτι ἔχει δίκαιο. Ἐπιβεβαιώνουν μέ τήν δική τους
ἐμπειρία πλέον, ὅ,τι εἶπε ἐκεῖνος ὡς γνώση, ὡς θεωρία. Ἔτσι καί ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι
ἕνα βιβλίο πού ἐπιβεβαιώνεται στήν πράξη. Δέν εἶναι μιά θεωρία, μιά φιλοσοφία, τήν
ὁποία μποροῦμε νά δοῦμε καί λίγο σχετικά. Δέν μπορεῖς νά σχετικοποιήσεις καί νά
πεῖς τώρα τί σημαίνει αὐτό, πῶς γίνεται… Ξέρουμε τί ἐννοεῖ. Καί ξέρουμε ὅτι ὅ,τι
λέει εἶναι ὅπως τά λέει. Γιατί ἔχουμε τήν ἐπιβεβαίωση ἀπό τήν ἐμπειρία. Καί ὅποιος
κάνει αὐτή τή ζωή, καί ὀφείλουμε νά τήν κάνουμε, θά διαπιστώσει ὅτι ἔχει τά
ἀποτελέσματα αὐτά, τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν χαρά, τήν εἰρήνη κ.λ.π.,
πού περιγράφει ἡ Ἁγία Γραφή.

Σήμερα οἱ ἄνθρωποι δέν μπαίνουν κἄν στόν κόπο νά πειραματιστοῦν μέ τόν Θεό. Νά
κάνουν ἁπλά ἕνα πείραμα καί νά ποῦνε, γιά νά δοῦμε, μᾶς λέει ὁ Θεός κάποια
πράγματα, γιά νά δοκιμάσουμε νά δοῦμε εἶναι ἔτσι ὅπως μᾶς τά λέει; Λέει πώς ἄν
κάνουμε αὐτά, θά ἔχουμε αὐτό τό ἀποτέλεσμα, γιά νά τό ἐξετάσουμε. Καί μόνο γιά
τό ὅτι δέν μπαίνουμε κἄν στόν κόπο καί ἀπορρίπτουμε apriori θά λέγαμε, ἐξ ἀρχῆς
δηλαδή τόν Θεό, θά κριθοῦμε πολύ. Δέν ἀσχολούμαστε κἄν, τουλάχιστον νά δοῦμε,
ἄν εἶναι ἀξιόπιστος, ἄν αὐτά πού μᾶς λέει δηλαδή εἶναι ἀλήθεια… Νά κάνεις ἕνα
πείραμα καί νά πεῖς γιά ἕναν μήνα θά τηρήσω ἀκριβῶς αὐτά πού λέει ὁ Θεός, γιά νά
δῶ μετά τί ἀποτέλεσμα θά ἔχω στήν ψυχή μου. Θά ἔχω αὐτό πού λέει, τήν ἀγάπη, τή
χαρά, τήν εἰρήνη καί ὅλα αὐτά; Ἀλλά νά τά κάνεις ὅλα σωστά, γιατί οἱ ἐντολές
τηροῦνται ὅλες μαζί. Δέν μπορεῖς νά πεῖς μιά ἐντολή δέν θά τήν τηρήσω, γιατί ἄν δέν
τήρησες μία, δέν τήρησες καμία. Μετά χαλᾶς ὅλες τίς ἐντολές. Χαλάει δηλαδή ὅλο
τό θεραπευτικό πακέτο. Ἀκυρώνεται ἡ θεραπεία. Ὅπως καί στήν ἰατρική τοῦ
σώματος, σοῦ δίνει ὁ γιατρός μιά σειρά ἀπό φάρμακα. Ἄν πεῖς ἕνα ἤ δύο δέν θά τά
πάρω, μετά δέν γίνεται θεραπεία μέ μισή θεραπευτική ἀγωγή. Μέ μισά φάρμακα
μπορεῖ νά ἔχεις κάποιο ἀποτέλεσμα, ἀλλά δέν θά ἔχεις τό πλήρες, τήν ὑγεία.

Ἔτσι πᾶμε πολλές φορές καί στήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν κάνουμε ὅλα ὅσα λέει.
Παίρνουμε μερικά καί κάνουμε. Γιατί δέν τά κάνουμε; Γιατί δέν θέλουμε νά τά
κάνουμε, ὄχι γιατί δέν μποροῦμε. Μποροῦμε ἀλλά δέν θέλουμε, ὁπότε μετά καί τό
ἀποτέλεσμα δέν εἶναι τό ἀναμενόμενο. Καί λέμε γιατί ὁ Θεός…; Ἐμεῖς φταῖμε, γιατί
δέν τηροῦμε ἀκριβῶς ὅλα ὅσα μᾶς εἶπε. Εἴδατε ὅταν ἔστειλε ὁ Κύριος τούς
Ἀποστόλους στόν κόσμο τούς εἶπε «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη,
βαπτίζοντες αὐτούς καί διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν»
(Ματθ. 28,19). Πηγαίνετε, λέει, στόν κόσμο νά τούς βαπτίζετε καί νά τούς διδάσκετε
νά τηροῦν πάντα ὅσα σᾶς εἶπα, ὅλα ὅσα σᾶς εἶπα. Ὄχι μερικά… Γιατί λένε μερικοί,
ὅλα εἶναι γιά τούς καλογήρους, ἐμεῖς εἴμαστε στόν κόσμο, εἴμαστε παντρεμένοι…
Εἶναι λάθος αὐτό. Ὁ Χριστός εἶπε νά τηροῦμε τά πάντα. Καί ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος στήν
Ἁγία Γραφή μᾶς λέει «ἄν δέν τηρήσεις ἕνα, εἶσαι ἔνοχος γιά ὅλα» (Ἰακ. 2,10).
Ἀκυρώνεις ὅλη τήν θεραπευτική ἀγωγή καί εἶναι αὐτό εἰς βάρος σου. Ὁ Θεός δέν
παθαίνει τίποτα, ἐμεῖς δέν θεραπευόμαστε.

232
«Οἱ Πατέρες, εὑρισκόμενοι μέσα στό Φῶς, βλέπουν μέσω τοῦ Φωτός τό Φῶς». Τό
λέμε κιόλας «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς (Ψαλμ. 35,10). Δέν μποροῦμε νά δοῦμε
τό Φῶς τοῦ Θεοῦ παρά μόνο διά τοῦ Θεοῦ πάλι. Ὁ Θεός, δηλαδή, φανερώνεται καί
βλέπουμε τόν Πατέρα διά τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός μας «Ἐγώ εἶμαι ἡ
ὁδός» (Ἰω. 14,6). Δέν μπορεῖς νά πᾶς στόν Θεό-Πατέρα, νά βρεῖς τόν Θεό-Πατέρα,
ἄν δέν ἀκολουθήσεις τήν ὁδό πού εἶναι ὁ Χριστός. Ἑπομένως, ὅποιος ἀρνεῖται τόν
Χριστό, δέν βρίσκει ποτέ τόν Πατέρα. Καί ὅλες αὐτές οἱ μονοθεϊστικές θρησκεῖες καί
ὅλοι οἱ αἱρετικοί τόν Χριστό χτυπᾶνε. Αὐτή εἶναι ἡ τέχνη τοῦ διαβόλου -γιατί πίσω
ἀπ’ τήν αἵρεση κρύβεται ὁ διάβολος- νά μήν ἀφήσει τούς ἀνθρώπους νά πᾶνε στόν
Θεό. Νά τούς κόψει τόν δρόμο. Καί ὁ δρόμος εἶναι ὁ Χριστός. Ὁπότε ἀλλοιώνουν
τήν πίστη γιά τόν Χριστό. Καί μήν πᾶμε πολύ μακριά…

Καί ἐμεῖς ἐδῶ πού λεγόμαστε ὀρθόδοξοι… Πόσοι νομίζετε ἀπό τούς Ὀρθοδόξους
πιστεύουν σωστά γιά τόν Χριστό; Οἱ πολλοί λένε ‘ἐντάξει καλός ἄνθρωπος..
σταυρώθηκε γιά μᾶς..’, ἀναστήθηκε ὅμως; Θεωρητικά μπορεῖ καί νά ποῦν ὅτι
ἀναστήθηκε. Στήν πράξη ὅμως δέν τό ζοῦν. Στήν πράξη ζοῦνε πρό Χριστοῦ. Καί τό
βλέπουμε σέ μιά κηδεία… Ἀπελπισία, μαῦρο σκοτάδι… Στάσου, ὁ Χριστός δέν
ἀναστήθηκε; Τό πιστεύεις; Δέν πιστεύεις στήν ἄλλη ζωή; Λένε: ἦρθε κανένας ἀπό
τήν ἄλλη ζωή; Δέν πιστεύουν σωστά γιά τόν Χριστό, γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ, γιά αὐτά ὅλα πού μᾶς εἶπε. Ὁ Χριστός μᾶς εἶπε γιά τήν ἄλλη ζωή, γιά
Παράδεισο, γιά κόλαση, ὅλα αὐτά. Καί ἀκοῦς Ὀρθοδόξους πού λένε: ὑπάρχει ἄλλη
ζωή ἄραγε; Ἔ, καλά τί λές στό Σύμβολο τῆς Πίστεως; Δέν λές «προσδοκῶ ἀνάσταση
νεκρῶν καί ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»; Τό λέει ἀλλά δέν καταλαβαίνει τί λέει. Δέν
τό ζεῖ στήν πράξη.

«Οἱ Πατέρες, εὑρισκόμενοι μέσα στό Φῶς, βλέπουν μέσω τοῦ Φωτός τό Φῶς. Ἔτσι
ὁ ἅγιος Πατήρ, ὁ ὁποιοσδήποτε –Ἅγιος Πατέρας-, μέσω τοῦ Φωτός, τό ὁποῖο τόν
καταυγάζει κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, βλέπει τό Φῶς. Δηλαδή, μέσω τοῦ
Λόγου βλέπει τόν Πατέρα μέσα στό Φῶς ἐν Πνεύματι Ἁγίω. Εὑρισκόμενος μέσα στό
Φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσω τοῦ Φωτός (τοῦ Χριστοῦ), βλέπει τό Φῶς (τόν
Πατέρα). Αὐτή ἡ γνωσιολογική ἐμπειρία, ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνεται στήν ζωή τῆς
Ἐκκλησίας σέ κάθε ἐποχή καί γενεά, δίνει τήν γνώση καί τήν ἐπιβεβαίωση, ὅτι
ὑπάρχουν τρία Φῶτα, τά ὁποῖα εἶναι ἕνα Φῶς. Ἀπό τά τρία αὐτά Φῶτα, τό ἕνα
πηγάζει ἀπό τήν ὑπέρ τόν ἥλιον δεδοξασμένη ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός
εἶναι ὁ Θεός. Καί αὐτά εἶναι τά ὅρια, τά σύνορα, τῆς ἀνθρωπίνης γνώσεως».

«Ὅταν, ὅμως, μιλοῦμε γιά τό δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος, χρησιμοποιοῦμε νοήματα
καί λέξεις. Τά νοήματα ὅμως, εἶναι ὅλα παρμένα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἐμπειρία», ἀπό
τά κτιστά δηλαδή. «Μιλοῦμε γιά πράγματα, τά ὁποῖα εἶναι κτίσματα. Ἀλλά, ὅταν π.χ.
λέμε φῶς, δέν μποροῦμε νά ἔχουμε στό μυαλό μας νοήματα ἤ εἰκόνα τοῦ ἀκτίστου
Φωτός. Γιατί; Διότι, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχουμε τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ὅταν
λέμε φῶς, ἔρχεται στόν νοῦ μας ἡ εἰκόνα τοῦ κτιστοῦ φωτός τοῦ ἡλίου καί ὄχι

233
κάποια εἰκόνα τοῦ ἀκτίστου Φωτός». Ἀλλά δέν ἔχει καμία σχέση ὁ Θεός μέ αὐτό τό
κτιστό φῶς, τόν ἥλιο ἤ αὐτό τό ἠλεκτρικό φῶς.

«Ὅταν ἐμεῖς λέμε ἄκτιστο Φῶς, τί ἐννοοῦμε; Ἐννοοῦμε ἕνα Φῶς, πού δέν εἶναι
κτίσμα», πού δέν εἶναι δημιούργημα δηλαδή. «Λέγοντας ὅμως τήν λέξη φῶς, ἔστω
καί ἄν μιλᾶμε γιά τό ἄκτιστο Φῶς, αὐτόματα στήν φαντασία μας σχηματίζεται ἡ
εἰκόνα τοῦ κτιστοῦ φωτός, γιατί αὐτήν ἔχει ἀποθηκευμένη ἡ μνήμη μας. Ἡ σκέψη
μας τότε πάει εἴτε στήν εἰκόνα τοῦ ἡλιακοῦ φωτός εἴτε σέ εἰκόνα τοῦ ἠλεκτρικοῦ
φωτός εἴτε σέ εἰκόνα τοῦ φωτός τῆς φωτιᾶς κλπ. Μετά σκεπτόμαστε καί τό σκότος,
ἀπό τό ὁποῖο τό διαφοροποιοῦμε, καί λέμε ὅτι τό ἄκτιστο Φῶς δέν εἶναι σκότος,
ἀλλά εἶναι φῶς καί τό συσχετίζουμε πάλι μέ τό μέσον, μέ τό κτιστό δηλαδή φῶς,
μέσω τοῦ ὁποίου βλέπουμε. Ἔτσι, μέ ὅλα αὐτά , δημιουργοῦμε μία φαντασία περί
τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἡ ὀποία δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ἀλήθεια περί τοῦ ἀκτίστου
Φωτός. Ἐμεῖς τελικά μένουμε πάντα ἐγκλωβισμένοι στήν γνώση καί ἐμπειρία μας
περί τοῦ κτιστοῦ φωτός». Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι Πατέρες μιλοῦν γιά νέκρωση, σταύρωση
τῆς φαντασίας. Ἡ φαντασία δέν βοηθάει καθόλου στό νά γνωρίσουμε τόν Θεό.
Καθόλου μά καθόλου! Ἀντίθετα ὁ διάβολος ἐκμεταλλεύεται τήν φαντασία, γιά νά
πλανήσει τόν ἄνθρωπο.

«Ὅταν συναντῶνται δύο Προφῆτες τῆς Καινῆς Διαθήκης…», προφῆτης στήν Καινή
Διαθήκη εἶναι ὁ θεωμένος, αὐτός πού ἔχει φτάσει στήν θέωση, «π.χ. τῆς ἐποχῆς τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου ἤ δύο σημερινοί ἅγιοι», ὁ ἅγιος Πορφύριος ἄς ποῦμε ἦταν
προφήτης. Εἶχε πάθει τήν θέωση. Ὁ π. Παΐσιος ἐπίσης εἶχε πάθει τήν θέωση. Ὅταν
λοιπόν συναντῶνται δύο τέτοιοι «πού ἔχουν δεῖ καί οἱ δύο τό ἄκτιστο Φῶς καί ἔχουν
κοινή ἐμπειρία, τότε αὐτοί οἱ δύο μποροῦν νά μιλοῦν γιά τό ἄκτιστο Φῶς καί νά
κατανοοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον σέ ὅ,τι λένε», γιατί ἔχουν γευτεῖ καί οἱ δύο τό ἴδιο
πράγμα. «Μιλοῦν τήν ἴδια γλώσσα. Ἐμεῖς, ὅμως, μιλώντας γιά τό ἄκτιστο Φῶς, δέν
μιλᾶμε ἀπό δική μας ἤ γιά δική μας ἐμπειρία, ἀλλά γιά ἐμπειρίες ἄλλων, πού εἶδαν τό
ἄκτιστο Φῶς. Τό ἴδιο συμβαίνει μεταξύ πχ. δύο ἀστρονόμων, πού ἔχουν δεῖ μέσα ἀπό
τό τηλεσκόπιο ἕνα ἀόρατο γιά τά δικά μας μάτια ἄστρο. Μιλᾶνε καί αὐτοί γιά κοινή
ἐμπειρία, ἄρα στήν ἴδια γλώσσα». Ἐπειδή ἔχουν δεῖ καί οἰ δυό τό ἴδιο πράγμα.
«Ὅταν ὄμως ἐμεῖς διαβάζουμε στά βιβλία τους γιά αὐτό τό ἄστρο, χωρίς νά ἔχουμε
εἰκόνες του, εἶναι τό ἴδιο πράγμα;». Ὄχι βέβαια. Ἄλλο νά τό δεῖς καί ἄλλο νά
διαβάσεις γιά αὐτό. «Ἄλλο εἶναι νά ἔχει κανείς προσωπική ἐμπειρία γιά κάτι καί νά
μιλάει γι’ αὐτό καί ἄλλο ἁπλῶς νά ἔχει διαβάσει γι’ αὐτό. Ὁπότε, σύμφωνα μέ αὐτά,
ἡ Ἁγία Γραφή τί εἶναι; Σέ τί διαφέρει ἀπό ἕνα βιβλίο Ἀστρονομίας;» – τηρώντας τίς
ἀναλογίες βέβαια.

«Ἀστρονόμος εἶναι ἐκεῖνος πού βλέπει, παρατηρεῖ καί μελετᾶ τά ἄστρα καί ὄχι
ἐκεῖνος πού ἁπλῶς διαβάζει μόνο γι’ αὐτά». Αὐτό μποροῦμε νά τό κάνουμε κι ἐμεῖς,
ἀλλά δέν εἴμαστε ἀστρονόμοι μέ τό πού μάθαμε μερικά πράγματα γιά τά
ἄστρα! «Λοιπόν, ἄν μόνο διαβάζω τήν Ἁγία Γραφή, ἄν διαβάζω ἐπίσης τά
συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί βιβλία περί Ὀρθοδόξου

234
Θεολογίας, σημαίνει ὅτι εἶμαι θεολόγος; Ποιός εἶναι ἐκεῖνος, πού κατανοεῖ πλήρως
τήν Ἁγία Γραφή, καθώς καί τά συγγράμματα τῶν Πατέρων; Ἐκεῖνος πού ἁπλῶς τά
διαβάζει ἤ ἐκεῖνος πού ἤδη ἔχει προσωπική ἐμπειρία γιά ὅσα περιγράφονται,
ἀναφέρονται ἤ ἀναλύονται στά συγγράμματα αὐτά; Ἐκεῖνος πού ἔχει καί ἐμπειρία
φυσικά ἐν Ἁγίω Πνεύματι. Ἔτσι οἱ Πατέρες λένε γιά ἐκεῖνον, πού ἁπλῶς διαβάζει
τήν Ἁγία Γραφή ἤ τά συγγράμματά τους καί μετά μιλάει γιά ὅσα διάβασε, ὅτι εἶναι
ἁπλῶς θεολογών. Εἶναι, ὅμως, θεολόγος κατά κυριολεξίαν; Ὄχι, βέβαια».

Κι ἄν αὐτός ὁ θεολογών δέν πατάει γερά σ’ αὐτά πού ἔχει διαβάσει, ἀλλά βάζει καί
δικά του πράγματα ἤ ἀναμιγνύει φιλοσοφία, θύραθεν παιδεία, θύραθεν σοφία, κ.λ.π.,
αὐτός μετά μπορεῖ νά γίνει καί αἱρετικός. Γιατί δέν ἔχει ἰδία ἐμπειρία τοῦ πράγματος,
ἀλλά ἔχει ἐγωισμό καί ὑπερηφάνεια, ἐφόσον βάζει κοντά στούς Πατέρες καί δικά
του. Ἤ ἀκόμα χειρότερα, ὅταν δέν ἀκολουθεῖ καθόλου τούς Πατέρες, ὅπως οἱ
λεγόμενοι σύγχρονοι μεταπατερικοί θεολόγοι, πού οὐσιαστικά εἶναι ἀντιπατερικοί
θεολόγοι. Εἶναι ἐναντίον τῶν Πατέρων καί λένε ἐμεῖς θά ὑπερβοῦμε τούς Πατέρες,
δέν χρειαζόμαστε Πατέρες σήμερα καί γι’ αὐτό βρίζουν καί τούς ἁγίους, ὅπως τόν
Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος ἔγραψε ὡραιότατα, σπουδαιότατα βιβλία,
θεραπευτικά τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Καί πολλούς ἄλλους Πατέρες χτυπᾶνε, ἀλλά
κατεξοχήν τόν Ἅγιο Νικόδημο, γιατί ὁ Ἅγιος Νικόδημος ξεκαθαρίζει τά πράγματα,
ἔχει καί τήν ἐμπειρία ὅλων τῶν προηγούμενων Πατέρων -εἶναι ἀπό τούς τελευταίους
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας- καί μᾶς ἔχει γράψει κι αὐτά τά σπουδαῖα βιβλία πού
λέγονται Πηδάλιο καί Ἐξομολογητάριο.

Τό Πηδάλιο εἶναι οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνευμένοι, εἶναι ἡ βάση τῶν


Πνευματικῶν. Μέ βάση τό Πηδάλιο οἱ Πνευματικοί ἐξομολογοῦν, βάζουν τά ἐπιτίμια
κ.λ.π. Τί εἶναι τά ἐπιτίμια; Εἶναι τά θεραπευτικά φάρμακα, γιά νά θεραπευτεῖ ἡ ψυχή
τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδή, ὅμως, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πού θέλουν νά κάνουν στήν ἄκρη
τούς Πατέρες, τό θέλουν γιά νά κάνουν μιά ζωή σύμφωνη μέ τά πάθη τους, τό
Πηδάλιο τούς πηγαίνει κόντρα. Οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀντίθετοι σ’ αὐτή
τήν ἐπιθυμία τους, ὁπότε ἐναντιώνονται στόν Ἅγιο Νικόδημο καί στούς ἄλλους
Ἁγίους Πατέρες, γιά νά μποροῦν νά κάνουν μετά ἐλεύθερα αὐτά πού θέλουν στή ζωή
τους. Ἀλλά αὐτό βέβαια δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά μιά ἀνοησία! Εἶναι σάν νά λέμε
στό βιολογικό ἐπίπεδο ὅτι θά καταργήσουμε τά συγγράμματα τῆς ἰατρικῆς, τῆς
θεραπευτικῆς, γιά νά κάνουμε ὅ,τι θέλουμε. Νά τρῶμε ὅ,τι θέλουμε, νά ζοῦμε ὅπως
θέλουμε… Μετά τί θά γίνει; Ἁπλούστατα, ἄν δέν ἀκολουθεῖς τούς Κανόνες τῆς
ὑγιεινῆς, τῆς θεραπευτικῆς κ.λ.π., θά καταστραφεῖς, θά χάσεις τήν ὑγεία σου.

Ἔτσι καί στήν ψυχή. Ἐάν κανείς δέν ἀκολουθήσει τόν Χριστό, τήν Ἁγία Γραφή, τούς
Ἁγίους Πατέρες καί τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ἀρρωσταίνει καί πεθαίνει
πνευματικά, ψυχικά. Καί βεβαίως αὐτό μετά σημαίνει αἰώνια κόλαση, αἰώνια
ἀπώλεια. Ἀλλά, βλέπετε, πῶς ὁ διάβολος παραπλανᾶ τούς ἀνθρώπους καί τούς κάνει
νά στρουθοκαμηλίζουν. Ἡ στρουθοκάμηλος, ὅταν τήν κυνηγᾶνε, βάζει τό κεφάλι της
στήν ἄμμο καί λέει δέν μέ κυνηγᾶνε, δέν βλέπω τίποτα… Ἀνοησία! Ἐνῶ οἱ κυνηγοί

235
εἶναι δίπλα της. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος πού θέλει ν’ ἀφήσει στήν ἄκρη τόν Θεό καί
τούς Κανόνες τοῦ Θεοῦ. Λέει, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Θεός, δέν ὑπάρχουν Πατέρες, ἐμεῖς
μποροῦμε νά ζήσουμε ὅπως θέλουμε… Ὅπως ἦταν καί μία διαφήμιση πού εἶχε
κυκλοφορήσει στό Λονδίνο καί ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός “probably does not exist”,
πιθανότατα δέν ὑπάρχει, ὁπότε ζῆστε τή ζωή σας, χαρεῖτε τήν ζωή σας… Λές καί ὁ
Θεός εἶναι πού μᾶς κάνει δυστυχισμένους! Ἐνῶ ἐμεῖς κάνουμε δυστυχισμένο τόν
ἑαυτό μας, γιατί δέν τηροῦμε τίς προδιαγραφές ζωῆς πού μᾶς ἔχει βάλει ὁ Θεός.

Ἄς ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες, ἄς τούς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη καί ἔτσι θά


ζοῦμε πραγματικά καί θά χαροῦμε τήν ζωή καί αὐτήν ἐδῶ, πού εἶναι πολύ γρήγορη,
πολύ σύντομη καί πολύ πρόσκαιρη, ἀλλά καί τήν αἰωνιότητα.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

236
α.Ἡ Ἁγία Γραφή στή Δύση
β.Οἱ Ἅγιοι Πατέρες γιά τήν Ἁγία Τριάδα
(Πατερική Θεολογία - 18ο μέρος)

Συνεχίζουμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ
Ρωμανίδη καί εἴμαστε στό κεφάλαιο πού ἐπιγράφεται «Ἡ Ἁγία Γραφή ὑπό τό πρίσμα
τῆς Δυτικῆς Θεολογίας». Πῶς δηλαδή οἱ Δυτικοί, οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες,
βλέπουν τήν Ἁγία Γραφή.

Λέει ὁ π. Ἰωάννης «Ἐάν θέλει κάποιος νά βρεῖ μία σωστή ἑρμηνεία γιά κάποιο θέμα
στήν Ἰατρική ἐπιστήμη, θά ἀπευθυνθεῖ σέ φοιτητή Ἰατρικῆς ἤ σέ καθηγητή Ἰατρικῆς;
Θά ἀπευθυνθεῖ σέ καθηγητή Ἰατρικῆς. Ἔτσι εἶναι καί στήν Θεολογία». Δέν θά πᾶς
σ’ ἕναν μαθητευόμενο ἀλλά θά πᾶς σ’ αὐτόν πού εἶναι καθηγητής, σ’ αὐτόν πού εἶναι
Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Καθηγητής καί Πατέρας εἶναι ὁ θεωμένος, αὐτός δηλαδή
πού ἔχει δεῖ τόν Θεό, ἔχει ἐμπειρία θεώσεως, ἔχει θεοπτία, ἔχει δεῖ τό ἄκτιστο φῶς
καί ἔτσι ἔχει φτάσει στήν κορυφή τῆς ἁγιότητας ἀπό τήν ὁποία πηγάζει καί ἡ
Θεολογία. Τότε αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν μιλάει στοχαστικά, ἐγκεφαλικά, δηλαδή δέν
κάνει στοχασμό καί σκέψεις καλές ἤ κακές γιά τόν Θεό ἤ συλλογισμούς
ἀριστοτελικούς, νά φιλοσοφεῖ δηλαδή, άλλά μιλάει καί γράφει ἀπό τήν ἐμπειρία πού
ἔχει, ἀπό αὐτά πού εἶδε καί ἔζησε κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως πού εἶχε.

«Ὑπάρχουν διάφορα στάδια θεολογίας. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε τούς


προφῆτες. Ἀλλά τί εἶναι αὐτοί οἱ προφῆτες;». Προσέξτε, γιατί κι ἐμεῖς ἔχουμε τήν
δυτική, τήν παπική ἀντίληψη. Σύμφωνα μέ τήν παπική ἀντίληψη καί παράδοση «ὁ
Θεός μίλησε στούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί οἱ προφῆτες ἄκουσαν ἀπό
τόν Θεό λόγια. Αὐτή ἡ παράδοση ὑπάρχει ἀκόμη καί σήμερα στήν Δυτική
Θεολογία», ὅτι αὐτός εἶναι ὁ προφήτης πού τοῦ μιλάει ὁ Θεός καί «ὁ προφήτης
ταυτίζεται μέ ἐκεῖνον πού ἔχει δεχθεῖ μηνύματα ἀπό τόν Θεόν», πού μεταφέρει
δηλαδή τά μηνύματα τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους.

«Στήν Ἑβραϊκή Παράδοση, ὅμως, προφήτης εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐδοξάσθη.


Ἐκεῖνος δηλαδή πού εἶδε τήν δόξα τοῦ Ἀγγέλου ἤ διαφορετικά τόν Ἄγγελον ἐν δόξη.
Μάλιστα στήν ἐμπειρία τῆς καιομένης ἀλλά μή καταφλεγομένης βάτου, πού εἶχε ὁ
Μωϋσῆς, σ’ αὐτήν τήν ἐμπειρία, στήν βάτο παρών εἶναι ὁ Θεός Πατήρ, πού εἶναι τό
Φῶς, παρών εἶναι ἐπίσης ὁ Υἱός – Λόγος, πού εἶναι τό Φῶς μέσω τοῦ ὁποίου βλέπει
ὁ Μωϋσῆς τό πρῶτο Φῶς καί μετά παρόν εἶναι τό Πῦρ –ἡ φωτιά– πού εἶναι τό Ἅγιον
Πνεῦμα. Αὐτή εἶναι ἡ Πατερική ἑρμηνεία τῆς ἀποκαλύψεως αὐτῆς τοῦ Θεοῦ. Ὅτι,
δηλαδή, ἐκεῖ εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς παρούσα».

Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη παράδοση. Οἱ Παπικοί, ὅμως ,τί λένε; Ὅτι τό Πῦρ αὐτό, δέν
ἦταν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά ἕνα κτιστό πῦρ, μιά κτιστή φωτιά, ὅπως ἡ φωτιά στό

237
τζάκι μας ἄς ποῦμε.. Καί ὅτι τό ὅλο γεγονός ἦταν ἕνα θαῦμα κτιστό, κτιστοῦ
περιεχομένου. Δηλαδή, ὅτι ἡ φωτιά αὐτή ἡ κτιστή δέν ἔκαιγε τήν βάτο καί αὐτό εἶναι
ἕνα θαῦμα. Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό. Ἡ ἀλήθεια εἶναι τελείως διαφορετική. Τό φῶς αὐτό
δέν εἶναι μιά φωτιά κτιστή, ἀλλά εἶναι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, τό ἄκτιστο Φῶς. Καί τό
γεγονός ὅτι δέν καιγόταν ἡ βάτος δέν ἦταν θαῦμα. Ἦταν ἁπλῶς αὐτό πού ζοῦσε ὁ
Μωϋσῆς, ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἦταν τό ἄκτιστο Φῶς, τό ὁποῖο δέν ἔχει ἰδιότητα νά
καίει. Εἶναι φῶς, εἶναι ἄλλο πράγμα. Ἑπομένως, πρόκειται γιά μιά φανέρωση τοῦ
Θεοῦ καί ὄχι γιά ἕνα θαῦμα, ὅπως τό ἑρμηνεύουν οἱ Παπικοί.

«Ὁ Μωϋσῆς εὑρίσκεται μέσα σ’ ἕνα Πῦρ πού δέν καίει καί τό ὁποῖο δέν
καταναλίσκει, δέν καταφλέγει τήν βάτο. Ἡ βάτος παραμένει ἀνέπαφος, πράγμα πού
σαφῶς σημαίνει ὅτι δέν πρόκειται περί κτιστοῦ πυρός, περί κτιστῆς φωτιᾶς, διότι, ἄν
ἦταν κτιστή ἡ φωτιά ἐκείνη, ἡ βάτος θά καιγόταν τελείως. Ἐκτός καί ἄν ἔγινε κανένα
θαῦμα ἐκεῖ, συμπέρασμα στό ὁποῖο θά καταλήξει εὔκολα κάποιος, ἄν δέν δεχθεῖ τήν
Ὀρθόδοξη διδασκαλία περί θεώσεως, ὁπότε τότε θά καταντήσει μέ πολλά θαύματα
στήν τσέπη του, διαβάζοντας τήν Παλαιά Διαθήκη», λέει ὁ π. Ἰωάννης. Στήν Παλαιά
Διαθήκη ἔχουμε πολλές τέτοιες θεοφάνειες τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὀνομάζεται Ἄγγελος.
Γι’ αὐτό εἶπε προηγουμένως, ἐκεῖνος πού εἶδε τήν δόξα τοῦ Ἀγγέλου. Στήν Παλαιά
Διαθήκη ὀνομάζεται Γιαχβέ ἤ ὀνομάζεται Κύριος τῆς δόξης. Πρόκειται γιά τόν
ἄσαρκο Λόγο. Αὐτός εἶναι πού ἐμφανίζεται πάντοτε στήν Παλαιά Διαθήκη καί στήν
Καινή Διαθήκη ἐμφανίζεται ὡς ἔνσαρκος Λόγος.

«Δηλαδή βλέπουμε ὅτι στήν Ὀρθόδοξη παράδοση τό φαινόμενο τῆς καιομένης καί
μή καταφλεγομένης βάτου δέν ἦταν θαῦμα. Ἦταν ἁπλῶς ἡ ἀποκάλυψις τῆς δόξης
τοῦ Θεοῦ. Γιά τούς Δυτικούς, ὅμως, ἦταν μεγάλο θαῦμα, διότι ὁ Θεός δέν ἄφησε τήν
κτίστη φωτιά νά κάψει τήν βάτο! Διαβάζοντας κανείς τήν Παλαιά Διαθήκη μέ
Δυτικά γυαλιά, θά τήν βρεῖ γεμάτη θαύματα. Ἄν. ὅμως. τήν διαβάσει μέ Πατερικά
γυαλιά, δέν ὑπάρχουν θαύματα στίς περιπτώσεις τῶν Θεοφανείων. Ἁπλῶς ὑπάρχουν
καί περιγράφονται ἀποκαλύψεις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν
Καινή Διαθήκη στίς ἀνάλογες περιπτώσεις. Ἐκεῖνος πού δέν κατανοεῖ τί ἐστί
ἐμπειρία θεώσεως καί διαβάζει Ἁγία Γραφή, δηλαδή ἐκεῖνος πού δέν βρίσκεται μέσα
στήν Πατερική παράδοση, πού εἶναι κληρονομημένη ἀπό τήν Ἑβραϊκή παράδοση καί
δέν κατέχει τά Πατερικά ἑρμηνευτικά κλειδιά, δέν μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει σωστά τήν
Ἁγία Γραφή» καί πέφτει σέ πλάνες.

«Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν στίς δύο Διαθῆκες οἱ ἑξῆς
διακρίσεις:

α) Στήν Παλαιά Διαθήκη, ὑπάρχουν:


• Ὁ Θεός, ὁ Γιαχβέ καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἤ ἀλλιῶς
• Ὁ Θεός, ὁ Κύριος τῆς δόξης καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ». Ἡ Ἁγία Τριάδα δηλαδή.
Στήν Παλαιά Διαθήκη ὅμως ὀνομάζεται εἴτε ἔτσι, εἴτε «Ὁ Θεός, ὁ Ἄγγελος καί τό
Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή στήν Παλαιά Διαθήκη ὑπάρχει σαφής ὁρολογία περί τῆς

238
Ἁγίας Τριάδος». Γιατί λένε μερικοί τί σχέση ἔχει ἡ Παλαιά Διαθήκη; Νά τήν
πετάξουμε… Ὄχι, δέν πρέπει νά τήν πετάξουμε, γιατί εἶναι ἡ ἴδια θεολογία, ὁ ἴδιος
Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀποκαλύπτεται καί στήν Παλαιά Διαθήκη.

«β) Στήν Καινή Διαθήκη προστίθενται ἐκτός ἀπό τούς παραπάνω ὅρους καί οἱ ὅροι
Πατήρ καί Υἱός. Δηλαδή, ἡ μόνη διαφορά στήν ὁρολογία περί Θεοῦ στήν Καινή
Διαθήκη εἶναι ὅτι προστίθενται ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός», τά ὀνόματα αὐτά. Στήν Παλαιά
Διαθήκη λεγόταν Θεός καί Γιαχβέ ἀντίστοιχα, ἤ Θεός καί Κύριος τῆς δόξης, ἤ Θεός
καί Ἄγγελος, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος. Εἶναι ὁ Υἱός. «Αὐτή ἡ διαφορά
προσετέθη ἐξ αἰτίας τῆς Ἐνσαρκώσεως», τῆς Ἐνανθρωπήσεως, πού ὁ Υἱός δηλαδή
παίρνει σάρκα. «Ἐξαιτίας τῆς Ἐνσαρκώσεως ἀποκαλύπτεται στήν Καινή Διαθήκη ὁ
Θεός ὡς Πατήρ καί ὁ Ἄγγελος ὡς Υἱός. Ἐκτός ἀπό αὐτήν τήν διαφορά δέν ὑπάρχει
ἄλλη διαφορά μεταξύ Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης», μόνο αὐτή ἡ διαφορά
ὁρολογίας,

«Ἐκτός, ὅμως, ἀπό τήν διδασκαλία περί Θεοῦ, Ἀγγέλου καί Πνεύματος ὑπάρχουν καί
ἄλλες διακρίσεις, πού ἀφοροῦν τήν Ἁγία Τριάδα». Στήν Ἁγία Τριάδα νά ξέρετε
διακρίνουμε οὐσία, ἔχουμε τήν οὐσία. Ἔχουμε τά Πρόσωπα, τά τρία Πρόσωπα καί
ἔχουμε καί τίς ὑποστάσεις, οἱ ὁποῖες λέγονται τρία Πρόσωπα καί ἔχουμε καί τά
ὑποστατικά λεγόμενα ἰδιώματα, τά ὁποῖα εἶναι τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τῆς κάθε
μιᾶς ὑπόστασης. Ὅταν άκοῦτε τήν λέξη ὑπόσταση νά πηγαίνει ὁ νοῦς σας στό
Πρόσωπο. Ὑπόσταση = Πρόσωπο. Ὑπάρχουν κάποια ξεχωριστά χαρακτηριστικά, τά
ὁποῖα κάνουν τήν διαφορά μεταξύ τῶν Προσώπων, τά ἰδιαίτερα προσωπικά
χαρακτηριστικά. Εἶναι ἕνας Θεός, ἀλλά εἶναι τρία ξεχωριστά Πρόσωπα καί τό κάθε
Πρόσωπο ἔχει τό δικό Του, προσωπικό, ὑποστατικό ἰδίωμα.

Ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος. Αὐτό εἶναι τό ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τοῦ Πατρός. Ὁ


Υἱός εἶναι γεννητός, γεννᾶται πρό πάντων τῶν αἰώνων ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο
Πνεῦμα εἶναι ἐκπορευτό, ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός. Ἐδῶ οἱ Παπικοί λένε ὅτι
ἐκπορεύεται καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Εἶναι λάθος αὐτό, θεολογικό λάθος. Αἵρεση, εἶναι τό
λεγόμενο Filioque (Φιλιόκβε). Γιατί τό ξέρουμε ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ
μας πού εἶπε «ὅ παρά τοῦ πατρός ἐκπορεύεται» (Ἰω. 15,26). Δέν εἶπε ὅτι ἐκπορεύεται
καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Τώρα τί σημαίνει ἡ λέξη ‘ἐκπορεύεται’, δέν τό ξέρουμε. Ἐκεῖνο πού
καταλαβαίνουμε εἶναι ἡ ἀρχή, ἡ πηγή, πού εἶναι ὁ Πατέρας. Ἀλλά τί σημαίνει
ἐκπορεύεται ἤ τί σημαίνει γεννᾶται γιά τόν Υἱό δέν τό ξέρουμε. Τό λέμε ὅπως μᾶς
ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Χριστό.

Αὐτές οἱ διακρίσεις τώρα πού ὑπάρχουν στήν Ἁγία Τριάδα «εἶναι φιλοσοφικές
διακρίσεις; Δηλαδή προέρχονται ἀπό τήν φιλοσοφική σκέψη τῶν Πατέρων; Ἤ εἶναι
ἀποτέλεσμα τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως; Ἀπάντηση: Στήν Πατερική παράδοση ἡ
διάκριση αὐτή δέν εἶναι ἀποτέλεσμα φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ, ἀλλά προέρχεται ἐξ
ὁλοκλήρου ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως». Αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό καί γιά μᾶς.
Γιατί θά πεῖ κανείς: Τί τά λέμε τώρα ἐμεῖς αὐτά; Μᾶς ἐνδιαφέρουν; Μᾶς ἐνδιαφέρουν

239
πολύ. Γιατί; Γιατί ὁ Θεός μας, ἡ διδασκαλία περί τοῦ Θεοῦ πού ἔχουμε δέν εἶναι μιά
ἀνθρώπινη σύλληψη. Ἔκατσε κάτω ἕνας Πατέρας ἤ μιά ὁμάδα Πατέρων καί μᾶς
ἔβγαλαν τό Πιστεύω, ἄς ποῦμε… Ὄχι! Δέν τό σκέφτηκαν, δέν τό φιλοσόφησαν, δέν
τό στοχάστηκαν, ἀλλά τό εἶδαν, εἶχαν ἐμπειρία τῶν τριῶν Προσώπων καί τῶν
ξεχωριστῶν αὐτῶν ἰδιωμάτων κ.λ.π. Εἶναι κάτι λοιπόν πού τό ἔχουν ζήσει οἱ Ἅγιοι
Πατέρες καί ἔτσι μᾶς τό ἀποκάλυψαν, μᾶς τό φανέρωσαν, μᾶς τό διατύπωσαν καί
ἔκαναν μεγάλους ἀγῶνες γιά νά διαφυλαχτεῖ ἀνόθευτο αὐτό τό δόγμα, ἡ ἀλήθεια
δηλαδή γιά τόν Θεό. Κι ἄν χαθεῖ αὐτή ἡ ἀλήθεια γιά τόν Θεό, τότε χάνεται ὁ Θεός.
Χάνουμε τόν Θεό καί μετά πέφτουμε σέ αἵρεση καί καταλήγουμε στήν
εἰδωλολατρία.

«Στήν Δυτική Θεολογία, ὅμως, ἡ διάκριση πού κάνουν οἱ θεολόγοι τῆς Δύσεως στό
θέμα αὐτό εἶναι ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο χρήσεως τῶν κατατεθειμένων στοιχείων τῆς
Παραδόσεως, ἀλλά καί φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ». Μπερδεύεται στήν Δύση ἡ
Θεολογία μέ τήν φιλοσοφία – καί δυστυχῶς αὐτό πάει νά γίνει καί σέ μᾶς τώρα καί
γίνεται ἐν πολλοῖς στίς Θεολογικές Σχολές – ὁπότε τό προϊόν δέν εἶναι ἀληθινό καί
ἔχουν πέσει σέ αἵρεση. «Ἀκριβῶς δέ ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος οἱ Δυτικοί πέσανε
σέ αἱρέσεις», ἐπειδή ἔβαλαν καί φιλοσοφία μέσα στήν ἀλήθεια τήν ἀποκαλυμμένη
καί τήν πατερικά κατοχυρωμένη.

«Ἔκαναν δηλαδή μεταφυσική (ὀντολογική) διάκριση καί ὄχι ἐμπειρική». Ἔχουμε


πεῖ κι ἄλλη φορά, ἡ μεταφυσική εἶναι φιλοσοφία καί δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τήν
ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, τήν Θεολογία. Ἑπομένως, ἔπεσαν σ’ αὐτό τό σφάλμα οἱ Δυτικοί
γιατί ἀνακάτεψαν τήν φιλοσοφία μέ τήν ἐμπειρία τῶν Πατέρων καί τό προϊόν ἦταν
ψευδές καί εἶναι μέχρι σήμερα γιατί ἐμμένουν σ’ αὐτό.

«Πατερικές διακρίσεις στήν Ἁγία Τριάδα»: πῶς μιλᾶνε καί διατυπώνουν τήν ἀλήθεια
γιά τήν Ἁγία Τριάδα οἱ Πατέρες. «Πατερική διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας,
καθώς καί μεταξύ τῶν τριῶν ὑποστάσεων τοῦ Θεοῦ, βασίζεται ἀποκλειστικά στήν
ἐμπειρία τῆς θεώσεως». Τί θά πεῖ αὐτό τώρα; Στόν Θεό διακρίνουμε οὐσία καί
ἐνέργεια. Ὁ Θεός δηλαδή ἔχει οὐσία, ἀλλά ἔχει καί ἐνέργεια. Καί διακρίνουμε, ὅπως
εἴπαμε, καί τρεῖς ὑποστάσεις, τρία πρόσωπα στόν ἕναν Θεό. «Στήν Παλαιά Διαθήκη
ἡ διάκριση μεταξύ Θεοῦ, Ἀγγέλου καί Πνεύματος ὑπάρχει ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν
Προφητῶν. Στήν Καινή Διαθήκη ἡ διάκριση μεταξύ Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου
Πνεύματος προέρχεται ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ἐν ἀναφορά πρός τήν
Ἐνσάρκωση.

Ἔχοντες οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τήν ἴδια ἐμπειρία μέ τούς Προφῆτες,


διεπίστωσαν τό Φῶς ἐν Φωτί διά τοῦ Φωτός». Θά τό ἐξηγήσει πιό κάτω τί σημαίνει
αὐτό. Τό Φῶς, δηλαδή ὁ Πατέρας, ἐν Φωτί, ἐν Ἁγίω Πνεύματι, διά τοῦ Φωτός, διά
τοῦ Υἱοῦ. Ἔτσι φανερώνεται ἡ Ἁγία Τριάδα. Τριά Φῶτα, ἀλλά ἕνα φῶς. «Στήν
Καινή Διαθήκη ὁ Πατέρας δέν εἶναι ἐνσαρκωμένος». Τό ξέρουμε πολύ καλά αὐτό.
Δέν σαρκώθηκε ὁ Πατέρας. «Οὔτε τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἐνσαρκωμένο». Τά εἴπαμε

240
αὐτά ἄλλη φορά, γι’ αὐτό καί δέν τά εἰκονίζουμε. Δέν ἔχουμε εἰκόνα οὔτε τοῦ
Πατρός οὔτε τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως διαπιστώνεται
ὅτι ἐνσαρκωμένο εἶναι μόνο τό ἕνα Φῶς, ὁ Λόγος». Βλέπετε; Οἱ Πατέρες εἶχαν
ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί ἔβλεπαν ὅτι ἀπό τά τρία Φῶτα, τό ἕνα Φῶς, ὁ Λόγος, εἶναι
σαρκωμένος, ἔχει σάρκα. «Ὁπότε ὑπάρχει μία μόνο ἕνωση μεταξύ τῆς ἀνθρωπίνης
φύσης καί τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ ἀκτίστου, ἡ ὁποία δέν συμπεριλαμβάνει καί τά τρία
Φῶτα, ἀλλά μόνο τό ἕνα Φῶς. Στούς Πατέρες τό ἐν Φωτί δέν εἶναι ἐνσαρκωμένο.
Ἐνσαρκωμένο εἶναι μόνο τό διά τοῦ Φωτός», δηλαδή ὁ Υἱός, ὁ Χριστός. «Μετά τήν
Ἐνσάρκωση τό διά τοῦ Φωτός γίνεται διά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐν
τῶ Φωτί (τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), διά τοῦ Φωτός (τοῦ Χριστοῦ) βλέπουμε τήν πηγή
τοῦ Φωτός (τόν Πατέρα). Ἐδῶ τό «διά τοῦ Φωτός» συνδέεται ἄμεσα μέ τό «ἐν τῆ
ἀνθρωπίνη φύσει τοῦ Χριστοῦ». Διά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ
σαρκωμένου Λόγου βλέπουμε τόν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίω.

Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι ἐκείνη πού δίνει τήν σωστή ἑρμηνεία γιά τά
ἀναφερόμενα στήν Ἁγία Γραφή. Δέν ἀποκλείονται βέβαια καί ἄλλες ἑρμηνεῖες τῆς
Ἁγίας Γραφῆς», ἀλλά προσέξτε εἶναι αἱρετικές αὐτές οἱ ἄλλες ἑρμηνεῖες. «Ὑπάρχουν
καί ἄλλες ἑρμηνεῖες, πού εἶναι οἱ ἑρμηνεῖες τῶν αἱρετικῶν. Π.χ. τῶν Ἀρειανῶν, τῶν
Εὐνομιανῶν, τῶν Μοναρχιανῶν, τῶν Δυναμικῶν καί Τροπικῶν, τῶν Νεστοριανῶν
κλπ». Πῶς τό ξέρουμε ὅτι εἶναι αἱρετικές; Διότι δέν ἐπαληθεύονται ἀπό τήν ἐμπειρία.
Εἶναι αὐτό πού εἴπαμε κι ἄλλη φορά ὅτι καί ἡ θεολογία εἶναι θετική ἐπιστήμη. Αὐτό
πού λέει ὁ θεολόγος πρέπει νά τό ἀποδείξει, νά τό στηρίζει πάνω σέ ἐμπειρικά
δεδομένα. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μίλησαν γιά τήν Ἁγία Τριάδα ἀλλά εἶχαν ἐμπειρία καί
μίλησαν. Οἱ αἱρετικοί δέν εἶχαν ἀνάλογες ἐμπειρίες ἀλλά τά ἔλεγαν μέ βάση τόν
στοχασμό, μέ βάση τήν φιλοσοφία, γι’ αὐτό καί ἔπεφταν ἔξω.

«Γιατί ὅμως ὅλες αὐτές, οἱ ἄλλες ἑρμηνεῖες νά μήν εἶναι σωστές καί νά εἶναι σωστή
μόνο ἡ Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία; Γιατί π.χ. νά εἶμαι ὑποχρεωμένος ἀπό ἐπιστημονικῆς
ἀπόψεως νά φθάσω νά ἀποδεχθῶ τό συμπέρασμα ὅτι μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι ἔκαναν
σωστή ἑρμηνεία καί δέν ἔκανε σωστή ἑρμηνεία καί ἕνας αἱρετικός;». Γιατί, εἴπαμε
ὅτι δέν ἐπαληθεύονται ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως οἱ αἱρετικοί. «Ἐδῶ φυσικά δέν
ἔχει καμμία θέση ἡ Θεολογία τῶν μοντέρνων Ὀρθοδόξων, πού λένε: Οἱ ἐπίσκοποι
τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποτελοῦν τά μέλη τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἔχουν ἀπό τόν
Θεό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, καθώς καί τήν κανονική χειροτονία καί ὅταν συνέρχονται ἐν
Συνόδω, σέ μία Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀποφαίνονται ἀλαθήτως».

Νά δοῦμε θά ἀποφανθοῦν ἀλαθήτως τώρα στήν μέλλουσα νά συνέλθει…; Δέν εἶναι


σίγουρο. Ἐξαρτᾶται… Γιατί δέν εἶναι μόνο ἡ χειροτονία, -κανονική χειροτονία, δέν
λέμε ὅτι δέν εἶναι κανονική- ἤ ἡ ἀποστολική διαδοχή πού ἐξασφαλίζει τήν ἐνέργεια
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν ἄνθρωπο. Χρειάζονται καί ἄλλες προϋποθέσεις ὥστε ὁ
ἄνθρωπος, ὁ ἐπίσκοπος, ὁ ὁποιοσδήποτε θεολογῶν, νά ἔχει ἐνεργό μέσα του τό Ἅγιο
Πνεῦμα.

241
«Δέν ἔχει ἐδῶ καμμία θέση μία τέτοια Θεολογία, διότι δέν φωτίζει κάποιον ἐπίσκοπο
τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἔτσι ἁπλῶς», ἐπειδή εἶναι ἐπίσκοπος, «ἐπειδή ἔχει κανονική
χειροτονία ἤ ἐπειδή συνέρχεται σέ Σύνοδο, ἔστω καί Οἰκουμενική ἤ ἐπειδή ἔχει
ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία ἤ ἐπειδή γίνεται κοινή προσευχή ἀπό ὅλα τά μέλη τῆς Συνόδου.
Χρειάζονται καί ἄλλες οὐσιαστικές προϋποθέσεις, δηλαδή τό νά εὑρίσκεται ἤδη ὁ
ἐπίσκοπος σέ κατάσταση φωτισμοῦ». Ἔχουμε πεῖ ὅτι φωτισμός σημαίνει ἀδιάλειπτη
προσευχή, πού στήν πλήρη καί τελειότερη μορφή της ἡ νοερά προσευχή εἶναι
αὐτενεργουμένη. Δέν κάνει προσευχή αὐτός πού εἶναι σέ κατάσταση φωτισμοῦ, ἀλλά
ἀκούει νά κάνει προσευχή τό Ἅγιο Πνεῦμα πού εἶναι μέσα του.

Ἄν δέν ὑπάρχει δηλαδή τέτοιος ἄνθρωπος φωτισμένος μέσα στή Σύνοδο, ἡ Σύνοδος
μπορεῖ καί νά πεῖ αἱρετικά πράγματα καί ἄς εἶναι καί οἰκουμενική, ἄς εἶναι δηλαδή
ἐπίσκοποι μαζεμένοι ἀπό ὅλο τόν κόσμο. Θά πρέπει νά ὑπάρχει τουλάχιστον ἕνας
τέτοιος φωτισμένος, θεωμένος ἄνθρωπος, δηλαδή πού νά μιλάει τό Ἅγιο Πνεῦμα
μέσα του. Τότε βεβαίως θά πεῖ σωστά πράγματα καί θά ἀναγνωριστεῖ καί ἀπό τήν
δογματική συνείδηση τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ τελικός κριτής. Πρόσφατα ἕνας
ἐπίσκοπος εἶπε γιά τήν μέλλουσα νά συνέλθει καί γιά αὐτά πού λένε ὅτι θά
ἐνισχύσουμε τούς Παπικούς κ.λ.π. ὅτι λογαριάζετε χωρίς τόν ξενοδόχο.

Ξενοδόχος εἶναι ὁ λαός. Ὄχι ὅλος ὁ λαός, ἡ μάζα, ἀλλά οἱ φωτισμένοι ἄνθρωποι πού
ὑπάρχουν καί μέσα στόν λαό. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά εἶσαι ἐπίσκοπος ἤ παπάς ἤ
μοναχός γιά νά εἶσαι φωτισμένος. Μπορεῖ νά εἶσαι καί λαϊκός καί νά ἔχεις ἐνεργό
μέσα σου τήν νοερά προσευχή. Αὐτοί θά ποῦνε ἀλαθήτως ἄν αὐτά πού θά
ἀποφανθοῦν οἱ μεγάλοι ἐπίσκοποι κ.λ.π. εἶναι σωστά ἤ ὄχι. Ἡ δογματική συνείδηση
τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ τελικός κριτής. Γι’ αὐτό βλέπετε στή Σύνοδο
Φερράρας-Φλωρεντίας, πού τώρα τήν ἀναφέρουν στήν ἐπικαιρότητα οἱ
Οἰκουμενιστές γιατί λένε: ‘νά τότε εἴχαμε ὑπογράψει τήν ἕνωση’. Ὄντως τήν εἶχαν
ὑπογράψει. Ὅλοι; Ὅλοι! Ἐκτός ἀπό ἕναν… ἐκτός ἀπό τόν Ἅγιο Μάρκο. Καί ὅταν
γύρισαν στήν Κωνσταντινούπολη ὁ πιστός λαός, ὁ λαός πού εἶχε τά σωστά κριτήρια
ποιόν ζητωκραύγασε; Μόνο τόν Ἅγιο Μάρκο. Ὅλους τούς ἄλλους τούς
ἀποδοκίμασαν. Καί οἱ ἴδιοι κατάλαβαν τό λάθος τους καί ἔλεγαν ‘νά μοῦ κοβόταν τά
χέρια πού ὑπέγραψα’. Μετάνοιωσαν καί οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι. Κατάλαβαν μετά τό
λάθος τους, λειτούργησε ἡ σωστή δογματική συνείδηση καί σ’ αὐτούς.

«Μετά ἔρχονται οἱ Παπικοί καί λένε τά δικά τους, ὅτι δηλαδή ὅταν ὁ Πάπας
ἀποφασίσει κάτι, αὐτό εἶναι ἀλάθητο!». Ἡ ἴδια ἀντίληψη πού λέγαμε προηγουμένως
γιά τούς Ὀρθοδόξους ὅτι δηλαδή ‘εἶσαι ἐπίσκοπος, σέ φωτίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα’.
Ἐξαρτᾶται ἄν σέ φωτίζει ἤ ὄχι. Δέν σημαίνει ὅτι σέ φωτίζει, ἄν δέν ἔχεις ὁ ἴδιος ἐσύ
ἐργαστεῖ μέσα σου, νά ἔχεις κάνει κάθαρση δηλαδή ἀπό τά πάθη, ὥστε νά ἔχει
ἐνεργοποιηθεῖ μέσα σου τό Ἅγιο Πνεῦμα πού πῆρες μέ τό βάπτισμα καί νά ἔχεις
μέσα σου τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Μπορεῖ καί νά μή σέ φωτίσει καί νά ἔχεις τόν
σκοτισμό τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος, ὅπως τό εἶχαν πάθει αὐτοί οἱ ἐπίσκοποι πού
εἴπαμε στή Φερράρα-Φλωρεντία. Καί ὅταν τούς ρώτησαν γιατί τό πάθατε αὐτό;

242
Ξέρετε τί εἶπαν; Μᾶς πίεσαν οἱ Παπικοί. Πιεστήκαμε πολύ… Καί ἐπειδή πιεστήκατε,
ἔπρεπε νά ὑποχωρήσετε, νά ἀφήσετε τήν ἀλήθεια; Ὅπως καί σήμερα… τά ἴδια
ἐπιχειρήματα. Μᾶς πιέσανε, λένε, πάρα πολύ, ἀφόρητα. Ἀφοῦ ξέρεις ὅτι εἶναι λάθος.
Τί θά πεῖ σέ πιέσανε; Ὅσο κι ἄν σέ πιέσουν, τό λάθος καί τήν αἵρεση δέν μπορεῖς νά
τό ὑπογράψεις. Ἀλλά, ὅταν λείπει ἡ ἐνεργός παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ
ἄνθρωπος δειλιάζει, φοβᾶται καί ὑποκύπτει στήν τρομοκρατία τοῦ πονηροῦ
πνεύματος, γιατί ὄντως ἀσκοῦσαν τρομοκρατία τότε οἱ Παπικοί στούς ὀρθόδοξους
ἐπισκόπους στήν Ἰταλία. Τρόμαξαν καί ὑποτάχτηκαν στόν Πάπα, ἐκτός ἀπό τόν Ἅγιο
Μάρκο, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του καί γι’ αὐτό δέν ὑπέκυψε.
Ἔτσι λοιπόν καί οἱ Παπικοί λένε ὅ,τι πεῖ ὁ Πάπας εἶναι ἀλάθητο ἐπειδή εἶναι Πάπας.
Ἀπό ποῦ καί ὡς ποῦ;

«Σάν νά ὑπάρχει δηλαδή μία διαιτησία μέσα στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Πνεῦμα τό
Ἅγιο, ὥστε νά ἀποφασίζει ἡ Ἐκκλησία μέσω κάποιας διαιτησίας γιά τό ποιός
θεολόγος ἔχει δίκιο ἤ γιά τό ποιά Θεολογία εἶναι σωστή! Αὐτό ὅμως εἶναι τό ἔργο
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἔτσι ἀνιχνεύεται ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας;». Ὄχι, βέβαια!

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

243
α.Περί οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό
β.Περί τῆς Ἐνσαρκώσεως καί τῆς Ἁγίας Τριάδας
(Πατερική Θεολογία - 19ο Μέρος)

Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ
Ρωμανίδη καί τό θέμα σήμερα εἶναι γιά τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνέργειας
στόν Θεό. Στόν Θεό πράγματι διακρίνουμε οὐσία καί ἐνέργεια. Ὁ Θεός δηλαδή ἔχει
οὐσία, ἔχει καί ἐνέργεια. Τά πράγματα αὐτά βέβαια δέν εἶναι κάτι ξεχωριστό. «Ὅταν
μιλᾶμε, λέει ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης, «στήν Ὀρθόδοξη παράδοση γιά διάκριση
μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, ἐννοοῦμε τήν φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας, ἡ
ὁποία διακρίνεται ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας τοῦ
Θεοῦ δέν εἶναι κάτι τό διαφορετικό καί ξεχωριστό ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ». Καί ἡ
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι καί αὐτή Θεός. «Δέν εἶναι ἄλλο ἡ οὐσία καί ἄλλο ἡ ἐνέργεια
τῆς οὐσίας». Ἡ ἐνέργεια, θά λέγαμε, ἐκπηγάζει ἐκ τῆς οὐσίας.
«Ὁρισμένοι δικοί μας θεολόγοι μιλᾶνε γιά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ σάν νά εἶναι κάτι
διαφορετικό ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Λένε δηλαδή ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ
καί ἄλλο εἶναι ἡ ἐνέργεια τῆς οὐσίας. Πράγματι αὐτήν τήν ἐντύπωση μπορεῖ νά
ἀποκομίσει κάποιος, ὅταν διαβάζει τούς Πατέρες, ὅτι δηλαδή ἄλλο πράγμα εἶναι ἡ
οὐσία καί ἄλλο ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ἐκφράζονται ἔτσι οἱ Πατέρες μόνο γιά
νά τονίσουν τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό. Ἐκεῖνο, ὅμως, πού
αὐτοί οἱ θεολόγοι», πού συγχέουν τά πράγματα, «δέν παρατηροῦν εἶναι ὅτι οἱ
Πατέρες λένε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ,
δηλαδή ὅτι εἶναι οὐσιώδης ἐνέργεια. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ ἔχει μία φυσική ἐνέργεια, ἡ
ὁποία ὀφείλεται στήν ὕπαρξη τῆς οὐσίας. Γι’ αὐτήν τήν φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας
μιλᾶνε οἱ Πατέρες». Ὅταν λοιπόν λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών, γιά νά τό
ποῦμε μ’ ἕνα σχῆμα πού ἔχουμε ὑπόψη μας, τί ἐννοοῦμε; Ὅτι ὁ Θεός εἶναι κατ’
ἐνέργεια πανταχοῦ παρών. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα. Καί ἡ
οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι πανταχοῦ παροῦσα ἀλλά -προσέξτε- δέν εἶναι μεθεκτή ἀπό
ἐμᾶς, ὁπότε εἶναι ὡσεί ἀποῦσα, σάν νά μήν ὑπάρχει. Ἀλλά ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι
μεθεκτή, μποροῦμε νά μετέχουμε στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ὅταν λέμε ὅτι
ὁ Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών, ἐννοοῦμε ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πανταχοῦ
παροῦσα.

«Τό ἄλλο πού τονίζουν οἱ Πατέρες εἶναι ὅτι αὐτή ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας τοῦ
Θεοῦ, ὅπως καί ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀπολύτως ἁπλή. Αὐτή ὅμως ἡ μία ἁπλή
ἐνέργεια μερίζεται – προσέξτε τήν ἔκφραση πού λένε οἱ Πατέρες – ἀμερίστως –χωρίς
νά χωρίζεται– ἐν μεριστοῖς», σέ ξεχωριστά πάλι κομμάτια. «Τί σημαίνει ὅμως αὐτό;
Στόν νόμο τῶν ἀντιθέσεων τοῦ Ἀριστοτέλους αὐτό εἶναι μία ἀνοησία». Πῶς μπορεῖ
καί νά χωρίζεται καί νά μή χωρίζεται…; Ἀλλά εἴπαμε στόν Θεό δέν ἰσχύει ἡ λογική

244
τοῦ Ἀριστοτέλη. Οὔτε ἔχουμε λέξεις γιά νά ἐκφράσουμε τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό καί χρησιμοποιοῦμε τέτοιες ἐκφράσεις: ‘γνωρίζεται ἀγνωρίστως’ ἤ
‘ὑπεραγνώστως’. Δηλαδή, Τόν ξέρουμε καί δέν Τόν ξέρουμε. Ἤ ‘μερίζεται
ἀμερίστως’. Μοιράζεται καί δέν μοιράζεται. Ὅπως λέμε στήν Θεία Κοινωνία, «ὁ
μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε
δαπανώμενος». Ποιός; Ὁ Χριστός. Μοιράζεται ἀλλά δέν διαιρεῖται. Μετέχεται ἀπό
ἐμᾶς καί πάλι δέν ἐλαττώνεται. Θά πεῖτε: εἶναι δυνατόν νά γίνει αὐτό; Γιά τόν Θεό
ὅλα εἶναι δυνατά! Κι ὅταν παίρνουμε στήν Θεία Κοινωνία ἕνα μικρό κομμάτι, αὐτό
δέν εἶναι ἕνα κομμάτι ἀπό τόν Χριστό, ἀλλά εἶναι ὅλος ὁ Χριστός. Μέγα μυστήριο
εἶναι κι αὐτό!

«Τί σημαίνει λογικά μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς; Δηλαδή τί σημαίνει ὅτι αὐτή
ἡ ἐνέργεια κομματιάζεται χωρίς νά κομματιάζεται; Πῶς δηλαδή κάτι μπορεῖ νά
γίνεται πολλά καί ταυτόχρονα νά παραμένει ἕνα; Ὅμως ὄντως αὐτή ἡ ἁπλή ἐνέργεια
μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς!», ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Νά πῶ ἕνα παράδειγμα
ἀπό τά κτιστά. Ὅταν ἔχουμε ἕνα κερί, δέν μποροῦμε νά ἀνάψουμε καί ἄλλα κεριά;
Πάλι ἡ φλόγα δέν μειώνεται, δέν ἐλαττώνεται. Μεταδίδεται τό φῶς καί στά ἄλλα
κεριά, χωρίς νά ἐλαττώνεται ἀπό τό πρῶτο. Οὔτε κομματιάζεται νά πάρει κάθε κερί
ἕνα κομμάτι τῆς ἀρχικῆς φλόγας.

Αὐτό λοιπόν «τό λένε οἱ Πατέρες. Τό λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ


Θεολόγος», ὅτι μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς. «Ἀλλά ἡ ἴδια ἔκφρασις ὑπάρχει
καί στόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, καθώς καί στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ὅλοι τους λένε ὅτι αὐτή ἡ ἁπλή ἐνέργεια –τοῦ Θεοῦ– πολλαπλασιάζεται. Πῶς;
Ἀπολλαπλασιάστως». Πάλι λέμε κάτι καί τό ἀναιροῦμε. Τό παίρνουμε πίσω, γιατί
δέν ἔχουμε λέξεις. «Ποῦ; Ἐν πολλοῖς». Ποῦ πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως;
Ἐν πολλοῖς. Σέ πολλούς. Σέ ποιούς; Σ΄ αὐτούς πού ἔχουν τίς προϋποθέσεις νά
μετέχουν στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μία ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀλλά ἔχει πολλές
φανερώσεις. Ἔτσι ἔχουμε πολλές ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ τίς ὁποῖες χαρακτηρίζουμε μέ
βάση τά ἀποτελέσματά τους. Ὑπάρχει μία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού λέγεται
δημιουργική ἐνέργεια, μέ τήν ὁποία δημιουργήθησαν ὅλα ὅσα ὑπάρχουν, τά ὄντα. Σ’
αὐτή τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μετέχουν ὅλα τά ὄντα, τά δημιουργήματα. Ἄν δέν
ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἐνέργεια, δέν θά ὑπῆρχε τίποτε ἀπό αὐτά πού γνωρίζουμε. Κι ἐμεῖς
δέν θά ὑπήρχαμε. Σ’ αὐτή τήν ἐνέργεια μετέχουν ὅλοι.

Ὑπάρχει μία ἄλλη ἐνέργεια πού λέγεται προνοητική καί συνεκτική ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ. Καί σ’ αὐτή μετέχουν ὅλα τά ὄντα γιά τά ὁποῖα ὁ Θεός προνοεῖ, τά συγκροτεῖ,
τά συνέχει καί τά διατηρεῖ στήν ὕπαρξη. Ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἐνέργεια, ἡ Θεία
Πρόνοια ὅπως τήν λέμε ἁπλούστερα, δέν θά συντηρεῖτο ἡ Δημιουργία, θά
καταστρεφόταν. Αὐτό ἐπαληθεύεται καί ἐπιστημονικά. Ὑπάρχει κάποιος νόμος πού
λέγεται δεύτερο ἀξίωμα τῆς θερμοδυναμικῆς, πού λέει ὅτι αὐξάνει ἡ ἀταξία σέ ἕνα
σύστημα ὅσο περνάει ὁ χρόνος. Αὐτό δέν συμβαίνει στό σύμπαν. Τό σύμπαν μέσα
στόν χρόνο ἔχει μία σταθερή τάξη, πράγμα τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά γίνει ἀπό μόνο

245
του. Αὐτό γίνεται ἐξαιτίας τῆς προνοητικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, ὁπότε ὑπάρχει καί
συντηρεῖται αὐτή ἡ τάξις τοῦ σύμπαντος. Ἀλλιῶς τό σύμπαν θά εἶχε διαλυθεῖ.
Βλέπετε, ἄν μία νοικοκυρά δέν μπαίνει κάθε μέρα μέσα σέ ἕνα δωμάτιο σέ λίγο
χρόνο αὐτό θά εἶναι ἀκατοίκητο. Αὐξάνεται ἡ ἀταξία τοῦ συστήματος. Ἔτσι γίνεται
σ’ ὅλο τό σύμπαν. Ποιός εἶναι ὁ νοικοκύρης τοῦ σύμπαντος ὅμως; Εἶναι ὁ Θεός!
Εἶναι ἡ ἐνέργεια αὐτή τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία λέγεται προνοητική καί συνεκτική καί στήν
ὁποία, εἴπαμε, μετέχουν ὅλα τά ὄντα.

Ὑπάρχει, ἐπίσης, μιά ἄλλη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού λέγεται καθαρτική, πού καθαρίζει
τόν ἄνθρωπο. Σ’ αὐτή ὅμως τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν μετέχουν ὅλοι. Μετέχουν
μόνο τά νοήμονα αὐτά ὄντα, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή, οἱ ὁποῖοι μετανοοῦν καί θέλουν νά
καθαριστοῦν. Γιατί, ὅταν μετανοεῖς, θέλεις νά καθαριστεῖς. Σ’ αὐτή λοιπόν τήν
ἐνέργεια τήν καθαρτική μετέχουν οἱ μετανοοῦντες καί ὄχι ὅλοι. Διαφορετικά θά ἦταν
ὅλοι μετανοοῦντες, ἀλλά δέν εἶναι ὅλοι μετανοοῦντες, τό ξέρουμε πολύ καλά.

Ὑπάρχει μετά ἡ φωτιστική ἐνέργεια, στήν ὁποία μετέχουν πάλι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι
ἔχουν πρῶτα καθαρθεῖ. Ἔχουν ὑποστεῖ τήν κάθαρση διά τῆς καθαρτικῆς ἐνεργείας
καί μετά μετέχουν στήν φωτιστική ἐνέργεια, ἐφόσον πάλι τό θέλουν. Γιατί, μπορεῖ
κανείς ν’ ἀρχίσει νά μετανοεῖ καί νά μείνει στή μέση, νά μήν ὁλοκληρώσει τήν
κάθαρση, ὁπότε δέν δέχεται τόν φωτισμό. Καί ὑπάρχει καί ἡ τρίτη ἐνέργεια, ἡ ὁποία
λέγεται θεωτική ἤ θεοποιός στήν ὁποία πάλι μετέχουν αὐτοί πού ἔχουν τίς
προϋποθέσεις. Ἔχουν φτάσει στήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί ὁ Θεός τούς δίνει
καί τήν κατάσταση τῆς θεώσεως ἐφόσον τό θέλει. Ἑπομένως, ὑπάρχουν ἐνέργειες
στίς ὁποῖες μετέχουμε ὅλοι καί ὑπάρχουν καί ἐνέργειες στίς ὁποῖες μετέχουμε ἐάν
θέλουμε. Ὁ Θεός δέν μᾶς βάζει μέ τό ζόρι στόν Παράδεισο οὔτε στήν κόλαση. Μόνοι
μας πᾶμε. Ἄν ἐπιλέξεις τήν ἀμετανοησία, ἐπιλέγεις τήν κόλαση. Ἄν ἐπιλέξεις τήν
μετάνοια, ἐπιλέγεις τήν ἀρχή τῆς σωτηρίας, τή θέωση.

«Ἡ ἐνέργεια», λοιπόν, «τοῦ Θεοῦ πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως ἐν πολλοῖς.


Τί σημαίνει ὅμως αὐτό; Σημαίνει ὅτι, ὅταν ὁ προφήτης ἔλθει σέ θέωση, κατά τήν
ὁποία βρίσκεται σέ ἐπαφή μέ τόν Θεό, βλέπει ὅτι αὐτή ἡ ἁπλή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ
ὑπάρχει μέσα σέ ὅλα τά κτίσματα», γιατί εἴπαμε ὅτι ὅλα τά κτίσματα μετέχουν τῆς
δημιουργικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ καί τῆς προνοητικῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Ἕνας
λοιπόν πού φτάνει στήν θέωση, τήν βλέπει αὐτή τήν ἐνέργεια. Γι’ αὐτό βλέπει καί τό
σύμπαν μέ ἄλλα μάτια, εἶναι ἡ λεγόμενη ‘φυσική θεωρία’.

Αὐτή ἡ μία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἔχει «πολλά ἀποτελέσματα. Καί ἡ μία αὐτή ἐνέργεια,
εἶναι σέ καθετί μία ἐνέργεια. Καί μέσα σέ κάθε μία ἀπό αὐτές τίς ἐνέργειες ὅλος ὁ
Θεός εἶναι παρών!». Ὄχι ἕνα μέρος τοῦ Θεοῦ, ὅλος ὁ Θεός. «Ὁ Θεός, ὅταν
δημιουργεῖ τόν κόσμο, δημιουργεῖ τόν κόσμο ὄχι κατ’ οὐσίαν, ἀλλά κατ’ ἐνέργειαν
καί κατά βούλησιν». Τί σημαίνει αὐτό; Ὅτι τά ὄντα δέν ἔχουν πάρει τήν οὐσία τοῦ
Θεοῦ, γιατί τότε τά ὄντα θά ἦταν θεοί καί θά εἴχαμε πολλούς θεούς, ἀλλά τήν
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μετέχουν στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέμε ὁ Θεός

246
δημιουργεῖ τόν κόσμο ὄχι κατ’ οὐσία ἀλλά κατ’ ἐνέργεια. Δέν ἔριξε κομμάτια Του ὁ
Θεός ἐδῶ κι ἐκεῖ καί ἔφτιαξε τό σύμπαν, ὅπως ἔλεγαν κάποιοι… μυθολογίες καί
τέτοια πράγματα, ἀλλά κατ’ ἐνέργεια δημιουργεῖ τόν κόσμο.

«Ὁπότε ὑπάρχει ἕνωση τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μέ τά κτίσματα. Ἡ ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ εἶναι πολύ ἁπλή. Διακρίνεται ὅμως σέ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ», ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, «σέ προνοητική (συντηρητική) ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ, σέ καθαρτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, σέ φωτιστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, σέ θεωτική
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μεταξύ αὐτῶν τῶν μορφῶν τῆς μίας καί μόνης ἐνεργείας τοῦ
Θεοῦ δέν ὑπάρχει ταυτότητα. Ἄν ὑπῆρχε ταυτότητα, τότε ὅλα τά κτίσματα θά
μετεῖχαν π.χ. στήν θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Τί θά σήμαινε ὅμως αὐτό; Ὅτι ὅλα τά
κτίσματα θά ἔβλεπαν τόν Θεό. Πῶς τό ξέρουμε ὅμως ὅτι δέν ὑπάρχει ταυτότητα;
Ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Θείας Χάριτος ἡ Ἐκκλησία ξέρει πολύ καλά ὅτι ἡ φωτιστική
π.χ. ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τό ἴδιο μέ τήν θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γιατί;
Διότι ἐκεῖνοι πού φθάνουν στήν θέωση εἶναι οἱ Ἅγιοι. Οἱ ἄλλοι δέν φθάνουν στήν
θέωση. Ὁπότε τό μερίζεται ἐν μεριστοῖς δέν σημαίνει ὅτι αὐτό πού εἶναι μεγάλο (ὁ
Θεός) μεριζόμενο, γίνεται μικρό, ὅτι λιγοστεύει δηλαδή ὁ Θεός». Ὁ Θεός παραμένει
Αὐτός πού εἶναι καί πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως ἐν πολλοῖς.

«Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι καί ἡ οὐσία τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Διότι τί
λέγει ὁ ἱερεύς μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων ἐκεῖ στίς εὐχές;», λίγο πρίν
κοινωνήσουμε; Τό λέει καθ’ ἑαυτόν, δέν ἀκούγεται ἔξω. Παίρνει τόν ἅγιο Ἄρτο καί
τόν μελίζει. «Μελίζεται ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ
ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος…». Τί σημαίνουν ὅμως αὐτά; Ὅτι στό
Μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, στήν Καινή Διαθήκη μετέχει καί ἡ ἀνθρώπινη
φύσις τοῦ Χριστοῦ». Γι’ αὐτό, ὅταν κοινωνοῦμε, παίρνουμε τήν τεθεωμένη
ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνοῦμε τόν Χριστό. Ὄχι ψωμάκι καί κρασάκι
πού λένε μερικοί ἤ τό χρυσό δοντάκι πού λένε στά παιδιά… Ἀνοησίες…
Ἀπαράδεκτα πράγματα! Πρέπει νά πεῖς στό παιδάκι ὅτι αὐτό πού παίρνει εἶναι ὁ
Χριστός καί μετέχει ὄχι βέβαια στήν οὐσία τοῦ Χριστοῦ ἀλλά στήν ἐνέργεια.

«Ὁπότε τώρα ὁ τρόπος τῆς παρουσίας καί φανερώσεως τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο
εἶναι καί διά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία καί αὐτή τώρα μερίζεται
ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς!». Δέν λιγοστεύει δηλαδή καί ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐπειδή
κοινωνοῦμε, παραμένει ἀκέραιη. «Ἔτσι ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως γνωρίζουμε
ὅτι ἡ μία ἁπλή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς. Ἐκεῖνο δέ, πού
γίνεται κατά τήν Θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἀπόρροια τῆς Ἐνσαρκώσεως. Μετά τήν
Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου γνωρίζουμε τόν Χριστό μόνον κατά δόξαν, δηλαδή ἐν δόξη.
Δέν γνωρίζουμε τώρα τόν Χριστόν κατά σάρκα». Δέν Τόν ἔχουμε μπροστά μας,
ὅπως Τόν εἶχαν οἱ Ἀπόστολοι, ἀλλά Τόν γνωρίζουμε ἐν δόξη. «Αὐτό ὅμως δέν
σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἄσαρκος». Ἔχει σάρκα, ἁπλῶς δέν Τόν βλέπουμε ἐμεῖς
ὅπως Τόν ἔβλεπαν οἱ Ἀπόστολοι ἐν σαρκί. «Ὁ Χριστός εἶναι ἔνσαρκος καί ἔχει
πλήρη ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία τώρα, δηλαδή μετά τήν Ἀνάληψή Του, εἶναι

247
δεδοξασμένη». Καί βεβαίως, ἐάν θέλει ὁ Χριστός μας, μᾶς ἐμφανίζεται. Πολλοί
ἄνθρωποι, καί ὁ π. Παΐσιος, Τόν εἶχαν δεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του τήν
δεδοξασμένη βέβαια καί ἀναστημένη, ὅπως Τόν εἶχε δεῖ ἡ ὁμήγυρις τῶν Ἀποστόλων
μετά τήν Ἀνάσταση.

«Ὅταν κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, δέν παίρνουμε μόνο ἕνα
κομμάτι τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, ἀλλά ὁ καθένας πού κοινωνεῖ παίρνει ὁλόκληρο τόν
Χριστό μέσα του». Δέν ἔχει σημασία ἄν θά πάρεις μεγάλο ἤ μικρό κομμάτι, γιατί
λένε μερικοί θά μοῦ δώσει μεγάλο κομμάτι σήμερα ὁ ἱερέας ἤ μικρό; Δέν ἔχει
σημασία. Καί μικρό νά εἶναι, εἶναι ὁλόκληρος ὁ Χριστός.

«Ὅμως ἐξαιτίας αὐτοῦ δέν ὑπάρχουν πολλοί Χριστοί. Ἕνας εἶναι ὁ Χριστός καί
αὐτός ὁ Χριστός, πού εἶναι ἕνας, βρίσκεται ὁλόκληρος μέσα σέ κάθε πιστό πού
κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἐπάνω δηλαδή στό ἅγιο Ἀρτοφόριο, ἐκεῖ πού
κομματιάζεται ὁ Ἀμνός ἀπό τόν ἱερέα, δέν κομματιάζεται ὁ Χριστός, ἀλλά
πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως στούς πολλούς. Ὑπάρχει δηλαδή ὁλόκληρος ὁ
Χριστός σέ κάθε ἕνα τεμάχιο τοῦ Θείου Ἄρτου» καί σέ ἕναν μικρότατο μαργαρίτη.

Γι’ αὐτό προσέχει τόσο πολύ ὁ ἱερέας καί ὀφείλει νά προσέχει νά μαζέψει καί τόν
ἐλαχιστότατο μαργαρίτη, νά τόν βάλει μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο ἤ νά τόν καταλύσει.
Δέν ἐπιτρέπεται νά πέσει τίποτα κάτω. Πρέπει νά προσέχουμε πάρα πολύ, ὅταν
κοινωνοῦμε. Καί ἐσεῖς νά βοηθᾶτε τόν ἱερέα. Μερικοί δέν βοηθοῦν τόν ἱερέα. Τώρα
κάνω μιά παρένθεση, ἀλλά εἶναι σημαντικό. Δέν ξέρουν νά κοινωνήσουν οἱ
ἄνθρωποι. Κρατοῦν τό ἅγιο μαντήλιο μακριά, ἐνῶ πρέπει νά τό βάζουν κάτω ἀπό τό
πηγούνι τους. Ἤ μερικοί τό βάζουν μέν κάτω, ἀλλά τό ὑψώνουν καί οὐσιαστικά
κλείνουν τό στόμα τους. Βάζουν δηλαδή κι ἕνα ἐμπόδιο στόν ἱερέα καί δέν μπορεῖ νά
δώσει τήν Θεία Κοινωνία. Καί διάφορα ἄλλα πράγματα… δέν εἶναι τοῦ παρόντος.
Ἀλλά πρέπει νά βοηθοῦμε καί νά προσέχουμε πάρα πολύ, γιατί ἄν γίνει ζημία, ὅπως
λέμε, εἶναι ἁμάρτημα καί γιά τόν ἱερέα καί γιά ἐμᾶς, ἄν δέν προσέξουμε.

«Τό ἴδιο τώρα συμβαίνει καί στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης». Κι αὐτοί
μετεῖχαν τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ ἀλλά «ὁ Χριστός ἐδῶ ἐμφανίζεται ἄσαρκος.
Ἐμφανίζεται ὁ Λόγος, ὁ Ἄγγελος», ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἅγγελος, ὁ Υἱός καί Λόγος
τοῦ Θεοῦ. «Ἦταν παρών ὁ Ἄγγελος, δηλαδή ὁ Θεός καί στόν Προφήτη, ἀλλά καί
στήν ὑπόλοιπη κτίση».

«Ὁ Θεός δέν εἶναι περιορισμένος κατ’ οὐδένα τρόπο. Γι’ αὐτό τονίζουν οἱ Πατέρες
ὅτι ὁ Θεός Πατήρ εἶναι πανταχοῦ παρών». Τώρα πρέπει νά ποῦμε λίγα λόγια καί γιά
τόν Χριστό, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τί διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας,
γιά νά καταλάβουμε κάτι στή συνέχεια πού θά σᾶς πῶ. Ὁ Θεός Λόγος εἶναι τό
δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός ἤ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί
τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ἡ Ἁγία Τριάδα, τά τρία Πρόσωπα. Ὁ Πατήρ εἶναι Πρόσωπο, ὁ
Υἱός εἶναι Πρόσωπο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Πρόσωπο. Στό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ,

248
τοῦ Θεοῦ καί Λόγου, ἑνώθηκαν ὑποστατικά, δηλαδή πραγματικά, ἡ θεία καί ἡ
ἀνθρώπινη φύση. Ὡς ἀνθρώπινη φύση ἐννοοῦμε τό σῶμα καί τήν λογική ψυχή μέ
ὅλες τίς ἰδιότητές τους, χωρίς βέβαια τήν ἁμαρτία. Ὁ Θεός δηλαδή πῆρε ὅλη τήν
ἀνθρώπινη φύση, ὄχι μόνο τό σῶμα μας, καί τήν ψυχή μας. Πῆρε ἀνθρώπινη ψυχή,
ἀνθρώπινο σῶμα καί ὅλα τά τοῦ ἀνθρώπου ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί γιατί τά πῆρε
ὅλα; Γιά νά τά ἁγιάσει ὅλα, νά τά θεώσει ὅλα. Γιατί, ἀπό τή στιγμή πού τά πῆρε στό
Πρόσωπό του καί ἑνώθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τήν θεία φύση, θεώθηκε ἡ
ἀνθρώπινη φύση.

Ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Τό πρόσωπο τοῦ
Θεανθρώπου εἶναι τό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Λόγου. Δέν εἶναι δύο πρόσωπα. Ἕνα
πρόσωπο εἶναι ὁ Χριστός ἐν δύο φύσεσιν, μέ δύο φύσεις, τήν ἀνθρώπινη καί τήν
θεία. Τό πρόσωπο αὐτό, ὅπως μᾶς τό περιγράφει ἡ 4η Οἰκουμενική Σύνοδος, εἶναι ἐν
δυσί φύσεσι, στήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη φύση καί αὐτές οἱ δύο φύσεις στό
πρόσωπο τοῦ Λόγου εἶναι ἑνωμένες ἀδιαιρέτως, χωρίς διαίρεση, ἀτρέπτως, χωρίς
τροπή, χωρίς δηλαδή ἀλλοίωση ἡ θεία φύση παραμένει ἀκέραιη καί ἡ ἀνθρώπινη
φύση εἶναι ἀκέραιη, χωρίς νά ἀλλάζουν σέ τίποτα, ἀμερίστως, χωρίς νά μερίζονται,
χωρίς νά διαιροῦνται καί ἀσυγχύτως, χωρίς νά συγχέονται. Εἶναι ξεχωριστές ἀλλά
εἶναι καί ἑνωμένες. Ἐνῶ δηλαδή ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων εἶναι ἀδιαίρετη, καθεμία
ἀπό τίς δύο φύσεις διατηρεῖ τά φυσικά ἤ ἀλλιῶς οὐσιώδη προσόντα, θά λέγαμε, τά
χαρακτηριστικά της.

Ἔτσι, ὑπάρχουν δύο φυσικές ἐνέργειες καί θελήσεις, ἡ θεία θέληση καί ἡ ἀνθρώπινη
θέληση. Ὁ Χριστός δηλαδή ἔχει δύο θελήσεις, γιατί ἔχει δύο φύσεις. Ἔχει τήν θεία
φύση, τήν θεία ἐνέργεια καί τήν θεία θέληση καί τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀνθρώπινη
ἐνέργεια, ἀνθρώπινη θέληση. Ἔχει δύο φυσικά αὐτεξούσια, τό θεῖο καί τό
ἀνθρώπινο. Ἔχει δύο σοφίες, τήν θεία σοφία καί τήν ἀνθρώπινη σοφία. Ἔχει δύο
γνώσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη γνώση. Οἱ δύο φυσικές θελήσεις, ἐνῶ
διατηροῦν τήν ἰδιαιτερότητά τους, δέν ἀντίκειται ἡ μία πρός τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ
ἀνθρώπινη ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Ὅπως κατ’ ἀναλογία σέ
μᾶς τούς ἀνθρώπους, θά πρέπει ἡ δική μας ἀνθρώπινη θέληση νά ὑποτάσσεται στή
θεία θέληση. Νά μήν ἔχει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος δικό του θέλημα, ‘ἐγώ θέλω, ἐγώ
ἀποφασίζω, ἐγώ κανονίζω τή ζωή μου’, ἀλλά νά ὑποτάσσεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ
καί νά λέει ‘ὅ,τι θέλει ὁ Θεός, ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὅποτε θέλει ὁ Θεός’. Αὐτός εἶναι ὁ
χριστιανός.

Γι’ αὐτό ὀνομαζόμαστε καί δοῦλοι Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατί τό χαρακτηριστικό τοῦ
δούλου εἶναι ὅτι δέν ἔχει θέλημα δικό του, ἔχει τό θέλημα τοῦ κυρίου του. Νά, γιατί
ἔχουν σημασία τά δόγματα. Ὅπως στόν Χριστό μας ἡ ἀνθρώπινη θέληση
ὑποτάσσεται στήν θεία θέληση, ἔτσι καί στόν ἄνθρωπο θά πρέπει ἡ δική του θέληση
ἡ ἀνθρώπινη νά ὑποτάσσεται στήν θεία θέληση, γιά νά μοιάζουμε στόν Χριστό. Ἡ
ὑποταγή τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς
ἀναμαρτησίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἑνότητος τοῦ Προσώπου

249
Του. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μας εἶναι ἀναμάρτητος, γιατί πάντοτε ἔκανε τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ σέ ὅλα.

Οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ ἀλληλοπεριχωροῦνται κατά ἀσύγχυτο τρόπο. Ὅταν λέμε
περιχώρηση ἐννοοῦμε τήν ἐνοίκηση τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο τοῦ
Θεανθρώπου. Κατά τήν περιχώρηση τῶν δύο φύσεων, ἡ θεία φύση ἐνεργεῖ καί
μεταδίδει, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση δέχεται τήν θεία ἐνέργεια. Συνέπεια τῆς
ὑποσταστικῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων εἶναι αὐτό πού λέγεται στήν Θεολογία
ἀντίδοση ἤ κοινοποποίηση τῶν ἰδιωμάτων. Τί θά πεῖ αὐτό; Ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων
σημαίνει μετάδοση τῶν ἰδιωμάτων καί ὀνομάτων τῶν δύο φύσεων στό ἕνα πρόσωπο
τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ὅμως καί μετάδοση τῶν ἰδιωμάτων τῆς μιᾶς φύσεως στήν ἄλλη
φύση καθ’ ἑαυτήν, ἀλλά στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Θά τό ἐξηγήσουμε μέ ἕνα
παράδειγμα. Ὁ Χριστός λέγεται Θεός καί ἄνθρωπος, ἄκτιστος καί κτιστός. Τό
Πρόσωπο, ὁ Χριστός, εἶναι καί ἄκτιστος καί κτιστός. Δέν μποροῦμε, ὅμως, νά ποῦμε
ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἄκτιστη. Ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων στό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὄχι στήν κάθε μία φύση καθ’ ἑαυτήν. Ἡ θεία φύση εἶναι
ἄκτιστη, ἡ ἀνθρώπινη φύση παραμένει κτιστή. Δέν μποροῦμε νά ὀνομάσουμε τήν
Θεότητα κτιστή καί παθητή, οὔτε νά ἀποδώσουμε στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ
Χριστοῦ καθ’ ἑαυτήν θεία ἰδιώματα καί νά τήν ὀνομάσουμε ἄκτιστη, ἀπαθῆ,
πάνσοφη, πανταχοῦ παροῦσα. Δέν εἶναι πανταχοῦ παροῦσα ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ
Χριστοῦ. Καί αὐτό γιατί οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ παραμένουν ἀκέραιες, μέσα
δηλαδή στά ὅριά τους.

Ἐδῶ εἶναι τώρα πού μέ αὐτή τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία συμφωνοῦν οἱ


Ρωμαιοκαθολικοί ἀλλά ἀπό τούς Προτεστάντες οἱ Λουθηρανοί ἀντιλαμβάνονται
πολύ διαφορετικά τήν ἀντίδοση τῶν ἰδιωμάτων στόν Χριστό καί δέχονται δηλαδή
ὅτι, ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως, τά ἰδιώματα τῆς θείας φύσεως ἀποδίδονται
καί στήν ἀνθρώπινη φύση ὡς ὀντολογικά ἰδιώματα. Καί αὐτή ἡ πίστη τους, τούς
κάνει νά ὑποστηρίζουν ὅτι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πανταχοῦ παρόν, τό ὁποῖο
εἶναι λάθος. Εἶναι αἵρεση αὐτό, δέν ἰσχύει, γιατί τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι κτιστό,
ἔχει περίγραμμα καί δέν εἶναι πανταχοῦ παρόν.

Ὅλη αὐτή τήν εἰσαγωγή, τήν διδασκαλία ἄν θέλετε, τήν ἔκανα γιά νά ξέρουμε
κάποια πράγματα γιά τόν Χριστό μας καί γιά τήν λεγόμενη αὐτή ἀντίδοση τῶν
ἰδιωμάτων. Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία, δηλαδή ἡ σωστή διδασκαλία γιά τόν
Θεό καί τό θεμέλιο τῆς διδασκαλίας αὐτῆς εἶναι, ὄχι ὁ στοχασμός ἤ μιά φιλοσοφία
πού κάθησαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ἔγραψαν, ἀλλά εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πού
εἶχαν. Ἐπειδή εἶχαν φτάσει στή θέωση καί εἶδαν τόν Θεό, μᾶς εἶπαν τί εἶναι ὁ Θεός
καί πῶς εἶναι ὁ Θεός καί πῶς εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί πῶς πολλαπλασιάζεται
ἀπολλαπλασιάστως καί ὅλα αὐτά πού εἴπαμε μέχρι τώρα. Ἑπομένως, δέν
βασιζόμαστε σέ κάποια θεωρία, σέ κάποια στοχαστική σύλληψη, διανοητική
σύλληψη καί μιλᾶμε γιά τόν Θεό, ἀλλά σέ ἐμπειρία, σέ πραγματικότητα. «Οἱ
διακρίσεις πού κάνουν οἱ Πατέρες δέν εἶναι ἀποτέλεσμα φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ,

250
γιατί γνωρίζουν ἐξ ἰδίας ἐμπειρίας ὅτι στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὁ θεούμενος εἶναι
ἑνωμένος μέ τόν Θεό κατ’ ἐνέργειαν». Καμιά φιλοσοφία δέν ὑπεισέρχεται ἐδῶ. «Ἡ
ὑποστατική ἕνωσις ὅμως τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ μέ τήν θεία φύση δέν
εἶναι ἑνωμένος ὁ Χριστός μέ τόν Λόγο κατ’ ἐνέργειαν ἤ ἁπλῶς κατά τήν βούλησιν
τοῦ Θεοῦ», ὅπως γίνεται μέ τόν ἄνθρωπο, «ἀλλά εἶναι ἑνωμένος ὁ Χριστός (ἡ
ἀνθρωπίνη Του φύσις) μέ τόν Λόγο κατά φύση». Ἐμεῖς ἑνωνόμαστε κατ’ οὐσία
δηλαδή. Ἐνῶ ἑνωνόμαστε μέ τόν Θεό κατ’ ἐνέργεια, κατά χάρη. Εἴμαστε θεοί κατά
χάρη, μετέχουμε στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά στόν Χριστό δέν γίνεται ἔτσι ἡ
ἕνωση τῶν δύο φύσεων. Ἑνώνεται ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τήν θεία φύση κατ’ οὐσίαν.
Σέ μᾶς γίνεται κατ’ ἐνέργειαν. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἡ δική μας ἑνώνεται μέ τήν
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί ὄχι μέ τήν οὐσία, γιατί τότε θά γινόμαστε κι ἐμεῖς θεοί κατ’
οὐσίαν.

Θέωσις τώρα τοῦ ἀνθρώπου τί εἶναι; «Εἶναι ἡ μετοχή του, στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ θέωσις ὅμως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ ὀφείλεται στήν ἕνωσή Της μέ
τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ (ἀτρέπτως καί ἀναλλοιώτως). Ὁ ἄνθρωπος, ὁ Ἅγιος, βλέπει τήν
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ὅμως βλέπει, γνωρίζει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Διότι
ἔχουμε ὑποστατική ἕνωση τοῦ Λόγου μέ τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ στό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μετέχοντας στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ
γνωρίζει μόνον ὅ,τι καί ὅσα ὁ Θεός τοῦ ἀποκαλύπτει. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος μετεῖχε κατά
τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, θά εἶχε ὅλη τήν γνώση πού ἔχει ἡ
Ἁγία Τριάς. Καί, ἐφ’ ὅσον γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι δέν ἔχει ὅλη τήν γνώση τῆς
Ἁγίας Τριάδος, γι’ αὐτόν τόν λόγο θεωρεῖται βλασφημία νά πεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι
μετέχει στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι τελείως ἀμέτοχος ὁ
ἄνθρωπος». Γι’ αὐτό δέν ξέρουμε τί εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ. Μερικοί, σᾶς ἔλεγα καί
ἄλλη φορά, λένε ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἄρα ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγάπη. Λάθος! Ἡ
ἀγάπη εἶναι ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἤ ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι
φῶς; Ὄχι. Τί εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ; Δέν ξέρουμε. Δέν μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ.

«Κάτοχοι τῆς Θείας οὐσίας εἶναι μόνον ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό
Ἅγιο». Αὐτοί μόνο γνωρίζουν τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. «Τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ γνωρίζει
μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Πατήρ γνωρίζει τήν οὐσία Του, ὁ Υἱός γνωρίζει τήν οὐσία
Του, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο γνωρίζει τήν οὐσία Του», ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἴδια. Δέν ἔχει
διαφορετική ὁ Πατήρ, διαφορετική ὁ Υἱός, διαφορετική τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι
ταυτή.

«Ὁπότε ἡ γνώση τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι κτῆμα μόνον τῶν τριῶν Προσώπων τῆς
Ἁγίας Τριάδος. Δέν εἶναι κτῆμα τῶν ἀνθρώπων ἡ γνῶσις αὐτή. Διότι ὁ ἄνθρωπος
γνωρίζει περί Θεοῦ μόνον ὅσα γνωρίζει ἐξ ἀποκαλύψεως κατά τήν ἐμπειρία τῆς
θεώσεως. Ὅμως αὐτή ἡ γνώση τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, δέν εἶναι γνώση» μέ τά
ἀνθρώπινα κριτήρια. Εἶναι ἄλλου εἴδους γνώση. «Διότι ἡ ἀνθρώπινη γνώση
βασίζεται στήν ὁμοιότητα καί τήν διαφορά». Βλέπεις ἕνα πράγμα καί τό συγκρίνεις
μέ κάτι ἄλλο. Τό περιγράφεις σχετικά μέ κάτι ἄλλο πού ἤδη γνωρίζεις καί λές αὐτό

251
μοιάζει μέ αὐτό ἤ διαφέρει ἀπό τό ἄλλο. Ἔτσι κάπως τό περιγράφεις. Δέν εἶναι ἔτσι
ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, δέν βασίζεται σέ κριτήρια ὁμοιότητας καί διαφορᾶς. Γιατί; Γιατί
δέν ὑπάρχει τίποτα ὅμοιο μέ τόν Θεό. Οὔτε τίποτα διαφορετικό. Δέν ἰσχύουν αὐτά τά
κριτήρια τῆς ὁμοιότητας καί τῆς διαφορᾶς. Γι’ αὐτό καί ἡ γνῶσις γιά τόν Θεό εἶναι
πολύ διαφορετική καί ἄλλου εἴδους ἀπό τή γνώση πού ἔχουμε γιά τά πράγματα.

«Γι’ αὐτό καί ἡ γνῶσις αὐτή, τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως λέγεται καί
ἀγνωσία!». Αὐτό πού λέμε γνωρίζουμε ἀγνώστως. Δέν ἔχουμε λέξεις γιά νά
περιγράψουμε τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ. «Καί λέγεται ἀγνωσία, διότι ὁ ἄνθρωπος,
πού ἀξιοῦται τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, ὑπερβαίνει τόν ἑαυτό του» καί τήν γνώση
του καί τόν τρόπο τοῦ νά γνωρίζει. Γνωρίζει μέ ἄλλο τρόπο. Τοῦ ἀποκαλύπτεται
δηλαδή ὁ Θεός. «Κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ὁ ἄνθρωπος φεύγει ἀπ’ ὅ,τι ἤξερε
μέχρι τότε, εἰσέρχεται στόν χῶρο τοῦ ἀκτίστου, ὅπου δέν γνωρίζει τίποτε καί
γνωρίζει τόν Θεό μέσω τοῦ Θεοῦ». Γι’ αὐτό λέμε «ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς», μέ
τό φῶς Σου θά Σέ δοῦμε. Ὁ Θεός γνωρίζεται διά τοῦ Θεοῦ. «Τό μέσο τῆς γνώσεως
εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Τότε γνωρίζει τόν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίω διά τοῦ Λόγου. Γι’
αὐτό εἶπε ὁ Χριστός: «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα». Τό εἶπε στόν Ἅγιο
Φίλιππο, ὅταν τοῦ εἶπε ὁ Φίλιππος «δεῖξε μας τόν Πατέρα» καί τοῦ λέει «Τόσα
χρόνια δέν Μέ ξέρεις Φίλιππε; Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν πατέρα» (Ἰω. 14,8-9).
Καί τί ἤθελε νά τοῦ πεῖ; Τό ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: ὅτι ἀφοῦ δέν μπορεῖς
νά δεῖς Ἐμένα, τήν Θεότητά μου, οὔτε τόν Πατέρα μπορεῖς νά δεῖς.

«Ἀναφέρεται στό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος μόνο μέσω τοῦ Θεοῦ, καί μετά τήν
Ἐνσάρκωση μέσω τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό. Σ’ αὐτήν τώρα τήν
γνώση μετέχει καί ἡ διάνοια (λογική) καί ὁ νοῦς (ἡ νοερά ἐνέργεια καί αἴσθηση) καί
οἱ αἰσθήσεις καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος μετέχει» καί τό
σῶμα καί ἡ ψυχή, τά πάντα. «Ὁπότε ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος θεοῦται. Θεοῦται καί τό
σῶμα του γι’ αὐτό καί εὐωδιάζει». Τά ἅγια λείψανα βλέπετε πού εὐωδιάζουν; Αὐτό
τί εἶναι; Εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτυπωμένη, ὑπάρχει καί στά
ἅγια λείψανα. Καί δέν εἶναι κάτι τυχαῖο. Εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς θέωσης. Ὁ Θεός εἶναι
εὐωδία. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τόν Θεό, θεώνεται, εὐωδιάζει κι αὐτός. Οἱ
ἅγιοι εὐωδιάζουν, γιατί εἶναι θεωμένοι. Κι αὐτό βέβαια δέν γίνεται μετά θάνατον,
ἀλλά ξεκινάει ἀπό αὐτή τήν ζωή. Ἔχουμε ἀνθρώπους πού στή γῆ, ἀπό αὐτή τήν ζωή
εὐωδιάζουν, ζωντανοί! Δέν ξέρω ἄν ἔχετε συναντήσει…

Ὄχι μόνο ἡ ψυχή του ἀλλά καί τό σῶμα εὐωδιάζει, «διότι μετέχει ὁλόκληρος ὁ
ἄνθρωπος στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως καί ὅλος ὁ ἄνθρωπος βλέπει». Δέν βλέπει
μόνο μέ τά μάτια. Μέ ὅλο τό σῶμα καί τήν ψυχή βλέπει. Γι’ αὐτό, κι ἄν κλείσει τά
μάτια τήν ὥρα ἐκείνη πού ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, πάλι βλέπει. «Ἀλλά τί
βλέπει; Αὐτό εἶναι τό θέμα. Τί βλέπει; Οὔτε χρῶμα βλέπει, οὔτε σχῆμα βλέπει, οὔτε
διαστάσεις βλέπει, οὔτε μέγεθος βλέπει, οὔτε φῶς βλέπει, οὔτε σκότος βλέπει. Δέν
βλέπει τίποτε πού νά μοιάζει μέ τά ἀνθρώπινα, ἐκτός ἀπό τήν δεδοξασμένη

252
ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό κέντρο αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως. Καί,
βλέποντας τόν Χριστό, τότε βλέπει καί τόν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίω».

«Τώρα ἐρχόμεθα στό ἑξῆς: Ἄλλη εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τῶν τριῶν Προσώπων τῆς
Ἁγίας Τριάδος, δηλαδή ἡ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν τριῶν Προσώπων, ἄλλη εἶναι ἡ
ἕνωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τόν Λόγο καί ἄλλη εἶναι ἡ ἕνωση
τῶν θεουμένων – τῶν ἀνθρώπων ἡμῶν δηλαδή – μέ τόν Θεό. Εἰδικώτερα αὐτά τά
δύο τελευταῖα εἶναι δύο διαφορετικά πράγματα ἐξ ἐπόψεως ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας.
Διότι, ἑνωμένος ὁ θεούμενος μέ τόν Θεό Πατέρα μέσω τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ
Χριστοῦ, διαπιστώνει ὅτι διαφορετικά μετέχουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι στό ἄκτιστο,
διαφορετικά μετέχει ἡ ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Χριστοῦ στό ἄκτιστο καί ἄλλη σχέση
ἔχουν μεταξύ τους τά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος».

«Γιά νά μπορεῖ λοιπόν νά γίνει σωστή κατάταξη αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας
καί πραγματικότητος, ἔκαναν οἱ Πατέρες τίς παραπάνω διακρίσεις. Γιά ποιόν
ἀπώτερο λόγο; Δέν τίς ἔκαναν γιά νά κατανοήσουν κανένα μυστήριο καλύτερα, ἀλλά
τίς ἔκαναν γιά νά πολεμήσουν ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν ἐσφαλμένες
ἑρμηνεῖες ἐπάνω στά θέματα αὐτά. Τό ἔργο αὐτό τῶν Πατέρων, τό νά χρησιμοποιοῦν
δηλαδή τέτοια εἰδική ὁρολογία, δέν ἔγινε γιά τήν κατανόηση κανενός δόγματος, διότι
ὁ σκοπός τοῦ δόγματος δέν εἶναι ἡ κατανόησή του, ἀλλά ἡ κατάργησή του». Γιατί τό
δόγμα τί εἶναι; Εἶναι μία λεκτική περιγραφή. Ἀλλά ὅταν ζήσεις τόν Θεό, μετά δέν
ἔχεις λέξεις νά περιγράψεις αὐτό πού ζεῖς. Καταργεῖται τό δόγμα. Ἀλλά χρειάζεται τό
δόγμα, αὐτή ἡ περιγραφή ἡ λεκτική πού ἔχουμε, γιά νά μᾶς βοηθήσει νά φτάσουμε
στήν ἐμπειρία. Κι ὅταν φτάσεις στήν ἐμπειρία καταργεῖται, γιατί ἐκεῖ καταλαβαίνεις
ὅτι κι αὐτό πού ἔλεγες δέν περιγράφει αὐτό πού ζεῖς, γιατί ὁ Θεός εἶναι
ἀπερίγραπτος.

Ἔτσι λοιπόν «καταργεῖται τό δόγμα ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τό ἴδιο τό


Μυστήριο -τοῦ Θεοῦ– πού ἐκφράζει τό δόγμα. Τότε καταργεῖται τό δόγμα τό ὁποῖο
οὕτως ἤ ἄλλως δέν ἔγινε ποτέ κατανοητό ἐξ ἐπόψεως νοησιαρχικῆς». Δέν μπορεῖς νά
τό καταλάβεις ἐγκεφαλικά τό δόγμα. Μπορεῖς νά τό καταλάβεις ὅταν θά φτάσεις
στήν θέωση. Καί τότε θά καταλάβεις ὅτι κι αὐτό πού εἶχες ὑπόψη σου
καταργεῖται. «Καταργεῖται τό δόγμα, ἐφόσον ὑπάρχει πιά ἕνωσις μέ τό ἴδιο τό
Μυστήριο. Ἡ ἕνωσις ὅμως μέ τό Μυστήριο δέν σημαίνει ὅτι καταργεῖται τό
Μυστήριο. Τό Μυστήριο παραμένει. Ὁ ἄνθρωπος ἑνωμένος μέ τό Μυστήριο τῆς
Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἑνωμένος μέ Κάποιον, ὁ ὁποῖος ξεφεύγει ἀπό ὅλα τά νοήματα
τῶν ἀνθρώπων». Ὁ Θεός εἶναι ἀπερινόητος. Εἶναι ἀκατάληπτος. Εἶναι πάνω ἀπό
κάθε νόημα. Δέν μποροῦμε νά σκεφτοῦμε γιά τόν Θεό κάτι γιά νά Τόν
περιγράψουμε. Κάποιος ὁ ὁποῖος ξεφεύγει ἀπό ὅλα τά νοήματα τῶν ἀνθρώπων.

«Διότι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχει ὅραση, ἐμπειρία τοῦ Μυστηρίου, ὅταν δηλαδή βρεθεῖ
σέ κατάσταση θεώσεως, ἀντιμετωπίζει κάτι τό ἀπερίγραπτο». Δέν μπορεῖ νά τό
περιγράψει αὐτό πού ζεῖ. Ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἄκουσα ἄρρητα ρήματα,

253
δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ τί ἄκουσα. Δέν μποροῦσε νά περιγράψει τί ἔζησε, γιατί δέν εἶχε
λέξεις. «Ὄχι μόνο οἱ ὑποστάσεις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπερίγραπτες -τά πρόσωπα τῆς
Ἁγίας Τριάδος– (ἐκτός ἀπό τήν ἀνθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Χριστοῦ), ἀλλά καί ἡ
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι στήν κυριολεξία ἀπερίγραπτη. Δέν ἐντάσσεται ἡ γνῶσις τῆς
ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ μέσα στίς γνωσιολογικές δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου». Λέμε ὁ
Θεός εἶναι ἀγάπη. Καί τί εἶναι αὐτό τό πράγμα; Πάλι δέν μποροῦμε νά ποῦμε τί εἶναι
ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

«Ἡ γνῶσις τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ὑπερβαίνει τίς ἀνθρώπινες δυνατότητες». Γιατί;
Γιατί καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, ἑπομένως δέν συγκρίνεται μέ ὅλα αὐτά
πού ξέρουμε πού εἶναι ὅλα κτιστά. Τό ἄκτιστο, εἴπαμε, δέν ἔχει καμία σχέση καί
ὁμοιότητα μέ τό κτιστό. «Γι’ αὐτόν τόν λόγο, ὅταν λέμε ὅτι στόν Θεό ὑπερβαίνεται ὁ
νόμος τῶν ἀντιθέσεων τοῦ Ἀριστοτέλους, αὐτό δέν ἰσχύει μόνο γιά τήν οὐσία τοῦ
Θεοῦ, ἀλλά καί γιά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅταν π.χ. οἱ Πατέρες λένε ὅτι ὁ Θεός
κατοικεῖ μέσα σέ Φῶς («φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον»)», κατοικεῖ μέσα σ’ ἕνα ἀπρόσιτο
φῶς, «ἤ μέσα σέ Σκότος («Γνόφος ὑπό τούς πόδας Αὐτοῦ», 17ο Ψαλμός), καθώς καί
ὅτι ὁ Θεός εἶναι λόγος, ἄλογος, ὑπέρλογος, δέν ἐννοοῦν τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ», ἀλλά
τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία εἶναι κι αὐτή ἀπερίγραπτη.

«Ὁπότε ἡ Ἀποφατική λεγομένη Θεολογία», ἡ Θεολογία πού μᾶς λέει τί δέν εἶναι ὁ
Θεός, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄναρχος, ἀναλλοίωτος, ἀπερίγραπτος κ.λ.π., «δέν ἰσχύει μόνο
γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί γιά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ
δέν ἔχει καμία ὁμοιότητα μέ καμία ἀπό τίς γνωστές μορφές ἐνεργείας τοῦ κόσμου
τούτου». Νά ποῦμε δηλαδή ὁ Θεός εἶναι φῶς καί μοιάζει μ’ αὐτό τό ἠλεκτρικό φῶς.
Ὄχι, δέν μοιάζει. Δέν ὑπάρχει σύγκριση. «Διότι ποιό κτίσμα, ποιά ἐνέργεια
«μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς»; Μόνο τό γεγονός τῆς παρουσίας, τῆς
ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στόν θεούμενο, καθιστᾶ γνωστό σέ μᾶς τό γεγονός ὅτι δέν
ὐπάρχει καμία ὁμοιότητα, ὄχι μόνο μεταξύ τῆς οὐσίας ἤ τῶν ὑποστάσεων τοῦ Θεοῦ
ἀφενός καί τῶν κτισμάτων ἀφετέρου, ἀλλά καί μεταξύ τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί
τῶν κτισμάτων». Δέν ὑπάρχει καμία ὁμοιότητα. «Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως
ὑπερβαίνει τήν γνωστική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου. Στήν Ἀποφατική Θεολογία ἔχουμε
ὅλες αὐτές τίς ἐκφράσεις, ὅπως «γνωρίζει ἀγνώστως», «γνωρίζει ὑπεραγνώστως»
κ.λ.π. Αὐτή ἡ περίεργη ὁρολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ
γεγονότος ὅτι ὁ Θεός ὡς γνωστικό ἀντικείμενο δέν ὑποπίπτει στίς γνωστικές
δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Ὁπότε ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως οἱ διακρίσεις, πού γίνονται
στούς Πατέρες μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας ἤ μεταξύ τῶν ὑποστάσεων τῆς οὐσίας,
δέν ἔχουν καμία σχέση μέ μεταφυσική, ὀντολογία, Ἀριστοτέλη,
Πλάτωνα», φιλοσοφία. Δέν κάνουν φιλοσοφία οἱ Πατέρες. «Μέ κανένα ἀπό αὐτά τά
πράγματα δέν ἔχουν σχέση». Ἀλλά, εἴπαμε, κάνουν αὐτές τίς διακρίσεις μέ βάση τήν
ἐμπειρία τῆς θεώσεως πού εἶχαν, γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς αἱρετικούς καί γιά νά
βοηθήσουν κι ἐμᾶς νά ἔχουμε τήν ἴδια ἐμπειρία.

254
«Παρατηρεῖται ὅμως ὅτι, οἱ Πατέρες ἄλλαζαν ὁρολογία ἀπό καιρό σέ καιρό καί
ἔκαναν προσαρμογή τῆς ὁρολογίας τους, γιά νά βροῦν τούς σωστούς ὅρους ἀνάλογα
μέ τίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς», ὥστε νά τούς καταλαβαίνουν καί οἱ ἄνθρωποι τῆς κάθε
ἐποχῆς, νά βρίσκονται πάντοτε μέσα στήν ἀλήθεια καί νά περιγράφουν ὅσο τό
δυνατό καλύτερα αὐτό τό ἐμπειρικό δεδομένο τῆς θεώσεως πού βίωναν.

«Αὐτό τό ἔκαναν, ὄχι γιά νά κατανοήσουν καλύτερα τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας,
ἀλλά γιά νά χτυπήσουν τίς αἱρέσεις πού ἀνεφύοντο. Διότι ἡ κατανόησις τῆς
διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ἔρχεται ἀπό τόν φωτισμό καί τήν θέωση καί ὄχι ἀπό
φιλοσοφική ἤ φιλολογική διεργασία ἤ ἀπό φιλοσοφικό στοχασμό ἐπάνω σέ αὐτήν
τήν διδασκαλία. Ὁ σκοπός τοῦ δόγματος, πού διατυπώνουν οἱ Πατέρες, δέν εἶναι ἡ
κατανόησίς του, ἀλλά ἡ διά τοῦ δόγματος ἕνωσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό». Γι’
αὐτό μᾶς χρειάζονται τά δόγματα. Δέν μᾶς τά δίνει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, γιά νά μᾶς
βάλει ἕναν πονοκέφαλο γιά νά ἀσχοληθοῦμε μ’ αὐτά νά τά καταλάβουμε, ἀλλά γιά
νά τά χρησιμοποιήσουμε ὡς ἕναν ὁδηγό, ὥστε νά φτάσουμε κι ἐμεῖς στήν ἴδια
ἐμπειρία πού εἶχαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες πού διατύπωσαν αὐτά τά δόγματα, στήν
ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Ἡ διά τοῦ δόγματος ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Γι’
αὐτό ἔχει τεράστια σημασία νά φυλάξουμε τά δόγματα, γιατί εἶναι ὁδηγοί πρός τήν
σωτηρία κι, ἄν ἀλλοιωθοῦν τά δόγματα, δέν μποροῦμε νά φτάσουμε στήν
σωτηρία. «Ὅταν συμβεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ κατά χάριν μέ τόν Θεό, ὅταν δηλαδή
τοῦ ἀποκαλυφθεῖ τό Μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τότε καταργεῖται τό δόγμα». Τότε δέν
χρειάζεται. Τότε πλέον ὁ ἄνθρωπος ἔφτασε μέ τίς ὁδηγίες, τά δόγματα δηλαδή, μέσω
τῶν δογμάτων, ἔφτασε στόν σκοπό του, στήν θέωση.

Ἴσως κάποια εἶναι πρωτάκουστα καί εἶναι δύσκολο νά τά παρακολουθήσει κανείς,


ἀλλά ἄς γίνει τουλάχιστον μία ἀρχή. Πρέπει νά τά ξέρουμε. Καί χίλιες φορές νά
ἀσχολούμαστε μ’ αὐτά καί ἄς μήν τά καταλαβαίνουμε ὅλα κατευθείαν, παρά νά
ἀσχολούμαστε μέ πράγματα ἀνούσια, ψυχοφθόρα καί ζημιογόνα.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πάτερ. Θέλω νά ρωτήσω τό ἑξῆς: εἴπαμε ὅτι ὅταν κοινωνοῦμε
μετέχουμε στήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σέ ποιά μορφή ἐνέργειας; Κατά τήν δύναμη
τοῦ καθενός; Δηλαδή εἴπαμε ὅτι ἔχουμε καί κάποιες μορφές ἐνέργειας, τήν
καθαρτική, τήν θεωτική κ.λ.π. Μετέχουμε σέ ὅλη τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἤ μετέχουμε
ἐκείνη τή στιγμή σέ κάποια μορφή ἀνάλογα μέ τήν δύναμή μας;

Ἀπ. : Ναί, ἀνάλογα μέ τό στάδιο πού εἶναι ὁ καθένας. Σίγουρα παίρνουμε ἐνίσχυση.
Κι ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι στό στάδιο τῆς μετανοίας, τῆς καθάρσεως, καθαίρεται ἀκόμα
περισσότερο. Δέν λέμε ὅτι «τό αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης
ἁμαρτίας» (Α΄Ἰω. 1,7); Μετέχοντας τοῦ Αἵματος καί τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ μας
καθαριζόμαστε. Ἀλλά ὄχι μόνο καθαριζόμαστε, καί φωτιζόμαστε καί θεωνόμαστε.
Ἀνάλογα μέ τήν δεκτικότητα καί τίς προϋποθέσεις πού ἔχει ὁ καθένας. Ὁ

255
καθαιρόμενος καθαίρεται ἀκόμα περισσότερο, ὁ φωτιζόμενος φωτίζεται ἀκόμα
περισσότερο καί ὁ θεούμενος θεώνεται ἀκόμα περισσότερο.

Εἶναι ἀπαραίτητο νά κοινωνοῦμε συχνά. Δυστυχῶς δέν τό ἔχουμε καταλάβει οἱ


ἄνθρωποι, γι’ αὐτό καί ἀρρωσταίνουμε ψυχολογικά καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι,
γιά νά μήν πῶ ἡ συντριπτική πλειοψηφία, εἶναι καταθλιπτικοί καί μέ ψυχολογικά
προβλήματα, εἴτε διεγνωσμένα, εἴτε ἀδιάγνωστα. Διότι δέν μετέχουμε τῆς Ζωῆς.
Γιατί ὁ Χριστός εἶπε, γιά νά ζήσουμε, πρέπει νά φᾶμε τόν Ἴδιο, «ἄν δέν φᾶτε τήν
σάρκα Μου καί πιεῖτε τό αἷμα Μου, οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἰω. 6,53).
Ξεκάθαρα πράγματα. Αὐτό τώρα τί σημαίνει; Τρεῖς φορές τόν χρόνο νά κοινωνᾶμε
φτάνει; Ὄχι, δέν φτάνει. Ὅπως γιά νά ζήσεις βιολογικά, τρῶς κάθε μέρα καί πολλές
φορές τήν ἡμέρα, ἔτσι καί πνευματικά πρέπει νά τρῶμε, ὅσο γίνεται πιό συχνά. Δέν
εἶναι σωστό αὐτό πού λένε μερικοί ‘δέν κοινώνησα, γιατί δέν ἔχω ἐξομολογηθεῖ’.
Γιατί δέν φρόντισες νά ἐξομολογηθεῖς; Ὄφειλες νά φροντίσεις. Τό λέει καί σάν
κατόρθωμα… δέν κοινώνησα, εἶμαι ἐντάξει. Δέν εἶσαι καθόλου ἐντάξει, γιατί δέν
ἔχεις μετοχή στή Ζωή. Κι ἄν δέν τρῶς μιά, δύο, δέκα, τριάντα, πενήντα μέρες, τί
παθαίνεις; Βιολογικά πεθαίνεις. Ἔτσι, δέν εἶναι; Μέχρι σαράντα μέρες, πενήντα,
ἀντέχει ὁ ἀνθρώπινος ὀργανισμός βιολογικά. Κάτι ἀνάλογο εἶναι καί στά
πνευματικά.

Ὑπάρχει μιά ὡραία ἱστορία πού τό ἐπιβεβαιώνει αὐτό, γιατί εἴπαμε στήν Θεολογία
δέν κάνουμε θεωρία. Θά πεῖ κανείς: Ποῦ τό βρῆκε αὐτό ὁ πάτερ ὅτι ἡ ψυχή ἀντέχει,
ὅπως καί τό σῶμα, τό πολύ σαράντα μέρες; Τό βρήκαμε στήν ἐμπειρία τῆς
Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει στό Γεροντικό μιά ἱστορία μέ τόν Ἅγιο Μακάριο, πού δέχτηκε
τήν ἐπίσκεψη ἑνός ἀνθρώπου καί τῆς γυναικός του, ἡ ὁποία εἶχε μεταμορφωθεῖ σέ
φοράδα διά μαγγανειῶν. Τῆς εἶχαν κάνει μάγια καί φαινόταν σάν ἄλογο. Ὁ
ἄνθρωπος ἀπελπίστηκε, τῆς ἔβαλε καπίστρι ὅπως βάζουν στά ζῶα καί τήν πῆγε στόν
Ἅγιο Μακάριο. Τόν κορόιδευαν, τοῦ ἔλεγαν ‘τί ἔφερες τό ἄλογό σου;’. Καί ἔλεγε
αὐτός ‘δέν εἶναι τό ἄλογό μου, ἡ γυναίκα μου εἶναι’. Καί ἔλεγαν, παλαβός θά εἶναι ὁ
ἄνθρωπος… Πῆγαν στόν Ἅγιο Μακάριο, τούς λέει: ‘ἐσεῖς εἶστε παλαβοί, φέρτε ἐδῶ
τόν ἄνθρωπο’. Τῆς ἔριξε ἁγιασμό καί φάνηκε κανονικά, γυναίκα, ὅπως ἦταν. Καί τό
σημαντικό εἶναι πού τῆς εἶπε ὅτι τό ἔπαθε αὐτό, γιατί εἶχε πέντε ἑβδομάδες νά
κοινωνήσει. Πέντε ἑβδομάδες… Δηλαδή, ξεπέρασες τά ὅριά σου καί σέ ἔπιασαν τά
μάγια.

Ἔρχονται ἔντρομοι… πάτερ, μᾶς κάνανε μάγια… μᾶς ρίχνουν λάδια.. ξύδια.. Καί
γιατί τρέμεις δηλαδή; Κοινωνᾶς; Ἅμα δέν κοινωνᾶς, βέβαια θά σέ πιάσουν τά μάγια.
Ἅμα δέν προσεύχεσαι, βέβαια θά σέ πιάσουν τά μάγια. Ἅμα δέν διαβάζεις Ἁγία
Γραφή καί δέν ἔχεις σπίτι σου Ἁγία Γραφή νά διαβάζεις κάθε μέρα, βέβαια θά σέ
πιάσουν. Ἅμα δέν φροντίζεις νά ἔχεις καθαρή τήν ψυχή σου, νά ἐξομολογήσαι
τακτικά, ὥστε νά μπορεῖς νά κοινωνᾶς τακτικά καί ἅμα δέν πολεμᾶς τά πάθη σου…
βέβαια… Ἐκεῖνα νά φοβᾶσαι… κι ὄχι ἄν σοῦ ρίχνουν ἤ δέν σοῦ ρίχνουν ὁτιδήποτε.
Μετά ἔρχεται καί ὁ πονηρός καί σοῦ λέει ‘νά πᾶς σέ ἕναν ἄλλο μάγο νά σοῦ λύσει τά

256
μάγια’. Τότε νά δεῖς τί θά γίνει. Ὁ διάβολος διώχνει διάβολο; Θά γίνεις
τρισχειρότερα. Τόση εἶναι ἡ ἀνοησία μας… Ἐνῶ ὁ Χριστός μας μᾶς τά λέει ὅλα
πολύ ὡραῖα καί πολύ ἁπλά, γιά νά ἔχουμε ζωή καί περίσσεια ζωῆς μάλιστα, γιατί
λέει «ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσιν» (Ἰω. 10,10). Περίσσεια ζωῆς
εἶναι ἡ θεία Χάρις, ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία διώχνει κάθε κατάθλιψη,
κάθε ψυχολογικό, τά πάντα διώχνει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχει σ’ αὐτή καί ζεῖ τόν
Θεό. Ζεῖ τουλάχιστον τήν κάθαρση. Δέν σᾶς λέω τήν θέωση πού εἶναι πολύ ὑψηλό.
Τουλάχιστον τήν κάθαρση νά ζήσουμε, νά μποῦμε στή διαδικασία τῆς κάθαρσης πού
σημαίνει μετάνοια.

Ἑπομένως, χρειάζεται καί εἶναι ἀναγκαῖο νά ἔχουμε τίς προϋποθέσεις νά κοινωνοῦμε


τακτικά, πολύ τακτικά. Πόσο τακτικά; Οἱ πρῶτοι χριστιανοί κοινωνοῦσαν σχεδόν
κάθε μέρα. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει τέσσερις φορές τήν ἑβδομάδα κάνω Θεία
Λειτουργία καί ὄχι γιά ἄλλο λόγο, ἀλλά γιατί δέν μποροῦσε, εἶχε πάρα πολλές
ὑποθέσεις. Ἀλλά τετράκις τῆς ἑβδομάδας λειτουργοῦσε, πού σημαίνει κοινωνοῦσε.
Καί δέν κοινωνοῦσε μόνος του φυσικά, κοινωνοῦσαν καί οἱ πιστοί. Γιατί ἡ Θεία
Λειτουργία αὐτό ἔχει ὡς σκοπό, νά κοινωνήσουμε, ὄχι ἁπλῶς νά ἔχουμε ἕνα
ἀκρόαμα καί ἕνα θέαμα. Νά πάω στήν Ἐκκλησία, ὅπως πάω σ’ ἕνα θέατρο. Ὅπως τό
ἔχουν καταντήσει σήμερα πολλοί καί βέβαια, γιατί νά πᾶνε νωρίς καί νά χάσουν καί
τόν ὕπνο τους οἱ ἄνθρωποι; Πᾶνε στό Χερουβικό ἤ πᾶνε γιά τόν καφέ πού θά ἔχει
μετά, ἄν ἔχει καφέ στό Μοναστήρι. Τραγικά πράγματα! Καί λένε: ἐκκλησιάστηκα
κιόλας… ἄναψα τό κεράκι μου… καί εἶναι ἐντάξει καί μέ τόν Θεό. Μετά αὐτός ὁ
ἄνθρωπος θά ἔχει ὑγεία; Πνευματική ὑγεία ἐννοῶ. Δέν μπορεῖ νά ἔχει πνευματική
ὑγεία, γιατί δέν μετέχει στή Ζωή, πού εἶναι ὁ Χριστός.

Νά φροντίζουμε νά κοινωνοῦμε τακτικά, ὥστε νά ἔχουμε αὐτή τή Ζωή καί νά ζοῦμε


μέ ὑγεία ψυχῆς καί σώματος. Γιατί, ὅταν ἡ ψυχή εἶναι ὑγιής, καί τό σῶμα εἶναι ὑγιές.
Τότε δέν κόβουμε καί χρόνια ἀπό τήν ζωή μας. Γιατί ὁ Θεός ἔχει δώσει στόν καθένα
τό καντηλάκι του μέ τό λαδάκι του, ἀλλά πολλές φορές ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι μέ τίς
αὐτοκαταστροφικές ἐνέργειες πού κάνουμε -καί ἡ ἁμαρτία εἶναι αὐτοκαταστροφή-
μειώνουμε καί τό λαδάκι μας ἤ τό χύνουμε ὁλόκληρο τό καντήλι καί φυσικά δέν
φταίει ὁ Θεός, ἐμεῖς φταῖμε.

Ἐρ. : Στό θέμα πού εἴπατε νά κοινωνᾶμε συχνά. Ὅταν κάποιος ἐξομολογεῖται συχνά
καί ἔχει κανόνα ἀπό τόν Πνευματικό νά μήν κοινωνήσει κάποιο διάστημα, ἔχει πάλι
τήν ἴδια χάρη ἀπό τόν Θεό;

Ἀπ. : Ἄν ἔχει κανόνα, βέβαια. Καλύπτεται ἀπό τόν κανόνα. Τότε δέν ὑπάρχει
πρόβλημα. Κοινωνεῖ πνευματικά. Λέει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στόν Ἀόρατο πόλεμο, πῶς
ὁ χριστιανός μπορεῖ νά μετέχει τοῦ ποτηρίου τῆς Θείας Κοινωνίας καί μέ πνευματικό
τρόπο, ὅταν ὑπάρχει λόγος εὔλογος.

257
Ἐρ. : Εὐλογεῖτε. Τό καταλαβαίνω σ’ ἕνα σημεῖο τό ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μέ
τό σῶμα Του δέν εἶναι πανταχοῦ παρών, ἀλλά εἶναι μέ τό πνεῦμα Του… μέ τήν
ἐνέργειά Του…

Ἀπ. : Ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δηλαδή δέν εἶναι πανταχοῦ παροῦσα… Γιά
τόν Χριστό μιλᾶμε. Ὁ Πατέρας δέν ἔχει ἀνθρώπινη φύση, οὔτε τό Ἅγιο Πνεῦμα,
γιατί δέν σαρκώθηκαν. Μόνο ὁ Λόγος πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτό τί σημαίνει
ὅμως; Ὅτι, ἄν σοῦ κάνει ὁ Χριστός τή χάρη νά ἐμφανιστεῖ μπροστά σου, ὅπως ἔχει
γίνει σέ ἀνθρώπους, ὄχι στόν ὕπνο τους, ἀλλά πραγματικά, ὅπως μέ βλέπετε καί σᾶς
βλέπω, αὐτό σημαίνει ὅτι σοῦ κάνει μιά πολύ μεγάλη τιμή, γιατί ἐκείνη τή στιγμή ὁ
Χριστός εἶναι μόνο ἐκεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἡ ἀνθρώπινη φύση Του εἶναι
μπροστά σου ἐκείνη τή στιγμή, πουθενά ἀλλοῦ. Καταλάβατε; Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν
εἶναι πανταχοῦ παροῦσα ἡ ἀνθρωπίνη φύση. Κάπου εἶναι πάντοτε, κάπου, ὄχι
παντοῦ.

Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πάτερ. Ἔχω παρατηρήσει -καί νομίζω πολλοί- ὅταν κάποιος
κοινωνάει συχνά στίς ἐνορίες τουλάχιστον στίς πόλεις παρεξηγεῖται ὄχι μόνο ἀπό
αὐτούς πού εἶναι στήν Ἐκκλησία ἀλλά καί ἀπό τούς παπάδες. Καί γενικά παρατηρῶ
ὅτι πολλοί πού ἔχουν εὐλογία νά κοινωνᾶνε συχνά, πηγαίνουν κάθε φορά σέ ἄλλη
ἐνορία, γιά νά μήν σκανδαλίζουν τούς γύρω. Κάτι γιά αὐτό νά μᾶς πεῖτε. Εὐχαριστῶ.

Ἀπ. : Ἔχουμε ἀντιστρέψει πλήρως τά πράγματα πρός τό χεῖρον. Γιατί σκανδαλίζω τί


σημαίνει; Σημαίνει ὅτι βάζω ἐμπόδιο στή σωτηρία. Σκάνδαλο εἶναι ἕνα ξύλο πού
περπατᾶς στόν δρόμο, σκοντάφτεις καί πέφτεις. Αὐτό λέγεται σκάνδαλο στήν
κυριολεξία, μιά παγίδα. Ὅταν, λοιπόν, λέμε σκανδαλίζω κάποιον, σημαίνει ὅτι τοῦ
ἔχω στήσει μιά παγίδα, γιά νά πάει στήν κόλαση. Αὐτό σημαίνει σκανδαλίζω. Ὅταν
λοιπόν λέμε ὅτι σκανδαλίζεται, ἐπειδή σέ βλέπει πού κοινωνᾶς, δέν στέκει, εἶναι
παράλογο. Σκανδαλίζεται, ὅταν δέν κοινωνᾶς. Αὐτό λένε οἱ Κανόνες. Γιατί; Γιατί,
λέει ὁ Κανόνας, ἄν ὁ χριστιανός πάει στήν Θεία Λειτουργία καί δέν κοινωνήσει,
πρέπει νά πεῖ τόν λόγο, γιατί δέν κοινώνησε. Σέ ποιόν; Στόν Πνευματικό, στόν
προϊστάμενο ἐκεῖ τῆς συνάξεως, στόν ἱερέα. Γιατί; Διότι, λέει, ποιεῖ ἀταξία πού δέν
κοινωνεῖ! Τώρα ἔχουμε ἀντιστρέψει πλήρως τά πράγματα καί θεωροῦμε ὅτι κάνει
ἀταξία αὐτός πού κοινωνεῖ! Πόσο ἔχουμε ἀλλοτριωθεῖ, βλέπετε; Εἴμαστε ἀντίθετα
ἀπό τούς Πατέρες. Πλήρως διεστραμμένα. Ἐμεῖς δέν πρέπει νά συμπλεύσουμε μ’
αὐτό τό πνεῦμα καί οὔτε σκανδαλίζουμε, ὅταν δέν συμπλέουμε μ’ αὐτό τό πνεῦμα.
Ἴσα-ἴσα ἐπανερχόμαστε στό σωστό, στό ὀρθόδοξο. Σκανδαλίζουν αὐτοί πού δέν
ἔρχονται καί ὄχι μόνο δέν ἔρχονται ἀλλά λοιδοροῦν κι αὐτούς πού προσπαθοῦν νά
ἐπανέλθουν στό σωστό.

Ἑπομένως, δέν τίθεται θέμα σκανδαλισμοῦ γιά μᾶς ἀλλά γιά αὐτούς πού δέν
κοινωνοῦνε. Αὐτοί σκανδαλίζουν σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες. Ἄν
λειτουργοῦσε σωστά ἡ Ἐκκλησία δηλαδή, αὐτοί πού δέν κοινωνοῦν θά ἔπρεπε νά
πάρουν ἐπιτίμιο, θά ἔπρεπε νά τιμωρηθοῦν. Ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς τιμωρίας. Τό

258
ἐπιτίμιο, ξέρετε, ἔχει τήν ἔννοια τῆς παιδαγωγίας, γιά νά βοηθήσει τόν χριστιανό νά
μετανοήσει. Θά ἔπρεπε ὁ Πνευματικός, ὁ ἱερέας δηλαδή, ὅλους αὐτούς πού δέν
κοινώνησαν τήν Κυριακή νά τούς πιάσει… ἐσύ γιατί δέν κοινώνησες; Ἐσύ γιατί δέν
κοινώνησες; Ἔχεις κανόνα ἀπό τόν Πνευματικό σου; Ἄν ἔχεις κανόνα, ἐντάξει. Ἄν
δέν ἔχεις κανόνα ὅμως, τί σημαίνει; Ἤ εἶσαι ἀμετανόητος ἤ εἶσαι ἀμελής ἤ εἶσαι
ράθυμος. Εἶσαι παράνομος καί θά πρέπει νά διορθωθεῖς, νά μετανοήσεις, νά
τακτοποιηθεῖς, νά ἐξομολογηθεῖς, νά βρεῖς Πνευματικό… Ἀφήνω πού μερικοί δέν
ἔχουν κἄν Πνευματικό ἤ τόν ἔχουν καί τόν βλέπουν «κομητικῶς» ἔλεγε κάποιος, σάν
κομήτη! Πῶς περνάει ὁ κομήτης κάθε 70 χρόνια;… Αὐτό δέν εἶναι Πνευματικός.
Πνευματικός σημαίνει ὅτι τόν βλέπεις τουλάχιστον μιά φορά τόν μήνα, ἔστω στόν
ἑνάμισι μήνα, καί ἐξομολογεῖσαι.

Ἐρ. : Μετά τήν Ἀνάσταση ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἦταν κτιστή ἤ ἄκτιστη;

Ἀπ. : Πάλι κτιστή.

Ἐρ. : Καί πῶς περνοῦσε ἀπό τίς πόρτες;

Ἀπ. : Θεωμένη. Ἐμπλουτισμένη μέ τήν θεότητα. Δέν ἀλλάζει ἡ φύσις, παραμένει


ἀλλά εἶναι ἐμπλουτισμένη πλέον ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τήν θεία καί μέ τίς ἐνέργειες
τῆς θείας φύσεως. Χωρίς νά ἀλλοιωθεῖ. Παραμένει ἀναλλοίωτη ἡ ἀνθρώπινη φύση,
κτιστή. Καί ἡ θεία φύση ἄκτιστη.

Ἐρ. : Τό ἴδιο ἰσχύει καί μέ τούς Ἁγίους; Γιά παράδειγμα, ὅταν ἐπέμβουν πρός
βοήθειά μας βρίσκονται μόνο ἐκεῖ ἐκείνη τή στιγμή;

Ἀπ. : Ἄν τούς δοῦμε ὀφθαλμοφανῶς μπροστά μας, βέβαια ναί. Ἀλλά κατ’ ἐνέργεια
καί οἱ Ἅγιοι -προσέξτε αὐτό εἶναι τό μεγαλεῖο- εἶναι πανταχοῦ παρόντες. Πῶς; Κατ’
ἐνέργεια. Δηλαδή, ἔχεις ἐδῶ τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου καί προσεύχεσαι καί
ἕνας ναυτικός στόν Εἰρηνικό ὠκεανό κι αὐτός ταυτόχρονα ἐκείνη τήν ὥρα
προσεύχεται καί κάποιος ἄλλος στήν Ἀμερική ταυτόχρονα. Καί οἱ τρεῖς βοηθιοῦνται.
Βοηθιοῦνται, γιατί ἡ ἐνέργεια πού ἔχει ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου
Νικολάου, εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι πανταχοῦ
παροῦσα. Ὁπότε ταυτόχρονα ὁ Ἅγιος βοηθάει παγκοσμίως. Γι’ αὐτό πρέπει νά
γίνουμε ἅγιοι! Καί ὄχι μόνο γιά αὐτό βέβαια… Ἀλλά , ἄν θέλεις νά βοηθήσεις τήν
ἀνθρωπότητα, αὐτό εἶναι ἡ πιό μεγάλη βοήθεια. Μπορεῖς νά βοηθᾶς ταυτόχρονα
ὅλους μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

259
Ἡ θέωση καί τά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς
(Πατερική Θεολογία - 20ο μέρος)
Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου
Ρωμανίδη. Τό κεφάλαιο πού θά ἀσχοληθοῦμε σήμερα ἔχει τίτλο «Περί τῆς ἐμπειρίας
τῆς θεώσεως καί περί τῶν τριῶν σταδίων τῆς πνευματικῆς ζωῆς». Λέγαμε χθές ὅτι ὁ
Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι πηγή τοῦ ἁγιασμοῦ, ὅταν Τόν κοινωνοῦμε.
Ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση πού εἶναι ὁ καθένας καθαρίζεται ἔτι καί ἔτι, φωτίζεται
καί θεώνεται. «Καί θεοῖ με καί τρέφει» λέμε ἐκεῖ στήν σχετική εὐχή.

Λέγαμε ἀκόμα ὅτι ἑνώθηκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη
φύση ἀτρέπτως, ἀναλλοιώτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως. Αὐτή ἡ πρώτη λέξη ἀτρέπτως
σημαίνει χωρίς τροπή, δηλαδή χωρίς ἀλλοίωση. Δέν ἔγινε ἡ ἀνθρώπινη φύση δηλαδή
θεία, οὔτε ἡ θεία ἀνθρώπινη. Παρέμειναν ὅπως εἶναι, ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀνθρώπινη
καί ἡ θεία θεία, ἀλλά ἑνώθηκαν ὅμως ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως, ἀδιαιρέτως καί
ἀτρέπτως, ὅπως εἴπαμε. Ὅταν λοιπόν ἐμεῖς μεταλαμβάνουμε τοῦ Σώματος καί τοῦ
Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μας παίρνουμε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ ὁποία
ὅμως εἶναι θεωμένη, εἶναι ἐμπλουτισμένη μέ τήν Θεία χάρη, μέ τό ἄκτιστο. Ἡ Θεία
Χάρις εἶναι τό ἄκτιστο, εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁπότε
μετέχουμε στό ἄκτιστο. Κι αὐτό τό ἄκτιστο, αὐτή ἡ Θεία Χάρις εἶναι πού μᾶς
καθαρίζει, μᾶς φωτίζει καί μᾶς θεώνει. Ἔτσι κι ἐμεῖς γινόμαστε, ὅπως ἔλεγε ὁ
μακαριστός π. Πορφύριος, κατά χάριν -καί ὄχι κατά φύσιν βέβαια- ἄκτιστοι. Ἐνῶ
εἴμαστε κτιστοί, δημιουργήματα, ἐπειδή παίρνουμε τήν Θεία Χάρη, παίρνουμε τόν
Χριστό μας, πού εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, γινόμαστε κι ἐμεῖς κατά
χάριν ἄκτιστοι.

«Τώρα», λέει ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, γιά νά ἔρθουμε καί στό κεφάλαιο


αὐτό, «διαβάζοντας τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, ποιοί βλέπουμε ὅτι ἔφθασαν
στήν θέωση; Στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν οἱ Προφῆτες καί στήν Καινή Διαθήκη ἦταν
οἱ Ἀπόστολοι. Πρῶτα ὅμως στήν Καινή Διαθήκη ἔφθασε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Πρόδρομος. Μετά ὁρισμένοι Ἀπόστολοι. Ὄχι ὅλοι μαζί οἱ Ἀπόστολοι». Οἱ πρῶτοι
πού θεώθηκαν ἦταν οἱ τρεῖς κορυφαῖοι, ὁ Ἅγιος Πέτρος, ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος καί ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης. Στό ὄρος Θαβώρ εἶδαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, θεώθηκαν.

«Μέχρι καί τήν Μεταμόρφωση, ἐκεῖνοι πού ξέρουμε καλά ὅτι εἶχαν φθάσει στήν
θέωση στήν Καινή Διαθήκη, ἦταν (ἐκτός φυσικά ἀπό τήν Θεοτόκο) ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Πρόδρομος καί μετά οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης.
Ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ἐθεώθησαν μόνο κατά τήν Πεντηκοστή». Ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι
ἔφθασαν στήν θέωση τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. «Κατά τήν Πεντηκοστή ὅλοι οἱ
Ἀπόστολοι (καί οἱ Ἑβδομήκοντα) ἔφθασαν στήν θέωση, ἐκτός φυσικά ἀπό τόν Ἰούδα
τόν προδότη, ὁ ὁποῖος ἀντικατεστάθη ἀπό τόν Ματθία. Καί ὄχι μόνον οἱ Ἀπόστολοι

260
ἔφθασαν στήν θέωση κατά τήν Πεντηκοστή ἀλλά καί πολλοί ἄλλοι καί βαπτίσθηκαν
ἐκείνη τήν ἡμέρα». Γι’ αὐτό ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὅτι ἐκείνη τήν ἡμέρα
πράγματι οἱ ἄνθρωποι ζήσανε αὐτό τό μεγαλεῖο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτοί οἱ 3000
οἱ ὁποῖοι πίστεψαν. Τούς ἐπεσκέφθη ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

«Μετά βλέπουμε τό παράδοξο φαινόμενο ὅτι ὁ πρῶτος ἐξ εἰδωλολατρῶν, ὁ πρῶτος


ἐθνικός στήν Καινή Διαθήκη, πού ἔφθασε σέ θέωση, ἦταν ὁ Κορνήλιος ὁ
ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος ἔφθασε σέ θέωση πρό τοῦ βαπτίσματός του». Θυμᾶστε πού
εἶδε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τήν Χάρη νά πέφτει πάνω ἐκεῖ στούς συγκεντρωμένους
μεταξύ τῶν ὁποίων κορυφαῖος καί ἡγούμενος, θά λέγαμε, ἦταν ὁ Κορνήλιος – αὐτός
τούς εἶχε καλέσει. Καί εἶδε νά πέφτει ἡ ἴδια Χάρις πού εἶχαν πάρει καί αὐτοί καί εἶπε
«πῶς εἶναι δυνατόν ἐγώ ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους νά στερήσω τό βάπτισμα;»
(Πραξ. 10,47). Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἔφθασε στήν θέωση ὁ ἐθνικός αὐτός πρίν
βαπτιστεῖ.

«Αὐτός μοιάζει μέ τόν Ἰώβ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης -ὁ Κορνήλιος-, ὁ ὁποῖος, παρ’ ὅτι
δέν ἦταν Ἑβραῖος, ἀλλά εἰδωλολάτρης, ἔφθασε σέ θέωση. Ἀλλά ἔχουμε καί ἄλλο
παράδειγμα ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος φθάνει σέ θέωση, καί μετά βαπτίζεται, ἐκεῖνο τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου. Τό Πνεῦμα «ὅπου θέλει πνεῖ». Γι’ αὐτό καί ὁ Πέτρος λέγει στήν
περίπτωση τοῦ Κορνηλίου: «Ποιός εἶμαι ἐγώ νά διαφωνήσω μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο,
πού ἔδωσε στόν Κορνήλιο ἴση Χάρη μέ ἐκείνη πού λάβαμε ἐμεῖς στήν Πεντηκοστή,
ὥστε νά μήν τόν βαπτίσω;» Ὅμως ἄλλο εἶναι τό νά μήν ὑπάρχουν περιορισμοί στήν
θέληση τοῦ Θεοῦ νά ὁδηγήσει κάποιον στήν θέωση καί ἄλλο εἶναι τό νά λέμε ὅτι
ὅλοι μετέχουμε στήν θεωτική Χάρη, διότι αὐτό εἶναι ἀνοησία». Δέν μετέχουμε ὅλοι.
Μετέχουν αὐτοί πού θέλουν.

Σέ ἐξαιρετικές καί σπανιότατες περιπτώσεις, ὅπως ἀναφέραμε μερικές


προηγουμένως, ὁ Θεός δίνει τήν θέωση ἐκεῖ πού νομίζει, πού βλέπει φυσικά αὐτά
πού ἐμεῖς δέν βλέπουμε. Βλέπει τήν πολύ καλή διάθεση πού ἔχουν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι
καί τούς δίνει τήν θέωση πρίν τό βάπτισμα, ὅπως στόν Κορνήλιο καί στόν Ἰώβ. Ἀλλά
ὁ κανόνας εἶναι, αὐτό πού ξέρουμε, «ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς» (Μαρκ. 16,16)
λαμβάνει τήν χάρη. Ἐκεῖνος πού πίστεψε καί βαπτίστηκε. Ἡ θέωση δηλαδή γιά μᾶς
τούς πιστούς εἶναι τό ἅγιο Χρίσμα καί μετά ἀκολουθεῖ τό ἅγιο Βάπτισμα.

Ἑπομένως, δέν εἶναι σωστό αὐτό πού λένε οἱ Οἰκουμενιστές ὅτι ‘ὅλοι ἔχουμε τό
Ἅγιο Πνεῦμα’ ἤ ‘τό Ἅγιο Πνεῦμα πάει ὅπου θέλει’ καί ὑπονοοῦν ὅτι μπορεῖ νά
πηγαίνει σέ βρώμικα πράγματα. Ὄχι, δέν μπορεῖ. Δέν πηγαίνει σέ βρώμικα
πράγματα. Δέν εἶναι σωστό αὐτό πού λένε.

«Ἡ θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ μόνο σέ ὅσους φθάνουν Χάριτι Θεοῦ σέ
κατάσταση θεώσεως», ἀφοῦ φυσικά ἔχουν ἐργαστεῖ, ἔχουν συνεργαστεῖ μέ τήν Θεία
Χάρη καί ἔχουν περάσει τά δύο προηγούμενα στάδια, τήν κάθαρση καί τόν
φωτισμό.«Αὐτή ἡ θεωτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ σέ στάδια, δηλαδή βαθμηδόν.

261
Στό πρῶτο στάδιό Της λέγεται καί εἶναι ἁπλή ἔλλαμψις». Τώρα μᾶς μιλάει γιά
στάδια θεώσεως. Καί ἡ θέωση δηλαδή δέν εἶναι μία κατάστασις, ἀλλά θά λέγαμε
εἶναι μία κατάσταση πού ἐξελίσσεται. Ὑπάρχει τό πρῶτο στάδιο πού λέγεται
ἔλλαμψη καί κατ’ αὐτό τό στάδιο «οἱ πάσχοντες τήν ἔλλαμψιν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ
εἶναι οἱ ἐλλαμφθέντες. Αὐτή ἡ ἔλλαμψις διαρκεῖ ἀπό ἕνα δευτερόλεπτο μέχρι μερικά
λεπτά τῆς ὥρας, γιά λίγο δηλαδή» δέχονται τήν ἔλλαμψη.

«Μετά ἔρχεται τό δεύτερο στάδιο, κατά τό ὁποῖο μιλοῦμε γιά θέα τοῦ ἀκτίστου
Φωτός». Βλέπουν οἱ θεούμενοι τό ἄκτιστο Φῶς. «Οἱ πάσχοντες τήν θέα τοῦ ἀκτίστου
Φωτός εἶναι οἱ θεωθέντες». Οἱ προηγούμενοι εἴπαμε εἶναι οἱ ἐλλαμφθέντες στό
πρῶτο στάδιο τῆς θέωσης. Αὐτοί πού βλέπουν τό ἄκτιστο Φῶς λέγονται
θεωθέντες. «Καί μετά ἔρχεται τό τρίτο στάδιο τῶν τελείων, κατά τό ὁποῖο μιλοῦμε
γιά διαρκή θέα»,συνεχῶς βλέπουν, καί ὄχι γιά ὁρισμένο χρόνο, τό ἄκτιστο Φῶς.
«Αὐτές εἶναι οἱ ταξινομήσεις τῆς ἐμπειρίας τῆς θεωτικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ».

«Ἡ φωτιστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Διότι ἡ φωτιστική
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ φωτισμός τῆς καρδιᾶς ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού
ταυτίζεται στό -ἀνώτερο-στάδιο μέ τήν νοερά προσευχή. Στό -κατώτερο- στάδιο τοῦ
φωτισμοῦ, πού λέγεται νεοφωτισμός, δέν συνοδεύεται συνήθως αὐτή ἡ κατάσταση
ἀπό τήν νοερά προσευχή». Βλέπουμε δηλαδή ὅτι καί στόν φωτισμό ἔχουμε στάδια.
Τόν νεοφωτισμό, τό κατώτερο στάδιο καί μιά συνεχή ἄνοδο μέχρι νά φτάσουμε στό
ἀνώτερο στάδιο τοῦ φωτισμοῦ πού εἶναι ἡ νοερά προσευχή, πού φωτίζεται ἡ καρδιά
ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μετά φυσικά εἶναι ἡ θέωση.

«Αὐτή εἶναι ἡ κατάσταση τῶν νεοβαπτισμένων κατά τό Μέγα Σάββατο, τῶν


νεοφωτίστων. Ὑποτίθεται βέβαια ὅτι οἱ νεοφώτιστοι ἀπό νεοφώτιστοι θά γίνουν
φωτισμένοι μέ τήν περαιτέρω κατήχηση ἀπό τό Πάσχα μέχρι τήν Πεντηκοστή.
Ἀσφαλῶς δέν φθάνει κανείς ὁπωσδήποτε στήν νοερά προσευχή κατά τήν ἡμέρα τῆς
Πεντηκοστῆς (δηλαδή μέσα σέ πενήντα ἡμέρες), διότι μπορεῖ νά χρειαστεῖ ἑξήντα ἤ
ἑκατό ἡμέρες ἤ ἕναν χρόνο, δύο χρόνια, τρία χρόνια ἤ μπορεῖ νά μή φθάσει ποτέ.
Αὐτό ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπό τόν νεοφώτιστο, ἀπό τό κατά πόσον δηλαδή ἀγωνίζεται
καί μάλιστα νομίμως, καθώς καί ἀπό τό κατά πόσον ἔχει σωστή καθοδήγηση ἀπό
ἔμπειρο Πνευματικό πατέρα». Γιά νά φτάσει δηλαδή ἀπό τό στάδιο τοῦ νεοφώτιστου
στό στάδιο τοῦ φωτισμένου ἐξαρτᾶται καί ἀπό τόν ἄνθρωπο, μέ πόση προθυμία θά
ἐργαστεῖ τήν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
καί ἀπό τόν δάσκαλο πού ἔχει, πῶς θά τόν καθοδηγήσει. Γι’ αὐτό ἔχει σημασία νά
βρεῖς καί ἕναν ἔμπειρο Πνευματικό.

«Ἐάν δέν φθάσει ποτέ, σημαίνει, κατά τήν Πατερική παράδοση, ὅτι ὁ ἄνθρωπος
αὐτός ἔχει περιπέσει σέ κάποια στασιμότητα πνευματική». Κάπου ἔχει κολλήσει εἴτε
λόγω ραθυμίας, εἴτε λόγω ἀμέλειας, εἴτε λόγω κακῆς καθοδήγησης.

262
«Ἡ κάθαρσις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος δέν γίνεται
ἁπλῶς μέ τήν γνώση». Διαβάζω δηλαδή πνευματικά καί ὅλα καθαρίζονται… Δέν
γίνεται μόνο μ’ αὐτό. Βοηθάει καί ἡ μελέτη καί ἡ γνῶσις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ
πάρα πολύ. Γι’ αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀκοῦμε κηρύγματα, νά διαβάζουμε τήν Ἁγία
Γραφή, νά φροντίζουμε νά μάθουμε τόν νόμο καί τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.

«Χρειάζεται βέβαια ἡ γνῶσις τοῦ δόγματος, ἡ γνῶσις τοῦ περιεχομένου τῆς Ἁγίας
Γραφῆς, ἡ γνῶσις τῆς προσευχῆς» καί ὁπωσδήποτε χρειάζεται ἡ θεία Χάρις.

«Ἡ λογική βοηθάει τόν ἄνθρωπο νά κάνει τούς ὑπολογισμούς του, νά ἐξακριβώσει


σέ τί συνίσταται ἡ θεραπεία του, ἀκόμη καί στό νά ἀποφασίσει ἄν θέλει νά
θεραπευτεῖ ἤ ὄχι». Κι αὐτό εἶναι μέσα στό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος
ἀποφασίζει ἄν θέλει νά θεραπευτεῖ ἤ ὄχι. Γι’ αὐτό καί εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιά τήν
μελλοντική μας ἐξέλιξη καί τήν τελική μας κατάσταση, τῆς κόλασης ἤ τοῦ
Παραδείσου. Ἐμεῖς ἀποφασίζουμε, ἄν θά καθαριστοῦμε ἤ ὄχι, ἄν θέλουμε νά
μετανοήσουμε ἤ ὄχι. «Ὁ ἄνθρωπος ὑπολογίζει καί ἀξιολογεῖ τά ἐνδεχόμενα
ἀποτελέσματα τῆς ἀποφάσεώς του καί ἀποφασίζει. Ὅλα αὐτά εἶναι διεργασίες τῆς
λογικῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Βέβαια τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού ἐνεργεῖ μέσω τῆς συνειδήσεως στήν διάνοια καί
στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, βοηθάει τόν ἄνθρωπο νά πάρει τήν σωστή
κατεύθυνση». Τόν ἐμπνέει, τόν συμβουλεύει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, «δέν τόν ἀναγκάζει
ὅμως, ἐάν ἐκεῖνος δέν θέλει». Γι’ αὐτό εἶναι ἀνόητο αὐτό πού λένε μερικοί ‘μέ
ρώτησαν πρίν μέ βαφτίσουν;’. Σάν νά τοῦ στέρησαν κάτι, νά τοῦ στέρησαν τήν
ἐλευθερία. Τό Βάπτισμα δέν στερεῖ καθόλου τήν ἐλευθερία, ἴσα-ἴσα εἶναι μιά
κατάθεση πού κάνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο καί ἄν θέλει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀξιοποιεῖ ἤ
ὄχι. Εἶναι σάν νά λέει ὁ γιός στόν πατέρα ‘Γιατί μοῦ ἔβαλες αὐτά τά χρήματα στήν
τράπεζα; Μέ ρώτησες;’. Ἐντάξει, ἄν δέν τά θέλεις ἄφησέ τα ἐκεῖ. Ἄς τά πάρει ἡ
τράπεζα… ἐλεημοσύνη στήν τράπεζα! Δέν σέ δεσμεύει τό Βάπτισμα καί ἀπόδειξη
εἶναι ὅτι σήμερα πάρα πολλοί ἄνθρωποι βαφτισμένοι δέν ζοῦν κατά Θεόν. Δέν τούς
πειράζει καθόλου δηλαδή τό ὅτι εἶναι βαφτισμένοι!

Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο δέν ἀναγκάζει «ἅπαξ ὅμως καί ἀποφασίσει ὁ ἄνθρωπος νά


ἀκολουθήσει τόν στενό καί τεθλιμμένο δρόμο τόν ἀπάγοντα εἰς τήν Ζωήν, τότε
ἀρχίζει μία παιδεία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο». Τότε ἀρχίζει ὁ Θεός νά
ἐκπαιδεύει, νά παιδαγωγεῖ τόν ἄνθρωπο, ὅταν τοῦ τό ζητήσει ὁ ἄνθρωπος καί δεῖ ὁ
Θεός ὅτι πράγματι ὁ ἄνθρωπος θέλει νά καθαριστεῖ. Πολλοί λένε ὅτι τότε πού ἤμουν
κοσμικός δέν εἶχα κανένα πρόβλημα, τώρα πού ἄρχισα νά ἐξομολογοῦμαι ἔχω ἕνα
σωρό προβλήματα, ἕνα σωρό δυσκολίες, ἕνα σωρό πειρασμούς… Μάλιστα! Γιατί
ἔτσι διά τῶν πειρασμῶν καί τῶν δυσκολιῶν θά καθαριστεῖς. Ἄρχισε ὁ Θεός τώρα
πλέον νά ἀσχολεῖται μαζί σου, γιατί ἐσύ Τοῦ τό ζήτησες. Ἀλλιῶς σέ εἶχε ἀφήσει καί
πήγαινες, ὅπως πήγαινες, κατευθείαν στήν κόλαση δηλαδή. Τώρα πού Τοῦ ζήτησες

263
νά σέ γλιτώσει, νά σέ λυτρώσει, ἄρχισε νά σέ θεραπεύει, ἄρχισε τίς ἐγχειρήσεις, νά
κόβει τά σάπια ἀπό τήν ψυχή σου.

«Τό πτυχίο τοῦ Πανεπιστημίου μπορεῖ κανείς νά τό πάρει μέ ρουσφέτια. Τό πτυχίο


ὅμως τοῦ φωτισμοῦ δέν τό παίρνει κανείς μέ ρουσφέτια, ἀλλά μέ τήν ἀξία του, μέ
τόν ἀγῶνα του. Ἤ εἶσαι φωτισμένος ἤ δέν εἶσαι φωτισμένος». Δέν μπορεῖς νά
ὑποκριθεῖς, νά τό παίξεις φωτισμένος δηλαδή ἤ ἅγιος. Κι ἄν ξεγελάσεις κάποιους
ἀνθρώπους, κάποια στιγμή θά προδωθεῖς, θά φανεῖς. Ὅπως οἱ Φαρισαῖοι,
φαινόντουσαν ὅτι εἶναι σωστοί ἀλλά στό τέλος φανερώνονταν ποιοί εἶναι. Φυσικά
μπροστά στόν Θεό ἦταν φανεροί ποιοί ἦταν, ἀλλά γινόταν καί στούς ἀνθρώπους.

«Ἤ εἶσαι θεούμενος ἤ δέν εἶσαι θεούμενος. Σύμφωνα ὅμως μέ τήν μοντέρνα


Ὀρθόδοξη Θεολογία», τό λέει εἰρωνικά, «ὅταν βαπτίζεται κανείς, λέγεται
νεοφώτιστος καί θεωρεῖται νεοφωτισμένος καί ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!». Ἔτσι
ἀπροϋπόθετα δηλαδή καί μαγικά. Ἀλλά δέν ἰσχύει φυσικά αὐτό. Ὅλα τά πράγματα
ἔχουν κάποια προϋπόθεση. Γιά νά πετύχεις νά εἶσαι στό στάδιο αὐτό τοῦ
νεοφώτιστου, θά πρέπει νά ἔχει προηγηθεῖ ἕνα ὁλόκληρο, θά λέγαμε, πακέτο
ἐνεργειῶν, νά ἔχεις μετανοήσει, νά ἔχεις ἐξομολογηθεῖ, νά ἔχεις μισήσει τήν ἁμαρτία,
τήν παλαιά σου ζωή, ὁπότε, ὅταν βαφτίζεσαι, δέχεσαι αὐτή τήν Χάρη τήν ἀρχική τοῦ
φωτισμοῦ, πού λέγεται νεοφωτισμός. Θά πρέπει νά ἔχεις κατηχηθεῖ βεβαίως καί ἔτσι
θά φτάσεις στόν φωτισμό. Ὄχι κατά μαγικό τρόπο.

Ὁ θεῖος Κύριλλος Ἱεροσολύμων παρακινεῖ τούς κατηχουμένους στό νά βαφτιστοῦν


«καθαριζόμενοι πρότερον», ἀφοῦ πρῶτα καθαριστοῦν, ἐπειδή κατά τήν ἀναλογία τῆς
πίστεως καί τῆς καθαρότητος δίδεται ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μά, εἴπαμε, γιά
νά καθαριστοῦμε χρειάζεται ἡ Χάρις, ἀλλά χρειάζεται καί ἡ ἀνθρώπινη βοήθεια. Ἡ
Χάρις δίδεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλει. Θά πρέπει ὅμως νά θέλει… Ἄν δέν θέλει,
ὅσες φορές καί νά βαπτιστεῖ -πού δέν ἐπιτρέπεται- πάλι δέν καθαρίζεται, ἄν ὁ ἴδιος
δέν θελήσει νά συνεργαστεῖ μέ τήν Χάρη. «Καθάρισόν σου τό ἄγγος -τό σκεύος- ἵνα
πλείονα δέξῃ τήν Χάριν», γιά νά δεχτεῖς περισσότερη Χάρη, λέει στήν πρώτη του
Κατήχηση. «Ἡ μέν γάρ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν ἐξ ἴσου δίδοται τοῖς πᾶσιν· ἡ δέ τοῦ
Πνεύματος τοῦ ἁγίου κοινωνία, κατ’ ἀναλογίαν δεδώρηται τῆς ἑκάστου πίστεως».
Μέ τό πού βαφτίζεσαι παίρνεις ἄφεση, ναί, ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα, τήν ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ, τήν παίρνεις κατ’ ἀναλογία τῆς πίστεως.

«Ἐάν ὀλίγα προσφέρῃς, ὀλίγα λαμβάνεις· ἐάν ἐργάσῃ πολλά, πολύς ὁ μισθός». Κι
αὐτό -προσέξτε εἶναι πολύ σημαντικό- ἰσχύει καί γιά τό δεύτερο βάφτισμα, πού εἶναι
ἡ ἐξομολόγηση, ἡ μετάνοια. Ἄν καί ἐκεῖ λέει, δέν ἐργαστεῖ ὁ ἄνθρωπος, ναί μέν τήν
ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν θά τήν πάρει, θά τοῦ διαβάσει συγχωρητική εὐχή ὁ ἱερέας,
ἀλλά μετά τί θά γίνει; Ἄν δέν πάρει καί τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν δύναμη,
τήν ἐνέργεια, πάλι θά πέσει ἀμέσως μέ τό πού θά βγεῖ ἀπό τό ἐξομολογητήριο ἤ καί
μέσα στό ἐξομολογητήριο.

264
Γιατί δέν παίρνει τήν Χάρη; Γιατί δέν ἔχει τήν βούληση νά μετανοήσει. Ἁπλῶς πῆγε
νά πεῖ τυπικά ἔκανα αὐτά … εἶναι καί οἱ μέρες, μεγάλες γιορτές… νά πάρω μιά
ἄφεση, διάβασέ μου μιά εὐχή καί φύγαμε… Ἄλλαξε τίποτα; Τίποτα δέν ἄλλαξε, γιατί
ἀμέσως μετά θά τά ξανακάνει αὐτά γιά τά ὁποῖα συγχωρέθηκε. Πῶς θά γίνει νά μήν
τά ξανακάνει; Θά πρέπει νά ἔχει ἐργαστεῖ προηγουμένως, νά ἔχει μετανοήσει, νά ἔχει
συντριφτεῖ, νά ἔχει ἀποφασίσει νά μήν τά ξανακάνει καί νά ἔχει τήν βούληση
καλύτερα νά πεθάνει παρά νά τά ξανακάνει, νά ἐργάζεται μέ τήν προσευχή καί μέ
τήν ὅλη πνευματική ζωή, πνευματική μέθοδο πού μᾶς ὑποδεικνύει ἡ Ἐκκλησία ἔτσι,
ὥστε νά μήν ξαναπέσει στήν ἁμαρτία.

Ἡ μέθοδος αὐτή λέγεται ἡσυχαστική, λέγεται ἡσυχία, λέγεται ἡσυχασμός καί


περιλαμβάνει τήν ἄσκηση καί τά μυστήρια. Ἄν δέν τά κάνει αὐτά αὐτός πού
ἐξομολογήθηκε, πάλι θά κάνει τά ἴδια πράγματα, τά ἴδια λάθη, τίς ἴδιες ἁμαρτίες γιά
τίς ὁποῖες συγχωρέθηκε. Κατ’ ἀναλογία λοιπόν τῆς πίστεως… Ὅταν λέει πίστη ἐδῶ
δέν ἐννοεῖ τήν νεκρή πίστη, τήν θεωρητική πίστη, ὅτι ὑπάρχει Θεός κ.λ.π. Αὐτό τό
ἔχουν καί οἱ δαίμονες… Ἀλλά τήν ζωντανή πίστη, πού σημαίνει ἔργα, σημαίνει
ἀγάπη στόν Θεό καί στόν πλησίον, σημαίνει τήρηση τῶν ἐντολῶν. Κατ’ ἀναλογία
λοιπόν τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν λαμβάνεις καί τήν Χάρη καί ἐνεργοποιεῖς τήν Χάρη
μέσα σου. Εἶναι πολύ σημαντικό νά τό καταλάβουμε, γιατί λέμε: γιατί δέν
διορθώνομαι;… ἐνῶ πάω ἐξομολογοῦμαι, κοινωνάω ἐνδεχομένως…

Διότι δέν ἐνεργοῦμε μέ πίστη, δέν τηροῦμε τίς ἐντολές. Στό μέτρο πού θά τηρήσουμε
τίς ἐντολές, στό μέτρο δηλαδή πού θά κάνουμε ἀδιάλειπτη προσευχή, στό μέτρο πού
θά ἀγωνιστοῦμε μέ τήν νηστεία, μέ τήν ἀγρυπνία κ.λ.π., θά πάρουμε καί τή Χάρη. Γι’
αὐτό ἔχουμε διαφορά καί στούς Ἁγίους, «ἀστήρ ἀστέρος διαφέρει ἐν δόξῃ» (Α΄Κορ.
15,41). Ἀνάλογα μέ τό πόσο ἐργάστηκε ὁ κάθε ἅγιος, λάμπει καί περισσότερο.
Ἐκεῖνος πού λάμπει πάνω ἀπό ὅλους εἶναι ἡ Παναγία μας. Ἐργάστηκε περισσότερο
ἀπό ὅλους. Ἀπό τριῶν ἐτῶν ἀφιερώθηκε στόν Θεό καί εἶχε κολλήσει, εἶχε
προσηλώσει τόν νοῦ της στόν Θεό. Ἑπομένως, δέν εἶναι μαγικά τά πράγματα.
Μπήκαμε κάτω ἀπό τό Πετραχήλι, τελειώσαμε.. γίναμε ἀπαθεῖς καί ἅγιοι. Ἤ
κοινωνήσαμε καί φτάσαμε στήν θέωση… Θέλει προϋποθέσεις. Θέλει, αὐτό πού
εἴπαμε, ἐργασία τῶν ἐντολῶν.

«Σήμερα μάλιστα», συνεχίζει λίγο τήν εἰρωνεία ὁ π. Ἰωάννης, «ἀκοῦμε τούς παπάδες
στά κηρύγματα νά λένε ὅτι, ἐφόσον εἴμαστε βαπτισμένοι, εἴμαστε ναοί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος». Γιά κοιτάξτε γύρω σας, πόσους ναούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος βλέπετε;…
Εἶναι δυνατόν; Δέν εἶναι. Δέν εἶναι μαγικό τό πρᾶγμα. «Καί ἐφόσον εἴμαστε ναοί τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, ὅλα ὅσα γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἰσχύουν γιά ὅλους
μας!».Ἐφόσον εἶσαι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα σου,
ἀκοῦς τό Ἅγιο Πνεῦμα πού προσεύχεται μέσα σου καί φυσικά ἔχεις καί τόν καρπό
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη… Τά ἔχει κανείς αὐτά; Σπάνια!
Ἑπομένως αὐτά δέν γίνονται μαγικά.

265
«Διαβάζοντας ὅμως τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό καί συγκεκριμένα ὅσα γράφει
γιά τά ἱερά λείψανα τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀποδίδει μόνον στούς Ἁγίους
ὅλα αὐτά τά χωρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, περί τοῦ ποιός εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἐπίσης ἐξηγεῖ τό γιατί οἱ Ἅγιοι ἦσαν
Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξηγεῖ ὅτι ἐκεῖνοι ἦσαν πράγματι ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
καί ἀποκαλεῖ μόνο τούς Ἁγίους ναούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπόδειξη εἶναι τά Ἅγιά
τους λείψανα.

Πού σημαίνει ὅτι, ἐάν εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
τότε, σύμφωνα μέ ὅσα λένε οἱ μοντέρνοι θεολόγοι τῆς Ὀρθοδοξίας, θά ἀφήσουμε
ὅλοι μας ἅγια λείψανα καί θά γίνουμε Ἅγιοι μετά τήν πρός Κύριον ἐκδημία μας!
Ἀλλά τέτοιο πράγμα δέν συμβαίνει». Τό ξέρουμε στήν πράξη. Γιατί, γιά νά γίνεις
ναός τοῦ Πνεύματος, πρέπει νά περάσεις αὐτά τά στάδια: κάθαρση-φωτισμός-θέωση.
Τότε γιατί λέμε ὅτι ὅταν βαπτιζόμαστε γινόμαστε ναοί τοῦ Πνεύματος; Ἐννοῦμε ὅτι
παίρνουμε τήν δυνατότητα νά γίνουμε. «Ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ
γενέσθαι» (Ἰω. 1,12). Μᾶς δίνει τήν δυνατότητα, τήν ἐξουσία νά γίνουμε παιδιά τοῦ
Θεοῦ καί ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Θά κάνουμε πραγματικότητα τήν δυνατότητα,
ἐφόσον ἐργαστοῦμε σύμφωνα μέ τόν Κύριο καί τίς ἐντολές Του.

«Ἄν διαβάσει κανείς τούς Πατέρες προσεκτικά, βλέπει ὅτι ὑπάρχει κάποια
διαφοροποίηση μεταξύ τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων περί τῶν Μυστηρίων τῆς
Ἐκκλησίας καί τῆς διδασκαλίας πού ἐμπεριέχεται στά μοντέρνα ἐγχειρίδια περί τῶν
Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἡ μοντέρνα Ὀρθοδοξία
βρίσκεται σέ κάποιο στάδιο ἀπομακρύνσεως ἀπό τήν Πατερική παράδοση καί
Ὀρθοδοξία. Αὐτό σημαίνει ὅτι χρειάζεται ἐπάνοδο σ’ αὐτήν».

Ἔχουμε ξεφύγει δηλαδή ἀπό τήν Πατερική παράδοση γι’ αὐτό καί λέγονται ὅλα
αὐτά πού λέγονται. ‘Εἶσαι βαφτισμένος ἄρα εἶσαι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος’.
Δυστυχῶς, ἀκούω καί μαθαίνω ὅτι ἀρχίζει νά μπαίνει κι αὐτό τό σλόγκαν τώρα ὅτι
‘ὅσοι εἶστε μέσα στήν Ἐκκλησία, νά κοινωνήσετε ὅλοι’. Ἀπροϋπόθετα! Ἔχεις – δέν
ἔχεις ἐξομολογηθεῖ, ἔχεις – δέν ἔχεις νηστέψει, ἔχεις – δέν ἔχεις καθαριστεῖ, ὅλοι νά
κοινωνήσετε λένε κάποιοι παπάδες. Ἴσως ὄχι ἀκόμα ἐδῶ στήν Ἑλλάδα.. στό
ἐξωτερικό γίνεται. Εἶναι σωστό αὐτό; Καί βέβαια δέν εἶναι σωστό. Καθόλου σωστό,
γιατί χρειάζονται προϋποθέσεις γιά νά μετέχεις τοῦ Μυστηρίου.

«Ἔχουμε λοιπόν τήν θεωτική Χάρη, ἔχουμε τήν φωτιστική Χάρη, ἔχουμε καί τήν
καθαρτική Χάρη. Τό πρῶτο στάδιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ κάθαρση. Καί αὐτό
τό στάδιο εἶναι ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» μέ τή συνέργεια ὅμως τοῦ ἀνθρώπου.
Προσέξτε, αὐτό εἶναι πολύ σημαντικό! Ἐάν δέν θέλει ὁ ἄνθρωπος καί δέν
συνεργαστεῖ, δέν γίνεται κάθαρση. «Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Ἐκεῖνο πού καθαρίζει,
φωτίζει καί θεώνει». Ὁ ἄνθρωπος μόνος του δέν μπορεῖ νά καθαριστεῖ. Γι’ αὐτό καί
ἀποτυγχάνουμε ὅταν λέμε λ.χ. ἀποφάσισα νά μήν ξαναθυμώσω. Γιατί; Γιατί
στηρίζεσαι στόν ἑαυτό σου. Τό σωστό εἶναι νά λέμε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν θά

266
ξαναθυμώσω, βοήθησέ με Θεέ μου. Τότε κάνεις κάτι. Κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα δηλαδή
πού θά ’ρθεῖ καί θά σοῦ πάρει τό πάθος. Τό ἔργο τό κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀλλά ὁ
ἄνθρωπος προαιρεῖται. Ἔχει δηλαδή τήν ἀρχική βούληση καί ζητάει νά ἔρθει τό
Ἅγιο Πνεῦμα νά τόν καθαρίσει. Γι’ αὐτό μᾶς μίλησε ὁ Κύριος γιά ἀδιάλειπτη
προσευχή, γιά ἀδιάλειπτη μετάνοια, ἀδιάλειπτη ἐκζήτηση δηλαδή τῆς θείας
βοήθειας. Αὐτή εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, ζητᾶμε συνεχῶς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί
τότε ἔρχεται ὁ Θεός καί μᾶς ἐλεεῖ, μᾶς καθαρίζει, μᾶς φωτίζει καί μᾶς θεώνει.

«Ἡ διαδικασία τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ εἶναι καί ἔργο τοῦ ἰδίου τοῦ
κατηχουμένου, ἀλλά καί ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ πατρός τοῦ κατηχουμένου, ὁ ὁποῖος
ἀνοίγει τά μάτια τῆς ψυχῆς τοῦ κατηχουμένου καί τόν προετοιμάζει γιά τό
Βάπτισμα». Λέει, λοιπόν, ὁ Ἅγιος Νικόδημος, τέσσερα συμβαίνουν στήν πορεία τήν
πνευματική. «α) Ἀκοή κατηχήσεως», πρῶτα κανείς ἀκούει τήν κατήχηση. Ἡ ὁποία
αὐτή ἀκοή προηγεῖται τῆς πίστεως. Γιατί, πῶς θά πιστέψει ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν
ἀκούσει τό κήρυγμα; Εἶναι ἀναγκαῖο τό κήρυγμα.

Νά τί χρειάζεται ἡ ἱεραποστολή. Ἄν δέν ἀκούσει ὁ ἄλλος ὁ καημένος, πῶς θά


πιστέψει; Τί νά πιστέψει ἀφοῦ δέν ξέρει; Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ἡ γάρ
πίστις ἐξ ἀκοῆς» (Ρωμ. 10,17). «β) Πίστις ἐγκάρδιος (δηλαδή ἐνδιάθετος)»,
ἐσωτερική πίστη, ζωντανή πίστη, «γ) Ὁμολογία διά στόματος». Ἀφοῦ πιστέψει ὁ
ἄνθρωπος στήν καρδιά του, ἀποδεχτεῖ δηλαδή τόν Χριστό ὡς Θεό πού ἔγινε καί
ἄνθρωπος καί τήν Ἁγία Τριάδα, μετά τό ὁμολογεῖ καί μέ τό στόμα. «Καρδίᾳ
πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δέ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν’’, (Ρωμ. 10,10),
λέει πάλι ο Ἀπόστολος Παύλος και, «δ) ἀκολουθεῖ τό Βάπτισμα». Βλέπετε; Δέν πᾶμε
ἀμέσως στό Βάπτισμα. Ἀκολουθοῦν αὐτά τά τρία: ἀκοή – κατήχησις, πίστις
ἐγκάρδιος καί ὁμολογία διά στόματος. Ἀκολουθεῖ τό Βάπτισμα «σφραγίζον τήν
πίστιν καί τήν ὁμολογία». Γι’ αὐτό στίς Βαπτίσεις τί κάνουμε; Πρῶτα κάνουμε τόν
ἐξορκισμό. Μετά ἔχουμε τήν ὁμολογία, τό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ἐπειδή δέν
μπορεῖ νά τό πεῖ τό μωρό, τό λέει ὁ ἀνάδοχος. Ἄν τό ξέρει κι αὐτός… τέλος πάντων,
τό διαβάζει καί μετά ἀκολουθεῖ τό Βάπτισμα.

Γι’ αὐτό εἶπε καί ὁ Μέγας Βασίλειος: «Πίστις δέ καί βάπτισμα, δύο τρόποι τῆς
σωτηρίας, συμφυεῖς ἀλλήλοις καί ἀδιαίρετοι». Εἶναι οἱ δύο τρόποι τῆς σωτηρίας:
πίστις καί βάπτισμα. «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται» (Μάρκ. 16,16). Οἱ
Πατέρες δέν λένε κάτι διαφορετικό ἀπό αὐτό πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὁ Χριστός εἶπε
ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται καί λέει ὁ Μέγας Βασίλειος δύο δρόμοι τῆς
σωτηρίας, πίστις καί βάπτισμα. Ὄχι μόνο πίστις, ὅπως λένε οἱ Προτεστάντες. Οὔτε
μαγικά.. μόνο βάπτισμα…

Πῶς νά τόν βαπτίσεις; Πιστεύει; Ἔχει ἀποφασίσει νά ἀλλάξει ζωή; Μετανόησε;


Αὐτό σημαίνει νά βαπτιστεῖ. Τό ὁμολογεῖ; «Πίστις μέν γάρ τελειοῦται διά
βαπτίσματος». Τό Βάπτισμα δηλαδή εἶναι τό τελείωμα, ἡ τελειοποίηση τῆς πίστεως.
«Βάπτισμα δέ θεμελιοῦται διά τῆς πίστεως· καί διά τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἑκάτερα

267
πληροῦται· ὡς γάρ πιστεύομεν εἰς Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, οὕτω καί
βαπτιζόμεθα εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί
προάγει μέν ἡ ὁμολογία πρός τήν σωτηρίαν εἰσάγουσα· ἐπακολουθεῖ δέ τό βάπτισμα
ἐπισφραγίζον ἡμῶν τήν συγκατάθεσιν». Προηγεῖται λοιπόν καί μᾶς προάγει, μᾶς
ὁδηγεῖ στό Βάπτισμα, ἡ ὁμολογία καί μετά ἀκολουθεῖ τό Βάπτισμα πού ἐπισφραγίζει
τήν συγκατάθεσή μας ὅτι πλέον πιστέψαμε.

«Ὃ Πνευματικός πατήρ ὀφείλει νά εὑρίσκεται σέ κατάσταση φωτισμοῦ, ὥστε νά


μπορεῖ νά εἰσάγει καί ἄλλους σ’ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί νά τούς
ὁδηγεῖ πρός τό Βάπτισμα καί τοῦ ὕδατος (δηλαδή τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν), ἀλλά
καί τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά τοῦ
βαπτιζομένου καί ἡ φώτισις τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου». Γι’ αὐτό λέει πάλι ὁ Ἅγιος
Νικόδημος «Πρῶτον καθαρίζει ὁ Κύριος καί δεύτερον φωτίζει… Ὥστε, ὅποιος
ἀγαπᾶ νά φωτισθεῖ ἐκ Θεοῦ, πρῶτον πρέπει νά καθαρισθεῖ ἀπό τά πάθη διά τῶν
θεουργῶν ἐντολῶν», τῶν ἐντολῶν πού ἐργάζονται τήν θέωση στόν ἄνθρωπο. ‘’Οὗ
γάρ κάθαρσις, ἐκεῖ ἔλλαμψις’’, λέει ὁ ἅγιος Θεολόγος Γρηγόριος. Θυμηθεῖτε αὐτό
πού λέγαμε, ἡ ἔλλαμψις εἶναι τό πρῶτο στάδιο τῆς θέωσης. ‘’ Ἄνευ γάρ τοῦ πρώτου,
τό δεύτερον οὐ δίδοται’’. Χωρίς κάθαρση δέν δίνεται ἔλλαμψη, δέν δίδεται ἡ Χάρις.
‘’Εἰ δέ πρό τοῦ νά καθαρισθῆ τινάς ζητεῖ νά φωτισθῆ, μάτην καί ἀνωφελῶς
κοπιάζει…’’». Ἅμα ζητᾶς τόν φωτισμό πρίν καθαριστεῖς, μάταια κοπιάζεις. Πρέπει
πρῶτα νά καθαριστεῖς.

«Ἡ ἐπίσκεψις», λοιπόν, «τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν καρδιά τοῦ βαπτιζομένου καί ἡ
φώτισις τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου» εἶναι αὐτό τό ἔργο στό ὁποῖο καθοδηγεῖ ὁ
Πνευματικός τόν πιστό, «προκειμένου ὄχι περί νηπίων ἀλλά περί ἐνηλίκων, οἱ ὁποῖοι
εἶχαν βαπτιστεῖ ὅταν ἦσαν νήπιοι μετά ὅμως ἁμάρτησαν καί μετανοοῦν, ὁ
φωτισμένος Πνευματικός πατήρ τούς ὁδηγεῖ πρός τό δεύτερο βάπτισμα, τῶν
δακρύων, τῆς μετανοίας καί ἀκολούθως πρός τό τρίτο βάπτισμα, τό βάπτισμα τοῦ
Πνεύματος, πού ἀκολουθεῖ τό βάπτισμα τῶν δακρύων, ἐφόσον ὑπάρχουν οἱ
πνευματικές προϋποθέσεις ἐκ μέρους τοῦ μετανοοῦντος.

Τό βάπτισμα τοῦ Πνεύματος εἰσάγει τόν κεκαθαρμένο πλέον ἄνθρωπο στήν


κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ, στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέχεται τό δῶρο τῆς ἀδιαλείπτου
καρδιακῆς προσευχῆς, ὁπότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατά κυριολεξίαν, ναός τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ὁπότε στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἔχουμε πρῶτα τούς νεοφωτίστους, δηλαδή
τούς νεοβαπτισμένους, μετά συνεχίζεται σ’ αὐτούς ἡ κατήχησις καί ἡ ἀσκητική
ἀγωγή ἐκ μέρους τοῦ Πνευματικοῦ πατρός καί ὅταν πεῖ ὁ Πνευματικός πατήρ γιά
κάποιον ὄτι αὐτός εἶναι ἕτοιμος γιά φώτιση, τότε ἐκεῖνος φέρεται στόν ναό καί
φωτίζεται (χρίεται διά τοῦ Ἁγίου Μύρου). Μετά σέ κατοπινό στάδιο ἔρχεται τό
Πνεῦμα τό Ἅγιο καί κατοικεῖ μόνιμα μέσα στόν ἄνθρωπο, ἐπειδή ἔχει αγάπη,
ἐφαρμόζει τίς ἐντολές κλπ». Γι’ αὐτό δέν γινόντουσαν στήν ἀρχαία Ἐκκλησία μαζί,
τό Βάπτισμα γινόταν χωριστά καί ἀκολουθοῦσε τό φώτισμα, τό Ἅγιο Μύρο.

268
«Ἐάν θέλετε νά διαπιστώσετε αὐτά τά πνευματικά στάδια, παρακαλῶ, διαβάστε τά
κεφάλαια 14 ἕως 17 τοῦ κατά Ἰωάννη Εὐαγγελίου. Αὐτά εἶναι σαφέστατα γραμμένα
ἐκεῖ καί αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού τά διαβάζουμε στούς ναούς κατά τήν Μεγάλη
Πέμπτη. Τά παλαιά χρόνια, στούς μέλλοντες νά βαπτισθοῦν κατά τό Μέγα Σάββατο,
γινόταν ἑρμηνεία καί κατήχησις γιά τό τί ἀνεμένετο νά τούς συμβεῖ κατά τό ἅγιο
Βάπτισμα, κατά τό ὁποῖο θά ἐδέχοντο τόν νεοφωτισμό, ὥστε νά μπορέσουν νά
εἰσαχθοῦν ὁμαλά καί νά κατευθυνθοῦν ὀρθά πρός τήν νέα πνευματική ἐμπειρία. Ἀπό
τόν νεοφωτισμό ἔπρεπε νά φθάσουν στήν πλήρη φώτιση κατά τήν ἡμέρα τῆς
Πεντηκοστῆς.

Δηλαδή ὁ φωτισμός τους ἔπρεπε νά ὁλοκληρωθεῖ μέσα σέ πενήντα ἡμέρες (ἀπό τό


Μέγα Σάββατο μέχρι τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς) χωρίς αὐτό νά εἶναι ἀπόλυτο,
ὅπως ἤδη εἴπαμε. Στό διάστημα αὐτό γινόταν ἐντατική κατήχησις περί τῶν σταδίων
τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτόν τόν λόγο διαβάζουν στούς ναούς τό κατά Ἰωάννην
Εὐαγγέλιο μεταξύ Πάσχα καί Πεντηκοστῆς, διότι τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο εἶναι
τό Εὐαγγέλιο τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, ἐνῶ τά Εὐαγγέλια τῶν Ματθαίου,
Μάρκου καί Λουκᾶ εἶναι τά Εὐαγγέλια τῆς καθάρσεως».Εἶναι, θά λέγαμε, πιό
πνευματικά ἀνεβασμένο τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, πάει σέ ἀνώτερα πνευματικά
ἐπίπεδα. Ὄχι ὅτι τά ἄλλα δέν ἔχουν Χάρη. Καί τά τρία λεγόμενα ‘συνοπτικά’
Εὐαγγέλια, τοῦ Ματθαίου, τοῦ Μάρκου καί τοῦ Λουκᾶ ἔχουν πάρα πολύ Χάρη καί
βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο στήν κάθαρση,«Βάσει αὐτῶν τῶν διακρίσεων, ἔχουμε ἐκτός
τῶν ἄλλων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, τήν θεωτική ἐνέργεια, τήν φωτιστική ἐνέργεια καί
τήν καθαρτική ἐνέργεια, πού εἶναι, ἡ τελευταία αὐτή, τῶν κατηχουμένων». Οἱ
κατηχούμενοι μετέχουν στήν καθαρτική ἐνέργεια.

«Σ’ αὐτές τίς ἐνέργειες, δηλαδή στήν καθαρτική, στήν φωτιστική καί στήν θεωτική
μετέχουν μόνον οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Ὄχι ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἀλλά μόνον οἱ
Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί· καί ὄχι ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, ἀλλά ὅσοι ἐκ τῶν
Ὀρθοδόξων ἔχουν τίς κατάλληλες πνευματικές προϋποθέσεις». Ὅπως εἴπαμε, πρέπει
νά τό θέλουν καί πρέπει νά ἐργάζονται τίς ἐντολές. «Ἐκτός ἀπό αὐτές τίς τρεῖς
ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἔχουμε τήν δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία μετέχουν
ὅλα τά κτίσματα καί τήν συνεκτική καί συντηρητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία
ἐπίσης μετέχουν ὅλα τά κτίσματα.

Τά πάντα μέσα στό σύμπαν μετέχουν τῆς συνεκτικῆς καί συντηρητικῆς ἐνεργείας τοῦ
Θεοῦ, διότι ὁ Θεός συντηρεῖ τόν κόσμο». Ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἐνέργεια, δέν θά
ὑπῆρχε τό σύμπαν. «Ἐκτός ἀπό αὐτές ὑπάρχει ἡ προνοητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ (ἡ
Θεία Πρόνοια), ἡ ἀγαπητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ κολαστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ
κλπ.». Ἔχουμε πολλές ἐνέργειες ἀνάλογα μέ τά ἀποτελέσματά τους. Ἐνῶ εἶναι μία ἡ
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἔχει ὅμως πολλές ἐκδηλώσεις, πολλές φανερώσεις καί ἀνάλογα
χαρακτηρίζονται.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

269
α.Περί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί περί μεταφυσικῆς
β.Ὁ μοναχισμός
(Πατερική Θεολογία - 21ο μέρος)

Νά συνεχίσουμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία πού μελετᾶμε. Τό
πρῶτο κεφάλαιο ἐπιγράφεται «Περί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ» καί λέει ὁ π. Ἰωάννης
ὁ Ρωμανίδης, «Κατά τήν Πατερική παράδοση», τήν Ὀρθόδοξη παράδοση, «ἡ
ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὅπως καί ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἁπλή. Ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι
ἁπλή καί δέν μετέχεται ἀπό τά κτίσματα». Δηλαδή, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καί ὅλα τά
ἄλλα κτίσματα δέν μετέχουμε στήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μετέχουμε στίς ἐνέργειες
τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες εἶναι πολλές στίς φανερώσεις τους. Οὐσιαστικά ἡ ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἁπλή καί μία, ἀλλά ἔχει πολλές φανερώσεις καί ποικίλα ἀποτελέσματα.

«Ἡ ἐνέργεια ὅμως τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ,
μετέχεται μέ τήν κτίση. Δέν μετέχεται ὅμως, κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἀπό ὅλα τά
κτίσματα. Ὑπάρχει διαφορετική μεθέξις τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ ἀπό τά κτίσματα,
ἀλλά ὑπάρχουν καί διαφορετικῶν εἰδῶν ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε, οἱ ὁποῖες
μετέχονται. Δηλαδή, οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ διακρίνονται ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη. Γι’
αὐτόν τόν λόγο, οἱ Πατέρες ἀναφέρουν ὅτι ἡ μία ἁπλή φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας
τοῦ Θεοῦ μερίζεται -διαμερίζεται δηλαδή– σέ διαφορετικά εἴδη ἐνεργειῶν καί σέ
πολλούς ἀποδέκτες.

Πῶς ὅμως; Ἀμερίστως! Μερίζεται ἀμερίστως», χωρίς νά διαιρεῖται. Λέγαμε κι ἄλλη


φορά ὅτι γιά τόν Θεό δέν ἔχουμε λέξεις. Δέν μποροῦμε νά περιγράψουμε τόν Θεό,
πολύ περισσότερο τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ δέν
μποροῦμε νά τίς περιγράψουμε. Γι’ αὐτό λέμε κάτι καί μετά τό ἀναιροῦμε, γιά νά
δείξουμε ὅτι δέν μποροῦμε νά ποῦμε… ‘Μερίζεται ἀμερίστως’. Καί μερίζεται καί δέν
μερίζεται δηλαδή, μᾶλλον μοιράζεται χωρίς νά διαιρεῖται. Στά κτιστά πράγματα μέ
ἕνα κερί μποροῦμε νά ἀνάψουμε κι ἄλλα κεριά. Αὐτή ἡ φλόγα πού ἄναψε ἀπό τό
πρῶτο κερί μοιράστηκε στά ἄλλα κεριά; Ὄχι. Παραμένει ἡ ἴδια, δέν ἔχασε κάτι, ἁπλά
ἄναψε καί τά ἄλλα κεριά. Δέν γίνεται βέβαια ἔτσι στόν Θεό. Δέν ξέρουμε πῶς γίνεται
στόν Θεό. Εἶναι μυστήριο ἡ ὅλη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί αὐτό πού λένε οἱ Πατέρες
‘μερίζεται ἀμερίστως’, ἀλλά τό παράδειγμα αὐτό μᾶς δίνει μιά ἰδέα.

«Παραμένει ἁπλή, παρά ταῦτα ὅμως πολλαπλασιάζεται ἐν τοῖς πολλοῖς, δηλαδή εἰς
τά πολλά κτίσματα. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ «μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς», αὐτή
εἶναι ἡ πατερική ἔκφραση καί ὁρολογία πού χρησιμοποιοῦμε γιά νά περιγράψουμε
αὐτό τό ποικίλο τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Λέγαμε τήν προηγούμενη φορά ὅτι
ὑπάρχει ἡ προνοητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχει ἡ συντηρητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ,
ὑπάρχει ἡ δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού
λέγεται οὐσιοποιός πού δίνει οὐσία σέ ὅλα τά πράγματα. Ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια τοῦ

270
Θεοῦ ἡ δημιουργική, στήν ὁποία μετέχουν ὅλα τά κτίσματα, ἡ ὁποία δίνει ὀντότητα,
δίνει οὐσία σέ ὅλα τά κτίσματα. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι τά κτίσματα ἔχουν ἀπό τήν
οὐσία τοῦ Θεοῦ ἀλλά ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἄν εἶχαν ἀπό τήν οὐσία, θά ἦταν
καί τά κτίσματα θεοί, ἀλλά δέν ἔχουν. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, πού ἔχει οὐσία καί
ἐνέργεια. Στήν οὐσία εἴπαμε δέν μετέχουμε τά κτίσματα, τά δημιουργήματα.

Μετέχουμε στίς ἐνέργειες ἀλλά μέ διαφορετικό τρόπο τό καθένα. Ἄς ποῦμε, οἱ


πέτρες, τά ξύλα κ.λ.π. αὐτά τά ἄλογα ὄντα, μετέχουν στήν δημιουργική ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ, ἀφοῦ ὑπάρχουν, στήν οὐσιοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν μετέχουν σέ μία
ἄλλη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού λέγεται ζωοποιός, ἡ ὁποία δίνει ζωή. Σ’ αὐτή μετέχουν
τά ζῶα καί οἱ ἄνθρωποι φυσικά. Ἀλλά καί τά ζῶα δέν μετέχουν σέ μία ἄλλη ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ πού λέγεται σοφοποιός, πού δίνει σοφία στά ὄντα. Σ’ αὐτή τήν ἐνέργεια
μετέχουν μόνο οἱ Ἄγγελοι, οἱ ἄνθρωποι καί οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι εἶναι κι αὐτοί
ἄγγελοι ἐκπεσόντες.

Ἔχουν κι αὐτοί, ἄς ποῦμε, μία σοφία, σκέψη καί ἐξυπνάδα, ἀλλά τήν χρησιμοποιοῦν
γιά τό κακό. Ὑπάρχει καί ἄλλη μία ἐνέργεια πού λέγεται θεοποιός, στήν ὁποία
μετέχουν οἱ ἄνθρωποι καί οἱ Ἄγγελοι πού θέλουν. Ὄχι ὅλοι καί ἀναγκαστικά. Ἐνῶ
στίς ἄλλες ἐνέργειες, ὅπως στήν οὐσιοποιό, μετέχουν ὅλα τά ὄντα, θέλουν δέν
θέλουν. Στήν ζωοποιό μετέχουν θέλουν δέν θέλουν, αὐτά πού ἔχουν ζωή. Στήν
σοφοποιό μετέχουν οἱ Ἄγγελοι, οἱ ἄνθρωποι καί οἱ δαίμονες, θέλουν δέν θέλουν. Δέν
μᾶς ρωτάει ὁ Θεός ἄν θά μᾶς δώσει σκέψη, σοφία, ἐξυπνάδα κ.λ.π., τή δίνει σέ ὅλους
τούς ἀνθρώπους. Ἀλλά τήν θέωση, τήν μετοχή στή θεοποιό ἐνέργεια, τή δίνει ὁ Θεός
σ’ αὐτούς πού τή ζητᾶνε, στούς ἀνθρώπους καί στούς Ἀγγέλους πού τήν θέλουν.

Τί εἶναι τώρα ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ πού τήν βλέπουμε καί στίς ἁγιογραφίες; Στήν
Μεταμόρφωση βλέπουμε γύρω ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας ἀκτῖνες φωτεινές.
Εἶναι ἠ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, «πού ἀποδίδεται στήν Παλαιά Διαθήκη γιά τήν μοναδική
καί ἁπλή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς». Εἶδον, λέει
ὁ Μωϋσῆς τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Τί σημαίνει αὐτό; Εἶδε τόν Θεό. Δέν μπορεῖ νά εἶδε
τήν οὐσία, εἶδε τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί ἐδοξάσθη καί ἔλαμπε καί ὁ ἴδιος ἀπό αὐτή
τή μετοχή πού εἶχε μέσα στή δόξα τοῦ Θεοῦ τίς σαράντα ἡμέρες πάνω στό ὄρος
Χωρήβ, γι’ αὐτό καί ὅταν κατέβηκε ἦταν μεταμορφωμένος, ἔλαμπε.

Τόσο πολύ ἔλαμπε τό πρόσωπό του, ἄστραφτε σάν τόν ἥλιο, πού δέν μποροῦσαν νά
τόν κοιτάξουν καί τοῦ ἔδωσαν ἕνα ὕφασμα, κάτι σάν πετσέτα, νά τό βάλει μπροστά
στό πρόσωπο γιά νά μετριαστεῖ ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου του, πού δέν ἦταν
βέβαια δικό του κατόρθωμα. Ἦταν τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία εἶχε γίνει κι
αὐτός μέτοχος. Γιατί; Γιατί ἤθελε καί γιατί εἶχε τίς προϋποθέσεις. Γιά νά γίνεις
μέτοχος στή δόξα τοῦ Θεοῦ, νά φτάσεις δηλαδή στή θέωση, πρέπει νά ἔχεις
προϋποθέσεις, νά ἔχεις ὑποστεῖ δηλαδή τήν κάθαρση καί νά ἔχεις περάσει καί ἀπό
τόν φωτισμό.

271
«Στήν Καινή Διαθήκη ἡ μονή τοῦ Θεοῦ, –ἡ διαμονή δηλαδή τοῦ Θεοῦ– αὐτή εἶναι ἡ
δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι μία, πολλαπλασιάζεται καί γίνεται πολλές
μονές»,πολλές διαμονές. Γι’ αὐτό καί μᾶς λέει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός «ἐν
τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναί πολλαί εἰσιν» (Ἰω. 14,2). Ποιές εἶναι αὐτές οἱ πολλές
μονές; Μονές θά πεῖ μοναστήρια. Ὑπάρχουν πολλά μοναστήρια στόν οἶκο τοῦ
Πατέρα μου, λέει ὁ Χριστός μας. Εἶναι οἱ διαμονές οἱ ἑτοιμασμένες γιά τούς ἁγίους,
γιά τούς δικαίους, γιά μᾶς. Καί λέει, ποῦ εἶναι αὐτές; Ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου.
Καί ποιός εἶναι ὁ οἶκος τοῦ πατρός; Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη δόξα.

Ὁ Θεός εἶναι «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον» (Α΄Τιμ. 6,16), κατοικεῖ στό ἀπρόσιτο φῶς.
Ἐκεῖ βάζει ὁ Θεός καί τούς ἁγίους καί ἐμᾶς. Γιά ἐκεῖ μᾶς ἔχει καλέσει, νά μείνουμε
ἐκεῖ, σ’ αὐτή τή διαμονή τοῦ Θεοῦ, κοντά στόν Θεό, μέσα στόν Θεό γιά τήν ἀκρίβεια
καί νά μετέχουμε σ’ αὐτή τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία βέβαια ὁ Θεός ἔχει ἐκ τῆς
οὐσίας. Ἐμεῖς τήν παίρνουμε κατά μετοχή, κατά χάρη, ὡς δῶρο.

«Γι’ αὐτόν τόν λόγο ἡ Ἐκκλησία λέγει ὅτι ὁ Πατήρ ἔχει ἑτοιμάσει γιά τόν κάθε
ἄνθρωπο μονή –μοναστήρι– γιά νά πάει νά κατοικήσει σ’ ἐκείνην, ὅταν καί ἐφόσον ὁ
ἄνθρωπος ἀξιωθεῖ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ μονή αὐτή εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ
ὁποία πολλαπλασιάζεται –χωρίς νά πολλαπλασιάζεται– καί γίνεται μονή γιά κάθε
θεούμενο». Καταλαβαίνουμε τώρα τί θά πεῖ Παράδεισος! Δέν εἶναι ἕνας ὡραῖος
τόπος μέ ὡραῖα λουλούδια καί πράσινο χορταράκι.. ἀλλά εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ
μετοχή σ’ αὐτή τήν δόξα, τήν ὁποία δίνει ὁ Θεός ὡς κατοικία.

Γι’ αὐτό λοιπόν μᾶς λέει ὁ Κύριος «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναί πολλαί εἰσιν».
Θέλει ὁ Χριστός ὁ κάθε πιστός νά φθάσει στήν θέωση γιά νά γίνει αὐτή ἡ μονή, ἡ
δόξα Του κατοικητήριο τοῦ κάθε πιστοῦ. Ὁπότε ἡ ἐπιδίωξις τοῦ κάθε πιστοῦ πρέπει
νά εἶναι τό νά κατοικήσει μέσα σέ ἕνα τέτοιο μοναστήρι». Καί αὐτός εἶναι ὁ
Παράδεισος. Αὐτός ὁ Παράδεισος ἀπό ἐδῶ ἀρχίζει. Ἐδῶ τόν προγευόμαστε. Δηλαδή
ὁ ἄνθρωπος μετανοώντας καθαρίζεται, καθαριζόμενος φωτίζεται καί φωτιζόμενος
θεώνεται καί ζεῖ αὐτή τήν κατοικία του ἀπό τώρα.

Διαβάζουμε στούς βίους τῶν Ἁγίων ὅτι οἱ ἅγιοι ζοῦσαν στόν οὐρανό. Πῶς ζοῦσαν
στόν οὐρανό, ἀφοῦ ἦταν ἐδῶ στή γῆ; Ζοῦσαν ἐδῶ στή γῆ, ἀλλά ὁ νοῦς τους ἦταν
στόν οὐρανό, γιατί ἀκριβῶς εἶχαν φτάσει σ’ αὐτή τήν κατάσταση καί ζοῦσαν καί
μετεῖχαν στή δόξα τοῦ Θεοῦ καί ζοῦσαν τόν Παράδεισο ἀπό τώρα. Γι’ αὐτό ἔλεγε καί
ὁ μακαριστός Ἅγιος Πορφύριος, τί εἶναι ὁ Παράδεισος;

Ὁ Παράδεισος εἶναι ὁ Χριστός! Αὐτός εἶναι ὁ Παράδεισος. Καί τόν Χριστό


μποροῦμε νά Τόν ἔχουμε ἀπό δῶ καί πρέπει νά Τόν ἔχουμε ἀπό δῶ καί νά
προγευόμαστε τήν πλήρη κοινωνία μαζί Του σ’ αὐτή τή ζωή «ἐν ἐσόπτρω καί ἐν
αἰνίγματι» καί στήν ἄλλη ζωή «πρόσωπον πρός πρόσωπον» (Α΄Κορ. 13,12), ὅπως
λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐκτυπώτερον…

272
Γι’ αὐτό, ὅταν κοινωνοῦμε, λέμε «δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ
ἀνεσπέρῳ, ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου». Εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο πού μᾶς ἀξίωσε νά
κοινωνήσουμε ἐδῶ στή γῆ τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του. Δηλαδή τί; Τή δόξα Του
πάλι! Αὐτό κοινωνοῦμε. Γιατί τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του δέν εἶναι ἁπλῶς σάρκα
καί αἷμα, ἀλλά ἔχει μέσα καί τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ, τήν Θεότητα. Γι’ αὐτό,
ὅταν κοινωνοῦμε, παίρνουμε τήν Θεότητα καί θεωνόμαστε.

Ὅσοι ἔχουν μάτια ἀνοιχτά πνευματικά, τό αἰσθάνονται καλύτερα, τό βλέπουνε…


ὅσο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τό δεῖ. Ἀλλά πάλι δέν τό γευόμαστε πλήρως. Γι’ αὐτό
παρακαλᾶμε καί λέμε «δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον», δῶσε μας ἐκτυπώτερον,
καθαρότερα, ἐναργέστερα, «σοῦ μετασχεῖν», νά μετέχουμε σέ Σένα, ὄχι στή οὐσία
Σου βέβαια, ἀλλά στίς ἐνέργειές Σου, στή δόξα Σου, στή θεία Σου χάρη, «ἐν τῇ
ἀνεσπέρῳ, ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου».

«Αὐτές οἱ διαφοροποιήσεις πού ἀναφέραμε», λέει ὁ π. Ἰωάννης, «προέρχονται ἀπό


τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί ἀκόμη ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς
καθάρσεως, διότι ἕνας πού μετέχει στήν κάθαρση κάτι καταλαβαίνει ἀπό αὐτά τά
πράγματα, ἐπειδή διαβάζει τούς Πατέρες, διαβάζει τήν Ἁγία Γραφή, ἀποδέχεται τήν
διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί καταλαβαίνει
ἀρκετά, ὥστε νά μπορεῖ καί διακρίνει μέ τήν βοήθεια ἑνός πνευματικοῦ πατέρα, πρίν
ἀκόμη φθάσει στήν φώτιση καί θέωση, σέ ποιό πνευματικό στάδιο βρίσκεται, καθώς
καί ἄν βρίσκεται στήν ὀρθή ὁδό ἤ σέ πλάνη».

Γιατί ὁ διάβολος μετασχηματίζεται λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί εἰς ἄγγελο φωτός,
ὥστε νά νομίζει κανείς ὅτι βλέπει Ἄγγελο καί νά βλέπει διάβολο. Πότε ὅμως γίνεται
αὐτό; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν κάνει σωστή πνευματική ζωή, ἀλλά ἔχει ἐγωισμό, ἔχει
ὑπερηφάνεια, ἔχει δικό του θέλημα, δέν ὑπακούει, δέν ἔχει πνευματικό ὁδηγό ἤ κι ἄν
ἔχει δέν τόν ὑπακούει, μέ ἀποτέλεσμα νά πέφτει σέ πλάνη. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ταπεινός, ὑπάκουος, δέν πέφτει σέ πλάνη.

«Παλαιότερα αὐτά ἦσαν γνωστά στούς Ὀρθοδόξους, πρίν ἀναφανοῦν οἱ μοντέρνες


Ὀρθόδοξες Θεολογικές Σχολές» –κάνει ἔτσι μιά εἰρωνεία- «διότι αὐτά διδάσκανε οἱ
καλόγεροι στά χωριά, ὅπου ὑπῆρχαν μοναστήρια καί ὁ λαός ἐστρέφετο πρός τούς
μοναχούς γιά νά μάθουν αὐτά τά Πατερικά γράμματα, τά Ἱερά Γράμματα». Ἔτσι
φυλάξαμε τήν πίστη μας 400 χρόνια μέσα στόν τουρκικό ζυγό, στήν τουρκική
σκλαβιά, στό τουρκικό σκοτάδι, στό μουσουλμανικό σκοτάδι, τοῦ Ἀντιχρίστου τό
σκοτάδι. Γιατί τό Ἰσλάμ καί ὁ Μωάμεθ ὁ ψευδοπροφήτης τους, εἶναι ὁ Ἀντίχριστος,
τό λένε οἱ Πατέρες ξεκάθαρα. Πῶς ἄντεξε τό Γένος μας 400 χρόνια καί ἐδῶ πάνω
στήν Μακεδονία 500 χρόνια καί δέν ἔχασαν τήν πίστη τους; Βέβαια πολλοί τήν
ἔχασαν… γενικῶς ὅμως διαφυλάχτηκε ἡ πίστη. Ἀκριβῶς διότι ὑπῆρχαν οἱ μοναχοί,
ὑπῆρχε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός καί πολλοί ἄλλοι πού λέγανε αὐτά τά σωστά, τά
ὀρθόδοξα, τά Πατερικά γράμματα στόν λαό. Ἔτσι ὁ λαός, ὄχι μόνο πίστευε
ὀρθόδοξα, ζοῦσε καί ὀρθόδοξα.

273
Ὅλα αὐτά «μέχρι τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἦσαν γνωστά στήν
Ἑλλάδα», ἀλλά καί στήν Μικρά Ἀσία μέχρι τήν Μικρασιατική καταστροφή καθώς
καί στούς Ἕλληνες πού ἐξεδιώχθησαν ἀπό τήν Μικρά Ἀσία καί ἦλθαν στήν Ἑλλάδα.
Γι’ αὐτό ὅταν ἦρθαν στήν Ἑλλάδα οἱ Μικρασιάτες ἔπαθαν σόκ! Μεγάλο σόκ… γιατί
εἶδαν ἐδῶ τήν ἀλλοιώση πού εἴχαμε ὑποστεῖ ἐμεῖς. Ἀκούγανε νά βλαστημᾶμε, ὅταν
κατέβηκαν ἐδῶ στό λιμάνι καί ἔλεγαν, πού ἤρθαμε; Κόλαση… Τί εἶναι αὐτά τά
πράγματα; Ἐκεῖ εἶχαν φυλάξει ἀκόμα τά Πατερικά γράμματα. Ἦταν ἀνόθευτοι,
ἁγνοί ἄνθρωποι.

Ἐμεῖς εἴχαμε ἀλλοιωθεῖ ἀπό τήν «ἀπελευθέρωση» μέσω τῶν Βαυαρῶν καί τῶν
Θεολογικῶν Σχολῶν καί ὅλων αὐτῶν πού μᾶς ἦρθαν ἀπό τήν Δύση, τοῦ σκότους
δηλαδή, καί εἴχαμε ξεχάσει τά Πατερικά γράμματα. Δυστυχῶς μέχρι σήμερα ἰσχύει
αὐτό… Τώρα τελευταῖα λίγο ἀρχίζουμε νά ξυπνᾶμε καί νά διαβάζουμε τούς Ἁγίους
Πατέρες. Καί τώρα πού ἀρχίζουμε νά τούς διαβάζουμε, πάλι τούς θάβουμε μέ τήν
‘Μεταπατερική’ Θεολογία, τούς χτυπᾶμε καί τούς πολεμᾶμε, γιατί δέν μᾶς ἀρέσει ἡ
ὀρθή ζωή, ἡ ὀρθόδοξη ζωή. Δέν ἀρέσει καί στούς λεγόμενους «φίλους» μας, τῆς
Δύσης. Ὅταν ἦρθαν ἐδῶ στήν Ἑλλάδα οἱ λεγόμενοι «φίλοι» μας κλείσανε πάνω ἀπό
400 μοναστήρια! Καί ἔτσι θάφτηκε αὐτή ἡ Παράδοση στήν Ἑλλάδα. Πρᾶγμα πού
δέν ἔγινε στήν Μικρά Ἀσία, στήν Καππαδοκία. Αὐτή ἡ Παράδοση ἐκεῖ κράτησε, δέν
ἔφτασε τό σκοτάδι τῆς Δύσης…

Ποῦ τό ξέρουμε ὅτι χάθηκε αὐτή ἡ Παράδοση; Λέει ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης τό


ξέρουμε «διότι –οἱ Πατερικές διδασκαλίες– δέν ὑπάρχουν στά διδακτικά ἐγχειρίδια
τῶν Ἑλληνικῶν σχολείων καί Πανεπιστημίων». Δέν ὑπάρχουν δηλαδή τά Πατερικά
γράμματα. Καί σήμερα δέν ὑπάρχει τίποτα, ἔχουν διαλυθεῖ τά πάντα. Ὑπάρχει μόνο
ἡ νεοεποχίτικη διδασκαλία καί τά παιδιά μας μέσα στά σχολεῖα οὐσιαστικά
προετοιμάζονται, γιά νά γίνουν ὁπαδοί τῆς Νέας Ἐποχῆς, τῆς Νέας Τάξης
Πραγμάτων, οὐσιαστικά μάζα, ἄβουλα ὄντα καί καταναλωτές. Ἔτσι θέλει τό
σύστημα, ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι καταναλωτής.

Ἕνα ἄλλο κεφάλαιο τώρα πού ἔχει ὁ π. Ἰωάννης εἶναι «Ἡ μεταφυσική θεώρησις τῆς
θρησκείας». Ἔχουμε πεῖ λίγα πράγματα, ὅσοι παρακολουθεῖτε αὐτά τά μαθήματα. Τί
εἶναι ἡ μεταφυσική; Μεταφυσική εἶναι ἕνας κλάδος τῆς φιλοσοφίας, μετά τά φυσικά.
Εἶναι κάτι πού ξεκινάει ἀπό τήν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀπό τόν Πλάτωνα. Ἀλλά δέν
μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ πίστη μας εἶναι μεταφυσική. Δέν εἶναι σωστό. Γιατί; Γιατί
τότε τήν κάνουμε φιλοσοφία.

Ἡ πίστη μας ὅμως δέν εἶναι φιλοσοφία, εἶναι ἀλήθεια. Εἶναι ἡ ἀλήθεια. Εἶναι
πραγαμτικότητα. Ὅταν μιλᾶμε γιά τόν Χριστό, δέν μιλᾶμε γιά μιά ἰδέα, οὔτε γιά ἕνα
φανταστικό πράγμα, ἀλλά μιλᾶμε γιά ἕνα Πρόσωπο ὑπαρκτό, πραγματικό, τό Ὁποῖο
ἔζησε ἀνάμεσά μας, μᾶς κήρυξε καί πέθανε γιά μᾶς. Ἑπομένως, δέν μποροῦμε νά
κάνουμε τήν πίστη μας μεταφυσική. Ἀλλά αὐτό γίνεται δυστυχῶς. Καί πολλοί
ἄνθρωποι κάνουν καί τήν πίστη τήν ὀρθόδοξη μία ἰδεολογία καί μιά φιλοσοφία.

274
Ἄς δοῦμε πῶς τά λέει ἐδῶ ὁ π. Ἰωάννης. «Ἡ Ὀρθοδοξία ἐνδιαφέρεται πρωτίστως γι’
αὐτήν ἐδῶ τήν ζωή». Μιά μεγάλη πλάνη πού ὑπάρχει σέ πολλούς εἶναι ὅτι οἱ
ἄνθρωποι πᾶνε στήν Ἐκκλησία γιά νά σώσουν τήν ψυχή τους, δηλαδή γιά νά
περάσουν καλά μετά θάνατον. Εἶναι λάθος αὐτό. Δέν πᾶμε γι’ αὐτό. Καί γι’ αὐτό
πᾶμε ἀλλά ὄχι μόνο γιά αὐτό. Πᾶμε γιά νά περάσουμε καλά καί σ’ αὐτή τήν ζωή. Καί
ὄχι καλά ἁπλῶς, ἀλλά τέλεια, πάρα πολύ καλά, χωρίς καμία λύπη. Θά πεῖς: Εἶναι
δυνατόν νά περάσουμε ἐδῶ χωρίς λύπες, χωρίς στενοχώριες; Τό λέει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος «θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι» (Β΄Κορ. 4,8). Μποροῦμε νά μήν
στενοχωριόμαστε. Καί ξέρετε πότε; Τό ἔλεγε χαριτωμένα ὁ Ἅγιος Πορφύριος: ὅταν
ἐφαρμόζουμε αὐτό πού λέμε στό Πάτερ ἡμῶν: γεννηθήτω τό θέλημά Σου.

Αὐτό δέν λέμε στόν Θεό; Δηλαδή, τί παρακαλοῦμε τόν Θεό; Νά γίνει τό θέλημά Του
στή ζωή μας. Αὐτό δέν λέμε ὅταν λέμε «νά γίνει τό θέλημά Σου»; Πού σημαίνει τί;
Ὅτι ἐμεῖς δέν πρέπει νά ἔχουμε θέλημα δικό μας. Ἔτσι, δέν εἶναι; Ἀφοῦ λέμε νά
γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας. Μά… θέλει ὁ Θεός ἐγώ τώρα νά ἔχω
ἀρρώστια; Ναί! Ἐφόσον ἐσύ εὔχεσαι νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀρρώστια θά
σοῦ βγεῖ σέ καλό, σέ μεγάλο καλό. Καί ὄχι μόνο σέ σένα ἀλλά καί σέ πολλούς
ἄλλους. Ὁπότε θά στενοχωρεθῶ πού ἀρρώστησα; Ὄχι! Πότε στενοχωριέμαι;

Ὅταν δέν θέλω νά ἀρρωστήσω. Ἔχω θέλημα δηλαδή. Καταλάβατε; Ἔχω δικό μου
θέλημα. Καί λέω: Θεέ μου, γιατί ἀρρώστησα; Δέν μέ βλέπεις πού ὑποφέρω; Τί Θεός
εἶσαι;… Καί στενοχωριέσαι ἔτσι. Φυσικά στενοχωριέσαι. Ἀλλά φταίει ὁ Θεός; Ὄχι,
ἐσύ φταῖς, γιατί ἄλλα λές στήν προσευχή σου καί ἄλλα κάνεις στήν πράξη, ἔτσι δέν
εἶναι; Στήν προσευχή σου λές ‘νά γίνει τό θέλημά Σου Θεέ μου’. Στήν πράξη λές ‘Τί
εἶναι αὐτά πού μοῦ δίνεις; Τί Θεός εἶσαι Ἐσύ; Δέν μέ ἀγαπᾶς’… καί μετά
στενοχωριόμαστε.

Ἄν ὅμως πάντα τά δεχόμαστε ὅλα ὡς θέλημα Θεοῦ καί εὐχόμαστε εἰλικρινά καί
ποθούσαμε νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ξέρετε, θά γινότανε πάντα, λέει ὡραῖα ὁ
Ἅγιος Πορφύριος, τό κατά εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ποιό εἶναι τό κατά εὐδοκίαν;
Εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στό ὁποῖο εὐαρεστεῖται ἀπόλυτα ὁ Θεός. Καί δέν ἔχει
μέσα καμία ἁμαρτία αὐτό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει ὅμως καί ἕνα ἄλλο θέλημα
τοῦ Θεοῦ πού λέγεται κατά παραχώρηση. Καί πότε γίνεται τό κατά παραχώρηση
θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ὅταν ἔχουμε δικό μας θέλημα.

Βάζουμε καί στήνουμε τό θέλημά μας καί ὁ Θεός ἐπειδή μᾶς ἀγαπάει, παιδιά Του
εἴμαστε, ἄτακτα παιδιά… λέει, ἐντάξει, ἀφοῦ τό θέλεις προχώρα ἐκεῖ στό δικό σου…
θά ὑποστεῖς ὅμως τίς συνέπειες. Καί ποιές εἶναι οἱ συνέπειες; Ἡ στενοχώρια, ἡ λύπη,
ὁ στεναγμός, τά δάκρυα, ὁ κόπος, ὁ πόνος, ὅλα αὐτά… πού τά ἔχουμε καθημερινά,
ἀλλά φταῖμε ἐμεῖς γι’ αὐτά. Λέει ὁ Γέροντας Πορφύριος, ἅμα κάναμε τό κατ’
εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ πάντοτε καί ζητούσαμε νά γίνει τό κατ’ εὐδοκίαν θέλημα
τοῦ Θεοῦ, δέν θά εἴχαμε καμία στενοχώρια. Καί σ’ αὐτή τή ζωή! Γιατί ὁ Θεός δέν

275
ἦρθε μόνο γιά τήν ἄλλη ζωή, ἦρθε καί γι’ αὐτή τή ζωή. Καί κυρίως γι’ αὐτή τή ζωή,
γιά νά μᾶς δώσει ἀνάπαυση καί σ’ αὐτή τή ζωή.

«Οἱ Πατέρες τονίζουν ὄτι μετά θάνατον οὐκ ἔστι μετάνοια». Δέν μπορεῖς ν΄ ἀλλάξεις
ἀφοῦ πεθάνεις καί μετά. Γι’ αὐτό εἶναι ἔγκλημα ν’ ἀφήνουμε τούς ἀνθρώπους μας νά
πεθαίνουν χωρίς νά τούς ποῦμε μιά κουβέντα γιά μετάνοια… Ἔγκλημα! Μέγιστο
ἔγκλημα! Πάτερ, λέει, πεθαίνει. Δέν τοῦ εἶπες τίποτα; Ἐξομολογήθηκε; Ὄχι, λέει,
πάτερ, δέν γίνεται εἶναι μέ τά σωληνάκια στήν ἐντατική. Ἑβδομήντα, ὀγδόντα χρόνια
τόν εἶχες. Τώρα τό σκέφτηκες νά πᾶς σ΄ ἕναν παπά;

Γιατί τόν ἄφησες τόν ἄνθρωπο νά φτάσει σ’ αὐτή τήν κατάσταση; Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη
μας; Μά, λέει, δέν τοῦ τό λέμε νά μήν τρομάξει καί πεθάνει… Ἔ, ὅλοι θά
πεθάνουμε! Καλύτερα νά τρομάξει τώρα, παρά νά τρομάξει αἰώνια, μετά θάνατον,
πού δέν θά μπορεῖ νά λυτρωθεῖ… Δέν θά τρομάξει ὅμως, γιατί ὅλοι ἔχουμε μέσα μας
τή συνείδηση πού μᾶς λέει ‘μετανόησε, ζήτα συγγνώμη ἀπό τόν Θεό’. Ὅλοι τό
ἔχουμε. Δέν τρομάζει, ἄν τοῦ πεῖς νά μετανοήσει. Τρομάζει πού θά δεῖ τόν διάβολο
μπροστά του!

«Οἱ Πατέρες τονίζουν ὄτι μετά θάνατον οὐκ ἔστι μετάνοια. Οἱ Νεοέλληνες θεολόγοι
ὅμως» κι ἐδῶ κάνει μιά λεπτή εἰρωνεία, «ἀκολουθοῦντες τόν δάσκαλό τους τόν
Ἀδαμάντιο Κοραῆ ἔχουν μία μεταφυσική ἀντίληψη περί τοῦ θέματος καί ἔχουν
ἀντιγράψει τήν μεθοδολογία τῶν Λατίνων –τῶν αἱρετικῶν δηλαδή– καί τῶν
Προτεσταντῶν ἐπάνω στό θέμα τῆς θρησκείας». Μέ λίγα λόγια, τί ἔχουν κάνει; Τήν
Θεολογία καί τόν Θεό φιλοσοφία. Εἶναι καλό πράγμα, λένε. Ποιό εἶναι καλό πρᾶγμα;
Νά πιστεύεις στόν Θεό, νά ἔχεις ἀξίες… Νά ἔχεις ἀξίες! Καί τόν Θεό Τόν κάναμε μιά
ἀξία δηλαδή! Ἀξία εἶναι ὁ Θεός;

Ὁ Θεός εἶναι ζῶν, εἶναι ἡ ζωή, εἶναι τό πᾶν. Ἀλλά, δυστυχῶς, αὐτό ἔχει γίνει ἀπό τήν
Δύση, ἀπό τόν Διαφωτισμό, ἀπό τόν ὁποῖο ἐπηρεάστηκε καί ὁ Κοραῆς καί οἱ
Νεοέλληνες καί πολλοί ἄλλοι διαφωτιστές, γιά νά ποῦμε τήν ἀλήθεια διασκοτιστές,
καί τά ἔφεραν αὐτά ὡς τήν κορυφαία, τήν ἀφρόκρεμα ἄς ποῦμε τοῦ πολιτισμοῦ καί
τῆς σοφίας καί ἐδῶ σέ μᾶς στήν Ἑλλάδα. Καί ἔφτιαξαν τά Πανεπιστήμια μέ βάση
αὐτές τίς ἀρχές καί τά δεδομένα τῆς Δύσης. Καί τίς Θεολογικές Σχολές μέ βάση τά
πρότυπα τῶν Γερμανικῶν Σχολῶν. Γι’ αὐτό εἶναι ἔτσι οἱ Θεολογικές Σχολές, γιατί τά
θεμέλιά τους εἶναι γερμανικά, δέν εἶναι ὀρθόδοξα. Γερμανικά θά πεῖ προτεσταντικά,
γιατί ἐκεῖ ἀναπτύχθηκε ὁ Προτεσταντισμός.

Ἐκεῖ ἦταν ὁ Λούθηρος, ὁ Καλβῖνος καί ὅλοι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἀντί νά γυρίσουν στήν
Ὀρθοδοξία ὅταν ἀντέδρασαν στόν Πάπα – θά λέγαμε ἔπρεπε νά ἀντιδράσουν, ἀλλά
δέν ἀντέδρασαν σωστά – ἔφυγαν ἀκόμα πιό μακριά ἀπ’ ὅ,τι εἶχε φύγει ὁ Πάπας καί ὁ
Παπισμός ἀπό τήν Ὀρθοδοξία.

276
«Τήν περίοδο πού ἔφυγαν αὐτοί» οἱ δικοί μας Νεοέλληνες Θεολόγοι, «γιά νά
σπουδάσουν Θεολογία στήν Εὐρώπη καί Ρωσία, ἀλλά καί στήν Ἀμερική μετά τόν
πόλεμο, εἶχε ἤδη ἀρχίσει ἀπό πολλά χρόνια πρίν ἡ μεγάλη διαμάχη μεταξύ ἀφ’ ἑνός
τῶν ἐμπειριστῶν, πού εἶναι οἱ διάδοχοι τοῦ Διαφωτισμοῦ, τῆς Γαλλικῆς
Ἐπαναστάσεως τοῦ 1789 καί τῶν μεταφυσικῶν ἀφετέρου». Τί θά πεῖ τώρα
ἐμπειριστές καί μεταφυσικοί; «Ἡ βασική διάκριση μεταξύ ἐμπειριστῶν καί
μεταφυσικῶν εἶναι ὅτι ἡ οὐσία τῆς ἐμπειρικῆς γραμμῆς εἶναι ἡ παρατήρηση, ἐνῶ τῆς
μεταφυσικῆς εἶναι ὁ φιλοσοφικός στοχασμός».

Οἱ ἐμπειριστές δηλαδή βασιζόντουσαν στήν παρατήρηση, τί βλέπω, τί πέφτει στίς


αἰσθήσεις μου. Δηλαδή μέ βάση τά δεδομένα ἀπό τίς αἰσθήσεις φιλοσοφοῦσαν. Ἐνῶ
οἱ ἄλλοι, οἱ μεταφυσικοί τί κάνανε; Μόνο στοχάζονταν, μέ τήν λογική. Καί
προσπαθοῦσαν νά λύσουν τά διάφορα θέματα καί τό περί Θεοῦ θέμα μέ τήν λογική.

«Τότε ὅλοι οἱ θρησκευόμενοι», μετά τήν Γαλλική Ἐπανάσταση, «ἦσαν ὁπαδοί τῆς
μεταφυσικῆς». Εἶχαν κάνει δηλαδή τήν θεολογία φιλοσοφία «καί μέχρι πρότινος
ἀκόμη, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἐμπειριστές» οἱ λεγόμενοι θετικοί ἐπιστήμονες «ἦταν
ἀγνωστικιστές». ‘’Δέν τόν βλέπω τόν Θεό, δέν Τόν ἀκούω, δέν Τόν πιάνω, ἄρα εἶμαι
ἀγνωστικιστής, δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει Θεός, ἀφοῦ πιστεύω μόνο ὅ,τι πέφτει στίς
αἰσθήσεις μου, ὅ,τι ἀντιλαμβάνομαι μέσω τῶν αἰσθήσεων’’.

Ἔτσι αὐτοί οἱ ἐμπειριστές ἦταν ἀγνωστικιστές «καί μερικοί ἐξ αὐτῶν καί ἄθεοι.
Γιατί; Διότι ἡ οὐσία τῆς ἐμπειρικῆς γραμμῆς δέν εἶναι κἄν φιλοσοφία. Βέβαια
παρουσιάζεται σάν ἐμπειρική φιλοσοφία, σάν φιλοσοφία τῶν ἐμπειριστῶν. Αὐτοί
ἐπεκράτησαν ἐπί τῶν μεταφυσικῶν στήν Ἀμερική καί ἐπετέλεσαν ἕνα μεγάλο ἔργο
ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπῆρξαν ὅμως καταστροφικοί γιά τήν Νεοελληνική
Θεολογία». Κι ἐδῶ εἶναι μιά λεπτή εἰρωνεία. Τί θέλει νά πεῖ ἐδῶ ὁ π. Ἰωάννης; Ὅτι
οἱ ἐμπειριστές εἶναι πολύ κοντά στήν Ὀρθοδοξία. Γιατί; Γιατί βασίζονται σέ
πράγματα, σέ δεδομένα, ὅπως καί ἡ Ὀρθοδοξία. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι φιλοσοφία,
δέν εἶναι στοχασμός, ἀλλά βασίζεται σέ ἐμπειρικά δεδομένα. Εἴπαμε προηγουμένως
ὁ Μωϋσῆς εἶδε τόν Θεό, δέν στοχάστηκε, δέν Τόν σκέφτηκε. Τόν εἶδε, εἶδε τήν δόξα
τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο καί οἱ Ἀπόστολοι πάνω στό Θαβώρ, τό ἴδιο καί ὅλοι οἱ ἅγιοι, οἱ
παλαιότεροι καί οἱ σύγχρονοι, οἱ θεωμένοι ἅγιοι.

Εἶδαν τόν Θεό. Ἑπομένως, εἴμαστε πιό κοντά, θέλει νά πεῖ ὁ π. Ἰωάννης σ’ αὐτούς,
τούς ἐμπειριστές. Ἐνῶ ὁ ἄλλος πού κάνει μεταφυσική καί μέ τή λογική προσπαθεῖ νά
προσεγγίσει τά πράγματα, κάνει σφάλματα. Γιατί; Μπορεῖ μέ τή λογική κάτι νά
φαίνεται σωστό, ἀλλά, ἄν δέν τό δεῖς καί στήν πράξη ὅτι ὄντως ἔτσι εἶναι, πῶς θά
εἶσαι βέβαιος ὅτι εἶναι ἔτσι, ὅπως τό λέει ἡ λογική σου; Νά ποῦμε ἕνα παράδειγμα.
Ἕνα καί ἕνα κάνει δύο, σύμφωνα μέ τή λογική. Νά ὅμως πού στή Θεολογία ἕνα καί
ἕνα κάνει ἕνα. Ποῦ; Στόν Χριστό. Τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος εἶναι ὁ
Χριστός. Δύο πρόσωπα εἶναι; Ὄχι, ἕνα πρόσωπο. Δύο φύσεις, δύο ἐνέργειες, δύο
θελήσεις, ἕνας Θεός. Ἕνα καί ἕνα καί ἕνα κάνουν τρία μέ τή λογική. Στή Θεολογία

277
πάλι ἕνα κάνει! Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα, τρία Πρόσωπα, ἕνας Θεός.
Καταλύεται λοιπόν ἡ λογική στή Θεολογία.

«Ἡ οὐσιαστική διαφορά μεταξύ ἐμπειριστοῦ καί μεταφυσικοῦ εἶναι ὅτι ὁ


μεταφυσικός ἔχει ὡς κύριο γνώρισμά του τήν τάση νά ταυτίζει μέ τήν
πραγματικότητα κάτι πού τοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι λογικά βέβαιο. Βέβαια μπορεῖ ἕνας
ἄνθρωπος νά ἔχει λογική βεβαιότητα γιά κάτι μέ λογικά ἐπιχειρήματα. Ἐφόσον ὅμως
αὐτή δέν ὑποπίπτει στήν ἐμπειρική ἐξακρίβωση, στήν ἐμπειρική ἐπιβεβαίωση, πῶς
μπορεῖ νά εἶναι βέβαιος περί ἐκείνου πού σκέπτεται καί λογικά συμπεραίνει; Ἐπειδή
εἶναι ἁπλή σκέψη; Πῶς μπορεῖ κανείς νά ταυτίσει τήν σκέψη του μέ τήν βεβαιότητα;
Ὁ μεταφυσικός τό κάνει αὐτό τό πρᾶγμα, ἐνῶ ὁ ἐμπειριστής ἀποδέχεται καί
κατατάσσει σέ ὁμάδες μόνον ὅ,τι ὑποπίπτει στήν ἀντίληψή του ἀπό ἐμπειρική
παρατήρηση», δηλαδή βαδίζει σέ πιό σίγουρο δρόμο.

Νά ποῦμε καί δυό λόγια γιά μοναχισμό. Προσπερνάω κάποια πράγματα πού ἔχει ἐδῶ
γιά τούς Προτεστάντες πού δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν πολύ. Κοιτᾶξτε, γιά νά καταλάβετε
ἔτσι πολύ ἁπλά τί εἶναι ὁ μοναχισμός καί πῶς ξεκίνησε ὁ μοναχισμός.

«Κατά τά πρῶτα χρόνια τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας», λέει ὁ π. Ἰωάννης, «στούς
πρώτους Χριστιανούς ἔχουμε –μήν παρεξηγήσετε τήν λέξη– κομμουνιστικό σύστημα
διαβιώσεως». Ἀλλά μέ ποιά ἔννοια; Οἱ πρῶτοι χριστιανοί εἴχανε κοινοκτημοσύνη,
ἀλλά ὄχι ἀναγκαστική. Δέν ἦταν κάποιος δηλαδή πού τούς ἀνάγκαζε, θέλουν δέν
θέλουν, νά δώσουν τήν περιουσία τους, ἀλλά ἐθελούσια. Οἰκειοθελῶς πήγαιναν τίς
περιουσίες τους καί τίς ἔδιναν στήν Κοινότητα, στήν πρώτη χριστιανική κοινότητα, ἡ
ὁποία λειτουργοῦσε ὡς μοναστική, παρόλο πού ἦταν καί ἔγγαμοι. Ὑπῆρχαν
ἄνθρωποι φυσικά καί ἔγγαμοι, εἶχαν συζύγους καί παιδιά. Ἀλλά ὅλοι ζούσανε μέ
ἕναν τρόπο πού μοιάζει πολύ μέ τόν τρόπο πού ζοῦνε σήμερα οἱ ἄνθρωποι στά
Μοναστήρια.

Εἶχαν σχεδόν καθημερινά Θεία Λειτουργία, εἶχαν ἐγκράτεια στή ζωή τους, ἄσκηση,
νηστεία αὐστηρή, εἶχαν ἐλεημοσύνη, εἶχαν ὑπακοή, εἶχαν κήρυγμα καθημερινό ἀπό
τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς διαδόχους τους καί εἶχαν ἐπίσης τά πάντα κοινά.
Δέν εἶχε κάτι κάποιος, ὥστε νά λέει αὐτό εἶναι δικό μου. Αὐτό τό σύστημα τό λέει ὁ
π. Ἰωάννης κομμουνιστικό, ἀλλά φυσικά διαφέρει άπό τό κομμουνιστικό, γιατί στόν
κομμουνισμό τί γίνεται; Θέλεις δέν θέλεις δίνεις τήν περιουσία σου καί δέν ὑπάρχει
αὐτή ἡ ἀγάπη, ἡ ἀδελφοσύνη, ἡ ἀγαλλίαση τῆς καρδίας πού ζούσανε αὐτοί οἱ
ἄνθρωποι, οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Ὅποιος ἤθελε νά γίνει χριστιανός, ἤξερε ὅτι θά
ἔδινε καί «ὅ,τι εἶχε στήν κατοχή του στό κοινό ταμεῖο τῆς ἐνορίας», πρίν
βαπτιστεῖ.Ἀλλά τό ἔκανε ἑκούσια, δέν τόν ἀνάγκαζε κανένας νά βαπτιστεῖ. «Κανένας
δέν εἶχε ἀτομική περιουσία. Ὅλα ἦσαν κοινά. Μάλιστα ἔχουμε τό περίφημο
παράδειγμα τοῦ Ἀνανία –καί τῆς Σαπφείρας-, οἱ οποῖοι εἶπαν ψέματα καί πέθαναν
ἀμέσως». Πῆγαν νά ξεγελάσουν τήν Κοινότητα, τούς Ἀποστόλους.

278
«Μερικοί ἰσχυρίζονται ὅτι αὐτή ἡ κατάστασις ὑπῆρχε μόνο στήν Ἀποστολική
ἐνορία», ὅταν εἶχαν τούς Ἀποστόλους. «Ὅμως ὁ ἅγιος Ἰουστίνος ὁ φιλόσοφος καί
μάρτυς εἶχε πεῖ στούς εἰδωλολάτρες ὅτι «ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί ἔχουμε τά πάντα
κοινά», στήν πρώτη του Ἀπολογία πρός τούς εἰδωλολάτρες. «Ἄν λάβωμε τώρα ὑπ’
ὄψιν ὅτι ὁ Ἰουστίνος μάρτυς πέθανε περί τά τέλη τοῦ 2ου μ.Χ αἰῶνος καί ὅτι ἐκεῖνος
δέν εἶχε ὑπ’ ὄψιν του καμία ἐνορία Χριστιανῶν πού νά μήν εἶχαν ὅλοι τά πάντα
κοινά, σημαίνει ὅτι ὁ θεσμός τῆς κοινοκτημοσύνης κράτησε τουλάχιστον διακόσια
χρόνια». Καθόλου εὐκαταφρόνητο χρονικό διάστημα.

Ζοῦσαν δηλαδή ὅλοι οἱ χριστιανοί μέ κοινοκτημοσύνη διακόσια χρόνια, τά πρῶτα


διακόσια χρόνια καί αὐτό θά ἦταν εὐχῆς ἔργο νά ἐπανέλθει σήμερα… ἀλλά πολύ
δύσκολο βέβαια, γιατί οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀκαλλιέργητοι πνευματικά καί βλέπουμε τί
σφαγές (ἐντός εἰσαγωγικῶν καί ἐκτός εἰσαγωγικῶν) γίνονται γιά τά κληρονομικά…
γιά τό δικό μου καί τό δικό σου, πού δέν μιλιοῦνται ἀδέλφια καί ξαδέλφια καί γονεῖς
μέ παιδιά καί χίλια δυό τέτοια πράγματα. Μπορεῖ αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά εἶναι καί τῆς
Ἐκκλησίας ὑποτίθεται… καί ἐξομολογοῦνται ὑποτίθεται… κι ὅμως νά ἔχουν χρόνια
νά μιλήσουν ἐξαιτίας τέτοιων θεμάτων.

Τί νά πεῖς τώρα στούς ἀνθρώπους ὅτι πρέπει νά τά δώσεις ὅλα καί νά μήν ἔχεις δική
σου περιουσία; Ἔχουμε πολύ ξεφύγει ἀπό τήν πρωτοχριστιανική ζωή, ἡ ὁποία
-προσέξτε- εἶναι ἡ γνήσια ζωή. Αὐτή εἶναι ἡ γνήσια ζωή τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ζωή πού
ἔκαναν οἱ πρῶτοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι άκολουθοῦσαν τήν ζωή τῶν Ἀποστόλων, πῶς
ζοῦσαν δηλαδή οἱ Ἀπόστολοι μέ τόν Χριστό. Εἶχαν περιουσία οἱ Ἀπόστολοι; Ὄχι,
εἶχαν κοινό ταμεῖο. Ὅ,τι εἶχε ὁ καθένας ἰδιωτικό, τό ἔδινε στό κοινό ταμεῖο, τό ὁποῖο
μάλιστα ξέρουμε ποιός τό εἶχε… Ἔκλεβε κι αὐτός ἀπό ἐκεῖ… Ὅμως εἶχαν ταμεῖο,
κοινό ταμεῖο καί ὄχι καθένας δικό του. Αὐτή τήν ζωή συνέχισαν οἱ πρῶτοι χριστιανοί
γιά διακόσια χρόνια.

«Μετά ἄρχισε νά διαλύεται – αὐτή ἡ ζωή – καί τότε ἄρχισε νά ἐμφανίζεται ὁ


κοινοβιακός μοναχισμός». Δηλαδή, ἄνθρωποι πού ἦταν ἀποφασισμένοι νά
συνεχίσουν αὐτή τήν ζωή τή γνήσια βλέποντας ὅτι οἱ ὑπόλοιποι δέν θέλουνε, λένε,
καλά ἐμεῖς διαχωρίζουμε τήν θέση μας καί φτιάχτηκαν τά πρῶτα κοινόβια. Ἔτσι
ἔγιναν τά πρῶτα κοινόβια ὡς συνέχεια δηλαδή τῆς αὐθεντικῆς πρωτοχριστιανικῆς
ἐνορίας. Γιατί δέν ὑπῆρχαν τότε μοναστήρια, ὅπως εἶναι σήμερα, ἐνορίες ἦταν.
Δηλαδή τό μοναστήρι οὐσιαστικά τί εἶναι;

Εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ζωῆς τῶν Ἀποστόλων, τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἐνορίας. Γι’ αὐτό
καί «ὅταν πρωτοεμφανίζεται ὁ μοναχισμός, ὀνομάζεται Ἀποστολική ζωή». Ὅταν
ἔλεγε κανείς ἐγώ θά πάω νά κάνω Ἀποστολική ζωή, τί ἐννοοῦσε; Αὐτό πού λέμε
σήμερα θά γίνω καλόγερος.«Αὐτός ὁ κοινοβιακός τρόπος ζωῆς, μέ τά πάντα κοινά,
διασώθηκε μέσω τῶν αἰώνων στόν Ὀρθόδοξο μοναχισμό». Τί καταλαβαίνουμε
λοιπόν ἀπό αὐτό; Ὅτι ὁ μοναχισμός δέν εἶναι ἕνα ‘ufo’ πού μᾶς ἦρθε ξαφνικά.. δέν
ξέρω ἀπό τό ὑπερπέραν… ἤ τό ἐφηῦραν κάποιοι καλόγεροι φανατικοί, παπάδες

279
φανατικοί, ἀλλά εἶναι ἀκριβῶς ἡ αὐθεντική χριστιανική ζωή. Γι’ αὐτό καί τό γένος
μας στά 400 χρόνια τῆς σκλαβιᾶς πού ἀκόμα δέν εἴχαμε χάσει τόν προσανατολισμό
μας, ἔβρισκαν πρότυπο ζωῆς στά μοναστήρια. Στά μοναστήρια πηγαίνανε, στούς
παπάδες, στούς καλόγερους καί ἀκούγανε κήρυγμα καί φρόντιζαν καί αὐτοί οἱ
καημένοι νά ἐφαρμόσουν αὐτά πού τούς ἔλεγαν οἱ καλόγεροι, τούς εἶχαν ὡς
πρότυπο.

«Αὐτός ὅμως ὁ Ὀρθόδοξος μοναχισμός γιά νά ἐπιτυγχάνει, πρέπει πρῶτα νά


προηγηθεῖ στόν ἄνθρωπο μία ἐσωτερική ἀλλαγή. Μία ἀλλαγή στήν στάση ζωῆς, πού
ὀφείλεται στήν μετάνοια». Ἕνας πού γίνεται μοναχός, ὑποτίθεται ὅτι μετανοεῖ,
ἀλλάζει, ἀπαρνεῖται τόν κόσμο λέμε. Τί σημαίνει ἀπαρνεῖται τόν κόσμο; Φεύγει ἀπό
τόν κόσμο; Ὄχι, μπορεῖ νά μείνει καί μέσα στόν κόσμο, δηλαδή μέσα στήν πόλη.
Ἀλλά τί ἀπαρνιέται; Τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, τό φρόνημα τοῦ κόσμου, τί θά φᾶμε,
τί θά πιοῦμε, τίς ἡδονές, τή μάταιη δόξα καί τά χρήματα, τήν ὕλη, αὐτό ἀπαρνιέται.

«Σ’ αὐτό, στό ὅτι δηλαδή πρέπει νά προηγηθεῖ μία ἐσωτερική ἀλλαγή καί ἀλλοίωσις
τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά μπορέσει νά ἐπιτευχθεῖ ὁ κοινοβιακός τρόπος ζωῆς, ἤ γιά
τούς κομμουνιστές ὁ κομμουνιστικός τρόπος ζωῆς, συμφωνοῦν καί ὁ Μάρξ καί ὁ
Λένιν», ἄν καί αὐτοί δέν τό ἔκαναν ὅπως τό κάνει ὁ Χριστιανισμός. Δέν θά
μποροῦσαν νά τό κάνουν γιατί, γιά νά μετανοήσει ὁ ἄνθρωπος πραγματικά, πρέπει νά
ζήσει μέσα στήν Ἐκκλησία. Νά ἀποφασίσει καί μετά νά συμμορφωθεῖ μέ τίς ἐντολές
τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά πάρει τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί νά
ὁλοκληρώσει τή μετάνοιά του. Κάνει μιά πρώτη κίνηση, μιά στροφή στόν Θεό, ἀλλά
δέν μπορεῖ νά προχωρήσει, νά καθαριστεῖ καί νά φωτιστεῖ χωρίς τήν Ἐκκλησία,
χωρίς τά Μυστήρια, χωρίς ἐξομολόγηση, χωρίς Θεία Κοινωνία, χωρίς κήρυγμα
εὐαγγελικό. «Ἀπό κοινωνιολογικῆς ἀπόψεως, ἐξ ἐπόψεως δηλαδή τῆς ἐξωτερικῆς
κοινωνικῆς δομῆς τους, δέν ὑπάρχει διαφορά μεταξύ Κομμουνισμοῦ καί Ὀρθοδόξου
κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ», ἀλλά ἀπό πνευματική ἄποψη ὑπάρχει τεράστια διαφορά
καί ὁπωσδήποτε «ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη τῆς ἐσωτερικῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου.

«Στήν Ἐκκλησία τό ἅγιο Βάπτισμα εἶναι ἐκεῖνο πού φέρνει αὐτή τήν ἀλλαγή στόν
ἄνθρωπο δυνάμει», ὄχι ἐνεργεία, ὄχι μαγικά, βαφτίστηκα ἄρα ἄλλαξα. Παίρνεις τήν
δύναμη ν’ ἀλλάξεις καί νά φτάσεις στή θέωση. «Ὁ πυρήνας ὅμως τοῦ Ὀρθοδόξου
μοναχισμοῦ, πού ἤκμασε ἐπί τόσους αἰῶνες, εἶναι ἡ ἀσκητική ἀγωγή. Οἱ Πατέρες γιά
νά ἐπιτύχουν αὐτήν τήν ἀλλαγή στόν ἄνθρωπο, αὐτό πού ὀνομάζουν καλή ἀλλοίωση,
ὥστε ἡ ἀλλαγή νά γίνει ἐνεργεία, λένε ὅτι χρειάζεται στόν ἄνθρωπο ἀσκητική
ἀγωγή». Δέν ἀρκεῖ δηλαδή μόνο τό Βάπτισμα, τά Μυστήρια, ἀλλά θά πρέπει γιά νά
φτάσεις στή θέωση νά κάνεις καί ἀσκητική ζωή.

Ἀλλιῶς τί θά γίνει; Θά σέ πάρουν τά πάθη πάλι πίσω, θά σέ γυρίσουν πίσω οἱ


δαίμονες καί οἱ ἐπιρροές τοῦ κόσμου στήν ἐμπαθή κατάσταση πού εἶχες
κληρονομήσει πρό τοῦ βαπτίσματος ἀπό τούς προγόνους σου καί τήν ὁποία ζοῦνε
δυστυχῶς σήμερα οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι, ἀκόμα καί βαφτισμένοι… καί δέν

280
βλέπουμε καμιά διαφορά ἀπό τούς ἀβάπτιστους. Καμιά φορά εἶναι πιό καλοί οἱ
ἀβάπτιστοι… ὁπότε ἔρχονται οἱ ἐξυπνάκηδες καί λένε, γιατί νά μή γίνουμε ἕνα μέ
τόν Πάπα; Τί καλοί ἄνθρωποι, τί εὐγενικοί πού εἶναι! Καλύτεροι ἀπό μᾶς, ναί! Γιατί
ὅμως; Εἶναι ὀντολογικά καλύτεροι; Ὄχι! Ὀντολογικά εἶναι λειψοί, γιατί δέν ἔχουν τό
βάφτισμα. Εἶναι ἀβάφτιστοι οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες. Δέν ἔχουν τήν Θεία
Χάρη, ἀλλά καί ἐμεῖς πού τήν ἔχουμε εἶναι σάν νά μήν τήν ἔχουμε, γιατί τήν ἔχουμε
μπαζωμένη, ἀπενεργοποιημένη, ἐξαιτίας τῶν πολλῶν παθῶν καί ἁμαρτιῶν.

Σέ τί βοηθάει τώρα ἡ ἐγκράτεια καί ἡ ἄσκηση; Βοηθάει ἀκριβῶς στό νά ἀποκτήσει ὁ


ἄνθρωπος τίς ἀπελευθερωτικές δυνάμεις, ὥστε νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τά πάθη. Ἄν δέν
κάνεις νηστεία λ.χ. πῶς θά ἐλευθερωθεῖς ἀπό τή γαστριμαργία καί τή λαιμαργία;
Ἅμα τρῶς συνέχεια, ὑπάρχει περίπτωση νά κόψεις τή λαιμαργία; Δέν ὑπάρχει
περίπτωση. Ἀφοῦ συνέχεια τρέφεις τό πάθος. Πρέπει νά κάνεις νηστεία, νά κάνεις
ἄσκηση. Ἄν, ἄς ποῦμε, δέν δίνεις ἐλεημοσύνη καί δέν προσπαθεῖς νά περιοριστεῖς
στά ἀναγκαῖα καί στά ἀπαραίτητα, ἄν δέν μισήσεις τήν πολυτέλεια, τήν
ὑπερκατανάλωση, πῶς θά νικήσεις τήν φιλαργυρία καί τήν φιλοϋλία; Δέν νικιέται.

Ἄν δέν ὑπακοῦς στούς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, πῶς θά νικήσεις τήν φιληδονία; Ἄν
δέν προσπαθεῖς νά κάνεις τά πάντα ὅπως λέει ὁ Χριστός, κρυφά τά καλά, τήν
ἐλεημοσύνη κρυφά, τήν προσευχή κρυφά, ὅσο μπορεῖς, ὅσο γίνεται, νά μή σέ
καταλαβαίνει κανένας, πῶς θά νικήσεις τήν κενοδοξία; Ὁ ἄλλος κάνει ἕναν
πολυέλαιο δῶρο στήν Ἐκκλησία καί λέει πρέπει νά βάλεις καί τό ταμπελάκι πού
γράφει τό ὄνομά μου. Ἀλλοίμονο ἄν πέσει τό ταμπελάκι κάτω… μετά μπορεῖ νά
ἀναστατώσει ὅλη τήν Ἐκκλησία γιατί δέν φαίνεται τ’ ὄνομά του! Πῶς αὐτός ὁ
ἄνθρωπος θά γίνει ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ; Πῶς θά νικήσει τήν κενοδοξία, πού εἶναι
κυρίαρχο πάθος μέσα μας;

Ἀλλά προσέξτε, ἡ ἄσκηση δέν εἶναι μόνο γιά τούς ἀγάμους, κατά τούς Πατέρες. Ἡ
ἄσκηση εἶναι καί γιά τούς ἐγγάμους. Ὑπάρχει ἄσκηση μέσα στήν οἰκογένεια; Βέβαια
ὑπάρχει. Ὑπάρχει ἄσκηση μέσα στήν πόλη; Βεβαιότατα! Μέσα στόν κόσμο
μποροῦμε νά κάνουμε ἄσκηση; Βεβαιότατα, ὄχι μόνο μποροῦμε καί πρέπει. Γιατί,
χωρίς τήν ἄσκηση δέν ἔχουμε, ὅπως εἴπαμε, αὐτές τίς ἀπελευθερωτικές δυνάμεις,
ὥστε νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τά πάθη. Ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχει ἄσκηση καί στούς
ἐγγάμους ξέρετε ποιά εἶναι; «Ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους ἀσκητικούς συγγραφεῖς
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνας παντρεμένος δεσπότης», λέει ἐδῶ ὁ π. Ἰωάννης, ἕνας
ἔγγαμος Ἀρχιερέας.

Παλαιότερα ἐπιτρεπόταν νά εἶναι ἔγγαμοι οἱ ἀρχιερεῖς. Δέν εἶναι ἁμαρτία ὁ γάμος,


ἄλλα πράγματα εἶναι ἁμαρτία. Ἡ ὑποταγή στά πάθη εἶναι ἁμαρτία ἤ ἡ
χρησιμοποίηση καί τοῦ γάμου ἀκόμα γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς φιληδονίας. Αὐτό
εἶναι ἁμαρτία! Βεβαιότατα! Δέν σημαίνει ἐπειδή εἶσαι ἔγγαμος θά κάνεις ὅ,τι θέλεις
καί θά ἀφεθεῖς στίς ἡδονές ἀσύστολα καί ἀχαλίνωτα. Ἐπιτρεπόταν ὁ γάμος καί στούς
ἀρχιερεῖς μέχρι πού ἡ Ἐκκλησία ἐπειδή ὑπάρχουν πολλές φροντίδες μέσα στόν γάμο

281
καί στήν οἰκογένεια, γιά λόγους δηλαδή πρακτικούς, γιά νά μπορεῖ νά ἐξασκεῖ τά
καθήκοντά του πληρέστερα, ὀρθότερα, ἀνετώτερα ὁ ἀρχιερέας, ὅρισε οἱ ἀρχιερεῖς νά
εἶναι ἄγαμοι. Ὄχι ἐπειδή εἶναι ἁμαρτία ὁ γάμος, ἀλλά γιά νά ἔχει πιό μεγάλη ἄνεση ὁ
ἀρχιερέας ἐπειδή εἶναι πολλά πού πρέπει νά φροντίσει γιά τό ποίμνιό του.

Ὅταν λοιπόν ἴσχυε ἀκόμη αὐτή ἡ κατάσταση καί ἦταν ἔγγαμοι οἱ ἀρχιερεῖς, ὑπῆρχε
ἕνας ἀρχιερέας… ποιός νομίζετε; Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης – ὁ ἀδελφός τοῦ
Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἔχει γράψει ἴσως τό καλύτερο βιβλίο «Περί
Παρθενίας», παρακαλῶ! Θά πεῖς: αὐτός ἦταν ἔγγαμος, ἤξερε γιά παρθενία; Βεβαίως!
Γιατί ἡ παρθενία δέν εἶναι σωματικό μέγεθος. Κατεξοχήν, κυρίως, εἶναι ἡ παρθενία
τοῦ νοός, εἶναι πνευματικό μέγεθος. Πνευματικό ζητούμενο. Νά ἔχεις καθαρότητα
στόν νοῦ σου, τότε εἶσαι παρθένος. Ἄν εἶσαι σωματικά παρθένος καί ὁ νοῦς σου
εἶναι βρώμικος καί ἔχει ἕνα σωρό σκέψεις μέσα, δέν εἶσαι παρθένος. Γιατί τί εἶπε ὁ
Κύριος; «Ἄν κανείς δεῖ πονηρά, εἰς τό ἐπιθυμήσαι, ἤδη ἐμοίχευσε στήν καρδιά του»
(Ματθ. 5,27). Εἶναι παρθένος αὐτός; Μπορεῖ σωματικά νά εἶναι, ἀλλά πνευματικά
δέν εἶναι. Ἑπομένως ἡ ἄσκηση, ἡ καθαρότητα καί ἡ σωφροσύνη, κατά τούς Πατέρες,
εἶναι καί γιά τούς ἐγγάμους.

«Μερικοί νομίζουν ὅτι ἡ παρθενία συνίσταται μόνο στήν βιολογική παρθενία. Δέν
εἶναι ὅμως αὐτό τό πνεῦμα τῶν Πατέρων. Ὅταν οἱ Πατέρες μιλοῦν περί ἐγκρατείας
καί νηστείας, ἀναφέρονται καί εἰς τούς ἐγγάμους». Ἡ ἐγκράτεια στή σαρκική σχέση
μεταξύ τῶν συζύγων στήν Πατερική γλώσσα ὀνομάζεται σωφροσύνη. Εἶναι ἡ
σωφροσύνη. «Ἡ ἀσκητική ἀγωγή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι γιά ὅλους τούς
Χριστιανούς, ἄγαμους καί ἐγγάμους». Γι’ αὐτό ἔχουμε καί κανόνες: κανόνες
νηστείας, ἐγκρατείας, ἀποχῆς κ.λ.π… τά ξέρετε ἀπό τούς Πνευματικούς σας.

«Ἡ ἐπιτυχία τῆς ἀσκητικῆς ἀγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἱστορικά τουλάχιστον,


σημειώθηκε κυρίως στά ἀσκητικά καί μοναστικά κέντρα τῆς Ἐκκλησίας». Ἐκεῖ
βλέπει κανείς τί μεγάλη βοήθεια παίρνει κάποιος ἀπ’ τήν ἄσκηση. Ἄν τό ἔκαναν καί
μέσα στόν κόσμο, θά τό καταλάβαιναν κι ἐκεῖ, μέσα στό σπίτι τους. Ἔχουμε καί
ἀσκητές μέσα στόν κόσμο, ὑπάρχουν σχετικά βιβλία.

«Παλαιότερα τά μοναστήρια δέν ἦσαν ἔξω στίς ἐρημιές μόνο, ἀλλά ἦσαν καί μέσα
στίς πόλεις», ὅπως καλή ὥρα εἴμαστε καί ἐμεῖς ἐδῶ τώρα. Σχεδόν μέσα στήν πόλη
εἴμαστε. «Ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολις ἦταν γεμάτη ἀπό μοναστήρια καί γι’ αὐτό
ἀπεκαλεῖτο τό Μέγα Μοναστήρι». Εἶχε πολλά μοναστήρια. Κι ἄν πᾶτε καί στό
Μυστρᾶ, πού εἶναι μιά πόλη ἔτσι βυζαντινή, θά δεῖτε μέσα στήν πόλη 5 μοναστήρια.
Μέσα στόν Μυστρᾶ, μέσα στήν πόλη, πού δέν εἶναι καί μεγάλη πόλη, ἕνας λόφος
εἶναι, εἶχε πέντε μοναστήρια καί ἑβδομήντα – ὀγδόντα Ἐκκλησίες.

«Ἡ σημερινή τάσις εἶναι νά διώχνουμε τά μοναστήρια ἀπό τίς πόλεις καί νά


πηγαίνουν στά βουνά, γιά νά μήν ἐπηρεάζουν τούς ἀνθρώπους καί μολυνθεῖ ὁ
Νεοελληνισμός», βλέπετε εἰρωνεία κι ἐδῶ, «πού ἤθελε πάντοτε νά ἀκολουθεῖ τόν

282
ἀστισμό», τήν ἀστική ζωή καί τόν ἀστικό χριστιανισμό. Ἕνας χριστιανισμός τῶν
πόλεων, ἕνας ἐκκοσμικευμένος δηλαδή χριστιανισμός, ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά βλέπει
μοναχούς καί μοναχές στήν πόλη, γιατί μᾶς χαλᾶνε τήν θέα… Μᾶς θυμίζουν ἄλλα
πράγματα πού δέν θέλουμε νά θυμόμαστε κἄν! Μᾶς θυμίζουν τό πένθος, τά δάκρυα,
μέ τό μαῦρο χρῶμα, τήν μετάνοια… Ἐμεῖς δέν θέλουμε τέτοια πράγματα. Ἐμεῖς
θέλουμε νά καλοπερνᾶμε ἐδῶ, μέ τά πάθη μας. Θά πᾶμε καί στήν Ἐκκλησία… ‘Θά
πάω τήν Κυριακή ν’ ἀνάψω ἕνα κεράκι… καί θά φύγω!’.

Μετά τό χερουβικό κι ἄν προλάβουμε κάτι… ἄν βγεῖ καί γιά κήρυγμα θά σηκωθοῦμε


νά φύγουμε, γιατί ἀργεῖ πολύ τό κήρυγμα… Αὐτός εἶναι ὁ ἀστικός χριστιανισμός.
Δέν ἔχει καμία ἐπίδραση ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων ἤ ἔχει
πολύ μικρή. Λέει ὁ π. Πορφύριος, οἱ ἄνθρωποι αὐτοί κάνουν τό δύσκολο πρᾶγμα,
προσπαθοῦν νά συνδυάσουν κόσμο καί Χριστό. Δέν γίνεται. Γι’ αὐτό δέν θέλουν νά
βλέπουν καί τούς μοναχούς.

Γι’ αὐτό ὑπάρχει αὐτό τό ἀντιμοναχικό πνεῦμα, τό ὁποῖο, ξαναλέω, μᾶς ἦρθε άπό τή
Δύση, μετά τή λεγόμενη «ἀπελευθέρωση» ἀπό τούς λεγόμενους «φίλους» μας τούς
Βαυαρούς καί τούς Γερμανούς. Μᾶς ἦρθαν αὐτά τά φροῦτα τοῦ Διαφωτισμοῦ… πού
σοῦ λέει: Τί χρειάζονται οἱ μοναχοί; Νά πᾶνε νά παντρευτοῦνε, νά πᾶνε στά
νοσοκομεῖα, νά κάνουνε γηροκομεῖα, νά κάνουν σχολεῖα… Τέτοια εἶναι τά
μοναστήρια στή Δύση, μέ σχολεῖα.. λένε νά προσφέρουν ἔργο… Κλείνονται ἐκεῖ
μέσα στό μοναστήρι καί τί κάνουν; Δέν κάνουν τίποτα! Κι ὅμως ἐκεῖ κάνεις τό
σπουδαιότερο πρᾶγμα πού μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος στή γῆ!

Τί κάνεις; Καθαρίζεις τόν ἑαυτό σου γιά τόν Θεό καί φυσικά καί γιά ὅλους τούς
ἀνθρώπους. Γιατί ἕνας καθαρμένος ἄνθρωπος δέν βοηθάει μόνο τόν ἑαυτό του,
βοηθάει ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Γιατί θά πᾶς κι ἐσύ ἐκεῖ καί μέ τόν καθαρό νοῦ πού
ἔχει, θά σέ βοηθήσει, θά σέ καθοδηγήσει καί θά σοῦ πεῖ ἀκριβῶς τή λύση τοῦ
προβλήματός σου καί θά σέ ἀναπαύσει. Καί θά πεῖς, νά πῆγα ἐκεῖ καί βρῆκα τόν
ἑαυτό μου. Τί νά τό κάνω ἐγώ νά σοῦ δώσει ἕνα πιάτο φαΐ στό νοσοκομεῖο;
Συγκρίνεται; Μέ τό νά σοῦ δώσει λύτρωση γιά ὅλη σου τή ζωή; Τό φαΐ θά τό φᾶς,
αὔριο θά ξαναπεινάσεις. Εἶναι ἔργο αὐτό; Κάτι εἶναι κι αὐτό, ἀλλά πολύ λίγο σέ
σχέση μέ τό ἄλλο, νά βρεῖς ἕναν σωστό ἀληθινά, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄνθρωπο,
φωτισμένο.

«Βέβαια, γιά νά ἐπιτύχει, γιά νά ἀναπτυχθεῖ ἡ ἀστική κοινωνία, γιά νά στερεωθοῦν οἱ


μπουρζουά», -εἶναι γαλλική λέξη καί σημαίνει ἀστός, ὁ ἀστικός χριστιανισμός πού
σᾶς εἶπα, ἡ ἐκκοσμίκευση δηλαδή τοῦ χριστιανισμοῦ– πού εἶναι οἱ φορεῖς τοῦ
Εὐρωπαϊκοῦ καί Ἀμερικανικοῦ πολιτισμοῦ, ἔπρεπε νά παραμερισθεῖ ἀπό τίς πόλεις ὁ
μοναχισμός ὡς ἐπικίνδυνος». Γιατί βέβαια ὁ μοναχισμός δέν εἶναι ὑπέρ τῶν παθῶν,
εἶναι κατά τῶν παθῶν, εἶναι κατά τοῦ ὑπερκαταναλωτισμοῦ, κατά τῆς φιλοϋλίας,
κατά τῆς φιληδονίας, κατά τῆς φιλοδοξίας. Ὅλα αὐτά τά ὁποῖα υἱοθετοῦν οἱ
ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, ἐξ οὗ καί ὁ κοσμικός ἄνθρωπος καί ὁ κόσμος πού λέει τό

283
Εὐαγγέλιο, πού εἶναι «ἡ ἀπάτη τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου» (Α’ Ἰω.
2,16) καί ὅλα αὐτά πού βλέπουμε ν’ ἀνθίζουνε μέσα στίς πόλεις καί νά κάνουν τούς
ἀνθρώπους δυστυχισμένους.

Ἐμεῖς ὅμως ξέρουμε τήν ἀλήθεια καί πρέπει νά τή λέμε καί στούς ἄλλους, ὥστε
σιγά-σιγά νά φύγει αὐτό τό ἀντιμοναχικό πνεῦμα ἀπό τόν λαό μας. Εἶναι ὀλέθριο
αὐτό. Δέν ὑπάρχει πιό μεγάλη εὐλογία γιά ἕνα σπίτι νά ἔχει ἕναν μοναχό ἤ μία
μοναχή. Καί δέν εὐλογεῖ μόνο τό σπίτι καί τούς ἀνθρώπους του, ἀλλά πάει καί πίσω
ἡ εὐλογία, πολλές γενιές πίσω… γιατί αὐτός ὁ μοναχός, ἡ μοναχή προσεύχεται καί
γιά τούς κεκοιμημένους καί τούς προγόνους καί γίνεται ἕνας παράγοντας ὑγείας γιά
ὅλη τήν οἰκουμένη καί μέ τήν προσευχή του στηρίζει ὅλη τήν οἰκουμένη.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ. : Γιά τίς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων… Μία ἀπόφαση πού πῆρε ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἄν
κατάλαβα καλά, ὅπου τούς δωρητές ὀργάνων ὀνομάζει ἁγίους μέ ἕνα ἀπολυτίκιο καί
δέν ξέρω ἄν ὑπάρχει καί ἀκολουθία…. Τούς ἀναγνωρίζει σάν μάρτυρες. Τώρα, ἐάν
ἐννοοῦν μάρτυρες, μή μπορώντας νά πάρουν οἱ ἴδιοι τους ἀπόφαση, ἀποφασίζουν οἱ
ἄλλοι -συγγνώμη γιά τήν ἔκφραση- νά τούς σφάξουν σάν ἕνα ἀρνί καί νά τούς
πάρουν τά ὄργανα, ἄν αὐτό καταλογίζεται σάν μάρτυρας ἤ…

Ἀπ. : Τώρα μᾶς πᾶς σ’ ἄλλο θέμα… Λοιπόν… Θέλει ἔρευνα αὐτό… Ὑπάρχει μιά
τέτοια εἴδηση στό διαδίκτυο ἀλλά θέλει ἔρευνα γιά νά τό ἐπιβεβαιώσουμε. Δέν
βασιζόμαστε σέ μία ἁπλή εἴδηση. Εἶναι τεράστιο αὐτό τό θέμα τῶν μεταμοσχεύσεων.
Γενικῶς ἰσχύει αὐτό πού εἴπαμε ὅτι δέν εἴμαστε ἄλογα πρόβατα. Εἴμαστε πρόβατα
τῆς λογικῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Τῆς λογικῆς ποίμνης… ἔλλογα πρόβατα, πού
σημαίνει ὅτι κρίνουμε, ἀνακρίνουμε τούς ποιμένες μας, τά λόγια πού λένε καί τίς
ὁδηγίες πού μᾶς δίνουνε καί ἀνάλογα πράττουμε. Δέν ἀκοῦμε αὐτούς πού λένε,
δυστυχῶς τό λένε καί ἱερεῖς… «κάνε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία». Κι ἄν τούς ρωτήσεις:

Τί ἐννοεῖτε ὅταν λέτε Ἐκκλησία; Καταλαβαίνεις ὅτι λένε «ἐμεῖς, οἱ ἱερεῖς καί οἱ
ἀρχιερεῖς». Μά ἐσεῖς εἶστε Ἐκκλησία; Αὐτό ἐννοοῦν. Λένε: Μήν ἀντιτίθεστε στήν
Ἐκκλησία… καί ἐννοῦνε ποιόν; Τόν ἐπίσκοπο. Λές καί ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ὅλη ἡ
Ἐκκλησία! Μήν φέρνετε ἀντιρρήσεις καί ἐννοοῦν τούς ἑαυτούς τους. Δέν εἶναι ἔτσι.
Ἐκκλησία εἴπαμε εἶναι ὅλοι οἱ πιστοί, ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὅλων τῶν αἰώνων, μέ κορυφή
βεβαίως καί ἀρχηγό τόν Χριστό μας πού εἶναι ἡ κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας καί μέσα
στήν Ἐκκλησία, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, πρῶτα-πρῶτα εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα,
εἴπαμε εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ὁ Πατέρας, εἶναι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Μετά εἶναι ὅλοι οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. Μετά εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι, μέ κορυφαία τήν
Παναγία μας, τόν τίμιο Πρόδρομο. Μετά εἶναι ὅλοι οἱ δίκαιοι, οἱ σεσωσμένοι καί οἱ
δίκαιοι πού εἶναι ἀκόμα ἐν ζωῇ. Αὐτοί εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Πῶς ἐσύ μετά λές ὅτι ἐμεῖς
εἴμαστε Ἐκκλησία; Καί τό γράφουν καί στίς ἐγκυκλίους, τό λένε σέ δηλώσεις τους,

284
ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία… Δέν εἶστε ἐσεῖς Ἐκκλησία. Ἕνα μέρος τῆς Ἐκκλησίας εἶστε,
ἐντάξει, ἀλλά ὄχι ὅλη ἡ Ἐκκλησία!… ὥστε μετά νά δημιουργοῦμε ἐνοχές στούς
πιστούς, ὅτι ἅμα τούς πεῖς μιά κουβέντα… κάνεις ἁμαρτία! Δέν κάνεις ἁμαρτία.

Ὀφείλεις νά πεῖς αὐτό πού εἶναι τό σωστό καί δέν πολεμᾶς τόν ἀρχιερέα ἤ τόν
Πατριάρχη ἤ τόν ἱερέα, ὅταν φέρνεις ἀντίρρηση σέ κάτι πού λέει, ἀλλά πολεμᾶς τόν
πατέρα τοῦ ψεύδους, τόν διάβολο καί τά ὄργανά του καί τό ψέμα πού διακηρύσσεται
καί διακινεῖται μέσα ἀπ’ αὐτά τά πρόσωπα. Τούς ἀνθρώπους αὐτούς τούς ἀγαπᾶμε
καί τούς πονᾶμε καί προσευχόμαστε γι’ αὐτούς καί γιά τούς Πατριᾶρχες μας καί γιά
ὅλους. Ἀλλά δέν μποροῦμε νά ποῦμε ἐπειδή τό ἔκανε ὁ Πατριάρχης εἶναι καί σωστό.
Ὄχι. Πόσους Πατριᾶρχες ἔχουμε πού ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία;

Ὁ Νεστόριος ἦταν Πατριάρχης. Ἔλεγε τό σωστό; Ἔπρεπε νά τοῦ κάνουμε ὑπακοή;


Ἀλλοίμονό μας! Ἔβριζε τήν Παναγία… Δέν μποροῦμε νά τοῦ κάνουμε ὑπακοή.
Καθαιρέθηκε. Ὑπάρχει Σύνοδος πού λέγεται ληστρική, στά χρόνια τοῦ Ἁγίου
Κυρίλλου ἔγινε αὐτό… Καταδικάστηκε ὅλη ἡ Σύνοδος… ἀπορρίφθηκε ἀπό τήν
Ἐκκλησία. Ὑπάρχει ἡ Σύνοδος τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας, πού ὑπέγραψαν ὅλοι οἱ
Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι, πλήν ἑνός, τήν ἕνωση μέ τόν Παπισμό. Εἶναι Σύνοδος;

Ὄχι, ψευδοσύνοδος εἶναι. Εἶναι ἀποδεκτή; Ὄχι. Πῶς λοιπόν μᾶς λέτε ἐσεῖς ὅτι -τό
ἄκουσα στό διαδίκτυο καί ἔφριξα- ἀποφάσισε ἡ τοπική Ἐκκλησία κάτι καί πρέπει νά
κάνετε ὑπακοή στήν τοπική σας Ἐκκλησία. «Εἶστε στή Γερμανία; Θά κάνετε ὑπακοή
στό τί θά πεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Γερμανίας. Ὅ,τι ἀποφασίσει, μετά ἐσεῖς κάνετε
ὑπακοή, σώζεστε…». Ἄν εἶναι δυνατόν! Δηλαδή, ἄν αὐτοί αὔριο ἀποφασίσουν νά
προσκυνήσουμε τόν Πάπα, θά εἶναι σωστό, ἐπειδή τό ἀποφάσισαν; Ἤ πρέπει νά τούς
κάνουμε ὑπακοή; Ἄν εἶναι δυνατόν! Κι ὅμως λέγονται τέτοια πράγματα καί ἀπό
ἱερωμένους… Εἶναι φοβερό…

Εἶναι φοβερό αὐτό καί δέν πρέπει νά πέφτουμε σέ τέτοιες παγίδες καί νά μᾶς πιάνει
μία φοβία, ἁμαρτοφοβία… νά μήν πεῖς τίποτα τώρα, γιατί εἶναι ἱερέας… τί θά πεῖ
εἶναι ἱερέας… Εἶναι ἱερέας, θά πρέπει καί νά ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Τότε
πραγματικά εἶναι ἱερέας σωστός. Κι ὅταν δέν τόν ὀρθοτομεῖ, θά πρέπει νά τόν
ἐλέγξουμε, μέ καλό τρόπο βεβαίως, ἐκκλησιολογικά σωστά, πρέπει νά ποῦμε αὐτό
πού εἶναι ἡ ἀλήθεια.

Ἐρ. : ….σ’ ἕναν ναό μᾶς λέγανε θά πρέπει αὐτά νά διαβάζονται στή δημοτική. Τό
εἶπε μιά φορά, μετά δέν τό ξαναεῖπε.

Ἀπ. : Εὐτυχῶς! Γιά τό θέμα αὐτό ἔχει πάρει ἀπόφαση ἡ Σύνοδος. Τό ἀπαγόρευσε.
Ἔγινε ἕνα πείραμα ἐπί τοῦ μακαρίτη τοῦ Χριστοδούλου..

Ἐρ. : Εἶναι κακό αὐτό;

285
Ἀπ. : Κακό εἶναι! Γιατί εἶναι κακό, ξέρετε; Δέν εἶναι μόνο τό ὅτι δέν ἀποδίδεται τό
νόημα. Δέν μπορεῖς νά ἀποδώσεις τό νόημα. Ἡ κάθε μετάφραση -κοσμικοί ἄνθρωποι
τό λένε αὐτό- εἶναι μιά προδοσία. Κάθε μετάφραση. Δέν μπορεῖς νά ἀποδώσεις
ἀκριβῶς τά νοήματα. Ἀλλά αὐτό εἶναι τό λιγότερο. Τό πιό σημαντικό ποιό εἶναι;
Ὑποτιμοῦμε τή Χάρη καί κάνουμε τήν πίστη μας διανοητική ὑπόθεση, τοῦ
ἐγκεφάλου ὑπόθεση καί ἐξαρτῶμε τά πάντα ἀπό τήν κατανόηση τήν ἐγκεφαλική.
Δηλαδή, ἄν καταλάβει ὁ ἄνθρωπος μέ τόν ἐγκέφαλό του κάποια πράγματα, σώθηκε.
Μά αὐτό εἶναι τό ζητούμενο; Δέν εἶναι τό ζητούμενο στή Χάρη τοῦ Θεοῦ; Εἶναι πάλι
αὐτό πού λέγαμε προηγουμένως, ὅτι κάνουμε τήν πίστη μας στοχασμό καί
φιλοσοφία… καί λένε νά τά κάνουμε ἁπλά τά πράγματα, γιά νά ἔρθουν καί οἱ νέοι
στήν Ἐκκλησία. Τό κάνανε. Ἦρθαν οἱ νέοι; Ὄχι, δέν ἦρθαν. Δέν εἶναι αὐτό πού τούς
ἐμποδίζει τούς νέους.

Ἐρ. : Ἐμεῖς τί πρέπει νά κάνουμε. Πῶς νά ἀντιδράσουμε;

Ἀπ. : Ἐμεῖς θά ποῦμε, ἀφοῦ ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε νά μήν τό κάνετε, δέν πρέπει νά
τό κάνετε. Νά ἐφαρμόσετε τήν ἀπόφαση τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία σ’ αὐτή τήν
περίπτωση ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Εἶναι ὀρθή ἡ ἀπόφαση, ὁπότε τήν
στηρίζουμε καί μποροῦμε νά πᾶμε στόν ἐπίσκοπο, ἅμα δέν ἀκούει ὁ ἱερέας. Πρῶτα
θά τό ποῦμε στόν ἱερέα, ὄμορφα, εὐγενικά, θά διαμαρτυρηθοῦμε. Γιατί τό κάνετε
αὐτό; Ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ τάδε ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Κι ἄν δέν ἀκούσει, μετά πρέπει
νά πᾶς στόν ἀρχιερέα. Νά πᾶτε μιά ὁμάδα. Ἄν δέν εἶναι ὁ ἀρχιερέας, νά πᾶς στή
Σύνοδο. Ναί… πρέπει νά ἐνδιαφερθοῦμε, εἶναι τό σπίτι μας ἠ Ἐκκλησία. Μέ σωστό
τρόπο μποροῦμε νά κάνουμε πολλά πράγματα. Γιατί καί οἱ ἀρχιερεῖς κινητοποιοῦνται
καί ἐπηρεάζονται ἀπό τήν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ. Ὅταν ὁ λαός βέβαια κοιμᾶται… μετά
εἶναι πιό δύσκολα τά πράγματα καί γιά τούς ποιμένες.

Ἐρ. : Τώρα πού εἶναι νά κάνουν μέ τόν Πάπα ὅλα αὐτά, τί θά κάνουμε; Πῶς θά
ἀναγνωρίσουμε τόν σωστό ἱερέα πού εἶναι φωτισμένος ἀπό τόν Θεό, γιά νά τόν
ἀκολουθήσουμε; Γιατί ἀπ’ ὅτι βλέπουμε θά πλανηθοῦν πολλοί τώρα.

Ἀπ. : Πρέπει νά ἔχουμε κριτήρια γιά νά γνωρίσουμε τό σωστό. Ποιά εἶναι τά


κριτήρια; Τά κριτήρια τά εἴπαμε. Εἶναι τό τί λέει ἡ Ἐκκλησία διαχρονικά, 2000
χρόνια. Τί λέει ὁ Χριστός μας; «Ἀπό ποῦ θά καταλάβεις ἕνα δέντρο ἄν εἶναι καλό;
Ἀπό τούς καρπούς»΄(Ματθ. 6,44). Ποιοί εἶναι οἱ καρποί τώρα; Οἱ καρποί εἶναι:
πρῶτον πῶς ζεῖ ὁ ἱερέας, τί ζωή κάνει. Ἐπίσης, τί λέει. Ἐπίσης, ποιά εἶναι τά
πνευματικά του παιδιά… τί καρπούς ἔχει κάνει. Ὅλα αὐτά εἶναι κριτήρια, γιά νά
καταλάβεις ἕναν καλό ἱερέα. Τί λέει, πῶς ζεῖ καί ἄν θεραπεύει. Ἄν ἔχει πνευματικά
παιδιά θεραπευμένα. Τί θά πεῖ θεραπευμένα; Τουλάχιστον νά εἶναι στό στάδιο τῆς
κάθαρσης, νά μετανοοῦν δηλαδή, νά ζοῦνε λίγο αὐτό πού λέγεται καρπός τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Νά ἔχουν χαρά, εἰρήνη… Βλέπετε πολλούς τέτοιους ἀνθρώπους γύρω
σας; Σπανιότατοι! Πού νά ἔχουν ἀληθινή χαρά… ἀληθινή εἰρήνη… Οἱ περισσότεροι
εἶναι γεμάτοι ἄγχος κι αὐτοί πού ὑποτίθεται εἶναι τῆς Ἐκκλησίας. Δέν λέμε γιά τούς

286
ἔξω. Οἱ ἔξω εἶναι χαμένοι οὕτως ἤ ἄλλως ἄν δέν μετανοήσουν. Μιλᾶμε γιά αὐτούς
πού πᾶνε στήν Ἐκκλησία. Βλέπετε ἀπό αὐτούς πολλούς πού νά εἶναι θεραπευμένοι;
Δέν βλέπω πολλούς… καί θυμό ἔχουν καί νεῦρα ἔχουν, ἄγχος ἔγχουν, καταθλίψεις
ἔγχουν καί δέν μιλιοῦνται μεταξύ τους… τήν δόξα τους κοιτᾶνε, τά χρήματα
κοιτᾶνε.. Εἶναι θεραπευμένοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι; Ὄχι, βέβαια. Ὀφείλεται στούς
Πνευματικούς πατέρες; Κατά ἕνα μέρος, βέβαια. Σαφέστατα! Δέν ἔχουν σωστή
καθοδήγηση. Ἐνδεχομένως νά ἔχουν σωστούς πατέρες καί νά μήν κάνουν ὑπακοή.
Συμβαίνει κι αὐτό… καί ὁ Ἰούδας εἶχε τόν καλύτερο Πνευματικό, ἀλλά κατέληξε
ἐκεῖ πού κατέληξε… Ἀπό αὐτά λοιπόν θά καταλάβουμε… Τώρα θά μοῦ πεῖς, πῶς θά
ξέρω ἄν μιλάει σωστά; Ἐδῶ εἶναι τώρα τό δικό μας καθῆκον. Νά μελετήσουμε, νά
γνωρίσουμε τί λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες. Νά γνωρίζουμε τί λέει τό Εὐαγγέλιο, νά
γνωρίζουμε τί λένε οἱ ἱεροί Κανόνες.

Ἐπιτρέπεται νά κάνω γάμο μέ Παπικό ἤ δέν ἐπιτρέπεται; Τό ξέρετε…; Δέν


ἐπιτρέπεται. Κι ὅμως θά σοῦ πεῖ ἕνας πού θέλει νά σέ παραπλανήσει, καί ἄς εἶναι καί
παπάς: «Πῶς;… Ἡ Ἐκκλησία εὐλογεῖ μικτούς γάμους… Τί εἶναι αὐτά πού λές; Ἔχει
πάρει ἀπόφαση ἐδῶ καί χρόνια καί εὐλογεῖ μικτούς γάμους. Ἐσύ πᾶς κόντρα στήν
Ἐκκλησία…;». Καί ἐννοεῖ Ἐκκλησία, εἴπαμε, ‘ἐμένα, ἐμᾶς’, τούς παπάδες… Ἀφοῦ
τό ἀποφασίσαμε ἐμεῖς, εἶναι σωστό». Εἶναι σωστό; Ὄχι, δέν εἶναι σωστό, γιατί 2000
χρόνια οἱ Κανόνες μᾶς λένε ὅτι δέν ἐπιτρέπεται. Δέν ἐπιτρέπεται ν’ ἀλλάξει. Ἀλλά
τώρα θά μοῦ πεῖτε, γιατί τό κάνει ἡ Ἐκκλησία; Τό κάνει γιά νά μήν ἔχουμε κάτι
χειρότερο, κατ’ οἰκονομία. Ἀλλά δέν θά κάνουμε τό κατ’ οἰκονομία εὐλογία καί
κανονικό.

Εἶναι μιά ἐξαίρεση στόν Κανόνα, γιά νά μήν πάει ὁ ἄλλος καί αὐτοκτονήσει καί γίνει
χειρότερο κακό. Δέν εἶναι γάμος, δέν μπορεῖ νά γίνει γάμος μέ ἑτερόδοξο, μέ
κακόδοξο. Γιατί δέν μπορεῖ νά γίνει γάμος; Γιατί ὁ ἕνας εἶναι ἄνθρωπος καί ὁ ἄλλος
εἶναι καρέκλα. Μπορεῖς νά παντρευτεῖς μιά καρέκλα; Εἶναι ἀβάπτιστος δηλαδή. Καί
πόσο διαφέρει ἕνας βαπτισμένος ἀπό ἕναν ἀβάπτιστο; Ὅσο ἕνας ἄνθρωπος ἀπό μία
καρέκλα; Καί πολύ περισσότερο… Ὅσο διαφέρει τό κτιστό ἀπ’ τό ἄκτιστο. Ἄπειρα
δηλαδή. Μπορεῖς νά γίνεις ἕνα μέ ἕναν πού δέν ἔχει Πνεῦμα Ἅγιο; Δέν μπορεῖς.
Μπορεῖ νά γίνει Μυστήριο; Τί Μυστήριο νά γίνει; Ἀφοῦ αὐτός δέν δέχεται τό Ἅγιο
Πνεῦμα, δέν ἔχει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα. Καί ὄχι μόνο… βρίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Οἱ Παπικοί βρίζουν τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τή Χάρη τήν λένε κτιστή.

Ἐάν ἔχεις κτιστή Χάρη, δηλαδή δημιούργημα, πῶς θά γίνεις θεός; Πῶς θά σωθεῖς;
Τό κτῖσμα δέν σώζει. Πῶς μπορεῖς λοιπόν νά πετύχεις ἕνωση ἐν Χριστῷ μέ ἕναν
τέτοιον ἄνθρωπο; Καί ἔρχεται ὁ ἄλλος τώρα πού θέλει νά παραπλανήσει καί λέει, ὄχι
τό εὐλογεῖ… τό κάνει… Ὀφείλεις ὅμως νά ξέρεις γιατί τό κάνει καί τί ἀκριβῶς εἶναι
αὐτό πού κάνει.

Ὅπως καί ὁ δεύτερος γάμος. Ἐπιτρέπεται ὁ δεύτερος γάμος καί ὁ τρίτος γάμος;
Κανονικά δέν ἐπιτρέπεται. Ἀλλά θά πεῖς, γιατί τό κάνει ἡ Ἐκκλησία; Τί νά κάνει;

287
Προκειμένου ὁ ἄλλος νά μήν πορνεύει ἀσύστολα, λέει ἄς τοῦ δώσει μιά εὐλογία…
Ἄν διαβάσετε τήν ἀκολουθία τοῦ δεύτερου γάμου, θά φρίξετε, ἄν δεῖτε τί λέει ἐκεῖ
πέρα…

Ἐρ. : Πορνεία εἶναι..

Ἀπ. : Πορνεία εἶναι.. ναί. Ἀλλά λέει, ἄντε βάλτον ἐκεῖ νά μή χαθεῖ τελείως, νά
συμμαζευτεῖ λιγάκι… Σήμερα τό κάναμε κανόνα… καί λέμε εἶναι εὐλογημένο.
Ὀφείλουμε νά τά γνωρίζουμε αὐτά τά πράγματα, γιά νά μήν πλανηθοῦμε. Ἔτσι θά
πλανηθοῦμε… γιατί, δυστυχῶς, θέλουμε νά πλανηθοῦμε. Γιατί θέλουμε; Λόγω τῶν
παθῶν μας. Ἕνας πού δέν θέλει νά πλανηθεῖ, θά τήν βρεῖ τήν ἀλήθεια, θά τοῦ τήν
ἀποκαλύψει ὁ Θεός δηλαδή.

Ἐρ. : Ὅσον ἀφορᾶ τό τελευταῖο κομμάτι πού λέγαμε… κάπου διάβαζα γιά τήν κλήση
τῶν μαθητῶν… Ὑπάρχει περίπτωση κάποιος νά θέλει νά γίνει μοναχός καί νά ζεῖ
μέσα στή Χάρη τοῦ Θεοῦ …. καί κάποια στιγμή ὁ Θεός νά τραβάει τή Χάρη νά τοῦ
φέρνει ἐμπόδια καί νά εἶναι ἀναγκασμένος νά ἔχει πάλι ἐπαφή μέ τόν κόσμο; Ἤ
μήπως ἦταν ἐνθουσιασμός… ἤ εἶναι μιά δοκιμασία;

Ἀπ. : Λέει ὁ Ἀπόστολος κάπου «οὐ πάντες χωροῦσι τόν λόγον τοῦτον, ἀλλ’ οἷς
δέδοται» (Ματθ. 19,11). Ποιόν λόγο; Ἔκαναν μιά συζήτηση οἱ Ἀπόστολοι μέ τόν
Κύριο καί τελικά κατέληξαν στό συμπέρασμα ὅτι καλύτερα εἶναι νά μήν ἔρχεται σέ
γάμο ὁ ἄνθρωπος, γιατί τούς εἶπε ὁ Κύριος τούς περιορισμούς, τίς προϋποθέσεις
κ.λ.π. Τότε λένε οἱ Ἀπόστολοι «Καλύτερα τότε Κύριε νά μήν παντρεύονται οἱ
ἄνθρωποι». Καί ἀπαντάει ὁ Κύριος «οὐ πάντες χωροῦσι», δέν μποροῦν ὅλοι νά
τηρήσουν αὐτόν τόν λόγο «ἀλλ’ οἷς δέδοται», ἀλλά σ’ αὐτούς πού ἔχει δοθεῖ.

Ἐδῶ τώρα ὑπάρχει μιά παρερμηνεία ἀπό κάποιους ὅτι δηλαδή ὁ μοναχισμός κατά
κάποιο τρόπο δίδεται σέ ὁρισμένους πού διαλέγει ὁ Θεός καί τούς βάζει -θά λέγαμε-
σέ κάποιες σιδηροτροχιές, θέλουν δέν θέλουν, νά γίνουν μοναχοί. Οἱ ἄλλοι πού δέν
τούς ἔχει δοθεῖ, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά πετύχουν, ἄν πᾶνε νά γίνουν μοναχοί.
Ὄχι, δέν εἶναι ἔτσι. Ἡ πατερική ἑρμηνεία δέν λέει αὐτό. Καί ,ὅταν λέμε πατερική,
ἐννοοῦμε ἁγιοπνευματική. Προσέξτε, ἡ ἑρμηνεία δηλαδή πού δίνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός.

Ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἑρμηνεύει τόν ἑαυτό Του διά μέσω τῶν ἁγίων θεοφόρων Πατέρων. Ὁ
Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης λοιπόν λέει: «Τίσιν δέδοται;». Σέ ποιούς δίδεται ἡ
Χάρις νά γίνουν μοναχοί; «Τοῖς θέλουσι», δηλαδή σ’ αὐτούς πού θέλουν.
Δηλαδή,δέν εἶναι ὁ Θεός πού σέ προορίζει. Δέν ὑπάρχει ἀπόλυτος προορισμός, εἶναι
αἵρεση αὐτό, ὅτι ἐσύ εἶσαι προορισμένη νά γίνεις μοναχή. Ἅμα δέν γίνεις καί
παντρευτεῖς, ἀπέτυχες. Ἤ εἶσαι προορισμένη νά παντρευτεῖς, ἄν γίνεις μοναχή
ἀπέτυχες. Προσέξτε! Δέν ὑπάρχει προορισμός. Ἀλλά δίνει ὁ Θεός τή Χάρη Του σ’
αὐτούς πού θέλουν. Θέλεις νά γίνεις μοναχός; Θά σοῦ δώσει Χάρη, θά πετύχεις.
Θέλεις νά παντρευτεῖς; Θά σοῦ δώσει Χάρη νά παντρευτεῖς, νά κάνεις οἰκογένεια.

288
Ἀρκεῖ νά ζεῖς κατά Θεόν. Καί τό ἕνα καί τό ἄλλο σέ ὁδηγεῖ τελικά στόν Θεό, ἄν
ζήσεις σωστά, εἴτε ὡς μοναχός, εἴτε ὡς ἔγγαμος. Ἑπομένως, δέν πρέπει νά βάζουμε
καλούπια καί περιορισμούς οὔτε στό ἕνα οὔτε στό ἄλλο. Ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγε ὁ π.
Παΐσιος, πού εἶναι φιλότιμος καί προκομμένος, δηλαδή μέ λίγα λόγια, πού πολεμάει
τή φιλαυτία του, ἐκεῖ εἶναι ὅλο τό ἐμπόδιο…, καί ἔγγαμος νά γίνει, θά πετύχει καί
μοναχός νά γίνει, θά πετύχει. Γιατί τό θέμα εἶναι νά πολεμήσουμε τά πάθη μας.

Ὄχι νά ἱκανοποιήσουμε τά πάθη μας, ἀλλά νά πολεμήσουμε τά πάθη μας καί τή


φιληδονία μας. Γι’ αὐτό καί λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὅτι ὁ γάμος εἶναι «συγγνώμη
πάθους». Συγγνώμη, δηλαδή παραχώρηση τοῦ Θεοῦ σέ ἕνα πάθος, στό σαρκικό
πάθος πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Καί λέει ὁ Θεός, προκειμένου νά πορνεύει καί νά μήν
ἔχει ὅρια, βάλτου ἕνα ὅριο, νά παίρνει ἕναν σύζυγο, μία σύζυγο, ἐφόσον δέν μπορεῖ
νά ἀντισταθεῖ, δυσκολεύεται στό πάθος τό σαρκικό. Θά ἔχεις μία σύζυγο. Αὐτός
εἶναι ὁ γάμος, μία συγγνώμη, μία παραχώρηση τοῦ Θεοῦ στήν ἀδυναμία τοῦ
ἀνθρώπου. Δέν εἶναι τό τέλειο. Τό τέλειο εἶναι ἡ παρθενία, αὐτό πού μᾶς ἔδειξε ὁ
Χριστός. Ὁ Χριστός δέν ἦρθε σέ γάμο, ἦταν παρθένος. Αὐτό εἶναι τό τέλειο. Δέν
μπορεῖς τό τέλειο. Ἄντε… ἔχει ἕνα σκαλοπάτι παρακάτω. Ὄχι ὅτι εἶναι κακό, ἀλλά
δέν εἶναι τό τέλειο. Πάρε ἕναν σύζυγο, μία σύζυγο.

Ἀλλά τώρα τί θά γίνει; Μέσα στόν γάμο ἐσύ θά ἀφεθεῖς ἀχαλίνωτα στίς ἡδονές; Ὄχι,
ἐκεῖ μέσα θά πρέπει νά κάνεις ἀγῶνα, ὥστε καί αὐτό τό πάθος πού εἶχες καί σοῦ
ἔκανε τήν παραχώρηση ὁ Θεός νά ἔχεις μιά σύζυγο, νά τό πολεμήσεις καί σιγά-σιγά
νά τό ξεπεράσεις, νά τό ὑπερβεῖς καί νά φτάσεις καί ἐσύ σέ μιά κατάσταση θά
λέγαμε παρθενίας, ὅπως ἐκεῖνος πού δέν εἶχε γάμο. Νά ἐξαγνιστεῖς μέσα στόν γάμο,
διά τοῦ γάμου, διά τῆς ἄσκησης, διά τῶν Κανόνων, πού ἄν δέν τούς ξέρεις θά τούς
μάθεις, θά σοῦ τούς πεῖ ὁ Πνευματικός σου, νά φτάσεις κι ἐσύ κάποια στιγμή νά
ἔχεις ἀπάθεια. Νά ζεῖς μέ τόν σύζυγο, μέ τήν σύζυγο, ὅπως μέ τόν ἀδελφό σου ἤ τήν
ἀδελφή σου.

Ὁ σκοπός τοῦ γάμου εἶναι νά ὑπερβαθεῖ ἡ φιληδονία, ὄχι νά ἱκανοποιηθεῖ. Δυστυχῶς


σήμερα, μέ τήν κάλυψη τοῦ γάμου, οἱ ἔγγαμοι ζοῦνε καί κάνουν πράγματα χειρότερα
ἀπ’ τά ζῶα. Αὐτό δέν εἶναι γάμος πλέον. Αὐτό εἶναι Σόδομα καί Γόμορρα καί
χειρότερα ἀπ’ αὐτά. Αὐτά πού σᾶς λέω δέν τά λέω ἐγώ, ἀλλά ἕνας Γέροντας πού
κοιμήθηκε πέρυσι, ὁ Γέροντας Ἀναστάσιος Κουδουμιανός, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ἀκριβῶς
αὐτό, ὅτι ὑπέρ τά Σόδομα καί τά Γόμορρα εἶναι ἡ ἐποχή μας. Εἶναι πάνω ἀπ’ τά
Σόδομα καί τά Γόμορρα καί γι’ αὐτό ἀκριβῶς, λέει, θά ἔρθει ὁ ὄλεθρος, ὁ πυρηνικός
ὄλεθρος, τό εἶχε προφητεύσει, διότι πλέον οἱ ἄνθρωποι ἔχουν καταπατήσει τήν
ὀντολογία τους. Μάλιστα ἔλεγε μιά ἔκφραση «ὁ κουσουριάρικος γάμος».
Καταλαβαίνετε τί ἐννοεῖ ἔ; Τόν γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων πού τώρα τόν
νομιμοποιήσαμε ἤ θά τόν νομιμοποιήσουμε κι αὐτόν… Καταλάβατε; Αὐτά ὅλα τί
εἶναι; Εἶναι καταπάτηση τῆς ὀντολογίας τῆς ἴδιας τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου καί
ἐξαιτίας αὐτοῦ πλέον θά ἔρθει ὄλεθρος, ὁ πυρηνικός ὄλεθρος. Αὐτά εἶναι
προφητευμένα καί πρέπει νά τά ξέρουμε.

289
Καί ἐπανέρχομαι στό θέμα τοῦ γάμου. Ἐκεῖ μέσα πρέπει ν’ ἀγωνιστοῦμε καί νά
κάνουμε ἄσκηση. Γι’ αὐτό ἔλεγαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ἄνθρωποι μέσα στόν κόσμο
καί μέσα στήν οἰκογένεια πρέπει νά κάνουν πιό μεγάλη ἄσκηση, γιατί ὑπάρχουν πιό
μεγάλοι πειρασμοί. Γιατί σήμερα νομίζετε οἱ πλεῖστες οἰκογένειες εἶναι ἐν διαλύσει;
Διότι ἀκριβῶς δέν βιώνουν αὐτό τό μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητας.

Δέν ζοῦμε ἀσκητικά δηλαδή, δέν ζοῦμε μυστηριακά, ὁπότε δέν ἔχουμε τήν Χάρη,
γιατί ἡ Χάρις δέν ἔρχεται ἐκεῖ πού ὑπάρχει βρωμιά. Ἕνα πρᾶγμα, λένε οἱ ἅγιοι, εἶναι
ἀδύνατο γιά τόν Θεό, τό νά ἑνωθεῖ μέ νοῦ ἀκάθαρτο. Δέν μπορεῖ νά ἑνωθεῖ ὁ Θεός
μέ ἀκάθαρτο νοῦ. Δέν λέει σῶμα ἀκάθαρτο. Νοῦ ἀκάθαρτο! Γιατί ἡ ἀκαθαρσία
ξεκινάει ἀπό τόν νοῦ καί μετά βρωμίζεται καί τό σῶμα. Ἡ πιό μεγάλη ἀκαθαρσία
εἶναι στόν νοῦ, στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Γι΄ αὐτό εἶπε ὁ Κύριος «ἀπό τήν καρδία
ἐξέρχονται πονηροί λογισμοί, πορνεῖες, μοιχεῖες, ζήλιες» (Ματθ. 15,19), ὅλα αὐτά
πού κάνουν ἀκάθαρτο τόν ἄνθρωπο.

Ἄρα, ὅποιος θέλει, μπορεῖ. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά τοῦ στερήσει ὁ Θεός τήν
βοήθεια καί τήν Χάρη.

Ἐρ. : Εἶναι τό ἴδιο μ’ αὐτό πού λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «οὐ πάντων ἡ πίστις»;

Ἀπ. : «Οὐ πάντων ἡ πίστις» (Β΄Θεσ. 3,2). Κι αὐτό πάλι εἶναι ἐξαιτίας τῆς θέλησης
τοῦ ἀνθρώπου. Ὄχι δηλαδή ὅτι ὁ Θεός κάνει διακρίσεις καί σένα θά σοῦ δώσει τό
χάρισμα τῆς πίστεως καί στόν ἄλλον δέν τό δίνει. Σέ ποιούς δίνει τό χάρισμα τῆς
πίστεως ὁ Θεός; Σ’ αὐτούς πού θέλουν. Ὅπως καί σ’ αὐτούς πού θέλουν δίνει καί τό
χάρισμα τοῦ μοναχισμοῦ, τό χάρισμα τῆς παρθενίας, τό χάρισμα τῶν θαυμάτων.
Ὑπάρχουν ἅγιοι πού κάνουν θαύματα, ἅγιοι πού τούς λέμε θαυματουργούς, ὅπως ὁ
σημερινός ὁ Ἅγιος Νικόλαος. Γιατί αὐτοί κάνουν θαύματα καί οἱ ἄλλοι δέν εἶναι
τόσο…

Δέν τούς λέμε ὅλους θαυματουργούς, κάποιους λέμε θαυματουργούς. Αὐτοί εἶχαν
μεγάλη ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους καί ἐπειδή ἤθελαν πολύ νά βοηθήσουν τούς
ἀνθρώπους, τούς ἔδινε ὁ Θεός αὐτή τήν εἰδική χάρη νά κάνουν θαύματα. Βλέπετε;
Προηγεῖται ὁ ἄνθρωπος πάντοτε. Προηγεῖται ὁ ἄνθρωπος καί μετά ἔρχεται ὁ Θεός
καί δίνει τήν ἀνάλογη Χάρη. Βλέπεις ἄλλος ἄνθρωπος ἄς ποῦμε ἔχει αὐτή τήν
διάθεση νά κυβερνήσει, νά κάνει διοίκηση. Ὄχι γιά νά φανεῖ ὁ ἴδιος, ἀλλά γιά νά
τακτοποιοῦνται τά πράγματα κατά Θεόν. Τοῦ δίνει ὁ Θεός χάρισμα νά κυβερνήσει,
νά μπορεῖ νά κάνει διοίκηση. Εἶναι χάρισμα ἀπ’ τόν Θεό κι αὐτό. Βλέπει ὁ Θεός τήν
διάθεση τῆς ψυχῆς μας καί δίνει τήν ἀνάλογη χάρη.

Ἐρ. : Στίς περισσότερες ἐνορίες γίνονται χοροί, συνάξεις νέων, κ.λ.π. Κι ἄν


προσπαθήσεις νά πεῖς κάτι, σοῦ λένε, ἐγώ ἔχω εὐλογία ἀπό τόν Πνευματικό μου καί
πάω! Κάνω ὑπακοή στόν Πνευματικό μου! Μοῦ θυμίζει αὐτό πού ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος,
ὅτι κάποια στιγμή θά ὑπάρχουν πνευματικοί πού θά λένε στά παιδιά τους: πήγαινε,

290
δέν εἶναι κακό, ἡ καρδιά σου, ἡ ψυχή σου νά εἶναι καθαρή.. Κι ἔκεῖ σταματᾶς, δέν
λές τίποτα… Τί κάνεις ἀπό κεῖ καί μετά;

Ἀπ. : Εἶναι ἡ κακή ὑπακοή. Κι ἄν σοῦ πεῖ κάτι ὁ Πνευματικός κι αὐτό πρέπει νά τό
ἀνακρίνεις, νά ἐξετάσεις ἄν αὐτό πού σοῦ λέει τό λένε καί οἱ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας, τό λένε καί οἱ Κανόνες. Μπορεῖ ἕνας Πνευματικός νά σοῦ πεῖ: ἄντε
ἐκεῖνον τόν γέρο πού τόν ἔχεις καί σέ βασανίζει, δῶσ’ του ἕνα χαπάκι νά τόν
ξαποστείλεις στήν ἄλλη ζωή. Πῆρες εὐλογία! Μπορεῖς νά τό κάνεις; Νά κάνεις
εὐθανασία μπορεῖς; Μπορεῖ νά σοῦ δώσει εὐλογία, θά τό κάνεις; Εἶναι εὐλογία αὐτό;

… Κατάρα εἶναι αὐτό, σέ πάει στήν κόλαση… Καταλάβατε; Πρέπει νά ἐξετάζουμε τί


μᾶς λένε. Ἀλλά ξέρετε τί γίνεται; Ἀπό πίσω ἔχουμε καί τό δικό μας θέλημα. Καί ὄχι
μόνο δέν ἐξετάζουμε ἄν αὐτά πού θέλουμε εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,
ἀλλά θέλουμε νά τά εὐλογήσει κιόλας ὁ Θεός μέσω τοῦ Πνευματικοῦ. Μπορεῖ νά
βρεῖς κανέναν τέτοιο Πνευματικό… Ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι εἶσαι ἐντάξει… Ὁ
Θεός δέν ἐμπαίζεται, δέν μυκτηρίζεται… ἐπειδή ἐσύ θέλεις νά ξαποστείλεις τή γριά
ἄς ποῦμε, νά βρεῖς ἕναν νά σοῦ δώσει εὐλογία. Καί πού θά βρεῖς; Δεσμεύεται ὁ Θεός
μετά; Ἄν εἶναι δυνατόν! Δέν δεσμεύεται..

Ὅπως ἔλεγε κάποιος Δεσπότης μία Παρασκευή – τό ἄκουσα, δέν τό εἶδα – ἐγώ θά
εὐλογήσω τό κοτόπουλο νά τό φᾶμε. Δεσπότης! Μή σκανδαλίζεστε… Ὑπάρχουν
τέτοια πράγματα. Χορταράκια τρώει καί ἡ κότα ἔ;… Νηστίσιμη εἶναι!! Θά τήν
βαφτίσουμε νηστίσιμη… Γίνεται αὐτό τό πράγμα;!

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

291
α.Ὀρθοδοξία,πολιτική καί ὑπαρξισμός
β.Φιλοσοφία καί θεολογία
(Πατερική Θεολογία - 22ο μέρος)
Συνεχίζουμε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία, τά κεφάλαια αὐτά πού
εἶναι παραδόσεις πανεπιστημιακές τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη. Τό πρῶτο
κεφάλαιο πού θά δοῦμε σήμερα εἶναι «Ὀρθοδοξία καί ἰδεολογία». Θά δοῦμε μιά
χαριτωμένη, θά λέγαμε, ἐρώτηση καί ἀπάντηση πάνω στό θέμα: «Ἔχει σχέση ἡ
Ὀρθοδοξία μέ τήν πολιτική; Μπορεῖ νά πολιτικοποιηθεῖ;» καί νά δοῦμε τί ἐννοεῖ.

Λέει, λοιπόν, ὁ π. Ἰωάννης: «Στήν διαδικασία τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς
θεώσεως ἔχουμε μπροστά μας μία ἐπιστήμη» καί μάλιστα, ὅπως ἔχουμε πεῖ κι ἄλλες
φορές, μιά θετική ἐπιστήμη διότι οὐσιαστικά εἶναι ἰατρική τῆς ψυχῆς καί βασίζεται
σέ ἐμπειρικά δεδομένα. Δέν εἶναι μιά θεωρία ἀλλά εἶναι κάτι πού, ἄν κανείς τό
ἐφαρμόσει, θά ἔχει πάντοτε τό ἴδιο ἀποτέλεσμα, ὅπως γίνεται καί στίς θετικές
ἐπιστῆμες. Ἄν κανείς λ.χ. ἔχει τίς ἴδιες συνθῆκες καί κάνει ἕνα πείραμα, θά ἔχει
πάντοτε τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Ἄν κανείς μπεῖ στήν ταπεινή διαδικασία τῆς ὑπακοῆς
στόν Θεό, τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, θά ἔχει αὐτά πού λέει ὁ Χριστός, θά ἔχει τήν
ἀνάπαυση, θά ἔχει τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ, τήν θέα τοῦ Θεοῦ, τήν θέωση.

Αὐτή τώρα ἡ ἐπιστήμη, λέει ὁ π. Ἰωάννης, «μπορεῖ νά πολιτικοποιηθεῖ;. Δηλαδή νά


γίνει ἕνα ἐξάρτημα τῆς πολιτικῆς, νά ἐπηρεαστεῖ ἀπό τήν πολιτική; «Μπορεῖ οἱ
Ὀρθόδοξοι νά ποῦν π.χ. ὅτι μόνο οἱ Ἀριστεροί μποροῦν νά ἔχουν νοερά προσευχή;
Ἤ ὅτι ἐκεῖνος πού ἔχει νοερά προσευχή εἶναι ὑποχρεωμένος νά εἶναι Ἀριστερός ἤ
Δεξιός; Ὄχι βέβαια». Δέν ὑπάρχει τέτοιο θέμα. «Ὁπότε ἔχουμε μία ἐπιστήμη, πού
λέγεται Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ ποτέ νά συσχετισθεῖ μέ τήν Πολιτική».

Γι’ αὐτό ἀκριβῶς δέν πρέπει οἱ Ἱεράρχες καί οἱ ἱερεῖς νά κομματίζονται. Βεβαίως,
ψηφίζουν ὡς πολίτες, ἀλλά ὀφείλουν ν’ ἀγαπᾶνε τούς πάντες. Ὁ ὁποιοσδήποτε
πιστός ἐπίσης, δέν πρέπει νά κομματίζεται. Θά πρέπει νά ἀγαπάει ὅλους. Μπορεῖ νά
ψηφίζει κάτι πού τοῦ ἀρέσει περισσότερο, τό ὁποῖο, βεβαίως, θά πρέπει νά εἶναι καί
σύμφωνο μέ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὄχι κάτι ἀντίθετο, κάτι δαιμονικό, ὅπως εἶναι λ.χ.
ἡ μασονία. Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως δέν πρέπει νά ἔχει μιά ἰδιαίτερη προτίμηση σέ κάποιο
πολιτικό κόμμα καί νά ἀντιπαθεῖ τούς ὑπόλοιπους πού δέν εἶναι στό ἴδιο κόμμα.

«Ὁ ἀγαπῶν τόν συνάνθρωπό του μεριμνᾶ γιά τόν συνάνθρωπό του, ὁποιοσδήποτε
καί ἄν εἶναι αὐτός ὡς πρός τίς πεποιθήσεις του».Ὅπως, ὅταν κανείς πάει στό
Νοσοκομεῖο, ὁ γιατρός δέν ἐξετάζει τά πολιτικά του φρονήματα καί ἄν ταιριάζουν
τόν περιποιεῖται κι ἄν δέν τοῦ ταιριάζει λέει «φύγε, τό νοσοκομεῖο εἶναι γιά

292
ἀριστερούς ἤ μόνο γιά δεξιούς…». Δέν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα. Ἔτσι καί στήν
Ὀρθοδοξία καί στήν Ἐκκλησία.

«Ἐκεῖνο πού ἀπασχολεῖ τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανό στά ἰδεολογικά θέματα εἶναι
πρῶτα-πρῶτα τό ἐάν ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν ἐλευθερία νά κάνει τό ἔργο Της, πού εἶναι
τό νά θεραπεύει τούς ἀρρώστους Της». Aὐτό πρέπει νά ἀπασχολεῖ καί ἐμᾶς τούς
πιστούς, γιατί εἴπαμε ὁ κάθε πιστός ἀσκεῖ θεραπευτική.

Ὅταν μάλιστα κανείς θεραπευτεῖ μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, καθαριστεῖ, φωτιστεῖ,


θεωθεῖ, ἄς μήν εἶναι κἄν μοναχός, καί ἁπλῶς λαϊκός νά εἶναι, γίνεται Γέροντας.
Γίνεται, δηλαδή, ὁδηγός τῶν ἄλλων, γιατί μπορεῖ νά τούς δείξει τόν δρόμο πού
περπάτησε κι αὐτός, τῆς κάθαρσης καί στή συνέχεια τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης.
Ἑπομένως, θά πρέπει, ἀφοῦ μιλᾶμε κι ἐμεῖς γιά τήν πολιτική, νά ἐξετάζουμε οἱ
πιστοί, καί ὁ λαϊκός καί ὁ ἱερέας καί ὁ ἐπίσκοπος, ἐάν τό πολιτικό σύστημα πού
ὑπάρχει ἤ πού μᾶς προτείνεται, ἐπιτρέπει στήν Ἐκκλησία νά ἀσκεῖ τό θεραπευτικό
της ἔργο ἤ τή φιμώνει ἤ τήν ἀναστέλλει, τήν ἐμποδίζει. Αὐτό πρέπει νά μᾶς
ἀπασχολεῖ. Τό ἴδιο καί τά κόμματα, τά ὁποῖα ἐνδεχομένως καλούμαστε νά
ἐπιλέξουμε ποιό νά ψηφίσουμε. Νά ἐξετάσουμε ἄν αὐτό τό κόμμα θά ἐμποδίσει ἤ ὄχι
τήν Ἐκκλησία στό ἔργο Της, τό θεραπευτικό Της ἔργο.

Νά πῶ καί ἕνα ζωντανό παράδειγμα, ἐπίκαιρο, τό ἀντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Εἶναι


νομοσχέδιο τό ὁποῖο οὐσιαστικά ἐμποδίζει τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας ἄν ἐφαρμοστεῖ
(γιατί πολλά ψηφίζονται ἀλλά στήν πράξη εἶναι ἀνενεργά). Γιατί; Διότι ἐμποδίζει τό
κήρυγμα. Ὅταν βγεῖ ὁ ἀρχιερέας ἤ ὁ ἱερέας καί πεῖ ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι
διαστροφή, θά μπορεῖ κάποιος ὁμοφυλόφιλος ἄν ὑπάρχει ἤ κάποιος ἄλλος νά κάνει
μήνυση καί νά πεῖ ὅτι κάνει, ὅπως τό λένε μάλιστα ἔτσι ὡραῖα, «ρητορική μίσους»(!)
σ’ αὐτή τήν ὁμάδα τῶν ἀνθρώπων. Ἑπομένως, φιμώνεται ἔτσι τό ἔργο τῆς
Ἐκκλησίας.

Γιατί, ἄν ὁ ἀρχιερέας ἤ ὁ ἱερέας δέν κάνει τό σωστό κήρυγμα, δέν πεῖ τά πράγματα
ὅπως εἶναι, πῶς θά θεραπευτεῖ ὁ ἄλλος; Μέ τό νά λέμε ὅτι ὅλοι εἶναι καλοί καί ὅλα
τά πράγματα πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι εἶναι καλά, διορθώνεται τίποτα; Καί τό κακό
δηλαδή μετά γίνεται καλό. Ἄν πεῖς ὅτι τό κακό εἶναι κακό καί δέν πρέπει νά τό
κάνουμε, εἶσαι ρατσιστής, κάνεις μία ρητορική μίσους ἐναντίον τῶν κακῶν, τό ὁποῖο
δέν ἐπιτρέπεται. Μά τότε πῶς θά πᾶμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Πῶς θά θεραπευτοῦν
οἱ ἄνθρωποι; Ἄν δηλαδή ὁ γιατρός τήν ἀρρώστια λέει ὅτι δέν εἶναι ἀρρώστια, ὅτι
εἶναι καλό πράγμα καί ἡ ἀρρώστια, τότε γιατί νά θεραπευτεῖ ὁ ἄλλος; Γιατί νά μπεῖ
στήν διαδικασία νά θεραπευτεῖ; Γιατί νά πάει στό νοσοκομεῖο; Καταλάβατε ποῦ
φτάνουμε; Σέ μιά σχιζοφρένεια.

Αὐτό εἶναι πού θά πρέπει νά μᾶς ἀπασχολεῖ, ἄν αὐτά πού ὑπάρχουν στά διάφορα
πολιτικά συστήματα, οἱ νόμοι κ.λ.π., ἐπιτρέπουν στήν Ἐκκλησία ἤ ὄχι νά ἀσκεῖ τό
θεραπευτικό της ἔργο. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἔχει αὐτή τήν ἐλευθερία, γιά νά

293
θεραπεύει τίς ἀνθρώπινες προσωπικότητες. Καί γιατί μίλησα γιά τό ἀντιρατσιστικό;
Διότι τό κύριο θεραπευτικό μέσο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ λόγος, τό κήρυγμα καί
φυσικά ὁ Λόγος, ἡ Θεία Κοινωνία. Αὐτά εἶναι τά βασικά θεραπευτικά μέσα πού
ἔχουμε, ἡ ὅλη ἀσκητική ζωή καί μεθοδολογία. Ἀλλά, πῶς θά μάθει κάποιος τήν ὅλη
ἀσκητική ζωή καί μεθοδολογία, ἄν δέν ὑπάρχει ἐλευθερία στό κήρυγμα; Πῶς θά
μάθει νά καθαριστεῖ ἀπό τά σαρκικά πάθη, ἐάν ἡ πολιτεία σοῦ λέει, ἀπαγορεύεται νά
μιλᾶς γιά τέτοια πράγματα καί ὅτι εἶναι κακά πράγματα αὐτά. Γιατί εἶναι κακά;
«Εἶναι ἁπλῶς μιά ἰδιαιτερότητα!» αὐτή ἡ διαστροφή τῆς ὁμοφυλοφιλίας, «εἶναι μία
ἄλλη ἐπιλογή»….

«Ἐκείνη λοιπόν ἡ ἰδεολογία πού ἐμποδίζει τήν Ἐκκλησία νά κάνει τό ἔργο Της εἴτε
αὐτή λέγεται ἄθεος Μαρξισμός εἴτε δεξιά Μασονία…», βλέπετε; Τά λέει μέ τό
ὄνομά τους! Εἴτε Νέα Ἐποχή, θά λέγαμε σήμερα, εἴτε Νέα Τάξη Πραγμάτων εἴτε
ρατσισμός καί ὅλη αὐτή ἡ ρητορική περί ρατσισμοῦ πού κυκλοφορεῖ, εἴτε
φονταμενταλισμός κ.λ.π… Ὅποιος μιλάει σήμερα καί λέει τήν ἀλήθεια εἶναι
φονταμενταλιστής, εἶναι ταλιμπάν… Εἴτε λοιπόν εἶσαι ἄθεος Μαρξιστής εἴτε δεξιός
Μασόνος «γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι τό ἴδιο πράγμα», ἐμποδίζεις τό ἔργο Της.

«Εἶναι ἐχθρός Της καί ὀφείλει –ἡ Ἐκκλησία– ἐξ ἴσου νά ἀμυνθεῖ» καί στούς μέν καί
στούς δέ. Θυμᾶμαι, πήγαινα στά σχολεῖα καί ἔκανα ἐξομολόγηση στά παιδιά…
ἑκατοντάδες παιδιά ἐρχόταν καί κάποια στιγμή ἔμαθα ὅτι ἡ Κυβέρνηση -δεξιά
Κυβέρνηση παρακαλῶ- ἀπαγόρευσε νά πηγαίνουμε στά σχολεῖα οἱ Πνευματικοί. Δέν
εἶναι ἐμπόδιο αὐτό στήν Ἐκκλησία; Καί τό ἔκαναν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι
ἔλεγαν ἐμεῖς εἴμαστε μέ τήν Ἐκκλησία καί πήγαινουν καί Ἐκκλησία στίς μεγάλες
γιορτές καί ἀνάβουν καί κεριά κ.λ.π. Δέν εἶναι αὐτοί ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας; Ἐχθροί
εἶναι κι ἄς λένε ὅτι δέν εἶναι…

Ἤ θυμᾶμαι τώρα γιά τό Gay Pride πού διοργανώθηκε διαμαρτυρία… Τό καλοκαίρι


πού ὁ δήμαρχος Θεσσαλονίκης ἔκανε παρέλαση ὁμοφυλοφίλων, ἕνα ἱστολόγιο
ἔφτιαξε ἕνα video στό διαδίκτυο πού καλοῦσε τούς πιστούς νά συμμετάσχουν σ’
αὐτή τή διαμαρτυρία ἐναντίον τῆς παρέλασης ὁμοφυλοφίλων πού θά ἔκανε ὁ
γνωστός δήμαρχος. Καί τί ἔκανε τόyoutube; Τό κατέβασε αὐτό τό video!… γιατί λέει
κάνει ρητορική μίσους! Βλέπετε πῶς ἐνεργεῖ ἡ Νέα Τάξη Πραγμάτων μέσα ἀπό ὅλα
αὐτά τά δίκτυα… καί μετά βέβαια τό ξανανέβασαν, γιατί διαμαρτυρήθηκαν πολλοί
ἄνθρωποι καί τούς νοιάζει αὐτό… Πολύ τούς νοιάζει ἄν διαμαρτυρόμαστε ἤ ὄχι…

«Ἐκείνη λοιπόν ἡ ἰδεολογία πού ἐμποδίζει τήν Ἐκκλησία εἶναι ἐχθρός τῆς
Ἐκκλησίας. Συμβαίνει σήμερα –εἶναι τό 1983, τότε μιλοῦσε ὁ π. Ἰωάννης– νά ἔχουμε
ἀπό τό ἕνα μέρος τούς Δεξιούς, πού κατευθύνονται ἀπό τούς Μασόνους, καί ἀπό τό
ἄλλο μέρος τούς Ἀριστερούς, πού κατευθύνονται ἀπό τήν Μόσχα».Τώρα νομίζω κι
αὐτοί ἀπό τούς Μασόνους κατευθύνονται. «Ἡ ὁποία», Μόσχα,«ἐπίσημα τουλάχιστον
ἀνέχεται σήμερα τήν θρησκεία ἀλλά ἐπιτρέπει ἀνέντιμη προπαγάνδα ἐναντίον
της». Τό 1983 ἀκόμα δέν εἶχε πέσει τό ἀνατολικό μπλόκ.

294
«Πῶς π.χ. ἡ παλαιά μητρόπολις τοῦ Λένινγκραντ», μιλάει γιά ἐκεῖνα τά χρόνια, ἡ
Ἐκκλησία δηλαδή, «ἡ μητρόπολις τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας ἔγινε μουσεῖο ἀθεΐας;».Τήν
εἶχαν μετατρέψει οἱ Κομμουνιστές σέ μουσεῖο. «Αὐτός δυστυχῶς εἶναι ὁ
κομμουνισμός στήν πράξη» κι ἐνῶ ἔλεγαν ὅτι σέβονται τήν θρησκευτική ἐλευθερία,
στήν πράξη τήν καταργοῦνε. Αὐτοί εἶναι ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα τό
Λένινγκραντ ἔχει πάρει τό παλιό του ὄνομα Ἁγία Πετρούπολις. Ἔχουν ἀλλάξει τά
πράγματα. «Δέν εἶναι βέβαια ὑποχρεωμένος ὁ κομμουνισμός νά ἐφαρμοσθεῖ ἔτσι,
ὅμως στήν πράξη ἐφαρμόζεται πάντα εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας». Ἐνῶ, ὅπως λέγαμε
χθές, τό σύστημα τῶν πρώτων χριστιανῶν μοιάζει στό Κομμουνιστικό, γιατί ὑπῆρχε
ἡ κοινοκτημοσύνη. Βέβαια, ἐκεῖ ἦταν ἑκούσια, ἐδῶ εἶναι ὑποχρεωτική.

Ἀλλά, δυστυχῶς, συνδέθηκε ὁ Κομμουνισμός μέ τήν ἀθεΐα. Γιά ποιόν λόγο; Δέν
ὑπῆρχε λόγος, ἀλλά στήν πράξη ἐφαρμόζεται ἔτσι, ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ
Ἐκκλησία ὅμως, ὅταν ἀντιμετωπίζει ἀνέντιμο ἀγῶνα ἐναντίον της, εἶναι
ὑποχρεωμένη νά ἀμυνθεῖ» καί ὁ πλέον ἀνέντιμος ἀγώνας εἶναι αὐτός πού κάνουν οἱ
Μασόνοι. Αὐτό τό ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Οἱ χειρότεροι ἐχθροί εἶναι οἱ
Μασόνοι, διότι ἐμφανίζονται ὡς καλοί ἄνθρωποι καί ὡς ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας
πολλές φορές καί μπαίνουν ἀκόμα καί μέσα στίς Ἐπιτροπές, στά ἐνοριακά
συμβούλια, γίνονται ἐπίτροποι.

Καί μοῦ ἔλεγαν στήν Ἀμερική βλέπεις ὁ ἐπίτροπος νά φοράει καί τήν κονκάρδα τή
μασονική μέσα στήν Ἐκκλησία. Τόσο πολύ ἔχουν εἰσχωρήσει! Καί ἐμφανίζονται ὡς
μία φιλανθρωπική ὀργάνωση! Πολεμᾶνε τήν Ἐκκλησία δηλαδή ἀπό μέσα. Ὁπότε, οἱ
ἱερεῖς εἶναι μέ δεμένα χέρια, δέν μποροῦν νά κάνουν τίποτα, γιατί ὑπάρχουν τά
συμβούλια αὐτά τά ἐκκλησιαστικά πού τούς ἐμποδίζουν. Πῶς δηλαδή ὁ διάβολος
κάνει τήν δουλειά του μέ τόσο ἀνέντιμο τρόπο! Εἶναι ὑποχρεωμένη ἡ Ἐκκλησία
βεβαίως νά ἀμυνθεῖ σ’ ὅλα αὐτά καί πρέπει νά ἀμυνθεῖ.

«Λοιπόν, σύμφωνα μέ τά προηγούμενα, εἶναι ὑποχρεωμένη ἡ Ἐκκλησία νά


ὑποστηρίξει κάποια συγκεκριμένη ἰδεολογία; Ὄχι, βέβαια. Ἡ ἰατρική ἐπιστήμη
ὀφείλει νά ὑποστηρίξει ὁποιοδήποτε πολιτικό κόμμα ἐνδιαφερθεῖ γιά τήν ὑγεία τοῦ
λαοῦ σωματική καί ψυχική». Λένε, ἄς ποῦμε, στό Βυζάντιο ὅτι ἡ Ἐκκλησία
ὑποστήριξε τό Κράτος, γιατί τό Κράτος υἱοθέτησε τά τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Μέγας
Κωνσταντῖνος ἦταν πολύ ἔξυπνος, ἀλλά κυρίως ἦταν φωτισμένος, Ἅγιος ἄνθρωπος.
Κατάλαβε ὅτι ὁ χριστιανισμός, ἡ ὀρθοδοξία, θεραπεύει τήν ψυχή τῶν πολιτῶν του
καί ἤθελε νά ἔχει ὑγιεῖς πολίτες, οἱ ὁποῖοι νά εἶναι ταπεινοί, νά εἶναι ὑπάκουοι, νά
εἶναι ἐργατικοί, νά εἶναι φιλάνθρωποι…

Τί πιό καλό ἀπό αὐτό! Καί ἔκανε τήν ἀνεξιθρησκεία. Ὁ Μέγας Θεοδόσιος μετά
προχώρησε ἀκόμα περισσότερο καί τήν ἔκανε ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους. Ὅταν
λοιπόν ἕνα τέτοιο πολιτικό σύστημα υἱοθετεῖ τούς νόμους τῆς Ἐκκλησίας, γιατί νά
μήν τό ὑποστηρίξει ἡ Ἐκκλησία; Γιατί νά μήν τό βοηθήσει; Ὁ Μέγας Ἰουστινιανός

295
πῆρε τούς Ἱερούς κανόνες καί τούς ἔκανε νόμους τοῦ Κράτους, γιατί δέν βρῆκε
καλύτερο νόμο ἀνθρώπινο ἀπό τούς Ἱερούς κανόνες.

«Ὁ γιατρός ὡς γιατρός εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἔχει ἰατρικά κριτήρια στήν περίπτωση


αὐτή». Καί ὁ πολιτικός πού εἶναι γιά νά προστατεύει τόν λαό, θά πρέπει νά φροντίζει
γιά τήν ὑγεία τοῦ λαοῦ, νά ἔχει τέτοια κριτήρια πάλι, ἰατρικά κριτήρια θά λέγαμε, καί
νά προωθεῖ καί νά ὑποστηρίζει τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία θεραπεύει τήν ψυχή τοῦ λαοῦ.
Αὐτά ὡς πρός τή σχέση Ἐκκλησίας καί πολιτικῆς.

Τώρα ἔχει ἕνα ἄλλο κεφάλαιο ὁ π. Ἰωάννης πού εἶναι λίγο φιλοσοφικό «Περί
Ὑπαρξισμοῦ». Λέει: «Ἕνας ὁπαδός τοῦ ὑπαρξισμοῦ δέν πιστεύει στήν ὀντολογία.
Γιά τόν ὑπαρξιστή δέν ὑπάρχει ὀντολογία». Τί εἶναι ὀντολογία; Τό ἔχουμε πεῖ κι
ἄλλη φορά, εἶναι φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἐξετάζει τά ὄντα καί προσπαθεῖ νά ἀνιχνεύσει
τήν οὐσία τῶν ὄντων. Γι’ αὐτό τήν λένε ὀντολογία. Υπάρχει καί ἕνας ἄλλος κλάδος
τῆς φιλοσοφίας πού λέγεται φαινομενολογία.

«Ὑπάρχει ἡ φιλοσοφική φαινομενολογία, δηλαδή τό φαινομενικό, ὅ,τι φαίνεται, ἐν


ἀντιθέσει πρός τό ὀντολογικό, πρός ἐκεῖνο δηλαδή πού κατά τήν ὀντολογία ὑπάρχει.
Ἡ ὀντολογική πραγματικότητα εἶναι ἐκείνη πού ὑπάρχει γιά τόν μεταφυσικό», τόν
φιλόσοφο πού ἀσχολεῖται μέ τήν μεταφυσική, «ἐνῶ τό φαινομενικό εἶναι ἐκεῖνο πού
φαίνεται ὅτι ὑπάρχει. Καί ἡ μέν ὀντολογία προσπαθεῖ διά τῆς μεταφυσικῆς νά
εἰσέλθει στήν οὐσία τοῦ ὄντος (ἐκείνου πού ὑπάρχει) καί γι’ αὐτό λέγεται ὀντολογία
καί εἶναι ταυτόσημη μέ τήν μεταφυσική». Ταυτίζονται αὐτά τά δύο. «Ὁπότε γιά τούς
ὁπαδούς της ἡ ὀντολογία εἶναι ἡ ἐπιστήμη πού ἐρευνᾶ τήν οὐσία τῶν πραγμάτων,
ἀλλά διά τῆς φιλοσοφίας καί τοῦ στοχασμοῦ». Προσπαθεῖ νά μπεῖ στήν οὐσία, νά
βρεῖ τήν οὐσία, ἀκόμα καί τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ.

«Ἡ φαινομενολογία ἀντίθετα, λέγει ὅτι ἡ ἔρευνα τῆς οὐσίας τοῦ ὄντος εἶναι χαμένος
κόπος. Καί περιορίζεται μόνο στό φαινόμενο ὡς φαινόμενο. Οἱ ὑπαρξιστές θεωροῦν
ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά εἰσέλθει στήν οὐσία τῶν πραγμάτων, ἄρα εἶναι μέσα στά
πλαίσια τῆς φαινομενολογίας, διότι ἀσχολοῦνται μέ τά πράγματα, ὅπως αὐτά
ὑπάρχουν, ὅπως ὁ ἄνθρωπος τά γνωρίζει, πεπεισμένοι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά
προχωρήσει πέραν τῶν φαινομένων πού γνωρίζει, πού εἶναι γι’ αὐτούς αὐτή ἡ ἴδια ἡ
ὕπαρξις». Ἐξ οὗ καί ὑπαρξιστές, μένουν στό φαινόμενο. Λένε δέν μποροῦμε νά
βροῦμε τήν οὐσία. Αὐτό πού βλέπουμε, αὐτό πού φαίνεται, αὐτό εἶναι ἡ ὕπαρξη.

«Γι’ αὐτό οἱ ὑπαρξιστές συνήθως ἤ ἀπορρίπτουν τήν μεταφυσική»,πού εἴπαμε


προσπαθεῖ νά μπεῖ στήν οὐσία τῶν ὄντων, «ἤ δέν τήν ἀπορρίπτουν μέν, βάζουν ὅμως
ἕνα μεγάλο ἐρωτηματικό, μήπως καί βρεθεῖ τρόπος νά μπορέσουν νά ἀσχοληθοῦν μέ
ἕνα τέτοιο θέμα. Ἀλλά καί οἱ θετικιστές κάνουν τό ἴδιο». Ἄλλος κλάδος τῆς
φιλοσοφίας.

296
«Σύμφωνα τώρα μέ ὅσα εἴπαμε προηγουμένως, οἱ διακρίσεις πού κάνουν οἱ Πατέρες
μεταξύ Πατρός, Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος στήν οὐσία οὔτε ὀντολογικές
εἶναι», γιατί δέν μιλᾶνε οἱ Πατέρες γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἡ οὐσία εἶναι
παντελῶς ἄγνωστη, «οὔτε φαινομενολογικές εἶναι, διότι δέν ἀσχολοῦνται μέ μία
γνώση πού ἤδη προϋπάρχει στόν ἄνθρωπο καί τήν ὁποία φιλοσοφικά ἀναλύουν.
Ὁμιλοῦν μέ τήν προσωπική τους ἐμπειρία, ἐκείνη τῆς θεώσεως.

Ἡ δέ ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι μία γνώση ὄχι ἀνθρώπινη, ἀλλά μία γνώση πού
δίνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο καί ἡ ὁποία δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου».
Καί, ἐφόσον ὁ Θεός δέν γίνεται γνωστός στόν ἄνθρωπο κατά τήν οὐσία Του», ὅπως
μᾶς τό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, δέν ξέρουμε καθόλου τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, «ἐπειδή τό
μυστήριο τοῦ Θεοῦ παραμένει καί κατά τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου». Κι ὅταν ὁ
ἄνθρωπος φτάνει στή θέωση πάλι δέν βλέπει τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τήν ἐνέργεια
τοῦ Θεοῦ, βλέπει τό φῶς, τό ἄκτιστο φῶς.

Ὁ Θεός παραμένει μυστήριο ἀκόμα κι ὅταν θεώνεται ὁ ἄνθρωπος, γι’ αὐτό «δέν
ὑπάρχει καμία ἀπαίτηση ἀπό ἀπόψεως Ὀρθοδόξου θεολογίας νά μᾶς μιλήσει κάποιος
πού ἔφθασε στήν θέωση γιά τά ἐρωτήματα πού θέτουν οἱ διάφορες μορφές τῆς
ἀνθρωπίνης διανόησης (μεταφυσική, θετικισμός, ὑπαρξισμός κ.λ.π.). Καί τοῦτο,
ἐπειδή τά ἐρωτήματα πού θέτουν οἱ διάφοροι φιλόσοφοι ἀφοροῦν κυρίως στά
κτίσματα» καί ὄχι στό ἄκτιστο πού εἶναι ὁ Θεός. Ἐνῶ ἡ θεολογία μᾶς μιλάει γιά τό
ἄκτιστο, ὅσο μπορεῖ νά μᾶς μιλήσει. «Κατ’ ἐπέκτασιν αὐτοί –οἱ φιλόσοφοι–
ἀσχολοῦνται μέ τό κατά πόσον μπορεῖ νά γίνει κάτι γνωστό ἀπό ἐκεῖνα πού δέν
ὑποπίπτουν στήν ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου καί τά ὁποῖα δέν μποροῦν νά ἐλεγχθοῦν
ἀπό τήν ἐμπειρική ἐξακρίβωση.

Γι’ αὐτό τό νά χρησιμοποιοῦμε στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ὅρους, ὅπως μεταφυσική,


ὀντολογία, ὑπαρξισμός, φαινομενολογία κ.λ.π. δέν βοηθᾶ σέ τίποτα». Λέει ὅτι οἱ
φιλόσοφοι ἀσχολοῦνται μέ πράγματα θεωρητικά, τά ὁποῖα δέν μποροῦν στήν πράξη
νά τά ἐπιβεβαιώσουν. Ἐνῶ οἱ Πατέρες μιλᾶνε γιά πράγματα ἐμπειρικά. Ὁπότε, αὐτά
πού χρησιμοποιοῦν οἱ φιλόσοφοι, τούς φιλοσοφικούς ὅρους, μεταφυσική, ὀντολογία,
ὑπαρξισμός, φαινομενολογία, δέν ἔχουν θέση στήν θεολογία, γιατί στήν θεολογία
μιλᾶμε γιά πράγματα καί ὄχι γιά ἰδέες.

«Οἱ Πατέρες, ὅταν ὁμιλοῦν περί Θεοῦ, ἀρχίζουν ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καθώς καί ἀπό
τό τί εἶπαν οἱ προηγούμενοι ἀπό αὐτούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Μετά, μέχρις ὅτου
ἀποκτήσουν τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ, δέν θεολογοῦν οἱ ἴδιοι. Διότι, πρίν φθάσουν
στόν φωτισμό, εἶναι ἁπλῶς μαθητές. Μαθητεύουν δηλαδή κοντά σέ πνευματικούς
πατέρες, οἱ ὁποῖοι τούς προετοιμάζουν γιά τόν φωτισμό. Τούς δίνουν δηλαδή νά
διαβάσουν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, κάθονται μαζί τους καί κάνουν ἑρμηνεία τῆς
Ἁγίας Γραφῆς γιά νά κατατοπισθοῦν ἱστορικά ἐπάνω στήν Ὀρθόδοξη Πατερική
Παράδοση, τούς δίνουν νά ἀχοληθοῦν μέ τήν νοερά προσευχή, κάνουν νηστεία
κ.λ.π.», δηλαδή αὐτό πού λέμε ἀσκητική ἀγωγή «καί γενικά τούς ἀσκοῦν, ὥστε νά

297
συντελεσθεῖ ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ καί νά φύγουν ὅλες οἱ σκέψεις, καλές καί κακές, ἀπό
τόν νοῦ. Ἔτσι, ἔχοντες καθαρό νοῦ, νά μπορέσουν οἱ μαθητές αὐτοί νά δεχθοῦν τήν
ἐπίσκεψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μᾶς μιλάει, λοιπόν, ὁ π. Ἰωάννης γιά τήν
διαδικασία πού γίνεται ὁ ἀληθινός θεολόγος.

Πρέπει πρῶτα νά μαθητεύσεις κοντά σέ ἔμπειρους καθηγητές, νά μελετήσεις τήν


Καινή καί τήν Παλαιά Διαθήκη, νά ἀκούσεις τή σωστή ἑρμηνεία ἀπό τούς Ἁγίους
Πατέρες καί νά τή μελετήσεις, νά κατατοπιστεῖς ἱστορικά πάνω στήν Ὀρθόδοξη
Παράδοση καί μετά νά κάνεις τήν πράξη. Ἡ πρᾶξις εἶναι θεωρίας ἐπίβαση, λένε οἱ
Πατέρες. Καί ποιά εἶναι ἡ πράξις; Εἶναι ἡ ἄσκηση. Εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ
νοερά προσευχή, ἡ ὑπακοή. Ὅλα αὐτά εἶναι πράξις, τά ὁποῖα, ὅταν τά κάνει ὁ
ἄνθρωπος, καθαρίζει τόν νοῦ. Ὄχι τήν διάνοια, προσέξτε!

Εἶναι διαφορετικά πράγματα. Ὁ νοῦς εἶναι τό ὄμμα τῆς ψυχῆς, ὁ ὀφθαλμός τῆς
ψυχῆς, ἡ μεγαλύτερη καί σπουδαιότερη δύναμη τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος
καί μόνο μ’ αὐτή μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεό, νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Ἡ διάνοια εἶναι αὐτό
πού λέμε ἡ σκέψη, ἡ λογική, εἶναι στόν ἐγκέφαλο. Ἡ ἕδρα τοῦ νοῦ εἶναι στήν
καρδιά. Ὅταν λοιπόν καθαρίζεται ὁ νοῦς, καθαριστεῖ δηλαδή ἡ ψυχή, τό ἐσώτερο
εἶναι μας, τό κέντρο τῆς προσωπικότητάς μας, τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται δεκτικός τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, τότε μπορεῖ νά ἔρθει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί νά κατοικήσει στόν νοῦ
του καί νά ἑνωθεῖ μέ τόν νοῦ του. Ἀλλιῶς εἶναι ἀδύνατο, ὅπως λέγαμε, ὁ Θεός νά
ἑνωθεῖ μέ ἀκάθαρτο νοῦ καί ἡ κάθαρση γίνεται μέ ὅλη αὐτή τή διαδικασία πού σᾶς
εἶπα προηγουμένως, μαθητεία σέ ἔμπειρο Γέροντα-Πνευματικό, ὑπακοή σ’ αὐτόν,
μελέτη Ἁγίας Γραφῆς καί πράξη: νηστεία, ἀγρυπνία, νοερά προσευχή, ὑπακοή. Καί
τότε τί γίνεται;

Ὅταν λέμε κάθαρση, τί ἐννοοῦμε; Ὅτι ὁ νοῦς ἀπαλλάσσεται ἀπό ὅλους τούς
λογισμούς καί τούς καλούς. Ὄχι, ὅπως ἴσως μᾶς λέγανε, ὅτι πρέπει νά διώχνουμε
τούς κακούς λογισμούς. Πρέπει νά φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοί ἀπό τόν νοῦ. Νά μήν
ὑπάρχει κανένας λογισμός. Ὁ νοῦς νά εἶναι καθαρός καί ὅλοι οἱ λογισμοί νά
περιοριστοῦν στή διάνοια. Ἀλλά καί ἡ διάνοια, βεβαίως, πρέπει νά καθαρίζεται καί
νά μήν ἔχει κι αὐτή κακούς λογισμούς.

Ἄν δέν φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοί ἀπό τόν νοῦ, δέν μπορεῖ νά ἔρθει τό Ἅγιο
Πνεῦμα.«Ὅταν ἔλθει τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀρχίσει νά προσεύχεται μέσα τους, μόνον
τότε ἀρχίζουν νά θεολογοῦν» καί τότε γίνεται πηγαία ἡ θεολογία. Ὅπως εἶπε ὁ
Κύριος «θά ρεύσουν ποταμοί ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. 7,38) ἀπό τούς ἀνθρώπους αὐτούς
τούς φωτισμένους, οἱ ὁποῖοι ποταμοί ξεδιψοῦν καί τούς ἴδιους καί πολλούς ἄλλους.
Ἔτσι γίνονται οἱ ἀληθινοί θεολόγοι, ὅταν δηλαδή ἔχουν τόν Θεό ἐγκάτοικο, τό Ἅγιο
Πνεῦμα μέσα τους. Τότε οὐσιαστικά εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα πού τούς λέγει καί τούς
φωτίζει νά θεολογήσουν.

298
«Μέσα ἀπό μία τέτοια πορεία καί διαδικασία συντελεῖται ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου.
Στήν πράξη, αὐτή ἐπιτυγχάνεται μέ συνεχή, ἔντονο καί μακροχρόνιο
ἀγῶνα».Βλέπετε πόσο δύσκολο εἶναι νά καθαρίσει ὁ νοῦς ἀπό τούς λογισμούς. Πᾶς
νά προσευχηθεῖς μέ τήν καρδιά σου καί ἔχεις μέσα ἕνα σωρό λογισμούς καί σκέψεις.
Εἶναι εὔκολο; Δέν εἶναι καθόλου εὔκολο. Μοῦ ἔλεγε μιά ψυχή πού ἔκανε νοερά
προσευχή, μετά τίς δύο ὧρες ἀρχίζω καί καταλαβαίνω μιά καθαρότητα μέσα στόν
νοῦ. Μέχρι τίς δύο ὧρες ἔχω παρεμβολές ἀπό τέτοιους λογισμούς. Ἔπρεπε νά κάνει
δύο ὧρες νοερά προσευχή, γιά νά μπορέσει νά ἀρχίσει νά λέει σωστά τή φράση αὐτή,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με.

«Κατ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα ἡ Χάρις ἔρχεται καί φεύγει ἐπανειλημμένα», θά λέγαμε μέ
τήν ἔννοια ἐνεργοποιεῖται καί ἀπενεργοποιεῖται. Ὄχι ὅτι φταίει ἡ ἴδια. Φταῖμε ἐμεῖς,
γιατί δέν μποροῦμε νά τήν κρατήσουμε λόγω τῶν παθῶν μας κι ἐκεῖ πού πᾶς νά
μιλήσεις στόν Θεό, σοῦ ἔρχεται μιά ἄλλη σκέψη, μιά μέριμνα, μιά φροντίδα πού
ἔχεις νά κάνεις ἤ πού δέν ἔκανες ἤ πού σοῦ συνέβη ἐχθές καί χάνεις τήν προσευχή,
χάνεις τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ. «Κατ’ αὐτόν τόν ἀγῶνα ἡ Χάρις ἔρχεται καί φεύγει
ἐπανειλημμένα μέχρις ὅτου καθαρίσει τόν ἀγωνιστή ἀπό τά πάθη του καί τόν
καταστήσει δόκιμο κατά τῶν παθῶν». Ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί μᾶς καθαρίζει,
μᾶς προσκαλεῖ, μᾶς λέει ἄς ποῦμε ‘πήγαινε τώρα νά κάνεις προσευχή..’, Αὐτό δέν
εἶναι τυχαῖο, οὔτε μᾶς ἦρθε ἔτσι. Εἶναι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μᾶς παρακινεῖ ὁ Θεός
νά καθαριστοῦμε.

«Σέ ὅλο αὐτόν τόν ἀγῶνα -γιά τήν κάθαρση– δέν βοηθάει καθόλου, μά καθόλου ἡ
φιλοσοφία. Διότι αὐτό πού τελικά καθαρίζεται καί φωτίζεται δέν εἶναι ἡ λογική, ἡ
διάνοια τοῦ ἀνθρώπου», ἡ ὁποία εἴπαμε ἔχει ἕδρα τόν ἐγκέφαλο, «ἀλλά ὁ νοῦς τοῦ
ἀνθρώπου», πού ἔχει ἕδρα τήν καρδιά. «Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου καθαρίζεται
γρήγορα, στό ἀρχικό στάδιο τοῦ ἀγῶνα. Ὁ νοῦς, ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου χρειάζεται
πολύ περισσότερο καιρό γιά νά καθαρισθεῖ, ἐφόσον, ἐννοεῖται, τηροῦνται οἱ
ἀσκητικές προϋποθέσεις». Κι αὐτό τό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι εὔκολα καθαρίζεις
τήν σκέψη, τή διάνοια, ἀλλά δύσκολα τήν καρδιά. Ὅταν καθαριστεῖ, βέβαια, ἡ
καρδιά, δύσκολα καί μολύνεται. Δύσκολα καθαρίζεται καί δύσκολα μολύνεται. Ἡ
διάνοια εὔκολα καθαρίζεται καί εὔκολα μολύνεται.

«Ὅπως ἔχουμε ἤδη πεῖ, ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἕνα πράγμα, καί ὁ νοῦς τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι ἄλλο πράγμα. Στίς ἀνθρώπινες ἐπιστῆμες, ἐκεῖνο πού φωτίζεται ἀπό
τήν ἐπιστημονική γνώση εἶναι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου» ὁ
ἐγκέφαλος θά λέγαμε ἁπλά καί ὄχι ἡ καρδιά. Γι’ αὐτό βλέπουμε καί ἐπιστήμονες-
ἐγκεφάλους μεγάλους, ὑδροκέφαλους ἐνδεχομένως…, ὑπερτροφικούς ἐγκεφάλους,
χωρίς καρδιά ὅμως, ἄσπλαχνους, σκληρούς, ἄτεγκτους, γιατί ἡ ἐπιστήμη δέν βοηθᾶ
νά καθαριστεῖ ἡ καρδιά. Καθαρίζεται ἡ διάνοια ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν κάνει
πνευματικό ἀγῶνα, φουσκώνει, ἐπαίρεται. Ἡ καρδιά γίνεται ἀκόμα πιό βρώμικη μέ
τίς πολλές γνώσεις. Ὄχι ὅτι φταῖνε οἱ γνώσεις, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος φουσκώνει καί

299
τρέφει τό πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς ὑπερηφάνειας στηριζόμενος στό γεγονός ὅτι ἔχει
πολλές γνώσεις.

«Ὁ πραγματικός θεολόγος ὅμως φωτίζεται διπλά» καί κατά τόν νοῦ, κατά τήν καρδία
καί κατά τήν διάνοια, κατά τόν ἐγκέφαλο. Σ’ αὐτόν πρέπει νά φωτισθεῖ καί ἡ λογική,
διά τῆς Κατηχήσεως». Γι’ αὐτό χρειάζεται τό κήρυγμα, ἡ κατήχηση, ἡ μελέτη ἡ
πνευματική, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται στή διάνοια. Πρέπει καί ἡ διάνοια νά
καθαριστεῖ. «Κυρίως ὅμως φωτίζεται ὁ νοῦς» διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ
προηγηθοῦν ὅλα αὐτά πού εἴπαμε προηγουμένως, τά ὁποῖα τόν καθαρίζουν.
Φωτίζεται ὁ νοῦς, «δηλαδή ἡ καρδιά του, ἡ πνευματική καρδία».

«Στήν Δυτική Θεολογία ὅμως, ἐπειδή οἱ θεολόγοι τους ταύτισαν τήν φώτιση τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος μέ τήν ἐναρμόνιση τῆς λογικῆς σύμφωνα μέ τά ἀρχέτυπα τοῦ
Πλάτωνα, τά ὁποῖα κατ’ αὐτούς εἶναι μέσα στόν Θεό, συνέβη ὥστε ἡ φώτιση νά
ταυτίζεται μέ τό νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος τά ἀρχέτυπα αὐτά». Εἶναι ἡ θεωρία τῶν
ἀρχετύπων τοῦ Πλάτωνα ὅτι ὑπάρχει ἔνας ἄλλος κόσμος ἰδεατός, ὁ κόσμος τῶν
ἰδεῶν, στόν ὁποῖο ὑπάρχουν κάποια ἀρχέτυπα μέ βάση τά ὁποῖα ὑπάρχουν αὐτά πού
βλέπουμε. Κι ἄν κανείς γνωρίσει αὐτά τά ἀρχέτυπα, λένε στή Δύση, τότε φωτίζεται.
Δηλαδή μιά διαδικασία ἐγκεφαλική.

Ἀφήνω πού δέν ὑπάρχουν τά ἀρχέτυπα… αὐτό εἶναι φαντασία τοῦ Πλάτωνα.
Ἔλεγαν ὅμως οἱ Δυτικοί ὅτι αὐτός εἶναι ὁ φωτισμός, νά γνωρίσει ὁ ἄνθρωπος αὐτά
τά ἀρχέτυπα τοῦ Πλάτωνα, «ἄν ὄχι ἀπ’ εὐθείας, τουλάχιστον μέσω τῶν κτισμάτων.
Συγκεκριμένα μέσω τῆς μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τοῦ στοχασμοῦ ἐπάνω στήν Ἁγία
Γραφή καί τῆς φιλοσοφίας».Αὐτά λένε οἱ Δυτικοί. «Ἔτσι, λένε, γνωρίζοντας ὁ
ἄνθρωπος τά ἀρχέτυπα, αὐτόματα γνωρίζει τούς νόμους τῆς ἀληθείας, τῆς ἠθικῆς
συμπεριφορᾶς κ.λ.π.».Ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία τί λέει; Δέν μπορεῖς ἔτσι νά φωτιστεῖς. Πότε
φωτίζεσαι; Ὅταν διώχνεις τά πάθη σου, ὅταν καθαρίσεις τήν καρδιά σου. Τότε
ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί σέ φωτίζει.

«Ἐξ ἐπόψεως Δυτικῆς θεολογικῆς παράδοσης ἔχει μεγάλη σημασία ἡ ὀντολογία»,ἡ


φιλοσοφία δηλαδή τῶν ὄντων, «διότι ἡ ὀντολογία εἶναι τό θεμέλιο τῶν θεολογικῶν
διακρίσεων πού διατυπώνονται στήν Δυτική Θεολογία. Καί τοῦτο, ἐπειδή
ἀπεκόπησαν οἱ Δυτικοί ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως τῆς
Πατερικῆς παραδόσεως. Ὁπότε, ἀντί νά θεολογοῦν βάσει τῆς ἐμπειρίας τοῦ
φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, οἱ μέν Προτεστάντες πιστεύουν ὅτι ἡ μόνη πηγή
ἀληθείας εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή»,… λένε μόνο Ἁγία Γραφή… Κατήργησαν καί τήν
Ἱερά Παράδοση. Γιατί; Γιατί ἀπεκόπησαν ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς κάθαρσης, τοῦ
φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης. Δέν ὑπάρχει σ’ αὐτούς κάθαρση, δέν ὑπάρχει φωτισμός,
δέν ὑπάρχει θέωση.

«Οἱ δέ Παπικοί πιστεύουν ὅτι εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, τά κείμενα τῶν Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας καί ἡ προφορική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας». Ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι τί

300
πιστεύουν; Ποιά εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀλήθειας; Ὁ Θεός εἶναι. Δέν εἶναι τά βιβλία, οὔτε
τά κείμενα, οὔτε τά λόγια. Ὁ Θεός! «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω. 14,6). Ὁ Θεός εἶναι
Αὐτός πού θά ἔρθει καί θά σέ φωτίσει. Δέν θά φωτιστεῖς διαβάζοντας. Διαβάζοντας
φωτίζεται μόνο ἡ διάνοια, ὄχι ὅμως ὁ ἄνθρωπος, ἡ καρδιά, πού εἶναι ὁ κυρίως
ἄνθρωπος. Οἱ Παπικοί, λοιπόν, πιστεύουν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀλήθειας, ἡ Ἁγία
Γραφή, τά κείμενα τῶν Πατέρων.

Γι’ αὐτό θά δεῖτε παπικούς πού κάνουν μελέτες στούς Πατέρες, μεγάλες καί
λεπτομερειακές μελέτες. Καί ἡ προφορική παράδοση ἐπίσης θεωροῦν ὅτι εἶναι πηγή
τῆς ἀλήθειας. Ἀλλά καί οἱ Προτεστάντες καί οἱ Καθολικοί «κάθονται ἁπλῶς καί
διαβάζουν τά βιβλία αὐτά». Χωρίς νά κάνουν δηλαδή κάθαρση, χωρίς νά κάνουν
ἄσκηση, χωρίς νά κάνουν νηστεία, χωρίς νά κάνουν ἀγρυπνία, χωρίς νά κάνουν
νοερά προσευχή. Δυστυχῶς, αὐτό τό πνεῦμα ἔχει περάσει τώρα καί στίς «ὀρθόδοξες»
θεολογικές σχολές. Καί μιλᾶνε στούς πρωτοετεῖς καί στούς δευτεροετεῖς φοιτητές
πού δέν ἔχουν κάνει καθόλου κάθαρση καί ἀσκητική ζωή, γιά θέωση. Καί τά
μαθαίνουν παπαγαλιστί τά παιδιά… Τί νά κάνουν κι αὐτά;…

Αὐτά τούς δίνουν, αὐτά μαθαίνουν. Καί δέν ἔχουν ἰδέα τί εἶναι αὐτά τά πράγματα,
γιατί δέν τά ἔχουν ζήσει. Τά μαθαίνουν μόνο ἐγκεφαλικά. Φωτίζεσαι ὅμως ἔτσι; Δέν
φωτίζεσαι. Μᾶλλον σκοτίζεσαι, γιατί εἴπαμε αὐξάνει ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια.
Δηλαδή πᾶμε ἀνάποδα κι ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι. Ἐνῶ οἱ Πατέρες μᾶς λένε «πράξις
θεωρίας ἐπίβασις», διαμέσου τῆς πράξεως φτάνεις στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, στή
θεοπτία δηλαδή, διαμέσου τῆς νηστείας, τῆς ἀγρυπνίας… ἀφοῦ καθαριστεῖς… ἐμεῖς
κάνουμε θεωρία γιά νά πᾶμε στόν Θεό. Δέν γίνεται! Ἀρχίζουμε ἀπό τήν θεωρία.
Εἶναι τελείως ἀνάποδο τό σχῆμα.

Διαβάζουν καί οἱ Προτεστάντες καί οἱ Παπικοί τά βιβλία «πιστεύοντας ὅτι τήν ὥρα
πού τά διαβάζουν ὑπάρχει τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα τους, τό ὁποῖο τούς φωτίζει νά
κατανοοῦν ὀρθά ἐκεῖνα πού διαβάζουν». Δηλαδή κάνουν λήψη τοῦ ζητουμένου. Μά
αὐτό εἶναι τό ζητούμενο, νά ἔχεις τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα σου ἐνεργό. Πῶς θά τό ἔχεις
ὅμως, ἄν εἶσαι βρώμικος; Ἄν δέν κάνεις κάθαρση, νηστεία κ.λ.π.; Αὐτοί θεωροῦν ὅτι
τό ἔχουν. «Μάλιστα οἱ Προτεστάντες, ἐπειδή πιστεύουν ὅτι τό χάρισμα τῆς
ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν ἐδόθη σέ ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία, τήν ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας
Γραφῆς τήν κάνει ὅλος ὁ σύλλογος, δηλαδή ὅλα τά μέλη μιᾶς Προτεσταντικῆς
Ὁμολογίας, ἄσχετα ἄν κάποιος εἶναι παπάς ἤ δέν εἶναι παπάς».

Ὅλοι, λένε, εἴμαστε φωτισμένοι, κι ἐμένα τώρα μέ φωτίζει τό Ἅγιο Πνεῦμα… Καί
ἀπό αὐτό ἔχουμε ἐπηρεαστεῖ καί ἐμεῖς. Θυμηθεῖτε στούς κύκλους μελέτης Ἁγίας
Γραφῆς, καθόμαστε γύρω-γύρω καί λέμε, πές τί σκέφτεσαι ἐσύ, πές τί σκέφτεσαι
ἐσύ… Χωρίς νά ὑπάρχει κάθαρση, χωρίς νά ὑπάρχει φωτισμός, χωρίς νά ὑπάρχει
ἀσκητική λέει ὁ καθένας τήν σκέψη του. Φιλοσοφία θά κάνουμε; Εἴμαστε
ἐπηρεασμένοι ἀπό αὐτό τό πνεῦμα τῶν Προτεσταντῶν, πού λέει ὅλους μᾶς φωτίζει ὁ
Θεός. Τί σέ φωτίζει; Ἔχεις ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα σου γιά νά φωτιστεῖς;

301
«Στήν Παπική «Ἐκκλησία», ὅμως, πιστεύουν ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐδόθη κυρίως στήν
Ἱεραρχία», ἐνῶ οἱ Προτεστάντες εἴπαμε πιστεύουν ὅτι ἔχει δοθεῖ σέ ὅλους. Οἱ
Παπικοί πιστεύουν ὅτι δόθηκε στούς «ἐπισκόπους», ἐντός εἰσαγωγικῶν γιατί δέν
ὑπάρχει ἱερωσύνη οὔτε στούς Παπικούς οὔτε στούς Προτεστάντες. «Γι’ αὐτό καί
κατά τίς χειροτονίες οἱ ἐπίσκοποί τους λένε στόν χειροτονούμενο: «Λάβε Πνεῦμα
Ἅγιο»!», τό ὁποῖο εἶναι μεγάλη ὑπερηφάνεια. Ἐγώ δηλαδή σοῦ δίνω Ἅγιο
Πνεῦμα.«Θέλουν νά δείξουν δηλαδή οἱ χειροτονοῦντες ὅτι εἶναι διάδοχοι τῶν
Ἀποστόλων».Ἐνῶ, ἡ ὀρθόδοξη χειροτονία λέει «Ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
προχειρίζεται τόν τάδε εἰς πρεσβύτερον ἤ σέ ἐπίσκοπο…». Δέν λέει ὁ ἐπίσκοπος ἐγώ
σέ κάνω πρεσβύτερο..

Γι’ αὐτό εἶναι μεγάλο θεολογικό σφάλμα αὐτό πού λένε κάποιοι ὅτι «ξέρεις μέ
χειροτόνησε ὁ τάδε καί τοῦ ἔχω ὑποχρέωση». Δέν σέ χειροτόνησε ὁ τάδε, τό Ἅγιο
Πνεῦμα σέ χειροτόνησε καί εἶσαι ἰσότιμος μέ τόν τάδε πού σέ χειροτόνησε, γιατί
ἔχεις τήν ἴδια Χάρη. Καταργοῦμε ἔτσι τήν ἰσοτιμία τῶν ἐπισκόπων καί μετά ἔχουμε
πολλά παρατράγουδα… ἀνθρώπινες ὑποχρεώσεις δηλαδή! Μέ χειροτόνησε ὁ
Ἀρχιεπίσκοπος, ἄρα ἔχω ὑποχρέωση καί ἐγώ νά τοῦ κάνω ὑπακοή. Δέν ἔχεις καμία
ὑποχρέωση. Ὑποχρέωση ἔχεις στό Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό σέ χειροτόνησε. Ἀλλά
βλέπετε πῶς κι ἐμεῖς προτεσταντίζουμε καί παπίζουμε… Αὐτό εἶναι παπισμός… νά
λές μέ χειροτόνησε ὁ τάδε… τό Ἅγιο Πνεῦμα σέ χειροτόνησε..

«Ὅπως εἶπε ὁ Χριστός στούς Ἀποστόλους «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον», ἔτσι καί αὐτοί
ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν καί δίνουν Πνεῦμα Ἅγιον», ὅτι εἶναι χριστοί δηλαδή. «Καί
δίδεται Πνεῦμα Ἅγιον στούς ἐπισκόπους τους, γιά νά μποροῦν αὐτοί μαζί μέ τόν
Πάπα τῆς Ρώμης, πού ἔχει καί αὐτός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, νά ἀποφαίνωνται σωστά
περί τῶν θεμάτων πού τούς ἀπασχολοῦν… Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὅμως ἔχουμε
τούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἁπλῶς
αὐθεντίες ἀφ’ ἑαυτοῦ των», ἐπειδή εἶναι ἐπίσκοποι ἄς ποῦμε εἶναι αὐθεντίες, «ἀλλά
εἶναι αὐθεντίες ἐξ αἰτίας τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως καί μόνον».Τότε εἶναι
αὐθεντίες.

Καί βλέπεις τόν Ἅγιο Νικόλαο πού εἶναι ἀγράμματος κι ὅμως εἶναι αὐθεντία πίστεως
καί βάζει στή θέση του τόν Ἄρειο. Καί μπορεῖ ἄλλος νά ἔχει καί διδακτορικά, νά
εἶναι καθηγητής πανεπιστημίου Θεολογίας καί νά μήν ἔχει ἰδέα ἀπό κάθαρση καί
φωτισμό καί θέωση. Ἑπομένως εἶναι αὐθεντία; Καμία αὐθεντία δέν εἶναι… Τίποτα
δέν εἶναι καί θά πεῖ καί πάρα πολλά ἐσφαλμένα πράγματα, γιατί δέν ἔχει ἐνεργό τό
Ἅγιο Πνεῦμα.

«Ὁπότε καί ὁ καθένας, ὁ ὁποῖος φθάνει στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, γίνεται καί
αὐτός αὐθεντία, ἐπειδή μετέχει στήν αὐθεντία ἐκείνων» τῶν ἁγίων καί θεοφόρων
Πατέρων δηλαδή. «Αὐτός δέν λέγει τίποτε διαφορετικό ἀπ’ ὅτι εἶπαν ἐκεῖνοι, διότι
ἀπέκτησε κοινή ἐμπειρία μέ ἐκείνους». Ἄν διαβάσετε τόν Ἅγιο Πορφύριο, λέει

302
ἀκριβῶς τά ἴδια μέ αὐτά πού λένε οἱ Πατέρες ἐδῶ καί 2000 χρόνια, δέν παρεκκλίνει
καθόλου. Γιατί, ἀκριβῶς, ἔχει τήν ἴδια ἐμπειρία τῆς θεώσεως.

«Ὅσοι ἔχουν τήν ἴδια ἐμπειρία, λένε τά ἴδια πράγματα». Γι’ αὐτό, σᾶς ἔλεγα, ὅτι ἄν
γίνει -πού ἔχουν προγραμματίσει νά γίνει- αὐτή ἡ Σύνοδος το 2016, ἄν δέν ποῦνε τά
ἴδια πράγματα μέ τίς προηγούμενες Συνόδους, θά εἶναι ἄκυρη. Δέν θά εἶναι
Οἰκουμενική Σύνοδος, θά εἶναι μία ληστρική Σύνοδος, ἄν ποῦνε ἀντίθετα πράγματα
μ’ αὐτά πού εἶπαν μέχρι τώρα οἱ ἅγιοι Πατέρες.

«Ὁ ὁρισμός τῆς Μεταφυσικῆς ἤ τῆς Ὀντολογίας εἶναι ὅτι εἶναι μία ἐπιστήμη, ἡ ὁποία
ἀσχολεῖται μέ ἐκεῖνο πού δέν ἀλλάζει, μέ ἐκεῖνο πού παραμένει ἀναλλοίωτο, μέ τό
«ὄντως ὄν» ἤ ἀκόμη καί μέ ἐκεῖνο τό ὁποῖο παραμένει ἀναλλοίωτο γιά ἕνα πολύ
μεγάλο χρονικό διάστημα, τό ὁποῖο ὅμως δέν μπορεῖ νά ἐλεγχθεῖ. Συμβαίνει ὅμως
σήμερα οἱ θετικές ἐπιστῆμες νά ἔχουν ἀποδείξει ὅτι στόν κτιστό κόσμο τά πάντα
εἶναι σχετικά, τά πάντα ἀλλάζουν» ἐξ οὗ καί ἡ θεωρία τῆς σχετικότητας.

«Γι’ αὐτό σήμερα ἔχει πλήρως ἐγκαταλειφθεῖ ἡ ἄποψις ὅτι ὑπάρχει κάτι τό
«ὀντολογικόν», ἐξ ἐπόψεως τοῦ παραμένοντος, τοῦ αμεταβλήτου». Τίποτα δέν εἶναι
ἀμετάβλητο ἀπό τά κτιστά τά ὁποῖα μελετάει ἡ φιλοσοφία. «Ἀπό τήν Ἀστρονομία
κυρίως ξέρουμε ὅτι ἐδῶ καί περίπου 15 δισεκατομμύρια χρόνια, ὅσο εἶναι ἡ ἡλικία
τοῦ σύμπαντος, ὁ κόσμος συνεχῶς ἀλλάζει καί μαζί του ὅλα τά κτίσματα». Μᾶς λένε
οἱ Ἀστρονόμοι πώς κινοῦνται τά οὐράνια σώματα μέ τεράστιες ταχύτητες μέσα στό
ἀχανές σύμπαν.

«Στήν Ὀρθοδοξία ὅμως, ὅταν μιλᾶμε γιά τόν Θεό, λέμε ὅτι ὁ Θεός «πάντοτε ὑπῆρχε
καί πάντοτε θά ὑπάρχει». Εἶναι ὁ ὄντως ὤν καί ὁ ἀεί ὤν καί ὁ ἀΐδιος. Αὐτό τί
σημαίνει; Μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ Θεολογία ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει πάντοτε καί ὑπῆρχε
πάντοτε καί θά ὑπάρχει πάντοτε. Ἀλλά αὐτό τί μᾶς ἀποκαλύπτει; Μᾶς ἀποκαλύπτει
τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ; «Μᾶς ἀποκαλύπτει τό εἶναι τοῦ Θεοῦ;», τήν ὀντολογία τοῦ
Θεοῦ; «Ὄχι, βέβαια». Τί εἶναι στήν ὀντολογία ὁ Θεός δέν μᾶς ἀποκαλύπτει, δέν τό
ξέρουμε. «Εἶναι κάτι τό ἀποφατικό. Σημαίνει δηλαδή ἡ παραπάνω ἔκφρασις ὅτι ὁ
Θεός δέν εἶναι σάν αὐτά τά πράγματα τοῦ κτιστοῦ κόσμου πού μεταβάλλονται καί τά
ὁποῖα κάποτε δημιουργήθηκαν», ὁπότε ἔχουν ἀρχή.

Ὁ Θεός δέν ἔχει ἀρχή.«Ὑπάρχουν γιά ἕνα διάστημα καί μετά σταματοῦν νά
ὑπάρχουν». Θά ἔχουν ἕνα τέλος. Ὅλος ὁ κόσμος θά ἔχει ἕνα τέλος, εἶναι ἡ
συντέλεια. Ὁ Θεός ὅμως οὔτε ἀρχή ἔχει οὔτε τέλος. Εἶναι κάτι τελείως διαφορετικό
ἀπό αὐτά τά ὄντα πού ξέρουμε. «Ὁ Θεός πάντα ὑπῆρχε καί πρίν ὑπάρξει αὐτός ὁ
κόσμος καί θά ὑπάρχει καί μετά τό τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀναλλοίωτος. Αὐτό
σημαίνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀΐδιος καί ἀθάνατος κατά φύσιν», ὄχι κατά χάρη. Ἀπό τήν
φύση Του ὁ Θεός εἶναι ἀθάνατος. Ἐμεῖς γινόμαστε ἀθάνατοι κατά χάρη, ἐπειδή τό
θέλει ὁ Θεός καί μᾶς τό δίνει.

303
Αὐτή ὅμως ἡ ἔκφρασις – ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀΐδιος καί ἀθάνατος κατά φύσιν – μᾶς
λέγει τί δέν εἶναι ὁ Θεός», εἶναι ἔκφραση ἀποφατική. «Ὄχι τό τί εἶναι. Ἡ
Μεταφυσική ὅμως ἐπιστήμη εἶναι – σύμφωνα μέ τούς ὁπαδούς της – ἡ ἐπιστήμη τοῦ
ὄντος» καί μᾶς λέει τί εἶναι στήν οὐσία του κάτι. «Ὄχι τοῦ μή ὄντος. Ἐξετάζει,
δηλαδή, αὐτό πού ὑπάρχει, αὐτό πού εἶναι. Ὄχι ἐκεῖνο πού δέν εἶναι, πού δέν
ὑπάρχει». Ἄρα δέν ἔχει θέση ἡ Μεταφυσική στή Θεολογία.

Οἱ Πατέρες, ὅταν ὁμιλοῦν γιά τόν Θεό, λένε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄγνωστος κατά τήν
οὐσία Του. Δέν γνωρίζουμε τό «εἶναι» τοῦ Θεοῦ, τό τί εἶναι ὁ Θεός, τό ὄντως ὄν.
Λένε μάλιστα ὅτι οὔτε μποροῦμε ποτέ νά γνωρίσουμε τόν Θεόν κατά τήν οὐσία Του.
Ξέρουμε μόνον ὅτι ὑπάρχει. Πῶς τό ξέρουμε αὐτό; Ἐπειδή μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει τήν
δόξα Του, τήν ἐνέργειά Του, τό Φῶς Του. Καί, ὅταν βλέπει κανείς τό Φῶς τοῦ Θεοῦ,
δέν καταλαβαίνει, δέν γνωρίζει, δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τό «τί εἶναι ὁ Θεός»στήν
οὐσία Του. Γι’ αὐτό λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι Μυστήριο».

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

304
α.Στοχασμός, θεολογία καί ἐπιστήμη
β.Διαφορά Ὀρθοδόξων - αἱρετικῶν
καί ὁ ἀληθινός Θεολόγος
(Πατερική Θεολογία – 23ο Μέρος)

Συνεχίζουμε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπό τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννη τοῦ
Ρωμανίδη τό κεφάλαιο «Στοχασμός στήν Ὀρθόδοξη θεολογία». Ἔχουμε πεῖ ὅτι ἡ
θεολογία δέν εἶναι στοχαστική ἀλλά εἶναι ἀληθινή, εἶναι ἐμπειρική θεολογία. Στήν
Ὀρθόδοξη θεολογία ὑπάρχει ἄραγε στοχασμός; Λέει ὁ π. Ἰωάννης «ὑπάρχει καί
στοχασμός, ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει στοχασμός καί στίς θετικές ἐπιστῆμες. Στίς
θετικές ἐπιστῆμες ὁ κάθε ἐρευνητής, γιά νά προχωρήσει στήν ἔρευνά του, προβάλλει
συνεχῶς ὑποθέσεις καί δέν τολμάει νά υἱοθετήσει τίς ὑποθέσεις αὐτές καί νά τίς
μεταβάλει σέ ἀξιώματα, πρίν ἐλεγχθεῖ ἡ ὀρθότητά τους ἀπό τήν ἐμπειρία, δηλαδή τήν
ἐμπειρική γνώση μέ βάση τίς ἐπιστημονικές μεθόδους».
Κάνει πειράματα καί ἐπαληθεύει αὐτό πού ὑποθέτει πώς εἶναι ἀληθινό. «Στίς θετικές
ἐπιστῆμες δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρξει πρόοδος, ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ στοχασμός ἐπάνω
στίς κτηθεῖσες γνώσεις. Μέ βάση αὐτόν τόν στοχασμό οἱ ἐπιστήμονες δημιουργοῦν
θεωρίες καί προβάλλουν ὑποθέσεις, τίς ὁποῖες ἐν συνεχεία ἐλέγχουν μέ τήν
παρατήρηση καί τό πείραμα, ἄν εἶναι ὀρθές». Ἔχουν κάποια δεδομένα, τά συνθέτουν
μέ τή σκέψη τους καί φτιάχνουν μιά θεωρία, ἡ ὁποία ἑρμηνεύει, θά λέγαμε, αὐτά τά
δεδομένα πού ἔχουν. Ἀλλά θά πρέπει μετά αὐτή τήν θεωρία νά τήν ἐπαληθεύσουν
καί μέ τό πείραμα.
«Ὁ στοχασμός ὅμως, πού ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξο Θεολογία, συνεχῶς λιγοστεύει
ὅσο κανείς προχωρεῖ στήν θεογνωσία». Ὅσο γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό καί τά
περί τοῦ Θεοῦ τόσο ὁ στοχασμός μειώνεται, «διότι ὁ στοχασμός αὐτός ἐλέγχεται καί
περιορίζεται συνεχῶς ὑπό τό φῶς τῆς ἀποκαλύψεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» καί δέν
χρειάζεται πλέον ὁ ἄνθρωπος νά στοχάζεται ἀλλά ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ. «Οἱ
στοχασμοί καί οἱ ὑποθέσεις ἀντικαθίστανται ἀπό τήν γνώση», πού βιώνει ὁ
ἄνθρωπος πού καθαρίζεται καί φωτίζεται. «Προχωρώντας κανείς ἀπό τήν κάθαρση
στόν φωτισμό, ὁ στοχασμός μειώνεται. Πλήρης κατάργηση τοῦ στοχασμοῦ
συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει στήν θέωση, ὅταν δηλαδή ἀντικρύσει τήν ἴδια
τήν Ἀλήθεια, ἡ ὁποία τοῦ ἀποκαλύπτεται καί ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός». Μάλιστα
ἐκεῖ, στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, καταργεῖται καί ἡ προσευχή, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος
ἔχει βρεῖ αὐτό πού ζητάει μέ τήν προσευχή του, τόν Θεό.

«Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας παραμένει ἀναλλοίωτη δια μέσου τῶν αἰώνων, ὅσον
ἀφορᾶ στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Καί τοῦτο, διότι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ
Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ἴδια δια μέσου τῶν αἰώνων». Ὁ Θεός καί τῆς Παλαῖας

305
Διαθήκης καί τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ὁ ἴδιος. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἱερά Παράδοση εἶναι
ἀναλλοίωτη. «Ἦταν καί εἶναι πάντα ἡ ἴδια, σέ ὅλους τούς θεούμενους ἀπό τήν ἐποχή
τοῦ Ἀδάμ μέχρι τώρα. Ὅλοι οἱ θεούμενοι (Προφῆτες, Ἀπόστολοι, Ἅγιοι), δέχονται
τήν ἴδια ἐμπειρία ἐν Ἁγίω Πνεύματι κατά τήν θέωση, ὅταν δηλαδή τούς
ἀποκαλύπτεται ὁ Χριστός». Δηλαδή, τήν ἴδια ἐμπειρία εἶχε ὁ προφήτης Μωυσῆς πού
εἶδε τήν βάτο τήν φλεγομένη καί μή καταφλεγομένη, τήν ἴδια ἐμπειρία εἶχαν καί οἱ
Ἀπόστολοι στό Θαβώρ καί τήν ἴδια ἐμπειρία εἶχε καί ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὁ ἅγιος
Σιλουανός, οἱ σύγχρονοι ἅγιοι.

«Ἡ μόνη διαφορά σέ αὐτήν τήν ἐμπειρία εἶναι ὅτι στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Χριστός
ἀποκαλύπτεται ἄσαρκος, ὡς ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ἐνῶ στήν Καινή Διαθήκη,
ὅπου μεσολαβεῖ ἡ Ἐνσάρκωσις τοῦ Λόγου στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός
ἀποκαλύπτεται μέ τήν δεδοξασμένη Του ἀνθρώπινη φύση, κατά ἀνάλογο τρόπο μέ
ἐκεῖνον πού ἀποκαλύφθηκε στό ὄρος Θαβώρ στούς τρεῖς Ἀποστόλους. Αὐτά
σημαίνουν ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἡ γνῶσις περί τοῦ Θεοῦ ἁπλῶς
ἐπιβεβαιώνεται ἐπανααποκαλυπτομένη στούς θεουμένους τῆς κάθε ἐποχῆς». Ὁ κάθε
θεούμενος πού ἔχει μία ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ἐπιβεβαιώνει τούς προηγουμένους
θεουμένους, πού ἔχουν περιγράψει τήν ἴδια ἐμπειρία.

«Ἡ γνῶσις αὐτή, ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, εἶναι πάντα τῆς αὐτῆς
φύσεως».Εἶναι δηλαδή ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου. «Ἔχει ὅμως διαβαθμίσεις, δηλαδή
διαφορετικό βαθμό πληρότητος στόν κάθε θεούμενο. Ὅταν ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται σέ
ἕναν ἄνθρωπο, ἀποκαλύπτεται στό μέτρο πού ὁ Θεός θέλει καί πού ὁ συγκεκριμένος
ἄνθρωπος μπορεῖ νά δεχθεῖ, νά χωρέσει, τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ». Δέν μποροῦν νά
χωρέσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τό ἴδιο. «Ὁ μέγιστος βαθμός ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ
στόν ἄνθρωπο εἶναι ἐκεῖνος τῆς Πεντηκοστῆς. Τότε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ὁδήγησε
τούς Ἀποστόλους «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», ὅπως τούς εἶχε προείπει ὁ Κύριος, ὅτι
θά ἔρθει ὁ Παράκλητος καί θά «ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰω.
16,13). Αὐτός εἶναι ὁ μέγιστος βαθμός ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.

Τώρα ἔχει ἕνα κεφάλαιο «Δυτική Θεολογία καί μοντέρνα -σύγχρονη- ἐπιστήμη».
«Στόν Μεσαίωνα οἱ Εὐρωπαῖοι εἶχαν μία γεωκεντρική ἀντίληψη περί τοῦ
σύμπαντος. Πίστευαν, δηλαδή, ὅτι ἡ γῆ εἶναι τό κέντρο τοῦ σύμπαντος καί ὅτι τά
ἄστρα περιστρέφονται γύρω ἀπό τήν γῆ. Ἔρχονται κατόπιν οἱ πρῶτοι ἀστρονόμοι
τῆς μοντέρνας ἐποχῆς, συγκεκριμένα ὁ Γαλιλαῖος καί ἀποδεικνύει ὅτι δέν
περιστρέφεται ὁ ἥλιος γύρω ἀπό τήν γῆ», ὅπως πίστευαν μέχρι τότε, «ἀλλά ἡ γῆ
γύρω ἀπό τόν ἥλιο. Αὐτό τό συμπέρασμα τό ἔβγαλε ἀπό παρατηρήσεις πού ἔκανε μέ
τό τηλεσκόπιό του. Ἀπέδειξε δηλαδή ἐκεῖνο πού ὑπεστήριζε μέ τήν παρατήρηση. Δέν
τό ἀπέδειξε μέ φιλοσοφικά ἐπιχειρήματα», ἀλλά μέ τήν ὅραση, τό εἶδε. «Οἱ τότε
ἐκκλησιαστικές ἀρχές δέν ἐπείσθησαν (παρ’ ὅ,τι ὁ ἴδιος παρότρυνε καί αὐτούς τούς
ἐπισκόπους -τῆς Δύσης, τούς παπικούς ἐπισκόπους- νά κοιτάξουν μέσα ἀπό τό
τηλεσκόπιό του καί τούς ἐξηγοῦσε τί ἔβλεπαν) καί κόντεψε νά καεῖ ἐπάνω στήν πυρά
ὡς αἱρετικός ἀπό τήν Ἱερά Ἐξέταση!». Βλέπετε, ὅταν κανείς δέν ἔχει αὐτή τήν

306
μεθοδολογία τῆς γνώσεως ἐξ ἐμπειρίας, ἀλλά βασίζεται στόν στοχασμό, στήν
φιλοσοφία, στή λογική, κάνει λάθη. Ἡ ἐμπειρία τόν διαψεύδει. Καί πρέπει νά ἔχει
τουλάχιστον τήν ταπείνωση νά πεῖ ὅτι: ναί, ἔκανα λάθος. Ἀλλά αὐτοί δέν εἶχαν
τέτοια ταπείνωση. Ἀπείλησαν, λοιπόν, ὅτι θά τόν κάψουν τόν
Γαλιλαῖο.«Ἀναγκάσθηκε νά δηλώσει μετάνοια (!) γιά νά ἀποφύγει τόν
θάνατο». Μετανοοῦσε, δηλαδή, γιά αὐτά πού ἔλεγε, ἐνῶ ἦταν ἀλήθεια. «Ἔκτοτε
δημιουργήθηκε ἡ ὑποψία ὅτι τά γνωστά περί τοῦ φυσικοῦ κόσμου δέν ἦσαν ὅπως τά
περιέγραφαν -μέχρι τότε- οἱ θεολόγοι (οἱ ὁποῖοι τότε στήν Δύση, ἦταν οἱ
γραμματισμένοι, οἱ σπουδασμένοι τῆς κοινωνίας καί οἱ διανοούμενοι τῆς ἐποχῆς),
ἀλλά ἀλλιῶς ἦταν ὁ κόσμος καί ἀλλιῶς περιεγράφετο μέχρι τότε».
Γίνεται μία ἀνατροπή δηλαδή τῆς γνώσης τῶν θεολόγων ἀπό τήν ἐπιστήμη.

«Στόν Μεσαίωνα» τῶν δυτικῶν θεολόγων, πάντοτε μιλᾶμε γιά τήν Δύση, «ὁ
Ἀριστοτέλης ἀπέκτησε τόσο μεγάλο κύρος», στήν Δύση πάλι, «ὥστε ἡ αὐθεντία του
ἦταν ἰσάξια ἐκείνης τῆς Ἁγίας Γραφῆς». Ὁ Ἀριστοτέλης πρέπει νά ξέρουμε ὅτι
ὑπεστήριζε ὅτι ἡ γῆ εἶναι ἐπίπεδη καί ὄχι στρογγυλή. «Τότε ἡ Ἁγία Γραφή
ἑρμηνευόταν ὑποχρεωτικά βάσει τῶν ἀντιλήψεων τοῦ Ἀριστοτέλους. Ὅποιος
διαφωνοῦσε μέ τόν Ἀριστοτέλη, ὅπως τόν ἑρμήνευαν οἱ Φράγκοι, κινδύνευε νά χάσει
τήν ζωή του!». Βλέπουμε, πού φτάνει ἡ πλάνη καί ἡ ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό καί
στόν στοχασμό. «Γιά τόν λόγο αὐτό μεταξύ τῶν θετικῶν ἐπιστημόνων τῆς Δύσεως
ὑπάρχει μία ὑποσυνείδητη ἐμπάθεια πρός τό πρόσωπο τοῦ Ἀριστοτέλους, ὄχι διότι ὁ
ἴδιος δέν ἦταν σπουδαῖος φιλόσοφος καί ἐρευνητής περί τῶν φυσικῶν πραγμάτων,
ἀλλά ἐπειδή ὁ Φραγκικός Μεσαίωνας βασίσθηκε τόσο πολύ στόν Ἀριστοτέλη.

Ἕνας λόγος πού σήμερα ἔχουμε αὐτήν τήν σπουδαία ἐξέλιξη στίς θετικές ἐπιστῆμες
στήν Δύση εἶναι ὅτι οἱ θετικοί ἐπιστήμονες γιά μεγάλο χρονικό διάστημα ἤσκησαν
αὐστηρή κριτική στό λογικό σύστημα τοῦ Ἀριστοτέλου,ς γιά νά φθάσουν ἐκεῖ πού
ἔφθασαν. Σκοπός τους βέβαια ἦταν νά ρίξουν τήν αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας ἐπάνω
στά θέματα τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν». Γι’ αὐτό καί ἀμφισβήτησαν τόν Ἀριστοτέλη
καί ἔτσι προχώρησε ἡ ἐπιστήμη. «Αὐτό βέβαια δημιούργησε προβλήματα στήν
Δυτική Παράδοση ὄχι μόνο γιά τούς Παπικούς, ἀλλά καί γιά τούς Προτεστάντες, οἱ
ὁποῖοι τώρα μᾶς κάνουν καί τούς μοντέρνους οἱ περισσότεροι καί ξεχνοῦν ὅτι καί οἱ
ἴδιοι οἱ Μεταρρυθμιστές (Λούθηρος κλπ), ἦσαν ἐπίσης ἀφοσιωμένοι στήν παλαιά
ἀντίληψη περί τοῦ κόσμου». Δηλαδή, βλέπετε, ὅτι καί τίς ἐπιστημονικές ἀντιλήψεις
τίς ἔκαναν δόγματα, ἐνῶ δέν εἶναι σωστό αὐτό. Μέ τόν τρόπο αὐτό λειτουργοῦσαν
ἀνασταλτικά γιά τήν ἐπιστήμη.

«Αὐτή ἡ παλαιά ἀντίληψη περί τοῦ κόσμου φαίνεται σαφῶς καί στίς ἀντιλήψεις τῶν
Δυτικῶν τοῦ Μεσαίωνα γύρω ἀπό τά θέματα Παραδείσου – Κολάσεως ὡς καί τῆς
σχέσεως τῆς γῆς μέ τόν Παράδεισο καί τήν Κόλαση. Καί ἐδῶ ἔχομε τά ποιήματα τοῦ
Dante (Δάντη), ὁ ὁποῖος στήν πραγματικότητα ἦταν ἕνας δεισιδαίμων καί
στενοκέφαλος, ὁ ὁποῖος δέν εἶχε ἰδέα περί Πατερικῆς Παραδόσεως, ὅπως τήν
γνωρίζουμε ἐμεῖς. Ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἦταν ἁπλῶς ἕνας σκοταδιστής, καί δή

307
τοῦ Μεσαίωνος. Ὁ Dante ἦταν ὁ πατέρας τῆς Ἀναγεννήσεως στήν Δύση καί ἦταν
ἕνα παιδί ἀφοσιωμένο στήν θεολογική καί θρησκευτική παράδοση τῶν Φράγκων καί
τίποτε ἄλλο. Τό ἴδιο ἱσχύει καί γιά τόν Boccacio (Βοκκάκιο) καί γιά τόν Petrarch
(Πετράρχη), οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται καί αὐτοί συμπατέρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς
Ἀναγεννήσεως».

«Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἀναγέννηση (Renaissance) καί ὁ λεγόμενος Ἀνθρωπισμός» τί


εἶναι; «Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία ἐπιστροφή στίς ἀρχαῖες Ἑλληνικές κλασσικές
σπουδές». Ἐνῶ εἴχαμε τό Εὐαγγέλιο, εἴχαμε τούς Ἅγιους Πατέρες, στή Δύση
ἀγνοοῦνται οἱ Πατέρες καί ἐπιστρέφουν στήν πρό Χριστοῦ γραμματεία καί γνώση,
φιλοσοφία καί κατάσταση. Καί αὐτό τό ὀνομάζουν ἀναγέννηση, ἐνῶ οὐσιαστικά
εἶναι ὀπισθοδρόμηση. «Εἶναι δηλαδή μία ἐπιστροφή στήν Κλασσική ἐποχή καί μία
ἀναγέννηση τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γραμματείας γενικότερα, ἀλλά καί τῆς
φιλοσοφίας. Αὐτήν τήν ἀναγέννηση τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς κλασσικῆς φιλοσοφίας
δέν τήν προκάλεσε ὁ ἴδιος ὁ Dante, διότι αὐτή εἶχε ἀρχίσει τουλάχιστον δύο αἰῶνες
πρίν. Ὁ Dante εἶναι ἀποδεδειγμένο ὅτι ἦταν ὁπαδός τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη». Ὁ
Θωμᾶς Ἀκινάτης εἶναι ἀπό τούς κορυφαίους θεολόγους τῆς Δύσης. «Τό δέ ἔργο του
μέ τίτλο Θεία Κωμωδία (Divina Commedia) εἶναι μία ποιητική ἀπόδοση τῆς
θεολογίας τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτου», ὁ ὁποῖος ἦταν ἀπό τούς θεμελιωτές τῆς
σχολαστικῆς θεολογίας, τῆς θεολογίας δηλαδή πού βασίζεται στήν λογική.

«Ὅμως ἄρχισε νά ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ ἑρμηνεία τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη ἐπάνω στόν
Ἀριστοτέλη δέν ἦταν σωστή, ὅτι δηλαδή ἦταν μία παρερμηνεία. Συνέβη, ὅμως, μετά
τήν ἐξέλιξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν στήν Δύση, κυρίως ὅμως μέ τίς ἐπαναστατικές
μελέτες πού ἀρχίζουν μέ τήν Ἀστρονομία, μέ τό ἀστρονομικό σύστημα πού ἀρχίζει
νά καθιερώνεται ἀπό τόν Γαλιλαῖο καί ἐντεῦθεν, νά κλονίζεται σοβαρά ἡ αὐθεντία
τοῦ Ἀριστοτέλους. Ἔτσι φθάνουμε σήμερα στό σημεῖο νά μήν ὑπάρχει, νομίζω,
σοβαρός ἄνθρωπος – ἐκτός βέβαια ἀπό κάποιους πού ζοῦν στήν Ἑλλάδα!», ἐδῶ
εἰρωνεύεται λίγο… «πού νά εἶναι ὁπαδός τοῦ Ἀριστοτέλη ἤ τοῦ Πλάτωνα. Δέν
ὑπάρχουν πλέον ὁπαδοί τους. Ὑπάρχουν βέβαια μελετητές», ὅπως ὑπάρχουν
μελετητές, «πού μελετοῦν ὁποιονδήποτε διανοούμενο τῆς ἱστορίας».

«Αὐτή ὅμως ἡ διάκριση μεταξύ φιλοσόφου καί ἱστορικοῦ τῆς φιλοσοφίας δέν εἶναι
ἀντιληπτή ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, διότι ἐκεῖνο πού παρετήρησα ἀπό τότε πού ἦλθα
ἐδῶ», εἶχε ἔλθει στήν Ἑλλάδα ὁ π. Ἰωάννης ἀπό τήν δεκατία τοῦ ’50, «εἶναι ὅτι οἱ
Νεοέλληνες μελετοῦν μέ μεγάλη ἀγάπη μόνο ἀνθρώπους τοῦ παρελθόντος, μέ τούς
ὁποίους συμφωνοῦν. Δηλαδή, ἔχουμε ἐδῶ τό καλός καί τό κακός. Ἄν κάποιος εἶναι
καλός, μᾶς ἀρέσει καί ὅλα ὅσα λέγει εἶναι σωστά! Ἐνῶ, ἄν εἶναι κακός, ὅλα ὅσα
λέγει δέν εἶναι σωστά! Δηλαδή ἤ μαῦρο θά εἶναι ἤ ἄσπρο. Γίνεται δηλαδή μία
ἁπλοποίηση, μία διαστροφή τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας. Ὁπότε, ἄν ποῦμε ὅτι ὁ
Πλάτων εἶναι σπουδαῖος, αὐτό σημαίνει ὅτι ὀφείλουμε νά δεχώμεθα ὅ,τι ὁ Πλάτων
διδάσκει. Διότι, ἄν ὁ Πλάτων εἶναι σπουδαῖος, πρέπει νά διδάσκει τήν ἀλήθεια! Ἄν
κάποιος δέν διδάσκει τήν ἀλήθεια, τότε εἶναι ἕνας ἄχρηστος. Ἔτσι, ἄν ὁ Πλάτων δέν

308
διδάσκει τήν ἀλήθεια, τότε εἶναι ἕνας ἄχρηστος! Ἔτσι ὅμως γίνεται μία
σύγχυση». Θέλει νά πεῖ ὁ π. Ἰωάννης ὅτι ὑπάρχουν καί καλά στοιχεῖα στόν Πλάτωνα,
δέν μποροῦμε νά τά ἀπορρίψουμε ὅλα. Ἀλλά οὔτε πάλι, ἐπειδή τά ἄλλα εἶναι σωστά
εἶναι κι αὐτό σωστό. Δέν μποροῦμε νά τά δεχόμαστε ὅλα ἀβασάνιστα.

«Αὐτό τώρα σέ συνδυασμό μέ τόν Νεοελληνικό πατριωτισμό σημαίνει ὅτι ὅλοι οἱ


ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἦσαν σπουδαῖοι». Ὑπάρχει μιά τέτοια ἀντίληψη. Ἀλλά δέν εἶναι
ὅλα ὅσα εἶπαν καί ἔγραψαν οἱ ἀρχαῖοι ὡραῖα καί καλά. «Καί ὁ Πλάτων καί ὁ
Ἀριστοτέλης ἦσαν σπουδαῖοι. Ἔτσι, καί μόνο γι’ αὐτόν τόν λόγο, πρέπει καί σήμερα
νά ὑπάρχουν ὁπαδοί τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη!». Πάλι ἐδῶ μιά λεπτή
εἰρωνεία… «Δέν ξέρω βέβαια ἄν ἐδῶ στήν Ἑλλάδα ὑπάρχει σήμερα κανένας ὁπαδός
τοῦ Πλάτωνα, μεταξύ ὅμως τῶν θρησκευομένων ἤ ἐξ ἐπόψεως τῆς κουλτούρας τῶν
θρησκευομένων ὑπῆρχε μία ἀδυναμία γιά τόν Πλάτωνα. Ἀλλά βλέπουμε ὅτι μεταξύ
τῶν θεολογικῶς φιλοσοφούντων στούς θεολογικούς κύκλους τῆς Ἑλλάδος ὑπάρχει
μία τάση νά ρέπουν πρός τόν Ἀριστοτέλη. Τά τελευταῖα χρόνια ὅμως ἐμφανίζονται
μερικοί, οἱ ὁποῖοι μᾶλλον ἀρέσκονται στόν Ὑπαρξισμό»,μιά φιλοσοφία ἀπό τήν
Δύση.

«Γιά νά ἀποδείξουμε λοιπόν ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μοντέρνοι, λέμε ὅτι
οἱ Πατέρες εἶναι Πλατωνικοί, ἐάν ἡ μόδα εἶναι ὁ Πλάτων. Ἄν ὅμως ἡ μόδα ἀπαιτεῖ,
γιά νά εἶναι κανείς μοντέρνος, νά εἶναι Ἀριστοτελικός, τότε ξεθάβουν τίς Πατερικές
ἀναφορές στόν Ἀριστοτέλη, γιά νά δείξουν ὅτι ἕνας π.χ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἔχει
ἀσχοληθεῖ μέ τόν Ἀριστοτέλη καί κάνει ἑρμηνεῖες σχετικές· ἔτσι δημιουργοῦν καί
ἕνα Πατέρα Ἀριστοτελικό, ὥστε ἔτσι νά διασώζεται ἡ ὑπόληψις τῆς Πατερικῆς
Παραδόσεως…». Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι διαφορετική. Οἱ Πατέρες χρησιμοποίησαν
φιλοσοφικές γνώσεις καί ὁρολογίες, ἀλλά δέν ὑποτάχτηκαν στήν ἀρχαία ἑλληνική
φιλοσοφία. «Ὅσοι ὅμως σπούδασαν στήν Εὐρώπη ἤ στήν Ἀμερική, εἶδαν ὅτι δέν ἔχει
καί πολλή πέραση οὔτε ὁ Πλάτων οὔτε ὁ Ἀριστοτέλης καί ὅτι στόν μέν
Ἀγγλοσαξονικό κόσμο ἐπικρατεῖ ὁ λογικός θετικισμός, ἐνῶ στήν Εὐρώπη καί κυρίως
στήν Γαλλία ἐπικρατεῖ ὁ ὑπαρξισμός».

«Οἱ ὑπαρξιστές διαιροῦνται στούς ἄθεους ὑπαρξιστές», ὅπως ἦταν ὁ Ζαν-Πωλ


Σαρτρ, ἄν τόν εἴχατε ἀκούσει «καί στούς θρησκευομένους ὑπαρξιστές. Ὁπότε αὐτοί,
γιά νά στηρίξουν τήν Ὀρθοδοξία νά μή πέσει κάτω» καί ἐδῶ εἰρωνικά τό
λέει,«διαβάζουν τούς θρησκευομένους ὑπαρξιστές!». Θέλουμε, δηλαδή, ὁπωσδήποτε
νά ὑποτάξουμε τούς Πατέρες στήν φιλοσοφία! Ἐνῶ δέν εἶναι σωστό αὐτό. Καί νά
λέμε ὁ τάδε πατέρας εἶναι ὑπαρξιστής, ὁ ἄλλος εἶναι Ἀριστοτελικός, ὁ ἄλλος πατέρας
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Πλατωνικός… «Βέβαια δέν ξέρω ἄν τούς καταλαβαίνουν,
πάντως τουλάχιστον τούς μιμοῦνται», ἐννοεῖ τούς ὑπαρξιστές. «Ἔρχονται λοιπόν
στήν Ἑλλάδα καί γράφουν βιβλία περί ὑπαρξισμοῦ γιά νά εἰσαγάγουν τά Ἑλληνικά
νιάτα στά νάματα τοῦ ὑπαρξισμοῦ, ὥστε νά γίνουμε καί ἐμεῖς μοντέρνοι. Ἔτσι, ὅλο
καί περισσότερο μοντέρνοι γινόμαστε καί πιθηκίζουμε καί ἀληθινά μοντέρνοι ποτέ
δέν γινόμαστε». Ἀληθινά σύγχρονοι εἶναι μόνο οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι εἶπαν κάτι

309
πού εἶναι διαχρονικό. Ἄρα εἶναι πάντα σύγχρονο. Ἐνῶ ὅλα αὐτά πού ἔρχονται ὡς
μοντέρνα φροῦτα ἀπό τήν Εὐρώπη εἶναι κάτι προσωρινό καί πρόσκαιρο, τό ὁποῖο
ἤδη ἔχει παλιώσει.

«Ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν».

«Ἐξ ἐπόψεως τώρα τῆς Παραδόσεως δέν εἶναι τό ἴδιο πράγμα ἡ μοντέρνα Ὀρθοδοξία
μέ τήν παραδοσιακή Ὀρθοδοξία. Ὑπάρχει βέβαια κάτι τό κοινό, ἡ Ἁγία Γραφή· αὐτή
ὅμως εἶναι μέρος τῆς Παραδόσεως. Τό πρόβλημα ὄμως εἶναι ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς
Παραδόσεως· ποιός εἶναι ὁ πυρῆνας τῆς Παραδόσεως. Αὐτόν θά τόν βρεῖ κανείς, ἄν
προσεγγίσει τό θέμα, ὅπως θά ἔκανε σέ μία ὁποιαδήποτε θετική ἐπιστήμη».

«Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχουμε ἐκτός τῆς προφορικῆς Παραδόσεως καί γραπτά
κείμενα. Ἔχουμε τήν Παλαιά Διαθήκη, ἔχουμε τήν Καινή Διαθήκη, ἔχουμε τίς
ἀποφάσεις καί τά πρακτικά τῶν Οἱκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, ἔχουμε τά
συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Τέτοια ὅμως γραπτά κείμενα ἔχουν σέ
ποσότητα καί οἱ Παπικοί καί οἱ Προτεστάντες. Ὁπότε τίθεται τό θέμα, ποιά εἶναι ἡ
βασική διαφορά μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν πιστῶν τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν
δογμάτων. Γιατί οἱ μέν νά εἶναι Ὀρθόδοξοι καί οἱ ἄλλοι αἱρετικοί; Ποιά εἶναι ἡ
οὐσιαστική διαφορά μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν;». Κι ἐκεῖνοι ἔχουνε βιβλία κι
ἐκεῖνοι ἔχουνε -ὑποτίθεται- οἰκουμενικές συνόδους καί -ὑποτίθεται- ἔχουν κι αὐτοί
τήν Καινή καί τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως κι ἐμεῖς. Ἄν καί σέ μερικά σημεῖα εἶναι
ἀλλοιωμένη, ἰδιαίτερα ἀπό τούς προτεστάντες. Ποιά εἶναι ἡ βασική διαφορά ὅμως;

«Νομίζω τήν βασική διαφορά μποροῦμε νά τήν κατανοήσουμε, ἄν πάρουμε γιά


παράδειγμα τήν Ἰατρική ἐπιστήμη. Ἐκεῖ ἔχουμε τούς γιατρούς πού ἀνήκουν στόν
Ἰατρικό Σύλλογο. Ἄν δέν εἶναι κάποιος γιατρός μέλος τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου, δέν
μπορεῖ νά ἐξασκήσει τό ἐπάγγελμα τοῦ γιατροῦ. Γιά νά εἶναι ἕνας γιατρός νόμιμος,
πρέπει ὄχι μόνο νά εἶναι ἀπόφοιτος μιᾶς ἀναγνωρισμένης Ἰατρικῆς Σχολῆς, ἀλλά καί
μέλος τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου. Τά ἴδια ἰσχύουν καί γιά τούς δικηγόρους. Στίς
ἐπιστῆμες αὐτές ὑπάρχει μία συνεχής δοκιμασία· διότι, ἄν παρεκτραπεῖ κάποιος, ὡς
πρός τήν ὀρθή ἐξάσκηση τοῦ ἐπαγγέλματός του, τότε δικάζεται ἀπό τό ἁρμόδιο
ὄργανο τοῦ ἐπαγγελματικοῦ Συλλόγου στόν ὁποῖο ἀνήκει καί ἀποβάλλεται τοῦ
ἐπαγγελματικοῦ Σώματος». Τοῦ ἀφαιροῦν τήν ἄδεια ἐξάσκησης ἐπαγγέλματος, ὅταν
ἀποδειχτεῖ ὅτι δέν ἐξασκεῖ σωστά τό λειτούργημά του.

«Τό ἴδιο ὅμως συμβαίνει καί στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀντίστοιχη διαδικασία μέσα στό
Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀποβολή δηλαδή ἤ ἡ ἀποκοπή κάποιου μέλους Της,
ὀνομάζεται ἀφορισμός· προκειμένου δέ περί ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος
καθαίρεσις». Ἔχουμε κληρικούς οἱ ὁποῖοι ἔχουν καθαιρεθεῖ. Καί ἀνώτατους
κληρικούς καί πατριάρχας καί ἐπισκόπους καί πρεσβυτέρους καί κάθε βαθμίδος.
Γιατί αὐτό; Διότι ἀποδείχτηκε ἐν τοῖς πράγμασι ὅτι δέν λειτουργοῦν σωστά μέσα
στήν Ἐκκλησία. Καί τί σημαίνει δέν λειτουργῶ σωστά, νά τό ποῦμε ἁπλά; Δέν

310
θεράπευαν. Γιατί οἱ λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου, οἱ πρεσβύτεροι κατεξοχήν καί οἱ
ἐπίσκοποι, εἶναι ἰατροί τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων. Ἡ βασική διαφορά, ἑπομένως,
εἶναι ὅτι στήν μέν Ὀρθοδοξία καί ὅσοι εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν ἔχουν
καθαιρεθεῖ ἤ ἀφοριστεῖ, εἶναι γιατροί, πραγματικοί γιατροί τῶν ψυχῶν καί τῶν
σωμάτων, οἱ δε εὑρισκόμενοι στήν αἵρεση εἶναι αὐτοί πού ἔχουν ἀποβληθεῖ, ἄρα δέν
θεραπεύουν. Ἡ αἵρεση, ἑπομένως, δέν θεραπεύει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.

«Ἔτσι οἱ αἱρετικοί ἀφορίζονται ἀπό τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας», γιατί ἀκριβῶς δέν
λειτουργοῦν θεραπευτικά γιά τά μέλη τοῦ Σώματος. «Ὅπως στόν ἰατρικό χῶρο σέ
ἕναν κομπογιαννίτη (ψευτογιατρό) δέν εἶναι δυνατόν νά τοῦ ἐπιτραπεῖ νά θεραπεύει,
ἔτσι καί στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά ἐπιτραπεῖ σέ ἕναν αἱρετικό νά
θεραπεύει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Διότι, ἐπειδή εἶναι αἱρετικός, δέν γνωρίζει, δέν
μπορεῖ νά θεραπεύει». Θά ἰσχύσει ἐκεῖ ἡ Παροιμία «ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν»
(Λουκ. 4,23). Ὁ αἱρετικός εἶναι αὐτός πού δέν ἔχει σωστή δόξα γιά τόν Θεό, ἄρα δέν
ἔχει ὁ ἴδιος πρόσβαση στήν ἀλήθεια καί στό φῶς, ἄρα στή ζωή, στήν ὑγεία τήν
πνευματική. Πῶς θά δώσει ὑγεία στούς ἄλλους; Νά ἡ βασική διαφορά αἵρεσης καί
Ὀρθοδοξίας. Ἡ αἵρεση δέν θεραπεύει, ἡ Ὀρθοδοξία θεραπεύει.

«Ὁπότε, ὅπως δέν εἶναι δυνατόν νά γίνει ποτέ ἕνωση μεταξύ κάποιου Συλλόγου
κομπογιαννιτῶν γιατρῶν καί τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου», ἀλλοίμονο ἄν γίνει αὐτό τό
πράγμα… «ἔτσι δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά γίνει ἕνωση μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί
τῶν αἱρετικῶν», τῶν Παπικῶν ἄς ποῦμε καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Δέν εἶναι δυνατή ἡ
ἕνωση ποτέ, γιατί εἶναι τελείως ἀντίθετα πράγματα. Γι’ αὐτό ἔλεγε καί ὁ Ἅγιος
Πορφύριος, μή φοβᾶστε τόν Πάπα, γιατί εἶναι τελείως διαφορετικά πράγματα, εἶναι
κτιστό καί ἄκτιστο, εἶναι φῶς καί σκότος, εἶναι ἀλήθεια καί πλάνη.

«Ἕνας πραγματικός γιατρός δέν εἶναι ἐκεῖνος πού ἁπλῶς διαβάζει πολλά ἰατρικά
βιβλία». Καί στήν Δύση ἔχουν πλῆθος βιβλία, ἐγκυκλοπαίδειες κ.λ.π. Ἀλλά δέν
γίνεσαι ἔτσι γιατρός, οὔτε φτάνεις στήν ἀλήθεια μόνο μέ τήν μελέτη. Ἕνας
πραγματικός γιατρός εἶναι «ἐκεῖνος πού ἔχει μέν ἀποφοιτήσει ἀπό τήν Ἰατρική Σχολή
ἑνός Πανεπιστημίου, συγχρόνως ὅμως ἔχει μαθητεύσει γιά ἕνα σημαντικό διάστημα
κοντά σέ ἕναν πεπειραμένο καθηγητή ἀποδεδειγμένης ἱκανότητας νά θεραπεύει
ἀρρώστους». Ἔτσι καί στήν θεολογία, γιά νά γίνει κανείς ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν
σωμάτων τῶν ἀνθρώπων δέν ἀρκεῖ μόνο νά διαβάσει ἤ ἀκόμα καί νά πάει στήν
Θεολογική Σχολή, ἀλλά πρίν ἀπό αὐτό πρέπει νά κάνει κάθαρση, ἀγῶνα στήν ψυχή
του, κάνοντας ὑπακοή. Γιατί δέν μπορεῖ κανείς νά κάνει κάθαρση, ἄν δέν κάνει
ἐργασία ἀνάλογη μ’ αὐτή πού γίνεται στά μοναστήρια, ὅπου κανείς πηγαίνει σ’ ἕναν
Γέροντα, κοντά σ’ ἕναν θεραπευμένο ἄνθρωπο δηλαδή καί τοῦ κάνει ὑπακοή. Καί τί
σημαίνει τοῦ κάνει ὑπακοή; Ὑποτάσσεται καί ἀκολουθεῖ τίς ὁδηγίες πού τοῦ δίνει
ἐκεῖνος, ὥστε νά προχωρήσει στή διαδικασία τῆς κάθαρσης καί τοῦ φωτισμοῦ. Τότε,
ἀφοῦ θεραπευτεῖ, μπορεῖ κι αὐτός μετά νά θεραπεύει καί ἄλλους.

311
«Ποιός εἶναι, τώρα, ὁ ἀληθινός θεολόγος; Θεολόγος εἶναι μόνο ἐκεῖνος πού διάβασε
πολλά θεολογικά βιβλία καί εἶναι ἐνημερωμένος ἐπάνω στήν σχετική
βιβλιογραφία;». Ὄχι, βέβαια! «Αὐτός ὅμως μοιάζει μέ ἕναν μικροβιολόγο π.χ. πού
διάβασε μέν πολλά βιβλία ἐπάνω στήν ἐπιστήμη του, ἀλλά δέν χρησιμοποίησε ποτέ
ἕνα μικροσκόπιο οὔτε ἔκανε ἐργαστηριακές ἀναλύσεις κλπ». Δέν ἔχει κάνει δηλαδή
καθόλου πράξη. Αὐτός φυσικά δέν εἶναι γιατρός. Ἔτσι καί στή θεολογία λέμε τό
γνωστό ρητό «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις». Γιά νά φτάσεις στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ
δηλαδή, γιά νά δεῖς τόν Θεό καί νά ἔχεις ἑπομένως λόγο γιά τόν Θεό, νά μπορεῖς νά
μιλήσεις γιά τόν Θεό, νά εἶσαι θεολόγος, θά πρέπει νά περάσεις πρῶτα ἀπ’ τήν
πράξη. Καί ἡ πρᾶξις εἴπαμε εἶναι ἡ ὑπακοή καί ὅλα ὅσα περιλαμβάνει αὐτός ὁ ὅρος,
δηλαδή νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, κακοπάθεια καί ταπείνωση.

«Σέ ὅλες τίς θετικές ἐπιστῆμες, ἐκεῖνος πού ἔχει ὁ λόγος του κύρος καί εἶναι
αὐθεντία στήν ἐπιστήμη του, εἶναι πάντα ἐκεῖνος πού ἔχει ἐμπειρία τοῦ ἀντικειμένου
ἤ τοῦ φαινομένου στό ὁποῖο ἀναφέρεται καί τό ὁποῖο ἔχει μελετήσει, δηλαδή ἐκεῖνος
πού ἔχει τήν ἐμπειρία τῆς παρατηρήσεως καί κατανοεῖ τά φαινόμενα πού
παρατηρεῖ». Ὄχι ἁπλῶς μιλάει θεωρητικά, ἀλλά τά ἔχει δεῖ κιόλας. Ἔχει ἐμπειρία
διαμέσου τῶν αἰσθήσεων.

«Στήν Πατερική ὁρολογία αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς παρατηρήσεως τῶν ἐνεργειῶν τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος λέγεται θεωρία. Τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς θεωρίας» ἤ ἀλλιῶς
θεοπτίας, «εἶναι ἡ ἐμπειρία τῆς αὐτενεργούσης προσευχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἐμπειρία τῆς εὐχῆς». Ἡ πρώτη ἐμπειρία δηλαδή
τοῦ Θεοῦ εἶναι νά αἰσθανθεῖ μέσα του ὁ ἄνθρωπος τό Ἅγιο Πνεῦμα πού προσεύχεται.
Ἡ προσευχή του δηλαδή δέν γίνεται ἀπό τόν ἴδιο ἀλλά εἶναι αὐτενεργοῦσα, γίνεται
ἀπό μόνη της. «Μέ τήν εὐχή, ὅταν εἶναι ἐνεργουμένη ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἀρχίζει νά θεμελιώνεται ἡ ἐνδιάθετος πίστις στόν ἄνθρωπο». Αὐτή ἡ
ἐνδιάθετος πίστη, ἡ ἐσωτερική πίστη, δέν εἶναι πλέον μία πίστη ἔτσι ἁπλή, ἀλλά εἶναι
μία πίστη πού ἐπιβεβαιώνεται ἀπό ἐμπειρικά δεδομένα. Αὐτό τό γεγονός τῆς
αὐτενεργούσης προσευχῆς εἶναι ἕνα ἐμπειρικό γεγονός, ἕνα ἐμπειρικό δεδομένο καί
ὁ ἄνθρωπος πού τό ἔχει αὐτό πλέον καταλαβαίνει ὅτι κάτι ὑπάρχει, κάτι συμβαίνει.

Ὁ Θεός, στόν Ὁποῖο πιστεύει βέβαια θεωρητικά, ὑπάρχει καί ἐνεργεῖ μέσα του καί
ἑπομένως προχωράει ὁ ἄνθρωπος σ’ ἕναν ἀνώτερο βαθμό πίστεως πού
ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τά γεγονότα. «Διά τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς τῆς Χάριτος τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος ὁ Χριστιανός ἀρχίζει νά θεωρεῖ τόν Θεόν, νά γνωρίζει τόν Θεόν. Ὁ
Χριστιανός τώρα ἔχοντας τήν βοήθεια τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ
ὁδηγούς τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, δηλαδή τούς Προφῆτες καί τούς
Ἀποστόλους, καθώς καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἑρμηνεύουν ἐν Ἁγίω
Πνεύματι τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, μπορεῖ νά κάνει καί ὁ ἴδιος σωστή
ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί νά ἐμβαθύνει στά ρητά καί στά νοήματα τῆς Ἁγίας
Γραφῆς καί τῶν κειμένων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας». Γιατί; Γιατί ἔχει τό ἴδιο
Πνεῦμα μέ τό Ὁποῖο γράφτηκαν αὐτά τά κείμενα. Ἔχει δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα

312
ἐνεργό μέσα του. Ὁπότε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τόν διδάσκει καί τήν ἑρμηνεία αὐτῶν
πού διαβάζει, τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης.

«Σέ ὁρισμένες περιπτώσεις κατά διαστήματα μπορεῖ ὁ Χριστιανός αὐτός νά


ἀνεβαίνει σέ ὑψηλότερα στάδια θεωρίας», ἐκτός ἀπό τό βασικό πού εἴπαμε τήν
αὐτενεργοῦσα προσευχή. Νά ἀνεβαίνει «π.χ. σέ ἔλλαμψη ἤ, ὅταν θέλει ὁ Θεός, σέ
μέθεξη τοῦ ἀκτίστου Φωτός, δηλαδή σέ θέωση. Ἀπό Πατερικῆς ἀπόψεως θεολόγος
εἶναι ἐκεῖνος πού ἔφθασε σέ θέωση, διότι τότε γίνεται ἀπλανής, ὁπότε μπορεῖ νά
θεολογεῖ χωρίς φόβο νά πέσει σέ πλάνη. Δηλαδή θεολόγοι κατά τούς Πατέρες εἶναι
μόνον οἱ θεόπτες». Αὐτοί πού εἶδαν τόν Θεό εἶναι ἀληθινοί θεολόγοι καί ὄχι αὐτοί
πού ἔχουν ἕνα πτυχίο Θεολογίας. Αὐτοί εἶναι θεολογοῦντες καί ὑπάρχει βέβαια
μεγάλη πιθανότητα λάθους, ὅταν θεολογοῦν, ἐκτός ἄν ἀκολουθοῦν τούς θεόπτες,
δηλαδή τούς ἁγίους Πατέρες. Τό βασικό δόγμα εἶναι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις
Πατράσι», νά ἀκολουθοῦμε τούς ἁγίους Πατέρες. Εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό πού λένε
κάποιοι ὅτι ἐμεῖς σήμερα δέν χρειαζόμαστε τούς Πατέρες… οἱ λεγόμενοι
μεταπατερικοί θεολόγοι. Μά πῶς θά πορευτεῖς ἄν δέν ἔχεις ὁδηγούς τούς ἁγίους
Πατέρες, ἐφόσον ἐσύ ὁ ἴδιος δέν εἶσαι Πατέρας; Ἐκτός ἄν ἔχεις φτάσεις στήν θέωση.
Ἄν εἶχες φτάσει στήν θέωση ὅμως, σέ καμιά περίπτωση δέν θά ἔλεγες ἄς ἀφήσουμε
τούς ἁγίους Πατέρεςʾ. Θά ἤσουν ταπεινός καί θά ἔλεγες ναί, νά πάω πίσω ἀπό τούς
ἁγίους Πατέρεςʾ.

«Ἡ Ἐκκλησία τόν τίτλο τοῦ κατ’ ἐξοχήν θεολόγου τόν ἔδωσε σέ πολύ λίγους
Πατέρες, ἄν καί πολλοί Ἅγιοι θεολόγησαν. Οἱ θεολογοῦντες σέ ἀντιδιαστολή μέ τούς
θεολόγους εἶναι ὅσοι ἔφθασαν μόνο στήν κατάσταση φωτισμοῦ, τῆς ἀδιαλείπτου
δηλαδή καρδιακῆς εὐχῆς, οἱ ὁποῖοι ὅμως, ἐπειδή ἔχουν φωτιστεῖ ἀπό τήν Χάρη τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος, μποροῦν καί θεολογοῦν ἐπάνω στήν ἐμπειρία τῶν θεουμένων,
χωρίς οἱ ἴδιοι νά παράγουν καινούργια Θεολογία». Αὐτοί οἱ θεολογοῦντες μιλοῦν
σωστά γιά τόν Θεό, ὅταν βασίζονται πάνω στούς θεουμένους καί στήν ἐμπειρία τῶν
θεουμένων.

«Βέβαια ὑπάρχουν καί οἱ διανοητικά θεολογοῦντες, οἱ ὁποῖοι θεολογοῦν, ἐπειδή


ἔχουν ἁπλῶς διαβάσει μερικά θεολογικά βιβλία, πράγμα ὅμως πού ἀπαγορεύεται ἀπό
τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας». Κανονικά δηλαδή, γιά νά μιλήσεις γιά τόν Θεό, θά
πρέπει νά ἔχεις προχωρήσει τουλάχιστον μέχρι τό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

313
Περί προσευχῆς
(Πατερική Θεολογία - 24ο Μέρος)

Πρίν μποῦμε στό θέμα μας, ἤθελα νά σᾶς πῶ σύντομα τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ
χωρίου πού ἀκούσαμε τό πρωί στό Εὐαγγέλιο, τό ὁποῖο μπορεῖ νά ἐγείρει κάποιους
λογισμούς. Λέει γιά τήν Παναγία «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς
τόν πρωτότοκον» (Ματθ. 1,25) καί ἴσως πάει ὁ λογισμός σέ κάποιους ὅτι μέχρι τότε
δέν εἶχαν σαρκικές σχέσεις καί μετά εἶχαν. «Οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν», δέν τήν εἶχε
γνωρίσει ὀ Ἰωσήφ, «ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον». Τί σημαίνει
αὐτό; Οἱ αἱρετικοί Προτεστάντες τό κατανοοῦν ἔτσι, ὅτι δηλαδή μετά ἡ Παναγία εἶχε
σχέσεις μέ τόν Ἰωσήφ. Ὁπότε δέν εἶναι καί Ἀειπάρθενος.
Ἔτσι οἱ Προτεστάντες ὑποτιμοῦν τήν Παναγία, τήν βρίζουν, ὅτι δέν εἶναι Παρθένος,
ὅτι δέν εἶναι Ἀειπάρθενος. Οἱ Παπικοί -ὑποτίθεται- τήν ἐξυψώνουν μέ τήν «ἄσπιλη
σύλληψη», πού λένε ὅτι ἡ σύλληψή της δέν ἤτανε μέ φυσικό τρόπο, μέ φυσιολογικό
τρόπο, ἀλλά ὅτι ἦταν ὑπερφυσική, τό ὁποῖο εἶναι κι αὐτό αἵρεση, εἶναι λάθος.
Προσπαθώντας τάχα νά τήν ἐξυψώσουν, τί κάνουν; Τήν ὑποτιμοῦν. Γιατί, ἄν εἶναι ἡ
σύλληψή της ἄσπιλη, δέν ἔχει καί προπατορικό ἁμάρτημα, ἑπομένως δέν ἔχει καί
αὐτή τήν ροπή πού ἔχουμε ὅλοι πρός τήν ἁμαρτία. Ἄρα, δέν ἔκανε καί κόπο ἡ
Παναγία, γιά νά ἔχει αὐτή τήν ἀρετή πού εἶχε… Οὐσιαστικά, λοιπόν, τήν ὑποτιμοῦν
οἱ Παπικοί, οἱ λεγόμενοι Ρωμαιοκαθολικοί, μέ τό νά λένε ὅτι ἦταν ἄσπιλη ἡ σύλληψή
της. Οἱ δέ Προτεστάντες λένε ὅτι δέν ὑπάρχει τό Ἀειπάρθενο στήν Θεοτόκο.
Ποιά εἶναι τώρα ἡ σωστή ἑρμηνεία τοῦ «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν
αὐτῆς τόν πρωτότοκον»;
Μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυστόστομος ὅτι τό «ἕως» δέν
σημαίνει ὅτι μέχρι τότε δέν εἶχαν, ἀλλά ἀπό ἐκεῖ καί μετά εἶχαν. Αὐτό τό
χρησιμοποιεῖ ἡ Ἁγία Γραφή σέ πολλές περιπτώσεις. Ἄς ποῦμε λέει γιά τόν κόρακα ὁ
ὁποῖος ἔφυγε ἀπό τήν κιβωτό τοῦ Νώε καί πῆγε νά δεῖ τί γίνεται μέ τό νερό ὅτι «δέν
ἐπέστρεψε ἕως ὅτου ἔπαψε τό νερό» (Γεν. 8,7). Αὐτό τί σημαίνει ὅτι μετά ἐπέστρεψε;
Ὄχι, βέβαια. Καί σέ πολλές ἄλλες περιπτώσεις ἡ Ἁγία Γραφή χρησιμοποιεῖ αὐτό τό
«ἕως», ὄχι μέ τήν ἔννοια ὅτι μετά ἀλλάζουν τά πράγματα. Ἄς ποῦμε εἶπε ὁ Κύριος
«θά εἶμαι μαζί σας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28,20). Τί σημαίνει ὅτι
μετά τήν Δευτέρα Παρουσία δέν θά εἶναι μαζί μας; Ὄχι βέβαια, καί μετά τήν
Δευτέρα Παρουσία πάλι μαζί μας θά εἶναι.

Ἑπομένως, αὐτό τό «ἕως» δέν σημαίνει ὅτι μετά εἴχανε σχέσεις. Ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς
τό λέει ὅτι δέν εἶχαν σχέσεις μέχρι νά γεννηθεῖ ὁ Χριστός καί αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ
σύλληψη καί ἡ γέννηση τοῦ Κυρίου εἶναι ὑπερφυσική, εἶναι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι μετά εἶχαν. Νομίζω τό καταλαβαίνουμε… Ἄλλωστε τό
χρησιμοποιοῦμε κι ἐμεῖς. Λέει ἡ μητέρα στά παιδιά: καθίστε ἥσυχοι ἕως ὅτου νά

314
γυρίσω. Δηλαδή μόλις γυρίσω νά κάνετε φασαρία; Ὄχι. Καί μετά τό ἴδιο. Δέν
σημαίνει τό «ἕως» ὅτι μετά ἀλλάζει τό πράγμα καί γίνεται τό ἀντίθετο.

Τό ἄλλο πάλι πού λέει «τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον», τί σημαίνει; Ὁ πρωτότοκος
δέν σημαίνει ὅτι ὑπῆρχε καί δευτερότοκος καί τριτότοκος. Τό πρωτότοκος δέν
σημαίνει δηλαδή τό πρῶτο παιδί. Ἀλλά ἡ ἔννοια πού ἔχει τό πρωτότοκος εἶναι αὐτός
πού διανοίγει μήτρα. Ἦταν, δηλαδή, τό παιδί αὐτό τό πρωτογενές, πού γεννιόταν
πρῶτο. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὑπῆρχε καί δεύτερο καί τρίτο. Τό παιδί αὐτό, τό ὁποῖο
γεννοῦσε πρῶτο ἡ γυναίκα, θά ἔπρεπε, ἄν ἦταν ἀρσενικό (ἄρρεν), νά ἀφιερωθεῖ στόν
Θεό. Αὐτή τήν ἔννοια ἔχει τό πρωτότοκος, ὄχι ὅτι ἡ Παναγία εἶχε κι ἄλλα παιδιά.
Νομίζω εἶναι κατανοητό.

Τώρα, πάλι σέ σχέση μ’ αὐτό τό θέμα, ὑπάρχει μία αἱρετική ἀπεικόνιση, ἡ ὁποία
δυστυχῶς κυκλοφορεῖ πολύ στούς Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι εἶναι λίγο ἐπιφανειακά θά
ἔλεγα σχετιζόμενοι μέ τήν Ἐκκλησία, σχετικά μέ τήν ἀπεικόνιση τῆς «Ἁγίας
Οἰκογένειας», πού ἔχει τήν Παναγία καί τόν Ἅγιο Ἰωσήφ νά τήν ἔχει σχεδόν
ἀγκαλιασμένη, μέ τό χέρι πάνω στόν ὦμο της. Αὐτή ἡ εἰκόνα κυκλοφορεῖ καί τήν
εἶχα δεῖ νά πωλεῖται καί σέ μοναστήρι. Ἀπό ὅ,τι ἔμαθα πολλοί ἄνθρωποι τήν
ἀγοράζουν. Δέν ξέρω γιατί… ἴσως τούς ἀρέσει πού ἐκφράζει τήν οἰκογένεια. Κατ’
ἀρχάς καί ἡ ἔκφραση «Ἁγία Οἰκογένεια» δέν εἶναι σωστή, γιατί δέν ἦταν οἰκογένεια.
Ὁ Ἅγιος Ἰωσήφ δέν ἦταν σύζυγος τῆς Παναγίας. Ἀλλά, δυστυχῶς, ἐκεῖ ποντάρουν οἱ
ἄθεοι καί οἱ Προτεστάντες, πού φτιάχνουν καί ταινίες.

Πρόσφατα μάλιστα σέ μία ταινία πρόβαλλαν αὐτό τό πράγμα, ὅτι εἶχαν σχέσεις, ὅτι
ἦταν κανονικό ζευγάρι. Βέβαια ἀπό τούς αἱρετικούς ὅλα νά τά περιμένεις… Ἀλλά νά
τά ἔχουμε κι ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι… καί νά τά υἱοθετοῦμε, αὐτό πιά εἶναι μεγάλη
πλάνη καί ἀνοησία. Λοιπόν, αὐτή ἡ εἰκόνα τί ὑπονοεῖ; Ὅτι εἶχαν σαρκικές σχέσεις.
Καταργεῖ τό Ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου, τό ὁποῖο φυσικά εἶναι αἵρεση, εἶναι
βλασφημία στήν Παναγία. Γι’ αὐτό, δέν ἐπιτρέπεται νά ἔχουμε τέτοια εἰκόνα στό
σπίτι μας καί ὅπου τήν βλέπετε νά τούς τό λέτε. Αὐτή ἡ εἰκόνα θά πρέπει νά
καίγεται, ἄν ὑπάρχει σέ κάποιο σπίτι. Δέν εἶναι σωστή, εἶναι αἱρετική. Αὐτά μέ
ἀφορμή τό σημερινό εὐαγγέλιο.

Τώρα θά ἤθελα νά συνεχίσουμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ τήν Πατερική Θεολογία,
ὅπου ἔχει ἕνα ὠραιότατο κεφάλαιο «Περί προσευχῆς» καί λέει ὁ π. Ἰωάννης: «Ἐάν
παρευρεθεῖτε ποτέ σέ συνάξεις Παπικῶν ἤ Προτεσταντῶν, ἐπικρατεῖ ἡ συνήθεια νά
κάνουν αὐτοσχέδιες προσευχές». Δυστυχῶς καί ἐδῶ συνηθίζεται αὐτό. Ὅσοι
πηγαίνατε σέ Ὀργανώσεις ἤ σέ κύκλους Ἁγίας Γραφῆς κ.λ.π. θά τό εἴχατε
συναντήσει. Αὐτό θέλει προσοχή, γιατί δέν μποροῦν ὅλοι νά προσευχηθοῦν μέ
αὐτοσχέδιο τρόπο. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς ἔχει δώσει τίς καθιερωμένες
προσευχές, πού εἶναι ἀσφαλεῖς. Γιατί, δυστυχῶς, δέν εἶναι ὅλοι στό ἐπίπεδο αὐτό πού
νά μποροῦν νά κάνουν αὐτοσχέδια προσευχή. «Αὐτή ἡ παράδοση –τῶν αὐτοσχέδιων
προσευχῶν– προέρχεται κυρίως ἀπό τήν Προτεσταντική ἐπανάσταση, τότε πού

315
διάβαζαν πολύ προσεκτικά τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη. Διάβαζαν δηλαδή τότε
στό Εὐαγγέλιο ὅτι ἔρχεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί προσεύχεται μέσα στόν
ἄνθρωπο». Τό λέει αὐτό ἡ Ἁγία Γραφή. Ἀλλά τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν ἔρχεται ἔτσι
τυχαῖα, οὔτε ἔρχεται σέ ὅλους… Ἔρχεται ὑπό προϋποθέσεις, ὅταν ὑπάρχει κάθαρση
καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει χαλιναγωγήσει τουλάχιστον τά πάθη του, ἔχει φτάσει στόν
φωτισμό καί ἔχει ὁλοκληρώσει καί τόν φωτισμό. Ὁπότε ἐκεῖ, αἰσθάνεται καί ἀκούει
τό Ἅγιο Πνεῦμα νά προσεύχεται μέσα του. Ἀλλά, κατά τούς Προτεστάντες, ὅλοι
ἔχουν τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα τους καί ἑπομένως, ὅλοι ἔχουν φτάσει στόν φωτισμό καί
μποροῦν νά ἑρμηνεύσουν καί τήν Ἁγία Γραφή. Γι’ αὐτό ἔχουν σχεδόν 23.000
παραφυάδες καί καθένας λέει διαφορετικά πράγματα. Ἀλλά κατ’ αὐτούς σέ ὅλους
μιλάει τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα… Ἄν εἶναι δυνατόν! Καί νά λέει 23.000 διαφορετικά
πράγματα τό Ἅγιο Πνεῦμα… Ἀπό αὐτό μόνο καταλαβαίνει κανείς τήν πλάνη.

Πιστεύουν λοιπόν αὐτοί ὅτι «ὁ ἄνθρωπος ὑποκινεῖται στό νά προσεύχεται ἀπό τό


Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἔρχεται μέσα του. Κατ’ αὐτούς λοιπόν ἀπόδειξη ὅτι κάποιος
ἔχει ἐπάνω του Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός προσεύχεται». Ἀφοῦ
κάποιος προσεύχεται, σημαίνει ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν κίνησε γιά νά προσευχηθεῖ
καί μιλάει μέσα του. «Ἐπειδή λοιπόν στούς Προτεστάντες κατά τήν ἐποχή τῆς
Μεταρρυθμίσεώς τους ὑπῆρχε αὐτή ἡ ἑρμηνεία, διετηρήθη μέχρι σήμερα σ’ αὐτούς.
Πιστεύουν δηλαδή ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν θέλει νά προσευχηθεῖ, ἔρχεται ὑποχρεωτικά
τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό Ὁποῖο τόν ὑποκινεῖ καί τόν ἐμπνέει νά προσεύχεται
σωστά», πού εἴπαμε εἶναι πλάνη, γιατί ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν ὑπάρχει
καθαρότητα. Δέν ἔρχεται ἀπροϋπόθετα.

Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὅμως δέν ἰσχύει αὐτό. Τί ἰσχύει; Ὅσες φορές «ἡ Γραφή
ὁμιλεῖ περί προσευχομένου Ἁγίου Πνεύματος μέσα στόν ἄνθρωπο, ὅταν δηλαδή
λέγει ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται μέσα στόν Προφήτη ἤ μέσα στόν Ἀπόστολο,
δέν ὁμιλεῖ περί λογικῆς προσευχῆς, ἀλλά περί νοερᾶς. Αὐτή δηλαδή ἡ λατρεία, δέν
εἶναι λογική λατρεία, ἀλλά νοερά». Γίνεται δηλαδή μέ τήν καρδιά, τήν ὁποία κινεῖ ἡ
θεία Χάρις, καί ὄχι μέ τήν λογική. Ἡ προσευχή αὐτή πού κάναμε ἐμεῖς
προηγουμένως μέσα στήν Ἐκκλησία, ἦταν λογική προσευχή, ἦταν μέ τόν λόγο,
δηλαδή μέ τό στόμα, μέ τήν ψαλμωδία καί μέ τήν διάνοια. Παρακολουθούσαμε,
σκεφτόμαστε, διαβάζαμε, ψέλναμε καί προσευχόμαστε. Αὐτή λέγεται λογική
λατρεία. Ὑπάρχει καί ἡ ἄλλη λατρεία ἡ νοερά, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν καρδιά, ὄχι μέ
τόν λόγο, δέν ἀκούγεται. Αὐτή ἡ λατρεία εἶναι πού τελεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν ὁ
ἄνθρωπος ἔχει τίς προϋποθέσεις, ἔχει καθαρίσει τήν καρδιά του μέ τήν μετάνοια, μέ
τήν ἐξομολόγηση, ὁπότε ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του καί, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος
ἔχει προχωρήσει στήν νοερά προσευχή, προσεύχεται πλέον Αὐτό μέσα στήν καρδιά
τοῦ ἀνθρώπου.

«Ἔτσι ὑπάρχει μέν ἡ λογική λατρεία, πού γίνεται μέ τήν λογική τοῦ ἀνθρώπου, τήν
ὁποία προσφέρουμε στόν Θεό, ὅταν διαβάζουμε ἤ ψάλλουμε τίς ἀκολουθίες τῆς
Ἐκκλησίας. Ἡ Θεία Λειτουργία π.χ. εἶναι λογική λατρεία, ὅπως λογικές λατρεῖες

316
εἶναι ὅλες οἱ τυπωμένες σέ κείμενα ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας». Ἔχουμε λ.χ. τήν
ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ, εἶναι λογική λατρεία. Ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου. Ἡ
ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν, πρώτη ὥρα, τρίτη ὥρα, ἕκτη ὥρα, ἐνάτη ὥρα. Τήν ἀκολουθία
τοῦ Μεσονυκτικοῦ. Ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία. Ἡ ἀκολουθία τοῦ Γάμου, ὅλα αὐτά
πού ἔχουμε στήν Ἐκκλησία εἶναι λογική λατρεία.

Ἡ καρδιακή προσευχή εἶναι ἡ πιό δυνατή προσευχή καί τέτοια προσευχή ἔκανε ὁ
Προφήτης Μωυσῆ ς, ὅταν βρέθηκε μαζί μέ τούς Ἑβραίους μεταξύ Ἐρυθρᾶς
θαλάσσης καί Αἰγυπτίων καί δέν ἤξερε τί νά κάνει. Καί τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «τί βοᾷς
πρός με;» (Ἔξοδ. 14,15). Δέν μιλοῦσε καθόλου μέ τό στόμα (!) ἀλλά ἡ καρδιά του
προσευχόταν καί ἀκουγόταν αὐτή ἡ προσευχή του σάν βοή. Αὐτή λοιπόν ἡ προσευχή
ἡ καρδιακή εἶναι ποιοτικά ἀνώτερη καί ἐκεῖ πρέπει νά στοχεύουμε. Νά
προσπαθήσουμε νά προσευχόμαστε μέ τήν καρδιά μας, ὄχι μόνο μέ τήν διάνοια ἤ μέ
τό στόμα, λογικά, γιατί τότε, ξέρουμε πολύ καλά, πόσο εὔκολα χάνουμε τήν
προσευχή. Ἄν ὅμως μιλάει ἡ καρδιά, δέν τό χάνεις εὔκολα.

«Ἡ νοερά λατρεία πού εἶναι ποιοτικά ἀνώτερης μορφῆς λατρεία, δέν εἶναι
λατρεία πού προσφέρεται στόν Θεό ἀπό τόν ἄνθρωπο, μέ πρωτοβουλία τοῦ
ἀνθρώπου». Προσέξτε! Γίνεται μέ πρωτοβουλία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ παρακίνηση
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Πῶς συμβαίνει αὐτό; Νά ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα νά
προσεύχεται μέσα στόν ἄνθρωπο; «Διότι σέ κάποιο στάδιο τῆς πνευματικῆς
ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο στόν ἄνθρωπο αὐτόν, στήν
καρδιά του, καί μετέφερε τήν λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἐγκέφαλο στόν χῶρο τῆς
καρδιᾶς» καί ἀπό λογική λατρεία, διανοητική, ἔγινε καρδιακή, ἔγινε νοερά. «Ὁπότε
στόν ἄνθρωπο αὐτόν γίνεται πλέον ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ νοερῶς στόν χῶρο τῆς
καρδιᾶς» καί τότε -προσέξτε- μιλᾶμε γιά ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Αὐτός ὁ ἄνθρωπος εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιατί πλέον ἔχει κάνει τήν
καρδιά του θυσιαστήριο, Ἁγία Τράπεζα καί ἐκεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός προσεύχεται, ὅπως
καί στήν λογική λατρεία, πού πᾶμε στήν Ἐκκλησία, στόν ναό καί προσφέρουμε στόν
Θεό τόν Θεό, τόν Υἱόν Του. «Ἡ διάνοια παρακολουθεῖ τήν νοερά προσευχή», τήν
προσευχή δηλαδή πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν καρδιά, «ἀλλά δέν συμμετέχει μέ
λογικά σχήματα. Ἁπλῶς ἀφουγκράζεται τήν προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα
στήν καρδιά. Αὐτή εἶναι ἡ εὐχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τοῦ
ἀνθρώπου».

«Ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται νοερά μέσα στόν ἄνθρωπο, τότε ἐκεῖνος ὁ
ἄνθρωπος τήν περίοδο ἐκείνη γίνεται ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μάλιστα ὁ
χῶρος τῆς καρδιᾶς του γίνεται τό θυσιαστήριο -ἡ Ἁγία Τράπεζα δηλαδή- αὐτοῦ τοῦ
ναοῦ». Αὐτός εἶναι ὁ προορισμός μας. Ἐκεῖ πρέπει νά στοχεύουμε, νά κάνουμε τό
σῶμα μας καί τήν ψυχή μας ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί, λένε οἱ Ἅγιοι, αὐτός
εἶναι ὁ πιό πολύτιμος ναός. Ὄχι τά ντουβάρια πού φτιάχνουμε… κι αὐτά
χρειάζονται. Τό πιό σημαντικό, ὅμως, εἶναι νά κάνεις ναό τήν ὕπαρξή σου, τόν ἑαυτό

317
σου. Τότε ἀρέσεις στόν Θεό. Νά κάνεις θυσιαστήριο, Ἁγία Τράπεζα, τήν καρδιά σου.
Λένε πολύ ὡραῖα οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅπως πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα δέν μπορεῖς νά
βάλεις ὁτιδήποτε – μόνο τό Εὐαγγέλιο ὑπάρχει πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα – ἔτσι καί
στήν καρδιά σου, πού πρέπει νά εἶναι ἡ Ἁγία Τράπεζα τῆς νοερᾶς λατρείας, δέν
πρέπει νά ὑπάρχει τίποτα, παρά μόνο ὁ Χριστός, γιατί τό Εὐαγγέλιο εἶναι ὁ Χριστός.
Πού σημαίνει ὅτι δέν πρέπει στήν καρδιά σου νά ἔχεις κανέναν ἄλλο λογισμό.

«Ὅταν», λοιπόν, «τό Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται νοερά μέσα στόν ἄνθρωπο, τότε ὁ
ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὁ χῶρος τῆς καρδιᾶς του γίνεται τό
θυσιαστήριο αὐτοῦ τοῦ ναοῦ. Καί τό αἰσθάνεται αὐτό ὁ ἄνθρωπος». Δέν γίνεται
ἀνεπιγνώστως. «Ὁ ἄνθρωπος τότε γίνεται ἀκροατής τῆς εὐχῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τότε ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου γίνεται παπάς καί ψάλτης καί ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος
βιώνει τῆς ἐσωτερική – μυστική ἱερωσύνη, γίνεται μέλος τοῦ Βασιλείου
Ἱερατεύματος». Γίνεται, δηλαδή, καί αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἱερέας. Οἱ Προτεστάντες,
πού λέγαμε προηγουμένως, λένε ὅλοι εἴμαστε ἱερεῖς. Πῶς εἶστε ὅλοι ἱερεῖς; Πρέπει
νά φτάσεις σ’ αὐτή τήν κατάσταση. Καί τότε νά εἶσαι ἱερέας μέ τήν γενική ἱερωσύνη,
τήν μυστική ἱερωσύνη, τήν ἐσωτερική ἱερωσύνη. Ὄχι μέ τήν εἰδική ἱερωσύνη, νά
μπορεῖ νά πηγαίνεις μετά νά κάνεις Θεία Λειτουργία. Ὄχι μέ αὐτή τήν ἔννοια. Ἀλλά
μέ τήν ἔννοια ὅτι ἔχεις μέσα σου ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο συνεχῶς
προσφέρει θυσία στόν Θεό. «Τότε γίνεται ἐνεργεία μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ,
δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, διότι τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα τόν εἰσήγαγε στό μυστικό
Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν ὄντως Ἐκκλησία».

Τώρα, «τό Χρίσμα, τό ὁποῖο ἐδέχετο ὁ Χριστιανός στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, ἦταν
ἀκριβῶς ἡ ἐπιβεβαίωση, ἡ σφραγίδα ὅτι ὁ Χριστιανός ἐκεῖνος εἶχε γίνει μέλος τοῦ
Σώματος τοῦ Χριστοῦ». Γι’ αὐτό εἴχαμε πεῖ κι ἄλλη φορά ὅτι δέν γινόταν τό Χρίσμα
μαζί μέ τό ἅγιο Βάφτισμα. Γινόταν τό Βάφτισμα τό Μεγάλο Σάββατο καί τό Χρίσμα
τήν Πεντηκοστή. Καί περίμεναν οἱ χριστιανοί ὅτι αὐτοί οἱ νεοφώτιστοι θά ἔφταναν
σέ πενήντα μέρες σ’ αὐτή τήν κατάσταση, δηλαδή νά ἔχει ἔρθει ἐν τῶ μεταξύ τό
Ἅγιο Πνεῦμα στήν καρδιά τους καί νά προσεύχεται νοερά. Ὁπότε ἔπαιρναν τό
Χρίσμα ὡς ἐπιβεβαίωση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ὅτι εἶχαν γίνει ναοί τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.

«Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, στόν ὁποῖο ἐνεργεῖται ἡ προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα
στήν καρδιά, θελήσει νά προσευχηθεῖ λογικά», ὄχι καρδιακά, λογικά, μέ τήν διάνοια
καί τό στόμα, «μπορεῖ νά τό κάνει αὐτό καί νά προσεύχεται μέ ἄλλους στίχους ἀπό
ἐκείνους πού ἀκούει μυστικά μέσα στήν καρδιά του». Μπορεῖ ἡ καρδιά του νά λέει
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ μεʾ καί μέ τό στόμα νά κάνει τήν λογική λατρεία, τήν
Θεία Λειτουργία ἄν εἶναι ἱερέας ἤ ἄν εἶναι ψάλτης νά ξελειτουργεῖ τόν
παπά. «Μπορεῖ ὅμως ἐπίσης νά ἀφεθεῖ καί νά ἐπαναλαμβάνει ἤ νά ἀπαγγέλλει ἐκεῖνα
πού ἀκούει νά λέγονται μέσα στήν καρδιά του», νά συμπροσεύχεται δηλαδή μέ τό
Ἅγιο Πνεῦμα.

318
Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἕνας πού βρίσκεται σέ αὐτήν τήν πνευματική κατάσταση
τῆς νοερῆς προσευχῆς, «δέν κάνει αὐτοσχέδιες προσευχές, ἀλλά προσεύχεται λογικά
χρησιμοποιώντας τίς προσευχές τῶν ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ἡ αὐτοσχέδια
προσευχή πνευματικά εἶναι πάρα πολύ ἐπικίνδυνη γιά ὅσους δέν ἔχουν τίς ἀνάλογες
πνευματικές προϋποθέσεις». Λόγου χάρη ὁ Φαρισαῖος τοῦ Εὐαγγελίου ἔκανε
αὐτοσχέδια προσευχή… Ἀλλά τί προσευχή ἦταν αὐτή; Εἰς ἁμαρτίαν. «Δέν εἶμαι σάν
τούς ἄλλους ἀνθρώπους, κάνω αὐτό καί αὐτό..». Δυστυχῶς, ἔρχονται μερικοί
ἄνθρωποι καί στήν ἐξομολόγηση καί μοῦ λένε: πάτερ, ἐγώ εἶμαι πολύ καλός, ἔχω
κάνει τόσα πράγματα στήν Ἐκκλησία, εἶμαι μέ ὅλους ἀγαπημένος… καί ἀντί νά λέει
τίς ἁμαρτίες του, ἐκθειάζει τόν ἑαυτό του. Ἔ, στάσου, λέω, δέν ἔχεις τίποτα νά πεῖς;
Γιατί, μετά, κανονικά δέν πρέπει νά τοῦ διαβάσω εὐχή… πρέπει νά μοῦ διαβάσει
αὐτός εὐχή, τόσο καλός καί ἅγιος πού εἶναι! Στήν ἐξομολόγηση πᾶμε νά ποῦμε τίς
ἁμαρτίες μας.

Ἡ αὐτοσχέδια προσευχή δηλαδή, δέν εἶναι εὔκολο πράγμα, πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά


ἔχει ταπείνωση, νά ἔχει τίς προϋποθέσεις γιά νά τήν κάνει. «Ἐκεῖνος πού ξέρει πῶς
νά προσεύχεται σωστά εἶναι ὁ Παράκλητος, δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὁ Ὁποῖος
διδάσκει τόν ἄνθρωπο πῶς νά προσεύχεται σωστά, καθώς ἐπίσης καί ὁ ἄνθρωπος
πού ἔχει διδαχτεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα πῶς νά προσεύχεται σωστά». Βλέπετε; Πρέπει
τό Ἅγιο Πνεῦμα νά μᾶς διδάξει πῶς νά προσευχόμαστε καί ἐπειδή ἀκόμα δέν εἴμαστε
στήν κατάσταση νά ἔχουμε ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας, τί κάνουμε; Ὑπακοή
στήν Ἐκκλησία. Παίρνουμε τίς προσευχές πού ἔχει παραδώσει ἡ Ἐκκλησία: τό
Βασιλεῦ οὐράνιε, τό Πάτερ ἡμῶν, τό Πιστεύω. Στά μωρά φτιάχνουν καί ποιηματάκια
καί κάτι τέτοια.. ἀλλά καί αὐτά, θά ἔλεγα, νά τά ἀποφεύγουμε. Καλύτερα τό μωρό νά
μάθει νά λέει τό Κύριε ἐλέησον, πού εἶναι εὔκολο, παρά αὐτά πού εἶναι πολύ
παιδαριώδη καί καμιά φορά δέν εἶναι μέσα στό ὀρθόδοξο πνεῦμα.

«Αὐτή ἡ κατάσταση γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Χριστός, ὅταν λέγει ὅτι θά ἔλθει τό
Πνεῦμα τό Ἅγιον νά κατοικήσει μέσα σας καί μαζί μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο θά ἔλθω
καί ἐγώ μαζί μέ τόν Πατέρα μου καί θά κατοικήσουμε μέσα σας – τό λέγει καθαρά
αὐτό ὁ Χριστός, καί μᾶς λέγει καί πῶς θά γίνει αὐτό καί ἐπίσης μᾶς λέγει «αἰτεῖτε καί
δοθήσεται ὑμῖν» καί μιλάει γιά προσευχή καί μιλάει γιά ἀγάπη, ὅλα αὐτά ἄν τά
συνδυάσει κανείς, τί συμπέρασμα βγάζει; Ὅτι μιλάει ὁ Χριστός γιά μία κατάσταση,
κατά τήν ὁποία, ὅταν ἔλθει ὁ Χριστός καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί κατοικήσει μέσα
στόν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος αὐτός θά τό ξέρει ὅτι γίνονται αὐτά μέσα του;

Ἤ μήπως, ὅταν γίνουν αὐτά σέ ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν θά τό ξέρει,
δέν θά τό καταλάβει; Δηλαδή τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὅταν ἔρχεται μέσα στόν ἄνθρωπο,
ἔρχεται ἀπαρατήρητα ἤ μετά παρατηρήσεως (ἐσωτερικῆς); Ἤ μήπως θά ἔλθει,
ἐπειδή τό εἶπε κάποιος Δεσπότης ἤ κάποιος παπάς;», λέει λίγο εἰρωνικά… Φυσικά θά
ἔρθει καί θά τό καταλάβει ὁ ἄνθρωπος. Τό καταλαβαίνει πολύ καλά ὁ
ἄνθρωπος. «Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν νεοχειροτονημένος παπάς, ἔλεγα καί ἐγώ ἐκεῖνο
πού λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι «ἡμεῖς ἐσμέν ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ

319
ἀκριβής διατύπωση εἶναι «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ
οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τόν ναόν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γάρ ναός τοῦ
Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς» (Α’ Κορ. 3,16-17). Ἔτσι, λέει, ἔλεγα καί ἐγώ
«..καί ἄν φθείρετε τόν ναόν τοῦτον… κλπ. καί συζητούσαμε καί λέγαμε καί λέγαμε
κάνοντας ἠθικολογία ἐπάνω σ’ αὐτά πού ἔλεγε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀλλά ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθυνόμενος στήν ἐνορία τῆς Κορίνθου – γιατί στούς
Κορινθίους τά γράφει αὐτά– στό σημεῖο πού ἔλεγε ὅτι ἡμεῖς ἐσμέν ναός τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἡμεῖς ἐσμέν μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί ἔχετε τό Πνεῦμα τό
Ἅγιο μέσα σας κλπ., ἄν διαβάσετε ὅλα αὐτά προσεκτικά, θά δεῖτε ὅτι ἀναφέρεται σέ
τί εἶδος πιστῶν;». Ἀναφέρεται στούς πολύ προχωρημένους, σ’ αὐτούς πού εἶχαν
μέσα τους ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν ἀναφέρεται σέ ὅλους. «Διότι λέγει: «θέλω
πάντας ὑμᾶς λαλεῖν γλώσσαις» (Α’ Κορ. 14,5).

Αὐτό τό λαλεῖν γλώσσαις, δέν εἶναι αὐτό πού λένε οἱ Προτεστάντες, δηλαδή ἡ
γλωσσολαλιά. Αὐτοί, ὅταν ἔχουν αὐτό τό πράγμα, τήν λεγόμενη γλωσσολαλιά, δέν
μιλᾶνε ξένες γλῶσσες, μιλᾶνε τά δαιμόνια. Ἀλλά τί ἐννοεῖ; «Τά διάφορα εἴδη τῆς
νοερᾶς προσευχῆς». Αὐτές εἶναι οἱ γλῶσσες, ὅταν γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιά
τούς λαλοῦντας γλώσσας, αὐτοί πού εἶχαν φτάσει σέ τέτοια κατάσταση δηλαδή καί
εἶχαν γίνει ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό τούς λέει «εἶστε ναός τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος» κ.λ.π.

«Λένε οἱ παπάδες ἀπό τόν ἄμβωνα: ξέρετε, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, δέν πρέπει νά
στεναχωριέστε… Νά, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο εἶναι, μέσα
μας καί μᾶς καθοδηγεῖ καί ξέρει τό Πνεῦμα τί ἀνάγκες ἔχουμε καί πῶς νά
προσευχηθεῖ… κλπ. Δηλαδή κάνουν μία ὁμιλία, μιλᾶνε γιά κάποια προσευχή τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος μέσα στόν ἄνθρωπο, τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται οὔτε
ξέρει ὅτι ἐνεργεῖται μέσα του οὔτε τήν διακρίνει μέσα του, τήν ὁποία δηλαδή δέν
ἀκούει ὁ ἄνθρωπος νά τελεῖται ἐσωτερικά, μέσα του». Ὑπάρχει τέτοιο πράγμα; Δέν
ὑπάρχει. Ἄν ὄντως εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα στόν ἄνθρωπο, τό καταλαβαίνει ὁ
ἄνθρωπος. «Ἐκείνη ἡ προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά τήν ὁποία μιλάει ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι αἰσθητή ἤ ὄχι;». Δέν μιλάει «ἀόριστα γιά κάποια προσευχή
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά ἀόριστη συμμετοχή στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀλλά μᾶς δίνει
συγκεκριμένα βιωματικά στοιχεῖα γιά τό πῶς συμβαίνει αὐτό.

Δηλαδή ὑπάρχει νοερά αἴσθηση, αἰσθητή ἐσωτερική ἀντίληψη γιά τά ὁποῖα μιλάει
ἔτσι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Διαβάζοντας τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, βλέπουμε τό
ἑξῆς: Ὅτι ἀποκλείεται κάποιος νά εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά μή τό
καταλαβαίνει, νά μήν ἔχει δηλαδή αἴσθηση ὁ ἴδιος ὅτι εἶναι ναός τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Διότι «τό Πνεῦμα -τό Ἅγιο Πνεῦμα δηλαδή- συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι
ἡμῶν ὅτι ἐσμέν τέκνα Θεοῦ»(Ρωμ. 8,16)». Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάσει στήν ἐνεργό
νοερά προσευχή, τότε γίνεται τέκνο Θεοῦ. Ἐμεῖς δηλαδή πού βαφτιστήκαμε εἴμαστε
τέκνα Θεοῦ; Εἴμαστε δυνάμει. Πήραμε τήν ἐξουσία τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, νά γίνουμε
τέκνα Θεοῦ. Πήραμε τήν δυνατότητα τῆς υἱοθεσίας. Ἀλλά γινόμαστε πραγματικά

320
τέκνα Θεοῦ, ὅταν ἐργαστοῦμε καί φτάσουμε σ’ αὐτή τήν κατάσταση τῆς νοερᾶς
προσευχῆς. «Τό Πνεῦμα πῶς συμμαρτυρεῖ «τῷ πνεύματι ἡμῶν»; Δέν εἶναι αὐτό ἡ
νοερά προσευχή; Διότι, ἄν δέν εἶναι αὐτό ἡ νοερά προσευχή, τότε τί εἶναι; Εἶναι
καμιά φαντασία κανενός φαντασμένου ἀνθρώπου;». Ὄχι, βέβαια.

«Λοιπόν μέ τήν φράση «τό Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμέν τέκνα
Θεοῦ», δέν ἐννοεῖται τίποτε ἄλλο, παρά ἡ νοερά προσευχή. Καί αὐτή ἡ νοερά
αἴσθησις, αὐτή ἡ κατάσταση, αὐτή ἡ ἐμπειρία τοῦ Χριστιανοῦ, ὅταν ἐνεργεῖται ἀπό
τό Ἅγιο Πνεῦμα, αὐτή ἡ εἶναι ἡ Πατερική παράδοση ἀπό γενεά σέ γενεά. Βάσει
αὐτῆς ἕνας πνευματικός πατέρας ξέρει πότε τό πνευματικό του παιδί ἔχει φθάσει ἀπό
τήν κάθαρση στό φωτισμό. Μπορεῖ ἕνας πνευματικός πατέρας νά τό ξέρει αὐτό ἤ ὄχι;
Καί πῶς τό ξέρει αὐτό; Πῶς δηλαδή ξέρει, ἄν τό πνευματικό του παιδί ἔφθασε στήν
κατάσταση φωτισμοῦ; Ἀπό αὐτά πού εἴπαμε». Τό ἴδιο τό πνευματικό του παιδί θά
τοῦ πεῖ ὅτι ἀκούω μέσα μου τό Ἅγιο Πνεῦμα πού προσεύχεται. «Ἔτσι, ὅταν μιλᾶμε
γιά ἐμπειρική Θεολογία, μιλᾶμε γιά ἐμπειρική εὐσέβεια».

Ἔχω γνωρίσει τέτοιους ἀνθρώπους, πού μοῦ λένε ὅτι ἀκοῦνε μέσα τους τήν
προσευχή πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δέν εἶναι λοιπόν τῆς φαντασίας τῶν Πατέρων
ἤ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου αὐτά, γιατί ἐπιβεβαιώνονται καθημερινά στούς
πιστούς. «Ὅταν μιλᾶμε γιά ἐμπειρική Θεολογία μιλᾶμε γιά ἐμπειρική εὐσέβεια (ὄχι
γιά εὐσεβισμό). Ἡ Θεολογία εἶναι ἐμπειρική εὐσέβεια. Δέν εἶναι λόγια, ἀλλά εἶναι
κάτι τό πολύ συγκεκριμένο».

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

321
α.Ἡ σύγχρονη πνευματική κατάσταση β.Περί Συνόδων
γ.Περί τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς ἐπίσημης Θρησκείας
(Πατερική Θεολογία – 25ο Μέρος)

Συνεχίζουμε, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ
Ρωμανίδου. Τό πρῶτο κεφάλαιο εἶναι «Ἡ σημερινή πνευματική κατάστασις στήν
Ἑλλάδα». Βέβαια αὐτό ἀναφέρεται στό ἔτος 1983. Τότε ἔκανε αὐτή τήν ὁμιλία, ἀλλά
δέν διαφέρει μέ τά σημερινά δεδομένα. Μᾶλλον ἐπαληθεύεται ὁ π. Ἰωάννης σέ αὐτά
πού λέει καί θά σχολιάσουμε λίγο μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
«Συμβαίνει νά βρισκόμαστε σέ μία καμπή στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, πού ὁ ἴδιος ὁ
κομπογιαννίτης γιατρός», δηλαδή αὐτός ὁ Πνευματικός πατέρας πού δέν μπορεῖ νά
θεραπεύσει ἤ νά καθοδηγήσει σωστά, πού δέν γνωρίζει τήν θεραπευτική τῆς
Ὀρθοδοξίας, αὐτός ὁ ἄνθρωπος, παρόλο πού εἶναι κομπογιαννίτης, «δέν ἔχει
ἐπίγνωση ὅτι εἶναι κομπογιαννίτης». Ὑπάρχουν, δηλαδή, ἄνθρωποι «Πνευματικοί
χωρίς Ἅγιο Πνεῦμα», ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος χίλια χρόνια
πρίν, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ δέν μποροῦν νά θεραπεύσουν τόν λαό, νομίζουν πώς μποροῦν.

«Ὁ κομπογιαννίτης ὅμως εἶναι σέ θέση νά ἀναγνωρίσει ἕναν πραγματικό γιατρό,


ὅταν συναντηθεῖ μέ αὐτόν ἤ ὄχι;». Ἕνα ἄλλο ἐρώτημα τώρα. Τόν ἑαυτό τους δέν
ξέρουν ὅτι εἶναι κομπογιαννίτης. Ἕναν πραγματικό γιατρό, ὅταν τόν δοῦνε, θά τόν
καταλάβουνε;«Ἡ ἀπάντησις εἶναι, ὅτι, ἄν ἔχει πωρωμένη συνείδηση», πού σημαίνει
μεγάλο ἐγωισμό, μεγάλη ὑπερηφάνεια, «δέν θά τόν ἀναγνωρίσει». Τό βλέπουμε στήν
πράξη αὐτό, ὅτι οἱ πραγματικοί γιατροί, οἱ ἄγιοι δηλαδή, ὅλοι διώκονται. Διώκονται
κατεξοχήν ἀπό τούς ἀνθρώπους «τῆς Ἐκκλησίας», πού ὑποτίθεται ὅτι θεραπεύουν
τόν λαό, ἀλλά τούς ἀληθινούς γιατρούς τούς καταδιώκουνε!

«Αὐτό συνέβη μέ τόν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος γνώρισε μέν τόν Χριστό», τόν πραγματικό
γιατρό καί τόν τέλειο γιατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας, «ἀλλά ὄχι ὅπως οἱ
ἄλλοι Ἀπόστολοι», δέν Τόν ἀναγνώρισε, δέν Τόν παραδέχτηκε. Γι’ αὐτό καί δέν
δέχτηκε τήν θεραπευτική Του. Σίγουρα ὁ Κύριος θά συμβούλευε τόν Ἰούδα πού ἦταν
κοντά Του, ἐνδεχομένως θά τοῦ ἔκανε καί παρατηρήσεις πού ἔκλεβε, θά τόν
συμβούλευε νά ἀποβάλλει τήν ροπή πού εἶχε πρός τά χρήματα, τήν φιλαργυρία καί
ὅμως ὁ Ἰούδας ἔμεινε ἀδιόρθωτος. Δέν καταπολέμησε τήν φιλαργυρία καί αὐτή
αὐξήθηκε. Γιατί, ὅταν τό κακό δέν θεραπεύεται στόν ἄνθρωπο, δέν μένει ἐκεῖ πού
εἶναι, αὐξάνεται καί φτάνει κάποια στιγμή νά πνίξει τόν ἄνθρωπο. Ἔφτασε λοιπόν
καί ὁ Ἰούδας ἀπό μία μικρή στήν ἀρχή ἀμέλεια, ἀδιαφορία καί ὑποχώρηση στό πάθος
τῆς φιλαργυρίας, στήν πολύ τραγική κατάσταση τοῦ προδότη. «Ὁ Ἰούδας δέν
κατάλαβε ποιός ἦταν ὁ Χριστός. Γιατί; Διότι πνευματικά δέν ἦταν ἐντάξει. Δηλαδή ὁ
Ἰούδας ἀπεδείχθη κομπογιαννίτης καί οὔτε τόν ἑαυτό του μπόρεσε νά

322
σώσει». Παρόλο πού ἦταν στό «Πανεπιστήμιο τῆς θεραπευτικῆς» κοντά στόν Κύριο,
δέν μπόρεσε νά θεραπεύσει οὔτε τόν ἑαυτό του. Γιατί ἡ θεραπεία δέν ἐξαρτᾶται μόνο
ἀπό τόν γιατρό, ἐξαρτᾶται καί ἀπό τόν ἀσθενή, ἐάν ὁ ἀσθενής συνεργάζεται καί
παίρνει τά θεραπευτικά φάρμακα.

«Σήμερα δίνει ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τήν δυνατότητα σέ κάποιον νά ἀνιχνεύσει τόν


πραγματικό γιατρό καί νά τόν διακρίνει ἀπό ἕναν κομπογιαννίτη; Δηλαδή μποροῦμε
σήμερα νά ἀνιχνεύσουμε τόν ἀληθινό πνευματικό πατέρα, ἐκεῖνον πού εἶναι σέ θέση
νά θεραπεύει, ἀνάμεσα σέ πολλούς ἄλλους; Ἤ ἀλλιῶς μποροῦμε σήμερα νά
ἀνιχνεύσουμε τόν ἅγιο μέσα στό πλῆθος; Δύσκολο φαίνεται. Δηλαδή οἱ Χριστιανοί
σήμερα ἔχουν φθάσει στό σημεῖο δύσκολα νά ξεχωρίζουν τούς πνευματικούς
γιατρούς ἀπό τούς κομπογιαννίτες». Καί ποιά εἶναι ἡ αἰτία; Ὁ διεφθαρμένος βίος, ἡ
διεφθαρμένη ζωή, ἡ ὁποία τί κάνει; Σκοτίζει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ ἄνθρωπος
εἶναι σάν τυφλός καί δέν μπορεῖ νά διακρίνει ποιό εἶναι τό φῶς καί ποιό εἶναι τό
σκοτάδι, ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια καί ποιό εἶναι τό ψέμα, ποιό εἶναι τό γνήσιο καί ποιό
εἶναι τό κίβδηλο.

«Καί φθάσαμε σ’ αὐτήν τήν κατάσταση», λέει ὁ π. Ἰωάννης, «διότι ἀντικαταστήσαμε


τήν Πατερική Θεολογία μέ Δυτικοῦ τύπου Θεολογία». Ἔχουμε πεῖ τί σημαίνει
Πατερική Θεολογία. Δέν σημαίνει ἕνα σύνολο βιβλίων, ἀπόψεων ἤ γνωμῶν τῶν
Πατέρων, ἀλλά σημαίνει ἐμπειρία καί μετοχή στόν Θεό ὅμοια μέ αὐτή πού εἶχαν οἱ
Πατέρες. Ἑπομένως, μιλᾶμε γιά μία πραγματικότητα καί ὄχι γιά ἕνα σύστημα ἰδεῶν,
γιά μιά φιλοσοφία. Ἡ Δυτικοῦ τύπου Θεολογία ὅμως αὐτό εἶναι. Εἶναι οὐσιαστικά
μία φιλοσοφία, θρησκευτική φιλοσοφία. Ἀντικαταστήσαμε λοιπόν τήν Πατερική
Θεολογία πού εἶναι ἐμπειρία, πού εἶναι ἐμπειρική κατάσταση μέ Δυτικοῦ τύπου
Θεολογία, μέ φιλοσοφία, καί αὐτό εἶναι ἐμφανέστατο στίς Θεολογικές Σχολές.

Τήν ἀντικαταστήσαμε «μέ μιά Θεολογία τῶν δογμάτων», στά ὁποῖα ἁπλῶς κάνουμε
ἀναφορά καί μιά φιλοσοφία ἐπάνω στά δόγματα,«μέ Θεολογία τοῦ βιβλίου», μέ
στοχασμό «καί ὄχι ἐμπειρική, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά
πάθη». Δυστυχῶς, πηγαίνει κανείς στήν Θεολογική Σχολή ἀνάποδα, ὅπως μᾶς ἔλεγε
ἕνας καθηγητής. Ἀντί νά πᾶμε πρῶτα στήν πράξη καί μετά στήν θεωρία, γιατί ὅπως
λέει ἡ Ὀρθοδοξία «πρᾶξις θεωρίας ἐπίβασις», ἀντί δηλαδή πρῶτα νά καθαριστοῦν οἱ
φοιτητές πού πᾶνε ἐκεῖ, νά περάσουν ἀπό μετάνοια, ἀπό ἐξομολόγηση, ἀπό ἄσκηση,
ἀπό ὑπακοή, πηγαίνουν κατευθείαν στήν θεωρία καί ἀρχίζουν νά μαθαίνουν περί
θεώσεως καί πολύ ὑψηλά πράγματα, χωρίς νά ἔχουν τήν βάση. Οὐσιαστικά δηλαδή
χτίζεται κάτι στόν ἀέρα. Αὐτό φυσικά δέν ὁδηγεῖ στήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, στήν
κάθαρση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη, ἀλλά σέ ἕναν ἀκόμη μεγαλύτερο ἐγωισμό.

Γιατί, ὅταν κανείς γνωρίζει θεωρητικά αὐτές τίς ὑψηλές θεολογικές ἔννοιες καί δέν
ἔχει καθαριστεῖ, λένε οἱ Πατέρες, πέφτει σέ μεγάλη ὑπερηφάνεια, σέ μεγάλο
ἐγωισμό. Γι’ αὐτό στό Ἅγιο Ὄρος, ὁ Γέροντας -ἄν εἶναι σωστός βέβαια- δίνει στούς
δόκιμους καί στούς ἀρχάριους μοναχούς νά διαβάσουν τά λεγόμενα πρακτικά

323
συγγράμματα καί ὄχι τά θεολογικά συγγράμματα. Δηλαδή τόν Εὐεργετινό, τό
Γεροντικό, τούς ἀσκητικούς Πατέρες, τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ τόν Σύρο, τόν ἀββᾶ Δωρόθεο
καί πολύ ἀργότερα, ἄν καθαριστεῖ, θά δώσει νά διαβάσουν τούς ὑψηλούς Πατέρες,
πού ἔχουν γράψει τήν ὑψηλή Θεολογία, τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τά
δογματικά ἔργα, τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ
κ.λ.π.

Ἐμεῖς, λοιπόν, τί κάναμε στήν σύγχρονη Ἑλλάδα; «Καταδιώξαμε τήν Ἡσυχαστική


παράδοση», πού εἶναι ἡ θεραπευτική παράδοση «καί τήν ἀντικαταστήσαμε μέ τά
δόγματα», δηλαδή σχολιάζουμε καί φιλοσοφοῦμε πάνω σ’ αὐτά θεωρητικά. Τήν
ἀντικαταστήσαμε ἀκόμα «μέ τήν ἠθική (τόν εὐσεβισμό)», πρέπει τό ἕνα, πρέπει τό
ἄλλο, πρέπει τό ἄλλο. Ὁπότε λέει τό παιδί: – Γιατί νά τά κάνω αὐτά τά πρέπει; Αὐτά
γιά μένα εἶναι δέσμευση. Δέν δίνουμε δηλαδή στούς νέους ἀνθρώπους καί γενικά
στούς πιστούς τῆς Ἐκκλησίας αὐτή τήν θεραπευτική μέθοδο πού εἶχαν οἱ Πατέρες, ἡ
ὁποία θεραπεύει τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα. «Καί αὐτό συνέβη ἀπό τούς
χρόνους μετά τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821, μέ πρωταίτιο τόν Ἀδαμάντιο
Κοραή» καί τούς ἄλλους Νεοέλληνες Διαφωτιστές.

Ἕνα ἄλλο κεφάλαιο τώρα «Περί τῶν Συνόδων». Νά δοῦμε τί ἤτανε οἱ Σύνοδοι τῶν
Πατέρων. «Ὑπάρχει ἡ πεποίθησις σέ μερικούς ὅτι ἡ Ἱερά Παράδοση φυλάσσεται ἀπό
τίς Συνόδους τῶν ἐπισκόπων. Ὅμως οἱ Σύνοδοι τῶν ἐπισκόπων (Τοπικές ἤ
Οἰκουμενικές) στούς πρώτους Χριστιανούς δέν ἦσαν ὅπως εἶναι οἱ σημερινές
Σύνοδοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Διότι ἀπετελοῦντο ἀπό ἐπισκόπους πού ἦσαν
κάτοχοι τῆς θεραπευτικῆς μεθόδου τῆς Ἐκκλησίας, ὁ δέ σκοπός συγκροτήσεως τῆς
Συνόδου ἦταν ἡ διαφύλαξις, ὄχι ἁπλῶς τοῦ δόγματος καί τῆς λατρευτικῆς τάξεως τῆς
Ἐκκλησίας, ὅπως συμβαίνει σήμερα, ἀλλά τῆς θεραπευτικῆς μεθόδου τῆς
Ἐκκλησίας. Ὁπότε, ὁ σωστός ἐπίσκοπος εἶναι ὁ κάτοχος τῆς θεραπευτικῆς μεθόδου
τῆς Ἐκκλησίας». Αὐτό εἶναι τό πιό σημαντικό, ὄχι ἁπλῶς νά φυλάξουμε τά δόγματα,
νά κάνουμε μία ἀντιαιρετική, ἄς ποῦμε, διάλεξη ἤ σύναξη ἤ σύνοδο, οὔτε ἀκόμα νά
διαφυλάξουμε τήν λειτουργική τάξη. «Πῶς νά τό κάνουμε τώρα; Νά τό λέμε
ἐκφώνως, χαμηλοφώνως ἤ ἀπό μέσα μας; Πῶς πρέπει;». Ἐντάξει, εἶναι κι αὐτό, ἀλλά
δέν εἶναι αὐτό τό σημαντικό. Τό σημαντικότερο ἀπό ὅλα εἶναι νά φυλάξουμε τήν
θεραπευτική μέθοδο. Νά γνωρίσουμε, ἐμεῖς πρῶτα καί ὁ πιστός λαός κατόπιν, πῶς θά
καθαρίσει ἡ καρδιά, πῶς θά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τούς λογισμούς, πῶς θά ἀπαλλαγεῖ ἀπό
τά πάθη, πῶς θά ἔρθει μέσα μας τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό εἶναι τό
σημαντικό καί γι’ αὐτό γινόντουσαν οἱ Σύνοδοι τότε.

«Ὁπότε, ὁ σωστός ἐπίσκοπος εἶναι ὁ κάτοχος τῆς θεραπευτικῆς μεθόδου τῆς


Ἐκκλησίας». Εἶναι, θά λέγαμε, ὁ καθηγητής τῆς ἰατρικῆς σχολῆς, τοῦ
Πανεπιστημίου, ὁ ὁποῖος ξέρει πῶς νά θεραπεύσει καί μπορεῖ ἑπομένως νά διδάξει
καί τούς κατωτέρους του καί τούς φοιτητές του καί νά ἐποπτεύσει καί τούς
κατωτέρους γιατρούς του. «Ἐκεῖνα τά χρόνια τό ἔργο μιᾶς Συνόδου ἐξ ἐπισκόπων
ἦταν πιό οὐσιαστικό. Ἦταν τό νά διαφυλαχθεῖ ἡ θεραπευτική μέθοδος καί ἀγωγή τῆς

324
Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ διαφύλαξή της ἔχει δύο πλευρές: Ἐσωτερικά μέσα στήν
Ἐκκλησία λαμβάνεται μέριμνα γιά τήν διαφύλαξη τῆς σωστῆς ἀσκητικῆς
ἀγωγῆς». Βλέπετε; Ἡ ἄσκηση εἶναι πολύ σημαντικό πράγμα γιά τούς πιστούς.
Σήμερα, σπάνια ἀκοῦς ἀκόμα καί τήν λέξη ἄσκηση καί ἀσκητική. Θεωρεῖται κάτι
πού εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς.

«Ἐξωτερικά συνίσταται στήν διαφύλαξη τοῦ δόγματος ὡς ὁδηγοῦ πρός τήν θεραπεία
τῆς ψυχῆς». Ἔχουμε λοιπόν δύο πλευρές καί δύο λόγους γιά τούς ὁποίους
συγκροτοῦντο οἱ Σύνοδοι. Ὁ ἕνας ἤτανε ἐσωτερικά νά διαφυλαχθεῖ ἡ ὀρθή ἀσκητική
ἀγωγή, ἡ ὀρθή θεραπευτική ἀγωγή καί ἐξωτερικά νά διαφυλαχθεῖ τό δόγμα, τό ὁποῖο
ὅμως δέν ἦταν ἕνα νεκρό γράμμα. Καί δέν εἶναι ἕνα νεκρό γράμμα φυσικά, δέν
πρέπει νά εἶναι, νά καταντήσει ἕνα νεκρό γράμμα. Ἀλλά τί εἶναι τό δόγμα; Εἶναι ἡ
ὁριοθέτηση τῆς σωστῆς πίστεως καί ἑπομένως καί τῆς σωστῆς ζωῆς. Γιατί πίστη καί
ζωή εἶναι δύο ὄψεις τοῦ ἴδιου πράγματος. Ἄν ἀλλοιωθεῖ τό δόγμα, ἀλλοιώνεται ἡ
πίστη καί ἀλλοιώνεται καί ἡ ζωή. Στήν Δύση, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀλλοιώθηκε τό δόγμα,
ἀλλοτριώθηκε ἡ ζωή τῶν πιστῶν καί ἔχουμε αὐτά πού βλέπουμε σήμερα στήν
Εὐρώπη καί γενικά στόν κόσμο.

«Ἐσωτερικά ἐπίσης συνίσταται στήν προστασία τοῦ δόγματος ἀπό αἱρέσεις, πού
πάντοτε προέρχονται ἀπό ἀνθρώπους πού δέν κατέχουν τήν σωστή θεραπευτική
μέθοδο». Πρόσεχαν, δηλαδή, οἱ ἅγιοι Πατέρες τό τί γίνεται μέσα στήν Ἐκκλησία καί
τό τί ἔρχεται ἀπ’ ἔξω. Καί μέσα στήν Ἐκκλησία ἀφενός, ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος νά
ἀλλοτριωθεῖ ἡ σωστή ζωή, ἡ ἄσκηση καί νά μπεῖ μία ἐκκοσμικευμένη ζωή, ὅπως ἔχει
μπεῖ σήμερα κατά κόρον στήν Ἑλλάδα στήν Ὀρθοδοξία καί ἀφετέρου ὑπῆρχε ὁ
ἄλλος κίνδυνος νά ἀναφυοῦν αἱρέσεις μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἔχουμε τόν Ἄρειο,
πού ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας καί εἶναι αἱρεσιάρχης.
Ἔχουμε τόν Νεστόριο, πού ἦταν Πατριάρχης καί εἶναι κι αὐτός αἱρεσιάρχης καί
φυσικά εἶναι καταδικασμένοι ἀπό τήν Ἐκκλησία. Πρόσεχαν λοιπόν αὐτόν τόν τομέα
καί πρόσεχαν καί ἐξωτερικά, τούς ἐξωτερικούς ἐχθρούς. Ἀντιμετώπιζαν τούς
φιλοσόφους, τούς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι κατηγοροῦσαν καί προσπαθοῦσαν νά
ὑπονομεύσουν τόν χριστιανισμό, τήν Ὀρθοδοξία καί ἀπαντοῦσαν καί ὁριοθετοῦσαν
τήν πίστη μέ τά ὀρθά δόγματα.

«Πάντοτε, ὅταν ἐμφανισθεῖ μία καινοτομία μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀμέσως αὐτό θά
σημαίνει ὅτι ὁ εἰσάγων αὐτήν -τήν καινοτομία, τό καινούριο πράγμα- ὄχι μόνο δέν
εὑρίσκεται σέ σωστή ἀντίληψη περί δόγματος, ἀλλά ἐπίσης ὅτι δέν εὑρίσκεται οὔτε
σέ ὀρθή πνευματική κατάσταση». Γιατί δέν ὑπάρχει καινοτομία στήν Ἐκκλησία. «Τό
μόνον καινόν καί πάντων καινῶν καινότατον» μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ, εἶναι ὁ Κύριος
ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Δέν μποροῦμε νά ποῦμε ἐμεῖς τώρα ὅτι, ξέρετε, στόν
21ο αἰῶνα βρέθηκε μία καινούρια ἀλήθεια(!) πού δέν μᾶς τήν εἶχε πεῖ ὁ Χριστός μας
γιά εἴκοσι αἰῶνες καί αὐτή τήν βρῆκα ἐγώ ἤ κάποιος ἄλλος καί τόσα χρόνια τήν
ἀγνοούσαμε, ἑπομένως τώρα ἐμπλουτίστηκε ἡ Ἐκκλησία μέ ἕνα καινούριο δόγμα!
Δέν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα! Ὅποιος τό πεῖ αὐτό, φανερώνει ὅτι ὄχι μόνο δέν ἔχει

325
σωστή ἀντίληψη γιά τό δόγμα καί γιά τόν Χριστό, ἀλλά καί ὅτι δέν ἔχει καί σωστή
πνευματική κατάσταση, ἔχει μεγάλη ὑπερηφάνεια, μεγάλο ἐγωισμό. Γι’ αὐτό καί
αὐτοί οἱ λεγόμενοι «μεταπατερικοί» θεολόγοι, ἐκεῖ πάσχουν, ἔχουν μεγάλη
ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτό καί λένε καί ἐμεῖς πατέρες εἴμαστε… ἀφῆστε τούς παλιούς
πατέρες, σήμερα ἰσχύουν ἄλλα πράγματα. Δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα ἄλλα ἔλεγε τότε,
ἄλλα λέει τώρα! Ἄν εἶναι δυνατόν…

«Αὐτές οἱ ἀντιλήψεις», πού εἴπαμε προηγουμένως, δηλαδή ἡ διαφύλαξη ἀφενός τῆς


ἀσκητικῆς ζωῆς, παράδοσης καί ἀσκητικῆς καί ἀφετέρου τοῦ δόγματος, «ἔχουν
συστηματοποιηθεῖ ἀπό τούς ἅγιους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας». Ὅπως καί αὐτό πού
σᾶς εἶπα, ἄν ἀλλοτριωθεῖ τό δόγμα καί ἐμφανιστεῖ μιά καινοτομία, αὐτό ἔχει ὡς
ὑπόβαθρο μιά ἀλλοτριωμένη ζωή. Ἄν προσέξει κανείς -γιά νά λέμε τά πράγματα
ὅπως εἶναι- τούς σύγχρονους Οἰκουμενιστές, τούς εἰκονομάχους καί ὅλους τούς
αἱρετικούς ἔχουν ὡς ὑπόβαθρο μιά ἀλλοτριωμένη, μιά ἀνορθόδοξη ζωή καί βιοτή,
μιά ἐμπαθή ζωή. Αὐτές οἱ θέσεις λοιπόν ἔχουν συστηματοποιηθεῖ ἀπό τούς Ἁγίους
Πατέρες «ὅπως ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τόν ἅγιο Μάξιμο τόν
Ὁμολογητή, τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη
κλπ». «Ἐπίσης ἀπό τούς μαθητές τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ» ἔχουμε αὐτή
τήν συστηματοποίηση. «Ἀλλά βρίσκουμε ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα κατά τρόπο
ὀργανωμένο καί στά ἔργα του ἁγίου Εἰρηναίου ἐπισκόπου Λουγδούνου, ὅπως καί
στά ἔργα τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, διότι αὐτή εἶναι μία συνεχής παράδοσις
ἀπό τόν 1ον αἰῶνα».

Βλέπουμε πῶς τό Ἅγιο Πνεῦμα δηλαδή διαχρονικά, γιά 2000 χρόνια, λέγει τό ἴδιο
πράγμα. Καί δέν μποροῦσε νά εἶναι διαφορετικά. Ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά ψεύδεται ἤ
νά ἀναιρεῖ τόν ἑαυτό Του. Γι΄ αὐτό, εἴπαμε κι ἄλλη φορά, ὅταν συγκληθεῖ ἡ
μέλλουσα Σύνοδος, θά πρέπει νά εἶναι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», νά
ἀκολουθήσει τούς Ἁγίους Πατέρες. Δέν μπορεῖ νά πεῖ κάτι διαφορετικό. Ἄν
τολμήσουν νά ποῦνε κάτι ἄλλο, δέν θά εἶναι Σύνοδος, θά εἶναι ψευδοσύνοδος.

«Τά ἴδια στοιχεῖα ὑπάρχουν ἐπίσης στόν Ἀπόστολο Παῦλο, καθώς καί σέ ὅλη τήν
Καινή καί Παλαιά Διαθήκη. Αὐτά τά στοιχεῖα μποροῦμε νά τά ἀνιχνεύουμε καί νά τά
βρίσκουμε ὅπου ὑπάρχουν, ὅταν ἔχουμε τά σωστά κριτήρια». Ἐδῶ εἶναι τό θέμα ὅτι
σήμερα ὁ λαός μας καί πολλοί κληρικοί μας δυστυχῶς -ὑπάρχουν καί πολλοί καλοί,
ἀλλά ἡ πλειοψηφία- δέν ἔχουν τά σωστά κριτήρια γιά νά ξεχωρίζουν τό σωστό ἀπό
τό λάθος, τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψέμα. Κατεξοχήν κριτήριο εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό
Ὁποῖο ἐνεργεῖ μέσα στήν καρδία τοῦ πιστοῦ καί αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πού
πληροφορεῖ, ἄν κάτι εἶναι ἀληθές ἤ ψευδές, ἄν εἶναι ἀγαθό-καλό ἤ κακό. «Ὁ ἅγιος
Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, πού συστηματικά ἀναπτύσσει τά θέματα αὐτά, λέγει ὅτι οἱ
Χριστιανοί πού δέν ἔχουν τήν εὐχή», ἐνεργό μέσα τους, τήν ἀδιάλειπτη
προσευχή, «δέν διαφέρουν οὐσιαστικά ἀπό τούς πιστούς τῶν ἄλλων
θρησκειῶν!». Δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά, εἶναι θρησκευόμενοι ἄνθρωποι,
ὅπως εἶναι καί τῶν ἄλλων θρησκειῶν. «Ἡ διαφορά τῶν Χριστιανῶν αὐτῶν σέ σχέση

326
μέ τούς πιστούς τῶν ἄλλων θρησκειῶν συνίσταται στό ὅτι οἱ μέν Χριστιανοί αὐτοί
πιστεύουν διανοητικά μόνο στόν Χριστό», ἐγκεφαλικά, ὅπως καί ὁ διάβολος πιστεύει
διανοητικά, θεωρητικά «καί ἁπλῶς δέχονται τά χριστιανικά δόγματα». Πιστεύουν
στήν Ἁγία Τριάδα, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, τά ξέρουν
αὐτά πολύ καλά, ἀλλά στήν πράξη δέν τά ζοῦνε, δέν τά βιώνουν. «Ἐνῶ οἱ ἄλλοι δέν
δέχονται» αὐτά πού δέχονται θεωρητικά οἱ κατ’ ὄνομα ὀρθόδοξοι. «Αὐτή ὅμως ἡ
διανοητική πίστις αὐτῶν τῶν Χριστιανῶν δέν τούς ὠφελεῖ, διότι δέν τούς παρέχει
θεραπεία, κάθαρση δηλαδή τῆς καρδιᾶς τους ἀπό τά πάθη.

Δηλαδή ἐξ ἐπόψεως θεραπείας τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος δέν ὠφελοῦνται, καί


ἡ συμπεριφορά τους εἶναι ἡ ἴδια μέ ἐκείνη τῶν μή Χριστιανῶν. Αὐτό φαίνεται ἀπό τή
ζωή πού κάνουν». Γι’ αὐτό ἔχουμε καί τούς λεγόμενους διαχριστιανικούς καί
διαθρησκειακούς διαλόγους καί τήν σχεδόν ἐξομοίωσή μας μέ ὅλους αὐτούς. Καί τό
ἐπιχείρημα αὐτῶν πού τά κάνουν, ξέρετε ποιό εἶναι; «Δέν βλέπετε τί καλοί ἄνθρωποι
εἶναι κι αὐτοί; Σάν κι ἐμᾶς..». Κι ἀκόμα καλύτεροι εἶναι μερικές φορές οἱ λεγόμενοι
χριστιανοί τῶν ἄλλων δογμάτων, ἀκόμα καί οἱ μουσουλμάνοι κ.λ.π. Γιατί τό λένε
αὐτό; Γιατί δέν ἔχουν τά σωστά κριτήρια. Καί ἐπειδή οἱ ἴδιοι δέν ἔχουν θεραπευθεῖ
καί ἡ ζωή τους μοιάζει μέ τήν ζωή τῶν θρησκευομένων τῶν ἄλλων θρησκειῶν.

«Ὁπότε, ποιά εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ ἑνός τέτοιου – κατ’ ὄνομα – Ὀρθοδόξου
Χριστιανοῦ καί ἑνός π.χ. Μουσουλμάνου, ὅταν ὁ ὀρθόδοξος ὄχι μόνο δέν ἀγωνίζεται
νά θεραπευθεῖ, ἀλλά ἀκόμη, ὅταν, ἐνῶ εἶναι ψυχικά ἄρρωστος, οὔτε κἄν φαντάζεται
ὅτι ὑπάρχει ἀποτελεσματική θεραπευτική μέθοδος γιά τήν ἀρρώστια του μέσα στήν
Ἐκκλησία;». Οὔτε παραδέχεται ὅτι εἶναι ἄρρωστος. Λέει «Τί ἔχω;… μιά χαρά
ἄνθρωπος εἶμαι… βαφτισμένος εἶμαι, θά σωθῶ». Ἔτσι μαγικά…

«Στό δόγμα εἶναι ἡ διαφορά του; Ἀλλά τί νά τό κάνει τό δόγμα, ὅταν δέν τό
χρησιμοποιεῖ ὡς ὁδό πρός θεραπεία; Τί νά τό κάνει τό δόγμα, ὅταν μόνο τό ἔχει
ἀναρτημένο ἐπάνω στό ντουλάπι του καί τό προσκυνάει; Ὅταν δηλαδή προσκυνάει
μόνο τό γράμμα τοῦ δόγματος καί ὄχι τό πνεῦμα τοῦ δόγματος, πού εἶναι κρυμμένο
μέσα στό γράμμα;». Καί τό πνεῦμα τοῦ δόγματος εἶναι ἡ ἀσκητική θεραπευτική
ὀρθόδοξη ἀγωγή. Νά λοιπόν ποιά εἶναι ἡ οὐσιαστική διαφορά. Δέν εἶναι ὅτι ἐμεῖς
πιστεύουμε αὐτό θεωρητικά καί οἱ ἄλλοι δέν τό πιστεύουν αὐτό, ἄρα διαφέρουμε. Ἄν
δέν ἐφαρμόσουμε τόν πυρῆνα τοῦ δόγματος πού εἶναι ἡ ἀσκητική θεραπευτική
ἀγωγή, δέν διαφέρουμε οὐσιαστικά, γιατί ἡ ζωή μας εἶναι ἴδια.

«Ἔχοντες τώρα αὐτά ὑπ’ ὄψιν, βλέπουμε γιατί τό Βυζαντινό κράτος ἐπεδίωξε νά ἔχει
ὡς ἐπίσημη θρησκεία τήν Ὀρθοδοξία καί γιατί ἔκανε τόσες πολλές προσπάθειες,
ὥστε νά διαφυλάσσεται ἀκέραιο τό ὀρθόδοξο δόγμα». Τί τόν ἐνδιέφερε τόν Μέγα
Κωνσταντῖνο καί τούς ἄλλους αὐτοκράτορες ἡ θεωρητική διατύπωση τοῦ δόγματος;
Δέν τούς ἐνδιέφερε τόσο αὐτό. Τούς ἐνδιέφερε, γιατί αὐτό διαφύλασσε καί θεράπευε
τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα, τήν σωστή ζωή καί παρήγαγε (ἡ Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία) ὑγιεῖς πολίτες. Οἱ αὐτοκράτορες ἀγκάλιασαν τήν Ὀρθοδοξία γιατί ἤθελαν

327
νά ἔχουν σωστούς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτό ὁ Μέγας Ἰουστινιανός εἶχε πάρει τίς
ἀποφάσεις τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας καί τίς εἶχε κάνει νόμους τοῦ Κράτους. Δέν
βρῆκε κάτι καλύτερο ἀπό τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Ἔτσι λοιπόν ἀναγνώρισαν οἱ αὐτοκράτορες τήν ἀξία τοῦ δόγματος καί τό


διαφύλαξαν, γιατί τό ὀρθόδοξο δόγμα εἶναι καί «ἦταν ἡ προϋπόθεση γιά μία
θεραπεία τῶν πολιτῶν, ἡ ὁποία ἐπέφερε κοινωνική ἐξυγίανση». Ὅταν θεραπευθεῖ
κάθε πολίτης, θεραπεύεται καί ἡ κοινωνία ὁλόκληρη. Ὅταν θεραπευθεῖ ἡ κάθε
ἀνθρώπινη προσωπικότητα, θεραπεύεται καί τό σύνολο καί αὐτός εἶναι ὁ τρόπος.
Ἐνῶ στήν αἱρετική Δύση τί προσπαθοῦν νά κάνουν; Προσπαθοῦν νά ἀλλάξουν τό
σύνολο, τό κοινωνικό σύστημα καί ὄχι τούς πολίτες. Νομίζουν ὅτι, ἄν ἀλλάξει τό
σύστημα, θά γίνουν εὐτυχισμένοι. Λάθος! Γιά νά ἀλλάξει τό σύστημα, πρέπει νά
ἀλλάξει ἕνας-ἕνας, ὅλοι νά γίνουν σωστοί, νά θεραπευθοῦν πνευματικά, νά γίνουν
ἅγιοι καί τότε φυσικά ἀλλάζει καί τό σύνολο.

«Ὁ Ἐθνικός Ὕμνος τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ποιός ἦταν; Δέν ἦταν τό:
«Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου, νίκας τοῖς
βασιλεῦσι, κατά βαρβάρων δωρούμενος καί τό σόν φυλάττων, διά τοῦ Σταυροῦ σου
πολίτευμα»; Αὐτός ἦταν. «Αὐτός ὁ ὕμνος ἐκφράζει τήν ἰδεολογία -ἄν μποροῦμε νά
τό ὀνομάσουμε ἔτσι- τῆς ἐφαρμογῆς τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας, πίστεως καί ζωῆς
στό Κράτος, σέ πανεθνική δηλαδή κλίμακα. Ἀφοῦ τό Κράτος διεῖδε τήν κοινωνική
συμβολή καί ὠφέλεια πού θά προέκυπτε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη θεραπευτική διδασκαλία
καί μέθοδο, ἐάν ἐφαρμοζόταν, ἐθέσπισε καί προέβαλε τήν Ὀρθόδοξη πίστη ὡς τήν
ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους, ὥστε τό Κράτος νά γεμίσει ἀπό ἐνορίες, στίς ὁποῖες
οἱ ἱερεῖς θά ἀσκοῦσαν αὐτήν τήν θεραπευτική ἀγωγή. Ἔτσι οἱ ἐνορίες θά ηὔξαναν
σύν τῶ χρόνω σέ ὑγιεῖς πολίτες καί κατ’ ἐπέκτασιν καί τό ἴδιο τό Κράτος» θά εἶχε
ὑγιεῖς πολίτες, γιατί οἱ ἐνορίες συνιστοῦν καί τό Κράτος.

«Σ’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία δέν εἶπε φυσικά ὄχι, ἀλλά συνεργάσθηκε μέ τό


Κράτος», ἐφόσον τό Κράτος ἀποδέχθηκε τήν θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας. Καί πολύ
καλά ἔκανε… «Συνέβη ὅμως αὐτή ἡ ἐξουσία, πού ἐδόθη στήν Ἐκκλησία, μαζί μέ τήν
ἀναγκαιοῦσα διοικητική ἐκκλησιαστική ὀργάνωση νά δημιουργήσει ἕνα
δημοσιοϋπαλληλικό πρόβλημα ὡς ἀναγκαῖο κακό. Πολλοί δηλαδή, πού
ἐποφθαλμιοῦσαν δημόσιες θέσεις, ὑπεκρίνοντο τούς Ὀρθοδόξους, ἐνῶ δέν ἦσαν, ἡ
δέ Ἐκκλησία ἄρχισε νά ἐκκοσμικεύεται». Προκειμένου λοιπόν νά μποῦνε στίς
διάφορες ἐκκλησιαστικές θέσεις πού εἶχε ἐκχωρίσει τό Κράτος ὑπεκρίνοντο τόν
ὀρθόδοξο καί ἡ Ἐκκλησία ἐκκοσμικεύτηκε. «Παρ’ ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία εἶχε ὡς
παράλληλο ἔργο της τό νά προστατεύει τό Κράτος ἀπό τούς κομπογιαννίτες
γιατρούς, δηλαδή ἀπό τούς αἱρετικούς.

Οἱ Τοπικές καί Οἱκουμενικές Σύνοδοι φρόντιζαν ἀκριβῶς γι’ αὐτό. Στά Πρακτικά
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων βρίσκουμε τήν φράση: «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί
ἡμῖν», λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες. Δηλαδή: Ἐφάνη καλόν εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα καί εἰς

328
ἡμᾶς… Αὐτό τό ἔλεγαν οἱ παρευρισκόμενοι στίς Συνόδους αὐτές», ὄχι ὡς σχῆμα
λόγου, ὅπως δυστυχῶς -εἶναι τραγικό νά τό ὁμολογήσουμε ἀλλά- γίνεται σήμερα,
πού ξέρουν ἀπό πρίν ποιός θά βγεῖ ἐπίσκοπος ἄς ποῦμε, γιατί εἶναι ὅλα
συνεννοημένα καί μιλημένα…

«Αὐτό τό ἔλεγαν» λοιπόν, «οἱ παρευρισκόμενοι στίς Συνόδους αὐτές διότι, εἶχαν
στήν κατοχή τους τήν νοερά προσευχή, διά τῆς ὁποίας ἐπληροφοροῦντο περί τῆς
ἀληθείας τῶν Ὅρων πού διετύπωναν». Δηλαδή, μέσα τους ἐνεργοῦσε τό Ἅγιο
Πνεῦμα, συμπροσηύχοντο μαζί Του – ἀφοῦ προσευχόταν μέσα τους – καί
ἐπληροφοροῦντο ἀπευθείας ἀπό τόν Θεό, δηλαδή ἐάν τό συγκεκριμένο δόγμα εἶναι
ὀρθό ἤ ὄχι. «Σήμερα ὅμως, πού σπανίζει ἡ νοερά προσευχή στούς ἐπισκόπους, ἄν
συνέλθει μία Σύνοδος ἐξ ἐπισκόπων καί σηκωθοῦν κατά τήν ἔναρξη καί ποῦν ὅλοι
μαζί «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών,
καί τά πάντα πληρῶν…», θά ἔλθει ὁπωσδήποτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά τoύς
φωτίσει;». Ἀναγκαστικά;

Ἐπειδή τό εἶπαν; «Ἐπειδή δηλαδή εἶναι κανονικοί ἐπίσκοποι καί συνέρχονται σέ


Σύνοδο καί κάνουν προσευχή;». Ὄχι, βέβαια! «Δέν ἐνεργεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἔτσι.
Μόνο δηλαδή κάτω ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις. Χρειάζονται καί
ἄλλες». Χρειάζονται καί αὐτές ἀλλά χρειάζονται καί ἄλλες. Καί οἱ ἄλλες ποιές εἶναι;
Εἶναι νά ὑπάρχει ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμός τουλάχιστον. «Χρειάζεται ὁ
προσευχόμενος νά ἔχει ἤδη ἐνεργουμένη τήν νοερά προσευχή μέσα του, ὅταν
προσέρχεται στήν Σύνοδο, γιά νά τόν φωτίσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ».

«Στίς ψευδο-συνόδους οἱ προσερχόμενοι δέν εἶχαν αὐτήν τήν προσευχητική


Κατάσταση». Γι’ αὐτό καί ἔπαιρναν ἀνορθόδοξες ἀποφάσεις. «Οἱ παλαιοί ἐπίσκοποι
ὅμως εἶχαν τέτοια πνευματική ἐμπειρία». Εἶχαν ἐνεργουμένη μέσα τους τήν
ἀδιάλειπτη προσευχή «καί, ὅταν προσήρχοντο ὡς Σῶμα –ὡς Σύνοδος-, ἤξεραν τί τό
Πνεῦμα τό Ἅγιο τούς πληροφοροῦσε μέσα στήν καρδιά γιά ἕνα συγκεκριμένο θέμα.
Καί, ὅταν ἔβγαζαν ἀποφάσεις, ἤξεραν ὅτι οἱ ἀποφάσεις τους ἦταν σωστές». Ὄχι γιατί
ἤτανε λογικές, σύμφωνες μέ τήν λογική, πού τήν ἔχουν κάνει θεά σήμερα, ἀλλά ἦταν
σύμφωνες μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα πού μιλοῦσε στήν καρδιά τους. «Εὑρίσκοντο σέ
κατάσταση φωτισμοῦ, ἐνῶ ὁρισμένοι ἀπό αὐτούς εἶχαν φθάσει καί στόν δοξασμό,
δηλαδή στήν θέωση. Ὁπότε, βλέπουμε ὅτι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία κυριαρχοῦσε τό
χαρισματικό στοιχεῖο (δηλαδή κυριαρχοῦσαν τά μέλη μέ χαρίσματα Ἁγίου
Πνεύματος), ἐνῶ τά καθιδρυματικά στοιχεῖα, δηλαδή τά τυπικά ἐκκλησιαστικά καί
διοικητικά προσόντα ἀκολουθοῦσαν». Δέν ἦταν τά πρῶτα. Τά δεύτερα ἦταν. Πρῶτα
ἦταν τά χαρισματικά, δηλαδή ἄν οἱ ἄνθρωποι πού συμμετεῖχαν ἦταν χαρισματούχοι
ἄν εἴχανε τόν φωτισμό, ἄν εἴχανε τήν θέωση. Μετά ἦταν τά τυπικά προσόντα ἄν
εἶχαν μόρφωση, ἄν εἶχαν κάποια παιδεία κ.λ.π.

«Αὐτό εἶναι σαφέστατο καί στήν Καινή Διαθήκη καί στήν ἀρχαία Ἐκκλησία καί
στούς μεγάλους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀπό τήν 1η Οἰκουμενική

329
Σύνοδο (4ος αἰών) -στήν Νίκαια- μέχρι τήν 9η Οἰκουμενική Σύνοδο, πού ἔλαβε χώρα
ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ (14ος αἰών)». Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι δέν ἦταν
ἑφτά, ἐννιά ἤτανε. Ἡ ἐπί Μεγάλου Φωτίου τό 879, ἡ ὁποία καταδίκασε τό φιλιόκβε,
ἑπομένως καί τούς Παπικούς… κι ἄς λένε κάποιοι ὅτι δέν ὑπάρχει Σύνοδος πού νά
ἔχει κατασικάσει τούς Παπικούς. Ὑπάρχει, ἐπί Μεγάλου Φωτίου, ἡ ὁποία εἶναι
Οἰκουμενική καί καταδίκασε τό φιλιόκβε, δηλαδή ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται
καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Αὐτοί τό λένε μέχρι σήμερα, ἐπιμένουν σ’ αὐτό, ἐνῶ ἔχουν
καταδικαστεῖ. Ἀλλά ἔρχονται κάποιοι «ἐξυπνάκηδες» ὀρθόδοξοι καί λένε δέν εἶναι
αἵρεση… δέν ἔχουν καταδικαστεῖ. Καθώς καί ἡ 9η Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπί
Γρηγορίου Παλαμᾶ τό 1340 πού καταδίκασε τόν ἀντι-ησυχασμό τοῦ Βαρλαάμ.

«Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν συμμαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν καρδιά τήν
ξέρουν καλά μόνο ὅσοι ἔχουν τήν νοερά προσευχή ἐνεργουμένη μέσα στήν καρδιά
τους. Ἡ νοερά προσευχή εἶναι μία ἐμπειρική ἐξακρίβωσις καί ἐπιβεβαίωσις τῆς
θεραπείας τοῦ νοός τοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια θεραπεία εἶναι ἐφικτή σέ ὅλους τούς
ἀνθρώπους, ἐφ’ ὅσον πληροῦνται οἱ πνευματικές προϋποθέσεις τῆς θεραπευτικῆς
μεθόδου. Δέν εἶναι δηλαδή προορισμένη ἤ σχεδιασμένη μόνο γιά κάτι καλογήρους,
μόνο δηλαδή γιά κάποιους πού φορᾶνε ράσα, ἀλλά γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Διότι
στήν Ἁγία Γραφή δέν φαίνεται πουθενά νά γίνεται διάκρισις μεταξύ μοναστικῆς
πνευματικότητος καί λαϊκῆς πνευματικότητος». Αὐτή ἡ λανθασμένη ἀντίληψη ὅτι
ἄλλο μοναχός καί ἄλλο λαϊκός.

Μάλιστα δέν λένε κἄν ὅτι εἴμαστε λαϊκοί, λένε ὅτι εἴμαστε κοσμικοί, πράγμα πού
σημαίνει δηλαδή ὑποταγμένοι στόν κόσμο. Τήν ἀλήθεια λένε οἱ ἄνθρωποι… ἔτσι
εἶναι! Ἀλλά δέν ἐπιτρέπεται νά εἴμαστε ἔτσι. Οἱ χριστιανοί μέσα στόν κόσμο δέν
πρέπει νά λεγόμαστε κοσμικοί ἀλλά λαϊκοί, ὅτι δέν φορᾶμε ράσα. Δέν ὑπάρχει
φυσικά αὐτή ἡ διάκριση πού γίνεται στήν πνευματικότητα καί λένε ὅτι οἱ κοσμικοί,
οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦνε στόν κόσμο, δέν χρειάζεται νά κάνουν τόσα πράγματα ὅσα οἱ
μοναχοί. Καί μέ λιγότερα σώζεσαι… καί μέ λίγη δηλαδή ἁμαρτία δέν πειράζει,
ἐπειδή εἴμαστε στόν κόσμο ὁ Χριστός τό ἀνέχεται αὐτό.

Ὄχι, ὁ Χριστός δέν εἶπε τέτοια πράγματα. Ὁ Χριστός τίς ἴδιες ἐντολές ἔδωσε καί γιά
τούς μοναχούς καί γιά τούς λαϊκούς χριστιανούς. Οἱ ἀπαιτήσεις εἶναι οἱ ἴδιες. Οἱ
ἅγιοι Πατέρες, τό ἔχουμε πεῖ, λένε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ μέσα στόν κόσμο, ὁ
λαϊκός χριστιανός, ὠφείλει νά κάνει περισσότερα ἀπό τούς μοναχούς, ὄχι λιγότερα.
Περισσότερη ἄσκηση δηλαδή, νά ἔχει περισσότερη νήψη, περισσότερη προσοχή,
γιατί ἔχει περισσότερους πειρασμούς. Αὐτό λέει ἐδῶ καί ὁ π. Ἰωάννης, ἀλλά καί ὅλοι
οἱ Πατέρες τό λένε.

«Ἡ Ἁγία Γραφή μιλάει μόνο γιά μία πνευματικότητα. Ἔχετε βρεῖ ποτέ στήν Ἁγία
Γραφή κάποιο χωρίο πού νά μιλάει ξεχωριστά γιά πνευματικότητα λαϊκῶν ἤ γιά
πνευματικότητα κληρικῶν;». Γιατί ὑπάρχει κι αὐτό, λένε: – Αὐτός εἶναι παπάς ἤ
θεολόγος καί ἀφοῦ εἶναι παπάς δικαιολογεῖται νά κάνει αὐτά πού κάνει. Ἐμεῖς

330
δικαιολογούμαστε νά κάνουμε κάτι ἄλλο, λίγο διαφορετικό ἤ καί ἀντίθετο. «Δέν
ὑπάρχει τέτοιο πράγμα στήν Ἁγία Γραφή. Ἡ ἐν Χριστῷ πνευματικότης εἶναι μία γιά
ὅλους τούς πιστούς». Γιατί κάποιες κοπέλες διστάζουν νά γίνουν παπαδιές; Γιατί θά
ἔχουν περιορισμούς. Δηλαδή, ἄν δέν γίνει παπαδιά, θά μπορεῖ νά κάνει πιό ἐλεύθερη
ζωή; Βλέπετε πόσο λάθος ἔχουμε πάρει τά πράγματα; Ἐνῶ ἴδια ζωή θά ἔπρεπε νά
κάνει καί μία πρεσβυτέρα καί κάποια πού εἶναι ἔγγαμη μ’ ἕναν λαϊκό ἄνδρα.

«Αὐτή ἡ ἐν Χριστῷ πνευματικότης εἶναι στήν οὐσία της μία θεραπευτική ἀγωγή, ἡ
ὁποία προσφέρεται ἀπό τόν Χριστό σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Εἶναι σχεδιασμένη γιά
ὅλους τούς ἀνθρώπους. Δέν εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς ἤ τούς παπάδες ἤ τούς
μορφωμένους ἤ διανοούμενους, διότι μέσα της δέν ἔχει καθόλου διανόηση», γιατί
τότε θά ἦταν, ἄς ποῦμε, γιά τούς ἔξυπνους ὁ χριστιανισμός. Ὄχι, εἶναι γιά ὅλους,
γιατί δέν εἶναι θέμα μυαλοῦ, εἶναι θέμα καρδιᾶς. Καί καρδιά ἔχουν ὅλοι καί ὅλοι
μποροῦν νά τήν καθαρίσουν ἐφόσον μποῦνε μέσα σ’ αὐτή τήν θεραπευτική
διαδικασία. «Οὔτε ἔχει σχέση μέ τά ἐξωτερικά καί φαινόμενα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά
μέ τά ἐσωτερικά καί κρυπτά».

Θά ποῦμε καί δυό λόγια γιά τήν «Ἐκκλησιαστική μουσική» καί νά κλείσουμε. «Ὁ
σκοπός τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς εἶναι νά προκαλέσει κατάνυξη ἤ
δοξολογία», νά ἐκφράσει αὐτόν τόν ἐνθουσιασμό τῆς καρδιᾶς, τόν δοξολογικό
ἐνθουσιασμό πρός τόν Θεό καί δέν ἔχει σκοπό νά προκαλέσει -προσέξτε τά λέει μέ
τόν ὄνομά τους ὁ π. Ἰωάννης- «ἐρωτικό συναισθηματισμό», ὅπως , δυστυχῶς, αὐτό
τόν σκοπό ἔχει ἕνα μεγάλο μέρος τῆς κοσμικῆς μουσικῆς. «Στήν Δυτική παράδοση
ἀπό τόν Μεσαίωνα, ἀπό τούς Φράγκους δηλαδή, καθιερώθηκε νά μή διακρίνει κανείς
τά ἐρωτικά ἀπό τά θρησκευτικά τραγούδια». Εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Σημειῶστε ὁ π.
Ἰωάννης ἦταν ἀπό μωρό στήν Ἀμερική καί εἶχε μεγάλη γνώση καί τῆς
προτεσταντικῆς θρησκευτικότητας καί τῆς παπικῆς. «Ἄν ἀκούσετε Προτεστάντες ἤ
Παπικούς νά ψάλλουν μέσα στόν ναό τους, καταλαβαίνετε ἀμέσως ὅτι τραγουδοῦν
μέσα στόν ναό. Δέν ψάλλουν. Ἀποδίδουν τά τροπάριά τους μέ ἕναν τρόπο ἐρωτικό.
Ὅταν τραγουδοῦν οἱ Παπικοί ὕμνους στήν Παναγία, δέν εἶναι μόνο τά λόγια πού
εἶναι ἐρωτικά, ἀλλά καί ἡ μουσική εἶναι ἐρωτική.

Δηλαδή εἶναι σάν νά ἐρωτοτροποῦν μέ τήν Παναγία καί σάν νά ἐρωτοτροποῦν μέ τόν
Χριστό!». Καί στήν ζωγραφική τους ὑπάρχει πάλι αὐτό τό στοιχεῖο καί ντρέπεται
κανείς νά κοιτάξει τίς εἰκόνες ἔτσι πού δείχνουν τήν Παναγία. Ἀφήνω πού οἱ
ζωγράφοι ἔπαιρναν τήν φιλενάδα τους καί τήν ἔβαζαν πρότυπο -συγγνώμη πού τά
λέω ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἔγραφαν μετά ἀπό πάνω Madonna καί νά ἡ
Παναγία! Ἔτσι εἶναι ἡ Παναγία;… Λείπει τελείως δηλαδή τό ἀσκητικό στοιχεῖο καί
τό στοιχεῖο τῆς κατάνυξης καί τῆς δοξολογίας. Ἁπλῶς διεγείρεται τό συναίσθημα,
δηλαδή τό παθητικό τῆς ψυχῆς, τό θυμικό καί τό ἐπιθυμητικό. «Μέ τό συναίσθημα
προσπαθοῦν νά προκαλέσουν μία συναισθηματική θρησκευτικότητα στά μέλη
τους». Μπορεῖ νά φτάσουν νά ἔχουν καί δάκρυα κ.λ.π. ἀλλά αὐτό εἶναι πού σοῦ
γεμίζει τήν ψυχή; Πού σέ ἑνώνει μέ τόν Θεό; Ὄχι, βέβαια. Γιατί αὐτές οἱ δυνάμεις

331
εἶναι τό κατώτερο κομμάτι τῆς ψυχῆς, τό ἀνώτερο εἶναι τό λογιστικό, εἶναι ὁ νοῦς
καί σ’ αὐτό στοχεύει ἠ Ὀρθοδοξία καί ὁ Χριστός καί ἡ ἀλήθεια, στό νά καθαριστεῖ ὁ
νοῦς καί νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Γι’ αὐτό καί ἡ λατρεία μας λέγεται λογική λατρεία,
δέν λέγεται συναισθηματική λατρεία. Λογική, δηλαδή γίνεται μέ τόν νοῦ.

«Ἐπειδή λοιπόν ἡ Παράδοσίς τους –τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν- ἔχει αὐτόν
τόν συναισθηματικό χαρακτήρα, γι’ αὐτόν τόν λόγο οἱ σοβαροί ἄθρωποι στήν
Ἀμερική καί στήν Εὐρώπη δέν θρησκεύουν». Αὐτοί πού δέν λειτουργοῦν δηλαδή μέ
τό συναίσθημα.Ὄχι ὅτι δέν ἔχουν συναίσθημα. Ἔχουν συναίσθημα, ἀλλά
κυριαρχοῦν στόν ἑαυτό τους μέ τήν λογική, ὅπως πρέπει. Ἀλλοίμονο ἄν κυριαρχήσει
στόν ἄνθρωπο τό συναίσθημα… θά κάνει παράλογα πράγματα. Οὔτε βέβαια θά
πρέπει νά ἀπαξιώσουμε τελείως τό συναίσθημα καί νά γίνουμε ἀνέραστοι, νά μήν
ἀγαποῦμε, νά μήν ἔχουμε καθόλου συναισθήματα. Ὄχι, ἀλλά θά πρέπει τό
συναίσθημα νά ὑποτάσσεται στήν λογική. Ὁ νοῦς νά εἶναι ὁ κυβερνήτης. Τό
λογιστικό δηλαδή νά κυβερνᾶ τό παθητικό τῆς ψυχῆς, νά κυβερνᾶ τόν θυμό καί τήν
ἐπιθυμία. «Ἐπειδή λοιπόν ἡ Παράδοσίς τους ἔχει αὐτόν τόν συναισθηματικό
χαρακτήρα, οἱ σοβαροί ἄνθρωποι δέν θρησκεύουν καί δηλώνουν εἴτε ἄθεοι εἴτε
ἀγνωστικιστές, ἄθρησκοι, «διότι δέν πείθονται μέ τέτοιους συναισθηματισμούς».
Ἔ, λένε, τί νά κάνουμε τραγουδάκια… τά κάναμε μικροί αὐτά.

«Ὅσοι θρησκεύουν ἐκεῖ –στή Δύση-, εἶναι συναισθηματικοί ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι


ὅμως δέν εἶναι καί συνεπεῖς στήν ἔρευνα. Γενικά ἐννοῶ στήν ἔρευνα». Δηλαδή δέν
ἐρευνοῦν νά βροῦν τήν ἀλήθεια. «Ἕνας συνεπής Εὐρωπαῖος ἤ Ἀμερικανός εἶναι
φυσικό νά εἶναι ἄθεος κάτω ἀπό τέτοιες προϋποθέσεις καί νά μήν εἶναι οὔτε Παπικός
οὔτε Προτεστάντης», γιατί δέν τούς προσφέρεται ἡ ὀρθή πίστη, τους προσφέρεται
ἕνας συναισθηματισμός. «Βαρειά βέβαια εἶναι αὐτή ἡ κουβέντα, ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ
πραγματικότητα. Διότι ἕνας σοβαρός ἐπιστήμων δέν εἶναι δυνατόν νά παραδεχθεῖ
ποτέ τά θεμέλια τῆς Παπικῆς ἤ Προτεσταντικῆς θεολογίας». Ἄν κανείς δηλαδή, λέει
ὁ π. Ἰωάννης, ἔκανε ἔρευνα σοβαρή ἱστορική, καί τό κάνουν οἱ σοβαροί ἄνθρωποι
στήν Δύση, θά διαπίστωνε ἀκριβῶς τήν σαθρότητα τῶν θεμελίων τόσο τῆς Παπικῆς
θεολογίας ὅσο καί τῆς Προτεσταντικῆς. Ἕνα δόγμα μόνο νά πάρουμε τό ἀλάθητο
τοῦ Πάπα.

Ἀπό ποῦ καί ὡς ποῦ ὑπάρχει ἀλάθητο στόν Πάπα; Ἕνας σοβαρός ἄνθρωπος θά
πιστέψει ποτέ ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀλάθητος; Ἀπό τούς παπικούς μιλάω ὄχι ἀπό μᾶς…
δέν τό πιστεύουνε. Καί φυσικά μετά ἀπορρίπτουν τά πάντα. Σοῦ λέει: Αὐτή εἶναι ἡ
θρησκεία μας; Αὐτό θά πιστέψουμε; Καί μιλᾶμε γιά ἕνα δόγμα. Ὅλα τά δόγματα πού
ἔχουν οἱ Παπικοί, ἄν τά ἐξετάσεις, εἶναι σαθρά, δέν στηρίζονται δηλαδή στήν
ἀλήθεια. Ἕνας λοιπόν πού ἐρευνᾶ σωστά, τό βρίσκει. Ἕνας ὅμως πού εἶναι ἁπλῶς
συναισθηματικός, θά πηγαίνει στήν Ἐκκλησία ἔτσι, γιατί τοῦ ἀρέσουν τά
τραγουδάκια. Τέτοιοι εἶναι οἱ πιστοί τῆς Δύσεως.

332
«Γι’ αὐτό βλέπει κανείς τούς ναούς τους ἄδειους». Τώρα τούς πουλᾶνε κιόλας, τούς
κάνουν piano bar, χίλια δυό πράγματα. Καί στήν Ἰταλία καί στήν Ἀγγλία πωλοῦνται
οἱ ναοί. Ἑπόμενο εἶναι, ἀφοῦ δέν ὑπάρχουν πιστοί. Μάλιστα ἄκουσα ὅτι τούς
στέλνουν μέ τό ταχυδρομεῖο τήν «Όστια», τήν Θεία Κοινωνία… γιά νά μήν πᾶνε κἄν
στήν Ἐκκλησία…

«Τό ἴδιο φοβοῦμαι ὅτι θά πάθει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». Προσέξτε, αὐτό ἔχει
σημασία καί γιά μᾶς, γιατί καί σέ μᾶς ὑπάρχει αὐτή ἡ τάση τοῦ ἐκσυναισθηματισμοῦ
τῆς πίστης, νά κάνουμε κι ἐμεῖς τήν πίστη μας συναισθηματική. Ἤδη βλέπουμε στό
διαδίκτυο, σέ ὀρθοδοξους ναούς πιάνο, μουσικά ὄργανα, σοπράνο (!) καί τραγουδᾶνε
μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐπιτρέπονται αὐτά τά πράγματα; Ἤ νά κάνουμε ἐκδηλώσεις
τύπου φιλολογικῶν μνημοσύνων μέσα στήν Ἐκκλησία… Αὐτό εἶναι ἄκρα
ἐκκοσμίκευση καί μία τάση νά κάνουμε τήν πίστη μας συναισθηματική. Ἀλλά, γιατί
τό παθαίνουμε αὐτό; Διότι ἀκριβῶς ἔχουμε χάσει κι ἐμεῖς τά ὀρθόδοξα κριτήρια,
ἔχουμε χάσει τήν θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας. Καί σοῦ λέει: τί πειράζει; Ὡραῖο
πράγμα εἶναι… ἀκοῦς ἕνα ὡραῖο τραγούδι. Καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὑπάρχει καί
μιά ἐκλογίκευση τῆς πίστεως, μιά παραθεώρηση δηλαδή τῆς χαρισματικῆς
διάστασης, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί προσπαθοῦμε νά κάνουμε τήν πίστη μας μιά
ὑπόθεση μόνο τῆς λογικῆς. Νά τό πῶ ἁπλά.

Τί εἶναι ὅλες οἱ μεταφράσεις πού προσπαθοῦν νά κάνουν στά λειτουργικά κείμενα


καί στήν Ἁγία Γραφή ἀκόμα; Λένε γιά νά καταλαβαίνει ὁ λαός, πρέπει νά τά
μεταφράσουμε τά κείμενα. Δηλαδή ὅλη ἡ ἱστορία εἶναι στήν λογική, νά τό
καταλαβαίνουμε μέ τή λογική, πού δέν εἶναι τίποτα δύσκολο νά τό καταλάβεις καί μέ
τή λογική. Ἐμεῖς ἔχουμε μέσα στήν γλώσσα μας τίς λέξεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς
γλώσσας καί κάποιες πού εἶναι ἄγνωστες, ἅμα μπεῖ στόν κόπο ὁ ἱερέας λίγο-λίγο νά
τίς ἐξηγήσει, σέ πολύ λίγο χρόνο θά ξέρουμε ὅλες τίς λέξεις. Ἀλλά ποῦ ἑδράζεται
ὅλη αὐτή ἡ προσπάθεια τῆς μετάφρασης; Στό ὅτι νομίζουμε ὅτι μέ τό νά τά
καταλάβουμε διανοητικά πλήρως ὅλα αὐτά, θά ζήσουμε καί τόν Θεό. Ὄχι, δέν θά
ζήσουμε ἔτσι τόν Θεό μέ τό νά καταλάβουμε μέ τήν λογική τό Εὐαγγέλιο, τούς
Κανόνες καί τά τροπάρια, ἀλλά θά Τόν καταλάβουμε ὅταν καθαρίσουμε τήν καρδιά
μας. Κι αὐτό μπορεῖ νά τό κάνει κι ἕνας ἀγράμματος πού δέν καταλαβαίνει σχεδόν
τίποτα κι ὅμως λέει: τί ὡραῖα πού εἶναι στήν Ἐκκλησία! τί ὡραῖα πού ἦταν σήμερα…
πετοῦσε ἡ ψυχή μας! Γιατί μιά γιαγιά δέν καταλαβαίνει τίποτα, ἀλλά καταλαβαίνει
τό Ἅγιο Πνεῦμα πού ἔχει μέσα της ἐνεργό καί συμπροσεύχεται κι αὐτή μέ Αὐτό.

Τό ἴδιο, λέει ὁ π. Ἰωάννης -κι ἐδῶ εἶναι προφητικός προσέξτε- θά πάθει καί ἡ
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, θά γίνει δηλαδή ἕνας ἐκσυναισθηματισμός καί μιά
ἐκλογίκευση τῆς πίστεως καί τῆς λατρείας «ἄν ἐπιτρέψει τόν εὐσεβισμό, τόν
συναισθηματισμό καί τήν διανόηση νά κατακτήσουν τόν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου
θεολογίας, διότι ἡ κρίσις, πού νομίζω ὅτι περνάει σήμερα ἡ Ἐκκλησία» καί μιλάει
γιά τό 1983, σκεφτεῖτε τί θά ἔλεγε σήμερα! «θά εἶναι καί ἡ τελευταία Της. Μετά δέν
θά ὑπάρχει τίποτε ὄρθιο γιά νά σαλευθεῖ καί νά ὑποστεῖ κρίση».

333
Δέν θά ὑπάρχει Ἐκκλησία δηλαδή. Ὄχι παγκοσμίως. Μιλάει γιά τήν ὀρθόδοξη
ἑλληνική Ἐκκλησία. Παγκοσμίως κάπου θά ὑπάρχει σίγουρα, γιατί μᾶς τό εἶχε πεῖ ὁ
Χριστός ὅτι «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18), τῆς Ἐκκλησίας.
Ὄχι τῆς ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας, γενικά τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν, λοιπόν, κι ἐμεῖς δέν
προσέξουμε θά πᾶμε πρός τά ἐκεῖ. Ἤδη πᾶμε πρός τά ἐκεῖ… σᾶς εἶπα τά διάφορα
φαινόμενα πού ἔχουμε. Πρίν ἀπό ἕνα-δύο χρόνια εἶχε γίνει μία συναυλία, μέ τόν
Νταλάρα νομίζω, μέσα στόν Ἅγιο Παντελεήμονα, τήν μεγαλύτερη ἐκκλησία τῶν
Ἀθηνῶν. Τό φάγαμε κι αὐτό… τά τρῶμε ἔτσι ὅλα αὐτά χωρίς νά διαμαρτυρόμαστε.

Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀλλοίωση τῆς πίστεως καί τῆς θεραπευτικῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἤ
μᾶλλον ἡ πλήρης παραγνώριση τοῦ θεραπευτικοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας καί κάνουμε
πλέον καί τήν Ἐκκλησία ἕναν ὀργανισμό πού προσφέρει ὡραῖα τραγούδια, καλή
μουσική, συναίσθημα καί μιά ἱκανοποίηση διανοητική, τοῦ πνεύματος καί ὄχι μία
κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί μία ἐξυγίανση τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου.

Αὐτά ἤθελα νά πῶ σήμερα καί νά δοξάσουμε τόν Θεό… καί γιά τόν π. Ἰωάννη πού
μᾶς τά λέει. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού τά καταλαβαίνει καί ζεῖ τά ὀρθόδοξα αὐτά
πού καθαρίζουν τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, πού ζεῖ δηλαδή τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

334
Πῶς οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀντιμετώπισαν τούς αἱρετικούς
(Πατερική Θεολογία – 26ο Μέρος)

Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ περνᾶμε στό Δεύτερο Μέρος τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, πού
ἔχει γενικό τίτλο: «Περί τῆς διδασκαλίας τῶν αἱρετικῶν καί πῶς οἱ Πατέρες τούς
ἀντιμετώπισαν». Λέει ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης: «Ὅταν κάποιος φθάσει στήν
θέωση, ξαναζεῖ ὅλες τίς φάσεις τῆς Ἀποκαλύψεως (Μεταμόρφωση – Πεντηκοστή),
πού σημαίνει ὅτι ὁ θεούμενος ξαναζεῖ ὅλες τίς ἀλήθειες πού ἀπεκαλύφθησαν στούς
Ἀποστόλους. Τότε διαπιστώνει ἐμπειρικά ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία ἔχει χαρακτήρα
κυκλικό καί ὅτι ὁ κύκλος ἔχει ὡς πυρῆνα τήν Ἐνσάρκωση», τήν σάρκωση τοῦ
Λόγου, πού γιορτάσαμε πρίν λίγες μέρες, τά Χριστούγεννα. «Ὁ πυρῆνας εἶναι ὁ
σαρκωμένος Λόγος». Ἡ θεολογία μας δηλαδή ἔχει κέντρο τήν Σάρκωση. Εἶναι τό
μεγαλύτερο, τό κορυφαῖο γεγονός, τό ὁποῖο, θά λέγαμε, ἔκοψε στή μέση τήν ἱστορία
τοῦ κόσμου, τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος. «Αὐτό εἶναι ἕνα κυκλικό
φαινόμενο, πού ἔχει ἕναν πυρῆνα ἤ, ἄν θέλετε, ἕνα ἑλικοειδές φαινόμενο, πού ἔχει
ἕναν ἄξονα καί αὐτός ὁ ἄξονας εἶναι ὁ σαρκωμένος Λόγος».

Γι’ αὐτό λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ποιός εἶναι ὁ ἀντίχριστος; Αὐτός ὁ
ὁποῖος δέν πιστεύει ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος» (Α΄Ἰω. 4,3). Αὐτό ἀκριβῶς
ἀρνοῦνται οἱ πάντες, ἐκτός ἀπό τούς Χριστιανούς. Καί οἱ Μουσουλμάνοι τό
ἀρνοῦνται. Ὁ Χριστός θεωρεῖται ἀπό αὐτούς ἕνας ἁπλός προφήτης. Ὄχι Θεός
βέβαια! Καί οἱ Ἑβραῖοι ὁπωσδήποτε τόν ἀρνοῦνται τόν Χριστό ὡς Θεό, ἀφοῦ Τόν
φόνευσαν. Ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει ὡς κέντρο αὐτό, ὅτι ὁ Θεός ἔγινε
ἄνθρωπος, τό ὁποῖο πρέπει νά εἶναι τό κέντρο καί τῆς δικῆς μας πίστης καί ζωῆς.
Εἶναι συγκλονιστικό νά τό σκεφτεῖ κανείς!

«Βλέποντας τόν Λόγο βλέπουμε τόν Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίω. Βλέποντας τόν
Λόγο -τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό- βλέπουμε τήν
Ἐκκλησία. Βλέποντας τόν Λόγο βλέπουμε τήν Κοινωνία τῶν Ἁγίων», γιατί καί οἱ
Ἅγιοι τί εἶναι παρά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Ἡ Ἑκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Βλέποντας τόν Χριστό βλέπουμε ὅλη τήν Ἐκκλησία. «Βλέποντας τόν Λόγο
βλέπουμε ὅλα τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας», γιατί, πάλι, ὅλα τά Μυστήρια ξεκινοῦν
ἀπό τόν Χριστό καί ὀ Χριστός εἶναι πού τελεῖ ὅλα τά Μυστήρια καί ἡ Χάρις πού μᾶς
δίνει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Χριστοῦ. «Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ, καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
εἴη μετά πάντων ὑμῶν», μᾶς εὔχεται ὁ ἱερέας σέ κάθε Λειτουργία.

«Χωρίς τήν θεωρία αὐτοῦ τοῦ πυρῆνα δέν βλέπει κανείς σωστά τά πράγματα». Ἅμα
ὁ ἄνθρωπος , δηλαδή, δέν ἔχει ὡς κέντρο αὐτό τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἔγινε
ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά δεῖ σωστά τίποτε. «Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάσει σ’ αὐτόν τόν

335
πυρῆνα κατά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, τότε, ἐπειδή φθάνει νά τοῦ ἔχει
ἀποκαλυφθεῖ πᾶσα ἡ ἀλήθεια, γίνεται ἀπλανής περί τά θεῖα». Τότε, δηλαδή, δέν
πλανᾶται. Ὅταν φθάσει στήν θέωση, τότε τοῦ ἀποκαλύπτεται πᾶσα ἡ ἀλήθεια καί
στό μέτρο πού μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος μετέχει στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ τήν δόξα τοῦ
Θεοῦ καί τοῦ ἀποκαλύπτονται τά θεολογικά Μυστήρια. Ἀλλά κι αὐτό πάλι στό μέτρο
τό ἀνθρώπινο, ὅσο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος. Τό ὅτι βέβαια μετά γίνεται ἀπλανής στά θεῖα,
ὅπως λέει ἐδῶ ὁ π. Ἰωάννης, ὅτι δέν πλανᾶται, δέν σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός
γίνεται ἕνας Πάπας στήν Ἐκκλησία, ἀλάθητος δηλαδή. Στήν Ἐκκλησία δέν ἔχουμε
Πάπες, δηλαδή δέν ὑπάρχει κανένας ἀλάθητος. Μόνο ἡ Ἐκκλησία ὡς Σύνοδος
ἐκφράζεται ἀλαθήτως, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὅταν βεβαίως οἱ Ἀποφάσεις της εἶναι
δεκτές καί ἀπό τήν δογματική συνείδηση τῆς ὅλης Ἐκκλησίας, τοῦ λαοῦ δηλαδή, πού
μαζί μέ τόν κλῆρο ἀποτελεῖ τήν Ἐκκλησία.

«Ἐπειδή ἡ ἀποκάλυψις περί τῶν θείων Μυστηρίων εἶναι ἡ ἴδια σέ ὅλους τούς
θεουμένους, γι’ αὐτό ὑπάρχει ταυτότης διδασκαλίας σέ ὅλους τούς
θεουμένους». Ὅταν φτάσει κάποιος στήν θέωση δηλαδή, βλέπει καί θεωρεῖ καί ἔχει
ἀνάλογη ἐμπειρία μέ αὐτή πού εἶχαν ὅλοι ὅσοι εἶχαν φτάσει πρίν ἀπό αὐτόν. Δέν τοῦ
ἀποκαλύπτεται κάτι ἄλλο, ἕνας ἄλλος Θεός, ἀλλά ἡ ἐμπειρία εἶναι τῆς ἴδιας
ταυτότητας, ταυτίζεται μέ τίς προηγούμενες ἐμπειρίες τῆς θεώσεως. Γι’ αὐτό καί ὁ
Ἅγιος εἶναι αὐτός πού καταλαβαίνει τόν Ἅγιο. Χρειάζεται, ἑπομένως, κανείς νά ἔχει
κάποιον πνευματικό ὁδηγό γιά νά ἐξιχνιάσει κατά κάποιο τρόπο, νά ἀνακρίνει, νά
κατανοεῖ καί νά πορεύεται σωστά, γιά νά μήν πλανηθεῖ. «Αὐτή εἶναι ἡ Πατερική
παράδοση, στήν ὁποία ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναφέρονται», δηλαδή ἡ παράδοση τῆς
κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης.

«Ὅταν κάποιος ἀποκοπεῖ ἀπό αὐτόν τόν πυρῆνα τῆς ἐμπειρίας καί ἀπό αὐτήν τήν
διδασκαλία», ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά περάσει
ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό καί στήν θέωση, «ἀκόμη καί ἀπό τήν ἱστορία αὐτῆς
τῆς διδασκαλίας, εἶναι ἀδύνατο νά μήν πέσει σέ αἵρεση, ἐάν προσπαθήσει νά
θεολογήσει». Ἕνας ἄνθρωπος πού προσπαθεῖ νά θεολογήσει, χωρίς προηγουμένως
νά ἔχει μετανοήσει, χωρίς νά ἔχει καθαριστεῖ ἀπό τά πάθη του, χωρίς νά ἔχει φτάσει
στόν φωτισμό καί στήν θέωση, εἶναι πολύ πιθανό, γιά νά μήν ποῦμε 100% βέβαιο,
ὅτι θά πεῖ πλανεμένα πράγματα, λαθεμένα πράγματα. Κι ἄν δέν πέσει σέ αἵρεση, λέει
ὁ π. Ἰωάννης, τουλάχιστον θά πέσει σέ παρερμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἤ τῆς ἱερᾶς
Παραδόσεως.

Γι’ αὐτό ἔχουμε αὐτό τό πολύ ἄσχημο σύγχρονο φαινόμενο τῆς λεγόμενης
«μεταπατερικῆς» θεολογίας, ἀλλά καί τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία
παίρνει διαστάσεις μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, τῶν ὑποτιθέμενων Ὀρθοδόξων δηλαδή,
πού θεωροῦνται ὅτι εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐπειδή ἀκριβῶς ἔχουν ἀποκοπεῖ
ἀπό αὐτή τήν παράδοση τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης, λένε αὐτά τά
πλανεμένα πράγματα, ὅτι δηλαδή οἱ Πατέρες εἶναι ξεπερασμένοι, καί ὄχι μόνο…
φτάνουν νά λένε κάποιοι Οἰκουμενιστές, καί κορυφαῖα μάλιστα στελέχη, ὅτι μᾶς

336
κληροδότησαν τόν διχασμό μεταξύ μας καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι διηρημένη καί
διασπασμένη ἐξαιτίας τῶν Πατέρων! Ἦταν φανατικοί οἱ Πατέρες λοιπόν(!) καί μᾶς
διέσπασαν κι ἐμεῖς τώρα πέσαμε σ’ αὐτή τήν συνέχεια, ἡ ὁποία ὀφείλεται στό ὅτι οἱ
ἴδιοι πέσανε θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως! Ἄκουσον, ἄκουσον! Δηλαδή
καταργοῦμε τήν ἁγιότητα καί ἐμεῖς πᾶμε πάνω ἀπό αὐτούς, τούς κατακρίνουμε καί
οὐσιαστικά τούς ἐκθρονίζουμε, τούς βγάζουμε ἀπό ἁγίους… Γιατί δέν μπορεῖ νά
εἶσαι θύμα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καί νά εἶσαι καί ἅγιος καί ἡ Ἐκκλησία νά λέει ὅτι
εἶσαι καί διδάσκαλός της…

Κι ὅμως σήμερα φτάνουν καί Ἱεράρχες καί Πατριάρχες καί κορυφαῖοι καί θεολόγοι
νά λένε τέτοια πράγματα, γιατί ἀκριβῶς ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπό αὐτόν τόν πυρῆνα, λέει
ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης. Μάλιστα καί τόν ἴδιο τόν π. Ἰωάννη δέν θέλουν νά τόν
ἀκοῦνε, γιατί ἀκριβῶς λέει αὐτά πού εἶναι ἡ ὀρθόδοξη παράδοση, πού εἶναι ἡ
ἀλήθεια. Ἄν κανείς δέν καθαριστεῖ, δέν μπορεῖ νά θεολογήσει. Γι’ αὐτό καί στό Ἅγιο
Ὄρος δέν ἐπιτρέπουν στούς ἀρχάριους μοναχούς νά ἀσχολοῦνται μέ δογματικά
θέματα. Γιατί πολύ εὔκολα πέφτει σέ πλάνη ὁ ἄνθρωπος πού ἐπιχειρεῖ νά θεολογήσει
ὄντας ἀκάθαρτος, χωρίς κάθαρση. Τό λέει καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὅτι τό
θεολογεῖν εἶναι αὐτῶν πού ἔχουν φτάσει στήν θεωρία, «διαβεβηκότες ἐν θεωρία» –
θεωρία τοῦ Θεοῦ ἐννοεῖ – καί αὐτοί εἶναι οἱ θεωμένοι. Ἤ τουλάχιστον, λέει, εἶναι
καθαροί, ἤ τουλάχιστον ἔχουν μπεῖ στήν πορεία τῆς κάθαρσης, ἀγωνίζονται γιά νά
καθαριστοῦν. Ἀλλά αὐτοί, γιά νά ἔχουν ἀπλανή θεολογία, θά πρέπει νά ἀκολουθοῦν
τούς ἤδη θεωμένους Πατέρες.

Γιατί πρωτογενή θεολογία, πρωτότυπη θά λέγαμε θεολογία, παράγουν αὐτοί πού


βλέπουν τόν Θεό, οἱ θεωμένοι. Οἱ ἄλλοι εἶναι ἁπλῶς θεολογοῦντες καί πρέπει νά
ἀκολουθοῦν τούς θεωμένους, ἄν θέλουν νά μιλήσουν σωστά γιά τόν Θεό. Ἀλλά, ὅταν
ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀκάθαρτος, ἔχει ἔπαρση, ἔχει ὑπερηφάνεια, δέν ἀκολουθεῖ τούς
θεωμένους καί ἀκολουθεῖ τήν σκέψη του, τόν στοχασμό του καί πέφτει σέ αἱρέσεις
καί σέ πλάνες. Κατεξοχήν κανείς τό βλέπει αὐτό σ’ αὐτούς τούς σύγχρονους
ἐκφραστές τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἔχουνε
μεγάλη ἔπαρση. Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἔχουν μεγάλο ἐγωισμό γιά αὐτό καί λένε «κι
ἐμεῖς πατέρες εἴμαστε, ἀφῆστε τούς πατέρες τούς παλιούς». Ἔτσι γίνεσαι Πατέρας;
Μέ τό νά τό πεῖς ἤ μέ τό νά σοῦ λένε οἱ ἄλλοι πάτερ καί πάτερ… Δέν γίνεσαι ἔτσι.
Γιά νά γίνεις Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, θά πρέπει νά ἔχεις φτάσει στήν θέωση.

«Τό ὅτι θά πέσει εἶναι ἀναπόφευκτο. Ἄν ὄχι σέ αἵρεση, τουλάχιστον σέ παρερμηνεία,


εἴτε τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἴτε τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Ἔτσι οἱ Πατέρες, πού εἶχαν
αὐτήν τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, ἤξεραν ὅτι δι’ αὐτῆς ἔγιναν κατά χάριν θεοί». Τό
ἤξεραν! Ἀλλά, ἐπειδή ἦταν καθαροί, δέν ἔπεφταν σέ ἔπαρση, σέ ὑπερηφάνεια. Ποιός
πέφτει σέ ὑπερηφάνεια; Αὐτός πού εἶναι βρώμικος, πού ἔχει ἰδέα μέσα του ὅτι εἶναι
κάτι. Οἱ Ἅγιοι εἶχαν καθαριστεῖ ἀπό αὐτό τό πράγμα, ὁπότε ἔφτασαν στήν κορυφή
τῆς ἁγιότητας, στήν θέωση, χωρίς νά ἔχουν ὑπερηφάνεια. Γιατί ἤξεραν ὅτι αὐτό πού
ἔχουν εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἤξεραν πολύ καλά τί ἔχουν, ὅτι εἶναι κατά χάριν θεοί, ἀλλά

337
δέν τό θεωροῦσαν ἀφορμή γιά νά ὑπερηφανευτοῦν. Ἔλεγαν ὅτι αὐτό εἶναι δῶρο τοῦ
Θεοῦ, δέν εἶναι δικό μου καί, ὅταν τούς δόξαζαν οἱ ἄνθρωποι «τί ἅγιοι πού εἶστε…
καί τί θαύματα πού κάνετε!», ἔλεγαν «ἐμεῖς τά κάνουμε τά θαύματα; Ποιά θαύματα;
Ἐγώ δέν ἔκανα τίποτα. Ὁ Θεός τά κάνει τά θαύματα». Καί τό ἐννοοῦσαν αὐτό, δέν
ἦταν ἕνα σχῆμα ταπεινολογίας.

«Οἱ Πατέρες», λοιπόν, «ἤξεραν ὅτι εἶναι κατά χάριν θεοί ἀλλά ὄχι κατά φύσιν». Ὁ
Χριστός, ὅμως, πού εἶναι ὁ σαρκωμένος Λόγος, εἶναι κατά φύσιν Θεός. «Ὁ Ἄρειος
ἔλεγε ὅτι ὁ σαρκωμένος Λόγος εἶναι κατά χάριν Θεός». Ἐξομοίωνε, δηλαδή, τόν
σαρκωμένο Λόγο, τόν Χριστό, μέ μᾶς. Ἐμεῖς γινόμαστε κατά χάριν θεοί ἀλλά
Χριστός δέν ἦταν κατά χάριν, ἦταν κατά φύσιν Θεός. «Οἱ Πατέρες ἔλεγαν: ὁ Χριστός
εἶναι κατά φύσιν Θεός. Ὁ σαρκωμένος Λόγος εἶναι κατά φύσιν Θεός. Ὁ Ἄρειος
ὑπεστήριζε ὅτι ὁ σαρκωμένος Λόγος εἶναι κατά χάριν ἡ πηγή τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ
Πατρός. Ὁ Ἄρειος ναί μέν δέν ἠρνεῖτο ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀκτίστου
δόξης, ὑπεστήριζε ὅμως ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἡ φυσική πηγή τῆς ἀκτίστου δόξης,
ἀλλά ἡ κατά χάριν πηγή τῆς ἀκτίστου δόξης.

Ἔλεγε ὅτι, ἀφοῦ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις εἶναι κτίσμα, ἄρα ὁ Χριστός εἶναι κατά χάριν
Θεός», ὄχι κατά φύσιν. Ἔφτανε νά λέει αὐτά τά πλανεμένα πράγματα, γιατί στό
βάθος ὑπῆρχε αὐτό τό ὑπόβαθρο τῆς ἀκαθαρσίας, τῆς ἔπαρσης. Γι’ αὐτό καί, ὅταν
ἀργότερα κατάλαβε τό λάθος του, δέν μποροῦσε νά τό ἀρνηθεῖ δημοσίως , γιατί
ἔλεγε ʿτί θά πεῖ ὁ κόσμος;… ἐγώ τόσο κόσμο πῆρα μαζί μου, μέ ἐπευφημοῦνε…᾽.
Εἶχαν φτιάξει καί τραγουδάκια γιά νά διαδίδουν πιό εὔκολα τίς πλάνες του! Τόν
ἀκολουθοῦσε πολύς κόσμος! ʿΤώρα πῶς θά τούς πῶ ὅτι κάναμε λάθος᾽. Δέν
τολμοῦσε! Γιατί ἦταν ἀκάθαρτος. Ἄν ἦταν καθαρός, θά τό τολμοῦσε νά πεῖ ʿναί,
ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ, ἔσφαλλα… στόπ, γυρνᾶμε πίσω, δέν εἶχα δίκαιο᾽. Ἀλλά
ἐπειδή εἶχε ὑπερηφάνεια, εἶχε κενοδοξία, ἔμεινε στήν πλάνη. Βλέπετε τί σημαίνει νά
εἶναι κανείς ἀκάθαρτος; Κάνει τρομερά λάθη καί δέν γυρνάει πίσω. Δέν θέλει νά
γυρίσει πίσω. Ντρέπεται νά γυρίσει πίσω μετά, γιατί δέν στηρίζεται στόν Θεό, ἀλλά
στήν δόξα τοῦ κόσμου καί σοῦ λέει ἅμα χάσω αὐτή τήν δόξα, μετά ποῦ θά στηριχτῶ;
… δέν ἔχω πουθενά νά στηριχτῶʾ. Ἄν τό τολμοῦσε, θά τόν ἔσωζε κι αὐτόν ὁ Θεός.
Ὁ Ἄρειος εἶχε οἰκτρό τέλος, βγῆκαν τά ἐντόσθιά του μέσα στήν τουαλέτα. Φοβερό
τέλος! Καί ἀπό ὅ,τι φαίνεται πέθανε ἀμετανόητος.

«Ὁ Ἄρειος τόνιζε ὅτι ὁ Λόγος ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρός πρό τῶν αἰώνων. Παρ’ ὅλα
αὐτά κατηγορεῖται, ἀπό τόν Μέγα Ἀθανάσιο ὄτι ὑπεστήριζε τήν ἐν χρόνω γέννηση
τοῦ Λόγου. Γιατί ὅμως; Διότι προσέθετε τό «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν». Ὁ Ἄρειος εἶχε
μπερδέψει κι αὐτό τό θέμα τοῦ χρόνου. Ξέρουμε ὅτι ὁ Θεός-Λόγος εἶναι ὁ
δημιουργός καί τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου. Ὁ Ἄρειος ἔλεγε ὅτι ὑπῆρχε κάποτε
χρόνος κατά τόν ὁποῖο δέν ὑπῆρχε ὁ Θεός-Λόγος, ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν. Ὑπῆρχε
κάποιο χρονικό διάστημα κατά τό ὁποῖο δέν ὑπῆρχε ὁ Θεός-Λόγος. Ἔδιδε δηλαδή
μία χρονική ἀρχή στόν Λόγο. Ἄρα, εἶναι κατώτερος ἀπό τόν Πατέρα, εἶναι κτίσμα.
Ὑποβίβαζε τόν Θεό-Λόγο ὅτι Τόν ἔφτιαξε ὁ Θεός-Πατέρας. Ἐνῶ, ἡ Ἁγία Γραφή τί

338
μᾶς λέει; Ὅτι «γεννᾶται». Δέν κτίζεται, ἀλλά γεννᾶται. Τί θά πεῖ γεννᾶται τώρα, δέν
ξέρουμε. Γεννᾶται προπάντων τῶν αἰώνων ὁ Λόγος ἐκ τοῦ Πατρός.

«Τό «ποτέ» καί τό «ὅτε» εἶναι ὅμως χρονικά ἐπιρρήματα. Διότι, ὅταν λέγει κανείς τό
«ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», σημαίνει ὅτι ὑπῆρχε κάποιο χρονικό διάστημα, κατά τό ὁποῖο
δέν ὑπῆρχε ὁ Λόγος. Γλωσσικά αὐτό σημαίνει. Ἀλλά μέσα στά πλαίσια τῆς
Ἀποφατικῆς θεολογίας ὅ,τι καί νά πεῖ κανείς γιά τόν Θεό, περιορίζεται στά χρονικά
κατηγορήματα. Ὁποιαδήποτε λέξη καί ἄν χρησιμοποίησει κανείς γιά τόν Θεό, δέν
μπορεῖ νά ἀποφύγει τίς διαστάσεις τοῦ χρόνου. Γιατί; Π.χ. λέμε: Ὁ Λόγος γεννᾶται
ἐκ τοῦ Πατρός. Γλωσσικά, ἐξ ἐπόψεως νοήματος αὐτό τό γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός
μπορεῖ νά σημαίνει εἴτε ὅτι κάποτε γεννήθηκε ἐκ τοῦ Πατρός ἤ ὅτι ἀενάως γεννᾶται
ἐκ τοῦ Πατρός ἤ ὅτι ἐν χρόνω γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός. Τό ἴδιο συμβαίνει καί ὅταν
λέγει κάποιος ὅτι: Ὁ Λόγος ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρός.

Οἱ Πατέρες, γιά νά πλαισιώσουν τήν διδασκαλία τους καί γιά νά περιφράξουν τήν
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά χρησιμοποιοῦν διάφορες
ὁρολογίες. Βέβαια καί οἱ Πατέρες λένε ὅτι ὁ Λόγος πρό τῶν αἰώνων ἐγεννήθη ἐκ τοῦ
Πατρός. Ἀλλά ἐκεῖνο πού τονίζουν οἱ Πατέρες εἶναι ὅτι ἡ ἀνθρώπινη σκέψη
ἀνταποκρίνεται μόνο στήν ἀνθρώπινη ἐμπειρία. Ὁπότε κάθε σκέψη, κάθε
νοησιαρχική σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου ἀνταποκρίνεται στίς ἀνθρώπινες καθημερινές
ἐμπειρίες καί μόνο. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά διασπάσει τούς περιορισμούς τῆς
κτιστῆς του φύσεως, ὥστε νά μπορέσει νά συλλάβει τό ἄκτιστο». Γιά τόν Θεό δέν
ὑπάρχει χρόνος, ἀλλά αὐτό δέν μποροῦμε νά τό καταλάβουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι.

Τί θά πεῖ δέν ὑπάρχει χρόνος; Δέν ὑπάρχει παρελθόν, παρόν καί μέλλον γιά τόν Θεό.
Ὁ Θεός ζεῖ σέ ἕνα αἰώνιο παρόν, ἄς τό ποῦμε ἔτσι. Ἀλλά καί πάλι δέν μποροῦμε νά
τό καταλάβουμε. Πῶς ὅλα τά γεγονότα, πού σέ μᾶς ἔχουν μία διαδοχή, γιά τόν Θεό
δέν ἔχουν διαδοχή, εἶναι ὅλα μπροστά Του; Ἐπίσης δέν μποροῦμε νά τό
περιγράψουμε αὐτό. Δέν ἔχουμε λόγια καί λέξεις, γιατί ὅλα τά ρήματα πού ἔχουμε
ἀφοροῦν τήν κατάσταση αὐτή πού ζοῦμε ἐμεῖς, τήν ἐν χρόνω κατάσταση, πού ἔχουμε
παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά διασπάσει τούς
περιορισμούς αὐτῆς τῆς κτιστῆς του φύσεως.

«Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά σκέπτεται γιά τό ἄκτιστο», γιά τόν Θεό δηλαδή, αὐτό εἶναι
τό ἄκτιστο, «ὅτι ὑπάρχει. Ὅτι ὑπάρχει κάτι τό ὁποῖο δέν ἔχει κτισθεῖ», δέν ἔχει
φτιαχτεῖ. Ποιός ἔφτιαξε τόν Θεό; Κανένας. Ὁ Θεός ὑπάρχει πάντα, εἶναι ἄκτιστος.
Αὐτό μπορεῖ νά τό σκεφτεῖ ὁ ἄνθρωπος. «Ὑπάρχει κάτι τό ὁποῖο δέν μοιάζει μέ τά
κτίσματα», μέ τά δημιουργήματα. Κι ἄλλη φορά τό ἔχουμε πεῖ ὅτι τό ἄκτιστο δέν
ἔχει καμία σχέση μέ τά κτιστά. Καμία, μά καμία, ἀπολύτως ὁμοιότητα καί ἀναλογία.
«Ἀλλά ὅλα αὐτά τά κατηγορήματα δέν εἶναι θετικά. Εἶναι πλήρως
ἀρνητικά». Δηλαδή, δέν λέμε τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά τί δέν εἶναι. Λέμε ὁ Θεός δέν
εἶναι κτίσμα, δέν μοιάζει μέ τά κτίσματα, δέν ὑπάρχει χρόνος γιά τόν Θεό… «Αὐτά
δέν εἶναι θέσεις ἀλλά ἀρνήσεις. Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος, δέν λέμε τί

339
εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ἁπλῶς λέμε τί δέν εἶναι ὁ Θεός. Ἡ λέξις ἄκτιστος σημαίνει ἁπλῶς
ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι κτίσμα. Αὐτό, ὅμως, λέγει τί δέν εἶναι ὁ Θεός. Ὄχι τί εἶναι ὁ
Θεός. Ἄς ποῦμε τώρα τί εἶναι ὁ Θεός. Δέν ὑπάρχει ὅμως κανένα ὄνομα πού νά
προσδιορίζει τό τί εἶναι ὁ Θεός, διότι ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν φύση του δέν μπορεῖ ποτέ
νά συλλάβει τόν Θεό. Ἡ βασική αἰτία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος
εἶναι κτίσμα» καί ἐπειδή εἴμαστε κτίσματα δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε τί
σημαίνει ἄκτιστο καί τί εἶναι ὁ Θεός.

«Ἔχει δημιουργηθεῖ γιά νά γνωρίσει τόν Θεό, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του δέν
ἔχει τήν δυνατότητα νά γνωρίσει τόν Θεό». Ὁ προορισμός μας αὐτός εἶναι, τό τέλος.
Σκοπός γιά τόν ὁποῖο φτιαχτήκαμε εἶναι τό καθ’ ὁμοίωση, νά ὁμοιάσουμε στόν Θεό,
νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, ἡ θέωση. Ἀλλά αὐτό, τό νά γνωρίσουμε τόν Θεό καί νά
ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, δέν μπορεῖ νά τό καταφέρει ὁ ἄνθρωπος μόνος του. «Ὅταν ὁ
ἴδιος ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται στόν ἄνθρωπο, τότε μόνο ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τόν Θεό.
Καί αὐτό γίνεται διά τοῦ Φωτός, διά τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτό οἱ
Πατέρες πάρα πολλές φορές ἀσχολοῦνται μέ τήν φράση: «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα
φῶς». Δέν μποροῦμε νά δοῦμε τό Φῶς, δηλαδή τόν Θεό, χωρίς τόν ἴδιο τόν Θεό,
χωρίς τό Φῶς. «Δηλαδή μέσα στό Φῶς τοῦ Θεοῦ θά δοῦμε τό Φῶς τοῦ Θεοῦ». Γι’
αὐτό χρειάζεται τό ἔλεος καί λέμε συνέχεια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με».
Ζητᾶμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τό φῶς τοῦ Θεοῦ, γιά νά δοῦμε τόν Θεό. Ἀκόμα-ἀκόμα
καί τόν ἑαυτό μας δέν μποροῦμε νά δοῦμε μόνοι μας ξεκάθαρα καί ζητᾶμε τό ἔλεος
τοῦ Θεοῦ νά μᾶς φωτίσει, ὥστε νά μποροῦμε νά δοῦμε τήν ψυχή μας, νά δοῦμε τίς
ἀδυναμίες μας καί νά καθαριστοῦμε. «Ἀκριβῶς, ὅπως γίνεται καί στόν φυσικό χῶρο.
Ὅταν κανείς βρίσκεται μέσα στό σκοτάδι, δέν βλέπει ἀπολύτως τίποτε. Ἐάν ὅμως
βρεθεῖ μέσα στό φῶς, τότε βλέπει τό φῶς».

«Αὐτή λοιπόν ἡ γνωσιολογική ἀρχή εἶναι μία δεσπόζουσα ἀρχή στούς Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας. Τό φαινομενικά παράξενο ὅμως εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες παίρνουν αὐτό τό
Φῶς τοῦ Θεοῦ καί τό ταυτίζουν μέ τό Σκότος (Γνόφος)». Ὁ γνόφος εἶναι τό πολύ
φῶς, τό ὁποῖο μοιάζει μέ σκοτάδι, «καί χρησιμοποιοῦν ἐναλλακτικά τό Φῶς καί τό
Σκότος. Ὁπότε τό «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» καί τό «ἐν τῷ σκότει σου ὀψόμεθα
σκότος», ἐν τῷ γνόφο ὀψόμεθα γνόφο, «σημαίνει γιά τούς Πατέρες τό ἴδιο
πράγμα». Γιατί καί ὁ γνόφος, τό πολύ σκοτάδι, εἶναι τό πολύ φῶς γιά τόν Θεό. «Ὁ
Θεός οὔτε Φῶς εἶναι οὔτε Σκότος εἶναι». Δέν ἔχει καμία σχέση εἴπαμε μέ τά κτιστά,
ἀλλά δέν ἔχουμε ἄλλες λέξεις. «Καί τοῦτο, ἐπειδή ὁ Θεός δέν εἶναι κτίσμα γιά νά
μοιάζει μέ κάτι κτιστό, ὅπως εἶναι τό φῶς ἤ τό σκότος». Λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι φῶς.
Τί φῶς εἶναι ὅμως; Εἶναι τό φῶς πού ξέρουμε; Ὄχι! Ἄλλο φῶς… Τί ἄλλο φῶς; Δέν
μποροῦμε νά ποῦμε.

«Ἐφ’ ὅσον λοιπόν οἱ γνωσιολογικές μας δυνάμεις ἀναλογοῦν στά κτιστά καί δέν
ἐπεκτείνονται στά ἄκτιστα, γι’ αὐτόν τόν λόγο ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει μόνο τά κτιστά.
Ἑπομένως, ὁποιαδήποτε ὁρολογία χρησιμοποιήσουμε γιά τόν Θεό, ἡ ὁρολογία αὐτή
θά εἶναι παρμένη ἀπό τήν καθημερινή ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ἀπό κάποια

340
δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά περιγράψει τό ἄκτιστο. Αὐτή ἡ Πατερική ἀντίληψη
περί γνωσιολογίας ἐμπίπτει ἀπολύτως μέσα στά πλαίσια τῆς μοντέρνας ἔρευνας, ἡ
ὁποία γίνεται ἐπάνω στά γνωσιολογικά θέματα καί ἡ ὁποία σήμερα γίνεται ἀπό
νευρολόγους, βιολόγους, βιοχημικούς, ψυχολόγους, ἀνθρωπολόγους καί λίγο ἀπό
ψυχιάτρους». Μιλάει γιά τό 1983, τότε ἦταν πού ἔκανε αὐτό τό μάθημα. Καί τότε καί
προφανῶς καί σήμερα γίνεται αὐτή ἡ ἔρευνα ἀπό ὅλους αὐτούς τούς ἐπιστήμονες,
γιά τό πῶς ὁ ἄνθρωπος δηλαδή γνωρίζει, πῶς ἔχει ἀντίληψη τοῦ περιβάλλοντός του.
Αὐτή εἶναι ἡ διαδικασία τῆς γνώσης. Ἔτσι λοιπόν καί οἱ Πατέρες, ὅταν ἔλεγαν
γνωρίζω, δέν ἐννοοῦσαν μία ἀφηρημένη γνώση πού γίνεται μέ τόν στοχασμό, ἀλλά
μία γνώση ἐμπειρική, μία γνώση ἡ ὁποία βασίζεται πάνω σέ δεδομένα ἐμπειρικά. Γι’
αὐτό λέει ἐδῶ ὁ π. Ἰωάννης ὅτι αὐτό μοιάζει μέ τήν σύγχρονη ἐπιστήμη, γιατί καί ἡ
ψυχολογία καί ἡ βιολογία κ.λ.π. ἀσχολοῦνται μέ πράγματα, μέ αὐτά πού βλέπουνε,
πού πέφτουν στήν ἀντίληψή τους διά τῶν αἰσθήσεων καί βασίζονται σέ ἐμπειρικά
δεδομένα.

«Ὅλες οἱ ἐπιστῆμες, πού ἀσχολοῦνται μέ τά θέματα αὐτά, συμφωνοῦν ὡς πρός τήν


γνωσιολογική λειτουργία τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Ὅλα στόν ἄνθρωπο εἶναι
παρμένα, ἀπ’ ὅτι ξέρουμε μέχρι τώρα, ἀπό τίς καθημερινές ἐμπειρίες τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀκόμη καί οἱ ἀφηρημένες σκέψεις πού κάνει ὁ ἄνθρωπος καί οἱ μαθηματικοί
ὑπολογισμοί, ὅλα αὐτά πλέον ἔχει γίνει ἀποδεκτό ὅτι εἶναι διαστάσεις τῆς ὑλικῆς
ὑπάρξεως τοῦ κόσμου καί καμιᾶς πνευματικῆς ἀΰλου ὑπάρξεως». Δηλαδή καί ὁ
ἄνθρωπος μέ βάση αὐτά πού γνωρίζει προχωράει καί πιό πέρα στήν γνώση του,
βασίζεται σέ αὐτά πού ἤδη ἔχει. Γι’ αὐτό ἔχει τεράστια σημασία καί ἡ γλώσσα. Ἡ
γλώσσα πού ἔχει κάθε ἄνθρωπος, ἄν εἶναι φτωχή, τόν κάνει καί αὐτόν φτωχό στίς
γνώσεις. Εἶναι σωστό αὐτό πού λένε πώς ἄν κανείς καταστρέψει τήν γλώσσα ἑνός
λαοῦ καί μετά καταστρέψει καί τήν πίστη καί τήν θρησκεία του, τόν καταστρέφει
τελείως. Ἕνα σημαντικό στοιχεῖο ἑνός λαοῦ εἶναι ἡ γλώσσα του.

Μέ βάση τήν γλώσσα σκεφτόμαστε. Σήμερα πού ὑπάρχει γλωσσική πενία (γλωσσική
φτώχεια), φτάνουν οἱ ἄνθρωποι νά μήν μποροῦν νά συνεννοηθοῦν μέ τά λόγια. Δέν
ἔχουν λέξεις- λεξιλόγιο, νά συνεννοηθοῦν. Καί τί γίνεται μετά; Συνεννοοῦνται μέ τά
χέρια… τσακώνονται, χτυπιοῦνται. Τό βλέπουμε αὐτό στά σχολεῖα. Τά παιδιά ἔχουν
ἀγριέψει. Δέν μποροῦν νά συνεννοηθοῦν μέ τά λόγια λόγω τῆς γλωσσικῆς πενίας καί
φτάνουν νά λύσουν τίς διαφορές τους στά χέρια. Αὐτό εἶναι παλιμβαρβαρισμός.
Γυρνᾶμε στήν ἀγριότητα, στήν πρωτόγονη κατάσταση καί μία αἰτία εἶναι ἀκριβῶς
πού ἔχει χτυπηθεῖ ἡ γλώσσα μας. Τό μονοτονικό σύστημα ἦταν ἡ ἀρχή τοῦ τέλους
γιά τήν γλώσσα μας. Τό ἑπόμενο βῆμα εἶναι νά μᾶς πᾶνε στήν φωνητική γραφή,
δηλαδή νά ὑπάρχει ἕνα (ε), ἕνα (ι), ἕνα (ο). Νά χάσουμε τήν ὀρθογραφία μας καί
μετά νά πᾶμε στό λατινικό ἀλφάβητο. Εἶναι σχεδιασμένα αὐτά καί στοχευμένα γιά
νά διαλυθεῖ μέ αὐτό τόν τρόπο τό ἔθνος μας, γιατί βασικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου καί
τῆς γνωσιολογικῆς διαδικασίας εἶναι ἡ γλώσσα.

341
«Οἱ Πατέρες κάνουν μία διάκριση μεταξύ αἰῶνος καί χρόνου. Δέν εἶναι τό ἴδιο
πράγμα οἱ αἰῶνες καί ὁ χρόνος γιά τούς Πατέρες, ἄν καί δέν ἤξεραν μοντέρνα
Φυσική», λέει ὁ π. Ἰωάννης. «Στήν Φυσική δέν ἔχουμε πιά τόν χρόνο πού εἴχαμε στό
παρελθόν. Ὁ χρόνος τοῦ παρελθόντος ἐμετράτο ἀπό τήν σχετική κίνηση τῆς γῆς ὡς
πρός τόν ἥλιο καί τήν σελήνη. Τώρα ὅμως οἱ ἀντιλήψεις περί χρόνου ἔχουν ἀλλάξει
πάρα πολύ. Ἐκεῖνο πού ἔχει γιά μᾶς σημασία, εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες διακρίνουν σαφῶς
μεταξύ αἰώνων καί χρόνου. Ὁπότε, ὅταν ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο, λένε οἱ
Πατέρες, πρῶτα δημιούργησε τούς αἰῶνες, μετά τούς ἀγγέλους, καί μετά τόν κόσμο
αὐτόν», ὅπως τόν ξέρουμε, τό σύμπαν, τόν ἄνθρωπο, «καθώς καί τόν χρόνο».

Ὁ χρόνος δημιουργεῖται μαζί μέ τόν χῶρο, μαζί μέ τό σύμπαν. Ἀλλά εἶχε προηγηθεῖ
ἡ δημιουργία τῶν ἀγγέλων καί πρίν ἀπό αὐτό ἡ δημιουργία τῶν αἰώνων. «Δηλαδή οἱ
Πατέρες ἤξεραν ὅτι ὁ χρόνος εἶναι μία διάστασις ὁρισμένου μέρους τοῦ κτιστοῦ
σύμπαντος», ὁρισμένου μέρους γιατί ὑπάρχει καί τό σύμπαν τῶν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι
ζοῦσαν στούς αἰῶνες. Δέν ὑπῆρχε χρόνος ὅταν φτιάχτηκαν οἱ ἄγγελοι. Ὑπῆρχαν οἱ
αἰῶνες. «Τό πρῶτο κτίσμα πού κτίστηκε εἶναι οἱ αἰῶνες καί ὄχι ὁ χρόνος.

Ὁ χρόνος δημιουργεῖται ἀργότερα ἀπό τόν Θεό. Ὁπότε ἡ κυρία διαφοροποίηση


μεταξύ αἰώνων καί χρόνου εἶναι ὅτι στόν χρόνο ἔχουμε ἀλληλοδιαδοχή στά
γεγονότα», τό ἕνα γεγονός διαδέχεται τό ἄλλο. Τώρα λέω αὐτή τήν λέξη, μετά τήν
ἑπόμενη, μετά θά σηκωθοῦμε… ὑπάρχει μιά ἀλληλοδιαδοχή. «Ἐνῶ στούς αἰῶνες δέν
ἔχουμε ἀναγκαστικά ἀλληλοδιαδοχή τῶν γεγονότων, ἀλλά μία συνύπαρξη γεγονότων
σέ μία συνύπαρξη πραγμάτων, χωρίς ἀναγκαστικά νά ἐμπλέκονται τά γεγονότα μέ
τήν ἀλληλοδιαδοχή». Δηλαδή, τήν ἴδια στιγμή ὅλα τά γεγονότα. Πῶς γίνεται αὐτό;
Δέν μποροῦμε νά τό καταλάβουμε. Πολύ περισσότερο δέν μποροῦμε νά
καταλάβουμε νά μήν ὑπάρχει τίποτε ἀπό χρόνο καί ἀπό αἰῶνες.

«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι περιορισμένος στήν ἀλληλοδιαδοχική ἐμπειρία τῶν


καταστάσεων, ἐπειδή εἶναι μέσα στόν χρόνο. Ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἐμπειρία μιᾶς
ὑπάρξεως χωρίς ἀλληλοδιαδοχή. Τήν ἀποκτᾶ ὅμως μόνο στήν ἐμπειρία τῆς
θεώσεως», ἐκεῖ πού λέμε ὅτι κατά κάποιο τρόπο σταματάει ὁ χρόνος, ὅπως λένε οἱ
Πατέρες καί γιά τήν Θεία Λειτουργία. Ὁ λειτουργικός χρόνος εἶναι θά λέγαμε τό
σταμάτημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου τοῦ παρόντος αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος καί ὁ ἄνθρωπος
ζεῖ τό γεγονός τῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί λέμε «σήμερον γεννᾶται» ἤ τό
γεγονός τῆς Ἀναστάσεως ἤ τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί πάντα λέμε σήμεραʾ.
Δέν λέμε ὅτι πρίν 2000 χρόνια γεννήθηκε ὁ Χριστός καί τό θυμόμαστε ἁπλῶς ὡς
ἱστορική ἀνάμνηση, ἀλλά τώρα γεννιέται ὁ Χριστός, τώρα σταυρώνεται, τώρα
ἀνίσταται.

Ὑπάρχει δηλαδή μιά κατάργηση τοῦ χρόνου μέ τά ἀλληλοδιαδοχικά γεγονότα, ὅπως


τόν ξέρουμε. Κι αὐτή τήν ἐμπειρία τήν ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ζεῖ αὐτό τό μυστήριο
τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης καί κατεξοχήν στήν θέωση. Ἐκεῖ πλέον
ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐμπειρία μιᾶς ὑπάρξεως χωρίς ἀλληλοδιαδοχή. Γι’ αὐτό καί, ὅταν ὁ

342
ἄνθρωπος εἶναι μέσα στό φῶς τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νά δεῖ γεγονότα τοῦ παρελθόντος,
πού ἔγιναν πρίν χιλιάδες χρόνια, τά βλέπει μπροστά του. Αὐτό ἀκριβῶς μᾶς τό λέει
καί ὀ Ἅγιος Πορφύριος, πού πήγαινε στά διάφορα μέρη καί ἔβλεπε τί ὑπῆρχε ἐκεῖ
πρίν χιλιάδες χρόνια, πρίν ἑκατοντάδες χρόνια. Ζοῦσε λειτουργίες πού εἶχαν γίνει σέ
μοναστήρια πρίν ἑκατοντάδες χρόνια. Τά ζοῦσε ἐκείνη τήν ὥρα μπροστά του.
Καταργεῖται ὁ χρόνος δηλαδή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάσει στήν θέωση.

«Μόνον ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἔχει φθάσει στήν θέωση ἔχει ἐμπειρία ἐκείνου τοῦ τρόπου
τῆς ὑπάρξεως πού ὑπερβαίνει τήν ὕπαρξη, ὑπάρξεως πού ὑπερβαίνει τόν χρόνο,
ὑπάρξεως πού ὑπερβαίνει τόν αἰῶνα, ὑπάρξεως πού ὑπερβαίνει τόν χῶρο, ὑπάρξεως
πού ὑπερβαίνει τήν λογική κλπ. Ἔχει δηλαδή ὁ θεούμενος τήν ἐμπειρία τοῦ
ἀκτίστου, χωρίς ὅμως νά γνωρίζει γνωσιολογικῶς τί εἶναι αὐτό τό ἄκτιστο». Γνωρίζει
ἀγνωρίστως, ἀγνώστως. «Ἐπειδή γνωσιολογικῶς τό ἄκτιστο γιά τόν θεούμενο
παραμένει Μυστήριο». Ἐνῶ θεωρεῖ τόν Θεό, τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός παραμένει
Μυστήριο, παραμένει ἀκατάληπτος, ἀπρόσιτος, ἀνερμήνευτος, «δηλαδή καί ὁ Θεός,
ὅταν ἀποκαλύπτεται στόν θεούμενο, παραμένει Μυστήριο. Διότι, ἄν καί ὑποπίπτει
στήν ἀντίληψη τοῦ νοός καί τῆς λογικῆς καί τῶν αἰσθήσεων καί τοῦ σώματος τοῦ
ἀνθρώπου παρά ταῦτα ὁ Θεός παραμένει Μυστήριο». Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τόν Θεό ἐν
πάσῃ αἰσθήσει καί μέ τά σωματικά μάτια καί μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς. Κι ἄν κλείσει τά
μάτια του, πάλι βλέπει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι στήν κατάσταση τῆς
θεώσεως. Οἱ Ἀπόστολοι πάνω στό Θαβώρ ἔβλεπαν τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί μέ κλειστά
μάτια καί μέ ἀνοιχτά μάτια.

Ἐν πάσῃ αἰσθήσει βλέπει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό «παρά ταῦτα ὁ Θεός παραμένει
Μυστήριο, ἐπειδή ξεφεύγει ἀπό τά ὅρια καί τόν τρόπο γνώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Και
τοῦτο συμβαίνει, ἐπειδή τό θεμέλιο τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων εἶναι ἡ ὁμοιότητα καί
ἠ διαφορά». Ἔτσι μαθαίνουμε στά πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Συγκρίνουμε κάτι
μέ κάτι ἄλλο πού ἤδη γνωρίζουμε καί λέμε: αὐτό μοιάζει μέ τό ἄλλο πού ξέρω. Ἕνα
μωρό ἄς ποῦμε ἄν βλέπει τά γυαλιά γιά πρώτη φορά δέν μπορεῖ νά καταλάβει, ἀλλά
ἄν ξέρει κάτι παρόμοιο, λέει, ἄ, μοιάζει μέ ἐκεῖνο. Καί σιγά-σιγά κανείς
συγκρίνοντας καί παρατηρώντας ὁμοιότητες καί διαφορές γνωρίζει καί τά ἑπόμενα
καινούρια πράγματα. Αὐτό, ὅμως, δέν μπορεῖ νά γίνει μέ τόν Θεό, γιατί ὁ Θεός δέν
μοιάζει μέ τίποτε ἀπό αὐτά πού ξέρουμε, οὔτε διαφέρει σέ τίποτα ἀπό αὐτά πού
ξέρουμε. Δηλαδή δέν ὑπάρχει οὔτε ὁμοιότητα οὔτε διαφορά. Δέν ταυτίζεται μέ αὐτά
πού ξέρουμε. Οὔτε μοιάζει οὔτε διαφέρει. Εἶναι ἕνα τελείως ἄλλο πράγμα.

Ἐνῶ στά κτιστά, λέει ἐδῶ ὁ π. Ἰωάννης «βλέπουμε π.χ. ἕναν ἐλέφαντα, πού γιά ἕναν,
πού δέν ξέρει τίποτε ἀπό ἐλέφαντες, δέν μοιάζει μέ τίποτε ἄλλο. Ἀλλά ἁπλῶς
διαφέρει ἀπό τά ἄλλα ζῶα. Μετά βλέπουμε δύο ἐλέφαντες καί λέμε ἄ, αυτοί οἱ δύο
μοιάζουν. Ἄν, ὅμως, τούς ἐξετάσουμε πιό προσεκτικά, στήν περίπτωση πού ὁ ἕνας
εἶναι ἀρσενικός καί ὁ ἄλλος θηλυκός, βλέπουμε ὅτι διαφέρουν μεταξύ τους, ἀλλά,
παρά τίς διαφορές τους, ὑπάρχει μία γενικότερη ὁμοιότητα μεταξύ τους, σέ τέτοιο

343
βαθμό, ὥστε μιλᾶμε πάλι γιά ἐλέφαντες καί τούς βάζουμε στήν ἴδια κατηγορία τῶν
ἄλλων ἐλεφάντων» καί ἔτσι προχωράει ἡ γνώση στά κτιστά.

«Ὅταν ὅμως ἔχει κάποιος τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, κάνει τότε μία διαφοροποίηση,
ἀλλά δέν μπορεῖ νά διακρίνει ὁμοιότητα, νά βρεῖ δηλαδή ὁμοιότητα μεταξύ τοῦ
ἀκτίστου μέ κάποιο κτιστό. Ἡ διαφοροποίηση ὅμως ὑπάρχει. Βλέπει δηλαδή κάτι,
πού δέν ἔχει ξαναδεῖ ποτέ στήν ζωή του. Δέν ὑπάρχει ὅμως καμία ὁμοιότης ἐκείνου
πού τοῦ ἀποκαλύπτεται μέ κάτι πού ἤδη γνωρίζει. Γιατί; Διότι διαφέρει ἐκεῖνο πού
ὑποπίπτει στήν ἀντίληψη τοῦ θεουμένου ἀπό ὅλα τά κτιστά. Διαφέρει, ἀλλά δέν
μοιάζει μέ τίποτα, μέ κανένα γνωστό κτίσμα. Γιατί δέν μοιάζει; Διότι δέν ἔχει οὔτε
χρῶμα οὔτε διαστάσεις –ὁ Θεός- οὔτε φῶς εἶναι οὔτε σκότος εἶναι οὔτε μεγάλο εἶναι
οὔτε μικρό εἶναι, δέν ἔχει σχῆμα, δέν ἔχει μορφή».

Γι’ αὐτό πρέπει κανείς νά προσέχει τίς διάφορες ἐμπειρίες καί κατά τήν νοερά
προσευχή πού ἐμφανίζονται διάφορα σχήματα, γιατί εἶναι δαιμονικά. Ὁ Θεός δέν
ἔχει σχῆμα, εἶναι ἀσχημάτιστος. Λένε οἱ Πατέρες πολλά τέτοια. Μπορεῖ νά σοῦ
ἐμφανιστεῖ μία φλόγα ἄς ποῦμε. Δέν πρέπει νά προσέχει ὁ ἄνθρωπος αὐτά τά
πράγματα, γιατί εἶναι δαιμονικά τερτίπια, γιά νά παρασύρει ὁ διάβολος τόν ἄνθρωπο
στήν ὑπερηφάνεια ὅτι ἄρχισε κι αὐτός νά βλέπει τόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι ἀνείδεος, δέν
ἔχει εἶδος, δέν ἔχει σχῆμα, δέν ἔχει μορφή. «Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες, ὅταν μιλᾶνε γιά τήν
δόξα τοῦ Θεοῦ, μιλᾶνε σάν νά εἶναι κάτι τό ἀσχημάτιστο καί ἀνείδεο. Βέβαια αὐτό
τό ἀνείδεο εἶναι ἐπιχείρημα ἐπιθέσεως ἐναντίων Πλατωνικῶν.

Οἱ Πλατωνικοί πίστευαν ὅτι ὑπάρχει ἕνας κόσμος τῶν ἰδεῶν. Ὅταν ὅμως οἱ Πατέρες
λένε ὅτι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνείδεος, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἔχει καμία σχέση μέ
τόν νοητό κόσμο τοῦ Πλάτωνος. Καί κάθε φορά πού οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν τήν
δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνείδεο καί ἀσχημάτιστο, κάθε φορά πού τό ἀναφέρουν αὐτό,
κάνουν κατ’ εὐθείαν ἐπίθεση ἐναντίων τῶν δοξασιῶν τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ
Ἀριστοτέλους καί γενικά ἐναντίον τῆς φιλοσοφίας. Ἡ Θεολογία τῶν Πατέρων
ξεφεύγει ἀπό ὅλα τά κατηγορήματα τοῦ φιλοσοφικοῦ τρόπου σκέψεως».

«Τό νά ἀσχοληθεῖ βέβαια κάποιος μέ τήν φιλοσοφία», λέει ὁ π. Ἰωάννης, «αὐτό δέν
εἶναι κακό, διότι γυμνάζεται τό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου. Ἀρκεῖ ὅμως νά μή δεχθεῖ τήν
διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας προκειμένου περί τῆς ὑπάρξεως καί φύσεως τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό λένε ὅλοι οἱ Ἡσυχαστές πατέρες. Καί ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος», πού εἶχαν γνώση τῆς φιλοσοφίας, «καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ὁ
ὁποῖος μάλιστα εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν φιλοσοφῶν Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀκόμη, ἄν διαβάσει κανείς τόν Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, θά δεῖ ὅτι ὑπάρχει ἡ
ἴδια γραμμή καί σ’ αὐτόν». Δηλαδή μᾶς συμβουλεύουν νά μήν προσπαθοῦμε νά
γνωρίσουμε τόν Θεό διά τῆς φιλοσοφίας. Ἄν θέλεις νά ἀσχοληθεῖς γιά νά γυμνάζεται
τό μυαλό σου, ἄς τό κάνεις. Ἀλλά μήν νομίζεις ὅτι διά τῆς φιλοσοφίας θά βρεῖς τόν
Θεό. Αὐτό τό λάθος τό ἔκανε ὁ Βαρλαάμ καί οἱ Δυτικοί, πού διά τοῦ στοχασμοῦ

344
νόμιζαν ὅτι θά φτάσουν νά γνωρίσουν τόν Θεό. «Ὁπότε συμπεραίνουμε ὅτι γιά τόν
ἐκγυμνασμό τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος δέν εἶναι κακό τό νά ἀσχολεῖται κάποιος μέ
τήν φιλοσοφία, εἶναι ὅμως ἀνοησία τό νά παραδέχεται τήν διδασκαλία της
προκειμένου περί θεολογικῶν θεμάτων».

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

345
Πῶς ἡ Εὐρώπη ἔχασε τήν Ὀρθοδοξία
(Πατερική Θεολογία - 27ο Μέρος)

Συνεχίζουμε μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν π. Ἰωάννη τόν Ρωμανίδη. Τό κεφάλαιο
σήμερα ἔχει τίτλο: «Περί τῆς Μεσαιωνικῆς φιλοσοφίας καί τῆς Σχολαστικῆς
Θεολογίας». Φαίνεται νά εἶναι λίγο ἱστορικό τό σημερινό θέμα ἀλλά ἑρμηνεύει
πολλά πράγματα καί ἀπό τήν σημερινή πραγματικότητα.

«Ἐμεῖς ξέρουμε ὅτι μέσα στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχουμε νά κάνουμε μέ τήν
Ἑλληνική καί Ρωμαϊκή φιλοσοφία καί ὅτι δέν ἔχουμε καμία ἄλλη φιλοσοφική
ἐξέλιξη». Δηλαδή ἔχουμε τούς Ἕλληνες φιλοσόφους, τούς Ρωμαίους φιλοσόφους
πού πάλι ἦταν Ἕλληνες, γιατί ἡ Ρώμη ἦταν ἑλληνική ἀποικία καί στή συνέχεια
ἔχουμε τούς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τούς μεγάλους Καππαδόκες
Πατέρες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν σπουδάσει καί τήν φιλοσοφία, τήν ἀρχαία ἑλληνική
φιλοσοφία. Ἔχουμε ὅλη τήν Πατερική παράδοση. «Στήν Δύση ὅμως», στήν Εὐρώπη,
δέν εἴχαμε τήν ἴδια συνέχεια πού εἴχαμε στήν Ἀνατολή. «Ἔχουν μία ξεχωριστή
φιλοσοφική παράδοση, τήν ὁποία ὀνομάζουν Μεσαιωνική φιλοσοφία, ἡ ὁποία εἶναι
ἡ φιλοσοφία ὅπως ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς Γερμανούς κατακτητές τῆς Εὐρώπης
(Νορμανδούς, Φράγκους, Γότθους, Σάξονες, Λογγοβάρδους κλπ)».

Ἡ Εὐρώπη μέχρι ἕνα χρονικό σημεῖο ἦταν Ὀρθόδοξη καί ἔχουμε καί πολλούς
ὀρθόδοξους ἁγίους ἀπό τήν Ἀγγλία, ἀπό τήν Ἑλβετία, ἀπό τήν Ἱσπανία, τήν Γαλλία..
πάρα πολλούς ἁγίους ὀρθοδόξους. Μέ τήν εἰσβολή τῶν Γερμανικῶν φύλων ἤ
«φίλων» ἄν θέλετε, τῶν Νορμανδῶν, τῶν Φράγκων, ὅλων αὐτῶν, τῶν Γότθων, τῶν
Σαξόνων, τῶν Λογγοβάρδων καταστρέφεται τό Δυτικό κομμάτι τοῦ λεγόμενου
Βυζαντινοῦ κράτους, τῆς Ρωμιοσύνης, ὑποτάσσεται σ’ αὐτούς καί διακόπτεται καί ἡ
Πατερική παράδοσις. Ἔτσι διαμορφώνεται μία νέα φιλοσοφία, μία παράδοση πού
ὀνομάζεται Μεσαιωνική, ἡ ὁποία πλέον εἶναι ἡ παράδοση τῶν Γερμανῶν, ξεκομμένη
καί τελείως διαφορετική ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση πού ὑπῆρχε μέχρι τότε.

«Οἱ ἀσχολούμενοι μέ αὐτήν – τήν Μεσαιωνική φιλοσοφία – εἶναι οἱ λεγόμενοι


Σχολαστικοί θεολόγοι τοῦ Δυτικοῦ Μεσαίωνα». Σχολαστική θεολογία εἶναι ἡ
θεολογία τῆς Δύσης, ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης καί ὅλοι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι μέ βάση τήν
φιλοσοφία, τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη κυρίως, προσπάθησαν νά
θεολογήσουν. «Ἐμείς -αὐτούς τούς θεολόγους τούς σχολαστικούς- τούς λέμε
Λατίνους. Εἶναι οἱ Φράγκοι καί τώρα τούς ὀνομάζουμε Εὐρωπαίους». Γι’ αὐτό καί
τό σύμβολο τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης εἶναι ὁ Καρλομάγνος, δηλαδή αὐτός ὁ Γερμανός
ὁ αὐτοκράτορας. Ἀπό τότε θεωρεῖται ὅτι ἀρχίζει ἡ Εὐρώπη, ἀπό τό 800 μ.Χ..

346
«Αὐτοί οἱ κατακτηταί τῆς Δυτικῆς Ρωμηοσύνης ἔχουν μία εἰδική θεολογική
παράδοση, πού λέγεται Σχολαστική καί ἡ ὁποία ἔχει μία εἰδική φιλοσοφική
παράδοση, πού λέγεται Μεσαιωνική φιλοσοφία. Μέ αὐτό τό ὄνομα ἀναφέρεται στά
διδακτικά ἐγχειρίδια τῆς ἱστορίας τῆς φιλοσοφίας. Αὐτά τά διδακτικά ἐγχειρίδια δέν
ἀσχολοῦνται μέ τήν Θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς, παρά μόνο μέ ἐκείνη τῶν
Πατέρων τῆς Δύσεως, τήν ὁποία διδάσκουν ὅπως οἱ Φράγκοι κατάλαβαν τήν
θεολογία». Τήν κατάλαβαν δηλαδή λανθασμένα καί, ὅπως θά πεῖ καί πιό κάτω ὁ π.
Ἰωάννης, δέν μελετοῦσαν τούς Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς παρά μόνο τόν ἱερό
Αὐγουστίνο, τόν ὁποῖο τόν κατάλαβαν λανθασμένα.

«Ὁπότε, ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς γίναμε αἱρετικοί γιά τούς Φράγκους», ἐμᾶς μᾶς ὀνόμασαν
αἱρετικούς οἱ θεολόγοι τῶν Φράγκων, τούς Ἀνατολικούς δηλαδή. Ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε
ἡ συνέχεια τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ
Ὀρθοδοξία εἶναι ἐδῶ. Αὐτοί ἀλλοίωσαν τήν ὀρθόδοξη παράδοση πού ὑπῆρχε στήν
χώρα τους, μᾶλλον στίς χῶρες πού κατέκτησαν. Γιατί οἱ Γερμανοί ἦρθαν ὡς
κατακτητές στήν Δυτική Ρωμιοσύνη καί μετά μέ τό ἔτσι θέλω εἶπαν ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε
τήν σωστή θεολογία, ἐσεῖς εἶστε αἱρετικοί (ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι). «Γι’ αὐτό καί
μείναμε ἔξω ἀπό τήν ἱστορική ἐξέλιξη καί τῆς θεολογίας καί τῆς φιλοσοφίας, μετά τό
Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν». Ὅπως ἔχουμε πεῖ κι ἄλλη φορά, στήν οὐσία δέν εἶναι
σχίσμα, εἶναι αἵρεση ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, τῶν
Λατίνων. «Μετά δηλαδή τό Σχίσμα», τήν ἀποκοπή τους, κατ’ αὐτούς «δέν ὑπάρχουν
Πατέρες ἀπό τήν Ἀνατολή γιά τούς Εὐρωπαίους!

Ἄν πάρετε τίς Πατρολογίες», τό βιβλίο δηλαδή πού παρουσιάζει τούς Πατέρες, «θά
τό δεῖτε αὐτό. Λένε ὅτι ὁ τελευταῖος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Δαμασκηνός (!)», δηλαδή στόν 8ο αἰῶνα σταματᾶνε οἱ Πατέρες. Μετά δέν ἔχουμε
ἄλλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Δηλαδή ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, ὅλοι αὐτοί
δέν εἶναι Πατέρες γιά τούς Δυτικούς, γιατί μετά τόν 8ο αἰῶνα ἐμεῖς κατ’ αὐτούς
γίναμε αἱρετικοί. Λένε λοιπόν ὅτι ὁ τελευταῖος Πατέρας στήν Ἀνατολή εἶναι ὁ Ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «ἐνῶ στήν Δύση, ὁ Ἰσίδωρος τῆς Σεβίλλης. Μετά ἔχουμε
τήν λεγόμενη Σχολαστική Θεολογία», δική τους θεολογία, τῶν Φράγκων «καί μαζί
της ἐμφανίζεται καί ἡ Μεσαιωνική φιλοσοφία γιά τούς Δυτικούς, χωρίς καμία
ἀπολύτως ἀναφορά στήν Ανατολή», σέ μᾶς.

«Οἱ Δυτικοί δέν δέχονται ὅτι ἡ Πατερική Θεολογία εἶναι ὁ Παλαμισμός». Σύμφωνα
μέ αὐτούς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν εἶναι Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ
θεολογία του δέν εἶναι ὀρθόδοξη. Γι’ αὐτό καί ὑπάρχει στό Παρίσι εἰδική Σχολή
ἐναντίον τῆς Παλαμικῆς Θεολογίας, ἀντι-Παλαμική Σχολή! Τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν
Παλαμᾶ τόν βρίζουν μέ τά χειρότερα λόγια οἱ Λατίνοι. «Ἡ γραμμή τῶν Δυτικῶν
εἶναι ὅτι οἱ Ἀνατολίτες δέν κατάλαβαν(!) τούς ἀρχαίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας -
τούς πρώτους- ἐνῶ ἐκεῖνοι (οἱ Δυτικοί) ἔμειναν πιστοί στήν Πατερική Παράδοση,
τήν ὁποία ἐμεῖς -οἱ Ὀρθόδοξοι– διαστρέψαμε!». Δηλαδή ἡ ἀλήθεια εἶναι τελείως

347
ἀντίστροφη. Αὐτοί διέστρεψαν τήν Πατερική Παράδοση καί συκοφαντοῦν ὅτι ἐμεῖς
τήν διαστρέψαμε.

«Ὅταν ἐμφανίζεται ξεχωριστή Θεολογία τῶν Φράγκων, ἐμφανίζεται μέ αὐτόν τόν


παράδοξο ἰσχυρισμό, ὅτι δηλαδή οἱ Φράγκοι παρέμειναν πιστοί στήν Πατερική
Παράδοση, ἐνῶ οἱ Γραικοί πρόδωσαν τήν Ἑλληνική Παράδοση τῶν Πατέρων!». Ἐξ
οὗ καί τό Greece, πού σημαίνει αἱρετικός. Γραικός (Graecus) γιά τούς Δυτικούς
σήμαινε αἱρετικός, ψεύτης, κλέφτης, ἀπατεώνας. Τά λεξικά τους τό γράφουν αὐτό.
Θεωροῦν ὅτι ἐμεῖς διαστρέψαμε τούς πρώτους Πατέρες, δέν τούς καταλάβαμε καί
ἔχουμε πέσει σέ αἵρεση. Θυμηθεῖτε τόν προηγούμενο καί τόν νῦν Πάπα πού λένε ὅτι
ἔχουμε ἔλλειμμα, δέν ἔχουμε πλήρη, σωστή πίστη, κάτι μᾶς λείπει. Ἀπό ἐδῶ
ξεκινάει… Ὅτι δέν ἔχουμε σωστή θεολογία δηλαδή, αὐτό μᾶς λέει ὁ Πάπας. Γιατί
ἀκριβῶς αὐτό πιστεύουν οἱ Λατίνοι ὅτι ἐμεῖς οἱ Γραικοί προδώσαμε τήν ἑλληνική
παράδοση τῶν Πατέρων.

«Ὅμως τό πλέον ἀξιοσημείωτον εἶναι ὅτι οἱ Ἑλληνόφωνοι Ρωμιοί τῆς Ἀνατολῆς,


ἀλλά καί οἱ Ρωμιοί τῆς Δύσεως, κυρίως τῆς Ἰταλίας», πού εἴχαμε πάρα πολλούς
ὀρθοδόξους ἐκεῖ,«ἔχουν μία ἀδιάκοπη συνέχεια μέ τό παρελθόν τους, τό
γνωσιολογικό, τό ἱστορικό, τό πολιτιστικό, τό γλωσσικό καί τό θεολογικό». Ὑπάρχει
μιά ἀδιάκοπη, μιά ἀδιάσπαστη συνέχεια, «ἐνῶ στήν Δύση παρατηρεῖται μία
ὑποδούλωση τῶν Ρωμαίων Ὀρθοδόξων (Ρωμιῶν), μία μετατροπή τῶν Ρωμαίων
Ὀρθοδόξων σέ ἀγραμμάτους». Εἴπαμε ὅτι ἡ Εὐρώπη ἦταν Ὀρθόδοξη. Τί ἔγιναν οἱ
Ὀρθόδοξοι τῆς Εὐρώπης, οἰ Ρωμιοί; Ὅταν ἦρθαν οἱ Φράγκοι τούς ὑποδούλωσαν καί
τούς καταδίκασαν σέ μία κατάσταση ἀγραμματοσύνης. Ξέχασαν σιγά-σιγά τίς ρίζες
τους καί κατά κάποιο τρόπο ἀφομοιώθηκαν μέ τούς Γερμανούς καί ἀποκόπηκαν ἀπό
τήν μητέρα πού ἦταν τό Βυζάντιο, ἀπό τήν πρωτεύουσα, ἡ ὁποία ἦταν, θά λέγαμε, τό
κέντρο τῆς πίστεως καί τῆς θεολογίας.

Μετατρέπονται λοιπόν οἱ Ρωμαῖοι Ὀρθόδοξοι τῆς Εὐρώπης σέ ἀγράμματους.


Προσέξτε, αὐτό ἔχει σημασία καί γιά μᾶς, μέ αὐτό πού γίνεται σήμερα στά σχολεῖα.
Σήμερα τά παιδιά μας δέν μαθαίνουν γράμματα, δέν μαθαίνουν τήν ὀρθόδοξη
παράδοση καί αὐτό εἶναι σκόπιμο. Γιατί, ἀκριβῶς, θέλουνε νά ἔχουμε ἀγράμματους
καί ἀπαίδευτους, ἀθεολόγητους καί ἀνθρώπους ἀποκομμένους ἀπό τήν ὀρθόδοξη
παράδοση. Γιατί, ὅταν κανείς ἀποκοπεῖ ἀπό τήν ὀρθόδοξη παράδοση, ἀπό τά
Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τήν Ὀρθόδοξη πίστη, μετά γίνεται μάζα, χάνει τήν
προσωπικότητά του καί μπορεῖ εὔκολα νά χειραγωγηθεῖ. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι θέλουν
ἕνα ζαλισμένο κοπάδι. Δέν θέλουν ἀνθρώπους – προσωπικότητες πού νά μποροῦν νά
ἀντισταθοῦν καί νά ἀντιταχθοῦν στά σχέδιά τους.

Γι’ αὐτό ἀκριβῶς προωθοῦν τήν ἀγραμματοσύνη καί τήν ἀποκοπή τῶν παιδιῶν ἀπό
τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Καί βλέπουμε αὐτό τό τραγικό φαινόμενο σήμερα πού οἱ
ἄνθρωποι δέν ξέρουν σχεδόν τίποτα γιά τήν πίστη καί τήν Ὀρθοδοξία. Οὔτε, ὅμως,
καί γιά τήν ἱστορία, τήν ἑλληνική ἱστορία. Μετατρέπονται δηλαδή σιγά-σιγά σέ

348
ἀγραμμάτους. Ἀκόμα καί ἡ γλώσσα εἶναι τά Greeklish (Γκρίκλις), δηλαδή μέ
λατινικούς χαρακτῆρες γράφεις ἑλληνικές λέξεις… κάτι ἀκατανόητα πράγματα!

Αὐτό συνέβη στήν Εὐρώπη, οἱ Ρωμιοί Ὀρθόδοξοι γίνονται ἀγράμματοι κάτω ἀπό τήν
καταπίεση τῶν Γερμανῶν «αὐτό συμβαίνει καί στήν Γαλλία καί στήν Ἱσπανία, πού
ξέρουν ποιοί εἶναι οἱ τελευταῖοι Ρωμαῖοι συγγραφεῖς καί ξέρουν ποιοί εἶναι οἱ
Φράγκοι συγγραφεῖς. Ξέρουν δηλαδή ποιοί εἶναι οἱ τελευταῖοι Ρωμαῖοι πού γράφουν
στήν Λατινική γλώσσα καί ποιοί εἶναι οἱ πρῶτοι Φράγκοι πού γράφουν στήν
Λατινική γλώσσα. Καί εἶναι παράδοξο τό ὅτι καί στήν Γαλλία καί στήν Ἱσπανία
σταματοῦν τά Ρωμαϊκά συγγράμματα καί τά διαδέχονται τά Γοτθικά καί Φραγκικά
συγγράμματα». Γιατί πλέον οἱ Ρωμιοί γίνανε ἀγράμματοι, δέν μποροῦσαν νά
γράψουν καί παίρνουν τήν σκυτάλη οἱ Γότθοι καί οἱ Φράγκοι, οἱ ὁποῖοι ὅμως
γράφουνε διεστραμμένα καί αἱρετικά.

«Καί πάλι τό παράδοξο εἶναι ὅτι αὐτή ἡ ριζική διακοπή, πού εἶναι μία ἐθνική
καταστροφή γιά τούς Ρωμαίους καί νίκη τῶν Γερμανικῶν φυλῶν, πού ἐπέφερε μία
διάσπαση μεταξύ τῶν δύο, ἀφοῦ οἱ μέν ὑποδουλώθηκαν στούς δέ, μαζί μέ τήν
μακρόχρονη ὑποδούλωση τῶν Ρωμαίων στούς Γότθους καί στούς Γερμανούς
δημιούργησε μία κατάσταση, ὥστε οἱ ἴδιοι οἱ Ρωμαῖοι νά χάσουν τήν παλιά ἐπαφή
τους μέ τήν Κωνσταντινούπολη καί τόν ὑπόλοιπο Ρωμαϊκό κόσμο», τήν Ρωμιοσύνη
δηλαδή, τήν Ρωμανία, τήν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι, σήμερα στήν Εὐρώπη ἔχουμε
οὐσιαστικά δύο πληθυσμούς. Ἔχουμε ἀφενός μέν τούς αὐτόχθονες, τούς ἀπογόνους
τῶν Ρωμαίων, τῶν Ρωμιῶν, τούς πρώην Ὀρθοδόξους πού ἔχουν ἐκλατινιστεῖ καί
ἔχουμε καί τούς εἰσβολεῖς, τούς Γερμανούς, τούς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι ἔχουνε τήν
ἐξουσία.

«Βλέπουμε ὅτι στήν Ἀνατολή κατά τήν ἴδια χρονική περίοδο δέν ὑπάρχει καμία
διάσπασις, καμία ἀνακοπή τῆς ἱστορικῆς ἐξελίξεως, ἀλλά ὅτι ὑπάρχει μία ἀδιάκοπη
συνέχεια καί στήν πνευματική ἐμπειρία καί στήν συγγραφική δραστηριότητα τῶν
Πατέρων καί στήν Παράδοση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων κλπ». Ἔχουμε μιά συνεχή
σειρά τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι παραλαμβάνουν καί παραδίδουν τήν ὀρθόδοξη
παράδοση. «Εἰς πεῖσμα ὅμως αὐτῆς τῆς πραγματικότητος οἱ Φράγκοι κατηγοροῦν
τούς Graeci», ὄχι μόνο τούς Ἕλληνες, «τούς Ρωμαίους τῆς Ἀνατολῆς κατά τά μέσα
τοῦ 9ουαἰῶνος, ὅτι δέν ἔχουν μείνει πιστοί στήν Πατερική παράδοση καί καλοῦν
ἐμᾶς νά πιστέψουμε ὅτι πιστοί στήν Πατερική παράδοση ἔμειναν οἱ ἀγράμματοι
Φράγκοι, πού δέν ἤξεραν καθόλου Ἑλληνικά οὔτε ἤξεραν νά διαβάσουν σωστά τά
Λατινικά κείμενα!».

Γι’ αὐτό εἶπα προηγουμένως καί τόν ἱερό Αὐγουστίνο, πού εἶναι Ἅγιος τῆς
Ἐκκλησίας μας καί ἔχει γράψει στά λατινικά, δέν τόν κατάλαβαν καί ἔπεσαν ἐπίσημα
στήν αἵρεση τοῦ φιλιόκβε καί σέ πολλές ἄλλες κακοδοξίες. «Καί συμβαίνει ἀπό τότε
μέχρι σήμερα νά συνεχίζουν νά ἔχουν αὐτήν τήν ὑπεροψία, ὅτι δηλαδή αὐτοί εἶναι
ἐκεῖνοι πού διέσωσαν τήν Πατερική Παράδοση(!) καί μάλιστα τήν βελτίωσαν(!) μέ

349
τήν Σχολαστική τους Θεολογία». Ἐνῶ ἡ Σχολαστική Θεολογία, εἶναι αἱρετική
θεολογία.

«Σέ ἀντίθεση μέ ὅλα αὐτά ἔχουμε τήν παραμένουσα καί διαιωνιζομένη μεθοδολογία
τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως καί θεολογίας», ἡ ὁποία ὑπάρχει μέ μία ἀδιάσπαστη
συνέχεια μέχρι τίς μέρες μας. Γι’ αὐτό βλέπουμε καί σήμερα ἀκόμα παραγωγή ἁγίων
στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τόν Ἅγιο Πορφύριο, τόν Ἅγιο Νικηφόρο τόν Λεπρό καί
πάρα πολλούς ἄλλους καί ἕπεται καί συνέχεια. Θά ἔχουμε ἀναγνωρίσεις καί ἄλλων
συγχρόνων Ἁγίων. Πού σημαίνει ὅτι ὑπάρχει αὐτή ἡ ὀρθόδοξη θεραπευτική
παράδοση, ὅπως ὑπῆρχε στούς ἀρχαίους ἁγίους, μέχρι τίς μέρες μας, δέν ὑπάρχει
διακοπή. Ἐνῶ στήν Δύση ὑπάρχει διακοπή. «Βλέπουμε δέ νά συμβαίνει τοῦτο, ὅτι
δηλαδή στήν Δύση ὑπάρχει ἤ ἴδια θεολογική μέθοδος μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων
Ρωμαίων, ὅπως ὑπάρχει καί στήν Ἀνατολή». Ὑπῆρχε δηλαδή.

Τώρα ἔχει σταματήσει, γιατί εἴπαμε ἐπεβλήθησαν οἱ Γερμανοί, οἱ Φράγκοι καί


ἐπέβαλαν καί τήν δική τους θεολογία τήν αἱρετική. Ἀλλά, ὅσο ὑπῆρχε ὀρθοδοξία καί
στήν Εὐρώπη, ἔχουμε κι ἐκεῖ τήν ἴδια θεραπευτική θεολογική παράδοση, τήν
κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση. Γι’ αὐτό καί ἔχουμε ἁγίους. «Ἡ ἐμπειρία τῆς
θεώσεως καί τοῦ φωτισμοῦ εἶναι ἡ ἴδια καί ἑπομένως ἡ Θεολογία εἶναι ἡ ἴδια καί
στούς δύο χώρους». Πότε γίνεται ἡ διάσπαση; Πότε πέφτει στήν αἵρεση ἡ Δύση;
Ὅταν ἐπιβάλλεται ἀναγκαστικά ἡ ἀλλότρια θεολογία τῶν Φράγκων. Τότε ἔχουμε τό
λεγόμενο Σχίσμα, τό ὁποῖο, εἴπαμε, εἶναι ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν ἀπό τήν
Ἐκκλησία.

Ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως καί τοῦ φωτισμοῦ μέχρι τότε ἦταν ἡ ἴδια. «Αὐτό
ἐξακριβώνεται ἀπό τά συγγράμματα τῶν Δυτικῶν κυρίως Ρωμαίων ἐπάνω σέ θέματα
πνευματικῆς ζωῆς, ἀσκήσεως». Ἔχουμε Πατέρες τῆς Δύσης, πού γράφουν ἀκριβῶς
τά ἴδια ὅπως οἱ Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Μέγας
Βασίλειος… ἔχουν τήν Ὀρθόδοξη θεολογία καί τήν ἴδια θεολογία ἔχουμε καί στούς
Πατέρες τῆς Δύσης, στόν Ἅγιο Κασσιανό κ.λ.π. «Συμβαίνει, μάλιστα, σήμερα νά
ἔχουν ἀποδεχθεῖ ἐκτός ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί οἱ Ἀγγλικανοί ὅτι τά πνευματικά
θεμέλια τῆς θεολογίας εἶναι τά ἴδια καί ὅτι ἡ Θεολογία ἦταν ἡ ἴδια καί στήν Δύση καί
στήν Ἀνατολή. Αὐτοί ἐξακρίβωσαν πῶς καί πότε ἄρχισε ἡ διαφοροποίηση μεταξύ
Δύσεως καί Ἀνατολῆς ἐπάνω στά θεολογικά καί πνευματικά θέματα». Δηλαδή,
βλέπετε; Οἱ ἴδιοι τό παραδέχονται ὅτι ἡ βάση εἶναι κοινή καί τῶν δύο. Γιατί, ὅμως,
μετά ἔγινε διαφοροποίηση; Ἐνῶ ἐμεῖς κρατήσαμε τήν Ὀρθοδοξία, αὐτοί
παρεξέκλιναν. Ἄλλαξαν τό Πιστεύω, ἄλλαξαν τά δόγματα καί πρόσθεσαν καί νέα
πράγματα.

«Χαρακτηριστικό γνώρισμα αὐτῆς τῆς διαφοροποιήσεως εἶναι τό ὅτι στήν περιοχή


τῶν κατακτήσεων στήν Δύση ἐγκαταλείφθηκε ἡ παλαιά παράδοση νά ἐκλέγονται οἱ
ἐπίσκοποι ἀπό τούς φωτισμένους καί θεουμένους. Σ’ αὐτούς οἱ ἐπίσκοποι ἐξελέγοντο
ὄχι γιά πνευματικούς λόγους, ἄλλα γιά διοικητικούς. Ὁπότε ὁ ἐπίσκοπος στήν Δύση

350
μετατράπηκε ἀπό πνευματικό πατέρα σέ πολιτικό διοικητή (φεουδάρχη) μέ ἐξουσίες
πολιτικές καί στρατιωτικές». Καί φτάσαμε στό ἐξωφρενικό νά εἶναι ἀρχηγός τῆς
Ἀγγλικανικῆς «ἐκκλησίας», ξέρετε ποιός; Ἡ Βασίλισσα τῆς Ἀγγλίας! Ἀπό ποῦ καί
ὡς ποῦ; Σούπερ ἐπίσκοπος δηλαδή… ὑπερ-ἐπίσκοπος… Πῶς φτάσαμε ἐδῶ;
Ἀκριβῶς, ἐπειδή ἔχασαν τήν ὀρθόδοξη παράδοση, πού οἱ ἐπίσκοποι ἔβγαιναν ἀπό τά
μοναστήρια, ἀπό τούς ἀνθρώπους πού ἦταν ἀφιερωμένοι πλήρως στόν Θεό καί ὁ
ἐπίσκοπος ἔγινε διοικητής. Δυστυχῶς, αὐτό ἔχει περάσει τώρα καί σέ μᾶς. Σήμερα οἱ
ἐπίσκοποι στήν πράξη εἶναι διοικητικά πρόσωπα ἐν πολλοῖς. Ὑπάρχουν βέβαια καί
ἐπίσκοποι πολύ καλοί πού προσπαθοῦν νά ἀσκήσουν τό ποιμαντικό ἔργο, νά
μιλήσουν, νά ἐξομολογήσουν, ἀλλά ὑπάρχει κι αὐτή ἡ τριβή μέ τά διοικητικά πού
φθείρει καί αὐτούς τούς καλούς ἐπισκόπους.

Καί ὁ ἐπίσκοπος, ἀπό πνευματικός πατέρας τῶν ἱερέων καταρχήν καί ὅλου τοῦ λαοῦ,
εἶναι πολιτικός διοικητής – φεουδάρχης μέ ἐξουσίες πολιτικές καί
στρατιωτικές. «Αὐτό ἔγινε καί στήν Γοτθική παράδοση καί στήν Φραγκική καί στήν
Νορμανδική, ὄχι ὅμως τόσο στήν Γερμανική, διότι ὁ Γερμανικός φεουδαλισμός
διαφέρει ἀρκετά ἀπό τόν Φραγκικό, τόν Γοτθικό καί τόν Νορμανδικό φεουδαλισμό.
Καί τοῦτο, ἐπειδή οἱ περισσότεροι Γερμανοί δέν εἶχαν ὡς σκλάβους Ρωμαίους
δουλοπαροίκους, ἀφοῦ ζοῦσαν στήν Γερμανία, ὅπου δέν ὑπῆρχαν Ρωμαῖοι, οἱ δέ
δοῦλοι τους ἦταν ἁπλῶς αἰχμάλωτοι πολέμου». Ἀλλά καί ἐκεῖ βεβαίως δέν ὑπάρχει ἡ
Ὀρθόδοξη παράδοση.

«Ὅταν, λοιπόν, ὁ ἐπίσκοπος γίνεται φεουδάρχης, ἀρχίζει πλέον νά ἀσχολεῖται μέ τήν


διοίκηση καί μέ τήν καθυπόταξη τῶν Ρωμαίων δουλοπαροίκων καί
βιλάνων». Γίνεται ἕνα πρόσωπο πολιτικό, διοικητικό καί μέ στρατιωτικές
ἐπιχειρήσεις ἀκόμα, τό ὁποῖο ἔχει σκοπό ὄχι νά ἀσκήσει ποιμαντική καί νά βοηθήσει
τούς πιστούς νά φτάσουν στήν θέωση καί στή σωτηρία, ἀλλά νά ὑποτάξει τούς
ὑπηκόους, νά τούς ἔχει ὑπό αὐτόν καί κατεξοχήν τούς Ρωμαίους, τούς Ρωμιούς
Ὀρθοδόξους. «Ἔτσι δέν ἠσχολεῖτο πλέον μέ τά πνευματικά θέματα οὔτε μέ τά
θεολογικά γράμματα, ἀλλά μέ διοικητικά θέματα. Τήν δέ Θεολογία τήν πῆραν στά
χέρια τους, κάτι καλόγεροι στά μοναστήρια», στή Δύση. «Ὁπότε ἡ θεολογική
ἐπιστήμη ἐκαλλιεργεῖτο συνήθως μέσα στά μοναστήρια, τά ὁποῖα καί αὐτά ὅμως -τά
μοναστήρια τῆς δύσεως- δέν ἠσχολοῦντο μέ τό πῶς θά φθάσουν οἱ μοναχοί στήν
κατάσταση τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως, τήν ὁποία οὔτε ἐπεδίωκαν· διότι
ἐπηρεασμένοι ὄντες ἀπό τήν Θεολογία», τήν δική τους, τήν αἱρετική θεολογία,
«δέχθηκαν μία φιλοσοφική ἀντίληψη περί τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως».

«Βλέπουμε λοιπόν ὅτι στόν χῶρο τῶν κατακτητῶν τῶν Δυτικῶν Ρωμαίων ἡ ἐμπειρία
τοῦ φωτισμοῦ φιλοσοφοποιήθηκε». Ἔγινε μιά φιλοσοφία καί αὐτό πού ἐδῶ στήν
Ὀρθοδοξία γνωρίζουμε ὡς μετάνοια, ὡς προσπάθεια νά καθαριστοῦμε ἀπό τά πάθη
μας καί νά φτάσουμε στόν φωτισμό καί στήν θέωση, γιά αὐτούς ἦταν μία φιλοσοφία.
Ἔγινε μιά φιλοσοφία «καί εἰσῆλθε στήν διδασκαλία περί φωτισμοῦ ὁ νοητός κόσμος
τοῦ Πλάτωνος. Αὐτή λοιπόν ἡ διαστρεβλωμένη καί παραποιημένη θεώρησις περί

351
φωτισμοῦ μπῆκε μέσα στόν μοναχισμό τῶν Φράγκων καί ἔτσι καί ὁ μοναχισμός τῶν
Φράγκων ἔχει πλέον μία ἰδιαίτερη ἐξέλιξη καί δέν εἶναι μία συνέχιση τῆς ἀρχαίας
πνευματικότητος καί ἀσκητικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά διαμορφώθηκε μία
παράδοση διαφορετική». Ἄν δεῖτε τούς δυτικούς μοναχούς, δέν ἔχουν τό ὀρθόδοξο
πνεῦμα καί βίωμα. Κάνουν κάποιες φιλανθρωπίες, σχολεῖα, νοσοκομεῖα… ἀλλά δέν
ὑπάρχει ἡ προσπάθεια γιά τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί γιά τόν φωτισμό ἀπό τό
Ἅγιο Πνεῦμα. Καί πῶς νά ὑπάρξει; Ἀφοῦ εἶναι ἀβάπτιστοι κατ’ ἀρχάς. Πῶς νά
φωτιστοῦν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ δέν ἔχουν βαφτιστεῖ; Οἱ Λατίνοι εἶναι
ἀβάπτιστοι καί κακῶς τούς χρίουμε μόνο μέ μύρο αὐτούς πού γίνονται ὀρθόδοξοι.
Κανονικά πρέπει νά τούς βαπτίζουμε, ὅπως κάνουν στό Ἅγιο Ὄρος.

«Μέσα σ’ αὐτά τά πλαίσια», ὅπως τά λέει ἡ ἱστορία, «εἶναι πολύ παράδοξο τό νά


ἰσχυρίζονται οἱ Δυτικοί ὅτι ἐκεῖνοι μόνο καταλαβαίνουν τήν Πατερική παράδοση καί
ὅτι ἐμεῖς παρεκκλίναμε ἀπό αὐτήν. Ἰσχυρίζονται μάλιστα ὅτι ἐμεῖς ἀπό τόν Ἅγιο
Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό καί μετά εἴμαστε μία εἰδωλολατρική μορφή τοῦ
Χριστιανισμοῦ(!)», οἱ Ὀρθόδοξοι! Ἐνῶ στήν οὐσία ἰσχύει τό ἀντίθετο. Αὐτοί ἔχουν
πέσει στήν εἰδωλολατρία. Τό βλέπουμε στήν Εὐρώπη πῶς λατρεύεται τό χρῆμα, ἡ
κοσμική ἐξουσία, ἡ μάταιη δόξα καί οἱ ἡδονές. «Μέσα σ’ αὐτά τά πλαίσια γίνεται
λοιπόν στήν Δύση ἡ συζήτησις ἐπάνω στά διάφορα κατηγορήματα τῆς Πατερικῆς
θεολογίας. Στήν Δύση γιά κάποιο λόγο δέχθηκαν ὅτι ἡ οὐσία καί ἡ ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ εἶναι τό ἴδιο πράγμα». Δέν κάνουν, δηλαδή, στήν Δύση διάκριση μεταξύ
οὐσίας καί ἐνέργειας στόν Θεό. «Ταυτίζουν δηλαδή τήν οὐσία μέ τήν ἐνέργεια τοῦ
Θεοῦ». Αὐτό προῆλθε ἀπό μία κακή κατανόηση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Φαίνεται
ότι στά πρῶτα του συγγράματα εἶχε διατυπώσει κάποια τέτοια πράγματα, τά ὁποῖα
μετά ἀναίρεσε -γι’ αὐτό εἶναι καί Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας- ἤ αὐτοί δέν τά κατάλαβαν
σωστά.

«Ἔτσι φαίνεται ὅτι οἱ Γερμανικές φυλές τοῦ Μεσαίωνα υἱοθέτησαν αὐτήν τήν -
πλανεμένη- διδασκαλία τῆς ταύτισης τῆς οὐσίας καί τῆς ἐνεργείας στόν Θεό καί
ἔγινε πλέον ἡ σπονδυλική στήλη τῆς Σχολαστικῆς παραδόσεως. Σ’ αὐτήν τήν γραμμή
ὑπάρχουν καί ὁρισμένες παραλλαγές. Μερικοί ἐξ αὐτῶν κάνουν διάκριση μεταξύ
οὐσίας καί προσόντων στόν Θεό. Σ’ αὐτήν τήν ἐξέλιξη τῆς Δύσεως οἱ ἐκπρόσωποι
τῶν τριῶν ἐπικρατεστέρων τάσεων εἶναι ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης ἀπό τό ἕνα μέρος, ὁ
Duns Scotus ἀπό τό δεύτερο μέρος καί ὁ Γουλιέλμος Ockham ἀπό τό τρίτο μέρος. Ὁ
Duns Scotus, τοῦ ὁποίου οἱ ὁπαδοί λέγονται Σκωτισταί, κάνει μία διάκριση μεταξύ
τῶν προσόντων καί τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, πού μοιάζει κατά κάποιο τρόπο μέ τήν
Ὀρθόδοξη διάκριση μεταξύ τῆς οὐσίας καί τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ». Ἐμεῖς οἱ
Ὀρθόδοξοι λέμε ὅτι ὁ Θεός ἔχει οὐσία παντελῶς ἀπρόσιτη, πού δέν ξέρουμε καθόλου
τί εἶναι καί ἔχει καί ἐνέργεια, στήν ὁποία μετέχουμε. Οἱ Δυτικοί, οἱ Λατίνοι,
ταυτίζουν οὐσία καί ἐνέργεια στόν Θεό καί ἀπό ἐκεῖ ξεκινᾶνε πάρα πολλές αἱρέσεις
καί αἱρετικές ἀντιλήψεις πού ἔχουνε. «Μοιάζει, ἀλλά δέν ταυτίζεται, διότι ἡ
διάκρισίς του εἶναι καθαρά φιλοσοφική, ἐνῶ ἡ Ὀρθόδοξη διάκριση εἶναι καθαρά
ἐμπειρική». Ἐμεῖς τό γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχει ἐνέργεια στόν Θεό, διότι ἔχουμε

352
ἐμπειρία αὐτῆς τῆς ἐνέργειας, μετέχουμε σ’ αὐτή τήν ἐνέργεια. Εἶναι ἡ ἐνέργεια τῆς
κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης, στήν ὁποία μετέχει ὁ ἄνθρωπος. «Γι’ αὐτό
καί ἡ διάκρισίς του αὐτή ὀνομάζεται καί ὀντολογική ἤ μεταφυσική». Εἶναι μιά
φιλοσοφική διάκριση.«Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία τέτοιες διακρίσεις, ὀντολογικές ἤ
μεταφυσικές, φιλοσοφικές δηλαδή, μεταξύ τῆς οὐσίας καί τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ
ἔκαναν συστηματικά οἱ αἱρετικοί. Οἱ πιστοί τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας ἔκαναν καί αὐτοί
διάκριση, πού ἦταν ὅμως καθαρά ἐμπειρική, ἀφοῦ ἐβασίζετο στήν ἐμπειρία τοῦ
φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως».

Ἐκεῖνο τώρα πού ἐν κατακλείδι μποροῦμε νά ποῦμε εἶναι νά μήν ἐπηρεαζόμαστε


καθόλου ἀπό διάφορες φωνές Οἰκουμενιστῶν κ.λ.π. πού μᾶς λένε ὅτι «δέν ἔχουμε
διαφορές μέ τούς Παπικούς, μέ τούς Λατίνους.. κι αὐτοί στόν Χριστό πιστεύουνε..».
Ὄχι, δέν εἶναι σωστό αὐτό, γιατί δέν ἔχουν σωστή πίστη γιά τόν Χριστό, γιά τήν
Ἁγία Τριάδα. Δέν κάνουνε διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνέργειας. Γι’ αὐτό καί ἔχουν
πέσει σέ πάρα πολλές αἱρετικές ἀντιλήψεις. Ἔχουνε χάσει τήν θεραπευτική
παράδοση. Γι’ αὐτό καί ζοῦνε μέσα στά πάθη τους. Ἡ Εὐρώπη ζεῖ μέσα στά πάθη
της. Εἶναι ἀβάπτιστοι καί οὐσιαστικά ὑποταγμένοι στά τρία μεγάλα πάθη, στήν
φιληδονία, στήν φιλαργυρία καί στήν φιλοδοξία. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν
μποροῦν νά μᾶς καταλάβουν. Ἔρχεται ἐδῶ ἡ Τρόικα καί λέει «θέλουμε τά λεφτά
μας».. καί ἐμεῖς τούς λέμε, ἐντάξει, κάντε λίγη ὑπομονή…

Δέν μποροῦν νά τό καταλάβουν αὐτό. Δέν ὑπάρχει, νά τό ποῦμε ἁπλά, εὐσπλαχνία,


συμπόνοια, ὅπως ἔχει ὁ Θεός καί ἡ ὁποία ὑπάρχει μόνο στήν Ὀρθοδοξία. Ὁ Θεός
εἶναι ἄκρως φιλάνθρωπος καί φιλεύσπλαχνος, οἰκτίρμων καί ἐλεήμων. Στήν Εὐρώπη
δέν ὑπάρχει φιλανθρωπία. Ἔχει χαθεῖ αὐτό τό πράγμα, γιατί οἱ ἴδιοι μέσα τους εἶναι
σκληροί, ψυχροί καί ἀνάλγητοι καί αὐτό ὀφείλεται ἀκριβῶς στήν λανθασμένη
θεολογία πού ἔχουνε, στήν αἱρετική θεολογία. Ἔτσι μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε τήν
συμπεριφορά τους, γιατί συμπεριφέρονται ἔτσι. Ἐντάξει, κάναμε λάθος, κάνανε οἱ
πολιτικοί μας λάθος, δέν λέμε ὅτι εἶναι ἀθῶες περιστερές… κάνανε αὐτά πού κάνανε.
Ἀλλά κάντε λίγο ὑπομονή. Ὄχι, λένε, δέν γίνεται. Σοῦ βάζουν τό μαχαίρι στό λαιμό.
Αὐτό εἶναι ἀναλγησία, εἶναι ἀπανθρωπιά. Ἐνῶ, ἕνας ὀρθόδοξος δέν θά τό ἔκανε
αὐτό, ἕνας πού ζεῖ μέσα σ’ αὐτή τήν θεραπευτική παράδοση. Ἔχει ἔλεος, γιατί ἔλεος
ἔχει ὁ Θεός. Καί ἔλεος πρέπει νά ἔχουμε κι ἐμεῖς. Νά τό καλλιεργήσουμε αὐτό τό
πράγμα, αὐτή τήν ὀρθόδοξη, τήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη, τήν ἀγάπη πού ξέρει νά
συγχωρεῖ, πού ξέρει ν’ ἀγαπάει καί τόν ἐχθρό, ξέρει ν’ ἀγαπάει καί αὐτόν πού μᾶς
χρησιμοποιεῖ.

Ἔτσι, λοιπόν, ἄς παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς δίνει αὐτή τήν ἀγάπη καί αὐτή τήν
ὀρθή πίστη. Νά μήν χάσουμε τήν ὀρθόδοξη πίστη μας, γιατί ἄν χάσουμε τήν πίστη
μας, μετά χάνουμε καί τήν ὀρθή ζωή καί χάνουμε καί τήν σωτηρία.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

353
Πῶς θεολογοῦσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες
(Πατερική Θεολογία – 28 Μέρος)

Συνεχίζουμε σήμερα τήν Πατερική Θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδου καί
νομίζω θά εἶναι καί τό τελευταῖο μας μάθημα. Τά ὑπόλοιπα τοῦ βιβλίου εἶναι εἰδικά
πράγματα γιά τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρετικούς πού δέν μᾶς ἐνδιαφέρουν ἰδιαίτερα. Οἱ
ἅγιοι Πατέρες τούς ἀντιμετώπισαν καί τούς καταδίκασαν μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Θά ποῦμε σήμερα «Πῶς οἱ Πατέρες θεολογοῦν». Αὐτός εἶναι ὁ τίτλος
τῆς σημερινῆς ὁμιλίας. Ἔχει σημασία νά γνωρίζουμε τόν τρόπο πού οἱ Πατέρες
μιλᾶνε, γιατί πάντοτε ἀναφύονται καινούρια θέματα στήν Ἐκκλησία καί προσωπικά
σέ μᾶς, ἀλλά καί γενικότερα, πού ἀφοροῦν ὅλη τήν Ἐκκλησία, γιά τά ὁποῖα πρέπει
νά δώσει ἀπαντήσεις καί ἡ Ἐκκλησία καί ὁ καθένας μας.
Αὐτές τίς ἀπαντήσεις χρειάζεται νά τίς ἀνακαλύψουμε, νά ξέρουμε ὅτι φτάσαμε στήν
σωστή ἀπάντηση. Νά πῶ ἕνα παράδειγμα, γιά νά μήν εἴμαστε ἀφηρημένοι.
Ὑπάρχουν πάρα πολλά θέματα πού δημιούργησε ἡ πρόοδος τῆς ἰατρικῆς, τά
προβλήματα βιοηθικῆς, ἄν ἐπιτρέπεται νά γίνεται κάτι ἤ ὄχι. Ἄν ἐπιτρέπεται νά
γίνεται τεχνητή γονιμοποίηση ἤ δέν ἐπιτρέπεται καί οἱ ποικίλες μέθοδοι πού
ὑπάρχουν. Πῶς θά ἀπαντήσουμε σ’ αὐτά τά προβλήματα. Ποιά εἶναι ἡ σωστή
μεθοδολογία, γιά νά βροῦμε τήν σωστή ἀπάντηση. Εἶναι ἁπλῶς νά ἐρευνήσουμε τά
βιβλία μας, νά ψάξουμε τά βιβλία μας; Καί ὅποιος διαβάσει πιό πολλά βιβλία θά βρεῖ
ἄραγε τήν ἀπάντηση; Ἤ ὑπάρχει καί κάτι ἄλλο, τό ὁποῖο μᾶς ἐπιβεβαιώνει γιά τήν
ὀρθότητα τῆς ἀπάντησης; Πράγματι ὑπάρχει καί κάτι ἄλλο, τό ὁποῖο εἶναι καί τό πιό
σημαντικό, ἡ ζῶσα ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, τῶν ζωντανῶν Ἁγίων.
Ἀξιωθήκαμε νά γιορτάσουμε τήν ἁγιοκατάταξη, καί ὄχι ἁγιοποίηση, ὅπως
λανθασμένα λένε πολλοί, τοῦ πατρός Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, τοῦ πολύ μεγάλου
Γέροντος. Πού σημαίνει ὅτι ἡ ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί σήμερα συνεχίζει νά
παράγει Ἁγίους. Γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἕνας σύλλογος ἀνθρώπων πού ἔχουν
κάποια κοινά πιστεύω, ἀλλά εἶναι τό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ καρπός τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος δέν εἶναι ἄλλος παρά οἱ Ἅγιοι.

Ἑπομένως, καί σήμερα καί πάντοτε, ἡ Ἐκκλησία μας, ἐπειδή εἶναι ζωντανή καί εἶναι
τό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, θά παράγει Ἁγίους. Μή νομίζετε ὅτι Ἅγιοι εἶναι μόνο
αὐτοί πού εἶναι ἐπίσημα καταχωρημένοι στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχουν
καί πάρα πολλοί πού δέν εἶναι καταχωρημένοι, εἴτε γιατί τό θέλησαν οἱ ἴδιοι καί τό
ζήτησαν ἀπό τόν Θεό νά μήν γίνουν γνωστοί ὡς τήν Δευτέρα Παρουσία ἤ γιά ἄλλους
λόγους πού ὁ Θεός γνωρίζει. Ὁ Ἅγιος πατήρ Παΐσιος ἔγινε γνωστός καί κατατάχτηκε
καί ἐπίσημα καί τό πανηγυρίζουμε. Αὐτό τί σημαίνει; Ὅτι καί σήμερα τό Ἅγιο
Πνεῦμα ἐνεργεῖ καί ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους στήν ἁγιότητα, στόν ἁγιασμό. Ποιούς;
Αὐτούς πού θέλουν. Καί ὅλοι πρέπει νά θέλουμε, ἄν θέλουμε νά σωθοῦμε.

354
Λέει ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης λοιπόν, «Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση οἱ Πατέρες πῶς
θεολογοῦν; Οἱ Πατέρες πρῶτον ἐπικαλοῦνται τήν Ἁγία Γραφή». Θά δεῖτε, δηλαδή,
διαβάζοντας π.χ. τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, πλῆθος ἀναφορές στήν Ἁγία
Γραφή, στήν Καινή Διαθήκη καί στήν Παλαιά Διαθήκη. Οἱ Ἅγιοι ἤξεραν πάρα πολύ
καλά καί τήν Παλαιά Διαθήκη καί τήν Καινή Διαθήκη. Ἡ πρώτη τους ἀναφορά
λοιπόν, ὅταν μᾶς κηρύττουν, ὅταν μᾶς διδάσκουν, εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή. «Ἐπί πλέον
ὅμως ἐπικαλοῦνται καί τήν ἐμπειρία τῶν ζώντων θεουμένων, ὅταν ἐμφανισθεῖ μία
αἵρεσις», ὅταν ἐμφανισθεῖ κάτι καινούριο, γιά τό ὁποῖο δέν γνωρίζουμε ἀμέσως τήν
ἀπάντηση. Δηλαδή, τό πρῶτο εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή. Τό δεύτερο, κάτι πού πρέπει νά
ἔχουμε ὑπόψη μας, εἶναι ἡ μαρτυρία τῶν ζωντανῶν Ἁγίων γιά ὁποιοδήποτε
πρόβλημα τό ὁποῖο ἀναφύεται καί γιά ὁποιαδήποτε αἵρεση.

«Ὅταν ἐμφανίσθηκε ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου, οἱ Πατέρες ἐπικαλέστηκαν καί τήν


ἐμπειρία τῶν θεουμένων πού ζοῦσαν κατά τήν ἐποχή τῆς Ἀρειανικῆς
διαμάχης». Ἔχουμε, ἑπομένως, στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, τό θυμᾶστε πολύ
καλά, τόν Ἅγιο Σπυρίδωνα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγράμματος καί γιά νά ἀποδείξει τό δόγμα
τῆς Ἁγίας Τριάδος μ’ ἕναν ὁρατό καί ἁπτό τρόπο, μέ τό κεραμίδι, καί βεβαίως μέ τήν
χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού εἶχε πλούσια, ἀπέδειξε τήν τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ.
Ἔχουμε τόν Ἅγιο Νικόλαο πού μέ τήν χάρη πού εἶχε ἔδωσε ράπισμα στόν Ἄρειο καί
συγκλόνισε θά λέγαμε ὅλο του τό οἰκοδόμημα, γιατί φανέρωσε ὄχι μ’ ἕναν
ἀνθρώπινο τρόπο ἀλλά μ’ ἕναν θεανθρώπινο τρόπο τήν ἐπιδοκιμασία τοῦ Θεοῦ στήν
διδασκαλία τοῦ Ἁγίου.

Γιατί ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ὅταν ἔδωσε ράπισμα, δέν τό ἔκανε ὡς ἕνας θιγμένος
ἄνθρωπος, ἀλλά καθ’ ὑποβολή θά λέγαμε καί κατά ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γι’ αὐτό καί ὅταν τόν ἔκλεισαν μετά στήν φυλακή, τοῦ ἐμφανίστηκε ὁ Χριστός καί
δέν τόν τιμώρησε, ἀλλά τόν ἐβράβευσε κιόλας καί ἐπιδοκίμασε τήν πράξη του, γιατί
ἤτανε ἐμπνευσμένη ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Οἱ Ἅγιοι, λοιπόν, χρησιμοποιοῦσαν καί
τήν προσωπική τους ἐμπειρία καί τήν ἐμπειρία τῶν ζωντανῶν φορέων τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος τῆς ἐποχῆς τους, τῶν ἄλλων συγχρόνων ἁγίων τους. «Ἔτσι ἔχουμε δύο
εἰδῶν ἐπιχειρήματα». Ἀφενός μέν τήν Ἁγία Γραφή μέσα στήν ὁποία εἶναι
κατατεθειμένη ἡ ὀρθόδοξη πίστη καί διδασκαλία καί ἀφετέρου τήν ζωντανή ἐμπειρία
τῶν Ἁγίων.

«Γιά νά εἶναι ὅμως κάτι Ὀρθόδοξο, πρέπει αὐτά τά δύο νά εἶναι συμβατά μεταξύ
τους εἴτε νά ταυτίζονται εἴτε νά εἶναι ἀλληλοσυμπληρούμενα. Ὄχι νά εἶναι
ἀλληλοσυγκρουόμενα». Δέν μπορεῖ κάποιος, δηλαδή, νά ἔχει μία ἐμπειρία καί νά
λέει ὅτι εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί νά εἶναι ἀντίθετη μέ αὐτά πού λέει ἡ Ἁγία
Γραφή. Ἤ θά εἶναι ἴδια, ἤ θά συμπληρώνει τό ἕνα τό ἄλλο, θά εἶναι στήν ἴδια
κατεύθυνση. «Ἡ βασική ἐπιχειρηματολογία πηγάζει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Ἡ
ἐπισφράγισις, ὅμως, τῆς ἐπιχειρηματολογίας αὐτῆς καθώς καί ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς
γνησιότητός Της γίνονται πάντοτε βάσει τῆς κατατεθειμένης ἐμπειρίας τῶν Πατέρων
καί τῶν κεκοιμημένων Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τῆς ἐμπειρίας τῶν ζώντων

355
Ἁγίων τῆς ἐποχῆς κατά τήν ὁποία ἐμφανίζεται μία αἵρεσις. Τό ἴδιο ὅμως συμβαίνει
σέ κάθε ἐπιστήμη. Π.χ. στήν Ἀστρονομία, ἄν διαβάσουμε τά Κινεζικά χειρόγραφα,
θά δοῦμε ὅτι τήν 12η Ἰουλίου 1054 ἔγινε μία μεγάλη ἔκρηξη στό σύμπαν, τήν ὁποία
οἱ Κινέζοι ἀστρονόμοι μπόρεσαν καί κατέγραψαν». Εἶναι ἱστορικό γεγονός καί τό
κατέγραψαν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς, οἱ ἐπιστήμονες τῆς ἐποχῆς. «Ἐπί δύο
ἑβδομάδες ἔβλεπαν τό φῶς ἀπό τήν ἔκρηξη αὐτή. Ἐδῶ, δηλαδή, ἔχουμε ἕνα Κινέζικο
σύγγραμμα, τό ὁποῖο ἀναφέρει αὐτό τό γεγονός». Ἐμεῖς σήμερα τό διαβάζουμε καί
μποροῦμε νά ποῦμε φαντασία τους εἶναι! «Ὅμως οἰ σημερινοί ἀστρονόμοι
πιστοποίησαν ὅτι πράγματι συνέβη τότε αὐτή ἡ ἔκρηξη (μία σουπερνόβα)», ἔτσι τό
λένε οἱ ἀστρονόμοι, «τό δέ ἀποτέλεσμά της ἦταν ἕνα νεφέλωμα πού τοῦ ἔδωσαν τό
ὄνομα Crab Nebula.

Ἐδῶ δηλαδή βλέπουμε ὅτι ἔχουμε μία κατατεθειμένη γραπτή μαρτυρία γιά ἔνα
φαινόμενο, τό ὁποῖο –ἔγινε στό παρελθόν καί– ἐπιβεβαιώνεται –σήμερα– ἀπό τήν
ἐμπειρία τῶν σημερινῶν ἀστρονόμων». Ἔχει τόν τρόπο της ἡ ἀστρονομία νά ἐλέγξει
καί τό παρελθόν, τό τί συνέβη στό σύμπαν τό 1054 καί βρῆκε ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί
δέν ἔγραφαν ψέματα, εἶχε γίνει αὐτό πού γράφανε. Ἔχουμε, ἑπομένως, δύο
μαρτυρίες, τήν κατατεθειμένη γραπτή μαρτυρία καί τήν ἐμπειρική πλέον
ἐπιβεβαίωσή της σήμερα. Τό ἴδιο γίνεται καί μέ τήν Θεολογία καί μέ ὅλες τίς
ἐπιστῆμες. Ἔχουμε τήν κατατεθειμένη μαρτυρία στήν Ἁγία Γραφή ἀλλά καί τήν
ἐπιβεβαίωσή της ἀπό τούς συγχρόνους Ἁγίους.

Λέει ἡ Ἁγία Γραφή π.χ. γιά τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, γιά τό ἄκτιστο Φῶς. Θά ἔλεγε ἕνας
ἄπιστος: – Ποιό φῶς; Ἐγώ δέν ἔχω δεῖ κανένα φῶς.. Ἐσύ μπορεῖ νά μήν τό ἔχεις δεῖ,
ἀλλά ὁ σύγχρονος Ἅγιος, πού ἔχει κοινωνία μέ τόν Θεό, τό ἔχει δεῖ καί ἐπιβεβαιώνει
ἀκριβῶς αὐτό πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Λέει μάλιστα πώς εἶναι ἔτσι, ὅπως τά λέει ἡ
Ἁγία Γραφή, γιατί τά ἔχει ζήσει.

«Ἔχουμε κατατεθειμένη στήν Ἁγία Γραφή τήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν καί τῶν
Ἀποστόλων. Πῶς ὅμως θά γίνει ἡ πιστοποίηση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας τους σήμερα;
Πῶς θά βεβαιωθοῦμε ὅτι τά πράγματα εἶναι ἔτσι, ὅπως περιγράφονται στήν Ἁγία
Γραφή, προκειμένου περί τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Χριστοῦ; Ἀπό Πατερικῆς ἀπόψεως αὐτό
γίνεται βάσει τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας ἐκείνων τῶν ζώντων Ἁγίων σέ κάθε ἐποχή,
οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν νά δοῦν τόν Χριστό ἐν δόξη καί οἱ ὁποῖοι μποροῦν νά
διαβεβαιώσουν τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους γιά τήν ἀλήθεια τῶν ἀναφερομένων
στήν Ἁγία Γραφή.

Ἐκτός, δηλαδή, ἀπό τήν προσωπική ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι
εἶχαν τήν ἴδια ἐμπειρία μέ τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους, ἔχουμε ἐπί πλέον
καί τήν ἐμπειρία τῶν ζώντων Ἁγίων σέ κάθε ἐποχή». Θά λέγαμε, κατά κάποιο τρόπο,
ἔχουμε τριπλή ἐπιβεβαίωση. Ἔχουμε ἀφενός μέν τήν Ἁγία Γραφή, τόν λόγο τοῦ
Θεοῦ, ἀφετέρου δέ τήν ἐμπειρία τῶν Πατέρων, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει αὐτά πού λέει ἡ
Ἁγία Γραφή, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου δηλαδή, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου,

356
τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου… καί ἔχουμε καί τήν ἐμπειρία τῶν
συγχρόνων Πατέρων, τοῦ π. Παϊσίου, τοῦ π. Πορφυρίου, τοῦ π. Σωφρονίου τοῦ
Ἔσσεξ, τοῦ π. Ἀμφιλόχιου τοῦ Μακρῆ, τοῦ π. Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ… πλῆθος
συγχρόνων ἁγίων… χαρισματούχων, θεουμένων, οἱ ὁποῖοι μαρτυροῦν τά ἴδια
πράγματα πού μᾶς εἴπανε καί ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος
καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης καί ὅλοι οἱ
μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι κι αὐτοί ἐπιβεβαιώνουν αὐτά πού λέει ἡ
Ἁγία Γραφή, αὐτά πού εἴπανε δηλαδή οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί οἱ
Ἀπόστολοι. Ἕνας ἄθεος θά πεῖ: Ἐγώ δέν τά ξέρω, δέν τά πιστεύω. Ἄν μπεῖς κι ἐσύ
στήν διαδικασία νά γίνεις Ἅγιος, θά τά δεῖς. Δέν σέ καλεῖ ἡ Ἐκκλησία νά πιστέψεις
κάτι μόνο ἐπειδή τό λένε οἱ ἄλλοι. Ἀλλά μπορεῖς νά τό δοκιμάσεις καί νά τό
ἐπιβεβαιώσεις κι ἐσύ μέ τήν δική σου ἐμπειρία. Χρειάζεται νά κάνεις μόνο ἕναν
κόπο. Ποιός εἶναι ὁ κόπος; Τῆς κάθαρσης, τῆς μετάνοιας.

Καλή ὥρα σέ λίγο θά μποῦμε στήν περίοδο τοῦ Τριωδίου, που εἶναι περίοδος
μετανοίας. Δέν μᾶς βάζει ἡ Ἐκκλησία σ’ αὐτή τήν περίοδο, ὅπως μοῦ εἶπε ἕνα
παιδάκι προηγουμένως, γιά νά ἔχουμε ποικιλία, νά μήν βαριόμαστε! Δέν εἶναι γιά νά
ἔχουμε ποικιλία.. εἶναι γιά νά μᾶς βάλει στήν διαδικασία τῆς μετανοίας. Ὅλο τόν
χρόνο πρέπει νά τήν ἔχουμε, ἀλλά κατεξοχήν μᾶς τό θυμίζει αὐτή τήν περίοδο, μέ τά
Εὐαγγέλια τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, τοῦ Ἀσώτου, τῆς Κρίσεως, τῆς
Συγχωρήσεως, τῶν πέντε Κυριακῶν τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς μέ τούς ἁγίους πού
προβάλλονται, γιά νά μᾶς πεῖ, πρέπει νά μετανοεῖτε, πρέπει νά κλαῖτε συνεχῶς τίς
ἁμαρτίες σας καί ἔτσι δέν θά ξαναπέσετε στά ἴδια πράγματα. Ἄν τώρα δέν μποῦμε σ’
αὐτή τήν διαδικασία τῆς μετάνοιας, φυσικά δέν θά ἔχουμε κι αὐτή τήν ἐμπειρία τῶν
ἁγίων. Γιατί, γιά νά ἔχεις τήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων, δηλαδή τήν θεοπτία καί νά πεῖς,
πράγματι ἔτσι εἶναι ὅπως τά λέει ἡ Ἁγία Γραφή, θά πρέπει νά καθαριστεῖς καί ἡ
κάθαρση γίνεται διά τῆς μετανοίας.

Ἐκτός λοιπόν ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε καί τήν
προσωπική ἐμπειρία τῶν ζώντων Ἁγίων. «Ἡ παράδοσις τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως
βλέπουμε νά συνεχίζεται ὁλοζώντανη μέχρι τό τέλος τῆς Τουρκοκρατίας καί νά
δεσπόζει στήν συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων». Λέει ὁ π. Ἰωάννης μέχρι τό τέλος τῆς
Τουρκοκρατίας, γιατί κατεξοχήν ἡ μεγάλη ἀλλοτρίωση στό ἔθνος μας -καί εἶναι
τραγικό αὐτό - δέν ἔγινε στά χρόνια τῆς σκλαβιᾶς!

Ἐμεῖς πανηγυρίζουμε τήν ἀπελευθέρωσή μας ἀπό τούς Τούρκους, ἀλλά θά πρέπει νά
θρηνοῦμε, γιατί ἀπό ἐκεῖ καί μετά ἀρχίζει ἡ μεγάλη ἀλλοτρίωση τοῦ ἔθνους μας
διαμέσου τοῦ Διαφωτισμοῦ, τοῦ κακῶς λεγομένου διαφωτισμοῦ, οὐσιαστικά
πρόκειται γιά σκοτισμό βαθύ, τῆς ζωῆς μας, τῆς διανοίας μας, τῆς ὅλης μας ψυχῆς,
τοῦ ἔθνους μας, τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων, γιατί μπῆκε τό πνεῦμα τοῦ
ὀρθολογισμοῦ, τό πνεῦμα τῆς Δύσης, τό πνεῦμα τῆς νοησιαρχίας, τό ὁποῖο
κυριάρχησε δυστυχῶς καί κυριαρχεῖ καί σήμερα, τό πνεῦμα τό προτεσταντικό καί τό
παπικό. Καί ἀλλοτριωθήκαμε ἀπό αὐτή τήν ὀρθόδοξη παράδοση πού εἶναι παράδοση

357
τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης. Εἶναι παράδοση, δηλαδή, τῆς
ἁγιότητας. Χάθηκε αὐτό τό ἰδανικό τοῦ ἁγίου. Ποιό ἀπό τά νέα παιδιά σήμερα θέλει
νά γίνει ἅγιος; Σπανιότατο πράγμα… Ἐνῶ, αὐτό θά ἔπρεπε νά εἶναι τό πρῶτο
ἰδανικό, τό κυρίαρχο. Ὅλοι θέλουν νά γίνουν γιατροί, δικηγόροι… καί ἀκόμα
χειρότερα.. ἠθοποιοί, ποδοσφαιριστές κ.λ.π. Ἐνῶ τό κατεξοχήν ἰδανικό πού πρέπει
νά ἔχουμε, εἶναι νά γίνουμε ἅγιοι. Γι’ αὐτό λέει ὁ π. Ἰωάννης τό ὁρόσημο αὐτό.
Μέχρι τό τέλος τῆς Τουρκοκρατίας ὑπῆρχε αὐτή ἡ παράδοση.

Μετά δέν χάθηκε εὐτυχῶς, ἀλλά λησμονήθηκε στό μεγαλύτερο μέρος τῶν Ἑλλήνων.
Ὑπάρχουν, ὅμως, καί οἱ φωτεινές ἐξαιρέσεις, οἱ ἅγιοι, πού τούς γιορτάζουμε καί τούς
πανηγυρίζουμε καί τούς χαιρόμαστε, ἀλλά θά πρέπει καί νά τούς μιμούμαστε. Ὁ π.
Παΐσιος βεβαίως δοξάζεται καί τόν τιμοῦμε, ἀλλά ἡ μεγαλύτερή του χαρά εἶναι νά
τόν μιμηθοῦμε. Καί, ὅταν ἦταν ἀνάμεσά μας, τήν μετάνοια δίδασκε. Πήγαιναν οἱ
ἄνθρωποι καί τοῦ ἔλεγαν διάφορα πράγματα καί ἔλεγε, τί νά μοῦ πεῖς τί θέλεις… νά
σοῦ πῶ ἐγώ τί θέλει ὁ Θεός ἀπό σένα! Ὄχι τί θέλεις ἐσύ ἀπό τόν Θεό. Γιατί,
δυστυχῶς, ἔτσι πᾶμε στόν Θεό, πᾶμε νά ζητήσουμε νά κάνει τά θελήματά μας, ἀντί
νά πᾶμε νά μάθουμε τί θέλει Ἐκεῖνος ἀπό μᾶς.

«Ὑπάρχουν Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι στόν ἀγῶνα τους ἐναντίον τῶν
αἱρετικῶν ἐπικαλοῦνται καί τήν προσωπική τους ἐμπειρία, τῆς θεώσεως. Π.χ. ὁ
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος -τόν ὁποῖο γιορτάζουμε αὔριο- ἐπικαλεῖται καί τήν
προσωπική του ἐμπειρία», ἐκτός ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, «στόν ἀγῶνα
του ἐναντίον τῶν Εὐνομιανῶν», ἐναντίον αὐτῶν πού πολεμοῦσαν τό Ἅγιο
Πνεῦμα. Οἱ Ἅγιοι εἶχαν καί προσωπική ἐμπειρία αὐτῶν πού λέγανε. Πῶς ἔλεγε ὁ
Ἅγιος Γρηγόριος ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεός; Τό ἔβγαζε μόνο ἀπό τίς μελέτες καί
τίς θεολογικές σπουδές του; Ὄχι, τό ἔβγαζε καί ἀπό τήν ἐμπειρία του. Τό ἔβλεπε ὅτι
ὅπως εἶναι φῶς ὁ Πατέρας, εἶναι φῶς ὁ Υἱός, εἶναι φῶς καί τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τρία
φῶτα, ἕνα Φῶς. Τό ζοῦσε, τό ἔβλεπε. Γι’ αὐτό ἔλεγε εἶναι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα Θεός
καί ὅ,τι καί νά τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι, ὅσο φιλοσοφικά καί νά τά λέγανε καί
ψευτονομικίστικα, δέν τά δεχόταν, γιατί εἶχε τήν ζωντανή ἐμπειρία καί ἦταν ἀπόλυτα
βέβαιος γιά αὐτό πού ἔλεγε.

Γι’ αὐτό, προσέξτε, οἱ Ἅγιοι ἐμφανίζονται καί ὡς στενοκέφαλοι γιά κάποιους, ὡς


φανατικοί, ὡς κολλημένοι… καί τό λένε καί σήμερα… Μπορεῖ νά τό λένε καί γιά
μένα… Ὄχι ὅτι ἐγώ εἶμαι ἅγιος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας…ὄχι.. ἀλλά ἐπειδή οἱ
Ἅγιοι ἦταν ἀπόλυτα βέβαιοι ἐξ ἐμπειρίας ὅτι ἔχουν τήν ἀλήθεια καί ἤξεραν ὅτι αὐτό
πού λένε εἶναι ἡ ἀλήθεια, δέν ἀλλάζανε μέ τίποτα. Ἔλεγαν ἀγύριστο κεφάλι! Λίγο νά
βάλεις νερό στό κρασί σου.. Ὄχι, δέν ἔβαζαν καθόλου, γιατί δέν μπορεῖς νά βάλεις
καί λίγο ψέμα μέσα στήν ἀλήθεια. Μετά παύει νά εἶναι ἀλήθεια.

«Τό θέμα εἶναι ἄν καταλαβαίνουμε τήν σχέση μεταξύ τοῦ γραπτοῦ κειμένου τῆς
Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς ὑπαρχούσης σήμερα ἐμπειρίας. Τό ἄν βέβαια ἡ σημερινή
ἐμπειρία εἶναι σωστή, εἶναι ἄλλο θέμα. Θά τό ἐξετάσουμε αὐτό ξεχωριστά. Τό θέμα

358
μας εἶναι τό ἴδιο, ὅπως στήν Ἄστρονομία. Ὑπάρχει ἡ γραπτή Ἀστρονομία, ὑπάρχει
καί ἡ ἔμπρακτος, ἡ ἐμπειρική Ἀστρονομία. Ἡ ἴδια σχέση πού ὑπάρχει μεταξύ τῆς
κατατεθειμένης στά συγγράμματα Ἀστρονομίας καί τῆς Ἀστρονομίας τοῦ σημερινοῦ
τηλεσκοπίου, ὑπάρχει καί στήν Ἁγία Γραφή, μεταξύ ἀφ’ ἑνός τῆς κατατεθειμένης
στήν Ἁγία Γραφή ἐμπειρίας τοῦ δοξασμοῦ τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων ὡς
καί τῆς κατατεθειμένης ἐμπειρίας τῆς θεώσεως μέσα στήν Πατερική παράδοση καί
ἀφ’ ἑτέρου τῆς σημερινῆς ἐμπειρίας τῶν ζώντων Ἁγίων», ἡ ὁποία εἶναι ἴδια μέ τήν
ἐμπειρία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί ἐπιβεβαιώνει τήν Ἁγία Γραφή. «Ἄν τώρα
ἀγνοήσουμε τήν ὑπάρχουσα σημερινή ἐμπειρία τῶν ζώντων Ἁγίων, εἶναι σάν νά
ἀγνοοῦμε τήν ἐμπειρική Ἀστρονομία τοῦ τηλεσκοπίου καί νά ἐπαναπαυώμεθα μόνο
στήν κατατεθειμένη στά βιβλία Ἀστρονομία».

Νά πῶ πάλι ἕνα παράδειγμα. Ὑπάρχει σήμερα μιά αἵρεσις, παναίρεσις κατά τούς
Πατέρες, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὑπάρχουν, ὅμως, κάποιοι πού λένε: – Γιατί; Εἶναι
κακό πράγμα; Μήπως δέν τά λένε καλά οἱ ἀντι-οικουμενιστές; Μήπως εἶναι πολύ
φανατικοί; Μήπως δέν ἔχουν ἀγάπη; Ἐπιτέλους, εἶναι κακό νά συνομιλοῦμε καί νά
κάνουμε τίς συμπροσευχές καί ὅλα αὐτά; Γιατί εἶναι κακά; Ἔ, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, τί
κάνουν; Δέν ἔχουν τήν ἐμπειρία τῶν ζώντων ἁγίων. Δέν λαμβάνουν ὑπόψη τους τήν
ἐμπειρία τῶν ζώντων ἁγίων. Γιατί, ὅλοι οἱ ζῶντες ἅγιοι ἦταν ἀντι-οικουμενιστές. Δέν
ὑπάρχει ἕνας σύγχρονος ἅγιος πού νά ἦταν οἰκουμενιστής. Ὁ πατήρ Παΐσιος; Ἀντι-
οικουμενιστής. Ὁ πατήρ Πορφύριος; Τό ἴδιο. Ὁ π. Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς; Σφόδρα
ἀντι-οικουμενιστής. Ὅλοι οἱ ἅγιοι, οἱ σύγχρονοι ἅγιοι, ἦταν ἀντίθετοι μ’ αὐτό τό
πράγμα. Ἀπό ἐκεῖ λοιπόν μπορεῖς ἀλάνθαστα νά πληροφορηθεῖς τήν ἀλήθεια. Ἄν ἐσύ
δέν ἔχεις αὐτή τήν ἐμπειρία, τήν ἔχουν οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι. Ἄν, ὅμως, δέν λαμβάνεις
τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων βεβαίως μετά θά πέσεις σέ σφάλματα, γιατί κριτήριο γίνεσαι
ἐσύ καί λές αὐτά πού νομίζεις ἐσύ. Ἀλλά αὐτό βεβαίως δέν εἶναι ὀρθόδοξη θεολογία,
εἶναι προτεσταντική θεολογία, εἶναι αἱρετική θεολογία.

«Ἄν ἀγνοήσουμε τήν ὑπάρχουσα σημερινή ἐμπειρία τῶν ζώντων Ἁγίων, εἶναι σάν νά
ἀγνοοῦμε τήν ἐμπειρική Ἀστρονομία τοῦ τηλεσκοπίου» καί νά ἐπαναπαυόμαστε
ἁπλῶς στήν Ἁγία Γραφή καί στά βιβλία. Αὐτό ἔκαναν οἱ Προτεστάντες καί τί
ἔπαθαν; Ὁ καθένας ἑρμηνεύει τήν Ἁγία Γραφή ὅπως νομίζει καί ὅλοι διεδκδικοῦν
αὐθεντικότητα. Ὅλοι λένε ὅτι ἐμεῖς ἔχουμε τή σωστή ἑρμηνεία. Ἔχουν γίνει κάπου
23000 ‘ἐκκλησίες’ καί ὁ καθένας ἀπ’ αὐτούς μπορεῖ νά ἔχει διαφορετική ἑρμηνεία σέ
διαφορετική χρονική στιγμή. Καί αὐτό εἶναι νόμιμο! Δηλαδή σχιζοφρένεια. Ἀλλα νά
λέει τό πρωί καί ἄλλα νά λέει τό βράδυ. Λένε καί τό ἕνα σωστό καί τό ἄλλο σωστό.

«Ἄν γιά κάποιο λόγο οἱ σημερινοί ἀστρονόμοι μείνουν κάποτε μόνο μέ ὅσα
περιγράφουν τά βιβλία περί Ἀστρονομίας, χωρίς νά ἔχουν τήν δυνατότητα νά
ἐπιβεβαιώσουν μέ τήν παρατήρηση διά τῶν τηλεσκοπίων τά ὅσα ἀναφέρουν αὐτά τά
βιβλία τῆς Ἀστρονομίας, αὐτή θά εἶναι Ὀρθόδοξη Ἀστρονομία ἤ αἱρετική
Ἀστρονομία; Ἀσφαλῶς αἱρετική Ἀστρονομία, δηλαδή ὄχι γνήσια. Διότι πῶς θά
μποροῦσε νά ἦταν γνήσια, ἀφοῦ δέν θά μποροῦσε νά ἐπιβεβαιωθεῖ ἐμπειρικά μέ τήν

359
παρατήρηση; Ἐξ ἄλλου ποτέ μία περιγραφή δέν μπορεῖ νά ἀποδώσει πλήρως τήν
ζῶσα ἐμπειρία καί πραγματικότητα».

Ἄν ὑποτεθεῖ λοιπόν ὅτι καί ἐμεῖς σήμερα ἤ στό μέλλον θά μείνουμε χωρίς ἁγίους,
χωρίς ζῶντες φορεῖς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μείνουμε μόνο μέ τά βιβλία, τότε θά
πέσουμε σίγουρα ἔξω, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά θεολογήσουμε σωστά. Γιατί θά
πρέπει αὐτό πού λέμε νά ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τούς ζῶντες φορεῖς τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.

«Τό ἴδιο συμβαίνει σέ ὅλες τίς θετικές ἐπιστῆμες, τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν
Θεολογία. Ἡ ζῶσα ἐμπειρία εἶναι ἐκείνη πού ἐλέγχει τήν γνησιότητα ἤ μή τῆς
κατατεθειμένης γραπτῆς ἤ προφορικῆς παραδόσεως».

Νά σᾶς πῶ ἄλλο θέμα. Τό θέμα τοῦ λεγόμενου ἐγκεφαλικοῦ θανάτου. Πότε πεθαίνει
ὁ ἄνθρωπος; Ποιός θά μᾶς τό πεῖ αὐτό; Ξέρουμε πότε πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος; Οἱ Ἅγιοι
μᾶς τό λένε, μᾶς λένε ἀκριβῶς πότε πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος. Ὄχι ὅταν νεκρωθεῖ ὁ
ἔγκεφαλος, ἀλλά ὅταν σταματήσει ἡ καρδιά. Τό λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ
Ἁγιορείτης. Ἀλλά καί οἱ σύγχρονοι ἅγιοι, οἱ χαρισματοῦχοι, ἔχουν μιλήσει γι’ αὐτό
τό θέμα καί ἔχουν πεῖ ἐναντίον ὅλων αὐτῶν τῶν ἰδεῶν πού κυκλοφοροῦν, τοῦ
ἐγκεφαλικοῦ θανάτου καί τῆς δωρεᾶς τῶν ὀργάνων. Ἔχουν μιλήσει γιά φόνο, ὅταν ὁ
ἄνθρωπος δίνει τά ζωτικά του ὄργανα, τήν καρδιά, τό ἧπαρ κ.λ.π. Φονεύεται,
πεθαίνει κι αὐτό δέν ἐπιτρέπεται σύμφωνα μέ τούς Ἅγιους Πατέρες, ἄς λέει ἡ
λεγόμενη ἐπιστήμη -ἡ ὁποία ὑπηρετεῖ ἄλλα συμφέροντα- ἀντίθετα πράγματα. Κι
αὐτό τό λέμε καί τό ξέρουμε, γιατί μᾶς τό εἶπαν οἱ χαρισματοῦχοι ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι
ἔβλεπαν ἀκόμα καί πότε φεύγει ἡ ψυχή. Ἔχουμε τόν Ἅγιο Ἁντώνιο πού ἔβλεπε τήν
ψυχή τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Θηβαίου, πού ἀνέβαινε στόν οὐρανό.

«Ἐρώτησις ἐπ’ ἀμφιθεάτρω: Δέν εἶναι ἀρκετή ἡ μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς; Γιατί
νά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως γιά τήν πιστοποίηση τῆς ἀληθείας τῆς
Ἁγίας Γραφῆς;

Ἀπάντησις: Διότι μέ τήν εἰσαγωγή τῆς Νεοελληνικῆς θεολογίας κάθονται σήμερα οἱ


Ὀρθόδοξοι στήν Ἑλλάδα καί ἀσχολοῦνται μέ τήν Ἁγία Γραφή ἀνεξάρτητα ἀπό τίς
προϋποθέσεις της».

Τί θέλει νά πεῖ ὁ π. Ἰωάννης; Ἀσχολούμαστε προτεσταντικά μέ τήν Ἁγία Γραφή καί


δυστυχῶς αὐτό τό πνεῦμα ἔχει μπεῖ καί μέσα στούς κύκλους. Κάνουμε στοχασμό
χωρίς νά ἔχουμε τίς προϋποθέσεις γιά νά ἀσχοληθοῦμε. Ποιές εἶναι οἱ προϋποθέσεις;
Τουλάχιστον ἡ μετάνοια, ἡ κάθαρση, ἡ προσπάθεια νά πολεμήσουμε τήν ἁμαρτία καί
τά πάθη μας. Ἕνας ἄνθρωπος πού δέν μετανοεῖ, δέν μπορεῖ νά καταλάβει τήν Ἁγία
Γραφή, πολύ περισσότερο νά τήν ἑρμηνεύσει.

360
«Καί ἔχει γίνει ἡ Ἁγία Γραφή ἕνα βιβλίο ξεχωριστό ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν
καί τῶν Ἀποστόλων». Γιά νά ἑρμνεύσεις σωστά τήν Ἁγία Γραφή καί νά θεολογήσεις
σωστά, πρέπει νά ἔχεις τήν ἴδια ἔμπειρία μέ αὐτούς πού τήν ἔγραψαν, τούς Προφῆτες
καί τούς Ἀποστόλους. Νά μπεῖς καί ἐσύ στήν ἴδια ἐμπειρία, στήν ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.

«Ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή μιλάει γιά τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως τῶν Προφητῶν καί
τῶν Ἀποστόλων, ἡ Νεοελληνική Θεολογία οὔτε ξέρει οὔτε ἀσχολεῖται μέ τό ὅτι ἡ
Ἁγία Γραφή μιλάει γι’ αὐτό τό θέμα». Φτάνουν ν’ ἀμφισβητοῦν ἀκόμα κι αὐτά πού
λέει ἡ Ἁγία Γραφή καί νά τά ἑρμηνεύουν μέ τόν δικό τους τρόπο. Ἔχω ὑπόψη μου
μία ἐργασία γιά τίς φωτοφάνειες, ἕνα θέμα πού ἔδωσε ἕνας καθηγητής στήν
Θεολογική Σχολή γιά τίς φωτοφάνειες μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Καί ἕνας συνάδελφός
του τό ἤλεγξε «Τί εἶναι οἱ φωτοφάνειες; Ποῦ τίς εἶδες τίς φωτοφάνειες στήν Ἁγία
Γραφή;». Ἐνῶ εἶναι γεμάτη ἡ Ἁγία Γραφή μέ φωτοφάνειες καί θεοφάνειες. Ἀλλά
ἐπειδή αὐτός ὁ καθηγητής ἦταν ἄμοιρος τοῦ φωτός τοῦ Θεοῦ, γιατί δέν εἶχε μπεῖ στή
διαδικασία τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ, τῆς μετανοίας, τά ἀμφισβητοῦσε. Γιατί καί
αὐτά πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή ὡς φῶς, τά κατανοοῦσε μέ δικό του τρόπο… Ἄν ὁ
ἄνθρωπος δέν μπεῖ στή διαδικασία τῆς μετάνοιας καί τοῦ φωτισμοῦ, δέν μπορεῖ νά
καταλάβει αὐτά πού λέει ἡ Ἁγία Γραφή.

«Ὡς ἀπόδειξη πάρτε τά μοντέρνα θεολογικά συγγράμματα. Δέν θά βρεῖτε πουθενά νά


μιλᾶνε γιά τήν θέωση καί τόν δοξασμό τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Προφητῶν. Δηλαδή
ἔχει ἐξαφανισθεῖ ἀπό τήν Ἑρμηνευτική τῆς Ἁγίας Γραφῆς στήν σημερινή Ἑλλάδα
αὐτή ἡ Πατερική ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης». Εἶναι μία θεολογία
χωρίς μετάνοια. Δυστυχῶς, ὑπάρχει αὐτή ἡ θεολογία καί οἱ σύγχρονες Θεολογικές
Σχολές ἐνθαρρύνουν αὐτό τό πράγμα καί τά παιδιά πού πηγαίνουν ἐκεῖ δέν ἀκοῦν γιά
μετάνοια. Ἀκοῦνε γιά ὑψηλές θεολογικές ἔννοιες καί ὑψηλές πνευματικές
καταστάσεις, χωρίς νά ἔχουν κάνει τό Α… Πολλά ἀπό τά παιδιά πού σπουδάζουν
ἐκεῖ, γιά νά μήν πῶ καί ἀπό τούς καθηγητές, δέν ἔχουν κἄν Πνευματικό! Δέν
ἐξομολογοῦνται. Πῶς αὐτό τό παιδί καί αὐτός ὁ καθηγητής θά μιλήσει γιά τόν Θεό;
Ὑπάρχει θεωρία χωρίς πράξη. Ἀλλά οἱ Πατέρες μᾶς τό εἶπαν ξεκάθαρα ὅτι «πρᾶξις
θεωρίας ἐπίβασις». Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀληθινή θεωρία τοῦ Θεοῦ, θεοπτία, χωρίς
πράξη, χωρίς μετάνοια, χωρίς δάκρυα, χωρίς κάθαρση.

Ρώτησα προηγουμένως ἕνα παιδάκι: – Πόσες φορές πᾶμε καί λέμε τά ἴδια πράγματα
στόν Πνευματικό; – Χιλιάδες φορές, μοῦ λέει, πάτερ. Ἀλήθεια εἶπε τό παιδάκι,
χιλιάδες φορές, πᾶς καί λές τά ἴδια πράγματα. Γατί; Γιατί οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς
δίδαξαν τό κατά Θεόν πένθος καί ἐμεῖς δέν θέλουμε νά κλάψουμε γιά τίς ἁμαρτίες
μας. Ἅμα μπαίναμε στήν διαδικασία τοῦ πένθους δέν θά ξανακάναμε τίς ἴδιες
ἁμαρτίες. Γιατί οἱ Πατέρες λένε γιά νά μήν ξανακάνεις τήν ἴδια ἁμαρτία, τό ἴδιο
σφάλμα, θά πρέπει νά λυπηθεῖς κατ’ ἀναλογία τοῦ σφάλματος. Ὅσο μεγαλύτερο
εἶναι τό σφάλμα, τόση μεγαλύτερη πρέπει νά εἶναι ἡ μετάνοια. Ἀλλά καί αὐτό πού τό
χαρακτηρίζουμε ὡς μικρό σφάλμα, δέν εἶναι μικρό. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες θρηνοῦσαν γιά

361
ἕνα μικρό σφάλμα ὅλη τους τή ζωή καί δέν πήγαιναν σέ δεύτερο σφάλμα οὔτε
ἐπαναλάμβαναν τό ἴδιο. Τούς φύλαγε αὐτό τό κατά Θεόν πένθος. Αὐτό εἶναι τό
μυστικό, γιά νά μήν ξανακάνουμε τά ἴδια πράγματα, νά καλλιεργήσουμε τό κατά
Θεόν πένθος, αὐτό πού εἶχε ὁ τελώνης καί θρηνοῦσε μπροστά στόν Θεό. Ἔτσι
διαφυλάσσεσαι καί δέν ἐπαναλαμβάνεις τά ἴδια ἁμαρτήματα.

Ἕνας ὅμως πού δέν ἔχει μπεῖ κἄν στήν διαδικασία νά συνειδητοποιήσει ὅτι εἶναι
ἁμαρτωλός, νά δεῖ τίς ἁμαρτίες του, πῶς θά μπορέσει νά προχωρήσει, γιά νά φτάσει
νά ἔχει τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί νά θεολογήσει σωστά; Δέν εἶναι δυνατόν.

Ἔτσι λοιπόν, λέει ὁ π. Ἰωάννης, «οἱ δικοί μας ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς τόσο
πολύ ἔχουν ἐπηρεασθεῖ ἀπό τούς Ρώσσους, τούς Προτεστάντες καί τούς Παπικούς,
ὥστε δέν λαμβάνουν ὑπ’ ὄψιν τους τήν Πατερική μέθοδο ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας
Γραφῆς», γιατί δέν ζοῦνε αὐτή τήν διαδικασία τῆς κάθαρσης καί τοῦ φωτισμοῦ.
Δηλαδή μιλᾶμε γιά τά θεῖα χωρίς τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ὁπότε κι αὐτά πού λέμε, ἄν δέν
εἶναι λανθασμένα, εἶναι ἁπλῶς μιά ἐπανάληψη -τίς πιό πολλές φορές ὄχι σωστή-
αὐτῶν πού εἶπαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Καί βλέπουμε πάρα πολλά λάθη στίς σύγχρονες
θεολογικές γραφές.

«Ἔχουμε τήν Παλαιά Διαθήκη, ἔχουμε τήν Καινή Διαθήκη, ἔχουμε τίς ἀποφάσεις
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔχουμε τήν Πατερική παράδοση. Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως
ἔχουμε σήμερα ἀνθρώπους στήν Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι λένε ὅτι εἶναι συντηρητικοί, οἱ
ὁποῖοι ὅμως ἀποδέχονται τήν Παράδοση ἀπό μία τυφλή ἀφοσίωση στήν Παράδοση,
δηλαδή μόνο τυπικά» καί καλλιεργεῖται, θά ἔλεγα, μία μαγική ἀντίληψη γιά τήν
πίστη, μιά εἰδωλολατρική ἀντίληψη καί ὄχι μιά ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό.
Μένουν σέ κάποια τυπικά, ἐξωτερικά πράγματα καί νομίζουν ὅτι ἄν τά
ἱκανοποιήσουμε αὐτά εἴμαστε ἐντάξει. Καί ρωτᾶνε: – Τί νά πάρω πρῶτα τόν ἁγιασμό
ἤ τό ἀντίδωρο; Δηλαδή μένουμε σέ ἐξωτερικά τελείως πράγματα. Ἐκεῖνο πού
κατεξοχήν πρέπει νά καλλιεργήσουμε εἶναι ἡ ζωντανή σχέση μέ τόν Χριστό.

«Ἐάν κάποιος δέν γνωρίζει τά θεμέλια τῆς Προφητικῆς, τῆς Ἀποστολικῆς καί τῆς
Πατερικῆς ἐμπειρίας, πού εἶναι καί τά θεμέλια τῶν δογμάτων, πῶς θά μπορέσει νά
ὑποστηρίξει τά Ὀρθόδοξα δόγματα χωρίς νά κάνει ἀναφορά στίς ἐμπειρίες τῶν
Πατέρων; Μόνο ἀπό ὅ,τι ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή; Ἄν κάνει ἀναφορά μόνο στήν
Ἁγία Γραφή καί ὄχι στίς Πατερικές ἐμπειρίες, δέν θά μπορέσει νά ἐξηγήσει πῶς οἱ
Πατέρες ἐδογμάτισαν καί θά ὑποχρεωθεῖ ἔτσι νά συμφωνήσει μέ τούς ἑτεροδόξους,
οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ Πατέρες φιλοσοφοῦσαν (!), ὅταν ἐδογμάτιζαν μέ βάση
τά ἀναφερόμενα στήν Ἁγία Γραφή. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅμως ὅτι οἱ Πατέρες
ἐδογμάτισαν βάσει τῆς ἐμπειρίας τους, τῆς θεώσεως, καί ὄχι μετά ἀπό φιλοσοφικό
στοχασμό ἐπάνω στά ἀναφερόμενα στήν Ἁγία Γραφή». Δηλαδή, αὐτά πού διάβαζαν,
τά ζοῦσαν κιόλας καί τά ἐπιβεβαίωναν.

362
«Ἔτσι ἐμφανίζεται ἡ παράδοξη παράδοση ὅτι, ὅταν ἡ Νεοελληνική Θεολογία
παρεξέκλινε ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοση, ἡ ὁποία διεσώζετο μέχρι τό τέλος τῆς
Τουρκοκρατίας, ὑποχρεώθηκε, χωρίς νά τό καταλάβει, νά πάρει τόν δρόμο τῶν
φιλοσόφων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ δρόμος αὐτός εἶναι νά ἐμφανίζονται οἱ
Πατέρες ὡς φιλόσοφοι πλέον, οἱ ὁποῖοι στοχάζονται φιλοσοφικῶς βάσει τοῦ ἀρχαίου
Ἑλληνικοῦ πνεύματος, γιά νά διατυπώσουν τά δόγματα, πράγμα πού δέν εἶναι ἡ
περιγραφή τῆς Πατερικῆς παραδόσεως, ἀλλά μία καθαρή καρικατούρα».

«Ὁπότε ἐξ ἀπόψεως καθαρά ἐπιστημονικῆς ἐπιβάλλεται στόν Ὀρθόδοξο νά


ξεδιπλώσει τήν ἱστορική πορεία τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας βάσει τῆς Πατερικῆς
μεθοδολογίας, γιά νά μπορέσει νά καταλάβει πού βρισκόμαστε σήμερα. Ἐάν δέν τό
κάνει αὐτό, τότε ἡ Ὀρθοδοξία δέν μπορεῖ νά σταθεῖ. Ὅποιος γνωρίζει καλά τήν
μοντέρνα φιλοσοφική μέθοδο, τήν ἐπιστημονική μέθοδο, τήν ἱστορία τῆς
φιλοσοφίας, καθώς καί τήν ἱστορία τῆς Θεολογίας, θά δεῖ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία μπορεῖ
μόνο μέ στρατιωτικές δυνάμεις νά σταθεῖ καί ὅτι δέν πείθεται κανείς σοβαρός
ἄνθρωπος γιά τήν ἀλήθεια καί τήν ἰσχύ τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων μέ αὐτόν τόν
τρόπο». Δηλαδή, ὅταν καταντήσει φιλοσοφία, τότε δέν στέκεται ἡ Θεολογία καί ἡ
Ὀρθοδοξία. Ὅταν ὅμως ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν συγχρόνων ἁγίων καί
τῶν ἁγίων Πατέρων, τότε εἶναι ἀναμφισβήτητη ἡ ἀλήθεια της.

Ἡ Ὀρθόδοξη διδασκαλία δηλαδή ἀποκομμένη ἀπό τά θεμέλιά της εἶναι ἕνα τίποτε.
Καί τά θεμέλιά της εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως.

«Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἄρρωστος ἀπό τήν Πατερική ἄποψη. Δέν ὑπάρχει ἕνας
ἄνθρωπος πού νά εἶναι φυσιολογικός, ἐκτός ἀπό τούς Ἁγίους. Σήμερα τό τί εἶναι
φυσιολογικός ἄνθρωπος, εἶναι κάτι πού κρίνει ὁ καθένας μέ τά δικά του κριτήρια.
Ποιός, ὅμως, εἶναι ὁ πραγματικά φυσιολογικός; Ὑπάρχουν μερικοί ἄνθρωποι πού
εἶναι τόσο πολύ ἀφύσικοι, ὥστε τούς κλείνουν μέσα σέ τρελλοκομεῖα, ἐπειδή εἶναι
ἐπικίνδυνοι εἴτε γιά τόν ἑαυτό τους εἴτε γιά τήν κοινωνία. Ὑπάρχουν ὅμως καί
πολλοί ἄλλοι, πού εἶναι ἐξ ἴσου ἐπικίνδυνοι, πού δέν εἶναι ὅμως κλεισμένοι στά
τρελλοκομεῖα. Πῶς λοιπόν μποροῦμε νά διακρίνουμε ποιός εἶναι νορμάλ καί ποιός
δέν εἶναι νορμάλ;».

«Ἔρχεται λοιπόν ἡ Πατερική Θεολογία καί λέγει ὅτι κανένας δέν εἶναι νορμάλ. Καί
ἐπεξηγεῖ: Ὁ Θεός ἔδωσε στόν ἄνθρωπο νοερά ἐνέργεια, –τήν ἐνέργεια τοῦ νοῦ του–
ἡ ὁποία εἶναι ἕνα φυσιολογικό συστατικό τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καί ἡ ὁποία
δυστυχῶς στόν ἄνθρωπο δέν λειτουργεῖ καθόλου ἤ λειτουργεῖ ὑποτυπωδῶς. Γιά νά
ἐπαναλειτουργήσει αὐτή ἡ νοερά ἐνέργεια, χρειάζεται νά προηγηθεῖ ἡ θεραπεία τῆς
ἀνθρωπίνης προσωπικότητος». Αὐτή ἀκριβῶς ἡ θεραπεία γίνεται μέσα στήν
Ἐκκλησία, ὅταν θελήσει ὁ ἄνθρωπος, συνεργαστεῖ μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί κάνει
αὐτά πού μᾶς δίδαξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τότε λειτουργεῖ μέσα του πάλι σωστά ἡ
νοερά ἐνέργεια. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά βρεῖ τόν Θεό, νά δεῖ τόν Θεό, νά ἔχει
ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ διαμέσου αὐτῆς τῆς νοερᾶς ἐνέργειας.

363
«Αὐτές τώρα οἱ παράμετροι, δηλαδή ἡ ἀνάγκη θεραπείας καί ἡ μέθοδος θεραπείας
τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητος, συνιστοῦν τήν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.
Ἀλλά δέν εἶναι μόνο ἡ νοερά ἐνέργεια τῶν Ὀρθοδόξων πού πρέπει νά θεραπευθεῖ,
ἀλλά ὅλων τῶν ἀνθρώπων». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀσθενεῖς. «Νοῦν ἔχει ὅλος ὁ
κόσμος καί ὁ νοῦς αὐτός πρέπει νά θεραπευθεῖ. Ἔτσι, ὅταν μιλᾶμε γιά Ὀρθόδοξη
πνευματικότητα, ὅπως τήν ἐννοοῦν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει ὅτι μιλᾶμε
γιά τήν θεραπεία τοῦ νοός ὅλων τῶν ἀνθρώπων». Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός μας εἶπε
«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19). «Ἡ Ὀρθόδοξη
πνευματικότητα εἶναι μία θεραπευτική ἀγωγή, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται πρός ὅλους τούς
ἀνθρώπους καί εἶναι σχεδιασμένη νά περιλάβει ὅλους τούς ἀνθρώπους».

«Λέγεται Ὀρθόδοξος, ἐπειδή δέν μπορεῖ κάποιος νά θεραπευθεῖ, ἄν δέν ἔχει


ἀσπασθεῖ τό Ὀρθόδοξο δόγμα ἄν, δηλαδή, δέν ἔχει Ὀρθόδοξη δογματική συνείδηση.
Ἐδῶ ὁ σκοπός τοῦ δόγματος δέν εἶναι νά καθυποτάξει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν
ἐγκλωβίσει μέσα σέ κάποια θρησκευτικά πλαίσια, ἀλλά νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά
θεραπευθεῖ. Τό δόγμα καθ’ ἑαυτό δέν ἔχει κανέναν ἄλλο σκοπό, ἐκτός ἀπό τό νά
ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο πρός τήν θεραπεία αὐτή». Εἶναι τό θεραπευτικό πλαίσιο. Ἄν
θέλετε, μέ ἕναν σύγχρονο ἰατρικό ὅρο, εἶναι τό πρωτόκολλο. Σέ κάθε ἀσθένεια, οἱ
γιατροί ξέρουνε, ὑπάρχει ἕνα πρωτόκολλο, τί πρέπει νά κάνει ὁ γιατρός δηλαδή, γιά
νά ἀντιμετωπίσει τήν κάθε ἀσθένεια.

Ἤ ὑπάρχουν καί διάφορα παρεμφερή θεραπευτικά πρωτόκολλα γιά τήν


ἀντιμετώπιση τῆς τάδε ἀσθένειας. Ἔτσι ὑπάρχει τό θεραπευτικό πρωτόκολλο γιά τήν
ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο λέγεται δόγμα, τό ὀρθόδοξο δόγμα. Ἄν κανείς δέν τό
ἀποδεχτεῖ αὐτό τό πρωτόκολλο, πολύ ἁπλά δέν θεραπεύεται. Ἑπομένως, δέν εἶναι
φανατικοί οἱ Πατέρες πού λένε, «προσέξτε τό δόγμα», οὔτε εἶναι φανατικοί οἱ
σύγχρονοι ἀντι-οικουμενιστές πού λένε ἔχει σημασία τό δόγμα. Μιλοῦν ἀκόμα οἱ
Οἰκουμενιστές γιά οἰκουμενικό μινιμαλισμό. Μειώνουν δηλαδή τήν σημασία τοῦ
δόγματος, αὐτό θά πεῖ οἰκουμενικός μινιμαλισμός. Λένε, ἀφῆστε τό δόγμα, χωρίζει..
Δέν χωρίζει τό δόγμα. Τό δόγμα εἶναι τό πρωτόκολλο καί τό πρωτόκολλο εἶναι τό
πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο θεραπεύεσαι. Ἄν χαλάσεις τό πρωτόκολλο, δέν θεραπεύεσαι.
Αὐτό δέν σέ χωρίζει ἀπό τούς ἄλλους, ἁπλῶς σοῦ διασφαλίζει τήν θεραπεία.

Σέ χωρίζει ἀπό τήν νόσο καί εἶναι καλό νά χωριστεῖς ἀπό τήν νόσο, ἀλλιῶς δέν
θεραπεύεσαι, παραμένεις ἀσθενής. Οἱ Οἰκουμενιστές τί λένε; «Ἀφῆστε τό
πρωτόκολλο». Οὐσιαστικά τί λένε; Μείνετε ὅπως εἶστε, δηλαδή ἄρρωστοι! Βλέπετε;
Εἶναι ἀκριβῶς στόν ἀντίποδα τῶν Πατέρων. Οἱ Πατέρες λένε ὅλοι ἔχουμε ἀρρώστια
καί πρέπει νά θεραπευθοῦμε καί τό θεραπευτικό πρωτόκολλο εἶναι τό ὀρθόδοξο
δόγμα. Γι’ αὐτό εἶναι φοβερή αἵρεση ὁ Οἰκουμενισμός, γιατί ἀκριβῶς καταλύει τό
θεραπευτικό πρωτόκολλο.

«Ὁ σκοπός τοῦ δόγματος δέν εἶναι νά καθυποτάξει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά νά τόν
θεραπεύσει. Τώρα ποιά εἶναι ἡ δυσκολία τῆς Νεοελληνικῆς θεολογίας; Εἶναι τό ὅτι,

364
ἐνῶ οἱ Πατέρες ἀναγνωρίζουν τήν ὕπαρξη τοῦ νοός σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους – τό
μαρτυροῦν οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, στίς ὁποῖες φαίνεται καθαρά ὅτι ἡ
θεραπεία τοῦ νοός εἶναι μιά θεραπεία πού ἀφορᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους – καθώς καί
τήν ἀνάγκη θεραπείας του, ἡ Νεοελληνική Θεολογία, ἡ μοντέρνα δηλαδή
Ὀρθοδοξία, δέν ἀναγνωρίζει αὐτήν τήν ἀνάγκη!». Γι’ αὐτό καί δέν μιλᾶνε ὄχι γιά
θεραπεία τοῦ νοῦ οὔτε κἄν γιά μετάνοια. Καί μέσα στούς ναούς οἱ Πατέρες σπάνια
νά μιλήσουν γιά μετάνοια. Δυστυχῶς πολύ λίγοι ἱερεῖς σήμερα μιλᾶνε γιά μετάνοια,
ἐνῶ αὐτό εἶναι τό Α καί τό Ω τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

«Ἐάν δέν ξανατεθεῖ ἠ θεραπευτική ἀγωγή τοῦ νοός στά θεμέλια τῆς μοντέρνας
Ὀρθοδοξίας, ἐάν δέν ἐπανέλθει δηλαδή τό Πατερικό θεμέλιο, τότε δέν θά ἔχουμε ὡς
συνέπεια μόνον ὅτι τό δόγμα ἀποκόπτεται ἀπό τά θεμέλιά του καί γίνεται ἀθεμελίωτο
καί ἀκατανόητο, ἀλλά θά ἔχουμε καί τό ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία θά ξεφεύγει ἀπό τόν κύριο
σκοπό της, τό κύριο ἔργο της καί ἔτσι δέν θά μπορεῖ νά σταθεῖ». Τό βλέπουμε αὐτό
σήμερα. Καί λένε: – Τί μᾶς χρειάζονται τά δόγματα; Βέβαια δέν μᾶς χρειάζονται…
Ὅταν δέν ὑπάρχει μετάνοια, τό δόγμα εἶναι μετέωρο. Γιά ποιό δόγμα μιλᾶς;

Γιατί πλέον ἡ ζωή μας εἶναι ἀλλοτριωμένη καί μοιάζει μέ αὐτῶν πού δέν ἔχουν τό
όρθόδοξο δόγμα. Ὅταν δέν μετανοοῦμε, μοιάζουμε. Γιά νά μήν ποῦμε ὅτι εἶναι καί
καλύτεροι αὐτοί στή ζωή τους ἀπό ὅ,τι εἴμαστε ἐμεῖς. Ἤ μοιάζουμε μέ τούς
Προτεστάντες ἤ μοιάζουμε μέ τούς μουσουλμάνους. Καί πολλές φορές τό λένε
«αὐτοί εἶναι καλύτεροι ἀπό μᾶς». Βέβαια εἶναι καλύτεροι, γιατί ἐμεῖς δέν
μετανοοῦμε. Ὁπότε λένε, ἀφοῦ εἶναι σάν κι ἐμᾶς, γιατί νά ἔχουμε διαφορές στά
δόγματα; Καταλύουμε καί τά δόγματα… Βλέπετε πῶς ἔρχεται σιγά-σιγά καί
ἐπικρατεῖ ὁ Οἰκουμενισμός καί ἡ Πανθρησκεία;

«Θά εἶναι σάν ἕνας οὐρανοξύστης –τό δόγμα– ὁ ὁποῖος δέν θά κάθεται ἐπάνω σέ
θεμέλια, ἀλλά ἐπάνω σέ ἕνα σύννεφο. Ἄν ἕνας κοινός ἄνθρωπος δεῖ μία τέτοια
εἰκόνα, τί θά πεῖ;». Ὅτι αὐτό βέβαια εἶναι μιά ἀνοησία. Μπορεῖ νά σταθεῖ ένας
οὐρανοξύστης πάνω σέ ἕνα σύννεφο; Ἄν ὑπάρξουν μερικοί πού θά πιστέψουν ὅτι
εἶναι δυνατόν ἕνας οὐρανοξύστης νά κάθεται ἐπάνω σέ ἕνα σύννεφο, αὐτοί δέν θά
εἶναι στά καλά τους.

«Τί κάνουν τώρα οἱ Νεοέλληνες θεολόγοι; Ἔβγαλαν τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ἀπό
τά θεμέλια τῶν δογμάτων καί στήν θέση της ἔβαλαν τήν Ἁγία Γραφή». Μπῆκε τό
προτεσταντικό πνεῦμα: μόνο ἡ Ἁγία Γραφή. «Βέβαια μέσα της ἡ Ἁγία Γραφή
περιγράφει τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, τῶν Προφητῶν καί τῶν Ἀποστόλων». Ἀλλά
πλέον εἶναι ἀκατανόητη, γιατί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν ζοῦνε τήν μετάνοια καί τήν
κάθαρση, ὁπότε δέν ἔχουν καί τίς ἀνάλογες ἐμπειρίες πού περιγράφει ἡ Ἁγία
Γραφή. «Στήν Ἁγία Γραφή ἀναφέρεται ὅτι ὅλοι οἱ Προφῆτες εἶδαν τήν δόξαν τοῦ
Θεοῦ, ὅταν ὅμως δέν ὑπάρχει ὁ ἔλεγχος αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας, τότε ὁ καθένας ἀρχίζει
νά ἑρμηνεύει ἐκεῖνα πού ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή κατά τήν φαντασία του. Διαβάζει
π.χ. κάποιος ὄτι ὁ Χριστός ἀνελήφθη στόν οὐρανό μέσα σέ νεφέλη». Ἔτσι δέν λέει ἡ

365
Ἁγία Γραφή; Τί ἦταν αὐτή ἡ νεφέλη; «Ἀπό τήν μία μεριά, ἄν εἶναι ἕνας σκεπτόμενος
ἄνθρωπος, πού δέν ἔχει σχέση μέ τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως οὔτε ἔχει ἀκούσει τίποτε
σχετικό, ἅμα διαβάσει κάτι τέτοιο, θά γελάσει. Θά πεῖ δηλαδή: Πῶς εἶναι δυνατόν
ἕνας ἄνθρωπος νά κάθεται ἐπάνω σέ σύννεφο;». Ὅπως τό βλέπουμε ἀπό τό
ἀεροπλάνο καί σκεφτόμαστε νά περπατούσαμε πάνω στά σύννεφα… ἀλλά δέν
γίνεται αὐτό, θά πέσουμε κάτω στή γῆ. «Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἄν εἶναι ἕνας
δεισιδαίμων Ὀρθόδοξος, θά πεῖ: Ἄ, ἔκανε καί αὐτό τό θαῦμα ὁ Χριστούλης μας!
Κάθησε ἐπάνω σέ σύννεφο καί ἀνέβηκε στόν οὐρανό». Μαγεία δηλαδή! «Καί θά τό
πιστεύει αὐτό.

Ἕνας ἄλλος πάλι ἴσως νομίσει ὅτι ὁ Χριστός κατά τήν Ἀνάληψή Του ἄρχισε νά
ἀνυψώνεται ἐπάνω σέ ἕνα σύννεφο, ὅπως ἀνεβαίνει ἕνα ἀσανσέρ!». Ἀντί γιά
ἀσανσέρ εἶχε τό σύννεφο… «Κατά τούς Πατέρες ὅμως αὐτή ἡ νεφέλη δέν εἶναι μία
κτιστή νεφέλη», δέν εἶναι ἕνα σύννεφο κτιστό, ὅπως αὐτά πού ξέρουμε, «ἕνα σύνολο
δηλαδή ὑδρατμῶν». Ἀλλά τί εἶναι αὐτή ἡ νεφέλη; «Ἡ νεφέλη αὐτή εἶναι ἡ ἄκτιστη
δόξα τοῦ Θεοῦ», εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. «Στήν Ἁγία Γραφή ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ
λέγεται καί νεφέλη καί φῶς καί πῦρ» καί φωτιά. Οἱ γλῶσσες τῆς Πεντηκοστῆς τί
εἶναι; Εἶναι φωτιά κτιστή; Ὄχι. Εἶναι ἡ άκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ φωτιά τῆς βάτου
τῆς καιομένης καί μή καταφλεγομένης τί εἶναι; Εἶναι φωτιά; Ὄχι. Εἶναι τό ἄκτιστο
φῶς τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά γιά κάποιον πού δέν ἔχει ἐμπειρία
τέτοια, εἶναι ἀκατανόητα. Λέει τί εἶναι αὐτά τώρα; Καί δίνει διάφορες ἑρμηνεῖες,
ὅπως αὐτές πού εἶπε προηγουμένως ὁ π. Ἰωάννης.

«Ὅταν ἡ Ἁγία Γραφή ἀναφέρει γιά στήλη πυρός ἤ στήλη νεφέλης, ἡ ὁποία
ἐπροπορεύετο τῶν Ἰσραηλιτῶν στήν ἔρημο, καί τά δύο εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Εἶναι
δηλαδή ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ». Δέν εἶναι σύννεφο, εἶναι τό φῶς τό ἄκτιστο τοῦ
Θεοῦ. «Ὁπότε ὁ Χριστός δέν ἀνελήφθη μέσα ἤ ἐπάνω σέ σύννεφο ὑδρατμῶν οὔτε
ἀνέβαινε στόν οὐρανό σάν μέ ἀσανσέρ, ἀλλ’ ἀνελήφθη ἐν δόξη, ὅπως λέγει καί τό
Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως». Τό λέμε, ἀλλά πόσοι τό
καταλαβαίνουμε; Ἀναλήφθηκε μέ τήν ἄκτιστη θεία δόξα πού ἔχει, σημαίνει τό ἐν
δόξη. Φανερώθηκε, δηλαδή, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ θεία ἐνέργεια. «Ὁ Χριστός ἁπλῶς
ἐξαφανίσθηκε μέσα σέ ἄκτιστη δόξα μπροστά στά μάτια τῶν Ἀποστόλων.

Μέ τήν ἀποκοπή λοιπόν τῶν δογμάτων ἀπό τά θεμέλιά τους», πού εἶναι ἡ μετάνοια,
ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός, ἡ θέωση, ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως,«τά δόγματα μένουν
ἀστήρικτα». Νά γιατί δέν μιλᾶνε οἱ σύγχρονοι Οἰκουμενιστές γιά μετάνοια! Δέν τούς
συμφέρει ἡ μετάνοια. Νά γιατί μιλᾶνε ἐνάντια στούς Ἁγίους Πατέρες, στήν
Φιλοκαλία, ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, γιατί ὅλοι αὐτοί οἱ Ἅγιοι
μίλησαν γιά μετάνοια, γιά κάθαρση, ἡ ὁποία κάθαρση ἐπιβεβαιώνει τά δόγματα. Καί
ἐπειδή δέν θέλουν νά ἔχουμε δόγματα, θά χτυπήσουμε, λένε, τούς Πατέρες πού
μιλᾶνε γιά μετάνοια. Βλέπετε πῶς πάει τό πράγμα καί ἑρμηνεύεται ξεκάθαρα;

366
«Γι’ αὐτό καί σήμερα στήν Ἑλλάδα ἡ Ἐκκλησία περνάει μία κρίση. Γιατί; Διότι μετά
τόν πόλεμο τοῦ ‘40 πῆγαν τά Ἑλληνόπουλα στά Κατηχητικά Σχολεῖα τοῦ
Νεοελληνισμοῦ καί ἐκεῖ ἔμαθαν τούς εὐσεβισμούς, ἔμαθαν τήν νέα ἑρμηνεία τῆς
Ἁγίας Γραφῆς Προτεσταντικοῦ τύπου». Κοιτᾶξτε, τά λέει ὁ πατήρ ξεκάθαρα καί
εἶναι ἀλήθεια αὐτό τό πράγμα. Ἔμαθαν «τήν νέα ἑρμηνεία τῶν δογμάτων, τήν νέα
Ὀρθοδοξία κλπ… καί γέμισαν ἀπό ἠθικολογία καί πουριτανισμό».

Δηλαδή ἠθικές ἀρχές, ἠθικές ἀξίες, νά εἶσαι ἠθικός ἄνθρωπος, καλός ἄνθρωπος, νά
μήν κλέβεις, νά εἶσαι καλός στή δουλειά σου, ἐπαγγελματίας, καλός μαθητής στό
σχολεῖο, ἄριστος μαθητής ἄν εἶναι δυνατόν καί αὐτό εἶναι ὁ καλός χριστιανός.
Τελεία ἀλλοτρίωση δηλαδή! Χάθηκε τό πρώτυπο τοῦ Ἁγίου, χάθηκε ἡ ὀρθόδοξη
παράδοση, πού εἶναι ἡ μετάνοια, τά δάκρυα, ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί κάναμε καί
τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως λέγαμε καί μιά ἄλλη φορά, ἀξία καί τήν πίστη μας μιά ἀξία καί
τήν Ἐκκλησία μιά ἀξία. Τί νά τίς κάνει τό παιδί τίς ἀξίες, χωρίς τό πρόσωπο τοῦ
Χριστοῦ; Χωρίς τήν ζωντανή σχέση; Χωρίς τήν ἀγάπη; Ὁ ἄνθρωπος θέλει τήν
ἀγάπη, θέλει ν’ ἀγαπήσει τόν Χριστό. Γι’ αὐτό εἶναι φτιαγμένος ὁ ἄνθρωπος. Δέν
θέλει νά τοῦ δώσεις ἀξίες. Τί νά ἀγαπήσει θεωρίες; Ἰδέες ν’ ἀγαπήσει; Λέξεις ν’
ἀγαπήσει; «Καί βέβαια αὐτά τά ἔμαθαν ὡς συνθήματα». ʿ

Ὅλα τά καλά παιδιά τά ἀγαπάει ἡ Παναγία᾽. Δηλαδή τά κακά παιδιά δέν τά ἀγαπάει
ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία;! «Καί ποιός ξέρει πόσοι ἀπό σᾶς περάσατε ἀπό τέτοια
Κατηχητικά σχολεῖα. Γεμάτα συνθήματα καί τραγουδάκια. Μέ τραγούδια δηλαδή
«Ὦ Χριστέ μας, ὦ Χριστέ μας…», τούς ἔμαθαν Ὀρθοδοξία». Δηλαδή συνθήματα
προτεσταντικοῦ τύπου καί συναισθήματα παπικά. Ὁ παπισμός, τί εἶναι; Οὐσιαστικά
εἶναι μία κίνηση τοῦ συναισθήματος. Αὐτό προσπαθοῦνε, μέ ἐντελῶς ἀνθρώπινα
μέσα, μέ τραγούδια, μέ ἁρμόνια, μέ γλυκανάλατα ἄσματα, νά κινητοποιήσουν τό
συναίσθημα στόν ἄνθρωπο, γιά νά νιώσει κάτι. Ἀλλά αὐτό τό κάτι δέν εἶναι
θεανθρώπινο. Εἶναι πάλι ἀνθρώπινο καί δέν σώζει.

«Μετά τί συνέβη; Ὅσοι πῆγαν σέ τέτοια Κατηχητικά σχολεῖα τί ἔπαθαν; Κλονίστηκε


ἡ πίστις τους, διότι δέν εἶχε θεμέλιο καί τούς ἔμεινε ὁ πουριτανισμός», ἔνας
ἠθικισμός δηλαδή. Ἁπλῶς νά ἔχεις ἠθικές ἀρχές, νά εἶσαι ἠθικός ἄνθρωπος καί αὐτό
εἶναι ἀρκετό. Ὄχι, δέν εἶναι καθόλου ἀρκετό. Γιατί ὁ Χριστός δέν ἦρθε νά μᾶς δώσει
ἠθικές ἀρχές, οὔτε ἀκόμη ἦρθε νά μᾶς δώσει τήν Ἁγία Γραφή. Ἦρθε νά μᾶς δώσει
τόν ἴδιο τόν ἑαυτό Του καί τήν ζωντανή σχέση μαζί Του. Καί εἶπε «ἄν δέν μέ φᾶτε
καί δέν μέ πιεῖτε, δέν ἔχετε ζωή» (Ἰω. 6,53). «Γι’ αὐτό ἔχουμε σήμερα στήν Ἑλλάδα
ἠθικιστές πολιτικούς, πού κάνουν δηλαδή ἠθικολογία». Καί τώρα βέβαια, πετάξαμε
στήν ἄκρη καί τήν ἠθική καί ἔχουμε χάσει τά πάντα. «Αὐτοί οἱ πολιτικοί ἀντί νά
χρησιμοποιήσουν τόν Νόμο ὡς κριτήριο ἐννόμου τάξεως, χρησιμοποιοῦν ἠθικά
κριτήρια γιά τήν ἀξιολόγηση τῆς συμπεριφορᾶς τῶν πολιτῶν (τό καλός καί τό κακός
δηλαδή). Γι’ αὐτό καί στήν Ἑλλάδα σήμερα, κινδυνεύει ἡ Δημοκρατία. Ἐπειδή
ταυτίζουν τόν Νόμο μέ τήν ἠθική, ὁπότε δέν μπορεῖ νά ἔχει κανείς Δημοκρατία,
ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά ἀνεχθεῖ τούς «κακούς».

367
«Ἔτσι τώρα, πού εἶναι κλονισμένη ἡ πίστις σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, πῶς θά
γίνουν Ὀρθόδοξοι; Σᾶς διαβεβαιῶ ὅτι σήμερα μέ τήν ἐλεύθερη διακίνηση τῶν ἰδεῶν
πού ὑπάρχει, αὐτή ἡ Ὀρθοδοξία τοῦ Νεοελληνισμοῦ θά θαφτεῖ». Τό βλέπουμε
σήμερα. Μοῦ λέγανε γιά παιδί Α΄ Λυκείου πού βγαίνει μπροστά σ’ ὅλα τά παιδιά τοῦ
σχολείου καί λέει: εἶμαι ἄθεος καί τό καυχιέται. Αὐτό εἶναι φαινόμενο τό ὁποῖο λέει
πολλά πράγματα. Πῶς φτάσαμε σ’ αὐτό τό σημεῖο; Διότι τά παιδιά αὐτά δέν πῆραν
τήν ὀρθή, τήν ὀρθόδοξη παράδοση. Ἄκουσαν ἁπλῶς κάποια ἠθικιστικά συνθήματα
κι αὐτό δέν στέκεται μέσα στόν ἄνθρωπο. Λέει: – Γιατί; Ἐγώ θά φτιάξω τήν δική μου
ἠθική, αὐτό πού μοῦ λέει τό ἔνστικτό μου.

«Ἡ θεολογική μέθοδος τῆς Ἁγίας Γραφῆς στηρίζεται στήν ἐμπειρία τοῦ δοξασμοῦ
καί τῆς θεώσεως. Ποῦ τό ξέρουμε αὐτό; Διαβάστε τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη.
Θά δεῖτε ἐκεῖ πόσο συχνά ἀναφέρεται ὅτι ἐδοξάσθη ἕνας Προφήτης, δηλαδή ὅτι εἶδε
τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶδε τόν Ἄγγελο τῆς δόξης, εἶδε τόν Θεό κλπ. Tό ἴδιο πράγμα
συμβαίνει καί στήν Καινή Διαθήκη. Αὐτή εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, δηλαδή μία
περιγραφή τῶν ἀποκαλύψεων τοῦ Χριστοῦ πρό καί μετά τήν Ἐνσάρκωση». Ἀλλά
ποιός τό καταλαβαίνει αὐτό; Μόνο αὐτοί πού μπαίνουν σ’ αὐτή τήν διαδικασία τῆς
κάθαρσης καί τοῦ φωτισμοῦ. Γι’ αὐτό αὐτοί μόνο κάνουν σωστή ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας
Γραφῆς.

«Ὁ ἀληθινός, ὁ γνήσιος προφήτης, εἶναι ἐκεῖνος πού ἔχει φθάσει σέ θέωση κατά τόν
Ἀπόστολο Παῦλο. Kατ’ ἀντιδιαστολήν ὁ ψευδοπροφήτης εἶναι ἐκεῖνος πού λέγει ὅτι
ἔχει φθάσει σέ θέωση, χωρίς ὅμως νά ἔχει φθάσει σέ θέωση. Τά περί δημιουργίας τοῦ
κόσμου ξέρει ὅποιος ἔχει φθάσει στήν θέωση, διότι σ’ αὐτήν τήν κατάσταση βλέπει
τά ἐκ τοῦ Πατρός καί τά ἐκ τοῦ μή ὄντος. Δηλαδή βλέπει ἐκεῖνα πού εἶναι ἀπό τό μή
ὄν, ἀλλά ἐξαρτῶνται ἀπό τήν βούληση τοῦ Θεοῦ· βλέπει ἐπίσης ἐκεῖνα πού εἶναι ἀπό
τόν Θεό. Αὐτά δέ τά τελευταῖα εἶναι τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ οὐσία, ἡ
φυσική ἐνέργεια τῆς οὐσίας, τό κράτος, ἡ βασιλεία, ἡ δόξα, ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού
πολλαπλασιάζεται ἀπολλαπλασιάστως στούς πολλούς. Ὅ,τι προέρχεται καί ὑπάρχει
ἀπό τόν Πατέρα καί ὄχι ἀπό τό μή ὄν, εἶναι ἄκτιστο, ἐνῶ ὅ,τι προέρχεται ἀπό τό μή
ὄν εἶναι κτιστό». Αὐτά τά ζοῦνε οἱ Ἅγιοι καί οἱ σύγχρονοι Ἅγιοι καί μᾶς τά λένε
κιόλας.

«Βάσει αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως ἐγράφησαν ὅσα ἐγράφησαν περί τῆς
δημιουργίας τοῦ κόσμου στήν Ἁγία Γραφή. Ἡ Ἁγία Γραφή δέν τά πῆρε αὐτά πού
λέγει «ἀπό τόν οὐρανό», δέν ἐγράφησαν οὐρανοκατέβατα δηλαδή», ὅπως λένε οἱ
Μουσουλμάνοι ὅτι τό Κοράνι τούς ἦλθε ἀπό τόν οὐρανό, καί «πιστεύουν ὅτι τό
Κοράνιο εἶναι ἄκτιστο. Οὔτε εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή μία νοησιαρχική ἀποκάλυψις.
Ἀποκομμένη δηλαδή ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως». Ὁ προφήτης Μωϋσῆς τά εἶδε
αὐτά ἐν Ἁγίω Πνεύματι καί τά ἔγραψε, τό πῶς ἔγινε ἡ Δημιουργία.

«Ἡ Ἁγία Γραφή μιλάει γιά ἐμπειρίες Προφητῶν καί Ἀποστόλων, μιλάει γιά δοξασμό,
μιλάει γιά προσευχή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁπότε βλέπουμε ὅτι μέσα στήν Ἁγία

368
Γραφή ὑπάρχει μία παράδοσις πρό τῆς ἐμφανίσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πρίν δηλαδή
ἀπό τήν συγγραφή τῆς Πεντατεύχου ἀπό τόν Μωϋσέα. Ἡ Ἁγία Γραφή ἐμφανίζεται
σέ κάποια συγκεκριμένη στιγμή μέσα στήν ἱστορία. Ὁ πυρήνας ὅμως τῆς Ἁγίας
Γραφῆς ὑπάρχει πρίν τήν ἐμφάνισή της ὡς γραπτοῦ κειμένου. Ποιός, ὅμως, εἶναι
αὐτός ὁ πυρήνας; Εἶναι ἡ κοινωνία τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν Προφητῶν μετά τοῦ
Θεοῦ». Ἡ ζωντανή σχέση δηλαδή τῶν Ἁγίων μέ τόν Θεό. «Ὁπότε ὁ κεντρικός
ἄξονας τῆς Βιβλικῆς παραδόσεως δέν εἶναι τό βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά οἱ
ἐμπειρίες θεώσεως τῶν Πατριαρχῶν καί τῶν Προφητῶν».

«Ἡ Ἁγία Γραφή τότε τί κάνει; Ἁπλῶς καταθέτει γραπτῶς τήν περιγραφή αὐτῶν τῶν
ἐμπειριῶν, οἱ ὁποῖες ὅμως οὐσιαστικά δέν μποροῦν νά περιγραφοῦν, διότι εἶναι στήν
κυριολεξία ἀπερίγραπτες, ἀφοῦ εἶναι ὑπεράνω τῆς λογικῆς τοῦ ἀνθρώπου». Τό
ἄκτιστο, ὁ Θεός δέν περιγράφεται. «Ἡ Ἁγία Γραφή δέν ἔχει ὡς σκοπό νά περιγράψει
τόν Θεό, διότι ὁ Θεός εἶναι ἀπερίγραπτος. Ἡ Ἁγία Γραφή ἔχει σκοπό νά ὁδηγήσει
τόν ἄνθρωπο σέ ἕνωση μέ τόν Θεό». Αὐτό κάνει. «Γι’ αὐτόν τόν λόγο ἡ γλώσσα τῆς
Ἁγίας Γραφῆς εἶναι συμβολική, ὅταν μιλάει γιά τόν Θεό. Ὁ Προφήτης ἀναγκάζεται
νά χρησιμοποιήσει νοήματα, σχήματα καί εἰκόνες παρμένες ἀπό τήν ἀνθρώπινη
ἐμπειρία γιά νά περιγράψει τό ἄκτιστο πού εἶναι ἀπερίγραπτο».

Αὐτά ἤθελα νά ποῦμε σήμερα ὡς καταληκτικό μάθημα γιά τήν Πατερική Θεολογία
τοῦ π. Ἰωάννου τοῦ Ρωμανίδη. Νά μέ συγχωρεῖτε, ἄν κάποια ἦταν λίγο δυσνόητα,
ἀλλά ἦταν καί μία ἀφορμή γιά νά προβληματιστοῦμε καί νά δοῦμε μέ μιά σύγχρονη
ματιά ἑνός σύγχρονου μεγάλου θεολόγου καί τήν δική μας πραγματικότητα. Γιατί
εἶναι πολύ σημαντικό νά γνωρίσουμε τόν ἑαυτό μας καί ὡς πρόσωπα καί ὡς
σύγχρονη ἑλληνική κοινωνία, τό πῶς μεγαλώσαμε, ὥστε νά ἑρμηνεύσουμε καί γιατί
ζοῦμε. Γιατί δέν ζοῦμε αὐτά τά ὁποῖα καλούμαστε νά ζήσουμε μέσα ἀπό τήν
ἐμπειρία τῶν Ἁγίων. Γιατί τήν ἴδια ἐμπειρία πού ἔχουν οἱ Ἅγιοι, πρέπει νά ἔχουμε κι
ἐμεῖς.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Ἐρ. : Ὁ νοῦς μου, ὅταν ἄκουσα γιά αὐτό τό παιδάκι νά λέει στήν μιά περίπτωση ὅτι
ἀλλάζουμε κατά κάποιο τρόπο τίς συνήθειες γιά νά μή βαριόμαστε καί στήν ἄλλη
περίπτωση ὅτι χιλιάδες φορές ἐξομολογούμαστε κάτι καί τό ξανακάνουμε… Σίγουρα
αὐτό τό παιδάκι δέν ἔχει προλάβει νά ζήσει χιλιάδες φορές κάποια ἁμαρτία ἀλλά θά
ἔχει ζήσει χιλιάδες φορές μέσα στό σπίτι του τήν ἁμαρτία τῶν γονέων του πού
ἐξομολογοῦνται καί κάνουν πάλι τά ἴδια λάθη. Σίγουρα μέ θλίβει αὐτό τό γεγονός καί
σκέφτομαι ὅτι πολλά χρόνια στό σπίτι μου εἴτε στό πατρικό μου εἴτε τώρα ἀλλάζαμε
συνήθειες. Δηλαδή εἴχαμε τό τσουρέκι, τά αὐγά, τό κατσικάκι, τή μαγειρίτσα,
γλέντια… οὔτε μετάνοια, οὔτε ἀγάπη ζούσαμε ἀπόλυτη καί αὐτό πάλι μέ θλίβει
προσωπικά καί τό αἰσθάνομαι καί δέν ξέρω ἄν ποτέ καταφέρω νά βάλω στήν ζωή
μου αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει τούς πάντες. Βλέπω
καθημερινά εἴτε εἶμαι στό μοναστήρι εἴτε εἶμαι στό Ἅγιο Ὄρος εἴτε εἶμαι

369
ὁπουδήποτε δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἀγάπη καί δέν ὑπάρχει καί ἀπό ἀνθρώπους πού
θεωροῦν, ὅπως καί ἐγώ κάποια στιγμή, ἐπειδή μπῆκα στόν δρόμο λίγο τοῦ Θεοῦ ὅτι
εἶμαι καλύτερος. Μπορῶ νά πῶ ὅτι τό σκέφτηκα καί εἶμαι χειρότερος ἀπό αὐτούς
πού δέν πᾶνε Ἐκκλησία… Θέλω νά μάθω ὑπάρχει τρόπος, ὑπάρχει ἐλπίδα νά
ἀποκτήσουμε τήν μετάνοια, αὐτή τήν θλίψη, τήν καλή θλίψη, τήν λύπη γιά αὐτά πού
ἔχουμε κάνει; Γιατί σίγουρα τά ἁμαρτήματα πού ἔχουμε κάνει γυρνᾶνε στό μυαλό
μας. Δέν φεύγουν ποτέ ἀπό μέσα μας γιατί ἴσως λίγο θλιβόμαστε… καί ἀνησυχῶ, ὄχι
γιά τό ἄν λυτρώσω τήν ψυχή μου, ἀλλά ὅταν φύγω ἀπό αὐτή τήν ζωή καί ἀνταμώσω
τόν ἄγγελό μου πού δέν θά μπορεῖ νά δώσει λόγο στά δαιμόνια… Εἶναι δύσκολο…

Ἀπ. : Ναί, ὑπάρχει τρόπος. Οἱ Πατέρες μᾶς τό εἴπανε: εἶναι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θυμᾶται τόν θάνατο, τότε ἔρχεται σέ μία κατάσταση νά ἐξετάσει
τόν ἑαυτό του, νά δεῖ ποιός εἶναι καί νά διαπιστώσει τήν ἁμαρτωλότητά του, ὁπότε
νά μπεῖ στήν διαδικασία κατ’ ἀρχήν νά παραδεχτεῖ τήν ἁμαρτωλότητά του. Νά
παραδεχτεῖ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ὅτι ἔκανε λάθη, ὅτι ὅλος εἶναι ἕνα λάθος, ὅλη του ἡ
ζωή εἶναι ἕνα λάθος, κάθε στιγμή του εἶναι καί μία ἁμαρτία. Ἀλλά, γιά νά μπεῖ σ’
αὐτή τήν διαδικασία, πρέπει νά θυμᾶται τόν θάνατο ὁ ἄνθρωπος.

Εἶναι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου λοιπόν, ἡ ὁποία, μᾶς λένε οἱ Πατέρες, ὅτι ἀρχίζει νά
βάζει τόν ἄνθρωπο στήν διαδικασία τῆς μετάνοιας. Θυμᾶσαι τόν θάνατο, ὁπότε
ἀρχίζεις νά αὐτοερευνᾶσαι, νά αὐτοἐξετάζεσαι. Αὐτοεξεταζόμενος καί
αὐτοερευνώμενος διαπιστώνεις ὅτι ἔχεις κάνει ὅλες τίς ἁμαρτίες, τά πάντα. Ὅταν
ἔλεγαν οἱ Ἅγιοι, ὁ π. Παΐσιος τό ἔλεγε ὅτι ʿἔχω κάνει ὅλες τίς ἁμαρτίες᾽, δέν ἦταν
σχῆμα λόγου αὐτό. Δέν τό ἔλεγαν ἔτσι ἀπό ταπεινολογία, τό πίστευαν. Μπορεῖ νά
μήν τίς ἔχεις κάνει ἐν πράξει, ἐν σώματι, ἀλλά τίς ἔχεις κάνει κατά διάνοια. Ἐνῶ ὁ
ἄλλος ἔρχεται στόν πνευματικό καί μόνο ἄν τοῦ πεῖ, μᾶλλον ἔχεις καί λίγο
ὑπερηφάνεια, τότε λέει, μᾶλλον θά ἔχω λίγο… Δέν τό βλέπει! Ἐνῶ ἔχει ὀγκόλιθο
μέσα του. Γιατί ἀκριβῶς ἔχει ξεχάσει τόν θάνατο, ἔχει ξεχάσει ὅτι θά δώσει λόγο
στόν Θεό, ὅτι θά ἐξεταστοῦν τά πάντα. Ὄχι μόνο οἱ πράξεις καί οἱ σκέψεις καί οἱ
ἐπιθυμίες, τά βαθύτερα τοῦ εἶναι μας.

Ρώτησα τά παιδάκια ποιός πιστεύει ὅτι δέν εἶναι καλός… Μέ κοιτάγανε… Ποιός
πιστεύει ὅτι δέν εἶναι καλός; Καί ἀπό μᾶς ἐδῶ… Πάλι μοῦ εἶπε ἕνα παιδάκι κάτι
πολύ σωστό… – Λέμε ὅτι δέν εἴμαστε καλοί, ἀλλά κατά βάθος(!) ὅλοι πιστεύουμε
ὅτι εἴμαστε καλοί! Καί εἶπε ἀλήθεια τό παιδί, ἔτσι εἶναι. Στό βάθος-βάθος ὅλοι
πιστεύουμε ὅτι εἴμαστε καλοί, ἄρα δέν ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας. Καταλάβατε; Ἄρα,
τί εἴμαστε; Φαρισαῖοι εἴμαστε, ὄχι τελῶνες. Γι’ αὐτό καί δέν πενθοῦμε, δέν χτυπᾶμε
τό στῆθος μας ὅπως ὁ τελώνης, δέν κλαῖμε… ἀλλά πᾶμε καί λέμε στόν πνευματικό
ʿπάτερ, ἐγώ εἶμαι πολύ καλός, ἔχω κάνει αὐτές τίς ἐλεημοσύνες, ὁ παππούς μου ἦταν
δεσπότης, ἐγώ πήγαινα παπαδάκι ἀπό μικρός στήν Ἐκκλησία᾽ κ.λ.π. Αὐτός τί εἶναι;
Ἕνας σύγχρονος Φαρισαῖος. Γι’ αὐτό πᾶς στόν Θεό; Ἔτσι προσεύχεσαι στόν Θεό;
Καί μετά περιμένεις νά δικαιωθεῖς; Θά κατακριθεῖς.

370
Ἐνῶ, ἄν εἴχαμε αὐτή τήν μνήμη τοῦ θανάτου ἀφενός καί ἀφετέρου τήν διαδικασία
τῆς αὐτοεξέτασης, τῆς αὐτοέρευνας καί τῆς συνεχοῦς μετανοίας, δέν θά
ἐπαναλαμβάναμε τίς ἁμαρτίες. Ὅπως οἱ Ἅγιοι. Δέν θυμᾶμαι ποιός ἅγιος εἶναι, πού
μικρός εἶχε βρεῖ κάτω κάποια σύκα καί τά εἶχε πάρει καί αὐτό τό πράγμα τό
θρηνοῦσε σέ ὅλη του τήν ζωή. Καί ὅταν τό θυμόταν λέει, ἐρχόταν σέ κατάσταση
συντριβῆς μεγάλης, καί τό ἀξιοποιοῦσε γιά νά κλαίει. Λοιπόν, ἦταν δυνατόν αὐτός ὁ
ἄνθρωπος νά κάνει ἄλλες ἁμαρτίες, ἀφοῦ θρηνοῦσε γιά αὐτή τήν μία; Ἐμεῖς θά
λέγαμε τί πειράζει τώρα αὐτό; παιδικά πράγματα… καί μετά κάνουμε καί ἄλλα
χειρότερα καί χειρότερα. Γιατί, ὅποιος δέν προσέχει στά μικρά, θά κάνει καί ἄλλα.
Ἐνῶ βλέπετε οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λένε ὅτι τό κατά Θεόν πένθος εἶναι φυλακτικόν
τῶν ἁμαρτιῶν, δηλαδή προφυλάσσει τόν ἄνθρωπο, ὥστε νά μήν ἐπαναλάβει τίς
ἁμαρτίες.

Βλέπετε μπαίνοντας στό Τριώδιο ἡ Ἐκκλησία ἀμέσως μᾶς δείχνει τόν τελώνη.
Σηματοδοτεῖ καί χαρακτηρίζει ὅλο τό Τριώδιο ὁ τελώνης. Σοῦ λέει: νά, κοίταξε,
μπαίνουμε στήν περίοδο τῆς μετανοίας, πάρε τό πρότυπό σου. Τό πρότυπό σου εἶναι
ὁ τελώνης. Μοιάσε σ’ αὐτόν καί θά σωθεῖς. Μᾶς βάζει ἀμέσως στό πνεῦμα ἡ
Ἐκκλησία. Λοιπόν, παίρνεις αὐτό τό πρότυπο καί μετά ζεῖς θρηνώντας. Ἀλλά αὐτός
ὁ θρῆνος δέν εἶναι κατάθλιψη κοσμική. Εἶναι κατά Θεόν λύπη, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν
κατά Θεόν παρηγορία, κατά τό «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί
παρακλήθησονται» (Ματθ. 5,4). Παράκλησις εἶναι ἡ παρηγοριά καί παράκλητος
εἶναι ὁ παρηγορητής. Θέλεις νά βρεῖς παρηγοριά στήν ζωή σου; Ψάχνουν παρηγοριά
καί δέν βρίσκουν οἱ ἄνθρωποι, γιατί τήν ψάχνουνε ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχει, σέ
πρόσωπα… στόν σύζυγο, στήν σύζυγο, στά παιδιά, στά χρήματα…

Δέν ὑπάρχει ἐκεῖ παρηγοριά. Ἡ παρηγοριά ὑπάρχει στό κατά Θεόν πένθος, δηλαδή
στήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἑλκύεται ἀπό τό κατά Θεόν πένθος. Καί ὅταν ὁ
ἄνθρωπος ἔχει αὐτό τό κατά Θεόν πένθος, γίνεται ἕνα μεγαλειῶδες πράγμα. Ξέρετε τί
γίνεται; Ὁ Θεός τίς ἁμαρτίες σου, τό λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, τίς λογαριάζει ὡς μή
γενόμενες, δηλαδή σάν νά μήν τίς ἔκανες! Εἶναι πολύ σπουδαῖο πράγμα αὐτό καί
πολύ παρήγορο. Ὅπως ἕνας πατέρας βλέπει τό παιδί του πού λέει: μπαμπά
συγχώρεσέ με, ἔκανα αὐτό, συγχώρεσέ με.. Ἔ, τότε τί θά κάνει ὁ πατέρας; Θά τοῦ
πεῖ: Ἐντάξει παιδάκι μου, σταμάτα, δέν θέλω νά κάνεις ἔτσι… Σάν νά μήν τό ἔκανες,
τελείωσε… Ἔτσι κάνει καί ὁ Θεός. Πολύ περισσότερο κάνει ὁ Θεός, ὅταν ὁ
ἄνθρωπος θρηνεῖ ἔτσι μπροστά στόν Θεό. Νά ποιό εἶναι τό κατά Θεόν πένθος.
Δηλαδή, ἐκτός τοῦ ὅτι σέ προφυλάσσει ἀπό τό νά μήν τό ξανακάνεις, ὁ Θεός τίς
ἀμαρτίες σου τίς θεωρεῖ ὡς μή γενόμενες.

Εἴπατε ἔχω κάνει πολλές. Ὄντως, ἔχουμε κάνει πάρα πολλές. Ὅμως μέ αὐτό τόν
τρόπο φτάνεις στό σημεῖο νά σοῦ πεῖ ὁ Θεός «ἐντάξει, δέν ἔκανες τίποτα, εἶσαι
καθαρός, μήν τό ξανασκεφτεῖς, τελείωσε». Ἐμεῖς, ὅμως, θά τό ξανασκεφτόμαστε, γιά
νά μήν ξανακάνουμε τά ἴδια, γιατί εἴμαστε πολύ ἐπιρρεπεῖς στήν ἐπανάληψη. Ἄρα ἡ
μέθοδος εἶναι αὐτή: μνήμη θανάτου, κατά Θεόν πένθος, ὁπότε ἔρχεται ἡ θεία

371
παρηγορία. Ἐνῶ βλέπετε ἡ κοσμική, ἡ διαβολική μέθοδος εἶναι τό ἀντίθετο: «ξέχνα
τόν θάνατο, μήν μιλᾶς γιά θάνατο». Ὅπως ἔλεγε μία πεθερά «ἐδῶ δέν θά μιλᾶς ποτέ
γιά θάνατο, μόνο γιά νύφες, γιά γάμους κ.λ.π.». Γιατί ἄν μιλᾶς γιά αὐτά στό σπίτι, θά
ζήσεις αἰώνια χαρούμενος. Ἀνοησίες! Ἀλλά αὐτή εἶναι ἡ κοσμική μέθοδος, μή μιλᾶς
γιά θάνατο, χτύπα ξύλο, γιά πένθος θά μιλᾶμε καί θά κλαῖμε τίς ἁμαρτίες;… χαρά,
ξεφάντωμα… Ἀλλά αὐτό δέν σοῦ δίνει τήν παρηγορία. Ἡ κοσμική χαρά ὁδηγεῖ στήν
ἀηδία καί στήν ἁμαρτία καί στήν ἐπανάληψη τῆς ἁμαρτίας καί στήν ἀπελπισία
τελικά καί στήν αὐτοκτονία πολλές φορές, γιατί ὁ ἄνθρωπος διαπιστώνει συνεχῶς
τήν ἁμαρτωλότητά του. Ἡ συνείδηση δέν σταματᾶ νά ἐλέγχει τόν ἄνθρωπο, ὅσο κι
ἄν προσπαθεῖ νά τήν καλύψει, νά τήν καπακώσει, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος πού
μιλοῦσε γιά «καπακωμένη συνείδηση», ὅμως αὐτό κάποια στιγμή θά ξυπνήσει.

Ἡ συνείδηση εἶναι πού αἰώνια θά βασανίζει τόν ἄνθρωπο καί στήν ἄλλη ζωή καί
τελικά ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ μία ζωή πού δέν ἔχει καθόλου μά καθόλου παρηγοριά.
Καί βλέπεις τούς ἀνθρώπους τούς κοσμικούς τούς καημένους πού εἶναι τελείως
ἀχαρίτωτοι, τελείως χωρίς χαρά, τελείως ἀπελπισμένοι, κενοί, ἄδειοι. Θυμᾶμαι ἕνα
ποιήμα πού κάναμε στό σχολεῖο, πού ἴσως δέν ὑπάρχει καί κατέληγε ὁ ποιητής ἐκεῖ,
ἕνας μεγάλος ποιητής, νομίζω ὁ Σεφέρης, «…ἕνα κενό»! Ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του,
περιδιάβαινε κάποια ἐρείπια ἀρχαίας πόλης καί κατέληγε σ’ αὐτό, ἕνα κενό. Ζοῦσε
τό ὑπαρξιακό του κενό καί τό ὁμολογοῦσε ὁ ἄνθρωπος ὅτι εἶμαι ἄδειος. Ὁ ἄνθρωπος
χωρίς τόν Θεό εἶναι ἄδειος ἤ, γιά νά ποῦμε πιό σωστά, εἶναι γεμάτος μέ πονηρά
πνεύματα, μέ τά πάθη του καί μέ τίς κακίες του, τά ὁποῖα ὄχι παρηγοριά δέν δίνουνε
ἀλλά τό ἀντίθετο, ἀπελπισία καί αὐτοκτονία ἀκόμα.

Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πάτερ. Πολλές φορές βλέπουμε γύρω μας πολλά στραβά πού
συμβαίνουν στήν Ἐκκλησία μας, σέ ἱερεῖς, σέ θεολόγους, ὅπως εἴπατε, πού ἦταν
λανθασμένοι, τό κατηχητικό… Καί λέω ὁ λογισμός μου εἶναι, τά βλέπω ἔτσι ἐγώ..
Πολλά ἔχω δεῖ. Πῶς τό ἀντιμετωπίζουμε αὐτό; Εἶναι πράγματι ἔτσι τά πράγματα;
Δέν πᾶμε καλά; Ποῦ βαδίζουμε δηλαδή; Ποῦ βαδίζει, πῶς νά τό πῶ; Ἡ πίστη μας, ἡ
Ἐκκλησία μας, ἡ Ὀρθοδοξία μας;

Ἀπ. : Καί ὁ Ἅγιος Παΐσιος τά ἔβλεπε καί ὅλοι οἱ ἅγιοί μας τά βλέπανε. Ἀλλά τί λέει ὁ
Χριστός μας; «Βγάλε πρῶτα τό δοκάρι ἀπό τό μάτι σου καί τότε θά δεῖς νά βγάλεις
καί τήν ἀγκίδα ἀπό τό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Ματθ. 7,3). Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι
πρέπει νά εἴμαστε ἀδιάφοροι. Καί γιά τά ἐθνικά μας θέματα καί πολύ περισσότερο
γιά τά ἐκκλησιαστικά μας θέματα πρέπει νά ἐνδιαφερόμαστε. Οἱ ἅγιοι τόνιζαν ὅτι
κάθε πιστός εἶναι ὑπεύθυνος γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία. Μήν περιμένουμε μόνο ἀπό τόν
ἐπίσκοπο ἤ ἀπό τόν ἱερέα. Πρέπει νά ἐνδιαφερόμαστε γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία. Ἀλλά
πῶς νά ἐνδιαφερθεῖ κανείς, ἐάν δέν συνειδητοποιεῖ τήν ἁμαρτωλότητά του πρῶτον
καί δεύτερον ὅτι καθετί πού κάνει ἔχει ἀντίκτυπο σ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Νά σᾶς πῶ
ἕνα παράδειγμα. Ἡ πορνεία. Δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἠθική παράβαση, μία ἀνηθικότητα,
ἀλλά εἶναι μία βλάβη στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στήν Ἐκκλησία. Ἕνας πού πορνεύει
δηλαδή, δέν κάνει κακό μόνο στόν ἑαυτό του ἤ καί στό ἄλλο πρόσωπο τό ὁποῖο

372
συμπράττει καί κάνουν μαζί τήν ἁμαρτία, ἀλλά βλάπτει ὅλη τήν Ἐκκλησία, γιατί
αὐτό τό μυστήριο τοῦ γάμου λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τό Ἅγιο Πνεῦμα δηλαδή,
«μέγα ἐστίν, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ἐκκλησίαν» (Ἐφ. 5,32). Καί
«ὅποιος γίνεται ἕνα μέ τήν πόρνη, τά μέλη τοῦ Χριστοῦ τά κάνει πόρνης μέλη»
(Α΄Κορ. 6,16), ὁπότε ἀποκόπτεται ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὑπαρξιακά δηλαδή
αὐτοκτονεῖ. Κόβεται ἀπό τή ρίζα τῆς ζωῆς πού εἶναι ὁ Χριστός. Τό σῶμα τοῦ
Χριστοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλά καί κολοβώνει τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀπό ἕνα
μέλος. Βλάπτει δηλαδή ὅλη τήν Ἐκκλησία. Ἐνῶ δηλαδή ἐσύ καλεῖσαι νά γίνεις ἅγιος
καί νά ἀνεβάσεις, θά λέγαμε, συνολικά ὅλη τήν τοπική Ἐκκλησία μέ τήν ἁγιότητά
σου, ὅπως τό ἔκανε ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἄς ποῦμε, πού μᾶς βοήθησε καί μᾶς βοηθάει καί
θά μᾶς βοηθάει στήν αἰωνιότητα, ἔτσι ὀφείλουμε νά κάνουμε ὅλοι μας, ἀντί νά
κάνεις αὐτό λοιπόν, ἐσύ κάνεις τό ἀνάποδο.

Ἄν δέν τό συνειδητοποιήσεις αύτό, μετά πῶς νά φωνάξεις καί νά πεῖς γιά τόν
Οἰκουμενισμό, γιά τίς αἱρέσεις κ.λ.π.; Ὅταν ἐσύ ὁ ἴδιος δέν ἔχεις συνειδητοποιήσει
τόν ἀντίκτυπο τῶν πράξεών σου σ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία; Γιατί ὅ,τι κάνουμε ἔχει θά
λέγαμε ἐκκλησιολογικές συνέπειες. Ὅταν εἶναι καλό, βοηθάει ὅλη τήν Ἐκκλησία,
ὅταν εἶναι κακό, καταβαραθρώνει πάλι ὅλη τήν Ἐκκλησία. Καί ὅταν μετά
διαπιστώνεις τό κακό στόν ἄλλον, ἔχοντας σωστή ἐκκλησιολογική συνείδηση, θά
βλέπεις καί τόν ἄλλο μέ συμπάθεια. Ἐμεῖς κατακεραυνώνουμε τόν Οἰκουμενισμό
ἀλλά ἀγαπᾶμε τούς Οἰκουμενιστές καί τούς Πατριάρχες μας καί ὅλους ὅσοι
παρεκτρέπονται. Δέν τούς βλέπουμε ὡς ἀντιπάλους μας, ἀλλά ὡς πάσχοντα μέλη τοῦ
σώματος τοῦ Χριστοῦ καί πονᾶμε γιά αὐτά. Καί πρέπει νά πονᾶμε.

Ὁπότε μετά, φωτίζεσαι ἀπό τόν Θεό νά ἐνεργήσεις σωστά, ἐκκλησιολογικά σωστά,
γιατί πολλές φορές προσπαθώντας νά θεραπεύσεις ἕνα κακό μπορεῖ νά προξενήσεις
μεγαλύτερο κακό. Ἕνας πού ἔχει δοκάρι στό μάτι του καί πάει νά βοηθήσει τόν
ἄλλο, μπορεῖ μέ τό δοκάρι πού ἔχει νά στραβώσει καί τόν ἄλλον χειρότερα. Θέλει,
δηλαδή, καί σωστό τρόπο. Ἀλλά αὐτόν τόν σωστό τρόπο θά τόν ἐμπνευστοῦμε, ὅταν
ἔχουμε μπεῖ σ’ αὐτή τήν διαδικασία πού μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, τῆς κάθαρσης,
τοῦ φωτισμοῦ, τῆς θέωσης. Ἀπό ἐκεῖ πρέπει νά ξεκινήσουμε, ἀπό τήν μετάνοια, ἀπό
τήν προσωπική μας μετάνοια. Καί τότε ἡ ἴδια μας ἡ ζωή θά μιλήσει καί στούς ἄλλους
γιά μετάνοια. Ἕνας ἄνθρωπος πού μετανοεῖ, πού ζεῖ σωστά, καί μόνο πού
κυκλοφορεῖ εἶναι κήρυγμα μετανοίας γιά τούς ἄλλους. Μπορεῖ νά μήν λέει καί
τίποτα, ἀλλά μόνο ἡ παρουσία του ἐμπνέει καί τούς ἄλλους.

Βλέπουμε πῶς εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ταπεινοί, ἁπλοί, φτωχοί, γεμάτοι ἀγάπη,
γεμάτοι καλοσύνη… Φαίνεται ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Αὐτόν ὅλοι τόν παραδέχονται
ἀκόμα καί οἱ ἐχθροί του.

Ἐρ. : Βεβαίως, συμφωνῶ πάτερ μου. Ὁ ἁπλός πιστός χριστιανός νά κάνει τόν ἀγῶνα
του, νά προσπαθήσει νά μετανοήσει κ.λ.π. Ὅταν κάποιοι δάσκαλοι, καταλαβαίνετε τί
ἐννοῶ, αὐτοί πού θά μᾶς διδάξουν, πού θά μᾶς δείξουν τόν δρόμο.. πολλές φορές

373
βλέπουμε κακά παραδείγματα.. ἐκεῖ θέλω νά ἑστιάσω. Γιατί νά συμβαίνουν; Γιατί νά
εἶναι ἔτσι τά πράγματα;

Ἀπ. : Ἐκεῖ θά κάνουμε αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός: κατά τά λόγια τους θά κάνουμε
-ὅταν εἶναι σωστά βέβαια, γιατί τώρα δέν λένε καί σωστά λόγια- ἀλλά κατά τά ἔργα
τους δέν θά κάνουμε. Καί ὁ Κύριος εἶχε στήν ἐποχή του τούς δασκάλους, οἱ ὁποῖοι
δέν ζοῦσαν σωστά καί οἱ ὁποῖοι Τόν σταύρωσαν. Οἱ γραμματεῖς καί οἱ φαρισαῖοι, οἱ
θρησκευόμενοι ἄνθρωποι καί μάλιστα οἱ κορυφές τῶν θρησκευομένων ἀνθρώπων
Τόν σταύρωσαν. Τί εἶπε ὅμως στόν λαό; Τούς εἶπε, χωριστεῖτε, φύγετε; Σκοτῶστε
τους, τούς εἶπε; «Κατά τά λόγια τους νά κάνετε, κατά τά ἔργα τους νά μήν κάνετε»
(Ματθ. 23,3). Γιατί καί ὁ λαός δέν ἦταν χαζός, ἔβλεπε. Καταλάβαινε ὅτι αὐτοί ἦταν
ὑποκριτές. Λέγανε μέν τά σωστά ἀλλά στήν ζωή τους ζοῦσαν ἀνορθόδοξα, ἀντίθετα.
Αὐτό θά κάνουμε.

Γιά τό δογματικό θέμα, οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς εἶπαν ὅτι ἐκεῖ ἐπιτρέπεται καί
ἐπιβάλλεται ἡ δημόσια καταγγελία. Ὅταν εἶναι θέμα πίστεως καί ὁ ἄλλος γυμνή τῆ
κεφαλῆ, εἶναι ἀρχιερέας, εἶναι ἱερέας… κηρύσσει αἵρεση, ἐκεῖ ὀφείλουμε νά
διαμαρτυρηθοῦμε καί νά καταγγείλουμε τήν αἵρεση δημόσια. Ὅταν εἶναι ὅμως θέμα
βίου, θέμα ζωῆς, ἠθικῆς δηλαδή, ἐκεῖ δέν τό δημοσιοποιοῦμε, γιά νά μήν γίνει
χειρότερος σκανδαλισμός στό σύνολο τῆς Ἐκκλησίας. Τό σκεπάζουμε. Ἀλλά βέβαια
προσπαθοῦμε τόν ἴδιο προσωπικά νά τόν βοηθήσουμε, ἄν μποροῦμε καί ὅσο
μποροῦμε, νά μετανοήσει. Αὐτή εἶναι ἡ διάκριση.

Ἐρ. : Εὐλογεῖτε πάτερ. Θέλω νά ρωτήσω πάνω στήν πρώτη ἐρώτηση, ὅταν
μετανοοῦμε καί πᾶμε νά ἐξομολογηθοῦμε αὐτό πού μᾶς βαραίνει, ἐλαφραίνει ἡ
καρδιά, χαιρόμαστε… Μετά, ὅμως, ἐγώ προσωπικά, πάλι ἀρχίζω καί στενοχωριέμαι
γιά τήν συγκεκριμένη ἁμαρτία. Πρέπει νά ἔχω τήν στενοχώρια ἤ κάτι δέν κάνω
σωστά ἐγώ;

Ἀπ. : Θά τήν ἔχουμε τήν στενοχώρια ἀλλά χωρίς τήν ἀπελπισία καί χωρίς τήν ἰδέα
ὅτι δέν συγχωρεθήκαμε. Συγχωρεθήκαμε. Ἀλλά ὅμως λυπούμαστε, ἔχουμε τό κατά
Θεόν πένθος, καλλιεργοῦμε τό κατά Θεόν πένθος, γιά νά μήν ξαναπέσουμε. Ὑπάρχει
διαφορά. Ὑπάρχει ἡ ἐγωιστική λύπη: «πῶς τό ἔπαθα ἐγώ νά πέσω σ’ αὐτό τό
πράγμα;». Αὐτό εἶναι ἐγωισμός, εἶναι ὑπερηφάνεια. Θά πεῖς: τέτοιος πού εἶμαι,
τέτοια ἔκανα. Τί πιό φυσικό νά πέσω ἔτσι πού ἔπεσα;! Ὅμως θρηνῶ καί ζητάω τό
ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πρέπει νά τό κάνουμε.

Βεβαίως σέ καμιά περίπτωση δέν θά πιστεύουμε ὅτι δέν συγχωρεθήκαμε. Γιατί


πολλοί ἀμφιβάλουν καί τό λένε, τό ξαναλένε… Ὄχι, αὐτό εἶναι ἀπιστία στό
μυστήριο. Συγχωρεθήκαμε. Ὁ Θεός πάντοτε μᾶς συγχωρεῖ.

Ἐρ. : Δηλαδή, φεύγω ἀπό ἐδῶ μέ χαρά καί μέχρι νά πάω στό σπίτι μέ ἔχει πιάσει ἡ
στενοχώρια…

374
Ἀπ. : Ὄχι. Στενοχώρια πού δέν ἔχει ἐλπίδα εἶναι ἀπό τόν διάβολο καί δέν τήν
δεχόμαστε. Ἡ κατά Θεόν λύπη ἔχει μέσα της ἐλπίδα. Ὅταν βλέπετε μέσα σας ἄγχος,
ἀγωνία καί κατάθλιψη, αὐτή δέν εἶναι κατά Θεόν λύπη. Εἶναι διαβολική λύπη.

Ἐρ. : Πατέρα Σάββα μέ ὅλο τόν σεβασμό, μπορῶ νά κάνω μία ἐρώτηση πού δέν ἔχει
σχέση μέ τό θέμα;

Ἀπ. : Ὅ,τι θέλετε. Πέστε…

Ἐρ. : Ἐπειδή εἴχαμε προηγουμένως μιά συζήτηση, τό βάπτισμα μπορεῖ νά σέ


ἀπάλλάξει ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἐάν μόνο βαπτιστεῖς καί ἡ μετέπειτα πορεία τῆς ζωῆς
σου δέν ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό;

Ἀπ. : Ὑποτίθεται ὅτι μετανοεῖς ὅταν βαπτίζεσαι καί ἀποφασίζεις νά ἀλλάξεις ζωή.
Γι’ αὐτό βλέπετε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος πού βάπτιζε ἐν ὕδατι καί ὄχι ἐν
πνεύματι, τούς ἔλεγε «γεννήματα ἐχιδνῶν, γεννήματα ὀχιῶν, ποιός σᾶς εἶπε νά
’ρθεῖτε ἐδῶ; νά ποιήσετε ἔργα ἄξια τῆς μετανοίας», (Ματθ. 3,7-8) γιά νά σᾶς δεχτεῖ ὁ
Θεός. Δέν ἀρκεῖ τό βάπτισμα μαγικά. Δέν μᾶς σώζει μαγικά τό βάπτισμα. Ἄν δέν
μετανοήσουμε, φυσικά δέν σωζόμαστε καί βαπτισμένοι νά εἴμαστε. Δέν ἐνεργεῖ
μαγικά. Ὑποτίθεται ὅτι μετανοοῦμε, γι’ αὐτό καί, καλά ὅταν εἶναι βρέφος δέν μπορεῖ
νά ἐξομολογηθεῖ, ὅταν εἶναι μεγάλος πρέπει νά ἐξομολογηθεῖ πρῶτα, πρίν βαπτιστεῖ.
Καί φυσικά δέχεται κατήχηση καί δέν πρέπει νά βιαζόμαστε. Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία
οἱ κατηχούμενοι ἔμεναν τρία χρόνια μέχρι νά βαφτιστοῦν. Ἀφοῦ ὁμολογήσει τήν
πίστη ὁ ἄνθρωπος καί φυσικά ἀλλάξει ζωή… Δέν μπορεῖ λ.χ. νά συζεῖ καί νά θέλει
νά βαφτιστεῖ. Πῶς νά βαφτιστεῖς; Πρέπει νά σταματήσεις νά συζεῖς, νά σταματήσεις
νά πορνεύεις δηλαδή καί τότε θά μπορέσεις νά βαφτιστεῖς.

Ἐρ. : Τά παιδιά βαφτίζονται μικρά. Δέν γίνεται ὅπως παλιά. Στήν πορεία ὅμως ἡ ζωή
κάποιου ἀποδεικνύει ὅτι δέν ἔχει καμία σχέση μέ τόν Θεό καί κάποιοι ὑποστήριζαν
ὅτι ἐπειδή εἶναι βαπτισμένος σώζεται…

Ἀπ. : Δέν σώζεται, ἐάν δέν μετανοήσει. Δέν ἐνεργεῖ μαγικά. Γι’ αὐτό οἱ Πατέρες μας
καί ὁ Χριστός μας, μᾶς ἔδωσε τό δεύτερο βάπτισμα πού εἶναι τῶν δακρύων. Αὐτό
πού εἴπαμε προηγουμένως τό κατά Θεόν πένθος, εἶναι τό βάπτισμα τῶν δακρύων, τῆς
μετανοίας. Δέν εἶναι τά δάκρυα μόνο τήν ὥρα πού ἐξομολογούμαστε ἤ λίγο πρίν,
ἀλλά ὅλη μας τή ζωή πρέπει νά τήν περάσουμε μέ δάκρυα. Γι’ αὐτό καί ἡ ζωή ἐδῶ
δέν εἶναι ζωή χαρᾶς, μέ τήν ἔννοια τῆς κοσμικῆς χαρᾶς καί τοῦ ξεφαντώματος, εἶναι
ζωή δακρύων καί μετανοίας. Γι’ αὐτό βλέπετε οἱ Ἅγιοι ἔκαναν καί αὐλάκια στά
μάτια τους ἀπό τά πολλά δάκρυα. Καί ὁ Κύριος μακάρισε τό πένθος. Ἀλλιῶς θά μᾶς
ἔλεγε: μακάριοι οἱ ξεφαντώνοντες, ἄς ποῦμε… Δέν τό εἶπε. Εἶπε «μακάριοι οἱ
πενθοῦντες» (Ματθ. 5,4). Ἔτσι εἶπε.

375
Ἀλλά ὁ διάβολος λέει «μακάριοι οἱ ξεφαντώνοντες»… τώρα πού εἶναι καί Τριώδιο
εἶναι καί πιό κατάλληλη ἐποχή… Ἔχει τό ἀντι-τριώδιο ὁ διάβολος. Θά σέ βάλει νά
ἀλλοιώσεις τό πρόσωπό σου, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί νά κάνεις αὐτή τήν
βλασφημία. Εἶναι βλασφημία, ὅταν κάποιος ἀλλοιώνει τό πρόσωπό του εἴτε ἄνδρας
εἶναι εἴτε γυναίκα. Καί μία γραμμή νά βάλεις δέν ἐπιτρέπεται. Εἶναι σάν νά πηγαίνεις
στήν εἰκόνα, ἐδῶ πού ἔχουμε τόν Ἅγιο Πέτρο καί νά λές κάτσε νά βάλω καί ἐγώ μιά
γραμμούλα… Εἶναι βλασφημία, εἶναι ἀσέβεια. Δέν ἀλλοιώνουμε τό πρόσωπό μας.

Πολύ περισσότερο δέν καλύπτουμε τό πρόσωπό μας μέ μάσκες κ.λ.π. ὅπως κάνουν
στά καρναβάλια, γιά νά καλύψουν τίς ἁμαρτίες τους. Νομίζουν ὅτι τίς καλύπτουνε.
Καί πολύ περισσότερο ὅλα τά ἄλλα, τά ὁποῖα ἀπαγορεύει ἡ Ἐκκλησία μας, τούς
χορούς καί τά σατανικά τραγούδια καί ὅλα αὐτά πού νομίζω τά γνωρίζετε. Αὐτό
ἔλεγα καί στά παιδιά, γιατί αὐτό ἔχει ἐπεκταθεῖ καί στά σχολεῖα. Ἐπίσημα πλέον τά
σχολεῖα κάνουν ἀποκριάτικα πάρτυ καί γιορτές καί τέτοια. Τούς εἶπα καί τό λέω καί
σέ σᾶς, ὅτι ἔχει εὐλογία ἐκείνη τήν ἡμέρα νά μήν πᾶτε στό σχολεῖο. Νά μήν πῶ
ἐντολή… Καλύτερα νά πᾶνε μία ἐκδρομή μαζί σας, κάπου… ἤ καί μέσα στό σπίτι νά
καθήσουν.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!

Ακούστε όλες τις ομιλίες της σειράς στον παρακάτω σύνδεσμο:


https://www.youtube.com/playlist?list=PL1IyRFUYI0Q3XeTDyhAwSBJBiXwD8ISBv

376
***************************************************************
Κατεβάστε τις συνέχειες της σειράς,όπως και μελλοντικά pdf με νέες
απομαγνητοφωνημένες ομιλίες που θα αναρτούνται ανα διαστήματα,στην ανωτέρω
ηλεκτρονική διεύθηνση,στην επίσημη ιστοσελίδα,στην στήλη του blog (πάνω-δεξιά).
(hristospanagia3.blogspot.gr)

***************************************************************

Λίστα και Σύνδεσμοι


Απομαγνητοφωνημένων ομιλιών
http://hristospanagia3.blogspot.gr/p/blog-page_27.html

***************************************************************

Πώς θα Σωθούμε - (Σειρά ηχητικών ομιλιών)


Κατεβάστε την σειρά ομιλιών σε pdf από εδώ:
http://www.hristospanagia.gr/?p=61046

***************************************************************

Βιβλιογραφία π.Σάββα Αγιορείτη

http://hristospanagiapsavvas.blogspot.gr/

***************************************************************

377

You might also like