You are on page 1of 83

Νευρολογική εξέταση

στη βρεφική και παιδική ηλικία

Μερόπη Τζούφη
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Παιδιατρικής,
με έμφαση στην Παιδονευρολογία,
Τομέας Υγείας του Παιδιού, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ : τα βασικά ερωτήματα

• Yπάρχουν αντικειμενικά
ευρήματα
ενδεικτικά δυσλειτουργίας ή
βλάβης
του Ν.Σ. ;

•Σε ποιο(α) σημείο(α) βρίσκεται η


βλάβη ;

Τα επίπεδα του Νευρικού Συστήματος


Η σύντομη νευρολογική εξέταση του παιδιού

Η λογική σειρά της εξέτασης


 Συνειδησιακή κατάσταση (ευερεθιστότητα, βυθιότητα)
 Εγκεφαλικά νεύρα
 Κινητικό σύστημα
μυϊκή ισχύς / μυϊκός τόνος / τενόντια αντανακλαστικά
 Σύστημα ισορροπίας και συντονισμού των κινήσεων
 Αισθητικό σύστημα
Μια « πρακτική» σειρά της εξέτασης
 ο εξεταζόμενος σε όρθια θέση και σε βάδιση
 ο εξεταζόμενος ξαπλωμένος στο κρεβάτι
 ο εξεταζόμενος καθιστός
Διερεύνηση των κρανιακών νεύρων
 Η αξιολόγηση της
λειτουργίας των
κρανιακών νεύρων
(εγκεφαλικών συζυγιών)
εξαρτάται από το
στάδιο της ωρίμανσης
του εγκεφάλου του
παιδιού και τη
δυνατότητα του να
συνεργαστεί
 CNI : OΣΦΡΗΤΙΚΌ,
 CNII : ΟΠΤΙΚΟ
 CNIII : ΚΟΙΝΟ ΚΙΝΗΤΙΚΟ
 CNIV : ΤΡΟΧΙΛΙΑΚΟ
 CNV : ΤΡΙΔΥΜΟ
 CNVI: ΑΠΑΓΩΓΟ
 CNVII : ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
 CNVIII : ΑΚΟΥΣΤΙΚΟ
 CNIX : ΓΛΩΣΟΦΑΡΥΓΓΙΚΟ
 CNX : ΠΝΕΥΜΟΝΟΓΑΣΤΡΙΚΟ
 CNXI : ΠΑΡΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ
 CNXII : ΥΠΟΓΛΩΣΣΙΟ
Εξέταση του Ι κρανιακού νεύρου (οσφρητικού)
 Η εκτίμηση της όσφρησης του παιδιού είναι
δύσκολη.

 Η δυνατότητα του παιδιού να οσφραίνεται αρχίζει


να διακρίνεται από την ηλικία των 2-3 ετών. Για
την εξέταση πρέπει να χρησιμοποιούνται αρωματικές
ουσίες (σοκολάτα, πορτοκάλι ή οδοντόπαστα)..
 Όταν το παιδί αποκτήσει τη δυνατότητα ομιλίας,
δηλαδή στα 3- 4 χρόνια, συχνά μπορεί να
εκτιμηθεί η ικανότητα του να αντιλαμβάνεται και
να ονομάζει μια οσμή.

 Η ανοσμία σπάνια θεωρείται ιδιαίτερης σημασίας


στα παιδιά εκτός εάν είναι ετερόπλευρη :
παραμελημένη μηνιγγίτιδα, υδροκέφαλος,
δηλητηρίαση με μόλυβδο, τραυματισμός του
κεφαλιού, κατάγματα κρανίου και εγκεφαλικά
νεοπλάσματα της βάσης του κρανίου.
 Συνήθως είναι αμφοτερόπλευρη και οφείλεται σε
κοινό κρυολόγημα, ρινίτιδα, παραρρινοκολπίτιδα.
Εξέταση του ΙΙ κρανιακού νεύρου (οπτικού)
ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΠΤΙΚΟΥ ΝΕΥΡΟΥ (ν. ΙΙ)

I. Οπτική οξύτητα ( ελέγχεται ξεχωριστά στο κάθε μάτι )


( ελέγχει την κεντρική όραση )
χρήση ειδικής κάρτας, ενός κειμένου, μέτρηση δακτύλων
II. Οπτικά πεδία
ΙΙΙ. Βυθός

Αντανακλαστικά της κόρης ( ν. ΙΙ και ν. ΙΙΙ )


Εξέταση του ΙΙ κρανιακού νεύρου (οπτικού)

 Στο νεογνό: κλείνει τα βλέφαρα του αντιδρώντας στο


ισχυρό φως - οπτική οξύτητα: 20/400

 Στο βρέφος εκτιμώνται:


 η οπτική οξύτητα: ικανότητα να εντοπίζουν και να
παρακολουθούν με το βλέμμα μικρά αντικείμενα.
 η περιφερική όραση: αναζητεί τα αντικείμενα που
εισάγονται στο οπτικό του πεδίο από πίσω.
Εξέταση του ΙΙ κρανιακού νεύρου (οπτικού)
 Στο μεγαλύτερο παιδί ελέγχονται:

 η οπτική οξύτητα με τη χρήση πινάκων οπτικής οξύτητας (σπίτια, βάρκες,


ομπρέλες, γράμματα, νούμερα) - οπτική οξύτητα 20/20 αναμένεται στην
ηλικία των 6-7 χρόνων.

 τα οπτικά πεδία (η κατά μέτωπο εξέταση της περιφερικής όρασης) : σε


παιδιά > 12 ετών - η πιο συχνή διαταραχή είναι η ομώνυμη ημιανοψία και
προκαλείται από βλάβη της οπτικής οδού πίσω από το χίασμα (σπαστική
ημιπάρεση) και η αμφικροταφική ημιανοψία από την παρουσία όγκων
κοντά στο οπτικό χίασμα - κεντρικά σκοτώματα συνήθως παρατηρούνται
σε οπισθοβολβική νευρίτιδα (MS).

 ο βυθός : (δύσκολη η εξέταση του στα παιδιά) - οίδημα: ένδειξη


αυξημένης ενδοκράνιας πίεσης - αιμορραγία του αμφιβληστροειδούς:
λευχαιμία, αιμορραγική διάθεση, υπερτασική εγκεφαλοπάθεια,
κακοποιημένο παιδί - οπτική ατροφία (ωχρότητα του δίσκου):
πρωτοπαθώς από οπτική νευρίτιδα ή δευτεροπαθώς από οίδημα.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΠΤΙΚΟΥ ΝΕΥΡΟΥ ( ν. ΙΙ )

Εξέταση των οπτικών πεδίων με την μέθοδο της


αντιπαράθεσης
ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΟΠΤΙΚΟΥ ΝΕΥΡΟΥ ( ν. ΙΙ )
βυθοσκόπηση

Οπτική ατροφία Οίδημα της οπτικής θηλής


ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ
(ν. ΙΙ οπτικό, ΙΙΙ κοινό κινητικό)

Αντανακλαστικά της κόρης ( ν. ΙΙ και ν. ΙΙΙ )


• αντίδραση στο φως   ταχεία και ζωηρή μύση, συμμετρική
( SOS : πρέπει να συσπάται και η άλλη κόρη)
• αντίδραση προσαρμογής ( ελέγχεται με πλησίασμα του δακτύλου μας
πολύ κοντά στα μάτια του εξεταζόμενου   μύση )
Εξέταση των οφθαλμοκινητικών νεύρων: III (κοινό
κινητικό), IV (τροχιλιακό) και VI( απαγωγό)

 Νεύρωση των έσω και των έξω οφθαλμικών μυών:


κοινή λειτουργική μονάδα

 Κοινό κινητικό III : ελέγχει τους ανελκτήρες του


άνω βλεφάρου, έσω, άνω και κάτω ορθό και κάτω
λοξό μυς
 Τροχιλιακό IV: ελέγχει τον άνω λοξό μυ

 Απαγωγό VI: ελέγχει τον έξω ορθό μυ.


Εξέταση των οφθαλμοκινητικών νεύρων: III (κοινό κινητικό),
IV (τροχιλιακό) και VI( απαγωγό)
 Η εξέταση τους περιλαμβάνει :
 τη θέση και την εμφάνιση του οφθαλμικού βολβού: υπάρχει
εξώφθαλμος (πρόπτωση) ή ενόφθαλμος ; υπάρχει εμφανής
ανστραβισμός ή μικρός βαθμός μη παραλληλισμού των οφθαλμών;

 τις οφθαλμικές κινήσεις: ελέγχονται με το αν παρακολουθεί το παιδί


το χέρι του εξεταστή ( ή το μολύβι ή το φώς) & με το να κοιτάζει σε
διάφορες κατευθύνσεις (άνω-κάτω, ΔΕ-ΑΡ) παρακολουθώντας για
την εμφάνιση στραβισμού, νυσταγμού (εκκρεμοειδής, κάθετος,
οριζόντιος, αναπηδών) και επίσης ρωτώντας το, αν σε οποιαδήποτε
θέση τα βλέπει διπλά (περιορισμός του εύρους των κινήσεων ή
διπλωπία : πάρεση κάποιων μυών) - οι κινήσεις κάθε οφθαλμού
πρέπει να ελέγχονται με το άλλο μάτι καλυμμένο, αλλά αν το παιδί δεν
συνεργάζεται, πρέπει αυτό να αποφεύγεται.

 το βλέφαρο: υπάρχει πτώση στη μία ή και στις δύο πλευρές;


Εξέταση των οφθαλμοκινητικών νεύρων: III (κοινό
κινητικό), IV (τροχιλιακό) και VI( απαγωγό)
Εξέταση των οφθαλμοκινητικών νεύρων: III
(κοινό κινητικό), IV (τροχιλιακό) και
VI( απαγωγό)

 Οι εξοφθάλμιες κινήσεις στο νεογνό: παρατηρούνται με


ελαφρά περιστροφή του (διέγερση αιθουσαίων
ανανακλαστικών).

 Οι εξοφθάλμιες κινήσεις στο βρέφος : παρατηρούνται


καθώς ακολουθεί με το βλέμμα του τα αντικείμενα.

 Το αντανακλαστικό της κόρης : εξετάζεται με τη


χρησιμοποίηση εστιαζόμενου ζωηρού φωτός (η κόρη
αντιδρά στο φως από την 30η εβδομάδα κύησης).
Ευρήματα πάρεσης των οφθαλμοκινητικών νεύρων
 Σε λοίμωξη ή απόφραξη του σηραγγώδους κόλπου : παράλυση III, V
(τριδύμου) και VI κρανιακών νεύρων.
 Σε περίπτωση αυξημένης ενδοκράνιας πίεσης : παράλυση του απαγωγού.

 Σε διαταραχές των III, IV, VI κρανιακών νεύρων : διπλωπία.

 Σε παράλυση του απαγωγού (VI): συγκλίνων στραβισμός, ανικανότητα να


γυρίσει το μάτι έξω και διπλωπία σε αυτή τη θέση (το παιδί στρίβει, γέρνει
το κεφάλι ελαφρώς πλάγια προς την παρετική πλευρά, προκειμένου να
αποφύγει τη διπλωπία).
 Σε πλήρη παράλυση του κοινού κινητικού (III) : πτώση βλεφάρου,
μυδρίαση, αποκλίνων στραβισμός και ανικανότητα οφθαλμικών κινήσεων
(προς τα έσω, πάνω και κάτω).
 Σε παράλυση του τροχιλιακού (IV) : μικρή άνοδος του ματιού, κυρίως
όταν το μάτι έρχεται σε θέση προσαγωγής και διπλωπία όταν κοιτάζει
κάτω.
στραβισμός
Πτώση του οφθαλμού
Διαφορική διάγνωση
παθολογικών οφθαλμολογικών ευρημάτων

 Πτώση του οφθαλμού: οφείλεται σε πάρεση ή παράλυση


του ανελκτήρα του άνω βλεφάρου που ελέγχεται από το
κοινό κινητικό (ο ανελκτήρας λαμβάνει επίσης νεύρωση
και από το αυχενικό συμπαθητικό πλέγμα)

 Συγγενής πτώση: κληρονομούμενη με τον αυτοσωματικό επικρατούντα


χαρακτήρα.
 Παράλυση του κοινού κινητικού (πιο συνήθης περίπτωση): πτώση
βλεφάρου, μυδρίαση και διπλωπία.
 Βλάβη του αυχενικού συμπαθητικού (σύνδρομο Horner) : ήπια πτώση
του βλεφάρου, μύση και ενόφθαλμος (και πιο σπάνια ανιδρωσία της
σύστοιχης πλευράς του προσώπου).
 Πτώση αμφοτερόπλευρη: συγγενής μυασθένεια, μιτοχονδριακά
νοσήματα.
Εξέταση του V (τριδύμου) κρανιακού νεύρου
 Ελέγχει:
 Ι. Την κινητική νεύρωση όλων των μυών της μάσησης
(μασητήρες, κροταφικοί και πτερυγοειδείς) που ελέγχονται:
 σε νεογνά και μικρά βρέφη: κατά τον θηλασμό και την
κατάποση.
 σε μεγαλύτερα παιδιά: ζητάμε να σφίξουν τα δόντια τους και
φηλαφούμε τους μασητήρες και τους κροταφικούς μύες - οι
πτερυγοειδείς ελέγχονται ζητώντας τους να ανοίξουν το στόμα
για να δούμε αν η κάτω γνάθος είναι στη μέση γραμμή

 Βλάβες του κινητικού κλάδου του τριδύμου, οδηγούν σε


απόκλιση της κάτω γνάθου προς τη μεριά της βλάβης.
Εξέταση του V (τριδύμου) κρανιακού νεύρου
 Ελέγχει:
 ΙΙ. Την αισθητική νεύρωση του δέρματος του προσώπου και του
άνω τμήματος της κεφαλής, του οφθαλμικού βολβού, των
παραρρινίων κόλπων, της ρινός, του στόματος και της γλώσσας.

 η εξέταση γίνεται (εκτίμηση της ελαφράς αφής και του πόνου στο
πρόσωπο) με τη χρησιμοποίηση γάζας ή καρφίτσας, κατά τη
διαδρομή των τριών αισθητικών κλάδων του νεύρου.
 γίνεται επίσης εκτίμηση του αντανακλαστικού του κερατοειδούς
(που ελέγχεται από τα V και VIΙ κρανιακά νεύρα) : υπάρχει
πάντοτε και μπορεί να εκτιμηθεί σε κάθε ηλικία, εκτός αν υπάρχει
βλάβη κατά τη διαδρομή του νεύρου - ο έλεγχος του κερατοειδούς
γίνεται με βαμβάκι, λέγοντας στο παιδί να κοιτάζει προς την άλλη
πλευρά για να αποφύγουμε το αντανακλαστικό κλείσιμο του ματιού.
Εξέταση της αισθητικής νεύρωσης
του V (τριδύμου) κρανιακού νεύρου
Εξέταση του VII (προσωπικού) κρανιακού νεύρου
 Νευρώνει όλους τους μύες του προσώπου,
το πλάτυσμα του μυός του αναβολέα κ.λ.π,
δίνει αισθητική νεύρωση (αίσθηση της
γεύσης) στα δύο πρόσθια τριτημόρια της
γλώσσας (μέσω της χορδής του τυμπάνου)
και ρυθμίζει και την έκκριση των δακρύων
(μέσω του μείζονος επιπολής λιθοειδούς
νεύρου).

 Η εξέταση του γίνεται ως κατωτέρω:


α. ζητάμε από το παιδί να σηκώσει τα
φρύδια, β. να κλείσει τα μάτια σφιχτά και
να προβάλλει αντίσταση στην προσπάθεια
του εξεταστή να τα ανοίξει, γ. να δείξει τα
δόντια του, δ. να φουσκώσει τα μάγουλα
του, ε. να σφυρίξει , στ. να χαμογελάσει :
είναι απαραίτητο να επιτύχει κανείς πάση
θυσία ένα παροδικό χαμόγελο, γιατί μια
μικρή ασυμμετρία του, μπορεί να είναι η
αρχή μιας βλάβης και να εμφανίζεται
μόνον με αυτή τη δοκιμασία.
Εξέταση του VII (προσωπικού) κρανιακού νεύρου
Παράλυση του προσωπικού νεύρου
 Το άνω μέρος του προσωπικού νεύρου
νευρώνεται αμφοτερόπλευρα από τις πυραμιδικές
οδούς, ενώ το κατώτερο μόνον από το
ετερόπλευρη πυραμιδική οδό
αδυναμία μετώπου = αδυναμία κατώτερου προσώπου
Η πάρεση είναι περιφερικού τύπου
αδυναμία κατώτερου προσώπου > > αδυναμία μετώπου
Η πάρεση κεντρικού τύπου
Τα αίτια παράλυσης του προσωπικού νεύρου
 Φλεγμονώδη αίτια (απλούς έρπης)
 Μυκοπλασματική λοίμωξη
 Κακώσεις
 Ραβδομυοσάρκωμα
 Μέση ωτίτις
 Νόσος εξ ονύχων γαλής
 Έγκαυμα προσώπου
 Νόσοι του αίματος
 Μαστοειδίτις
 Νόσος Κawasaki
 Κάταγμα βάσης κρανίου
 Αιμοροφιλία
 Έρπης ζωστήρ
 Νόσος Guillain-Barre
 Κακώσεις & τραύματα κεφαλής
 Ιστιοκύττωση
 Απόστημα κροταφικού λοβού
 HIV
 Χειρουργικές επεμβάσεις προσώπου
 Συγγενείς διαταραχές
 Ανεμοευλογιά
 Νόσος Lyme
 Νεοπλάσματα
 Σύνδρομο Melkerson-Rosenthal
 Παρωτίτις
 Αρτηριακή υπέρταση
 Λευχαιμία
 Οστεοπόρωση
 Μηνιγγίτις
 Αρτηριοφλεβώδης δυσπλασία
 Αστροκύττωμα παρεγκεφαλίδας εγκεφάλου
Εξέταση του VIII (ακουστικού) κρανιακού νεύρου
 Α. Το κοχλιακό νεύρο (κάτω από την ηλικία των 3 χρόνων
έλεγχος είναι δύσκολος)
 Νεογνό: αντιδρά στους έντονους θορύβους με σύγκλειση βλεφάρων.
 Βρέφος 4 μηνών: στρέφει το κεφάλι προς την κατεύθυνση των ηχητικών
ερεθισμάτων, που παράγονται χωρίς να τα βλέπει, ξεχωριστά για κάθε αυτί.
 Σε παιδιά μετά την απόκτηση ομιλίας: ο καλύτερος τρόπος για την εκτίμηση της
ακουστικής τους ικανότητας είναι ο ψίθυρος από τα 60cm: στεκόμαστε πίσω
από τον ασθενή, καλύπτουμε το ένα αυτί, ψιθυρίζουμε λέξεις από το άλλο
αυτί και ζητούμε από τον εξεταζόμενο να επαναλάβει τις λέξεις.

 H διάκριση μεταξύ τύπου αγωγιμότητας και νευροαισθητηρίου βαρηκοίας


μπορεί να βασισθεί στο γεγονός ότι η αγωγή του ήχου με το διαπασών με τον
αέρα, πρέπει να διαρκεί διπλάσιο χρόνο σε σύγκριση με την αγωγή από τα οστά
(πότε ακούς καλύτερα τον ήχο του διαπασών μπροστά από το αυτί ή όταν
τοποθετείται στη μαστοειδή απόφυση, είναι το υποβαλλόμενο ερώτημα).

 Οι βλάβες μπορεί να εντοπίζονται κατά τη διαδρομή του ακουστικού νεύρου,


στη γεφυροπαρεγκεφαλιδική γωνία και στη γεφυροπρομηκική παρυφή.
Εξέταση του VIII (ακουστικού) κρανιακού νεύρου
Εξέταση του VIII (ακουστικού) κρανιακού
νεύρου
 Β. Το αιθουσαίο νεύρο (είναι δύσκολο να ελεγχθεί σε μικρά
παιδιά.

 Σε μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να γίνει διέγερση του λαβυρίνθου :


το σύστημα του λαβυρίνθου μπορεί να εξετασθεί με τη μέθοδο του
θερμού – ψυχρού διακλυσμού (δηλαδή με την εισαγωγή θερμού ή
ψυχρού νερού στον ακουστικό πόρο)

 το θερμό νερό διεγείρει την α. ανάπτυξη νυσταγμού στην κατεύθυνση του


δοκιμαζόμενου πόρου και το ψυχρό νερό προκαλεί νυσταγμό στην αντίθετη
κατεύθυνση (η κατεύθυνση του νυσταγμού ορίζεται από την κατεύθυνση της
ταχείας φάσης του)
 οδηγεί σε ακούσια απόκλιση της θέσης του σώματος (τάση για πτώση στη μια
πλευρά) και των κινήσεων, αν ο ασθενής έχει τα μάτια του κλειστά.
Ευρήματα σε βλάβη του ακουστικού νεύρου
 Συμπτώματα σε βλάβη του ακουστικού (κοχλιακού &
αιθουσαίου): κώφωση, εμβοές και ίλιγγος.

 Συμπτώματα σε βλάβη του αιθουσαίου: ίλιγγος, ναυτία,


έμετος, εφίδρωση και νυσταγμός.

 Ο ίλιγγος είναι: έντονο συναίσθημα ισχυρής


περιστροφής, με ναυτία (γυρίζει, γυρίζει, λένε συνήθως
τα μικρά παιδιά, κρατούν το κεφάλι τους, κάθονται σε μια
γωνιά και δείχνουν φοβισμένα και χλωμά), έμετο και
περιστροφικό ή οριζόντιο νυσταγμό. Ο κατακόρυφος
νυσταγμός, οφείλεται σε βλάβες του εγκεφαλικού
στελέχους.
Διαφορική διάγνωση ιλίγγου
 Περιφερικά αίτια
 Καλοήθης ίλιγγος θέσεως ή καλοήθης παροξυσμικός ίλιγγος
 Λαβυρινθίτιδα
 Σύνδρομο Meniere
 Τοξική λαβυρινθοπάθεια

 Κεντρικά αίτια
 Σκλήρυνση κατά πλάκας
 Νόσος των εγκεφαλικών αγγείων
 Γεφυροπαρεγκεφαλιδικά νεοπλάσματα (ακουστικά
νευρινώματα)
 Ημικρανία (επιπεπλεγμένη)
νυσταγμός
 Νυσταγμός : ακούσια γρήγορη
κίνηση, συνήθως σε πλάγια
κατεύθυνση και σπάνια σε κάθετη -
ρυθμικός ή μη ρυθμικός

 ο οριζόντιος (ο πιο συνήθης)


 ο κάθετος (ο σπανιότερος :
βλάβες στο εγκεφαλικό στέλεχος)
 ο κυκλικός

 Αιτιολογία: συγγενής, σε παθήσεις


του ωτός και σε νευρολογικά
νοσήματα
Εξέταση IX (γλωσσοφαρυγγικού) και
X (πνευμονογαστρικού) κρανιακών νεύρων
 Και τα δύο νεύρα εξετάζονται μαζί,
επειδή υπάρχουν περιοχές
νεύρωσης που
αλληλεπικαλύπτονται. Και τα δύο
έχουν κινητικούς και σπλαχνικούς
κλάδους.

 Φαρυγγικό αντανακλαστικό: ζωηρό


σε όλες τις ηλικίες με εξαίρεση τα
πολύ πρόωρα νεογνά).
 Εξέταση με το γλωσσοπίεστρο:
αντίδραση των μυών και τάση για
έμετο.
 Εξέταση λέγοντας στο παιδί να
ανοίξει το στόμα του και να πεί "α"
Έλεγχος του γλωσσοφαρυγκικού (ν. ΙΧ) και
του πνευμονογαστρικού ( ν. Χ) νεύρου

Αντικειμενική εξέταση
• Όταν ο εξεταζόμενος λέει «..αααα…» η
Πάσχουσα υπερώα πρέπει να ανυψώνεται στην μέση
πλευρά
γραμμή.

Εάν κινείται στο πλάι, υπάρχει πάρεση


του ν. Χ ( της απέναντι πλευράς)

Μονόπλευρη παράλυση του γλωσσοφαρυγγικού ή


και του πνευμονογαστρικού: μετατόπιση της
σταφυλής προς την υγιή πλευρά.

Σε βλάβη του πνευμονογαστρικού ( παλίνδρομο


λαρυγγικό): ένρινη ομιλία και παράλυση
φωνητικών χορδών.
Εξέταση του XI (παραπληρωματικού)
νεύρου
 Είναι αμιγώς κινητικό νεύρο και νευρώνει το
στερνοκλειδομαστοειδή μυ και το άνω μέρος
του τραπεζοειδούς μυός.
 Ζητάμε από το παιδί να γυρίσει το κεφάλι
δεξιά και αριστερά και ενώ ο εξεταστής
κρατάει με το χέρι του το πηγούνι με το
άλλο ψηλαφά τον αντίθετο
στερνοκλειδομαστοειδή μυ - ο τραπεζοειδής
ελέγχεται λέγοντας στο παιδί να σηκώσει
τους ώμους και βάζοντας αντίσταση.
Ελέγχουμε ξεχωριστά και τις δύο πλευρές
και συγκρίνουμε.

 Βρέφη : παρατήρηση της στάσης και της


αυτόματης δραστηριότητας τους.

 Σε βλάβη του παραπληρωματικού: κλίση του Ο εξεταζόμενος στρίβει το κεφάλι του προς την
κεφαλιού προς τα πλάγια και πτώση του μια πλευρά, ενάντια στην δύναμη του εξεταστή,
ώμου & ατροφία στερνοκλειδομαστοειδούς
και τραπεζοειδούς μυός. συσπώντας τον στ/κλ. μυ της απέναντι πλευράς.
Εξέταση του XI (παραπληρωματικού)
νεύρου
Εξέταση του XII (υπογλώσσιου) νεύρου
 Το νεύρο αυτό είναι το κινητικό νεύρο
των μυών της γλώσσας.

 Εξέταση: ζητάμε από το παιδί να


ανοίξει το στόμα του και να βγάλει έξω
τη γλώσσα - η θέση της γλώσσας μέσα
και έξω από το στόμα ελέγχεται, όπως
ελέγχεται και η ύπαρξη ατροφίας και
δεσμιδώσεων.

 Σε κάθε ηλικία : αναζήτηση ατροφίας


και δεσμιδικών συστολών της γλώσσας
 Από το 1ο έτος: δυνατή η εκτίμηση των
κινήσεων της γλώσσας με τη βοήθεια
ζαχαρωτού.
 Από το 3ο– 4ο έτος: δυνατή η κίνηση
της γλώσσας με εντολή.
Έλεγχος υπογλώσσιου νεύρου (ν. ΧΙΙ )

Ζητάμε από τον εξεταζόμενο να βγάλει


έξω την γλώσσα του, η οποία πρέπει να
βρίσκεται στην μέση γραμμή.

Εάν αποκλίνει προς τη μια πλευρά


υπάρχει πάρεση του ν. ΧΙΙ, στην
πλευρά προς την οποία «δείχνει» η
γλώσσα.
(το υπογλώσσιο και το κάτω τμήμα του προσωπικού
νεύρου είναι τα μοναδικά κρανιακά νεύρα που έχουν
μόνον ετερόπλευρη νεύρωση από την πυραμιδική οδό
και έτσι πάρεση παρατηρείται σε πυραμιδικές βλάβες).
Πάσχουσα
πλευρά
Ι. Εξέταση της κινητικότητας
 Κάθε μέρος του σώματος πρέπει να εξετάζεται ως κατωτέρω:

 Α. Έλεγχος (επισκόπηση)
 στάσης, σχήματος και μεγέθους μυών
 ανώμαλων κινήσεων

 Β. Παθητικές κινήσεις (μυϊκός τόνος και συσπάσεις)- από τον


εξεταστή

 Γ. Ενεργείς κινήσεις (κινητικότητα και ισχύς)

 Δ. Συντονισμός κινήσεων

 Ε. Αντανακλαστικά
Α. Έλεγχος
 Στάση, σχήμα και μέγεθος
 Υπάρχει δυσμορφία; ατροφία; υπερτροφία; ψευδουπερτροφία;
 Μετρώνται το μήκος και η διάμετρος των άκρων (μυϊκή μάζα) όταν υπάρχει υποψία
ατροφίας, συγκρίνονται οι δύο πλευρές και τέλος ψηλαφώνται για την διερεύνηση ύπαρξης
ευαισθησίας π.χ. σε μυοσίτιδα.

 Μυϊκή μάζα:
 περιφερικές αιτίες υποτονίας, όπως η νωτιαία μυϊκή ατροφία και οι συγγενείς μυοπάθειες,
χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα ατροφικούς και μαλακούς μύες.
 κεντρικές αιτίες υποτονίας που οδηγούν σε αχρησία των μυών, μπορούν δευτεροπαθώς να
προκαλέσουν ατροφία, όχι όμως τόσο εντυπωσιακή.

 Παρατηρούμε τις κινήσεις της γλώσσας


 Λεπτές μικροϊνιδιακές συσπάσεις σε φάση ηρεμίας είναι χαρακτηριστικές της νωτιαίας
μυϊκής ατροφίας - σύγχυση με το φυσιολογικό βρέφος που κλαίει και η γλώσσα
τρεμουλιάζει.

 Ανώμαλες κινήσεις
 Υπάρχει τρόμος, δεσμιδώσεις, μυοκλονικά τινάγματα, χορειαθετωσικές κινήσεις,
δυστονικές κινήσεις, τίκς; Ο τρόμος επηρεάζεται από ενεργητικές κινήσεις ή όχι;
Σταματούν οι ανώμαλες κινήσεις κατά τη διάρκεια του ύπνου ή όχι;
Συγγενής μυοτονική δυστροφία
Β. Παθητικές κινήσεις (μυϊκός τόνος & συσπάσεις)
 Ο εξεταστής ελέγχει τις παθητικές κινήσεις σε διάφορες
αρθρώσεις.

 Ο Μυϊκός τόνος λοιπόν εκτιμάται με τη μέτρηση της


αντίστασης των άκρων στην παθητική κίνηση τους:

 Αυξημένος μυϊκός τόνος, δηλαδή αυξημένη αντίσταση


κατά τη διάρκεια των παθητικών κινήσεων και ελάττωση
του εύρους της κίνησης, οφειλομένη σε σύσπαση των
μυών ή των τενόντων : σπαστικότητα ή υπερτονία

 Ελαττωμένος μυϊκός τόνος, δηλαδή ελαττωμένη


αντίσταση στην παθητική κίνηση : υποτονία
ΕΛΕΓΧΟΣ ΜΥΙΚΟΥ ΤΟΝΟΥ

• ΥΠΕΡΤΟΝΙΑ
Βλάβη του ΚΝΣ
σπαστικότητα
δυσκαμψία

Βλάβη του ΚΝΣ ή


• ΥΠΟΤΟΝΙΑ του ΠΝΣ

 Εκτίμηση μυϊκού τόνου στη


βρεφική ηλικία: για την
εκτίμηση του χρησιμοποιούνται
η ιγνυακή γωνία, το σημείο
πτέρνα – αυτί και ο έλεγχος
στήριξης του κεφαλιού.
Διαταραχές μυϊκού τόνου
 Αυξημένος μυϊκός τόνος (σπαστικότητα):
 στα εξωπυραμιδικά νοσήματα : αύξηση της
αντίστασης σε όλο το εύρος της παθητικής κίνησης
των αρθρώσεων (δυσκαμψία δίκην
μολυβδοσωλήνα).
 στα πυραμιδικά νοσήματα: αυξημένη αντίσταση
στην παθητική κίνηση η οποία απότομα, σ'ένα
κρίσιμο σημείο εξαφανίζεται (δυσκαμψία δίκην
σουγιά).

 Ελαττωμένος μυϊκός τόνος (υποτονία) :


 στις παθήσεις του κατώτερου κινητικού νευρώνα
(βλάβη στα πρόσθια κέρατα του νωτιαίου μυελού,
ριζίτιδα, περιφερική νευροπάθεια)
 σε μυοπάθειες, αλλά και
 σε παρεγκεφαλιδικές βλάβες
 στα αρχικά στάδια οξέων βλαβών του ανώτερου
κινητικού νευρώνα
 μια μεγάλη ποικιλία μη νευρολογικών νοσημάτων.
Υποτονία στη βρεφική ηλικία
 Έλεγχος της κεφαλής κατά την έλξη στην
καθιστή θέση: στον 1ο μ τα φυσιολογικά βρέφη
είναι ικανά να κρατήσουν το κεφάλι τους στο ίδιο
επίπεδο με τον κορμό - σε υποτονία το κεφάλι
καθυστερεί προς τα πίσω και η κάμψη στους
αγκώνες και στους ώμους υπολείπεται - σε
κεντρική βλάβη μπορεί να υπάρχει έντονη
υπερτονία των μυών του τραχήλου
(οπισθότονος) με συνοδό υποτονία του
υπολοίπου σώματος.

 Κοιλιακή ανάρτηση: φυσιολογικά τα μέλη


κάμπτονται και το κεφάλι βρίσκεται σε ευθεία
θέση με τον κορμό - σε υποτονία το βρέφος «
κρέμεται σαν πάνινη κούκλα » και παίρνει το
σχήμα ανεστραμμένου λατινικού U.

 Αντίσταση στους παθητικούς χειρισμούς:


φυσιολογικά όταν εκτείνονται οι αγκώνες ή τα
γόνατα, το βρέφος προβάλλει έντονη μυϊκή
αντίσταση καθώς ενεργοποιείται αντανακλαστικά
η ενεργητική κάμψη - σε υποτονία : όταν ο
εξεταστής εκτείνει τα μέλη η αντίσταση είναι
ελαττωμένη ή ανύπαρκτη.
Γ. Ενεργείς κινήσεις (κινητικότητα και ισχύς)
 Κινητικότητα: ζητάμε από το παιδί να
κινήσει ξεχωριστά τα άκρα του και
σημειώνεται η ταχύτητα και η έκταση
των κινήσεων.

 Μυϊκή ισχύς: ζητάμε από το παιδί να


κάνει κινήσεις ενάντια στην αντίσταση
που προβάλει ο εξεταστής - κινήσεις
κάμψης και έκτασης πρέπει να
ελέγχονται σε άνω και κάτω άκρα.
 Η μυϊκή ισχύς μετράται σε βαθμούς 0-
5 και βαθμοί 2- 3 ορίζουν την πάρεση
και 1 - 0 την παράλυση (1: ορατή ή
ψηλαφητή αίσθηση σύσπασης, αλλά όχι
κίνηση της άρθρωσης, 0: καμιά
σύσπαση)
ΜΥΙΚΗ ΙΣΧΥΣ / άνω άκρα
Μια ήπια αδυναμία των άνω άκρων μπορεί να ανιχνευθεί με
την δοκιμασία Barre.

• Ο ασθενής σε όρθια θέση, με τα μάτια κλειστά, εκτείνει τα


χέρια του με τις παλάμες προς τα άνω.

• Το παρετικό άκρο σιγά – σιγά «πέφτει» προς τα κάτω και


ταυτοχρόνως πρηνίζει ( στροφή προς τα μέσα )
ΜΥΙΚΗ ΙΣΧΥΣ / κάτω άκρα
ΜΥΙΚΗ ΙΣΧΥΣ / κάτω άκρα
Ζητάμε από τον εξεταζόμενο, που κάθεται στο πάτωμα,
να σηκωθεί όρθιος χωρίς να στηριχθεί πουθενά.

Ο χειρισμός Gower αποτελεί ένδειξη αδυναμίας των


κεντρομελικών μυϊκών ομάδων των κάτω άκρων
Εξέταση κινητικότητας - μυικής ισχύος στο
μικρό βρέφος
 Προσεκτική
παρατήρηση της
αυτόματης
δραστηριότητας
(παρατήρηση της
στάσης, της κίνησης
και της
συμπεριφοράς)
 αρχέγονα
αντανακλαστικά
Αρχέγονα αντανακλαστικά
 Αναπτυξιακά αντανακλαστικά:
είναι αντανακλαστικές
αντιδράσεις που εμφανίζονται
από της γεννήσεως και
εξαφανίζονται σε
προκαθορισμένα διαστήματα,
συνήθως έως τον 6ο μήνα της
ζωής.

 Η επίμονη παραμονή ή και η


αυτόματη παρουσία, κυρίως
των δύο αυτών αναπτυξιακών
αντανακλαστικών, χωρίς
εκλυτικούς χειρισμούς,
ενισχύει την υποψία κεντρικής
βλάβης, όπως π.χ. Ε.Π.
Μυϊκή ισχύς
 Η μυϊκή ισχύς του βρέφους
εκτιμάται με: την
παρατήρηση (π.χ. η μυϊκή
ισχύς του βραχίονα και του
ώμου εκτιμάται με
παρατήρηση της ικανότητας
του να σηκώνει τους
βραχίονες πάνω από το
κεφάλι του), τον έλεγχο της
κεφαλής κατά την έλξη στην
καθιστή θέση, με την
κοιλιακή ανάρτηση και με
την αντίσταση στους
παθητικούς χειρισμούς.
Ελαττωμένη μυϊκή ισχύς
ή μυϊκή αδυναμία
 Μυϊκή αδυναμία: ορίζεται η
αδυναμία υπερνίκησης της
βαρύτητας του μέλους και
εκτιμάται με την δυνατότητα
λακτίσματος στον αέρα ή τη
σύλληψη αντικειμένων σε υψηλό
επίπεδο

 Υποτονία και ικανοποιητική


μυϊκή δύναμη (σπαστική ή
δυσκαμπτική): βλάβη από το
Νωτιαίο μυελό και πάνω,
κεντρικά προς τον εγκέφαλο

 Υποτονία και μυϊκή αδυναμία


(χαλαρή): παθήσεις
περιφερικότερες από το επίπεδο
του Νωτιαίου Μυελού και κάτω
και μέχρι τους μυς.
Εκτίμηση της κινητικότητας στην παιδική ηλικία
 Όταν το βρέφος αρχίσει να περπατά εκτιμάται
και η βάδιση του:
 στην πρώϊμη βρεφική περίοδο: βάδισμα σε ευρεία
βάση & ασταθές
 σε ηλικία 6 ετών: κανονικός βηματισμός.
ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΒΑΔΙΣΗΣ

Τρόπος εξέτασης: απλή βάδιση, βάδιση στα δάκτυλα, βάδιση στις πτέρνες
 Η ικανότητα του παιδιού να βαδίζει στηριγμένο στις πτέρνες : αντικατοπτρίζει τη λειτουργία των
προσθίων μυών της κνήμης. Η ικανότητα του παιδιού να βαδίζει στα δάχτυλα των ποδιών:
αντικατοπτρίζει την λειτουργία και την ισχύ του γαστροκνημίου και του υποκνημιδίου μυός.

Τι ελέγχεται: μυϊκή ισχύς, ισορροπία, ιδιοδεκτική αισθητικότητα

Τι παρατηρούμε :
• υπάρχει συμμετρία της βάδισης ;
• υπάρχει συμμετρία στην αιώρηση των άνω άκρων
• το εύρος της βάσης στήριξης
Ημιπληγικό βάδισμα: το ισχίο σε προσαγωγή
το πέλμα σε ραιβο-ιππο-ποδία

Εάν και τα 2 άκρα κινούνται με τον ίδιο τρόπο = «ψαλιδισμός»


πρόκειται για σπαστική διπληγία
Βάδιση «δυσκινητικού» χαρακτήρα

Στα παιδιά παρατηρείται σε δυστονική μορφή εγκεφαλικής παράλυσης,


νοσήματα των βασικών γαγγλίων κλπ
Ευρεία βάση στήριξης:

• αταξία παρεγκεφαλιδική
• αταξία αισθητική
θα διαφοροδιαγνωσθούν με
την δοκιμασία Romberg
Βάδισμα «χήνειο»

• Είναι βάδισμα με «λικνιστικό» χαρακτήρα στην κίνηση


της πυέλου. Συνήθως συνοδεύεται από λόρδωση.

• Αποτελεί ένδειξη αδυναμίας των μυϊκών ομάδων στην


περιοχή της πυέλου (π.χ. μυϊκή δυστροφία Duchene)
Σπαστική Ε.Π
Εξωπυραμιδική & αταξική Ε.Π
Υποτονία
ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΚΙΝΗΣΕΩΝ

Παθολογικά ευρήματα
• Δυσμετρία , δυσ - διαδοχοκινησία

Τι ελέγχεται
• Παρεγκεφαλιδικές λειτουργίες
• Ιδιοδεκτική αισθητικότητα
( έλεγχος με μάτια ανοικτά / κλειστά )
Έλεγχος συντονισμού
(παρεγκεφαλιδικής λειτουργίας)

Romberg test
Δ. Συντονισμός των κινήσεων
(επιδεξιότητα των κινήσεων των άνω άκρων)
 Στο βρέφος: εκτιμάται από την ικανότητα του να προσεγγίζει αντικείμενα με τα
χέρια.

 Στο μεγαλύτερο παιδί: με τις δοκιμασίες « δάχτυλο-δάχτυλο» και « δάχτυλο-


μύτη» ( ζητάμε από το παιδί να βάλει την άκρη του δείκτη στη μύτη του και να
εκτείνει το δάχτυλο του, έπειτα να βάλει το δάχτυλο του στο δάχτυλο του
εξεταστή και μετά να το επαναλάβει με κλειστά μάτια).
 Παθολογικές οι ανωτέρω δοκιμασίες παρατηρούνται σε: παρεγκεφαλιδικές
βλάβες και διαταραχές της εν΄τω βάθει αισθητικότητας.
 Διαταραχή του συντονισμού (ασυνέργεια) παρατηρείται και στα δύο, μόνον που
στις διαταραχές της εν'τω βάθει αισθητικότητας γίνεται χειρότερη, όταν το παιδί
κλείνει τα μάτια, ενώ στις παρεγκεφαλιδικές βλάβες παραμένει το ίδιο.

 Στο μεγαλύτερο παιδί : ζητάμε ακόμη να κουμπώσει και ξεκουμπώσει κουμπιά,


να γράψει το όνομα του και να κάνει εναλασσόμενες κινήσεις, όπως περιστροφή
των χεριών, αντίθεση των δαχτύλων κ.λ.π. (τα παρεγκεφαλιδικά σημεία είναι
ομόπλευρα με την πλευρά της βλάβης).
Ε. Εξέταση των αντανακλαστικών
 Αρχέγονα αντανακλαστικά

 Εν τω βάθει τενόντια αντανακλαστικά (τα


μυοτατικά αντανακλαστικά του τρικεφάλου,
του δικεφάλου, της επιγονατίδας και το
αχίλλειο) : εκλύονται με την αιφνίδια διάταση
των τενόντων και μπορούν να εξετασθούν σε
κάθε ηλικία.

 Επιπολής αντανακλαστικά: (το πελματιαίο


και τα κοιλιακά)
 Πελματιαίο αντανακλαστικό: εκλύεται
ερεθίζοντας το πλάγιο άκρο του πέλματος με
καρφίτσα.
 Κοιλιακά αντανακλαστικά: ερεθίζοντας το
κοιλιακό τοίχωμα με μια καρφίτσα ή με το
νύχι του εξεταστή, από τα πλάγια προς τη
μέση, παράγεται σύσπαση των κοιλιακών
μυών.
ΤΑ ΤΕΝΟΝΤΙΑ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΑ

Δικέφαλος μ. Βραχιονοκεκρκιδικός μ. Τρικέφαλος μ.

Γαστροκνήμιος μ.
Τετρακέφαλος μ. (Αχίλλειο αντ.)
ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΕΝΟΝΤΙΩΝ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΤΙΚΩΝ
( πρακτικές συμβουλές )

• ο εξεταζόμενος ξαπλωμένος και «χαλαρός»


• εάν δεν εκλύονται χρησιμοποιήστε «ενίσχυση»
• πως καταγράφονται
++ ++
0 = καταργημένα
+ = μειωμένα 0
++
++ = φυσιολογικά
++
+
+++ = αυξημένα

• πως αξιολογούνται: ++ +++

αυξημένα   βλάβη εγκέφαλου ή Ν.Μ.


μειωμένα / καταργημένα   βλάβη νευρομυϊκής μονάδας
Εν’τω βάθει αντανακλαστικά
 Εν' τω βάθει τενόντια αντανακλαστικά
(τρικεφάλου, δικεφάλου, επιγονατίδας,
αχίλλειο): η αξία τους περιορισμένη στους
πρώτους μήνες της ζωής
 η παρουσία τους : αποκλείει τη διάγνωση
της SMA
 η ασυμμετρία τους: ένδειξη υποκείμενης
βλάβης
 τα υποεργικά ή απόντα αμφοτερόπλευρα
τενόντια : χαρακτηρίζουν γενικά τις
περιφερικές αιτίες υποτονίας
 τα υπερεργικά τενόντια, με κλόνο
ποδοκνημικής και θετικό σημείο
Babinski: κάνουν πιθανή την ύπαρξη
κεντρικής βλάβης, όπως η Ε.Π.
 τα υπερεργικά τενόντια, χωρίς κλόνο:
μπορεί να ανευρεθούν και σε σπονδυλικές
βλάβες
Επιπολής αντανακλαστικά

 Επιπολής αντανακλαστικά
(πελματιαίο, κοιλιακά):

 Πελματιαίο αντανακλαστικό:
 σε πυραμιδικές βλάβες: σημείο
Babinski: θεωρείται φυσιολογικό
αναπτυξιακό εύρημα τον 1ο χρόνο
της ζωής. Το θετικό όμως σημείο, το
οποίο εκλύεται εύκολα, έντονα,
αυτόματα, επίμονα και ασύμμετρα,
πρέπει να αξιολογείται.
 σε περιφερική παράλυση
(πολυνευροπάθεια): δεν παράγεται

 Κοιλιακά αντανακλαστικά:
ελαττώνονται σε βλάβες του ανώτερου
και κατώτερου κινητικού νευρώνα
Επιπολής αντανακλαστικά: πελματιαία
αντίδραση (σημείο Babinski )

Φυσιολ. αντίδραση : κάτω   αρνητικό σ. Babinski

Παθολ. αντ. : άνω   θετικό σ. Babinski   βλάβη εγκεφάλου / Ν.Μ.


Διαφορική διάγνωση βλάβης ανώτερου
& κατώτερου κινητικού νευρώνα
 Βλάβη του ανώτερου κινητικού νευρώνα(πυραμιδική)(σπαστική πάρεση)
 πάρεση ή παράλυση
 αυξημένος μυϊκός τόνος(σπαστικότητα)
 αυξημένα εν' τω βάθει τενόντια αντανακλαστικά
 ελαττωμένα ή απόντα κοιλιακά αντανακλαστικά
 πυραμιδικά σημεία (σημείο Babinski)

 Βλάβη του κατώτερου κινητικού νευρώνα (χαλαρή παράλυση)


 πάρεση ή παράλυση
 ελαττωμένος μυϊκός τόνος
 ελαττωμένα ή απόντα τενόντια αντανακλαστικά
 ελαττωμένα ή απόντα κοιλιακά αντανακλαστικά
 ατροφίες
ΙΙ. Εξέταση της αισθητικότητας
 Η αξιολόγηση της αισθητικότητας συνίσταται στην εκτίμηση των
αισθήσεων του πόνου, της αφής, της υψηλής και χαμηλής
θερμοκρασίας (επιπολής αισθητικότητα) και της θέσης των
αρθρώσεων στο χώρο (εν'τω βάθει αισθητικότητα).
Διαταραχή της αισθητικότητας
 Περιφερική υπαισθησία (διαφορά
μεταξύ των κεντρικών και των
περιφερικών περιοχών των άκρων:
δίκην γαντιού και κάλτσας) :
χαρακτηριστική στις περιφερικές
νευροπάθειες.

 Διαταραχή στην ικανότητα διάκρισης


των δύο σημείων (αν η λοιπή εξέταση
της αισθητικότητας είναι φυσιολογική)
: βλάβη του αισθητικής περιοχής του
βρεγματικού λοβού.

 Υπεραισθησία (εξαιρετικά σπάνια στα


παιδιά) : βλάβη του θαλάμου.
ΙΙ. Εξέταση της αισθητικότητας
στην παιδική ηλικία
 Η εξέταση της αισθητικότητας του νεογνού και του βρέφους περιορίζεται
στην παρατήρηση της αντίληψης ενός νυγμού, στο οποίο το παιδί αντιδρά
με κλάμα, σύγκλειση των βλεφάρων και μορφασμούς ή των αντιδράσεων
του ενώ θηλάζει.
 τα υγιή νεογνά: θα διακόψουν τον θηλασμό, όταν αντιληφθούν τον ελαφρύ
νυγμό.
 τα μικρά βρέφη: θα αποσύρουν απλώς το ερεθιζόμενο μέρος του
σώματος, χωρίς ταυτόχρονη αλλαγή στο πρόσωπο
 Ο έλεγχος της αισθητικότητας, ιδίως του πόνου που είναι πιο εύκολο να
ελεγχθεί στο βρέφος, χρησιμεύει όπου πιθανολογείται βλάβη στο
Νωτιαίο Μυελό.

 Στο συνεργάσιμο παιδί με δυνατότητα ομιλίας: είναι δυνατή η εκτίμηση


της αντίληψης της αφής, της θερμοκρασίας και της θέσης του σώματος.
 Σε μεγαλύτερα παιδιά >6 ετών: είναι δυνατή η εκτίμηση και της
φλοιώδους αισθητικότητας, δηλαδή της διάκρισης δύο σημείων, της
στερεογνωσίας κ.α.
Βλέπετε κανένα
νευρολογικό πρόβλημα;
Ευχαριστώ!!!

You might also like