You are on page 1of 11

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ´ ΛΟΥΚΑ (Η´,27-39)

ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΣ

Πόσο ἁμαρτάνουν οἱ εὐεργετούμενοι ὅταν ἀχαριστοῦν πρὸς τοὺς


εὐεργέτες τους.

Βρίσκονται ἄραγε σήμερα δαιμονισμένοι, ποὺ πάσχουν ὅσα διηγεῖται τὸ


σημερινὸ Εὐαγγέλιο; Τὸ πάθος καὶ ὁ σταυρὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐξασθένησε
τῶν δαιμόνων τὴν δύναμη, ὅπως δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, λέγοντας·
«Νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω» (Ἰωάν. ιβ´,31)· δηλαδὴ
οἱ δαίμονες μετὰ τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρος δὲν μποροῦν νὰ
ἐκτελέσουν ὅσα ἔκαναν πρὸ τοῦ πάθους καὶ τῆς ἀναστάσεως. Οἱ ἄπιστοι
λένε, ὅτι, ἐὰν ἔβλεπαν σήμερα ἕναν τέτοιο δαιμονισμένο, διὰ τῶν πιστῶν
θεραπευμένο, θὰ πίστευαν ἀμέσως στὸν Χριστό· ἐμεῖς ὅμως λέμε ὅτι, καὶ ἐὰν
ἔβλεπαν πολλοὺς τέτοιους δαιμονισμένους, ἕτοιμοι θὰ ἦταν νὰ ποῦν γι᾽
αὐτὸν ὅσα φλυαροῦν καὶ περὶ τῶν τότε δαιμονισμένων.
Αὐτοὶ λένε, ὅτι οἱ τότε δαιμονισμένοι ἦταν μελαγχολικοί· κατ᾽ αὐτούς,
λοιπόν, οἱ μελαγχολικοὶ περπατοῦν γυμνοί, φεύγουν ἀπὸ τὶς κατοικίες τους
καὶ κατοικοῦν στὰ μνημεῖα, συντρίβοντας τὰ σιδερένια δεσμὰ καὶ τὶς
ἁλυσίδες, καὶ τρέχοντας στὴν ἔρημο· κατ᾽ αὐτούς, λοιπόν, ἡ μελαγχολία
ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ εἰσέρχεται στοὺς χοίρους, οἱ δὲ χοίροι
γίνονται μελαγχολικοὶ καὶ ὁρμοῦν ὁμαδικὰ κατὰ τοῦ γκρεμοῦ καὶ
καταποντιζόμενοι στὴ λίμνη, πνίγονται.
Ποιός ἄνθρωπος, ἔχοντας σώας τὰς φρένας του, πείθεται σὲ τέτοιες
ἀνοησίες; Οἱ δαίμονες ὅμως, ἀκούγοντας αὐτοὺς νὰ λένε ὅτι θὰ πίστευαν ἐὰν
ἔβλεπαν αὐτά, καὶ φοβούμενοι μήπως συμβεῖ αὐτό, ὁρμοῦν καταπάνω τους
καὶ τοὺς δαιμονίζουν, κάνουν σ’ αὐτοὺς ὅσα ἔκαναν στοὺς τότε
δαιμονισμένους· δηλαδὴ τοὺς ξεγυμνώνουν ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο καὶ βγάζοντας
τὸ νοῦ τους στὴν ἴδια κατάσταση, τοὺς θάβουν στὰ μνήματα τῆς
ἀπερισκεψίας. Συντρίβοντάς τους, σ’ αὐτοὺς τοὺς ὄρους καὶ νόμους τῆς
ὀρθῆς κρίσεως, τοὺς καταγκρεμίζουν στῆς ἀπιστίας τὰ χαντάκια, ὅπως τοὺς
χοίρους στὴ θάλασσα. Ἐμεῖς οἱ πιστεύοντες τὴν ἀλήθεια αὐτῆς τῆς
εὐαγγελικῆς ἱστορίας ἀπομακρυνόμαστε ἀπ᾽ αὐτούς καὶ παρακαλῶντας τὸ
Θεὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάξει μιᾶς τέτοιας καταδίκης, τὴν ἑρμηνεύουμε γιὰ
περισσότερη ὠφέλεια. Τὴν ἱστορία αὐτὴ ἐξηγήσαμε τὴν πέμπτη Κυριακὴ τοῦ
κατὰ Ματθαίου Εὐαγγελίου. Ἐπειδὴ ὁ θεηγόρος Λουκᾶς διηγεῖται κάποιες
περιπτώσεις ἀποσιωπημένες ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο, γι᾽ αὐτό,
ἑρμηνεύουμε μόνο αὐτές, ἀφήνοντας ὅσα εἴπαμε τότε ἐκεῖ.
2 από 11
Εὐαγγέλιο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ στὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν,
ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνὴρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων
ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο, καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾽ ἐν
τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀνακράξας, προσέπεσεν αὐτῷ,
καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· Τὶ ἐμοί καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ
Ὑψίστου; δέομαί σου, μὴ μὲ βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι
τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου· πολλοῖς γὰρ χρόνοις
συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος
καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμά, ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὶς ἐρήμους.
Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, λέγων· Τὶ σοί ἐστιν ὄνομα; Ὁ δὲ εἶπε·
Λεγεὼν· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν. Καὶ παρεκάλει αὐτόν,
ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς στὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη
χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτόν, ἵνα
ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς.
Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, εἰσῆλθον εἰς τοὺς
χοίρους· καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ στὴν λίμνην, καὶ
ἀπεπνίγη. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον, ἔφυγον· καὶ
ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν στὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ
ἰδεῖν τὸ γεγονός· καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ εὗρον καθήμενον τὸν
ἄνθρωπον, ἀφ' οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ
σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ· καὶ ἐφοβήθησαν.
Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς καὶ οἱ ἰδόντες, πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ
ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν,
ἀπελθεῖν ἀπ᾽ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δέ, ἐμβὰς εἰς
τὸ πλοῖον, ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνὴρ, ἀφ' οὗ ἐξεληλύθει τὰ
δαιμόνια εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, λέγων·
Ὑπόστρεφε στὸν οἶκόν σου, καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ
ἀπῆλθε, καθ᾽ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

«ΟΣΑ προεγράφη», λέει ὁ θεσπέσιος Παῦλος, «εἰς τὴν ἡμετέραν


διδασκαλίαν προεγράφη» (Ρωμ.ιε´,4). Μὴ παραδρομίσουμε λοιπὸν κι
ἀφήσουμε οὔτε τὴν αἴτηση τοῦ ἰατρευμένου ἀνεξερεύνητη, οὔτε ἀνεξέταστη
τὴν ἀπόκριση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι αὐτὰ εἶναι δύο μαθήματα
ψυχοσωτήρια, εἶναι δύο κανόνες ψυχωφελέστατοι. Ἡ αἴτηση τοῦ
θεραπευμένου, εἶναι πρέπων κανόνας σὲ ὅλους τοὺς εὐεργετηθέντες. Ὁ
εὐεργετημένος ἔχει χρέος ἀπαραίτητο νὰ φανεῖ εὐχάριστος στὸν εὐεργέτη,
ἀγωνιζόμενος μὲ κάθε τρόπο γιὰ νὰ ἀνταμείψει τὴν εὐεργεσία. «Ἐδέετο δέ»,
λέει, «αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾽ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ» (Λουκ.
η´,38). Ἤθελε νὰ συζήσει μὲ τὸν εὐεργέτη του, γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετεῖ, κι
ἀνταποδώσει τῆς εὐχαριστίας τὸ χρέος. Ἐπειδὴ δὲν τὸ ἔκανε τοῦτο ὁ
εὐεργέτης, ἄλλο τρόπο ἐπηνόησε, μέσῳ τοῦ ὁποίου ἔδειξε τὴν εὐγνωμοσύνη
τῆς ψυχῆς του· κήρυξε σ’ ὅλη τὴν πόλη τὴν εὐεργεσία μὲ ὅλες τὶς
3 από 11
εὐεργετικὲς περιστάσεις της· «ἀπῆλθε καθ᾽ ὅλην τὴν πόλιν κηρύττων ὅσα
ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς» (Αὐτόθ. 39).
Ὁ εὐεργέτης ἔχει χρέος νὰ μὴν ζητάει ἀπὸ τὸν εὐεργετηθέντα ἀμοιβή.
Ἀπέλυσε ὁ εὐεργέτης, λέει, τὸν εὐεργετηθέντα, λέγοντας· «Ὑπόστρεψον στὸν
οἷκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός» (Αὐτόθ.). Δὲν ζητῶ ἀπὸ σένα
ἀνταπόδοση. Νὰ ἐπιστρέψεις στὸ σπίτι σου καὶ συλλογιζόμενος ὅτι δὲν σὲ
εὐηργέτησα ἐγώ, διηγήσου τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Θὰ μιλήσουμε σήμερα τὸ
πόσο ἁμαρτάνουν οἱ εὐεργετούμενοι, ὅταν φαίνονται ἀχάριστοι πρὸς τοὺς
εὐεργέτες τους.
Μὲ τρεῖς τρόπους οἱ ἄνθρωποι φαίνονται ἀχάριστοι πρὸς τοὺς
εὐεργέτες: α) ἢ δὲν φροντίζουν μέσῳ τῶν ἔργων ν’ ἀνταποδώσουν στὸν
εὐεργέτη τὴν ἀνταπόδοση τῆς εὐεργεσίας ἢ β) λησμονῶντας τὴν εὐεργεσία,
δὲν προσφέρουν κἂν τὴν διὰ λόγου εὐχαριστία στοὺς εὐεργέτες ἢ γ) ἀντὶ τῶν
ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ἔλαβαν, ἀνταποδίδουν κακά. Τρεῖς λοιπὸν εἶναι οἱ τάξεις
τῶν ἀχάριστων. Οἱ δὲ ἀχάριστοι τῆς τρίτης τάξεως εἶναι χειρότεροι ὅλων τῶν
ἄλλων ἀχάριστων καὶ ἄνθρωποι ἀληθινὰ παγκάκιστοι. Καθὲ ἀχάριστος,
ἁμαρτάνει κατὰ τῆς φύσεως, κατὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, κατὰ τῶν αἰσθήσεών
του καὶ κατὰ τοῦ Θείου νόμου.
Ἁμαρτάνει ὁ ἀχάριστος κατὰ τῆς φύσεως, ἐπειδὴ ἡ φύση εἶναι
δάσκαλος τῆς εὐγνωμοσύνης· βλέπετε τὰ ἄλογα ζῶα πῶς γνωρίζουν αὐτοὺς
ποὺ τὰ τρέφουν καὶ ἀκοῦν τὴν φωνή τους καὶ ὑποτάσσονται σ’ αὐτούς, καὶ
περιποιοῦνται ὅσο μποροῦν. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Θεός, χρησιμοποιῶντας τὸ ἐπιχείρημα
τῆς φύσεως, ἔλεγξε τὴν ἀχαριστία τῶν Ἰουδαίων λέγοντας· «Ἔγνω βοῦς τὸν
κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω
καὶ ὁ λαός μου οὐ συνῆκεν» (Ἡσ. α´,3)· ἔπειτα μὲ τὸ «οὐαὶ» φανέρωσε τὴν
φοβερὴ καταδίκη ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ξεσηκώθηκαν κατὰ τοῦ νόμου τῆς
φύσεως, γίνονται ἀχάριστοι πρὸς τοὺς εὐεργέτες· «Οὐαί», εἶπε, «ἔθνος
ἁμαρτωλόν, λαὸς πλήρης ἁμαρτιῶν, σπέρμα πονηρόν, υἱοὶ ἄνομοι,
ἐγκατελείπετε τὸν ἅγιον τοῦ Ἰσραήλ» (Αὐτόθ. 4).
Ἁμαρτάνει ὁ ἀχάριστος κατὰ τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ἐπειδὴ ὁ μὲν νοῦς
πείθει, μᾶλλον ἀναγκάζει τὸν καθένα νὰ φανεῖ εὐχάριστος στὸν εὐεργέτη· ὁ
καθένας ἀκούει ἐσωτερικὰ τὸ νοῦ του νὰ λέει· Δίκαιο εἶναι νὰ εὐχαριστήσεις
τὸν εὐεργέτη σου, δίκαιο εἶναι νὰ βοηθήσεις αὐτὸν ποὺ σὲ βοήθησε καὶ νὰ
ἐλεήσεις αὐτὸν ποὺ σὲ ἐλέησε. Ἡ θέληση τοῦ ἀχάριστου, ξεσηκώνεται κατὰ
τοῦ ὀρθοῦ λόγου τοῦ νοῦ του καὶ συγκροτεῖ κατά του ἰσχυρὸ πόλεμο,
νικῶντας ὁ νοῦς τὴν ὀρθὴ κρίση. Αὐτὸ εἶναι ἔργο ἐκβιαστικὸ καὶ τυραννικό,
καθὼς εἶπε ὁ Θεὸς μέσῳ στόματος τοῦ προφήτη Ἱερεμία· «ἰδοὺ ἐλάλησας
καὶ ἐποιήσας τὰ πονηρὰ αὐτὰ καὶ ἠδυνάσθης» (Ἱερεμ. γ´,5).
4 από 11
Οἱ ἀχάριστοι ἄνθρωποι γίνονται μισητοὶ καὶ ἀποκρουστικοί, διότι ὄχι
μόνο οἱ εὐεργέτες, βλέποντας τὴν ἀχαριστία τους παύουν τὶς εὐεργεσίες,
ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι, τοὺς ἀποστρέφονται καὶ τοὺς καταλογίζουν τὸ ἄτιμο
καὶ καταντροπιασμένο ὄνομα τοῦ ἀχάριστου. Αἰσθάνεται, λέω, ὁ ἀχάριστος
ὅτι ἡ ἀχαριστία τὸν βλάπτει, καὶ ὅμως, ἐπαναστατῶντας κατὰ τῶν ἴδιων
αἰσθήσεων, προτιμάει τὴν ἀχαριστία ἀπὸ τὴν εὐγνωμοσύνη. Σὲ τέτοιους
ἁρμόζει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, «ὅτι βλέποντες οὐ βλέπουσι καὶ ἀκούοντες οὐκ
ἀκούουσιν οὐδὲ συνιοῦσιν» (Ματθ. ιγ´,13).
Ἐὰν ἀνοίξεις τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, βλέπεις ὅτι ὁ ἀχάριστος καθ᾽ ὑπερβολὴ
φέρεται ἀντίθετα στοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ. «Ἀγαπᾶτε», λέει τοῦ Θεοῦ ὁ
νόμος, «τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» (Αὐτόθ. ε´,44)· ὁ ἀχάριστος οὔτε στοὺς φίλους
δείχνει ἀγάπη. «Εὐλογεῖτε», λέει ὁ νόμος, «τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς». Ὁ
ἀχάριστος δὲν εὐλογεῖ οὔτε αὐτοὺς ποὺ τὸν εὐλογοῦν. «Καλῶς ποιεῖτε τοὺς
μισοῦντας ὑμᾶς», λέει ὁ νόμος. Ὁ ἀχάριστος δὲν ἀγαθοποιεῖ οὔτε αὐτοὺς ποὺ
τὸν ἀγαποῦν. «Προσεύχεσθε», λέει ὁ νόμος, «ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων καὶ
διωκόντων ὑμᾶς» (Αὐτόθι). Ὁ ἀχάριστος δὲν προσεύχεται οὔτε γι’ αὐτοὺς
ποὺ τὸν εὐεργετοῦν καὶ τὸν προστατεύουν. «Οἱ ἁμαρτωλοὶ», λέει ὁ Θεός,
«ἀγαπῶσι τοὺς ἀγαπῶντας καὶ ἀγαθοποιοῦν τοὺς ἀγαθοποιοῦντας
αὐτούς» (Λουκ. στ´,32). Ὁ ἀχάριστος ὑπερβαίνει τῶν ἁμαρτωλῶν τὴν κακία,
ἐπειδὴ δὲν ἀγαπάει οὔτε αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαποῦν, οὔτε δείχνει
φιλανθρωπία σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγαθοποιοῦν.
Ἄνθρωποι πανάθλιοι! Ἐμεῖς ὄχι μόνο εἴμαστε ἀχάριστοι πρὸς τοὺς
ἀνθρώπους ποὺ μᾶς εὐεργέτησαν, ἀλλὰ δείχνουμε ἀχαριστία καὶ πρὸς αὐτὸν
τὸν Θεό, ὁ ὀποῖος ἀσταμάτητα μὲ μεγάλες καὶ πολλὲς εὐεργεσίες καὶ μὲ
κάθε τρόπο μᾶς εὐεργετεῖ. Ἄραγε ὁ Θεὸς θέλει τὴν εὐχαριστία τῶν
εὐεργετημένων καὶ ὀργίζεται κατὰ τῶν ἀχάριστων; Ἀκούστε, παρακαλῶ, μὲ
προσοχή.
Ἀληθῶς. Ὁ Θεὸς φανέρωσε σὲ μᾶς μέσῳ τοῦ Προφήτη Του ὅτι οὐδεμία
ἔχει ἀνάγκη τῶν ἀγαθῶν μας: «ὅτι τῶν ἀγαθῶν μου οὐ χρείαν ἔχεις» (Ψαλμ.ιε´,
2), οὔτε μέσῳ τῶν ἔργων, οὔτε μὲ τὰ λόγια ἔχει ἀνάγκη τὶς εὐχαριστίες μας.
Καὶ ποιά ἀνάγκη ἔχει τῆς εὐτέλειας καὶ μηδαμινότητας τῶν ἔργων μας ὁ
Δημιουργὸς τῆς κτίσεως, ὁ ὁποῖος ἔχει στὴν ἐξουσία τοῦ παντοδύναμου
νεύματός του ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα κτίσματα; Ἢ ποιά ἀνάγκη τῆς
δοξολογίας τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀφ᾽ ἑαυτοῦ του τὴ δόξα
καὶ ἀκατάπαυστα ὑμνεῖται ἀπὸ τὰ Χερουβὶμ καὶ δοξολογεῖται ἀπὸ τὰ
Σεραφὶμ καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις; (Ψαλμ. ρμη´,2).
Ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τὰ ἄστρα, τὸ φῶς, ὅλα τὰ κτίσματα
Τὸν δοξολογοῦν· «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν
5 από 11
αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» (Ψαλμ.ιη´,1). Ἀπαθὴς εἶναι ὁ Θεὸς καὶ κάθε
προσπάθειας ἀνώτατος. Διόλου δὲν πάσχει ὅταν ἐμεῖς ἀνταποδίδουμε σ’
αὐτὸν κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι ἀπόδειξη τῆς
καλῆς μας διαθέσεως, ἡ δὲ ἀχαριστία ἔνδειξη τῆς πονηρῆς μας γνώμης, γι᾽
αὐτὸ ζητάει τὴν εὐχαριστία καὶ μὲ ἔργα καὶ μὲ λόγια, καὶ ἀγανακτεῖ
ὑπερβολικὰ ὅταν ἀνταποδίδουμε σ’ αὐτὸν κακὰ ἀντὶ τῶν εὐεργεσιῶν Του.
Ἀκούστε λοιπὸν πόσο φανερὰ ζητάει ὁ Θεὸς μετὰ τὶς εὐεργεσίες Του
τὴν ἀνταμοιβὴ διὰ μέσου τῶν ἔργων μας. Ἀπαριθμεῖ πρῶτον στοὺς
Ἰσραηλῖτες τὶς μεγάλες εὐεργεσίες, ὅσες ἔκανε σ’ αὐτούς· τὰ θαυμάσια στὴν
Αἴγυπτο, τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τῆς σκλαβιὰ τοῦ Φαραῶ, τὴν διάβαση διαμέσου
τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας, τὴν νομοθεσία στὸ ὄρος Σινᾶ, τὴν συγχώρηση τοῦ
ἁμαρτήματος τῆς μοσχολατρείας, τὴν δωρεὰ τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας καὶ τὰ
ἄλλα. Ἔπειτα λέει πρὸς αὐτούς. Καὶ τώρα, δηλαδὴ μετὰ τὶς εὐεργεσίες
αὐτές, τώρα, ὦ Ἰσραηλῖτες, τί ζητάω ἀπὸ ἐσᾶς; Ποιά ἀνταπόδοση θέλω;
«Καὶ νῦν, Ἰσραὴλ, τὶ Κύριος ὁ Θεός σου αἰτεῖται παρὰ σοῦ, ἀλλ᾽ ἢ νὰ
φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ
καὶ ἀγαπᾶν αὐτὸν καὶ λατρεύειν Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς
σου»; (Δευτερον. ι´,12).
Ὅτι ζητάει καὶ τὴν διὰ λόγου εὐχαριστία καὶ δοξολογία, φανερὸ εἶναι
ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν δέκα λεπρῶν. Αὐτοὶ ἀναχωρῶντας πρὸς τοὺς ἱερεῖς
κατὰ προσταγὴ τοῦ Χριστοῦ, καθ᾽ ὁδὸν καθαρίστηκαν ἄπαντες. Ἀπὸ αὐτοὺς
ἕνας, Σαμαρείτης τὸ γένος, βλέποντας ὅτι καθαρίστηκε, ἐπιστρέφει καὶ μὲ
φωνὴ μεγάλη δόξαζε τὸν Θεὸ καὶ πέφτωντας στὴ γῆ μὲ τὸ πρόσωπο στὰ
πόδια τοῦ εὐεργέτου του πρόσφερε σ’ αὐτὸν τὴν πρέπουσα εὐχαριστία. Οἱ
ὑπόλοιποι ἐννέα ἀνεχώρησαν καὶ λησμονῶντας τὴν εὐεργεσία, οὐδεμία
εὐχαριστία προσέφεραν στὸν εὐεργέτη τους Ἰησοῦ. Ἄρα τῶν μὲν ἐννέα τὴν
ἀχαριστία ἔλεγξε ὁ Ἰησοῦς, λέγοντας· «Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δὲ
ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰμὴ ὁ
ἀλλογενὴς αὐτός»; (Λουκ. ιζ´,17-18). Στὸν εὐγνώμονα Σαμαρείτη ἔκανε ἄλλη
εὐεργεσία πολὺ ἀνώτερη ἀπὸ τὴν πρώτη. «Ἀναστάς», τοῦ εἶπε, «πορεύου· ἡ
πίστις σου σέσωκέ σε» (Αὐτόθ. 19), τὸ ὁποῖο σημαίνει ὅτι τοῦ ἔδωσε μὲ τὴν
εὐγνωμοσύνη του τὴν αἰώνια σωτηρία.
Βλέπετε φιλανθρωπία Θεοῦ! Ζητάει εὐχαριστία, γιὰ νὰ μᾶς εὐεργετήσει
πάλι πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὴν πρώτη εὐεργεσία. Ὅταν ἐμεῖς προσφέρουμε
σ’ αὐτὸν τὴν εὐχαριστία, τίποτε δὲν λαμβάνει, ἐπειδὴ δὲν ἔχει καμία ἀνάγκη·
«καὶ γὰρ οὐδὲ δεδόξασται τὸ δεδοξασμένον ἐν τούτῳ τῷ μέρει, ἕνεκεν τῆς
ὑπερβαλλούσης δόξης» (Β’ Κορινθ. γ´,10)· ἀλλὰ δίνει σὲ μᾶς πάλι, ἐπειδὴ
εἶναι ἀδαπάνητος ὁ θησαυρὸς τοῦ ἐλέους καὶ τῶν Θείων Του δωρεῶν.
6 από 11
Φαίνεται φανερά, καὶ ἀπὸ τὰ ἔντονα λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴ
φοβερὴ τιμωρία Του κατὰ τῶν ἀχάριστων, πόσο ἀγανακτεῖ ὅταν ἐμεῖς ἀντὶ
τῶν εὐεργεσιῶν Του περιφρονοῦμε τοὺς Θείους νόμους Του. Προσκαλεῖ μὲ
μεγάλη φωνὴ ὁ Ἡσαΐας ἄπασα τὴν κτίση, ν’ ἀκούσει πόσο ὁ Θεός, ἀνθρω-
ποπαθῶς μιλᾶ, θρηνεῖ καὶ κλαίει γιὰ τὴν ἀχαριστία τῶν Ἰσραηλιτῶν· «Ἄκουε
οὐρανὲ καὶ ἐνωτίζου ἡ γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησε» (Ἡσ. α´,2). Τί εἶπε; «Υἱοὺς
ἐγέννησα καὶ ὕψωσα», ἰδοὺ ἡ εὐεργεσία· «αὐτοὶ δέ με ἠθέτησαν» (Αὐτόθ.)·
ἰδοὺ ἡ ἀχαριστία· ἀντὶ εὐγνωμοσύνης ἡ παράβαση· «ἀνταπεδίδοσάν μοι
πονηρὰ ἀντὶ ἀγαθῶν καὶ ἀτεκνίαν τῇ ψυχῇ μου» (Ψαλμ. λδ´,12).
Κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ὁ μέγας προφήτης Μωϋσῆς τὸν οὐρανὸ καὶ
τὴ γῆ κάλεσε μάρτυρες, ὅταν εἶπε τὰ κατὰ τῶν ἀχάριστων λόγια τοῦ Θεοῦ
καὶ τὴν κατὰ αὐτῶν φοβερή Του ἀπόφαση· «πρόσεχε οὐρανὲ καὶ λαλήσω
καὶ ἀκουέτω γῆ ρήματα ἐκ στόματός μου» (Δευτερον. λβ´,1), αὐτά, λέει, ὦ
ἀχάριστοι, τὰ ἄνομα ἔργα ἀνταποδίδετε στὸν Θεό; «αὐτὰ Κυρίῳ
ἀνταποδίδοτε»; (Αὐτόθ. 6). Λαὲ μωρὲ καὶ ἄσοφε, μὲ τέτοιο τρόπο ἀνταμείβεις
τὸν ποιητή σου; «Οὕτω λαὸς μωρὸς καὶ οὐχὶ σοφὸς»; (Αὐτόθ.). Ποῖος εἶναι
αὐτὸς τὸν ὁποῖο ἐσὺ περιφρονεῖς; Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ πατέρας καὶ ὁ κτίστης
καὶ ὁ ποιητὴς καὶ ὁ πλάστης σου; «Οὐκ αὐτὸς οὗτός σου πατὴρ ἐκτήσατό
σε καὶ ἐποίησέ σε καὶ ἔπλασέ σε»; (Αὐτόθ.).
Ἀπαριθμῶντας τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἀχάριστο λαό, τὸν
ἐξελέγχει ἔτσι· «ἔφαγε Ἰακὼβ καὶ ἀπελάκτισεν ὁ ἠγαπημένος· ἐλιπάνθη,
ἐπαχύνθη, ἐπλατύνθη καὶ ἐγκατέλιπε τὸν Θεὸν τὸν ποιήσαντα αὐτὸν καὶ
ἀπέστη ἀπὸ Θεοῦ Σωτῆρος αὐτοῦ» (Αὐτόθ. 15). Μετὰ φανέρωσε καὶ τὴ
φοβερὴ τοῦ Θεοῦ ἀγανάκτηση κατὰ τῶν ἀχαρίστων λέγοντας· «Καὶ εἶδε
Κύριος καὶ ἐζήλωσε καὶ παρωξύνθη δι᾽ ὀργὴν υἱῶν αὐτοῦ καὶ
θυγατέρων» (Αὐτόθ. 19), καὶ τὴν τιμωρία ὁμοίως· «Καὶ εἶπεν· Ἀποστρέψω τὸ
πρόσωπόν μου ἀπ᾽ αὐτῶν καὶ δείξω τὶ ἔσται αὐτοῖς ἐπ᾽ ἐσχάτων ἡμερῶν, ὅτι
γενεὰ ἐξεστραμμένη ἐστίν, υἱοί, οἷς οὐκ ἔστι πίστις ἐν αὐτοῖς» (Αὐτόθ. 20).
Αὐτὰ δὲν ἦταν φοβερισμοὶ ἄπρακτοι, ἀλλὰ τιμωρίες Θεοῦ ἐνεργούμενες
καὶ τελειωμένες. Καὶ ὅποιος διαβάσει τὴν ἱστορία βλέπει τὴν ἀποστροφὴ
αὐτὴ νὰ συμβαίνει στὸ Ἰουδαϊκὸ γένος «ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν», δηλαδὴ
μετὰ τὸ πάθος καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ
Οὐεσπασιανοῦ καὶ Τίτου (ὅρα τὸ περὶ Ἰουδαϊκῆς ἁλώσ. τοῦ Ἰωσήπ. βιβλ.).
Ὅποιος ἀνοίξει τὰ μάτια του, βλέπει ὀφθαλμοφανῶς τοὺς Ἰουδαίους
διεσπαρμένους στὰ τέσσερα μέρη τοῦ κόσμου καὶ βασιλείας καὶ ἱερωσύνης
καὶ ναοῦ καὶ θυσιῶν καὶ προφητεῖες καὶ παντὸς χαρίσματος
ἀπογυμνωμένους καὶ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπομακρυσμένους.
7 από 11
Τὸ δὲ γένος τῶν ἐθνικῶν, τὸ πρωτύτερα ἀνόητο καὶ ἀσύνετο, ποὺ
λάτρευε τὴν κτίση παρὰ τὸν κτίσαντα, τὸ ἔθνος, λέω, ποὺ οὔτε ἔθνος
λογιζόταν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀπιστία του, ἔγινε φρόνιμο καὶ συνετὸ
καὶ λάτρης τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ἡ χάρη Του Θεοῦ δόθηκε σ᾽ αὐτό, ἀντὶ
τοῦ ἀπομακρυσμένου Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐξαιτίας τῆς ἀχαριστίας τους γιὰ νὰ
εἶναι μεγάλη ντροπὴ σ᾽ αὐτὸ ὅπως προεῖπε ὁ Θεός· «Αὐτοὶ παρεζήλωσάν με
ἐπ᾽ οὐ Θεῷ, παρώξυνάν με ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν· κἀγὼ παραζηλώσω
αὐτοὺς ἐπ᾽ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ αὐτούς» (Δευτερον. λβ
´,21).
Ἀλλὰ ποιός, λές, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν προσφέρει στὸν
Θεὸ καὶ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα τὴν εὐχαριστία; Ποιός εἶναι ἐκεῖνος ὁ
ἀσυνείδητος ἄνθρωπος, ποὺ τολμάει καὶ ἀποδίδει στὸν Θεὸν πονηρὰ ἀντὶ
ἀγαθῶν; Ἐμεῖς στὶς καθημερινὲς προσευχὲς δοξολογοῦμε τὸν Θεὸν γιὰ τὶς
πρὸς ἐμᾶς εὐεργεσίες Τοῦ, ψάλλοντας τὸ «ὑμνοῦμέν σε, εὐλογοῦμέν σε,
προσκυνοῦμέν σε, δοξολογοῦμέν σε, εὐχαριστοῦμέν σοι διὰ τὴν μεγάλην σου
δόξαν»· ἐμεῖς σ’ Αὐτὸν μόνο πιστεύουμε, Αὐτὸν μόνο προσκυνοῦμε καὶ
Αὐτὸν μόνο λατρεύουμε καὶ τοὺς Θείους Του νόμους φυλάττουμε, ὅσο
μποροῦμε. Γένοιτο, Κύριε, γένοιτο! Πλήν ἐγὼ φοβᾶμαι ὅτι πολλοί, γιὰ νὰ μὴ
πῶ ὅλοι, εἴμαστε ἀχάριστοι στὸν Θεὸ μὲ κάθε τρόπο.
Νικᾷ κατὰ κράτος ὁ ἀρχιστράτηγος τοὺς ἐχθροὺς καὶ ὑψώνει τρόπαιο
νίκης λαμπρὸ καὶ τέλειο. Αὐτός, ἀντὶ νὰ ὑψώσει τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ
νὰ φωνάξει, «Εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός μου, ὁ διδάσκων τὶς χεῖράς μου εἰς
παράταξιν, τοὺς δακτύλους μου εἰς πόλεμον» (Ψαλμ. ρμγ´,1), βλέπει μόνο
κάτω στὴ γῆ καὶ πείθεται ὅτι ἡ πολεμική του ἐπιστήμη καὶ ἡ ἀνδρεία τοῦ
τάδε στρατηγοῦ καὶ τῶν στρατιωτῶν ἡ σταθερότητα κατατρόπωσε τῶν
ἐχθρῶν τὴν ὁρμητικὴ ὀργή. Συγγράφει ἐκεῖνος ὁ σοφὸς βιβλίο γεμᾶτο
πολυμάθεια καὶ ἐπιστήμη, οἱ διαβάζοντες αὐτό, ἐπαινοῦν τὰ νοήματα, τὴ
φράση, τὴ συνθήκη, τὴν τάξη, τὴ μέθοδο, τὴν εὐφυΐα καὶ νοημοσύνη τοῦ
συγγραφέως, ὁ δὲ συγγραφέας, ἀντὶ νὰ δοξολογήσει τὸν Θεὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε
τὴ σοφία λέγοντας· «Μὴ ἡμῖν, Κύριε, μὴ ἡμῖν, ἀλλ᾽ ἢ τῷ ὀνόματί σου δὸς
δόξαν ἐπὶ τῷ ἐλέει σου καὶ τῇ ἀληθείᾳ σου» (Αὐτόθ. ριγ´,9), καταλαμβάνεται
ἀπὸ φιλαρέσκεια, κολακεύεται, ματαιοπονεῖ καὶ δοξάζει τὸν ἑαυτό του ὡς
σοφὸ καὶ ἐπιστήμονα.
Κάτι τέτοιο κάνει καὶ ὁ γιατρός, ὅταν θεραπεύσει τὸν ἄρρωστο ἀπὸ τὴν
βαριὰ ἀσθένειά του, ὁ ρήτωρας ὅταν πείσει τοὺς ἀκροατές, ὁ πλανόδιος
ἔμπορος ὅταν κερδίσει πολλὰ ἀργύρια, ὁ γεωργὸς ὅταν θερίσει πολὺ καρπό,
καὶ ὁ τεχνίτης ὅταν καλὰ φιλοτεχνήσει τὸ ἐργόχειρό του καὶ κάθε ἄλλος,
ὅταν μικρὸ ἢ μέγα κατορθώσει ἔργο, ἢ ὅταν πολὺ ἢ λίγο εὐτυχήσει· ὁ
8 από 11
καθένας, λέω, αὐτὸ κάνει, δηλαδὴ δοξάζει ὄχι τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό του.
Αὐτὸ τί ἄλλο εἶναι, παρὰ ἀχαριστία; Τί ἄλλο εἶναι παρὰ τὸ ὅτι, οὔτε κἂν διὰ
λόγου προσφέρουμε τὴν εὐχαριστία στὸν εὐεργέτη Θεό;
Ἐμεῖς, λέτε, δοξολογοῦμε τὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ καθημερινά. Ἀλλὰ
ἄραγε προσεύχεστε ὅλοι κάθε μέρα; Πόσοι καὶ πόσοι ἀμελοῦν ἐντελῶς τῆς
προσευχῆς τὸ ἔργο. Ἄραγε προσεύχεστε, ἔχοντας σκοπὸ νὰ εὐχαριστήσετε
τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίας Του; Πόσοι καὶ πόσοι προσεύχονται μόνο γιὰ τὴ
συνήθεια! Ἄραγε, ὅταν προσεύχεστε, εἶναι προσηλωμένος ὁ νοῦς σας στὸν
Θεό; Πόσοι καὶ πόσοι μὲ τὴ γλῶσσα προφέρουν ᾄσματα προσευχῆς, ἐνῶ μὲ
τὴν ψυχὴ συλλογίζονται ἄπρεπα νοήματα! Αὐτὸ νομίζετε ὅτι εἶναι ἡ
χρεωστούμενη εὐχαριστία στὸν Θεὸ γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες Του;
Τί λέτε γιὰ τὰ ἔργα; Εἶναι ἄραγε τὰ ἔργα σας ἔργα εὐχαριστίας; Ἔχουν
ἄραγε τὰ ἔργα σας ἐκεῖνο τὸ φῶς, μέσῳ τοῦ ὁποίου δοξάζεται ὁ Θεὸς κατὰ
τὴν παραγγελία Του; «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν
ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν
τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»; (Ματθ. ε´,16). Ναί, λέτε, ἐπειδὴ ἐμεῖς μόνο στὸν
ἀληθινὸ Θεὸ πιστεύουμε κι αὐτὸν προσκυνοῦμε· τοῦτο δέ, εἶναι ἔργο καλὸ
καὶ φωτεινό. Περὶ τούτου ἀποκρίνεται σὲ ἐσᾶς ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος
λέγοντας· «Σὺ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἷς ἐστι· καλῶς ποιεῖς· καὶ τὰ δαιμόνια
πιστεύουσι καὶ φρίσσουσι» (Καθολ. Ἰακώβ. β´,19). Καλὴ ἡ πίστη, ἀλλὰ τέτοια
πίστη ἄκαρπη ἔχουν καὶ τὰ δαιμόνια· ἐὰν πιστεύεις στὸν ἀληθινό Θεό,
«δεῖξον μοι», λέει, «τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Αὐτόθ. 18).
Ἐμεῖς, λέτε, φυλάμε, ὅσο μποροῦσε, τοὺς Θείους νόμους. Ἀλλὰ ποιά
εἶναι τὰ ἔργα μας, ποὺ τὸ ἀποδεικνύουν αὐτό; Ποιά ἔργα βλέπουμε σήμερα
στὸν κόσμο; Δόλους, συκοφαντίες, ψευδομαρτυρίες, προδοσίες, ἀδικίες·
αὐτὸς ἁρπάζει τὸ ξένο πρᾶγμα, ἐκεῖνος ἀνεβαίνει στὸ ξένο κρεβάτι, ὁ ἄλλος
μισεῖ καὶ κατατρέχει τὸν ἀδελφό του, τὰ παιδιὰ περιφρονοῦν τοὺς γονεῖς, οἱ
γονεῖς παροργίζουν τὰ παιδιά, οἱ ἱερωμένοι δὲν ποιμαίνουν τὸν λαό, ὁ λαὸς
δὲν εὐλαβεῖται τοὺς ἱερωμένους. Σὲ τοῦτον τὸν καιρό, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε
ἁρμόζουν τὰ λόγια τοῦ Προφήτου Δαβίδ· «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα
ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ. ιγ´,3).
Αὐτά εἶναι τὰ φωτεινὰ ἔργα; Μὲ τέτοια ἔργα δοξάζουμε τὸν Θεό;
Βλέπετε πῶς ὄχι μόνο αὐτὰ κάνουμε, ἀλλὰ καὶ πονηρὰ ἀνταποδίδουμε
στὸν Θεὸ ἀντὶ τῶν εὐεργεσιῶν Του. Τοῦτον εὐεργέτησε ὁ Θεὸς μὲ τὸν
πλούτο, αὐτὸς δέ, ὅπως ὁ πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου, δαπανᾷ τὸν πλοῦτο
στὶς ἀσωτείες καὶ ἀπολαύσεις τῆς σάρκας. Ἐκεῖνον ὑπερύψωσε ὁ Θεὸς διὰ
τῆς ἀξίας καὶ ἐξουσίας, αὐτὸς ὑπερηφανεύεται, ὅπως ὁ Ναβουχοδονόσορ,
καταφρονεῖ καὶ καταδυναστεύει τοὺς ἄλλους καὶ θέλει νὰ προσκυνεῖται ὡς
9 από 11
Θεός. Στὸν ἄλλον ἀποτύπωσε κάλλος καὶ ὡραιότητα, αὐτὸς δὲν
συμορφώνεται, ὅπως ὁ πάγκαλος Ἰωσήφ, ἀλλὰ καθιστᾶ τὸν ἑαυτό του
εἴδωλο τῆς ἀσέλγειας, καὶ μέσῳ τῆς ὡραιότητός του καταγκρεμίζει πολλοὺς
στὶς φυλακὲς τοῦ ᾅδη. Τοῦτον τὸν στόλισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς σοφίας, αὐτὸς
δὲν μορφώνει τοὺς ἄλλους, καθὼς ὁ σοφὸς Σολομῶν, ἀλλὰ γίνεται ἀνόητος
καὶ πολεμάει τὴν πίστη καὶ τὴν Ἐκκλησία. Σ’ ἐκεῖνον ἔδωσε τελειότητα
τέχνης, αὐτὸς δὲν τεχνουργεῖ ἁγνὰ καὶ μ’ ἐπιμέλεια τὰ ἔργα του, ὅπως ὁ
Βεσελεήλ, ἀλλὰ γίνεται πανοῦργος καὶ ἐκμεταλλεύεται τὰ ἐργόχειρά του.
Ἐξέτασε πῶς μεταχειρίζεται ὁ καθὲνας τὸ χάρισμα καὶ τὴν εὐεργεσία
τοῦ Θεοῦ καὶ τότε βλέπεις ὅτι πολὺ σπάνιοι εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι γιὰ τὸ
χάρισμα ποὺ τοὺς δόθηκε δοξολογοῦν τὸν Θεό. Τότε βλέπεις ὅτι οἱ
περισσότεροι μεταχειρίζονται αὐτὸ τὸ χάρισμα καὶ τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ
ὡς μέσο καὶ ὄργανο διὰ τοῦ ὁποίου καταφρονοῦν τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ καὶ
πράττουν τὰ ἁμαρτήματα. Τοῦτο δὲ τὶ ἄλλο εἶναι παρὰ ἀνταπόδοση κακῶν
ἀντὶ τῶν ἀγαθῶν;
Ἀλλ᾽ ἐπειδή, λές, δὲν χρωστᾶμε καμία ἀνταπόδοση σ’ ἐκεῖνον ποὺ δὲν
ἔκανε καμία εὐεργεσία σὲ μᾶς, φανερὸ εἶναι λοιπὸν ὅτι, ὅποιος δὲν ἔλαβε
ἀπὸ τὸν Θεὸ εὐεργεσία, ἐκεῖνος δὲν χρεωστᾶ ἀνταπόδοση εὐχαριστίας.
Ἄνθρωπε, τί λές; Καὶ ποῖος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὅποῖος δὲν ἔλαβε
ἀπὸ τὸν Θεὸ εὐεργεσία; Ὁ κατάκοιτος, ἀποκρίνεσαι, ὁ πάμπτωχος, ὁ
δυστυχέστατος, αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι οὐδεμία εὐεργεσίαν ἔλαβαν.
Αὐτοί, λές, ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ εἶναι καὶ τὴ ζωή, γιὰ νὰ ταλαιπωροῦνται
καὶ βασανίζονται; Αὐτὸ ποὺ ἐσὺ νομίζεις βάσανο καὶ ταλαιπωρία, εἶναι
εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἔλεος. Ἐὰν δὲν πείθεσαι σ᾽ αὐτό, ἐσὺ σαλεύεις ὅλα
τὰ θεμέλια τῆς πίστεως.
Γιατί, ἀδελφέ, βλέπεις μόνο κάτω; Γιατί δὲν ἀτενίζεις καὶ στὰ ἄνω; Δὲν
πιστεύεις ὅτι εἶναι μέλλουσα ζωὴ αἰώνια, τῆς ὁποίας σκιὰ καὶ ὄνειρο εἶναι ἡ
παρούσα ζωῆ; Δὲν ὁμολογεῖς ὅτι «ὃν ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ
πάντα υἱόν, ὃν παραδέχεται»; (Παροιμ. γ´,12) δὲν ἀκούς τὸν Δεσπότη σου,
ποὺ μακαρίζει τοὺς πεινασμένους καὶ κλαίοντες καὶ ὑπόσχεται σ’ αὐτούς,
ἀντὶ τῆς πρόσκαιρης πείνας καὶ τῶν λίγων δακρύων, τὴν αἰώνια ἀπόλαυση
καὶ τὴν χαρὰ τὴν ἀτελείωτη; «Μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι
χορτασθήσεσθε. Μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε» (Λουκ. στ´,21).
Δὲν ἀκούς τὸν Θεὸ ποὺ διδάσκει καὶ βεβαιώνει ὅτι, ὅσοι φαίνονται στὰ
μάτια τῶν ἀνθρώπων βασανισμένοι, ἐκεῖνοι εἶναι οἱ κληρονόμοι τῆς ἀθάνατης
βασιλείας; «Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν
ἀθανασίας πλήρης» (Σοφ. Σολομ. γ´,4). Αὐτοί, ποὺ δοκιμάστηκαν μὲ τὴ λίγη
καὶ πρόσκαιρη παίδευση, φανερώθηκαν ἄξιοι, καὶ λαμβάνουν ἄπειρες τὶς
10 από 11
ἀνταποδόσεις τοῦ Θεοῦ· «καὶ ὀλίγα παιδευθέντες, μεγάλα εὐεργετηθήσονται·
ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτούς, καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ» (Αὐτόθ. 5).
Ὅσα λοιπὸν ἐσὺ ὀνομάζεις ταλαιπωρίες καὶ βάσανα, αὐτὰ εἶναι δόξα, χαρὰ
καὶ μακαριότητα. Αὐτὰ εἶναι εὐεργεσίες τοῦ πανυπεράγαθου Θεοῦ καὶ
δωρεές, πρόξενοι τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Ἐὰν ἐμεῖς μὲ τὴ στενότητα τοῦ νοῦ μας δὲν κατανοοῦμε τὰ μυστήρια
τοῦ πλούτου, τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ἐμεῖς δὲν
καταλαβαίνουμε τὶς κρίσεις, μέσῳ τῶν ὁποίων ὁ Θεὸς σὲ αὐτὴν τὴν
πρόσκαιρη ζωή, τὸν μὲν εὐεργετεῖ μέσῳ τῆς εὐτυχίας, τὸν δὲ τιμωρεῖ μέσῳ
τῆς δυστυχίας, γιὰ νὰ σώσει ἄπαντας, τίποτε παράξενο. Διότι αὐτὰ οὔτε
ἐκεῖνος κατανόησε, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε ἕως τρίτου οὐρανοῦ καὶ εἶδε καὶ
ἄκουσε «ἄρρητα ρήματα» (Β´ Κορινθ. ιβ´,2-4), φώναξε «Ὦ βάθος πλούτου καὶ
σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! Ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ
ἀνεξεχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ» (Ρωμ. ια´,33). Ὁ Παῦλος τὰ κατάλαβε αὐτὰ καὶ
εἶχε τέλεια πληροφορία, ὅτι τὰ πάθη τοῦ παρόντος καιροῦ, ὅταν μὲ ὑπομονὴ
ὑποφέρονται, χωρὶς ἀμφιβολία προξενοῦν τὴν αἰώνια μακαριότητα. Γι’ αὐτὸ
τότε χαιρόταν, ὅταν ἔπασχε. «Νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ
ὑμῶν» (Κολοσ. α´,24).
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅταν σκέφτομαι τὴν ἀχαριστία μας καὶ ἀκούω
τὸν Θεό νὰ φοβερίζει τοὺς ἀχάριστους λέγοντας· «Πῦρ ἐκκέκαυται ἐκ τοῦ
θυμοῦ μου, καυθήσεται ἕως ᾅδου κατωτάτου. Συνάξω εἰς αὐτούς κακὰ καὶ
τὰ βέλη μου συντελέσω εἰς αὐτούς» (Δευτερον. λβ´,22-23), φοβᾶμαι καὶ τρέμω.
Ἀλλὰ ὅταν βλέπω τὴν ἀναισθησία μας γιὰ τὴν φοβερὴ ἁμαρτία τῆς
ἀχαριστίας, τότε ἀπελπίζομαι παντελῶς. Γιὰ κάθε ἄλλη ἁμαρτία χτυπᾶμε τὸ
στῆθος, μετανοοῦμε, κλαῖμε, ἐξομολογούμαστε, ζητᾶμε συγχώρηση. Γιὰ τὴν
ἁμαρτία ὅμως τῆς ἀχαριστίας οὔτε δάκρυα, οὔτε μετάνοια, οὔτε προσευχή,
οὔτε ἔλεγχος συνειδήσεως οὔτε ἐξομολόγηση. Ποιός ποτὲ ἐξομολογεῖται πρὸς
τὸν Θεὸ τὴν ἀχαριστία ἢ τὴν πρὸς τὸν πλησίον του; Ποιός ἐξομολογεῖται
λέγοντας. Ἐγὼ ἔπεσα στὴν μεγάλη ἁμαρτία τῆς ἀχαριστίας; Ποιός ποτὲ
μετανοεῖ καὶ ἐξομολογούμενος λέει· «Ἐγώ δὲν ἐδόξασα τὸν Θεὸ γιὰ τὶς
εὐεργεσίες Του; Ἐγώ φάνηκα ἀχάριστος στὸν πλησίον μου τὸν εὐεργέτη μου;
Ἐγώ ἔκανα τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ ὄργανα τῆς ἁμαρτίας»; Κανείς.
Θεέ μου πανοικτίρμον, ὅταν τοῦτο τὸ παχουλὸ σῶμα ρίξει τὸ πάχος καὶ
ντυθεῖ τὴν ἀφθαρσία (Α´ Κορ. ιε´,53) καὶ λάβει τὰ μάτια τῆς τέλειας γνώσεως
ἐκείνων τῶν πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ἐπὶ τοῦ παρόντος βλέπει σὰν σὲ
καθρέφτη καὶ σὰν αἴνιγμα, ποιά ἡ ἀπολογία μου; Ὅταν θὰ σταθῶ μπροστὰ
στὸ φοβερὸ βήμα Σου, καὶ σὲ δῶ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο (Αὐτόθ. ιγ´,12) καὶ
γνωρίσω ὄχι ἐκ μέρους, καθὼς τὴν ὥραν αὐτή, ἀλλὰ τόσο τέλεια, ὅσο
11 από 11
γνωρίζεις κι ἐσὺ ἐμένα, ὅταν γνωρίσω ὅτι ἐσὺ μὲ ἔπλασες καὶ ἔβαλες σ᾽ ἐμένα
ὀστᾶ, σάρκα, πνοή, ψυχὴ καὶ ζωή, ὅταν, λέω, «ἐντελῶς γνωρίσω», ὅτι γιὰ τὴν
σωτηρία μου, ἔδωσες νόμους, ἔστειλες προφῆτες, κήρυξες μετάνοια, ὅταν
«γνωρίσω ἐντελῶς, ὅτι τόσο πολὺ μὲ ἀγάπησες ὥστε γιὰ νὰ μὲ ἐλευθερώσεις
ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ τοῦ διαβόλου, τοῦ ἐχθροῦ μου, καὶ ἀπὸ τῆς κατάρας τοῦ
νόμου καὶ νὰ μὲ καταστήσῃς παιδί Σου, ἔστειλες στὸν κόσμο τὸν μονογενῆ
σου Υἱό, «γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον» (Γαλάτ. δ´,4), ποιά
θὰ εἶναι ἡ ἀπολογία μου τότε;
Ποιά ἡ ἀπολογία μου, ὅταν δῶ καὶ γνωρίσω ἐντελῶς τὸν Σωτῆρα μου
τὸν Ἰησοῦ, τὸν σαρκωμένο Θεό μου καὶ δῶ τὸν σταυρὸ καὶ τὰ καρφιὰ καὶ τὸ
ἀγκάθινο στεφάνι καὶ τὸ ξίδι καὶ τὴ χολὴ καὶ τὴ λόγχη καὶ τὴν πορφύρα καὶ
διακρίνω τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν Του τὶς πληγὲς καὶ τῆς κεφαλῆς Του τὰ
τραύματα καὶ τὸ κέντημα τῆς πλευρᾶς, ἐκ τῆς ὁποίας «ἐξῆλθε τὸ ὕδωρ» γιὰ
νὰ μὲ ἁγιάσει καὶ τὸ αἷμα γιὰ νὰ μὲ σώσῃ, ποιά θὰ εἶναι ἡ ἀπολογία μου
τότε;
Ὅταν βλέπω ὅτι οὐδέποτε ὄχι μόνο μέσῳ τῶν καλῶν ἔργων μου τὸν
δόξασα γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του, ὄχι μόνο οὔτε κἂν διὰ λόγου πρόσφερα σ’
αὐτὸν τὴν πρέπουσα εὐχαριστία, ἀλλὰ καὶ ἀνταπέδωσα σ’ Αὐτὸν πονηρὰ
ἀντὶ ἀγαθῶν, τὸν πλοῦτο τὸν δαπάνησα στὶς ἀπολαύσεις, τὴν ὑγεία στὶς
ἀκόλαστες πράξεις, τὴν φτώχεια στοὺς γογγυσμούς, τὴν ἀσθένεια στὴν
ἀνυπομονησία καὶ τὴν ἀγανάκτηση, ὅταν βλέπω ὅτι τὰ ὄργανα τῆς σωτηρίας
τὰ ἔκανα ὄργανα τῆς ἀπωλείας μου καὶ ὅτι γιὰ τὴν ἁμαρτία τῆς ἀχαριστίας
μου οὐδέποτε δάκρυσα, οὐδέποτε μετανόησα, οὐδέποτε ἐξωμολογήθηκα, τί
θὰ κάνω τότε ἢ τί θὰ ἀπολογηθῶ;
Ὦ ποιός φόβος τότε! Ποιά ντροπή, ποιά βάσανος τῆς συνειδήσεως,
ποιά ἀπελπισία! Πολυεύσπλαγχνε, δώσε μας μετάνοια καὶ ἐπιστροφή, ἕως
ὅτου εἶναι καιρός. Παντοδύναμε, φύτευσε στὶς καρδιές μας τὴν μεγάλη ἀρετὴ
τῆς εὐγνωμοσύνης! Κύριε τοῦ ἐλέους, ἐλέησον τὸ πλάσμα σου. Ἀμήν.

You might also like