You are on page 1of 27

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΙΔΙΟΚΛΙΤΑ (ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΑ) ΡΗΜΑΤΑ
Ενεστώτας ενεργητικής φωνής
ΤΟ ΡΗΜΑ ΛΕΩ

Με λένε Μαρία ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ


Λέγομαι Μαρία ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΡΗΜΑΤΑ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

Παράδειγμα:

1. Η μητέρα μαγειρεύει μακαρόνια. (ενεργητική φωνή)

2. Τα μακαρόνια μαγειρεύτηκαν από τη μητέρα. (παθητική φωνή)

Τα ρήματα της ενεργητικής φωνής παίρνουν αντικείμενο (το "μακαρόνια" στην πρόταση 1.).

Στα ελληνικά τα ρήματα της παθητικής φωνής τελειώνουν σε –μαι:


μαγειρεύομαι, καίγομαι, πλένομαι, αγαπιέμαι κτλ.
(ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ )

(ΜΕΣΟΠΑΘΗΤΙΚΗ
ΦΩΝΗ )

Β ΣΥΖΥΓΙΑ
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΠΑΘΗΤΙΚΗ
ΦΩΝΗ
En castellano
En castellano la voz pasiva es una construcción formada por el verbo auxiliar SER y el PARTICIPIO del
verbo que se conjuga.
En castellano ποιητικό αίτιο es el complemento agente
ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Ρήμα χτίζω (Α ΣΥΖΗΓΙΑ πρώτο πρόσωπο ενεστώτα, ενεργητικής φωνής, οριστικής


έγκλισης )

Ο Ηλίας έχτισε το σπίτι. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΡΗΜΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Το σπίτι χτίστηκε από τον Ηλία. ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ

ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΡΗΜΑ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΙΤΙΟ


ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ

ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ
ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΣΕ ΠΑΘΗΤΙΚΗ
ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΣΕ ΠΑΘΗΤΙΚΗ
ΤΑ ΑΠΟΘΕΤΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

Υπάρχουν ρήματα που εμφανίζουν καταλήξεις παθητικής φωνής (-μαι), αλλά


έχουν διάθεση ενεργητική. Πρόκειται για τα αποθετικά ρήματα.
Τα ρήματα αυτά εμφανίζονται σε όλες τις περιόδους της ελληνικής γλώσσας: την
Κλασική, τη Μεσαιωνική, αλλά και τη Σύγχρονη.

Αποθετικά ονομάζονται όσα ρήματα σχηματίζουν τύπους μόνο στην


παθητική φωνή, π.χ. αισθάνομαι, αρνούμαι, αφηγούμαι

Κάποια από τα πιο σημαντικά αποθετικά ρήματα είναι τα: Αγωνίζομαι,


αισθάνομαι, ανέχομαι, απεχθάνομαι, αρνούμαι, αστειεύομαι, ασχολούμαι,
βαριέμαι, γίνομαι, δέχομαι, διαμαρτύρομαι, επισκέπτομαι, εκμεταλλεύομαι,
εμπιστεύομαι, εργάζομαι, έρχομαι, ερωτεύομαι, εύχομαι, θυμάμαι, κάθομαι,
κοιμάμαι, λυπάμαι, μεταχειρίζομαι, ντρέπομαι, ονειρεύομαι, παντρεύομαι,
παραπονιέμαι, σέβομαι, σιχαίνομαι,σκέφτομαι, συμπεριφέρομαι, συνεννοούμαι,
υπόσχομαι, φαίνομαι, φτερνίζομαι, φοβάμαι/φοβούμαι, χαίρομαι, χασμουριέμαι,
χρειάζομαι.
ΑΠΟΘΕΤΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ
ΚΑΤΑΦΑΣΗ

Πάντα θυμάμαι αυτά που μου έλεγε η μαμά μου.

Θυμόσαστε την περσινή μας συνάντηση;

Ο συγκάτοικός μου φοβάται το σκοτάδι.

Μας αρέσει να κοιμόμαστε μαζί με το μωρό μας.

Κοιμούνται πολύ νωρίς αυτοί οι έφηβοι;


ΑΠΟΘΕΤΙΚΑ ΡΗΜΑΤΑ

(Εγώ) Δεν θυμάμαι τίποτα.

(Εσύ)Δε θυμάσαι πότε βγήκαμε


ραντεβού για πρώτη φορά.

Δε φοβόμαστε να επισκεφτούμε τον


γιατρό.

(Εσύ) Φοβάσαι το σκοτάδι ;


ετοιμάζομαι: παθητική φωνή του ρήματος ετοιμάζω
βρίσκομαι σε κατάσταση ή ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να είμαι έτοιμος για κάτι που θα ΡΗΜΑΤΑ
ακολουθήσει ΠΑΘΗΤΙΚΗ
ΦΩΝΗ
απογοητεύομαι : παθητική φωνή του ρήματος απογοητεύω
με απογοητεύει κάποιος / κάτι, νιώθω ότι οι ελπίδες που είχα στηρίξει σε κάτι διαψεύστηκαν

αισθάνομαι, π.αόρ.: αισθάνθηκα (αποθετικό)

αντιλαμβάνομαι κάτι με τις αισθήσεις, κυρίως με την αίσθηση της αφής ή της όσφρησης
↪ αισθάνθηκε ένα ελαφρό αεράκι να τον δροσίζει
αντιλαμβάνομαι κάτι με το μυαλό μου, καταλαβαίνω προαισθάνομαι
νιώθω ένα συναίσθημα
↪ αισθάνθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του ελεύθερος
(αμετάβατο) αντιλαμβάνομαι κατά ένα ορισμένο τρόπο την ψυχολογική μου κατάσταση ή τις
σωματικές μου δυνάμεις και την κατάσταση της υγείας μου
—Πώς αισθάνεσαι τώρα; —Πολύ καλύτερα, ευχαριστώˈ'

ενδιαφέρομαι, π.αόρ.: ενδιαφέρθηκα /παθητική φωνή του ρήματος ενδιαφέρω


(ειδικά για την παθητική φωνή)
δείχνω ενδιαφέρον
δείχνω (ερωτικό) ενδιαφέρον, συμπαθώ (ερωτικά)
φροντίζω νοιάζομαι, μεριμνώ
εύχομαι: εκφράζω την επιθυμία μου και την ελπίδα μου να συμβεί στο μέλλον κάτι θετικό σε μένα ή σε ΡΗΜΑΤΑ
άλλους
ΠΑΘΗΤΙΚΗ
εύχομαι να πάνε όλα καλά
σου εύχομαι καλή τύχη ΦΩΝΗ

εκμεταλλεύομαι (αποθετικό)
(κυριολεκτικά) χρησιμοποιώ πλουτοφόρα πηγή, για να αντλήσω κέρδος
(κατ’ επέκταση) χρησιμοποιώ ή επιστρατεύω πόρο (πλούτο, προσόν, χάρισμα, δυναμική κ.λπ.), αξιοποιώ :
Εκμεταλλεύτηκε το κεφάλαιό του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
(μεταφορικά) χρησιμοποιώ κάποιον ή κάτι ιδιοτελώς (και αθέμιτα) :Εκμεταλλεύτηκε την εμπιστοσύνη που του
είχα για να με εξαπατήσει.

σκέφτομαι (αποθετικό)
υποβάλλω κάτι σε νοητική επεξεργασία
εξετάζω με το μυαλό μου διαφορετικές εκδοχές
≈ συνώνυμα: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι
εξετάζω θετικά την πιθανότητα να κάνω κάτι στο μέλλον
≈ συνώνυμα: σκοπεύω

ξεκουράζομαι < ξε- + κουράζομαι, παθητική φωνή του ρήματος ξεκουράζω


παραμένω σε μια κατάσταση κατά την οποία δεν εργάζομαι ώστε να ανακτήσω τις σωματικές, πνευματικές
κλπ δυνάμεις μου και να μου φύγει η κούραση
κάτι στο οποίο παρέχω χρόνο ώστε να ολοκληρωθεί σε αυτό διαδικασία, δείγμα που του παρέχεται χρόνος
ώστε ή ζύμωση ή οι χημικές αντιδράσεις να επιτελεστούν
Άσε τη ζύμη να ξεκουραστεί γιατί αλλιώς θα βγει άνοστο το κέικ.
Άσε το δείγμα να ξεκουραστεί γιατί αλλιώς δεν θα διαχυθεί παντού η ουσία ώστε να υπάρχει ομοιογένεια στις
χημικές μεταβολές.

You might also like