Professional Documents
Culture Documents
διηγήματα
ΕΡΩΤΙΚΑΙ ΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ
Ένας βῆχας ξερὸς ἀκούστηκε μὲς στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας. Ἕνας
κόμπος ἐπίασε τὸν Στρατὴ στὸ λαιμό, κάτι τί τοῦ φάνηκε, πὼς τοῦ
ἀποστάθηκε στὸ λαρύγγι κι ἔβηξε νὰ τὸ πετάξει. Ἄκουσε μόνος
του τὸ βῆχα τοῦ μέσα στὴ σιγαλιὰ καὶ ξαφνίστηκε.
Έκλεισε τὰ μάτια του καὶ δὲν τ’ ἄνοιξε πιά. Καμμιὰ φωνὴ δὲν
τὸν καλονύχτισε τώρα. Κι οἱ συντρόφισσές του, οἱ ἀχώριστες οἱ
ἔγνοιες κι οἱ λαχτάρες, τὸν ἀφήσανε κι αὐτὲς καὶ φύγανε μακρυά.
Τὰ κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στὰ πλευρὰ τῆς βάρκας:
- Δὲν εἶχα τὴν ἀξίωσιν αὐτήν… μᾶς ἐξήγησεν. Ἀλλὰ τὸν εἶδα νὰ
βγαίνῃ ἀπὸ τὴν ταβέρνα, χωρὶς παλτό. Περὶ αὐτοῦ πρόκειται.
Ὁ πρῶτος ξαναεῖπε.
Ὁ δεύτερος ἀναστέναξε.
«Μισῇ λίρα εἶναι, παππού…» τοῦ εἶπα. «Πάρ’ τηνε. Δικιά σου
εἶναι».