You are on page 1of 21

Ρουφίνος

Τίποτα δεν είναι γνωστό για τον επικούρειο και αισθησιακό


Ρουφίνο, 38 µικρά ελεγεία του οποίου συναντάµε στο πέµπτο
βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας (Ερωτικά Επιγράµµατα).
Υφολογικά στοιχεία τον κατατάσσουν στον 2ο ή 3ο µΧ αιώνα
ενώ η καταγωγή του µοιάζει να είναι απ' την Έφεσο ή τη Σάµο.

1
5.9 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Ρουφῖνος τῇ ΄µῇ γλυκερωτάτῃ Ἐλπίδι πολλὰ


χαίρεινʾ εἰ χαίρειν χωρὶς ἐµοῦ δύναται.
οὐκέτι βαστάζωʾ µὰ τὰ σ΄ ὄµµαταʾ τὴν φιλέρηµον
καὶ τὴν µουνολεχῆ σεῖο διαζυγίην·
ἀλλ΄ αἰεὶ δακρύοισι πεφυρµένος ἢ ΄πὶ Κορησσὸν
ἔρχοµαι ἢ µεγάλης νηὸν ἐς Ἀρτέµιδος.
αὔριον ἀλλὰ πάτρη µε δεδέξεταιʾ ἐς δὲ σὸν ὄµµα
πτήσοµαιʾ ἐρρῶσθαι µυρία σ΄ εὐχόµενος.

Εἰς Ἐλπίδα εἴτε ἑταίραν τινὰ εἴτε τὴν οὕτω καλουµένην·


ἐρωτικὸν

THE LOVE LETTER

Rufinus to Elpis, my most sweet: well and very well be with her,
if she can be well away from me. No longer can I bear, no, by
thine eyes, my solitary and unmated severance from thee, but
evermore blotted with tears I go to Coressus or to the temple of
the great Artemis; but tomorrow my home shall receive me, and
I will fly to thy face and bid thee a thousand greetings.

Μετάφραση: J. W. Mackail

2
5.12 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Λουσάµενοιʾ Προδίκηʾ πυκασώµεθα καὶ τὸν ἄκρατον


ἕλκωµεν κύλικας µείζονας αἰρόµενοι.
βαιὸς ὁ χαιρόντων ἐστὶν βίος· εἶτα τὰ λοιπὰ
γῆρας κωλύσειʾ καὶ τὸ τέλος θάνατος.

Εἰς Προδίκην ἑταίραν

Ας λουστούµε Προδίκη και στεφάνια ας βάλουµε στο κεφάλι,


και τ' ανέρωτο ας πιούµε κρασί µε κύπελλα πιο µεγάλα.
Ο καιρός της χαράς είναι λίγος· ύστερα τα γεράµατα
µπαίνουν εµπόδιο, και τέλος ο θάνατος.

Μετάφραση Α. Λεντάκη

THE JOY OF YOUTH

Let us bathe, Prodice, and garland ourselves, and drain unmixed


wine,
lifting larger cups; little is our life of gladness, then old age will
stop the rest, and death is the end.

Μετάφραση: J. W. Mackail

Αφού λουστούµε τώρα εµείς, Προδίκη, ας ξαπλωθούµε


κι' ας κατεβάσουµε κρασί ανέρωτο 'ςτες κούπες

3
τι είν' η ζωή δυό δάχτυλα· κι' άµα τα γέρα ερθούνε,
όλα θα µας στερήσουνε, ώσπου µας πάρη ο Χάρος.

Μετάφραση Σίµου Μενάρδου

5.14 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐρώπης τὸ φίληµαʾ καὶ ἢν ἄχρι χείλεος ἔλθῃʾ


ἡδύ γεʾ κἂν ψαύσῃ µοῦνον ἄκρου στόµατος·
ψαύει δ΄ οὐκ ἄκροις τοῖς χείλεσινʾ ἀλλ΄ ἐρίσασα
τὸ στόµα τὴν ψυχὴν ἐξ ὀνύχων ἀνάγει.

Εἰς Εὐρώπην, τὴν ἑταίραν

Γλυκό είναι της Ευρώπης το φιλί, και µόνο αν σου σιµώσει


τα χείλη κι αν το στόµα σου λίγο στην άκρη αγγίξει·
µα δεν το αγγίζει µε την άκρη των χειλιών· µόλις σφηνώσει
το στόµα, την ψυχή ώς τα νύχια, λες, θα σου ρουφήξει.

Μετάφραση: Ν. Χουρµουζιάδη

5.15 ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Ποῦ νῦν Πραξιτέλης; ποῦ δ΄ αἱ χέρες αἱ Πολυκλείτουʾ


αὐταῖς πρόσθε τέχναις πνεῦµα χαριζόµεναι;

4
τίς πλοκάµους Μελίτης εὐώδεας ἢ πυρόεντα
ὄµµατα καὶ δειρῆς φέγγος ἀποπλάσεται;
ποῦ πλάσταιʾ ποῦ δ΄ εἰσὶ λιθοξόοι; ἔπρεπε τῇδε
µορφῇ νηὸν ἔχειν ὡς µακάρων ξοάνῳ.

Εἰς Μελίτην ἑταίραν

Πούναι τώρα ο Πραξιτέλης; Και πού τα χέρια του Πολυκλείτου,


που δίναν ψυχή στης παλιάς τέχνης τα έργα;
Ποιός τις Μελίτης τις ευωδάτες, πλεξούδες, ή τα
φλογερά µάτια και του λαιµού της το λάµπος
θα πλάσει; Οι πλάστες που είναι; Και που οι λιθοξόοι;
Τέτοια οµορφιά, όµοια µ' εικόνα θεάς, άξιζε νάχει ναό.

Μετάφραση Α. Λεντάκη

5.18 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Μᾶλλον τῶν σοβαρῶν τὰς δουλίδας ἐκλεγόµεσθαʾ


οἱ µὴ τοῖς σπαταλοῖς κλέµµασι τερπόµενοι.
ταῖς µὲν χρὼς ἀπόδωδε µύρου σοβαρόν τε φρύαγµα
καὶ µέχρι κινδύνου πεσσοµένη σύνοδος·
ταῖς δὲ χάρις καὶ χρὼς ἴδιος καὶ λέκτρον ἑτοῖµονʾ
δώροι΄ ἐκ σπατάλης οὐκ ἀλεγιζόµενον.
µιµοῦµαι Πύρρον τὸν Ἀχιλλέοςʾ ὃς προέκρινεν
Ἑρµιόνης ἀλόχου τὴν λάτριν Ἀνδροµάχην.

Ἐρωτικόν· προκρῖνον τὰς δούλας τῶν ἐλευθέρων

Από τις λεύτερες πού 'ναι γεµάτες έπαρση,


τις σκλάβες προτιµάµε, όσοι δεν στέργουµε
κρυφές αγάπες, σπάταλες. Το σώµα τους
µοσκοβολάει µύρα εκείνων κι έχουν ύφος
περήφανο, κι ο κίνδυνος µεγάλος ώσπου
ν' ανέβεις στο κρεββάτι τους· σε τούτες
ξέχωρη απόλαυση 'ναι το κορµί τους,
έτοιµο το κλινάρι τους και δίχως

5
να θέλει δώρα πλούσια και πανάκριβα.
Ακολουθώ τον Πύρρο του Αχιλλέα,
που αντί για τη γυναίκα του Ερµιόνη
την Ανδροµάχη διάλεξε τη σκλάβα.

Μετάφραση: Τάσσου Ρούσσου

5.19 ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Οὐκέτι παιδοµανὴς ὡς πρίν ποτεʾ νῦν δὲ καλοῦµαι


θηλυµανήςʾ καὶ νῦν δίσκος ἐµοὶ κρόταλονʾ
ἀντὶ δέ µοι παίδων ἀδόλου χροὸς ἤρεσε γύψου
χρώµατα καὶ φύκους ἄνθος ἐπεισόδιον·
βοσκήσει δελφῖνας ὁ δενδροκόµης Ἐρύµανθος
καὶ πολιὸν πόντου κῦµα θοὰς ἐλάφους.

Ἐρωτικὸν ἀλλόκοτον

∆εν είµαι πια παιδοµανής, σαν µια φορά. Τώρα µε λένε


θηλυµανή, και τώρα ο δίσκος µου είναι κρόταλο1.
Κι αντί γι' ατόφιο δέρµα, µ' αρέσουνε του γύψου
το επίχρισµα και του φυκιού τ' άνθος το ξένο.
∆ελφίνια θα βοσκήσει ο δενδροφύτευτος Ερύµανθος2
και τ' αφρισµένο κύµα του πελάγου γοργά λάφια.

1. ο δίσκος µου είναι κρόταλο: ο δίσκος ήταν παιγνίδι των


αγοριών, το κρόταλο των κοριτσιών.

2. δελφίνια θα βοσκήσει...: πβ. και Αρχίλοχος, 122 West

Μετάφραση-Σχόλια: Κ. Χωρεάνθη

5.21 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

6
Οὐκ ἔλεγονʾ Προδίκη· Γηράσκοµεν; οὐ προεφώνουν·
῞Ηξουσιν ταχέως αἱ διαλυσίφιλοι;
νῦν ῥυτίδες καὶ θρὶξ πολιὴ καὶ σῶµα ῥακῶδεςʾ
καὶ στόµα τὰς προτέρας οὐκέτ΄ ἔχον χάριτας.
µήτις σοιʾ µετέωρεʾ προσέρχεται ἢ κολακεύων
λίσσεται; ὡς δὲ τάφον νῦν σε παρερχόµεθα.

Εἰς Προδίκην ἑταίραν

∆εν έλεγα, Προδίκη, πως γερνάµε;


∆ε φώναζα από πριν «γρήγορα θα 'ρθουν
εκείνα που αφανίζουν την αγάπη;»
Ρυτίδες τώρα και κορµί κουρέλι, κόµη
λευκή, στόµα χωρίς τις πρωτινές του χάρες.
Ποιός έρχεται, ακατάδεκτη γυναίκα,
σε σένα πια µε κολακείες ή ποιός
σε ικετεύει; Τώρα απ' το πλάι σου περνούµε,
όπως όταν περνούµε πλάι σε τάφο.

Μετάφραση Τάσσου Ρούσσου

7
5.22 ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Σοί µε λάτριν γλυκύδωρος Ἔρως παρέδωκεʾ Βοῶπιʾ


ταῦρον ὑποζεύξας εἰς πόθον αὐτόµολονʾ
αὐτοθελῆʾ πάνδουλονʾ ἑκούσιονʾ αὐτοκέλευστονʾ
αἰτήσοντα πικρὴν µήποτ΄ ἐλευθερίηνʾ
ἄχρι φίλης πολιῆς καὶ γήραος· ὄµµα βάλοι δὲ
µήποτ΄ ἐφ΄ ἡµετέραις ἐλπίσι βασκανίη.

Εἰς Βοῶπιν τὴν ἑταίραν

∆ούλο σου µε παρέδωσε ο γλυκύδωρος, Βοώπι µου, Έρως,


στον πόθο σου σαν ταύρο µε έζεψε εξηµερωµένο,
είλωτα αυτόκλητο κι αυτόβουλον, τέλεια υποταγµένο,
που την πικρή ποτέ δε θα ζητήσω ελευθερία,
ώσπου να µου σκεπάσουν χιόνια τα µαλλιά και νιώσω γέρος
κι άµποτε τις ελπίδες µου µη σβήσει η βασκανία.

Μετάφραση: Ν. Χουρµουζιάδη

5.27 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

8
Ποῦ σοι κεῖναʾ Μέλισσαʾ τὰ χρύσεα καὶ περίοπτα
τῆς πολυθρυλήτου κάλλεα φαντασίης;
ποῦ δ΄ ὀφρύες καὶ γαῦρα φρονήµατα καὶ µέγας αὐχὴν
καὶ σοβαρῶν ταρσῶν χρυσοφόρος σπατάλη;
νῦν πενιχρὴ ψαφαρή τε κόµηʾ παρὰ ποσσὶ τραχεῖα·
ταῦτα τὰ τῶν σπαταλῶν τέρµατα παλλακίδων.

Εἰς Μέλισσαν τὴν ἑταίραν

Πού πήγαν Μέλισσα τα χρυσά και περίβλεπτα κάλλη


της πολυθρύλητης όψης σου;
Πού τα φρύδια και το περήφανο φρόνηµα
κι ο µεγάλος λαιµός σου,
κι η χρυσοφόρα σπατάλη των στιβαρών σου ταρσών;
Μαδηµένα τώρα κι αστόλιστα τα µαλλιά, και στα πόδια
κουρέλια.
Τέτοιο το τέλος των σπάταλων παλλακίδων.

Μετάφραση Α. Λεντάκη

5.28 ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Νῦν µοι Χαῖρε λέγειςʾ ὅτε σου τὸ πρόσωπον ἀπῆλθεν


κεῖνο τὸ τῆς λύγδουʾ βάσκανεʾ λειότερον·
νῦν µοι προσπαίζειςʾ ὅτε τὰς τρίχας ἠφάνικάς σου
τὰς ἐπὶ τοῖς σοβαροῖς αὐχέσι πλαζοµένας.
µηκέτι µοιʾ µετέωρεʾ προσέρχεο µηδὲ συνάντα·
ἀντὶ ῥόδου γὰρ ἐγὼ τὴν βάτον οὐ δέχοµαι.

Εἰς µειράκιον ἢ Εἰς πόρνην γηράσασαν

Τώρα, οµορφόπαιδο, µου λες «αντίο»,


καθώς τ' ολόλευκό σου πρόσωπο,
πιο στιλπνό κι απ' το µάρµαρο, σε αφήνει·
τώρα µε περγελάς, καθώς εκούρεψες
τα παιδικά µαλλιά σου που ακουµπούσαν
στο λαµπρό τράχηλό σου. Καυχησιάρη,

9
µην έρθεις πια κοντά µου, µήτε
να µ' ανταµώσεις. Τι εγώ δεν ανταλλάζω
τα βάτα µε τα τριαντάφυλλα.

Μετάφραση Τ. Ρούσσου

5.35 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πυγὰς αὐτὸς ἔκρινα τριῶν· εἵλοντο γὰρ αὐταὶ


δείξασαι γυµνὴν ἀστεροπὴν µελέων.
καί ῥ΄ ἡ µὲν τροχαλοῖς σφραγιζοµένη γελασίνοις
λευκῇ ἀπὸ γλουτῶν ἤνθεεν εὐαφίῃ·
τῆς δὲ διαιροµένης φοινίσσετο χιονέη σὰρξ
πορφυρέοιο ῥόδου µᾶλλον ἐρυθροτέρη·
ἡ δὲ γαληνιόωσα χαράσσετο κύµατι κωφῷʾ
αὐτοµάτη τρυφερῷ χρωτὶ σαλευοµένη.
εἰ ταύτας ὁ κριτὴς ὁ θεῶν ἐθεήσατο πυγάςʾ
οὐκέτ΄ ἂν οὐδ΄ ἐσιδεῖν ἤθελε τὰς προτέρας.

Εἰς πόρνας, ἀναίσχυντον καὶ σαπρὸν καὶ ὅλον γέµον ἀναίδειαν

Τους κώλους ο ίδιος έκρινα τριών· µόνες τους µε διάλεξαν


δείχνοντας των µελών τους τη γυµνή την αστραπή.
Στον πρώτο, σφραγισµένο µε γελαστές καµπύλες,
λευκή από τους γλουτούς άνθιζε στ' άγγιγµα απαλότητα·
στον άλλον, όπως σηκωνόταν, ρόδιζε η χιονάτη σάρκα1

10
πιο πορφυρή κι απ' το πιο κόκκινο το ρόδο·
και στον τρίτο, που ήταν ήρεµος, γραφότανε σιγαλό κύµα
το δέρµα τρυφερό, καθώς µονάχος του κουνιόταν.
Αν ο κριτής των θεαινών2 έβλεπε τέτοιους κώλους,
δε θά 'θελε ποτέ να δει παντάπασι τους πρώτους.

1. ρόδιζε η χιονάτη σάρκα: πβ. αντίστοιχα και Μουσαίος, Τὰ


καθ' Ἡρὼ καὶ Λέανδρον, στ. 58-59: «ἄκρα δὲ χιονέων
φοινίσσετο κύκλα παρειῶν, ὡς ῥόδον ἐκ καλύκων
διδυµόχροον» - κοκκίνιζε σαν αίµα ο ακρινός κύκλος των
χιονάτων παρειών, σαν ρόδο µεσ' από κάλυκες διχρώµατους. Τα
ρόδα και τα κρίνα είναι στοιχεία πολύ γνωστά στη γλώσσα των
ποιητών.

2. ο κριτής των θεαινών: ο Πάρης.

Μετάφραση-Σχόλια: Κ. Χωρεάνθης

5.36 ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

῎Ηρισαν ἀλλήλαις Ροδόπηʾ Μελίτηʾ Ροδόκλειαʾ


τῶν τρισσῶν τίς ἔχει κρείσσονα µηριόνηνʾ
καί µε κριτὴν εἵλοντο· καὶ ὡς θεαὶ αἱ περίβλεπτοι
ἔστησαν γυµναίʾ νέκταρι λειβόµεναι.
καὶ Ροδόπης µὲν ἔλαµπε µέσος µηρῶν πολύτιµος
< >
< >
οἷα ῥοδὼν πολλῷ σχιζόµενος ζεφύρῳ ...
τῆς δὲ Ροδοκλείης ὑάλῳ ἴσος ὑγροµέτωπος
οἷα καὶ ἐν νηῷ πρωτογλυφὲς ξόανον.
ἀλλὰ σαφῶςʾ ἃ πέπονθε Πάρις διὰ τὴν κρίσινʾ εἰδὼς
τὰς τρεῖς ἀθανάτας εὐθὺ συνεστεφάνουν.

Ὅµοιον, ἀναίσχυντον καὶ σαπρότατον

Ροδόκλεια, Μελίτα και Ροδόπη


εµάλωναν ποιά έχει από τις τρεις τους

11
το πιο όµορφο αιδοίο1 κι εµέ διάλεξαν
κριτή· κι όπως θεές που αλείβονται
µε νέκταρ, οι πανώριες στάθηκαν
γυµνές. Στους µηρούς αναµέσο της Ροδόπης
ελάµπαζε ως πολύτιµο πετράδι
........................................2

[της Μελίτας ολόσγουρο] λες κι ήταν


ροδώνας που απαλός τον σκίζει ο Ζέφυρος·
κρουστός καθώς γυαλί µε υγρό το µέτωπο
φάνταζε της Ροδόκλειας, σαν το νιόκοπο
ξόανο σε ναό. Μα ξέροντας καλά
τι έπαθεν ο Πάρης για την κρίση του,
και τις τρεις τις θεόµορφες στεφάνωσα.

1. µηριόνην: το αιδοίο

2. Ο στίχος 5α από τους ελλείποντες —τµήµα του ή


ολόκληρος— αναφερόταν στην οµορφιά της Ροδόπης και ο
στίχος 5α στης Μελίτας.

Μετάφραση-Σηµειώσεις: Τ. Ρούσσου

5.37 ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Μήτ΄ ἰσχνὴν λίην περιλάµβανε µήτε παχεῖανʾ


τούτων δ΄ ἀµφοτέρων τὴν µεσότητα θέλε.
τῇ µὲν γὰρ λείπει σαρκῶν χύσιςʾ ἡ δὲ περισσὴν
κέκτηται· λεῖπον µὴ θέλε µηδὲ πλέον.

Ὁµοίως

Μη βάζεις στην αγκαλιά σου µέσα γυναίκα ισχνή,


µήτε παχιά· από τις δυό να θέλεις τη µέτρια.
Γιατί στην πρώτη η σάρκα λείπει, στην άλλη
της περσεύει.
Μήτε περίσσεµα, µήτε το λείµµα να θέλεις.

12
Μετάφραση Α. Λεντάκη

5.41 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Τίς γυµνὴν οὕτω σε καὶ ἐξέβαλεν καὶ ἔδειρεν;


τίς ψυχὴν λιθίνην εἶχε καὶ οὐκ ἔβλεπεν;
µοιχὸν ἴσως ηὕρηκεν ἀκαίρως κεῖνος ἐσελθών;
γινόµενον· πᾶσαι τοῦτο ποοῦσιʾ τέκνον.
πλὴν ἀπὸ νῦνʾ ὅταν ἐστὶν ἔσωʾ κεῖνος δ΄ ὅταν ἔξωʾ
τὸ πρόθυρον σφήνουʾ µὴ πάλι ταὐτὸ πάθῃς.

Πρός τινα πόρνην· χλευαστικὸν

Έτσι γυµνή ποιός σ' έδιωξε και σ' έδειρε;


Ποιός είχε πέτρινη καρδιά κι αναίσθητα
µάτια στην οµορφιά σου; Ίσως να βρήκε,
µπαίνοντας ξάφνου σπίτι σου, εραστή· συµβαίνουν
αυτά· µικρή µου, όλες το κάνουν τούτο. Ωστόσο
στο εξής, όταν εκείνος είναι µέσα
κι ο άλλος έξω, να διπλοκλειδώνεις
την ξώπορτα, µην πάθεις πάλι τα ίδια.

Μετάφραση Τ. Ρούσσου

13
5.42 ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Μισῶ τὴν ἀφελῆʾ µισῶ τὴν σώφρονα λίαν·


ἡ µὲν γὰρ βραδέωςʾ ἡ δὲ θέλει ταχέως.

Εἰς πόρνας

Την εύκολη µισώ, µισώ και και την πολύ συγκρατηµένη·


αργά το θέλει η µιά, η άλλη λεπτό δεν περιµένει.

Μετάφραση Ν. Χουρµουζιάδη

5.43 ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Ἐκβάλλει γυµνήν τιςʾ ἐπὴν εὕρῃ ποτὲ µοιχόνʾ


ὡς µὴ µοιχεύσαςʾ ὡς ἀπὸ Πυθαγόρου;
εἶταʾ τέκνονʾ κλαίουσα καταδρύψεις τὸ πρόσωπον
καὶ παραριγώσεις µαινοµένου προθύροις;
ἔκµαξαιʾ µὴ κλαῖεʾ τέκνον· χεὐρήσοµεν ἄλλονʾ
τὸν µὴ καὶ τὸ βλέπειν εἰδότα καὶ τὸ δέρειν.

Ὁµοίως

Έξω πετάει κανείς γυµνή γυναίκα, γιατί τη βρήκε µ' άλλον


άντρα,
σαν να µη µοίχεψε ποτές του, λες κι ήταν Πυθαγόρας1.
Έτσι παιδί µου µε τα κλάµατα θα λειώσεις το µουτράκι σου
και θα πουντιάσεις κάθοντας έξω απ' την πόρτα του τρελού.
Τα µάτια σφούγγισε, µην κλαις µωρό µου, κι άλλον θα βρούµε
που δε θα ξέρει ούτε να βλέπει, ούτε να δέρνει.

1. Στη Σούδα διαβάζουµε πως δεν ακούστηκε ποτέ για τον


Πυθαγόρα να πίνει, να γλεντοκοπάει και ν' αφροδισιάζει.

Μετάφραση-Σχόλιο Α. Λεντάκη

14
5.44 ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Λέµβιονʾ ἡ δ΄ ἑτέρα Κερκούριονʾ αἱ δύ΄ ἑταῖραι


αἰὲν ἐφορµοῦσιν τῷ Σαµίων λιµένι.
ἀλλάʾ νέοιʾ πανδηµὶ τὰ λῃστρικὰ τῆς Ἀφροδίτης
φεύγεθ΄· ὁ συµµίξας καὶ καταδὺς πίεται.

Εἰς τὰς ἑταίρας Λέµβιον καὶ Κερκούριον

Λέµβιον και Κερκούριον, εταίρες κι οι δυό


πάντα εφορµούν στο λιµάνι της Σάµος.
Όλοι σας σκάστε το νέοι, απ' τους κουρσάρους
της Αφροδίτης. Αυτός που σµίξει, καταδύεται
και ρουφιέται.

Μετάφραση Α. Λεντάκη

5.47 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Πολλάκις ἠρασάµην σε λαβὼν ἐν νυκτίʾ Θάλειαʾ


πληρῶσαι θαλερῇ θυµὸν ἐρωµανίῃ·
νῦν δ΄ʾ ὅτε µοι γυµνὴ γλυκεροῖς µελέεσσι πέπλησαιʾ

15
ἔκλυτος ὑπναλέῳ γυῖα κέκµηκα κόπῳ.
θυµὲ τάλαςʾ τί πέπονθας; ἀνέγρεο µηδ΄ ἀπόκαµνεʾ
ζητήσεις ταύτην τὴν ὑπερευτυχίην.

Εἰς Θάλειαν, τὴν ἑαυτοῦ ἑταίραν

Θάλεια, συχνά έκανα ευχή να σε πάρω τη νύχτα


και το πάθος µου να χορτάσω µε χάδια καυτά.
Μα τώρα που ολόγυµνη στο πλάι µου είσαι
— το σώµα σου τόµορφο —
κοίτοµαι νυσταγµένος µε µέλη κοµµένα απ' την κούραση.
Ψυχή µου, τί έπαθες, δύστυχη; Ξύπνα, µην αποκάµεις·
µιά µέρα θ' αναζητήσεις την υπερευτυχία ετούτη.

Μετάφραση Α. Λεντάκη

5.48 ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Ὄµµατα µὲν χρύσεια καὶ ὑαλόεσσα παρειὴ


καὶ στόµα πορφυρέης τερπνότερον κάλυκοςʾ
δειρὴ λυγδινέη καὶ στήθεα µαρµαίροντα
καὶ πόδες ἀργυρέης λευκότεροι Θέτιδος·
εἰ δέ τι καὶ πλοκαµῖσι διαστίλβουσιν ἄκανθαιʾ
τῆς λευκῆς καλάµης οὐδὲν ἐπιστρέφοµαι.

Εἰς κόρην· ἔπαινος τοῦ κάλλους αὐτῆς

Μάτια σαν το χρυσάφι, στιλπνό µάγουλο


και στόµα πιο γλυκό κι απ' τ' άλικο
τριαντάφυλλο· κατάλευκος ο τράχηλός σου,
στήθη που λάµπουν και τα πόδια
πιο άσπρα κι απ' της Θέτιδας· αν φαίνονται
τούφες λευκές1 εδώ κι εκεί στην κόµη σου,
τα γηρατειά καθόλου δε µε νιάζουν.

1. διαστίλβουσιν ἄκανθαι: η έννοια σκοτεινή. Το πιθανότερο


είναι ότι σηµαίνει συστάδες από άσπρες τρίχες στα µαλιά εδώ κι
εκεί.

16
Μετάφραση-Σχόλιο: Τ. Ρούσσου

5.60 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παρθένος ἀργυρόπεζος ἐλούετοʾ χρύσεα µαζῶν


χρωτὶ γαλακτοπαγεῖ µῆλα διαινοµένη·
πυγαὶ δ΄ ἀλλήλαις περιηγέες εἱλίσσοντοʾ
ὕδατος ὑγροτέρῳ χρωτὶ σαλευόµεναι·
τὸν δ΄ ὑπεροιδαίνοντα κατέσκεπε πεπταµένη χεὶρ
οὐχ ὅλον Εὐρώτανʾ ἀλλ΄ ὅσον ἠδύνατο.

Εἰς παρθένον λουοµένην

Λουζόταν η κόρη µε τους λευκούς µηρούς κι έπεφτε το νερό


στα χρυσά µήλα του στήθους της που σάλευαν
στο γαλατένιο σώµα.
Πίσω οι γλουτοί της τρίβονταν ο ένας µε τον άλλον
καθώς µετακινιόταν, κι ήταν πιο υγροί κι απ' το νερό.
Και τον Ευρώτα της, µπροστά, που φούσκωνε, δειλό
το χέρι σκέπαζε κι όχι όλο, όσον µπορούσε.

Μετάφραση Α. Λεντάκη

5.61 ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Τῇ κυανοβλεφάρῳ παίζων κόνδακα Φιλίππῃ


ἐξ αὐτῆς κραδίης ἡδὺ γελᾶν ἐπόουν·
∆ώδεκά σοι βέβληκα καὶ αὔριον ἄλλα βαλῶ σοι

17
ἢ πλέον ἠὲ πάλιν δώδεκ΄ ἐπιστάµενος.
εἶτα κελευοµένη ἦλθεν· γελάσας δὲ πρὸς αὐτήν·
Εἴθε σε καὶ νύκτωρ ἐρχοµένην ἐκάλουν.

Εἰς Φιλίππην τὴν ἑταίραν

Παίζοντας κόνδακα1 µαζί µου η σκουροβλέφαρη Φιλίππα,


δεν έπαυε όλην ώρα να γελάει απ' την καρδιά της.
«Σου έριξα δώδεκα κι αύριο άλλα τόσα θα σου ρίξω», είπα,
«ή πιο πολλά ή πάλι δώδεκα, αφού τώρα ξέρω».
Κι όταν την κάλεσα, ήρθε· και γελώντας ξέσπασα µπροστά της:
«Αφού θα ερχόσουν, νύχτα έπρεπε τώρα να σε φέρω!».

1. Το παιχνίδι που υπαινίσσεται ο ποιητής πρέπει, ενδεχοµένως,


να ταυτισθεί µε τον κυνδαλισµόν, που περιγράφεται από τον
λεξικογράφο Πολυδεύκη (Θ 120) ως εξής: «ο κυνδαλισµός ήταν
ένα παιχνίδι που παιζόταν µε πασσαλίσκους, επειδή κύνδαλα
ονόµαζαν τους πασσαλίσκους ο κάθε παίκτης έπρεπε όχι µόνο
να µπήξει τον πάσσαλο του στην υγρή άµµο, αλλά και κάποιον
που έχει µπηχτεί να τον πετάξει έξω χτυπώντας τον στην
κεφαλή µε άλλον πάσσαλο». Υποτίθεται ότι νικητής έβγαινε ο
παίκτης που θα είχε, στο τέλος, µπηγµένους τους περισσότερους
πασσάλους. Είναι αµφίβολο, πάντως, αν, δεδοµένων των
πασσαλίσκων και της λειτουργίας τους, ο ποιητής εννοεί το
πραγµατικό παιχνίδι.

Μετάφραση-Σχόλια Ν. Χουρµουζιάδη

5.62 ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Οὔπω σου τὸ καλὸν χρόνος ἔσβεσενʾ ἀλλ΄ ἔτι πολλὰ


λείψανα τῆς προτέρης σῴζεται ἡλικίηςʾ
καὶ χάριτες µίµνουσιν ἀγήραοιʾ οὐδὲ τὸ καλὸν
τῶν ἱλαρῶν µήλων ἢ ῥόδον ἐξέφυγεν.
ὢ πόσσους κατέφλεξε τὸ πρὶν θεοείκελον ἄνθοςʾ
[ἡνίκα πρωτοβόλων λάµπεν ἀπὸ βλεφάρων].

18
Εἰς ἀνώνυµόν τινα γυναῖκα

Το κάλλος σου δεν το έσβησεν ακόµα ο χρόνος, κι έχουν µείνει


πάµπολλα ίχνη από την προηγούµενη οµορφιά σου.
Αγέραστες οι χάρες σου· ο χυµός δεν έχει αυτοµολήσει
από τα ωραία σου µήλα ούτε απ' το ρόδο1 σου η σαγήνη.
Πόσους, αλήθεια, ο θεϊκός σου ανθός δεν θα είχε πυρπολήσει,
<όταν φωτιά παρθένα εξέπεµπαν τα βλέφαρα σου>.

1. Ρόδον είναι ένας από τους αµέτρητους ευφηµισµούς πού


δηλώνουν, ήδη από την Αρχαία Κωµωδία, το γυναικείο αιδοίο.

Μετάφραση-Σχόλια Ν. Χουρµουζιάδη

5.66 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Εὐκαίρως µονάσασαν ἰδὼν Προδίκην ἱκέτευονʾ


καὶ τῶν ἀµβροσίων ἁψάµενος γονάτων·
Σῶσονʾ ἔφηνʾ ἄνθρωπον ἀπολλύµενον παρὰ µικρόνʾ
καὶ φεῦγον ζωῆς πνεῦµα σύ µοι χάρισαι.

19
ταῦτα λέγοντος ἔκλαυσεν· ἀποψήσασα δὲ δάκρυʾ
ταῖς τρυφεραῖς ἡµᾶς χερσὶν ὑπεξέβαλεν.

Εἰς Προδίκην ἑρωµένην

Βρήκα —τί τύχη!— την Προδίκη µόνη και τις παρακλήσεις


άρχισα πέφτοντας εµπρός στα αµβρόσια γόνατα της:
«Σώσε έναν άνθρωπο», της είπα· «σβήνει, χάνεται σε λίγο·
µιά ακόµα ανάσα ζωής µην αρνηθείς να του χαρίσεις».
Έκλαψε ακούοντας µε· ύστερα σκούπισε τα δάκρυα της
και µε τα τρυφερά της χέρια µε έσπρωξε να φύγω.

Μετάφραση Ν. Χουρµουζιάδη

5.69 ΡΟΥΦΙΝΟΥ

Παλλὰς ἐσαθρήσασα καὶ ῞Ηρη χρυσοπέδιλος


Μαιονίδ΄ ἐκ κραδίης ἴαχον ἀµφότεραι·
Οὐκέτι γυµνούµεσθα· κρίσις µία ποιµένος ἀρκεῖ·
οὐ καλὸν ἡττᾶσθαι δὶς περὶ καλλοσύνης.

Εις Μαιονίδα κόρην.

Βλέποντας η Παλλάδα και η Ήρα η χρυσοπέδιλη


τη Μαιονίδα, απ' την καρδιά τους στέναζαν κι οι δύο:
«Πια δεν ξεγυµνωνόµαστε· µια κρίση βοσκού φτάνει·
ωραίο δεν είναι δυο φορές για οµορφιά να νικιέσαι»1.

1. δύο φορές για οµορφιά να νικιέσαι: αναφέρεται στην κρίση


του Πάρη. Βλ. και τα επιγρ. 35 και 36.

Μετάφραση-Σηµειώσεις: Κ. Χωρεάνθης

5.70 ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ

Κάλλος ἔχεις Κύπριδοςʾ Πειθοῦς στόµαʾ σῶµα καὶ ἀκµὴν


εἰαρινῶν Ὡρῶνʾ φθέγµα δὲ Καλλιόπηςʾ

20
νοῦν καὶ σωφροσύνην Θέµιδος καὶ χεῖρας Ἀθήνης·
σὺν σοὶ δ΄ αἱ Χάριτες τέσσαρές εἰσιʾ Φίλη.

Εἰς ἑταίραν εὔµορφον.

Έχεις οµορφιά Κύπριδας, στόµα Πειθώς1, σώµατος άνθος


των ανοιξιάτικων Ωρών2, φωνή Καλλιόπης,
µυαλό και σωφροσύνη Θέµιδας3, χέρια ΑθwĖ

21

You might also like