Professional Documents
Culture Documents
ΤΕΡΕΖΗΣ
ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Όταν θα έχετε ολοκληρώσει την μελέτη τού ανά χείρας κεφαλαίου, θα έχετε την
δυνατότητα να:
δείξει ποιες στην πραγματικότητα και όχι κατά το φαινόμενο είναι οι ηθικές
καταστάσεις της νόησης και της βούλησής του καθώς και με τα ουσιαστικά
οικονομική ευδοκίμηση.
στον άνθρωπο την δυνατότητα να διακρίνει, κατά την εκτέλεση της πράξης
του, το θετικό από το αρνητικό και, χρησιμοποιώντας σωστά την κρίση του
προσωπικά την ευθύνη των επιλογών του. Έτσι, θα καταστήσει την πράξη
του ηθικό γεγονός, ανεξάρτητο από τους νόμους της αιτιοκρατίας, ή του
θα προσδιορίζεται από την προσωπική αξιολογία και όχι από μια γενικώς
σκοπιμότητές του. Το ηθικό όμως άτομο είναι κριτικό και έχει αποκτήσει
μεταμορφώνειν.
πρώτη φορά στην Αρχαία Ελλάδα κατά τον 5ο αι., κυρίως από τους
έναν προκλητικό χώρο πλήρη μυστηρίων, και ακολούθως στο ατομικό και
κατεξοχήν πιο επώδυνοι από την διαπίστωση για τις αλλαγές που
ύπαρξης του ανθρώπου ή απ’ ό,τι μία ιεραρχική μετάταξη των αξιών του
θεμελίων και των κατευθύνσεων του ηθικώς πράττειν προξενεί το φόβο ότι
ακμαίες και ανοικτές και σε πολιτεύματα που ευνοούν την διαβούλευση και
της ατομικής και της συλλογικής κρίσης και παθογένειας και προτείνονται
των ανωτέρω. Συννάσσονται στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα, σε μία εποχή
μετασχηματισμό τους αλλά με τρόπο βαθμιαίο και, γι’ αυτό, στον ελάχιστο
τους.
την συμπεριφορά του κάθε ατόμου στηριζόμενοι στα δεδομένα που τούς
ιστορικού σχετικισμού, επικαίρως, και όχι κατά την καθεαυτότητά του. Πιο
5
ειδικά, τονίζουν ότι οι καθιερωμένες αξίες έχουν σχετικό χαρακτήρα και
έχουν κυριαρχήσει «νόμω» και όχι «φύσει». Ο συλλογικός αυτός και όχι
εκείνων που έχουν την υλική και την πνευματική δύναμη να επιβάλουν τις
περιθώριο.
διηνεκές. Κατά την άποψή του, κανείς δεν οδηγείται στο ηθικό σφάλμα με
την θέλησή του αλλά μόνον από την άγνοια, την πλάνη και την αμάθεια.
Ανήγαγε δηλαδή τις πραξιακές αποκκλίσεις απλά και μόνον στην ατομική
τού ανθρώπου, αφού τονίζει ότι η γνήσια ηθική ζωή προϋποθέτει μία
που γνωρίζει τι είναι δικαιοσύνη, έχει τις προϋποθέσεις να είναι δίκαιος και
είναι στον διευρυμένο κόσμο των ενεργημάτων του. Γι’ αυτό ακριβώς
τους και την σύνθεσή τους. Η τελική πρότασή του αναφέρει ότι είναι εφικτή
θέση του είναι ότι η ηθική τελειότητα ταυτίζεται με την φρόνηση – ύψιστη
διανοητική αρετή - και ότι η κακία πηγάζει από την άγνοια. Υποστηρίζει ότι
και τις ανέσεις, που περιφρονεί όσους τύπους η κοινωνική σύμβαση και η
κοινωνικό ρόλο και πολλώ μάλλον αυτόν της πολιτικής εξουσίας. Έτσι, η
θεσμούς και στα ήθη που ισχύουν. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα, αντιμετωπίζεται
μεταποιήσουν επί τα βελτίω τον ατομικό και τον συλλογικό βίο. Άρα, η εδώ
ιδιοκτησιακής ψυχολογίας.
χρήσιμο είναι να απέχουμε από την πολιτική ζωή, για να μην υπονομεύεται
8
Πιο συστηματικά αντιμετωπίζει τα ηθικά θέματα ο Πλάτων.
δεοντολογικές αρχές. Είναι πηγές τού είναι και του δέοντος, τα οποία
και όχι αξιωματικά, να προσδιορίσει τις γενικές έννοιες του αγαθού, της
αρετής και των μερών της - όπως της δικαιοσύνης, της φρόνησης, της
προσδίδει στα υποκείμενα την ιδιότητα του πολίτη, στην περίπτωση που
δεοντολογικού εθισμού.
απόλυτο στην ηθική και ότι οι αξίες τίθενται «νόμω» και όχι «φύσει».
σκεπτικό και η σκοποθεσία του είναι κατά πολύ ευρύτερα. Υποστηρίζει ότι
ευζωία και ευπραξία, συνδέοντας έτσι την ηθική με την πράξη κατά την
ηθική αρετή αποκτάται με την συνήθεια και την άσκηση και ότι δεν είναι
έμφυτη στον άνθρωπο. Οι αρετές δεν μας δίδονται από την φύση – δεν
εφετικής υφής που μας καθιστά ικανούς να τις αποκτούμε και να τις
θεωρεί ότι την ανώτατη κατάσταση της ευδαιμονίας κατέχει ο Θεός: «Ἔοικε
δέ οὕτως ἔχειν καί διά τό εἶναι ἀρχή ἡ εὐδαιμονία∙ ταύτης γάρ χάριν τά
λοιπά πάντα πάντες πράττομεν, τήν άρχην δέ καί τό αἴτιον τῶν ἀγαθῶν
τίμιόν τι καί θεῖον τίθεμεν» (Ηθικά Νικομάχεια, Α 12, 1102 a 2-4) Για τον
μεσότητα, για την οποία υποστηρίζει ότι αποκτά το πλήρες νόημά της αφού
ορίζει ένας άνθρωπός τις επιλογές του και την συμπεριφορά του ανάλογα
με την χρονική στιγμή στην οποία ευρίσκεται, όταν τις κατευθύνει προς
τους συνανθρώπους εκείνους που πρέπει και στα κατάλληλα για την
του σοφού, ο οποίος έχει συνειδητοποιήσει ότι με την έλλογη νόησή του
εκφραστής της. Κάθε αντίθετο προς αυτές τις καταστάσεις είναι αδιάφορο
τις αρετές της σωφροσύνης, του θάρρους, της σοφίας και της δικαιοσύνης, οι
οδηγείται στο πλήρωμα της λογικής ζωής. Το ηθικό ιδανικό τους λοιπόν
της καθημερινής ζωής, ενώ προσφέρει δυνατότητες και για αναγωγές προς
που ορίζει η ανθρώπινη σκέψη. Βέβαια δεν πρόκειται για μια απρόσωπη
ηθική, αλλά για ένα θεωρητικό μόρφωμα που οικοδομεί εν προσώποις ένα
νόημα και στην σχέση του με το κοινωνικό περιβάλλον του, από το οποίο
της την ευδαιμονία του ατόμου. Ο φιλόσοφος παρατηρεί ότι ο σκοπός κάθε
ηδονή. Δεν αναφέρεται όμως στις χυδαίες ηδονές, που εκμαυλίζουν την
στοιχείο της οποίας είναι η φρόνηση, η οποία κινείται στα όρια και του
τον άνθρωπο από τις προλήψεις και τους χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο
πόθους, πράγμα που οδηγεί στην εγκράτεια και στην ανδρεία και προσδίδει
και απόλαυση από τον άνθρωπο, αλλά τις αντιμετωπίζει όλες υπό την
οπτική του μέτρου και της ολιγάρκειας. Καλεί, επομένως, την συνείδηση να
οι φυσιολογικές και ποιές οι αφύσικες, ποιές έχουν νόημα και ποιές είναι
Αθήνα 1954, διευκρινίζει τα ακόλουθα για την ηδονή στον Επίκουρο: «Το
επικουρικό δόγμα για την καταστηματική ηδονή είναι από τις ξάστερες
Μας φέρνει στα σύνορα της διαλεκτικής ηθικής. Για να φτάσουμε εκείνο
που ορίζει η ανθρώπινη φύση, στην ευγένεια της ψυχής και το υψηλό
που μας ενοχλεί, ανάγκες υλικές, τις άπειρες μικρότητες που πολιορκούν τη
από την δομή των παραγωγικών σχέσεων την μεταφέρει, αναγκαίως για να
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
στην απεριόριστη εξουσία της κριτικής σκέψης. Στο Λόγο εμπιστεύεται και
διαγωγή του ανθρώπου και να του εξασφαλίσει την κατοχή του ύψιστου
συμβουλεύει μίαν εφήμερη ευτυχία και όχι τη ζήτηση και την απόκτηση της
Μόνον όταν ο ίδιος ο Λόγος κακοποιείται είτε από άγνοια του εσωτερικού
ιδιότητα, με την αυστηρή ρήτρα όμως ότι οδηγεί στην κατανόηση και
στις αντιλήψεις περί Θεού. Με αφετηρία και πάλι τον Πρωταγόρα και τον
περίφημο λόγο του για την ύπαρξη των θεών (Περί θεῶν μέν οὐκ ἔχω
αυτές καταλογίζουν την αιτία κοινωνικών αδικιών, όπως ήταν π.χ. οι νόμοι,
αποκατάσταση των Σοφιστών έναντι της κριτικής που εδέχθησαν από τους
Σωκράτη – Πλάτωνα.
16
2. ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ. Η ΕΝΝΟΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
στις ανιχνεύσεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ήδη από την ομηρική και
τρόπο την ισχύ και την λειτουργία ενός φυσικού νόμου, μίας πηγαίας
συνόλου των οπτικών είναι ότι το δίκαιον συνιστά αφ’ εαυτού (ουσιολογικό
λόγω ζητήματος θέσεις του. Στην ανά χείρας μελέτη, θα αναλάβουμε την
18
Α) Η επιστήμη του δικαίου.
κατανόηση της ουσίας του δικαίου, στον εντοπισμό των όρων που το
έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας στο εσωτερικό της κοινωνίας, τόσο σ’ ένα
λόγω κλάδος – που εντάσσεται και στα θεμελιώδη ζητήματα της νομικής
της δημόσιας διοίκησης με την ευρεία έννοια του όρου και είναι
γενικότερα ζητήματα περί ηθικής, περί πολιτικής και περί μεταφυσικής που
την λειτουργική συνάφειά τους και όχι τόσο κατά τους διακριτούς όρους
τους. Την προοπτική αυτή συναντάμε και στους πλατωνικούς Νόμους, όπου
στις δύο έννοιες στο πλαίσιο της διαπιστώσιμης και υποχρεωτικής για τον
διασώζει και εδώ την θεωρία του περί έσχατων κανονιστικών αρχετύπων
και περί της ενότητάς τους, παρά την ποικιλότητα και την χρονικότητα των
εφαρμογών τους, τον εμμενή και εφηρμοσμένο χαρακτήρα τους. Και ο πιο
ιστορικά κριτήρια – π.χ. την πολιτιστική διαδοχή των κοινωνιών και των
τον ανωτέρω διακλαδισμό είναι ένα ζήτημα που συνδέεται με την πρόθεσή
αφ’ εαυτής έχει αποδείξει ότι δεν διαθέτει τα μεθοδολογικά εργαλεία για να
και έχει κύρος, επειδή ακριβώς αντανακλά τον ανθρωπολογικό και τον
γίγνεσθαι.
Υπό την ανωτέρω πλατωνική οπτική, το κράτος δικαίου δεν ορίζει την
των νόμων, ο καθείς εκ των οποίων – τόσο ως περιεχόμενο όσο ως δομή όσο
θεία αρχέτυπα.
24
Γ) Το εθιμικόν δίκαιον.
αναφέρεται στα έθιμα, στα οποία προσδίδει ιδιαίτερη σημασία για την
οριοθετούν την ποιότητα και το επίκαιρο των ενεργειών και προσδίδουν μία
25
Δ) Η εξειδίκευση του δικαίου στο πολιτειακό σύστημα.
έναντι του άλλου και έτσι να εξασφαλίζουν την ισορροπία των θεσμικών
επιδιώκει την συμμετρία και την αρμονία ανάμεσα στις ανωτέρω δύο – εκ
πρώτης όψεως – διϊστάμενες αντιλήψεις και πρακτικές περί βίου, εκ του ότι
στις προθέσεις του είναι να τις αναγάγει σε μία τρίτη κατάσταση, η οποία
συνιστά την σύνθεσή τους, και όχι στην συμβιβαστική ικανοποίηση των
Το ανώτερο μάλιστα σώμα τής εξουσίας διαθέτει, κατά τον Πλάτωνα, μία
εξασφαλίζει μ’ έναν μόνιμο αναστοχασμό του τόσο ως προς τους όρους που
προωθούν τις διαδικασίες του πολιτικού συστήματος όσο και ως προς τις
ανησυχίες της, εκφράζει τον ορθολογισμό της και προωθεί την πρόθεσή της
ανωτέρω ρήτρας, η εξειδίκευση των νόμων κατά την συγκρότησή τους και
27
την εφαρμοστέα προβολή τους δεν πρέπει να τους οδηγεί σε αντιφάσεις, οι
της προοπτικής. Ο νόμος ερμηνεύει ό,τι συναντά στο κοινωνικό σώμα τόσο,
στην γενικότερη πολιτιστική σκηνή και του ορίζει την θεσμική προσέγγιση
που τού προσιδιάζει. Για παράδειγμα, η επιβολή των ποινών προκύπτει από
μία σύνθετη δικαστική διαδικασία, κατά την οποία και το ίδιο το αδίκημα
κοινωνικό σώμα σύμφωνα με τον πολιτικό σχεδιασμό που έχει τεθεί προς
οδηγηθεί στην πραγμάτωσή του, εάν δεν μελετηθούν επιμελώς και κατ’
της συνείδησης, όχι μόνον μέσω των πράξεων που προτείνει αλλά και μέσω
είναι η αρχή τού «είναι» και του «δέοντος», ο όρος που τροφοδοτεί την
υπαρξιακή επέκταση του ατόμου και την πολιτική ωρίμανση της πολιτείας.
πολιτικό σύστημά του στους Νόμους κατά τρόπο σαφώς ιστορικό, υπό την
βίο του. Η ιστορία δεν είναι μία συντυχιακή ή τυπική διαδοχή συμβάντων,
Θ) Προεκτάσεις.
αναλυτικά και στα δώδεκα βιβλία του έργου του και στις απολήξεις θα
συγχρόνως και τον ορισμό που κατά την εκτίμησή μας θα απέδιδε ο
του δικαίου». Την ειδική πάντως παράμετρο που θεωρούμε πως πρέπει να
σημειώσουμε είναι ότι, ακόμη και στην περίπτωση που ο Πλάτων εξετάζει
χρήσιμες για το εν λόγω θέμα, κατά την εκτίμησή μας, είναι οι κατωτέρω
στην ίδια τη δομή της πραγματείας Νόμοι και στη μορφή που αυτή προτείνει
στον νόμο να εισαγάγει στη ζωή των πόλεων μία τάξη χρηστή, σταθερή και
λόγου και η έκφραση της αρετής: το γεγονός ότι στον Πλάτωνα, η σκέψη
επιβεβαιώνει τελικά αυτό που μία τέτοια επιδίωξη είχε ως ουσιαστικό και
δυναμικό στις βασικές αρχές της ». (Ο νόμος στην Ελληνική σκέψη, σε μτφρ.
Μπ. Αθανασίου και Κατερ. Μηλιαρέση, εκδ. «Το άστυ», Αθήνα, 1995, σσ. 218
ανωτέρω.
στόχους της εργασίας μας είναι να δείξουμε τον τρόπο με τον οποίο
Πλάτωνα. Εκκινώντας από τις αντιλήψεις περί του δικαίου κατά την
31
νεότερη και την σύγχρονη περίοδο – και μάλιστα με εξαντλητική χρήση της
τις θεωρητικές επικυρώσεις του κυρίως από δύο στοιχεία: την ελλογότητα
Τόσο στον Πλάτωνα όσο και στον Habermas, ο τρόπος συγκρότησης του
θεμελίωση του δικαίου και της ηθικής, προϋπόθεση που συνιστά τον κύριο
άξονα του Πλάτωνα. Δεν πρέπει ωστόσο να λησμονούμε ότι μεταξύ τους
«Το δίκαιο, που είχε καταστεί πλέον απλή σύμβαση, διαχωρίστηκε από
όσο και τη διοίκηση, χωρίς ο ίδιος να δεσμεύεται από άλλους κανόνες, πλην
αυτών του « φυσικού Λόγου ». Στην κυκλική πορεία μεταξύ της εργαλειακά
δεν μπορούσε πλέον να νομιμοποιηθεί από ένα αφ’ εαυτού νόμιμο δίκαιο. Ο
δίκαιο δεν είχε υπερβεί την ιδέα ενός πρωταρχικού ανταγωνισμού δικαίου
αφήνοντας πίσω του μόνο τους δύο κίονες του πολιτικά τεθειμένου δικαίου
διευθετήσεων. Αντλεί τα στοιχεία της από το ισχύον δίκαιο, από νόμους και
εξουσιοδότησης για την κρατική παρεμβολή της νόμιμης εξουσίας. Από την
έναν περιορισμό της ανάλυσης στο πεδίο της δικαιοδοσίας. Η θεωρία του
δικαίου επεκτείνεται κατά το περιεχόμενό της τόσο στη νομοθεσία και στη
και αναπαραγωγή του δικαίου επί μέρους συστήματα, όσο και στο δικαιικό
σύστημα, υπό την ευρεία έννοια. Διακρίνεται από τη δογματική του δικαίου
λόγω της αξίωσης να συστήσει στο σύνολό της μία θεωρία της δικαιικής
τάξης. Λαμβάνει εδώ υπ’ όψιν της τις οπτικές των άλλων συμμετεχόντων,
και των δικαιικών εταίρων (τόσο ως πελατών όσο και ως πολιτών) στην
πάγια δική της εξηγητική οπτική, δηλαδή αυτή του νομικού ειδήμονα. Όπως
φανερώθηκε από την ιδέα του Ρόναλντ Ντουόρκιν για το δίκαιο, ως ένα από
λαμβάνει κατ’ αυτόν τον τρόπο υπ’ όψιν η συλλογική αυτοαντίληψη των
πρώτο λόγο, θεωρία της δικαιοσύνης και του νομικού διαλόγου » (ο.αν. σσ.
271 – 272).
και εσωτερικά αφ’ ενός με την πολιτική αφ’ ετέρου δε με την ηθική, η
ορθολογικότητα του δικαίου δεν είναι υπόθεση μόνο του δικαίου » (ο.αν,
σελ. 626).
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία
35
3. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ηθική τελείωσή τους. Υπό την αφομοίωση των ανωτέρω όρων, το άτομο
διακρίνεται για την ελευθερία, την αυτάρκεια και την ηθική της. Πρόκειται
για μία ανοικτή κοινωνία, παρά την αποδοχή του θεσμού της δουλείας,
αναπαράγει το ισχύον, απέναντι στο οποίο ίσταται κριτικά μέσα από τις
θέτει ως βασικό λήμμα ότι καθετί που υπάρχει έχει την αιτιολόγησή του σ’
αυτό για χάρη του οποίου υπάρχει∙ και το λήμμα αυτό μπορεί να νοηθεί
ως πλατύτερη σε όλα τα φυσικά όντα γενίκευση μιας αρχής, που από τον
36
καθένα γίνεται αυτονόητα παραδεκτή για την καθεαυτό ανθρώπινη τάξη
πραγμάτων∙ και εδώ ο λόγος είναι γι’ αυτήν και μόνο την τάξη
πραγμάτων. Κανένας πράγματι δεν αμφισβητεί ότι κάθε μας πράξη, με την
τις επιταγές της αρετής στην ακραία κορύφωσή της. Η επίτευξη του
την αρετή και πιο ειδικά την φρόνηση. Αποδίδεται δηλαδή στην παιδεία η
ισορροπίες ανάμεσα στο πολιτικό και στο ατομικό, διότι είναι θιασώτης της
που ονομάζεται «άνθρωπος» και ότι εξαιτίας αυτής της ιδιότητάς του
ὁμοίους εἶναι πάντας τοὺς πολίτας, οὐκ ἄν εἴη μία ἀρετή πολίτου καὶ
ἀνδρός ἀγαθοῦ. Τὴν μὲν γὰρ τοῦ σπουδαίου πολίτου δεῖ πᾶσιν ὑπάρχειν
(οὕτω γὰρ ἀρίστην ἀναγκαῖον εἶναι τὴν πόλιν), τὴν δὲ τοῦ ἀνδρός τοῦ
ακόλουθα για τον ευδαίμονα τρόπο ύπαρξης της πόλης: «Τρίτη "ειδοποιός
διαφορά" της πόλης από όλες τις άλλες συμβιωτικές κοινότητες είναι ο
"τελικός της σκοπός". Είναι ο κυριότατος από τους σκοπούς: το "εὖ ζῆν", η
πολιτική, σελ. 45 ).
ΙΙΙ. Κατά τον Αριστοτέλη, από την στιγμή που έχει εξασφαλισθεί η
πολιτικά προσόντα και ότι εκκινούν από κοινή πολιτική βάση. Οίκοθεν
στα δικαστικά, στα νομοθετικά και στα πολιτικά σώματα της πόλης, αλλά
δικάζειν ἤ περί πάντων ἤ περί τινῶν. Τις μὲν οὖν ἐστιν ὁ πολίτης, ἐκ τούτων
38
φανερόν. ὧ γάρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς και κριτικῆς, πολίτην
ἤδη λέγομεν εἶναι ταύτης τας πόλεως, πόλιν δὲ τὸ ταῶν τοιούτων πλῆθος
όσο και του πρακτικού. Συνιστά τον υπερβατολογικό εκείνο κώδικα – τον
θα καλλιεργήσει στην συνείδηση των πολιτών την θέαση του μέρους υπό το
πρίσμα της ολότητας. Μία τέτοια θέαση ωστόσο δεν επιβάλλει την
της αρετής και την αποφυγή της κακίας. Διαφορετικά, το κράτος δεν θα
ήταν παρά μια συμμαχία, η οποία θα διέφερε από οποιαδήποτε άλλη μόνο
λόγω της εγγύτητας των μελών της, ενώ ο νόμος θα αποτελούσε απλή
Αριστοτέλης ως θιασώτης της άποψης ότι η φύση – υπό την έννοια των
1
«Ὅσαι πολιτεῖαι τὸ κοινό συμφέρον σκοποῦσιν, αὗται μὲν ὀρθαί τυγχάνουσιν
40
θεσμικούς –και άρα εδραίους- όρους οι ανθρωπολογικές δυνατότητες και να
άνθρωποι και η αγωγή τους να είναι τέτοια, ώστε να τους τροφοδοτεί στην
την ύπαρξη της πόλης. Τον τελευταίο ρόλο τον αναθέτει στους δούλους και
αποτελεί η ιδιότητα του λόγου και, κατ’ επέκταση, αυτή που ονομάζεται
41
συλλήψεις ή προκύπτει κατά μία φυσική ή άμεσα πρακτική αναγκαιότητα.2
είναι «κατά φύσιν» δημιούργημα του ανθρώπου, αλλά όχι όμως υπό την
ζωική εκδοχή του ζητήματος. Είναι προϊόν της βούλησης και της
εφαρμογής τους δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έλλογη πραγμάτωση των
το «ευ ζην», δηλαδή την ηθική και πνευματική τελείωσή του. Η κανονιστική
αυτή πρόταση έχει την έδρα της – η οποία περιλαμβάνει τόσο τον πρακτικό
όσο και τον θεωρητικό Λόγο – στην πεποίθηση ότι η πόλη- κράτος ως όλον
δραστηριοτήτων της. Επίσης, στο ότι μόνο στο πλαίσιο του κράτους υπάρχει
θεσμό που τούς εξασφαλίζει τις αναγκαίες συνθήκες για μια τέτοια
2
«Φύσει μέν ἐστιν ἄνθρωπος ζῶον πολιτικόν (διὸ καὶ μηδὲν δεόμενοι ταῆς περὶ
ἀλλήλων βοηθείας [οὐκ ἔλαττον] ὀρέγονται τοῦ συζῆν), οὐ μὴν ἀλλά καὶ τὸ κοινῆ
συμφέρον συνπάγει, καθ’ ὅσον ἐπιβάλλει μέρος ἑκάστω τοῦ ζῆν καλῶς. Μάλιστα
μὲν οὖν τοῦτ’ ἐστί τέλος, καὶ κοινῆ πᾶσι καὶ χωρίς. συνέρχονται δὲ καὶ τοῦ ζῆν
ἕνεκεν αὐοτῦ καὶ συνέχουσι τὴν πολιτικήν κοινωνίαν» (Πολιτικά, 1278β).
42
δημιουργική προβολή και μάλιστα στο σύνολό τους. Το κράτος δηλαδή
μέσω της παιδείας φροντίζει για τα μέρη του, κατά κάποιο τρόπο τους
του ίδιου του εαυτού του ως δυναμικού γενικού πολιτικού μορφώματος και,
καταστατικών αρχών, και η παιδεία πρέπει να είναι κοινή για όλους τους
είναι μια απλή κοινότητα συμφερόντων. Κατά την γνώμη του, το εν λόγω
κανόνα. Στο επίπεδο του λόγου, που υπερβαίνει την απλή συμβίωση, ο
στόχος του αγαθού, της ευδαιμονίας και του ζην κατά προαίρεσιν (1280 a 31
99).
3
«Ἐπεί δ’ ἕν τὸ τέλος τῆ πόλει πάση, φανερόν ὅτι καὶ τὴν αὐτήν ἀναγκαῖον εἶναι
πάντων καὶ ταύτης τὴν ἐπιμέλειαν εἶναι κοινήν καὶ μὴ κατ’ ἰδίαν, ὅν τρόπον νῦν
ἔκαστος ἐπιμελεῖται τῶν αὑτοῦ τέκνων ἰδία τε καὶ μάθησιν ἰδίαν, ἥν ἄν δόξη,
διδάσκων. Δεῖ δὲ τῶν κοινῶν κοινήν ποιεῖσθαι καὶ τὴν ἄσκησιν» (Πολιτικά, 1337α).
43
συνεργάτη του τούς νόμους, επιδιώκει την ταύτιση της αγωγής του πολίτη
ενάρετου πολίτη με το ηθικό και ενάρετο άτομο. Παρά την ούτως ειπείν
φιλόσοφος ωστόσο είναι της άποψης ότι το ευμετάβολο του ήθους αφήνει
περιθώρια για την τελειοποίησή του αλλά και ότι δεν είναι τόσο ριζικά
περιθώριο τους δογματισμούς και αναμένει από την ίδια την ιστορική
πάντως των γενικών αρχών του περί της υφής του πολιτικού ζητήματος, ως
Πρόκειται δηλαδή για την περίπτωση κατά την οποία η τέλεια εκδήλωση
του ατόμου ή να δειχθεί ότι το άτομο μόνο μέσα στο πολιτικό πλαίσιο
του και στο ποιοτικό να γενικευθεί και να διευρύνει την εμβέλειά του,
45
Ο Αριστοτέλης ωστόσο διευκρινίζει ότι η νομοθεσία κατ’ανάγκη
πρέπει να αποβλέπει μόνον στους ίσους κατά την καταγωγή και τις
ποιότητα υπέρτερη της ισότητας ή ίσως και μη συγκρίσιμη μαζί της. Δεν θα
είμαστε έξω από τα πράγματα, εάν υποστηρίζαμε ότι είναι δύο πολιτικές
διαχειριστική αποστολή. Κριτήριο περί της αξίας ενός τέτοιου νόμου είναι ο
που δεν υπερβαίνουν το κοινό μέτρο ως προς την προσωπική αξία τους.
περιεχόμενο –και, γιατί όχι, την αποστολή- του νόμου. Ο άριστος πολίτης
θέτει ένα ποσοστό αυξημένης ευθύνης στο νομοθετικό σώμα της πολιτείας,
διότι οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάγκη της σύγκρισης. Κατά κάποιο τρόπο
η πολιτεία τίθεται ενώπιον ενός αυτοελέγχου: πώς είναι και πώς θα έπρεπε
της. Είναι η άρνηση κάθε αρνητικού. Είναι η προβολή μιας θέσης που δεν
συγχρόνως το τελολογικό όραμα της αυθεντικής ύπαρξης και ζωής και που
47