You are on page 1of 87

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Προγράμματα Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

769 - Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

1
© Copyright 2012, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Π. Ε. Πετράκης.
Η έντυπη, ηλεκτρονική και γενικά κατά οποιοδήποτε τρόπο αναπαραγωγή, δημοσίευση
ή χρησιμοποίηση όλου ή μέρους του υλικού έργου αυτού, απαγορεύεται χωρίς την
έγγραφη έγκριση του κατόχου των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου.

2
Το παρόν έντυπο αποτελεί το εκπαιδευτικό υλικό του μαθήματος “Η Αρχαία Ελληνική
και τα Μέρη του Λόγου”. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα του ηλεκτρονικού υλικού
που βρίσκεται στην πλατφόρμα και αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαιδευτικής
διαδικασίας.
Το μάθημα αποτελείται από δύο courses.
Η πρώτη διδακτική ενότητα του πρώτου course στοχεύει στο να εξοικειώσει τους
εκπαιδευόμενους με το ιστορικό γεγονός της έλευσης των ελληνικών φύλων στον
σημερινό ελλαδικό χώρο και να προσφέρει μία συνοπτική θεώρηση σχετικά με τους
σημαντικότερους σταθμούς στην πρώιμη ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
Στη δεύτερη διδακτική ενότητα του πρώτου course οι εκπαιδευόμενοι θα εισαχθούν σε
βασικά δομικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, όπως είναι τα γράμματα και
οι φθόγγοι και μελετήσουν τις βασικές κατηγοριοποιήσεις τους (φωνήεντα - σύμφωνα,
μακρά - βραχέα κτλ.). Ακολούθως, μελετάται ο τονισμός της αρχαίας ελληνικής με
σκοπό να γίνει εκμάθηση της χρήση των τριών τόνων (οξεία, βαρεία, περισπωμένη) και
των δύο πνευμάτων (ψιλή, δασεία). Στο πλαίσιο της ενότητας αυτής πρέπει να γίνει
σαφές ότι ο τονισμός της αρχαίας ελληνικής ήταν κύρια «μουσικός» (μελωδικός,
προσωδιακός) και όχι δυναμικός όπως της νέας ελληνικής. Σχετιζόταν δηλαδή κατά
βάση με το ύψος της φωνής και όχι με την έντασή της.
Στην πρώτη διδακτική ενότητα του δεύτερου course θα μελετηθούν τα τέσσερα πρώτα
κλιτά μέρη του λόγου, το άρθρο, το ουσιαστικό, το επίθετο και η αντωνυμία. Αρχικά θα
αναφερθούν προκειμένου οι σημασίες και η χρήση των τεσσάρων αυτών μερών του
λόγου, και θα δοθούν οι ορισμοί τους σε συνδυασμό με αντιπροσωπευτικά
παραδείγματα. Στη συνέχεια θα αποσαφηνιστούν τα χαρακτηριστικά τους στοιχεία,
όπως οι αριθμοί (ενικός - πληθυντικός) και η διαίρεσή τους στα τρία γένη (αρσενικό -
θηλυκό - ουδέτερο). Με τη χρήση αναλυτικών πινάκων θα επιτευχθεί η εκμάθηση των
μορφολογικών τύπων των τριών γενών στις διάφορες κλίσεις τόσο για τα ουσιαστικά
όσο και για τα επίθετα και τις αντωνυμίες.
Στη δεύτερη διδακτική ενότητα του δεύτερου course θα μελετηθούν τα τέσσερα τελευταία
από τα άκλιτα μέρη του λόγου, ο σύνδεσμος, η πρόθεση, το επίρρημα και το
επιφώνημα. Στόχος της ενότητας είναι να γίνουν κατανοητές από τους
εκπαιδευόμενους οι σημασίες και η χρήση των τεσσάρων αυτών μερών του λόγου,
πράγμα που θα επιτευχθεί με την απόδοση των ορισμών τους σε συνδυασμό με
αντιπροσωπευτικά παραδείγματα.
Τη συγγραφή του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού υλικού πραγματοποίησαν ο κ.
Αμφιλόχιος Παπαθωμάς σε συνεργασία με την κα. Αικ. Τσιούσια, εξωτερικοί
συνεργάτες του Προγράμματος Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης του
Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

COURSE 1 .................................................................................................................................. 5
ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ............. 5
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ................................................................................................. 7
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ............ 8
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ: ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ
ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ................................................................. 10
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ Π.Χ. ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΓΡΑΠΤΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ......................................... 14
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ......................... 16
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 5. ΟΙ ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ..................................................... 18
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 6. ΠΩΣ ΈΓΡΑΦΑΝ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΠΡΟΦΕΡΟΥΜΕ ΤΗΝ
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ............................................................................................. 23
ΣΥΝΟΨΗ .............................................................................................................................. 26

COURSE 1 ................................................................................................................................ 27
ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ............................................ 27
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ............................................................................................... 29
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΦΘΟΓΓΟΙ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ................................................................... 30
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΩΝ................................. 33
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΤΟΝΙΣΜΟΣ - ΒΑΣΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ ....................................... 35
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΠΝΕΥΜΑΤΑ............................................................................................ 39
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 5. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ........................... 41
ΣΥΝΟΨΗ .............................................................................................................................. 43

COURSE 2 ................................................................................................................................ 45
ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΙΚΑ ΚΛΙΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ................................... 45
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ............................................................................................... 47
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΤΟ ΆΡΘΡΟ ............................................................................................ 48
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ..................................................................................... 51
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ........................................................................................... 58
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. Η ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ ...................................................................................... 62
ΣΥΝΟΨΗ .............................................................................................................................. 68

COURSE 2 ................................................................................................................................ 69
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ............................................................................................... 71
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ .......................................................................................... 72
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΠΡΟΘΕΣΗ .............................................................................................. 80
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΕΠΙΡΡΗΜΑ ............................................................................................. 83
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΕΠΙΦΩΝΗΜΑ ........................................................................................ 86
ΣΥΝΟΨΗ .............................................................................................................................. 87

4
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

769 - Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

COURSE 1

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

5
6
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Στην παρούσα ενότητα, γίνεται προσπάθεια να εισαχθούν οι εκπαιδευόμενοι στην
εποχή κατά την οποία η αρχαία ελληνική μιλήθηκε για πρώτη φορά στον σημερινό
ελληνικό χώρο. Ο εκπαιδευόμενος έρχεται σε επαφή με την εποχή κατά την οποία τα
πρώτα ελληνικά φύλα φτάνουν στη σημερινή Ελλάδα μιλώντας μια πρώιμη μορφή της
αρχαίας ελληνικής που αποτελούσε έναν ρωμαλέο κλάδο της ινδοευρωπαϊκής
γλωσσικής οικογένειας. Θα έρθουμε σε επαφή με την πρώτη γραπτή μορφή της
αρχαίας ελληνικής, τη λεγόμενη γραμμική Β´ και θα γνωρίσουμε από κοντά τις πιο
έγκυρες θεωρίες για τη δημιουργία του ελληνικού αλφαβήτου, για την αρχαία ελληνική
γραφή και για τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους.

7
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ
ΕΛΛΑΔΑ

Σε αυτή την υποενότητα θα ασχοληθούμε με:


ˆ την κάθοδο των ελληνικών φύλων στον σημερινό ελλαδικό χώρο,
ˆ το ερώτημα αν η εποχή της μετανάστευσης αυτής μπορεί να χαρακτηριστεί ως
περίοδος ριζικών αλλαγών ή πολιτιστικής συνέχειας,
ˆ τις γλώσσες που προϋπήρχαν στον ελληνικό χώρο και τα προελληνικά γλωσσικά
στοιχεία που εισήλθαν στην αρχαία ελληνική.

1.1 Η μετανάστευση των Ελλήνων στη σημερινή Ελλάδα

Ελληνόφωνοι πληθυσμοί της μεγάλης ινδοευρωπαϊκής οικογένειας μετανάστευσαν


στον σημερινό ελληνικό χώρο κατά το τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετίας και αναμίχθηκε με
προελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν εκεί, μαζί με τους οποίους
συνδιαμόρφωσαν αυτό που σήμερα αποκαλούμε αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Στον
ελλαδικό χώρο είχαν προηγηθεί οι φορείς της γεωργικής επανάστασης της ύστερης
μεσολιθικής και της νεολιθικής εποχής και, στη συνέχεια, οι λαοί που δημιούργησαν τον
πρωτοελλαδικό, τον κυκλαδικό και τον μινωικό πολιτισμό.
Η πληθυσμιακή αύτη μετακίνηση ήταν μεγάλης κλίμακας και υπήρξε γεγονός με
μεγάλες ιστορικές προεκτάσεις. Δεν φαίνεται να συνοδεύτηκε παντού από
καταστροφές, παρ' όλο που τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν κάποια βίαια
επεισόδια κατά τη διάρκεια των προαναφερθέντων εισβολών. Η πληθυσμιακή και
πολιτισμική μείξη μεταξύ των νεοφερμένων πρωτοελλήνων και των προελλήνων
οδήγησε στην γένεση αυτού που αποκαλούμε αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

1.2 Η εποχή της καθόδου - Τα προελληνικά φύλα

Τα ελληνικά φύλα κατήλθαν στον σημερινό ελληνικό χώρο τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Η
ακριβής εποχή της καθόδου τους δεν μπορεί να προσδιοριστεί, ωστόσο, με ακρίβεια.
Δεν θα είμαστε μακριά από την πραγματικότητα αν υποθέταμε ότι τα ιωνικά και αχαϊκά
φύλα κατέβηκαν στην Ελλάδα περίπου τον 19ο αι. π.Χ., ενώ τα δωρικά τον 12ο αι. π.Χ.
Εκεί βρήκαν αναμφίβολα προελληνικά φύλα, όπως τους Πελασγούς στη Θεσσαλία και
την Αρκαδία, τους Λέλεγες στην Λοκρίδα, Ακαρνανία, Βοιωτία, Εύβοια, Λακωνία και
στις Κυκλάδες, τους Κάρες στις Κυκλάδες και την Κρήτη. Τα ελληνικά φύλα αναμίχθηκαν
8
με τους πληθυσμούς που βρήκαν στους τόπους που έφτασαν, πράγμα που άφησε
ισχυρά λεξιλογικά σημάδια και στην ελληνική γλώσσα.

1.3 Η μετανάστευση των ελληνικών φύλων: Εποχή ριζικών αλλαγών ή


πολιτιστικής συνέχειας;
Όπως είδαμε στο προηγούμενο εδάφιο, κατά την παραδοσιακή άποψη -που στηρίζεται
σε μεγάλο μέρος και στις αρχαίες παραδόσεις- υπήρξαν διαδοχικά μεταναστευτικά
κύματα ελληνικών φύλων, όπως των Αχαιών, των Δωριέων, των Ιώνων, οι οποίες
εισήγαγαν τις ελληνικές διαλέκτους στον ελληνικό χώρο. Σύμφωνα με αυτές τις θεωρίες,
τα κύματα αυτά είχαν, τουλάχιστον εν μέρει, τον χαρακτήρα εισβολής και συνδέονται με
καταστροφές και άλλες αλλαγές στον υλικό πολιτισμό που παρατηρούνται περίπου το
2200 π.Χ., το 1600 π.Χ. καθώς και το 1200 π.Χ., εποχή κατά την οποία καταστρέφεται ο
μυκηναϊκός πολιτισμός.
Ωστόσο, κατ΄ άλλους μελετητές, οι αρχαιολογικές μαρτυρίες δεν μπορούν να
στηρίξουν ικανοποιητικά τις θεωρίες αυτές και κατά συνέπεια πρέπει να θέσουμε υπό
αμφισβήτηση το ότι υπήρξαν ριζικές τομές, μαζικές μεταναστεύσεις πληθυσμών και
μεγάλης έκτασης καταστροφές. Σύμφωνα με αυτή τη θέση, πρέπει να υποθέσουμε ότι
υπήρξε πολιτιστική συνέχεια με κάποιου είδους μεγαλύτερες αλλαγές στο τέλος της
νεολιθικής εποχής και στην ύστερη εποχή του χαλκού.

1.4 Προελληνικές λέξεις


Πρόκειται για λέξεις που δεν ανήκουν στην ελληνική γλώσσα και γενικότερα
ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών, αλλά εισήλθαν στην αρχαία ελληνική από το
προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα που βρήκαν οι αρχαίοι Έλληνες όταν έφτασαν
στον σημερινό ελληνικό χώρο. Στις λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται επιθήματα που δεν
απαντούν στην ελληνική (π.χ. το –ινθος στο λαβύρινθος) ή αναφέρονται σε πράγματα
ή ιδέες που δεν ήταν γνωστά στα πρώτα ελληνικά.
Στις προελληνικές λέξεις ανήκουν:
1. Ονόματα νησιών, βουνών, ποταμών, φυτών, ζώων -π.χ. Νάξος, Κρήτη, Λέσβος,
Όλυμπος, Ιλισός, σέλινον, δάφνη, γαλέος, φακή, συκέα.
2. Ονόματα θεοτήτων -π.χ. Απόλλων, Αθηνά.
3. Λέξεις με τεχνική σημασία και ονόματα μετάλλων -π.χ. μέγαρον, θάλαμος,
χαλκός, χρυσός.
4. Λέξεις με πολιτική σημασία -π.χ. τύραννος, βασιλεύς, ειρήνη.

9
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ: ΜΙΑ ΠΟΛΥ
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

Σε αυτή την υποενότητα θα ασχοληθούμε με:


ˆ την κοινή καταγωγή των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών,
ˆ τις άλλες γλώσσες που ανήκουν στην ινδοευρωπαική οικογένεια, και
ˆ μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχαίας ελληνικής.

2.1 Εισαγωγή

Σήμερα μιλιούνται στην Ευρώπη και την Ασία πολλές γλώσσες, μια εκ των οποίων και η
νέα ελληνική, που έχουν τόσες σημαντικές δομικές και λεξιλογικές ομοιότητες ώστε
είμαστε σίγουροι ότι προέρχονται από μία και μόνη γλώσσα που κάποτε υπήρξε ο
κοινός πρόγονος όλων αυτών των γλωσσών. Αν τώρα στρέψουμε τη ματιά μας στο
παρελθόν, θα βρούμε και νεκρές γλώσσες που έχουν ομοιότητες σαν και αυτές που
περιγράψαμε.
Τέτοιες γλώσσες, ζωντανές και νεκρές, που ανήκουν στην ίδια οικογένεια με την
ελληνική είναι π.χ. η ιταλική, η γερμανική, η κελτική, η αλβανική, οι βαλτοσλαβικές
γλώσσες, η ινδοϊρανική, η χεττιτική, η αρμενιακή και η τοχαρική (σχετικά βλέπε
αναλυτικότερα και στη συνέχεια).

2.2 Η κοινή καταγωγή των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών: η ινδοευρωπαϊκή


πρωτόγλωσσα

Προχωρώντας στην ανάλυση των γλωσσών αυτών διαπιστώνουμε ότι τα κοινά τους
στοιχεία είναι πολλά και αφορούν σε συστηματικές δομικές ομοιότητες φωνολογικού,

10
μορφολογικού, συντακτικού, σημασιολογικού και λεξιλογικού χαρακτήρα1. Οι
ομοιότητες εξηγούνται αν υποθέτουμε ότι προέρχονται όλες από μια κοινή υποθετική
πρωτόγλωσσα, που έχει χαθεί στο μεταξύ και την οποία ονομάζουμε συμβατικά
ινδοευρωπαϊκή. Η ινδοευρωπαϊκή, η οποία ονομάζεται κάποτε και ινδογερμανική και
σπανιότερα ιαπετική2, πρέπει να δημιουργήθηκε πριν πέντε ή περισσότερες χιλιάδες
χρόνια3 και μιλιόταν υποθετικά από έναν λαό, τους Ινδοευρωπαίους. Περισσότερα από
τέσσερεις χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή μας οι Ινδοευρωπαίοι χωρίστηκαν και
διασκορπίστηκαν σε πάμπολλες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, με αποτέλεσμα
να διασπασθεί η πρωτόγλωσσα αυτή. Τούτο προκύπτει από το ότι έχουμε την δεύτερη
χιλιετία π.Χ. τις πρώτες ιστορικές-επιγραφικές μαρτυρίες από επί μέρους γλώσσες,
όπως την ελληνική, τη χεττιτική και την αρχαία ινδική, που προέκυψαν από τη διάσπαση
αυτή.
Η χρονολόγηση αυτή είναι βέβαια υποθετική, προκύπτει ωστόσο από σημαντικό
αριθμό επί μέρους ενδείξεων. Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, η πρωτογενής
ινδοευρωπαϊκή ενότητα πρέπει να διασπάστηκε μετά την έναρξη της εποχής του χαλκού
και πριν την έναρξη της εποχής του σιδήρου, αφού η λέξη που δηλώνει τον χαλκό, δηλ.

1 Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα ομοιοτήτων λεξιλογικού χαρακτήρα, πβ. τις λέξεις pitar στην αρχαία
ινδική, πατήρ στην αρχαία ελληνική και pater στην λατινική. Και οι τρεις λέξεις έχουν την σημασία
“πατέρας”.

2Ο όρος ινδοευρωπαϊκή γλώσσα είναι περιγραφικός γεωγραφικός και στηρίζεται στο ότι η ινδοευρωπαϊκή
μιλήθηκε από τις Ινδίες ως την Ευρώπη. Μειονεκτήματα του όρου αυτού, ο οποίος παρόλαυτά είναι ο πιο
δόκιμος, είναι α) ότι στον χώρο που περιλαμβάνει μιλήθηκαν και μιλιούνται και πολλές μη ινδοευρωπαϊκές
γλώσσες (στην Ευρώπη π.χ. η βασκική, η ουγγρική, η τουρκική και η φιλανδική), β) ότι ινδοευρωπαϊκές
γλώσσες μιλιούνται πλέον σε όλη την υφήλιο.
Ο όρος ινδογερμανική χρησιμοποιήθηκε από γερμανούς κυρίως γλωσσολόγους και βασίζεται στην
παραδοχή ότι η ινδοευρωπαϊκή μιλήθηκε από την Ινδία στα ανατολικά ως την γερμανόφωνη Ισλανδία στα
δυτικά. Σήμερα γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι το δυτικότερο σημείο αρχαίας επέκτασης της γλώσσας ήταν η
κελτική Ιρλανδία, οπότε ο όρος ινδοκελτική θα ήταν ίσως δόκιμος -αλλά όχι πλέον ο όρος ινδογερμανική.
Ο όρος ιαπετική χρησιμοποιήθηκε από Έλληνες επιστήμονες (όπως π.χ. τον περίφημο γλωσσολόγο
Χατζηδάκη) και προέρχεται από τον μυθικό Ιαπετό, τον γιο του Ουρανού και της Γαίας, προγόνου του
ανθρώπου σύμφωνα με τη μυθολογία. Δεν κατόρθωσε να κερδίσει έδαφος στη διεθνή βιβλιογραφία.

3Οι πρώτες αρχές της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής ενότητας τοποθετούνται από πολλούς μελετητές γύρω
στο 4000–3000 π.Χ. Άλλοι μελετητές τοποθετούν αυτή την απαρχή πολύ νωρίτερα, γύρω στο 7000 π.Χ.

11
η λέξη *ayes-, ανήκει στο πρωτολεξιλόγιο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, ενώ τούτο
δεν ισχύει για κάποια αντίστοιχη λέξη που να δηλώνει τον σίδηρο.

2.2.1 Χαρακτηριστικά της ινδοευρωπαϊκής

Η ινδοευρωπαϊκή ανήκε στις λεγόμενες κλιτές ή σύνθετες γλώσσες. Τούτο σημαίνει ότι η
ρίζα της εκάστοτε λέξης πλαισιώνεται από διάφορα προσφύματα (προθήματα,
ενθήματα, επιθήματα), από ριζικές επαυξήσεις ή σχηματιστικά στοιχεία του θέματος,
καθώς και από καταλήξεις.

2.2.2 Η πολιτισμική και ιστορική σημασία της ινδοευρωπαϊκής

Η σημασία της ινδοευρωπαϊκής στην ιστορία του πολιτισμού είναι τεράστια. Αφενός
υπήρξε η μητέρα-γλώσσα σημαντικών λαών που διακρίθηκαν για τα πολιτισμικά
επιτεύγματά τους τόσο στην αρχαιότητα και το μεσαίωνα όσο και στη σημερινή εποχή,
αφετέρου υπήρξε η μήτρα πάμπολλων γλωσσών που μιλιούνται σήμερα από
περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους και μάλιστα στα οικονομικώς και
πολιτικοστρατιωτικώς πιο ανεπτυγμένα κράτη του κόσμου.

2.3 Γλώσσες που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια

Οι σημαντικότερες πολιτισμικά γλώσσες της αρχαιότητας που προέκυψαν από τη


διάσπαση της ινδοευρωπαϊκής είναι η αρχαία ελληνική και η λατινική. Από τη λατινική
προέρχονται και πολλές σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες, οι λεγόμενες νεολατινικές,
όπως η ιταλική, η γαλλική, η ισπανική και η πορτογαλική. Άλλες σημαντικές
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι:
¾ η αρχαία ινδική, η οποία είναι γνωστή και με το όνομα σανσκριτική,
¾ η οικογένεια των κελτικών γλωσσών (η γαλατική, η ιρλανδική, η βρετονική, η
ουαλική),
¾ η οικογένεια των τευτονικών γλωσσών (η γερμανική, η αγγλική, η ολλανδική, η
νορβηγική, η σουηδική, η δανική καθώς και η νεκρή πλέον γοτθική),
¾ η οικογένεια των σλαβικών γλωσσών (η ρωσική, η ουκρανική, η πολωνική, η
τσεχική, η σερβοκροατική, η βουλγαρική),
¾ η οικογένεια των βαλτικών γλωσσών (η λιθουανική, η λετονική),
¾ η νεκρή πλέον χεττιτική, η επίσης νεκρή τοχαρική,
¾ η αρχαία και η νέα ιρανική,
¾ η αρμενική,
12
¾ η αλβανική,
¾ και βεβαίως η δική μας γλώσσα, η νέα ελληνική.

2.4 Η αρχαία ελληνική και οι περίοδοί της

Τα αρχαία ελληνικά είναι μια από τις ιστορικά και πολιτισμικά σημαντικότερες αρχαίες
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, κατά πολλούς μάλιστα η σημαντικότερη. Σε σχέση προς τη
νέα ελληνική, η αρχαία μας γλώσσα είναι λιγότερο αναλυτική και περισσότερο
συνθετική ενώ έχει και μια πολύ πιο πλούσια κλίση. Στην αρχαία ελληνική, μάλιστα,
υπάρχει και μια πτώση παραπάνω που στα νέα ελληνικά έχει χαθεί, η δοτική, π.χ. αντί
να πούμε διδασκάλῳ λέμε στα νέα ελληνικά στον δάσκαλο. Αντί δηλαδή για μια λέξη
χρησιμοποιούμε μια εμπρόθετη φράση (σε + άρθρο + αιτιατική).
Από πλευράς αρχαιότητας των μαρτυριών η αρχαία ελληνική είναι η δεύτερη
αρχαιότερη γλώσσα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας. Μαρτυρείται για πρώτη φορά
στη μορφή της Γραμμικής Β´ στις πινακίδες της Κνωσού γύρω στο 1400 π.Χ. περίπου.
Αρχαιότερες μαρτυρίες έχει να επιδείξει μόνο η Χεττιτική, με κείμενα που χρονολογούνται
περίπου στο 1700 π.Χ. Η διαμόρφωση της αρχαίας ελληνικής ως ξεχωριστής γλώσσας
στο πλαίσιο της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής ενότητας αποτελεί το πρώτο και
σημαντικότερο σημείο της ιστορίας της.
Αν θα θέλαμε να περιοδοποιήσουμε την ιστορία της ελληνικής θα την χωρίζαμε στις
εξής περιόδους:
1) Πρωτοελληνική, την πρώιμη δηλαδή περίοδο κατά την οποία η γλώσσα δεν είχε
ακόμη χωριστεί σε διαλέκτους. Πιθανόν η περίοδος αυτή να φτάνει ως το 1400 π.Χ.
2) Κυρίως αρχαία ελληνική, περίπου 1400 π.Χ. – περίπου 300 π.Χ.
3) Ελληνιστική κοινή, περίπου 300 π.Χ. – 30 π.Χ.
4) Ελληνική της αυτοκρατορικής περιόδου και της ύστερης αρχαιότητας, 30 π.Χ. –
περίπου 6ος αιώνας μ.Χ.
5) Μεσαιωνική ελληνική, 6ος αιώνας μ.Χ. – περίπου 1453 μ.Χ.
6) Ελληνική της τουρκοκρατίας 1453 μ.Χ. – περίπου 1830 μ.Χ.
7) Νεότερη ελληνική, περίπου 1830 – σήμερα.

13
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ Π.Χ.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΓΡΑΠΤΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Σε αυτή την υποενότητα θα ασχοληθούμε με την γλωσσική πραγματικότητα στον


ελληνικό κόσμο κατά τη δεύτερη χιλιετία και με δύο από τις πιο πρώιμες γραπτές
μορφές της αρχαίας ελληνικής, την γραμμική B´, και το κυπριακό συλλαβάριο.

3.1 Η μινωική γραφή

Η μινωική γραφή αποτελεί την αρχαιότερη γραφή του σημερινού ελλαδικού χώρου, δεν
έχει ωστόσο αποκρυπτογραφηθεί και δεν γνωρίζουμε τον χαρακτήρα της. Απαντά από
την αρχή της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. μέχρι τον 17ο αι. π.Χ. σε σφραγιδόλιθους. Είναι
ιερογλυφική-εικονογραφική γραφή, δεν ταυτίζεται όμως με την ιερογλυφική που υπήρχε
την ίδια εποχή στην Αίγυπτο και έχει ήδη αποκρυπτογραφηθεί. Έτσι, δεν γνωρίζουμε αν
τα σύμβολά της αποτελούν εικονογραφημένα αντικείμενα ή ηχητικές αξίες, δηλαδή
εικονογράμματα ή ιδεογράμματα. Από τον 19ο αι. π.Χ. εμφανίζεται παράλληλα με την
ιερογλυφική και ένα δεύτερο σύστημα γραφής, η γραμμική Α´ η οποία παραμένει
δυστυχώς επίσης μυστηριώδης και δίχως αποκρυπτογράφηση. Σε αυτή τη γραφή, η
οποία χρησιμοποιεί περίπου 100 σημεία που αποδίδουν μάλλον συλλαβές, έχουν
γραφτεί οι περίφημες πήλινες πινακίδες των μινωικών ανακτόρων που έχουν σωθεί ως
τις μέρες μας.

3.2 Η μυκηναϊκή ελληνική και η γραμμική Β´

Από τα τέλη του 15ου αι. π.Χ. απαντά η πρώτη γραφή για την οποία μπορεί να ειπωθεί
με σιγουριά ότι πρόκειται για γραπτή μορφή της ελληνικής. Πρόκειται για τη λεγόμενη
μυκηναϊκή ή γραμμική B´ που αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 από τον άγγλο M. Ventris.
Οι πινακίδες της Γραμμικής Β´ που έχουν σωθεί ως τις μέρες μας περιέχουν καταλόγους
προσώπων ή πραγμάτων ή λογιστικά κατάστιχα. Στις πινακίδες αυτές ανιχνεύουμε
πλείστα στοιχεία της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και του αρχαίου ελληνικού
πολιτισμού, όπως τα γνωρίζουμε από τα μεταγενέστερα κείμενα της αρχαϊκής και της
κλασικής περιόδου.

14
3.2.1 Η σχέση της μυκηναϊκής με τις γνωστές ελληνικές διαλέκτους

Η θέση της μυκηναϊκής στον διαλεκτικό «χάρτη» της αρχαίας Ελληνικής δεν είναι
ξεκάθαρη. Σε αρκετές εργασίες συσχετίζεται με τις λεγόμενες νότιες διαλέκτους, ενώ
άλλοι πιστεύουν ότι προήλθε απευθείας από την αιολική διάλεκτο. Σε κάθε περίπτωση, η
μυκηναϊκή δεν ταυτίζεται με κάποια διάλεκτο της ιστορικής εποχής, τις οποίες θα δούμε
περιληπτικά πιο κάτω. Παρουσιάζει πολλές σχέσεις με την αρκαδοκυπριακή και την
αιολική, χωρίς να λείπουν, ωστόσο, και τα κοινά σημεία με την ιωνική-αττική διάλεκτο.
Ελάχιστα ή και ανύπαρκτα είναι τα κοινά της στοιχεία με τη δωρική. Όπως και να έχει, το
θέμα της εξακρίβωσης των σχέσεων της μυκηναϊκής με τις άλλες ελληνικές διαλέκτους
παραμένει χώρος προς περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση.

3.2.2 Τα χαρακτηριστικά της γραμμικής Β´

Το σύστημα της γραμμικής Β´ συγκροτείται από 88 συλλαβογράμματα, εκ των οποίων


περισσότερα από τα μισά (περίπου τα πενήντα) μοιάζουν με σημεία της γραμμικής A´.
Δεν είναι, ωστόσο, γνωστό αν έχουν την ίδια φωνητική αξία ή απλώς μοιάζουν γιατί το
μινωικό σύστημα γραφής ενέπνευσε τους δημιουργούς της γραμμικής Β´ κατά τη
δημιουργία των συλλαβογραμμάτων τους. Εκτός από τα συλλαβογράμματα έχουμε και
περίπου 260 ιδεογράμματα που αποτελούν κατά κάποιο τρόπο σχεδιάσματα των
αντικειμένων που περιγράφουν. Επιπλέον, έχουμε πέντε σημεία του δεκαδικού
συστήματος και 11 σημεία που δηλώνουν μονάδες μέτρησης βάρους και
χωρητικότητας υγρών και στερεών.

3.3 Το κυπριακό συλλαβάριο

Τα πρώτα δείγματα γραφής στην Κύπρο εμφανίζονται τον 16ο αιώνα π.Χ. Την περίοδο
αυτή φαίνεται ότι χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικά συστήματα γραφής, το λεγόμενο
κυπρομινωικό 1 (16ος – 11ος αι. π.Χ.) και το κυπρομινωικό 2 (13ος και 12ος αι. π.Χ.). Τα δύο
αυτά συστήματα γραφής δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί ακόμη.
Κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. εμφανίζεται ως κυρίαρχο σύστημα γραφής το κυπριακό
συλλαβάριο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την καταγραφή της ελληνικής κυπριακής
διαλέκτου, αλλά και μιας άγνωστής μας γλώσσας που ονομάζεται συμβατικά
ετεοκυπριακή. Το κυπριακό συλλαβάριο είναι ένα συλλαβικό σύστημα, ανάλογο της
γραμμικής B´. Τα συλλαβογράμματα είναι απλοί γραμμικοί χαρακτήρες, χωρίς εικονικό
περιεχόμενο. Κείμενα στο κυπριακό συλλαβάριο σώζονται από το 800 π.Χ. έως τον 3ο
αι. π.Χ. Τα κείμενα σε αυτήν τη γραφή πληθαίνουν από τον 6ο αι. π.Χ. και γίνονται
15
πραγματικά πολλά την τελευταία περίοδο χρησιμοποίησής του (οι περισσότερες
επιγραφές σε αυτό το σύστημα γραφής προέρχονται από την περίοδο 400 – 325 π.Χ.).
Στις αδυναμίες του κυπριακού συλλαβαρίου ως συστήματος γραφής περιλαμβάνεται η
μη δήλωση της μακρότητας των φωνηέντων, της ηχηρότητας και της δασύτητας των
συμφώνων και των διπλών συμφώνων.
Εν μέρει το κυπριακό συλλαβάριο χρησιμοποιήθηκε παράλληλα με την αλφαβητική
γραφή, η οποία τελικά κυριάρχησε στο νησί.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ

Σε αυτή την υποενότητα θα ασχοληθούμε με:


ˆ τα χαρακτηριστικά του ελληνικού αλφαβήτου,
ˆ την προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου, και
ˆ την εποχή που αυτό δημιουργήθηκε και άρχισε να χρησιμοποιείται στην Ελλάδα.

4.1 Ορισμός

Με τον όρο ελληνικό αλφάβητο εννοούμε το αλφάβητο που διαμορφώθηκε από τους
Έλληνες σε κάποιο χρονικό σημείο μεταξύ της μυκηναϊκής και της γεωμετρικής εποχής.

4.2 Χρόνος δημιουργίας του ελληνικού αλφαβήτου

Το ελληνικό αλφάβητο πρέπει να είχε δημιουργηθεί και εισαχθεί στον ελληνικό χώρο
κάπου μεταξύ του 11ου ή πιθανότερα του 10ου και του 9ου αι. π.Χ. Σε κάθε περίπτωση
πρέπει να δημιουργήθηκε το αργότερο τον 9ο αι. π. Χ. αφού αφενός ήδη στον όψιμο 8ο
αι. π.Χ. έχουμε την περίφημη επιγραφή του Διπύλου στην οποία το αλφάβητό μας
φαίνεται να έχει φτάσει σε μια πολύ αναπτυγμένη μορφή που προϋποθέτει ήδη μακρά
χρήση και αφετέρου οι Χαλκιδείς μεταφέρουν τον 8ο αι. π.Χ. στην Ιταλία μια μορφή του
ελληνικού αλφαβήτου, τον λεγόμενο δυτικό τύπο, που πιθανότατα μετεξελίχθηκε στο
γνωστό μας λατινικό αλφάβητο.

16
4.3 Προέλευση και δημιουργία του ελληνικού αλφαβήτου

Οι Έλληνες φαίνεται ότι δανείστηκαν τα σημαντικά τμήματα αυτού που αργότερα


ονομάστηκε ελληνικό αλφάβητο, κυρίως τα σύμφωνα, από το βορειοσημιτικό σύστημα
γραφής, δηλαδή το φοινικικό, και δημιούργησαν ένα δικό τους αλφάβητο
προσθέτοντας φωνήεντα. Οι Φοίνικες4 χρησιμοποιούσαν ένα αλφαβητικό σύστημα
καταγραφής της γλώσσας τους που απαρτιζόταν από 22 γράμματα. Τα γράμματα
αυτά δήλωναν όμως μόνο τα σύμφωνα της φοινικικής και όχι τα φωνήεντα. Το νέο
σύστημα που καθιέρωσαν οι Έλληνες για το αλφάβητό τους είχε το πρωτοποριακό
χαρακτηριστικό ότι κάθε γράμμα απέδιδε έναν φθόγγο, και ήταν το πρώτο συστηματικό
φωνολογικό αλφάβητο της ανθρωπότητας. Περιείχε σημεία όχι μόνο για τα σύμφωνα,
αλλά και για τα φωνήεντα.
Είναι χαρακτηριστικό για την επιτυχία του νέου συστήματος ότι και σημιτικές γλώσσες
που χρησιμοποίησαν το φοινικικό αλφάβητο, όπως τα εβραϊκά, προσέθεσαν αργότερα
φωνήεντα στα υπάρχοντα σύμφωνα, ενώ γλώσσες όπως τα αραβικά προσέθεσαν
αργότερα πάνω και κάτω από το σώμα των γραμμάτων (τα οποία απεικονίζουν
πάντοτε σύμφωνα) τελίτσες, ώστε να αποδίδουν τα φωνήεντα.

4.3.1 Λόγοι που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι το φοινικικό αλφάβητο υπήρξε πηγή
έμπνευσης για το ελληνικό

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου και το ερώτημα
αν προέρχεται όντως από το φοινικικό έχει απασχολήσει πολύ την επιστήμη, αλλά και
την ευρύτερη κοινή γνώμη της Ελλάδας με τρόπο όχι πάντοτε επιστημονικό. Η
προέλευση από το βορειοσημιτικό σύστημα γραφής προκύπτει από τη μορφή των
γραμμάτων, που αποτελούν εξελιγμένη μορφή αυτών του φοινικικού, από την τάξη των

4Οι Φοίνικες ήταν ένα ναυτικός και εμπορικός λαός που κατοικούσε στην ανατολική Μεσόγειο και μιλούσε
μια σημιτική γλώσσα, δηλαδή μια γλώσσα που ανήκε στην ίδια γλωσσική οικογένεια με τα εβραϊκά, τα
αραμαϊκά και τα αραβικά. Ζούσαν σε σημαντικές πόλεις των ανατολικών παραλίων της Μεσογείου όπως η
Τύρος, η Σιδώνα, και υπήρξαν ιδρυτές της Καρχηδόνας.

17
γραμμάτων στο αλφάβητο και από τη χρήση των γραμμάτων ως αριθμών που
ταυτίζονται με αυτά του φοινικικού, αλλά και από τα ίδια τα ονόματα των ελληνικών
γραμμάτων, που δεν είναι ελληνικής ή γενικότερα ινδοευρωπαϊκής προελεύσεως αλλά
σημιτικής, π.χ. aleph – άλφα (βους), beth – βήτα (οικία), gimel – γάμμα (καμήλα).
Πρέπει βέβαια να τονίσουμε ότι οι Έλληνες πήραν το αρχικό υλικό και το διαμόρφωσαν
με τρόπο ιδιαιτέρως ρηξικέλευθο και απαιτητικό δημιουργώντας από ένα σημαντικό,
πλην όμως ατελές -και για τις απαιτήσεις μιας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας- μάλλον
ανεπαρκές σύστημα γραφής.

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 5. ΟΙ ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ

Σε αυτή την υποενότητα θα ασχοληθούμε με:


ˆ τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους, δηλαδή
9 την ανατολική ομάδα,
9 τη δυτική ομάδα,
ˆ τις βορειοδυτικές διαλέκτους και την αιολική ομάδα,
ˆ με τις διαφορές μεταξύ ανατολικών και δυτικών διαλέκτων,
ˆ πιο κοντά με την ιωνική-αττική διάλεκτο,
ˆ τις σχέσεις διαλέκτων και αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας,
ˆ τον τρόπο και τις συνθήκες που εξαφανίστηκαν οι αρχαίες διάλεκτοι.

5.1 Εισαγωγή

Για τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους έχουμε δυστυχώς ελάχιστες πληροφορίες που
προέρχονται από γραπτά κείμενα, δηλαδή από επιγραφές, λογοτεχνικά και άλλα
γραμματειακά είδη. Δυστυχώς δεν μας έχει σωθεί καμιά πληροφορία προφορικού
χαρακτήρα. Επιπλέον οι πληροφορίες που έχουμε για τις εκάστοτε διαλέκτους είναι
άνισα κατανεμημένες: για την αττική διάλεκτο έχουμε πάμπολλες πληροφορίες από
πάρα πολλά κείμενα. Για άλλες διαλέκτους πάλι, οι πληροφορίες μας είναι ελάχιστες.
Στην παρούσα υποενότητα θα δούμε σύντομα την κατηγοριοποίηση των αρχαίων
ελληνικών διαλέκτων και θα αναφερθούμε σε κάποια βασικά χαρακτηριστικά
ορισμένων από αυτές.

18
5.2 Κατηγοριοποίηση των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων

Οι αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι χωρίζονται σε τρεις ομάδες,


¾ την ανατολική ομάδα που περιλαμβάνει την αττική, την ιωνική και την
αρκαδοκυπριακή διάλεκτο,
¾ τη δυτική ομάδα που περιλαμβάνει τις δωρικές διαλέκτους (π.χ. αυτές τις
Λακωνίας, της Θήρας, των Δωδεκανήσων κτλ.) και
¾ τις βορειοδυτικές διαλέκτους, και την αιολική ομάδα που περιλαμβάνει της
διαλέκτους της Λέσβου, της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Η θεσσαλική διάλεκτος
χωρίζεται πάλι στις υποδιαλέκτους της Πελασγιώτιδας (περίπου η περιοχή της
σημερινής Λάρισας), της Θεσσαλιώτιδας (Κιέριο, Φάρσαλα) και της Ιστιαιώτιδας
(Ματρόπολη).
Υπάρχουν βεβαίως και αρκετές αποκλίνουσες ομαδοποιήσεις, όπως, π.χ., η υπόθεση
ότι η αιολική και η αρκαδο-κυπριακή ανήκουν σε μία ευρύτερη διαλεκτική ομάδα, τη
λεγόμενη κεντρική, η οποία ως διαλεκτική ομάδα εκλαμβάνεται ως ανεξάρτητη από τη
δυτική και την ανατολική ή ιωνική-αττική.

5.3 Διαφορές μεταξύ ανατολικών και δυτικών διαλέκτων

Οι δύο μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ των ανατολικών και των δυτικών διαλέκτων της
αρχαίας ελληνικής είναι οι εξής: Η βασική διαφορά είναι ότι στα σημεία που οι
ανατολικές έχουν –σι, οι δυτικές έχουν –τι, π.χ. το γ´ ενικό του ρήματος δίδωμι είναι
δίδωσι στις ανατολικές και δίδωτι στις δυτικές διαλέκτους. Η δεύτερη μεγάλη διαφορά
είναι ότι εκεί που στις ανατολικές διαλέκτους έχουμε μακρό η, στις δυτικές έχουμε μακρό
α, π.χ. μήτηρ (ανατολικές διάλεκτοι), μάτηρ (δυτικές διάλεκτοι).
Άλλες διαφορές:
¾ Στις δυτικές διαλέκτους διατηρήθηκε το δίγαμμα (F), που προφερόταν σαν τον
πρώτο φθόγγο της αγγλικής λέξης what, ενώ στις ανατολικές χάθηκε πολύ
νωρίς.
¾ Σε μια πολύ σημαντική ανατολική διάλεκτο, συγκεκριμένα στην ιωνική, χάθηκε
νωρίς ο φθόγγος h. Δηλαδή, ενώ π.χ. στις δυτικές διαλέκτους και στις λοιπές
ανατολικές το οριστικό άρθρο στο αρσενικό και θηλυκό γραφόταν ὁ, ἡ και
προφερόταν /ho/, /hee/, στην ιωνική γραφόταν ὀ, ἠ και προφερόταν /o/, /ee/.

19
¾ Επίσης το απαρέμφατο (ένα ρηματικό ουσιαστικό που υπάρχει στα αρχαία
ελληνικά) έχει στις ανατολικές διαλέκτους την κατάληξη –ναι (π.χ. δοῦναι), αλλά
στις δυτικές διαλέκτους την κατάληξη –μεν, -μειν (δόμεν, δόμειν).
¾ Στις ανατολικές διαλέκτους το οριστικό άρθρο στον πληθυντικό αρσενικού και
θηλυκού έχει τη γνωστή μορφή οἱ/αἱ. Στις δυτικές έχει αντίθετα τη μορφή τοι/ται.
¾ Στο επίπεδο των επιμέρους λέξεων παρατηρούμε συχνά διαφορές, π.χ. οι λέξεις
βούλομαι, πρῶτος, ὅτε (όταν), πότε των ανατολικών διαλέκτων έχουν τη μορφή
δείλομαι, πρᾶτος, ὅκα, πόκα στις δυτικές διαλέκτους.
Γενικά οι αρχαίες ανατολικές διάλεκτοι είναι πιο κοντά στα νέα ελληνικά από ό,τι οι
αρχαίες δυτικές διάλεκτοι.

5.4 Ιωνική-Αττική διάλεκτος

Η ιωνική-αττική διάλεκτος έχει αρκετές διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με τις υπόλοιπες


διαλέκτους. Εδώ περιοριζόμαστε να αναφέρουμε δύο βασικά χαρακτηριστικά της.
¾ Το μακρό α τρέπεται στην ιωνική-αττική σε η, π.χ. δᾶμος Æ δῆμος. Μόνο στην
αττική διάλεκτο εμφανίζεται το μακρό α (το οποίο δεν τρέπεται σε η) μετά τα ρ, ι και
ε. Γι’ αυτό και στην αττική διάλεκτο έχουμε τύπους όπως χώρα, γενεά, οἰκία. Το
πιθανότερο είναι ότι το αρχικό μακρό α τράπηκε αρχικά σε πρόσθιο μακρό α, το
οποίο στην αττική (σε αντίθεση προς την ιωνική) μετά από ρ, ι και ε ξανατράπηκε
σε μακρό α.
¾ Το δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό είναι η σίγαση του δίγαμμα. Πρόκειται για
ιδιαίτερο φώνημα της ελληνικής, που παρουσιάζεται ως F (= /w/). Στην μυκηναϊκή
ελληνική ήταν σε κανονικότατη χρήση και γραφόταν κανονικά. Στην ιωνική-αττική
διάλεκτο το δίγαμμα σιγήθηκε από πολύ νωρίς, γύρω στο 800 π.Χ. Αυτό
προκύπτει με σιγουριά για παράδειγμα αν δει κανείς τύπους που εκθλίβονται, πβ.
π.χ. τον στίχο του Σημωνίδη: δοῦλι᾿ ἔργα. Η έκθλιψη προϋποθέτει σειρά
φωνηέντων. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε έκθλιψη αν το δίγαμμα υπήρχε μεταξύ
του -ια του δοῦλια και του ε- του ἔργα (δοῦλια Fέργα). Αντίθετα με την πρώιμη
σίγαση του δίγαμμα στην ιωνική-αττική, στις άλλες διαλέκτους διατηρήθηκε και
μαρτυρείται (κυρίως σε διαλεκτικές επιγραφές) μέχρι τον 4ο αιώνα.

20
5.5 Η αιολική ομάδα

Η αιολική ομάδα αποτελείται κατά βάση από τις διαλέκτους της Λέσβου, της Βοιωτίας
και της Θεσσαλίας. Πιθανός τόπος που δημιουργήθηκε η διαλεκτική αυτή ομάδα είναι η
Θεσσαλία και διαδόθηκε και στις άλλες περιοχές με τη μετανάστευση των αρχικών
ομιλητών της από τη Θεσσαλία προς τη Λέσβο και τη βορειοδυτική ακτή της Μικράς
Ασίας. Το βασικό χαρακτηριστικό της είναι η εξέλιξη των χειλοϋπερωικών συμφώνων σε
χειλικούς φθόγγους και όχι σε οδοντικούς, π.χ. αντί για τέταρτος, η θεσσαλική έχει
πέτροτος και η βοιωτική πέτρατος. Αντί για τέσσερα η θεσσαλική έχει πέτταρα.

5.6 Σχέσεις διαλέκτων και αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας

Η χρήση των διαλέκτων και των διαλεκτικών στοιχείων στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία
έχει μια σχεδόν παγκόσμια πρωτοτυπία. Αντί για μια καθιερωμένη λογοτεχνική γλώσσα
απαντά στην αρχαία ελληνική γραμματεία μια μεγάλη διαλεκτική ποικιλία. Κάθε
λογοτεχνικό είδος συνδεόταν στενά με τη διάλεκτο στην οποία είχε πρωτοκαλλιεργηθεί.
Η σύνδεση του γραμματειακού είδους με τη διάλεκτο της πρώτης εμφάνισής του ήταν
τόσο στενή, ώστε οι συγγραφείς αισθάνονταν σχεδόν υποχρεωμένοι να
χρησιμοποιήσουν τη διάλεκτο του είδους προκειμένου να το υπηρετήσουν.

5.7 Η τύχη των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων

Μέχρι και τον τέταρτο αιώνα π.Χ. ο ελληνικός κόσμος διακρινόταν για την διαλεκτική του
ποικιλία και ποικιλομορφία. Ήδη βέβαια από την εποχή των περσικών πολέμων και
πέρα, η Αθήνα είχε αρχίσει να ξεχωρίζει σε πολιτιστικό, πνευματικό και κατά περιόδους
και σε πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο ως εξέχουσα πόλη του ελληνικού κόσμου με
αποτέλεσμα η διάλεκτός της, η λεγόμενη αττική διάλεκτος να αποκτήσει γρήγορα
μεγάλο κύρος και αναγνωρισιμότητα. Σε αυτό συνέβαλε και η πολιτική και πολιτισμική
κυριαρχία της Αθήνας σε ένα μεγάλο και επίσης πολιτιστικά προοδευμένο κομμάτι του
ελληνισμού, του ιωνικού κόσμου, ο οποίος μιλούσε την ιωνική διάλεκτο, η οποία είχε
ήδη ανθίσει σε λογοτεχνικό επίπεδο ήδη από την εποχή των ομηρικών επών και είχε
αναδείξει στην αρχαϊκή και πρώιμη κλασική περίοδο εξέχουσες μορφές του λόγου, της
φιλοσοφίας και της επιστήμης όπως τον Θαλή τον Μιλήσιο, τον Ηράκλειτο και τον
Ηρόδοτο.
Η συνάντηση της αττικής με την ιωνική διάλεκτο δημιούργησε την ιωνική-αττική, μια
διάλεκτο με σημαντικότατο γόητρο για την εποχή της. Εξαιτίας αυτής της ακτινοβολίας
21
επελέγη η ιωνική-αττική διάλεκτος από τη μακεδονική δυναστεία ως επίσημη γλώσσα
του ανερχόμενου μακεδονικού βασιλείου. Έτσι, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε
όλο τον γνωστό κόσμο της Ανατολής διαδίδοντας την ελληνική γλώσσα από την
Αίγυπτο μέχρι την Ινδία, ήταν η ιωνική-αττική η διάλεκτος που εξαπλώθηκε μαζί με το
μακεδονικό βασίλειο στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Η διάλεκτος αυτή έγινε σιγά
σιγά κατ΄ αυτό τον τρόπο η κοινή διάλεκτος όλων όσων κατοικούσαν στην αχανή
έκταση που κατέκτησε ο Μ. Αλέξανδρος και κυβέρνησαν τους αιώνες που
ακολούθησαν οι διάδοχοί του διαμορφώνοντας τα ελληνιστικά βασίλεια. Μιλιόταν
πλέον τόσο από το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων που κατοικούσαν στα ελληνιστικά
βασίλεια, όποια και αν ήταν η καταγωγή τους, όσο και από τους αλλόγλωσσους
(Πέρσες, Αιγύπτιους, μη ελληνικά μικρασιατικά φύλα, Εβραίους, Ινδούς κτλ.) που
ζούσαν εκεί και ήθελαν να έχουν πρόσβαση στον πολιτισμό, τη διοίκηση και την
εξουσία στα βασίλεια που δημιουργήθηκαν.
Με την ευρύτατη χρήση παρατηρήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και πολλές αλλαγές
και απλοποιήσεις στη χρήση της γλώσσας με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί (ήδη από
τον 3ο αι. π.Χ.) αυτό που αποκαλούμε ελληνιστική κοινή, μια παγκόσμια ελληνική
γλώσσα που στηρίζεται στην ιωνική-αττική, αλλά έχει πλέον και αρκετές
διαφοροποιήσεις από αυτή. Με την επικράτηση της κοινής φθίνει γρήγορα η χρήση
των άλλων αρχαίων ελληνικών διαλέκτων που αρχικά περιθωριοποιούνται και
αργότερα εξαφανίζονται. Η κοινή, στην οποία γράφτηκαν γλωσσικά και πολιτισμικά
μνημεία της ανθρωπότητας, όπως π.χ. η Καινή Διαθήκη, και η οποία έγινε σεβαστή από
τους Ρωμαίους και συνέχισε να είναι η γλώσσα της διοίκησης στην ελληνόφωνη
ανατολή καθ’ όλη την περίοδο της ρωμαιοκρατίας και του Βυζαντίου, είναι εκείνη η
γλωσσική μορφή της αρχαίας ελληνικής που θα δώσει αργότερα τη σκυτάλη στις
νεοελληνικές διαλέκτους και τελικά και στην ίδια την κοινή νέα ελληνική που μιλάμε
σήμερα.

22
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 6. ΠΩΣ ΈΓΡΑΦΑΝ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΠΩΣ
ΠΡΟΦΕΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ

Σε αυτή την υποενότητα θα ασχοληθούμε με:


ˆ το πώς έγραφαν οι αρχαίοι Έλληνες και συγκεκριμένα με τα είδη της αρχαίας
ελληνικής γραφής, δηλαδή:
9 “βουστροφηδόν”,
9 “ἐπὶ τὰ λαιά”,
9 “ἐς εὐθύ”,
9 “στοιχηδόν”,
9 “κιονηδόν”,
9 “σπειρηδόν”,
ˆ τους σημερινούς τρόπους προφοράς της αρχαίας ελληνικής, δηλαδή την
ερασμιακή και την νεοελληνική προφορά.

6.1 Πώς έγραφαν οι αρχαίοι Έλληνες

Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν έξι τρόπους γραφής, εκ των οποίων οι τρεις


πρώτοι ήταν πολύ περισσότερο διαδεδομένοι:
α) Από δεξιά προς τα αριστερά, όπως έγραφαν οι αρχαίοι Φοίνικες δηλαδή, και όπως
γράφονται και σήμερα σημιτικές γλώσσες. Αυτός ο τρόπος γραφής είναι γνωστός και
ως “ἐπὶ τὰ λαιά” και χρησιμοποιήθηκε αρχικά, δηλαδή τους πρώτους αιώνες μετά τη
δημιουργία του ελληνικού αλφαβήτου.
β) Με εναλλασσόμενη φορά ή (όπως είναι περισσότερο γνωστή αυτή η γραφή) γραφή
“βουστροφηδόν”. Ο όρος προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό επίρρημα
βουστροφηδόν που περιγράφει την κίνηση που κάνει το βόδι κατά το όργωμα ή την
κίνηση του αργαλειού κατά την ύφανση. Η γραφή αλλάξει δηλαδή φορά σε κάθε
γραμμή, π.χ. η πρώτη γραμμή είναι γραμμένη από δεξιά προς αριστερά, η δεύτερη από
αριστερά προς δεξιά, η τρίτη από δεξιά προς αριστερά, η τέταρτη από αριστερά προς
δεξιά κ.ο.κ.
γ) Από αριστερά προς τα δεξιά, όπως γράφουμε δηλαδή τα ελληνικά και τις άλλες
ευρωπαϊκές γλώσσες και σήμερα. Αποκαλούμε παραδοσιακά αυτό τον τύπο γραφής
“ἐς εὐθύ” γραφή. Στην Αθήνα επικρατεί αυτή η γραφή από τα μέσα του έκτου αιώνα
π.Χ.

23
δ) “Στοιχηδόν”, δηλαδή στη μορφή:
Α Β Γ Δ
Ε Ζ Η Θ
ε) “Κιονηδόν”, δηλαδή στη μορφή:
Α
Β
Γ
Δ
ζ) “Σπειρηδόν”, δηλαδή στη μορφή:

6.2 Η νεοελληνική και η ερασμιακή προφορά

Στην Ελλάδα και την Κύπρο διαβάζουμε τα αρχαία ελληνικά με τον τρόπο που
προφέρουμε τη γλώσσα μας, τη νέα ελληνική. Θα έχετε ίσως παρατηρήσει ότι οι
περισσότεροι αλλοδαποί μελετητές του αρχαίου κόσμου προφέρουν τα αρχαία
ελληνικά με έναν τρόπο που μας ξενίζει. Χρησιμοποιούν τη λεγόμενη ερασμιακή
προφορά που φέρει το όνομα του ολλανδού λογίου του 16ου αιώνα, Έρασμου, μια από
τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής του, ο οποίος μεταξύ πολλών άλλων
προσπάθησε να ανασυνθέσει την προφορά της αρχαίας ελληνικής.
Ο τρόπος εκφοράς του λόγου τον οποίο ανάπτυξε, και τον οποίο σε διάφορες μορφές
χρησιμοποιούν οι αλλοδαποί ελληνιστές, ξενίζει εμάς τους Έλληνες που είμαστε
συνηθισμένοι να χρησιμοποιούμε τη λεγόμενη νεοελληνική προφορά, που στην
πραγματικότητα είναι και η ίδια πολύ αρχαία (έχει τις ρίζες της στην ελληνιστική εποχή).
Η ερασμιακή προφορά είναι πολύ κοντά στην ορθή προφορά της αρχαίας ελληνικής
στην Αθήνα του τέταρτου και πέμπτου αιώνα π.Χ., όμως έχει δύο βασικά μειονεκτήματα:
1. Δεν αντικατοπτρίζει τη σωστή προφορά της αρχαίας ελληνικής μετά την κλασική
περίοδο (χωρίς εδώ να υπεισερχόμαστε στο πρόβλημα της γεωγραφικής
διαφοροποίησης της προφοράς σε επίπεδο διαλέκτων ήδη κατά την κλασική εποχή).
Για την περίοδο από την ελληνιστική περίοδο και εξής, η λεγόμενη νεοελληνική
προφορά είναι σαφώς ορθότερη της ερασμιακής, και από τη βυζαντινή εποχή και μετά
(μετά την τροπή της προφοράς του υ και του οι σε /i/) η επιστημονικώς ορθή.

24
2. Ακόμη και όσον αφορά στην κλασική εποχή, η ερασμιακή προφορά δεν αποδίδει
απολύτως αυτό που πιστεύουμε επιστημονικά ότι ήταν η ορθή προφορά της κλασικής
αττικής, αφού κάνει πολλές παραχωρήσεις προς διευκόλυνση των εκάστοτε χρηστών
της. Η λέξη Ζεὺς π.χ. προφέρεται από τους Άγγλους ως /Ζιούς/ ενώ από τους
Γερμανούς ως /Τσόις/. Εδώ δεν έχουμε κανενός είδους επιστημονική διαφορά, απλώς
οι Άγγλοι προφέρουν στη γλώσσα τους το z ως ζ και το eu ως ιου, ενώ Γερμανοί το z
ως τσ και το eu ως όι. Αυτή την πρακτική την μεταφέρουν προς διευκόλυνσή τους και
στα αρχαία ελληνικά.
Τελικά, τόσο εμείς στην Ελλάδα όσο και οι συνάδελφοί μας ελληνιστές του εξωτερικού
προφέρουν τα αρχαία ελληνικά όπως βολεύει καλύτερα τον καθένα μας σε σχέση με
την προφορά της εκάστοτε ομιλούμενης γλώσσας. Αυτή η πρακτική μπορεί να μην
είναι επιστημονικώς απολύτως ορθή, αλλά είναι ανεκτή αφού μας διευκολύνει στην
εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής. Αρκεί να θυμόμαστε πάντοτε οι μεν αλλοδαποί ότι
για την κλασική εποχή ο τρόπος προφοράς που χρησιμοποιούν είναι μεν ορθότερος
από τον δικό μας, αλλά και αυτός όχι απολύτως ορθός, ενώ από την ελληνιστική εποχή
και μετά η ερασμιακή προφορά είναι τελείως λάθος, οι δε Έλληνες ότι για την περίοδο
πριν την ελληνιστική η νεοελληνική προφορά δεν αποδίδει με ορθότητα τη γλωσσική
πραγματικότητα της εποχής. Τούτο γίνεται (με κάποιες λίγες εξαιρέσεις) από την
ελληνιστική εποχή και μετά, ενώ η προφορά μας μπορεί να θεωρηθεί απολύτως ορθή
για την περίοδο από τον δέκατο αιώνα μ.Χ. μέχρι σήμερα.

25
Σύνοψη
Στην ενότητα αυτή μάθαμε:
• για την κάθοδο των ελληνικών φύλων στον σημερινό ελληνικό χώρο.
• για τις απαρχές της αρχαίας ελληνικής και τη συγγένειά της με τις άλλες
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες,
• για τον γλωσσικό κόσμο της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. στον χώρο της σημερινής
Ελλάδας,
• για τη δημιουργία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού αλφαβήτου,
• για τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους,
• για τους τρόπους γραφής της αρχαίας ελληνικής, και
• για τη σημερινή προφορά της αρχαίας ελληνικής.

26
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

769 - Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

COURSE 1

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

27
28
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Στην πρώτη υποενότητα θα γίνει μία επισκόπηση των φθόγγων και των γραμμάτων της
αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Οι επόμενες υποενότητες επικεντρώνονται στις
υποδιαιρέσεις των γραμμάτων του αλφαβήτου, στις υποδιαιρέσεις των φωνηέντων και
των συμφώνων, στην κατανόηση των μακρόχρονων και των βραχύχρονων συλλαβών
καθώς και στους κανόνες τονισμού. Τέλος, αναφέρονται συγκεφαλαιωτικά όλοι οι
κανόνες της παραγωγής και της σύνθεσης των λέξεων της αρχαίας ελληνικής.

29
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΦΘΟΓΓΟΙ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Στην υποενότητα αυτή θα αναφερθούμε στη σχέση των φθόγγων, του τρόπου δηλαδή
με τον οποίο προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά, και των γραμμάτων, του τρόπου
δηλαδή με τον οποίο καταγραφόταν η εκφορά του λόγου.
Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι θα αναφερθούμε στη γραφή και την προφορά της
κλασικής περιόδου, δηλαδή του 4ου και 5ου αι. π.Χ. με έμφαση στην αττική διάλεκτο, στη
γλώσσα δηλαδή που μιλιόταν στην Αθήνα. Πρέπει να θυμόμαστε ότι στην αρχαία
Ελλάδα της αρχαϊκής, της κλασικής και της πρώιμης μετακλασικής εποχής δεν υπήρχε
μια κοινή γλώσσα όπως η σημερινή αλλά μια μεγάλη ποικιλία διαλέκτων που
μεταβάλλονταν στο πέρασμα του χρόνου. Κυρίως από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου
και μετά η αρχαία ελληνική υπέστη πολλές αλλαγές που οδήγησαν αρχικά στην
ελληνιστική κοινή και σιγά σιγά στη μετατροπή της αρχαίας στη σημερινή νέα ελληνική
γλώσσα.
Κατά τη δημιουργία του αλφαβήτου της αρχαίας ελληνικής τα γράμματα ταυτίζονταν με
τους φθόγγους. Όπως και σε κάθε άλλη ιστορική γλώσσα, με το πέρασμα του χρόνου
προέκυψαν αλλαγές στον τρόπο εκφοράς των λέξεων, οι οποίες οδήγησαν σε
διαφορές μεταξύ του τρόπου εκφοράς και του τρόπου καταγραφής του λόγου.
Δημιουργήθηκε λοιπόν αυτό που ονομάζουμε ιστορική ορθογραφία στην οποία οι
φθόγγοι δεν ταυτίζονται απολύτως με τα γράμματα.

1.1 Ορισμοί

Φθόγγοι είναι οι ήχοι που παράγονται στο φάρυγγα στο στόμα και στη μύτη και οι
οποίοι χρησιμοποιούνται για την παραγωγή λόγου.
Τα γράμματα είναι γραφικά σημεία τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την καταγραφή
των φθόγγων.

1.2 Η διαίρεση των γραμμάτων σε κεφαλαία και μικρά.

Από τη βυζαντινή εποχή και μετά χρησιμοποιούμαι για την γραφική αναπαράσταση
των γραμμάτων δύο σετ χαρακτήρων, τα κεφαλαία και τα μικρά. Κατά την αρχαιότητα
υπήρχαν μόνο κεφαλαία γράμματα. Τα μικρά είναι επινόηση των βυζαντινών, οι οποίοι
εμπνεύστηκαν τη μικρογράμματη γραφή στις αρχές του 9ου αι. μ.Χ. Για την απόδοση

30
των αρχαίων ελληνικών κειμένων χρησιμοποιούμε τα τελευταία 1200 χρόνια τόσο τα
κεφαλαία όσο και τα μικρά.
Τα γράμματα του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου που αναπαριστούν τους φθόγγους
είναι 24. Πρόκειται για τα ίδια γράμματα που χρησιμοποιούμε και στη νέα ελληνική. Το
σύνολο των γραμμάτων αυτών αποτελεί το ελληνικό αλφάβητο.
Η γραφική παράσταση των κεφαλαίων και των μικρών γραμμάτων του αλφαβήτου
βρίσκεται στον πίνακα 1.

Πίνακας 1. Το αρχαίο ελληνικό αλφάβητο

Κεφαλαία γράμματα Μικρά γράμματα

Α α
Β β
Γ γ
Δ δ
Ε ε
Ζ ζ
Η η
Θ θ
Ι ι
Κ κ
Λ λ
Μ μ
Ν ν
Ξ ξ
Ο ο
Π π
Ρ ρ
Σ ς
Τ τ
Υ υ
Φ φ
Χ χ
Ψ ψ
Ω ω
31
1.3 Τα ημίφωνα F και j

Στην αρχαία ελληνική υπήρχε αρχικά και ένα ακόμα γράμμα το “δίγαμμα5”, που το
αναπαριστούμε ως F. Προφέρονταν σαν μισό ου, όπως ο πρώτος φθόγγος της
αγγλικής λέξης wonderful /γουόντερφουλ/.
Ένας ακόμα φθόγγος που υπήρχε στην αρχαία ελληνική, ο οποίος όμως δεν
αναπαραστήθηκε με γράμμα, είναι ο φθόγγος j, ο οποίος ακούγονταν όπως
προφέρεται σήμερα το οι στη λέξη μοιάζω. Χρησιμοποιούμε το λατινικό γράμμα j για να
τον αναπαραστήσουμε, αφού η αρχαία ελληνική δεν μας κληροδότησε κάποιο
σύμβολο γι’ αυτόν.

1.4 Η διαίρεση των γραμμάτων σε φωνήεντα και σύμφωνα.

Οι φθόγγοι και τα γράμματα τα οποία τους αναπαριστούν διαιρούνται σε δύο βασικές


ομάδες: τα φωνήεντα και τα σύμφωνα:
α) Τα φωνήεντα της αρχαίας ελληνικής δηλώνονται στο αλφάβητο με τα εξής επτά
γράμματα: Αα, Εε, Ηη, Ιι, Οο, Υυ, Ωω.
β) Τα σύμφωνα της αρχαίας ελληνικής δηλώνονται στο αλφάβητο με τα εξής δεκαεπτά
γράμματα: Ββ, Γγ, Δδ, Ζζ, Θθ, Κκ, Λλ, Μμ, Νν, Ξξ, Ππ, Ρρ, Σσ (ς), Ττ, Φφ, Χχ, Ψψ.

Παρατήρηση:
¾ Από εδώ και στο εξής χρησιμοποιούμε για ευκολία μόνο τα μικρά γράμματα.

5 Το ονομάζουμε δίγαμμα γιατί μοιάζει με ένα διπλό κεφαλαίο γάμμα (F).


32
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΩΝ

Η αρχαία ελληνική είχε ένα χαρακτηριστικό που εν μέρει απουσιάζει ή τουλάχιστον δεν
εμφανίζεται στην ίδια ένταση με τη νέα ελληνική. Πρόκειται για τη διαίρεση των
φωνηέντων σε μακρά και βραχέα και των συμφώνων σε άφωνα, ημίφωνα και διπλά.
Σε αυτή την υποενότητα θα αναφερθούμε σε αυτές τις ομάδες και στα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά τους.

2.1 Διαίρεση των φωνηέντων σε μακρά και βραχέα.

Τα βραχέα είναι τα φωνήεντα εκείνα που προφέρονταν σε σύντομο χρόνο και


αντιπροσωπεύονται στο αλφάβητο με τα εξής γράμματα: α, ι, υ, ε, ο.
Από αυτά το ε και το ο είναι πάντοτε βραχύχρονα, ενώ τα φωνήεντα α, ι και υ μπορούν
να είναι ανάλογα με την περίπτωση τόσο βραχύχρονα όσο και μακρόχρονα. Δες το
παράδειγμα 1.

Παράδειγμα 1

σθένος → όπου το -ε- είναι βραχύ.


βάθος → όπου το -ο- είναι βραχύ.
ἀλήθειᾰ → όπου το -α της κατάληξης είναι βραχύ.
ἐκκλησία → όπου το -ι- είναι βραχύ.
τύχη → όπου το -υ- είναι βραχύ.

Τα μακρά φωνήεντα αντιπροσωπεύουν φθόγγους οι οποίοι είχαν μια μεγαλύτερη


διάρκεια. Προφέρονταν δηλαδή με παρατεταμένο ήχο, σε χρόνο σχεδόν διπλάσιο του
χρόνου στον οποίο προφέρονταν τα βραχέα. Τα μακρά φωνήεντα της αρχαίας
ελληνικής είναι τα εξής: α, ι, υ, η, ω.
Από αυτά, το η και το ω είναι πάντοτε μακρόχρονα, ενώ τα φωνήεντα α, ι και υ
μπορούν να είναι, ανάλογα με την περίπτωση, τόσο βραχύχρονα όσο και
μακρόχρονα. Δες το παράδειγμα 2.

Παράδειγμα 2

μῆκος → όπου το -η- είναι μακρό.


ποιῶ → όπου το -ω- είναι μακρό.

33
λίμνη → όπου το -ι- είναι μακρό.
αἰσχύνη → όπου το -υ- είναι μακρό.
Ἰάσων → όπου το -α- είναι μακρό.

Παρατήρηση:
¾ Τα τρία αυτά φωνήεντα (α, ι, υ) τα ονομάζουμε δίχρονα ακριβώς επειδή μπορούν
να είναι είτε βραχύχρονα είτε μακρόχρονα.

2.2 Διαίρεση των συμφώνων σε άφωνα, ημίφωνα και διπλά

Ανάλογα με την προφορά τους τα σύμφωνα διακρίνονται σε εξής τρεις κατηγορίες:


ˆ άφωνα
ˆ ένρινα και υγρά
ˆ διπλά

2.2.1 Άφωνα σύμφωνα

Τα άφωνα είναι τα εξής: κ, γ, χ, π, β, φ, τ, δ, θ. Ονομάζονται έτσι επειδή κατά την


προφορά τους δεν βγαίνει φωνή αξιόλογης έντασης.

2.2.2 Ημίφωνα σύμφωνα.

Τα ημίφωνα είναι τα εξής: μ, ν λ, ρ, σ. Ονομάζονται έτσι επειδή κατά την προφορά τους
βγαίνει εν μέρει φωνή αξιόλογης έντασης.

2.2.3 Διπλά σύμφωνα.

Τα διπλά σύμφωνα είναι τα εξής: ζ, ξ, ψ. Ονομάζονται διπλά γιατί αναπαριστούν δύο


φθόγγους που συνεκφέρονται, όπως φαίνεται στον πίνακα 2.

34
Πίνακας 2. Τα διπλά σύμφωνα

Διπλά σύμφωνα Συνεκφορά των:

ζ→ σ+δ

κ+σ
ξ→ γ+σ
χ+σ
π+σ
ψ→ β+σ
φ+σ

Ανακεφαλαιωτικά, θα μπορούσαμε να αποδώσουμε τις κατηγορίες των συμφώνων με


τον πίνακα 3.

Πίνακας 3. Τα σύμφωνα

Σύμφωνα
Άφωνα Ημίφωνα Διπλά
κ, γ, χ, π, β, φ, τ, δ, θ μ, ν λ, ρ, σ ζ, ξ, ψ

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΤΟΝΙΣΜΟΣ - ΒΑΣΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ

Σε αυτή την υποενότητα θα αναφερθούμε στους κανόνες τονισμού της αρχαίας


ελληνικής, οι οποίοι μας βοηθούν στην κατανόηση της εκφοράς του λόγου και των
ποικίλων φωνητικών φαινομένων.

3.1 Οι τόνοι

Η αρχαία ελληνική έχει τρεις διαφορετικούς τόνους που χρησιμεύουν για να δείξουν
ποια συλλαβή τονίζεται, δηλαδή ποια συλλαβή προφέρεται δυνατότερα από τις
υπόλοιπες συλλαβές της λέξης. Οι τόνοι αυτοί είναι:
¾ η οξεία (΄)
¾ η βαρεία (`)
¾ η περισπωμένη (~)
35
Οι τρεις αυτοί τόνοι εμφανίζονται στη φράση: Ὁ κρεμαστὸς καλούμενος κῆπος τῆς
Βαβυλῶνος.

3.1.1 Πότε τοποθετούμε βαρεία

Οι λέξεις που τονίζονται στη λήγουσα (και φυσιολογικά θα έπαιρναν οξεία) όταν
βρίσκονται σε συνεχή λόγο, δηλαδή δεν ακολουθούνται από σημείο στίξης ή εγκλιτική
λέξη6, παίρνουν βαρεία. Ως παράδειγμα, ας δούμε τη φράση που ακολουθεί στο
Παράδειγμα 3.

Παράδειγμα 3

Ἀνὴρ καλὸς καὶ ἀγαθός.


Ἀνὴρ, καλὸς, καὶ → παίρνουν βαρεία γιατί βρίσκονται σε συνεχή λόγο, ακολουθούνται
δηλαδή μέσα στην πρόταση από άλλες ελληνικές λέξεις.
ἀγαθός → παίρνει οξεία γιατί ακολουθείται από σημείο στίξης (τελεία).

3.2 Διαίρεση λέξεων ανάλογα με τον τονισμό τους.

Ανάλογα με τον τονισμό τους οι λέξεις μπορούν να διαιρεθούν στις εξής κατηγορίες:
¾ Οξύτονες: Είναι οι λέξεις που παίρνουν οξεία στη λήγουσα, π.χ. καλός, ἀγαθός,
καιρός, ἐχθρός, ἰχθύς.
¾ Παροξύτονες: Είναι οι λέξεις που παίρνουν οξεία στην παραλήγουσα, π.χ. ταμίας,
οἰκία, δένδρον, ἵππος, κελεύω, ἅμα.
¾ Προπαροξύτονες: Είναι οι λέξεις που παίρνουν οξεία στην προπαραλήγουσα, π.χ.
ἄνθρωπος, τάλαντον.

6Για τις εγκλιτικές λέξεις και την έγκλιση του τόνου είναι καλύτερο να αναφερθούμε αναλυτικά σε μαθήματα
των αρχαίων ελληνικών για προχωρημένους. Εδώ περιοριζόμαστε να πούμε ότι εγκλιτικές λέξεις είναι
σύντομες (μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες) που συμπροφέρονται με την προηγούμενή τους και ακούγονται
ως μια ενότητα με αυτή. Για τον λόγο αυτόν ο τόνος που κανονικά θα έπαιρναν συνήθως ανεβαίνει στην
προηγούμενη λέξη ως οξεία.

36
¾ Περισπώμενες: Είναι οι λέξεις που παίρνουν περισπωμένη στη λήγουσα, π.χ. ποιῶ,
πᾶς, ἐκεῖ.
¾ Προπερισπώμενες: Είναι οι λέξεις που παίρνουν περισπωμένη στην
παραλήγουσα, π.χ. κῆπος, μῆκος.
¾ Βαρύτονες: Ονομάζονται έτσι όλες οι λέξεις που δεν τονίζονται στη λήγουσα.
Δηλαδή οι παροξύτονες, οι προπαροξύτονες και οι προπερισπώμενες, π.χ.
πόλεμος, βασιλεία, μῆλον, πορεύομαι.

3.3 Κανόνες τονισμού

Στα ακόλουθα υποεδάφια θα δούμε τον νόμο της τρισυλλαβίας και γενικούς κανόνες
τονισμού.

3.3.1 Νόμος της τρισυλλαβίας

Στην αρχαία ελληνική, αντίθετα με αρκετές άλλες γλώσσες, δεν γίνεται να τονιστεί καμιά
λέξη σε συλλαβή πριν την προπαραλήγουσα. Ο ίδιος κανόνας ισχύει και για τη νέα
ελληνική.

3.3.2 Κανόνες τονισμού

1) Κάθε λέξη που τονίζεται στην προπαραλήγουσα παίρνει οξεία, π.χ. κατάλογος,
παράλογος, ἀνάγομαι, θάλασσα. Με άλλα λόγια περισπωμένη μπορεί να μπει μόνο
στη λήγουσα και την παραλήγουσα.
2) Οι συλλαβές που έχουν βραχέα φωνήεντα (δηλαδή συλλαβές με τα φωνήεντα ο και
ε, που είναι πάντοτε βραχέα, και συλλαβές με τα δίχρονα α, ι, υ, που είναι μερικές φορές
βραχέα), όταν τονίζονται παίρνουν πάντοτε οξεία, π.χ. τόπος, βέλος, πίσσα, ὁ γράφων,
λύσσα.
3) Όταν η λήγουσα είναι μακρά, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται. Ακόμη και αν η
ονομαστική μιας λέξης είναι προπαροξύτονη, ο τόνος κατεβαίνει στις άλλες πτώσεις αν
αυτές έχουν τη λήγουσά τους μακρά, π.χ. τῆς θαλάσσης. Εδώ η γενική τονίζεται στην
παραλήγουσα γιατί η λήγουσά της είναι μακρά (-ης), μολονότι η λέξη στην ονομαστική
είναι προπαροξύτονη (ἡ θάλασσα).
4) Όταν η λήγουσα είναι μακρά, τότε η μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει πάντα οξεία
(“μακρό προ μακρού οξύνεται”), π.χ. δαίμων, παίδων, κώδων, χαίρω, παιδεύω.

37
5) Όταν η λήγουσα είναι βραχέα και η παραλήγουσα μακρά τότε η παραλήγουσα
παίρνει πάντα περισπωμένη (“μακρό προ βραχέος περισπάται”), π.χ. πλῆθος, κτῆνος,
γυναῖκες.
6) Η γενική και η δοτική άρθρων, ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών και μετοχών, όταν
είναι μακρά και τονίζεται παίρνει περισπωμένη, π.χ. τῆς πηγῆς - τῇ πηγῇ - τῶν πηγῶν -
ταῖς πηγαῖς, τοῦ κυνηγοῦ - τῷ κυνηγῷ, τοῦ κρατεροῦ - τῷ κρατερῷ, τοῦ ἐμοῦ - τῷ ἐμῷ -
τῶν ἐμῶν - τοῖς ἐμοῖς.
7) Εκεί όπου τονίζεται η ονομαστική άρθρων, ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών και
μετοχών εκεί τονίζονται και οι άλλες πτώσεις, π.χ. ἡ σφαῖρα - τῆς σφαίρας. Εξαίρεση
αποτελούν μόνο οι περιπτώσεις στις οποίες η ονομαστική τονίζεται στην
προπαραλήγουσα αλλά η μακρά λήγουσα των άλλων πτώσεων (συνηθέστερα της
γενικής και της δοτικής) υποχρεώνει τον τόνο να κατέβει στην παραλήγουσα, π.χ. ὁ
ἄνθρωπος - τοῦ ἀνθρώπου (και όχι τοῦ ἄνθρωπου).
8) Όλες οι λέξεις που συναιρούνται στην κατάληξή τους παίρνουν περισπωμένη, π.χ.
τιμάω (ασυναίρετος τύπος) - τιμῶ (συνηρημένος τύπος). Αντιθέτως, οι τύποι που είναι
ασυναίρετοι και τονίζονται στη λήγουσα παίρνουν πάντοτε οξεία, π.χ. ὁ ἀγαθός, τὸν
ἀγαθόν, ὦ ἀγαθέ.
9) Όταν έχουμε σύνθετες λέξεις ο τόνος ανεβαίνει ως την τελευταία συλλαβή του
πρώτου συνθετικού, π.χ. ὁ/ἡ φιλόπολις (> φίλος + πόλις), κατάθες (> προστακτική του
σύνθετου κατατίθημι: κατά + τίθημι), εκτός αν το πρώτο συνθετικό είναι μονοσύλλαβο,
οπότε ο τόνος στην ονομαστική μένει εκεί, π.χ. ὁ πάναγνος (> πᾶν + ἀγνός).

Οι τρεις παρακάτω κανόνες αφορούν στην ποσότητα των συλλαβών (μακρά ή


βραχέα) η οποία με τη σειρά της επηρεάζει και τον τονισμό των λέξεων:

10) Όλες οι δίφθογγοι είναι μακρές εκτός από το -αι και το -οι στο τέλος των λέξεων, π.χ.
αἱ σημαῖαι, ἀμοιβαῖοι, οὐαί. Εκεί οι δίφθογγοι -αι και -οι είναι βραχείες.
Εξαίρεση: Εξαίρεση αυτού του τελευταίου κανόνα έχουμε όταν οι καταλήξεις -αι και -οι
βρίσκονται σε κατάληξη ευκτικής (π.χ. λύσαι), επιρρημάτων (π.χ. οἴκοι = στην πατρίδα)
και επιφωνημάτων (π.χ. παπαῖ). Εκεί οι καταλήξεις -αι και -οι είναι μακρές.

11) Η κατάληξη -ας της πρώτης κλίσης είναι πάντοτε μακρά, π.χ. τοὺς μαθητάς, τοὺς
ποιητάς.
12) Το -α της πρώτης κλίσης είναι:

38
α) μακρό όταν προηγείται φωνήεν ή ρ. Αυτό λέγεται καθαρό α, π.χ. ἡ ἡμέρα - τῆς
ἡμέρας, ἡ ὥρα - τῆς ὥρας, ἡ ὡραία - τῆς ὡραίας.
Εξαίρεση του κανόνα αποτελούν οι εξής λέξεις: γραῖα, γαῖα, μαῖα, μοῖρα, μῦγα, πεῖρα,
πρῷρα, σπεῖρα, σφαῖρα, σφῦρα, λελυκυῖα, βραχεῖα, που παίρνουν περισπωμένη γιατί
η κατάληξη -α είναι βραχεία, παρόλο που πριν από αυτήν προηγείται φωνήεν ή ρ.
β) βραχύ, όταν προηγείται άλλο σύμφωνο εκτός του ρ. Αυτό λέγεται μη καθαρό α, π.χ.
ἡ θάλασσα - τῆς θαλάσσης.
Παρατηρήσεις:
¾ Σε περίπτωση όπου έχουμε θέσει μακρόχρονη συλλαβή, δηλαδή μια συλλαβή που
έχει βραχύχρονο μεν φωνήεν αλλά ακολουθείται από ένα διπλό σύμφωνο ή από
δύο ή περισσότερα σύμφωνα, αυτή η συλλαβή υπολογίζεται για τον τονισμό ως
βραχύχρονη, π.χ. ἄλλος (δύο σύμφωνα -λλ-), ἄστρον (τρία σύμφωνα -στρ-), ὄξος
(διπλό σύμφωνο -ξ-).
¾ Στα αρχαία ελληνικά κανονικά όλες οι λέξεις τονίζονται. Εξαίρεση αποτελούν δέκα
μονοσύλλαβες λέξεις που παραμένουν άτονες. Πρόκειται για τις εξής:
9 α) τα άρθρα ὁ, ἡ, οἱ, αἱ
9 β) οι προθέσεις εἰς, ἐν, ἐκ (ή ἐξ)
9 γ) οι σύνδεσμοι-μόρια εἰ, ὡς, οὐ (ή οὐκ, ή οὐχ)

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΠΝΕΥΜΑΤΑ

Ίσως έχετε παρατηρήσει ότι όλες οι αρχαίες ελληνικές λέξεις που αρχίζουν με φωνήεν ή
δίφθογγο έχουν επάνω τους ένα σημάδι που αποκαλείται πνεύμα. Ένα τέτοιο σημάδι
παίρνει επίσης και το σύμφωνο ῥ. Τα σημάδια αυτά αναπαριστούν την ακριβή
προφορά των εκάστοτε φθόγγων στην αρχαιότητα και γι’ αυτό δεν πρέπει να τα
λησμονούμε αλλά να τα σημειώνουμε πάντα. Ας τα δούμε όμως αναλυτικότερα:

4.1 Ψιλή και δασεία

Έχουμε δύο πνεύματα στα αρχαία ελληνικά: την ψιλή ( ʾ ) και τη δασεία ( ʿ ):

α) Η ψιλή μπαίνει στα περισσότερα φωνήεντα και διφθόγγους και δηλώνει ότι δεν
υπάρχει καμία δάσυνση. Προφέρουμε δηλαδή τα φωνήεντα και τις διφθόγγους όπως
ακριβώς τα βλέπουμε. Για παράδειγμα, η λέξη ἄσωτος προφερόταν /άσοοτος/.

39
β) Η δασεία δηλώνει αντίθετα ότι υπήρχε δάσυνση στο φωνήεν ή τη δίφθογγο πάνω
από την οποία βρίσκεται. Τη δάσυνση αυτή πρέπει να τη φανταστούμε σαν τον ήχο
που παράγουμε όταν εκπνέουμε και μοιάζει με το σύμφωνο χ. Στις σημερινές φωνητικές
μεταγραφές αναπαριστούμε τη δάσυνση συχνά με το σημάδι /h/. Για παράδειγμα η
λέξη ἅμαξα προφερόταν /hάμαξα/.
Το σύμφωνο ῥ προφερόταν στην αρχή της λέξης πάντα με δάσυνση (φανταστείτε το
σαν ένα ρ που συνδυαζόταν με μια βαθειά εκπνοή). Γι’ αυτό και το αρχικό ρ παίρνει
πάντα δασεία (ῥ). Για παράδειγμα η λέξη ῥόδον προφερόταν στην κλασική ελληνική ως
/ρhόντον/.

4.2 Κανόνες για τα πνεύματα.

Όπως είπαμε πριν οι περισσότερες λέξεις παίρνουν ψιλή. Δασεία θα βρούμε στις
παρακάτω κατηγορίες λέξεων:
¾ Σε λέξεις που αρχίζουν από υ και ρ, π.χ. ὕδωρ, ῥοή.
¾ Σε όλα τα άρθρα οριστικά και αόριστα, π.χ. ὁ, ἡ, οἱ, αἱ, εἷς, ἕν.
¾ Στις δεικτικές και αναφορικές αντωνυμίες, καθώς επίσης και στα περισσότερα
αναφορικά επιρρήματα, π.χ. οὗτος - αὕτη, ὅς - ἥ - ὅ, ὅπου.
¾ Στους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας (δηλ. της αντωνυμίας ἐγώ, σύ) στον
πληθυντικό του πρώτου και δεύτερου προσώπου καθώς επίσης και στο τρίτο
πρόσωπο, π.χ. ἡμεῖς, ἡμῶν, ὑμῖν, ὑμᾶς, οἱ/οἷ.
¾ Στις αντωνυμίες ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος και στα παράγωγά τους.
¾ Στα αριθμητικά εἷς, ἕν, ἕξ, ἑπτά, ἑκατόν και στις λέξεις που προέρχονται απ’ αυτά,
π.χ. ἕνδεκα, ἑκκαίδεκα κτλ.
¾ Στους συνδέσμους ἕως, ἡνίκα, ἵνα, ὅμως, ὁπότε, ὅπως, ὅτε, ὅτι, ὡς, ὥστε.
¾ Σε μεμονωμένες λέξεις, οι πιο συνηθισμένες από τις οποίες είναι οι εξής: ἅγιος,
ἁγνός, ῞Αιδης, αἷμα, αἱρέω-ω, ἅλας, ἅλς, ἅμα, ἅμαξα, ἁμαρτάνω, ἅπαξ, ἁπλοῦς,
ἅρμα, ἕδρα, ῾Ελένη, Ἑλλάς, Ἕλλην, ἕνεκα και ἕνεκεν, ἑξῆς, ἑορτή, Ἑρμῆς, ἑταῖρος,
ἕτοιμος και ἑτοῖμος, εὑρίσκω, ἡγέομαι-οῦμαι, ἥδομαι, ἡμέρα, ἥμισυς, ἥσυχος,
ἱδρύω, ἱκανός, ἵππος, ἱστορέω-ω, ἱστορία, ὁδός, ὁρμή, ὅρος, ὁράω-ω, ὅσιος, ὥρα,
ὡραῖος, ὥριμος.

40
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 5. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Όπως σε κάθε γλώσσα, συμπεριλαμβανομένης και της νέας ελληνικής, η πλειονότητα


των λέξεων σχηματίζεται από άλλες λέξεις. Δύο είναι οι βασικοί μηχανισμοί του
σχηματισμού νέων λέξεων: η παραγωγή και η σύνθεση. Στην υποενότητα αυτή θα
αναφερθούμε σε αυτούς τους δύο μηχανισμούς περιληπτικά. Στα αρχαία ελληνικά για
προχωρημένους θα έχουμε την ευκαιρία να τους μελετήσουμε αναλυτικότερα. Να
σημειώσουμε εδώ επίσης ότι το κεφάλαιο της γραμματικής που εξετάζει αυτούς τους
μηχανισμούς ονομάζεται “ετυμολογικό”.

5.1 Παραγωγή

Στην παραγωγή έχουμε βασικές λέξεις, τις οποίες ονομάζουμε “πρωτότυπες”, και από
τις οποίες προκύπτουν οι νέες λέξεις, τις οποίες ονομάζουμε “παράγωγες”, π.χ. από το
ρήμα τρέφω (πρωτότυπη λέξη) προκύπτουν οι λέξεις τροφή, τροφός, τρόφιμος
(παράγωγες λέξεις). Το αρχικό θέμα της πρωτότυπης λέξεις από το οποίο προκύπτουν
οι παράγωγες με ποικίλες τροποποιήσεις λέγεται ρίζα, π.χ. από τη ρίζα γραφ-
σχηματίζονται πάμπολλες λέξεις, όπως γραφεύς, γραφή, γράφω και από τη ρίζα τρεφ-
οι παράγωγες λέξεις τροφή, τροφός, τρόφιμος.

5.1.1 Ουσιαστικά

Τα ουσιαστικά μπορούν να παραχθούν:


α) από ρήματα, π.χ. σωτήρ (από το ρήμα σῴζω)
β) από επίθετα, π.χ. δικαιοσύνη (από το επίθετο δίκαιος)
γ) από άλλα ουσιαστικά, π.χ. σαρκίον (από το ουσ. σάρξ), ἐλαιών (από το ουσ. ἐλαία).

5.1.2 Επίθετα

Τα επίθετα μπορούν να παραχθούν:


α) Από ρήματα. Εδώ έχουμε κυρίως τα ρηματικά επίθετα σε -τος και -τέος. Τα εις -τος
δηλώνουν αυτό που μπορεί να γίνει, ενώ τα εις -τέος δηλώνουν αυτό που πρέπει να
γίνει, π.χ. διαβατός ὁ ποταμός (= ο ποταμός που μπορεί κανείς να τον διαβεί), ενώ
διαβατέος ὁ ποταμός (= ο ποταμός που πρέπει κανείς να τον διαβεί).
β) Από ουσιαστικά, π.χ. το επίθετο σπουδαῖος παράγεται από το ουσιαστικό σπουδή.
γ) Από άλλα επίθετα, π.χ. το επίθετο παχυλός από το επίσης επίθετο παχύς.

41
δ) Από επιρρήματα, π.χ. από το επίρρημα χθές παράγεται το επίθετο χθεσινός.

5.1.3 Ρήματα

Ρήματα παράγονται:
α) από ουσιαστικά (π.χ. ἐλπίς > ἐλπίζω)
β) από επίθετα (π.χ. ἄτιμος > ἀτιμάζω)
γ) από άλλα ρήματα (π.χ. γηράω-ω > γηράσκω)
δ) από επιρρήματα (π.χ. δίχα > διχάζω)
ε) από επιφωνήματα (π.χ. ἀλαλαί > ἀλαλάζω)

5.1.4 Επιρρήματα

Τα επιρρήματα παράγονται από τα περισσότερα κλιτά μέρη του λόγου:


α) από ουσιαστικά (π.χ. ἀγέλη > ἀγεληδόν)
β) από επίθετα (π.χ. δίκαιος > δικαίως)
γ) από ρήματα (π.χ. ἑλληνίζω > ἑλληνιστί)
δ) από μετοχές (π.χ. δέον > δεόντως)
ε) από προθέσεις (π.χ. κατά > κάτω)
στ) από άλλα επιρρήματα (π.χ. ἄνω > ἄνωθεν)

5.2 Σύνθεση

Στη σύνθεση έχουμε παραγωγή νέων λέξεων από δύο άλλες λέξεις, οι οποίες μπορεί να
είναι ριζικές, πρωτότυπες ή παράγωγες. Η νέα λέξη αποκαλείται “σύνθετη”, π.χ.
εὔστοχος (> εὖ + στόχος). Καθένα από τα δύο συνθετικά μέρη μπορεί να είναι τόσο
κλιτό όσο και άκλιτο, όπως φαίνεται στο Παράδειγμα 4.

Παράδειγμα 4

α) ἀνίκανος → εδώ έχουμε το στερητικό ἀ- που είναι άκλιτο μόριο με το κλιτό επίθετο
ἱκανός.
β) γεωργός → εδώ έχουμε τις κλιτές λέξεις γῆ + ἔργον.

5.2.1 Νόθα σύνθετα

Μια ιδιαίτερη κατηγορία συνθετικών είναι αυτά που αποκαλούνται “νόθα σύνθετα”.
Πρόκειται για λέξεις που έχουν ως πρώτο συνθετικό ακέραια πτώση ονόματος, π.χ. στη

42
λέξη Ἑλλήσποντος το πρώτο συνθετικό είναι η ακέραια γενική του ονόματος Ἕλλη,
δηλαδή Ἕλλης.
Τα υπόλοιπα σύνθετα, που δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, τα ονομάζουμε γνήσια
και περιλαμβάνουν όλες τις προηγηθείσες κατηγορίες.

5.2.2 Παρασύνθετα

Παρασύνθετα αποκαλούνται τα σύνθετα που παράγονται από άλλες σύνθετες λέξεις.


Για παράδειγμα το ρήμα ἀσθενέω-ω είναι παρασύνθετο γιατί παράγεται από το
σύνθετο ἀσθενής, το οποίο και αυτό με τη σειρά του παράγεται από το στερητικό μόριο
ἀ- και το ουσιαστικό σθένος (ἀσθενέω-ω > ἀσθενής > ἀ- + σθένος). Τα παρασύνθετα
μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε τρεις βασικές κατηγορίες:
α) η πρώτη περιέχει ρήματα σε -εω, όπως το ἀσθενέω-ω, αλλά και άλλα ρήματα όπως
το δυσχεραίνω (> δυσχερής = δυσ- + χείρ).
β) Η δεύτερη περιέχει αφηρημένα ουσιαστικά ή ουσιαστικά που δηλώνουν πρόσωπο,
π.χ. ἀμέλεια (> ἀ - μελής).
γ) Η τρίτη κατηγορία περιέχει κυρίως ρηματικά επίθετα σε -τος ή -τέος, π.χ. προτιμητός
(προ - τιμῶ), προτιμητέος (προ - τιμῶ).

Σύνοψη
Από τη μελέτη της συγκεκριμένης διδακτικής ενότητας μάθατε:
• τι ονομάζουμε φθόγγους και γράμματα,
• τις υποδιαιρέσεις των γραμμάτων σε φωνήεντα, ημίφωνα, σύμφωνα, κεφαλαία και
μικρά,
• τις υποδιαιρέσεις των φωνηέντων σε μακρά και βραχέα,
• τις υποδιαιρέσεις των συμφώνων σε άφωνα, ημίφωνα και διπλά,
• τους τόνους της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και τους βασικούς κανόνες τονισμού,
• τα πνεύματα ψιλή και δασεία, και
• τους διάφορους μηχανισμούς παραγωγής και σύνθεσης των λέξεων της αρχαίας
ελληνικής.

43
44
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

769 - Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

COURSE 2

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΙΚΑ ΚΛΙΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

45
46
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Τα ακόλουθα μέρη του λόγου, κατανεμημένα σε ξεχωριστές υποενότητες, προσφέρουν
τις βασικές γνώσεις που οφείλει να έχει ο εκπαιδευόμενος προκειμένου να προχωρήσει
βαθμιαία στις επόμενες ενότητες της γραμματικής. Συνεπώς, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη
έμφαση από πλευράς των εκπαιδευομένων στη μελέτη τους.

47
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΤΟ ΆΡΘΡΟ

Στην υποενότητα αυτή θα αναφερθούμε:


ˆ στον ορισμό του άρθρου ως μέρος του λόγου,
ˆ στην κλίση του άρθρου στον ενικό και τον πληθυντικό αριθμό (θα προσφερθούν
πλήρεις σχετικοί πίνακες), και
ˆ σε ιδιαίτερα φαινόμενα που αφορούν στην κλίση και τη χρήση του άρθρου.

1.1 Ορισμός

Ως άρθρο ορίζεται η μονοσύλλαβη κλιτή λέξη που κανονικά χρησιμοποιείται μπροστά


από τα ονόματα, όταν αυτά μνημονεύονται στο λόγο ως γνωστά σε εμάς και
καθορισμένα. Τα άρθρα, ως κλιτά μέρη του λόγου που συνοδεύουν ονόματα, έχουν:
¾ Τρία γένη: αρσενικό - θηλυκό - ουδέτερο.
¾ Τρεις αριθμούς: ενικό - πληθυντικό - δυϊκό7.
¾ Πέντε πτώσεις: ονομαστική - γενική - δοτική - αιτιατική - κλητική.

1.2. Πίνακες

Στους πίνακες 1 και 2 δίνεται η κλίση του άρθρου στον ενικό και στον πληθυντικό
αριθμό αντίστοιχα.

7Με τον δυϊκό αριθμό δηλώνονται όσα πράγματα αποτελούν από τη φύση τους ζεύγη, π.χ. τὼ ὀφθαλμὼ (=
τα δυο μάτια), τὼ χεῖρε (= τα δυο χέρια). Τύποι του δυϊκού απαντούν συχνά στην αττική διάλεκτο της
κλασικής περιόδου, εξαφανίζονται, ωστόσο, ήδη στη γλώσσα της ελληνιστικής εποχής. Στο σημείο αυτό
δεν θα επιμείνουμε στην εκμάθηση του δυϊκού, καθώς δεν αποτελεί αντικείμενο της ύλης μας στην
παρούσα ενότητα (θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης σε πιο προχωρημένο στάδιο).

48
Πίνακας 1. Ενικός αριθμός

Ενικός αριθμός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομαστική ὁ ἡ τὸ
Γενική τοῦ τῆς τοῦ
Δοτική τῷ τῇ τῷ
Αιτιατική τὸν τὴν τὸ
Κλητική ὦ ὦ ὦ

Πίνακας 2. Πληθυντικός αριθμός

Πληθυντικός αριθμός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομαστική οἱ αἱ τὰ
Γενική τῶν τῶν τῶν
Δοτική τοῖς ταῖς τοῖς
Αιτιατική τοὺς τὰς τὰ
Κλητική ὦ ὦ ὦ

1.3 Παράδειγμα

Ως παράδειγμα της κλίσης του άρθρου παραθέτουμε ένα απόσπασμα από τον λόγο8
Περὶ τοῦ Ἡρῴδου φόνου του Αντιφώντα, όπου υπογραμμίζονται και αναγνωρίζονται
όλα τα άρθρα.

8Αντιφώντας, Περὶ τοῦ Ἡρῴδου φόνου:


Ἐβουλόμην μὲν, ὦ ἄνδρες, τὴν δύναμιν τοῦ λέγειν καὶ τὴν ἐμπειρίαν τῶν πραγμάτων ἐξ ἴσου μοι καθεστάναι
τῇ τε συμφορᾷ καὶ τοῖς κακοῖς τοῖς γεγενημένοις... Οὗ μὲν γάρ με ἔδει κακοπαθεῖν τῷ σώματι μετὰ τῆς αἰτίας
τῆς οὐ προσηκούσης, ἐνταυθοῖ οὐδέν με ὠφέλησεν ἡ ἐμπειρία.

ὦ → κλητική ενικού, γένους αρσενικού


τὴν → αιτιατική ενικού, γένους θηλυκού.
49
1.4 Παρατηρήσεις

¾ Στην ονομαστική ενικού και πληθυντικού μπαίνει δασεία, εκτός από το ουδέτερο
γένος.
¾ Οι τύποι του άρθρου που δασύνονται (δηλαδή που παίρνουν δασεία) είναι άτονοι
(ὁ, ἡ, αἱ, οἱ).
¾ Στην κλητική το ω παίρνει ψιλή και περισπωμένη.
¾ Στη γενική και δοτική όλων των γενών χρησιμοποιούμε περισπωμένη.
¾ Η δοτική ενικού έχει υπογεγραμμένη.
¾ Στο ουδέτερο η γενική και η δοτική είναι ίδια όπως στο αρσενικό.
¾ Το άρθρο δεν έχει κλητική. Συνήθως όμως μπροστά από την κλητική των
ονομάτων χρησιμοποιείται το κλητικό επιφώνημα ὦ.
¾ Η αρχαία ελληνική έχει μόνο το οριστικό άρθρο. Για πρόσωπα ή πράγματα που
δεν ορίζονται αλλά μνημονεύονται αόριστα, δεν υπήρχε στην αρχαία γλώσσα
μας αόριστο άρθρο, όπως στη νέα ελληνική το ένας, μία, ένα. Σε τέτοιες
περιπτώσεις, οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τα ονόματα χωρίς άρθρο.

τοῦ → γενική ενικού, γένους ουδετέρου.


τὴν → αιτιατική ενικού, γένους θηλυκού.
τῶν → γενική πληθυντικού, γένους ουδετέρου.
τῇ → δοτική ενικού, γένους θηλυκού (συμφορᾷ)
τοῖς → δοτική πληθυντικού, γένους ουδετέρου
τοῖς → δοτική πληθυντικού, γένους ουδετέρου
τῷ → δοτική ενικού, γένους ουδετέρου
τῆς → γενική ενικού, γένους θηλυκού
τῆς → γενική ενικού, γένους θηλυκού
ἡ → ονομαστική ενικού, γένους θηλυκού
50
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

Στην παρούσα υποενότητα θα μελετήσουμε:


ˆ τον ορισμό των ουσιαστικών και τις ιδιότητές τους,
ˆ τα παρεπόμενα του ουσιαστικού (γένη, αριθμοί, πτώσεις),
ˆ τις τρεις κλίσεις των ουσιαστικών (πρώτη, δεύτερη, τρίτη) και τους τύπους τους, και
ˆ τις καταλήξεις που δέχεται κάθε κλίση ξεχωριστά, ούτως ώστε στο τέλος της
υποενότητας να είναι σε θέση ο εκπαιδευόμενος να αναγνωρίζει σε ποια κλίση ανήκει
το κάθε ουσιαστικό με βάση την κατάληξή του.

2.1 Ορισμός και ιδιότητες των ουσιαστικών

Είναι χρήσιμο να ορίσουμε στο παρόν εδάφιο τι είναι “ουσιαστικό” και να


κατηγοριοποιήσουμε τις ιδιότητές του.

2.1.1 Ορισμός

Τα ουσιαστικά είναι ονόματα που δηλώνουν:


α) κάποιο πρόσωπο ή ζώο, οπότε λέγονται συγκεκριμένα ουσιαστικά, π.χ. ὁ ταμίας, ἡ
γαλῆ (= η γάτα).
β) κάποια ενέργεια, κατάσταση ή ιδιότητα, οπότε λέγονται αφηρημένα ουσιαστικά, π.χ.
ἡ πενία (= η φτώχεια), τὸ κάλος (= η ομορφιά).

2.1.2 Πρώτη διάκριση ουσιαστικών

Τα συγκεκριμένα ουσιαστικά λέγονται:


α) κύρια ονόματα, όταν δηλώνουν ορισμένο πρόσωπο ή πράγμα, π.χ. ὁ Περικλῆς, ὁ
Σωκράτης, ὁ Ὄλυμπος.
β) προσηγορικά ονόματα, όταν δηλώνουν ένα σύνολο από ομοειδή πράγματα, π.χ. ἡ
πόλις, τὸ ἄστυ, ὁ ἴππος.

2.1.3 Δεύτερη διάκριση ουσιαστικών

Τα ουσιαστικά, επίσης, διακρίνονται σε:


α) Ισοσύλλαβα: Είναι αυτά που έχουν τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις
του ενικού και του πληθυντικού. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν ουσιαστικά της πρώτης
και δεύτερης κλίσης, π.χ. ὁ πόν-ος → τοῦ πόν-ου, ὁ λοχί-ας → τοῦ λοχί-ου.

51
β) Ανισοσύλλαβα ή περιττοσύλλαβα: Είναι αυτά που στη γενική και δοτική ενικού και σε
όλες τις πτώσεις του πληθυντικού έχουν μία επιπλέον συλλαβή από την ονομαστική και
την κλητική του ενικού, π.χ. ὁ κώδηξ → τοῦ κώδικος, τὸ βλέμμα → τοῦ βλέμματος.

2.1.4 Τρίτη διάκριση ουσιαστικών

Ως προς το γένος τους, διακρίνουμε τα ουσιαστικά σε:


α) Μονογενή μονοκατάληκτα: Είναι αυτά που από τη φύση τους έχουν μόνο ένα γένος,
αρσενικό ή θηλυκό ή ουδέτερο, π.χ. ὁ ἀνήρ, ἡ γυνῆ, τὸ δένδρον.
β) Διγενή μονοκατάληκτα: Είναι αυτά που έχουν έναν κοινό τύπο για δύο διαφορετικά
γένη (αρσενικό + θηλυκό). Αυτά τα ξεχωρίζουμε μόνο από το άρθρο τους, π.χ. ὁ παῖς -
ἡ παῖς, ὁ ἵππος - ἡ ἵππος.
γ) Διγενή δικατάληκτα: Είναι αυτά που έχουν δύο γένη (αρσενικό + θηλυκό) για δύο
διαφορετικούς τύπους της ίδιας έννοιας, π.χ. ὁ μαθητὴς - ἡ μαθήτρια, ὁ βασιλεύς - ἡ
βασίλισσα.

2.2 Τα παρεπόμενα του ουσιαστικού

Το ουσιαστικό έχει γένη, αριθμούς, και πτώσεις. Αυτά τα τρία στοιχεία του ουσιαστικού
ονομάζονται παρεπόμενα. Επιπλέον, τα ουσιαστικά συνοδεύονται από ένα άρθρο, το
οποίο μπαίνει μπροστά από το ουσιαστικό και συμφωνεί σε γένος, αριθμό και πτώση
με αυτό -π.χ. ἡ ἡμέρα, τῷ διδασκάλῳ, τὰς ἁμαρτίας.
Όπως και στα άρθρα, τα γένη των ουσιαστικών είναι τρία (αρσενικό, θηλυκό,
ουδέτερο), οι αριθμοί τρεις (ενικός, πληθυντικός και δυϊκός9), και οι πτώσεις πέντε
(ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, κλητική).

9 Στην παρούσα ενότητα θα ασχοληθούμε μόνο με τον ενικό και τον πληθυντικό αριθμό.

52
2.3 Κλίσεις των ουσιαστικών

Τα ουσιαστικά διακρίνονται σε τρεις κλίσεις ανάλογα με την κατάληξή τους. Ανάλογα με


την κλίση στην οποία ανήκουν καλούνται πρωτόκλιτα, δευτερόκλιτα και τριτόκλιτα. Στα
ακόλουθα υποεδάφια θα εξετάσουμε και τις τρεις κλίσεις, και θα δούμε τις καταλήξεις
σε όλες τις πτώσεις τους με βάση κάποια παραδείγματα σε μορφή πινάκων.

2.3.1 Η πρώτη κλίση

Η πρώτη κλίση των ουσιαστικών περιλαμβάνει ονόματα:


α) αρσενικά σε: -ας, -ης
Δείτε τον πίνακα 3 με την κλίση των αρσενικών.

Πίνακας 3. Αρσενικά

Ενικός αριθμός
Ονομαστική ὁ λοχί-ας ὁ εὐπατρίδ-ης ὁ δεσπότ-ης
Γενική τοῦ λοχί-ου τοῦ εὐπατρίδ-ου τοῦ δεσπότ-ου
Δοτική τῷ λοχί-ᾳ τῷ εὐπατρίδ-ῃ τῷ δεσπότ-ῃ
Αιτιατική τὸν λοχί-αν τὸν εὐπατρίδ-ην τὸν δεσπότ-ην
Κλητική ὦ λοχί-α ὦ εὐπατρίδ-η ὦ δέσποτ-α
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οἱ λοχί-αι οἱ εὐπατρίδ-αι οἱ δεσπότ-αι
Γενική τῶν λοχι-ῶν τῶν εὐπατριδ-ῶν τῶν δεσποτ-ῶν
Δοτική τοῖς λοχί-αις τοῖς εὐπατρίδ-αις τοῖς δεσπότ-αις
Αιτιατική τοὺς λοχί-ας τοὺς εὐπατρίδ-ας τοὺς δεσπότ-ας
Κλητική ὦ λοχί-αι ὦ εὐπατρίδ-αι ὦ δεσπότ-αι

Παρατηρήσεις:
Από τα αρσενικά πρωτόκλιτα ονόματα, τα οποία λήγουν σε -ης, σχηματίζουν την
κλητική του ενικού σε ᾰ:
1) τα εθνικά, π.χ. ὦ Πέρσα, ὦ Σκύθα.
2) αυτά που λήγουν σε -της, π.χ. ὦ πολῖτα, ὦ δικαστά, ὦ δέσποτα.
3) αυτά που λήγουν σε -άρχης, -μέτρης, -πώλης, τρίβης, -ώνης κτλ. και τα σύνθετα με
δεύτερο συνθετικό κάποιο ρήμα, π.χ. ὦ γυμνασιάρχα, ὦ γεωμέτρα, ὦ παντοπῶλα, ὦ
παιδοτρίβα, ὦ τελῶνα.

53
β) θηλυκά σε: -α (γεν. -ας), -α (γεν. -ης), -η (-ης)
Δείτε τον πίνακα 4 με την κλίση των θηλυκών.

Πίνακας 4. Θηλυκά

Ενικός αριθμός
Ονομαστική ἡ πηγ-ὴ ἡ δουλεί-α ἡ μέλισσ-α
Γενική τῆς πηγ-ῆς τῆς δουλεί-ας τῆς μελίσσ-ης
Δοτική τῇ πηγ-ῇ τῇ δουλεί-ᾳ τῇ μελίσσ-ῃ
Αιτιατική τὴν πηγ-ὴν τὴν δουλεί-αν τὴν μέλισσ-αν
Κλητική ὦ πηγ-ὴ ὦ δουλεί-α ὦ μέλισσ-α
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική αἱ πηγ-αὶ αἱ δουλεῖ-αι αἱ μέλισσ-αι
Γενική τῶν πηγ-ῶν τῶν δουλει-ῶν τῶν μελισσ-ῶν
Δοτική ταῖς πηγ-αῖς ταῖς δουλεί-αις ταῖς μελίσσ-αις
Αιτιατική τὰς πηγ-ὰς τὰς δουλεί-ας τὰς μελίσσ-ας
Κλητική ὦ πηγ-αὶ ὦ δουλεῖ-αι ὦ μέλισσ-αι

Παρατηρήσεις:
¾ Το -α στην κατάληξη των θηλυκών είναι άλλοτε μακρόχρονο και άλλοτε
βραχύχρονο (βλ. κανόνες τονισμού στην ενότητα 769-c1-u2).
¾ Το –α στην κατάληξη της αιτιατικής και της κλητικής ενικού είναι μακρόχρονο ή
βραχύχρονο ανάλογα με το τι είναι στην ονομαστική, π.χ. ἡ δουλείᾱ → τὴν
δουλείᾱν → ὦ δουλείᾱ, ἡ μοῦσᾰ → τὴν μοῦσᾰν → ὦ μοῦσᾰ,

Γενικές παρατηρήσεις στα πρωτόκλιτα:


¾ Το -α στην κατάληξη -ας σε οποιαδήποτε πτώση είναι πάντοτε μακρόχρονο, π.χ.
τῆς χώρᾱς, ὁ ὀρνιθοθήρᾱς, τοὺς Ἀτρείδᾱς, τὰς σφαίρᾱς
¾ Στη γενική του πληθυντικού, αρσενικά και θηλυκά τονίζονται στη λήγουσα και
παίρνουν περισπωμένη, π.χ. τῶν Ἀτρειδῶν, τῶν εὐπατριδ-ῶν, τῶν δεσποτ-ῶν, τῶν
μουσῶν, τῶν πολιτειῶν.

54
2.3.2 Η δεύτερη κλίση

Η δεύτερη κλίση περιλαμβάνει ονόματα και των τριών γενών. Τα αρσενικά και τα θηλυκά
λήγουν στην ονομαστική ενικού σε –ος, και τα ουδέτερα σε -ον. Ο πίνακας 5 έχει
παραδείγματα με την κλίση ενδεικτικών ουσιαστικών και στα τρία γένη.

Πίνακας 5. Δεύτερη κλίση

Ενικός αριθμός
Ονομαστική ὁ θε-ὸς ἡ ἄμπελ-ος τὸ φυτ-ὸν
Γενική τοῦ θε-οῦ τῆς ἀμπέλ-ου τοῦ φυτ-οῦ
Δοτική τῷ θε-ῷ τῇ ἀμπέλ-ῳ τῷ φυτ-ῷ
Αιτιατική τὸν θε-ὸν τὴν ἄμπελ-ον τὸ φυτ-ὸν
Κλητική ὦ θε-ὲ ὦ ἄμπελ-ε ὦ φυτ-ὸν
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οἱ θε-οὶ αἱ ἄμπελ-οι τὰ φυτ-ὰ
Γενική τῶν θε-ῶν τῶν ἀμπέλ-ων τῶν φυτ-ῶν
Δοτική τοῖς θε-οῖς ταῖς ἀμπέλ-οις τοῖς φυτ-οῖς
Αιτιατική τοὺς θε-οὺς τὰς ἀμπέλ-ους τὰ φυτ-ά
Κλητική ὦ θε-οὶ ὦ ἄμπελ-οι ὦ φυτ-ά

Παρατηρήσεις:
¾ Τα αρσενικά και τα θηλυκά της β' κλίσης έχουν τις ίδιες καταλήξεις στον ενικό και
στον πληθυντικό.
¾ Τα ουδέτερα σχηματίζουν στον ενικό και στον πληθυντικό τρεις πτώσεις όμοιες:
την ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική.
¾ Τα οξύτονα (αυτά που τονίζονται στη λήγουσα) και τα παροξύτονα (αυτά που
τονίζονται στην παραλήγουσα) διατηρούν τον τόνο τους σε όλες τις πτώσεις
στην ίδια συλλαβή, π.χ. θεός, ὁδός, λόγος, νῆσος.
¾ Τα προπαροξύτονα (αυτά που τονίζονται στην προπαραλήγουσα) στη γενική και
δοτική του ενικού και στη γενική, τη δοτική και την αιτιατική του πληθυντικού
κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα, π.χ. ἄνθρωπος, κάμηλος.
¾ Η κατάληξη -α των ουδετέρων είναι βραχύχρονη.
¾ Τα οξύτονα (αυτά που τονίζονται στη λήγουσα) και τα παροξύτονα (αυτά που
τονίζονται στην παραλήγουσα) διατηρούν τον τόνο τους σε όλες τις πτώσεις
στην ίδια συλλαβή, π.χ. φυτόν, δῶρον.
55
¾ Τα προπαροξύτονα (αυτά που τονίζονται στην προπαραλήγουσα) στη γενική και
δοτική του ενικού και πληθυντικού κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα, π.χ.
μυστήριον → μυστηρίου → μυστηρίῳ.

2.3.3 Η τρίτη κλίση

Στο υποεδάφιο αυτό θα εξετάσουμε ορισμένες κατηγορίες ονομάτων της τρίτης κλίσης,
η οποία περιλαμβάνει ονόματα αρσενικά, θηλυκά και ουδέτερα περιττοσύλλαβα.
Τα τριτόκλιτα ουσιαστικά λήγουν στην ονομαστική του ενικού σε ένα από τα φωνήεντα:
α, ι, υ, ω ή σε ένα από τα σύμφωνα ν, ρ, ς, (ξ, ψ). Στη γενική του ενικού λήγουν σε -ος, -
ως, -ους.
Επίσης, διακρίνονται σε:
α) Φωνηεντόληκτα λέγονται όσα έχουν χαρακτήρα φωνήεν, π.χ. ἥρω-ς ἥρωο-ς, πόλι-ς
πόλε-ως.
Ο πίνακας 6 αναπαριστά την τρίτη κλίση των φωνηεντόληκτων και στα τρία γένη.

Πίνακας 6. Φωνηεντόληκτα

Ενικός αριθμός
Ονομαστική ὁ στάχυ-ς ἡ ἀκρόπολι-ς τὸ ἄστυ
Γενική τοῦ στάχυ-ος τῆς ἀκρπόλε-ως τοῦ ἄστε-ως
Δοτική τῷ στάχυ-ϊ τῇ ἀκροπόλει τῷ ἄστει
Αιτιατική τὸν στάχυ-ν τὴν ἀκρόπολι-ν τὸ ἄστυ
Κλητική ὦ στάχυ ὦ ἀκρόπολι-ς ὦ ἄστυ
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οἱ στάχυε-ς αἱ ἀκροπόλεις τὰ ἄστη
Γενική τῶν σταχύ-ων τῶν ἀκροπόλε-ων τῶν ἄστε-ων
Δοτική τοῖς στάχυ-σι ταῖς ἀκροπόλε-σι τοῖς ἄστε-σι(ν)
Αιτιατική τοὺς στάχυ-ες τὰς ἀκροπόλεις τὰ ἄστη
Κλητική ὦ στάχυ-ες ὦ ἀκροπόλεις ὦ ἄστη

Παρατηρήσεις:
¾ Η αιτιατική του ενικού σχηματίζεται με την κατάληξη -ν αντί -α και η αιτιατική του
πληθυντικού με την κατάληξη -ς αντί -ας, π.χ. τόν βότρυν, τούς βότρυς.
¾ Η κλητική του ενικού σχηματίζεται χωρίς κατάληξη, π.χ. ὦ βότρυ.

56
β) Συμφωνόληκτα λέγονται όσα έχουν χαρακτήρα σύμφωνο, π.χ. κόραξ κόρακ-ος,
σωλήν σωλῆν-ος
Ο πίνακας 7 αναπαριστά την τρίτη κλίση των συμφωνόληκτων και στα τρία γένη.

Πίνακας 7. Συμφωνόληκτα

Ενικός αριθμός
Ονομαστική ὁ θώραξ ἡ κηλίς τὸ ἅρμα
Γενική τοῦ θώρακ-ος τῆς κηλίδ-ος τοῦ ἅρματ-ος
Δοτική τῷ θώρακ-ι τῇ κηλίδ-ι τῷ ἅρματ-ι
Αιτιατική τὸν θώρακ-α τὴν κηλίδ-α τὸ ἅρμα
Κλητική ὦ θώραξ ὦ κηλίς ὦ ἅρμα
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οἱ θώρακ-ες αἱ κηλίδ-αι τὰ ἅρμα-τα
Γενική τῶν θωράκ-ων τῶν κηλίδ-ων τῶν ἁρμάτ-ων
Δοτική τοῖς θώραξ-ι ταῖς κηλίσ-ι τοῖς ἅρμασι (τ-σι)
Αιτιατική τοὺς θώρακ-ας τὰς κηλίδ-ας τὰ ἅρμα-τα
Κλητική ὦ θώρακ-ες ὦ κηλίδ-αι ὦ ἅρμα-τα

2.4 Γενικές παρατηρήσεις:

Από τα ονόματα της γ' κλίσης:


¾ τα αρσενικά και τα θηλυκά έχουν σε όλες τις πτώσεις τις ίδιες καταλήξεις.
¾ τα ουδέτερα διαφέρουν από τα αρσενικά και τα θηλυκά στην ονομαστική,
αιτιατική και κλητική του ενικού και του πληθυντικού.
¾ το ι και το α στη λήγουσα των ονομάτων της γ' κλίσης είναι βραχύχρονα: ἡ
γνῶσῐς, τὸν ἀγῶνᾰ.
Στο απόσπασμα του αστρονόμου Αχιλλέα Τάτιου που ακολουθεί εντοπίζονται και
αναγνωρίζονται τα ουσιαστικά από τις κατηγορίες που μόλις εξετάσαμε:

57
Σημείωση 1. Αχιλλέας Τάτιος

Ἀχιλλέας Τάτιος:
Αἰγυπτίους λόγος ἔχει πρώτους τὸν οὐρανὸν ὡς καὶ τὴν γῆν καταμετρῆσαι καὶ τὴν
ἐμπειρίαν τοῖς ἑξῆς ἐν στήλαις ἀναγράψαι, Χαλδαῖοι δὲ εἰς ἑαυτοὺς μετάγουσι Βήλῳ τὴν
εὕρεσιν ἀναθέντες, οἱ δὲ Ἑλλήνων σοφοὶ ὁτὲ μὲν θεοῖς, ὁτὲ δὲ ἥρωσιν, ὁτὲ δὲ τοῖς μετὰ
ταῦτα σοφοῖς ἀνατιθέασιν.

¾ Ουσιαστικά πρώτης κλίσης: γῆν (ἡ γῆ), ἐμπειρίαν (ἡ ἐμπειρία), στήλαις (ἡ στήλη).


¾ Ουσιαστικά δεύτερης κλίσης: Αἰγυπτίους (ὁ Αἰγύπτιος), Χαλδαῖοι (ὁ Χαλδαῖος),
οὐρανὸν (ὁ οὐρανός), λόγος (ὁ λόγος), Βήλῳ (ὁ Βῆλος), θεοῖς (ὁ θεός).
¾ Ουσιαστικά τρίτης κλίσης: Ἑλλήνων (ὁ Ἕλλην - τοῦ Ἕλληνος), ἥρωσιν (ὁ ἥρως -
τοῦ ἥρωος).

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ

Στην παρούσα υποενότητα θα μελετήσουμε:


ˆ τα ομαλά επίθετα,
ˆ τον ορισμό του επιθέτου και τις ιδιότητές τους,
ˆ τις κλίσεις των επιθέτων, και
ˆ τις καταλήξεις που δέχεται κάθε κλίση ξεχωριστά, ούτως ώστε στο τέλος της
υποενότητας οι εκπαιδευόμενοι να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν σε ποια κατηγορία
ανήκει το κάθε επίθετο με βάση την κατάληξή του.
Η γνώση αυτή είναι χρήσιμη για την ανάκληση των τύπων του επιθέτου στη μνήμη των
εκπαιδευομένων.

3.1 Ορισμός

Επίθετα λέγονται οι λέξεις που προσδίδουν μία ιδιότητα ή ποιότητα στα ουσιαστικά:
σοφὸς (ἀνήρ), καλὴ (γυνή), ὑψηλὸν (ὄρος).

3.2 Κατηγορίες επιθέτου

Τα επίθετα ανάλογα με την κλίση τους χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:


58
1) στα δευτερόκλιτα, δηλαδή όσα επίθετα σχηματίζουν το αρσενικό και το ουδέτερο
κατά τη β’ κλίση.
2) στα τριτόκλιτα, δηλαδή όσα σχηματίζουν τα δύο αυτά γένη κατά τη γ’ κλίση.
Ανάλογα, όμως, με την κατάληξή τους χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:
1) στα τρικατάληκτα με τρία γένη (ὁ σεμνός, ἡ σεμνή, τὸ σεμνόν),
2) στα δικατάληκτα με τρία γένη (ὁ, ἡ εὐγενής, τὸ εὐγενές),
3) στα μονοκατάληκτα με δύο γένη (ὁ, ἡ φυγάς - ὁ, ἡ πένης).

3.3 Κλίσεις επιθέτων

Στο εδάφιο αυτό θα εξετάσουμε τις κλίσεις των δευτερόκλιτων και κάποιων τριτόκλιτων
επιθέτων ανάλογα με τις καταλήξεις τους. Τα παραδείγματα δίνονται σε μορφή πινάκων
με συμπληρωματικές παρατηρήσεις στα σημεία που αυτές κρίνονται απαραίτητες.

3.3.1 Δευτερόκλιτα επίθετα

Οι πίνακες 8 και 9 αφορούν στα επίθετα που κλίνονται σύμφωνα με τις καταλήξεις της
δεύτερης κλίσης.

Πίνακας 8. Τριγενή και τρικατάληκτα

Ενικός αριθμός
ὁ ἀγαθὸς ἡ ἀγαθὴ τὸ ἀγαθὸν
Ονομαστική ὁ ἀγαθ-ὸς ἡ ἀγαθ-ὴ τὸ ἀγαθ-ὸν
Γενική τοῦ ἀγαθ-οῦ τῆς ἀγαθ-ῆς τοῦ ἀγαθ-οῦ
Δοτική τῷ ἀγαθ-ῷ τῇ ἀγαθ-ῇ τῷ ἀγαθ-ῷ
Αιτιατική τὸν ἀγαθ-ὸν τὴν ἀγαθ-ὴν τὸ ἀγαθ-ὸν
Κλητική ὦ ἀγαθ-ὲ ὦ ἀγαθ-ὴ ὦ ἀγαθ-ὸν
Πληθυντικός αριθμός

Ονομαστική οἱ ἀγαθ-οὶ αἱ ἀγαθ-αὶ τὰ ἀγαθ-ὰ


Γενική τῶν ἀγαθ-ῶν τῶν ἀγαθ-ῶν τῶν ἀγαθ-ῶν
Δοτική τοῖς ἀγαθ-οῖς ταῖς ἀγαθ-αῖς τοῖς ἀγαθ-οῖς
Αιτιατική τοὺς ἀγαθ-οὺς τὰς ἀγαθ-ὰς τὰ ἀγαθ-ὰ
Κλητική ὦ ἀγαθ-οὶ ὦ ἀγαθ-αὶ ὦ ἀγαθ-ὰ

59
Τριγενή και τρικατάληκτα - Παρατηρήσεις:
¾ Το θηλυκό των τρικατάληκτων επιθέτων λήγει σε –η (π.χ. ἀγαθ-ὴ), αν και εφόσον
πριν από την κατάληξη –ος του αρσενικού (π.χ. ἀγαθ-ὸς) υπάρχει σύμφωνο εκτός
του ρ (στο ἀγαθ-ὸς υπάρχει θ). Διαφορετικά, λήγει σε –α, π.χ. ὁ γενναῖ-ος → ἡ
γενναί-α (εδώ υπάρχει ι).
¾ Το θηλυκό στην ονομαστική, γενική και κλητική πληθυντικού τονίζεται όπου και
όπως τονίζεται στις ίδιες πτώσεις το αρσενικό, π.χ. αἱ γενναῖ-αι, τῶν γενναί-ων, ὦ
γενναῖ-αι (όπως και στο αρσενικό κάνει οἱ γενναῖ-οι, τῶν γενναί-ων, ὦ γενναῖ-οι).

Πίνακας 9.Τριγενή και δικατάληκτα

Ενικός αριθμός
ὁ, ἡ ἀθάνατος τὸ ἀθάνατον
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀθάνατ-ος τὸ ἀθάνατ-ον
Γενική τοῦ, τῆς ἀθανάτ-ου τοῦ ἀθανάτ-ου
Δοτική τῷ, τῇ ἀθανάτ-ῳ τῷ ἀθανάτ-ῳ
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀθάνατ-ον τὸ ἀθάνατ-ον
Κλητική ὦ ἀθάνατ-ε ὦ ἀθάνατ-ον
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οἱ, αἱ ἀθάνατ-οι τὰ ἀθάνατ-α
Γενική τῶν ἀθανάτ-ων τῶν ἀθανάτ-ων
Δοτική τοῖς, ταῖς ἀθανάτ-οις τοῖς ἀθανάτ-οις
Αιτιατική τοὺς, τὰς ἀθανάτ-ους τὰ ἀθάνατ-α
Κλητική ὦ ἀθάνατ-οι ὦ ἀθάνατ-α

Τριγενή και δικατάληκτα - Παρατηρήσεις:


Στα τριγενή και δικατάληκτα της δεύτερης κλίσης ανήκουν:
¾ Τα περισσότερα από τα σύνθετα σε –ος, π.χ. ὁ, ἡ ἀθάνατος, τὸ ἀθάνατον
(ἀ+θάνατος), ὁ, ἡ διάπυρος, τὸ διάπυρον (διά+πῦρ).
¾ Μερικά επίθετα σε –ος που λειτουργούν (στο αρσενικό και το θηλυκό) και ως
ουσιαστικά, π.χ. ὁ, ἡ βοηθός, τὸ βοηθόν (= αυτός που βοηθάει), ὁ, ἡ τιμωρός, τὸ
τιμωρόν (= αυτός που τιμωρεί).

60
3.3.2 Τριτόκλιτα επίθετα

Ο πίνακας 10 αφορά στα επίθετα που κλίνονται σύμφωνα με τις καταλήξεις της τρίτης
κλίσης.

Πίνακας 10. Διγενή μονοκατάληκτα

Ενικός αριθμός
ὁ, ἡ κόλαξ
Ονομαστική ὁ, ἡ κόλαξ
Γενική τοῦ, τῆς κόλακ-ος
Δοτική τῷ, τῇ κόλακ-ι
Αιτιατική τὸν, τὴν κόλακ-α
Κλητική ὦ κόλαξ
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οἱ, αἱ κόλακ-ες
Γενική τῶν κολάκ-ων
Δοτική τοῖς, ταῖς κόλαξ-ι
Αιτιατική τοὺς, τὰς κόλακ-ας
Κλητική ὦ κόλακ-ες

Παρατηρήσεις:
¾ Αυτά τα επίθετα κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης και μπορεί
να είναι απλά ή σύνθετα (π.χ. ὁ/ἡ κόλαξ, ὁ/ἡ φυγάς, ὁ/ἡ βλάξ).
¾ Απαντούν μόνο στο αρσενικό και το θηλυκό. Δεν έχουν ουδέτερο γένος.

3.4 Γενικές Παρατηρήσεις

Ανάλογα με την κατάληξή τους, λοιπόν, τα επίθετα κλίνονται σύμφωνα με μία από τις
κλίσεις των ουσιαστικών:
¾ τα τρικατάληκτα με τρία γένη σχηματίζουν το θηλυκό πάντοτε σύμφωνα με την α’
κλίση, ενώ το ουδέτερο άλλοτε σύμφωνα με τη β’ κλίση και άλλοτε σύμφωνα με
την γ’ κλίση.
¾ τα δικατάληκτα με τρία γένη κλίνονται άλλα κατά την β’ κλίση και άλλα κατά την γ’
κλίση.
¾ τα μονοκατάληκτα με δύο γένη κλίνονται τα περισσότερα κατά την γ’ κλίση.

61
Δείτε την Σημείωση 2.

Σημείωση 2. Επίθετα

Στα αποσπάσματα από την Ανθολογία του Ιωάννη Στοβαίου και από το κατά τα άλλα
χαμένο ιστορικό έργο του Αρμοδίου που ακολουθούν εντοπίζονται και αναγνωρίζονται
τα επίθετα από τις κατηγορίες που μόλις εξετάσαμε:
Ανθολογία, Ιωάννης Στοβαίος
ἀλλ’ εὖ ἴσθι ὅτι δεῖ τὸν μέλλοντα τοῦτο ποιήσειν καὶ ἐπίβουλον εἶναι καὶ κρυψίνουν καὶ
ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην καὶ ἅρπαγα καὶ ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων.
Δευτερόκλιτα επίθετα: ἐπίβουλον (ὁ, ἡ ἐπίβουλος, τὸ ἐπίβουλον), κρυψίνουν, κλέπτην,
πλεονέκτην.
Τριτόκλιτα επίθετα: ἀπατεῶνα (ὁ ἀπατεὼν - τοῦ ἀπατεῶνος), ἅρπαγα (ὁ ἅρπαξ - τοῦ
ἅρπαγος).

Αρμοδίου Ιστορίες
Γενναῖος γὰρ ὁ τοιοῦτος ἐκρίνετο καὶ ἀνδρώδης ὑπάρχειν· θαυμαστὸν γὰρ ἦν καὶ
περιβόητον παρ’ αὐτοῖς ἡ πολυφαγία.

Δευτερόκλιτα επίθετα: γενναῖος, ἀνδρώδης (ὁ, ἡ ἀνδρώδης, τὸ ἀνδρῶδες)→ ονομαστική


ενικού αρσενικού
Θαυμαστόν, περιβόητον → ονομαστική ενικού ουδετέρου

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. Η ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ

Στην υποενότητα αυτή θα μάθουμε:


ˆ τι είναι αντωνυμία και σε τι χρησιμεύει στον αρχαίο ελληνικό λόγο,
ˆ σε πόσα είδη διακρίνονται, και
ˆ την κλίση των αντωνυμιών που θα εξετάσουμε στην παρούσα υποενότητα.

4.1 Ορισμός αντωνυμίας

Αντωνυμίες λέγονται οι κλιτές λέξεις που χρησιμοποιούνται στον λόγο στη θέση
ονομάτων (επιθέτων ή ουσιαστικών), π.χ. ἐκείνος ὁμιλεῖ (ὁ Σωκράτης ὁμιλεῖ).

62
4.2 Είδη αντωνυμιών

Οι αντωνυμίες διακρίνονται σε εννέα είδη:


1) προσωπικές
2) δεικτικές
3) ερωτηματικές
4) κτητικές
5) οριστικές ή επαναληπτικές
6) αόριστες
7) αναφορικές
8) αυτοπαθητικές
9) αλληλοπαθητικές
Στην παρούσα υποενότητα θα εξετάσουμε τις πέντε πρώτες.

4.3 Κλίση αντωνυμιών

Στο παρόν εδάφιο θα εξετάσουμε τις πέντε πρώτες, δηλαδή τις προσωπικές, τις
δεικτικές, τις ερωτηματικές, τις κτητικές και τις οριστικές αντωνυμίες.

4.3.1 Προσωπικές αντωνυμίες

Προσωπικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου:


¾ Πρώτο πρόσωπο είναι εκείνο που ενεργεί: εγώ (ἐγώ).
¾ Δεύτερο πρόσωπο είναι εκείνο που του απευθυνόμαστε: εσύ (σύ).
¾ Τρίτο πρόσωπο είναι εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος: αυτός, εκείνος κτλ. (αὐτός,
ἐκεῖνος, ὅδε κτλ.).
Στον πίνακα 11 δίνεται η κλίση των προσωπικών αντωνυμιών.

Πίνακας 11. Προσωπικές αντωνυμίες

Ενικός αριθμός
α΄ πρόσωπο β΄ πρόσωπο γ΄ πρόσωπο
Ονομαστική ἐγὼ σὺ -
Γενική ἐμοῦ, μου σοῦ, σου (οὗ)
Δοτική ἐμοί, μοι σοί, σοι οἷ, οἱ
Αιτιατική ἐμέ με σέ, σε (ἓ)
Πληθυντικός αριθμός
63
α΄ πρόσωπο β΄ πρόσωπο γ΄ πρόσωπο
Ονομαστική ἡμεῖς ὑμεῖς (σφεῖς)
Γενική ἡμῶν ὑμῶν (σφῶν)
Δοτική ἡμῖν ὑμῖν σφίσι(ν)
Αιτιατική ἡμᾶς ὑμᾶς (σφᾶς)

Παρατηρήσεις:
¾ οι δεύτεροι τύποι μου, μοι, σου και σοι στη δοτική και αιτιατική ενικού των δύο
πρώτων προσώπων είναι άτονοι και λέγονται αδύναμοι τύποι,
¾ στο τρίτο πρόσωπο οι τύποι που είναι σε παρένθεση είναι λιγότερο εύχρηστοι,
¾ η ονομαστική ενικού του τρίτου προσώπου απουσιάζει, γι’ αυτό αναπληρώνεται
από την ονομαστική ενικού κάποιας δεικτικής αντωνυμίας, π.χ. οὗτος, ἐκεῖνος, ὅδε
κτλ.

4.3.2 Δεικτικές αντωνυμίες

Δεικτικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν δείξιμο (αισθητό ή νοητό).


Όλες είναι τρικατάληκτες με τρία γένη, και είναι οι ακόλουθες:
1) οὗτος, αὕτη, τοῦτο
2) ἐκεῖνος, ἐκείνη, ἐκεῖνο
3) ὅδε, ἥδε, τόδε (= αυτός εδώ, αυτός δα, ο εξής)
4) τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε ἤ τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) (= τέτοιος)
5) τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε ἤ τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) (= τόσο μεγάλος)
Ενδεικτικά θα κλίνουμε τη δεικτική αντωνυμία οὗτος, αὕτη, τοῦτο, στον πίνακα 12.

Πίνακας 12. Ενδεικτική κλίση δεικτικής αντωνυμίας

Ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική οὗτος αὕτη τοῦτο
Γενική τούτου ταύτης τούτου
Δοτική τούτῳ ταύτῃ τούτῳ
Αιτιατική τοῦτον ταύτην τοῦτο
Κλητική οὗτος αὕτη -
Πληθυντικός αριθμός

64
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική οὗτοι αὗται ταῦτα
Γενική τούτων τούτων τούτων
Δοτική τούτοις ταύταις τούτοις
Αιτιατική τούτους ταύτας ταῦτα

4.3.3 Ερωτηματικές αντωνυμίες

Ερωτηματικές λέγονται οι αντωνυμίες που εισάγουν ερωτήσεις και είναι οι εξής:


1) τίς, τίς, τί (=ποιος;)
2) πότερος, ποτέρα, πότερον (= ποιος από τους δύο;)
3) πόσος, πόση, πόσον
4) ποῖος, ποία, ποῖον (= τι λογής;)
5) πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (πόσο μεγάλος; ή ποιας ηλικίας;)
6) ποδαπός, ποδαπή, ποδαπόν (από ποιο τόπο;)
7) πόστος, πόστη, πόστον (= τι θέση έχει σε μια αριθμητική σειρά;)
8) ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον (σε πόσες μέρες;)
Όλες οι ερωτηματικές αντωνυμίες είναι τρικατάληκτες και κλίνονται όπως τα
τρικατάληκτα δευτερόκλιτα επίθετα σε -ος, -η, -ον, (βλ. Πίνακα 8) εκτός από την
αντωνυμία τίς, τί που είναι τριγενής και δικατάληκτη και κλίνεται κατά τη γ΄ κλίση, όπως
στον πίνακα 13.
Πίνακας 13. Ερωτηματική αντωνυμία

Ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική τὶς τὶς τὶ
Γενική τίνος ή τοῦ τίνος ή τοῦ τίνος ή τοῦ
Δοτική τίνι ή τῷ τίνι ή τῷ τίνι ή τῷ
Αιτιατική τίνα τίνα τὶ
Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική τίνες τίνες τίνα
Γενική τίνων τίνων τίνων
Δοτική τίσι(ν) τίσι(ν) τίσι(ν)
Αιτιατική τίνας τίνας τίνα

65
4.3.4 Κτητικές αντωνυμίες

Κτητικές ονομάζονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν σε ποιον ανήκει κάτι, δηλαδή


ορίζουν κτήτορα. Σχηματίζονται από τα θέματα των προσωπικών αντωνυμιών και
έχουν αντιστοίχως τρία πρόσωπα:
1) Για ένα κτήτορα:
α΄ πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμὸν (= δικός μου, δική μου, δικό μου),
β΄ πρόσωπο: σός, σή, σὸν (= δικός σου, δική σου, δικό σου),
γ΄ πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑὸν (= δικός του, δική του, δικό του).
2) Για πολλούς κτήτορες:
α΄ πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (= δικός μας, δική μας, δικό μας),
β΄ πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (= δικός σας, δική σας, δικό σας),
γ΄ πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (= δικός τους, δική τους, δικό τους).
Παρατήρηση:
Οι κτητικές αντωνυμίες κλίνονται όπως τα τρικατάληκτα επίθετα της β΄ κλίσης σε -ος, -η,
-ον και -ος, -α, -ον. Π.χ. ἐμός, ἐμή, ἐμὸν (όπως σοφός, σοφή, σοφόν) και ἡμέτερος,
ἡμετέρα, ἡμέτερον (όπως δίκαιος, δικαία, δίκαιον).

4.3.5 Οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία

Οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία είναι η αντωνυμία αὐτός, αὐτή, αὐτό.


Οριστική είναι, όταν χρησιμεύει για να ορίσει κάτι, να το ξεχωρίσει από τα άλλα και
απαντά σε όλες τις πτώσεις. Δες το παράδειγμα 1.
Παράδειγμα 1

Μετὰ δὲ ταῦτα γενομένης τῆς ὕστερον στρατείας, ἣν αὐτὸς (= αυτός ο ίδιος όχι κάποιος
άλλος) Ξέρξης ἤγαγεν.

Επαναληπτική είναι μόνο στις πλάγιες πτώσεις, όταν χρησιμεύει για να επαναλάβει κάτι
για το οποίο έγινε λόγος πρωτύτερα, όπως στο παράδειγμα 2.

Παράδειγμα 2

Κῦρον δὲ μεταπέμπεται ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἧς αὐτὸν (= δηλ. Κῦρον ) σατράπην ἐποίησε καὶ
στρατηγὸν δὲ αὐτὸν ἀπέδειξε πάντων.

66
Η αντωνυμία αὐτός, αὐτή, αὐτό κλίνεται σαν τρικατάληκτο επίθετο της β΄ κλίσης σε -ος,
-η, ον, χωρίς όμως το τελικό ν στο ουδέτερο του ενικού: αὐτός, αὐτή, αὐτὸ (γεν. αὐτοῦ,
αὐτῆς, αὐτοῦ) κλπ.
Η αντωνυμία αὐτός, όταν εκφέρεται μαζί με το άρθρο, σημαίνει ταυτότητα (ὁ αὐτὸς = ο
ίδιος), όπως στο παράδειγμα 3.

Παράδειγμα 3

Τὴν γοῦν Ἀττικὴν ἐκ τοῦ ἐπὶ πλεῖστον διὰ τὸ λεπτόγεων ἀστασίαστον οὖσαν ἄνθρωποι
ᾤκουν οἱ αὐτοὶ αἰεί (= την Αττική ... την κατοικούσαν οι ίδιοι πάντοτε άνθρωποι).

4.4 Γενικές παρατηρήσεις

¾ Οι αντωνυμίες δεν έχουν κλητική, εκτός από την δεικτική αντωνυμία οὗτος, αὕτη,
τοῦτο στην κλητική ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους.
¾ Για τις κλίσεις των υπόλοιπων αντωνυμιών που απλώς κατονομάζονται σε αυτή
την υποενότητα αλλά δεν κλίνονται σε πίνακες, καλό είναι να ανατρέξετε στο
αντίστοιχο κεφάλαιο κάποιας από τις ακόλουθες γραμματικές της αρχαίας
ελληνικής γλώσσας:
9 Οικονόμου, Μ. Χ., Γραμματική της αρχαίας ελληνικής, Αθήνα 1984, ΟΕΔΒ
9 Σταματάκος, Ι., «Ιστορική γραμματική της αρχαίας ελληνικής», 3η έκδοση Αθήνα
1973, Εκδόσεις “Φοίνιξ”.
9 Τζάρτζανος, Α. Α., «Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσας», Αθήνα 1967,
ΟΕΔΒ.
Στο απόσπασμα από το ρητορικό έργο Ὑπὲρ τοῦ Ἑρατοσθένους φόνου ἀπολογία του
Λυσία που ακολουθεί εντοπίζονται και αναγνωρίζονται ορισμένες αντωνυμίες από τις
κατηγορίες που μόλις εξετάσαμε:

Σημείωση 3. Λυσίας

Λυσίας, Ὑπὲρ τοῦ Ἑρατοσθένους φόνου ἀπολογία:


Οὕτως, ὦ ἄνδρες, ταύτην τὴν ὕβριν ἅπαντες ἄνθρωποι δεινοτάτην ἡγοῦνται. περὶ μὲν
οὖν τοῦ μεγέθους τῆς ζημίας ἅπαντας ὑμᾶς νομίζω τὴν αὐτὴν διάνοιαν ἔχειν, καὶ οὐδένα
οὕτως ὀλιγώρως διακεῖσθαι, ὅστις οἴεται δεῖν συγγνώμης τυγχάνειν ἢ μικρᾶς ζημίας
ἀξίους ἡγεῖται τοὺς τῶν τοιούτων ἔργων αἰτίους.

67
ταύτην → αιτιατική ενικού, γένους θηλυκού της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὕτη, τοῦτο
ὑμᾶς → αιτιατική πληθυντικού της προσωπικής αντωνυμίας πρώτου προσώπου ἐγώ.
τὴν αὐτὴν → αιτιατική ενικού του θηλυκού της οριστικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό
και δηλώνει ταυτότητα.
τοιούτων → γενική πληθυντικού ουδετέρου γένους της δεικτικής αντωνυμίας τοιοῦτος,
τοιαύτη, τοιοῦτο(ν).

Σύνοψη
Από τη μελέτη της συγκεκριμένης διδακτικής ενότητας μάθατε:
• πώς ορίζουμε τα τέσσερα παραπάνω ονοματικά κλιτά μέρη του λόγου˙ τι είναι
δηλαδή το άρθρο, το ουσιαστικό, το επίθετο και η αντωνυμία,
• τα ιδιαίτερα διακριτικά χαρακτηριστικά για καθένα από τα παραπάνω μέρη του
λόγου,
• τα ιδιαίτερα διακριτικά χαρακτηριστικά για καθεμιά από τις υποκατηγορίες τους,
• την κλίση των ουσιαστικών της πρώτης, της δεύτερης και ορισμένων κατηγοριών
της τρίτης κλίσης,
• την κλίση των δευτερόκλιτων και μιας κατηγορίας των τριτόκλιτων επιθέτων (τα
διγενή μονοκατάληκτα), και
• την κλίση των εξής αντωνυμιών: προσωπική, δεικτική, ερωτηματική, κτητική, οριστική
ή επαναληπτική.

68
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Με τη χρήση καινοτόμων μεθόδων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης

769 - Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

COURSE 2

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΤΑ ΆΚΛΙΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

69
70
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Τα ακόλουθα μέρη του λόγου, κατανεμημένα σε ξεχωριστές υποενότητες, προσφέρουν
τις βασικές γνώσεις που οφείλει να έχει ο εκπαιδευόμενος προκειμένου να έχει μια
γενικότερη εποπτεία του υλικού του όσον αφορά στα άκλιτα μέρη του λόγου και να
είναι σε θέση να τα αναγνωρίζει και να τα διακρίνει μέσα στο αρχαίο κείμενο. Συνεπώς,
πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση από πλευράς των εκπαιδευομένων στη μελέτη τους.
Τα άκλιτα μέρη του λόγου ονομάζονται έτσι επειδή δεν κλίνονται. Σε αντίθεση δηλαδή με
τα κλιτά μέρη του λόγου διατηρούν στον λόγο, όπως και στη νέα ελληνική, πάντα την
ίδια μορφή. Τα άκλιτα μέρη του λόγου είναι τα εξής: σύνδεσμος, πρόθεση, επίρρημα,
επιφώνημα.
Στην πρώτη υποενότητα ο εκπαιδευόμενος έρχεται σε επαφή με το πρώτο άκλιτο μέρος
του λόγου, τον σύνδεσμο. Επισημαίνονται τα είδη των συνδέσμων και τη χρησιμότητά
τους στον λόγο. Στη δεύτερη υποενότητα συνεχίζουμε με ένα άλλο αναπόσπαστο
μέρος του γραπτού και προφορικού λόγου, τις προθέσεις, ενώ στην τρίτη υποενότητα
περνάμε σε ένα από τα πλέον διαδεδομένα μέρη του λόγου, το επίρρημα. Τέλος, η
τέταρτη υποενότητα κλείνει το σύνολο της ενότητας με τα επιφωνήματα της αρχαίας
ελληνικής.

71
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

Πριν ξεκινήσουμε κανονικά την ενότητα, δείτε στον πίνακα 1 κάποια άκλιτα μέρη του
λόγου που χρησιμοποιούνται στη νέα ελληνική.

Πίνακας 1. Άκλιτα μέρη του λόγου στη Νέα ελληνική

Παραδείγματα στη νέα ελληνική:


Άκλιτα μέρη του λόγου Νέα ελληνική
Σύνδεσμος και, όταν, γιατί
Πρόθεση από, με, για
Επίρρημα μέσα, ίσια, πολύ
Επιφώνημα ποπό!, μπράβο!, αχ!

Στην υποενότητα αυτή θα αναφερθούμε:


• στη σημασία του όρου “σύνδεσμος” και στη χρήση του στον λόγο, και
• στις επιμέρους κατηγορίες και υποκατηγορίες των συνδέσμων.

1.1 Ορισμός

Σύνδεσμοι λέγονται οι άκλιτες λέξεις που χρησιμεύουν για να συνδέουν με ορισμένους


τρόπους λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους. Στην πρόταση Περὶ ὁμωνύμων ποιητῶν τε καὶ
συγγραφέων οι σύνδεσμοι τε καί συνδέουν συμπλεκτικά τις φράσεις Περὶ ὁμωνύμων
ποιητῶν και συγγραφέων.

1.2 Κατηγορίες και υποκατηγορίες συνδέσμων

Οι σύνδεσμοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:


Α) σε Παρατακτικούς, οι οποίοι συνδέουν ισοδύναμες φράσεις και προτάσεις (κύριες με
κύριες, και δευτερεύουσες με δευτερεύουσες). Στους παρατακτικούς ανήκουν τα εξής
είδη συνδέσμων:
1) Συμπλεκτικοί
2) Διαζευκτικοί
3) Αντιθετικοί
4) Συμπερασματικοί
5) Αιτιολογικοί
72
Β) σε Υποτακτικούς, οι οποίοι «εισάγουν» δευτερεύουσες προτάσεις και ονομάζονται
έτσι, επειδή οι προτάσεις που εισάγουν «υποτάσσονται» σε κάποια κύρια πρόταση.
Στους υποτακτικούς ανήκουν τα εξής είδη συνδέσμων:
1) Ειδικοί
2) Χρονικοί
3) Ενδοιαστικοί
4) Υποθετικοί
5) Εναντιωματικοί ή Παραχωρητικοί
6) Τελικοί
7) Συμπερασματικοί
8) Αιτιολογικοί

1.3 Παρατακτικοί σύνδεσμοι

Σε αυτό το εδάφιο θα εξετάσουμε όλες τις υποκατηγορίες των παρατακτικών


συνδέσμων με ορισμούς και παραδείγματα.

1.3.1 Συμπλεκτικοί

Συμπλεκτικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που συμπλέκουν, δηλαδή συνενώνουν (καταφατικὰ


ή αποφατικά), λέξεις ή προτάσεις:
¾ Οι καταφατικοί είναι οι: τε, καί. Δες το παράδειγμα 1.

Παράδειγμα 1

Λέγω τοίνυν ὅτι καὶ φιλεῖται καὶ δικαίως χρηστός τε ὢν καὶ συνετὸς (= λέω, λοιπόν, ότι
δίκαια είναι αγαπητός (σε μας), επειδή και τίμιος είναι και σώφρων).

73
Παρατήρηση: Η λέξη “τε”, η οποία μεταφράζεται ως “και”, είναι στην πραγματικότητα
μόριο. Τα μόρια είναι μικρές άκλιτες λέξεις που έχουν λειτουργία συνδέσμων αφού
συνδέουν όπως και οι κυρίως σύνδεσμοι γλωσσικά στοιχεία και υπό αυτή την έννοια
συνεξετάζονται και συγκατηγοριοποιούνται με αυτούς10.

¾ Οι αποφατικοί είναι οι: οὔτε - μήτε, οὐδέ - μηδέ. Δες το παράδειγμα 2.

Παράδειγμα 2

Ἀλλ’ ἐγὼ μέχρι τῆσδε τῆς ἡμέρας ἐπαίνων μὲν σῶν ἀκροατὴς γέγονα, τῶν δὲ ἑτέρων οὔτε
ἐγενόμην μήτε γενοίμην (= εγώ, όμως, μέχρι και τη σημερινή ημέρα υπήρξα ακροατής
των δικών σας επαίνων, ενώ των άλλων ούτε υπήρξα ποτέ ούτε θα ήθελα να γίνω).

1.3.2 Διαζευκτικοί ή διαχωριστικοί

Διαζευκτικοί ή διαχωριστικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που συνδέουν διαζευκτικά (δηλ.


διαχωριστικά) λέξεις ή προτάσεις και είναι οι εξής: ἤ, ἤτοι, εἴτε, ἐάντε, ἄντε, ἤντε.
Δες το παράδειγμα 3.

Παράδειγμα 3

Ταῦτ’ εἶπε τὸ Θετταλὸν σόφισμα ἤτοι ὁ ἐκ Θετταλίας σοφιστής (= αυτά είπε το σόφισμα
του Θεσσαλού ή αλλιώς ο σοφιστής από τη Θεσσαλία).

1.3.3 Αντιθετικοί ή εναντιωματικοί

Αντιθετικοί ή εναντιωματικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που ενώνουν δύο πράγματα


αντίθετα μεταξύ τους νοηματικά, όμοια όμως γραμματικά, και αυτοί είναι οι εξής: μέν,

10 Για τη σχέση μεταξύ μορίων και συνδέσμων βλ. αναλυτικότερα το εδάφιο 1.5 και την ιστοσελίδα της
Πύλης για την Ελληνική γλώσσα (σ. 55):
http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/composition/page_055.html.

74
δέ, μέντοι, ὅμως, ἀλλά, ἀτάρ (= όμως), μήν (= όμως), ἀλλὰ μήν (= αλλὰ όμως), καὶ μήν (=
και όμως), οὑ μὴν ἀλλά (= αλλά όμως), καίτοι (= και όμως).
Δες το παράδειγμα 4.

Παράδειγμα 4

Ὅμως δὲ ὁ μὲν λόγος μοι περὶ τούτων, ὁ δ’ ἀγὼν οὐ πρὸς τὰ τούτων ἔργα ἀλλὰ πρὸς
τοὺς πρότερον ἐπ’ αὐτοῖς εἰρηκότας (= ο λόγος μου ήταν για αυτά τα πράγματα, ο
αγώνας μου όμως όχι για τα έργα αυτών, αλλά για αυτούς που είχαν μιλήσει πιο πριν
εναντίον τους).

1.3.4 Συμπερασματικοί

Συμπερασματικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που εισάγουν ένα συμπέρασμα μιας


προηγούμενης σκέψης και είναι οι εξής: ἄρα, δή, δῆτα, οὖν, τοίνυν, τοιγάρτοι,
τοιγαροῦν, οὔκουν, οὐκοῦν, ὥστε (στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου και δεν
ακολουθεί άλλη κύρια πρόταση).
Δες το παράδειγμα 5.
Παράδειγμα 5

Οὐκοῦν σῶμα μὲν ἔκτισεν ὁ Θεὸς, οὐχὶ νόσον· καὶ ψυχὴν τοίνυν ἐποίησεν ὁ Θεὸς, οὐχὶ
δὲ ἁμαρτίαν (= λοιπόν, ο Θεός δημιούργησε το σώμα, όχι την αρρώστεια˙ άρα, και την
ψυχή έφτιαξε ο Θεός, όχι την αμαρτία).

1.3.5 Αιτιολογικοί

Αιτιολογικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται ένα νόημα που αιτιολογεί
ή δικαιολογεί κάτι άλλο και είναι οι εξής: γάρ, ὡς, ἐπεί (στην αρχή περιόδου ή
ημιπεριόδου).
Δες το παράδειγμα 6.

75
Παράδειγμα 6

Χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν οὐκ ἠδύνατο (= επειδή περπατούσε στο έδαφος, δεν
μπορούσε να καταδιώξει τον πετεινό).

1.4 Υποτακτικοί σύνδεσμοι

Σε αυτό το εδάφιο θα εξετάσουμε όλες τις υποκατηγορίες των υποτακτικών συνδέσμων


με ορισμούς και παραδείγματα.

1.4.1 Ειδικοί

Ειδικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που εισάγουν μία πρόταση, η οποία συμπληρώνει την
έννοια μιας προηγούμενης λέξης ή πρότασης λειτουργώντας ή ως αντικείμενό της ή
ως υποκείμενό της ή ως επεξήγησή της. Οι σύνδεσμοι αυτοί είναι οι εξής: ὅτι, ὡς.
Δες το παράδειγμα 7.

Παράδειγμα 7

Ὁ λόγος διδάσκει, ὅτι οὐδεὶς οὕτως ἐστὶν ἀδύνατος (= ο μύθος μάς διδάσκει ότι κανένας
δεν είναι τόσο ανίσχυρος). Όλη η πρόταση από τον ειδικό σύνδεσμο ὅτι μέχρι το τέλος
είναι ειδική, η οποία λειτουργεί ως αντικείμενο του ρήματος “διδάσκει” που ανήκει στην
προηγούμενη πρόταση.

1.4.2 Χρονικοί

Χρονικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που εισάγουν μία πρόταση η οποία καθορίζει τον
χρόνο μιας πράξης και είναι οι ακόλουθοι: ὡς, ὅτε, ὁπότε, ὁσάκις, ὁποσάκις, ἡνίκα,
ὁπηνίκα, ἐπεί, ἐπειδή, ὅταν, ὀπόταν, ἐπάν, ἐπειδάν, ἕως, ἔστε, ἄχρι, μέχρι, πρίν.
Δες το παράδειγμα 8.

Παράδειγμα 8

Δεινότερόν ἐστιν ἡ λύπη, ὅταν τις ὑπὸ τῶν συγγενῶν πάθῃ τι ἢ παρὰ τῶν ἀλλοτρίων. (=
πιο αβάστακτη είναι η λύπη, όταν πάθη κάτι κάποιος από τους συγγενείς μας παρά
κάποιος ξένος).

76
1.4.3 Ενδοιαστικοί

Ενδοιαστικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται πρόταση που εκφράζει


ενδοιασμό (δηλ. φόβο ή δισταγμό για κάτι ανεπιθύμητο) και είναι οι εξής: μή, μὴ οὐ.
Δες το παράδειγμα 9.

Παράδειγμα 9

Δέδοικα μή νικήσωσιν οι πολέμιοι (= Φοβήθηκα μη νικήσουν οι εχθροί).

1.4.4 Υποθετικοί

Υποθετικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που εισάγουν κάποια υπόθεση και είναι οι εξής: εἰ,
ἐάν, ἄν, ἤν.
Δες το παράδειγμα 10.

Παράδειγμα 10

Ὦ θεοὶ λαμπροί τε καὶ μέγιστοι, ἐὰν τὴν ὑγείαν μοι παράσχητε, ἑκατὸν βόας προσάξω
ὑμῖν εἰς θυσίαν (= λαμπροί και παντοδύναμοι θεοί, εάν μου προσφέρετε την υγεία, θα
θυσιάσω για χάρη σας εκατό βόδια).

1.4.5 Εναντιωματικοί ή Παραχωρητικοί

Εναντιωματικοί ή Παραχωρητικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που συνδέουν δύο νοήματα


κάπως ασυμβίβαστα μεταξύ τους και που το ένα δηλώνει παραχώρηση
(συγκατάβαση) προς το άλλο. Αυτοί οι σύνδεσμοι είναι οι εξής: εἰ καί, ἄν καί, καὶ εἰ, καὶ
ἄν, κἄν (= και αν ακόμη), οὐδ’ εἰ, οὐδ’ ἐάν, μηδ’ ἐάν (= ούτε και αν), καίπερ (= αν και).
Δες το παράδειγμα 11.

Παράδειγμα 11

Ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι πᾶς ἄνθρωπος φιλοζωεῖ, εἰ καὶ δυστυχεῖ καὶ πτωχός ἐστι (= ο μύθος
αποδεικνύει ότι κάθε άνθρωπος αγαπά τα ζώα, ακόμα και αν είναι άτυχος και φτωχός).

1.4.6 Τελικοί

Τελικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται πρόταση που φανερώνει τον
σκοπό μιας ενέργειας και είναι οι εξής: ἵνα, ὅπως, ὡς (= γιὰ να).

77
Δες το παράδειγμα 12.

Παράδειγμα 12

Ἕν δὲ τοῦτο εὔχεσθαι τοῖς θεοῖς, ὅπως χειμὼν γένηται καὶ ὄμβρος, ἵνα τὰ λάχανα
ἀρδευθῇ (= για ένα πράγμα μόνο να προσεύχεσθε στους θεούς, για να χειμωνιάσει και
να βρέξει, για να ποτιστούν τα λαχανικά).

1.4.7 Συμπερασματικοί

Συμπερασματικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που εισάγουν ένα συμπέρασμα μιας


προηγούμενης σκέψης και είναι οι εξής: ὡς, ὥστε.
Δες το παράδειγμα 13.

Παράδειγμα 13

Οἱ πολῖται πρὸς μὲν ἀνδρίαν οὕτως ἐπαιδεύθησαν, ὥστε τοὺς βαρβάρους νικᾶν
μαχόμενοι (= οι πολίτες εκπαιδεύτηκαν ως προς την ανδρεία τόσο πολύ, ώστε να
μπορούν να νικάν τους βαρβάρους με μάχες).

1.4.8 Αιτιολογικοί

Αιτιολογικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται ένα νόημα που αιτιολογεί
ή δικαιολογεί κάτι άλλο και είναι οι εξής: ὅτι, ὡς, διότι, ἐπεί, ἐπειδή.
Δες το παράδειγμα 14.

Παράδειγμα 14

Ἡ μὲν οἰκία οὐ διεσώθη, ἐπειδὴ ἄνεμος ἔπνευσεν ἰσχυρός (= το σπίτι δεν σώθηκε, επειδή
φύσηξε ισχυρός άνεμος).

1.5 Μόρια

Στο παρόν εδάφιο θα γίνει μια επισκόπηση των μορίων της αρχαίας ελληνικής
γλώσσας, τα οποία είναι άκλιτες μικρές λέξεις και αποτελούν, όπως αναφέραμε και
πριν (βλ. υποεδάφιο 1.3.1), κατά κάποιον τρόπο υποσύνολο των συνδέσμων που
εξετάσαμε προηγουμένως.

78
1.5.1 Ορισμός

Μόρια λέγονται οι άκλιτες λέξεις, οι περισσότερες μονοσύλλαβες, που δεν ανήκουν


κανονικά σε ένα ορισμένο μέρος του λόγου. Αυτά έχουν κυρίως επιρρηματική σημασία
και χρησιμοποιούνται στον λόγο βοηθητικά.

1.5.2 Λειτουργία μορίων

Οι πιο ευδιάκριτες λειτουργίες τους είναι ότι:


¾ Συνδέουν γλωσσικά στοιχεία, παραπέμποντας σε προηγούμενα ή επόμενα, όπως
συμβαίνει με τα εγκλιτικά μόρια, που θα δούμε στο επόμενο υποεδάφιο (βλ. 1.5.3).
¾ Εκφράζουν τη συναισθηματική στάση του ομιλητή δίνοντας μια χροιά στον λόγο
του (π.χ. στα νεοελληνικά λέμε: «δα» και «ντε» σε προτάσεις όπως «δεν είπε δα και
τίποτα» ή «κάτσε καλά ντε»).
¾ Έχουν περισσότερο την υφολογική λειτουργία του χρωματισμού του λόγου του
ομιλητή, ενώ οι σύνδεσμοι έχουν μια καθαρά γραμματική λειτουργία, της
σύνδεσης και εισαγωγής προτάσεων. Εδώ έγκειται και η διαφορά των μορίων
από τους συνδέσμους.

1.5.3 Τα είδη των μορίων


Τα μόρια της αρχαίας ελληνικής διακρίνονται στα ακόλουθα είδη:
1. Εγκλιτικά: τοί, γέ, πέρ, πώ, νύν.
2. Ευχετικό: εἴθε (= μακάρι).
3. Δυνητικό: ἄν, που σημαίνει κάτι που μπορεί ή που μπορούσε να γίνει.
4. Αοριστολογικό: ἄν, που είναι παραλλαγή του δυνητικού ἄν και σημαίνει τυχόν ή
ίσως.
5. Αιτιολογικά: ἅτε, οἷον ἤ, οἶον δή, οἷα ἤ, οἷα δή, που συνάπτονται με μετοχή και
σημαίνουν αιτία πραγματική. Δες το παράδειγμα 15.

Παράδειγμα 15

Οἷον δὴ τί λέγεις βουληθείς; φράζ’ ἔτι σαφέστερον (= τι πραγματικά θες να πεις; Μίλα
πιο ξεκάθαρα).

6. Αχώριστα δεικτικά μόρια: -δε και -ί, που βρίσκονται προσκολλημένα στο τέλος
ορισμένων λέξεων και σημαίνουν δείξιμο, π.χ. ὅδε, ἥδε, τόδε (= ο τάδε, η τάδε, το τάδε).

79
7. Αχώριστα προτακτικά μόρια: ἀ-, ἀρι-, νη-, δυσ-, ζα-, κτλ. που ποτέ δεν λέγονται
μόνα τους, αλλά απαντούν αποκλειστικά στη σύνθεση ως πρώτα συνθετικά σύνθετων
λέξεων. Δες τη Σημείωση 1.

Σημείωση 1. Αχώριστα προτακτικά μόρια

ἀ-παίδευτος (= ανεκπαίδευτος), νη-λεής (< νή + ἔλεος = ανηλεής, άσπλαχνος), δύσ-


βατος (< δύσ + βαίνω = αδιάβατος), ἀρι-σφαλής (< ἀρι + σφάλλω= πολύ επισφαλής),
ζά-χρυσος (= βαθύπλουτος).

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΠΡΟΘΕΣΗ

Στην υποενότητα αυτή θα αναφερθούμε:


ˆ στον ορισμό του όρου “πρόθεση”,
ˆ στις κατηγορίες των προθέσεων (κύριες και καταχρηστικές) και τη χρήση τους, και
ˆ σε παραδείγματα που εμπεριέχουν προθέσεις και σχηματίζουν εμπρόθετους
προσδιορισμούς.

2.1 Ορισμός

Προθέσεις λέγονται οι άκλιτες λέξεις που συνήθως μπαίνουν μπροστά από άλλες κλιτές
λέξεις (ουσιαστικά, αντωνυμίες ή επιρρήματα) και σχηματίζουν με αυτές προθετικές
φράσεις που αποκαλούνται εμπρόθετοι προσδιορισμοί και φανερώνουν διάφορες
σχέσεις.

2.2 Κατηγορίες προθέσεων

Οι προθέσεις χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:


ˆ τις κύριες και
ˆ τις καταχρηστικές

2.2.1 Κύριες προθέσεις

Κύριες λέγονται όσες προθέσεις χρησιμοποιούνται στη σύνταξη μπροστά από τις
πλάγιες πτώσεις των ονομάτων (π.χ. ἐν τῇ πόλει, διὰ τῆς πόλεως, σὺν αὐτῷ) αλλά και σε
80
σύνθεση με άλλες λέξεις (π.χ. διά-λυσις, δια-λύω ἔν-τιμος, συν-τυγχάνω). Οι κύριες
προθέσεις είναι 18 και υποδιαιρούνται σε 6 μονοσύλλαβες και 12 δισύλλαβες:
ἐν, εἰς, ἐκ ἤ ἐξ, μονοσύλλαβες
σύν, πρός, πρό, προθέσεις
ἀνά, κατά, διά,
μετά, παρά, ἀμφί, δισύλλαβες
ἀντί, ἐπί, περί, προθέσεις
ἀπό, ὑπό, ὑπέρ

2.2.2 Καταχρηστικές προθέσεις

Καταχρηστικές λέγονται οι προθέσεις που χρησιμοποιούνται στη σύνταξη μόνο


μπροστά από τις πλάγιες πτώσεις των ονομάτων (π.χ. ἕνεκα ὠφελίας) και όχι σε
σύνθεση με άλλες λέξεις. Αυτές είναι οι ακόλουθες εννέα:
¾ ἄνευ, ἄχρι, ἕνεκα / ἕνεκεν, μέχρι, πλήν, χάριν, χωρίς, ὡς + γενική. Δες τη Σημείωση
2.
Σημείωση 2. Καταχρηστικές προθέσεις

1) Ὁρῶ γάρ, ὅτι οὐκ ἄνευ κακῶν μεγάλων τὴν ἀφθονίαν ἔχεις (= διότι βλέπω ότι κατέχεις
την αφθονία όχι χωρίς μεγάλα βάσανα).
2) Ἄνευ χαλκοῦ Φοῖβος οὐ μαντεύεται (= χωρίς τον χαλκό ο Φοίβος δεν προφητεύει).

¾ Ως καταχρηστικές προθέσεις χρησιμοποιούνται και τα μόρια “νὴ” και “μά” που


συντάσσονται με αιτιατική, όπως στα παραδείγματα: μὰ τὸν Δία (= μα τον Δία), νὴ
τὸν Μίθραν (= μα τον Μίθρα), ἀλλὰ νὴ τοὺς θεούς (= αλλά μα τους θεούς).

2.3 Παρατηρήσεις

Ορισμένες προθέσεις έχουν μόνο μία δυνατότητα σύνταξης, όπως η πρόθεση ἀπό,
που συντάσσεται με μία μόνο πτώση (με γενική), ενώ κάποιες άλλες συντάσσονται με
περισσότερες από μία προθέσεις. Δες τη Σημείωση 3.

Σημείωση 3. Παραδείγματα προθέσεων

1) Ἀπό + γενική: Ἀπὸ τούτου τοῦ τολμήματος ἐπῃνέθη (= από αυτό το τόλμημα
επαινέθηκε).

81
2) Παρά + γενική: Ἀφίκοντο παρὰ Δαρείου πρέσβεις (= έφτασαν πρέσβεις εκ μέρους του
Δαρείου).
3) Παρά + αιτιατική: Καθήμενος παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ ὠδύρετο (= καθισμένος
στην όχθη του ποταμού, θρηνούσε).

Μια πρόθεση μαζί με ένα όνομα ή μετοχή ή αντωνυμία σε πλάγια πτώση ή σπανιότερα
επίρρημα αποτελούν ένα λεκτικό σύνολο που ονομάζεται εμπρόθετος επιρρηματικός
προσδιορισμός. Δες τη Σημείωση 4.

Σημείωση 4. Εμπρόθετοι προσδιορισμοί

1) Ἀπέθανον δὲ Ἀθηναίων περὶ ἑξακοσίους (= πέθαναν περίπου εξακόσιοι Αθηναίοι). →


Ο εμπρόθετος προσδιορισμός “περὶ ἑξακοσίους” δηλώνει ένα ποσό.
2) Μετὰ τὴν ναυμαχίαν οἱ Κερκυραῖοι τροπαῖον ἔστησαν (= μετά από τη ναυμαχία οι
Κερκυραίοι έστησαν τρόπαιο). → Ο εμπρόθετος προσδιορισμός “μετὰ τὴν ναυμαχίαν”
δηλώνει χρόνο, πότε δηλαδή στήθηκε το σημείο της νίκης από τους Κερκυραίους.

82
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΕΠΙΡΡΗΜΑ

Στην υποενότητα αυτή θα αναφερθούμε:


ˆ στη σημασία του όρου “επίρρημα”,
ˆ στις βασικές κατηγορίες των επιρρημάτων και τη χρήση τους, και
ˆ σε παραδείγματα που εμπεριέχουν επιρρήματα και σχηματίζουν επιρρηματικούς
προσδιορισμούς.

3.1 Ορισμός

Ως επιρρήματα ορίζουμε τις άκλιτες λέξεις που προσδιορίζουν κυρίως ρήματα (π.χ. εὖ
ποιῶ) - όπως μαρτυρεί εξάλλου και η ετυμολογία τού όρου (ἐπί + ῥήμα > επί του
ρήματος) - με τον ίδιο τρόπο που τα επίθετα είναι προσδιορισμοί του ουσιαστικού (π.χ.
ἀγαθὸς ἀνήρ). Ωστόσο, μπορεί να προσδιορίζουν και άλλα μέρη του λόγου και να
φανερώνουν τόπο, χρόνο, ποσό, βεβαίωση ή άρνηση κτλ., όπως ακριβώς συμβαίνει
και στα νέα ελληνικά11.

3.2 Τα είδη του επιρρήματος

Τα επιρρήματα, ανάλογα με τη σημασία τους, διακρίνονται στα είδη που φαίνονται


στον πίνακα 2.

111) Περπατώ γρήγορα → Το επίρρημα “γρήγορα” προσδιορίζει το ρήμα “περπατώ”.


2) Είναι πολύ καλός → Το επίρρημα “πολύ” προσδιορίζει το επίθετο “καλός”.
3) Ήρθε πολύ γρήγορα → Το επίρρημα “πολύ” προσδιορίζει το επίρρημα “γρήγορα”.

83
Πίνακας 2. Επιρρήματα

Επιρρήματα Αρχαία ελληνικά Νέα ελληνικά


Ερώτηση Τοπικά ποῦ;, πῇ;, ποῖ; πού;
ὅπου, ἔνθα, ἐνθάδε, ἐκεῖ,
εδώ, εκεί, παντού,
Απάντηση αὐτοῦ, ἄνω, κάτω, ἐγγύς,
κάπου, πουθενά
ἔσω, ἔξω κ.ά.
Ερώτηση Χρονικά πότε;, ὁπηνίκα; πηνίκα; πότε;
ὅτε, τότε, ποτέ (= κάποτε),
νῦν, πρίν, ἔπειτα, πάλαι, ποτέ, κάποτε,
Απάντηση
χθές, σήμερον, αὔριον, αὖ, κάπου κάπου
αὖθις (= πάλι) κ.ά.
Ερώτηση Τροπικά πῶς;, πῇ; πώς;
οὕτω(ς), ὧδε (= έτσι), ὅπως,
ὡς (= καθώς), ὥσπερ, εὖ, όπως, έτσι, μαζί,
Απάντηση
καλῶς, κακῶς, σωφρόνως αλλιώς, καλά, κτλ.
κ.ά.
Ερώτηση Ποσοτικά πόσον; Πόσο;
ὅσον, τόσον, ὁπόσον, πολύ,
μάλα, ἄγαν, λίαν, πάνυ,
τόσο, πολύ,
Απάντηση σφόδρα, ὀλίγον, ποσάκις,
περισσότερο, πιο
τοσάκις, πολλάκις, δίς, τρίς,
τετράκις κτλ.
ναί, μάλιστα, δή (= βέβαια),
δῆτα (= βέβαια, χωρίς ναι, μάλιστα,
Βεβαιωτικά
αμφιβολία), ἦ (= πράγματι, βέβαια
αλήθεια) κ.ά.
όχι, μη(ν), όχι
Αρνητικά οὐ(κ), μή
βέβαια
ἆρα (= άραγε), μῶν (= ίσως, τάχα,
Διστακτικά
μήπως), τάχα, ἴσως κ.ά. πιθανόν

3.2.1 Τοπικά

Τα τοπικά επιρρήματα φανερώνουν τόπο και απαντούν στην ερώτηση πού;


Δες το παράδειγμα 16.
84
Παράδειγμα 16

- Ἡ τεκοῦσα δ’ ἐστὶ ποῦ; (= η λεχώνα πού βρίσκεται;)


- Ἔνθα. ἐν Ἄργει. (= εκεί. στο Άργος)

3.2.2 Χρονικά

Τα χρονικά επιρρήματα φανερώνουν χρόνο και απαντούν στην ερώτηση πότε;


Δες το παράδειγμα 17.

Παράδειγμα 17

- Ἐπήρετο ἐκεῖνος “πότε”; (= ρώτησε εκείνος, “πότε”;)


- Νῦν, ἔφη ἐκεῖνος. (Τώρα, είπε εκείνος)

3.2.3 Τροπικά

Τα τροπικά επιρρήματα φανερώνουν τρόπο και απαντούν στην ερώτηση πώς;


Δες το παράδειγμα 18.

Παράδειγμα 18

Πῶς; Ὁ μὲν Θεὸς οὕτως ᾠκονόμησεν, ὡς μὴ μόνον τούτους μὴ ἀπολέσθαι, ἀλλὰ καὶ
ἐκεῖνον σωθῆναι. (= Πώς; Ο Θεός έτσι τα οικονόμησε, ώστε όχι μόνο αυτοί να μη
χαθούν πνευματικά, αλλά και εκείνος να σωθεί).

3.2.4 Ποσοτικά

Τα ποσοτικά επιρρήματα φανερώνουν ποσό και απαντούν στην ερώτηση πόσο;


Δες το παράδειγμα 19.

Παράδειγμα 19

Ἔπέπιες δὲ πόσον; Τόσον. ἀκράτου δώδεκα κοτύλας. (= Πόσο ήπιες; Τόσο. δώδεκα
κοτύλους ανέρωτο κρασί).

3.2.5 Βεβαιωτικά

Με τα βεβαιωτικά, διστακτικά, αρνητικά επιρρήματα επιβεβαιώνουμε κάτι.


Δες το παράδειγμα 20.

85
Παράδειγμα 20

Ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι δεῖ τούτους μάλιστα φυλάττεσθαι. (= Το δίδαγμα της ιστορίας
φανερώνει ότι αυτοί είναι που πρέπει να φυλάγονται πάρα πολύ).

3.2.6 Αρνητικά

Με τα αρνητικά αρνούμαστε κάτι.


Δες το παράδειγμα 21.

Παράδειγμα 21

Οὐκ ἂν εἴη ὅστις οὐκ ἐπὶ τοῖς γεγενημένοις ἀγανακτοίη. (= Δεν θα υπήρχε κανένας που
να μην αγανακτούσε με αυτά που έχουν γίνει).

3.2.7 Διστακτικά

Με τα διστακτικά δείχνουμε το δισταγμό μας για κάτι.


Δες το παράδειγμα 22.

Παράδειγμα 22

Ἀλλ’ οὐ γὰρ ὀρθῶς ταῦτα, γενναίως δ ’ἴσως ἔπραξας. (= Αυτά δεν τα έκανες σωστά.
ίσως όμως ενήργησες με γενναιότητα).

ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΕΠΙΦΩΝΗΜΑ

Στην υποενότητα αυτή θα αναφερθούμε:


ˆ στο τι είναι ακριβώς το μέρος του λόγου που αποκαλούμε “επίρρημα”,
ˆ στα είδη των επιφωνημάτων που μαρτυρούνται σε έργα αρχαίων συγγραφέων, και
ˆ σε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα χρήσης των επιφωνημάτων.

4.1 Ορισμός

Τα επιφωνήματα εμφανίζονται συνήθως αυτόνομα χωρίς στενή σύνδεση με τα άλλα


γλωσσικά στοιχεία της πρότασης και απαντάνε στα αρχαία κείμενα σπανιότερα σε
σχέση με τα υπόλοιπα μέρη του λόγου. Πολύ συχνά είναι ηχομίμητες λέξεις, που
συνδέονται με φυσικούς ήχους του περιβάλλοντος (ζώων και άλλους) ή εκφράζουν με

86
τρόπο αυθόρμητο συναισθήματα (χαρά, λύπη, ενθουσιασμό, οργή, φόβο, θαυμασμό,
έκπληξη, αγανάκτηση).

4.2 Τα επιφωνήματα της αρχαίας


Επιφωνήματα της αρχαίας ελληνικής είναι τα ακόλουθα:
1) ἔ, ἤ, ὦ, ἆ, ἰαί, αἴ, οἴ: Πρόκειται για καθαρά φωνηεντικά μονοσύλλαβα που αποτελούν
κυρίως εκφράσεις θρήνου ή πόνου.
2) εἶα: Έχει παρακελευσματική σημασία (“εμπρός, έλα!”)·
3) εὖα: Βακχικός αλαλαγμός.
4) εὐοῖ, εὐάν: Φανερώνουν ενθουσιασμό.
5) βᾶ: Χρησιμοποιείται για σκωπτικό γέλιο.
6) βαβαί: Δηλώνει θαυμασμό.
7) παπαῖ: Δηλώνει έκπληξη.
8) οὐᾶ: Δηλώνει απορία.
9) φεῦ / παπαῖ / οἴμοι / οὐαί / ἰὼ / ἰοὺ: Είναι σχετλιαστικά επιφωνήματα, που
φανερώνουν λύπη ή αγανάκτηση.
10) ὦ: Κλητικό επιφώνημα.
11) ἐλελεῦ: Πολεμικό κάλεσμα.
Ακολουθούν μερικά ενδεικτικά παραδείγματα επιφωνημάτων:
1) Ὁ μὲν δὴ Κῦρος ἐπὶ τούτοις εἶπε· Φεῦ τοῦ ἀνδρός. (= Ο Κύρος λοιπόν είπε για αυτά:
Αλίμονο για τον άνδρα!). → Φεῦ: σχετλιαστικό επιφώνημα, που φανερώνει
αγανάκτηση.
2) Ὁ μὲν ἀγών μοι μέγας ἐστὶν, ὦ ἄνδρες δικασταί. (= Ο δικαστικός αυτός αγώνας είναι
σημαντικός για μένα, ω άνδρες δικαστές). → ὦ: κλητικό επιφώνημα.
3) Ἔασον, ὤ, τουτὶ τί ἦν; (= Ω λοιπόν, άσε, τι συνέβη σε αυτόν;). → ὦ: κλητικό
επιφώνημα.

Σύνοψη
Από τη μελέτη της διδακτικής ενότητας μάθατε:
• πώς ορίζουμε τα τέσσερα άκλιτα μέρη του λόγου, δηλαδή τον σύνδεσμο, την
πρόθεση, το επίρρημα και το επιφώνημα,
• τα ιδιαίτερα διακριτικά χαρακτηριστικά καθενός από τα παραπάνω μέρη του λόγου,
• τα ιδιαίτερα διακριτικά χαρακτηριστικά καθενός από τα είδη τους, και
• πώς απαντούν τα άκλιτα αυτά στοιχεία στον αρχαίο ελληνικό λόγο μέσα από
παραδείγματα προτάσεων και φράσεων.

87

You might also like