Professional Documents
Culture Documents
1
© Copyright 2012, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Π. Ε. Πετράκης.
Η έντυπη, ηλεκτρονική και γενικά κατά οποιοδήποτε τρόπο αναπαραγωγή, δημοσίευση
ή χρησιμοποίηση όλου ή μέρους του υλικού έργου αυτού, απαγορεύεται χωρίς την
έγγραφη έγκριση του κατόχου των πνευματικών δικαιωμάτων του έργου.
2
Το παρόν έντυπο αποτελεί το εκπαιδευτικό υλικό του μαθήματος “Η Αρχαία Ελληνική
και τα Μέρη του Λόγου”. Αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα του ηλεκτρονικού υλικού
που βρίσκεται στην πλατφόρμα και αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαιδευτικής
διαδικασίας.
Το μάθημα αποτελείται από δύο courses.
Η πρώτη διδακτική ενότητα του πρώτου course στοχεύει στο να εξοικειώσει τους
εκπαιδευόμενους με το ιστορικό γεγονός της έλευσης των ελληνικών φύλων στον
σημερινό ελλαδικό χώρο και να προσφέρει μία συνοπτική θεώρηση σχετικά με τους
σημαντικότερους σταθμούς στην πρώιμη ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
Στη δεύτερη διδακτική ενότητα του πρώτου course οι εκπαιδευόμενοι θα εισαχθούν σε
βασικά δομικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, όπως είναι τα γράμματα και
οι φθόγγοι και μελετήσουν τις βασικές κατηγοριοποιήσεις τους (φωνήεντα - σύμφωνα,
μακρά - βραχέα κτλ.). Ακολούθως, μελετάται ο τονισμός της αρχαίας ελληνικής με
σκοπό να γίνει εκμάθηση της χρήση των τριών τόνων (οξεία, βαρεία, περισπωμένη) και
των δύο πνευμάτων (ψιλή, δασεία). Στο πλαίσιο της ενότητας αυτής πρέπει να γίνει
σαφές ότι ο τονισμός της αρχαίας ελληνικής ήταν κύρια «μουσικός» (μελωδικός,
προσωδιακός) και όχι δυναμικός όπως της νέας ελληνικής. Σχετιζόταν δηλαδή κατά
βάση με το ύψος της φωνής και όχι με την έντασή της.
Στην πρώτη διδακτική ενότητα του δεύτερου course θα μελετηθούν τα τέσσερα πρώτα
κλιτά μέρη του λόγου, το άρθρο, το ουσιαστικό, το επίθετο και η αντωνυμία. Αρχικά θα
αναφερθούν προκειμένου οι σημασίες και η χρήση των τεσσάρων αυτών μερών του
λόγου, και θα δοθούν οι ορισμοί τους σε συνδυασμό με αντιπροσωπευτικά
παραδείγματα. Στη συνέχεια θα αποσαφηνιστούν τα χαρακτηριστικά τους στοιχεία,
όπως οι αριθμοί (ενικός - πληθυντικός) και η διαίρεσή τους στα τρία γένη (αρσενικό -
θηλυκό - ουδέτερο). Με τη χρήση αναλυτικών πινάκων θα επιτευχθεί η εκμάθηση των
μορφολογικών τύπων των τριών γενών στις διάφορες κλίσεις τόσο για τα ουσιαστικά
όσο και για τα επίθετα και τις αντωνυμίες.
Στη δεύτερη διδακτική ενότητα του δεύτερου course θα μελετηθούν τα τέσσερα τελευταία
από τα άκλιτα μέρη του λόγου, ο σύνδεσμος, η πρόθεση, το επίρρημα και το
επιφώνημα. Στόχος της ενότητας είναι να γίνουν κατανοητές από τους
εκπαιδευόμενους οι σημασίες και η χρήση των τεσσάρων αυτών μερών του λόγου,
πράγμα που θα επιτευχθεί με την απόδοση των ορισμών τους σε συνδυασμό με
αντιπροσωπευτικά παραδείγματα.
Τη συγγραφή του συγκεκριμένου εκπαιδευτικού υλικού πραγματοποίησαν ο κ.
Αμφιλόχιος Παπαθωμάς σε συνεργασία με την κα. Αικ. Τσιούσια, εξωτερικοί
συνεργάτες του Προγράμματος Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης του
Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
3
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
COURSE 1 .................................................................................................................................. 5
ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ............. 5
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ................................................................................................. 7
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ............ 8
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ: ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ
ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ................................................................. 10
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ Π.Χ. ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΓΡΑΠΤΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ......................................... 14
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΚΑΙ Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ......................... 16
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 5. ΟΙ ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ..................................................... 18
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 6. ΠΩΣ ΈΓΡΑΦΑΝ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΠΡΟΦΕΡΟΥΜΕ ΤΗΝ
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ............................................................................................. 23
ΣΥΝΟΨΗ .............................................................................................................................. 26
COURSE 1 ................................................................................................................................ 27
ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ............................................ 27
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ............................................................................................... 29
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΦΘΟΓΓΟΙ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ................................................................... 30
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΦΩΝΗΕΝΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΩΝ................................. 33
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΤΟΝΙΣΜΟΣ - ΒΑΣΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΝΙΣΜΟΥ ....................................... 35
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΠΝΕΥΜΑΤΑ............................................................................................ 39
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 5. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ........................... 41
ΣΥΝΟΨΗ .............................................................................................................................. 43
COURSE 2 ................................................................................................................................ 45
ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΙΚΑ ΚΛΙΤΑ ΜΕΡΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ................................... 45
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ............................................................................................... 47
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΤΟ ΆΡΘΡΟ ............................................................................................ 48
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ..................................................................................... 51
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ........................................................................................... 58
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. Η ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ ...................................................................................... 62
ΣΥΝΟΨΗ .............................................................................................................................. 68
COURSE 2 ................................................................................................................................ 69
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ............................................................................................... 71
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ .......................................................................................... 72
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΠΡΟΘΕΣΗ .............................................................................................. 80
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΕΠΙΡΡΗΜΑ ............................................................................................. 83
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΕΠΙΦΩΝΗΜΑ ........................................................................................ 86
ΣΥΝΟΨΗ .............................................................................................................................. 87
4
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
COURSE 1
5
6
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Στην παρούσα ενότητα, γίνεται προσπάθεια να εισαχθούν οι εκπαιδευόμενοι στην
εποχή κατά την οποία η αρχαία ελληνική μιλήθηκε για πρώτη φορά στον σημερινό
ελληνικό χώρο. Ο εκπαιδευόμενος έρχεται σε επαφή με την εποχή κατά την οποία τα
πρώτα ελληνικά φύλα φτάνουν στη σημερινή Ελλάδα μιλώντας μια πρώιμη μορφή της
αρχαίας ελληνικής που αποτελούσε έναν ρωμαλέο κλάδο της ινδοευρωπαϊκής
γλωσσικής οικογένειας. Θα έρθουμε σε επαφή με την πρώτη γραπτή μορφή της
αρχαίας ελληνικής, τη λεγόμενη γραμμική Β´ και θα γνωρίσουμε από κοντά τις πιο
έγκυρες θεωρίες για τη δημιουργία του ελληνικού αλφαβήτου, για την αρχαία ελληνική
γραφή και για τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους.
7
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ
ΕΛΛΑΔΑ
Τα ελληνικά φύλα κατήλθαν στον σημερινό ελληνικό χώρο τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Η
ακριβής εποχή της καθόδου τους δεν μπορεί να προσδιοριστεί, ωστόσο, με ακρίβεια.
Δεν θα είμαστε μακριά από την πραγματικότητα αν υποθέταμε ότι τα ιωνικά και αχαϊκά
φύλα κατέβηκαν στην Ελλάδα περίπου τον 19ο αι. π.Χ., ενώ τα δωρικά τον 12ο αι. π.Χ.
Εκεί βρήκαν αναμφίβολα προελληνικά φύλα, όπως τους Πελασγούς στη Θεσσαλία και
την Αρκαδία, τους Λέλεγες στην Λοκρίδα, Ακαρνανία, Βοιωτία, Εύβοια, Λακωνία και
στις Κυκλάδες, τους Κάρες στις Κυκλάδες και την Κρήτη. Τα ελληνικά φύλα αναμίχθηκαν
8
με τους πληθυσμούς που βρήκαν στους τόπους που έφτασαν, πράγμα που άφησε
ισχυρά λεξιλογικά σημάδια και στην ελληνική γλώσσα.
9
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ: ΜΙΑ ΠΟΛΥ
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ
2.1 Εισαγωγή
Σήμερα μιλιούνται στην Ευρώπη και την Ασία πολλές γλώσσες, μια εκ των οποίων και η
νέα ελληνική, που έχουν τόσες σημαντικές δομικές και λεξιλογικές ομοιότητες ώστε
είμαστε σίγουροι ότι προέρχονται από μία και μόνη γλώσσα που κάποτε υπήρξε ο
κοινός πρόγονος όλων αυτών των γλωσσών. Αν τώρα στρέψουμε τη ματιά μας στο
παρελθόν, θα βρούμε και νεκρές γλώσσες που έχουν ομοιότητες σαν και αυτές που
περιγράψαμε.
Τέτοιες γλώσσες, ζωντανές και νεκρές, που ανήκουν στην ίδια οικογένεια με την
ελληνική είναι π.χ. η ιταλική, η γερμανική, η κελτική, η αλβανική, οι βαλτοσλαβικές
γλώσσες, η ινδοϊρανική, η χεττιτική, η αρμενιακή και η τοχαρική (σχετικά βλέπε
αναλυτικότερα και στη συνέχεια).
Προχωρώντας στην ανάλυση των γλωσσών αυτών διαπιστώνουμε ότι τα κοινά τους
στοιχεία είναι πολλά και αφορούν σε συστηματικές δομικές ομοιότητες φωνολογικού,
10
μορφολογικού, συντακτικού, σημασιολογικού και λεξιλογικού χαρακτήρα1. Οι
ομοιότητες εξηγούνται αν υποθέτουμε ότι προέρχονται όλες από μια κοινή υποθετική
πρωτόγλωσσα, που έχει χαθεί στο μεταξύ και την οποία ονομάζουμε συμβατικά
ινδοευρωπαϊκή. Η ινδοευρωπαϊκή, η οποία ονομάζεται κάποτε και ινδογερμανική και
σπανιότερα ιαπετική2, πρέπει να δημιουργήθηκε πριν πέντε ή περισσότερες χιλιάδες
χρόνια3 και μιλιόταν υποθετικά από έναν λαό, τους Ινδοευρωπαίους. Περισσότερα από
τέσσερεις χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή μας οι Ινδοευρωπαίοι χωρίστηκαν και
διασκορπίστηκαν σε πάμπολλες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, με αποτέλεσμα
να διασπασθεί η πρωτόγλωσσα αυτή. Τούτο προκύπτει από το ότι έχουμε την δεύτερη
χιλιετία π.Χ. τις πρώτες ιστορικές-επιγραφικές μαρτυρίες από επί μέρους γλώσσες,
όπως την ελληνική, τη χεττιτική και την αρχαία ινδική, που προέκυψαν από τη διάσπαση
αυτή.
Η χρονολόγηση αυτή είναι βέβαια υποθετική, προκύπτει ωστόσο από σημαντικό
αριθμό επί μέρους ενδείξεων. Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, η πρωτογενής
ινδοευρωπαϊκή ενότητα πρέπει να διασπάστηκε μετά την έναρξη της εποχής του χαλκού
και πριν την έναρξη της εποχής του σιδήρου, αφού η λέξη που δηλώνει τον χαλκό, δηλ.
1 Για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα ομοιοτήτων λεξιλογικού χαρακτήρα, πβ. τις λέξεις pitar στην αρχαία
ινδική, πατήρ στην αρχαία ελληνική και pater στην λατινική. Και οι τρεις λέξεις έχουν την σημασία
“πατέρας”.
2Ο όρος ινδοευρωπαϊκή γλώσσα είναι περιγραφικός γεωγραφικός και στηρίζεται στο ότι η ινδοευρωπαϊκή
μιλήθηκε από τις Ινδίες ως την Ευρώπη. Μειονεκτήματα του όρου αυτού, ο οποίος παρόλαυτά είναι ο πιο
δόκιμος, είναι α) ότι στον χώρο που περιλαμβάνει μιλήθηκαν και μιλιούνται και πολλές μη ινδοευρωπαϊκές
γλώσσες (στην Ευρώπη π.χ. η βασκική, η ουγγρική, η τουρκική και η φιλανδική), β) ότι ινδοευρωπαϊκές
γλώσσες μιλιούνται πλέον σε όλη την υφήλιο.
Ο όρος ινδογερμανική χρησιμοποιήθηκε από γερμανούς κυρίως γλωσσολόγους και βασίζεται στην
παραδοχή ότι η ινδοευρωπαϊκή μιλήθηκε από την Ινδία στα ανατολικά ως την γερμανόφωνη Ισλανδία στα
δυτικά. Σήμερα γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι το δυτικότερο σημείο αρχαίας επέκτασης της γλώσσας ήταν η
κελτική Ιρλανδία, οπότε ο όρος ινδοκελτική θα ήταν ίσως δόκιμος -αλλά όχι πλέον ο όρος ινδογερμανική.
Ο όρος ιαπετική χρησιμοποιήθηκε από Έλληνες επιστήμονες (όπως π.χ. τον περίφημο γλωσσολόγο
Χατζηδάκη) και προέρχεται από τον μυθικό Ιαπετό, τον γιο του Ουρανού και της Γαίας, προγόνου του
ανθρώπου σύμφωνα με τη μυθολογία. Δεν κατόρθωσε να κερδίσει έδαφος στη διεθνή βιβλιογραφία.
3Οι πρώτες αρχές της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής ενότητας τοποθετούνται από πολλούς μελετητές γύρω
στο 4000–3000 π.Χ. Άλλοι μελετητές τοποθετούν αυτή την απαρχή πολύ νωρίτερα, γύρω στο 7000 π.Χ.
11
η λέξη *ayes-, ανήκει στο πρωτολεξιλόγιο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, ενώ τούτο
δεν ισχύει για κάποια αντίστοιχη λέξη που να δηλώνει τον σίδηρο.
Η ινδοευρωπαϊκή ανήκε στις λεγόμενες κλιτές ή σύνθετες γλώσσες. Τούτο σημαίνει ότι η
ρίζα της εκάστοτε λέξης πλαισιώνεται από διάφορα προσφύματα (προθήματα,
ενθήματα, επιθήματα), από ριζικές επαυξήσεις ή σχηματιστικά στοιχεία του θέματος,
καθώς και από καταλήξεις.
Η σημασία της ινδοευρωπαϊκής στην ιστορία του πολιτισμού είναι τεράστια. Αφενός
υπήρξε η μητέρα-γλώσσα σημαντικών λαών που διακρίθηκαν για τα πολιτισμικά
επιτεύγματά τους τόσο στην αρχαιότητα και το μεσαίωνα όσο και στη σημερινή εποχή,
αφετέρου υπήρξε η μήτρα πάμπολλων γλωσσών που μιλιούνται σήμερα από
περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους και μάλιστα στα οικονομικώς και
πολιτικοστρατιωτικώς πιο ανεπτυγμένα κράτη του κόσμου.
Τα αρχαία ελληνικά είναι μια από τις ιστορικά και πολιτισμικά σημαντικότερες αρχαίες
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, κατά πολλούς μάλιστα η σημαντικότερη. Σε σχέση προς τη
νέα ελληνική, η αρχαία μας γλώσσα είναι λιγότερο αναλυτική και περισσότερο
συνθετική ενώ έχει και μια πολύ πιο πλούσια κλίση. Στην αρχαία ελληνική, μάλιστα,
υπάρχει και μια πτώση παραπάνω που στα νέα ελληνικά έχει χαθεί, η δοτική, π.χ. αντί
να πούμε διδασκάλῳ λέμε στα νέα ελληνικά στον δάσκαλο. Αντί δηλαδή για μια λέξη
χρησιμοποιούμε μια εμπρόθετη φράση (σε + άρθρο + αιτιατική).
Από πλευράς αρχαιότητας των μαρτυριών η αρχαία ελληνική είναι η δεύτερη
αρχαιότερη γλώσσα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας. Μαρτυρείται για πρώτη φορά
στη μορφή της Γραμμικής Β´ στις πινακίδες της Κνωσού γύρω στο 1400 π.Χ. περίπου.
Αρχαιότερες μαρτυρίες έχει να επιδείξει μόνο η Χεττιτική, με κείμενα που χρονολογούνται
περίπου στο 1700 π.Χ. Η διαμόρφωση της αρχαίας ελληνικής ως ξεχωριστής γλώσσας
στο πλαίσιο της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής ενότητας αποτελεί το πρώτο και
σημαντικότερο σημείο της ιστορίας της.
Αν θα θέλαμε να περιοδοποιήσουμε την ιστορία της ελληνικής θα την χωρίζαμε στις
εξής περιόδους:
1) Πρωτοελληνική, την πρώιμη δηλαδή περίοδο κατά την οποία η γλώσσα δεν είχε
ακόμη χωριστεί σε διαλέκτους. Πιθανόν η περίοδος αυτή να φτάνει ως το 1400 π.Χ.
2) Κυρίως αρχαία ελληνική, περίπου 1400 π.Χ. – περίπου 300 π.Χ.
3) Ελληνιστική κοινή, περίπου 300 π.Χ. – 30 π.Χ.
4) Ελληνική της αυτοκρατορικής περιόδου και της ύστερης αρχαιότητας, 30 π.Χ. –
περίπου 6ος αιώνας μ.Χ.
5) Μεσαιωνική ελληνική, 6ος αιώνας μ.Χ. – περίπου 1453 μ.Χ.
6) Ελληνική της τουρκοκρατίας 1453 μ.Χ. – περίπου 1830 μ.Χ.
7) Νεότερη ελληνική, περίπου 1830 – σήμερα.
13
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ Π.Χ.
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΓΡΑΠΤΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
Η μινωική γραφή αποτελεί την αρχαιότερη γραφή του σημερινού ελλαδικού χώρου, δεν
έχει ωστόσο αποκρυπτογραφηθεί και δεν γνωρίζουμε τον χαρακτήρα της. Απαντά από
την αρχή της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. μέχρι τον 17ο αι. π.Χ. σε σφραγιδόλιθους. Είναι
ιερογλυφική-εικονογραφική γραφή, δεν ταυτίζεται όμως με την ιερογλυφική που υπήρχε
την ίδια εποχή στην Αίγυπτο και έχει ήδη αποκρυπτογραφηθεί. Έτσι, δεν γνωρίζουμε αν
τα σύμβολά της αποτελούν εικονογραφημένα αντικείμενα ή ηχητικές αξίες, δηλαδή
εικονογράμματα ή ιδεογράμματα. Από τον 19ο αι. π.Χ. εμφανίζεται παράλληλα με την
ιερογλυφική και ένα δεύτερο σύστημα γραφής, η γραμμική Α´ η οποία παραμένει
δυστυχώς επίσης μυστηριώδης και δίχως αποκρυπτογράφηση. Σε αυτή τη γραφή, η
οποία χρησιμοποιεί περίπου 100 σημεία που αποδίδουν μάλλον συλλαβές, έχουν
γραφτεί οι περίφημες πήλινες πινακίδες των μινωικών ανακτόρων που έχουν σωθεί ως
τις μέρες μας.
Από τα τέλη του 15ου αι. π.Χ. απαντά η πρώτη γραφή για την οποία μπορεί να ειπωθεί
με σιγουριά ότι πρόκειται για γραπτή μορφή της ελληνικής. Πρόκειται για τη λεγόμενη
μυκηναϊκή ή γραμμική B´ που αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 από τον άγγλο M. Ventris.
Οι πινακίδες της Γραμμικής Β´ που έχουν σωθεί ως τις μέρες μας περιέχουν καταλόγους
προσώπων ή πραγμάτων ή λογιστικά κατάστιχα. Στις πινακίδες αυτές ανιχνεύουμε
πλείστα στοιχεία της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και του αρχαίου ελληνικού
πολιτισμού, όπως τα γνωρίζουμε από τα μεταγενέστερα κείμενα της αρχαϊκής και της
κλασικής περιόδου.
14
3.2.1 Η σχέση της μυκηναϊκής με τις γνωστές ελληνικές διαλέκτους
Η θέση της μυκηναϊκής στον διαλεκτικό «χάρτη» της αρχαίας Ελληνικής δεν είναι
ξεκάθαρη. Σε αρκετές εργασίες συσχετίζεται με τις λεγόμενες νότιες διαλέκτους, ενώ
άλλοι πιστεύουν ότι προήλθε απευθείας από την αιολική διάλεκτο. Σε κάθε περίπτωση, η
μυκηναϊκή δεν ταυτίζεται με κάποια διάλεκτο της ιστορικής εποχής, τις οποίες θα δούμε
περιληπτικά πιο κάτω. Παρουσιάζει πολλές σχέσεις με την αρκαδοκυπριακή και την
αιολική, χωρίς να λείπουν, ωστόσο, και τα κοινά σημεία με την ιωνική-αττική διάλεκτο.
Ελάχιστα ή και ανύπαρκτα είναι τα κοινά της στοιχεία με τη δωρική. Όπως και να έχει, το
θέμα της εξακρίβωσης των σχέσεων της μυκηναϊκής με τις άλλες ελληνικές διαλέκτους
παραμένει χώρος προς περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση.
Τα πρώτα δείγματα γραφής στην Κύπρο εμφανίζονται τον 16ο αιώνα π.Χ. Την περίοδο
αυτή φαίνεται ότι χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικά συστήματα γραφής, το λεγόμενο
κυπρομινωικό 1 (16ος – 11ος αι. π.Χ.) και το κυπρομινωικό 2 (13ος και 12ος αι. π.Χ.). Τα δύο
αυτά συστήματα γραφής δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί ακόμη.
Κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. εμφανίζεται ως κυρίαρχο σύστημα γραφής το κυπριακό
συλλαβάριο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την καταγραφή της ελληνικής κυπριακής
διαλέκτου, αλλά και μιας άγνωστής μας γλώσσας που ονομάζεται συμβατικά
ετεοκυπριακή. Το κυπριακό συλλαβάριο είναι ένα συλλαβικό σύστημα, ανάλογο της
γραμμικής B´. Τα συλλαβογράμματα είναι απλοί γραμμικοί χαρακτήρες, χωρίς εικονικό
περιεχόμενο. Κείμενα στο κυπριακό συλλαβάριο σώζονται από το 800 π.Χ. έως τον 3ο
αι. π.Χ. Τα κείμενα σε αυτήν τη γραφή πληθαίνουν από τον 6ο αι. π.Χ. και γίνονται
15
πραγματικά πολλά την τελευταία περίοδο χρησιμοποίησής του (οι περισσότερες
επιγραφές σε αυτό το σύστημα γραφής προέρχονται από την περίοδο 400 – 325 π.Χ.).
Στις αδυναμίες του κυπριακού συλλαβαρίου ως συστήματος γραφής περιλαμβάνεται η
μη δήλωση της μακρότητας των φωνηέντων, της ηχηρότητας και της δασύτητας των
συμφώνων και των διπλών συμφώνων.
Εν μέρει το κυπριακό συλλαβάριο χρησιμοποιήθηκε παράλληλα με την αλφαβητική
γραφή, η οποία τελικά κυριάρχησε στο νησί.
4.1 Ορισμός
Με τον όρο ελληνικό αλφάβητο εννοούμε το αλφάβητο που διαμορφώθηκε από τους
Έλληνες σε κάποιο χρονικό σημείο μεταξύ της μυκηναϊκής και της γεωμετρικής εποχής.
Το ελληνικό αλφάβητο πρέπει να είχε δημιουργηθεί και εισαχθεί στον ελληνικό χώρο
κάπου μεταξύ του 11ου ή πιθανότερα του 10ου και του 9ου αι. π.Χ. Σε κάθε περίπτωση
πρέπει να δημιουργήθηκε το αργότερο τον 9ο αι. π. Χ. αφού αφενός ήδη στον όψιμο 8ο
αι. π.Χ. έχουμε την περίφημη επιγραφή του Διπύλου στην οποία το αλφάβητό μας
φαίνεται να έχει φτάσει σε μια πολύ αναπτυγμένη μορφή που προϋποθέτει ήδη μακρά
χρήση και αφετέρου οι Χαλκιδείς μεταφέρουν τον 8ο αι. π.Χ. στην Ιταλία μια μορφή του
ελληνικού αλφαβήτου, τον λεγόμενο δυτικό τύπο, που πιθανότατα μετεξελίχθηκε στο
γνωστό μας λατινικό αλφάβητο.
16
4.3 Προέλευση και δημιουργία του ελληνικού αλφαβήτου
4.3.1 Λόγοι που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι το φοινικικό αλφάβητο υπήρξε πηγή
έμπνευσης για το ελληνικό
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η προέλευση του ελληνικού αλφαβήτου και το ερώτημα
αν προέρχεται όντως από το φοινικικό έχει απασχολήσει πολύ την επιστήμη, αλλά και
την ευρύτερη κοινή γνώμη της Ελλάδας με τρόπο όχι πάντοτε επιστημονικό. Η
προέλευση από το βορειοσημιτικό σύστημα γραφής προκύπτει από τη μορφή των
γραμμάτων, που αποτελούν εξελιγμένη μορφή αυτών του φοινικικού, από την τάξη των
4Οι Φοίνικες ήταν ένα ναυτικός και εμπορικός λαός που κατοικούσε στην ανατολική Μεσόγειο και μιλούσε
μια σημιτική γλώσσα, δηλαδή μια γλώσσα που ανήκε στην ίδια γλωσσική οικογένεια με τα εβραϊκά, τα
αραμαϊκά και τα αραβικά. Ζούσαν σε σημαντικές πόλεις των ανατολικών παραλίων της Μεσογείου όπως η
Τύρος, η Σιδώνα, και υπήρξαν ιδρυτές της Καρχηδόνας.
17
γραμμάτων στο αλφάβητο και από τη χρήση των γραμμάτων ως αριθμών που
ταυτίζονται με αυτά του φοινικικού, αλλά και από τα ίδια τα ονόματα των ελληνικών
γραμμάτων, που δεν είναι ελληνικής ή γενικότερα ινδοευρωπαϊκής προελεύσεως αλλά
σημιτικής, π.χ. aleph – άλφα (βους), beth – βήτα (οικία), gimel – γάμμα (καμήλα).
Πρέπει βέβαια να τονίσουμε ότι οι Έλληνες πήραν το αρχικό υλικό και το διαμόρφωσαν
με τρόπο ιδιαιτέρως ρηξικέλευθο και απαιτητικό δημιουργώντας από ένα σημαντικό,
πλην όμως ατελές -και για τις απαιτήσεις μιας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας- μάλλον
ανεπαρκές σύστημα γραφής.
5.1 Εισαγωγή
Για τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους έχουμε δυστυχώς ελάχιστες πληροφορίες που
προέρχονται από γραπτά κείμενα, δηλαδή από επιγραφές, λογοτεχνικά και άλλα
γραμματειακά είδη. Δυστυχώς δεν μας έχει σωθεί καμιά πληροφορία προφορικού
χαρακτήρα. Επιπλέον οι πληροφορίες που έχουμε για τις εκάστοτε διαλέκτους είναι
άνισα κατανεμημένες: για την αττική διάλεκτο έχουμε πάμπολλες πληροφορίες από
πάρα πολλά κείμενα. Για άλλες διαλέκτους πάλι, οι πληροφορίες μας είναι ελάχιστες.
Στην παρούσα υποενότητα θα δούμε σύντομα την κατηγοριοποίηση των αρχαίων
ελληνικών διαλέκτων και θα αναφερθούμε σε κάποια βασικά χαρακτηριστικά
ορισμένων από αυτές.
18
5.2 Κατηγοριοποίηση των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων
Οι δύο μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ των ανατολικών και των δυτικών διαλέκτων της
αρχαίας ελληνικής είναι οι εξής: Η βασική διαφορά είναι ότι στα σημεία που οι
ανατολικές έχουν –σι, οι δυτικές έχουν –τι, π.χ. το γ´ ενικό του ρήματος δίδωμι είναι
δίδωσι στις ανατολικές και δίδωτι στις δυτικές διαλέκτους. Η δεύτερη μεγάλη διαφορά
είναι ότι εκεί που στις ανατολικές διαλέκτους έχουμε μακρό η, στις δυτικές έχουμε μακρό
α, π.χ. μήτηρ (ανατολικές διάλεκτοι), μάτηρ (δυτικές διάλεκτοι).
Άλλες διαφορές:
¾ Στις δυτικές διαλέκτους διατηρήθηκε το δίγαμμα (F), που προφερόταν σαν τον
πρώτο φθόγγο της αγγλικής λέξης what, ενώ στις ανατολικές χάθηκε πολύ
νωρίς.
¾ Σε μια πολύ σημαντική ανατολική διάλεκτο, συγκεκριμένα στην ιωνική, χάθηκε
νωρίς ο φθόγγος h. Δηλαδή, ενώ π.χ. στις δυτικές διαλέκτους και στις λοιπές
ανατολικές το οριστικό άρθρο στο αρσενικό και θηλυκό γραφόταν ὁ, ἡ και
προφερόταν /ho/, /hee/, στην ιωνική γραφόταν ὀ, ἠ και προφερόταν /o/, /ee/.
19
¾ Επίσης το απαρέμφατο (ένα ρηματικό ουσιαστικό που υπάρχει στα αρχαία
ελληνικά) έχει στις ανατολικές διαλέκτους την κατάληξη –ναι (π.χ. δοῦναι), αλλά
στις δυτικές διαλέκτους την κατάληξη –μεν, -μειν (δόμεν, δόμειν).
¾ Στις ανατολικές διαλέκτους το οριστικό άρθρο στον πληθυντικό αρσενικού και
θηλυκού έχει τη γνωστή μορφή οἱ/αἱ. Στις δυτικές έχει αντίθετα τη μορφή τοι/ται.
¾ Στο επίπεδο των επιμέρους λέξεων παρατηρούμε συχνά διαφορές, π.χ. οι λέξεις
βούλομαι, πρῶτος, ὅτε (όταν), πότε των ανατολικών διαλέκτων έχουν τη μορφή
δείλομαι, πρᾶτος, ὅκα, πόκα στις δυτικές διαλέκτους.
Γενικά οι αρχαίες ανατολικές διάλεκτοι είναι πιο κοντά στα νέα ελληνικά από ό,τι οι
αρχαίες δυτικές διάλεκτοι.
20
5.5 Η αιολική ομάδα
Η αιολική ομάδα αποτελείται κατά βάση από τις διαλέκτους της Λέσβου, της Βοιωτίας
και της Θεσσαλίας. Πιθανός τόπος που δημιουργήθηκε η διαλεκτική αυτή ομάδα είναι η
Θεσσαλία και διαδόθηκε και στις άλλες περιοχές με τη μετανάστευση των αρχικών
ομιλητών της από τη Θεσσαλία προς τη Λέσβο και τη βορειοδυτική ακτή της Μικράς
Ασίας. Το βασικό χαρακτηριστικό της είναι η εξέλιξη των χειλοϋπερωικών συμφώνων σε
χειλικούς φθόγγους και όχι σε οδοντικούς, π.χ. αντί για τέταρτος, η θεσσαλική έχει
πέτροτος και η βοιωτική πέτρατος. Αντί για τέσσερα η θεσσαλική έχει πέτταρα.
Η χρήση των διαλέκτων και των διαλεκτικών στοιχείων στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία
έχει μια σχεδόν παγκόσμια πρωτοτυπία. Αντί για μια καθιερωμένη λογοτεχνική γλώσσα
απαντά στην αρχαία ελληνική γραμματεία μια μεγάλη διαλεκτική ποικιλία. Κάθε
λογοτεχνικό είδος συνδεόταν στενά με τη διάλεκτο στην οποία είχε πρωτοκαλλιεργηθεί.
Η σύνδεση του γραμματειακού είδους με τη διάλεκτο της πρώτης εμφάνισής του ήταν
τόσο στενή, ώστε οι συγγραφείς αισθάνονταν σχεδόν υποχρεωμένοι να
χρησιμοποιήσουν τη διάλεκτο του είδους προκειμένου να το υπηρετήσουν.
Μέχρι και τον τέταρτο αιώνα π.Χ. ο ελληνικός κόσμος διακρινόταν για την διαλεκτική του
ποικιλία και ποικιλομορφία. Ήδη βέβαια από την εποχή των περσικών πολέμων και
πέρα, η Αθήνα είχε αρχίσει να ξεχωρίζει σε πολιτιστικό, πνευματικό και κατά περιόδους
και σε πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο ως εξέχουσα πόλη του ελληνικού κόσμου με
αποτέλεσμα η διάλεκτός της, η λεγόμενη αττική διάλεκτος να αποκτήσει γρήγορα
μεγάλο κύρος και αναγνωρισιμότητα. Σε αυτό συνέβαλε και η πολιτική και πολιτισμική
κυριαρχία της Αθήνας σε ένα μεγάλο και επίσης πολιτιστικά προοδευμένο κομμάτι του
ελληνισμού, του ιωνικού κόσμου, ο οποίος μιλούσε την ιωνική διάλεκτο, η οποία είχε
ήδη ανθίσει σε λογοτεχνικό επίπεδο ήδη από την εποχή των ομηρικών επών και είχε
αναδείξει στην αρχαϊκή και πρώιμη κλασική περίοδο εξέχουσες μορφές του λόγου, της
φιλοσοφίας και της επιστήμης όπως τον Θαλή τον Μιλήσιο, τον Ηράκλειτο και τον
Ηρόδοτο.
Η συνάντηση της αττικής με την ιωνική διάλεκτο δημιούργησε την ιωνική-αττική, μια
διάλεκτο με σημαντικότατο γόητρο για την εποχή της. Εξαιτίας αυτής της ακτινοβολίας
21
επελέγη η ιωνική-αττική διάλεκτος από τη μακεδονική δυναστεία ως επίσημη γλώσσα
του ανερχόμενου μακεδονικού βασιλείου. Έτσι, όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε
όλο τον γνωστό κόσμο της Ανατολής διαδίδοντας την ελληνική γλώσσα από την
Αίγυπτο μέχρι την Ινδία, ήταν η ιωνική-αττική η διάλεκτος που εξαπλώθηκε μαζί με το
μακεδονικό βασίλειο στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Η διάλεκτος αυτή έγινε σιγά
σιγά κατ΄ αυτό τον τρόπο η κοινή διάλεκτος όλων όσων κατοικούσαν στην αχανή
έκταση που κατέκτησε ο Μ. Αλέξανδρος και κυβέρνησαν τους αιώνες που
ακολούθησαν οι διάδοχοί του διαμορφώνοντας τα ελληνιστικά βασίλεια. Μιλιόταν
πλέον τόσο από το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων που κατοικούσαν στα ελληνιστικά
βασίλεια, όποια και αν ήταν η καταγωγή τους, όσο και από τους αλλόγλωσσους
(Πέρσες, Αιγύπτιους, μη ελληνικά μικρασιατικά φύλα, Εβραίους, Ινδούς κτλ.) που
ζούσαν εκεί και ήθελαν να έχουν πρόσβαση στον πολιτισμό, τη διοίκηση και την
εξουσία στα βασίλεια που δημιουργήθηκαν.
Με την ευρύτατη χρήση παρατηρήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και πολλές αλλαγές
και απλοποιήσεις στη χρήση της γλώσσας με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί (ήδη από
τον 3ο αι. π.Χ.) αυτό που αποκαλούμε ελληνιστική κοινή, μια παγκόσμια ελληνική
γλώσσα που στηρίζεται στην ιωνική-αττική, αλλά έχει πλέον και αρκετές
διαφοροποιήσεις από αυτή. Με την επικράτηση της κοινής φθίνει γρήγορα η χρήση
των άλλων αρχαίων ελληνικών διαλέκτων που αρχικά περιθωριοποιούνται και
αργότερα εξαφανίζονται. Η κοινή, στην οποία γράφτηκαν γλωσσικά και πολιτισμικά
μνημεία της ανθρωπότητας, όπως π.χ. η Καινή Διαθήκη, και η οποία έγινε σεβαστή από
τους Ρωμαίους και συνέχισε να είναι η γλώσσα της διοίκησης στην ελληνόφωνη
ανατολή καθ’ όλη την περίοδο της ρωμαιοκρατίας και του Βυζαντίου, είναι εκείνη η
γλωσσική μορφή της αρχαίας ελληνικής που θα δώσει αργότερα τη σκυτάλη στις
νεοελληνικές διαλέκτους και τελικά και στην ίδια την κοινή νέα ελληνική που μιλάμε
σήμερα.
22
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 6. ΠΩΣ ΈΓΡΑΦΑΝ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΈΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΠΩΣ
ΠΡΟΦΕΡΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
23
δ) “Στοιχηδόν”, δηλαδή στη μορφή:
Α Β Γ Δ
Ε Ζ Η Θ
ε) “Κιονηδόν”, δηλαδή στη μορφή:
Α
Β
Γ
Δ
ζ) “Σπειρηδόν”, δηλαδή στη μορφή:
Στην Ελλάδα και την Κύπρο διαβάζουμε τα αρχαία ελληνικά με τον τρόπο που
προφέρουμε τη γλώσσα μας, τη νέα ελληνική. Θα έχετε ίσως παρατηρήσει ότι οι
περισσότεροι αλλοδαποί μελετητές του αρχαίου κόσμου προφέρουν τα αρχαία
ελληνικά με έναν τρόπο που μας ξενίζει. Χρησιμοποιούν τη λεγόμενη ερασμιακή
προφορά που φέρει το όνομα του ολλανδού λογίου του 16ου αιώνα, Έρασμου, μια από
τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής του, ο οποίος μεταξύ πολλών άλλων
προσπάθησε να ανασυνθέσει την προφορά της αρχαίας ελληνικής.
Ο τρόπος εκφοράς του λόγου τον οποίο ανάπτυξε, και τον οποίο σε διάφορες μορφές
χρησιμοποιούν οι αλλοδαποί ελληνιστές, ξενίζει εμάς τους Έλληνες που είμαστε
συνηθισμένοι να χρησιμοποιούμε τη λεγόμενη νεοελληνική προφορά, που στην
πραγματικότητα είναι και η ίδια πολύ αρχαία (έχει τις ρίζες της στην ελληνιστική εποχή).
Η ερασμιακή προφορά είναι πολύ κοντά στην ορθή προφορά της αρχαίας ελληνικής
στην Αθήνα του τέταρτου και πέμπτου αιώνα π.Χ., όμως έχει δύο βασικά μειονεκτήματα:
1. Δεν αντικατοπτρίζει τη σωστή προφορά της αρχαίας ελληνικής μετά την κλασική
περίοδο (χωρίς εδώ να υπεισερχόμαστε στο πρόβλημα της γεωγραφικής
διαφοροποίησης της προφοράς σε επίπεδο διαλέκτων ήδη κατά την κλασική εποχή).
Για την περίοδο από την ελληνιστική περίοδο και εξής, η λεγόμενη νεοελληνική
προφορά είναι σαφώς ορθότερη της ερασμιακής, και από τη βυζαντινή εποχή και μετά
(μετά την τροπή της προφοράς του υ και του οι σε /i/) η επιστημονικώς ορθή.
24
2. Ακόμη και όσον αφορά στην κλασική εποχή, η ερασμιακή προφορά δεν αποδίδει
απολύτως αυτό που πιστεύουμε επιστημονικά ότι ήταν η ορθή προφορά της κλασικής
αττικής, αφού κάνει πολλές παραχωρήσεις προς διευκόλυνση των εκάστοτε χρηστών
της. Η λέξη Ζεὺς π.χ. προφέρεται από τους Άγγλους ως /Ζιούς/ ενώ από τους
Γερμανούς ως /Τσόις/. Εδώ δεν έχουμε κανενός είδους επιστημονική διαφορά, απλώς
οι Άγγλοι προφέρουν στη γλώσσα τους το z ως ζ και το eu ως ιου, ενώ Γερμανοί το z
ως τσ και το eu ως όι. Αυτή την πρακτική την μεταφέρουν προς διευκόλυνσή τους και
στα αρχαία ελληνικά.
Τελικά, τόσο εμείς στην Ελλάδα όσο και οι συνάδελφοί μας ελληνιστές του εξωτερικού
προφέρουν τα αρχαία ελληνικά όπως βολεύει καλύτερα τον καθένα μας σε σχέση με
την προφορά της εκάστοτε ομιλούμενης γλώσσας. Αυτή η πρακτική μπορεί να μην
είναι επιστημονικώς απολύτως ορθή, αλλά είναι ανεκτή αφού μας διευκολύνει στην
εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής. Αρκεί να θυμόμαστε πάντοτε οι μεν αλλοδαποί ότι
για την κλασική εποχή ο τρόπος προφοράς που χρησιμοποιούν είναι μεν ορθότερος
από τον δικό μας, αλλά και αυτός όχι απολύτως ορθός, ενώ από την ελληνιστική εποχή
και μετά η ερασμιακή προφορά είναι τελείως λάθος, οι δε Έλληνες ότι για την περίοδο
πριν την ελληνιστική η νεοελληνική προφορά δεν αποδίδει με ορθότητα τη γλωσσική
πραγματικότητα της εποχής. Τούτο γίνεται (με κάποιες λίγες εξαιρέσεις) από την
ελληνιστική εποχή και μετά, ενώ η προφορά μας μπορεί να θεωρηθεί απολύτως ορθή
για την περίοδο από τον δέκατο αιώνα μ.Χ. μέχρι σήμερα.
25
Σύνοψη
Στην ενότητα αυτή μάθαμε:
• για την κάθοδο των ελληνικών φύλων στον σημερινό ελληνικό χώρο.
• για τις απαρχές της αρχαίας ελληνικής και τη συγγένειά της με τις άλλες
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες,
• για τον γλωσσικό κόσμο της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. στον χώρο της σημερινής
Ελλάδας,
• για τη δημιουργία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού αλφαβήτου,
• για τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους,
• για τους τρόπους γραφής της αρχαίας ελληνικής, και
• για τη σημερινή προφορά της αρχαίας ελληνικής.
26
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
COURSE 1
27
28
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Στην πρώτη υποενότητα θα γίνει μία επισκόπηση των φθόγγων και των γραμμάτων της
αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Οι επόμενες υποενότητες επικεντρώνονται στις
υποδιαιρέσεις των γραμμάτων του αλφαβήτου, στις υποδιαιρέσεις των φωνηέντων και
των συμφώνων, στην κατανόηση των μακρόχρονων και των βραχύχρονων συλλαβών
καθώς και στους κανόνες τονισμού. Τέλος, αναφέρονται συγκεφαλαιωτικά όλοι οι
κανόνες της παραγωγής και της σύνθεσης των λέξεων της αρχαίας ελληνικής.
29
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΦΘΟΓΓΟΙ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Στην υποενότητα αυτή θα αναφερθούμε στη σχέση των φθόγγων, του τρόπου δηλαδή
με τον οποίο προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά, και των γραμμάτων, του τρόπου
δηλαδή με τον οποίο καταγραφόταν η εκφορά του λόγου.
Καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι θα αναφερθούμε στη γραφή και την προφορά της
κλασικής περιόδου, δηλαδή του 4ου και 5ου αι. π.Χ. με έμφαση στην αττική διάλεκτο, στη
γλώσσα δηλαδή που μιλιόταν στην Αθήνα. Πρέπει να θυμόμαστε ότι στην αρχαία
Ελλάδα της αρχαϊκής, της κλασικής και της πρώιμης μετακλασικής εποχής δεν υπήρχε
μια κοινή γλώσσα όπως η σημερινή αλλά μια μεγάλη ποικιλία διαλέκτων που
μεταβάλλονταν στο πέρασμα του χρόνου. Κυρίως από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου
και μετά η αρχαία ελληνική υπέστη πολλές αλλαγές που οδήγησαν αρχικά στην
ελληνιστική κοινή και σιγά σιγά στη μετατροπή της αρχαίας στη σημερινή νέα ελληνική
γλώσσα.
Κατά τη δημιουργία του αλφαβήτου της αρχαίας ελληνικής τα γράμματα ταυτίζονταν με
τους φθόγγους. Όπως και σε κάθε άλλη ιστορική γλώσσα, με το πέρασμα του χρόνου
προέκυψαν αλλαγές στον τρόπο εκφοράς των λέξεων, οι οποίες οδήγησαν σε
διαφορές μεταξύ του τρόπου εκφοράς και του τρόπου καταγραφής του λόγου.
Δημιουργήθηκε λοιπόν αυτό που ονομάζουμε ιστορική ορθογραφία στην οποία οι
φθόγγοι δεν ταυτίζονται απολύτως με τα γράμματα.
1.1 Ορισμοί
Φθόγγοι είναι οι ήχοι που παράγονται στο φάρυγγα στο στόμα και στη μύτη και οι
οποίοι χρησιμοποιούνται για την παραγωγή λόγου.
Τα γράμματα είναι γραφικά σημεία τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την καταγραφή
των φθόγγων.
Από τη βυζαντινή εποχή και μετά χρησιμοποιούμαι για την γραφική αναπαράσταση
των γραμμάτων δύο σετ χαρακτήρων, τα κεφαλαία και τα μικρά. Κατά την αρχαιότητα
υπήρχαν μόνο κεφαλαία γράμματα. Τα μικρά είναι επινόηση των βυζαντινών, οι οποίοι
εμπνεύστηκαν τη μικρογράμματη γραφή στις αρχές του 9ου αι. μ.Χ. Για την απόδοση
30
των αρχαίων ελληνικών κειμένων χρησιμοποιούμε τα τελευταία 1200 χρόνια τόσο τα
κεφαλαία όσο και τα μικρά.
Τα γράμματα του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου που αναπαριστούν τους φθόγγους
είναι 24. Πρόκειται για τα ίδια γράμματα που χρησιμοποιούμε και στη νέα ελληνική. Το
σύνολο των γραμμάτων αυτών αποτελεί το ελληνικό αλφάβητο.
Η γραφική παράσταση των κεφαλαίων και των μικρών γραμμάτων του αλφαβήτου
βρίσκεται στον πίνακα 1.
Α α
Β β
Γ γ
Δ δ
Ε ε
Ζ ζ
Η η
Θ θ
Ι ι
Κ κ
Λ λ
Μ μ
Ν ν
Ξ ξ
Ο ο
Π π
Ρ ρ
Σ ς
Τ τ
Υ υ
Φ φ
Χ χ
Ψ ψ
Ω ω
31
1.3 Τα ημίφωνα F και j
Στην αρχαία ελληνική υπήρχε αρχικά και ένα ακόμα γράμμα το “δίγαμμα5”, που το
αναπαριστούμε ως F. Προφέρονταν σαν μισό ου, όπως ο πρώτος φθόγγος της
αγγλικής λέξης wonderful /γουόντερφουλ/.
Ένας ακόμα φθόγγος που υπήρχε στην αρχαία ελληνική, ο οποίος όμως δεν
αναπαραστήθηκε με γράμμα, είναι ο φθόγγος j, ο οποίος ακούγονταν όπως
προφέρεται σήμερα το οι στη λέξη μοιάζω. Χρησιμοποιούμε το λατινικό γράμμα j για να
τον αναπαραστήσουμε, αφού η αρχαία ελληνική δεν μας κληροδότησε κάποιο
σύμβολο γι’ αυτόν.
Παρατήρηση:
¾ Από εδώ και στο εξής χρησιμοποιούμε για ευκολία μόνο τα μικρά γράμματα.
Η αρχαία ελληνική είχε ένα χαρακτηριστικό που εν μέρει απουσιάζει ή τουλάχιστον δεν
εμφανίζεται στην ίδια ένταση με τη νέα ελληνική. Πρόκειται για τη διαίρεση των
φωνηέντων σε μακρά και βραχέα και των συμφώνων σε άφωνα, ημίφωνα και διπλά.
Σε αυτή την υποενότητα θα αναφερθούμε σε αυτές τις ομάδες και στα ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά τους.
Παράδειγμα 1
Παράδειγμα 2
33
λίμνη → όπου το -ι- είναι μακρό.
αἰσχύνη → όπου το -υ- είναι μακρό.
Ἰάσων → όπου το -α- είναι μακρό.
Παρατήρηση:
¾ Τα τρία αυτά φωνήεντα (α, ι, υ) τα ονομάζουμε δίχρονα ακριβώς επειδή μπορούν
να είναι είτε βραχύχρονα είτε μακρόχρονα.
Τα ημίφωνα είναι τα εξής: μ, ν λ, ρ, σ. Ονομάζονται έτσι επειδή κατά την προφορά τους
βγαίνει εν μέρει φωνή αξιόλογης έντασης.
34
Πίνακας 2. Τα διπλά σύμφωνα
ζ→ σ+δ
κ+σ
ξ→ γ+σ
χ+σ
π+σ
ψ→ β+σ
φ+σ
Πίνακας 3. Τα σύμφωνα
Σύμφωνα
Άφωνα Ημίφωνα Διπλά
κ, γ, χ, π, β, φ, τ, δ, θ μ, ν λ, ρ, σ ζ, ξ, ψ
3.1 Οι τόνοι
Η αρχαία ελληνική έχει τρεις διαφορετικούς τόνους που χρησιμεύουν για να δείξουν
ποια συλλαβή τονίζεται, δηλαδή ποια συλλαβή προφέρεται δυνατότερα από τις
υπόλοιπες συλλαβές της λέξης. Οι τόνοι αυτοί είναι:
¾ η οξεία (΄)
¾ η βαρεία (`)
¾ η περισπωμένη (~)
35
Οι τρεις αυτοί τόνοι εμφανίζονται στη φράση: Ὁ κρεμαστὸς καλούμενος κῆπος τῆς
Βαβυλῶνος.
Οι λέξεις που τονίζονται στη λήγουσα (και φυσιολογικά θα έπαιρναν οξεία) όταν
βρίσκονται σε συνεχή λόγο, δηλαδή δεν ακολουθούνται από σημείο στίξης ή εγκλιτική
λέξη6, παίρνουν βαρεία. Ως παράδειγμα, ας δούμε τη φράση που ακολουθεί στο
Παράδειγμα 3.
Παράδειγμα 3
Ανάλογα με τον τονισμό τους οι λέξεις μπορούν να διαιρεθούν στις εξής κατηγορίες:
¾ Οξύτονες: Είναι οι λέξεις που παίρνουν οξεία στη λήγουσα, π.χ. καλός, ἀγαθός,
καιρός, ἐχθρός, ἰχθύς.
¾ Παροξύτονες: Είναι οι λέξεις που παίρνουν οξεία στην παραλήγουσα, π.χ. ταμίας,
οἰκία, δένδρον, ἵππος, κελεύω, ἅμα.
¾ Προπαροξύτονες: Είναι οι λέξεις που παίρνουν οξεία στην προπαραλήγουσα, π.χ.
ἄνθρωπος, τάλαντον.
6Για τις εγκλιτικές λέξεις και την έγκλιση του τόνου είναι καλύτερο να αναφερθούμε αναλυτικά σε μαθήματα
των αρχαίων ελληνικών για προχωρημένους. Εδώ περιοριζόμαστε να πούμε ότι εγκλιτικές λέξεις είναι
σύντομες (μονοσύλλαβες ή δισύλλαβες) που συμπροφέρονται με την προηγούμενή τους και ακούγονται
ως μια ενότητα με αυτή. Για τον λόγο αυτόν ο τόνος που κανονικά θα έπαιρναν συνήθως ανεβαίνει στην
προηγούμενη λέξη ως οξεία.
36
¾ Περισπώμενες: Είναι οι λέξεις που παίρνουν περισπωμένη στη λήγουσα, π.χ. ποιῶ,
πᾶς, ἐκεῖ.
¾ Προπερισπώμενες: Είναι οι λέξεις που παίρνουν περισπωμένη στην
παραλήγουσα, π.χ. κῆπος, μῆκος.
¾ Βαρύτονες: Ονομάζονται έτσι όλες οι λέξεις που δεν τονίζονται στη λήγουσα.
Δηλαδή οι παροξύτονες, οι προπαροξύτονες και οι προπερισπώμενες, π.χ.
πόλεμος, βασιλεία, μῆλον, πορεύομαι.
Στα ακόλουθα υποεδάφια θα δούμε τον νόμο της τρισυλλαβίας και γενικούς κανόνες
τονισμού.
Στην αρχαία ελληνική, αντίθετα με αρκετές άλλες γλώσσες, δεν γίνεται να τονιστεί καμιά
λέξη σε συλλαβή πριν την προπαραλήγουσα. Ο ίδιος κανόνας ισχύει και για τη νέα
ελληνική.
1) Κάθε λέξη που τονίζεται στην προπαραλήγουσα παίρνει οξεία, π.χ. κατάλογος,
παράλογος, ἀνάγομαι, θάλασσα. Με άλλα λόγια περισπωμένη μπορεί να μπει μόνο
στη λήγουσα και την παραλήγουσα.
2) Οι συλλαβές που έχουν βραχέα φωνήεντα (δηλαδή συλλαβές με τα φωνήεντα ο και
ε, που είναι πάντοτε βραχέα, και συλλαβές με τα δίχρονα α, ι, υ, που είναι μερικές φορές
βραχέα), όταν τονίζονται παίρνουν πάντοτε οξεία, π.χ. τόπος, βέλος, πίσσα, ὁ γράφων,
λύσσα.
3) Όταν η λήγουσα είναι μακρά, η προπαραλήγουσα δεν τονίζεται. Ακόμη και αν η
ονομαστική μιας λέξης είναι προπαροξύτονη, ο τόνος κατεβαίνει στις άλλες πτώσεις αν
αυτές έχουν τη λήγουσά τους μακρά, π.χ. τῆς θαλάσσης. Εδώ η γενική τονίζεται στην
παραλήγουσα γιατί η λήγουσά της είναι μακρά (-ης), μολονότι η λέξη στην ονομαστική
είναι προπαροξύτονη (ἡ θάλασσα).
4) Όταν η λήγουσα είναι μακρά, τότε η μακρόχρονη παραλήγουσα παίρνει πάντα οξεία
(“μακρό προ μακρού οξύνεται”), π.χ. δαίμων, παίδων, κώδων, χαίρω, παιδεύω.
37
5) Όταν η λήγουσα είναι βραχέα και η παραλήγουσα μακρά τότε η παραλήγουσα
παίρνει πάντα περισπωμένη (“μακρό προ βραχέος περισπάται”), π.χ. πλῆθος, κτῆνος,
γυναῖκες.
6) Η γενική και η δοτική άρθρων, ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών και μετοχών, όταν
είναι μακρά και τονίζεται παίρνει περισπωμένη, π.χ. τῆς πηγῆς - τῇ πηγῇ - τῶν πηγῶν -
ταῖς πηγαῖς, τοῦ κυνηγοῦ - τῷ κυνηγῷ, τοῦ κρατεροῦ - τῷ κρατερῷ, τοῦ ἐμοῦ - τῷ ἐμῷ -
τῶν ἐμῶν - τοῖς ἐμοῖς.
7) Εκεί όπου τονίζεται η ονομαστική άρθρων, ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών και
μετοχών εκεί τονίζονται και οι άλλες πτώσεις, π.χ. ἡ σφαῖρα - τῆς σφαίρας. Εξαίρεση
αποτελούν μόνο οι περιπτώσεις στις οποίες η ονομαστική τονίζεται στην
προπαραλήγουσα αλλά η μακρά λήγουσα των άλλων πτώσεων (συνηθέστερα της
γενικής και της δοτικής) υποχρεώνει τον τόνο να κατέβει στην παραλήγουσα, π.χ. ὁ
ἄνθρωπος - τοῦ ἀνθρώπου (και όχι τοῦ ἄνθρωπου).
8) Όλες οι λέξεις που συναιρούνται στην κατάληξή τους παίρνουν περισπωμένη, π.χ.
τιμάω (ασυναίρετος τύπος) - τιμῶ (συνηρημένος τύπος). Αντιθέτως, οι τύποι που είναι
ασυναίρετοι και τονίζονται στη λήγουσα παίρνουν πάντοτε οξεία, π.χ. ὁ ἀγαθός, τὸν
ἀγαθόν, ὦ ἀγαθέ.
9) Όταν έχουμε σύνθετες λέξεις ο τόνος ανεβαίνει ως την τελευταία συλλαβή του
πρώτου συνθετικού, π.χ. ὁ/ἡ φιλόπολις (> φίλος + πόλις), κατάθες (> προστακτική του
σύνθετου κατατίθημι: κατά + τίθημι), εκτός αν το πρώτο συνθετικό είναι μονοσύλλαβο,
οπότε ο τόνος στην ονομαστική μένει εκεί, π.χ. ὁ πάναγνος (> πᾶν + ἀγνός).
10) Όλες οι δίφθογγοι είναι μακρές εκτός από το -αι και το -οι στο τέλος των λέξεων, π.χ.
αἱ σημαῖαι, ἀμοιβαῖοι, οὐαί. Εκεί οι δίφθογγοι -αι και -οι είναι βραχείες.
Εξαίρεση: Εξαίρεση αυτού του τελευταίου κανόνα έχουμε όταν οι καταλήξεις -αι και -οι
βρίσκονται σε κατάληξη ευκτικής (π.χ. λύσαι), επιρρημάτων (π.χ. οἴκοι = στην πατρίδα)
και επιφωνημάτων (π.χ. παπαῖ). Εκεί οι καταλήξεις -αι και -οι είναι μακρές.
11) Η κατάληξη -ας της πρώτης κλίσης είναι πάντοτε μακρά, π.χ. τοὺς μαθητάς, τοὺς
ποιητάς.
12) Το -α της πρώτης κλίσης είναι:
38
α) μακρό όταν προηγείται φωνήεν ή ρ. Αυτό λέγεται καθαρό α, π.χ. ἡ ἡμέρα - τῆς
ἡμέρας, ἡ ὥρα - τῆς ὥρας, ἡ ὡραία - τῆς ὡραίας.
Εξαίρεση του κανόνα αποτελούν οι εξής λέξεις: γραῖα, γαῖα, μαῖα, μοῖρα, μῦγα, πεῖρα,
πρῷρα, σπεῖρα, σφαῖρα, σφῦρα, λελυκυῖα, βραχεῖα, που παίρνουν περισπωμένη γιατί
η κατάληξη -α είναι βραχεία, παρόλο που πριν από αυτήν προηγείται φωνήεν ή ρ.
β) βραχύ, όταν προηγείται άλλο σύμφωνο εκτός του ρ. Αυτό λέγεται μη καθαρό α, π.χ.
ἡ θάλασσα - τῆς θαλάσσης.
Παρατηρήσεις:
¾ Σε περίπτωση όπου έχουμε θέσει μακρόχρονη συλλαβή, δηλαδή μια συλλαβή που
έχει βραχύχρονο μεν φωνήεν αλλά ακολουθείται από ένα διπλό σύμφωνο ή από
δύο ή περισσότερα σύμφωνα, αυτή η συλλαβή υπολογίζεται για τον τονισμό ως
βραχύχρονη, π.χ. ἄλλος (δύο σύμφωνα -λλ-), ἄστρον (τρία σύμφωνα -στρ-), ὄξος
(διπλό σύμφωνο -ξ-).
¾ Στα αρχαία ελληνικά κανονικά όλες οι λέξεις τονίζονται. Εξαίρεση αποτελούν δέκα
μονοσύλλαβες λέξεις που παραμένουν άτονες. Πρόκειται για τις εξής:
9 α) τα άρθρα ὁ, ἡ, οἱ, αἱ
9 β) οι προθέσεις εἰς, ἐν, ἐκ (ή ἐξ)
9 γ) οι σύνδεσμοι-μόρια εἰ, ὡς, οὐ (ή οὐκ, ή οὐχ)
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΠΝΕΥΜΑΤΑ
Ίσως έχετε παρατηρήσει ότι όλες οι αρχαίες ελληνικές λέξεις που αρχίζουν με φωνήεν ή
δίφθογγο έχουν επάνω τους ένα σημάδι που αποκαλείται πνεύμα. Ένα τέτοιο σημάδι
παίρνει επίσης και το σύμφωνο ῥ. Τα σημάδια αυτά αναπαριστούν την ακριβή
προφορά των εκάστοτε φθόγγων στην αρχαιότητα και γι’ αυτό δεν πρέπει να τα
λησμονούμε αλλά να τα σημειώνουμε πάντα. Ας τα δούμε όμως αναλυτικότερα:
Έχουμε δύο πνεύματα στα αρχαία ελληνικά: την ψιλή ( ʾ ) και τη δασεία ( ʿ ):
α) Η ψιλή μπαίνει στα περισσότερα φωνήεντα και διφθόγγους και δηλώνει ότι δεν
υπάρχει καμία δάσυνση. Προφέρουμε δηλαδή τα φωνήεντα και τις διφθόγγους όπως
ακριβώς τα βλέπουμε. Για παράδειγμα, η λέξη ἄσωτος προφερόταν /άσοοτος/.
39
β) Η δασεία δηλώνει αντίθετα ότι υπήρχε δάσυνση στο φωνήεν ή τη δίφθογγο πάνω
από την οποία βρίσκεται. Τη δάσυνση αυτή πρέπει να τη φανταστούμε σαν τον ήχο
που παράγουμε όταν εκπνέουμε και μοιάζει με το σύμφωνο χ. Στις σημερινές φωνητικές
μεταγραφές αναπαριστούμε τη δάσυνση συχνά με το σημάδι /h/. Για παράδειγμα η
λέξη ἅμαξα προφερόταν /hάμαξα/.
Το σύμφωνο ῥ προφερόταν στην αρχή της λέξης πάντα με δάσυνση (φανταστείτε το
σαν ένα ρ που συνδυαζόταν με μια βαθειά εκπνοή). Γι’ αυτό και το αρχικό ρ παίρνει
πάντα δασεία (ῥ). Για παράδειγμα η λέξη ῥόδον προφερόταν στην κλασική ελληνική ως
/ρhόντον/.
Όπως είπαμε πριν οι περισσότερες λέξεις παίρνουν ψιλή. Δασεία θα βρούμε στις
παρακάτω κατηγορίες λέξεων:
¾ Σε λέξεις που αρχίζουν από υ και ρ, π.χ. ὕδωρ, ῥοή.
¾ Σε όλα τα άρθρα οριστικά και αόριστα, π.χ. ὁ, ἡ, οἱ, αἱ, εἷς, ἕν.
¾ Στις δεικτικές και αναφορικές αντωνυμίες, καθώς επίσης και στα περισσότερα
αναφορικά επιρρήματα, π.χ. οὗτος - αὕτη, ὅς - ἥ - ὅ, ὅπου.
¾ Στους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας (δηλ. της αντωνυμίας ἐγώ, σύ) στον
πληθυντικό του πρώτου και δεύτερου προσώπου καθώς επίσης και στο τρίτο
πρόσωπο, π.χ. ἡμεῖς, ἡμῶν, ὑμῖν, ὑμᾶς, οἱ/οἷ.
¾ Στις αντωνυμίες ἕτερος, ἑκάτερος, ἕκαστος και στα παράγωγά τους.
¾ Στα αριθμητικά εἷς, ἕν, ἕξ, ἑπτά, ἑκατόν και στις λέξεις που προέρχονται απ’ αυτά,
π.χ. ἕνδεκα, ἑκκαίδεκα κτλ.
¾ Στους συνδέσμους ἕως, ἡνίκα, ἵνα, ὅμως, ὁπότε, ὅπως, ὅτε, ὅτι, ὡς, ὥστε.
¾ Σε μεμονωμένες λέξεις, οι πιο συνηθισμένες από τις οποίες είναι οι εξής: ἅγιος,
ἁγνός, ῞Αιδης, αἷμα, αἱρέω-ω, ἅλας, ἅλς, ἅμα, ἅμαξα, ἁμαρτάνω, ἅπαξ, ἁπλοῦς,
ἅρμα, ἕδρα, ῾Ελένη, Ἑλλάς, Ἕλλην, ἕνεκα και ἕνεκεν, ἑξῆς, ἑορτή, Ἑρμῆς, ἑταῖρος,
ἕτοιμος και ἑτοῖμος, εὑρίσκω, ἡγέομαι-οῦμαι, ἥδομαι, ἡμέρα, ἥμισυς, ἥσυχος,
ἱδρύω, ἱκανός, ἵππος, ἱστορέω-ω, ἱστορία, ὁδός, ὁρμή, ὅρος, ὁράω-ω, ὅσιος, ὥρα,
ὡραῖος, ὥριμος.
40
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 5. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
5.1 Παραγωγή
Στην παραγωγή έχουμε βασικές λέξεις, τις οποίες ονομάζουμε “πρωτότυπες”, και από
τις οποίες προκύπτουν οι νέες λέξεις, τις οποίες ονομάζουμε “παράγωγες”, π.χ. από το
ρήμα τρέφω (πρωτότυπη λέξη) προκύπτουν οι λέξεις τροφή, τροφός, τρόφιμος
(παράγωγες λέξεις). Το αρχικό θέμα της πρωτότυπης λέξεις από το οποίο προκύπτουν
οι παράγωγες με ποικίλες τροποποιήσεις λέγεται ρίζα, π.χ. από τη ρίζα γραφ-
σχηματίζονται πάμπολλες λέξεις, όπως γραφεύς, γραφή, γράφω και από τη ρίζα τρεφ-
οι παράγωγες λέξεις τροφή, τροφός, τρόφιμος.
5.1.1 Ουσιαστικά
5.1.2 Επίθετα
41
δ) Από επιρρήματα, π.χ. από το επίρρημα χθές παράγεται το επίθετο χθεσινός.
5.1.3 Ρήματα
Ρήματα παράγονται:
α) από ουσιαστικά (π.χ. ἐλπίς > ἐλπίζω)
β) από επίθετα (π.χ. ἄτιμος > ἀτιμάζω)
γ) από άλλα ρήματα (π.χ. γηράω-ω > γηράσκω)
δ) από επιρρήματα (π.χ. δίχα > διχάζω)
ε) από επιφωνήματα (π.χ. ἀλαλαί > ἀλαλάζω)
5.1.4 Επιρρήματα
5.2 Σύνθεση
Στη σύνθεση έχουμε παραγωγή νέων λέξεων από δύο άλλες λέξεις, οι οποίες μπορεί να
είναι ριζικές, πρωτότυπες ή παράγωγες. Η νέα λέξη αποκαλείται “σύνθετη”, π.χ.
εὔστοχος (> εὖ + στόχος). Καθένα από τα δύο συνθετικά μέρη μπορεί να είναι τόσο
κλιτό όσο και άκλιτο, όπως φαίνεται στο Παράδειγμα 4.
Παράδειγμα 4
α) ἀνίκανος → εδώ έχουμε το στερητικό ἀ- που είναι άκλιτο μόριο με το κλιτό επίθετο
ἱκανός.
β) γεωργός → εδώ έχουμε τις κλιτές λέξεις γῆ + ἔργον.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία συνθετικών είναι αυτά που αποκαλούνται “νόθα σύνθετα”.
Πρόκειται για λέξεις που έχουν ως πρώτο συνθετικό ακέραια πτώση ονόματος, π.χ. στη
42
λέξη Ἑλλήσποντος το πρώτο συνθετικό είναι η ακέραια γενική του ονόματος Ἕλλη,
δηλαδή Ἕλλης.
Τα υπόλοιπα σύνθετα, που δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, τα ονομάζουμε γνήσια
και περιλαμβάνουν όλες τις προηγηθείσες κατηγορίες.
5.2.2 Παρασύνθετα
Σύνοψη
Από τη μελέτη της συγκεκριμένης διδακτικής ενότητας μάθατε:
• τι ονομάζουμε φθόγγους και γράμματα,
• τις υποδιαιρέσεις των γραμμάτων σε φωνήεντα, ημίφωνα, σύμφωνα, κεφαλαία και
μικρά,
• τις υποδιαιρέσεις των φωνηέντων σε μακρά και βραχέα,
• τις υποδιαιρέσεις των συμφώνων σε άφωνα, ημίφωνα και διπλά,
• τους τόνους της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και τους βασικούς κανόνες τονισμού,
• τα πνεύματα ψιλή και δασεία, και
• τους διάφορους μηχανισμούς παραγωγής και σύνθεσης των λέξεων της αρχαίας
ελληνικής.
43
44
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
COURSE 2
45
46
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Τα ακόλουθα μέρη του λόγου, κατανεμημένα σε ξεχωριστές υποενότητες, προσφέρουν
τις βασικές γνώσεις που οφείλει να έχει ο εκπαιδευόμενος προκειμένου να προχωρήσει
βαθμιαία στις επόμενες ενότητες της γραμματικής. Συνεπώς, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη
έμφαση από πλευράς των εκπαιδευομένων στη μελέτη τους.
47
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΤΟ ΆΡΘΡΟ
1.1 Ορισμός
1.2. Πίνακες
Στους πίνακες 1 και 2 δίνεται η κλίση του άρθρου στον ενικό και στον πληθυντικό
αριθμό αντίστοιχα.
7Με τον δυϊκό αριθμό δηλώνονται όσα πράγματα αποτελούν από τη φύση τους ζεύγη, π.χ. τὼ ὀφθαλμὼ (=
τα δυο μάτια), τὼ χεῖρε (= τα δυο χέρια). Τύποι του δυϊκού απαντούν συχνά στην αττική διάλεκτο της
κλασικής περιόδου, εξαφανίζονται, ωστόσο, ήδη στη γλώσσα της ελληνιστικής εποχής. Στο σημείο αυτό
δεν θα επιμείνουμε στην εκμάθηση του δυϊκού, καθώς δεν αποτελεί αντικείμενο της ύλης μας στην
παρούσα ενότητα (θα αποτελέσει αντικείμενο μελέτης σε πιο προχωρημένο στάδιο).
48
Πίνακας 1. Ενικός αριθμός
Ενικός αριθμός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομαστική ὁ ἡ τὸ
Γενική τοῦ τῆς τοῦ
Δοτική τῷ τῇ τῷ
Αιτιατική τὸν τὴν τὸ
Κλητική ὦ ὦ ὦ
Πληθυντικός αριθμός
Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο
Ονομαστική οἱ αἱ τὰ
Γενική τῶν τῶν τῶν
Δοτική τοῖς ταῖς τοῖς
Αιτιατική τοὺς τὰς τὰ
Κλητική ὦ ὦ ὦ
1.3 Παράδειγμα
Ως παράδειγμα της κλίσης του άρθρου παραθέτουμε ένα απόσπασμα από τον λόγο8
Περὶ τοῦ Ἡρῴδου φόνου του Αντιφώντα, όπου υπογραμμίζονται και αναγνωρίζονται
όλα τα άρθρα.
¾ Στην ονομαστική ενικού και πληθυντικού μπαίνει δασεία, εκτός από το ουδέτερο
γένος.
¾ Οι τύποι του άρθρου που δασύνονται (δηλαδή που παίρνουν δασεία) είναι άτονοι
(ὁ, ἡ, αἱ, οἱ).
¾ Στην κλητική το ω παίρνει ψιλή και περισπωμένη.
¾ Στη γενική και δοτική όλων των γενών χρησιμοποιούμε περισπωμένη.
¾ Η δοτική ενικού έχει υπογεγραμμένη.
¾ Στο ουδέτερο η γενική και η δοτική είναι ίδια όπως στο αρσενικό.
¾ Το άρθρο δεν έχει κλητική. Συνήθως όμως μπροστά από την κλητική των
ονομάτων χρησιμοποιείται το κλητικό επιφώνημα ὦ.
¾ Η αρχαία ελληνική έχει μόνο το οριστικό άρθρο. Για πρόσωπα ή πράγματα που
δεν ορίζονται αλλά μνημονεύονται αόριστα, δεν υπήρχε στην αρχαία γλώσσα
μας αόριστο άρθρο, όπως στη νέα ελληνική το ένας, μία, ένα. Σε τέτοιες
περιπτώσεις, οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τα ονόματα χωρίς άρθρο.
2.1.1 Ορισμός
51
β) Ανισοσύλλαβα ή περιττοσύλλαβα: Είναι αυτά που στη γενική και δοτική ενικού και σε
όλες τις πτώσεις του πληθυντικού έχουν μία επιπλέον συλλαβή από την ονομαστική και
την κλητική του ενικού, π.χ. ὁ κώδηξ → τοῦ κώδικος, τὸ βλέμμα → τοῦ βλέμματος.
Το ουσιαστικό έχει γένη, αριθμούς, και πτώσεις. Αυτά τα τρία στοιχεία του ουσιαστικού
ονομάζονται παρεπόμενα. Επιπλέον, τα ουσιαστικά συνοδεύονται από ένα άρθρο, το
οποίο μπαίνει μπροστά από το ουσιαστικό και συμφωνεί σε γένος, αριθμό και πτώση
με αυτό -π.χ. ἡ ἡμέρα, τῷ διδασκάλῳ, τὰς ἁμαρτίας.
Όπως και στα άρθρα, τα γένη των ουσιαστικών είναι τρία (αρσενικό, θηλυκό,
ουδέτερο), οι αριθμοί τρεις (ενικός, πληθυντικός και δυϊκός9), και οι πτώσεις πέντε
(ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, κλητική).
9 Στην παρούσα ενότητα θα ασχοληθούμε μόνο με τον ενικό και τον πληθυντικό αριθμό.
52
2.3 Κλίσεις των ουσιαστικών
Πίνακας 3. Αρσενικά
Ενικός αριθμός
Ονομαστική ὁ λοχί-ας ὁ εὐπατρίδ-ης ὁ δεσπότ-ης
Γενική τοῦ λοχί-ου τοῦ εὐπατρίδ-ου τοῦ δεσπότ-ου
Δοτική τῷ λοχί-ᾳ τῷ εὐπατρίδ-ῃ τῷ δεσπότ-ῃ
Αιτιατική τὸν λοχί-αν τὸν εὐπατρίδ-ην τὸν δεσπότ-ην
Κλητική ὦ λοχί-α ὦ εὐπατρίδ-η ὦ δέσποτ-α
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οἱ λοχί-αι οἱ εὐπατρίδ-αι οἱ δεσπότ-αι
Γενική τῶν λοχι-ῶν τῶν εὐπατριδ-ῶν τῶν δεσποτ-ῶν
Δοτική τοῖς λοχί-αις τοῖς εὐπατρίδ-αις τοῖς δεσπότ-αις
Αιτιατική τοὺς λοχί-ας τοὺς εὐπατρίδ-ας τοὺς δεσπότ-ας
Κλητική ὦ λοχί-αι ὦ εὐπατρίδ-αι ὦ δεσπότ-αι
Παρατηρήσεις:
Από τα αρσενικά πρωτόκλιτα ονόματα, τα οποία λήγουν σε -ης, σχηματίζουν την
κλητική του ενικού σε ᾰ:
1) τα εθνικά, π.χ. ὦ Πέρσα, ὦ Σκύθα.
2) αυτά που λήγουν σε -της, π.χ. ὦ πολῖτα, ὦ δικαστά, ὦ δέσποτα.
3) αυτά που λήγουν σε -άρχης, -μέτρης, -πώλης, τρίβης, -ώνης κτλ. και τα σύνθετα με
δεύτερο συνθετικό κάποιο ρήμα, π.χ. ὦ γυμνασιάρχα, ὦ γεωμέτρα, ὦ παντοπῶλα, ὦ
παιδοτρίβα, ὦ τελῶνα.
53
β) θηλυκά σε: -α (γεν. -ας), -α (γεν. -ης), -η (-ης)
Δείτε τον πίνακα 4 με την κλίση των θηλυκών.
Πίνακας 4. Θηλυκά
Ενικός αριθμός
Ονομαστική ἡ πηγ-ὴ ἡ δουλεί-α ἡ μέλισσ-α
Γενική τῆς πηγ-ῆς τῆς δουλεί-ας τῆς μελίσσ-ης
Δοτική τῇ πηγ-ῇ τῇ δουλεί-ᾳ τῇ μελίσσ-ῃ
Αιτιατική τὴν πηγ-ὴν τὴν δουλεί-αν τὴν μέλισσ-αν
Κλητική ὦ πηγ-ὴ ὦ δουλεί-α ὦ μέλισσ-α
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική αἱ πηγ-αὶ αἱ δουλεῖ-αι αἱ μέλισσ-αι
Γενική τῶν πηγ-ῶν τῶν δουλει-ῶν τῶν μελισσ-ῶν
Δοτική ταῖς πηγ-αῖς ταῖς δουλεί-αις ταῖς μελίσσ-αις
Αιτιατική τὰς πηγ-ὰς τὰς δουλεί-ας τὰς μελίσσ-ας
Κλητική ὦ πηγ-αὶ ὦ δουλεῖ-αι ὦ μέλισσ-αι
Παρατηρήσεις:
¾ Το -α στην κατάληξη των θηλυκών είναι άλλοτε μακρόχρονο και άλλοτε
βραχύχρονο (βλ. κανόνες τονισμού στην ενότητα 769-c1-u2).
¾ Το –α στην κατάληξη της αιτιατικής και της κλητικής ενικού είναι μακρόχρονο ή
βραχύχρονο ανάλογα με το τι είναι στην ονομαστική, π.χ. ἡ δουλείᾱ → τὴν
δουλείᾱν → ὦ δουλείᾱ, ἡ μοῦσᾰ → τὴν μοῦσᾰν → ὦ μοῦσᾰ,
54
2.3.2 Η δεύτερη κλίση
Η δεύτερη κλίση περιλαμβάνει ονόματα και των τριών γενών. Τα αρσενικά και τα θηλυκά
λήγουν στην ονομαστική ενικού σε –ος, και τα ουδέτερα σε -ον. Ο πίνακας 5 έχει
παραδείγματα με την κλίση ενδεικτικών ουσιαστικών και στα τρία γένη.
Ενικός αριθμός
Ονομαστική ὁ θε-ὸς ἡ ἄμπελ-ος τὸ φυτ-ὸν
Γενική τοῦ θε-οῦ τῆς ἀμπέλ-ου τοῦ φυτ-οῦ
Δοτική τῷ θε-ῷ τῇ ἀμπέλ-ῳ τῷ φυτ-ῷ
Αιτιατική τὸν θε-ὸν τὴν ἄμπελ-ον τὸ φυτ-ὸν
Κλητική ὦ θε-ὲ ὦ ἄμπελ-ε ὦ φυτ-ὸν
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οἱ θε-οὶ αἱ ἄμπελ-οι τὰ φυτ-ὰ
Γενική τῶν θε-ῶν τῶν ἀμπέλ-ων τῶν φυτ-ῶν
Δοτική τοῖς θε-οῖς ταῖς ἀμπέλ-οις τοῖς φυτ-οῖς
Αιτιατική τοὺς θε-οὺς τὰς ἀμπέλ-ους τὰ φυτ-ά
Κλητική ὦ θε-οὶ ὦ ἄμπελ-οι ὦ φυτ-ά
Παρατηρήσεις:
¾ Τα αρσενικά και τα θηλυκά της β' κλίσης έχουν τις ίδιες καταλήξεις στον ενικό και
στον πληθυντικό.
¾ Τα ουδέτερα σχηματίζουν στον ενικό και στον πληθυντικό τρεις πτώσεις όμοιες:
την ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική.
¾ Τα οξύτονα (αυτά που τονίζονται στη λήγουσα) και τα παροξύτονα (αυτά που
τονίζονται στην παραλήγουσα) διατηρούν τον τόνο τους σε όλες τις πτώσεις
στην ίδια συλλαβή, π.χ. θεός, ὁδός, λόγος, νῆσος.
¾ Τα προπαροξύτονα (αυτά που τονίζονται στην προπαραλήγουσα) στη γενική και
δοτική του ενικού και στη γενική, τη δοτική και την αιτιατική του πληθυντικού
κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα, π.χ. ἄνθρωπος, κάμηλος.
¾ Η κατάληξη -α των ουδετέρων είναι βραχύχρονη.
¾ Τα οξύτονα (αυτά που τονίζονται στη λήγουσα) και τα παροξύτονα (αυτά που
τονίζονται στην παραλήγουσα) διατηρούν τον τόνο τους σε όλες τις πτώσεις
στην ίδια συλλαβή, π.χ. φυτόν, δῶρον.
55
¾ Τα προπαροξύτονα (αυτά που τονίζονται στην προπαραλήγουσα) στη γενική και
δοτική του ενικού και πληθυντικού κατεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα, π.χ.
μυστήριον → μυστηρίου → μυστηρίῳ.
Στο υποεδάφιο αυτό θα εξετάσουμε ορισμένες κατηγορίες ονομάτων της τρίτης κλίσης,
η οποία περιλαμβάνει ονόματα αρσενικά, θηλυκά και ουδέτερα περιττοσύλλαβα.
Τα τριτόκλιτα ουσιαστικά λήγουν στην ονομαστική του ενικού σε ένα από τα φωνήεντα:
α, ι, υ, ω ή σε ένα από τα σύμφωνα ν, ρ, ς, (ξ, ψ). Στη γενική του ενικού λήγουν σε -ος, -
ως, -ους.
Επίσης, διακρίνονται σε:
α) Φωνηεντόληκτα λέγονται όσα έχουν χαρακτήρα φωνήεν, π.χ. ἥρω-ς ἥρωο-ς, πόλι-ς
πόλε-ως.
Ο πίνακας 6 αναπαριστά την τρίτη κλίση των φωνηεντόληκτων και στα τρία γένη.
Πίνακας 6. Φωνηεντόληκτα
Ενικός αριθμός
Ονομαστική ὁ στάχυ-ς ἡ ἀκρόπολι-ς τὸ ἄστυ
Γενική τοῦ στάχυ-ος τῆς ἀκρπόλε-ως τοῦ ἄστε-ως
Δοτική τῷ στάχυ-ϊ τῇ ἀκροπόλει τῷ ἄστει
Αιτιατική τὸν στάχυ-ν τὴν ἀκρόπολι-ν τὸ ἄστυ
Κλητική ὦ στάχυ ὦ ἀκρόπολι-ς ὦ ἄστυ
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οἱ στάχυε-ς αἱ ἀκροπόλεις τὰ ἄστη
Γενική τῶν σταχύ-ων τῶν ἀκροπόλε-ων τῶν ἄστε-ων
Δοτική τοῖς στάχυ-σι ταῖς ἀκροπόλε-σι τοῖς ἄστε-σι(ν)
Αιτιατική τοὺς στάχυ-ες τὰς ἀκροπόλεις τὰ ἄστη
Κλητική ὦ στάχυ-ες ὦ ἀκροπόλεις ὦ ἄστη
Παρατηρήσεις:
¾ Η αιτιατική του ενικού σχηματίζεται με την κατάληξη -ν αντί -α και η αιτιατική του
πληθυντικού με την κατάληξη -ς αντί -ας, π.χ. τόν βότρυν, τούς βότρυς.
¾ Η κλητική του ενικού σχηματίζεται χωρίς κατάληξη, π.χ. ὦ βότρυ.
56
β) Συμφωνόληκτα λέγονται όσα έχουν χαρακτήρα σύμφωνο, π.χ. κόραξ κόρακ-ος,
σωλήν σωλῆν-ος
Ο πίνακας 7 αναπαριστά την τρίτη κλίση των συμφωνόληκτων και στα τρία γένη.
Πίνακας 7. Συμφωνόληκτα
Ενικός αριθμός
Ονομαστική ὁ θώραξ ἡ κηλίς τὸ ἅρμα
Γενική τοῦ θώρακ-ος τῆς κηλίδ-ος τοῦ ἅρματ-ος
Δοτική τῷ θώρακ-ι τῇ κηλίδ-ι τῷ ἅρματ-ι
Αιτιατική τὸν θώρακ-α τὴν κηλίδ-α τὸ ἅρμα
Κλητική ὦ θώραξ ὦ κηλίς ὦ ἅρμα
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οἱ θώρακ-ες αἱ κηλίδ-αι τὰ ἅρμα-τα
Γενική τῶν θωράκ-ων τῶν κηλίδ-ων τῶν ἁρμάτ-ων
Δοτική τοῖς θώραξ-ι ταῖς κηλίσ-ι τοῖς ἅρμασι (τ-σι)
Αιτιατική τοὺς θώρακ-ας τὰς κηλίδ-ας τὰ ἅρμα-τα
Κλητική ὦ θώρακ-ες ὦ κηλίδ-αι ὦ ἅρμα-τα
57
Σημείωση 1. Αχιλλέας Τάτιος
Ἀχιλλέας Τάτιος:
Αἰγυπτίους λόγος ἔχει πρώτους τὸν οὐρανὸν ὡς καὶ τὴν γῆν καταμετρῆσαι καὶ τὴν
ἐμπειρίαν τοῖς ἑξῆς ἐν στήλαις ἀναγράψαι, Χαλδαῖοι δὲ εἰς ἑαυτοὺς μετάγουσι Βήλῳ τὴν
εὕρεσιν ἀναθέντες, οἱ δὲ Ἑλλήνων σοφοὶ ὁτὲ μὲν θεοῖς, ὁτὲ δὲ ἥρωσιν, ὁτὲ δὲ τοῖς μετὰ
ταῦτα σοφοῖς ἀνατιθέασιν.
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ
3.1 Ορισμός
Επίθετα λέγονται οι λέξεις που προσδίδουν μία ιδιότητα ή ποιότητα στα ουσιαστικά:
σοφὸς (ἀνήρ), καλὴ (γυνή), ὑψηλὸν (ὄρος).
Στο εδάφιο αυτό θα εξετάσουμε τις κλίσεις των δευτερόκλιτων και κάποιων τριτόκλιτων
επιθέτων ανάλογα με τις καταλήξεις τους. Τα παραδείγματα δίνονται σε μορφή πινάκων
με συμπληρωματικές παρατηρήσεις στα σημεία που αυτές κρίνονται απαραίτητες.
Οι πίνακες 8 και 9 αφορούν στα επίθετα που κλίνονται σύμφωνα με τις καταλήξεις της
δεύτερης κλίσης.
Ενικός αριθμός
ὁ ἀγαθὸς ἡ ἀγαθὴ τὸ ἀγαθὸν
Ονομαστική ὁ ἀγαθ-ὸς ἡ ἀγαθ-ὴ τὸ ἀγαθ-ὸν
Γενική τοῦ ἀγαθ-οῦ τῆς ἀγαθ-ῆς τοῦ ἀγαθ-οῦ
Δοτική τῷ ἀγαθ-ῷ τῇ ἀγαθ-ῇ τῷ ἀγαθ-ῷ
Αιτιατική τὸν ἀγαθ-ὸν τὴν ἀγαθ-ὴν τὸ ἀγαθ-ὸν
Κλητική ὦ ἀγαθ-ὲ ὦ ἀγαθ-ὴ ὦ ἀγαθ-ὸν
Πληθυντικός αριθμός
59
Τριγενή και τρικατάληκτα - Παρατηρήσεις:
¾ Το θηλυκό των τρικατάληκτων επιθέτων λήγει σε –η (π.χ. ἀγαθ-ὴ), αν και εφόσον
πριν από την κατάληξη –ος του αρσενικού (π.χ. ἀγαθ-ὸς) υπάρχει σύμφωνο εκτός
του ρ (στο ἀγαθ-ὸς υπάρχει θ). Διαφορετικά, λήγει σε –α, π.χ. ὁ γενναῖ-ος → ἡ
γενναί-α (εδώ υπάρχει ι).
¾ Το θηλυκό στην ονομαστική, γενική και κλητική πληθυντικού τονίζεται όπου και
όπως τονίζεται στις ίδιες πτώσεις το αρσενικό, π.χ. αἱ γενναῖ-αι, τῶν γενναί-ων, ὦ
γενναῖ-αι (όπως και στο αρσενικό κάνει οἱ γενναῖ-οι, τῶν γενναί-ων, ὦ γενναῖ-οι).
Ενικός αριθμός
ὁ, ἡ ἀθάνατος τὸ ἀθάνατον
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀθάνατ-ος τὸ ἀθάνατ-ον
Γενική τοῦ, τῆς ἀθανάτ-ου τοῦ ἀθανάτ-ου
Δοτική τῷ, τῇ ἀθανάτ-ῳ τῷ ἀθανάτ-ῳ
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀθάνατ-ον τὸ ἀθάνατ-ον
Κλητική ὦ ἀθάνατ-ε ὦ ἀθάνατ-ον
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οἱ, αἱ ἀθάνατ-οι τὰ ἀθάνατ-α
Γενική τῶν ἀθανάτ-ων τῶν ἀθανάτ-ων
Δοτική τοῖς, ταῖς ἀθανάτ-οις τοῖς ἀθανάτ-οις
Αιτιατική τοὺς, τὰς ἀθανάτ-ους τὰ ἀθάνατ-α
Κλητική ὦ ἀθάνατ-οι ὦ ἀθάνατ-α
60
3.3.2 Τριτόκλιτα επίθετα
Ο πίνακας 10 αφορά στα επίθετα που κλίνονται σύμφωνα με τις καταλήξεις της τρίτης
κλίσης.
Ενικός αριθμός
ὁ, ἡ κόλαξ
Ονομαστική ὁ, ἡ κόλαξ
Γενική τοῦ, τῆς κόλακ-ος
Δοτική τῷ, τῇ κόλακ-ι
Αιτιατική τὸν, τὴν κόλακ-α
Κλητική ὦ κόλαξ
Πληθυντικός αριθμός
Ονομαστική οἱ, αἱ κόλακ-ες
Γενική τῶν κολάκ-ων
Δοτική τοῖς, ταῖς κόλαξ-ι
Αιτιατική τοὺς, τὰς κόλακ-ας
Κλητική ὦ κόλακ-ες
Παρατηρήσεις:
¾ Αυτά τα επίθετα κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης και μπορεί
να είναι απλά ή σύνθετα (π.χ. ὁ/ἡ κόλαξ, ὁ/ἡ φυγάς, ὁ/ἡ βλάξ).
¾ Απαντούν μόνο στο αρσενικό και το θηλυκό. Δεν έχουν ουδέτερο γένος.
Ανάλογα με την κατάληξή τους, λοιπόν, τα επίθετα κλίνονται σύμφωνα με μία από τις
κλίσεις των ουσιαστικών:
¾ τα τρικατάληκτα με τρία γένη σχηματίζουν το θηλυκό πάντοτε σύμφωνα με την α’
κλίση, ενώ το ουδέτερο άλλοτε σύμφωνα με τη β’ κλίση και άλλοτε σύμφωνα με
την γ’ κλίση.
¾ τα δικατάληκτα με τρία γένη κλίνονται άλλα κατά την β’ κλίση και άλλα κατά την γ’
κλίση.
¾ τα μονοκατάληκτα με δύο γένη κλίνονται τα περισσότερα κατά την γ’ κλίση.
61
Δείτε την Σημείωση 2.
Σημείωση 2. Επίθετα
Στα αποσπάσματα από την Ανθολογία του Ιωάννη Στοβαίου και από το κατά τα άλλα
χαμένο ιστορικό έργο του Αρμοδίου που ακολουθούν εντοπίζονται και αναγνωρίζονται
τα επίθετα από τις κατηγορίες που μόλις εξετάσαμε:
Ανθολογία, Ιωάννης Στοβαίος
ἀλλ’ εὖ ἴσθι ὅτι δεῖ τὸν μέλλοντα τοῦτο ποιήσειν καὶ ἐπίβουλον εἶναι καὶ κρυψίνουν καὶ
ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην καὶ ἅρπαγα καὶ ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων.
Δευτερόκλιτα επίθετα: ἐπίβουλον (ὁ, ἡ ἐπίβουλος, τὸ ἐπίβουλον), κρυψίνουν, κλέπτην,
πλεονέκτην.
Τριτόκλιτα επίθετα: ἀπατεῶνα (ὁ ἀπατεὼν - τοῦ ἀπατεῶνος), ἅρπαγα (ὁ ἅρπαξ - τοῦ
ἅρπαγος).
Αρμοδίου Ιστορίες
Γενναῖος γὰρ ὁ τοιοῦτος ἐκρίνετο καὶ ἀνδρώδης ὑπάρχειν· θαυμαστὸν γὰρ ἦν καὶ
περιβόητον παρ’ αὐτοῖς ἡ πολυφαγία.
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. Η ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ
Αντωνυμίες λέγονται οι κλιτές λέξεις που χρησιμοποιούνται στον λόγο στη θέση
ονομάτων (επιθέτων ή ουσιαστικών), π.χ. ἐκείνος ὁμιλεῖ (ὁ Σωκράτης ὁμιλεῖ).
62
4.2 Είδη αντωνυμιών
Στο παρόν εδάφιο θα εξετάσουμε τις πέντε πρώτες, δηλαδή τις προσωπικές, τις
δεικτικές, τις ερωτηματικές, τις κτητικές και τις οριστικές αντωνυμίες.
Ενικός αριθμός
α΄ πρόσωπο β΄ πρόσωπο γ΄ πρόσωπο
Ονομαστική ἐγὼ σὺ -
Γενική ἐμοῦ, μου σοῦ, σου (οὗ)
Δοτική ἐμοί, μοι σοί, σοι οἷ, οἱ
Αιτιατική ἐμέ με σέ, σε (ἓ)
Πληθυντικός αριθμός
63
α΄ πρόσωπο β΄ πρόσωπο γ΄ πρόσωπο
Ονομαστική ἡμεῖς ὑμεῖς (σφεῖς)
Γενική ἡμῶν ὑμῶν (σφῶν)
Δοτική ἡμῖν ὑμῖν σφίσι(ν)
Αιτιατική ἡμᾶς ὑμᾶς (σφᾶς)
Παρατηρήσεις:
¾ οι δεύτεροι τύποι μου, μοι, σου και σοι στη δοτική και αιτιατική ενικού των δύο
πρώτων προσώπων είναι άτονοι και λέγονται αδύναμοι τύποι,
¾ στο τρίτο πρόσωπο οι τύποι που είναι σε παρένθεση είναι λιγότερο εύχρηστοι,
¾ η ονομαστική ενικού του τρίτου προσώπου απουσιάζει, γι’ αυτό αναπληρώνεται
από την ονομαστική ενικού κάποιας δεικτικής αντωνυμίας, π.χ. οὗτος, ἐκεῖνος, ὅδε
κτλ.
Ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική οὗτος αὕτη τοῦτο
Γενική τούτου ταύτης τούτου
Δοτική τούτῳ ταύτῃ τούτῳ
Αιτιατική τοῦτον ταύτην τοῦτο
Κλητική οὗτος αὕτη -
Πληθυντικός αριθμός
64
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική οὗτοι αὗται ταῦτα
Γενική τούτων τούτων τούτων
Δοτική τούτοις ταύταις τούτοις
Αιτιατική τούτους ταύτας ταῦτα
Ενικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική τὶς τὶς τὶ
Γενική τίνος ή τοῦ τίνος ή τοῦ τίνος ή τοῦ
Δοτική τίνι ή τῷ τίνι ή τῷ τίνι ή τῷ
Αιτιατική τίνα τίνα τὶ
Πληθυντικός αριθμός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
Ονομαστική τίνες τίνες τίνα
Γενική τίνων τίνων τίνων
Δοτική τίσι(ν) τίσι(ν) τίσι(ν)
Αιτιατική τίνας τίνας τίνα
65
4.3.4 Κτητικές αντωνυμίες
Μετὰ δὲ ταῦτα γενομένης τῆς ὕστερον στρατείας, ἣν αὐτὸς (= αυτός ο ίδιος όχι κάποιος
άλλος) Ξέρξης ἤγαγεν.
Επαναληπτική είναι μόνο στις πλάγιες πτώσεις, όταν χρησιμεύει για να επαναλάβει κάτι
για το οποίο έγινε λόγος πρωτύτερα, όπως στο παράδειγμα 2.
Παράδειγμα 2
Κῦρον δὲ μεταπέμπεται ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἧς αὐτὸν (= δηλ. Κῦρον ) σατράπην ἐποίησε καὶ
στρατηγὸν δὲ αὐτὸν ἀπέδειξε πάντων.
66
Η αντωνυμία αὐτός, αὐτή, αὐτό κλίνεται σαν τρικατάληκτο επίθετο της β΄ κλίσης σε -ος,
-η, ον, χωρίς όμως το τελικό ν στο ουδέτερο του ενικού: αὐτός, αὐτή, αὐτὸ (γεν. αὐτοῦ,
αὐτῆς, αὐτοῦ) κλπ.
Η αντωνυμία αὐτός, όταν εκφέρεται μαζί με το άρθρο, σημαίνει ταυτότητα (ὁ αὐτὸς = ο
ίδιος), όπως στο παράδειγμα 3.
Παράδειγμα 3
Τὴν γοῦν Ἀττικὴν ἐκ τοῦ ἐπὶ πλεῖστον διὰ τὸ λεπτόγεων ἀστασίαστον οὖσαν ἄνθρωποι
ᾤκουν οἱ αὐτοὶ αἰεί (= την Αττική ... την κατοικούσαν οι ίδιοι πάντοτε άνθρωποι).
¾ Οι αντωνυμίες δεν έχουν κλητική, εκτός από την δεικτική αντωνυμία οὗτος, αὕτη,
τοῦτο στην κλητική ενικού του αρσενικού και του θηλυκού γένους.
¾ Για τις κλίσεις των υπόλοιπων αντωνυμιών που απλώς κατονομάζονται σε αυτή
την υποενότητα αλλά δεν κλίνονται σε πίνακες, καλό είναι να ανατρέξετε στο
αντίστοιχο κεφάλαιο κάποιας από τις ακόλουθες γραμματικές της αρχαίας
ελληνικής γλώσσας:
9 Οικονόμου, Μ. Χ., Γραμματική της αρχαίας ελληνικής, Αθήνα 1984, ΟΕΔΒ
9 Σταματάκος, Ι., «Ιστορική γραμματική της αρχαίας ελληνικής», 3η έκδοση Αθήνα
1973, Εκδόσεις “Φοίνιξ”.
9 Τζάρτζανος, Α. Α., «Γραμματική της αρχαίας ελληνικής γλώσσας», Αθήνα 1967,
ΟΕΔΒ.
Στο απόσπασμα από το ρητορικό έργο Ὑπὲρ τοῦ Ἑρατοσθένους φόνου ἀπολογία του
Λυσία που ακολουθεί εντοπίζονται και αναγνωρίζονται ορισμένες αντωνυμίες από τις
κατηγορίες που μόλις εξετάσαμε:
Σημείωση 3. Λυσίας
67
ταύτην → αιτιατική ενικού, γένους θηλυκού της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὕτη, τοῦτο
ὑμᾶς → αιτιατική πληθυντικού της προσωπικής αντωνυμίας πρώτου προσώπου ἐγώ.
τὴν αὐτὴν → αιτιατική ενικού του θηλυκού της οριστικής αντωνυμίας αὐτός, αὐτή, αὐτό
και δηλώνει ταυτότητα.
τοιούτων → γενική πληθυντικού ουδετέρου γένους της δεικτικής αντωνυμίας τοιοῦτος,
τοιαύτη, τοιοῦτο(ν).
Σύνοψη
Από τη μελέτη της συγκεκριμένης διδακτικής ενότητας μάθατε:
• πώς ορίζουμε τα τέσσερα παραπάνω ονοματικά κλιτά μέρη του λόγου˙ τι είναι
δηλαδή το άρθρο, το ουσιαστικό, το επίθετο και η αντωνυμία,
• τα ιδιαίτερα διακριτικά χαρακτηριστικά για καθένα από τα παραπάνω μέρη του
λόγου,
• τα ιδιαίτερα διακριτικά χαρακτηριστικά για καθεμιά από τις υποκατηγορίες τους,
• την κλίση των ουσιαστικών της πρώτης, της δεύτερης και ορισμένων κατηγοριών
της τρίτης κλίσης,
• την κλίση των δευτερόκλιτων και μιας κατηγορίας των τριτόκλιτων επιθέτων (τα
διγενή μονοκατάληκτα), και
• την κλίση των εξής αντωνυμιών: προσωπική, δεικτική, ερωτηματική, κτητική, οριστική
ή επαναληπτική.
68
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
COURSE 2
69
70
Εισαγωγικές Παρατηρήσεις
Τα ακόλουθα μέρη του λόγου, κατανεμημένα σε ξεχωριστές υποενότητες, προσφέρουν
τις βασικές γνώσεις που οφείλει να έχει ο εκπαιδευόμενος προκειμένου να έχει μια
γενικότερη εποπτεία του υλικού του όσον αφορά στα άκλιτα μέρη του λόγου και να
είναι σε θέση να τα αναγνωρίζει και να τα διακρίνει μέσα στο αρχαίο κείμενο. Συνεπώς,
πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση από πλευράς των εκπαιδευομένων στη μελέτη τους.
Τα άκλιτα μέρη του λόγου ονομάζονται έτσι επειδή δεν κλίνονται. Σε αντίθεση δηλαδή με
τα κλιτά μέρη του λόγου διατηρούν στον λόγο, όπως και στη νέα ελληνική, πάντα την
ίδια μορφή. Τα άκλιτα μέρη του λόγου είναι τα εξής: σύνδεσμος, πρόθεση, επίρρημα,
επιφώνημα.
Στην πρώτη υποενότητα ο εκπαιδευόμενος έρχεται σε επαφή με το πρώτο άκλιτο μέρος
του λόγου, τον σύνδεσμο. Επισημαίνονται τα είδη των συνδέσμων και τη χρησιμότητά
τους στον λόγο. Στη δεύτερη υποενότητα συνεχίζουμε με ένα άλλο αναπόσπαστο
μέρος του γραπτού και προφορικού λόγου, τις προθέσεις, ενώ στην τρίτη υποενότητα
περνάμε σε ένα από τα πλέον διαδεδομένα μέρη του λόγου, το επίρρημα. Τέλος, η
τέταρτη υποενότητα κλείνει το σύνολο της ενότητας με τα επιφωνήματα της αρχαίας
ελληνικής.
71
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 1. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ
Πριν ξεκινήσουμε κανονικά την ενότητα, δείτε στον πίνακα 1 κάποια άκλιτα μέρη του
λόγου που χρησιμοποιούνται στη νέα ελληνική.
1.1 Ορισμός
1.3.1 Συμπλεκτικοί
Παράδειγμα 1
Λέγω τοίνυν ὅτι καὶ φιλεῖται καὶ δικαίως χρηστός τε ὢν καὶ συνετὸς (= λέω, λοιπόν, ότι
δίκαια είναι αγαπητός (σε μας), επειδή και τίμιος είναι και σώφρων).
73
Παρατήρηση: Η λέξη “τε”, η οποία μεταφράζεται ως “και”, είναι στην πραγματικότητα
μόριο. Τα μόρια είναι μικρές άκλιτες λέξεις που έχουν λειτουργία συνδέσμων αφού
συνδέουν όπως και οι κυρίως σύνδεσμοι γλωσσικά στοιχεία και υπό αυτή την έννοια
συνεξετάζονται και συγκατηγοριοποιούνται με αυτούς10.
Παράδειγμα 2
Ἀλλ’ ἐγὼ μέχρι τῆσδε τῆς ἡμέρας ἐπαίνων μὲν σῶν ἀκροατὴς γέγονα, τῶν δὲ ἑτέρων οὔτε
ἐγενόμην μήτε γενοίμην (= εγώ, όμως, μέχρι και τη σημερινή ημέρα υπήρξα ακροατής
των δικών σας επαίνων, ενώ των άλλων ούτε υπήρξα ποτέ ούτε θα ήθελα να γίνω).
Παράδειγμα 3
Ταῦτ’ εἶπε τὸ Θετταλὸν σόφισμα ἤτοι ὁ ἐκ Θετταλίας σοφιστής (= αυτά είπε το σόφισμα
του Θεσσαλού ή αλλιώς ο σοφιστής από τη Θεσσαλία).
10 Για τη σχέση μεταξύ μορίων και συνδέσμων βλ. αναλυτικότερα το εδάφιο 1.5 και την ιστοσελίδα της
Πύλης για την Ελληνική γλώσσα (σ. 55):
http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/composition/page_055.html.
74
δέ, μέντοι, ὅμως, ἀλλά, ἀτάρ (= όμως), μήν (= όμως), ἀλλὰ μήν (= αλλὰ όμως), καὶ μήν (=
και όμως), οὑ μὴν ἀλλά (= αλλά όμως), καίτοι (= και όμως).
Δες το παράδειγμα 4.
Παράδειγμα 4
Ὅμως δὲ ὁ μὲν λόγος μοι περὶ τούτων, ὁ δ’ ἀγὼν οὐ πρὸς τὰ τούτων ἔργα ἀλλὰ πρὸς
τοὺς πρότερον ἐπ’ αὐτοῖς εἰρηκότας (= ο λόγος μου ήταν για αυτά τα πράγματα, ο
αγώνας μου όμως όχι για τα έργα αυτών, αλλά για αυτούς που είχαν μιλήσει πιο πριν
εναντίον τους).
1.3.4 Συμπερασματικοί
Οὐκοῦν σῶμα μὲν ἔκτισεν ὁ Θεὸς, οὐχὶ νόσον· καὶ ψυχὴν τοίνυν ἐποίησεν ὁ Θεὸς, οὐχὶ
δὲ ἁμαρτίαν (= λοιπόν, ο Θεός δημιούργησε το σώμα, όχι την αρρώστεια˙ άρα, και την
ψυχή έφτιαξε ο Θεός, όχι την αμαρτία).
1.3.5 Αιτιολογικοί
Αιτιολογικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται ένα νόημα που αιτιολογεί
ή δικαιολογεί κάτι άλλο και είναι οι εξής: γάρ, ὡς, ἐπεί (στην αρχή περιόδου ή
ημιπεριόδου).
Δες το παράδειγμα 6.
75
Παράδειγμα 6
Χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν οὐκ ἠδύνατο (= επειδή περπατούσε στο έδαφος, δεν
μπορούσε να καταδιώξει τον πετεινό).
1.4.1 Ειδικοί
Ειδικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που εισάγουν μία πρόταση, η οποία συμπληρώνει την
έννοια μιας προηγούμενης λέξης ή πρότασης λειτουργώντας ή ως αντικείμενό της ή
ως υποκείμενό της ή ως επεξήγησή της. Οι σύνδεσμοι αυτοί είναι οι εξής: ὅτι, ὡς.
Δες το παράδειγμα 7.
Παράδειγμα 7
Ὁ λόγος διδάσκει, ὅτι οὐδεὶς οὕτως ἐστὶν ἀδύνατος (= ο μύθος μάς διδάσκει ότι κανένας
δεν είναι τόσο ανίσχυρος). Όλη η πρόταση από τον ειδικό σύνδεσμο ὅτι μέχρι το τέλος
είναι ειδική, η οποία λειτουργεί ως αντικείμενο του ρήματος “διδάσκει” που ανήκει στην
προηγούμενη πρόταση.
1.4.2 Χρονικοί
Χρονικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που εισάγουν μία πρόταση η οποία καθορίζει τον
χρόνο μιας πράξης και είναι οι ακόλουθοι: ὡς, ὅτε, ὁπότε, ὁσάκις, ὁποσάκις, ἡνίκα,
ὁπηνίκα, ἐπεί, ἐπειδή, ὅταν, ὀπόταν, ἐπάν, ἐπειδάν, ἕως, ἔστε, ἄχρι, μέχρι, πρίν.
Δες το παράδειγμα 8.
Παράδειγμα 8
Δεινότερόν ἐστιν ἡ λύπη, ὅταν τις ὑπὸ τῶν συγγενῶν πάθῃ τι ἢ παρὰ τῶν ἀλλοτρίων. (=
πιο αβάστακτη είναι η λύπη, όταν πάθη κάτι κάποιος από τους συγγενείς μας παρά
κάποιος ξένος).
76
1.4.3 Ενδοιαστικοί
Παράδειγμα 9
1.4.4 Υποθετικοί
Υποθετικοί λέγονται οι σύνδεσμοι που εισάγουν κάποια υπόθεση και είναι οι εξής: εἰ,
ἐάν, ἄν, ἤν.
Δες το παράδειγμα 10.
Παράδειγμα 10
Ὦ θεοὶ λαμπροί τε καὶ μέγιστοι, ἐὰν τὴν ὑγείαν μοι παράσχητε, ἑκατὸν βόας προσάξω
ὑμῖν εἰς θυσίαν (= λαμπροί και παντοδύναμοι θεοί, εάν μου προσφέρετε την υγεία, θα
θυσιάσω για χάρη σας εκατό βόδια).
Παράδειγμα 11
Ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι πᾶς ἄνθρωπος φιλοζωεῖ, εἰ καὶ δυστυχεῖ καὶ πτωχός ἐστι (= ο μύθος
αποδεικνύει ότι κάθε άνθρωπος αγαπά τα ζώα, ακόμα και αν είναι άτυχος και φτωχός).
1.4.6 Τελικοί
Τελικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται πρόταση που φανερώνει τον
σκοπό μιας ενέργειας και είναι οι εξής: ἵνα, ὅπως, ὡς (= γιὰ να).
77
Δες το παράδειγμα 12.
Παράδειγμα 12
Ἕν δὲ τοῦτο εὔχεσθαι τοῖς θεοῖς, ὅπως χειμὼν γένηται καὶ ὄμβρος, ἵνα τὰ λάχανα
ἀρδευθῇ (= για ένα πράγμα μόνο να προσεύχεσθε στους θεούς, για να χειμωνιάσει και
να βρέξει, για να ποτιστούν τα λαχανικά).
1.4.7 Συμπερασματικοί
Παράδειγμα 13
Οἱ πολῖται πρὸς μὲν ἀνδρίαν οὕτως ἐπαιδεύθησαν, ὥστε τοὺς βαρβάρους νικᾶν
μαχόμενοι (= οι πολίτες εκπαιδεύτηκαν ως προς την ανδρεία τόσο πολύ, ώστε να
μπορούν να νικάν τους βαρβάρους με μάχες).
1.4.8 Αιτιολογικοί
Αιτιολογικοί λέγονται οι σύνδεσμοι με τους οποίους εισάγεται ένα νόημα που αιτιολογεί
ή δικαιολογεί κάτι άλλο και είναι οι εξής: ὅτι, ὡς, διότι, ἐπεί, ἐπειδή.
Δες το παράδειγμα 14.
Παράδειγμα 14
Ἡ μὲν οἰκία οὐ διεσώθη, ἐπειδὴ ἄνεμος ἔπνευσεν ἰσχυρός (= το σπίτι δεν σώθηκε, επειδή
φύσηξε ισχυρός άνεμος).
1.5 Μόρια
Στο παρόν εδάφιο θα γίνει μια επισκόπηση των μορίων της αρχαίας ελληνικής
γλώσσας, τα οποία είναι άκλιτες μικρές λέξεις και αποτελούν, όπως αναφέραμε και
πριν (βλ. υποεδάφιο 1.3.1), κατά κάποιον τρόπο υποσύνολο των συνδέσμων που
εξετάσαμε προηγουμένως.
78
1.5.1 Ορισμός
Παράδειγμα 15
Οἷον δὴ τί λέγεις βουληθείς; φράζ’ ἔτι σαφέστερον (= τι πραγματικά θες να πεις; Μίλα
πιο ξεκάθαρα).
6. Αχώριστα δεικτικά μόρια: -δε και -ί, που βρίσκονται προσκολλημένα στο τέλος
ορισμένων λέξεων και σημαίνουν δείξιμο, π.χ. ὅδε, ἥδε, τόδε (= ο τάδε, η τάδε, το τάδε).
79
7. Αχώριστα προτακτικά μόρια: ἀ-, ἀρι-, νη-, δυσ-, ζα-, κτλ. που ποτέ δεν λέγονται
μόνα τους, αλλά απαντούν αποκλειστικά στη σύνθεση ως πρώτα συνθετικά σύνθετων
λέξεων. Δες τη Σημείωση 1.
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 2. ΠΡΟΘΕΣΗ
2.1 Ορισμός
Προθέσεις λέγονται οι άκλιτες λέξεις που συνήθως μπαίνουν μπροστά από άλλες κλιτές
λέξεις (ουσιαστικά, αντωνυμίες ή επιρρήματα) και σχηματίζουν με αυτές προθετικές
φράσεις που αποκαλούνται εμπρόθετοι προσδιορισμοί και φανερώνουν διάφορες
σχέσεις.
Κύριες λέγονται όσες προθέσεις χρησιμοποιούνται στη σύνταξη μπροστά από τις
πλάγιες πτώσεις των ονομάτων (π.χ. ἐν τῇ πόλει, διὰ τῆς πόλεως, σὺν αὐτῷ) αλλά και σε
80
σύνθεση με άλλες λέξεις (π.χ. διά-λυσις, δια-λύω ἔν-τιμος, συν-τυγχάνω). Οι κύριες
προθέσεις είναι 18 και υποδιαιρούνται σε 6 μονοσύλλαβες και 12 δισύλλαβες:
ἐν, εἰς, ἐκ ἤ ἐξ, μονοσύλλαβες
σύν, πρός, πρό, προθέσεις
ἀνά, κατά, διά,
μετά, παρά, ἀμφί, δισύλλαβες
ἀντί, ἐπί, περί, προθέσεις
ἀπό, ὑπό, ὑπέρ
1) Ὁρῶ γάρ, ὅτι οὐκ ἄνευ κακῶν μεγάλων τὴν ἀφθονίαν ἔχεις (= διότι βλέπω ότι κατέχεις
την αφθονία όχι χωρίς μεγάλα βάσανα).
2) Ἄνευ χαλκοῦ Φοῖβος οὐ μαντεύεται (= χωρίς τον χαλκό ο Φοίβος δεν προφητεύει).
2.3 Παρατηρήσεις
Ορισμένες προθέσεις έχουν μόνο μία δυνατότητα σύνταξης, όπως η πρόθεση ἀπό,
που συντάσσεται με μία μόνο πτώση (με γενική), ενώ κάποιες άλλες συντάσσονται με
περισσότερες από μία προθέσεις. Δες τη Σημείωση 3.
1) Ἀπό + γενική: Ἀπὸ τούτου τοῦ τολμήματος ἐπῃνέθη (= από αυτό το τόλμημα
επαινέθηκε).
81
2) Παρά + γενική: Ἀφίκοντο παρὰ Δαρείου πρέσβεις (= έφτασαν πρέσβεις εκ μέρους του
Δαρείου).
3) Παρά + αιτιατική: Καθήμενος παρὰ τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ ὠδύρετο (= καθισμένος
στην όχθη του ποταμού, θρηνούσε).
Μια πρόθεση μαζί με ένα όνομα ή μετοχή ή αντωνυμία σε πλάγια πτώση ή σπανιότερα
επίρρημα αποτελούν ένα λεκτικό σύνολο που ονομάζεται εμπρόθετος επιρρηματικός
προσδιορισμός. Δες τη Σημείωση 4.
82
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 3. ΕΠΙΡΡΗΜΑ
3.1 Ορισμός
Ως επιρρήματα ορίζουμε τις άκλιτες λέξεις που προσδιορίζουν κυρίως ρήματα (π.χ. εὖ
ποιῶ) - όπως μαρτυρεί εξάλλου και η ετυμολογία τού όρου (ἐπί + ῥήμα > επί του
ρήματος) - με τον ίδιο τρόπο που τα επίθετα είναι προσδιορισμοί του ουσιαστικού (π.χ.
ἀγαθὸς ἀνήρ). Ωστόσο, μπορεί να προσδιορίζουν και άλλα μέρη του λόγου και να
φανερώνουν τόπο, χρόνο, ποσό, βεβαίωση ή άρνηση κτλ., όπως ακριβώς συμβαίνει
και στα νέα ελληνικά11.
83
Πίνακας 2. Επιρρήματα
3.2.1 Τοπικά
3.2.2 Χρονικά
Παράδειγμα 17
3.2.3 Τροπικά
Παράδειγμα 18
Πῶς; Ὁ μὲν Θεὸς οὕτως ᾠκονόμησεν, ὡς μὴ μόνον τούτους μὴ ἀπολέσθαι, ἀλλὰ καὶ
ἐκεῖνον σωθῆναι. (= Πώς; Ο Θεός έτσι τα οικονόμησε, ώστε όχι μόνο αυτοί να μη
χαθούν πνευματικά, αλλά και εκείνος να σωθεί).
3.2.4 Ποσοτικά
Παράδειγμα 19
Ἔπέπιες δὲ πόσον; Τόσον. ἀκράτου δώδεκα κοτύλας. (= Πόσο ήπιες; Τόσο. δώδεκα
κοτύλους ανέρωτο κρασί).
3.2.5 Βεβαιωτικά
85
Παράδειγμα 20
Ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι δεῖ τούτους μάλιστα φυλάττεσθαι. (= Το δίδαγμα της ιστορίας
φανερώνει ότι αυτοί είναι που πρέπει να φυλάγονται πάρα πολύ).
3.2.6 Αρνητικά
Παράδειγμα 21
Οὐκ ἂν εἴη ὅστις οὐκ ἐπὶ τοῖς γεγενημένοις ἀγανακτοίη. (= Δεν θα υπήρχε κανένας που
να μην αγανακτούσε με αυτά που έχουν γίνει).
3.2.7 Διστακτικά
Παράδειγμα 22
Ἀλλ’ οὐ γὰρ ὀρθῶς ταῦτα, γενναίως δ ’ἴσως ἔπραξας. (= Αυτά δεν τα έκανες σωστά.
ίσως όμως ενήργησες με γενναιότητα).
ΥΠΟΕΝΟΤΗΤΑ 4. ΕΠΙΦΩΝΗΜΑ
4.1 Ορισμός
86
τρόπο αυθόρμητο συναισθήματα (χαρά, λύπη, ενθουσιασμό, οργή, φόβο, θαυμασμό,
έκπληξη, αγανάκτηση).
Σύνοψη
Από τη μελέτη της διδακτικής ενότητας μάθατε:
• πώς ορίζουμε τα τέσσερα άκλιτα μέρη του λόγου, δηλαδή τον σύνδεσμο, την
πρόθεση, το επίρρημα και το επιφώνημα,
• τα ιδιαίτερα διακριτικά χαρακτηριστικά καθενός από τα παραπάνω μέρη του λόγου,
• τα ιδιαίτερα διακριτικά χαρακτηριστικά καθενός από τα είδη τους, και
• πώς απαντούν τα άκλιτα αυτά στοιχεία στον αρχαίο ελληνικό λόγο μέσα από
παραδείγματα προτάσεων και φράσεων.
87