You are on page 1of 7

2.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ
Ο Murray Bookchin είναι ένας πολύ γνωστός θεωρητικός των Κοινωνικών
Επιστημών που ασχολείται για παραπάνω από σαράντα χρόνια με ζητήματα
επικυριαρχίας μεταξύ ανθρώπων αλλά και της ανθρώπινης επικυριαρχίας στη φύση.
Κατά πρώτον θα εξετάσουμε τι εννοεί ο Bookchin με τον όρο «ιεραρχία» και πως
αυτή συνδέεται με τα οικολογικά προβλήματα.
Οι «ιεραρχίες» προωθούν κοινωνικά συστήματα επικυριαρχίας στα οποία η ανώτερη
ομάδα είναι ικανή αφενός να χειραγωγεί την κατώτερη ώστε αυτή να υπηρετεί τους
στόχους των ανωτέρων και αφετέρου να εμποδίζει την κατώτερη από το να
πραγματοποιεί τους αληθινούς στόχους της.
Ο Bookchin δεν πιστεύει ότι η βασική μορφή κοινωνικής «ιεραρχίας» εξαρτάται από
τις κοινωνικές τάξεις ή/και από το έθνος-κράτος. Κατά την άποψή του είναι δυνατόν
να υπάρξουν εξουσιαστικές δομές σε αταξικές αλλά και σε ακρατικές κοινωνίες. Και
αυτό γιατί η «ιεραρχία» εκτός από κοινωνική κατάσταση είναι και «κατάσταση της
συνείδησης». Οι άνθρωποι μπορεί να καταπιέζονται τόσο από εξωτερικούς
παράγοντες όσο και από την ίδια τους τη συνείδηση και τις πεποιθήσεις τους. Είναι
δυνατόν να «εσωτερικεύουν» τις κοινωνικές δομές της ιεραρχίας και να μαθαίνουν να
αποδέχονται μια ζωή γεμάτη «δυστυχία, ενοχές και θυσίες» ενώ οι ανώτεροί τους
απολαμβάνουν μια ζωή ευχαρίστησης και απόλαυσης. Επομένως η ανθρώπινη
ελευθερία εμπεριέχει πολύ περισσότερα από την απουσία εξωτερικού ελέγχου.
Στο κλασικό του βιβλίο «Η Οικολογία της Ελευθερίας»1, ο Bookchin παρουσιάζει
την ιστορία των διαφόρων μορφών «ιεραρχίας» και επικυριαρχίας από την αρχαία
εποχή μέχρι σήμερα. Υποστηρίζει ότι κοινωνικές μορφές επικυριαρχίας προϋπήρχαν
από την ανθρώπινη κυριαρχία επί της φύσης και διερευνά το πώς οι συγκεκριμένες
μορφές γέννησαν μια πολιτισμική λογική, μια ιδεολογία, που υποστηρίζει την
κυριαρχία επί της φύσης.
Στις ιεραρχικές κοινωνίες, οι κοινωνικοί θεσμοί και πρακτικές, στις οποίες
συμπεριλαμβάνονται η αγροτική οικονομία και η τεχνολογία, σχεδιάζονται κατά
τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνουν τον έλεγχο. Σε μια τέτοια κοινωνία η επιτυχία
αξιολογείται στη βάση της επικυριαρχίας και του ελέγχου. Μια τέτοια κοινωνία
ταυτίζει επίσης την ανθρώπινη επιτυχία με την κυριαρχία και τον έλεγχο πάνω στη μη
ανθρώπινη φύση.

1
Μ. Bookchin, The Ecology of Freedom: The Emergence and Dissolution of Hierarchy, Palo
Alto, Cheshire Books, 1981
Σε άρθρο του το 1980, ο Bookchin αναφέρει συγκεκριμένα2:
«…όσο παραμένει η ιεραρχία, όσο η κυριαρχία οργανώνει την ανθρωπότητα γύρω από
ένα σύστημα ελίτ, το πρόβλημα της κυριαρχίας επί της φύσης θα συνεχίσει να υπάρχει
και αναπόφευκτα θα οδηγήσει τον πλανήτη μας σε οικολογικό αφανισμό…ενώ η
Κοινωνική Οικολογία προσπαθεί, κατά τη γνώμη μου, να εξαλείψει την έννοια της
κυριαρχίας της φύσης από την ανθρωπότητα, μέσω της εξάλειψης της κυριαρχίας του
ανθρώπου από τον άνθρωπο, ο περιβαλλοντισμός αντανακλά μια εργαλειακή ή τεχνική
ευαισθησία στην οποία η φύση θεωρείται απλά σαν ένας παθητικός οικότοπος».

3. ΟΙΚΟΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ3
Η προϊούσα οικολογική κρίση είχε σημαντικές συνέπειες στο φεμινιστικό κίνημα.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄70 μεταξύ των φεμινιστριών άρχισε να
αναπτύσσεται ένας νέος τρόπος σκέψης για τη φύση και την πολιτική.
Η οικολογία και ο περιβαλλοντισμός μέσω μιας φεμινιστικής προσέγγισης ήταν το
κύριο θέμα της συνδιάσκεψης με θέμα «Γυναίκες και Περιβάλλον», που διοργάνωσε
το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας το 1974. Την ίδια χρονιά η
Francoise d´ Eaubonne στο βιβλίο της «Le feminisme ou la mort», χρησιμοποιεί για
πρώτη φορά τον όρο «οικοφεμινισμός». Στο βιβλίο αυτό κάνει έκκληση προς τις
γυναίκες να δραστηριοποιηθούν για την οικολογική διατήρηση.
Στη συνέχεια μια σειρά άλλων συνδιασκέψεων όπως : η Παγκόσμια Συνδιάσκεψη
Γυναικών που έγινε το 1985 στο Ναϊρόμπι από τα Ηνωμένα Έθνη, η «Γυναίκες και
Ζωή στη Γη : Οικοφεμινισμός στη δεκαετία του ΄80» που διοργανώθηκε στο
Amherst, Massachusetts το 1980, «Οικοφεμινιστικές Απόψεις : Πολιτισμός, Φύση και
Θεωρία» που διοργανώθηκε στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας το 1987, και
άλλα, καθώς επίσης και μια σειρά από άρθρα, επεδίωξαν την εδραίωση της σύνδεσης
Φεμινισμού και Οικολογίας.

2
Μ. Bookchin, An Open Letter to the Ecology Movement, Rain Magazine, April 1980
3
Βιβλιογραφία:
Charlene Spretnak, Rewearing the World: The Emergence of Ecofeminism, Sierra Club Books, San
Francisco, 1990
Val Plumwood, Gender and Ecology: Feminism and the Mastery of Nature, Routledge, 1992

Val Plumwood, “Nature, Self, and Gender: Feminism, Environmental Philosophy, and the Critique of
Rationalism”, in Robert Elliot (Ed), Environmental Ethics, Oxford University Press, 1995
Σε όλα κυριάρχησε η οικοφεμινιστική σκέψη ότι υπάρχει συσχετισμός της κυριαρχίας
που υφίστανται οι γυναίκες με την κυριαρχία που υφίσταται η φύση, από τον
άνθρωπο. Μάλιστα ενοχοποιήθηκε πολλές φορές η φιλοσοφία για τη διατήρηση του
διαχωρισμού ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο και για τη διαιώνιση της άποψης
ότι η φύση είναι καθαρά μέσο για την υλοποίηση των ανθρώπινων απαιτήσεων.
Η οικοφεμινιστική θεωρία που διαμορφώθηκε, αποτελείται από ένα πλήθος ιδεών και
πρακτικών μέσω των οποίων ενθαρρύνεται ο περιβαλλοντικός ακτιβισμός των
γυναικών ταυτόχρονα με μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή.
Η βασική θέση του οικοφεμινισμού είναι ότι τα υπάρχοντα ταξικά / σεξιστικά /
ρατσιστικά / κοινωνικά προβλήματα και τα περιβαλλοντικά προέρχονται από την
κυριαρχία / καταπίεση που υφίσταται ο άνθρωπος και η φύση.
Δεν είναι δυνατόν, ισχυρίζονται οι οικοφεμινίστριες να συζητούμε για
περιβαλλοντική αλλαγή χωρίς να θέτουμε το ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής, δεν
είναι δυνατόν να εξετάζουμε τη γυναικεία καταπίεση χωρίς να προβληματιζόμαστε
για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Όπως τονίζει η Val Plumwood, καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του
Σίδνεϋ, η χρήση των δυϊσμών στη γλώσσα και τη σκέψη των ανθρώπων, σχημάτισε
αντιπαρατιθέμενες έννοιες, που οδηγούν σε σχέσεις αντιθετικές και αποκλειστικές.
Δυϊσμοί όπως, λογική/συναίσθημα, κουλτούρα/φύση, άνδρας/γυναίκα, πνεύμα/σώμα,
έχουν οριστεί έτσι ώστε το πρώτο μέρος τους να δηλώνει κυριαρχία επί του δεύτερου.
Ο δυϊσμός κουλτούρα/φύση, υποδηλώνει την ανθρώπινη κυριαρχία επί της φύσης, η
οποία στηρίζεται στη νομοτελειακή αντίληψη της φύσης που τη θεωρεί παθητική και
δεσμευμένη αποκλειστικά από αναγκαίους, αναπόδραστους φυσικούς νόμους, των
οποίων η άρθρωση εξαρτάται από δυϊστικούς τρόπους σκέψης.
Οι διάφοροι δυϊσμοί της πατριαρχοκεντρικής κουλτούρας έχουν καταστήσει
«φυσική» την κυριαρχία της φύσης, των γυναικών, της φυλής και της τάξης, μιας και
όπως τονίζεται αυτοί αποτελούν «ένα τρόπο ερμηνείας της διαφορετικότητας με βάση
τη λογική της ιεραρχίας».
Ο οικοφεμινισμός, αναφέρει η Val Plumwood, πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του
την κριτική στάση απέναντι στο δυϊσμό και να διαμορφώσει ένα τέτοιο φιλοσοφικό
πλαίσιο αρχών και ιδεών που θα εξαλείψει τις όποιες μορφές καταπίεσης,
αλλοτρίωσης και κυριαρχίας που επικρατούν στην κοινωνία και τη φύση.
Τα διάφορα ρεύματα Οικοφεμινισμού που έχουν διαμορφωθεί είναι :
Πολιτισμικός ή ριζοσπαστικός Οικοφεμινισμός
Δίνει έμφαση στην αναζήτηση μιας νέας πνευματικής σχέσης με τη φύση και τονίζει
τη σημασία του προσωπικού μετασχηματισμού και της ενδυνάμωσης των γυναικών.
Προτείνει τη δημιουργία μιας εναλλακτικής «γυναικείας κουλτούρας» ικανής να
λύσει τα οικολογικά και κοινωνικά προβλήματα. Θεωρεί ότι οι γυναίκες έχουν μια
ανώτερη σχέση με τη φύση η οποία πολλές φορές θεωρείται ότι καθορίζεται
βιολογικά, άρα θεωρούν ότι μόνο η κοινωνία που θα ελέγχεται από γυναίκες θα
μειώσει την επιθετικότητα και την καταστροφή της φύσης. Θεωρεί ότι η κυριαρχία
διαμορφώνεται από ανδρικές ιδέες που βασίζονται στον διαχωρισμό από τις γυναίκες
και τον έλεγχο επ΄ αυτών καθώς και σε ότι συνδέεται με αυτές.
Κοινωνικός Οικοφεμινισμός
Βασίζεται στην υπόθεση ότι η καταπίεση των γυναικών είναι μια μορφή από τις
πολλές υπάρχουσες μορφές κατααπίεσης. Ως εκ τούτου προτείνει την οικοδόμηση
μιας νέας κουλτούρας όπου η καταπίεση τόσο του κοινωνικού φύλου, όσο και της
τάξης, της φυλής και του είδους θα έχει εξαλειφθεί. Θεωρεί αναγκαία τη διαμόρφωση
μιας ηθικής οικο-δικαιοσύνης η οποία αναγνωρίζοντας την αλληλοσύνδεση της
κοινωνικής επικυριαρχίας και της κυριαρχίας επί της φύσης θα βοηθήσει στην
άρθρωση ενός νέου κοινωνικο-πολιτικού συστήματος.
Ψυχο-Βιολογικός Οικοφεμινισμός
Στηρίζεται στη βιολογική θεώρηση υποστηρίζοντας ότι οι γυναίκες λόγω της
βιολογικής τους σύστασης πλεονεκτούν έναντι των ανδρών, από την άποψη των
έμφυτων χαρακτηριστικών της «φροντίδας» και της «ανατροφής» ως τρόπου
ύπαρξης. Αυτή η ψυχο-βιολογική οικοφεμινιστική προσέγγιση ενέχει τον κίνδυνο να
ταυτιστεί η γυναικεία οντότητα με τη μη ανθρώπινη φύση, στοιχείο που εμπεριέχεται
στη δυτική πατριαρχική κουλτούρα.
Η ονομασία της γης ως «Μητέρα Γη» λόγω της γεωργικής της γονιμότητας και της
εποχιακής της κυκλικότητας, επιβεβαιώνει τη «σύνδεση» των γυναικών με τη φύση
που οδηγεί στη διαιώνιση της καθυποταγής των γυναικών αλλά και της οικολογικής
κρίσης.
Οικοφεμινισμός της κοινωνικής κατασκευής
Αντικρούει τις θέσεις του ψυχο-βιολογικού οικοφεμινισμού υποστηρίζοντας ότι η
σύνδεση γυναίκας-φύσης αποτελεί κοινωνική κατασκευή, η οποία είναι προϊόν των
ανδρικών σχέσεων επικυριαρχίας. Θεωρεί ότι η ταύτιση γυναίκας-φύσης αποτελεί
κατασκευή της δυτικής κουλτούρας με στόχο την υποβάθμιση και των δύο.
4.4. Οι βασικές θεωρήσεις της Οικοσοσιαλιστικής Φιλοσοφίας
Η μεγάλη συμβολή της οικολογίας υπήρξε - και είναι ακόμα και σήμερα - η
συνειδητοποίηση των κινδύνων που απειλούν τον πλανήτη και οι οποίοι αποτελούν
συνέπεια του σημερινού τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης: η ρύπανση της
ατμόσφαιρας, των υδάτων και του εδάφους που ακολουθεί ρυθμούς γεωμετρικής
προόδου, η μαζική εξόντωση πολυαρίθμων ειδών, η ερημοποίηση γόνιμων εδαφών, η
ανεξέλεγκτη συσσώρευση ραδιενεργών αποβλήτων, η συνεχής απειλή νέων
Τσέρνομπιλ, ο ιλιγγιώδης ρυθμός της καταστροφής των δασών, το φαινόμενο του
θερμοκηπίου, ο κίνδυνος καταστροφής της στιβάδας του όζοντος (που θα καθιστούσε
αδύνατη τη διατήρηση της οργανικής ζωής στον πλανήτη) συνθέτουν ένα σενάριο
καταστροφής που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο ακόμη και την ίδια την επιβίωση
της ανθρωπότητας. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κρίση του πολιτισμού που
απαιτεί ριζοσπαστικές αλλαγές.
Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι προτάσεις που προβάλλει ένα τμήμα της
ευρωπαϊκής πολιτικής οικολογίας είναι συχνά ιδιαίτερα ανεπαρκείς ή οδηγούν σε
αδιέξοδα. Η κυριότερη αδυναμία τους εντοπίζεται στο γεγονός ότι αγνοούν την
αναγκαία σχέση μεταξύ παραγωγισμού και καπιταλισμού: οδηγούνται κατ' αυτόν τον
τρόπο στην αυταπάτη ενός «καθαρού καπιταλισμού» ή σε μεταρρυθμίσεις τις οποίες
θεωρούν ικανές να ελέγξουν τις «υπερβολές» (π.χ. τους περιβαλλοντικούς φόρους).
Οι οικολόγοι διαπράττουν σημαντικό λάθος, εάν νομίζουν ότι μπορούν να αποφύγουν
την μαρξιστική κριτική τoυ καπιταλισμού: μια οικολογία που δεν συνειδητοποιεί τη
σχέση ανάμεσα στον παραγωγισμό και στη λογική τoυ κέρδους είναι καταδικασμένη
στην αποτυχία. Τέλος, στις οικολογικές τάσεις (τις αποκαλούμενες ως «Βαθιά
Οικολογία»), άρχισε να διαγράφεται, υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης τoυ
ανθρωποκεντρισμού, μια άρνηση τoυ oυμανισμού η οποία και οδηγεί σε απόψεις που
τοποθετούν όλα τα ζωντανά είδη στην ίδια μοίρα. Θα έπρεπε άραγε να θεωρούμε ότι
ο βάκιλος του Κωχ ή ο ανωφελής κώνωψ έχουν το ίδιο δικαίωμα στη ζωή με ένα
παιδί που έχει προσβληθεί από φυματίωση ή από ελονοσία;
Η ανωτερότητα των απόψεων των οικοσοσιαλιστών έγκειται στο γεγονός ότι
αποφεύγουν τις παγίδες αυτού τoυ είδους. Ενσωματώνoυν τα θεμελιώδη δεδομένα
του μαρξισμού - αποβάλλοντας παράλληλα τις σκoυριές τoυ παραγωγισμού - και
κατανοούν ότι η λογική της αγοράς και τoυ κέρδους είναι ασυμβίβαστες με τις
οικολογικές απαιτήσεις.
Ο οικοσοσιαλισμός αναπτύχθηκε κυρίως -με βάση τις θεωρητικές αναζητήσεις
μερικών Ρώσων πρωτοπόρων τoυ τέλους τoυ 19ου αιώνα (Σερζ Ποντολίνσκι,
Βλαντιμίρ Βερνάτσκι) - τα τελευταία είκοσι πέντε έτη, χάρις στα έργα διανοητών πoυ
εκφράζονται μέσα από ένα δίκτυο περιοδικών όπως το Capitalism, Nature and
Socialism, η Ecologie Politique, κλπ.
Το οικοσοσιαλιστικό ρεύμα δεν είναι διόλου ομοιογενές. Παρ' όλα αυτά, οι
αντιπρόσωποί τoυ συμμερίζονται ορισμένες κοινές θέσεις. Καθώς έχει έλθει σε ρήξη
με την παραγωγικίστικη ιδεολογία της προόδου - στην καπιταλιστική και/ή στην
γραφειοκρατική της εκδοχή - και δεδομένου τoυ ότι αντιτίθεται στην απεριόριστη
επέκταση ενός μοντέλoυ παραγωγής και κατανάλωσης που αποδείχθηκε
καταστροφικό για το περιβάλλον, αντιπροσωπεύει την πλέον προχωρημένη τάση τoυ
οικολογικού κινήματος, την πλέον ευαισθητοποιημένη στα ζητήματα που αφορούν
τους εργαζομένους και τους λαούς του Nότου. Έχει συνειδητοποιήσει την αδυναμία
επίτευξης της βιώσιμης ανάπτυξης μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας
της αγοράς.
Η οικοσοσιαλιστική φιλοσοφία στηρίζεται σε τρία θεμελιώδη επιχειρήματα:
1. Είναι αδύνατo να επεκταθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη το σημερινό μοντέλο
παραγωγής και κατανάλωσης που εφαρμόζεται στις προηγμένες καπιταλιστικές
χώρες και το οποίο στηρίζεται στη λογική της απεριόριστης συσσώρευσης
(κεφαλαίου, κερδών, εμπορευμάτων), στην σπατάλη των φυσικών πόρων, στην
επιδεικτική κατανάλωση και στη διαρκώς επιταχυνόμενη καταστροφή του φυσικού
περιβάλλοντος. Κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν τεράστια οικολογική κρίση. Σύμφωνα με
πρόσφατους υπολογισμούς, εάν επεκτεινόταν στο σύνολο του πληθυσμού του
πλανήτη τo ενεργειακό μοντέλο των ΗΠΑ, τα γνωστά αποθέματα πετρελαίου θα
εξαντλούνταν μέσα σε δεκαεννέα ημέρες. Κατά συνέπεια, αυτό το σύστημα
στηρίζεται αναγκαστικά στη διατήρηση -ή και στην επιδείνωση - της κραυγαλέας
ανισότητας ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο.
Αφετέρου, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση οδηγεί σε μία ολοένα μεγαλύτερη
ένταση τα οικολογικά προβλήματα της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής
Αμερικής, μέσα από την «εξαγωγή της ρύπανσης» που πραγματοποιούν εσκεμμένα οι
ιμπεριαλιστικές χώρες.
2. Η επέκταση ενός πολιτισμού που στηρίζεται στην αγορά, απειλεί άμεσα -
βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα -την ίδια την επιβίωση του ανθρώπινου είδους.
Συνεπώς, από ανθρωπιστική άποψη, η διαφύλαξη του περιβάλλοντος αποτελεί
επιτακτική ανάγκη. Ο στενοκέφαλος ορθολογισμός της αγοράς, με την τάση για
άμεσο υπoλογισμό κερδών και ζημιών, είναι από τη φύση του αντίθετος με τον
οικολογικό ορθολογισμό, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τo μακροπρόθεσμο χαρακτήρα
των φυσικών κύκλων.
Οι οικοσοσιαλιστές εναντιώνονται στο φετιχισμό του εμπορεύματος και την
αυτoνόμηση της οικονομίας. Γι' αυτούς, το μελλοντικό διακύβευμα συνίσταται στη
δημιουργία μιας «ηθικής οικονομίας», με την έννοια που προσέδιδε ο Ε.Π. Τόμσον
στον όρο. Πρόκειται δηλαδή για μία οικονομική πολιτική η οποία στηρίζεται σε μη
νομισματικά κριτήρια και προτείνει την εκ νέου σύνδεση της οικονομίας με την
oικολογία, και την κοινωνία.
3. Πρέπει να αντικατασταθεί η μικρο-ορθολογικότητα του κέρδους από μία
οικολογική μακρο-ορθολογικότητα. Αυτό απαιτεί μία πραγματική πολιτιστική
αλλαγή. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατον χωρίς έναν βαθύ τεχνολογικό
αναπροσανατολισμό, ο οποίος θα έχει ως στόχο την αντικατάσταση των σημερινών
πηγών ενέργειας από άλλες (όπως η ηλιακή ενέργεια) οι οποίες θα είναι ανανεώσιμες
και δε θα ρυπαίνουν. Το πρώτο ζήτημα που τίθεται συνεπώς είναι αυτό του ελέγχου
των μέσων παραγωγής και κυρίως της λήψης των αποφάσεων που αφορούν τις
επενδύσεις και τις τεχνολογικές αλλαγές. Είναι αναγκαία μια αναδιοργάνωση του
τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης, η οποία να στηρίζεται σε κριτήρια τα οποία να
μην υπαγορεύονται από την αγορά αλλά από τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού
και τη διαφύλαξη του περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια. μία οικονομία ενσωματωμένη
μέσα στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, καθώς θα στηρίζεται στη δημοκρατική
επιλογή των προτεραιοτήτων και των επενδύσεων η οποία θα πραγματοποιείται από
τον ίδιο τoν πληθυσμό και όχι από τους «νόμους της αγοράς». Αυτή η μετάβαση θα
μπορούσε να οδηγήσει σε ένα εναλλακτικό τρόπο ζωής, στη δημιουργία ενός νέου
πολιτισμού, πέρα από τη βασιλεία του χρήματος, από τις καταναλωτικές συνήθειες
που υπαγορεύει η διαφήμιση και από τη συνεχή παραγωγή εμπορευμάτων που
βλάπτουν το περιβάλλον.

You might also like