Professional Documents
Culture Documents
Φεμινισμός και Εκπαίδευση
Φεμινισμός και Εκπαίδευση
2 Φεμινισμός......................................................................................................................iv
2.1 Εισαγωγή.................................................................................................................iv
2.3.5 Συμπέρασμα...................................................................................................viii
3.1 Εισαγωγή.................................................................................................................ix
5 Επίλογος.......................................................................................................................xvii
6 Σημειώσεις..................................................................................................................xviii
7 Βιβλιογραφία..................................................................................................................xx
ii
1 Εισαγωγή
Από την αρχή του σχηματισμού των κοινωνιών, ο άνδρας ήταν εκείνος που έλεγχε τη
δραστηριοποίηση του καθενός και ο ρόλος της γυναίκας ήταν πλήρως υποβιβασμένος
απέναντι στις ηγετικές τάσεις του αντίθετου φύλου. Με τη Διακήρυξη των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1789 κατοχυρώθηκε πως «όλοι οι άνθρωποι
γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι ως προς τα δικαιώματά τους». Η ισότητα αυτή
συνδέεται με το θεσμικό πλαίσιο και όχι με την ισότητα των ανθρώπων εκ φύσεως.
Με αυτό τον τρόπο, εδραιώνεται μία καθολική σύνδεση των ατόμων με τη νομοθεσία
που όμως δεν ανταποκρίνεται στην ιδιαιτερότητα της ατομικής τους ταυτότητας. Η
σκέψη αυτή κινητοποίησε το γυναικείο πληθυσμό του 19ου αιώνα για την απόκτηση
αστικών δικαιωμάτων παράλληλα με την βαρυσήμαντη για τη ζωή τους ιδιότητα του
πολίτη. (Agacinski, 2000). Πέρα από το νομοθετικό πλαίσιο, ιδίως στη σύγχρονη
εποχή, ο θεσμός της εκπαίδευσης συνιστά μέσο μεταλαμπάδευσης αξιών και αρχών
στους πολίτες. Προκειμένου να επιτευχθεί ριζική μεταβολή στη δομή της κοινωνίας
που υπονομεύει τη θέση της γυναίκας, το εκπαιδευτικό πλαίσιο χρειάζεται να
αξιοποιήσει τη φεμινιστική παιδαγωγική.
Σκοπός, λοιπόν, της εργασίας μας είναι να ενημερωθεί ο αναγνώστης για την
ιστορία και τη δράση του φεμινιστικού κινήματος, καθώς και το αντίκτυπο που είναι
ικανό να προκαλέσει στην κοινωνία μέσα από τη εκπαιδευτική διαδικασία. Στην
πρώτη ενότητα παρουσιάζεται μία σύντομη ιστορική αναδρομή του φεμινισμού και
τα κύματα και ρεύματα που εμφανίστηκαν στο πέρασμα των δεκαετιών. Στη
συνέχεια, αναλύονται οι έννοιες της Διά Βίου μάθησης και της Εκπαίδευσης
Ενηλίκων και η σύνδεσή τους με τις ιδέες του κινήματος. Αφού αναπτυχθεί επαρκώς
η φεμινιστική επιστημολογία, παρατίθεται κριτική προς τις θεωρίες στην Εκπαίδευση
Ενηλίκων που διακατέχονται από πατριαρχικές αντιλήψεις. Έτσι περνάμε σε ένα
σημαντικό κλάδο της Φιλοσοφίας, τη Φεμινιστική Ηθική, η οποία στοχεύει στην
καθολική εφαρμογή της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το πιο σπουδαίο κομμάτι της
εργασίας μας είναι η αναφορά στη Φεμινιστική Παιδαγωγική που έρχεται να
καταρρίψει την πατριαρχική κοινωνία επιμορφώνοντας τους εκπαιδευομένους με τις
αρχές που θα υπερασπίζονται την ισότητα των δύο φύλων αλλάζοντας ολοκληρωτικά
τον τρόπο σκέψης τους ως προς τη θέση και τις ικανότητες της γυναίκας. Στην
τελευταία ενότητα, παρατηρούμε πως η δομή της εκπαίδευσης μεταβάλλεται με
άξονα τη συμπερίληψη των γυναικών στη μαθησιακή διαδικασία στην Ελλάδα.
iii
2 Φεμινισμός
2.1 Εισαγωγή
iv
πίστη και την προάσπιση των ίσων δικαιωμάτων για τις γυναίκες με βάση την ιδέα
της ισότητας των φύλων.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ιδιαίτερο ενδιαφέρον εκδηλώθηκε με την
εμφάνιση του τρίτου κύματος προς το πρόσωπο τόσο των έγχρωμων γυναικών όσο και
των εφήβων κοριτσιών που μέχρι τότε δεν εκπροσωπούνταν αποκλειστικά από
κάποιο κίνημα. Όσον αφορά την πρώτη ομάδα, το τρίτο κύμα ως κίνημα επισημαίνει
ότι δεν είναι μία νέα ιδέα, αλλά αποτελεί απόρροια της κριτικής που ασκήθηκε στα
προηγούμενα κύματα που επικεντρώνονταν στο πλήθος των γυναικών που ζούσαν
στο δυτικό κοινωνικά και οικονομικά ισχυρότερο ημισφαίριο. Όπως τονίστηκε, η
κατηγοριοποίηση των γυναικών-συνεπώς και των προβλημάτων τους- με γνώμονα τη
φυλή και το χρώμα τους συνιστά ενέργεια που υποκινείται από ρατσιστικές
ιδεολογίες (φυλετική διάκριση). Παράλληλα, οι νεαρές κοπέλες που παλαιότερα
ενοχοποιούνταν για τις βίαιες εμπειρίες που έζησαν ακόμα και εντός του σχολικού
v
περιβάλλοντος, παροτρύνονται τώρα να μαρτυρήσουν τα βιώματά τους δίχως
δισταγμό ή φόβο για κοινωνική κατακραυγή. Η συγκέντρωση του θυμού (“centrality
of anger”) σκιαγραφείται ως βασικό χαρακτηριστικό του τρίτου κύματος, καθώς
απευθύνθηκε σε μία ηλικιακή ομάδα που ξεχωρίζει για την αντιδραστικότητά της
απέναντι στο κατεστημένο (Code, 2000).
Εκείνο όμως που το διαφοροποιεί πλήρως από τα δύο πρώτα κύματα είναι η
εναλλακτική αξιοποίηση συμβόλων-ταμπού της γυναικείας κουλτούρας- κούκλες
Barbie, περιοδικά μόδας, τακούνια, καλλυντικά- που προβάλλουν την υποτιθέμενη
γυναικεία αδυναμία. Ο ρόλος τους έχει αντιστραφεί σε μέσο ανάδειξης της
γυναικείας δύναμης και δυνατότητας καταπολεμώντας σεξιστικά, ρατσιστικά και
ταξικά σύμβολα (Baumgardner; Drake; Heywood; Richards; Walker, 2006).
vi
Woman” το 1792 απέρριψε τις κυριαρχούσες αντιλήψεις που υποδείκνυαν τη φυσική
κατωτερότητα της γυναίκας προς τον άνδρα και την εξάρτηση του από αυτόν. Η ίδια
εναντιώθηκε στις απόψεις του Rousseau για τον περιορισμό του ρόλου της ως μέσο
αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους. Το ρεύμα αυτό εδραιώθηκε με το δοκίμιο
“The Subjection of Women” το 1869 του βρετανού φιλελεύθερου φιλοσόφου John
Stuart Mill που ισχυρίστηκε ότι οι γυναίκες δικαιούνται να ενταχθούν στην αγορά
εργασίας και τη πολιτική ζωή, καθώς ο αποκλεισμός τους συνιστά φραγμό για την
ανθρώπινη εξέλιξη.
Σύμφωνα με τον Καρλ Μαρξ, το τέλος στη γυναικεία καταπίεση και τις
έμφυλες διακρίσεις θα τεθεί με την αντικατάσταση του καπιταλιστικού συστήματος,
το οποίο προξενεί στην γυναίκα αισθήματα ανασφάλειας για τη φύση, την εμφάνιση
και τις ικανότητές της. Το αίσθημα αυτό την οδηγεί στην υποταγή της στον άνδρα, ο
οποίος ισχυροποιείται οικονομικά με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας διαταράσσοντας
για μία ακόμη φορά την υπάρχουσα ισορροπία στις σχέσεις του με τη γυναίκα εντός
της ευρύτερης κοινωνίας και του οικογενειακού περιβάλλοντος.
vii
2.3.3 Ριζοσπαστικός φεμινισμός
Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός αναδύθηκε από το δεύτερο κύμα τη δεκαετία του 1960
μέσω των συζητήσεων των φιλελεύθερων φεμινιστών και των φεμινιστών της
εργατικής τάξης. Η θεωρία του αναπτύσσεται γύρω από το φαινόμενο της
πατριαρχίας3 και επιδιώκει να αμφισβητεί τη διαδικασία ανάδειξης του κοινωνικού
ρόλου ως προς κάθε φύλο. Η καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες οφείλεται στη
δημιουργία του πατριαρχικού συστήματος, το οποίο έχει εδραιώσει τους κοινωνικούς
ρόλους δίχως να υπολογίζει τη γυναίκα ως ύπαρξη και αυτά που μπορεί να προσφέρει
τόσο στην οικογένεια όσο και στο σύνολο.
Ένα επιπρόσθετο στοιχείο που θίγει το ρεύμα αυτό είναι πως η πατριαρχική
θεωρία υπονομεύει καθολικά τη γυναίκα δίνοντας έμφαση στη σωματική υπεροχή
του άνδρα, που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ως μέσο τη βία για να επιβάλλει τη
γνώμη του και να της δημιουργεί αισθήματα κατωτερότητας. Ο ριζοσπαστικός
φεμινισμός οφείλει την ονομασία του στο εγχείρημά του να ανακαλύψει τη ριζική
αιτία της γυναικείας καταπίεσης και να καταπολεμήσει το πρότυπο αυτό
(Καραβάκου, 2018).
viii
ταξικούς, εθνικούς, σεξουαλικούς και τοπικούς όρους των ταυτοτήτων. Σκοπός αυτού
του ρεύματος επομένως είναι η οργάνωση των κοινωνιών σύμφωνα με έμφυλες
ταυτότητες, που χαρακτηρίζονται από ποικιλία και ρευστότητα, ενώ μπορούν να
επιλεχθούν ελεύθερα, ώστε ο καθένας να μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί
(Αθανασιάδου, 2002; Καραβάκου, 2018; Tong, 1995).
2.3.5 Συμπέρασμα
Το κάθε ρεύμα παρουσιάζει μία διαφορετική θέση και ιδεολογία, ωστόσο όλα
συμφωνούν στο ότι η εκπαίδευση κατέχει σημαντικό ρόλο για να επιτύχουν το σκοπό
του φεμινισμού. Ο χώρος της αυτός εμφανίζει άδικες και καταπιεστικές στάσεις
απέναντι στο γυναικείο φύλο, καθώς εκμεταλλεύτηκε το πατριαρχικό σύστημα για να
υποτάξει και να ελέγξει τις γυναίκες και για τη διαιώνιση της επικράτησής του.
3.1 Εισαγωγή
Σύμφωνα με τη Γενική Γραμματεία Διά Βίου Μάθησης και Νέας Γενιάς (2013), η
Διά Βίου Μάθηση ορίζεται ως «Όλες οι μορφές μαθησιακών δραστηριοτήτων στη
διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, που αποσκοπούν στην απόκτηση ή την ανάπτυξη
γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων, οι οποίες συμβάλουν στη διαμόρφωση μιας
ολοκληρωμένης προσωπικότητας, στην επαγγελματική ένταξη και εξέλιξη του
ατόμου, στην κοινωνική συνοχή, στην ανάπτυξη της ικανότητας ενεργού συμμετοχής
στα κοινά και στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη. Περιλαμβάνει
την Τυπική Εκπαίδευση, τη Μη Τυπική Εκπαίδευση και την Άτυπη Μάθηση.»
(Γενική Γραμματεία Διά Βίου Μάθησης και Νέας Γενιάς, 2013). Αποτελεί μία
ευρεία έννοια που αντιστοιχεί σε άτυπα και τυπικά περιβάλλοντα που πληρούν τις
προδιαγραφές για την επίτευξη της μάθησης από τη νεαρότερη έως τη γεροντική
ηλικία. Χαρακτηρίζεται από ευελιξία στη σχεδίαση των προγραμμάτων για τη
διευκόλυνση των συμμετεχόντων και την εξατομικευμένη προσέγγιση του.
Εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της αρχικής και της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης 5, και
των εξωσχολικών και άτυπων μαθησιακών επιδράσεων.
ix
προγραμμάτων αυτών είναι προαιρετική. Εξαρτώμενη λοιπόν μόνο από την
προσωπική επιθυμία και φιλοδοξίες κάθε πολίτη, έχει τελείως διαφορετικό αντίκτυπο
στη ζωή του εκπαιδευομένου ως μη καταναγκαστική, με αποτέλεσμα να συμβάλλει
ενεργά στη διαμόρφωσή της. Όπως ορίζεται από την Unesco (1976): «Εκπαίδευση
ενηλίκων είναι κάθε εκπαιδευτική διεργασία, κάθε περιεχομένου, επιπέδου ή
μεθόδου, είτε πρόκειται για τυπική εκπαίδευση είτε όχι, είτε για διεργασία που
επεκτείνει χρονικά ή αντικαθιστά την αρχική εκπαίδευση στα σχολεία, κολέγια και
πανεπιστήμια, καθώς και για μαθητεία, μέσω των οποίων άτομα που θεωρούνται
ενήλικα από την κοινωνία στην οποία ανήκουν αναπτύσσουν τις ικανότητές τους,
εμπλουτίζουν τις γνώσεις τους, βελτιώνουν τα τεχνικά και επαγγελματικά τους
προσόντα ή τα προσανατολίζουν προς άλλη κατεύθυνση. Με τον τρόπο αυτό
επιφέρουν αλλαγές στις στάσεις ή τη συμπεριφορά τους με τη διπλή προοπτική της
πλήρους προσωπικής ανάπτυξης και της συμμετοχής σε μια εναρμονισμένη και
αυτοδύναμη κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη» (Unesco, 1976).
x
απορροφούν τα καθημερινά βιώματα και των γυναικών πέρα από των ανδρών,
χαράζοντας μία πορεία με στόχο τη συμπερίληψη της γυναικείας οπτικής. Ο
διαχωρισμός γυναικείας και ανδρικής οπτικής γίνεται αποδεκτός αποσκοπώντας να
τονιστεί η επικέντρωση της εκπαιδευτικής δομής και έρευνας στην εμπειρία του
αρσενικού σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία καταλήγοντας να υιοθετείται ως το
βίωμα του γυναικείου πληθυσμού εντός του ίδιου κοινωνικού περιβάλλοντος.
Την ίδια εποχή η Harding μέσω του βιβλίου της The Science Question in
Feminism (1986) κατηγοριοποίησε τη φεμινιστική επιστημολογία ως εξής:
φεμινιστική θεωρία θέσης, φεμινιστικός εμπειρισμός και φεμινιστικός
μεταμοντερνισμός. Η πρώτη υποστηρίζει ότι η πολιτική δέσμευση των φεμινιστών
και η αντίστοιχη εστίασή τους στη ζωή των γυναικών οδηγεί σε μια εποικοδομητικά
«προνομιούχο» άποψη για την κοινωνική πραγματικότητα με την απαίτηση πολιτικής
δέσμευσης να διακρίνει την ιδέα ενός από τη γενικότερη ιδέα μιας "προοπτικής". Ο
φεμινιστικός εμπειρισμός ως επιχείρημα θέτει ότι οι σεξιστικές και ανδροκεντρικές
προκαταλήψεις που υπάρχουν στην επιστήμη είναι αποτέλεσμα της «κακής»
επιστήμης και μπορούν να διορθωθούν με αυστηρότερη τήρηση των παραδοσιακών
κανόνων της, όπως εκπροσωπούνται από τις φεμινιστικές κριτικές που προσδιορίζουν
τέτοιες προκαταλήψεις. Ο τελευταίος υποστηρίζει ότι μόνο η πολιτική αλληλεγγύη σε
κοινωνικές τοποθεσίες μπορεί να εδραιώσει φεμινιστικά ευρήματα, χωρίς να
υπάρχουν ανεξάρτητες επιστημολογικές βάσεις (Harding, 1986). Στη σύγχρονη εποχή
η κατηγοριοποίηση αυτή έχει εγκαταλειφθεί λόγω του πλήθους των ρόλων που
αναλαμβάνει η γυναίκα, γεγονός που συνεπάγεται την ανυπαρξία συγκεκριμένων
τρόπων μάθησης των γυναικών.
xi
3.3 Φεμινιστική κριτική στην εκπαίδευση ενηλίκων
Οι θεωρίες στην Εκπαίδευση Ενηλίκων άρχισαν να δομούνται αναπαράγοντας τις
ιδεολογίες της πατριαρχικής κοινωνίας, τη στιγμή που όφειλε ως θεσμός να άρει τις
έμφυλες διακρίσεις από το χώρο της εκπαίδευσης. Οι σπουδαιότερες θεωρίες από
αυτές που δέχτηκαν κριτική από το φεμινιστικό κίνημα είναι της Joyce Stalker, του
Malcolm Knowles και του Paulo Freire.
xii
ανδραγωγική προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «ανήρ», εννοώντας δηλαδή
την αγωγή του ενήλικου άνδρα (Αλεξιάδου, 2017; Καραβάκου, 2018).
xiii
3.4.2 Φεμινιστική παιδαγωγική
Η φεμινιστική παιδαγωγική συνιστά μία εκπαιδευτική φιλοσοφία το πλαίσιο της
οποίας βασίζεται στο φεμινισμό. Αμφισβητεί τις παραδοσιακές παιδαγωγικές
μεθόδους διδασκαλίας και στοχεύει στην εξάλειψη της περιθωριοποίησης και
καταπίεσης του γυναικείου φύλου. Αποτελεί δηλαδή ένα κίνημα που ενθαρρύνει την
ομαδοσυνεργατική δράση, αναπτύσσει την κριτική σκέψη και υπολογίζει την
εμπειρία και τις δυνατότητες του εκπαιδευομένου. Η τάξη συνιστά μία μικρή
κοινωνία, μέσα στην οποία αναπτύσσονται τα ιδανικά της συνεργασίας, της
αλληλεγγύης και της αμοιβαιότητας, ενώ παράλληλα οι εκπαιδευόμενοι βρίσκουν
κοινά σημεία και δημιουργούν σχέσεις μεταξύ τους. Ενθαρρύνεται ο διάλογος και οι
δραστηριότητες σε μικρές ομάδες όπου κάθε μαθητής έχει τη δυνατότητα να
εκφράσει ελεύθερα τις απόψεις του. Δημιουργείται έτσι ένα απελευθερωτικό
περιβάλλον στο οποίο συνδέεται η γνωστική μάθηση με την εμπειρική.
xiv
Συνοπτικά, η φεμινιστική παιδαγωγική κινητοποιεί τον μετασχηματισμό των
εκπαιδευτικών δομών και μετατρέπει τους εκπαιδευομένους από παθητικούς δέκτες,
σε ενεργά άτομα. Το σχολείο παρουσιάζεται ως μικρογραφία της κοινωνίας άρα η
αλλαγή στο εκπαιδευτικό πλαίσιο και στη συμπεριφορά τους ως μαθητές θα οδηγήσει
σε αλλαγή στην ευρύτερη κοινωνία. Η φεμινιστική προσέγγιση αλλάζει τον τρόπο
σκέψης που ταύτιζε τον άνδρα με το λογικό, τη γυναίκα με τη λογικό και το
συναίσθημα που υποβιβάζει τη διανοητική της ικανότητα και καταπατά το δικαίωμά
της στη γνώση (Αλεξιάδου, 2017).
xv
μαθήματα όπως η γεωγραφία και η φυσική πειραματική αποκλείστηκαν από τη
γυναικεία εκπαίδευση.
Οι πολιτικές μεταβολές στην Ελλάδα κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 με
την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος, ψηφίστηκε στο νέο Σύνταγμα άρθρο
που κατοχύρωνε την ισότητα των δύο φύλων. Ο νόμος αυτός βοήθησε πλήθος
γυναικών να ενταχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αγγίζοντας το 54% του
φοιτητικού πληθυσμού το 1994. Τα στατιστικά δεδομένα αντανακλούν μία αντίφαση
xvi
κατά την οποία το εκπαιδευτικό σύστημα εξακολουθεί να κατευθύνει τις μαθήτριες
σε τυπικά γυναικεία επαγγέλματα. Παρόλο που η πλειονότητα του ελληνικού
πληθυσμού αποδέχεται τη σημασία των σπουδών και για τα δύο φύλα, με την
προϋπόθεση πως δεν εμποδίζουν τις γυναίκες από την πρωταρχική τους αποστολή, τη
μέριμνα της οικογένειας.
Η θέση των γυναικών στη δημόσια ζωή δεν πρόκειται να βελτιωθεί σημαντικά
αν δεν καταστεί δυνατό να παρεισφρήσει η ισότητα στην ιδιωτική σφαίρα, η
δημοκρατία στην οικογένεια. Πρέπει δηλαδή να κατοχυρωθούν οι προσωπικές
ελευθερίες των γυναικών (δικαίωμα στην αναπαραγωγή, να ζει κανείς απαλλαγμένος
από τη βία). Τα δικαιώματα αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται αυτονόητα στην έννοια
της ιδιότητας του πολίτη, πόσο μάλλον της γυναίκας (Κίτσου, 1993; Δεληγιάννη-
Κουϊμτζή, 1998).
5 Επίλογος
Κατόπιν της παραπάνω αναλύσεως, μπορούμε να διακρίνουμε την ισχυρή σύνδεση
μεταξύ φεμινισμού και εκπαίδευσης, αλλά και την αξία της Διά Βίου μάθησης ως
μέσο επίτευξης της κοινωνικής δικαιοσύνης υπό το πρίσμα της καταπίεσης του
γυναικείου φύλου. Οι στερεοτυπικές αντιλήψεις και οι βαθιά εγχαραγμένες
πατριαρχικές νοοτροπίες έχουν ήδη αρχίσει να ανατρέπονται. Μέσω των κατάλληλων
μεταβολών σε όλες τις πτυχές της κοινωνίας η γυναίκα μπορεί στο μέλλον να
θεωρείται, στον ύψιστο βαθμό, ένα ικανό και άξιο μέλος του συνόλου. Χρειάζεται να
γίνει αντιληπτό, κυρίως μέσω της εκπαίδευσης, πως το φύλο δεν καθορίζει την
γνωστική ικανότητα και τις δυνατότητες ενός ατόμου. Η υγιής αλληλεπίδραση έχει τη
δυνατότητα να επιφέρει μία αρμονία στις διαπροσωπικές σχέσεις των δύο φύλων,
εδραιώνοντας έτσι ένα πνεύμα αλληλοκατανόησης και αλληλοσεβασμού που
αυτόματα θα οδηγήσει στην άρση των προκαταλήψεων και των ρατσιστικών
στερεοτύπων. Η κοινωνική μεταβολή και η αξία της δικαιοσύνης μπορούν να γίνουν
ορατές αφού πρώτα η εκπαίδευση υιοθετήσει μία φεμινιστική δράση που θα βοηθήσει
τις γυναίκες να απελευθερωθούν και να αναδομήσουν τη θέση τους στον καθημερινό
βίο. Έτσι μόνο θα μπορέσει ο κάθε άνθρωπος να κατανοήσει την βαρυσήμαντη αξία
της ισότητας, και τελικά να την εφαρμόζει σε κάθε τομέα της ζωής του.
xvii
6 Σημειώσεις
1
Ο μεταφεμινισμός (postfeminism) εμφανίζεται ως μία αρκετά αμφιλεγόμενη ως προς
το περιεχόμενό της ιδεολογία στο πέρασμα της δεκαετίας του 1980. Συγκεκριμένα,
λόγω και της ονομασίας της αναπτύσσεται η πρώτη εκδοχή πως αποτελεί ένα νέο
κύμα, μία μετεξέλιξη του φεμινισμού, του οποίου οι στόχοι έχουν πλέον
πραγματοποιηθεί. Η ισότιμη αναγνώριση της γυναίκας και η υπεράσπιση των
ατομικών της δικαιωμάτων συνιστούν τις κατευθυντήριες γραμμές για την
δραστηριοποίηση κάθε κοινωνικής ομάδας. Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί μία δεύτερη
ερμηνεία του πολιτισμικού φαινομένου σύμφωνα με την οποία προασπίζει
αντιφεμινιστικές ιδέες. Όπως αναφέρει και η McRobbie, η ελευθερία επιλογής και
αυτοπροσδιορισμού, που επιδιώκεται, επρόκειτο να συμβάλλει στην αναδιαμόρφωση
της θηλυκής γυναικείας ταυτότητας (McRobbie, 2004).
2
Ο όρος «καπιταλισμός» σκιαγραφεί ένα οικονομικό, πολιτικό σύστημα η εφαρμογή
του οποίου οδηγεί στην διαχείριση των πόρων (και ιδιοκτησιών) από ιδιώτες με
απώτερο σκοπό το προσωπικό κέρδος. Ως προς τη δομή της κοινωνίας, προάγει την
ύπαρξη ανώτερης και κατώτερης τάξης σε ένα κλίμα εκμετάλλευσης της δεύτερης και
της εργασίας που εκπονεί. Η κοινωνική αδικία και ανισότητα καταλήγει να εισχωρεί
και ανάμεσα στα δύο φύλα, καθώς η γυναίκα εισχωρεί στην διαδικασία παραγωγής
υπό δυσχερείς συνθήκες. Γίνεται θύμα εργατικής εκμετάλλευσης καθώς υποτιμάται η
αξία του έργου που παράγει. Η μισθωτή αδικία προς τη γυναίκα είναι μία μορφή της
κοινωνικής αδικίας που βιώνει.
3
Πατριαρχική θεωρία: Πατριάρχης ονομάζεται ο αρχηγός μίας ομάδας ή μίας φυλής.
Οι αρχές της πατριαρχίας υποστηρίζουν ότι το αρσενικό κυριαρχεί επί του θηλυκού
και ο πρεσβύτερος το νεότερο. Ξεκινάει μέσω της παιδικής κοινωνικοποίησης μέσα
στην οικογένεια και ενισχύεται μέσω της εκπαίδευσης και της θρησκείας. Έτσι, οι
αξίες και τα ιδανικά που προβάλλει εσωτερικεύονται στον ύψιστο βαθμό και από τα
δύο φύλα. Επομένως, η πατριαρχική θεωρία ορίζεται ως ένα σύστημα ανδρικής
επικράτησης, που καταπιέζει και υποδουλώνει τις γυναίκες (Bryson, 2004).
4
Ο «στρουκτουραλισμός» ονομάζεται και δομισμός ή δομολειτουργισμός και έχει τις
ρίζες του στον Μαρξισμό. Ασχολείται με συστήματα καταπίεσης ή προνομίων από
την οπτική γωνία όποιας δομής αποτελεί στοιχείο της ανάλυσής του (Αλεξιάδου,
2017).
xviii
5
Η «Αρχική εκπαίδευση» περιλαμβάνει την υποχρεωτική δευτεροβάθμια γενική, την
δευτεροβάθμια επαγγελματική, την τριτοβάθμια γενική και την τριτοβάθμια
επαγγελματική. Η «Συνεχιζόμενη εκπαίδευση» παραπέμπει σε συνέχιση ή επιστροφή
στην οργανωμένη μάθηση μετά την ολοκλήρωση μίας πρώτης φάσης της
εκπαίδευσης και επομένως η ενδεχόμενη έναρξη της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης
ορίζεται κατά κανόνα με την ανάληψη μίας θέσης πλήρους απασχολήσεως στον
επαγγελματικό χώρο.
xix
7 Βιβλιογραφία
Δεληγιάννη, Β., & Ζιώγου, Σ. (Επιμ.) (1997) Φύλο και Σχολική Πράξη. Θεσσαλονίκη:
Βάνιας.
Διά Βίου Μάθηση- Ορισμός. (2013). Ανακτήθηκε 14 Μαΐου, 2019 από τη Γενική
Γραμματεία Διά Βίου Μάθησης και Νέας Γενιάς: http://www.gsae.edu.gr/el/glossari?
id=690.
Καραβάκου, Β. (Επιμ.) 2018). Η φιλοσοφία ως διάσταση και προοπτική στη διά βίου
μάθηση. Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
xx
Κελπανίδης, Μ. Χ. & Βρυνιώτη, Κ. Π. (2004). Διά βίου μάθηση: Κοινωνικές
προϋποθέσεις και λειτουργίες, Δεδομένα και Διαπιστώσεις. Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα.
Κίτσου, Α. Δ. (1993). Ιστορική εξέλιξη του θεσμού της συνεκπαίδευσης των δύο φύλων
στην Ελλάδα. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδερφών Κυριακίδη Α.Ε.
Ομάδα Γυναικείων Σπουδών του Α.Π.Θ. (1996). Οι γυναικείες σπουδές στην Ελλάδα
και η Ευρωπαϊκή Εμπειρία. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.
Belenky, M. F., Clinchy, B. M., Goldberger, N. R., & Tarule, J. M. (1986). Women’s
ways of knowing: The development of self, voice, and mind. New York: Basic Books.
xxi
Grasswick, H. (2018). Feminist Social Epistemology. The Stanford Encyclopedia of
Philosophy. Retrieved May 17, 2019 from
http://repository.edulll.gr/edulll/bitstream/10795/1441/6/1441_03_Athanasiadou_Fem
inistikesTheories.pdf.
Heywood, L. & Drake, J. (2006). Third Wave Agenda: Being Feminist, Doing
Feminism. In: The women’s movement today: an encyclopedia of third-wave
feminism. Westport: Greenwood Press.
McCann, C. R., & Seung-Kyung, K. (2010). Feminist Theory Reader: Local and
Global Perspectives (2nd ed.). New York: Routledge.
Walker, R. (2006). Becoming the Third Wave. In: The women’s movement today: an
encyclopedia of third-wave feminism. Westport: Greenwood Press.
What is Feminist Pedagogy? (n.d.). Retrieved: May 20, 2019 from http://www.teach-
nology.com/teachers/methods/feminist_pedagogy/.
xxii
Wood, R. G. (1993). The Dialectic Suppresion of Feminist Thought in Radical
Pedagogy. Journal of Advanced Composition. 13(1), Special Issue: Philosophy and
Composition Theory, pp. 79-95.
xxiii