You are on page 1of 10

«Η συμβολή των οικογενειακών παραγόντων

στην ανάπτυξη των διαταραχών άγχους στις


παιδικές και εφηβικές ηλικίες»

Τμήμα: Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής


Μάθημα: Αναπτυξιακή Ψυχοπαθολογία
Ονοματεπώνυμο διδάσκουσας: Ζηκοπούλου Όλγα
Ονοματεπώνυμο επιμελήτριας: Παπαγεωργίου Αικατερίνη (esp19035)
Έτος: 2ο
Εξάμηνο: Δ’

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Περιεχόμενα
1. Εισαγωγή................................................................................................................3

2. Αιτίες εμφάνισης διαταραχών άγχους....................................................................4

3. Αξιολόγηση και παρέμβαση στις διαταραχές άγχους.............................................6

4. Βιβλιογραφία..........................................................................................................9

2
1. Εισαγωγή
Τα παιδιά και οι έφηβοι αποτελούν δύο ηλικιακές ομάδες που επηρεάζονται
κατά κύριο λόγο από το οικογενειακό περιβάλλον. Η οικογένεια εκτός από θετικό
αντίκτυπο μπορεί να συμβάλλει και στην ανάπτυξη διαφόρων διαταραχών και μη
επιτρεπτών συμπεριφορών. Οι πιο κοινές διαταραχές που αντιμετωπίζουν τα παιδιά
και οι νέοι είναι οι διαταραχές άγχους (Drake & Ginsburg, 2012; McLeod, Wood &
Weisz, 2006; Σκονδρά, 2018; Reardon, 2018). Συνιστούν ψυχιατρικές ασθένειες και
εμφανίζονται περίπου στο 15% του πληθυσμού των μικρών ηλικιών (Drake &
Ginsburg, 2012; Σκονδρά, 2018; Reardon, 2018). Βασικά χαρακτηριστικά τους
αποτελούν η αποφυγή, ο φόβος, η αγωνία και η δυσφορία (Rapee, 2018; McLeod et
al., 2006; Seçer, Gülbahçe & Ulaş, 2019; Σκονδρά, 2018; Reardon, 2018). Οι
διαταραχές άγχους είναι πιο συχνές στα κορίτσια, αν και αυτή η διαφοροποίηση
ισορροπείται στο δυτικό πολιτισμό (Rapee, 2018; McLeod et al., 2006). Στα παιδιά
κυριαρχούν ορισμένες μορφές, όπως η διαταραχή άγχους αποχωρισμού, η
γενικευμένη διαταραχή άγχους και η κοινωνική φοβία, γνωστές ως «παιδιατρική
τριάδα άγχους» (Rapee, 2018; Σκονδρά, 2018; Reardon, 2018). Αυτές
αντιμετωπίζονται εσωτερικευμένα προκαλώντας αύξηση άγχους στους νέους (Rapee,
2018). Το άγχος είναι μία αντίδραση στα μελλοντικά γεγονότα τα οποία μπορεί να
είναι επικίνδυνα ή αρνητικά (Rapee, 2018; McLeod et al., 2006; Seçer et al., 2019;
Σκονδρά, 2018). Συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα, όπως είναι ο πονοκέφαλος,
η ταχυπαλμία, η αϋπνία και η εφίδρωση (Rapee, 2018; Σκονδρά, 2018).

Οι διαταραχές άγχους επιδρούν αρνητικά σε πολλούς τομείς της ζωής παιδιών


και εφήβων. Συγκεκριμένα, τους εμποδίζουν να αλληλεπιδρούν κοινωνικά, να
επιτύχουν ακαδημαϊκά, να αναπτύξουν την αυτοπεποίθησή τους και να ζουν σ’ ένα
ευχάριστο οικογενειακό κλίμα. Αυτή η ομάδα διαταραχών χρειάζεται να αξιολογείται
και να αντιμετωπίζεται άμεσα καθώς μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη, κατάχρηση
ουσιών, απόπειρα αυτοκτονίας και γενικότερα ψυχιατρικά προβλήματα (Drake &
Ginsburg, 2012; Seçer et al., 2019; Σκονδρά, 2018; Reardon, 2018). Παράλληλα, τα
παιδιά με άγχος είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν και άλλες διαταραχές κατά την
ενηλικίωση. Οι διαταραχές άγχους σε αυτή την ηλικία συνήθως συνυπάρχουν με
διαταραχές συμπεριφοράς ή άλλες που σχετίζονται με το άγχος όπως η
ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (Rapee, 2018).

3
2. Αιτίες εμφάνισης διαταραχών άγχους
Η ανάπτυξη των διαταραχών άγχους στις παιδικές και εφηβικές ηλικίες
επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες. Αρχικά, σημαντικό ρόλο κατέχει η
κληρονομικότητα (Drake & Ginsburg, 2012; Rapee, 2011, 2018; Σκονδρά, 2018).
Σύμφωνα με μελέτες, τα παιδιά γονέων με άγχος είναι 7 φορές πιο πιθανό να
εμφανίσουν άγχος και τα ίδια (Drake & Ginsburg, 2012). Οι γενετικοί παράγοντες
κατέχουν το 30-40% της ανάπτυξης του παιδικού άγχους, με αποτέλεσμα οι
διαταραχές άγχους να αποτελούν αλληλεπίδραση μεταξύ γενετικής και
περιβάλλοντος (Drake & Ginsburg, 2012; Rapee, 2011, 2018). Ακόμα, η
ιδιοσυγκρασία και ο χαρακτήρας του νέου μπορεί να ανυψώσουν το ενδεχόμενο
εμφάνισης διαταραχών άγχους (Drake & Ginsburg, 2012; Rapee, 2018; Σκονδρά,
2018). Παιδιά που επιδεικνύουν υψηλή αναστολή, απόσυρση και προσκόλληση είναι
πιθανό να αντιμετωπίσουν αγχώδεις καταστάσεις στο μέλλον (Drake & Ginsburg,
2012; Rapee, 2018).

Το οικογενειακό περιβάλλον και η συμπεριφορά των γονέων συνδέονται με τις


αγχώδεις διαταραχές των παιδιών και των εφήβων. Ο υπερβολικός γονικός έλεγχος
και η υπερπροστασία περιορίζουν τους νέους από το να αποκτήσουν εμπειρίες και
ικανότητα στην αντιμετώπιση διαφόρων προκλήσεων (Drake & Ginsburg, 2012;
Rapee, 2011, 2018; McLeod et al., 2006). Αντιθέτως, προσκολλώνται στους γονείς, οι
οποίοι ενθαρρύνουν την εξάρτηση των παιδιών τους από αυτούς και παρεμβαίνουν
στις αποφάσεις τους (McLeod et al., 2006). Από την άλλη πλευρά, η γονική απόρριψη
και η κριτική επιδρούν αρνητικά στη σχέση μεταξύ γονέα και παιδιού, με αποτέλεσμα
να υπάρχουν συγκρούσεις και αύξηση του άγχους (Drake & Ginsburg, 2012; McLeod
et al., 2006; Rapee, 2011). Η απόρριψη σχετίζεται με την έλλειψη ζεστασιάς,
υποστήριξης και αποδοχής (Drake & Ginsburg, 2012; McLeod et al., 2006). Ωστόσο,
ο γονικός έλεγχος επηρεάζει περισσότερο την ανάπτυξη διαταραχών άγχους απ’ ότι η
απόρριψη που συνδέεται κυρίως με την κατάθλιψη (McLeod et al., 2006; Rapee,
2011).

Ταυτόχρονα, γονείς που μοντελοποιούν το άγχος ωθούν τους νέους στη


μίμηση και υιοθέτηση αυτής της συμπεριφοράς (Drake & Ginsburg, 2012; Rapee,
2011, 2018). Παιδιά που αναπτύσσουν διαταραχές άγχους σε μεγάλο ποσοστό έχουν

4
γονείς που εκδηλώνουν αγχώδεις σκέψεις και συμπεριφορές αποφυγής ή χαμηλής
κοινωνικοποίησης (Drake & Ginsburg, 2012). Επίσης, σημαντικό ρόλο κατέχουν οι
αρνητικές προκαταλήψεις και πεποιθήσεις των γονέων (Drake & Ginsburg, 2012;
Rapee, 2011, 2018). Έφηβοι με δυσκολίες στην αντιμετώπιση καταστάσεων συχνά
έχουν μειωμένη αυτοπεποίθηση και αυξημένο άγχος, διότι οι γονείς τους αναμένουν
αποτυχία από αυτούς και οδηγούνται σε υπερπροστατευτικές συμπεριφορές απέναντί
τους (Drake & Ginsburg, 2012).

Η συνοχή που εμφανίζεται στο οικογενειακό περιβάλλον χρειάζεται να


βρίσκεται στο μέσο ώστε να μην οδηγήσει σε συμπεριφορές άγχους (Drake &
Ginsburg, 2012; Rapee, 2011). Τα δύο άκρα της σχέσης που συνδέει τα μέλη της
οικογένειας, δηλαδή η υψηλή και η χαμηλή συνοχή, είναι απαραίτητο να
αποφεύγονται. Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση δημιουργούνται υπερβολικά
συνδεδεμένες και ενωμένες σχέσεις, με αποτέλεσμα το παιδί να μην αντιμετωπίζει
μόνο του τις προκλήσεις που προκύπτουν. Στην αντίθετη πλευρά, οι δεσμοί
παρουσιάζονται αποξενωμένοι, χωρίς καμία σύνδεση, έτσι ώστε ο νέος να βιώνει
έλλειψη στήριξης. Σε παρόμοια πλαίσια κινείται και η προσαρμοστικότητα, κατά την
οποία αν δεν επιτυγχάνεται το μέσο στο σεβασμό και την επιβολή των ρόλων και των
κανόνων τότε προκαλείται αύξηση του άγχους (Drake & Ginsburg, 2012).

Η εμφάνιση διαταραχών άγχους στα παιδιά επηρεάζεται επίσης από την


ποιότητα των οικογενειακών σχέσεων. Όταν η συζυγική σχέση χαρακτηρίζεται από
συγκρούσεις, βία, χωρισμό οι νέοι τείνουν να κατηγορούν τον εαυτό τους, με
αποτέλεσμα να βιώνουν αγχώδεις καταστάσεις (Drake & Ginsburg, 2012; Rapee,
2011). Οι διαφωνίες μεταξύ των μελών της οικογένειας αυξάνουν την ένταση στη
σχέση γονέα και παιδιού. Την ίδια κατάληξη παρουσιάζουν και τα προβλήματα
μεταξύ αδερφών, όπως είναι η ζήλια και η εχθρότητα (Drake & Ginsburg, 2012).
Τέλος, η σεξουαλική και σωματική κακοποίηση κατά την παιδική ηλικία σχετίζεται σε
μικρό βαθμό με τις διαταραχές άγχους, αλλά σε μεγάλο με την κατάθλιψη (Rapee,
2011, 2018).

5
3. Αξιολόγηση και παρέμβαση στις διαταραχές άγχους
Η πρόληψη και η θεραπεία των διαταραχών άγχους στα παιδιά είναι
απαραίτητες. Ειδικότερα, η πρόληψη διακρίνεται σε καθολική, υποδεικνυόμενη και
στοχευμένη (Drake & Ginsburg, 2012; Rapee, 2018). Η πρώτη απευθύνεται σε
ολόκληρο πληθυσμό χωρίς να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση κινδύνου (Drake &
Ginsburg, 2012). Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της είναι μικρά, διότι
πραγματοποιείται σε μικρό αριθμό ατόμων και όχι καθολικά (Rapee, 2018). Η
υποδεικνυόμενη πρόληψη στοχεύει σε παιδιά με συμπτώματα άγχους που
παρουσιάζουν πρώιμα κριτήρια διαταραχής. Τέλος, η στοχευμένη προσεγγίζει νέους
που προβάλλουν παράγοντες υψηλού κινδύνου άγχους. Μία σημαντική μελέτη για την
πρόληψη του παιδικού άγχους είναι η Child Anxiety Prevention Study (CAPS) (Drake
& Ginsburg, 2012).

Όταν τα παιδιά επιδεικνύουν σημάδια άγχους χρειάζεται να οδηγούνται σε


κλινική αξιολόγηση. Αυτή περιλαμβάνει ερωτηματολόγια, διαγνωστική συνέντευξη
και παρατήρηση της συμπεριφοράς. Τα ερωτηματολόγια απευθύνονται κυρίως σε
εφήβους, αλλά υπάρχουν λίγα και για μικρότερα παιδιά, όπως το Spence Children’s
Anxiety Scales (SCAS), το Preschool Anxiety Scale Revised (PAS-R) και το Revised
Children’s Manifest Anxiety Scale (RCMAS). Η διαγνωστική συνέντευξη αποτελείται
από ερωτήσεις που αξιοποιούν κάθε διαγνωστικό κριτήριο. Διαφοροποιούνται μεταξύ
τους ως προς τη δομή τους και μεταξύ των πιο γνωστών είναι η Anxiety Disorders
Interview Schedule for Children (ADIS-C) και η Preschool Age Phychiatric
Assessment (PAPA) (Rapee, 2018).

Η συμμετοχή της οικογένειας στη θεραπεία του άγχους είναι αρκετά σπουδαία
(Drake & Ginsburg, 2012). Οι ψυχοκοινωνικές θεραπείες για την αντιμετώπιση του
παιδικού άγχους βασίζονται στη γνωστική-συμπεριφορική θεωρία (Drake & Ginsburg,
2012, Rapee, 2018; Reardon, 2018). Σημαντικό στοιχείο της συνιστά η
ψυχοεκπαίδευση κατά την οποία το παιδί, οι γονείς και ο θεραπευτής λειτουργούν ως
ομάδα. Προβάλλονται πληροφορίες σχετικά με τις αγχώδεις διαταραχές και τρόποι
μείωσης της γονικής παρέκκλισης και κατ’ επέκταση του άγχους (Drake & Ginsburg,
2012). Επιπλέον, κατά τη διαχείριση της έκτακτης ανάγκης, οι γονείς κατανοούν τις
συνέπειες των συμπεριφορών τους και διδάσκονται να επιβραβεύουν και να ενισχύουν
τις συμπεριφορές γενναιότητας και να αγνοούν αυτές της αποφυγής (Drake &

6
Ginsburg, 2012, Rapee, 2018). Η διαχείριση του γονικού άγχους τούς κινητοποιεί να
αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις που προκύπτουν και όχι να τις απομακρύνουν (Drake
& Ginsburg, 2012).

Συμπληρωματικά, οι δεξιότητες διαχείρισης προβλήματος στοχεύουν στο να


διδάξουν τους γονείς και τα παιδιά να αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις που αυξάνουν
το άγχος χρησιμοποιώντας το ακρωνύμιο SOLVE. Αρχικά, το άτομο χρειάζεται να
ηρεμήσει (Settle down) και να προσδιορίσει το μέρος του προβλήματος που μπορεί να
ελέγξει (Own the problem). Αφού διαμορφώσει μία λίστα με λύσεις (List solutions),
τις αξιολογεί και επιλέγει μία (Vote for one solution). Τέλος, την εφαρμόζει και
επαναλαμβάνει αν κρίνεται αναγκαίο (Engage in a solution). Η πρόληψη της
υποτροπής είναι απαραίτητη, ώστε να αναπτυχθούν σχέδια αντιμετώπισης
επαναλαμβανόμενων καταστάσεων που προκαλούν άγχος. Οι γονείς πρέπει να
δείχνουν εμπάθεια και κατανόηση αποφεύγοντας την κριτική και την απογοήτευση
όταν το παιδί δεν διαχειρίζεται σωστά το άγχος του (Drake & Ginsburg, 2012).

Παράλληλα με την ψυχοθεραπεία αποτελεσματική είναι και η φαρμακολογική


διαχείριση του άγχους (Rapee, 2018; Σκονδρά, 2018). Η σεροτονίνη βοηθάει αρκετά
στη θεραπεία των διαταραχών άγχους, καθώς σύμφωνα με μία έρευνα το 50-60% των
παιδιών ανταποκρίθηκαν σ’ αυτή. Επίσης, το πρόγραμμα Cool Kids που απευθύνεται
σε νέους ηλικίας 7-17 ετών είχε μεγάλη αποτελεσματικότητα. Παρατηρείται ότι η
ατομική θεραπεία λειτουργεί καλύτερα στην αντιμετώπιση του άγχους από την
ομαδική (Rapee, 2018).

7
4. Επίλογος
Η ανάπτυξη διαταραχών άγχους στις παιδικές και εφηβικές ηλικίες είναι πολύ
συχνή. Ωστόσο, οι οικογενειακοί παράγοντες δεν παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο στην
εμφάνιση άγχους όσο άλλοι, όπως η κληρονομικότητα και το προσωπικό περιβάλλον
(McLeod et al., 2006; Rapee, 2011). Η αξιολόγηση και η θεραπεία των διαταραχών
άγχους κρίνεται ιδιαίτερα δύσκολη λόγω της συννοσηρότητας κατά την οποία υπάρχει
ισχυρή αλληλεπικάλυψη μεταξύ αυτών και άλλων διαταραχών, όπως η κατάθλιψη
(Rapee, 2018; Reardon, 2018). Παρ’ όλα αυτά, είναι αναγκαίο να αντιμετωπίζονται
όσο πιο νωρίς γίνεται ώστε να μην επιδεινωθεί η κατάσταση (Drake & Ginsburg,
2012). Η επίδραση της οικογένειας χρειάζεται να αξιολογηθεί ακόμη περισσότερο
καθώς ο αριθμός των ερευνών είναι αρκετά περιορισμένος και τα αποτελέσματα
πολλές φορές αντιφατικά (Rapee, 2011).

8
5. Βιβλιογραφία
Drake, K. L. & Ginsburg, G. S. (2012). Family Factors in the Development,
Treatment, and Prevention of Childhood Anxiety Disorders. Clin Child Fam
Psychol Rev, 15, 144-162. Doi: 10.1007/s10567-011-0109-0

McLeod, B. D., Wood, J. J. & Weisz, J. R. (2006). Examining the association between
parenting and childhood anxiety: A meta-analysis. Clinical Psychology Review, 27,
155-172. Doi: 10.1016/j.cpr.2006.09.002

Rapee, R. M. (2011). Family Factors in the Development and Management of Anxiety


Disorders. Clin Child Fam Psychol Rev, 15, 69-80. Doi: 10.1007/s10567-011-0106-
3

Rapee, R. M. (2018). Anxiety disorders in children and adolescents: Nature,


development, treatment and prevention. In Rey JM (ed), IACAPAP e-Textbook of
Child and Adolescent Mental Health. Geneva: International Association for Child
and Adolescent Psychiatry and Allied Professions.

Reardon, T. (2018). Understanding parents' experiences of seeking and accessing


professional support for anxiety disorders in pre-adolescent children. (Submitted
thesis, University of Reading, England). Retrieved from:
http://centaur.reading.ac.uk/84882/1/22850674_Reardon_thesis_redacted.pdf

Seçer, I., Gülbahçe, A. & Ulaş, S. (2019). An investigation into the effects of anxiety
sensitivity in adolescents on childhood depression and anxiety disorder.
Educational Research and Reviews, 14 (9), 293-299. Doi: 10.5897/ERR2018.3659

Σκονδρά, Μ. (2018). Ψυχικές διαταραχές σε εφήβους, αντιμετώπιση και ο ρόλος του


νοσηλευτή. (Πτυχιακή διατριβή, Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Δυτικής
Ελλάδας). Ανακτήθηκε από:
http://repository.library.teimes.gr/xmlui/bitstream/handle/123456789/7002/%CE
%A8%CE%A5%CE%A7%CE%99%CE%9A%CE%95%CE%A3%20%CE
%94%CE%99%CE%91%CE%A4%CE%91%CE%A1%CE%91%CE%A7%CE
%95%CE%A3%20%CE%A3%CE%95%20%CE%95%CE%A6%CE%97%CE
%92%CE%9F%CE%A5%CE%A3%20%CE%99%20%CE%91%CE%9D%CE
%A4%CE%99%CE%9C%CE%95%CE%A4%CE%A9%CE%A0%CE%99%CE
%A3%CE%97%20%CE%9A%CE%91%CE%99%20%CE%9F%20%CE

9
%A1%CE%9F%CE%9B%CE%9F%CE%A3%20%CE%A4%CE%9F%CE
%A5%20%CE%9D%CE%9F%CE%A3%CE%97%CE%9B%CE%95%CE
%A5%CE%A4%CE%97.pdf?sequence=1&isAllowed=y

10

You might also like