You are on page 1of 22

Διαταραχή Διαγωγής

Συμέλα Σταθεροπούλου

U221N0078: Εξ Αποστάσεως Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα

«Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση»

Πανεπιστήμιο Λευκωσίας (UNIC)

Ιωάννης Παξινός

EDU 623-10

10 Απριλίου 2022

1
Περιεχόμενα

Εισαγωγή………………………………………………………………………. ……3

Κριτήρια και κλινική εικόνα……………………………….…………………………4

Επιπολασμός ……………………………. …………………………………………4

Εκδήλωση Διαταραχής Διαγωγής στα δύο Φύλα….…….……………………….8

Κίνδυνος και προγνωστικοί παράγοντες………………………………………….8

Ιδιοσυγκρασία ………………………………….……………….………………..8

Περιβαλλοντικοί παράγοντες……………………….…………………………...9

Γενετικοί και Νευροφυσιολογικοί παράγοντες………….…………………....10

Τάσεις που Οδηγούν στη ΔΔ ( course modifiers)…….………………..……11

Συννοσηρότητα..…………….………………………………..……………………11

Σχολικός Εκφοβισμός (Bullying) και Διαταραχή Διαγωγής.………….……..…12

Θεραπεία -Παρεμβάσεις…………………………………………………………..14

Συζήτηση-Συμπεράσματα...……………………………………………………….17

Βιβλιογραφία…………………………………………………...…………………...18

2
Εισαγωγή

O Πλάτωνας διέκρινε έναν καλό άνθρωπο από έναν εγκληματία πιο

πολύ από την προδιάθεση παρά από την πράξη, θεωρούσε ότι ήταν τρεις οι

πηγές της εγκληματικής προδιάθεσης: το έγκλημα ως άγνοια, το έγκλημα ως

φυσική διαταραχή και το έγκλημα ως ασθένεια. Η άποψη του Πλάτωνα για

την εγκληματική συμπεριφορά αντανακλάται ιστορικά για την αντιμετώπιση

της παιδικής διαταραχής διαγωγής. Υπήρχε αρχικά η πεποίθηση ότι το

έγκλημα οφείλεται σε φυσική διαταραχή, αυτό οδήγησε στην επικράτηση από

τον 16ο αιώνα ότι η αμάθεια προκαλεί την απόκλιση της παιδικής ηλικίας

οπότε στους επόμενους αιώνες εφαρμόστηκε η καθοδήγηση των παιδιών σε

ηθικούς κανόνες ιδιαίτερα θρησκευτικούς. Οι τιμωρίες για παραβατική

συμπεριφορά δεν διέκριναν ενήλικες και ανήλικους . Στο τέλος του 16 ου αιώνα

στην Αγγλία ο sir Edward Coke γενικός εισαγγελέας είχε την άποψη ότι ένα

παιδί στην ηλικία των 14 ετών δεν μπορεί να τιμωρηθεί ως ενήλικας,

βασιζόμενος στην αρχή ότι «η πράξη δεν κάνει τον άνθρωπο ένοχο εκτός εάν

η πρόθεση είναι ένοχη» τα δε παιδιά όμως έχουν το ακαταλόγιστο (non

compos mentis) οπότε δεν είναι ένοχα (Costello & Angold,2001).

Στον 20ο αιώνα πλέον εδραιώθηκε η ψυχολογική προσέγγιση της

παραβατικότητας. Ως βασική αιτία θεωρήθηκε το ίδιο το άτομο και η

εκδήλωση της παραβατικής συμπεριφοράς ως αποτέλεσμα εσωτερικής

ψυχολογικής διαταραχής και σε απόκριση βιολογικών και περιβαλλοντικών

παραγόντων. Επίσης παγιώθηκε η άποψη ότι ξεκινάει από την πρώιμη

παιδική ηλικία (Shoemaker, 2010).

3
Η διαταραχή διαγωγής (ΔΔ) σύμφωνα με το DSM-5 προσδιορίζεται ως

ένα επαναλαμβανόμενο και επίμονο μοτίβο συμπεριφοράς του ατόμου που

θίγει τα δικαιώματα των άλλων και παραβιάζει τους κοινωνικούς κανόνες,

προκαλεί δε αξιοσημείωτη υστέρηση της κοινωνικής, ακαδημαϊκής,

επαγγελματικής λειτουργίας του ατόμου και πληρεί καθορισμένα κριτήρια σε

καθορισμένο χρονικό διάστημα (APA, 2013). Η εκδήλωση της ΔΔ στην

συμπεριφορά παιδιών και εφήβων σημαίνει αντίθεση στους κοινωνικούς

κανόνες, και μάλιστα όταν εκδηλώνεται στην εφηβεία οδηγεί στην ενήλικη

παραβατικότητα (Τσοπέλας & Αρμενάκα, 2012).

Κριτήρια και κλινική εικόνα

Σύμφωνα με το εγχειρίδιο του Αμερικανικού Ψυχιατρικού Συλλόγου

DSM-5 (APA, 2013) η διαταραχή διαγωγής (ΔΔ), ανήκει στο ευρύτερο πλαίσιο

της κατηγορίας των διαταραχών διασπαστικής συμπεριφοράς, ελέγχου των

παρορμήσεων και της διαταραχής διαγωγής . Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και

άλλες διαταραχές που έχουν κοινό στοιχείο τον μή έλεγχο των πράξεών μας

όπως διαταραχή προκλητικής εναντίωσης, διαταραχή αντικοινωνικής

προσωπικότητας, πυρομανία, κλεπτομανία. Η διάγνωση της διαταραχής

διαγωγής εκδηλώνεται σε ένα παιδί ή έφηβο με κύριο χαρακτηριστικό και Α

κριτήριο (APA, 2013) ένα μοντέλο επαναλαμβανόμενο και σταθερό κάποιων

συμπεριφορών κατά τις οποίες παραβιάζονται βασικά δικαιώματα άλλων

ανθρώπων ή στοιχειώδεις κοινωνικοί κανόνες. Το παραπάνω κριτήριο

αναλύεται συνοπτικά στα παρακάτω:

α. Επιθετικότητα σε ανθρώπους ή/και ζώα: εκφοβισμό /

τρομοκράτηση άλλων, σωματική βία, κλοπή μετά από βιαιοπραγία, χρήση

όπλων, σεξουαλική βία.

4
β. Εσκεμμένη καταστροφή ιδιοκτησίας-περιουσίας με ή χωρίς

εμπρησμό.

γ. Κλοπή ή και απάτη: διάρρηξη οικιών, καταστημάτων,

αυτοκινήτων , πλαστογραφία, εξαπάτηση, κλεπτομανία και κλοπή

αντικειμένων

δ. Σοβαρές παραβάσεις κανόνων: αδικαιολόγητες απουσίες στο

σχολείο, παραμονή τη νύχτα εκτός οικίας χωρίς γονική άδεια.

Από τα παραπάνω υπο-κριτήρια πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον

τρία το τελευταίο δωδεκάμηνο ή ένα το τελευταίο 6μηνο.

Επόμενο κριτήριο είναι το κριτήριο Β, η διαταραχή της συμπεριφοράς

να προκαλεί κλινικά σημαντική έκπτωση σε κοινωνική, σχολική ή

επαγγελματική δραστηριότητα. Τέλος το κριτήριο Γ όπου είναι δυνατή η

διάγνωση της Διαταραχής Διαγωγής σε ενήλικα άτομα (άνω των 18 ετών),

εφόσον δεν πληρούνται τα κριτήρια αντικοινωνικής διαταραχής

προσωπικότητας (APA, 2013).

Η κατηγοριοποίηση της σοβαρότητας της διαταραχής διαγωγής (APA,

2013) είναι:

α. Ήπια όταν έχουμε λίγα προβλήματα συμπεριφοράς εκτός από

αυτά που απαιτούνται για τη διάγνωση και όταν αυτά δεν είναι επικίνδυνα για

τους ή τουλάχιστον έχουν μικρή βλάβη στους άλλους , π.χ. να ψεύδεται, να

μένει έξω από το σπίτι πέρα από την καθορισμένη ώρα κλπ.

β. Μέτρια όταν υπάρχουν προβλήματα συμπεριφοράς σε τέτοιον

αριθμό και με τέτοια επίδραση στους άλλους, που να είναι ανάμεσα στα ήπια

και στα σοβαρά π.χ. να κλέψει αλλά χωρίς βιαιοπραγία, να προβεί σε

βανδαλισμό.

5
γ. Σοβαρή: όταν υπάρχουν πολλά προβλήματα συμπεριφοράς

εκτός από αυτά που απαιτούνται για τη διάγνωση, ή να υπάρχει σημαντική

βλάβη στους άλλους π.χ. βιαιοπραγία, κλοπή με θύμα, οπλοχρησία κ.λπ.

Ανάλογα με την ηλικία καθορίζεται σε τύπο έναρξης στην παιδική

ηλικία, έναρξη στην εφηβική ηλικία , απροσδιόριστη ηλικία έναρξης (APA,

2013).

Ένα παιδί με διαταραχή διαγωγής θα εμφανίζει συναισθήματα

περιορισμένης θετικής κοινωνικής συμπεριφοράς, έλλειψη μεταμέλειας ή

ενοχής, αναισθησία έλλειψη ενσυναίσθησης (σκληρότητα συναισθημάτων),

αδιαφορία για την απόδοσή του π.χ. σχολείο, σημαντικές δραστηριότητες,

αθλήματα, επιδρά ρηχά και ατελώς με τους άλλους, δεν εκφράζει

συναισθήματα είναι επιπόλαιος ή επιδρά όταν θέλει να «κερδίσει» κάτι και

είναι κυκλοθυμικός (APA, 2013) .

Επιπολασμός

Οι εκτιμήσεις για τον επιπολασμό του πληθυσμού ενός έτους

κυμαίνονται από 2% έως περισσότερο από 10%, με διάμεση 4%. Δεν

υπάρχουν διαφορές σε χώρες ασχέτως φυλής και εθνικότητας. Τα ποσοστά

επικράτησης αυξάνονται από την παιδική ηλικία στην εφηβεία και είναι

υψηλότερα μεταξύ των αρσενικών από ό, τι μεταξύ των θηλυκών. Λίγα παιδιά

με εξασθενημένη συμπεριφορά διαταραχής λαμβάνουν θεραπεία (APA,

2013).

Στην Κίνα παρατηρήθηκε ότι τα ποσοστά εμφάνισης Διαταραχής

Διαγωγής είχαν τάση αύξησης και σε αγόρια και σε κορίτσια σε ένα διάστημα

19 χρόνων από το 1990 έως το 2019. Οι ηλικίες ήταν μεγάλη αύξηση σε

6
παιδιά 10 έως 14 ετών , αύξηση σε παιδιά 5 έως 9 ετών και πολύ λιγότερη

αύξηση σε εφήβους 15 έως 19 ετών (Wang et al., 2022).

Τα κρούσματα ΔΔ έχουν αυξηθεί λόγω COVID-19. Σε έρευνα που

διεξήχθη στις ΗΠΑ σχετικά με τη χρήση τηλεϊατρικής σε σχέση με τις

επισκέψεις στους γιατρούς εν μέσω COVID -19 διαπιστώθηκε ότι η

τηλεϊατρική αυξήθηκε κατακόρυφα το 2020 σε σχέση με το 2018-2019 και

χρησιμοποιήθηκε περισσότερο για ψυχιατρικές διαταραχές με μεγάλο

ποσοστό από αυτές, να είναι διαταραχές διαγωγής, αμέσως μετά την

κατάθλιψη και πάνω από το στρες (Cortez et al., 2021).

Οι ψυχιατρικές διαταραχές αυξήθηκαν σε παιδιά και εφήβους εν μέσω

πανδημίας COVID-19, ειδικά για την Διαταραχή Διαγωγής τα κρούσματα

σχεδόν διπλασιάστηκαν και σε αγόρια και σε κορίτσια. Τα αγόρια συνέχισαν

να έχουν μεγαλύτερο ποσοστό ΔΔ και μέσα στην Πανδημία και μάλιστα οι

έφηβοι είχαν μεγαλύτερο ποσοστό από τα παιδιά δηλαδή περισσότερα

κρούσματα ΔΔ σε αγόρια εφήβους εν μέσω πανδημίας η έρευνα αποδίδει τα

αποτελέσματα αυτά στα σκληρά περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν στο

Μπαγκλαντές (Malik&Radwan,2021).

Εκδήλωση Διαταραχής Διαγωγής στα δύο Φύλα

Η σχεσιακή επιθετικότητα, η βλαβερή, έμμεση συνήθως, χειραγώγηση

σχέσεων με πρόθεση να βλάψει την κοινωνική θέση άλλων ατόμων, έχει

επισημανθεί ως χαρακτηριστικό της ΔΔ που αφορά περισσότερο τις γυναίκες.

Οι γυναίκες με ΔΔ είχαν υψηλότερα επίπεδα σχεσιακής επιθετικότητας σε

σύγκριση με τους άντρες με ΔΔ (Akerman et al., 2019).

Σε μία έρευνα που αφορά και τα δύο φύλα αναφέρεται ότι «οι

περισσότερες έρευνες σχετικά με τη διαταραχή συμπεριφοράς ΔΔ έχουν

7
διεξαχθεί σε άνδρες συμμετέχοντες, επίσης έχει προταθεί ότι τα συμπτώματα

που αφορούν συγκεκριμένες γυναίκες μπορεί να υποτιμηθούν με βάση τα

τρέχοντα κριτήρια DSM-5» (Akerman et al., 2019).

Οι έφηβοι με διαταραχή διαγωγής (ΔΔ) εκτός από τις δυσκολίες στην

αναγνώριση εκφράσεων συναισθημάτων του προσώπου έχουν και δυσκολίες

στην αναγνώριση συναισθηματικών στάσεων του σώματος πχ θυμός φόβος

κλπ. Τα αγόρια με ΔΔ έχουν μεγαλύτερο έλλειμα στην αναγνώριση σε σχέση

με τα κορίτσια με ΔΔ, (Martin-Key et al., 2021).

Τα κορίτσια με ΔΔ έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό τον υποτύπο της

έναρξης στην εφηβεία επίσης λιγότερα συμπτώματα βίας έναντι άλλων και

βανδαλισμούς σε σχέση με τα αγόρια με ΔΔ αλλά έχουν σοβαρότερες

παραβάσεις των κανόνων. Επίσης τα κορίτσια με ΔΔ έχουν περισσότερες

συννοσηρότητες ψυχιατρικού τύπου καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους π.χ.,

διαταραχή άγχους , χρήσης αλκοόλ, κατάθλιψη (Konrad et al., 2022) .

Υπάρχουν διαφορές εφήβων όσον αφορά το φύλο σχετικά με τη ΔΔ,

αν και οι γυναίκες έχουν έλλειμα στην ενσυναίσθηση όπως και οι άντρες , δεν

έχουν δυσκολίες στην αναγνώριση των συναισθημάτων σε άλλα άτομα

(Martin-Key et al.,2020) .

Κίνδυνος και προγνωστικοί παράγοντες

Σύμφωνα με το DSM-5 Οι επικίνδυνοι παράγοντες είναι ιδιοσυγκρασία,

περιβαλλοντικοί παράγοντες, γενετικοί και νευροφυσιολογικοί καθώς και

τάσεις που οδηγούν στη ΔΔ ( course modifiers), (APA, 2013).

Ιδιοσυγκρασία

Η ιδιοσυγκρασία (ταπεραμέντο), είναι διφορούμενο θέμα, έχει θεωρηθεί

ότι αποτελεί ένα στυλ συμπεριφοράς επίσης έχει θεωρηθεί ότι είναι ένα

8
βιολογικό ή βιο-συμπεριφορικό σύνολο χαρακτηριστικών. Έχει στενή σχέση

με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας , αν και υπάρχουν αρκετοί που

διαφωνούν και ότι είναι ξεχωριστή. Η διαταραχή συμπεριφοράς έχει δύο

ιδιοσυγκρασιακές οδούς , μία που προέρχεται από την αφοβία και μία από τα

υψηλό συμφεροντολογικό κίνητρο προσέγγισης ή υψηλές θυμώδεις

αντιδράσεις, (Nigg, 2006).

Μία ανάλυση 5 χαρακτηριστικών της προσωπικότητας σε αγόρια με και

χωρίς ΔΔ έδειξε ότι υπάρχουν διαφορές ιδιαίτερα στο χαρακτηριστικό της

ανασφαλούς προσκόλλησης, επίσης υπάρχει διαφορά σε μεταβλητές

συμπεριφοράς υψηλού κινδύνου (Johar& Aljjani 2021).

Περιβαλλοντικοί παράγοντες

Σε μία έρευνα που έλαβε χώρα στη Νιγηρία για να παρατηρήσει τη

σχέση μεταξύ γονικών παραγόντων και διαταραχή διαγωγής, παρατηρήθηκε

υψηλός επιπολασμός της ΔΔ μεταξύ 1006 συμμετεχόντων με μέση ηλικία

15,4 έτη από σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η ανατροφή έπαιξε

μεγάλο ρόλο ιδίως η ελλιπή γονική εποπτεία. Η αυταρχική ανατροφή συμβάλει

σε μεγάλο βαθμό στην ΔΔ , ακολουθεί η αμελής (μη εμπλεκόμενοι γονείς)

ανατροφή, η ανεκτική (επιτρεπτικοί γονείς) ανατροφή και τέλος η έγκυρη

(υποστηρικτική) επίσημη ανατροφή .Το επάγγελμα του πατέρα και της

μητέρας επηρεάζουν τη ΔΔ και συγκεκριμένα το σταθερό επάγγελμα

καριέρας του πατέρα ή της μητέρας είναι παράγοντας που συμβάλλει σε

μεγάλο βαθμό για τη ΔΔ σε αντίθεση με το επάγγελμα (περιστασιακή εργασία)

πατέρα, μητέρας. Μεγάλη επίδραση στη ΔΔ έχει και η κοινωνικοοικονομική

κατάσταση (SES) εάν είναι υψηλή επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη ΔΔ. Τέλος η

έρευνα συμπεραίνει ότι «αυταρχική ανατροφή ή το αντίθετο μη εμπλεκόμενοι

9
γονείς με υψηλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση και επαγγέλματα καριέρας,

έχουν το μεγαλύτερο κίνδυνο τα παιδιά τους να πάσχουν από ΔΔ διότι

επιδιώκοντας την επαγγελματική καταξίωση και την οικονομική ευμάρεια δεν

μεγαλώνουν σωστά τα παιδιά τους. Η έγκυρη ανατροφή των παιδιών είναι το

πιο αποτελεσματικό στυλ γονικής μέριμνας, με την ανεκτική ανατροφή των

παιδιών να έρχεται δεύτερη» (Kumuyi et al, 2021).

Σημαντικό στοιχείο επίσης είναι ότι τα παιδιά χωρισμένων γονιών

έχουν μεγαλύτερο ποσοστό ΔΔ. Λιγότερα ποσοστά ΔΔ είχαν παιδιά των

οποίων ένας από τους δύο γονείς έχει αποβιώσει, και ακόμα λιγότερο παιδιά

που και οι δύο γονείς ζούνε μαζί (Zeraatkar, 2022).

Γενετικοί και Νευροφυσιολογικοί Παράγοντες

Μία μελέτη που αφορά τα δεδομένα που ελήφθησαν από την έρευνα

RAINE στην Δυτική Αυστραλία, κατέδειξε ότι τα συμπτώματα ΔΔ ήταν

αυξημένα στα παιδιά που η μητέρα τους κάπνιζε τους μήνες της

εγκυμοσύνης, δεν βρέθηκε επίσης ότι επηρεάζει το κάπνισμα του πατέρα

(Duko et al., 2021).

Οι έφηβοι με ΔΔ έχουν παρόμοια βιολογικά ευρήματα με τους ενήλικες

που εμφανίζουν αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας και ψυχοπάθεια,

καταδεικνύοντας ότι είναι νευροαναπτυξιακή διαταραχή (Junewicz &Billick,

2020).

Σε μία έρευνα της δομής του εγκεφάλου σε άτομα με ΔΕΠΥ και ΔΔ

παρατηρήθηκε ότι υπάρχουν στοιχεία της δομής του εγκεφάλου διαφορετικά

από των φυσιολογικών ατόμων πχ στοιχεία που σχετίζονται με τον

συναισθηματικό έλεγχο . Οι επιδράσεις της ΔΕΠΥ και της ΔΔ ήταν ορατές στη

μορφολογία του εγκεφάλου και μάλιστα υπήρξε και διαφοροποίηση

10
χαρακτηριστικών στη δομή του εγκεφάλου μεταξύ ΔΕΠΥ και ΔΔ (Bayard et al.,

2020).

Τάσεις που Οδηγούν στη ΔΔ ( course modifiers)

Αναδεικνύεται η σημασία των περιορισμένων φιλο-κοινωνικών

συναισθημάτων (LPE) ως προσδιοριστή του DSM-5 για τη διαταραχή

διαγωγής αλλά και τη μεγάλη συμμέτοχή του σε συννοσηρότητες. Επίσης στη

διαμόρφωση του LPE (limited prosocial emotions) σοβαροί παράγοντες που

επηρέασαν ήταν η αφοβία, αυταρχική-σκληρή ανατροφή των παιδιών.

Επίσης τα παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς εάν καθοριστούν ότι έχουν

LPE διατρέχουν μεγάλο μελλοντικό κίνδυνο για διαταραχή διαγωγής και συ-

νοσηρότητες (Collins, Fanti & Andershed, 2021) .

Οι έφηβοι με διαταραχή διαγωγής (ΔΔ) εκτός από τις δυσκολίες στην

αναγνώριση εκφράσεων συναισθημάτων του προσώπου έχουν και δυσκολίες

στην αναγνώριση συναισθηματικών στάσεων του σώματος πχ θυμός φόβος

κλπ. Κατά την έρευνα προέκυψε ότι τα αγόρια με ΔΔ έχουν μεγαλύτερο

έλλειμα στην αναγνώριση σε σχέση με τα κορίτσια με ΔΔ, (Martin-Key et al.

2021).

Συννοσηρότητα

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ)

και η Εναντιωματική Προκλητική Διαταραχή είναι οι πλέον συνηθισμένες

διαταραχές που συνυπάρχουν με τη Διαταραχή Διαγωγής (APA, 2013).

Στην περίπτωση εφήβων με ΔΕΠΥ και ΔΔ έχει πιο αυξημένα ποσοστά

συννοσηρότητας και ψυχιατρικών διαταραχών καθώς και πιο επιθετική

συμπεριφορά (Lindblad et al., 2015).

11
«Η διαταραχή διαγωγής και η διαταραχή προκλητικής εναντίωσης στα

κύρια χαρακτηριστικά τους περιλαμβάνουν επιθετική συμπεριφορά» , και

εμφανίζονται σε μεγάλο ποσοστό σε φυλακισμένους έφηβους, ξεπερνώντας

κατά πολύ τα ποσοστά του φυσιολογικού πληθυσμού. (Ζαχαρογέωργα et

al.,2018).

Όσον αφορά τη συννοσηρότητα η ΔΕΠ-Υ εμφανίζεται σε μεγάλο

ποσοστό καθώς και ο εθισμός σε εξαρτησιογόνες ουσίες. Η ΔΔ εμφανίζεται

συχνά όταν υπάρχουν περιβαλλοντικοί παράγοντες ή νευροβιολογικά

ελλείματα καθώς και αλληλεπίδραση αυτών οπότε εκδηλώνεται συχνά σε

παραμελημένα παιδιά ή κακοποιημένα , με ΔΕΠΥ με συναισθηματική

διαταραχή, μετατραυματικό στρες , ψυχωσιακές διαταραχές , νοητική

υστέρηση (Τσοπέλας & Αρμενάκα, 2012).

Σχολικός Εκφοβισμός (Bullying) και Διαταραχή Διαγωγής

Η διαταραχή διαγωγής εκδηλώνεται πολύ συχνά στο χώρο του

σχολείου με τη μορφή του σχολικού εκφοβισμού (bullying). Μία σημαντική

έρευνα διεξάχθηκε στην Ινδία σχετικά το σχολικό εκφοβισμό, η οποία ανέλυσε

37 προηγούμενες μελέτες σε μία ανασκόπηση, όπου καταδείχθηκαν τα

παρακάτω «στην Ινδία υφίσταται σοβαρό πρόβλημα σχολικού εκφοβισμού με

αρνητικές συνέπειες όχι μόνο στο θύμα αλλά και στον θύτη , οι υπάρχουσες

κάστες στην Ινδία συντελούν αντιφατικά σε αυτό το πρόβλημα, δηλαδή

άλλοτε παίζει ρόλο η κάστα και άλλοτε όχι. Το μεγαλύτερο ποσοστό της

μορφής εκφοβισμού είναι λεκτική προσβολή. Η θρησκεία επίσης παίζει ρόλο

με θρησκείες όπως μη ινδουϊστές να δέχονται περισσότερο bulliyng. Οι πιο

επικίνδυνοι παράγοντες για bulling είναι η ηλικία το σωματικό βάρος η

θρησκεία. Άλλοι παράγοντες είναι προσωπικότητα πχ νευρωτικός, επιδόσεις

12
στα μαθήματα του σχολείου, εάν ζει κάποιος σε αστικό ή αγροτικό

περιβάλλον, επίπεδο σπουδών του πατέρα, το σύστημα των καστών,

διαφορές μεταξύ των φύλων. Οι περισσότερες μελέτες που ερευνήθηκαν

έδειξαν ότι στην Ινδία τα αγόρια διαπράττουν πιο συχνά bullying σε σχέση με

τα κορίτσια» (Thakkar et al., 2021).

Στην Αίγυπτο μία πρόσφατη μελέτη αναλύει αποτελέσματα διαφόρων

ερευνών (από τον αραβικό κόσμο, παγκοσμίως και από την Αίγυπτο) για το

σχολικό εκφοβισμό και τις ψυχιατρικές συννοσηρότητες . Αναφέρεται

χαρακτηριστικά ότι μαθητές με ΔΔ έχουν περισσότερες πιθανότητες να

υποστούν σχολικό εκφοβισμό και αυτοί ως αντίδραση κάνουν το ίδιο

εκφοβίζοντας άλλους μαθητές. Ως παράγοντες κινδύνου αναφέρονται το

φύλο, επίπεδο εκπαίδευσης (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια εκπαίδευση),

εθνικότητα, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, σωματότυπος και φυσικά

χαρακτηριστικά, εξωτερικευμένη συμπεριφορά, αυτοεκτίμηση, δημοτικότητα

και κοινωνικές δεξιότητες, ακαδημαϊκά επιτεύγματα, σωματικές ανεπάρκειες.

Διαπιστώνεται ότι όταν υποστούν τα παιδιά σχολικό εκφοβισμό είναι πιο

πιθανό να αναπτύξουν ψυχιατρικές διαταραχές ως ενήλικες. Άλλο εύρημα

είναι ότι σε 19 χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος οι μαθητές γυμνασίου

έχουν αυξημένα ποσοστά θυματοποίησης ιδιαίτερα στην Ιορδανία 44,2% στο

Λίβανο 33,6% στο Μαρόκο 31,9%, 39,1% στο Ομάν και 20,9% στα Ηνωμένα

Αραβικά Εμιράτα. Τέλος συμπεραίνεται ότι είναι παγκόσμιο φαινόμενο το

«bullying» εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους και οφείλεται σε πολλούς

παράγοντες (Ahmed et al., 2022).

Στην Ελλάδα έχει υλοποιηθεί μία αξιόλογη προσπάθεια επιμόρφωσης

των εκπαιδευτικών από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, η ύπαρξη

13
προβλημάτων συμπεριφοράς είναι σε θέση να αποδιοργανώσουν την σχολική

τάξη (Σκαλουμπάκας, 2015). Ως λύσεις προτείνονται η ενθάρρυνση από τους

δασκάλους στις ικανότητες δεξιότητες του μαθητή με τη διαταραχή για την

εμπλοκή του στο σχολείο σε ακαδημαϊκά επιτεύγματα σε δραστηριότητες

σχολικές και μείωση των αδικαιολόγητων απουσιών καθώς και σε βελτίωση

της συμπεριφοράς του. Επίσης πρέπει να υπάρχει και συνεργασία του

εκπαιδευτικού με τους γονείς του παιδιού και γενικά με το οικογενειακό του

περιβάλλον. Το παιδί πρέπει να στηριχθεί με βοήθεια και στη μελέτη του και

με συμμετοχή σε ομαδικές αθλητικές δραστηριότητες. «Επίσης ο

εκπαιδευτικός έχει τη δυνατότητα και πρέπει να παραπέμπει τα παιδιά με τις

διαταραχές συμπεριφοράς στους αρμόδιους φορείς, πιστοποιημένους από το

Υπουργείο Παιδείας όπως είναι τα ΚΕΔΔΥ (Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης και

Υποστήριξης Μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες), υπηρεσίες ψυχικής

υγειάς και τα αναπτυξιολογικά τμήματα παιδιατρικών νοσοκομείων»

(Σκαλουμπάκας, 2015). Δεν υπάρχει όμως θεσμική διασύνδεση με τις

υπηρεσίες ψυχικής υγείας ώστε να υπάρχει πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ

εκπαιδευτικού και ειδικού ψυχικής υγείας. Υπάρχουν επίσης διαφορές στην

εκπαίδευση στα καθήκοντα στην ορολογία και κυρίως στη άποψη για το τί

είναι ή όχι δεοντολογικό ειδικά σε θέμα απορρήτου ασθενή (Σκαλουμπάκας,

2015).

Θεραπεία -Παρεμβάσεις

Οι αρχές της θεραπευτικής παρέμβασης σύμφωνα με τον Stephen

Scott είναι οι παρακάτω:

14
α. Εμπλοκή της οικογένειας στην θεραπεία, όπου ο θεραπευτής με

την καθοδήγηση της οικογένειας αναπτύσσει το κατάλληλο για τη θεραπεία

περιβάλλον.

β. Επιλογή της θεραπευτικής παρέμβασης και «ποιος θα την

υλοποιήσει», απαιτείται συνδυασμός παρεμβάσεων μέσω σχολείου,

οικογένειας και στο ίδιο το παιδί ανάλογα με την πρόοδό του και δίνοντας

πάντοτε κατευθύνσεις στο δάσκαλο, στην οικογένεια.

γ. Ανάπτυξη των ικανοτήτων – δεξιοτήτων δηλαδή των «δυνατών

σημείων» του παιδιού αλλά και της οικογένειάς του, συμπεριλαμβανομένων

και των φιλοκοινωνικών δραστηριοτήτων του παιδιού (prosocial activities).

δ. Επούλωση διαταραχών –ασθενειών που συνυπάρχουν

(συνοσσηρότητα πχ ΔΕΠΥ).

ε. Ανάπτυξη κοινωνικής και ακαδημαϊκής μάθησης, μέσω της

βελτίωσης του πχ. Στη γλωσσική-λεκτική ικανότητα του παιδιού θα επέλθει και

βελτίωση των σχέσεών του με συμμαθητές του (Scott, 2008).

στ. Τήρηση οδηγιών, οι διάφοροι αρμόδιοι φορείς ψυχικής υγείας

έχουν καταρτίσει αναλυτικά προγράμματα παρέμβασης που πρέπει να

εφαρμόσει μία ενδεδειγμένη θεραπευτική παρέμβαση.

ζ. Εφαρμογή της θεραπείας στο φυσικό περιβάλλον του παιδιού.

Γενικά πρέπει να αποφεύγεται η χρήση φαρμάκων και η νοσηλεία σε

νοσοκομεία εκτός εάν αυτά είναι απολύτως απαραίτητα (Stephen Scott 2008).

Η κυρίαρχη άποψη για τις θεραπευτικές παρεμβάσεις στο παρελθόν

θεωρούνταν «σπατάλη χρόνου» τις τελευταίες δεκαετίες όμως υπάρχουν

αποτελεσματικοί τρόποι «μοντέλα» θεραπείας για παιδιά και εφήβους με

προβλήματα συμπεριφοράς (Bjørnebekk &Thøgersen, 2022).

15
Στη Φυσιολογική συμπεριφορά τα παιδιά προσαρμόζουν τη

συμπεριφορά τους ρυθμίζοντάς την και μαθαίνουν από τα όρια που τους

τίθενται επίσης ξέρουν ότι θα έχουν αρνητικές συνέπειες , σαν αποτέλεσμα

επιζήμιων συμπεριφορών που βλάπτουν τους άλλους, με αυτό το τρόπο

χρησιμοποιώντας την ανατροφοδότηση αναπτύσσουν την ενσυναίσθηση,

αυτό δεν συμβαίνει με παιδιά που έχουν σκληρότητα συναισθημάτων, τα

οποία έχουν έλλειψη των παραπάνω αναφερθέντων. Τα άτομα με ΔΔ και

αντικοινωνικά χαρακτηριστικά είναι μικρή μειοψηφία αλλά οι πράξεις τους είναι

καταστροφικές, η θεραπεία τους θα είναι πολύ σημαντική για την κοινωνία.

Διερευνάται όλο και περισσότερο με μελέτες και έρευνες η αντιμετώπιση των

χαρακτηριστικών σκληρότητας συναισθήματος. Αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν

σχέση και με τα γονίδια αλλά και με την ίδια έλλειψη συναισθημάτων και

σκληρότητα (CU) και των ίδιων των γονιών, προκύπτει η ανάγκη για

εξειδικευμένη εκπαίδευση των γονέων. Έχουν μελετηθεί διάφορες θεραπείες

για τους έφηβους με ΔΔ και σκληρότητα συναισθημάτων, δύο από αυτές

είναι η Λειτουργική Οικογενειακή Θεραπεία -FFT δηλαδή ένα οικογενειακό

θεραπευτικό μοντέλο και η Πολυσυστημική Θεραπεία -MST που εστιάζει στην

οικογένεια και στο δίκτυο. Γενικά είχαν θετικά αποτελέσματα και η FFT και η

MST για τους έφηβους με σκληρότητα συναισθημάτων (CU), και αυτό

οφείλεται στο ότι εστιάζουν και τα δύο μοντέλα και στους γονείς ( Bjørnebekk

&Thøgersen, 2022).

Οι θεραπείες για τη Διαταραχή Διαγωγής (ΔΔ) έχουν μελετηθεί εκτενώς

και έχουν γίνει πλέον πιο αποτελεσματικές (Kazdin, 2015). οι ελπιδοφόρες

θεραπείες περιλαμβάνουν : «εκπαίδευση διαχείρισης γονέων,

πολυσυστηματική θεραπεία, πολυδιάστατη θεραπεία ανάδοχη φροντίδα,

16
γνωστικές θεραπείες, λειτουργική οικογενειακή θεραπεία, σύντομη στρατηγική

οικογενειακή θεραπεία και το παιχνίδι καλής συμπεριφοράς». με αυτές της

θεραπείες καλύπτεται και η σοβαρότητα αλλά και η ηλικία (παιδική εφηβική)

της ΔΔ (Kazdin, 2015).

Συζήτηση -Συμπεράσματα

Λόγω COVID -19 έχουν αυξηθεί τα κρούσματα σε ψυχικές διαταραχές

και ειδικά στη διαταραχή διαγωγής σε παιδιά και εφήβους, αυτό είναι

αναμενόμενο λόγω των ιδιαιτέρων συνθηκών της πανδημίας και των μέτρων

που λαμβάνονται όμως δείχνει επίσης ότι δεν έχουν παρθεί τα απαραίτητα

από τις κυβερνήσεις μέτρα ως αντιστάθμισμα.

Όσον αφορά τις θεραπευτικές παρεμβάσεις από ότι δείχνουν οι

έρευνες έχει γίνει πρόοδος ιδίως στις θεραπείες που αφορούν τη συμμετοχή

των γονέων και απαιτείται εξειδικευμένη εκπαίδευσή τους , οι φαρμακευτικές

θεραπείες κυρίως αντιψυχωσικά φάρμακα, τείνουν να χρησιμοποιούνται

πλέον σε ελάχιστες περιπτώσεις ιδίως όταν υπάρχει συννοσηρότητα με

ΔΕΠΥ και εναντιωματική προκλητική διαταραχή. Υπάρχει περιθώριο

βελτίωσης των θεραπειών μέσω των ερευνών, ώστε στο άμεσο μέλλον να

είναι σχεδόν μηδενικές οι εισαγωγές στα νοσοκομεία και η λήψη φαρμάκων

λόγω Διαταραχής Διαγωγής.

Υπάρχουν ακόμα πολλά περιθώρια βελτίωσης των θεραπειών, αυτό δε

ενισχύεται από την έξαρση που παρατηρούμε στα σχολεία όσον αφορά το

φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού (bullying) το οποίο και συνδέεται άμεσα

με τη Διαταραχή Διαγωγής.

17
Βιβλιογραφία

Ahmed, K.G, Metwaly, N.A., Elbeh, K., Salah Gabal, M., & Shaaban, I.

(2022). Risk Factors of School Bullying and its Relationship with Psychiatric

Comorbidities: A Literature Review. The Egyptian Journal of Neurology,

Psychiatry and Neurosurgery vol. 58 article number 16.

Akermann, K., Kircher, M., Bernard, A., Martinelli, A., Anomitri, C.,

Baker, R., Baumann, S., Dochnal, R., Fernandez-Rivas, A., Gonzalez-

Madruga, K., Herpetz-Dahlmann, B., Hervas, A., Jansen, L., Kapornai, K.,

Kersten, L., Kohls, G., Limprecht, R., Lazaratou, H, McLaughlin, A.…. &

Freitag, M. C. (2019). Relational Aggression in Adolescents with Conduct

Disorder: Sex Differences and Behavioral Correlates. Journal of Abnormal

Child Psychology vol.47p.p. 1625-1637.

American Psychiatric Association, DSM-5, (2013). Diagnostic and

Statistical Manual of Mental Disorders Fifth Edition. American Psychiatric

Publishing.

Bayard, F., Nymberg, Thunell C., Abe, C., Almeida, R., Banaschewski,

T., Barker, G., Bodke, L.W.A., Bromberg, U., Buchel, C., Quinlam, E.,

Desrivieres, S., Flor, H., Frouin, V., Garavan, H., Gowland, P., Heinz, A.,

Ittermann, B., Martinot, J.L., Paillere Martinot, M.L... & The IMAGEN

Consortium, (2020). Distinct Brain Structure and Behavior related to ADHD

and Conduct Disorder Traits. Molecular Psychiatry vol 25 pp. 3020-3033.

Bjørnebekk, G. & Mørkrid Thøgersen, D. (2022). Possible Interventions

for Preventing the Development of Psychopathic Traits among Children and

Adolescents? International Journal of Environmental Research and Public

Health 19(1) pp.409.

18
Collins, O. F., Fanti, K. A. & Andershed, H. (2021). The DSM-5 Limited

Prosocial Emotions Specifier for Conduct Disorder: Comorbid Problems,

Prognosis and Antecedents. Journal of the American Academy of Child &

Adolescent Psychiatry vol 60 (8) p.p.1020-1029.

Cortez, C., Mansour O., Qato, M. D., Stafford, R. S. &Alexander, C. G.

(2021). Changes in Short-term, Long Term, and Preventive Care Delivery in

US Office and Telemedicine Visits During the COVID-19. Jama Health Forum

2021,2(7): e211529.

Costello, J. E. & Angold, A. (2001). Bad behavior: an historical

perspective on disorders of conduct. In J. Hill & B. Maughan (Eds.), Conduct

disorders in childhood and adolescence. Cambridge University Press vol

1pp.3-16.

Duko, B., Pereira, G., Tait, R.J., Newnham, J., Betts, K. & Alati, R.

(2021). Prenatal Tobacco Exposure and the Risk of Conduct Disorder

Symptoms in Offspring at the age of 14 Years: Findings from the Raine Study.

Journal of Psychiatric Research vol 142 pp. 1-8.

Johar, M.& Aljjani, F. (2021). Comparison of Personality Traits and

Attachment Style and High-Risk Behavior in Normal Adolescents with

Conduct Disorder. Quarterly of Applied Psychology, 15(4) pp.157-178.

Junewicz, A. & Billick Bates, S. (2019). Conduct Disorder: Biology and

developmental Trajectories. Psychiatric Quarterly vol 91 pp.77-90.

Kazdin, A. E. (2015). Psychosocial treatments for conduct disorder in

children and adolescents. In P. E. Nathan & J. M. Gorman (Eds.), A guide to

treatments that work. Oxford University Press pp. 141–173.

19
Konrad, K., Kohls G., Baumann, S., Bernard, A., Martinelli, A.,

Ackermann, K., Smaragdi, A., Gonzalez-Madruga, K., Wells, A., Rogers, C. J.,

Pauli, R., Clanton, R., Baker, R., Kersten, L., Pratzlich, M., Oldenhof, H.,

Jansen, L., Kleeven, A., Bigorra, A……. & Christine, M. Freitag, M.C. (2022).

Sex Differences in Psychiatric Comorbidity and Clinical Presentation in Youths

with Conduct Disorder. Journal of Child Psychology and Psychiatry 63:2, pp.

218–228.

Kumuyi Oluwasamni, O.K., Akinnawo Olutope, E., Akintola, A.A.,

Akpunne Chinonye, B. & Onisile Foluke, D. (2021). Parental Factors as

Determinants of Conduct Disorder among In-School Adolescents in Ibadan

Metropolis, Nigeria. Scientific research publishing Psychology, vol 12 No 4,

p.p.643-659.

Lindblad, F., Isaksson, J., Heikala, V., Koposov, R. & Ruchkin, V.

(2015). Comorbidity and Behavioral Characteristics of Russian Male Juvenile

Delinquents with ADHD and Conduct Disorder. Journal of Attention Disorders

vol 24 (7) pp.1070-1077).

Malik Islam, C.& Radwan Binte, R. (2021). Impact of Lockdown due to

COVID-19 Pandemic in Changes of Prevalence of Predictive Psychiatric

Disorders Among Children and Adolescents in Bangladesh. Asian Journal of

Psychiatry 56 (2021) 102554.

Martin-Key, N.A., Allison, G. & Fairchild, G. (2018). Empathetic

Accuracy in Female Adolescents with Conduct Disorder and Sex Differences

in the Relationship Between Conduct Disorder and Empathy. Journal of

Abnormal Child Psychology vol 48, pp.1155-1167.

20
Martin-Key, N., A., Graff, W.E., Adams, W.J., Fairchild, G. (2021).

Investigating Emotional Body Posture Recognition in Adolescents with

Conduct Disorder using Eye-tracking Methods. Research on Child and

Adolescent Psychopathology vol.49, pp.849-860.

Nigg J.T. (2006). Temperament and developmental psychopathology.

Journal of Child Psychology and Psychiatry 47Q3/4, pp.395-442.

Scott, S. (2008). An Update on Interventions for Conduct Disorder.

Advances in Psychiatric Treatment, vol.14(1) pp.61-70.

Shoemaker, D.J. (2010). Theories of Delinquency: An Examination of

Explanations of Delinquent Behavior sixth edition. Oxford University press

2010 eBook.

Thakkar, N., Van Geel, M. & Vedder, P. (2021). A Systematic Review

of Bulling and Victimization Among Adolescents in India. International Journal

of Bullying Prevention vol 3 pp. 253-269.

Wang Y., Huang, X., Li, S., Yue S., Liu, J.& Wu, J. (2022). Secular

Trend in the Incidence of Conduct Disorder in China from 1990 to 2019: A

Joint point and Age-Period-Cohort Analysis. Journal of Developmental and

Behavioral Pediatrics.

Zeraatkar, M., Saravani, Sh., Pour Zeinali, M. & Arbabi, F. (2022).

Comparison of Social Acceptability, Conduct Disorders and Difficulty in

Emotion Regulation, Between Children of Divorce, Children with Parental

Death and Normal Children in Qom in 2020: A Descriptive Study. Journal of

Rafsanjan Univ Med Sci, vol20(10): pp.1099-1116.

Ζαχαρογέωργα , Παπαδάτος, Αντωνίου, & Πολυχρόνη (2018).

Διαταραχή προκλητικής εναντίωσης και επιθετική συμπεριφορά σε

21
έγκλειστους ανηλίκους με παραβατική συμπεριφορά. 8ο Πανελλήνιο Συνέδριο

Επιστημών Εκπαίδευσης, Τομ. 8, σ.σ. 294-309.

Σκαλούμπακας, Χ. (2015). Οδηγός Εξατομικευμένου Εκπαιδευτικού́

Προγράμματος (ΕΕΠ) για μαθητές με Προβλήματα Συμπεριφοράς,

Επιμόρφωση Επιμορφωτών και Πρόγραμμα Επιμόρφωσης του Ειδικού́

Εκπαιδευτικού́ Προσωπικού́ (ΕΕΠ) στην Πράξη Ανάπτυξη υποστηρικτικών

δομών για την ένταξη και συμπερίληψη στην εκπαίδευση των μαθητών με

αναπηρία ή και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες - Μετατροπή́ του Ειδικού́

Σχολείου σε Κέντρο Υποστήριξης Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Ινστιτούτο

Εκπαιδευτικής Πολιτικής.

Τσοπέλας, Χ. & Αρμενάκα, Μ. (2012). Από τη Διαταραχή Διαγωγής της

Παιδικής Ηλικίας στην Ψυχοπαθητικότητα στην Ενήλικη Ζωή. Ψυχιατρική

2012, 23:Π107-Π116.

22

You might also like