You are on page 1of 45

«Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση»

BΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: 3Η
«Θέματα Ψυχοπαθολογίας Παιδιών και Εφήβων»
ΣΥΝΕΔΡΙΑ: 1Η
«Θεμελιώδη ζητήματα στην Αναπτυξιακή Ψυχοπαθολογία»

ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ © 2019-2020


ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Περιεχόμενα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................................................................................................................ 3

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ....................................................................... 5

ΠΑΙΔΙΚΗ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ............................................................................... 6

ΠΑΙΔΙΚΗ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΥΛΟ .................................................................................................... 7

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗΣ .................................................................................................................. 8

ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ................................................................................................ 9

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΗΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ................................................ 11

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΝΟΣΗΡΟΤΗΤΑΣ ....................................................................................................... 12

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΚΗΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ .............................................. 13

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ........................................ 16

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ ........................................................................................ 19

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ............................................................................................................................... 20

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ...................................................................................................................................... 21

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΥΣΗΣ .............................................................................................................. 23

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΓΧΟΥΣ................................................................................................................... 24

ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ ΦΟΒΟΣ – ΑΓΧΟΣ – ΠΑΝΙΚΟΣ ............................................................................ 24

ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΑΓΧΟΥΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ DSM-IV ............................ 27

ΣΧΟΛΙΚΗ ΦΟΒΙΑ ............................................................................................................................. 28

Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΆΓΧΟΥΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ DSM 5 ......................................................... 29

ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΑΓΧΟΥΣ ........................................................................................ 31

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΑΓΧΟΥΣ ........................................................................................... 35

ΙΕΔΕΟΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ .......................................................................................... 36

ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΙΨΔ .............................................................................................................. 39

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ............................................................................................................... 39

ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ .................................................................................................................................. 39

ΔΙΠΟΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ...................................................................................................................... 41

ΣΥΝΟΨΗ/ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣ .......................................................................... 43

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ................................................................................................................ 44

1
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

2
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Εισαγωγή
Το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων μάθησης και συμπεριφοράς ενός
παιδιού είναι η αναγνώριση τους από τους γονείς ή τους εκπαιδευτικούς και η παραπομπή του
παιδιού στον ειδικό. Ωστόσο, η αναγνώριση των αναπτυξιακών δυσκολιών προϋποθέτει
διάκριση της φυσιολογικής από την παθολογική συμπεριφορά, η οποία όμως δεν είναι πάντα
σαφής. Ακόμη όμως και όταν οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί εντοπίζουν τις δυσκολίες, δε
σημαίνει απαραίτητα ότι θα παραπέμψουν το παιδί στον ειδικό. Επιπλέον, με βάση την
ισχύουσα νομοθεσία ο εκπαιδευτικός προκειμένου να προχωρήσει στην παραπομπή του
παιδιού, θα πρέπει να λάβει την έγγραφη συγκατάθεση των γονέων, οι οποίοι συχνά διαφωνούν
με τις διαπιστώσεις του εκπαιδευτικού.

Σκοπός:

Στόχος της παρούσας συνεδρίας είναι να αποσαφηνιστούν βασικά ζητήματα και έννοιες της
Αναπτυξιακής Ψυχοπαθολογίας, οι οποίες καθορίζουν τόσο τη διάγνωση όσο και την
αντιμετώπιση των αναπτυξιακών διαταραχών. Τέτοιου είδους ζητήματα είναι η διάκριση
φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς, οι παράγοντες που επηρεάζουν τη διάκριση
φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς, όπως το πολιτισμικό πλαίσιο και το φύλο, οι
παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση των γονέων και των εκπαιδευτικών για την
παραπομπή ενός παιδιού στον ειδικό, η διαδικασία διάγνωσης των αναπτυξιακών διαταραχών,
τα συστήματα κατηγορικής και παραγοντικής ταξινόμησης των αναπτυξιακών διαταραχών και
η συννοσηρότητα των αναπτυξιακών διαταραχών.

Προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα:

Να κατέχουν οι επιμορφούμενοι/ες βασικές γνώσεις σχετικά με τα ακόλουθα ζητήματα:

- Διάκριση φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς


- Παράγοντες που επηρεάζουν τη διάκριση φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς,
όπως το πολιτισμικό πλαίσιο και το φύλο.
- Παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση των γονέων και των εκπαιδευτικών για την
παραπομπή ενός παιδιού στον ειδικό
- Διαδικασία διάγνωσης των αναπτυξιακών διαταραχών
- Συστήματα κατηγορικής και παραγοντικής ταξινόμησης των αναπτυξιακών διαταραχών.
- Συννοσηρότητα των αναπτυξιακών διαταραχών

3
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Έννοιες κλειδιά: παθολογική συμπεριφορά, κατηγορική ταξινόμηση, παραγοντική


ταξινόμηση, διάγνωση, συννοσηρότητα, επιγένεση

Μέλη Συγγραφικής Ομάδας Βασικού Κειμένου Μελέτης


ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

4
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Διάκριση φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς


Η ψυχοπαθολογία προσδιορίζεται από την εμφάνιση ενός συνόλου συμπτωμάτων, δηλαδή
ασυνήθιστων μορφών συμπεριφοράς, οι οποίες παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

1. Υποδηλώνουν ότι το άτομο δεν έχει αναπτύξει επαρκώς, ορισμένες τουλάχιστον,


γνωστικές, κοινωνικές και συναισθηματικές ικανότητες ανάλογες με την ηλικία του.
Παρόλο που κατά την τυπική ανάπτυξη παρατηρούνται σημαντικές ατομικές διαφορές, τα
περισσότερα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά στις διάφορες φάσεις ανάπτυξης παρουσιάζουν
συγκεκριμένα επιτεύγματα. Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται ορισμένες ικανότητες που
εμφανίζονται σε κάθε φάση ανάπτυξης καθώς και τα αντίστοιχα προβλήματα που είναι
πιθανό να εκδηλωθούν.
2. Δεν αποτελούν αντίδραση σε κάποια δυσμενή συνθήκη π.χ. θάνατος προσώπου με το οποίο
το παιδί είχε στενή συναισθηματική σχέση.
3. Εμφανίζονται με τέτοια διάρκεια, ένταση και συχνότητα, οι οποίες επιφέρουν τα ακόλουθα
αποτελέσματα (α) Περιορισμένη λειτουργικότητα: το παιδί δυσκολεύεται να προσαρμοστεί
στις συνήθειες και τις απαιτήσεις του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος. Στις δυτικές
κοινωνίες η λειτουργικότητα ενός παιδιού αξιολογείται συνήθως με βάση τις σχέσεις με
τους συνομηλίκους και τις σχολικές επιδόσεις, (β) Δυσθυμία: το παιδί βιώνει διαρκώς
έντονα δυσάρεστα συναισθήματα, όπως άγχος ή θλίψη, (γ) Έκθεση σε κίνδυνο: το παιδί
μπορεί να βλάψει τον εαυτό του ή τους άλλους π.χ. προβαίνει σε ριψοκίνδυνες πράξεις ή
εκδηλώνει αυτοκτονικές τάσεις και έντονη επιθετικότητα.

Πίνακας 1: Βασικές ικανότητες που εκδηλώνονται σε κάθε φάση ανάπτυξης και πιθανά
προβλήματα.

Βρεφική ηλικία (γέννηση – 1 Εμπιστοσύνη / Δυσπιστία


έτος)
Ασφαλής / Ανασφαλής δεσμός
Διαφοροποίηση του εαυτού από τους άλλους
Ικανότητα αλληλεπίδρασης με άλλα άτομα
Μονιμότητας του αντικειμένου (τα αντικείμενα
υπάρχουν ακόμη και όταν δεν είναι ορατά)
Απαρχές της κοινωνικής μίμησης και της ενσυναίσθησης
Πρώτα βήματα
Πρώτες λέξεις
Νηπιακή ηλικία (1 – 2½ έτη) Αυτονομία, αυτοπεποίθηση, υπερηφάνεια / Ντροπή,
αμφιβολία
Απαρχές του αυτοελέγχου
Συμβολική σκέψη
Αύξηση της κινητικότητας και της εξερεύνησης
Σημαντική αύξηση του λεξιλογίου

5
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Προσχολική ηλικία (2½ - 6 Πρωτοβουλία / ενοχή


έτη)
Η επίλυση προβλημάτων βασίζεται στην άμεση
αντίληψη
Ρύθμιση του συναισθήματος
Αυξημένη ανάγκη για δομημένο περιβάλλον και κανόνες
Εκδήλωση άγχους και φόβων
Σχολική ηλικία (6 – 11 έτη) Αίσθημα υπεροχής / αίσθημα κατωτερότητας
Αίσθημα ικανότητας και αυτό-αποτελεσματικότητας
Συγκεκριμένες νοητικές λειτουργίες
Ηθική συνείδηση
Πραγματικοί φόβοι (π.χ. τραυματισμού, αποτυχίας) και
παράλογοι φόβοι (π.χ. εφιάλτες)
Εφηβεία (12+ έτη) Ταυτότητα / σύγχυση ρόλων
Αφαιρετική σκέψη
Προσδιορισμός του εαυτού σε σχέση με τους
συνομηλίκους

Κείμενο Αναφοράς
Ένα κλινικά σημαντικό συμπεριφορικό ή ψυχολογικό σύνδρομο ή μοτίβο που εμφανίζει
κάποιος, το οποίο συνδέεται με δυσφορία (π.χ. ένα επώδυνο σύμπτωμα) ή με αναπηρία (δηλαδή
μείωση της λειτουργικότητας σε έναν ή περισσότερους σημαντικούς τομείς της ζωής του
ατόμου) ή με σημαντικά αυξημένο κίνδυνο οδύνης, θανάτου, πόνου, αναπηρίας ή με σημαντική
μείωση της ελευθερίας του ατόμου. Επιπλέον, το συγκεκριμένο σύνδρομο ή μοτίβο δεν πρέπει
να αποτελεί απλώς μία αναμενόμενη και πολιτισμικά αποδεκτή αντίδραση σε ένα γεγονός,
όπως για παράδειγμα, στον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Όποια και αν είναι η αρχική
του αιτία, πρέπει στην παρούσα φάση να θεωρείται εκδήλωση συμπεριφορικής, ψυχολογικής
ή βιολογικής δυσλειτουργίας του ατόμου (Αμερικανικός Ψυχολογικός Σύλλογος (APA), 2000).

Ο ορισμός της παθολογικής συμπεριφοράς επηρεάζεται επίσης και από το πολιτισμό πλαίσιο
αλλά και από το φύλο του παιδιού.

Παιδική ψυχοπαθολογία και πολιτισμικό πλαίσιο


Η κοινωνική συμπεριφορά των παιδιών νοηματοδοτείται από τις αξίες που κυριαρχούν στην
εκάστοτε κουλτούρα για την ανατροφή τους. Σύμφωνα με τον Kagitcibasi (1997) τα πρότυπα
ανατροφής μπορούν να ταξινομηθούν σε ένα συνεχές, στους δύο πόλους τους οποίου
βρίσκονται η ανεξαρτησία και η αλληλεξάρτηση. Στις κοινωνίες όπου στόχος της ανατροφής
είναι η διάπλαση ανεξάρτητων ατόμων, προάγονται οι αξίες της αυτονομίας, της αυτάρκειας,
της μοναδικότητας, της αυτοεκπλήρωσης και της δραστηριοποίησης για την κατάκτηση του
ελέγχου, ενώ θεωρείται ότι η εκπαίδευση αποτελεί το μέσο για την επίτευξη των προσωπικών

6
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

στόχων. Αυτό το πρότυπο ανατροφής κυριαρχεί κατά κύριο λόγο στη μεσαία τάξη των δυτικών
κοινωνιών. Από την άλλη πλευρά, στις κοινωνίες όπου στόχος της ανατροφής είναι η
προσαρμογή του ατόμου σε ένα πλαίσιο αλληλεξάρτησης, προάγεται η υπακοή, η αποδοχή των
αξιών και της ιεραρχίας και η αναζήτηση της αρμονίας σε ένα πλέγμα στενών οικογενειακών
σχέσεων. Στην Ελλάδα οι στόχοι της κοινωνικοποίησης περιλαμβάνουν ταυτόχρονα την
υπακοή και το σεβασμό αλλά και την ανεξαρτησία και την ανάδειξη της μοναδικότητας, η
οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της εκπαίδευσης.

Παρόλο, λοιπόν, που τα ίδια τα συμπτώματα, ορισμένων τουλάχιστον αναπτυξιακών


διαταραχών, δε διαφέρουν από το ένα πολιτισμικό πλαίσιο στο άλλο, μεταβάλλεται ο τρόπος
με τον οποίο οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί αντιδρούν στα συμπτώματα αυτά (π.χ. αδιαφορία,
τιμωρία, επιβράβευση, παραπομπή σε ειδικό) ανάλογα με το πρότυπο ανατροφής που
υιοθετούν. Έτσι, ένα δειλό ή υπερευαίσθητο παιδί συχνά απορρίπτεται σε μία δυτική κοινωνία,
αλλά φαίνεται ότι μπορεί να αποτελέσει ηγετική μορφή με υψηλές σχολικές επιδόσεις σε
ορισμένες τουλάχιστον Ασιατικές κοινωνίες. Ομοίως, έχει καταδειχθεί ότι τα παιδιά από τη
Τζαμάικα εκδηλώνουν περισσότερα εσωτερικευμένα προβλήματα (π.χ. κατάθλιψη, άγχος) σε
σύγκριση με τα παιδιά από τις Η.Π.Α. και το εύρημα αυτό είναι σύμφωνο με την Αφρο-
Βρετανική Τζαμαϊκανή κουλτούρα, η οποία αποθαρρύνει την επιθετικότητα καθώς και άλλες
συμπεριφορές που δηλώνουν απώλεια ελέγχου, ενώ ενισχύει την εγκράτεια και τον
αυτοέλεγχο.

Συνεπώς, τα συμπεράσματα που αφορούν στη φύση και την εξέλιξη μίας διαταραχής και
προκύπτουν από έρευνες σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο δε θα πρέπει να
γενικεύονται άκριτα σε άλλα πολιτισμικά πλαίσια.

Παιδική ψυχοπαθολογία και φύλο


Σημαντικός αριθμός ερευνών σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια καταδεικνύει ότι τα αγόρια
εμφανίζουν πιο συχνά, σε σύγκριση με τα κορίτσια, νευροψυχιατρικές διαταραχές με έναρξη
κατά τη νηπιακή ηλικία, όπως ο αυτισμός, η ΔΕΠ-Υ και οι αναπτυξιακές γλωσσικές
διαταραχές. Από την άλλη πλευρά, τα κορίτσια εμφανίζουν πιο συχνά συναισθηματικές
διαταραχές με έναρξη στην εφηβεία, όπως κατάθλιψη και διαταραχές διατροφής. Οι
διαταραχές αντικοινωνικής συμπεριφοράς αρχίζουν να εκδηλώνονται κατά την εφηβεία στα
κορίτσια, ενώ είναι ήδη εμφανείς κατά την παιδική ηλικία στα αγόρια. Αυτό ίσως συμβαίνει
γιατί οι αντικοινωνικές συμπεριφορές αποτελούν συχνά δευτερογενές σύμπτωμα άλλων
αναπτυξιακών διαταραχών που εμφανίζονται συχνότερα στα αγόρια.

7
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Οι πιθανές αιτίες που έχουν προταθεί σχετικά με τις διαφυλικές διαφορές στην εκδήλωση
ψυχοπαθολογίας αφορούν γενετικούς, βιολογικούς αλλά και κοινωνικούς παράγοντες.
Ειδικότερα, έχει καταδειχθεί ότι η βιολογική ωρίμανση είναι πιο αργή στα αγόρια, τα οποία
επιπλέον είναι πιο ευάλωτα στους φυσικούς κινδύνους. Επίσης, οι διαφορές στην έκκριση
ορμονών, οι οποίες παρατηρούνται κατά την προγεννητική περίοδο επηρεάζουν αντίστοιχα την
ανάπτυξη του εγκεφάλου, αλλά και τις αλλαγές που συμβαίνουν κατά την εφηβεία, ενώ το κάθε
φύλο είναι βιολογικά προκαθορισμένο να βιώσει συγκεκριμένες εμπειρίες (π.χ. εγκυμοσύνη
και τοκετός για τις γυναίκες). Οι παράγοντες που προσδιορίζονται από το πολιτισμικό πλαίσιο
σχετίζονται με το βαθμό συμμετοχής στην ανατροφή των παιδιών, την επαγγελματική εξέλιξη,
τις σχέσεις με τους συνομηλίκους, την εκδήλωση συναισθημάτων και τη σύναψη
διαπροσωπικών σχέσεων. Ακόμη, φαίνεται ότι τα δύο φύλα έχουν την τάση να εμπλέκονται σε
διαφορετικές συνθήκες, οι οποίες μπορεί να αυξάνουν τους κινδύνους ή να λειτουργούν
προστατευτικά για το άτομο. Έτσι, για παράδειγμα, τα μεγαλύτερα ποσοστά εμφάνισης
κατάθλιψης στα κορίτσια ίσως οφείλονται στο γεγονός ότι κάποιες φορές δεν κατορθώνουν να
ελέγξουν συνθήκες αυξημένης δυσκολίας, στις οποίες όμως εξακολουθούν να παραμένουν.
Αντίθετα, οι διασπαστικές συμπεριφορές των αγοριών τα οδηγούν συχνά σε διαφυγή από
τέτοιες καταστάσεις.

Ζητήματα παραπομπής
Την πρωτοβουλία για την παραπομπή ενός παιδιού με προβληματική συμπεριφορά στον ειδικό
αναλαμβάνουν συνήθως οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί. Όπως προαναφέρθηκε, ο εκπαιδευτικός
μπορεί να εισηγηθεί την παραπομπή του παιδιού, ωστόσο η τελική πράξη απαιτεί την έγγραφη
συγκατάθεση του γονέα. Ωστόσο, οι αντιδράσεις των γονέων και των εκπαιδευτικών
εξαρτώνται όχι μόνον από την ένταση και την έκταση του ίδιου του προβλήματος, αλλά και
από τις στάσεις που έχουν διαμορφώσει για αυτό. Με τη σειρά τους οι στάσεις απέναντι στις
δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές επηρεάζονται από τις πεποιθήσεις της συγκεκριμένης
κουλτούρας για την ανατροφή των παιδιών και την ψυχοπαθολογία. Σύμφωνα με τους Poulou
& Norwich (2002), η παραπομπή ενός παιδιού στον ειδικό αλλά και η επιλογή του πλαισίου
παραπομπής (π.χ. λογοθεραπευτής, ψυχολόγος, εργοθεραπευτής, διεπιστημονική ομάδα)
εξαρτάται τόσο από την πρόθεση των γονέων και των εκπαιδευτικών να προσφέρουν βοήθεια,
όσο και από τις αντιλήψεις τους για την ποιότητα και τη διαθεσιμότητα των παρεχόμενων
υπηρεσιών. Με τη σειρά της, η πρόθεση για βοήθεια επηρεάζεται από τα συναισθήματά τους
απέναντι στο παιδί, από τις αντιλήψεις τους για τη φύση του προβλήματος, από το βαθμό στον

8
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

οποίο οι ίδιοι αισθάνονται ικανοί και υπεύθυνοι να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αλλά και από
το βαθμό στον οποίο πιστεύουν ότι οι άλλοι προσδοκούν από αυτούς να αντιμετωπίσουν το
πρόβλημα. Επιπλέον, αυτού του είδους οι γνωστικές και συναισθηματικές αντιδράσεις
καθορίζονται σε σημαντικό βαθμό από το αίτιο στο οποίο αποδίδεται το πρόβλημα (π.χ.
προσωπικότητα του παιδιού, υποκείμενη νευρολογική διαταραχή, οικογενειακό και κοινωνικό
περιβάλλον). Για παράδειγμα, εάν οι γονείς ή οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι τα προβλήματα στη
γλώσσα είναι παροδικά και θα ξεπεραστούν από μόνα τους καθώς το παιδί μεγαλώνει, τότε
είναι πιθανό να μην παραπέμψουν το παιδί σε κάποιον ειδικό. Εάν πάλι οι γονείς ή οι
εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι τα προβλήματα αυτά είναι ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη
αναπτυξιακή διαταραχή, τότε είναι πιθανό να παραπέμψουν το παιδί σε λογοθεραπευτή
θεωρώντας ότι η αξιολόγηση από ψυχολόγο είναι περιττή.

Οι Poulou & Norwich (2002) διερεύνησαν μέσω ερωτηματολογίων τις αντιδράσεις


εκπαιδευτικών Α/βαθμιας εκπαίδευσης στα συναισθηματικά προβλήματα και τα προβλήματα
συμπεριφοράς παιδιών σχολικής ηλικίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι εκπαιδευτικοί
εκδηλώνουν την πρόθεση να βοηθήσουν το παιδί, όταν οι ίδιοι αισθάνονται υπεύθυνοι και
ικανοί να το βοηθήσουν και δεν έχουν αρνητικά συναισθήματα απέναντί του, ενώ τελικά
αποφασίζουν την παραπομπή του, όταν θεωρούν ότι θα υπάρξει αποτελεσματική βοήθεια από
αρμόδιες υπηρεσίες.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ

Διάγνωση αναπτυξιακών διαταραχών


Η διάγνωση είναι μία διττή έννοια, η οποία περιλαμβάνει (α) τη διαδικασία συλλογής
πληροφοριών για το είδος των συμπτωμάτων που εκδηλώνει το παιδί, την έκτασή τους και τις
συνθήκες στις οποίες εμφανίζονται (εκλυτικοί παράγοντες) αλλά και τον προσδιορισμό των
δυνατοτήτων του παιδιού, και (β) την ταξινόμηση των συμπτωμάτων με βάση ένα κοινά
αποδεκτό σύστημα. Η διάγνωση είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί καθορίζει σε πολύ μεγάλο
βαθμό τη διαμόρφωση του προγράμματος αντιμετώπισης.

9
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Η διάγνωση πραγματοποιείται από κλινικό ψυχολόγο1, αλλά για να είναι όσο το δυνατόν
ακριβέστερη θα πρέπει να βασίζεται σε πληροφορίες από πολλές και διαφορετικές πηγές, οι
οποίες μάλιστα συλλέγονται με διαφορετικές μεθόδους. Ειδικότερα, οι πληροφορίες που
προέρχονται από γονείς και εκπαιδευτικούς μπορούν να συλεγούν με τις ακόλουθες μεθόδους2:
(1) περιγραφή της συμπεριφοράς και των δυσκολιών του παιδιού στο οικογενειακό και σχολικό
περιβάλλον, (2) σταθμισμένα ερωτηματολόγια και (3) δομημένη παρατήρηση της
συμπεριφοράς του παιδιού με βάση τις κατευθύνσεις που δίνει ο κλινικός ψυχολόγος. Ο
κλινικός ψυχολόγος μπορεί να συλλέξει πληροφορίες για την κατάσταση του παιδιού με τις
ακόλουθες μεθόδους: (1) κατά τη διάρκεια της συνέντευξης στο γραφείο του. Στο σημείο αυτό
χρειάζεται να τονιστεί ότι ο ειδικός πρέπει να έχει την ικανότητα να προκαλεί την εκδήλωση
των συμπτωμάτων, ώστε να μπορεί να τα διερευνήσει, δεδομένου ότι τα παιδιά πολλές φορές
επιχειρούν (και συχνά καταφέρνουν) να καλύψουν ορισμένα από τα συμπτώματά τους, και (2)
με τη χορήγηση σταθμισμένων δοκιμασιών (π.χ. σχολικής επίδοσης, νοημοσύνης, γλωσσικής
ανάπτυξης, νευρολογικής λειτουργικότητας).

Όσον αφορά την ταξινόμηση των συμπτωμάτων, μέχρι σήμερα υπάρχουν δύο διαδεδομένα
είδη συστημάτων ταξινόμησης: τα συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης και τα συστήματα
παραγοντικής ταξινόμησης.

ΟΡΙΣΜΟΣ 1
ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Ο όρος μπορεί να αναφέρεται (1) στη διάγνωση ως διαδικασία συλλογής
δεδομένων και δημιουργίας υποθέσεων, η οποία βελτιώνει την κατανόησή μας για τη φύση
μίας συγκεκριμένης διαταραχής και μας επιτρέπει να αποκλείσουμε ενδεχόμενα που δεν
ισχύουν (διαφορική διάγνωση) ή (2) στη διάγνωση ως αποτέλεσμα της διαδικασίας λήψης
κλινικής απόφασης, η οποία καταλήγει στην ταξινόμηση της διαταραχής σε ένα οργανωτικό
πλαίσιο (π.χ. διαταραχή της διάθεσης), πράγμα που παρέχει πρόσβαση σε πληροφορίες
σχετικές με την πιθανή αιτιολογία, την πρόγνωση και τις εναλλακτικές θεραπευτικές
προσεγγίσεις (Wilmshurst, 2009).

1
Πολλές φορές κυριαρχεί εσφαλμένα άποψη ότι διάγνωση μπορεί (ή ζητείται) να γίνει από τους εκπαιδευτικούς.
Ο ρόλος των εκπαιδευτικών γενικής αλλά και ειδικής αγωγής είναι να εντοπίζουν τα προβλήματα του παιδιού, να
προωθούν την παραπομπή του στον ειδικό και να συνδράμουν στη διαδικασία της διάγνωσης παρέχοντας
πληροφορίες για τη λειτουργικότητά του.
2
Τα εργαλεία ανίχνευσης και διάγνωσης των αναπτυξιακών διαταραχών θα αναλυθούν στην 6 η Διδακτική
Ενότητα. Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται προβλήματα που ανακύπτουν κατά τη διάγνωση.

10
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης των αναπτυξιακών


διαταραχών
Τα συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης προέρχονται από το ιατρικό μοντέλο και βασίζονται
στην υπόθεση ότι κάθε διαταραχή έχει μία σαφή αιτία και είναι ριζικά διαφορετική από κάθε
άλλη διαταραχή. Συνεπώς, κάθε περίπτωση μπορεί να ταξινομηθεί σε μία και μόνο κατηγορία.
Τα πιο γνωστά συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης είναι το Διαγνωστικό και Στατιστικό
Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders –
DSM) και η Διεθνής Ταξινόμηση των Νόσων (International Classification of Diseases – ICD)

To DSM εκδίδεται από την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρία και αναθεωρείται με βάση νέα
ερευνητικά δεδομένα. Το DSM 5 εκδόθηκε το 2013 και αντικατέστησε την ισχύουσα έκδοση
DSM-IV (APA, 2000). Το DSM αποτελείται από 5 άξονες, καθένας από τους οποίους
αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο πεδίο πληροφοριών, το οποίο είναι απαραίτητο στον κλινικό
ψυχολόγο για το σχεδιασμό του προγράμματος αντιμετώπισης. Οι άξονες αυτοί είναι οι
ακόλουθοι: Ι) Κλινικές διαταραχές – ή άλλες συνθήκες που χρήζουν παρέμβασης, ΙΙ)
Διαταραχές προσωπικότητας – νοητική υστέρηση, ΙΙΙ) Γενική ιατρική κατάσταση, ΙV)
Ψυχοκοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα και V) Αξιολόγηση της συνολικής
λειτουργικότητας.

Το ICD εκδίδεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Στο εγχειρίδιο αυτό το
κεφάλαιο V αφορά στις ψυχικές διαταραχές. Στην τελευταία έκδοση του ICD (ICD-10. WHO,
1993) οι διαταραχές που πρωτοεμφανίζονται κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία
ταξινομούνται σε τρεις ομάδες: (α) αυτές που περιλαμβάνουν τη νοητική υστέρηση, (β) τις
αναπτυξιακές διαταραχές και (γ) τις διαταραχές συμπεριφοράς και συναισθήματος. Ορισμένες
διαταραχές που εντάσσονται σε άλλες κατηγορίες και αφορούν άτομα όλων των ηλικιών
μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τα παιδιά και τους εφήβους π.χ. διαταραχές λήψης
τροφής, διαταραχές ύπνου και διαταραχές της ταυτότητας του φύλου.

Παρόλο που το DSM και το ICD παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες, παρουσιάζουν και
σημαντικές διαφορές. Για παράδειγμα, η κατηγορία Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής –
Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) του DSM περιγράφει μία ευρύτερη ομάδα συμπτωμάτων σε
σύγκριση με την κατηγορία Διαταραχή Υπερκινητικότητας του ICD, ενώ τα δύο συστήματα
χρησιμοποιούν διαφορετικές κατηγορίες για τις γλωσσικές διαταραχές.

Τα συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης θεωρείται ότι συμβάλλουν στην επικοινωνία μεταξύ


των επαγγελματιών ψυχικής υγείας διεθνώς καθώς και στη διαμόρφωση ερευνητικών
υποθέσεων. Ωστόσο, παρουσιάζουν σημαντικά μειονεκτήματα:

11
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

• Δε διαφοροποιούν τα συμπτώματα ανάλογα με το φύλο ή την ηλικία του παιδιού

• Δεν ερμηνεύουν φαινόμενα συννοσηρότητας

Ως συννοσηρότητα ορίζεται η συνύπαρξη δύο ή περισσότερων διαφορετικών διαταραχών σε


ένα άτομο. Η συννοσηρότητα είναι ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στην παιδική
ψυχοπαθολογία. Για παράδειγμα, η ΔΕΠ-Υ παρουσιάζει συννοσηρότητα μεγαλύτερη του 60%
με τις γλωσσικές διαταραχές, τις μαθησιακές δυσκολίες, την εναντιωματική προκλητική
διαταραχή και τις διαταραχές διαγωγής και περίπου 35% με τις αγχώδεις διαταραχές. Η
συννοσηρότητα μπορεί να αποτελεί «παραπροϊόν» του τρόπου με τον οποίο είναι
κατασκευασμένα τα συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης ή πραγματικό φαινόμενο.

Η έννοια της συννοσηρότητας


Η συννοσηρότητα ως «παραπροϊόν» των συστημάτων κατηγορικής ταξινόμησης

Α. Στα συστήματα κατηγορικής ταξινόμησης παρατηρείται συχνά αλληλοεπικάλυψη


διαγνωστικών κριτηρίων, με άλλα λόγια το ίδιο σύμπτωμα αποτελεί διαγνωστικό κριτήριο
διαφορετικών διαταραχών. Για παράδειγμα, η ευερεθιστότητα αποτελεί διαγνωστικό
κριτήριο για τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα, την κατάθλιψη
αλλά και την αγχώδη διαταραχή.

Β. Μία διαταραχή μπορεί να υποδιαιρείται σε πολλές υποκατηγορίες, ανάλογα με τις


επιμέρους εκφάνσεις της. Για παράδειγμα, η αγχώδης διαταραχή χωρίζεται σε
υποκατηγορίες ανάλογα με το αντικείμενο του άγχους π.χ. αγοραφοβία, ειδικές φοβίες,
γενικευμένη αγχώδης διαταραχή.

Η συννοσηρότητα ως πραγματικό φαινόμενο

Α. Μία διαταραχή μπορεί να αποτελεί πρώιμη εκδήλωση μίας άλλης διαταραχής, η οποία θα
εμφανιστεί αργότερα. Για παράδειγμα, η εναντιωματική προκλητική διαταραχή συνήθως
αποτελεί πρώιμη εκδήλωση της διαταραχής διαγωγής, ενώ η διαταραχή άγχους
αποχωρισμού αποτελεί πρώιμη εκδήλωση της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής.

Β. Μία διαταραχή δημιουργεί αυξημένο κίνδυνο για την εμφάνιση μίας άλλης διαταραχής. Για
παράδειγμα, σε μία αναδρομική μελέτη οι Robins and McEvoy (1990) έδειξαν ότι η
διαταραχή διαγωγής αποτελεί ισχυρό προγνωστικό δείκτη της κατάχρησης ουσιών, σε

12
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

συνδυασμό βέβαια με παράγοντες, όπως οι ψυχοπιεστικές συνθήκες ή η έκθεση σε ουσίες.


Επίσης, διαχρονικές μελέτες παιδιών με διαταραχή διαγωγής καταδεικνύουν αυξημένα
ποσοστά ανεργίας και διαζυγίων στην ενήλικη ζωή. Οι συνθήκες αυτές με τη σειρά τους
αποτελούν συχνά παράγοντες επικινδυνότητας για την εμφάνιση κατάθλιψης.

Γ. Μία διαταραχή μπορεί να αποτελεί μέρος ή δευτερογενή εκδήλωση μίας άλλης διαταραχής.
Για παράδειγμα, η διάσπαση προσοχής συνιστά ένα από τα χαρακτηριστικά συμπτώματα
της διάχυτης αναπτυξιακής διαταραχής.

Δ. Δύο διαταραχές μπορεί να μοιράζονται τον ίδιο (ή τους ίδιους) αιτιακούς παράγοντες.

Ε. Μολονότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι αιτιακοί παράγοντες δύο διαταραχών είναι


ανεξάρτητοι, μπορεί να σχετίζονται μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η γονεϊκή κατάθλιψη
συχνά μεταβιβάζεται γενετικά και προκαλεί παιδική κατάθλιψη. Επίσης, η διαταραχή
διαγωγής πολλές φορές προκαλείται από τη διάλυση της οικογένειας, ενώ ο κίνδυνος για
ένα τέτοιο γεγονός είναι αυξημένος όταν ένας εκ των δύο γονέων παρουσιάζει κατάθλιψη.
Τελικά οι ερευνητές θα πρέπει να αναζητήσουν αν συγκεκριμένα πρότυπα συννοσηρότητας
αποτελούν ανεξάρτητες διαταραχές.

ΟΡΙΣΜΟΣ 2
ΣΥΝΝΟΣΗΡΟΤΗΤΑ: Η συνύπαρξη δύο ή περισσοτέρων διαταραχών σε ένα άτομο.

Συστήματα παραγοντικής ταξινόμησης των αναπτυξιακών


διαταραχών

Λαμβάνοντας υπόψη τις αδυναμίες των συστημάτων κατηγορικής ταξινόμησης, πολλοί


μελετητές υποστήριξαν ότι η διάκριση μεταξύ φυσιολογικής και παθολογικής συμπεριφοράς
δεν είναι κατηγορική, αλλά προκύπτει από ποσοτικές διαφορές σε συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά τα οποία παρατηρούνται σε όλα τα παιδιά. Τέτοιου είδους ποσοτικές διαφορές
προκύπτουν από έρευνες σε μεγάλα δείγματα και διαφοροποιούνται ανάλογα με το φύλο ή την
ηλικία. Έτσι, στα συστήματα παραγοντικής ταξινόμησης μία διαταραχή ορίζεται ως ένα
σύνολο συγκεκριμένων αρνητικών χαρακτηριστικών τα οποία εμφανίζονται σε αυξημένο

13
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

βαθμό. Στον Πίνακα 2 παρουσιάζονται ορισμένα από τα χαρακτηριστικά αυτά ομαδοποιημένα


σε διαφορετικές διαστάσεις.

Τα συστήματα παραγοντικής ταξινόμησης έχουν τα ακόλουθα πλεονεκτήματα:

• Ερμηνεύουν τη συννοσηρότητα,

• Λαμβάνουν υπόψη την ηλικία των παιδιών,

• Χρησιμοποιούν πολλές πηγές πληροφόρησης.

• Ερμηνεύουν αναπτυξιακά φαινόμενα όπως τα παρακάτω: (α) διαφορετικές αναπτυξιακές


πορείες μπορεί να οδηγήσουν σε παρόμοιες προβληματικές συμπεριφορές, εφόσον
διαφορετικοί παράγοντες επιδρούν με διαφορετικό τρόπο σε κάθε άτομο, (β) η ίδια
αναπτυξιακή πορεία μπορεί αργότερα να οδηγήσει σε διαφορετικές διαταραχές ή επιτυχή
προσαρμογή, (γ) η μεταβολή της αναπτυξιακής πορείας προς ψυχοπαθολογία ή επιτυχή
προσαρμογή είναι δυνατή σε οποιοδήποτε φάση της ανάπτυξης, (δ) οποιαδήποτε μεταβολή
της αναπτυξιακής πορείας καθορίζεται από προγενέστερες επιτυχείς ή ανεπιτυχείς
προσπάθειες προσαρμογής.

Ωστόσο, τα συστήματα παραγοντικής ταξινόμησης χαρακτηρίζονται από έντονο στοιχείο


υποκειμενισμού και δεν είναι καθολικά αποδεκτά.

Πίνακας 2: Χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν ψυχοπαθολογική συμπεριφορά.


(Προσαρμογή από Achenbach, 1993).

Απόσυρση Κοινωνικά προβλήματα Άγχος / κατάθλιψη


Προτιμά να είναι μόνο του Συμπεριφέρεται σαν πιο Είναι δυστυχισμένο και
μικρό από την ηλικία του λυπημένο
Αρνείται να μιλήσει Είναι πολύ εξαρτημένο Είναι ανήσυχο
από τους άλλους
Είναι μυστικοπαθές Δεν έχει καλές σχέσεις με Αισθάνεται άχρηστο
τους συνομηλίκους του
Είναι ντροπαλό Οι συνομήλικοί του το Είναι νευρικό και έχει
πειράζουν υπερένταση

Σωματικά προβλήματα Προβλήματα σκέψης Επιθετική συμπεριφορά


Αισθάνεται ζαλάδες Ακούει θορύβους που δεν Μαλώνει
υπάρχουν
Αισθάνεται υπερβολική Βλέπει πράγματα που δεν Είναι κακό με τους άλλους
κούραση υπάρχουν

14
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Έχει πόνους ή ενοχλήσεις Έχει παράξενη Επιτίθεται στους άλλους


συμπεριφορά
Έχει πονοκεφάλους Έχει παράξενες ιδέες Καταστρέφει τα πράγματα
των άλλων

Προβλήματα προσοχής Παραβατική


συμπεριφορά
Είναι απρόσεκτο Δεν έχει αίσθημα ενοχής
Δεν μπορεί να Κάνει κακές παρέες
συγκεντρωθεί
Δεν μπορεί να κάτσει σε Λέει ψέματα
μία θέση
Βρίσκεται σε σύγχυση Το σκάει από το σπίτι

Βασικά χαρακτηριστικά μίας έγκυρης και αξιόπιστης διάγνωσης

Προκειμένου μία διάγνωση να είναι έγκυρη και αξιόπιστη, θα πρέπει να έχει τα ακόλουθα
χαρακτηριστικά:

• Να διαχωρίζει το πυρηνικό πρόβλημα από τα συνoδά και τα δευτερογενή προβλήματα. Η


αντιμετώπιση του πυρηνικού προβλήματος μπορεί να οδηγήσει σε πρόληψη των συνοδών
και των δευτερογενών προβλημάτων.

• Να περιγράφει τα χαρακτηριστικά του παιδιού αναλυτικά ανά τομέα και όχι να δίνει
γενικόλογες περιγραφές π.χ. μία διάγνωση γλωσσικής διαταραχής δε θα πρέπει να
εξαντλείται σε όρους «γλωσσικά προβλήματα», αλλά να προσδιορίζει τη γλωσσική
ανάπτυξη του παιδιού στους επιμέρους τομείς της γλώσσας, δηλαδή τη φωνολογία, το
λεξιλόγιο, το συντακτικό, τη μορφολογία και την πραγματολογία.

• Να προσδιορίζει όχι μόνο τις αδυναμίες αλλά και τις δυνατότητες του παιδιού

• Να αποφεύγει προβλήματα υπερδιάγνωσης (overdiagnosis) και υποδιάγνωσης


(underdiagnosis). Όταν ο αριθμός των συμπτωμάτων ή ο βαθμός της σοβαρότητάς τους
που προσδιορίζει μία διαταραχή είναι χαμηλός, τότε τα περισσότερα παιδιά που
παρουσιάζουν τη διαταραχή θα ταξινομηθούν σωστά. Όμως στην ομάδα των παιδιών με τη
διαταραχή θα συμπεριληφθούν και πολλά τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά. Από την άλλη
πλευρά, αν ο αριθμός των συμπτωμάτων ή ο βαθμός της σοβαρότητάς τους που
προσδιορίζει μία διαταραχή είναι υψηλός, τότε τα περισσότερα τυπικά αναπτυσσόμενα
παιδιά θα ταξινομηθούν σωστά, αλλά πολλά παιδιά που παρουσιάζουν τη διαταραχή θα
ταξινομηθούν ως τυπικά αναπτυσσόμενα.

15
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Επισήμανση

Σε αντίθεση με το εξιδανικευμένο πορτρέτο του παντογνώστη κλινικού, η έρευνα έχει δείξει ότι
η κλινική κρίση ενδέχεται στην πραγματικότητα να αντανακλά ενδότερες προσωπικές
προκαταλήψεις σχετικά με το φύλο, την κοινωνικοποικονομική κατάσταση, τη φυλή και την
ηλικία (Baker & Bell, 1999).

Σύγχρονες απόψεις για την αιτιοπαθογένεια των αναπτυξιακών


διαταραχών
Όπως προαναφέρθηκε, ένας σημαντικός παράγοντας για τον εντοπισμό, τη διάγνωση και την
αντιμετώπιση των αναπτυξιακών διαταραχών αποτελεί και η απόδοση της αιτίας τους. Σχετικά
με το ζήτημα αυτό, παραδοσιακά κυριάρχησαν δύο ακραίες θεωρητικές τοποθετήσεις, ο
νατιβισμός (nativism) και ο εμπειρισμός (empiricism). Σύμφωνα με το νατιβισμό, πολλές
αναπτυξιακές διαταραχές (π.χ. ΔΕΠ-Υ, Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος) είναι άμεση
συνέπεια γενετικών ανωμαλιών ή εγκεφαλικών βλαβών, οι οποίες επηρεάζουν συγκεκριμένες
λειτουργίες, ενώ ο ρόλος του περιβάλλοντος είναι μηδαμινός. Οι απόψεις των νατιβιστών
έλκουν την καταγωγή τους από τον 19ο αιώνα, οπότε και παρατηρούνται οι πρώτες
συστηματικές προσπάθειες από νευρολόγους να εντοπιστούν συγκεκριμένες περιοχές του
εγκεφάλου που επιτελούν συγκεκριμένες γνωστικές και συναισθηματικές λειτουργίες. Η
κατεύθυνση αυτή ενισχύθηκε και από τη ραγδαία ανάπτυξη της γενετικής τα τελευταία 20
χρόνια. Αν υιοθετήσει κανείς τη νατιβιστική άποψη, αυτομάτως αμφισβητεί την
αποτελεσματικότητα οποιασδήποτε παιδαγωγικής προσέγγισης και θεραπευτικής παρέμβασης
να βελτιώσει τη γνωστική, την κοινωνική και τη συναισθηματική λειτουργικότητα του παιδιού
με αναπτυξιακές διαταραχές. Από την άλλη πλευρά, οι ακραίοι εμπειριστές υποστηρίζουν ότι
οι αναπτυξιακές διαταραχές απορρέουν αποκλειστικά από περιβαλλοντικά αίτια.

Ωστόσο, τα σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα καταλύουν τη διάκριση νατιβισμού – εμπειρισμού


και υποστηρίζουν ότι ο φαινότυπος οποιασδήποτε αναπτυξιακής διαταραχής διαμορφώνεται
από τη δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα γονίδια, τον εγκέφαλο και το περιβάλλον. Σε
αυτό το πλαίσιο δεν εξετάζονται πλέον τα συμπτώματα μίας διαταραχής σε μία συγκεκριμένη
ηλικία αλλά η επιγένεσή τους. Ο όρος επιγένεση αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία οι
νέες μορφές συμπεριφοράς προέρχονται από τις παλιές, ως αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης
βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία, μία
διαταραχή έχει τις απαρχές της σε ένα γενετικό έλλειμμα το οποίο προκαλεί περισσότερο ή
λιγότερο εκτεταμένες βλάβες στον εγκέφαλο, ανάλογα με τη χρονική στιγμή πρόκλησης της

16
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

αρχικής βλάβης (όσο πιο νωρίς αυτή συμβαίνει τόσο πιο εκτεταμένες οι βλάβες). Οι
εγκεφαλικές βλάβες επηρεάζουν τη συμπεριφορά του παιδιού, η οποία με τη σειρά της επιδρά
στη συμπεριφορά των ατόμων του περιβάλλοντος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα παιδί που
παρουσιάζει αναπτυξιακή διαταραχή να δέχεται σημαντικά διαφορετικά ερεθίσματα σε
σύγκριση με ένα τυπικά αναπτυσσόμενο παιδί. Για παράδειγμα, ανέκδοτες παρατηρήσεις
βρεφών και νηπίων με γενετικές διαταραχές και των γονέων τους καταδεικνύουν ότι οι γονείς
τα παρεμποδίζουν από το να μπουσουλάνε ή να περπατούν ελεύθερα, ώστε να εξερευνήσουν
το περιβάλλον τους. Η αντίδραση αυτή ίσως οφείλεται σε αυξημένο φόβο των γονέων για
ατυχήματα, αλλά έχει ως αποτέλεσμα τα βρέφη να προσλαμβάνουν λιγότερα ερεθίσματα. Ένα
δεύτερο σχετικό παράδειγμα προέρχεται από την εκμάθηση του λεξιλογίου. Οι γονείς των
τυπικά αναπτυσσόμενων νηπίων συνήθως δε διορθώνουν τις σημασιολογικές γενικεύσεις, οι
οποίες είναι πολύ συχνές σε αυτήν την ηλικία (π.χ. ένα νήπιο μπορεί να χρησιμοποιεί τη λέξη
«γάτα», όταν αναφέρεται είτε σε μία γάτα είτε σε ένα σκύλο, εφόσον και τα δύο είναι μικρά
ζώα), γιατί θεωρούν ότι μεγαλώνοντας θα μάθουν να χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη λέξη
σωστά. Αντίθετα, οι γονείς των παιδιών με αναπτυξιακές διαταραχές τείνουν να διορθώνουν
τέτοιου είδους γενικεύσεις, ίσως γιατί θεωρούν ότι εξαιτίας της διαταραχής, το παιδί δε θα
μάθει τη σωστή σημασία των λέξεων. Όμως, το φαινόμενο της γενίκευσης που παρατηρείται
κατά τα αρχικά στάδια ανάπτυξης του λεξιλογίου φαίνεται ότι διευκολύνει τη διαμόρφωση
κατηγοριών. Άρα, η αντιδράσεις των γονέων στις περιπτώσεις παιδιών με αναπτυξιακή
διαταραχή μπορεί να οδηγήσουν σε περιορισμό των γλωσσικών ερεθισμάτων.

Η αλληλεπίδραση εγκεφαλικών βλαβών και αντίδρασης του περιβάλλοντος προκαλεί αρχικά


έναν πυρήνα πρωτογενών συμπτωμάτων, τα οποία με τη σειρά τους επιφέρουν και
δευτερογενείς δυσκολίες. Κεντρική θέση στο συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο κατέχει η
έννοια της πλαστικότητας του εγκεφάλου. Η πλαστικότητα θεωρείται βασική ιδιότητα του
εγκεφάλου και συνίσταται στην ικανότητά του να τροποποιείται τόσο μορφολογικά όσο και
λειτουργικά, ως αντίδραση σε μεταβολές του περιβάλλοντος. Η πλαστικότητα του εγκεφάλου
είναι αυξημένη στα νεαρότερα άτομα. Με βάση τα δεδομένα αυτά, υποστηρίζεται πως αν μία
διαταραχή διαγνωστεί έγκαιρα και το άτομο λάβει τα κατάλληλα περιβαλλοντικά ερεθίσματα,
είναι δυνατό να τροποποιηθούν μορφολογικά χαρακτηριστικά του εγκεφάλου και σε ορισμένες
περιπτώσεις μάλιστα να διορθωθούν ανωμαλίες του εγκεφάλου (όταν αυτές δεν είναι
εκτεταμένες και σοβαρές). Με άλλα λόγια, η πρώιμη παρέμβαση μπορεί να μεταβάλει τις
βιολογικές διεργασίες οι οποίες προκαλούν τα πρωτογενή συμπτώματα μίας διαταραχής και
τελικά να οδηγήσει στον περιορισμό των πυρηνικών συμπτωμάτων. Με τη σειρά του ο

17
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

περιορισμός των πυρηνικών συμπτωμάτων μπορεί να οδηγήσει στην πρόληψη της εκδήλωσης
περισσότερο περίπλοκων προβλημάτων αργότερα.

ΟΡΙΣΜΟΣ 3
ΕΠΙΓΕΝΕΣΗ: διαδικασία κατά την οποία οι νέες μορφές συμπεριφοράς προέρχονται από τις παλιές, ως
αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.

Επισήμανση

Άλλος ένας σημαντικός τρόπος με τον οποίο τα γονίδια παίζουν ρόλο στην ψυχοπαθολογία αφορά το
ότι μπορεί να προάγουν συγκεκριμένους τύπους περιβάλλοντος…..Η βασική υπόθεση είναι ότι τα
γονίδια πιθανώς μας προδιαθέτουν να αναζητούμε συγκεκριμένα περιβάλλοντα, τα οποία στη
συνέχεια αυξάνουν τον κίνδυνο που διατρέχουμε να εμφανίσουμε μία συγκεκριμένη διαταραχή…[Για
παράδειγμα] η γενετική ευαλωτότητα στην κατάθλιψη μπορεί να προάγει συγκεκριμένα γεγονότα
ζωής, όπως είναι ο τερματισμός ερωτικών σχέσεων ή οι δυσκολίες με τους γονείς, τα οποία αποτελούν
εκλυτικούς παράγοντες της κατάθλιψης στα κορίτσια εφηβικής ηλικίας (Kring et al., 2007).

18
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Ανακεφαλαίωση Αντικειμένου Συνεδρίας

• Η φυσιολογική και η παθολογική συμπεριφορά αξιολογούνται με βάση ορισμένα


κριτήρια, όπως ο βαθμός εμφάνισης της συμπεριφοράς (ένταση, συχνότητα, διάρκεια),
ο βαθμός απόκλισης, δυσλειτουργίας, δυσφορίας και κινδύνου και η διάχυση της
συμπεριφοράς σε διάφορες καταστάσεις.

• Μία διάγνωση επηρεάζεται από υποκειμενικές εντυπώσεις, πολιτισμικές αξίες, το φύλο


του κλινικού ψυχολόγου αλλά και του παιδιού καθώς και από τα συστήματα
ταξινόμησης των διαταραχών (κατηγορικά ή παραγοντικά).

• Ο κλινικός ψυχολόγος θα πρέπει να διαχωρίζει την πρωτογενή διαταραχή από τις


δευτερογενείς διαταραχές, προκειμένου να διαμορφώσει ένα αποτελεσματικό
πρόγραμμα αντιμετώπισης.

• Οι εκπαιδευτικοί δεν είναι υπεύθυνοι για τη διάγνωση μίας αναπτυξιακής διαταραχής.


Ωστόσο, διευκολύνουν σημαντικά στην αντιμετώπισή της όταν την εντοπίζουν,
κατορθώνουν να πείσουν τους γονείς να παραπέμψουν το παιδί σε ειδικό, δίνουν
πληροφορίες στον ειδικό για τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του παιδιού στο σχολικό
πλαίσιο και ακολουθούν τις οδηγίες του κλινικού ψυχολόγου για την αντιμετώπιση της
διαταραχής.

• Η παραπομπή ενός παιδιού με προβλήματα από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς
επηρεάζεται από τις αντιλήψεις τους για τη φύση της διαταραχής, την ικανότητά τους
να την αντιμετωπίσουν και την αποτελεσματικότητα των αρμόδιων υπηρεσιών.

19
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Βιβλιογραφία
Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2002). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων. Αθήνα:
Τυπωθήτω.
Wenar, C. & Kerig , P.K. (2008). Εξελικτική ψυχοπαθολογία: Aπό τη βρεφική ηλικία στην
εφηβεία. Μτφρ/Επιμ. Δ. Μαρκουλής & Ε. Γεωργάκα. Αθήνα: Gutenberg.
Wilmshurst, L. (2009). Εξελικτική ψυχοπαθολογία: Μία αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα:
Gutenberg.

20
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Εισαγωγή
Οι διαταραχές εσωτερίκευσης είναι μία ευρεία κατηγορία διαταραχών που περιλαμβάνουν
μεταξύ άλλων τις διαταραχές άγχους και την κατάθλιψη. Σε πολλές περιπτώσεις οι διαταραχές
εσωτερίκευσης (σε αντίθεση με τις διαταραχές εξωτερίκευσης) είναι δύσκολο να γίνουν
αντιληπτές από το ίδιο το άτομο ή από το οικείο περιβάλλον και να αναζητηθεί βοήθεια ειδικού.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να αποσύρεται από τον κοινωνικό περίγυρο, να
αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λειτουργικότητας και πολλές φορές να βλάπτει τον εαυτό
του, χάνοντας ακόμη και τη ζωή του.

Σκοπός:

Σύμφωνα με τον παραπάνω προβληματισμό σκοπός της παρούσας συνεδρίας είναι να


αναφερθούν βασικά στοιχεία σχετικά με τις διαταραχές εσωτερίκευσης και ειδικότερα τις
διαταραχές άγχους, την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και την κατάθλιψη. Ειδικότερα,
αναφέρονται τα συμπτώματα της κάθε διαταραχής καθώς και τα κοινά συμπτώματα των
διαταραχών εσωτερίκευσης αλλά και στοιχεία συννοσηρότητας με άλλες αναπτυξιακές
διαταραχές, οι κυριότεροι αιτιακοί παράγοντες καθώς και δεδομένα για τη συχνότητα, την
εξέλιξη και την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων διαταραχών. Επιπλέον, παρουσιάζεται μία
διαφορετική ερμηνεία για τον τραυλισμό, ο οποίος σύμφωνα με μία σύγχρονη άποψη δεν
πρέπει να θεωρείται γλωσσική διαταραχή αλλά να κατατάσσεται στις διαταραχές άγχους.

Προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα:

Να κατέχουν οι επιμορφούμενοι/ες βασικές γνώσεις σχετικά με τα ακόλουθα ζητήματα που


αφορούν τις διαταραχές εσωτερίκευσης και ειδικότερα τις Διαταραχές Άγχους, την
Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή και την Κατάθλιψη:
- Διακριτά συμπτώματα
- Κοινά συμπτώματα
- Συννοσηρότητα με άλλες διαταραχές
- Αιτιοπαθογένεια
- Συχνότητα εμφάνισης
- Πορεία και αντιμετώπιση

Έννοιες κλειδιά: Διαταραχές εσωτερίκευσης, διαταραχές άγχους, ιδεοψυχαναγκαστική


διαταραχή, κατάθλιψη, τραυλισμός, αίσθημα αυτό-αποτελεσματικότητας

21
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Μέλη Συγγραφικής Ομάδας Βασικού Κειμένου Μελέτης

ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ
ΠΑΝΕΝΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

22
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Διαταραχές εσωτερίκευσης
Οι διαταραχές που εκδηλώνονται στην παιδική ηλικία μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο
ευρείες κατηγορείς: διαταραχές εσωτερίκευσης, όπου το άτομο ασκεί υπερβολικό έλεγχο στη
συμπεριφορά του, και διαταραχές εξωτερίκευσης, όπου το άτομο αδυνατεί να ελέγξει επαρκώς
τη συμπεριφορά του (Achenbach & Edelbrock, 1978; Cicchetti & Toth, 1991). Οι διαταραχές
εσωτερίκευσης περιλαμβάνουν μία μεγάλη ποικιλία συμπτωμάτων τα οποία ουσιαστικά
φορούν εσωτερικά τον εαυτό και οδηγούν σε απόσυρση του ατόμου από την κοινωνική ζωή.
Γενικά, τα προβλήματα εσωτερίκευσης είναι πιο δύσκολο να γίνουν αντιληπτά από τα
προβλήματα εξωτερίκευσης, ώστε να αναζητηθεί η κατάλληλη βοήθεια.

Οι Achenbach and Rescorla (2001) υποστηρίζουν ότι στις διαταραχές εσωτερίκευσης


εντάσσονται το άγχος, η κατάθλιψη και οι σωματικές ενοχλήσεις και βασίζουν την ταξινόμηση
αυτή στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

1. Οι προαναφερθείσες διαταραχές παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα συννοσηρότητας κυρίως


εξαιτίας του γεγονότος ότι μοιράζονται κοινά συμπτώματα. Η κοινή συμπτωματολογία
μεταξύ διαταραχών άγχους και κατάθλιψης καταδεικνύει την περιπλοκότητα των
διαταραχών αυτών, ενώ ταυτόχρονα εγείρει το ερώτημα αν οι δύο διαταραχές δεν είναι
ξεχωριστές αλλά μπορούν πιο αξιόπιστα να περιγραφούν ως μία κατηγορία διαταραχών
αρνητικής συναισθηματικότητας. Σχετικές μελέτες καταδεικνύουν ότι τα παιδιά που
ανέφεραν αρνητική εικόνα εαυτού, αξιολογήθηκαν από τους δασκάλους τους ως πιο ψηλά
στις κλίμακες τη κατάθλιψης, του άγχους και της κοινωνικής απόσυρσης, ενώ τα παιδιά
που ανέφεραν υψηλά επίπεδα άγχους και κατάθλιψης ήταν σημαντικά πιο πιθανό να
εκδηλώσουν αυξημένο φόβο αποτυχίας ή υπερευαισθησία στην κριτική.
2. Δεδομένου ότι συχνά τα συμπτώματα των διαταραχών αυτών δεν είναι έκδηλα,
δυσχεραίνεται η αξιολόγηση, η διάγνωση αλλά και η αντιμετώπισή τους.
3. Οι διαταραχές εσωτερίκευσης επιπλέον παρουσιάζουν κοινά δευτερογενή συμπτώματα,
όπως απόσυρση από τις κοινωνικές σχέσεις, απόρριψη από τους συνομηλίκους, χαμηλό
αίσθημα αυτοαποτελεσματικότητας και χαμηλή αυτοεκτίμηση.

23
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Επισήμανση

Η φράση «βάζεις λάδι στον τροχό που τρίζει» συνοψίζει παραστατικά γιατί τα παιδιά με διαταραχές
εξωτερίκευσης λαμβάνουν πιο άμεση προσοχή σε σύγκριση με τα παιδιά που αντιμετωπίζουν
προβλήματα εσωτερίκευσης. Με άλλα λόγια ο εκπαιδευτικός είναι πιο πιθανό να ζητήσει και να λάβει
βοήθεια για τον Γιάννη που συνεχώς διακόπτει το μάθημα με εκρήξεις θυμού, παρά για τον Θανάση, ο
οποίος εκδηλώνει απόσυρση και δεν συμμετέχει στην τάξη. Μολονότι οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί
μπορεί να εκφράσουν ανησυχία για τη συμπεριφορά του Θανάση και να θελήσουν να τον βοηθήσουν
να βελτιώσει την κοινωνικότητά του, οι προσπάθειές τους είναι πιθανό να επισκιαστούν από τις πιο
εντατικές προσπάθειες να βελτιωθεί η συμπεριφορά του Γιάννη, ο οποίος εκδηλώνει ξεσπάσματα
θυμού, τα οποία μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια τη δική του αλλά και τον άλλων παιδιών
(Wilmshurst, 2017).

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΓΧΟΥΣ
Στην ενότητα αυτή επιχειρείται κριτική θεώρηση της ταξινόμησης των διαταραχών άγχους που
προτείνεται από το DSM 5 και υποστηρίζεται η χρήση του όρου φάσμα διαταραχών άγχους,
ενώ εξετάζεται και η συννοσηρότητα των διαταραχών άγχους με την κατάθλιψη και τη ΔΕΠ-
Υ. Επιπλέον, υποστηρίζεται η άποψη ότι κάθε είδος διαταραχής άγχους οφείλεται σε μία
διαταραγμένη αντίληψη του ατόμου σχετικά με την αυτό-αποτελεσματικότητά του να
αντιμετωπίσει μία συγκεκριμένη συνθήκη.

Αποσαφήνιση των όρων φόβος – άγχος – πανικός


Προκειμένου να κατανοηθεί η έννοια του άγχους είναι σημαντικό να διαφοροποιηθεί από δύο
συγγενή συναισθήματα, το φόβο και τον πανικό.

Ο φόβος είναι μία άμεση συναισθηματική αντίδραση, η οποία θέτει τον οργανισμό σε
ετοιμότητα να αντιδράσει αντιμετωπίζοντας ή αποφεύγοντας έναν υπαρκτό κίνδυνο, ο οποίος
απειλεί τη ζωή του. Ο φόβος προκαλεί τη διέγερση του συμπαθητικού νευρικού συστήματος,
το οποίο είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση της ομοιόστασης3 του οργανισμού.

Το άγχος είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα, το οποίο επίσης θέτει σε ετοιμότητα τον οργανισμό
να αντιδράσει αντιμετωπίζοντας ή αποφεύγοντας όμως σε αυτήν την περίπτωση έναν
υποθετικό κίνδυνο, ο οποίος είναι πιθανό να εμφανιστεί στο μέλλον και να απειλήσει την
ύπαρξή του.

Ο πανικός περιγράφεται ως ένα σύνολο απροσδόκητων συμπτωμάτων τα οποία συνοδεύουν


ένα αίσθημα ανησυχίας και απώλειας ελέγχου που βιώνει το άτομο σκεπτόμενο μελλοντικές

3
Ομοιόσταση είναι η ικανότητα του οργανισμού να διατηρεί το εσωτερικό του περιβάλλον σταθερό
ανεξάρτητα από τις συνθήκες του εξωτερικού περιβάλλοντος στο οποίο ζει.

24
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

συνθήκες οι οποίες είναι πιθανόν να απειλήσουν την ύπαρξή του. Δεδομένου ότι σε αυτήν την
περίπτωση δεν υφίσταται πραγματική απειλή, το άτομο μπορεί να επινοήσει κάποια π.χ.
«πεθαίνω». Στην περίπτωση του πανικού οι σωματικές αντιδράσεις του οργανισμού (π.χ.
έντονη αναπνοή) μπορεί να εκληφθούν ως απειλητικές και να εντείνουν το δυσάρεστο
συναίσθημα.

Τα συμπτώματα του άγχους εκδηλώνονται σε τρία επίπεδα: το νευροφυσιολογικό, το γνωστικό


και το συμπεριφορικό:

Νευροφυσιολογικό επίπεδο
• Ενεργοποιείται το συμπαθητικό σύστημα, το οποίο είναι υπεύθυνο για την
απελευθέρωση ενέργειας στον οργανισμό.
• Εκκρίνονται οι ορμόνες αδρεναλίνη (επινεφρίνη) και νοραδρεναλίνη (νορεπινεφρίνη)
που ονομάζονται και κατεχολαμίνες. Οι ορμόνες αυτές εκκρίνονται από το μυελό των
επινεφριδίων, ενώ οι νοραδρεναλίνη εκκρίνεται επίσης και από τα νευρικά κύτταρα
του συμπαθητικού νευρικού συστήματος.
• Αυξάνεται ο ρυθμός και η ένταση του καρδιακού παλμού, αυξάνοντας παράλληλα τη
ροή του αίματος και βελτιώνοντας τη διανομή οξυγόνου στους ιστούς.
• Η αναπνοή επιταχύνεται και γίνεται πιο βαθιά, με αποτέλεσμα συχνά αίσθημα διακοπής
της αναπνοής, πόνου στο στήθος ή πνιγμού.
• Η ροή του αίματος στον εγκέφαλο μειώνεται επιφέροντας αίσθημα ζάλης θολή όραση
σύγχυση και έξαψη.
• Εφίδρωση, η οποία επιφέρει αίσθημα ψύχους.
• Οι κόρες των ματιών διαστέλλονται.
• Μειώνεται η σιελλόρρια, με αποτέλεσμα την ξηροστομία.
• Μειώνεται η δραστηριότητα του πεπτικού συστήματος, με αποτέλεσμα αίσθημα
ναυτίας.
• Οι μύες διατείνονται και έτσι το άτομο βιώνει ένταση, πόνο ή τρέμολο.

Γνωστικό επίπεδο
• Αίσθημα ανησυχίας και νευρικότητας
• Εφόσον δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος, συχνά τα παιδιά επινοούν επικείμενους
κινδύνους π.χ.«αν πω κάτι οι άλλοι θα νομίσουν ότι είμαι χαζός», «τα μικρόβια υπάρχουν
γύρω μου, παρόλο που εγώ δεν τα βλέπω».
• Εφόσον ο οργανισμός τίθεται σε εγρήγορση για έναν πιθανό κίνδυνο, η προσοχή
στρέφεται στην αναζήτηση του πιθανού αυτού κινδύνου στο περιβάλλον. Συνεπώς, το

25
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

άτομο αποσπάται από τις δραστηριότητες που πρέπει να εκτελέσει στην καθημερινή
του ζωή π.χ. σχολικές εργασίες. Ένα παιδί με αγχώδη διαταραχή πολύ συχνά μπορεί να
δίνει την εντύπωση ότι έχει ΔΕΠ-Υ, ενώ οι σχετικές έρευνες καταγράφουν ποσοστά
συννοσηρότητας ανάμεσα στη ΔΕΠ-Υ και τις αγχώδεις διαταραχές 20 – 40%. Ωστόσο,
ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά διαφοροποιούν τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ από τα παιδιά
με αγχώδη διαταραχή χωρίς ΔΕΠ-Υ. ειδικότερα, τα παιδιά με ΑΔ και ΔΕΠ-Υ είναι
λιγότερο πιθανό να εκδηλώσουν υπερκινητική συμπεριφορά, ενώ αντιδρούν και πιο
αργά σε σύγκριση με τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ χωρίς ΑΔ. Δεδομένου ότι το άγχος
παρεμποδίζει την παρορμητικότητα, τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ και ΑΔ συνήθως εκδηλώνουν
λιγότερη παρορμητικότητα, αλλά περισσότερα συμπτώματα απροσεξίας. Αυτό έχει ως
αποτέλεσμα πολλές φορές να παραγνωρίζεται η ΔΕΠ-Υ σε παιδιά με ΑΔ (κυρίως ο
απρόσεχτος τύπος). Τα παιδιά με ΑΔ χωρίς ΔΕΠ-Υ παρουσιάζουν διάσπαση προσοχής,
επειδή απασχολούνται υπερβολικά με το αντικείμενο του άγχους τους. Αυτό σημαίνει
ότι όταν μειωθεί το άγχος, θα βελτιωθεί και η ικανότητα προσοχής. Αντίθετα, στα
παιδιά με ΔΕΠ-Υ και ΑΔ ακόμη και όταν μειωθεί το άγχος, τα συμπτώματα απροσεξίας
παραμένουν.

Συμπεριφορικό επίπεδο
• Το άτομο είναι ευερέθιστο και συχνά εκδηλώνει επιθετικότητα.
• Αποφεύγεται η συνθήκη που δημιουργεί το άγχος π.χ. η βόλτα στην αγορά.
• Η μείωση του άγχους με την απόσυρση από τη συνθήκη ενισχύει περαιτέρω τη
συμπεριφορά αποφυγής
• Ονυχοφαγία, ανοιγοκλείσιμο ματιών, τρέμολο, αποφυγή βλεμματικής επαφής.

Τα παιδιά ανάλογα με την αναπτυξιακή φάση την οποία διανύουν, βιώνουν φόβους σε
ορισμένες συνθήκες (Πίνακας 1). Ωστόσο, η διαφορά με τις αγχώδεις διαταραχές είναι ότι οι
φόβοι αυτοί ξεπερνιούνται καθώς το παιδί μεγαλώνει και δεν επηρεάζουν την καθημερινή του
λειτουργικότητα.

Πίνακας 1: Φυσιολογικές φοβίες των παιδιών ανάλογα με τη φάση ανάπτυξης.

Ηλικία Είδος φόβου

26
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

0 -6 μηνών Απώλεια στήριξης, δυνατή φωνή

7 – 12 μηνών Ξένοι και απειλητικά αντικείμενα ή αντικείμενα που εμφανίζονται ξαφνικά

1 Αποχωρισμός από τους γονείς, τραυματισμοί, τουαλέτα, ξένους

2 έτους Δυνατούς ήχους, ζώα, σκοτεινό δωμάτιο, αποχωρισμός από τους γονείς,
μεγάλα αντικείμενα και μηχανές, αλλαγές στο περιβάλλον

3 ετών Μάσκες, σκοτάδι, ζώα, αποχωρισμός από τους γονείς

4 ετών Αποχωρισμός από τους γονείς, ζώα, σκοτάδι, θόρυβοι

5 ετών Ζώα, «κακούς» ανθρώπους, σκοτάδι, αποχωρισμός από τους γονείς,


τραυματισμοί

6 ετών Υπερφυσικά όντα (π.χ. φαντάσματα, μάγισσες), τραυματισμοί, σκοτάδι, να


κοιμάται ή να μένει μόνο του, αποχωρισμός από τους γονείς

7 – 8 ετών Υπερφυσικά όντα, σκοτάδι, γεγονότα που παρουσιάζονται στα ΜΜΕ, να


μένει μόνο του, τραυματισμοί

9 – 12 ετών Διαγωνίσματα και εξετάσεις στο σχολείο, σχολική επίδοση, τραυματισμοί,


φυσική εμφάνιση, θάνατο

Εφηβεία Προσωπικές σχέσεις, προσωπική εμφάνιση, σχολείο, πολιτικά ζητήματα,


μέλλον, ζώα, υπερφυσικά φαινόμενα, φυσικές καταστροφές, ασφάλεια

Κριτική θεώρηση της ταξινόμησης των διαταραχών άγχους


σύμφωνα με το DSM-IV
Σύμφωνα με το DSM-IV (ΑΡΑ, 2000) οι διαταραχές άγχους διακρίνονται στις ακόλουθες
κατηγορίες με βάση κυρίως το αίτιο που τις προκαλεί:

(1) γενικευμένη αγχώδης διαταραχή: χρόνιο αίσθημα ανησυχίας ή υπερέντασης. Το άτομο


διαρκώς αναμένει ότι θα συμβεί κάτι κακό, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια προφανής αιτία.

(2) διαταραχή άγχους αποχωρισμού: υπερβολικό άγχος που βιώνει το παιδί, όταν πρόκειται να
αποχωριστεί από τους γονείς του ή να φύγει από το σπίτι του. Το αίσθημα αυτό δεν είναι
ανάλογο με την ηλικία του. Μία από τις σημαντικότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις της
διαταραχής άγχους αποχωρισμού υποστηρίζει ότι αυτή είναι αποτέλεσμα της διαμόρφωσης
ανασφαλούς δεσμού (προσκόλλησης) ανάμεσα στο παιδί και το άτομο που το φροντίζει.

Κλινική περίπτωση

27
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Η Ιωάννα, 9 ετών, αισθάνεται υπερβολικό άγχος όταν αποχωρίζεται από τους γονείς της. Έτσι,
δυσκολεύεται παρά πολύ να παίξει στην αυλή, να επισκεφθεί το σπίτι κάποιου άλλου παιδιού ή
να παραμένει στο σπίτι της με κάποιον άλλο ενήλικα εκτός από τους γονείς της. Όταν
εξαναγκάζεται να αποχωριστεί τους γονείς της η Ιωάννα αντιδρά έντονα με κλάματα. Όταν η
μητέρα της τής ανακοινώνει ότι θα βγει από το σπίτι, η Ιωάννα απαριθμεί όλα τα φοβερά
πράγματα που μπορεί να της συμβούν. Η μητέρα με τη σειρά της θυμώνει πολύ με αποτέλεσμα η
Ιωάννα να αγχώνεται ακόμη περισσότερο. Όσο περισσότερο αγχώνεται, τόσο περισσότερο
μαλώνει με τη μητέρα της για να μη φύγει και τόσο πιο πολύ εκείνη θυμώνει. Η Ιωάννα ορισμένες
φορές απειλεί ότι θα αυτοτραυματιστεί αν εξαναγκαστεί να πάει σχολείο.

(3) ειδικές φοβίες: έντονος και υπερβολικός φόβος για αντικείμενα ή συνθήκες, οι οποίες είναι
ελάχιστα ή καθόλου επικίνδυνες. Οι φόβοι συνήθως σχετίζονται με ζώα, το ύψος ή τις
μολύνσεις.

(4) κοινωνική φοβία: ο φόβος του παιδιού ότι θα είναι το επίκεντρο της προσοχής, αντικείμενο
χλευασμού ή ταπείνωσης από τον κοινωνικό του περίγυρο.

(5) ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΨΔ) (θα συζητηθεί σε ξεχωριστή ενότητα παρακάτω)

(6) οξεία διαταραχή στρες: συμπτώματα άγχους τα οποία εκδηλώνονται μετά την έκθεση σε μία
ακραία αγχογόνο συνθήκη. Στην περίπτωση αυτή τα συμπτώματα δεν επιμένουν περισσότερο
από έναν περίπου μήνα μετά το τραυματικό γεγονός.

(7) διαταραχή μετατραυματικού στρες: επίμονες τρομακτικές σκέψεις οι οποίες κατακλύζουν το


παιδί μετά από ένα τραυματικό γεγονός.

(8) κρίση πανικού (με ή χωρίς αγοραφοβία): το άτομο βιώνει κατ’ επανάληψη αιφνίδια
συναισθήματα τρόμου, χωρίς προφανή αιτία και ανησυχεί διαρκώς για την επόμενη κρίση και
τις πιθανές συνέπειές της.

Σχολική φοβία
Συχνά στα εγχειρίδια αναπτυξιακής ψυχοπαθολογίας αναφέρεται η περίπτωση της σχολικής
φοβίας. Η σχολική φοβία εκφράζεται ως άρνηση του παιδιού να παρακολουθήσει το σχολείο ή
ως δυσκολία να παραμείνει στο σχολείο για όλη την ημέρα. Τα παιδιά που θεωρείται ότι
υποφέρουν από σχολική φοβία μπορεί να αρνούνται να πάνε σχολείο το πρωί αν και τελικά

28
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

πηγαίνουν, μπορεί να πηγαίνουν στο σχολείο αλλά αποχωρούν κατά τη διάρκεια της σχολικής
ημέρας, μπορεί να παρακολουθούν το σχολείο βιώνοντας όμως εξαιρετικό άγχος ή να μην
πηγαίνουν καθόλου σχολείο. Είναι εξίσου κοινό φαινόμενο στα δύο φύλα και εμφανίζεται
συχνότερα στις ηλικίες 5 – 6 και 10 – 11 ετών. Συχνά τα παιδιά με σχολική φοβία
παραπονούνται για πονοκεφάλους, πόνο στο λαιμό ή πόνο στο στομάχι, ενώ από τις στιγμή
που θα τους επιτραπεί να παραμείνουν σπίτι αρχίζουν να «νιώθουν καλύτερα». Άρνηση για το
σχολείο μπορεί να παρατηρηθεί προσωρινά όταν το παιδί πρωτοπάει σχολείο ή μετά από
κάποιο αγχογόνο γεγονός, όπως η αλλαγή σχολείου ή δασκάλου, ένα ατύχημα ή ο θάνατος
αγαπημένου προσώπου. Πολλά παιδιά με σχολική φοβία έχουν υψηλή νοημοσύνη άρα δεν
τίθεται θέμα επίδοσης. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους ένα παιδί μπορεί να
αρνείται να πάει σχολείο: δυσκολεύεται να αποδεχθεί τον έλεγχο κάποιων άλλων εκτός των
γονέων του, φοβάται τη σύγκριση με άγνωστα παιδιά, ανησυχεί μήπως γίνει αντικείμενο
πειραγμάτων ή κριτικής από τους δασκάλους ή τους συμμαθητές, ή φοβάται να αποχωριστεί
τους γονείς.

Παρόλο, που η ταξινόμηση του DSM-IV χρησιμοποιείται ευρύτατα για τη διάγνωση των
διαταραχών άγχους, πολλοί μελετητές διατυπώνουν την άποψη ότι παρουσιάζει σοβαρά
προβλήματα, δεδομένου ότι παραγνωρίζει φαινόμενα επιγένεσης και συννοσηρότητας.
Ειδικότερα, έχει διαπιστωθεί ότι το είδος της αγχώδους διαταραχής μπορεί να μεταβάλλεται
ανάλογα με την ηλικία. Για παράδειγμα, κατά την προσχολική ηλικία εμφανίζονται συνήθως
οι ειδικές φοβίες ή η διαταραχή άγχους αποχωρισμού, ενώ η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή
πρωτοεμφανίζεται κατά τη σχολική ηλικία και η αγοραφοβία κατά την εφηβεία. Επιπλέον, έχει
διαπιστωθεί ότι η διαταραχή άγχους αποχωρισμού αποτελεί πρώιμη εκδήλωση της
γενικευμένης αγχώδους διαταραχής. Μία άλλη σημαντική παρατήρηση αφορά στη
συννοσηρότητα ανάμεσα στις διαταραχές άγχους, όπως αυτές ορίζονται από το DSM-IV, η
οποία συνήθως είναι μεγαλύτερη του 60%. Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο
συμπέρασμα ότι ίσως τελικά η διαταραχή άγχους είναι μία αλλά μπορεί να διαφοροποιηθεί
ανάλογα με το αντικείμενο του άγχους. Για το λόγο αυτό προτείνεται η υιοθέτηση του όρου
φάσμα διαταραχών άγχους.

Η ταξινόμηση των Διαταραχών Άγχους σύμφωνα με το DSM 5


Σύμφωνα με το DSM-5 (ΑΡΑ, 2013) στην κατηγορία των Διαταραχών Άγχους εντάσσονται οι
ακόλουθες διαταραχές με βάση τη σειρά εμφάνισής τους:
- Άγχος αποχωρισμού

29
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

- Εκλεκτική Αλαλία
- Ειδικές φοβίες
- Κοινωνική Φοβία
- Διαταραχή Πανικού
- Αγοραφοβία
- Γενικευμένη Διαταραχή Άγχους
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι σχετικές μελέτες παρουσιάζουν διαφορές
ως προς τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των διαταραχών άγχους αλλά
και ως προς το δείγμα που μελετούν (κλινικό vs κοινοτικό). Ωστόσο, παρόλες τις επιμέρους
διαφορές, φαίνεται ότι οι διαταραχές άγχους που εμφανίζονται νωρίτερα είναι οι ειδικές φοβίες
και οι διαταραχή άγχους αποχωρισμού, οι οποίες αναπτυξιακά ακολουθούνται από τη
γενικευμένη διαταραχή άγχους με έναρξη περίπου στην ηλικία 8 – 10 ετών. Στην εφηβεία
συνήθως εμφανίζεται η κοινωνική φοβία, η διαταραχή πανικού και η αγοραφοβία (βλ.
Saavedra & Silverman, 2002, για επισκόπηση). Ωστόσο, παρόλες τις διαφορές στην ηλικία
έναρξης οι διαταραχές άγχους συνήθως παρουσιάζουν διάρκεια στον χρόνο και υψηλή
συννοσηρότητα. Εάν ένα παιδί διαγνωστεί με διαταραχή άγχους οποιουδήποτε τύπου, η
πιθανότητα να έχει κοινωνική φοβία είναι 46%, απλή φοβία 34% και γενικευμένη διαταραχή
άγχους 29%.

ΟΡΙΣΜΟΣ 1
Εκλεκτική αλαλία: Αγχώδης διαταραχή στην οποία το άτομο δεν μπορεί να μιλήσει σε ορισμένες
συνθήκες, παρόλο που κατέχει τη γλωσσική ικανότητα. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα
ότι δεν είναι επιλογή του ατόμου να μην μιλάει αλλά αδυναμία.

Επισήμανση

Δεδομένου ότι τα σωματικά συμπτώματα της Γενικευμένης Διαταραχής Άγχους παρουσιάζουν πολλά
κοινά στοιχεία με τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ), πολύ συχνά
πολλά παιδιά με Γενικευμένη Διαταραχή Άγχους λαμβάνουν διάγνωση ΔΕΠ-Υ ή και το αντίστροφο.
Συνεπώς, συστήνεται σε κάθε περίπτωση ο ειδικός να προβεί σε διαφορική διάγνωση, ώστε να
διαπιστωθεί η πυρηνική αιτία της ανησυχίας του παιδιού (Wilmshurst, 2017).

30
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Αιτιοπαθογένεια των διαταραχών άγχους


Σύμφωνα με τις παραδοσιακές θεωρίες οι αγχώδεις διαταραχές είναι αποτέλεσμα κλασικής
εξάρτησης ή μίμησης προτύπων. Από την άλλη πλευρά η σύγχρονη Νευροψυχολογία αναζητά
τα αίτια των διαταραχών άγχους (όπως και άλλων αναπτυξιακών διαταραχών) σε γενετικούς
και νευρολογικούς παράγοντες. Σύμφωνα με τα ευρήματα μελετών σε οικογένειες, οι αγχώδεις
διαταραχές έχουν γενετική βάση. Ειδικότερα, έχει διαπιστωθεί ότι οι συγγενείς των ατόμων με
αγχώδεις διαταραχές εκδηλώνουν ανάλογα συμπτώματα σε ποσοστό 15% σε σύγκριση με το
4% του γενικού πληθυσμού, ενώ οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι έχουν περισσότερες πιθανότητες να
εμφανίσουν τη διαταραχή σε σύγκριση με τους διζυγωτικούς διδύμους. Γενικά οι αγχώδεις
διαταραχές μπορούν να αποδοθούν σε γενετικούς παράγοντες σε ποσοστό 30 – 40%.

Στο νευροχημικό επίπεδο έχουν διαπιστωθεί μειωμένα επίπεδα του νευροδιαβιβαστή GABA –
αμινοβουτυρικό οξύ, ο οποίος μεταφέρει το μήνυμα για κατάπαυση της αντίδρασης του
οργανισμού μειώνοντας έτσι τα επίπεδα ευερεθιστότητας και άγχους. Επιπλέον, σε περιπτώσεις
ΙΨΑΔ έχουν βρεθεί μειωμένα επίπεδα του νευροδιαβιβαστή σεροτονίνη, η οποία είναι
υπεύθυνη για τη ρύθμιση της διάθεσης. Τέλος, νευροαπεικονιστικές μελέτες καταδεικνύουν
ότι τα άτομα με αγχώδεις διαταραχές παρουσιάζουν ανατομικές ανωμαλίες και δυσλειτουργίες
στην έλικα του προσαγωγίου (εσωτερική δομή του αριστερού ημισφαιρίου) καθώς και στον
προμετωπιαίο και τον κροταφικό φλοιό.

Οι Vasey και συνεργάτες (2001) παρουσιάζουν ένα μοντέλο το οποίο εξετάζει παράγοντες οι
οποίοι διαμορφώνουν το υπόβαθρο και ενισχύουν την εκδήλωση και τη διατήρηση των
διαταραχών άγχους. Σύμφωνα με τους συγκεκριμένους μελετητές υπάρχουν δύο αναπτυξιακές
οδοί που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε διαταραχές άγχους (α) η συσσώρευση παραγόντων
κινδύνου και (β) τα γεγονότα που επιταχύνουν την εκδήλωση των διαταραχών άγχους.
Συσσώρευση παραγόντων κινδύνου: Στην περίπτωση αυτή οι διαταραχές άγχους προκύπτουν
από ποικίλους παράγοντες προδιάθεσης, οι οποίοι θέτουν το παιδί σε ομάδα υψηλού κινδύνου
αλλά και από την επαναλαμβανόμενη έκθεση σε συνθήκες που προκαλούν άγχος. Ένας
σημαντικός παράγοντας προδιάθεσης είναι η συγκρατημένη ιδιοσυγκρασία η οποία
χαρακτηρίζεται από έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, τάση να ερμηνεύονται οι συνθήκες
ως απειλητικές και μειωμένο αίσθημα αυτοελέγχου. Επιπλέον, η εκδήλωση των διαταραχών
άγχους ενισχύεται από τη δυναμική της οικογένειας αλλά και από τη διαμόρφωση ανασφαλούς
δεσμού. Παράγοντες που διατηρούν τις διαταραχές άγχους είναι οι συμπεριφορές αποφυγής, η
περιορισμένη ανάπτυξη ικανοτήτων (κοινωνικών, συναισθηματικών ή ακαδημαϊκών), η

31
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

γνωστική προδιάθεση να εκλαμβάνονται τα ερεθίσματα ως απειλητικά, οι αρνητικές εμπειρίες


και οι υπερπροστατευτικοί γονείς.

Ειδικότερα, οι γονείς που είναι υπερπροστατευτικοί ενισχύουν την αποφυγή με αποτέλεσμα το


παιδί να μην αναπτύσσει τις δεξιότητες εκείνες που είναι απαραίτητες για να επιτύχει στον
κοινωνικό, τον συναισθηματικό και τον ακαδημαϊκό τομέα, αλλά αντίθετα αναπτύσσει
συναισθήματα φόβου και ανημπόριας. H εξέλιξη αυτή μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα αγχωτική
για τον γονέα καθώς οι φόβοι του παιδιού του αυξάνονται και έτσι αυτός χρειάζεται να γίνει
ακόμη πιο προστατευτικός καθώς πλέον εμπλέκεται σε έναν φαύλο κύκλο αρνητικών
αλληλεπιδράσεων.

Όμως οι Vasey συνεργάτες (2001) επισημαίνουν ότι οι παραπάνω παράγοντες δεν οδηγούν σε
όλες τις περιπτώσεις σε διαταραχές άγχους. Η επίγνωση των πέντε παραγόντων οι οποίοι
επαυξάνουν την πιθανότητα εκδήλωσης και διατήρησης των διαταραχών άγχους αποτελεί ένα
πρώτο βήμα για την τροποποίησή τους. Για παράδειγμα, η αποφυγή μπορεί να αντικατασταθεί
με την ενίσχυση της εμπλοκής σε δημιουργικές δραστηριότητες.

Γεγονότα που επιταχύνουν την εκδήλωση των διαταραχών άγχους: Στην περίπτωση αυτή οι
διαταραχές άγχους είναι αποτέλεσμα μίας μαθημένης αντίδρασης σε ένα γεγονός (π.χ.
τραυματικό γεγονός, επαναλαμβανόμενη έκθεση σε ένα γεγονός το οποίο οδηγεί σε
επαναλαμβανόμενες συνέπειες αποφυγής ή συνέπειες που δε συνδέονται άμεσα με το αρχικό
γεγονός αλλά η σύνδεσή τους προκύπτει μέσω γενίκευσης).

Ωστόσο, σύμφωνα με ένα σύγχρονο πολυπαραγοντκό μοντέλο το οποίο κερδίζει διαρκώς


έδαφος οι διαταραχές άγχους είναι αποτέλεσμα διαταραγμένης αντίληψης του ατόμου για
την αυτό-αποτελεσματκότητά του (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2012). Η ανθρώπινη
συμπεριφορά δεν επηρεάζεται μόνο από τα ερεθίσματα τα οποία δέχεται το άτομο από το
περιβάλλον αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο το άτομο ερμηνεύει τα ερεθίσματα αυτά
ανάλογα με τα κίνητρα, τις εμπειρίες και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του.
Επιπλέον, οι αντιδράσεις του ατόμου είναι ανάλογες τόσο με την ερμηνεία των ερεθισμάτων
όσο και με την αξιολόγηση του ίδιου για την ικανότητά του να αντιμετωπίσει μία κατάσταση
την οποία εκτιμά ως επικίνδυνη ή ως απειλητική. Όταν το άτομο θεωρεί ότι δεν είναι ικανό να
αντιμετωπίσει μία απαιτητική κατάσταση, βιώνει άγχος. Όμως πως διαμορφώνεται αυτή η
διαταραγμένη αντίληψη του ατόμου για τις ικανότητές του;

32
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό βασίζεται στην έννοια της επιγένεσης. Συνήθως υπάρχει ένα
πρωταρχικό πρόβλημα το οποίο έχει οργανική αιτιολογία. Στη βάση του προβλήματος αυτού
ενδέχεται στη συνέχεια να εκδηλωθούν επιπρόσθετα προβλήματα είτε σε συνάρτηση με τις
διαφορετικές απαιτήσεις κάθε αναπτυξιακού επιπέδου είτε σε συνάρτηση με τις αντιδράσεις
και τους χειρισμούς του περιβάλλοντος του παιδιού στα προβλήματα που απορρέουν από το
πρωταρχικό πρόβλημα.

Σύμφωνα με τον Bandura η εμπιστοσύνη των παιδιών στις ικανότητές τους επηρεάζεται
συνήθως αρνητικά, όταν οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος είναι τέτοιες που τα οδηγούν σε
καταστάσεις στις οποίες είναι πιθανό ότι θα αποτύχουν. Η εμπιστοσύνη οικοδομείται όταν οι
απαιτήσεις των γονέων είναι σύμφωνες με τις πραγματικές ικανότητες του παιδιού και έτσι το
παιδί οδηγείται στην επιτυχία. Με άλλα λόγια οι απαιτήσεις των γονέων προσδιορίζουν για τα
παιδιά το επίπεδο στο οποίο πρέπει να κατακτήσουν ορισμένες δεξιότητες προκειμένου οι
γονείς τους να είναι υπερήφανοι για αυτά. Στο βαθμό που τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι έχουν
κατακτήσει αυτό το επίπεδο, διαμορφώνουν ανάλογα την αίσθηση αυτό αποτελεσματικότητάς
τους. Αν οι γονείς έχουν υπερβολικές προσδοκίες, η αρνητική εικόνα την οποία ενδεχομένως
να διαμορφώσει ένα παιδί για τις ικανότητές του ενδυναμώνεται και ανάλογα με την
προσωπικότητά του το παιδί είναι πολύ πιθανό να μεγιστοποιεί στο μυαλό του τα βιώματα
αποτυχίας. Στην εδραίωση αυτής της αντίληψης συμβάλλουν συχνά και οι γονείς αντιδρώντας
με επικρίσεις, παρατηρήσεις και έκφραση απογοήτευσης. Κατά τον Bandura η αίσθηση αυτό-
αποτελεσματικότητας αναφέρεται στις πεποιθήσεις των ανθρώπων σχετικά με τις ικανότητές
τους να αποδίδουν τόσο ικανοποιητικά, ώστε να ελέγχουν τελικά οι ίδιοι σε μεγάλο βαθμό τα
γεγονότα που επηρεάζουν τη ζωή τους. Αυτού του είδους οι πεποιθήσεις καθορίζουν τα
συναισθήματα, τις σκέψεις και τη συμπεριφορά τους. Η αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητας
διαμορφώνει το είδος των υποθετικών σεναρίων τα οποία δημιουργούν οι άνθρωποι για τα
αποτελέσματα των προσπαθειών τους, δηλαδή για το κατά πόσο οι προσπάθειές τους θα
στεφθούν με επιτυχία ή θα καταλήξουν σε αποτυχία. Οι άνθρωποι με υψηλή αίσθηση αυτό-
αποτελεσματικότητας αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής ως προκλήσεις προς κατάκτηση
και όχι ως απειλές προς αποφυγή. Σε περίπτωση αποτυχίας δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια
και ανακτούν γρήγορα την εμπιστοσύνη τις ικανότητές τους. Αντιμετωπίζουν τις απειλητικές
καταστάσεις με τη βεβαιότητα ότι μπορούν να τις ελέγξουν. Αντίθετα, οι άνθρωποι που
αμφιβάλλουν για τις ικανότητές τους αποφεύγουν τις καταστάσεις που οι ίδιοι εκλαμβάνουν
ως δύσκολες γιατί τις θεωρούν απειλητικές. Σε δύσκολες περιστάσεις μέμφονται τις ελλιπείς

33
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

τους δεξιότητες, αγωνιούν για τα εμπόδια που θα συναντήσουν και προβλέπουν αποτυχία αντί
να επικεντρωθούν στην προσπάθεια να τα καταφέρουν αποτελεσματικά. Σε περίπτωση
αποτυχίας μειώνεται ακόμα περισσότερο η εμπιστοσύνη στις δυνατότητές τους και είναι
επιρρεπείς στην κατάθλιψη. Επίσης σύμφωνα με τον Bandura, η αίσθηση αυτό-
αποτελεσματικότητας ασκεί σημαντική επίδραση στο συναισθηματικό τομέα. Συγκεκριμένα,
επηρεάζει το βαθμό άγχους που ενδέχεται να βιώσουν οι άνθρωποι σε δύσκολες ή απειλητικές
καταστάσεις. Η διέγερση του άγχους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσο οι
άνθρωποι πιστεύουν ότι οι καταστάσεις στις οποίες ζουν βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους ή
εξαρτώνται από παράγοντες εκτός του ελέγχου τους. Φαίνεται λοιπόν ότι η διέγερση του
άγχους δεν εξαρτάται από τις καταστάσεις αυτές καθ’ αυτές αλλά από τον τρόπο που οι
άνθρωποι τις αντιλαμβάνονται και τις ερμηνεύουν σε σχέση με τον εαυτό τους. Οι άνθρωποι
που πιστεύουν ότι δεν μπορούν να ασκήσουν έλεγχο στις δύσκολες καταστάσεις βιώνουν
συνήθως έντονο άγχος. Επιπλέον, τείνουν να αντιλαμβάνονται τα ερεθίσματα του
περιβάλλοντος ως όλο και περισσότερο απειλητικά και επικίνδυνα για τους ίδιους.
Μεγιστοποιούν τη σοβαρότητα των πιθανών απειλών και ανησυχούν ακόμη και για πράγματα
που σπάνια συμβαίνουν. Μέσω τέτοιων δυσλειτουργικών πεποιθήσεων συχνά υιοθετούν
αποφευκτική συμπεριφορά με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η λειτουργικότητά τους και να
μειώνεται το επίπεδο των επιδόσεών τους.

Επισήμανση

Είναι άξιο λόγου το γεγονός ότι το DSM 5 ταξινομεί την εκλεκτική αλαλία στις διαταραχές άγχους αλλά
τον τραυλισμό, που παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά με την εκλεκτική αλαλία, στις Διαταραχές
Επικοινωνίας. Μία διαφορετική άποψη παρουσιάζουν οι Κάκουρος και Μανιαδάκη (2006).

ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΕ ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Μελετήστε τα χαρακτηριστικά του τραυλισμού στο σχετικό παράλληλο κείμενο.

Κείμενο Αναφοράς
«Στην περίπτωση των διαταραχών άγχους δεν είναι τα ίδια τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος που
οδηγούν οπωσδήποτε στην εκδήλωση των συμπτωμάτων τους αλλά ο τρόπος με τον οποίο το άτομο
αντιλαμβάνεται τα ερεθίσματα αυτά. Έτσι, λοιπόν, στην περίπτωση που το ίδιο το άτομο τα
αντιλαμβάνεται ως απειλητικά και νιώθει αδύναμο να τα ελέγξει, τότε τα συμπτώματα της διαταραχής
άγχους εκδηλώνονται. Ομοίως, και στην περίπτωση του τραυλισμού…..ο πυρήνας του προβλήματος

34
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

είναι η δυσλειτουργική αντίληψη του ατόμου περί της αδυναμίας του να ελέγξει τη ροή του λόγου
του, προκειμένου να μιλήσει με ευχέρεια. Αυτή η αντίληψη, μέσω της κατάρρευσης του μηχανισμού
αυτοματοποιημένης ροής της ομιλίας, οδηγεί στην εκδήλωση των συμπτωμάτων του τραυλισμού»
(Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2006 σ. 161 – 162). Για τους λόγους αυτούς οι συγγραφείς διατυπώνουν
αντίρρηση για την ταξινόμηση του DSM 5 και εκφράζουν «την εκτίμηση ότι ο τραυλισμός
διαφοροποιείται σημαντικά από τις υπόλοιπες διαταραχές του λόγου και της ομιλίας, ενώ, αντίθετα,
παρουσιάζει περσσότερες ομοιότητες…..με τις διαταραχές άγχους» (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2006 σ.
160 – 161).

Επιδημιολογία των διαταραχών άγχους


Η συχνότητα των διαταραχών άγχους κυμαίνεται από 2 – 5% και είναι σχεδόν διπλάσια στα
κορίτσια σε σύγκριση με τα αγόρια τόσο κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας όσο και κατά
τη διάρκεια της εφηβείας. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι διαφυλικές διαφορές στη
συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών άγχους μπορούν να ερμηνευθούν από γενετικούς
παράγοντες. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι τα κορίτσια αναφέρουν πιο συχνά
συμπτώματα άγχους σε σύγκριση με τα αγόρια.

Ένα σημαντικό επιδημιολογικό χαρακτηριστικό των διαταραχών άγχους είναι η δραματική


αύξηση στα ποσοστά εμφάνισης, η οποία μάλιστα δεν μπορεί να αποδοθεί σε μεταβολές στα
διαγνωστικά κριτήρια. Επιπλέον, οι αγχώδεις διαταραχές φαίνεται ότι δε σχετίζονται με
πραγματικούς εξωτερικούς κινδύνους, όπως οικονομικές κρίσεις ή πόλεμοι δεδομένου ότι τα
επίπεδα άγχους στα παιδιά ήταν χαμηλότερα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
αλλά και κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου σε σύγκριση με την εποχή μας. Αυτό σημαίνει
ότι το άγχος σχετίζεται με τον τρόπο που τα νεαρά άτομα αντιλαμβάνονται την ικανότητά τους
να ελέγξουν το περιβάλλον τους και όχι με τις πραγματικές συνθήκες του περιβάλλοντος. Ένα
σταθμισμένο εργαλείο το οποίο αξιολογεί την αίσθηση αυτό-ελέγχου είναι η Κλίμακα Rotter
που αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Πρόκειται για ένα ερωτηματολόγιο το οποίο
περιλαμβάνει 23 ζεύγη προτάσεων. Σε κάθε ζεύγος η μία πρόταση αντιπροσωπεύει την
πεποίθηση του ατόμου ότι ο εαυτός ελέγχεται από εξωγενείς παράγοντες και η άλλη την
πεποίθηση ότι ο εαυτός ελέγχεται από ενδογενείς παράγοντες π.χ. (α) ό,τι είναι να συμβεί θα
συμβεί (εξωγενής έλεγχος), (β) η πίστη στη μοίρα δε με βοηθάει να παίρνω τις σωστές αποφάσεις
για το μέλλον (ενδογενής έλεγχος).

Οι Twenge και συνεργάτες πραγματοποίησαν μία μετα-ανάλυση ερευνών από το 1960 έως το
2002 οι οποίες είχαν χρησιμοποιήσει την Κλίμακα Rotter και διαπίστωσαν δραματική αύξηση
στα ποσοστά των ατόμων που ανέφεραν εξωγενή έλεγχο, με αντίστοιχη μείωση του ποσοστού

35
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

των ατόμων που ανέφεραν ενδογενή έλεγχο. Παράλληλα παρατηρήθηκε αύξηση του ποσοστού
εμφάνισης της κατάθλιψης. Τα ευρήματα αυτά αποδόθηκαν σε μία στροφή των δυτικών κυρίως
κοινωνιών από τους ενδογενής στους εξωγενής ατομικούς στόχους. Οι ενδογενείς ατομικοί
στόχοι σχετίζονται με την αυτό-βελτίωση και την ανάδειξη αξιών, ενώ οι εξωγενείς στόχοι με
τις υλικές αμοιβές, όπως υψηλό εισόδημα, υψηλή κοινωνική θέση και ωραία εμφάνιση. Όπως
είναι αναμενόμενο το άτομο αισθάνεται λιγότερο ικανό να ελέγξει την επίτευξη των
εξωτερικών στόχων σε σύγκριση με τους εσωτερικούς στόχους, με αποτέλεσμα να βιώνει
μεγαλύτερο άγχος. Η στροφή από εσωτερικούς σε εξωτερικούς στόχους αντιπροσωπεύει μία
γενικότερη στροφή της κουλτούρας προς τον υλισμό την οποία προωθούν σε μεγάλο βαθμό τα
Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Μία άλλη αιτία του μειωμένου αισθήματος αυτό-αποτελεσματικότητας των ατόμων με άμεσο
επακόλουθο την αύξηση των συμπτωμάτων άγχους είναι ο περιορισμός του ελεύθερου
παιχνιδιού και η αύξηση των απαιτήσεων της σχολικής ζωής. Τις τελευταίες δεκαετίες οι
δυνατότητες των παιδιών για ελεύθερο παιχνίδι και εξερεύνηση, ανεξάρτητα από την άμεση
καθοδήγηση του ενήλικα, έχει μειωθεί δραματικά. Αναπτυξιακά το ελεύθερο παιχνίδι και η
εξερεύνηση είναι τα μέσα με τα οποία τα παιδιά μαθαίνουν να επιλύουν προβλήματα, να
αναπτύσσουν ενδιαφέροντα, να εξασκούν ικανότητες για την επίτευξη των στόχων τους και
τελικά να αισθάνονται ότι ελέγχουν τα ίδια τον εαυτό τους, δεδομένου ότι εξ ορισμού το
παιχνίδι είναι μία δραστηριότητα η οποία κατευθύνεται και ελέγχεται από το ίδιο το άτομο και
κατευθύνεται περισσότερο σε ενδογενείς παρά σε εξωγενείς στόχους. Συνεπώς, στερώντας από
τα παιδιά την ευκαιρία να παίξουν μόνα τους ανεξάρτητα από την άμεση εποπτεία και τον
έλεγχο του ενήλικα, περιορίζονται οι ευκαιρίες για εξάσκηση του αυτοελέγχου. Παρόλο που οι
ενήλικες θεωρούν ότι με αυτήν την πρακτική προστατεύουν τα παιδιά, ουσιαστικά περιορίζουν
την ευχαρίστησή τους, το αίσθημα αυτοελέγχου, τις δυνατότητες για την ανακάλυψη των
ενδιαφερόντων τους, αυξάνοντας αντίστοιχα τις πιθανότητες εκδήλωσης άγχους και
κατάθλιψης.

ΙΕΔΕΟΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ
τα βασικά χαρακτηριστικά της ΙΨΑΔ είναι οι επίμονες και επαναλαμβανόμενες δυσάρεστες
σκέψεις (εμμονές) και οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές μέσω των οποίων το άτομο
πιστεύει ότι θα αποφύγει ένα δυσάρεστο γεγονός (ψυχαναγκασμοί). Μολονότι η ΙΨΑΔ
ταξινομείται από το DSM-IV ως ανεξάρτητη διαταραχή, συνήθως είναι απόρροια μίας
αγχώδους διαταραχής π.χ. το άτομο φοβάται ότι θα μολυνθεί από μικρόβια και γι’ αυτό πλένει
πολλές φορές τα χέρια του. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές η ΙΨΑΔ έχει έναρξη στην

36
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

εφηβεία. Ωστόσο, είναι πλέον σαφές ότι συμπτώματα της ΙΨΑΔ μπορούν να εκδηλωθούν ήδη
από τη νηπιακή ηλικία

Τα νήπια αλλά και τα παιδιά σχολικής ηλικίας συχνά εκδηλώνουν συμπεριφορές


ιδεοψυχαναγκαστικού τύπου (π.χ. θέλουν να κοιμούνται με ένα συγκεκριμένο κουκλάκι ή να
κάνουν τις ίδιες ενέργειες πριν τον ύπνο, διευθετούν τα αντικείμενα μέχρι να είναι «εντάξει» ή
συλλέγουν και αποθηκεύουν αντικείμενα). Ωστόσο, οι συμπεριφορές αυτές δεν παρεμποδίζουν
τα παιδιά από την εκτέλεση των καθημερινών τους δραστηριοτήτων, αλλά περισσότερο
αντανακλούν την ανάγκη τους για ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον.

Όπως συζητήθηκε στην Εβδομαδιαία Συνεδρία 3, οι ιδεοψυχαναγκασμοί αποτελούν ένα από


τα κυρίαρχα συμπτώματα των ΔΑΦ. Συνεπώς, κρίνεται απαραίτητο να συζητηθούν οι κρίσιμες
διαφορές ανάμεσα στην ΙΨΑΔ και τα συμπτώματα ιδεοψυχαναγκασμού που παρατηρούνται
στις ΔΑΦ, προκειμένου για την εγκυρότερη διαφοροδιάγνωση των δύο διαταραχών. Στην
περίπτωση των ΔΑΦ το άτομο συνήθως δεν έχει επίγνωση των ψυχαναγκασμών του, σε
αντίθεση με την ΙΨΑΔ όπου οι ψυχαναγκασμοί είναι το αποτέλεσμα εμμονών. Για παράδειγμα,
ένα άτομο με αυτιστική διαταραχή μπορεί να κουνά τα χέρια του πάνω – κάτω, χωρίς να έχει
επίγνωση του τι κάνει, ενώ ένα άτομο με ΙΨΑΔ πλένει τα χέρια του ακριβώς 24 φορές την
ημέρα, για να μη μολυνθεί από μικρόβια. Επιπλέον, οι εμμονές των ατόμων με ΔΑΦ είναι
συνήθως ενδογενείς, ενώ των ατόμων με ΙΨΑΔ εξωγενείς. Για παράδειγμα, ένα άτομο με
αυτιστική διαταραχή μπορεί να βρίσκει συνεχώς τα συνώνυμα των λέξεων, ενώ ένα άτομο με
ΙΨΑΔ μπορεί να φοβάται να βγει από το σπίτι του για να μη γίνει αντικείμενο χλευασμού.
Επίσης, σε αντίθεση με τα άτομα με ΔΑΦ, τα άτομα με ΙΨΑΔ νιώθουν έντονη δυσαρέσκεια
για τη δυσλειτουργική συμπεριφορά τους. Τέλος, τα άτομα με ΔΑΦ έχουν δυσκολία στη
σύναψη διαπροσωπικών σχέσεων, ενώ τα άτομα με ΙΨΑΔ είναι ικανά να συνάψουν στενές
διαπροσωπικές σχέσεις, παρόλο που οι εμμονές και οι ψυχαναγκασμοί τους συχνά προκαλούν
προβλήματα στις σχέσεις αυτές.

Στο DSM 5 η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (ΙΨΔ) αποσπάστηκε από το κεφάλαιο των


διαταραχών άγχους και συνενώθηκε με άλλες συναφείς διαταραχές με τις οποίες συχνά
συνυπάρχουν. Ωστόσο, στο DSM 5 επισημαίνεται ότι η ΙΨΔ παρουσιάζει κοινά
χαρακτηριστικά με τις Διαταραχές Άγχους. Το βασικό χαρακτηριστικό της ΙΨΔ είναι οι
επίμονες, επαναλαμβανόμενες εμμονές και καταναγκασμοί4, οι οποίες παρεισφρέουν στη ζωή

4
Οι εμμονές είναι επίμονες σκέψεις, παρορμήσεις ή εικόνες, τις οποίες το άτομο δεν μπορεί να αποφύγει και του
προκαλούν άγχος, παρόλες τις προσπάθειες να τις αγνοήσει ή να τις εξουδετερώσει πραγματοποιώντας άλλες
δραστηριότητες ή σκέψεις. Οι καταναγκασμοί είναι άκαμπτες νοητικές (προσευχή, καταμέτρηση) ή φυσικές

37
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

του ατόμου καθημερινά για αρκετή ώρα (περισσότερο από μία) με αποτέλεσμα να
υπονομεύουν τη λειτουργικότητά του. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα άτομα έχουν επίγνωση της
παράλογης φύσης των εμμονών τους, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιούν (σε αντίθεση με τις
ψυχώσεις) ότι αυτές δεν τις επιβάλλει κάποιος εξωτερικός παράγοντας.

Τα τυπικά αναπτυσσόμενα νήπια χρησιμοποιούν τελετουργίες στο παιχνίδι τους, σκέφτονται


σχετικά με μαγείες και πιστεύουν σε προλήψεις. Ωστόσο, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές
μεταξύ των τελετουργιών που εμφανίζονται στα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά και των
εμμονών που παρατηρούνται στα παιδιά με ΙΨΔ. Ειδικότερα, οι τελετουργίες και οι προλήψεις
στα τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά κορυφώνονται στην ηλικία των 2 – 4 ετών, ενώ προοδευτικά
περιορίζονται κατά τη σχολική ηλικία και στη αρχές της εφηβείας. Ωστόσο, οι εμμονές και οι
καταναγκασμοί της ΙΨΔ γίνονται πιο συχνοί και αυξάνονται. Οι ιδεοψυχαναγκασμοί στα
παιδιά και στους νέους είναι κοινοί και σχετίζονται κυρίως με τη μόλυνση, την ασφάλεια, την
τάξη και τη συμμετρία, τη συλλογή άχρηστων αντικειμένων και την δημιουργία καταλόγων.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι παρόλο που υπάρχουν πολλές ομοιότητες στην εκδήλωση
συμπτωμάτων ΙΨΔ στα παιδιά και τους ενήλικες, τα πρότυπα συμπεριφοράς που
παρατηρούνται στα μικρότερα παιδιά, δηλαδή κάτω των 8 ετών, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι
η ΙΨΔ αποτελεί μία ξεχωριστή διαταραχή στα παιδιά, στα οποία οι καταναγκασμοί συνήθως
δε συνδυάζονται με εμμονικές σκέψεις.

Συχνότητα: Η συχνότητα εμφάνισης της ΙΨΔ μεταξύ των παιδιών και των εφήβων εκτιμάται
σε ποσοστό 2% έως 4%, ενώ τα ποσοστά φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερα όταν συμπεριληφθούν
και οι υποκλινικές περιπτώσεις. Μολονότι τα ποσοστά εμφάνισης είναι παρόμοια στους άνδρες
και τις γυναίκες, είναι υψηλότερα στους άνδρες όταν η έναρξη είναι στην παιδική ηλικία.
Επιπλέον, η έναρξη στα αγόρια παρατηρείται νωρίτερα σε σύγκριση με τα κορίτσια (6 –
15 ετών και 20 – 29 ετών αντίστοιχα).

Οι πιο συχνές εμμονές αφορούν τη μόλυνση (35% - 52%), εικόνες βίας ή επιθετικότητας
συμπεριλαμβανομένων και σκέψεων του ατόμου ότι θα βλάψει τον αυτό του ή τους άλλους
(30% - 38%), το σώμα (38%). Οι πιο συχνοί καταναγκασμοί είναι οι τελετουργίες (76%), το
πλύσιμο των χεριών (62% - 75%), τον έλεγχο (40% - 57%) και την τακτοποίηση ή την

ενέργειες (πλύσιμο χεριών, τακτοποίηση αντικειμένων) οι οποίες καθοδηγούνται από τις εμμονές. Τέτοιου είδους
ενέργειες έχουν ως στόχο να περιορίσουν το άγχος ή να αποφευχθεί κάποια δραματική συνέπεια, ενώ δε
συνδέονται με κανέναν τρόπο με τις πιθανές συνέπειες και είναι πολύ υπερβολικές.

38
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

ευθυγράμμιση αντικειμένων (35% - 62%). Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί ότι τα μικρότερα παιδιά
μπορεί να εμφανίζουν καταναγκασμούς κίνησης, όπως το περπάτημα με συγκεκριμένο τρόπο
(π.χ. κυκλικά). Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι πολλές φορές οι τελετουργίες δε γίνονται
αντιληπτές από το περιβάλλον και μπορεί να πραγματοποιούνται κρυφά. Ορισμένες φορές
φαίνεται ότι τα παιδιά με ΙΨΔ «αργοπορούν» στις εργασίες τους για το σπίτι, ενώ αυτό μπορεί
να οφείλεται στο ότι πραγματοποιούν κρυφά τους καταναγκασμούς τους. Η ανάγκη των
παιδιών να επαναλαμβάνουν τους καταναγκασμούς τους, τούς προκαλεί δυσάρεστα
συναισθήματα και πολλές φορές μπορεί να έχουν χαμηλές σχολικές επιδόσεις λόγω δυσκολίας
στη συγκέντρωση ή της τάσης τους να μην ολοκληρώνουν τις εργασίες τους, εφόσον
αποζητούν την τελειότητα.

Αιτιοπαθογένεια της ΙΨΔ


Ο κίνδυνος εμφάνισης ΙΨΔ είναι υψηλότερος αν υπάρχουν συγγενείς πρώτου βαθμού με τα
ίδια συμπτώματα ή διαταραχή Tourette. Σε οργανικό επίπεδο θεωρείται ότι η ΙΨΔ οφείλεται σε
δυσλειτουργία του σεροτονινεργικού συστήματος.

Σε επίπεδο συμπεριφοράς, διατυπώνεται η άποψη ότι οι καταναγκασμοί μπορεί να ξεκινήσουν


από μία τυχαία σύνδεση μεταξύ του καταναγκασμού και ενός γεγονότος π.χ. το πλύσιμο των
χεριών με τη μείωση του άγχους. Μέσω της σύνδεσης αυτής το άτομο κάθε φορά που βιώνει
άγχος νιώθει την ανάγκη να πλύνει τα χέρια του.

Επιπλέον, σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της ΙΨΔ διαδραματίζουν και παράγοντες που
σχετίζονται με την οικογένεια. Μελέτες του γονεϊκού στυλ και της επικοινωνίας στην
οικογένεια καταδεικνύουν ότι το 82% των παιδιών με ΙΨΔ προέρχονται από οικογένειες οι
οποίες ασκούν έντονη κριτική και εμπλέκονται στις δραστηριότητες του παιδιού, ενώ οι έφηβοι
με ΙΨΔ εκδηλώνουν λιγότερο θετικά συναισθήματα και εγγύτητα απέναντι στην οικογένειά
τους σε σύγκριση με τους τυπικά αναπτυσσόμενους εφήβους. Ακόμη, έχουν εντοπιστεί δύο
κυρίαρχοι γνωστικοί παράγοντες που σε συνδυασμό προκαλούν ΙΨΔ: (α) το συναίσθημα
ανικανότητας του ατόμου να ελέγξει παράγοντες κινδύνου και (β) το συναίσθημα του ατόμου
ότι είναι το ίδιο υπεύθυνο για αυτούς.

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΔΙΑΘΕΣΗΣ
Κατάθλιψη
Παρόλο που η παιδική κατάθλιψη περιγράφεται ήδη από τη δεκαετία του ’30, πρόσφατα
διατυπώθηκαν προβληματισμοί σχετικά με το αν είναι δυνατό τα παιδιά να βιώνουν κατάθλιψη.
Τη δεκαετία του ’60 επικράτησε η άποψη ότι η κατάθλιψη στα παιδιά εκδηλώνεται ως

39
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

παραβατική συμπεριφορά, ενώ μία δεκαετία αργότερα προτάθηκε η ιδέα ότι τα παιδιά βιώνουν
κατάθλιψη μόνο προσωρινά. Σήμερα έχει πλέον επιβεβαιωθεί ότι τα παιδιά και οι έφηβοι είναι
δυνατό να βιώσουν όλο το φάσμα των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, μολονότι διατυπώνονται
αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με το αν εκδηλώνουν τα ίδια συμπτώματα με τους ενήλικες
καθώς και σχετικά με την ταξινόμηση, την αξιολόγηση και την αντιμετώπιση της διαταραχής
στις ηλικίες αυτές.

Σύμφωνα με το DSM 5 στην ευρύτερη κατηγορία της κατάθλιψης περιλαμβάνονται οι


ακόλουθες κατηγορίες: Διασπαστική Διαταραχή Αποδιοργάνωσης της Διάθεσης, Μείζων
Καταθλιπτική Διαταραχή και Επίμονη Καταθλιπτική Διαταραχή.
Διασπαστική Διαταραχή Αποδιοργάνωσης της Διάθεσης
Τα δύο βασικά συμπτώματα της διαταραχής αυτής είναι τα σοβαρά ξεσπάσματα θυμού και η
ευερεθιστότητα. Η συχνότητα των ξεσπασμάτων πρέπει να είναι τουλάχιστον 3 φορές την
εβδομάδα, η διάρκεια για τουλάχιστον 12 μήνες χωρίς διακοπή για περισσότερο από 3 μήνες,
η έναρξη πριν τα 10 έτη με ελάχιστο όριο έναρξης τα 6 έτη και η εκδήλωση των συμπτωμάτων
σε διαφορετικά πλαίσια. Τα συγκεκριμένα κριτήρια είναι ιδιαίτερα αυστηρά, ενώ δεν υπάρχουν
ακόμη αρκετές έρευνες σχετικά με τη διαταραχή αυτή.

Στις δύο επόμενες κατηγορίες διαταραχών τα άτομα βιώνουν συναισθήματα θλίψης ή


μελαγχολίας τα οποία μπορεί να είναι πολύ ήπια ή πολύ σοβαρά. Επιπρόσθετα, ενώ σε
ορισμένες περιπτώσεις τα συναισθήματα μπορούν να συνδεθούν με συγκεκριμένα δυσάρεστα
γεγονότα, σε άλλες φαίνεται ότι δε σχετίζονται με κάποια συγκεκριμένη κατάσταση ή γεγονός.
Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή: Κύρια χαρακτηριστικά είναι μία επίμονη καταθλιπτική
διάθεση ή απώλεια της ευχαρίστησης για καθημερινές δραστηριότητες (ανηδονία). Πρόκειται
για μία οξεία κατάσταση η οποία διαρκεί τουλάχιστον 2 εβδομάδες. Στα παιδιά η καταθλιπτική
διάθεση μπορεί να εκδηλωθεί ως ευερεθιστότητα.
Επίμονη Καταθλιπτική Διαταραχή (Διαταραχή Δυσθυμίας): Πρόκειται για μία λιγότερο
έντονη μορφή κατάθλιψης, η οποία εκδηλώνεται ως μία διάχυτη καταθλιπτική διάθεση
απώλεια ενδιαφέροντος ή ανηδονία που διαρκεί τουλάχιστον για 2 χρόνια (1 για τα παιδιά)
χωρίς να υποχωρούν τα συμπτώματα για περισσότερο από 2 μήνες.

Αιτιοπαθογένεια της κατάθλιψης: Σύμφωνα με το βιολογικό μοντέλο η εκδήλωση της


κατάθλιψης επηρεάζεται από συγκεκριμένα γονίδια καθώς και από χαμηλά επίπεδα του
νευροδιαβιβαστή σεροτονίνη. Επιπλέον, το υποθαλαμικό σύστημα παραγωγής αδρεναλίνης

40
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

μπορεί να υπολειτουργεί δημιουργώντας μία ενδοκρινική ανισορροπία όταν παράγονται


υπερβολικά επίπεδα της ορμόνης κορτιζόνης ως αντίδραση σε αγχογόνες καταστάσεις,
καθιστώντας έτσι ορισμένα παιδιά πιο ευάλωτα στην κατάθλιψη.

Η γνωσιακή συμπεριφορική προσέγγιση εστιάζει στο αρνητικό τρίπτυχο έλλειψη βοήθειας –


αίσθημα απελπισίας – αίσθημα απαξίωσης του εαυτού, το οποίο διαμορφώνεται από
δυσπροσαρμοστικό τρόπο σκέψης. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει το αρνητικό
κλίμα της οικογένειας και οι αρνητικές σχέσεις με τους συνομηλίκους που είναι πιθανό να
προκαλέσουν εν τέλει καταθλιπτικά συμπτώματα σε παιδιά και εφήβους. Τέλος, ένα
μεταβατικό οικολογικό μοντέλο επιχειρεί να συνδυάσει τους διάφορους μεμονωμένους
παράγοντες.

Πορεία της διαταραχής: Τα συμπτώματα της κατάθλιψης μπορούν να εκδηλωθούν με


διάφορες μορφές ανάλογα με το είδος, την αιτία, τη σοβαρότητα αλλά και το αναπτυξιακό
επίπεδο. Σχετικές έρευνες καταδεικνύουν ότι τα πιο μικρά παιδιά εκδηλώνουν κατάθλιψη ως
αντίδραση σε ένα δυσάρεστο γεγονός, ενώ στην εφηβεία η εκδήλωση της κατάθλιψης συνήθως
αποδίδεται σε γενετικά αίτια και συνδέεται με υψηλότερα ποσοστά αποπειρών αυτοκτονίας και
αυτοκτονιών. Γενικά η εκδήλωση της διαταραχής μπορεί να επηρεαστεί από ποικίλους
παράγοντες όπως η δύσκολη ιδιοσυγκρασία, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η χαμηλή θετική
διάθεση, η μητρική κατάθλιψη, το γονεϊκό στυλ, η απόρριψη από τους συνομηλίκους, το
χαμηλό κοινωνικκο-οικονομικό επίπεδο και τα αγχογόνα γεγονότα.

Διπολική Διαταραχή
Η διπολική διαταραχή διαγιγνώσκεται εφόσον το άτομο ανταποκρίνεται στα κριτήρια μίας από
τις διαταραχές κατάθλιψης αλλά έχει εκδηλώσει και επεισόδιο μανίας. Οι έφηβοι με κατάθλιψη
και διπολική διαταραχή παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονίας. Οι αυτοκτονικές τάσεις
αυξάνονται δραματικά μετά την ηλικία των 14 ετών, ενώ έχουν επίσης αυξηθεί τα τελευταία
10 χρόνια.

Ως εκ τούτου, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διάγνωση της


διπολικής διαταραχής στα παιδιά. Τα άτομα με διπολική διαταραχή εκδηλώνουν συμπτώματα
κατάθλιψης αλλά και μανίας. Σύμφωνα με το DSM-5 (APA, 2013) ως επεισόδιο μανίας
ορίζεται μία συγκεκριμένη περίοδος που διαρκεί το λιγότερο μία εβδομάδα κατά την οποία το
άτομο βιώνει μία αφύσικα καλή διάθεση. Τα επεισόδια υπομανίας είναι λιγότερο σοβαρά σε

41
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

σχέση με τα επεισόδια μανίας, διαρκούν τουλάχιστον 4 ημέρες και συνήθως έχουν


περιορισμένη επίδραση στη λειτουργικότητα του ατόμου. Ο όρος κυκλοθυμία χρησιμοποιείται
για να περιγράψει καταστάσεις της διάθεσης οι οποίες ποικίλουν από επίμονα καταθλιπτικά
επεισόδια σε επεισόδια υπομανίας.

Σήμερα οι επιστήμονες ασχολούνται εντατικά με την εκδήλωση της διπολικής διαταραχής στα
παιδιά καθώς μάλιστα οι καταστάσεις μανίας προσομοιάζουν με άλλες διαταραχές όπως η
ΔΕΠ-Υ, οι διαταραχές διαγωγής, το άγχος και η αντίδραση σε στρεσογόνες καταστάσεις, ενώ
η φαρμακευτική αγωγή για τη ΔΕΠ-Υ μπορεί να προκαλέσει έντονα επεισόδια επιθετικότητας
σε παιδιά με συννοσηρή διπολική διαταραχή. Σύμφωνα με σχετικά ευρήματα οι εκδηλώσεις
της διαταραχής είναι πιο σοβαρές στην παιδική ηλικία σε σύγκριση με τους ενήλικες.

Η πλέον αξιόπιστη ερμηνεία της διπολικής διαταραχής προέρχεται από το βιολογικό μοντέλο
παρόλο που ο ακριβής τρόπος με τον οποίο μεταβολές στη χημεία του εγκεφάλου προκαλούν
τη συγκεκριμένη διαταραχή δεν είναι ακόμη γνωστός. Ωστόσο, σχετικά δεδομένα
καταδεικνύουν υψηλά ποσοστά κληρονομικότητας καθώς και χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης και
γλουταμίνης5 και υψηλά επίπεδα νορεπινεφρίνης στους ασθενείς με τη διαταραχή. Ως εκ
τούτου, για τη θεραπεία της διπολικής διαταραχής εκτός από ψυχοθεραπεία προτείνεται και
φαρμακευτική αγωγή. Πέραν όμως της βιολογικής προδιάθεσης παράγοντες κινδύνου αποτελεί
η ύπαρξη ενός γονέα με διπολική διαταραχή, στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας, η πρώιμη έναρξη
και αγχογόνες συνθήκες ζωής.

5
Πρωτεϊνικό αμινοξύ που μεταξύ άλλων χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας από τα
κύτταρα, μαζί με τη γλυκόζη.

42
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Σύνοψη/Ανακεφαλαίωση Αντικειμένου Συνεδρίας

Οι διαταραχές εσωτερίκευσης είναι μία ευρεία κατηγορία διαταραχών που περιλαμβάνουν


μεταξύ άλλων τις διαταραχές άγχους και την κατάθλιψη. Σε πολλές περιπτώσεις οι διαταραχές
εσωτερίκευσης (σε αντίθεση με τις διαταραχές εξωτερίκευσης) είναι δύσκολο να γίνουν
αντιληπτές από το ίδιο το άτομο ή από το οικείο περιβάλλον και να αναζητηθεί βοήθεια ειδικού.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να αποσύρεται από τον κοινωνικό περίγυρο, να
αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λειτουργικότητας και πολλές φορές να βλάπτει τον εαυτό
του, χάνοντας ακόμη και τη ζωή του. Σύμφωνα με τον παραπάνω προβληματισμό στην
παρούσα συνεδρία αναφέρθηκαν βασικά στοιχεία σχετικά με τις διαταραχές εσωτερίκευσης
και ειδικότερα τις διαταραχές άγχους, την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και την κατάθλιψη.
Επιπλέον, παρουσιάστηκε μία διαφορετική ερμηνεία για τον τραυλισμό, ο οποίος σύμφωνα με
μία σύγχρονη άποψη δεν πρέπει να θεωρείται γλωσσική διαταραχή αλλά να κατατάσσεται στις
διαταραχές άγχους.

43
ΧΡΙΣΤΙΝΑ Φ. ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ papailiou@rhodes.aegean.gr
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ

Ενδεικτική βιβλιογραφία
Καϊλα, Μ. (1996). Σχολική φοβία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2002). Ψυχοπαθολογία παιδιών και εφήβων. Αθήνα:
Τυπωθήτω.
Κάκουρος, Ε. & Μανιαδάκη, Κ. (2006). Τραυλισμός. Αθήνα: Τυπωθήτω.
Wenar, C. & Kerig , P.K. (2008). Εξελικτική ψυχοπαθολογία: Aπό τη βρεφική ηλικία στην
εφηβεία. Μτφρ/Επιμ. Δ. Μαρκουλής & Ε. Γεωργάκα. Αθήνα: Gutenberg.
Wilmshurst, L. (2009). Εξελικτική ψυχοπαθολογία: Μία αναπτυξιακή προσέγγιση. Αθήνα:
Gutenberg.

44

You might also like