You are on page 1of 2

2.

Η κατάπτωση του διαλόγου

Όταν μιλάμε για διάλογο, εννοούμε τη συζήτηση που στρέφεται γύρω από ένα θέμα και με την
οποία επιδιώκεται η διαφώτισή του. Το διάλογο οδήγησαν σε ακμή ο Πρωταγόρας, ο Σωκράτης και
άλλοι αρχαίοι φιλόσοφοι. Και σήμερα ο διάλογος δεν έχει χάσει τη σημασία του. Καλλιεργείται ευρύτατα
και έχει ως αντικείμενο ποικίλα θέματα (κοινωνικά, πολιτικά, καλλιτεχνικά, φιλοσοφικά κ.α.).
Ορισμένοι διάλογοι θεωρούνται τόσο σημαντικοί ώστε μεταδίδονται από τα ραδιοτηλεοπτικά
μέσα, για να τους παρακολουθήσει το ευρύτερο ακροατήριο. Εδώ όμως παρατηρείται ένα απογοητευτικό
φαινόμενο τις περισσότερες φορές. Οι διάλογοι αυτοί όχι μόνο δεν αναφέρονται σε αξιόλογα θέματα
αλλά είναι και χαμηλού επιπέδου, αποτελούν κατάπτωση του διαλόγου. Κυριαρχούν σ’ αυτούς ο
δογματισμός, η εριστικότητα, η τάση για υπερίσχυση ατομικών απόψεων. Δεν γίνεται εξέταση ενός
προβλήματος για ανακάλυψη των όψεων που παρουσιάζει ή για μια πολύπλευρη διαφώτισή του.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο καθένας που μετέχει σε μια συζήτηση σπάνια σκέφτεται ότι και ο
άλλος συνομιλητής μπορεί να πει σημαντικά πράγματα, που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Είναι φανερό ότι
μερικοί παίρνουν μέρος σε συζητήσεις, για να ανακοινώσουν τις πεποιθήσεις τους και όχι για να
ανταλλάξουν ιδέες ή για να εξετάσουν από την αρχή ένα θέμα. Η τάση για αυτοδικαίωση είναι αισθητή.
Οι άλλοι πρέπει να αναγνωρίζουν το ορθό της γνώμης μας, να συμφωνούν με τις απόψεις μας. Άλλοτε ο
ένας συνομιλητής διακόπτει τον άλλον. Είναι φανερή η προσπάθεια για εξασφάλιση υπεροχής. Ο κάθε
συνομιλητής της ενδιαφέρεται για την υπερίσχυση των προσωπικών του απόψεων, θέλει να βγει νικητής
από τη συζήτηση, να δείξει ότι γνωρίζει καλύτερα τα θέμα τα από τους άλλους και έτσι να αποδείξει τη
σπουδαιότητά του.
Με τέτοιου είδους διαλόγους κανένα πρόβλημα δε διαφωτίζεται. Ο ακροατής ή θεατής παρατηρεί
ότι τα συνδιαλεγόμενα πρόσωπα μένουν πιστά στις θέσεις τους και αποχωρούν από τη συζήτηση με τις
αρχικές τους ιδέες. Δεν θεωρούν αναγκαίο να αναθεωρήσουν τίποτε από τις απόψεις τους, να τις
συμπληρώσουν ή να τις τροποποιήσουν. Έρχονται στη συζήτηση για να διαφωτίσουν, όχι για ν’
ακούσουν κάτι, που θα μπορούσε να τους βοηθήσει να δουν καλύτερα ένα θέμα ή να μάθουν κάτι που
δεν ήξεραν. Αυτό που κάνει τους συζητητές να είναι δογματικοί και να μένουν αμετακίνητοι στις ιδέες
τους είναι πολλές φορές το γεγονός ότι ανήκουν σ’ ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα. Οφείλουν, λοιπόν,
να εκφράσουν τις αρχές και τα «πιστεύω» της ομάδας τους. Τα μέλη μιας ομάδας –πολιτικής και μη-
σκέφτονται συνήθως με τον ίδιο τρόπο, έχουν τις ίδιες αντιλήψεις για τα θέματα. Έχουμε εδώ ένα
συλλογικό δογματισμό. Οι απαντήσεις που δίνουν στα θέματα που τους απασχολούν είναι από πριν
γνωστές, είναι επεξεργασμένες και διατυπωμένες σε συνέδρια και σε συλλογικά όργανα. Δε χρειάζεται
πιο πέρα έρευνα για να ανακαλυφθεί κάτι καινούριο. Αυτό που χρειάζεται είναι η προσπάθεια να
πείσουμε και τους άλλους για την ορθότητα των θέσεών μας.
Σε ένα αληθινό διάλογο πρέπει να είμαστε μετριοπαθείς, ανοιχτοί και έτοιμοι να δεχτούμε τις
αντιρρήσεις των άλλων, τις ορθές παρατηρήσεις τους, να μην είμαστε άκαμπτοι και χωρίς χιούμορ. Σε
ορισμένες συζητήσεις θίγονται βέβαια πολύ σοβαρά και ζωτικής σημασίας θέματα και δε θα ήταν
επιτρεπτό να δώσουμε κάποιο ανάλαφρο και χιουμοριστικό τόνο. Αλλά και σ’ αυτές τις περιπτώσεις
πείθουν οι συζητητές εκείνοι που δείχνουν περισσότερο κριτική διάθεση παρά δογματικό πνεύμα,
εριστικότητα ή φανατισμό. Η υπερένταση και η υπερύψωση της φωνής δεν προσφέρουν απολύτως τίποτε
σε θέματα, στα οποία τον πρώτο λόγο έχει η λογική διερεύνηση, η ήρεμη και νηφάλια συζήτηση. Το
ορθό –αν είναι εφικτή η ανακάλυψή του- δεν αποδεικνύεται σαν τέτοιο με μια δυναμική προβολή του και
με φωνές. Αυτές είναι το προστάδιο μιας πραγματικής και δυναμικής σύγκρουσης, είναι μπέρδεμα του
ορθού ή της λογικής με τη δύναμη και τη βία, δηλ. με ένα εντελώς άσχετο στοιχείο. Διάλογος που
καταλήγει σε διαπληκτισμούς, δεν είναι παρά διαπληκτισμός. Όταν δεν μπορούμε να πείσουμε με τον
ορθό λόγο μεταχειριζόμαστε δυναμικά μέσα. Ακόμα και οι θρησκείες, όταν αποτυχαίνουν να πείσουν με
λογικά επιχειρήματα, υπενθυμίζουν την κόλαση και την αιώνια τιμωρία για όσους δεν πιστεύουν στα
θρησκευτικά δόγματα.
Άλλη μορφή εκφυλισμένου διαλόγου είναι η συζήτηση πάνω σ’ ένα θέμα, που γίνεται από
ανίδεους. Και τέτοιες συζητήσεις μεταδίδονται από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Όσοι παίρνουν μέρος στις
συζητήσεις αυτές εκθέτουν τις προσωπικές τους απόψεις πάνω σε ποικίλα θέματα. Για μια τέτοια
συζήτηση, δεν έχουν προετοιμαστεί ούτε έχουν διαβάσει κάτι σχετικό. Τα βιβλία και η μελέτη δε
χρειάζονται! Σημασία έχει να ανακοινωθούν οι γνώμες και οι εκτιμήσεις που βγαίνουν από προσωπικές
εμπειρίες, έστω κι αν οι εμπειρίες αυτές είναι ανεπαρκείς, πολύ περιορισμένες ή άσχημα ερμηνευμένες.
Είναι φανερή η προχειρολογία που κυριαρχεί στις συζητήσεις αυτές, η άγνοια, η αυθαιρεσία στη
διατύπωση κρίσεων, ακόμα και η έλλειψη λογικού ειρμού στη διατύπωση των προτάσεων. Έγινε ακόμα
και η ασυναρτησία μια αξία στην εποχή μας από κείνους που εγκατέλειψαν τη λογική, όχι γιατί τη
βαρέθηκαν, αλλά γιατί ποτέ δεν την έμαθαν. Η γνώμη των ειδικών και οι διαπιστώσεις της επιστήμης
περιφρονούνται.
Και ο Σωκράτης, όταν συζητούσε ένα θέμα, δεν ξεκινούσε από τις γνώμες ειδικών, είχε όμως
διαβάσει τα βιβλία όλων των φιλοσόφων και των ποιητών και γνώριζε τις ιδέες τους και αναφερόταν σ’
αυτές στην πορεία της συζήτησης. Από το άλλος μέρος σκεφτόταν για ώρες και ημέρες πάνω σε ένα θέμα
που επρόκειτο να συζητήσει με τους άλλους. Συζητούσε αλλά δεν προχειρολογούσε, ούτε φλυαρούσε
πάνω σε όλα τα θέματα.
Μια συζήτηση χωρίς αξιώσεις, στην οποία δικαιολογείται ακόμη και η προχειρολογία, είναι
εκείνη που γίνεται σε σχολικές αίθουσες. Η συζήτηση αυτή έχει μεγάλη παιδαγωγική αξία. Όλοι οι
μαθητές, αν είναι δυνατό, πρέπει να διατυπώνουν τις γνώμες τους, κι ας είναι λαθεμένες. Είναι σημαντικό
να συνειδητοποιούν οι μαθητές ότι έχουν το δικαίωμα να λένε τη γνώμη τους και να τη διατυπώνουν
άφοβα. Μια συζήτηση που γίνεται στη σχολική τάξη, δεν έχει βέβαια άλλη σημασία εκτός από την
παιδαγωγικής τους χρησιμότητα, ούτε μπορεί να γίνει υπόδειγμα για ώριμα άτομα.
Σε μια συζήτηση, που γίνεται ανάμεσα σε ώριμα άτομα, πρέπει να λέγονται ενδιαφέροντα και
αξιόλογα πράγματα. Αν ανακοινώνονται αυτοσχεδιαστικά πρόχειρες γνώμες σε δημόσιους διαλόγους,
είναι φανερό ότι χάνει κανείς τον καιρό του παρακολουθώντας τους.
Ο διάλογος είναι ανάγκη να έχει και μια αισθητική μορφή. Οι προτάσεις πρέπει να
διατυπώνονται καθαρά, ο λόγος να είναι σωστά αρθρωμένος και σαφής, ώστε να τον παρακολουθούν
άνετα και με ενδιαφέρον οι ακροατές. Οι πολλές χειρονομίες, η γρήγορη εκφορά του λόγου, το πάθος και
η συναισθηματική ένταση κάνουν το διάλογο αποκρουστικό. Δεν είναι δυνατό βέβαια ένας διάλογος να
είναι άψογος και ιδανικός όπως π.χ. ένας γραπτός πλατωνικός διάλογος. Ο προφορικός διάλογος δε
δαμάζεται, δε μπαίνει σε καλούπια, δεν τυποποιείται. Απαιτούμε όμως να είναι ενδιαφέρων και να
παρακινεί τη σκέψη μας σε πιο πέρα προβληματισμούς. Τελικά η ανύψωση του διαλόγου συμβαδίζει με
την ανύψωση της παιδείας και του ήθους. Η παιδεία εξασφαλίζει τον πλούτο της σκέψης και οξύνει την
κρίση. Το ήθος εξάλλου αποτελεί εγγύηση για την τήρηση των δημοκρατικών κανόνων σε μια συζήτηση,
για το σεβασμό του συνομιλητή και των απόψεών του, για τη διεξαγωγή ενός «πολιτισμένου» διαλόγου.
(Σ.Γκίνας, Επίκαιρα θέματα, εκδ. Σαβάλλας, Αθήνα)

You might also like