Professional Documents
Culture Documents
Θεοδώρου
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ
Με
Στοιχεία
Συμβολικής Λογικής
και
Φιλοσοφικής Λογικής
1
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ..................................................................................................................................... 1
ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ.......................................................................................................................... 1
Α. ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΕΝΝΟΙΩΝ........................................................................................................... 1
1. ΛΕΞΕΙΣ (ΟΡΟΙ) ΜΙΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, ΕΝΝΟΙΕΣ, ΣΗΜΑΣΙΕΣ Ή ΝΟΉΜΑΤΑ...................................................1
1. ΣΚΈΦΤΟΜΑΙ ΜΕ ΈΝΝΟΙΕΣ, ΜΙΛΏ Ή ΕΚΦΡΆΖΟΜΑΙ ΜΕ ΛΈΞΕΙΣ/ΌΡΟΥΣ................................................................1
2. ΟΙ ΛΈΞΕΙΣ Ή ΌΡΟΙ ΣΗΜΑΊΝΟΥΝ (MEAN) ΚΆΤΙ..............................................................................................1
3. ΟΝΌΜΑΤΑ.........................................................................................................................................2
4. ΤΑ ΟΝΌΜΑΤΑ ΟΝΟΜΆΖΟΥΝ Ή ΑΝΑΦΈΡΟΝΤΑΙ............................................................................................2
5. ΣΥΧΝΆ ΣΤΗ ΧΡΉΣΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΏΝ ΠΡΟΚΎΠΤΟΥΝ ΑΣΥΝΕΝΝΟΗΣΊΕΣ....................................................................4
6. Η ΑΝΆΓΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΙΚΉ......................................................................................................................5
2. ΠΛΑΤΟΣ ΚΑΙ ΒΑΘΟΣ Ή ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΤΑΣΗ ΕΝΝΟΙΩΝ...................................................................6
1. ΈΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΈΝΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΏΝ..........................................................................................................6
2. ΟΡΙΣΜΌΣ ΚΑΙ ΤΡΌΠΟΙ ΟΡΙΣΜΟΎ ΜΙΑΣ ΈΝΝΟΙΑΣ...........................................................................................6
α. Με ρητή καταρίθμηση της έκτασης μιας έννοιας........................................................................6
β. Με ρητή έκφραση της έντασης μιας έννοιας...............................................................................7
γ. Με χειρονομιακή κατάδειξη (δείγματος)......................................................................................7
3. ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΟΊ ΚΑΙ ΣΥΓΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΟΊ ΌΡΟΙ/ΕΚΦΡΆΣΕΙΣ.....................................................................8
3. ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΒΑΘΟΣ/ΕΝΤΑΣΗ.................................................................................9
1. ΣΧΈΣΗ ΤΑΥΤΌΤΗΤΑΣ..............................................................................................................................9
2. ΣΧΈΣΗ ΕΤΕΡΌΤΗΤΑΣ..............................................................................................................................9
3. ΣΧΈΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΉΣ ΕΤΕΡΌΤΗΤΑΣ: ΟΜΟΙΌΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΟΜΟΙΌΤΗΤΑ....................................................................9
4. ΣΧΈΣΕΙΣ ΆΚΡΑΣ ΑΝΟΜΟΙΌΤΗΤΑΣ: ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΌΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΌΤΗΤΑ........................................................10
5. ΠΑΡΑΤΉΡΗΣΗ: ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΈΝΗ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΔΙΌΡΙΣΤΗ ΆΡΝΗΣΗ....................................................................10
4. ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΟΣ/ΕΚΤΑΣΗ...................................................................................12
1. ΣΧΈΣΗ ΕΠΑΛΛΗΛΊΑΣ/ΙΣΟΔΥΝΑΜΊΑΣ (EQUIVALENCE)....................................................................................12
2. ΣΧΈΣΗ (ΥΠ)ΑΛΛΗΛΊΑΣ/ΣΥΝΑΛΛΗΛΊΑΣ (ORDINATION)...................................................................................12
2.α. Γένη και είδη...........................................................................................................................12
3. ΕΠΑΛΛΆΣΣΟΥΣΕΣ ΈΝΝΟΙΕΣ....................................................................................................................13
4. ΈΝΝΟΙΕΣ ΠΑΡΆΛΛΗΛΕΣ........................................................................................................................13
5. ΈΝΝΟΙΕΣ ΞΈΝΕΣ.................................................................................................................................13
5. Ο ΟΡΙΣΜΟΣ................................................................................................................................ 14
1. Η ΣΠΟΥΔΑΙΌΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ ΤΟΥ ΟΡΙΣΜΟΎ.....................................................................................14
2. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ (ΤΑ ΒΉΜΑΤΑ) ΑΝΑΖΉΤΗΣΗΣ ΟΡΙΣΜΟΎ...................................................................................15
2. ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΤΟΥ ΟΡΙΣΜΟΎ...................................................................................................................17
3. ΟΡΊΖΟΥΜΕ ΤΙΣ ΈΝΝΟΙΕΣ Ή ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΊΜΕΝΑ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΏΝ;.........................................................................17
4. Η ΔΥΣΚΟΛΊΑ ΣΤΟΥΣ ΟΡΙΣΜΟΎΣ...............................................................................................................18
5. ΟΙ ΛΟΓΙΚΈΣ ΠΡΟΫΠΟΘΈΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΎ ΟΡΙΣΜΟΎ......................................................................................18
α. Συντομία και σαφήνεια..............................................................................................................18
β. Προσδιορισμός του άγνωστου με το γνωστό.............................................................................18
γ. Αποφυγή της κυκλικότητας (άμεσης ή έμμεσης)........................................................................19
δ. Οριζόμενο/οριστέο και ορίζον να είναι ισεκτασιακά/ισοδύναμα (ή μάλλον ταυτεκτασιακά). . .19
6. Ο ΙΔΕΏΔΗΣ ΟΡΙΣΜΌΣ..........................................................................................................................19
7. ΣΧΈΣΗ ΈΝΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΈΚΤΑΣΗΣ ΕΝΝΟΙΏΝ...................................................................................................20
6. Η ΔΙΑΙΡΕΣΗ................................................................................................................................. 21
1. ΔΙΑΊΡΕΣΗ ΜΙΑΣ ΈΝΝΟΙΑΣ (ΓΈΝΟΥΣ) ΣΤΑ ΕΊΔΗ ΤΗΣ.......................................................................................21
2. Η ΒΆΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΊΡΕΣΗΣ........................................................................................................................22
3. ΑΠΛΈΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑΠΛΈΣ ΔΙΑΙΡΈΣΕΙΣ: ΤΑΞΙΝΌΜΗΣΗ......................................................................................23
4. ΚΑΝΌΝΕΣ ΤΗΣ ΚΑΛΉΣ ΔΙΑΊΡΕΣΗΣ............................................................................................................24
Α. Να είναι εξαντλητική..................................................................................................................24
Β. Τα μέρη της διαίρεσης πρέπει να είναι εκτασιακώς παράλληλα...............................................24
Γ. Η βάση (άποψη) της διαίρεσης να μένει σταθερή στη διαίρεση (και υποδιαίρεση)..................24
7. ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ........................................................................................................................... 25
1. ΓΕΝΙΚΌΤΑΤΕΣ ΈΝΝΟΙΕΣ........................................................................................................................25
ii
2. ΑΠΌΠΕΙΡΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΎ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΏΝ........................................................................................25
3. ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΊΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΊΑΣ.........................................................................................26
Β. ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ (ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ: ΚΡΙΣΕΩΝ)...........................................................28
1. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ................................................................................................................................. 28
1. ΠΟΛΥΛΕΚΤΙΚΈΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΚΈΣ ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΊΣΕΙΣ...........................................................................28
2. ΤΙ ΈΧΕΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΌΤΗΤΑ ΣΤΗ ΣΚΈΨΗ: Η ΈΝΝΟΙΑ Ή Η ΠΡΌΤΑΣΗ;.....................................................................28
2.α. Πρόταση: υπό ευρεία και στενή έννοια..................................................................................29
3. ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΛΟΓΙΚΆ ΕΥΣΎΝΤΑΚΤΕΣ/ΑΣΎΝΤΑΚΤΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΆ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΈΣ/ΑΓΡΑΜΜΑΤΙΚΈΣ..................................29
4. ΛΟΓΙΚΈΣ ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ: ΓΝΗΣΊΩΣ ΛΟΓΙΚΈΣ ΚΑΙ ΨΕΥΔΟ-ΛΟΓΙΚΈΣ..........................................................................30
5. ΤΑ ΓΝΩΡΊΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΝΗΣΊΩΣ ΛΟΓΙΚΏΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ.................................................................................31
6. ΤΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΆ ΜΈΡΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΉΣ ΠΡΌΤΑΣΗΣ (ΚΡΊΣΗΣ).........................................................................31
7. ΔΙΑΊΡΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ ΜΕ ΒΆΣΗ ΤΗΝ ΠΟΙΌΤΗΤΆ ΤΟΥΣ (ΚΑΤΆΦΑΣΗ/ΑΠΌΦΑΣΗ)..........................................33
8. ΔΙΑΊΡΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ/ΑΠΟΦΆΝΣΕΩΝ ΜΕ ΒΆΣΗ ΤΗ ΜΟΡΦΉ ΤΟΥΣ...........................................................34
2. ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ............................................................................................................ 36
1. ΑΠΌΦΑΝΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΉ (ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΊΩΣΗ)...........................................................................................36
2. ΔΙΑΊΡΕΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΏΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ ΚΑΤΆ ΤΟ ΠΟΣΌΝ (ΓΕΝΙΚΈΣ, ΜΕΡΙΚΈΣ, ΕΝΙΚΈΣ).....................................36
3. ΔΙΑΊΡΕΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΏΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ ΚΑΤΆ ΠΟΣΌΝ ΚΑΙ ΠΟΙΌΝ: A I E O..................................................37
4. ΓΕΝΙΚΌΤΗΤΑ ΕΠΙΜΕΡΙΣΤΙΚΉ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΉ...............................................................................................37
5. ΤΑ ΕΊΔΗ ΤΩΝ (ΤΥΠΙΚΏΝ/ΜΟΡΦΙΚΏΝ) ΛΟΓΙΚΏΝ ΣΧΈΣΕΩΝ ΜΕΤΑΞΎ ΤΩΝ ΑΝΩΤΈΡΩ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ..............................38
6. ΣΧΈΣΕΙΣ ΚΑΤΆ ΤΗΝ ΈΚΤΑΣΗ ΜΕΤΑΞΎ ΤΩΝ S ΚΑΙ P ΣΤΙΣ ΚΡΊΣΕΙΣ.......................................................................39
7. Η ΤΡΟΠΙΚΌΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΡΊΣΕΩΝ..............................................................................................................40
3. ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ............................................................................................................. 42
1. ΑΠΌΦΑΝΣΗ ΥΠΌ ΌΡΟΥΣ (Ή ΥΠΌ ΣΥΝΘΉΚΗ)..............................................................................................42
2. ΓΝΩΡΊΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΤΙΚΏΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ Ή ΥΠΟΘΕΤΙΚΏΝ ΛΌΓΩΝ.............................................................42
3. Η “ΛΟΓΙΚΉ” ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΤΙΚΏΝ ΛΌΓΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΉ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΉ ΣΚΈΨΗ.....................43
4. ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΖΕΥΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ.................................................................................45
1. ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΈΣ ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ.....................................................................................................................45
2. ΑΠΛΉ Ή ΕΓΚΛΕΙΣΤΙΚΉ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΉ ΔΙΆΖΕΥΞΗ.....................................................................................45
3. Η ΛΟΓΙΚΌΤΗΤΑ (ΛΟΓΙΚΉ ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ) ΤΗΣ ΔΙΆΖΕΥΞΗΣ..................................................................................46
4. ΣΥΖΕΥΚΤΙΚΈΣ ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ.......................................................................................................................46
5. ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΣΥΜΒΟΛΙΚΉΣ ΛΟΓΙΚΉΣ ΠΡΑΓΜΆΤΕΥΣΗΣ........................................................................................47
Α. οι αληθοπίνακες των λογικών πράξεων (αληθοσυναρτήσεων) μεταξύ προτάσεων..................47
Β. Προτασιακός λογισμός...............................................................................................................47
5. ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΛΛΩΝ ΕΙΔΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ.......................................................................................... 49
1. ΑΝΑΛΥΤΙΚΈΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΤΙΚΈΣ ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ (ΑΠΌ ΤΗΝ ΆΠΟΨΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΉΣ ΤΗΣ ΑΛΉΘΕΙΑΣ ΤΟΥΣ)........................49
Α. (A priori) αναλυτικές..................................................................................................................49
Β. (A posteriori) συνθετικές............................................................................................................51
2. ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΑΝΑΓΚΑΊΕΣ/ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΈΣ, ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΈΣ, ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΈΣ (ΑΠΌ ΤΗΝ ΆΠΟΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΠΊΣΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΛΉΘΕΙΑΣ ΤΟΥΣ)
......................................................................................................................................................... 52
3. ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΈΣ/ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΈΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΈΣ ΚΡΊΣΕΙΣ................................................................................53
Γ. ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΩΝ (ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ)...............................................55
1. ΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥΣ........................................................................................... 55
1. ΕΠΙΧΕΊΡΗΜΑ, ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΌΣ, ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΌΣ....................................................................55
2. ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΌΣ ΕΙΡΜΌΣ (ΣΥΝΕΙΡΜΌΣ) ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΌΣ ΕΙΡΜΌΣ (ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΌΣ)................................56
3. ΛΟΓΙΚΉ ΣΥΝΑΓΩΓΉ ΚΑΙ ΕΓΚΥΡΌΤΗΤΑ........................................................................................................56
4. ΕΊΔΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΆΤΩΝ/ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΏΝ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΏΝ...............................................................................57
2. ΑΜΕΣΟΙ ΚΑΙ ΕΜΜΕΣΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ........................................................................................ 58
1. Ο ΆΜΕΣΟΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ...................................................................................................................58
2. Ο ΈΜΜΕΣΟΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ................................................................................................................59
3. ΣΩΡΕΊΤΗΣ.........................................................................................................................................59
4. ΕΝΘΎΜΗΜΑ.....................................................................................................................................60
3. ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ (ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ)...................................................61
1. Ο ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΌΣ (SYLLOGISM, SYLLOGISMUS)...........................................................................................61
iii
2. ΤΑ ΣΧΉΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΎ (ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΆ ΣΧΉΜΑΤΑ).........................................................................61
3. ΟΙ ΤΡΌΠΟΙ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΎ (ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΟΊ ΤΡΌΠΟΙ)..............................................................................62
4. ΟΙ ΚΑΝΌΝΕΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΎ............................................................................................................65
5. ΤΟ ΜΥΣΤΉΡΙΟ ΜΕ ΤΟ ΣΥΧΝΆ ΠΑΡΑΤΙΘΈΜΕΝΟ ΠΑΡΆΔΕΙΓΜΑ ΈΓΚΥΡΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΎ ΜΕ ΤΟΝ ΣΩΚΡΆΤΗ..................66
4. ΟΙ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ............................................................................68
1. ΕΊΔΗ ΤΟΥ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΎ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΎ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΎ................................................................................68
2. Ο ΚΑΘΑΡΌΣ ΥΠΟΘΕΤΙΚΌΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ................................................................................................68
3. Ο ΜΙΚΤΌΣ ΥΠΟΘΕΤΙΚΌΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ..................................................................................................69
4. ΠΛΆΝΕΣ ΣΤΟΝ ΜΙΚΤΌ ΥΠΟΘΕΤΙΚΌ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌ.......................................................................................70
5. ΥΠΟΘΕΤΙΚΌΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ ΈΝΑΝΤΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΟΎ...................................................................................71
5. ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΠΑΓΩΓΙΚΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ............................................................................73
Α. ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΌΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ (DEDUCTIVE REASONING).............................................................................73
1. ΟΡΙΣΜΌΣ.........................................................................................................................................73
2. ΕΓΚΥΡΌΤΗΤΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΜΌΤΗΤΑ..............................................................................................................73
3. Η ΈΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΎ ΣΥΣΤΉΜΑΤΟΣ (ΘΕΩΡΊΑΣ)................................................................................77
Β. ΕΠΑΓΩΓΙΚΌΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ (INDUCTIVE REASONING)................................................................................77
1. ΟΡΙΣΜΌΣ.........................................................................................................................................77
2. ΑΤΕΛΉΣ ΚΑΙ ΤΈΛΕΙΑ ΕΠΑΓΩΓΉ................................................................................................................78
3. ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΑΙΌΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΠΑΓΩΓΙΚΟΎ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΎ..................................................................79
4. Ο ΑΝΑΛΟΓΙΚΌΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ.............................................................................................................79
5. Η ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΉ ΕΠΑΓΩΓΉ...................................................................................................................80
Δ. ΜΕΡΟΣ: ΠΛΑΝΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ.......................................................................................... 82
1. ΠΛΑΝΕΣ..................................................................................................................................... 82
1. ΟΡΙΣΜΌΣ.........................................................................................................................................82
2. ΠΡΟΈΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΛΆΝΗΣ: ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΟΡΦΉ...............................................................................83
3. ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ ΕΊΔΗ ΤΩΝ ΠΛΑΝΏΝ ΚΑΤΆ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΟ...........................................................................84
4. ΠΛΆΝΕΣ ΚΑΤΆ ΤΗ ΜΟΡΦΉ...................................................................................................................89
2. ΟΙ ΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ....................................................................................................................... 90
1. ΑΡΧΉ ΤΗΣ ΤΑΥΤΌΤΗΤΑΣ.......................................................................................................................90
2. Η ΑΡΧΉ ΤΗΣ ΜΗ ΑΝΤΊΦΑΣΗΣ................................................................................................................91
3. Η ΑΡΧΉ ΤΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΟΜΈΝΟΥ ΤΡΊΤΟΥ....................................................................................................91
4. Η ΑΡΧΉ ΤΟΥ ΑΠΟΧΡΏΝΤΟΣ ΛΌΓΟΥ.........................................................................................................92
Ε. ΜΕΡΟΣ....................................................................................................................................... 95
ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ.................................................................95
8. ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ........................................................................................................... 95
1. ΦΥΣΙΚΈΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΈΣ ΓΛΏΣΣΕΣ............................................................................................................95
Η ΑΝΆΔΥΣΗ ΤΗΣ ΣΎΓΧΡΟΝΗΣ ΛΟΓΙΚΉΣ........................................................................................................95
Η ΣΥΜΒΟΛΙΚΉ ΛΟΓΙΚΉ............................................................................................................................96
Ι. ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΕΚΤΑΣΙΑΚΟΎ ΛΟΓΙΣΜΟΎ (ΛΟΓΙΣΜΟΎ ΣΤΙΣ ΕΚΤΆΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΏΝ)......................................................97
1. ΤΕΛΕΣΤΈΣ.........................................................................................................................................97
ΙΙ. Η ΙΔΈΑ ΤΟΥ ΠΡΟΤΑΣΙΑΚΟΎ ΛΟΓΙΣΜΟΎ (ΑΛΗΘΟΣΥΝΑΡΤΉΣΕΙΣ)........................................................................98
1. ΑΛΗΘΟΣΥΝΑΡΤΗΣΙΑΚΈΣ ΠΡΆΞΕΙΣ ΜΕΤΑΞΎ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ................................................................................98
Γ. ΣΥΝΕΠΑΓΩΓΉ: P Q, ΔΙΑΒΆΖΟΥΜΕ: ΑΝ P ΤΌΤΕ Q....................................................................................99
ΙΙΙ. Η ιδέα του κατηγορηματικού λογισμού.........................................................................................99
iv
Α. ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΕΝΝΟΙΩΝ
1. ΛΕΞΕΙΣ (ΟΡΟΙ) ΜΙΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, ΕΝΝΟΙΕΣ, ΣΗΜΑΣΙΕΣ Ή
ΝΟΉΜΑΤΑ
Όταν χρησιμοποιώ έναν (γλωσσικό) όρο (μια λέξη), εκφράζω (κάνω ρητή)
μια έννοια (της σκέψης μου).
Αντίστροφα, με μια λέξη (στη γλώσσα) εννοώ μια έννοια (της σκέψης).
Κατ’ επέκτασιν –ή, επίσης–, μπορούμε να πούμε ότι αυτό το νόημα ή αυτή η
σημασία είναι και το νόημα ή η σημασία του όρου με τον οποίο εκφράζεται
ή λέγεται η έννοια.
1
Πιο συγκεκριμένα, αυτό δεν ισχύει για όλους τους όρους μιας γλώσσας (ή, έστω, όχι για όλους με τον ίδιο
τρόπο), αλλά κυρίως για τα ονόματα (names).
1
Λέμε, τώρα, ότι οι όροι σημαίνουν (mean) το νόημά τους ή τη σημασία τους (η οποία
είναι, έτσι, το σημαινόμενό τους), δηλαδή αυτό που νοούμε με αυτούς.2
Μόνο λίγες λέξεις ή όροι έχουν νόημα που μπορεί να “προδίδεται” από τις
ίδιες (οι πεποιημένες, π.χ., τζίτζικας, γαύγισμα, λαχάνιασμα, κ.λπ.).
3. Ονόματα
Ειδικώς ονόματα (names) λέγονται οι λέξεις ή όροι που μπορούν να πάρουν τη θέση
του συντακτικού υποκειμένου ή του κατηγορούμενου σε μια κρίση του γενικού
τύπου «Το Υ είναι Κ», π.χ., «Το μήλο είναι κόκκινο».
2
Αυτή η σχέση της λέξης ή όρου μιας γλώσσας και, κυρίως, των ονομάτων (όπως διευκρινίστηκε στην υπσ.
1) με το νόημα ή τη σημασία της (ή το νόημα ή σημασία της αντίστοιχης έννοιας) έχει αποτυπωθεί και με
την ορολογία που κάνει λόγο για, σημείωση (signification), συνυποδήλωση (connotation). «Each name
connotes that, if anything, of which it is an expression (its connotation, meaning, or sense)» (Alonzo Church, «A
Theory of the Meaning of Names», 1995).
3
Προσωπικές: εγώ εσύ, αυτός, κ.λπ. Αόριστες: κάποιος, κάτι, κανένας, κ.λπ. Δεικτικές,: αυτός, εκείνος, κ.λπ.
4
Βλ. τα παραδείγματα που ακολουθούν. Όμως όχι τα επιρρηματικά αριθμητικά, π.χ., άπαξ, δις, τετράκις,
κ.λπ.
2
4. Τα ονόματα ονομάζουν ή αναφέρονται
Τα ονόματα ονομάζουν (name) ή αναφέρονται (refer)5 σε κάποια όντα (μιλούν για
αυτά).
Από την άποψη του τρόπου της αναφοράς τους, τα ονόματα μπορεί να είναι:
ατομικά/ενικά (μονολεκτικά ή περιφραστικά) (Κώστας, Ακρόπολη, ο
Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Σούπερμαν, Σφίγγα, κ.λπ.),
γενικά (συγκεκριμένα ή αφηρημένα) (δένδρο, σπίτι, τρίγωνο, ελευθερία,
αρετή, κ.λπ.), ή
κενά (λόγω λογικών, μεταφυσικών, ή και φυσικών περιορισμών) (κυκλικό
τετράγωνο, αντιβαρυτική μηχανή, φλογιστό, κ.λπ.).
Σημείωση: Στενά μιλώντας, όταν μιλάμε για έννοιες θα υπονοούμε ότι πρόκειται για
έννοιες γενικών ονομάτων
(κατ’ εξοχήν, αυτά δεν ονομάζουν κάτι με το να είναι κολλημένα –πάνω στα
ονομαζόμενα όντα– σαν ετικέτες, αλλά τα νοούν μέσω της σημασίας ή
νοήματος ή περιεχομένου της αντίστοιχης έννοιάς τους, δηλαδή μέσω του
σημαινόμενού τους).6
5
Αυτή η σχέση της λέξης ή όρου αλλά, βασικά, του ονόματος με τα στοιχεία της πραγματικότητας έχει
αποτυπωθεί και με την ορολογία που κάνει λόγο για καταδήλωση (denotation) ή υποδήλωση (designa-
tion), ονομάτιση/ονοματισμό (nomination) ή ακόμα και αναφορά (reference). «Each name denotes that, if
anything, of which it is a name (its denotation or designation)» (Alonzo Church, «A Theory of the Meaning of
Names», 1995). Έχει διατυπωθεί, όμως, και άλλη ανάλυση. Ο Morris («Foundation of the theory of Signs»,
1938) προτείνει τα εξής. «Ένα designatum δεν είναι ένα πράγμα, αλλά ένα είδος αντικειμένων ή μια κλάση
αντικειμένων – και μια κλάση μπορεί να έχει πολλά μέλη, ή ένα μέλος ή κανένα μέλος. Τα denotata είναι τα
μέλη των κλάσεων» (Morris 1938, σελ. 83). «Έτσι, γίνεται σαφές ότι, ενώ κάθε σημείο έχει ένα designatum, δεν
έχει κάθε σημείο ένα denotatum» (ibid.). […] Η έννοια του περιεχομένου μιας αναπαράστασης μπορεί να
χρησιμοποιηθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους: μπορεί να σημαίνει είτε το αναφερόμενο της
αναπαράστασης, (εναλλακτικά, το denotatum ή designatum) είτε το νόημα της αναπαράστασης». (Στοιχεία
αντλημένα από τη διατριβή του Κ. Παγωνδιώτη Το Πρόβλημα των Νοητικών Αναπαραστάσεων, 2001).
6
Υπό όρους, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι και τα ατομικά/ενικά ονόματα έχουν νόημα (κάτι εννοούμε με
αυτά) και αναφορά (όταν υπάρχει αυτό που ονομάζουν αναφέρονται σε αυτό, π.χ., το όνομα «Σφίγγα» δεν
καταφέρνει να πραγματώσει την αξίωσή του για αναφορά, αφού δεν υπάρχει το ον Σφίγγα), ενώ και τα κενά
ονόματα έχουν μόνο νόημα αλλά όχι και αναφορά.
3
Πίνακας 1. Σχηματική απεικόνιση των όρων και των σχέσεων που είδαμε.
7
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ποτέ απόλυτη συνωνυμία αλλά μόνο σχετική ή μερική. Π.χ., όμορφη
είναι αυτή που έχει καλοσχεδιασμένη μορφή ενώ ωραία είναι αυτή που είναι φρέσκια, της ώρας. Ανάλογα
ισχύουν για όλα τα ζεύγη συνωνύμων.
4
γ. μη τετριμμένης (συνθετικής) συνωνυμίας: διαφορετικοί όροι/ονόματα
με διαφορετικές εντάσεις και ταυτόσημη έκταση
Π.χ., «Αποσπερίτης» και «Αυγερινός», «H2O» και «νερό»
Ασυνεννοησία μπορεί να προκύψει, ακόμα, και λόγω άγνοιας για το ότι στο επίπεδο
της σημασίας των ονομάτων ή της σύνταξης μιας πρότασης συμβαίνει ένα από τα
εξής φαινόμενα:8
ε. πολυσημία
λεκτική:
i) ομωνυμία, την οποία είδαμε ήδη πιο πριν / π.χ., «όργανο» (της τάξης ή μουσικό)
ii) διαφορετική γραμματική κατηγορία / π.χ., «ήσυχα» = επίρρημα ή επίθετο
συντακτική
π.χ., «ο πρόεδρος δέχτηκε τις προτάσεις με ενδιαφέρον» (δέχτηκε εκείνες τις προτάσεις που είχαν
ενδιαφέρον ή δέχτηκε με ενδιαφέρον όλες τις προτάσεις;)
σημασιολογική
π.χ., «Η ιστορία του Wittgenstein ήταν συγκινητική» (Ο Wittgenstein είναι ο αφηγητής ή το θέμα της
ιστορίας;)
ζ. ελλειπτικές προτάσεις
π.χ., «Το μπρίκι είναι [μέσα] στο ντουλάπι» (ποιο μπρίκι; το καράβι ή το σκεύος της κουζίνας;)
η. προσδιορισμός της επιτελεστικής δύναμης [operative force] σε ένα ομιλιακό ενέργημα όταν αυτή δεν
αναφέρεται ρητά
π.χ., «Εμείς οι δύο θα τα πούμε σύντομα!» (πρόκειται για υπόσχεση ή για απειλή;) / «Γιατί ο Αδάμ έφαγε
το μήλο;» (για ποιο ακριβώς πράγμα ζητάμε εξήγηση: περί του γιατί ο Αδάμ έφαγε το μήλο; Περί του γιατί
ο Αδάμ έφαγε το μήλο; Ή περί του γιατί ο Αδάμ έφαγε το μήλο;)
θ. ειρωνεία, υπερβολή και γενικότερα περιπτώσεις, όπου η σημασία, με την οποία ο ομιλητής εκφωνεί μια
πρόταση, είναι διαφορετική από την κυριολεκτική σημασία της πρότασης. Π.χ., «Σπουδαία η εργασία του
Πέτρου!» (είναι όντως σπουδαία ή πολύ κακή;), «Ιδού η πόρτα!» (μας προτρέπουν να στρέψουμε τα μάτια
μας προς την πόρτα ή μας λένε «βγες έξω!» ή «φύγε!»)
8
Οι πληροφορίες για αυτά τα φαινόμενα, καθώς και τα παραδείγματα (με μικρές αλλαγές) έχουν αντληθεί
από Παγωνδιώτης 2001.
9
Για παράδειγμα, στο κεφ. 1 του Μέρους Δ, θα συναντήσουμε τις συλλογιστικές πλάνες.
5
προβλήματα (να μας βοηθήσει να τα κατανοήσουμε) και να μας δώσει κανόνες για το
πώς μπορούμε να τα αποφεύγουμε.
10
«Τυπική» ή «μορφική», με την έννοια ότι δεν θα είναι μια θεωρία για όλα τα στοιχεία της σκέψης (έννοιες,
προτάσεις, συλλογισμοί) που συναντάμε στη σκέψη που αφορά τα αντικείμενα ή τα θέματα μιας
συγκεκριμένης επιστήμης, αλλά θα αφορά τη σκέψη γενικά, ανεξαρτήτως από την κάθε επιμέρους επιστήμη
και τις έννοιες ή τις προτάσεις και τους συλλογισμούς που συναντάμε σε αυτήν.
6
2. ΠΛΑΤΟΣ ΚΑΙ ΒΑΘΟΣ Ή ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΤΑΣΗ ΕΝΝΟΙΩΝ
Αλλιώς, μπορούμε να πούμε: έκταση μιας έννοιας είναι το σύνολο των ομοειδών
όντων που υπάγονται στην έννοια. (Αυτά τα «όντα» είναι τα μέλη της έκτασης της
έννοιας.)
δηλαδή
για τα γενικά ονόματα: το σύνολο των ομοειδών αντικειμένων,
για τα κύρια ονόματα: τα αντίστοιχα μεμονωμένα άτομα ή ονομαζόμενα
όντα, ή
για τα κενά/υποθετικά ονόματα: το κενό σύνολο (αφού δεν υπάρχουν τα
αντίστοιχα όντα).
Π ρ ό β λ η μ α 1 : α σα φ ή τ α ό ρ ι α τ ο υ π λ ή θ ο υ ς
Πότε έχουμε εξαντλήσει την έκταση;
11
Στη βιβλιογραφία γίνεται λόγος για έκταση και ένταση εννοιών ή, ισοδύναμα, έκταση και ένταση
ονομάτων. Μετά από όσα είδαμε, αυτό πρέπει να είναι κατανοητό.
7
Π.χ., Μπορεί κάποιος να επιχειρήσει να ορίσει την έννοια «δένδρο» αρχίζοντας να
καταριθμεί δένδρα. Δεν γίνεται να τα έχουμε ποτέ όλα, ώστε να ξέρουμε τι
ακριβώς εννοούμε με την έννοια (δηλ. εδώ: σε ποια όντα αναφερόμαστε με αυτήν).
Π ρ ό β λ η μ α 2 : α σα φ έ ς τ ο κ ρ ι τ ή ρ ι ο ε π ι λ ο γ ή ς ( εκ τ α σ ι α κ ή α σά φ ε ι α )
Π.χ., για την έννοια «πλοίο» – η σχεδία και το κανό είναι πλοία;
Ή «φαλακρός» – άνθρωποι με πόσες τρίχες στο κεφάλι ανήκουν ή δεν ανήκουν στην
έκτασή της;
Παρατήρηση:
ενίοτε η απλή απαγγελία (π.χ., “παπαγαλία”) ενός ρητού ορισμού δεν πείθει
για τη γνώση του απαγγέλλοντος αναφορικά με το οριζόμενο μιας έννοιας.
Χρειάζεται, τότε, η εξέταση της ικανότητάς του/της να καταδείξει αυτό που
υποτίθεται πως γνωρίζει (όσον αφορά το σε τι αναφέρεται όταν
χρησιμοποιεί την έννοια).
Π.χ., μπορεί κάποιος εκ γενετής τυφλός να εκφέρει κάλλιστα σχετικές περιγραφές για
τον όρο «κόκκινο»· να χρησιμοποιεί επιτυχώς/δόκιμα τον όρο, κ.λπ. Ωστόσο, δεν
γνωρίζει ακριβώς για ποιο πράγμα μιλάει.
8
3. Κατηγορηματικοί και συγκατηγορηματικοί όροι/εκφράσεις
Κατηγορηματικοί είναι όροι που σημαίνουν κάτι (έχουν νόημα) από μόνοι τους.
Συγκατηγορηματικοί είναι οι όροι που δεν σημαίνουν κάτι –δεν έχουν νόημα– από
μόνοι τους, αλλά αποκτούν νόημα μέσα στο πλαίσιο των
συγκείμενων/συμφραζόμενων.
Π.χ., άρθρα (ο, η, το, των, τους, κ.λπ.),
σύνδεσμοι (και, αλλά, άρα, λοιπόν, κ.λπ.),
μόρια (δεν, μη, κ.λπ.),
ποσοδεικτικές αόριστες αντωνυμίες (κανένας, κάποιοι, καθένας, μερικοί, κ.λπ.),
ποσοδεικτικά επιρρήματα (πολύ, λίγο, κ.λπ.).
9
3. ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΒΑΘΟΣ/ΕΝΤΑΣΗ
1. Σχέση ταυτότητας
Αφορά έννοιες με ταυτό/ίδιο νόημα (συμπερίληψη/συνεννόηση ίδιων γνωρισμάτων).
Π.χ., «τρικυμία» = «θαλασσοταραχή», «γενναιοφροσύνη» = «ευψυχία», «ωραία» =
«όμορφη», «πάτωμα» = «δάπεδο»
Πρόβλημα
Πλήρης ταυτότητα έντασης σημαίνει στενά τη σχέση (ταυτότητας) της
έννοιας με τον εαυτό της
Π.χ., «τρικυμία» = «τρικυμία», «πάτωμα» = «πάτωμα», κ.λπ.
2. Σχέση ετερότητας
Αφορά έννοιες με εντελώς διαφορετική ένταση (νόημα) — δηλ. έννοιες είτε σχετικά
έτερες είτε απόλυτα έτερες μεταξύ τους
Π.χ., σχετικά: «επιφάνεια» και «βάρος» (και οι δύο: ιδιότητες φυσικών σωμάτων), κ.λπ.
απόλυτα: «ψάρι» «ποδήλατο»
10
4. Σχέσεις άκρας ανομοιότητας: αντιφατικότητα και
αντιθετικότητα
Αντιφατικές: έννοιες με άκρα ανομοιότητα σε άμεση/ευθεία σύγκρουση
(μεταξύ των αντιφασκουσών εννοιών δεν χωρεί τρίτον τι)
Π.χ., «ίσος» και «άνισος», «παρουσία» και «απουσία», «έγκυος» και «όχι-έγκυος»
(Τι θα λέγατε για τις: «δίκαιος» και «άδικος», «υγεία» και «ασθένεια»;)
Παρατήρηση 1
Στις αντίθετες έννοιες έχουμε μια αντίθεση που “διαμεσολαβείται” από
ενδιάμεσες δυνατότητες.
Παρατήρηση 2
Στις αντίθετες έννοιες μπορεί και οι δύο να είναι θετικές (να έχουν θετική
σημασία). (Δείτε στα παραπάνω παραδείγματα.)
12
Μια διάκριση που δεν ανήκει στενά στην Τυπική Λογική, αλλά συνιστά μέρος αυτού που —από τον Καντ
και μετά— έχει περιγραφεί ως Υπερβατολογική Λογική.
13
Προσοχή: όχι «αμαυρός» (θολός, σκοτεινός, δυσδιάκριτος, άσχημος, μαύρος, κ.λπ.), εκ του οποίου
προκύπτει και το «αμαυρώνω» (θολώνω, ασχημίζω, κ.λπ.).
14
Δυνατότητες, ωστόσο, που δεν εντάσσονται αποκλειστικά σε μια κλίμακα διαβαθμίσεων (με “αραίωση” ή
“πύκνωση” αντίποδων ιδιοτήτων), όπως π.χ., πριν με τις αντιτιθέμενες έννοιες «άσπρο» και «μαύρο»,
μεταξύ των οποίων εννοούνται ποικίλες διαβαθμίσεις του γκρι.
11
Π.χ., απροσδιόριστη: «μαύρο» και «μη μαύρο» (διανοίγεται ένας ορίζοντας
εναλλακτικών δυνατοτήτων, π.χ., «γκρι», «μπλε», «πράσινο», «κόκκινο», κ.λπ.)·
«θνητός» και «μη θνητός» (διανοίγεται ένας ορίζοντας εναλλακτικών
δυνατοτήτων –εδώ έστω και φανταστικά– π.χ., τα “απέθαντα” «ζόμπι», κ.λπ.)
ίδιες έτερες
σχετικά απολύτως/ξένες
όμοιες ανόμοιες
αντίθετες αντιφατικές
12
4. ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΟΣ/ΕΚΤΑΣΗ
ΑΒ
(Γραφική απεικόνιση)
13
Παρατήρηση
Υπαγωγή (subsumption) (ως σχέση διακριτή από την υπαλληλία)
Είναι η σχέση μεταξύ των μελών της έκτασης μιας έννοιας και της έννοιας
αυτής (τα μέλη της έκτασης υπάγονται στην έννοια).
3. Επαλλάσσουσες έννοιες
Μερικά μόνο Α είναι Β και μερικά μόνο Β είναι Α
Π.χ., «ζώα υδρόβια» και «ζώα ωοτόκα»,
«πολίτες των ΗΠΑ» και «Ινδιάνοι (όλης της αμερικανικής ηπείρου)»
Α Β
4. Έννοιες παράλληλες
Κανένα Α δεν είναι Β και κανένα Β δεν είναι Α
(βασικά για Α και Β που συνιστούν είδη ενός –σχετικά εγγύς– κοινού γένους Γ)
Π.χ., «καρέκλα» και τραπέζι» (ως είδη του γένους «έπιπλο»),
«εφημερίδα» και «ραδιόφωνο» (ως είδη του γένους «μέσα μαζικής ενημέρωσης»)
Α Β
5. Έννοιες ξένες
Αν καμία από τις προηγούμενες σχέσεις έκτασης δεν υφίσταται μεταξύ δύο εννοιών,
τότε αυτές είναι ξένες μεταξύ τους.
Π.χ., «ψάρι» και «ποδήλατο», «ηλεκτρόνιο» και «σπανακόπιτα», κ.λπ.
14
5. Ο ΟΡΙΣΜΟΣ
Η αναζήτηση ορισμών για τις βασικές έννοιες μιας επιστήμης είναι εγχείρημα
αποφασιστικής/θεμελιακής σημασίας για αυτές (τις επιστήμες) ως διαδικασίες
αναζήτησης γνώσης.
Έτσι, μια επιστήμη μπορεί για πρώτη φορά να “δει” ορθά τα όντα και τις
διεργασίες που εμφανίζονται στην περιοχή των φαινομένων και των προβλημάτων
που αυτή θέλει να εξηγήσει — προκειμένου, ενδεχομένως, να τα προβλέπει και να
ελέγχει.
Έτσι μόνο μπορούν να επιτελέσουν οι επιστήμονες το έργο τους.
15
Παρατήρηση
Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι, σε αδρές γραμμές, η συγκρότηση
μιας επιστήμης εξαρτάται:
i. από τον αρχικό εντοπισμό ενός τύπου
φαινομένων/διεργασιών,
ii. από την αναζήτηση της ταυτότητας των όντων που
εμπλέκονται σε αυτά, και
iii. από την ανακάλυψη των ουσιωδών
ιδιοτήτων/γνωρισμάτων που περιγράφουν τη
σύσταση/κατάσταση των όντων, και
iv. την ανακάλυψη των νόμων που ορίζουν τη συμμεταβολή
των εν λόγω ιδιοτήτων (και εξηγούν την εμφάνιση και πορεία
των φαινομένων/διεργασιών).
15
Αυτή η ανασυγκρότηση του ορισμού του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο υποτίθεται ότι δίνει ως προσεχές
γένος το «ζώον». Μάλλον θα ήταν ακριβέστερο να αναγνωρίσουμε ως προσεχές γένος το «θηλαστικό». Στην
περίπτωση του ανθρώπου, σε αυτό φαίνεται να προστίθεται η ειδοποιός διαφορά «λόγον έχον». Το γιατί δεν
έγινε αυτό και το τι θα σήμαινε να το αναγνωρίσουμε δεν θα μας απασχολήσει εδώ.
16
έχει επιχειρηθεί, «(γένος:) ζώον + (ειδοποιός διαφορά:) δίπουν άπτερον» ή «ζώον
λόγον έχον» ή «το όν που η ουσία του συνίσταται στην ύπαρξή του», κ.λπ.
Ιδού (βλ. επόμενη σελ.) και ο υποδειγματικός ορισμός της «ασπαλιείας» (ψάρεμα με
καθετή) από τον Πλάτωνα (Σοφιστής, 218b-221c):
Παρατήρηση 1
Φυσικά αυτές οι απλές απόπειρες ορισμού και μεθοδολογίας ορισμού δεν
αρκούν για τον ορισμό των θεωρητικών επιστημονικών αντικειμένων των
Μαθηματικών ή της σύγχρονης Φυσικής.
Σε αυτούς εμπλέκονται θεωρητικές αφαιρέσεις και εξιδανικεύσεις πάνω στο αρχικό
προ-επιστημονικό αντικείμενο της καθημερινής εμπειρίας.
Τέτοιες υψηλές τεχνικές ορισμού των εννοιών και συγκρότησης του αντίστοιχου
επιστημονικού αντικειμένου απαιτούνται όταν, π.χ.,
(α) με βάση ένα αντικείμενο ή μια συλλογή αντικειμένων συλλαμβάνουμε την
έννοια της μονάδας ή του αριθμού ή
(β) από την παρατήρηση μιας πέτρας που πέφτει συλλαμβάνουμε την έννοια
του υλικού σώματος, κ.λπ.
Παρατήρηση 2
Ένα ερώτημα που εγείρεται (και από την Παρατήρηση 1) είναι, ασφαλώς,
ποια σχέση έχει το επιστημονικό αντικείμενο που ορίζεται με τις
διαδικασίες που σκιαγραφήθηκαν με το πραγματικό αντικείμενο.
17
Προφανώς εισάγεται μια απόσταση μεταξύ πραγματικού αντικειμένου και
επιστημονικού αντικειμένου. Κατ’ ελάχιστον, μεταβαίνουμε, π.χ., από το
πρόσωπο Σωκράτης στο είδος «άνθρωπος», από το τριγωνικό χωράφι στο
γεωμετρικό τρίγωνο, κ.λπ.
— Σκεφτείτε: τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το νόημα του
«επιστημονικώς γνωρίζειν» και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει στον
τρόπο με τον οποίο υπάρχουμε μέσα στον κόσμο και σχετιζόμαστε με
αυτόν;
18
(γ) μη εμπράγματων ιδιοτήτων, μέσω των οποίων επιχειρούμε να
μιλήσουμε για την υλική πραγματικότητα
Π.χ., «“φλογιστό” ονομάζεται η –ή σημαίνει/εννοούμε την– ουσία που αποβάλλεται κατά
την καύση σωμάτων»
«(α + β)2 = (σημαίνει ή ισούται με) α2 + 2αβγ + β2»
«“Ταχύτητα” ονομάζουμε (ή σημαίνει) τον ρυθμό μεταβολής του διανυόμενου
διαστήματος»
«“Γεωγραφικό πλάτος” ενός σημείου της επιφάνειας της Γης ονομάζεται η (ή
σημαίνει τη) γωνία που σχηματίζει η ακτίνα-σφαίρας του με το επίπεδο του
ισημερινού»,
19
(Τι σημαίνει εδώ «μεταβολή»; Το ότι τα πρόσωπα που τον αποτελούν δεν
παραμένουν τα ίδια ή μεταβολή του μεγέθους του;)
είτε στενότερος
Π.χ., «Επιπεδομετρία είναι η μελέτη των κλειστών σχημάτων που προκύπτουν από
την τομή ευθειών»
(όμως: εδώ –κακώς– δεν υπάγονται καμπυλόγραμμα σχήματα, τα οποία είναι
επίπεδα σχήματα)
6. Ο ιδεώδης ορισμός
Ο ιδεώδης ορισμός μιας έννοιας ανατρέχει στο προσεχές γένος (genus proximum)
και προσθέτει την ειδοποιό διαφορά (differentiam specificam).
Π.χ., ιδεώδης: «τετράγωνο είναι το παραλληλόγραμμο που είναι ισόπλευρο και
ισογώνιο»
Παρατήρηση
20
Στον ευρύτερο ορισμό δεν δίνουμε το προσεχές γένος (αλλά ένα
ανώτερο, στο οποίο προσθέτουμε ειδοποιό διαφορά που δεν
”κατέρχεται” στο οριστέο).
21
6. Η ΔΙΑΙΡΕΣΗ
Η διαίρεση μιας έννοιας είναι αποφασιστικό τμήμα της διαδικασίας (της πορείας
μας) για τον ορισμό μιας έννοιας.
Πρόκειται για τη μεθοδολογία που ακολουθούμε βασικά στον εντασιακό
τρόπο ορισμού μιας έννοιας.
Η ορθή διαίρεση, λοιπόν, γίνεται «κατ’ είδη», όπως έλεγε ο Πλάτων.17 (Βλ. και
Παρατήρηση 1 στην §2 που ακολουθεί.)
16
Για τη λογική διαίρεση μιας έννοιας γένους, λοιπόν, καταφεύγουμε στην ειδολογική εξέταση των μελών
της έκτασής της. Τα ειδολογικώς ομοειδή αντικείμενα μπορούμε ακολούθως να τα ορίσουμε με προσφυγή
στο προσεχές γένος τους και την προσθήκη της ειδοποιού διαφοράς.
17
«κατ᾽ εἴδη δύνασθαι διατέμνειν, κατ᾽ ἄρθρα ᾗ πέφυκεν· καὶ μὴ ἐπιχειρεῖν καταγνύναι μέρος μηδέν, κακοῦ
μαγείρου τρόπῳ χρώμενον» (Φαίδρος 265e).
22
2. Η βάση της διαίρεσης
Όπως βλέπουμε, η διαίρεση μιας έννοιας (με αναδρομή στην έκτασή της) γίνεται με
την εξέταση των μελών της έκτασής της από κάποια συγκεκριμένη άποψη (ή
ενδιαφέρον μας). Αυτήν θα τη λέμε «βάση της διαίρεσης».
Το γνώρισμα, λοιπόν, από την άποψη του οποίου γίνεται μια διαίρεση
ενός γένους λέγεται βάση της διαίρεσης (fundamentum divisionis).
Π.χ., η διαίρεση των φυσικών αριθμών σε άρτιους και περιττούς έγινε από την άποψη
του αν διαιρούνται (ή όχι) με τον 2.
Τα πολιτεύματα, πιο πάνω, διαιρέθηκαν από την άποψη του πλήθους των
προσώπων που ασκούν την εξουσία.
Μια και την αυτή έννοια (γένους) μπορούμε να τη διαιρέσουμε και πάνω σε άλλη
βάση (από άλλη άποψη άλλου ενδιαφέροντος).
Π.χ., οι φυσικοί αριθμοί διαιρούνται σε πρώτους (διαιρούνται μόνο με τη μονάδα και με
τον εαυτό τους) και σύνθετους (έχουν και άλλους διαιρέτες)
Τα πολιτεύματα διαιρούνται σε αυθαίρετα (τυραννίδες: δεν διέπονται από κανόνες
δικαίου) και σε νομοτελή (διέπονται από κανόνες δικαίου)
Παρατήρηση 1
Για να μας αποδώσει η διαίρεση της έννοιας γένους γνώση της περιοχής των
αντικειμένων που υπάγονται σε αυτήν (γνώση του γένους από την άποψη των
ειδών του), πρέπει αυτή η διαίρεση να γίνει πάνω σε ορθή βάση.
Όπως μπορούμε να δούμε και στα προηγούμενα παραδείγματα, με μια ορθή βάση
διαίρεσης, ομαδοποιούμε τα μέλη της έκτασης του γένους με τρόπο που να μας
αποφέρει “λειτουργικά” είδη, γνωστικώς εύστοχα (δηλ. όχι “τυχαία” είδη,
“συμπιλήματα”).
Αν δεν γίνει αυτό, τότε δεν έχουμε αποκτήσει ακόμα γνώση για την υπό μελέτη
περιοχή των αντικειμένων μας που υπάγονται στην έννοια γένους. Δεν μαθαίνουμε
ποιες δυνατές υποομάδες αντικειμένων την αποτελούν, και ποια ιδιότητα
(ειδοποιός διαφορά) συγκροτεί την κάθε δυνατή υποομάδα.
Π.χ., δεν αποκτούμε γνώση για τους φυσικούς αριθμούς αν ως βάση διαίρεσής τους
χρησιμοποιήσουμε το κριτήριο, π.χ., «μεγαλύτερος του 17».
Το ίδιο ισχύει αν διαιρέσουμε τα πολιτεύματα με βάση, π.χ., το αν η εξουσία
κατέχεται από γόνο πρότερου κυβερνήτη ή αν η εξουσία κατέχεται από (αρχικά
τουλάχιστον) πλούσιο ή φτωχό κυβερνήτη.
23
Διαπίστωση
Κατανοούμε ότι η εύρεση της ορθής βάσης είναι αποφασιστικής σημασίας
για την απόκτηση επιστημονικής γνώσης για την περιοχή των
αντικειμένων της έρευνάς μας μέσω της γνώσης των ειδών τους (από την
άποψη των ειδοποιών διαφορών τους).
Παρατήρηση 2
Τι διαίρεση να κάνουμε για τις έννοιες (γένους;) «θυμικά φαινόμενα»,
«συναισθήματα», «αισθήματα», «επιθυμίες», «ορέξεις», αλλά και «(το) πολιτικό»,
«εξουσία», «κοινωνικές ομάδες», «πολιτικές σχέσεις», κ.λπ.;
Έχουν γίνει για αυτά ορθές διαιρέσεις; (Ίσως όχι.)
Επίπεδο Α:
Επίπεδο Β:
Επίπεδο Γ:
24
Η διττή αυτή λογική εργασία πάνω σε μια έννοια (έκταση), δηλαδή διαίρεση κατά
κάδους εγγύτατων ειδών και επίπεδα εγγύτερων ειδών, λέγεται ταξινόμηση (και το
αποτέλεσμά της ταξινομία).
Όταν τα μέρη της διαίρεσης σε μια βάση βρίσκονται και σε κάθετη σχέση με τα
μέρη της διαίρεσης σε μια άλλη βάση (όπως εδώ: το Ι.1 με το ΙΙ.1, το Ι.2 με το ΙΙ.2, και
το Ι.3 με το ΙΙ.3: τα Ι εκπίπτουν στα ΙΙ), τότε τα μέρη αυτά λέμε ότι βρίσκονται σε
συστοιχία.
Α. Να είναι εξαντλητική
Πρέπει να διακρίνονται όλα τα μέρη (είδη) του όλου (γένος) (από την άποψη –ή
στη βάση– που διαλέξαμε).
Π.χ., η διαίρεση «τα επίπεδα τετράπλευρα διαιρούνται σε παραλληλόγραμμα και
τραπέζια» είναι ελλιπής, διότι υπάρχουν και τα τραπεζοειδή (καθόλου παράλληλες
πλευρές).
Το ίδιο ισχύει για τη διαίρεση «τα εσπεριδοειδή διαιρούνται σε πορτοκαλιές και
λεμονιές».
Γ. Η βάση (άποψη) της διαίρεσης να μένει σταθερή στη διαίρεση (και υποδιαίρεση)
Η διαίρεση πρέπει να εξετάζει τη συμπεριφορά των μελών μιας έκτασης από μια
σταθερή άποψη (βάση).
Π.χ., η διαίρεση «οι φυσικοί αριθμοί διαιρούνται σε περιττούς και πρώτους» δεν είναι
ορθή. (Αλλάζει η βάση διαίρεσης: για τους περιττούς η βάση είναι το αν
διαιρούνται με το 2 ή όχι, ενώ για τους περιττούς η βάση είναι το αν διαιρούνται
μόνο με το 1 και τον εαυτό τους)
Το ανάλογο ισχύει στη διαίρεση «τα φυτά διαιρούνται σε δένδρα και καρποφόρα
και φυλλοβόλα».
25
7. ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ
1. Γενικότατες έννοιες
Μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, με τους
κατηγορηματικούς όρους μιας γλώσσας, δηλαδή με τα ονόματα και τα ρήματα,
αναφερόμαστε σε όντα, ιδιότητες, καταστάσεις, διεργασίες, κ.λπ., της
πραγματικότητας, τα οποία υπάγονται σε πολύ γενικές έννοιες, όπως: όν,
ποιότητα, ποσότητα, χρόνο, τόπο, σχέση, ενέργεια, κατάσταση, κ.λπ.
Εξάλλου, αφού μάλλον δεν υπάρχουν γένη ανώτερα από αυτές, με την
πρόσθεση ειδοποιού διαφοράς σε ποιο προσεχές τους γένος (γένος
αμέσως υψηλότερης τάξης) θα μπορούσαμε να τις ορίσουμε;
Οι κατηγορίες είναι διαθέσιμες “ευρείες οδοί” της σκέψης στην προσπάθειά της να
γνωρίσει τα αντικείμενά της.
26
Οι κατηγορίες είναι τα γενικά “σχήματα” που ακολουθεί η σκέψη μας στην
προσπάθειά της να σχετιστεί γνωσιακά με την πραγματικότητα.
Ο Πλάτων πρώτος ονόμασε τέτοιες έννοιες (σε αυτόν: ιδέες) «κατηγορίες» και
«μέγιστα γένη» (αφού με αφετηρία αυτές προκύπτουν οι “εξειδικεύσεις” τους που
εκφράζονται ως κατηγορήματα στις κρίσεις).
Π.χ., «Το άλογο (ουσία [ον]) είναι λευκό (ποιότητα), δίπλα στο δένδρο (τόπο),
χλιμιντρίζει (ενέργεια), κ.λπ.»
Ο Αριστοτέλης ονόμασε αυτές τις έννοιες (σε αυτόν: λεγόμενα) «κατηγορίες» και
διέκρινε 10: ον (ουσία), ποσόν, ποιόν, προς τι, πού, πότε, κείσθαι, έχειν, ποιείν,
πάσχειν.
Αφιέρωσε σε αυτές ένα δοκίμιο, τις Κατηγορίες (μέρος του Οργάνου).
Ο Καντ (Kant) ονόμασε αυτές τις έννοιες (σε αυτόν: απλά έννοιες του νου)
«κατηγορίες» και διέκρινε 12 και τις ταξινόμησε σε τέσσερις ομάδες: ποσότητας
(ενότητα, πολλότητα, ολότητα), ποιότητας (πραγματικότητα, άρνηση, περιορισμός),
σχέσης ή αναφοράς (ενύπαρξη, αιτιότητα, κοινωνία), και τρόπου (δυνατότητα,
ύπαρξη, αναγκαιότητα).
Τον χώρο και τον χρόνο, ωστόσο, δεν τα θεώρησε πρωταρχικώς
κατηγορίες (δηλαδή γενικότατες έννοιες της σκέψης), αλλά μορφές της
εποπτείας μας για τα εξωτερικά και τα εσωτερικά αντικείμενα, αντίστοιχα.
Ο Χάιντεγκερ (Heidegger) ξανακάνει, μετά από αιώνες αδιεξόδων, θέμα του τις
κατηγορίες (σε αυτόν: τρόποι δόμησης της κοσμικότητας) και εστιάζει σχεδόν
αποκλειστικά σε μια από αυτές: το «ον» ως ον (δηλ. κατά το Είναι του) και αναζητά
το νόημα αυτού του «Είναι».
Προσέξτε ότι οι κατηγορίες αλλού έχουν νόημα λογικό, δηλ. αναφέρονται στη
λειτουργία του λόγου ή της σκέψης μας (και μας ενδιαφέρουν στο πλαίσιο της
Λογικής), και αλλού έχουν νόημα οντολογικό, δηλαδή αναφέρονται στον τρόπο
δόμησης της πραγματικότητας, αυτού που υπάρχει, δηλαδή του όντος).
27
Ο Χούσερλ (Husserl), δάσκαλος του Χάιντεγκερ, διέκρινε με σαφήνεια μεταξύ
κατηγοριών της σκέψης (σημασιακές κατηγορίες) και κατηγοριών του όντος
(οντολογικές κατηγορίες),18 θεωρώντας ότι υπάρχει μεταξύ τους μια συστοίχιση.
18
Για περισσότερα, μπορείτε να ανατρέξετε στο Βασιλείου, Φωτεινή και Πάνος Θεοδώρου, Εισαγωγή στη
Φαινομενολογία του Έντμουντ Χούσερλ: Η Γένεση και η Σημασία των Λογικών Ερευνών, Εκδόσεις Νήσος:
2019, κεφ. 11-12.
28
Β. ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ (ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ: ΚΡΙΣΕΩΝ)
1. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Μονολεκτικές προτάσεις
Π.χ., «Σκέφτομαι.»
«Βρέχει.»
Πολυλεκτικές προτάσεις
Π.χ., «Το μήλο είναι κόκκινο.»
«Επιτάχυνση είναι ο ρυθμός μεταβολής της ταχύτητας.»
«Νόμος είναι το δίκιο του ισχυρού.»
«Εάν επικρατήσει το δίκαιο του ισχυρού, τότε η κοινωνία καθίσταται
ζούγκλα.»
Ωστόσο, όταν αναλύαμε τις έννοιες και τα χαρακτηριστικά τους ή όταν είδαμε τι
εννοούμε ως ορισμό μιας έννοιας (ή του αντικειμένου της) ήδη χρησιμοποιούσαμε
προτάσεις.
Είναι, λοιπόν, οι προτάσεις κάτι που προϋποτίθεται για τις έννοιες; Πρέπει να έχουμε
προτάσεις για να έχουμε έννοιες (ή το αντίστροφο);
μια διαταγή:
Π.χ., «Υπερασπιστείτε την ασφάλεια της χώρας!»
μια ευχή:
Π.χ., «Ας είχαμε τελειώσει με αυτή την κρίση!»
Υπό στενή έννοια, όμως, πρόταση θα θεωρούμε μόνο την κατηγορική πρόταση ή
κατηγορική απόφανση, την οποία πλέον θα ονομάζουμε και κρίση (judgment).19
Αλλά δεν συνιστά λογική σκέψη κάθε συνδυασμός εννοιών (ούτε πρόταση κάθε
συνδυασμός λέξεων).
Για μια λογική σκέψη/πρόταση απαιτείται ο συνδυασμός εννοιών (και άλλων όρων)
να υπακούει σε κάποιους κανόνες (της σχετικής γλώσσας).
19
Γενικά, «κρίνω» σημαίνει ξεχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, δηλαδή διακρίνω. Εδώ μιλάμε ειδικά για
γλωσσική κρίση, στην οποία το ξεχώρισμα/διάκριση για κάτι, για το θέμα μας, γίνεται στο πλαίσιο της
εννοιολογικής/προτασιακής σκέψης που το αφορά.
30
Παρατήρηση 1
Εδώ η ακατανοησία είναι συντακτικής φύσης (δεν έχουν μπει σε σωστή
σειρά/διάταξη οι όροι·20 η πρόταση είναι ασύντακτη, όχι καλά
συντεταγμένη) — και α-νόητη21: δεν βγάζει νόημα· είναι χωρίς νόημα·
είναι άλογη.
Παρατήρηση 1.α
Εδώ η ακατανοησία δεν είναι συντακτικής φύσης (οι όροι είναι σε σωστή
σειρά/διάταξη· η πρόταση είναι καλώς συντεταγμένη) — αλλά ανόητη ή
παράλογη22: λέει κάτι “χαζό”· εκφράζει κάτι παράλογο.23
Παρατήρηση 1.β
Το πρόβλημα του δεύτερου παραδείγματος δεν είναι ούτε στη σύνταξη
ούτε στην –υπό στενή έννοια– γραμματική (υπάρχει συμβατότητα στα
γένη, πρόσωπα, αριθμούς, χρόνους, κ.λπ.).
20
Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με τη συγκεκριμένη σημασία των όρων που εμφανίζονται, αλλά με τη
συντακτική λειτουργία τους από την άποψη του είδους της σημασίας τους (σημασία υποκειμένου, σημασία
άρθρου, σημασία ρήματος, σημασία επιθέτου).
21
Meaningless, Sinnlos.
22
Absurd.
23
Η ντανταϊστική και σουρεαλιστική ποίηση δοκίμασε τα όρια της κατανοητότητας της γλώσσας,
χρησιμοποιώντας διατυπώσεις σαν αυτήν του παραδείγματός μας, αφήνοντας, δήθεν, το άλογο κομμάτι του
εαυτού μας να βρει δρόμο προς τη γλώσσα.
24
Με τους όρους αυτούς προσπάθησαν να πραγματευτούν το ζήτημα, αντίστοιχα, οι Βιτγκενστάιν (Wittgen-
stein) και Χούσερλ στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
31
«Τα καρότα μέσα στο ψυγείο του Κώστα είναι μπλε.»
«Η επιτάχυνση της βαρύτητας είναι 9,81 m/sec2.»
«Δεν υπάρχει (ο) μεγαλύτερος πρώτος αριθμός.»
Έτσι, καταλαβαίνουμε πως υπάρχουν και υπό ευρεία έννοια λογικές προτάσεις που
μάλλον πρέπει να χριστούν «ψευδο-λογικές» ή «οιονεί λογικές».
Π.χ., «Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα.»
«Ο Θεός είναι φιλεύσπλαχνος.»
«Η ιστορία είναι μια αιώνια επάνοδος του ιδίου.»
«Η ιστορία είναι μια ντετερμινιστική πορεία προόδου.»
«Η ιστορία είναι η ευκαιρία του ανθρώπου να λυτρωθεί από την αμαρτία.»
«Η φύση του ανθρώπου είναι ο ανταγωνισμός.»
«Η φύση του ανθρώπου είναι η αλληλεγγύη.»
25
«Μεταφυσικός» εδώ είτε με καλή είτε με κακή (μη επιστημονική) σημασία. Π.χ.,, «Ο χώρος είναι το
αντικειμενικό πλαίσιο αναφοράς» και «Η ύλη ούτε γεννάται από το μηδέν ούτε εκμηδενίζεται», μπορεί να
θεωρηθούν μεταφυσικές προτάσεις με καλή σημασία (αναγκαίες προϋποθέσεις για την επιστημονική έρευνα
και εμπειρία της πραγματικότητας, οι οποίες λαμβάνονται ως αληθείς).
32
«Το σφυρί είναι βαρύ.»
Ενίοτε μιλάμε μαζί για την copula και το κατηγορούμενο με τον όρο
«κατηγόρημα».
Τα μέρη της κρίσης δεν είναι πάντα άμεσα ορατά (αλλά θεωρείται πως, τότε, οι
κρίσεις μπορούν να ξαναγραφτούν με τρόπο που αυτά τα μέρη να γίνουν ορατά).
Π.χ., «Οι ξεροκέφαλοι δεν παίρνουν από λόγια.» «Οι ξεροκέφαλοι δεν είναι (είναι όχι-)
διατεθειμένοι να παίρνουν από λόγια.»
«Είναι δύσκολο να έρθει ο Γιώργος.» «Ο Γιώργος είναι άνθρωπος που
αντιμετωπίζει δυσκολία στο να έρθει.»
«Κυριακή κοντή γιορτή.» «Η Κυριακή είναι κοντινή γιορτή.»26
Παρατήρηση 1
Το παράδειγμα δείχνει και ότι το «=» δεν σημαίνει «είναι» με το νόημα της
copula (της κατηγόρησης μιας ιδιότητας). Λέει απλώς «ισούται με» ή
«ταυτίζεται με».
26
Δηλαδή, γιορτή που δεν αργεί πολύ να έρχεται.
33
Αυτό σημαίνει ότι οι ορισμοί δεν συνιστούν κατηγορικές προτάσεις
(κρίσεις) αλλά εκφράσεις ισοδυναμίας (ή επαλληλίας, δηλ.
ισεκτασιακότητας) οριστέου και ορίζοντος.
Παρατήρηση 2
Κατά τον Αριστοτέλη, η μορφή της κατηγορικής απόφανσης δείχνει ότι η
κρίση είναι μια διαίρεση και σύνθεση:
διαιρείται το θεματοποιούμενο ον (ουσία) σε υποκείμενο και
κατηγορούμενο (αποδιδόμενη ιδιότητα) – και ανασυντίθεται έτσι.
28
Απόφανση: εκ του αποφαίνομαι = φανερώνω κάτι με λόγια.
34
Η απόφανση με αρνητική τοποθέτηση λέγεται απόφαση («Το Υ δεν είναι Κ»)
(απόφαση: εκ του αποφάσκω = φάσκω αρνητικά = λέω «όχι»).
Παρατήρηση 1
Υπάρχει περίπτωση:
γραμματικώς καταφατική πρόταση να είναι λογικώς αποφατική,
Π.χ., «Αυτοί οι υαλοπίνακες είναι άθραυστοι» «Αυτοί οι υαλοπίνακες δεν είναι
θραύσιμοι.» / (Το ζήτημα στο οποίο τοποθετούμαστε είναι η σχέση των
υαλοπινάκων με το θραύσιμον, τη «θραυστότητα»)
Παρατήρηση 2
Κατά κανόνα θεωρείται πως δύο αρνήσεις χρησιμοποιούνται μόνο για
λόγους ρητορικούς,30 αλλά από άποψη λογική ανάγονται σε μία κατάφαση
(σε σχέση με την οποία υποτίθεται ότι δεν μεταφέρουν διαφορετικό
γνωστικό περιεχόμενο).
29
Προσοχή: «αποφαντικές» και «αποφατικές» κρίσεις δεν είναι το ίδιο πράγμα. Οι πρώτες συνιστούν μια
τοποθέτηση πάνω σε κάτι που φανερώνεται με τα λόγια (αποφαίνονται). Οι δεύτερες λένε ειδικώς «όχι»
(αποφάσκουν).
30
Π.χ., «Αγαπητοί συνάδελφοι, δεν θα ήταν ασύμφορο να συνάψουμε ένα διακρατικό δάνειο προκειμένου να
επιδοτήσουμε τις διακοπές του λαού!» (Ο πολιτικός που εκφωνεί αυτόν το λόγο δεν τολμά να πει ευθέως ότι
«είναι προς το συμφέρον» του κράτους να δανειστεί για να στείλει τους ψηφοφόρους σε “δωρεάν”
διακοπές.)
35
Θυμίζουμε, επίσης, ότι η μορφή της απόφανσης έχει να κάνει με το
“σχήμα” κατά το οποίο συνδέονται αυτά τα μέρη της ύλης.
36
2. ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη (ειδικά στη θεωρία του Αριστοτέλη), σε
αυτές τις προτάσεις κατηγορούμε (καταφατικά ή αποφατικά) μια ιδιότητα στο
υποκείμενο.
Παρατήρηση
Όπως ειπώθηκε και νωρίτερα, από τον Φρέγκε και μετά θεωρήθηκε ότι με
την κατηγορική κρίση τοποθετούμαστε ως προς το αν το αντικείμενο της
έννοιας υποκειμένου ανήκει ή δεν ανήκει στην έκταση της έννοιας του
κατηγορούμενου.
Π.χ., στην «Το μήλο είναι κόκκινο» δηλώνεται ότι το εν λόγω μήλο ανήκει στην έκταση
της έννοιας «κόκκινο» (στα κόκκινα πράγματα).
Β. (Μερικές)/Ειδικές
Π.χ., Μερικά θηλαστικά είναι θαλάσσια.32
Γ. Ενικές
Π.χ., Ο Σωκράτης είναι πολυσυζητημένος φιλόσοφος.
31
Η γενικότητα μπορεί να αφορά όντα (όλα) αλλά και τόπους (παντού) ή χρόνους (πάντα).
32
Η μερικότητα μπορεί να αφορά και το κατηγορούμενο. Π.χ., «Οι άνθρωποι είναι εν μέρει γνωστικοί».
37
3. Διαίρεση των κατηγορικών προτάσεων κατά ποσόν και
ποιόν: a i e o
Λαμβάνοντας υπόψιν τις διαφοροποιήσεις των προτάσεων κατά ποιόν και ποσόν,
μπορούμε συνδυαστικά να έχουμε προτάσεις:
33
Υπάρχουν και αναφορές που υποστηρίζουν την προέλευση των μνημοτεχνικών a i e o από τα αντίστοιχα
ελληνικά φωνήεντα (α ι ε ο) που χρησιμοποιούσε ήδη ο Αριστοτέλης (εκ των: πάς, τίς, ουδείς, ού πάς).
38
5. Τα είδη των (τυπικών/μορφικών) λογικών σχέσεων μεταξύ
των ανωτέρω προτάσεων34
Ι. Δύο προτάσεις θα λέγονται αντιφατικές (contradictory) ανν
δεν μπορούν να είναι και οι δύο αληθείς και
δεν μπορούν να είναι και οι δύο ψευδείς.
Αντιφατικότητα δίνουν οι SaP και SoP αλλά και οι SiP και SeP
Π.χ., (SaP και SoP)
«Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί»: Αληθής
«Μερικοί άνθρωποι δεν είναι θνητοί»: Ψευδής
A. Κατ’ αρχάς, οι SaP και SeP δεν μπορούν να είναι και οι δύο αληθείς.
(Αφού σε αυτές το κατηγορούμενο βεβαιώνεται ότι ισχύει ή δεν
ισχύει για όλη την έκταση της έννοιας Υποκειμένου, τότε, αν η μία
είναι αληθής, η άλλη θα είναι ψευδής.)
Π.χ., «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί»: Αληθής
«Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι θνητοί»: Ψευδής
Π.χ.-2, (με δεδομένη τη γνώση μας ότι υπάρχουν και φαλακροί άνθρωποι)
«Όλοι οι άνθρωποι είναι φαλακροί»: Ψευδής
«Όλοι (τους) οι άνθρωποι δεν είναι φαλακροί»37: Ψευδής
35
Δηλαδή, «Όλοι οι κύκνοι είναι όχι-λευκοί» ή «Δεν υπάρχει κανένας κύκνος που να είναι λευκός».
36
Η αλήθεια είναι ότι «Μερικοί κύκνοι είναι λευκοί» ή «Μερικοί κύκνοι είναι όχι-λευκοί».
37
Δηλαδή, «Όλοι οι άνθρωποι είναι όχι-φαλακροί» ή «Δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να είναι
φαλακρός».
40
Αυτό συμβαίνει όταν οι έννοιες υποκειμένου και κατηγορούμενου είναι
επάλληλες/ισοδύναμες (έχουν την ίδια έκταση): ό,τι είναι S είναι και P
και αντίστροφα.
Αναγκαιότητα:
Το S είναι αναγκαία P (= Αναγκαία το S είναι P)
Π.χ., Το τρίγωνο έχει αναγκαία άθροισμα εσωτερικών γωνιών = 180 μοίρες.
Δυνατότητα:
Το S είναι δυνατόν να είναι P (= Είναι δυνατόν το S να είναι P)
Π.χ., Τα τρίγωνα είναι δυνατόν (δύνανται/μπορούν/γίνεται) να είναι σκαληνά.
Κατά συμβεβηκός:
Το S συμβαίνει να είναι P (= Συμβαίνει το S να είναι P)
Π.χ., Ο Σωκράτης (συμβαίνει να) είναι αξύριστος.
Αδυνατότητα:
To S είναι αδύνατον να είναι P (= Είναι αδύνατον το S να είναι P).
Π.χ., Το μαύρο είναι αδύνατο (δεν γίνεται) να είναι άσπρο.
Παρατηρήσεις
Α. Η άρνηση της αναγκαιότητας μας δίνει κατά συμβεβηκός
Δεν είναι αναγκαίο να… = απλώς συμβαίνει να…
42
3. ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η ηγούμενη ή λόγος ή υπόθεση θέτει τον όρο (ή συνθήκη ή λόγο) υπό τον
οποία θα ισχύει/αληθεύει η επόμενη ή απόδοση ή ακολουθία.
Η υποθετική πρόταση δηλώνει γνωστή ισχύουσα “αιτιώδη” σχέση που συνδέει την
ηγούμενη με την επόμενη.
Αν ισχύει/αληθεύει η υπόθεση, τότε συνεπάγεται η απόδοση.
Παρατήρηση
Στα δύο πρώτα ανωτέρω παραδείγματα εκφράζεται μηχανική αιτιακή σχέση (ένα
αίτιο προκαλεί ή αιτιάζει μηχανικά ένα αποτέλεσμα), ενώ στο τρίτο λογική αιτιακή
σχέση (ένας λόγος δικαιολογεί ή αιτιάζει λογικά κάτι που ισχύει/αληθεύει).38
38
Ωστόσο, η αντίληψη περί λογικής (έλλογης σκέψης) και πραγματικότητας που υπάρχει πίσω από τη
θεωρία των υποθετικών λόγων, όπως αυτή συλλαμβάνεται πρώτα στους Στωικούς, δεν θέλει να βλέπει
διαφορά μεταξύ λογικών και μηχανικών αιτιακών σχέσεων.
43
3. Η “λογική” των υποθετικών λόγων στην πραγματική
καθημερινή και επιστημονική σκέψη
Β α σ ι κ ή π ρ ο ϋ π ό θ ε σ η γ ι α τ η ν κ α τ α νό η σ η τ η ς ε ν λ όγ ω “ λ ογ ι κ ή ς ” :
Ο αναφερόμενος λόγος (στην υπόθεση/ηγούμενη) είναι κάτι που γνωρίζουμε
καλώς ότι αιτιάζει (μηχανικά ή λογικά) αυτό που εκφράζεται στην
ακολουθία.
Γ. Αλλά, αν ο λόγος είναι ψευδής, δεν είναι λογικώς διασφαλισμένο ότι θα είναι
ψευδής και η ακολουθία.
Π.χ., μπορεί να μην βρέχει, αλλά είναι δυνατό οι δρόμοι να είναι βρεγμένοι (από άλλο
αίτιο).
Δ. Επίσης, αν η ακολουθία είναι αληθής, δεν διασφαλίζεται λογικώς αναγκαία ότι και
ο λόγος θα είναι αληθής.
Π.χ., σε περίπτωση που οι δρόμοι είναι βρεγμένοι, δεν είναι λογικώς αναγκαίο να βρέχει
(ενδέχεται να είναι βρεγμένοι από άλλο αίτιο).
Παρατήρηση
Οι κανόνες Γ και Δ ισχύουν εφόσον δεν διαθέτουμε μια γνώση που λέει ότι τα
αναφερόμενα στις ακολουθίες προκαλούνται αποκλειστικώς και μόνο από τα
αναφερόμενα στους λόγους.
Αυτό σημαίνει ότι, σε όσα είδαμε, η σύνδεση λόγου ακολουθίας δηλώνει μια
ικανή σχέση αιτίασης, αλλά όχι και αναγκαία. Δηλαδή για να αληθεύει η
ακολουθία είναι ικανός όρος να αληθεύει ο λόγος. Ωστόσο, ο λόγος δεν
συνιστά (και) αναγκαίο όρο για την ακολουθία, δηλαδή η ακολουθία
μπορεί να ισχύει και χάρη σε άλλα αίτια ή λόγους.39
39
44
βρεθούν),40 τότε έχουμε υποθετικούς λόγους ισοδύναμης (αντιστρεπτής)
συνεπαγωγής:
Αν και μόνο αν p, τότε q.
(Ή: αν p, τότε και μόνον τότε q) (Ή: ανν p, τότε q)
Συμβολικά: p ↔ q
Θεωρείται ότι τέτοιους λόγους ενδέχεται να περιέχεται και σε κάποιες πολύ ειδικές
προτάσεις της Φυσικής (στις φυσικές αρχές της).
Π.χ., Ανν σε ένα σώμα δεν ασκούνται δυνάμεις ή ασκούνται και η συνισταμένη τους
είναι μηδέν, τότε το σώμα είτε κινείται ευθύγραμμα ομαλά είτε ακινητεί.
Ελπίζεται δε ότι και σε άλλες επιστήμες, π.χ., στην Κοινωνιολογία ή στα Οικονομικά,
ίσως διαθέτουμε ή φτάσουμε να διαθέτουμε τέτοιους λόγους. Αυτό, ωστόσο, δεν
είναι επαρκώς κατοχυρωμένο.
Π.χ., Νόμος των τριών σταδίων (Κοινωνιολογία) — Κοντ (Comte): Ανν μιλάμε για την
κοινωνία των ανθρώπων, τότε αυτή αναπτύσσεται σε τρία στάδια: το
μυθικό/φανταστικό, το μεταφυσικό, και το επιστημονικό.
Νόμος της τάσης πτώσης του μέσου κέρδους (Οικονομικά) — Μαρξ (Marx): Ανν σε
μία οικονομία ο τρόπος παραγωγής είναι καπιταλιστικός, τότε μακροπρόθεσμα
μειώνεται το κοινωνικά μέσο ποσοστό κέρδους.
Νόμος της οριακής χρησιμότητας (Οικονομικά) — Μένγκερ-Μίζες (Menger-Mises) ή
πρώτος νόμος του Γκόσεν (Gossen): Ανν κάτι είναι αγαθό, τότε η οριακή
χρησιμότητα κάθε ομογενούς μονάδας του μειώνεται καθώς η διαθεσιμότητα των
μονάδων του αυξάνεται (και αντίστροφα).
40
Η ιστορία της φιλοσοφίας (μεταφυσικής), ωστόσο, είναι σημαδεμένη από σοβαρότατες διενέξεις γύρω από
το αν ή υπό ποιους όρους, σε ποιον βαθμό, κ.λπ., υπάρχει ή δεν υπάρχει η δυνατότητα τέτοιας γνώσης (για
την πραγματικότητα). Πολύ γενικά μιλώντας, η νοησιαρχία (λογοκρατία) και ο ιδεαλισμός δέχονται την
ύπαρξη τέτοιας γνώσης, ενώ η αισθησιαρχία (εμπειρισμός) και ο ρεαλισμός για την εξωτερική
πραγματικότητα δεν τη δέχεται.
45
4. ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΖΕΥΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
1. Διαζευκτικές προτάσεις
Οι διαζευκτικές προτάσεις είναι σύνθετες που αποτελούνται από δύο απλές και
μπορούν να συνδέονται με τους συνδέσμους «… ή …», «είτε … είτε …», «ή … ή …».
Π.χ., Ή στραβός είναι γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.
Ο Γιώργος ή λέει ψέματα ή δεν ξέρει τι του γίνεται.
Να ζει κανείς ή να μην ζει;41
Έξω βρέχει ή κάνει κρύο.
Α. Αποκλειστική θα λέμε τη διάζευξη στην οποία ισχύει μόνο το ένα ενδεχόμενο και
κανονικά πρέπει να την εκφράζουμε με τη μορφή «είτε … είτε …».
Π.χ., το τρίτο παράδειγμα ανήκει εδώ (παρότι η γραμματική μορφή του δεν το δηλώνει
άμεσα).
Η αποκλειστική διάζευξη είναι αληθής αν ένα μόνο (αν το πολύ ένα) από
τα δύο ενδεχόμενά της είναι αληθές.
Αντικρούεται (είναι ψευδής) δε όταν αποδειχτεί ότι και τα δύο
ενδεχόμενα είναι αληθή ή και τα δύο ψευδή.
41
Δηλαδή: Είναι καλό/σοφό να ζει κανείς ή είναι καλό/σοφό να μη ζει κανείς;
46
3. Η λογικότητα (λογική λειτουργία) της διάζευξης
Παρατηρούμε ότι η λογική λειτουργία της διάζευξης συνίσταται στο ότι εντοπίζει και
διατηρεί ενώπιόν μας δύο ενδεχόμενα απάντησης σε ένα πρόβλημα ή μια
διερώτηση και μας προετοιμάζει (ανάλογα με το είδος της) για το ότι ένα από τα
δυο (ή και τα δύο) μπορεί να γίνει αποδεκτό ως αληθές.
Παρατήρηση
Στην κλασική Λογική θεωρείται ότι σημαντικότερη διάζευξη είναι η
αποκλειστική, εφόσον με αυτήν περιορίζουμε το εύρος των ενδεχομένων
και οδηγούμαστε σε στενότερη-βεβαιότερη γνώση.
4. Συζευκτικές προτάσεις
Συζευκτικές είναι οι σύνθετες προτάσεις που προκύπτουν από τη σύζευξη δύο
απλών με τον σύνδεσμο «και».
Π.χ., Τα σπίτια σας καίγονται και εσείς τραγουδάτε.
Βρέχει και κάνει κρύο.
Για να είναι αληθής μια σύζευξη προτάσεων πρέπει να είναι και οι δύο προτάσεις
της αληθείς.
Μια σύζευξη αντικρούεται αν αποδειχτεί ότι μία τουλάχιστον από τις προτάσεις
της είναι ψευδής.
42
Η σύγχρονη Συμβολική Λογική αναπτύχθηκε με στόχο να δειχτεί ότι η Αριθμητική και κατ’ επέκτασιν τα
Μαθηματικά είναι θεμελιώσιμα στη Λογική (ότι στηρίζονται απλώς σε λογικές έννοιες και λειτουργίες).
Αυτό ήταν το πρόγραμμα του λογικισμού που το συνέλαβαν και το προώθησαν θεωρητικοί όπως ο Φρέγκε
και ο Ράσελ.
47
5. Στοιχεία συμβολικής λογικής πραγμάτευσης
p q p⊻q
Α Α Ψ
Α Ψ Α
Ψ Α Α
Ψ Ψ Ψ
p q p˅q
Α Α Α
Α Ψ Α
Ψ Α Α
Ψ Ψ Ψ
p q p˄q
Α Α Α
Α Ψ Ψ
Ψ Α Ψ
Ψ Ψ Ψ
Β. Προτασιακός λογισμός
Αποδεικνύονται οι εξής σχέσεις:
Η άρνηση μιας σύζευξης ισοδυναμεί με μία εγκλειστική διάζευξη των αρνήσεων
των όρων.
Συμβολικά: ¬ (p ˄ q) ¬p ˅ ¬q [δηλαδή: όχι-(p και q) όχι-p ή όχι-q]
48
Η άρνηση μιας αποκλειστικής διάζευξης ισοδυναμεί με τη διάζευξη μεταξύ (α)
της σύζευξης των αρνήσεων και (β) της διάζευξης των αρνήσεων όρων.
Συμβολικά: ¬ (p ⊻ q) (¬p ˄ ¬q) ˅ (¬p ˅ ¬q)
Ή, ισοδύναμα: ¬ (p ⊻ q) ¬ (p ˅ q) ˅ ¬ (p ˄ q)
49
5. ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΛΛΩΝ ΕΙΔΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ
Α. (A priori) αναλυτικές
Παραδοσιακά θεωρήθηκε πως υπάρχουν προτάσεις που η αλήθεια τους μπορεί να
κριθεί πριν (εκ των προτέρων / a priori) την προσφυγή στην εμπειρία για την
αναζήτηση σχετικών τεκμηρίων (που να κρίνουν αυτή την αλήθεια τους).
Ο Λάιμπνιτς (Leibniz) πρόβαλε την αντίρρηση ότι προτάσεις που σε έναν φαίνονται
εναργώς αληθείς σε άλλους δεν φαίνονται έτσι. Αντιπρότεινε ότι φιλοσοφικές ή a pri-
ori ή αναγκαίες είναι οι προτάσεις που αν τις αρνηθούμε προκύπτει αντίφαση.
Ο Καντ (Kant) είπε ότι με αυτό ο Χιούμ τον ξύπνησε από τον δογματικό του λήθαργο.
Πρότεινε, τότε, πως υπάρχουν δύο ειδών τέτοιες (a priori) προτάσεις:
Οι a priori αναλυτικές (αυτών η άρνηση συνιστά αντίφαση)και
Οι a priori συνθετικές (αυτών η άρνηση δεν συνιστά αντίφαση).
50
Η αλήθεια των τελευταίων (a priori αναλυτικών) κρίνεται με βάση τον έλεγχο του αν
η έννοια του κατηγορούμενου “περιέχεται” στην έννοια του υποκειμένου.43 (Και,
εννοείται, η άρνηση αυτού του αναντίρρητου γεγονότος συνιστά αντίφαση.)
Άλλοι έχουν θεωρήσει ότι το ίδιο καθεστώς έχει και η αλήθεια της πρότασης
Όλοι οι εργένηδες είναι ανύπαντροι άντρες.
Ήδη ο Καντ διευκρίνισε, βέβαια, πως αν υπάρχουν τέτοιες αληθείς προτάσεις, τότε
αυτές δεν περιέχουν γνώση για την εξωτερική πραγματικότητα (αλλά συνιστούν
τετριμμένες αλήθειες για το περιεχόμενο των αντίστοιχων εννοιών υποκειμένου ή
για την ίδια τη δομή της σκέψης που σκέφτεται αυτές τις έννοιες).
Στην ιστορία της φιλοσοφίας μετά τον Καντ έγινε απόπειρα να οριστούν οι a priori
αναλυτικές με τρόπο που να μην προϋποθέτει τη σκοτεινή ιδέα του «περιέχεσθαι σε
μια έννοια» (στην έντασή της), η οποία μάλιστα αναφέρεται και στη λογική (όχι
απλώς γραμματική) μορφή της κρίσης ως διαίρεση και σύνθεση μέσω της
μυστηριώδους copula.
Στο πλαίσιο της συμβολικής λογικής θεωρήθηκε πως αν υπάρχουν τέτοιες αληθείς
προτάσεις, η αλήθεια τους θα εξαρτάται μόνο από την ίδια τη (λογική) συντακτική
μορφή της πρότασης (όχι από το νοηματικό της περιεχόμενο):
Π.χ., Α = Α
Αν όλα τα Α είναι Β και όλα τα Β είναι Γ, τότε όλα τα Α είναι Γ.
«Έξω βρέχει ή (έξω) δεν βρέχει», η οποία ανάγεται στη λογική μορφή «Α ή όχι-Α» ή,
σύμφωνα με όσα ελέχθησαν στο προηγούμενο κεφάλαιο, «p ˅ ¬p» (η οποία είναι
43
Βλ. και πριν, Μέρος Β, κεφ. 2, §6.
51
πάντα αληθής, όπως μπορεί να δει κανείς από τον αληθοπίνακα αυτής της
συνάρτησης44)
Μετά από πολλές διαμάχες προτάθηκε από τον Κουάιν (Quine) ότι ουσιαστικά δεν
υπάρχουν προτάσεις a priori αναλυτικές (των οποίων η αλήθεια να μπορεί να
κρίνεται ανεξάρτητα από την εμπειρία).
Για τον ίδιο, δε, αλλά και για όλη τη σύγχρονη αγγλο-αμερικάνικη, δηλ. την
αναλυτική φιλοσοφία, πολλώ μάλλον δεν υπάρχουν a priori συνθετικές.45
Το ίδιο και οι αρχές της Κλασικής Φυσικής (π.χ., η αρχή της αδράνειας),
κ.λπ.46
Β. (A posteriori) συνθετικές
(A posteriori) συνθετικές είναι οι προτάσεις των οποίων η αλήθεια κρίνεται μετά (εκ
των υστέρων / a posteriori) την προσφυγή στα σχετικά εποπτικά/εμπειρικά τεκμήρια.
Όταν διαπιστώσουμε ότι μια ιδιότητα ή ένα χαρακτηριστικό όντως απαντάται στο
εξεταζόμενο αντικείμενο, τότε την έννοια της ιδιότητας την
κατηγορούμε/επισυνάπτουμε-στην ή τη συνθέτουμε-με-την έννοια του υποκειμένου
(στην οποία υπάγεται το εξεταζόμενο αντικείμενο).
Π.χ., Όλα τα σώματα που αφήνονται να κινηθούν ελεύθερα από κάποιο ύψος πέφτουν
κατακόρυφα προς την επιφάνεια της Γης.
Η επιτάχυνση του πεδίου βαρύτητας της Γης είναι 9,81m/sec2.
44
Δείτε τον αληθοπίνακα της ταυτολογίας «p ˅ ¬p» που δίνει πάντα Α (και συγκρίνετέ τον με τον
αληθοπίνακα της αντίφασης «p ˄ ¬p» που δίνει πάντα Ψ).
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B7_%CE%B5%CF%85%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE
%B4%CE%B5%CE%B9%CE%B5%CF%82_%CE%B3%CE%B5%CF%89%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AF
%CE%B5%CF%82
53
Η ανθρωπότητα κινείται προς την επίτευξη της μέγιστης ελευθερίας.
Αξιολογικές είναι οι προτάσεις που εκφράζουν τις αξίες που αποδίδουμε στα
γεγονότα.
Π.χ., Το αυξημένο επίπεδο τεχνολογίας προκαλεί πολλά κακά (ή πολλά καλά) στον
σύγχρονο άνθρωπο.
Σήμερα οι άνθρωποι ζουν περισσότερο, αλλά δεν κατάφεραν να νοιώθουν
περισσότερο πλήρεις. (Συγκαλυμμένη αξιολογική κρίση.)
Οι συνθήκες ζούγκλας στην κοινωνία αυξάνουν την αγωνία των ανθρώπων.
(Μπορεί να αναγνωστεί διττά.)
Τα σύγχρονα μέσα ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών είναι πολύ εξυπηρετικά.
Η μη αναπαραστατική τέχνη δεν είναι τόσο ωραία όσο κάποια δείγματα της
αναπαραστατικής.
Παρατήρηση
Μετά την αμφισβήτηση των δύο δογμάτων του εμπειρισμού,48 έχουν σχετικά
πρόσφατα εγερθεί υπόνοιες και ισχυρισμοί για το ότι ίσως να μην μπορούμε να
κρατήσουμε εντελώς χωριστά και αυτά τα δύο τελευταία ήδη προτάσεων.49
Π.χ., στην ανάλυση των Κουν (Kuhn) και Φαγεράμπεντ (Feyerabend) για την επιστήμη,
υφέρπει η ιδέα ότι ενδεχομένως η επιλογή των επιστημόνων μεταξύ
αντιμαχόμενων επιστημονικών θεωριών (επιστημονικών παραδειγμάτων) δεν
πραγματοποιείται αποκλειστικά με βάση κριτήρια που αναφέρονται σε
αντικειμενικά γεγονότα, αλλά και με κριτήρια που αξεδιάλυτα αφορούν και αξίες
(απλότητα, αποτελεσματικότητα, ομορφιά, κομψότητα, κ.λπ.).
55
Γ. ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΩΝ (ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ,
ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ)
Παρατήρηση
Τα επιχειρήματα, λοιπόν, είναι ρητές ή γραπτές αποτυπώσεις (εκφράσεις)
των συμπερασμών/διαλογισμών, δηλ. των τρόπων μετάβασης της σκέψης
από προκείμενες σε συμπεράσματα.
50
Εννοείται πως εδώ δεν γίνεται λόγος για «διαλογισμό» με τη σημασία που έχει αυτός ο όρος στις λεγόμενες
«ανατολικές θρησκείες», κ.λπ.,
51
Σε αρκετές βιβλιογραφικές πηγές ο όρος «συλλογισμός» δεν χρησιμοποιείται με αυτή τη στενή έννοια, αλλά
γενικότερα με τη σημασία του εδώ όρου μας «συμπερασμός».
56
2. Ψυχολογικός ειρμός (συνειρμός) και λογικός ειρμός
(συμπερασμός/διαλογισμός)
Στο πλαίσιο της συνείδησης, τα περιεχόμενά της (αισθήματα, συναισθήματα,
επιθυμίες, εποπτείες, έννοιες και σκέψεις) διασυνδέονται με πολλούς τρόπους.
Σε περίπτωση δε που η συναγωγή αυτή είναι τέτοιας μορφής που εγγυάται ότι:
52
Ερμηνευμένη από τον ίδιο ως ψυχολογική σχέση σύνδεσης των σχετικών ιδεών/παραστάσεων στο νου ή
στη συνείδηση – και όχι ως μεταφυσική σύνδεση των σχετικών στοιχείων της πραγματικότητας.
53
Κανονικά, συνεπαγωγή (implication) είναι μια σχέση μεταξύ μιας πρότασης και μιας άλλης, όπως στον
υποθετικό λόγο (αν p τότε q ή, συμβολικά, p q), ενώ συναγωγή (entailment) είναι μια σχέση μεταξύ ενός
συνόλου προκείμενων και του συμπεράσματός τους.
57
αν οι προκείμενες είναι αληθείς, τότε και το συμπέρασμα θα
είναι αληθές,
λέμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια λογικά έγκυρη συναγωγή (ή γενικά:
λογικά έγκυρο επιχείρημα/συμπερασμό/διαλογισμό).
Παρατήρηση 1
Σε επόμενες ενότητες θα δούμε τι δυνατότητες εγκυρότητας αφήνει
ανοιχτές αυτός ο ορισμός. Ορισμένες είναι εντελώς αντίθετες προς τις
βασικές διαισθήσεις μας, ειδικά σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της
αλήθειας (ή τους ψεύδους) που το επιχείρημα αναλαμβάνει. Αλλά εδώ
μιλάμε για το τι λειτουργεί ως λογικά έγκυρο επιχείρημα, δηλαδή μιλάμε
βασικά για τη μορφή του τρόπου διαχείρισης της αλήθειας.
Παρατήρηση 2
Ας είναι σαφές, λοιπόν, ότι:
οι προτάσεις μπορεί να είναι αληθείς ή ψευδείς, ενώ
τα επιχειρήματα (ή συμπερασμοί/διαλογισμοί/συναγωγές) έγκυρα ή άκυρα.
4. Είδη επιχειρημάτων/συμπερασμών/διαλογισμών
Υπάρχουν τρεις δυνατές βάσεις για τη διαίρεση (του γένους) των επιχειρημάτων
(συμπερασμών/διαλογισμών/συλλογισμών):
(α) το πλήθος των προκειμένων,
(β) η μορφή των προκείμενων προτάσεων,
(γ) το κατά ποσόν είδος των προκειμένων και του συμπεράσματος του
συμπερασμού/επιχειρήματος.
(α) (i) αν μία μόνο προκείμενη παρουσιάζεται, τότε έχουμε άμεσο συμπερασμό, ενώ
(ii) αν εμφανίζονται περισσότερες έχουμε έμμεσο.
(β) (i) όταν όλες οι προκείμενες είναι κατηγορικές προτάσεις, τότε έχουμε έναν
κατηγορικό συμπερασμό (συλλογισμό), ενώ
(ii) αν υπάρχει μία τουλάχιστον υποθετική προκείμενη, τότε μιλάμε για
υποθετικό συμπερασμό.54
54
Αν δε μία προκείμενη είναι διαζευκτική, τότε έχουμε διαζευκτικό συμπερασμό.
58
(γ) (i) αν η πορεία είναι από γενικές προκείμενες σε ειδικό συμπέρασμα (ή σε
συμπέρασμα για μέρος της έκτασης της έννοιας υποκειμένου),55 τότε έχουμε
παραγωγικό συλλογισμό, ενώ
(ii) αν είναι από ειδικές προκείμενες (ή από προκείμενες για ένα μέρος της
έκτασης της έννοιας υποκειμένου) σε γενικό συμπέρασμα, τότε έχουμε
επαγωγικό συμπερασμό.56
55
Δεν είναι σωστό να λέμε ότι παραγωγικός συλλογισμός είναι η συμπερασματική μετάβαση «από κάτι
γενικό» σε «κάτι ειδικό». Ο όρος «κάτι» δεν αρκεί για τον ορισμό μας. Πρέπει να πούμε ότι μιλάμε για
προκείμενες. Το αντίστοιχο ισχύει και για τον ορισμό του επαγωγικού συμπερασμού (βλ. αμέσως μετά).
56
Υπάρχουν και οι αναλογικοί συμπερασμοί που θεωρούνται παραλλαγή του επαγωγικού.
59
2. ΑΜΕΣΟΙ ΚΑΙ ΕΜΜΕΣΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ
1. Ο άμεσος συμπερασμός
Το τι είναι οι άμεσοι συμπερασμοί (οι οποίοι έχουν μία προκείμενη) μας επιτρέπουν
να το δούμε, π.χ., όσα συναντήσαμε στο Β Μέρος, Κεφ. 2, §§4, 6.
Η αλήθεια της SaP συνεπάγεται το ψεύδος της SeP και της SoP.
(Ή η θέση της SaP συνεπάγεται την άρση της SeP και της SoP.)57
Π.χ., Προκείμενη: Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί / SaP
Συμπέρασμα-1: Όχι-“Όλοι οι άνθρωποι είναι όχι-θνητοί58” / Όχι-SeP.59
(Συμπέρασμα-2: Όχι-“Μερικοί άνθρωποι είναι όχι-θνητοί” / Όχι-SοP.)
Η αλήθεια της SeP συνεπάγεται το ψεύδος της SaP και της SiP.
Π.χ., Προκείμενη: Όλοι οι άνθρωποι είναι όχι-ερπετά / SeP
Συμπέρασμα-1: Όχι-“Όλοι οι άνθρωποι είναι ερπετά” / Όχι-SaP.
(Συμπέρασμα-2: Όχι-“Μερικοί άνθρωποι είναι ερπετά” / Όχι-SiP.)
57
Την ίδια δεύτερη εξήγηση της ιδέας (με χρήση των όρων «θέση» και «άρση», αντί για «αλήθεια» και
«ψεύδος») μπορούμε εύκολα να την δώσουμε και στις επόμενες τρεις περιπτώσεις άμεσου συμπερασμού.
58
Παρατήρηση: το «είναι όχι-θνητοί» το θεωρούμε ισοδύναμο με το «δεν είναι θνητοί». Αντίστοιχα
πράγματα ισχύουν και στα άλλα παραδείγματά μας εδώ.
59
Παρατήρηση: όταν γράφουμε SaP εννοούμε ότι η Sap ισχύει ή ότι είναι αληθής, ενώ όταν γράφουμε Όχι-
Sep εννοούμε ότι η Sep δεν ισχύει ή ότι είναι ψευδής. Αντίστοιχα πράγματα ισχύουν για τους συμβολισμούς
και στα άλλα παραδείγματά μας εδώ.
60
2. Ο έμμεσος συμπερασμός
Εδώ έχουμε δύο ή περισσότερες προκείμενες.
Π.χ., Σε όλα τα τρίγωνα το άθροισμα των εσωτερικών γωνιών είναι ίσιο με δύο ορθές.
Αυτό το σχήμα είναι τρίγωνο.
________________________________________________________________________________________60
Το άθροισμα των εσωτερικών γωνιών του είναι ίσο με δύο ορθές.
3. Σωρείτης
Σωρείτης είναι ένας συμπερασμός που αποτελείται από πολλούς ενδιάμεσους
συμπερασμούς, στη σειρά των οποίων το συμπέρασμα του ενός χρησιμοποιείται ως
μία προκείμενη για τον επόμενο, μέχρι να συναχθεί το τελικό συμπέρασμα.
Π.χ.,
Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί
Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος
_________________________________
Ο Σωκράτης είναι θνητός
Κ.λπ.
60
Όπως θα δούμε παρακάτω, η ευθεία γραμμή που χρησιμοποιούμε εδώ για να σημειώσουμε τη μετάβαση
από τις προκείμενες στο συμπέρασμα, δείχνει ότι πρόκειται για παραγωγική μετάβαση, δηλ. ότι έχουμε να
κάνουμε ένα παραγωγικό επιχείρημα.
61
4. Ενθύμημα
Τα ενθυμήματα είναι βραχυλογικοί συμπερασμοί/διαλογισμοί μιας προκείμενης
(στους οποίους έχουν παραλειφθεί άλλες ευκόλως εννοούμενες προκείμενες –
συνήθως μία– χάριν συντομίας).61
Π.χ., «Ο Σωκράτης είναι θνητός, αφού/επειδή είναι άνθρωπος» ή
«Αφού/επειδή ο Σωκράτης είναι άνθρωπος, είναι θνητός»
(Προϋποτίθεται σιωπηρά η «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί»)
«Τα μήλα πέφτουν κατακόρυφα προς τη Γη, αφού/επειδή είναι υλικά σώματα» ή
«Αφού/επειδή τα μήλα είναι υλικά σώματα, πέφτουν κατακόρυφα προς τη Γη»
(Προϋποτίθεται σιωπηρά η «Όλα τα υλικά σώματα πέφτουν κατακόρυφα προς τη
Γη»)
61
Δεν πρέπει, λοιπόν, να συγχέονται με τους προαναφερθέντες άμεσους συμπερασμούς/διαλογισμούς.
Μπορεί, ωστόσο, να παρατηρήσεις κανείς ότι και στους άμεσους συμπερασμούς προϋποτίθενται σιωπηρά
άλλες προκείμενες, οι οποίες, όμως, δεν αναφέρονται στο θέμα των προτάσεων, αλλά είναι λογικές αρχές. Θα
μιλήσουμε για αυτές παρακάτω.
62
3. ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ
(ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ)
1. Ο συλλογισμός (syllogism)
Α. Ορισμός
Συλλογισμούς θα λέμε τους έμμεσους απλούς κατηγορικούς
συμπερασμούς/διαλογισμούς62–που αποτυπώνονται, εννοείται, σε αντίστοιχα
επιχειρήματα– τα οποία έχουν κατά κανόνα δύο προκείμενες που είναι κατηγορικές
προτάσεις (και, φυσικά, συμπέρασμα).
Π.χ., Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.
Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος.
_________________________________
Ο Σωκράτης είναι θνητός.
Μ P P M M P P M
S M S M M S M S
S P S P S P S P
Π.χ.,
64
Όλοι οι φοιτητές είναι μελετηροί a
Μερικοί νέοι είναι φοιτητές i
Μερικοί νέοι είναι μελετηροί i
και
Όλοι οι φιλόσοφοι δεν είναι παντογνώστες e
Μερικοί άνθρωποι είναι φιλόσοφοι. i
Μερικοί άνθρωποι δεν είναι παντογνώστες o
αντίστοιχα, αυτοί είναι των τρόπων που αποτυπώνεται στη δεξιά στήλη, δηλ.:
«a i i» και «e i o».
Βήμα πρώτο: δυνατοί συνδυασμοί προκείμενων από άποψη ποιότητας και ποσότητας
Όπως είδαμε, έχουμε τέσσερα (4) είδη προτάσεων, από άποψη ποιότητας και ποσότητας (a i e o).
Έτσι, δεδομένου ότι στους κλασσικούς κατηγορικούς συλλογισμούς έχουμε βασικά δύο προκείμενες,
δημιουργούνται δεκάξι (42 = 16) δυνατοί συνδυασμοί προκείμενων από άποψη ποσότητας και ποιότητας
των προτάσεων που τις αποτελούν:
Πρώτη προκείμενη a a a a
Δεύτερη προκείμενη a i e o
Πρώτη προκείμενη i i i i
Δεύτερη προκείμενη a i e o
Πρώτη προκείμενη e e e e
Δεύτερη προκείμενη a i e o
Πρώτη προκείμενη o o o o
Δεύτερη προκείμενη a i e o
Βήμα δεύτερο: δυνατοί συνδυασμοί προκειμένων από άποψη σχήματος υπαγωγής τους
Αν τώρα, λάβουμε υπόψιν μας και ότι ο κάθε ένας από τους 16 συνδυασμός των δύο προκειμένων μπορεί
να ανήκει σε ένα από τα τέσσερα (4) συλλογιστικά σχήματα (με βάση τη θέση του μέσου όρου Μ).
π.χ., ο συνδυασμός « » πιο πάνω μπορεί να υπάγεται στο σχήμα (α), στο (β), στο (γ), στο (δ) ή
ο συνδυασμός « » πιο πάνω μπορεί να υπάγεται στο σχήμα (α), στο (β), στο (γ), στο (δ), κ.λπ.,
65
τότε θα έχουμε 64 δυνατούς συνδυασμούς προκειμένων (= 16 συνδυασμούς προκείμενων x 4
συλλογιστικά σχήματα).
Από όλους αυτούς τους υπολογιστικά δυνατούς συλλογιστικούς τρόπους, όμως, μόνο οι 19 είναι
διαπιστωμένα έγκυροι (λογικά ορθοί). (Βλ. στον πίνακα, αμέσως παρακάτω, ποιοι είναι.)
Οι Βυζαντινοί υιοθέτησαν τις αντίστοιχες δικές τους ελληνικές μνημοτεχνικές ονομασίες. Στον επόμενο
πίνακα αποτυπώνεται η κατάσταση.63
ΠΡΩΤΟ (α) Barbara aaa Celarent eae Darii aii Ferioque eio
γράμματα έγραψε γραφίδι τεχνικός
ΔΕΥΤΕΡΟ (β) Cesare eae Camestres aee Festino eio Baroco aoo
έγραψε κάτεχε μέτριον άχολον
ΤΡΙΤΟ (γ) Darapti aai Felapton eao Disamis iai Datisi aii Bocardo oao Ferison eio
άπασι σθεναρός ισάκις ασπίδι ομαλός φέριστος
ΤΕΤΑΡΤΟ (δ) Bamalip aai Calemes aee Dimatis iai Fesapo eao Fresion eio
άπασι πάρεχε ισάκις έπαθλον σέλινον
Π.χ.,
Celarent
Όλοι οι φιλόσοφοι δεν είναι παντογνώστες e
Όλοι οι συγγραφείς μεγάλων φιλοσοφικών έργων είναι φιλόσοφοι a
Όλοι οι συγγραφείς μεγάλων φιλοσοφικών έργων δεν είναι παντογνώστες e
Darii
63
Παρατηρήστε ότι γίνεται σε διαφορετικά συλλογιστικά σχήματα (α, β, γ, ή δ) να έχουμε, από πλευράς
ποιότητας και ποσότητας, ίδια ροή προτάσεων, π.χ., eae στο (α) και στο (β) συλλογιστικό σχήμα. Στη λατινική
μνημοτεχνική γραφή των αντίστοιχων συλλογιστικών τρόπων χρησιμοποιούνται διαφορετικά μνημοτεχνικά
ονόματα, προκειμένου να διακρίνεται σε ποιο συλλογιστικό σχήμα ανήκουν.
66
Όλοι οι φοιτητές είναι μελετηροί a
Μερικοί νέοι είναι φοιτητές i
Μερικοί νέοι είναι μελετηροί i
Ferioque
Όλοι οι φιλόσοφοι δεν είναι παντογνώστες e
Μερικοί άνθρωποι είναι φιλόσοφοι. i
Μερικοί άνθρωποι δεν είναι παντογνώστες o
Ορσμ. Εγκυρότητας:
έγκυρος ονομάζεται ο συμπερασμός (γενικά) που ΑΝ έχει αληθείς
προκείμενες θα έχει και αληθές συμπέρασμα
ή, αλλιώς,
έγκυρος ονομάζεται ο συμπερασμός (γενικά) που δεν γίνεται να έχει
ψευδές συμπέρασμα αν έχει αληθείς προκείμενες.
ΙΙ. Αν καταφατικές είναι και οι δύο προκείμενες, καταφατικό πρέπει να είναι και το
συμπέρασμα (από καταφατικότητες δεν μπορεί να συναχθεί αποφατικότητα).
67
ΙΙΙ. Αν αποφατική είναι μία από τις (δύο) προκείμενες, αποφατικό πρέπει να είναι
και το συμπέρασμα (με Μ να μην είναι P και S να είναι M ή με M να είναι P και S
να μην είναι Μ, το συμπέρασμα θα είναι: S δεν είναι P).
ΙΙ. Για να λαμβάνεται ένας όρος (S ή P) στο πλήρες πλάτος του στο συμπέρασμα,
πρέπει να έχει ληφθεί στο πλήρες πλάτος του και στην προκείμενη που τον
περιέχει.
Παρατηρήσεις
Ι. Με βάση όσα είδαμε καταλαβαίνουμε ότι το συμπέρασμα παρακολουθεί την
ποιοτικώς “χείρονα” (πιο “κακή”, δηλ. την αποφατική) και την ποσοτικώς
“ήσσονα” (πιο “μικρή”, δηλ. τη μερικότερη) προκείμενη.
68
Αλλά, αν έγκυροι συλλογιστικοί τρόποι είναι αποκλειστικά οι προαναφερθέντες 19,
σε ποιόν από αυτούς ανήκει αυτός ο παραδειγματικός, υποτίθεται, έγκυρος
συλλογισμός;
Η λύση αυτού του μυστηρίου είναι να δείξουμε ότι η ελάσσων προκείμενη (και, κατ’
αντιστοιχίαν, το συμπέρασμα) μπορεί να αναχθεί στην περίπτωση «a» (γενική
καταφατική), οπότε ο εν λόγω συλλογισμός μπορεί να αναχθεί στην περίπτωση του
τρόπου Barbara.
69
4. ΟΙ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ
Παρατήρηση
Σε αυτούς τους συμπερασμούς αποτυπώνεται το ότι ο λόγος μας εννοεί ότι
ισχύει η μεταβατικότητα των σχέσεων αιτιότητας (λογικής ή
μηχανικής): αν ο p είναι λόγος/αίτιο του q και ο q λόγος/αίτιο του r, τότε
ο p είναι και λόγος/αίτιο του r.
64
Αυτήν που πρωτο-περιέχει τον πρώτο όρο του συμπεράσματος.
65
Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε και τα σύμβολα α, β, γ.
70
Έγκυροι καθαροί υποθετικοί συμπερασμοί (όπως και ο προηγούμενος) είναι και οι
εξής:
Αν p, τότε όχι q
Αν όχι q, τότε όχι r
Σ.: Αν p, τότε όχι r
Αν όχι p, τότε q
Αν q, τότε r
Σ.: Αν όχι p, τότε r
Β. Αν p, τότε q
όχι q
Σ.: όχι p
Π.χ. Αν βρέχει, τότε οι δρόμοι γίνονται γλιστεροί.
Όχι-«Οι δρόμοι γίνονται γλιστεροί»
Σ.: Όχι-Βρέχει.
Αυτός ο συμπερασματικός τρόπος λέγεται modus tollens (τρόπος εκ της
άρσεως της ακολουθίας ή τρόπος αιρόμενης της ακολουθίας) με τεθειμένο το
λόγο στην πρώτη προκείμενη.
66
Διότι, όπως βλέπετε, στη δεύτερη προκείμενη ο λόγος της μείζονος τίθεται (βεβαιώνεται η αλήθεια του, το
ότι ισχύει το λεγόμενό του).
71
Έγκυρες είναι και οι κάτωθι τροποποιήσεις των Α και Β
Γ. Αν p, τότε όχι q
p
Σ.: όχι q
Δ. Αν όχι p, τότε q
όχι q
Σ.: p
Α. Αν p, τότε q
όχι p
Σ.: όχι q
67
Παρατηρήστε ότι «όχι όχι p = p».
72
Β. Αν p, τότε q
q
Σ.: p
Πάλι, θυμίζουμε και από την εξέταση των υποθετικών προτάσεων απλώς
ως σύνθετων προτάσεων, ότι το να ισχύει το q δεν σημαίνει το να
ισχύει το p – εκτός και αν γνωρίζουμε ότι το q μπορεί να
αιτιάζεται/προκαλείται μόνο από το p.
Παρατήρηση
Γνώση του ότι αποκλειστικά και μόνο το p μπορεί να αιτιάζει (συνιστά λόγο για) το
q έχουμε στα Μαθηματικά.
Σε αυτή και μόνον σε αυτή την περίπτωση ο συμπερασμός κατά το σχήμα των
δύο τελευταίων πλανών καθίσταται έγκυρος.
Π.χ.,
Α. Ανν το τρίγωνο είναι ορθογώνιο, τότε ισχύει σε αυτό το πυθαγόρειο θεώρημα
Το τρίγωνο δεν είναι ορθογώνιο.
Σ.: Δεν ισχύει σε αυτό το πυθαγόρειο θεώρημα.
Αυτός είναι ένας μικτός υποθετικός συμπερασμός αιρόμενης της ακολουθίας, ο οποίος
δεν συνιστά πλάνη και είναι έγκυρος.
73
Ο κατηγορικός συμπερασμός (συλλογισμός) συσχετίζει με λογικό τρόπο δύο
όρους (S και P), που είναι εσωτερικά συστατικά των προκειμένων προτάσεων, σε ένα
συμπέρασμα.
74
5. ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΣ
1. Ορισμός
Οι συμπερασμοί που είδαμε ως τώρα ανήκουν στη μεγάλη κατηγορία των
παραγωγικών συμπερασμών.
68
Ας θυμηθούμε ότι, όπως ειπώθηκε νωρίτερα, η παραγωγικότητα αφορά τον χαρακτήρα της μετάβασης
από τις προκείμενες στο συμπέρασμα ενός συμπερασμού.
75
Έγκυροι, λοιπόν, είναι οι παραγωγικοί συμπερασμοί (από καθολικές/γενικές
προκείμενες σε επιμέρους/ειδικό συμπέρασμα) που εκ της μορφής τους και
μόνο διαπιστώνεται ότι όντως πραγματώνουν την αξίωσή τους για
συμπέρασμα που συνάγεται με λογική αναγκαιότητα από τις προκείμενες.
Παρατήρηση 1
Ο όρος «αν οι προκείμενες είναι αληθείς» μας προειδοποιεί ότι
ένα έγκυρο παραγωγικό επιχείρημα
μπορεί και να μην έχει αληθείς προκείμενες,
δηλ. ένα έγκυρο παραγωγικό επιχείρημα
γίνεται να έχει προκείμενη που είναι ψευδής
(κατά κύριο λόγο την καθολική/γενική προκείμενη).
Άρα: αν σε ένα έγκυρο επιχείρημα όλες οι προκείμενες είναι αληθείς, τότε είναι και
βάσιμο/υγιές (sound).
Παρατήρηση 2
Ας κάνουμε επίσης ρητό το εξής. Από τον ορισμό της εγκυρότητας,
αντιλαμβανόμαστε ότι
φαίνεται να επιτρέπεται ένα έγκυρο επιχείρημα να έχει, επίσης,
ψευδείς προκείμενες αλλά και αληθές συμπέρασμα.
Όντως!
Άρα: Ιδού, λοιπόν, ένα επιχείρημα έγκυρο, αβάσιμο, αλλά και με αληθές
συμπέρασμα.
77
Διαίρεση των παραγωγικών συμπερασμών
Παραγωγικός συμπερασμός
Βάσιμος/υγιής Αβάσιμος/μη-υγιής
79
4. Η έννοια του παραγωγικού συστήματος (θεωρίας)
Υπό ευρεία έννοια, με τον όρο «παραγωγή» μπορούμε να θεωρούμε ένα σύστημα
προτάσεων οργανωμένο με σχέσεις «αξιωμάτων» και «θεωρημάτων»
(συμπερασμάτων που έχουν προκύψει μέσα από έγκυρο παραγωγικό συμπερασμό).
Αυτό το σύστημα προτάσεων θα το ονομάζουμε «θεωρία».
80
6. ΕΠΑΓΩΓΙΚΟΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΣ (INDUCTIVE REASONING)
1. Ορισμός
Επαγωγικός είναι ο συμπερασμός που μεταβαίνει από επιμέρους/ειδικές/ενικές
προκείμενες σε καθολικό/γενικό συμπέρασμα (ως κανόνα που ανακαλύπτουμε να
διέπει όλα τα μέλη της έκτασης του σχετικού είδους).
Π.χ.,
Αυτός ο κύκνος είναι λευκός
Κι’ αυτός ο κύκνος είναι λευκός
Κι’ αυτός ο κύκνος είναι λευκός
…
…
Σ: Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί.
Παρατήρηση
Στην επαγωγή γενικά δεν έχουμε τη δυνατότητα να απαριθμήσουμε όλα τα δυνατά
στιγμιότυπα που αφορά η γενίκευσή μας. Γι’ αυτό, λέμε ότι το συμπέρασμα
προκύπτει μέσα από ένα «επαγωγικό άλμα» (από τα παρατηρημένα στο «όλα»).
Αυτό το άλμα είναι στην πραγματικότητα και ένα λογικό άλμα· εισαγάγει, θα λέγαμε,
ένα στοιχείο “ανορθολογικής πίστης” (στο ότι τα όλα που δεν έχουμε εξετάσει ή που
δεν μπορούμε να εξετάσουμε θα είναι όπως τα λίγα που εξετάσαμε).
Αυτό κάνει τον επαγωγικό συμπερασμό μη έγκυρη μορφή συμπερασμού (το ίδιο
και τα επιχειρήματα στα οποία τον αποτυπώνουμε).
72
Λέγεται και γενικευτικός επαγωγικός συμπερασμός ή απλώς γενικευτική επαγωγή, σε αντιδιαστολή
προς τη συμπληρώνουσα επαγωγή, η οποία αναφέρεται επαναληπτικά στο ίδιο υποκείμενο S
ανακαλύπτοντας συμπληρωματικά σε αυτό διαδοχικά κατηγορούμενα (ιδιότητες) P1, P2, P3, …
81
Δηλαδή,
Τέλεια επαγωγή, τότε, θα λέμε τον επαγωγικό συμπερασμό που γενικεύει μόνο
πάνω στην έκταση των δειγμάτων του είδους τα οποία εξετάστηκαν.
Παρατήρηση
Επειδή σπάνια τα δείγματα ενός είδους για το οποίο θέλουμε να ανακαλύψουμε
κάποια γενική αλήθεια είναι μικρού αριθμού, καταλαβαίνουμε ότι η τέλεια επαγωγή
μπορεί να είναι λογικώς έγκυρη, αλλά έχει περιορισμένη γνωστική αξία.
Παρατήρηση
Είναι ένα ζήτημα, πάντως, τι ακριβώς πρέπει να κάνει ο επιστήμονας σε σχέση με
το γενικευτικό του συμπέρασμα/υπόθεση από τη στιγμή που εντοπιστεί κάποιο
δείγμα του εξεταζόμενου είδους, το οποίο εναντιώνεται στη γενίκευση αυτή.
4. Ο αναλογικός συμπερασμός
Ο αναλογικός συμπερασμός μπορεί να ιδωθεί ως ασθενής μορφή επαγωγικού
συμπερασμού, στον οποίο συμπεραίνουμε κάτι για κάτι επιμέρους/ειδικό με βάση τα
παρατηρηθέντα από άλλα όμοια παρατηρηθέντα.
Η γενική μορφή του είναι η εξής (όπως αυτά, έτσι και το όμοιό τους):
Το S1 είναι P
To S2 είναι P
Το S3 είναι P
…
…
Σ: και το Sν είναι P.
Η λογική αυτού του συμπερασμού λέει: όπως τα τάδε (παρατηρημένα) έτσι και το
δείνα (που θα παρατηρηθεί).
Π.χ.,
73
Στη φιλοσοφία της επιστήμης θα δούμε ότι οι περιπτώσεις που αντιμετωπίζουμε στην πραγματική
επιστήμη δεν είναι ποτέ απλές. Για την αποτυχία μιας πρόβλεψης μπορεί να ευθύνονται παράγοντες ή
συνθήκες που δεν γνωρίζαμε ή δεν εξετάσαμε.
83
Προχθές ο Ήλιος ανέτειλε
Χθες ο Ήλιος ανέτειλε
Σήμερα ο Ήλιος ανέτειλε
Σ: Και αύριο ο Ήλιος θα ανατείλει.74
ή
Οι γάτες φοβούνται το νερό
Οι τίγρεις φοβούνται το νερό
Σ: Και οι λεοπαρδάλεις θα φοβούνται το νερό.
5. Η μαθηματική επαγωγή
Η γενική μορφή της μαθηματικής επαγωγής διαλευκάνθηκε από τον Ανρί Πουανκαρέ
(Henri Poincaré, 1854-1912) και είναι η εξής:
Η αποδεδειγμένη ισχύς για τις δύο περιπτώσεις n = 1 και n = k + 1 (αν ισχύει για n =
k), αρκεί για να φανερώσει κάτι για τη φύση όλων των φυσικών αριθμών, αφού
αυτοί παράγονται με τη διαδοχική πρόσθεση του 1 (και συνιστούν κατά τούτο ένα
πολύ απλό σύμπαν αντικειμένων).
Η μαθηματική επαγωγή έχει την αποδεικτική ισχύ της τέλειας επαγωγής και είναι
έγκυρος συμπερασμός.
Παρατήρηση
Στο σύμπαν των φυσικών αριθμών, λοιπόν, έχουμε μια τέτοια δυνατότητα
ανακάλυψης καθολικών/γενικών αληθειών (επιστημονικών νόμων). Σε άλλα πεδία
αντικειμένων όμως, π.χ., σε αυτά των φυσικών φαινομένων/γεγονότων ή των
ιστορικών και των οικονομικών, φαίνεται δύσκολο να πετυχαίνουμε τέτοιες αλήθειες
από επιμέρους παρατηρήσεις.
74
Προσέξτε: εδώ δεν συμπεραίνουμε ότι «Όλες τις μέρες ο Ήλιος ανατέλλει».
75
Θεωρείται πως, σε έργο γραµµένο σε δυτική γλώσσα, η πρώτη σαφής διατύπωση επαγωγικού
συλλογισμού βρίσκεται στο (λατινικής γλώσσας) Arithmeticorum Libri Duo (1575) του ελληνικής καταγωγής
Σικελού, Φραγκίσκου Μαυρόλυκου (Francesco Maurolyco, 1495–1575). Σε αυτό το έργο αποδεικνύεται
επαγωγικά και ότι το άθροισα των πρώτων n περιττών ακεραίων ισούται µε τον n υψωμένον στο
τετράγωνο. Σε συμβολική μορφή γράφουμε: 1 + 3 + 5 + … + (2n – 1) = n2 , ένα γεγονός γνωστό ήδη στους
αρχαίους Πυθαγορείους. Βλ. http://users.math.uoc.gr/~ags/epagogi_lambrou.pdf
84
Δ. ΜΕΡΟΣ: ΠΛΑΝΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
1. ΠΛΑΝΕΣ
1. Ορισμός
Πλάνες (fallacies) θα λέμε τους συμπερασμούς (ή τα επιχειρήματα, όπου αυτοί
αποτυπώνονται), στους οποίους, αν και φαίνεται (μοιάζει) να επιτυγχάνεται η
ορθολογική76 μετάβαση από τις προκείμενες στο συμπέρασμα, αυτή η μετάβαση
στην πραγματικότητα δεν επιτυγχάνεται.
Παρατηρήσεις
76
Δηλαδή, στη βάση του ορθού λόγου, του λόγου που λειτουργεί ορθά ή, από μια άλλη ματιά, στη βάση της
επίκλησης των ορθών (για το συμπέρασμα) λόγων (προκείμενων).
85
2. Προέλευση της πλάνης: περιεχόμενο και μορφή
Η πλάνη μπορεί να προκύπτει:
(α) εξαιτίας του ψεύδους μιας τουλάχιστον εκ των προκειμένων (δηλαδή εξαιτίας
του περιεχομένου των προκειμένων του συμπερασμού).
Π.χ.,
Όλοι οι άνθρωποι είναι σοφοί
Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος
Σ: Ο Σωκράτης είναι σοφός.
Επεξήγηση: Εδώ, η μορφή του συλλογισμού είναι έγκυρη, αλλά η πρώτη προκείμενη είναι
ψευδής. Οπότε, σε αυτό το λογικά έγκυρο επιχείρημα, το όντως αληθές συμπέρασμα δεν
προκύπτει από αυτό που λένε οι προκείμενες κατά το περιεχόμενό τους, διότι αυτό (η
πρώτη προκείμενη) είναι ψευδές. Ο συμπερασμός, δηλαδή, είναι αβάσιμος.
Εδώ, η αλήθεια του συμπεράσματος που μας παραπλανά, όμως, να το εκλάβουμε ως
βάσιμο, δηλαδή να θεωρήσουμε ότι αυτό αποδείχτηκε από τις προκείμενες. Η
συγκεκριμένη περίπτωση πλάνης ονομάζεται πλαστή καθολικότητα.
(β) εξαιτίας ακυρότητας του συμπερασμού (ή του επιχειρήματος, στο οποίο αυτός
αποτυπώνεται), δηλαδή εξαιτίας της μορφής μετάβασης από τις προκείμενες στο
συμπέρασμα.
Π.χ.,
Όλα τα μπουζούκια είναι όργανα
Όλοι οι αστυνομικοί είναι όργανα
Σ: Όλοι οι αστυνομικοί είναι μπουζούκια.
Επεξήγηση: Εδώ, και οι δύο προκείμενες είναι αληθείς, αλλά το συμπέρασμα είναι ψευδές,
διότι παραβιάζεται ο κανόνας του έγκυρου συμπερασμού, ο οποίος λέει ότι ο μέσος
όρος (εδώ: όργανα) πρέπει ο ίδιος να λαμβάνεται σε μία τουλάχιστον προκείμενη
στο πλήρες πλάτος του (δηλ., σε μια πρόταση που να λέει «όλα τα όργανα είναι …»).77
Από τις δύο προκείμενες προκύπτει ότι όλα τα μπουζούκια είναι όργανα και ότι όλοι οι
αστυνομικοί είναι όργανα, αλλά δεν προκύπτει από πουθενά ποια είναι η σχέση των
μπουζουκιών με τους αστυνομικούς.
Ξαναδείτε το πρόβλημα εδώ:
Όλα τα μήλα Στάρκιν είναι κόκκινα.
Όλα τα δείγματα αίματος είναι κόκκινα.
Σ: Όλα τα δείγματα αίματος είναι… μήλα Στάρκιν!
77
Βλ. αμέσως μετά την Παρατήρηση 1.
86
Παρατήρηση 1: Αν αναζητήσουμε τον τρόπο του συλλογισμού στα δυο αυτά
παραδείγματα, θα δούμε ότι αυτός ανήκει στο δεύτερο σχήμα (ελέγξτε) και έχει την
κατά ποσόν και ποιόν μορφή: «a a a». Αλλά τον τρόπο αυτόν –ας τον πούμε,
χαριτολογώντας, Lambada78 ή, βυζαντινότροπα, λαμπάδα– δεν τον συναντήσαμε
μεταξύ των μόλις τεσσάρων έγκυρων συλλογισμών του δεύτερου σχήματος (και,
άρα, μεταξύ των 19 έγκυρων τρόπων συνολικά).79
Ιδού, όμως, ένα παράδειγμα πλάνης εξ ομωνυμίας (στο πρώτο συλλογιστικό σχήμα), η
οποία, ας το επαναλάβουμε, είναι πλάνη κατά το περιεχόμενο:
78
Για να τον διακρίνουμε από τον έγκυρο «a a a» του πρώτου σχήματος, τον οποίοι έχουμε ήδη ονομάσει
Barbara.
79
Προσέξτε! Ο συλλογιστικός τρόπος «a a a» έχει τη δυνατότητα να δίνει έγκυρους συμπερασμούς και
επιχειρήματα, αλλά μόνο όταν αυτά ανήκουν στο πρώτο συλλογιστικό σχήμα. Είναι, ασφαλώς, ο
συλλογιστικός τρόπος Barbara (ή γράμματα).
80
Πολλές φορές, στη βιβλιογραφία θεωρείται ότι ο φαύλος κύκλος και η λήψη ζητουμένου (βλ. αμέσως μετά
την περίπτωση Α.2) είναι στην πραγματικότητα η ίδια (μία και η αυτή) πλάνη. Ωστόσο, υπάρχει μια διαφορά:
στον φαύλο κύκλο υπάρχει μια προκείμενη που διατυπώνει απλώς με (ίδια ή) άλλα λόγια αυτό που θέλουμε
να αποδείξουμε, ενώ, στη λήψη του ζητουμένου, λαμβάνουμε ως ισχύουσα/αληθή μια (γενικής αρχής)
πρόταση που χρήζει και η ίδια απόδειξης ή υποστήριξης, λαμβάνουμε δηλαδή ως δεδομένο κάτι που ζητείται
(θα έπρεπε, δηλαδή, να αποδείξουμε).
87
i. Όλοι οι φιλάσθενοι αρρωσταίνουν εύκολα
Ο Τάκης είναι φιλάσθενος
Άρα, ο Τάκης αρρωσταίνει εύκολα.
Πρόβλημα: Είναι σαν να λέμε ότι ο Τάκης αρρωσταίνει εύκολα, επειδή (έχει την
τάση να) αρρωσταίνει εύκολα (είναι φιλάσθενος).
ii Στην κωμωδία του Μολιέρου «Κατά φαντασίαν ασθενής» (1673), τίθεται το ερώτημα
«γιατί το όπιο προκαλεί υπνηλία;» και η απάντηση είναι «Το όπιο προκαλεί
υπνηλία, διότι περιέχει μια υπνωτική δύναμη», την περιβόητη έκτοτε vis dormitiva.
(Ιδού και το αντίστοιχο επιχείρημα.)
Η vis dormitiva προκαλεί υπνηλία.
Το όπιο περιέχει τη vis dormitiva.
Σ: Το όπιο προκαλεί υπνηλία.
Πρόβλημα: Είναι σαν να λέμε ότι το όπιο προκαλεί υπνηλία, επειδή έχει τη δύναμη
να προκαλεί υπνηλία (υπνωτική δύναμη).
Α.2. Λήψη ζητουμένου («τὸ ἐν ἀρχῇ αἰτεῖσθαι», petitio principii, begging the ques-
tion)
Η πλάνη αυτή συνίσταται στο να επιχειρεί κανείς να αποδείξει μια πρόταση (στο
συμπέρασμα), ανατρέχοντας σε προκείμενες που τουλάχιστον μία από αυτές έχει την
ίδια ανάγκη απόδειξης (είναι εξίσου μη αποδεδειγμένη) με αυτήν που έχει και το
συμπέρασμα.
Π.χ.,
(Ι) Υποστήριξη της ιδέας ότι «ο Κώστας έπαθε κακό, επειδή είναι κακός».
Σε μορφή επιχειρήματος:
Όλοι οι κακοί παθαίνουν κακό.
Ο Κώστας είναι κακός.
Σ: Ο Κώστας έπαθε κακό.81
Πρόβλημα: Αλλά, από πού έχει προκύψει ως αποδεδειγμένη αλήθεια ότι όλοι οι
κακοί παθαίνουν κακό; Αυτό είναι κάτι που απαιτεί το ίδιο απόδειξη. Δηλαδή, ενώ
είναι ζητούμενο, εδώ λαμβάνεται ως ισχύουσα αλήθεια.
81
Ευχαριστώ την φοιτήτριά μου Κατερίνα Ανανιάδη που μου επεσήμανε μια ανακρίβεια στην αρχική
παρουσίαση του παραδείγματος.
88
(ΙΙ) Υποστήριξη της ιδέας ότι «ο νόμος οφείλει να απαγορεύει την έκτρωση, επειδή η
έκτρωση συνιστά φόνο».
Σε μορφή επιχειρήματος:
Η έκτρωση είναι ο αδικαιολόγητος τερματισμός μιας ανθρώπινης ζωής.
και ως τέτοιος, είναι φόνος.
Ο φόνος είναι παράνομος.
Σ.: Η έκτρωση (πρέπει να) είναι παράνομη.
Παρέκβαση: Γενική παρατήρηση για λήψη του ζητουμένου και φαύλη κυκλικότητα
Αν δεν ίσχυε αυτό, τότε ο γνωστός συλλογισμός με τους θνητούς ανθρώπους και τον
Σωκράτη θα ήταν απλώς μια ευθεία λήψη του ζητουμένου.
89
φαύλη) κυκλικότητα που προκύπτει σε εγχειρήματα απόκτησης γνώσης
(βλ. υπσ. 46).
Π.χ.,
Ι. Αναζητώντας το νόημα του «Είναι» επιδιδόμαστε σε μια έρευνα, για το
ζητούμενο της οποίας ήδη κάτι γνωρίζουμε, αλλά αρχικώς με ασαφή
τρόπο, ενώ στην πορεία διαλευκαίνουμε/αποσαφηνίζουμε αυτό που
γνωρίζουμε.82
ΙΙ. Παίρνουμε να διαβάσουμε την Ιλιάδα ενώ ξέρουμε (έχουμε ακούσει ή μας
έχουν πει) για ποιο ακριβώς πράγμα μιλάει. (Ξέρουμε τη γενική ιδέα,
μια κάποια συνοπτική εικόνα, αλλά όχι και τις πάμπολλες
λεπτομέρειες.)
Ανέκδοτο: Η δασκάλα στην τάξη του Τοτού προειδοποιεί ότι στο επόμενο μάθημα
ζωολογίας θα βάλει διαγώνισμα για το σκουλήκι. Αφού το διαγώνισμα είναι
προειδοποιημένο, ο Τοτός διαβάζει καλά, μήπως και πάρει κι αυτός έναν καλό
βαθμό,. Την ημέρα του διαγωνίσματος, όμως, η δασκάλα ασθενεί και το
διαγώνισμα δεν γράφεται. Μετά από δυο τρεις βδομάδες, η δασκάλα τους βάζει
απροειδοποίητο τεστ στο μάθημα για τον ελέφαντα. Ο Τοτός δεν έχει διαβάσει,
αλλά δοκιμάζει την τύχη του γράφοντας: «Ο ελέφαντας είναι ένα ζώο με μια
προβοσκίδα που είναι σαν σκουλήκι, το οποίο σκουλήκι…» (και έγραψε όλα όσα
ήξερε καλά για το σκουλήκι).
Παρατήρηση
Από τα παραδείγματα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί αυτή η πλάνη αναφέρεται
και ως «μετάβασις εις άλλον γένος» ή «αλλαγή ελέγχου».
ΣΤ. Σόφισμα της άγνοιας (ad ignorantiam): Εδώ έχουμε την υποστήριξη ενός
συμπεράσματος ότι κάτι ισχύει ή δεν ισχύει με βάση το ότι δεν αποδείχτηκε να ισχύει
το αντίστοιχο αντίθετο.
Π.χ.,
Η γυναίκα του Καίσαρα είναι τίμια, επειδή κανένας δεν κατάφερε να αποδείξει ότι
δεν είναι τίμια.
Η γυναίκα του Καίσαρα δεν είναι τίμια, επειδή κανείς δεν κατάφερε να αποδείξει
ότι είναι τίμια.
91
Παρατήρηση: Εφόσον δεν έχει αποδειχτεί να ισχύει ή να μην ισχύει κάτι, αυτό που
συμβαίνει είναι ότι δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς ισχύει και, άρα, ορθολογικότερη
είναι μια αγνωστικιστική στάση.
92
2. ΟΙ ΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Φυσικά, διενεργεί κανείς ορθές σκέψεις και χωρίς να γνωρίζει ρητά αυτές
τις αρχές.
Η ισχύς ή αλήθεια αυτών των αρχών δεν μπορεί να αποδειχτεί (με κάποιο
επιχείρημα), αλλά προϋποτίθεται σε κάθε απόδειξη.83
83
Στα Μετά τα Φυσικά, ο Αριστοτέλης ξεκινά την έρευνά του για την Πρώτη Φιλοσοφία (Μεταφυσική) με
δεδομένο πως ό,τι θα ειπωθεί προϋποθέτει την ισχύ/αλήθεια αυτών των αρχών. Οι αρχές αυτές, συνεχίζει,
δεν μπορούν να αποδειχτούν, αλλά όποιος αμφισβητεί την ισχύ τους απλά δεν είναι λογικός, δεν είναι
έλλογο ον.
93
Προφανώς το περιεχόμενο της έννοιας μπορεί να μεταβάλλεται όταν
ανακαλύπτω τα τάδε νέα χαρακτηριστικά του, π.χ., όταν ανακαλύπτω ότι το
μήλο είναι και νόστιμο, ή όταν απορρίπτω τα δείνα χαρακτηριστικά του, π.χ.,
όταν ανακαλύπτω ότι το παραισθητικόν δεν ανήκει στα (αρχικώς
ενδεχομένως εννοηθέντα) χαρακτηριστικά του.
Αντίστοιχα, το χιόνι μπορεί να είναι και άλλα πράγματα, π.χ., κρύο, αλλά στην
πρόταση «το χιόνι είναι άσπρο» αυτό που εννοώ είναι ότι «το χιόνι είναι
άσπρο».
Παρατήρηση
Μπορεί να έχει τη δυνατότητα να αληθεύει η πρόταση «Ο Σωκράτης είναι μεγάλος
και μικρός»,
αν του τα αποδίδω σε διαφορετικούς χρόνους,
π.χ., μεγάλος σε μεγάλη ηλικία και μικρός σε
μικρή ηλικία, ή
αν του αποδίδονται από διαφορετική άποψη,
π.χ., μεγάλος φιλόσοφος και μικρός στην
κορμοστασιά.
Παρατήρηση
Η συμμόρφωση προς την αρχή της μη αντίφασης ονομάζεται και αρνητική συνθήκη
δυνατότητας (ή απλώς αναγκαία συνθήκη δυνατότητας) της αλήθειας μιας κρίσης.
94
αίρεται, αυτή η απόδοση, τότε, αν η μία από τις δύο κρίσεις είναι αληθής, η άλλη θα
είναι ψευδής· τρίτον τι δεν χωρεί.
Ή αλλιώς: για κάθε τι που ισχύει ή αληθεύει, ο λόγος μας εννοεί ότι (αυτό)
οφείλεται σε έναν αποχρώντα λόγο.
Απλούστερα: για κάθε τι που ισχύει ή αληθεύει ο λόγος μας εννοεί ότι
υπάρχει μια δικαιολόγηση/εξήγηση,84 μια επαρκής απάντηση στο ερώτημα
«γιατί;» αυτό ισχύει ή αληθεύει.85
Π.χ.,
Για το ότι το άθροισμα των εσωτερικών γωνιών ενός τριγώνου είναι ίσο με δύο ορθές ο
λόγος μας εννοεί ότι υπάρχει κάποιος αποχρών λόγος, κάποιες άλλες αλήθειες που
δικαιολογούν λογικά (εξηγούν) τη δεδομένη αλήθεια.
Η αρχή αυτή υπονοείται στην απαίτηση του Πλάτωνα για έναν «λόγον διδόναι»
αναφορικά με τις πεποιθήσεις μας που θεωρούμε αληθείς. Αν δεν δοθεί τέτοιος
λόγος και η απάντηση κάποιου είναι «γιατί έτσι (μου ήρθε, ένοιωσα, μου
αποκαλύφθηκε, κ.λπ.)», θεωρούμε ότι δεν πρόκειται για μια ορθο-λογική απόκριση.
Την απόκριση αυτή τη θεωρούμε ανορθόλογη.
84
Δεν πρέπει να συγχέετε τη λογική δικαιολόγηση/εξήγηση με την ηθική δικαιολόγηση. Η αναζήτηση ενός
λόγου για τον οποίο συμβαίνει κάτι δεν σημαίνει και ηθική έγκριση του ότι αυτό συμβαίνει.
85
Θυμηθείτε ότι τα αξιώματα σε μια θεωρία δεν δικαιολογούνται από άλλα αξιώματα, αλλά θεωρείται ότι
δικαιολογούνται (“αποδεικνύονται”) μπροστά στα «ίδια τα πράγματα» για τα οποία μιλάνε (ενόψει τους).
Π.χ., αν πάρουμε δύο σημεία, τότε “αποδεικνύεται από τα ίδια τα πράγματα” ότι μία μόνο ευθεία μπορεί να
περνά από αυτά.
95
Παρέκβαση: η αρχή της αιτιότητας
Η (θεωρούμενη ως λογική) αρχή του αποχρώντος λόγου συχνά συγχέεται με την
(θεωρούμενη ως μεταφυσική86) αρχή της αιτιότητας.87
Η αρχή της αιτιότητας θα έλεγε ότι δεν υφίσταται κάτι που να υπάρχει ή να
συμβαίνει, το οποίο να μην είναι αποτέλεσμα κάποιου αιτίου που το προκάλεσε ως
αποτέλεσμα (ως αιτιατό).
Παρατήρηση 1
Π.χ., σε σχέση με τον καπνό που αναδύεται πίσω από εκείνον το λόφο, μπορώ να
στραφώ:
Α. είτε στην λεκτικά διατυπωμένη πεποίθησή μου ότι «εκεί υπάρχει καπνός» και να
αναζητήσω τον αποχρώντα λόγο που θα δικαιολογεί αυτή την πεποίθησή μου με
βάση τη λογική αρχή του αποχρώντος λόγου·
– η λειτουργία της σκέψης μας εννοεί ότι δεν γίνεται παρά να υπάρχει κάποιος
αποχρών λόγος, κάποιες άλλες αληθείς προτάσεις ικανές να
δικαιολογήσουν (εξηγήσουν λογικά) τη δεδομένη αληθή παρατήρηση
(εκφρασμένη σε μια αντίστοιχη πρόταση).
Β. είτε στο ίδιο το φαινόμενο/γεγονός, δηλαδή στον αναδυόμενο καπνό (που δίνεται
στην αισθητηριακή εμπειρία μου), και να αναζητήσω το αίτιο που το προκάλεσε με
βάση τη μεταφυσική αρχή της αιτιότητας·
– η λειτουργία της σκέψης μας εννοεί ότι δεν γίνεται παρά να υπάρχει κάποιο
ικανό αίτιο που επέδρασε και προκάλεσε τη δημιουργία του καπνού ή την
εμφάνισή του.
Παρατήρηση 2
Όπως παρατηρήθηκε και πριν, στην ιστορία της φιλοσοφίας εμφανίστηκαν απόψεις
(συστηματικά για πρώτη φορά στο πλαίσιο της στωικής σκέψης) που επιχειρούν να
συγκεράσουν σε μία ενιαία λογική αρχή την αρχή του αποχρώντος λόγου (λογική
αιτιότητα) και την αρχή της αιτιότητας (φυσική ή μηχανική αιτιότητα).
86
Μεταφυσικό “με την καλή έννοια”, δηλαδή ως άξιο ζήτημα φιλοσοφικής θεώρησης (και όχι σαν ζήτημα που
αφορά την αστρολογία, την καφεμαντεία, κ.λπ.) είναι ό,τι έχει να κάνει με στοιχεία της πραγματικότητας που
δεν είναι αισθητηριακώς-εμπειρικώς προσβάσιμα, αλλά (θεωρείται πως) καθορίζουν τη φυσιογνωμία των
όσων μας δίνονται αισθητηριακώς-εμπειρικώς.
87
Αυτή η σύγχυση υπάρχει, για παράδειγμα, στον Λάιμπνιτς (Leibniz), ο οποίος θεωρείται και ως ο πρώτος
που έδωσε αυτό το όνομα στην αρχή (principe de raison suffisante / principium reddendae rationis). Πριν από
αυτόν ο Σπινόζα (Spinoza) είχε προετοιμάσει το έδαφος.
96
Παρατήρηση 3
Από την εργασία του Χιούμ (Hume) (Treatise of Human Nature: I, 3, 3) δίδεται η
ευκαιρία της αποσύνδεσης της αρχής της αιτιότητας από την αρχή του αποχρώντος
λόγου. Αυτός ήταν ίσως ο πρώτος που αμφισβήτησε την ιδέα ότι η αρχή της
αιτιότητας είναι μια λογικά αναγκαία αρχή (ότι ταυτίζεται με τη λογική αρχή του
αποχρώντος λόγου), για την οποία, δηλαδή, ισχύει πως αν την αρνηθώ προκύπτει
λογική αντίφαση. Θεώρησε ότι αν αρνηθούμε την ισχύ της αρχής της αιτιότητας δεν
παράγεται λογική αντίφαση, πράγμα που σημαίνει ότι η αρχή αυτή δεν θεμελιώνεται
στον λόγο (στη λειτουργία του λόγου), αλλά η πίστη μας σε αυτήν διαμορφώνεται
στη βάση ψυχολογικών νόμων που αφορούν παρατηρηθείσες σταθερές συζεύξεις
(constant conjunctions) – και όχι αναγκαίες συνδέσεις (necessary connections) εντός
της “κρυμμένης φύσης” της πραγματικότητας. Ο Καντ (Kant), ο οποίος μέχρι πριν
διαβάσει την αντίρρηση του Χιούμ, θεωρούσε ότι η αρχή της αιτιότητας ήταν
λογικής υφής (η άρνησή της παρήγαγε αντίφαση), μετατοπίστηκε κατάλληλα και
υποστήριξε ότι η αιτιότητα είναι μια από τις 12 κατηγορίες του καθαρού νου. Ως
τέτοια δεν θεμελιώνεται λογικά αλλά ούτε και ψυχολογικά. Για τον ίδιο, θεμελιώνεται
υπερβατολογικά, δηλαδή προϋποτίθεται αναγκαία (από την πλευρά του
γιγνώσκοντος υποκειμένου) ως συνθήκη δυνατότητας που μας επιτρέπει να
φτάνουμε σε αντικειμενική εμπειρία και γνώση (διυποκειμενικά ισχύουσα
εμπειρία/γνώση για τα αντικείμενα που μας εμφανίζονται στην εμπειρία μας).
97
Ε. ΜΕΡΟΣ
ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ
Έγινε έτσι αισθητή η ανάγκη για λιτότητα και ακρίβεια στη λειτουργία της σκέψης
τόσο από πλευράς σημασιολογίας όσο και από πλευράς άρθρωσης/έκφρασης
(σύνταξης).
Η πρώτη τέτοια απόπειρα ειδικά στη Λογική ως γενική θεωρία της σκέψης/γνώσης
γίνεται με τον Αριστοτέλη και τους Στωικούς για να γνωρίσει νέα ανάπτυξη με τον
Cantor, τον Frege, τον Russell, τον Carnap, τον Tarski, τον Gödel, κ.λπ.
Η Συμβολική Λογική
Η προκύπτουσα Συμβολική Λογική μπορεί να χωριστεί σε τρία τουλάχιστον επίπεδα
ανάλυσης:
(α) στον εννοιακό/εκτασιακό λογισμό,
(β) στον προτασιακό λογισμό, και
(γ) στον κατηγορηματικό λογισμό.88
88
Θα μπορούσαμε εδώ να αναφέρουμε χωριστά και τον συμβολικό αποδεικτικό λογισμό ή συμβολική θεωρία
αποδείξεων (proof theory), ως το συμβολικό-λογικό αντίστοιχο της κλασικής θεωρίας
συμπερασμού/επιχειρήματος. Σε αυτή η τη συμβολική θεωρία για τις λογικές μεταβάσεις οι προτάσεις μπορεί
να θεωρούνται τόσο εξωτερικά ως αδιαφόριστες ενότητες (p, q, κ.λπ.) είτε εσωτερικά, υπό την έποψη του
νέου συμβολικού κατηγορηματικού λογισμού.
99
Ι. Στοιχεία εκτασιακού λογισμού (λογισμού στις εκτάσεις των
εννοιών)
Όταν θέλουμε να γράψουμε συμβολικά ότι ένα ον συνιστά ή δεν συνιστά μέλος της
έκτασης μιας έννοιας, δηλαδή ότι ανήκει σε αυτή την έκταση, γράφουμε:
Π.χ., αν η έννοια είναι «άνθρωπος» και η έκτασή της είναι μια τάξη που θα τη
συμβολίσουμε με «Α»,
Σωκράτης Α, διαβάζουμε: Ο Σωκράτης ανήκει στην τάξη Α (στην έκταση της
έννοιας «άνθρωπος»)
αυτό το δένδρο Α, διαβάζουμε: αυτό το δένδρο δεν ανήκει στην τάξη Α.
Όταν θέλουμε να πούμε ότι μια έκταση είναι τμήμα μιας άλλης μεγαλύτερη έκτασης
γράφουμε:
Π.χ., αν Α είναι η έκταση των ανθρώπων, Π η έκταση των παιδιών, και Φ η έκταση των
φιδιών, τότε
Π Α, διαβάζουμε: Π ανήκει στην Α
Φ Α, διαβάζουμε: Φ δεν ανήκει στην Α.
Για τυχούσες εκτάσεις Κ και Λ μπορούμε να εκτελέσουμε τις εξής λογικές πράξεις
μεταξύ τους:
Πολλές ακόμα πράξεις πάνω στα μέλη των εκτάσεων και στις εκτάσεις γενικά είναι
δυνατές.
1. Τελεστές
Α. Τελεστής της άρνησης
89
Μπορεί να δείτε αντί για το σύμβολο που είδαμε να χρησιμοποιείται το «~».
100
Β. Τελεστής αναγκαιότητας
Η τιμή αλήθειας της σύζευξης (της σύνθετης πρότασης) είναι συνάρτηση της
αλήθειας των p και q με τον τρόπο που αποτυπώνεται στον κάτωθι αληθοπίνακα:90
p q pq
Α Α Α
Α Ψ Ψ
Ψ Α Ψ
Ψ Ψ Ψ
90
Τα Α και Ψ στους πίνακες που ακολουθούν είναι οι δυνατές τιμές αλήθειας των προτάσεων p και q. Α
σημαίνει αληθής και Ψ σημαίνει ψευδής. Στη διεθνή βιβλιογραφία αντί για το Α θα δείτε το T (true) και αντί
για το Ψ θα δείτε το F (false).
101
Β. Διάζευξη (εγκλειστική): p q, διαβάζουμε: p ή q
Η τιμή αλήθειας της διάζευξης (της σύνθετης πρότασης) είναι συνάρτηση της
αλήθειας των p και q με τον τρόπο που αποτυπώνεται στον κάτωθι αληθοπίνακα:
p q pq
Α Α Α
Α Ψ Α
Ψ Α Α
Ψ Ψ Ψ
p q pq
Α Α Α
Α Ψ Ψ
Ψ Α Α
Ψ Ψ Α
Οι σύγχρονοι θεωρητικοί της Λογικής θεώρησαν ότι αυτή η στρατηγική προδίδει την
πραγματική λογική λειτουργία που επιτελείται σε αυτές τις περιπτώσεις στη σκέψη.
Στο τελευταίο παράδειγμα, δεν μπορεί, είπαν, να θεωρηθεί ο Γιάννης ένα υποκείμενο
στο οποίο αποδίδεται αυτό που λέει το υπόλοιπο της πρότασης ως κατηγορούμενο.
Τουναντίον, η λογική λειτουργία της σκέψης εδώ συνίσταται στο ότι δύο όντα
λαμβάνονται σε μια μεταξύ τους σχέση (η οποία ισχύει/αληθεύει ή δεν
ισχύει/αληθεύει).
91
Σημειώστε ότι η αληθοσυνάρτηση της συνεπαγωγής θεωρείται ισοδύναμη με την αληθοσυνάρτηση p q
(και έχουν ταυτόσημο αληθοπίνακα).
102
Στη νέα θεώρηση της πρότασης το ρόλο του κατηγορήματος τον αναλαμβάνει μια
συνάρτηση (function) (η έννοια του κατηγορήματος προσεγγίζεται με όρους
συνάρτησης· ως συνάρτηση): f(…). «f» είναι το όνομα της συνάρτησης, (…) είναι το
όρισμά της, εντός του οποίου μπορεί να τίθεται τουλάχιστον μία μεταβλητή x, με την
οποία παριστάνονται συμβολικώς όντα που ανήκουν σε κάποια έκταση όντων Η
λειτουργία της f συνίσταται στο να απεικονίζει όντα που τίθενται στο όρισμά της στο
δίτιμο πεδίο (σύνολο) τιμών {Α, Ψ}.
Επίσης, η επίμαχη πρόταση «Ο Γιάννης είναι ψηλότερος από τον Κώστα» γράφεται
πλέον (γενικά) συμβολικώς ως Ψ(x, y), με τα x και y να έχουν αντικατασταθεί από τα
όντα με τα ονόματα «Γιάννης» και «Κώστας», δηλαδή Ψ(Γιάννης, Κώστας). Η
συνάρτηση Ψ(x, y) έχει το νόημα: το x ψηλότερο του y. Αν όντως ο Γιάννης είναι
ψηλότερος του Κώστα, τότε η συνάρτηση αυτή απεικονίζεται στην τιμή Α του πεδίου
τιμών, ενώ αν όχι στο Ψ του ίδιου πεδίου.
2. Η ποσόδειξη
Για να γράψουμε συμβολικά την ποσότητα που εννοείται σε μια πρόταση, και πιο
συγκεκριμένα, την καθολικότητα/γενικότητα και την ενικότητα/μερικότητα
ακολουθούμε τον κάτωθι συμβολισμό.
Α. Καθολικότητα/Γενικότητα
Όταν θέλουμε να γράψουμε, π.χ., «Όλα τα μήλα (Ζαγορίου) είναι κόκκινα», τότε, αν
Μ = μήλα (Ζαγορίου) και Κ = κόκκινο, γράφουμε:
92
Τι θα ισχύει για την τιμή «Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν» ή για την τιμή «ξυνός» ή «απαλός»; Προσέξτε
ότι όλα αυτά τα αντικείμενα όντως ανήκουν στο πεδίο ορισμού του x (από όπου μπορεί να παίρνει τιμές το
x). Από μια στενή άποψη, οι σχηματιζόμενες προτάσεις μπορεί να θεωρηθούν ψευδείς. Ωστόσο, αυτές, όπως
και άλλες για τις τιμές, π.χ., «φρόνηση», «ευδαιμονία», διακριτικότητα, κ.λπ., είναι καλύτερα να λέμε ότι δεν
αποδίδουν λογικές προτάσεις, δηλαδή προτάσεις αληθειακά αποτιμήσιμες ως αληθείς ή ψευδείς. Σε αυτές τις
περιπτώσεις οι προτάσεις είναι παράλογες (absurd).
103
x (x Μ): Κ(x), διαβάζουμε: για κάθε x, με x να ανήκει στο Μ, τέτοιο ώστε (ή έτσι
ώστε να ισχύει ότι) το x είναι Κ,93
Γενικά, όμως, μπορούμε να γράψουμε x: Κ(x), διαβάζουμε: για κάθε x (ισχύει) ότι το x
είναι Κ (με συντομία: για κάθε x Κ x). Εδώ το x λαμβάνεται στη μέγιστη δυνατή
αφαίρεση από κάποιο πιθανό περιεχόμενο.
Β. Ύπαρξη (Ενικότητα/Μερικότητα)
Όταν θέλουμε να γράψουμε, π.χ., «Μερικά πράγματα (δηλαδή τουλάχιστον ένα) είναι
κόκκινα», τότε αν Π = πράγματα και Κ = κόκκινα, γράφουμε:
x (x Π): Κ(x), διαβάζουμε: υπάρχει κάποιο (τουλάχιστον ένα) x, με το x να ανήκει
στα Π, τέτοιο ώστε (ή έτσι ώστε να ισχύει ότι) το x είναι K,
Γενικά, όμως, μπορούμε να γράψουμε x: Κ(x), διαβάζουμε: υπάρχει x για το οποίο
ισχύει ότι x είναι Κ (με συντομία: υπάρχει x Κ x). Εδώ το x λαμβάνεται στη μέγιστη
δυνατή αφαίρεση από κάποιο πιθανό περιεχόμενο.
93
Όπως καταλαβαίνετε, αντί να πούμε «όλα τα x είναι P» λέμε ότι ισχύει πως κάθε τι που είναι x είναι (και) P.
104