You are on page 1of 108

Π.

Θεοδώρου

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

Με
Στοιχεία
Συμβολικής Λογικής
και
Φιλοσοφικής Λογικής

1
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ..................................................................................................................................... 1
ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ.......................................................................................................................... 1
Α. ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΕΝΝΟΙΩΝ........................................................................................................... 1
1. ΛΕΞΕΙΣ (ΟΡΟΙ) ΜΙΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, ΕΝΝΟΙΕΣ, ΣΗΜΑΣΙΕΣ Ή ΝΟΉΜΑΤΑ...................................................1
1. ΣΚΈΦΤΟΜΑΙ ΜΕ ΈΝΝΟΙΕΣ, ΜΙΛΏ Ή ΕΚΦΡΆΖΟΜΑΙ ΜΕ ΛΈΞΕΙΣ/ΌΡΟΥΣ................................................................1
2. ΟΙ ΛΈΞΕΙΣ Ή ΌΡΟΙ ΣΗΜΑΊΝΟΥΝ (MEAN) ΚΆΤΙ..............................................................................................1
3. ΟΝΌΜΑΤΑ.........................................................................................................................................2
4. ΤΑ ΟΝΌΜΑΤΑ ΟΝΟΜΆΖΟΥΝ Ή ΑΝΑΦΈΡΟΝΤΑΙ............................................................................................2
5. ΣΥΧΝΆ ΣΤΗ ΧΡΉΣΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΏΝ ΠΡΟΚΎΠΤΟΥΝ ΑΣΥΝΕΝΝΟΗΣΊΕΣ....................................................................4
6. Η ΑΝΆΓΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΟΓΙΚΉ......................................................................................................................5
2. ΠΛΑΤΟΣ ΚΑΙ ΒΑΘΟΣ Ή ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΤΑΣΗ ΕΝΝΟΙΩΝ...................................................................6
1. ΈΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΈΝΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΏΝ..........................................................................................................6
2. ΟΡΙΣΜΌΣ ΚΑΙ ΤΡΌΠΟΙ ΟΡΙΣΜΟΎ ΜΙΑΣ ΈΝΝΟΙΑΣ...........................................................................................6
α. Με ρητή καταρίθμηση της έκτασης μιας έννοιας........................................................................6
β. Με ρητή έκφραση της έντασης μιας έννοιας...............................................................................7
γ. Με χειρονομιακή κατάδειξη (δείγματος)......................................................................................7
3. ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΟΊ ΚΑΙ ΣΥΓΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΟΊ ΌΡΟΙ/ΕΚΦΡΆΣΕΙΣ.....................................................................8
3. ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΒΑΘΟΣ/ΕΝΤΑΣΗ.................................................................................9
1. ΣΧΈΣΗ ΤΑΥΤΌΤΗΤΑΣ..............................................................................................................................9
2. ΣΧΈΣΗ ΕΤΕΡΌΤΗΤΑΣ..............................................................................................................................9
3. ΣΧΈΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΉΣ ΕΤΕΡΌΤΗΤΑΣ: ΟΜΟΙΌΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΟΜΟΙΌΤΗΤΑ....................................................................9
4. ΣΧΈΣΕΙΣ ΆΚΡΑΣ ΑΝΟΜΟΙΌΤΗΤΑΣ: ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΌΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΌΤΗΤΑ........................................................10
5. ΠΑΡΑΤΉΡΗΣΗ: ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΈΝΗ ΚΑΙ ΑΠΡΟΣΔΙΌΡΙΣΤΗ ΆΡΝΗΣΗ....................................................................10
4. ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΟΣ/ΕΚΤΑΣΗ...................................................................................12
1. ΣΧΈΣΗ ΕΠΑΛΛΗΛΊΑΣ/ΙΣΟΔΥΝΑΜΊΑΣ (EQUIVALENCE)....................................................................................12
2. ΣΧΈΣΗ (ΥΠ)ΑΛΛΗΛΊΑΣ/ΣΥΝΑΛΛΗΛΊΑΣ (ORDINATION)...................................................................................12
2.α. Γένη και είδη...........................................................................................................................12
3. ΕΠΑΛΛΆΣΣΟΥΣΕΣ ΈΝΝΟΙΕΣ....................................................................................................................13
4. ΈΝΝΟΙΕΣ ΠΑΡΆΛΛΗΛΕΣ........................................................................................................................13
5. ΈΝΝΟΙΕΣ ΞΈΝΕΣ.................................................................................................................................13
5. Ο ΟΡΙΣΜΟΣ................................................................................................................................ 14
1. Η ΣΠΟΥΔΑΙΌΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ ΤΟΥ ΟΡΙΣΜΟΎ.....................................................................................14
2. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΊΑ (ΤΑ ΒΉΜΑΤΑ) ΑΝΑΖΉΤΗΣΗΣ ΟΡΙΣΜΟΎ...................................................................................15
2. ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΤΟΥ ΟΡΙΣΜΟΎ...................................................................................................................17
3. ΟΡΊΖΟΥΜΕ ΤΙΣ ΈΝΝΟΙΕΣ Ή ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΊΜΕΝΑ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΏΝ;.........................................................................17
4. Η ΔΥΣΚΟΛΊΑ ΣΤΟΥΣ ΟΡΙΣΜΟΎΣ...............................................................................................................18
5. ΟΙ ΛΟΓΙΚΈΣ ΠΡΟΫΠΟΘΈΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΎ ΟΡΙΣΜΟΎ......................................................................................18
α. Συντομία και σαφήνεια..............................................................................................................18
β. Προσδιορισμός του άγνωστου με το γνωστό.............................................................................18
γ. Αποφυγή της κυκλικότητας (άμεσης ή έμμεσης)........................................................................19
δ. Οριζόμενο/οριστέο και ορίζον να είναι ισεκτασιακά/ισοδύναμα (ή μάλλον ταυτεκτασιακά). . .19
6. Ο ΙΔΕΏΔΗΣ ΟΡΙΣΜΌΣ..........................................................................................................................19
7. ΣΧΈΣΗ ΈΝΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΈΚΤΑΣΗΣ ΕΝΝΟΙΏΝ...................................................................................................20
6. Η ΔΙΑΙΡΕΣΗ................................................................................................................................. 21
1. ΔΙΑΊΡΕΣΗ ΜΙΑΣ ΈΝΝΟΙΑΣ (ΓΈΝΟΥΣ) ΣΤΑ ΕΊΔΗ ΤΗΣ.......................................................................................21
2. Η ΒΆΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΊΡΕΣΗΣ........................................................................................................................22
3. ΑΠΛΈΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑΠΛΈΣ ΔΙΑΙΡΈΣΕΙΣ: ΤΑΞΙΝΌΜΗΣΗ......................................................................................23
4. ΚΑΝΌΝΕΣ ΤΗΣ ΚΑΛΉΣ ΔΙΑΊΡΕΣΗΣ............................................................................................................24
Α. Να είναι εξαντλητική..................................................................................................................24
Β. Τα μέρη της διαίρεσης πρέπει να είναι εκτασιακώς παράλληλα...............................................24
Γ. Η βάση (άποψη) της διαίρεσης να μένει σταθερή στη διαίρεση (και υποδιαίρεση)..................24
7. ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ........................................................................................................................... 25
1. ΓΕΝΙΚΌΤΑΤΕΣ ΈΝΝΟΙΕΣ........................................................................................................................25

ii
2. ΑΠΌΠΕΙΡΕΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΎ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΏΝ........................................................................................25
3. ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΊΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΊΑΣ.........................................................................................26
Β. ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ (ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ: ΚΡΙΣΕΩΝ)...........................................................28
1. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ................................................................................................................................. 28
1. ΠΟΛΥΛΕΚΤΙΚΈΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΚΈΣ ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΊΣΕΙΣ...........................................................................28
2. ΤΙ ΈΧΕΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΌΤΗΤΑ ΣΤΗ ΣΚΈΨΗ: Η ΈΝΝΟΙΑ Ή Η ΠΡΌΤΑΣΗ;.....................................................................28
2.α. Πρόταση: υπό ευρεία και στενή έννοια..................................................................................29
3. ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΛΟΓΙΚΆ ΕΥΣΎΝΤΑΚΤΕΣ/ΑΣΎΝΤΑΚΤΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΆ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΈΣ/ΑΓΡΑΜΜΑΤΙΚΈΣ..................................29
4. ΛΟΓΙΚΈΣ ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ: ΓΝΗΣΊΩΣ ΛΟΓΙΚΈΣ ΚΑΙ ΨΕΥΔΟ-ΛΟΓΙΚΈΣ..........................................................................30
5. ΤΑ ΓΝΩΡΊΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΝΗΣΊΩΣ ΛΟΓΙΚΏΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ.................................................................................31
6. ΤΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΆ ΜΈΡΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΉΣ ΠΡΌΤΑΣΗΣ (ΚΡΊΣΗΣ).........................................................................31
7. ΔΙΑΊΡΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ ΜΕ ΒΆΣΗ ΤΗΝ ΠΟΙΌΤΗΤΆ ΤΟΥΣ (ΚΑΤΆΦΑΣΗ/ΑΠΌΦΑΣΗ)..........................................33
8. ΔΙΑΊΡΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ/ΑΠΟΦΆΝΣΕΩΝ ΜΕ ΒΆΣΗ ΤΗ ΜΟΡΦΉ ΤΟΥΣ...........................................................34
2. ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ............................................................................................................ 36
1. ΑΠΌΦΑΝΣΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΉ (ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΊΩΣΗ)...........................................................................................36
2. ΔΙΑΊΡΕΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΏΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ ΚΑΤΆ ΤΟ ΠΟΣΌΝ (ΓΕΝΙΚΈΣ, ΜΕΡΙΚΈΣ, ΕΝΙΚΈΣ).....................................36
3. ΔΙΑΊΡΕΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΏΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ ΚΑΤΆ ΠΟΣΌΝ ΚΑΙ ΠΟΙΌΝ: A I E O..................................................37
4. ΓΕΝΙΚΌΤΗΤΑ ΕΠΙΜΕΡΙΣΤΙΚΉ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΉ...............................................................................................37
5. ΤΑ ΕΊΔΗ ΤΩΝ (ΤΥΠΙΚΏΝ/ΜΟΡΦΙΚΏΝ) ΛΟΓΙΚΏΝ ΣΧΈΣΕΩΝ ΜΕΤΑΞΎ ΤΩΝ ΑΝΩΤΈΡΩ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ..............................38
6. ΣΧΈΣΕΙΣ ΚΑΤΆ ΤΗΝ ΈΚΤΑΣΗ ΜΕΤΑΞΎ ΤΩΝ S ΚΑΙ P ΣΤΙΣ ΚΡΊΣΕΙΣ.......................................................................39
7. Η ΤΡΟΠΙΚΌΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΡΊΣΕΩΝ..............................................................................................................40
3. ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ............................................................................................................. 42
1. ΑΠΌΦΑΝΣΗ ΥΠΌ ΌΡΟΥΣ (Ή ΥΠΌ ΣΥΝΘΉΚΗ)..............................................................................................42
2. ΓΝΩΡΊΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΤΙΚΏΝ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ Ή ΥΠΟΘΕΤΙΚΏΝ ΛΌΓΩΝ.............................................................42
3. Η “ΛΟΓΙΚΉ” ΤΩΝ ΥΠΟΘΕΤΙΚΏΝ ΛΌΓΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΉ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΉ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΉ ΣΚΈΨΗ.....................43
4. ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΖΕΥΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ.................................................................................45
1. ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΈΣ ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ.....................................................................................................................45
2. ΑΠΛΉ Ή ΕΓΚΛΕΙΣΤΙΚΉ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΉ ΔΙΆΖΕΥΞΗ.....................................................................................45
3. Η ΛΟΓΙΚΌΤΗΤΑ (ΛΟΓΙΚΉ ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ) ΤΗΣ ΔΙΆΖΕΥΞΗΣ..................................................................................46
4. ΣΥΖΕΥΚΤΙΚΈΣ ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ.......................................................................................................................46
5. ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΣΥΜΒΟΛΙΚΉΣ ΛΟΓΙΚΉΣ ΠΡΑΓΜΆΤΕΥΣΗΣ........................................................................................47
Α. οι αληθοπίνακες των λογικών πράξεων (αληθοσυναρτήσεων) μεταξύ προτάσεων..................47
Β. Προτασιακός λογισμός...............................................................................................................47
5. ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΛΛΩΝ ΕΙΔΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ.......................................................................................... 49
1. ΑΝΑΛΥΤΙΚΈΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΤΙΚΈΣ ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ (ΑΠΌ ΤΗΝ ΆΠΟΨΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΉΣ ΤΗΣ ΑΛΉΘΕΙΑΣ ΤΟΥΣ)........................49
Α. (A priori) αναλυτικές..................................................................................................................49
Β. (A posteriori) συνθετικές............................................................................................................51
2. ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΑΝΑΓΚΑΊΕΣ/ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΈΣ, ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΈΣ, ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΈΣ (ΑΠΌ ΤΗΝ ΆΠΟΨΗ ΤΗΣ ΔΙΑΠΊΣΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΛΉΘΕΙΑΣ ΤΟΥΣ)
......................................................................................................................................................... 52
3. ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΈΣ/ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΈΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΙΚΈΣ ΚΡΊΣΕΙΣ................................................................................53
Γ. ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΩΝ (ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ, ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ)...............................................55
1. ΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥΣ........................................................................................... 55
1. ΕΠΙΧΕΊΡΗΜΑ, ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΌΣ, ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΌΣ....................................................................55
2. ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΌΣ ΕΙΡΜΌΣ (ΣΥΝΕΙΡΜΌΣ) ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΌΣ ΕΙΡΜΌΣ (ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΌΣ)................................56
3. ΛΟΓΙΚΉ ΣΥΝΑΓΩΓΉ ΚΑΙ ΕΓΚΥΡΌΤΗΤΑ........................................................................................................56
4. ΕΊΔΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΆΤΩΝ/ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΏΝ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΏΝ...............................................................................57
2. ΑΜΕΣΟΙ ΚΑΙ ΕΜΜΕΣΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ........................................................................................ 58
1. Ο ΆΜΕΣΟΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ...................................................................................................................58
2. Ο ΈΜΜΕΣΟΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ................................................................................................................59
3. ΣΩΡΕΊΤΗΣ.........................................................................................................................................59
4. ΕΝΘΎΜΗΜΑ.....................................................................................................................................60
3. ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ (ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ)...................................................61
1. Ο ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΌΣ (SYLLOGISM, SYLLOGISMUS)...........................................................................................61
iii
2. ΤΑ ΣΧΉΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΎ (ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΆ ΣΧΉΜΑΤΑ).........................................................................61
3. ΟΙ ΤΡΌΠΟΙ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΎ (ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΟΊ ΤΡΌΠΟΙ)..............................................................................62
4. ΟΙ ΚΑΝΌΝΕΣ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΎ............................................................................................................65
5. ΤΟ ΜΥΣΤΉΡΙΟ ΜΕ ΤΟ ΣΥΧΝΆ ΠΑΡΑΤΙΘΈΜΕΝΟ ΠΑΡΆΔΕΙΓΜΑ ΈΓΚΥΡΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΎ ΜΕ ΤΟΝ ΣΩΚΡΆΤΗ..................66
4. ΟΙ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ............................................................................68
1. ΕΊΔΗ ΤΟΥ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΎ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΎ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΎ................................................................................68
2. Ο ΚΑΘΑΡΌΣ ΥΠΟΘΕΤΙΚΌΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ................................................................................................68
3. Ο ΜΙΚΤΌΣ ΥΠΟΘΕΤΙΚΌΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ..................................................................................................69
4. ΠΛΆΝΕΣ ΣΤΟΝ ΜΙΚΤΌ ΥΠΟΘΕΤΙΚΌ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌ.......................................................................................70
5. ΥΠΟΘΕΤΙΚΌΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ ΈΝΑΝΤΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΟΎ...................................................................................71
5. ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΠΑΓΩΓΙΚΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ............................................................................73
Α. ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΌΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ (DEDUCTIVE REASONING).............................................................................73
1. ΟΡΙΣΜΌΣ.........................................................................................................................................73
2. ΕΓΚΥΡΌΤΗΤΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΜΌΤΗΤΑ..............................................................................................................73
3. Η ΈΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΎ ΣΥΣΤΉΜΑΤΟΣ (ΘΕΩΡΊΑΣ)................................................................................77
Β. ΕΠΑΓΩΓΙΚΌΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ (INDUCTIVE REASONING)................................................................................77
1. ΟΡΙΣΜΌΣ.........................................................................................................................................77
2. ΑΤΕΛΉΣ ΚΑΙ ΤΈΛΕΙΑ ΕΠΑΓΩΓΉ................................................................................................................78
3. ΛΕΙΤΟΥΡΓΊΑ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΑΙΌΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΠΑΓΩΓΙΚΟΎ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΎ..................................................................79
4. Ο ΑΝΑΛΟΓΙΚΌΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΌΣ.............................................................................................................79
5. Η ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΉ ΕΠΑΓΩΓΉ...................................................................................................................80
Δ. ΜΕΡΟΣ: ΠΛΑΝΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ.......................................................................................... 82
1. ΠΛΑΝΕΣ..................................................................................................................................... 82
1. ΟΡΙΣΜΌΣ.........................................................................................................................................82
2. ΠΡΟΈΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΛΆΝΗΣ: ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΟΡΦΉ...............................................................................83
3. ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ ΕΊΔΗ ΤΩΝ ΠΛΑΝΏΝ ΚΑΤΆ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΟ...........................................................................84
4. ΠΛΆΝΕΣ ΚΑΤΆ ΤΗ ΜΟΡΦΉ...................................................................................................................89
2. ΟΙ ΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ....................................................................................................................... 90
1. ΑΡΧΉ ΤΗΣ ΤΑΥΤΌΤΗΤΑΣ.......................................................................................................................90
2. Η ΑΡΧΉ ΤΗΣ ΜΗ ΑΝΤΊΦΑΣΗΣ................................................................................................................91
3. Η ΑΡΧΉ ΤΟΥ ΑΠΟΚΛΕΙΟΜΈΝΟΥ ΤΡΊΤΟΥ....................................................................................................91
4. Η ΑΡΧΉ ΤΟΥ ΑΠΟΧΡΏΝΤΟΣ ΛΌΓΟΥ.........................................................................................................92
Ε. ΜΕΡΟΣ....................................................................................................................................... 95
ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ.................................................................95
8. ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ........................................................................................................... 95
1. ΦΥΣΙΚΈΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΤΈΣ ΓΛΏΣΣΕΣ............................................................................................................95
Η ΑΝΆΔΥΣΗ ΤΗΣ ΣΎΓΧΡΟΝΗΣ ΛΟΓΙΚΉΣ........................................................................................................95
Η ΣΥΜΒΟΛΙΚΉ ΛΟΓΙΚΉ............................................................................................................................96
Ι. ΣΤΟΙΧΕΊΑ ΕΚΤΑΣΙΑΚΟΎ ΛΟΓΙΣΜΟΎ (ΛΟΓΙΣΜΟΎ ΣΤΙΣ ΕΚΤΆΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΏΝ)......................................................97
1. ΤΕΛΕΣΤΈΣ.........................................................................................................................................97
ΙΙ. Η ΙΔΈΑ ΤΟΥ ΠΡΟΤΑΣΙΑΚΟΎ ΛΟΓΙΣΜΟΎ (ΑΛΗΘΟΣΥΝΑΡΤΉΣΕΙΣ)........................................................................98
1. ΑΛΗΘΟΣΥΝΑΡΤΗΣΙΑΚΈΣ ΠΡΆΞΕΙΣ ΜΕΤΑΞΎ ΠΡΟΤΆΣΕΩΝ................................................................................98
Γ. ΣΥΝΕΠΑΓΩΓΉ: P  Q, ΔΙΑΒΆΖΟΥΜΕ: ΑΝ P ΤΌΤΕ Q....................................................................................99
ΙΙΙ. Η ιδέα του κατηγορηματικού λογισμού.........................................................................................99

iv
Α. ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΕΝΝΟΙΩΝ
1. ΛΕΞΕΙΣ (ΟΡΟΙ) ΜΙΑΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, ΕΝΝΟΙΕΣ, ΣΗΜΑΣΙΕΣ Ή
ΝΟΉΜΑΤΑ

1. Σκέφτομαι με έννοιες, μιλώ ή εκφράζομαι με λέξεις/όρους


Η σκέψη μας λειτουργεί με έννοιες: σκέφτομαι θα πει: σκέφτομαι (με) έννοιες.

Η γραπτή ή προφορική έκφραση μιας έννοιας είναι οι λέξεις ή (γλωσσικοί) όροι.

Όταν χρησιμοποιώ έναν (γλωσσικό) όρο (μια λέξη), εκφράζω (κάνω ρητή)
μια έννοια (της σκέψης μου).

Αντίστροφα, με μια λέξη (στη γλώσσα) εννοώ μια έννοια (της σκέψης).

H έννοια είναι το αντίστοιχο της λέξης στη σφαίρα της σκέψης·


αντίστροφα: η λέξη είναι η “υλική εμφάνιση” της έννοιας.

Συγκεφαλαιωτικά: Σκέφτομαι με έννοιες· μιλώ ή εκφράζομαι με λέξεις.

Ας αναλύσουμε τώρα περισσότερο αυτές τις απλές διαπιστώσεις.

2. Οι λέξεις ή όροι σημαίνουν (mean) κάτι


Οι έννοιες (με) τις οποίες σκεφτόμαστε1 (σιωπηρά ή εκφραστικά) έχουν ένα
περιεχόμενο.

Σκεπτόμενοι (με) μια έννοια, σκεπτόμαστε κάτι που εννοείται με αυτήν (ή


κάτι που εννοείται “εντός” της).

Αυτό, το περιεχόμενο της έννοιας είναι το νόημά της ή η σημασία της.

Κατ’ επέκτασιν –ή, επίσης–, μπορούμε να πούμε ότι αυτό το νόημα ή αυτή η
σημασία είναι και το νόημα ή η σημασία του όρου με τον οποίο εκφράζεται
ή λέγεται η έννοια.

1
Πιο συγκεκριμένα, αυτό δεν ισχύει για όλους τους όρους μιας γλώσσας (ή, έστω, όχι για όλους με τον ίδιο
τρόπο), αλλά κυρίως για τα ονόματα (names).
1
Λέμε, τώρα, ότι οι όροι σημαίνουν (mean) το νόημά τους ή τη σημασία τους (η οποία
είναι, έτσι, το σημαινόμενό τους), δηλαδή αυτό που νοούμε με αυτούς.2

Αυτό που νοείται ή εν-νοείται ως νόημα ή σημασία μπορεί να αφορά (να


έχει να κάνει με):
όντα, ιδιότητες, σχέσεις, ποσότητες, τρόποι, τόποι, ενέργειες, καταστάσεις.

Μόνο λίγες λέξεις ή όροι έχουν νόημα που μπορεί να “προδίδεται” από τις
ίδιες (οι πεποιημένες, π.χ., τζίτζικας, γαύγισμα, λαχάνιασμα, κ.λπ.).

Οι υπόλοιπες έχουν συνδεθεί-με ή αποκτήσει-το νόημά τους κατά σύμβαση.

3. Ονόματα
Ειδικώς ονόματα (names) λέγονται οι λέξεις ή όροι που μπορούν να πάρουν τη θέση
του συντακτικού υποκειμένου ή του κατηγορούμενου σε μια κρίση του γενικού
τύπου «Το Υ είναι Κ», π.χ., «Το μήλο είναι κόκκινο».

Από πλευράς Γραμματικής τα ονόματα μπορεί να είναι:


ουσιαστικά (συγκεκριμένα η αφηρημένα),
επίθετα, μετοχές, αντωνυμίες (π.χ., προσωπικές, αόριστες, κ.λπ.)3,
κάποια4 αριθμητικά (απόλυτα, π.χ., ο «δύο», και τακτικά, π.χ., ο «δέκατος
πέμπτος», κ.λπ.),
εκφράσεις (π.χ., «ο Λευκός Πύργος», «η καλύτερη μέρα της ζωής μου», κ.λπ.)

2
Αυτή η σχέση της λέξης ή όρου μιας γλώσσας και, κυρίως, των ονομάτων (όπως διευκρινίστηκε στην υπσ.
1) με το νόημα ή τη σημασία της (ή το νόημα ή σημασία της αντίστοιχης έννοιας) έχει αποτυπωθεί και με
την ορολογία που κάνει λόγο για, σημείωση (signification), συνυποδήλωση (connotation). «Each name
connotes that, if anything, of which it is an expression (its connotation, meaning, or sense)» (Alonzo Church, «A
Theory of the Meaning of Names», 1995).
3
Προσωπικές: εγώ εσύ, αυτός, κ.λπ. Αόριστες: κάποιος, κάτι, κανένας, κ.λπ. Δεικτικές,: αυτός, εκείνος, κ.λπ.
4
Βλ. τα παραδείγματα που ακολουθούν. Όμως όχι τα επιρρηματικά αριθμητικά, π.χ., άπαξ, δις, τετράκις,
κ.λπ.
2
4. Τα ονόματα ονομάζουν ή αναφέρονται
Τα ονόματα ονομάζουν (name) ή αναφέρονται (refer)5 σε κάποια όντα (μιλούν για
αυτά).

Από την άποψη του τρόπου της αναφοράς τους, τα ονόματα μπορεί να είναι:
ατομικά/ενικά (μονολεκτικά ή περιφραστικά) (Κώστας, Ακρόπολη, ο
Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Σούπερμαν, Σφίγγα, κ.λπ.),
γενικά (συγκεκριμένα ή αφηρημένα) (δένδρο, σπίτι, τρίγωνο, ελευθερία,
αρετή, κ.λπ.), ή
κενά (λόγω λογικών, μεταφυσικών, ή και φυσικών περιορισμών) (κυκλικό
τετράγωνο, αντιβαρυτική μηχανή, φλογιστό, κ.λπ.).

Σημείωση: Στενά μιλώντας, όταν μιλάμε για έννοιες θα υπονοούμε ότι πρόκειται για
έννοιες γενικών ονομάτων

(κατ’ εξοχήν, αυτά δεν ονομάζουν κάτι με το να είναι κολλημένα –πάνω στα
ονομαζόμενα όντα– σαν ετικέτες, αλλά τα νοούν μέσω της σημασίας ή
νοήματος ή περιεχομένου της αντίστοιχης έννοιάς τους, δηλαδή μέσω του
σημαινόμενού τους).6

5
Αυτή η σχέση της λέξης ή όρου αλλά, βασικά, του ονόματος με τα στοιχεία της πραγματικότητας έχει
αποτυπωθεί και με την ορολογία που κάνει λόγο για καταδήλωση (denotation) ή υποδήλωση (designa-
tion), ονομάτιση/ονοματισμό (nomination) ή ακόμα και αναφορά (reference). «Each name denotes that, if
anything, of which it is a name (its denotation or designation)» (Alonzo Church, «A Theory of the Meaning of
Names», 1995). Έχει διατυπωθεί, όμως, και άλλη ανάλυση. Ο Morris («Foundation of the theory of Signs»,
1938) προτείνει τα εξής. «Ένα designatum δεν είναι ένα πράγμα, αλλά ένα είδος αντικειμένων ή μια κλάση
αντικειμένων – και μια κλάση μπορεί να έχει πολλά μέλη, ή ένα μέλος ή κανένα μέλος. Τα denotata είναι τα
μέλη των κλάσεων» (Morris 1938, σελ. 83). «Έτσι, γίνεται σαφές ότι, ενώ κάθε σημείο έχει ένα designatum, δεν
έχει κάθε σημείο ένα denotatum» (ibid.). […] Η έννοια του περιεχομένου μιας αναπαράστασης μπορεί να
χρησιμοποιηθεί με δύο διαφορετικούς τρόπους: μπορεί να σημαίνει είτε το αναφερόμενο της
αναπαράστασης, (εναλλακτικά, το denotatum ή designatum) είτε το νόημα της αναπαράστασης». (Στοιχεία
αντλημένα από τη διατριβή του Κ. Παγωνδιώτη Το Πρόβλημα των Νοητικών Αναπαραστάσεων, 2001).
6
Υπό όρους, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι και τα ατομικά/ενικά ονόματα έχουν νόημα (κάτι εννοούμε με
αυτά) και αναφορά (όταν υπάρχει αυτό που ονομάζουν αναφέρονται σε αυτό, π.χ., το όνομα «Σφίγγα» δεν
καταφέρνει να πραγματώσει την αξίωσή του για αναφορά, αφού δεν υπάρχει το ον Σφίγγα), ενώ και τα κενά
ονόματα έχουν μόνο νόημα αλλά όχι και αναφορά.
3
Πίνακας 1. Σχηματική απεικόνιση των όρων και των σχέσεων που είδαμε.

5. Συχνά στη χρήση των εννοιών προκύπτουν ασυνεννοησίες


Η γλώσσα χαρακτηρίζεται από σημασιολογική “ρευστότητα” (οι σημασίες δεν
μένουν σταθερές).
Θεωρείστε, π.χ., τις μεταβολές στη σημασία των όρων: φιλοτιμία (αρχαιότητα και
χριστιανική εποχή), κοινωνία (αρχική σημασία: γίνομαι ένα και συνυπάρχω με
τους άλλους / και ρωμαϊκή επιρροή: socio = συνεταιρισμός μεμονωμένων
ατόμων), κ.λπ.

Έτσι, μπορεί να προκύψουν προβλήματα ασυνεννοησίας στη γλωσσική επικοινωνία.

Προβλήματα ασυνεννοησίας μπορεί, επίσης, να προκύψουν όταν, σε ό,τι αφορά τις


σημασίες των ονομάτων, δεν γνωρίζει κανείς ότι ισχύουν οι εξής καταστάσεις:

α. ομωνυμίας: ίδιος όρος/όνομα με διαφορετική ένταση/έννοια και έκταση,


Π.χ., «μάζα» (σε διαφορετικές χρήσεις της, στην κλασική Φυσική, στη σχετικιστική
Φυσική, στην Κοινωνιολογία ή στην πολιτική), «κεφάλι αλόγου» (ως λειτουργικό
μέρος του σώματος του αλόγου και ως αποκομμένο από αυτό)

β. τετριμμένης (αναλυτικής ή λεξικογραφικής) συνωνυμίας: διαφορετικοί


όροι/ονόματα με ίδια ένταση και ταυτόσημη έκταση,
Π.χ., «γίδα» και «κατσίκα», «σκύλος» και «κυν», «όμορφη» και «ωραία», «εργένης» και
«μη συζευγμένος άνδρας», κ.λπ.7

7
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ποτέ απόλυτη συνωνυμία αλλά μόνο σχετική ή μερική. Π.χ., όμορφη
είναι αυτή που έχει καλοσχεδιασμένη μορφή ενώ ωραία είναι αυτή που είναι φρέσκια, της ώρας. Ανάλογα
ισχύουν για όλα τα ζεύγη συνωνύμων.
4
γ. μη τετριμμένης (συνθετικής) συνωνυμίας: διαφορετικοί όροι/ονόματα
με διαφορετικές εντάσεις και ταυτόσημη έκταση
Π.χ., «Αποσπερίτης» και «Αυγερινός», «H2O» και «νερό»

δ. ασάφειας στην έντασης της έννοιας


Π.χ., «γοργόνα», «ωραίος», «ενάρετος», «φαλακρός».

Ασυνεννοησία μπορεί να προκύψει, ακόμα, και λόγω άγνοιας για το ότι στο επίπεδο
της σημασίας των ονομάτων ή της σύνταξης μιας πρότασης συμβαίνει ένα από τα
εξής φαινόμενα:8

ε. πολυσημία
λεκτική:
i) ομωνυμία, την οποία είδαμε ήδη πιο πριν / π.χ., «όργανο» (της τάξης ή μουσικό)
ii) διαφορετική γραμματική κατηγορία / π.χ., «ήσυχα» = επίρρημα ή επίθετο
συντακτική
π.χ., «ο πρόεδρος δέχτηκε τις προτάσεις με ενδιαφέρον» (δέχτηκε εκείνες τις προτάσεις που είχαν
ενδιαφέρον ή δέχτηκε με ενδιαφέρον όλες τις προτάσεις;)
σημασιολογική
π.χ., «Η ιστορία του Wittgenstein ήταν συγκινητική» (Ο Wittgenstein είναι ο αφηγητής ή το θέμα της
ιστορίας;)

στ. προσδιορισμός της αναφοράς των αντωνυμιών και των επιρρημάτων


π.χ., «δώσαμε στον Πέτρο τον αναπτήρα γιατί αυτός τον ήθελε» (ποιος ήθελε ποιόν;), «ο καιρός εδώ
άλλαξε» (πού ισχύει αυτό και πότε;)

ζ. ελλειπτικές προτάσεις
π.χ., «Το μπρίκι είναι [μέσα] στο ντουλάπι» (ποιο μπρίκι; το καράβι ή το σκεύος της κουζίνας;)
η. προσδιορισμός της επιτελεστικής δύναμης [operative force] σε ένα ομιλιακό ενέργημα όταν αυτή δεν
αναφέρεται ρητά
π.χ., «Εμείς οι δύο θα τα πούμε σύντομα!» (πρόκειται για υπόσχεση ή για απειλή;) / «Γιατί ο Αδάμ έφαγε
το μήλο;» (για ποιο ακριβώς πράγμα ζητάμε εξήγηση: περί του γιατί ο Αδάμ έφαγε το μήλο; Περί του γιατί
ο Αδάμ έφαγε το μήλο; Ή περί του γιατί ο Αδάμ έφαγε το μήλο;)

θ. ειρωνεία, υπερβολή και γενικότερα περιπτώσεις, όπου η σημασία, με την οποία ο ομιλητής εκφωνεί μια
πρόταση, είναι διαφορετική από την κυριολεκτική σημασία της πρότασης. Π.χ., «Σπουδαία η εργασία του
Πέτρου!» (είναι όντως σπουδαία ή πολύ κακή;), «Ιδού η πόρτα!» (μας προτρέπουν να στρέψουμε τα μάτια
μας προς την πόρτα ή μας λένε «βγες έξω!» ή «φύγε!»)

ι. μεταφορά ή μετωνυμία π.χ., «Η Ευλαμπία είναι παγόβουνο».

6. Η ανάγκη για τη Λογική


Όλα αυτά τα προβλήματα (και πολλά άλλα 9) στη γλώσσα και στη σκέψη μας οδηγούν
να κατανοήσουμε ότι χρειαζόμαστε μια θεωρία ικανή να αναλύσει αυτά τα

8
Οι πληροφορίες για αυτά τα φαινόμενα, καθώς και τα παραδείγματα (με μικρές αλλαγές) έχουν αντληθεί
από Παγωνδιώτης 2001.
9
Για παράδειγμα, στο κεφ. 1 του Μέρους Δ, θα συναντήσουμε τις συλλογιστικές πλάνες.
5
προβλήματα (να μας βοηθήσει να τα κατανοήσουμε) και να μας δώσει κανόνες για το
πώς μπορούμε να τα αποφεύγουμε.

Αυτή η θεωρία είναι η Λογική.

Ως «Λογική» θα εννοούμε την τυπική ή μορφική θεωρία της σκέψης εν γένει.10

10
«Τυπική» ή «μορφική», με την έννοια ότι δεν θα είναι μια θεωρία για όλα τα στοιχεία της σκέψης (έννοιες,
προτάσεις, συλλογισμοί) που συναντάμε στη σκέψη που αφορά τα αντικείμενα ή τα θέματα μιας
συγκεκριμένης επιστήμης, αλλά θα αφορά τη σκέψη γενικά, ανεξαρτήτως από την κάθε επιμέρους επιστήμη
και τις έννοιες ή τις προτάσεις και τους συλλογισμούς που συναντάμε σε αυτήν.
6
2. ΠΛΑΤΟΣ ΚΑΙ ΒΑΘΟΣ Ή ΕΚΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΤΑΣΗ ΕΝΝΟΙΩΝ

1. Έκταση και ένταση των εννοιών11


Ένταση μιας έννοιας ονόματος είναι το σύνολο των κοινών χαρακτηριστικών
γνωρισμάτων που κατέχουν τα ομοειδή όντα, στα οποία αναφερόμαστε με αυτή την
έννοια (ό,τι εννοούμε όταν σκεπτόμαστε ή μιλάμε για κάθε τι, στο οποίο
αναφερόμαστε με μια έννοια ή με το αντίστοιχο όνομα).

Ένταση μιας έννοιας (ή ενός ονόματος) είναι, δηλαδή, η σημασία της ή το


νόημά της ή το περιεχόμενό της. Σε αυτά (σημασία ή νόημα ή περιεχόμενο)
περικλείονται τα κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα όλων των ομοειδών
όντων στα οποία αναφερόμαστε με την έννοια ή το αντίστοιχο όνομα.

Έκταση μιας έννοιας ή ενός ονόματος είναι τα αντίστοιχα πλήθη/σύνολα ομοειδών


μελών του συνόλου εκείνων των «κάθε τι», στα οποία αναφερόμαστε με την έννοια ή
με το όνομά της.

Αλλιώς, μπορούμε να πούμε: έκταση μιας έννοιας είναι το σύνολο των ομοειδών
όντων που υπάγονται στην έννοια. (Αυτά τα «όντα» είναι τα μέλη της έκτασης της
έννοιας.)
δηλαδή
για τα γενικά ονόματα: το σύνολο των ομοειδών αντικειμένων,
για τα κύρια ονόματα: τα αντίστοιχα μεμονωμένα άτομα ή ονομαζόμενα
όντα, ή
για τα κενά/υποθετικά ονόματα: το κενό σύνολο (αφού δεν υπάρχουν τα
αντίστοιχα όντα).

2. Ορισμός και τρόποι ορισμού μιας έννοιας


Ορισμός μιας έννοιας: η διαλεύκανση του τι εννοεί κανείς με αυτήν.

α. Με ρητή καταρίθμηση της έκτασης μιας έννοιας


(Όπως είδαμε, έκταση = αναφορά = το πλήθος των ομοειδών αντικειμένων στα οποία
αναφερόμαστε με αυτήν)

Π ρ ό β λ η μ α 1 : α σα φ ή τ α ό ρ ι α τ ο υ π λ ή θ ο υ ς
Πότε έχουμε εξαντλήσει την έκταση;

11
Στη βιβλιογραφία γίνεται λόγος για έκταση και ένταση εννοιών ή, ισοδύναμα, έκταση και ένταση
ονομάτων. Μετά από όσα είδαμε, αυτό πρέπει να είναι κατανοητό.
7
Π.χ., Μπορεί κάποιος να επιχειρήσει να ορίσει την έννοια «δένδρο» αρχίζοντας να
καταριθμεί δένδρα. Δεν γίνεται να τα έχουμε ποτέ όλα, ώστε να ξέρουμε τι
ακριβώς εννοούμε με την έννοια (δηλ. εδώ: σε ποια όντα αναφερόμαστε με αυτήν).

Π ρ ό β λ η μ α 2 : α σα φ έ ς τ ο κ ρ ι τ ή ρ ι ο ε π ι λ ο γ ή ς ( εκ τ α σ ι α κ ή α σά φ ε ι α )
Π.χ., για την έννοια «πλοίο» – η σχεδία και το κανό είναι πλοία;
Ή «φαλακρός» – άνθρωποι με πόσες τρίχες στο κεφάλι ανήκουν ή δεν ανήκουν στην
έκτασή της;

β. Με ρητή έκφραση της έντασης μιας έννοιας


(Όπως είδαμε, ένταση = νόημα = αυτό που “συλλαμβάνουμε με το νου μας” στο
άκουσμα του όρου/ονόματός μιας έννοιας ή το σύνολο των —ουσιωδών— κοινών
γνωρισμάτων των ομοειδών αντικειμένων (δηλ. των μελών) της έκτασης.
Π.χ., «Άρτιοι είναι οι αριθμοί που διαιρούνται με το 2»
«τρίγωνο είναι το επίπεδο σχήμα που περικλείεται από τρεις αλληλοτεμνόμενες
ευθείες»

Πρόβλημα: δεν υπάρχουν τέλειοι ορισμοί για όλες τις έννοιες


Π.χ., «φάλαινα είναι…;», «κοινωνία είναι…;», «ιστορία είναι…;», «άνθρωπος είναι…;»

γ. Με χειρονομιακή κατάδειξη (δείγματος)


Όταν ένας ρητός εκτασιακός ή εντασιακός ορισμός δεν είναι δυνατός ή δεν αρκεί,
τότε δείχνουμε με το χέρι μας (με τον δείκτη).

(Υποτίθεται, βέβαια, πως κάπως γνωρίζουμε ότι «όταν μας δείχνουν το


Φεγγάρι, εμείς δεν κοιτάμε το δάχτυλο»…)
Π.χ., αυτό κάνουμε με τις απλές ή στοιχειώδεις έννοιες: «κόκκινο», «ευθεία», «χλιαρός»,
κ.λπ.

Παρατήρηση:
ενίοτε η απλή απαγγελία (π.χ., “παπαγαλία”) ενός ρητού ορισμού δεν πείθει
για τη γνώση του απαγγέλλοντος αναφορικά με το οριζόμενο μιας έννοιας.
Χρειάζεται, τότε, η εξέταση της ικανότητάς του/της να καταδείξει αυτό που
υποτίθεται πως γνωρίζει (όσον αφορά το σε τι αναφέρεται όταν
χρησιμοποιεί την έννοια).
Π.χ., μπορεί κάποιος εκ γενετής τυφλός να εκφέρει κάλλιστα σχετικές περιγραφές για
τον όρο «κόκκινο»· να χρησιμοποιεί επιτυχώς/δόκιμα τον όρο, κ.λπ. Ωστόσο, δεν
γνωρίζει ακριβώς για ποιο πράγμα μιλάει.

8
3. Κατηγορηματικοί και συγκατηγορηματικοί όροι/εκφράσεις
Κατηγορηματικοί είναι όροι που σημαίνουν κάτι (έχουν νόημα) από μόνοι τους.

Κατηγορηματικοί είναι βασικά οι όροι που μπαίνουν ως υποκείμενα ή ως


κατηγορούμενα στις κατηγορικές κρίσεις. Αντιλαμβανόμαστε πως τέτοιοι
όροι είναι τα ονόματα.

Συνήθως, όμως, κατηγορηματικοί όροι θεωρείται πως είναι και τα ρήματα


(εκτός από το συνδετικό «είναι»).

Συγκατηγορηματικοί είναι οι όροι που δεν σημαίνουν κάτι –δεν έχουν νόημα– από
μόνοι τους, αλλά αποκτούν νόημα μέσα στο πλαίσιο των
συγκείμενων/συμφραζόμενων.
Π.χ., άρθρα (ο, η, το, των, τους, κ.λπ.),
σύνδεσμοι (και, αλλά, άρα, λοιπόν, κ.λπ.),
μόρια (δεν, μη, κ.λπ.),
ποσοδεικτικές αόριστες αντωνυμίες (κανένας, κάποιοι, καθένας, μερικοί, κ.λπ.),
ποσοδεικτικά επιρρήματα (πολύ, λίγο, κ.λπ.).

9
3. ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟ ΒΑΘΟΣ/ΕΝΤΑΣΗ

1. Σχέση ταυτότητας
Αφορά έννοιες με ταυτό/ίδιο νόημα (συμπερίληψη/συνεννόηση ίδιων γνωρισμάτων).
Π.χ., «τρικυμία» = «θαλασσοταραχή», «γενναιοφροσύνη» = «ευψυχία», «ωραία» =
«όμορφη», «πάτωμα» = «δάπεδο»

Πρόβλημα
Πλήρης ταυτότητα έντασης σημαίνει στενά τη σχέση (ταυτότητας) της
έννοιας με τον εαυτό της
Π.χ., «τρικυμία» = «τρικυμία», «πάτωμα» = «πάτωμα», κ.λπ.

Μη πλήρης ταυτότητα έντασης μας αναγάγει στην περίπτωση των


συνώνυμων όρων (τετριμμένη/αναλυτική συνωνυμία – βλ. παρακάτω)
Π.χ., «1+1+1» = «2+1», (όπως και όλα τα κλασικά αρχικά μας παραδείγματα πιο πριν
του τύπου «κατσίκα» = «γίδα»)

2. Σχέση ετερότητας
Αφορά έννοιες με εντελώς διαφορετική ένταση (νόημα) — δηλ. έννοιες είτε σχετικά
έτερες είτε απόλυτα έτερες μεταξύ τους
Π.χ., σχετικά: «επιφάνεια» και «βάρος» (και οι δύο: ιδιότητες φυσικών σωμάτων), κ.λπ.
απόλυτα: «ψάρι»  «ποδήλατο»

Όμως, ας δούμε αναλυτικότερα.

3. Σχέσεις σχετικής ετερότητας: ομοιότητα και ανομοιότητα


Όμοιες: σχετικά έτερες έννοιες με τα περισσότερα γνωρίσματα κοινά
Π.χ., «τορπίλη»  «(θαλάσσια) νάρκη» {και τα δύο είναι όπλα, εκρηκτικά,
υποθαλάσσια}
«αεροπλάνο»  «ελικόπτερο» {και τα δύο είναι εναέρια οχήματα μεταφοράς, κ.λπ.}
«γορίλας»  «χιμπατζής» {(τι θα λέγατε εδώ;)}

Ανόμοιες: σχετικά έτερες έννοιες με τα περισσότερα γνωρίσματα μη κοινά


Π.χ., «τραπέζι» όχι- «κομοδίνο» {έπιπλα με επίπεδη άνω επιφάνεια (και τίποτα άλλο
κοινό)}
«γορίλας» όχι- «γεωσκώληξ»

10
4. Σχέσεις άκρας ανομοιότητας: αντιφατικότητα και
αντιθετικότητα
Αντιφατικές: έννοιες με άκρα ανομοιότητα σε άμεση/ευθεία σύγκρουση
(μεταξύ των αντιφασκουσών εννοιών δεν χωρεί τρίτον τι)
Π.χ., «ίσος» και «άνισος», «παρουσία» και «απουσία», «έγκυος» και «όχι-έγκυος»
(Τι θα λέγατε για τις: «δίκαιος» και «άδικος», «υγεία» και «ασθένεια»;)

Αντίθετες: έννοιες με άκρα ανομοιότητα στους αντίποδες μιας κλίμακας


εννοιών (μεταξύ των αντίθετων εννοιών χωρεί δυνατότητα για ενδιάμεσες
έννοιες διαβάθμισης — χωρεί τρίτον τι)
Π.χ., «άσπρο» και «μαύρο», «μεγάλος» και «μικρός», «ευλαβής» και «βλάσφημος»,
«πόλεμος» και «ειρήνη», κ.λπ.

Παρατήρηση 1
Στις αντίθετες έννοιες έχουμε μια αντίθεση που “διαμεσολαβείται” από
ενδιάμεσες δυνατότητες.

Παρατήρηση 2
Στις αντίθετες έννοιες μπορεί και οι δύο να είναι θετικές (να έχουν θετική
σημασία). (Δείτε στα παραπάνω παραδείγματα.)

5. Παρατήρηση: Προσδιορισμένη και απροσδιόριστη άρνηση12


Στην προσδιορισμένη άρνηση σχηματίζεται ευθεία/άμεση αντίφαση (το
“βλέμμα του νου” περιορίζεται στο τώρα αιρόμενο τεθέν).
Π.χ., προσδιορισμένη: «μαύρο» και «όχι μαύρο» (= “ά-μαυρος”13), «θνητός» και «όχι
θνητός» (= «α-θάνατος»).

Στην απροσδιόριστη άρνηση σχηματίζεται –θα λέγαμε– έμμεση αντίφαση


(το “βλέμμα του νου” δεν περιορίζεται στο τώρα αιρόμενο τεθέν, αλλά
στρέφεται αόριστα σε έναν ορίζοντα διανοιγόμενων εναλλακτικών
δυνατοτήτων).14 Εννοείται εδώ: «οτιδήποτε άλλον πλην…»

12
Μια διάκριση που δεν ανήκει στενά στην Τυπική Λογική, αλλά συνιστά μέρος αυτού που —από τον Καντ
και μετά— έχει περιγραφεί ως Υπερβατολογική Λογική.
13
Προσοχή: όχι «αμαυρός» (θολός, σκοτεινός, δυσδιάκριτος, άσχημος, μαύρος, κ.λπ.), εκ του οποίου
προκύπτει και το «αμαυρώνω» (θολώνω, ασχημίζω, κ.λπ.).
14
Δυνατότητες, ωστόσο, που δεν εντάσσονται αποκλειστικά σε μια κλίμακα διαβαθμίσεων (με “αραίωση” ή
“πύκνωση” αντίποδων ιδιοτήτων), όπως π.χ., πριν με τις αντιτιθέμενες έννοιες «άσπρο» και «μαύρο»,
μεταξύ των οποίων εννοούνται ποικίλες διαβαθμίσεις του γκρι.
11
Π.χ., απροσδιόριστη: «μαύρο» και «μη μαύρο» (διανοίγεται ένας ορίζοντας
εναλλακτικών δυνατοτήτων, π.χ., «γκρι», «μπλε», «πράσινο», «κόκκινο», κ.λπ.)·
«θνητός» και «μη θνητός» (διανοίγεται ένας ορίζοντας εναλλακτικών
δυνατοτήτων –εδώ έστω και φανταστικά– π.χ., τα “απέθαντα” «ζόμπι», κ.λπ.)

Σχεδιάγραμμα των διακρίσεων που προηγήθηκαν:


Έννοιες

ίδιες έτερες

σχετικά απολύτως/ξένες

όμοιες ανόμοιες

αντίθετες αντιφατικές

ευθεία/άμεση (προσδιορισμένη άρνηση) έμμεση (απροσδιόριστη άρνηση)

12
4. ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΝΝΟΙΩΝ ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΟΣ/ΕΚΤΑΣΗ

1. Σχέση επαλληλίας/ισοδυναμίας (equivalence)


Όλα τα μέλη της έκτασης της έννοιας «Α» είναι και μέλη της έννοιας «Β»· και
αντίστροφα
Π.χ., Α: «τρίγωνο» και Β: «τρίπλευρο», Α: «ισόπλευρο» και Β: «ισογώνιο», Α: «σπίτι» και Β:
«κατοικία»

ΑΒ
(Γραφική απεικόνιση)

2. Σχέση (υπ)αλληλίας/συναλληλίας (ordination)


Όλα τα μέλη της «Α» είναι και μέλη της «Β», αλλά μόνο μερικά μέλη της «Β» είναι
μέλη της «Α». Τότε έχουμε:

Β i. υπόταξη (subordination): Η Α υποτάσσεται στην Β


I Α ii. υπέρταξη (superordination): Η Β υπερτάσσεται της Α
Π.χ., (Α: όσπρια, Β: ψυχανθή), (Α: εφοριακοί, Β: δημόσιοι
υπάλληλοι), (Α: σύνεση, Β: αρετή), κ.λπ.

2.α. Γένη και είδη


Γένος: η εκτασιακά ευρύτερη (πλατύτερη) έννοια (ανώτερης γενικότητας)
Είδος: η εκτασιακά στενότερη έννοια (κατώτερης γενικότητας)

13
Παρατήρηση
Υπαγωγή (subsumption) (ως σχέση διακριτή από την υπαλληλία)
Είναι η σχέση μεταξύ των μελών της έκτασης μιας έννοιας και της έννοιας
αυτής (τα μέλη της έκτασης υπάγονται στην έννοια).

3. Επαλλάσσουσες έννοιες
Μερικά μόνο Α είναι Β και μερικά μόνο Β είναι Α
Π.χ., «ζώα υδρόβια» και «ζώα ωοτόκα»,
«πολίτες των ΗΠΑ» και «Ινδιάνοι (όλης της αμερικανικής ηπείρου)»

Α Β

4. Έννοιες παράλληλες
Κανένα Α δεν είναι Β και κανένα Β δεν είναι Α
(βασικά για Α και Β που συνιστούν είδη ενός –σχετικά εγγύς– κοινού γένους Γ)
Π.χ., «καρέκλα» και τραπέζι» (ως είδη του γένους «έπιπλο»),
«εφημερίδα» και «ραδιόφωνο» (ως είδη του γένους «μέσα μαζικής ενημέρωσης»)

Α Β

5. Έννοιες ξένες
Αν καμία από τις προηγούμενες σχέσεις έκτασης δεν υφίσταται μεταξύ δύο εννοιών,
τότε αυτές είναι ξένες μεταξύ τους.
Π.χ., «ψάρι» και «ποδήλατο», «ηλεκτρόνιο» και «σπανακόπιτα», κ.λπ.

14
5. Ο ΟΡΙΣΜΟΣ

1. Η σπουδαιότητα και η λειτουργία του ορισμού

Η αναζήτηση ορισμών για τις βασικές έννοιες μιας επιστήμης είναι εγχείρημα
αποφασιστικής/θεμελιακής σημασίας για αυτές (τις επιστήμες) ως διαδικασίες
αναζήτησης γνώσης.

Με τους ορισμούς των εννοιών συμβαδίζει και η συγκρότηση του επιστημονικού


αντικειμένου ή της περιοχής/επικράτειας αντικειμένων μιας επιστήμης.
Χωρίς καλώς ορισμένες έννοιες, η συζήτηση (συμφωνίες και διαφωνίες)
πάνω στα αντικείμενα και τη συμπεριφορά τους είναι καταδικασμένες στη
σύγχυση.

Ένας ορισμός αναμένεται να “εξορύσσει” το επιστημονικό αντικείμενο μέσα από


τα όντα που συνηθίζουμε να αντικρύζουμε στην καθημερινή προ-επιστημονική
εμπειρία μας.

Η “εξόρυξη” του επιστημονικού αντικειμένου μέσα από το έδαφος της προ-


επιστημονικής εμπειρίας, απομακρύνει τα μη ουσιώδη γνωρίσματα από
τα ουσιώδη γνωρίσματα του ζητούμενου αντικειμένου.

Ο ορισμός, λοιπόν, εκφράζει ρητά τα ουσιώδη γνωρίσματα του επιστημονικού


αντικειμένου που “εξορύχθηκε”, δηλ. που ανακαλύφθηκε. Εκφράζει, δηλαδή, αυτά
και μόνον αυτά τα γνωρίσματα του αντικειμένου, τα οποία το κάνουν ή του
επιτρέπουν να είναι αυτό που είναι και να αναγνωρίζεται με ασφάλεια ως τέτοιο.

Έτσι μας επιτρέπεται να νοούμε το επιστημονικό αντικείμενό μας με


σαφήνεια και διακριτότητα, δηλαδή έτσι που να γνωρίζουμε ποιο είναι
και σε τι συνίσταται κάθε φορά που στρεφόμαστε προς αυτό για να το
μελετήσουμε και να συζητήσουμε για αυτό.

Έτσι, μια επιστήμη μπορεί για πρώτη φορά να “δει” ορθά τα όντα και τις
διεργασίες που εμφανίζονται στην περιοχή των φαινομένων και των προβλημάτων
που αυτή θέλει να εξηγήσει — προκειμένου, ενδεχομένως, να τα προβλέπει και να
ελέγχει.
Έτσι μόνο μπορούν να επιτελέσουν οι επιστήμονες το έργο τους.

15
Παρατήρηση
Από τα παραπάνω αντιλαμβανόμαστε ότι, σε αδρές γραμμές, η συγκρότηση
μιας επιστήμης εξαρτάται:
i. από τον αρχικό εντοπισμό ενός τύπου
φαινομένων/διεργασιών,
ii. από την αναζήτηση της ταυτότητας των όντων που
εμπλέκονται σε αυτά, και
iii. από την ανακάλυψη των ουσιωδών
ιδιοτήτων/γνωρισμάτων που περιγράφουν τη
σύσταση/κατάσταση των όντων, και
iv. την ανακάλυψη των νόμων που ορίζουν τη συμμεταβολή
των εν λόγω ιδιοτήτων (και εξηγούν την εμφάνιση και πορεία
των φαινομένων/διεργασιών).

2. Η διαδικασία (τα βήματα) αναζήτησης ορισμού


Η αναζήτηση των ουσιωδών γνωρισμάτων (βήμα iii πιο πριν) ενός επιστημονικού
αντικειμένου περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:
a. την ορθή επιλογή δειγμάτων (ομοειδών μελών της έκτασης)
που υπάγονται στην οριστέα έννοια,
b. την ακριβή διάκριση του προσεχούς γένους (το οποίο
αρχικώς μπορεί να είναι ασαφούς έντασης) και
c. τη διαίρεσή του κατά ειδοποιές διαφορές στα
προκύπτοντα είδη του,
d. εντοπισμό της ειδοποιού διαφοράς που μας αποδίδει
αποκλειστικά το αντικείμενό μας,
e. διατύπωση του ορισμού (των ουσιωδών γνωρισμάτων που
θα απαρτίσουν το πλάτος της οριστέας έννοιας), με βάση το
γένος και την ειδοποιό διαφορά.
Π.χ., πείτε ότι θέλουμε να ορίσουμε την έννοια «άνθρωπος» ή, αντίστοιχα, το τι είναι
ο άνθρωπος. Τότε, από όλα τα έμβια που αντικρύζω γύρω μου επιλέγω τα
υποψήφια μέλη της έννοιας «άνθρωπος», μετά επιχειρώ να διακρίνω το προσεχές
γένος, π.χ., «ζώον»15 και να διαιρέσω το αρχικά ασαφές περιεχόμενό του στις
εντός του εννοούμενες ειδοποιές διαφορές, ώστε να προκύψουν τα εγγύτατα είδη
του. Κατόπιν, εντοπίζουμε την ειδοποιό διαφορά που μας οδηγεί από το γένος
(«ζώον») στο ερευνώμενο είδος («άνθρωπος»). Το γένος με την προσθήκη της
ειδοποιού διαφοράς μας δίνουν το περιεχόμενο της οριστέας έννοιας, π.χ., όπως

15
Αυτή η ανασυγκρότηση του ορισμού του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο υποτίθεται ότι δίνει ως προσεχές
γένος το «ζώον». Μάλλον θα ήταν ακριβέστερο να αναγνωρίσουμε ως προσεχές γένος το «θηλαστικό». Στην
περίπτωση του ανθρώπου, σε αυτό φαίνεται να προστίθεται η ειδοποιός διαφορά «λόγον έχον». Το γιατί δεν
έγινε αυτό και το τι θα σήμαινε να το αναγνωρίσουμε δεν θα μας απασχολήσει εδώ.
16
έχει επιχειρηθεί, «(γένος:) ζώον + (ειδοποιός διαφορά:) δίπουν άπτερον» ή «ζώον
λόγον έχον» ή «το όν που η ουσία του συνίσταται στην ύπαρξή του», κ.λπ.
Ιδού (βλ. επόμενη σελ.) και ο υποδειγματικός ορισμός της «ασπαλιείας» (ψάρεμα με
καθετή) από τον Πλάτωνα (Σοφιστής, 218b-221c):

Παρατήρηση 1
Φυσικά αυτές οι απλές απόπειρες ορισμού και μεθοδολογίας ορισμού δεν
αρκούν για τον ορισμό των θεωρητικών επιστημονικών αντικειμένων των
Μαθηματικών ή της σύγχρονης Φυσικής.
Σε αυτούς εμπλέκονται θεωρητικές αφαιρέσεις και εξιδανικεύσεις πάνω στο αρχικό
προ-επιστημονικό αντικείμενο της καθημερινής εμπειρίας.
Τέτοιες υψηλές τεχνικές ορισμού των εννοιών και συγκρότησης του αντίστοιχου
επιστημονικού αντικειμένου απαιτούνται όταν, π.χ.,
(α) με βάση ένα αντικείμενο ή μια συλλογή αντικειμένων συλλαμβάνουμε την
έννοια της μονάδας ή του αριθμού ή
(β) από την παρατήρηση μιας πέτρας που πέφτει συλλαμβάνουμε την έννοια
του υλικού σώματος, κ.λπ.

Παρατήρηση 2
Ένα ερώτημα που εγείρεται (και από την Παρατήρηση 1) είναι, ασφαλώς,
ποια σχέση έχει το επιστημονικό αντικείμενο που ορίζεται με τις
διαδικασίες που σκιαγραφήθηκαν με το πραγματικό αντικείμενο.

17
Προφανώς εισάγεται μια απόσταση μεταξύ πραγματικού αντικειμένου και
επιστημονικού αντικειμένου. Κατ’ ελάχιστον, μεταβαίνουμε, π.χ., από το
πρόσωπο Σωκράτης στο είδος «άνθρωπος», από το τριγωνικό χωράφι στο
γεωμετρικό τρίγωνο, κ.λπ.
— Σκεφτείτε: τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το νόημα του
«επιστημονικώς γνωρίζειν» και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει στον
τρόπο με τον οποίο υπάρχουμε μέσα στον κόσμο και σχετιζόμαστε με
αυτόν;

2. Τα στοιχεία του ορισμού


Οριστέο (definiendum): αυτό που πρέπει να οριστεί
Ορίζον (definiens): αυτό που περιλαμβάνεται στην ένταση της οριστέας έννοιας (το
σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων).

3. Ορίζουμε τις έννοιες ή τα αντικείμενα των εννοιών;


Α. Τους ορισμούς που εισάγουν το ορίζον με το συνδετικό ρήμα «είναι» τους
καταλαβαίνουμε σαν ορισμούς πραγμάτων ή πραγματικούς ορισμούς (real defini-
tions), δηλ. ως ορισμούς στοιχείων της υλικής πραγματικότητας.
Λένε τι είναι ή σε τι συνίσταται αυτό ή το άλλο πραγματικό πράγμα — ειδικά
όταν γνωρίζουμε ότι το αντικείμενο υπάρχει.
Π.χ., «“Υλικό σώμα” (υλικά σώματα) είναι κάθε εκτατό ον που περικλείει κάποια
ποσότητα ύλης»
«“Άτομο” (άτομα) είναι το μικρότερο τμήμα της ύλης που διατηρεί τις χημικές
ιδιότητες του στοιχείου, του οποίου δείγμα είναι»

Β. Τους ορισμούς που εισάγουν το ορίζον με το συνδετικό ρήμα «σημαίνει» (ή


«ονομάζεται») τους καταλαβαίνουμε σαν ορισμούς εννοιών/ονομάτων ή
ονοματικούς ορισμούς (nominal definitions).
Λένε τι σημαίνει (ποιο είναι το νοηματικό περιεχόμενο, η ένταση ή βάθος)
μιας έννοιας όταν προσπαθούμε να την καταλάβουμε — ειδικά όταν, αρχικά,
μιλάμε υποθετικά για ένα αντικείμενο και το αν αυτό υπάρχει.

Θεωρείται, δηλ., πως, κανονικά, ονοματικούς ορισμούς έχουμε ή


χρησιμοποιούμε (μόνο) για την επεξήγηση
(α) εισαγόμενων ή δεδομένων προβληματικών εννοιών (για τις οποίες
δεν γνωρίζουμε
(i) αν ενέχουν αντιφατικά στοιχεία ή
(ii) αν υπάρχουν αντικείμενα που υπάγονται σε αυτές),
(β) συμβόλων, ή

18
(γ) μη εμπράγματων ιδιοτήτων, μέσω των οποίων επιχειρούμε να
μιλήσουμε για την υλική πραγματικότητα
Π.χ., «“φλογιστό” ονομάζεται η –ή σημαίνει/εννοούμε την– ουσία που αποβάλλεται κατά
την καύση σωμάτων»
«(α + β)2 = (σημαίνει ή ισούται με) α2 + 2αβγ + β2»
«“Ταχύτητα” ονομάζουμε (ή σημαίνει) τον ρυθμό μεταβολής του διανυόμενου
διαστήματος»
«“Γεωγραφικό πλάτος” ενός σημείου της επιφάνειας της Γης ονομάζεται η (ή
σημαίνει τη) γωνία που σχηματίζει η ακτίνα-σφαίρας του με το επίπεδο του
ισημερινού»,

Η γνώση για την πραγματικότητα, πάντως, περιέχεται στους πραγματικούς


ορισμούς.

4. Η δυσκολία στους ορισμούς


Στους ονοματικούς απαιτείται να επεξηγούμε με τη χρήση εννοιών που δεν
χρειάζονται και αυτές επεξήγηση.
Όμως, ανάλογα με την κατάρτιση του καθενός, μπορεί να προκύψει ανάγκη
διαρκούς αναδρομής σε γνωριμότερες έννοιες.

Στους πραγματικούς διαπιστώνεται, εκτός από την προηγούμενη δυσκολία, και το


εξής: όσο περισσότερο προχωρά η έρευνα τόσο περισσότερο χρειάζεται να
αναθεωρούμε τους ορισμούς μας για τα πράματα (για την “ουσία” τους).
Π.χ., ακόμα και τον 19ο αιώνα οι φάλαινες θεωρούνταν ψάρια (ενώ είναι θηλαστικά),
Το φως άλλοτε θεωρήθηκε ροή σωματιδίων, άλλοτε διαδιδόμενο κύμα, και σχετικά
πρόσφατα κυματοπακέτο.

5. Οι λογικές προϋποθέσεις του καλού ορισμού

α. Συντομία και σαφήνεια


Το ορίζον πρέπει να περιέχει μόνο τις απαραίτητες σαφείς έννοιες.
Αλλιώς ο ορισμός είναι:
είτε περισσόλογος (αν περιέχει περισσότερες)
Π.χ., «Πλοία είναι τα σκάφη που επιπλέουν στη θάλασσα, στις λίμνες ή στους ποταμούς»
(Θα αρκούσε να πούμε «στις υδάτινες επιφάνειες της Γης»)

είτε ασαφής/αοριστόλογος (αν περιέχει λιγότερες)


Π.χ., «δημογραφικά είναι τα προβλήματα που σχετίζονται με την μεταβολή του
πληθυσμού»

19
(Τι σημαίνει εδώ «μεταβολή»; Το ότι τα πρόσωπα που τον αποτελούν δεν
παραμένουν τα ίδια ή μεταβολή του μεγέθους του;)

β. Προσδιορισμός του άγνωστου με το γνωστό


Το ορίζον πρέπει να περιέχει μόνο γνωστές έννοιες. Αλλιώς ο ορισμός:
δεν διαφωτίζει, δεν προσφέρει γνώση.
Π.χ., «Κράτος είναι η πολιτικά οργανωμένη κοινότητα ανθρώπων»
(Δεν λέει κάτι αν δεν διευκρινιστεί ότι «πολιτική οργάνωση» σημαίνει «τήρηση
κανόνων δικαίου».)

γ. Αποφυγή της κυκλικότητας (άμεσης ή έμμεσης)


Το ορίζον πρέπει να περιέχει μόνο έννοιες που δεν προϋποθέτουν (άμεσα ή έμμεσα)
το οριστέο/οριζόμενο. Αλλιώς ο ορισμός:
δεν εισάγει νέο περιεχόμενο· είναι άεργος
Π.χ., «ωφέλιμο για έναν οργανισμό είναι ό,τι είναι σκόπιμο για το πρόγραμμα ζωής
του»
(αλλά «σκόπιμο για το πρόγραμμα ζωής είναι ό,τι είναι ωφέλιμο για κάθε
οργανισμό»)

δ. Οριζόμενο/οριστέο και ορίζον να είναι ισεκτασιακά/ισοδύναμα (ή μάλλον


ταυτεκτασιακά)
Ό,τι υπάγεται στο οριζόμενο/οριστέο πρέπει να υπάγεται στο ορίζον (και
αντίστροφα). Αλλιώς ο ορισμός είναι:
είτε ευρύτερος
Π.χ., «τετράγωνο είναι το παραλληλόγραμμο που είναι ισόπλευρο»
(όμως: εδώ –κακώς– υπάγονται και οι ρόμβοι, οι οποίοι δεν είναι τετράγωνα,
αφού δεν έχουν ορθές γωνίες)

είτε στενότερος
Π.χ., «Επιπεδομετρία είναι η μελέτη των κλειστών σχημάτων που προκύπτουν από
την τομή ευθειών»
(όμως: εδώ –κακώς– δεν υπάγονται καμπυλόγραμμα σχήματα, τα οποία είναι
επίπεδα σχήματα)

6. Ο ιδεώδης ορισμός
Ο ιδεώδης ορισμός μιας έννοιας ανατρέχει στο προσεχές γένος (genus proximum)
και προσθέτει την ειδοποιό διαφορά (differentiam specificam).
Π.χ., ιδεώδης: «τετράγωνο είναι το παραλληλόγραμμο που είναι ισόπλευρο και
ισογώνιο»

Παρατήρηση
20
Στον ευρύτερο ορισμό δεν δίνουμε το προσεχές γένος (αλλά ένα
ανώτερο, στο οποίο προσθέτουμε ειδοποιό διαφορά που δεν
”κατέρχεται” στο οριστέο).

Στον στενότερο ορισμό δεν δίνουμε το εγγύτατο είδος (αλλά ένα


κατώτερο).

7. Σχέση έντασης και έκτασης εννοιών


Όσο περισσότερο βαθαίνουμε (με ορθό τρόπο) στο νόημα (“αυξάνουμε” την ένταση)
μιας οριζόμενης έννοιας τόσο περισσότερο στενεύει το εύρος της έκτασής της (και
αντίστροφα).
Π.χ., «παραλληλόγραμμο είναι το κλειστό σχήμα που περικλείεται από τέσσερις ανά
ζεύγη παράλληλες αλληλοτεμνόμενες ευθείες»:
με «αφαίρεση του «ανά ζεύγη παράλληλες» ανάγομαι στα τετράπλευρα,
ενώ με πρόσθεση του «(αλληλοτεμνόμενες) κάθετα» ορίζω μόνο τα ορθογώνια
παραλληλόγραμμα»

21
6. Η ΔΙΑΙΡΕΣΗ

Η διαίρεση μιας έννοιας είναι αποφασιστικό τμήμα της διαδικασίας (της πορείας
μας) για τον ορισμό μιας έννοιας.
Πρόκειται για τη μεθοδολογία που ακολουθούμε βασικά στον εντασιακό
τρόπο ορισμού μιας έννοιας.

Προκειμένου να ορίσουμε μια δεδομένη έννοια, πρέπει να διαχωρίσουμε, με βάση


κάποιο κριτήριο, τα όντα που αναγνωρίζουμε ως υπαγόμενα στην έκτασή της από
άλλα που υπάγονται στην ίδια έννοια γένους, αλλά δεν υπάγονται στην έννοιά μας.
Πρέπει, δηλαδή, να εντοπίσουμε την ειδοποιό διαφορά.

1. Διαίρεση μιας έννοιας (γένους) στα είδη της


Λογική διαίρεση (κατ’ είδη) μιας δεδομένης έννοιας (γένους) ονομάζουμε τη σαφή
διάκριση και πλήρη απαρίθμηση των υποσυνόλων της έκτασής της, με βάση
στενότερες –ειδολογικές– ομοιότητες των μελών της.16
Π.χ.: Οι φυσικοί αριθμοί (γένος) διαιρούνται σε άρτιους (είδος-1) και περιττούς (είδος-2).
Τα πολιτεύματα (γένος) διαιρούνται σε μοναρχικά (είδος-1), ολιγαρχικά (είδος-2), και
δημοκρατικά (είδος-3).

Με τη διαίρεσή της, μια έννοια καθίσταται γένος (διαιρούμενο όλον)


ειδικότερων ειδών (αποτελεσμάτων της διαίρεσης).

Η ορθή διαίρεση, λοιπόν, γίνεται «κατ’ είδη», όπως έλεγε ο Πλάτων.17 (Βλ. και
Παρατήρηση 1 στην §2 που ακολουθεί.)

Με τη διαίρεση μιας έννοιας γένους εξειδικεύουμε τη μελέτη και τη γνώση


μας για τα αντικείμενα που υπάγονταν σε αυτήν. Μαθαίνουμε ποια είναι τα
είδη της και ποια είναι η ειδοποιός διαφορά τους.

Έτσι, μπορούμε να ορίζουμε αυτά τα είδη με αναφορά στο (προσεχές) γένος


και την ειδοποιό διαφορά.

16
Για τη λογική διαίρεση μιας έννοιας γένους, λοιπόν, καταφεύγουμε στην ειδολογική εξέταση των μελών
της έκτασής της. Τα ειδολογικώς ομοειδή αντικείμενα μπορούμε ακολούθως να τα ορίσουμε με προσφυγή
στο προσεχές γένος τους και την προσθήκη της ειδοποιού διαφοράς.
17
«κατ᾽ εἴδη δύνασθαι διατέμνειν, κατ᾽ ἄρθρα ᾗ πέφυκεν· καὶ μὴ ἐπιχειρεῖν καταγνύναι μέρος μηδέν, κακοῦ
μαγείρου τρόπῳ χρώμενον» (Φαίδρος 265e).
22
2. Η βάση της διαίρεσης
Όπως βλέπουμε, η διαίρεση μιας έννοιας (με αναδρομή στην έκτασή της) γίνεται με
την εξέταση των μελών της έκτασής της από κάποια συγκεκριμένη άποψη (ή
ενδιαφέρον μας). Αυτήν θα τη λέμε «βάση της διαίρεσης».

Το γνώρισμα, λοιπόν, από την άποψη του οποίου γίνεται μια διαίρεση
ενός γένους λέγεται βάση της διαίρεσης (fundamentum divisionis).

Π.χ., η διαίρεση των φυσικών αριθμών σε άρτιους και περιττούς έγινε από την άποψη
του αν διαιρούνται (ή όχι) με τον 2.
Τα πολιτεύματα, πιο πάνω, διαιρέθηκαν από την άποψη του πλήθους των
προσώπων που ασκούν την εξουσία.

Μια και την αυτή έννοια (γένους) μπορούμε να τη διαιρέσουμε και πάνω σε άλλη
βάση (από άλλη άποψη άλλου ενδιαφέροντος).
Π.χ., οι φυσικοί αριθμοί διαιρούνται σε πρώτους (διαιρούνται μόνο με τη μονάδα και με
τον εαυτό τους) και σύνθετους (έχουν και άλλους διαιρέτες)
Τα πολιτεύματα διαιρούνται σε αυθαίρετα (τυραννίδες: δεν διέπονται από κανόνες
δικαίου) και σε νομοτελή (διέπονται από κανόνες δικαίου)

Παρατήρηση 1
Για να μας αποδώσει η διαίρεση της έννοιας γένους γνώση της περιοχής των
αντικειμένων που υπάγονται σε αυτήν (γνώση του γένους από την άποψη των
ειδών του), πρέπει αυτή η διαίρεση να γίνει πάνω σε ορθή βάση.

Όπως μπορούμε να δούμε και στα προηγούμενα παραδείγματα, με μια ορθή βάση
διαίρεσης, ομαδοποιούμε τα μέλη της έκτασης του γένους με τρόπο που να μας
αποφέρει “λειτουργικά” είδη, γνωστικώς εύστοχα (δηλ. όχι “τυχαία” είδη,
“συμπιλήματα”).

Αν δεν γίνει αυτό, τότε δεν έχουμε αποκτήσει ακόμα γνώση για την υπό μελέτη
περιοχή των αντικειμένων μας που υπάγονται στην έννοια γένους. Δεν μαθαίνουμε
ποιες δυνατές υποομάδες αντικειμένων την αποτελούν, και ποια ιδιότητα
(ειδοποιός διαφορά) συγκροτεί την κάθε δυνατή υποομάδα.
Π.χ., δεν αποκτούμε γνώση για τους φυσικούς αριθμούς αν ως βάση διαίρεσής τους
χρησιμοποιήσουμε το κριτήριο, π.χ., «μεγαλύτερος του 17».
Το ίδιο ισχύει αν διαιρέσουμε τα πολιτεύματα με βάση, π.χ., το αν η εξουσία
κατέχεται από γόνο πρότερου κυβερνήτη ή αν η εξουσία κατέχεται από (αρχικά
τουλάχιστον) πλούσιο ή φτωχό κυβερνήτη.

23
Διαπίστωση
Κατανοούμε ότι η εύρεση της ορθής βάσης είναι αποφασιστικής σημασίας
για την απόκτηση επιστημονικής γνώσης για την περιοχή των
αντικειμένων της έρευνάς μας μέσω της γνώσης των ειδών τους (από την
άποψη των ειδοποιών διαφορών τους).

Παρατήρηση 2
Τι διαίρεση να κάνουμε για τις έννοιες (γένους;) «θυμικά φαινόμενα»,
«συναισθήματα», «αισθήματα», «επιθυμίες», «ορέξεις», αλλά και «(το) πολιτικό»,
«εξουσία», «κοινωνικές ομάδες», «πολιτικές σχέσεις», κ.λπ.;
Έχουν γίνει για αυτά ορθές διαιρέσεις; (Ίσως όχι.)

3. Απλές και πολλαπλές διαιρέσεις: ταξινόμηση


Α. Μια δεδομένη έννοια (γένους) μπορεί να διαιρείται σε δύο, τρεις, ή περισσότερους
κλάδους (εγγύτατων) ειδών, οπότε θα μιλάμε για διχοτομική, τριχοτομική, κ.λπ.
(πολυτομική), διαίρεση.
Π.χ.: Τα ζώα διαιρούνται σε δύο κλάδους (εγγύτατων) ειδών: σπονδυλωτά και
ασπόνδυλα.
Τα τρίγωνα διαιρούνται σε τρείς κλάδους (εγγύτατων) ειδών: ισόπλευρα, ισοσκελή
και σκαληνά.

Β. Η διαίρεση μιας έννοιας (γένους) μπορεί να πραγματοποιείται σε ένα, δύο, ή


περισσότερα επίπεδα (εγγύτερων) ειδών, οπότε θα μιλάμε για απλή, διπλή, κ.λπ.
(πολλαπλή) διαίρεση.
Π.χ.,

Επίπεδο Α:

Επίπεδο Β:

Επίπεδο Γ:

24
Η διττή αυτή λογική εργασία πάνω σε μια έννοια (έκταση), δηλαδή διαίρεση κατά
κάδους εγγύτατων ειδών και επίπεδα εγγύτερων ειδών, λέγεται ταξινόμηση (και το
αποτέλεσμά της ταξινομία).

Όταν τα μέρη της διαίρεσης σε μια βάση βρίσκονται και σε κάθετη σχέση με τα
μέρη της διαίρεσης σε μια άλλη βάση (όπως εδώ: το Ι.1 με το ΙΙ.1, το Ι.2 με το ΙΙ.2, και
το Ι.3 με το ΙΙ.3: τα Ι εκπίπτουν στα ΙΙ), τότε τα μέρη αυτά λέμε ότι βρίσκονται σε
συστοιχία.

4. Κανόνες της καλής διαίρεσης

Α. Να είναι εξαντλητική
Πρέπει να διακρίνονται όλα τα μέρη (είδη) του όλου (γένος) (από την άποψη –ή
στη βάση– που διαλέξαμε).
Π.χ., η διαίρεση «τα επίπεδα τετράπλευρα διαιρούνται σε παραλληλόγραμμα και
τραπέζια» είναι ελλιπής, διότι υπάρχουν και τα τραπεζοειδή (καθόλου παράλληλες
πλευρές).
Το ίδιο ισχύει για τη διαίρεση «τα εσπεριδοειδή διαιρούνται σε πορτοκαλιές και
λεμονιές».

Β. Τα μέρη της διαίρεσης πρέπει να είναι εκτασιακώς παράλληλα


Τα μέρη να ανήκουν στο όλον αλλά να μην έχουν κοινά μέλη, δηλ. πρέπει να είναι
παράλληλα.
Π.χ., η διαίρεση «οι επιστήμες διαιρούνται σε θεωρητικές και εφαρμοσμένες» δεν έχει
παράλληλα μέρη (μερικές επιστήμες είναι και θεωρητικές και εφαρμοσμένες.
Το ανάλογο ισχύει στη διαίρεση «τα πλοία διαιρούνται σε αυτά που πλέουν σε γλυκό
νερό και σε αυτά που πλέουν σε αλμυρό νερό».

Γ. Η βάση (άποψη) της διαίρεσης να μένει σταθερή στη διαίρεση (και υποδιαίρεση)
Η διαίρεση πρέπει να εξετάζει τη συμπεριφορά των μελών μιας έκτασης από μια
σταθερή άποψη (βάση).
Π.χ., η διαίρεση «οι φυσικοί αριθμοί διαιρούνται σε περιττούς και πρώτους» δεν είναι
ορθή. (Αλλάζει η βάση διαίρεσης: για τους περιττούς η βάση είναι το αν
διαιρούνται με το 2 ή όχι, ενώ για τους περιττούς η βάση είναι το αν διαιρούνται
μόνο με το 1 και τον εαυτό τους)
Το ανάλογο ισχύει στη διαίρεση «τα φυτά διαιρούνται σε δένδρα και καρποφόρα
και φυλλοβόλα».

25
7. ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

1. Γενικότατες έννοιες
Μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι, σε τελευταία ανάλυση, με τους
κατηγορηματικούς όρους μιας γλώσσας, δηλαδή με τα ονόματα και τα ρήματα,
αναφερόμαστε σε όντα, ιδιότητες, καταστάσεις, διεργασίες, κ.λπ., της
πραγματικότητας, τα οποία υπάγονται σε πολύ γενικές έννοιες, όπως: όν,
ποιότητα, ποσότητα, χρόνο, τόπο, σχέση, ενέργεια, κατάσταση, κ.λπ.

Έννοιες όπως αυτές ονομάζονται «κατηγορίες».

Π.χ., «ο άνθρωπος είναι ένα ον»


«το ύφασμα αυτό είναι ποιότητας εξαιρετικής»,
«το παρελθόν είναι χρόνος που πέρασε»,
«κίνηση είναι η μεταβολή της θέσης κατά τόπο (ή, πλέον, χώρο)»,
«η ύλη βρίσκεται σε τρεις καταστάσεις της: στερεή, υγρή, και αέρια»,
«για ένα πρόβλημα υπάρχουν ορθοί και λανθασμένοι τρόποι αντιμετώπισης»,
«το μεγαλύτερο και το μικρότερο είναι μια σχέση μεταξύ μεγεθών», κ.λπ.

Οι κατηγορίες, λοιπόν, είναι γενικότατες έννοιες (ύψιστα γένη), με αναφορά (μνεία)


στις οποίες ορίζουμε άλλες ειδικότερες έννοιες, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να
ορίσουμε τις ίδιες.

Εξάλλου, αφού μάλλον δεν υπάρχουν γένη ανώτερα από αυτές, με την
πρόσθεση ειδοποιού διαφοράς σε ποιο προσεχές τους γένος (γένος
αμέσως υψηλότερης τάξης) θα μπορούσαμε να τις ορίσουμε;

Το νόημα μιας κατηγορίας ίσως μπορεί να το “συλλαμβάνει” κανείς με την


προσφυγή σε παραδείγματα, όπως τα παραπάνω. Ωστόσο, θα δούμε αμέσως
ορισμένες απόπειρες να διασαφηνίσουμε τι εννοούμε με αυτές.

2. Απόπειρες χαρακτηρισμού των κατηγοριών


Οι κατηγορίες είναι γενικές “φόρμες” της σκέψης.

Οι κατηγορίες είναι διαθέσιμες “ευρείες οδοί” της σκέψης στην προσπάθειά της να
γνωρίσει τα αντικείμενά της.

26
Οι κατηγορίες είναι τα γενικά “σχήματα” που ακολουθεί η σκέψη μας στην
προσπάθειά της να σχετιστεί γνωσιακά με την πραγματικότητα.

Οι κατηγορίες είναι ευρείες “οπτικές γωνίες” νοητικής σκόπευσης των στοιχείων


της πραγματικότητας.

3. Οι κατηγορίες στην ιστορία της φιλοσοφίας


Εδώ είναι μια ενδεικτική αναφορά σε μεγάλους φιλοσόφους που πραγματεύτηκαν τις
κατηγορίες.
Προσέξτε ότι ο τρόπος με τον οποίο τις εννοεί ο καθένας είναι διαφορετικός.

Ο Πλάτων πρώτος ονόμασε τέτοιες έννοιες (σε αυτόν: ιδέες) «κατηγορίες» και
«μέγιστα γένη» (αφού με αφετηρία αυτές προκύπτουν οι “εξειδικεύσεις” τους που
εκφράζονται ως κατηγορήματα στις κρίσεις).
Π.χ., «Το άλογο (ουσία [ον]) είναι λευκό (ποιότητα), δίπλα στο δένδρο (τόπο),
χλιμιντρίζει (ενέργεια), κ.λπ.»

Ο Αριστοτέλης ονόμασε αυτές τις έννοιες (σε αυτόν: λεγόμενα) «κατηγορίες» και
διέκρινε 10: ον (ουσία), ποσόν, ποιόν, προς τι, πού, πότε, κείσθαι, έχειν, ποιείν,
πάσχειν.
Αφιέρωσε σε αυτές ένα δοκίμιο, τις Κατηγορίες (μέρος του Οργάνου).

Ο Καντ (Kant) ονόμασε αυτές τις έννοιες (σε αυτόν: απλά έννοιες του νου)
«κατηγορίες» και διέκρινε 12 και τις ταξινόμησε σε τέσσερις ομάδες: ποσότητας
(ενότητα, πολλότητα, ολότητα), ποιότητας (πραγματικότητα, άρνηση, περιορισμός),
σχέσης ή αναφοράς (ενύπαρξη, αιτιότητα, κοινωνία), και τρόπου (δυνατότητα,
ύπαρξη, αναγκαιότητα).
Τον χώρο και τον χρόνο, ωστόσο, δεν τα θεώρησε πρωταρχικώς
κατηγορίες (δηλαδή γενικότατες έννοιες της σκέψης), αλλά μορφές της
εποπτείας μας για τα εξωτερικά και τα εσωτερικά αντικείμενα, αντίστοιχα.

Ο Χάιντεγκερ (Heidegger) ξανακάνει, μετά από αιώνες αδιεξόδων, θέμα του τις
κατηγορίες (σε αυτόν: τρόποι δόμησης της κοσμικότητας) και εστιάζει σχεδόν
αποκλειστικά σε μια από αυτές: το «ον» ως ον (δηλ. κατά το Είναι του) και αναζητά
το νόημα αυτού του «Είναι».

Προσέξτε ότι οι κατηγορίες αλλού έχουν νόημα λογικό, δηλ. αναφέρονται στη
λειτουργία του λόγου ή της σκέψης μας (και μας ενδιαφέρουν στο πλαίσιο της
Λογικής), και αλλού έχουν νόημα οντολογικό, δηλαδή αναφέρονται στον τρόπο
δόμησης της πραγματικότητας, αυτού που υπάρχει, δηλαδή του όντος).

27
Ο Χούσερλ (Husserl), δάσκαλος του Χάιντεγκερ, διέκρινε με σαφήνεια μεταξύ
κατηγοριών της σκέψης (σημασιακές κατηγορίες) και κατηγοριών του όντος
(οντολογικές κατηγορίες),18 θεωρώντας ότι υπάρχει μεταξύ τους μια συστοίχιση.

18
Για περισσότερα, μπορείτε να ανατρέξετε στο Βασιλείου, Φωτεινή και Πάνος Θεοδώρου, Εισαγωγή στη
Φαινομενολογία του Έντμουντ Χούσερλ: Η Γένεση και η Σημασία των Λογικών Ερευνών, Εκδόσεις Νήσος:
2019, κεφ. 11-12.
28
Β. ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ (ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ: ΚΡΙΣΕΩΝ)

1. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

1. Πολυλεκτικές και μονολεκτικές προτάσεις και κρίσεις


Η σκέψη μας λειτουργεί με έννοιες, αρθρώνεται με αυτές, αλλά μια ολοκληρωμένη
σκέψη πρωτο-οικοδομείται ως πρόταση.

Στην προτασιακή σκέψη λέω ή απλώς σκέφτομαι κάτι για κάτι.

Μια προτασιακή σκέψη μπορεί να εκφραστεί γραπτά ή προφορικά.

Μονολεκτικές προτάσεις
Π.χ., «Σκέφτομαι.»
«Βρέχει.»

Πολυλεκτικές προτάσεις
Π.χ., «Το μήλο είναι κόκκινο.»
«Επιτάχυνση είναι ο ρυθμός μεταβολής της ταχύτητας.»
«Νόμος είναι το δίκιο του ισχυρού.»
«Εάν επικρατήσει το δίκαιο του ισχυρού, τότε η κοινωνία καθίσταται
ζούγκλα.»

2. Τι έχει προτεραιότητα στη σκέψη: η έννοια ή η πρόταση;


Είπαμε ότι η σκέψη διενεργείται με έννοιες, αλλά μια ολοκληρωμένη σκέψη
πρωτοέχουμε σε μια πρόταση (που μπορεί να διατυπώνεται γραπτά ή προφορικά).

Ωστόσο, όταν αναλύαμε τις έννοιες και τα χαρακτηριστικά τους ή όταν είδαμε τι
εννοούμε ως ορισμό μιας έννοιας (ή του αντικειμένου της) ήδη χρησιμοποιούσαμε
προτάσεις.

Είναι, λοιπόν, οι προτάσεις κάτι που προϋποτίθεται για τις έννοιες; Πρέπει να έχουμε
προτάσεις για να έχουμε έννοιες (ή το αντίστροφο);

Υπάρχει διχογνωμία πάνω σε αυτό το ζήτημα. Ωστόσο, φαίνεται πως, αν είναι


δύσκολο να υποστηρίξουμε καθαρή προτεραιότητα της έννοιας, τότε τουλάχιστον
μπορούμε να υποστηρίξουμε την ισοπρωταρχικότητα έννοιας και πρότασης.
29
2.α. Πρόταση: υπό ευρεία και στενή έννοια
Υπό ευρεία έννοια, κάθε (ολοκληρωμένη) φράση με ένα ρήμα θεωρείται πως
εκφράζει κάτι, πως λέει κάτι για κάτι, ότι συνιστά μια πρόταση.
Δηλαδή, υπό ευρεία έννοια, πρόταση μπορεί να θεωρείται:

μια κατηγορική απόφανση:


Π.χ., «Το μήλο είναι κόκκινο.», «Η πλευρά του τετραγώνου είναι 1 μέτρο.»
μια ερώτηση:
Π.χ., «Θα πάμε αύριο βόλτα;»

μια διαταγή:
Π.χ., «Υπερασπιστείτε την ασφάλεια της χώρας!»
μια ευχή:
Π.χ., «Ας είχαμε τελειώσει με αυτή την κρίση!»

Υπό στενή έννοια, όμως, πρόταση θα θεωρούμε μόνο την κατηγορική πρόταση ή
κατηγορική απόφανση, την οποία πλέον θα ονομάζουμε και κρίση (judgment).19

Οι κατηγορικές προτάσεις/αποφάνσεις ή κρίσεις εκφράζουν γνώμη, ισχυρισμό, ή


πεποίθηση, δηλαδή αξιώνουν να μπορούν να αληθεύουν (ή να διαψεύδονται),
δηλαδή να συνιστούν ή να περιέχουν γνώση.

3. Προτάσεις λογικά ευσύντακτες/ασύντακτες και λογικά


γραμματικές/αγραμματικές
Η διεργασία της προτασιακής σκέψης είναι, λοιπόν, συνδυασμός
εννοιών/ονομάτων (με τη βοήθεια άλλων κατάλληλων συγκατηγορηματικών όρων).

Αλλά δεν συνιστά λογική σκέψη κάθε συνδυασμός εννοιών (ούτε πρόταση κάθε
συνδυασμός λέξεων).

Για μια λογική σκέψη/πρόταση απαιτείται ο συνδυασμός εννοιών (και άλλων όρων)
να υπακούει σε κάποιους κανόνες (της σχετικής γλώσσας).

Αλλιώς δεν έχουμε μια λογική σκέψη, αλλά κάτι ακατανόητο.


Π.χ., «Ικανοποιημένο το χαμογέλασε χαλί μελαγχολικό.»

19
Γενικά, «κρίνω» σημαίνει ξεχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, δηλαδή διακρίνω. Εδώ μιλάμε ειδικά για
γλωσσική κρίση, στην οποία το ξεχώρισμα/διάκριση για κάτι, για το θέμα μας, γίνεται στο πλαίσιο της
εννοιολογικής/προτασιακής σκέψης που το αφορά.
30
Παρατήρηση 1
Εδώ η ακατανοησία είναι συντακτικής φύσης (δεν έχουν μπει σε σωστή
σειρά/διάταξη οι όροι·20 η πρόταση είναι ασύντακτη, όχι καλά
συντεταγμένη) — και α-νόητη21: δεν βγάζει νόημα· είναι χωρίς νόημα·
είναι άλογη.

Δείτε, όμως, και το εξής παράδειγμα ακατανοησίας:


Π.χ., «Το μελαγχολικό χαλί χαμογέλασε ικανοποιημένο».

Παρατήρηση 1.α
Εδώ η ακατανοησία δεν είναι συντακτικής φύσης (οι όροι είναι σε σωστή
σειρά/διάταξη· η πρόταση είναι καλώς συντεταγμένη) — αλλά ανόητη ή
παράλογη22: λέει κάτι “χαζό”· εκφράζει κάτι παράλογο.23

Παρατήρηση 1.β
Το πρόβλημα του δεύτερου παραδείγματος δεν είναι ούτε στη σύνταξη
ούτε στην –υπό στενή έννοια– γραμματική (υπάρχει συμβατότητα στα
γένη, πρόσωπα, αριθμούς, χρόνους, κ.λπ.).

Σε αυτό το παράδειγμα έχουμε πρόβλημα «λογικής γραμματικής» ή


«υπερβατολογικής λογικής»24 (δεν υπάρχει συμβατότητα μεταξύ των
νοημάτων των όρων του εκφρασιακού μορφώματος).

4. Λογικές προτάσεις: γνησίως λογικές και ψευδο-λογικές


Λογικές, λοιπόν, θα λέμε τις κατηγορικές προτάσεις/αποφάνσεις που είναι
ευσύντακτες και πλήρεις νοήματος, δηλαδή δείχνουν να μπορούν να ελέγχονται
ως αληθείς (ή ψευδείς).

Ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε στενότερα τις προτάσεις που είναι γνησίως


λογικές.
Π.χ., «Το μήλο είναι κόκκινο.»

20
Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με τη συγκεκριμένη σημασία των όρων που εμφανίζονται, αλλά με τη
συντακτική λειτουργία τους από την άποψη του είδους της σημασίας τους (σημασία υποκειμένου, σημασία
άρθρου, σημασία ρήματος, σημασία επιθέτου).
21
Meaningless, Sinnlos.
22
Absurd.
23
Η ντανταϊστική και σουρεαλιστική ποίηση δοκίμασε τα όρια της κατανοητότητας της γλώσσας,
χρησιμοποιώντας διατυπώσεις σαν αυτήν του παραδείγματός μας, αφήνοντας, δήθεν, το άλογο κομμάτι του
εαυτού μας να βρει δρόμο προς τη γλώσσα.
24
Με τους όρους αυτούς προσπάθησαν να πραγματευτούν το ζήτημα, αντίστοιχα, οι Βιτγκενστάιν (Wittgen-
stein) και Χούσερλ στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.
31
«Τα καρότα μέσα στο ψυγείο του Κώστα είναι μπλε.»
«Η επιτάχυνση της βαρύτητας είναι 9,81 m/sec2.»
«Δεν υπάρχει (ο) μεγαλύτερος πρώτος αριθμός.»

Γνησίως λογικές είναι οι προτάσεις στις οποίες διατυπώνεται η επιστημονική σκέψη.


Υπάρχει για αυτές διαδικασία ελέγχου του αν συμβαίνει ή ισχύει αυτό που λένε,
δηλ. του αν είναι αληθείς ή όχι.

Έτσι, καταλαβαίνουμε πως υπάρχουν και υπό ευρεία έννοια λογικές προτάσεις που
μάλλον πρέπει να χριστούν «ψευδο-λογικές» ή «οιονεί λογικές».
Π.χ., «Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα.»
«Ο Θεός είναι φιλεύσπλαχνος.»
«Η ιστορία είναι μια αιώνια επάνοδος του ιδίου.»
«Η ιστορία είναι μια ντετερμινιστική πορεία προόδου.»
«Η ιστορία είναι η ευκαιρία του ανθρώπου να λυτρωθεί από την αμαρτία.»
«Η φύση του ανθρώπου είναι ο ανταγωνισμός.»
«Η φύση του ανθρώπου είναι η αλληλεγγύη.»

Ψευδο-λογικές ή οιονεί λογικές προτάσεις χρησιμοποιούνται για λόγους μεταφυσικού


προσανατολισμού,25 ευρετικούς, ρητορικούς, πρακτικούς, ψυχολογικούς, κ.λπ. Για
αυτές δεν φαίνεται να υπάρχει διαδικασία ελέγχου του αν συμβαίνει ή ισχύει αυτό
που λένε.

5. Τα γνωρίσματα των γνησίως λογικών προτάσεων


Οι γνησίως λογικές προτάσεις είναι:
i. κατηγορικές αποφάνσεις (κρίσεις),
ii. εκφράζουν γνώμη, ισχυρισμό, πεποίθηση (και
χρησιμοποιούνται συνειδητά με αυτόν το σκοπό),
iii. αξιώνουν να μπορούν να διαπιστώνονται (ως) αληθείς.

6. Τα συστατικά μέρη της κατηγορικής πρότασης (κρίσης)


Σε μια κατηγορική απόφανση/πρόταση ή κρίση κάτι αποδίδεται ως ιδιότητα ενός
όντος.
Π.χ., «Το μήλο είναι κόκκινο.»

25
«Μεταφυσικός» εδώ είτε με καλή είτε με κακή (μη επιστημονική) σημασία. Π.χ.,, «Ο χώρος είναι το
αντικειμενικό πλαίσιο αναφοράς» και «Η ύλη ούτε γεννάται από το μηδέν ούτε εκμηδενίζεται», μπορεί να
θεωρηθούν μεταφυσικές προτάσεις με καλή σημασία (αναγκαίες προϋποθέσεις για την επιστημονική έρευνα
και εμπειρία της πραγματικότητας, οι οποίες λαμβάνονται ως αληθείς).
32
«Το σφυρί είναι βαρύ.»

Η κανονική εκδοχή της κατηγορικής πρότασης έχει τρεις όρους:


το υποκείμενο (subjectum),
το κατηγορούμενο (predicatum), και
το συνδετικό ρήμα (ή copula) «είναι».

Ενίοτε μιλάμε μαζί για την copula και το κατηγορούμενο με τον όρο
«κατηγόρημα».

Η συμβολική μορφή της κανονικής αποφαντικής κρίσης είναι:


«(Το) Υ είναι Κ» (S is P).

Υποκείμενο και κατηγορούμενο απαρτίζουν την ύλη της κρίσης.


Το συνδετικό ρήμα συνιστά τη μορφή της κρίσης (τη δομή της άρθρωσης με την
οποία έρχονται σε σύνδεση τα μέρη της ύλης).

Τα μέρη της κρίσης δεν είναι πάντα άμεσα ορατά (αλλά θεωρείται πως, τότε, οι
κρίσεις μπορούν να ξαναγραφτούν με τρόπο που αυτά τα μέρη να γίνουν ορατά).
Π.χ., «Οι ξεροκέφαλοι δεν παίρνουν από λόγια.»  «Οι ξεροκέφαλοι δεν είναι (είναι όχι-)
διατεθειμένοι να παίρνουν από λόγια.»
«Είναι δύσκολο να έρθει ο Γιώργος.»  «Ο Γιώργος είναι άνθρωπος που
αντιμετωπίζει δυσκολία στο να έρθει.»
«Κυριακή κοντή γιορτή.»  «Η Κυριακή είναι κοντινή γιορτή.»26

Επίσης, στις θέσεις γραμματικού υποκειμένου/κατηγορήματος σε μια γραπτή


πρόταση δεν βρίσκεται πάντα ένα λογικό υποκείμενο/κατηγορούμενο,
Π.χ., η «Το (α + β)2 είναι ίσο με α2 +2αβ + β2»
δεν λέει λογικά ότι το «(α + β) 2» “είναι” (έχει την κατηγορούμενη σε αυτό ιδιότητα)
«α2 +2αβ + β2», αλλά ότι «οι αλγεβρικοί τύποι “(α + β) 2” και “α2 +2αβ + β2” έχουν
σχέση ισοδυναμίας/επαλληλίας».

Παρατήρηση 1
Το παράδειγμα δείχνει και ότι το «=» δεν σημαίνει «είναι» με το νόημα της
copula (της κατηγόρησης μιας ιδιότητας). Λέει απλώς «ισούται με» ή
«ταυτίζεται με».

26
Δηλαδή, γιορτή που δεν αργεί πολύ να έρχεται.
33
Αυτό σημαίνει ότι οι ορισμοί δεν συνιστούν κατηγορικές προτάσεις
(κρίσεις) αλλά εκφράσεις ισοδυναμίας (ή επαλληλίας, δηλ.
ισεκτασιακότητας) οριστέου και ορίζοντος.

Παρατήρηση 2
Κατά τον Αριστοτέλη, η μορφή της κατηγορικής απόφανσης δείχνει ότι η
κρίση είναι μια διαίρεση και σύνθεση:
διαιρείται το θεματοποιούμενο ον (ουσία) σε υποκείμενο και
κατηγορούμενο (αποδιδόμενη ιδιότητα) – και ανασυντίθεται έτσι.

Ωστόσο, αυτή η ιδέα είναι γεμάτη προβλήματα, τα οποία αφορούν:


το νόημα του «είναι», η «φύση της ουσίας», «η φύση του
υποκειμένου», «η φύση της ιδιότητας», «η φύση της διαίρεσης και της
σύνθεσης».

Έτσι, μετά τον Φρέγκε (Frege), η σύγχρονη μαθηματική ή συμβολική Λογική


απέρριψε αυτή την παραδοσιακή ιδέα και βλέπει την κρίση ως βεβαίωση της
υπαγωγής του αντικειμένου της έννοιας υποκειμένου στην έννοια του
κατηγορήματος.
Π.χ., «Το μήλο είναι κόκκινο» (στη σύγχρονη μαθηματική ή συμβολική Λογική σημαίνει) :
«Υπάρχει κάτι, το “μήλο,” το οποίο ανήκει στην έκταση της έννοιας “κόκκινο”» ή
«Το μήλο ανήκει στα κόκκινα πράγματα».

Πιθανότατα, όμως, και αυτή η ερμηνεία της κατηγορικής απόφανσης δεν


είναι χωρίς προβλήματα.

7. Διαίρεση των προτάσεων με βάση την ποιότητά τους


(κατάφαση/απόφαση)
Στην κατηγορική πρόταση/απόφανση28 ή κρίση έχουμε έκφραση
γνώμης/πεποίθησης/ισχυρισμού με αξίωση αλήθειας:
κάποιος τοποθετείται κάπως πάνω σε ένα ζήτημα που έχει τεθεί.

Η τοποθέτηση αυτή είναι θετική ή αρνητική.

Η απόφανση με θετική τοποθέτηση λέγεται κατάφαση («Το Υ είναι Κ»)


(κατάφαση: εκ του καταφάσκω = φάσκω θετικά = λέω «ναι»).

28
Απόφανση: εκ του αποφαίνομαι = φανερώνω κάτι με λόγια.
34
Η απόφανση με αρνητική τοποθέτηση λέγεται απόφαση («Το Υ δεν είναι Κ»)
(απόφαση: εκ του αποφάσκω = φάσκω αρνητικά = λέω «όχι»).

Ποιότητα μιας κατηγορικής αποφαντικής (κατηγορικής κρίσης/πρότασης) λέμε αυτή


την κατάφαση ή απόφαση.

Οι καταφάσκουσες προτάσεις λέγονται καταφατικές.


Οι αποφάσκουσες προτάσεις λέγονται αποφατικές.29

Παρατήρηση 1
Υπάρχει περίπτωση:
γραμματικώς καταφατική πρόταση να είναι λογικώς αποφατική,
Π.χ., «Αυτοί οι υαλοπίνακες είναι άθραυστοι»  «Αυτοί οι υαλοπίνακες δεν είναι
θραύσιμοι.» / (Το ζήτημα στο οποίο τοποθετούμαστε είναι η σχέση των
υαλοπινάκων με το θραύσιμον, τη «θραυστότητα»)

και γραμματικώς αποφατική να είναι λογικώς καταφατική,


Π.χ., «Αυτή η έκφραση δεν είναι (διόλου) ασυνήθιστη»  «Αυτή η έκφραση είναι (πολύ)
συνηθισμένη.» / (Το ζήτημα στο οποίο τοποθετούμαστε είναι η σχέση της εν λόγω
έκφρασης με το σύνηθες, το «συνηθισμένο»)

Παρατήρηση 2
Κατά κανόνα θεωρείται πως δύο αρνήσεις χρησιμοποιούνται μόνο για
λόγους ρητορικούς,30 αλλά από άποψη λογική ανάγονται σε μία κατάφαση
(σε σχέση με την οποία υποτίθεται ότι δεν μεταφέρουν διαφορετικό
γνωστικό περιεχόμενο).

8. Διαίρεση των προτάσεων/αποφάνσεων με βάση τη μορφή


τους
Θυμίζουμε ότι το υποκείμενο και το κατηγορούμενο μιας απόφανσης (γενικώς)
απαρτίζουν τα μέρη της ύλης της (ή από κοινού την όλη ύλη της), το λογικό
περιεχόμενό της.

29
Προσοχή: «αποφαντικές» και «αποφατικές» κρίσεις δεν είναι το ίδιο πράγμα. Οι πρώτες συνιστούν μια
τοποθέτηση πάνω σε κάτι που φανερώνεται με τα λόγια (αποφαίνονται). Οι δεύτερες λένε ειδικώς «όχι»
(αποφάσκουν).
30
Π.χ., «Αγαπητοί συνάδελφοι, δεν θα ήταν ασύμφορο να συνάψουμε ένα διακρατικό δάνειο προκειμένου να
επιδοτήσουμε τις διακοπές του λαού!» (Ο πολιτικός που εκφωνεί αυτόν το λόγο δεν τολμά να πει ευθέως ότι
«είναι προς το συμφέρον» του κράτους να δανειστεί για να στείλει τους ψηφοφόρους σε “δωρεάν”
διακοπές.)
35
Θυμίζουμε, επίσης, ότι η μορφή της απόφανσης έχει να κάνει με το
“σχήμα” κατά το οποίο συνδέονται αυτά τα μέρη της ύλης.

Θα δούμε ότι από πλευράς μορφής οι αποφάνσεις είναι:


Κατηγορικές
Υποθετικές
Διαζευκτικές.

36
2. ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

1. Απόφανση κατηγορική (ανακεφαλαίωση)


Είδαμε ήδη πολλά παραδείγματα κατηγορικών αποφάνσεων:
έχουν τη γενική μορφή «Το Υ είναι Κ».

Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη (ειδικά στη θεωρία του Αριστοτέλη), σε
αυτές τις προτάσεις κατηγορούμε (καταφατικά ή αποφατικά) μια ιδιότητα στο
υποκείμενο.

Εξ ού και οι αποφάνσεις αυτής της μορφής λέγονται κατηγορικές.

Το κατηγορείν, το οποίο εκλήφθη ως ισοδύναμο του κρίνειν, θεωρήθηκε ότι


ανήκει στις θεμελιακές λειτουργίες του λόγου (της λογικότητάς μας).

Παρατήρηση
Όπως ειπώθηκε και νωρίτερα, από τον Φρέγκε και μετά θεωρήθηκε ότι με
την κατηγορική κρίση τοποθετούμαστε ως προς το αν το αντικείμενο της
έννοιας υποκειμένου ανήκει ή δεν ανήκει στην έκταση της έννοιας του
κατηγορούμενου.
Π.χ., στην «Το μήλο είναι κόκκινο» δηλώνεται ότι το εν λόγω μήλο ανήκει στην έκταση
της έννοιας «κόκκινο» (στα κόκκινα πράγματα).

2. Διαίρεση των κατηγορικών προτάσεων κατά το ποσόν


(γενικές, μερικές, ενικές)
Ανάλογα με το αν το κατηγορούμενο Κ (αγγλικά: predicate P) κατηγορείται σε όλη
την έκταση του Υ (αγγλικά: subject S), σε τμήμα της, ή σε ένα μόνο μέλος της
διακρίνουμε τις προτάσεις σε:
Α. (Καθολικές)/Γενικές
Π.χ., Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.31

Β. (Μερικές)/Ειδικές
Π.χ., Μερικά θηλαστικά είναι θαλάσσια.32

Γ. Ενικές
Π.χ., Ο Σωκράτης είναι πολυσυζητημένος φιλόσοφος.

31
Η γενικότητα μπορεί να αφορά όντα (όλα) αλλά και τόπους (παντού) ή χρόνους (πάντα).
32
Η μερικότητα μπορεί να αφορά και το κατηγορούμενο. Π.χ., «Οι άνθρωποι είναι εν μέρει γνωστικοί».
37
3. Διαίρεση των κατηγορικών προτάσεων κατά ποσόν και
ποιόν: a i e o
Λαμβάνοντας υπόψιν τις διαφοροποιήσεις των προτάσεων κατά ποιόν και ποσόν,
μπορούμε συνδυαστικά να έχουμε προτάσεις:

Α. Γενικές καταφατικές (ΥaK / SaP)


Π.χ., Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.

Β. Μερικές καταφατικές (YiK / SiP)


Π.χ., Μερικά θηλαστικά είναι θαλάσσια.

Γ. Γενικές αποφατικές (YeK / SeP)


Π.χ., Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι αθάνατοι.

Δ. Μερικές αποφατικές (YoK / SoP)


Π.χ., Μερικά θηλαστικά δεν είναι χερσαία.

Επεξήγηση συμβόλων: Στη συμβολική παράσταση των ως άνω ειδών τα a i είναι τα


(δύο πρώτα) φωνήεντα των λατινικών όρων affirmo (καταφάσκω) και τα e o του
nego (αποφάσκω).33

4. Γενικότητα επιμεριστική και συλλογική


Α. Η γενικότητα των γενικών προτάσεων μπορεί να έχει νόημα:
i. Επιμεριστικό (υπαγωγικό)
Π.χ., Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί = ο κάθε ένας κύκνος είναι λευκός.

ii. Συλλογικό (μερολογικό)


Π.χ., Όλοι οι πολίτες είναι ένα = όλοι μαζί απαρτίζουν μια ενότητα.
Όλοι οι κύκνοι είναι ένα σμήνος = όλοι μαζί απαρτίζουν ένα σμήνος.

Η λογική γενικότητα είναι κατά κανόνα η πρώτη, η επιμεριστική.

33
Υπάρχουν και αναφορές που υποστηρίζουν την προέλευση των μνημοτεχνικών a i e o από τα αντίστοιχα
ελληνικά φωνήεντα (α ι ε ο) που χρησιμοποιούσε ήδη ο Αριστοτέλης (εκ των: πάς, τίς, ουδείς, ού πάς).
38
5. Τα είδη των (τυπικών/μορφικών) λογικών σχέσεων μεταξύ
των ανωτέρω προτάσεων34
Ι. Δύο προτάσεις θα λέγονται αντιφατικές (contradictory) ανν
δεν μπορούν να είναι και οι δύο αληθείς και
δεν μπορούν να είναι και οι δύο ψευδείς.

Αντιφατικότητα δίνουν οι SaP και SoP αλλά και οι SiP και SeP
Π.χ., (SaP και SoP)
«Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί»: Αληθής
«Μερικοί άνθρωποι δεν είναι θνητοί»: Ψευδής

(SiP και SeP)


«Μερικοί άνθρωποι είναι ενήλικες»: Αληθής
«Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ενήλικες»: Ψευδής

ΙΙ. Δύο προτάσεις θα λέγονται αντιθετικές/αντίθετες/ενάντιες (contraries) ανν


δεν μπορούν να είναι και οι δύο αληθείς, αλλά
μπορούν να είναι και οι δύο ψευδείς.

Αντιθετικότητα δίνουν οι SaP και SeP.

A. Κατ’ αρχάς, οι SaP και SeP δεν μπορούν να είναι και οι δύο αληθείς.
(Αφού σε αυτές το κατηγορούμενο βεβαιώνεται ότι ισχύει ή δεν
ισχύει για όλη την έκταση της έννοιας Υποκειμένου, τότε, αν η μία
είναι αληθής, η άλλη θα είναι ψευδής.)
Π.χ., «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί»: Αληθής
«Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι θνητοί»: Ψευδής

B. Μπορεί, όμως, να είναι και οι δύο ψευδείς.


(Αν το κατηγορούμενο δεν ισχύει για όλη την έκταση της έννοιας
Υποκειμένου, αλλά μόνο για μέρος της, τότε δεν θα είναι αληθής
ούτε η βεβαίωση ούτε η άρνηση για το όλον.)
Π.χ.-1, (με δεδομένη τη γνώση μας ότι υπάρχουν και μαύροι κύκνοι)
«Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί»: Ψευδής
34
Αυτές οι σχέσεις είχαν αρχικά προσεχτεί από τον Αριστοτέλη στο Περί Ερμηνείας και αναπτύχθηκαν στους
αιώνες που ακολούθησαν για να γίνουν γνωστές ως «διδασκαλία του τετραγώνου» (doctrine of the square).
Στη σύγχρονη λογική σκέψη έχουν εκφραστεί επιφυλάξεις για τους όρους υπό τους οποίους ισχύει ή δεν
ισχύει. Βλ. Parsons, Terence, "The Traditional Square of Opposition", The Stanford Encyclopedia of Philosophy
(Summer 2017 Edition), Edward N. Zalta (ed.), <https://plato.stanford.edu/archives/sum2017/entries/square/>.
39
«Όλοι (τους) οι κύκνοι δεν είναι λευκοί»35: Ψευδής36

Π.χ.-2, (με δεδομένη τη γνώση μας ότι υπάρχουν και φαλακροί άνθρωποι)
«Όλοι οι άνθρωποι είναι φαλακροί»: Ψευδής
«Όλοι (τους) οι άνθρωποι δεν είναι φαλακροί»37: Ψευδής

ΙΙΙ. Δύο προτάσεις θα λέγονται συμπληρωματικές/υπενάντιες (subcontraries) ανν


μπορούν να είναι και οι δύο αληθείς αλλά
δεν μπορούν να είναι και οι δύο ψευδείς.

Συμπληρωματικότητα: οι SiP και SoP


(Αν μερικά S είναι P, τότε μερικά S δεν θα είναι P.)
Π.χ., «Μερικοί άνθρωποι είναι κακοί»: αληθής
«Μερικοί άνθρωποι δεν είναι κακοί»: αληθής

IV. Μια πρόταση θα λέγεται υποτασσόμενη (subaltern) μιας άλλης (υπερτασσόμενής


της / superaltern) ανν
πρέπει να είναι αληθής αν η άλλη είναι αληθής και
πρέπει να είναι ψευδής αν η άλλη είναι ψευδής.

Υπόταξη/υπέρταξη: SaP και SiP, SeP και SoP.

Π.χ., «Όλοι οι κύκνοι είναι αποδημητικοί»: Α  «Μερικοί κύκνοι είναι αποδημητικοί»: Α


«Όλα τα κακγκουρώ δεν είναι σαρκοφάγα»: Α  «Μερικά κακουρώ δεν είναι
σαρκοφάγα»: Α
«Μερικοί κύκνοι είναι μπλέ»: Ψ  «Όλοι οι κύκνοι είναι μπλέ»: Ψ

6. Σχέσεις κατά την έκταση μεταξύ των S και P στις κρίσεις


(Α). Όταν οι SaP είναι αντιστρέψιμες (σε PaS) χωρίς αλλαγή της τιμής αλήθειας
τους, τότε λέγονται ταυτολογικές.
Π.χ., «Όλοι οι εργένηδες είναι ανύπαντροι»  «Όλοι οι ανύπαντροι είναι εργένηδες»

35
Δηλαδή, «Όλοι οι κύκνοι είναι όχι-λευκοί» ή «Δεν υπάρχει κανένας κύκνος που να είναι λευκός».
36
Η αλήθεια είναι ότι «Μερικοί κύκνοι είναι λευκοί» ή «Μερικοί κύκνοι είναι όχι-λευκοί».
37
Δηλαδή, «Όλοι οι άνθρωποι είναι όχι-φαλακροί» ή «Δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος που να είναι
φαλακρός».
40
Αυτό συμβαίνει όταν οι έννοιες υποκειμένου και κατηγορούμενου είναι
επάλληλες/ισοδύναμες (έχουν την ίδια έκταση): ό,τι είναι S είναι και P
και αντίστροφα.

(Β). Στις SeP


οι έννοιες υποκειμένου και κατηγορούμενου είναι παράλληλες: ό,τι είναι S
δεν είναι και P και αντίστροφα.

7. Η τροπικότητα των κρίσεων


Ο τρόπος (modus) μιας κρίσης αναφέρεται στο ειδικό καθεστώς υπό το οποίο
συνδέονται τα S και P σε αυτήν (το πώς της κατηγόρησης).

Υπάρχουν τέσσερις τρόποι (modi):

Αναγκαιότητα:
Το S είναι αναγκαία P (= Αναγκαία το S είναι P)
Π.χ., Το τρίγωνο έχει αναγκαία άθροισμα εσωτερικών γωνιών = 180 μοίρες.

Δυνατότητα:
Το S είναι δυνατόν να είναι P (= Είναι δυνατόν το S να είναι P)
Π.χ., Τα τρίγωνα είναι δυνατόν (δύνανται/μπορούν/γίνεται) να είναι σκαληνά.

Κατά συμβεβηκός:
Το S συμβαίνει να είναι P (= Συμβαίνει το S να είναι P)
Π.χ., Ο Σωκράτης (συμβαίνει να) είναι αξύριστος.

Αδυνατότητα:
To S είναι αδύνατον να είναι P (= Είναι αδύνατον το S να είναι P).
Π.χ., Το μαύρο είναι αδύνατο (δεν γίνεται) να είναι άσπρο.

Παρατηρήσεις
Α. Η άρνηση της αναγκαιότητας μας δίνει κατά συμβεβηκός
Δεν είναι αναγκαίο να… = απλώς συμβαίνει να…

Β. Η άρνηση της δυνατότητας μας δίνει αδυνατότητα


Δεν είναι δυνατόν να … = είναι αδύνατον να…

Γ. Η άρνηση της άρνησης του αδύνατου μας δίνει αναγκαιότητα


Δεν είναι δυνατόν να μην είναι… = είναι αναγκαία…
41
Δ. Η άρνηση του κατηγορήματος στις προτάσεις δυνατότητας δίνει κατά
συμβεβηκός σύνδεση S και P.
Είναι δυνατόν να μην είναι… = είναι όχι κατ’ ανάγκη… = (απλώς) συμβαίνει να
είναι…

42
3. ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

1. Απόφανση υπό όρους (ή υπό συνθήκη)


Υποθετική είναι η πρόταση που δεν αποφαίνεται κάτι κατηγορικά, αλλά υπό όρους
(υπό συνθήκη).
Π.χ., Άν βρέχει, (τότε) υπάρχει νερό στους δρόμους.
Άν συνεχίσεις έτσι, (τότε) δεν θα έχουμε καλά ξεμπερδέματα.

2. Γνωρίσματα των υποθετικών προτάσεων ή υποθετικών


λόγων
Η γενική μορφή των υποθετικών προτάσεων είναι «Αν p τότε q» (p → q).

Η πρόταση (p) που προηγείται λέγεται ηγούμενη ή υπόθεση ή λόγος.


Η πρόταση (q) που ακολουθεί λέγεται επόμενη ή απόδοση ή ακολουθία.

Η ηγούμενη ή λόγος ή υπόθεση θέτει τον όρο (ή συνθήκη ή λόγο) υπό τον
οποία θα ισχύει/αληθεύει η επόμενη ή απόδοση ή ακολουθία.

Η υποθετική πρόταση δηλώνει γνωστή ισχύουσα “αιτιώδη” σχέση που συνδέει την
ηγούμενη με την επόμενη.
Αν ισχύει/αληθεύει η υπόθεση, τότε συνεπάγεται η απόδοση.

Οι υποθετικές προτάσεις ή συνεπαγωγές (πλέον) είναι χαρακτηριστική μορφή


σύνθετης πρότασης με την οποία διατυπώνονται σημαντικές επιστημονικές
διαπιστώσεις (αλήθειες).
Π.χ., «Αν ένα υλικό σώμα αφεθεί ελεύθερο από ύψος h, τότε αυτό θα πέσει κάθετα με
επιτάχυνση g προς την επιφάνεια της Γης»
«Αν ένας αγωγός διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα, (τότε) αναπτύσσεται πάνω του
θερμότητα»
«Αν ένα τρίγωνο είναι ισόπλευρο, τότε αυτό θα είναι και ισογώνιο»

Παρατήρηση
Στα δύο πρώτα ανωτέρω παραδείγματα εκφράζεται μηχανική αιτιακή σχέση (ένα
αίτιο προκαλεί ή αιτιάζει μηχανικά ένα αποτέλεσμα), ενώ στο τρίτο λογική αιτιακή
σχέση (ένας λόγος δικαιολογεί ή αιτιάζει λογικά κάτι που ισχύει/αληθεύει).38

38
Ωστόσο, η αντίληψη περί λογικής (έλλογης σκέψης) και πραγματικότητας που υπάρχει πίσω από τη
θεωρία των υποθετικών λόγων, όπως αυτή συλλαμβάνεται πρώτα στους Στωικούς, δεν θέλει να βλέπει
διαφορά μεταξύ λογικών και μηχανικών αιτιακών σχέσεων.
43
3. Η “λογική” των υποθετικών λόγων στην πραγματική
καθημερινή και επιστημονική σκέψη
Β α σ ι κ ή π ρ ο ϋ π ό θ ε σ η γ ι α τ η ν κ α τ α νό η σ η τ η ς ε ν λ όγ ω “ λ ογ ι κ ή ς ” :
Ο αναφερόμενος λόγος (στην υπόθεση/ηγούμενη) είναι κάτι που γνωρίζουμε
καλώς ότι αιτιάζει (μηχανικά ή λογικά) αυτό που εκφράζεται στην
ακολουθία.

Υπό αυτόν τον όρο:


Α. Αν ο λόγος είναι αληθής, τότε αληθής θα είναι και η ακολουθία (αυτό συνιστά τη
γνώση μας).
Π.χ., αν βρέχει, τότε οι δρόμοι είναι βρεγμένοι.

Β. Αν η ακολουθία είναι ψευδής, τότε ψευδής θα είναι και ο λόγος.


Π.χ., σε περίπτωση που είναι ψευδές ότι οι δρόμοι είναι βρεγμένοι, θα είναι ψευδές και
ότι βρέχει.

Γ. Αλλά, αν ο λόγος είναι ψευδής, δεν είναι λογικώς διασφαλισμένο ότι θα είναι
ψευδής και η ακολουθία.
Π.χ., μπορεί να μην βρέχει, αλλά είναι δυνατό οι δρόμοι να είναι βρεγμένοι (από άλλο
αίτιο).

Δ. Επίσης, αν η ακολουθία είναι αληθής, δεν διασφαλίζεται λογικώς αναγκαία ότι και
ο λόγος θα είναι αληθής.
Π.χ., σε περίπτωση που οι δρόμοι είναι βρεγμένοι, δεν είναι λογικώς αναγκαίο να βρέχει
(ενδέχεται να είναι βρεγμένοι από άλλο αίτιο).

Παρατήρηση
Οι κανόνες Γ και Δ ισχύουν εφόσον δεν διαθέτουμε μια γνώση που λέει ότι τα
αναφερόμενα στις ακολουθίες προκαλούνται αποκλειστικώς και μόνο από τα
αναφερόμενα στους λόγους.
Αυτό σημαίνει ότι, σε όσα είδαμε, η σύνδεση λόγου ακολουθίας δηλώνει μια
ικανή σχέση αιτίασης, αλλά όχι και αναγκαία. Δηλαδή για να αληθεύει η
ακολουθία είναι ικανός όρος να αληθεύει ο λόγος. Ωστόσο, ο λόγος δεν
συνιστά (και) αναγκαίο όρο για την ακολουθία, δηλαδή η ακολουθία
μπορεί να ισχύει και χάρη σε άλλα αίτια ή λόγους.39

Αν διαθέτουμε ικανή και αναγκαία γνώση, (δηλαδή ουσιώδη γνώση για τα


αναφερόμενα όντα και τις σχέσεις, στο πλαίσιο των οποίων αυτά μπορούν να

39

44
βρεθούν),40 τότε έχουμε υποθετικούς λόγους ισοδύναμης (αντιστρεπτής)
συνεπαγωγής:
Αν και μόνο αν p, τότε q.
(Ή: αν p, τότε και μόνον τότε q) (Ή: ανν p, τότε q)
Συμβολικά: p ↔ q

Υποθετικοί λόγοι ουσιώδους αναγκαιότητας, δηλαδή ικανών και αναγκαίων όρων,


είναι, π.χ., αυτοί που εκφράζουν τη γνώση των Μαθηματικών.
Π.χ., Ανν το τρίγωνο είναι ορθογώνιο, τότε ισχύει για αυτό το πυθαγόρειο θεώρημα.
Ανν η (θετική) τετραγωνική ρίζα του x είναι 4, τότε ο x είναι 16.

Θεωρείται ότι τέτοιους λόγους ενδέχεται να περιέχεται και σε κάποιες πολύ ειδικές
προτάσεις της Φυσικής (στις φυσικές αρχές της).
Π.χ., Ανν σε ένα σώμα δεν ασκούνται δυνάμεις ή ασκούνται και η συνισταμένη τους
είναι μηδέν, τότε το σώμα είτε κινείται ευθύγραμμα ομαλά είτε ακινητεί.

Ελπίζεται δε ότι και σε άλλες επιστήμες, π.χ., στην Κοινωνιολογία ή στα Οικονομικά,
ίσως διαθέτουμε ή φτάσουμε να διαθέτουμε τέτοιους λόγους. Αυτό, ωστόσο, δεν
είναι επαρκώς κατοχυρωμένο.
Π.χ., Νόμος των τριών σταδίων (Κοινωνιολογία) — Κοντ (Comte): Ανν μιλάμε για την
κοινωνία των ανθρώπων, τότε αυτή αναπτύσσεται σε τρία στάδια: το
μυθικό/φανταστικό, το μεταφυσικό, και το επιστημονικό.
Νόμος της τάσης πτώσης του μέσου κέρδους (Οικονομικά) — Μαρξ (Marx): Ανν σε
μία οικονομία ο τρόπος παραγωγής είναι καπιταλιστικός, τότε μακροπρόθεσμα
μειώνεται το κοινωνικά μέσο ποσοστό κέρδους.
Νόμος της οριακής χρησιμότητας (Οικονομικά) — Μένγκερ-Μίζες (Menger-Mises) ή
πρώτος νόμος του Γκόσεν (Gossen): Ανν κάτι είναι αγαθό, τότε η οριακή
χρησιμότητα κάθε ομογενούς μονάδας του μειώνεται καθώς η διαθεσιμότητα των
μονάδων του αυξάνεται (και αντίστροφα).

40
Η ιστορία της φιλοσοφίας (μεταφυσικής), ωστόσο, είναι σημαδεμένη από σοβαρότατες διενέξεις γύρω από
το αν ή υπό ποιους όρους, σε ποιον βαθμό, κ.λπ., υπάρχει ή δεν υπάρχει η δυνατότητα τέτοιας γνώσης (για
την πραγματικότητα). Πολύ γενικά μιλώντας, η νοησιαρχία (λογοκρατία) και ο ιδεαλισμός δέχονται την
ύπαρξη τέτοιας γνώσης, ενώ η αισθησιαρχία (εμπειρισμός) και ο ρεαλισμός για την εξωτερική
πραγματικότητα δεν τη δέχεται.
45
4. ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΖΕΥΚΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

1. Διαζευκτικές προτάσεις
Οι διαζευκτικές προτάσεις είναι σύνθετες που αποτελούνται από δύο απλές και
μπορούν να συνδέονται με τους συνδέσμους «… ή …», «είτε … είτε …», «ή … ή …».
Π.χ., Ή στραβός είναι γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε.
Ο Γιώργος ή λέει ψέματα ή δεν ξέρει τι του γίνεται.
Να ζει κανείς ή να μην ζει;41
Έξω βρέχει ή κάνει κρύο.

2. Απλή ή εγκλειστική και αποκλειστική διάζευξη


Από τα παραπάνω παραδείγματα βλέπουμε ότι δεν είναι πάντα σαφές
αν μπορεί να ισχύουν μαζί τα αναφερόμενα ενδεχόμενα ή
αν μπορεί να ισχύει μόνο το ένα ή μόνο το άλλο.

Α. Αποκλειστική θα λέμε τη διάζευξη στην οποία ισχύει μόνο το ένα ενδεχόμενο και
κανονικά πρέπει να την εκφράζουμε με τη μορφή «είτε … είτε …».
Π.χ., το τρίτο παράδειγμα ανήκει εδώ (παρότι η γραμματική μορφή του δεν το δηλώνει
άμεσα).

Η αποκλειστική διάζευξη είναι αληθής αν ένα μόνο (αν το πολύ ένα) από
τα δύο ενδεχόμενά της είναι αληθές.
Αντικρούεται (είναι ψευδής) δε όταν αποδειχτεί ότι και τα δύο
ενδεχόμενα είναι αληθή ή και τα δύο ψευδή.

Β. Απλή ή εγκλειστική διάζευξη θα λέμε αυτή στην οποία μπορεί/γίνεται να ισχύουν


και τα δύο ενδεχόμενα.
Π.χ., τα υπόλοιπα ανωτέρω παραδείγματα ανήκουν εδώ (παρότι η γραμματική τους
μορφή μπορεί να μην το δηλώνει άμεσα).

Η απλή ή εγκλειστική διάζευξη είναι αληθής αν το ένα ή και τα δύο (δηλ.


τουλάχιστον ένα) από τα δύο ενδεχόμενά της είναι αληθές.
Αντικρούεται (είναι ψευδής) δε όταν αποδειχτεί ότι και τα δύο
ενδεχόμενά της είναι ψευδή.

41
Δηλαδή: Είναι καλό/σοφό να ζει κανείς ή είναι καλό/σοφό να μη ζει κανείς;
46
3. Η λογικότητα (λογική λειτουργία) της διάζευξης
Παρατηρούμε ότι η λογική λειτουργία της διάζευξης συνίσταται στο ότι εντοπίζει και
διατηρεί ενώπιόν μας δύο ενδεχόμενα απάντησης σε ένα πρόβλημα ή μια
διερώτηση και μας προετοιμάζει (ανάλογα με το είδος της) για το ότι ένα από τα
δυο (ή και τα δύο) μπορεί να γίνει αποδεκτό ως αληθές.

(Βλ. επόμενη σελίδα για τους αληθοπίνακες.)

Παρατήρηση
Στην κλασική Λογική θεωρείται ότι σημαντικότερη διάζευξη είναι η
αποκλειστική, εφόσον με αυτήν περιορίζουμε το εύρος των ενδεχομένων
και οδηγούμαστε σε στενότερη-βεβαιότερη γνώση.

Στη σύγχρονη Συμβολική Λογική, όμως, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε


στην εγκλειστική διάζευξη, διότι στην Άλγεβρα και την Αριθμητική, οι
οποίες αναπτύχθηκαν στη νεότερη και σύγχρονη εποχή, γίνεται συχνή
χρήση της.42
Π.χ., η τετραγωνική ρίζα του 16 είναι το +4 ή (εγκλειστικά) το -4.

4. Συζευκτικές προτάσεις
Συζευκτικές είναι οι σύνθετες προτάσεις που προκύπτουν από τη σύζευξη δύο
απλών με τον σύνδεσμο «και».
Π.χ., Τα σπίτια σας καίγονται και εσείς τραγουδάτε.
Βρέχει και κάνει κρύο.

Για να είναι αληθής μια σύζευξη προτάσεων πρέπει να είναι και οι δύο προτάσεις
της αληθείς.
Μια σύζευξη αντικρούεται αν αποδειχτεί ότι μία τουλάχιστον από τις προτάσεις
της είναι ψευδής.

42
Η σύγχρονη Συμβολική Λογική αναπτύχθηκε με στόχο να δειχτεί ότι η Αριθμητική και κατ’ επέκτασιν τα
Μαθηματικά είναι θεμελιώσιμα στη Λογική (ότι στηρίζονται απλώς σε λογικές έννοιες και λειτουργίες).
Αυτό ήταν το πρόγραμμα του λογικισμού που το συνέλαβαν και το προώθησαν θεωρητικοί όπως ο Φρέγκε
και ο Ράσελ.
47
5. Στοιχεία συμβολικής λογικής πραγμάτευσης

Α. οι αληθοπίνακες των λογικών πράξεων (αληθοσυναρτήσεων) μεταξύ προτάσεων

Α. Ο αληθοπίνακας της αποκλειστικής διάζευξης

p q p⊻q
Α Α Ψ
Α Ψ Α
Ψ Α Α
Ψ Ψ Ψ

Β. Ο αληθοπίνακας της εγκλειστικής διάζευξης

p q p˅q
Α Α Α
Α Ψ Α
Ψ Α Α
Ψ Ψ Ψ

Γ. Ο αληθοπίνακας της σύζευξης

p q p˄q
Α Α Α
Α Ψ Ψ
Ψ Α Ψ
Ψ Ψ Ψ

Β. Προτασιακός λογισμός
Αποδεικνύονται οι εξής σχέσεις:
Η άρνηση μιας σύζευξης ισοδυναμεί με μία εγκλειστική διάζευξη των αρνήσεων
των όρων.
Συμβολικά: ¬ (p ˄ q)  ¬p ˅ ¬q [δηλαδή: όχι-(p και q)  όχι-p ή όχι-q]

Η άρνηση μιας εγκλειστικής διάζευξης ισοδυναμεί με μια σύζευξη των


αρνήσεων των όρων.
Συμβολικά: ¬ (p ˅ q)  ¬p ˄ ¬q [δηλαδή: όχι-(p ή q)  όχι-p και όχι-q]

48
Η άρνηση μιας αποκλειστικής διάζευξης ισοδυναμεί με τη διάζευξη μεταξύ (α)
της σύζευξης των αρνήσεων και (β) της διάζευξης των αρνήσεων όρων.
Συμβολικά: ¬ (p ⊻ q)  (¬p ˄ ¬q) ˅ (¬p ˅ ¬q)
Ή, ισοδύναμα: ¬ (p ⊻ q)  ¬ (p ˅ q) ˅ ¬ (p ˄ q)

49
5. ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΛΛΩΝ ΕΙΔΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

1. Αναλυτικές και συνθετικές προτάσεις (από την άποψη της


καταγωγής της αλήθειας τους)

Α. (A priori) αναλυτικές
Παραδοσιακά θεωρήθηκε πως υπάρχουν προτάσεις που η αλήθεια τους μπορεί να
κριθεί πριν (εκ των προτέρων / a priori) την προσφυγή στην εμπειρία για την
αναζήτηση σχετικών τεκμηρίων (που να κρίνουν αυτή την αλήθεια τους).

Επί αιώνες θεωρήθηκε ότι τέτοιες αλήθειες μπορεί να ανακαλύπτει/συλλαμβάνει η


φιλοσοφική σκέψη, ο φιλοσοφικός στοχασμός.
Αλλά πώς θα το ξέρουμε ότι έχουμε συλλάβει μια τέτοια αλήθεια;

Αρχικά θεωρήθηκε ότι αυτές οι αλήθειες είναι προφανείς σε όλους. Με το που


κατανοείς τη σχετική πρόταση που αξιώνει αυτή την αλήθεια, διαπιστώνεις ότι αυτή
είναι αληθής. Το “φως του νου” μας δείχνει την αλήθεια της σχετικής πρότασης.

Ο Καρτέσιος (Descartes) προσπάθησε να εκσυγχρονίσει την ιδέα. A priori, λέει, ή


αναγκαίες ή φιλοσοφικές αλήθειες είναι αυτές που διαπιστώνονται αληθείς με
ενάργεια (evidence) στη βάση της σαφήνειας και της διακριτότητας των
περιεχομένων της πρότασης που τις διατυπώνει.

Ο Λάιμπνιτς (Leibniz) πρόβαλε την αντίρρηση ότι προτάσεις που σε έναν φαίνονται
εναργώς αληθείς σε άλλους δεν φαίνονται έτσι. Αντιπρότεινε ότι φιλοσοφικές ή a pri-
ori ή αναγκαίες είναι οι προτάσεις που αν τις αρνηθούμε προκύπτει αντίφαση.

Ο Χιουμ (Hume) ανταπάντησε ότι ο ίδιος αρνείται μια τέτοια υποτιθέμενη


φιλοσοφική αλήθεια, την αρχή της αιτιότητας, και δεν διαπιστώνει να προκύπτει
αντίφαση!

Ο Καντ (Kant) είπε ότι με αυτό ο Χιούμ τον ξύπνησε από τον δογματικό του λήθαργο.
Πρότεινε, τότε, πως υπάρχουν δύο ειδών τέτοιες (a priori) προτάσεις:
Οι a priori αναλυτικές (αυτών η άρνηση συνιστά αντίφαση)και
Οι a priori συνθετικές (αυτών η άρνηση δεν συνιστά αντίφαση).

Εδώ θα μας απασχολήσουν μόνο οι a priori αναλυτικές.

50
Η αλήθεια των τελευταίων (a priori αναλυτικών) κρίνεται με βάση τον έλεγχο του αν
η έννοια του κατηγορούμενου “περιέχεται” στην έννοια του υποκειμένου.43 (Και,
εννοείται, η άρνηση αυτού του αναντίρρητου γεγονότος συνιστά αντίφαση.)

Για τον Καντ, τέτοιες είναι οι:


Π.χ., Α = Α.
Όλα τα τριαντάφυλλα είναι τριαντάφυλλα.
Όλα τα κόκκινα τριαντάφυλλα είναι κόκκινα.
Όλα τα τρίγωνα έχουν τρεις γωνίες.
Όλα τα δίγωνα έχουν δύο γωνίες.
Όλα τα τρίγωνα έχουν τρεις πλευρές.
Όλα τα σώματα είναι εκτατά.
Ουσία είναι αυτό που στην κρίση μπορεί να μπαίνει στη θέση του υποκειμένου.
Ο χρυσός είναι κίτρινο μέταλλο.

Άλλοι έχουν θεωρήσει ότι το ίδιο καθεστώς έχει και η αλήθεια της πρότασης
Όλοι οι εργένηδες είναι ανύπαντροι άντρες.

Ήδη ο Καντ διευκρίνισε, βέβαια, πως αν υπάρχουν τέτοιες αληθείς προτάσεις, τότε
αυτές δεν περιέχουν γνώση για την εξωτερική πραγματικότητα (αλλά συνιστούν
τετριμμένες αλήθειες για το περιεχόμενο των αντίστοιχων εννοιών υποκειμένου ή
για την ίδια τη δομή της σκέψης που σκέφτεται αυτές τις έννοιες).

Στην ιστορία της φιλοσοφίας μετά τον Καντ έγινε απόπειρα να οριστούν οι a priori
αναλυτικές με τρόπο που να μην προϋποθέτει τη σκοτεινή ιδέα του «περιέχεσθαι σε
μια έννοια» (στην έντασή της), η οποία μάλιστα αναφέρεται και στη λογική (όχι
απλώς γραμματική) μορφή της κρίσης ως διαίρεση και σύνθεση μέσω της
μυστηριώδους copula.

Στο πλαίσιο της συμβολικής λογικής θεωρήθηκε πως αν υπάρχουν τέτοιες αληθείς
προτάσεις, η αλήθεια τους θα εξαρτάται μόνο από την ίδια τη (λογική) συντακτική
μορφή της πρότασης (όχι από το νοηματικό της περιεχόμενο):
Π.χ., Α = Α
Αν όλα τα Α είναι Β και όλα τα Β είναι Γ, τότε όλα τα Α είναι Γ.
«Έξω βρέχει ή (έξω) δεν βρέχει», η οποία ανάγεται στη λογική μορφή «Α ή όχι-Α» ή,
σύμφωνα με όσα ελέχθησαν στο προηγούμενο κεφάλαιο, «p ˅ ¬p» (η οποία είναι

43
Βλ. και πριν, Μέρος Β, κεφ. 2, §6.
51
πάντα αληθής, όπως μπορεί να δει κανείς από τον αληθοπίνακα αυτής της
συνάρτησης44)

Μετά από πολλές διαμάχες προτάθηκε από τον Κουάιν (Quine) ότι ουσιαστικά δεν
υπάρχουν προτάσεις a priori αναλυτικές (των οποίων η αλήθεια να μπορεί να
κρίνεται ανεξάρτητα από την εμπειρία).

Για τον ίδιο, δε, αλλά και για όλη τη σύγχρονη αγγλο-αμερικάνικη, δηλ. την
αναλυτική φιλοσοφία, πολλώ μάλλον δεν υπάρχουν a priori συνθετικές.45

Για την νεο-καντιανή φιλοσοφική παράδοση και για τη Φαινομενολογία υπάρχουν


a priori συνθετικές προτάσεις.
Π.χ., ο Χούσερλ (Husserl) πρότεινε ότι ορισμένες προτάσεις για τα
χρώματα είναι a priori συνθετικές.
Π.χ., «Δεν υπάρχει χρώμα που να μην δίδεται ως απλωμένο σε μια επιφάνεια.» ή
«Δεν γίνεται η ίδια επιφάνεια σε όλη την έκτασή της να είναι ταυτόχρονα
μπλε και κόκκινη.»

Το ίδιο και οι αρχές της Κλασικής Φυσικής (π.χ., η αρχή της αδράνειας),
κ.λπ.46

Β. (A posteriori) συνθετικές
(A posteriori) συνθετικές είναι οι προτάσεις των οποίων η αλήθεια κρίνεται μετά (εκ
των υστέρων / a posteriori) την προσφυγή στα σχετικά εποπτικά/εμπειρικά τεκμήρια.

Όταν διαπιστώσουμε ότι μια ιδιότητα ή ένα χαρακτηριστικό όντως απαντάται στο
εξεταζόμενο αντικείμενο, τότε την έννοια της ιδιότητας την
κατηγορούμε/επισυνάπτουμε-στην ή τη συνθέτουμε-με-την έννοια του υποκειμένου
(στην οποία υπάγεται το εξεταζόμενο αντικείμενο).
Π.χ., Όλα τα σώματα που αφήνονται να κινηθούν ελεύθερα από κάποιο ύψος πέφτουν
κατακόρυφα προς την επιφάνεια της Γης.
Η επιτάχυνση του πεδίου βαρύτητας της Γης είναι 9,81m/sec2.

44
Δείτε τον αληθοπίνακα της ταυτολογίας «p ˅ ¬p» που δίνει πάντα Α (και συγκρίνετέ τον με τον
αληθοπίνακα της αντίφασης «p ˄ ¬p» που δίνει πάντα Ψ).

p¬pp ˅ ¬pp ˄ ¬pΑΨΑΨΨΑΑΨ


45
Βλ. την εργασία του «Two Dogmas of Empiricism» (1951). Η ιδέα του δεν έγινε καθολικά αποδεκτή και
δοκιμάστηκαν κάποιες δυνατές απαντήσεις.
46
Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, αυτή η ιδέα του Χούσερλ δημιούργησε σοβαρό προβληματισμό στον
Βιτγκενστάιν (Wittgenstein), ο οποίος θεωρείται, μαζί με τον Φρέγκε και τον Ράσελ, συνιδρυτής της
φιλοσοφίας της γλώσσας ή γλωσσοαναλυτικής φιλοσοφίας. Βλ. Φωτεινή Βασιλείου και Πάνος Θεοδώρου,
Εισαγωγή στη Φαινομενολογία του Έντμουντ Χούσερλ, Εκδόσεις Νήσος, 2018, ειδικά κεφ. 13.
52
Όταν δεν υπάρχουν κράτος και νόμοι, τότε η κοινωνία είναι ζούγκλα.
Οι μουριές έχουν πράσινα φύλλα.
Σήμερα ο Σωκράτης είναι αξύριστος.
Η Ελένη Κ. είναι 1,72 μέτρα ψηλή.

2. Προτάσεις αναγκαίες/αξιωματικές, αποδεικτικές, και


προβληματικές (από την άποψη της διαπίστωσης της
αλήθειας τους)
Αναγκαίες ή αξιωματικές προτάσεις ονομάζονται αυτές των οποίων η αλήθεια
(θεωρείται πως) επιβάλλεται από τα ίδια τα πράγματα (είναι αυταπόδεικτες ή
προφανείς).
Π.χ., Α = Α.
Από δύο σημεία διέρχεται μία μόνο ευθεία.
Από σημείο εκτός ευθείας μία παράλληλη άγεται προς την ευθεία αυτή.47

Αποδεικτικές είναι οι προτάσεις που η αλήθεια τους επιβάλλεται από μια


αποδεικτική διεργασία.
Π.χ., Το άθροισμα των εσωτερικών γωνιών ενός τριγώνου είναι ίσο με δύο ορθές.
Σε ένα ορθογώνιο τρίγωνο, το τετράγωνο της υποτείνουσας ισούται με το
άθροισμα των τετραγώνων των δύο καθέτων πλευρών.

Προβληματικές λέγονται οι προτάσεις για των οποίων την αλήθεια είμαστε


επιφυλακτικοί (δεν έχουμε επαρκή βάση εμπειρική ή άλλη προκειμένου να
αξιώσουμε την αλήθεια ή το ψεύδος τους).
Π.χ., Η παρατεταμένη χρήση καραγενάνης προκαλεί προβλήματα υγείας.
Υπάρχει πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος, τον οποίο ακόμα δεν έχουμε
εντοπίσει.
47
Αυτή η πρόταση συνιστούσε αίτημα της Ευκλείδειας Γεωμετρίας. Με την ανακάλυψη των μη Ευκλείδειων
Γεωμετριών, η πρόταση αυτή πλέον δεν θεωρείται αναγκαία/αυταπόδεικτη. Πιο συγκεκριμένα, το 1826 ο
Nikolai Lobachevsky εισήγαγε την ιδέα ότι από σημείο εκτός ευθείας άγονται άπειρες παράλληλες προς αυτήν
και οδήγησε στην ίδρυση της Υπερβολικής Γεωμετρίας. Αργότερα, το 1854, ο Georg F. B. Riemann εισήγαγε
την ιδέα ότι από σημείο κείμενο εκτός ευθείας δεν άγεται καμία παράλληλη προς αυτήν και οδήγησε στην
ίδρυση της Ελλειπτικής Γεωμετρίας.

Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B7_%CE%B5%CF%85%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%AF%CE
%B4%CE%B5%CE%B9%CE%B5%CF%82_%CE%B3%CE%B5%CF%89%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AF
%CE%B5%CF%82
53
Η ανθρωπότητα κινείται προς την επίτευξη της μέγιστης ελευθερίας.

3. Οντολογικές/περιγραφικές και αξιολογικές κρίσεις


Οντολογικές/περιγραφικές προτάσεις ή προτάσεις για γεγονότα είναι αυτές στις
οποίες θεωρείται πως αποτυπώνεται το πώς έχει η αντικειμενική πραγματικότητα.
Π.χ., Το επίπεδο της τεχνολογίας είναι σήμερα εξαιρετικά υψηλό.
Το προσδόκιμο ζωής των ανθρώπων έχει αυξηθεί τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι συνθήκες ζωής των ανθρώπων στις σύγχρονες κοινωνίες μοιάζουν με αυτές της
ζούγκλας.
Τα σύγχρονα πλοία, αν και φτιαγμένα από σίδερο, επιπλέουν.
Η τέχνη μετά το 1900 έπαψε να είναι αμιγώς αναπαραστατική.

Αξιολογικές είναι οι προτάσεις που εκφράζουν τις αξίες που αποδίδουμε στα
γεγονότα.
Π.χ., Το αυξημένο επίπεδο τεχνολογίας προκαλεί πολλά κακά (ή πολλά καλά) στον
σύγχρονο άνθρωπο.
Σήμερα οι άνθρωποι ζουν περισσότερο, αλλά δεν κατάφεραν να νοιώθουν
περισσότερο πλήρεις. (Συγκαλυμμένη αξιολογική κρίση.)
Οι συνθήκες ζούγκλας στην κοινωνία αυξάνουν την αγωνία των ανθρώπων.
(Μπορεί να αναγνωστεί διττά.)
Τα σύγχρονα μέσα ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών είναι πολύ εξυπηρετικά.
Η μη αναπαραστατική τέχνη δεν είναι τόσο ωραία όσο κάποια δείγματα της
αναπαραστατικής.

Παρατήρηση
Μετά την αμφισβήτηση των δύο δογμάτων του εμπειρισμού,48 έχουν σχετικά
πρόσφατα εγερθεί υπόνοιες και ισχυρισμοί για το ότι ίσως να μην μπορούμε να
κρατήσουμε εντελώς χωριστά και αυτά τα δύο τελευταία ήδη προτάσεων.49
Π.χ., στην ανάλυση των Κουν (Kuhn) και Φαγεράμπεντ (Feyerabend) για την επιστήμη,
υφέρπει η ιδέα ότι ενδεχομένως η επιλογή των επιστημόνων μεταξύ
αντιμαχόμενων επιστημονικών θεωριών (επιστημονικών παραδειγμάτων) δεν
πραγματοποιείται αποκλειστικά με βάση κριτήρια που αναφέρονται σε
αντικειμενικά γεγονότα, αλλά και με κριτήρια που αξεδιάλυτα αφορούν και αξίες
(απλότητα, αποτελεσματικότητα, ομορφιά, κομψότητα, κ.λπ.).

Κάτι τέτοιο, μάλιστα, φαίνεται να χαρακτηρίζει ακόμα περισσότερο την αναζήτηση


(υποτίθεται αντικειμενικών) αληθειών στο πλαίσιο ερευνών που θέλουν να είναι
48
Βλ. σχετική προηγούμενη υποσημείωση.
49
Βλ., π.χ., Hilary Putnam, The Collapse of the Fact/Value Dichotomy and Other Essays. Cambridge, MA: Harvard
University Press, 2002
54
επιστημονικές και έχουν ως θέμα τους όχι τη φυσική πραγματικότητα αλλά όντα και
φαινόμενα που ανήκουν στη σφαίρα της οικονομίας, της κοινωνίας, ή της ζωής,
της πολιτικής, και του δικαίου.

Τι μπορεί ή τι δεν μπορεί να είναι εκεί ο επιστημονικός λόγος: περιγραφικός


ή αξιακός; Τι λέτε;

55
Γ. ΜΕΡΟΣ: ΘΕΩΡΙΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΩΝ (ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ,
ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ)

1. ΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥΣ

1. Επιχείρημα, συμπερασμός/διαλογισμός, και συλλογισμός


Ορισμοί

Ως επιχείρημα (argumentum, argument) θα εννοούμε ένα σύνολο


προτάσεων/κρίσεων, στο πλαίσιο του οποίου επιχειρείται να υποστηριχτεί λογικά
(δηλ. με βάση τη μορφή των προτάσεων και της σύνδεσής τους) η αλήθεια μιας από
αυτές στη βάση της αλήθειας όλων των υπολοίπων.

Ως συμπερασμό/διαλογισμό50 (reasoning) θα εννοούμε τη διανοητική διεργασία


μέσω της οποίας η σκέψη καταστρώνει ένα επιχείρημα.

Σε ένα επιχείρημα ή συμπερασμό/διαλογισμό,


 προκείμενες λέγονται οι προτάσεις από τις οποίες προκύπτει λογικά μια
άλλη πρόταση, ενώ
 συμπέρασμα λέγεται η πρόταση που προκύπτει έτσι.
Π.χ.,
Προκείμενη 1: Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.
Προκείμενη 2: Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος.
Συμπέρασμα: (Άρα:) Ο Σωκράτης είναι θνητός.

Παρατήρηση
Τα επιχειρήματα, λοιπόν, είναι ρητές ή γραπτές αποτυπώσεις (εκφράσεις)
των συμπερασμών/διαλογισμών, δηλ. των τρόπων μετάβασης της σκέψης
από προκείμενες σε συμπεράσματα.

Ειδικά ως συλλογισμό (syllogismus, syllogism), τέλος, θα ονομάζουμε το


επιχείρημα/συμπερασμό στο οποίο ως προκείμενες έχουμε αποκλειστικά
κατηγορικές προτάσεις.51

50
Εννοείται πως εδώ δεν γίνεται λόγος για «διαλογισμό» με τη σημασία που έχει αυτός ο όρος στις λεγόμενες
«ανατολικές θρησκείες», κ.λπ.,
51
Σε αρκετές βιβλιογραφικές πηγές ο όρος «συλλογισμός» δεν χρησιμοποιείται με αυτή τη στενή έννοια, αλλά
γενικότερα με τη σημασία του εδώ όρου μας «συμπερασμός».
56
2. Ψυχολογικός ειρμός (συνειρμός) και λογικός ειρμός
(συμπερασμός/διαλογισμός)
Στο πλαίσιο της συνείδησης, τα περιεχόμενά της (αισθήματα, συναισθήματα,
επιθυμίες, εποπτείες, έννοιες και σκέψεις) διασυνδέονται με πολλούς τρόπους.

Μπορούμε να διακρίνουμε δύο μεγάλες κατηγορίες τέτοιων διασυνδέσεων.

Α. Ψυχολογικός ειρμός (συνειρμός): διασύνδεση περιεχομένων της συνείδησης


σύμφωνα με μη αναγκαίους τρόπους, πέρα και εκτός της σκέτης μορφής (του
σχήματος σύνδεσης) των εμπλεκόμενων εννοιών ή σκέψεων που εκφράζονται σε μία
εποπτική παράσταση (αισθητηριακή εμπειρία) ή σε μια εννοιολογική παράσταση
(πρόταση ή κρίση).

Παραδοσιακά (π.χ., στον Hume), τέτοιοι τρόποι είναι η ομοιότητα του


περιεχομένου των λεγόμενων, η χωρική η χρονική γειτνίαση, στην οποία
λέγονται ή αναφέρονται τα λεγόμενα, και η σχέση αιτιότητας52 μεταξύ
πραγμάτων για τα οποία γίνεται λόγος.
Π.χ., σκέφτομαι κάτι για τον Πέτρο και θυμάμαι κάτι άλλο για τον ίδιο·
ή αντικρίζω μια κατάσταση πραγμάτων, π.χ., μια σκηνή στο δρόμο, και
μου έρχεται στο νου κάτι άλλο που είχε συμβεί εκεί
ή βλέπω καπνό και μου έρχεται στο νου η φωτιά.

Β. Λογικός ειρμός: διασύνδεση περιεχομένων της συνείδησης σύμφωνα με


εσωτερικούς/αναγκαίους τρόπους βασισμένους στενά στη μορφή των
εμπλεκόμενων εννοιών ή σκέψεων/κρίσεων.
Π.χ., αυτή είναι η σύνδεση μεταξύ των προκείμενων και του συμπεράσματος σε μια
λογική απόδειξη.

3. Λογική συναγωγή και εγκυρότητα


Όταν υπάρχει λογική σχέση μεταξύ κάποιων προτάσεων και μιας άλλης, δηλαδή
όταν έχουμε να κάνουμε με προκείμενες και συμπέρασμα, λέμε ότι οι προκείμενες
συνάγουν (entail) (σ)το συμπέρασμα ή ότι το συμπέρασμα συνάγεται (is entailed)
από τις προκείμενες.53

Σε περίπτωση δε που η συναγωγή αυτή είναι τέτοιας μορφής που εγγυάται ότι:
52
Ερμηνευμένη από τον ίδιο ως ψυχολογική σχέση σύνδεσης των σχετικών ιδεών/παραστάσεων στο νου ή
στη συνείδηση – και όχι ως μεταφυσική σύνδεση των σχετικών στοιχείων της πραγματικότητας.
53
Κανονικά, συνεπαγωγή (implication) είναι μια σχέση μεταξύ μιας πρότασης και μιας άλλης, όπως στον
υποθετικό λόγο (αν p τότε q ή, συμβολικά, p  q), ενώ συναγωγή (entailment) είναι μια σχέση μεταξύ ενός
συνόλου προκείμενων και του συμπεράσματός τους.
57
 αν οι προκείμενες είναι αληθείς, τότε και το συμπέρασμα θα
είναι αληθές,
λέμε ότι έχουμε να κάνουμε με μια λογικά έγκυρη συναγωγή (ή γενικά:
λογικά έγκυρο επιχείρημα/συμπερασμό/διαλογισμό).

Παρατήρηση 1
Σε επόμενες ενότητες θα δούμε τι δυνατότητες εγκυρότητας αφήνει
ανοιχτές αυτός ο ορισμός. Ορισμένες είναι εντελώς αντίθετες προς τις
βασικές διαισθήσεις μας, ειδικά σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της
αλήθειας (ή τους ψεύδους) που το επιχείρημα αναλαμβάνει. Αλλά εδώ
μιλάμε για το τι λειτουργεί ως λογικά έγκυρο επιχείρημα, δηλαδή μιλάμε
βασικά για τη μορφή του τρόπου διαχείρισης της αλήθειας.

Παρατήρηση 2
Ας είναι σαφές, λοιπόν, ότι:
οι προτάσεις μπορεί να είναι αληθείς ή ψευδείς, ενώ
τα επιχειρήματα (ή συμπερασμοί/διαλογισμοί/συναγωγές) έγκυρα ή άκυρα.

4. Είδη επιχειρημάτων/συμπερασμών/διαλογισμών
Υπάρχουν τρεις δυνατές βάσεις για τη διαίρεση (του γένους) των επιχειρημάτων
(συμπερασμών/διαλογισμών/συλλογισμών):
(α) το πλήθος των προκειμένων,
(β) η μορφή των προκείμενων προτάσεων,
(γ) το κατά ποσόν είδος των προκειμένων και του συμπεράσματος του
συμπερασμού/επιχειρήματος.

(α) (i) αν μία μόνο προκείμενη παρουσιάζεται, τότε έχουμε άμεσο συμπερασμό, ενώ
(ii) αν εμφανίζονται περισσότερες έχουμε έμμεσο.

(β) (i) όταν όλες οι προκείμενες είναι κατηγορικές προτάσεις, τότε έχουμε έναν
κατηγορικό συμπερασμό (συλλογισμό), ενώ
(ii) αν υπάρχει μία τουλάχιστον υποθετική προκείμενη, τότε μιλάμε για
υποθετικό συμπερασμό.54

54
Αν δε μία προκείμενη είναι διαζευκτική, τότε έχουμε διαζευκτικό συμπερασμό.
58
(γ) (i) αν η πορεία είναι από γενικές προκείμενες σε ειδικό συμπέρασμα (ή σε
συμπέρασμα για μέρος της έκτασης της έννοιας υποκειμένου),55 τότε έχουμε
παραγωγικό συλλογισμό, ενώ
(ii) αν είναι από ειδικές προκείμενες (ή από προκείμενες για ένα μέρος της
έκτασης της έννοιας υποκειμένου) σε γενικό συμπέρασμα, τότε έχουμε
επαγωγικό συμπερασμό.56

55
Δεν είναι σωστό να λέμε ότι παραγωγικός συλλογισμός είναι η συμπερασματική μετάβαση «από κάτι
γενικό» σε «κάτι ειδικό». Ο όρος «κάτι» δεν αρκεί για τον ορισμό μας. Πρέπει να πούμε ότι μιλάμε για
προκείμενες. Το αντίστοιχο ισχύει και για τον ορισμό του επαγωγικού συμπερασμού (βλ. αμέσως μετά).
56
Υπάρχουν και οι αναλογικοί συμπερασμοί που θεωρούνται παραλλαγή του επαγωγικού.
59
2. ΑΜΕΣΟΙ ΚΑΙ ΕΜΜΕΣΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ

1. Ο άμεσος συμπερασμός
Το τι είναι οι άμεσοι συμπερασμοί (οι οποίοι έχουν μία προκείμενη) μας επιτρέπουν
να το δούμε, π.χ., όσα συναντήσαμε στο Β Μέρος, Κεφ. 2, §§4, 6.

Η αλήθεια της SaP συνεπάγεται το ψεύδος της SeP και της SoP.
(Ή η θέση της SaP συνεπάγεται την άρση της SeP και της SoP.)57
Π.χ., Προκείμενη: Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί / SaP
Συμπέρασμα-1: Όχι-“Όλοι οι άνθρωποι είναι όχι-θνητοί58” / Όχι-SeP.59
(Συμπέρασμα-2: Όχι-“Μερικοί άνθρωποι είναι όχι-θνητοί” / Όχι-SοP.)

Η αλήθεια της SeP συνεπάγεται το ψεύδος της SaP και της SiP.
Π.χ., Προκείμενη: Όλοι οι άνθρωποι είναι όχι-ερπετά / SeP
Συμπέρασμα-1: Όχι-“Όλοι οι άνθρωποι είναι ερπετά” / Όχι-SaP.
(Συμπέρασμα-2: Όχι-“Μερικοί άνθρωποι είναι ερπετά” / Όχι-SiP.)

Το ψεύδος της SaP συνεπάγεται την αλήθεια της SoP.


Π.χ., Προκείμενη: Όχι-“Όλοι οι πολιτικοί είναι ειλικρινείς” / Όχι-SaP
Συμπέρασμα: Μερικοί πολιτικοί είναι όχι-ειλικρινείς / SoP.

Το ψεύδος της SeP συνεπάγεται την αλήθεια της SiP.


Π.χ., Προκείμενη: Όχι-“Όλα τα θηλαστικά είναι χερσαία” / Όχι-SeP
Συμπέρασμα: Μερικά θηλαστικά είναι όχι-χερσαία (δηλ. υδρόβια) / SiP.

57
Την ίδια δεύτερη εξήγηση της ιδέας (με χρήση των όρων «θέση» και «άρση», αντί για «αλήθεια» και
«ψεύδος») μπορούμε εύκολα να την δώσουμε και στις επόμενες τρεις περιπτώσεις άμεσου συμπερασμού.
58
Παρατήρηση: το «είναι όχι-θνητοί» το θεωρούμε ισοδύναμο με το «δεν είναι θνητοί». Αντίστοιχα
πράγματα ισχύουν και στα άλλα παραδείγματά μας εδώ.
59
Παρατήρηση: όταν γράφουμε SaP εννοούμε ότι η Sap ισχύει ή ότι είναι αληθής, ενώ όταν γράφουμε Όχι-
Sep εννοούμε ότι η Sep δεν ισχύει ή ότι είναι ψευδής. Αντίστοιχα πράγματα ισχύουν για τους συμβολισμούς
και στα άλλα παραδείγματά μας εδώ.
60
2. Ο έμμεσος συμπερασμός
Εδώ έχουμε δύο ή περισσότερες προκείμενες.

Π.χ., Σε όλα τα τρίγωνα το άθροισμα των εσωτερικών γωνιών είναι ίσιο με δύο ορθές.
Αυτό το σχήμα είναι τρίγωνο.
________________________________________________________________________________________60
Το άθροισμα των εσωτερικών γωνιών του είναι ίσο με δύο ορθές.

Ο έμμεσος συμπερασμός είναι ο πιο συνηθισμένος. Τα επιχειρήματα έχουν κατά


κανόνα δύο προκείμενες που αξιώνουν να αποδεικνύουν το συμπέρασμά τους.

3. Σωρείτης
Σωρείτης είναι ένας συμπερασμός που αποτελείται από πολλούς ενδιάμεσους
συμπερασμούς, στη σειρά των οποίων το συμπέρασμα του ενός χρησιμοποιείται ως
μία προκείμενη για τον επόμενο, μέχρι να συναχθεί το τελικό συμπέρασμα.
Π.χ.,
Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί
Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος
_________________________________
Ο Σωκράτης είναι θνητός

Όλοι οι θνητοί ορέγονται την αιωνιότητα


Ο Σωκράτης είναι θνητός
_____________________________________________
Ο Σωκράτης ορέγεται την αιωνιότητα

Οι ορεγόμενοι την αιωνιότητα επιδιώκουν την αρετή


Ο Σωκράτης ορέγεται την αιωνιότητα
___________________________________________________________
Ο Σωκράτης επιδιώκει την αρετή.

Κ.λπ.

60
Όπως θα δούμε παρακάτω, η ευθεία γραμμή που χρησιμοποιούμε εδώ για να σημειώσουμε τη μετάβαση
από τις προκείμενες στο συμπέρασμα, δείχνει ότι πρόκειται για παραγωγική μετάβαση, δηλ. ότι έχουμε να
κάνουμε ένα παραγωγικό επιχείρημα.
61
4. Ενθύμημα
Τα ενθυμήματα είναι βραχυλογικοί συμπερασμοί/διαλογισμοί μιας προκείμενης
(στους οποίους έχουν παραλειφθεί άλλες ευκόλως εννοούμενες προκείμενες –
συνήθως μία– χάριν συντομίας).61
Π.χ., «Ο Σωκράτης είναι θνητός, αφού/επειδή είναι άνθρωπος» ή
«Αφού/επειδή ο Σωκράτης είναι άνθρωπος, είναι θνητός»
(Προϋποτίθεται σιωπηρά η «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί»)

«Τα μήλα πέφτουν κατακόρυφα προς τη Γη, αφού/επειδή είναι υλικά σώματα» ή
«Αφού/επειδή τα μήλα είναι υλικά σώματα, πέφτουν κατακόρυφα προς τη Γη»
(Προϋποτίθεται σιωπηρά η «Όλα τα υλικά σώματα πέφτουν κατακόρυφα προς τη
Γη»)

61
Δεν πρέπει, λοιπόν, να συγχέονται με τους προαναφερθέντες άμεσους συμπερασμούς/διαλογισμούς.
Μπορεί, ωστόσο, να παρατηρήσεις κανείς ότι και στους άμεσους συμπερασμούς προϋποτίθενται σιωπηρά
άλλες προκείμενες, οι οποίες, όμως, δεν αναφέρονται στο θέμα των προτάσεων, αλλά είναι λογικές αρχές. Θα
μιλήσουμε για αυτές παρακάτω.
62
3. ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΚΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ
(ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΙ)

1. Ο συλλογισμός (syllogism)

Α. Ορισμός
Συλλογισμούς θα λέμε τους έμμεσους απλούς κατηγορικούς
συμπερασμούς/διαλογισμούς62–που αποτυπώνονται, εννοείται, σε αντίστοιχα
επιχειρήματα– τα οποία έχουν κατά κανόνα δύο προκείμενες που είναι κατηγορικές
προτάσεις (και, φυσικά, συμπέρασμα).
Π.χ., Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.
Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος.
_________________________________
Ο Σωκράτης είναι θνητός.

Κανένας άνθρωπος δεν είναι αναμάρτητος.


Ο Πάπας είναι άνθρωπος.
______________________________________________
Ο Πάπας δεν είναι αναμάρτητος.

Οι συλλογισμοί θεωρούνται ότι είναι οι υποδειγματικοί συμπερασμοί στην Κλασική


Λογική.

Β. Γνωρίσματα του συλλογισμού


Ι. Οι δύο προκείμενες έχουν έναν κοινό όρο, τον μέσο όρο (Μ).
ΙΙ. Ο μέσος όρος δεν εμφανίζεται στο συμπέρασμα.
ΙΙΙ. Το κατηγόρημα (P) του συμπεράσματος λέγεται μείζων όρος του συλλογισμού
(και η προκείμενη στην οποία εμφανίζεται μείζων προκείμενη).
ΙV. Το υποκείμενο (S) του συμπεράσματος λέγεται ελάσσων όρος του συλλογισμού
(και η προκείμενη στην οποία εμφανίζεται ελάσσων προκείμενη).
V. Όλοι οι όροι εμφανίζονται δύο φορές.

2. Τα σχήματα του συλλογισμού (συλλογιστικά σχήματα)


62
Αυτούς τους συμπερασμούς/διαλογισμούς τους λέμε και αριστοτελικούς.
63
Υπάρχουν τα εξής τέσσερα συλλογιστικά σχήματα, με βάση της διαίρεσης εδώ τη
θέση όπου εμφανίζεται ο μέσος όρος Μ στις δύο προκείμενες:

(α) (β) (γ) (δ)

Μ P P M M P P M
S M S M M S M S
S P S P S P S P

Π.χ.,

Για το σχήμα (α): Για το σχήμα (β):


[Όλοι] οι άνθρωποι είναι θνητοί. [Όλοι] οι άνθρωποι είναι θηλαστικά.
[Όλοι] οι Έλληνες είναι άνθρωποι. [Μερικά] έμβια είναι θηλαστικά.
_______________________________________ _________________________________________
[Όλοι] οι Έλληνες είναι θνητοί. [Μερικά] έμβια είναι άνθρωποι.

Για το σχήμα (γ): Για το σχήμα (δ):


[Όλοι] οι άνθρωποι είναι νοήμονες. [Όλα] τα ερπετά είναι ψυχρόαιμα.
[Όλοι] οι άνθρωποι είναι θηλαστικά. [Όλα] τα ψυχρόαιμα είναι ημερόβια.
________________________________________ ________________________________________
[Μερικά] θηλαστικά είναι νοήμονα. [Μερικά] ημερόβια είναι ερπετά.

3. Οι τρόποι του συλλογισμού (συλλογιστικοί τρόποι)


Α. Ορισμός

Οι τρόποι (modi) του συλλογισμού ή συλλογιστικοί τρόποι είναι οι δυνατές μορφές


που μπορεί να πάρει ο συλλογισμός με βάση το κατά το ποσόν και ποιόν (a i e o)
είδος των προκείμενων και του συμπεράσματος του συλλογισμού.

Π.χ., αν πάρουμε τους κάτωθι συλλογισμούς του (α) σχήματος

64
Όλοι οι φοιτητές είναι μελετηροί a
Μερικοί νέοι είναι φοιτητές i
Μερικοί νέοι είναι μελετηροί i

και
Όλοι οι φιλόσοφοι δεν είναι παντογνώστες e
Μερικοί άνθρωποι είναι φιλόσοφοι. i
Μερικοί άνθρωποι δεν είναι παντογνώστες o

αντίστοιχα, αυτοί είναι των τρόπων που αποτυπώνεται στη δεξιά στήλη, δηλ.:
«a i i» και «e i o».

Β. Υπολογισμός των απλώς υπολογιστικά/συνδυαστικά δυνατών συλλογιστικών τρόπων

Βήμα πρώτο: δυνατοί συνδυασμοί προκείμενων από άποψη ποιότητας και ποσότητας
Όπως είδαμε, έχουμε τέσσερα (4) είδη προτάσεων, από άποψη ποιότητας και ποσότητας (a i e o).

Έτσι, δεδομένου ότι στους κλασσικούς κατηγορικούς συλλογισμούς έχουμε βασικά δύο προκείμενες,
δημιουργούνται δεκάξι (42 = 16) δυνατοί συνδυασμοί προκείμενων από άποψη ποσότητας και ποιότητας
των προτάσεων που τις αποτελούν:

Πρώτη προκείμενη a a a a
Δεύτερη προκείμενη a i e o

Πρώτη προκείμενη i i i i
Δεύτερη προκείμενη a i e o

Πρώτη προκείμενη e e e e
Δεύτερη προκείμενη a i e o

Πρώτη προκείμενη o o o o
Δεύτερη προκείμενη a i e o

Βήμα δεύτερο: δυνατοί συνδυασμοί προκειμένων από άποψη σχήματος υπαγωγής τους
Αν τώρα, λάβουμε υπόψιν μας και ότι ο κάθε ένας από τους 16 συνδυασμός των δύο προκειμένων μπορεί
να ανήκει σε ένα από τα τέσσερα (4) συλλογιστικά σχήματα (με βάση τη θέση του μέσου όρου Μ).

π.χ., ο συνδυασμός « » πιο πάνω μπορεί να υπάγεται στο σχήμα (α), στο (β), στο (γ), στο (δ) ή

ο συνδυασμός « » πιο πάνω μπορεί να υπάγεται στο σχήμα (α), στο (β), στο (γ), στο (δ), κ.λπ.,

65
τότε θα έχουμε 64 δυνατούς συνδυασμούς προκειμένων (= 16 συνδυασμούς προκείμενων x 4
συλλογιστικά σχήματα).

Βήμα τρίτο: δυνατοί συλλογιστικοί τρόποι


Αν, τέλος, λάβουμε υπόψιν και το κατά ποσότητα και ποιότητα είδος του συμπεράσματος, δηλ. τις
τέσσερις (4) τέτοιες δυνατές μορφές του, τότε καταλήγουμε στο ότι:
οι συνολικοί δυνατοί τρόποι για τον όλο συλλογισμό είναι 64 x 4 = 256.

Γ. Όμως δεν είναι και οι 256 τρόποι έγκυροι!

Από όλους αυτούς τους υπολογιστικά δυνατούς συλλογιστικούς τρόπους, όμως, μόνο οι 19 είναι
διαπιστωμένα έγκυροι (λογικά ορθοί). (Βλ. στον πίνακα, αμέσως παρακάτω, ποιοι είναι.)

Δ. Οι μνημοτεχνικές ονομασίες των 19 συλλογιστικών τρόπων


Στον Μεσαίωνα, οι λατινόφωνοι φιλόσοφοι και θεωρητικοί της Λογικής επινόησαν τις εξής μνημοτεχνικές
λατινικές ονομασίες για αυτούς του λογικά έγκυρους συλλογιστικούς τρόπους (ανάλογα με το κατά ποσόν
και ποιόν είδος των προκειμένων και του συμπεράσματος του συλλογισμού.

Οι Βυζαντινοί υιοθέτησαν τις αντίστοιχες δικές τους ελληνικές μνημοτεχνικές ονομασίες. Στον επόμενο
πίνακα αποτυπώνεται η κατάσταση.63

ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΣΧΗΜΑ ΟΙ 19 ΕΓΚΥΡΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

ΠΡΩΤΟ (α) Barbara aaa Celarent eae Darii aii Ferioque eio
γράμματα έγραψε γραφίδι τεχνικός

ΔΕΥΤΕΡΟ (β) Cesare eae Camestres aee Festino eio Baroco aoo
έγραψε κάτεχε μέτριον άχολον

ΤΡΙΤΟ (γ) Darapti aai Felapton eao Disamis iai Datisi aii Bocardo oao Ferison eio
άπασι σθεναρός ισάκις ασπίδι ομαλός φέριστος

ΤΕΤΑΡΤΟ (δ) Bamalip aai Calemes aee Dimatis iai Fesapo eao Fresion eio
άπασι πάρεχε ισάκις έπαθλον σέλινον

Π.χ.,
Celarent
Όλοι οι φιλόσοφοι δεν είναι παντογνώστες e
Όλοι οι συγγραφείς μεγάλων φιλοσοφικών έργων είναι φιλόσοφοι a
Όλοι οι συγγραφείς μεγάλων φιλοσοφικών έργων δεν είναι παντογνώστες e

Darii

63
Παρατηρήστε ότι γίνεται σε διαφορετικά συλλογιστικά σχήματα (α, β, γ, ή δ) να έχουμε, από πλευράς
ποιότητας και ποσότητας, ίδια ροή προτάσεων, π.χ., eae στο (α) και στο (β) συλλογιστικό σχήμα. Στη λατινική
μνημοτεχνική γραφή των αντίστοιχων συλλογιστικών τρόπων χρησιμοποιούνται διαφορετικά μνημοτεχνικά
ονόματα, προκειμένου να διακρίνεται σε ποιο συλλογιστικό σχήμα ανήκουν.
66
Όλοι οι φοιτητές είναι μελετηροί a
Μερικοί νέοι είναι φοιτητές i
Μερικοί νέοι είναι μελετηροί i

Ferioque
Όλοι οι φιλόσοφοι δεν είναι παντογνώστες e
Μερικοί άνθρωποι είναι φιλόσοφοι. i
Μερικοί άνθρωποι δεν είναι παντογνώστες o

4. Οι κανόνες του έγκυρου συλλογισμού


Είπαμε αμέσως πριν ότι από τους 256 υπολογιστικά δυνατούς συλλογιστικούς
τρόπους μόνο οι 19 είναι λογικά έγκυροι.

Ορσμ. Εγκυρότητας:
έγκυρος ονομάζεται ο συμπερασμός (γενικά) που ΑΝ έχει αληθείς
προκείμενες θα έχει και αληθές συμπέρασμα
ή, αλλιώς,
έγκυρος ονομάζεται ο συμπερασμός (γενικά) που δεν γίνεται να έχει
ψευδές συμπέρασμα αν έχει αληθείς προκείμενες.

Υπάρχουν άραγε κανόνες που να διασφαλίζουν αυτή την εγκυρότητα;

Παρατηρώντας τις μορφές του έγκυρου συλλογισμού, διαπιστώνουμε πως η


εγκυρότητα διασφαλίζεται αν ακολουθούμε ορισμένους κανόνες (που πρέπει να
πληρούνται όλοι μαζί).

Οι κανόνες αυτοί είναι οι εξής:


Α. Κανόνες που αφορούν τις προκείμενες προτάσεις
Ι. Μία τουλάχιστον πρόταση πρέπει να είναι καταφατική (δεν επιτρέπεται να είναι
και οι δύο αποφατικές) – αλλιώς ο Μ όρος χωρίζεται από τον S και τον P, και δεν
γίνεται να συναχθεί συμπέρασμα που να σχετίζει κάπως S και P.

ΙΙ. Αν καταφατικές είναι και οι δύο προκείμενες, καταφατικό πρέπει να είναι και το
συμπέρασμα (από καταφατικότητες δεν μπορεί να συναχθεί αποφατικότητα).

67
ΙΙΙ. Αν αποφατική είναι μία από τις (δύο) προκείμενες, αποφατικό πρέπει να είναι
και το συμπέρασμα (με Μ να μην είναι P και S να είναι M ή με M να είναι P και S
να μην είναι Μ, το συμπέρασμα θα είναι: S δεν είναι P).

Β. Κανόνες που αφορούν τους όρους των προκείμενων προτάσεων


Ι. Σε τουλάχιστον μία από τις δύο προκείμενες, ο μέσος όρος (Μ) πρέπει να έχει
ληφθεί στο πλήρες πλάτος του («Όλα»: a ή e) – αλλιώς, αν συνδέεται μόνο
μερικά με το S ή με το P, δεν μπορεί να συναχθεί συμπέρασμα που να σχετίζει
κάπως το S με το P.
Π.χ.,
Μερικοί φοιτητές στην αίθουσα βαριούνται.
Ο Τάκης, ο Γιάννης και η Βάσω είναι φοιτητές στην αίθουσα.
Άρα; (Βαριούνται, λοιπόν, αυτοί ή δεν βαριούνται;)
(Υπάρχει μόνο… ελπίδα ή πίστις ότι δεν βαριούνται. Mε βάση μόνο αυτό που
λένε οι προκείμενες, όμως, πώς να γνωρίζει κανείς;)

ΙΙ. Για να λαμβάνεται ένας όρος (S ή P) στο πλήρες πλάτος του στο συμπέρασμα,
πρέπει να έχει ληφθεί στο πλήρες πλάτος του και στην προκείμενη που τον
περιέχει.

Παρατηρήσεις
Ι. Με βάση όσα είδαμε καταλαβαίνουμε ότι το συμπέρασμα παρακολουθεί την
ποιοτικώς “χείρονα” (πιο “κακή”, δηλ. την αποφατική) και την ποσοτικώς
“ήσσονα” (πιο “μικρή”, δηλ. τη μερικότερη) προκείμενη.

ΙΙ. Μέγιστη αποδεικτική δύναμη έχει ιδιαίτερα ο τρόπος Barbara («γράμματα»),


αλλά και οι Celarent («έγραψε» του α συλλογιστικού τρόπου), Cesare («έγραψε»
του β συλλογιστικού τρόπου), Camestres (κάτεχε), και Darii (γραφίδι).

Αυτούς χρησιμοποιούμε στα επιστημονικά και φιλοσοφικά επιχειρήματα.

5. Το μυστήριο με το συχνά παρατιθέμενο παράδειγμα


έγκυρου συλλογισμού με τον Σωκράτη
Ως κλασικό παράδειγμα (έγκυρου κατηγορικού) συλλογισμού έχουμε δει να
αναφέρεται συχνά το γνωστό με τους θνητούς ανθρώπους και τον Σωκράτη:

Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.


Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος.
Σ: Ο Σωκράτης είναι θνητός.

68
Αλλά, αν έγκυροι συλλογιστικοί τρόποι είναι αποκλειστικά οι προαναφερθέντες 19,
σε ποιόν από αυτούς ανήκει αυτός ο παραδειγματικός, υποτίθεται, έγκυρος
συλλογισμός;

Με έκπληξη μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι δεν (!) φαίνεται να ανήκει σε


κάποιον από αυτούς. (H ελάσσων προκείμενη δεν είναι ούτε a ούτε i ούτε e ούτε o.)
Οπότε;

Η λύση αυτού του μυστηρίου είναι να δείξουμε ότι η ελάσσων προκείμενη (και, κατ’
αντιστοιχίαν, το συμπέρασμα) μπορεί να αναχθεί στην περίπτωση «a» (γενική
καταφατική), οπότε ο εν λόγω συλλογισμός μπορεί να αναχθεί στην περίπτωση του
τρόπου Barbara.

Πράγματι, την ελάσσονα προκείμενη «Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος» μπορούμε να τη


θεωρήσουμε ισοδύναμη με την
«Όλοι όσοι (δηλ.: όλα τα όντα που) ταυτίζονται με τον Σωκράτη είναι
άνθρωποι»
ή
«Όλοι όσοι (δηλ.: όλα εκείνα τα όντα που) είναι ο Σωκράτης είναι άνθρωποι».

69
4. ΟΙ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΙ/ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ

1. Είδη του υποθετικού συμπερασμού/διαλογισμού


Ο πυρήνας (το βασικό μέρος) τούτου του συμπερασμού είναι μια (σύνθετη)
υποθετική πρόταση.
Π.χ.: Αν βρέχει, τότε οι δρόμοι είναι βρεγμένοι.

Ο πλήρης υποθετικός συμπερασμός/διαλογισμός είναι έμμεσος και αποτελείται από


δύο προκείμενες και ένα συμπέρασμα.

Υπάρχουν δύο είδη πλήρους (έμμεσου) υποθετικού συμπερασμού:


(α) ο καθαρός ή αμιγής και
(β) ο μικτός.

Ο "καθαρός ή αμιγής υποθετικός συμπερασμός” αποτελείται καθαρά, δηλ.


αποκλειστικά, από προτάσεις που είναι υποθετικές.

Ο "μικτός υποθετικός συμπερασμός” (ή απλώς "υποθετικός συμπερασμός")


έχει τη μείζονα64 προκείμενη υποθετική και όλες τις άλλες προτάσεις του
κατηγορικές.

2. Ο καθαρός υποθετικός συμπερασμός


Η γενική μορφή του είναι (p, q, r65 είναι προτάσεις):
Αν p, τότε q
Αν q, τότε r
Σ.: Αν p, τότε r

Π.χ. Αν βρέχει, τότε οι δρόμοι είναι βρεγμένοι


Αν οι δρόμοι είναι βρεγμένοι, τότε οι δρόμοι μπορεί να γίνονται γλιστεροί
Σ.: Αν βρέχει, τότε οι δρόμοι μπορεί να γίνονται γλιστεροί.

Παρατήρηση
Σε αυτούς τους συμπερασμούς αποτυπώνεται το ότι ο λόγος μας εννοεί ότι
ισχύει η μεταβατικότητα των σχέσεων αιτιότητας (λογικής ή
μηχανικής): αν ο p είναι λόγος/αίτιο του q και ο q λόγος/αίτιο του r, τότε
ο p είναι και λόγος/αίτιο του r.

64
Αυτήν που πρωτο-περιέχει τον πρώτο όρο του συμπεράσματος.
65
Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε και τα σύμβολα α, β, γ.
70
Έγκυροι καθαροί υποθετικοί συμπερασμοί (όπως και ο προηγούμενος) είναι και οι
εξής:
Αν p, τότε όχι q
Αν όχι q, τότε όχι r
Σ.: Αν p, τότε όχι r

Αν όχι p, τότε q
Αν q, τότε r
Σ.: Αν όχι p, τότε r

Αν όχι p, τότε όχι q


Αν όχι q, τότε όχι r
Σ.: Αν όχι p, τότε όχι r

3. Ο μικτός υποθετικός συμπερασμός


Οι αντιπροσωπευτικοί έγκυροι μικτοί υποθετικοί τρόποι είναι οι εξής:
Α. Αν p, τότε q
p
Σ.: q
Π.χ. Αν βρέχει, τότε οι δρόμοι γίνονται γλιστεροί.
Βρέχει
Σ.: Οι δρόμοι γίνονται γλιστεροί.
Αυτός ο συμπερασματικός τρόπος λέγεται modus ponens (τρόπος εκ της
θέσεως του λόγου ή τρόπος τιθέμενου του λόγου).66

Β. Αν p, τότε q
όχι q
Σ.: όχι p
Π.χ. Αν βρέχει, τότε οι δρόμοι γίνονται γλιστεροί.
Όχι-«Οι δρόμοι γίνονται γλιστεροί»
Σ.: Όχι-Βρέχει.
Αυτός ο συμπερασματικός τρόπος λέγεται modus tollens (τρόπος εκ της
άρσεως της ακολουθίας ή τρόπος αιρόμενης της ακολουθίας) με τεθειμένο το
λόγο στην πρώτη προκείμενη.

66
Διότι, όπως βλέπετε, στη δεύτερη προκείμενη ο λόγος της μείζονος τίθεται (βεβαιώνεται η αλήθεια του, το
ότι ισχύει το λεγόμενό του).
71
Έγκυρες είναι και οι κάτωθι τροποποιήσεις των Α και Β

Γ. Αν p, τότε όχι q
p
Σ.: όχι q

Αυτός ο υποθετικός συμπερασμός (Β) είναι ένας modus ponens με αρνητική


(ή αιρόμενη) ακολουθία μείζονος (η οποία παρουσιάζεται στο
συμπέρασμα).

Δ. Αν όχι p, τότε q
όχι q
Σ.: p

Αυτός ο συμπερασματικός τρόπος είναι ένας modus tollens με αρνητικό (ή


αιρόμενο) λόγο μείζονος (της οποίας η επιπλέον άρνηση στο συμπέρασμα
μας αποδίδει την κατάφασή/θέση της67).

4. Πλάνες στον μικτό υποθετικό συμπερασμό


Ενίοτε οι συμπερασμοί μας διολισθαίνουν προς μορφές μικτού υποθετικού
συμπερασμού που φαίνονται έγκυρες αλλά δεν είναι· είναι πλάνες (fallacies).
Τέτοιες πλάνες είναι οι εξής:

Α. Αν p, τότε q
όχι p
Σ.: όχι q

Π.χ. Αν βρέχει, τότε οι δρόμοι γίνονται γλιστεροί.


Όχι-Βρέχει
Σ.: Όχι-«Οι δρόμοι γίνονται γλιστεροί».

Αυτή η συμπερασματική πλάνη λέγεται πλάνη αιρομένου του λόγου (fal-


lacy of negating the antecedent).

Θυμίζουμε και από την εξέταση των υποθετικών προτάσεων απλώς ως


σύνθετων προτάσεων, ότι το να μην ισχύει το p δεν αποκλείει το να ισχύει
το q – εκτός και αν γνωρίζουμε ότι μόνο το p μπορεί να είναι αίτιο του q.

67
Παρατηρήστε ότι «όχι όχι p = p».
72
Β. Αν p, τότε q
q
Σ.: p

Π.χ. Αν βρέχει, τότε οι δρόμοι γίνονται γλιστεροί.


Οι δρόμοι γίνονται γλιστεροί.
Σ.: Βρέχει.

Αυτή η συμπερασματική πλάνη λέγεται πλάνη τιθέμενης της ακολουθίας


(fallacy of affirming the consequent).

Πάλι, θυμίζουμε και από την εξέταση των υποθετικών προτάσεων απλώς
ως σύνθετων προτάσεων, ότι το να ισχύει το q δεν σημαίνει το να
ισχύει το p – εκτός και αν γνωρίζουμε ότι το q μπορεί να
αιτιάζεται/προκαλείται μόνο από το p.

Παρατήρηση
Γνώση του ότι αποκλειστικά και μόνο το p μπορεί να αιτιάζει (συνιστά λόγο για) το
q έχουμε στα Μαθηματικά.
Σε αυτή και μόνον σε αυτή την περίπτωση ο συμπερασμός κατά το σχήμα των
δύο τελευταίων πλανών καθίσταται έγκυρος.
Π.χ.,
Α. Ανν το τρίγωνο είναι ορθογώνιο, τότε ισχύει σε αυτό το πυθαγόρειο θεώρημα
Το τρίγωνο δεν είναι ορθογώνιο.
Σ.: Δεν ισχύει σε αυτό το πυθαγόρειο θεώρημα.
Αυτός είναι ένας μικτός υποθετικός συμπερασμός αιρόμενης της ακολουθίας, ο οποίος
δεν συνιστά πλάνη και είναι έγκυρος.

Β. Ανν το τρίγωνο είναι ορθογώνιο, τότε ισχύει σε αυτό το πυθαγόρειο θεώρημα.


Ισχύει σε αυτό το πυθαγόρειο θεώρημα.
Σ.: Το τρίγωνο είναι ορθογώνιο.
Αυτός είναι ένας μικτός υποθετικός συμπερασμός τιθέμενης της ακολουθίας, ο οποίος
δεν συνιστά πλάνη και είναι έγκυρος.

5. Υποθετικός συμπερασμός έναντι κατηγορικού


συμπερασμού (συλλογισμού)
Από όσα προηγήθηκαν πρέπει να έχουν γίνει σαφή τα ακόλουθα:

73
Ο κατηγορικός συμπερασμός (συλλογισμός) συσχετίζει με λογικό τρόπο δύο
όρους (S και P), που είναι εσωτερικά συστατικά των προκειμένων προτάσεων, σε ένα
συμπέρασμα.

Η θεωρία του, δηλαδή, ανήκει στον λογισμό των κατηγορημάτων ή


κατηγορηματικό λογισμό.

Ο υποθετικός συμπερασμός συσχετίζει με λογικό τρόπο ολόκληρες προτάσεις p


και q (ή α και β) ως τμήματα μιας υποθετικής πρότασης (λόγος και ακολουθία) ή ως
ανεξάρτητες, από την άποψη του τι ισχύει για τη μία όταν η άλλη ισχύει ή δεν ισχύει
(αληθεύει ή δεν αληθεύει).

Η θεωρία του, δηλαδή, ανήκει στον λογισμό των προτάσεων ή


προτασιακό λογισμό.

74
5. ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΣ

Παραγωγικός συμπερασμός (deductive reasoning)

1. Ορισμός
Οι συμπερασμοί που είδαμε ως τώρα ανήκουν στη μεγάλη κατηγορία των
παραγωγικών συμπερασμών.

Παραγωγικοί ονομάζονται οι συμπερασμοί που ξεκινούν από μια


τουλάχιστον καθολική/γενική προκείμενη και με την προσθήκη μιας
μερικότερης/ειδικότερης/ενικής συναφούς προκείμενης αξιώνουν να
καταλήξουν σε ένα συμπέρασμα που να ισχύει αναγκαία (με λογική
αναγκαιότητα) για αυτό που δηλώνει η μερικότερη/ειδικότερη/ενική
προκείμενη.68

Κλασσικό παράδειγμα είναι ο συλλογισμός κατά το πρώτο συλλογιστικό


σχήμα και τρόπο, τον Barbara, αλλά, όπως είδαμε, και η παραλλαγή του
για την ενική περίπτωση (δεξιά):

Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.


Όλοι οι Έλληνες είναι άνθρωποι. Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος.
Σ: Όλοι οι Έλληνες είναι θνητοί. Σ: Ο Σωκράτης είναι θνητός.

Παραγωγικές, όμως, είναι και άλλες μορφές συμπερασμού.


Πιο συγκεκριμένα, π.χ., στους έγκυρους παραγωγικούς συμπερασμούς
ανήκουν ασφαλώς
 οι 19 έγκυροι συλλογιστικοί τρόποι
 και οι μικτοί υποθετικοί συμπερασμοί modus ponens και
modus tollens (πάμε από τη γενική υπόθεση, δηλ. στο τι
συμβαίνει να ισχύει γενικά, στην τρέχουσα εδώ-και-τώρα
περίπτωση που μας ενδιαφέρει), καθώς και άλλοι
υποθετικοί συμπερασμοί.

2. Εγκυρότητα και βασιμότητα


Υπενθύμιση: δεν είναι όλοι οι παραγωγικοί συμπερασμοί έγκυροι· είδαμε ότι
υπάρχουν έγκυροι και μη έγκυροι συλλογισμοί και υποθετικοί συμπερασμοί.

68
Ας θυμηθούμε ότι, όπως ειπώθηκε νωρίτερα, η παραγωγικότητα αφορά τον χαρακτήρα της μετάβασης
από τις προκείμενες στο συμπέρασμα ενός συμπερασμού.
75
Έγκυροι, λοιπόν, είναι οι παραγωγικοί συμπερασμοί (από καθολικές/γενικές
προκείμενες σε επιμέρους/ειδικό συμπέρασμα) που εκ της μορφής τους και
μόνο διαπιστώνεται ότι όντως πραγματώνουν την αξίωσή τους για
συμπέρασμα που συνάγεται με λογική αναγκαιότητα από τις προκείμενες.

Πιο αυστηρά αυτό σημαίνει το εξής:


οι έγκυροι παραγωγικοί συμπερασμοί είναι αληθοδιατηρητικοί (truth-
preserving):
 αν οι προκείμενές τους είναι αληθείς,69 τότε
αληθές θα είναι και το συμπέρασμά τους.
ή, αλλιώς, είναι αυτοί που
 δεν γίνεται να έχουν αληθείς προκείμενες και
ψευδές συμπέρασμα

Παρατήρηση 1
Ο όρος «αν οι προκείμενες είναι αληθείς» μας προειδοποιεί ότι
ένα έγκυρο παραγωγικό επιχείρημα
 μπορεί και να μην έχει αληθείς προκείμενες,
δηλ. ένα έγκυρο παραγωγικό επιχείρημα
 γίνεται να έχει προκείμενη που είναι ψευδής
(κατά κύριο λόγο την καθολική/γενική προκείμενη).

Σε αυτή την περίπτωση το επιχείρημα:


είναι μεν έγκυρο, αλλά και αβάσιμο/μη-υγιές (unsound).70

Ας δούμε ένα τέτοιο παράδειγμα:


Όλοι οι γάιδαροι πετούν.
Ο κυρ Μέντιος71 είναι γάιδαρος.
Ο κυρ Μέντιος πετά.

Προφανώς η μείζων προκείμενη είναι ψευδής, αλλά το επιχείρημα αυτό


δεν είναι άκυρο, αλλά έγκυρο! Γιατί;
69
Προσοχή: ακόμα δεν μιλάμε για όντως αληθείς προκείμενες, αλλά για το ότι ΑΝ αυτές είναι αληθείς,
τότε αληθές θα είναι και το συμπέρασμα.
70
«Αβάσιμο», με την έννοια ότι η παρουσιαζόμενη ως βάση του (η μια ή αι οι δύο προκείμενες, στην
πραγματικότητα δεν συνιστά όντως υφιστάμενη βάση για την ουσιαστική στήριξη του συμπεράσματος.
Θα μπορούσαμε να το πούμε και όχι στέρεο ή σαθρό. Στην τρέχουσα ελληνική βιβλιογραφία, αντί για
βασιμότητα γίνεται λόγος και για ορθότητα. Ίσως, όμως, η γενικευμένη χρήση του όρου «ορθότητα» τον
φέρνει πολύ κοντά στους όρους «αληθές» και «έγκυρο», κάτι που δημιουργεί προβλήματα. Επίσης, το
αντίθετο της ορθότητας θα μπορούσε να είναι τόσο το «μη ορθό» όσο και το «λανθασμένο», κάτι που
προκαλεί πρόσθετο πρόβλημα.
71
Όνομα ενός γαϊδαράκου σε γνωστό ποίημα του Κ. Βάρναλη.
76
Διότι η μορφή του είναι τέτοια που ΑΝ οι προκείμενές του ήταν
αληθείς, τότε θα “έδινε” και συμπέρασμα αληθές.

Άρα: αν σε ένα έγκυρο επιχείρημα όλες οι προκείμενες είναι αληθείς, τότε είναι και
βάσιμο/υγιές (sound).

Εδώ όμως, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, η μείζων προκείμενη είναι


ψευδής, οπότε ναι μεν το επιχείρημα είναι έγκυρο, αλλά είναι αβάσιμο, μη
υγιές.

Πιο συγκεκριμένα, το ανωτέρω επιχείρημα είναι –έγκυρο, αβάσιμο, αλλά


και με ψευδές συμπέρασμα.

Παρατήρηση 2
Ας κάνουμε επίσης ρητό το εξής. Από τον ορισμό της εγκυρότητας,
αντιλαμβανόμαστε ότι
φαίνεται να επιτρέπεται ένα έγκυρο επιχείρημα να έχει, επίσης,
ψευδείς προκείμενες αλλά και αληθές συμπέρασμα.
Όντως!

Για να το κατανοήσουμε ευκολότερα, ας δούμε και ένα παράδειγμα.


Όλοι οι γορίλες είναι άνθρωποι.
Ο Πέτρος είναι γορίλας.
(Άρα:) Ο Πέτρος είναι άνθρωπος.

Άρα: Ιδού, λοιπόν, ένα επιχείρημα έγκυρο, αβάσιμο, αλλά και με αληθές
συμπέρασμα.

Όλα αυτά τα… αντιδιαισθητικά πράγματα οφείλονται στο ότι η εγκυρότητα


αφορά αποκλειστικά την κενή μορφή της διαχείρισης της όποιας αλήθειας των
προκειμένων. Η παραδοσιακή Λογική ενδιαφερόταν τελικά κυρίως για τη
βασιμότητα (υγεία) των (έγκυρων) επιχειρημάτων, επειδή τους απασχολούσε η
λογική (μεν) διαχείριση των αληθειών για την πραγματικότητα (δε). Η σύγχρονη
μαθηματική Λογική, όμως, ενδιαφέρεται κυρίως για τη μορφή και μόνο, για τον
σκέτο φορμαλισμό των έγκυρων επιχειρημάτων.

77
Διαίρεση των παραγωγικών συμπερασμών
Παραγωγικός συμπερασμός

Έγκυρος Μη έγκυρος (άκυρος)

Βάσιμος/υγιής Αβάσιμος/μη-υγιής

Με ψευδές συμπέρασμα Με αληθές συμπέρασμα

3. Σπουδαιότητα/λειτουργία των παραγωγικών


συμπερασμών
Α. Τους παραγωγικούς συμπερασμούς τους χρησιμοποιούμε για να παράξουμε
εξηγήσεις στο πλαίσιο μιας δεδομένης ισχύουσας επιστημονικής θεωρίας. Η
διεργασία αυτή έχει τον εξής κατηγορικό-παραγωγικό χαρακτήρα:
με δεδομένο ότι η θεωρία που διαθέτουμε είναι αληθής, τότε στη
συγκεκριμένη περίπτωση που έχει έτσι και έτσι διαπιστώνεται να ισχύει
αυτό που λέει η θεωρία.
Π.χ., (Γιατί αυτό το μήλο πέφτει/έπεσε κατακόρυφα προς την επιφάνεια της Γης;)
Π1: Όλα τα υλικά σώματα όταν αφεθούν να πέσουν ελεύθερα, κινούνται
κατακόρυφα προς την επιφάνεια της Γης.
Π2: Αυτό το μήλο είναι ένα υλικό σώμα.
Σ: Αυτό το μήλο πέφτει/έπεσε κατακόρυφα προς την επιφάνεια της Γης.

Στην επιστημονική εξήγηση και πρόβλεψη χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά ο


συλλογιστικός τρόπος Barbara.

Β. Τους παραγωγικούς συμπερασμούς τους χρησιμοποιούμε, όμως, και για να


παράξουμε ελέγξιμες προβλέψεις με βάση μια επιστημονική θεωρία (υπό καθεστώς
ελέγχου της αλήθειάς της). Η διεργασία αυτή έχει τον εξής κατηγορικό-παραγωγικό
χαρακτήρα:
αν η θεωρία που διαθέτουμε είναι αληθής, τότε αυτό που λέει ισχύει
γενικά. Μπορούμε, λοιπόν, να προβλέψουμε ότι θα ισχύει και για μια
συγκεκριμένη περίπτωση στο μέλλον.
Π.χ., (Τι θα συμβεί αν αύριο αφήσουμε αυτό πορτοκάλι να πέσει ελεύθερα;)
Π1: Όλα τα υλικά σώματα όταν αφεθούν να πέσουν ελεύθερα, κινούνται
κατακόρυφα προς την επιφάνεια της Γης.
Π2: Αυτό το πορτοκάλι είναι ένα υλικό σώμα.
78
Σ: Αυτό το πορτοκάλι θα πέσει κατακόρυφα προς την επιφάνεια της Γης.

Γ. Παραγωγικούς συμπερασμούς χρησιμοποιούμε και για να ελέγξουμε την ισχύ


επιστημονικών θεωριών ή επιστημονικών θεωρητικών υποθέσεων (να τις
επαληθεύουμε ή να τις επικυρώσουμε) υποθετικο-παραγωγικά.
Έχουμε μια θεωρία ή μια συγκεκριμένη θεωρητική υπόθεση και για να την
επαληθεύουμε ή επικυρώσουμε παράγουμε μια παρατηρησιακά ελέγξιμη
συνέπειά της, την οποία μπορούμε να ελέγξουμε πειραματικά. Αν η
συνέπεια όντως προκύπτει στο πείραμα, λέγεται ότι η θεωρία/υπόθεσή μας
επαληθεύεται ή, καλύτερα εδώ, επικυρώνεται και ισχύει.

Π.χ., Επιστημονική θεωρητική υπόθεση: οι μεταλλικοί αγωγοί αποτελούνται από πλέγματα


ατόμων με ελεύθερα ηλεκτρόνια.
Παραγωγή παρατηρησιακά ελέγξιμης συνέπειας: Η διαρροή ρεύματος μέσα από τους
μεταλλικούς αγωγούς θα ανεβάζει τη
θερμοκρασία τους.

Κατάστρωση επιχειρήματος ελέγχου της θεωρητικής υπόθεσης:


Π1: Αν οι μεταλλικοί αγωγοί αποτελούνται από πλέγματα ατόμων με ελεύθερα
ηλεκτρόνια, τότε σε αυτόν τον αγωγό η διαρροή ρεύματος μέσα τους θα ανεβάζει
τη θερμοκρασία τους.
Π2: Σε αυτόν τον αγωγό η διαρροή ρεύματος μέσα τους ανεβάζει τη θερμοκρασία τους.
Σ. Οι μεταλλικοί αγωγοί αποτελούνται από πλέγματα ατόμων με ελεύθερα ηλεκτρόνια.

Στον έλεγχο επιστημονικών θεωριών/υποθέσεων με χρησιμοποίηση


πειραματικών ελέγχων των θεωρητικών υποθέσεων ή μιας θεωρίας, η συνήθης
επιστημονική πρακτική χρησιμοποιεί τον (μικτό) υποθετικό συμπερασμό της
βεβαίωσης/θέσης της ακολουθίας. Όμως, όπως θύμισε ο Πόπερ, αυτός ο
συμπερασμός δεν είναι έγκυρος! Ο συμπερασμός αυτού του τύπου, είδαμε, συνιστά
πλάνη!
Κανονικά, λοιπόν, μια πειραματική βεβαίωση της ακολουθίας απλώς κάνει
πιθανό το να ισχύει η υπόθεση της μείζονος προκείμενης, αλλά δεν
αποδεικνύει ότι είναι αληθής (εκτός κι αν ξέραμε ότι μόνο αν ισχύει αυτή η
υπόθεση θα μπορούσε να συμβαίνει αυτό που πρόβλεπε η ακολουθία).

Δ. Φυσικά, τους παραγωγικούς συμπερασμούς τους χρησιμοποιούμε και για να


αποδείξουμε αλήθειες από άλλες (κάπως, από άλλες οδούς) δεδομένες αλήθειες. Οι
αλήθειες που παράγονται έτσι με έγκυρο τρόπο, δηλ. που αποδεικνύονται, λέγονται
θεωρήματα. Αυτό γίνεται συστηματικά στη Γεωμετρία και τα Μαθηματικά εν γένει.
Επιχειρείται συχνά να γίνει και στη φιλοσοφία.

79
4. Η έννοια του παραγωγικού συστήματος (θεωρίας)
Υπό ευρεία έννοια, με τον όρο «παραγωγή» μπορούμε να θεωρούμε ένα σύστημα
προτάσεων οργανωμένο με σχέσεις «αξιωμάτων» και «θεωρημάτων»
(συμπερασμάτων που έχουν προκύψει μέσα από έγκυρο παραγωγικό συμπερασμό).
Αυτό το σύστημα προτάσεων θα το ονομάζουμε «θεωρία».

Στη αυστηρή μορφή θεωρίας παρουσίασε ο Ευκλείδης για πρώτη φορά τη


Γεωμετρία, η οποία θεωρήθηκε έκτοτε πρότυπο οργάνωσης των προτάσεων για
κάθε δυνατή επιστήμη.

80
6. ΕΠΑΓΩΓΙΚΟΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΟΣ (INDUCTIVE REASONING)

1. Ορισμός
Επαγωγικός είναι ο συμπερασμός που μεταβαίνει από επιμέρους/ειδικές/ενικές
προκείμενες σε καθολικό/γενικό συμπέρασμα (ως κανόνα που ανακαλύπτουμε να
διέπει όλα τα μέλη της έκτασης του σχετικού είδους).

Η γενική μορφή αυτού του συμπερασμού (όπως αποτυπώνεται στο επαγωγικό


επιχείρημα) είναι:
Το S1 είναι P
To S2 είναι P
Το S3 είναι P



Σ: Όλα τα S είναι P.72

Π.χ.,
Αυτός ο κύκνος είναι λευκός
Κι’ αυτός ο κύκνος είναι λευκός
Κι’ αυτός ο κύκνος είναι λευκός


Σ: Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί.

Παρατήρηση
Στην επαγωγή γενικά δεν έχουμε τη δυνατότητα να απαριθμήσουμε όλα τα δυνατά
στιγμιότυπα που αφορά η γενίκευσή μας. Γι’ αυτό, λέμε ότι το συμπέρασμα
προκύπτει μέσα από ένα «επαγωγικό άλμα» (από τα παρατηρημένα στο «όλα»).
Αυτό το άλμα είναι στην πραγματικότητα και ένα λογικό άλμα· εισαγάγει, θα λέγαμε,
ένα στοιχείο “ανορθολογικής πίστης” (στο ότι τα όλα που δεν έχουμε εξετάσει ή που
δεν μπορούμε να εξετάσουμε θα είναι όπως τα λίγα που εξετάσαμε).

Αυτό κάνει τον επαγωγικό συμπερασμό μη έγκυρη μορφή συμπερασμού (το ίδιο
και τα επιχειρήματα στα οποία τον αποτυπώνουμε).

72
Λέγεται και γενικευτικός επαγωγικός συμπερασμός ή απλώς γενικευτική επαγωγή, σε αντιδιαστολή
προς τη συμπληρώνουσα επαγωγή, η οποία αναφέρεται επαναληπτικά στο ίδιο υποκείμενο S
ανακαλύπτοντας συμπληρωματικά σε αυτό διαδοχικά κατηγορούμενα (ιδιότητες) P1, P2, P3, …
81
Δηλαδή,

η αλήθεια των (μερικών/ενικών) προκειμένων που έχουμε καταγράψει


δεν εγγυάται και την αλήθεια του (γενικού) συμπεράσματος.

Μπορεί κάλλιστα οι προκείμενες να είναι αληθείς και το συμπέρασμα


ψευδές.

2. Ατελής και τέλεια επαγωγή


Από την τελευταία παρατήρηση αντιλαμβανόμαστε ότι η παρουσιασθείσα επαγωγή
είναι ατελής (χαρακτηρίζεται από μια ατέλεια): οι προκείμενες του επαγωγικού
συμπερασμού δεν υποστηρίζουν με λογική αναγκαιότητα το συμπέρασμα.

Αυτό σημαίνει πως ενδέχεται να βρεθεί ένα δείγμα του εξεταζόμενου


είδους που να μην έχει την ιδιότητα που του αποδίδει το γενικευτικό
συμπέρασμα.

Τέλεια επαγωγή, τότε, θα λέμε τον επαγωγικό συμπερασμό που γενικεύει μόνο
πάνω στην έκταση των δειγμάτων του είδους τα οποία εξετάστηκαν.

Π.χ., στο προηγούμενο παράδειγμα το τέλειο επαγωγικό συμπέρασμα θα έλεγε:


Τα S1, S2, S3 είναι P.

Η τέλεια επαγωγή είναι μορφή έγκυρου συμπερασμού.

Παρατήρηση
Επειδή σπάνια τα δείγματα ενός είδους για το οποίο θέλουμε να ανακαλύψουμε
κάποια γενική αλήθεια είναι μικρού αριθμού, καταλαβαίνουμε ότι η τέλεια επαγωγή
μπορεί να είναι λογικώς έγκυρη, αλλά έχει περιορισμένη γνωστική αξία.

3. Λειτουργία και σπουδαιότητα του επαγωγικού


συμπερασμού
Παρά τη λογική της ατέλεια, η (ατελής) γενικευτική επαγωγή χρησιμοποιείται πολύ
από τις εμπειρικές επιστήμες (αυτές που υποτίθεται πως φτάνουν στις αλήθειες τους,
τους επιστημονικούς νόμους, μέσα από την εμπειρική παρατήρηση).

Η χρησιμότητα και σημασία της επαγωγής γίνεται, ωστόσο, καλύτερα κατανοητή αν


δεχτούμε ότι το συμπέρασμά της έχει πιθανοκρατικό χαρακτήρα, δηλαδή ότι οι
82
προκείμενες παρέχουν στο συμπέρασμα έναν κάποιο βαθμό πιθανοκρατικής
υποστήριξης (ανάλογα με τον αριθμό των παρατηρήσεων που
πραγματοποιήθηκαν).

Παρατήρηση
Είναι ένα ζήτημα, πάντως, τι ακριβώς πρέπει να κάνει ο επιστήμονας σε σχέση με
το γενικευτικό του συμπέρασμα/υπόθεση από τη στιγμή που εντοπιστεί κάποιο
δείγμα του εξεταζόμενου είδους, το οποίο εναντιώνεται στη γενίκευση αυτή.

Σε μια απλοϊκή θεώρηση, ο ορθολογισμός στην επιστημονική πρακτική θα έλεγε


ότι ο επιστήμονας υποχρεούται να ακολουθήσει τα επιβεβλημένα εκ του modus
tollens.73

Αυτό μπορεί να φανεί αν αποτυπώσουμε μια τέτοια κατάσταση με τον


υποθετικο-παραγωγικό τρόπο (για τον σκοπό, π.χ., μιας πρόβλεψης):
Αν όλα τα κοράκια είναι μαύρα, τότε κάθε κοράκι που παρατηρώ θα είναι μαύρο.
Αυτό το κοράκι που παρατηρώ δεν είναι μαύρο.
Σ: Δεν είναι όλα τα κοράκια μαύρα.

4. Ο αναλογικός συμπερασμός
Ο αναλογικός συμπερασμός μπορεί να ιδωθεί ως ασθενής μορφή επαγωγικού
συμπερασμού, στον οποίο συμπεραίνουμε κάτι για κάτι επιμέρους/ειδικό με βάση τα
παρατηρηθέντα από άλλα όμοια παρατηρηθέντα.

Η γενική μορφή του είναι η εξής (όπως αυτά, έτσι και το όμοιό τους):
Το S1 είναι P
To S2 είναι P
Το S3 είναι P


Σ: και το Sν είναι P.

Η λογική αυτού του συμπερασμού λέει: όπως τα τάδε (παρατηρημένα) έτσι και το
δείνα (που θα παρατηρηθεί).

Π.χ.,

73
Στη φιλοσοφία της επιστήμης θα δούμε ότι οι περιπτώσεις που αντιμετωπίζουμε στην πραγματική
επιστήμη δεν είναι ποτέ απλές. Για την αποτυχία μιας πρόβλεψης μπορεί να ευθύνονται παράγοντες ή
συνθήκες που δεν γνωρίζαμε ή δεν εξετάσαμε.
83
Προχθές ο Ήλιος ανέτειλε
Χθες ο Ήλιος ανέτειλε
Σήμερα ο Ήλιος ανέτειλε
Σ: Και αύριο ο Ήλιος θα ανατείλει.74
ή
Οι γάτες φοβούνται το νερό
Οι τίγρεις φοβούνται το νερό
Σ: Και οι λεοπαρδάλεις θα φοβούνται το νερό.

5. Η μαθηματική επαγωγή
Η γενική μορφή της μαθηματικής επαγωγής διαλευκάνθηκε από τον Ανρί Πουανκαρέ
(Henri Poincaré, 1854-1912) και είναι η εξής:

H ιδιότητα x αληθεύει για τον αριθμό n = 1,


Αν είναι αληθές ότι, σε περίπτωση που ισχύει για τον n = k, ισχύει και για
τον n = k + 1,
Τότε θα ισχύει και για όλους τους φυσικούς αριθμούς.75

Η αποδεδειγμένη ισχύς για τις δύο περιπτώσεις n = 1 και n = k + 1 (αν ισχύει για n =
k), αρκεί για να φανερώσει κάτι για τη φύση όλων των φυσικών αριθμών, αφού
αυτοί παράγονται με τη διαδοχική πρόσθεση του 1 (και συνιστούν κατά τούτο ένα
πολύ απλό σύμπαν αντικειμένων).

Η μαθηματική επαγωγή έχει την αποδεικτική ισχύ της τέλειας επαγωγής και είναι
έγκυρος συμπερασμός.

Παρατήρηση
Στο σύμπαν των φυσικών αριθμών, λοιπόν, έχουμε μια τέτοια δυνατότητα
ανακάλυψης καθολικών/γενικών αληθειών (επιστημονικών νόμων). Σε άλλα πεδία
αντικειμένων όμως, π.χ., σε αυτά των φυσικών φαινομένων/γεγονότων ή των
ιστορικών και των οικονομικών, φαίνεται δύσκολο να πετυχαίνουμε τέτοιες αλήθειες
από επιμέρους παρατηρήσεις.

74
Προσέξτε: εδώ δεν συμπεραίνουμε ότι «Όλες τις μέρες ο Ήλιος ανατέλλει».
75
Θεωρείται πως, σε έργο γραµµένο σε δυτική γλώσσα, η πρώτη σαφής διατύπωση επαγωγικού
συλλογισμού βρίσκεται στο (λατινικής γλώσσας) Arithmeticorum Libri Duo (1575) του ελληνικής καταγωγής
Σικελού, Φραγκίσκου Μαυρόλυκου (Francesco Maurolyco, 1495–1575). Σε αυτό το έργο αποδεικνύεται
επαγωγικά και ότι το άθροισα των πρώτων n περιττών ακεραίων ισούται µε τον n υψωμένον στο
τετράγωνο. Σε συμβολική μορφή γράφουμε: 1 + 3 + 5 + … + (2n – 1) = n2 , ένα γεγονός γνωστό ήδη στους
αρχαίους Πυθαγορείους. Βλ. http://users.math.uoc.gr/~ags/epagogi_lambrou.pdf
84
Δ. ΜΕΡΟΣ: ΠΛΑΝΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

1. ΠΛΑΝΕΣ

1. Ορισμός
Πλάνες (fallacies) θα λέμε τους συμπερασμούς (ή τα επιχειρήματα, όπου αυτοί
αποτυπώνονται), στους οποίους, αν και φαίνεται (μοιάζει) να επιτυγχάνεται η
ορθολογική76 μετάβαση από τις προκείμενες στο συμπέρασμα, αυτή η μετάβαση
στην πραγματικότητα δεν επιτυγχάνεται.

Εναλλακτικά μπορούμε να πούμε ότι στις πλάνες:


 το συμπέρασμα δεν προκύπτει ορθολογικά από τις
προκείμενες ή
 το συμπέρασμα δεν αποδεικνύεται από τις προκείμενες
ή
 οι προκείμενες δεν αποδεικνύουν το συμπέρασμα,
αν και αρχικά μπορεί να ξεγελαστήκαμε νομίζοντας ότι αυτά συμβαίνουν,
αλλά στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δεν ισχύει (για μια σειρά λόγων).

Παρατηρήσεις

Το πρόβλημα προκύπτει επειδή η μορφή ή τα λεγόμενα των πλανών δημιουργούν


την εντύπωση απόδειξης του συμπεράσματος και, έτσι, τείνει κανείς να δέχεται τα
συμπεράσματά τους, χωρίς να εξετάσει ενδελεχέστερα τον συμπερασμό.

Ενίοτε μπορεί αγορευτές, π.χ., δικηγορούντες, πολιτευόμενοι,


φιλοσοφούντες, κ.λπ., να μετέλθουν τέτοιων πλανών, προκειμένου να
παραπλανήσουν τους ακροατές τους να δεχτούν ως ορθολογικά τα
συμπεράσματα στα οποία τους οδηγούν.

Όταν τέτοιες επιχειρηματολογικές απόπειρες χρησιμοποιούνται εν αγνοία


της ακυρότητάς τους, λέγονται και παραλογισμοί.

Όταν τέτοιες επιχειρηματολογικές απόπειρες προβάλλονται σκοπίμως και


εν γνώση της ακυρότητάς τους, λέγονται σοφιστείες ή σοφίσματα.

76
Δηλαδή, στη βάση του ορθού λόγου, του λόγου που λειτουργεί ορθά ή, από μια άλλη ματιά, στη βάση της
επίκλησης των ορθών (για το συμπέρασμα) λόγων (προκείμενων).
85
2. Προέλευση της πλάνης: περιεχόμενο και μορφή
Η πλάνη μπορεί να προκύπτει:

(α) εξαιτίας του ψεύδους μιας τουλάχιστον εκ των προκειμένων (δηλαδή εξαιτίας
του περιεχομένου των προκειμένων του συμπερασμού).
Π.χ.,
Όλοι οι άνθρωποι είναι σοφοί
Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος
Σ: Ο Σωκράτης είναι σοφός.
Επεξήγηση: Εδώ, η μορφή του συλλογισμού είναι έγκυρη, αλλά η πρώτη προκείμενη είναι
ψευδής. Οπότε, σε αυτό το λογικά έγκυρο επιχείρημα, το όντως αληθές συμπέρασμα δεν
προκύπτει από αυτό που λένε οι προκείμενες κατά το περιεχόμενό τους, διότι αυτό (η
πρώτη προκείμενη) είναι ψευδές. Ο συμπερασμός, δηλαδή, είναι αβάσιμος.
Εδώ, η αλήθεια του συμπεράσματος που μας παραπλανά, όμως, να το εκλάβουμε ως
βάσιμο, δηλαδή να θεωρήσουμε ότι αυτό αποδείχτηκε από τις προκείμενες. Η
συγκεκριμένη περίπτωση πλάνης ονομάζεται πλαστή καθολικότητα.

(β) εξαιτίας ακυρότητας του συμπερασμού (ή του επιχειρήματος, στο οποίο αυτός
αποτυπώνεται), δηλαδή εξαιτίας της μορφής μετάβασης από τις προκείμενες στο
συμπέρασμα.

Π.χ.,
Όλα τα μπουζούκια είναι όργανα
Όλοι οι αστυνομικοί είναι όργανα
Σ: Όλοι οι αστυνομικοί είναι μπουζούκια.

Επεξήγηση: Εδώ, και οι δύο προκείμενες είναι αληθείς, αλλά το συμπέρασμα είναι ψευδές,
διότι παραβιάζεται ο κανόνας του έγκυρου συμπερασμού, ο οποίος λέει ότι ο μέσος
όρος (εδώ: όργανα) πρέπει ο ίδιος να λαμβάνεται σε μία τουλάχιστον προκείμενη
στο πλήρες πλάτος του (δηλ., σε μια πρόταση που να λέει «όλα τα όργανα είναι …»).77
Από τις δύο προκείμενες προκύπτει ότι όλα τα μπουζούκια είναι όργανα και ότι όλοι οι
αστυνομικοί είναι όργανα, αλλά δεν προκύπτει από πουθενά ποια είναι η σχέση των
μπουζουκιών με τους αστυνομικούς.
Ξαναδείτε το πρόβλημα εδώ:
Όλα τα μήλα Στάρκιν είναι κόκκινα.
Όλα τα δείγματα αίματος είναι κόκκινα.
Σ: Όλα τα δείγματα αίματος είναι… μήλα Στάρκιν!

77
Βλ. αμέσως μετά την Παρατήρηση 1.
86
Παρατήρηση 1: Αν αναζητήσουμε τον τρόπο του συλλογισμού στα δυο αυτά
παραδείγματα, θα δούμε ότι αυτός ανήκει στο δεύτερο σχήμα (ελέγξτε) και έχει την
κατά ποσόν και ποιόν μορφή: «a a a». Αλλά τον τρόπο αυτόν –ας τον πούμε,
χαριτολογώντας, Lambada78 ή, βυζαντινότροπα, λαμπάδα– δεν τον συναντήσαμε
μεταξύ των μόλις τεσσάρων έγκυρων συλλογισμών του δεύτερου σχήματος (και,
άρα, μεταξύ των 19 έγκυρων τρόπων συνολικά).79

Παρατήρηση 2 για το παράδειγμα με το «όργανο»: Δίνουμε την παραπάνω εξήγηση, αν


θεωρήσουμε ότι ο μέσος όρος «όργανο» έχει το ίδιο νόημα στις δύο εμφανίσεις του,
δηλαδή ότι αφορά ένα γένος «όργανα», και δεν πρόκειται για ομωνυμία, περίπτωση
στην οποία η πλάνη θα οφειλόταν στην ομωνυμία, η οποία είναι πλάνη κατά το
περιεχόμενο. Εδώ, όμως, η πλάνη δεν οφείλεται πρωτίστως στην ομωνυμία, αλλά στη
λογική μορφή του επιχειρήματος.

Ιδού, όμως, ένα παράδειγμα πλάνης εξ ομωνυμίας (στο πρώτο συλλογιστικό σχήμα), η
οποία, ας το επαναλάβουμε, είναι πλάνη κατά το περιεχόμενο:

Όλοι οι γάτοι τρώνε ποντίκια.


Ο Τάκης είναι γάτος.
Ο Τάκης τρώει ποντίκια.

Εξήγηση: προφανώς ο όρος «γάτος» δεν χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία/νόημα


στις δύο εμφανίσεις του.

3. Περισσότερα είδη των πλανών κατά το περιεχόμενο


Α.1. Φαύλος κύκλος ή διαλληλία (τo κύκλῳ και ἐξ ἀλλήλων δείκνυσθαι, circulus vitio-
sus, vicious circle)80
Η πλάνη αυτή συνίσταται στο να επιχειρεί κανείς να αποδείξει μια πρόταση (στο
συμπέρασμα), επικαλούμενος (σε τουλάχιστον μια προκείμενη) μια άλλη πρόταση, η
οποία, όμως δεν είναι παρά αναδιατύπωση του συμπεράσματος είτε επί λέξει είτε,
συνήθως, με άλλα λόγια.

Π.χ., Αναπτύσσει κανείς το σκεπτικό της εξής λογικής εξήγησης: «Ο Τάκης


αρρωσταίνει συχνά γιατί είναι φιλάσθενος.» Σε μορφή επιχειρήματος:

78
Για να τον διακρίνουμε από τον έγκυρο «a a a» του πρώτου σχήματος, τον οποίοι έχουμε ήδη ονομάσει
Barbara.
79
Προσέξτε! Ο συλλογιστικός τρόπος «a a a» έχει τη δυνατότητα να δίνει έγκυρους συμπερασμούς και
επιχειρήματα, αλλά μόνο όταν αυτά ανήκουν στο πρώτο συλλογιστικό σχήμα. Είναι, ασφαλώς, ο
συλλογιστικός τρόπος Barbara (ή γράμματα).
80
Πολλές φορές, στη βιβλιογραφία θεωρείται ότι ο φαύλος κύκλος και η λήψη ζητουμένου (βλ. αμέσως μετά
την περίπτωση Α.2) είναι στην πραγματικότητα η ίδια (μία και η αυτή) πλάνη. Ωστόσο, υπάρχει μια διαφορά:
στον φαύλο κύκλο υπάρχει μια προκείμενη που διατυπώνει απλώς με (ίδια ή) άλλα λόγια αυτό που θέλουμε
να αποδείξουμε, ενώ, στη λήψη του ζητουμένου, λαμβάνουμε ως ισχύουσα/αληθή μια (γενικής αρχής)
πρόταση που χρήζει και η ίδια απόδειξης ή υποστήριξης, λαμβάνουμε δηλαδή ως δεδομένο κάτι που ζητείται
(θα έπρεπε, δηλαδή, να αποδείξουμε).
87
i. Όλοι οι φιλάσθενοι αρρωσταίνουν εύκολα
Ο Τάκης είναι φιλάσθενος
Άρα, ο Τάκης αρρωσταίνει εύκολα.
Πρόβλημα: Είναι σαν να λέμε ότι ο Τάκης αρρωσταίνει εύκολα, επειδή (έχει την
τάση να) αρρωσταίνει εύκολα (είναι φιλάσθενος).
ii Στην κωμωδία του Μολιέρου «Κατά φαντασίαν ασθενής» (1673), τίθεται το ερώτημα
«γιατί το όπιο προκαλεί υπνηλία;» και η απάντηση είναι «Το όπιο προκαλεί
υπνηλία, διότι περιέχει μια υπνωτική δύναμη», την περιβόητη έκτοτε vis dormitiva.
(Ιδού και το αντίστοιχο επιχείρημα.)
Η vis dormitiva προκαλεί υπνηλία.
Το όπιο περιέχει τη vis dormitiva.
Σ: Το όπιο προκαλεί υπνηλία.
Πρόβλημα: Είναι σαν να λέμε ότι το όπιο προκαλεί υπνηλία, επειδή έχει τη δύναμη
να προκαλεί υπνηλία (υπνωτική δύναμη).

Α.2. Λήψη ζητουμένου («τὸ ἐν ἀρχῇ αἰτεῖσθαι», petitio principii, begging the ques-
tion)
Η πλάνη αυτή συνίσταται στο να επιχειρεί κανείς να αποδείξει μια πρόταση (στο
συμπέρασμα), ανατρέχοντας σε προκείμενες που τουλάχιστον μία από αυτές έχει την
ίδια ανάγκη απόδειξης (είναι εξίσου μη αποδεδειγμένη) με αυτήν που έχει και το
συμπέρασμα.

Δηλαδή, εδώ, τίθεται/λαμβάνεται ως αδιαμφισβήτητη (αληθής) αρχή κάτι που χρήζει


και το ίδιο απόδειξης (συνιστά ζητούμενο).

Π.χ.,
(Ι) Υποστήριξη της ιδέας ότι «ο Κώστας έπαθε κακό, επειδή είναι κακός».
Σε μορφή επιχειρήματος:
Όλοι οι κακοί παθαίνουν κακό.
Ο Κώστας είναι κακός.
Σ: Ο Κώστας έπαθε κακό.81

Πρόβλημα: Αλλά, από πού έχει προκύψει ως αποδεδειγμένη αλήθεια ότι όλοι οι
κακοί παθαίνουν κακό; Αυτό είναι κάτι που απαιτεί το ίδιο απόδειξη. Δηλαδή, ενώ
είναι ζητούμενο, εδώ λαμβάνεται ως ισχύουσα αλήθεια.

81
Ευχαριστώ την φοιτήτριά μου Κατερίνα Ανανιάδη που μου επεσήμανε μια ανακρίβεια στην αρχική
παρουσίαση του παραδείγματος.
88
(ΙΙ) Υποστήριξη της ιδέας ότι «ο νόμος οφείλει να απαγορεύει την έκτρωση, επειδή η
έκτρωση συνιστά φόνο».
Σε μορφή επιχειρήματος:
Η έκτρωση είναι ο αδικαιολόγητος τερματισμός μιας ανθρώπινης ζωής.
και ως τέτοιος, είναι φόνος.
Ο φόνος είναι παράνομος.
Σ.: Η έκτρωση (πρέπει να) είναι παράνομη.

Πρόβλημα: Το ότι η έκτρωση είναι φόνος λαμβάνεται ως δεδομένο, ενώ είναι


ζητούμενο αν όντως ισχύει ως αλήθεια. Π.χ., Είναι το έμβρυο πλήρες πρόσωπο και
ως εκ τούτου φορέας νομικών δικαιωμάτων;

(ΙΙΙ) Οι αποδείξεις περί υπάρξεως του Θεού


Ό,τι δεν έχει εντός του την αρχή της ύπαρξής του, την αρχή του την οφείλει σε
κάτι άλλο
Μόνο ο Θεός έχει εντός του την αρχή της ύπαρξής του.
Ο κόσμος δεν έχει εντός του την αρχή της ύπαρξής του.
Σ: Ο κόσμος οφείλει την αρχή της ύπαρξής του σε κάτι άλλο, δηλ. στον Θεό.

Πρόβλημα: Όλες οι προκείμενες χρήζουν αποδείξεως οι ίδιες!

Παρέκβαση: Γενική παρατήρηση για λήψη του ζητουμένου και φαύλη κυκλικότητα

Στα παραγωγικά επιχειρήματα υποτίθεται ότι η αλήθεια/γνώση μεταβιβάζεται από


το γενικότερα γνωστό/ισχύον στο ειδικότερο προβληματικό/ζητούμενο στοιχείο. Αν,
όμως, στη θέση της προκείμενης που παρουσιάζει το γενικότερα γνωστό έχουμε μια
πρόταση, την αλήθεια της οποίας επικαλούμαστε προκειμένου να αποδείξουμε αυτό
που παρουσιάζεται στο ειδικό/επιμέρους, τότε έχουμε μία από τις δύο πλάνες που
είδαμε εδώ. Για να μην πέφτουμε σε πλάνη, πρέπει η αλήθεια της γενικής
προκείμενης, δηλαδή η σύνδεση του κατηγορούμενου με το υποκείμενο, να μας είναι
γνωστή από μεθόδους τεκμηρίωσης ανεξάρτητες από αυτήν που αφορά την
περίπτωση που θέλουμε να αποδείξουμε/εξηγήσουμε.

Αν δεν ίσχυε αυτό, τότε ο γνωστός συλλογισμός με τους θνητούς ανθρώπους και τον
Σωκράτη θα ήταν απλώς μια ευθεία λήψη του ζητουμένου.

Το ίδιο ισχύει και για τη λεγόμενη «ερμηνευτική κυκλικότητα», η οποία,


αν και δεν είναι επιχειρηματολογική, πρέπει να θεωρείται ενάρετη (όχι

89
φαύλη) κυκλικότητα που προκύπτει σε εγχειρήματα απόκτησης γνώσης
(βλ. υπσ. 46).

Π.χ.,
Ι. Αναζητώντας το νόημα του «Είναι» επιδιδόμαστε σε μια έρευνα, για το
ζητούμενο της οποίας ήδη κάτι γνωρίζουμε, αλλά αρχικώς με ασαφή
τρόπο, ενώ στην πορεία διαλευκαίνουμε/αποσαφηνίζουμε αυτό που
γνωρίζουμε.82

ΙΙ. Παίρνουμε να διαβάσουμε την Ιλιάδα ενώ ξέρουμε (έχουμε ακούσει ή μας
έχουν πει) για ποιο ακριβώς πράγμα μιλάει. (Ξέρουμε τη γενική ιδέα,
μια κάποια συνοπτική εικόνα, αλλά όχι και τις πάμπολλες
λεπτομέρειες.)

Β. Πρωθύστερο: αυτό που είναι συνέπεια του συμπεράσματος τίθεται ως


αποδεικνύουσα προκείμενη,
Π.χ., «Έχουμε ελεύθερη βούληση, επειδή οι πράξεις μας μάς είναι καταλογίσιμες.»
Πρόβλημα: δεν αποδεικνύει την ελευθερία η καταλογισιμότητα των πράξεων,
αλλά το αντίστροφο.
Ή «Υπάρχει βαρύτητα, επειδή τα υλικά σώματα πέφτουν (προς την επιφάνεια της
Γης).»

Γ. Αργός ή ησυχάζων ή σχολάζων λόγος: απόδειξη συμβάντων ειδικώς με βάση την


ύπαρξη/ισχύ της ειμαρμένης, ενώ είναι αυτή που χρήζει απόδειξης.
Π.χ., (σε μορφή ενθυμήματος):
«Αφού υπάρχει η ειμαρμένη (κάθε τι που ήταν να συμβεί θα συμβεί), δεν χρειάζεται
να σκεφτείς (ή να κάνεις) οτιδήποτε.»

Δ. Αποδεικτικό άλμα: απόδειξη με βάση σιωπηρές προκείμενες που είναι μάλλον


αναπόδεικτες.
Π.χ., «Είμαι αισιόδοξος για την έκβαση της διαπραγμάτευσης, διότι το δίκιο είναι με το
μέρος μας.»
Πρόβλημα: Βασίζεται στη επικίνδυνα αφελή (;) επικίνδυνα δημαγωγική (;)
σιωπηρή αρχή ότι όποιος έχει το δίκιο με το μέρος του το βρίσκει κι όλας.
82
Ο κυνικός φιλόσοφος Αντισθένης, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του μαθητή του Σωκράτη, είχε πει ότι
τελικά δεν μπορούμε να φτάσουμε στη γνώση οποιουδήποτε πράγματος και τούτο γιατί μπορεί να συμβαίνει
ένα από δύο τινά. Πρώτον, αν γνωρίζουμε τι πράγμα ψάχνουμε να γνωρίσουμε, τότε δεν φτάνουμε στη
γνώση του, αφού ήδη το γνωρίζουμε. Δεύτερον, αν δεν ξέρουμε τι πράγμα ψάχνουμε, τότε δεν φτάνουμε
στη γνώση του, αφού και να φτάναμε δεν θα το γνωρίζαμε (ότι φτάσαμε). Η ερμηνευτική κυκλικότητα, για
την οποία μιλάει η ερμηνευτική θεωρία και η φαινομενολογική ερμηνευτική, ως φιλοσοφική ερμηνευτική,
μπορεί να θεωρηθεί πως συνιστά και μια απάντηση σε αυτό το παράδοξο που μόλις αναφέραμε.
90
Ε. Άγνοια του ελέγχου (ignoratio elenchi)
Στην πλάνη αυτή, κάποιος επιχειρηματολογεί άσχετα αναφορικά με το ζητούμενο
(ελεγχόμενο) είτε από άγνοια σε σχέση με αυτό που του ζήτησαν να αποδείξει
(παραλογισμός) είτε σκοπίμως προκειμένου να αποφύγει να τοποθετηθεί επί του
ζητουμένου (σόφισμα). Π.χ.,
Ο πελάτης κάποιου δικηγόρου κατηγορείται ότι διέπραξε κάποιο αδίκημα, αλλά ο
δικηγόρος προσπαθεί στην αγόρευσή του να αποδείξει ότι ο πελάτης του είναι
ένας ευυπόληπτος πολίτης που έχει προσφέρει πολλά στην πατρίδα του, κ.λπ.,
κ.λπ.

Ανέκδοτο: Η δασκάλα στην τάξη του Τοτού προειδοποιεί ότι στο επόμενο μάθημα
ζωολογίας θα βάλει διαγώνισμα για το σκουλήκι. Αφού το διαγώνισμα είναι
προειδοποιημένο, ο Τοτός διαβάζει καλά, μήπως και πάρει κι αυτός έναν καλό
βαθμό,. Την ημέρα του διαγωνίσματος, όμως, η δασκάλα ασθενεί και το
διαγώνισμα δεν γράφεται. Μετά από δυο τρεις βδομάδες, η δασκάλα τους βάζει
απροειδοποίητο τεστ στο μάθημα για τον ελέφαντα. Ο Τοτός δεν έχει διαβάσει,
αλλά δοκιμάζει την τύχη του γράφοντας: «Ο ελέφαντας είναι ένα ζώο με μια
προβοσκίδα που είναι σαν σκουλήκι, το οποίο σκουλήκι…» (και έγραψε όλα όσα
ήξερε καλά για το σκουλήκι).

Παρατήρηση
Από τα παραδείγματα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί αυτή η πλάνη αναφέρεται
και ως «μετάβασις εις άλλον γένος» ή «αλλαγή ελέγχου».

ΣΤ. Σόφισμα της άγνοιας (ad ignorantiam): Εδώ έχουμε την υποστήριξη ενός
συμπεράσματος ότι κάτι ισχύει ή δεν ισχύει με βάση το ότι δεν αποδείχτηκε να ισχύει
το αντίστοιχο αντίθετο.
Π.χ.,
Η γυναίκα του Καίσαρα είναι τίμια, επειδή κανένας δεν κατάφερε να αποδείξει ότι
δεν είναι τίμια.

Η γυναίκα του Καίσαρα δεν είναι τίμια, επειδή κανείς δεν κατάφερε να αποδείξει
ότι είναι τίμια.

(Αντίστοιχα σοφίσματα μπορούν να διατυπωθούν για την ύπαρξη των


φαντασμάτων, του Πήγασου, του Μονόκερου, κ.λπ., ή και του Θεού)

91
Παρατήρηση: Εφόσον δεν έχει αποδειχτεί να ισχύει ή να μην ισχύει κάτι, αυτό που
συμβαίνει είναι ότι δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς ισχύει και, άρα, ορθολογικότερη
είναι μια αγνωστικιστική στάση.

4. Πλάνες κατά τη μορφή


Α. Στην §1 του παρόντος κεφαλαίου είδαμε ένα παράδειγμα πλάνης κατά τη μορφή
(ο συλλογιστικός τρόπος «lambada»), στο πλαίσιο των κατηγορικών
συμπερασμών/επιχειρημάτων (συλλογισμών) και δώσαμε την αντίστοιχη (μορφική)
ερμηνεία του (αναφορά στη λάθος λήψη του μέσου όρου).

Β. Στους υποθετικούς συμπερασμούς είδαμε, επίσης, δύο πλάνες κατά τη μορφή:


αυτήν εκ της θέσεως της ακολουθίας και αυτήν εκ της άρσεως του λόγου.

92
2. ΟΙ ΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Οι λογικές αρχές ή λογικοί νόμοι εκφράζουν τους αναγκαίους τρόπους με τους


οποίους διενεργείται η σκέψη (στα επίπεδα της εννοιολογικής εννόησης, της
κρίσης/πρότασης, και του συμπερασμού/επιχειρήματος).

Φυσικά, διενεργεί κανείς ορθές σκέψεις και χωρίς να γνωρίζει ρητά αυτές
τις αρχές.

Η λογική θεωρία ανακαλύπτει και αποσαφηνίζει τους νόμους που διέπουν


την ορθή διενέργεια των σκέψεων. Διαπιστώνει δε ότι, για να δεχτούμε
κάτι ως (έλλογη) σκέψη, πρέπει να συμμορφώνεται προς αυτούς του
νόμους/αρχές.

Η ισχύς ή αλήθεια αυτών των αρχών δεν μπορεί να αποδειχτεί (με κάποιο
επιχείρημα), αλλά προϋποτίθεται σε κάθε απόδειξη.83

Τρείς θεωρείται ότι είναι αυτές οι αρχές:


α. η αρχή της ταυτότητας,
β. η αρχή της (μη) αντίφασης,
γ. η αρχή του αποκλειομένου τρίτου, και
γ. η αρχή του αποχρώντος λόγου (ή επαρκούς ή αρκούντος λόγου).

1. Αρχή της ταυτότητας


Η αρχή αυτή λέει κάτι σαν το εξής: καταφέρνουμε να εννοούμε κάτι με τη σκέψη μας
ή το λόγο μας (τη λογική ικανότητά μας) όταν το εννοούμε, όσο το εννοούμε, ως
ταυτόσημο με τον εαυτό του, ως κάτι που διατηρεί την ταυτότητά του.
Π.χ.,
όταν εννοώ την έννοια «μήλο», εννοώ «μήλο» και όχι κάτι άλλο,
όταν εννοώ ότι «το χιόνι είναι άσπρο» εννοώ ότι «το χιόνι είναι άσπρο»,
όταν σκέφτομαι στο πλαίσιο του σχήματος Barbara, σκέφτομαι σε αυτό το πλαίσιο και
όχι σε κάποιο άλλο.

83
Στα Μετά τα Φυσικά, ο Αριστοτέλης ξεκινά την έρευνά του για την Πρώτη Φιλοσοφία (Μεταφυσική) με
δεδομένο πως ό,τι θα ειπωθεί προϋποθέτει την ισχύ/αλήθεια αυτών των αρχών. Οι αρχές αυτές, συνεχίζει,
δεν μπορούν να αποδειχτούν, αλλά όποιος αμφισβητεί την ισχύ τους απλά δεν είναι λογικός, δεν είναι
έλλογο ον.
93
Προφανώς το περιεχόμενο της έννοιας μπορεί να μεταβάλλεται όταν
ανακαλύπτω τα τάδε νέα χαρακτηριστικά του, π.χ., όταν ανακαλύπτω ότι το
μήλο είναι και νόστιμο, ή όταν απορρίπτω τα δείνα χαρακτηριστικά του, π.χ.,
όταν ανακαλύπτω ότι το παραισθητικόν δεν ανήκει στα (αρχικώς
ενδεχομένως εννοηθέντα) χαρακτηριστικά του.

Αντίστοιχα, το χιόνι μπορεί να είναι και άλλα πράγματα, π.χ., κρύο, αλλά στην
πρόταση «το χιόνι είναι άσπρο» αυτό που εννοώ είναι ότι «το χιόνι είναι
άσπρο».

Γενικά, εκφράζουμε αυτή την αρχή γράφοντας: Α = Α.

2. Η αρχή της μη αντίφασης


Η αρχή αυτή λέει το εξής: καταφέρνω να αξιώνω ότι μια σκέψη μου έχει τη
δυνατότητα να αληθεύει όσο η έννοια που αποδίδεται σε αυτό που εννοώ δεν
αποδίδεται σε αυτό –ταυτόχρονα, και από την ίδια άποψη– με την άρνησή της.
Π.χ., δεν έχει τη δυνατότητα να αληθεύει η πρόταση:
«Το S είναι P και όχι-P».

Παρατήρηση
Μπορεί να έχει τη δυνατότητα να αληθεύει η πρόταση «Ο Σωκράτης είναι μεγάλος
και μικρός»,
 αν του τα αποδίδω σε διαφορετικούς χρόνους,
π.χ., μεγάλος σε μεγάλη ηλικία και μικρός σε
μικρή ηλικία, ή
 αν του αποδίδονται από διαφορετική άποψη,
π.χ., μεγάλος φιλόσοφος και μικρός στην
κορμοστασιά.

Παρατήρηση
Η συμμόρφωση προς την αρχή της μη αντίφασης ονομάζεται και αρνητική συνθήκη
δυνατότητας (ή απλώς αναγκαία συνθήκη δυνατότητας) της αλήθειας μιας κρίσης.

Γενικά, εκφράζουμε αυτή την αρχή γράφοντας: όχι (Α ˄ όχι-Α).

3. Η αρχή του αποκλειομένου τρίτου


Η αρχή αυτή λέει: αν σε μία κρίση ένα κατηγορούμενο αποδίδεται σε ένα υποκείμενο
και σε μια άλλη κρίση –ταυτόχρονα και από την ίδια άποψη– με το ίδιο υποκείμενο

94
αίρεται, αυτή η απόδοση, τότε, αν η μία από τις δύο κρίσεις είναι αληθής, η άλλη θα
είναι ψευδής· τρίτον τι δεν χωρεί.

Διαφορετικά, μπορούμε να πούμε:


μια λογική πρόταση θα είναι είτε αληθής είτε ψευδής· τρίτον τι δεν χωρεί.

4. Η αρχή του αποχρώντος λόγου


Τούτη η αρχή λέει: για κάθε απόφανση που αληθεύει υπάρχει ο αποχρών της
λόγος που (επαρκεί για να) την καθιστά αληθή.

Ή αλλιώς: για κάθε τι που ισχύει ή αληθεύει, ο λόγος μας εννοεί ότι (αυτό)
οφείλεται σε έναν αποχρώντα λόγο.

Απλούστερα: για κάθε τι που ισχύει ή αληθεύει ο λόγος μας εννοεί ότι
υπάρχει μια δικαιολόγηση/εξήγηση,84 μια επαρκής απάντηση στο ερώτημα
«γιατί;» αυτό ισχύει ή αληθεύει.85

Π.χ.,
Για το ότι το άθροισμα των εσωτερικών γωνιών ενός τριγώνου είναι ίσο με δύο ορθές ο
λόγος μας εννοεί ότι υπάρχει κάποιος αποχρών λόγος, κάποιες άλλες αλήθειες που
δικαιολογούν λογικά (εξηγούν) τη δεδομένη αλήθεια.

Η αρχή αυτή υπονοείται στην απαίτηση του Πλάτωνα για έναν «λόγον διδόναι»
αναφορικά με τις πεποιθήσεις μας που θεωρούμε αληθείς. Αν δεν δοθεί τέτοιος
λόγος και η απάντηση κάποιου είναι «γιατί έτσι (μου ήρθε, ένοιωσα, μου
αποκαλύφθηκε, κ.λπ.)», θεωρούμε ότι δεν πρόκειται για μια ορθο-λογική απόκριση.
Την απόκριση αυτή τη θεωρούμε ανορθόλογη.

84
Δεν πρέπει να συγχέετε τη λογική δικαιολόγηση/εξήγηση με την ηθική δικαιολόγηση. Η αναζήτηση ενός
λόγου για τον οποίο συμβαίνει κάτι δεν σημαίνει και ηθική έγκριση του ότι αυτό συμβαίνει.
85
Θυμηθείτε ότι τα αξιώματα σε μια θεωρία δεν δικαιολογούνται από άλλα αξιώματα, αλλά θεωρείται ότι
δικαιολογούνται (“αποδεικνύονται”) μπροστά στα «ίδια τα πράγματα» για τα οποία μιλάνε (ενόψει τους).
Π.χ., αν πάρουμε δύο σημεία, τότε “αποδεικνύεται από τα ίδια τα πράγματα” ότι μία μόνο ευθεία μπορεί να
περνά από αυτά.
95
Παρέκβαση: η αρχή της αιτιότητας
Η (θεωρούμενη ως λογική) αρχή του αποχρώντος λόγου συχνά συγχέεται με την
(θεωρούμενη ως μεταφυσική86) αρχή της αιτιότητας.87

Η αρχή της αιτιότητας θα έλεγε ότι δεν υφίσταται κάτι που να υπάρχει ή να
συμβαίνει, το οποίο να μην είναι αποτέλεσμα κάποιου αιτίου που το προκάλεσε ως
αποτέλεσμα (ως αιτιατό).
Παρατήρηση 1

Ανάλογα με το σε ποιο επίπεδο της σχέσης μας με ένα φαινόμενο/γεγονός στρέφεται


το ενδιαφέρον μας (στη λεκτική μας περιγραφή ή στο ίδιο το φαινόμενο/γεγονός),
μπορούμε να έχουμε είτε μια ανάλυσή του με τους όρους του αποχρώντος λόγου
είτε μια ανάλυσή του με όρους αιτιότητας.

Π.χ., σε σχέση με τον καπνό που αναδύεται πίσω από εκείνον το λόφο, μπορώ να
στραφώ:
Α. είτε στην λεκτικά διατυπωμένη πεποίθησή μου ότι «εκεί υπάρχει καπνός» και να
αναζητήσω τον αποχρώντα λόγο που θα δικαιολογεί αυτή την πεποίθησή μου με
βάση τη λογική αρχή του αποχρώντος λόγου·
– η λειτουργία της σκέψης μας εννοεί ότι δεν γίνεται παρά να υπάρχει κάποιος
αποχρών λόγος, κάποιες άλλες αληθείς προτάσεις ικανές να
δικαιολογήσουν (εξηγήσουν λογικά) τη δεδομένη αληθή παρατήρηση
(εκφρασμένη σε μια αντίστοιχη πρόταση).
Β. είτε στο ίδιο το φαινόμενο/γεγονός, δηλαδή στον αναδυόμενο καπνό (που δίνεται
στην αισθητηριακή εμπειρία μου), και να αναζητήσω το αίτιο που το προκάλεσε με
βάση τη μεταφυσική αρχή της αιτιότητας·
– η λειτουργία της σκέψης μας εννοεί ότι δεν γίνεται παρά να υπάρχει κάποιο
ικανό αίτιο που επέδρασε και προκάλεσε τη δημιουργία του καπνού ή την
εμφάνισή του.

Παρατήρηση 2

Όπως παρατηρήθηκε και πριν, στην ιστορία της φιλοσοφίας εμφανίστηκαν απόψεις
(συστηματικά για πρώτη φορά στο πλαίσιο της στωικής σκέψης) που επιχειρούν να
συγκεράσουν σε μία ενιαία λογική αρχή την αρχή του αποχρώντος λόγου (λογική
αιτιότητα) και την αρχή της αιτιότητας (φυσική ή μηχανική αιτιότητα).
86
Μεταφυσικό “με την καλή έννοια”, δηλαδή ως άξιο ζήτημα φιλοσοφικής θεώρησης (και όχι σαν ζήτημα που
αφορά την αστρολογία, την καφεμαντεία, κ.λπ.) είναι ό,τι έχει να κάνει με στοιχεία της πραγματικότητας που
δεν είναι αισθητηριακώς-εμπειρικώς προσβάσιμα, αλλά (θεωρείται πως) καθορίζουν τη φυσιογνωμία των
όσων μας δίνονται αισθητηριακώς-εμπειρικώς.
87
Αυτή η σύγχυση υπάρχει, για παράδειγμα, στον Λάιμπνιτς (Leibniz), ο οποίος θεωρείται και ως ο πρώτος
που έδωσε αυτό το όνομα στην αρχή (principe de raison suffisante / principium reddendae rationis). Πριν από
αυτόν ο Σπινόζα (Spinoza) είχε προετοιμάσει το έδαφος.
96
Παρατήρηση 3
Από την εργασία του Χιούμ (Hume) (Treatise of Human Nature: I, 3, 3) δίδεται η
ευκαιρία της αποσύνδεσης της αρχής της αιτιότητας από την αρχή του αποχρώντος
λόγου. Αυτός ήταν ίσως ο πρώτος που αμφισβήτησε την ιδέα ότι η αρχή της
αιτιότητας είναι μια λογικά αναγκαία αρχή (ότι ταυτίζεται με τη λογική αρχή του
αποχρώντος λόγου), για την οποία, δηλαδή, ισχύει πως αν την αρνηθώ προκύπτει
λογική αντίφαση. Θεώρησε ότι αν αρνηθούμε την ισχύ της αρχής της αιτιότητας δεν
παράγεται λογική αντίφαση, πράγμα που σημαίνει ότι η αρχή αυτή δεν θεμελιώνεται
στον λόγο (στη λειτουργία του λόγου), αλλά η πίστη μας σε αυτήν διαμορφώνεται
στη βάση ψυχολογικών νόμων που αφορούν παρατηρηθείσες σταθερές συζεύξεις
(constant conjunctions) – και όχι αναγκαίες συνδέσεις (necessary connections) εντός
της “κρυμμένης φύσης” της πραγματικότητας. Ο Καντ (Kant), ο οποίος μέχρι πριν
διαβάσει την αντίρρηση του Χιούμ, θεωρούσε ότι η αρχή της αιτιότητας ήταν
λογικής υφής (η άρνησή της παρήγαγε αντίφαση), μετατοπίστηκε κατάλληλα και
υποστήριξε ότι η αιτιότητα είναι μια από τις 12 κατηγορίες του καθαρού νου. Ως
τέτοια δεν θεμελιώνεται λογικά αλλά ούτε και ψυχολογικά. Για τον ίδιο, θεμελιώνεται
υπερβατολογικά, δηλαδή προϋποτίθεται αναγκαία (από την πλευρά του
γιγνώσκοντος υποκειμένου) ως συνθήκη δυνατότητας που μας επιτρέπει να
φτάνουμε σε αντικειμενική εμπειρία και γνώση (διυποκειμενικά ισχύουσα
εμπειρία/γνώση για τα αντικείμενα που μας εμφανίζονται στην εμπειρία μας).

97
Ε. ΜΕΡΟΣ
ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΛΟΓΙΚΗ

8. ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ

1. Φυσικές και τεχνητές γλώσσες


Η ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης και οι επιστημονικοί συλλογισμοί στην πορεία
έκαναν φανερό ότι η γραμματική και οι σημασιολογία της καθημερινής γλώσσας
επιβάλλει περιορισμούς που οδηγούν σε επιβράδυνση της σκέψης, σε φραγμούς, και
σε συγχύσεις.

Έγινε έτσι αισθητή η ανάγκη για λιτότητα και ακρίβεια στη λειτουργία της σκέψης
τόσο από πλευράς σημασιολογίας όσο και από πλευράς άρθρωσης/έκφρασης
(σύνταξης).

Το αποτέλεσμα ήταν η κατασκευή τεχνητών γλωσσών με σύμβολα και ακριβείς


κανόνες συνδυασμού τους σε προτάσεις και συλλογισμούς.

Η Αριθμητική, η Γεωμετρία, η Φυσική, κ.λπ., είναι οι πρώτες απόπειρες σε μια τέτοια


κατεύθυνση, αν και μόνο αναφορικά με τον διανοητικό χειρισμό των αντικειμένων
που εμπίπτουν μέσα στα στενά όρια της δικής τους έρευνας (σε κάθε μία περίπτωση).

Η πρώτη τέτοια απόπειρα ειδικά στη Λογική ως γενική θεωρία της σκέψης/γνώσης
γίνεται με τον Αριστοτέλη και τους Στωικούς για να γνωρίσει νέα ανάπτυξη με τον
Cantor, τον Frege, τον Russell, τον Carnap, τον Tarski, τον Gödel, κ.λπ.

Η ανάδυση της Σύγχρονης Λογικής


Η ιδέα της σύγχρονης Λογικής, της Λογικής που αναπτύσσεται βασικά από τον
ύστερο 19ο αιώνα και μέχρι τις μέρες μας, είναι ότι η κλασική (αριστοτελική) λογική
έχει περιορισμένο βεληνεκές. Τούτο δε για τουλάχιστον δύο λόγους.
(Α) Παραμένει ακόμα πολύ κοντά στη δομή της φυσικής γλώσσας (γενικά μιλώντας,
στις λεγόμενες ινδοευρωπαϊκές). Η λογική λειτουργία της σκέψης, όμως, υποτίθεται
ότι είναι πολύ βαθύτερη από αυτήν που καταλήγουμε να εννοήσουμε όταν
παρασυρόμαστε από τη δομή της φυσικής γλώσσας. Η σύγχρονη Λογική, λοιπόν,
επιχειρεί περαιτέρω βήματα αφαίρεσης από τη δομή της φυσικής γλώσσας (σε
επίπεδο έννοιας, κρίσης/πρότασης, και συμπερασμού/επιχειρήματος) και εισαγάγει
συμβολισμούς για στενά ορισμένες λειτουργίες και για μορφικά (τυπικά) στοιχεία της
σκέψης μακριά από τις βασικές γλωσσικές διαισθήσεις μας.
98
(Β) Επίσης, η αριστοτελική Λογική προϋποθέτει μια μεταφυσική συγκρότηση της
πραγματικότητας, η οποία δεν γίνεται πλέον αυτονόητα δεκτή. Πιο συγκεκριμένα,
προϋποθέτει ότι κάθε τι μέσα στην πραγματικότητα υπάρχει ή γίνεται έτσι όπως
υπαγορεύεται από την κλίμακα και τις σχέσεις γενών-ειδών. Στην πορεία ανάπτυξης
της φιλοσοφικής σκέψης και των νεότερων επιστημών μετά την επιστημονική
επανάσταση κατά το πέρασμα από τον 16ο στον 17ο αιώνα, αυτή η αντίληψη για την
εξήγηση του είναι και του γίγνεσθαι εντός της πραγματικότητα άρχισε να καταρρέει.
Ωστόσο, η εφαρμοσιμότητα της αριστοτελικής Λογικής απλώς στη λειτουργία της
σκέψης δεν αμφισβητήθηκε μέχρι τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Για
παράδειγμα, ο Καντ δήλωνε στην Κριτική του Καθαρού Λόγου (1781) ότι η
αριστοτελική ή, ευρύτερα, η κλασική Λογική ήταν τόσο άρτια και πλήρης που δεν
υπήρχε η δυνατότητα για κάποια ριζική αλλαγή ή έστω για κάποια εξέλιξη στη
λογική θεωρία.

Η Συμβολική Λογική
Η προκύπτουσα Συμβολική Λογική μπορεί να χωριστεί σε τρία τουλάχιστον επίπεδα
ανάλυσης:
(α) στον εννοιακό/εκτασιακό λογισμό,
(β) στον προτασιακό λογισμό, και
(γ) στον κατηγορηματικό λογισμό.88

Βασικό στοιχείο σε όλα τα επίπεδα αναλύσεων είναι η πλήρης αφαίρεση ή αλλιώς η


τυποποίηση των λειτουργιών της λογικής σκέψης και των στοιχείων πάνω στα οποία
αυτή εφαρμόζεται. Στην τυποποίηση της Συμβολικής Λογικής, δηλαδή, μιλάμε
αντίστοιχα:
(α) για ένα τυπικό κάτι ως μέλος μιας έκτασης (μιας έννοιας), για μια έννοια εν γένει
(η οποία έχει την έκταση αυτή),
(β) για μια πρόταση εν γένει, η οποία μας ενδιαφέρει μόνο από την άποψη της
δυνατότητάς της να είναι είτε αληθής είτε ψευδής και από την άποψη των
σύνθετων μορφών στις οποίες αυτή μπορεί να λάβει μέρος (καθορίζοντας
αντίστοιχα την τιμή αλήθειας της όλης νέας σύνθετης πρότασης,
(γ) για την εν γένει εύρεση ενός όντος γενικά (ενός κάτι εν γένει) σε μια κατάσταση ή
όχι (η εσωτερική άρθρωση των στοιχείων της πρότασης δεν είναι πλέον αυτή της
απλής απόδοσης ενός κατηγορούμενου σε ένα υποκείμενο).

88
Θα μπορούσαμε εδώ να αναφέρουμε χωριστά και τον συμβολικό αποδεικτικό λογισμό ή συμβολική θεωρία
αποδείξεων (proof theory), ως το συμβολικό-λογικό αντίστοιχο της κλασικής θεωρίας
συμπερασμού/επιχειρήματος. Σε αυτή η τη συμβολική θεωρία για τις λογικές μεταβάσεις οι προτάσεις μπορεί
να θεωρούνται τόσο εξωτερικά ως αδιαφόριστες ενότητες (p, q, κ.λπ.) είτε εσωτερικά, υπό την έποψη του
νέου συμβολικού κατηγορηματικού λογισμού.
99
Ι. Στοιχεία εκτασιακού λογισμού (λογισμού στις εκτάσεις των
εννοιών)
Όταν θέλουμε να γράψουμε συμβολικά ότι ένα ον συνιστά ή δεν συνιστά μέλος της
έκτασης μιας έννοιας, δηλαδή ότι ανήκει σε αυτή την έκταση, γράφουμε:
Π.χ., αν η έννοια είναι «άνθρωπος» και η έκτασή της είναι μια τάξη που θα τη
συμβολίσουμε με «Α»,
Σωκράτης  Α, διαβάζουμε: Ο Σωκράτης ανήκει στην τάξη Α (στην έκταση της
έννοιας «άνθρωπος»)
αυτό το δένδρο  Α, διαβάζουμε: αυτό το δένδρο δεν ανήκει στην τάξη Α.

Όταν θέλουμε να πούμε ότι μια έκταση είναι τμήμα μιας άλλης μεγαλύτερη έκτασης
γράφουμε:
Π.χ., αν Α είναι η έκταση των ανθρώπων, Π η έκταση των παιδιών, και Φ η έκταση των
φιδιών, τότε
Π  Α, διαβάζουμε: Π ανήκει στην Α
Φ  Α, διαβάζουμε: Φ δεν ανήκει στην Α.

Για τυχούσες εκτάσεις Κ και Λ μπορούμε να εκτελέσουμε τις εξής λογικές πράξεις
μεταξύ τους:

Κ  Λ, διαβάζουμε: Κ ένωση (με) Λ (ενώνουμε τις εκτάσεις Κ και Λ σε μια νέα


που έχει όλα τα μέλη της μιας και όλα τα μέλη της άλλης),

Κ  Λ, διαβάζουμε: Κ τομή (με) Λ (λαμβάνουμε σε μια νέα τάξη μόνο τα μέλη


της Κ που είναι και μέλη της Λ).

Πολλές ακόμα πράξεις πάνω στα μέλη των εκτάσεων και στις εκτάσεις γενικά είναι
δυνατές.

1. Τελεστές
Α. Τελεστής της άρνησης

Όταν θέλουμε να αρνηθούμε αυτό που μια πρόταση p λέει χρησιμοποιούμε το


λογικό σύμβολο: 
Η εφαρμογή αυτού του συμβόλου πριν από το σύμβολο μιας πρότασης (η εφαρμογή
του συμβόλου ως τελεστή) αντιστρέφει την τιμή αλήθειας της αρχικής πρότασης.
Π.χ., αν η πρόταση p είναι αληθής, τότε η πρόταση p είναι ψευδής.89

89
Μπορεί να δείτε αντί για το σύμβολο που είδαμε να χρησιμοποιείται το «~».
100
Β. Τελεστής αναγκαιότητας

Όταν θέλουμε να εκφράσουμε αναγκαιότητα, τότε συμβολικά γράφουμε:


SP, διαβάζουμε: αναγκαία το S είναι P
Γ. Τελεστής δυνατότητας

Όταν θέλουμε να εκφράσουμε δυνατότητα, τότε συμβολικά γράφουμε:


SP, διαβάζουμε: είναι δυνατόν το S να είναι P
Δ. Τελεστής «κατά συμβεβηκός»

Όταν θέλουμε να εκφράσουμε ενδεχομενικότητα, τότε συμβολικά γράφουμε:


SP, διαβάζουμε: δεν είναι αναγκαία το S P (κατά συμβεβηκός το S είναι P)
Ε. Τελεστής αδυνατότητας

Όταν θέλουμε να εκφράσουμε αδυνατότητα, τότε συμβολικά γράφουμε:


SP, διαβάζουμε: δεν είναι δυνατόν (ή είναι αδύνατον) το S να είναι P.

ΙΙ. Η ιδέα του προτασιακού λογισμού (αληθοσυναρτήσεις)

1. Αληθοσυναρτησιακές πράξεις μεταξύ προτάσεων


Αν έχουμε κάποιες απλές προτάσεις p, q, r, κ.λπ., μπορούμε να επιτελέσουμε
ορισμένες λογικές πράξεις με αυτές και μάλιστα έτσι ώστε οι σύνθετες προτάσεις που
προκύπτουν να έχουν τιμή αλήθειας που να εξαρτάται αποκλειστικά από τις τιμές
αλήθειας των απλών προτάσεων (δηλ., να είναι συνάρτηση της αλήθειας των
απλών). Τέτοιες λογικές πράξεις είναι οι εξής:

Α. Σύζευξη: p  q, διαβάζουμε: p και q

Η τιμή αλήθειας της σύζευξης (της σύνθετης πρότασης) είναι συνάρτηση της
αλήθειας των p και q με τον τρόπο που αποτυπώνεται στον κάτωθι αληθοπίνακα:90

p q pq
Α Α Α
Α Ψ Ψ
Ψ Α Ψ
Ψ Ψ Ψ

90
Τα Α και Ψ στους πίνακες που ακολουθούν είναι οι δυνατές τιμές αλήθειας των προτάσεων p και q. Α
σημαίνει αληθής και Ψ σημαίνει ψευδής. Στη διεθνή βιβλιογραφία αντί για το Α θα δείτε το T (true) και αντί
για το Ψ θα δείτε το F (false).
101
Β. Διάζευξη (εγκλειστική): p  q, διαβάζουμε: p ή q

Η τιμή αλήθειας της διάζευξης (της σύνθετης πρότασης) είναι συνάρτηση της
αλήθειας των p και q με τον τρόπο που αποτυπώνεται στον κάτωθι αληθοπίνακα:

p q pq
Α Α Α
Α Ψ Α
Ψ Α Α
Ψ Ψ Ψ

Γ. Συνεπαγωγή: p  q, διαβάζουμε: αν p τότε q


Η τιμή αλήθειας της συνεπαγωγής (της σύνθετης πρότασης) είναι συνάρτηση της
αλήθειας των p και q με τον τρόπο που αποτυπώνεται στον κάτωθι αληθοπίνακα:91

p q pq
Α Α Α
Α Ψ Ψ
Ψ Α Α
Ψ Ψ Α

ΙΙΙ. Η ιδέα του κατηγορηματικού λογισμού


1. Η έννοια ως συνάρτηση

Η Κλασική Λογική θεωρεί την πρόταση ως απόδοση ενός κατηγορούμενου σε ένα


υποκείμενο, π.χ., «Το μήλο είναι κόκκινο» (Το S είναι P). Ωστόσο, δεν είναι όλες οι
προτάσεις αυτού του τύπου, π.χ., «Ο Γιάννης είναι ψηλότερος από τον Κώστα». Οι
θεωρητικοί της Κλασικής Λογικής επιχειρούσαν με διάφορους τρόπους να
αναγάγουν όλες τις προτάσεις που δεν έχουν άμεσα τη δομή «Το S είναι P» σε
προτάσεις με αυτή τη δομή.

Οι σύγχρονοι θεωρητικοί της Λογικής θεώρησαν ότι αυτή η στρατηγική προδίδει την
πραγματική λογική λειτουργία που επιτελείται σε αυτές τις περιπτώσεις στη σκέψη.
Στο τελευταίο παράδειγμα, δεν μπορεί, είπαν, να θεωρηθεί ο Γιάννης ένα υποκείμενο
στο οποίο αποδίδεται αυτό που λέει το υπόλοιπο της πρότασης ως κατηγορούμενο.
Τουναντίον, η λογική λειτουργία της σκέψης εδώ συνίσταται στο ότι δύο όντα
λαμβάνονται σε μια μεταξύ τους σχέση (η οποία ισχύει/αληθεύει ή δεν
ισχύει/αληθεύει).
91
Σημειώστε ότι η αληθοσυνάρτηση της συνεπαγωγής θεωρείται ισοδύναμη με την αληθοσυνάρτηση p  q
(και έχουν ταυτόσημο αληθοπίνακα).
102
Στη νέα θεώρηση της πρότασης το ρόλο του κατηγορήματος τον αναλαμβάνει μια
συνάρτηση (function) (η έννοια του κατηγορήματος προσεγγίζεται με όρους
συνάρτησης· ως συνάρτηση): f(…). «f» είναι το όνομα της συνάρτησης, (…) είναι το
όρισμά της, εντός του οποίου μπορεί να τίθεται τουλάχιστον μία μεταβλητή x, με την
οποία παριστάνονται συμβολικώς όντα που ανήκουν σε κάποια έκταση όντων Η
λειτουργία της f συνίσταται στο να απεικονίζει όντα που τίθενται στο όρισμά της στο
δίτιμο πεδίο (σύνολο) τιμών {Α, Ψ}.

Για παράδειγμα, το νέο συμβολικό ισοδύναμο του κατηγορήματος «κόκκινο» είναι


Κ(…). Κ είναι το όνομα της συνάρτησης, (…) είναι το όρισμά της, εντός του οποίου
μπορεί να τίθεται τουλάχιστον μία μεταβλητή x, με την οποία παριστάνονται
συμβολικώς όντα που ανήκουν σε κάποια έκταση όντων. Π.χ., μπορεί το x  Ε, όπου
Ε είναι το σύμβολο του συνόλου των όντων που μπορούν να μας δίδονται στην
εμπειρία. Τότε, αν στη θέση του x βάλουμε τον κύκνοi, η πρόταση «Ο κύκνοςi είναι
κόκκινος» γράφεται συμβολικά «Κ(κύκνοςi)». Προφανώς, για αυτή τη συγκεκριμένη
τιμή του x η πρόταση είναι ψευδής (απεικονίζεται στην τιμή Ψ του πεδίου τιμών).92
Για την τιμή «μήλο Ζαγορίουi», όμως, η πρόταση Κ(μήλο Ζαγορίουi) είναι αληθής
(απεικονίζεται στην τιμή Α).

Επίσης, η επίμαχη πρόταση «Ο Γιάννης είναι ψηλότερος από τον Κώστα» γράφεται
πλέον (γενικά) συμβολικώς ως Ψ(x, y), με τα x και y να έχουν αντικατασταθεί από τα
όντα με τα ονόματα «Γιάννης» και «Κώστας», δηλαδή Ψ(Γιάννης, Κώστας). Η
συνάρτηση Ψ(x, y) έχει το νόημα: το x ψηλότερο του y. Αν όντως ο Γιάννης είναι
ψηλότερος του Κώστα, τότε η συνάρτηση αυτή απεικονίζεται στην τιμή Α του πεδίου
τιμών, ενώ αν όχι στο Ψ του ίδιου πεδίου.
2. Η ποσόδειξη

Για να γράψουμε συμβολικά την ποσότητα που εννοείται σε μια πρόταση, και πιο
συγκεκριμένα, την καθολικότητα/γενικότητα και την ενικότητα/μερικότητα
ακολουθούμε τον κάτωθι συμβολισμό.
Α. Καθολικότητα/Γενικότητα

Όταν θέλουμε να γράψουμε, π.χ., «Όλα τα μήλα (Ζαγορίου) είναι κόκκινα», τότε, αν
Μ = μήλα (Ζαγορίου) και Κ = κόκκινο, γράφουμε:

92
Τι θα ισχύει για την τιμή «Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν» ή για την τιμή «ξυνός» ή «απαλός»; Προσέξτε
ότι όλα αυτά τα αντικείμενα όντως ανήκουν στο πεδίο ορισμού του x (από όπου μπορεί να παίρνει τιμές το
x). Από μια στενή άποψη, οι σχηματιζόμενες προτάσεις μπορεί να θεωρηθούν ψευδείς. Ωστόσο, αυτές, όπως
και άλλες για τις τιμές, π.χ., «φρόνηση», «ευδαιμονία», διακριτικότητα, κ.λπ., είναι καλύτερα να λέμε ότι δεν
αποδίδουν λογικές προτάσεις, δηλαδή προτάσεις αληθειακά αποτιμήσιμες ως αληθείς ή ψευδείς. Σε αυτές τις
περιπτώσεις οι προτάσεις είναι παράλογες (absurd).
103
x (x  Μ): Κ(x), διαβάζουμε: για κάθε x, με x να ανήκει στο Μ, τέτοιο ώστε (ή έτσι
ώστε να ισχύει ότι) το x είναι Κ,93

Γενικά, όμως, μπορούμε να γράψουμε x: Κ(x), διαβάζουμε: για κάθε x (ισχύει) ότι το x
είναι Κ (με συντομία: για κάθε x Κ x). Εδώ το x λαμβάνεται στη μέγιστη δυνατή
αφαίρεση από κάποιο πιθανό περιεχόμενο.

Το σύμβολο  ονομάζεται «καθολικός ποσοδείκτης».

Β. Ύπαρξη (Ενικότητα/Μερικότητα)

Όταν θέλουμε να γράψουμε, π.χ., «Μερικά πράγματα (δηλαδή τουλάχιστον ένα) είναι
κόκκινα», τότε αν Π = πράγματα και Κ = κόκκινα, γράφουμε:
x (x  Π): Κ(x), διαβάζουμε: υπάρχει κάποιο (τουλάχιστον ένα) x, με το x να ανήκει
στα Π, τέτοιο ώστε (ή έτσι ώστε να ισχύει ότι) το x είναι K,

Γενικά, όμως, μπορούμε να γράψουμε x: Κ(x), διαβάζουμε: υπάρχει x για το οποίο
ισχύει ότι x είναι Κ (με συντομία: υπάρχει x Κ x). Εδώ το x λαμβάνεται στη μέγιστη
δυνατή αφαίρεση από κάποιο πιθανό περιεχόμενο.

Το σύμβολο  ονομάζεται «υπαρκτικός ποσοδείκτης».

93
Όπως καταλαβαίνετε, αντί να πούμε «όλα τα x είναι P» λέμε ότι ισχύει πως κάθε τι που είναι x είναι (και) P.
104

You might also like