You are on page 1of 6

Η Αριστερή Ιδεολογία στην Πολεοδομία στην Ελλάδα

Γεώργιος Μ. Σαρηγιάννης - 14/02/2022


Μέρος Τέταρτο, Η Μεταπολίτευση 1974-1990
Γεώργιος Μ. Σαρηγιάννης,
Ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ

Εισαγωγή
Στα προηγούμενα τρία μέρη (1. Μεσοπόλεμος, η γενιά του ‘30, Κατοχή-Αντίσταση-Εμφύλιος¹, 2. η
Άνοιξη του ’60², 3. δικτατορία 1967-1974³) είδαμε την κατάσταση στον ιδεολογικό τομέα και ειδικότερα
στην πολεοδομία στην ιστορική της εξέλιξη, από την εμφάνιση μιας συγκροτημένης αριστερής σκέψης
στον Μεσοπόλεμο και την εξέλιξή της στην Κατοχή, στην κορύφωσή της στην Ανοιξη του ’60 στα
πλαίσια της Αριστεράς εκείνης της εποχής, της λεγόμενης «ειρηνικής συνύπαρξης», και στη συνέχεια
την πολεοδομική και ιδεολογική κατάσταση στη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Το παρόν τελευταίο μέρος, το τέταρτο, αφορά την κατάσταση στην Ελλάδα σε μια εποχή που αρχίζει
από τη λεγόμενη «αποκατάσταση της Δημοκρατίας» και φθάνει ως το τέλος της πρώτης
διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, μια και η δεύτερη αποτελεί επιστροφή στα γνωστά, από τη στιγμή που με
την «αριστερή εκτόνωση» του ΠΑΣΟΚ απομακρύνθηκε η πίεση για ριζικότερες κοινωνικές και
πολιτικές αλλαγές. Είναι προφανές ότι η γενική αριστερή πολιτική Ιδεολογία εκείνης της εποχής, και
παράλληλα η Ιδεολογία στην Πολεοδομία, είναι στη φάση της αποσύνθεσης: όσο το Σοσιαλιστικό
Σύστημα διεθνώς απομακρύνεται από τις βασικές αρχές τού Μαρξισμού και παραπαίει ανάμεσα σε
διαφθορά και σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, τόσο και η Ιδεολογία (στην πολιτική και την
πολεοδομία) εμφανίζει το ίδιο πρόσωπο: του αποπροσανατολισμού, της απομάκρυνσης από την
πραγματικότητα, της κοινωνικής αποσύνθεσης και τελικά της φιλοσοφικής αποσύνθεσης. Το πλαίσιο
και το αποτέλεσμα είναι γνωστά: αποσύνθεση των σοσιαλιστικών κρατών με την επιστροφή τους στην
οικονομία της Αγοράς, διάλυση των ισχυρών κομμουνιστικών κομμάτων της Δύσης, όπως του ιταλικού
και του γαλλικού, με την αφομοίωσή τους στις σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις του
Ευρωκομμουνισμού.
Ιστορικό πλαίσιο
Βίοι Παράλληλοι: «Απελευθέρωση» του 1944 και «Αποκατάσταση της Δημοκρατίας» του 1974. Ο
Άγγελος Σικελιανός, μετά το ’45, έλεγε με πικρία «…αυτό που συνηθίσαμε να λέμε απελευθέρωση…»⁴,
και δυστυχώς ταιριάζει και για τη Μεταπολίτευση. Αν αφήσουμε στην άκρη τα ρητορικά σχήματα και
τις δημοκρατικές μεγαλοστομίες, και μελετήσουμε τι ακριβώς συνέβη στη Μεταπολίτευση,
συγκρίνοντάς το μάλιστα και με το τι συνέβαινε πριν και κατά τη δικτατορία, θα πρέπει μάλλον να
θυμηθούμε αλλά και να …συμπληρώσουμε τον Κλαούζεβιτς, ο οποίος έλεγε ότι «ο Πόλεμος είναι η
συνέχιση της Πολιτικής με άλλα μέσα»⁵. Το είδαμε αυτό έντονα στη σύγκριση της δικτατορίας με την
προηγούμενη εποχή της στο τρίτο μέρος αυτής της σειράς, και το ίδιο ισχύει και στη σχέση δικτατορίας
και μεταπολίτευσης.
Έτσι, δεν θα είμαστε έξω από την πραγματικότητα αν λέμε, όχι μόνο ότι « η δικτατορία είναι η συνέχιση
της αστικής πολιτικής με άλλα μέσα», αλλά και ότι «η αστική δημοκρατία σε σχέση με τη δικτατορία
είναι η συνέχιση της αστικής πολιτικής με άλλα μέσα ». Και δυστυχώς τα πολιτικά και οικονομικά
γεγονότα της Μεταπολίτευσης το επιβεβαιώνουν, όπως θα δούμε και αναλυτικά στη συνέχεια.
Τα ιστορικά γεγονότα
Είναι κοινή η διαπίστωση ότι η Δικτατορία εγκαθιδρύθηκε στα πλαίσια της εξωτερικής πολιτικής των
ΗΠΑ, η οποία αναπτυσσόταν μέσα σε ένα κλίμα «ειρηνικής συνύπαρξης» μεν, αλλά και έντονων
συγκρούσεων, όπως του Βιετ-Ναμ μετά την πτώση του Ντιέν Μπιεν Φού, την αποχώρηση των Γάλλων
(1954) και την είσοδο στον χώρο των ΗΠΑ (1961) με αύξουσα εμπλοκή επί Κέννεντυ και Τζόνσον
(1962-1965), τις Κρίσεις της Κούβας του 1961, του Βερολίνου το 1962, την κατάσταση στη Μέση
Ανατολή κλπ, αλλά και των οικονομικών μέτρων της εποχής Ρέηγκαν και Θάτσερ που σηματοδοτούν τη
νέα περίοδο του Καπιταλισμού, τη χρηματιστηριακή εποχή του.
Στα πλαίσια αυτά, οι ΗΠΑ ήθελαν οπωσδήποτε να μετατρέψουν την Κύπρο σε « αβύθιστο
αεροπλανοφόρο της Ανατολικής Μεσογείου». Αυτό όμως προϋπέθετε αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής
της Κύπρου, η οποία μάλιστα ήταν και ένα από τα κορυφαία στελέχη του «Κινήματος των
Αδεσμεύτων», και αυτό ο Μακάριος και οι περί αυτόν δεν θα το έκαναν ποτέ. Έτσι, μετά από τις
αποτυχημένες πολιτικές προσπάθειες (σχέδιο Άτσεσον κ.α.), αλλά και προβοκάτσιες του Γρίβα με τις
σφαγές που έκαναν οι παρακρατικοί του στα τουρκοκυπριακά χωριά το 1964 (γεγονότα της Κοφινούς
κ.α.), αποφασίστηκε και εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία του ΄67 από αξιωματικούς τού ελληνικού στρατού
με άμεσες σχέσεις με την CIA (κάποιοι διετέλεσαν και έμμισθοι πράκτορές της), με στόχο βασικά την
«επίλυση» του Κυπριακού προβλήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα
ήταν σε ιδιαίτερα σημαντική ύφεση, ιδίως μετά τη Συμφωνία Παπανδρέου-Κανελλόπουλου, οι οποίοι
όδευαν σε κεντροδεξιά Κυβέρνηση μετά τις εκλογές του Μαΐου που είχαν προκηρυχθεί. Προφανώς δεν
υπήρχε ούτε «κομμουνιστικός κίνδυνος» ούτε κίνδυνοι πολιτικού χάους ή άλλων παρόμοιων
καταστάσεων. Και φάνηκε αυτό έντονα και το 1973, όταν οι Παπαδόπουλος-Μαρκεζίνης πρακτικά
αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις εντολές (ανατροπή του Μακάριου), και ανατράπηκαν από άλλον
αξιωματικό, τον Ιωαννίδη, με επίσης ισχυρούς δεσμούς με τον αμερικανικό παράγοντα, ο οποίος, σε
συνεργασία με Κύπριους ομοίους του, ανέτρεψαν έστω και πρόσκαιρα τον Μακάριο, άνοιξαν όμως τον
δρόμο για την τουρκική εισβολή, η οποία, όπως έχει πολλές φορές καταγγελθεί, έγινε με την πολιτική
αλλά και στρατιωτική καθοδήγηση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ⁶. Τα γεγονότα του Ιουλίου και του
Αυγούστου του 1974 είναι γνωστά.
Έπεσε λοιπόν η Δικτατορία, και αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία. Είναι όμως γνωστές οι διεργασίες και
ο ρόλος των πολιτικών και των Αμερικανών αρμοδίων για το πώς ο Κίσσινγκερ προανήγγειλε την
αποχώρηση της Χούντας, πώς αντί του Γ. Μαύρου που είχε προταθεί από όλους ως πρωθυπουργός,
με παρέμβαση του Ευάγγελου Αβέρωφ την τελευταία στιγμή (στο μεσημεριανό διάλειμμα της
Σύσκεψης!) επελέγη ο Κ. Καραμανλής, ο οποίος βαρυνόταν όχι μόνο με τις προδικτατορικές του
ενέργειες (Βία και Νοθεία του 1961, υπόθεση Μέρτεν, ισχυροποίηση του ΙΔΕΑ στον Στρατό,
Αντικομμουνιστική πολιτική με τις γνωστές «επιτροπές αντικομμουνιστικού αγώνα» του 1958⁷,
υπόθαλψη του Παρακράτους με κορυφαίο αποτέλεσμα την δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη κ.α.), τις
παραινέσεις του στον Κ. Τσάτσο για μια «ελεγχόμενη εκτροπή» (στρατιωτική δικτατορία για έναν
χρόνο κ.α.) το 1965, την επαινετική επιστολή του στον Κόλλια το 1967⁸, αλλά και με την εύγλωττο
σιωπή του σε όλη τη διάρκεια της Δικτατορίας –για επτά ολόκληρα χρόνια δεν είπε ούτε μία λέξη
εναντίον της, ενώ τα στελέχη του όπως ο Αβέρωφ οικοδομούσαν τη γνωστή «γέφυρα» πολιτικών και
Δικτατορίας.
Και βέβαια, μετά από μια τέτοια «αποκατάσταση», ήταν προδιαγεγραμμένο τι θα επακολουθούσε.
Ο πολύς κόσμος, εν ονόματι της δημοκρατίας και με τον φόβο μιας νέας δικτατορίας, είχε φθάσει στο
σημείο να δέχεται ό,τι δήποτε (ας θυμηθούμε το εντελώς άστοχο και εκτός πραγματικότητας και
αμφίβολης πολιτικής ωριμότητας σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς» του Μίκη Θεοδωράκη), γρήγορα
όμως η πραγματικότητα μιας δεξιάς κυβέρνησης με την δεξιά πολιτική της δυνάμωσε ξανά τις
αντιστάσεις. Έτσι, σε μια σειρά αντεργατικών Νόμων και ενεργειών, αντιπαρατάχθηκε μια σειρά
κινητοποιήσεων, πολλές φορές και ιδιαίτερα έντονων, όπως οι κινητοποιήσεις κατά του αντεργατικού
Νόμου 330/76 όπου είχαμε και μία νεκρή (την 67χρονη μικροπωλήτρια Αναστασία Τσιβίκα) και 100
περίπου τραυματίες. Στις πορείες του Πολυτεχνείου στις 16 Νοεμβρίου 1980, δολοφονούνται άγρια
από τα ΜΑΤ η εργάτρια Σταματίνα Κανελλοπούλου και ο φοιτητής Ιάκωβος Κουμής, και αντίστοιχα
στις 17 Νοεμβρίου 1985 ο δεκαπεντάχρονος μαθητής Μιχάλης Καλτεζάς (επί Κυβερνήσεων και ΝΔ και
ΠΑΣΟΚ: οι κυβερνήσεις αλλάζουν, αλλά το Κράτος, το Παρακράτος και η Καταστολή παραμένουν).
Όπως ήταν φυσικό, κανείς από τους αστυνομικούς δεν τιμωρήθηκε, ο δε τότε Πρωθυπουργός Γ.
Ράλλης δήλωσε αναίσχυντα στη Βουλή μια εβδομάδα μετά τη δολοφονία Κανελλοπούλου και Κουμή,
αθωώνοντας την αστυνομική βία, ότι «και ο αρχάγγελος Μιχαήλ σπάθην κρατεί στα χέρια του για να
αμυνθεί εναντίον των δαιμόνων, δεν κρατεί άνθη»⁹. Από όλους τους παριστάμενους βουλευτές, μόνο ο
Ι. Ζίγδης μίλησε έντονα, χαρακτηρίζοντας τα ΜΑΤ ως SS.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα πολιτικά πρόσωπα που στελέχωναν τις Κυβερνήσεις τής Μεταπολίτευσης
(τουλάχιστον μέχρι το 1980), ήταν επιλεγμένα πολύ προσεκτικά και πολλοί ήταν στο μεταίχμιο
δικτατορικών αντιλήψεων, και οπωσδήποτε εκφραστές σκληρής αντιλαϊκής πολιτικής –μην ξεχνάμε ότι
σταδιακά επανέρχονται όλες οι καταστάσεις που είχαν «ανασταλεί» λόγω της εισβολής στην Κύπρο:
επανένταξη στο ΝΑΤΟ το 1980, πυρηνικά όπλα στην Κρήτη κ.α. Για παράδειγμα, ο υπουργός
Εργασίας Κ. Λάσκαρης έμεινε στη θέση αυτή σε όλες τις μεταπολιτευτικές δεξιές Κυβερνήσεις
(Καραμανλή και Ράλλη), είχε διατελέσει Σύμβουλος του ΟΟΣΑ, ιδρυτικό μέλος του Ελληνικού
Συλλόγου του ΝΑΤΟ, καθηγητής στις Σχολές της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, και …παρείχε
προστασία στη γνωστή απατεώνα «Αγία Αθανασία» του Αιγάλεω (1977-1978)¹⁰! Ακόμη, ο Υπουργός
Δημόσιας Τάξης Αναστάσιος Μπάλκος, ο οποίος αναδιοργάνωσε την καταστολή ιδρύοντας τα
ΜΑΤ¹¹ (1976) και τα ΜΕΑ¹² (1978) (στις διαδηλώσεις ακουγόταν έντονα ως παράφραση των
συνθημάτων της Νέας Δημοκρατίας, «με ΜΑΤ και ΜΕΑ - για μια Ελλάδα Νέα». Ο ίδιος (Α. Μπάλκος),
στις διαμαρτυρίες για την ανασυγκρότηση φασιστικών οργανώσεων, είχε πει το αμίμητο «δώστε μου
διευθύνσεις και τηλέφωνα, εγώ δεν ξέρω κανέναν!» (σε όλα τα Εξάρχεια είχαν τότε τα γραφεία τους η
«4ης Αυγούστου» του Πλεύρη και άλλες νεοφασιστικές οργανώσεις), ο δε τότε Υπουργός Εθνικής
Αμύνης Ευάγγελος Αβέρωφ ισχυριζόταν ότι δεν υπάρχουν χουντικοί παρά μόνο … «σταγονίδια» (λέξη
που επίσης έμεινε ιστορική). 
Γενικά, ανακεφαλαιώνοντας (στο κάτω-κάτω δεν είναι αυτό το θέμα μας), μπορούμε να πούμε ότι η
οικονομική και πολιτική κατάσταση στη Μεταπολίτευση ήταν από τη μια μεριά η ανασυγκρότηση της
Δεξιάς, και από την άλλη η πορεία για την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ΕΟΚ και γενικά στη Δύση
ήταν σταθερή και συνεχής –άλλωστε το είχε ευθαρσώς και εντίμως αποσαφηνίσει ο Κ. Καραμανλής,
τονίζοντας σε κάθε ευκαιρία το γνωστό σύνθημά του «ανήκομεν εις την Δύσιν». Πέρα από τις πολιτικές
συνέπειες μιας τέτοιας κατεύθυνσης, υπήρχαν και οι οικονομικές συνέπειες που θα δούμε στη
συνέχεια (αποβιομηχάνιση, καταστροφή γεωργικών εκμεταλλεύσεων με την επιβολή των
ποσοστώσεων σχετικά με τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΟΚ, αποσύρσεις και καταστροφή στις περίφημες
«χωματερές» γεωργικών προϊόντων κ.α.).
Ένα αμφιλεγόμενο Πολιτικό και Οικονομικό διάλειμμα έγινε στην πρώτη Κυβέρνηση του Ανδρέα
Παπανδρέου (1981-1985), ο οποίος όμως στη δεύτερη Κυβέρνησή του (1985) απέλυσε όλους τους
προοδευτικότερους υπουργούς του (Κουλουριάνος και Δρεττάκης –Οικονομικών, Τρίτσης –Οικισμού
και Χωροταξίας, κ.α.), και όχι μόνο πήρε πίσω όσα είχε δώσει ως τότε επισείοντας την Κρίση -
λέγοντας για …παρηγοριά κατά καιρούς «βλέπω φως στην άκρη του τούνελ», αλλά τελικά και
επιτάχυνε τη διάλυση της ελληνικής οικονομίας στα εοκικά πλαίσια.
Η αντίδραση του κόσμου δυστυχώς δεν ήταν η αναμενόμενη, ο πολύς κόσμος είχε «εγκλωβιστεί»
αρχικά στη ΝΔ και στη συνέχεια στο ΠΑΣΟΚ, ακόμη και αυτοί που ανήκαν σε κόμματα της αριστερής
αντιπολίτευσης έδειχναν μεγάλες ανοχές, παρ’ όλες τις καταγγελίες των κομμάτων για τα οικονομικά
και πολιτικά μέτρα που έπαιρνε η Κυβέρνηση, που αναφέρθηκαν. Για παράδειγμα, το 1979 τέθηκαν
ξανά σε ισχύ τα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας, με κυκλοφορία μονών-ζυγών εναλλάξ και αύξηση της
τιμής του πετρελαίου (όπως στις 11.1.1974). Πάλι ο κόσμος βολεύτηκε με δεύτερο αυτοκίνητο, ώστε να
κυκλοφορεί και με τα μονά και με τα ζυγά! Και ο Λουκιανός Κηλαϊδόνης το 1979 διακωμωδεί εύστοχα
(όπως και στα «Μικροαστικά» επί Χούντας) το Υψηλόν Ελληνικόν Εθνικόν Φρόνημα:
…………………………………….
Δεν μας τρομάζουν τα νέα μέτρα
 δεν μας τρομάζει εμάς το ενεργειακό,
δεν μας τρομάξανε τόσα και τόσα, θα μας τρομάξει το κυκλοφοριακό!
……………………………………….
Δεν μας τρομάζουν τα νέα μέτρα,
τα συνηθίζουμε σιγά σιγά,
εδώ δεχτήκαμε τόσα και τόσα
θα φοβηθούμε τώρα τα μονά ζυγά!¹³
…………………………………
Στον ίδιο δίσκο, διακωμωδεί την ελαφρότητα των μεσοαστικών στρωμάτων εκείνης της εποχής, που το
κύριο μέλημά τους ήταν «τα νέα μέτρα», οι disco που είχαν κατακλύσει κάθε πόλη και χωριό, τα
μπλου-τζήν που κυκλοφορούσαν «σκισμένα» (και πανάκριβα) από τις μπουτίκ του Κολωνακίου, και
άλλες εκφάνσεις τού ανέμελου βίου των μικροαστών εκείνης της εποχής.
Το μικροαστικό φρόνημα ήταν εμφανές στη Μεταπολίτευση για μεγάλες μάζες πολιτών….

Η λεγόμενη «αποχουντοποίηση»
Βασικό αίτημα των μεταπολιτευτικών χρόνων υπήρξε, όπως ήταν αναμενόμενο, η εκκαθάριση του
κρατικού μηχανισμού, του Στρατού και των Υπηρεσιών Ασφάλειας και Δημόσιας Τάξης, της Τοπικής
Αυτοδιοίκησης, των Πανεπιστημίων και φορέων του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, από άτομα που είχαν
συνεργαστεί με τη Χούντα. Είδαμε στην αρχή αυτού του άρθρου τη σύγκριση του μεταπολεμικού
κλίματος μετά το 1945, όπου, με αφορμή την εξέγερση του Δεκέμβρη και στη συνέχεια τον Εμφύλιο,
αναβαπτίσθηκαν στην κολυμβήθρα της Σιλωάμ όλοι οι δωσίλογοι και τα γερμανοτραφή Τάγματα
Ασφαλείας, εξελθόντες αυτής ως εθνικόφρονες πολίτες. Το ίδιο, συνέβη και στη Μεταπολίτευση, απλά
… πιο ήπια.
Συγκεκριμένα: Στο Συμβούλιο Εφετών, με το Βούλευμα 355/75 της 27/3/1975, αποφασίστηκε η
φυλάκιση και η δίκη 104 ατόμων που κατέλαβαν κρατικά αξιώματα στη διάρκεια της δικτατορίας. Ο
Εισαγγελέας Ευστάθιος Μπλέτσας υπεστήριζε ότι το αδίκημα ήταν «στιγμιαίο» (αφορούσε την
εγκαθίδρυση της Δικτατορίας), ενώ το Συμβούλιο Εφετών ότι είναι διαρκές (που προφανώς αφορούσε
όλους όσους τη στήριξαν στα 7 χρόνια που διήρκεσε). Δυστυχώς, η ορθή αυτή Απόφαση διήρκεσε
ελάχιστα και ανετράπη. Στις 3 Ιουλίου 1975, το υπ΄αριθμ. 684 Βούλευμα της Ολομέλειας του Αρείου
Πάγου επικύρωσε ως «στιγμιαίο» το αδίκημα, και δικάστηκαν ελάχιστοι, οι λεγόμενοι «πρωταίτιοι».
Στη συνέχεια έγιναν οι δίκες για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και των βασανιστών του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Σε
όλες τις περιπτώσεις ένα 30-40% αθωωνόταν, ενώ των άλλων, πλην ελαχίστων κορυφαίων, οι ποινές
ήταν εξοργιστικά ήπιες. Είπαμε, η αστική Δημοκρατία είναι συνέχιση της πολιτικής τής αστικής
Δικτατορίας με άλλα μέσα. Δικαιολογία η οποία εκ συστήματος προβαλλόταν για δεκαετίες σε όλες τις
δίκες των Ναζί εγκληματιών πολέμου: «εκτελούσαν διαταγές και δεν είχαν ευθύνη για ό,τι έκαναν»,
από τον απλό Γερμανό φαντάρο που σκότωνε γυναικόπαιδα στα Καλάβρυτα, μέχρι τον Άιχμαν και τον
Βαλντχάιμ που οργάνωναν τις σφαγές…
Σημειώνεται, για την Ιστορία του «στιγμιαίου», ότι δικάστηκε ο διευθυντής της εφημερίδας
«Χριστιανική Δημοκρατία» Ν.Ψαρουδάκης για «περιύβριση Αρχής», για το άρθρο του «Διαρκές το
δικό σας έγκλημα κύριοι Αρεοπαγίτες»! Εθίγη η Ανεξάρτητος Δικαιοσύνη ….(ο καθηγητής του Ποινικού
Δικαίου Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, στη Δίκη αυτή χαρακτήρισε τους Αρεοπαγίτες
«ανθρωπάκια»…)¹⁴. Άλλωστε, μια απλή ανάγνωση των βιογραφικών στοιχείων του εν λόγω
Εισαγγελέα¹⁵ –αλλά και πολλών άλλων δικαστικών- εξηγεί εύκολα την πολιτική του ιδεολογία και τη
στάση του. Η Δικαιοσύνη, όπως και η Εκκλησία, είχε παράδοση από τη μεταξική εποχή, την Κατοχή,
τον Εμφύλιο και τη Χούντα, παράδοση που συνέχισαν και στη λεγόμενη «Μεταπολίτευση», όπου ούτε
ένας δικαστικός δεν θίχτηκε¹⁶.
Γενικά, με συγκεκριμένη Νομοθεσία, επανήλθαν στην υπηρεσία ή συνταξιοδοτήθηκαν με τον βαθμό
που θα μπορούσαν να είχαν αν δεν απολύονταν από τη Χούντα, όλοι οι διωγμένοι υπάλληλοι. Από
ό,τι φαίνεται, είναι ματαιοπονία να συζητάμε για αποχουντοποίηση στον Στρατό και τα Σώματα
Ασφαλείας, ακόμη και στο Δημόσιο. Για το Δημόσιο δεν φαίνεται ότι έγινε τίποτα, απλά, στον
«ευρύτερο Δημόσιο Τομέα», στα ΝΠΔΔ όπως ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΣΕ κλπ αντικαταστάθηκαν όλα τα
Διοικητικά Συμβούλια, αλλά αυτό συνέβαινε πάντα και σε κάθε απλή αλλαγή Κυβέρνησης. Άλλωστε,
σε νευραλγικά σημεία όπως στον ΟΤΕ, οι «δημοκρατικοί» που αντικατέστησαν τους χουντικούς ήταν
χειρότεροι, με γνωστά τα σκάνδαλα υποκλοπών και παρακολούθησης τηλεφώνων στη
Μεταπολίτευση, τα οποία κάλυψαν όταν αποκαλύφθηκε ότι έκαναν το ίδιο και οι Κυβερνήσεις της ΝΔ
και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, προφανώς διότι δεν ήταν «κομματικό» το θέμα αλλά «συστημικό».
Στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αντικαταστάθηκαν όλοι οι διορισμένοι Δήμαρχοι, και επανήλθαν μέχρι τις
εκλογές οι πριν το ’67 εκλεγμένοι, και αυτή ήταν ίσως η μόνη (αυτονόητη) καθολική κίνηση
αποχουντοποίησης.
Γενικά, για να μην μακρυγορούμε, έχουν γραφτεί πολλά άρθρα και βιβλία περί της
«αποχουντοποίησης», και επισημαίνεται το -με πολλές λεπτομέρειες και πλούσιο τεκμηριωμένο υλικό-
βιβλίο του Γ. Θ. Κρεμμυδά, που αναφέρθηκε¹⁷.

Η «αποχουντοποίηση» στον χώρο των Πανεπιστημίων


Στον Πανεπιστημιακό χώρο, αρχικά απολύθηκαν οι καθηγητές που είχαν καταλάβει κυβερνητικές
θέσεις επί χούντας (υπουργοί κλπ), αν και -ανεξήγητα- όχι όλοι! Στη συνέχεια, η «αποχουντοποίηση»
πέρασε στα χέρια φοιτητών και κατώτερου διδακτικού προσωπικού. Εδώ όμως τα πράγματα
εξελίχθηκαν τραγελαφικά και δραματικά. Καθηγητές, οι οποίοι ήταν γνωστό ότι δρούσαν στους
προθαλάμους των χουντικών υπουργείων, δεν θίχτηκαν καν, ούτε με καταγγελίες. Παράλληλα, γινόταν
ο χαμός από καθηγητές οι οποίοι, μετά τις 24 Ιουλίου του 1974, ξαφνικά εμφανίστηκαν με «αναρχική
κόμη» και το έπαιζαν «μαοϊκοί», ή άλλοι που είχαν καταλάβει θέσεις διωγμένων από τη Χούντα
έγραφαν «μαρξιστικά άρθρα» και οι φοιτητές το έχαβαν, πολλοί ακόμη, έχοντας πλούσιο
επαγγελματικό έργο στα ιδιωτικά τους γραφεία (εν πολλοίς και από κρατικές ή ακόμη και στρατιωτικές
αναθέσεις επί Χούντας), θυμήθηκαν το παλιό ελασίτικο παρελθόν τους και, με ασπίδα αυτό και
πολεμώντας μετά μανίας τους χουντικούς  ή «χουντικούς», επέπλευσαν και αυτοί. Ενός από αυτούς
δεν ανανεώθηκε από τη Χούντα η θητεία του, «αποκαταστάθηκε» όμως επί Ιωαννίδη, πλην όμως
μεσολάβησε η 24η Ιουλίου και το Διάταγμα δεν πρόλαβε να δημοσιευθεί, ενώ ο ίδιος επανήλθε ως
απολυθείς με τις δάφνες τού «αντιστασιακού». Από αυτούς που είχαν εκλεγεί σε θέσεις απολυμένων
από τη Χούντα, ελάχιστοι είχαν γίνει ουσιαστικά αποδεκτοί από την Πανεπιστημιακή Κοινότητα (όπως
π.χ. στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ, όπου ο εκλεγείς συνέχισε την πολιτική τού προκατόχου του και
λειτούργησε την Έδρα με πλήρη δημοκρατική ευαισθησία και στηρίχθηκε από το διδακτικό προσωπικό
του Τομέα αλλά και τον φοιτητικό χώρο), αλλά οι περισσότεροι (και πραγματικοί ένοχοι) «έλαβαν
άφεση αμαρτιών» και παρέμειναν στις θέσεις τους.
Άλλοι τιμωρήθηκαν επειδή απλά και μόνο έλαβαν μέρος σε καλλιτεχνικές εκθέσεις της εποχής της
Χούντας, χωρίς να είναι οι μόνοι (οι άλλοι δεν θίχτηκαν καν), ενώ άλλοι απολύθηκαν είτε με ψευδείς
είτε με διαστρεβλωμένες κατηγορίες από προσωπικούς τους εχθρούς, ενώ άλλοι αθωώθηκαν επειδή
στο ίδιο παράπτωμα είχαν υποπέσει και συνάδελφοί τους που τώρα ήταν στελέχη αριστερών
παρατάξεων, και στις συνελεύσεις τέθηκε μεν το λογικό ερώτημα «ή όλοι, ή κανένας», αλλά η
απάντηση ήταν … «κανένας» !!! Ανάλογα, υπήρξαν κάποιοι (και όχι μόνον ένας), οι οποίοι, παρ’ όλες
τις αντιδράσεις του φοιτητικού χώρου, επέπλευσαν, και μάλιστα εξελέγησαν στη συνέχεια και στην
Ακαδημία Αθηνών (η οποία, όπως και η Εκκλησία, δεν φημίζεται και πολύ για τις δημοκρατικές της
ευαισθησίες, ήδη από την εποχή της «4ης Αυγούστου» ως σήμερα). Γενικά, για όσους υπήρχε
συνεργασία -γνωστή μεν αλλά αφανής- και δεν υπήρχαν στοιχεία, δεν έπαθαν τίποτα. Τονίσαμε, και
στο προηγούμενο άρθρο, το λάθος τής καταστροφής των φακέλλων το 1989. Και οι εκπρόσωποι της
Ασφάλειας στο Πολυτεχνείο, απλά μετατέθηκαν σε άλλες υπηρεσίες, π.χ. στην «Ασφάλεια Υψηλών
Προσώπων», και, γιατί όχι, επαγγελματίες οι άνθρωποι, γιατί να μην εύρισκαν και επί Δημοκρατίας
αντίστοιχη της εμπειρίας τους εργασία!
Είδαμε στο προηγούμενο άρθρο την «εκκαθάριση» στα Πανεπιστήμια που έκανε η Χούντα με τις Θ'
και Ι' Συντακτικές Πράξεις, και είχαμε επισημάνει ότι οι περισσότερες περιπτώσεις απολύσεων
καθηγητών ήταν θέμα προσωπικών συγκρούσεων και επαγγελματικών αντιζηλιών και ότι οι
περισσότερες απολύσεις είχαν γίνει στις Ιατρικές Σχολές, και είναι γνωστό το τι συμβαίνει ακόμη και
σήμερα «επαγγελματικά» στον χώρο αυτόν. Το φαινόμενο επαναλήφθηκε αντίστοιχα και στη
Μεταπολίτευση. Στο κάτω-κάτω, στοιχεία για στήριξη στη χουντική πολιτική στα Πανεπιστήμια
υπήρχαν άφθονα, έφτανε να διαβάσει κανείς τα Πρακτικά π.χ. των Πανεπιστημιακών Οργάνων για να
αξιολογήσει τη στάση τού καθ’ ενός, και πολλούς να τους στείλει σπίτι τους, αλλά κάτι τέτοιο φυσικά
δεν έγινε, βλ. για παράδειγμα για το  ΕΜΠ το αφιέρωμα του ΤΕΕ στο ΕΔ του.¹⁸
Αντίθετα, υποψήφιοι σε θέση καθηγητών, οι οποίοι είχαν μαρξιστική ιδεολογία, πολεμήθηκαν
ασύστολα και δεν εκλέχτηκαν, όπως π.χ. ο διεθνούς φήμης βυζαντινολόγος Τηλέμαχος Λουγγής, που η
υποψηφιότητά του απορρίφθηκε από το Δημοκρίτειο με το αιτιολογικό ότι είναι « ορθόδοξος
μαρξιστης»¹⁹ και ότι «…για το νεότευκτο Τμήμα Ιστορίας και Εθνογραφίας του ακριτικού αυτού
Πανεπιστημίου, η ιδιαιτερότητα αυτή του κ. Λουγγή αποκτά αναγκαστικά ειδικό βάρος…»²⁰. Ακόμη,
καταξιωμένος στην εργασία του αναπληρωτής στο ΑΠΘ, ο Αργύρης Πετρονώτης, παλιός ελασίτης με
δράση και κατά της Χούντας, δεν εξελίχθηκε στον βαθμό του καθηγητή, με κύριο πολέμιό του,
συνάδελφό του που είχε καταλάβει θέση διωγμένου από τη Χούντα καθηγητή….
Διαφορετικό, αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα, μπορούμε να δούμε στον εξαναγκασμό σε παραίτηση
καθηγητή, έπειτα από πόλεμο συναδέλφου του, που «χρησιμοποίησε» το συνδικαλιστικό όργανο των
διδασκόντων (βοηθών και επιμελητών) και συγκεκριμένη φοιτητική παράταξη της «σύγχρονης»
Αριστεράς, με μεταβαλλόμενες κατηγορίες και μεθοδεύσεις. Αρχικά κατηγορήθηκε ως «χουντικός», στη
συνέχεια όταν η κατηγορία κατέρρευσε, τον κατηγόρησαν ότι δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του
(αν και οι ίδιοι οι διώκτες του τον εμπόδιζαν σ’ αυτό!!), και τελικά του έκαναν τον βίο αβίωτο και
εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Ο καθηγητής αυτός ήταν από τους πλέον αξιόλογους στον επιστημονικό
τομέα του, δεν ανανεώθηκε η θητεία του στην Χούντα και αποκαταστάθηκε στην Μεταπολίτευση, και
ήταν ο πρώτος στην Ιστορία του Ιδρύματος που κυκλοφόρησε σημειώσεις του (και μάλιστα μέσα στη
Χούντα) στη Δημοτική Γλώσσα²¹. Σημειώνεται ότι ήταν ο καθηγητής που, ως μέλος της Κριτικής
Επιτροπής του Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού για το περίφημο χουντικό «Τάμα του Εθνους», βούλιαξε
τον διαγωνισμό πείθοντας όλη την Επιτροπή να τον κηρύξει άγονο! Η ανηθικότητα των διωκτών του
έφτασε στο σημείο να
 αποσιωπήσουν την μη ανανέωσή της θητείας του από την Χούντα και ακόμη τον κατηγορήσουν
για ..συνεργασία με τη Χούντα, επειδή μετείχε στην Επιτροπή –στην Επιτροπή που εξευτέλισε τον
«Διαγωνισμό» …
Είναι δυστυχώς απογοητευτικό να βλέπει κανείς συναδέλφους να ελίσσονται και να επιπλέουν κάθε
κατάστασης, όπως π.χ. συνάδελφος επιμελητής, του οποίου το διδακτορικό επέβλεπε ο αδίκως
κατηγορηθείς καθηγητής που αναφέρθηκε, απέφευγε επιμελώς κάθε ανάμειξη στην πλεκτάνη των
συναδέλφων του, μόλις όμως του απενεμήθη το διδακτορικό, ξεσπάθωσε και αυτός εναντίον τού
«χουντικού» καθηγητή…
Για να κλείσουμε το θέμα, ας δούμε μια δημοσίευση της «Ελευθεροτυπίας»²² που συνοψίζει την
κατάσταση σε ένα Πανεπιστήμιο, με την απλή παρατήρηση ότι τα αναφερόμενα δεν αποτελούν
εξαίρεση. Τέτοια δημοσιεύματα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας πολλά, τόσο αμέσως μετά τη
Μεταπολίτευση, όσο και στο τέλος της δεκαετίας του ’70, όταν στα Πανεπιστήμια υπήρχε η μεγάλη
αναταραχή και καταλήψεις, αρχικά κατά του Ν.815 και στη συνέχεια εν όψει της διαμόρφωσης και
ψήφισης του Νόμου-Πλαισίου του 1982.

You might also like