You are on page 1of 20

17ο Συνέδριο του ΚΚΕ

Μια δύσκολη ανασυγκρότηση στη μοναχική του πορεία για τη …λαϊκή


εξουσία
Δημοσιεύτηκαν οι θέσεις με τις οποίες οδηγείται το ΚΚΕ στο 17ο Συνέδριο τον Φλεβάρη του 2005.
Μια διαδικασία που πραγματοποιείται μέσα σε μια περίοδο όπου η ένταση όλων των αντιθέσεων
είναι κυρίαρχη.
Η επανεκλογή του Μπους στην προεδρία των ΗΠΑ σηματοδοτεί την με μεγαλύτερη ένταση και
οξύτητα προσπάθεια των ΗΠΑ να αποκτήσουν το προβάδισμα στην παγκόσμια κυριαρχία. Με
παραπέρα όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων ΕΕ-Ρωσίας τόσο απέναντι στις ΗΠΑ όσο
και μεταξύ τους. Με τον πόλεμο στο Ιράκ να αποτελεί το κύριο πεδίο των αντιθέσεων όλων
αυτών, ενώ το Παλαιστινιακό βρίσκεται στο κέντρο των εξελίξεων. Νέες εντάσεις στον Καύκασο.
Οξυνση στα Βαλκάνια, Αιγαίο. Με την εκλογή της ΝΔ στην εξουσία. Με τους λαούς του κόσμου
αλλά και της Ελλάδας να δέχονται στο πετσί τους την ολομέτωπη επίθεση του συστήματος και
τους εργαζόμενους να υποφέρουν κάτω από την πίεση των απολύσεων, της ακρίβειας, της
επίθεσης στα δικαιώματά τους. Με το λαϊκό και εργατικό κίνημα διαλυμένο και την εργατική
τάξη αποπροσανατολισμένη και σε αποϊδελογικοποίηση όσον αφορά τους στόχους και τα ιδανικά
της.
Από αυτή την άποψη, τα καθήκοντα που προκύπτουν για τους κομμουνιστές, για ένα
κομμουνιστικό κόμμα από την ίδια την ταξική πάλη είναι πολλά και σοβαρά.
Κυρίαρχο κατά την άποψή μας καθήκον αποτελεί η συγκρότηση “εκ νέου” του προλεταριάτου
σαν τάξη για τον εαυτό της και προς αυτό θα πρέπει να συγκλίνουν οι αγώνες με άμεσο καθήκον
την αντίσταση στην επίθεση που δέχονται στο σύνολό τους οι εργαζόμενοι και την ανάπτυξη του
εργατικού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος.
Μέσα από τούτο το πρίσμα μελετήσαμε τις θέσεις για το 17ο Συνέδριο και προσπαθήσαμε να
καταλάβουμε, αν και πως απαντάει το ΚΚΕ σε αυτό το καθήκον ή ακόμα καλύτερα, σε ποια
κατεύθυνση κινείται και πως, στο να δίνει καθήκοντα, στόχους τόσο για το ίδιο όσο και για το
κίνημα στις σημερινές συνθήκες.
“ΚΚΕ ισχυρό για το Λαό, τη Λαϊκή Συμμαχία, το Σοσιαλισμό” είναι η απάντηση του ΚΚΕ. Είναι
φυσικό τα ερωτήματα που τίθενται να είναι πότε, πώς και με ποιους.
Το 15ο συνέδριο (1996) και το 16ο (2000) προσδιόρισαν τη στρατηγική του ΚΚΕ αφήνοντας στο
14ο (1991) το καθήκον της ανασυγκρότησης του ΚΚΕ μετά τη διάλυση του ‘89-’91.
“Σε καθοριστικό σταθμό αναδείχτηκε το 15ο Συνέδριο (1996) το οποίο επεξεργάστηκε το νέο
πρόγραμμα και καταστατικό του Κόμματος και την πολιτική πρόταση για τη συγκρότηση του
Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου (ΑΑΔΜ). Ανέδειξε το χαρακτήρα
της εποχής μας και της επανάστασης ως σοσιαλιστικής.
Με το 15ο Συνέδριο θεμελιώνεται η στρατηγική του Κόμματος στη βάση της συστηματικής
μελέτης των εξελίξεων και των αλλαγών στη διεθνή και ελληνική πραγματικότητα. Αντανακλάται
η προσπάθεια να αξιοποιηθεί ως ένα βαθμό και η πείρα της πάλης για το σοσιαλισμό και την
οικοδόμησή του τον 20ο αιώνα.
Το 16ο Συνέδριο (2000) επεξεργάστηκε πληρέστερα τις προγραμματικές κατευθύνσεις και τους
στόχους του ΑΑΔΜ. Προχώρησε στη μεγαλύτερη δυνατή ανάλυση στις σημερινές συνθήκες των
γενικών κατευθύνσεων της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας.” (Θέσεις, σελ. 2)
Συνεπώς έχουν δρομολογηθεί και η ανασυγκρότηση και η στρατηγική και το πώς (ΑΑΔΜ) και οι
κατευθύνσεις αλλά, αν θέλετε, περίπου και το μοντέλο (πείρα του σοσιαλισμού στον 20ο αιώνα).
Τότε τι πρόκειται να λύσει το 17ο Συνέδριο; Ποιες θα είναι οι κατευθύνσεις του;
“Το 17ο Συνέδριο δεν θα περιοριστεί αποκλειστικά στην αποτίμηση της δράσης του κόμματος και
της ΚΕ από το προηγούμενο Συνέδριο. Χρειάζεται να γενικεύσει την πείρα της ανασυγκρότησης
που ξεκίνησε το 14ο Συνέδριο και συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια. Να κάνει ένα βήμα, για την
ολόπλευρη ισχυροποίηση του κόμματος, ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική...”
Δηλαδή, πάλι πίσω. Το ΚΚΕ μετά το ’91 προσπάθησε να κάνει μια ανασυγκρότηση του κόμματος
η οποία δείχνει να μην έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα για την ηγεσία του. Αυτό δεν είναι
κάτι το οποίο λέμε εμείς. Φαίνεται τόσο από την παρουσία του στο όποιο κίνημα υπάρχει σήμερα
αλλά και από τις θέσεις για το Συνέδριο.
Αν εξαιρέσουμε τις κεντρικού χαρακτήρα κινητοποιήσεις, όπως π.χ. αντιιμπεριαλιστικές
κινητοποιήσεις για Ιράκ, η Θεσσαλονίκη 2003, οι εκλογές, τα Πολυτεχνεία σε όλες τις άλλες
κινητοποιήσεις το ΚΚΕ δεν καταφέρνει να κινητοποιεί παρά μόνο τις στενά οργανωμένες του
δυνάμεις και αυτές πάλι λειψές.
Στα σωματεία, συμμετέχει στις διαδικασίες αλλά και στις επιμέρους εργατικές κινητοποιήσεις το
ίδιο κινητοποιήσιμο κομμάτι των οργανωμένων του δυνάμεων. Το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα
στις βουλευτικές εκλογές επιβεβαιώνει τα όρια αυτής της ανασυγκρότησης.
“Το 16ο Συνέδριο ανέδειξε ως ζήτημα κρίσιμης σημασίας για τη συνολική πορεία του Κόμματος
την ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική δουλειά στην εργατική τάξη και τη νεολαία γενικότερα
στις νεότερες ηλικίες”
Αναφέρεται στη σελίδα 26 για την πορεία της ανασυγκρότησης του κόμματος και συνεχίζει:
“Θετικές προσπάθειες έγιναν, αποτελέσματα και στους δύο αυτούς τομείς υπάρχουν. Ωστόσο
όμως ακόμη δεν έχουμε εξασφαλίσει σταθερό προσανατολισμό ιδεολογικής και πολιτικής
δράσης, κομματική οικοδόμηση στα δύο αυτά καίρια μέτωπα. Αυτές οι σοβαρές ελλείψεις στον
προσανατολισμό παίζουν ανασταλτικό ρόλο στη μεγαλύτερη ισχυροποίηση του Κόμματος, στην
ικανότητά του για τη μαζική δράση, στη μεγαλύτερη πρόοδο στη γενικότερη επιρροή του. Οι
διαρροές που είχε το κόμμα, στη διάρκεια και τα πρώτα χρόνια μετά την κρίση, ανακόπηκαν”
γεγονός που αντικρούεται από το σύνολο των μελών που συμμετέχουν στο διάλογο για το
Συνέδριο στο Ριζοσπάστη.
Και συνεχίζουν οι θέσεις περιγράφοντας την κατάσταση της ανασυγκρότησης: “Ταυτόχρονα,
εμφανίζεται και ένας αριθμός στελεχών που μένουν πίσω. Δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις
σημερινές απαιτήσεις, δείχνουν φαινόμενα υποχώρησης και κόπωσης. Ενας αριθμός στελεχών
και μελών δείχνει μειωμένη μαχητικότητα, τάσεις υποχώρησης. Διακατέχεται από πνεύμα
τυπικότητας και ρουτίνας (...) Υπερισχύουν φαινόμενα οργανωτικού φιλελευθερισμού, λειψής
συμμετοχής σημαντικού μέρους μελών του Κόμματος στην επεξεργασία και τη δημιουργική
εφαρμογή των αποφάσεων. Οι δεσμοί του κόμματος με την επιρροή του και τους
συνεργαζόμενους ή δυνάμει συνεργαζόμενους είναι αδύναμοι και περιοδικοί”.
Λένε δηλαδή οι θέσεις αυτό που βλέπουμε όλοι μας στην εικόνα του ΚΚΕ προς τα έξω, στο
κίνημα. Όμως, ενώ τα αναφέρει προσπαθώντας έτσι ν’ αποκτήσει πόντους στα ζητήματα
δημοκρατίας και αριστερής διαπαιδαγώγησης, στην πραγματικότητα τα χρησιμοποιεί για να
κρύψει τη δεξιά πολιτική του γραμμή. Τι εννοούμε: Τέτοια φαινόμενα συμβαίνουν τόσο στο ΚΚΕ
όσο και στις αριστερές κομμουνιστικές οργανώσεις γενικότερα στη διάρκεια της πάλης τους.
Αποτελούν αντανάκλαση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό τους. Όμως, αντί το ΚΚΕ ν’
αναζητήσει τα αίτια στην πολιτική του γραμμή και στην προσπάθεια προσαρμογής του στις
απαιτήσεις της ταξικής πάλης, καταφεύγει στη λύση της έλλειψης κατανόησης της γραμμής του
στο σύνολο του κόμματος και στο τράβηγμά της σε πιο “αριστερή” κατεύθυνση, απογειώνοντάς
την στην κατεύθυνση για λαϊκή εξουσία.
“Ο χαρακτήρας του Μετώπου της κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας αντιιμπεριαλιστικών,
αντιμονοπωλιακών δυνάμεων που καλείται όχι μόνο να αποσπάσει κατακτήσεις αλλά να φέρει σε
πέρας και το έργο κατάκτησης της λαϊκής εξουσίας, δεν διαποτίζει ακόμη την καθημερινή
δουλειά του κόμματος. Ο αγώνας για το σοσιαλισμό κατανοείται από στελέχη και μέλη ως
στόχος του απώτερου μέλλοντος και όχι ως αγώνας που επηρεάζει και καθορίζει τη δράση
σήμερα” (Θέσεις, σελ.29)
Ποιοι παράγοντες, λοιπόν, είναι αυτοί που εμποδίζουν και την ανασυγκρότηση του κόμματος
αλλά και την προώθηση της πρότασής του; Με σεμνότητα “οι δυνάμεις του κόμματος αλλά και
της ΚΝΕ ήταν λιγότερες εξαιτίας των απωλειών που σημειώθηκαν. Βρέθηκαν απροετοίμαστες
ιδεολογικά και πολιτικά να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση” και με σταθερότητα στη λογική
υποτίμησης των μαζών “Σε μεγάλο βαθμό βαραίνει το γεγονός ότι λαϊκές δυνάμεις που
βρίσκονται σε πορεία διεργασίας συνειδήσεων δεν έχουν απεγκλωβιστεί από το βάρος που ασκεί
ο αρνητικός συσχετισμός δύναμης. Δεν έχουν υιοθετήσει ακόμη, στο βαθμό που χρειάζεται, τη
λογική της σύγκρουσης και ρήξης. Δεν έχουν κατανοήσει ή πεισθεί για τον κινηματικό
χαρακτήρα των συσπειρώσεων, την κινηματική διαδικασία μέσα από την οποία θα προκύψει η
συγκρότηση του ΑΑΔΜ” (στο ίδιο σελ. 24)
“Σοβαρό εμπόδιο στάθηκε και στέκεται έως σήμερα η μεγάλη υποχώρηση που σημειώθηκε στο
εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και στο νεολαιίστικο κίνημα με αρνητικές συνέπειες στην
πολιτική συμπεριφορά, στην οργανωμένη μαζική δράση και σε όλα τα άλλα τμήματα του λαϊκού
κινήματος. Η υποχώρηση που σημειώθηκε στο Ευρωπαϊκό και γενικότερα το διεθνές κίνημα,
ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90. Αυτό που τελικά τέθηκε και τίθεται μπροστά
στο κίνημα και γενικότερα στο λαό είναι “ανάπτυξη από ποιόν και για ποιόν” για ποιο σκοπό.
Όμως το εργατικό και γενικότερο λαϊκό κίνημα δεν ήταν εύκολο στις συγκεκριμένες συνθήκες να
περάσει σε αντεπίθεση, να πολιτικοποιήσει τα αιτήματα, να συνδυάζει όλες τις μορφές πάλης
που συσπειρώνουν και μαχητικοποιούν” (στο ίδιο σελ. 28)
Και τέλος, ο πανταχού παρών εχθρός, δηλαδή ο ΣΥΝ “Ένα είδος μπετόν αρμέ που διαμορφώθηκε
με την ταύτιση του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ αλλά και του οπορτουνισμού με επικεφαλής τον ΣΥΝ. Ολοι
αυτοί, ο καθένας με τον τρόπο του, συναντήθηκαν στη συκοφάντηση των κομμουνιστικών ιδεών,
του σοσιαλισμού, του ίδιου του κόμματος, στη διάβρωση και αλλοίωση των συνειδήσεων” (σελ.
28)
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σ’ αυτούς τους λόγους που εμπόδισαν την πορεία ανασυγκρότησης
του ΚΚΕ. Τη δικαίωση του αναθέματος της Παπαρήγα στις μάζες στις εκλογές (ότι θα είναι
υπεύθυνες για ό,τι τους συμβεί, αν δεν ψηφίσουν ΚΚΕ, το οποίο τους προβάλλει την κινηματική
λογική αλλά αυτές δεν έχουν τη λογική της ρήξης και της σύγκρουσης); Τη διάλυση του
εργατικού κινήματος (για την οποία το ΚΚΕ δεν φέρει ευθύνη καμία ούτε στη μη πολιτικοποίηση
των αιτημάτων ούτε στις προχωρημένες μορφές πάλης που τους πρότεινε τόσα χρόνια), το ότι
αυτή η υποχώρηση έγινε στις αρχές του ’90, όταν χάθηκε η ΣΕ, ενώ πριν ήταν σε φάση ανόδου ή
ότι για την συκοφάντηση των κομμουνιστικών ιδεών, τη διάβρωση των συνειδήσεων, την ευθύνη
φέρει μόνο ο ΣΥΝ και όχι το ίδιο το μπρεζνιεφικό μοντέλο στη ΣΕ και την (ουσιαστικά) φάρσα
του εδώ στην Ελλάδα, το ΚΚΕ; Αυτό είναι που εννοούμε αριστερή φρασεολογία για να καλύψει
τη δεξιά οπορτουνιστική γραμμή.
Ας δούμε τέλος σε ποιους υποκειμενικούς παράγοντες αποδίδει το μη προχώρημα της
ανασυγκρότησης: “Συνολικά, το στελεχικό δυναμικό του κόμματος, ξεκινώντας από την ΚΕ με
κληρονομημένα παλαιά αλλά κυρίως με νέα προβλήματα σε απότομα αλλαγμένες συνθήκες,
συνάντησε σοβαρές δυσκολίες να αναμετρηθεί και να τα βγάλει με επάρκεια πέρα στα νέα
ζητήματα που ανέδειξε η καταιγίδα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων (...) Εκφράζεται η
πίεση που ασκείται πάνω στο κόμμα λόγω του ασφυκτικού συσχετισμού δύναμης από το κλίμα
απογοήτευσης και μοιρολατρίας που έφεραν οι αντεπαναστατικές ανατροπές, από τις δυσκολίες
προσαρμογής στις σύγχρονες απαιτήσεις της πάλης” (ίδιο, σελ. 29)
Συμφωνούμε απόλυτα ότι η απώλεια της πλάτης της ΣΕ ήταν ένα ισχυρό σοκ για την ηγεσία του
ΚΚΕ που είχε μάθει να προσαρμόζει την πολιτική του γραμμή και ιδεολογία στις επιλογές της ΣΕ
και να κινείται στην πολιτική έχοντας τον αέρα της εξουσίας. Εδώ βρίσκονται και τα
κληρονομημένα προβλήματα της παλαιάς καθοδήγησης του κόμματος που έχοντας τον αέρα της
εξουσίας (ΣΕ) λειτουργούσε σαν ο αριστερός συνομιλητής με το σύστημα και την κυβέρνηση.
Τώρα όμως ο ρόλος αυτός χάθηκε και κατά κάποιο τρόπο πέρασε στα χέρια του ΣΥΝ.
Εδώ βρίσκεται η ουσία του προβλήματος που προσπαθεί να λύσει η ηγεσία του ΚΚΕ. Εχοντας στο
ενεργητικό της αυτές τις δύο μεγάλες ήττες -την απώλεια της ΣΕ αλλά και την απώλεια του
ρόλου του αριστερού συνομιλητή (με την έννοια των σχέσεων με την άρχουσα τάξη)- είναι
αναγκασμένο να κάνει μια ανασυγκρότηση έχοντας μια αριστερή φρασεολογία και
ευελπιστώντας στην ενίσχυσή του ώστε κάτω από άλλες συνθήκες, ίσως με περισσότερη
κρατικίστικη διαχείριση του συστήματος, να βρεθεί στη θέση του “αριστερού” εταίρου, του
“αριστερού” συνομιλητή.
Εχει λοιπόν ένα νόημα να εξετάσουμε την πρότασή του όπως κατά βάση συμπυκνώνεται
παρακάτω: “Ο χαρακτήρας του Μετώπου ως κοινωνικοπολιτική συμμετοχή αντιιμπεριαλιστικών
αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, που καλείται όχι μόνο να αποσπάσει κατακτήσεις αλλά να φέρει
σε πέρας και το έργο κατάκτησης της λαϊκής εξουσίας, δεν διαποτίζει, ακόμα, την καθημερινή
δουλειά του κόμματος. Ο αγώνας για το σοσιαλισμό κατανοείται από στελέχη και μέλη ως
στόχος του απώτερου μέλλοντος και όχι ως αγώνας που επηρεάζει και καθορίζει τη δράση του
σήμερα”. (σελ. 29)
Η θέση αυτή δείχνει να συγκεντρώνει το σύνολο των ερωτημάτων για τη στρατηγική της ηγεσίας
του ΚΚΕ. Είναι στόχος άμεσος, στόχος δράσης ή ζύμωσης; Πώς θα γίνει και με ποιους; Ομως
πέρα από τα ερωτηματικά, δείχνει να συγκεντρώνει και τις διαφωνίες μέρους της ηγεσίας του
ΚΚΕ. Γιατί το λέμε αυτό και πού φαίνεται; Μα το λένε οι ίδιες οι θέσεις, τίθεται στον
προσυνεδριακό διάλογο στο Ριζοσπάστη.
“Η αιτία των παραπάνω προβλημάτων (σημ. δική μας: εννοεί στην πορεία της ανασυγκρότησης)
δεν πηγάζει μόνο από την επίδραση αντικειμενικών παραγόντων. Οφείλεται και στο γεγονός ότι
δεν καταχτήθηκε, ξεκινώντας από την ΚΕ, η βαθιά ιδεολογικοπολιτική αφομοίωση της
στρατηγικής και του προγράμματος του κόμματος, η ενιαία αντίληψη, που προκύπτει από τη
συλλογική πείρα για το πώς αυτή προωθείται” (σελ. 29)
“Θα μπορούσε το κόμμα να βρίσκεται σήμερα σε καλύτερη κατάσταση από πλευρά κομματικής
οικοδόμησης, ποιότητας δεσμών με το λαό, με περισσότερες θέσεις στο μαζικό κίνημα, με
σχετικά πιο ανεβασμένη εκλογική επιρροή αν όλα αυτά τα χρόνια, ξεκινώντας από την ΚΕ, είχε
συγκεντρωθεί η προσοχή πιο επίμονα και κυρίως πιο εύστοχα στο κύριο καθήκον που ήταν: να
εμπεδωθεί σε βάθος και ουσία η ιδεολογικοπολιτική ενότητα που έχουμε κατακτήσει με βάση το
πρόγραμμα του κόμματος, να διασφαλίζεται τεκμηριωμένη, με βάση τη θεωρία και την πείρα η
ενιαία αντίληψη όχι μόνο για το περιεχόμενο της στρατηγικής αλλά και για το πώς αυτή
προωθείται στις σημερινές συνθήκες. Αυτό το καθήκον απαιτούσε, πριν απ’ όλα η ΚΕ, από την
αρχή της ανασυγκρότησης και με μεγαλύτερη απαιτητικότητα στην πρόοδό της να το πετύχει για
τον εαυτό της και να βοηθήσει το στελεχικό δυναμικό του κόμματος” (σελ. 30)
Ομως ούτε το Πολιτικό Γραφείο (ΠΓ) της ΚΕ του ΚΚΕ φαίνεται να έχει κατακτήσει την ενιαία
αντίληψη για τη στρατηγική του κόμματος. Αναφερόμενο απολογιστικά για τη δράση του,
επισημαίνει “Εχει το δικό του μερίδιο ευθύνης ανάμεσα στις συνεδριάσεις της ΚΕ για τις
αδυναμίες που εμφάνισε το ανώτερο καθοδηγητικό όργανο να αποκτήσει ενιαία, ανώτερου
επιπέδου αντίληψη για το πώς προωθείται η στρατηγική του Κόμματος στα μέτωπα,
συσπειρώσεις και το μαζικό κίνημα...” (σελ. 33)
Ετσι πιθανώς να ερμηνεύεται ότι το μόνο μέλος του ΠΓ που έχει υπερασπιστεί με άρθρο τις
θέσεις είτε στην ΚΟΜΜΕΠ είτε στον Ριζοσπάστη, μέχρι τώρα που γράφεται αυτό το σημείωμα,
είναι ο Δ. Γόντικας. Ίδωμεν στη συνέχεια.
Το καθήκον της ενιαίας άποψης τόσο για την ΚΕ όσο και για το κόμμα μετατίθεται στις ευθύνες
και καθήκοντα της νέας ΚΕ. Γιατί η παράταση της μη ενιαίας αντίληψης στη στρατηγική και το
Πρόγραμμα του κόμματος εγκυμονεί κινδύνους παρεκκλίσεων “Αυτή η αδυναμία [σ.σ.
αναφέρεται στη μη ενιαία αντίληψη και στο ότι ο αγώνας για το σοσιαλισμό κατανοείται από τα
μέλη σαν απώτερος στόχος, στην τελευταία παράγραφο της σελ. 29 και της οποίας αποτελεί
συνέχεια] δεν πρέπει να παραταθεί γιατί θα μειώσει την αποτελεσματικότητα δράσης του
Κόμματος. Θα καλλιεργήσει το έδαφος για παρεκκλίσεις και λαθεμένες επιλογές είτε προς το
δεξιό οπορτουνισμό [σ.σ. δηλαδή στον ΣΥΝ] είτε προς τον “αριστερό” στο όνομα να
αποκρουστεί ο δεξιός οπορτουνισμός που αναδύεται ως κίνδυνος καθημερινά λόγω της φύσης
του ιμπεριαλισμού” [σ.σ. δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής
Αριστεράς]. (σελ. 55)
Μπαίνοντας στην ουσία της πρότασης του ΚΚΕ για μια κοινωνικοπολιτική συμμαχία για τη
συγκρότηση ενός ΑΑΔΜ με στόχο τη λαϊκή εξουσία, ξεπετάγονται ερωτήματα όπως σε ποιους την
απευθύνει την πρόταση, μέσω ποιας διαδικασίας και τακτικής θα γίνει η συγκρότηση, και
πρωτίστως, αν αποτελεί πρόταση για ζύμωση και προπαγάνδα η για άμεση δράση. Αυτό
σημαίνει ότι θα πρέπει η ίδια η τάξη πάλι να θέτει επί τάπητος αυτό το ζήτημα, και βέβαια δεν
εννοούμε τους αντικειμενικούς όρους που κατά γενική ομολογία εδώ και χρόνια είναι ώριμοι,
αλλά, κυρίως, τους υποκειμενικούς και εν προκειμένω την ίδια τη συγκρότηση “εκ νέου” του
προλεταριάτου. Συνακόλουθα και την αντίστοιχη συγκρότηση του πολιτικού της φορέα αλλά και
τη συγκρότηση όχι απαραίτητα στο ίδιο επίπεδο των κοινωνικών συμμαχιών της σ’ αυτή την
προσπάθεια δηλαδή της αγροτιάς και των μικρομεσαίων στρωμάτων. Αυτό το ζήτημα στις Θέσεις
μένει αδιευκρίνιστο καθότι θα πρέπει να αποτελεί ένα από τα βασικά προβλήματα που
εμποδίζουν την ενιαία αντίληψη. Στο κόμμα συνολικά επικρατεί απόλυτη σύγχυση και αυτό
φαίνεται μέσα στον προσυνεδριακό διάλογο, ο οποίος δεν δείχνει να έχει ιδιαίτερη συμμετοχή
(μάλλον πενιχρή) και θα λέγαμε χωρίς το επίπεδο που θα απαιτούσε η επιδιωκόμενη
ανασυγκρότηση.
Από την ηγεσία του ΚΚΕ, ο μόνος που αναλαμβάνει να υπερασπιστεί δημόσια την πρόταση είναι ο
Δ. Γόντικας με το άρθρο “Τι κόμμα χρειαζόμαστε” στην ΚΟΜΕΠ, όπως και πρόσφατο άρθρο στον
Κυριακάτικο Ριζοσπάστη της 5.12.04.
Ας δούμε λοιπόν πώς βλέπει αυτό το ζήτημα: “Δεν είναι συνειδητοποιημένο με ενιαίο τρόπο τι
κόμμα χρειαζόμαστε στις νέες συνθήκες. Γιατί δεν είναι σαφές όσο πρέπει και στο βάθος που
πρέπει από το σύνολο του κόμματος το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα που έχει τεθεί για λύση,
καθώς και η φύση αυτού του προβλήματος. Και η ουσία βρίσκεται στο ότι η πάλη για τη λαϊκή
εξουσία -μέσα από τη συγκρότηση του Μετώπου- είναι υποχρεωτική και η μόνη εναλλακτική
λύση και προοπτική για την εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα στρώματα προκειμένου να
απαλλαγούν από το βραχνά των σημερινών τους προβλημάτων και να ικανοποιηθούν οι
σημερινές τους ανάγκες. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι για να προχωρήσει αυτή η υπόθεση
πρέπει να μπει στο κέντρο της δράσης του κόμματος, στο λαό, να γίνει υπόθεση ζωής και αγώνα
των ίδιων των λαϊκών μελών. Εδώ εκδηλώνεται ο πυρήνας του προβλήματος σε συνδυασμό με
τη μεγάλη καθυστέρηση οικοδόμησης του κόμματος στην εργατική τάξη και την άντληση νέων
δυνάμεων από τις γραμμές της. Οι καθυστερήσεις αυτές αντανακλούν οπωσδήποτε
καθοδηγητικές αδυναμίες και ανεπάρκειες” (υπογραμμίσεις δικές μας)
Νομίζουμε είναι αρκετά σαφής. Από πού αντλεί άραγε τη διαφορετική εκτίμηση για την
πραγματικότητα και συνεπώς οδηγείται σ’ αυτή την άποψη; Το αναφέρει στο πρώτο κεφάλαιο
του άρθρου του: “Τι έφεραν στην επιφάνεια οι πρόσφατες εκλογικές μάχες”. Γράφει λοιπόν:
“Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών σε συνάρτηση με αυτά των εθνικών εκλογών
αποτυπώνουν, αντανακλούν και αποκαλύπτουν σοβαρές διεργασίες και αλλαγές στις γραμμές
της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων ευρύτερα. Καταγράφουν, όπως σημειώνει η ΚΕ
(...) μια εμφανή τάση χειραφέτησης της ελληνικής κοινωνίας, ενός ριζοσπαστικού πόλου που
κινείται σε αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση” Μάλιστα! Και πού στηρίζεται
αυτό; “Συνεχίζεται η αύξηση της δύναμης, της επιρροής και των ψήφων του κόμματος στα
μεγάλα αστικά κέντρα (...) αυξάνεται δηλαδή η επιρροή του κόμματος εκεί που είναι
συγκεντρωμένη ή συγκεντρώνεται η εργατική τάξη.
Είναι όμως και απόδειξη αλλαγών στη συνείδηση ευρύτερων τμημάτων της εργατικής τάξης ως
αποτέλεσμα πολύχρονης συσσωρευμένης πείρας από τα βάσανα της μισθωτής σκλαβιάς και την
πολιτική των κομμάτων του ευρωμονόδρομου. Δυναμώνει δηλαδή το στοιχείο της ταξικής
ωρίμανσης και προσανατολισμού και η τάση για υπέρβαση της διάσπασης και του
κατακερματισμού των δυνάμεών της” Πόσες αλλαγές εκφράστηκαν με την ψήφο! Μπράβο!
“Δυναμώνει η τάση επανασυσπείρωσης δυνάμεων που απομακρύνθηκαν κατά καιρούς από το
κόμμα και την επιρροή του”
“Η παραπάνω τάση πρέπει να συνυπολογιστεί με την αντίστοιχη μείωση της δύναμης και της
επιρροής του ΣΥΝ. Σε ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο αντανακλά μια σημαντική νίκη και υπεροχή
της επαναστατικής γραμμής πάλης έναντι των οπορτουνιστικών, συμβιβαστικών αντιλήψεων στο
εργατικό και λαϊκό κίνημα” Ελεος!
“Είναι επίσης εμφανής η τάση προσέγγισης του κόμματος και της πολιτικής του με επιφυλάξεις,
με ισχυρές ακόμα αναστολές από λαϊκές δυνάμεις που προέρχονται από όλους σχεδόν τους
πολιτικούς χώρους, γεγονός που φανερώνει ότι το κύρος και η επιρροή του κόμματος
επεκτείνεται σε νέες δυνάμεις και η πολιτική του αποκτά μεγαλύτερη διεισδυτικότητα στη λαϊκή
βάση των άλλων πολιτικών δυνάμεων, ειδικά του ΠΑΣΟΚ αλλά και της ΝΔ. Η τάση αυτή
χειραφέτησης από τα αστικά κόμματα έχει μεγαλύτερο δυναμισμό από αυτή που εκφράστηκε
στις ευρωεκλογές. Επομένως μπορεί στα επόμενα χρόνια να αποκτήσει, κάτω από
προϋποθέσεις, πιο μαζικό χαρακτήρα” Νάτος ο σύμμαχος! Πού θα πάει, δεν θα φύγει κανένα
κομμάτι του ΠΑΣΟΚ! Θα επανέλθουμε σ’ αυτή την άποψη πιο κάτω.
“Τα παραπάνω στοιχεία που έχουν ποιοτικά χαρακτηριστικά πιστοποιούν μια σειρά διεργασιών.
Πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες αρχίζουν να πείθονται με την πείρα τους, να απαλλάσσονται
σιγά σιγά από αυταπάτες και ν’ αναγνωρίζουν στο ΚΚΕ και την πολιτική τούτη διέξοδο μπροστά
στα μεγάλα προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί και να αποδεσμεύονται σταδιακά από
πολύχρονες δεσμεύσεις και προκαταλήψεις απέναντι στο κομμουνιστικό κίνημα” Και βέβαια θα
πρέπει “να αναζητήσουμε τον καθοριστικό εκείνο παράγοντα που αποτελεί το μοχλό, τον
καταλύτη αυτών των διεργασιών. Αυτός ο παράγοντας είναι η πολιτική του ΚΚΕ, η πολιτική των
συμμαχιών...”
Για τον Γόντικα λοιπόν όλες αυτές οι εκτιμήσεις βγαίνουν σαν αποτέλεσμα της ανόδου κατά ένα
μικρό ποσοστό ψήφων στις ευρωεκλογές (ενώ στις βουλευτικές δεν συνέβη αυτό) και καταλήγει
στο στόχο για λαϊκή εξουσία. Τρέμουμε στην ιδέα στο τι θα πρότεινε, αν στα ανάλογα ποσοστά
είχαν ανέβει και σαν αριθμός και σαν ποιότητα και σαν μέγεθος οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις
των εργαζομένων και του λαού. Ποια λαϊκή εξουσία! Κατευθείαν κομμουνισμός!

Είναι φανερό ότι ο Γόντικας προσπαθεί να ωραιοποιήσει την κατάσταση του κινήματος μιλώντας
για τάσεις ωρίμανσης, χρησιμοποιώντας μόνο και μόνο τα ποσοστά ψήφων στις ευρωεκλογές με
σκοπό να ισχυροποιήσει την άποψή του για τη στρατηγική του ΚΚΕ. Αυτό δεν έχει καμιά
απολύτως σχέση με την πραγματικότητα που ζούμε όλοι και που το ίδιο το ΚΚΕ εξαναγκάζεται,
για να την υπερβεί, να οργανώνει πανελλαδικού τύπου συγκεντρώσεις (9/10), με σκοπό την
παρουσίαση μιας ισχυρής και μαζικής εικόνας του ΚΚΕ.
Μα το αδιέξοδο φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αποδέκτες της πρότασης. Το ίδιο
το ΚΚΕ αναγνωρίζει μέσα από τις θέσεις, αλλά και στα άρθρα στο “Ρ” όπου επεξηγεί τις απόψεις
του, ότι δεν υπάρχει συγκρότηση των σύμμαχων σχημάτων ούτε σε κοινωνικό, αλλά, πολύ
περισσότερο, ούτε σε πολιτικό επίπεδο. Δε συζητάμε για την εργατική τάξη, γιατί εκεί υπάρχει
το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ και η συγκρότηση έκλεισε προς κάθε κατεύθυνση. Τότε τι έγινε ο μοχλός, ο
καταλύτης των διεργασιών που έφερε αυτήν την άνοδο του ΚΚΕ, η πολιτική συμμαχιών; Με
ποιους; “Σημαντικές πολιτικές θέσεις του Κόμματος για την ΕΕ, τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό
και τον πόλεμο ασκούν επιρροή και στη βάση των άλλων πολιτικών κομμάτων. Διευρύνθηκε ο
κύκλος επιρροής του κόμματος, αρχίζει και γίνεται ορατός ο ριζοσπαστικός πόλος χειραφέτησης,
έχει, δηλαδή, διαμορφωθεί πιο διακριτά μια καλή βάση για συνέχιση και κυρίως για ανάπτυξη
των συσπειρώσεων και της κοινής δράσης” (Θέσεις, σελ. 25).
“Θα ισοδυναμούσε με οπισθοχώρηση του κινήματος, αποδιοργάνωση και αναστολή όλων των
θετικών διεργασιών και τάσεων που στην αρχή του άρθρου σημειώσαμε αν:
Το Κόμμα με όλες του τις δυνάμεις δε θέσει στο κέντρο της ζύμωσης και πάλης το σχέδιο που
έχει επεξεργαστεί για τη λαϊκή οικονομία και λαϊκή εξουσία, ως άξονα της καθημερινής του
δράσης, ως γραμμή πάλης, ρήξης και ανατροπής της κυριαρχίας των μονοπωλίων. Δεν υπάρχει
άλλη εναλλακτική λύση.”
Το ΚΚΕ ευελπιστεί ότι θα καταφέρει να αποσπάσει κομμάτι της βάσης του ΠΑΣΟΚ κύρια αλλά και
της ΝΔ που έτσι κι αλλιώς δεν τους ανήκει γιατί τα συμφέροντά τους δεν ταυτίζονται με αυτά
των αστικών κομμάτων. Θεμιτός ο στόχος του από την άποψη ανάπτυξης κινήματος αλλά πώς θα
πραγματοποιηθεί;
Για το σκοπό αυτό επιλέγει την κομματική του ισχυροποίηση για να μπορεί να παίζει έναν
ηγεμονικό ρόλο στο μέτωπο. “Είναι το βήμα που πρέπει να γίνει υποχρεωτικά για να κατακτήσει
το Κόμμα την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία και μια ανώτερη συσπείρωση των δυνάμεών του”
και αμέσως παρακάτω “…γιατί μόνο έτσι θα κρατηθεί ανοιχτός ο δρόμος της συσπείρωσης των
δυνάμεων που προσεγγίζουν το Κόμμα και της συνεχούς διεύρυνσης και επιρροής του σε νέες
δυνάμεις. Σε άλλη περίπτωση χάνεται η συνέχεια” (ΚΟΜΕΠ, Γόντικας).
Και όσον αφορά στον ηγεμονισμό του είναι κάτι το οποίο το έχει γνωρίσει για τα καλά το κίνημα
όλο το προηγούμενο διάστημα (πριν το '91) με μεθόδους και πρακτικές τις οποίες σήμερα
επικαλείται το ίδιο ότι του ασκούνται από την πλευρά των ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ σε όλα τα επίπεδα
(τραμπουκισμοί σε συνδικαλιστικό επίπεδο, μεθοδεύσεις αποκλεισμών από συνδιοικητικά
όργανα, από ραδιοτηλεοπτικά μέσα, μη ισότιμη μεταχείριση). Βεβαίως δε θεωρούμε ότι αυτές τις
αντιλήψεις τις έχει απορρίψει, αλλά ότι ο συσχετισμός δυνάμεων και η ανάγκη να δείξει ένα
άλλο πιο δημοκρατικό πρόσωπο το αναγκάζουν να είναι πιο συμμορφωμένο. Χωρίς να σημαίνει
ότι όπου μπορεί δεν προχωράει σε ανάλογες συμπεριφορές. Ας θυμίσουμε τους τραμπουκισμούς
στις αντιπολεμικές πορείες στο όνομα της περιφρούρησης των μαθητών, ή την υγειονομική ζώνη
ιδεολογικής καθαρότητας στις αντίστοιχες πορείες όταν τα μπλοκ ήταν σε επαφή, π.χ. στο
Σύνταγμα στην τελευταία από τις αντιπολεμικές συγκεντρώσεις. Όχι, δεν έχουμε καμιά αυταπάτη
ότι έχει αλλάξει αντίληψη το ΚΚΕ στο ζήτημα αυτό.

Οι συμμαχίες

Ομως όσον αφορά στο ζήτημα των συμμαχιών πώς κινείται; Κατ’ αρχάς πιστεύουμε ότι το
ζήτημα των συμμαχιών είναι ένα κεντρικό ζήτημα που απασχολεί ένα κομμουνιστικό κόμμα.
Ακολουθώντας την ανάλυση του ΚΚΕ ότι για την ανάληψη της λαϊκής εξουσίας (όπως την ορίζει
αυτό) απαιτείται η συγκρότηση ενός ΑΑΔΜ και ότι αυτό δεν είναι ώριμο να γίνει σήμερα,
προκύπτει το ερώτημα πώς και με ποιες δυνάμεις θα κινηθούμε ώστε αυτό το κίνημα να
συγκροτηθεί και να ωριμάσει. Κατά τη γνώμη μας αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από την
ανάληψη πρωτοβουλιών τέτοιων που και στο επίπεδο του κινήματος να αντιστοιχούν από άποψη
στόχων και μέσων, αλλά και τη μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων να εξασφαλίζουν.
Και δεν εννοούμε τη συσπείρωση των οργανωμένων δυνάμεων μόνο (κόμματα, οργανώσεις,
σχήματα) αλλά και πλατύτερου ανένταχτου κόσμου ο οποίος, στηριγμένος πάνω σε αυτή τη
συσπείρωση, θα έβρισκε λόγο έκφρασης και συμμετοχής για ζητήματα που τον απασχολούν. Η
κατάκτηση μικρών έστω νικών μέσα από αυτή τη συνεργασία, θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη στις
δυνάμεις του και στην αποτελεσματικότητα της οργανωμένης μαζικής πάλης.
Από την άλλη, η ισότιμη συμμετοχή σε αυτό το κίνημα τόσο των οργανωμένων όσο και των
ανένταχτων δυνάμεων, αλλά και η δυνατότητα αντιπαράθεσης στα ζητήματα που απασχολούν το
κίνημα θα επέτρεπε στον καθένα να κριθεί αλλά και να κρίνει την πολιτική γραμμή που εκφράζει
με όρους κινήματος. Αυτό θα καθόριζε την ηγεμονία του, όχι τόσο την οργανωτική, όσο κυρίως
την ιδεολογική. Και ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται
μια τέτοια διαδικασία. Εστω και αν αναγκαστεί, εκ των πραγμάτων, να αλλάξει στοιχεία της
γραμμής του επιδιώκοντας να εκφράσει την πρωτοπορία της εργατικής τάξης στην πορεία της
για την εξουσία.
Εχει καμιά σχέση η πορεία που ακολούθησε το ΚΚΕ όλο το προηγούμενο διάστημα με αυτήν την
αντίληψη για συμμαχίες, συνεργασίες, κοινή δράση για την ανάπτυξη του κινήματος; Το ακριβώς
αντίθετο συνέβη. Ηταν αυτό που επέλεξε τη μοναχική πορεία στο όνομα τη καθαρότητας της
γραμμής του και που πολλές φορές εξανάγκασε και τις άλλες δυνάμεις να κινηθούν με χωριστικό
τρόπο.

Ο μοναχικός δρόμος

Ας δούμε, όσο γίνεται πιο σύντομα, τις απόψεις του ΚΚΕ όπως περιγράφονται στο κεφάλαιο “Η
δράση του Κόμματος στις μαζικές οργανώσεις” στις Θέσεις για το 17ο Συνέδριο.
“Σταθερός, αμετακίνητος στόχος των στελεχών και των μελών του Κόμματος πρέπει να είναι η
διαμόρφωση ενός ενωτικού, συσπειρωτικού κινήματος με αντιιμπεριαλιστικούς
αντιμονοπωλιακούς στόχους πάλης, που τελικά θα διαμορφώνει συνολική αντιιμπεριαλιστική
αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση”.
“Ως ένα βαθμό, αποκρούστηκαν επιθέσεις σε βάρος του Κόμματος με την κατηγορία της
διάσπασης, σε περιπτώσεις που αρνήθηκε να νομιμοποιήσει δραστηριότητες διαβρωμένες από
κυβερνητικά κόμματα, από δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας. Στο όνομα μιας γενικής θολής
ενότητας που τελικά αθώωνε κυβερνητικές ευθύνες, όπως στην περίπτωση κινητοποιήσεων κατά
του πολέμου στο Ιράκ κ.λπ.”
“Ωστόσο επιβιώνουν και αναπαράγονται λαθεμένες αντιλήψεις και συνήθειες στη δράση στο
μαζικό κίνημα, ενώ ακόμα δεν είναι λυμένο όλα τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος να
μετέχουν ενεργά στις γραμμές μαζικών οργανώσεων”
“Συνυπάρχουν πολλαπλά αρνητικά φαινόμενα αδεξιότητας στη δράση του Κόμματος,
προκειμένου να αντιμετωπιστεί η δράση των κυβερνητικών και εργοδοτικών, κοινοτικών
μηχανισμών με αποτέλεσμα να εξασφαλίζεται συσπείρωση, μαζικοποίηση και σωστή
κατεύθυνση. Η το αντίθετο: Να χανόμαστε μέσα στις μάζες, να υποκύπτουμε στις αρνητικές
τάσεις, κάτω από το βάρος του αρνητικού συσχετισμού.”
“Η αναμέτρηση ανάμεσα στις δυνάμεις που κινούνται υπέρ των συμφερόντων του κεφαλαίου ή
έχουν συναινέσει μοιρολατρικά στην υπάρχουσα κατάσταση και στις αγωνιστικές ριζοσπαστικές
από την άλλη, είναι εμφανής στις γραμμές του μαζικού κινήματος, στους κόλπους των
οργανώσεων ή ανάμεσα σε διαφορετικές οργανώσεις που κινούνται στον ίδιο χώρο, με το ίδιο
αντικείμενο.
Η αναμέτρηση αυτή πρέπει να οξυνθεί, διαφορετικά το μαζικό κίνημα, ακόμα κι αν ανεβάσει τη
δράση του αυτή θα είναι ευάλωτη και επισφαλής”.
“Να διασφαλιστεί, όσο εξαρτάται από το Κόμμα, κάθε μαζική οργάνωση να έχει τη δική της
εσωτερική ζωή, το δικό της προσανατολισμό”
“Κάθε αντίληψη που αντιμετωπίζει τις μαζικές οργανώσεις ως οργανώσεις υποκατάστατα του
Κόμματος, ως παραρτήματα και μηχανισμούς του, πρέπει να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά”
Ωραία αριστερή φρασεολογία που κρύβει μια δεξιά πρακτική και περιέχει την ανάλογη
δικαιολογία για όσα τους καταμαρτυρούν ως λάθη. Ποια είναι η πραγματικότητα την οποία όλοι
ζούμε και που βεβαίως και τα ίδια τα μέλη του ΚΚΕ ασκούν κριτική στον προσυνεδριακό διάλογο
για την απομόνωσή του;
Αν δούμε την πρακτική που ακολούθησε και συνεχίζει να ακολουθεί, με αφορμή τη σύνοδο της
ΕΕ στη Θεσσαλονίκη, τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια, την Εργατική Πρωτομαγιά και κάθε
κινητοποίηση (με πρόσφατη αυτή στις 9/12 για τον προϋπολογισμό), αυτή ανατρέπει την άποψη
της συνεργασίας, της κοινής δράσης στα πλαίσια του κινήματος. Και όχι μόνο. Περιέχει και μια
λαθεμένη αντίληψη για το κίνημα και τη σχέση του κόμματος με το μαζικό λαϊκό κίνημα.
Αν το ΚΚΕ είχε τέτοια αντίληψη που επικαλείται, όφειλε να πάρει αυτό την πρωτοβουλία για τη
συγκρότηση κοινού σχήματος παρέμβασης π.χ. στη σύνοδο στη Θεσσαλονίκη, ή για το
αντιπολεμικό κίνημα για το Ιράκ, ή παλιότερα για τη Γιουγκοσλαβία. Αν αισθανόταν σίγουρο γα
τις απόψεις του και αφού διέθετε και την οργανωτική υπεροχή, τι λόγο είχε να φοβηθεί κάτι
τέτοιο; Και ακόμα και η συμμετοχή του Λαλιώτη ή κομματιού του ΠΑΣΟΚ ποιον θα διευκόλυνε;
Ετσι κι αλλιώς, σε αυτό δεν προσβλέπει για το Μέτωπο; (βάση ΠΑΣΟΚ, ΝΔ). Η μήπως
σοβαρότερος φόβος ήταν η συνεργασία με ΣΥΝ που, όπως λέει, είναι οι δυνάμεις του
οπορτουνισμού και της διαχείρισης του συστήματος.
Δηλαδή ο κόσμος που επηρεάζει το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΝ, ακόμα και η ΝΔ, δεν ευαισθητοποιείται
από το ζήτημα του πολέμου, από τις κινητοποιήσεις για τα δημοκρατικά δικαιώματα; Πώς ο
κόσμος που επηρεάζεται από αυτά τα κόμματα (όχι η ηγεσία τους) θα μπορούσε να
απεγκλωβιστεί και να εκφραστεί στις κινητοποιήσεις αυτές με την διαχωριστική γραμμή του ΚΚΕ;
Να πάει πού, στην κομματική συγκέντρωση του ΚΚΕ ή των άλλων κομμάτων ή να κάνει από
μόνος του μια δική του ξέχωρη (πράγμα αδύνατον);
Από την άλλη, αφού στις γραμμές του κινήματος είναι εμφανής ο διαχωρισμός των δυνάμεων
του συστήματος και των αγωνιστικών ριζοσπαστικών που τις αντιμάχονται, πότε το ΚΚΕ
απευθύνθηκε ή αποδέχτηκε την κοινή δράση με αυτές; Εκτός κι αν θεωρεί ότι δεν υπάρχουν
άλλες έξω από αυτές που συγκροτούν το ΠΑΜΕ.
Και για ποια αυτοτέλεια και μη καπελωματική διαδικασία μιλάει στις Θέσεις, όταν οσάκις του
απευθυνθήκαμε εμείς ή και άλλες οργανώσεις για τη διοργάνωση από κοινού κινητοποίησης για
αυτά τα ζητήματα, η εκφρασμένη θέση του ΚΚΕ ήταν ότι αυτό μπορούσε να γίνει με την αποδοχή
μόνο της πλατφόρμας πλαισίου του ΚΚΕ και υπό τη σκέπη του ΠΑΜΕ;
Η συμμετοχή ή όχι του ΚΚΕ σε οποιαδήποτε κοινή προσπάθεια προκαταβαλλόταν από τη
συμμετοχή ή όχι σ' αυτήν του ΣΥΝ. Πόσο άραγε πραγματική είναι αυτή η αντίθεσή του με τον ΣΥΝ
και γιατί;
Η διασπαστική του λογική στα πλαίσια του κινήματος λειτουργεί ανασταλτικά στην ανάπτυξή
του. Ποια η αντίληψή του για τη φάση που βρίσκεται σήμερα το κίνημα και, συνεπώς, ποια η
σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο κίνημα και το Κόμμα (ΚΚΕ);
Μόνιμα η αναζήτηση συμμαχιών γίνεται προς τα δεξιά του. Υποκρύπτει μια αντίληψη ότι δεν
υπάρχει Αριστερά πέραν του ΚΚΕ; Και ο αυτοπροσδιορισμός του σαν ο ουσιαστικός εκφραστής
της Αριστεράς από πού προέρχεται;
Πίσω από κάθε αποτυχημένη προσπάθεια κοινής δράσης στα ζητήματα που προαναφέραμε και
στην τελικά μοναχική παρέμβαση των δυνάμεων του ΚΚΕ κρυβόταν ο φόβος της ηγεσίας του
μήπως και η τυχόν επαναλαμβανόμενη συνεργασία με άλλες δυνάμεις, αλλά και κυρίως με τον
ΣΥΝ, οδηγούσε τα μέλη του στη λογική της εκλογικής συνεργασίας στις βουλευτικές εκλογές,
αλλά και στο να αναγκαστεί να ανοίξει το ζήτημα της ενότητας της Αριστεράς, όχι βέβαια όπως
το θέτει το ΣΥΝ, αλλά έστω με το δικό του τρόπο, πάντως εξαναγκασμένο από τον ΣΥΝ.

Η στάση απέναντι στον ΣΥΝ

Και άλλος ένας από τους στόχους του ΚΚΕ στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές ήταν να βρεθεί ο
ΣΥΝ εκτός Βουλής, αλλά και να μειωθεί το εκλογικό του ποσοστό..
Η στάση του αυτή απέναντι στον ΣΥΝ δεν είναι τωρινή. Εχει την αφετηρία της μετά την βρώμικη
συμμετοχή του στην “κάθαρση” του ’89, όπου προσπάθησε να φορτώσει τη γραμμή της
συνδιαχείρισης στο κομμάτι της ηγεσίας του που έμεινε στον ΣΥΝ και να εμφανίσει ένα πρόσωπο
αριστερό, επαναστατικό. Λες και βασικός συντελεστής δεν ήταν ο Φλωράκης, ο ιστορικός του,
όπως λέει, ηγέτης.
Τι αντιπροσωπεύει, λοιπόν, για το ΚΚΕ ο ΣΥΝ; Ενα κόμμα που έχει απαρνηθεί την ανατροπή του
συστήματος, έχει αποδεχτεί τη λειτουργία καπιταλισμού στα πλαίσια της ΕΕ και που στα πλαίσια
αυτού του συστήματος επιδιώκει μια δικαιότερη κατανομή της εκμετάλλευσης της εργατικής
τάξης. Ενα κόμμα συνδιαχειριστικό του συστήματος, οπορτουνιστικό και ρεφορμιστικό.
Χωρίς να έχουμε την άποψη ότι το ΚΚΕ έχει την ίδια πολιτική γραμμή με τον ΣΥΝ, πόσο, αλήθεια,
η δική του πολιτική γραμμή βρίσκεται μακριά από τον πυρήνα της άποψης του ΣΥΝ; Και ο ΣΥΝ
πώς προέκυψε, από παρθενογένεση ή μήπως η ύπαρξή του και η ενίσχυσή του έχει
τροφοδοτηθεί από τις γραμμές του ΚΚΕ και μήπως τελικά αυτός είναι ο φόβος της ηγεσίας του
ΚΚΕ, ότι δηλαδή αναγνωρίζει στο εσωτερικό του σήμερα κάποια τάση του που βλέπει πάλι προς
μια τέτοια γραμμή σαν του ΣΥΝ;
Οι προτάσεις του ΚΚΕ για τη φορολογία, για τη βιομηχανική ανάπτυξη, για την αγροτική
ανάπτυξη, για την υγεία, την παιδεία κ.λπ. προς τα πού γίνονται αν όχι προς το σύστημα; Εκτός
και αν έχει την ψευδαίσθηση ότι το κίνημα είναι σε θέση να διεκδικήσει άμεσα την εφαρμογή
τους. Συνεπώς, από ποιον ζητάει την υιοθέτηση και συνεπώς την εφαρμογή τους σήμερα, αν όχι
από μερίδα του συστήματος;
Η συμμετοχή του στις Ευρωεκλογές και το Ευρωκοινοβούλιο σε ποια λογική γίνεται; Στο να
διαμορφώσουμε στο εσωτερικό της ΕΕ συσχετισμούς αποδέσμευσης και ανατροπής της, ενώ στο
εντωμεταξύ διάστημα συμμετέχουμε στα όργανα για να μαθαίνουμε τι παίζεται στην ΕΕ; Και γιατί
είναι αναγκαίο στο κίνημα για να φύγει η χώρα από την ΕΕ ή για να διαλυθεί η ΕΕ, να συμμετέχει
σε αυτή; Η αλλαγή των συσχετισμών ανάμεσα στους λαούς και τους ιμπεριαλιστές θα καθοριστεί
από τη συμμετοχή ή όχι στο Ευρωκοινοβούλιο ή αντίθετα η συμμετοχή των κομμουνιστών
αποπροσανατολίζει, μπερδεύει στα μάτια των λαών το ρόλο και το χαρακτήρα της ΕΕ;
Τουλάχιστον ο ΣΥΝ, στα πλαίσια της ΕΕ, έχει πιο ξεκάθαρη και ρεαλιστική γραμμή.
Ομως γιατί μόνο ο ΣΥΝ κινείται στη λογική της συνδιαχείρισης; Υπάρχει συνδιοικητικό όργανο σε
οποιοδήποτε επίπεδο και τομέα που το ΚΚΕ να μην επιδιώκει και να εξασφαλίζει τη συμμετοχή
του; Α, ναι ο ΣΥΝ το κάνει για να ξεπουλήσει τους εργαζόμενους και τα λαϊκά συμφέροντα, ενώ
το ΚΚΕ το κάνει στο όνομα των εργαζομένων και του λαού, υπερασπιζόμενο, ερήμην του
κινήματος, τα συμφέροντά τους. Οπως π.χ. όταν ο Κωστόπουλος ήταν γραμματέας της ΓΣΕΕ που
υπέγραψε τη πρώτη τριετή εργασιακή ειρήνη με τον ΣΕΒ και την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Η η συνεργασία με τα αστικά κόμματα είναι χαρακτηριστικό μόνο του ΣΥΝ και όχι του ΚΚΕ; Γι’
αυτό επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ βγάλανε από κοινού με τη Δεξιά τους αγρότες στους δρόμους, για
να τους ξεπουλήσουν οι ίδιοι μετά από λίγο χωρίς να έχουν κερδίσει το παραμικρό αίτημα; Η
στις δημοτικές εκλογές που δήμοι κερδήθηκαν από ΝΔ και ΚΚΕ με ό,τι αντιστοιχεί
(παραχωρήσεις, συνεργασίες).
Αλλά και το ίδιο το ζήτημα της ανατροπής του συστήματος από το Μέτωπο με στόχο τη λαϊκή
εξουσία, πόσο ξεκάθαρο είναι; Πέρα από τις γενικόλογες αναφορές περί ανατροπής που
υπάρχουν στις Θέσεις, έτσι όπως τίθεται και αναφερθήκαμε προηγούμενα, από μόνη της ως θέση
αποδυναμώνεται. Ετσι κι αλλιώς στο 16ο Συνέδριο που επεξεργάστηκε το Μέτωπο αναφέρεται
ότι αυτή η ανατροπή μπορεί να είναι κοινοβουλευτική:
“Σε συνθήκες ταξικών αναμετρήσεων και μεγάλης φθοράς της επιρροής των αστικών κομμάτων
και των συμμάχων τους και ενώ δε θα έχουν διαμορφωθεί όροι για ριζική κοινωνική ανατροπή
και επαναστατικό πέρασμα, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών,
αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, με βάση το Κοινοβούλιο” (Θέσεις 16ο Συνέδριο, κεφάλαιο Λαϊκή
εξουσία, Λαϊκή οικονομία, όροι και προϋποθέσεις)
Αλλά και ο ίδιος ο Γόντικας σε μετέπειτα άρθρο του στο “Ρ” (5/12/2004), βλέποντας την γκρίνια
στον προσυνεδριακό διάλογο, προσπαθεί να μετριάσει την αμεσότητα του στόχου της λαϊκής
εξουσίας αλλά και να προσδιορίσει το χαρακτήρα της ανατροπής:
“Η μέχρι τώρα προσυνεδριακή συζήτηση κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση. Μπορεί όμως να
γίνει ακόμα πιο ζωντανή, πιο ουσιαστική, να μπει σε μεγαλύτερο βάθος.
Επανέρχονται, για παράδειγμα, ζητήματα του στυλ: Γιατί δεν προχώρησε ακόμα το Μέτωπο ή
γιατί το Κόμμα παραμένει σε χαμηλά ακόμα εκλογικά ποσοστά. Πιο περιορισμένα βέβαια αλλά
επανέρχονται”. Παρακάτω: “Από τη σκοπιά αυτή (δηλαδή ξεκαθαρίζοντας βήμα το βήμα κάθε
αθέατη πλευρά, μπέρδεμα ή άγνοια) μερικές σκέψεις: α) Η οικοδόμηση του ΑΑΔΜ είναι η
οργάνωση, η συνένωση του λαού σε ένα Μέτωπο με συγκεκριμένο στόχο: Αλλαγές σε επίπεδο
εξουσίας, στην προοπτική του σοσιαλισμού ως μόνης εναλλακτικής λύσης και απάντησης στα
σημερινά μεγάλα προβλήματα του λαού και του τόπου. Να διεκδικήσει και να κατακτήσει ο
οργανωμένος λαός τη δική του εξουσία. Τι σημαίνει αυτό; Να αποσπαστεί η πλειοψηφία του
λαού, ή μεγάλα τμήματά του την επιρροή των αστικών κομμάτων και του κεφαλαίου”.
“Αν έτσι τοποθετήσουμε το ζήτημα είναι φανερό ότι όλη η ουσία της πάλης του Κόμματος
συγκεντρώνεται στο να μετακινηθούν μεγάλες λαϊκές μάζες σε άλλη κατεύθυνση με
συγκεκριμένο σκοπό και περιεχόμενο και να πειστούν με την πείρα τους για την αναγκαιότητα
της πάλης σε αυτή την κατεύθυνση”.
“Μια ασφαλής ένδειξη προόδου σε αυτήν την πορεία θα είναι η ουσιαστική αποδυνάμωση της
δύναμης και επιρροής των αστικών κομμάτων, του οπορτουνισμού στο εργατικό κίνημα και
ευρύτερα στο λαϊκό κίνημα”.
Εχοντας σαν βάση ανάλυσης τα εκλογικά αποτελέσματα και όχι το επίπεδο του κινήματος, η
άποψη του Γόντικα εναρμονίζεται με τη θέση του 16ου Συνεδρίου για τη λαϊκή εξουσία. Αρα σε
ποια ανατροπή διαφοροποιείται από τον ΣΥΝ;
Κατά συνέπεια, η διακήρυξη από τη μεριά του ΚΚΕ ότι με τον ΣΥΝ το χωρίζει η άβυσσος, όχι μόνο
δεν ευσταθεί, αλλά θα λέγαμε ότι για το κατάντημα του κινήματος αν φέρει ευθύνη (και φέρει) ο
ΣΥΝ, ο οπορτουνισμός και ο ρεφορμισμός του ΚΚΕ έχει ευθύνη στο πολλαπλάσιο. Και δεν
αναφερόμαστε μόνο στην οργανωτική και συνδικαλιστική ή πολιτική αποσυγκρότηση του
κινήματος, αλλά κυρίως στην ιδεολογική με την υπεράσπιση του σοσιαλιμπεριαλισμού ως
αρικατούρα του σοσιαλισμού.

Εξακολουθεί όμως να υπάρχει το ερώτημα γιατί το ΚΚΕ αντιμετωπίζει το πρόβλημα των


συνεργασιών με άξονα τη στάση του ΣΥΝ και όχι με άξονα τις ανάγκες του κινήματος. Ή, για να
το θέσουμε αλλιώς, προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα του ΣΥΝ με τον απομονωτισμό και όχι στο
πλαίσιο του κινήματος.
Γιατί το αντιμετωπίζει σαν πρόβλημα εκλογικού ποσοστού και συνεπώς εξοβελισμού του από τη
Βουλή και όχι σαν ζήτημα ιδεολογικό μιας λαθεμένης, αστικής αντίληψης στο πλαίσιο του
λαϊκού κινήματος.
Γιατί έτσι του προκύπτει πιο εύκολο να το χειριστεί, ενώ σαν ιδεολογικό ζήτημα του είναι
δύσκολο καθότι στο εσωτερικό του όχι αναπαράγεται αλλά και αρκετές φορές έγινε κυρίαρχο
και οδήγησε σε διάσπαση.
Ο ρεφορμισμός και ο οπορτουνισμός δεν είναι ζήτημα που αφορά το ΚΚΕ, είναι ζήτημα που
αφορά το κίνημα. Σε αυτό επιδρά λαθεμένα και μέσα στο πλαίσιο του κινήματος πρέπει να
λύνεται. Οπωσδήποτε αντανακλάται και μέσα στα κόμματα. Ομως και σε αυτά η λύση δεν
μπορεί να υπάρξει παρά μέσα στο πλαίσιο του κινήματος και της ταξικής πάλης.
Αν πραγματικά το ΚΚΕ ήθελε να αντιμετωπίσει αυτή την άποψη του ρεφορμισμού είτε γενικά
είτε σαν ΣΥΝ θα έπρεπε να πάρει τέτοιες πρωτοβουλίες κοινής δράσης, όπως π.χ. στο Ιράκ, τη
Γιουγκοσλαβία, το χτύπημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων, όπου, μέσα στο πλαίσιο του
κινήματος, σε διευρυμένη βάση, ανοιχτά να αντιπαρατεθεί σε αυτή τη τάση και να δώσει τη
δυνατότητα και στους αγωνιστές να καταλήξουν και να την απομονώσουν. Αντ’ αυτού επιλέγει
να απομονώνεται το ίδιο, να χαρίζει το δικαίωμα της κοινής δράσης και της συνεργασίας στον
ΣΥΝ και να κάνει μια αντιπαράθεση ανούσια, θεωρητικού τύπου, σε κομματικό, αποστειρωμένο
περιβάλλον. Στην πραγματικότητα δεν την αντιμετωπίζει αυτήν τη τάση του ρεφορμισμού.
Στο κομμουνιστικό κίνημα είναι γνωστό ότι ο ρεφορμισμός σαν μια αστική τάση συμβιβασμού με
το σύστημα αναπαράγεται διαρκώς με διαφορετικούς όρους και μορφές σαν αποτέλεσμα της
ταξικής πάλης. Και η ανάπτυξή της έχει να κάνει εκτός των άλλων και κυρίαρχα από το επίπεδο
ιδελογικοπολιτικής συγκρότησης της εργατικής τάξης και των επαναστατικών δυνάμεων.
Απέναντι σε αυτό το ζήτημα τι κάνει το ΚΚΕ;
Εξάλλου είναι τυχαίο ότι είναι βασικός τροφοδότης αυτού το ρεύματος; Ή μήπως αυτό είναι το
πρόβλημά του; Δηλαδή, το πώς θα ανακόψει δική του τάση και γι’ αυτό αποφεύγει τη
συνεργασία μαζί του. Τι εννοούμε;
Το ΚΚΕ για ένα μεγάλο διάστημα, μιλάμε από τη μεταπολίτευση και μετά, είχε αναλάβει το ρόλο
του αριστερού αναχώματος για το σύστημα και του επίσημου συνομιλητή με αυτό.
Η ρήση του Μίκη που έκφραζε τότε το ΚΚΕ, “Καραμανλής ή τανκς” και για τον αριστερο-
χουντισμό, καθορίζει το ρόλο του ΚΚΕ σαν το όριο της Αριστεράς και από κει και πέρα “τα δυο
άκρα συναντώνται”. Το μεγαλύτερο κομμάτι του ρεφορμισμού εκφραζόταν μέσα από το ΚΚΕ
που με την πλάτη της Σοβιετικής Ενωσης είχε τον αέρα κόμματος “εξουσίας”.

...Γι αυτό και το ΚΚΕεσωτ. αδυνατούσε να διαδραματίσει σοβαρό ρόλο στη συνδιαχείριση. Ολα
αυτά ανατράπηκαν με τη διάλυση της ΣΕ.
Η κυριαρχία του καπιταλισμού δεν επεδίωκε τη συνεργασία με καμιά Αριστερά, πολύ
περισσότερο όταν στερούνταν στηριγμάτων (ΣΕ). Το ρόλο του συνομιλητή ανέλαβε ο ΣΥΝ,
έχοντας σαφώς μια πολιτική πιο διαχειριστική, πιο συμβιβαστική. Ομως αυτός ο ρόλος δεν
ήταν, λόγω αντικειμενικών συνθηκών, της ίδιας βαρύτητας και κύρους με αυτόν που είχε πριν
το ΚΚΕ. Γι' αυτό και στις βουλευτικές εκλογές κατάφερνε άλλοτε να βρίσκεται στο Κοινοβούλιο,
άλλοτε όχι, με την ανοιχτή πριμοδότηση του συστήματος.
Το ρόλο αυτό τον επιζητεί ήδη το ΚΚΕ, όμως αντιλαμβανόμενο ότι και οι αντικειμενικές
συνθήκες δεν ευνοούν - κυριαρχία του καπιταλισμού με εξαφάνιση της πλάτης της ΣΕ αλλά και
το ίδιο δεν έχει ακόμη την υποκειμενική δυνατότητα από άποψη δυνάμεων να το επιτύχει
άμεσα. Η πρόταση για το Μέτωπο που αποφάσισε το 16ο Συνέδριο αυτόν ακριβώς το στόχο
εξυπηρετεί. Οπως και ο τωρινός στόχος για την ανασυγκρότηση και η ισχυροποίηση του
κόμματος σ' αυτή την κατεύθυνση εξυπηρετεί. Προϋπόθεση γι' αυτό αποτελεί η αποδυνάμωση
του ΣΥΝ. Οπως επίσης και η συγκρότηση ενός διεθνούς κομμουνιστικού πόλου, που μόνο το ΚΚΕ
μπορεί να φανταστεί, σε αντιστάθμισμα της απώλειας της πλάτης της ΣΕ.
Η ανάληψη αυτού του ρόλου, κάτω βεβαίως από διαφορετικούς όρους στη σημερινή πολιτική
κατάσταση, αποτελεί στρατηγικό στόχο του συνόλου της ηγεσίας του ΚΚΕ. Οι όποιες
διαφοροποιήσεις και συνεπώς η συγκρότησή τους σε διαφορετική τάση στα πλαίσιά του έχει να
κάνει με την ανυπομονησία και συνεπώς την πίεση που ασκούν τα μικρομεσαία στρώματα που
εκφράζονται μέσα στο κόμμα αλλά και το κομμάτι που εκπροσωπεί την εργατική,
συνδικαλιστική αριστοκρατία και τμήματα της διανόησης. Οι δυνάμεις αυτές ασκούν πίεση για
άνοιγμα των συνεργασιών με μεγαλύτερα βήματα, καθ' ότι η πολιτική του απομονωτισμού και
του αριστερού κομμουνιστικού προφίλ ούτε σε επίπεδο συμμαχιών περπάτησε αλλά ούτε σε
επίπεδο ψήφων ή ανάπτυξης κομματικών δυνάμεων καρποφόρησε. Και η αδημονία, η
ανυπομονησία να βγουν από τον απομονωτισμό και να βρεθούν μέσα στις εξελίξεις που τρέχουν
για να διαμορφώσουν σχέσεις και όρους για να αναλάβουν αυτό το ρόλο σίγουρα θα οδηγήσει
σε μεγαλύτερη αντιπαράθεση στο εσωτερικό του ΚΚΕ. Το σίγουρο είναι ότι οι πολιτικές
συνθήκες και διεθνώς αλλά και στη χώρα μας δεν ευνοούν την πρόκριση σε κόμμα από τις δύο
τάσεις, με αποτέλεσμα να μην αναμένεται ουσιαστική αλλαγή όσον αφορά την κυρίαρχη
πολιτική γραμμή που εκφράζει επίσημα το ΚΚΕ.
Οπωσδήποτε η ανάδειξη στην ηγεσία του ΣΥΝ του Αλαβάνου, που ήταν παλιό ηγετικό στέλεχος
του ΚΚΕ, θα επηρεάσει τις εξελίξεις, εντείνοντας αυτή την αντιπαράθεση στο εσωτερικό του
ΚΚΕ.
"Αν το κόμμα δεν είχε αυτή τη γραμμή πάλης και συσπείρωσης και είχε υποχωρήσει στις πιέσεις
που κατά καιρούς είχε δεχτεί και δεν είχε αποφασιστικά αντιμετωπίσει μια σειρά ταλαντεύσεις
που αναπόφευκτα εκδηλώνονται μέσα στις δυσκολίες του αγώνα, δεν θα είχαμε αυτές τις
θετικές διεργασίες και εξελίξεις" (Γόντικας, ΚΟΜΕΠ).
Αυτή είναι η άποψη της κυρίαρχης γραμμής, μένει να δούμε πώς θα εκφραστεί και η άλλη τάση.
Πάντως, η μάχη ενάντια στον ΣΥΝ δείχνει να κυριαρχεί στο ζήτημα των συνεργασιών του ΚΚΕ.
Φεύγοντας από το ζήτημα του ΣΥΝ, ας δούμε πώς βλέπει το ΚΚΕ συνολικότερα το ζήτημα του
κινήματος και τη σχέση του με το κόμμα. Θα αναφερθούμε σε δύο πλευρές του ζητήματος, όχι
ότι δεν υπάρχουν και άλλες, αλλά νομίζουμε ότι δείχνουν το πνεύμα και την αντίληψή του.
Η μία αφορά την αντίληψη του ΚΚΕ να θεωρεί κίνημα ό,τι βρίσκεται στις παρυφές του ΚΚΕ, του
ΠΑΜΕ και σε ό,τι το ΚΚΕ αντιλαμβάνεται σαν χώρο για τη συγκρότηση του Μετώπου.
Η άλλη αφορά την αντίληψή του ότι χωρίς την ισχυροποίηση του ΚΚΕ κίνημα δεν αναπτύσσεται.
Αντιλήψεις που διατρέχουν στο σύνολό του το κείμενο των θέσεων για το 17ο Συνέδριο. Παρά
την όποια αριστερή φρασεολογία για ισοτιμία στα πλαίσια του κινήματος, για διάκριση ανάμεσα
στο κόμμα και το κίνημα κ.ά., η καθημερινή πρακτική του δείχνει να είναι τελείως αντίθετη
προς αυτά.
Ας δούμε, για παράδειγμα, πώς κινήθηκε στη διάρκεια του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία. Οι
ενέργειές του ήταν εντελώς κομματικές στο όνομα του κινήματος. Τόσο οι ανοιχτές
συγκεντρώσεις και ο αποκλεισμός του λιμανιού της Θεσσαλονίκης όσο και οι ενέργειες
εντυπωσιασμού ομάδας κομματικών μελών (σταμάτημα τρένων, συγγραφή συνθημάτων σε
ΝΑΤΟϊκές φάλαγγες οχημάτων κ.ά). Σε καμιά περίπτωση δεν ανέδειξε αυτό το
αντιιμπεριαλιστικό, αντιπολεμικό ζήτημα σε ανοιχτές, μαζικές, κινηματικές διαδικασίες και για
να του δώσει το πολιτικό νόημα που είχε αλλά και για να βοηθήσει έναν κόσμο να
ενεργοποιηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Ανέλαβε εργολαβικά, ερήμην του κινήματος αλλά
στο όνομά του, να προωθήσει όποιες ενέργειες έκρινε αυτό ότι βοηθούν όχι το κίνημα αλλά την
κομματική του συγκρότηση.
Με ανάλογο τρόπο κινήθηκε, όπως ήδη αναφερθήκαμε, και στα ζητήματα της Συνόδου Κορυφής
στη Θεσσαλονίκη αλλά και στον πόλεμο στο Ιράκ. Αλλά και σε άλλα, όπως π.χ. εργατικά, με
ανάλογο τρόπο κινείται. Ας θυμηθούμε τον εορτασμό της 1ης Μάη όπου ο "Ρ" ανακοίνωσε τον
τόπο συγκέντρωσης χωρίς να ρωτηθούν ούτε οι συμμετέχοντες στο ΠΑΜΕ, ενώ όταν η ΓΣΕΕ
ανακοίνωσε τον ίδιο τόπο συγκέντρωσης (Σύνταγμα), πάλι μόνο του το ΚΚΕ αποφάσισε να
μετακομίσει στο Πεδίο του Αρεως, πάντα βέβαια στη λογική της ανάπτυξης εργατικού ταξικού
κινήματος, ερήμην του. Τέλος, να φτάσουμε στο αποκορύφωμα της τελευταίας απεργίας που
αποφάσισε το ΠΑΜΕ (δηλ. το ΚΚΕ) στις 9/12 για τον προϋπολογισμό, χωρίς να ρωτηθεί και να
αποφασίσει κανένα σωματεία, αλλά μετά την απόφαση έπρεπε να την επικυρώσει μέσα από τις
σφραγίδες των σωματείων που ελέγχει.
Αυτή είναι η λογική ανάπτυξης του κινήματος για το ΚΚΕ. Παίρνει αποφάσεις στο όνομα του
κινήματος το οποίο προσδιορίζει σαν το χώρο εμβέλειας γύρω από την κομματική του επιρροή,
άντε και όσους συμμετέχουν στο ΠΑΜΕ. Οσοι βρίσκονται έξω από αυτή την εμβέλεια και δεν
αποδέχονται την πολιτική του πλατφόρμα, αν δεν είναι δυνάμεις της αντίδρασης (ΣΥΝ,
αντιεξουσιαστικός χώρος), σίγουρα είναι εκτός κινήματος και κινούνται σε λάθος κατεύθυνση.
Οσο για τις πλατιές λαϊκές μάζες που δεν πείθονται και δεν συσπειρώνονται γύρω από την
κινηματική αντίληψη του ΚΚΕ, τότε αυτές κατακεραυνώνονται και απομονώνονται αφού είναι
άξιοι της μοίρας τους και δεν εμπιστεύονται το ΚΚΕ που κάνει τόσα γι' αυτούς έστω και χωρίς τη
γνώμη τους.
Η συλλογιστική είναι ξεκάθαρη. Είναι στο χέρι σας να αλλάξετε την κατάστασή σας.
Εμπιστευτείτε, ψηφίστε το ΚΚΕ. Αν δεν το κάνετε, είστε άξιοι της μοίρας σας και σας αξίζει να
πάθετε τα χειρότερα για να συμμορφωθείτε σ' αυτά που σας λέει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ κάνει το
σωστό, η ευθύνη πέφτει στις λαϊκές μάζες. Σαν απόρροια αυτής του της αντίληψης για το
κίνημα έχει την εκτίμηση ότι, αν δεν ισχυροποιηθεί το κόμμα, κίνημα δεν αναπτύσσεται.
Για το ΚΚΕ οι έννοιες κόμμα και κίνημα συγχέονται. Σε κάποιες πλευρές ταυτίζονται, ενώ σε
κάποιες άλλες η μία (κίνημα) βρίσκεται υπό τον αυστηρό έλεγχο της άλλης (κόμμα).
Κατά την άποψή του το κίνημα, υπό την επίδραση των αστικών αντιλήψεων και ιδεολογίας,
βρίσκεται σε σύγχυση, έχει αποπροσανατολιστεί. Το ΚΚΕ έχει για λογαριασμό του έτοιμο και το
στρατηγικό στόχο και την τακτική του. Είναι η ανάληψη της λαϊκής εξουσίας και της
εγκαθίδρυσης ενός σοσιαλιστικού μοντέλου μπρεζνιεφικού τύπου της πρώην ΣΕ με κάποιες
μικροβελτιώσεις μέσω μιας κοινωνικοπολιτικής συμμετοχής της εργατικής τάξης με
μικρομεσαίους αγρότες. Τι μένει; Η συσσώρευση δυνάμεων σε αυτή τη συμμαχία. Κατά
συνέπεια, ο προσανατολισμός του κινήματος είναι δοσμένος, αρκεί αυτό, δηλαδή οι
εργαζόμενοι και οι λαϊκές μάζες, να πειστούν και να τον ακολουθήσουν.
Το ΚΚΕ, παρ' όλο που το επικαλείται στα λόγια, αρνείται να αποδεχτεί στην πράξη ότι το κίνημα
είναι μια ευρύτερη έννοια και είναι το αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Και σαν τέτοιο είναι
αποδέκτης ενός συνόλου αντιλήψεων και ιδεολογιών και συνεπώς πρέπει να έχει τη δική του
αυτοτέλεια, ανεξαρτησία, οργάνωση.
Και το αρνείται γιατί στην πραγματικότητα το κίνημα, ένα τέτοιο κίνημα, το φοβάται. Το
φοβάται γιατί στα πλαίσια αυτού του κινήματος κάθε άποψη κρίνεται καθημερινά και στην
πράξη για την ορθότητά της και δεν είναι a priori αποδεκτή σαν τέτοια.
Το φοβάται γιατί ο αποπροσανατολισμός και η αποϊδεολογικοποίηση του κινήματος και της
εργατικής τάξης δεν αφορά μόνο την επίδραση της αστικής ιδεολογίας αλλά και κυρίως την
απόρριψη του μοντέλου σοσιαλιστικής ανάπτυξης που πρεσβεύει το ΚΚΕ και την αναζήτηση νέου
και κατά συνέπεια τη συγκρότηση εκ νέου της εργατικής τάξης σαν πρωτοπόρας δύναμης
οικοδόμησης αυτού του... σοσιαλισμού. Και κάτι τέτοιο το ΚΚΕ ούτε θέλει ούτε μπορεί, απ' ό,τι
δείχνουν τα πράγματα, να το αποδεχτεί.
Προτιμάει λοιπόν ν' αναπτύξει ένα είδος κινήματος πλήρως ελεγχόμενο από τις αντιλήψεις του,
σε αντίθεση και αντιπαράθεση με ό,τι προσπαθιέται να οικοδομηθεί στο σύνολο αριστερών και
προοδευτικών δυνάμεων, οργανωμένων και μη, εκτός του ΚΚΕ. Κάνει πως αδυνατεί ν'
αντιληφθεί ότι μια τέτοια τακτική απέναντι στο κίνημα είχε ολέθριες συνέπειες στο πρόσφατο
παρελθόν τόσο για το ίδιο το ΚΚΕ όσο κυρίως για το κίνημα και ότι μια ανάλογη τακτική στις
σημερινές συνθήκες είναι αδιέξοδη.
Με αυτή τη λογική εξακολουθεί να αυτοχρίζεται ο εκπρόσωπος της κομμουνιστικής Αριστεράς.
Είναι όμως έτσι;
"Το ΚΚΕ ογδόντα έξι χρόνια (1918-2004) παραμένει σταθερό, ακλόνητο στην υπηρεσία της
εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων". Με αυτή τη θέση-αξίωμα ξεκινούν
εισηγητικά οι θέσεις του ΚΚΕ για το 17ο Συνέδριο. Με αυτή την αξιωματική αντίληψη η ηγεσία
του ΚΚΕ σαν να έχει κληρονομήσει επί 86 συναπτά έτη την ιστορία του κομμουνιστικού κόμματος
στη χώρα μας. Θεωρεί αυθαίρετα ότι αποτελεί τη συνέχεια του παλιού ΚΚΕ και καπηλεύεται
τους αγώνες ενός ολόκληρου κινήματος, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι η πολιτική γραμμή που
προβάλλει εδώ και πολύ καιρό αποτελεί την αδιάλειπτη συνέχεια της επαναστατικής γραμμής
του παλιού ΚΚΕ.
Ας δούμε λοιπόν σύντομα πόσες φορές αυτή η γραμμή διακόπηκε, ανατράπηκε από το
ρεφορμισμό, τον οπορουνισμό, το συμβιβασμό σε περισσότερες από μια εκδόσεις.
Η άνοδος του Χρουστσόφ, το '55, σηματοδοτεί την κυριαρχία στο ΚΚΣΕ και τη διακυβέρνηση της
ΣΕ από τους ρεβιζιονιστές. Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, υιοθετώντας τη θεωρία του παλλαϊκού
κράτους, διέλυσε ουσιαστικά το ΚΚΣΕ, αναμορφώνοντάς το στα μέτρα του, και υπαγόρευσε την
ανατροπή στις ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων. Η 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ, μέσα από
"εκκαθαρίσεις" της πλειοψηφίας των διαφωνούντων κομμουνιστών, με την καθαίρεση του
Ζαχαριάδη και την εγκατάσταση της κλίκας Κολιγιάννη-Παρτσαλίδη, επικυρώνει τη ληξιαρχική
πράξη της γέννησης του ΚΚΕ. Αυτός είναι ο κρίκος που "συνδέει" (σύμφωνα με τα λεγόμενα της
σημερινής ηγεσίας) το σημερινό ΚΚΕ με την ιστορία και που διασφαλίζει την "αδιάσπαστη
συνέχεια" του ΚΚΕ απ' το 1918 μέχρι σήμερα. Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και η 6η Ολομέλεια
αποτελούν και σήμερα σημεία τριβής με αρκετά μέλη, στελέχη και οπαδούς του ΚΚΕ, όπως
φαίνεται από τα γράμματα συμμετοχής στη συζήτηση για το 17ο Συνέδριο που γίνεται στον "Ρ".
Στο σύνολό τους ζητούν την αποκήρυξη του 20ού Συνεδρίου και της 6ης Ολομέλειας με
αποκατάσταση του Ζαχαριάδη. Κατά τη γνώμη μας, δεν θα αρκούσε μια φραστική αποκήρυξη.
Αν ήθελε να είναι στοιχειωδώς πειστικό, θα έπρεπε να προχωρήσει σε μια ολόπλευρη,
ουσιαστική και σε βάθος αυτοκριτική τόσο γι' αυτά όσο και για το σύνολο της πολιτικής που
αυτά ενέπνευσαν, υπαγόρευσαν και καθόρισαν την πολιτική του ΚΚΕ για δεκαετίες. Και φυσικά
ν' αλλάξει σημαντικά πράγματα στη φυσιογνωμία όσο και στα χαρακτηριστικά του.
Η ανατροπή αυτή είχε ολέθριες συνέπειες στο αριστερό λαϊκό κίνημα της χώρας μας.
Κυριάρχησαν τα πιο οπορτουνιστικά στοιχεία, που προχώρησαν στη διάλυση των παράνομων
οργανώσεων στην Ελλάδα. Δηλαδή στη διάλυση του ίδιου του ΚΚΕ. Παρέμεινε μια ηγεσία χωρίς
κόμμα. Υιοθέτησε και προώθησε την πολιτική της ταξικής συνεργασίας και του συμβιβασμού με
τις αστικές δυνάμεις, οδηγώντας στον εκφυλισμό της ΕΔΑ τη νόμιμη τότε πολιτική έκφραση των
δυνάμεων της Αριστεράς.
Το '64 ανατρέπεται ο Χρουστσόφ και στη θέση του ανεβαίνει ο Μπρέζνιεφ. Το '68 γίνεται η
εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Μια σειρά κόμματα διαφωνούν και καταγγέλλουν, αλλά
διασπώνται, ανάμεσά τους και το ΚΚΕ. Η πλειοψηφία των στελεχών που βρίσκεται στο
εσωτερικό της χώρας καταγγέλλει και συντάσσεται με το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, ενώ η
πλειοψηφία των ευρισκομένων στις ανατολικές χώρες μένουν με την μπρεζνιεφική πλευρά. Οι
πρώτοι συγκροτούν το ΚΚΕεσωτερικού (μετέπειτα ΕΑΡ-ο σημερινός ΣΥΝ) και χαρακτηρίζουν
τους άλλους σαν ΚΚΕεξωτερικού, χαρακτηρισμό που οι δεύτεροι θεωρούν προβοκατόρικο και
αυτονομάζονται ΚΚΕ. Αυτή είναι η δεύτερη σημαντική εξέλιξη στην πορεία του σημερινού ΚΚΕ
από το '56. Στην ηγεσία του προωθείται ο Χ. Φλωράκης που δεν είχε φθαρεί στη διαδικασία της
6ης Ολομέλειας.
Το ΚΚΕ συνέχισε να είναι ένα ρεφορμιστικό κόμμα του ταξικού συμβιβασμού και της
συνεργασίας με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και ταυτόχρονα ένα κόμμα εξαρτημένο και στην
υπηρεσία της πολιτικής της ΣΕ. Χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής της πολιτικής του είναι:
Στη διάρκεια της δικτατορίας ('67-74) βασικό χαρακτηριστικό της γραμμής του, ο
προσανατολισμός συνεργασίας με αστικές δυνάμεις (πεφωτισμένη Δεξιά) για την ανατροπή της
δικτατορίας και την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής κυριαρχίας (π.χ. η στάση του στο
Πολυτεχνείο). Με την πτώση της δικτατορίας διατυπώνει την πρόταση για κυβέρνηση "εθνικής
ενότητας" υπό τον Καραμανλή. Η άποψη "Καραμανλής ή τανκς" προβλήθηκε από τον Μίκη και
όχι από το ΚΚΕ, όμως έκφρασε ακριβώς την "αντιδικτατορική" διάθεση που χαρακτήριζε τότε
όλο το ρεφορμιστικό φάσμα.

Η πολιτική του απέναντι στο ΠΑΣΟΚ. Το ΚΚΕ είδε στο ΠΑΣΟΚ το σύμμαχο για τη μεγάλη αλλαγή.
Από όταν αυτό έγινε κυβέρνηση, το '81, μέχρι το '85, το ΚΚΕ είχε τη γραμμή της ενότητας για
αλλαγή.

Το '89, με την υπόθεση της "κάθαρσης" και την επιστροφή της Δεξιάς στην εξουσία μέσα από τη
συγκυβέρνηση.

Το '91, διάσπαση του ΚΚΕ με την κατάρρευση των "πρώην σοσιαλιστικών χωρών" και
δημιουργία του ΝΑΡ. Σημειωτέον ότι το '82 πεθαίνει ο Μπρέζνιεφ και στην ηγεσία της ΣΕ και του
ΚΚΣΕ ανέρχεται το '85 ο Γκορμπατσόφ και σχεδόν αμέσως ξεκινάει η περεστρόικα. Σύσσωμη η
ηγεσία του ΚΚΕ χαιρέτισε την περεστρόικα με τον ίδιο ενθουσιασμό που είχε χαιρετίσει
παλιότερα το 20ό Συνέδριο.

Συμπερασματικά λοιπόν να πούμε ότι το ΚΚΕ της περιόδου '55, '68, '91 όχι μόνο δεν είναι η
συνέχεια του παλιού ΚΚΕ, αλλά η πλήρης, καθολική και απόλυτη άρνησή του. Ενώ αξίζει να
σημειώσουμε το παράδοξο στην ανασυγκρότηση του ΚΚΕ από το 1968 (με το Φλωράκη) να
γίνεται στη βάση μιας "κομμουνιστικής" φρασεολογίας και διακηρύξεων που συγκαλύπτουν μια
δεξιά οπορτουνιστική γραμμή.
Το ΚΚΕ είναι το κόμμα της εργατικής τάξης επειδή ήταν κάποτε και επειδή συνεχίζει να είναι
μέσα από μια "ενιαία και αδιάσπαστη πορεία". Αυτή η αντίληψη κυριαρχεί στην ηγεσία του ΚΚΕ.
Για το πόσο ενιαία και αδιάσπαστη ήταν η πορεία του αναφερθήκαμε σύντομα πιο πάνω. Ομως
το ζήτημα που τίθεται είναι άλλο: Θα μπορούσε να πει κάποιος πως πρόκειται για πολιτικάντικη
λογική μέσω της οποίας προσπαθεί, προβάλλοντας περγαμηνές, να κερδίσει οπαδούς (και
ψήφους). Πέρα από αυτό είναι και κάτι περισσότερο. Κατά τη γνώμη μας το κόμμα είναι από μια
άποψη η ζωντανή και συνεχώς εξελισσόμενη σχέση πρωτοπορίας-τάξης μέσα στη συνεχώς
εξελισσόμενη ταξική πάλη. Σαν τέτοια, ούτε ορίζεται άπαξ και διαπαντός ούτε φυσικά
"κληροδοτείται". Αυτή όμως η θεώρηση βάζει προβλήματα. Πρώτα και κύρια, την αναγνώριση
από το ΚΚΕ ότι το αν είναι ή δεν είναι το κόμμα του προλεταριάτου αυτό είναι κάτι που πρέπει
να επαληθεύεται καθημερινά και δεν "ορίζεται" εξ οφίτσιο. Δεύτερο, πρέπει να
επαναπροσδιοριστεί σε ένα σύνολο ζητημάτων που θέσαμε παραπάνω και αφορούν την πορεία
του και τη γραμμή του.

Κλείνοντας το αφιέρωμα στο συνέδριο του ΚΚΕ, στο τέταρο μέρος κάνουμε αναφορά στις θέσεις
του όσον αφορά τη στρατηγική και την ταχτική που προκρίνει για να προωθήσει την πολιτική
του, ενώ αναφερόμαστε και σε θέματα όπως το ΠΑΜΕ, ο χαρακτήρας της αλλαγής που κατά το
ΚΚΕ στην Ελλάδα πρέπει να προβληθεί, καθώς και στις απόψεις του για την αλληλεγγύη στην
πάλη των λαών και το διεθνισμό.

Και τέλος ένα τρίτο, ότι πρέπει να επιχειρήσει να μπει στη διαδικασία απαντήσεων σε ζητήματα
που έχουν τεθεί για το κίνημα και στη βάση των σημερινών απαιτήσεων. Μόνο που το ΚΚΕ, με
βάση την πορεία που αναφέραμε, ούτε θέλει ούτε μπορεί να κάνει τίποτα από αυτά. Θεωρεί ότι
μπορεί να πορευτεί με την “προίκα” που νομίζει ότι έχει. Ομως αυτή η αντίληψη σύντομα θα
οδηγήσει σε αδιέξοδα.
Ενα τελευταίο ζήτημα που αφορά τόσο την ανασυγκρότηση του ΚΚΕ αλλά και μέσω αυτής, την
προώθηση του μετώπου, είναι το ζήτημα της τακτικής και της στοχοθεσίας του. “Επρεπε να
επιδειχτεί η αναγκαία απαιτητικότητα, με πειστικό και συντροφικό τρόπο, για την απαλλαγή των
στελεχών από αντιλήψεις και πρακτικές που δεν αντιστοιχούν στο χαρακτήρα του
αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού αγώνα. Ο αγώνας αυτός σήμερα είναι πιο βαθύς και πιο
στενά δεμένος με τον αγώνα κατά του καπιταλισμού, πιο στενά δεμένος, κάτω από
προϋποθέσεις, με το πέρασμα στο σοσιαλισμό” (Θέσεις, σελ. 30).
Στο σύνολο των θέσεων για το 17ο Συνέδριο είναι εμφανής η προσπάθεια να ξεκαθαρίσει στο
κόμμα ποια είναι η στρατηγική και ποια η τακτική του. Υπάρχει μια γενική σύγχυση σε αυτό το
ζήτημα, τόσο στις Θέσεις όσο και στον προσυνεδριακό διάλογο.
Ο Γόντικας στην ΚΟΜΕΠ το θέτει πιο ξεκάθαρα:
“Από πού λοιπόν θα ξεκινήσουμε; Ποιος είναι ο κρίκος, ποιο ή ποια είναι τα κεντρικά
προβλήματα που από τη λύση τους καθορίζεται η γενική και συνολική ισχυροποίηση του
κόμματος;”.
Για να απαντήσει παρακάτω:
“Αφορά σε γενικές γραμμές τη σωστή σύνδεση στρατηγικής - τακτικής ή, ακριβέστερα, την
υποταγή της τακτικής στη στρατηγική”.
Προσπαθώντας να ερμηνεύσει πού οφείλεται αυτή η σύγχυση, την αποδίδει, πέρα από τις
αντικειμενικές δυσκολίες, στα σοβαρά θεωρητικά κενά και στο ότι “βαραίνουν μια σειρά
αντιλήψεις που διαμορφώθηκαν σε άλλες συνθήκες πάλης και παραμένουν ισχυρές και κυρίως
αντιλήψεις που απολυτοποιούν την τακτική έναντι της στρατηγικής”.
Προτείνει λοιπόν η ανασυγκρότηση του κόμματος να γίνει με τη συσπείρωση δυνάμεων “σε
γραμμή ρήξης και ανατροπής με στόχο τη λαϊκή εξουσία και το σοσιαλισμό” (και τα δύο) με μια
τακτική που θα έχει δύο κατά βάση άξονες: “α) Θα εδραιωθεί και θα εξασφαλιστεί η πολιτική
πάλη ως κεντρικός άξονας της δράσης όλου του κόμματος. Τα συνθήματα της ανυπακοής, της
απειθαρχίας, της ρήξης, της προοπτικής της λαϊκής εξουσίας πρέπει να αποτελούν την ουσία του
αγώνα ως ζωντανή απάντηση στις σημερινές ανάγκες του λαού για δουλειά, για να βγει από τα
αδιέξοδα της ανεργίας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης που τον οδηγεί αναπόφευκτα ο,
εξαγριωμένος από την κρίση και τα αδιέξοδα, καπιταλισμός”, “ β) Θα κατακτήσουμε την
ικανότητα να οργανώνουμε και να βάζουμε σε κίνηση πλατιές λαϊκές μάζες, μαζί με συμμάχους
αναπτύσσοντας τις υποδομές που θα συνενώνουν τη λαϊκή πάλη ( ... ) Η ριζοσπαστικοποίηση
των μαζών δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με ριζοσπαστικά συνθήματα και αιτήματα που να
ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες τους και να είναι ενταγμένα ή να απορρέουν από το
πρόγραμμα του κόμματος. Για παράδειγμα το αίτημα για 1.100 ευρώ κατώτερο μισθό ή 44 ευρώ
κατώτερο μεροκάματο και 800 ευρώ κατώτερη σύνταξη είναι αίτημα που απαντά σήμερα στη
βασική ανάγκη της εργατικής οικογένειας για μια κάπως αξιοπρεπή ζωή. Είναι ταυτόχρονα
αίτημα-σύνθημα σύγκρουσης, ρήξης με τη γραμμή της μεγαλοεργοδοσίας. Είναι όμως
ταυτόχρονα και κρίκος συσπείρωσης, οργάνωσης, συμμαχιών, ταξικής συνειδητοποίησης, βήμα
για την ενότητα της εργατικής τάξης απέναντι στην ενιαία οργανωμένη δύναμη του κεφαλαίου.
Ανάλογα παραδείγματα μπορούμε να αναφέρουμε σε όλους τους βασικούς τομείς που αφορούν
τη ζωή της εργατικής τάξης, των μικρομεσαίων, της αγροτιάς (δωρεάν υγεία, παιδεία,
παραγωγικός συνεταιρισμός κ.λπ.)”.
Ενώ στο άρθρο του “Ρ” (5.12.04) διευκρινίζει ότι: “Το πρόβλημα που θέτουν οι θέσεις είναι ότι
συνήθως περιορίζεται η πάλη μόνο στα προβλήματα που γεννιούνται από τις συγκεκριμένες
συνθήκες στις οποίες δουλεύουν και ζουν τα διάφορα τμήματα της εργατικής τάξης, των ΕΒΕ,
της αγροτιάς κ.λπ. με εξαίρεση μεγάλες πολιτικές μάχες. Με αυτή την αντίληψη, “συσπείρωση
στο πρόβλημα” δεν ανοίγεται προοπτική, δεν ανοίγεται μέτωπο απέναντι στην πολιτική που
γεννά και οξύνει τα προβλήματα”.
“Το ζήτημα που αναδείχνει η ΚΕ σε ό,τι αφορά τη σχέση στρατηγικής και τακτικής βρίσκεται
ακριβώς στο ότι πρέπει να μπει στην πρώτη γραμμή της πάλης η γενική πολιτική που γεννά το
σύνολο των προβλημάτων της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων”.
Ας προσπαθήσουμε να δούμε τι κρύβεται πίσω από το πρόβλημα της σχέσης στρατηγικής-
τακτικής που θέτει το ΚΚΕ.
Καταρχήν η κύρια πλευρά στη σύγχυση, που είναι και αυτή που γεννά το όλο πρόβλημα, είναι το
μη ξεκάθαρο του άμεσου στρατηγικού στόχου. Είναι η λαϊκή εξουσία μέσω του μετώπου; Είναι ο
σοσιαλισμός; Και τότε το μέτωπο τι ρόλο έχει; Ομως το μπέρδεμα δεν είναι δικό μας. Το θέτει ο
Β. Καλαματιανός (μέλος της ΚΕ) στο προσυνεδριακό διάλογο (“Ρ” 26.12.04).
“Επομένως δεν πρέπει να απομακρυνθούμε από το στόχο του Προγράμματος για τη συγκρότηση
ΑΑΔΜ που είναι ευρύτερη κοινωνικο-πολιτική συμμαχία, με στόχο κυβέρνηση και
προγραμματικές κατευθύνσεις. Υπάρχει βέβαια το ερώτημα, το ΚΚΕ δε θα προβάλλει το
στρατηγικό του στόχο, το σοσιαλισμό; Σε αυτό δεν μπορεί να υπάρχει δεύτερη γνώμη, ναι. Το
ζήτημα είναι πώς προβάλλεται, σαν στόχος ζύμωσης και προοπτικής ή σαν άμεσος στόχος. Αν
προβάλλεται όπως το προηγούμενο διάστημα, σαν άμεσος στόχος, αντικειμενικά δεν αφήνει
χώρο για ΑΑΔΜ, θα είναι ταμπέλα που μπερδεύει και αντικειμενικά δεν φέρνει πιο κοντά το
σοσιαλισμό, αλλά τον απομακρύνει”.
Στην πραγματικότητα, εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Ομως ας δούμε την πλευρά που θέτει το
ΚΚΕ, την προβολή της πάλης ενάντια στη γενική πολιτική. Από μια γενική άποψη θα μπορούσαμε
να πούμε ότι συμφωνούμε.
Καταρχάς, σε ένα προηγούμενο διάστημα τέτοια άποψη δεν ετίθετο από το ΚΚΕ. Οσες φορές
έμπαινε σε μαζικούς χώρους από εμάς, η αντιμετώπιση ήταν εντελώς αντιδραστική. Γι’ αυτό
εξάλλου αναφέρεται ο Γόντικας στις παλιές διαμορφωμένες αντιλήψεις σε άλλες συνθήκες
πάλης. Και σήμερα που τίθεται από τη μεριά του ΚΚΕ, κάθε άλλο παρά προς την κατεύθυνση της
πολιτικοποίησης οδηγεί. Αλλοτε χρησιμοποιείται σαν άλλοθι για την αντίκρουση συνεργασιών σε
πολιτικά ζητήματα, όπως ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία και στο Ιράκ, η Σύνοδος της
Θεσσαλονίκης, η επίσκεψη Κλίντον κ.ά., σαν όρος για να δικαιολογήσει τον απομονωτισμό του.
Αλλοτε πάλι αποδυναμώνεται, κυρίως στους μαζικούς χώρους (εργατικούς, νεολαίας κ.ά.),
κάτω από τη σύνθλιψη του από ένα κατάλογο δευτερευόντων και τριτευόντων αιτημάτων.
Η προβολή μιας τέτοιας θέσης για να μπορεί να πολιτικοποιεί το κίνημα θα πρέπει να προκρίνει
μια κυρίαρχη άποψη και να βοηθάει να κατανοήσουν οι λαϊκές, οι εργαζόμενες δυνάμεις ποιος
είναι ο υπεύθυνος για τα προβλήματά τους και την εκμετάλλευσή τους. Παράλληλα θα πρέπει να
λειτουργεί σε μια προσπάθεια σύγκλισης. Ενα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η κινητοποίηση του
Απρίλη του 2001 που ανάγκασε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ να αποσύρει το αντιασφαλιστικό
νομοσχέδιο.
Εχει ιδιαίτερη σημασία το πλαίσιο των διεκδικήσεων, αιτημάτων μέσα από το οποίο προβάλλεται
και δένει αυτή η ανάδειξη του βασικού πολιτικού στόχου.
Κάθε αίτημα για να κερδηθεί δεν αρκεί να απαντάει σε μια αναγκαιότητα. Απαιτείται πάνω απ’
όλα ο κατάλληλος συσχετισμός δύναμης καθώς και η ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.
Ποιος είναι ο χαρακτήρας των αιτημάτων, των στόχων του ΚΚΕ. Να είναι ριζοσπαστικά, να
προωθούν την ανυπακοή, την απειθαρχία, γιατί έτσι θα ριζοσπαστικοποιηθούν οι μάζες και θα
συσπειρωθούν. Στόχοι, αιτήματα επιθετικά που να εξυπηρετούν “τις σύγχρονες ανάγκες” των
εργαζομένων όπως το 35ωρο, τα 1.100 ευρώ αύξηση, η ελάφρυνση η φορολογική των
μικρομεσαίων με επιβάρυνση του μεγάλου κεφαλαίου, η δημιουργία δημόσιου φορέα υγείας
παιδείας κ.λπ.
Το συγκεκριμένο αυτό πλαίσιο διεκδίκησης όπως προβάλλεται από το ΚΚΕ προβάλλεται σαν
άμεσος στόχος. Και το ερώτημα που τίθεται είναι από ποιους και σε ποιες συνθήκες. Ποια είναι
λοιπόν η εκτίμηση για τη φάση που βρίσκεται το κίνημα σήμερα:
Εμείς εκτιμούμε ότι η εργατική τάξη και το κίνημα βρίσκεται κάτω από έναν πολύ δυσμενή γι’
αυτήν συσχετισμό δύναμης.
Πολλά λοιπόν χρειάζονται να γίνουν, αλλά κυρίως να καταφέρει με την αντίστασή της να
ανακόψει, να εμποδίσει την άγρια επιθετικότητα του καπιταλισμού και την αποσυγκρότησή της
ακόμη περισσότερο. Σε αυτή τη φάση βρίσκεται και το κίνημα και συνεπώς η αντίστασή της είναι
το κύριο πολιτικό καθήκον-στόχος.
Το ΚΚΕ έχει μια διαφορετική εκτίμηση. Χονδροειδώς θεωρεί ότι το κίνημα υπάρχει και μάλιστα
πάνω κάτω ότι χτίζεται γύρο από το ΠΑΜΕ και με βάση αυτό (το ΠΑΜΕ). Η ιδεολογική, πολιτική,
οργανωτική συγκρότηση σαν βάση, σαν αντίληψη υπάρχει, είναι δεδομένη και μένει η
μαζικοποίηση. Πώς θα γίνει αυτό; Με ριζοσπαστικά συνθήματα ανυπακοής και επιθετικά
αιτήματα.
Ας το δούμε παίρνοντας για παράδειγμα το αίτημα των 1.100 ευρώ που λέει ο Γόντικας.
Καταρχήν, κατά ποία έννοια αυτό το αίτημα λειτούργησε σαν “κρίκος συσπείρωσης, οργάνωσης
συμμαχιών, ταξικής συνειδητοποίησης”. Το ΠΑΜΕ κατηγορούσε την ηγεσία του συνδικαλιστικού
κινήματος για ξεπούλημα επειδή υιοθετούσε μικρές αυξήσεις, και όταν οι εργατοπατέρες
υιοθέτησαν το αίτημα, το ΠΑΜΕ το άλλαξε στα 1.200 ευρώ μόνο και μόνο για να προβάλλει σαν
πιο αριστερός φορέας. Πού πήγε λοιπόν το ζήτημα της συσπείρωσης;
Απ’ την άλλη, πού πήγε η απειθαρχία, η ρήξη, όταν το ΠΑΜΕ που έχει σαν προμετωπίδα των
αιτημάτων του τα 1.200 ευρώ σε καμία κλαδική ομοσπονδία που ελέγχει, ακόμη και απόλυτα,
δεν υπέγραψε συλλογική σύμβαση με τέτοιο ποσό, αλλά, αντίθετα, στα μουλωχτά υπέγραψε με
το ποσό της ξεπουλημένης ΓΣΕΕ. Και γιατί δεν θα ήταν πραγματική ρήξη το να καταφέρει να
αποσπάσει αυξήσεις ακόμη και πιο κάτω από τα 1.200 ευρώ, αλλά μέσα από διαδικασίες μαζικού
κινήματος και ανοιχτής αντιπαράθεσης με την εργοδοσία;
Γιατί το ΚΚΕ δεν πιστεύει ότι αν οι εργαζόμενοι βάλουν έναν τέτοιο στόχο και βγουν στο δρόμο
να τον διεκδικήσουν θα καταφέρουν να τον πετύχουν. Γιατί απλούστατα δεν έχει εμπιστοσύνη
ούτε στους εργαζόμενους ούτε στο κίνημα. Προτιμάει να κινηθεί με τη λογική των
διαβουλεύσεων, υποτίθεται στο όνομα των εργαζομένων.
Και εδώ βρίσκεται το παράλογο στην εκτίμηση του ΚΚΕ: ενώ δεν μπορούν οι εργαζόμενοι και το
κίνημα να διεκδικήσουν με την πάλη τους το βασικό αυτό αίτημα, μπορούν απ’ την άλλη να
βάλουν στόχο το 35ωρο, τον δημόσιο φορέα υγείας κ.λπ. Μα ακριβώς με τη λογική του “αντ’
αυτού” κινείται και σε αυτά.
Στην ίδια λογική κινούνται και οι ενέργειες εντυπωσιασμού (κρέμασμα πανό στην Ακρόπολη, στο
υπουργείο κ.ά.) τις οποίες υποστηρίζει η ΚΕ στις Θέσεις. Τέτοιες ενέργειες τις οποίες έχει
υιοθετήσει κατά κύριο λόγο το προηγούμενο διάστημα ο “χώρος”, υποκαθιστώντας το
ανύπαρκτο κίνημα, αποκτούν μια βαρύτητα όταν έρχονται ακριβώς να υποστηρίξουν, να
προβάλλουν τις θέσεις κάποιου μαζικού κινήματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προβάλλουν το
ΠΑΜΕ στην προσπάθειά του να αντικαταστήσει το κίνημα.
Κατά την άποψή μας το ζήτημα της μαζικοποίησης του ΚΚΕ αλλά και του κινήματος δεν λύνεται
ούτε με τα ριζοσπαστικά αιτήματα ούτε με την ανάδειξη της πολιτικής πάλης έτσι όπως την
εννοεί το ΚΚΕ. Είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, αλλά κυρίως πολλής και συνεχούς
δουλειάς στο λαό και τους εργαζόμενους. Η ανάδειξη του ζητήματος σχέσης στρατηγικής-
τακτικής που αναδεικνύουν οι θέσεις αποτελεί την έκφραση της πολιτικής αντιπαράθεσης που
υπάρχει στο εσωτερικό του ΚΚΕ από τα μέλη του και μερίδα της ηγεσίας του σε ζητήματα
συμμαχιών, σύνδεσής του με τους εργαζόμενους και το λαό, προσανατολισμού του στην πολιτική
του απομονωτισμού.
Το ζήτημα της πολιτικής πάλης στο σύνολο των αστικών και ρεφορμιστικών δυνάμεων τίθεται
σαν φραγμός, εμπόδιο στις τάσεις εκείνες (διανοούμενοι, μικρομεσαίοι, εργολάβοι και άλλοι
πρώην εργατοπατέρες και νυν ηγέτες του ΠΑΜΕ) που πιέζουν για ανοίγματα, για συμμαχίες με
στόχο να βρουν έκφραση οι διαθέσεις τους για συνεργασία με το κεφάλαιο και τις αστικές
δυνάμεις.

Ο ρόλος του ΠΑΜΕ

Τελευταίο ζήτημα με τις θέσεις του ΚΚΕ για τη δράση του στην εργατική τάξη είναι ο ρόλος και ο
χαρακτήρας του ΠΑΜΕ.
“Δύναμη που παίρνει πρωτοβουλίες για τη διαμόρφωση του πόλου των κοινωνικών συμμαχιών
με αντίστοιχες οργανώσεις και μορφές συσπείρωσης στο χώρο των ΕΒΕ και της αγωνιζόμενης
μικρομεσαίας αγροτιάς, με τα κινήματα της νεολαίας και των γυναικών και τα άλλα δημοκρατικά
και κοινωνικά κινήματα” (Θέσεις, σελ. 42).
Τι είναι το ΠΑΜΕ; Ενα ερώτημα που διαφαίνεται σε όλο τον προσυνεδριακό διάλογο ότι
απασχολεί τα μέλη του ΚΚΕ. Είναι ένα μετωπικό σχήμα του ΚΚΕ για λίγο απ’ όλα. Και για τη
συνδικαλιστική του δουλειά στους εργαζόμενους και για την κομματική του στη στρατηγική της
λαϊκής εξουσίας. Αυτό εκφράζεται και από τον κόσμο που συμμετέχει σ’ αυτό, που δεν είναι
άλλοι από τα μέλη του ΚΚΕ και τις επιρροές του.
Στο συνδικαλιστικό επίπεδο επιδιώκει το ΚΚΕ να το μετατρέψει σε ταξική ΓΣΕΕ. Ομως ούτε οι
πολιτικές συνθήκες το επιτρέπουν αλλά ούτε το ίδιο έχει τα φόντα να πραγματοποιήσει κάτι
τέτοιο και να επωμιστεί την κατηγορία του διασπαστή του εργατικού κινήματος. Ετσι συμμετέχει
στη ΓΣΕΕ κατηγορώντας τη για ξεπούλημα. Συμμετέχει και αναλαμβάνει και ηγετικές θέσεις στις
ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα, με τους ίδιους που θεωρεί ρεφορμιστές και συμβιβασμένους
εργατοπατέρες στη ΓΣΕΕ. Αναλαμβάνει την εξαγγελία απεργιών και άλλων πρωτοβουλιών χωρίς
την επικύρωση κανενός συνδικαλιστικού οργάνου, αλλά στην πραγματικότητα με απόφαση του
ΚΚΕ. Οι αποφάσεις αυτές επικυρώνονται μετέπειτα όχι μέσα από ανοιχτές μαζικές διαδικασίες
(αφού δεν γίνονται εξάλλου) αλλά με τη σφραγίδα της ηγεσίας των σωματείων, ομοσπονδιών
που ελέγχει άμεσα.
Οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται το ΠΑΜΕ σαν ένα κομματικό σχήμα και αντιδρούν τόσο στο
καπέλωμά τους όσο και στη χρησιμοποίησή τους στα κομματικά παιχνίδια.
Από αυτή την άποψη, ανεξάρτητα των προθέσεων του ΚΚΕ, ο χαρακτήρας δράσης του ΠΑΜΕ
λειτουργεί αντιδραστικά, ρεφορμιστικά. Απομακρύνει τους εργαζόμενους από τα σωματεία και
τη συμμετοχή τους σε κινητοποιήσεις. Επιτείνει τη λαθεμένη αντίληψη για τα κόμματα και τις
οργανώσεις. Η στάση αυτή του ΠΑΜΕ λειτουργεί ανασταλτικά σε οποιαδήποτε προσπάθεια
γίνεται για την ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης. Το ίδιο ανασταλτικά όσο και η δράση της
ΓΣΕΕ, αλλά με διαφορετικούς ρόλους.
Απ’ την άλλη πλευρά της κομματικής δράσης, το ΠΑΜΕ χρησιμοποιείται από το ΚΚΕ για τη
δημιουργία του υποτιθέμενου ΑΑΔΜ. Σκαρώνοντας αντίστοιχα σχήματα στους αγρότες (ΠΑΣΥ),
αλλά και σε άλλα κοινωνικά στρώματα, επιδιώκει να εμφανίσει την πραγματοποίηση της
κοινωνικής συμμαχίας μέσα από τη συγκρότηση των κομματικών του δυνάμεων και των
επιρροών του. Είναι μια αδιέξοδη τακτική που ήδη του έχει δημιουργήσει προβλήματα ως προς
τη συγκρότηση του μετώπου και το οδηγεί περισσότερο στην απομόνωση.

Ο χαρακτήρας της αλλαγής

Επιστρέφοντας στην πολιτική ανάλυση του ΚΚΕ, όπως παρουσιάζεται στις θέσεις για το 17ο
Συνέδριο, θα αναφερθούμε σε κάποια σημεία που δείχνουν να έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία.
Στο κεφάλαιο: “Η θέση της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και την ΕΕ”, σελ. 15,
αναφέρεται: “Ο ελληνικός καπιταλισμός, όπως επισημαίνουν το 15ο και 16ο Συνέδριο του
κόμματος, βρίσκεται στο ανώτατο, τελευταίο στάδιο της ανάπτυξής του, την
κρατικομονοπωλιακή βαθμίδα, και παραμένει σε ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση στο παγκόσμιο
ιμπεριαλιστικό σύστημα (...) Εχει ισχυρές πολιτικοστρατιωτικές εξαρτήσεις από τις ΗΠΑ, το
ΝΑΤΟ, την ΕΕ, οι οποίες διαμορφώθηκαν σε μακροχρόνια βάση.
Ενισχύθηκαν βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού
όπως: Η εξαγωγή κεφαλαίων στην ευρωπαϊκή παγκόσμια αγορά. Η συμμετοχή σε
ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις. Η συμμετοχή στο σχεδιασμό και προώθηση
αντεργατικών και αντιλαϊκών κατευθύνσεων και μέτρων βασικών ιμπεριαλιστικών κέντρων και
ενώσεων, όπως είναι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ”.
Είναι η πρώτη φορά που η πολιτική ανάλυση του ΚΚΕ περιέχει τη θέση της ιμπεριαλιστικής
χώρας, ταυτόχρονα βέβαια με αυτή της καπιταλιστικής και εξαρτημένης. Η θέση αυτή στηρίζεται
στην εξαγωγή κεφαλαίων και στη συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους.
Οσον αφορά την εξαγωγή κεφαλαίων αυτή είναι μια τάση που υπάρχει εδώ και κάποιες
δεκαετίες από την ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή οικονομία χωρίς όμως να προσδίδει
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια αυτή η διάθεση του κεφαλαίου
έχει αυξηθεί κυρίως στις βαλκανικές χώρες και τις πρώην Ανατολικές. Ομως θα παρατηρούσαμε
ότι κεφάλαια αυτού του μεγέθους έχουν μεγαλύτερη ευελιξία και ανάληψη του ρίσκου της
πολιτικής αστάθειας σε σχέση με άλλων ιμπεριαλιστικών κολοσσών και με μια έννοια
λειτουργούν κάποιες φορές σαν προπομποί στην διερεύνηση της αγοράς. Σίγουρα ο δρόμος
αυτός έχει και πισωγυρίσματα, όπως π.χ. στον ΟΤΕ και την ανάληψη του δικτύου
τηλεπικοινωνιών σε πρώην ανατολικές χώρες.
Ενώ οι στρατιωτικές συμμετοχές σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους γίνεται πάντα υπό την εποπτεία
και κάτω απ’ τις διαταγές του ΝΑΤΟ, χωρίς η αυτοδύναμη στρατιωτική παρουσία να είναι
κατορθωτή. Και όταν αποτολμήθηκε (π.χ. Κύπρο) είχε οικτρά αποτελέσματα.
Παρ’ όλ’ αυτά, αυτά τα δύο στοιχεία συνυπάρχουν σε ένα ευρύτερο σύνολο χωρών, χωρίς όμως
από μόνα τους να καθιστούν τις χώρες ιμπεριαλιστικές. Υπάρχουν και άλλα χαρακτηριστικά τα
οποία η Ελλάδα δεν έχει. Οπως η διαμόρφωση ζωνών επιρροής, η κατάκτηση εδαφών, η ύπαρξη
βαριάς βιομηχανίας, ή πολεμικής βιομηχανίας ικανής να στηρίξει αυτοτελείς πολεμικές
δραστηριότητες. Οπωσδήποτε η θέση αυτή του ΚΚΕ απαιτεί μια βαθύτερη μελέτη και ανάλυση.
Ομως, το σημαντικότερο, είναι ότι αυτή η διπλή θέση του χαρακτήρα προκαλεί μια μεγάλη
σύγχυση στις δυνάμεις του ΚΚΕ.
Είναι ξεκάθαρο ότι ανάλογα με το αν είναι ιμπεριαλιστική ή χώρα καπιταλιστική εξαρτημένη θα
καθοριστεί ο χαρακτήρας της αλλαγής αλλά και οι συμμαχίες και συνεπώς ο χαρακτήρας του
μετώπου.
“Αν εκτιμηθεί ότι η Ελλάδα είναι ιμπεριαλιστική χώρα, τότε πάμε για συσπείρωση και μέτωπο
για σοσιαλισμό, πράγμα που θεωρώ λάθος” γράφει στον προσυνεδριακό διάλογο ο Β.
Καλαματιανός, μέλος της ΚΕ (“Ρ”, 25.12.04).
Τόσο οι θέσεις όσο και ο Γόντικας στα κείμενά του συχνά χρησιμοποιούν σαν άμεσους στόχους
και τους δύο δηλαδή λαϊκή εξουσία και σοσιαλισμό. Σε μας είναι κατανοητό ότι όταν ο
στρατηγικός στόχος του σοσιαλισμού προβάλλεται σαν άμεσος στόχος, τότε προκύπτουν
διάφορα ερωτήματα. Το ΑΑΔΜ πάει περίπατο, εκτός και αν θεωρείται αυτό σαν φορέας της
αλλαγής. Κατά συνέπεια ο στρατηγικός στόχος του σοσιαλισμού φαίνεται ότι απομακρύνεται στο
άγνωστο μέλλον, ενώ το ίδιο γίνεται και για τη θέση αποδέσμευσης από την ιμπεριαλιστική ΕΕ.
Στο εύλογο ερώτημα γιατί τίθεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ο στρατηγικός στόχος του σοσιαλισμού
στις θέσεις, ο Β. Καλαματιανός δίνει μια εξήγηση: “Θεωρώ ότι αυτό οφείλεται σε εκτιμήσεις και
φόβους ενσωμάτωσης οι οποίες απομακρύνουν από το πρόγραμμα του κόμματος”. Το σίγουρο
είναι ότι το πρόβλημα της ενσωμάτωσης αναγνωρίζεται και είναι υπαρκτό. Κάποιοι στην ηγεσία
του ΚΚΕ σπρώχνουν προς αυτή την κατεύθυνση και κάποιοι άλλοι σηκώνουν τα πανιά για κάποιο
σοσιαλισμό κατ’ αυτούς, χωρίς όμως να μπει στη διαδικασία σαν κόμμα να εξηγήσει τα στοιχεία
που ανέδειξε το μπρεσνιεφικό μοντέλο του “υπαρκτού σοσιαλισμού”.

Η αλληλεγγύη στους λαούς

Ενα άλλο ενδιαφέρον σημείο της πολιτικής ανάλυσης στις θέσεις του ΚΚΕ αποτελεί ο τρόπος που
αντιλαμβάνεται την αλληλεγγύη στους λαούς που μάχονται για ελευθερία αλλά και στη
συγκρότηση πόλου κομμουνιστικής διεθνούς.
Οι θέσεις αποτυπώνουν μια αγωνιώδη προσπάθεια που κάνει το τελευταίο διάστημα το ΚΚΕ μέσα
από διεθνιστικές συναντήσεις στην Ελλάδα για τη συγκρότηση ενός πόλου κομμουνιστικής
διεθνούς. Στην προσπάθειά του αυτή συνεργάζεται και συνυπογράφει με κόμματα που
συνεργάζονται με τους αμερικάνους κατακτητές και την κατοχική κυβέρνηση του Ιράκ, με
κομμουνιστικά κόμματα των πρώην ανατολικών χωρών που είναι υπεύθυνα για τη διάλυση της
χώρα τους, με κόμματα ευρωπαϊκά ανοιχτά ρεφορμιστικά. Είναι ένας πόλος από κόμματα
αντιδραστικά, αντικομμουνιστικά, που μόνο το ΚΚΕ θέλει να βλέπει ότι οικοδομούν πόλο
κομμουνιστικής διεθνούς.
Αντιλαμβανόμαστε την αγωνία του. Το ΚΚΕ είναι ένα κόμμα που είχε μάθει να στηρίζεται σε ξένη
πλάτη. Η απώλειά της είχε σοβαρές συνέπειες στο ΚΚΕ όσον αφορά τη γραμμή, τα μέσα, τους
πόρους, τις διεθνείς διασυνδέσεις με αστικά κέντρα. Η αναζήτηση ενός νέου διεθνούς κέντρου με
βάση την Κίνα συναντά εμπόδια. “Το ΚΚ Κίνας, στο τελευταίο συνέδριό του αποδέχτηκε τη
συμμετοχή καπιταλιστών στις γραμμές του. Η εμφάνιση εκμεταλλευτικών κοινωνικών δυνάμεων
με πολιτικές έκφρασης στην κινέζικη κοινωνία περικλείει όχι μόνο κινδύνους για τα συμφέροντα
του κινέζικου λαού αλλά και για το ρόλο της στο διεθνές αντιιμπεριαλιστικό κίνημα” (Θέσεις,
σελ. 10).
Θα ήταν περιττό να ζητήσουμε να μας διευκρινήσει τη θέση του το ΚΚΕ για το ΚΚ Κίνας επί Μάο.
Εν πάση περιπτώσει, αφού ούτε το ΚΚ Κίνας δύναται να παίξει έναν τέτοιο ρόλο, το ΚΚΕ βάλθηκε
να στήσει έναν πόλο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος με αυτά τα αντιδραστικά και
ρεφορμιστικά απομεινάρια.
Ποιο θα είναι το βασικό καθήκον αυτού του πόλου; “Η ιμπεριαλιστική πολιτική έχει ιδιαίτερο
στόχο το δικαίωμα του κάθε λαού να αποφασίζει ο ίδιος, χωρίς ξένες επεμβάσεις, το κοινωνικό
και πολιτικό σύστημα της χώρας του. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να δυναμώσει η αλληλεγγύη
προς τους λαούς που επιχειρούν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, που παλεύουν και
οραματίζονται να ανατρέψουν τον καπιταλισμό, να εγκαθιδρύσουν την σοσιαλιστική εξουσία”
(Θέσεις, σελ. 14).
Ετσι η στήριξη στην Κούβα γίνεται ο θεμέλιος λίθος του αγώνα των λαών, ενώ αντίθετα ο
αγώνας του ιρακινού λαού δεν αξιολογείται και δεν αναφέρεται καν. “Η αλληλεγγύη στην Κούβα
αποτελεί πεδίο στο οποίο ξεκαθαρίζει η ήρα από το στάρι” (Θέσεις, σελ. 10).
“Το κόμμα έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην ανάπτυξη διεκδικητικού κινήματος αλληλεγγύης σε
λαούς που υποφέρουν από την ιμπεριαλιστική επίθεση και παρέμβαση. Εδωσε βάρος στην
υποστήριξη της επίλυσης του Κυπριακού ως διεθνούς προβλήματος εισβολής και κατοχής και όχι
ως προβλήματος που αφορά τις δύο κοινότητες. Αντιτάχτηκε στο σχέδιο Ανάν, υποστηρίζοντας
την ομοσπονδιακή δικοινοτική λύση σε μια και μόνη κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα.
Στάθηκε αλληλέγγυο στον ηρωικό αγώνα του παλαιστινιακού λαού για τη δημιουργία του δικού
του ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ σύμφωνα με
τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ” (Θέσεις, σελ. 26).
Λέξη για τον αγώνα του ιρακινού λαού, γιατί δεν εντάσσεται ο αγώνας τους με τα πρότυπα του
ΚΚΕ. Γιατί τι να υποστηρίξουν όταν το ΚΚ Ιράκ με το οποίο έχουν σχέσεις και το προσκαλούν στις
διεθνείς συναντήσεις μετέχει στην κατοχική κυβέρνηση. Αυτός είναι ο διεθνισμός που
οραματίζεται το ΚΚΕ.

Κουβέντα για την παλινόρθωση

Τελευταίο αφήσαμε το ζήτημα της ιδεολογικής αναζήτησης γύρω από τις αιτίες που οδήγησαν
στην ανατροπή του “υπαρκτού σοσιαλισμού”.
Το αφήσαμε γιατί δεν υφίσταται σαν τέτοιο στις θέσεις του 17ου Συνεδρίου. Απλά γίνεται η
αναφορά ότι ισχύουν οι απόψεις που διατυπώθηκαν στην Πανελλαδική Κομματική Σύσκεψη του
1995 και ότι υπερασπίζεται την προσπάθεια οικοδόμησης σοσιαλισμού στις χώρες αυτές.
Ενα ζήτημα που απασχολεί το σύνολο των κομμουνιστικών κομμάτων της υφηλίου, που έχει
τσακίσει τους λαούς και τους εργαζόμενους όλου του κόσμου, που έχει αδρανοποιήσει τις
δυνάμεις του ΚΚΕ, για το ίδιο απλά δεν υπάρχει λόγος ιδιαίτερος για να ασχοληθεί.
Ο προσυνεδριακός διάλογος βομβαρδίζεται από γράμματα για ν’ ανοίξει το ζήτημα, αλλά και
από άλλα που λένε ότι η λύση του προβλήματος του σοσιαλισμού είναι δοσμένη και δε μένει
παρά να στρωθούμε στη δουλειά για την οικοδόμηση του μετώπου. Το σίγουρο είναι ότι
απασχολεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το σύνολο του κόσμου του ΚΚΕ εκτός από την ηγεσία
του.
Βέβαια αιχμή του δόρατος αποτελεί η 6η Ολομέλεια την οποία ζητούν ακόμη και ηγετικά στελέχη
του ΚΚΕ από το Συνέδριο να αποκηρυχτεί. Ευελπιστώντας έτσι να εξαγνιστούν τα λάθη του ΚΚΕ.
Κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι η 6η Ολομέλεια αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία
οικοδομήθηκε η ρεφορμιστική πολιτική όλων των μετέπειτα ηγεσιών του ΚΚΕ μέχρι σήμερα. Θα
’πρεπε λοιπόν να δει αυτοκριτικά όλη αυτή την περίοδο και το πώς φτάσαμε στην 6η Ολομέλεια.
Αυτό ούτε θέλει ούτε μπορεί να το κάνει. Γιατί σημαίνει ότι θα απαρνηθεί τον εαυτό του. Γι’ αυτό
τρέφουν αυταπάτες όσοι αριστεροί αγωνιστές ευελπιστούν να αλλάξει γραμμή το ΚΚΕ προς
επαναστατική κατεύθυνση. Καλύτερη συγκρότηση των τάσεων προσπαθιέται να γίνει στο όνομα
της ανασυγκρότησης και της ισχυροποίησης.

http://antigeitonies.blogspot.gr/

http://antigeitoniesbooks.blogspot.gr/

You might also like