Professional Documents
Culture Documents
ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ
Για μια νέα
κομμουνιστική οργάνωση
Για μια νέα κομμουνιστική
Αρχές και χαρακτηριστικά
Οργάνωση
Αφετηρίες και μεθοδολογικές __
Αρχές και χαρνωσης
παρατηρήσεις για το ζήτημα του
κόμματος
1
3η Ημερίδα εργασίας & διαλόγου
Στην πορεία για τη διαμόρφωση προγραμματικών θέσεων της «Πρωτοβουλίας για σύγχρονο
κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα», συγκροτήθηκαν θεματικές ομάδες εργασίας.
Η δουλειά των ομάδων αυτών παρουσιάζεται και τίθεται στη δημόσια συζήτηση σε σειρά θεματικών
ημερίδων διαλόγου. Η 3η Ημερίδα εργασίας και διαλόγου της «Πρωτοβουλίας» πραγματοποιήθηκε
το Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022, στο αμφιθέατρο ΜΑΝΧ του Παιδαγωγικού, Αθήνα.
Αφορούσε τα θέματα και προετοιμάστηκε από την 5η θεματική ομάδα εργασίας της
«Πρωτοβουλίας» που έχει Θέμα: Για μια νέα κομμουνιστική οργάνωση
Αρχές και χαρακτηριστικά / για μια νέα στράτευση / Αφετηρίες και μεθοδολογικές παρατηρήσεις
για το ζήτημα του κόμματος / Η ζωή και η φυσιογνωμία μιας επαναστατικής οργάνωσης /
Εξελίξεις στο κομματικό σύστημα και η ιστορική εμπειρία /
Η ανάγκη θεωρητικής θεμελίωσης και ανάπτυξης της συζήτησης για το επαναστατικό υποκείμενο και
ειδικά για την οργάνωση-κόμμα στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού αναδεικνύεται σε
σημείο συνάντησης της θεωρίας με την πράξη, διότι οι θεωρητικές αναλύσεις και επιδιώξεις
εμπλουτίζονται από την εμπειρία της δράσης αλλά και την πείρα – αρνητική και θετική-της πορείας
του επαναστατικού κινήματος.
Το ζήτημα του πολιτικού κόμματος ως θεωρητικό ερώτημα και ως πολιτικό διακύβευμα, βρέθηκαν
στο περιθώριο των συνολικότερων επεξεργασιών του κομμουνιστικού κινήματος για δεκαετίες. Μια
σοβαρή θεωρητική και πολιτική ενασχόληση με το ζήτημα της επαναστατικής οργάνωσης είναι
σύμφυτη με την προτεραιότητα για προγραμματική ανασυγκρότηση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής
απελευθερωτικής πρότασης στον 21ο αιώνα.
Στον αντίποδα της αστικής τάσης κατακερματισμού, σχετικισμού, ατομισμού και χαμηλών
προσδοκιών, για την επαναστατική κομμουνιστική πολιτική αναβαθμίζεται ακριβώς η αντίστροφη
τάση:
Μαζικά κόμματα/οργανώσεις και συλλογικότητες, ουσιαστικότερη και ποιοτικότερη συλλογικότητα
και στράτευση, στρατηγική στο τιμόνι του πολιτικού αγώνα, συνολικά σχέδια και σκοποί που
δημιουργούν μαζική κοινωνική κίνηση.
Βρισκόμαστε στην πορεία για μια νέα κομμουνιστική οργάνωση, ως αποφασιστικό κρίκο και
ουσιαστικό καταλύτη στην ανάπτυξη του κόμματος με την ιστορική έννοια, και του κόμματος με την
ειδική συγκεκριμένη έννοια και μορφή. Το πρόγραμμα καθορίζει το χαρακτήρα του κόμματος. Το
πρόγραμμα «απαιτεί» έναν συλλογικό οργανισμό-μέσο για την διαμόρφωση, ανάπτυξη και έκφρασή
του στην κοινωνία.
2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Σύνδεσμοι:
__________________________________
Όλες οι εισηγήσεις είναι αναρτημένες και στο ιστολόγιο της «Πρωτοβουλίας»:
https://neoprogrammakomma.home.blog/
Τα video της ημερίδας είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα pandiera:
https://pandiera.gr/%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%ce%bc%ce%b9%ce%b1-%ce%bd%ce%ad%ce%b1-
%ce%ba%ce%bf%ce%bc%ce%bc%ce%bf%cf%85%ce%bd%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-
%ce%bf%cf%81%ce%b3%ce%ac%ce%bd%cf%89%cf%83%ce%b7-%ce%b2/
3
Συνοπτική ιστορική πορεία και σταθμοί
στη γέννηση εργατικών κομμάτων
Εισήγηση που παρουσίασε ο Θέμης Λιανός, νέος εργαζόμενος στην πληροφορική και μέλος
της Γραμματείας της Πρωτοβουλίας, στην 3η Ημερίδα εργασίας της «Πρωτοβουλίας για
σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα», 10 Δεκεμβρίου 2022
Εισαγωγικά
Για το καθοριστικό ζήτημα του κόμματος έχουν αναπτυχθεί πολλές και διαφορετικές
θεωρητικές προσεγγίσεις στην πορεία συγκρότησής τους, καταρχήν στα πλαίσια της αστικής
κοινωνίας. Το κόμμα (γενικά ως οργανισμός) με τη σημερινή του έννοια είναι προϊόν και
μορφή πολιτικής συγκρότησης που αναπτύχθηκε κυρίως την εποχή της διαμόρφωσης αστικών
κοινοβουλευτικών συστημάτων και εκλογικού δικαιώματος, τον 19ο αιώνα. Πριν από αυτή την
εποχή (που ξεκινάει αργά και με διάφορες μορφές το 1800-1850) το κόμμα υπάρχει μόνο με τη
μορφή διαιρέσεων στα πλαίσια διαφορετικών φατριών, αριστοκρατικών και μοναρχικών
κύκλων, γεωγραφικών και εθνικών διαφορών, κρατικών συμφερόντων και επιρροών. Τα πρώτα
κόμματα με την σύγχρονη έννοια, δημιουργήθηκαν στις αντιφεουδαρχικές αστικές
επαναστάσεις στη μεταβατική εποχή από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, στην Ευρώπη.
Σημειώνεται ότι ακόμα και την εποχή της έκδοσης του «Μανιφέστου του κομμουνιστικού
κόμματος[1]» (1848) των Μαρξ-Ένγκλες, δεν υπήρχε καθολικό εκλογικό δικαίωμα στις
περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και η πολιτική με την έννοια της δημόσιας και γενικής
πολιτικής και εξουσίας αποτελούσε αποκλειστική μέριμνα και προνόμιο κλειστών κύκλων της
εκάστοτε άρχουσας τάξης. Γενική πολιτική και κομματική δραστηριότητα ασκείται μέχρι τότε
αποκλειστικά από το κράτος και τη διοίκησή του. Τομή στο πεδίο αυτό αποτελεί το ίδιο το
«κομμουνιστικό μανιφέστο», ως το πρώτο προγραμματικό κείμενο που διατυπώνει την αξίωση
της εισόδου των λαϊκών μαζών-και ειδικά της ανερχόμενης εργατικής τάξης- στη δημόσια
πολιτική σφαίρα, μέσω μάλιστα ενός φορέα με την ονομασία «κόμμα», εγκαταλείποντας τον
μέχρι τότε χαρακτήρα των διάφορων «μυστικών εταιρειών», λεσχών και «αδελφοτήτων» που
δρούσαν ως όμιλοι και ομάδες των πρώτων εργατικών και σοσιαλιστικών ρευμάτων. Αξίωση
που συνοδεύει το βασικό ζήτημα, αυτό της εισόδου του κομμουνιστικού αιτήματος στη
δημοσιότητα της κοινωνίας και της πολιτικής διαπάλης, με την ταυτόχρονη είσοδο του
εργαζόμενου τμήματος της κοινωνίας – που μέχρι τότε δεν είχε κανένα ουσιαστικό πολιτικό
δικαίωμα- στην ενεργό πολιτική.
Από την εμφάνιση του μαρξισμού και της ταξικής ανάλυσης της κοινωνίας βασισμένη στην
κριτική της πολιτικής οικονομίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, βασική θέση -και
στο ζήτημα των μορφών οργάνωσης– αποτελεί η έκφραση διαφορετικών ταξικών
συμφερόντων τα οποία έχουν την πολιτική τους έκφραση αλλά και την διαφορετική
οργανωτική τους συσσωμάτωση. Διακρίνονται έτσι -ήδη από το «Μανιφέστο»- τα πολιτικά
ρεύματα, τάσεις και προτάσεις, αλλά και τα κόμματα σε αστικά, μικροαστικά και εργατικά-
4
προλεταριακά, με μια σειρά διαιρέσεις και διαφορές και στο εσωτερικό των κύριων αυτών
δυνάμεων και πολιτικών προτάσεων-κομμάτων. Επίσης, την εποχή εκείνη η ανάλυση των
μαρξικών κειμένων περιγράφει το κόμμα με τη γενική και ιστορική του έννοια, ως την πολιτική
έκφραση μιας τάξης γενικά. Το ζήτημα του «κόμματος» θα επανέλθει πολλές φορές και με
έντονο τρόπο στην εξέλιξη του μαρξισμού και της εργατικής πολιτικής παρέμβασης, με
αρκετούς σταθμούς στην πορεία και τη θεωρία της συγκρότησης εργατικών κομμάτων.
Κάποιοι κύριοι σταθμοί της πολυκύμαντης εξέλιξης των μορφών συγκρότησης της εργατικής
πολιτικής ήταν:
Α. Η πρώτη φάση
Μετά το κύμα των επαναστάσεων του 1848 και την άνοδο των δημοκρατικών και εργατικών
αγώνων, με την αποφασιστική συμβολή των Μαρξ-Ένγκελς και άλλων διανοητών και
επαναστατών εργατών αναπτύσσονται έντονες διεργασίες για τη συνένωση των διάφορων
εργατικών συλλόγων, λεσχών, εφημερίδων και ομάδων [π.χ. της «Ένωσης των Δικαίων» (1836)
και άλλων ομάδων και συλλόγων και την συνένωσή τους με τη δημιουργία της «Ένωσης των
κομμουνιστών» (1847), η οποία ωστόσο δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει διάρθρωση
κόμματος και παρέμεινε μέχρι τη διάλυσή της (1852) ένα δίκτυο επικοινωνίας ριζοσπαστών
εργατών και διανοούμενων με λιγότερα από 300 μέλη σε όλη την Ευρώπη]. Σε αυτή τη φάση
θα είναι έντονη και διαρκής προσπάθεια να αποκτήσει ο σοσιαλισμός θεωρητική και
επιστημονική υπόσταση και θεμελίωση για να περάσει από το ουτοπικό του στάδιο στο
επιστημονικό. Αναπτύσσονται οι πρώτες θεωρητικές απόπειρες, μελέτες, έργα και εντείνεται η
διαπάλη ρευμάτων. Με την συμβολή του Μαρξ, του Ένγκελς και μιας σειράς επαναστατών, και
με την δημιουργία της «Ένωσης Κομμουνιστών» «…ο κομμουνισμός δε θα σημαίνει στο εξής:
να εκκολάπτουμε με τη φαντασία ένα όσο το δυνατό πιο τέλειο κοινωνικό ιδεώδες, αλλά: να
κατανοήσουμε τη φύση, τις συνθήκες και τους γενικούς σκοπούς – που απορρέουν από αυτές
τις συνθήκες – της πάλης που διεξάγει το προλεταριάτο[2]».
5
την επαναστατική στρατηγική της εργατικής τάξης. Στα πλαίσια της Α΄ Διεθνούς και των
τμημάτων της στις διάφορες χώρες θα αναπτυχθεί έντονη διαπάλη ανάμεσα στα σοσιαλιστικά
ρεύματα και τον Μαρξ από τη μία και τους οπαδούς του Προυντόν αρχικά και του αναρχικούς
του Μπακούνιν στη συνέχεια. Διαπάλη θα διεξαχθεί και με το ρεύμα των Γερμανών
σοσιαλδημοκρατών του Λασάλ. Μαζί με την βαριά καταστολή που θα δεχθεί όλο το
επαναστατικό κίνημα μετά την ήτα της Παρισινής Κομμούνας, οι αντιθέσεις και αποκλίσεις των
ρευμάτων, θα οδηγήσουν την Α΄ Διεθνή το 1876 στη διάλυση.
Β. Ο δεύτερος κύκλος
Μετά την ήττα της Κομμούνας του Παρισιού και τη διάλυση της Α’ Διεθνούς ξεκινά ένας
δεύτερος κύκλος. Η γενική τάση της περιόδου αυτής είναι η δημιουργία μαζικών εργατικών
(σοσιαλδημοκρατικών όπως ονομάζονταν τότε) κομμάτων σε εθνικό επίπεδο. Στη δεκαετία του
1880, δίπλα στα μεγάλα σοσιαλιστικά κόμματα που προϋπήρχαν σε Γερμανία και Γαλλία,
ιδρύθηκαν νέα εργατικά κόμματα στο Βέλγιο, στην Ελβετία, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στη
Σουηδία, στη Νορβηγία κ.α. Στη Ρωσία εμφανίστηκε η μαρξιστική ομάδα «Απελευθέρωση της
Εργασίας» και άλλοι μαρξιστικοί όμιλοι. Πορεία που οδήγησε στη δημιουργία μιας Β΄ Διεθνούς,
το ιδρυτικό συνέδριο της οποίας πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι τον Ιούλη του 1889.
Την περίοδο αυτή οι μοναρχίες είτε ανατρέπονται, είτε συνοδεύονται με ανάπτυξη αστικού
κοινοβουλευτικού συστήματος. Η ανερχόμενη αστική τάξη διεκδικεί την πολιτική εξουσία και
διαμορφώνει το πολιτικό της σύστημά σε αντιπαράθεση με την φεουδαρχία, την αριστοκρατία
και τα υπολείμματα τους. Κατακτιέται και θεσμοθετείται στις περισσότερες αναπτυγμένες
χώρες το γενικό εκλογικό δικαίωμα. Στις δεκαετίες από το 1880 και έπειτα αναπτύσσονται
σημαντικοί οικονομικοί αγώνες της εργατικής τάξης σε σειρά χωρών (με νίκες και κατακτήσεις
σε αιτήματα), που με τη σειρά τους δημιουργούν τάσεις διαμόρφωσης μαζικών
συνδικαλιστικών οργανώσεων, αλλά και μεγάλων κομμάτων. Ενδεικτική εικόνα είναι οι μεγάλες
απεργίες όπως π.χ. οι απεργιακές κινητοποιήσεις στις ΗΠΑ για το οκτάωρο, με κορυφαία την
πανεθνική απεργία του 1886 και τα γεγονότα στο Σικάγο. Έχει προηγηθεί η δημοσίευση το
1867 του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου» του Μαρξ, τομή στην κριτική του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής και ανάλυσης, ενώ τις δεκαετίες 1870-1880 δημοσιεύονται βασικά
θεωρητικά έργα που δίνουν ώθηση στην επαναστατική θεωρία και πάλη του προλεταριάτου[5].
6
Για πρώτη φορά στην εξέλιξη του καπιταλισμού υπάρχουν περίοδοι σχετικής και μεγάλης
νομιμότητας των σοσιαλιστικών κομμάτων και συμμετοχή των εργατικών κομμάτων στα αστικά
κοινοβούλια με την εκλογή βουλευτών. Δημιουργούνται σειρά θεσμοί και μηχανισμοί των
κομμάτων (μαζικές οργανώσεις, ταμεία αλληλοβοήθειας, λέσχες, εργατικές σχολές, θεσμικά
αναγνωρισμένα συνδικάτα, νόμιμες εφημερίδες και έντυπα, κ.α.). Ταυτόχρονα, δημιουργούνται
μέσα στο εργατικό κίνημα αλλά και στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αυταπάτες ότι το
πέρασμα στο σοσιαλισμό μπορούσε να γίνει με σταδιακές μεταρρυθμίσεις του καπιταλισμού
(ρεφορμισμός) και με κοινοβουλευτικό τρόπο (χωρίς επαναστατική ανατροπή). Αναπτύσσονται
τάσεις και ρεύματα λεγκαλισμού (νομιμότητας), οπορτουνισμού και οικονομισμού στο εργατικό
κίνημα και ιδίως στα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της δύσης. Στη φάση αυτή και για
ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα στα εργατικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα
συνυπάρχουν -σε διαμάχη και αντιπαράθεση- οι ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές τάσεις
(ρεύμα Μπερνστάϊν, κ.α.) μαζί με τις τάσεις των μαρξιστών (Πλεχάνοφ, Μπέμπελ, κ.α.),
αργότερα Λένιν, Ρόζα, και άλλοι.
Γενικότερα, η τεχνολογική πρόοδος, η βιομηχανική επανάσταση που είχε συντελεστεί, η
επιτυχής αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης του 1870-1880, μαζί με μια εξάπλωση του
κοινοβουλευτισμού και ικανοποίησης κάποιων εργατικών αιτημάτων, δημιούργησε μια
γενικευμένη αίσθηση ασφάλειας, ανάπτυξης και ευημερίας που χαρακτηρίστηκε από πολλούς
ιστορικούς ως Ωραία Εποχή (Belle Epoque) του δυτικού κόσμου.
Στο φόντο αυτό τα μαζικά συνδικάτα και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της περιόδου θα
οδηγηθούν σε πολιτική και θεωρητική υποχώρηση και στην υποταγή-ενσωμάτωση, στη βάση
σοβαρών πολιτικών και θεωρητικών αποκλίσεων και διαφωνιών. Η μεγαλύτερη τραγωδία ήταν
φυσικά η στάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων απέναντι στον ιμπεριαλιστικό Α’
Παγκόσμιο πόλεμο με την υποστήριξη της αλληλοσφαγής και των αντίστοιχων εθνικών
κυβερνήσεων και αστικών τάξεων των χωρών τους το καθένα, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις.
Τον Αύγουστο του 1914 ενώ ήδη οι εργατικές στρατιές είχαν μετατραπεί σε χακί κοπάδια στο
θανατηφόρο πεδίο του ιμπεριαλιστικού πολέμου, η 2η Διεθνής, η μεγαλύτερη μέχρι τότε
εργατική οργάνωση που είχε γνωρίσει η Ευρώπη και ο κόσμος έχει αποσαρθρωθεί.
Τα μαζικά αυτά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και η Β’ Διεθνής συγκροτήθηκαν στις συνθήκες
περάσματος του καπιταλισμού από το προ-μονοπωλιακό του στάδιο στην εποχή του
ιμπεριαλισμού. Την περίοδο εκείνη η καπιταλιστική ιδιοκτησία έπαιρνε τη μορφή της μετοχικής
εταιρείας, δημιουργήθηκαν οι τάσεις τεράστιας συγκεντροποίησης του κεφαλαίου,
αναπτύχθηκε η μεγάλη βιομηχανική παραγωγή και το διεθνές εμπόριο.
Γ. Η Τρίτη καμπή
Ο πόλεμος και το τέλος της Belle Epoque θα σημάνουν μια τρίτη φάση της ιστορικής
διαδρομής του εργατικού κινήματος και των κομμάτων του.
Η στάση ενός μικρού μειοψηφικού τμήματος της 2ης Διεθνούς, να καταγγείλει τον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό και τα μαζικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της
περιόδου, σαν «σοσιαλπατριωτικά, υποταγμένα στα συμφέροντα της εθνικής του τάξης το
καθένα» οδηγεί σε νέες διεργασίες, με την βαθιά διαίρεση -σε πολιτικό και ως εκ τούτου και
οργανωτικό επίπεδο- της σοσιαλδημοκρατίας και του κομμουνιστικού ρεύματος. Σε αυτή
7
την περίοδο της οριστικής διαφθοράς και υποταγής του σοσιαλδημοκρατικού
κινήματος, ορισμένες μειοψηφίες των προηγουμένων κομμάτων κινούνται σε αντιπολεμική,
αντιεθνικιστική κατεύθυνση. Είναι οι μειοψηφίες εκείνες που πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα θα
παίξουν αργότερα πολύ σοβαρό ρόλο στο επαναστατικό ρεύμα (μπολσεβίκοι-Λένιν, ομάδα των
Λούξεμπουργκ-Λιμπκνεχτ από τη Γερμανία/Σπαρτακιστές, Πολωνοί, Βούλγαροι, Ολλανδοί,
Γάλλοι σοσιαλιστές, κ.α.). Κορυφαία στιγμή αποτελεί η συνάντηση της Αριστεράς του
Τσιμερβάλντ τον Απρίλη του 1916 όπου διαμορφώθηκε ένα διεθνιστικό μέτωπο από
αντιπροσώπους, ομάδες και οργανώσεις διάφορων χωρών ενάντια στον πόλεμο και υπέρ της
επανάστασης. Οι τάσεις και τα κόμματα αυτά μετά και τα επαναστατικά γεγονότα 1917-1921
(Οκτωβριανή Επανάσταση, Γερμανική Επανάσταση, Ουγγρική Επανάσταση, Φινλανδική
εξέγερση, επαναστατική εξέγερση Αυστρίας, άλλα μεγάλα επαναστατικά γεγονότα σε σειρά
χωρών) συμβάλλουν στη δημιουργία της Γ΄ Διεθνούς (Κομμουνιστική Διεθνή-ΚΔ) που ιδρύθηκε
τον Μάρτιο του 1919 στη Μόσχα. Η συγκρότηση του κομμουνιστικού ρεύματος και των
αντίστοιχων κομμάτων και οργανώσεων σε μια σειρά χώρες συνοδεύτηκε από έντονες
διεργασίες σε πολιτικό και θεωρητικό επίπεδο, μεταξύ άλλων και για το ζήτημα της μορφής
συγκρότησης και λειτουργίας των κομμάτων, στο οργανωτικό ζήτημα. Τις θεωρητικές βάσεις
για την ίδρυση κομμουνιστικού κόμματος -του κόμματος νέου τύπου όπως θεμελιώθηκε από
την ανάλυσή του- είχε θέσει ο Λένιν από το 1902 με τη μπροσούρα του «Τί να κάνουμε;» και το
1904 με το «Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω«. Σημαντικές θεωρητικές και πολιτικές
επεξεργασίες για το ζήτημα του κόμματος εκείνης της εποχής κατέθεσαν επίσης η Ρόζα
Λούξεμπουργκ, ο Αντόνιο Γκράμσι και αργότερα ο Γκέοργκ Λούκατς και άλλοι μεταγενέστεροι
θεωρητικοί του μαρξισμού[6].
Η περίοδος αυτή σφραγίζεται από τον πόλεμο και τα επαναστατικά κύματα που
ακολουθούν, από την τομή της Οκτωβριανής επανάστασης στην Ρωσία και την δημιουργία του
Κομμουνιστικού Κινήματος, αλλά και από την υποχώρηση τους μετά το 1921 σε συνδυασμό με
την ανάκαμψη του καπιταλισμού το 1922-1928 στα πλαίσια μιας γενικότερης περιόδου
αστάθειας που διαρκεί μέχρι το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου (1945), περίοδος έντονων
αναδιαρθρώσεων και κρισιακών φαινομένων. Τα κομμουνιστικά κόμματα -κάτω και από την
σημαντική επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης-συγκροτούνται πλέον σε παγκόσμιο
επίπεδο και σε όλες τις Ηπείρους (και στις υπό ανάπτυξη χώρες και στις αποικίες). Και στη
χώρα μας, όπως διεθνώς, οι πρώτοι σοσιαλιστικοί όμιλοι και έντυπα και οι πρώτες εργατικές
συσπειρώσεις εισέρχονται στη διαδικασία διαμόρφωσης της πρώτης κομματικής τους
συγκρότησης, καρπός της οποίας είναι η ίδρυση του ΣΕΚΕ το 1918 στον Πειραιά και η
συνακόλουθη πορεία του (διαπάλη, τάσεις, διασπάσεις, ανάπτυξη, κρίση) μέχρι την εισδοχή
του στην 3η Διεθνή και τη μετονομασία του σε ΚΚΕ (1924)[7].
Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν σε μια εποχή διαμόρφωσης και ανάπτυξης του σύγχρονου
καπιταλισμού, με τις τεράστιες επιχειρήσεις και παραγωγικές μονάδες στις οποίες -στο δυτικό
καπιταλιστικό και αναπτυγμένο κόσμο-κυριαρχεί το μοντέλο εργασίας του τεϊλορισμού -
φορντισμού, με μια μαζική εργατική τάξη συγκεντρωμένη στις μεγάλες πόλεις, ενώ στο
πολιτικό σύστημα κυριαρχεί ο αστικός κοινοβουλευτισμός και το εθνικό αστικό κράτος. Από το
1922 και μετά, καθώς το επαναστατικό κύμα υποχωρεί, αλλάζουν και οι συσχετισμοί δύναμης
8
μέσα στα εργατικά κινήματα. Από το 1921 ως το 1928 τα ΚΚ στην Ευρώπη έπεσαν από τις
900.000 μέλη στις 450.000 περίπου. Αντίθετα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διπλασίασαν τις
δυνάμεις τους. Αρνητικό ρόλο -ανάμεσα σε πολλά άλλα -έπαιξαν και τα κενά και οι
απολυτότητες που καλλιεργήθηκαν και αναπτύχθηκαν για τις σχέσεις μεταξύ κομμουνιστικού
κόμματος-τάξης και για τον ρόλο του ίδιου του κόμματος, που αντικειμενικά οδηγούσαν στην
υποτίμηση του πολιτικού ρόλου της εργατικής τάξης, αλλά και άλλοι παράγοντες που δεν
αποτελούν πεδίο του παρόντος κειμένου.
Από την περίοδο ανάπτυξης του καπιταλισμού μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και την
δημιουργία του κράτους πρόνοιας, αλλά και την ένταση του ψυχρού πολέμου, περνάμε μετά το
1967 σε μια περίοδο ραγδαίων αλλαγών, καθώς από το λαχάνιασμα της καπιταλιστικής
ανάπτυξης και τα πρώτα σημάδια της κρίσης το 1966-67 το σύστημα οδηγείταιστην κρίση του
1973 και από κει στην μετάβαση στο νέο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
9
Επανάστασης το 1949). Αργότερα, τα κινήματα της δεκαετίας του 1960 και η
ριζοσπαστικοποίηση κοινωνικών τμημάτων σε μια σειρά καπιταλιστικές χώρες σε συνδυασμό
με την ενσωμάτωση και γραφειοκρατικοποίηση των ΚΚ, γέννησαν ρεύματα όπως αυτά της
«Νέας Αριστεράς», του «ευρωκομμουνισμού», της εργατικής αυτονομίας (Ιταλία), την
αναζωογόνηση του αναρχισμού και του τροτσκισμού στην Ευρώπη, το κίνημα των «μαύρων
πανθήρων» στις ΗΠΑ, αντιιμπεριαλιστικά και αντι-νεοαποικιοκρατικά αντάρτικα (Λατινική
Αμερική και Αφρική), και άλλες τάσεις και ρεύματα.
Συνολικά, το Κομμουνιστικό Κίνημα και η Αριστερά στη Δύση κινήθηκαν στον αστερισμό του
ρεφορμισμού. Και αυτό παρά τη ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατία το 1918-1921, που αποτελούσε
την παρηκμασμένη πτέρυγα του εργατικού κινήματος της πρώτης φάσης του καπιταλισμού. Η
ρήξη εκείνη και η προσπάθεια ανεξαρτησίας του επαναστατικού ρεύματος είχαν μεγάλη
σημασία. Όμως στη συνέχεια, παλιοί και νέοι παράγοντες οδήγησαν στην άλωση και των
«κομμάτων νέου τύπου» από το ρεφορμισμό. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο, φυσικά, και η κίνηση της
ίδιας της τάξης, αλλά και η γραφειοκρατικοποίηση των κομμάτων αυτών για μια σειρά
παράγοντες που χρειάζονται μελέτη και ανάδειξη. Όμως, επειδή η πολιτική αντιπαράθεση με
τη σοσιαλδημοκρατία συνεχίστηκε κι επειδή εκείνη -μετά την πρώτη της προδοσία το 1914 και
τη δεύτερη το 1918-1922- πέρασε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε θέσεις καθαρά διαχείρισης
του συστήματος, ο ρεφορμισμός των ΚΚ έπρεπε να είναι διαφορετικός από αυτόν της
σοσιαλδημοκρατίας. Αν η σοσιαλδημοκρατία κατά βάση έκανε αστική διαχείριση, τα ΚΚ
προέβαλαν ένα ρεφορμισμό στην πράξη και το σοσιαλισμό στα λόγια και τα σύμβολα. Τα ΚΚ
βαθμιαία έχασαν τον επαναστατικό τους χαρακτήρα, την εργατική τους σύνθεση. Υποβάθμισαν
ή διαστρέβλωσαν το μαρξισμό από επαναστατική αναπτυσσόμενη και μάχιμη θεωρία σε
θεραπαινίδα της ρεφορμιστικής πολιτικής και τακτικής τους. Απώλεσαν το διεθνιστικό
προσανατολισμό τους και αντικατέστησαν τις μορφές εργατικής δημοκρατικής συγκρότησής
τους με μορφές επιβολής της «μονολιθικότητας» και την απουσία ουσιαστικής πολιτικής
συζήτησης στο εσωτερικό τους. Όλα τα παραπάνω θεωρούμε ότι είναι -τελικά-αποτελέσματα
της έλλειψης επαναστατικού προγράμματος και στρατηγικής.
Η δεκαετία του 1980 γίνεται το πεδίο της συνολικής και αποφασιστικής ιδεολογικής και
πολιτικής αντεπίθεσης του καπιταλισμού, που στηρίζεται στις αλλαγές αλλά και στις ανάγκες
της καπιταλιστικής παραγωγής. Το ρεύμα του νεοσυντηρητισμού είναι η έκφραση της
αντεπανάστασης στο πέρασμα και στην μεταβατική περίοδο του νέου σταδίου του
καπιταλισμού. Μαζί με την πολιτική επίθεση, οι αλλαγές που συντελούνται στην παραγωγή
χτυπούν τον πυρήνα της εργατικής τάξης, αλλάζοντας βαθμιαία το χαρακτήρα των σχέσεων
εργασίας και την ίδια την τάξη. Μέσα σε αυτό το κλίμα η κατάρρευση του «υπαρκτού
σοσιαλισμού»[9] γίνεται ήττα όλου του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Στη μετά το
1990 περίοδο, τα παλιά ΚΚ βρέθηκαν στη δίνη της κρίσης. Αρκετά από αυτά, τα πιο μεγάλα και
στις πιο αναπτυγμένες χώρες στην πλειοψηφία τους, μεταλλάχθηκαν σε ανοιχτά
σοσιαλδημοκρατικά (δημοκρατικά κόμματα, κόμματα της αριστεράς, όπως ονομάστηκαν στις
περισσότερες περιπτώσεις). Άλλα κόμματα διασπάστηκαν ή συρρικνώθηκαν, κρατώντας τα
σύμβολα της προηγούμενης φάσης του κομμουνιστικού κινήματος, με κυρίαρχη τάση έναν
μαχητικό ρεφορμισμό. Μια σειρά κόμματα επίσης προσκολλήθηκαν σε κρατικές οντότητες (π.χ.
10
στη σφαίρα του ΚΚ Κίνας) ή αποτελούν συμπληρωματικούς κυβερνητικούς εταίρους σε πρώην
Λαϊκές Δημοκρατίες και χώρες.
«Σε κάθε φάση του καπιταλισμού αντιστοιχεί και ένα ανάλογο οργανωτικό μοντέλο, επειδή
ακριβώς «…κάθε νέα φάση του συστήματος σημαίνει τη μερική ή ολική αποτυχία των
προηγούμενων μορφών οργάνωσης και πάλης της εργατικής τάξης» σημείωνε σωστά το 2010
ο Ντανιέλ Μπενσαίντ. Θα προσθέταμε, υπογραμμίζοντας την προηγούμενη διαπίστωση, την
ανάγκη για ουσιαστική και γόνιμη «συμπλήρωση» και ανάπτυξη της εργατικής και
κομμουνιστικής πολιτικής, ειδικά της θεωρίας του κόμματος που απαιτεί το νέο στάδιο του
καπιταλισμού, των πολιτικών μετώπων και του πολιτικού εργατικού κινήματος κόντρα στην
υποταγή και την καθήλωσή τους στα πλαίσια του «ρεαλισμού», του «πραγματισμού», του
«σοσιαλισμού της αγοράς», των «αριστερών κυβερνήσεων» και του νεοκεϋνσιανισμού, των
διάφορων απατών και αυταπατών εντός συστήματος, που ουσιαστικά οδήγησαν στην ήττα τις
επαναστάσεις και το επαναστατικό κίνημα, που επιβλήθηκαν από το ποιοτικά μεταλλαγμένο -
από ένα σημείο και μετά- νεορεφορμιστικό κομμουνιστικό ρεύμα, αλλά και άλλα ρεύματα της
λεγόμενης «νέας» αριστεράς.
Η αναγκαιότητα και η επιτακτικότητα αυτή βρίσκεται στο κέντρο της δικής μας
προσπάθειας. Και θα δοκιμαστούν, θα κριθούν και τελικά θα αποκρυσταλλωθούν από τη
συγκεκριμένη υποκειμενική συλλογική παρέμβαση, από τη συγκεκριμένη ιστορική πρακτική
του εργατικού κινήματος και των πρωτοποριών του. Δηλαδή, από την ποιότητα της νέας
εργατικής, κομμουνιστικής προγραμματικής πρότασης και συγκρότησης.
11
Υποσημειώσεις - Παραπομπές:
12
Η αναγκαιότητα του κόμματος στην αριστερή πολιτική -
Η περίπτωση του σύγχρονου κόμματος μαζών.
Εισήγηση που παρουσίασε ο Κώστας Ελευθερίου, επικ. καθηγητής πολιτικής κοινωνιολογίας
στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης - συγγραφέας, στην 3η Ημερίδα εργασίας της
«Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα», 10 Δεκεμβρίου 2022
Η εισήγηση-τοποθέτηση του Κ. Ελευθερίου ήταν προφορική, δεν έχει κείμενο. Βασίζεται στην
αρθρογραφία του σε μια σειρά εφημερίδες και έντυπα, καθώς και στο βιβλίο του «Το πολιτικό
κόμμα» (εκδόσεις ΕΝΑ, 2021).
https://www.youtube.com/watch?v=hVaJEOjHWbs
13
Σημειώσεις για την εξέλιξη των κομμάτων στον καπιταλισμό
Σύγχρονες τάσεις και αστική πολιτική θεωρία
Εισήγηση που παρουσίασε ο Αντρέας Κοσίνας, φοιτητής και μέλος της Πρωτοβουλίας Πάτρας,
στην 3η Ημερίδα εργασίας της «Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και
κόμμα», 10 Δεκεμβρίου 2022
Η ίδια η ανάπτυξη και κρίση του καπιταλισμού επιφέρει σοβαρές αλλαγές σε όλα τα πεδία,
ανάμεσά τους και στο πολιτικό σύστημα και το κράτος, όπως και στα χαρακτηριστικά των
τάξεων και της σχέσης τους – τους κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς. Υπό αυτό το
πρίσμα, μια προσπάθεια ανάπτυξης της θεωρίας για το επαναστατικό κόμμα πρέπει όχι απλά
να λάβει υπόψη τις τομές και αναδιαρθρώσεις αυτές, αλλά και να τις «αποτυπώσει»
προγραμματικά και να τις συμπεριλάβει στις επεξεργασίες της.
Όπως σημειώνουμε με έμφαση στο «Κείμενο Αρχών και κατευθύνσεων» της Πρωτοβουλίας
μας «Ο σύγχρονος καπιταλισμός ισχυροποιεί το αστικό κράτος ως όργανο κυριαρχίας και
καταπίεσης με την ενίσχυση του ρόλου μη εκλεγμένων θεσμών και διεθνών μηχανισμών,
την υποβάθμιση των κοινοβουλευτικών οργάνων, τη διόγκωση της καταστολής–ελέγχου και
την αποσάθρωση των μηχανισμών αντιπροσώπευσης. Έχουμε την ανάδυση ενός καθεστώτος
κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού».
Στα πλαίσια αυτά, αλλάζει και το αστικό πολιτικό σύστημα και συνακόλουθα η μορφή των
κομμάτων- των αστικών πρώτα απ΄ όλα, αλλά και εν γένει. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι, τα
κόμματα είναι -και στην εποχή μας- απαραίτητα στοιχεία και της αστικής πολιτικής, παίζουν
σημαντικό ρόλο, εξελίσσονται και αλλάζουν μορφές συγκρότησης και λειτουργίας, παραμένουν
όμως πάντα βασικό εργαλείο, πεδίο και στοιχείο της πολιτικής διαπάλης και διαμεσολάβησης.
Γι΄ αυτό, στην αστική πολιτική θεωρία αναπτύσσεται σοβαρή προσπάθεια τεκμηρίωσης και
επιστημονικής ανάλυσης των αλλαγών που απαιτούνται για την ενσωμάτωση και την αστική
ηγεμονία των κοινωνικών δυνάμεων και συμφερόντων στο πολιτικό και εκλογικό-κομματικό
επίπεδο, στα πλαίσια διατήρησης της αστικής εξουσίας και του αφοπλισμού των εργατικών-
λαϊκών και νεολαιίστικων αγώνων και των επαναστατικών δυνάμεων. Ορισμένες διαπιστώσεις
και αφετηρίες αυτής της ανάλυσης (για το αστικό κομματικό σύστημα), έχουν σημασία και για
τη δική μας θεωρητική συζήτηση και πρακτική.
Α. Υπάρχει η σαφής τάση μετάβασης από το «κόμμα μαζών» και μελών, δηλαδή από τα μαζικά
κόμματα με λαϊκή συμμετοχή και βάση, σε εκλογικά «επαγγελματικά κόμματα». Η βάση αυτής
της τάσης βρίσκεται στις αλλαγές στον τρόπο άσκησης πολιτικής στο σύγχρονο πολιτικό
σύστημα, με τους μηχανισμούς επίδρασης και διαμόρφωσης της «κοινής γνώμης»
να εμπλέκονται καθοριστικά με τις τεχνολογίες, τα ΜΜΕ, το διαδίκτυο, την ψυχολογία, τη
διαφήμιση και άλλα επιστημονικά πεδία (management, επικοινωνία, ανθρωπολογία, διαχείριση
ανθρώπινων πόρων, κ.α.). Αναπτύσσονται νέοι μηχανισμοί και τεχνολογία του κομματικού
14
ανταγωνισμού, όπως αποκαλείται χαρακτηριστικά. Έτσι αυξάνεται καθοριστικά ο ρόλος των
«ειδικών», των επιτελείων από /και σε εξω-πολιτικό περιβάλλον, δημιουργούνται πρότυπα
εκπροσώπησης με «επαγγελματίες πολιτικούς» και ειδικούς. Χαρακτηριστική είναι η άμεση
συμμετοχή και εμπλοκή επιχειρηματιών στο αστικό κομματικό σύστημα (π.χ. Μπερλουσκόνι,
Τράμπ, κ.α.) ενώ άμεση εμπλοκή παρατηρείται και από στελέχη του τραπεζικού-χρηματιστικού
κεφαλαίου σε θέσεις-κλειδιά στα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων σε πολλές χώρες.
Η κυρίαρχη πολιτική και το κομματικό πολιτικό σύστημα παίρνουν χαρακτηριστικά
πολιτικής αγοράς, όπου κάθε φορά συγκλίνει η μεγάλη μάζα των εκλογέων.
Η καθοριστική αύξηση του ειδικού βάρους των ειδικών και των επαγγελματικών επιτελείων
συνεπάγεται την μείωση της συμμετοχής και της άμεσης λαϊκής εμπλοκής στην λειτουργία και
δράση των κομμάτων, τη φθορά των άμεσων οργανικών δεσμών των κομμάτων με την
κοινωνία. Αυτά, μεταφράζονται και σε ισχυρή τάση μείωσης των μελών των κομμάτων (σχεδόν
διεθνή τάση, στον δυτικό τουλάχιστον κόσμο από τη δεκαετία του 1980, με εξαιρέσεις και
κάποιες ειδικές φάσεις σε χώρες και κόμματα, που αντιστοιχούν σε πολιτικές εντάσεις, όπως
π.χ. η εγγραφή αρκετών χιλιάδων νέων ανθρώπων στο Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας για τη
στήριξη του Τζ. Κόρμπιν και στο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ για την ενίσχυση του Σάντερς
στην πολύ πρόσφατη περίοδο).
Όλα τα παραπάνω δεν αλλάζουν την ουσία των αστικών κομμάτων ως όργανα άσκησης και
επιρροής της αστικής πολιτικής και των συμφερόντων του κεφαλαίου στα πλαίσια της
κοινωνίας, ως πολιτική διαμεσολάβηση των αστικών ταξικών συμφερόντων, αλλάζει όμως ο
τρόπος με τον οποία ασκείται η πολιτική επιρροή και σχεδιάζεται η συναίνεση και
κυριαρχία αυτή στην αστική κοινωνία, ο τρόπος παρέμβασης των κομμάτων.
Β. Αποτέλεσμα των παραπάνω τάσεων και εξελίξεων είναι η αυξανόμενη και καθοριστική
εξάρτηση των εκλογικών-επαγγελματικών κομμάτων από ένα ασταθές εκλογικό σώμα,
η εξάρτηση και διαπλοκή τους από ποικιλώνυμες ομάδες συμφερόντων, με ενισχυμένο,
πολιτικό και θεσμικό ρόλο στην εποχή μας (επιχειρηματικά συμφέροντα, λόμπι, ΜΜΕ, κ.α.). Η
εξάρτηση αυτή θέτει τα κόμματα αυτά σε άμεση σχέση ενσωμάτωσης στο κράτος και τους
μηχανισμούς του.
Ως εκ τούτου, τα αστικά πολιτικά κόμματα από δομές διατύπωσης και στήριξης πολιτικών και
εναρμόνισης κοινωνικών συμφερόντων, εξαρτώνται αποκλειστικά από την κοινοβουλευτική
συμμετοχή και προσβλέπουν σχεδόν αποκλειστικά στην κυβερνητική εξουσία, εξαρτώντας την
επιβίωσή τους από κρατικούς και επιχειρηματικούς πόρους. Σε αυτά τα πλαίσια, η αστική
θεωρία κομμάτων αποτυπώνει κατηγορίες και τυπολογίες των σύγχρονων κομμάτων, όπως, τα
«κόμματα καρτέλ[1]», τα «κόμματα-λόμπι[2]» και το «κόμμα-δίκτυο[3]» (την τελευταία μορφή
δοκιμάζει και υλοποιεί εντατικά η νέα ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία με την μετάλλαξη του
Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στη Γερμανία, αλλά
και αντίστοιχες οργανωτικές συγκροτήσεις σε κόμματα τύπου Podemos-Ισπανία, όπως και σε
μια σειρά σχηματισμούς της ευρωπαϊκής ρεφορμιστικής «νέας» αριστεράς τύπου DIEM
ΜΕΡΑ25, κ.α.).
15
Η μείωση της οργανικής συμμετοχής στα κόμματα και η ενίσχυση του επαγγελματικού τους
χαρακτήρα, δεν σημαίνει οπωσδήποτε την απουσία εμπλοκής τμημάτων της κοινωνίας με τα
κυρίαρχα κόμματα, αλλά την απομείωση του πολιτικού ρόλου του μέλους και την απονεύρωση
της πολιτικής σχέσης και ικανότητας άσκησης πολιτικής. Αντίθετα, το κόμματα παραμένουν
απαραίτητα εργαλεία της αστικής τάξης και της πολιτικής της. Γι΄ αυτό, και στα μεγάλα αστικά
κόμματα κλασικού τύπου και στα κόμματα-δίκτυο (ιδιαίτερα ενισχυμένα σε αυτά)
δημιουργούνται «θεσμοί συμμετοχής» που αφορούν όμως πλευρές της διασύνδεσης των
κομμάτων με την κοινωνία κυρίως και όχι τον πυρήνα της πολιτικής και του προγράμματός
τους. Έτσι βλέπουμε την δυνατότητα εκλογής αρχηγού-προέδρου σε ανοιχτές μαζικές
εκλογικές διαδικασίες με τη συμμετοχή ακόμα και μη μελών, φίλων, πολιτών γενικά που
διαφημίζεται ως σούπερ δημοκρατική διαδικασία (πρόσφατα στη χώρα μας και στο ΚΙΝΑΛ-
ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ, αλλά και στο ΣΥΡΙΖΑ), αλλά με δεδομένη την κύρια πολιτική
γραμμή/κατεύθυνση και τα στρατηγικά περιεχόμενα, ταυτόχρονα με κομματικά συνέδρια-
φιέστες χωρίς ουσιαστικό λόγο και ρόλο στην οργανωμένη βάση, λειτουργία οργανώσεων,
οργάνωση της εσωκομματικής ζωής. Δηλαδή τελικά, ενίσχυση του αρχηγικού ρόλου και
υποβάθμιση της πολιτικής, με πολύ δημοκρατικές (αστικού και κοινοβουλευτικού χαρακτήρα)
διαδικασίες…
Ως εκ τούτου -σαν τάση της αστικής πολιτικής- «θεματοποιείται» και η πολιτική. Οι μεγάλες
αντιθέσεις και «διαιρέσεις» του προηγούμενου σταδίου και της ιστορίας (εργάτες-αφεντικά,
αριστερά-δεξιά, λαός-κυρίαρχοι/ολιγαρχία, ιμπεριαλισμός-έθνος/λαοί, κ.α.) που
γονιμοποιούσαν την πολιτική και κομματική αντιπαράθεση, τα κινήματα και τις μαζικές
οργανώσεις, δίνουν τη θέση τους σε υποσύνολα πολιτικής θεματολογίας, μερικά ειδικά
συμφέροντα, ρευστές και ευέλικτες θεωρητικές και πολιτικές θέσεις-βάσεις, μικρές αφηγήσεις
και μειωμένες πολιτικές προσδοκίες. Ο πολιτικός λόγος ταυτίζεται με την επικοινωνιακή του
χρησιμότητα και αποδοχή. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι οι νέες μορφές κυρίαρχης
πολιτικής συμμετοχής μετασχηματίζουν την πολιτική σε υποπολιτική.
16
Δ. Παρά την εμφάνιση και νέων συλλογικοτήτων και αναζήτησης νέων μορφών που
αναδύονται στο έδαφος της κρίσης των παραδοσιακών κομμάτων και μορφών, αυτές- στις
περισσότερες περιπτώσεις – αντανακλούν και ενσωματώνουν τα χαρακτηριστικά μιας νέας
ατομικότητας, έναντι των μεγάλων αφηγήσεων, των ενιαίων συλλογικών ταξικών συμφερόντων
και των στρατηγικών στοχεύσεων. Έτσι, από μια σειρά τέτοια ρεύματα και τάσεις δίνεται
έμφαση στη θεαματικότητα του στιγμιαίου, στο χάπενινγκ, στις τελετουργικές προσομοιώσεις
της ίδιας της κοινωνικοπολιτικής δράσης, στην μορφή (και την ελκτικότητά της, την «εικόνα»
που δημιουργεί, την «επικοινωνιακή δύναμη» που παράγει). Το «συμβάν» υποκαθιστά την
οργανωμένη πολιτική στρατηγική και η τακτική εκφυλίζεται αποκλειστικά σε ακτιβισμούς, σε
κινηματικές στιγμές κοινωνικής εκφόρτισης.
Η συζήτηση που αναπτύσσεται για τα «νέα κοινωνικά υποκείμενα» και τις «νέες πολιτικές
μορφές» (το πλήθος, ταυτότητες, θεματικά κόμματα-οργανώσεις, δικτυώσεις πολιτικών
θεμάτων, πλατφόρμες συμμετοχής, αυτοοργανωμένες νησίδες, κ.α.) ενσωματώνει απόψεις και
προβάλλει προτάσεις για επιμέρους ατομικές δράσεις ή συλλογικότητες που συγκροτούνται
αποκλειστικά στο πλαίσιο μιας «ταυτότητας», προωθώντας έναν αταξικό δικαιωματισμό – και
εν τέλει τα προτάγματα ενός «ηθικού καπιταλισμού». Στα πλαίσια αυτά συσκοτίζεται το
ιστορικό βάθος της κοινωνικοπολιτικής δράσης και σύγκρουσης, αγνοείται και υποβαθμίζεται
(ή και λοιδορείται) η αναγκαιότητα του στρατηγικού στόχου και σκοπού και εν τέλει,
αποδυναμώνεται η όποια ριζοσπαστική δυναμική. Από εν δυνάμει συγκρουσιακή πρακτική και
«νέα» ριζοσπαστική κριτική (όπως παρουσιάζεται ή και φαίνεται σε αρκετές περιπτώσεις) οι
τάσεις και τα ρεύματα αυτά οδεύουν συχνά και σχετικά γρήγορα στην πολιτική ενσωμάτωση,
ως μια αριστερή ή και «αντισυστημική» αμφισβήτηση-διαμαρτυρία (καινοτόμα και
ριζοσπαστική στο λόγο της αρκετές φορές), μέσα στο σύστημα αστικής κυριαρχίας.
Συνυπάρχουν ως «άλλη» εκδοχή, εντός όμως του ίδιου πλαισίου.
Οι τάσεις αυτές διαχέονται και συναντώνται σε αρκετά πολιτικά ρεύματα, από την λεγόμενη
«νέα αριστερά» ή/και ριζοσπαστική αριστερά, την «αυτονομία», τμήματα της αναρχίας,
κινηματικές συσπειρώσεις και ακτιβιστικές ομάδες, στην λεγόμενη «εξωκοινοβουλευτική»
αριστερά και συλλογικότητές της, μέχρι τα ρεφορμιστικά και φιλοΕΕ ρεύματα και κόμματα-
οργανώσεις-δίκτυα.
Ε. Η έννοια του κόμματος περιείχε μια θετική νοηματοδότηση στην ιστορία της Αριστεράς και
του εργατικού κινήματος. Αποτελούσε αναγκαιότητα ως -μοναδικό πολλές φορές ή
τουλάχιστον βασικό – πολιτικό μέσο για την πάλη του εργατικού κινήματος στο πολιτικό πεδίο.
Αποτελούσε την απαραίτητη πολιτική συσπείρωση για την συλλογική συγκρότηση της
εργατικής τάξης και των καταπιεζόμενων λαϊκών στρωμάτων για την διεύρυνση των
κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, ενώ για την επαναστατική τάση του εργατικού
κινήματος αναγκαία προϋπόθεση για την χειραφέτηση της εργατικής τάξης και ολόκληρης της
κοινωνίας. Αντίθετα, στην παράδοση και τη σκέψη του φιλελευθερισμού, το κόμμα, αν και
αναγκαίο στην αστική πολιτική, -όπως εξάλλου και το κράτος-, λογίζεται ως περιορισμός της
ατομικότητας.
Η παραπάνω θετική νοηματοδότηση στην έννοια του κόμματος στην αριστερή πολιτική
σκέψη έχει δεχθεί βαθμιαία και ισχυρά πλήγματα, ακριβώς όπως και οι έννοιες του
17
σοσιαλισμού, του κομμουνισμού, του συνδικαλισμού, κ.α. στη βάση της αρνητικής εμπειρίας
και της ήττας των προηγούμενων επαναστατικών κυμάτων και αποπειρών, τον εκφυλισμό και
την μετάλλαξη του κομμουνιστικού κινήματος τόσο στην «ανατολή» (στο λεγόμενο «υπαρκτό
σοσιαλισμό») όσο και στη δύση. Η πλήρης διάρρηξη των περισσότερων κομμουνιστικών και
εργατικών κομμάτων με την επαναστατική θεωρία και με την ουσία της έννοιας της
επαναστατικής κομματικής οργάνωσης και λειτουργίας, η γραφειοκρατικοποίηση, ο
εκφυλισμός της εσωοργανωτικής συζήτησης και συμμετοχής και η μετατροπή τους σε
μηχανισμούς, και μια σειρά ζητήματα που δεν μπορούν να αναλυθούν στην μελέτη αυτή,
ενέτειναν την αρνητική στάση ευρύτερων εργατικών -λαϊκών και ιδιαίτερα νεολαιίστικων
τμημάτων και αγωνιστών απέναντι στην ιδέα/έννοια του κόμματος.
Σε αυτή τη βάση αναπτύχθηκαν στην αριστερή σκέψη -ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1960 κι
έπειτα-, αντιλήψεις και θεωρητικές προσεγγίσεις κατά τις οποίες το κόμμα λογίζεται ως μία
δομή καθυπόταξης και ελέγχου της κοινωνικής δυναμικής. Η τάση και οι σκέψεις αυτές
γεννήθηκαν και γεννιούνται στο έδαφος της αδυναμίας επαναθεμελίωσης μιας μάχιμης
θεωρητικής επεξεργασίας αλλά και πρακτικής για το επαναστατικό κόμμα στη νέα εποχή.
Ωστόσο, η αδυναμία αυτή και η επακόλουθη ασαφή «επιστροφή στην κοινωνία» και στα
«κινήματα» αρνείται επί της ουσίας την επαναστατική δυνατότητα στην εποχή μας. Έκφραση
αυτής της οπισθοχώρησης και αδυναμίας – και σε πολλές περιπτώσεις κατάληξη αυτής της
αντίληψης- είναι και η εμφάνιση και κυριαρχία των «νέων μορφών» και «υποκειμένων» που
αναφέρθηκαν στο προηγούμενο σημείο Δ.
Η αντιστροφή αυτής της αρνητικής στάσης και νοηματοδότησης στην έννοια του κόμματος
αποτελεί ισχυρή και αναγκαία πλευρά της δικής μας προσπάθειας. Απαιτεί σοβαρή θεωρητική
και πολιτική προσπάθεια και είναι σύμφυτη με την προτεραιότητα για προγραμματική
ανασυγκρότηση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής απελευθερωτικής πρότασης στον 21ο αιώνα.
Δεν λύνεται με επικλήσεις και ιδεολογικά/πολιτικά καύσιμα προηγούμενων φάσεων και
ηρωικών στιγμών του επαναστατικού κινήματος, όσο και αν αυτές προσφέρουν πλούσιο υλικό,
βάσεις και παραδείγματα, αλλά και θετικές εμπειρίες. Δεν είναι πρωτίστως μια συζήτηση
οργανωτικού χαρακτήρα και ορισμένων κανονιστικών βελτιώσεων, ούτε μια οποιαδήποτε
«επαναφορά» στα καλύτερα μοντέλα των πιο θετικών περιόδων. Επίσης η συζήτηση και
προσπάθεια δεν αφορά -μόνο και κυρίως-την πλευρά της δημοκρατίας σε ένα κόμμα γενικά
ή/και των εσωοργανωτικών λειτουργιών και δομών του ειδικά. Αφορά τη σύγχρονη θεμελίωση
της συγκρότησης επαναστατικού υποκειμένου, τη διαλεκτική σχέση των πλευρών του
υποκειμένου, την δοκιμή και οικοδόμηση μορφών οργάνωσης βασισμένων στα χαρακτηριστικά
της εργατικής τάξης της εποχής μας και των κοινωνικών σχέσεων και δυνάμεων μέσα στις
οποίες δρα. Πρώτα απ΄ όλα όμως αφορά το ίδιο το περιεχόμενο, την στρατηγική
φυσιογνωμία, το πρόγραμμα του κόμματος, δηλαδή τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά στο
σύνολό τους, το σκοπό και τους στόχους του.
____________________________________________
18
Υποσημειώσεις – Παραπομπές
[1] Σύστημα κομμάτων που διακρίνονται για την ολοένα αυξανόμενη αλληλοδιείσδυση και
εξάρτησή τους από το κράτος, την σχετική αποκοπή τους από την κοινωνία, τον συνακόλουθο
μετασχηματισμό τους σε εξουσιαστικούς μηχανισμούς και τη διαμόρφωση ενός πλαισίου
συναίνεσης και συνεργασίας μεταξύ τους, ακόμα και όταν, φαινομενικά, εκπροσωπούν
αντίπαλες ιδεολογίες και προγράμματα. Αποτελεί χαρακτηριστική σύγχρονη έκφραση του
αστικού συνασπισμού εξουσίας στο επίπεδο του κομματικού-κυβερνητικού πεδίου.
[2] Τάση ιδιαίτερα ισχυρή στις ΗΠΑ και στα κόμματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αφορά
την ισχυρή παρέμβαση οργανωμένων ομάδων συμφερόντων -συνήθως επιχειρηματικών ή
εθνικών ή κλαδικών /θεματικών -να προωθούν την επιρροή και τις επιδιώξεις τους στις
πολιτικές θέσεις των κομμάτων, στο νομοθετικό έργο κυβερνήσεων και νομοθετικών σωμάτων,
να ασκούν ισχυρή επιρροή (και στήριξη) σε πολιτικούς-κλειδιά για την προώθηση των
ιδιαίτερων συμφερόντων τους, να έχουν δικούς τους ηγετικούς κύκλους και τμήματα επιρροής
τους στα κόμματα. Αποτελεί έναν τρόπο της αστικής πολιτικής να προωθεί τα ιδιαίτερα ταξικά
συμφέροντα μερίδων που αναπτύσσονται στα πλαίσια του ανταγωνισμού των καπιταλιστών και
των δυνάμεων.
[3] Κόμματα που διαμορφώνουν πιο «ανοικτές» δομές μέσω δικτύων (διαδικτυακών και
πραγματικών ευέλικτων μορφών, φόρουμ, κύκλων, ειδικών συνομιλητών, θεματικών ομάδων,
κλπ). Το «κόμμα- δίκτυο» έρχεται να υποκαταστήσει τον τύπο του «κόμματος μελών» ως ένα
συντονιστικό κέντρο πολιτικής δράσης.
[4] Αναλυτικότερα στο «Κείμενο αρχών και κατευθύνσεων» της Πρωτοβουλίας, κεφάλαιο «Η
κυρίαρχη αφήγηση: Αστική χειραγώγηση, επικοινωνιακή καθήλωση και πλασματική
πραγματικότητα»
19
Βασικά κριτήρια και μεθοδολογικές παρατηρήσεις
για το ζήτημα του κόμματος -
Η προσέγγιση και οι αφετηρίες μας.
Εισήγηση που παρουσίασε ο Δημήτρης Γκόβας, μέλος της Γραμματείας της Πρωτοβουλίας,
συνδικαλιστής, στην 3η Ημερίδα εργασίας της «Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό
πρόγραμμα και κόμμα», 10 Δεκεμβρίου 2022.
Στην εποχή των επαναστάσεων, την περίοδο της διαμόρφωσης του κομμουνιστικού ρεύματος,
στις αρχές του 20ου αιώνα, τόσο η θεωρία γενικά, όσο και η θεωρία του κόμματος ειδικά, ήταν
μαχόμενη και αναπτυσσόμενη. Διαμορφωνόταν σε κρίσιμες στιγμές και μεγάλα άλματα της
ταξικής πάλης, ανάμεσα σε πολέμους, εξεγέρσεις, αλλεπάλληλες ήττες και νίκες, επαναστατικά
γεγονότα.
Μεταξύ των επαναστατών και στα πλαίσια των εργατικών, σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών
κομμάτων και ρευμάτων των αρχών του 20ου αιώνα υπήρξε έντονος διάλογος, διαφορετικές
απαντήσεις, ακόμα και αντιπαραθέσεις για το ζήτημα της οργανωτικής μορφής και λειτουργίας
του κόμματος. Χαρακτηριστική και μνημειώδεις είναι η αντιπαράθεση μπολσεβίκων-
μενσεβίκων αλλά και Λένιν-Λούξεμπουργκ (και) για το κόμμα. Καθοριστικές είναι οι σημειώσεις
του Γκράμσι για το «κόμμα-ηγεμόνα», του Λούκατς και άλλων μετέπειτα μαρξιστών διανοητών.
Το σίγουρο είναι ότι από τον Μαρξ μέχρι και τους πιο πρόσφατους μαρξιστές, κανένας δεν
διαμόρφωσε μια θεωρία κόμματος «παντός καιρού» και με αιώνια ισχύ. Αντιθέτως, βεβαίως,
υπάρχουν κριτήρια και αναλυτικά μεθοδολογικά εργαλεία του μαχόμενου μαρξισμού,
διαμορφώθηκαν ιστορικές προσεγγίσεις, διατυπώθηκαν θεωρητικές βάσεις, και, φυσικά,
έχουμε τη συσσωρευμένη θετική και αρνητική ιστορική εμπειρία του επαναστατικού κινήματος,
αλλά και τη δική μας πορεία. Όλα τα παραπάνω χρειάζεται να είναι τα «συστατικά υλικά» μιας
σύγχρονης συζήτησης για το επαναστατικό κόμμα στον 21ο αιώνα. Με αυτή τη διαπίστωση η
Πρωτοβουλία μας έχει ξεκινήσει τη συζήτηση και τις επεξεργασίες για μια συμβολή στην
ανάπτυξη μιας σύγχρονης αντίληψης και πρακτικής για την συγκρότηση μιας επαναστατικής
κομμουνιστικής οργάνωσης στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Ως μορφές συγκρότησης, τα κόμματα με τη σημερινή τους έννοια και μορφή είναι προϊόντα
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της αστικής κοινωνίας. Είναι υποκείμενα του
πολιτικού ανταγωνισμού, που είναι σε τελική ανάλυση το αποτέλεσμα του ταξικού
ανταγωνισμού. Η συζήτηση μας σήμερα αφορά το επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα.
Παρατήρηση 1η: Το ζήτημα του πολιτικού κόμματος της εργατικής τάξης, της επαναστατικής
οργάνωσης εν γένει, τόσο ως θεωρητικό ζήτημα, όσο και ως πολιτικό διακύβευμα, βρέθηκαν
20
στο περιθώριο των επεξεργασιών του κομμουνιστικού κινήματος για δεκαετίες. Ελάχιστες ήταν
οι -μαρξιστικές- θεωρητικές επεξεργασίες ανάπτυξης μαχόμενης επαναστατικής θεωρίας για το
ζήτημα του υποκειμένου και ειδικά του κόμματος. Μετά την καινοτόμα διατύπωση του Λένιν για
το «κόμμα νέου τύπου» των αρχών του 20ου αιώνα στη βάση των συνθηκών πριν και μετά την
Οκτωβριανή Επανάσταση, το ζήτημα της οργανωτικής πολιτικής θεωρήθηκε περίπου «λυμένο»
και δεδομένο. Στην πορεία, τα κυρίαρχα ρεύματα του κομμουνιστικού κινήματος και της
αριστεράς λειτούργησαν στη βάση μιας τυποποιημένης επανάληψης και μεταφοράς μοντέλων
χωρίς συγκεκριμένη ανάλυση της εκάστοτε σχέσης κοινωνίας και πολιτικής, τάξεων-κομμάτων,
κομμάτων-κράτους, των αλλαγών στην παραγωγή και την ίδια την εργατική τάξη, τις αλλαγές
στο κράτος, κ.λπ. Η αναντιστοιχία του μοντέλου συγκρότησης με τις καμπές του ταξικού αγώνα,
και φυσικά τα εκφυλιστικά φαινόμενα γραφειοκρατικοποίησης και μετάλλαξης των κυρίαρχων
κομμάτων της 3ης Διεθνούς, οδήγησε επίσης σε αντιλήψεις -κυρίως από το ρεύμα της «νέας
αριστεράς» και της αυτονομίας- που χαρακτηρίζονται ως «αντιγραφειοκρατικές» ή
«αντιιεραρχικές», αντιλήψεις που βλέπουν στην όποια οργανωτική συγκρότηση ένα αναγκαίο
«κακό», το οποίο «περιορίζεται» με μια «χαλαρή» συγκρότηση και αρχές λειτουργίας ή δομές
που εξετάζονται ως τάσεις σε άλλη εισήγηση (όπως τα κόμματα – δίκτυο, κλπ).
Δική μας αφετηρία είναι, ότι, η οργάνωση της σύγχρονης εργατικής τάξης σε κόμμα, σε
συνδυασμό ασφαλώς με τη διαμόρφωση ενός συνεκτικού αντικαπιταλιστικού μετώπου και
μιας αντικαπιταλιστικής πτέρυγας χειραφέτησης στο εργατικό κίνημα, δεν αποτελεί απλά
επιλογή, αλλά μονόδρομο για τον ριζικό μετασχηματισμό του αυθόρμητου σε συνειδητό στην
προοπτική της κομμουνιστικής χειραφέτησης. Αυτή μας η θέση εδράζεται σε ορισμένες
θεωρητικές αφετηρίες, μεταξύ των οποίων και οι εξής:
Παρατήρηση 2η: Στη μαρξική θεωρία απορρίπτεται η υποκατάσταση της εργατικής τάξης στο
ρόλο της απελευθέρωσής της από μια οργανωμένη πολιτική και θεωρητική πρωτοπορία («η
απελευθέρωση της εργατικής τάξης θα είναι έργο της ίδιας»). Ταυτόχρονα και διαλεκτικά, η
μαρξική θεωρία επίσης αρνείται τη δυνατότητα της αδιαμεσολάβητης και με αυτή την έννοια
αυθόρμητης αυτοχειραφέτησης της εργατικής τάξης («Απέναντι στη συλλογική εξουσία των
ιδιοκτητριών τάξεων η εργατική τάξη δεν μπορεί να δράσει ως τάξη, παρά μόνο συγκροτώντας
τον εαυτό της σε πολιτικό κόμμα, διακριτό από/ και αντιτιθέμενο σε/ όλα τα παλιά
κόμματα»[1]). Η ανατροπή της αστικής εξουσίας και η επανάσταση, η εργατική εξουσία και η
μετάβαση προς τον κομμουνισμό είναι έργο του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης και
των σύμμαχών της · ενός κινήματος που μετασχηματίζεται αλληλεπιδρώντας γόνιμα με τις
πρωτοπόρες δυνάμεις και αναδεικνύεται σε πλειοψηφικό εργατικό επαναστατικό κίνημα
με πρόγραμμα, ιδέες, σχέδιο, οργάνωση και όργανα επιβολής. Σε αυτή τη βάση κατανοείται η
αναγκαιότητα της πολιτικής οργάνωσης και αναπτύσσεται η ιστορική και συγκεκριμένη
θεωρητική θεμελίωση της σε κάθε περίοδο.
Παρατήρηση 3η: Οι συνθήκες που ωθούν τους εργαζόμενους και τους καταπιεσμένους στο
συλλογικό αγώνα δεν βρίσκονται απλώς στο εργοστάσιο/στο χώρο δουλειάς, αλλά στους
γενικούς όρους της ύπαρξής του. Η ταξική συνείδηση του προλεταριάτου δεν είναι ένα
21
μηχανιστικό προϊόν της ταξικής του θέσης, δεν προκύπτει περίπου «αυτόματα» από την ταξική
θέση και το «είναι» της εργατικής τάξης.
Γι΄ αυτό, απαιτείται η συστηματική μελέτη της ανάπτυξης του καπιταλισμού και των εξελίξεων
στο χώρο της παραγωγής, η οποία θα «περιγράψει» πλευρές – και όχι φυσικά θα αντιγράψει
από το καπιταλιστικό μοντέλο – για τον τρόπο οργάνωσης του πολιτικού (και των
συνδικαλιστικών) φορέων της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, απαιτείται η μελέτη της εξέλιξης
του αστικού κράτους, των μορφών πολιτικής εξουσίας, των κοινωνικο-πολιτικών συσχετισμών
σε κάθε περίοδο.
Επομένως, σε κάθε περίοδο εξέλιξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αντιστοιχούν
εξελισσόμενες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης. Σε κάθε φάση του καπιταλισμού
αντιστοιχεί και ένα ανάλογο οργανωτικό μοντέλο, επειδή ακριβώς «…κάθε νέα φάση του
συστήματος σημαίνει τη μερική ή ολική αποτυχία των προηγούμενων μορφών οργάνωσης και
πάλης της εργατικής τάξης[2]».
Οι κοινωνικές τάξεις συγκροτούνται στον πολιτικό στίβο μέσω της σχέσης τους με το κράτος. Η
αστική τάξη πρώτα απ’ όλα ενοποιείται γύρω από το κράτος της. Η διαπάλη για τον έλεγχο, την
επιρροή, ή την ανατροπή του κράτους συγκροτεί πολιτικά και εξοπλίζει ιδεολογικά κάθε
κοινωνική τάξη και ενδιάμεσο στρώμα.
Όπως υπογραμμίζει το κείμενο αρχών της Πρωτοβουλίας μας, το κόμμα είναι τμήμα της
ιστορικής κίνησης της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα των πιο προωθημένων χειραφετητικών
τάσεών της. Δεν είναι μόνο θεωρητική και πολιτική πρωτοπορία, είναι και πρακτική. Είναι η πιο
μαχητική δύναμη του κινήματος και του μετώπου. Είναι το μέσο, και όχι ο σκοπός –πολύ
περισσότερο ο αυτοσκοπός.
22
Ακόμα περισσότερο, δεν υπάρχει ταύτιση του κόμματος με την τάξη. Αντιλαμβανόμαστε
ουσιαστικά την ιδιαιτερότητα του πολιτικού πεδίου, το οποίο διαθέτει τη δική του σχετική
αυτονομία, τις δικές του σχέσεις δυνάμεων και τις δικές του έννοιες. Έτσι, το πολιτικό πεδίο,
και πιο συγκεκριμένα το κόμμα, δεν αποτελεί απλά και μόνο μια αντανάκλαση του κοινωνικού
συσχετισμού δυνάμεων, αλλά «εκφράζει τον μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων (και της
ταξικής πάλης) σε πολιτικούς όρους, με τις δικές του μεταθέσεις και συμπυκνώσεις[5]».
Συνεπώς, το κόμμα ως μορφή και λειτουργία δεν αποτυπώνει απλώς την εκπροσώπηση της
τάξης, αλλά και το αποκορύφωμα της δράσης της ίδιας της τάξης. Όπως επισημαίνει ορθά ο
Λούκατς «Αν έπρεπε να περιμένουμε να μπει το προλεταριάτο στον αποφασιστικό αγώνα
ενιαία και ξεκάθαρα, δεν θα υπήρχε ποτέ επαναστατική κατάσταση.[6]». Το ίδιο
το κόμμα νοείται σαν όργανο της ταξικής πάλης. Το Κόμμα που θέλει να αποτελεί κινητήρια
δύναμη της επανάστασης δεν παρουσιάζεται πανέτοιμο να εκπληρώσει την αποστολή
του: ούτε κι αυτό είναι, αλλά γίνεται.
1. Πρώτη αφετηρία μας είναι ότι η συζήτηση για το πολιτικό υποκείμενο εν γένει και για το
κόμμα ειδικά, αφορά το ίδιο το περιεχόμενο, την στρατηγική φυσιογνωμία, το πρόγραμμα του
κόμματος, δηλαδή τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά στο σύνολό τους, το σκοπό και τους
στόχους του. Η περιεχομενική βάση συγκρότησης της οργάνωσης είναι η στέρεη βάση, και από
αυτή εκκινούμε και τη δική μας προσπάθεια, συζητώντας για ένα σύγχρονο πρόγραμμα
κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Όπως υπογραμμίζεται στο «κείμενο αρχών» της Πρωτοβουλίας, ένα κομμουνιστικό κόμμα
εκφράζει και συγκροτεί με συνειδητό, μόνιμο και στρατηγικό τρόπο τις δυνάμεις που
κατανοούν και «υπηρετούν» την κομμουνιστική αναγκαιότητα, δυνατότητα και τάση της
εποχής.
23
αυτή δεν μετατρέπεται σε οργανωτικό φετιχισμό. Το τελικό κριτήριο είναι εάν το κόμμα είναι
όργανο της εργατικής χειραφέτησης, αλλιώς μετατρέπεται σε έναν σκοπό καθεαυτόν.
2. Δεύτερη αφετηρία: ειδική πλευρά της δικής μας προσέγγισης, -στη βάση του πολιτικού και
προγραμματικού περιεχομένου- είναι ότι το κόμμα (πρέπει να) λογίζεται ως πολιτική
ολοκλήρωση της συλλογικότητας. Το ζητούμενο για μας είναι μια οργάνωση ομοϊδεατών
επαναστατών με την πλήρη έννοια και των δύο όρων. Αυτό σημαίνει μια οργάνωση της οποίας
το πρόγραμμα, η στρατηγική και η τακτική της έχουν την συνειδητή υποστήριξη των μελών της,
οι αρχές λειτουργίας και οι σχέσεις της οργάνωσης και των μελών της αποτελούν κοινό τόπο
και επιλογή και όχι καταναγκασμός, ή αναγκαίο κακό.
Με βάση όλη την ανάλυση των σύγχρονων αντιθέσεων, το κόμμα παραμένει και είναι
ένας καθοριστικός (και προνομιακός) τόπος ξεδιπλώματος και συμπύκνωσης του Πολιτικού.
Στον αντίποδα της αστικής τάσης κατακερματισμού, σχετικισμού, ατομισμού και των χαμηλών
προσδοκιών, για την επαναστατική κομμουνιστική πολιτική σήμερα αναβαθμίζεται ακριβώς η
αντίστροφη τάση: Μαζικά κόμματα, οργανώσεις και συλλογικότητες, ουσιαστικότερη
και ποιοτικότερη συλλογικότητα/στράτευση, στρατηγική στο τιμόνι του πολιτικού αγώνα,
μεγάλα σχέδια και σκοποί που δημιουργούν μαζική κοινωνική κίνηση.
Η δημιουργία επαναστατικού φορέα της εργατικής τάξης για μας έχει προτεραιότητα, δεν
παραμένει ένας γενικός-αφηρημένος στόχος του μέλλοντος. Μαζί με την συγκρότηση του
αναγκαίου προγράμματος είναι το βασικό καθήκον των προσπαθειών μας σήμερα, μέσα στην
πορεία των ταξικών αγώνων, με υλικούς και συγκεκριμένους όρους-δρόμους που θα
διαμορφώσουμε στην πορεία για την νέα κομμουνιστική οργάνωση.
Τέλος, η συγκρότηση μαζικής επαναστατικής οργάνωσης είναι άκρως επίκαιρη μέσα στις
σημερινές συνθήκες, για ορισμένους ακόμα λόγους:
Ι. στην τάση αποστράτευσης – ή και ήττας – που εντάθηκε στην περίοδο της καπιταλιστικής
κρίσης και ιδιαίτερα μετά το 2012-2015, μετά την αρνητική εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ αλλά και με την
πανδημία, είναι μια ακόμα αναγκαία μορφή συνολικής πολιτικής ενεργοποίησης τμημάτων της
κοινωνίας, αναζωογόνησης της πολιτικής διαδικασίας.
24
ΙV. Σε μια εποχή αναπτυγμένης τεχνολογίας, επιστημονικής ανάπτυξης, μέσων επικοινωνίας και
διευρυμένων δυνατοτήτων, το κόμμα της εποχής μας μπορεί και πρέπει να είναι πιο συλλογικό,
πιο «μορφωμένο», πιο αποτελεσματικό σε όλα τα πεδία. Οι μορφές λειτουργίας του και η
δράση του συμπυκνώνουν μια ουσιαστική εργατική δημοκρατία με αυξημένο το ρόλο του
συλλογικού ανθρώπου, της αλληλεγγύης, ενός ανώτερου εργατικού πολιτισμού της
χειραφέτησης.
Με αυτές τις προσεγγίσεις και αφετηρίες, έχουμε εισέλθει στη συζήτηση και τη διαδικασία
συγκρότησης μιας νέας κομμουνιστικής οργάνωσης. Απευθύνουμε και από εδώ ένα πλατύ
ανοιχτό κάλεσμα κοινού αγώνα, κοινής πορείας, συλλογικής αναζήτησης και διαμόρφωσης
μαζικών όρων ώστε να συναντηθούν οι ιδέες, τα σχέδια και οι σκοποί μας με ευρύτερα
τμήματα της πάσχουσας κοινωνίας, της πολυσύνθετης σημερινής εργατικής τάξης, της
μαχόμενης νεολαίας, των καταπιεσμένων του 21ου αιώνα.
______________________________
Υποσημειώσεις – Παραπομπές
[1] Karl Marx – Friedrich Engels, «Αποφάσεις του Γενικού Συνεδρίου της Διεθνούς Ένωσης
Εργατών»
[2] Daniel Bensaid, Ο Μάρξ της εποχής μας, εκδ. Τόπος (2013), 2002
[3] Γκράμσι, Αντόνιο, Για τον Μακιαβέλλι, εκδ. Ηριδανός
[4] Ο.π.
[5] D. Bensaid , «Ο λενινισμός στον 21ο αιώνα» (συνέντευξη)
[6] Γκ. Λούκατς: Το ηγετικό κόμμα του προλεταριάτου στο βιβλίο «Η σκέψη του Λένιν», εκδ.
Οδυσσέας
25
Για μια νέα οργάνωση κομμουνιστικής απελευθέρωσης -
Αρχές συγκρότησης και χαρακτηριστικά.
Η εργατική δημοκρατία.
Εισήγηση που παρουσίασε η Ξένια Μπολότση, φοιτήτρια και μέλος της Πρωτοβουλίας Πάτρας,
στην 3η Ημερίδα εργασίας της «Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και
κόμμα», 10 Δεκεμβρίου 2022
Η εκτίμηση των αντικειμενικών συνθηκών ωρίμανσης της εποχής μετάβασης από το σύστημα
της κεφαλαιοκρατίας σε ανώτερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και απελευθέρωσης της
ανθρωπότητας από τα εκμεταλλευτικά ταξικά συστήματα, η αναγκαία ωρίμανση/συγκρότηση
του υποκειμενικού παράγοντα για αυτή την μετάβαση, αλλά και συνολικά η μελέτη της
θεωρίας, της ιστορικής εμπειρίας και των εξελίξεων, δημιουργεί την επιτακτική ανάγκη για ένα
κομμουνιστικό πρόγραμμα και σχέδιο του 21ου αιώνα και έναν φορέα-οργανισμό που θα το
προβάλλει, προωθεί και αναπτύσσει.
Η ανάπτυξη και δράση του εργατικού και επαναστατικού κινήματος όλων των προηγούμενων
εποχών του καπιταλισμού μας έδειξαν ότι οι κάθε φορά αναπτυσσόμενες αντιστάσεις, οι
μαχητικές κινητοποιήσεις, ακόμη και τα πιο δυναμικά κινήματα ενάντια στην καπιταλιστική
βαρβαρότητα, μπορούν να αποκτήσουν ανώτερη νικηφόρα πολιτική συγκρότηση μόνο σε
αλληλεπίδραση με τον αναγκαίο «συλλογικό διανοούμενο» και «πολιτικό ηγεμόνα», από τις
συγκροτούμενες πρωτοπόρες αντικαπιταλιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις. Το κόμμα
κομμουνιστικής απελευθέρωσης, το συνολικό αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο, οι
αντικαπιταλιστικές τάσεις του ταξικά αναγεννημένου κινήματος αποτελούν το πολιτικό κόμμα
με τη γενική και ιστορική του έννοια που διαμορφώνεται κυρίως μέσα στη δράση, στη
διαδικασία των ταξικών συγκρούσεων όπου συγκροτείται το υποκείμενο της επαναστατικής
ανατροπής.
26
της επαναστατικής τακτικής για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της βάρβαρης επιδρομής του
ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Η νέα οργάνωση αποτυπώνει και θέλει να εκφράσει σε ανώτερο βαθμό τις δυνατότητες της
εργατικής τάξης, των καταπιεσμένων και των επαναστατών για ένα νέο άλμα στην
επαναστατική πάλη, για την κομμουνιστική απελευθέρωση. Αποτελεί έμπρακτη συμβολή στην
προσπάθεια διαμόρφωσης ενός νικηφόρου κομμουνιστικού προγράμματος της εποχής μας και
ενός κόμματος που θα το προβάλλει και θα το προωθεί. Αποτελεί αποφασιστικό βήμα για να
ξεπεραστούν παθογένειες και να νοηματοδοτηθεί θετικά στην εποχή μας η οργανωμένη πάλη
και η συνειδητή συλλογική παρέμβαση στην κοινωνία για την ανατροπή του καπιταλισμού, για
την κοινωνική απελευθέρωση.
–Τα χαρακτηριστικά που συλλογικά διαμορφώνουμε για τη νέα οργάνωση απορρέουν από
τους σκοπούς του προγράμματος της:
Είναι οργάνωση κομμουνιστική, και -όπως ειπώθηκε προ λίγου- με στρατηγική στόχευση τον
κομμουνισμό ως αναγκαιότητα, δυνατότητα και τάση στον σύγχρονο καπιταλισμό. Που θα
παλεύει για την επαναθεμελίωση του κομμουνιστικού κινήματος, με βάση τις υπαρκτές
δυνατότητες και αναζητήσεις που αναδύονται στην εποχή μας. Που θα διαχωρίζεται από τον
αστικό εκφυλισμό και την καπιταλιστική κυριαρχία σε μια σειρά από χώρες και μοντέλα
προηγούμενων φάσεων και πειραμάτων και από το ρεφορμισμό της νοσταλγικής αναπόλησης
του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στέκεται κριτικά και αρνείται διαλεκτικά ότι χρεοκόπησε και
ηττήθηκε στις προηγούμενες απόπειρες ανατροπής του καπιταλισμού. Ορίζει τον κομμουνισμό
με το περιεχόμενο που διατυπώθηκε στο κείμενο αρχών και αναπτύσσεται στην αντίστοιχη
διαδικασία και θεματική στην πορεία διαμόρφωσης του προγραμματικού μας περιεχομένου.
Είναι οργάνωση που καθοδηγείται από την επαναστατική θεωρία του μαρξισμού και εργάζεται
με λογική συλλογικού διανοούμενου για την υπεράσπιση, τη δημιουργική μελέτη και ανάπτυξη
της θεωρίας. Η οργάνωση αξιοποιεί και αναπτύσσει τον πλούτο των κλασσικών χρόνων του
μαρξισμού, καθώς για μας ο μαρξισμός είναι ένα αναπτυσσόμενο και συνάμα συνεκτικό
«σώμα» ιδεών, με βάση τον οποίο κατανοούμε την ιστορική εξέλιξη των ανθρώπινων
κοινωνιών, προσεγγίζουμε κριτικά-επιστημονικά την ουσία των καπιταλιστικών σχέσεων και
ιχνηλατούμε τους όρους απαλλαγής από αυτές. Δεν είναι μια «αποστεωμένη» θεωρία, ούτε μια
γενική «ακαδημαϊκή» αφήγηση, πολύ περισσότερο δεν αποτελεί μια ασπόνδυλη θεωρητική
οντότητα, που επιδέχεται ακόμη και εχθρικές μεταξύ τους «αναγνώσεις», ούτε μια «κοινωνικά
ορφανή» θεωρία. Αντιθέτως, είναι μια θεωρία στρατευμένη στην υπόθεση της εργατικής
χειραφέτησης και διαθέτει έναν συνεκτικό πυρήνα που συγκροτείται από κρίσιμες έννοιες,
όπως, μεταξύ άλλων: Φιλοσοφικός υλισμός, η Διαλεκτική, η Υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, η
27
ταξική διαίρεση της κοινωνίας, ο ρόλος του ταξικού αγώνα ως κινητήριου μοχλού της ιστορίας,
ο νόμος της αξίας, η εκμετάλλευση και η υπεραξία, ο ρόλος του αστικού κράτους και η ανάγκη
τσακίσματός του, η ανάγκη της επανάστασης και η άρνηση του μεταρρυθμισμού, ο εργατικός
διεθνισμός.
Είναι οργάνωση διεθνιστική, που δρα μέσα στην εργατική τάξη με συνείδηση της μακράς
ιστορίας του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος. Αγωνίζεται για τη δημιουργία
ρηγμάτων στο εθνικό και διεθνικό πλέγμα του κεφαλαίου και τη νίκη της επανάστασης στη
χώρα μας, αλλά και με προσήλωση στη διεθνιστική σκοπιά απ’ την οποία διεκδικούνται αυτά·
Έχει στον πυρήνα της τον προλεταριακό/εργατικό διεθνισμό, την ιστορική ματιά της
παγκόσμιας τάξης των εργαζομένων που παλεύουν σε όλο τον πλανήτη για την χειραφέτησή
τους από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Στέκεται από θέσεις αρχών αλληλέγγυα
και προωθεί την κοινή πάλη των εργαζομένων, των νέων, των καταπιεσμένων κάθε μορφής και
των λαών σε κάθε γωνία της γης. Αντιπαλεύει κάθε μορφή ρατσισμού, φασισμού, σωβινισμού,
εθνικισμού και καταπίεσης, όπως και τις εκφράσεις του κοσμοπολίτικου αστικού «διεθνισμού»
της καπιταλιστικής διεθνοποίησης/«παγκοσμιοποίησης», των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων
(ΕΕ, ΝΑΤΟ, κλπ). Προωθεί σταθερά τον αγώνα για γενίκευση των επαναστατικών διαδικασιών,
28
το διεθνή συντονισμό των εργατικών και επαναστατικών κινημάτων και αντικαπιταλιστικών
δυνάμεων, με στόχο και μια νέα Διεθνή των επαναστατικών και κομμουνιστικών δυνάμεων που
απαιτεί η εποχή μας.
Είναι οργάνωση μαζική. Η υπόθεση της καθημερινής πάλης και της επανάστασης κρίνεται από
μια οργάνωση με ισχυρή παρουσία στους εργασιακούς χώρους, στις πόλεις και τις γειτονιές,
στους νέους και νέες της δουλειάς και της μόρφωσης, με παρέμβαση στη θεωρία και στον
πολιτισμό, με παρουσία και συμβολή στις αναμετρήσεις για το περιβάλλον και τις δημοκρατικές
ελευθερίες, στην πάλη για ισότητα ενάντια στις έμφυλες διακρίσεις και το σεξισμό, σε όλα τα
κινήματα, μέτωπα και ζητήματα αντιπαράθεσης με το σύστημα και την αστική πολιτική, ενάντια
σε κάθε καταπίεση. Πρωταγωνιστεί στο ξύπνημα αγωνιστικών διαθέσεων και στην οργάνωση
συλλογικών αγώνων και παρεμβαίνει ώστε αυτοί να είναι αποτελεσματικοί και να
αναπτύσσονται πολιτικά. Βασική αρχή είναι η ευρύτερη συσπείρωση στο κίνημα και στους
πολιτικούς αγώνες γύρω από τα κύρια ζητήματα που θέτει κάθε φορά η ταξική πάλη. Μόνο έτσι
μπορεί να συγκεντρωθεί και να συγκροτηθεί η πολύμορφη συνείδηση της εργατικής τάξης. Να
υπερνικηθούν οι υπέρτερες αστικές δυνάμεις. Να εξασφαλιστεί η συμμαχία εργατικής τάξης και
των φτωχών μη προλεταριακών λαϊκών στρωμάτων. Να αλλάξουν οι συσχετισμοί, να
διεκδικηθεί και να επιτευχθεί η ηγεμονία των κομμουνιστικών ιδεών στο ευρύτερο
ριζοσπαστικό και αντικαπιταλιστικό ρεύμα. Από αυτές τις αναγκαιότητες, και όχι ως
αυτοσκοπός επιβίωσης της μορφής της, η οργάνωση απευθύνεται διαρκώς στους πιο
πρωτοπόρους αγωνιστές/τριες για την ένταξή τους. Μακριά από λογικές ελιτισμού,
αναχωρητισμού, σεκταρισμού ή απαξίωσης της ζωντανής πλατιάς συμμετοχής ανθρώπων στη
δράση και τη λειτουργία της οργάνωσης, στοχεύει στην διαρκή ποιοτική και ποσοτική ενίσχυσή
της, ως δρόμος και καθοριστική συμβολή στην επαναστατική διαδικασία ανάπτυξης του
υποκειμένου.
Είναι οργάνωση καθολικά απελευθερωτική. Ενσωματώνει στη λειτουργία και τη δράση της, στη
στάση και την καθημερινή παρουσία των μελών της την επιδίωξη για κατάργηση της σχέσης
μισθωτής εκμετάλλευσης, αλλά και κάθε άλλης καταπιεστικής, εκμεταλλευτικής και
αλλοτριωτικής σχέσης. Βάζει στη θέση του αστικού ατομισμού, του φιλελεύθερου ατομικού
δικαιωματισμού και της κυριαρχίας του «εγώ», το συλλογικό «εμείς» των καταπιεσμένων,
διαμορφώνοντας ελεύθερες, ισότιμες και βαθύτερες ανθρώπινες σχέσεις και αξίες (όσο αυτό
είναι δυνατό στο έδαφος του καπιταλισμού και της σημερινής κοινωνίας μέσα στην οποία δρα
και από την οποία αντλεί το δυναμικό της), αναδιοργανώνοντας επαναστατικά τις συνειδήσεις
του υποκειμένου της επανάστασης. Με τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας της, με τις
σχέσεις που οικοδομεί στο εσωτερικό της, στο μέτωπο και στο κίνημα, αλλά και με τις σχέσεις
που οικοδομεί με τους εργαζομένους, με την στάση των μελών της στο σπίτι, στη δουλεία, στην
κοινωνία, με το πρότυπο ανθρώπου-κομμουνιστή αγωνιστή που διαμορφώνει, πρέπει να τείνει
διαρκώς να «προεικονίζει» την κοινωνία που επαγγέλλεται. Δοκιμάζεται και κρίνεται διαρκώς
για την ποιότητα της λειτουργίας και των συλλογικών σχέσεων που διαμορφώνει εσωτερικά,
αλλά και στο μέτωπο και τους αγώνες, σε κάθε μορφή και συγκρότηση στην οποία συμμετέχει.
29
Είναι οργάνωση με πρωταρχικό στόχο το κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Δεν επινοούν ούτε κατασκευάζουν οι κομμουνιστές τις πρωτοπορίες. Αυτές γεννιούνται
στην ιστορική κίνηση της εργατικής τάξης. Η προσπάθειά μας για τη διαμόρφωση
κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος, πρέπει ως εκ τούτου να συναντηθεί με ευρύτερα
τμήματα της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των καταπιεζόμενων λαϊκών στρωμάτων, να
αποκτήσει ποιοτική σχέση και να αλληλεπιδράσει με καμπές της ταξικής πάλης και του
πολιτικού αγώνα, που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης ενός μαζικού, εργατικού
επαναστατικού κόμματος. Η Οργάνωση Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης που θέλουμε να
συγκροτήσουμε, αποτελεί αναγκαίο και καθοριστικό βήμα για την προσέγγιση του στόχου για
ένα κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Το βήμα που επιδιώκουμε να κάνουμε ως
Πρωτοβουλία, δεν είναι ένα ακόμα «μεταβατικό» ή μετέωρο και αέναο στάδιο, ούτε μια
αφηρημένη διακήρυξη και στόχος, αλλά μια αποφασιστική κίνηση συγκρότησης που θα
εκφράζει και θα συγκροτεί με συνειδητό, μόνιμο και στρατηγικό τρόπο τις δυνάμεις που
κατανοούν και «υπηρετούν» την κομμουνιστική αναγκαιότητα, δυνατότητα και τάση της εποχής
σήμερα.
Γιατί, για την αντίληψή μας, οργάνωση και κόμμα δεν είναι απλά ένα «εργαλείο» για την
προώθηση κάποιων στόχων, αλλά επιχειρεί σε κάθε στιγμή να συμπυκνώσει και να εκφράσει
στο σήμερα τις τάσεις και δυνατότητες για μια κοινωνία ελεύθερων, ισότιμων ανθρώπων που
θα αναπτύσσονται με νέους δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους. Για αυτό, το επίκεντρο της
οργανωτικής πολιτικής και των αρχών συγκρότησης είναι η διαμόρφωση βαθύτερων και πιο
ανθρώπινων αρχών. Αυτό σε σύνδεση με το πρόγραμμα και σκοπούς της είναι εν τέλει ένα
καθοριστικό μέτρο-δείκτης για το αν και πόσο είναι επαναστατική και κομμουνιστική μια
οργάνωση.
30
Οι κανόνες λειτουργίας, το καταστατικό της νέας οργάνωσης που βασίζονται σε αυτή την αρχή,
αποτελούν αναπτυσσόμενες αντιλήψεις και πρακτικές που αποτυπώνονται σε συλλογικά
αποφασισμένους και αποδεκτούς κανόνες που διέπουν την κοινή συλλογική ζωή, δράση και
ανάπτυξη του ζωντανού πολιτικού οργανισμού-οργάνωσης σε διαλεκτική ένταση με το
προγραμματικό περιεχόμενο της.
Στην πορεία μας για τη νέα οργάνωση, καταρχήν χρειάζεται να αποτυπωθούν και τα παρακάτω
στοιχεία συγκρότησης και λειτουργίας:
– Απαραίτητη είναι η σαφήνεια των κριτηρίων για την ένταξη. Πρόκειται για ανώτερη πολιτική,
πολιτισμική, αξιακή επιλογή και πράξη. Βήμα-επιλογή ελεύθερης και συνειδητής στράτευσης
για εθελοντική και ανιδιοτελή προσφορά, που αντιμετωπίζει την έννοια του καθήκοντος στην
ολότητά της ως μια απαίτηση για την προάσπιση και την κατάκτηση των εργατικών
συμφερόντων και των επαναστατικών στοχεύσεων με συλλογική πρακτική, με αυτοπειθαρχία
και προτεραιότητα του συλλογικού έναντι του ατομικού. Η ένταξη είναι μια διαδικασία που
γίνεται εθελοντικά, αποκτά συλλογική υπόσταση για την οργάνωση μέσα από τις διαδικασίες
συζήτησης, έγκρισης της ένταξης και πολιτικής διαμόρφωσης των νέων μελών. Είναι σαφώς
διατυπωμένα τα κριτήρια και το περιεχόμενο των σκοπών και στόχων, το πρόγραμμα και η
πολιτική της οργάνωσης με τα οποία καλείται να συμφωνεί το υπό ένταξη μέλος, όπως και τα
καθήκοντα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του μέλους, οι αρχές λειτουργίας οι οποίες
διέπουν την οργάνωση στην οποία εντάσσεται κάθε αγωνιστής/τρια.
– Οι υποχρεώσεις του μέλους όπως η αποδοχή του προγράμματος και της πολιτικής γραμμής,
η συμμετοχή και δουλειά σε μια οργάνωση, η δράση στο κίνημα, η οικονομική συνεισφορά και
εξόρμηση για την πολιτική και οικονομική της ανεξαρτησία, η αυτομόρφωση και η συμμετοχή
στη συλλογική συζήτηση, αποτελούν συνειδητή επιλογή και πολιτική αναγκαιότητα και ως
τέτοιες κατοχυρώνονται στο πλαίσιο των καταστατικών αρχών, δεν έχουν καταναγκαστική
διάσταση. Η ατομική και συλλογική υπεράσπιση της οργάνωσης, της πολιτικής της και των
μελών από τον ταξικό εχθρό και τους μηχανισμούς του συνδέεται με την αναγκαία συγκρότηση
της εργατικής πολιτικής. Η ασυμφιλίωτη στάση απέναντι στην αναπαραγωγή αντισυντροφικών
συμπεριφορών, αστικών και πατριαρχικών αντιλήψεων και πρακτικών τόσο στο εσωτερικό της
όσο και στις σχέσεις των μελών με την κοινωνία, αποτελεί έμπρακτη έκφραση και συνέπεια της
στρατηγικής της καθολικής κοινωνικής απελευθέρωσης.
– Η μέγιστη δυνατή ενοποίηση πάνω στην επαναστατική στρατηγική και τακτική που στηρίζει
και ενισχύει την εργατική δημοκρατία. Αυτό επιτυγχάνεται με εθελοντική συλλογική
διαμόρφωση, αποδοχή και ενιαία πρακτική προώθησης του Προγράμματος από τους
αγωνιστές/τριες μέλη, με ενιαία δράση για την επίτευξη των στόχων. Η αρχή της εργατικής
δημοκρατίας κατοχυρώνεται με την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων, τη δημοκρατική συζήτηση,
το σεβασμό και τη συλλογική αξιολόγηση κάθε άποψης, αλλά και με την ιδεολογική διαπάλη
που διεξάγεται ανάμεσα σε γνώμες, προσεγγίσεις και αντιλήψεις που νομοτελειακά
ενυπάρχουν σε κάθε ζωντανό-μαζικό κόμμα· με στόχο να εμπεδώνεται η προγραμματική-
31
στρατηγική συμφωνία των μελών και να αποκρυσταλλώνεται μια επαρκής συμφωνία για την
τακτική και τους δρόμους προώθησής της.
– Αναγκαία για την λειτουργία της οργάνωσης είναι η κατοχύρωση στην πράξη της αρχής της
πλειοψηφίας, δηλαδή της υποχρέωσης και της ανάγκης να δοκιμάζεται στην πράξη απ’ όλα τα
μέλη ως άποψη της οργάνωσης η άποψη που πλειοψήφησε ύστερα από ανοιχτή δημοκρατική
συζήτηση και απόφαση. Η αρχή της πλειοψηφίας διασφαλίζει τους όρους ώστε η αντίθετη
άποψη να έχει τη δυνατότητα να γίνει πλειοψηφική στην οργάνωση. Κυρίως παίρνει όλα τα
μέτρα για την ουσιαστική και σε ανώτερο επίπεδο σύνθεση των απόψεων. Έτσι, ξεπερνιούνται
πρακτικές διαγραφών, αντιπαράθεσης μηχανισμών και κλειστών ομαδοποιήσεων,
συκοφάντησης ή αντιμετώπισης με οργανωτικούς όρους της αντίθετης άποψης. Έτσι
διασφαλίζεται ο αποφασιστικός χαρακτήρας όλων των συλλογικών διαδικασιών στη βάση της
αρχής της δημοκρατικής πλειοψηφίας και όχι σε μετατροπή τους σε απλές συναντήσεις
καταγραφής ψήφων και σε δημιουργία οργάνωσης μέσα στην οργάνωση.
– Επίσης απαραίτητο στοιχείο είναι η δόμηση της οργάνωσης πρώτα και κύρια σε παραγωγικό
και πανελλαδικό επίπεδο. Στην εποχή μας, η οικοδόμηση και ανάπτυξη των οργανώσεων
βάσης και η συλλογική τους λειτουργία με ουσιαστική και οργανωμένη συζήτηση των μελών,
μπορεί να αξιοποιεί και το ψηφιακό περιβάλλον και τη σύγχρονη τεχνολογία για την ανάπτυξη
διαδικασιών ολόπλευρης, άμεσης και ισότιμης ενημέρωσης των ΟΒ και μελών και για την
υποστήριξη της συλλογικής λειτουργίας και της πολιτικοθεωρητικής δουλειάς, αλλά και για την
προστασία των διαδικασιών της από τον ταξικό εχθρό και το κράτος του.
– Τα παραπάνω επιδρούν και στην διασφάλιση με κάθε πρόσφορο, ασφαλές μέσο της ίσης
πληροφόρησης των μελών καθώς και στην εμπέδωση της ενότητας θεωρίας-πράξης. Είναι
καθήκον μας η διαμόρφωση ισχυρού θεωρητικού υπόβαθρου, η υπέρβαση της διάκρισης
χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, παραγωγών-υλοποιητών της πολιτικής, η οικοδόμηση
κριτηρίων και κατάλληλου οργανωτικού πολιτισμού, η δημοσιοποίηση όλων των απόψεων, η
ενεργοποίηση όλου του δυναμικού στον συλλογικό διάλογο και η αξιοποίηση των κλίσεων,
ενδιαφερόντων και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε μέλους σε καθήκοντα και χρεώσεις. Ώστε
όλα τα μέλη να διατυπώνουν ουσιαστική γνώμη για όλα τα ζητήματα τα οποία αφορούν τη
δράση, όχι μόνο για τα τοπικά ή τα πρακτικά, αλλά για όλα τα ζητήματα, και να συμμετέχουν με
ουσιαστικό τρόπο και στις κεντρικές-συνολικές αποφάσεις.
– Η εργατική δημοκρατία εδράζεται σε ένα μοντέλο οργάνωσης που αναδεικνύει τα μέλη και
τις οργανώσεις σε καρδιά και ατμομηχανή της κομματικής δράσης, τους δίνει ουσιαστικό ρόλο
στη χάραξη και στην άσκηση της πολιτικής, στη θεωρητική παραγωγή. Που ζωντανεύει και
πλουτίζει την εσωοργανωτική ζωή και λειτουργία και ενισχύει τη συμμετοχή των μελών σε
αυτήν. Που οικοδομεί αμφίδρομη σχέση μεταξύ μελών και τάξης. Που αποκαθιστά μια
χειραφετητική σχέση ανάμεσα στα κεντρικά όργανα και τη βάση, την κεντρική συλλογική
διεύθυνση και την αυτοδιεύθυνση, τις αμεσοδημοκρατικές και τις αντιπροσωπευτικές μορφές,
με καθοριστικό στοιχείο την ενεργό, συνειδητή και ουσιαστική συμμετοχή όλων των μελών στη
συζήτηση, στον σχεδιασμό, στην απόφαση και στην υλοποίηση όλων των υποθέσεων του
32
κόμματος. Βασικά στοιχεία λειτουργίας αποτελούν ο συλλογικός έλεγχος των μελών και των
οργάνων, η αιρετότητα και ανακλητότητα όλων των οργάνων, επιτροπών, αντιπροσώπων,
υπευθύνων.
- Ο καθορισμός λοιπόν διαδικασιών εκλογής και ανάκλησης οργάνων και μελών πρέπει να
κατοχυρώνονται ρητά στις οργανωτικές αρχές – καταστατικό, για όλη την κλίμακα της δομής
της οργάνωσης. Το ζήτημα αυτό έχει ουσιαστική θέση στον τρόπο που αντιλαμβάνεται η
οργάνωση συνολικά και τα μέλη της την συγκρότηση και δομή της, απέναντι σε λογικές
«ανάθεσης», κοινοβουλευτικού/αστικού τύπου «αντιπροσώπευσης», στείρας κριτικής και
οργανωτικών αντιπαραθέσεων, αντί για συλλογικό έλεγχο, συντροφική βοήθεια και
αλληλεγγύη, αυτοκριτική και συλλογική κριτική.
Τέλος, η υπεράσπιση και τήρηση των συλλογικά αποφασισμένων χαρακτηριστικών και αρχών
λειτουργίας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της στράτευσης των μελών της οργάνωσης, τα
οποία είναι οι φορείς τους και αποτελούν την μόνη «ασφαλιστική δικλείδα» για την εφαρμογή
τους στο πνεύμα των επαναστατικών αρχών και του προγράμματος της οργάνωσης.
Στη βάση των προηγούμενων, η Πρωτοβουλία μας μετά και τη συζήτηση των βασικών αυτών
αρχών και χαρακτηριστικών στις επιτροπές και το δυναμικό που συσπειρώνεται, θα διατυπώσει
στην πορεία για τη δημιουργία της νέας οργάνωσης και το σχέδιο καταστατικού-αρχών
λειτουργίας που θα συζητηθούν στο ίδιο το ιδρυτικό της συνέδριο.
33
Για μια νέα στράτευση.
Πολιτικές και θεωρητικές σημειώσεις για την ζωή και λειτουργία
μιας κομμουνιστικής συλλογικότητας σήμερα.
Ζούμε στην εποχή των «τεράτων» είχε γράψει ο Γκράμσι, στην εποχή που το «παλιό» αρνείται
να πεθάνει και το «νέο» δυσκολεύεται να γεννηθεί.
Σε αυτή την περίεργη, μεταβατική εποχή των «τερατογεννέσεων», που απειλούν την ύπαρξη
και την πρόοδο των ανθρώπινου πολιτισμού και του φυσικού περιβάλλοντος, εμείς καλούμαστε
να συμβάλουμε στην κατίσχυση του παλαιού και την επικράτηση την «νιότης» του κόσμου, της
νέας ελπίδας για την κοινωνική απελευθέρωση.
Παρουσιάζει ομοιότητες θα έλεγε κανείς, με το φαινομενικά παράδοξο της εμφάνισης της ζωής
και της νοημοσύνης, (την σε ανώτερο επίπεδο δηλ οργάνωση της ύλης), μέσα στην γενική
κανονικότητα του σύμπαντος να ρέπει προς την αταξία. Τούτο βεβαίως αν μας διαφεύγει η
λειτουργία των βαθύτερων μηχανισμών συμμετρίας, που συνδέουν αυτά τα φαινόμενα, μέσα
από την διαλεκτική ενότητα των αντιθέτων.
34
Στο φυσικό κόσμο π.χ. με δεδομένο-παρατηρούμενο το νόμο αύξησης της εντροπίας της
ύλης, στη μεγάλη εικόνα, ενώ βλέπουμε τη διάχυση της αταξίας σε αυτόν, ταυτόχρονα
παρατηρούμε να καταγράφεται μια αντίρροπη τάση σε τοπικότερο επίπεδο, όπως με την
συμπύκνωση-συγκρότηση των αερίων νεφών σε γαλαξίες, την δημιουργία σταθερών συνθηκών
σε πλανήτες που ευνοούν την εμφάνιση και διατήρηση της ζωής και τέλος την ανάπτυξη
συνείδησης μέσα σε αυτήν, ως αποτέλεσμα μιας εγγενούς τάσης της ύλης, να αντιτίθεται μέσω
της σε ανώτερο επίπεδο οργάνωσης και συγκρότησης της, στο «θερμοδυναμικό της θάνατο».
Στις κοινωνίες μας λοιπόν αντίστοιχα, παρατηρείται στις μέρες μας, ο σύγχρονος
ολοκληρωτικός καπιταλισμός στην προσπάθειά του για ανάταξη των ποσοστών κερδοφορίας,
να επιτίθεται και να διασπά την ενότητα της εργατικής τάξης στην υλική της βάση, εκεί που
αντικειμενικά συγκροτείται, στο περιβάλλον της εργασίας.
Εδράζονται και λειτουργούν κι αυτές πάνω στην ίδια υλική οικονομική βάση εκμετάλλευσης,
σχετιζόμενη με την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και όλες μαζί ευνοούν αυτή τη διάσπαση
και την ανάπτυξη της βολικής «ατομικής» επιδίωξης, τον ανταγωνισμό επιβίωσης μεταξύ των
αποξενωμένων εργαζόμενων προς όφελος φυσικά των εργοδοτών, δυσκολεύοντάς τη
δυνατότητα των εργαζόμενων να ορθώσουν τη ματιά τους προς την κοινωνική τους
απελευθέρωση.
Αντίρροπα βέβαια αυτή η ίδια η τάση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού για την άμεση
υπαγωγή στο κεφάλαιο ανθρώπων και φύσης, έρχεται να υπονομεύσει, να ξεβολέψει την ίδια
την καθημερινότητα των εργαζόμενων, να ξεθεμελιώσει όλα εκείνα τα ρυθμιστικά μέτρα που
έλεγχαν και εξασφάλιζαν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης στην προηγούμενη
περίοδο (κοινωνικό κράτος κλπ) τινάζοντας στον αέρα σε διαφορετικό βαθμό και βάθος από
χώρα σε χώρα, την κατακτημένη μέχρι τότε για το σύστημα συναίνεση και κοινωνική ειρήνη,
δημιουργώντας νέες υλικές προϋποθέσεις ενοποίησης των συνειδήσεών τους.
Η ίδια η απογείωση επίσης της παραγωγικότητας της εργασίας, η εκρηκτική αντίθεση ανάμεσα
στην κοινωνική σημασία της και την απόλυτη ιδιοποίησή της από τον εργοδότη, η κατανόηση
από όλο και μεγαλύτερο τμήμα των εργαζόμενων της τεράστιας αντίθεσης ανάμεσα στις
επιστημονικές τεχνολογικές δυνατότητες από την μια και την βύθιση στην ανέχεια και την
δυστυχία όλο και μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας από την άλλη, ακόμη κι ο βαθμός
μόρφωσης και εκπαίδευσης των σημερινών εργαζόμενων, λειτουργούν αντικειμενικά ως νέοι
35
πυροδοτικοί μηχανισμοί ριζοσπαστικοποίησης και ανοίγουν νέα πεδία ενοποίησης της
εργατικής συνείδησης.
Σε αυτό τον ατομικό δρόμο επιβίωσης που καλεί και επιβάλλει το κεφάλαιο στον εργαζόμενο,
ανεξάρτητα από τις όποιες επιμέρους ικανότητες του, ανοίγουν δύο επιλογές.
• Η μια επιλογή είναι η αποδοχή του ατομικού μονόδρομου, που τον οδηγεί να βιώνει ως
αποτέλεσμα της έντασης της εκμετάλλευσής του, την ουσιαστική και σταδιακή αποξένωση
από τους συναδέλφους του, στην εσωτερίκευση της ευθύνης για κάθε δυσκολία που
αντιμετωπίζει, στην αυτό-ενοχοποίηση από την μη κατάκτηση των διαρκώς πιο απαιτητικών
προδιαγραφών, άρα και της όποιας «αποτυχίας» και εν τέλει την κοινωνική
περιθωριοποίηση, την μοναξιά, μέχρι την παραίτηση και την κατάθλιψη.
• Η άλλη επιλογή είναι η απόρριψη αυτού του μονόδρομου, η συλλογική αντιμετώπιση του
βιοτικού του εκβιασμού. Είναι η οργανωμένη συλλογική απάντηση, η σταδιακή διασύνδεση
του προσωπικού με το συλλογικό συμφέρον, η ανάπτυξη της αλληλεγγύης, η συγκρότηση
κοινών επεξεργασιών, οραμάτων η προώθηση της κοινής δράσης, το συλλογικό μοίρασμα
της εμπειρίας, από τις ήττες και τις νίκες της συλλογικής μάχης-διεκδίκησης, η ανώτερου
τύπου τελικά οργάνωση της πάλης του σε κάθε ένα επίπεδο του τρίπτυχου του εν δυνάμει
επαναστατικού υποκειμένου, συνδικαλιστικό πολιτικό και κομματικό. Γεγονός που τελικά θα
αποτελέσει την απαρχή για την αμφισβήτηση και τελικά την κατάργηση κάθε τέτοιου
εκμεταλλευτικού μηχανισμού.
Όσο σπουδαίος κι αν αισθάνεται κανείς σήμερα έξω από το συλλογικό γίγνεσθαι, για το
σύστημα είναι διαχειρήσιμος, μοιάζει σαν ένα «τίποτα» και στην περίοδο της κρίσης, αυτό
μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητό από ποτέ, στην κάθε μια και κάθε έναν.
Στην πορεία δημιουργίας μιας νέας οργάνωσης, κρίσιμο ζητούμενο είναι μια νέα έμπνευση και
στράτευση των πρωτοπόρων ανθρώπων, μια υπέρβαση του γενικότερου κύκλου της ήττας και
υποχώρησης, των μειωμένων προσδοκιών και των χαμηλών απαιτήσεων. Μια νέα ποιότητα και
σχέση με το κομμουνιστικό κίνημα ως κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων σε
όλα τα πεδία και σχέσεις.
Μια καινοτόμα, πραγματικά νέα και καθολική αντιμετώπιση της ζωής και του παρόντος, εντός
της συλλογικότητας και εκτός της.
Η οργανωμένη ζωή λοιπόν είναι τρόπος ζωής για το σήμερα και για το αύριο.
Με βάση μια βασική εκτίμηση που σχετίζεται με το διαμορφωμένο επίπεδο συνείδησης της
εργατικής τάξης στην Ελλάδα, πρέπει να δούμε ότι έχουμε να κάνουμε με συνειδήσεις στις
οποίες κυριαρχούν αντιφατικά στοιχεία.
Από τη μια υπάρχουν αξίες που διαμορφώθηκαν ιστορικά από την περίοδο που η Ελλάδα ήταν
ακόμη κυρίως αγροτική χώρα και από την άλλη υπάρχουν στοιχεία ωφελιμισμού που
36
διαμορφώθηκαν κυρίως από τη δεκαετία του 80 και εδώ, ως συνέπεια της βίαιης προσαρμογής
στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό.
Φτάνουμε λοιπόν και στο ερώτημα για την δική μας προσπάθεια, που δεν είναι άλλο από την
ανίχνευση, την περιγραφή των βημάτων κα των χαρακτηριστικών του τρόπου οργάνωσης του
πολιτικού υποκειμένου. Ένας τρόπος που θα μπορεί να συνδυάζει την καθημερινότητα, τη
πολιτική τακτική μας, με την υπηρέτηση του στρατηγικού σκοπού (το μέσο δηλ για να
ενοποιείται, το κάθε φορά πολιτικό σχέδιο με τον στρατηγικό επαναστατικό στόχο και προς
όφελος του).
Με μεγαλύτερη ακρίβεια θα μπορούσαμε να πούμε, ότι θέλουμε μια καθημερινότητα, που ενώ
θα αποτελεί για τα μέλη του κόμματος μια περιοχή στην οποία μπορούν να αναπνέουν έναν
άλλον αέρα ελευθερίας, επικοινωνίας και πνευματικής ανάτασης, ταυτόχρονα θα αναπτύσσουν
συγκεκριμένη αποφασιστική δράση για πολιτικούς στόχους που θα υπηρετούν τον στρατηγικό
μας σκοπό, την επαναστατική ανατροπή δηλ του καπιταλισμού και την οικοδόμηση μιας
κομμουνιστικής κοινωνίας χωρίς καμιάς μορφής εκμετάλλευση.
Ενοποιητικό μας στοιχείο είναι η κοινή δέσμευση τόσο στο στρατηγικό μας σκοπό, όσο και στη
τακτική που το υπηρετεί, στο πολιτικό μας σχέδιο δηλαδή για το σήμερα.
Είναι φανερό ότι δε μιλάμε για κάτι «απλό», εύκολο, ή που δεν έχει με διάφορους τρόπους
ξαναειπωθεί. Μιλάμε όμως για κάτι αναγκαίο που για πρώτη φορά φαίνεται να είναι και
αντικειμενικά τόσο ώριμο. Για κάτι που θα διαμορφώνεται δυναμικά και θα αποσαφηνίζεται
σταδιακά μέρα τη μέρα, με σταθερή ανατροφοδότηση από την ίδια την πρωτοπόρα δράση του
οργανωμένου λάου, σε όλα τα επίπεδα συγκρότησης του.
Επομένως είναι με μια έννοια το πρωτόγνωρα αναγκαίο, που θέτει σε δοκιμασία τις αντοχές
μας, που μας βάζει διαρκώς μπροστά σε νέες προκλήσεις.Για κάτι ωστόσο που μπορεί να
δώσει «νόημα» και ιδιαίτερη αξία σε μια ζωή που δεν ανεχόμαστε πια να τη διαμορφώνουν
άλλοι για εμάς με μοναδικό γνώμονα την εκμετάλλευσή μας για δικό τους όφελος.
37
Β1. Για μια νέα ποιότητα στράτευσης
Η στράτευση αποτελεί δέσμευση στη ζωή και τη δράση για ένα σκοπό, όπως αποτυπώνεται
στο πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα που χρειάζεται να έχει τη συνειδητή υποστήριξη των μελών
του κόμματος. Στη βάση αυτή, οι αρχές οργάνωσης και λειτουργίας της νέας οργάνωσης
κομμουνιστικής απελευθέρωσης απορρέουν πρωτίστως από τον χαρακτήρα των καθηκόντων
και των σκοπών της.
Ως εκ τούτου, οι αρχές λειτουργίας δεν είναι ένα στατικό και «νομικό» σύνολο κανόνων, αλλά
αναπτυσσόμενες αντιλήψεις και πρακτικές που αποτυπώνονται και σε συλλογικά
αποφασισμένους και αποδεκτούς κανόνες που διέπουν την κοινή συλλογική ζωή, δράση και
ανάπτυξη της ζωντανής οργάνωσης-κόμματος σε διαλεκτική ενότητα με το προγραμματικό
περιεχόμενο της.
Η στράτευση στους σκοπούς, άρα και η ολόπλευρη συμμετοχή για την προώθησή τους,
υπερβαίνουν την μερική, ατομική και κατακερματισμένη «συμμετοχή στην πολιτική» που είναι
χαρακτηριστικό της αστικής και ρεφορμιστικής αντίληψης, γιατί η ενότητα σκοπών και μέσου-
οργάνωσης, αναπτύσσει και εξελίσσει τόσο την προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου που
συμμετέχει στην οργάνωση, όσο και την ανάπτυξη και εξέλιξη της ίδιας της οργάνωσης,
ειδομένης ως υλικό οργανισμό προώθησης των σκοπών και στόχων του προγράμματος.
38
• Ανάπτυξη ενός ισχυρού, καθολικού δεσμού συντροφικότητας ανάμεσα στα μέλη του
κόμματος.
Ιδανικές καταστάσεις γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχουν, όμως η ανάπτυξη της «συντροφικότητας»
μεταξύ των μελών λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία στην προσπάθεια αυτή, αποτελεί ένα
αδιαφιλονίκητο βοηθό με ανεκτίμητη αξία.
Ουσιαστικά μιλάμε για όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διέπουν τη λειτουργία, τους κανόνες,
τις αρχές, το ήθος και την κουλτούρα που καλλιεργείται, που αναπτύσσονται στο εσωτερικό
της. Τα χαρακτηριστικά εκείνα που εκπαιδεύουν, διαπαιδαγωγούν, διαμορφώνουν, εμπνέουν
και μετασχηματίζουν τις συμπεριφορές και τους χαρακτήρες των συντροφισσών και
συντρόφων συγκροτώντας ένα πρωτόλειο παράδειγμα, ένα πρόπλασμα, ένα χονδροειδές
προεικόνισμα της νέας ελεύθερης κομμουνιστικής κοινωνίας που ονειρευόμαστε και για την
οποία αγωνιζόμαστε.
Δηλαδή, μιλάμε για μια επαναστατική οργάνωση που με τον τρόπο συγκρότησης και
λειτουργίας της, με τις σχέσεις που οικοδομεί στο εσωτερικό της αλλά και μέσα στο μέτωπο και
το κίνημα, με τις σχέσεις που αναπτύσσει με τους εργαζομένους, με το πρότυπο ανθρώπου-
κομμουνιστή αγωνιστή που διαμορφώνει, με την ηθική και τις αξίες που αποπνέει και προάγει,
οφείλει να τείνει προσομοιάζοντας διαρκώς σε αυτό που επαγγέλλεται.
Θα δοκιμάζεται δε και θα κρίνεται κάθε στιγμή για την ποιότητα της λειτουργίας και των
συλλογικών σχέσεων που διαμορφώνει εσωτερικά, αλλά και στο μέτωπο και τους αγώνες, σε
κάθε δομή και συγκρότηση στην οποία συμμετέχει.
Αυτό είναι φυσικά συνάρτηση εκείνων των χαρακτηριστικών που εκτιμούμε ως σημαντικά, ως
απαραίτητα να διέπουν την καθημερινότητα των μελών μας, συμβάλλοντας στην ενοποίηση
βούλησης και πράξης. Χαρακτηριστικά δηλαδή ικανά να αναγνωρίζονται διαρκώς στο
χαρακτήρα, τη σκέψη και τη δράση κάθε συντρόφισσας/φου.
39
• η ανάληψη ευθυνών από όλες κι όλους, σε όλο φάσμα των δραστηριοτήτων, που ατροφεί
και αποκλείει την ανάδυση κάθε τάσης ανάθεσης σε «ειδικούς», κάθε τάση υποκατάστασης
των πολλών από τον «έναν».
• ο εξοπλισμός με σύγχρονες επεξεργασίες, από την ελληνική και διεθνή διανόηση-
βιβλιογραφία, εμπλουτισμένες με την πολύτιμη εμπειρία από το παγκόσμιο και ελληνικό
εργατικό κίνημα.
• η οργάνωση μαθημάτων πολιτικής και ιδεολογικής επιμόρφωσης
• η ενθάρρυνση για την αυτομόρφωση
• η συντροφικότητα κι η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών
• η καλλιέργεια κι αποδοχή της αρχής της ενσυνείδητης αυτοπειθαρχίας στις αποφάσεις,
• η εξασφάλιση της συλλογικής ενότητας δράσης.
Ο προβληματισμός, η συμμετοχή, η δράση αλλά και η έμπνευση με εκείνα τα ιδανικά που
βοηθούν σε μια μόνιμη, διαρκή στράτευση ζωής, στον αγώνα για μια απελευθερωτική
κομμουνιστική κοινωνία, είναι παράγοντες που συμβάλλουν στην οικοδόμηση μιας υγιούς
εσωτερικής ζωής της οργάνωσης.
Μέσα σε αυτήν το κάθε μέλος βοηθά και βοηθιέται, διαπαιδαγωγεί με το παράδειγμά του και
διαπαιδαγωγείται από τους άλλους, προωθεί την οργάνωση με τις απόψεις του και προωθείται
από το συλλογικό, σε μια ανώτερου επιπέδου συγκρότηση της προσωπικής συνείδησης,
αρμονικά συνδεδεμένης με τη συλλογική συνείδηση του κόμματος συνολικά αλλά και της τάξης
κατ’ επέκταση.
Είναι η στρατηγική συμφωνία στο «μεγάλο», στον ανώτερο στόχο της κομμουνιστικής
απελευθέρωσης, που οδηγεί συνεπαίρνει και καθοδηγεί στην σύγκλιση, στην σύνθεση και στη
συν διαμόρφωση.
Είναι η ανάγκη της υπηρέτησής του με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις, και η αντίληψη της
δημιουργικής συμβολής όλων των διαφοροποιημένων οπτικών, που παρά τις επί μέρους
διαφωνίες, οφείλει να μας πείθει-εξασφαλίζει ότι δεν θα κυριαρχεί η διαφωνία στο «μικρό»
αλλά και ότι η διαφωνία, δεν θα καταπιέζεται, δεν θα τιμωρείται ούτε θα «εξαφανίζεται» από το
μεγάλο.
Αντίθετα θα αξιοποιείται, θα συμβάλλει δημιουργικά στην υλοποίηση, εμπλουτίζοντας
ταυτόχρονα τον προβληματισμό και την κριτική που σε επόμενη φάση μπορεί να οδηγήσει σε
συμπληρώσεις, διαφοροποιήσεις και διορθώσεις βασισμένες πια στην αποκτώμενη πείρα από
την υλική εφαρμογή σε βάθος χρόνου των αποφάσεών μας.
Σε αυτό το έδαφος αναπτύσσεται η ταξική και συντροφική αλληλεγγύη, δηλαδή ενός ανώτερου
βαθμού δεσίματος των μελών της οργάνωσης, βαθύτερου, πιο ουσιαστικού, πάνω από τις
όποιες επιμέρους κοινωνικές, μορφωτικές, ιδεολογικές και άλλες διαφοροποιήσεις.
40
Ένα τέτοιο δέσιμο που θα εξασφαλίζει την αμοιβαία εμπιστοσύνη που χρειάζεται ώστε να
αποθέτει το ένα μέλος στο άλλο τη φύλαξη των νώτων του, σε κάθε φάση που η ταξική πάλη
και η όξυνση της ταξικής σύγκρουσης το απαιτεί.
Είναι παράλληλα αυτή η συντροφική αλληλεγγύη που αναπτύσσεται η πιο βαθιά και πιο
πλατεία στήριξη σε κάθε σύντροφο ή συντρόφισσσά μας, που δεν πρέπει ούτε να αισθάνεται κι
ούτε να μένει μόνη/ος σε κάθε διαφορετική φάση του οικονομικού και κοινωνικού αγώνα.
Το αίσθημα εκείνο που συμπυκνώνει τη δέσμευση, την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια σε όλα
τα συντρόφια, ότι πίσω δεν θα ξεμένει κανείς/καμιά και μπροστά δεν θα βαδίζει μόνη/μόνος.
Μια τέτοια νέου τύπου κομμουνιστική οργάνωση, τέκνο των σύγχρονων αυξημένων αναγκών
και δυνατοτήτων, θα ανιχνεύει και θα κατακτά κάθε μέρα μέσα από το αγώνα και τις νέου
τύπου διαδικασίες που θα αντανακλώνται διαρκώς στην εσωτερική ζωή των μελών της. Μια
τέτοια νέου τύπου κομμουνιστική οργάνωση είναι το μεγάλο ζητούμενο σήμερα, το ωραίο
καθήκον για όλες κι όλους εμάς να συμβάλουμε δημιουργικά και δυναμικά στη συγκρότηση
της.
Δεκέμβριος 2022
41