You are on page 1of 118

IΩΆΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ

«Α Ν Θ Ο Λ Ο Γ Ι Ο Ν»
BΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΩΝ EΛΛΉΝΩΝ

Iø ¡¡√À ™Δ√μ∞π√À

«∞ ¡ £ √ § √ ° π √ ¡»

TΌΜΟς A´

Mετάφρασις: Xρ. Σ. Θεοδωράτου

Tίτλος: IΩANNOY ΣTOBAIOY «ANΘOΛOΓION»


᾽Eκδόσεις ΓEΩPΓIAΔHΣ “BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN”
Mετάφρασις: ᾽Eπιτροπὴ φιλολόγων-λογοτεχνῶν ὑπὸ
τὴν διεύθυνσιν κ. Xρ. Σωτ. Θεοδωράτου
᾽Eπιμέλεια-Διορθώσεις: XPYΣANΘOΣ BAΛAΣIAΔHΣ
Στοιχειοθεσία: ΠΑΝΑΓΙΏΤΗς KΟΝΤΟΜΗΝΆς
Πνευματικὰ Δικαιώματα: © ᾽Eκδόσεις Λ. Γεωργιάδης 2004

ISBN 960-316-252-3
SET 960-316-251-5

Kεντρικὴ Διάθεσις:
Mεσολογγίου 5, AΘHNAI - Tηλ.: 210-38.13.853
Στουρνάρα 57, AΘHNAI - TK 104 32 - Tηλ.: 210-52.21.314 ΓEΩPΓIAΔHΣ
Σόλωνος 114, AΘHNAI - TK 104 32 - Tηλ.: 210-38.47.347 AΘHNAI 2005
ΠΊΝΑΚΑς ΤΩΝ ΘΕΜΆΤΩΝ ραγγέλματα, ῞Oτι καλόν τό ἔχειν παῖδας. ῞Oτι ἀσύμφο-
ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΆΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟ «AΝΘΟΛΌΓΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΟΒΑΊ- ρον τό ἔχειν τέκνα καί ἄδηλον εἰ ἰδία τῶν ἔχειν νομιζόν-
ΟΥ» των καί μηδέ θετόν ποιεῖσθαι, ῞Oτι κρείττονες οἱ ἄρσε-
νες τῶν παίδων καί ὅτι τούς νόθους οὐκ ἐλάττονας χρή
κρίνειν τῶν γνησίων, Περί νηπίων.
1ος TΌΜΟς: Περί A᾽ ρετῆς, Περί Kακίας, Περί Φρονήσεως. 11ος ΤΟΜΟς: ῞Oτι χρή τούς Γονεῖς τῆς καθηκούσης τιμῆς καταξιοῦ-
2ος TΌΜΟς: Περί A᾽ φροσύνης, Περί Σωφροσύνης, Περί A ᾽ κολασίας, σθαι παρά τῶν τέκνων καί εἰ ἐν ἅπασιν αὐτοῖς πειστέον,
Περί A᾽ νδρείας, Περί Δειλίας. Περί Θεοῦ καί τῆς Oὐρανοῦ καί κόσμου φυσιολογίας,
3ος TΌΜΟς: Περί Δικαιοσύνης, Περί A ᾽ δικίας καί Φιλαργυρίας καί Περί Γραμμάτων, Eἰς τό ἐναντίον, ῾Oποίους τινάς χρή
Πλεονεξίας, Περί A ᾽ ληθείας, Περί Ψεύδους, Περί Παρ- εἶναι τούς πατέρας περί τά τέκνα καί ὅτι φυσική τις
ρησίας, Περί Kολακείας. ἀνάγκη ἀμφοτέρους εἰς διάθεσιν ἄγει. ῞Oτι κάλλιστον
4ος TΌΜΟς: Περί A ᾽ σωτείας, Περί Φειδωλίας, Περί ᾽Eγκρατείας, Πε- ἡ φιλαδελφεία καί ἡ περί τούς συγγενεῖς διάθεσις καί
ρί A
᾽ κρασίας, Περί A ᾽ νεξικακίας, Περί ᾽Oργῆς, Περί τοῦ ὅτι ἀναγκαῖοι, Oἰκονομικός, Περί Eὐγενείας ὅτι εὐγε-
Γνῶθι σ’ αὐτόν, Περί ῾Yπεροψίας, Περί Φιλαυτίας, Πε- νεῖς οἱ κατ’ ἀρετήν ζῶντες. ῞Oτι οὐκ ἀεί τοῖς εὐγενέσι
ρί τοῦ Συνειδότος, Περί Mνήμης. καί χρηστοῖς τῶν πατέρων ἔοικε τά τέκνα.
5ος TΌΜΟς: Περί Λήθης, Περί ῞Oρκου, Περί ᾽Eπιορκίας, Περί Φι- 12ος ΤΟΜΟς: ῞Oτι εὐγενεῖς οἱ ἀπό χρηστῶν πατέρων ἤ δυνατῶν ἤ
λοπονίας καί Mελέτης καί ὅτι ἀσύμφορον τό ᾽Oκνεῖν, ἐνδόξων γενόμενοι, ῾Oποῖον χρή εἶναι τόν εὐγενῆ, Περί
Περί A ᾽ ργίας, Περί Aἰδοῦς, Περί A ᾽ ναιδείας, Περί δυσγενείας, ῎Eπαινος πλούτου, ῞Oσα πλοῦτος ποιεῖ,
Σιωπῆς, Περί τοῦ εὐκαίρως λέγειν, Περί Bραχυλογίας, διά τήν τῶν πλείστων ἄνοιαν, Ψόγος πλούτου, ῞Oτι τά
Περί A ᾽ δολεσχίας, Περί Xρηστότητος, Περί Φθόνου, χρήματα ἀβλαβῆ συμμέτρως καί δικαίως πορισθέντα
Περί Πατρίδος. καί ὅτι τῶν μέσων ὁ πλοῦτος, Πενίας ἔπαινος, Πενίας
6ος TΌΜΟς: Περί Ξένης, Περί A ᾽ πορρήτων, Περί Διαβολῆς, Περί ψόγος, Σύγκρισις πενίας καί πλούτου, Περί τοῦ βίου
Πολιτείας. ὅτι βραχύς καί εὐτελής καί φροντίδων ἀνάμεστος, Πε-
7ος TΌΜΟς: Περί Nόμων καί ᾽Eθῶν, Περί τῶν ἐν ταῖς Πόλεσι δυ- ρί Λύπης ὅτι λίαν μοχθηρά καί ἐπώδυνος τοῖς φροντί-
νατῶν, Περί A ᾽ ρχῆς καί τοῦ ὁποῖον χρή εἶναι τόν ἄρχον- ζουσιν.
τα, Περί ὅτι κάλλιστον ἡ Mοναρχία. 13ος ΤΟΜΟς: Περί Nόσου καί τῆς τῶν κατ’ αὐτήν ἀνιαρῶν λύσεως,
8ος ΤΌΜΟς: Περί Bασιλείας, Ψόγος Tυραννίδος, Περί Πολέμου, Περί ῾Yγιείας καί τῆς περί τήν διαμονήν αὐτῆς προ-
Περί Tόλμης, Περί Nεότητος, Ψόγος Tόλμης, Στρα- νοίας, Περί ᾽Iατρῶν καί ἰατρικῆς, Περί Eὐδαιμονίας,
τείας καί ᾽Iσχύος, Περί Στρατηγῶν καί Περί τῶν κατά Περί Kακοδαιμονίας, ῞Oτι ἀβέβαιος ἡ τῶν ἀνθρώπων
Πόλεμον χρειῶν ὑποθῆκαι, Περί Eἰρήνης, Περί Γεωρ- εὐπραξία μεταπιπτούσης ραδίως τῆς τύχης, Περί τῶν
γίας ὅτι ἀγαθόν. Περί Γεωργίας εἰς τό ἐναντίον. παρ’ ἀξίαν εὐτυχούντων, Περί τῶν παρ’ ἀξίαν δυστυ-
9ος ΤΟΜΟς: Περί ῾Hσυχίας, Περί Nαυτιλίας καί Nαυαγίου, ῾Yπέρ χούντων, ῞Oτι δεῖ γενναίως φέρειν τά προσπίπτοντα
Tεχνῶν, ῎Eτι περί Tεχνῶν εἰς τό ἐναντίον, Περί Δε- ὄντας ἀνθρώπους καί κατ’ ἀρετήν ζῆν ὀφείλοντας,
σποτῶν καί Δούλων, Περί A ᾽ φροδίτης πανδήμου παρε- ῞Oτι δεῖ τάς μέν εὐτυχίας προφαίνειν τάς δέ ἀτυχίας
χούσης τήν αἰτίαν τῆς Γενέσεως τοῖς A ᾽ νθρώποις καί κρύπτειν καί ὀρθῶς κεχρῆσθαι τοῖς παρούσι.
Περί ῎Eρωτος, τῶν κατά τό σῶμα ἠδονῶν, Ψόγος A ᾽ φ- 14ος ΤΟΜΟς: Περί ᾽Eλπίδος, Περί τῶν παρ’ ἐλπίδας, ῞Oτι οὐ χρή
ροδίτης καί ὅτι φαῦλον ὁ ῎Eρως καί πόσων εἴη κακῶν ἐπιχαίρειν τοῖς ἀτυχοῦσι, ῞Oτι οἱ ἀτυχοῦντες χρήζουσι
γεγονώς αἴτιος, ῾Yπέρ Kάλλους, Kατά Kάλλους, ῞Oτι τῶν συμπασχόντων, ῞Oτι ράϊον ἄλλον παραινεῖν ἤ ἑαυ-
κάλλιστον Γάμος. τόν, ῎Eπαινος γήρως, Ψόγος γήρως, ῞Oτι τό γῆρας ἀνε-
10ος ΤΟΜΟς: ῞Oτι οὐκ ἀγαθόν τό γαμεῖν, ῞Oτι τοῖς μέν ἐπωφελῆ τόν παχθές καί πολλῆς αἰδοῦς ἄξιον ἡ σύνεσις ἀπεργάζε-
Γάμον, τοῖς δέ ἀσύμφορον ὁ τῶν συναπτομένων ἀπετέ- ται, Περί Θανάτου καί ὡς εἴη ἄφυκτος, ῎Eπαινος
λεσε τρόπος, Περί Mνηστείας, ῞Oτι ἐν τοῖς γάμοις τάς Zωῆς, ῎Eπαινος Θανάτου, Σύγκρισις ζωῆς καί θανάτου,
τῶν συναπτομένων ἡλικίας χρή σκοπεῖν, ῞Oτι ἐν τοῖς Περί Πένθους, Περί Tαφῆς, Παρηγορικά, ῞Oτι οὐ χρή
γάμοις οὐ τήν εὐγένειαν, οὐδέ τόν πλοῦτον χρή σκο- παροινεῖν εἰς τούς τετελευτηκότας, ῞Oτι τῶν πλείστων
πεῖν, ἀλλά τόν τρόπον, Ψόγος Γυναικῶν, Γαμικά πα- μετά θάνατον ἡ μνήμη διαρρεῖ ταχέως.
H ΕΚΔΟΣΙς ΤΟΥ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ

Mέ ὑπερηφάνεια ἡ «Bιβλιοθήκη τῶν ῾Eλλήνων» παραδίδει


σήμερα στό αναγνωστικό κοινό τόν πρῶτο τόμο τοῦ «᾽Aνθολο-
γίου» τοῦ ᾽Iωάννου Στοβαίου. Kαί λέγει μέ ὑπερηφάνεια, γιατί
τό «᾽Aνθολόγιον» εἶναι καί ἀπό ἀπόψεως κυκλοφορίας ἕνα
ἀπό τά σπανιώτερα κείμενα στή διεθνῆ βιβλιαγορά, ἀλλά καί
ἀπό πλευρᾶς περιεχομένου, ἕνα ἀπό τά πολυτιμότερα τῆς
ἀρχαίας μας γραμματείας, ἀφοῦ συμπυκνώνεται σ’ αὐτό ὁ φι-
λοσοφικός στοχασμός τῆς ἀρχαιότητος στίς ἐπί μέρους ἑνότη-
τες τοῦ βιβλίου, μέ τήν ἀνθολόγησι ὅλων τῶν χωρίων τῶν ἀρ-
χαίων συγγραφέων γύρω στά συγκεκριμένα μεταφυσικά, ἠθι-
κά, πολιτικά καί ἄλλα προβλήματα τοῦ πολιτισμοῦ, ὅπως ἐκ-
φράστηκαν μέ τόν κάλαμο τῶν μεγάλων ἀλλά καί τῶν μικρο-
τέρων ἱεροφαντῶν τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος.
A
᾽ λλά δέν εἶναι μόνο αὐτή ἡ ἀξία τοῦ «᾽Aνθολογίου». ῎Eχει
ἐπίσης μιά ἄλλη ἀνυπολόγιστη ἀξία: τό ὅτι διασώζει χωρία ἔρ-
γων πού ἔχουν ἀπωλεσθεῖ κατά τή διαδρομή τῆς χειρογράφου
παραδόσεως γνωστῶν ἀπό ἄλλα σωζόμενα ἔργα τους συγγρα-
φέων, ἀλλά καί ἄλλων συγγραφέων πού μόνο τό ὄνομά τους
εἶναι γνωστό, ἀπό δέ τό ἔργο τους ὅ,τι διέσωσε τό «᾽Aνθολό-
γιον». ῾O καθένας, λοιπόν, ἀντιλαμβάνεται τί πολύτιμο ὑλικό
παραδίδεται στά χέρια τῶν ἀναγνωστῶν μας μέ τήν ἔκδοσι καί
μετάφρασι τοῦ A ᾽ νθολογίου τοῦ Στοβαίου.
Δέν πρέπει νά μήν ἀναφερθῆ ἐδῶ ὁ μόχθος καί οἱ δαπάνες
τῆς ἐκδόσεως αὐτῆς, ἡ ὁποία γιά πρώτη φορά ἐπιχειρεῖται
στόν τόπο μας καί ἐν πρωτοτύπyω καί ἐν μεταφράσει. Mάλιστα
ὡς πρός τήν μετάφρασι πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι γιά πρώτη
φορά ἐπιχειρεῖται σέ παγκόσμιο κλίμακα, λόγω δυσκολιῶν
πού παρουσιάζουν τά περισσότερα ἀνθολογημένα κείμενα
ἕνεκα τοῦ ἀποσπασματικοῦ χαρακτῆρος των, ἀλλά καί διότι
εἰς αὐτά ἐκπροσωποῦνται ὅλες οἱ διαλεκτικές μορφές τῆς ἑλ-
ληνικῆς γλώσσης.
A᾽ θαν. Λ. Γεωργιάδης
Διευθυντής τῆς «BΙΒΛΙΟΘΉΚΗς ΤΩΝ EΛΛΉΝΩΝ»
διασώθηκε μόνο τό τέλος. Στό πρῶτο κεφάλαιο κατά τό
Φώτιο, γινόταν ὁ «ἔπαινος τῆς φιλοσοφίας», τό δεύτερο
ἦταν ἕνα εἶδος πίνακος τῶν διαφόρων φιλοσοφικῶν συ-
στημάτων (αἱρέσεων) καί ἐπίσης γινόταν παράθεσι πα-
EΙΣΑΓΩΓΙΚΌ ΣΗΜΕΊΩΜΑ λαιῶν γνωμῶν «περί γεωμετρίας, μουσικῆς καί ἀριθμητι-
κῆς». Διασώθηκε μόνο τό «περί ἀριθμητικῆς».
Tό πρῶτο βιβλίο χαρακτηρίζεται ἀπό τόν Φώτιο «φυ-
Tίποτα σχεδόν δέν γνωρίζουμε γιά τή ζωή τοῦ συντά- σικόν», ἀποτελοῦσε δηλαδή ἀνθολόγησι γνωμῶν γύρω
κτη τοῦ «᾽Aνθολογίου» ᾽Iωάννη Στοβαίου. Στό «Λεξικόν» ἀπό ζητήματα Φυσικῆς, ὅπως: περί σωμάτων, περί σχη-
τῆς Σούδας τό ὄνομά του φέρεται ᾽Iωάννης Στοβεύς· ὁ μάτων, περί κινήσεως, περί ἡλίου, περί σελήνης, περί
Φώτιος στή «Bιβλιοθήκη» του τόν ἀποκαλεῖ Στοβαῖον κι βροντῶν, ἀστραπῶν, κεραυνῶν, περί κομητῶν καί διατ-
αὐτό τό δεύτερο καθιερώθηκε. Kαταγόταν ἀπό τή μεγά- τόντων κ.ἄ. Tά πρῶτα κεφάλαια ὅμως ἀποτελοῦσαν ἐρά-
λη καί πλούσια πόλη τῆς Mακεδονίας Στόβους, κτισμέ- νισμα γνωμῶν, ἀναφερομένων στή Mεταφυσική, ὅπως:
νη στή συμβολή τῶν ποταμῶν ᾽Eριγῶνος καί A ᾽ ξιοῦ. περί Θεοῦ, ὅτι δημιουργός τῶν ὄντων καί διέπει τό ὅλον
Πότε ἀκριβῶς ἔζησε ὁ Στοβαῖος δέν γνωρίζουμε· τyῶ τῆς προνοίας λόγyω, περί τῶν νομιζόντων μή εἶναι
ἐπειδή ὅμως στό «᾽Aνθολόγιο» περιλαμβάνει καί ἀπο- πρόνοιαν, περί εἱμαρμένης, περί τύχης ἤ ταυτομάτου
σπάσματα ἔργων συγγραφέων τοῦ 4ου μ.X. αἰῶνος γίνε- κ.ἄ. Διασώθηκε δυστυχῶς σοβαρά ἀκρωτηριασμένο.
ται δεκτό ἀπό τούς γραμματολόγους πώς ἔζησε κατά τά Kαί τό δεύτερο Bιβλίο εἶναι σοβαρότατα ἀκρωτηρια-
τέλη τοῦ 4ου καί τίς ἀρχές τοῦ 5ου αἰῶνος· ἡ ἀκμή του σμένο, μέ μεγάλα κενά· λείπει σχεδόν τό μισό. ῾O Φώτιος
τοποθετεῖται κατά τό 420-440 μ.X. τό χαρακτηρίζει «λογικόν», ἀναφέρεται δηλαδή σέ ζητή-
῾Yπῆρξε, ὅπως φαίνεται, γραμματικός, φιλόλογος ματα γνωσιολογικά, ὅπως: περί τά θεῖα ἑρμηνευόντων
ὅπως θά λέγαμε σήμερα, καί τό μοναδικό του ἔργο –δέν καί ὡς εἴη ἀνθρώποις ἀκατάληπτος ἤ τῶν νοητῶν κατά
γνωρίζουμε ἄλλο– ὑπῆρξε τό «᾽Aνθολόγιο», πού καθώς τήν οὐσίαν ἀλήθεια· περί διαλεκτικῆς, περί λόγου καί
σημειώνει ὁ Φώτιος στή «Bιβλιοθήκη» του, ἦταν χωρι- γραμμάτων κ.ἄ. Tό δεύτερο μέρος ὅμως τοῦ Bιβλίου
σμένο σέ δυό τεύχη, γι’ αὐτό καί μερικοί παρεξήγησαν ἀναφέρεται σέ ζητήματα ᾽Hθικῆς, ὅπως: ὅτι χρή σέβειν
πώς ἐπρόκειτο γιά δυό ἔργα· τό ἕνα μάλιστα τό εἶπαν τό θεῖον, περὶ εὐδοξίας, ὅτι μέτρον ἄριστον, περί ἀγω-
«᾽Eκλογαί» καί τό ἄλλο «᾽Aνθολόγιο». ῾O Φώτιος ὅμως τό γῆς καί παιδείας κ.ἄ.
παρουσιάζει, ὅπως καί εἶναι, ἑνιαῖο ἔργο. Kατά ρητή Tά βιβλία Tρίτο καί Tέταρτο διασώζονται ἀκέραια.
μαρτυρία τοῦ Φωτίου καί πάλι τό ἔργο τοῦτο εἶχε σκο- Tό τρίτο εἶναι καθαρῶς «ἠθικόν», ἀναφερόμενο σέ θέ-
πό παιδαγωγικό· τό συνέταξε ὁ Στοβαῖος καί τό ἀφιε- ματα ἠθικῆς, ὅπως: περί ἀρετῆς, περί κακίας, περί σω-
ρώνει στόν γιό του Σεπτίμιον «ἐπί τyῶ ρυθμίσαι καί βελ- φροσύνης, περί ἀφροσύνης, περί φειδωλίας, περί ἀσω-
τιῶσαι τyῶ παιδί τήν φύσιν ἀμαυρότερον ἔχουσαν», τίας, περί ὑπεροψίας, περί φιλαυτίας κ.ἄ.
ὅπως σημειώνει ὁ Φώτιος. Γιά τοῦτο καί ἡ ἀνθολόγησι Tό τέταρτο εἶναι ἴσως τό περισσότερο ἐνδιαφέρον λόγω
ἔγινε κυρίως μέ βάση ἠθικολογική. τῆς ποικιλίας τῶν θεμάτων του, ἠθικῶν, πολιτικῶν, παι-
Tό ἔργο διακρίνεται σέ τέσσερα βιβλία μετά Προοι- δαγωγικῶν, ὑγιεινῆς κ.ἄ., ὅπως: περί πολιτείας, περί νόμων
μίου. A
᾽ πό τό Προοίμιο, πού χωριζόταν σέ δυό κεφάλαια, καί ᾽Eθῶν, ψόγος τυραννίδος, περί παίδων, ὁποίους χρή
I Ω Α Ν Ν ΟΥ Σ Τ Ο ΒΑ Ι ΟΥ εἶναι τούς πατέρας πρός τά τέκνα, περί εἰρήνης, περί γε-
ωργίας, περί ναυτιλίας, περί ὑγείας, περί ἰατρῶν κ.ἄ.
Στή σύνταξη τοῦ A ᾽ νθολογίου του ὁ Στοβαῖος ἀσφα-
λῶς βοηθήθηκε ἀπό παλαιότερα ἀνθολόγια καί μάλιστα
ἀπό τό ὑπό τόν τίτλο «Tομάρια» τοῦ ἀγνώστου μας A ᾽ ρι-
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ στωνύμου, τό ὁποῖο καί ἀναφέρει. Παρά ταῦτα ἡ ὅλη
ἐργασία τοῦ Στοβαίου εἶναι καρπός τεράστιου μόχθου,
μελέτης καί σπουδῆς· ἀρκεῖ νά σημειώσουμε ὅτι ἀνθο-
λογοῦνται σ’ αὐτήν 204 φιλόσοφοι καί ἱστορικοί, 150
ποιηταί καί 120 ρήτορες, πού καλύπτουν χρονική πε-
ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς. Α. ρίοδο δώδεκα καί πλέον αἰώνων. Πλεῖστα ἀπό τά ἀνθο-
λογημένα ἔργα καί τούς συγγραφεῖς των γνωρίζουμε μό-
νο ἀπό τό A᾽ νθολόγιον τοῦ Στοβαίου, τό ὁποῖο διακρίνε-
1 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς ᾽E ρ ι φ ύ λ η ς. ται ἐπίσης γιά τήν κατάταξι τῆς ὕλης μέ ἐξαίρετη μεθο-
᾽Aρετῆς βέβαιαι δ’ εἰσὶν αἱ κτήσεις μόναι. δικότητα. Σέ παράρτημα τοῦ τελευταίου τόμου τῆς πα-
ρούσης ἐκδόσεως παρατίθεται «πίναξ» τῶν ἀνθολογου-
2 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A ν δ ρ ο μ ά χ η ς (775). μένων ἔργων καί συγγραφέων μέ σχετικές σημειώσεις.
῾H ἀξία τοῦ ἔργου τοῦ Στοβαίου μπορεῖ νά ἐκτιμηθεῖ
Oὔ τοι λείψανα τῶν ἀγαθῶν
δικαίως, ὅταν ἀναλογισθεῖ κανείς ὅτι σ’ αὐτό συμπυκνώ-
ἀνδρῶν ἀφαιρεῖται χρόνος· ἁ δ’ ἀρετὰ
νεται ὁ ῾Eλληνικός στοχασμός, φιλοσοφικός καί ἐπιστη-
καὶ θανοῦσι λάμπει.
μονικός, δώδεκα καί πλέον αἰώνων ἐπάνω σέ βασικά θέ-
ματα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς.
3 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ O ἰ δ ί π ο δ ο ς.
Oὔ τοι νόμισμα λευκὸς ἄργυρος μόνον Xρ. Σωτ. Θεοδωρᾶτος
καὶ χρυσός ἐστιν, ἀλλὰ χἁρετὴ βροτοῖς νόμισμα
κεῖται πᾶσιν, Dἧ χρῆσθαι χρεών.

4 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ T η μ ε ν ι δ ῶ ν.
᾽Aρετὴ δὲ κἂν θάνDη τις οὐκ ἀπόλλυται,
ζDῆ δ’ οὐκ ἔτ’ ὄντος σώματος· κακοῖσι δὲ
ἅπαντα φροῦδα συνθανόνθ’ ὑπὸ χθονός.
14 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 15

5 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ῾I κ ε τ ί δ ω ν (911).
Aἰσχύνεται δὲ τἀγάθ’ ἀσκήσας ἀνὴρ
IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΊΟΥ
κακὸς κεκλῆσθαι πᾶς τις· ἡ δ’ εὐανδρία
διδακτόν, εἴπερ καὶ βρέφος διδάσκεται
λέγειν ἀκούειν θ’ ὧν μάθησιν οὐκ ἔχει.
A Ν Θ ΟΛ Ο Γ Ι Ο Ν
ἃ δ’ ἂν μάθDη τις, ταῦτα σώζεσθαι φιλεῖ
πρὸς γῆρας. οὕτω παῖδας εὖ παιδεύετε.

6 Oὐκ ἔστιν ἀρετῆς κτῆμα τιμιώτερον.


οὐ γὰρ πέφυκε δοῦλον οὔτε χρημάτων
ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΉς A´
οὔτ’ εὐγενείας οὔτε θωπείας ὄχλου.

6a ᾽Aρετὴ δ’, ὅσ`ω περ μᾶλλον ἂν χρῆσθαι θέλDης, το-


1 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς ᾽ E ρ ι φ ύ λ η:
σ`ῶδε μᾶλλον αὔξεται τελουμένη.
Mόνο τῆς ἀρετῆς οἱ κατακτήσεις ἔχουν σιγουριά.
7 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ.
2 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A ν δ ρ ο μ ά χ η (775):
᾽Aρετὴ μέγιστον τῶν ἐν ἀνθρώποις καλόν.
῾O χρόνος τὴ μνήμη δὲν σβήνει
τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν· ἡ ἀρετή τους
8 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A ν τ ι ό π η.
λάμπει ἀκόμα καὶ μετὰ τὸ θάνατό τους.
Tρεῖς εἰσὶν ἀρεταὶ τὰς χρεών σ’ ἀσκεῖν, τέκνον,
θεούς τε τιμᾶν τούς τε θρέψαντας γονεῖς
3 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ O ἰ δ ί π ο υ ς:
νόμους τε κοινοὺς ῾Eλλάδος· καὶ ταῦτα δρῶν
Δὲν εἶναι μοναχὰ τὸ ἄσπρο ἀσήμι
κάλλιστον ἕξεις στέφανον εὐκλείας ἀεί.
καὶ τὸ χρυσάφι πλοῦτος, ἀλλὰ εἶν’ ἀκόμη
πλοῦτος γιὰ τοὺς θνητοὺς ἡ ἀρετή τους
9 B α κ χ υ λ ί δ ο υ.
καὶ λάμπει μέγας θησαυρὸς γιὰ ὅλους,
Eἷς ὅρος, μία βροτοῖσιν ἐστὶν εὐτυχίας ὁδός,
γι’ αὐτὸ κι ἔχουνε χρέος νὰ τὴν ἀσκοῦνε.
θυμὸν εἴ τις ἔχων ἀπενθῆ δύναται διατελεῖν βίον.
4 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ T η μ ε ν ί δ α ι:
῾H ἀρετὴ δὲν χάνεται κι’ ἂν ἔρθη ὁ χάρος·
μὰ ζῆ κι’ ὅταν πιὰ δὲν ὑπάρχει σῶμα,
γιὰ τοὺς κακοὺς μάταια ὅλα·
μαζί μ’ αὐτοὺς τὸ χῶμα τὰ σκεπάζει.
16 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 17

10 ῎I α μ β ο ι. 5. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ῾I κ έ τ ι δ ε ς (911):
᾽Aνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία. Kαθένας ποὺ στὸ ἀγαθὸ θητεύει
ἃ μὴ προσήκει, μήτ’ ἄκουε μήθ’ ὅρα. ντρέπεται κακὸ νὰ τὸν φωνάζουν, κι’ εἶναι
βέλτιόν ἐστι σῶμά γ’ ἢ ψυχὴν νοσεῖν. διδακτὴ ἡ ἀρετὴ στὸν ἄνδρα· ὥς καὶ τὸ βρέφος
εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ. μαθαίνει νὰ λέη καὶ ν’ ακούη
ἐλευθέρου γὰρ ἀνδρὸς τἀληθῆ λέγειν. ὅσα ποτὲ δέν εἶχε μάθει.
ἐλεύθερον φύλασσε τὸν σαυτοῦ τρόπον. Kι’ ἀληθινὰ ὅ,τι μάθει ὁ καθένας
σαυτὸν φύλαττε τοῖς τρόποις ἐλεύθερον. αὐτό καὶ τό κρατάει ὥς το βαθὺ τὸ γῆρας.
ταμεῖον ἀρετῆς ἐστι σωφροσύνη μόνη. Γι’ αὐτὸ ἀναθρέψτε τὰ παιδιά σας ὅπως πρέπει.
ψυχῆς ἐπιμελοῦ τῆς σεαυτοῦ, καθὰ δύνDη.
καλὸν φύουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι. 6. Πολυτιμότερο ἀπόκτημα δὲν εἶναι
καρπὸς δ’ ἀγαθός ἐστιν εὔτακτος βίος. ἀπὸ τὴν ἀρετή. Δὲν σὲ ὐποδουλώνει
λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου. οὔτε στὸ χρῆμα, οὔτε στὰ τζάκια
μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ. οὔτε στὶς κολακεῖες τοῦ ὄχλου...
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ’ρετὴ βροτοῖς.
6α. Tὴν ἀρετὴ ὅσο καὶ πιὸ πολὺ ἀσκεῖς τόσο πιὸ πολύ
11 ῎I α μ β ο ι. E ἰ ς ἄ ν δ ρ α ς ἀ γ α θ ο ύ ς. μὲ τὴν ἄσκηση αὐξαίνει.
᾽Aνὴρ δὲ χρηστὸς χρηστὸν οὐ μισεῖ ποτέ.
γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται. 7. E ὐ ρ ι π ί δ η ς:
ἐσθλ`ῶ γὰρ ἀνδρὶ ἐσθλὰ καὶ διδοῖ θεός. ῾H ἀρετή, τὸ μέγιστο ἀγαθὸ τοῦ ἀνθρώπου.
ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα, καὶ τὸν σώφρονα.
ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος. 8. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A ν τ ι ό π η:
Tρεῖς εἶναι οἱ ἀρετές, παιδί μου,
12 ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς ὕ μ ν ο ς ε ἰ ς A
᾽ ρ ε τ ή ν. Ποὺ χρωστᾶς νὰ κρατᾶς πάντα μὲ σέβας:
᾽Aρετὰ πολύμοχθε γένει βροτεί`ω, νὰ τιμᾶς τοὺς θεούς, τούς γονιούς σου
θήραμα κάλλιστον βί`ω. ποὺ σ’ ἀναστῆσαν καὶ τοὺς νόμους τῆς ῾Eλλάδας.
σᾶς πέρι, παρθένε, μορφᾶς, Kάνοντας ἔτσι, θἄχης στὴ ζωή σου
καὶ θανεῖν ζηλωτὸς ἐν ῾Eλλάδι πότμος, τὸ καλύτερο βραβεῖο τιμῆς γιὰ πάντα.
καὶ πόνους τλῆναι μαλεροὺς καὶ ἀκάμαντας.
τοῖον ἐπὶ φρένα βάλλεις 9. B α κ χ υ λ ί δ η ς :
καρπὸν ἐς ἀθάνατον, Mιὰ προϋπόθεση καὶ ἕνα δρόμο εὐτυχίας
χρυσοῦ τε κρείσσονα καὶ γονέων εἶναι γιὰ τοὺς θνητούς: χαρούμενη νὰ ἔχης
μαλακαυγητοῖό θ’ ὕπνου. τὴν ψυχή καὶ νὰ περνᾶς τὸ βίο δίχως λύπες.
σοῦ δ’ ἕνεκ’ ἐκ Διὸς ῾Hρακλέης,

2 A
᾽ νθολόγιον A´
18 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 19

Λήδας τε κοῦροι πόλλ’ ἀνέτλασαν, 10. ῎I α μ β ο ι:


ἔργοις ἀναγορεύοντες δύναμιν. A
᾽ νάπαυση σημαίνει τοῦ κακοῦ ἀπουσία·
σοῖς δὲ πόθοις ᾽Aχιλλεὺς ὅ,τι δὲν πρέπει μὴν τὸ ἀκοῦς καὶ μὴν τὸ βλέπης
Aἴας τ’ ᾽Aΐδαο δόμους ἦλθον. Kαλύτερα τὸ σῶμα σου νὰ πάσχη, ὄχι ἡ ψυχή σου.
σᾶς δ’ ἕνεκεν φιλίου μορφᾶς Nἆσαι καλότροπος ὅταν δειπνᾶς σὲ ξένο σπίτι
᾽Aταρνέως ἔντροφος Σ’ ἐλεύθερο ταιριάζει τὴν ἀλήθεια νὰ πρεσβεύη.
ἀελίου χήρωσεν αὐγάς. Πάντοτε κράτει ἐλεύθερο τὸ νοῦ σου,
τοὶ γὰρ ἀοίδιμος ἔργοις, τὸν ἑαυτό σου κράτει ἐλεύθερο στὴ δράση.
ἀθάνατοί τε μιν αὐξήσουσι ῾O θησαυρὸς τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ σωφροσύνη μόνο.
Mοῦσαι, Mναμοσύνας θύγατρες, Φύλαγε τήν ψυχή σου, ὅπως μπορέσεις.
Διὸς ξενίου σέβας αὔξουσαι. Tὸν καλὸ καρπὸ τὸν δίνουν οἱ σεμνοί σου τρόποι.
῾H τακτικὴ ζωὴ καρπὸν ἀγαθὸ δίνει.
13 Φ ι λ ι π π ί δ ο υ ᾽A ν α ν ε ο ύ σ Dη. Φρόντιζε νὰ ζῆς πάντα σου ὅπως πρέπει.
῞Oταν δ’ ἁμαρτάνDης τι, χαῖρ’ ἡττώμενος Eὐτυχισμένος ὅποιος γιὰ εὐτυχεῖς δουλεύει.
μάλιστα γὰρ οὕτω σώζεται τὸ συμφέρον. Γιὰ τοὺς θνητοὺς ἡ ἀρετὴ μέγιστο ὅπλο.

14 ᾽E π ι χ ά ρ μ ο υ.
11. ῎I α μ β ο ι . Σ ὲ ἄ ν δ ρ ε ς ἀ γ α θ ο ύ ς:
Oὐ μετανοεῖν, ἀλλὰ προνοεῖν χρὴ τὸν ἄνδρα τὸν
῾O τίμιος ποτὲ δὲν μισεῖ τὸν ὅμοιό του.
σοφόν.
Tὰ ἔργα τὰ καλὰ χρωστᾶμε στὴν καλὴ τὴ γνώμη.
15 Π υ θ α γ ό ρ ο υ (Aur. carm. 9). Στὸν καλὸν ἄνθρωπο ὁ θεὸς πάντα καλὸ τοῦ δίνει.
Kρατεῖν δὲ ἐθίζεο τῶνδε, Tὸν καλὸ καὶ τὸ φρόνιμο, ζήλευε πάντα.
γαστρὸς μὲν πρώτιστα καὶ ὕπνου λαγνείης τε Στὸν ἄνθρωπο τὸ ἦθος δοκιμάζει ὁ χρόνος.
καὶ θυμοῦ· πρήξεις δ’ αἰσχρόν ποτε μήτε μετ’
ἄλλου 12. ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς ὕ μ ν ο ς σ τ ὴ ν ἀ ρ ε τ ή:
μήτ’ αὐτός· πάντων δὲ μάλιστ’ αἰσχύνεο σαυτόν. ῏Ω ἀρετὴ πολύμοχθη στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων,
εἶτα δικαιοσύνην ἄσκει ἔργ`ω τε λόγ`ω τε. ἐσὺ εἶσαι τ’ ὡραιότερο κυνήγι στὴ ζωή μας.
μήτ’ ἀλογίστως σαυτὸν ἔχειν περὶ μηδὲν ἔθιζε· Γιὰ τὴν δική σου τὴν εἰδή, παρθένα, στὴν ῾Eλλάδα
ἀλλὰ γνῶθι μὲν ὡς θανέειν πέπρωται ἅπασιν· καλόδεχτος κι’ ὁ θάνατος κ’ οἱ πόνοι δίχως τέλος.
χρήματα δ’ ἄλλοτε μὲν κτᾶσθαι φιλεῖ ἄλλοτ’ ὀλέ- Σὺ ὡριμάζεις στὸ μυαλό μας τὸν καρπὸ ἀθάνατο
σθαι. καλύτερον ἀπ’ τὸ χρυσάφι ἢ τοὺς γονιούς μας
ἤ τὸν γλυκὸ τὸν ὕπνο. Kαὶ γιὰ χάρη σου
16 Θ ε ό γ ν ι δ ο ς (315). ὁ ῾Hρακλῆς, τοῦ Δία ὁ γυιός, καὶ τὰ παιδιὰ τῆς Λήδας
Πολλοὶ μὲν πλουτοῦσι κακοί, ἀγαθοὶ δὲ πένονται.
ἀλλ’ ἡμεῖς τούτοις οὐ διαμειψόμεθα
20 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 21

τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτον· ἐπεὶ τὸ μὲν ἔμπεδον ἀεί, πολλὰ ὑποφέραν δείχνοντας τὴ δύναμή σου μ’ ἔργα.
χρήματα δ’ ἀνθρώπων ἄλλοτε ἄλλος ἔχει. Γιὰ τὸ δικό σου πόθο ὁ A᾽ χιλλέας κι’ ὁ Aἴαντας
κατέβηκαν στὰ μαῦρα τοῦ ῞Aδη τὰ παλάτια.
17 ῾H σ ι ό δ ο υ (Op. 287). Γιὰ τὴ δική σου τὴν εἰδὴ τὴ λατρεμένη
Tῆς δ’ ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν τοῦ A
᾽ ταρνέα τὸ θρέμμα ἀφῆκε
ἀθάνατοι· μακρὸς δὲ καὶ ὄρθιος οἶμος ἐπ’ αὐτήν, τοῦ ἥλιου μας τὴ λάμψη καὶ τὸν μνημονεύουν
καὶ τρηχὺς τὸ πρῶτον· ἐπὴν δ’ εἰς ἄκρον ἵκηται, γιὰ ἔργα του ἀλησμόνητα θεοὶ καὶ μοῦσες
ῥηϊδίη δ’ ἤπειτα πέλει, χαλεπή περ ἐοῦσα. τῆς Mνημοσύνης θυγατέρες, αὐξαίνοντας
τὸ σεβασμὸ τοῦ Δία τοῦ Ξενίου.
18 ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς π ε ρ ὶ ἀ ρ ε τ ῆ ς.
᾽Eπαινετὰ μέν ἐστι τὰ καλά, ψεκτὰ δὲ τὰ αἰσχρὰ 13. Φ ι λ ι π π ί δ ο υ ᾽A ν α ν έ ο υ σ α:
καὶ τῶν μὲν καλῶν ἡγοῦνται αἱ ἀρεταί, τῶν δὲ αἰσ- ῞Oταν σὲ κάτι πέφτης ἔξω, νὰ χαίρεσαι τὴν ἧττα.
χρῶν αἱ κακίαι. ἐπαινετὰ δέ ἐστι καὶ τὰ αἴτια τῶν M’ αὐτὸ τὸν τρόπο πιὸ πολὺ σώζεται τὸ συμφέρον.
ἀρετῶν, καὶ τὰ παρεπόμενα ταῖς ἀρεταῖς, καὶ τὰ γι-
14. ᾽E π ι χ ά ρ μ ο υ:
νόμενα ἀπ’ αὐτῶν, καὶ τὰ ἔργα αὐτῶν, ψεκτὰ δὲ τὰ
῾O ἄνθρωπος ποὖναι σοφὸς
ἐναντία. τριμεροῦς δὲ τῆς ψυχῆς λαμβανομένης κατὰ
δὲν πρέπει νὰ μετανοῆ.
Π λάτωνα, τοῦ μὲν λογιστικοῦ ἀρετή ἐστιν ἡ φρόνη-
Kαλύτερα νὰ προνοῆ.
σις, τοῦ δὲ θυμοειδοῦς ἥ τε πραότης καὶ ἡ ἀνδρία,
τοῦ δὲ ἐπιθυμητικοῦ ἥ τε σωφροσύνη καὶ ἡ ἐγκρά- 15. Π υ θ α γ ό ρ ο υ (Xρυσᾶ ἔπη 9):
τεια, ὅλης δὲ τῆς ψυχῆς ἥ τε δικαιοσύνη καὶ ἡ ἐλευ- Mάθε νὰ συγκρατεῖσαι πρὶν ἀπ’ ὅλα
θεριότης καὶ ἡ μεγαλοψυχία. κακία δὲ τοῦ μὲν λογι- ἀπ’ τὴν κοιλιά σου, ἀπὸ τὸν ὕπνο, τὴ λαγνεία
στικοῦ ἡ ἀφροσύνη, τοῦ δὲ θυμοειδοῦς ἥ τε ὀργιλό- κι’ ἀπ’ τὸ θυμό. Kαὶ ποτὲ μὴν κάνεις
της καὶ ἡ δειλία, τοῦ δὲ ἐπιθυμητικοῦ ἥ τε ἀκολασία μαζύ μὲ ἄλλον κάτι αἰσχρό, οὔτε μονάχος.
καὶ ἡ ἀκρασία· ὅλης δὲ τῆς ψυχῆς ἥ τε ἀδικία καὶ ἡ Πάνω ἀπὸ κάθε τι ἄλλο σέβου τὸν ἑαυτό σου.
ἀνελευθερία καὶ ἡ μικροψυχία. ῞Yστερα νἆσαι δίκαιος σὲ λόγια καὶ σὲ ἔργα.
ἔστι δὲ φρόνησις μὲν ἀρετὴ τοῦ λογιστικοῦ, πα- Mὴ συνηθᾶς ἀλόγιστα νὰ φέρεσαι στὸ βίο
ρασκευαστικὴ τῶν πρὸς εὐδαιμονίαν τεινόντων. καὶ γνώριζε πὼς ὅλοι θὰ πεθάνουμε μιὰ μέρα.
πραότης δ’ ἐστὶν ἀρετὴ τοῦ θυμοειδοῦς, καθ’ ἣν Στὴ φύση τῶν χρημάτων εἶναι
ὑπὸ ὀργῆς γίνονται δυσκίνητοι. ἄλλοτε νὰ τ’ ἀποκτᾶς
ἀνδρία δέ ἐστιν ἀρετὴ τοῦ θυμοειδοῦς, καθ’ ἣν κι’ ἄλλοτε πάλι νὰ τὰ χάνης.
δυσέκπληκτοί εἰσιν ὑπὸ φόβων τῶν περὶ θάνατον.
16. T ο ῦ Θ ε ό γ ν ι δ ο ς (315):
Πολλοὶ κακοὶ πλουτίζουν κι’ οἱ ἀγαθοὶ στεροῦνται
μὰ ἐμεῖς μ’ αὐτοὺς δὲν θ’ ἀνταλλάξουμε ποτὲ
22 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 23

σωφροσύνη δέ ἐστιν ἀρετὴ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, τῆς ἀρετῆς τὸν πλοῦτο. Aὐτὸς εἶναι ποὺ μένει,
καθ’ ἣν ἀνόρεκτοι γίνονται τῶν περὶ τὰς ἀπολαύσεις ἐνῶ τὸ χρῆμα πάει ἀπὸ τὸν ἕναν ἄνθρωπο στὸν ἄλλον.
φαύλων ἡδονῶν.
ἐγκράτεια δέ ἐστιν ἀρετὴ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, καθ’ 17. T ο ῦ ῾H σ ι ό δ ο υ (῎Eργα 287):
ἣν κατέχουσι τ`ῶ λογισμ`ῶ τὴν ἐπιθυμίαν ὁρμῶσαν Mπροστὰ στὴν ἀρετὴ τὸν ἵδρωτα
ἐπὶ τὰς φαύλας ἡδονάς. οἱ ἀθάνατοι θεοὶ μᾶς ἔβαλαν.
δικαιοσύνη δέ ἐστιν ἀρετὴ ψυχῆς, διανεμητικὴ Mακρὺς κι’ ἀπότομος ὁ δρόμος
τῶν κατ’ ἀξίαν. ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτή. Δύσκολος στὴν ἀρχή του
ἐλευθεριότης δέ ἐστιν ἀρετὴ ψυχῆς εὐδάπανος εἰς μὰ ὅταν στὴν ἄκρη φθάσης πιά,
τὰ καλά. εὔκολος γίνεται ὁ δύσβατος ὁ δρόμος.
μεγαλοψυχία δέ ἐστιν ἀρετὴ ψυχῆς, καθ’ ἣν δύνα-
ται φέρειν εὐτυχίαν καὶ δυστυχίαν καὶ τιμὴν καὶ ἀτι- 18. ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς π ε ρ ὶ ᾽A ρ ε τ ῆ ς:
μίαν. Tὰ καλὰ πρέπει νὰ ἐπαινοῦνται καὶ νὰ ψέγωνται τὰ
ἀφροσύνη δὲ ἐστι κακία τοῦ λογιστικοῦ, αἰτία τοῦ κακά. A᾽ πὸ τὰ καλὰ προβαδίζουν οἱ ἀρετὲς καὶ ἀπὸ τὰ
ζῆν κακῶς. κακὰ οἱ κακίες. ῎Aξια ἐπαίνου εἶναι καὶ τὰ αἴτια τῶν
ὀργιλότης δέ ἐστι κακία τοῦ θυμοειδοῦς, καθ’ ἣν ἀρετῶν καὶ ὅσα ἀκολουθοῦν τὶς ἀρετὲς καὶ ὅσα προέρχον-
εὐκίνητοι γίνονται πρὸς ὀργήν. ται ἀπ’ αὐτὲς καθὼς καὶ τὰ ἀποτελέσματά τους, ἐνῶ τὰ
δειλία δὲ κακία τοῦ θυμοειδοῦς, καθ’ ἣν ἐκπλήτ- ἀντίθετα εἶναι ψεκτά. ῎Aν πάρουμε τριμερῆ τὴν ψυχή,
τονται ὑπὸ φόβων καὶ μάλιστα τῶν περὶ θάνατον. ὅπως πιστεύει ὁ Πλάτων, ἀρετὴ τοῦ λογικοῦ εἶναι ἡ φρό-
ἀκολασία δέ ἐστι κακία τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, καθ’ νηση, τοῦ συναισθηματικοῦ ἡ πραότητα καὶ ἡ ἀνδρεία,
ἣν ὀρεκτικοὶ γίνονται τῶν περὶ τὰς ἀπολαύσεις φαύ- τοῦ ἐπιθυμητικοῦ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ἐγκράτεια καὶ ὁλό-
λων ἡδονῶν. κληρης τῆς ψυχῆς, ἡ δικαιοσύνη, ἡ τάση πρὸς τὴν ἐλευ-
ἀκρασία δέ ἐστι κακία τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, καθ’ ἣν θερία καὶ ἡ μεγαλοψυχία. Στὸ λογικὸ κακία εἶναι ἡ ἀφρο-
αἱροῦνται τὰς φαύλας ἡδονὰς κωλύοντος τοῦ λογι- σύνη, στὸ συναισθηματικὸ ἡ ὀξυθυμία καὶ ἡ δειλία και
σμοῦ. στὸ ἐπιθυμητικὸ ἡ ἀκολασία καὶ τὸ ἀσυγκράτητο, ἐνῶ σὲ
ἀδικία δέ ἐστι κακία ψυχῆς, καθ’ ἣν πλεονεκτικοὶ ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ ἡ ἀδικία,ἡ ἀνελευθερία καὶ ἡ μικρο-
γίνονται παρὰ τὴν ἀξίαν. ψυχία.
ἀνελευθερία δέ ἐστι κακία ψυχῆς, καθ’ ἣν αἱρετι- ῾H φρόνηση εἶναι ἀρετὴ τοῦ λογικοῦ καὶ προλειαίνει
κοὶ γίνονται κέρδους αἰσχροῦ. τὴν τάση πρὸς εὐδαιμονία.
μικροψυχία δέ ἐστι κακία ψυχῆς, καθ’ ἣν ἀδύνα- Πραότητα εἶναι ἀρετὴ τοῦ συναισθηματικοῦ, ὅταν ἡ
τοί εἰσι φέρειν καὶ εὐτυχίαν καὶ ἀτυχίαν καὶ τιμὴν ὀργὴ δὲν πλημμυρίζει τὴν ψυχή.
καὶ ἀτιμίαν. A
᾽ νδρεία εἶναι ἡ ἀρετὴ ἐπίσης τοῦ συναισθηματικοῦ,
ὅταν δύσκολα καταλαμβάνεται κανεὶς ἀπὸ φόβους γιὰ
τὸν θάνατο.
24 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 25

ἔργα δὲ τῆς φρονήσεώς ἐστι τὸ εὖ βουλεύεσθαι, τὸ Σωφροσύνη εἶναι ἀρετὴ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, ὅταν ὁ
κρῖναι τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακὰ καὶ πάντα τὰ ἐν τ`ῶ βί`ω ἄνθρωπος δὲν ἔχει τάσεις στὶς ἀπολαύσεις φαύλων ἡδο-
αἱρετὰ καὶ φευκτά, τὸ χρῆσθαι καλῶς πᾶσι τοῖς νῶν.
ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς, τὸ ὁμιλῆσαι ὀρθῶς, τὸ συνιδεῖν ᾽Eγκράτεια εἶναι ἀρετὴ ἐπίσης τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, ὅταν
τοὺς καιρούς, τὸ ἀγχινόως χρῆσθαι καὶ λόγ`ω καὶ ἡ ἐπιθυμία ποὺ ὁρμᾶ πρὸς φαῦλες ἡδονὲς χαλιναγωγεῖ-
ἔργ`ω, τὸ ἐμπειρίαν ἔχειν τῶν χρησίμων πάντων. μνή- ται ἀπὸ τὸ λογικό.
μη δὲ καὶ ἐμπειρία καὶ ἀγχίνοια καὶ δεξιότης καὶ Δικαιοσύνη εἶναι ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, ποὺ ἀπονέμει στὸν
εὐβουλία ἤτοι ἀπὸ φρονήσεως ἕκαστον αὐτῶν ἐστιν καθένα ὅ,τι τοῦ ἀξίζει.
ἢ παρέπεται τDῆ φρονήσει. καὶ τὰ μὲν αὐτῶν οἷον συ- ᾽Eλευθεριότητα εἶναι ψυχικὴ ἀρετὴ ποὺ εὔκολα δα-
ναίτια τῆς φρονήσεως, καθάπερ ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ πανᾶται στὸ καλό.
μνήμη, τὰ δὲ οἷον μέρη, οἷον εὐβουλία τε καὶ ἀγχί- Mεγαλοψυχία εἶναι ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, ὅταν μπορεῖ νὰ
νοια. ὑποφέρη καὶ τὴν εὐτυχία καὶ τὴ δυστυχία καὶ τὶς τιμὲς
πραότητος δέ ἐστι τὸ δύνασθαι φέρειν μετρίως καὶ τὴν ἀτίμωση.
ἐγκλήματα καὶ ὀλιγωρίας [μετρίας], καὶ τὸ μὴ ταχέως A
᾽ φροσύνη εἶναι ἐλάττωμα τοῦ λογικοῦ, ἡ αἰτία γιὰ μιὰ
ὁρμᾶν ἐπὶ τὰς τιμωρίας, καὶ δυσκίνητον εἶναι πρὸς ἄθλια ζωή.
τὰς ὀργάς, ἄπικρον δὲ τ`ῶ ἤθει καὶ ἀφιλόνεικον ἔχον- ῾H ροπὴ πρὸς τὴν ὀργὴ εἶναι ἐλάττωμα τοῦ συναισθη-
τα τὸ ἠρεμαῖον ἐν τDῆ ψυχDῆ καὶ στάσιμον. ματικοῦ, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ τρέπεται εὔκολα
ἀνδρίας δέ ἐστι τὸ δυσέκπληκτον εἶναι ὑπὸ φόβων πρὸς τὴν ὀργή.
τῶν περὶ τὸν θάνατον, καὶ τὸ εὐθαρσῆ εἶναι ἐν τοῖς ῾H δειλία εἶναι ἐλάττωμα ἐπίσης τοῦ συναισθηματι-
δεινοῖς καὶ εὔτολμον πρὸς τοὺς κινδύνους, καὶ τὸ κοῦ, ὅταν οἱ ἄνθρωποι κυριεύωνται ἀπὸ τοὺς φόβους καὶ
μᾶλλον αἱρεῖσθαι τεθνάναι καλῶς ἢ αἰσχρῶς σωθῆ- μάλιστα τὸ φόβο γιὰ τὸ θάνατο.
ναι, καὶ τὸ νίκης αἴτιον εἶναι. ἔστι δὲ ἀνδρίας καὶ τὸ A
᾽ κολασία εἶναι ἐλάττωμα τοῦ ἐπιθυμητικοῦ, ὅταν ὁ
πονεῖν καὶ τὸ καρτερεῖν καὶ προαιρεῖσθαι καὶ δύνα- ἄνθρωπος παρασύρεται στὶς ἀπολαύσεις τῶν φαύλων
σθαι ἀνδραγαθίζεσθαι. παρέπεται δὲ τDῆ ἀνδρίDα ἡ ἡδονῶν.
εὐτολμία καὶ ἡ εὐψυχία καὶ τὸ θάρσος, ἔτι δὲ ἥ τε A
᾽ στάθεια εἶναι ἐλάττωμα ἐπίσης τοῦ ἐπιθυμητικοῦ,
φιλοπονία καὶ ἡ καρτερία. ὅταν προτιμοῦν τὶς φαῦλες ἡδονές παρὰ τὴν ἀντίδραση
σωφροσύνης δέ ἐστι τὸ μὴ θαυμάζειν τὰς ἀπολαύ- τοῦ λογικοῦ.
σεις τῶν σωματικῶν ἡδονῶν, τὸ εἶναι πάσης ἀπολαύ- A
᾽ δικία εἶναι ἐλάττωμα τῆς ψυχῆς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος,
σεως αἰσχρᾶς ἡδονῆς ἀνόρεκτον καὶ τὸ φοβεῖσθαι παρ’ ἀξία, γίνεται πλεονέκτης.
τὴν ἀδοξίαν καὶ τὸ τετάχθαι περὶ τὸν βίον ὁμοίως ἔν A
᾽ νελευθερία εἶναι ἐλάττωμα τῆς ψυχῆς, ὅταν οἱ
τε μικροῖς καὶ μεγάλοις. παρέπεται δὲ τDῆ σωφρο- ἄνθρωποι προτιμοῦν αἰσχρὰ κέρδη.
σύνDη εὐταξία κοσμιότης αἰδὼς εὐλάβεια. Mικροψυχία εἶναι κακία τῆς ψυχῆς, ὅταν οἱ ἄνθρωποι
ἐγκρατείας δέ ἐστι τὸ δύνασθαι κατασχεῖν τ`ῶ λο- δὲν ἔχουν τὴν δύναμη νὰ ὑποφέρουν τὴν εὐτυχία ἤ τὴν
γισμ`ῶ τὴν ἐπιθυμίαν ὁρμῶσαν ἐπὶ φαύλας ἡδονὰς δυστυχία, τὶς τιμὲς ἢ τὴν ἀτίμωση.
26 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 27

καὶ ἀπολαύσεις, καὶ τὸ καρτερεῖν καὶ τὸ ὑπομενε- ῎Eργα τῆς φρονήσεως εἶναι, τὸ νὰ σκέπτεται κανεὶς
τικὸν εἶναι τῆς κατὰ φύσιν ἐνδείας τε καὶ λύπης. σωστά, νὰ ξεχωρίζει τὸ ἀγαθὸ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ ὅσα στὴ
δικαιοσύνης δέ ἐστι τὸ διανεμητικὸν εἶναι τοῦ ζωὴ μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐκλέξη ἤ ν’ ἀποφύγη, τὸ νὰ μεταχει-
κατ’ ἀξίαν, τὸ σώζειν τὰ πάτρια ἔθη καὶ τὰ νόμιμα, τὸ ρίζεται σωστὰ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα καλά, τὸ νὰ συνομιλῆ
σώζειν τοὺς γεγραμμένους νόμους, τὸ ἀληθεύειν ἐν κανεὶς ὀρθά, νὰ ἀντιλαμβάνεται τὶς περιστάσεις, νὰ φέρε-
τ`ῶ διαφέροντι, τὸ διαφυλάττειν τὰς ὁμολογίας. ἔστι ται ἔξυπνα μὲ λόγια καὶ ἔργα, καὶ νὰ εἶναι κανεὶς ἔμπει-
δὲ πρῶτα τῶν δικαίων τὰ πρὸς τοὺς θεούς, εἶτα πρὸς ρος κάθε πράγματος χρησίμου. ῾H μνήμη, ἡ ἐξυπνάδα, ἡ
δαίμονας, εἶτα πρὸς πατρίδα καὶ γονεῖς, εἶτα πρὸς ἐμπειρία ἡ ἐπιδεξιότητα, ἡ καλὴ θέληση, ὅλα αὐτὰ πηγά-
τοὺς κατοιχομένους· ἐν οἷς ἐστι καὶ εὐσέβεια, ἤτοι ζουν ἀπὸ τὴν φρόνηση ἤ ἀκολουθοῦν τὴν φρόνηση. ῎Aλλα
μέρος οὖσα τῆς δικαιοσύνης ἢ παρακολουθοῦσα. ἀπ’ αὐτὰ ἔχουν τὴν ἴδια ἀφετηρία μαζύ της, ὅπως ἡ
ἀκολουθεῖ δὲ τDῆ δικαιοσύνDη καὶ ἡ ὁσιότης καὶ ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ μνήμη, ἐνῶ τὰ ἄλλα εἶναι ἐπακόλουθα,
ἀλήθεια καὶ ἡ πίστις καὶ ἡ μισοπονηρία. ὅπως ἡ ὀρθὴ σκέψη καὶ ἡ ἀγχίνοια.
ἐλευθεριότητος δέ ἐστι τὸ προετικὸν εἶναι χρη- Πραότης σημαίνει νὰ μπορῆς νὰ ὑποφέρης μὲ ψυχραι-
μάτων εἰς τὰ ἐπαινετά, καὶ τὸ ἐπιδαψιλεῖν ἐπὶ τὸ μία κατηγορίες καὶ ἀμέλειες καὶ νὰ μὴ τρέπεσαι ἀστραπι-
εἰς δέοντα ἀναλωθῆναι, καὶ τὸ βοηθητικὸν εἶναι ἐν αίως πρὸς τὴν τιμωρία καὶ δύσκολα ἐπίσης νὰ ὀργίζεσαι.
τ`ῶ διαφόρ`ω, καὶ τὸ φιλάνθρωπον, καὶ τὸ μὴ λαβεῖν ῾O χαρακτήρας σου νὰ εἶναι ἤπιος καὶ νὰ μὴ ἔχης τάση στὴ
ὅθεν μὴ δεῖ, καὶ ὅθεν δεῖ λαβεῖν. ἔστι δὲ ὁ ἐλευθέ- φιλονεικία καὶ ἡ ψυχή σου νὰ εἶναι γαλήνια καὶ ἤρεμη.
ριος καὶ περὶ ἐσθῆτα καθάρειος καὶ περὶ οἴκησιν, A
᾽ νδρεία σημαίνει νὰ μὴ προσβάλλεται κανεὶς εὔκολα
κατασκευαστικός τε ὢν τῶν περιττῶν καὶ καλῶν καὶ ἀπό τὸ φόβο κυρίως τοῦ θανάτου καὶ νὰ εἶναι γενναῖος
διαγωγὴν ἐχόντων ἡδεῖαν ἄνευ τοῦ λυσιτελοῦντος, στὰ δεινά καὶ εὔτολμος στοὺς κινδύνους καὶ νὰ προτιμᾶ
καὶ θρεπτικὸς τῶν ζώων τῶν ἴδιόν τι ἐχόντων ἢ θαυ- περισσότερο τὸ νὰ πεθάνη ἔντιμα, παρὰ νὰ γλυτώση
μαστόν. ἀκολουθεῖ δὲ τDῆ ἐλευθεριότητι ἡ τοῦ ἤθους ἐπαίσχυντα καὶ ἐπίσης ἀνδρεία εἶναι νὰ γίνεται κανεὶς
ὑγρότης, καὶ εὐαγωγία καὶ φιλανθρωπία καὶ τὸ αφορμή νίκης. A᾽ νδρεία σημαίνει καὶ νὰ κοπιάζη κανεὶς
εἶναι ἐλεητικὸν καὶ φιλόφιλον καὶ φιλόξενον καὶ φι- καὶ νὰ ὑπομένη καὶ νὰ προτιμᾶ καὶ νὰ μπορῆ νὰ ἀνδρα-
λόκαλον. γαθῆ. Tὴν ἀνδρεία ἀκολουθοῦν ἡ τόλμη, ἡ εὐψυχία καὶ τὸ
μεγαλοψυχίας δέ ἐστι τὸ καλῶς ἐνεγκεῖν καὶ θάρρος κι’ ἀκόμα ἡ φιλοπονία καὶ ἡ καρτερία.
εὐψύχως καὶ ἀτυχίαν καὶ εὐτυχίαν καὶ τιμὴν καὶ ἀτι- Σωφροσύνη σημαίνει νὰ μὴ ἕλκεται κανεὶς ἀπὸ τὶς
μίαν, καὶ τὸ μὴ θαυμάζειν μήτε τρυφὴν μήτε θερα- ἀπολαύσεις τῶν σωματικῶν ἡδονῶν, νὰ ἀπωθῆ κάθε ἀπό-
πείαν μήτε ἐξουσίαν μήτε τὰς νίκας τὰς ἐναγωνίους λαυση αἰσχρῆς ἡδονῆς, νὰ φοβᾶται τὴν ἀτιμία καὶ ν’ ἀντι-
ἔχειν δέ τι βάθος τῆς ψυχῆς καὶ μέγεθος. ἔστι δὲ ὁ μετωπίζη στὴ ζωὴ ὅμοια τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα. Tὴν σω-
μεγαλόψυχος οὐδὲ τὸ ζῆν περὶ πολλοῦ ποιούμενος φροσύνη ἀκολουθοῦν ἡ ἀγάπη στὴν τάξη, ἡ κοσμιότητα,
ἡ ντροπὴ καὶ ἡ εὐλάβεια.
᾽Eγκράτεια εἶναι τὸ νὰ μπορῆ κανεὶς νὰ ὑποτάξη στὸ
λογικό του, κάθε ἐπιθυμία του ποὺ ρέπει στὶς φαῦλες
28 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 29

οὐδὲ φιλόζωος, ἁπλοῦς δὲ τ`ῶ ἤθει καὶ γενναῖος καὶ ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις. ᾽Eπίσης τῆς ἐγκράτειας χαρακτη-
ἀδικεῖσθαι δυνάμενος καὶ οὐ τιμωρητικός. ἀκολου- ριστικὸ εἶναι καὶ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς καρτερικὸς καὶ τὸ νὰ
θεῖ δὲ τDῆ μεγαλοψυχίDα ἁπλότης καὶ γενναιότης καὶ ὐπομένη τὴ φυσικὴ ἔνδεια καὶ τὴ λύπη.
ἀλήθεια. Δικαιοσύνη σημαίνει νὰ ἀπονέμη κανεὶς στὸν καθένα
ἀφροσύνης δέ ἐστι τὸ κρῖναι κακῶς τὰ πράγματα, ὅ,τι τοῦ ἀξίζει, τὸ νὰ διατηρῆ τὰ πάτρια ἤθη καὶ ἔθιμα,
τὸ βουλεύεσθαι κακῶς, τὸ ὁμιλῆσαι κακῶς, τὸ χρῆ- νὰ τηρῆ τοὺς γραπτούς νόμους, νὰ ἐπαληθεύεται στὶς
σθαι κακῶς τοῖς παροῦσιν ἀγαθοῖς, τὸ ψευδῶς δοξά- προτιμήσεις του, νὰ τηρῆ τὶς συμφωνίες. ῾H ἀνωτέρα ἐκ-
ζειν περὶ τῶν εἰς τὸν βίον ἀγαθῶν καὶ καλῶν. παρα- δήλωση δικαιοσύνης ἀναφέρεται στὴ συμπεριφορὰ ἀπέ-
κολουθεῖ δὲ τDῆ ἀφροσύνDη ἀπειρία ἀμαθία ἀκρασία ναντι τῶν θεῶν, ἔπειτα ἀπέναντι τῶν δαιμόνων (κατωτέ-
ἐπαριστερότης ἀμνημοσύνη. ρων θεοτήτων), κατόπιν ἀπέναντι τῆς πατρίδας καὶ τῶν
ὀργιλότητος δέ ἐστιν εἴδη τρία, ἀκροχολία πικρία γονέων, κατόπιν ἀπέναντι τῶν νεκρῶν.
βαρυθυμία. ἔστι δὲ τοῦ ὀργίλου τὸ μὴ δύνασθαι φέ- Στὴ δικαιοσύνη ἀνάγεται καὶ ἡ εὐσέβεια, ποὺ εἶναι ἤ
ρειν μήτε τὰς μικρὰς ὀλιγωρίας μήτε τὰς ἐλαττώσεις, μέρος της, ἤ τὴν συμπαρακολουθεῖ, ἐπίσης τὴν συμπα-
εἶναι δὲ κολαστικὸν καὶ ἄγριον καὶ εὐκίνητον πρὸς ρακολουθεῖ και ἡ ὁσιότης καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πίστη καὶ
ὀργὴν καὶ ὑπὸ λόγου καὶ ἔργου τοῦ τυχόντος. ἀκο- τὸ μῖσος ἐναντίον τῆς πονηρίας.
λουθεῖ δὲ τDῆ ὀργιλότητι τὸ πάροξυ τοῦ ἤθους καὶ ᾽Eλευθεριότητα σημαίνει νὰ ἔχη κανεὶς τὴ διάθεση νὰ
εὐμετάβολον καὶ ἡ πικρολογία καὶ ἡ μεταμέλεια καὶ παρέχη χρήματα γιὰ ἀξιέπαινα ἔργα καὶ νὰ εἶναι δαψιλὴς
τὸ ἐπὶ μικροῖς λυπεῖσθαι καὶ ἥδεσθαι, καὶ ταῦτα πά- ἐκ νέου χορηγητής, ἐφ’ ὅσον τὰ χρήματα ἐξοδεύονται ἐκεῖ
σχειν ταχέως καὶ παρὰ βραχὺν καιρόν. ποὺ πρέπει, καὶ νὰ εἶναι φιλάνθρωπος καὶ νὰ μὴ πάρη
δειλίας δέ ἐστι τὸ ὑπὸ τῶν τυχόντων φόβων εὐκί- ἀπ’ ἐκεῖ ποὺ δὲν πρέπει καὶ νὰ παίρνη ἀπ’ ἐκεῖ ποὺ πρέ-
νητον εἶναι καὶ μάλιστα τῶν περὶ θάνατον καὶ τὰς πει. ῾O ἐλευθέριος ἄνθρωπος εἶναι καθαρὸς καὶ στὴν
σωματικὰς πηρώσεις, καὶ τὸ ὑπολαβεῖν κρεῖττον ἀμφίεσή του καὶ στὸ σπιτικό του καὶ φέρνει γύρα καὶ τὰ
εἶναι ὁπωσοῦν σωθῆναι ἢ τελευτῆσαι καλῶς. ἀκο- περιττὰ καὶ τὰ καλὰ καὶ ὅσα εἶναι εὐχάριστα χωρὶς νὰ
λουθεῖ δὲ τDῆ δειλίDα μαλακία ἀνανδρία φιλοψυχία εἶναι λυσιτελῆ καὶ συντηρεῖ τὰ ζῶα ποὺ ἔχουν κάτι ἰδιαί-
καὶ ἀπονία· ὕπεστι δέ τις καὶ εὐλάβεια καὶ τὸ ἀφιλό- τερο καὶ θαυμαστό. Στὴν ἐλευθεριότητα συνακολουθεῖ ὁ
νεικον τοῦ ἤθους. μαλακὸς χαρακτήρας, ἡ καλὴ ἀνατροφὴ καὶ ἡ φιλανθρω-
ἀκολασίας δέ ἐστι τὸ αἱρεῖσθαι τὰς ἀπολαύσεις πία, ἡ τάση νὰ ἐλεῆ κανείς, νὰ ἀγαπᾶ τοὺς φίλους του, νὰ
τῶν ἡδονῶν τῶν βλαβερῶν καὶ αἰσχρῶν, καὶ ὑπολαμ- εἶναι φιλόξενος καὶ νὰ ἀγαπᾶ τὸ ὡραῖο.
βάνειν εὐδαιμονεῖν μάλιστα τοὺς ἐν ταῖς τοιαύταις Mεγαλοψυχία σημαίνει νὰ ὑποφέρη κανεὶς μὲ ἀξιο-
ἡδοναῖς ζῶντας, καὶ φιλόγελων εἶναι καὶ φιλοσκώ- πρέπεια καὶ μὲ εὐψυχία καὶ περιπτώσεις ἀτυχίας ἤ εὐτυ-
πτην καὶ φιλευτράπελον, καὶ ῥDαδιουργὸν εἶναι ἐν χίας, τιμῆς ἤ ἀτιμώσεως καὶ νὰ μὴ θαυμάζη οὔτε τὴν τρυ-
φηλότητα, οὔτε τὶς περιποιήσεις, οὔτε τὴν ἐξουσία, οὔτε
τὶς ἀγωνιστικὲς νίκες καὶ ἡ ψυχή του νὰ ἔχη κάποιο βά-
θος καὶ μεγαλωσύνη. ῾O μεγαλόψυχος δὲν ἔχει πάνω ἀπ’
30 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 31

τοῖς λόγοις καὶ ἐν τοῖς ἔργοις. ἀκολουθεῖ δὲ τDῆ ἀκο- ὅλα τὴ ζωὴ οὔτε εἶναι φιλόζωος, ἀλλὰ εἶναι ἁπλὸς κατὰ
λασίDα ἀταξία ἀναίδεια ἀκοσμία τρυφὴ ῥDαθυμία ἀμέ- τὸ ἦθος καὶ εὐγενὴς καὶ μπορεῖ νὰ σηκώση τὴν ἀδικία χω-
λεια ὀλιγωρία ἔκλυσις. ρίς νὰ ἐπιδιώκη τὴν τιμωρία. Παρακολούθημα τῆς μεγα-
ἀκρασίας δέ ἐστι τὸ κωλύοντος τοῦ λογισμοῦ τὰς λοψυχίας εἶναι ἡ ἁπλότητα, ἡ γενναιότητα καὶ ἡ ἀλήθεια.
ἀπολαύσεις τῶν ἡδονῶν αἱρεῖσθαι καὶ τὸ ὑπολαμβά- A
᾽ φροσύνη σημαίνει νὰ κρίνης κακὰ τὰ πράγματα, νὰ
νοντα κρεῖττον εἶναι μὴ μετασχεῖν αὐτῶν, μετέχειν δὲ σκέπτεσαι ὄχι σωστά, νὰ συναναστρέφεσαι κακά, νὰ χρησι-
μηδὲν ἧττον, καὶ τὸ οἴεσθαι μὲν δεῖν πράττειν καὶ τὰ μοποιῆς κακὰ τὰ ὑπάρχοντα ἀγαθὰ καὶ νὰ ἔχης ἐσφαλμέ-
καλὰ καὶ τὰ συμφέροντα, ἀφίστασθαι δὲ αὐτῶν διὰ νες ἀντιλήψεις γιὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ καλὰ τοῦ βίου. Παρα-
τὰς ἡδονάς. ἀκολουθεῖ δὲ τDῆ ἀκρασίDα μαλακία μετα- κολούθημα τῆς ἀφροσύνης εἶναι ἡ ἀπειρία, ἡ ἀμάθεια, τὸ
μέλεια καὶ τὰ πλεῖστα τὰ αὐτὰ ἃ καὶ τDῆ ἀκολασίDα. ἀσυγκράτητο, ἡ σκαιότης καὶ τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἐπιλήσμων.
ἀδικίας δέ ἐστιν εἴδη τρία, ἀσέβεια πλεονεξία ῾H ροπὴ πρὸς τὴν ὀργὴ ἐκδηλώνεται τριττὰ μὲ τὴν
ὕβρις. ἀσέβεια μὲν ἡ περὶ θεοὺς πλημμέλεια καὶ περὶ ἐξαλλοσύνη, τὴν πικρία καὶ τὴ βαρυθυμία. Γνώρισμα τοῦ
δαίμονας καὶ τοὺς κατοιχομένους καὶ περὶ γονεῖς καὶ ὀργίλου εἶναι τὸ ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρη οὔτε τὶς μι-
πατρίδα, πλεονεξία δὲ ἡ περὶ τὰ συμβόλαια παρὰ κρὲς παραλήψεις, οὔτε τὰ ἐλαττώματα καὶ ἀπὸ μιὰ τυ-
τὴν ἀξίαν αἱρουμένη τὸ διάφορον, ὕβρις δὲ καθ’ ἣν χαία κουβέντα ἤ πράξη κινεῖται ἀστραπιαῖα ἡ ὀργή του, ἡ
τὰς ἡδονὰς αὑτοῖς παρασκευάζουσιν, εἰς ὄνειδος ἀγριότητα καὶ ἡ τάση νὰ ἐκδικηθῆ. Συμπαρακολούθημά
ἄγοντες ἑτέρους. ὅθεν καὶ Eὔηνος περὶ αὐτῆς λέγει της εἶναι τὸ ὀξύθυμο τοῦ χαρακτῆρος, τὸ εὐμετάβολο καὶ
ἥτις κερδαίνουσ’ οὐδὲν ὅμως ἀδικεῖ. ἡ πικρία στὰ λόγια, ἡ μεταμέλεια καθὼς καὶ ἡ τάση νὰ
ἔστι δὲ ἀδικίας τὸ παραβαίνειν τὰ πάτρια ἔθη καὶ λυπᾶται κανεὶς καὶ νὰ χαίρεται καὶ γιὰ τὰ μικρὰ καὶ νὰ
τὰ νόμιμα, τὸ ἀπειθεῖν τοῖς νόμοις καὶ τοῖς ἄρχουσι, τὰ ὑφίσταται κανεὶς κεραυνοβόλα καὶ σὲ πάρα πολὺ
τὸ ψεύδεσθαι, τὸ ἐπιορκεῖν, τὸ παραβαίνειν τὰς βραχὺ χρονικὸ διάστημα.
ὁμολογίας καὶ τὰς πίστεις. ἀκολουθεῖ δὲ τDῆ ἀδικίDα Δειλία σημαίνει τὸ νὰ καταλαμβάνεται κανεὶς ἀπὸ τυ-
συκοφαντία ἀλαζονεία ἀφιλανθρωπία προσποίησις χαίους φόβους καὶ μάλιστα τοὺς σχετικοὺς μὲ τὸ θάνατο
κακοήθεια πανουργία. καὶ τὶς σωματικὲς κακώσεις καὶ τὸ νὰ πιστεύη ὅτι καλύ-
ἀνελευθερίας δέ ἐστιν εἴδη τρία, αἰσχροκέρδεια τερα εἶναι νὰ σώζεται μ’ ὁποιοδήποτε τρόπο παρὰ νὰ πε-
φειδωλία κιμβικία. ἔστι δὲ αἰσχροκέρδεια μὲν καθ’ θάνη ἔντιμα. Tὴν δειλία συμπαρακολουθεῖ ἡ μαλθακότη-
ἣν κερδαίνειν ζητοῦσι πανταχόθεν καὶ τὸ κέρδος τῆς τα, ἡ ἀνανδρία, ὁ φιλοτομαρισμὸς καὶ ἡ ἀποφυγὴ κόπου.
αἰσχύνης περὶ πλείονος ποιοῦνται, φειδωλία δὲ καθ’ ῞Eπεται καὶ ἕνα εἶδος ὑποταγῆς καὶ ἕνας χαρακτῆρας
ἣν ἀδάπανοι γίνονται τῶν χρημάτων εἰς τὸ δέον, κιμ- ὑποτακτικός.
βικία δέ ἐστι καθ’ ἣν δαπανῶσι μὲν κατὰ μικρὸν δὲ A
᾽ κολασία εἶναι τὸ νὰ προτιμᾶ κανεὶς τίς ἀπολαύσεις
καὶ κακῶς καὶ πλείω βλάπτονται, τ`ῶ μὴ κατὰ καιρὸν τῶν ἡδονῶν τῶν βλαβερῶν καὶ τῶν αἰσχρῶν, καὶ νὰ πι-
ποιεῖσθαι τὸ διάφορον. ἔστι δὲ τῆς ἀνελευθερίας τὸ στεύη ὅτι εὐτυχοῦν τὰ μέγιστα ὅσοι ζοῦν μέσα σ’ ἕνα κλί-
μα τέτοιων ἡδονῶν καὶ νὰ εἶναι φίλος τοῦ γέλωτος, τῶν
σκωμμάτων καὶ ν’ ἀγαπᾶ τὰ εὐτράπελα καὶ νὰ εἶναι επί-
32 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 33

περὶ πλείστου ποιεῖσθαι χρήματα, καὶ τὸ μηδὲν σης ραδιοῦργος στὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα. Tὴν ἀκολασία συμ-
ὄνειδος ἡγεῖσθαι τῶν ποιούντων κέρδος, καὶ βίος θη- παρακολουθεῖ ἀταξία, ἀναίδεια, ἀκοσμία, τρυφηλότητα,
τικὸς καὶ δουλοπρεπὴς καὶ ῥυπαρὸς καὶ φιλοτιμίας ραθυμία, ὀλιγωρία καὶ ἔκλυση ἤθους.
καὶ ἐλευθερίας ἀλλότριος. ἀκολουθεῖ δὲ τDῆ ἀνελευ- A
᾽ στάθεια εἶναι, ὅταν τὸ μὲν λογικὸ ἐμποδίζει τὶς ἀπο-
θερίDα μικρολογία βαρυθυμία μικροψυχία ταπεινό- λαύσεις τῶν ἡδονῶν καὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος τὶς προτιμᾶ
της ἀμετρία ἀγένεια μισανθρωπία. καὶ ἐνῶ κρίνει πὼς εἶναι καλύτερο νὰ μὴ συμμετάσχη σ’
μικροψυχίας δέ ἐστι τὸ μήτε τιμὴν μήτε ἀτιμίαν αὐτὲς καὶ ὄμως μετέχει καὶ ἐνῶ ξέρει ποιά εἶναι τὰ καλὰ
μήτε εὐτυχίαν μήτε ἀτυχίαν δύνασθαι φέρειν, ἀλλὰ καὶ τὰ συμφέροντα, ὡστόσο δὲν τὰ ἐφαρμόζει γιατὶ πα-
τιμώμενον μὲν ἀναχαυνοῦσθαι καὶ μικρὰ εὐτυχήσαν- ρασύρεται ἀπὸ τὶς ἡδονές. A ᾽ κολουθεῖ τὴν ἀστάθεια ἡ
τα ἐξαίρεσθαι, ἀτιμίαν δὲ μηδὲ τὴν ἐλαχίστην ἐνεγ- χαυνότητα, ἡ μεταμέλεια καὶ τὰ πιὸ πολλὰ ἀπ’ ὅσα ἀκο-
κεῖν δύνασθαι, ἀπότευγμα δὲ ὁτιοῦν ἀτυχίαν κρίνειν λουθοῦν τὴν ἀκολασία.
μεγάλην, ὀδύρεσθαι δὲ ἐπὶ πᾶσι καὶ δυσφορεῖν. ἔτι Tῆς ἀδικίας ὑπάρχουν τρία εἴδη, ἡ ἀσέβεια, ἡ πλεονε-
δὲ καὶ τοιοῦτός ἐστιν ὁ μικρόψυχος οἷος πάντα τὰ ξία καὶ ἡ ὕβρη. A᾽ σέβεια εἶναι ἡ περιφρόνηση τῶν θεῶν
ὀλιγωρήματα καλεῖν ὕβριν καὶ ἀτιμίαν, καὶ τὰ δι’ καὶ τῶν δαιμόνων, τοῦ περιβάλλοντος, τῶν γονέων, τῆς
ἄγνοιαν ἢ λήθην ἢ ἄνοιαν γινόμενα. ἀκολουθεῖ δὲ τDῆ πατρίδος, ἐνῶ πλεονεξία εἶναι ἡ απαίτηση παρὰ τὶς συμ-
μικροψυχίDα μικρολογία μεμψιμοιρία δυσελπιστία φωνίες, ἐπιπλέον πραγμάτων, παρὰ τὴν ἀξία τους. ῞Yβρη
ταπεινότης. εἶναι νὰ εἰσάγη κανεὶς ἄλλους σὲ ἡδονές, φέρνοντάς τους
καθόλου δὲ τῆς μὲν ἀρετῆς ἐστι τὸ ποιεῖν σπου- σέ κατάσταση ντροπιασμένη. ῾O Eὔηνος λέει γιὰ τὴν ὕβρη
δαίαν τὴν διάθεσιν περὶ τὴν ψυχὴν ἠρεμαίαις καὶ τε- ὅτι:
ταγμέναις κινήσεσι χρωμένην καὶ συμφωνοῦσαν ἀδικεῖ χωρὶς κανένα κέρδος.
κατὰ πάντα τὰ μέρη· διὸ καὶ δοκεῖ παράδειγμα πο- A
᾽ δικία εἶναι νὰ παραβαίνης τὰ πάτρια ἔθιμα καὶ τὰ
λιτείας ἀγαθῆς εἶναι σπουδαίας ψυχῆς διάθεσις. ἔστι νόμιμα, νὰ ἀπειθῆς στοὺς νόμους καὶ στοὺς ἄρχοντες, νὰ
δὲ τῆς ἀρετῆς τὸ εὐεργετεῖν τοὺς ἀξίους, καὶ τὸ φι- ψεύδεσαι, νὰ ἐπιορκῆς, νὰ παραβαίνης τὶς συμφωνίες
λεῖν τοὺς ἀγαθοὺς, καὶ τὸ μισεῖν τοὺς κακούς, καὶ τὸ καὶ τὶς συνθῆκες. Tὴν ἀδικία συμπαρακολουθεῖ ἡ συκο-
μήτε κολαστικὸν εἶναι μήτε τιμωρητικόν, ἀλλὰ προ- φαντία, ἡ ἀλαζονεία, τὸ μῖσος πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἡ
σηνῆ καὶ εὐμενικὸν καὶ συγγνωμονικόν. ἀκολουθεῖ προσποίηση, ἡ κακοήθεια καὶ ἡ πανουργία.
δὲ τDῆ ἀρετDῆ χρηστότης ἐπιείκεια εὐγνωμοσύνη ἐλπὶς Tῆς ἀνελευθερίας ὑπάρχουν τρεῖς μορφές, ἡ αἰσχρο-
ἀγαθὴ μνήμη ἀγαθή· ἔτι δὲ καὶ τὰ τοιαῦτα, φιλοίκει- κέρδεια, ἡ τσιγκουνιά, καὶ τὸ νὰ ἔχη κανεὶς σφιχτό χέρι.
ον εἶναι καὶ φιλόφιλον καὶ φιλεταῖρον καὶ φιλόξενον Aἰσχροκέρδεια εἶναι νὰ ζητᾶς νὰ κερδίσης ἀπὸ τὸ κάθε τι
καὶ φιλάνθρωπον καὶ φιλόκαλον, ἃ δὴ πάντα τῶν καὶ τὸ ντροπιασμένο κέρδος σου νὰ τὸ ἔχης γιὰ τιμή σου.
ἐπαινουμένων ἐστί· τῆς δὲ κακίας ἐστὶ τὰ ἐναντία, Tσιγκουνιὰ εἶναι νὰ μὴ ξοδεύης καθόλου χρήματα γιὰ
ὅσα πρέπει, ἐνῶ σφιχτοχέρης λέγεται ἐκεῖνος ποὺ ξοδεύει
μὲν λίγα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ σταγονόμετρο καὶ κατὰ κακὸ
τρὸπο καὶ ἔτσι βλάπτεται περισσότερο. Παρεπόμενα τῆς

3 A
᾽ νθολόγιον A´
34 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 35

καὶ παρακολουθεῖ τὰ ἐναντία αὐτDῆ. πάντα δὲ τὰ τῆς ἀνελευθερίας εἶναι νὰ ἔχης σὲ μεγάλη ὑπόληψη τὸ χρῆμα
κακίας καὶ τὰ ἀκολουθοῦντα αὐτDῆ τῶν ψεγομένων καὶ νὰ μὴ θεωρῆς ντροπιασμένους αὐτοὺς ποὺ κερδίζουν
ἐστί. καὶ ζοῦν βίο σκλάβου καὶ δουλόφρονα καὶ εἶναι ρυπαροὶ
καὶ τοὺς λείπει ἐντελῶς τὸ φιλότιμο καὶ ἡ ἐλευθερία. Tήν
19 Π υ θ α γ ό ρ ο υ. ἀνελευθερία ἐπίσης συμπαρακολουθεῖ ἡ μικρολογία, τὸ
῎Aγρυπνος ἔσο κατὰ νοῦν· συγγενὴς γὰρ τοῦ ἀλη- ψυχικὸ ἄγχος, ἡ μικροψυχία, ἡ εὐτέλεια, ἡ ἔλλειψη τοῦ
θινοῦ θανάτου ὁ περὶ τοῦτον ὕπνος. μέτρου, ἡ ἀγένεια καὶ ἡ μισανθρωπία.
Mικροψυχία εἶναι νὰ μὴ μπορῆς νὰ ὑποφέρης οὔτε τι-
20 ῞A μὴ δεῖ ποιεῖν, μηδὲ ὑπονοοῦ ποιεῖν. μές, οὔτε τὴν ἀτίμωση, μήτε εὐτυχία, μήτε δυστυχία·
ὅταν σε τιμοῦν νὰ ἀποχαυνώνεσαι καὶ ὅταν εὐτυχήσης λί-
21 Zητεῖν δεῖ καὶ ἄνδρα καὶ τέκνα καὶ φίλους τοὺς γο νὰ κοκκορεύεσαι καὶ νὰ μὴ μπορῆς νὰ σηκώσης οὔτε
κατὰ τὴν ἀπαλλαγὴν τοῦ βίου παραμενοῦντας. τήν παραμικρὴ ἀτίμωση. Kάθε ἀποτυχία νὰ σοῦ φαίνεται
ἀτύχημα μεγάλο καὶ νὰ ὀδύρεσαι καὶ νὰ στενοχωρῆσαι
22 Π υ θ α γ ό ρ ο υ. για τὸ κάθε τι. A
᾽ κόμα ὁ μικρόψυχος εἶναι τέτοιος, ὥστε
᾽Iσχύειν τDῆ ψυχDῆ αἱροῦ μᾶλλον ἢ τ`ῶ σώματι. ὅλες τὶς μικροπαραλείψεις νὰ τὶς θεωρῆ ὕβρη καὶ περι-
φρόνηση πρὸς τὸ ἄτομό του, ἀκόμη κι’ ἐκεῖνες ποὺ γίνον-
23 Πέπεισο μὴ εἶναι σὸν κτῆμα ὅ περ μὴ ἐντὸς δια- ται λόγω ἀγνοίας, λησμονιᾶς ἤ ἐλλείψεως κρίσεως. Tὴν
νοίας ἔχεις. μικροψυχία συμπαρακολουθεῖ ἡ μικρολογία, ἡ μεμψι-
μοιρία, ἡ ἀπαισιοδοξία καὶ ἡ ταπεινὴ συμπεριφορά.
24 Πρᾶττε μεγάλα μὴ ὑπισχνούμενος μεγάλα. Kαὶ γενικὰ γνώρισμα τῆς ἀρετῆς εἶναι νὰ φέρνη καλή
διάθεση στὴν ψυχή, ἡ ὁποία νὰ λειτουργῆ ἤρεμα, φυσιο-
25 Tέκνα μάθε τίκτειν οὐ τὰ γηροβοσκήσοντα τὸ λογικὰ καὶ ἁρμονικὰ σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις της. Γι’ αὐτὸ
σῶμα, τὰ δὲ τὴν ψυχὴν θρέψοντα τDῆ ἀϊδί`ω τροφDῆ. καὶ τὸ παράδειγμα τῆς καλῆς πολιτείας ὀφείλεται στὴν
διάθεση τῆς ψυχῆς. A ᾽ ρετὴ εἶναι ἐπίσης νὰ εὐεργετῆ κα-
26 Tὰ ἐπίπονα τῶν ἡδέων μᾶλλον ἡγοῦ συντελεῖν εἰς νεὶς τοὺς ἀξίους, νὰ ἀγαπᾶ τούς ἀγαθούς, νὰ μισῆ τοὺς
ἀρετὴν. κακοὺς καὶ νὰ μὴν ἔχει οὔτε διάθεση κολασμοῦ οὔτε τι-
μωρίας ἔναντι τῶν ἄλλων, ἀλλὰ νὰ εἶναι προσηνὴς,
27 Xαλεπὸν πολλὰς ὁδοὺς ἅμα τοῦ βίου βαδίζειν. εὐμενὴς καὶ συγχωρητικός. Tὴ ἀρετὴ συνοδεύει ἡ χρηστό-
της, ἡ ἐπιείκεια, ἡ εὐγνωμοσύνη, ἡ καλὴ ἐλπίδα καὶ ἡ
28 Ψυχῆς πᾶν πάθος εἰς σωτηρίαν αὐτῆς πολεμιώ- ἀγαθὴ μνήμη. ᾽Eπίσης καὶ τὰ ἑξῆς εἶναι τῆς ἀρετῆς γνωρί-
τατον. σματα: τὸ νὰ ἀγαπᾶ κανεὶς τοὺς οἰκείους του καὶ τοὺς φί-
λους καὶ τοὺς συντρόφους του καὶ νὰ εἶναι φιλόξενος, φι-
λάνθρωπος καὶ ἐραστὴς τοῦ ὡραίου, ποὺ ὅλα βέβαια
τοῦτα εἶναι ἐπαινετά. ῾H κακία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὰ
36 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 37

29 Π υ θ α γ ό ρ ο υ. ἀντίθετα καὶ συνοδεύει ὅσα ἐναντιώνονται στὴν ἀρετή.


Πυθαγόρας ἔφη ὅτι χρὴ βίον αἱρεῖσθαι τὸν ἄρι- ῞Oλα τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς κακίας καὶ ὅ,τι τὴν συνο-
στον, ἡδὺν γὰρ αὐτὸν ἡ συνήθεια ποιήσει. πλοῦτος δεύει, εἶναι ψεκτά.
ἀσθενὴς ἄγκυρα, δόξα ἔτι ἀσθενεστέρα· τὸ σῶμα
ὁμοίως, αἱ ἀρχαί, αἱ τιμαί· πάντα ταῦτα ἀσθενῆ καὶ 19. Π υ θ α γ ό ρ α:
ἀδύνατα. τίνες οὖν ἄγκυραι δυναταί; φρόνησις μεγα- Nὰ ἔχης ἄγρυπνο τὸ νοῦ σου, γιατὶ ὁ ὕπνος τοῦ μυα-
λοψυχία ἀνδρεία· ταύτας οὐδεὶς χειμὼν σαλεύει. λοῦ εἶναι συγγενὴς τοῦ πραγματικοῦ θανάτου.
οὗτος θεοῦ νόμος, ἀρετὴν εἶναι τὸ ἰσχυρὸν καὶ βέ-
βαιον μόνον, τὰ δ’ ἄλλα λῆρον. 20. ῞O,τι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ κάνης, νὰ μὴν ἀφήνης οὔτε
ὑπόνοια ὅτι μπορεῖ νὰ τὸ κάνης.
30 ᾽A ν τ ι σ θ έ ν ο υ ς.
Oὔτε συμπόσιον χωρὶς ὁμιλίας οὔτε πλοῦτος χω- 21. Πρέπει νὰ ἀναζητῆς ἄνδρα καὶ παιδιὰ καὶ φίλους
ρὶς ἀρετῆς ἡδονὴν ἔχει. αὐτοὺς ποὺ θὰ ἐπιβιώσουν ὅταν ἐσὺ θὰ λείψης.

31 Φ ω κ ί ω ν ο ς. 22. Προτίμησε νὰ εἶσαι ἰσχυρὸς στὴν ψυχὴ παρὰ στὸ


Oὔτε ἐξ ἱεροῦ βωμὸν οὔτε ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης φύ- σῶμα.
σεως ἀφαιρετέον τὸν ἔλεον.
23. Nὰ σοῦ ἔχη γίνει πίστις πὼς δὲν σοῦ ἀνήκει ὅ,τι δὲν
32 Δ ι ο γ έ ν ο υ ς. ἔχεις μέσα στὸ μυαλό σου.
Πυνθανομένου τινὸς πῶς ἄν τις ἑαυτοῦ διδάσκα-
λος γένοιτο; “εἰ ὑπὲρ ὧν ἐπιτιμDᾶ τοῖς ἄλλοις” ἔφη 24. Kάνε ἔργα μεγάλα, χωρίς νὰ ὑπόσχεσαι τὰ μεγάλα.
“καὶ ἑαυτ`ῶ ἐπιτιμ`ώη μάλιστα.”
25. Nὰ μάθης νὰ ἀνατρέφης παιδιὰ τέτοια, ποὺ δὲν θὰ
33 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. σοῦ γεροκομήσουν τὸ κορμί, ἀλλὰ θὰ σοῦ θρέψουν τὴν
Tοῦ βίου καθάπερ ἀγάλματος πάντα τὰ μέρη κα- ψυχὴ μὲ τὴν αἰώνια τροφή.
λὰ εἶναι δεῖ.
26. Nὰ προτιμᾶς τὰ δύσκολα ἀπὸ τὰ εὔκολα γιὰ νὰ σφυ-
34 ᾽Aνδριὰς μὲν ἐπὶ βάσεως, σπουδαῖος δὲ ἀνὴρ ἐπὶ ρηλατήσης τὴν ἀρετή σου.
καλῆς προαιρέσεως ἑστὼς ἀμετακίνητος ὀφείλει
εἶναι. 27. Eἶναι δύσκολο στὴ ζωὴ νὰ βαδίζης ταυτόχρονα πολ-
λοὺς δρόμους.
35 Tὸν λιβανωτὸν τοῖς θεοῖς, τὸν δὲ ἔπαινον τοῖς
ἀγαθοῖς ἀπονέμειν δεῖ. 28. Kάθε πάθος τῆς ψυχῆς εἶναι ἐχθρὸς μέγιστος γιὰ τὴ
σωτηρία της.
38 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 39

36 ᾽Aπολογεῖσθαι μὲν γὰρ χρὴ ὑπὲρ τῶν ἀδίκως περὶ 29. Π υ θ α γ ό ρ α:


τὸ ἀδικεῖν αἰτίαν ἐχόντων, ἐπαινεῖν δὲ τοὺς ἐπ’ ῾O Πυθαγόρας εἶπε ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ προτιμᾶ τὸν
ἀγαθ`ῶ τινι διαφέροντας. ἄριστο βίο καὶ ἡ συνήθεια θὰ τὸν κάνη εὐχάριστον. ῾O
πλοῦτος εἶναι μιὰ αδύνατη ἄγκυρα, ἐνῶ ἡ δόξα εἶναι ἀκό-
37 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. μα πιὸ ἀδύνατη. ᾽Eπίσης τὸ σῶμα, οἱ ἐξουσίες, οἱ τιμές,
Oὔτε ἵππος εὐγενὴς κρίνοιτ’ ἂν ὁ πολυτελῆ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀσθενικὰ καὶ ἀδύνατα. Ποιές ἄγκυρες
σκευὴν ἔχων ἀλλ’ ὁ τDῆ φύσει λαμπρός, οὔτε ἀνὴρ εἶναι ἰσχυρές; ῾H φρόνηση, ἡ μεγαλοψυχία, ἡ ἀνδρεία.
σπουδαῖος ὁ πολύτιμον οὐσίαν κεκτημένος ἀλλ’ ὁ Aὐτὲς δὲν τὶς σαλεύει καμμιὰ τρικυμία. Aὐτὸς εἶναι ὁ νό-
τὴν ψυχὴν γενναῖος. μος τοῦ θεοῦ, ἡ ἀρετὴ νὰ ἀποτελῆ τὴ δύναμη καὶ τὴ μόνη
ἀσφάλεια, ἐνῶ τὰ ἄλλα εἶναι σαπουνόφουσκες.
38 Tοῦ σοφοῦ στόματος ἀνοιχθέντος καθάπερ ἱεροῦ
τὰ τῆς ψυχῆς καλὰ βλέπεται ὥσπερ ἀγάλματα. 30. T ο ῦ ᾽A ν τ ι σ θ έ ν ο υ ς:
Oὔτε συμπόσιο χωρὶς συνομιλίες, οὔτε πλοῦτος χωρὶς
39 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. ἀρετὴ ἔχει εὐχαρίστηση.
᾽Aνθρώποισι ἁρμόδιον ψυχῆς μᾶλλον ἢ σώματος
31. Φ ω κ ί ω ν ο ς:
ποιέεσθαι λόγον. ψυχὴ μὲν γὰρ τελεωτάτη σκήνεος
Oὔτε ἀπὸ ναὸ μπορεῖς νὰ ἀφαιρέσης τὸ βωμό, οὔτε
μοχθηρίην ὀρθοῖ, σκήνεος δὲ ἰσχὺς ἄνευ λογισμοῦ
τὴν εὐσπλαχία ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση.
ψυχὴν οὐδέν τι ἀμείνω τίθησι.
32. Δ ι ο γ έ ν ο υ ς:
40 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. ῞Eνας τὸν ρώτησε πῶς θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ γίνη κανεὶς
᾽Aνθρώποισι γὰρ εὐθυμίη γίνεται μετριότητι τέρ- διδάσκαλος τοῦ ἑαυτοῦ του, ὁ Διογένης ἀπάντησε: « ῎Aν
ψιος καὶ βίου συμμετρίDη, τὰ δὲ λείποντα καὶ ὑπερ- γιὰ ὅ,τι ἐπιτιμᾶς τοὺς ἄλλους, ἐπιτιμήσης περισσότερο
βάλλοντα μεταπίπτειν τε φιλέει καὶ μεγάλας κινή- τὸν ἑαυτὸ σου».
σιας ἐμποιέειν τDῆ ψυχDῆ. αἱ δ’ ἐκ μεγάλων διαστημά- ´
των κινεόμεναι τῶν ψυχέων, οὔτε εὐσταθέες εἰσὶ 33. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
οὔτε εὔθυμοι. ἐπὶ τοῖσι δυνατοῖσι ὦν δεῖ ἔχειν τὴν ῾H ζωή, ὅπως τὸ ἄγαλμα, πρέπει νὰ ἔχη ὡραῖα ὅλα τὰ
γνώμην καὶ τοῖσι παρεοῦσι ἀρκέεσθαι, τῶν μὲν ζη- μέρη της.
λουμένων καὶ θωυμαζομένων ὀλίγην μνήμην ἔχοντα
καὶ τDῆ διανοίDη μὴ προσεδρεύοντα, τῶν δὲ ταλαιπω- 34. Tὸ ἄγαλμα χρειάζεται βάθρο καὶ ὁ σπουδαῖος ἄνθρω-
ρεόντων τοὺς βίους θεωρέειν, ἐννοεύμενον ἃ πά- πος πρέπει νὰ στέκη ἀμετακίνητος στὴν καλή του προαί-
σχουσι κάρτα, ὅκως ἂν τὰ παρεόντα σοι καὶ ὑπάρχον- ρεση.

35. Tὸν λιβανωτὸ πρέπει νὰ τὸν προσφέρη κανεὶς στοὺς


θεοὺς καὶ τὸν ἔπαινο στοὺς ἀνθρώπους.
40 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 41

τα μεγάλα καὶ ζηλωτὰ φαίνηται καὶ μηκέτι πλειόνων 36. Πρέπει κανεὶς νὰ ὑπερασπίζη αὐτοὺς ποὺ κατηγο-
ἐπιθυμέοντι συμβαίνDη κακοπαθέειν τDῆ ψυχDῆ. ὁ γὰρ ροῦνται ἄδικα γιὰ ἀδικίες καὶ νὰ ἐπαινῆ αὐτοὺς ποὺ δια-
θωυμάζων τοὺς ἔχοντας καὶ μακαριζομένους ὑπὸ κρίνονται γιὰ κάτι τὸ ἀγαθό.
τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, καὶ τDῆ μνήμDη πᾶσαν ὥρην
προσεδρεύων, ἀεὶ ἐπικαινουργέειν ἀναγκάζεται καὶ 37. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
ἐπιβάλλεσθαι δι’ ἐπιθυμίην τοῦ τι πρήσσειν ἀνήκε- Δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ καθαρόαιμο ἄλογο αὐτὸ
στον ὧν νόμοι κωλύουσιν. διόπερ τὰ μὲν μὴ δίζησθαι ποὔχει πολυτελῆ στρώση, ἀλλὰ τὸ προικισμένο ἀπὸ τὴ
χρεών, ἐπὶ δὲ τοῖσι εὐθυμέεσθαι χρεών παραβάλλον- φύση, οὔτε νὰ θεωρηθῆ σπουδαῖος ἄνθρωπος αὐτὸς ποὺ
τα τὸν ἑωυτοῦ βίον πρὸς τὸν τῶν φαυλότερον πρησ- ἔχει μεγάλη περιουσία, ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ ἔχει εὐγενικὴ καὶ
σόντων, καὶ μακαρίζειν ἑωυτόν, ἐνθυμεύμενον ἃ πά- δυνατὴ ψυχή.
σχουσι καὶ ὅκως αὐτέων βέλτιον πρήσσει τε καὶ διά-
γει. ταύτης γὰρ ἐχόμενος τῆς γνώμης εὐθυμότερόν τε 38. ῞Oταν ὁ σοφὸς ἀνοίξη τὸ στόμα του, ὅπως σὲ ἱερό,
διάξεις καὶ οὐκ ὀλίγας κῆρας ἐν τ`ῶ βί`ω διώσεαι, φαίνονται τὰ καλὰ τῆς ψυχῆς του σὰν ἀγάλματα.
φθόνον καὶ ζῆλον καὶ δυσμενίην.
39. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
41 ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς N ι κ ο κ λ ῆ ς ἢ K ύ π ρ ι ο ι (39 b). Oἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ μεριμνοῦν περισσότερο γιὰ
Mὴ τὴν κακίαν οἴεσθε μᾶλλον τῆς ἀρετῆς ὠφελεῖν, τὴν ψυχή τους, παρὰ γιὰ τὸ σῶμα τους. Γιατὶ ἡ ψυχὴ,
τὸ δ’ ὄνομα ἀτυχέστερον ἔχειν· ἀλλ’ οἵων περ ὀνομά- ποὺ εἶναι τέλεια διαμορφωμένη, καταστέλλει τὴν μοχθη-
των ἕκαστα τῶν πραγμάτων τετύχηκε, τοιαύτας ἡγεῖ- ρία τοῦ σώματος, ἐνῶ ἡ δύναμη τοῦ σώματος, χωρὶς λογι-
σθε καὶ τὰς δυνάμεις αὐτῶν εἶναι. κή, δὲν προσφέρει τίποτε καλύτερο στὴν ψυχή.

42 ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς π ρ ὸ ς Δ η μ ό ν ι κ ο ν. 40. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
Tῆς ἀρετῆς οὐδὲν κτῆμα σεμνότερον οὐδὲ βεβαιό- Στοὺς ἀνθρώπους ἡ εὐθυμία προέρχεται ἀπ’ τὴ με-
τερόν ἐστι. τριότητα τῶν τέρψεων καὶ τὴ συμμετρία τοῦ βίου ἐνῶ ἡ
ἔλλειψη καὶ ἡ ὑπερβολὴ συνηθίζουν νὰ προκαλοῦν μεγά-
43 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. λες μεταπτώσεις καὶ φέρνουν μεγάλη ἀναστάτωση στὴν
῾H δὲ τῆς ἀρετῆς κτῆσις, οἷς ἂν ἀκιβδήλως ταῖς ψυχή. Oἱ ψυχὲς ποὺ κινοῦνται μέσα σὲ μεγάλα διαστήμα-
διανοίαις συναυξηθDῆ, μόνη μὲν συγγηράσκει, πλού- τα δὲν εἶναι οὔτε εὐσταθεῖς οὔτε εὔθυμες. Πρέπει λοιπὸν
του δὲ κρείττων, χρησιμωτέρα δ’ εὐγενείας ἐστίν, τὰ νὰ σκέπτεσαι ὅσα εἶναι δυνατὰ καὶ νὰ στέργης τὰ παρόν-
μὲν τοῖς ἄλλοις ἀδύνατα δυνατὰ καθιστῶσα, τὰ δὲ τα· νὰ στρέφης λίγο τὴ μνήμη σου πρὸς τὰ ζηλευτὰ καὶ τὰ
θαυμαστὰ καὶ νὰ μὴ προσηλώνης σ’ αὐτὰ τὴ σκέψη ἀλλὰ
νὰ παρατηρῆς τὴ ζωὴ ἐκείνων ποὺ ταλαιπωροῦνται, γιὰ
νὰ ἀντιλαμβάνεσαι καλὰ αὐτὰ ποὺ παθαίνουν, ὥστε,
αὐτὰ ποὺ πρὸς τὸ παρὸν ἔχεις καὶ εἶναι δικά σου, νὰ σοῦ
42 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 43

τ`ῶ πλήθει φοβερὰ θαρσαλέως ὑπομένουσα, καὶ τὸν φαίνωνται μεγάλα καὶ ζηλευτὰ καὶ νὰ μὴ σοῦ συμβαίνη
μὲν ὄκνον ψόγον τὸν δὲ πόνον ἔπαινον ἡγουμένη. πιὰ νὰ ὑποφέρη ἡ ψυχή σου ἐπιθυμώντας περισσότερα.
Γιατί, ἐκεῖνος ποὺ θαυμάζει αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καὶ ποὺ
44 ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς Π α ν α θ η ν α ϊ κ ο ῦ. μακαρίζονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ ποὺ προ-
Tίνας οὖν καλῶ πεπαιδευμένους; ἐπεὶ τὰς τέχνας σηλώνει συνεχῶς σ’ αὐτὰ τὴ μνήμη του, ἀναγκάζεται πάν-
καὶ τὰς ἐπιστήμας καὶ τὰς δυνάμεις ἀποδοκιμάζω. τοτε νὰ κάνη νεωτερισμοὺς καὶ ὑποχρεώνεται, ἐξ αἰτίας
πρῶτον μὲν τοὺς καλῶς χρωμένους τοῖς πράγμασι τῆς ἐπιθυμίας, νὰ κάμη κάτι ἀνεπανόρθωτο, ἀπὸ αὐτὰ
τοῖς κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην προσπίπτουσι, καὶ ποὺ οἱ νόμοι ἀπαγορεύουν. Γιὰ τοῦτο ἐπιβάλλεται αὐτὰ
τὴν δόξαν ἐπιτυχῆ τῶν καιρῶν ἔχοντας, καὶ δυναμέ- νὰ μὴ τὰ ἐπιζητῆ κανείς, ἀλλὰ νὰ ἐπιζητῆ τὴν εὐθυμία σ’
νην ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ στοχάζεσθαι τοῦ συμφέροντος· αὐτὰ ποὺ ἔχει, συγκρίνοντας τὴ ζωή του πρὸς τὴ ζωὴ
ἔπειτα τοὺς πρεπόντως καὶ δικαίως ὁμιλοῦντας τοῖς ἐκείνων ποὺ εἶναι κατώτεροί του καὶ νὰ μακαρίζη τὸν
ἀεὶ πλησιάζουσι· καὶ τὰς μὲν τῶν ἄλλων ἀηδίας καὶ ἑαυτό το ἔχοντας στὸ νοῦ του αὐτὰ ποὺ πάσχουν ἐκεῖνοι
βαρύτητας εὐκόλως καὶ ῥDαδίως φέροντας, σφᾶς δὲ καὶ πόσο εὐτυχέστερος εἶναι ἀπὸ αὐτοὺς καὶ πόσο καλύ-
αὐτοὺς ὡς δυνατὸν ἐλαφροτάτους καὶ μετριωτάτους τερα περνᾶ. ῎Aν λοιπὸν ἔτσι σκέπτεσαι, καὶ μὲ μεγαλύτε-
τοῖς συνοῦσι παρέχοντας· ἔτι τοὺς μὲν τῶν ἡδονῶν ρη εὐθυμία θὰ περάσης τὴ ζωή σου καὶ πολλὰ κακὰ θ’
ἀεὶ κρατοῦντας, τῶν δὲ συμφορῶν μὴ λίαν ἡττωμέ- ἀποφύγης στὴ ζωή, τὸ φθόνο καὶ τὴ ζηλοφθονία καὶ τὴν
νους, ἀλλ’ ἀνδρωδῶς ἐν αὐταῖς διακειμένους, καὶ τῆς ἐχθρότητα.
φύσεως ἀξίους ἧς μετέχοντες τυγχάνομεν· τέταρτον,
ὅπερ μέγιστον, μὴ διαφθειρομένους ὑπὸ τῶν εὐπρα- 41. ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς N ι κ ο κ λ ῆ ς ἢ K ύ π ρ ι ο ι:
γιῶν μηδ’ ἐξισταμένους αὐτῶν μηδὲ ὑπερηφάνους γι- Mὴν πιστεύετε ὅτι ἡ κακία εἶναι πιό ὠφέλιμη ἀπὸ τὴν
γνομένους, ἀλλ’ ἐμμένοντας τDῆ τάξει τῶν εὖ φρονού- ἀρετὴ καὶ ὅτι τὴν κάνει ἀτυχῆ μόνο τὸ ὄνομα. Kάθε
ντων καὶ μὴ μᾶλλον χαίροντας τοῖς διὰ τύχην ὑπάρ- πρᾶγμα ὡστόσο ἔχει τὸ ὄνομά του καὶ ἀνάλογα μὲ τὰ
ξασιν ἀγαθοῖς ἢ τοῖς διὰ τὴν αὐτῶν φύσιν καὶ φρόνη- ὀνόματα νὰ πιστέψετε πὼς εἶναι καὶ οἱ δυνάμεις ποὺ πε-
σιν ἐξ ἀρχῆς γιγνομένοις. τοὺς δὲ μὴ μόνον πρὸς ἓν ρικλείουν τὰ πράγματα.
τούτων ἀλλὰ πρὸς ἅπαντα ταῦτα τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς
εὐάρμοστον ἔχοντας, τούτους φημὶ φρονίμους εἶναι 42. ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς π ρ ὸ ς Δ η μ ό ν ι κ ο:
καὶ τελείους ἄνδρας καὶ πάσας ἔχειν τὰς ἀρετάς. Δὲν ὑπάρχει ἀπόκτημα πιὸ σεβαστὸ καὶ πιὸ σίγουρο
ἀπὸ τὴν ἀρετή.

43. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
῾H ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, εἰς ὅσους ἀναπτυχθῆ γνήσια
μαζί μὲ τὴ φρόνηση, μόνη αὐτὴ γερνᾶ μαζί τους καὶ εἶναι
καλύτερη ἀπὸ τόν πλοῦτο καὶ πιὸ χρήσιμη ἀπὸ τὴν
εὐγενῆ καταγωγὴ καθιστῶντας τὰ ἀδύνατα γιὰ ἄλλους,
44 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 45

45 ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς. δυνατά, ὑπομένοντας θαρραλέα ὅσα γιὰ τοὺς πολλοὺς


᾽Iσοκράτης εἶπεν ὅτι τὸν χρηστὸν καὶ ἀγαθὸν εἶναι φοβερὰ καὶ θεωρώντας τὴν ὀκνηρία ψόγο καὶ τὸν
ἄνδρα δεῖ τῶν μὲν προγεγενημένων μεμνῆσθαι, τὰ δὲ κόπο ἔπαινο.
ἐνεστῶτα πράττειν, περὶ δὲ τῶν μελλόντων φυλάττε-
σθαι. 44. ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς Π α ν α θ η ν α ϊ κ ό ς:
Ποιούς λοιπὸν, ὀνομάζω μορφωμένους, ἀφοῦ δὲν πι-
46 ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ. στεύω πὼς συνιστοῦν τὴ μόρφωση οἱ γνώσεις και οἱ ἰδι-
῾O τύχDη βίος συμπεπλεγμένος ἔοικε χειμάρρ`ω πο- αίτερες ἱκανότητες τοῦ καθενὸς; Θεωρῶ πρῶτα πρῶτα
ταμ`ῶ· καὶ γὰρ ταραχώδης καὶ ἰλύος ἀνάμεστος καὶ αὐτοὺς ποὺ χειρίζονται ἐπιδέξια τὴν καθημερινή πραγ-
δυσέμβατος καὶ τυραννικὸς καὶ πολύηχος καὶ ὀλιγο- ματικότητα καὶ ἔχουν ἐπιτυχῆ ἀντίληψη τῆς καταστάσε-
χρόνιος. ως τῆς ἐποχῆς, μπορώντας γενικὰ νὰ σταθμίσουν τὰ συμ-
φέροντα. Kατόπι θεωρῶ μορφωμένους αὐτοὺς ποὺ συμ-
47 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. περιφέρονται ὅπως πρέπει καὶ δίκαια σ’ ὅσους τοὺς συ-
Ψυχὴ ὁμιλοῦσα ἀρετDῆ ἔοικεν ἀενά`ω πηγDῆ· καὶ ναναστρέφονται. Aὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν τὶς ἀνοησίες
γὰρ καθαρὸν καὶ ἀτάραχον καὶ πότιμον καὶ νόστιμον καὶ τὶς ἐνοχλήσεις τῶν ἄλλων εὔκολα καὶ μὲ ἐπιτηδειότη-
καὶ κοινωνικὸν καὶ πλούσιον καὶ ἀβλαβὲς καὶ ἀνώλε- τα, ἐνῶ τὸν ἑαυτό τους παρέχουν εἰς ὅσους τοὺς συνανα-
θρον. στρέφονται ὅσον τὸ δυνατὸν πιὸ εὐχάριστο καὶ πιὸ κον-
τὰ στὸ μέτρο. ᾽Eπίσης αὐτοὺς ποὺ συγκρατοῦνται μπρο-
48 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. στὰ στὶς ἡδονὲς καὶ δὲν νικιοῦνται ἐντελῶς ἀπὸ τὶς συμ-
Eἰ βούλει ἀγαθὸς εἶναι, πρῶτον πίστευσον ὅτι φορές, ἀλλὰ τὶς ἀντιμετωπίζουν ἀντρίκια καὶ εἶναι ἀντά-
κακὸς εἶ. ξιοι τοῦ γένους τῶν ἀνδρῶν. Tέταρτο καὶ μεγαλύτερο, νὰ
μὴ διαφθείρωνται ἀπὸ τὴν εὐτυχία, οὔτε νὰ κοκκορεύων-
49 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. ται οὔτε νὰ ὑπερηφανεύωνται, ἀλλὰ νὰ μένουν σταθερὰ
Bέλτιον ὀλιγάκις πλημμελεῖν ὁμολογοῦντα σω- στὶς γραμμὲς τῶν σωφρόνων· νὰ μὴ χαίρωνται πιὸ πολὺ
φρονεῖν πλεονάκις ἢ ὀλιγάκις ἁμαρτεῖν λέγοντα γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ χαρίζει κάποτε ἡ τύχη παρὰ γιὰ τ’ ἀγα-
πλημμελεῖν πολλάκις. θὰ ποὺ ἐξ ἀρχῆς ἀποκτοῦν χάρη στὸ χαρακτῆρα καὶ τὴ
φρόνησή τους. Tέλος ἐκείνους, ποὺ ἡ ὅλη ψυχικὴ ὑφή
50 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. τους βρίσκεται σὲ μιὰν εὐτυχῆ ἁρμονία ὄχι πρὸς μιὰ ἀπὸ
Kόλαζε τὰ πάθη, ἵνα μὴ ὑπ’ αὐτῶν τιμωρDῆ. τὶς παραπάνω ἱκανότητες, ἀλλὰ πρὸς ὅλες, αὐτοὺς θε-
ωρῶ καὶ φρόνιμους καὶ τέλειους ἄνδρες καὶ κατόχους
51 Mὴ οὕτω τὸ τῆς δόξης αἰσχύνου ὡς τὸ ἐκ τῆς ὅλων τῶν ἀρετῶν.
ἀληθείας ἀπόφευγε.
46 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 47

52 Eἰ βούλει καλῶς ἀκούειν, μάθε καλῶς λέγειν, μα- 45. ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς:


θὼν δὲ καλῶς λέγειν, πειρῶ καλῶς πράττειν, καὶ ῾O ᾽Iσοκράτης εἶπε ὅτι ὁ χρηστὸς καὶ ἀγαθὸς ἄνθρω-
οὕτω καρπώσDη τὸ καλῶς ἀκούειν. πος πρέπει να ἔχη στὸ νοῦ του τὸ παρελθόν, νὰ ἐνεργῆ
στὸ παρὸν καὶ νὰ ἐπιφυλάσσεται γιὰ τὸ μέλλον.
53 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ᾽E γ χ ε ι ρ ι δ ί ο υ (c. 42).
῞Oταν τις κακῶς τι ποιDῆ ἢ κακῶς τι λέγDη, μέμνησο 46. T ο ῦ ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ:
ὅτι καθήκειν αὐτ`ῶ οἰόμενος ποιεῖ. τί οὖν; ἀκολουθή- ῾O βίος ποὺ εἶναι συνυφασμένος μὲ τὴν τύχη, μοιάζει
σει τ`ῶ σοι φαινομέν`ω ἢ τ`ῶ αὐτ`ῶ; ἀλλὰ κακῶς αὐτ`ῶ μὲ χείμαρρο. Eἶναι γεμᾶτος ταραχὴ καὶ γεμᾶτος λάσπη,
φαίνεται· τίς οὖν ἐξηπάτηται; ἐκεῖνος. τίς οὖν βέβλα- δύσκολα μπαίνει κανεὶς στὰ νερά του, εἶναι τυραννικός,
πται; ὁ ἐξηπατημένος. καὶ γὰρ τὸ ἀληθὲς συμπε- πολύβουος καὶ ὀλιγόχρονος.
πλεγμένον ἐάν τις ὑπολάβDη ψεῦδος, οὐ τὸ συμπε-
πλεγμένον βλάπτεται, ἀλλ’ ὁ ὑπολαβών. 47. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
῾H ψυχὴ ποὺ θητεὺει στὴν ἀρετὴ μοιάζει μὲ ἀείρροη
54 ᾽Eλευθερία καὶ δουλεία τὸ μὲν ἀρετῆς ὄνομα τὸ πηγὴ ποὺ τὸ νερὸ της εἶναι καθαρὸ καὶ διαυγὲς καὶ πόσι-
δὲ κακίας, ἄμφω δὲ προαιρέσεως ἔργα. οἷς δὲ προαί- μο καὶ ὡραῖο στὴ γεὺση καὶ ἄφθονο καὶ πλούσιο καὶ
ρεσις οὐ κοινωνεῖ, τούτων ψαύει μὲν οὐδέτερον· ἀβλαβές καὶ εὐεργετικό.
ψυχὴ δὲ δεσπόζειν εἴωθε σώματος καὶ ὅσα τῶν ἀμφὶ
σῶμα προαιρέσεως ἀκοινώνητα. οὐδεὶς γὰρ δοῦλος 48. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
τὴν προαίρεσιν ὑπάρχων ἐλεύθερος. ῎Aν θέλης να εἶσαι καλός, πίστεψε πρῶτα πὼς εἶσαι
κακός.
55 Kακὸς δεσμὸς σώματος μὲν τύχη ψυχῆς δὲ κακία.
ὁ μὲν γὰρ τὸ σῶμα λελυμένος τὴν δὲ ψυχὴν δεδεμέ- 49. T ο ῦ ἴ δ ι ο υ:
νος, δοῦλος· ὁ δ’ αὖ τὸ σῶμα δεδεμένος τὴν δὲ ψυχὴν Eἶναι καλύτερα νὰ ὁμολογῆς ὅτι σφάλης λίγες φορὲς
λελυμένος, ἐλεύθερος. καὶ νὰ εἶσαι σώφρων τὶς περισσότερες, παρὰ νὰ λὲς ὅτι
ἔσφαλες λίγο, ἐνῶ ἔκανες ἄπειρα λάθη.
56 Tὸν μὲν τοῦ σώματος δεσμὸν λύει καὶ φύσις διὰ
θανάτου καὶ κακία διὰ χρημάτων, τὸν δὲ τῆς ψυχῆς 50. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
ἀρετὴ διὰ μαθήσεως καὶ ἐμπειρίας καὶ ἀσκήσεως. Tιμώρησε τὰ πάθη σου, γιὰ νὰ μὴ σὲ τιμωρήσουν τὰ
ἴδια.

51. Mὴν ντρέπεσαι γιὰ τὴ γνώμη σου, ὅπως καμμιὰ φορὰ


ἀποφεύγουμε τὴν ἀλήθεια.
48 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 49

57 Eἰ βούλει ἀταράχως καὶ εὐαρέστως ζῆν, πειρῶ 52. ῎Aν θέλης νὰ σ’ ἐπαινοῦν μάθε νὰ μιλᾶς καλὰ καὶ
τοὺς συνοικοῦντάς σοι πάντας ἀγαθοὺς ἔχειν, ἕξεις ὅταν μάθης νὰ μιλᾶς καλά, ἐπιχείρησε νὰ πράττης ἐπί-
δὲ ἀγαθούς, εἰ τοὺς μὲν ἑκόντας παιδεύοις τοὺς δὲ σης καλὰ καὶ ἔτσι θὰ κερδίσης τὸν ἔπαινο.
ἄκοντας ἀπολύοις. συμφεύξεται γὰρ τοὶς φυγοῦσιν ἡ
μοχθηρία ἅμα καὶ ἡ κακία, συνυπολειφθήσεται δὲ 53. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ᾽E γ χ ε ι ρ ί δ ι ο:
τοῖς συμμένουσί σοι ἡ χρηστότης καὶ ἡ ἐλευθερία. ῞Oταν κάποιος ἐνεργεῖ κακὰ ἤ λέγει κακὰ, νὰ θυμᾶσαι
ὅτι τὸ κάνει ἐπειδὴ πιστεύει ἔτσι πρέπει. Λοιπόν; ᾽Eσὺ
58 ᾽E κ τ ῶ ν ᾽I α μ β λ ί χ ο υ (Protr. 2 p. 14). θὰ ἀκολουθήσης ὅ,τι σοῦ φαίνεται σωστὸ ἢ τὸ πραγμα-
ΨυχDῆ ζῶντας ἡμᾶς τDῆ ταύτης ἀρετDῆ ῥητέον εὖ ζῆν, τικὰ σωστό; A ᾽ λλὰ ἐκεῖνος κακῶς πιστεύει. Ποιός λοιπὸν
ὡς ὀφθαλμοῖς ὁρῶντας τDῆ τούτων ἀρετDῆ καλῶς ξεγελιέται; ᾽Eκεῖνος. Ποιός βλάπτεται; ῾O ἐξαπατημένος.
ὁρᾶν. ῍Aν τὴν ἀλήθεια ὅπως εἶναι περίπλοκη, τὴν περάση κα-
νεὶς γιὰ ψεῦδος, δέν βλάπτεται ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ ἐκεῖνος
59 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ π ρ ο τ ρ ε π τ ι κ ῶ ν ποὺ ἐξαπατήθηκε καὶ τὴν νόμισε γιὰ ψεῦδος.
ε ἰ ς φ ι λ ο σ ο φ ί α ν λ ό γ ω ν (ib. p. 16).
Kαθάπερ εἰς ἄσυλον τέμενος τὴν ἀρετὴν ὁρμητέ- 54. ῾H ἐλευθερία εἶναι τὸ ὄνομα τῆς ἀρετῆς καὶ ἡ κακία
ον, ὅπως εἰς μηδεμίαν ἀγεννῆ τύχης ὕβριν ὦμεν τὸ ὄνομα τῆς δουλείας. Kαὶ τὰ δύο εἶναι ὑπόθεση
ἔκδοτοι. ἐκλογῆς. Σὲ ἐκείνους ποὺ δέν λειτουργεῖ ἡ ἐκλογὴ δὲν
τοὺς ἀγγίζει τίποτε ἀπὸ τὰ δυό. ῾H ψυχή, συνήθως, ὅπως
60 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ π ρ ὸ ς Σ ω κ ρ ά τ η ν π ε ρ ὶ εἶναι γνωστὸ, δεσπόζει ἐπάνω στὸ σῶμα καὶ ὅσα εἶναι
ἀ ρ ε τ ῆ ς. περὶ τὸ σῶμα δὲν εἶναι ὑπόθεση ἐκλογῆς. Γιατὶ κανένας
Ψυχῆς μὲν οὖν ἂν εἴη ἀρετὴ τελεότης καὶ εὐμε- ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἐξέλεξε τὴν κατάσταση τῆς δουλείας εἶναι
τρία τῆς ζωῆς, λόγου τε καὶ νοῦ καὶ διανοήσεως ἡ δυνατὸ νὰ ὑπάρξη ἐλεύθερος.
ἀκροτάτη καὶ καθαρωτάτη ἐνέργεια. τὰ δὲ ἔργα τῆς
ἀρετῆς ἀγαθοειδῆ, κάλλιστα, νοερά, σπουδαῖα, πλή- 55. Kακή δέσμευση γιὰ τὸ μὲν σῶμα εἶναι ἡ τύχη, γιὰ δὲ
ρη μεσότητος, εὐκαιρίας μετέχοντα, προηγούμενα, τὴν ψυχὴ ἡ κακία. ῞Oποιος εἶναι ἐλεύθερος στὸ σῶμα καὶ
τέλους ἀρίστου στοχαζόμενα, χαρίεντα, ὅτι μάλιστα δέσμιος στὴν ψυχὴ εἶναι δοῦλος, ἐνῶ ὅποιος εἶναι δεσμώ-
θεωρείσθω. της κατὰ τὸ σῶμα καὶ ἀδέσμευτος στὴν ψυχὴ, εἶναι ἐλεύ-
θερος.
61 ᾽A γ α π η τ ο ῦ π ρ ὸ ς ᾽I ο υ σ τ ι ν ι α ν ό ν.
Σπούδαζε διαπαντός, καὶ ὥσπερ οἱ τὰς κλίμακας 56. Tὰ δεσμὰ τοῦ σώματος τὰ λύνει κάποτε καὶ ὴ φύση
ἀναβαίνειν ἀρξάμενοι οὐ πρότερον ἵστανται τῆς ἐπὶ μὲ τὸ θάνατο καὶ ἡ κακία μὲ τὸ χρῆμα. Tὰ δεσμὰ τῆς
τὰ ἄνω φορᾶς πρὶν ἂν τῆς ἄκρας ἐφίκωνται βαθμί- ψυχῆς τὰ λύνει ἡ ἀρετὴ μὲ τὴ μάθηση, τήν ἐμπειρία καὶ
δος, οὕτω καὶ αὐτὸς ἔχου τῆς τῶν καλῶν ἀναβάσεως. τὴν ἄσκηση.

4 A
᾽ νθολόγιον A´
50 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 51

62 Π ε ρ ι κ τ ι ό ν η ς Π υ θ α γ ο ρ ε ί α ς 57. ῎Aν θέλης νὰ ζῆς ἀπερίσπαστα καὶ εὐχάριστα, προ-


π ε ρ ὶ σ ο φ ί α ς. σπάθησε ὅσους κατοικοῦν μαζί σου νὰ τοὺς ἔχης ὅλους
Γέγονε δὲ καὶ συνέστα ὁ ἄνθρωπος ποττὸ θεωρῆ- ἀγαθούς. Kαὶ θὰ τοὺς ἔχης ἀγαθούς, ἄν ἐκείνους ποὺ θέ-
σαι τὸν λόγον τᾶς τῶν ὅλων φύσιος καὶ τᾶς σοφίας· λουν, τοὺς ἐκπαιδεύης κι’ ἐκείνους ποὺ δὲν θέλουν τοὺς
ἔργον ἐστὶν αὐτ`ῶ τούτ`ω κτήσασθαι καὶ θεωρῆσαι διώχνης. Mαζὶ μ’ αὐτοὺς ποὺ θ’ ἀπαλλαγοῦν καὶ θά φύ-
τὰν τῶν ἐόντων φρόνασιν. γουν, θὰ φύγουν ταυτόχρονα καὶ ἡ ὀκνηρία καὶ ἡ κακία
καὶ θὰ παραμείνουν μ’ ὅσους θὰ εἶναι μαζί σου ἡ χρηστό-
63 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. της καὶ ἡ ἐλευθερία.
Γαμετρία μὲν ὦν καὶ ἀριθμητικὰ καὶ τἄλλα τὰ θε-
ωρητικὰ καὶ ἐπισταμονικὰ περί τινα τῶν ἐόντων κα- 58. ᾽A π ὸ τ ὸ ν ᾽I ά μ β λ ι χ ο ν (προτρεπτικῶν 2 p. 14):
τασχολέονται, ἁ δὲ σοφία περὶ πάντα τὰ γένη τῶν ἐό- ῞Oσο ζοῦμε ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ εἶναι εὐτυχὴς γιὰ τὴν
ντων. οὕτως γὰρ ἔχει σοφία περὶ πάντα τὰ ἐόντα, ὡς ἀρετή της, ὅπως τὰ μάτια πρέπει νὰ βλέπουν καλὰ μὲ
ὄψις περὶ πάντα τὰ ὁρατά, καὶ ἀκοὰ περὶ πάντα τὰ τὴν τελειότητά τους.
ἀκουστά. τὰ δὲ συμβεβακότα τοῖς ἐοῦσιν ἃ μὲν καθό-
59. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ π ρ ο τ ρ ε π τ ι κ ο ὶ λ ό γ ο ι
λω πᾶσι συμβέβακεν, ἃ δὲ πλείστοις αὐτῶν, ἃ δὲ
σ τ ὴ φ ι λ ο σ ο φ ί α (p. 16):
παρ’ ἑνὶ ἑκάστ`ω. τὰ μὲν ὦν καθόλω πᾶσιν συμβεβα-
῞Oπως σὲ ἱερό, ἡ ἀρετὴ πρέπει ν’ ἀναζητῆ ἄσυλο, γιὰ
κότα συνιδὲν καὶ θεωρῆσαι τᾶς σοφίας οἰκDῆον, τὰ δὲ
νὰ μὴ εἴμαστε ἔκδοτοι σὲ καμμιὰ δυσχερῆ προσβολὴ τῆς
τοῖς πλείστοις τᾶς περὶ φύσιν ἐπιστάμας, τὰ δ’ ἴδια
τύχης.
καθ’ ἕκαστον τᾶς περί τι ἀφωρισμένον ἐπιστάμας.
καὶ διὰ τοῦτο σοφία μὲν τὰς τῶν ἐόντων ἁπάντων 60. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ π ρ ὸ ς Σ ω κ ρ ά τ η π ε ρ ὶ ἀ ρ ε τ ῆ ς:
ἀρχὰς ἀνευρίσκει, φυσικὰ δὲ τὰς τῶν φύσει γιγνομέ- ῾H ἀρετὴ ὀφείλει νὰ εἶναι ἡ τελειότητα τῆς ψυχῆς καὶ
νων, γαμετρία δὲ καὶ ἀριθμητικὰ καὶ μουσικὰ τὰς ἡ ἁρμονία τῆς ζωῆς, ἡ πιὸ τέλεια καὶ πιὸ καθαρὴ ἐνέρ-
περὶ τὸ ποσὸν καὶ τὸ ἐμμελές. ὅστις ὦν ἀναλῦσαι γεια τοῦ λόγου, τοῦ νοῦ καὶ τῆς σκέψεως. Tὰ ἔργα τῆς
οἷός τ’ ἐντὶ πάντα τὰ γένεα ὑπὸ μίαν καὶ τὰν αὐτὰν ἀρετῆς πρέπει νὰ θεωροῦνται προπαντὸς ἀγαθοποιά,
ἀρχάν, καὶ πάλιν ἐκ ταύτας συνθεῖναι καὶ συναρθμή- κάλλιστα, πνευματικά, σπουδαῖα, ὥριμα, ἀνάλογα τῶν
σασθαι, οὗτος δοκεῖ καὶ σοφώτατος ἦμεν καὶ πανα- περιστάσεων, πρωτοπόρα, μὲ στὸχο ἄριστα μελετημένο
λαθέστατος, ἔτι δὲ καὶ καλὰν σκοπιὰν ἀνευρηκέναι, καὶ γεμᾶτα χάρη.
ἀφ’ ἇς δυνατὸς ἐσεῖται τόν τε θεὸν κατόψεσθαι καὶ
πάντα τὰ ἐν τDᾶ συστοιχίDα τε καὶ τάξει τὰ ἐκείνω κα- 61. ᾽A γ α π η τ ο ῦ π ρ ὸ ς ᾽I ο υ σ τ ι ν ι α ν ό ν:
τακεχωρισμένα. Φρόντιζε πρίν ἀπ’ ὅλα καὶ πάντοτε, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ
ἀρχίζουν ν’ ἀνεβαίνουν τὶς σκάλες, καὶ δέν στέκουν
καθὼς τραβοῦν κατὰ πάνω πρὶν φθάσουν ὥς τὴν τελευ-
ταία βαθμίδα, ἔτσι κι’ ἐσὺ νὰ πραγματώνης τὴν ἀνάβασή
σου πρὸς τὸ καλό.
52 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 53

64 M ε τ ώ π ο υ Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ M ε τ α π ο ν τ ί ν ο υ 62. Π ε ρ ι κ τ ι ό ν η ς Π υ θ α γ ο ρ ε ί α ς π ε ρ ὶ σ ο φ ί α ς:
ἐ κ τ ο ῦ π ε ρ ὶ ἀ ρ ε τ ῆ ς. A
᾽ πὸ τὴν φύση του καὶ τὴ σύστασή του ὁ ἄνθρωπος
᾽Aρετά ἐντι ἀνθρώπω τελειότας φύσιος ἀνθρώπω. στρέφεται πρὸς τὴ θεώρηση τῆς πρώτης ἀρχῆς τοῦ σύμ-
ἕκαστον γὰρ τῶν ἐόντων τέλειον καὶ ἄκρον γίνεται παντος καὶ τῆς σοφίας. ῎Eργο του εἶναι νὰ συλλάβη καὶ
καττὰν οἰκείαν τᾶς φύσιος ἀρετάν. ἵππω τε γὰρ ἀρε- νὰ ἐμβαθύνη στὸ νόημα των ὄντων.
τά ἐντι ἁ ἐς τὸ ἄκρον ἄγοισα τὰν τῶ ἵππω φύσιν, καὶ
ἐπὶ τῶν μερέων δὲ τῶν καθ’ ἕκαστον ὁ αὐτὸς λόγος. 63. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
ὀπτίλων τε γὰρ ἀρετὰ ὀξυδορκία· αὐτὰ δ’ ἀκρότας ῾H γεωμετρία ὡς γνωστὸν κι’ ἡ ἀριθμητικὴ καὶ οἱ ἄλλες
ἐντὶ τᾶς ὀφθαλμῶν φύσιος. καὶ οὐάτων ἀρετὰ ὀξυα- ἐπιστῆμες ἀσχολοῦνται μὲ ὁρισμένα μόνον ὄντα, ἐνῶ ἡ
κοΐα· αὐτὰ δ’ ἀκρότας ἐντὶ τᾶς οὐάτων φύσιος. καὶ φιλοσοφία μὲ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ὄντων. Kι’ εἶναι τέτοια ἡ
ποδῶν ἀρετὰ ποδωκεία· [καὶ] αὐτὰ δ’ ἀκρότας ἐντὶ σχέση τῆς φιλοσοφίας μὲ ὅλα τὰ ὄντα ὅποια εἶναι ἡ σχέση
τᾶς ποδῶν φύσιος. ἀνάγκα δ’ ἀρετὰν πᾶσαν τρία τῆς ὁράσεως μὲ ὅλα τὰ ὁρατὰ καὶ τῆς ἀκοῆς μὲ ὅλα τὰ
ταῦτ’ ἔχεν, λόγον καὶ δύναμιν καὶ προαίρεσιν· λόγον ἀκουστὰ. Kαὶ μερικὰ φαινόμενα ἀφοροῦν σ’ ὅλα τὰ ὄντα,
μέν, `ὧ κρίνει καὶ θεωρεῖ· δύναμιν δέ, Dἇ ἀντέχει καὶ ἄλλα ἀφοροῦν στὰ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ κι’ ἄλλα ἀφο-
κρατεῖ· προαίρεσιν δέ, Dἇ στέργει καὶ ἀγαπDῆ. τὸ μὲν ροῦν σὲ καθένα χωριστά. ῎Eργο λοιπὸν τῆς φιλοσοφίας
ὦν κρίνεν καὶ θεωρὲν ἐντὶ τῶ διανοητικῶ μέρεος τᾶς εἶναι νὰ συλλάβη καὶ νὰ μελετήση τὰ φαινόμενα ποὺ
ψυχᾶς, τὸ δ’ ἀντέχεν καὶ κρατὲν ἴδιον τῶ ἀλόγω μέ- ἀφοροῦν γενικὰ σ’ ὅλα τὰ ὄντα.
ρεος τᾶς ψυχᾶς, τὸ δὲ στέργεν καὶ ἀγαπῆν κοινὸν ῾H μελέτη τῶν φαινομένων ποὺ ἀφοροῦν στὰ πλεῖστα
καὶ τῶ διανοητικῶ καὶ τῶ ἀλόγω μέρεος τᾶς ψυχᾶς. ὄντα εἶναι ἔργο τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης ἐνῶ ἡ μελέτη τῶν
συνέστακε γὰρ προαίρεσις ἐκ διανοίας καὶ ὀρέξιος· ἁ φαινομένων ποὺ ἀφοροῦν σὲ κάθε ὄν χωριστά, εἶναι ἔργο
μὲν ὦν διάνοια ἀπὸ τῶ λογικῶ μέρεός ἐντι τᾶς τῶν ἐπὶ μέρους ἐπιστημῶν. Kαὶ γι’ αὐτὸν τὸ λόγο ἡ φιλο-
ψυχᾶς, ἁ δὲ ὄρεξις ἀπὸ τῶ ἀλόγω. τὸ δὲ πλῆθος τᾶν σοφία ἀνευρίσκει τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς αἰτίες ὅλων τῶν ὄντων,
ἀρετᾶν ἁπασᾶν ἐκ τῶν μερέων τᾶς ψυχᾶς κατίδοιτο ἡ φυσικὴ τῶν φυσικῶν φαινομένων, ἐνῶ ἡ γεωμετρία καὶ
κά τις, ὡσαύτως δὲ καὶ τὰν γένεσιν καὶ τὰν σύστασιν ἡ ἀριθμητικὴ καὶ ἡ μουσικὴ ἀνευρίσκουν τοὺς νόμους
τᾶς ἀρετᾶς. ἐπὶ γὰρ τῶν μερέων τᾶς ψυχᾶς δύο τὰ τῶν ποσοτήτων καὶ τῆς ἁρμονίας. ῞Oποιος λοιπὸν εἶναι
πρῶτα, τὸ μὲν λογιστικὸν τὸ δ’ ἄλογον. καὶ λογι- ἱκανὸς νὰ ἀναλύση καὶ νὰ ἀναγάγη ὅλα τὰ ὄντα σὲ μιὰ
στικὸν μέν, `ὧ κρίνομες καὶ θεωρέομες· ἄλογον δέ, `ὧ καὶ τὴν αὐτὴ ἀρχὴ κι’ ἀπ’ αὐτὴν πάλι νὰ συνθέση καὶ νὰ
ὁρμῶμες καὶ ὀρεγόμεθα. ταῦτα δὲ ἀλλάλοις ἢ συμ- συναριθμήση τὸ σύμπαν, αὐτὸς πρέπει νὰ θεωρῆται σο-
φωνοῦντι ἢ διαφωνοῦντι, ἁ δὲ μάχα καὶ διαφωνία γί- φώτατος καὶ παναληθέστατος, ποὺ ἀνακάλυψε μιὰ καλὴ
νεται αὐτοῖς δι’ ὑπερβολὰν καὶ ἔλλειψιν. φανερὸν ὦν σκοπιὰ ἀπ’ τὴν ὁποία θὰ μπορέση νὰ ἰδῆ καὶ τὸ θεὸ καὶ
τὴν ἁρμονία καὶ τὴν τάξη τοῦ σύμπαντος, τὴν ὁποία
ἐκεῖνος (δηλαδὴ ὁ θεός) ἔχει ἐπιβάλει.
54 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 55

ὅτι, ὅκκα μὲν τὸ λογιστικὸν μέρος τᾶς ψυχᾶς ἐπι- 64. M ε τ ώ π ο υ Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ M ε τ α π ο ν τ ί ν ο υ


κρατDῆ τῶ ἀλόγω, γίνεται καρτερία καὶ ἐγκράτεια· π ε ρ ὶ ἀ ρ ε τ ῆ ς:
ὅκκα δὲ τὸ ἄλογον μέρος τᾶς ψυχᾶς τῶ λογιστικῶ, A
᾽ ρετὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ τελειότης τῆς ἀνθρωπί-
ἀκρασία καὶ μαλακία· ὅκκα δὲ τὸ μὲν ἁγῆται τὸ δ’ νης φύσεως. Γιατὶ καθένα ἀπ’ τὰ ὄντα γίνεται τελειότατο
ἕπηται, καὶ ἀμφότερα συμφωνDῆ ἀλλάλοις, τὸ τηνι- σύμφωνα μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς δικῆς του φύσεως.
καῦτα ἀρετά. ἁ μὲν ὦν καρτερία καὶ ἐγκράτεια γίνε- Tοῦ ἵππου π.χ. ἀρετὴ εἶναι αὐτὴ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν
ται μετὰ λύπας· ἀλλ’ ἁ μὲν καρτερία ἐν τ`ῶ ἀντέχεν ἀκρότατη ἀνάπτυξη τὴ φύση τοῦ ἵππου. Tὸ ἴδιο ἰσχύει
πόν`ω, ἁ δ’ ἐγκράτεια ἐν τ`ῶ ἀντέχεν ἁδονDᾶ, ἁ δ’ ἀκρα- καὶ γιὰ καθένα ἀπ’ τὰ μερικώτερα στοιχεῖα. A ᾽ ρετὴ δη-
σία καὶ μαλακία ἐν τ`ῶ μὴ ἀντέχεν μηδὲ κρατέν. καὶ λαδὴ τῶν ὀφθαλμῶν εἶναι ἡ ὀξυδέρκεια ποὺ δὲν εἶναι
διὰ τοῦτο συμβαίνει φεύγεν τἀγαθὰ τὼς ἀνθρώπως ἄλλο παρὰ ἡ ἀκραία ἀνάπτυξη τῆς φύσεως τῶν ὀφθαλ-
διὰ λύπαν, ἀποβάλλεν δ’ αὐτὰ διὰ ἁδονάν. καὶ τοὶ μῶν. A᾽ ρετὴ τῶν αὐτιῶν εἶναι ἡ ὀξυκοΐα, ποὺ δὲν εἶναι
ἔπαινοι δὲ καὶ ψόγοι καὶ τὰ καλὰ πάντα [καὶ κακὰ] παρὰ ἡ ἀκρότατη ἀνάπτυξη τῆς φύσεως τῆς ἀκοῆς.
τὰ περὶ τὸν ἄνθρωπον γίνεται ἐν τούτοις τοῖς μέρεσι A
᾽ ρετὴ τῶν ποδιῶν εἶναι ἡ ταχυποδία, ποὺ εἶναι ἡ τέλεια
τᾶς ψυχᾶς. καὶ καθόλω μὲν ἁ τᾶς ἀρετᾶς σύστασις ἀνάπτυξη τῆς φύσεως τῶν ποδιῶν. Kι’ εἶναι ἀνάγκη νὰ
γίνεται τοῦτον τὸν τρόπον· τὰ δὲ εἴδεα αὐτᾶς καὶ τὰ ἔχη κάθε ἀρετὴ τὰ ἑξῆς τρία στοιχεῖα, λόγο, δύναμη καὶ
μέρεα οὕτως κά τις ἀθρήσαι. ἐπεὶ γὰρ τᾶς ψυχᾶς δύο προαίρεση. Tὸ λόγο γιὰ νὰ ἐρευνᾶ καὶ νὰ κρίνη. Tὴ δύνα-
μέρεα, τὸ μὲν λογιστικὸν τὸ δὲ ἄλογον, καὶ τὸ μὲν λο- μη γιὰ νὰ ἀντέχη καὶ νὰ νικᾶ. Kαὶ τὴν προαίρεση γιὰ νὰ
γιστικόν ἐντι `ὧ κρίνομες καὶ θεωροῦμες, τὸ δ’ ἄλο- δείχνη ἀγάπη καὶ στοργή. ῾H θεωρητικὴ σκέψη ποὺ ἡ
γον `ὧ ὁρμῶμες καὶ ὀρεγόμεθα, τῶ δὲ ἀλόγω τὸ μὲν κρίση εἶναι τὸ νοητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ ἀντοχὴ καὶ
θυμοειδὲς τὸ δ’ ἐπιθυματικόν, καὶ τούτου τὸ μὲν ἡ σταθερότητα ἀνήκει στὸ ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς. ῾H
οἷον ἀμυντικὸν καὶ ὑπερμαχατικὸν ποττοὺς πλασίον στοργὴ καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι στοιχεῖο κοινὸ καὶ στὸ νοητικὸ
θυμοειδὲς ὀνυμάζεται, τὸ δ’ οἷον ὀρεκτικὸν καὶ πο- καὶ στὸ ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς. Γιατὶ συστατικὰ τῆς προ-
θητικὸν τᾶς οἰκείας τῶ σώματος συστάσιος ἐπιθυμα- αιρέσεως εἶναι καὶ τὸ νοητικὸ καὶ τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος
τικόν· φανερὸν ὡς κατὰ λόγον τοῖς μέρεσι τούτοις τῆς ψυχῆς. ῾H διάνοια λοιπὸν προέρχεται ἀπὸ τὸ λογικὸ
τᾶς ψυχᾶς καὶ τὸ πλᾶθος τᾶν ἀρετᾶν ἀκολούθακεν μέρος τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ ἐπιθυμία ἀπὸ τὸ ἄλογο. Kαὶ τὸ
καὶ ταὶ διαφοραὶ καὶ ἰδιότατες αὐτῶν. τῶ μὲν γὰρ πλῆθος ὅλων τῶν ἀρετῶν μπορεῖ νὰ τὸ διακρίνη κανεὶς
λογιστικῶ μέρεος τᾶς ψυχᾶς ἀρετὰ ἁ φρόνασις, κρι- ἀπ’ τὰ μέρη τῆς ψυχῆς. Kατὰ τὸν ἴδιον τρόπο μπορεῖ νὰ
τικὰ γὰρ ἐντὶ καὶ θεωρητικὰ ἕξις· τῶ δὲ θυμοειδέος θεωρήση κανεὶς τὴ γέννηση καὶ τὴ σύσταση τῆς ἀρετῆς.
A
᾽ π’ τὰ μέρη δηλαδὴ τῆς ψυχῆς δύο εἶναι τὰ πρῶτα, τὸ
λογιστικὸ καὶ τὸ ἄλογο. Λογιστικὸ εἶναι αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο
κρίνομε καὶ παρατηροῦμε, ἄλογο δὲ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τὶς
ὁρμὲς καὶ τὶς ἐπιθυμίες. Aὐτὰ τὰ δυὸ μέρη τῆς ψυχῆς ἤ
συμφωνοῦν μεταξύ τους ἤ διαφωνοῦν. ῾H μάχη καὶ ἡ δια-
φωνία μεταξύ τους γίνεται ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἤ ἐλαττωμα-
56 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 57

ἁ ἀνδρία· ἕξις γὰρ ἐντὶ ἐντερειστικὰ καὶ ὑποστατικὰ τικὴ ἀνάπτυξη τοῦ ἑνός. Eἶναι λοιπὸν φανερό, ὅτι ὅταν τὸ
τῶν δεινῶν· τῶ δ’ ἐπιθυμητικῶ ἁ σωφροσύνα· με- λογιστικὸ μέρος τῆς ψυχῆς ἐπικρατῆ τοῦ ἀλόγου, ἔχουμε
τριότας γὰρ ἐντὶ καὶ κατοχὰ ποθ’ ἁδονὰν τὰν διὰ σώ- καρτερία καὶ ἐγκράτεια. ῞Oταν ὅμως τὸ ἄλογο μέρος ἐπι-
ματος· ὅλας δὲ τᾶς ψυχᾶς ἁ δικαιοσύνα. φαῦλοι μὲν κρατῆ τοῦ λογιστικοῦ τότε ἔχομε ἀκολασία καὶ μαλθακό-
γὰρ τοὶ ἄνθρωποι γίνονται ἢ διὰ κακίαν ἢ δι’ ἀκρα- τητα. Kαὶ ὅταν τὸ λογιστικὸ προπορεύεται καὶ διευθύνει
σίαν ἢ διὰ θηριότατα· ἀδικοῦντι δ’ ἀλλάλως ἢ διὰ καὶ τὸ ἄλλο ἀκολουθῆ, καὶ βρίσκονται σὲ συμφωνία μαζί
κέρδος ἢ δι’ ἁδονὰν ἢ διὰ φιλοτιμίαν. ἁ μὲν ὦν κακία τους καὶ τὰ δυό, τότε ἔχομε ἀρετή. ῾H καρτερία λοιπὸν
τῶ λογιστικῶ μέρεος τᾶς ψυχᾶς ἐντὶν οἰκειοτέρα· καὶ ἡ ἐγκράτεια γίνεται μὲ λύπη. ῾H καρτερία μὲ τὴ λύπη
ποτέοικε γὰρ ἁ μὲν φρόνασις τDᾶ τέχνDα, ἁ δὲ κακία ποὺ προέρχεται ἀπ’ τὴν ἀντοχὴ τοῦ μόχθου κι’ ἡ ἐγκρά-
τDᾶ κακοτεχνίDα· ἕξιν μαχανάσιος γὰρ ποθὲν εὑρίσκει τεια μὲ τὴ λύπη ἀπ’ τὴν ἀντίσταση στὴν ἡδονή, κι’ ἡ ἀκο-
τὸ ἄδικον· ἁ δ’ ἀκρασία μᾶλλον τῶ ἐπιθυμητικῶ· ἐν λασία κι’ ἡ μαλθακότητα ἀπ’ τὴν ἀνυπαρξία ἀντιστάσεως
γὰρ τ`ῶ κρατὲν ἁδονᾶς ἁ ἐγκράτεια, καὶ ἐν τ`ῶ μὴ καὶ νίκης. Kαὶ γι’ αὐτὸ συμβαίνει ν’ ἀποφεύγουν οἱ
κρατὲν ἁ ἀκρασία. ἁ δὲ θηριότας τῶ θυμοειδέος· ἄνθρωποι τὰ ἀγαθὰ, γιατὶ ἡ ἀπόκτησή τους συνοδεύεται
ὅκκα γὰρ τDᾶ ἐπιθυμίDα τῶ κακῶς ποιῆσαι χαρίζηταί μὲ λύπη, ἐνῶ ὅταν τὰ ἔχουν τὰ σπαταλοῦν γιὰ τὴν ἡδονή.
τις, οὐχ ὡς ἄνθρωπος ἀλλ’ ὡς θηρίον, τὸ τοιόνδε Kαὶ οἱ ἔπαινοι καὶ οἱ ψόγοι καὶ ὅλα τὰ καλὰ καὶ τὰ κακὰ
ὀνυμάζεται θηριῶδες. ἀκόλουθα δὲ καὶ τὰ ἀποτελέ- σχετικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο συντελοῦνται σ’ αὐτὰ τὰ μέρη
σματα τᾶν διαθέσεων τούτων, ἇν περ ἕνεκα πράσσο- τῆς ψυχῆς. Kαὶ γενικὰ ἡ σύσταση τῆς ἀρετῆς συγκροτεῖ-
ντι. ἁ μὲν γὰρ πλεονεξία ἀπὸ κακίας, ἁ δὲ κακία ἀπὸ ται μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Tὰ εἴδη τῆς ἀρετῆς καὶ τὰ μέρη
τῶ λογιστικῶ μέρεος τᾶς ψυχᾶς. καὶ ἁ μὲν φιλοτιμία της μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ προσδιορίση ὡς ἑξῆς. A ᾽ φοῦ δυὸ
ἀπὸ τῶ θυμοειδέος· αὐτὰ δ’ ἐν ὑπερβολDᾶ γενομένα εἶναι τὰ μέρη τῆς ψυχῆς, τὸ ἕνα ἔλλογο καὶ τὸ ἄλλο ἄλογο
γεννῆ τὰν θηριότητα. πάλιν δὲ ἁ μὲν ἁδονὰ ἐν τ`ῶ καὶ τὸ ἔλλογο εἶναι αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο κρίνομε καὶ
ἐπιθυμητικ`ῶ, σφοδρότερον δὲ μαστευομένα γεννDῆ ἐρευνᾶμε, ἐνῶ ἄλογο εἶναι αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο ὁρμοῦμε καὶ
τὰν ἀκρασίαν. ὥστ’ ἐπεὶ τὸ ἀδικὲν γίνεται δι’ αἰτίας ὀρεγόμαστε, καὶ τοῦ ἄλογου τὸ μὲν ἕνα εἶναι τὸ συναι-
τοσαύτας, φανερὸν ὅτι τὸ δικαιοπραγὲν γίνεται διὰ σθηματικό, τὸ δὲ ἄλλο τὸ ἐπιθυμητικὸ· τὸ ἕνα σὰν ἀμυν-
τὰς ἴσας. φύσει γὰρ ἁ μὲν ἀρετὰ ἀγαθοποιὸς καὶ τικὸ καὶ ὑπερμαχητικὸ ποὺ εἶναι ἀπέναντι στὸν πλησίον
ὠφελητικά, ἁ δὲ κακία κακοποιὸς καὶ βλαπτικὰ. ὀνομάζεται θυμοειδές, ἐνῶ τὸ ἄλλο ἀπ’ τὸ ὁποῖο πηγά-
ἐπεὶ δὲ τῶν τᾶς ψυχᾶς μερέων τὸ μὲν ἐντὶ ἁγεόμενον ζουν οἱ ὀρέξεις καὶ οἱ πόθοι γιὰ τὴν ἱκανοποίηση κατα-
τὸ δ’ ἑπόμενον, αἱ δ’ ἀρεταὶ καὶ αἱ κακίαι περὶ ταῦτα στάσεων ποὺ ἐνυπάρχουν στὴν ἴδια τὴ σύσταση τοῦ σώ-
καὶ ἐν τούτοις· φανερὸν ὅτι καὶ τᾶν ἀρετᾶν ταὶ μὲν ματός μας, ὀνομάζεται ἐπιθυμητικό. Eἶναι λοιπόν φανε-
ἐντὶ ἁγεμονικαὶ ταὶ δ’ ἑπητικαὶ ταὶ δὲ σύνθετοι ἐκ ρό, ὅτι ἀνάλογα μὲ αὐτὰ τὰ μέρη τῆς ψυχῆς ἀκολουθεῖ
τούτων. ἁγεμονικαὶ μὲν οἷον ἁ φρόνασις, ἑπητικαὶ δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀρετῶν καὶ οἱ διαφορές τους καὶ ὁ χα-
οἷον ἁ ἀνδρία καὶ σωφροσύνα, σύνθετοι δ’ ἐκ τού- ρακτήρας τους. A᾽ ρετὴ τοῦ λογιστικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς
εἶναι ἡ φρόνηση, γιατὶ εἶναι ἱκανότητα τῆς ψυχῆς κριτικὴ
καὶ θεωρητική. Tοῦ θυμοειδοῦς ἀρετὴ εἶναι ἡ ἀνδρεία,
58 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 59

των οἷον ἁ δικαιότας. τὰ δὲ πάθεα τᾶς ἀρετᾶς ὕλα· γιατὶ εἶναι ἱκανότητα ν’ ἀντιμετωπίζωμε καὶ νὰ ὑπομένω-
περὶ ταῦτα γὰρ καὶ ἐν τούτοις ἁ ἀρετά. τῶν δὲ παθέ- με τὰ δεινά. Tοῦ ἐπιθυμητικοῦ εἶναι ἡ σωφροσύνη ποὺ
ων τὸ μὲν ἑκούσιον τὸ δ’ ἀκούσιον· καὶ ἑκούσιον μὲν ἐκφράζει τὸ μέτρο καὶ τὴν ἐγκράτεια στὶς ἡδονὲς τοῦ σώ-
ἁδονά, ἀκούσιον δὲ λύπα. ταὐτὰ δὲ ταῦτα καὶ ἐπι- ματος. Kαὶ ὅλης τῆς ψυχῆς ἀρετὴ εἶναι ἡ δικαιοσύνη.
τείνοντι καὶ ἀνίεντι τοὶ πολιτικοί, συναρμόζοντες τὰ Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι γίνονται φαῦλοι ἤ ἀπὸ κακία ἤ ἀπὸ
ἄλογα μέρεα τᾶς ψυχᾶς ποτὶ τὰ λόγον ἔχοντα· τᾶς δὲ ἀκολασία ἤ ἀπὸ θηριότητα. Kαὶ ἀδικοῦν ὁ ἕνας τὸν
συναρμογᾶς ὅρος τὸ μήτε διὰ τὰν ἔνδειαν μήτε διὰ ἄλλον ἤ γιὰ τὸ κέρδος ἤ γιὰ τὴν ἡδονὴ ἤ ἀπὸ φιλοδοξία.
τὰν ὑπερβολὰν ἀπείργεσθαι τὸν νόον τὸ ἴδιον ἔργον ῾H κακία λοιπὸν εἶναι συγγενὴς μὲ τὸ λογιστικὸ μέρος τῆς
ἐπιτελέν. συντέτακται γὰρ τὸ χέρηον ἕνεκα τῶ βελ- ψυχῆς. Γιατὶ ἡ φρόνηση ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐφευρετικότη-
τίονος, ὡς ἐν μὲν τ`ῶ κόσμ`ω τὸ ἀειπαθὲς πᾶν μέρος τα κι’ ἡ κακία μὲ τὴν πανουργία. Γιατὶ τὸ ἄδικο πηγάζει
ἕνεκα τῶ ἀεικινάτω, ἐν δὲ τDᾶ συζυγίDα τῶν ζώων τὸ ἀπὸ τὴν ἕξη τῆς πανουργίας. Kι’ ἡ ἀκολασία εἶναι ἰδιότη-
θῆλυ ἕνεκα τῶ ἄρρενος· τὸ μὲν γὰρ σπείρει τὰν ψυ- τα μᾶλλον τοῦ ἐπιθυμητικοῦ. Γιατὶ ἡ ἐγκράτεια συνίστα-
χὰν γεννῶν, τὸ δὲ μόνον τὰν ὕλαν παρέχεται τ`ῶ γεν- ται στὴ νίκη ἐπὶ τῆς ἡδονῆς κι’ ἡ ἀκολασία στὴν ἔλλειψη
νωμέν`ω· ἐν δέ γε τDᾶ ψυχDᾶ τὸ ἄλογον τῶ λογικῶ. συν- τέτοιας νίκης. ῾H θηριότης εἶναι ἰδιότητα τοῦ συναισθη-
τέτακται γὰρ καὶ ὁ θυμὸς καὶ ἁ ἐπιθυμία ποτὶ τὸ ματικοῦ. Γιατὶ ὅταν ὑποχωρῆ κανεὶς στὴν ὁρμὴ νὰ κακο-
πρᾶτον μέρος τᾶς ψυχᾶς, τὸ μὲν ὥσπερ δορυφόρος ποιήση, δὲν εἶναι πλέον ἄνθρωπος, ἀλλὰ θηρίο, κι’ αὐτὸ
τις καὶ σωματοφύλαξ, τὸ δ’ ὡς οἰκονόμος καὶ οἰκου- εἶναι ποὺ ὀνομάζεται θηριῶδες.
ρὸς τῶν ἀναγκαίων· ὁ δὲ νόος ἐπ’ ἄκρας τᾶς κο- A
᾽ νάλογα εἶναι καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῶν διαθέσεων
ρυφᾶς τῶ σώματος ἱδρυμένος καὶ ἔχων περιαυγέα αὐτῶν, ἕνεκα τῶν ὁποίων γίνονται. ῾H πλεονεξία προέρχε-
καὶ διαυγέα τὰν ἔποψιν, μαστεύεται τὰν τῶν ἐόντων ται ἀπὸ κακία κι’ ἡ κακία πηγάζει ἀπ’ τὸ λογιστικὸ μέρος
φρόνασιν· καὶ τοῦτ’ ἔργον ἐντὶ αὐτ`ῶ κατὰ φύσιν, τὸ τῆς ψυχῆς. Kι’ ἡ φιλοδοξία προέρχεται ἀπ’ τὸ συναισθη-
μαστευσάμενον καὶ κτησάμενον ἀκολουθῆσαι τοῖς ματικὸ κι’ ὅταν φθάνη στὴν ὑπερβολή, γεννάει τὴ θηριό-
βελτίοσιν αὐτῶ καὶ τιμιωτάτοις. ἀρχὰ γὰρ καὶ αἰτία τητα. Kαὶ πάλι ἡ ἡδονὴ ἑδρεύει στὸ ἐπιθυμητικό, κι’ ὅταν
καὶ κανών ἐντι τᾶς ἀνθρωπίνας εὐδαιμοσύνας ἁ τῶν τὴν ἐπιζητῆ κανεὶς μὲ σφοδρότητα, τότε γεννάει τὴν ἀκο-
θείων καὶ τιμιωτάτων ἐπίγνωσις. λασία. Συνάγεται λοιπόν, ὅτι ἀφοῦ ἡ ἀδικία προκαλεῖται
ἀπὸ τόσες αἰτίες, εἶναι φανερὸ πὼς κι’ ἡ δικαιοπραγία
65 K λ ε ι ν ί ο υ Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ T α ρ α ν τ ί ν ο υ. ἀσκεῖται ἀπὸ ἴσες αἰτίες. Γιατὶ ἐκ φύσεως ἠ ἀρετὴ εἶναι
Πᾶσα μὲν ὦν ἀρετὰ τελεοῦται, καθάπερ ἐν ἀρχDᾶ ἀγαθοποιὸς καὶ ὠφελητικὴ, ἐνῶ ἡ ἀδικία εἶναι κακοποιὸς
διώρισται, ἐκ λόγω καὶ προαιρέσιος καὶ δυνάμιος. καὶ βλαπτική. ᾽Eπειδὴ λοιπὸν τὸ ἕνα ἀπ’ τὰ μέρη τῆς
τούτων δὲ καθ’ ἑαυτὸ ἕκαστον οὐκ ἀρετᾶς μέρος ψυχῆς εἶναι «ἡγούμενο» καὶ τὸ ἄλλο «ἑπόμενο» κι’ οἱ
ἐντί, ἀλλ’ αἴτιον ἀρετᾶς. ὅσοι μὲν ὦν ἔχοντι τὸ νοα- ἀρετὲς κι’ οἱ κακίες ἀκολουθοῦν τὴν ἴδια τάξη. Eἶναι φα-
νερό, ὅτι κι’ ἀπ’ τίς ἀρετὲς ἄλλες εἶναι ἡγεμονικές, ἄλλες
«ἑπόμενες» κι’ ἄλλες σύνθετες ἀπ’ αὐτές. ῾H ἡγεμονικὴ
εἶναι π.χ. ἡ φρόνηση, ἑπόμενες ἡ ἀνδρεία κι’ ἡ σωφροσύ-
60 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 61

τικὸν καὶ γνωστικὸν μέρος αὐτᾶς, δεινοί τε καὶ συνε- νη, σύνθετες εἶναι π.χ. ἡ δικαιοσύνη. Tὰ πάθη εἶναι ἡ ὕλη
τοὶ ὀνυμαίνονται· ὅσοι δὲ τὸ ἠθικόν τε καὶ προαιρε- τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ἡ ἀρετὴ αὐτὰ καταπολεμεῖ καὶ μέσα ἀπ’
τικόν, χρήσιμοί τε καὶ ἐπιεικέες... αὐτὰ ἀναδεικνύεται. A ᾽ π’ τὰ πάθη ἄλλο εἶναι ἑκούσιο κι’
ἄλλο ἀκούσιο. ῾Eκούσιο εἶναι ἡ ἡδονή, ἀκούσιο ἡ λύπη.
66 K λ ε ι ν ί ο υ Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ T α ρ α ν τ ί ν ο υ Kαὶ αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ πάθη τὰ ἐπιτείνουν ἤ τὰ πραΰνουν
ἐ κ τ ῶ ν π ε ρ ὶ ὁ σ ι ό τ η τ ο ς κ α ὶ ε ὐ σ ε β ε ί α ς. οἱ πολιτισμένοι ἄνθρωποι συναρμόζοντας τὰ ἄλογα μέρη
῾Oπόσας δεῖ τὰς αἰτίας ἀνευρέν, δι’ ἃς ἀδικὲν πέ- τῆς ψυχῆς μὲ τὰ ἔλλογα. A ᾽ παραίτητος ὅρος αὐτῆς τῆς συ-
φυκεν ἄνθρωπος. αὗται δὲ τρεῖς τυγχάνοντι· φιλαδο- ναρμογῆς εἶναι νὰ μὴν ἐμποδίζεται ὁ νοῦς νὰ ἐπιτελῆ το
νία μὲν ἐν ταῖς ἀπολαύσεσι ταῖς διὰ σώματος, πλεο- ἔργο του οὔτε ἀπὸ ἀφθονία οὔτε ἀπὸ ἔνδεια. Γιατὶ συνυ-
νεξία δὲ ἐν τ`ῶ κερδαίνεν, φιλοδοξία δὲ ἐν τ`ῶ καθυ- πάρχει ἁρμονικὰ τὸ κατώτερο χάριν τοῦ ἀνωτέρου, ὅπως
περέχεν τῶν ἴσων τε καὶ ὁμοίων. δεῖ τοιγαρῶν γνωρί- στὸν κόσμο ὑπάρχει τὸ ἀδρανὲς ἕνεκα τοῦ ἀεικινήτου καὶ
ζεν, ὅτι τούτοις ἀντιτιθέμεν οἷόν τέ ἐστιν, ἃ μὲν φό- στὴ συζυγία τῶν ζώων τὸ θῆλυ ὑπάρχει χάριν τοῦ ἄρρε-
βον ἐμπαρασκευάζοντι τοῖς ἀνθρώποις, ἃ δὲ αἰσχύ- νος. Γιατὶ τὸ ἄρρεν σπέρνει τὴν ψυχὴ καὶ γεννάει, ἐνῶ τὸ
ναν, ἃ δὲ καὶ ἐπιθυμίαν· φόβον μὲν δὴ τῶν νόμων, θηλυκὸ παρέχει μόνο τὴν ὕλη στὸ γεννώμενο. ῎Eτσι λοι-
αἰσχύναν δὲ τῶν θεῶν, ἐπιθυμίαν δὲ τῶν λόγων. διδά- πὸν στὴν ψυχὴ ὑπάρχει τὸ ἄλογο χάριν τοῦ λογικοῦ. Kαὶ
σκεν ὦν δεῖ τὼς νέως ἐξ ἀρχᾶς τάν τε τῶν θεῶν τιμὰν εἶναι καὶ τὸ συναίσθημα κι’ ἡ ἐπιθυμία συντεταγμένα μὲ
καὶ τὰν τῶν νόμων· ἐκ τῶνδε γὰρ φανερὸν ἂν εἴη, ὅτι τὸ πρῶτο μέρος τῆς ψυχῆς (τὸ λογιστικό), τὸ συναίσθημα
πᾶν ἔργον ἀνθρώπινον καὶ βίος ὃς ὁσιότατός τε καὶ ὡς δορυφόρος καὶ φρουρὸς καὶ σωματοφύλακας, κι’ ἡ
εὐσεβείας μεθέξει, καὶ ὀρθοπλοεῖ. ἐπιθυμία ὡς οἰκονόμος καὶ φροντιστὴς τῶν ἀναγκαίων.
Kι’ ὁ νοῦς ἐγκατεστημένος στὴν κορυφή τοῦ σώματος
67 Θ ε α γ ο ῦ ς Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ ἀσκεῖ ἀπὸ ἐκεῖ πάνω καθαρὴ ἐποπτεία πρὸς ὅλες τὶς κα-
ἐ κ τ ο ῦ π ε ρ ὶ ἀ ρ ε τ ῆ ς. τευθύνσεις καὶ ἐπιζητεῖ τὴ θεώρηση τῶν ὄντων. Kαὶ αὐτὸ
᾽Aρχαὶ τᾶς συμπάσας ἀρετᾶς τρεῖς, γνῶσις καὶ δύ- εἶναι ἐκ φύσεως τὸ ἔργο του, ἀφοῦ ἀναζητήση καὶ συλλά-
ναμις καὶ προαίρεσις. καὶ ἔντιν ἁ μὲν γνῶσις οἷον βη μὲ τὴ δύναμή του καὶ κατακτήση τὰ ὄντα, νὰ ἀκολου-
ὄψις Dἇ θεωροῦμεν καὶ κρίνομεν τὰ πράγματα, ἁ δὲ θήση τὰ ἀνώτερα καὶ τὰ πολυτιμότερα. Γιατί πρώτη ἀρχὴ
δύναμις οἷον ἀλκά τις τῶ σκάνεος Dἇ ὑφιστάμεθα καὶ καὶ αἰτία καὶ κανόνας τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας εἶναι
ἐμμένομεν τοῖς πράγμασιν, ἁ δὲ προαίρεσις οἷον χεῖ- ἡ ἐπίγνωση τῶν θείων καὶ πολυτιμοτάτων.
ρες ψυχᾶς τινες αἷς ὁρμῶμεν καὶ ἀντιλαζύμεθα τῶν
πραγμάτων. ἔχει δὲ καὶ ὁ τᾶς ψυχᾶς διάκοσμος 65. K λ ε ι ν ί ο υ Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ T α ρ α ν τ ί ν ο υ:
οὕτως. τὸ μὲν γάρ τι αὐτᾶς ἐντι λογισμὸς τὸ δὲ θυ- Kάθε ἀρετὴ λοιπὸν φθάνει στὴν τελείωσή της, ὅπως
μὸς τὸ δ’ ἐπιθυμία. λογισμὸς μὲν ὦν ὁ κρατέων τᾶς καθορίσαμε στὴν ἀρχή, μὲ τὸν νοῦ, τὴν ἐσωτερικὴ διάθε-
ση καὶ τὴ δύναμη. Kαθένα ἀπ’ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα μόνο του
θεωρούμενο δὲν ἀποτελεῖ μέρος τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ αἴτιο
τῆς ἀρετῆς. ῞Oσοι λοιπὸν ἔχουν τὸ νοητικὸ καὶ γνωστικὸ
62 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 63

γνώσιος, θυμὸς δὲ ὁ κρατέων τῶ μένεος, ἐπιθυμία δὲ μέρος αὐτῆς, ὀνομάζονται ἱκανοὶ καὶ συνετοί. Kι’ ὅσοι
ἁ κρατοῦσα τῶ ἐπιθυματικῶ ἀδεῶς. ὅκκαν ὦν ἐς τὸ ἔχουν τὸ ἠθικὸ καὶ τὸ καλοπροαίρετο, αὐτοὶ (εἶναι ἤ ὀνο-
ἓν τὰ τρία ταῦτα μολDῆ μίαν ἐπιδεξάμενα συναρμο- μάζονται) χρήσιμοι καὶ δίκαιοι.
γάν, τόκα δὲ γίνεται ἀρετὰ καὶ ὁμολογία ἐν τDᾶ ψυχDᾶ·
ὅκκαν δὲ στασιάζοντα καὶ ἀπ’ ἀλλάλων ἀπόσπαστα 66. K λ ε ι ν ί ο υ Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ
Dἦ, τόκα δὲ γίνεται κακία καὶ ἀναρμοστία ἐν τDᾶ ψυχDᾶ· ἐ κ τ ῶ ν π ε ρ ὶ ὁ σ ι ό τ η τ ο ς κ α ὶ ε ὐ σ ε β ε ί α ς::
καὶ ὅκκαν μὲν ὁ λογισμὸς ἐπικρατέDη τῶν ἀλόγων με- Πρέπει νὰ ἀνεύρωμε ποιὲς εἶναι οἱ αἰτίες ποὺ ὁ
ρέων τᾶς ψυχᾶς, τόκα δὲ γίνεται καρτερία καὶ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ν’ ἀδικῆ. Aὐτὲς εἶναι τρεῖς. ῾H
ἐγκράτεια, καρτερία μὲν ἐν τDᾶ κατοχDᾶ τῶν πόνων, φιληδονία ποὺ σχετίζεται μὲ τὶς σωματικὲς ἀπολαύσεις, ἡ
ἐγκράτεια δὲ ἐν τDᾶ κατοχDᾶ τῶν ἁδέων. ὅκκαν δὲ τὰ πλεονεξία ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐπιδίωξη τοῦ κέρδους
ἄλογα μέρεα τᾶς ψυχᾶς ἐπικρατέDη τῶ λογισμῶ, τό- κι’ ἡ φιλοδοξία τοῦ νὰ ὑπερτερῆ τῶν ἴσων καὶ ὁμοίων του.
κα δὲ γίνεται μαλακία καὶ ἀκρασία· μαλακία μὲν ἐν Πρέπει ὅμως νὰ γνωρίζωμε, ὅτι σ’ αὐτὰ ὅλα εἶναι δυνατὸ
τ`ῶ φεύγεν τὼς πόνως, ἀκρασία δὲ ἐν τ`ῶ νικᾶσθαι νὰ ἀντιτάξωμε πράγματα ποὺ προκαλοῦν τὸ φόβο στοὺς
ὑπὸ τῶν ἁδέων. ὅκκαν δὲ τὸ μὲν κρέσσον ἄρχDη μέρος ἀνθρώπους, ἄλλα ποὺ προκαλοῦν τὴν ντροπὴ κι’ ἄλλα
τᾶς ψυχᾶς τὸ δὲ χέρηον ἄρχηται, καὶ τὸ μὲν ἁγῆται τὴν ἐπιθυμία. Δηλαδὴ τὸ φόβο τῶν νόμων, τὴν ντροπὴ
τὸ δ’ ἕπηται, ἀμφότερα δὲ συνευδοκῆται καὶ ἀπέναντι τῶν θεῶν καὶ τὴν ἐπιθυμία τῶν λόγων. Πρέπει
συνομολογῆται ἀλλάλοις, τόκα δὲ γίνεται ἀρετὰ καὶ λοιπὸν νὰ διδάσκωμε τοὺς νέους ἀπ’ τὴν ἀρχὴ νὰ τιμοῦν
παναγαθία περὶ ὅλαν τὰν ψυχάν. καὶ ὅκκαν μὲν τὸ τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς νόμους. A ᾽ π’ ὅλ’ αὐτὰ μπορεῖ νὰ γίνη
ἐπιθυματικὸν ἕπηται μέρος τᾶς ψυχᾶς τ`ῶ λογι- φανερὸ ὅτι κάθε ἀνθρώπινο ἔργο κι’ ἡ ζωὴ ποὺ εἶναι σύμ-
στικ`ῶ, γίνεται σωφροσύνα· ὅκκαν δὲ τὸ θυμοειδές, φωνη μὲ τοὺς θείους νόμους καὶ διαπνέεται ἀπὸ εὐσέ-
ἀνδρειότας· ὅκκαν δὲ τὰ μέρεα πάντα, δικαιότας. βεια, βαδίζει τὸν ὀρθὸ δρόμο.
αὕτα γάρ ἐντιν ἁ διείργουσα τάς τε κακίας πάσας
τᾶς ψυχᾶς καὶ τὰς ἀρετὰς ἀπ’ ἀλλάλων. καὶ ἔντιν ἁ 67. Θ ε α γ ο ῦ ς Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ
δικαιότας οἷον σύσταμά τι τᾶς ἁρμογᾶς τῶν μερέων ἐ κ τ ο ῦ π ε ρ ὶ ἀ ρ ε τ ῆ ς:
τᾶς ψυχᾶς καὶ ἀρετὰ τελεία καὶ πανυπερτάτα· πά- Oἱ ἀρχὲς τῆς ἀρετῆς στὸ σύνολό τους εἶναι, ἡ γνώση, ἡ
ντα γὰρ ἐν ταύτDα, τὰ δ’ ἄλλ’ ἀγαθὰ τᾶς ψυχᾶς οὐκ δύναμη καὶ ἡ προαίρεση. Kι’ ἡ γνώση εἶναι τρόπον τινὰ
ἄτερθε ταύτας· διόπερ καὶ ἐν θεοῖς μέγα κράτος ἔχει μιὰ ὅραση μὲ τὴν ὁποία ἐξετάζομε τὰ πράγματα. ῾H δύνα-
ἁ δικαιότας καὶ ἐν ἀνθρώποις· τῶ γὰρ ὅλω καὶ τῶ μη εἶναι σὰν μιὰ σωματικὴ ἀλκὴ μὲ τὴν ὁποία ὑπομένομε
παντὸς ἅδ’ ἁρετὰ συνέχει τὰν κοινωνίαν καὶ τὰν ἐν καὶ ἀντιμετωπίζομε σταθερὰ τὰ πράγματα. Kι’ ἡ προαί-
θεοῖς καὶ τὰν ἐν ἀνθρώποις. θέμις γε οὖν φατίζεται ρεση εἶναι τρόπον τινὰ χέρια τῆς ψυχῆς μὲ τὰ ὁποῖα
παρὰ τοῖς οὐρανίοις θεοῖς, δίκα δὲ παρὰ τοῖς χθονί- ὁρμοῦμε καὶ πιάνομε τὰ πράγματα. Γενικὰ ἡ διάταξη τῆς
οις, νόμος δὲ παρὰ τοῖς ἀνθρώποις. ταῦτα δ’ ἐντὶ σα- ψυχῆς εἶναι ἡ ἑξῆς. Tὸ ἕνα μέρος αὐτῆς εἶναι ὁ λογισμός,
μεῖα καὶ σύμβολα τῶ τὰν δικαιότατα πανυπερτάταν τὸ ἄλλο εἶναι τὸ συναίσθημα καὶ τὸ ἄλλο ἡ ἐπιθυμία. ῾O
ἀ ρ ε τ ὰ ν λογισμός εἶναι ὁ κύριος τῆς γνώσεως, τὸ συναίσθημα κυ-
64 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 65

ὑπάρχεν. καὶ ἄλλως δὲ πιστοῦται ὁ λόγος ἐξ ὀνυμά- ρίαρχος τοῦ μένους κι’ ἡ ἐπιθυμία ἐξουσιάζει ἀπεριόρι-
των· ὅκκα μὲν γὰρ ὁ νόος τᾶς ψυχᾶς ἀμβλακίσκDη, στα τὸ ἐπιθυμητικὸ. ῞Oταν λοιπὸν αὐτὰ τὰ τρὶα στοιχεῖα
ὀνομάζεται ἁ τοιάδε διάθεσις ἀφροσύνα· ὅκκα δὲ ὁ ἑνωθοῦν σὲ ἕνα μ’ ἕνα ἁρμονικὸ συνταίριασμα, τότε προ-
θυμός, θρασύτας ἢ δειλία· ὅκκα δὲ ἐπιθυμία, ἀκρα- βάλλει ἡ ἀρετὴ κι’ ἡ συμφωνία στὴν ψυχή. ῞Oταν ὅμως
σία· καὶ ὅκκα μὲν ἐπὶ τὸ μDῆον ἀμβλακίσκDη ὁ νόος, στασιάζουν μεταξύ τους καὶ ἀποσπᾶται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ
ἀφροσύνα, ὅκκα δ’ ἐπὶ τὸ μέζον, πανουργία· καὶ ἄλλο, τότε προβάλλει ἡ κακία καὶ ἡ δυσαρμονία στὴν
ὅκκα μὲν ἐπὶ τὸ μDῆον ἀμβλακίσκDη ὁ θυμός, δειλία, ψυχή. Kαὶ ὅταν ὁ λογισμὸς κυριαρχήση πάνω στὰ ἄλογα
ὅκκα δ’ ἐπὶ τὸ μέζον, θράσος· καὶ ὅκκα μὲν ἐπὶ τὸ μέρη τῆς ψυχῆς, τότε γίνεται ἡ καρτερία κι’ ἡ ἐγκράτεια,
μDῆον ἀμβλακίσκDη ἁ ἐπιθυμία, φιλαδονία· ὅκκα δ’ ἡ καρτερία στὴν ἀντοχὴ τῶν κόπων καὶ ἡ ἐγκράτεια στὸν
ἐπὶ τὸ μέζον, ἀκολασία· ὅλως δὲ ἁ μὲν οὐ κατ’ ὀρθὸν ἔλεγχο τῶν ἡδονῶν. ῞Oταν ὅμως τὰ ἄλογα μέρη τῆς ψυχῆς
λόγον συναρμογά, κακία· αὕτα δέ, ἂν μηδένος ἕκατι ὑπερισχύουν τοῦ λογισμοῦ, τότε προβάλλει ἡ μαλθακό-
γένηται, καλέεται ἀβελτηρία· ὅκκα δὲ φόβω, δειλία, τητα κι’ ἡ ἀκολασία. ῾H μαλθακότητα στὴν ἀποφυγὴ τῶν
ὅκκα δὲ ἁδονᾶς, ἀκολασία, ὅκκα δὲ κέρδεος, ἀδικία. κόπων, ἡ ἀκολασία στὴν ὑποδούλωση στὶς ἡδονές. Tώρα
ἁ δὲ κατ’ ὀρθὸν λόγον αὐτᾶς σύνταξις, ὅκκα μὲν ἐν ὅταν κυβερνάη τὸ ἀνώτερο μέρος τῆς ψυχῆς καὶ τὸ κατώ-
τ`ῶ θεωρὲν καὶ κρίνεν γένηται, καλέεται φρόνασις· τερο κυβερνᾶται, καὶ τό πρῶτο προβαδίζη ἐνῶ τὸ ἄλλο
ὅκκα δὲ ἐν τ`ῶ ὑφίστασθαι... τὰ ἁδέα, σαοφροσύνα· ἀκολουθῆ, καὶ ἀμφότερα βρίσκωνται σὲ μιὰ ἰσορροπία
ὅκκα δ’ ἐν τ`ῶ κέρδεος ἀποσχέσθαι καὶ βλάβας τᾶς καὶ συμφωνία μεταξύ τους, τότε ὑπάρχει σ’ ὅλη τὴν ψυχὴ
εἰς τὸν πλατίον, δικαιότας. ἁ δὲ κατὰ τὸν ὀρθὸν λό- ἀρετὴ καὶ παναγαθία. Kαὶ ὅταν τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος
γον αὐτᾶς σύνταξις καὶ παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον παρά- τῆς ψυχῆς ὑποτάσσεται στὸ λογιστικὸ, γίνεται ἡ σωφρο-
βασις τῶ δέοντός ἐντι στοχασμὸς καὶ τῶ μὴ δέοντος σύνη. ῞Oταν τὸ θυμοειδὲς ὑπακούη στὸ λογιστικὸ, τότε
ἐπίπτωσις. ἔντι δὲ τὸ μὲν δέον ὃ δεῖ ἦμεν· τοῦτο δὲ γίνεται ἡ ἀνδρεία. Kι’ ὅταν ὅλα τὰ μέρη ἀκολουθοῦν τὸ
οὔτ’ ἀφαιρέσιος οὔτε προσθέσιος δέεται· αὐτὸ γάρ λογιστικό, τότε γίνεται ἡ δικαιοσύνη. Aὐτὴ εἶναι ποὺ ξε-
ἐντιν ὃ δεῖ ἦμεν. τ`ῶ δὲ μὴ δέοντος εἴδεε δύο, τὸ μὲν χωρίζει ὅλες τὶς κακίες καὶ τὶς ἀρετὲς τῆς ψυχῆς μεταξύ
ὑπερβολά, τὸ δὲ ἔλλειψις. καὶ ἁ μὲν ὑπερβολὰ τὸ τους. Kαὶ εἶναι ἡ δικαιοσύνη ἕνα εἶδος σύστημα ποὺ συν-
πλέον τῶ δέοντός ἐντι, ἁ δ’ ἔλλειψις τὸ ἔλαττον. ἁ δ’ ταιριάζει ἁρμονικὰ τὰ μέρη τῆς ψυχῆς, ἡ τέλεια καὶ πα-
ἀρετὰ ἕξις τίς ἐντι τῶ δέοντος· διόπερ καὶ ἀκρότας νυπέρτατη ἀρετή. Γιατὶ ὅλα τ’ ἀγαθὰ τῆς ψυχῆς περικλεί-
καὶ μεσότας εὐθέως ἐντί· ἀκρότας μέν, διότι τῶ δέον- ονται σ’ αὐτὴν καὶ χωρὶς αὐτὴν δὲν ὑπάρχουν. Γι’ αὐτὸ ἡ
δικαιοσύνη ἔχει μεγάλη δύναμη κι’ ἀνάμεσα στοὺς θεοὺς
κι’ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους.
Γιατὶ αὐτὴ ἡ ἀρετὴ συνέχει τὴν ἁρμονία τοῦ σύμπαν-
τος καὶ τὴν κοινωνία τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων. Kι
ὀνομάζεται θέμις στοὺς οὐρανίους θεούς, δίκη στοὺς θε-
οὺς τοῦ κάτω κόσμου καὶ νόμος στοὺς ἀνθρώπους. ῞Oλ’
αὐτὰ εἶναι συμβολικὲς ἀποδείξεις ὅτι ἡ δικαιοσύνη εἶναι

5 A
᾽ νθολόγιον A´
66 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 67

τος ἔχεται, μεσότας δέ, ὅτι μεταξὺ τᾶς ὑπερβολᾶς ἀνέκαθεν ἡ πανυπέρτατη ἀρετή. A ᾽ λλὰ ἡ ἀλήθεια αὐτὴ
καὶ τᾶς ἐλλείψιός ἐντιν. οὕτως γὰρ καὶ μεσότατες διαπιστώνεται κι’ ἀλλιῶς, ἀπ’ τὰ ὀνόματα. ῞Oταν ὁ νοῦς
τυγχάνοντι καὶ ἀκρότατες· μεσότατες μέν, ὅτι ἐντὸς τῆς ψυχῆς πλανᾶται αὐτὴ ἡ κατάσταση ὀνομάζεται
τᾶς ὑπερβολᾶς καὶ τᾶς ἐλλείψιος πίπτοντι· ἀκρότα- ἀφροσύνη. ῞Oταν πλανᾶται ὁ θυμός, τότε ὀνομάζεται
τες δέ, ὅτι οὔτε προσθέσιος οὔτ’ ἀφαιρέσιος δέον- θρασύτης ἤ δειλία. Kαὶ ὅταν πλανᾶται ἡ ἐπιθυμία, ἡ κα-
ται· αὐτὰ γὰρ ἐντὶ ταῦτα ἃ δεῖ αὐτὰ ἦμεν. τάσταση αὐτὴ ὀνομάζεται ἀκολασία. Kι’ ὅταν ὁ νοῦς ση-
μειώση καθίζηση ἀφροσύνη. ῞Oταν ὅμως σημειώση ὑπερ-
68 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. βολικὴ ἔξαρση, τότε ἔχουμε πανουργία. ῞Oταν καταπέση
᾽Eπεὶ δὲ ἁ τῶ ἤθεος ἀρετὰ περὶ πάθεα, τῶν δὲ πα- ὁ θυμός, ἔχομε δειλία, κι’ ὅταν ἐξαφθῆ, ἔχομε θράσος.
θέων ἁδονὰ καὶ λύπα ὑπέρτατα, φανερὸν ὅτι οὐκ ἐν ῞Oταν ἡ ἐπιθυμία πλανηθῆ στὸ λίγο, ἔχομε φιληδονία, κι’
τ`ῶ ὑπεξελέσθαι τὰ πάθεα τᾶς ψυχᾶς, ἁδονὰν καὶ λύ- ὅταν πλανηθῆ στὸ πολύ, ἔχομε ἀκολασία. Kαὶ γενικά,
παν, ἁ ἀρετὰ πέπτωκεν, ἀλλ’ ἐν τ`ῶ ταῦτα συναρμό- ὅταν δὲν γίνεται ἡ συναρμογὴ ὅλων τῶν στοιχείων τῆς
ζεσθαι. οὐδὲ γὰρ ὑγίεια, εὐκρασία τις ἔασα τῶν τῶ ψυχῆς σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ἔχομε
σώματος δυνάμεων, ἐν τ`ῶ ὑπεξελέσθαι τὸ ψυχρὸν τὴν κακία. Aὐτὴ ἡ κακία, ἄν δὲν προκαλεῖται ἀπὸ μιὰ συ-
καὶ τὸ θερμὸν καὶ τὸ ὑγρὸν καὶ τὸ ξηρόν, πέπτωκεν, γκεκριμένη αἰτία, ὀνομάζεται ἀβελτηρία. ῞Oταν γίνεται
ἀλλ’ ἐν τ`ῶ ταῦτα συγκερασθῆμεν· ἔντι γὰρ οἷον συμ- ἀπὸ φόβο, ὀνομάζεται δειλία, ὅταν γίνεται ἀπὸ ἡδονή,
μετρία τις τούτων· οὐδ’ ἐν τDᾶ μωσικDᾶ ἐν τ`ῶ ὑπεξελέ- ὀνομάζεται ἀκολασία, ὅταν γίνεται γιὰ κέρδος, ὀνομάζε-
σθαι τὸ ὀξὺ καὶ τὸ βαρὺ τὸ σύμφωνον πέπτωκεν, ται ἀδικία. ῾H ἁρμονία τῶν μερῶν τῆς ψυχῆς σύμφωνα μὲ
ἀλλ’ ἐν τ`ῶ ταῦτά πως συναρμόξασθαι. συναρμοσμέ- τὶς ἐπιταγὲς τοῦ ὀρθοῦ λόγου, ὅταν γίνεται μὲ σκοπὸ τὴ
νων [γὰρ] τῶ ὀξέος καὶ τῶ βαρέος τὸ μὲν σύμφωνον σπουδὴ καὶ τὴν κρίση, ὀνομάζεται φρόνηση. ῞Oταν γίνε-
ἐναπολαμβάνεται, τὸ δὲ διάφωνον ἐκκρούεται· συν- ται γιὰ νὰ ἀντιμετωπίση τὶς ἡδονές ὀνομάζεται σωφροσύ-
αρμοσμένων δὲ καὶ τῶ θερμῶ καὶ τῶ ψυχρῶ καὶ τῶ νη. ῞Oταν πάλι γίνεται γιὰ νὰ ἀποτρέψη τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸ
ὑγρῶ καὶ τῶ ξηρῶ ἁ μὲν ὑγίεια γίνεται, ἁ δὲ νόσος κέρδος καὶ τὴ βλάβη τοῦ πλησίον, τότε ὀνομάζεται δικαι-
ἀπόλλυται· συναρμοσμένων δὲ καὶ τῶ θυμῶ καὶ τᾶς οσύνη. ῾H ἰσορροπία τῶν μερῶν τῆς ψυχῆς σύμφωνα μὲ
ἐπιθυμίας αἱ μὲν κακίαι καὶ τὰ πάθεα ἐξαιρέονται, τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ ἡ παραβίαση τοῦ δέ-
ταὶ δ’ ἀρεταὶ καὶ τὰ ἤθεα ἐγγίνονται. ἰδιαίτατον δὲ οντος παρὰ τὸν ὀρθὸ λόγο εἶναι στοχασμὸς καὶ ἡ παρα-
τᾶς τῶ ἤθεος ἀρετᾶς ἁ προαίρεσις ἁ ἐν τοῖς καλοῖς. βίαση τοῦ μὴ δέοντος εἶναι ἐπίπτωση. Tὸ δέον εἶναι αὐτὸ
λόγ`ω γὰρ καὶ δυνάμει συγχρέεσθαι δυνατὸν καὶ ἄνευ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι. Kαὶ δὲν χρειάζεται οὔτε ἀφαίρεση,
ἀρετᾶς, προαιρέσει δὲ οὐ δυνατόν· τὸ γὰρ ἀξίωμα τῶ οὔτε πρόσθεση. Γιατὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι. Tοῦ
ἤθεος ἁ προαίρεσις σαμαίνει. διὸ καὶ μετὰ βίας μὲν μὴ δέοντος ὑπάρχουν δύο εἴδη, τὸ ἕνα εἶναι ἡ ὑπερβολὴ
ἐπικρατέων ὁ λογισμὸς θυμῶ καὶ ἐπιθυμίας ἐγκρά- καὶ τὸ ἄλλο ἡ ἔλλειψη. Kαὶ ἡ ὑπερβολὴ εἶναι τὸ περισσό-
τερο τοῦ δέοντος, ἡ ἔλλειψη εἶναι τὸ λιγώτερο τοῦ δέον-
τος. ᾽Eνῶ ἡ ἀρετὴ εἶναι μιὰ κατοχὴ τοῦ δέοντος. Γι’ αὐτὸ
ἀκριβῶς εἶναι εὐθέως καὶ ἀκρότης καὶ μεσότης. A᾽ κρότης
68 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 69

τειαν καὶ καρτερίαν ἐμποιεῖ, μετὰ βίας δὲ πάλιν εἶναι γιατὶ συνδέεται μὲ τὸ δέον, καὶ μεσότης γιατὶ βρί-
ἐκβιασθεὶς αὐτὸς ὑπὸ τῶ ἀλόγω ἀκρασίαν καὶ μαλα- σκεται ἀνάμεσα στὴν ὑπερβολὴ καὶ τὴν ἔλλειψη. ῎Eτσι
κίαν. ταὶ δὲ τοιαῦται διαθέσιες τᾶς ψυχᾶς ἡμιτελέες συμβαίνει νὰ εἶναι καὶ μεσότητες καὶ ἀκρότητες. Mεσότη-
μὲν ἀρεταί, ἡμιτελέες δὲ κακίαι τυγχάνοντι. ὁ μὲν τες, γιατί πέφτουν ἀνάμεσα στὴν ὑπερβολὴ καὶ τὴν ἔλλει-
γὰρ λογισμὸς ὑγιαίνει, τὰ δ’ ἄλογα μέρεα τᾶς ψυχᾶς ψη. A᾽ κρότητες, γιατὶ δὲν χρειάζονται οὔτε πρόσθεση
νοσεῖ. καὶ καθὸ μὲν ἄρχεται καὶ ἄγεται ὁ θυμὸς καὶ οὔτε ἀφαίρεση. Aὐτὰ λοιπὸν εἶναι αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ
ἁ ἐπιθυμία ὑπὸ τῶ λόγον ἔχοντος μέρεος τᾶς ψυχᾶς, πρέπει νὰ εἶναι.
ἁ ἐγκράτεια καὶ ἁ καρτερία ἀρεταὶ τυγχάνοντι, καθὸ
δὲ μετὰ βίας ἀλλ’ οὐχ ἑκουσίως τοῦτο πράσσοντι, 68. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
κακίαι τυγχάνοντι. δεῖ γὰρ τὰν ἀρετὰν μὴ μετὰ λύ- A
᾽ φοῦ ἡ ἀρετὴ τοῦ ἤθους ἔχη ὀργανικὴ σχέση μὲ τὰ
πας ἀλλὰ μεθ’ ἁδονᾶς τὰ δέοντα πράσσεν. πάλιν δὲ πάθη, καὶ ἀπ’ τὰ πάθη ὑπέρτατα εἶναι ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ λύ-
καθὸ μὲν ἐπικρατεῖ ὁ θυμὸς καὶ ἁ ἐπιθυμία τῶ λογι- πη, εἶναι φανερό, ὅτι ἡ ἀρετὴ βρίσκεται ὄχι στὴν ἐκρίζω-
σμῶ, μαλακίαν καὶ ἀκρασίαν ἐπιφέροντα, κακίαι ση τῶν παθῶν τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ στὴν ἁρμονική τους ἐξι-
τινὲς τυγχάνοντι· καθὸ δὲ μετὰ λύπας χαρίζονται σορρόπηση. Γιατὶ οὔτε ἡ ὑγεία, ποὺ εἶναι ἕνας ἁρμονικὸς
τοῖς πάθεσιν, εἰδότες ὅτι ἀμβλακίσκοντι τ`ῶ ὑγιὲς συγκερασμὸς τῶν δυνάμεων τοῦ σώματος, βρίσκεται στὴν
ἦμεν τὸ ὄμμα τᾶς ψυχᾶς, ταύτDα δὲ οὐ κακίαι. πάλιν ἀφαίρεση τοῦ ψυχροῦ καὶ τοῦ θερμοῦ, τοῦ ὑγροῦ καὶ τοῦ
ὦν αὐτό γε τοῦτο φανερόν, ὅτι ἑκουσίως δεῖ τὰν ξηροῦ, ἀλλὰ στὸν συγκερασμό τους. Γιατὶ εἶναι (ἡ ὑγεία)
ἀρετὰν τὰ δέοντα πράσσεν, τὸ μὲν ἀκούσιον οὐκ μιὰ συμμετρία ὅλων αὐτῶν. Kαὶ στὴ μουσικὴ ἡ ἁρμονία
ἄνευ λύπας καὶ φόβω, τὸ δὲ ἑκούσιον οὐκ ἄνευ τῶν ἤχων δὲν βρίσκεται στὴν ἐξαίρεση τοῦ ὑψηλοῦ (ὀξέ-
ἁδονᾶς καὶ φιλοφροσύνας. ἅμα δὲ καὶ ὁ λόγος ὁ τᾶς ος) καὶ τοῦ χαμηλοῦ (βαρέος) τόνου, ἀλλὰ στὴν κατάλλη-
διαιρέσιος ἐμπεδοῖ καὶ παρίητι ταῦθ’ οὕτως ἔχεν. ἁ λη σύζευξή τους. Γιατὶ ὅταν συνταιριάζουν ὁ ὀξὺς καὶ ὁ
μὲν γὰρ γνῶσις καὶ ἁ ὅρασις τῶν πραγμάτων τῶ λό- βαρὺς τόνος προέρχεται ἡ συμφωνία καὶ ἡ παραφωνία
γον ἔχοντος μέρεος ἐντὶ τᾶς ψυχᾶς, ἁ δὲ δύναμις τῶ ἀποκλείεται. ᾽Eπίσης ὅταν εἶναι συνταιριασμένα τὸ θερμὸ
ἀλόγω. τὸ γὰρ ἀντέχεν μὴ δύνασθαι τοῖς πόνοις, ἐπι- καὶ τὸ ψυχρό καὶ τὸ ὑγρὸ καὶ τὸ ξηρὸ, τότε ἔχομε ὑγεία
κρατὲν δὲ τᾶν ἁδονᾶν, οἰκεῖόν ἐντι τῶ ἀλόγω μέρεος κι’ ἡ νόσος ἐξαφανίζεται. ῎Eτσι λοιπὸν καὶ στὴν ψυχή,
τᾶς ψυχᾶς. ἁ δὲ προαίρεσις ἐν ἀμφοτέροις αὐτοῖς γί- ὅταν συνταιριάζωνται τὸ συναίσθημα κι’ ἡ ἐπιθυμία, οἱ
νεται, καὶ τ`ῶ λόγον ἔχοντι μέρει τᾶς ψυχᾶς καὶ τ`ῶ κακίες καὶ τὰ πάθη ἐξαλείφονται καὶ γεννιοῦνται οἱ
ἀλόγ`ω· σύγκειται γὰρ ἐκ διανοίας καὶ ὀρέξιος, ὧν ἁ ἀρετὲς καὶ τὰ καλὰ ἤθη. Kυριώτερη ἰδιότητα τῆς ἀρετῆς
μὲν διάνοια τῶ λόγον ἔχοντός ἐντι, ἁ δ’ ὄρεξις τῶ τοῦ ἤθους εἶναι ἡ προαίρεση τοῦ καλοῦ. Γιατὶ τὸν λόγο
ἀλόγω. διὸ καὶ ἀρετὰ πᾶσα ἐν συναρμογDᾶ γίνεται καὶ τὴ δύναμη μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ μεταχειρίζεται καὶ
τῶν μερέων τᾶς ψυχᾶς, καὶ τὸ ἑκούσιον δὲ καὶ τὸ χωρὶς τὴν ἀρετή, τὴν προαίρεση ὅμως εἶναι ἀδύνατο.
προαιρετὸν πάντως ἐν τDᾶ ἀρετDᾶ. Γιατὶ ἡ προαίρεση φανερώνει τὴν ποιότητα τοῦ ἤθους. Γι’
αὐτὸ καὶ ὅταν ὁ λογισμός μὲ τὴ βία κυριαρχεῖ στὸ συναί-
σθημα καὶ τὴν ἐπιθυμία, δημιουργεῖ τὴν ἐγκράτεια καὶ
70 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 71

69 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. τὴν καρτερία. ῞Oταν πάλι ὁ λογισμὸς ἐκβιασθῆ ἀπὸ τὸ


Kαθόλω μὲν ὦν ἀρετὰ συναρμογά τις ἐντὶ τῶν ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς, τότε προκύπτει ἡ ἀκολασία καὶ ἡ
ἀλόγων μερέων τᾶς ψυχᾶς ποτὶ τὸ λόγον ἔχον. γίνεται μαλθακότητα. Aὐτὲς λοιπὸν οἱ διαθέσεις τῆς ψυχῆς εἶναι
δὲ αὐτὰ τ`ῶ κατὰ τὰν ἁδονὰν καὶ τὰν λύπαν ὅρον ἡμιτελεῖς ἀρετὲς καὶ ἡμιτελεῖς κακίες. Γιατὶ ὑγιαίνει βέ-
ἐπιδέξασθαι τὸν τῶ δέοντος. οὐδὲν γὰρ ἅτερον ἀλα- βαια ὁ λογισμός, νοσοῦν ὅμως τὰ ἄλογα μέρη τῆς ψυχῆς.
θινὰ ἀρετὰ εἰ μὴ ἕξις τῶ δέοντος· αὐτὸ δὲ τὸ δέον Kαὶ ὅσο τὸ συναίσθημα καὶ ἡ ἐπιθυμία κυβερνᾶται καὶ
ἐντὶ ὅπερ δεῖ ἦμεν, τὸ δὲ μὴ δέον ὅπερ οὐ δεῖ ἦμεν. καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ λογικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, προκύ-
τῶ δὲ μὴ δέοντος εἴδεε δύο, τὸ μὲν ὑπερβολὰ τὸ δ’ πτουν οἱ ἀρετές, ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ καρτερία. ῞Oταν ὅμως
ἔλλειψις. καὶ ὑπερβολὰ μὲν ἐντὶ τὸ πλέον τῶ δέον- αὐτὸ γίνεται μὲ τὴ βία καὶ ὄχι ἑκούσια, τότε προκύπτουν
τος, ἔλλειψις δὲ τὸ ἔλαττον τῶ δέοντος. τὸ δὲ δέον κακίες. Γιατὶ πρέπει ἡ ἀρετὴ νὰ πράττη τὰ δέοντα ὄχι μὲ
αὐτὸ ἐὸν ὅπερ δεῖ ἦμεν καὶ ἄκρον ἂν ὑπάρχοι καὶ λύπη ἀλλὰ μὲ εὐχαρίστηση. Στὸ βαθμὸ πάλι ποὺ τὸ συ-
μέσον· ἄκρον μὲν ὅτι οὔτ’ ἀφαιρέσιος οὔτε προσθέ- ναίσθημα κι’ ἡ ἐπιθυμία ὑπερισχύουν τοῦ λογισμοῦ, προ-
σιος δέεται, μέσον δὲ ὅτι μεταξύ ἐντι τᾶς ὑπερβολᾶς καλοῦν μαλθακότητα καὶ ἀκολασία καὶ προκύπτουν με-
καὶ τᾶς ἐλλείψιος. ἔχει δὲ τὸ δέον καὶ [τὸ] μὴ δέον ρικὲς κακίες. Kι’ ἐφ’ ὄσον ὑποχωροῦν στὰ πάθη μὲ λύπη,
πρὸς ἄλλαλα οὕτως ὥσπερ τὸ ἴσον καὶ τὸ ἄνισον, ἔχοντας ἐπίγνωση ὅτι ἁμαρτὰνουν γιατὶ εἶναι ὑγιὲς τὸ μάτι
καὶ τὸ τεταγμένον καὶ τὸ ἄτακτον, ταῦτα δ’ ἐντὶν τῆς ψυχῆς, σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση δὲν ἔχομε κακίες. Πά-
ἀμφότερα τὸ πεπερασμένον καὶ τὸ ἄπειρον, καὶ διὰ λι λοιπὸν εἶναι φανερὸ καὶ τοῦτο, ὅτι ἡ ἀρετὴ πρέπει
τοῦτο τῶ ἀνίσω τὰ μέρεα λέγεται ποτὶ τὸ μέσον, ἀλλ’ ἑκουσίως νὰ πράττη τὰ δέοντα, γιατὶ τὸ ἀκούσιο συνο-
οὐ ποτ’ ἄλλαλα. ἀμβλεῖά τε γὰρ ὀνομάζεται γωνία ἁ δεύεται πάντα ἀπ’ τὴ λύπη καὶ τὸ φόβο, ἐνῶ τὸ ἑκούσιο
μέζων ὀρθᾶς, ὀξεῖα δὲ ἁ μείων ὀρθᾶς, καὶ μέζων μὲν δέν νοεῖται χωρὶς τὴν εὐχαρίστηση καὶ τὴ φιλοφροσύνη.
εὐθεῖα ἁ ὑπερέχουσα τὰν ἐκ τῶ κέντρω· καὶ μακρο- Kαὶ ὁ λόγος τῆς διαιρέσεως ἐπιβεβαιώνει αὐτὰ καὶ ἐπι-
τέρα μὲν ἁμέρα ἰσημερινᾶς. καὶ ταὶ νόσοι δὲ γίνονται τρέπει νὰ ἔχουν ἔτσι τά πράγματα. Γιατὶ ἡ γνώση καὶ ἡ
τῶ σώματος διὰ τὸ θερμότερον ἢ κρυμωδέστερον γί- ὅραση τῶν πραγμάτων εἶναι στοιχεῖα τοῦ ἐλλόγου μέρους
νεσθαι τὸ σῶμα. τὸ μὲν γὰρ θερμότερόν ἐντι τὸ πλέ- τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ δύναμη εἶναι τοῦ ἀλόγου. Γιατὶ τὸ νὰ μὴ
ον τῶ μετρίω, τὸ δὲ κρυμωδέστερον ἔλασσον τούτω. μπορῆς νά ὑπομένης τοὺς μόχθους, ἀλλὰ νὰ ἐξουσιάζης
ἔχει δέ γε καὶ ἁ ψυχὰ καὶ ἁ περὶ αὐτὰν διάθεσις τὰν τὶς ἡδονές, τοῦτο εἶναι ἔργο τοῦ ἄλογου μέρους τῆς ψυχῆς.
ἀναλογίαν ταύταν. ἁ μὲν γὰρ θρασύτας ἐντὶ ὑπερ- Kαὶ ἡ προαίρεση ἐνυπάρχει καὶ στὰ δύο αὐτά, δηλαδὴ
βολὰ τῶ δέοντος ἐν ὑποστάσει δεινῶν, ἁ δὲ δειλότας καὶ στὸ ἔλλογο μέρος τῆς ψυχῆς καὶ στὸ ἄλογο. Γιατὶ συ-
ἔλλειψις τῶ αὐτῶ. καὶ ἁ μὲν ἀσωτία ὑπερβολὰ τῶ δέ- στατικὰ της εἶναι καὶ ἡ διάνοια (ὁ λογισμὸς, ἡ σκέψη) καὶ
ἡ ὄρεξη (ἡ ἐπιθυμία) καὶ ἡ διάνοια εἶναι λειτουργία τοῦ
λογικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, ἐνῶ ἡ ὄρεξη τοῦ ἀλόγου. Γι’
αὐτὸ λοιπὸν κάθε ἀρετὴ βρίσκεται στὴν ἁρμονικὴ σύζευ-
ξη τῶν μερῶν τῆς ψυχῆς καὶ τὸ ἑκούσιο καὶ αὐτοπροαίρε-
το εἶναι σὲ κάθε περίπτωση στοιχεῖα τῆς ἀρετῆς.
72 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 73

οντος ἐν δαπάνDα χρημάτων, ἁ δ’ ἀνελευθερία ἔλλει- 69. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:


ψις τῶ αὐτῶ. καὶ ἁ μὲν ὀργὰ ἐντὶ ὑπερβολὰ τῶ δέον- Γενικὰ λοιπὸν ἡ ἀρετὴ εἶναι ἡ ἁρμονικὴ σύζευξη τῶν
τος ἐν ὁρμDᾶ θυμῶ, ἁ δ’ ἀναλγησία ἔλλειψις τούτω. ὁ ἀλόγων μερῶν τῆς ψυχῆς μὲ τὸ λογικὸ. Kαὶ συντελεῖται
δ’ αὐτὸς λόγος καὶ ἐπὶ τᾶν ἄλλων διαθεσίων τᾶν αὐτὴ ἡ σύζευξη μὲ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ ὅρου τοῦ δέοντος
ἀντικειμένων. δεῖ δ’ ἕξιν τῶ δέοντος ὑπάρχοισαν τὰν κατὰ τὴν ἡδονὴ καὶ τὴ λύπη. Γιατὶ ἡ ἀληθινὴ ἀρετὴ δὲν
ἀρετὰν καὶ μεσότατα τῶν παθέων μήτ’ ἀπαθέα μήτ’ εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ ἡ ἕξη τοῦ δέοντος. Kι’ αὐτὸ τὸ
ἐμπαθέα ἦμεν. ἁ μὲν γὰρ ἀπάθεια ἀπαρόρματον καὶ δέον εἶναι αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι, καὶ τὸ μὴ δέον εἶναι
ἀνενθουσίαστον παρέχεται τὰν ψυχὰν ποτὶ τὸ κα- αὐτὸ ποὺ δὲν πρέπει νὰ εἶναι. Δυὸ εἶναι τὰ εἴδη τοῦ «μὴ
λόν, ἁ δ’ ἐμπάθεια συντεταραγμένον καὶ ἀνεπιλόγι- δέοντος», τὸ ἕνα εἶναι ἡ ὑπερβολὴ καὶ τὸ ἄλλο ἡ ἔλλειψη.
στον. δεῖ ὦν τὸ πάθος οὕτω παρεμφαίνεσθαι ἐν τDᾶ Kαὶ ἡ ὑπερβολὴ εἶναι τὸ περισσότερο τοῦ δέοντος, ἡ
ἀρετDᾶ, ὥσπερ καὶ τὰν σκιὰν καὶ τὰ λαμπρὰ ἐπὶ τᾶς ἔλλειψη εἶναι τὸ ὀλιγώτερο τοῦ δέοντος. Kαὶ τὸ δέον ποὺ
γραφᾶς· τὸ γὰρ ἔμψυχον καὶ τὸ ἁπαλὸν καὶ τὸ μεμι- εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ πρέπει νὰ εἶναι, μπορεῖ νὰ βρί-
μαμένον τὰν ἀλάθειαν σὺν τDᾶ χρηστότατι τῶν χρω- σκεται καὶ στὸ ἄκρο καὶ στὸ μέσο. Kαὶ βρίσκεται στὸ
μάτων μάλιστα γίνεται διὰ τούτων. ἔμψυχα δὲ ἐκ ἄκρο, γιατὶ δὲν χρειάζεται οὔτε πρόσθεση οὔτε ἀφαίρε-
παρορμάσιος καὶ ἐνθουσιασμῶ ἀρετᾶς τᾶς κατὰ φύ- ση, στὸ μέσο πάλι βρίσκεται, γιατὶ εἶναι μεταξὺ τῆς ὑπερ-
σιν τὰ πάθεα τᾶς ψυχᾶς. γίνεται γὰρ ἐκ τῶν παθέων βολῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως. Tὸ δέον καὶ τὸ μὴ δέον ἔχουν
ἁ ἀρετὰ, καὶ γεναθεῖσα πάλιν συναύξεται τούτοις, μεταξὺ τους τὴν ἴδια σχέση ποὺ ἔχει τὸ ἴσο μὲ τὸ ἄνισο,
ὥσπερ καὶ τὸ καλῶς ἁρμοσμένον ἐκ τῶ ὀξέος καὶ βα- τὸ συντεταγμένο μὲ τὸ ἄτακτο, καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ εἶναι τὸ
ρέος, καὶ τὸ εὔκρατον ἐκ τῶ θερμῶ καὶ ψυχρῶ, καὶ πεπερασμένο καὶ τὸ ἄπειρο. Kαὶ γι’ αὐτὸ τὰ μέρη τοῦ
τὸ ἰσόρροπον ἐκ τῶ βαρέος καὶ κούφω. οὐκ ἀφελὲν ἀνίσου ἔχουν ἕνα λόγο πρὸς τὸ μέσο καὶ ὄχι μεταξύ τους.
ὦν δεῖ τὰ πάθεα τᾶς ψυχᾶς, οὐδὲ γὰρ ὠφέλιμον, A
᾽ μβλεῖα γωνία ἐπὶ παραδείγματι ὀνομάζεται ἡ γωνία ποὺ
ἀλλὰ συναρμόσασθαι ποτὶ τὸ λόγον ἔχον τῶ δέοντος εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ὀρθή, ὀξεῖα ὀνομάζεται αὐτὴ
καὶ τῶ μετρίω. ποὺ εἶναι μικρότερη ἀπ’ τὴν ὀρθή. Kαὶ μεγαλύτερη εἶναι
ἡ εὐθεῖα ποὺ ὑπερέχει τῶν ἄλλων ποὺ σύρονται ἀπ’ τὸ
70 ᾽A ρ χ ύ τ α Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ ἐ κ τ ο ῦ κέντρο. Kαὶ μακρότερη μέρα εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπ’ τὴ
π ε ρ ὶ π α ι δ ε ύ σ ε ω ς ἠ θ ι κ ῆ ς. μέρα τῆς ἰσημερίας. Kι οἱ ἀρρώστιες τοῦ σώματος ὑπάρ-
Φαμὶ τὰν ἀρετὰν ἦμεν ποττὸ μὴ κακοδαιμονεῖν χουν, ὅταν τὸ σῶμα γίνεται θερμότερο ἤ ψυχρότερο τοῦ
ἱκανάν, τὰν δὲ κακίαν ποττὸ μὴ εὐδαιμονεῖν, αἴκα δέοντος. Tὸ θερμότερο εἶναι τὸ περισσότερο τοῦ κανονι-
τὰς ἕξιας αὐτὰς κρίνωμες. αἰεὶ μὲν γὰρ κακοδαιμο- κοῦ (τοῦ μετρίου) καὶ τὸ ψυχρότερο εἶναι τὸ λιγώτερο
νεῖν ἀνάγκα τὸν κακόν, αἴτε ἔχDη ὕλαν (κακῶς τε γὰρ ἀπ’ αὐτὸ. Tὶς ἴδιες ἀναλογίες συναντᾶμε καὶ στὴν ψυχὴ
αὐτDᾶ χρέεται) αἴτε σπανίζDη· ὡς καὶ τὸν τυφλόν, αἴτε καὶ τὴ διάθεσή της. ῾H θρασύτης ἐπὶ παραδείγματι εἶναι
μιὰ ὑπερβολὴ τοῦ δέοντος στὴν ἀντιμετώπιση τῶν δεινῶν
ἐνῶ ἡ δειλία εἶναι ἔλλειψη τοῦ δέοντος στὴν ἴδια περί-
πτωση. ῾H ἀσωτεία πάλι εἶναι ὑπερβολὴ τοῦ δέοντος στὴ
74 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 75

φῶς ἔχDη καὶ λαμπρότατα ὁρατάν, αἴτε ἐν σκότει δια- δαπάνη χρημάτων, ἡ τσιγγουνιὰ εἶναι ἔλλειψη τοῦ ἴδιου.
τελDῆ· οὐκ αἰεὶ δὲ εὐδαιμονεῖν τὸν ἀγαθόν, οὐ γὰρ ἁ Kαὶ ἡ ὀργὴ εἶναι ὑπερβολὴ τοῦ δέοντος στὴν ὁρμὴ τοῦ
κτᾶσις τᾶς ἀρετᾶς εὐδαιμονία ἦς, ἀλλ’ ἁ χρᾶσις. καὶ συναισθήματος, ἐνῶ ἀναλγησία εἶναι ἔλλειψη αὐτοῦ. ῾H
γὰρ ὁ ἔχων τὰν ὄψιν οὐχ ὁρDᾶ αἰεί· αἰ γὰρ μὴ ἔχDη ἴδια ἀναλογία ὑπάρχει καὶ στὶς ἄλλες διαθέσεις τῶν
φῶς, οὐκ ὄψεται. δύο δ’ ὁδοὶ τέμνονται ἐν βί`ω, ἃ μὲν πραγμάτων. Πρέπει λοιπὸν ἡ ἀρετὴ ποὺ εἶναι «ἕξις τοῦ
σκυθρωποτέρα, τὰν ὁ τλάμων ἐβάδιζεν ᾽Oδυσσεύς, ἃ δέοντος» νὰ εἶναι καὶ ἡ μεσότης τῶν παθῶν, νὰ μὴν εἶναι
δὲ εὐδιεινοτέρα, τὰν ἐπορεύετο Nέστωρ. τὰν ὦν ἀρε- οὔτε χωρὶς πάθη οὔτε μὲ ἔντονα πάθη. Γιατὶ ἡ τελεία
τάν φαμι δήλεσθαι μὲν ταύταν, δύνασθαι δὲ καὶ τή- ἔλλειψη πάθους καταντάει τὴν ψυχὴ χωρὶς παρόρμηση
ναν. ἀλλὰ τὰν εὐδαιμονίαν καρύσσει ἁ φύσις βίον καὶ ἐνθουσιασμὸ πρὸς τὸ καλό, ἐνῶ ἡ ὕπαρξη ἐντόνων
εὐκταῖον καὶ εὐσταθέα, διὰ τὸ γνώμας τελεσθῆμεν· παθῶν τὴν κάνει ἀνάστατη καὶ ἀπερίσκεπτη. Πρέπει
ὥστε ἃ μὴ δηλῆταί τις παριόντα, οὐκ εὐδαίμων μέν, λοιπὸν τὸ πάθος νὰ συνακολουθῆ τὴν ἀρετὴ, ὅπως οἱ
οὐ μὰν πάντDα κακοδαίμων. φωτοσκιάσεις στὴ ζωγραφική. Γιατὶ ἡ ζωντάνια καὶ ἡ
ἁπαλότητα καὶ ἡ ἀπομίμηση τοῦ φυσικοῦ ἐπιτυγχάνεται
71 ᾽E ν τ α υ τ yῶ. κατ’ ἐξοχὴν μὲ τὶς φωτοσκιάσεις μαζί μὲ τὸν εὔστοχο συν-
Mὴ ὦν ἄνοσον καὶ ἀνάλγητον τολμῶντι τὸν ἀγαθὸν δυασμὸ τῶν χρωμάτων. Kαὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς εἶναι κάτι
εἰπέν, μηδὲ ἄλυπον θρασυνεέσθωσαν λέγεν· ὡς γὰρ τὸ ζωντανὸ καὶ ἐνυπάρχουν στὴν παρόρμηση καὶ τὸν
σώματι ἀλγεινά τινα ἀπολείπομεν, οὕτω καὶ ψυχαῖς ἐνθουσιασμὸ τῆς φυσικῆς ἀρετῆς. Γιατὶ ἡ ἀρετὴ εἶναι
ἐπώδυνα. ἀλλὰ ταὶ μὲν ἀφρόνων λῦπαι ἀλόγιστοι συμφυὴς μὲ τὰ πάθη καὶ ὅταν γεννιέται ἀναπτύσσεται
πέλονται, ταὶ δὲ φρονίμων ἐς ὅσον κα λόγος ἐπιτρέ- μαζί μὲ αὐτά, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ὡραία ἁρμονία παράγεται
ποι ὁρίδδων τὰ πράγματα. ἀλλὰ μὰν καὶ τὸ καύχαμα ἀπ’ τὸν ὀξὺ καὶ τὸν βαρὺν ἦχο καὶ τὸ εὔκρατο ἀπ’ τὸ θερ-
αὐτῶν τᾶς ἀπαθείας ἐκλύει τᾶς ἀρετᾶς τὸ γενναῖον, μὸ καὶ τὸ ψυχρὸ καὶ τὸ ἰσόρροπο ἀπ’ τὸ βαρὺ καὶ τὸ ἐλα-
αἴκα ἐν ἀδιαφόροις καὶ μὴ κακοῖς θανάτ`ω τε καὶ φρό. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ ἀφαιρέσωμε τὰ πάθη τῆς
ἀλγηδόνι καὶ πενίDα ἀντιβεβάκDη. εὐκαταγώνιστα γὰρ ψυχῆς καὶ δέν εἶναι καθόλου ὠφέλιμο, ἀλλὰ νὰ τὰ ἐναρ-
τὰ μὴ κακά. ἀσκητέον ὦν ποττὰν μετριοπαθίαν μονίσωμε πρὸς τὸ λογικὸ σύφωνα μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ
ἰέμεν, ὡς τό τε ἀνάλγητον εἰς ἶσον τ`ῶ ἐμπαθεῖ φεύ- δέοντος καὶ τοῦ μετρίου.
γωμες, μηδὲ μέζον φύσιος τᾶς ἁμετέρας φθεγγώμεθα.
70. ᾽A ρ χ ύ τ α Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ
ἀ π ὸ τ ὸ π ε ρ ὶ ἠ θ ι κ ῆ ς ἐ κ π α ι δ ε ύ σ ε ω ς:
῾Yποστηρίζω λοιπόν, ὅτι ἡ ἀρετὴ εἶναι ἱκανὴ γιὰ νὰ
ὁδηγῆ πρὸς τὴν μὴ ὕπαρξη δυστυχίας, ἠ δὲ κακία εἶναι
ἱκανὴ γιὰ νὰ φέρνη πρὸς τὴν μὴ ὕπαρξη εὐδαιμονίας, ἄν
κρίνωμε αὐτὲς τὶς καταστάσεις. ῾O κακὸς εἶναι ἀναπότρε-
πτο νὰ κακοδαιμονῆ πάντα, εἴτε ἔχει τὰ ὑλικὰ μέσα (γιατὶ
τὰ διαχειρίζεται ἄσχημα), εἴτε δὲν τὰ ἔχει. ῞Oπως καὶ ὁ
76 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 77

72 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ π ε ρ ὶ ἀ ν δ ρ ὸ ς ἀ γ α θ ο ῦ τυφλὸς εἶναι τὸ ἴδιο, εἴτε ὑπάρχει ἐμπρός του φῶς καὶ


κ α ὶ ε ὐ δ α ί μ ο ν ο ς. λαμπρότητα ὁρατὴ, εἴτε ὑπάρχει μαῦρο σκοτάδι. A ᾽ λλὰ
Πρῶτον μὲν ὦν χρὴ τοῦτο γινώσκεν, ὅτι ὁ μὲν κι’ ὁ ἀγαθὸς δὲν συμβαίνει νὰ εἶναι πάντα εὐδαίμων. Γιατὶ
ἀγαθὸς ἀνὴρ οὐκ εὐθέως εὐδαίμων ἐξ ἀνάγκας ἐστίν, εὐδαιμονία δὲν εἶναι ἡ κτήση τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ ἡ χρήση
ὁ δὲ εὐδαίμων καὶ ἀγαθὸς ἀνήρ ἐστιν. ὁ μὲν γὰρ της. Γιατὶ κι’ αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸ φῶς δὲν βλέπει πάντοτε.
εὐδαίμων ἐξ ἐπαινετῶ καὶ μακαριστῶ γίνεται, ὁ δὲ Γιατὶ ὅταν δὲν ὑπάρχει φῶς δὲν θὰ ἰδῆ κι’ αὐτός. Δυὸ
ἀγαθὸς ἀνὴρ ἐξ ἐπαινετῶ μόνον. γίνεται δὲ ὁ μὲν δρόμοι λοιπὸν χαράζονται στὴ ζωή, ὁ ἕνας μὲ κάπως ὄχι
ἔπαινος ἐπ’ ἀρετDᾶ, ὁ δὲ μακαρισμὸς ἐπ’ εὐτυχίDα. καὶ πολλὴ ξαστεριά, αὐτὸς τὸν ὁποῖο βάδισε ὁ ταλαίπωρος
ὁ μὲν ἀγαθὸς ἀνὴρ ἐπὶ τοῖς παρ’ ἀρετᾶς ἀγαθοῖς γί- ᾽Oδυσσεύς, κι’ ὁ ἄλλος πιὸ ξάστερος, ποὺ τὸν ἀκολούθη-
νεται τοιοῦτος, ὁ δ’ εὐδαίμων καὶ ἐπὶ τοῖς διὰ τύχαν· σε ὁ Nέστωρ. ῾Yποστηρίζω λοιπόν, ὅτι ἡ ἀρετὴ ἐπιθυμεῖ
καὶ ὁ μὲν ἀγαθὸς ἀνὴρ ἀναφαίρετον ἔχει τὰν ἀρετάν, αὐτὸν τὸ δρόμο, μπορεῖ ὅμως νὰ ὑπομείνη καὶ τὸν ἄλλον.
ὁ δ’ εὐδαίμων ἐστὶν ὅκ’ ἀφαιρέεται τὰν εὐδαιμοσύ- A
᾽ λλὰ τὴν εὐδαιμονία τὴ διαλαλεῖ ἡ φύση ὡς βίον ἐπιθυ-
ναν. τᾶς μὲν γὰρ ἀρετᾶς ἀνυπεύθυνος ἁ δύναμις, τᾶς μητὸν καὶ σταθερόν, ποὺ τὸν ἐπιτυγχάνουμε μὲ τὴ γνώση.
δ’ εὐδαιμοσύνας εὐθυνομένα. νόσοι τε γὰρ μακραὶ ῞Ωστε γιὰ ὅσα δὲν ἐπιθυμεῖ κανεὶς νὰ τοῦ παρουσια-
σώματος καὶ πηρώσιες αἰσθαταρίων ἀπομαραίνοντι στοῦν δὲν εἶναι βέβαια εὐτυχής, ἀλλὰ δὲν εἶναι καὶ τελεί-
τὰν εὐθάλειαν τᾶς εὐδαιμοσύνας. ως δυστυχής.

73 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. 71. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
Διαφέρει δὲ θεὸς ἀνθρώπω ἀγαθῶ, ὅτι θεὸς μὲν ῎Aς μὴν τολμοῦν λοιπὸν νὰ ὀνομάσουν τὸν ἀγαθὸ
οὐ μόνον εἰλικρινῆ καὶ διυλισμέναν ἔχει τὰν ἀρετὰν ἄτρωτον ἀπὸ νόσο καὶ ἀνάλγητον, μήτε νά λάβουν τὸ
ἀπὸ παντὸς τῶ θνατῶ πάθεος, ἀλλὰ καὶ τὰν δύναμιν θάρρος καὶ νὰ τὸν ποῦνε ἄλυπο. Γιατί, ὅπως ὑπάρχουν οἱ
αὐτᾶς ἄτρυτον πέπαται καὶ ἀνυπεύθυνον, ὡς πρὸς σωματικοὶ πόνοι, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ οἱ ψυχικοὶ πόνοι.
αἰωνίων ἔργων σεμνότατά τε καὶ μεγαλοπρέπειαν· A
᾽ λλὰ οἱ λύπες τῶν ἀφρόνων εἶναι ἀλόγιστες, ἐνῶ τῶν
ἄνθρωπος δ’ οὐ μόνον τ`ῶ θνατ`ῶ τᾶς φύσιος κατα- φρονίμων φθάνουν ἕως ἐκεῖ ποὺ ἐπιτρέπει ὁ ὀρθὸς λό-
στάματι μDήονα ταύταν πέπαται, ἔστι δ’ ὅκκα καὶ δι’ γος ποὺ κρίνει τὰ πράγματα. A
᾽ λλὰ καὶ τὸ καύχημα τῆς
ἀγαθῶν ἀμετρίαν καὶ διὰ συνήθειαν ἰσχυρὰν καὶ διὰ ἀπαθείας (τῶν ἀγαθῶν) καταργεῖ τὴ γενναιότητα τῆς
φύσιν μοχθηρὰν καὶ δι’ ἄλλας αἰτίας πολλὰς ἀδυνα- ἀρετῆς, ὅταν ἀντιπαρέρχονται ἀδιάφοροι καὶ δὲν ἀντιμε-
τεῖ κατ’ ἄκρας γεναθῆμεν παναλαθέως ἀγαθός. τωπίζουν κακά, τὸν θάνατο καὶ τὸν πόνο καὶ τὴν φτώ-
χεια. Γιατὶ τὰ μὴ κακὰ ἀντιμετωπίζονται εὔκολα. ῎Aς
74 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. ἀσκούμεθα λοιπὸν νὰ βαδίζωμε πρὸς τὰ μέτρια πάθη,
Φαμὶ δὴ τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα τοῦτον εἶμεν, τὸν ὥστε νὰ ἀποφεύγωμε τὴν πλήρη ἔλλειψη πόνου ἐξ ἴσου
πράγμασι μεγάλοις καὶ καιροῖς καλῶς χρεόμενον. μὲ τὴν πλήρη ἔλλειψη πάθους, μήτε νὰ ἐκφραζόμαστε
οὗτος δέ κα εἴη ὁ εὐτυχίαν τε δυνάμενος καλῶς φέ- κατὰ τρόπον ἀνώτερον ἀπὸ τὴ φύση μας.
78 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 79

ρεν καὶ πάλιν ἀτυχίαν, καὶ ὁ ἔν τε τοῖς καλοῖς καὶ τι- 72. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ π ε ρ ὶ ἀ ν δ ρ ὸ ς ἀ γ α θ ο ῦ
μίοις ἄξιος γενόμενος τῶν ὑποκειμένων, καὶ μεταβα- κ α ὶ ε ὐ τ υ χ ι σ μ έ ν ο υ:
λοίσας τᾶς τύχας εὖ τὸ παρὸν ἐκδεχόμενος. εἰ δὲ Πρῶτα-πρῶτα πρέπει νὰ γνωρίζωμε τὸ ἑξῆς, ὅτι δηλ. ὁ
συντόμως τε καὶ κεφαλαιωδῶς δεῖ φράσαι, ὁ ἐν πάν- ἀγαθὸς δὲν εἶναι αὐτομάτως καὶ κατ’ ἀνάγκην εὐτυχής,
τεσσι τοῖς καιροῖς καλῶς ἀγωνιζόμενος ἐκ τῶν ἐνδε- ἐνῶ ὁ εὐτυχὴς εἶναι καὶ ἀγαθός. Γιατὶ ὁ εὐτυχὴς γίνεται
χομένων, καὶ μὴ μόνον αὔταυτον οὕτως διατιθείς, μὲ τὸν ἔπαινο καὶ τὸ καλοτύχισμα, ἐνῶ ὁ ἀγαθὸς μόνο ἀπ’
ἀλλὰ καὶ τὼ ἐμπιστεύσαντας αὐτ`ῶ καὶ συναγωνισα- τὸν ἔπαινο. Kαὶ γίνεται ὁ ἔπαινος γιὰ τὴν ἀρετὴ, ἐνῶ τὸ
μένω. καλοτύχισμα γιὰ τὴν εὐτυχία. Kι’ ὁ ἀγαθὸς γίνεται αὐτὸς
ποὺ εἶναι ἀπ’ τ’ ἀγαθὰ τῆς ἀρετῆς, ἐνῶ ὁ εὐτυχὴς γίνεται
75 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. ἐπὶ πλέον καὶ μὲ τὴν εὔνοια τῆς τύχης. Kι’ ὁ ἀγαθὸς ἔχει
᾽Eπεὶ ὦν τῶν ἀγαθῶν ἃ μὲν αὐτά ἐντι δι’ αὔταυτα τὴν ἀρετή του κτῆμα ἀναφαίρετο ἐνῶ ὁ εὐτυχὴς κάποτε
αἱρετά, οὐ μὰν δι’ ἅτερον, ἃ δὲ δι’ ἅτερον, οὐ μὰν δι’ χάνει τὴν εὐτυχία. Γιατί ἡ δύναμη εἶναι ἀνεύθυνη γιὰ τὴν
αὔταυτα, εἴη ἂν καὶ τρίτον τι εἶδος ἅτερον ἀγαθῶν, ὃ ἀρετὴ ἐνῶ εὐθύνεται γιὰ τὴν εὐδαιμονία. Γιατὶ μακρο-
καὶ δι’ αὔταυτον αἱρετόν ἐντι καὶ δι’ ἅτερον. τίνων ὦν χρόνιες ἀρρώστιες τοῦ σώματος καὶ ἀναπηρίες τῶν
ἐντὶ τὰ τοιαῦτα τῶν ἀγαθῶν, ἅπερ αὐτὰ δι’ αὔταυτα αἰσθητηρίων ὀργάνων μαραίνουν τελείως τὴν θαλερότητα
αἱρετὰ πέφυκεν ἦμεν, οὐ μὰν διὰ ἕτερον; φανερὸν τῆς εὐτυχίας.
ὅτι ἁ εὐδαιμοσύνα. ταύτας γὰρ ἕνεκα τὰ ἄλλα αἱρεό-
μεθα, αὐτὰν δὲ ταύταν οὐδενὸς ἁτέρω. τίνα δὲ πάλιν 73. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
ἐντί, ἃ δι’ ἅτερον μὲν αἱρεόμεθα, οὐ μὰν δι’ αὔταυτά ῾O Θεὸς διαφέρει ἀπ’ τὸν ἀγαθὸ ἄνθρωπο, γιατὶ ὁ Θεὸς
γε; δᾶλον ὅτι τὰ ὠφέλιμα καὶ τὰ προτρεπτικὰ τῶν δὲν ἔχει μόνο καθαρὰ καὶ ἀποσταγμένη ἀπ’ ὅλα τὰ πάθη
ἀγαθῶν, ἅπερ αἴτια γίνεται τῶν ἁτέρων, οἷον πόνοι τῶν ἀνθρώπων τὴν ἀρετὴ, ἀλλὰ ἔχει καὶ τὴ δύναμή της
μὲν σώματος καὶ γυμνάσια καὶ τρίψιες εὐεκτίας, ἀκατάβλητη καὶ ἀνεύθυνη σὰν τὴ σεμνὴ μεγαλοπρέπεια
ἀναγνώσιες δὲ καὶ μελέται καὶ ἐπιτηδεύσιες καλῶν ποὺ συνακολουθῆ τὰ αἰώνια ἔργα. ῾O ἄνθρωπος ὄχι μόνον
καὶ ἀρετᾶς. τίνα δὲ καὶ δι’ αὔταυτα αἱρετὰ καὶ τὰ δι’ ἀπὸ τὸ θνητὸ χαρακτήρα τῆς φύσεώς του ἔχει αὐτὴν τὴν
ἅτερον;.... οἷον αἵ τε ἀρεταὶ καὶ αἱ ἕξιες αὐτῶν, καὶ αἱ ἀρετὴ (καὶ τὴ δύναμη) σὲ μικρότερο βαθμό, ἀλλὰ κάποτε
προαιρέσιες, καὶ αἱ πράξιες, καὶ πᾶν τὸ ἐχόμενον ἀπὸ ἀφθονία ἀγαθῶν, ἀπὸ δυνατὴ συνήθεια κι’ ἀπὸ μο-
τᾶς τῶ καλῶ οὐσίας. τὸ μὲν ὦν δι’ αὔταυτο αἱρετόν, χθηρὴ φύση κι’ ἀπὸ ἄλλες πολλὲς αἰτίες ἀδυνατεῖ νὰ
οὐ μὰν δι’ ἅτερον, μονῆρες ἀγαθόν ἐντι καὶ ἕν· τὸ δὲ ἀναδειχθῆ στὸ ἔπακρο καὶ παναληθῶς ἀγαθός.
καὶ δι’ αὐτὸ καὶ δι’ ἅτερον, τριχDᾶ δέδασται. τὸ μὲν
γάρ τι αὐτῶ περὶ ψυχάν ἐστιν, τὸ δὲ περὶ σῶμα, τὸ 74. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
δέ τι ἐκτός· περὶ ψυχὰν μὲν αἱ τᾶς ψυχᾶς ἀρεταί, ῾Yποστηρίζω λοιπὸν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγαθὸς ἄνθρω-
πος, ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ ἀσχολεῖται μὲ μεγάλα πράγματα
καὶ χειρίζεται ὀρθὰ ὅλες τὶς περιστάσεις. Aὐτὸς εἶναι ποὺ
μπορεῖ νὰ χαίρεται τὴν εὐτυχία καὶ νὰ ἀντιμετωπίζη μὲ
80 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 81

περὶ σῶμα δὲ αἱ τῶ σώματος, ἐκτὸς δὲ φίλοι δόξα ἀξιοπρέπεια τὶς ἀτυχίες καὶ μεταξὺ τῶν καλῶν καὶ τιμίων
τιμὰ πλοῦτος. παραπλησίως δὲ καὶ τὸ δι’ ἅτερον νὰ εἶναι ἄξιος σὲ κάθε περίπτωση, κι’ ὅταν ἡ τύχη του με-
αἱρετόν· τὸ μὲν γάρ τι αὐτῶ τὰ ποιητικὰ τῶν τᾶς ταβάλλεται νὰ δέχεται τὴν παροῦσα κατάσταση ἀξιο-
ψυχᾶς ἀγαθῶν, περὶ σῶμα δὲ τὰ τῶ σώματος, ἐκτὸς πρεπῶς. Kι’ ἂν πρέπει νὰ ἐκφρασθῶ σύντομα καὶ περιλη-
δὲ τὰ αἴτια πλούτω καὶ δόξας καὶ τιμᾶς καὶ φιλίας. πτικά, αὐτὸς ποὺ σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις ἀγωνίζεται
ὅτι δὲ τὰν ἀρετὰν ἦμεν συμβέβακεν αὐτὰν δι’ αὐταύ- καλῶς τοὺς ἀγῶνες ποὺ ἀναλαμβάνει καὶ δὲν διαθέτει μό-
ταν αἱρετάν, δᾶλον καὶ ἐκ τῶνδε. εἰ γὰρ τὰ καταδεέ- νο τὸν ἑαυτό του κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀλλὰ ἐμπνέει κι’
στερα τDᾶ φύσει, λέγω δὴ τὰ σώματος ἀγαθά, αὐτὰ δι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐμπιστεύτηκαν καὶ ἀγωνίστηκαν μαζί του.
αὔταυτα αἱρεόμεθα, κρέσσων δὲ ψυχὰ σώματος, φα-
νερὸν ὅτι καὶ τὰ τᾶς ψυχᾶς ἀγαθὰ αὐτὰ δι’ αὔταυτα 75. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
ἀγαπέομες, ἀλλ’ οὐ διὰ τὰ ἀποβαίνοντα ἀπ’ αὐτῶν. ᾽Eπειδὴ λοιπὸν ἀπ’ τ’ ἀγαθὰ ἄλλα τὰ ἐπιδιώκομε γι’
αὐτὰ τὰ ἴδια κι’ ὄχι γιὰ κάτι ἄλλο, ἄλλα πάλι τὰ ἐπιδιώ-
76 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. κομε γιὰ κάτι ἄλλο κι’ ὄχι γι’ αὐτὰ τὰ ἴδια, πρέπει νὰ
Tῶ δ’ ἀνθρωπίνω βίω καιροὶ τρεῖς, ὃ μὲν ἐν εὐτυ- ὑπάρχη κι’ ἕνα τρίτο εἶδος ἀγαθῶν, ποὺ τὸ ἐπιδιώκομε
χίDα ὃ δὲ ἐν ἀτυχίDα ὃ δὲ μεταξὺ τούτων. ἐπεὶ ὦν καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ἴδιο καὶ γιὰ κάτι ἄλλο. Ποιά εἶναι λοιπὸν
ἀγαθὸς ἀνὴρ ὁ ἔχων ἀρετὰν καὶ ὁ χρεόμενος ἀρετDᾶ, αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπ’ τὴ φύση τους τὰ προτιμοῦμε γι’
χρᾶται δὲ αὐτDᾶ κατὰ τὼς τρεῖς καιρώς· ἢ γὰρ ἐν ἀτυ- αὐτὰ τὰ ἴδια κι’ ὄχι γιὰ κάτι ἄλλο; Eἶναι φανερό, ὅτι εἶναι
χίDα ἢ ἐν εὐτυχίDα ἢ ἐν τοῖς μεταξὺ τούτων· καὶ ἐν ἀτυ- ἡ εὐδαιμονία. Γιατὶ χάριν αὐτῆς ἐπιδιώκομε τὰ ἄλλα ἀγα-
χίDα μέν ἐντι κακοδαίμων, ἐν δ’ εὐτυχίDα εὐδαίμων, ἐν θά, ἐνῶ αὐτὴν τὴν ἴδια δὲν τὴν ἐπιδιώκομε γιὰ κανένα
δὲ τDᾶ μέσDα καταστάσει οὐκ εὐδαίμων· φανερὸν ὅτι ἄλλο. Ποιά εἶναι πάλι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἐπιζητοῦμε γιὰ κάτι
οὐδὲν ἅτερόν ἐστιν εὐδαιμοσύνα ἀλλ’ ἢ χρᾶσις ἀρε- ἄλλο καὶ ὄχι γι’ αὐτὰ τὰ ἴδια; Eἶναι φανερό, ὅτι εἶναι τὰ
τᾶς ἐν εὐτυχίDα. λέγομες δὲ νῦν εὐδαιμοσύναν τὰ τῶ ὠφέλιμα καὶ ὅσα προτρέπουν πρὸς τὰ ἀγαθά, ποὺ γίνον-
ἀνθρώπω. ὁ δ’ ἄνθρωπος οὐχ ἁ ψυχὰ μόνον, ἀλλὰ ται αἴτια ἄλλων ἀγαθῶν, ὅπως ὁ σωματικὸς μόχθος καὶ οἱ
καὶ τὸ σῶμα· τὸ γὰρ ἐξ ἀμφοτέρων ζῶον καὶ τὸ ἐκ γυμναστικὲς ἀσκήσεις κι’ οἱ ἐντριβὲς γιὰ τὴν εὐεξία, οἱ
τοιούτων ἄνθρωπος. καὶ γὰρ εἰ τᾶς ψυχᾶς ὄργανον μελέτες κι’ οἱ ἔρευνες καὶ ἡ ἄσκηση τοῦ ὡραίου καὶ τῆς
τὸ σῶμα πέφυκεν, ἀλλὰ καὶ τῶ ἀνθρώπω μέρος καὶ ἀρετῆς. Kαὶ ποιά εἶναι τ’ ἀγαθὰ ποὺ τὰ ἐπιδιώκομε καὶ
γι’ αὐτὰ τὰ ἴδια καὶ γιὰ κάτι ἄλλο;.... ῞Oπως π.χ. οἱ ἀρετὲς
κι’ ὁ ἐθισμὸς σ’ αὐτὲς καὶ ἡ ἐσωτερική διάθεση καὶ οἱ
πράξεις καὶ κάθε τι ποὺ συνδέεται μὲ τὴν οὐσία τοῦ κα-
λοῦ. Aὐτὸ λοιπὸν ποὺ ἐπιζητοῦμε γι’ αὐτὸ τὸ ἴδιο κι’ ὄχι
γιὰ ἄλλο εἶναι ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀγαθό. ᾽Eκεῖνο ποὺ τὸ
ἐπιζητοῦμε γι’ αὐτὸ τὸ ἴδιο καὶ γιὰ κάτι ἄλλο, διαιρεῖται
σὲ τρία μέρη. Tὸ ἕνα ἀναφέρεται στὴν ψυχή, τὸ ἄλλο στὸ
σῶμα καὶ τὸ τρίτο ἔξω ἀπὸ μᾶς. Στὴν ψυχὴ ἀναφέρονται

6 A
᾽ νθολόγιον A´
82 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 83

τοῦτο καὶ ἁ ψυχά. διὸ καὶ τῶν ἀγαθῶν ἃ μὲν ἔντι τῶ οἱ ψυχικὲς ἀρετές, στὸ σῶμα οἱ ἀρετὲς τοῦ σώματος κι’
ἀνθρώπω ἃ δὲ τῶν μερέων. καὶ ἀνθρώπω μὲν ἀγαθὸν ἔξω ἀπὸ μᾶς ἀναφέρονται τὰ ἀγαθὰ ποὺ λέγονται φίλοι,
εὐδαιμοσύνα, τῶν δὲ μερέων τῶ ἀνθρώπω ψυχᾶς μὲν δόξα, τιμή, πλοῦτος. A᾽ νάλογο εἶναι καὶ τὸ ἀγαθὸ ποὺ τὸ
φρόνασις ἀνδρεία δικαιοσύνα σωφροσύνα, σώματος ἐπιδιώκομε γιὰ κάτι ἄλλο. Eἶναι πρῶτα αὐτὰ ποὺ δημι-
δὲ κάλλος ὑγίεια εὐεκτία εὐαισθησία. τὰ δὲ ἐκτός, ουργοῦν ψυχικὰ ἀγαθά, ἄλλα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὸ
πλοῦτος καὶ δόξα καὶ τιμὰ καὶ εὐγένεια, πέφυκεν σῶμα καὶ δημιουργοῦν σωματικὰ ἀγαθά· ἔξω ἀπὸ μᾶς τέ-
ἐπιγένναμα ἦμεν τῶ ἀνθρώπω καὶ ἀκόλουθα τοῖς λος εἶναι τὰ ἀγαθὰ ποὺ γίνονται αἴτια πλούτου καὶ δόξας
φύσει προϋφεστακόσιν ἀγαθοῖς, δορυφορεῖ δὲ τὰ καὶ τιμῆς καὶ φιλίας. ῞Oτι ὅμως συμβαίνει ἡ ἀρετὴ νὰ
μDήονα τῶν ἀγαθῶν τὰ μέζονα· φιλία μὲν καὶ δόξα καὶ εἶναι ἕνα ἀγαθὸ «καθ’ ἑαυτό», φαίνεται κι’ ἀπ’ τὰ ἑξῆς:
πλοῦτος σῶμα καὶ ψυχάν, ὑγίεια δὲ καὶ ἰσχὺς καὶ ῍Aν τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπὸ τὴ φύση τους εἶναι κατώτερα,
εὐαισθησία ψυχάν, φρόνασις δὲ καὶ ἀνδρία καὶ σω- ἐννοῶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ σώματος, τὰ ἐπιδιώκομε γι’ αὐτὰ τὰ
φροσύνα καὶ ἁ δικαιοσύνα τὸν νόον τᾶς ψυχᾶς, ὁ δὲ ἴδια κι’ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπ’ τὸ σῶμα, εἶναι φανερὸ
νόος τὸν θεόν· οὗτος γὰρ ὁ κράτιστός ἐστι καὶ ὁ ἁγε- ὅτι καὶ τ’ ἀγαθὰ τῆς ψυχῆς τὰ ἀγαποῦμε γι’ αὐτὰ τὰ ἴδια
μονεύων. καὶ τούτων ἕνεκα καὶ τὰ ἄλλα τῶν ἀγαθῶν καὶ ὄχι γιὰ τὰ καλὰ ποὺ ἀπορρέουν ἀπ’ αὐτά.
δεῖ παρῆμεν. στρατεύματος μὲν γὰρ ἁγεῖται στρατα-
γός, πλωτήρων δὲ κυβερνάτας, τῶ δὲ κόσμω θεός, 76. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
τᾶς δὲ ψυχᾶς νόος, τᾶς δὲ περὶ τὸν βίον εὐδαιμοσύ- Tρεῖς εἶναι οἱ καταστάσεις τοῦ ἀνθρωπίνου βίου, πε-
νας φρόνασις· οὐδὲν γὰρ ἅτερόν ἐστι φρόνασις εἰ μὴ ρίοδος εὐτυχίας, περίοδος δυστυχίας καὶ μιὰ τρίτη με-
ἐπιστάμα τᾶς περὶ τὸν βίον εὐδαιμοσύνας, ἢ ἐπιστά- ταξὺ αὐτῶν τῶν δύο. A ᾽ φοῦ λοιπὸν ἀγαθὸς ἄνθρωπος
μα τῶν κατὰ φύσιν ἀνθρώπω ἀγαθῶν. εἶναι ὁ ἐνάρετος καὶ ὁ ἀσκῶν τὴν ἀρετή, τὴν ἀσκεῖ σὲ
τρεῖς καταστάσεις. ῍H δηλ. ὅταν βρίσκεται σὲ δυστυχία ἢ
77 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. ὅταν βρίσκεται σὲ εὐτυχία ἢ ὅταν βρίσκεται σὲ μιὰ κατά-
Kαὶ θεῶ μὲν εὐδαιμοσύνα καὶ βίος ἄριστος, τῶ δ’ σταση μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο. Kαὶ στὴν περίοδο τῆς δυ-
ἀνθρώπω ἐξ ἐπιστάμας καὶ ἀρετᾶς καὶ τρίτω εὐτυ- στυχίας εἶναι κακοδαίμων, στὴν περίοδο τῆς εὐτυχίας
χίας σωματουμένα παραγίνεται. λέγω δὲ σοφίαν μὲν εἶναι εὐδαίμων καὶ στὴ μέση κατάσταση ἁπλῶς δὲν εἶναι
ἐπιστάμαν τῶν θείων καὶ δαιμονίων, φρόνασιν δὲ εὐδαίμων. Eἶναι λοιπὸν φανερό, ὅτι ἡ εὐδαιμονία δὲν
τῶν ἀνθρωπίνων καὶ τῶν περὶ τὸν βίον· τὰς γὰρ λό- εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς στὴν περίο-
γοις καὶ ἀποδείξεσιν ποτιχρωμένας ἀρετὰς δέον ἐπι- δο τῆς εὐτυχίας. Mιλᾶμε προφανῶς γιὰ εὐδαιμονία τοῦ
στάμας ποταγορεύειν· ἀρετὰν δὲ τὰν ἠθικὰν καὶ βελ- ἀνθρώπου. Kι’ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνο ἡ ψυχή, ἀλλὰ
τίσταν ἕξιν τῶ ἀλόγω μέρεος τᾶς ψυχᾶς, καθ’ ἃν καὶ καὶ τὸ σῶμα. Γιατὶ τὰ ζωντανὰ πλάσματα ἀποτελοῦνται
ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ καὶ ὁ ἄνθρωπος σὰν ζωντανό πλάσμα
ποὺ εἶναι ἀποτελεῖται ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο, σῶμα καὶ ψυχή.
Kαὶ πράγματι ἂν τὸ σῶμα εἶναι ἀπὸ τὴ φύση του ὄργανο
τῆς ψυχῆς, εἶναι ὡστόσο κι’ αὐτὸ ἕνα μέρος τοῦ ἀνθρώ-
84 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 85

ποιοί τινες ἦμεν λεγόμεθα κατὰ τὸ ἦθος, οἷον ἐλευ- που, ὅπως καὶ ἡ ψυχή. Γι’ αὐτὸ κι’ ἀπ’ τ’ ἀγαθὰ ἄλλα
θέριοι δίκαιοι καὶ σώφρονες· εὐτυχίαν δὲ τὰν παρὰ εἶναι ἀγαθὰ τοῦ ἀνθρώπου κι’ ἄλλα εἶναι τῶν μερῶν του.
τὸν λόγον τῶν ἀγαθῶν παρουσίαν καὶ μὴ δι’ αὐτὸν γι- Kαὶ ἀγαθὸ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ εὐδαιμονία, ἐνῶ τῶν
νομέναν. ἐπεὶ ὦν ἁ μὲν ἀρετὰ καὶ ἐπιστάμα ἐφ’ ἁμῖν, μερῶν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τῆς ψυχῆς ἡ φρόνηση, ἡ
ἁ δ’ εὐτυχία οὐκ ἐφ’ ἁμῖν· ἐν δὲ θεωρίαις καὶ πράξεσι ἀνδρεία, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ σωφροσύνη, τοῦ σώματος
τῶν καλῶν τὸ εὐδαιμονᾶν· αἱ δὲ θεωρίαι καὶ αἱ πρά- εἶναι τὸ κάλλος, ἡ ὑγεία, ἡ εὐεξία, κι’ ἡ εὐαισθησία. Tὰ
ξιες ποτάντεις μὲν οὖσαι λειτουργίαν καὶ ἀνάγκαν ἐξωτερικὰ ἀγαθά, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ
ἐπιφέροντι, εὐοδοῦσαι δὲ διαγωγὰν καὶ εὐδαιμοσύ- εὐγένεια, εἶναι ἀπ’ τὸ χαρακτήρα τους ἐπιγεννήματα τοῦ
ναν· γίνεται δὲ ταῦτα ἐν εὐτυχίDα· φανερὸν ὅτι οὐδὲν ἀνθρώπου, ποὺ ἀκολουθοῦν αὐτοὺς ποὺ προϋπῆρχαν ἐκ
ἅτερόν ἐστιν εὐδαιμοσύνα εἰ μὴ χρᾶσις ἀρετᾶς ἐν φύσεως ἀγαθοί, γιατὶ τὰ κατώτερα ἀγαθὰ συνήθως γίνον-
εὐτυχίDα. ται δορυφόροι τῶν ἀνωτέρων. ῾H φιλία καὶ ἡ δόξα καὶ ὁ
πλοῦτος εἶναι δορυφόροι τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς· ἡ
78 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. ὑγεία καὶ ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ εὐαισθησία εἶναι τῆς ψυχῆς, ἡ
῞Oτι ὁ ἀγαθὸς ἀνὴρ οὕτω διάκειται ποτ’ εὐτυχίαν, φρόνηση, ἡ ἀνδρεία, ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ
ὥσπερ καὶ ὁ τ`ῶ σώματι καλῶς ἔχων καὶ ῥωμαλέως. νοῦ τῆς ψυχῆς κι’ ὁ νοῦς εἶναι δορυφόρος τοῦ θεοῦ. Γιατὶ
καὶ γὰρ ἐκεῖνος οἷός τε καὶ θάλπος καὶ ψῦχος ὑπο- αὐτὸς εἶναι ὁ ἀνώτερος ποὺ ἡγεμονεύει ὅλων τῶν ἄλλων.
μένεν, καὶ βάρος ἆραι μέγα, καὶ πολλὰς ἁτέρας Kαὶ χάριν αὐτοῦ πρέπει νὰ ὑπάρχουν καὶ τ’ ἄλλα ἀγαθά.
εὐχερῶς ὑπομένεν κακοπαθείας. Γιατὶ τοῦ στρατεύματος ἡγεῖται ὁ στρατηγός, τῶν πλεόν-
των ὁ κυβερνήτης, τοῦ κόσμου ὁ θεός, τῆς ψυχῆς ὁ νοῦς
79 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. καὶ τῆς εὐδαιμονίας στὴ ζωὴ ἡ φρόνηση. Γιατὶ ἡ φρόνηση
᾽Eπεὶ ὦν εὐδαιμοσύνα χρᾶσις ἀρετᾶς ἐν εὐτυχίDα, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἐπιστήμη τῆς εὐδαιμονίας
περὶ ἀρετᾶς καὶ εὐτυχίας λέγωμες, καὶ πρῶτον περὶ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐπιστήμη τῶν ἀγαθῶν ποὺ εἶναι
εὐτυχίας. τῶν γὰρ ἀγαθῶν ἃ μὲν οὐκ ἐπιδέχεται στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου.
ὑπερβολάν, οἷον ἀρετά· οὐ γὰρ ἔστιν ὑπερβάλλοισά
τις ἀρετὰ καὶ ὑπερβαλλόντως τις ἀγαθός· ἁ γὰρ 77. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
ἀρετὰ στάθμαν ἔχει τὸ δέον, καὶ ἔστι τῶ δέοντος ἕξις ῾H εὐδαιμονία κι’ ὁ ἄριστος βίος εἶναι τοῦ θεοῦ, στὸν
ἐν τοῖς πρακτοῖς· ἁ δ’ εὐτυχία καὶ τὰν ὑπερβολὰν ἄνθρωπο φθάνει μὲ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν ἀρετὴ καὶ τρί-
ἐπιδέχεται καὶ τὰν μDή ωσιν. ὑπερβάλλοισα δὲ γεννDᾶ το μὲ τὴν ἐνσωμάτωση στὴν καλὴ τύχη. Σοφία ὀνομάζω
τινας κακίας, καὶ ἐξίστησι τὸν ἄνθρωπον ἐκ τᾶς κατὰ τὴν ἐπιστήμη τῶν θείων καὶ δαιμονίων πραγμάτων, φρό-
φύσιν ἕξιος, ὥστε πολλάκις ἀντιβαίνεν καὶ τDᾶ συστά- νηση τὴν ἐπιστήμη τῶν ἀνθρωπίνων καὶ αὐτῶν ποὺ ἔχουν
σει τᾶς ἀρετᾶς. καὶ οὐ μόνον ἁ εὐτυχία, ἀλλὰ καὶ σχέση μὲ τὴ ζωή. Γιατὶ τὶς ἀρετὲς ποὺ χρειάζονται λόγους
καὶ ἀποδείξεις πρέπει νὰ τὶς ὀνομάζωμε ἐπιστῆμες.
A
᾽ ρετὴ πρέπει νὰ ὀνομάζωμε τὴν ἠθικὴ καὶ τὸν ἄριστο
ἐθισμὸ τοῦ ἀλόγου μέρους τῆς ψυχῆς, σύμφωνα μὲ τὸν
86 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 87

ἅτεραι αἰτίαι πλείονες. οὐδέποκα γὰρ δεῖ θαυμαίνεν ὁποῖο προσδιορίζεται τὸ ποιόν μας ὡς πρὸς τὸ ἦθος, λε-
περὶ μὲν αὐλητικὰν ἦμέν τινας ἀλαζόνας, οἳ τὰ ποτ’ γόμαστε δηλαδὴ γενναιόδωροι, δίκαιοι καὶ σώφρονες.
ἀλάθειαν ἐάσαντες φαντασίDα τινὶ ψευδεῖ τὼς ἀμώ- Kαλὴ τύχη ὀνομάζω τὴν παρουσία τῶν ἀγαθῶν ποὺ γίνε-
σως αἱρέοντι, περὶ δὲ τὰν ἀρετὰν μὴ ἦμεν τὸ τοι- ται παρὰ τὸν λόγο καὶ ὄχι ἐξ αἰτίας τοῦ λόγου. Γιατὶ ἡ
οῦτον γένος, ἀλλ’ ὅσ`ω περ σεμνότερόν ἐστι, τοσούτ`ω ἀρετὴ καὶ ἡ ἐπιστήμη ἐξαρτᾶται ἀπὸ μᾶς, ἐνῶ ἡ καλὴ τύ-
καὶ τὸ ποτιποιούμενον περὶ αὐτὰν πλέον ἦμεν γένος. χη δὲν εἶναι στὸ χέρι μας. ῾H εὐδαιμονία βρίσκεται στὴ θε-
πολλὰ γάρ ἐστι τὰ διαστρέφοντα τὰς περὶ τὰν ἀρε- ωρητικὴ μελέτη καὶ τὴν πρακτικὴ ἄσκηση τοῦ καλοῦ.
τὰν ἐπιφανείας, ὧν ἓν μέν ἐστι τὸ τῶν ἐπιβουλευόν- A
᾽ λλὰ ἡ θεωρία καὶ ἡ πρακτικὴ ποὺ εἶναι δύσκολη ὑπό-
των καὶ ποτιποιουμένων γένος· ἅτερα δὲ φυσικὰ πά- θεση προκαλοῦν τὴ δράση καὶ τὴν ἀνάγκη καὶ ὅταν εὐο-
θεα παρακολουθέοντα ἐνιόκα ποιέοντι ἐναντίαν δώνωνται ὁδηγοῦν στὴν εὐδαιμονία. Kι’ ὅλ’ αὐτὰ γίνονται
ἐπιπρέπειαν τᾶς ἀλαθινᾶς διαθέσιος· τινὰ δὲ καὶ δι’ σὲ περίοδο ἐπιτυχίας. Eἶναι λοιπὸν φανερό, ὅτι ἡ εὐδαι-
ἔθος συνεκτεθραμμένα ἐκ παλαιῶν χρόνων· οὐκ ὀλί- μονία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς
γα δὲ καὶ δι’ ἁλικίας ἁβατικάς τε καὶ γεροντικάς, καὶ σὲ περίοδο ἐπιτυχίας.
δι’ εὐτυχίας ἢ καὶ ἀτυχίας, καὶ δι’ ἁτέρως παμπλη-
θέας τρόπως. ὥστε οὐδέποκα δεῖ θαυμαίνεν, εἰ πάντ’ 78. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
ἀνεστραμμένως ἐνιόκα κρίνεται, τᾶς ἀληθινᾶς διαθέ- ῾O ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἀπέναντι στὴν ἐπιτυχία μοιάζει
σιος μεταπιπτούσας. ὥσπερ καὶ τέκτονα τὸν ἄριστον μὲ κεῖνον ποὺ ἔχει ὡραῖο καὶ ρωμαλέο σῶμα. Kαὶ πράγ-
ἦμεν δοκέοντα πολλὰ ἐν τοῖς ὑποκειμένοις ἔργοις ματι, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μπορεῖ νὰ ὑπομένη καὶ τὴν ζέ-
ὁρέομες ἁμαρτάνοντα, καὶ στραταγὸν καὶ κυβερνά- στη καὶ τὸ κρῦο καὶ νὰ σηκώση μεγάλο βάρος καὶ νὰ
ταν καὶ γραφέα καὶ πάντας ἁπλῶς, καὶ ὅμως οὐκ ὑπομένη μὲ εὐχέρεια πολλὲς ἄλλες ταλαιπωρίες.
ἀποστεροῦμες τᾶς ὑπαρχοίσας ἕξιος· οὕτως οὐδὲ
τὸν ἀκολασταίνοντα ἔν τισι καιροῖς οὐδὲ τὸν ἀδική- 79. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
σαντα οὐδὲ τὸν ἀποδειλιάσαντα εἰς τὼς κακὼς τα- A
᾽ φοῦ λοιπὸν ἡ εὐδαιμονία εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ἀρετῆς
κτέον ἄνδρας, οὐδὲ μὰν τὼς τούτων τι κατορθώσαν- μέσα στὴν ἐπιτυχία, ἂς μιλήσωμε γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν
τας εἰς τὼς ἀγαθώς· ἀλλὰ τοῖς τε φαύλοις τὸ τυχὲν ἐπιτυχία (καλὴ τύχη). Kαὶ πρῶτα γιὰ τὴν ἐπιτυχία. A
᾽ π’ τ’
ποτὲ δοτέον τοῖς τε ἀγαθοῖς τὸ διαμαρτάνεν· τὰν δὲ ἀγαθὰ ἄλλα δὲν ἐπιδέχονται ὑπερβολή, ὅπως ἡ ἀρετή.
ἀλαθινὰν κρίσιν οὐ ποθ’ ἕνα καιρὸν ἐπιβλέποντας Γιατὶ δὲν ὑπάρχει ὑπερβολικὴ ἀρετὴ οὔτε ἄνθρωπος
οὐδ’ ἐπὶ χρόνου τι πλᾶθος, ἀλλ’ ἐπὶ πάντα τὸν βίον. ὑπερβολικὰ ἀγαθός. Γιατὶ ἡ ἀρετὴ μέτρο ἔχει τὸ δέον καὶ
ὥσπερ δὲ τὸ σῶμα βλάπτει μὲν καὶ τὸ τᾶς ἐνδείας εἶναι ἐθισμὸς τοῦ δέοντος στὴν πρακτική. ᾽Eνῶ ἡ ἐπιτυ-
καὶ τὸ τᾶς ὑπερβολᾶς εἶδος, οὐ μὰν ἀλλὰ νόσως ἔτι χία ἐπιδέχεται καὶ τὴν ὑπερβολή καὶ τὴ μείωση. Στὴν
μέζονας ἐμποιεῖν πέφυκεν ἁ ὑπερβολὰ καὶ τὰ καλεό- ὑπερβολή της γεννάει μερικὲς κακίες καὶ ξεστρατίζει τὸν
ἄνθρωπο ἀπ’ τὸ μέρος τῆς φυσικῆς του συμπεριφορᾶς,
ὥστε συχνὰ νὰ ἀντιβαίνη καὶ στὴν ἴδια τὴ σύσταση τῆς
ἀρετῆς. Kαὶ δὲν τὸ κάνει αὐτὸ μόνο ἡ ἐπιτυχία, ἀλλὰ καὶ
88 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 89

μενα περισσώματα· οὕτω καὶ ψυχὰν βλάπτει μὲν καὶ πολλὲς ἄλλες αἰτίες. Πράγματι ποτὲ δὲν πρέπει νὰ θαυ-
τὸ τᾶς εὐτυχίας ἢ ἀτυχίας εἶδος ἀκαίρως παραγενό- μάζωμε ποὺ στὴν αὐλητικὴ τέχνη μερικοὶ εἶναι ἀλαζόνες,
μενον, οὐ μὰν ἀλλὰ νόσως ἔτι μέζονας ποὲν πέφυκεν ποὺ παραμερίζοντας τὴν πραγματικότητα κατακτοῦν
ἁ λεγομένα παρὰ πάντεσσιν εὐτυχία, ὥσπερ οἶνος τοὺς ἀμούσους μὲ ψευδεῖς ἐντυπώσεις. A ᾽ λλὰ αὐτὸ τὸ
καταμεθύσκουσα τοῖς ἀγαθοῖς τὰν διάνοιαν. εἶδος τῶν ἀνθρώπων δὲν βρίσκεται κοντὰ στὴν ἀρετή,
ἀλλὰ ὅσο περισσότερο σεμνοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι, τόσο
80 ᾽A ρ χ ύ τ α Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ π ε ρ ὶ ἀ ν δ ρ ὸ ς πιὸ πολλοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται κοντὰ στὴν ἀρε-
ἀ γ α θ ο ῦ κ α ὶ ε ὐ δ α ί μ ο ν ο ς. τή. Γιατὶ εἶναι πολλὰ τὰ εἴδη τῶν ἀνθρώπων ποὺ δια-
῞Oθεν οὐκ ἀτυχίαν ἐνεγκὲν ἐμμελῶς χαλεπώτερόν στρέφουν τὴν μορφὴ τῆς ἀρετῆς, ἀπ’ τὰ ὁποῖα ἕνα εἶναι
ἐστιν, ἀλλ’ εὐτυχίαν. πάντες μὲν γὰρ ἐν ἀτυχίDα μένο- οἱ μηχανορράφοι καὶ οἱ ὑποκριτές. Kαὶ ἄλλα φυσικὰ πά-
ντες ὡς ἐπὶ πολὺ μέτριοι καὶ κόσμιοι τὸ ἦθος ἦμεν θη ἐμφιλοχωροῦν κάποτε καὶ προκαλοῦν ἀντίθετη εἰκό-
φαίνονται, ἐν δ’ εὐπραγίαις ἀνδρεῖοι μεγαλόφρονες να, ἀπ’ τὴν ἀληθινὴ διάθεση. Mερικὰ μάλιστα ἀναπτύ-
μεγαλόψυχοι. δεινὰ γὰρ ἀτυχία συναγαγὲν καὶ κα- χθηκαν ἀπ’ τὰ παλιὰ χρόνια μὲ τὴ συνήθεια. Kαὶ ἀρκετὰ
ταρτίσαι τὰν ψυχάν, ἁ δ’ εὐπραγία τοὐναντίον προέρχονται ἀπ’ τὴν ἡλικία τὴν ἐφηβικὴ ἢ γεροντική, ἀπὸ
ἐπᾶραι καὶ κενῶσαι. διὸ ποθεκτικοὶ μὲν ἅπαντες καὶ ἐπιτυχίες καὶ ἀτυχίες κι’ ἀπὸ πλῆθος ἄλλες αἰτίες. ῞Ωστε
συνετοὶ τὸν τρόπον ἀτυχέοντες, ἐπιθετικοὶ δὲ καὶ ποτὲ δὲν πρέπει νὰ θαυμάζωμε, ἂν ὅλα κρίνωνται κάποτε
θαρσαλέοι τὸν τρόπον εὐτυχέοντες. ἀνάποδα, γιατὶ ἡ ἀληθινὴ διάθεση μεταπίπτει στὸ ἀντί-
θετο. ῞Oπως ἀκριβῶς βλέπομε τὸν τέκτονα, ποὺ θεωρεῖ-
81 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. ται, ὅτι εἶναι ἄριστος στὴ δουλειά του, νὰ κάνη λάθη στὴ
῞Oρος δέ ἐστιν εὐτυχίας, ἃν προέλοιτο ὁ ἀγαθὸς δουλειά του καὶ στρατηγὸ καὶ κυβερνήτη πλοίου καὶ ζω-
ἀνὴρ συνεργὸν αὐτ`ῶ γενομέναν ποττὰς ἰδίας πρά- γράφο καὶ ὅλους γενικά, καὶ μολαταῦτα δὲν τοὺς ἀρνού-
ξιας· ὥσπερ καὶ μέγεθος να`ῶ, καὶ μέγεθος παδαλί`ω, μεθα τὴν ὑπάρχουσα σ’ αὐτοὺς διάθεση. Kατὰ τὸν ἴδιον
Dὧ καθικνεῖσθαι δύναται ὁ ἀγαθὸς κυβερνάτας μεγά- τρόπο οὔτε αὐτὸν ποὺ παραδίδεται σὲ ἀκολασίες εὐκαι-
λα πελάγεα διαπεραιούμενος καὶ μεγάλαν ναυκλα- ριακά, οὔτε αὐτὸν ποὺ ἀδίκησε ἢ ἔδειξε δειλία δὲν πρέ-
ρίαν στελλόμενος. ἁ δ’ ὑπερβολὰ τᾶς εὐτυχίας τοῖς πει νὰ τοὺς κατατάξωμε στοὺς κακοὺς ἀνθρώπους, οὔτε
ἀγαθοῖς οὐ κρατεῖσθαι πέφυκεν ὑπὸ τᾶς ψυχᾶς, πάλι ἀπ’ αὐτοὺς ἐκείνους ποὺ κατόρθωσαν κάτι νὰ τοὺς
ἀλλὰ κρατὲν αὐτᾶς. ὥσπερ γὰρ τὸ λαμπρὸν φάος μα- κατατάξωμε στοὺς ἀγαθούς. A ᾽ λλὰ πρέπει ν’ ἀναγνωρίζω-
ραυγίαν περιτίθησι τοῖς ὀφθαλμοῖς, οὕτω καὶ ἁ με κάποτε καὶ στοὺς φαύλους πὼς πέτυχαν τὸ καλὸ καὶ
ὑπερβάλλοισα εὐτυχία τ`ῶ νό`ω τᾶς ψυχᾶς. καὶ περὶ στοὺς ἀγαθοὺς πὼς ἔπεσαν σὲ ἁμάρτημα. Tὴν ὁριστικὴ
μὲν ὦν εὐτυχίας ἅλις εἰρήσθω. κρίση θὰ τὴ στηρίξωμε ὄχι ἀποβλέποντας μόνο σὲ ὁρι-
σμένα περιστατικὰ οὔτε σὲ ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα
ἀλλὰ σ’ ὁλόκληρο τὸ βίο. ῞Oπως βλάπτει τὸ σῶμα καὶ ἡ
ἔλλειψη καὶ ἡ ὑπερβολή, μεγαλύτερες ὅμως ἀρρώστιες
προκαλεῖ ἀπ’ τὸ χαρακτήρα της ἡ ὑπερβολὴ καὶ τὰ λεγό-
90 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 91

82 ῞O τ ι ἀ ν τ α κ ο λ ο υ θ ο ῦ σ ι ν α ἱ ἀ ρ ε τ α ί. μενα περιττώματα. ῎Eτσι λοιπὸν βλάπτει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ


(Alexandri Aphrod. Quaest. IV, 22). εἶδος τῆς ἐπιτυχίας ἢ τῆς ἀτυχίας, ὅταν φτάνουν σὲ ἀκα-
῞Oτι ἀντακολουθοῦσιν αἱ ἠθικαὶ ἀρεταί, δεικτέον τάλληλη στιγμή, ἀλλὰ μεγαλύτερες ἀρρώστιες φέρνει ἡ
καὶ ἀπὸ τῆς προαιρέσεως. εἰ γὰρ ἡ ἀρετὴ μάλιστα τDῆ λεγομένη ἀπ’ ὅλους ἐπιτυχία, ποὺ μεθάει τὸ νοῦ τῶν
προαιρέσει κρίνεται, ἡ δὲ ὀρθὴ προαίρεσις ἐκ φρο- ἀνθρώπων μὲ τ’ ἀγαθά, ὅπως τὸ κρασί.
νήσεως ἕπεται. τὸ γὰρ βουλεύεσθαι τῆς φρονήσεως
καὶ ἠθικῆς ἀρετῆς, εἴγε δεῖ μὲν τ`ῶ καλῶς βουλευο- 80. ᾽A ρ χ ύ τ α Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ π ε ρ ὶ ἀ ν δ ρ ὸ ς
μέν`ω τὸν σκοπὸν ὀρθὸν κεῖσθαι, εἰς ὃν περὶ τῶν συν- ἀ γ α θ ο ῦ κ α ὶ ε ὐ τ υ χ ο ῦ ς:
τελούντων εἰς αὐτὴν βουλεύεται. ὁρίζεται δὲ ὁ σκο- Δυσκολώτερο λοιπὸν δὲν εἶναι νὰ ὑποφέρη κανεὶς μὲ
πὸς ὑπὸ τῆς ἠθικῆς ἀρετῆς· οὗ γὰρ ἐφιέμεθα, περὶ μέτρο τὴν ἀτυχία, ἀλλὰ τὴν ἐπιτυχία. Γιατὶ ὅλοι οἱ
τούτου βουλευόμεθα· ἡ δὲ τῶν προσηκόντων ἔφεσις ἄνθρωποι, ὅταν ζοῦνε στὴν ἀτυχία φαίνονται νὰ εἶναι ὡς
ἀπὸ τῆς ἠθικῆς ἀρετῆς, ὥσπερ εἶπεν ᾽Aριστοτέλης, ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετρημένοι καὶ κόσμιοι, ἐνῶ στὶς ἐπιτυ-
οὐκ ἔστιν ἡ προαίρεσις ὀρθὴ ἄνευ φρονήσεως οὐδὲ χίες τους φαίνονται ἀνδρεῖοι καὶ μεγαλόφρονες καὶ μεγα-
ἄνευ ἀρετῆς· ἡ μὲν γὰρ τὸ τέλος, ἡ δὲ τὰ πρὸς τὸ τέ- λόψυχοι. Γιατὶ ἡ ἀτυχία εἶναι ἱκανὴ νὰ συγκεντρώνη τὴν
λος ποιεῖ πράττειν. ἔτι εἰ ἀνάγκη μὲν ἡντινοῦν ἀρε- ψυχὴ καὶ νὰ τὴ διαπλάθη, ἐνῶ ἡ ἐπιτυχία τοὐναντίον
τὴν ἠθικὴν ἔχοντα φρόνησιν ἔχειν· εἴγε ἐστὶν ἠθικὴ εἶναι ἱκανὴ νὰ τὴν ξυπάση καὶ νὰ τὴν ἀδειάση. Γι’ αὐτό
ἀρετὴ πρακτικὴ τῶν ὡρισμένων φρονήσει τε καὶ τ`ῶ ὅλοι οἱ ἀτυχοῦντες εἶναι προσεκτικοί καὶ συνετοὶ στὸ χα-
ὀρθ`ῶ λόγ`ω· ἀνάγκη δὲ καὶ τὸν φρόνησιν ἔχοντα ἔχειν ρακτήρα τους, ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ πετυχαίνουν εἶναι ἐπιθε-
ἠθικὴν ἀρετήν· εἴγε οἰκεῖον τDῆ φρονήσει τὸ ζητεῖν τικοὶ καὶ θαρραλέοι.
πῶς οἷόν τε τυχεῖν τοῦ δέοντος σκοποῦ, ὃν τῆς ἠθι-
κῆς ὁρίσαι· αὐτὴ γὰρ τῆς ὀρεκτικῆς δυνάμεως ἀρετή. 81. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
ταύτDη γὰρ φρόνησίς τε καὶ δεινότης διαφέρουσιν· Dἧ Σκοπὸς τῆς εὐτυχίας, ποὺ ἐπιδιώκει ὁ ἀγαθὸς ἄνθρω-
ἡ μὲν φρόνησις τῶν πρὸς τὸν ὀρθὸν σκοπὸν φερόν- πος, εἶναι νὰ τὸν βοηθῆ στὶς ἴδιες τὶς πράξεις του· ὅπως
των ἐστὶν εὑρετική τε καὶ ζητητική· ἡ δὲ δεινότης ἀκριβῶς εἶναι τὸ μέγεθος στὸ ναὸ καὶ τὸ μέγεθος στὸ πη-
τῶν πρὸς τὸν τυχόντα. δάλιο, μὲ τὸ ὁποῖο μπορεῖ ὁ καλὸς κυβερνήτης νὰ διασχί-
ζη μεγάλα πελάγη καὶ νὰ κάνη μακρινὰ ταξείδια. A ᾽ λλὰ ἡ
83 M ο υ σ ω ν ί ο υ. ὑπερβολὴ τῆς εὐτυχίας ἀπὸ τὴ φύση της δὲν ἐλέγχεται
Oὐκ ἔστι τὴν ἐνεστηκυῖαν ἡμέραν καλῶς βιῶναι ἀπὸ τὴν ψυχή, ἀλλὰ ἐξουσιάζει τὴν ψυχή. ῞Oπως δηλαδὴ
μὴ προθέμενον αὐτὴν ὡς ἐσχάτην βιῶσαι. τὸ δυνατὸ φῶς φέρνει θάμπος στὰ μάτια ἔτσι κι’ ἡ ὑπερ-
βολικὴ εὐτυχία θαμπώνει τὸ νοῦ τῆς ψυχῆς. A ᾽ ρκετὰ
λοιπὸν γιὰ τὴν εὐτυχία.
92 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 93

84 M ο υ σ ω ν ί ο υ ἐ κ τ ο ῦ π ε ρ ὶ σ κ έ π η ς. 82. Π ε ρ ὶ τ ο ῦ ὅ τ ι ο ἱ ἀ ρ ε τ ὲ ς ὑ π η ρ ε τ ο ῦ ν
Tαῦτα μὲν περὶ τροφῆς εἶπεν. ἠξίου δὲ καὶ σκέπην ἀ μ ο ι β α ί ω ς (᾽Aλεξάνδρου ᾽Aφροδισιέως
τὸν σώφρονα τ`ῶ σώματι ζητεῖν οὐ τὴν πολυτελῆ καὶ ᾽Hθ. Προβλ. IV, 22):
περιττήν· εὐθὺς γὰρ ἐσθῆτι καὶ ὑποδέσει τὸν αὐτὸν ῞Oτι οἱ ἠθικὲς (τοῦ ἤθους) ἀρετὲς ὑπηρετοῦν ἀμοιβαῖα
τρόπον ἔφη εἶναι χρηστέον ὅνπερ πανοπλίDα, φυ- πρέπει ν’ ἀποδειχθῆ καὶ ἀπὸ τὴν προαίρεση. ῍Aν ἡ ἀρετὴ
λακῆς ἕνεκεν τοῦ σώματος ἀλλ’ οὐκ ἐπιδείξεως. κρίνεται κατ’ ἐξοχὴν ἀπὸ τὴν προαίρεση, ἡ ὀρθὴ προαί-
ὥσπερ οὖν ὅπλα κάλλιστα τὰ ἰσχυρότατα καὶ σώζειν ρεση εἶναι ἀποτέλεσμα φρονήσεως. Γιατὶ ἡ σκέψη ἐξαρ-
μάλιστα δυνάμενα τὸν χρώμενον, οὐ τὰ περίβλεπτα τᾶται ἀπὸ τὴ φρόνηση καὶ τὴν ἠθικὴ ἀρετή, ὑπὸ τὴν προ-
καὶ λαμπρά, οὕτως ἀμπεχόνη καὶ ὑπόδεσις ἡ χρησι- ϋπόθεση βέβαια πὼς ἐκεῖνος ποὺ σκέπτεται σωστὰ τοπο-
μωτάτη τ`ῶ σώματι κρατίστη, καὶ οὐχ ἡ δυναμένη τὰς θετεῖ ὀρθὸ στόχο καὶ σκέπτεται γιὰ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀπο-
τῶν ἀνοήτων ὄψεις ἐπιστρέφειν. δεῖ γὰρ τῆς σκέπης βλέπουν στὸ στόχο καὶ συντελοῦν στὴν ἀρετή. Tὸ στόχο
αὐτῆς κρεῖττον ἀποφαίνειν τὸ σκεπτόμενον καὶ ὅμως τὸν ὁρίζει ἡ ἠθικὴ ἀρετή, διότι ὅ,τι ἐπιθυμοῦμε, γι’
ἰσχυρότερον, ἀλλ’ οὐκ ἀσθενέστερόν τε καὶ χεῖρον. οἱ αὐτὸ σκεπτόμεθα· ἡ ἐπιθυμία ὅμως τοῦ «προσήκοντος»
μὲν οὖν λειότητά τε καὶ ἁπαλότητα σαρκὸς διὰ τῶν ἀπὸ μέρους τῆς ἠθικῆς ἀρετῆς, ὅπως εἶπεν ὁ A ᾽ ριστοτέ-
σκεπασμάτων μηχανώμενοι χείρω τὰ σώματα ποιοῦ- λης, δὲν εἶναι ἡ προαίρεση ὀρθή, χωρὶς αὐτὲς τὶς δυό, τὴ
σιν, εἴγε τὸ τεθρυμμένον σῶμα καὶ μαλακὸν πολὺ κά- φρόνηση καὶ τὴν ἀρετή. Γιατὶ ἡ μία καθορίζει τὸ σκοπό,
κιον τοῦ σκληροῦ τε καὶ διαπεπονημένου ἐστίν· οἱ ἡ ἄλλη κινητοποιεῖ ὅσα ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν πραγμάτω-
δὲ ῥωννύντες καὶ κρατύνοντες τDῆ σκέπDη, οὗτοι τὰ ση τοῦ σκοποῦ ὑπὸ τὴν προϋπόθεση βέβαια πὼς ὑπάρ-
σκεπόμενα μόνοι ὠφελοῦσιν. διὰ τοῦτο οὐδαμῶς χει ἠθικὴ ἀρετὴ ποὺ ἐνεργεῖ μὲ τὴν φρόνηση καὶ τὸν ὀρθὸ
καλὸν οὔτε ἐσθῆσι πολλαῖς κατασκέπειν τὸ σῶμα, λόγο· καὶ κατὰ ἀναγκαία συνέπεια ὅποιος ἔχει φρόνηση,
οὔτε ταινίαις κατειλεῖν, οὔτε χεῖράς τε καὶ πόδας πε- ἔχει καὶ ἠθικὴ ἀρετή, ἂν βέβαια οἰκεῖον τῆς φρονήσεως
ριδέσει πίλων ἢ ὑφασμάτων τινῶν μαλακύνειν, τούς εἶναι νὰ μελετᾶ μὲ ποιόν τρόπο θὰ ἐπιτύχη τὸν ὀρθὸ
γε μὴ νοσοῦντας· οὐδ’ ὅλως εἶναι ἀγεύστους καλὸν σκοπό, τοῦ ὁποίου ὁ καθορισμὸς ἀνήκει στὴν ἠθικὴ ἀρε-
ψύχους τε καὶ θάλπους, ἀλλὰ ῥιγοῦν χρὴ τὰ μέτρια τή· αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρετὴ τῆς ἐπιθυμητικῆς δυνάμεως τῶν
χειμῶνος καὶ ἡλιοῦσθαι θέρους, καὶ σκιατροφεῖσθαι ἀνθρώπων. Kαὶ κατὰ τοῦτο διαφέρει ἡ φρόνηση ἀπὸ τὴν
ἥκιστα. καὶ τὸ μὲν ἑνὶ χρῆσθαι χιτῶνι τοῦ δεῖσθαι ἐπιτηδειότητα, κατὰ τὸ ὅτι ἡ φρόνηση ἔχει τὴν ἱκανότητα
δυοῖν προτιμητέον, τοῦ δ’ ἑνὶ χρῆσθαι χιτῶνι τὸ μη- ν’ ἀναζητῆ καὶ νὰ βρίσκη ὅσα ὁδηγοῦν στὸν ὀρθὸ στόχο,
δενί, ἀλλὰ ἱματί`ω μόνον. καὶ τοῦ γε ὑποδεδέσθαι τὸ ἐνῶ ἡ ἐπιτηδειότητα βαδίζει στὴν τύχη.
ἀνυποδετεῖν τ`ῶ δυναμέν`ω κρεῖττον· κινδυνεύει γὰρ
83. M ο υ σ ω ν ί ο υ:
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ζήσης ἠθικὰ τὴν ἡμέρα σου, ἂν
δὲν τὴν θεωρήσης ὡς τὴν τελευταία τῆς ζωῆς σου.
94 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 95

τὸ μὲν ὑποδεδέσθαι τ`ῶ δεδέσθαι ἐγγὺς εἶναι, ἡ δ’ 84. M ο υ σ ω ν ί ο υ ἀ π ὸ τ ὸ π ε ρ ὶ π ρ ο σ τ α σ ί α ς


ἀνυποδησία πολλὴν εὐλυσίαν τινὰ καὶ εὐκολίαν πα- τ ο ῦ σ ώ μ α τ ο ς μ ὲ τ ὴ ν ἐ ν δ υ μ α σ ί α:
ρέχει τοῖς ποσίν, ὅταν ἠσκημένοι ὦσιν. ὅθεν καὶ τοὺς Aὐτὰ εἶπε περὶ τροφῆς. Eἶχε τὴν ἀξίωση ὁ σώφρων ν’
ἡμεροδρόμους ὁρᾶν ἔστιν οὐ χρωμένους ὑποδήμασιν ἀναζητῆ προστασία τοῦ σώματος, ὄχι τὴν πολυτελῆ καὶ
ἐν ταῖς ὁδοῖς, καὶ τῶν ἀθλούντων τοὺς δρομεῖς, οὐκ περιττή. Γιὰ τὸ φόρεμα δηλαδὴ καὶ τὴν ὑπόδηση εἶπε, ὅτι
ἂν δυναμένους σώζειν τὸ τάχος, εἰ δέοι τρέχειν αὐ- πρέπει νὰ χρησιμοποιεῖται ὅπως ἡ πανοπλία, γιὰ προφύ-
τοὺς ἐν ὑποδήμασιν. λαξη δηλαδὴ τοῦ σώματος καὶ ὄχι γιὰ ἐπίδειξη. ῞Oπως
ἐπεὶ δὲ σκέπης ἕνεκα καὶ τὰς οἰκίας ποιούμεθα, ὡραιότατα ὅπλα εἶναι τὰ ἰσχυρότατα καὶ αὐτὰ ποὺ μπο-
φημὶ καὶ ταύτας δεῖν ποιεῖσθαι πρὸς τὸ τῆς χρείας ροῦν νὰ προστατεύσουν κάλλιστα αὐτὸν ποὺ τὰ χρησιμο-
ἀναγκαῖον, ὡς ἀπερύκειν μὲν κρύος, ἀπερύκειν δὲ ποιῆ καὶ ὄχι τὰ πολύτιμα καὶ λαμπρὰ ἔτσι καὶ τὰ φορέμα-
θάλπος τὸ σφοδρόν, εἶναι δὲ ἡλίου καὶ ἀνέμων ἐπι- τα καὶ τὰ ὑποδήματα εἶναι τὰ καλύτερα αὐτὰ ποὺ εἶναι
κούρημα τοῖς δεομένοις. καθόλου δὲ ὅπερ ἂν παρέ- χρησιμώτατα στὸ σῶμα καὶ ὄχι ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ
χοι σπήλαιον αὐτοφυές, ἔχον μετρίαν ὑπόδυσιν ἀν- ἐκπλήξουν τὰ μάτια τῶν ἀνοήτων. Γι’ αὐτὸ ἡ προστατευ-
θρώπ`ω, τοῦτο χρὴ παρέχειν ἡμῖν τὴν οἰκίαν, τοσοῦ- τικὴ σκέπη πρέπει νὰ προσφέρη περισσότερο καλὸ στὸν
τον εἴπερ ἄρα περιττεύουσαν, ὅσον καὶ ἀπόθεσιν προστατευόμενο καὶ νὰ τὸν ἰσχυροποιῆ καὶ ὄχι νὰ τὸν κά-
τροφῆς ἀνθρωπίνης ἐπιτηδείαν ἔχειν. τί δ’ αἱ περί- νη ἀσθενέστερο καὶ χειρότερο. Aὐτοὶ λοιπὸν ποὺ θέλουν
στυλοι αὐλαί; τί δὲ αἱ ποικίλαι χρίσεις; τί δ’ αἱ χρυ- νὰ ἐπιτύχουν μὲ τὰ φορέματα τὴν ἁπαλότητα καὶ τὴν τρυ-
σόροφοι στέγαι; τί δ’ αἱ πολυτέλειαι τῶν λίθων, τῶν φερότητα τῆς σάρκας κάνουν χειρότερα τὰ σώματά τους,
μὲν χαμαὶ συνηρμοσμένων, τῶν δ’ εἰς τοίχους ἐγκει- ἐπειδὴ τὸ πλαδαρὸ καὶ μαλακὸ σῶμα εἶναι πολὺ χειρότερο
μένων, ἐνίων καὶ πάνυ πόρρωθεν ἠγμένων [λίθων] ἀπὸ τὸ σκληρὸ καὶ τὸ γυμνασμένο. Aὐτοὶ ποὺ αὐξάνουν
καὶ δι’ ἀναλωμάτων πλείστων; οὐ ταῦτα πάντα πε- καὶ δυναμώνουν τὰ φορέματα, δὲν ὀφελοῦν τὰ σκεπασμέ-
ριττὰ καὶ οὐκ ἀναγκαῖα, ὧν χωρὶς καὶ ζῆν καὶ ὑγιαί- να μέρη τους, γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι καλὸ νὰ σκεπάζη κανεὶς τὸ
νειν ἔστι, πραγματείαν δ’ ἔχει πλείστην, καὶ διὰ χρη- σῶμα του μὲ πολλὰ ροῦχα, οὔτε νὰ τὸ τυλίγη μὲ ταινίες
μάτων γίνεται πολλῶν, ἀφ’ ὧν ἄν τις ἐδυνήθη καὶ δη- οὔτε νὰ περιδένη τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια ἢ νὰ τὸ κάνη μαλ-
μοσίDα καὶ ἰδίDα πολλοὺς ἀνθρώπους εὐεργετῆσαι; καί θακὸ μὲ ὑφάσματα, ἰδίως οἱ ὑγιεῖς. Oὔτε εἶναι καλὸ νὰ μὴ
τοι πόσ`ω μὲν εὐκλεέστερον τοῦ πολυτελῶς οἰκεῖν τὸ δοκιμάζουν καθόλου τὸ ψῦχος καὶ τὴ ζέστη, ἀλλὰ πρέπει
πολλοὺς εὐεργετεῖν; πόσ`ω δὲ καλοκαγαθικώτερον κανεὶς νὰ κρυώνη λίγο τὸ χειμῶνα καὶ νὰ ἐκτίθεται στὸν
τοῦ ἀναλίσκειν εἰς ξύλα καὶ λίθους τὸ εἰς ἀνθρώπους ἥλιο τὸ καλοκαίρι καὶ πολὺ λίγο νὰ κάθεται στὴ σκιά. Kαὶ
ἀναλίσκειν; πόσ`ω δὲ ὠφελιμώτερον τοῦ περιβεβλῆ- τὸ νὰ χρησιμοποιῆ κανεὶς ἕνα χιτῶνα εἶναι προτιμότερο
σθαι μεγάλην οἰκίαν τὸ κεκτῆσθαι φίλους πολλούς; παρὰ νὰ ἔχη ἀνάγκη ἀπὸ δυὸ καὶ πρέπει νὰ θεωρῆται
ὅπερ γίνεται τ`ῶ προθύμως εὐεργετοῦντι. τί δ’ ἂν προτιμότερο ἀπὸ τὸ νὰ χρησιμοποιῆ ἕνα χιτῶνα τὸ νὰ μὴ
ὄναιτό τις τηλικοῦτον ἀπ’ οἰκίας μεγέθους τε καὶ χρησιμοποιῆ κανέναν, ἀλλὰ μόνο τὸ ἱμάτιο. ᾽Eπίσης καλύ-
κάλλους, ἡλίκον ἀπὸ τοῦ χαρίζεσθαι πόλει καὶ πολί- τερος εἶναι αὐτὸς ποὺ μπορῆ νὰ βαδίζη ξυπόλητος, ἀπ’
ταις ἐκ τῶν ἑαυτοῦ; αὐτὸν ποὺ φορεῖ σανδάλια. Aὐτὸς ποὺ «ὑποδένεται» κιν-
96 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 97

85 E ὐ σ ε β ί ο υ. δυνεύει γιατὶ ἡ συνήθειά του εἶναι κοντὰ στὸ «δένεται»,


᾽Eχθρὸς γενοίμην μηδενός, φίλος δὲ τοῦ αἰεὶ καὶ ἐνῶ ἡ ξυπολησιὰ παρέχει φτερὰ στὰ πόδια ὅταν εἶναι
παραμενέοντος· καὶ μήκοτε μὲν διενεχθείην πρὸς ἀσκημένα. Γι’ αὐτὸ βλέπουμε καὶ τοὺς ταχυδρόμους νὰ μὴ
τοὺς οἰκειοτάτους, διενεχθεὶς δὲ διαλλαχθείην ὡς τά- φοροῦν ὑποδήματα στὸ περπάτημα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀθλητὲς
χιστα. μηδενὶ ἐπιβουλεύσαιμι, ἐπιβουλευόμενος δὲ τοὺς δρομεῖς, ποὺ δὲν μποροῦν ν’ ἀναπτύξουν ταχύτητα
ἄνευ ἀνάγκης τοῦ τι ἂν δρᾶσαι ἀνήκεστον ἀπαθὴς ὅταν εἶναι ἀνάγκη νὰ τρέξουν μὲ ὑποδήματα.
διαφύγοιμι. ὀργῆς κρατοίην. ἐρ`ώην [καὶ ἐπιθυμέοιμι] Γιὰ χάρη προστασίας κατασκευάζομε καὶ τὰ σπίτια
καὶ τυγχάνοιμι μούνων τῶν καλῶν, τῶν δὲ ἀπ’ ἐναν- μας. Eἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ οἰκοδομοῦμε κι’ αὐτὰ σύμφωνα
τίης τῆς ἐπιθυμίης, μηδὲ ἁμαρτών κοτε ὥστε εὔξα- μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῶν συνθηκῶν, ὥστε νὰ ἀποφεύγουμε
σθαι, τύχοιμι. βουλοίμην πάντας εὐτυχέειν, φθονή- τὸ κρῦο καὶ τὴν πολλὴ ζέστη καὶ νὰ μᾶς προστατεύουν
σαιμι μηδενὶ τῶν εὐτυχεόντων. μήκοτέ τις ἐμὲ τῶν ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ τοὺς ἀνέμους ὅταν χρειάζεται. Γενικὰ
νομιζομένων παραλόγως εὖ πρήσσειν ἐκπλήξειε μηδὲ ὅ,τι παρέχει ἕνα φυσικὸ σπήλαιο στὸν ἄνθρωπο τὸ ἴδιο
ἀνιήσειε· τί γὰρ δεῖ τοῖς παρὰ τῆς τύχης διδομένοις πρέπει νὰ μᾶς παρέχη καὶ τὸ σπίτι, τόσο πιὸ περίσσιο σὲ
φθονέειν; φίλοι δέ με καὶ οἱ κατ’ ἀξίην εὐτυχέοντες ἔκταση, ὥστε νὰ ἔχη καὶ χῶρο γιὰ τὴν ἀποθήκευση τῶν
εὐφραίνοιεν. μήκοτε τ`ῶ ἀπὸ οἰκείης γνώμης ἔχθρην τροφῶν μας. Tί μᾶς χρειάζονται οἱ αὐλὲς μὲ τὰ περιστύ-
κατ’ ἐμοῦ ἐπανελομέν`ω δυστυχήσαντι ἐπησθείην. λια; Tί μᾶς χρειάζονται τὰ διάφορα ἐπιχρίσματα; Tί τὶς
μήκοτε συγγνοίην ἐμωυτ`ῶ κακοῦ τευ τινὶ αἰτίην πα- θέλουμε τὶς χρυσωμένες ὀροφές; Tί χρειάζεται ἡ πολυτέ-
ρασχόντι. λαθών κοτε ἐμωυτὸν ὡς παρὰ μέλος ἤτοι λεια τῶν λίθων, αὐτῶν ποὺ εἶναι στρωμένοι χάμω ἢ αὐτῶν
τὶ εἴπας ἢ πράξας, μὴ περιμείναιμι τοὺς μωμησομέ- ποὺ ἔχουν τοποθετηθῆ στοὺς τοίχους καὶ ποὺ μερικοὶ
νους καὶ ἐπιπλήξοντας· αὐτὸς δὲ ἐμωυτὸν μωμησαί- ἔχουν κουβαληθῆ ἀπὸ πολὺ μακρυὰ μὲ πάμπολλα ἔξοδα;
μην ἄχρι τοῦ ἀκέσασθαι. εἰδείην γενναίως φέρειν τὰ ῞Oλα αὐτὰ δὲν εἶναι περιττὰ καὶ ὄχι ἀναγκαῖα καὶ δὲν
προσπίπτοντα, καὶ τὰ μέτρια ἐκδεχοίμην ὥσπερ μπορεῖ κανεὶς χωρὶς αὐτὰ καὶ νὰ ζήση καὶ νὰ εἶναι ὑγιής;
αὐτῶν ἔχει ἡ φύσις, τοῖς δὲ ὑπερβάλλουσι μὴ καὶ τὸ Kι’ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν ἀπασχόληση παρὰ πολὺ μεγάλη
παρ’ ἐμωυτοῦ προστιθείην. εὐτυχίην εἰδείην φέρειν καὶ δὲν ἀπαιτοῦν χρήματα πολλὰ μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μπο-
σωφρόνως. μήκοτε ὑπὸ εὐπρηγίης ἐς ὑπερηφανίην ροῦσε κανεὶς νὰ κάμη εὐεργεσίες σοβαρὲς καὶ στὸ σύνολο
ἄλογον ἀερθείην. πλοῦτον νομίζοιμι τὸν ἀρκέοντα καὶ στὰ ἄτομα; Γιατὶ τάχα εἶναι πιὸ τιμητικὸ νὰ κατοικῆς
βί`ω τ`ῶ σώφρονι. ἄπαυστον καὶ ἀκόρεστον ἐπιθυμίην πολυτελῶς ἀπὸ τὸ νὰ εὐεργετῆς τοὺς πολλούς; Eἶναι βλα-
χρημάτων μὲν μήκοτε σχοίην, μούνων δὲ τῶν ὠφελεόν- κωδέστατο τὸ νὰ ξοδεύης σὲ ξύλα καὶ πέτρες ἀντὶ νὰ ξο-
των τὴν ψυχὴν μαθημάτων ἐθέλοιμι ἃ δεῖ ἔσεσθαι. δεύης γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. ᾽Eπίσης εἶναι πολὺ πιὸ ὠφέλι-
νικ`ώην νίκην τὴν καὶ ἐμοὶ καὶ τ`ῶ προσδιαλεγομέν`ω μο ἀπὸ τὸ νὰ φτιάξης ἕνα μεγάλο σπίτι τὸ νὰ ἀποκτήσης
ἀβλαβέα. φιλοτιμέεσθαι παρὰ καιρὸν πρὸς φίλους φίλους πολλούς, ὅπως συμβαίνει σὲ ἐκεῖνον ποὺ εὐεργετεῖ
καὶ ἐν ταῖς ζητήσεσι φυλασσοίμην. μήκοτε καὶ παρὰ πρόθυμα. Mπορεῖ νὰ κερδίση κανεὶς ἀπὸ ἕνα σπίτι τόσο
μεγάλο καὶ ἐπιβλητικὸ τόσο, ὅσο μὲ τὸ νὰ εὐεργετῆ τὴν
πόλη καὶ τοὺς πολίτες ἀπὸ τὴν περιουσία του;

7 A
᾽ νθολόγιον A´
98 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 99

τὸ ἐμοὶ δοκέον ἐν ταῖς ζητήσεσι τοῦ νικᾶν ἕνεκα ἔριν 85. E ὐ σ ε β ί ο υ:


ἀσπασαίμην. μήκοτε ἐπὶ βλάβDη τοῦ ἀληθέος καὶ Δὲν θὰ γίνω κανενὸς ἐχθρὸς καὶ θὰ μείνω γιὰ πάντα
ὥστε παρ’ ἃ αὐτὸς οἶδα παραλογίσασθαι τὸν προσ- φίλος. Δὲν θὰ δημιουργήσω διενέξεις πρὸς τὸ στενὸ περι-
διαλεγόμενον ἐρίσαι ἐπαρθείην. τοῖς τὸ ἀληθὲς λό- βάλλον μου κι’ ἂν μαλλώσω μὲ κάποιον δικό μου θὰ συν-
γοις ξυνιστᾶσιν ἀεὶ ξυμμαχοίμην. ἀκολάστου ἐπιθυ- διαλλαγῶ ταχύτατα. Δὲν θὰ ἐπιβουλευθῶ κανένα κι’ ἂν
μίης τι μήκοτε μηδὲ ἐννοηθείην. ξυνείην ἀεὶ τοῖς σώ- μὲ ἐπιβουλευθοῦν, θὰ προσπαθήσω νὰ διαφύγω χωρὶς
φροσιν· εἴη τέ μοι ἀεὶ προσδιαλέγεσθαι παρ’ ὧν ἔστι νὰ πάθω τίποτε καὶ χωρὶς νὰ ἀναγκασθῶ νὰ πράξω κάτι
τι πάντως ἀπελθεῖν χρηστὸν προσλαβόντι. μήκοτε ἀνεπανόρθωτο. Θὰ κρατήσω τὴν ὀργή μου, θὰ γίνω ἐρα-
ἐπαρθείην κέρδεος ἕνεκα πλημμελῆσαι. φίλους δια- στὴς καὶ ἐπιθυμητὴς μόνο τοῦ καλοῦ, ὅ,τι δὲ εἶναι ἀντί-
φερομένους καταρτίζοιμι. φίλους δυνάμενος καὶ τοῖς θετο στὴν ἐπιθυμία μου, θὰ προτιμήσω καὶ θὰ εὐχηθῶ
δεομένοις τὰ δέοντα ἐπαρκέοιμι. φίλους ἐν κινδύνοις νὰ μὴν ἁμαρτήσω ἀπ’ αὐτὸ τὸ λόγο. Θὰ ἤθελα ὅλοι νὰ
καταστάντας δυνάμενος ὠφελέειν μήκοτε ἐγκαταλεί- εὐτυχοῦν καὶ δὲν θὰ φθονήσω κανένα εὐτυχισμένο. Kα-
ποιμι. φίλων ξυμφορὰς ἀφ’ ὧν οἷόν τε ἐπανορθοῦ- νεὶς ἀπ’ ὅσους ἐγώ νομίζω ὅτι παρ’ ἀξία εὐτυχοῦν, θὰ μὲ
σθαι προθυμοίμην. λυπεομένοισι παρεὼν ἐλαφρύ- κάνη νὰ ἐκπλαγῶ ἢ νὰ ζηλοφθονήσω. Γιατί πρέπει νὰ
νοιμι ἠπί`ω καὶ ἀκεσίμ`ω λόγ`ω τὰς ἀνίας. εἰδείην φθονῶ ὅσα ἡ τύχη δίνει; Θὰ μὲ εὐφραίνουν οἱ φίλοι ποὺ
ἐμωυτὸν αἰδέεσθαι. τῶν καλῶν φιλομαθείην ἀσκέοι- εὐτυχοῦν κατ’ ἀξία. Oὐδέποτε αὐτὸν ποὺ ἀπὸ δική του
μι. ζητοίην μὴ τὰ περισσά, ἀλλὰ περὶ ὧν ἄριστον καὶ πρωτοβουλία κινεῖ ἔχθρα ἐναντίον μου θὰ τὸν μισήσω
ἃ μαθὼν ὠφελησοίμην. θεοὺς τιμ`ώην καὶ νόμ`ω πό- στὴ δυστυχία του, ὅπως οὐδέποτε θὰ συγχωρήσω τὸν
λιος καὶ σπουδDῆ οἰκείDη νό`ω εὐσεβεῖ. ἀεὶ τὸ ἐν ἐμοὶ ἑαυτό μου ἂν γίνω ἡ αἰτία κάποιου κακοῦ. ῍Aν ποτὲ
θυμούμενον ἡμεροίην. ἐθίζοιμι ἐμωυτὸν ἵλεω εἶναι σφάλλω καὶ εἰπῶ ἢ πράξω κάτι ψεκτό, δὲν θὰ περιμένω
καὶ μὴ πρὸς τὰ πρήγματα ἔχειν δυσκόλως. τίς πονη- νὰ μὲ κοροϊδέψουν ἢ νὰ μὲ ἐπιπλήξουν, ἐγὼ θὰ μεμφθῶ
ρός, καὶ τίνι τούτων τί κοτε πέπρηκται, μὴ μέλοι τὸν ἑαυτό μου ὥς ὅτου θεραπευθῶ. Πρέπει νὰ γνωρίζω
μοι· εἰδείην δὲ τοὺς ἀγαθούς, καὶ τούτους μεταδιώ- νὰ ὑποφέρω ὅσα συμβαίνουν καὶ νὰ δέχωμαι τὰ μὲν μέ-
κοιμι. ὀφείλοιμι μηδενὶ μηδέν· εἰ δέ κοτε ὑπ’ ἀνάγκης τρια ὅπως εἶναι στὴν ἴδια τους τὴ φύση, στὰ δὲ ὑπερβάλ-
μεγάλης ἐς τοῦτο κατασταίην, γένοιτό μοι τάχιστα λοντα νὰ μὴ προσθέτω καὶ τὸ δικό μου. ῎Aμποτε νὰ γνω-
ἐλευθέρ`ω γενέσθαι δυνηθῆναι. αἰνέοιμι τοὺς ἀγα- ρίζω καὶ νὰ σηκώνω μὲ σωφροσύνη τὸ βάρος τῆς εὐτυ-
χίας καὶ μακάρι, ὅταν διάγω ζωὴ εὐτυχισμένη νὰ μὴν πα-
ρασυρθῶ σὲ ἀλόγιστη ὑπερηφάνεια. Nὰ μὴν ἔχω ποτὲ
ἀδιάκοπη καὶ ἀχόρταγη ἐπιθυμία χρημάτων καὶ νὰ ἀνα-
ζητῶ μόνο ὅσα διδάγματα εἶναι χρήσιμα στὴν ψυχή. Nὰ
δρέπω ὅταν συζητῶ νίκη ὠφέλιμη ὄχι μόνο γιὰ μένα,
ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ συνομιλητή μου. Nὰ εἶμαι φιλότιμος ὅταν
οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι πρὸς τοὺς φίλους καὶ νὰ εἶμαι
ἐπιφυλακτικὸς στὰ αἰτήματά τους, μήπως κατὰ τὶς ζητή-
100 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 101

θοὺς ἀφθόνως· φιλόψογον δὲ γλῶσσαν παντὸς ἀπο- σεις τους ὑποστηρίζοντας ἐκεῖνο ποὺ ἐγὼ θεωρῶ ὀρθὸ
στυγοίην. εἰδείην σιγᾶν περὶ ὧν ἄμεινον. καὶ θέλοντας νὰ ἐπικρατήση, ὁδηγήση σὲ ἔριδα. Oὐδέπο-
τε πρέπει νὰ παραλογίζωμαι εἰς βάρος τῆς ἀλήθειας,
86 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. ὥστε μὲ τὸν δικό μου παραλογισμὸ νὰ δημιουργήσω
Oὔτε ναῦν ἐξ ἑνὸς ἀγκυρίου οὔτε βίον ἐκ μιᾶς ἔπαρση καὶ ἔριδα μὲ τὸν συνομιλητή μου· καὶ ἀνάγκη νὰ
ἐλπίδος ὁρμιστέον. συντάσσωμαι μ’ αὐτοὺς ποὺ ὑποστηρίζουν λόγους ἀλή-
θειας. Oὐδέποτε πρέπει νὰ βάλω στὸ νοῦ μου ἀκόλαστες
87 Θ ε μ ι σ τ ί ο υ ἐ κ τ ο ῦ M ε τ ρ ι ο π α θ ο ῦ ς ἐπιθυμίες καὶ εἶναι ἀνάγκη, νὰ εἶμαι πάντοτε στὸ πλευρὸ
ἢ Φ ι λ ο τ έ κ ν ο υ (359 c. Hard.). τῶν σωφρόνων. ᾽Eπίσης ὀφείλω πάντα νὰ συνδιαλέγωμαι
Oὕτω δὲ καὶ τ`ῶ ἀνθρώπ`ω ἐγκεχρῶσθαί ἐστιν ἀναγ- μ’ αὐτοὺς ποὺ ὅταν τοὺς ἀποχωρισθῶ θἄχω κερδίσει κάτι
καῖον ἡδονὴν καὶ λύπην καὶ ξύμπαντα τὰ ἄλλα πα- ἀγαθὸ καὶ οὐδέποτε θὰ παραμελήσω κάτι ἐπαιρόμενος
θήματα, πλείω δὲ καὶ ἐμμονωτέραν τὴν λύπην. καὶ ἕνεκα κέρδους. Πρέπει νὰ συνάπτω φιλίες ἀξιόλογες.
τοῦτο αὖ πάλιν Aἴσωπος λέγει· τὸν γὰρ πηλὸν αὐτ`ῶ ῞Oταν μπορῶ καὶ στοὺς φίλους πρέπει νὰ προσφέρω ὅσα
ὁ Προμηθεύς, ἀφ’ οὗ τὸν ἄνθρωπον διεπλάσατο, οὐκ χρειάζονται καὶ στοὺς ἔχοντες ἀνάγκη. Tοὺς φίλους ὅταν
ἐφύρασεν ὕδατι, ἀλλὰ δακρύοις. οὐχὶ οὖν ἐκκόπτειν περιπλακοῦν σὲ κίνδυνο, ἐφ’ ὅσον ἠμπορῶ νὰ τοὺς ὠφε-
αὐτὰ πειρᾶσθαι χρεών, ἀμήχανον γάρ. ἀλλ’ εἴπερ λῶ οὐδέποτε θὰ τοὺς ἐγκαταλείψω. Tὶς συμφορὲς τῶν φί-
ἄρα εἴη ἐπικόπτειν τε καὶ πραΰνειν, κοιμίζειν τε ἐφ’ λων πρέπει νὰ προθυμοποιοῦμαι νὰ τὶς ἐπανορθώνω ὅσο
ὅσον δυνατόν, καὶ νουθετεῖν· ταύτην γὰρ εὐμενῶς μπορῶ. ῞Oταν εἶναι λυπημένοι πρέπει νὰ εἶμαι ἐκεῖ καὶ νὰ
προσίεται τὴν ἐπιμέλειαν. καὶ οὕτως σοι αὐτὰ τοὺς ἐλαφρώνω ἀπὸ τὴ στενοχώρια μὲ γλυκὰ καὶ παρη-
παιδαγωγοῦντι ἀναφανήσεται χρήσιμά τε καὶ ὠφέλι- γορητικὰ λόγια. Πρέπει νὰ ξέρω νὰ σέβωμαι τὸν ἑαυτό
μα ἀντὶ ἀρχήστων καὶ βλαβερῶν, οὐ γὰρ ὁ θεὸς αὐτὰ μου. Πρέπει νὰ ἐνισχύσω τὴ φιλομάθεια πρὸς τὸ καλό.
ἐνεκεράσατο τ`ῶ ἀνθρώπ`ω, ὅπως λώβην τε αὐτ`ῶ καὶ Nὰ μὴ ζητῶ τὰ περιττά, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ ἀξίζουν καὶ ὅταν
αἶσχος προσθείη, ἀλλὰ καὶ ταῦτα πρὸς διαμονὴν καὶ θὰ τὰ μάθω θὰ ὠφεληθῶ. Nὰ τιμῶ τοὺς θεούς, καὶ κατὰ
σωτηρίαν τοῦ γένους προσύφηνέ τε καὶ προσ`ωκοδό- τὴν παράδοση καὶ τὸ νόμο τῆς πόλεως καὶ μὲ τὴ δική μου
μησε τDῆ ψυχDῆ· θυμὸν μέν, ὅπως ἂν τὰ βλάπτοντα τὴ σπουδὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ εὐσεβῆ σκέψη. Πάντοτε
ἀμυνώμεθα· ἐπιθυμίαν δὲ ἐδωδῆς καὶ ποτῶν πρὸς νὰ πραΰνω ὅ,τι μέσα μου ὀργίζεται. Πάντοτε νὰ συνηθίζω
τὴν ξύμφυτον καὶ ἀναγκαίαν ἀπορροήν· καὶ οὕτω δὴ τὸν ἑαυτό μου νὰ εἶναι εὐσπλαχνικὸς καὶ νὰ μὴ ἀντιμετω-
ἄλλο πρὸς ἄλλην τινὰ τεταγμένον τοῦ σώματος κῆρα. πίζη δύσκολα τὰ πράγματα. Ποιός εἶναι πονηρὸς καὶ τί
μένειν δὲ ἕκαστον χρὴ ἐν τ`ῶ μέτρ`ω· καὶ τὸ μέτρον συνέβη ποτέ ἐναντίον του νὰ μὴ ἐνδιαφέρωμαι. Nὰ ἀνα-
τοῦτο ἑκάστου γίνεται ἀρετή· τοῦ μὲν θυμοειδοῦς ζητῶ τοὺς ἀγαθοὺς καὶ νὰ ἐπιδιώκω τὴν συναναστροφή
ἀνδρία, τοῦ δὲ ἐπιθυμητικοῦ σωφροσύνη, τοῦ δ’ αὖ τους. Nὰ μὴ χρωστῶ τίποτε καὶ σὲ κανένα. ῍Aν ποτέ, ἀπὸ
φιλοχρημάτου καὶ φιλοκερδοῦς ἐλευθεριότης τε καὶ μεγάλη ἀνάγκη, ἀναγκασθῶ νὰ χρεωθῶ, ἂς προσπαθήσω
ὅσο εἶναι δυνατὸ πιὸ γρήγορα ν’ ἀπελευθερωθῶ. ῍Aς ὑμνῶ
τοὺς ἀγαθοὺς ἀπεριόριστα κι’ ἂς ἀποφεύγω κάθε φιλο-
102 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 103

μεγαλοπρέπεια· ὅσον δὲ ἐπτόηται περὶ τιμὰς καὶ δυ- κατήγορη γλῶσσα κι’ ἂς προτιμῶ καλύτερα τὴ σιωπὴ ἐκεῖ
νάμεις καὶ προεδρίας, τούτου ἐστὶ τὸ μέτρον μεγα- ποὺ εἶναι προτιμότερη.
λοψυχία. εἰ δὲ ἀκόσμητα ἐαθείη καὶ ἀθεράπευτα
ὑπὸ τοῦ λόγου, καθάπερ φυτὰ ἥμερα καὶ χρηστά, 86. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
ἐξαμελήσαντος γεωργοῦ, ἀπαγριοῦται εὐθὺς καὶ ἐξυ- Oὔτε τὸ καράβι πρέπει νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ μιὰν ἄγκυ-
βρίζει καὶ παραβλαστάνει τὰς κακίας καθάπερ ἀκάν- ρα, οὔτε ἡ ζωὴ νὰ κρατιέται ἀπὸ μιὰν ἐλπίδα.
θας χαλεπὰς καὶ φαρμακώδεις τοῖς τε ἄλλοις καὶ
μάλιστα τ`ῶ κεκτημέν`ω. ἔστι δ’ ἐφ’ ὧν ἔμπαλιν κατα- 87. Θ ε μ ι σ τ ί ο υ ἐ κ τ ο ῦ M ε τ ρ ι ο π α θ ο ῦ ς
φθίνει καὶ ἀπομαραίνεται εἴσω τῆς ἀκμῆς· καὶ δέον- ἢ Φ ι λ ο τ έ κ ν ο υ (359 c.):
ται οὗτοι τοῦ λόγου οὐ κολούοντος καὶ θλίβοντος ῎Eτσι καὶ στὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ἐνσωματω-
καὶ πιέζοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐπάρδοντός τε καὶ ἐπανά- θοῦν ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ λύπη καὶ ὅλα τὰ ἄλλα πάθη, περισσό-
γοντος καὶ ἐρεθίζοντος πρὸς τὴν αὔξην τὴν ἐοικυῖαν. τερο δὲ καὶ ἐντονώτερα ἡ λύπη. Aὐτὸ τὸ λέει καὶ ὁ Aἴσω-
καὶ διὰ τοῦτο ἄρα ἑκάστην ἀρετὴν περικάθηνται πος. Tὸν πηλό, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Προμηθεὺς ἔπλασε τὸν
ἔνθεν καὶ ἔνθεν δύο κακίαι, ἡ μὲν τὸ ἐνδεὲς τοῦ πα- ἄνθρωπο δὲν τὸν μαλάκωσε μὲ νερό, ἀλλὰ μὲ δάκρυα.
θήματος ἀγαπῶσα, ἡ δὲ τὸ πλεονάζον ἀσπαζομένη. Δὲν ἔχουμε ἑπομένως χρέος νὰ προσπαθοῦμε νὰ ξερριζώ-
δεῖ δ’ οὐ πρὸς τὰ φαῦλα καὶ διεστραμμένα ὁρῶντας νουμε τὰ πάθη, αὐτὸ θἄταν ἀκατόρθωτο, ἀλλὰ νὰ τὰ κα-
ἅπαντα ὁμοίως ὑποπτεύειν καὶ ἐξελαύνειν, ἀλλὰ τὸ ταστέλλουμε καὶ νὰ τὰ πραΰνουμε, νὰ τὰ ἀποκοιμίζουμε
βούλημα ἐξετάζειν τῆς φύσεως, καὶ πρὸς ὅ τι ἕκα- κατὰ τὸ δυνατὸ καὶ νὰ τὰ ἐλέγχουμε μὲ τὸ μυαλό. Aὐτὴ
στον τῶν παθημάτων ἐνεφύτευσεν καὶ ἐνεσημήνατο τὴν φροντίδα τὰ πάθη τὴν δέχονται εὐμενῶς καὶ ὅταν μ’
τDῆ ψυχDῆ. αὐτὸ τὸν τρόπο τὰ διαπαιδαγωγήσης, θὰ ἀναδειχθοῦν
αὐτὰ καὶ χρήσιμα καὶ ὠφέλιμα, ἀντὶ ἀχρήστων καὶ βλα-
88 Π ο ρ φ υ ρ ί ο υ ἐ κ τ ο ῦ π ε ρ ὶ τ ῶ ν βερῶν. Γιατὶ δὲν τὰ ἐνοφθάλμισε ὁ θεὸς ὅλα αὐτὰ στὸν
π ρ ὸ ς τ ὰ ν ο η τ ὰ ἀ φ ο ρ μ ῶ ν. ἄνθρωπο γιὰ νὰ τοῦ προσάψη ἀτιμία καὶ ψόγο, ἀλλὰ τὰ
῎Aλλαι αἱ ἀρεταὶ τοῦ πολιτικοῦ, καὶ ἄλλαι αἱ τοῦ συνύφανε γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴν ἐπιβίωση τοῦ γένους
πρὸς θεωρίαν ἀνιόντος καὶ διὰ τοῦτο λεγομένου θε- καὶ προίκισε μ’ αὐτὰ τὴν ψυχή. Tὸν θυμὸ γιὰ νὰ ἀμυνό-
ωρητικοῦ, καὶ ἄλλαι αἱ τοῦ ἤδη τελείου θεωρητικοῦ μαστε ἐναντίον τῶν βλαβερῶν, τὴν ἐπιθυμία φαγητοῦ καὶ
καὶ ἤδη θεατοῦ, καὶ ἄλλαι αἱ τοῦ νοῦ, καθὸ νοῦς, καὶ ποτοῦ χάριν τῆς συμφύτου καὶ ἀναγκαίας καταναλώσεως
ἀπὸ ψυχῆς καθαροῦ. αἱ μὲν τοῦ πολιτικοῦ ἐν με- τῶν θρεπτικῶν στοιχείων· κι’ ἔτσι τὸ καθένα πάθος εἶναι
τριοπαθείDα τοῦ ἀλόγου κείμεναι τ`ῶ ἕπεσθαι καὶ τεταγμένο νὰ ἐξυπηρετῆ καὶ μιὰν ἄλλη ἀνάγκη τοῦ σώμα-
ἀκολουθεῖν τ`ῶ λογισμ`ῶ τοῦ καθήκοντος κατὰ τὰς τος. Tὸ καθένα πρέπει νὰ παραμένη μέσα στὰ ὅρια τοῦ
πράξεις. διὸ πρὸς κοινωνίαν βλέπουσαι τὴν ἀβλαβῆ μέτρου καὶ τὸ μέτρο κάθε πράγματος εἶναι ἡ ἀρετή,
τῶν πλησίον ἐκ τοῦ συναγελασμοῦ καὶ τῆς κοινωνίας ὅπως τοῦ συναισθήματος εἶναι ἡ ἀνδρεία καὶ τοῦ ἐπιθυ-
πολιτικαὶ λέγονται. καὶ ἔστι φρόνησις μὲν περὶ τὸ μητικοῦ ἡ σωφροσύνη, καὶ τῆς φιλοκερδίας καὶ τῆς φιλο-
χρηματίας ἡ ἐλευθεριότητα καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια. ῞Oσον
104 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 105

λογιζόμενον, ἀνδρία δὲ περὶ τὸ θυμούμενον, σωφρο- δὲ δὲν ἐντυπωσιάζεται ἀπὸ τιμές, δύναμη καὶ ἀξιώματα
σύνη δ’ [ἐν ὁμολογίDα καὶ συμφωνίDα ἐπιθυμητικοῦ αὐτοῦ τὸ μέτρο του εἶναι ἡ μεγαλοψυχία. ῍Aν ἐγκαταλει-
πρὸς λογισμόν, δικαιοσύνη δὲ] ἡ ἑκάστου τούτων φθοῦν τὰ πάθη χωρὶς φροντίδα καὶ χωρὶς νὰ ἐπηρεάζω-
ὁμοῦ οἰκειοπραγία, ἀρχῆς πέρι καὶ τοῦ ἄρχεσθαι. αἱ νται ἀπὸ τὴ λογική, ὅπως μερικὰ ἥμερα καὶ χρήσιμα
δὲ τοῦ πρὸς θεωρίαν προκόπτοντος θεωρητικοῦ ἐν φυτὰ ἀμελοῦς γεωργοῦ, γίνονται ἄγρια καὶ προβάλλουν
ἀποστάσει κεῖνται τῶν ἐντεῦθεν· διὸ καὶ καθάρσεις ὑβριστικὰ καὶ βγάζουν ὡς βλαστάρια τὶς κακίες ποὺ μοι-
αὗται λέγονται ἐν ἀποχDῆ θεωρούμεναι τῶν τοῦ σώ- άζουν μὲ σκληρὰ καὶ δηλητηριώδη ἀγκάθια καὶ γιὰ τοὺς
ματος πράξεων καὶ συμπαθειῶν τῶν πρὸς αὐτό. ἄλλους καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἰδιαίτερα. Kαὶ πολλὲς
αὗται μὲν γὰρ τῆς ψυχῆς ἀφισταμένης πρὸς τὸ φορὲς πάλι μαραίνονται καὶ φθίνουν ἐπάνω στὴν ἀκμή
ὄντως ὄν, αἱ δὲ πολιτικαὶ τὸν θνητὸν ἄνθρωπον κα- τους. Aὐτοὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ λογικὴ συμπεριφορὰ
τακοσμοῦσι. καὶ πρόδρομοι δὲ πολιτικαὶ τῶν καθάρ- ποὺ δὲν καταπιέζει ἢ φέρνει θλίψη, ἀλλὰ ποὺ ἐπανορθώ-
σεων· δεῖ γὰρ κοσμηθέντα κατ’ αὐτὰς ἀποστῆναι τοῦ νει καὶ ἐρεθίζει πρὸς τὴν κατάλληλη καλλιέργεια. Γι’
σὺν σώματι πράττειν τι προηγουμένως. διὸ ἐν ταῖς αὐτὸ σὲ κάθε ἀρετὴ κάθονται δίπλα ἀπὸ δῶ κι’ ἀπὸ ἐκεῖ
καθάρσεσιν τὸ μὲν μὴ συνδοξάζειν τ`ῶ σώματι, ἀλλὰ δυὸ κακίες, ἡ μιὰ μὲ κλίση πρὸς τὸ ὑστέρημα τοῦ πάθους
μόνον ἐνεργεῖν, ὑφίστησι τὸ φρονεῖν, ὃ διὰ τοῦ κα- καὶ ἡ ἄλλη πρὸς τὸ πλεόνασμα. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει
θαρῶς νοεῖν τελειοῦται· τὸ δέ γε μὴ ὁμοπαθεῖν συνί- νἄχουμε πάντα ὑπὸ κατηγορία τὰ φαῦλα καὶ τὰ διε-
στησι τὸ σωφρονεῖν, τὸ δὲ μὴ φοβεῖσθαι ἀφισταμέ- στραμμένα καὶ νὰ τὰ ὑποπτευόμαστε ὅλα κατὰ τὸν ἴδιο
νην τοῦ σώματος ὡς εἰς κενόν τι καὶ μὴ ὂν τὴν τρόπο καὶ νὰ τὰ ἐκδιώκουμε, ἀλλὰ νὰ ἐξετάζουμε τὴν θέ-
ἀνδρίαν. ἡγουμένου δὲ λόγου καὶ νοῦ καὶ μηδενὸς ληση τῆς φύσεως γιὰ ποιὸ σκοπὸ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ πά-
ἀντιτείνοντος, δικαιοσύνη τὸ τοιοῦτον. ἡ μὲν οὖν θη ἐνεφύτευσε καὶ χάραξε στὴν ψυχή μας.
κατὰ τὰς πολιτικὰς ἀρετὰς διάθεσις ἐν μετριοπα-
θείDα θεωρεῖται, τέλος ἔχουσα τὸ ζῆν ὡς ἄνθρωπον 88. Π ο ρ φ υ ρ ί ο υ ἀ π ὸ τ ὶ ς ἀ φ ε τ η ρ ί ε ς
κατὰ φύσιν· ἡ δὲ κατὰ τὰς θεωρητικὰς ἐν ἀπαθείDα, π ρ ὸ ς τ ὰ ν ο η τ ά:
ἧς τέλος ἡ πρὸς θεὸν ὁμοίωσις. ἐπεὶ δὲ κάθαρσις ἣ ῎Aλλες οἱ ἀρετὲς τοῦ πολιτικοῦ καὶ ἄλλες αὐτοῦ ποὺ
μέν τις ἦν καθαίρουσα ἣ δὲ κεκαθαρμένων, αἱ κα- τείνει πρὸς τὴ θεωρία καὶ ποὺ ὀνομάζεται γι’ αὐτὸ θεω-
θαρτικαὶ ἀρεταὶ κατ’ ἄμφω θεωροῦνται τὰ σημαινό- ρητικὸς καὶ ἄλλες αὐτοῦ ποὺ εἶναι ὁλοκληρωμένος θεω-
μενα τῆς καθάρσεως· καθαίρουσί τε γὰρ τὴν ψυχὴν ρητικὸς καὶ ἤδη θεατὴς καὶ ἄλλες οἱ ἀρετὲς τοῦ νοῦ, καθ’
καὶ καθαρθείσDη σύνεισι· τέλος γὰρ τὸ κεκαθάρθαι ἑαυτὸν καὶ ἀπὸ τὴν ψυχὴ καθαροῦ. Oἱ ἀρετὲς τοῦ πολιτι-
κοῦ, τοποθετημένες μετριοπαθῶς ὡς πρὸς τὸ παράλογο
ἀκολουθοῦν καὶ ἕπονται στὸν ὑπολογισμὸ τοῦ καθήκον-
τος ὡς πρὸς τὴ δράση, καὶ ἐπειδὴ ἀποβλέπουν πρὸς ἐπι-
κοινωνία ἀβλαβῆ τοῦ πλησίον, ἀπὸ τὸν συγχρωτισμὸ καὶ
τὴν ἐπικοινωνία πολιτικὲς ὀνομάζονται. Eἶναι αὐτὲς ἡ
φρόνηση γύρω ἀπὸ τὸν τομέα τοῦ λογικοῦ, ἡ ἀνδρεία
106 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 107

τοῦ καθαίρειν. ἀλλ’ ἐπεὶ τὸ καθαίρειν καὶ κεκαθάρ- στὸν τομέα τοῦ συναισθήματος, ἡ σωφροσύνη στὸν τομέα
θαι ἀφαίρεσις ἦν παντὸς τοῦ ἀλλοτρίου, τὸ ἀγαθὸν τοῦ συνδυασμοῦ τῶν ἐπιθυμιῶν πρὸς τὸ λογικό, ἡ δικαι-
ἕτερον ἂν εἴη τοῦ καθαίροντος· ὥστε γε πρὸς τῆς οσύνη ἀκόμη, σὲ συνεργασία ὅλων αὐτῶν στὸ ἄρχειν καὶ
ἀκαθαρσίας ἀρκεῖ· ἀλλ’ ἀρκέσει μὲν ἡ κάθαρσις, τὸ τὸ ἄρχεσθαι. ᾽Eνῶ ὁ θεωρητικὸς ποὺ τείνει πρὸς τὴν θεω-
δὲ καταλειπόμενον ἔσται τὸ ἀγαθόν, καὶ οὐχ ἡ κά- ρία, βρίσκεται μακριά ἀπ’ τὰ παραπάνω. Γι’ αὐτὸ κι’ οἱ
θαρσις. ἀλλὰ ἡ ψυχῆς φύσις οὐκ ἦν ἀγαθόν, ἀλλ’ ἀρετὲς αὐτὲς λέγονται καὶ «καθάρσεις» θεωρούμενες, ὅτι
ἀγαθοῦ μετέχειν δυνάμενον καὶ ἀγαθοειδές· οὐ γὰρ ὑπάρχουν ἔξω ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ σώματος καὶ τὶς πε-
ἂν ἐγένετο ἐν κακ`ῶ. τὸ οὖν ἀγαθὸν αὐτDῆ ἐν τ`ῶ συ- ριπέτειες καὶ τὰ πάθη του. Oἱ ἀρετὲς αὐτὲς ἐκδηλώνον-
νεῖναι τ`ῶ γεννήσαντι, κακία δὲ τὸ τοῖς ὑστέροις. καὶ ται καθὼς ἡ ψυχὴ αἴρεται πρὸς τὸ «ὄντως ὄν», ἐνῶ οἱ
διπλῆ γε κακία, τό τε τούτοις συνεῖναι καὶ μετὰ πολιτικὲς ἀρετὲς κατακοσμοῦν τὴ θνητὴ φύση τοῦ
παθῶν ὑπερβολῆς· διόπερ αἱ πολιτικαὶ ἀρεταὶ μιᾶς ἀνθρώπου. Kαὶ εἶναι ἀκόμα οἱ πολιτικὲς ἀρετὲς πρόδρο-
γοῦν αὐτὴν κακίας ἀπαλλάττουσαι ἀρεταὶ ἐκρίθη- μοι τῶν «καθάρσεων». Γιατὶ πρέπει ὁ θεωρητικὸς ἐνταγ-
σαν καὶ τίμιαι, αἱ δὲ καθαρτικαὶ τιμιώτεραι καὶ τῆς μένος στὸ σύστημα τῶν πολιτικῶν ἀρετῶν νὰ ἀποφεύγη
ὡς ψυχικῆς κακίας ἀπαλλάττουσαι. δεῖ τοίνυν καθη- νὰ πράττη κάτι προηγουμένως κατὰ τὶς παρορμήσεις τοῦ
ραμένην αὐτὴν συνεῖναι τ`ῶ γεννήσαντι. καὶ ἀρετὴ σώματος. Γι’ αὐτὸ στὶς «καθάρσεις», ὅπου δὲν σκεπτόμα-
ἄρα αὐτῆς μετὰ τὴν ἐπιστροφὴν αὕτη, ἥπερ ἐστὶν ἐν στε ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ σώματος, ἀλλὰ μόνο ἐνεργοῦ-
γνώσει καὶ εἰδήσει τοῦ ὄντος· οὐχ ὅτι οὐκ ἔχει παρ’ με, φθάνουμε στὴ φρόνηση, ποὺ «τελειοῦται» μὲ τὴν κα-
αὐτDῆ ταύτην, ἀλλ’ ὅτι ἄνευ τοῦ πρὸ αὐτῆς οὐχ ὁρDᾶ θαρὴ νόηση. ῞Oταν ἡ φρόνηση δὲν σύρεται ἀπ’ τὰ πάθη
τὰ αὐτῆς. ἄλλο οὖν γένος τρίτον ἀρετῶν μετὰ τὰς κα- τότε ἔχουμε τὴ σωφροσύνη. Kι’ ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν φοβᾶται
θαρτικὰς καὶ τὰς πολιτικάς, νοερῶς τῆς ψυχῆς ἐνερ- σὰ ν’ ἀποσπάται τρόπον τινὰ ἀπ’ τὸ σῶμα καὶ νὰ μεταρ-
γούσης· σοφία μὲν καὶ φρόνησις ἐν θεωρίDα ὧν νοῦς σιώνεται στὸ κενὸ καὶ τὸ μὴ ὂν τότε ἔχομε τὴν ἀνδρεία.
ἔχει, δικαιοσύνη δὲ ἐν οἰκειοπραγίDα μὲν ἐν τDῆ πρὸς Kαὶ ὅταν δεσπόζη ὁ λόγος καὶ ὁ νοῦς χωρὶς ν’ ἀντιτείνει
τὸν νοῦν ἀκολουθίDα καὶ τ`ῶ πρὸς νοῦν ἐνεργεῖν. σω- κανείς, αὐτὸ εἶναι δικαιοσύνη. ῾H διάθεσις λοιπὸν σχετικὰ
φροσύνη δὲ ἡ εἴσω πρὸς νοῦν στροφή· ἡ δὲ ἀνδρία μὲ τὶς πολιτικὲς ἀρετὲς τοποθετεῖται στὸ μετριασμὸ τῶν
ἀπάθεια, καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ πρὸς ὃ βλέπει ἀπαθὲς παθῶν καὶ ἔχει σκοπὸ νὰ ρυθμίζη τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου
ὂν τὴν φύσιν. καὶ ἀντακολουθοῦσί γε αὗται ἀλλήλαις σύμφωνα μὲ τὴ φύση του. ᾽Eνῶ ἡ διάθεση σχετικὰ μὲ τὶς
ὥσπερ καὶ ἄλλαι. τέταρτον εἶδος ἀρετῶν τὸ τῶν πα- θεωρητικὲς ἀρετὲς τοποθετεῖται στὴν ἀπαλλαγὴ (τὴν
ραδειγματικῶν, αἵπερ ἦσαν ἐν τ`ῶ ν`ῶ κρείττους ἔλλειψη) ἀπ’ τὰ πάθη μὲ τελικὸ σκοπὸ τὴν ὁμοίωση πρὸς
οὖσαι τῶν ψυχικῶν, καὶ τούτων ὥσπερ παραδείγμα- τὸ θεό. ᾽Eπειδὴ ἡ λειτουργία τῆς καθάρσεως εἶναι καὶ
τα· ἐπιστήμη μὲν ἡ νόησις, σοφία δὲ γιγνώσκων ὁ αὐτὸ ποὺ ἐνεργεῖ καὶ καθαρίζει καὶ αὐτὰ ποὺ εἶναι κεκα-
θαρμένα, οἱ καθαρτικὲς ἀρετὲς θεωροῦνται καὶ μὲ τὶς
δυὸ αὐτὲς σημασίες, τῆς καθάρσεως. Kαθαρίζουν δηλαδὴ
τὴν ψυχὴ καὶ συνυπάρχουν μὲ τὴν ψυχὴ ποὺ ἔχει καθαρ-
θῆ. Γιατὶ σκοπὸς τῆς καθάρσεως εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ
108 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 109

νοῦς· τὸ δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ σωφροσύνη, τὸ δὲ οἰκεῖον καθαρμοῦ («τὸ κεκαθάρθαι»). A ᾽ λλὰ ἐπειδὴ ἡ λειτουργία
ἔργον ἡ οἰκειοπραγία, ἡ δὲ ἀνδρία ἡ ταυτότης καὶ τὸ τῆς καθάρσεως καὶ τὸ ἀποτέλεσμά της σημαίνει ἀφαίρε-
ἐφ’ ἑαυτοῦ μένειν καθαρὸν διὰ δυνάμεως περιου- ση κάθε ξένου στοιχείου, τὸ ἀγαθὸ πρέπει νὰ εἶναι ἄλλο
σίαν. τέτταρα τοίνυν ἀρετῶν γένη πέφηνεν· [ὧν] αἱ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐνεργεῖ τὴν κάθαρση. A ᾽ λλὰ θὰ βοηθήση βέ-
μὲν ἦσαν αἱ τοῦ νοῦ αἱ παραδειγματικαὶ καὶ σύνδρο- βαια ἡ κάθαρση, ἀλλὰ τὸ ἀγαθὸ θὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ
μοι αὐτοῦ τDῆ οὐσίDα· αἱ δὲ ψυχῆς πρὸς νοῦν ἐνορώ- μείνη, ὄχι ἡ ἴδια ἡ κάθαρση. A
᾽ λλὰ ἡ φύση τῆς ψυχῆς δὲν
σης ἤδη καὶ πληρουμένης ἀπ’ αὐτοῦ· αἱ δὲ ψυχῆς εἶναι ἀγαθὸ ἀρτιωμένο, ἀλλὰ ἁπλῶς μπορεῖ νὰ μετέχη
ἀνθρώπου καθαιρομένης τε καὶ καθαρθείσης ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ, εἶναι δηλαδὴ κάτι τὸ ἀγαθοειδές. A᾽ λλιῶς δὲν
σώματος καὶ τῶν ἀλόγων παθῶν· αἱ δὲ ψυχῆς ἀνθρώ- θὰ εἶχε νὰ κάνη καὶ μὲ τὸ κακό. Tὸ ἀγαθὸ λοιπὸν σ’ αὐτὴν
που κατακοσμούσης τὸν ἄνθρωπον, διὰ τοῦ τὰ μέ- εἶναι ὅτι συνυπάρχει μὲ τὸν γεννήσαντα καὶ τὸ κακὸ εἶναι
τρα τDῆ ἀλογίDα ἀφορίζειν καὶ μετριοπάθειαν ἐνεργά- ὅτι συνυπάρχει μὲ τοὺς κατοπινούς. Kαὶ εἶναι διπλῆ ἡ
ζεσθαι. καὶ ὁ μὲν ἔχων τὰς μείζους ἐξ ἀνάγκης ἔχει κακία γιατὶ συνυπάρχει μ’ αὐτοὺς καὶ μὲ τὴν ὑπερβολὴ
καὶ τὰς ἐλάττους· οὐ μὴν καὶ ἔμπαλιν. οὐκ ἔτι μέντοι τῶν παθῶν. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς οἱ πολιτικὲς ἀρετὲς ποὺ
ὁ ἔχων τὰς μείζους ἐνεργήσει καὶ κατὰ τὰς ἐλάττους ἀπαλλάσσουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ μιὰ κακία θεωροῦνται συ-
προηγουμένως, ἀλλὰ μόνον κατὰ περίστασιν τῆς γε- νήθως πολύτιμες ἀρετές, ἐνῶ οἱ καθαρτικὲς ἀρετὲς εἶναι
νέσεως. ἄλλοι γὰρ οἱ σκοποί, ὥσπερ εἴρηται, καὶ κα- πολυτιμότερες, γιατὶ ἀπαλλάσσουν καὶ ἀπὸ ψυχικὴ κα-
τὰ γένος διάφοροι. τῶν μὲν γὰρ πολιτικῶν μέτρον κία. Πρέπει λοιπὸν ἡ ψυχὴ καθαρὴ νὰ συνυπάρχη μὲ τὸν
ἐπιθεῖναι τοῖς πάθεσι πρὸς τὰς ἐν τοῖς κατὰ φύσιν γεννήσαντα. Kαὶ μετὰ τὴν ἐπιστροφή της ἔχει τὴν ἀρετή,
ἐνεργείας· τῶν δὲ καθαρτικῶν, τελέως τῶν παθῶν ποὺ συνίσταται στὴ γνώση καὶ τὴ θέα τοῦ ὄντος. ῎Oχι πὼς
ἀποστῆσαι, τὸ τέως μέτρον λαμβάνον· τῶν δὲ πρὸς δὲν ἔχει μέσα της αὐτὴν τὴν ἀρετή, ἀλλὰ χωρὶς τὴν προη-
νοῦν ἐνεργῆσαι, μηδὲ τοῦ ἀποστῆσαι ἐκ τῶν παθῶν γούμενη ὕπαρξή της δὲν βλέπει τὰ δικά της. ῎Aλλο λοιπὸν
εἰς ἔννοιαν ἐρχομένους· τῶν δὲ μηδὲ πρὸς νοῦν ἐχου- τρίτο εἶδος ἀρετῶν μετὰ τὶς καθαρτικὲς καὶ τὶς πολιτικές,
σῶν τὴν ἐνέργειαν, ἀλλὰ τDῆ αὐτοῦ οὐσίDα εἰς συνδρο- εἶναι αὐτὲς ποὺ ἡ ψυχὴ ἐνεργεῖ νοερά. ῾H σοφία καὶ ἡ
μὴν ἀφιγμένων. διὸ καὶ ὁ κατὰ μὲν τὰς πρακτικὰς φρόνηση συνίστανται στὴ θεώρηση αὐτῶν ποὺ ἔχει ὁ
ἐνεργῶν σπουδαῖος ἦν ἄνθρωπος, ὁ δὲ κατὰ τὰς κα- νοῦς, ἡ δικαιοσύνη νὰ κάνη κανεὶς τὸ ἁρμόζον συνεπὴς
θαρτικὰς δαιμόνιος ἦν ἄνθρωπος ἢ καὶ δαίμων ἀγα- πρὸς τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ νοῦ καὶ νὰ ἐνεργῆ μὲ γνώμονα
θός, ὁ δὲ κατὰ μόνας τὰς πρὸς τὸν νοῦν θεός, ὁ δὲ τὸν νοῦν. ῾H σωφροσύνη εἶναι ἡ στροφὴ τῆς ψυχῆς μέσα
πρὸς τὸ νοῦ. ῾H ἀνδρεία εἶναι ἡ ἀπάθεια, ἡ ὁμοίωση μὲ
αὐτὸ πρὸς τὸ ὁποῖο ἀτενίζει, ποὺ εἶναι ἀπ’ τὴ φύση του
ἀπαθές. Kαὶ ἀκολουθοῦν αὐτὲς ἡ μιὰ τὴν ἄλλη, ὅπως κι’
οἱ ἄλλες ἀρετές. Tέταρτο εἶδος τῶν ἀρετῶν εἶναι οἱ παρα-
δειγματικές, ποὺ ὑπῆρχαν μέσα στὸ νοῦ καὶ εἶναι ἀνώτε-
ρες ἀπ’ τὶς ψυχικὲς καὶ τρόπον τινὰ ὑποδείγματα αὐτῶν.
᾽Eπιστήμη εἶναι ἡ νόηση καὶ σοφία ὁ νοῦς πού ἔχει τὴν
110 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 111

κατὰ τὰς παραδειγματικὰς θεῶν πατήρ. ἐπιμελητέον ἱκανότητα νὰ γνωρίζη. ῾H στροφὴ πρὸς τὸ νοῦ εἶναι ἡ σω-
οὖν μάλιστα τῶν καθαρτικῶν ἡμῖν, σκεψαμένοις ὅτι φροσύνη, καὶ ἔργο της εἶναι ἡ φροντίδα γιὰ τὰ δικά της.
τούτων μὲν ἡ τεῦξις ἐν τ`ῶ βί`ω τούτ`ω, διὰ τούτων δὲ A
᾽ νδρεία εἶναι ἡ ταυτότητα τῆς ψυχῆς μὲ τὸ νοῦ καὶ ἡ ἱκα-
καὶ ἡ εἰς τὰς τιμιωτέρας ἄνοδος. διὸ θεωρητέον ἄχρι νότητα νὰ μένη καθαρὸς μὲ τὴ δύναμη ποὺ διαθέτει. Tέσ-
τίνος καὶ πόσον οἵα τε παραλαμβάνεσθαι ἡ κάθαρ- σερα λοιπὸν ἀποδείχνονται τὰ εἴδη τῶν ἀρετῶν. Πρῶτες
σις. ἔστι μὲν γὰρ ἐν ἀποστάσει σώματος καὶ τῆς ἀλό- ἦταν οἱ ἀρετὲς τοῦ νοῦ οἱ παραδειγματικὲς καὶ συμφυεῖς
γου παθητικῆς κινήσεως. πῶς δ’ ἂν γένοιτο καὶ ἄχρι μὲ τὴν οὐσία του. ῎Eπειτα εἶναι οἱ ἀρετὲς τῆς ψυχῆς ποὺ
τίνος, ῥητέον. πρῶτον μὲν οἷον θεμέλιος καὶ ὑποβά- ἐνορᾶ μέσα στὸ νοῦ καὶ πληροῦται ἀπ’ αὐτόν· τρίτες
θρα τῆς καθάρσεως τὸ γνῶναι ἑαυτὸν ψυχὴν ὄντα ἐν εἶναι οἱ ἀρετὲς τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία καθα-
ἀλλοτρί`ω τ`ῶ πράγματι καὶ ἑτερουσί`ω συνδεδεμένον· ρίζεται καὶ πετυχαίνη νὰ καθαρισθῆ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὰ
δεύτερον δὲ τὸ ἀπὸ τούτου ὁρμώμενον τοῦ πείσμα- ἄλογα πάθη. Tέλος οἱ ἀρετὲς τῆς ψυχῆς ἡ ὁποία κατακο-
τος συναγαγεῖν αὑτὸν ἀπὸ τοῦ σώματος (καὶ τοῖς μὲν σμεῖ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ νὰ προσδιορίζη τὰ ὅρια τοῦ λογι-
τόποις) πάντως γε μὴν ἀπαθῶς πρὸς αὐτὸ διατιθέ- κοῦ καὶ τοῦ ἀλόγου καὶ μὲ τὸ νὰ ἐμποιῆ τὴ μετριοπάθεια.
μενον. ἐνεργῶν μὲν γάρ τις συνεχῶς κατ’ αἴσθησιν, εἰ Kι’ ὅποιος ἔχει τὶς ἀνώτερες ἀρετὲς ἔχει ἐξ ἀνάγκης καὶ
καὶ μὴ μετὰ προσπαθείας καὶ τῆς τοῦ ἥδεσθαι ἀπο- τὶς κατώτερες. ῎Oχι ὅμως καὶ ἀντίστροφα. Aὐτὸς ὅμως
λαύσεως τοῦτο ποιεῖ, ἀλλ’ οὖν ἐσκέδασται περὶ τὸ ποὺ ἔχει τὶς ἀνώτερες ἀρετὲς δὲν πρόκειται νὰ ἐνεργήση
σῶμα, συναφὴς αὐτ`ῶ κατὰ ταύτην γινόμενος, προσ- καὶ σύμφωνα μὲ τὶς κατώτερες προηγουμένως, ἀλλὰ μόνο
πάσχων δὲ ταῖς τῶν αἰσθημάτων ἡδοναῖς ἢ λύπαις κατὰ τὴ διαδικασία τῆς διαμορφώσεως αὐτῶν τῶν
σύν προθυμίDα καὶ ἐπινεύσει συμπαθεῖ· ἀφ’ ἧς δὴ ἀρετῶν. Γιατὶ εἶναι ἄλλοι οἱ σκοποὶ ὅπως εἴπαμε, καὶ
μάλιστα διαθέσεως αὑτὸν προσήκει καθαίρειν. τοῦτο διαφορετικοὶ τοῦ κάθε εἴδους τῶν ἀρετῶν. Tῶν πολι-
δ’ ἂν γένοιτο, εἰ καὶ τὰς ἀναγκαίας τῶν ἡδονῶν καὶ τικῶν ἀρετῶν σκοπὸς εἶναι νὰ ἐπιβάλουν ἕνα μέτρο στὰ
τὰς αἰσθήσεις ἰατρείας ἕνεκα μόνον τις παραλαμβά- πάθη τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴ δράση του. Tῶν καθαρ-
νοι ἢ ἀπαλλαγῆς πόνων, ἵνα μὴ ἐμποδίζοιτο. ἀφαιρε- τικῶν ἀρετῶν σκοπὸς εἶναι ν’ ἀποσπάσουν τὴν ψυχὴ τε-
τέον δὲ καὶ τὰ ἀλγηδόνας· εἰ δὲ μὴ οἷόν τε εἴη, πράως λείως ἀπ’ τὰ πάθη παίρνοντας ὡς μέτρο τὴν προτέρα της
οἰστέον ἐλάττους τιθέντα τ`ῶ μὴ συμπάσχειν. τὸν δὲ κατάσταση. ῎Aλλων εἶναι νὰ στρέφουν τὴν ἐνέργειά τους
θυμὸν ὡς οἷόν τε ἀφαιρετέον καὶ μελετητέον πάντDη· στὸ νοῦ καὶ νὰ μὴν ἀποξενώσουν τὴν ψυχὴ ἀπ’ τὰ πάθη
εἰ δὲ μή, αὐτ`ῶ γοῦν συναναμιγνύναι τὴν προαίρεσιν, κατὰ τὴ λειτουργία τοῦ λογισμοῦ. Kαὶ τέλος ἄλλος εἶναι ὁ
ἀλλ’ ἄλλου εἶναι τὸ ἀπροαίρετον· τὸ δ’ ἀπροαίρετον σκοπὸς τῶν ἀρετῶν ποὺ δὲ στρέφεται ἡ λειτουργία τους
πρὸς τὸ νοῦ, ἀλλὰ ἀποτελοῦν ὡστόσο σύνδρομα τῆς
οὐσίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ συνήθως ἐνεργῆ
σύμφωνα μὲ τὶς πρακτικὲς ἀρετὲς ἦταν πάντα σπου-
δαῖος, ὁ ἄνθρωπος πάλι ποὺ ἐνεργεῖ κατὰ τὶς καθαρτικὲς
ἀρετὲς ἦταν πάντα δαιμόνιος ἢ ἕνα ἀγαθὸ πνεῦμα.
᾽Eκεῖνος πάλι ποὺ στρέφεται ἀποκλειστικὰ στὶς ἀρετὲς
112 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 113

ἀσθενὲς καὶ ὀλίγον· τὸν δὲ φόβον πάντDη, περὶ οὐδε- τοῦ νοῦ εἶναι θεός, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ ἀσκεῖ τὶς παραδειγμα-
νὸς γὰρ φοβήσεται· τὸ δ’ ἀπροαίρετον καὶ ἐνταῦθα. τικὲς ἀρετὲς εἶναι πατέρας θεῶν. Πρέπει λοιπόν, νὰ φρο-
χρηστέον δὴ ἄρα καὶ θυμ`ῶ καὶ φόβ`ω ἐν νουθετήσει· ντίζωμε πρὸ παντὸς γιὰ τὶς καθαρτικὲς ἀρετὲς ἔχοντας
ἐπιθυμίαν δὲ παντὸς φαύλου ἐξοριστέον· σίτων δὲ ὑπ’ ὄψη ὅτι αὐτὲς μποροῦμε νὰ τὶς ἐπιτύχωμε σ’ αὐτὴ τὴ
καὶ ποτῶν οὐκ αὐτὸς ἕξει Dἧπερ αὐτός· ἀφροδισίων ζωὴ καὶ μ’ αὐτὲς νὰ ὑψωθοῦμε στὶς πολυτιμότερες ἀρε-
τε τῶν φυσικῶν οὐδὲ τὸ ἀπροαίρετον, εἰ δ’ ἄρα, ὅσον τές. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐξετάσωμε μέχρι ποίου σημείου
μέχρι φαντασίας προπετοῦς τῆς κατὰ τοὺς ὕπνους. καὶ πόσο εἶναι δυνατὸ νὰ προσκτηθῆ ἡ κάθαρση. Γιατὶ ἡ
ὅλως δ’ αὐτὴ μὲν πάντων ἡ ψυχὴ νοερὰ τοῦ καθαι- οὐσία τῆς καθάρσεως βρίσκεται στὴν μεταρσίωση ἀπὸ τὸ
ρομένου τούτων ἔστω καθαρά. βουλέσθω δὲ καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴ δράση τῶν παθῶν ποὺ κινεῖ τὸ ἄλογο μέρος
κινούμενον πρὸς τὸ ἄλογον τῶν σωματικῶν παθῶν τῆς ψυχῆς. Πῶς μπορεῖ νὰ γίνη αὐτὸ καὶ μέχρι ποίου ση-
ἀσυμπαθῶς κινεῖσθαι καὶ ἀπροσεκτῶς, ὥστε καὶ τὰς μείου, αὐτὸ εἶναι ποὺ πρέπει νὰ ποῦμε. Θεμελιώδης ἀρχὴ
κινήσεις εὐθύς τε λύεσθαι τDῆ γειτνιάσει τοῦ λογιζο- καὶ βάθρο τῆς καθάρσεως εἶναι ἡ ἐπίγνωση, ὅτι εἴμαστε
μένου. ψυχὴ δεμένη στενὰ μέσα σ’ ἕνα ξένο καὶ ἑτερούσιο πράγ-
μα. Δεύτερο, ξεκινώντας ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, νὰ προ-
89 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ Φ α ί δ ω ν ο ς (67 e). βαίνωμε σὲ μιὰ περισυλλογὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ νὰ μείνου-
T`ῶ ὄντι ἄρα, ἔφη, ὦ Σιμμία, οἱ ὀρθῶς φιλοσοφοῦν- με ἀνεπηρέαστοι ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ σώματος. Γιατὶ καθὼς
τες ἀποθνήσκειν μελετῶσι, καὶ τεθνάναι ἥκιστα ὁ ἄνθρωπος διατελεῖ σὲ μιὰ συνεχῆ λειτουργία τῶν
αὐτοῖς ἀνθρώπων φοβερόν. αἰσθήσεων, ἀκόμα κι’ ἂν δὲν καταβάλη προσπάθεια γι’
αὐτὸ καὶ δὲν τὸ κάνη γιὰ τὴν ἀπόλαυση τῆς ἡδονῆς, πά-
90 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ K λ ε ι τ ο φ ῶ ν τ ο ς ντως περισπᾶται ἀπὸ τὸ σῶμα, γιατὶ εἶναι στενὰ δεμένος
(408 b). μ’ αὐτό, καὶ δοκιμάζεται ἀπὸ τὶς ἡδονὲς ἢ τὶς λύπες τῶν
Tούτοις δὴ τοῖς λόγοις παγκάλως λεγομένοις, ὡς αἰσθημάτων καὶ συμπάσχει μὲ προθυμία ἢ καὶ συγκατά-
διδακτὸν ἀρετή, καὶ πάντων ἑαυτοῦ δεῖ μάλιστα νευση. A᾽ π’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ διάθεση πρέπει νὰ καθαρί-
ἐπιμελεῖσθαι, σχεδὸν οὔτ’ ἀντεῖπον πώποτε οὔτ’ ζη τὸν ἑαυτό του. Kι’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνη, ἂν τὶς ἀνα-
οἶμαι μή ποτε ὕστερον ἀντείπω. γκαῖες ἡδονὲς καὶ τὶς αἰσθήσεις τὶς δοκιμάζη κανεὶς μόνο
γιὰ λόγους θεραπείας ἢ ἀπαλλαγῆς ἀπ’ τοὺς πόνους, γιὰ
91 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ M ε ν ε ξ έ ν ο υ νὰ μὴν ἐμποδίζεται. Πρέπει ἐπίσης ν’ ἀφαιροῦμε καὶ τοὺς
ἢ ᾽E π ι τ α φ ί ο υ (240 d). πόνους. Kι’ ὅταν αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνη, νὰ τοὺς
᾽Aλλὰ πᾶν πλῆθος καὶ πᾶς πλοῦτος ἀρετDῆ ὑπείκει. ὑπομένει κανεὶς μὲ πραότητα θεωρώντας τους κάτι κα-
τώτερο ὥστε νὰ μὴν ὑποφέρη. Tὴν ὀργή πρέπει ὅσο μπο-
ροῦμε πιὸ πολὺ νὰ τὴν ἐξαφανίζωμε καὶ μὲ κάθε τρόπο
νὰ τὴν προσέχωμε. Kι’ ὅταν δὲν τὸ καταφέρνωμε, νὰ ἀνα-
μείξουμε μ’ αὐτὴν (γιὰ νὰ τὴν μετριάσωμε) τὴν προαίρε-
ση, γιατὶ ἄλλο εἶναι τὸ ἀκούσιο. Tὸ ἀκούσιο (ποὺ ἐκδη-

8 A
᾽ νθολόγιον A´
114 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 115

92 Π λ ά τ ω ν ο ς Π ο λ ι τ ε ί α ς ε´ (457). λώνεται παρὰ τὴ θέλησή μας) εἶναι καὶ λίγο καὶ ἀδύνατο.
Kάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο καὶ λέγεται καὶ λελέξεται, Tὸ φόβο πρέπει νὰ τὸν ξερριζώσωμε τελείως, δὲν ὑπάρχει
ὅτι τὸ μὲν ὠφέλιμον καλόν, τὸ δὲ βλαβερὸν αἰσχρόν. λόγος νὰ φοβούμαστε γιὰ τίποτε. Kι’ ἐδῶ ὑπάρχει τὸ
παντάπασι μὲν οὖν. ἀκούσιο. Πρέπει ὡστόσο νὰ χρησιμοποιοῦμε καὶ τὴν
ὀργὴ καὶ τὸ φόβο στὶς νουθεσίες. Πρέπει πάλι νὰ ξερρι-
93 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ ν Π ο λ ι τ ε ί Dα π έ μ π τ Dη (452). ζώσωμε τὴν ἐπιθυμία κάθε φαύλου. ῾Ως πρὸς τὰ φαγητὰ
῞Oτι μάταιος ὃς γελοῖον ἄλλο τὶ ἡγεῖται ἢ τὸ κα- καὶ τὰ ποτὰ δὲν θὰ τὰ ἔχει ὅπως τὰ θέλει ὁ ἴδιος. Kαὶ σχε-
κόν· καὶ ὁ γελωτοποιεῖν ἐπιχειρῶν εἰς ἄλλην τινὰ τικὰ μὲ τὶς καταφύση σεξουαλικὲς ἀπολαύσεις δὲν ἰσχύει
ὄψιν ἀποβλέπων, ὡς γελοίου, ἢ τὴν τοῦ ἄφρονός τε τὸ ἀνεξέλεγκτο, πλὴν μόνο ὅταν ἐξάπτεται ἡ φαντασία
καὶ κακοῦ· καὶ καλοῦ αὖ σπουδάζει εἰς ἄλλον τινὰ καὶ πετάει κατὰ τὸν ὕπνο. ῾H στοχαστικὴ ψυχὴ τοῦ
σκοπὸν στησάμενος ἢ τὸν τοῦ ἀγαθοῦ. ἀνθρώπου ποὺ ἐπιδιώκει τὴν κάθαρση πρέπει νὰ γίνη
καθαρὴ ἀπ’ ὅλ’ αὐτά. Πρέπει ἐπίσης μὲ τὴ δύναμη τῆς
94 Π λ ά τ ω ν ο ς Π ο λ ι τ ε ί α ς ε´ (450 d). βουλήσεως νὰ συγκρατοῦμε τὴν κίνηση τῶν σωματικῶν
᾽Eν γὰρ φρονίμοις τε καὶ φίλοις περὶ τῶν μεγίστων παθῶν πρὸς τὸ ἄλογο μέρος τῆς ψυχῆς καὶ νὰ ἀντιδροῦ-
τἀληθῆ εἰδότα λέγειν ἀσφαλὲς καὶ θαρραλέον· ἀπι- με, ὥστε νὰ ἐξουδετερώνουμε αὐτὲς τὶς ροπὲς μὲ τὸ λογι-
στοῦντα δὲ καὶ ζητοῦντα ἅμα τοὺς λόγους ποιεῖσθαι, στικὸ μέρος ποὺ γειτνιάζει.
ὃ δὴ ἐγὼ δρῶ, φοβερόν τε καὶ σφαλερὸν οὔ τι γέλωτα
ὀφλεῖν. 89. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ό τ ὸ ν Φ α ί δ ω ν α (67 e):
Πράγματι, εἶπε, ὦ Σιμμία, ὅσοι φιλοσοφοῦν σωστά,
95 Π λ ά τ ω ν ο ς N ό μ ω ν ε´ (727 e). μελετοῦν τὸ θάνατο καὶ τὸ νὰ πεθάνουν εἶναι γι’ αὐτοὺς
Oὐδέ γε ὁπότ’ ἂν χρήματά τις ἐρDᾶ κτᾶσθαι μὴ κάθε ἄλλο παρὰ φοβερό.
καλῶς ἢ μὴ δυσχερῶς φέρDη κτώμενος, δώροις ἄρα
τιμDᾶ τότε τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν· παντὸς μὲν οὖν λείπει· 90. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὸ ν K λ ε ι τ ο φ ῶ ν τ α (408 b):
τὸ γὰρ αὐτῆς τίμιον ἅμα καὶ καλὸν ἀποδίδοται σμι- Σ’ αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ λέγονται τόσο ὡραῖα, ὅτι δηλαδὴ
κροῦ χρυσίου· πᾶς γὰρ ὅ τ’ ἐπὶ γῆς καὶ ὑπὸ γῆς ἡ ἀρετὴ εἶναι διδακτὴ καὶ ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ ἐπι-
χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντάξιος. – Tίμιον εἶναι σῶμα οὐ μελῆται πρὶν ἀπ’ ὅλα τὸν ἑαυτό του, δὲν εἶχα ποτὲ ἀντίρ-
ρηση οὔτε νομίζω πὼς θὰ ἔχω στὸ μέλλον κάποτε ἀντίρ-
ρηση.

91. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὸ ν M ε ν έ ξ ε ν ο
ἢ ᾽ E π ι τ ά φ ι ο (240 d):
Kάθε πλῆθος ἀνθρώπινο καὶ κάθε πλοῦτος ὑποχωρεῖ
ἐμπρὸς στὴν ἀρετή.
116 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 117

τὸ καλὸν οὐδὲ ἰσχυρὸν οὐδὲ τάχος ἔχον οὐδὲ μέγα 92. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὴ ν Π ο λ ι τ ε ί α,


οὐδέ γε τὸ ὑγιεινόν, καί τοι πολλοῖς ἂν τοῦτό γε δο- π έ μ π τ ο β ι β λ ί ο (457):
κοῖ· καὶ μὴν οὐδὲ τὰ τούτων γε ἐναντία· τὰ δ’ ἐν τ`ῶ ῾Ωραιότατα προφανῶς καὶ λέγεται καὶ θὰ λέγεται
μέσ`ω ἁπάσης ταύτης τῆς ἕξεως ἐφαπτόμενα σωφρο- τοῦτο, ὅτι δηλαδὴ τὸ ὠφέλιμο εἶναι ὡραῖο καὶ τὸ βλα-
νέστατα ἅμα τε καὶ ἀσφαλέστατα εἶναι μακρ`ῶ. τὰ βερὸ ἄσχημο, πανταχοῦ καὶ πάντοτε βεβαίως.
μὲν γὰρ χαύνους τὰς ψυχὰς καὶ θρασείας ποιεῖ, τὰ
δὲ ταπεινάς τε καὶ ἀνελευθέρους· ὡς δ’ αὕτως ἡ τῶν 93. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὴ ν Π ο λ ι τ ε ί α,
χρημάτων καὶ κτημάτων κτῆσις καὶ τιμήσεων κατὰ π έ μ π τ ο β ι β λ ί ο (452):
τὸν αὐτὸν ῥυθμὸν ἔχει· τὰ μὲν ὑπέρογκα γὰρ ἑκά- Eἶναι ἀνόητος ὅποιος θεωρεῖ γελοῖο κάθε τι ἄλλο
στων τούτων ἔχθρας καὶ στάσεις ἀπεργάζεται ταῖς ἐκτὸς ἀπὸ τὸ κακό. Kαὶ ἐπίσης ἀνόητος εἶναι ὅποιος ἐπι-
πόλεσι καὶ ἰδίDα, τὰ δ’ ἐλλείποντα δουλείας ὡς ἐπὶ τὸ χειρεῖ νὰ γελοιοποιήση κάποιον, παριστάνοντάς τον ὡς
πολύ. μὴ δή τις φιλοχρηματείτω παίδων γε ἕνεκα ὅτι γελοῖον ἀπὸ κάποια ἄλλη ἄποψη καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἄποψη
πλουσιωτάτους καταλείψει· οὔτε γὰρ ἐκείνοις οὔτε τῆς ἀφροσύνης καὶ τῆς κακότητος· καὶ πάλι ἀνόητος
αὐτDῆ πόλει ἄμεινον· ἡ γὰρ τῶν νέων ἀκολάκευτος εἶναι ὅποιος μελετᾶ τὸ ὡραῖο ἀποβλέποντας σὲ κάποιον
οὐσία, τῶν δὲ ἀναγκαίων μὴ ἐνδεὴς αὐτὴ μουσικωτά- ἄλλο στόχο κι’ ὄχι στὸ ἀγαθό.
τη τε καὶ ἀρίστη· ξυμφωνοῦσα γὰρ ἡμῖν καὶ συναρ-
μόττουσα εἰς ταῦτα, ἄλυπον τὸν βίον ἀπεργάζεται. 94. Π λ ά τ ω ν ο ς Π ο λ ι τ ε ί α,
παισὶ δ’ αἰδῶ χρὴ πολλήν, οὐ χρυσὸν καταλείπειν. π έ μ π τ ο β ι β λ ί ο (450d):
οἰόμεθα δ’ ἐπιπλήττοντες τοῖς νέοις ἀναισχυντοῦσι Γιὰ ἐκεῖνον ποὺ γνωρίζει τὴν ἀλήθεια γιὰ τὰ μέγιστα
τοῦτο καταλείψειν· τὸ δ’ ἔστιν οὐκ ἐκ τοῦ νῦν παρα- ζητήματα, εἶναι ἀσφαλὲς καὶ θαρραλέο νὰ ὁμιλῆ μεταξὺ
κελεύσματος τοῖς νέοις γιγνόμενον, ὃ παρακελεύον- φρονίμων καὶ φίλων· ὅποιος ὅμως ἀπιστεῖ καὶ συγχρό-
ται λέγοντες ὡς δεῖ πάντα αἰσχύνεσθαι τὸν νέον. ὁ δὲ νως ἐπιζητεῖ νὰ ὁμιλῆ, πρᾶγμα ποὺ προφανῶς ἐγὼ κάμνω
τώρα, εἶναι καὶ φοβερὸ καὶ ἐπικίνδυνο νὰ μὴ γελοιοποι-
ηθῆ.

95. Π λ ά τ ω ν ο ς N ό μ ο ι ε´ (727e):
Oὔτ’ ἐπίσης τιμᾶ τὴν ψυχή του μὲ δῶρα ὁ ἄνθρωπος
ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ πολὺ ν’ ἀποκτᾶ πλούτη μὲ μέσα ὄχι
τίμια ἢ ὅταν δὲν ἀγανακτῆ μὲ τὸν ἑαυτό του ποὺ τὰ ἀπό-
κτησε κατὰ τὸν τρόπον αὐτόν· πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τὸ νὰ
τιμᾶ μὲ τέτοιον τρόπο τὴν ψυχή του, ἀφοῦ γιὰ λίγο χρυ-
σάφι πωλεῖ ὅ,τι πιὸ πολύτιμο κι’ ἀγαθὸ ἔχει. Kι’ ἀλήθεια!
῞Oλο τὸ χρυσάφι ποὺ ὑπάρχει ἐπάνω στὴ γῆ καὶ μέσα
στὴ γῆ δὲν εἶναι ἰσάξιο πρὸς τὴν ἀρετή.
118 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 119

ἔμφρων νομοθέτης τοῖς πρεσβυτέροις ἂν μᾶλλον πα- A


᾽ ξιόλογο εἶναι τὸ σῶμα ὄχι τὸ ὡραῖο οὔτε τὸ δυνατὸ
ρακελεύοιτο αἰσχύνεσθαι τοὺς νέους καὶ πάντων μά- οὔτε ἐκεῖνο ποὺ διακρίνεται γιὰ ταχύτητα οὔτε τὸ ὑψηλὸ
λιστα εὐλαβεῖσθαι μή ποτέ τις αὐτὸν ἴδDη τῶν νέων ἢ οὔτε ἀκόμη τὸ ὑγιεινό, μολονότι πολλοὶ αὐτὸ τὸ σῶμα θε-
καὶ ἐπακούσDη δρῶντα ἢ λέγοντά τι τῶν αἰσχρῶν· ὡς ωροῦν ἀξιόλογο· οὔτε ὅμως καὶ τὸ σῶμα ποὺ ἔχει τὶς
ὅπου ἀναισχυντοῦσι γέροντες, ἀνάγκη καὶ νέους ἀντίθετες πρὸς τὶς παραπάνω ἰδιότητες εἶναι ἀξιόλογο·
ἐνταῦθα εἶναι ἀναιδεστάτους. παιδεία γὰρ νέων δια- ἀλλ’ ὅποια σώματα ἔχουν ἰδιότητες ποὺ συναντῶνται στὸ
φέρουσά ἐστιν ἅμα καὶ αὐτῶν, οὐ τὸ νουθετεῖν, ἀλλ’ μέσο τῶν δυὸ παραπάνω ἀντιθέτων ἰδιοτήτων εἶναι συγ-
ἅπερ ἂν ἄλλον νουθετῶν εἴποι τις, φαίνεσθαι ταῦτα χρόνως σωφρονέστατα καὶ ἀσφαλέστατα. Γιατὶ ὅσα σώ-
αὐτὸν δρῶντα διὰ βίου.– ματα ἔχουν τὶς πρῶτες ἀπὸ τὶς παραπάνω ἰδιότητες κα-
A
᾽ λήθεια δὴ πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται, πάν- θιστοῦν τὶς ψυχὲς χαῦνες καὶ θρασεῖες, ὅσα ἔχουν τὶς
των δὲ ἀνθρώποις, ἧς ὁ γενήσεσθαι μέλλων μακάριός δεύτερες (τὶς ἀντίθετες τῶν πρώτων), τὶς καθιστοῦν τα-
τε καὶ εὐδαίμων ἐξ ἀρχῆς εὐθὺς μέτοχος εἴη, ἵνα ὡς πεινὲς καὶ ἀνελεύθερες. Tὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἀπό-
ὅτι πλεῖστον χρόνον ἀληθὴς ὢν διαβιοῖ· πιστὸς γάρ. κτηση χρημάτων καὶ κτημάτων καὶ τιμῶν, στὸν ἴδιο ρυθ-
ὁ δὲ ἄπιστος, Dὧ φίλον ψεῦδος ἑκούσιον· ὅτ`ω δὲ μὸ βαδίζουν. ῾H συγκέντρωση δηλαδὴ ὑπερβολικοῦ πο-
ἀκούσιον, ἄνους· ὧν οὐδέτερον ζηλωτόν. ἄφιλος γὰρ σοῦ ἀπὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ καὶ στὶς πόλεις καὶ μεταξὺ τῶν
δὴ πᾶς ὅ γε ἄπιστος καὶ ἀμαθής· χρόνου δὲ προϊόν- ἀτόμων δημιουργεῖ ἐχθρότητες καὶ ἐμφυλίους πολέμους·
τος γνωσθείς, εἰς τὸ χαλεπὸν γῆρας ἐρημίαν αὐτ`ῶ ὅταν ὅμως πάλι ὑπάρχει μεγάλη ἔλλειψη ἀπ’ αὐτὰ ἢ λεί-
πᾶσαν κατεσκευάσατο ἐπὶ τέλει τοῦ βίου, ὥστε ζών- πουν τελείως, τότε τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς κάνουν τοὺς
των καὶ μὴ ἑταίρων καὶ παίδων σχεδὸν ὁμοίως ἀνθρώπους νὰ γίνωνται δοῦλοι. ῍Aς μὴ πασχίζη λοιπὸν
ὀρφανὸν αὐτ`ῶ γενέσθαι τὸν βίον. τίμιος μὲν δὴ καὶ ὁ κανεὶς νὰ συγκεντρώνη πλούτη γιὰ χάρη τῶν παιδιῶν του
μηδὲν ἀδικῶν· ὁ δὲ μηδ’ ἐπιτρέπων τοῖς ἀδικοῦσιν γιὰ νὰ τοὺς ἀφήση μετὰ τὸ θάνατό του μεγάλη κληρονο-
ἀδικεῖν, πλέον ἢ διπλασίας τιμῆς ἄξιος ἐκείνου. ὁ μὲν μιά· γιατὶ αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ καλύτερο οὔτε γιὰ τὰ ἴδια τὰ
γὰρ ἑνός, ὁ δὲ πολλῶν ἀντάξιος ἑτέρων, μηνύων τὴν παιδιὰ οὔτε γιὰ τὴν πόλη· γιὰ τοὺς νέους ἡ περιουσία
τῶν ἄλλων τοῖς ἄρχουσιν ἀδικίαν· ὁ δὲ καὶ ξυγκολά- ποὺ δὲν προσελκύει τοὺς κόλακες, ἀλλὰ δὲν στερεῖ καὶ
ἀπὸ τοὺς νέους τ’ ἀπαραίτητα, εἶναι ἡ πιὸ ἁρμονικὴ καὶ ἡ
πιὸ καλή, διότι μὲ τὴ συμφωνία καὶ τὴν ἁρμονία ποὺ ἐξα-
σφαλίζει ἀνάμεσά μας παρασκευάζει μιὰ ζωὴ χωρὶς λύ-
πες. Στὰ παιδιά τους οἱ γονεῖς πρέπει νὰ κληροδοτοῦν
αὐτοσεβασμὸ καὶ σεβασμὸ στοὺς ἄλλους (αἰδῶ), καὶ ὄχι
χρυσάφι. Φανταζόμαστε βέβαια ὅτι ἐπιπλήττοντας τοὺς
νέους, ὅταν κάνουν κάτι ἀδιάντροπο, θὰ διορθωθοῦν.
῞Oμως αὐτὸ δὲν τὸ πετυχαίνομε μὲ τὶς προτροπὲς καὶ τὶς
συστάσεις πρὸς τοὺς νέους καὶ ποὺ δὲν εἶναι τωρινές, μὲ
τὸ νὰ λέμε ὅτι ὁ νέος ὀφείλει νὰ σέβεται τὸν καθένα. ῾O
120 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 121

ζων εἰς δύναμιν τοῖς ἄρχουσιν, ὁ μέγας ἀνὴρ ἐν πόλει συνετὸς νομοθέτης θὰ ἦταν καλύτερα νὰ συμβουλεύη πιὸ
καὶ τέλειος, οὗτος ἀναγορευέσθω νικηφόρος ἀρετDῆ. πολὺ τοὺς πρεσβύτερους νὰ σὲβωνται τοὺς νέους καὶ νὰ
τὸν αὐτὸν δὴ τοῦτον ἔπαινον καὶ περὶ σωφροσύνης προσέχουν πάνω ἀπ’ ὅλα μήπως κανένας ἀπ’ τοὺς νέους
χρὴ λέγειν καὶ περὶ φρονήσεως καὶ ὅσα ἄλλα τις ἰδῆ κάποιον ἀπὸ τοὺς γεροντότερους ἢ ἀκούση πὼς κά-
ἀγαθὰ κέκτηται, δυνατὰ μὴ μόνον αὐτὸν ἔχειν, ἀλλὰ νει ἢ λέγει κάτι αἰσχρό· γιατὶ ἐκεῖ ποὺ ἀναισχυντοῦν οἱ
καὶ ἄλλοις μεταδιδόναι. καὶ τὸν μὲν μεταδιδόντα ὡς γέροντες, ἀναγκαστικὰ οἱ νέοι χάνουν ἀπολύτως τὴ ντρο-
ἀκρότατον χρὴ τιμᾶν· τὸν δ’ αὖ μὴ δυνάμενον, ἐθέλον- πή. ῾H πιὸ ἀποτελεσματικὴ διαπαιδαγώγηση τῶν νέων,
τα δέ, ἐᾶν δεύτερον· τὸν δὲ φθονοῦντα καὶ ἑκόντα ἀλλὰ καὶ τῶν ἴδιων τῶν γεροντοτέρων, εἶναι ὄχι νὰ νου-
μηδενὶ κοινωνὸν διὰ φιλίας γιγνόμενον ἀγαθῶν τι- θετῆ κανείς, ἀλλ’ ἐκεῖνα ποὺ λέγει νουθετώντας τὸν
νῶν, αὐτὸν μὲν ψέγειν· τὸ δὲ κτῆμα μηδὲν μᾶλλον ἄλλον νὰ τὰ τηρῆ αὐτὸς ὁ ἴδιος σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ στὴν
διὰ τὸν κεκτημένον ἀτιμάζειν, ἀλλὰ κτᾶσθαι κατὰ πράξη.
δύναμιν. φιλονεικείτω δὲ ἡμῖν πᾶς πρὸς ἀρετὴν A
᾽ νάμεσα σ’ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τὴν πρώτη θέση κατέχει ἡ
ἀφθόνως· ὁ μὲν γὰρ τοιοῦτος τὰς πόλεις αὔξει, ἁμιλ- ἀλήθεια καὶ πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους
λώμενος μὲν αὐτός, τοὺς ἄλλους δὲ οὐ κωλύων δια- κι’ ἐκεῖνος ποὺ μέλλει νὰ εἶναι μακάριος κι’ εὐτυχισμένος
βολαῖς· ὁ δὲ φθονερός, τDῆ τῶν ἄλλων διαβολDῆ δεῖν πρέπει εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς νὰ εἶναι σύντροφός της, ὥστε νὰ
οἰόμενος ὑπερέχειν, αὐτός τε ἧττον ξυντείνει εἰς ἀρε- ζήση ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερο χρόνο μὲ αὐτὴν ὡς φι-
τὴν τὴν ἀληθῆ, τούς τε ἀνθαμιλλωμένους εἰς ἀθυ- λαλήθης, γιατὶ ἔτσι εἶναι ἀξιόπιστος. A ᾽ ναξιόπιστος ἄν-
μίαν καθίστησι τ`ῶ ἀδίκως ψέγεσθαι καὶ διὰ ταῦτα θρωπος εἶν’ ἐκεῖνος ποὺ θεληματικὰ ἀγαπᾶ τὸ ψεῦδος·
ἀγύμναστον τὴν πόλιν ὅλην εἰς ἅμιλλαν ἀρετῆς ὅποιος ἐξ ἄλλου ἄθελά του τὸ ἀγαπᾶ, αὐτὸς εἶναι μωρός·
ποιῶν, σμικροτέραν αὐτὴν πρὸς εὐδοξίαν τὸ ἑαυτοῦ κι’ ἀπὸ τὰ δυὸ αὐτὰ ὅμως κανένα δὲν εἶναι ζηλευτό· για-
μέρος ἀπεργάζεται. θυμοειδῆ μὲν δὴ χρὴ πάντα τί, ὡς γνωστόν, κι’ ὁ ἀναξιόπιστος κι’ ὁ ἀμαθὴς δὲν ἔχουν
ἄνδρα εἶναι, πρDᾶον δὲ ὡς ὅτι μάλιστα· τὰ γὰρ τῶν φίλους· καί, ὅσο μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἕνας ἄνθρω-
ἄλλων χαλεπὰ καὶ δυσίατα, ἢ καὶ τὸ παράπαν ἀνία- πος τέτοιος γίνεται γνωστός, ἑτοιμάζει συνήθως γιὰ τὸν
τα ἀδικήματα, οὐκ ἔστιν ἄλλως ἐκφυγεῖν, ἢ μαχόμε- ἑαυτό του στὰ χαλεπὰ τὰ γηρατειά, δηλαδὴ στὸ τέλος τῆς
ζωῆς, τέλεια μοναξιά, ὥστε, εἴτε ζοῦν εἴτε δὲν ζοῦν οἱ σύ-
ντροφοί του καὶ τὰ παιδιά του, ἐξ ἴσου σχεδὸν νὰ εἶναι ἡ
ζωή του ἔρημη.
῎Aξιος τιμῆς ἐπίσης εἶναι κι’ ἐκεῖνος ποὺ δὲν διαπράτ-
τει καμμιὰν ἀδικία· ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ὄχι μόνο δὲν δια-
πράττει ἀδικία, ἀλλὰ καὶ δὲν ἀφήνει τοὺς ἄδικους νὰ
ἀδικοῦν, εἶναι ἄξιος πλέον ἢ διπλάσιας τιμῆς ἀπὸ τὸν
πρῶτο. Γιατὶ ὁ πρῶτος ἔχει τὴν ἀξία ἑνὸς μόνο δίκαιου
ἀνθρώπου, ἐνῶ ὁ δεύτερος ἀξίζει γιὰ πολλοὺς ἄλλους,
ἀφοῦ καταγγέλλει στοὺς ἄρχοντες τὴν ἀδικία τῶν ἄλλων.
122 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 123

νον καὶ ἀμυνόμενον νικῶντα, καὶ τ`ῶ μηδὲν ἀνιέναι Tέλος, ὅποιος μ’ ὅλη του τὴ δύναμη βοηθεῖ τοὺς ἄρχοντες
κολάζοντα· τοῦτο δὲ ἄνευ θυμοῦ γενναίου ψυχὴ πᾶ- νὰ τιμωροῦν τὴν ἀδικία, αὐτὸς εἶναι ὁ μεγάλος ἄνδρας
σα ἀδύνατος δρᾶν. τὰ δ’ αὐτῶν, ὅσοι ἀδικοῦσι μέν, στὴν πόλη καὶ ὁ τέλειος· αὐτὸς ἂς ἀναγορεύεται ὑπόδειγ-
ἰατὰ δέ, γινώσκειν χρή, πρῶτον μέν, ὅτι πᾶς ὁ ἄδικος μα ἀρετῆς.
οὐχ ἑκὼν ἄδικος· τῶν γὰρ μεγίστων κακῶν οὐδεὶς Tὸν ἴδιον ἔπαινο ποὺ εἴπαμε γιὰ τὴ δικαιοσύνη ἐπι-
οὐδαμῶς οὐδὲν ἑκὼν κέκτητο ἄν ποτε, πολὺ δὲ ἥκι- βάλλεται νὰ εἰποῦμε καὶ γιὰ τὴ φρόνηση καὶ γιὰ τὴ σω-
στα ἐν τοῖς αὐτοῦ τιμιωτάτοις· ψυχὴ δ’, ὡς εἴπομεν, φροσύνη καὶ γιὰ ὅσα ἄλλα ἀγαθὰ ἔχει κανείς, ποὺ εἶναι
ἀληθείDα γ’ ἐστὶ πᾶσι τιμιώτατον· ἐν οὖν τ`ῶ τιμιω- δυνατὸ ὄχι μόνον ὁ ἴδιος νὰ τὰ ἔχη, ἀλλὰ νὰ τὰ μεταδίδη
τάτ`ω τὸ μέγιστον κακὸν οὐδεὶς ἑκὼν μή ποτε λάβDη, καὶ σὲ ἄλλους. Kαὶ ἐκεῖνος ποὺ μεταδίδει αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ
καὶ ζDῆ διὰ βίου κεκτημένος αὐτό· ἀλλὰ ἐλεεινὸς μὲν σὲ ἄλλους, ἐπιβάλλεται νὰ τιμᾶται μὲ τὴν πιὸ μεγάλη τι-
πάντως ὅ γε ἄδικος, καὶ ὁ κακὰ ἔχων· ἐλεεῖν δὲ τὸν μή· ἐκεῖνος πάλι ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ μεταδίδη, ἀλλὰ
μὲν ἰάσιμα ἔχοντα ἐγχωρεῖ, καὶ ἀνείργοντα τὸν θυμὸν ἔχει τὴ θέληση, νὰ παίρνη δεύτερη θέση στὴν τιμή· ὅσο
πραΰνειν καὶ μὴ ἀκροχολοῦντα γυναικείως πικραι- γιὰ τὸν φθονερὸ ποὺ ἀρνεῖται μὲ τὴ φιλία νὰ κάνη ἕναν
νόμενον διατελεῖν· τ`ῶ δὲ ἀκράτως καὶ ἀπαραμυθή- ἄλλον μέτοχο σὲ κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀγαθά, αὐτὸν βέ-
τως πλημμελεῖ καὶ κακ`ῶ ἐφιέναι δεῖ τὴν ὀργήν. διὸ βαια πρέπει νὰ τὸν κατακρίνωμε, ἀλλὰ τὸ ἀγαθὸ ποὺ ἔχει
δὴ θυμοειδῆ πρέπειν καὶ πρDᾶον ἑκάστοτε φαμὲν αὐτὸς νὰ μὴ τὸ περιφρονοῦμε ἐξ αἰτίας του, ἀλλά, ὅσο
εἶναι δεῖν τὸν ἀγαθόν. πάντων δὲ μέγιστον κακὸν μᾶς εἶναι δυνατόν, νὰ προσπαθοῦμε νὰ τὸ ἀποκτᾶμε. ῍Aς
ἀνθρώποις τοῖς πολλοῖς ἔμφυτον ἐν ταῖς ψυχαῖς γίνεται μιὰ εὐγενικὴ ἅμιλλα μεταξύ μας γιὰ τὴν ἀρετή,
ἐστίν, οὗ πᾶς αὐτ`ῶ συγγνώμην ἔχων, ἀποφυγὴν ἀλλὰ χωρὶς φθόνο. ῞Eνας ἄνθρωπος, ποὺ εὐγενικὰ ἁμιλ-
οὐδεμίαν μηχανᾶται. τοῦτο δ’ ἐστὶν ὃ λέγουσιν, ὡς λᾶται, συντελεῖ στὴν πρόοδο τῆς πόλεως, ἀφοῦ αὐτὸς
φίλος αὑτ`ῶ πᾶς ἄνθρωπος φύσει τέ ἐστι, καὶ ὀρθῶς ἁμιλλᾶται καὶ τοὺς ἄλλους δὲν τοὺς ἐμποδίζει μὲ δια-
ἔχει τὸ δεῖν εἶναι τοιοῦτον· τὸ δὲ ἀληθείDα γε πάντων βολὲς νὰ φθάσουν στὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. ῾O φθονε-
ρός, ἀντιθέτως, ποὺ νομίζει πώς, διαβάλλοντας τοὺς
ἄλλους, πρέπει νὰ ὑπερέχη, καὶ αὐτὸς ὁ ἴδιος πολὺ λίγο
συμβάλλει στὴν ἀληθινὴ ἀρετὴ καὶ τοὺς ἄλλους, ποὺ
ἁμιλλῶνται μαζί του γιὰ τὴν ἀρετή, τοὺς κάνει ν’ ἀπογοη-
τεύωνται μὲ τὸ νὰ τοὺς κατηγορῆ ἄδικα. Kατ’ αὐτὸ τὸν
τρόπο ἐπειδὴ ἐμποδίζει τὴν πόλη ὁλόκληρη νὰ ἀσκῆται
στὴν ἅμιλλα τῆς ἀρετῆς, ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ αὐτὸν καθι-
στᾶ τὴν πόλη μικρότερη καὶ τῆς μειώνει τὴ δόξα.
Kάθε ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι γενναιόκαρδος, ἀλλὰ
ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ πρᾶος· γιατὶ τὶς ἀδικίες τῶν ἄλλων
τὶς σκληρὲς καὶ τὶς δυσθεράπευτες ἢ καὶ τὶς τελείως ἀθε-
ράπευτες, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὶς ἀποφύγη κανεὶς ἀλ-
124 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 125

ἁμαρτημάτων διὰ τὴν σφόδρα ἑαυτοῦ φιλίαν αἴτιον λοιῶς παρὰ μὲ τὸ νὰ μάχεται καὶ νὰ ἀμύνεται καὶ νὰ νικᾶ
ἑκάστ`ω γίνεται ἑκάστοτε. τυφλοῦται γὰρ περὶ τὸ φι- καὶ μὲ τὸ νὰ τὶς τιμωρῆ χωρὶς κανένα δισταγμό. Tοῦτο
λούμενον ὁ φιλῶν, ὥστε τὰ δίκαια καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ ὅμως τὸ ἔργο δὲν εἶναι δυνατὸ καμμιὰ ψυχὴ νὰ τὸ ἐκτελέ-
τὰ καλὰ κακῶς κρίνει, τὸ αὑτοῦ πρὸ τοῦ ἀληθοῦς ση χωρὶς γενναῖο συναισθηματικὸ κόσμο.
ἀεὶ τιμᾶν δεῖν ἡγούμενος. οὔτε γὰρ ἑαυτόν, οὔτε τὰ ῞Oσο πάλι γι’ αὐτοὺς ποὺ διαπράττουν ἀδικίες ἐπα-
ἑαυτοῦ χρὴ τὸν γε μέγαν ἄνδρα ἐσόμενον στέργειν· νορθώσιμες, πρέπει ἐν πρώτοις νὰ γνωρίζουν, ὅτι κανεὶς
ἀλλὰ τὰ δίκαια, ἐάν τε παρ’ αὑτ`ῶ ἐάν τε παρ’ ἄλλ`ω ἄδικος δὲν εἶναι ἑκουσίως ἄδικος· διότι κανείς, ποτέ, σὲ
μᾶλλον πραττόμενα τυγχάνDη. ἐκ ταυτοῦ δ’ ἁμαρτή- καμμιὰ περίπτωση καὶ πουθενὰ δὲν θὰ δεχόταν μὲ τὴ θέ-
ματος τούτου καὶ τὸ τὴν ἀμαθίαν τὴν παρ’ αὐτ`ῶ δο- λησή του νὰ ἔχη ὡς κτῆμα του ἕνα ἀπὸ τὰ μέγιστα κακὰ
κεῖν σοφίαν εἶναι γεγονέναι πᾶσιν· ὅθεν οὐκ εἰδότες, καὶ βεβαίως πολὺ ὀλιγώτερο θὰ δεχόταν νὰ διατηρῆ αὐτὸ
ὡς ἔπος εἰπεῖν, οὐδέν, οἰόμεθα τὰ πάντα εἰδέναι· τὸ κτῆμα μέσα στὸ πολυτιμότερο μέρος τοῦ ἑαυτοῦ του·
οὐκ ἐπιτρέποντες δὲ ἀλλήλοις ἃ μὴ ἐπιστάμεθα καὶ πράγματι, καθὼς εἴπαμε, ἡ ψυχὴ εἶναι τὸ πολυτιμό-
πράττειν, ἀναγκαζόμεθα ἁμαρτάνειν αὐτὸν πράττον- τερο ἀγαθὸ τοῦ ἀνθρώπου· μέσα σ’ αὐτὸ λοιπόν, τὸ πο-
τα. διὸ πάντα ἄνθρωπον χρὴ φεύγειν τὸ σφόδρα φι- λυτιμότερο ἀγαθό, ποτὲ κανεὶς δὲν θὰ ἔπαιρνε νὰ βάλη
λεῖν αὐτόν, τὸ δ’ αὐτοῦ βέλτιον διώκειν ἀεί, μὴ δὲ μὲ τὴ θέλησή του τὸ μεγαλύτερο κακὸ καὶ νὰ ζῆ ὅλη τὴ
μίαν αἰσχύνην ἐπὶ τ`ῶ τοιούτ`ω προσποιούμενον. ζωή του ἔχοντας αὐτὸ κτῆμα. ῾Oπωσδήποτε λοιπὸν ὁ ἄδι-
κος ἄνθρωπος καὶ γενικὰ ὅποιος ἔχει μέσα στὴν ψυχή
96 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ N ό μ ω ν ζ´ (808 b). του κακία εἶναι ἄξιος οἴκτου· συνεπῶς ἐπιβάλλεται νὰ
῞Yπνος γὰρ δὴ πολὺς οὔτε τοῖς σώμασιν οὔτε ταῖς ἐκδηλώνουμε τὸν οἶκτο μας γιὰ ἕναν ποὺ ἔχει κακὰ μέσα
ψυχαῖς ἡμῶν οὔτ’ αὖ ταῖς πράξεσι ταῖς περὶ ταῦτα στὴν ψυχή του τὰ ὁποῖα ἠμποροῦν νὰ θεραπευθοῦν καὶ
πάντα ἁρμόττων ἐστὶ κατὰ φύσιν. καθεύδων γὰρ νὰ τοῦ πραΰνωμε τὴν ὀργὴ καὶ νὰ μὴ κρατοῦμε τὴν πί-
οὐδεὶς οὐδενὸς ἄξιος, οὐδὲν μᾶλλον τοῦ μὴ ζῶντος· κρα μας παραφερόμενοι κατὰ τρόπο γυναικεῖο.
ἀλλ’ ὅστις τοῦ ζῆν ἡμῶν καὶ τοῦ φρονεῖν μάλιστά ᾽Eναντίον ἐκείνου ὅμως ποὺ εἶναι ἀσυγκράτητα καὶ
ἐστι κηδεμών, ἐγρήγορε χρόνον ὡς πλεῖστον, τὸ πρὸς χωρὶς ἐλπίδα θεραπείας ἐλαττωματικὸς καὶ κακὸς πρέ-
ὑγίειαν αὐτοῦ μόνον φυλάττων χρήσιμον. ἔστι δ’ οὐ πει ν’ ἀφήνωμε νὰ ξεσπᾶ ἡ ὀργή μας. Δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς
πολύ, καλῶς εἰς ἔθος ἰόν. ἐγρηγορότες δὲ ἄρχοντες ὑποστηρίζομε ὅτι ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ εἶναι
ἐν πόλεσι νύκτωρ, φοβεροὶ μὲν κακοῖς πολεμίοις τε καὶ θυμοειδὴς καὶ πρᾶος.
ἅμα καὶ πολίταις, ἀγαστοὶ δὲ καὶ τίμιοι τοῖς δικαίοις ᾽Eν τούτοις τὸ μέγιστο κακὸ ἀπ’ ὅλα εἶναι ἔμφυτο στὶς
ψυχὲς τῶν πολλῶν ἀνθρώπων κι’ ὁ καθένας τὸ συγχωρεῖ
αὐτὸ στὸν ἑαυτό του καὶ δὲν προσπαθεῖ νὰ βρῆ κανένα
τρόπο γιὰ ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπ’ αὐτό. Tὸ κακὸ αὐτὸ εἶν’ ἐκεῖνο
ποὺ λένε φιλαυτία, πὼς δηλαδὴ ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀγαπᾶ
ἐκ φύσεως τὸν ἑαυτὸ του καὶ λέγουν πὼς ὀρθὸ εἶναι καὶ
πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος φίλαυτος, στὴν πραγματικό-
126 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 127

τε καὶ σώφροσιν, ὠφέλιμοι δὲ αὐτοῖς τε καὶ ξυμπάσDη τητα ὅμως ἡ ὑπερβολικὴ ἀγάπη, ποὺ ἔχομε στὸν ἑαυτό
τDῆ πόλει. μας, γίνεται αἰτία κάθε φορὰ γιὰ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ποὺ
κάνομε. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τυφλώνεται γιὰ ὅ,τι
97 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἐ κ τ ο ῦ π ε ρ ὶ ἀ ρ ε τ ῆ ς (379 b). ἀγαπᾶ, ὥστε νὰ κρίνη ἐσφαλμένα τὰ δίκαια καὶ τ’ ἀγαθὰ
Πῶς οὖν ἄν, ὦ Σώκρατές, σοι δοκοῦσι γίγνεσθαι, καὶ τὰ ὡραῖα, ἐπειδὴ νομίζει ὅτι πάντοτε πρέπει νὰ τιμᾶ
εἰ μήτε φύσει μήτε μαθήσει γίγνονται· τίν’ ἄλλον τρό- τὸ δικό του καὶ ὄχι τὸ ἀληθινό. A
᾽ λλ’ ὁ ἄνθρωπος ποὺ θέλει
πον γίγνοιντ’ ἂν οἱ ἀγαθοί; οἶμαι μὲν οὐκ ἂν ῥDαδίως νὰ γίνη μεγάλος οὔτε τὸν ἑαυτό του οὔτε τὰ δικά του πρέ-
αὐτὸ δηλωθῆναι· τοπάζω μέντοι θεῖόν τι μάλιστα πει νὰ ἐκτιμᾶ καὶ ν’ ἀγαπᾶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὰ δίκαια, εἴτε
εἶναι τὸ κτῆμα, καὶ γίγνεσθαι τοὺς ἀγαθοὺς ὥσπερ οἱ συμβαίνει νὰ τὰ πράττει αὐτὸς εἴτε νὰ τὰ πράττη ἄλλος.
θεῖοι τῶν μάντεων καὶ οἱ χρησμολόγοι. οὗτοι γὰρ A
᾽ πὸ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς αὐτὸ ἁμάρτημα (δηλαδὴ ἀπὸ τὴ
οὔτε φύσει τοιοῦτοι γίγνονται οὔτε τέχνDη, ἀλλ’ ἐπί- φιλαυτία) προέρχεται καὶ τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ θεω-
πνοι ἐκ τῶν θεῶν γιγνόμενοι τοιοῦτοί εἰσιν· οὕτω δὲ ροῦν τὴν ἀμάθειά τους πὼς εἶναι σοφία γιὰ τοὺς ἄλλους.
καὶ οἱ ἄνδρες οἱ ἀγαθοὶ λέγουσι ταῖς πόλεσιν ἑκά- ῎Eτσι, ἐνῶ γενικὰ δὲν ξέρομε τίποτε, νομίζομε ὅτι τὰ ξέρο-
στοτε τὰ ἀποβησόμενα καὶ τὰ μέλλοντα ἔσεσθαι ἐκ με ὅλα· καὶ ἐπειδὴ δὲν ἀναθέτομε στους ἄλλους νὰ πράτ-
θεοῦ ἐπιπνοίας πολὺ μᾶλλον καὶ ἐναργέστερον ἢ οἱ τουν ὅσα ἐμεῖς δὲν γνωρίζομε, ἀναγκαζόμαστε, κάνοντάς
χρησμ`ωδοί. λέγουσι γάρ που καὶ αἱ γυναῖκες, ὅτι τα ἐμεῖς, νὰ πέφτωμε σὲ σφάλματα. Δι’ αὐτὸ κάθε ἄνθρω-
θεῖος ἀνὴρ οὗτός ἐστι, καὶ Λακεδαιμόνιοι ὅταν τινὰ πος ὀφείλει ν’ ἀποφεύγη τὴν ὑπερβολικὴ ἀγάπη πρὸς τὸν
μεγαλοπρεπῶς ἐπαινῶσι, θεῖον ἄνδρα φασὶν εἶναι· ἑαυτό του καὶ νὰ ἐπιζητῆ κάθε φορὰ ὅ,τι εἶναι καλύτερο
πολλαχοῦ δὲ καὶ ῞Oμηρος τ`ῶ αὐτ`ῶ τούτ`ω καταχρῆ- ἀπὸ αὐτόν, χωρὶς νὰ θεωρῆ γι’ αὐτὸ πὼς τοῦ προσγίγνε-
ται καὶ οἱ ἄλλοι ποιηταί. καὶ ὅταν βούληται θεὸς εὖ ται καμμιὰ ντροπή.
πρᾶξαι πόλιν, ἄνδρας ἀγαθοὺς ἐνεποίησεν· ὅταν δὲ
μέλλDη κακῶς πράξειν πόλις, ἐξεῖλε τοὺς ἄνδρας τοὺς 96. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ N ό μ ο ι ζ´ (808b):
ἀγαθοὺς ἐκ ταύτης τῆς πόλεως ὁ θεός. οὕτως ἔοικεν Γιατὶ φυσιολογικὰ ὁ πολὺς ὕπνος δὲν ὠφελεῖ οὔτε τὰ
οὔτε διδακτὸν εἶναι οὔτε φύσει ἀρετή, ἀλλὰ θείDα σώματα οὔτε τὶς ψυχὲς οὔτε τὶς πράξεις ποὺ προέρχονται
μοίρDα παραγίνεται κτωμένοις. ἀπὸ τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχές. ῾O ἄνθρωπος ποὺ κοιμᾶται
δὲν ἔχει καμμιὰν ἀξία, δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ
98 (Plut. Mor. 439a) Περὶ τῆς ἀρετῆς βουλευόμεθα ἕνα νεκρόν· ἀλλ’ ὅποιος φροντίζει καὶ γιὰ τὴν ὑλικὴ ζωή
καὶ διαποροῦμεν, εἰ διδακτόν ἐστι τὸ φρονεῖν, τὸ δι- μας καὶ γιὰ τὴν πνευματική, αὐτὸς μένει ἄγρυπνος ὅσο
καιοπραγεῖν, τὸ εὖ ζῆν, εἶτα θαυμάζομεν εἰ ῥητόρων γίνεται πιὸ πολὺ χρόνο, κοιμᾶται τόσο μόνο ὅσο τοῦ εἶναι
μὲν ἔργα καὶ κυβερνητῶν καὶ οἰκοδόμων καὶ γε- χρήσιμο γιὰ νὰ διαφυλάξη τὴν ὑγεία του· καὶ ὁ χρόνος
ωργῶν μυρία γ’ ἐστίν, ἀγαθοὶ δ’ ἄνδρες ὀνομάζονται αὐτὸς δὲν εἶναι πολύς, ἀρκετὸς ὅμως, ὅταν κανεὶς τὸν συ-
νηθίση. Oἱ ἄρχοντες ποὺ τὴ νύχτα ἀγρυπνοῦν στὶς πόλεις,
εἶναι φοβεροὶ γιὰ τοὺς κακούς, εἴτε αὐτοὶ εἶναι ἐχθροὶ
εἴτε εἶναι πολῖτες, καὶ θαυμαστοὶ καὶ ἀξιοσέβαστοι γιὰ
128 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 129

καὶ λέγονται μόνον, ὡς ἱπποκένταυροι καὶ γίγαντες τοὺς δικαίους καὶ τοὺς σώφρονες καὶ ὠφέλιμοι στὸν ἑαυ-
καὶ κύκλωπες· ἔργον δ’ ἀμεμφὲς εἰς ἀρετὴν καὶ ἀκέ- τό τους καὶ σ’ ὁλόκληρη τὴν πόλη.
ραιον οὐκ ἔστιν εὑρεῖν οὐδὲ πάθους ἀκέραιον ἦθος
καὶ ἄθικτον. ἀλλ’ εἰ καί τι καλὸν ἡ φύσις αὐτομάτως 97. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἀ π ὸ τ ὸ π ε ρ ὶ ἀ ρ ε τ ῆ ς (379b):
ἐκφέρει, τοῦτο πολλ`ῶ τ`ῶ ἀλλοτρί`ω, καθάπερ ὕλDη Πῶς λοιπόν, Σωκράτη, σοῦ φαίνονται ἐσένα κατορθω-
καρπὸς ἀγρίDα καὶ ἀκαθάρτ`ω μιγνύμενος, ἐξαμαυ- τά, αὐτὰ ποὺ οὔτε ἔμφυτα, οὔτε μὲ τὴ μάθηση εἶναι δυ-
ροῦται. ψάλλειν μανθάνουσιν ἄνθρωποι καὶ ὀρχεῖ- νατὸν νὰ κατορθωθοῦν; Mὲ ποιὸ ἄλλο τρόπο θὰ ὑπάρ-
σθαι καὶ ἀναγινώσκειν γράμματα καὶ γεωργεῖν καὶ ξουν οἱ ἀγαθοί; Πιστεύω πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὸ
ἱππεύειν· ὑποδεῖσθαι μανθάνουσι, περιβάλλεσθαι, δηλώση κανείς. ῾Yποθέτω ὅτι εἶναι ἐπίνευση ἀπὸ τὸ θεὸ
οἰνοχοεῖν διδάσκουσιν, ὀψοποιεῖν· ταῦτα ἄνευ τοῦ καὶ ὅτι οἱ ἀγαθοὶ γίνονται ὅπως οἱ θεϊκοὶ μάντεις καὶ οἱ
μαθεῖν οὐκ ἔστι χρησίμως ποιεῖν. χρησμολόγοι. Aὐτοὶ δὲν γίνονται οὔτε ἀπὸ τὴ φύση οὔτε
μὲ τὴν τέχνη, ἀλλὰ ὑπάρχουν ἐμπνευσμένοι ἀπὸ τὸ θεό.
99 Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς ἐ ν β´ (6, 39) ῎Eτσι καὶ οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι, σὰν τοὺς μάντεις, λένε στὶς
ἀ π ο μ ν η μ ο ν ε υ μ ά τ ω ν. πολιτεῖες κάθε φορὰ τὰ ὅσα πρόκειται νὰ συμβοῦν καὶ
῞Oσαι δὲ ἐν ἀνθρώποις ἀρεταὶ λέγονται, σκοπού- ὅ,τι μέλλει νὰ γίνη καὶ τὰ λέγουν ἀπὸ θεϊκὴ ἔμπνευση,
μενος εὑρήσεις πάσας μαθήσει τε καὶ μελέτDη αὐξα- πολὺ καθαρώτερα καὶ καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι οἱ χρησμολόγοι.
νομένας. Oἱ γυναῖκες συνηθίζουν σὲ μερικὰ μέρη νὰ λένε πὼς ὁ
ἄνδρας αὐτὸς εἶναι θεϊκός, ἐπίσης δὲ καὶ οἱ Λακεδαιμό-
100 Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς ἐ ν α´ (6, 13) νιοι ὅταν ἐπαινοῦν κάποιον κατὰ κόρο λένε πὼς εἶναι
ἀ π ο μ ν η μ ο ν ε υ μ ά τ ω ν. ἄνθρωπος θεϊκός. Σὲ πολλὰ χωρία του ἐπίσης ὁ ῞Oμηρος
῾O δὲ Σωκράτης πρὸς ταῦτα εἶπεν· ῏Ω ᾽Aντιφῶν, μεταχειρίζεται ἐπανειλημμένως τὸν ἴδιο χαρακτηρισμό,
παρ’ ἡμῖν νομίζεται τὴν ὥραν καὶ τὴν σοφίαν ὁμοίως καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι ποιητές. ῞Oταν ὁ θεὸς θέλη νὰ εὐτυ-
μὲν καλόν, ὁμοίως δὲ αἰσχρὸν διατίθεσθαι εἶναι. τήν χήση μιὰ πόλη τῆς στέλνει ἀγαθοὺς ἄνδρες. ῞Oταν μιὰ πο-
τε γὰρ ὥραν ἐὰν μέν τις ἀργυρίου πωλDῆ τ`ῶ βουλο- λιτεία θέλει νὰ δυστυχήση, ἐξορίζει τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρες
μέν`ω, πόρνον αὐτὸν ἀποκαλοῦσιν· ἐὰν δέ τις ὃν ἂν ἀπὸ τὴν πολιτεία αὐτὴ ὁ θεός. ῎Eτσι εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ
γν`ῶ καλόν τε κἀγαθὸν ἐραστὴν ὄντα, τοῦτον φίλον ἀρετὴ δὲν εἶναι οὔτε διδακτή, οὔτε ἔμφυτη, ἀλλὰ παρα-
ἑαυτ`ῶ ποιῆται, σώφρονα νομίζομεν· καὶ τὴν σοφίαν χωρεῖται σὲ ὅσους τὴν ἔχουν, ἀπὸ τὴν ἐπίνευση τοῦ θεοῦ.
ὡσαύτως τοὺς μὲν ἀργυρίου τ`ῶ βουλομέν`ω πωλοῦν-
τας σοφιστάς, ὥσπερ πόρνους, ἀποκαλοῦσιν· ὅστις 98. (Πλουτ. ᾽Hθ. 439α) Για τὴν ἀρετὴ στοχαζόμαστε καὶ
δὲ ὃν ἂν γν`ῶ εὐφυῆ ὄντα, διδάσκων ὅ τι ἂν ἔχDη ἀγα- ἐρευνοῦμε ἂν δηλαδὴ εἶναι διδακτὸ τὸ νὰ ἔχη κανεὶς φρό-
θόν, φίλον ποιεῖται, τοῦτον νομίζομεν, ἃ τ`ῶ καλ`ῶ νηση, τὸ νὰ πράττη τὸ δίκαιο, τὸ νὰ ζῆ ἔντιμα καὶ ἐν συ-
κἀγαθ`ῶ πολίτDη προσήκει, ταῦτα ποιεῖν. ἐγὼ δ’ οὖν νεχεία διερωτώμαστε γιατὶ τὰ ἔργα τῶν ρητόρων, τῶν κυ-
καὶ αὐτός, ὦ ᾽Aντιφῶν, ὥσπερ ἄλλος τις ἢ ἵππ`ω βερνητῶν, τῶν οἰκοδόμων, τῶν γεωργῶν εἶναι ἄπειρα, καὶ
ὅμως ἀγαθοὶ ἄνδρες ὀνομάζονται καὶ λέγονται μόνο ὀλί-

9 A
᾽ νθολόγιον A´
130 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 131

ἀγαθ`ῶ ἢ κυνὶ ἢ ὄρνιθι ἥδεται, οὕτω καὶ ἔτι μᾶλλον γοι, ὅπως οἱ ἱπποκένταυροι, οἱ γίγαντες καὶ οἱ κύκλωπες.
ἥδομαι φίλοις ἀγαθοῖς· καὶ ἐάν τι σχῶ ἀγαθόν, διδά- ῾Ωστόσο δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βρεθῆ ἔργο ποὺ νὰ εἶναι
σκω καὶ ἄλλοις συνίστημι, παρ’ ὧν ἂν ἡγῶμαι ὠφε- ἄψογο ἀπὸ πλευρᾶς ἀρετῆς οὔτε ἦθος ἀκέραιο καὶ ἄθι-
λήσεσθαί τι αὐτοὺς εἰς ἀρετήν. καὶ τοὺς θησαυροὺς κτο ἀπὸ τὰ πάθη. A᾽ λλὰ καὶ ἂν κάτι τὸ καλὸ ἡ φύση τὸ
τῶν πάλαι σοφῶν ἀνδρῶν, οὓς ἐκεῖνοι κατέλιπον ἐν παρουσιάζει αὐτομάτως, ὡστόσο ἔχει κι’ αὐτὸ πολὺ ξένο
βιβλίοις γράψαντες, ἀνελίττων κοινDῆ σὺν τοῖς φίλοις ὑλικό, ὅπως ὁ καρπὸς ποὺ ἀναμειγνύεται ἀπὸ ὕλη ἄγρια
διέρχομαι· καὶ ἄν τι ὁρῶμεν ἀγαθόν, ἐκλεγόμεθα· καὶ ἀκάθαρτη καὶ χάνει τὴν ἀξία του. Oἱ ἄνθρωποι μα-
καὶ μέγα νομίζομεν κέρδος, ἐὰν ἀλλήλοις φίλοι γινώ- θαίνουν νὰ τραγουδοῦν καὶ νὰ χορεύουν καὶ νὰ διαβά-
μεθα. ἐμοὶ μὲν δὴ ταῦτα ἀκούοντι ἐδόκει αὐτός τε ζουν καὶ νὰ καλλιεργοῦν τὴ γῆ καὶ νὰ ἱππεύουν. Mαθαί-
μακάριος εἶναι καὶ τοὺς ἀκούοντας ἐπὶ καλοκαγα- νουν ἐπίσης νὰ φοροῦν ὑποδήματα, νὰ ντύνονται, διδά-
θίαν ἄγειν. καὶ πάλιν ποτὲ τοῦ ᾽Aντιφῶντος ἐρομένου σκουν τὴν τέχνη τοῦ οἰνοχόου, τὴν μαγειρική. ῞Oλα αὐτὰ
αὐτόν, πῶς ἄλλους μὲν ἡγοῖτο πολιτικοὺς ποιεῖν, χωρὶς νὰ τὰ μάθουν δὲν μποροῦν νὰ τὰ κάμνουν κατὰ
αὐτὸς δὲ οὐ πράττοι τὰ πολιτικά, εἴπερ ἐπίστατος τρόπο χρήσιμο.
ποτέρως δ’ ἄν, ἔφη, ὦ ᾽Aντιφῶν, μᾶλλον τὰ πολιτικὰ
πράττοιμι, εἰ μόνος αὐτὰ πράττοιμι, ἢ εἰ ἐπιμελοί- 99. Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς ᾽A π ο μ ν η μ ο ν ε ύ μ α τ α β´ (6, 39):
μην τοῦ ὡς πλείστους ἱκανοὺς εἶναι πράττειν αὐτά; ῞Oσες μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων λέγονται ἀρετές, ἂν τὶς
ἐξετάσης, θὰ βρῆς ὅτι ὅλες αὐξάνουν μὲ τὴ μάθηση καὶ τὴ
101 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἐ ν τ `ῶ δ ε υ τ έ ρ `ω (1, 18) μελέτη.
ἀ π ο μ ν η μ ο ν ε υ μ ά τ ω ν.
῎Eπειτα ὁ μὲν ἑκουσίως ταλαιπωρῶν ἐπ’ ἀγαθDῆ 100. Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς ᾽A π ο μ ν η μ ο ν ε ύ μ α τ α α´ (6, 13):
ἐλπίδι πονῶν εὐφραίνεται, οἷον οἱ τὰ θηρία θηρῶν- ῾O Σωκράτης τότε ἀποκρίθηκε: «Στὴ δική μας νοοτρο-
τες ἐλπίδι τοῦ λήψεσθαι ἡδέως μοχθοῦσι. καὶ τὰ μὲν πία, ὦ A᾽ ντιφῶν, θεωρῆται ἐξ ἴσου ὡραῖο καὶ ἐξ ἴσου
τοιαῦτα ἆθλα τῶν πόνων μικροῦ τινος ἄξιά ἐστι· ἄσχημο νὰ πωλῆ κανεὶς τὴν ὀμορφιὰ τῆς νιότης του καὶ
τοὺς δὲ πονοῦντας, ἵνα φίλους ἀγαθοὺς κτήσωνται ἢ τὴ σοφία του. Γιατὶ ἂν πωλήση κανεὶς γιὰ χρήματα τὴν
ὅπως ἐχθροὺς χειρώσωνται ἢ ἵνα δυνατοὶ γενόμενοι ὀμορφιὰ τῆς νιότης του σ’ ὅποιον τὴν ἐπιθυμεῖ, τὸν ὀνο-
καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς ψυχαῖς, καὶ τὸν ἑαυτῶν μάζουν πορνικό. ῍Aν ὅμως κάποιος γνωρίση ἕνα ποὺ εἶναι
οἶκον καλῶς οἰκῶσι καὶ τοὺς φίλους εὖ ποιῶσι καὶ ὡραῖος στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸν κάνει φίλο του,
τὴν πατρίδα εὐεργετῶσι, πῶς οὐκ οἴεσθαι χρὴ τού- τὸν θεωροῦμε ἄνθρωπο σώφρονα. Tὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴ σο-
τους καὶ πονεῖν ἡδέως εἰς τὰ τοιαῦτα καὶ ζῆν εὐ- φία, ὅσοι τὴν πουλοῦν μὲ χρήματα σ’ ὅποιον τὴν θέλει,
τοὺς ὀνομάζουμε σοφιστές, σὰ νὰ λέμε πόρνους. ῞Oμως
ὅταν κάποιος καταλάβη πὼς ἕνας εἶναι εὐφυὴς καὶ τὸν
διδάσκει ὁτιδήποτε καλὸ γνωρίζει καὶ τὸν κάνει φίλο
του, τότε πιστεύουμε πὼς αὐτὸς κάνει ὅσα ἁρμόζουν νὰ
κάνει ἕνας τέλειος πολίτης. ᾽Eγὼ ὁ ἴδιος, A ᾽ ντιφῶν, ὅπως
132 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 133

φραινομένους, ἀγασαμένους μὲν ἑαυτούς, ἐπαινου- ἕνας ἄλλος εὐχαριστῆται μ’ ἕνα καλὸ ἄλογο, μ’ ἕνα σκύλο
μένους δὲ καὶ ζηλουμένους ὑπὸ τῶν ἄλλων; ἔτι δὲ αἱ ἢ μὲ ἕνα πουλί, κατὰ παρόμοιο καὶ καλύτερο τρόπο
μὲν ῥDαδιουργίαι καὶ ἐκ τοῦ παραχρῆμα ἡδοναὶ οὔτε εὐχαριστοῦμαι μὲ καλοὺς φίλους καί, ἂν γνωρίζω κάτι
σώματι εὐεξίαν ἱκαναί εἰσιν ἐργάζεσθαι, ὥς φασιν οἱ καλό, τὸ διδάσκω καὶ τὸ συνιστῶ καὶ στοὺς ἄλλους, γιὰ
γυμνασταί, οὔτε ψυχDῆ ἐπιστήμην ἀξιόλογον οὐδε- τοὺς ὁποίους σχηματίζω τὴν ἀντίληψη ὅτι θὰ ὠφεληθοῦν
μίαν ἐμποιοῦσιν· αἱ δὲ διὰ καρτερίας ἐπιμέλειαι τῶν κι’ αὐτοί, ἔστω καὶ λίγο, ὡς πρὸς τὴν ἀρετή τους. Kαὶ
καλῶν τε κἀγαθῶν ἔργων ἐξικνεῖσθαι ποιοῦσιν, ὡς τοὺς θησαυροὺς τῶν παλαιῶν σοφῶν, ποὺ τοὺς ἄφησαν
φασὶν οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρες. λέγει δέ που καὶ ῾Hσίοδος, γραμμένους σὲ βιβλία, τοὺς ἑρμηνεύω, ξετυλίγοντάς τα,
Tὴν μὲν γὰρ κακότητα καὶ ἰλαδόν ἐστιν ἐλέσθαι μαζὶ μὲ τοὺς φίλους μου καί, ἂν βλέπουμε κάτι καλό, τὸ
ῥηϊδίως, λείη μὲν ὁδός, μάλα δ’ ἐγγύθι ναίει. ἀποθησαυρίζουμε. Kαὶ θεωροῦμε κέρδος μέγα τὸ γεγονὸς
τῆς δ’ ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ὅτι γινόμαστε φίλοι μεταξύ μας. Σὲ μένα, ὅταν τ’ ἄκουσα
ἀθάνατοι· μακρὸς δὲ καὶ ὄρθιος οἶμος ἐς αὐτήν αὐτά, φαινόταν καὶ ὁ ἴδιος μακάριος καὶ ὅτι ὁ ἴδιος ὡδη-
καὶ τρηχὺς τὸ πρῶτον· ἐπὴν δ’ εἰς ἄκρον ἵκηαι, γοῦσε τοὺς ἀκροατές του στὴν κατάκτηση τοῦ καλοῦ καὶ
ῥηϊδίη δ’ ἤπειτα πέλει χαλεπή περ ἐοῦσα. ἀγαθοῦ, τὴν τέλεια μόρφωση ψυχῆς καὶ σώματος. Kαὶ
μαρτυρεῖ δὲ καὶ ᾽Eπίχαρμος ἐν τ`ῶδε· πάλι κάποτε ποὺ ὁ A ᾽ ντιφῶν τὸν ρώτησε πῶς πίστευε
Tῶν πόνων πωλοῦσιν ἡμῖν πάντα τἀγάθ’ οἱ θεοί. πὼς κάνει τοὺς ἄλλους πολιτικούς, ἐνῶ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν
καί ἐν ἄλλ`ω δὲ τόπ`ω φησίν, πολιτευόταν ἂν καὶ ἤξαιρε ἀπὸ πολιτική, εἶπε: Mὲ ποιό
῏Ω πονηρὲ μὴ τὰ μαλακὰ μῶσο μὴ τὰ σκλήρ’ ἔχDης. ἀπὸ τοὺς δυὸ τρόπους, A ᾽ ντιφῶν, θὰ λάβαινα μέρος στὴν
καὶ Πρόδικος δ’ ὁ σοφὸς ἐν τ`ῶ συγγράμματι τ`ῶ περὶ πολιτική; Mὲ τὸ ν’ ἀνακατεύωμαι μόνος μου ἢ ἂν φρόντι-
τοῦ ῾Hρακλέους, ὅπερ δὴ καὶ πλείστοις ἐπιδείκνυ- ζα νὰ ὑπάρχουν ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ πολλοὶ ἱκανοὶ ν’ ἀσχο-
ται, ὡσαύτως περὶ τῆς ἀρετῆς ἀποφαίνεται, ὧδέ πως λοῦνται μ’ αὐτή;
λέγων, ὅσα ἐγὼ μέμνημαι. φησὶ γὰρ ῾Hρακλέα ἐπεὶ ἐκ
παίδων εἰς ἥβην ὡρμᾶτο (ἐν Dἧ οἱ νέοι ἤδη αὐτοκράτο- 101. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ᾽A π ο μ ν η μ ο ν ε ύ μ α τ α β´ (1, 18):
ρες γιγνόμενοι δηλοῦσιν εἴτε τὴν δι’ ἀρετῆς ὁδὸν τρέ- ῎Eπειτα, ἐκεῖνος ποὺ ταλαιπωρεῖ ἑκουσίως τὸν ἑαυτό
ψονται ἐπὶ τὸν βίον, εἴτε τὴν διὰ κακίας) ἐξελθόντα του καὶ ὑποφέρει ἐλπίζοντας κάτι καλό, εὐφραίνεται
εἰς ἡσυχίαν καθῆσθαι, ἀποροῦντα ὁποτέραν τῶν ὁ- ὅπως λόγου χάρη ἐκεῖνοι ποὺ κυνηγοῦν τὰ ἄγρια ζῶα καὶ
δῶν τράπηται· καὶ φανῆναι αὐτ`ῶ δύο γυναῖκας προσ- εὐχαρίστως μοχθοῦν μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ τὰ πιάσουν.
ιέναι μεγάλας· τὴν μὲν ἑτέραν εὐπρεπῆ ἰδεῖν καὶ Tὰ βραβεῖα τῶν μόχθων αὐτῶν μικρὰ ἀξία ἔχουν, ὅμως
ἐλευθερίαν φύσει, κεκοσμημένην τὸ μὲν σῶμα καθα- ἐκεῖνοι ποὺ μοχθοῦν γιὰ ν’ ἀποκτήσουν φίλους καλοὺς ἢ
ριότητι, τὰ δὲ ὄμματα αἰδοῖ, τὸ δὲ σχῆμα σωφρο- γιὰ νὰ ὑποτάξουν τοὺς ἐχθροὺς ἢ γιὰ νὰ γίνουν δυνατοὶ
καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, ὥστε καὶ τὰ σπίτια τους νὰ
διοικοῦν καλὰ καὶ τοὺς φίλους νὰ εὐεργετοῦν καὶ τὴν
πατρίδα, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ μὴ πιστεύης ὅτι αὐτοὶ καὶ
εὐχαρίστως κοπιάζουν γι’ αὐτὰ καὶ ζοῦν μέσα σὲ εὐφρο-
134 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 135

σύνDη· τὴν δὲ ἑτέραν τεθραμμένην εἰς πολυσαρκίαν σύνη, γιατὶ χαίρονται τὸν ἑαυτό τους, τοὺς ἐπαινοῦν καὶ
τε καὶ ἁπαλότητα, κεκαλλωπισμένην τὸ μὲν χρῶμα, τοὺς ζηλεύουν οἱ ἄλλοι; ῎Aλλωστε, ὅπως λένε οἱ γυμνα-
ὥστε λευκοτέραν καὶ ἐρυθροτέραν τοῦ ὄντος δοκεῖν στές, οἱ εὔκολες καὶ χωρὶς μόχθο πράξεις καὶ οἱ εὔκολες
φαίνεσθαι, τὸ δὲ σχῆμα, ὥστε δοκεῖν ὀρθοτέραν τῆς καὶ στιγμιαῖες ἡδονὲς οὔτε στὸ σῶμα, εἶναι ἱκανὲς νὰ φέ-
φύσεως εἶναι, τὰ δὲ ὄμματα ἔχειν ἀναπεπταμένα, ρουν εὐεξία, οὔτε ν’ ἀποτυπώσουν στὴν ψυχὴ γνώση
ἐσθῆτα δὲ ἐξ ἧς μάλιστα ἡ ὥρα διαλάμποι· ἀξιόλογη. A᾽ ντίθετα, ὅπως λένε οἱ ἐνάρετοι ἄνθρωποι, οἱ
κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν, ἐπισκοπεῖν δὲ καὶ καρτερικὲς φροντίδες συντείνουν νὰ ἐκτελῆ κανεὶς ὡραῖα
εἴ τις ἄλλος αὐτὴν θεᾶται, πολλάκις δὲ καὶ εἰς τὴν καὶ ἀγαθὰ ἔργα. ῾O ῾Hσίοδος λέει κάπου:
αὐτῆς σκιὰν ἀποβλέπειν. ὡς δὲ ἐγένοντο πλησιαίτε- Eὔκολα πιάνεις τὴν κακότητα ὁλόκληρη
ρον τοῦ ῾Hρακλέους, τὴν μὲν πρόσθεν ῥηθεῖσαν ἰέναι γιατὶ κοντά μας κατοικεῖ κι’ ὁ δρόμος ἴσιος.
τὸν αὐτὸν τρόπον, τὴν δὲ ἑτέραν φθάσαι βουλομένην Mὰ πιὸ μπροστὰ ἀπ’ τὴν ἀρετὴ ἱδρῶτα ἔβαλαν
προσδραμεῖν τ`ῶ ῾Hρακλεῖ καὶ εἰπεῖν, ὁρῶ σε, ὦ οἱ μέγιστοι θεοὶ κι’ εἶναι μακρὺς ὁ δρόμος
῾Hράκλεις, ἀποροῦντα ποίαν ὁδὸν ἐπὶ τὸν βίον τρα- ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτή, τραχὺς κ’ ἀνήφορος.
πDῆς· ἐὰν ἐμὲ φίλην ποιησάμενος ἐπί θ’ ἡδίστην καὶ Mὰ ὅταν στὸ τέλος φθάνης εὔκολος σοῦ γίνεται
ῥDάστην ὁδὸν ἄξω σε· καὶ τῶν μὲν τερπνῶν οὐδενὸς ὁ δύσβατος καὶ κακοτράχαλος ὁ δρόμος της.
ἄγευστος ἔσDη, τῶν δὲ χαλεπῶν ἄπειρος διαβιώσDη. Kι’ αὐτὸ τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ ᾽Eπίχαρμος στὸν παρακά-
πρῶτον μὲν γὰρ οὐ πολέμων οὐδὲ πραγμάτων φρον- τω στίχο του:
τιεῖς, ἀλλὰ σκοπούμενος διέσDη τι ἂν κεχαρισμένον ἢ Mὲ κόπο μᾶς πουλᾶνε οἱ θεοὶ κάθε ἀγαθὸ
σῖτον ἢ ποτὸν εὕροις, ἤ τι ἂν ἰδὼν ἢ ἀκούσας τερ- Kαὶ σὲ ἄλλον πάλι στίχο του:
φθήσDη, τινῶν ὀσφραινόμενος ἢ ἁπτόμενος, τί δὲ παι- Tὴν τρυφηλότητα μὴν ψάχνης, πονηρέ,
δικοῖς ὁμιλῶν μάλιστα εὐφρανθείης, καὶ πῶς ἂν μα- νὰ μὴ βρεθῆς χωρὶς νὰ θέλης στὴ σκληράδα.
λακώτατα καθεύδοις, καὶ πῶς ἂν ἀπονώτατα τούτων Kι’ ὁ Πρόδικος ἐπίσης ὁ σοφὸς στὸ σύγγραμμά του γιὰ
πάντων τυγχάνοις. ἐὰν δέ ποτε γένηταί τις ὑποψία τὸν ῾Hρακλῆ, στὸ ὁποῖο κάνει πολλὴ ἐπίδειξη, καταλήγει,
σπανίως ἀφ’ ὧν ἔσται ταῦτα, οὐ φόβος μή σε ἀγάγω ἀπ’ ὅσο θυμᾶμαι, στὴν ἴδια γνώμη γιὰ τὴν ἀρετή. Διηγεῖ-
ἐπὶ τὸν πονοῦντα καὶ ταλαιπωροῦντα τ`ῶ σώματι καὶ ται δηλαδὴ πὼς ὁ ῾Hρακλῆς ὅταν ἔμπαινε ἀπὸ τὴν παι-
τDῆ ψυχDῆ ταῦτα πορίζεσθαι· ἀλλ’ οἷς ἂν οἱ ἄλλοι δικὴ στὴν ἐφηβικὴ ἡλικία, ὅταν ἀκριβῶς οἱ νέοι, ἐπειδὴ
ἐργάζωνται, τούτοις σύ χρήσDη, οὐδενὸς ἀπεχόμενος γίνονται αὐτεξούσιοι, ἐκδηλώνουν τὶς προθέσεις τους, ἂν
δηλαδὴ στὴ ζωὴ θ’ ἀκολουθήσουν τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς ἢ
τῆς κακίας, βγῆκε καὶ κάθισε σ’ ἕνα ἥσυχο μέρος, ἀμήχα-
νος ποιὸ δρόμο θ’ ἀκολουθήση ἀπὸ τοὺς δυό. Tοῦ φάνηκε
τότε πὼς τὸν ζύγωσαν δυὸ γυναῖκες ὑψηλόσωμες, ἡ μιὰ
εὐπρεπὴς στὴν ἐμφάνιση καὶ εὐγενικὴ ἀπὸ φυσικοῦ της,
ὅπως ταιριάζει σὲ ελεύθερο ἄνθρωπο, ἔχοντας γιὰ στολί-
δια τοῦ κορμιοῦ τὴν καθαριότητα, τὴν ντροπαλοσύνη
136 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 137

ὅθεν ἂν δυνατὸν Dἦ τι κερδᾶναι· πανταχόθεν γὰρ στὰ μάτια, τὴ σεμνότητα στὸ παράστημα, φορώντας
ὠφελεῖσθαι τοῖς ἐμοὶ συνοῦσι ἐξουσίαν ἐγὼ παρέχω. λευκὸ φόρεμα. ῾H ἄλλη καλοθρεμμένη, παχιὰ καὶ μαλ-
καὶ ὁ ῾Hρακλῆς ἀκούσας ταῦτα, ἔφη, ῏Ω γύναι, ὄνομα θακὴ στὴ σάρκα, καλλωπισμένη μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε
δέ σοι τί ἐστι; ἡ δέ, Oἱ μὲν ἐμοὶ φίλοι καλοῦσί με νὰ φαίνεται στὸ χρῶμα πιὸ λευκὴ καὶ πιὸ ροδαλὴ ἀπ’
Eὐδαιμονίαν, οἱ δὲ μισοῦντές με ὑποκοριζόμενοι ὅ,τι πράγματι ἦταν, νὰ φαίνεται στὸ ἀνάστημα ψηλότερη
ὀνομάζουσι Kακίαν. καὶ ἐν τούτ`ω ἡ ἑτέρα γυνὴ προσ- ἀπ’ ὅ,τι ἦταν στὸ φυσικό της, μὲ μάτια ὁλάνοιχτα καὶ φό-
ελθοῦσα εἶπεν· Kαὶ ἐγὼ ἥκω πρός σε, ὦ ῾Hράκλεις, ρεμα τέτοιο, ποὺ μέσα ἀπ’ αὐτὸ νὰ διαφαίνωνται λαμπρὰ
εἰδυῖα τοὺς γεννήσαντάς σε καὶ τὴν φύσιν τὴν σὴν ἐν τὰ νεανικά της κάλλη. ᾽Eξέταζε τὸν ἑαυτό της προσεκτικὰ
τDῆ παιδείDα καταμαθοῦσα· ἐξ ὧν ἐλπίζω, εἰ τὴν πρὸς καὶ ἔρριχνε γύρω της ματιὲς νὰ ἰδῆ ἂν τὴν κοιτάζουν καὶ
ἐμὲ ὁδὸν τράποιο, σφόδρα ἄν σε τῶν καλῶν καὶ σε- οἱ ἄλλοι καὶ πολλὲς φορὲς ἔρριχνε τὸ βλέμμα της καὶ στὴ
μνῶν ἀγαθὸν ἐργάτην γενέσθαι, καὶ ἐμὲ ἔτι πολὺ σκιά της. ῞Oταν λοιπὸν ἔφθασαν κι’ οἱ δυὸ κάπως πιὸ κο-
ἐντιμοτέραν καὶ ἐπ’ ἀγαθοῖς διαπρεπεστέραν φανῆ- ντὰ στὸν ῾Hρακλῆ, ἡ πρώτη ἐξακολουθοῦσε νὰ βαδίζη
ναι. οὐκ ἀπατήσω δέ σε προοιμίοις ἡδονῆς, ἀλλ’ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ἐνῶ ἡ δεύτερη, θέλοντας νὰ προλά-
Dἧπερ οἱ θεοὶ διέθεσαν, τὰ ὄντα διηγήσομαι μετὰ βη, ἔτρεξε μπροστὰ στὸν ῾Hρακλῆ καὶ τοῦ εἶπε: Σὲ βλέπω,
ἀληθείας. τῶν γὰρ ὄντων ἀγαθῶν καὶ καλῶν οὐδὲν ῾Hρακλῆ, ἀμήχανο ποιό δρόμο ν’ ἀκολουθήσης στὴ ζωή
ἄνευ πόνου καὶ ἐπιμελείας οἱ θεοὶ διδόασιν ἀνθρώ- σου. ῍Aν κάνης λοιπὸν φίλη σου ἐμένα θὰ σὲ ὁδηγήσω
ποις· ἀλλ’ εἴτε τοὺς θεοὺς ἵλεω εἶναι σοι βούλει, θε- στὸν πιὸ εὐχάριστο καὶ τὸν πιὸ εὔκολο δρόμο καὶ δὲν θὰ
ραπευτέον τοὺς θεούς· εἴτε ὑπὸ φίλων ἐθέλεις ὑπάρξη τίποτε εὐχάριστο ποὺ νὰ μὴ τὸ γευθῆς, ἐνῶ δὲν
ἀγαπᾶσθαι, τοὺς φίλους εὐεργετητέον· εἴτε ὑπό τι- θὰ δοκιμάσης στὴ ζωή σου τίποτε τὸ δυσάρεστο. Γιατὶ
νος πόλεως ἐπιθυμεῖς τιμᾶσθαι, τὴν πόλιν ὠφελητέ- πρῶτα-πρῶτα δὲν θἄχης φροντίδες οὔτε γιὰ πολέμους
ον· εἴτε ὑπὸ τῆς ῾Eλλάδος πάσης ἄξιος ἐπ’ ἀρετDῆ οὔτε γιὰ ἄλλα πράγματα ἐνοχλητικά, ἀλλὰ θὰ ζῆς τὴ ζωή
θαυμάζεσθαι, τὴν ῾Eλλάδα πειρατέον εὖ ποιεῖν· εἴτε σου ἀναζητώντας τί εὐχάριστο μπορεῖ νὰ βρῆς, φαγητὸ ἢ
γῆν βούλει σοι καρποὺς ἀφθόνους φέρειν, τὴν γῆν ποτό, μὲ ποιὸ θέαμα ἢ ἀκρόαμα θὰ εἶναι δυνατὸ νὰ ψυ-
θεραπευτέον· εἴτε ἀπὸ βοσκημάτων οἴει δεῖν πλουτί- χαγωγηθῆς, ἢ τί ἡδονὲς θὰ ἔδρεπες ἀπὸ τὴν ὄσφρηση ἢ
ζεσθαι, τῶν βοσκημάτων ἐπιμελητέον· εἴτε διὰ πολέ- τὴν ἁφή, ἢ μὲ ποιοὺς παιδικοὺς ἔρωτες θὰ μποροῦσες νὰ
μου ὁρμDᾶς αὔξεσθαι καὶ βούλει δύνασθαι τούς τε φί- εὐφρανθῆς, μὲ ποιό τρόπο θὰ μποροῦσες νὰ κοιμᾶσαι
λους ἐλευθεροῦν καὶ τοὺς ἐχθροὺς χειροῦσθαι, τὰς ἀναπαυτικώτερα καὶ πῶς, χωρὶς κανένα ἀπολύτως κόπο,
πολεμικὰς τέχνας τάς τε παρὰ τῶν ἐπισταμένων μα- εἶναι δυνατὸ νὰ τὰ ἀπολαμβάνης ὅλα αὐτά. Kαὶ ἂν κάπο-
θητέον καὶ ὅπως δεῖ αὐταῖς χρῆσθαι ἀσκητέον· εἰ δὲ τε ὑπάρξη ὁποιαδήποτε ὑποψία ὅτι θὰ λείψουν τὰ μέσα
τ`ῶ σώματι βούλει δυνατὸς εἶναι, τDῆ γνώμDη ὑπηρετεῖν ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἔχης ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγαθά, δὲν
ὑπάρχει φόβος νὰ σὲ ὁδηγήσω νὰ τὰ ἐξοικονομῆς μοχθών-
τας καὶ ταλαιπωρούμενος στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή, ἀλλὰ
ὅσα οἱ ἄλλοι ἀποκτοῦν μὲ τὴ δουλειά τους, ἐσὺ θὰ τὰ
καρπώνεσαι ὅλα αὐτά, χωρὶς νὰ ἀποφεύγης τίποτε ἀπ’
138 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 139

ἐθιστέον τὸ σῶμα καὶ γυμναστέον σὺν πόνοις καὶ ὅσα θὰ εἶναι δυνατὸ νὰ σοῦ ἀποφέρουν κάποιο κέρδος.
ἱδρῶτι. καὶ ἡ Kακία ὑπολαβοῦσα εἶπεν, ὡς φησὶ Γιατὶ ἐγὼ δίνω στοὺς μαθητάς μου τὴ δυνατότητα ν’ ἀπο-
Πρόδικος, ᾽Eννοεῖς, ὦ ῾Hράκλεις, ὡς χαλεπὴν καὶ μα- κομίζουν ἀπὸ παντοῦ κέρδη. Kαὶ ὁ ῾Hρακλῆς, ἀκούοντας
κρὴν ὁδὸν ἐπὶ τὰς εὐφροσύνας ἡ γυνή σοι διηγεῖται· αὐτὰ εἶπε: Γυναίκα, ποιό εἶναι τ’ ὄνομά σου; Oἱ φίλοι
ἐγὼ δὲ ῥDαδίαν καὶ βραχεῖαν ὁδὸν ἐπὶ τὴν εὐδαιμο- μου, ἀποκρίθηκε αὐτή, μὲ λένε Eὐδαιμονία· ὅμως, ὅσοι
νίαν ἄξω σε. καὶ ἡ ᾽Aρετὴ εἶπεν, ῏Ω τλῆμον, τὶ δὲ σὺ μὲ μισοῦν, γιὰ νὰ μὲ δυσφημήσουν μὲ λένε Kακία. Στὸ με-
ἀγαθὸν ἔχεις, ἢ τὶ ἡδύ; οἶσθα μηδὲν τούτων ἕνεκα ταξὺ τὸν ζύγωσε καὶ ἡ ἄλλη γυναίκα καὶ τοῦ λέει: ῏Hρθα
πράττειν ἐθέλουσα, ἥ τις οὐδὲ τὴν τῶν ἡδέων ἐπιθυ- κι’ ἐγὼ κοντά σου, ῾Hρακλῆ, ἐπειδὴ γνωρίζω καὶ τοὺς γο-
μίαν ἀναμένεις, ἀλλὰ πρὶν ἐπιθυμῆσαι πάντων ἐμπί- νεῖς σου, καὶ ἔχω ἀντιληφθῆ ἐντελῶς τὸν καλό σου χαρα-
πλασαι· πρὶν μὲν πεινῆν ἐσθίουσα, πρὶν δὲ διψῆν πί- κτῆρα κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς ἐκπαιδεύσεώς του.
νουσα· ἵνα μὲν ἡδέως φαγDῆς ὀψοποιοὺς μηχανωμένη, ῎Eχοντας ὑπ’ ὄψη μου ὅλα αὐτά, ἐλπίζω πὼς ἀκολουθών-
ἵνα δὲ ἡδέως πίDης οἴνους τε πολυτελεῖς παρασκευά- τας τὸ δρόμο ποὺ φέρνει σ’ ἐμένα, θὰ γίνης πολὺ ἱκανὸς
ζει, καὶ τοῦ θέρους χιόνα περιθέουσα ζητεῖς· ἵνα δὲ ἐργάτης τῶν ὡραίων καὶ σεμνῶν ἔργων καὶ ἐγώ, χάρη στὰ
καθυπνώσDης ἡδέως, οὐ μόνον τὰς στρωμνὰς μαλα- ἔργα σου αὐτά, θὰ ἀναδειχθῶ ἄξια πολὺ μεγαλύτερης
κάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰ ὑπόβαθρα ταῖς κλί- τιμῆς καὶ θ’ ἀποκτήσω μεγαλύτερη δόξα. Δὲν θὰ σὲ ἐξα-
ναις παρασκευάζεις· οὐ γὰρ διὰ τὸ πονεῖν, ἀλλὰ διὰ πατήσω, λοιπόν, μὲ εὐχάριστους προλόγους, ἀλλὰ θὰ
τὸ μηδὲν ἔχειν ὅ τι ποιήσεις, ὕπνου ἐπιθυμεῖς· τὰ δὲ σοῦ ἐκθέσω τὰ πράγματα μὲ ἀλήθεια, ὅπως τἄχουν βάλει
ἀφροδίσια πρὸ τοῦ δεῖσθαι ἀναγκάζεις πάντα μηχα- σὲ σειρὰ οἱ θεοί. A᾽ πὸ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ ὡραῖα δὲν δίνουν
νωμένη, καὶ γυναιξὶ τοῖς ἀνδράσι χρωμένη· οὕτως τίποτε οἱ θεοὶ στοὺς θνητοὺς χωρὶς μόχθο καὶ φροντίδα,
γὰρ παιδεύεις τοὺς ἑαυτῆς φίλους, τῆς μὲν νυκτὸς ἀλλὰ ἂν θέλης νὰ σοῦ εἶναι σπλαχνικοὶ οἱ θεοὶ πρέπει νὰ
ὑβρίζουσα, τῆς δὲ ἡμέρας τὸ χρησιμώτατον κατακοι- τοὺς λατρεύης· ἂν θέλης πάλι νὰ σὲ ἀγαποῦν οἱ φίλοι
μίζουσα· ἀθάνατος δὲ οὖσα ἐκ θεῶν μὲν ἀπέρριψαι, πρέπει νὰ τοὺς εὐεργετῆς κι’ ἂν ἐπιθυμῆς νὰ σὲ τιμᾶ μιὰ
ὑπὸ δὲ ἀνθρώπων ἀγαθῶν ἀτιμάζDη· τοῦ δὲ πάντων πολιτεία πρέπει νὰ τὴν ὠφελῆς. Kι’ ἂν ἔχης τὴν ἀξίωση
ἡδίστου ἀκούσματος, ἐπαίνου σαυτῆς, ἀνήκοος εἶ, νὰ θαυμάζεσαι ἀπ’ ὅλη τὴν ῾Eλλάδα πρέπει νὰ προ-
καὶ τοῦ πάντων ἡδίστου θεάματος· οὐδέποτε γὰρ σε- σπαθῆς νὰ εὐεργετῆς τὴν ῾Eλλάδα. Kι’ ἂν πάλι θέλης ἡ γῆ
αυτῆς ἔργον καλὸν τεθέασαι. τίς δ’ ἄν σοι λεγούσDη νὰ σοῦ δίνη ἄφθονους καρποὺς πρέπει νὰ τὴν καλλιερ-
πιστεύσειε; τίς δ’ ἂν δεομένDη τινὸς ἐπαρκέσειε; ἢ τίς γῆς, εἴτε νομίζεις ὅτι πρέπει νὰ πλουτίζης ἀπὸ τὴν κτηνο-
ἂν εὖ φρονῶν τοῦ σοῦ θιάσου τολμήσειεν εἶναι; οἱ τροφία, πρέπει νὰ περιποιῆσαι τὰ ζῶα σου. Kι’ ὅταν
νέοι μὲν ὄντες τοῖς σώμασιν ἀδύνατοί εἰσι, πρεσβύ- ἐξορμᾶς μὲ πόλεμο γιὰ ν’ αὐξήσης τὴν ἰσχύ σου καὶ θέλεις
τεροι δὲ γενόμενοι ταῖς ψυχαῖς ἀνόητοι· ἀπόνως μὲν νὰ εἶσαι σὲ θέση νὰ ἐλευθερώνης τοὺς φίλους καὶ νὰ ὑπο-
λιπαροὶ διὰ νεότητος τρεφόμενοι, ἐπιπόνως δὲ δουλώνης τοὺς ἐχθρούς, πρέπει νὰ μάθης καὶ τὶς πολε-
μικὲς τέχνες ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς καὶ ν’ ἀσκεῖσαι πῶς πρέ-
πει νὰ τὶς χρησιμοποιήσης. ῍Aν θέλης ἐπίσης νὰ εἶσαι δυ-
νατὸς στὸ σῶμα, πρέπει νὰ συνηθίσης τὸ κορμὶ νὰ ὑπη-
140 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 141

αὐχμηροὶ διὰ γήρως περῶντες· τοῖς μὲν πεπραγμέ- ρετῆ τὸ στοχασμὸ καὶ νὰ τὸ γυμνάζης μὲ κόπο καὶ μὲ
νοις αἰσχυνόμενοι, τοῖς δὲ πραττομένοις παροινού- ἱδρῶτα. ῾H Kακία τότε, ὅπως διηγεῖται ὁ Πρόδικος, παίρ-
μενοι, τὰ μὲν ἡδέα ἐν τDῆ νεότητι διαδραμόντες, τὰ δὲ νοντας ἀμέσως τὸ λόγο, εἶπε: ᾽Eννοεῖς ῾Hρακλῆ, πόσο δύ-
χαλεπὰ εἰς τὸ γῆρας ἀποθέμενοι. ἐγὼ δὲ σύνειμι μὲν σκολο καὶ μακρὺ δρόμο πρὸς τὶς ἀπολαύσεις σοῦ ὑπο-
θεοῖς, σύνειμι δὲ ἀνθρώποις τοῖς ἀγαθοῖς· ἔργον δὲ δεικνύει ἡ γυναίκα τούτη. ᾽Eγώ, ἀντίθετα, θὰ σὲ ὁδηγήσω
καλὸν οὔτε θεῖον οὔτε ἀνθρώπινον χωρὶς ἐμοῦ γίγνε- στὴν εὐδαιμονία ἀπὸ δρόμο εὔκολο καὶ σύντομο. ῾H
ται· τιμῶμαι δὲ μάλιστα πάντων καὶ παρὰ θεοῖς καὶ A
᾽ ρετὴ λέει τότε: Δυστυχισμένη, τί καλὸ ἔχεις ἐσύ; Tί
παρ’ ἀνθρώποις οἷς προσήκει· ἀγαπητὴ μὲν γὰρ συ- εὐχάριστο γνωρίζεις ἀφοῦ δὲν θέλεις νὰ κάνης τίποτε γιὰ
νεργὸς τεχνίταις, πιστὴ δὲ φύλαξ οἴκων δεσπόταις, νὰ ἔχης τὰ εὐχάριστα; Γιατὶ δὲν περιμένεις νὰ τὰ ἐπιθυ-
εὐμενὴς δὲ παραστάτης οἰκέταις, ἀγαθὴ δὲ συλλή- μήσης, ἀλλὰ προτοῦ τὰ ἐπιθυμήσεις χορταίνεις ἀπ’ ὅλα,
πτειρα τῶν ἐν εἰρήνDη πόνων, βεβαία δὲ τῶν ἐν πο- τρῶς πρὶν πεινάσης καὶ πίνεις πρὶν διψάσης καὶ γιὰ νὰ
λέμ`ω σύμμαχος ἔργων. ἔστι δὲ τοῖς ἐμοῖς φίλοις φᾶς μὲ εὐχαρίστηση μηχανεύεσαι τέχνες μαγειρικές, γιὰ
ἡδεῖα μὲν καὶ ἀπράγμων σίτων καὶ ποτῶν ἀπόλαυ- νὰ πιῆς εὐχάριστα φτιάχνεις κρασιὰ πολυτελῆ καὶ μέσα
σις, ἀνέχονται γὰρ ἕως ἂν ἐπιθυμήσωσιν αὐτῶν, στὸ κατακαλόκαιρο τρέχεις ἐδῶ κι’ ἐκεῖ ἀναζητώντας χιό-
ὕπνος δὲ αὐτοῖς πάρεστιν ἡδίων ἢ τοῖς ἀμόχθοις, καὶ νι καὶ γιὰ νὰ κοιμηθῆς εὐχάριστα φτιάχνεις ὄχι μόνο τὰ
οὔτε ἀπολιπόντες αὐτὸν ἄχθονται οὔτε διὰ τοῦτον στρώματα μαλακὰ ἀλλὰ καὶ τὰ κρεβάτια καὶ τὰ στρωσί-
μεθιᾶσι τὰ δέοντα πράττειν. καὶ οἱ μὲν νέοι τοῖς τῶν δια κάτω ἀπὸ τὸ στρῶμα, ἐπιθυμώντας τὸν ὕπνο ὄχι
πρεσβυτέρων ἐπαίνοις χαίρουσιν, οἱ δὲ γεραίτεροι γιατὶ εἶσαι κουρασμένη, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἔχει τί νὰ κάνης.
ταῖς τῶν νέων τιμαῖς ἀγάλλονται· καὶ ἡδέως μὲν τῶν Tὴν ἀφροδίσια ἡδονὴ τὴν προκαλῆς πρὶν τὴν ἀπαζητή-
παλαιῶν πράξεων μέμνηνται, εὖ δὲ τὰς παρούσας σης, μὲ τὸ νὰ μηχανεύεσαι τὰ πάντα καὶ νὰ μεταχειρίζε-
ἥδονται πράττοντες, δι’ ἐμὲ φίλοι μὲν θεοῖς ὄντες, σαι σὰ γυναῖκες τοὺς ἄνδρες. ῎Eτσι μαθαίνεις τοὺς φίλους
ἀγαπητοὶ δὲ φίλοις, τίμιοι δὲ πατρίσιν· ὅταν δὲ ἔλθDη σου, τοὺς ἐξευτελίζεις δηλαδὴ τὴν νύκτα καὶ τὴν ἡμέρα
τὸ πεπρωμένον τέλος, οὐ μετὰ λήθης ἄτιμοι κεῖνται, τοὺς ρίχνεις σὲ νάρκη καὶ ἐνῶ εἶσαι ἀθάνατη οἱ θεοὶ σὲ
ἀλλὰ μετὰ μνήμης τὸν ἀεὶ χρόνον ὑμνούμενοι θάλ- ἀπομάκρυναν ἀπὸ πλάϊ τους καὶ οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι σὲ
λουσι. τοιαῦτά σοι, ὦ παῖ πατέρων ἀγαθῶν ῾Hρά- περιφρονοῦν. Tὸν ἔπαινο, τὸ πιὸ εὐχάριστο ἄκουσμα, δὲν
κλεις, ἔξεστι διαπονησαμέν`ω τὴν μακαρίαν εὐδαιμο- τὸν ἔχεις ἀκούσει, οὔτε ἔχεις ἰδῆ τὸ πιὸ εὐχάριστο θέαμα,
νίαν κτήσασθαι. Oὕτω πως διοικεῖ Πρόδικος τὴν ὑπ’ γιατὶ ὣς σήμερα δὲν ἔχεις ἰδεῖ ποτὲ κανένα καλό σου ἔργο.
ἀρετῆς ῾Hρακλέους παίδευσιν. Ποιός ἀληθινά, ὅταν λὲς κάτι, εἶναι δυνατὸ νὰ σὲ πιστέψη
καὶ ποιός μπορεῖ, στὴν ἀνάγκη σου νὰ σὲ βοηθήση; Ποιός
ἄνθρωπος σώφρων θὰ τολμοῦσε ποτὲ ν’ ἀποτελέση μέλος
τῆς συντροφιᾶς σου; Oἱ ἀκόλουθοί σου, ὅταν εἶναι νέοι,
εἶναι ἀσθενικοὶ στὸ σῶμα κι’ ὅταν κάπως τοὺς πάρουν τὰ
χρόνια εἶναι ἀνόητοι στὰ μυαλά, ἐπειδὴ στὰ νιᾶτα τους
τρέφονται χωρὶς μόχθο, γεμίζουν λῖπος καὶ περνοῦν δύ-
142 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 143

102 Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς ἀ π ο μ ν η μ ο ν ε υ μ ά τ ω ν σκολα γερατειά, καταντώντας ξερὰ κορμιά, γεμᾶτοι ντρο-


γ´ (9, 14). πὴ γιὰ ὅσα ἔκαναν στὰ νιᾶτα τους καὶ γεμᾶτοι ἀγανάκτη-
᾽Eρομένου δέ τινος αὐτὸν τί δοκοίη αὐτ`ῶ κράτι- ση γιὰ ὅσα κάνουν στὰ γεράματά τους, ἐπειδὴ τὰ εὐχάρι-
στον ἀνδρὶ ἐπιτήδευμα εἶναι, ἀπεκρίνατο εὐπραξίαν. στα τὰ πέρασαν στὰ νιᾶτα τους καὶ τὰ δυσάρεστα τὰ φύ-
ἐρομένου δὲ πάλιν εἰ καὶ τὴν εὐτυχίαν ἐπιτήδευμα λαξαν γιὰ τὰ γερατειά τους. ᾽Eγώ, ἀντίθετα, συναναστρέ-
νομίζοι εἶναι, Πᾶν μὲν οὖν τοὐναντίον ἔγωγε, ἔφη, φομαι τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς ἀγαθοὺς ἀνθρώπους καὶ κανέ-
τύχην καὶ πρᾶξιν ἡγοῦμαι· τὸ μὲν γὰρ μὴ ζητοῦντα να ἔργο, θεῖο ἢ ἀνθρώπινο, εἶναι δυνατὸ νὰ γίνη χωρὶς
ἐπιτυχεῖν τινὶ τῶν δεόντων, εὐτυχίαν οἴομαι εἶναι· τὸ ἐμένα. ῎Eχω ἄλλωστε κι’ ἀπ’ τοὺς θεοὺς κι’ ἀπὸ τοὺς
δὲ μαθόντα τὶ καὶ μελετήσαντα εὖ ποιεῖν, εὐπραξίαν ἀνθρώπους, ἀπ’ ὅσους εἶναι σωστὸ νὰ ἔχω τὴν πιὸ μεγά-
νομίζω· καὶ οἱ τοῦτο ἐπιτηδεύοντες δοκοῦσί μοι εὖ λη τιμή. Eἶμαι ἀγαπητὴ συνεργάτις μὲ τοὺς τεχνῖτες, πι-
πράττειν. καὶ ἀρίστους δὲ καὶ θεοφιλεστάτους ἔφη στὴ φύλακας τῶν νοικοκυραίων, παραστέκω στοργικὰ
εἶναι ἐν μὲν γεωργίDα τοὺς τὰ γεωργικὰ εὖ πράττον- τοὺς δούλους, καλὴ συνεπίκουρος στὰ ἔργα τῆς εἰρήνης,
τας, ἐν δ’ ἰατρείDα τοὺς τὰ ἰατρικά, ἐν δὲ πολιτείDα ἀσφαλέστατος σύμμαχος στὰ πολεμικά καὶ ἄριστος δε-
τοὺς τὰ πολιτικά· τὸν δὲ μηδὲν εὖ πράττοντα, οὔτε σμὸς τῆς φιλίας. Oἱ φίλοι μου ἀπολαμβάνουν εὐχάριστα
χρήσιμον οὐδὲν ἔφη εἶναι οὔτε θεοφιλῆ. καὶ ἀνενόχλητα φαγητὰ καὶ ποτά, γιατὶ περιμένουν ὣς
ὅτου τοὺς ἀνοίξη ἡ ὄρεξη, κοιμοῦνται ἐπίσης πιὸ εὐχάρι-
103 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἐ ν δ´ (1, 1) στα ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν κουράζονται καὶ δὲν ὑποφέρουν,
ἀ π ο μ ν η μ ο ν ε υ μ ά τ ω ν. ὅταν ἀφήνουν τὸν ὕπνο, οὔτε παραμελοῦν ὅσα πρέπει
Oὕτω δὲ Σωκράτης ἦν ἐν παντὶ πράγματι καὶ πάν- πρὸς χάρη του. Oἱ νέοι χαίρονται τὸν ἔπαινο τῶν γεροντο-
τα τρόπον ὠφέλιμος, ὥστε τ`ῶ σκοπουμέν`ω τοῦτο τέρων, οἱ γεροντότεροι ἀγάλλονται γιατὶ τοὺς τιμοῦν οἱ
καὶ εἰ μετρίως αἰσθανομέν`ω φανερὸν εἶναι διότι νέοι καὶ γιατὶ διατηροῦν ἐπίσης τὴν γλυκειὰ ἀνάμνηση
οὐδὲν ὠφελιμώτερον ἦν τοῦ Σωκράτει συνεῖναι καὶ τῶν παλιῶν ἔργων τους καὶ εὐχαριστοῦνται ἀπὸ τὶς πα-
μετ’ ἐκείνου διατρίβειν ὁπουοῦν καὶ ἐν ὁτ`ωοῦν ροῦσες πράξεις τους, γιατὶ τὶς ἐνεργοῦν σωστά. ᾽Eξ αἰτίας
πράγματι· ἐπεὶ καὶ τὸ ἐκείνου μεμνῆσθαι μὴ παρόν- μου εἶναι ἀγαπητοὶ στοὺς θεούς, ἀγαπητοὶ στοὺς φίλους
τος οὐ μικρὰ ὠφέλει τοὺς εἰωθότας τε αὐτ`ῶ συνεῖναι τους, πολύτιμοι στὶς πατρίδες τους. Kαὶ ὅταν φθάση τὸ
καὶ ἀποδεχομένους ἐκεῖνον. καὶ γὰρ παίζων οὐδὲν προσδιορισμένο ἀπὸ τὴν μοίρα τέλος τῆς ζωῆς, δὲν ρίχνο-
ἧττον ἢ σπουδάζων ἐλυσιτέλει τοῖς συνδιατρίβουσι. νται στὸν τάφο, ἀπολησμονημένοι, χωρὶς τιμές, ἀλλὰ ζοῦν
πολλάκις γὰρ ἔφη μὲν ἄν τινος ἐρᾶν, φανερὸς δ’ ἦν στὴ μνήμη τῶν ἀνθρώπων αἰώνια, πάντα ζωντανοὶ καὶ δο-
ξολογημένοι. Aὐτὰ κ’ ἐσύ ἂν κατορθώσης ὣς τὸ τέλος μὲ
κόπους στὴ ζωή σου ῾Hρακλῆ, τέκνο γονέων ἀγαθῶν, θὰ
μπορέσης ν’ ἀποκτήσης τὴν πιὸ μακάρια εὐδαιμονία.
Kατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο περίπου ἐκθέτει ὁ Πρόδικος τὴν
ἐκπαίδευση τοῦ ῾Hρακλῆ ἀπὸ τὴν A ᾽ ρετή.
144 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 145

οὐ τῶν τὰ σώματα πρὸς ὥραν, ἀλλὰ τῶν τὰς ψυχὰς 102. Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς ᾽A π ο μ ν η μ ο ν ε ύ μ α τ α γ´ (9, 14):
πρὸς ἀρετὴν εὖ πεφυκότων ἐφιέμενος. ἐτεκμαίρετο ῞Oταν ἐπίσης ρώτησε κάποιος τὸν Σωκράτη ποιό νομί-
δὲ τὰς ἀγαθὰς φύσεις ἐκ τοῦ ταχύτερον μανθάνειν ζει πὼς εἶναι τὸ καλύτερο ἐπάγγελμα γιὰ τὸν ἄνδρα ἀπο-
οἷς προσέχοιεν καὶ μνηνονεύειν ἃ ἂν μάθοιεν καὶ κρίθηκε: τὸ νὰ πράττη ὀρθά. Kαὶ ὅταν γιὰ δεύτερη φορὰ
ἐπιθυμεῖν τῶν μαθημάτων πάντων δι’ ὧν ἔστιν οἰκίαν τὸν ρώτησε ἂν θεωρῆ ἐπάγγελμα καὶ τὴν καλὴ τύχη,
τε καλῶς οἰκεῖν καὶ πόλιν καὶ τὸ ὅλως ἀνθρώποις τε ἀπάντησε: ἐγὼ νομίζω τουλάχιστον πὼς εἶναι ἐντελῶς
καὶ τοῖς ἀνθρωπίνοις πράγμασιν εὖ χρῆσθαι. τοὺς ἀντίθετα ἡ τύχη καὶ ἡ σωστὴ πράξη, γιατὶ τὸ νὰ ἐπιτύχη
γὰρ τοιούτους ἡγεῖτο παιδευθέντας οὐκ ἂν μόνον κανεὶς κάτι τὸ ἀναγκαῖο στὴ ζωὴ χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώκη,
αὐτούς τε εὐδαίμονας εἶναι καὶ τοὺς οἴκους καλῶς νομίζω πὼς αὐτὸ εἶναι καλὴ τύχη· ὅμως τὸ νὰ δημιουργῆ
οἰκεῖν, ἀλλὰ καὶ ἄλλους ἀνθρώπους καὶ πόλεις δύ- ὡραῖα ἔργα, ἀφοῦ πρῶτα μάθει καὶ ἀσκηθῆ, αὐτὸ τὸ θε-
νασθαι εὐδαίμονας ποιεῖν. οὐ τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον ωρῶ σωστὴ πράξη καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ ἐπιδιώκουν αὐτὸ
ἐπὶ πάντας Dἤει, ἀλλὰ τοὺς μὲν οἰομένους φύσει ἀγα- συστηματικά, δηλαδὴ τὸ ἔχουν ὡς ἐπάγγελμα, νομίζω ὅτι
θοὺς εἶναι μαθήσεως δὲ καταφρονοῦντας ἐδίδασκεν εὐτυχοῦν. Στὴ γεωργία εἶναι ἄριστοι καὶ πιὸ ἀγαπητοὶ
ὅτι αἱ ἄρισται δοκοῦσαι φύσεις μάλιστα παιδείας δέ- στοὺς θεοὺς ὅσοι ἐνεργοῦν σωστὰ σὲ ζητήματα γεωργικά,
ονται, ἐπιδεικνύων τῶν τε ἵππων τοὺς εὐφυεστάτους στὴν ἰατρικὴ ὅσοι ἐνεργοῦν σωστὰ στὰ ἰατρικὰ προβλή-
θυμοειδεῖς καὶ σφοδροὺς ὄντας, εἰ μὲν ἐκ νέων δα- ματα, στὴν πολιτεία ὅσοι ἐνεργοῦν σωστὰ στὰ πολιτικά.
μασθεῖεν, εὐχρηστοτάτους καὶ ἀρίστους γιγνομέ- ᾽Eκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν πράττει σωστὰ τίποτε, κατέληξε ὁ
νους, εἰ δὲ ἀγύμναστοι γένοιντο, δυσκαθεκτοτάτους Σωκράτης, δὲν εἶναι χρήσιμος σὲ τίποτε, οὔτε ἀγαπητὸς
καὶ φαυλοτάτους· καὶ τῶν κυνῶν τῶν εὐφυεστάτων στοὺς θεούς.
φιλοπόνων τε οὐσῶν καὶ ἐπιθετικῶν τοῖς θηρίοις τὰς
μὲν καλῶς ἀχθείσας ἀρίστας γίνεσθαι πρὸς τὰς θή- 103. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο β ι β λ ί ο δ´ (1, 1):
ρας καὶ χρησιμωτάτας, ἀναγώγους δὲ γινομένους μα- Γενικὰ ὁ Σωκράτης ἦταν τόσο πολὺ καὶ μὲ κάθε τρόπο
ταίους τε καὶ μανιώδεις καὶ δυσπειθεστάτας. ὁμοίως ὠφέλιμος σὲ κάθε περίπτωση, ὥστε καὶ ἕνας ἄνθρωπος
δὲ καὶ τῶν ἀνθρώπων τοὺς εὐφυεστάτους ἐρρωμενε- μετρίας ἀντιλήψεως ἐξετάζοντας τὸ ζήτημα τοῦτο, θὰ διε-
στάτους τε ταῖς ψυχαῖς ὄντας καὶ ἐξεργαστικωτά- πίστωνε πὼς τίποτε δὲν ἦταν πιὸ ὠφέλιμο ἀπὸ τὸ νὰ τὸν
τους ὧν ἂν ἐγχειρῶσι, παιδευθέντας μὲν καὶ μαθόν- συναναστρέφεται καὶ νὰ περνᾶ μαζί του τὸν καιρὸ ὁπου-
τας ἃ δεῖ πράττειν, ἀρίστους τε καὶ ὠφελιμωτάτους δήποτε καὶ σὲ ὁποιαδήποτε περίσταση. Γιατὶ κι’ ὅταν δὲν
ἦταν παρὼν ὁ Σωκράτης ἡ ἀνάμνησή του ὠφελοῦσε ὄχι
λίγο ἐκείνους ποὺ συνήθιζαν νὰ τὸν συναναστρέφωνται
καὶ ν’ ἀποδέχωνται τὶς ἰδέες του. Γιατὶ ὅταν ἀστειευόταν,
ἀλλὰ κι’ ὅταν σοβαρολογοῦσε ἐπίσης ὠφελοῦσε ἐκεῖνους
ποὺ μετεῖχαν στὴν πνευματική του συναναστροφή. Πολ-
λὲς φορὲς συνήθιζε νὰ λέη πὼς ἀγαποῦσε κάποιον, ἀλλὰ
ἦταν φανερὸ πὼς ἐπιθυμοῦσε ὄχι ἐκείνους ποὺ ἦταν

10 A
᾽ νθολόγιον A´
146 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗς A´ 147

γίνεσθαι· πλεῖστα γὰρ καὶ μέγιστα ἀγαθὰ ἐξεργάζε- ὡραῖοι κατὰ τὴ σωματικὴ διάπλαση, ἀλλὰ ἐκείνους, ποὺ
σθαι· ἀπαιδεύτους δὲ καὶ ἀμαθεῖς γενομένους κακί- εἶχαν ἀπὸ φυσικοῦ τους, ψυχὲς ἐπιδεκτικὲς ἀρετῆς. A ᾽ να-
στους τε καὶ βλαβερωτάτους γίνεσθαι· κρίνειν γὰρ γνώριζε τὶς ἀγαθὲς φύσεις ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι μάθαιναν
οὐκ ἐπισταμένους ἃ δεῖ πράττειν πολλάκις πονηροῖς γρήγορα ἐκεῖνα στὰ ὁποῖα προσηλώνονταν καὶ ἀπὸ τὸ
ἐπιχειρεῖν πράγμασιν, μεγαλείους δὲ καὶ σφοδροὺς ὅτι συγκρατοῦσαν στὴ μνήμη τους ὅσα μάθαιναν, καθὼς
ὄντας δυσκαθέκτους τε καὶ δυσαποτρίπτους· διὸ κι’ ἀπὸ τὸ ὅτι εἶχαν κλίση σὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ μαθήματα, χά-
πλεῖστά τε καὶ μέγιστα κακὰ ἐργάζεσθαι. τοὺς δὲ ἐπὶ ρη στὰ ὁποῖα εἶναι δυνατὸ νὰ διοικήση κανεὶς καὶ τὸ σπί-
πλούτ`ω μέγα φρονοῦντας καὶ νομίζοντας οὐδὲν τι του καλὰ καὶ τὴν πολιτεία καὶ γενικὰ νὰ ἀντιμετωπίζη
προσδεῖσθαι παιδείας, ἐξαρκέσειν δέ σφισι τὸν ὀρθὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ προβλήματά τους. Γιατὶ
πλοῦτον οἰομένους πρὸς τὸ διαπράττεσθαι ὅ τι ἂν εἶχε τὴ γνώμη ὅτι οἱ νέοι αὐτοὶ ἂν μορφώνονταν, ὄχι μόνο
βούλωνται, καὶ τιμᾶσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, ἐφρέ- θὰ ἦταν προσωπικὰ εὐτυχεῖς καὶ θὰ διοικοῦσαν σωστὰ
νου λέγων, ὅτι μωρὸς μὲν εἴη εἴ τις οἴεται καὶ μὴ τὰ σπίτια τους, ἀλλὰ θὰ μποροῦσαν νὰ καταστήσουν
μαθὼν τά τε ὠφέλιμα καὶ τὰ βλαβερὰ τῶν πραγμά- εὐτυχεῖς καὶ ἄλλους ἀνθρώπους, καθὼς καὶ πολιτεῖες.
των διαγνώσεσθαι, μωρὸς δὲ εἴ τις μὴ διαγιγνώσκων Δὲν μεταχειριζόταν γιὰ ὅλους τὸν ἴδιο τρόπο διδασκα-
μὲν ταῦτα, διὰ δὲ τὸν πλοῦτον ὅ τι ἂν βούληται πο- λίας· ὅσοι, λόγου χάρη, φαντάζονταν ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴ φύ-
ριζόμενος οἴεται δυνήσεσθαι τὰ συμφέροντα πράτ- ση τους ἱκανοὶ καὶ περιφρονοῦσαν τὴν μάθηση, τοὺς δί-
τειν, ἠλίθιος δὲ εἴ τις μὴ δυνάμενος τὰ συμφέροντα δασκε ὅτι οἱ φύσεις ποὺ φαίνονται πὼς εἶναι ἄριστες,
πράττειν εὖ τε πράττειν οἴεται καὶ τὰ πρὸς τὸν βίον αὐτὲς κυρίως ἔχουν ἀνάγκη παιδείας, ὑποδεικνύοντάς
αὐτ`ῶ ἱκανῶς ἢ καλῶς παρεσκευάσθαι, ἠλίθιος δὲ τους ὅτι καὶ ἀπὸ τὰ ἄλογα ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν φυσικὸ ἄρι-
καὶ εἴ τις οἴεται διὰ τὸν πλοῦτον μηδὲν ἐπιστάμενος στο εἶναι τὰ θυμώδη καὶ ὁρμητικὰ καί, ἂν βέβαια δαμα-
δόξειν τι ἀγαθὸς εἶναι, ἢ μηδὲν ἀγαθὸς εἶναι δοκῶν στοῦν στὴ νεαρή τους ἡλικία γίνονται εὐκολομεταχείρι-
εὐδοκίμησεν. στα καὶ χρησιμώτατα· ἂν ὅμως μείνουν ἀδάμαστα, τότε
συγκρατοῦνται δυσκολώτατα καὶ εἶναι τελείως ἄχρηστα.
Kαὶ ἀπὸ τὰ σκυλιὰ ποὺ ἔχουν ἄριστο φυσικό, αὐτὰ δη-
λαδὴ ποὺ εἶναι πολὺ φιλόπονα καὶ ἐπιθετικὰ ἐναντίον
τῶν ἀγριμιῶν, ὅσα βεβαίως γυμναστοῦν καλά, γίνονται
τέλεια καὶ χρησιμώτατα γιὰ κάθε εἶδος κυνήγι. A ᾽ ντίθετα,
ὅσα μένουν ἀγύμναστα, γίνονται καὶ ἄχρηστα καὶ ἄγρια
καὶ ἐντελῶς ἀνυπότακτα. Παρόμοιο πρᾶγμα ἔλεγε πὼς
συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους· ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἄρι-
στη φυσικὴ καταβολή, ποὺ εἶναι δηλαδὴ πολὺ ρωμαλέοι
στὴν ψυχή καὶ πολὺ ἱκανοὶ νὰ βγάλουν πέρα ὅσα ἐπιχει-
ροῦν, ὅταν ἐκπαιδευθοῦν καὶ μάθουν ὅσα πρέπει νά κά-
νουν, γίνονται ἄριστοι καὶ πάρα πολὺ ὠφέλιμοι γιατὶ
ΠΕΡΊ ΚΑΚΙΑς B´. ἐκτελοῦν καὶ πάρα πολλὰ καὶ πολὺ μεγάλα ἀγαθὰ ἔργα.
῞Oμως ὅταν μείνουν ἀπαίδευτοι καὶ ἀμαθεῖς γίνονται καὶ
πάρα πολὺ κακοὶ καὶ πάρα πολὺ βλαβεροί, γιατὶ ἀγνοών-
τας νὰ κρίνουν τί πρέπει νὰ κάνουν, ἐπιχειροῦν πολλὲς
φορὲς ἔργα κακὰ καὶ ἐπειδὴ ἔχουν μεγάλες ἰδέες καὶ
1 Δ η μ η τ ρ ί ο υ. εἶναι ὁρμητικοί, δύσκολα ἐμποδίζονται καὶ ἀποτρέπο-
Σφόδρ’ εὐάλωτόν ἐστιν ἡ πονηρία· νται. Γι’ αὐτὸ διαπράττουν πλεῖστα καὶ μέγιστα κακά.
εἰς γὰρ τὸ κέρδος μόνον ἀποβλέπουσ’ ἀεί, ᾽Eκείνους πάλι ποὺ εἶχαν ἔπαρση γιὰ τὸν πλοῦτο τους
ἀφρόνως ἅπαντα καὶ προπετῶς συμπείθεται. καὶ νόμιζαν πὼς δὲν ἔχουν καθόλου ἀνάγκη ἀπὸ ἐκπαί-
δευση, φαντάζονταν δὲ πὼς ὁ πλοῦτος θὰ τοὺς ἦταν
2 ᾽A ξ ι ο ν ί κ ο υ. ἀρκετὸς γιὰ νὰ πράττουν ὅ,τι ἐπιθυμοῦν καὶ γιὰ νὰ
῞Oταν δανείζDη τὶς πονηρ`ῶ χρήματα τιμῶνται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς νουθετοῦσε λέγον-
ἀνὴρ δικαίως τὸν τόκον λύπας ἔχει. τας ὅτι ἂν κανεὶς φαντάζεται πὼς χωρὶς νὰ ἐκπαιδευθῆ
εἶναι δυνατὸν νὰ διακρίνη τὰ ὠφέλιμα ἀπὸ τὰ βλαβερά,
3 ῞Oταν εὐπορῶν τις αἰσχρὰ πράττDη πράγματα, αὐτὸς εἶναι ἀνόητος. A᾽ νόητος ἐπίσης εἶναι ἐκεῖνος ποὺ
τί τοῦτον ἀπορήσαντα πράξειν προσδοκDᾶς; ἐνῶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ξεχωρίζη καὶ βρίσκει ὅ,τι θέλει
μὲ τὸ χρῆμα του, φαντάζεται πὼς μπορεῖ νὰ δράση κατὰ
4 M ε ν ά ν δ ρ ο υ Π α λ λ α κ ή. τὸ συμφέρον του. Eἶναι ἠλίθιος ἂν δὲν μπορῆ νὰ κάνη
Πολλοὺς λογισμοὺς ἡ πονηρία κυκλοῖ. ὅσα τὸν συμφέρουν καὶ φαντάζεται ὅτι ἐνεργεῖ σωστὰ καὶ
ὅτι ἔχει προετοιμάσει καλὰ καὶ ἱκανοποιητικὰ ὅσα χρει-
5 M ε ν ά ν δ ρ ο υ. άζονται στὴ ζωή. ᾽Eπίσης ἠλίθιος εἶναι αὐτὸς ποὺ φαντά-
Mισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπDη λόγον. ζεται πὼς ἐνῶ δὲν γνωρίζει τίποτε, χάρη στὸν πλοῦτο
του, θὰ φαντάζη σὰν κάτι σπουδαῖο ἢ ὅτι ἐνῶ δὲν θεω-
6 M ε ν ά ν δ ρ ο υ. ρεῖται καθόλου ἱκανός, θὰ ἀποκτήση ὑπόληψη.
᾽Aσυλλόγιστόν ἐστιν ἡ πονηρία.

7 (Aeschyli fr. 163).


Θεὸς μὲν αἰτίαν φύει βροτοῖς,
ὅταν κακῶσαι δῶμα παμπήδην θέλDη.

8 (Eurip. fr. lx. 1. ?)


Tοῦ μὲν δικαίου τὴν δόκησιν ἄρνησο·
τὰ δ’ ἔργα τοῦ πᾶν δρῶντος ἔνθα κερδανεῖ.
150 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΚΑΚΙΑς B´´ 151

9 Σ κ λ η ρ ί ο υ. ΠΕΡΊ ΚΑΚΊΑς Β´
Πολλοῖσι θνητῶν ἡ μὲν ὄψις εὐγενής,
ὁ νοῦς δ’ ἐν αὐτDῆ δυσγενὴς εὑρίσκεται.

10 Φ ι λ ι π π ί δ ο υ.
῾O τραχύτατος δὲ συκοφάντης μνᾶς δύο 1. Δ η μ η τ ρ ί ο υ:
λαβὼν ἄπεισιν ἀρνίου μαλακώτερος. Eὐκολονίκητη εἶναι ἡ κακία,
γιατὶ στὸ κέρδος πάντοτ’ ἀποβλέπει,
11 ῾H σ ι ό δ ο υ ῎E ρ γ ω ν (190). καὶ σ’ ὅλα δίνει βάση μ’ ἀφροσύνη.
Oὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου,
οὐδ’ ἀγαθοῦ· μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶ ὕβριν 2. ᾽A ξ ι ο ν ί κ ο υ:
ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ’ ἐν χερσὶ καὶ αἰδὼς ῞Oταν κανένας χρήματα δανείζει
οὐκ ἔσται, βλάψει δ’ ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα, σ’ ἄνθρωπο κακό, δίκαια τότε
μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ’ ὅρκον ὀμεῖται. ἀντὶ γιὰ τόκο εἰσπράττει στενοχώριες.
ζῆλος δ’ ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασιν
δυσκέλαδος, κακόχαρτος, ὁμαρτήσει στυγερώπης. 3. ῞Oταν ὁ πλούσιος κάνει κακὲς πράξεις τί περιμένεις
νὰ σοῦ κάνη, ὅταν φτωχύνη;
12 Z η ν ο δ ό τ ο υ.
Kυρύσσεται μὲν ἡρετή· κακὸς δ’ ἀνὴρ 4. M ε ν ά ν δ ρ ο υ Π α λ λ α κ ή:
σιγηλὸν ἔσχε ζῶν τε καὶ θανὼν βίον. Πολλὲς σκέψεις γυροφέρνει ἡ κακία.

13 ῾H σ ι ό δ ο υ ῎E ρ γ ω ν (270). 5. M ε ν ά ν δ ρ ο υ :
Nῦν δὴ ἐγὼ μήτ’ αὐτὸς ἐν ἀνθρώποισι δίκαιος Mισῶ τὸν πονηρὸ ὅταν πῆ σωστὸ λόγο.
εἴην μήτ’ ἐμὸς υἱός· ἐπεὶ κακὸν ἄνδρα δίκαιον
ἔμμεναι, εἰ μείζω γε δίκην ἀδικώτερος ἕξει. 6. M ε ν ά ν δ ρ ο υ:
῎Eλλειψη λογικῆς εἶν’ ἡ κακία.
14 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ (346).
Πῆμα κακὸς γείτων ὅσσον τ’ ἀγαθὸς μέγ’ ὄνειαρ. 7. (Aἰσχύλου ἀπόσπασμα 163):
ἔμμορέ τοι τιμῆς ὅς κ’ ἔμμορε γείτονος ἐσθλοῦ. ῾O θεὸς τὴ διχόνοια σπέρνει στοὺς θνητοὺς
ὅταν θελήση σπίτι ν’ ἀφανίση.

8. (Eὐριπίδου ἀπόσπασμα LX, 1 [;]):


Kράτα τὴ γνώμη τοῦ δικαίου
κι’ ἀπ’ τὰ ἔργα τοῦ πανούργου κοίτα τί θ’ ἀποφύγης.
152 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΚΑΚΙΑς B´ 153

15 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ἐ κ B ε λ λ ε ρ ο φ ό ν τ ο υ. 9. Σ κ λ η ρ ί ο υ:
Oὐδέ ποτ’ εὐτυχίαν κακοῦ ἀνδρὸς ὑπέρφρονά τ’ Πολλῶν ἡ ὄψη εἶν’ εὐγενικὴ
ὄλβον μὰ ἡ σκέψη τους κακὴ καὶ μαύρη.
βέβαιον εἰκάσαι χρεών,
οὐδ’ ἀδίκων γενεάν· ὁ γὰρ οὐδενὸς ἐκφὺς 10. Φ ι λ ι π π ί δ ο υ:
χρόνος δικαίους ἐπάγων κανόνας Tὸν πιὸ χειρότερο συκοφάντη ἂν λαδώσης,
δείκνυσιν ἀνθρώπων κακότητας ἐμοί. θὰ πάη καλιά του μαλακὸς σὰν τὸ ἀρνάκι.

16 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ M η δ ε ί α ς (516). 11. ῾ H σ ι ό δ ο υ ῎ E ρ γ α (190):


῏Ω Zεῦ, τί δὴ χρυσοῦ μέν, ὃς κίβδηλος ἦν, ῾O μπεσαλὴς κι’ ὁ δίκαιος κι’ ὁ ἀγαθὸς δὲ θἄβρουν χά-
τεκμήρι’ ἀνθρώποισιν ὤπασας σαφῆ, ρη.
ἀνδρῶν δ’ ὅτ`ω χρὴ τὸν κακὸν διειδέναι, Περισσότερο ὁ κόσμος θὰ τιμᾶ τὸν ἀδίστακτο καὶ τὸν
οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι. αὐθάδη.
Δὲν θἄναι τόσο πρόχειρη ἡ ντροπὴ καὶ ἡ δικαιοσύνη,
17 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ * T ε ν ῦ. κι’ ὁ κακὸς θὰ βλάπτη τὸν καλὸ μὲ λόγια δολερὰ
Φεῦ· οὐδὲν δίκαιόν ἐστιν ἐν τ`ῶ νῦν γένει. παίρνοντας ὅρκο.
Zηλοτυπία κακόγλωσση, κακότροπη, ἀποτρόπαιη
18 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς. θὰ συντροφεύη τοὺς δυστυχεῖς ἀνθρώπους.
Σκαιοῖσι πολλοῖς εἷς σοφὸς διόλλυται.
12. Z η ν ο δ ό τ ο υ:
19 Δ ί ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ E ὐ β ο ϊ κ ο ῦ (Or. 7, 137). Tὴν ἀρετὴ τὴ διαλαλοῦν· ἐνῶ ὁ κακὸς
῾Ως οὔποτε φιλεῖ τὰ μοχθηρὰ μένειν ἐπὶ τοῖς στὴ σιωπὴ μένει καὶ ζώντας καὶ νεκρός.
αὐτοῖς, ἀλλ’ ἀεὶ κινεῖται καὶ πρόεισιν ἐπὶ τὸ ἀσελγέ-
στερον, μηδενὸς ἀναγκαίου μέτρου τυγχάνοντα. 13. ῾ H σ ι ό δ ο υ ῎E ρ γ α (270):
Oὔτε δίκαιος στάθηκα στοὺς ἀνθρώπους ἀνάμεσα,
20 Φ ι λ ί π π ο υ. ἀλλὰ οὔτε κι’ ὁ γιὸς ὁ δικός μου.
Φίλιππος ἐρωτώμενος ὑπὸ Bυζαντίων τί ἀδικηθεὶς ῾H ἐμμονὴ στὸ κακὸ τοῦ δίκαιου ἄνδρα
πολιορκεῖ αὐτούς, εὐήθεις ἔφησεν εἶναι καὶ ὁμοίους φέρνει ἀδικία πιότερη παρὰ δικαιοσύνη.
τ`ῶ εἴ τις ἔχων καλὴν γυναῖκα τοὺς ἐπικωμάζοντας
ἐρωτ`ώη διὰ τί ἐπικωμάζουσιν. 14. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ β ι β λ ί ο (346):
Mεγάλη συμφορὰ ὁ κακὸς ὁ γείτονας
21 Θαλῆς ἐρωτηθεὶς τί βλαβερώτατον; ἔφη “κακία· ὅσο μεγάλο κέρδος ὁ ἀγαθὸς μᾶς φέρνει
καὶ γὰρ τὰ χρηστὰ βλάπτει παραγενομένη.” πέτυχε μεγάλη τιμὴ ὅποιος
ἔτυχε νἄχη γείτονα καλό.
154 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΚΑΚΙΑς B´ 155

22 Δ η μ ο σ θ έ ν ο υ ς. 15. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ἀ π ὸ τ ὸ ν B ε λ λ ε ρ ε φ ό ν τ η:
Δημοσθένης ἔλεγεν ὡς πολλάκις ἐπιὸν αὐτ`ῶ εὔξα- Ποτὲ μὴ λογαριάζεις σίγουρη
σθαι τοὺς πονηροὺς ἀπολέσθαι, καὶ φοβοῖτο μὴ ἔρη- τὴν εὐτυχία τοῦ κακοῦ καὶ τὸν ἀνάξιο πλοῦτο.
μον ἄρδην ἐκ τῆς εὐχῆς ποιήσDη τὴν πόλιν. Γιατὶ ὁ χρόνος, ποὺ κανεὶς δὲν τὸν γλυτώνει,
μὲ τὸν καιρὸ φέρνει μπροστὰ τὰ κριτήρια τοῦ δικαίου
23 Π υ θ α γ ό ρ ο υ. καὶ τῶν ἀνθρώπων τὶς κακίες μοῦ φανερώνει.
Nόμου θείου τὸ φαῦλον ἀνήκοον, διὸ καὶ παρανο-
μεῖ. 16. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ M ή δ ε ι α (516):
῏Ω Zεῦ, πῶς ἔδειξες στοὺς ἀνθρώπους
24 Λ υ σ ί ο υ. καθαρὰ σημάδια νὰ ξεχωρίζουν τὸν κίβδηλο χρυσὸ
῞Oστις τοῦ μὲν μὴ ἀδικεῖν οὐ προνοεῖται τοῦ δὲ μὴ ἐνῶ στὸ σῶμα τῶν ἀνθρώπων δὲν γεννιέται
δοῦναι δίκην ἐπιμελεῖται, κακουργεῖ. οὔτ’ ἕνα σημάδι νὰ ξεχωρίζης τὸν κακό!

25 Δ η μ ο σ θ έ ν ο υ ς Φ ι λ ι π π ι κ ῶ ν (115, 9 R.). 17. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ T ε ν ῦ (;):


῾O γὰρ οἷς ἂν ἐγὼ ληφθείην ταῦτα πράττων καὶ A
᾽ λοίμονο τὸ δίκαιο χάθηκε στὸ γένος τοῦτο.
κατασκευαζόμενος, οὗτος ἐμοὶ πολεμεῖ, κἂν μή πω
βάλλDη μηδὲ τοξεύDη. 18. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς:
Mέσ’ στοὺς πολλοὺς κακοὺς κι’ ὁ ἕνας σοφὸς χάνεται.
26 Φ ι λ ή μ ο ν ο ς ᾽A γ ύ ρ τ ο υ.
῏Ω πῶς πονηρόν ἐστιν ἀνθρώπου φύσις 19. Δ ί ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὸ ν E ὐ β ο ϊ κ ὸ ν (Λόγοι, 7, 137):
τὸ σύνολον· οὐ γὰρ ἄν ποτ’ ἐδεήθη νόμου. ῾H κακία ποτὲ δὲν συνηθίζει νὰ μένη στὰ ἴδια·
πάντοτε κινεῖται καὶ γίνεται πιὸ κτηνώδης,
26a Oἴει τι τῶν ἄλλων διαφέρειν διότι ἡ κακία συμβαίνει νὰ μὴ γνωρίζει μέτρο.
[ἄνθρωπον]; οὐδὲ μικρὸν ἀλλ’ ἢ σχήματι·
πλάγι’ ἐστὶ τἄλλα, τοῦτο δ’ ὀρθὸν θηρίον. 20. T ο ῦ Φ ι λ ί π π ο υ:
῾O Φίλιππος ὅταν ρωτήθηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ
27 Φ ι λ ή μ ο ν ο ς. Bυζαντίου γιατὶ τοὺς πολιορκεῖ, τοὺς ἀποκρίθηκε ὅτι
Tί ποτε Προμηθεύς, ὃν λέγουσ’ ἡμᾶς πλάσαι εἶναι ἀνόητοι καὶ ὅτι μοιάζουν μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει μιὰ
καὶ τἄλλα πάντα ζ`ῶ α, τοῖς μὲν θηρίοις ὡραία γυναίκα καὶ ἐρωτᾶ τοὺς θαυμαστές της γιατὶ τὴν
ἔδωχ’ ἑκάστ`ω κατὰ γένος μίαν φύσιν; θαυμάζουν.
ἅπαντες οἱ λέοντες εἰσὶν ἄλκιμοι·
δειλοὶ πάλιν ἑξῆς πάντες εἰσὶν οἱ λαγ`ώ. 21. ῾O Θαλῆς ὅταν ρωτήθηκε ποιό πρᾶγμα εἶναι τὸ πιὸ
οὐκ ἔστ’ ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τDῆ φύσει βλαβερό, ἀποκρίθηκε: «῾H κακία γιατὶ βλάπτει κάθε τι
ἡ δ’ αὐθέκαστος· ἀλλ’ ἐὰν τρισμυρίας καλὸ ποὺ θὰ σταθῆ δίπλα της».
156 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΚΑΚΙΑς B´ 157

ἀλώπεκάς τις συναγάγDη, μίαν φύσιν 22. Δ η μ ο σ θ έ ν ο υ ς:


ἁπαξαπασῶν ὄψεται τρόπον θ’ ἕνα. ῾O Δημοσθένης ἔλεγε ὅτι πολλὲς φορὲς τοῦ ἐρχόταν νὰ
ἡμῶν δ’ ὅσα καὶ τὰ σώματ’ ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν εὐχηθῆ νὰ ἐξοντωθοῦν οἱ κακοί, ἀλλὰ φοβήθηκε πάντα
καθενός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν. μήπως ἀπὸ τὴν εὐχὴ ἐρημωθῆ ἡ πόλη πέρα-πέρα.

28 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς A ἴ α ν τ ο ς (1159). 23. Π υ θ α γ ό ρ ο υ:
῎Aπειμι· καὶ γὰρ αἰσχρὸν εἰ πύθοιτό τις Tὸ κακὸ δὲν ὑποτάσσεται στὸ θεῖο νόμο καὶ γι’ αὐτὸ
λόγοις κολάζειν, `ὧ βιάζεσθαι παρDῆ. παρανομεῖ.

29 ῾O α ὐ τ ὸ ς ἐ ν Φ α ί δ ρ Dα (El. 1050). 24. Λ υ σ ί ο υ:


῎Aπειμι τοίνυν· οὔτε γὰρ σὺ τἄμ’ ἔπη ῞Oποιος δὲν φροντίζει νὰ μὴν ἀδικεῖ ἀλλὰ φροντίζει
τολμDᾶς ἐπαινεῖν, οὔτ’ ἐγὼ τοὺς σοὺς τρόπους. νὰ μὴ τιμωρῆται, εἶναι κακοῦργος.

30 ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ. 25. Δ η μ ο σ θ έ ν ο υ ς ἀ π ὸ τ ο ὺ ς Φ ι λ ι π π ι κ ο ὺ ς
Aἰσχρὸν τοῖς τῶν μελιττῶν δωρήμασι γλυκάζοντα λ ό γ ο υ ς (115, 9):
τὴν κατάποσιν τὸ τῶν θεῶν δῶρον τὸν λόγον πικρά- ῞Oποιος ἐνεργεῖ καὶ ἑτοιμάζει αὐτὰ τὰ κακά,
ζειν τDῆ κακίDα. μέσα στὰ ὁποῖα ἐγὼ θὰ μποροῦσα νὰ πέσω,
αὐτὸς μὲ πολεμάει, κι’ ἂς μὴ κτυπᾶ ἀκόμη
31 Λ υ κ ο ύ ρ γ ο υ. μὲ πέτρες ἢ μὲ βέλη.
῞Oσοι τοῖς ἀπὸ τῆς φύσεως ἀγαθοῖς ἐπὶ τὰ χείρω
χρῶνται, τούτοις πολέμια τὰ εὐτυχήματά ἐστιν. ὡς εἴ 26. Φ ι λ ή μ ο ν ο ς ᾽A γ ύ ρ τ ο υ:
τις ἀνδρεῖος ὢν ληίζεσθαι μᾶλλον ἢ στρατεύεσθαι Πόσο γενικὰ εἶναι κακὴ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου.
προαιρεῖται, καὶ ἰσχυρὸς ὢν λωποδυτεῖν μᾶλλον ἢ Διαφορετικὰ δὲν θὰ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ νόμο.
συμβουλεύειν, ἢ καλὸς ὢν μοιχεύειν μᾶλλον ἢ γα- Nομίζεις πὼς ὁ ἄνθρωπος διαφέρει
μεῖν, οὗτος τῶν ἀπὸ τῆς φύσεως ἀγαθῶν ὑπαρξάν- ἀπ’ τ’ ἄλλα τὰ θηρία; Mοναχὰ στὸ σχῆμα.
των προδότης ἐστίν. ῎Oρθιος εἶν’ αὐτὸς καὶ τ’ ἄλλα μπουσουλᾶνε!

32 M ο υ σ ω ν ί ο υ. 27. Φ ι λ ή μ ο ν ο ς:
Tί προβαλλόμεθα τοὺς τυράννους μακρ`ῶ χείρονες Γιατὶ ὁ Προμηθέας, ποὺ μᾶς ἔπλασε, ὅπως λένε,
αὐτῶν καθεστῶτες; τὰς γὰρ ὁμοίας αὐτοῖς ἔχομεν ἐμᾶς καὶ ὅλα τ’ ἄλλα ζῶα, στὰ θηρία ἔδωκε
ὁρμὰς ἐν ταῖς οὐχ ὁμοίαις τύχαις. μιὰ μονάχα φύση στὸ καθένα.
῞Oλα λόγου χάρη τὰ λιοντάρια εἶναι γενναῖα·
δειλοὶ εἶν’ οἱ λαγοὶ καὶ δὲν ὑπάρχει ἀλεποὺ
ποὺ νὰ μὴν ἔχη πονηριὰ ἢ ἀνειλικρίνεια.
158 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΚΑΚΙΑς B´ 159

33 Θ ε ο δ ώ ρ ο υ. Xιλιάδες ἀλεποῦδες νὰ μαζέψης


Θεόδωρος ὁ Kυρηναϊκὸς Λυσιμάχου τοῦ βασιλέ- τὴν ἴδια φύση καὶ τὸν ἴδιο
ως ἀπειλήσαντος αὐτὸν ἀναιρήσειν “ἐλελήθεις με” χαρακτήρα θἄβρης σ’ ὅλες.
εἶπεν “οὐ βασιλέως ἀλλὰ κωνείου δύναμιν ἔχων.” ᾽Eνῶ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους θἄβρης
ὅσα κορμιὰ τόσους καὶ χαρακτῆρες.
34 Θ ε ο κ ρ ί τ ο υ.
Θεόκριτος ἐρωτηθεὶς ποῖα τῶν θηρίων ἐστὶ τὰ χα- 28. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς A ἴ α ς (1159):
λεπώτατα εἶπεν “ἐν μὲν τοῖς ὄρεσιν ἄρκτοι καὶ λέον- Φεύγω. Eἶναι στ’ ἀλήθεια αἰσχρὸ νὰ μάθη κάποιος
τες, ἐν δὲ ταῖς πόλεσιν τελῶναι καὶ συκοφάνται.” πὼς τιμωρῶ μὲ λόγια αὐτὸν ποὺ θέλει βία.

35 ᾽E κ τ ῆ ς ἐ π ι σ τ ο λ ῆ ς π ε ρ ὶ φ ι λ ί α ς. 29. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς Φ α ί δ ρ α (᾽Hλέκτρα 1050):


Kακίας αὑτῶν πλάσσονταί τινες ῥημάτων εὐπρε- Φεύγω λοιπόν. Oὔτε σὺ τὰ λόγια τὰ δικά μου
πείDα, τὸ μὲν φιλοσκώμματον ἁπλοῦν, τὸ δὲ φιλάργυ- τολμᾶς νὰ ἐπαινῆς, οὔτ’ ἐγὼ τοὺς τρόπους τοὺς δικούς
ρον προμηθὲς ἀποκαλούμενοι. σου.

36 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. 30. ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ:
Πολύβουλον εἶναι καὶ πολύτροπον ἔνθα δεῖ καὶ Eἶναι φοβερὸ ἐνῶ γλυκαίνουμε τὸ λαρύγγι μας μὲ τὸ
τέχνης κατ’ ἀλλοφύλων πολεμίων, χρήσιμον καὶ ἀνα- μέλι τὸ δῶρο τῶν μελισσῶν, νὰ πικραίνουμε τὸ δῶρο τῶν
γκαῖον· ἐπίβουλον δ’ ἦθος καὶ κακομηχανώτατον διὰ θεῶν, τὸ λόγο, μὲ τὴν κακία.
παντὸς ἔχειν καὶ κατὰ πάντων, οὐ τDῆ τῶν ἀγχινόων,
ὥς τινες οἴονται, τDῆ δὲ τοῦ πονηροτάτου μερίδι προσ- 31. T ο ῦ Λ υ κ ο ύ ρ γ ο υ:
τίθημι. ῞Oσοι μεταχειρίζονται μὲ τὸ χειρότερο τρόπο τὰ ἀγαθὰ
ποὺ μᾶς παραχώρησε ἡ φύση, σ’ αὐτοὺς εἶναι ἐχθρικὴ ἡ
37 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. εὐτυχία. ῞Oπως ἕνας γενναῖος ποὺ προτιμᾶ νὰ ληστεύη
῎Eστι ῥηίδιον μὲν ἐπαινέειν ἃ μὴ χρὴ καὶ ψέγειν, παρὰ νὰ πολεμᾶ καὶ ἕνας δυνατὸς ποὺ προτιμᾶ νὰ κλέβη
ἑκάτερον δὲ πονηροῦ τινος ἤθεος. μᾶλλον παρὰ νὰ συμβουλεύη, ἢ ἕνας ὡραῖος ποὺ προ-
τιμᾶ νὰ μοιχεύη παρὰ νὰ παντρεύεται· ἔτσι καταντᾶ κα-
38 Δ ι ο ν υ σ ί ο υ ῾A λ ι κ α ρ ν α σ έ ω ς. νεὶς προδότης τῶν ἀγαθῶν ποὺ τοῦ χάρισεν ἡ φύση.
᾽Aπὸ γὰρ τῆς αὐτῆς διανοίας οἱ ἄνθρωποι ἀπογι-
γνώσκουσί τε ἑαυτῶν καὶ ἑτέροις ἀπιστοῦσιν. 32. M ο υ σ ω ν ί ο υ:
Tί κατηγοροῦμε τοὺς τυράννους ἀφοῦ ἀπὸ καιρὸ
ἔχουμε γίνει χειρότεροί τους; ῎Eχουμε τὶς ἴδιες διαθέσεις
μ’ αὐτοὺς χωρὶς νἄχουμε καὶ τὶς ἴδιες τύχες.
160 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΚΑΚΙΑς B´ 161

39 Δ ί ω ν ο ς ἐ ν τ `ῶ π ε ρ ὶ δ ο υ λ ε ί α ς. 33. Θ ε ο δ ώ ρ ο υ:
Φησὶν ὁ Δίων· οἱ ἀγαθοὶ οἰκέται ἐλεύθεροι, οἱ δὲ ῾O Θεόδωρος ἀπὸ τὴν Kυρήνη ὅταν ἀπειλήθηκε μὲ θά-
πονηροὶ ἐλεύθεροι δοῦλοι πολλῶν ἐπιθυμιῶν. νατο ἀπὸ τὸ βασιλέα Λυσίμαχο εἶπε: «Δὲν τὸ εἶχα καταλά-
βει πὼς δὲν ἔχεις βασιλικὴ δύναμη, ἀλλὰ δύναμη κωνείου».
40 ᾽I α μ β λ ί χ ο υ ἐ κ τ ῶ ν π ρ ο τ ρ ε π τ ι κ ῶ ν
ε ἰ ς φ ι λ ο σ ο φ ί α ν λ ό γ ω ν (p. 18). 34. Θ ε ο κ ρ ί τ ο υ:
῾Oμοίως ἐπισφαλὲς μαινομέν`ω δοῦναι μάχαιραν ῞Oταν ὁ Θεόκριτος ρωτήθηκε ποιὰ θηρία εἶναι τὰ πιὸ
καὶ πονηρ`ῶ δύναμιν. ἄγρια εἶπε: «Στὰ βουνὰ οἱ ἀρκοῦδες καὶ τὰ λιοντάρια καὶ
στὶς πολιτεῖες οἱ τελῶνες καὶ οἱ συκοφάντες».
41 Σ ω κ ρ α τ ι κ ο ῦ.
Σωκρατικὸς ὁ κυνικὸς ἀκούσας ποτὲ πονηροῦ τὸν 35. Θ ε ο κ ρ ί τ ο υ ἀ π ὸ τ ὴ ν ἐ π ι σ τ ο λ ὴ
τρόπον κακῶς λέγοντος Π λάτωνα “παῦσαι” ἔφη π ε ρ ὶ φ ι λ ί α ς:
“οὔτε γὰρ κακῶς λέγων ἐκεῖνον πιστευθήσDη οὔτε Mερικοὶ προσπαθοῦν νὰ καλύψουν τὴν κακία τους μὲ
ἐκεῖνός σε ἐπαινῶν.” εὐπρεπῆ ὀνόματα· ὀνομάζουν ἁπλότητα τὴ συνήθεια νὰ
ἐμπαίζουν τοὺς ἄλλους καὶ τὴ φιλαργυρία τὴ λένε προ-
42 Σ ι μ ω ν ί δ ο υ. νοητικότητα.
Σιμωνίδης ὁ μελοποιὸς εἰπόντος τινὸς ὅτι πολλοὶ
αὐτὸν παρ’ αὐτ`ῶ κακῶς λέγουσιν “οὐ παύσDη” ἔφη 36. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ β ι β λ ί ο:
“ποτὲ σὺ τοῖς ὠσί με βλασφημῶν;” Nἆσαι πολύτροπος καὶ πολύγνωμος ὅπου πρέπει καὶ
νὰ ἐπινοῆς τεχνάσματα κατὰ τῶν ἀλλοφύλων ἐχθρῶν,
43 ᾽A ν ά χ α ρ σ ι ς. αὐτὸ εἶναι χρήσιμο καὶ ἀπαραίτητο. ᾽Eπίβουλο καὶ μηχα-
᾽Aνάχαρσις ὁ Σκύθης ἐρωτηθεὶς ὑπό τινος τί ἐστι νορράφο ἦθος ποὺ νὰ στρέφεται πάντοτε ἐναντίον τῶν
πολέμιον ἀνθρώποις; “αὐτοὶ” ἔφη “ἑαυτοῖς.” πάντων δὲν εἶναι, ὅπως μερικοὶ νομίζουν, γνώρισμα τῶν
εὐφυῶν, ἐγὼ θεωρῶ πὼς αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν
44 Π λ ά τ ω ν ο ς π ο λ ι τ ε ί α ς γ´ (405 a). πλέον κακῶν ἀνθρώπων.
Tῆς δὲ κακῆς τε καὶ αἰσχρᾶς παιδείας ἐν πόλει
ἆρα μή τι μεῖζον ἕξεις λαβεῖν τεκμήριον ἢ τὸ δεῖσθαι 37. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
ἰατρῶν καὶ δικαστῶν ἄκρων μὴ μόνον τοὺς φαύλους Eἶναι εὔκολο νὰ παινᾶς ὅσα δὲν πρέπει καὶ νὰ κατη-
τε καὶ χειροτέχνας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐν ἐλευθέρ`ω σχή- γορῆς τὸ ἴδιο. Kαὶ τὰ δυὸ εἶναι γνώρισμα τοῦ κακοῦ
ματι προσποιουμένους τετράφθαι; ἢ οὐκ αἰσχρὸν ἤθους.
δοκεῖ καὶ ἀπαιδευσίας μέγα τεκμήριον τὸ ἐπακτ`ῶ
38. Δ ι ο ν υ σ ί ο υ ῾A λ ι κ α ρ ν α σ σ έ ω ς:
Mὲ τὸ ἴδιο μυαλὸ οἱ ἄνθρωποι ἀθωώνουν τὸν ἑαυτό
τους καὶ ἀπιστοῦν στοὺς ἄλλους.

11 A
᾽ νθολόγιον A´
162 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΚΑΚΙΑς B´ 163

παρ’ ἄλλων ὡς δεσποτῶν τε καὶ κριτῶν τ`ῶ δικαί`ω 39. Δ ί ω ν ο ς ε ἰ ς τ ὸ π ε ρ ὶ δ ο υ λ ε ί α ς:


ἀναγκάζεσθαι χρῆσθαι καὶ ἀπορίDα οἰκείων; Πάντων Λέει ὁ Δίων: οἱ ἀγαθοὶ δοῦλοι εἶναι ἐλεύθεροι, ἐνῶ οἱ
μὲν οὖν, ἔφη, αἴσχιστον. ῏H δοκεῖ σοι, ἦν δ’ ἐγώ, τού- κακοὶ ἐλεύθεροι εἶναι δοῦλοι πολλῶν ἐπιθυμιῶν.
του αἴσχιον εἶναι τοῦτο; ὅταν δή τις μὴ μόνον τὸ
πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώ- 40. ᾽ I α μ β λ ί χ ο υ ἀ π ὸ τ ο ὺ ς π ρ ο τ ρ ε π τ ι κ ο ὺ ς
κων κατατρίβηται, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ ἀπειροκαλίας ἐπ’ λ ό γ ο υ ς ε ἰ ς φ ι λ ο σ ο φ ί α ν (18):
αὐτ`ῶ δὴ τούτ`ω πεισθDῆ καλλωπίζεσθαι ὡς δεινὸς ὤν ᾽Eξ ἴσου ἐπικίνδυνο εἶναι νὰ δώσης μαχαίρι στὸν τρελ-
περὶ τὸ ἀδικεῖν καὶ ἱκανὸς πάσας μὲν στροφὰς στρέ- λὸ καὶ δύναμη στὸν κακό.
φεσθαι, πάσας δὲ διεξόδους διεξελθὼν ἀποστραφῆ-
ναι λογιζόμενος, ὥστε μὴ παρασχεῖν δίκας, καὶ ταῦτα 41. Σ ω κ ρ α τ ι κ ο ῦ:
σμικρῶν τε καὶ οὐδενὸς ἀξίων ἕνεκα, ἀγνοῶν ὅσ`ω ῾O κυνικὸς Σωκρατικὸς ἀκούγοντας κάποτε ἕνα κακὸν
κάλλιον καὶ ἄμεινον τὸ παρασκευάζειν τὸν βίον νὰ κατηγορῆ τὸν Πλάτωνα τοῦ εἶπε: «Πᾶψε! Oὔτε κατη-
αὐτ`ῶ μηδὲν δεῖσθαι νυστάζοντος δικαστοῦ. Oὐκ γορώντας ἐκεῖνον θὰ γίνης πιστευτός, οὔτε ἐκεῖνος θὰ γί-
ἀλλὰ τοῦτ’, ἔφη, ἐκείνου ἔτι αἴσχιον. νη πιστευτός, ἂν σὲ ἐπαινέση».

45 Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς ἐ κ τ ῆ ς K ύ ρ ο υ 42. Σ ι μ ω ν ί δ ο υ:
ἀ ν α β ά σ ε ω ς (II, 6, 21). ῾O μουσικὸς Σιμωνίδης ὅταν κάποιος εἶπε ὅτι πολλοὶ
Mένων δ’ ὁ Θετταλὸς δῆλος ἦν ἐπιθυμῶν μὲν τοῦ τὸν κακολογοῦν, τοῦ λέει: «Δὲν θὰ πάψης ἐσὺ ποτὲ
πλούτου ἰσχυρῶς, ἐπιθυμῶν δὲ ἄρχειν ὅπως πλείω νὰ μὲ βρίζης μὲ τ’ αὐτιά;».
λαμβάνοι· ἐπιθυμῶν δὲ τιμᾶσθαι ἵνα πλείω κερδά-
νοι· φίλος τ’ ἐβούλετο εἶναι τοῖς μέγιστον δυναμένοις 43. ᾽A ν α χ ά ρ σ ι δ ο ς:
ἵνα ἀδικῶν μὴ διδοίη δίκην, ἐπὶ δὲ τὸ κατεργάζεσθαι A
᾽ νάχαρσις ὁ Σκύθης, ὅταν ρωτήθηκε ἀπὸ κάποιον τί
ὧν ἐπιθυμοίη συντομωτάτην ὁδὸν `ὤετο εἶναι διὰ τοῦ εἶναι ἐχθρικὸ στοὺς ἀνθρώπους, ἀποκρίθηκε: ὁ ἑαυτός
ἐπιορκεῖν τε καὶ ψεύδεσθαι καὶ ἐξαπατᾶν· τὸ δὲ τους.
ἁπλοῦν τε καὶ ἀληθὲς ἐνόμιζε τὸ αὐτὸ τ`ῶ ἠλιθί`ω
εἶναι. στέργων δὲ φανερὸς μὲν ἦν οὐδένα, ὅτ`ω δὲ 44. Π λ ά τ ω ν ο ς π ο λ ι τ ε ί α γ´ (405):
φαίη φίλος εἶναι, τούτ`ω ἔνδηλος ἦν ἐπιβουλεύων. A
᾽ λήθεια μπορεῖς νὰ βρῆς ἄλλη μεγαλύτερη ἀπόδειξη
καὶ πολεμίου μὲν οὐδενὸς κατεγέλα, τῶν δὲ συνόν- τῆς κακῆς καὶ αἰσχρᾶς ἀγωγῆς τῶν πολιτῶν σὲ μιὰ πόλη
των πάντων ὡς καταγελῶν αἰεὶ διελέγετο. καὶ τοῖς ἀπ’ τὴν ἀνάγκη νὰ ἔχη ἱκανοὺς δικαστὲς καὶ γιατρούς, ὄχι
μὲν τῶν πολεμίων κτήμασιν οὐκ ἐπεβούλευε· χαλε- μόνο γιὰ τοὺς φαύλους καὶ τοὺς χειροτέχνες, ἀλλὰ καὶ
πὸν γὰρ `ὤετο εἶναι τὰ τῶν φυλαττομένων λαμβάνειν· γιὰ κείνους ποὺ καμώνονται ὅτι ἀνατράφηκαν μὲ τρό-
πους εὐγενεῖς, ὅπως ἁρμόζει σὲ ἐλεύθερους ἀνθρώπους;
῎H δὲν σοῦ φαίνεται αἰσχρὸ πρᾶγμα καὶ μέγιστη ἀπόδει-
ξη ἀπαιδευσίας τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἀναγκασμένος νὰ κατα-
164 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΚΑΚΙΑς B´ 165

τὰ δὲ τῶν φίλων μόνος `ὤετο εἰδέναι ὅτι ῥDᾶστον ἀφύ- φεύγη στὴ δικαιοσύνη, ποὺ τοῦ ἐπιβάλλεται ἀπὸ ἄλ-
λακτα λαμβάνειν. καὶ ὅσους μὲν αἰσθάνοιτο ἐπι- λους, τρόπον τινὰ δικαστὲς καὶ δεσπότες, καὶ νὰ μὴν ἔχη
όρκους καὶ ἀδίκους ὡς εὖ ὡπλισμένους ἐφοβεῖτο, ὁ ἴδιος μέσα του τὴ δικαιοσύνη; Πράγματι, εἶπε, αὐτὸ
τοῖς δὲ ὁσίοις καὶ ἀλήθειαν ἀσκοῦσιν ὡς ἀνάνδροις εἶναι τὸ αἰσχρότερο ἀπ’ ὅλα. A
᾽ λήθεια, εἶπα, δὲν σοῦ φαί-
ἐπειρᾶτο χρῆσθαι. νεται πάλι ἀκόμα αἰσχρότερο αὐτὸ ποὺ θὰ σοῦ πῶ, ὅταν
δηλ. κανεὶς ὄχι μόνο περνάη τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ βί-
46 Π λ ά τ ω ν ο ς ν ό μ ω ν β´ (661 c). ου του στὰ δικαστήρια, εἴτε ὡς ἐνάγων εἴτε ὡς ἐναγόμε-
᾽Eγὼ μὲν γὰρ λέγω σαφῶς, τὰ μὲν κακὰ λεγόμενα νος, ἀλλὰ εἶναι καὶ τόσο ἀναίσθητος ποὺ πιστεύει ὅτι
ἀγαθὰ τοῖς ἀδίκοις εἶναι τοῖς δὲ δικαίοις κακά, τὰ δὲ πρέπει νὰ τὸν θαυμάζουν κιόλας ποὺ εἶναι καπάτσος
ἀγαθὰ τοῖς μὲν ἀγαθοῖς ὄντως ἀγαθὰ τοῖς δὲ κακοῖς στὴν ἀδικία καὶ τὰ καταφέρνει νὰ κάνη ὅλους τοὺς ἑλιγ-
κακά. μούς, ὅλες τὶς ὑπεκφυγὲς καὶ νὰ γλυστράη σὰ χέλι γιὰ νὰ
μὴν τὸν πιάση ἡ λαβίδα τῆς δικαιοσύνης; Kι’ ὅλ’ αὐτὰ γιὰ
47 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. μικρὰ καὶ ἀσήμαντα συμφέροντα. Kαὶ νὰ μὴν ξέρει νὰ
Tαυτὸν ἐξ ἀσθενοῦς ἀγκυρίου σκάφος ὁρμίζειν ἐκτιμήση πόσο ὡραιότερο καὶ ἀνώτερο εἶναι νὰ παρα-
καὶ ἐκ φαύλης γνώμης ἐλπίδα. σκευάση τὴ ζωή του κατὰ τέτοιον τρόπο, ποὺ νὰ μὴν ἔχη
ἀνάγκη ἀπὸ κανένα νυσταλέο δικαστή. Πράγματι, εἶπε,
48 A ἰ σ χ ί ν ο υ (490 R.). αὐτὸ εἶναι ἀκόμη αἰσχρότερο ἀπὸ ἐκεῖνο.
Kαὶ γὰρ τοῦτ’ ἄνθρωπος ἴδιον καὶ οὐ κοινὸν ποι-
εῖ· οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι ἀλαζόνες, ὁπόταν τι ψεύδωνται, 45. Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς K ύ ρ ο υ ἀ ν ά β α σ ι ς (II, 6, 21):
ἀόριστα καὶ ἀσαφῆ πειρῶνται λέγειν, φοβούμενοι ῾O Mένων ὁ Θεσσαλὸς εἶχε τὴ φανερὴ ἐπιθυμία ν’ ἀπο-
τὸν ἔλεγχον· Δημοσθένης δὲ ὅταν ἀλαζονεύηται, κτήση πλούτη μεγάλα καὶ νὰ εἶναι ἀρχηγὸς γιὰ νὰ παίρνη
πρῶτον μεθ’ ὅρκου ψεύδεται ἐξώλειαν ἐπαρώμενος πιὸ πολλὰ καὶ νὰ ἔχη καὶ ἀξιώματα γιὰ νὰ κερδίζη περισ-
αὑτ`ῶ, δεύτερον δὲ ἃ εἶδεν ἐσόμενα τολμDᾶ λέγειν ὡς σότερα. Γι’ αὐτὸ ἤθελε νὰ ἔχη φιλίες μὲ ὅσους εἶχαν μέγι-
ποτὲ ἔσται, καὶ ὧν τὰ σώματα οὐχ ἑώρακε, τούτων στη ἰσχύ, γιὰ νὰ μὴ τιμωρεῖται ὅταν ἀδικοῦσε. Γιὰ νὰ
τὰ ὀνόματα λέγει κλέπτων τὴν ἀκρόασιν, καὶ μιμού- πραγματώση λοιπὸν κάθε τι ποὺ ἐπιθυμοῦσε νόμισε πὼς
μενος τοὺς τἀληθῆ λέγοντας. ῏H καὶ σφόδρα ἄξιός ὁ συντομώτερος δρόμος ἦταν νὰ ἐπιορκῆ καὶ νὰ λέη ψέ-
ἐστι μισεῖσθαι, ὅτι πονηρὸς ὢν καὶ τὰ τῶν χρηστῶν ματα καὶ νὰ κάνη ἀπάτες καὶ πὼς ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ εἰλι-
σημεῖα διαφέρει. κρίνεια ταυτίζονται μὲ τὴν βλακεία. ῏Hταν φανερὸ πὼς
δὲν ἀγαποῦσε κανένα καὶ ἂν ἔλεγε πὼς ἦταν φίλος του,
γινόταν ἀργότερα ὁλοφάνερο πὼς τὸν ἐπιβουλευόταν σὰν
ἐχθρό. Kι’ ἐνῶ δὲν γελοῦσε σὲ βάρος κανενὸς ἐχθροῦ,
πάντοτε συζητοῦσε εἰρωνικὰ γιὰ ὅλους ὅσοι τὸν συνανα-
στρέφονταν. Δὲν ἐπιβουλευόταν ποτὲ τὶς περιουσίες τῶν
ἐχθρῶν του, γιατὶ πίστευε πὼς εἶναι δύσκολο νὰ παίρνης
ΠΕΡΊ ΦΡΟΝΉΣΕΩς Γ´ τὰ πράγματα ἐκείνων ποὺ τὰ φυλᾶνε. ῞Oσο γιὰ τὰ πράγ-
ματα τῶν φίλων του νόμιζε πὼς αὐτὸς μόνο ἤξερε πὼς
ἦταν εὐκολώτατο νὰ τὰ σφετερίζεται, ἐπειδὴ δὲν τὰ φύ-
λαγαν. ῞Oσους αἰσθανόταν ἐπιόρκους καὶ ἀδίκους, ἐπει-
δὴ τοὺς θεωροῦσε καλὰ ὡπλισμένους, τοὺς φοβόταν, ἐνῶ
1 A ἰ σ χ ύ λ ο υ. ἀντίθετα ὅσους ἦταν εὐσεβεῖς καὶ ἔλεγαν τὴν ἀλήθεια,
῝A δεῖ παρὼν φρόντιζε, μὴ παρὼν ἀπDῆς. τοὺς συμπεριφερόταν ὅπως σὲ δειλούς.
῾O χρήσιμ’ εἰδώς, οὐχ ὁ πόλλ’ εἰδώς, σοφός.
46. Π λ ά τ ω ν ο ς ν ό μ ο ι β´ (661):
2 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς (El. 1015). ᾽Eγὼ σᾶς τὸ λέω καθαρὰ ὅτι ὅσα ὀνομάζονται κακὰ
Προνοίας οὐδὲν ἀνθρώποις ἔφυ εἶναι ἀγαθὰ γιὰ τοὺς ἀδίκους καὶ κακὰ γιὰ τοὺς δικαίους,
κέρδος λαβεῖν ἄμεινον οὐδὲ νοῦ σοφοῦ. τὰ δὲ ἀγαθὰ εἶναι ὄντως ἀγαθὰ γιὰ τοὺς ἀγαθοὺς καὶ
κακὰ γιὰ τοὺς κακούς.
3 [E ὐ ρ ι π ί δ ο υ]
Πολλαῖσι μορφαῖς οἱ θεοὶ σοφισμάτων 47. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
σφάλλουσιν ἡμᾶς, κρείσσονες πεφυκότες. Eἶναι τὸ ἴδιο νὰ ἀράζης ἕνα σκάφος σὲ ἀδύνατη ἄγκυ-
ρα καὶ μιὰ ἐλπίδα σὲ μιὰ φαύλη πεποίθηση.
4 Kἂν σφόδρα σαφῶς εἰδDῆς τι, τὸν κρύπτοντά σε
μηδέποτ’ ἐλέγξDης· δύσκολον πρᾶγμ’ ἐστὶ γάρ, 48. A ἰ σ χ ί ν ο υ (490):
ἂ λανθάνειν τις βούλεται, ταῦτ’ εἰδέναι. Aὐτὸς ὁ ἄνθρωπος κάνει κάτι ἰδιαίτερο ποὺ δὲν τὸ
κάνει κανένας ἄλλος. Γιατὶ οἱ ἄλλοι ἀλαζόνες, ὅταν ψεύ-
5 Σ ο φ ο κ λ ῆ ς A ἴ α ν τ ι (1246). δωνται σὲ κάτι, προσπαθοῦν νὰ ὁμιλοῦν κατὰ τρόπον
’Eκ τῶνδε μέντοι τῶν τρόπων οὐκ ἄν ποτε ἀόριστο καὶ ἀσαφῆ, ἐπειδὴ φοβοῦνται τὸν ἔλεγχο· ἐνῶ ὁ
κατάστασις γένοιτ’ ἂν οὐδενὸς νόμου, Δημοσθένης ὅταν ἀλαζονεύεται, πρῶτα-πρῶτα ψεύδεται,
εἰ τοὺς δίκDη νικῶντας ἐξωθήσομεν κάνοντας ὅρκο «νὰ χαθῆ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς ἂν λέ-
καὶ τοὺς ὄπισθεν εἰς τὸ πρόσθεν ἄξομεν. γη ψέματα»· δεύτερο: ὅσα ξέρει πὼς θὰ γίνουν τολμᾶ νὰ
ἀλλ’ εἰρκτέον τάδ’ ἐστίν· οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς λέγη πὼς δὲν θὰ γίνουν ποτέ, καὶ ἐκείνων ποὺ ποτὲ δὲν
οὐδ’ εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι, ἔχει ἰδῆ τὰ σώματα, λέγει τὰ ὀνόματά τους, κλέβοντας
ἀλλ’ οἱ φρονοῦντες εὖ κρατοῦσι πανταχοῦ. ὅσα ἔχει ἀκούσει καὶ μιμούμενος αὐτοὺς ποὺ λέγουν τὴν
μέγας δὲ πλευρὰ βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς ὅμως ἀλήθεια. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἀξίζει νὰ μισῆται, γιατί, ἐνῶ
μάστιγος ὀρθὸς εἰς ὁδὸν πορεύεται. εἶναι κακός, ὑποκρίνεται μὲ τὰ γνωρίσματα τῶν ἀγαθῶν
ἀνθρώπων.
168 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 169

6 M ε ν ά ν δ ρ ο υ Θ ε ο φ ο ρ ο υ μ έ ν Dη. ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´


῾O πλεῖστον νοῦν ἔχων
μάντις τ’ ἄριστός ἐστι σύμβουλός θ’ ἅμα.

7 M ε ν ά ν δ ρ ο υ.
῏Aρ’ ἔστιν ἀγαθῶν πᾶσι πλείστων αἰτία 1. A ἰ σ χ ύ λ ο υ:
ἡ σύνεσις, ἂν Dἦ πρὸς τὰ βελτίω σοφή. ῞Oσα πρέπει νὰ φροντίζης ὅταν βρίσκεσαι μπροστὰ
φρόντιζέ τα· γιὰ νὰ μὴν ἀπουσιάζης ἐνῶ εἶσαι ἐκεῖ
8 Σ ο φ ο κ λ ῆ ς ᾽A λ ή τ Dη. μπροστά.
Ψυχὴ γὰρ εὔνους καὶ φρονοῦσα τοὔνδικον Σοφὸς εἶν’ ὅποιος ξέρει χρήσιμα, ὄχι πολλά.
κρείσσων σοφιστοῦ παντός ἐστιν εὑρετίς.
2. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς (᾽Hλέκτρα 1015):
9 M ε ν ά ν δ ρ ο υ ᾽I μ β ρ ί ο ι ς. Kανένα κέρδος στοὺς ἀνθρώπους δὲν δίνει ἡ φύση
Oὐκ ἔστιν οὐδέν, πάτερ, ἐν ἀνθρώπου φύσει ἀνώτερο ἀπὸ τὴν πρόνοια καὶ τὸ σοφὸ τὸ νοῦ.
μεῖζον λογισμοῦ τ`ῶ διαθέσθαι πράγματα.
῞Eκαστός ἐστι τ`ῶ λογίσασθαι κατὰ τρόπον, 3. [Eὐριπίδου]:
ἄρχων, στρατηγός, ἡγεμὼν δήμου, πάλιν M’ ἕνα σωρὸ τερτίπια οἱ θεοὶ
βουλῆς· ὁ διαφέρων λογισμ`ῶ πάντ’ ἔχει. σὲ σφάλματα μᾶς ρίχνουν
γιατὶ εἶναι δυνατώτεροι.
10 A ἰ σ χ ύ λ ο υ.
῾Aμαρτάνει τοι καὶ σοφοῦ σοφώτερος. 4. ῞Oταν συμβῆ νὰ ξέρης κάτι πεντακάθαρα,
μὴν τὸν ἐλέγξης αὐτὸν ποὺ σοῦ τὸ κρύβει·
11 M ε ν ά ν δ ρ ο υ. εἶναι τὸ πρᾶγμα δύσκολο στ’ ἀλήθεια, νὰ τὰ ξέρης
῞Aπαντα δοῦλα τοῦ φρονεῖν καθίσταται. ὅσα ὁ καθένας θέλει μυστικὰ νὰ μένουν.

12 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A ν τ ι ό π η. 5. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς A ἴ α ς 1246:
Tὸ δ’ ἀσθενές μου καὶ τὸ θῆλυ σώματος A
᾽ πὸ τὸ δρόμο τοῦτο ἄκρη δὲν θὰ βροῦμε
κακῶς ἐμέμφθης· εἰ γὰρ εὖ φρονεῖν ἔχω, ἂν βγάλης ἔξω ἀπὸ τὸν νόμο τὸν καθένα
κρεῖσσον τόδ’ ἐστὶ καρτεροῦ βραχίονος. ποὺ θὰ νικήση σὲ μιὰ δίκη καὶ θὰ φέρης
τοὺς πίσω-μπρός. Kαὶ τοῦτο νἄχης νόμο:
13 ῾Ως ὄψις ἐν ὀφθαλμ`ῶ, νοῦς ἐν ψυχDῆ. ἄντρες πιὸ σίγουροι δὲν εἶν’ οἱ ψωμωμένοι
ἀλλὰ παντοῦ οἱ φρόνιμοι ἐπιπλέουν.
Mεγάλο εἶν’ τὸ βόδι, ἀλλὰ βαδίζει
τὸ σωστὸ δρόμο μὲ μικρὸ μαστίγιο.
170 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 171

14, 15 ᾽Eσθλοῦ γὰρ ἀνδρὸς τοὺς πονοῦντας ὠφε- 6. M ε ν ά ν δ ρ ο υ Θ ε ο φ ο ρ ο υ μ έ ν η:


λεῖν· ῞Oποιος ἔχει πολὺ μυαλό, ἐκεῖνος εἶναι
ἀλλ’ ἡ φρόνησις ἁγαθὴ θεὸς μέγας. ὁ πιὸ καλὸς ὁ συμβουλάτορας καὶ μάντης.

16 ᾽A γ ά θ ω ν ο ς. 7. M ε ν ά ν δ ρ ο υ:
Oὐ τDῆ φρονήσει, τDῆ τύχDη δ’ ἐσφάλμεθα. Aἰτία σίγουρα γιὰ ὅλα τ’ ἀγαθά μας
ἡ σύνεση βέβαια εἶναι, ἂν σοφὴ θὲ νἆναι
17 X α ι ρ ή μ ο ν ο ς. γιὰ τὸ καλύτερο.
Oὐχ ὡς νομίζεις τὸ φρονεῖν εἶπας κακῶς.
Tό τοι κράτιστον πανταχοῦ τιμητέον. 8. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς ᾽A λ ή τ η ς:
῾O γὰρ φρονῶν εὖ πάντα συλλαβὼν ἔχει. ῾H φρόνιμη ψυχὴ ποὺ προσηλώνεται στὸ δίκιο
τὸ σωστὸ βρίσκει κάλλιο ἀπὸ τὸν ὅποιο σοφιστή.
18 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽E ρ ε χ θ έ ω ς.
᾽Oρθῶς μ’ ἐπήρου· βούλομαι δέ σοι, τέκνον, 9. M ε ν ά ν δ ρ ο υ ῎I μ β ρ ι ο ι:
(φρονεῖς γὰρ ἤδη κἀποσώσαι’ ἂν πατρὸς Tίποτε δὲν ὑπάρχει στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου,
γνώμας φράσαντος, ἢν θάνω) παραινέσαι πατέρα μου, ἀπὸ τὸ νοῦ ποὺ ὅλα τὰ ζυγιάζει.
κειμήλι’ ἐσθλὰ καὶ νέοισι χρήσιμα. ῾O καθένας μὲ τὸ νοῦ μπορεῖ νὰ γίνη
βραχεῖ δὲ μύθ`ω πολλὰ συλλαβὼν ἐρῶ. ἄρχοντας, στρατηγός, ἡγέτης τοῦ λαοῦ, ἢ νἄμπη
πρῶτον φρένας μὲν ἠπίους ἔχειν χρεών· στὴ βουλή. ῞Oποιος μυαλὸ κατέχει, ὅλα τἄχη.
τ`ῶ πλουσί`ω τε τ`ῶ τε μὴ διδοὺς μέρος
ἴσον, σεαυτὸν εὐσεβεῖν πᾶσιν δίδου. 10. A ἰ σ χ ύ λ ο υ:
δυοῖν παρόντοιν πραγμάτοιν, πρὸς θάτερον Kι’ ὁ πιὸ σοφὸς ἀπ’ τὸ σοφὸ λαθεύει.
γνώμην προσάπτειν τὴν ἐναντίαν * μίσει.
ἀδίκως δὲ μὴ κτῶ χρήματ’, ἢν βούλDη πολὺν 11. M ε ν ά ν δ ρ ο υ:
χρόνον μελάθροις ἐμμένειν· τὰ γὰρ κακῶς ῞Oλα δουλώνονται στὴ φρόνηση τοῦ ἀνθρώπου.
οἴκους ἐσελθόντ’ οὐκ ἔχει σωτηρίαν.
ἔχειν δὲ πειρῶ· τοῦτο γὰρ τό τ’ εὐγενὲς 12. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A ν τ ι ό π η:
καὶ τοὺς γάμους δίδωσι τοὺς πρώτους ἔχειν. Tὸ ἀδύνατο καὶ θηλυκὸ κορμί μου
ἐν τ`ῶ πένεσθαι δ’ ἐστὶν ἥ τ’ ἀδοξία, κακὰ τὸ κατηγόρησες· μυαλὸ ὅταν ἔχω,
κἂν Dἦ σοφός τις, ἥ τ’ ἀτιμία βίου. εἶναι καλύτερα ἀπὸ ἀτσαλωμένο μπράτσο.
φίλων δὲ τοὺς μὲν μὴ χαλῶντας ἐν λόγοις
κέκτησο, τοὺς δὲ πρὸς χάριν σὺν ἡδονDῆ 13. ῞Oπως τὸ φῶς στὰ μάτια εἶναι στὴν ψυχὴ ἡ σκέψη.
172 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 173

τDῆ σDῆ πονηροὺς κλDῆθρον εἰργέτω στέγης 14. 15. Γνώρισμα τοῦ ἄντρα νὰ φροντίζη ὅσους κοπιά-
ὁμιλίας τε τὰς γεραιτέρους θέλε. ζουν·
βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς τίκτει λύπην. μὰ τὸ σωστὸ μυαλό, εἶναι θεὸς μέγας.
ἐξουσίDα δὲ μή ποτ’ ἐντυχών, τέκνον,
αἰσχροὺς ἔρωτας δημοτῶν διωκαθεῖν, 16. ᾽A γ ά θ ω ν ο ς:
ὃ καὶ σίδηρον ἀγχόνας τ’ ἐφέλκεται, Δὲν σφάλλουμε ἀπὸ φρόνηση· ἀπὸ τύχη μόνο.
χρηστῶν πενήτων ἤ τις αἰσχύνDη τέκνα.
καὶ τοὺς πονηροὺς μή ποτ’ αὔξαν’ ἐν πόλει· 17. X α ι ρ ή μ ο ν ο ς:
κακοὶ γὰρ ἐμπλησθέντες ἢ νομίσματος Δὲν κατηγόρησες τὴ φρόνηση, ὅπως νομίζεις·
ἢ πόλεος ἐμπεσόντες εἰς ἀρχήν τινα, ὅ,τι ἀξίζει τὸ τιμοῦν παντοῦ καὶ πάντα.
σκιρτῶσιν ἀδίκως εὐτυχησάντων δόμων. Kι’ αὐτὸς ποὺ σκέπτεται σωστά, τὸ πᾶν κατέχει.
ἀλλ’ ὦ τέκνον, μοι δὸς χέρ’, ὡς θίγDη πατήρ,
καὶ χαῖρ’· ὑπ’ αἰδοῦς δ’ οὐ λίαν ἀσπάζομαι· 18. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽E ρ ε χ θ ε ύ ς:
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ. Πολὺ σωστὰ μὲ ρώτησες. Θέλω γιὰ σέ, παιδί μου,
(πιστεύεις πῶς διαφυλάττεις τοῦ πατέρα
19 Θ ε ό γ ν ι δ ο ς (1163). τὶς ὑποθῆκες σὰν πεθάνω)
᾽Oφθαλμοὶ καὶ γλῶσσα καὶ οὔατα καὶ νόος ἀνδρὸς ἀγαθὲς ν’ ἀφήσω ὑποθῆκες,
ἐν μέσσ`ω στηθέων εὐξύνετος φύεται. στοὺς νέους χρήσιμες κι’ ὠφέλιμες γιὰ κείνους.
Mὲ λίγα λόγια τὰ πολλὰ ποὔχω στὰ λέω:
20 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ Π ο λ υ ε ί δ ο υ. πρῶτα νὰ ἔχης τὸ μυαλό σου ψύχραιμο ἔχεις χρέος.
῞Oστις νέμει κάλλιστα τὴν αὑτοῦ φύσιν, Mὴν παίρνης σὺ τοῦ πλουσίου τὰ κομμάτια
οὗτος σοφὸς πέφυκε πρὸς τὸ συμφέρον. καὶ μοίραζε τὸν ἑαυτό σου ἴσια στοὺς φρονίμους.
῞Oταν ἔχεις μπροστά σου δυὸ προβλήματα νὰ λύσης
21 Π υ θ α γ ό ρ ο υ ἐ κ τ ῶ ν χ ρ υ σ ῶ ν ἐ π ῶ ν ἀπόφυγε ἐνάντια λύση στὸ καθένα
(21-26 et 39). καὶ χρήματα νὰ μὴν κερδίζης μὲ ἀδικία
Πολλοὶ δ’ ἀνθρώποισι λόγοι δειλοί τε καὶ ἐσθλοὶ ἂν θέλης πολὺν καιρὸ νὰ στέκεται τὸ σπιτικό σου.
προσπίπτουσ’, ὧν μήτ’ ἐκπλήσσεο μήτ’ ἄρ’ ἐάσDης ῞O,τι μὲ τὸ κακὸ μπῆκε στὰ σπίτια
εἴργεσθαι σαυτόν. ψεῦδος δ’ ἤν σοί τι λέγηται, δὲν ἔχει σωτηρία. Nὰ εἶσαι νοικοκύρης
πράως εἶχ’· ὃ δέ τοι ἐρέω, ἐπὶ πᾶσι τελείσθω. γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ εὐγένεια
μηδεὶς μήτε λόγ`ω σε παρείπDη μήτε τι ἔργDω καὶ οἱ νοικοκύρηδες παίρνουν καλὲς νυφάδες.
πρῆξαι μηδ’ εἰπεῖν ὅ τι τοι μὴ βέλτερόν ἐστι. Tὸ φτωχό, καὶ σοφὸς νἆναι,
πρῆσσε δὲ ταῦθ’ ἅ σε μὴ βλάπτει, λόγισαι δὲ πρὸ στὴ ζωὴ ἡ ἀδοξία κι’ ἡ περιφρόνηση τὸν συνοδεύουν.
ἔργου. N’ ἀποκτᾶς φίλους ποὺ δὲν δ’ εὐχαριστοῦν μὲ λόγια
ἐνῶ τοὺς πονηρούς, ποὺ ὡστόσο σοῦ ἀρέσουν,
174 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 175

22 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ Π ε λ ι ά σ ι. κλείδωνέ τους ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι.


Πρὸς κέντρα μὴ λάκτιζε τοῖς κρατοῦσί σου. Nὰ ἐπιζητᾶς τὶς γνωστικὲς παρέες.
῾H πιὸ μικρὴ ἡδονὴ φέρνει τὴ λύπη.
23 M ε ν ά ν δ ρ ο υ. ῞Oταν, παιδί μου, πάρης ἐξουσία
῞Oταν ἕτερός σοι μηδὲ ἓν πλέον διδ`ῶ, νὰ διώκης τοὺς φαύλους ἔρωτες τῶν πολιτῶν·
δέξαι τὸ μόριον· τοῦ λαβεῖν γὰρ μηδὲ ἓν τὸ πρᾶγμα καὶ τὸ σπαθὶ τραβάει καὶ τὴν κρεμάλα
τὸ λαβεῖν ἔλαττον πλεῖον ἔσται σοι πολύ. γιὰ ὅσους ντροπιάζουν τὰ παιδιὰ τῶν τίμιων φτωχῶν.
Tοὺς κακοὺς μὴν ἀφήνης στὴν πόλη νὰ περισσεύουν.
24 Π υ θ α γ ό ρ ο υ. Γιατὶ οἱ κακοὶ ὅταν χορτάσουνε τὸ χρῆμα
᾽Iσχὺς καὶ τεῖχος καὶ ὅπλον σοφοῦ ἡ φρόνησις. ἢ πάρουνε καμμιὰ ἐξουσία μέσ’ στὴν πόλη,
χαλοῦν ἀδίκως τὰ εὐτυχισμένα σπίτια.
25 Γ ν ῶ μ α ι μ ο ν ό σ τ ι χ ο ι. A
᾽ λλὰ παιδί μου δὸς τὸ χέρι στὸν πατέρα
᾽Aγαθὸν μέγιστον ἡ φρόνησίς ἐστ’ ἀεί. καὶ χαῖρε. Nτρέπομαι πολὺ νὰ σὲ φιλήσω·
ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται. καμώματα γυναικεῖα στὸ σοφὸ δὲν πᾶνε.
ἄριστόν ἐστι πάντ’ ἐπίστασθαι καλά.
ἂν εὖ φρονDῆς, τὰ πάντα γ’ εὐδαίμων ἔσDη. 19. Θ ε ό γ ν ι δ ο ς (1163):
ἀεὶ κράτιστόν ἐστι τἀσφαλέστατον. Tὰ μάτια, ἡ γλῶσσα, τὰ αὐτιὰ κι’ ὁ νοῦς ὁ συνετὸς
ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράσσοντες καλῶς. φυτρώνουνε στὸ στῆθος μέσα τοῦ ἄντρα.
ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ.
βλέπων πεπαίδευμ’ εἰς τὰ τῶν ἄλλων κακά. 20. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ Π ο λ υ ε ί δ η ς:
ἡδύ γε πατὴρ φρόνησιν ἀντ’ ὀργῆς ἔχων. ῞Oποιος τὴν ἴδια του τὴ φύση τιθασσεύει
ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν. αὐτὸς εἶναι σοφὸς καὶ ξέρει τί συμφέρει.
μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτ`ῶ σοφός.
νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχειν. 21. Π υ θ α γ ό ρ α ἀ π ὸ τ ὰ χ ρ υ σ ᾶ ἔ π η:
συνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν. Σὲ πολλοὺς ἀνθρώπους φτάνουν λόγια δειλὰ καὶ λό-
ὁ παρ’ ἡλικίαν νοῦς μῖσος ἐξεργάζεται. για ἀγαθά· γι’ αὐτὸ μήτε νὰ ἐκπλήττεσαι, οὔτε ν’ ἀφήνης
οὐδεὶς ὃ νοεῖς οἶδεν, ὃ δὲ ποιεῖς βλέπει. τὸν ἑαυτό σου νὰ ὀπισθοχωρῆ. ῍Aν γιὰ σένα λέγεται κανέ-
οὐ πανταχῆ δ’ ὁ φρόνιμος ἁρμόττειν δοκεῖ. να ψέμα φέρσου ψύχραιμα. Kι’ αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω ἐδῶ
τὸ μηδὲν εἰκῆ πανταχοῦ ἐστὶ χρήσιμον. γιὰ ὅλα ἐφάρμοζέ το. Nὰ μὴ σὲ πλανέψη κανείς, οὔτε μὲ
λόγο, οὔτε μὲ ἔργο, οὔτε νὰ πῆς ἢ νὰ κάνης ὅ,τι γιὰ σένα
δὲν εἶναι τὸ καλύτερο. Kάνε τοῦτα μόνο, ὅσα δὲν σὲ βλά-
πτουν καὶ σκέψου πρὶν στὴν πράξη προχωρήσης.
176 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 177

ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς. 22. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ Π ε λ ι ά δ ε ς:


ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἢν μὴ νοῦς παρDῆ. Mὴν ματαιοπονῆς μὲ τοὺς ἀφεντάδες.

26 Φ ω κ υ λ ί δ ο υ (Pseudophoc. 124). 23. M ε ν ά ν δ ρ ο υ:


῞Oπλον τοι λόγος ἀνδρὶ τομώτερόν ἐστι σιδήρου. ῞Oταν κανεὶς ποτὲ τίποτε δὲν σοῦ δίνει,
ὅπλον ἑκάστ`ω νεῖμε θεός, φύσιν ἠερόφοιτον πάρε ἕνα μικρό-μικρό κομμάτι·
ὄρνισιν, πολλὴν ταχυτῆτ’ ἀλκήν τε λέουσι, ἐκεῖ ποὺ τίποτε δὲν παίρνης, καλὸ εἶναι
ταύροις δ’ αὐτοχύτοις κεράεσσιν, κέντρα μελίσ- νὰ πάρης κάτι λίγο. Θἆναι πολὺ γιὰ σένα.
σαις
ἔμφυτον ἄλκαρ ἔδωκε, λόγος δ’ ἔρυμ’ ἀνθρώποισι. 24. Π υ θ α γ ό ρ α:
τῆς δὲ θεοπνεύστου σοφίης λόγος ἐστὶν ἄριστος. Δύναμη, τεῖχος, ὅπλο τοῦ σοφοῦ ἡ φρόνηση.
βέλτερος ἀλκήεντος ἔφυ σεσοφισμένος ἀνήρ.
ἀγροὺς καὶ πόλιας σοφία καὶ νῆα κυβερνDᾶ. 25. Γ ν ῶ μ ε ς μ ο ν ό σ τ ι χ ο ι:
Tὸ μέγιστο ἀγαθὸ πάντα ἡ φρόνησ’ εἶναι.
27 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A ν τ ι ό π η. Tοῦ ἄντρα ὁ χαρακτήρας φαίνεται στὸ λόγο.
᾽Eγὼ μὲν οὖν Dἄδοιμι καὶ λέγοιμί τι ῎Aριστο εἶναι νὰ ξέρης ὅλα τὰ καλά.
σοφόν, ταράσσων μηδὲν ὧν πόλις νοσεῖ. ῍Aν εἶσαι φρόνιμος, θὰ εἶσ’ εὐτυχισμένος.
Tὸ σίγουρο εἶναι πάντα τὸ καλύτερο.
27a [E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽H λ έ κ τ ρ Dα 294.] Mερικοὶ ἔχουν κακὲς σκέψεις καὶ καλὲς πράξεις.
῎Eνεστι δ’ οἶκτος ἀμαθίDα μὲν οὐδαμοῦ, ῾H ἐμπειρία πάντοτε νικᾶ τὴν ἀπειρία.
σοφοῖσι δ’ ἀνδρῶν. καὶ γὰρ οὐδ’ ἀζήμιον Bλέποντας ἐκπαιδεύομαι στῶν ἄλλων τὰ κακά.
γνώμην ἐνεῖναι τοῖς σοφοῖς λίαν σοφόν. Eἶναι γλυκὸ ὁ πατέρας νἆναι φρόνιμος κι ὄχι ὀργισμέ-
νος.
28 Θ ε ό γ ν ι δ ο ς (963). Tὸ πιὸ γλυκὸ εἶναι νἄχης μυαλὸ ν’ ἀξίζη.
Mή ποτ’ ἐπαινέσσDης πρὶν ἂν εἰδDῆς ἄνδρα σαφηνέως Mισῶ τὸ σοφιστὴ ποὺ γιὰ λόγου του σοφὸς δὲν εἶναι.
ὀργὴν καὶ θυμὸν καὶ τρόπον ὅντιν’ ἔχει. Kαλύτερα νὰ σκέπτεσαι παρὰ νὰ σιωπᾶς.
πολλοί τοι κίβδηλον ἐπίκλοπον ἦθος ἔχοντες ῍Aν εἶσαι συνετὸς ἀπόφευγε κακὰ ἔργα.
κρύπτουσ’ ἐνθέμενοι θυμὸν ἐφημέριον. Mυαλὸ ποὺ δὲν ταιριάζει μὲ τὰ χρόνια
τούτων δ’ ἐκφαίνει πάντων χρόνος ἦθος ἑκάστου· τοῦ ἀνθρώπου, πάντα μῖσος φέρνει.
καὶ γὰρ ἐγὼ γνώμης πολλὸν ἄρ’ ἐκτὸς ἔβην. Kανεὶς δὲν ξέρει τί ἔχεις στὸ μυαλό σου
μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἐσὺ κάνεις βλέπει.
29 Nόει, καὶ τότε πρᾶττε. Δὲν κάνει
σ’ ὅλες τὶς δουλειὲς ὁ φρόνιμος νὰ μπαίνη.
῞O,τι δὲν εἶναι ἄσκοπο, εἶναι χρήσιμο παντοῦ.

12 A
᾽ νθολόγιον A´
178 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 179

30 B ί α ν τ ο ς. Mεγάλος χαλινὸς ὁ νοῦς γιὰ τὴν ψυχή μας.


Bραδέως ἐγχείρει τοῖς πραττομένοις, ἐγχειρήσας ῾H μάθηση εἶναι μηδὲν χωρὶς τὴ σκέψη καὶ τὴν κρίση.
δὲ πρᾶττε βεβαίως.
26. Φ ω κ υ λ ί δ ο υ (Ψευδοφωκυλίδης 124):
31 Θ ε ο β ο ύ λ ο υ. Tοῦ ἄντρα ὁ λόγος κόβει πιὸ πολὺ ἀπ’ τ’ ἀτσάλι.
Tὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου. ῾O θεὸς ἔδωσε ὅπλο στὸν καθένα·
στὰ πουλιὰ τὸ πέταγμά τους στὸν ἀέρα.
32 Σωκράτης παρDήνει, ὡς ἥκιστα τοῖς δυνάσταις ἢ Tαχύτητα καὶ δύναμη πῆρε τὸ λιοντάρι
ὡς ἥδιστα ὁμιλεῖν. στὸν ταῦρο φύτρωσε τὰ κέρατα, κεντρὶ στὶς μέλισσες
ν’ ἀμύνωνται καὶ λόγο στοὺς ἀνθρώπους.
33 Πρᾶττε ἀμεταμέλητα. Γιὰ τὴ θεόπνευστη σοφία ὁ λόγος ἄριστος.
῾O σοφὸς ὑπερτερεῖ ἀπὸ τὸ δυνατὸ στὰ μπράτσα·
34 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. τὴν ὕπαιθρο, τὶς πόλεις, τὸ καράβι κυβερνᾶ ἡ σοφία.
Σοφίη ἄθαμβος ἀξίη πάντων τιμιωτάτη ἐοῦσα.
27. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A ν τ ι ό π η:
35 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. ᾽Eγὼ καὶ τραγουδάω καὶ λέω σοφίες
῞Oρος γὰρ συμφορέων καὶ ἀσυμφορέων τέρψις μὰ τίποτε δὲν ταράζω ἀπ’ ὅσα ἐδῶ νοσοῦνε.
καὶ ἀτερπίη.
27α. (Eὐριπίδου ᾽Hλέκτρα 294):
36 (Isocrates ad Demon. §. 6.) ῾Pώμη δὲ μετὰ μὲν φρο- Στοὺς σοφοὺς φωλιάζει ὁ οἶκτος, στὴν ἀμάθεια που-
νήσεως ὠφέλησεν, ἄνευ δὲ ταύτης πλεῖον τοὺς ἔχον- θενά·
τας ἔβλαψε. καὶ νἄχουν οἱ σοφοὶ χρήσιμη γνώμη, σοφὸ εἶναι.

37 (ibid. §. 34.) Bουλευόμενος παραδείγματα ποιοῦ 28. Θ ε ό γ ν ι δ ο ς:


τὰ παρεληλυθότα τῶν μελλόντων. Ποτὲ μὴν τὸν παινέσης ἂν καθαρὰ δὲν δῆς
στὸν ἄντρα τὶ λογῆς εἶναι τὸ θυμικό, ἡ ὀργὴ κι’ ὁ τρό-
38 (ibid. §. 35.) ῞Oπερ δὲ ὑπὲρ τῶν σεαυτοῦ μέλλεις πος του.
τινὶ συμβουλεύεσθαι, σκόπει πρῶτον πῶς ὑπὲρ τῶν Πολλοὶ ποὔχουνε κάλπικο τὸ ἦθος,
αὐτοῦ δι`ώκησεν. ὁ γὰρ κακῶς διανοηθεὶς ὑπὲρ τῶν τὸν ἐφήμερο θυμὸ τὸν κρύβουν στὴν ψυχή τους.
ἰδίων οὐδέποτε καλῶς βουλεύσεται περὶ τῶν ἀλλο- ῞Oλων αὐτῶν τὸ ἦθος τὸ φανερώνει ὁ χρόνος.
τρίων. Kαὶ ἐγὼ πολλὲς φορὲς ἔπεσα ἔξω.

29. Σκέψου κι’ ἔπειτα πρᾶξε.


180 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 181

39 Σ ω τ ά δ ο υ. 30. B ί α ν τ ο ς:
Λύπη σε μακρὰν προφεύξεται ἀγαθὰ φρονοῦντα. Προχώρει ἀργὰ στὶς πράξεις σου κι’ ὅταν προχωρήσης
μιμοῦ τὸ καλόν, καὶ μενεῖς ἐν βροτοῖς ἄριστος. νὰ ἐνεργῆς σίγουρα.
νόμος ἐστὶ θεός, τοῦτον ἀεὶ πάντοτε τίμα.
ξένος ὀφείλεις εἶναι τῶν οὐ καλῶς φρονούντων. 31. Θ ε ο β ο ύ λ ο υ:
οὗ καλῶς βιοῖς, παράμενε, κεὐτυχεῖς τὰ πάντα. Tὰ κρυφὰ νὰ τὰ συμπεραίνης ἀπὸ τὰ φανερά.
παρατήρει τὰ πάντων καλὰ καὶ ταῦτα σὺ μιμοῦ.
ῥῆσιν δ’ ἀγαθὴν δεδομένην φύλασσε σαυτDῶ. 32. ῾O Σωκράτης ἔδινε συμβουλὴ νὰ συναναστρέφεται
σοὶ τοῦτο γενέσθω φίλον, μηδὲν ἀτακτεῖν, κανεὶς τοὺς δυνάστες ὅσο γίνεται λιγώτερο κι’ ὄχι ὅσο γί-
τὴν ἡσυχίαν κατὰ βίον ἵνα πάντοτε τηρDῆς. νεται πιὸ εὐχάριστα.
ὑγιαίνειν εὔχου τοῖς θεοῖς, ἐφ’ ὅσον ἔχεις ζῆν.
33. Πρᾶξε χωρὶς νὰ μετανοιώνης.
40 ᾽E κ τ ῶ ν ᾽A ρ ι σ τ ω ν ύ μ ο υ τ ο μ α ρ ί ω ν.
Kυβερνήτου μὲν ἔργον ἀγαθοῦ εἰς τὰς τῶν πνευ- 34. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
μάτων μεταβολὰς ἁρμόσασθαι, ἀνδρὸς δὲ σοφοῦ ῾H σοφία εἶναι ἄφθαρτη ἀξία καὶ πιὸ πολύτιμη ἀπ’
πρὸς τὰς τῆς τύχης. ὅλες.

41 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. 35. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
᾽Eν μὲν τ`ῶ καταπλεῖν πείθεσθαι τ`ῶ κυβερνήτDη, ἐν Tὸ σύνορο γιὰ ὅ,τι ὠφελεῖ ἢ βλάπτει εἶναι ἡ τέρψη ἢ ἡ
δὲ τ`ῶ ζῆν τDῶ λογίζεσθαι δυναμέν`ω βέλτιον. ἔλλειψη τέρψεως.

42 ῾Oδὸν μὲν τὴν λειοτάτην ἐκλέγεσθαι, βίον δὲ τὸν 36. (᾽Iσοκράτους πρὸς Δημόνικον 6):
ἀλυπότατον. ῾H δύναμη μὲ φρόνηση ὠφελεῖ· ὅμως χωρὶς φρόνηση
πιὸ πολὺ βλάπτει ὅσους τὴν ἔχουν.
43 Mόν`ω τ`ῶ λόγ`ω καθάπερ ἐπιτρόπ`ω σώφρονι πα-
ρακαταθετέον τὸν βίον καὶ τὴν νεότητα. 37. (Στὸ αὐτὸ βιβλίο 34):
῞Oταν στοχάζεσαι λάβε παράδειγμα τὰ παρελθόντα
44 Kαὶ ὑποδήματα καὶ βίος ἁρμόζων ἀλυπότερος. γιὰ τὰ μέλλοντα.

45 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. 38. (Στὸ αὐτὸ ἔργο 35):


Σωκράτης ἐρωτηθεὶς τί φρόνησις; “εὐαρμοστία” ῞Oταν πρόκειται νὰ συμβουλευθῆς κάποιον γιὰ τὰ
εἶπε “ψυχῆς.” ὁ αὐτὸς ἐρωτηθεὶς τίνες φρόνιμοι; “οἱ προβλήματά σου, κοίταξε πρῶτα πῶς κυβέρνησε τὶς ὑπο-
μὴ ῥDαδίως” εἶπεν “ἐξαμαρτάνοντες.” θέσεις του. Aὐτὸς ποὺ προβληματίστηκε κακὰ γιὰ τὰ δι-
κά του, οὐδέποτε θὰ στοχαστῆ καλὰ γιὰ τὰ ξένα.
182 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 183

46 ᾽Aντισθένης ἐρωτηθεὶς τί δή ποτε οὐχ οἱ πλού- 39. Σ ω τ ά δ ο υ:


σιοι πρὸς τοὺς σοφοὺς ἀπίασιν ἀλλ’ ἀνάπαλιν; εἶπεν ῾H λύπη φεύγει μακριὰ σοφὸς ἂν εἶσαι.
“ὅτι οἱ σοφοὶ μὲν ἴσασιν ὧν ἐστὶν αὐτοῖς χρεία πρὸς Tὸ καλὸ μιμήσου, νἆσαι ἄριστος ἄνδρας.
τὸν βίον· οἱ δὲ οὐκ ἴσασιν· ἐπεὶ μᾶλλον σοφίας ἢ Θεὸς ὁ νόμος· αὐτὸν πάντοτε σεβάσου.
χρημάτων ἐπεμελοῦντο”. Nὰ στέκης μακριὰ ἀπ’ ὅσους νοῦ δὲν ἔχουν.
῞Oπου ζῆς καλά, μένε, καὶ θἄσαι πάντα εὐτυχισμένος.
47 Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ (virt. mor. cap. 5 p. 443 e). Kοίτα τὸ καλὸ καὶ πάντα αὐτὸ μιμήσου.
῎Eστι τοίνυν τῶν πραγμάτων τὰ μὲν ἁπλῶς ἔχοντα Tὴ φρόνιμη κουβέντα φύλα τη γιὰ σένα.
τὰ δὲ πῶς ἔχοντα πρὸς ἡμᾶς· ἁπλῶς μὲν οὖν ἔχοντα, Kράτα καλὰ καὶ φιλιώσου μὲ τὴν τάξη
γῆ, οὐρανός, θάλασσα· πῶς δὲ ἔχοντα πρὸς ἡμᾶς, γιὰ νἄχης ἡσυχία πάντοτε στὸ βίο.
ἀγαθόν, κακόν, αἱρετόν, φευκτόν, ἡδύ, ἀλγεινόν· ῾Yγεία ὅσο ζῆς ἀπὸ τοὺς θεοὺς εὐχήσου.
ἀμφοῖν δὲ τοῦ λόγου θεωρητικοῦ ὄντος, τὸ μὲν περὶ
τὰ ἁπλῶς ἔχοντα μόνον, ἐπιστημονικὸν καὶ θεωρητι- 40. ᾽A π ὸ τ ὰ τ ο μ ί δ ι α τ ο ῦ ᾽A ρ ι ο τ ω ν ύ μ ο υ:
κόν ἐστι· τὸ δ’ ἐν τοῖς πῶς ἔχουσι πρὸς ἡμᾶς, βου- ῎Eργο τοῦ καλοῦ καραβοκύρη εἶναι νὰ προσαρμόζεται
λευτικὸν καὶ πρακτικόν· ἀρετὴ δὲ τούτου μὲν ἡ στὶς μεταβολὲς τῶν ἀνέμων, καὶ τοῦ σοφοῦ στὶς μετα-
φρόνησις, ἐκείνου δὲ ἡ σοφία. διαφέρει δὲ σοφίας βολὲς τῆς τύχης.
φρόνησις, Dἧ τοῦ θεωρητικοῦ πρὸς τὸ πρακτικὸν καὶ
41. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
παθητικὸν ἐπιστροφῆς καὶ σχέσεώς τινος γενομένης
Στὰ θαλασσινὰ ταξίδια νὰ ὑπακοῦμε στὸν καραβοκύ-
ὑφίσταται κατὰ λόγον ἡ φρόνησις. διὸ φρόνησις μὲν
ρη, καὶ στὴ ζωὴ νὰ ὑπακοῦμε σ’ ὅσους ἔχουν ὀρθότερη
τύχης δεῖται, σοφία δὲ οὐ δεῖται πρὸς τὸ οἰκεῖον τέ-
σκέψη.
λος, οὐδὲ βουλῆς· ἔστι γὰρ περὶ τὰ ἀεὶ καὶ τὰ αὐτὰ
ὡσαύτως ἔχοντα. καὶ καθάπερ ὁ γεωμέτρης οὐ βου- 42. Nὰ διαλέγης τὸν πιὸ ὁμαλὸ δρόμο καὶ τὸν βίο δίχως
λεύεται περὶ τοῦ τριγώνου, εἰ δυοῖν ὀρθαῖς ἴσας ἔχει λύπες.
τὰς ἐντὸς γωνίας, ἀλλ’ οἶδεν (αἱ γὰρ βουλαὶ περὶ τῶν
ἄλλοτε ἄλλως ἐχόντων, οὐ περὶ τῶν βεβαίων καὶ 43. Mόνο στὸ λογικό, ὅπως σὲ ἕνα σώφρονα ἐπίτροπο,
ἀμεταπτώτων)· οὕτως ὁ θεωρητικὸς νοῦς περὶ τὰ νὰ ἐμπιστεύεσαι τὴ ζωὴ καὶ τὰ νιᾶτα.
πρῶτα καὶ μόνιμα καὶ μίαν ἀεὶ φύσιν ἔχοντα μὴ δε-
χομένην μεταβολὰς ἐνεργῶν ἀπήλλακται τοῦ βου- 44. ῞Oπως τὸ ὑπόδημα, ἔτσι καὶ ὁ βίος, ποὺ μᾶς κάνει,
λεύεσθαι. τὴν δὲ φρόνησιν εἰς πράγματα πλάνης με- εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει λύπες.
στὰ καὶ ταραχῆς καθιεῖσαν ἐπιμίγνυσθαι τοῖς τυχη-
45. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
ροῖς πολλάκις ἀναγκαῖόν ἐστι καὶ τ`ῶ βουλευτικ`ῶ
῾O Σωκράτης ὅταν ρωτήθηκε τί εἶναι φρόνηση, «ἡ
χρῆσθαι περὶ τῶν ἀδηλοτέρων· τ`ῶ δὲ πρακτικ`ῶ τὸ
ἁρμονία, εἶπε, τῆς ψυχῆς». ῾O ἴδιος ὅταν ρωτήθηκε ποιοί
βουλευτικὸν ἐκδεχομένην ἐνεργεῖν ἤδη καὶ τοῦ ἀλό-
εἶναι φρόνιμοι, εἶπε: «αὐτοὶ ποὺ δὲν σφάλλουν εὔκολα».
γου συμπαρόντος καὶ συνεφελκομένου ταῖς κρίσεσιν.
184 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´´ 185

48 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (Plut. cons. ad Apoll. cap. 4 46. ῾O A


᾽ ντισθένης ἐρωτήθηκε κάποτε: «γιατὶ οἱ πλούσιοι
p. 103a). δὲν πηγαίνουν πρὸς τοὺς σοφοὺς παρὰ συμβαίνει τὸ
Kαὶ γὰρ περὶ τἀγαθὸν ἡ φρόνησις πραγματεύεται ἀντίθετο;» εἶπε: «οἱ σοφοὶ γνωρίζουν τί τοὺς χρειάζεται
τετραχῶς, ἢ κτωμένη τἀγαθά, ἢ φυλάττουσα, ἢ στὴ ζωή, ἐνῶ οἱ πλούσιοι δὲν γνωρίζουν. Γιατὶ οἱ σοφοὶ
αὔξουσα, ἢ χρωμένη δεξιῶς. οὗτοι τῆς φρονήσεως φρόντιζαν πιὸ πολὺ γιὰ τὴ σοφία παρὰ γιὰ χρήματα».
καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν εἰσι κανόνες, οἷς πρὸς ἀμφό-
τερα χρηστέον. 47. Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ (Περί ἠθικῆς ἀρετῆς 5, 443 e):
A
᾽ πὸ τὰ πράγματα, τὰ μὲν εἶναι ἀνεξάρτητα, τὰ δὲ σχε-
49 Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ ε ἰ ἡ τ ῶ ν μ ε λ λ ό ν τ ω ν τικὰ μὲ μᾶς. A
᾽ νεξάρτητα π.χ. εἶναι ἡ γῆ, ὁ οὐρανός, ἡ θάλασ-
π ρ ό γ ν ω σ ι ς ὠ φ έ λ ι μ ο ς. σα· τὰ ἐν σχέσει μὲ μᾶς εἶναι τὸ ἀγαθό, τὸ κακό, τὸ προτι-
A
᾽ λλὰ μὴν ἡ φρόνησις οὐ σωμάτων ἀλλὰ πραγμά- μώμενο, τὸ ἀποφευκτέο, τὸ γλυκό, τὸ ὀδυνηρό. Kαὶ στὶς
των ὄψις ἐστί, πρὶν ἐν αὐτοῖς γενέσθαι τὸν ἄνθρωπον, δυὸ περιπτώσεις, ἐπειδὴ ὁ λόγος εἶναι θεωρητικός, ὅσα
ὅπως ἄριστα χρήσεται τοῖς ἀπαντῶσι καὶ προσ- ἔχουν σχέση μὲ τὰ ἀνεξάρτητα μόνο ἀνήκουν στὴ θεωρία
τυγχάνουσι, παρέχουσα διασκοπεῖν τὸ μέλλον. τὸ μὲν καὶ στὴν ἐπιστήμη. ῞Oσα σχετίζονται μὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν
οὖν σῶμα πρόσω μόνον ὠμμάτωται, τοῖς δ’ ὄπισθεν ἐπιπτώσεις σὲ μᾶς, εἶναι θέματα στοχασμοῦ καὶ πρακτικά.
τυφλόν ἐστιν ἀτεχνῶς· ἡ δὲ διάνοια καὶ τὰ παρ`ω- A
᾽ ρετὴ τοῦ βουλευτικοῦ καὶ πρακτικοῦ εἶναι ἡ φρόνηση καὶ
χημένα βλέπειν τDῆ μνήμDη πέφυκεν. ὁ γὰρ ἐγκαθήμε- τοῦ θεωρητικοῦ ἡ σοφία. ῾H φρόνηση διαφέρει ἀπὸ τὴ σο-
νος ἀεὶ καὶ οἰκουρῶν γραμματεύς, [ἐν μίν`ω] ὥς φησιν φία, διότι ὅταν συμβῆ μιὰ στροφὴ τοῦ θεωρητικοῦ πρὸς τὸ
ὁ Π λάτων, οὗτός ἐστι, καὶ προγέγονας ἐνταῦθα τῆς πρακτικὸ καὶ παθητικό, ἡ φρόνηση προβάλλει λογικά. Γι’
ψυχῆς, εἴτε μέρος εἴτε ὄργανον, ὃ τῶν πραγμάτων αὐτὸ ἡ φρόνηση χρειάζεται τύχη, ἐνῶ ἡ σοφία δὲν χρειάζε-
ἀντιλαμβάνεται φερομένων, καὶ φυλάττει καὶ ἵστησι, ται γιὰ τὸ σκοπό της, οὔτε σκέψη, γιατὶ πάντοτε ἀσχολεῖται
καὶ κύκλον ποιεῖ τὸ παρ`ω χημένον ἐπιστρέφουσα, μὲ τὰ αἰώνια καὶ τὰ ἀμετάβλητα. ῞Oπως ὁ γεωμέτρης δὲν
καὶ συνάπτουσα τ`ῶ παρόντι, καὶ παραρρεῖν εἰς τὸ στοχάζεται γιὰ τὸ τρίγωνο ἂν ἔχη τὶς ἐσωτερικὲς δύο ὀρθὲς
ἄπειρον οὐκ ἐῶσα καὶ ἀνύπαρκτον καὶ ἄγνωστον. γωνίες ἴσες, ἀλλὰ τὸ γνωρίζει (οἱ στοχασμοὶ ἀπαιτοῦνται
γιὰ πράγματα ποὺ παρουσιάζονται κάθε φορὰ διαφορε-
50 Θ ε ο φ ρ ά σ τ ο υ. τικὰ καὶ ὄχι γιὰ τὰ βέβαια καὶ ἀμετάπτωτα), ἔτσι κι’ ὁ θεω-
Xρὴ τοίνυν τὸν μέλλοντα θαυμασθήσεσθαι περὶ ρητικὸς νοῦς γιὰ τὰ ἀρχικά, τὰ μόνιμα, αὐτὰ ποὺ ἔχουν
τὸ θεῖον φιλοθύτην εἶναι, μὴ τ`ῶ πολλὰ θύειν ἀλλὰ αἰώνια μιὰ φύση καὶ δὲν ἐπιδέχονται μεταβολές, ὅταν δρᾶ
τ`ῶ πυκνὰ τιμᾶν τὸ θεῖον· τὸ μὲν γὰρ εὐπορίας, τὸ δ’ ἔχει ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸ νὰ στοχάζεται. ῾H φρόνηση ποὺ κι-
ὁσιότητος σημεῖον. ἔπειτα γονεῖς γηροτροφεῖν καλῶς νεῖται σ’ ἕνα χῶρο ἄστατο καὶ γεμάτον πλάνες, εἶναι ἀνάγκη
ταῖς τ’ ἐκείνων βουλήσεσι τὸν αὐτοῦ βίον εὐπειθῆ κα- πολλὲς φορὲς νὰ συναρτᾶται μὲ τὰ τυχαῖα καὶ νὰ χρησιμο-
τασκευάζειν. ὁ γὰρ μὴ τοιοῦτος, ἀλλὰ τῶν τε τῆς φύ- ποιῆ τὴ σκέψη γιὰ ὅσα εἶναι πιὸ δυσεξήγητα. ῾O πρακτικὸς
σεως τῶν τε τῆς πόλεως νόμων ὀλιγωρῶν, ἀμφοτέ- στοχασμὸς ἐνεργεῖ ὅταν ὑπάρχη ἤδη καὶ τὸ παράλογο καὶ
ρους τοὺς τῆς δικαιοσύνης τρόπους παραβέβηκε. συμπαρασύρεται ἀπὸ τὴν κρίση.
186 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 187

καὶ μὴν καὶ γυναικὸς καὶ παίδων ἐπιμελητέον καλῶς 48. Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ (Παραμυθητικὸς
καὶ φιλανθρώπως· οἱ μὲν γὰρ εἰς τὸ γῆρας ἀμείβον- πρὸς ᾽Aπολλώνιον 4, 103α):
ται ταῖς θεραπείαις, ἡ δ’ ἐν ταῖς νόσοις καὶ ταῖς καθ’ ῾H φρόνηση ἀσχολεῖται μὲ τὸ ἀγαθὸν κατὰ τέσσερες
ἡμέραν οἰκονομίαις ἀποδώσει τὴν εὐεργεσίαν. ἐὰν δέ τρόπους: ἢ κατακτᾶ τ’ ἀγαθά, ἢ τὰ διαφυλάττει, ἢ τὰ
τινι συμβάλλειν ἀνάγκη Dἦ, μετὰ τοῦ βεβαίου πειρῶ αὐξάνει, ἢ τὰ χρησιμοποιεῖ ἐπιδέξια. Aὐτοὶ εἶναι οἱ κανό-
τοῦτο πράττειν· φρονιμωτάτου γὰρ ἀνδρὸς δανείσαν- νες τῆς φρονήσεως καὶ τῶν ἄλλων ἀρετῶν, ποὺ πρέπει νὰ
τα φρονίμως, ἀπολαβεῖν φιλικῶς, ἢ συναλλάξαντα χρησιμοποιοῦνται καὶ πρὸς τὶς δυὸ κατευθύνσεις.
φιλανθρώπως, κομίσασθαι φιλαπεχθημόνως.
49. Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ ἂ ν ε ἶ ν α ι ὠ φ έ λ ι μ η
51 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. ἡ π ρ ό γ ν ω σ η τ ο ῦ μ έ λ λ ο ν τ ο ς:
Φρονήσιος ἔργον μέλλουσαν ἀδικίην φυλάξασθαι, ῾H φρόνηση δὲν εἶναι ὄψι σωμάτων ἀλλὰ πράξεων πρὶν
ἀναλγησίης δὲ τὸ γενόμενον μὴ ἀμύνασθαι. ὁ ἄνθρωπος τὶς ἐνεργήση, πῶς δηλαδὴ θὰ χρησιμοποιήση
αὐτὰ ποὺ συναντᾶ καὶ τοῦ τυχαίνουν, κι’ ἔτσι ἡ φρόνηση
52 ᾽Eκ μὲν τῆς μαντικῆς πρόνοιαν ἔφασαν δεῖν ἐπι- τοῦ δίνει τὴν ἱκανότητα νὰ διαβλέπη τὸ μέλλον. Tὸ σῶμα
ζητεῖν, ἐκ δὲ τῆς ἰατρικῆς τῆς τε προνοίας ἐπανόρ- μόνο ἀπὸ μπροστὰ ἔχει μάτια, ἐνῶ ἀπὸ πίσω εἶναι ἀπο-
θωσιν· ταῦτα γὰρ εἶναι πέρατα τῆς ἰατρικῆς ἐπιστή- λύτως τυφλό, ἐνῶ τὸ μυαλὸ μπορεῖ, μέσω τῆς μνήμης, νὰ
μης· ἐκ δὲ τῆς μουσικῆς αἴσθησιν ἀκριβῆ τε καὶ ἐπι- βλέπη καὶ τὰ περασμένα. Aὐτὸ ποὺ στρογγυλοκάθεται
στημονικήν, ἐκ δὲ τῶν μαθηματικῶν ὀνομαζομένων πάντα στὸ σπίτι καὶ γράφει, ὅπως λέει ὁ Πλάτων, αὐτὸ
συλλογισμόν τε καὶ ἀπόδειξιν τῶν δι’ αὐτῶν νοημά- εἶναι καὶ ἔχει προηγηθῆ ὡς ὕπαρξη τῆς ψυχῆς, εἴτε μερι-
των. κά, εἴτε ὀργανικά, αὐτὸ ποὺ ἀντιλαμβάνεται τὴ ροὴ τῆς
πραγματικότητας καὶ καιροφυλακτεῖ καὶ στέκει καὶ γυ-
53 ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς. ρίζει γύρω-γύρω ξαναφέρνοντας πίσω τὸ παρελθὸν καὶ
᾽Aριστοτέλης εἶπεν “ἐπειδὴ μὴ γίνεται τὰ πράγμα- ἑνώνοντάς το μὲ τὸ παρόν, καὶ μὴν ἀφήνοντας νὰ ὀλι-
τα ὡς βουλόμεθα, δεῖ βούλεσθαι ὡς γίνεται.” σθαίνη στὸ ἄπειρο καὶ ἀνύπαρκτο καὶ ἄγνωστο.

54 ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς. 50. Θ ε ο φ ρ ά σ τ ο υ:
Nόμιζε τὴν εὐδαιμονίαν οὐκ ἐν τ`ῶ πολλὰ κεκτῆ- Πρέπει συνεπῶς αὐτὸς ποὺ μέλλεται νὰ θαυμασθῆ νὰ
σθαι γίγνεσθαι, ἀλλ’ ἐν τ`ῶ τDῆ ψυχDῆ εὖ διακεῖσθαι. ἀγαπᾶ τὶς θυσίες πρὸς τὸ θεῖο· νὰ μὴ θυσιάζη πολλά,
καὶ γὰρ οὐδὲ τὸ σῶμα αὐτὸ τὸ λαμπρDᾶ ἐσθῆτι κεκο- ἀλλὰ νὰ τιμᾶ συχνὰ τὴν θεότητα. Tὸ πρῶτο εἶναι τεκμή-
σμημένον φαίη τις εἶναι μακάριον, ἀλλὰ τὸ τὴν ὑγείαν ριο εὐπορίας, ἐνῶ τὸ δεύτερο ἁγιότητος. Kατόπι πρέπει
ἔχον καὶ σπουδαίως διακείμενον, κἂν μηδὲν τῶν προ- κανεὶς νὰ γεροκομάη καλὰ τοὺς γονεῖς καὶ στὶς θελήσεις
ἐκείνων νὰ κάνη εὐπειθῆ τὸ βίο του. ῞Oποιος δὲν φέρεται
ἔτσι καὶ παραμελεῖ τοὺς νόμους τῆς φύσεως καὶ τῆς πό-
λεως, παραβιάζει καὶ τοὺς δυὸ δρόμους τῆς δικαιοσύνης.
188 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 189

ειρημένων αὐτ`ῶ παρDῆ· τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ ψυχὴ ᾽Eπίσης πρέπει νὰ ἐπιμελῆται κανεὶς τὴν γυναίκα του καὶ
ἐὰν Dἦ πεπαιδευμένDη, τὴν τοιαύτην καὶ τὸν τοιοῦτον τὰ παιδιά του καλά καὶ φιλάνθρωπα. Oἱ γονεῖς ἀνταμεί-
ἄνθρωπον εὐδαίμονα προσαγορευτέον ἐστίν, οὐκ ἂν βονται μὲ τὶς περιποιήσεις τῶν παιδιῶν τους στὰ γεράμα-
τοῖς ἐκτὸς Dἦ λαμπρῶς κεκοσμημένος, αὐτὸς μηδενὸς τα, ἐνῶ ἡ γυναίκα θ’ ἀνταποδώση τὴν εὐεργεσία στὶς
ἄξιος ὤν. οὐδὲ γὰρ ἵππον, κἂν ψέλλια χρυσᾶ καὶ ἀρρώστειες καὶ στὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ σπιτιοῦ. Kαὶ ἂν
σκευὴν ἔχDη πολυτελῆ φαῦλος ὤν, τὸν τοιοῦτον ἄξιόν ἔχη κανεὶς ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια, προσπάθησε νὰ τοῦ τὴν
τινος νομίζομεν εἶναι, ἀλλ’ ὃς ἂν διακείμενος Dἦ σπου- προσφέρης μὲ ἐγγυήσεις. ῾O φρόνιμος ἄνθρωπος θὰ δα-
δαίως, τοῦτον μᾶλλον ἐπαινοῦμεν. ὥσπερ γὰρ εἴ τις νείση φρόνιμα γιὰ νὰ πάρη πίσω τὰ δανεικὰ φιλικά, καὶ
τῶν οἰκετῶν αὑτοῦ χείρων εἴη, καταγέλαστος ἂν γένοι- δὲν θὰ συναλλαγῆ μὲ κάποιον φιλάνθρωπα, γιὰ νὰ ἀπο-
το, τὸν αὐτὸν τρόπον οἷς πλείονος ἀξίαν τὴν κτῆσιν κομίση ἔχθρα.
εἶναι συμβέβηκε τῆς ἰδίας φύσεως, ἀθλίους τούτους
εἶναι δεῖ νομίζειν. καὶ τοῦτο κατ’ ἀλήθειαν οὕτως ἔχει· 51. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
τίκτει γάρ, ὥσπερ φησὶν ἡ παροιμία, κόρος μὲν ὕβριν, ῎Eργο τῆς φρονήσεως νὰ προφυλαχθῆ ἀπὸ μελλοντικὴ
ἀπαιδευσία δὲ μετ’ ἐξουσίας ἄνοιαν. τοῖς γὰρ διακει- ἀδικία, ἐνῶ ἔργο τῆς ἀναλγησίας εἶναι νὰ μὴ φυλαχθῆ ἀπ’
μένοις τὰ περὶ τὴν ψυχὴν κακῶς, οὔτε πλοῦτος οὔτε ὅ,τι συνέβη.
ἰσχὺς οὔτε κάλλος τῶν ἀγαθῶν ἐστιν· ἀλλ’ ὅσ`ω περ ἂν
αὗται μᾶλλον αἱ διαθέσεις καθ’ ὑπερβολὴν ὑπάρξωσι, 52. A
᾽ πὸ τὴν μαντικὴ εἶπαν ὅτι ἐπιζητοῦμε τὴν πρόβλεψη
τοσούτ`ω καὶ πλείω καὶ μείζω τὸν κεκτημένον βλά- καὶ ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ τὴν ἐπανόρθωση τῆς προβλέψεως.
πτουσι, χωρὶς φρονήσεως παραγενόμεναι. Aὐτὰ εἶναι τὰ ὅρια τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης. A
᾽ πὸ τὴν μου-
σικὴ ἐπιζητοῦν αἴσθηση ἀκριβῆ καὶ ἐπιστημονικὴ καὶ
55 ᾽I α μ β λ ί χ ο υ ἐ κ τ ῆ ς ἐ π ι σ τ ο λ ῆ ς ἀπὸ τὰ ὀνομαζόμενα μαθηματικὰ τὸν συλλογισμὸ καὶ τὴν
π ρ ὸ ς ᾽A σ φ ά λ ι ο ν π ε ρ ὶ φ ρ ο ν ή σ ε ω ς. ἀπόδειξη τῶν νοημάτων ποὺ εἰσάγουν.
Tὴν ἡγεμόν’ οὖσαν τῶν ἀρετῶν φρόνησιν καὶ χρωμέ-
νην αὐταῖς ὅλαις, καθάπερ ὄμμα νοερόν, τάξεις τε καὶ 53. ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς:
μέτρα αὐτῶν καὶ τὴν ἐγκαιροτάτην διάθεσιν εὖ διακο- ῾O A
᾽ ριστοτέλης εἶπε: «ἐπειδὴ τὰ πράγματα δὲν γίνονται
σμοῦσαν, ἐπιδείκνυσιν ὁ λόγος ὑπ’ αὐγὰς ἐν τ`ῶ παρόν- ὅπως θέλουμε, πρέπει νὰ σκεπτώμαστε πῶς γίνονται».
τι. αὕτη τοίνυν προηγουμένη μὲν παραδέχεται τὴν
ἀπογέννησιν ἀπὸ τοῦ καθαροῦ καὶ τελείου νοῦ· γενο- 54. ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς:
μένη δ’ οὕτως εἰς αὐτὸν τὸν νοῦν ἀποβλέπει καὶ τελε- Nὰ θεωρῆς ὅτι ἡ εὐδαιμονία δὲν ἀνήκει σ’ αὐτὸν ποὺ
οῦται ὑπ’ αὐτοῦ μέτρον τε καὶ παράδειγμα αὐτὸν ἔχει ἔχει ἀποκτήση τὰ πολλά, ἀλλὰ σ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει καλῶς
κάλλιστον τῶν ἐν αὐτDῆ πασῶν ἐνεργειῶν. εἰ δέ τις ἐστὶ τακτοποιημένο τὸν ψυχικό του κόσμο. Γιατὶ βεβαίως κα-
καὶ πρὸς θεοὺς ἡμῖν κοινωνία, διὰ ταύτης μάλιστα τῆς νεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἰπῆ ὅτι τὸ σῶμα ποὺ εἶναι στολισμένο
ἀρετῆς αὕτη συνίσταται, καὶ κατὰ ταύτην διαφερό- μὲ λαμπρὴ στολὴ εἶναι ἄξιο νὰ τὸ καλοτυχίζη κανεὶς
ντως πρὸς αὐτοὺς ἀφομοιούμεθα, ἀγαθῶν τε καὶ συμ- ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει ὑγεία καὶ εἶναι ἐξαιρετικὰ ἀσκημέ-
190 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 191

φερόντων καὶ καλῶν καὶ τῶν ἐναντίων διάγνωσις ἀπὸ νο, ἀκόμα κι’ ἂν δὲν διαθέτει τίποτε ἀπ’ ὅσα εἴπαμε πα-
ταύτης ἡμῖν πάρεστιν, ἔργων τε προσηκόντων κρίσις ραπάνω. Kατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ ψυχὴ ἂν εἶναι μορ-
καὶ κατόρθωσις δι’ αὐτὴν κατευθύνεται. καὶ συλλή- φωμένη, πρέπει κι’ αὐτὴν καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὴν δια-
βδην φάναι, κυβερνητική τις ἐστὶ τῶν ἀνθρώπων καὶ θέτει νὰ τὸν ὀνομάσουμε εὐτυχῆ, καὶ χωρὶς νὰ εἶναι ἐξω-
τῆς ὅλης ἐν αὐτοῖς διατάξεως ἀρχηγός, πόλεις τε καὶ τερικὰ στολισμένος λαμπρά, ἐνῶ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν ἔχει
οἴκους καὶ τὸν ἴδιον ἑκάστου βίον εἰς παράδειγμα τὸ καμμιὰ ἀξία. Kαὶ τὸ ἄλογο ἂν ἔχη χάμουρα καὶ πολυτελῆ
θεῖον ἀναφέρουσα διαζωγραφεῖ κατὰ τὴν ἀρίστην σέλλα, ἐνῶ εἶναι τιποτένιο, θεωροῦμε ὅτι δὲν ἀξίζει τίπο-
ὁμοιότητα, τὸ μὲν ἐξαλείφουσα, τὸ δὲ ἐναπομοργνυμέ- τε, καὶ ἐπαινοῦμε αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀποδοτικό. Γιατὶ ὅπως,
νη, τὰ δὲ ἀμφότερα συμμέτρως ἀπεικάζουσα. εἰκότως ἂν κανεὶς εἶναι χειρότερος κι’ ἀπὸ τοὺς δούλους του γίνε-
ἄρα καὶ θεοειδεῖς ἀπεργάζεται τοὺς ἔχοντας αὐτὴν ἡ ται καταγέλαστος κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἐκείνους ποὺ συμ-
φρόνησις. βαίνει ἡ περιουσία τους νὰ εἶναι μεγαλύτερης ἀξίας ἀπὸ
ὅ,τι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι, πρέπει νὰ τοὺς θεωροῦμε πὼς εἶναι
56 Π ε ρ ι ά ν δ ρ ο υ. ἄθλιοι. Kαὶ τὸ ἑξῆς εἶναι ἀληθινό: ῾O κόρος δηλαδὴ γεννᾶ
Περίανδρος ἐρωτηθεὶς τί μέγιστον ἐν ἐλαχίστ`ω τὴν ἀλαζονεία, ὅπως λέει ἡ παροιμία, καὶ ἡ ἀμορφωσιὰ
εἶπε “φρένες ἀγαθαὶ ἐν σώματι ἀνθρώπου.” τὴν βλακεία τῆς ἐξουσίας. ῞Oσοι ἔχουν μαύρη τὴν ψυχὴ
οὔτε ὁ πλοῦτος, οὔτε ἡ δύναμη, οὔτε ἡ ὀμορφιὰ εἶναι τὰ
57 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. ἀγαθά της. ῞Oσο ὅλα αὐτὰ ὑπάρξουν καθ’ ὑπερβολὴν τό-
Aἱ μεγάλαι τέρψιες ἀπὸ τοῦ θεᾶσθαι τὰ καλὰ τῶν σο πιὸ πολὺ καὶ ἀκόμη περισσότερο βλάπτουν αὐτὸν
ἔργων γίνονται. ποὺ τὰ κατέχει, ὅταν δὲν συνυπάρχουν μὲ τὴν φρόνηση.

58 Π λ ά τ ω ν ο ς (Phaedr. 239a). 55. ᾽I α μ β λ ί χ ο υ ἀ π ὸ τ ὴ ν ἐ π ι σ τ ο λ ὴ


Φθονερὸν δὴ ἀνάγκη εἶναι, καὶ πολλῶν μὲν ἄλλων π ρ ὸ ς ᾽A σ φ ά λ ι ο ν π ε ρ ὶ φ ρ ο ν ή σ ε ω ς:
συνουσιῶν ἀπείργοντα καὶ ὠφελίμων, ὅθεν ἂν μάλι- ῾H ἡγεμονίδα τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ φρόνηση καὶ ὅλες
στα ἀνὴρ γένοιτο, μεγάλης αἴτιον εἶναι βλάβης· μεγί- αὐτὲς τὴν χρησιμοποιοῦν σὰν ἕνα νοερὸ μάτι ποὺ ἐπιβλέ-
στης δὲ τῆς ὅθεν ἂν φρονιμώτατός τις εἴη· τοῦτο δὲ πει τὶς τάξεις τους, τὰ μέτρα τους καὶ διακοσμεῖ τὴν καί-
ἡ θεία φιλοσοφία τυγχάνει ὄν, ἧς ἐραστὴν παιδικὰ ρια διάθεσή τους, ὅπως ὁ λόγος ἐπεσήμανε στὴν ἀρχὴ
ἀνάγκη πόρρωθεν εἴργειν, περίφοβον ὄντα τοῦ τοῦ παρόντος. Aὐτὴ ὑπερέχει καὶ παραδέχεται τὴν προέ-
καταφρονηθῆναι. λευσή της ἀπὸ τὸν καθαρὸ καὶ τέλειο νοῦ. Λειτουργών-
τας ἔτσι, ἀποβλέπει σ’ αὐτὸ τὸ νοῦ καὶ ἀκεραιώνεται ἀπ’
αὐτὸν καὶ τὸν ἔχει σὰν μέτρο καὶ παράδειγμα κάλλιστο
ὅλων τῶν ἐνεργειῶν της. ῍Aν ὑπάρχη κάποια ἐπικοινωνία
μας μὲ τοὺς θεούς, πραγματώνεται ἰδιαίτερα μέσω αὐτῆς
τῆς ἀρετῆς καὶ μὲ αὐτὴν ἀφομοιωνόμαστε ἰδιαιτέρως μὲ
αὐτοὺς καὶ ἡ ἐπισήμανση τῶν ἀγαθῶν, τῶν συμφερόντων,
192 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 193

59 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. τῶν καλῶν καὶ τῶν ἀντιθέτων γίνεται σὲ μᾶς μέσω τῆς


Πέφυκε ξυνιέναι εἰς τὸ αὐτὸ φρόνησίς τε καὶ δύ- φρονήσεως, ἐνῶ μέσω αὐτῆς ἐπίσης κατορθώνεται καὶ
ναμις μεγάλη· καὶ ταῦτα ἄλληλα ἀεὶ διώκει καὶ ζητεῖ κατευθύνεται ἡ κρίση τῶν ἀπαιτουμένων πράξεων. Γιὰ
καὶ συγγίνεται. νὰ μιλήσουμε γενικά, ἡ φρόνηση εἶναι ἡγέτις ἱκανὴ νὰ κυ-
βερνᾶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν ὅλη τους ὀργάνωση, ποὺ
60 Π υ θ α γ ό ρ ο υ. συγκροτεῖ καὶ πόλεις καὶ σπίτια, καθὼς καὶ τὸ ὑπόδειγ-
῾Yπομίμνησκε σεαυτὸν ὅτι πάντες ἄνθρωποι μέγι- μα τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου τοῦ καθενὸς μὲ ἀναγωγὴ πρὸς τὸ
στον ἀγαθὸν τὴν φρόνησιν εἶναι λέγουσιν, ὀλίγοι δέ θεῖο καὶ τὰ περιγράφει μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ ὁμοιότητα, ἐξα-
εἰσιν οἱ τὸ μέγιστον ἀγαθὸν τοῦτο κτήσασθαι εὐτο- λείφοντας ἢ ἀποτυπώνοντας καὶ ἀπεικονίζοντας σύμμε-
νήσαντες. τρα καὶ τὰ δυό. Eὐλόγως λοιπὸν ἡ φρόνηση ἐκείνους ποὺ
τὴν ἔχουν καθιστᾶ ὅμοιους μὲ θεούς.
61 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς.
Σωκράτης ὁ φιλόσοφος, πολλὰ τῶν φίλων αὐτ`ῶ 56. Π ε ρ ι ά ν δ ρ ο υ:
πεμπόντων, ἐπειδὴ μηδὲν δεχόμενος ἐπὶ τούτ`ω ῾O Περίανδρος ὅταν ρωτήθηκε ποιό εἶναι τὸ μέγιστο
παρὰ τῆς Ξανθίππης εὐθύνετο, ἔφη “ἂν τὰ διδόμενα ποὺ περικλείεται στὸ ἐλάχιστο, εἶπε: «Tὸ σπουδαῖο
πάντα ἑτοίμως λαμβάνωμεν, οὐδ’ αἰτοῦντες τοὺς δι- μυαλὸ στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου».
δόντας ἕξομεν.”
57. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
62 Δ ι ο γ έ ν ο υ ς. Oἱ μεγάλες ἡδονὲς προέρχονται ἀπὸ τὴ θέα τῶν ὡραί-
῎Eφη τις τὸν Διογένην ἀνόητον εἶναι· ὃ δὲ “ἀνόη- ων ἔργων.
τος μὲν οὐκ εἰμὶ” ἔφη “τὸν δὲ αὐτὸν ὑμῖν νοῦν οὐκ
ἔχω.” 58. Π λ ά τ ω ν ο ς ( Φαῖδρος 239):
A
᾽ πὸ αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἀνάγκη ἀκριβῶς εἶναι φθονερὸς
63 Δ ι ο γ έ ν ο υ ς. καὶ ἐμποδίζει (τὸν ἀγαπώμενον) ἀπὸ πολλὲς ἄλλες καὶ
Πωλούμενος ἐν Kορίνθ`ω, ἐρομένου τοῦ κήρυκος ἀπὸ τὶς ὠφέλιμες συναναστροφές, καὶ γίνεται αἴτιος με-
“τί ἐπίστασαι;” “ἀνθρώπων” ἔφη “ἄρχειν.” καὶ ὁ κῆ- γάλης βλάβης, ὅταν τὸν ἀπομακρύνη ἀπὸ τὶς σχέσεις ποὺ
ρυξ γελάσας “μέγα ἐπιτήδευμα πωλῶ, εἴ τις θέλει θὰ ἀσκοῦσαν μεγάλη ἐπίδραση στὸν ἀνθρωπισμό του. Kι’
πρίασθαι κύριον.” ἡ μεγαλύτερη βλάβη θὰ εἶναι ὅταν τὸν ἀπομακρύνη ἀπὸ
τὶς σχέσεις ποὺ θὰ τὸν ἔκαναν φρονιμώτατο. Kι’ αὐτὸ τὸ
64 Γ α ΐ ο υ ὑ π ὲ ρ δ ε σ π ο τ ῶ ν. κατορθώνει ἡ θεία φιλοσοφία, ἀπ’ τὴν ὁποία κατ’ ἀνάγκη
Σωφρονέστερον δὲ οἶμαι τοῦ μετὰ τὸ παθεῖν ὁ ἐραστὴς ἐμποδίζει ἀπὸ μακριὰ τὸν ἐρωμένο, ἀπ’ τὸ φό-
ἐγκαλεῖν τὸ πρὶν παθεῖν φυλάξασθαι τὸ μὴ παθεῖν. βο μήπως καταφρονηθῆ ἀπ’ αὐτόν.

13 A
᾽ νθολόγιον A´
194 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 195

65 Δ ι ο ν υ σ ί ο υ (Plut. Mor. p. 175f). 59. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:


Ξένου τινὸς ἰδίDα φράσειν φάσκοντος αὐτ`ῶ, ὅπως Συμβαίνει νὰ συνυπάρχουν στὸ ἴδιο σῶμα φρόνηση καὶ
προειδήσει τοὺς ἐπιβουλεύοντας, ἐκέλευσεν εἰπεῖν. μεγάλη δύναμη. Aὐτὰ τὰ δυὸ τὰ ἐπιδιώκει κανεὶς πάντα
ὃ δὲ προελθών “δὸς” ἔφη “μοι τάλαντον, ἵνα δόξDης καὶ τὰ ἐπιζητεῖ καὶ θέλει νὰ συνυπάρχουν μέσα του.
μεμαθηκέναι τὰ σημεῖα τῶν ἐπιβουλευόντων.” ἔδω-
κεν οὖν θαυμάζων τὴν μέθοδον τοῦ ἀνθρώπου. 60. Π υ θ α γ ό ρ α:
Nὰ ὑπενθυμίζης στὸν ἑαυτό σου ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι
66 X ρ υ σ ί π π ο υ. θεωροῦν ὡς μέγιστο ἀγαθὸ τὴν φρόνηση, ἀλλὰ λίγοι εἶναι
Xρύσιππος ὁ στωϊκὸς ἔφη τὴν διάνοιαν εἶναι λό- αὐτοὶ ποὺ εὐτύχησαν ν’ ἀποκτήσουν τὸ μέγιστο αὐτὸ
γου πηγήν. ἀγαθό.

67 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. 61. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
῞Ωσπερ οἱ ἐν εὐδίDα πλέοντες καὶ τὰ πρὸς τὸν Στὸν Σωκράτη τὸν φιλόσοφο οἱ φίλοι του ἔστελναν
χειμῶνα ἔχουσιν ἕτοιμα, οὕτως οἱ ἐν εὐτυχίDα φρο- πολλὰ δῶρα. ᾽Eπειδὴ δὲν τὰ δεχόταν ἡ Ξανθίππη τὸν ἐπι-
νοῦντες καὶ τὰ πρὸς τὴν ἀτυχίαν ἡτοιμάκασι βοηθή- τιμοῦσε κι’ αὐτὸς τῆς εἶπε: «῍Aν ὅσα μᾶς δίνουν τὰ παίρ-
ματα. ναμε πρόθυμα, δὲν θὰ ὑπῆρχε κανένας ποὺ νὰ μᾶς προ-
σφέρη, ἀκόμα κι’ ἂν τὸ ζητούσαμε».
68 ῾H ρ ο δ ό τ ο υ ἱ σ τ ο ρ ί α ς ζ´ (16).
῏Iσον ἐκεῖνο, ὦ βασιλεῦ, παρ’ ἐμοὶ κέκριται φρο- 62. Δ ι ο γ έ ν ο υ ς:
νέειν τε εὖ καὶ τ`ῶ λέγοντι χρηστὰ ἐθέλειν πείθεσθαι. Kάποιος εἶπε πὼς ὁ Διογένης εἶναι κουτός. «᾽Aνόητος
δὲν εἶμαι, εἶπε αὐτός, ἀλλὰ εἶναι ἀλήθεια πὼς δὲν ἔχω τὸ
69 ῾H ρ ο δ ό τ ο υ ἱ σ τ ο ρ ί α ς γ´ (52). ἴδιο μυαλὸ μὲ σᾶς».
Σὺ δὲ μαθὼν ὅσον φθονέεσθαι κρεῖσσόν ἐστιν ἢ
οἰκτείρεσθαι, ἅμα τε ὁκοῖον ἐς τοὺς τοκέας καὶ ἐς 63. Δ ι ο γ έ ν ο υ ς:
τοὺς κρέσσονας τεθυμῶσθαι, ἄπιθι εἰς τὰ οἰκεῖα. Kάποτε τὸν πουλοῦσαν στὴν Kόρινθο καὶ ὁ κήρυκας
τὸν ρώτησε: «Tί ξαίρεις;». «Nὰ κυβερνῶ ἀνθρώπους»,
70 Π λ ά τ ω ν ο ς ν ό μ ω ν ιβ´ (963 c). ἀποκρίθηκε. Γέλασε ὁ κήρυκας καὶ διαλάλησε: «Σπου-
Oἷον ὅτε τέτταρα ἐφήσαμεν ἀρετῆς εἴδη γεγονέ- δαῖο ἐμπόρευμα πουλῶ! Ποιός θέλει νὰ ἀγοράση ἀφέν-
ναι, δῆλον ὡς ἓν ἕκαστον ἀνάγκη φάναι, τεττάρων τη!»
ὄντων. Tί μήν; Kαὶ μὴν ἕν γε αὖ πάντα ταῦτα προσα-
64. T ο ῦ Γ α ΐ ο υ π ε ρ ὶ τ υ ρ ά ν ν ω ν:
Nομίζω πὼς εἶναι πιὸ φρόνιμο νὰ φυλάγεται κανεὶς
πρὶν τὴν πάθη, παρὰ νὰ ἐγκαλῆ μετὰ τὸ πάθημά του.
196 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 197

γορεύομεν· ἀνδρίαν γὰρ φαμὲν ἀρετὴν εἶναι, καὶ τὴν 65. Δ ι ο ν υ σ ί ο υ (Πλουτ. ᾽Hθ. p. 175 f.):
φρόνησιν ἀρετήν, καὶ τὰ δύο τἄλλα, ὡς ὄντα οὐ πολ- Kάποιον ξένο ποὺ ζήτησε νὰ τοῦ μιλήση ἰδιαιτέρως
λά, ἀλλ’ ἓν τοῦτο μόνον ἀρετήν. Πάνυ μὲν οὖν. ῟Hι γιὰ νὰ τοῦ ἀποκαλύψη αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπιβουλεύονταν,
μὲν τοίνυν διαφέρετον αὐτοῖν τούτω τὼ δύο καὶ δύ’ τὸν διέταξε νὰ μιλήση. Aὐτὸς παρουσιάστηκε καὶ εἶπε:
ὀνόματα ἐλαβέτην καὶ τὰ ἄλλα, οὐδὲν χαλεπὸν εἰ- «Δός μου ἕνα τάλαντο γιὰ νὰ μπορέσης νὰ μάθης τὰ συν-
πεῖν· Dἧ δὲ ἐν ἀμφοῖν ἐπωνομάσαμεν ἀρετὴν καὶ τοῖς θήματα τῶν συνωμοτῶν». Kαὶ τοῦ τὄδωκε, θαυμάζοντας
ἄλλοις, οὐκ εὐπετὲς ἔτι. Πῶς λέγεις; Oὐδὲν χαλεπὸν τὴν μέθοδο τοῦ ἀνθρώπου.
ὅ γε λέγω δηλῶσαι· διανειμώμεθα γὰρ ἀλλήλοις τὴν
ἐρώτησιν καὶ ἀπόκρισιν. Πῶς αὖ φράζεις; ᾽Eρώτησόν 66. X ρ υ σ ί π π ο υ:
με, τί ποτε ἓν προσαγορεύοντες ἀρετήν, ἀμφότερα ῾O στωικὸς Xρύσιππος εἶπε πὼς τὸ μυαλὸ εἶναι ἡ πηγὴ
δύο πάλιν αὐτὰ προσείπομεν, τὸ μὲν ἀνδρείαν, τὸ δὲ τῆς λογικῆς.
φρόνησιν. ᾽Eρῶ γάρ σοι τὴν αἰτίαν, ὅτι τὸ μέν ἐστι
περὶ φόβον, οὗ καὶ τὰ θηρία μετέχει τῆς ἀνδρείας, 67. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
καὶ τά γε τῶν παίδων ἤθη τῶν πάνυ νέων· ἄνευ γὰρ ῞Oπως αὐτοὶ ποὺ πλέουν μὲ γαλήνη καὶ ἔχουν ἕτοιμα
λόγου καὶ φύσει γίγνεται ἀνδρεία ψυχή· ἄνευ δὲ αὖ ὅ,τι χρειάζονται σὲ περίπτωση τρικυμίας, ἔτσι καὶ ὅσοι
λόγου ψυχὴ φρόνιμός τε καὶ νοῦν ἔχουσα οὔτ’ ἐγένε- ζοῦν σὲ κλίμα εὐτυχίας, ἔχουν ἕτοιμα ὅσα βοηθήματα
το πώποτε οὔτ’ ἔστιν οὐδ’ αὖθίς ποτε γενήσεται, ὡς χρειάζονται σὲ περίπτωση ἀτυχίας.
ὄντος ἑτέρου. ᾽Aληθῆ λέγεις.
68. ῾H ρ ο δ ό τ ο υ ἱ σ τ ο ρ ί α ζ´ 16:
71 Π λ ά τ ω ν ο ς (?). Σὲ μένα φαίνεται τὸ ἴδιο, ὦ βασιλιά μου,
Πῶς γάρ, ὦ φίλε, δύναιτο ἄν τις ἀρχόμενος ἀπὸ τὸ νὰ σκέπτεται κανεὶς σωστὰ καὶ τὸ νὰ πείθεται
δόξης ψευδοῦς μηδὲ τῆς ἀληθείας ἐπὶ μικρὸν μέρος θεληματικὰ σ’ αὐτὸν ποὺ λέγει χρηστὰ πράγματα.
ἀφικόμενος, κτήσασθαι σχεδὸν φρόνησιν; Oὐδαμῶς.
69. ῾H ρ ο δ ό τ ο υ ἱ σ τ ο ρ ί α γ´ 52:
72 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. ᾽Eσύ, ἀφοῦ ἔχεις μάθει ὅτι καλύτερα εἶναι νὰ σὲ φθο-
῞Ωσπερ εἰς κενὸν σκάφος τὸ ἀπὸ τῆς φρονήσεως νοῦν παρὰ νὰ σὲ οἰκτείρουν, καθὼς ἐπίσης καὶ νὰ μὴ πα-
ἕρμα δεῖ προσεμβάλλειν. ροργίζεσαι πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς καλύτερούς σου,
πήγαινε στὴ δουλειά σου.

70. Π λ ά τ ω ν ο ς ν ό μ ο ι ιβ´ 963:


᾽Iδού: ῞Oταν εἴπαμε ὅτι ὑπάρχουν τέσσερα εἴδη
ἀρετῆς, εἶναι φανερὸ πὼς πρέπει νὰ εἰποῦμε τὸ καθένα
χωριστά, ἀφοῦ εἶναι τέσσερα. – Tί λοιπόν; – Kαὶ ὅμως ὅλ’
αὐτὰ πάλι τὰ ὀνομάζομε μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα· λέμε δηλαδὴ
198 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 199

73 ῾O φρόνιμος ὥσπερ εἰς ὁδὸν εἰς τὸν βίον οὐ τὰ ὅτι ἡ ἀνδρεία εἶναι ἀρετὴ καὶ ἡ φρόνηση ἐπίσης ἀρετὴ καὶ
πολλοῦ ἄξια συντίθησιν ἐφόδια, ἀλλὰ τὰ ἀναγκαιό- τὰ ἄλλα δύο ἐπίσης τὰ ὀνομάζομε ἀρετή, σὰν νὰ μὴν εἶναι
τατα. πολλά, ἀλλὰ ἕνα μόνο, τοῦτο, «ἡ ἀρετή». – Bεβαιότατα. –
Kατὰ τί λοιπὸν διαφέρουν αὐτὰ τὰ δύο πρῶτα καὶ
74 K ρ ί τ ω ν ο ς ἤ τ ο ι Δ α μ ί π π ο υ ἐπῆραν δύο ὀνόματα καὶ σὲ τὶ διαφέρουν τὰ δύο ἄλλα καὶ
Πυθαγορείου ἐκ τοῦ πῆραν πάλι δυὸ ὀνόματα, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ τὸ ἐξηγή-
π ε ρ ὶ φ ρ ο ν ή σ ε ω ς κ α ὶ ε ὐ τ υ χ ί α ς. σουμε. A
᾽ λλὰ γιὰ ποιό λόγο δώσαμε καὶ στὰ δυὸ πρῶτα τὸ
Φρόνασις καὶ εὐτυχία ὧδε ἔχοντι ποτ’ ἄλλαλα. ὄνομα τῆς ἀρετῆς καὶ στὰ δυὸ ἄλλα ἐπίσης, δὲν εἶναι ἀκό-
φρόνασις μὲν τὸ ῥητὸν καὶ λόγον ἔχον· τεταγμένον μη εὔκολο νὰ τὸ ἐξηγήσωμε. – Tί ἐννοεῖς; Δὲν καταλαβαίνω.
γάρ τι καὶ ὡρισμένον ἐντί· εὐτυχία δὲ τὸ ἄρρητον καὶ – Δὲν εἶναι καθόλου δύσκολο νὰ ξεκαθαρίσω τί θέλω νὰ
τὸ ἄλογον· ἄτακτον γάρ τι καὶ ἀόριστόν ἐντι. καὶ τὸ εἰπῶ. Δηλαδὴ ἂς μοιράσωμε μεταξύ μας τὴν ἐρώτηση καὶ
μὲν ἀρχDᾶ καὶ δυνάμει πρᾶτον, τὸ δὲ ἀρχDᾶ καὶ δυνά- τὴν ἀπάντηση. – Tί ἐννοεῖς πάλι μὲ τοῦτο; Δὲν σὲ καταλα-
μει δεύτερον· τὸ μὲν γὰρ κυβερνῆν καὶ ὁρίζεν πέφυ- βαίνω. – Pώτησέ με: γιατὶ τέλος πάντων, ἀφοῦ καὶ στὸ ἕνα
κε, τὸ δὲ κυβερνῆσθαι καὶ ὁρίζεσθαι. λαμβάνοντι μάν- καὶ στὸ ἄλλο δώσαμε τὸ ἴδιο ὄνομα, «ἀρετή», τὰ χαρακτη-
τοι γε συναρμογὰν ἀμφότερα, φρονάσιος καὶ εὐτυ- ρίσαμε σὰν δύο καὶ ὠνομάσαμε τὸ καθένα μὲ ξεχωριστὸ
χίας εἰς ταυτὸ συνδραμοίσας. αἰεὶ γὰρ δεῖ τὰν μὲν ὄνομα, τὸ μὲν ἕνα ἀνδρεία, τὸ δὲ ἄλλο φρόνηση; Θὰ σοῦ
ῥητὰν καὶ λόγον ἔχοισαν φύσιν ἔχεν ὃ περανεῖ τε καὶ ἐξηγήσω τὴν αἰτία: τὸ πρῶτο, ἡ ἀνδρεία, ἔχει σχέση μὲ τὸ
συντάξει, τὰν δὲ ἄρρητον καὶ ἄλογον ἔχεν ὑφ’ ὧ πε- φόβο κι’ ἕνα μέρος ἀνδρείας ὑπάρχει καὶ στὰ θηρία καὶ
ρανθήσεταί τε καὶ συνταχθήσεται. ἔχει γὰρ οὕτως ὁ στὸ χαρακτήρα τῶν πολὺ μικρῶν παιδιῶν· γιατὶ ἡ ἀνδρεία
λόγος κατὰ πάντων, ὅ τε τᾶς ἀπείρου φύσιος καὶ τᾶς ψυχὴ γεννᾶται ἀπὸ τὴ φύση, χωρὶς τὴ μεσολάβηση τοῦ
περαινοίσας. τὰ μὲν γὰρ ἄπειρα φύσιν ἔχει περαίνε- λογικοῦ. Xωρὶς ὅμως τὸ λογικὸ οὔτε ὑπῆρξε, οὔτε ὑπάρχει
σθαί τε καὶ συντετάχθαι ὑπὸ τῶν λόγον ἐχόντων ἀεὶ οὔτε θὰ ὑπάρξη ψυχὴ προικισμένη μὲ φρόνηση καὶ μὲ
καὶ φρόνασιν· ὕλας γὰρ καὶ οὐσίας ἔχοντι τάξιν· τὰ νοῦ, γιατὶ εἶναι ἄλλο πρᾶγμα. – A
᾽ λήθεια εἶν’ αὐτὸ ποὺ λές.
δὲ περαίνοντα ἐξ αὐτέων συντετάχθαι τε καὶ ὡρί-
σθαι· τέχνας γὰρ καὶ αἰτίας ἐνεργατικᾶς ἐπέχοντι τά- 71. Π λ ά τ ω ν ο ς (;):
ξιν. Πῶς εἶναι δυνατό, φίλε, ξεκινώντας κανεὶς ἀπὸ ψεύτι-
κη δοξασία καὶ χωρὶς νὰ φθάση καὶ σὲ μικρό, ἔστω, μέρος
τῆς ἀλήθειας, ν’ ἀποκτήση τὴ φρόνηση; – Kατὰ κανένα
τρόπο δὲν εἶναι δυνατόν.

72. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
῞Oπως σὲ ἕνα ἄδειο καράβι πρέπει κανεὶς νὰ βάζη
ἕρμα, ἔτσι καὶ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰ
ὑπάρχη τὸ ἕρμα τῆς φρονήσεως.
200 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 201

75 ᾽E ν τ α υ τ `ῶ. 73. ῾O φρόνιμος, ὅπως στὴν ὁδοιπορία, δὲν συσσωρεύει


῾A δὲ συναρμογὰ ταυτᾶν τᾶν φυσίων κατ’ ἄλλα καὶ στὴ ζωὴ ἐφόδια πολὺ ἀκριβά, ἀλλὰ τὰ ἐντελῶς ἀναγκαῖα.
ἄλλα γινομένα μεγάλαν καὶ ποικίλαν πεποίηκε τὰν
διαφορὰν τῶν συναρμοσμένων. ἔν τε γὰρ τDᾶ τῶ ὅλω 74. K ρ ί τ ω ν ο ς ἤ τ ο ι Δ α μ ί π π ο υ
περιοχDᾶ συναρμογὰ ἀμφοτέρων τᾶν φυσίων, τᾶς τε Πυ θαγορείου ἀπὸ τὸ περὶ φρονήσεω ς
ἀεικινάτω φύσιος καὶ τᾶς ἀειπαθέος, κόσμος ἐντί· κ α ὶ ε ὐ τ υ χ ί α ς:
ἄλλως γὰρ οὐκ ἐνεδέχετο σώζεσθαι τό τε ὅλον καὶ τὸ ῾H φρόνηση κι’ ἡ εὐτυχία ἔχουν τὴν ἀκόλουθη σχέση
πᾶν, μὴ συναρμογὰν ἔχοντος τῶ γεννατῶ ποτὶ τὸ μεταξύ τους. ῾H φρόνηση δηλαδὴ εἶναι τὸ πραγματικὸ καὶ
θεῖον καὶ τῶ ἀειπαθέος ποτὶ τὸ ἀεικίνατον. ἔν τε τ`ῶ ἔλλογο στοιχεῖο. Γιατὶ εἶναι κάτι τὸ ὁρισμένο, ποὺ ἔχει
ἀνθρώπ`ω ἁ συναρμογὰ τῶ ἀλόγω μέρεος τᾶς ψυχᾶς μιὰ ἐσωτερικὴ τάξη. ᾽Eνῶ ἡ εὐτυχία εἶναι κάτι τὸ ἀπροσ-
ποτὶ τὸ λόγον ἔχον, ἀρετά. οὔτε γὰρ ἐν τούτοις ἐνδέ- διόριστο καὶ ἄλογο (ποὺ δὲν ὁρίζεται ἀπὸ τὴ λογική).
χεται, στάσιος ἐοίσας ἐν ἀμφοτέροις τοῖς μέρεσιν, Γιατὶ εἶναι κάτι τὸ ἀόριστο καὶ χωρὶς μιὰ καθορισμένη
ἀποτελεσθῆμεν ἀρετάν. καὶ ἐν πόλει δὲ τῶν μὲν τάξη. Kαὶ ἡ φρόνηση εἶναι τὸ πρῶτο στὴν ἐξουσία καὶ
ἀρχομένων ποτὶ τὼς ἄρχοντας ἀποτελεῖ κράτος καὶ στὴ δύναμη, ἐνῶ ἡ εὐτυχία εἶναι τὸ δεύτερο στὴν ἐξουσία
ὁμόνοιαν· τὸ μὲν γὰρ ἄρχεν ἴδιον τῶ κρείσσονος, τὸ καὶ τὴ δύναμη. Γιατὶ τὸ ἕνα εἶναι ἀπ’ τὴ φύση του προο-
δ’ ἄρχεσθαι ἔργον τῶ χείρονος, τὸ δὲ κρατὲν καὶ ὁμο- ρισμένο νὰ κυβερνάη καὶ νὰ κατευθύνη, ἐνῶ τὸ ἄλλο νὰ
νοὲν κοινὸν ἀμφοτέρων. ὁ δὲ αὐτὸς τρόπος τᾶς ἐπὶ κυβερνᾶται καὶ νὰ κατευθύνεται. Συναρμόζονται ὅμως
τῶ ὅλω καὶ τᾶς ἐπὶ τῶ οἴκω συναρμογᾶς· συντίθεταί καὶ τὰ δυὸ μαζί, ὅταν ἡ φρόνηση καὶ ἡ εὐτυχία συνυπάρ-
τε καὶ συντάσσεται, σπωδᾶς καὶ παιδιᾶς ποτὶ λόγον χουν καὶ συναντηθοῦν ἐπὶ τὸ αὐτό. Γιατὶ εἶναι ἀναγκαῖο
ἐς τὸ αὐτὸ συνδραμοίσας, καὶ λύπας δὲ καὶ ἁδονᾶς πάντα, αὐτὸ ποὺ ἐκ φύσεως εἶναι πραγματικὸ καὶ ἔλλογο
καὶ εὐτυχίας καὶ ἀτυχίας. χρDήζει γὰρ ὁ βίος τυγχάνεν νὰ περιέχη μέσα του (καὶ ὑπὸ τὸν ἔλεγχό του) αὐτὸ στὸ
καὶ ἀνέσιος καὶ ἐπιτάσιος, καὶ σκυθρωπότατος καὶ ὁποῖο θὰ δώση ὑπόσταση καὶ θὰ τὸ βάλη σὲ μιὰ τάξη,
διαχύσιος, καὶ εὐτυχίας καὶ ἀτυχίας. ἃ μὲν γὰρ συνέ- ὅπως ἐπίσης εἶναι ἀναγκαῖο τὸ ἀπροσδιόριστο καὶ ἄλογο
χεν καὶ συνάγεν δύναται τὸν νόον ἐς τὰν εὐμαχανίαν νὰ ἔχη καὶ αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ στοιχεῖο κάτω ἀπ’ τὴν ἐξουσία
καὶ ἐς τὰν φρόνασιν, ἃ δ’ ἄμπαυσιν καὶ διάχυσιν πα- τοῦ ὁποίου θὰ πραγματωθῆ καὶ θὰ μπῆ σὲ μιὰ τάξη.
ρεχόμενα καινότερον καὶ εὔψυχον αὐτὸν αὖ παρα- Aὐτὴ ἡ λογικὴ σχέση ὑπάρχει σὲ ὅλα καὶ ἀνάμεσα στὴν
σκευάζοντι ποτὶ τὰς πράξιας. εἰ δὲ καὶ τὸ ἓν τούτων ἄπειρη (καὶ ἄμορφη) φύση καὶ στὴ δύναμη ἐκείνη ποὺ
ἐνδυναστεύοι κατὰ τὸν βίον, ἑτερομερής τε καὶ ἑτε- τὴν ὑποστατώνει καὶ τὴ μορφοποιεῖ. Γιατὶ τὰ ἄπειρα (καὶ
ροκλινὴς γίνεται ὁ βίος, ὅκα μὲν ἐπὶ τὸ σκυθρωπόν ἄμορφα) εἶναι ἐκ φύσεως ἔτσι ποὺ νὰ μορφοποιοῦνται
τε καὶ χαλεπὸν καταφερόμενος, ὅκα δὲ ἐπὶ τὸ ἀνει- καὶ νὰ ἐντάσσωνται σὲ μιὰ καθορισμένη τάξη ἀπὸ τὰ
μένον καὶ κοῦφον· ἁ δὲ συναρμογὰ τούτων ἁπάντων στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν λόγο καὶ φρόνηση. Γιατὶ ἐκεῖνα
ἀποτελοῦν τρόπον τινὰ τὴν ὕλη καὶ τὴν οὐσία, ἐνῶ
ἐτοῦτα εἶναι αὐθύπαρκτα καὶ αὐτοδύναμα. Kαὶ ἐπέχουν
τὴ θέση τῆς γενεσιουργοῦ αἰτίας καὶ δεξιότητος.
202 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 203

ὀφείλει γίνεσθαι ποτὶ τὰν φρόνασιν· αὐτὰ γὰρ ἁ διε- 75. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:


νεργοῦσα ἐντὶ τό τε ἄπειρον καὶ τὸ περαῖνον ἐν ταῖς ῾H συναρμογὴ λοιπὸν αὐτῶν τῶν φυσικῶν στοιχείων,
πράξεσι, διόπερ καὶ τᾶν ἄλλαν ἀρετᾶν αὕτα ἁγεμών καθὼς συντελεῖται σὲ διάφορα ἐπίπεδα ἢ περιπτώσεις,
ἐντι καὶ μάτηρ. πᾶσαι γὰρ ποτὶ τὸν λόγον καὶ νόμον ἔχει δημιουργήσει μεγάλη ποικιλία στὴν παραλλαγὴ τῶν
τὸν ταύτας συναρμοσμέναι τε καὶ συντεταγμέναι στοιχείων ποὺ συναρμόζονται. Π.χ. στὴν περιοχὴ τοῦ σύμ-
τυγχάνοντι. περαίνεται δὴ ὁ λόγος ἤδη μοι κατ’ εὐ- παντος ἡ συναρμογὴ τῶν δύο φυσικῶν καταστάσεων, τῆς
θεῖαν· τὸ γὰρ ἄλογον καὶ τὸ ῥητὸν ἐν πᾶσιν ἔνι, καὶ ἀεικινησίας καὶ τῆς στατικότητας, συνθέτει τὸν κόσμο.
τὸ μὲν ὁρίζει καὶ περαίνει, τὸ δ’ ὁρίζεται καὶ περαί- Γιατὶ ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σώζεται τὸ σύμπαν, ἂν
νεται, τὸ δ’ ἐξ ἀμφοτέρων αὐτῶν συγκείμενον ἅ τε τῶ δὲν ὑπῆρχε μιὰ συναρμογὴ τοῦ γεννητοῦ πρὸς τὸ θεῖο
ὅλω καὶ τῶ παντὸς συναρμογά ἐντι. (καὶ ἀγέννητο) καὶ τοῦ ἀκινήτου πρὸς τὸ ἀεικίνητο. Kαὶ
στὸν ἄνθρωπο ἡ συναρμογὴ τοῦ ἀλόγου μέρους τῆς
76 ᾽A ρ χ ύ τ α Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ ἐ κ τ ο ῦ ψυχῆς πρὸς τὸ ἔλλογο συνθέτει τὴν ἀρετή. Γιατὶ εἶναι
π ε ρ ὶ ἀ ν δ ρ ὸ ς ἀ γ α θ ο ῦ κ α ὶ ε ὐ δ α ί μ ο ν ο ς. ἀδύνατο νὰ ὑπάρξη ἀρετή, ὅταν τὰ δύο αὐτὰ μέρη στα-
Φρόνιμος δὲ ἀνὴρ οὕτως ἂν μάλιστα γένοιτο, εἰ σιάζουν μεταξύ τους. A᾽ λλὰ καὶ στὴν πόλη ἡ συναρμογή (ἡ
φύσιος πρᾶτον εὐστόχω τε καὶ μναμονικᾶς καὶ φιλο- ἁρμονικὴ σχέση) τῶν ἀρχομένων πρὸς τοὺς ἄρχοντες συν-
πόνω τυχὼν ἐν λογισμοῖς τε καὶ μαθημάτεσσι καὶ θέτει τὴ δύναμη καὶ τὴν ὁμόνοια. Γιατὶ τὸ «ἄρχειν» εἶναι
ταῖς ποτ’ ἀκρίβειαν θεωρίαις εὐθὺς ἐκ νέων γυμνά- ἰδιότητα τοῦ ἀνωτέρου, ἐνῶ ἔργο τοῦ κατωτέρου εἶναι τὸ
σαιτο τὰν διάνοιαν φιλοσοφίας ἁπτόμενος ὀρθᾶς, «ἄρχεσθαι» καὶ κοινὸ ἔργο καὶ τῶν δύο εἶναι νὰ ὁμονοοῦν
μετὰ δὲ ταύτας θεῶν τε καὶ νόμων καὶ βίων ἀνθρωπί- καὶ νὰ ἀποτελοῦν δύναμη. ῾O ἴδιος τρόπος τῆς συναρ-
νων ἐμπειρίαν λάβοι. δύο γάρ ἐντι ἐξ ὧν τῶ φρονίμω μογῆς ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ ὅλο καὶ γιὰ τὸν οἶκο. Kαὶ συντε-
διάθεσις παραγίνεται, ὧν τὸ μέν ἐντι ἕξιν μαθηματι- λεῖται καὶ ρυθμίζεται μὲ τὴ συνύπαρξη καὶ τὴν ἁρμονικὴ
κάν τε καὶ γνωστικὰν λαβέν, τὸ δὲ θεωρήματα καὶ σχέση τοῦ σπουδαίου ἔργου καὶ τῆς παιδιᾶς πρὸς τὸ λό-
πράγματα πολλὰ ἐπελθόντα, τὰ μὲν καὶ αὐτὸν ἰδόν- γο, τῆς λύπης καὶ τῆς ἡδονῆς, τῆς εὐτυχίας καὶ τῆς ἀτυ-
τα τὰ δὲ καὶ δι’ ἑτέρω τινὸς τρόπω κατανοήσαντα. χίας. Γιατὶ εἶναι ἀναπόφευκτο στὴ ζωὴ νὰ ὑπάρχη καὶ ἡ
οὔτε γὰρ ὁ ἐν λογισμοῖς καὶ μαθημάτεσσι καὶ ταῖς ἄνεση καὶ ἡ ὑπερένταση, καὶ ἡ δυσθυμία καὶ ἡ φαιδρό-
ποτ’ ἀκρίβειαν θεωρίαις εὐθὺς ἐκ νέων γυμνάσας τὰν της, καὶ ἡ εὐτυχία καὶ ἡ ἀτυχία. Γιατὶ οἱ καταστάσεις τῆς
διάνοιαν ἱκανός ἐντι ποτὶ φρόνασιν, οὔθ’ ὁ τούτων μιᾶς κατηγορίας ἔχουν τὴ δύναμη νὰ συγκεντρώνουν καὶ
μὲν ἀπολειφθείς, ἐν ἀκροαμάτεσσι δὲ πολλοῖς καὶ νὰ συγκρατοῦν τὸ νοῦ στὴν ἐπινοητικότητα καὶ τὴ φρό-
πραγμάτεσσιν ἀναστρεφθείς. ἀλλ’ ὃ μὲν ἐν τ`ῶ καθ’ νηση, ἐνῶ οἱ καταστάσεις τῆς ἄλλης κατηγορίας, ποὺ
ἕκαστα κρίνεν τυφλὸς ἐγένετο τὰν διάνοιαν, ὃ δ’ ἐν φέρνουν τὴν ἀνάπαυση καὶ τὴν εὐθυμία ἀνανεώνουν τὸ
τ`ῶ καθόλω θεωρὲν ἀεί. καθάπερ γὰρ ἐπὶ τῶν λογι- νοῦ καὶ τὸν κάνουν τολμηρότερο στὴ δράση. ῍Aν στὴ ζωὴ
σμῶν τὰ μέρεα συντιθέντας τὸ ὅλον ἐξ αὐτῶν λογίζε- μᾶς δυναστεύη τὸ ἕνα ἀπ’ αὐτά, τότε ἡ ζωὴ κλίνει πρὸς
τὴ μονομέρεια, καὶ ἄλλοτε γίνεται δύσθυμος καὶ βαρειά,
ἄλλοτε ἄνετη καὶ ἀνάλαφρη. ῾H συναρμογὴ ὅλων αὐτῶν
204 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 205

σθαι, οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων δύναται ὁ μὲν λό- τῶν στοιχείων πρέπει νὰ γίνεται κατὰ τὴ φρόνηση. Γιατὶ
γος τὰν καθόλω θεωρίαν ὑπογράφεν, ἁ δ’ ἐμπειρία αὐτὴ εἶναι ποὺ ρυθμίζει τὴν πρακτικὴ καὶ βάζει μιὰ σκό-
καθ’ ἕκαστα κρίνεν. πιμη τάξη στὸ χάος. Γι’ αὐτὸ κι’ ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετὲς
αὐτὴ εἶναι ἡγεμὼν καὶ μητέρα. Γιατὶ ὅλες ἐναρμονίζονται
77 ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ. καὶ συντάσσονται πρὸς τὸ δικό της λόγο καὶ νόμο. Tελει-
Oὐδεὶς φιλοχρήματος καὶ φιλήδονος καὶ φιλόδο- ώνω λοιπὸν ἀμέσως τὸ λόγο. Παντοῦ ὑπάρχει τὸ ἄλογο
ξος φιλάνθρωπος, ἀλλὰ μόνος ὁ φιλόκαλος. καὶ τὸ λογικό, καὶ τὸ ἕνα ὁρίζει καὶ διευθετεῖ, τὸ ἄλλο
ὁρίζεται καὶ διευθετεῖται, καὶ ἁρμονικὴ σύνθεση καὶ τῶν
78 ῞Ωσπερ οὐκ ἂν ἐβούλου ἐν νηῒ μεγάλDη καὶ γλα- δύο ἀποτελεῖ ἡ συναρμογὴ τοῦ ὅλου καὶ τοῦ σύμπαντος.
φυρDᾶ καὶ πολυχρύσ`ω πλέων βαπτίζεσθαι, οὕτω
μηδὲ ἐν οἰκίDα αἱροῦ ὑπερμεγέθει καὶ πολυτελεῖ 76. ᾽A ρ χ ύ τ α Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ ἀ π ὸ τ ὸ π ε ρ ὶ
αὐλιζόμενος χειμάζεσθαι. ἀ ν δ ρ ὸ ς ἀ γ α θ ο ῦ κ α ὶ ε ὐ τ υ χ ο ῦ ς:
῞Eνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ καταστῆ φρόνιμος κυρίως
79 Δ η μ η τ ρ ί ο υ Φ α λ η ρ έ ω ς τ ῶ ν ἑ π τ ὰ μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο. ῍Aν δηλαδή, ἀφοῦ εὐτυχήση νὰ προικι-
σ ο φ ῶ ν ἀ π ο φ θ έ γ μ α τ α. σθῆ ἀπὸ τὴ φύση μὲ πνευματικὴ δύναμη καὶ φιλοπονία,
γυμνάση τὸ πνεῦμα του ἐνωρίς, ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, στὸ
α. Kλεόβουλος Eὐαγόρου Λίνδιος ἔφη. στοχασμὸ καὶ στὴ γνώση παίρνοντας ὀρθὸ φιλοσοφικὸ
Mέτρον ἄριστον. Πατέρα δεῖ αἰδεῖσθαι. Eὖ τὸ προσανατολισμό. Kαὶ μαζὶ μ’ αὐτόν, ἂν μάθη τὰ σχετικὰ
σῶμα ἔχειν καὶ τὴν ψυχήν. Φιλήκοον καὶ μὴ πολυή- μὲ τοὺς θεοὺς καὶ τοὺς νόμους καὶ τὰ προβλήματα τοῦ
κοον. ᾽Oψιμαθῆ ἢ ἀμαθῆ. Γλῶσσαν εὔφημον κεκτῆ- ἀνθρωπίνου βίου. Γιατὶ δυὸ εἶναι κυρίως τὰ στοιχεῖα ποὺ
σθαι. ᾽Aρετῆς οἰκεῖον [καὶ κακίας ἀλλότριον] ἀδικίαν διαμορφώνουν τὴν ὅλη διάθεση τοῦ φρονίμου ἀνθρώπου.
μισεῖν. Eὐσέβειαν φυλάσσειν. Πολίταις τὰ βέλτιστα Tὸ ἕνα εἶναι ἡ μεθοδικὴ ἄσκηση στὴ μάθηση καὶ τὴ γνώ-
συμβουλεύειν. Γλώττης κρατεῖν. BίDα μηδὲν πράττειν. ση, τὸ ἄλλο ἡ ἀπόκτηση πολλῶν θεωρητικῶν καὶ πρα-
Tέκνα παιδεύειν. TύχDη εὔχεσθαι. ῎Eχθρας διαλύειν. κτικῶν γνώσεων, τὶς ὁποῖες μπορεῖ νὰ κατακτήση ἄλλες
Tὸν τοῦ δήμου ἐχθρὸν πολέμιον νομίζειν. Γυναικὶ μὴ μὲ τὴν προσωπική του πείρα κι’ ἄλλες νὰ τὶς κατανοήση
μάχεσθαι μηδὲ ἄγαν φρονεῖν ἀλλοτρίων παρόντων· μὲ κάποιον ἄλλον τρόπο. Γιατὶ οὔτε αὐτὸς ποὺ ἀπὸ νε-
τὸ μὲν γάρ ἐστι χέρηον, τὸ δὲ μανίαν δύναται παρέ- αρὴ ἡλικία γύμνασε τὸ νοῦ του στὸ στοχασμὸ καὶ τὴ μά-
χειν. Oἰκέτας μεθύοντας μὴ κολάζειν· εἰ δὲ μή, δόξεις θηση καὶ τὴ θεωρητικὴ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας εἶναι
καὶ αὐτὸς παροινεῖν. Γαμεῖν ἐκ τῶν ὁμοίων· ἐὰν γὰρ ἱκανὸς γιὰ τὴ φρόνηση, οὔτε αὐτὸς ποὺ ἔμεινε πίσω σ’
ἐκ τῶν κρειττόνων, δεσπότας, οὐ συγγενεῖς κτήσDη. αὐτά, ἄκουσε ὅμως πολλὰ μαθήματα κι’ ἀπέκτησε πολ-
λὲς ἐμπειρίες. A᾽ λλὰ ὁ πρῶτος θὰ γίνη ἀνίκανος νὰ κρίνη
τὰ ἐπὶ μέρους, κι’ ὁ δεύτερος ἀνίκανος γιὰ θεωρητικὲς γε-
νικεύσεις. ῞Oπως ἀκριβῶς καὶ στὸ λογισμό, μὲ τὴ σύνθεση
τῶν μερικῶν ὁδηγούμαστε στὶς γενικεύσεις, ἔτσι καὶ ἐπά-
206 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 207

Mὴ ἐπιγέλα τ`ῶ σκώπτοντι· ἀπεχθὴς γὰρ ἔσDη τοῖς νω στὰ πράγματα ὁ λόγος μπορεῖ νὰ προσδιορίζη τὴ γε-
σκωπτομένοις. Eὐποροῦντα μὴ ὑπερήφανον εἶναι, νικὴ θεωρητικὴ οὐσία, ἐνῶ ἡ ἐμπειρία μπορεῖ νὰ κρίνη τὰ
ἀποροῦντα μὴ ταπεινοῦσθαι. ἐπὶ μέρους.

β. Σόλων ᾽Eξηκεστίδου ᾽Aθηναῖος ἔφη. 77. ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ:


Mηδὲν ἄγαν. Kριτὴς μὴ κάθησο· εἰ δὲ μή, τ`ῶ λη- Kανεὶς φιλοχρήματος καὶ φιλήδονος καὶ δοξομανὴς
φθέντι ἐχθρὸς ἔσDη. ῾Hδονὴν φεῦγε ἥτις λύπην τίκτει. δὲν εἶναι φιλάνθρωπος, ἀλλὰ μόνο ὁ ἐραστὴς τοῦ ὡραί-
Φύλασσε τρόπου καλοκαγαθίαν ὅρκου πιστοτέραν. ου.
Σφράγιζε τοὺς μὲν λόγους σιγDῆ, τὴν δὲ σιγὴν καιρ`ῶ.
Mὴ ψεύδου, ἀλλ’ ἀλήθευε. Tὰ σπουδαῖα μελέτα. Tῶν 78. ῞Oπως δὲν θὰ ἤθελες πλέοντας μ’ ἕνα μεγάλο καὶ
γονέων μὴ λέγε δικαιότερα. Φίλους μὴ ταχὺ κτῶ, οὓς ὡραῖο καὶ πολύχρυσο καράβι νὰ βουλιάξης, ἔτσι νὰ μὴ
δ’ ἂν κτήσDη, μὴ ταχὺ ἀποδοκίμαζε. ῎Aρχεσθαι μαθὼν προτιμᾶς νὰ καταλύσης καὶ νὰ περνᾶς δύσκολες μέρες σὲ
ἄρχειν ἐπιστήσDη. Eὐθύνας ἑτέρους ἀξιῶν διδόναι καὶ ἕνα πολὺ μεγάλο καὶ πολυτελὲς σπίτι.
αὐτὸς ὕπεχε. Συμβούλευε μὴ τὰ ἥδιστα ἀλλὰ τὰ βέλ-
τιστα τοῖς πολίταις. Mὴ θρασύνου. Mὴ κακοῖς ὁμίλει. 79. Δ η μ η τ ρ ί ο υ Φ α λ η ρ έ ω ς ἀ π ο φ θ έ γ μ α τ α
Xρῶ τοῖς θεοῖς. Φίλους εὐσέβει. Γονεῖς αἰδοῦ. Nοῦν τ ῶ ν ἑ π τ ὰ σ ο φ ῶ ν:
ἡγεμόνα ποιοῦ. ῝O δ’ ἂν ἴδDης μὴ λέγε. Eἰδὼς σίγα. Tοῖς
σεαυτοῦ πρᾶος ἴσθι. Tὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαί- α. ῾O Kλεόβουλος τοῦ Eὐαγόρα ὁ Λίνδιος εἶπε:
ρου. Mέτρον ἄριστον. Nὰ σέβεσαι τὸν πατέρα σου. Nὰ
εἶσαι καλὰ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Nὰ ἀγαπᾶς ν’ ἀκοῦς
γ. Xίλων υἱὸς Δαμαγήτου Λακεδαιμόνιος ἔφη. κι’ ὄχι νὰ ἀκοῦς πολλά. Προτιμότερο νὰ εἶναι κανεὶς
Γνῶθι σαυτόν. Πίνων μὴ πολλὰ λάλει· ἁμαρτήσεις ὀψιμαθὴς παρὰ ἀμαθής. Nἄχης γλῶσσα πολιτισμένη. Nὰ
γάρ. Mὴ ἀπείλει τοῖς ἐλευθέροις· οὐ γὰρ καλόν. Mὴ μισῆς τὴν ἀδικία, πρᾶγμα ποὺ ταιριάζει στὴν ἀρετὴ κι’
κακολόγει τοὺς πλησίον· εἰ δὲ μή, ἀκούσDη ἐφ’ οἷς λυ- εἶναι ξένο στὴν κακία. Nὰ εἶσαι εὐσεβής. Nὰ συμβουλεύ-
πηθήσDη. ᾽Eπὶ τὰ δεῖπνα τῶν φίλων βραδέως πορεύ- ης τὸ καλύτερο στοὺς πολίτες. Nὰ κρατῆς τὴ γλῶσσά
ου, ἐπὶ δὲ τὰς ἀτυχίας ταχέως. Γάμους εὐτελεῖς ποι- σου. Nὰ μὴ κάνης τίποτε μὲ τὴ βία. Nὰ ἐκπαιδεύης τὰ
οῦ. Tὸν τετελευτηκότα μακάριζε. Πρεσβύτερον παιδιά σου. Nὰ εὔχεσαι στὴν τύχη. Nὰ σκορπᾶς τὴν
ἔχθρα. Tὸν ἐχθρὸ τοῦ λαοῦ νὰ τὸν θεωρῆς ἐχθρό σου. Nὰ
μὴ μαλώνης μὲ τὴ γυναίκα σου, οὔτε νὰ διαφωνῆς μπρο-
στὰ σὲ ἄλλους, γιατὶ τὸ ἕνα εἶναι προστυχότερο, ἐνῶ τὸ
ἄλλο μπορεῖ νὰ ὁδηγήση σὲ καυγᾶ. Mὴν τιμωρῆς μεθυ-
σμένο δοῦλο σου, γιατὶ ἀλλιῶς θὰ φανῆς κι’ ἐσὺ μεθυ-
σμένος. Nὰ κάνης γάμο τῆς σειρᾶς σου, γιατὶ ἂν πάρης
γυναῖκα ἀπὸ τάξη ἀνώτερη θ’ ἀποκτήσης τυράννους κι’
208 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 209

σέβου. Tὸν τὰ ἀλλότρια περιεργαζόμενον μίσει. Zημίαν ὄχι συγγενεῖς. Mὴν χασκογελᾶς ὅταν κοροϊδεύουν κά-
αἱροῦ μᾶλλον ἢ κέρδος αἰσχρόν· τὸ μὲν γὰρ ἅπαξ σε λυ- ποιον, γιατὶ ἀλλιῶς θὰ εἶσαι ἀπεχθὴς σ’ ὅσους ἀναμπαί-
πήσει, τὸ δ’ ἀεί. T`ῶ δυστυχοῦντι μὴ ἐπιγέλα. Tραχέσιν ζουν. ῍Aν εἶσαι πλούσιος μὴν ὑπερηφανεύεσαι κι’ ἂν
ἥσυχον σεαυτὸν πάρεχε, ὅπως σε αἰσχύνωνται μᾶλλον εἶσαι φτωχὸς μὴν ταπεινώνεσαι.
ἢ φοβῶνται. Tῆς ἰδίας οἰκίας προστάτει. ῾H γλῶσσά σου
μὴ προτρεχέτω τοῦ νοῦ. Θυμοῦ κράτει. Mὴ ἐπιθύμει β. ῾O Σόλων τοῦ ᾽Eξηκεστίδου ὁ A
᾽ θηναῖος εἶπε:
ἀδύνατα. ᾽Eν ὁδ`ῶ μὴ σπεῦδε προάγειν μηδὲ τὴν χεῖρα Tίποτε σὲ ὑπερβολή. Mὴν ἐγκαθίστασαι κριτής, ἀλ-
κινεῖν· μανικὸν γάρ. Nόμοις πείθου. ZημίDα χρῶ. A ᾽ δι- λιῶς θὰ γίνης ἐχθρὸς μ’ αὐτὸν ποὺ θὰ καταδικασθῆ. A ᾽ πό-
κούμενος διαλλάσσου, ὑβριζόμενος τιμωροῦ. φευγε τὴν ἡδονὴ ποὺ γεννάει τὴ λύπη. Φύλαγε τὴ συνή-
θεια τῆς καλοκαγαθίας πιὸ πιστὰ κι’ ἀπὸ ὅρκο. Σφράγιζε
δ. Πιττακὸς Mυτιληναῖος. τὰ μὲν λόγια σου μὲ σιωπή, τὴν δὲ σιωπή σου τὴν κατάλ-
᾽Eγγύη, παρὰ δ’ ἄτη. Φίλων παρόντων καὶ ἀπόν- ληλη ὥρα. Mὴ λὲς ψέματα, ἀλλὰ μόνο τὴν ἀλήθεια. Mελέ-
των μέμνησο. Mὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ’ ἐν τοῖς τα ὅσα πράγματα ἀξίζουν. Mὴν ἰσχυρίζεσαι ὅτι εἶσαι πιὸ
ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός. Mὴ πλούτει κακῶς. Mή σε δίκαιος ἀπὸ τοὺς γονιούς σου. Mὴ βιάζεσαι ν’ ἀποκτήσης
διαβαλλέτω λόγος εἰς τοὺς πίστεως κεκοινωνηκότας. φίλους· ὅταν ὅμως τοὺς ἀποκτήσης μὴ τοὺς ἀποκηρύσ-
Kολακεύειν γονεῖς μὴ ὄκνει. Mὴ προσδέχου τὸ φαῦ- σης γρήγορα. ῞Oταν μάθης νὰ κυβερνᾶσαι, θὰ γίνης ἱκανὸς
λον. Oἵους ἂν ἐράνους εἰσενέγκDης τοῖς γονεῦσι, τοι- νὰ κυβερνᾶς.
ούτους αὐτὸς ἐν τ`ῶ γήραι παρὰ τῶν τέκνων προσδέ- ῞Oταν ζητᾶς εὐθύνες ἀπὸ τοὺς ἄλλους, νὰ ζητᾶς κι’
χου. Xαλεπὸν τὸ εὖ γνῶναι. ῞Hδιστον τὸ ἐπιθυμίας ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου. Nὰ συμβουλεύης ὄχι τὰ εὐχάριστα,
τυχεῖν. ᾽Aνιαρὸν ἀργία. Bλαβερὸν ἀκρασία. Bαρὺ ἀλλὰ τὰ πιὸ ὠφέλιμα στοὺς πολῖτες. Mὴν ἀποθρασύνε-
ἀπαιδευσία. Δίδασκε καὶ μάνθανε τὸ ἄμεινον. ᾽Aργὸς σαι. Mὴ συναναστρέφεσαι κακούς. Nὰ ἐπικοινωνῆς μὲ
μὴ ἴσθι μηδ’ ἂν πλουτDῆς. Kακὰ ἐν οἴκ`ω κρύπτε. Φθό- τοὺς θεούς. Nὰ σέβεσαι τοὺς φίλους σου. Nὰ σέβεσαι τοὺς
νου χάριν μὴ οἰκτείρου. Mέτρ`ω χρῶ. Mὴ πᾶσι πί- γονιούς σου. Nἄχεις τὸ μυαλό σου γιὰ ὁδηγό. ῍Aν δὲν δῆς
στευε. ῎Aρχων κόσμει σεαυτόν. κάτι μὴ τὸ λές. Mάθε νὰ σιωπᾶς. Nὰ εἶσαι ψύχραιμος στὶς
ὑποθέσεις σου. Nὰ συμπεραίνης ἀπὸ τὰ φανερὰ γιὰ τὰ
ε. Θαλῆς ὁ Mιλήσιος. κρυφά.
Kαιρὸν γνῶθι. ῝O μέλλεις ποιεῖν, μὴ λέγε· ἀπο-
τυχὼν γὰρ καταγελασθήσDη. Tοῖς ἐπιτηδείοις χρῶ. γ. Xίλων, ὁ γιὸς τοῦ Δαμαγήτου ὁ Λακεδαιμόνιος εἶπε:
Γνώρισε τὸν ἑαυτό σου. ῞Oταν πίνης μὴν πολυμιλᾶς,
θὰ κάνης λάθη. Mὴν ἀπειλεῖς τοὺς ἐλεύθερους, δὲν εἶναι
σωστό. Mὴν κακολογῆς τοὺς διπλανούς σου, γιατὶ θ’
ἀκούσης πράγματα ποὺ θὰ σὲ λυπήσουν. Στὰ δεῖπνα τῶν
φίλων πήγαινε σιγά, στὶς ἀτυχίες γρήγορα. Nὰ κάνης λιτὰ
τὸ γάμο σου. Mακάριζε αὐτοὺς ποὺ φύγανε ἀπ’ τὴ ζωή.

14 A
᾽ νθολόγιον A´
210 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 211

῞Oσα νεμεσDᾶς τ`ῶ πλησίον, αὐτὸς μὴ ποίει. Kακοπρα- Nὰ σέβεσαι τοὺς γεροντότερούς σου. Aὐτὸν ποὺ στραβο-
γοῦντα μὴ ὀνείδιζε· ἐπὶ γὰρ τούτοις νέμεσις θεῶν κά- κοιτάει τὰ ξένα νὰ τὸν μισῆς. Nὰ προτιμᾶς περισσότερο
θηται. Παρακαταθήκας ἀπόδος. ᾽Aνέχου ὑπὸ τῶν τὴ ζημιὰ παρὰ τὸ αἰσχρὸ κέρδος, γιατὶ τὸ πρῶτο θὰ σὲ
πλησίον [μικρά. ᾽Aγάπα τὸν πλησίον] μικρὰ ἐλαττού- λυπήση μιὰ φορά, ἐνῶ τὸ δεύτερο γιὰ πάντα. Mὴν κοροϊ-
μενος. Tὸν φίλον κακῶς μὴ λέγε, μὴ δ’ εὖ τὸν ἐχθρόν· δεύης ὅσους δυστυχοῦν. Στοὺς βαναύσους νὰ ἀντιπαρα-
ἀσυλλόγιστον γὰρ τὸ τοιοῦτον. Δεινὸν τὸ συνιδεῖν τὸ τάσσης τὴν ψυχραιμία σου γιὰ νὰ σὲ ντρέπωνται καλύτε-
μέλλον. ᾽Aσφαλὲς τὸ γενόμενον, ἀσαφὲς τὸ μέλλον. ρα, παρὰ νὰ σὲ φοβοῦνται. Προστάτευε τὸ σπίτι σου. ῾H
Πιστὸν γῆ, ἄπιστον θάλασσα, ἄπληστον κέρδος. γλῶσσα σου νὰ μὴν προτρέχη ἀπὸ τὸ νοῦ σου. Kράτα τὸ
Kτῆσαι ἀίδια. Θεραπείαν ζήτει. Φίλει τὴν παιδείαν θυμό σου. Mὴν ἐπιθυμῆς τὰ ἀδύνατα. Στὸ δρόμο μὴ βιά-
σωφροσύνην φρόνησιν ἀλήθειαν πίστιν ἐμπειρίαν ζεσαι νὰ προτρέξης οὔτε νὰ κουνᾶς τὰ χέρια σου· αὐτὸ τὸ
ἐπιδεξιότητα ἑταιρείαν ἐπιμέλειαν οἰκονομίαν τέ- κάνουν οἱ τρελλοί. Nὰ ὑποτάσσεσαι στοὺς νόμους. Nὰ
χνην εὐσέβειαν. ἐφαρμόζης τὴν τιμωρία. ῞Oταν ἀδικεῖσαι νὰ εἶσαι διαλλα-
κτικός· ὅταν σὲ βρίζουν νὰ τιμωρῆς.
ζ. Bίας Tευτάμου Πριηνεὺς ἔφη.
Oἱ πλεῖστοι ἄνθρωποι κακοί. ᾽Eς τὸ ἔσοπτρον δ. Πιττακὸς ὁ Mυτιληναῖος:
ἐμβλέψαντα δεῖ, εἰ μὲν καλὸς φαίνDη, καλὰ ποιεῖν, εἰ Kοντὰ στὴν ἐγγύηση εἶναι ἡ συμφορά. Nὰ θυμᾶσαι τοὺς
δὲ αἰσχρός, τὸ τῆς φύσεως ἐλλιπὲς διορθοῦσθαι τDῆ παρόντες καὶ ἀπόντες φίλους σου. Mὴν καλλωπίζεσαι
καλοκαγαθίDα. Bραδέως ἐγχείρει, ὃ δ’ ἂν ἄρξDη διαβε- στὴν ἐμφάνιση, ἀλλὰ νἆσαι ὡραῖος στὶς δουλειές σου. Mὴ
βαιοῦ. Mίσει τὸ ταχὺ λαλεῖν, μὴ ἁμάρτDης· μετάνοια πλουτίζης κακά. Tὰ λόγια νὰ μὴ σὲ ὑπονομεύουν σ’ αὐτοὺς
γὰρ ἀκολουθεῖ. Mήτε εὐήθης ἴσθι μήτε κακοήθης. ποὺ πιστεύουν σὲ σένα. Nὰ μὴν κουράζεσαι νὰ περιποιῆ-
᾽Aφροσύνην μὴ προσδέχου. Φρόνησιν ἀγάπα. Περὶ σαι τοὺς γονιούς σου. Nὰ μὴ δέχεσαι τίποτε τὸ φαῦλο. ῞O,τι
θεῶν λέγε ὡς εἰσὶ θεοί. Nόει τὸ πραττόμενον. ῎Aκουε προσφορὲς κάνεις στοὺς γονιούς σου, τὶς ἴδιες καὶ σὺ νὰ
πολλά. Λάλει καίρια. Πένης ὢν πλουσίοις μὴ ἐπιτί- περιμένης ἀπὸ τὰ παιδιά σου στὰ γηρατειά σου. Δύσκολη
μα, ἢν μὴ μέγα ὠφελDῆς. ᾽Aνάξιον ἄνδρα μὴ ἐπαίνει ἡ σωστὴ γνώμη. Πολὺ εὐχάριστη ἡ πραγμάτωση τῶν ἐπι-
διὰ πλοῦτον. Πείσας λάβε, μὴ βιασάμενος. ῞Oταν θυμιῶν. ῾H ἀργία εἶναι ἀνιαρή. ῾H ἀκολασία εἶναι βλαβερὸ
ἀγαθὸν πράσσDης, θεούς, μὴ σεαυτὸν αἰτιῶ. Kτῆσαι ἐν πρᾶγμα. Bαρὺ ἡ ἀμορφωσιά. Δίδασκε καὶ μάθαινε τὸ κα-
μὲν νεότητι εὐπραξίαν, ἐν δὲ τ`ῶ γήραι σοφίαν. ῞Eξεις λύτερο. Nὰ μὴ τεμπελιάζης ἀκόμα κι’ ἂν πλουτίσης. Tὰ
ἔργ`ω μνήμην, καιρ`ῶ εὐλάβειαν, τρόπ`ω γενναιότητα, κακὰ κρῦψε τα στὸ σπίτι. Mὴν οἰκτείρης κανένα ἀπὸ φθό-
πόν`ω ἐγκράτειαν, φόβ`ω εὐσέβειαν, πλούτ`ω φιλίαν, νο. Nὰ χρησιμοποιῆς τὰ πάντα μὲ μέτρο. Mὴ πιστεύης τοὺς
πάντες. ῞Oταν κυβερνᾶς νὰ κοσμῆς τὸν ἐαυτό σου.

ε. Θαλῆς ὁ Mιλήσιος:
Nὰ ζυγιάζης τὶς περιστάσεις. ῞O,τι ἔχεις σκοπὸ νὰ κά-
νης μὴν τὸ λὲς γιατὶ ἂν ἀποτύχης θὰ γίνης καταγέλαστος.
212 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 213

λόγ`ω πειθώ, σιγDῆ κόσμον, γνώμDη δικαιοσύνην, τόλμDη Nὰ χρησιμοποιῆς τοὺς φίλους. ῞Oσα δὲν δικαιολογεῖς
ἀνδρείαν, πράξει δυναστείαν, δόξDη ἡγεμονίαν, φύσει στὸν διπλανό σου μὴ τὰ κάνεις ὁ ἴδιος. Mὴν κοροϊδεύης
εὐγένειαν. αὐτὸν ποὺ δυστυχεῖ, γιατὶ αὐτοὺς τοὺς πλήττει ἡ δικαιο-
σύνη τῶν θεῶν. Nὰ ἀποδίδης ὅ,τι σοῦ ἐμπιστεύθηκαν. Nὰ
η. Περίανδρος Kυψέλου Kορίνθιος ἔφη. ἀνέχεσαι τὰ μικρὰ ἐλαττώματα τοῦ διπλανοῦ σου. A ᾽ γάπα
Mελέτα τὸ πᾶν. Kαλὸν ἡσυχία. ᾽Eπισφαλὲς προπέ- τὸν πλησίον σου καὶ μὲ μικρὴ ζημιά σου. Mὴ κακολογῆς
τεια. Kέρδος αἰσχρὸν φύσεως κατηγορία. Δημοκρα- τὸ φίλο, οὔτε νὰ ἐπαινῆς τὸν ἐχθρό, γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἀσύ-
τία κρεῖττον τυραννίδος. Aἱ μὲν ἡδοναὶ θνηταί, αἱ δ’ νετο. Φοβερὸ νὰ ἰδῆς διὰ μιᾶς τὸ μέλλον. Σίγουρο εἶναι
ἀρεταὶ ἀθάνατοι. Eὐτυχῶν μὲν μέτριος ἴσθι, ἀτυχῶν ὅ,τι γίνηκε· τὸ μέλλον εἶναι ἄδηλο. Πιστὴ ἡ γῆ, ἄπιστη ἡ
δὲ φρόνιμος. Φειδόμενον κρεῖττον ἀποθανεῖν ἢ ζῶν- θάλασσα, ἄπληστο τὸ κέρδος. Nὰ ἀποκτᾶς πράγματα
τα ἐνδείσθαι. Σεαυτὸν ἄξιον παρασκεύαζε τῶν γο- ἄφθαρτα. A ᾽ ναζήτει θεραπεία. Nὰ ἀγαπᾶς τὴν παιδεία, τὴ
νέων. Zῶν μὲν ἐπαινοῦ, ἀποθανὼν δὲ μακαρίζου. Φί- σωφροσύνη, τὴ φρόνηση, τὴν ἀλήθεια, τὴν πίστη, τὴν
λοις εὐτυχοῦσι καὶ ἀτυχοῦσιν ὁ αὐτὸς ἴσθι. ῝Oν ἂν ἐμπειρία, τὴν ἐπιδεξιότητα, τὴν συνεργασία, τὴν ἐπιμέ-
ἑκὼν ὁμολογήσDης πονηρόν, παράβαινε. Λόγων ἀπορ- λεια, τὴν οἰκονομία, τὴν τέχνη καὶ τὴν εὐσέβεια.
ρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῦ. Λοιδόρει ὡς ταχὺ φίλος
ἐσόμενος. Tοῖς μὲν νόμοις παλαιοῖς χρῶ, τοῖς δ’ ζ. ῾O Bίας τοῦ Tευτάμου ὁ Πριηνεὺς εἶπε:
ὄψοις προσφάτοις. Mὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κό- Oἱ πιὸ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι κακοί. Kοίταξε στὸν κα-
λαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε. Δυστυχῶν θρέφτη κι’ ἂν φανῆς καλός, καλά πρᾶξε· ἂν φανῆς ἄσχη-
κρύπτε, ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνDης. μος, διόρθωνε τὸ λάθος τῆς φύσεως μὲ τὴν καλοκαγαθία.
Δρᾶσε βραδέως καὶ ὅ,τι κι’ ἂν συμβῆ ὑποστήριξέ το ἰσχυ-
80 Σ ω σ ι ά δ ο υ τ ῶ ν ἑ π τ ὰ σ ο φ ῶ ν ὑ π ο θ ῆ κ α ι. ρά. Nὰ μισῆς τὴ γρήγορη ὁμιλία γιὰ νὰ μὴ κάνης σφάλμα-
῞Eπου θε`ῶ. Nόμ`ω πείθου. Θεοὺς σέβου. Γονεῖς τα, γιατὶ ἐπακολουθεῖ ἡ μετάνοια. Nὰ μὴ εἶσαι οὔτε
αἰδοῦ. ῾Hττῶ ὑπὲρ δικαίου. Γνῶθι μαθών. ᾽Aκούσας ἀφελὴς οὔτε κακοήθης. Mὴ δέχεσαι τὴν ἀφροσύνη. N’
νόει. Σαυτὸν ἴσθι. Γαμεῖν μέλλων καιρὸν γνῶθι. Φρό- ἀγαπᾶς τὴν φρόνηση. Γιὰ τοὺς θεοὺς νὰ λὲς ὅτι ὑπάρ-
νει θνητά. Ξένος ὢν ἴσθι. ῾Eστίαν τίμα. ῎Aρχε σεαυτοῦ. χουν. Nὰ καταλαβαίνης τί κάνεις. N’ ἀκοῦς πολλά. Nὰ
Φίλοις βοήθει. Θυμοῦ κράτει. Φρόνησιν ἄσκει. Πρό- μιλᾶς στὴν κατάλληλη στιγμή. ῍Aν εἶσαι φτωχός, μὴ κατη-
νοιαν τίμα. ῞Oρκ`ω μὴ χρῶ. Φιλίαν ἀγάπα. Παιδείας γορῆς τοὺς πλούσιους, ἂν δὲν ὠφελῆς πολύ. Nὰ μὴ
ἀντέχου. Δόξαν δίωκε. Σοφίαν ζήλου. Kαλὸν εὖ λέγε. ἐπαινῆς τὸν ἀνάξιο γιὰ τὰ πλούτη του. Nὰ παίρνης μὲ τὴν
πειθὼ κι’ ὄχι μὲ τὴ βία. ῞Oταν εὐτυχῆς, στοὺς θεούς, ὄχι
στὸν ἑαυτό σου ν’ ἀποδίδης τὴν αἰτία. Στὰ νιᾶτα σου
ἀπόκτησε καλὴ δράση καὶ στὰ γηρατειά σου σοφία. Nὰ
θυμᾶσαι τὸ ἔργο σου, νὰ εὐλαβῆσαι τὶς περιστάσεις, νὰ
εἶσαι γενναῖος στοὺς τρόπους, ἐγκρατὴς στὸν πόνο,
εὐσεβὴς στοὺς φόβους, φιλικὸς στὸν πλοῦτο, πειστικὸς
214 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 215

Ψέγε μηδένα. ᾽Eπαίνει ἀρετήν. Πρᾶττε δίκαια. Φίλοις στὰ λόγια, νὰ κοσμῆσαι μὲ τὴ σιωπή, δίκαιος στὴ γνώμη,
εὐνόει. ᾽Eχθροὺς ἀμύνου. Eὐγένειαν ἄσκει. Kακίας ἀνδρεῖος, τολμηρός, κυρίαρχος στὶς πράξεις σου, κύριος
ἀπέχου. Kοινὸς γίνου. ῎Iδια φύλασσε. ᾽Aλλοτρίων στὶς γνῶμες σου καὶ εὐγενὴς στὸν χαρακτῆρα σου.
ἀπέχου. Eὔφημος ἴσθι. ῎Aκουε πάντα. Φίλ`ω χαρίζου.
Mηδὲν ἄγαν. Xρόνου φείδου. ῞Oρα τὸ μέλλον. ῞Yβριν η. Περίανδρος ὁ Kυψέλου Kορίνθιος εἶπε:
μίσει. ῾Iκέτας αἰδοῦ. Πᾶσιν ἁρμόζου. Yἱοὺς παίδευε. Mελέτα τὸ πᾶν. Kαλὴ ἡ ἡσυχία. ᾽Eπισφαλὴς ἡ προπέ-
῎Eχων χαρίζου. Δόλον φοβοῦ. Eὐλόγει πάντας. Φιλό- τεια. Tὸ νὰ κατηγορῆς τὴν φύση εἶναι ἐλεεινὴ πράξη. ῾H
σοφος γίνου. ῞Oσια κρῖνε. Γνοὺς πρᾶττε. Φόνου ἀπέ- δημοκρατία εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὴν τυραννίδα. Oἱ ἡδο-
χου. Eὔχου δυνατά. Σοφοῖς χρῶ. ῏Hθος δοκίμαζε. νὲς εἶναι θνητές· οἱ ἀρετὲς ἀθάνατες. ῞Oταν εὐτυχῆς νὰ
Λαβὼν ἀπόδος. ῾Yφορῶ μηδένα. TέχνDη χρῶ. ῝O μέλ- εἶσαι μετριοπαθής· ὅταν ἀτυχῆς νἆσαι φρόνιμος. Kαλύ-
λεις, δός. Eὐεργεσίας τίμα. Φθόνει μηδενί. ΦυλακDῆ τερα νὰ πεθάνη ὁ τσιγκούνης, παρὰ νὰ στερῆται ζων-
πρόσεχε. ᾽Eλπίδα αἴνει. Διαβολὴν μίσει. Δικαίως κτῶ. τανός. Nὰ κάνης τὸν ἑαυτό σου ἄξιο τῶν γονιῶν σου.
᾽Aγαθοὺς τίμα. Kριτὴν γνῶθι. Γάμους κράτει. Tύχην ῞Oταν ζῆς νὰ σὲ ἐπαινοῦν, ὅταν πεθάνης νὰ σὲ μακαρί-
νόμιζε. ᾽Eγγύην φεῦγε. Πᾶσι διαλέγου. ῾Oμοίοις χρῶ. ζουν. Στοὺς εὐτυχοῦντες καὶ ἀτυχοῦντες φίλους νὰ δεί-
Δαπανῶν ἄρχου. Kτώμενος ἥδου. Aἰσχύνην σέβου. χνεσαι ὁ ἴδιος. ῞O,τι μὲ τὴ θέλησή σου τὸ παραδεχθῆς ὡς
Xάριν ἐκτέλει. Eὐτυχίαν εὔχου. Tύχην στέργε. ᾽Aκού- κακό, μὴν τὸ κάνης. Mὴ μεταφέρης μυστικά. Nὰ ἐλέγχης
ων ὅρα. ᾽Eργάζου κτητά. ῎Eριν μίσει. ῎Oνειδος ἔχθαι- τόσο, ὥστε γρήγορα νὰ γίνης φίλος. Nὰ χρησιμοποιῆς
ρε. Γλῶσσαν ἴσχε. ῞Yβριν ἀμύνου. Kρῖνε δίκαια. Xρῶ τοὺς παλαιοὺς νόμους καὶ τὰ φρέσκα φαγητά. Nὰ μὴν τι-
χρήμασιν. ᾽Aδωροδόκητος δοκίμαζε. Aἰτιῶ παρόντα. μωρῆς μόνο ὅσους κάνουν λάθη, ἀλλὰ καὶ ὅσους μέλλουν
Λέγε εἰδώς. Bίας μὴ ἔχου. ᾽Aλύπως βίου. ῾Oμίλει πρά- νὰ κάνουν νὰ τοὺς ἐμποδίζης. Kρύβε τὴ δυστυχία σου γιὰ
ως. Πέρας ἐπιτέλει μὴ ἀποδειλιῶν. Φιλοφρόνει πᾶ- νὰ μὴ εὐχαριστῆς τοὺς ἐχθρούς σου.

80. Σ ω σ ι ά δ ο υ ὑ π ο θ ῆ κ α ι τ ῶ ν ἑ π τ ὰ σ ο φ ῶ ν:
N’ ἀκολουθῆς τὸ θεό. Nὰ πείθεσαι στοὺς νόμους. Nὰ
σέβεσαι τοὺς θεούς. Nὰ ντρέπεσαι τοὺς γονιούς σου. Nὰ
ὑποχωρῆς μπροστὰ στὸ δίκαιο. Nὰ ἀποκτᾶς γνώσεις μὲ
τὴ μάθηση. Nὰ καταλαβαίνης ἀκούγοντας. Nὰ γνωρίσης
τὸν ἑαυτό σου. Γιὰ νὰ παντρευτῆς διάλεξε τὴν περίστα-
ση. Nὰ σκέπτεσαι ὡς θνητός. Nὰ ἔχης συναίσθηση ὅτι
εἶσαι ξένος. Nὰ τιμᾶς τὸ σπιτικό σου. Nὰ κυριαρχῆς
στὸν ἑαυτό σου. Nὰ βοηθᾶς τοὺς φίλους σου. Nὰ συγ-
κρατῆς τὸ θυμό σου. Nὰ ἔχης φρόνησι. Nὰ τιμᾶς τὴν
προνοητικότητα. Mὴ χρησιμοποιῆς ὅρκους. N’ ἀγαπᾶς
τὴ φιλία. Nὰ ἐπιμένης στὴν παιδεία. Nὰ ἐπιζητῆς τὴν
216 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 217

σιν. Yἱοῖς μὴ καταρῶ. Γλώττης ἄρχε. Σεαυτὸν εὖ ποίει. δόξα. Nὰ ζηλεύης τὴ σοφία. Nὰ ἐπαινῆς τὸ καλό. Kανένα
Eὐπροσήγορος γίνου. ᾽Aποκρίνου ἐν καιρ`ῶ. Πόνει μὴ ψέγης. Nὰ ἐπαινῆς τὴν ἀρετή. Πρᾶττε τὰ δίκαια. Nὰ
μετὰ δικαίου. Πρᾶττε ἀμετανοήτως. ῾Aμαρτάνων με- εὐνοῆς τοὺς φίλους. Nὰ ἀμύνεσαι ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν.
τανόει. ᾽Oφθαλμοῦ κράτει. Bουλεύου χρόν`ω. ᾽Eπιτέ- Nὰ ἀσκῆς τὴν εὐγένεια. Nὰ ἀπέχης ἀπὸ τὴν κακία. Nὰ
λει συντόμως. Φιλίαν φύλασσε. Eὐγνώμων γίνου. εἶσαι δημοφιλής. Nὰ ὑπερασπίζης τὰ δικά σου. Nὰ ἀπο-
῾Oμόνοιαν δίωκε. ῎Aρρητον μὴ λέγε. Tὸ κρατοῦν φο- φεύγης τὰ ξένα. Nὰ μὴ λὲς ἄσχημα λόγια. N’ ἀκοῦς τὰ
βοῦ. Tὸ συμφέρον θηρῶ. Kαιρὸν προσδέχου. ῎Eχθρας πάντα. Nὰ εὐχαριστῆς τὸν φίλο σου. Tίποτε σὲ ὑπερβο-
διάλυε. Γῆρας προσδέχου. ᾽Eπὶ ῥώμDη μὴ καυχῶ. λή. Oἰκονόμησε τὸ χρόνο σου. Kοίταξε τὸ μέλλον. Nὰ
Eὐφημίαν ἄσκει. ᾽Aπέχθειαν φεῦγε. Π λούτει δικαίως. μισῆς τὴν ἀλαζονεία. Nὰ ντρέπεσαι τοὺς δούλους σου.
Δόξαν μὴ λεῖπε. Kακίαν μίσει. Mανθάνων μὴ κάμνε. Nὰ προσαρμόζεσαι σὲ ὅλα. Nὰ ἐκπαιδεύης τὰ παιδιά
Kινδύνευε φρονίμως. Φειδόμενος μὴ λεῖπε. Xρη- σου. ῞Oταν ἔχης πρόσφερε. Nὰ φοβᾶσαι τὸ δόλο. Nὰ
σμοὺς θαύμαζε. Oὓς τρέφεις, ἀγάπα. ᾽Aπόντι μὴ μά- ἐπαινῆς ὅλους. Nὰ εἶσαι φιλόσοφος. Nὰ κρίνης σύμφω-
χου. Πρεσβύτερον αἰδοῦ. Nεώτερον δίδασκε. Π λούτ`ω να μὲ τὸ θεῖον δίκαιον. Nὰ πράττης ἀφοῦ σκεφθῆς. Nὰ
ἀπίστει. Σεαυτὸν αἰδοῦ. Mὴ ἄρχε ὑβρίζειν. Προγό- μὴ σκοτώνης. Nὰ ἐπιθυμῆς τὰ δυνατά. Nὰ συναναστρέ-
νους στεφάνου. Θνῆσκε ὑπὲρ πατρίδος. T`ῶ βί`ω μὴ φεσαι σοφούς. Nὰ δοκιμάζης τὸ ἦθος. ῞Oταν δανείζεσαι
μάχου. ᾽Eπὶ νεκρ`ῶ μὴ γέλα. ᾽Aτυχοῦντι συνάχθου. Xα- κάτι νὰ τὸ δώσης πίσω. Nὰ μὴ ὑποβλέπης κανένα. Nὰ
ρίζου ἀβλαβῶς. Mὴ ἐπὶ παντὶ λυποῦ. ᾽Eξ εὐγενῶν γέν- χρησιμοποιῆς τὶς τέχνες. ῞O,τι πρόκειται νὰ δώσης νὰ τὸ
να. ᾽Eπαγγέλλου μηδενί. Φθιμένους μὴ ἀδίκει. Eὖ πά- δίνης. Nὰ τιμᾶς τὴν εὐεργεσία. Mὴ φθονῆς κανένα. Πρό-
σχε ὡς θνητός. TύχDη μὴ πίστευε. Παῖς ὢν κόσμιος σεχε τὴ φρουρά. Nὰ ὑμνῆς τὴν ἐλπίδα. Nὰ μισῆς τὴ δια-
ἴσθι, ἡβῶν ἐγκρατής, μέσος δίκαιος, πρεσβύτερος βολή. Nὰ ἀποκτᾶς δίκαια. Tίμα τοὺς ἀγαθούς. Nὰ ξέρης
εὔλογος. Tελεύτα ἄλυπος. [Π λήθει ἄρεσκε. Mὴ λάλει τὸν κριτή σου. Nὰ εἶσαι ἐγκρατὴς στὶς σαρκικὲς σχέσεις.
πρὸς ἡδονήν. ῾Oμολογίαις ἔμμενε. Θυσίας πρόσφερε Πίστευε στὴν τύχη. A᾽ πόφευγε τὰ ἐνέχειρα. Nὰ συνδια-
κατὰ δύναμιν. Σεαυτ`ῶ μὴ μάχου. Mὴ ἐπὶ παντὶ λυ- λέγεσαι μὲ ὅλους. Nὰ συναναστρέφεσαι τοὺς ὁμοίους
ποῦ. T`ῶ βί`ω μὴ ἄχθου. μὴ φιλαίτιος ἴσθι. ᾽Eπαγγέλ- σου. Nὰ ἐλέγχης τὴ δαπάνη σου. Nὰ εὐχαριστῆσαι ὅταν
ἀποκτᾶς. Nὰ ἀποφεύγης τὴν καταισχύνη. Nὰ κάνης χά-
ρες. Nὰ ἐπιζητῆς τὴν εὐτυχία. Nὰ στέργης στὴν τύχη. Nὰ
προσέχης, ὅταν ἀκοῦς. Nὰ ἐργάζεσαι γιὰ αὐτὰ ποὺ μπο-
ροῦν ν’ ἀποκτηθοῦν. Nὰ μισῆς τὴν ἔριδα. Nὰ ἐχθρεύεσαι
τὸ ὄνειδος. Kράτα τὴ γλῶσσα σου. Nὰ ἀμύνεσαι στὴν
προσβολή. Nὰ κρίνης δίκαια. Nὰ χρησιμοποιῆς τὸ
χρῆμα. Nὰ κρίνης χωρὶς νὰ δέχεσαι δῶρα. Nὰ κατακρί-
νης κάποιον ὅταν εἶναι παρών. Nὰ λὲς ἀφοῦ γνωρίσης.
Mὴ ἀποδέχεσαι τὴ βία. Nὰ ζῆς χωρὶς λύπες. Nὰ μιλᾶς μὲ
πραότητα. Nὰ βγάζης πέρα τὶς δουλειές σου, χωρὶς νὰ
218 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 219

λου μηδενὶ τὸ παράπαν. Xρόνου φείδου. ᾽Eνδαπανώ- ὀπισθοχωρῆς. Nὰ εἶσαι φιλόφρων σὲ ὅλους. Mὴν κατα-
μενος καὶ ἐφ’ ἃ μὴ δεῖ, ὀλίγος ἔσDη ἐφ’ ἃ δεῖ.] ριέσαι τὰ παιδιά σου. Kράτα τὴ γλῶσσα σου. Kάνε τὸν
ἑαυτό σου εὐτυχῆ. Nὰ εἶσαι εὐπροσήγορος. Nὰ ἀπαντᾶς
81 ῾H ρ α κ λ ε ί τ ο υ. ὅταν πρέπει. Nὰ κουράζεσαι γιὰ τὸ δίκαιο. Nὰ πράττης
῾Oκόσων λόγους ἤκουσα, οὐδεὶς ἀφικνέεται ἐς χωρὶς νὰ μετανοιώνης. ῞Oταν κάνης λάθος νὰ μετανοῆς.
τοῦτο, ὥστε γινώσκειν ὅτι σοφόν ἐστι πάντων κεχω- ῎Eλεγχε τὸ βλέμμα σου. Nὰ στοχάζεσαι ὅταν πρέπει. Tέ-
ρισμένον. λειωνε γρήγορα. Nὰ ὑπερασπίζης τὴ φιλία. Nὰ εἶσαι
εὐγνώμων. Nὰ ἐπιδιώκης τὴν ὁμόνοια. Mὴ φανερώνης
82 Kρύπτειν ἀμαθίην κρέσσον ἢ ἐς τὸ μέσον φέρειν. μυστικά. Nὰ φοβᾶσαι τὴν ἐξουσία. Nὰ κυνηγᾶς τὸ συμ-
φέρον. Nὰ ἁρπάζης τὶς εὐκαιρίες. Nὰ διαλύης τὶς ἔχθρες.
83 ᾽Aνθρώποις γίνεσθαι ὁκόσα θέλουσιν οὐκ ἄμει- Nὰ ἀποδέχεσαι τὸ γῆρας. Mὴ καυχᾶσαι γιὰ τὴ δύναμή
νον. σου. Mὴ λέγε λόγια ἄσχημα. A
᾽ πόφευγε τὴν ἀπέχθεια. Nὰ
πλουτίζης δίκαια. Mὴ ἐγκαταλείπης τὴν δόξα. Nὰ μισῆς
84 Nοῦσος ὑγιείην ἐποίησεν, ἡδὺ καὶ ἀγαθόν, λιμὸς τὴν κακία. Nὰ εἶσαι ἀκούραστος στὸ νὰ μαθαίνης. Nὰ
κόρον, κάματος ἀνάπαυσιν. σωφρονεῖν ἀρετὴ μεγί- διακινδυνεύης μὲ φρόνηση. Nὰ μὴν περιφρονῆς τὴ φει-
στη, καὶ σοφίη ἀληθέα λέγειν καὶ ποιέειν κατὰ φύσιν δώ. Nὰ ἀποδέχεσαι τοὺς χρησμούς. N’ ἀγαπᾶς ὅσους
ἐπαΐοντας. ξυνόν ἐστι πᾶσι τὸ φρονέειν. ξὺν νό`ω λέ- τρέφεις. Mὴ κατηγορῆς τοὺς ἀπόντες. Nὰ ντρέπεσαι
γοντας ἰσχυρίζεσθαι χρὴ τ`ῶ ξυν`ῶ πάντων. ὅκως περ τοὺς γεροντότερους. Nὰ διδάσκης τοὺς νεωτέρους. Mὴ
νόμ`ω πόλις, καὶ πόλις ἰσχυροτέρως. τρέφονται γὰρ ἔχε ἐμπιστοσύνη στὸν πλοῦτο. Nὰ σέβεσαι τὸν ἑαυτό
πάντες οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς τοῦ θείου· σου. Mὴν κάνης ἀρχὴ νὰ ὑβρίζης. Nὰ στεφανώνης τοὺς
κρατέει γὰρ τοσοῦτον ὁκόσον ἐθέλει, καὶ ἐξαρκέει τάφους τῶν προγόνων. Nὰ πεθαίνης ὑπὲρ πατρίδος.
πᾶσι καὶ περιγίνεται. Mὴν ἐναντιώνεσαι στὴ ζωή. Mὴ γελᾶς μπροστὰ σὲ νεκρό.
Nὰ συμπάσχης μὲ τοὺς ἀτυχοῦντες. Nὰ προσφέρης χά-
85 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. ρες χωρὶς νὰ ζημιώνεσαι. Mὴ λυπᾶσαι γιὰ κάθε τι. Nὰ
Ψυχῆς ἐστὶ λόγος ἑαυτὸν αὔξων. ᾽Eν τ`ῶ βί`ω, καθά- ἀποκτᾶς ἀπογόνους ἀπὸ εὐγενεῖς. Σὲ κανένα μὴ ὑπόσχε-
περ ἐν δράματι, χρὴ τὰ πρῶτα λέγειν οὐ τὸν πλου- σαι. Nὰ μὴ ἀδικῆς τοὺς νεκρούς. Nὰ εὐεργετῆσαι ὡς
σιώτατον, ἀλλὰ τὸν φρονιμώτατον. θνητός. Mὴ ἐμπιστεύεσαι στὴν τύχη. Σὰν παιδὶ νὰ εἶσαι
κόσμιος, ὡς ἔφηβος ἐγκρατής, ὡς μεσήλικας δίκαιος καὶ
ὡς γέροντας λογικός. Nὰ πεθάνης χωρὶς λύπες. Nὰ εἶσαι
συμπαθὴς στὸ πλῆθος. Mὴ μιλᾶς γιὰ εὐχαρίστηση καὶ
μόνο. Nὰ ἐμμένης στὶς πεποιθήσεις σου. Nὰ προσφέρης
θυσίες κατὰ δύναμη. Mὴν ἀντιμάχεσαι τὸν ἑαυτό σου.
Mὴ λυπᾶσαι γιὰ τὸ κάθε τι. Mὴ ἀγανακτῆς μὲ τὴ ζωή.
Mὴν εἶσαι φιλοκατήγορος. Nὰ μὴ ὑπόσχεσαι σὲ κανένα
220 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 221

86 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. ἀπολύτως. Oἰκονόμησε τὸν καιρό σου. ῞Oταν ξοδεύεσαι


Kαλὸν ἐπὶ μὲν τῆς ἑστίας φαίνεσθαι τὸ πῦρ λαμ- σὲ κάτι ποὺ δὲν πρέπει, τότε θὰ εἶσαι συγκρατημένος
πρόν, ἐπὶ δὲ τῆς εὐτυχίας τὸν νοῦν. ἐκεῖ ποὺ πρέπει.

87 Δεῖ ὥσπερ εὐνομουμένης τῆς πόλεως φυγαδεύειν 81. ῾H ρ α κ λ ε ί τ ο υ:


στασιαστὴν ἄνθρωπον, οὕτως ἐκ τῆς σωθησομένης A
᾽ π’ ὅσα λόγια ἄκουσα πολλῶν, κανεὶς δὲν καταστάλα-
ψυχῆς τὸν πρὸς τὰ φαῦλα κεκλικότα νοῦν. ξε σὲ τοῦτο, ποὺ νὰ μᾶς ξεκαθαρίση ὅτι ἡ σοφία ξεχωρίζει
ἀπ’ ὅλα τ’ ἄλλα.
88 Π λ ά τ ω ν ο ς (Gorg. 448 c).
Πολλαὶ τέχναι ἐν ἀνθρώποις εἰσὶν ἐκ τῶν ἐμπει- 82. Kαλύτερα νὰ κρύβης τὴν ἀμάθεια παρὰ νὰ τὴν βγά-
ριῶν ἐμπείρως εὑρημέναι. ἐμπειρία μὲν γὰρ ποιεῖ τὸν ζης στὴ δημοσιότητα
αἰῶνα ἡμῶν πορεύεσθαι κατὰ τέχνην· ἀπειρία δὲ
κατὰ τύχην. ἑκάστων δὲ τούτων μεταλαμβάνουσιν 83. Δὲν εἶναι τὸ καλύτερο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους νὰ γίνω-
ἄλλοι ἄλλων ἄλλως· τῶν δὲ ἀρίστων οἱ ἄριστοι. νται ὅσα θέλουν.

89 (Plato Soph. 232 e) Σὺ δὲ δὴ πρὸς θεῶν, ὦ παῖ, 84. ῾H ἀρρώστια κάνει τὴν ὑγεία (νὰ τὴν αἰσθανώμεθα) ὡς
δυνατὸν ἡγεῖ τοῦτο; τάχα γὰρ ὑμεῖς μὲν ὀξύτερον οἱ εὐχάριστο καὶ ἀγαθὸ πρᾶγμα· ἡ πεῖνα (κάνει νὰ αἰσθανώ-
νέοι πρὸς αὐτὸ βλέποιτε, ἡμεῖς δὲ ἀμβλύτερον. Tὸ μεθα) εὐχάριστο καὶ ἀγαθὸ πρᾶγμα τὸν χορτασμὸ καὶ ὁ
ποῖον καὶ πρὸς τί μάλιστα λέγεις; οὐ γάρ πω κατα- κόπος τὴν ἀνάπαυση. ῾H σωφροσύνη εἶναι μεγίστη ἀρετὴ
νοῶ τὸ νῦν ἐρωτώμενον. Eἰ πάντα ἐπίστασθαί τινα καὶ ἡ σοφία ἔγκειται στὸ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἐνερ-
ἄνθρωπόν ἐστι δυνατόν; Mακάριον μέντ’ ἂν ἡμῶν, ὦ γοῦμε σύμφωνα μὲ τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων, ἀφοῦ
ξένε, ἦν τὸ γένος. προηγουμένως τὴν κατανοήσουμε. ῾H φρόνηση εἶναι στὴ
διάθεση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Διὰ νὰ ὁμιλοῦμε σύμφωνα
90 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. μὲ τὸ νοῦ πρέπει νὰ στηριζώμεθα σ’ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι γε-
Oὔτε ἵππ`ω χωρὶς χαλινοῦ οὔτε πλούτ`ω χωρὶς λο- νικὸ γιὰ ὅλα, ὅπως ἀκριβῶς ἡ πόλη στηρίζεται στὸ νόμο,
γισμοῦ δυνατὸν ἀσφαλῶς χρήσασθαι. καὶ μάλιστα σὲ πιὸ ἐντονώτερο βαθμό. Γιατὶ ὅλοι οἱ
ἀνθρώπινοι νόμοι στηρίζονται σ’ ἕνα μοναδικὸ νόμο, τὸν
91 ῾O βίος ὥσπερ ὄργανον ἀνέσει καὶ ἐπιτάσει ἁρ- θεϊκό. Γιατὶ αὐτός, ὁ θεῖος νόμος, κυριαρχεῖ σὲ ὅσην ἔκτα-
μοττόμενος ἡδίων γίνεται. ση θέλει καὶ παρέχει ἐπικουρία σὲ ὅλα καὶ πλεονάζει.

85. T ο ῦ Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
Tὸ λογικὸ εἶναι ηὐξημένη δύναμη τῆς ψυχῆς. Στὴ ζωή,
ὅπως σ’ ἕνα δράμα, πρέπει νὰ ἔχη τὸν πρῶτο λόγο ὄχι ὁ
πλούσιος, ἀλλὰ ὁ πιὸ φρόνιμος.
222 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 223

92 ᾽Eπαινεῖν χρὴ τὸ κατὰ τέχνην γινόμενον. 86. T ο ῦ Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:


Eἶναι ὡραῖο στὴν μὲν ἑστία νὰ φαίνεται ἡ λάμψη τῆς
93 Π λ ά τ ω ν ο ς (?). φωτιᾶς, στὴν δὲ εὐτυχία ἡ λάμψη τοῦ στοχασμοῦ.
Mάλιστα ἐπιμελεῖσθαι χρή, ὅπως ἕκαστος ἡμῶν
τῶν ἄλλων μαθημάτων ἀμελήσας τούτου τοῦ μαθή- 87. Πρέπει ὅπως ὅταν ἡ πόλη εἶναι εὐνομούμενη καὶ ἐξο-
ματος καὶ μιμητὴς καὶ μαθητὴς ἔσται, ἐάν ποθεν ρίζει ἕναν ἄνθρωπο στασιαστή, ἔτσι κι’ ἀπὸ τὴν ψυχὴ
οἷός τ’ Dἦ μαθεῖν καὶ ἐξευρεῖν τίς αὐτὸν ποιήσει δυ- ποὺ πρόκειται νὰ σωθῆ, πρέπει νὰ ἐκτοπίζεται ὁ στοχα-
νατὸν καὶ ἐπιστήμονα, βίον χρηστὸν καὶ πονηρὸν σμὸς ποὺ ἀποκλίνει πρὸς τὴν φαυλότητα.
διαγινώσκοντα τὰ βελτίω ἐκ τῶν δυνατῶν ἀεὶ παντα-
χοῦ αἱρεῖσθαι. 88. Π λ ά τ ω ν ο ς (Γοργίας 448):
Στοὺς ἀνθρώπους πολλὲς τέχνες ἔχουν βρεθῆ ἐμπειρι-
94 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἐ κ τ ῶ ν K λ ε ι τ ο φ ῶ ν τ ο ς κά, ἀπὸ τὶς ἐμπειρίες ποὺ ἔχουν. ῾H ἐμπειρία εἶναι ἐκείνη
(407 e). ποὺ κάνει τὴ ζωή μας νὰ προχωρῆ σύμφωνα μὲ τὴν τέχνη,
Kαὶ ὅταν λέγDης ὡς ὅτ`ω τὶς μὴ ἐπίσταται χρῆσθαι, ἐνῶ ἡ ἐμπειρία ὁδηγεῖ μὲ ὄργανο τὴν τύχη. Kαὶ στὴν κα-
κρεῖττον ἐᾶν τὴν τούτου χρῆσιν. εἰ δή τις μὴ ἐπίστα- θεμιὰ περίπτωση ἀπ’ αὐτὲς ὁ καθένας μετέχει διαφορο-
ται ὀφθαλμοῖς χρῆσθαι μηδὲ ὠσὶ μηδὲ ξύμπαντι τ`ῶ τρόπως καὶ οἱ ἄριστοι μὲ τὸν καλύτερο τρόπο.
σώματι, τούτ`ω μήτε ἀκούειν μήθ’ ὁρᾶν μήτε ἄλλην
χρείαν μηδεμίαν χρῆσθαι τ`ῶ σώματι κρεῖττον ἢ ὁπη- 89. (Πλάτωνος Σοφιστὴς 232) Σύ, παιδί μου, γιὰ ὄνομα
οῦν χρῆσθαι. καὶ δὴ καὶ περὶ τέχνην ὡσαύτως· ὅστις τῶν θεῶν, θεωρεῖς πὼς εἶναι δυνατὸ αὐτό; Mήπως ἐσεῖς
γὰρ ἂν δὴ μὴ ἐπίσταται τDῆ ἑαυτοῦ λύρDα χρῆσθαι, οἱ νέοι βλέπετε πιὸ καθαρὰ πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση
δῆλον ὡς οὐδὲ τDῆ τοῦ γείτονος, οὐδὲ ὅστις μὴ τDῆ τῶν καὶ ἐμεῖς πιὸ θολά; – Tί λὲς λοιπόν, καὶ γιατὶ τὸ λές; Δὲν
ἄλλων, οὐδὲ τDῆ ἑαυτοῦ, οὐδὲ τῶν ὀργάνων ἄλλ`ω καταλαβαίνω τὴν ἐρώτηση. – Eἶναι δυνατὸν ἕνας ἄνθρω-
οὐδὲ κτημάτων οὐδενί. καὶ τελευτDᾶ δὴ καλῶς ὁ λό- πος νὰ τὰ ξέρη ὅλα; Tότε, ξένε μου, τὸ γένος μας θὰ ἦταν
γος οὗτός σοι, ὡς ὅστις ψυχDῆ μὴ ἐπίσταται χρῆσθαι, εὐτυχισμένο.
τούτ`ω τὸ ἄγειν ἡσυχίαν τDῆ ψυχDῆ, καὶ μὴ ζῆν κρεῖττον
ἢ ζῆν πράττοντι καθ’ αὑτόν· εἰ δέ τις ἀνάγκη ζῆν εἴη, 90. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
δούλ`ω ἄμεινον ἢ ἐλευθέρ`ω διάγειν τ`ῶ τοιούτ`ω τὸν Oὔτε τὸ ἄλογο δίχως χαλινάρι, οὔτε τὸν πλοῦτο χωρὶς
βίον. φρονιμάδα εἶναι δυνατὸν νὰ χρησιμοποιήση κανεὶς μὲ σι-
γουριά.

91. ῾H ζωή, ὅπως τὸ μουσικὸ ὄργανο μὲ τὸ τέντωμα ἢ τὴ


χαλάρωση τῶν χορδῶν, κανονίζεται νἆναι γλυκειά.
224 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 225

95 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ᾽A λ κ ι β ι ά δ ο υ (146 e). 92. Πρέπει νὰ ἐπαινοῦμε ὅ,τι γίνεται ἔντεχνα.


Oὐκ οὖν φαμὲν πάλιν τοὺς πολλοὺς διημαρτηκέ-
ναι τοῦ βελτίστου, ὡς τὰ πολλά γε, οἶμαι, ἄνευ νοῦ 93. Π λ ά τ ω ν ο ς (;):
δόξDη πεπιστευκότας; Φαμὲν γάρ. Λυσιτελεῖ ἄρα τοῖς Πρέπει νὰ ἐπιμελούμαστε ἰδιαίτερα, ὅταν ἰδιαίτερα
πολλοῖς μήτε εἰδέναι μηδὲν μήτε οἴεσθαι εἰδέναι, κανεὶς ἀπὸ μᾶς ἀμελῆ τὰ ἄλλα διδάγματα, νὰ γίνη μα-
εἴπερ γε προθυμήσονται μᾶλλον πράττειν ταῦθ’ ἅττ’ θητὴς καὶ μιμητὴς τοῦ μαθήματος αὐτοῦ, πῶς δηλαδὴ ὁ
ἂν εἰδῶσιν ἢ οἰηθῶσιν εἰδέναι, πράττοντες δὲ βλά- καθένας θὰ μάθη καὶ θὰ βρῆ ποιός θὰ τὸν κάνη δυνατὸ
πτεσθαι τὰ πλείω μᾶλλον ἢ ὠφελεῖσθαι. ᾽Aληθέστατα καὶ γνώστη τοῦ νὰ ξεχωρίζη τὸν χρηστὸ ἀπὸ τὸν πονηρὸ
λέγεις. ῾OρDᾶς οὖν ὅτε γ’ ἔφην κινδυνεύειν τότε τῶν βίο καὶ νὰ προτιμᾶ ἀπὸ τὰ δυνατὰ τὰ καλύτερα, πα-
ἄλλων ἐπιστημῶν κτῆμα, ἐάν τις ἄνευ τῆς τοῦ βελτί- ντοῦ καὶ πάντα.
στου ἐπιστήμης κεκτημένος Dἦ, ὀλιγάκις μὲν ὠφελεῖν,
βλάπτειν δὲ τὰ πλείω τὸν ἔχοντα αὐτό, ἆρ’ οὐχὶ τ`ῶ 94. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἀ π ὸ τ ὸ ν K λ ε ι τ ο φ ῶ ν τ α (407 e):
ὄντι ὀρθῶς ἐφαινόμην λέγων; Kαὶ εἰ μὴ τότε, ἀλλὰ (᾽Eπίσης σὲ θαυμάζω καὶ σὲ ἐπαινῶ) καὶ ὅταν λὲς πώς,
νῦν μοι δοκεῖ, ὦ Σώκρατες. Δεῖ ἄρα καὶ πόλιν καὶ ὅταν δὲν ξέρη κανεὶς νὰ μεταχειρίζεται ἕνα πρᾶγμα, εἶναι
ψυχὴν τὴν μέλλουσαν ὀρθῶς βιώσεσθαι ταύτης τῆς καλύτερα νὰ μὴ τὸ μεταχειρίζεται· ἂν λοιπὸν κανεὶς δὲν
ἐπιστήμης ἀντέχεσθαι, ἀτεχνῶς ὥσπερ ἀσθενοῦντα ξέρει νὰ χρησιμοποιῆ τὰ μάτια του, τ’ αὐτιά του ἢ καὶ ὅλο
ἰατροῦ ἢ τινὸς κυβερνήτου τὸν ἀσφαλῶς μέλλοντα του τὸ σῶμα, αὐτὸς εἶναι καλύτερα νὰ μὴν ἀκούη οὔτε νὰ
πλεῖν. βλέπη οὔτε νὰ χρησιμοποιῆ σὲ τίποτε τὸ σῶμα του παρὰ
νὰ τὸ χρησιμοποιῆ σὲ κάτι. Kαὶ τὸ ἴδιο προφανῶς πρέπει
96 (Plat. Defin. 411 d.) Φρόνησις, δύναμις ποιητικὴ νὰ γίνεται καὶ στὴν τέχνη· ὅποιος λόγου χάρη, δὲν ξέρει
καθ’ αὑτὴν τῆς ἀνθρώπου εὐδαιμονίας· διάθεσις, νὰ χρησιμοποιῆ τὴ δική του λύρα, εἶν’ ὁλοφάνερο πὼς
καθ’ ἣν κρίνομεν τί πρακτέον καὶ τί οὐ πρακτέον· οὔτε τὴ λύρα τοῦ γείτονά του θὰ μπορεῖ νὰ χρησιμοποιῆ·
ἐπιστήμη ἀγαθῶν καὶ κακῶν· ἐπιστήμη ποιητικὴ κι’ ἐκεῖνος πάλι ποὺ δὲν ξέρει νὰ χρησιμοποιῆ τὴ λύρα
εὐδαιμονίας. τῶν ἄλλων οὔτε βέβαια καὶ τὴ δική του θὰ κατορθώση νὰ
χρησιμοποιῆ. Tὸ ἴδιο βέβαια ἰσχύει καὶ γιὰ κάθε ἄλλο
97 (Dio Chrys. Or. 74, I p. 739 Emp.) ᾽Eπίστασαί τινας ὄργανο καὶ πρᾶγμα. Kαί, ὡς γνωστόν, τελειώνεις ὡραῖα
ἤδη βλαβέντας ὑπὸ ἐχθρῶν; Πῶς γὰρ οὔ; Tί δέ; ὑπὸ αὐτὸν τὸν λόγο, τονίζοντας ὅτι: ὅποιος δὲν γνωρίζει νὰ
τῶν καλουμένων φίλων καὶ συνηθῶν ἢ καὶ ὑπὸ συγ- χρησιμοποιῆ τὴν ψυχή του, εἶναι προτιμότερο νὰ τὴν
γενῶν τινων; ἐνίους καὶ ὑπὸ τῶν ἔγγιστα, ἀδελφῶν ἢ ἀφήνη ἥσυχη καὶ νὰ μὴ ζῆ, παρὰ νὰ ζῆ κάνοντας ὅ,τι τοῦ
υἱῶν ἢ πατέρων; ῎Eγωγε πολλούς. Tίς οὖν ἡ αἰτία, δι’ κατέβει. Mά, ἂν πρέπει, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ἀναγκα-
στικὰ νὰ ζῆ, ἁρμόζει καλύτερα νὰ περνᾶ τὴ ζωή του ὡς
δοῦλος κι’ ὄχι ὡς ἐλεύθερος.

15 A
᾽ νθολόγιον A´
226 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΦΡΟΝΗΣΕΩς Γ´ 227

ἣν οὐ μόνον οἱ ἐχθροὶ τοὺς ἐχθροὺς ἀδικοῦσιν, ἀλλὰ 95. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἀ π ὸ τ ὸ ν ᾽A λ κ ι β ι ά δ η (146):


καὶ οἱ λεγόμενοι φίλοι ἀλλήλους, καὶ νὴ Δία πολλοὶ Δὲν εἴπαμε λοιπόν, ὅτι πολλοὶ πλανῶνται στὴν ἐκτί-
καὶ τῶν ὄντως ἀναγκαίων; Δῆλον ὡς ἡ κακία τῶν μηση τοῦ ἀρίστου (ἠθικῶς), ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστο, κατὰ τὴ
ἀνθρώπων, ὑφ’ ἧς ἕκαστος, οἶμαι, καὶ αὐτὸς αὐτ`ῶ γνώμη μου, γιατὶ ἐμπιστεύονται χωρὶς τὸ νοῦ σὲ ἐπιπό-
ἐστὶ βλαβερός. Πάντας ἄρα τοὺς φίλους φυλάττε- λαιες σκέψεις; – Kαὶ βέβαια εἴπαμε. – ᾽Ωφελεῖ λοιπὸν
σθαι δεῖ καὶ μὴ πιστεύειν μηδὲν μᾶλλον, κἄν φίλος ἢ τοὺς πολλοὺς οὔτε νὰ γνωρίζουν κάτι, οὔτε νὰ νομίζουν
συνήθης ἢ αἵματος ἐγγὺς εἶναι δοκDῆ; Πάντας, ὡς ὁ ὅτι γνωρίζουν, ἀφοῦ μᾶλλον θὰ σπεύσουν νὰ πράξουν
λόγος οὗτος φησίν. Oὐκ οὖν ὀρθῶς ἔγραψεν ὁ γρά- αὐτὰ ποὺ τυχὸν γνωρίζουν ἢ νομίζουν ὅτι γνωρίζουν καὶ
ψας τοῦτο τὸ ἔπος, “νᾶφε καὶ μέμνησ’ ἀπιστεῖν· μὲ τὶς πράξεις τους μᾶλλον θὰ ζημιωθοῦν παρὰ θὰ ὠφε-
ἄρθρα ταῦτα τῶν φρενῶν”; ῎Iσως ὀρθῶς. ληθοῦν. – Πολὺ σωστά. – Bλέπεις λοιπόν, ὅταν ἔλεγα, ὅτι
ἡ ἀπόκτηση καὶ τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν, ποὺ κατέχει κά-
ποιος, ὁ ὁποῖος ὅμως δὲν κατέκτησε τὴν ἐπιστήμη τοῦ
ἀρίστου, κινδυνεύει νὰ ὠφελήση ἐλάχιστα αὐτὸν ποὺ
τὶς κατέχει καὶ περισσότερο νὰ τὸν βλάψη, ἀλήθεια δὲν
σκεπτόμουν σωστά; – Kι’ ἂν τότε εἶχα ἄλλη γνώμη, πάν-
τως τώρα συμφωνῶ, Σωκράτη. – Πρέπει λοιπὸν καὶ ἡ
πόλη καὶ ἡ ψυχὴ γιὰ νὰ διάγουν σωστὰ νὰ στηριχθοῦν σ’
αὐτὴν τὴν ἐπιστήμη, ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἄρρωστος στηρί-
ζεται στὸ γιατρό, κι’ αὐτός, ποὺ θέλει νὰ ταξιδέψη σί-
γουρα, σ’ ἕναν καλὸν καραβοκύρη.

96. (Πλάτων ῾Oρισμοί 411d) ῾H φρόνηση εἶναι μιὰ δύνα-


μη αὐθύπαρκτη ποὺ δημιουργεῖ τὴν ἀνθρώπινη εὐδαιμο-
νία, μιὰ διάθεση τῆς ψυχῆς σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κρί-
νουμε τί θα πράξουμε καὶ τί ὄχι, ἐπιστήμη προσδιορι-
στικὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἐπιστήμη δημιουργικὴ
εὐδαιμονίας.

97. (Δίων Xρυσόστομος Λόγοι, 74, I, p. 739 Emp.) Γνωρί-


ζεις μερικοὺς ποὺ νὰ ἔχουν βλαφθῆ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς; –
Πῶς ὄχι; – Λοιπόν, ἀπὸ τοὺς ὀνομαζόμενους φίλους καὶ
γνώριμους ἢ ἀπὸ μερικοὺς συγγενεῖς; Mερικοὺς ἴσως καὶ
ἀπὸ τοὺς πολὺ κοντινούς, ὅπως ἀδελφούς, γιοὺς ἢ πατέ-
ρες; – ᾽Eγὼ γνωρίζω πολλούς. – Ποιὰ λοιπὸν εἶναι ἡ αἰτία

You might also like