You are on page 1of 114

IΩΆΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ

«Α Ν Θ Ο Λ Ο Γ Ι Ο Ν»
BΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΩΝ EΛΛΉΝΩΝ

Iø ¡¡√À ™Δ√μ∞π√À

«∞ ¡ £ √ § √ ° π √ ¡»

TΌΜΟς B´

Mετάφρασις: Xρ. Σ. Θεοδωράτου

Tίτλος: IΩANNOY ΣTOBAIOY «ANΘOΛOΓION»


᾽Eκδόσεις ΓEΩPΓIAΔHΣ “BIBΛIOΘHKH TΩN EΛΛHNΩN”
Mετάφρασις: ᾽Eπιτροπὴ φιλολόγων-λογοτεχνῶν ὑπὸ
τὴν διεύθυνσιν κ. Xρ. Σωτ. Θεοδωράτου
᾽Eπιμέλεια-Διορθώσεις: XPYΣANΘOΣ BAΛAΣIAΔHΣ
Στοιχειοθεσία: ΠΑΝΑΓΙΏΤΗς KΟΝΤΟΜΗΝΆς
Πνευματικὰ Δικαιώματα: © ᾽Eκδόσεις Λ. Γεωργιάδης 2004

ISBN 960-316-253-1
SET 960-316-251-5

Kεντρικὴ Διάθεσις:
Mεσολογγίου 5, AΘHNAI - Tηλ.: 210-38.13.853
Στουρνάρα 57, AΘHNAI - TK 104 32 - Tηλ.: 210-52.21.314 ΓEΩPΓIAΔHΣ
Σόλωνος 114, AΘHNAI - TK 104 32 - Tηλ.: 210-38.47.347 AΘHNAI 2005
I Ω Α Ν Ν ΟΥ Σ Τ Ο ΒΑ Ι ΟΥ IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΊΟΥ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ A Ν Θ ΟΛ Ο Γ Ι Ο Ν

ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς. Δ. ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´

1 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς. 1. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς:
᾽Aλλ’ οἱ κακῶς πράσσοντες οὐ κωφοὶ μόνον, Δὲν εἶναι μοναχὰ κουφοὶ οἱ δυστυχισμένοι·
ἀλλ’ οὐδ’ ὁρῶντες εἰσορῶσι τἀμφανῆ. μὰ κι’ ὅταν βλέπουν, δὲν διακρίνουν τὰ ὁλοφάνερα.

2 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ. 2. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ:
Tὸ μὴ εἰδέναι σε μηδὲν ὧν ἁμαρτάνεις Tὸ νὰ μὴν ξέρης τίποτ’ ἀπ’ τὰ σφάλματά σου
ἔκκαυμα τόλμης ἱκανόν ἐστι καὶ θράσους. Eἶναι προσάναμμα μεγάλο τόλμης, μὰ καὶ θράσους.

3 ῾H σ ι ό δ ο υ (Op. 210). 3. ῾H σ ι ό δ ο υ (῎Eργα 210):


῎Aφρων δ’ ὅς κε θέλ@η πρὸς κρείσσονας ἀντιφερίζειν, Mωρὸς εἶν’ ὅποιος τὰ βάζει μὲ δυνατώτερους·
νίκης τε στέρεται πρός τ’ αἴσχεσιν ἄλγεα πάσχει. τὴ νίκη χάνει καὶ ντροπὲς καὶ πόνοι τόνε βρίσκουν.

4 M ε ν ά ν δ ρ ο υ. 4. M ε ν ά ν δ ρ ο υ:
῎Aνοια θνητοῖς δυστύχημ’ αὐθαίρετον. Δυστυχία ἑκούσια εἶναι στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀσκεψία.

5 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς. 5. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς:
῾Ως δυσπέλαστον ἀμαθία κακόν. Πόσο ἀπλησίαστη συμφορὰ εἶν’ ἡ ἀμάθεια!

6 M ε ν ά ν δ ρ ο υ. 6. M ε ν ά ν δ ρ ο υ:
Tί σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτι@ᾶ; Γιατὶ τὰ βάζεις μὲ τὴν τύχη, ὅταν μόνος σου ἀδικεῖσαι;
8 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 9

7 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ Σ τ ρ α τ ι ώ τ α ι ς. 7. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ σ τ ο ὺ ς Σ τ ρ α τ ι ῶ τ ε ς:
Oὐδεὶς ξύνοιδεν ἐξαμαρτάνων πόσον Kανεὶς συναίσθηση δὲν ἔχει ὅταν κάνη λάθος·
ἁμαρτάνει τὸ μέγεθος, ὕστερον δ’ ὁρ@ᾶ. κι ὕστερα πόσο ἁμάρτησε τὸ βλέπει.

8 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 8. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Xαλεπόν γε τοιαῦτ’ ἐστὶν ἐξαμαρτάνειν, Δύσκολο εἶναι τόσο πολὺ νὰ κάνης λάθος,
ἃ καὶ λέγειν ὀκνοῦμεν οἱ πεπραχότες. ποὺ καὶ νὰ τὸ πῆς τρομάζεις, σὰν τὸ κάνης.

9 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽I ν ο ῦ ς. 9. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽I ν ώ:
Πολλοί γε θνητῶν τ\ῶ θράσει τὰς συμφορὰς Πολλοὶ ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ θράσος
ζητοῦσ’ ἀμαυροῦν κἀποκρύπτεσθαι κακά. πασχίζουνε τὶς συμφορὲς νὰ μετριάσουν
καὶ τὰ κακὰ ὅπου τοὺς βρίσκουν νὰ σκεπάσουν.
10 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ T η μ ε ν ί δ α ι ς.
᾽Aσύνετος ὅστις ἐν φόβ\ω μὲν ἀσθενής, 10. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ T η μ ε ν ί δ α ι:
λαβὼν δὲ μικρὸν τῆς τύχης φρονεῖ μέγα. A
᾽ σύνετος ὅποιος ἀδύνατος στοὺς φόβους εἶναι
κι’ ὅταν ἡ τύχη λίγο βοηθήση, παίρνει ὁ νοῦς του ἀέρα.
11. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ A ἰ ό λ \ω.
Kακῆς ἀπ’ ἀρχῆς γίνεται τέλος κακόν. 11. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ A ἴ ο λ ο ς:
A
᾽ πὸ κακὴ ἀρχὴ κακὸ γίνεται τέλος.
12. Σ α π φ ο ῦ ς π ρ ὸ ς ἀ π α ί δ ε υ τ ο ν γ υ ν α ῖ κ α.
Kατθανοῖσα δὲ κείσεαι, οὐδέποκα μναμοσύνα σέθεν 12. Σ α π φ ο ῦ ς π ρ ὸ ς γ υ ν α ῖ κ α ἀ μ ό ρ φ ω τ η:
ἔσσετ’ οὐδέποκα ὕστερον· οὐ γὰρ πεδέχεις ῥόδων Kι’ ὅταν πεθάνης καὶ θὰ κείτεσαι, δὲν θὰ ὑπάρξη
τῶν ἐκ Πιερίας· ἀλλ’ ἀφανὴς κἠν A ᾽ ίδα δόμοις οὐδέποτε μνημόσυνο γιὰ σένα. Γιατὶ δὲν γεύτηκες τὰ ρό-
φοιτάσεις πεδ’ ἀμαυρῶν νεκύων ἐκπεποταμένα. δα τῆς Πιερίας. A
᾽ λλὰ ἄγνωστη θὰ τριγυρνᾶς στοῦ ῞Aδη τὰ
παλάτια, πετώντας ἀνάμεσα στοὺς μαύρους πεθαμένους.
13. M ε ν ά ν δ ρ ο υ.
Tυφλόν τι τἀνόητον εἶναί μοι δοκεῖ. 13. M ε ν ά ν δ ρ ο υ:
῾H ἀνοησία μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι τύφλα σοβαρή.
14 X α ι ρ ή μ ο ν ο ς.
Oὐ ζῶσιν οἵ τι μὴ συνιέντες σοφόν. 14. X α ι ρ ή μ ο ν ο ς:
Δὲν ζοῦν ὅσοι ποτὲ δὲν βύζαξαν ἀπ’ τὴ σοφία.
15 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ.
Πρὶν γὰρ φρονεῖν καταφρονεῖν ἐπίστασαι. 15. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Πρὶν νἄχης γνώμη, ξέρεις νὰ καταφρονῆς τὶς ἄλλες.
10 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 11

16 A ἰ σ χ ύ λ ο υ. 16. A ἰ σ χ ύ λ ο υ:
Oὐ χρὴ ποδώκη τὸν τρόπον λίαν φορεῖν. Δὲν πρέπει νἄχουμε ἕναν τρόπο βιαστικὸ στὸ φέρσιμό
σφαλεὶς γὰρ οὐδεὶς εὖ βεβουλεῦσθαι δοκεῖ. μας.
῞Eνας ποὺ σφάλλει δὲ δείχνεται πὼς σκέφθηκε καλά.
16α ῏H βαρὺ φόρημ’ ἄνθρωπος εὐτυχῶν ἄφρων.
16α. Bαρὺ φορτίο ἀλήθεια ὁ μωρὸς σὰν εὐτυχῆ.
17 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς.
῾H δὲ μωρία 17. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς:
μάλιστ’ ἀδελφὴ τῆς πονηρίας ἔφυ. ῾H κουταμάρα, τῆς κακίας, πρὸ παντός, εἶν’ ἀδελφή.

18. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ (Bάκχαι 480):


18 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ (Bacch. 480).
Στὸν ἀμαθῆ, ὅσο σοφὰ κι’ ἂν τοῦ μιλήσης,
Δόξει τις ἀμαθεῖ σοφὰ λέγων οὐκ εὖ λέγειν.
θὰ φαίνεσαι πὼς λαθεμένα τοὖπες.

19 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 19. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Tὸ δ’ ὠκὺ τοῦτο καὶ τὸ λαιψηρὸν φρενῶν ῾H γρηγοράδα τοῦ μυαλοῦ κι’ ἡ ἀλαφράδα
εἰς πημονὰς ἔστησε πολλὰ δὴ βροτούς. πολλὲς λαχτάρες φέρνουν στοὺς ἀνθρώπους.

20 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (Iph. T. 1193). 20. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (᾽Iφιγ. ἐν Tαύροις 1193):


Θάλασσα κλύζει πάντα τἀνθρώπων κακά. ῾H θάλασσα ὅλα τὰ κακὰ τ’ ἀνθρώπου καθαρίζει.

21 A ἰ σ χ ύ λ ο ς ἐ ν Φ ρ υ ξ ί. 21. A ἰ σ χ ύ λ ο υ σ τ ο ὺ ς Φ ρ ύ γ ε ς:
........................... .................................

21α Πολλάκι τοι καὶ μωρὸς ἀνὴρ κατακαίριον 21α. Bέβαια πολλὲς φορὲς κι’ ἕνας μωρὸς μιλώντας βρί-
εἶπεν. σκει τὸ στόχο.

22 ῾H σ ι ό δ ο υ ἡ μ ε ρ ῶ ν κ α ὶ ἔ ρ γ ω ν (293). 22. ῾H σ ι ό δ ο υ ἔ ρ γ α κ α ὶ ἡ μ έ ρ α ι (293):


Kεῖνος μὲν πανάριστος, ὃς αὑτ\ῶ πάντα νοήσ@η, Eἶναι ἀπ’ ὅλους ὁ καλύτερος, αὐτὸς ποὺ ὅλα τὰ νοιώθει·
[φρασσάμενος τά κ’ ἔπειτα καὶ ἐς τέλος ἦ @ σιν ἀμείνω.] [δεύτερος ἔρχετ’ ἐκεῖνος ποὺ προβλέπει ὅσα θ’ ἀκο-
ἐσθλὸς δ’ αὖ κἀκεῖνος, ὃς εὖ εἰπόντι πίθηται. λουθήσουν
ὃς δέ κε μήτ’ αὐτὸς νοέ€η μήτ’ ἄλλου ἀκούων κι’ εἶν’ ἀγαθὸς πάλι κι’ ἐκεῖνος ὁποὺ ἀκούει ὅποιον
ἐν θυμῶ βάλληται, ὃ δ’ αὖτ’ ἀχρήιος ἀνήρ. σωστὰ μιλάει.
Aὐτὸς ποὺ οὔτ’ ὁ ἴδιος νοιώθει, οὔτε ἄλλους ἀκούει
αὐτὸς στ’ ἀλήθεια εἶν’ ἄχρηστος.
12 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 13

23 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς A ἴ α ν τ ο ς (964). 23. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς A ἴ α ς (964):


Oἱ γὰρ κακοὶ γνώμαισι τἀγαθὸν χεροῖν ῞Oσοι στριμμένοι στὰ μυαλά, ὅταν κρατᾶνε
ἔχοντες οὐκ ἴσασι πρίν τις ἐκβάλ@η. στὸ χέρι τὸ καλό, δὲν τὸ γνωρίζουν, πρὶν κάποιος τὸ
βγάλη.
24 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (Eur. Bacch. 369).
Mῶρα γὰρ μῶρος λέγει. 24. Tο ῦ α ὐ τ ο ῦ (Eὐριπίδου Bάκχαι 369):
῾O κουτὸς μονάχα κουταμάρες φαφλατίζει.
25 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ (Herc. fur. 299).
῞Hκιστα· φεύγειν σκαιὸν ἄνδρ’ ἐχθρὸν χρεών, 25. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ (῾Hρακλῆς μαινόμενος 299):
σοφοῖσι δ’ εἴκειν καὶ τεθραμμένοις καλῶς. Kαθόλου. Kαὶ χρέος σου εἶναι ν’ ἀποφεύγης
τὸν βάναυσο ἄνθρωπο τὸν μισητό,
26 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς (El. 1047). καὶ ν’ ἀκλουθᾶς τοὺς σοφοὺς καὶ καλαναθρεμμένους.
Bουλῆς γὰρ οὐδέν ἐστιν ἔχθιον κακῆς.
26. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς (᾽Hλέκτρα 1047):
27 Θ ε ό γ ν ι δ ο ς (221). Tίποτε μισητότερο ἀπ’ τὴν κακὴ τὴ σκέψη.
῞Oστις τοι δοκέει τὸν πλησίον ἴδμεναι οὐδέν,
ἀλλ’ αὐτὸς μοῦνος ποικίλα δήνε’ ἔχειν, 27. Θ ε ό γ ν ι δ ο ς (221):
κεῖνός γ’ ἄφρων ἐστὶ νόου βεβλαμμένος ἐσθλοῦ. Aὐτὸς ὅπου νομίζει πὼς οἱ γύρω του ἀγνοοῦν τὰ πάν-
ἴσως γὰρ πάντες ποικίλ’ ἐπιστάμεθα, τα,
ἀλλ’ ὃ μὲν οὐκ ἐθέλει κακοκερδί@ησιν ἕπεσθαι, κι’ ὅτι μπορεῖ μονάχος του ὅλα νὰ κατορθώνη,
τ\ῶ δὲ δολοπλοκίαι μᾶλλον ἔτ’ εἰσὶ φίλαι. αὐτὸς εἶναι βλαμένος καὶ τοῦ λείπει τὸ μυαλό του.
Mπορεῖ ὅλοι μας πολλὰ νὰ ξαίρουμε στὸ βίο,
28 M ε ν ά ν δ ρ ο υ. ὅμως ὁ ἕνας δὲν θέλει τὴ φαυλότητα ν’ ἀκολουθήση,
Eὐηθία μοι φαίνεται, Φιλουμένη, ἐνῶ ὁ ἄλλος προτιμᾶ τὴν κάθε μιὰ δολοπλοκία.
τὸ νοεῖν μὲν ὅσα δεῖ, μὴ φυλάττεσθαι δ’ ἃ δεῖ.
28. M ε ν ά ν δ ρ ο υ:
29 ᾽Eπὰν ἐν ἀγαθοῖς εὐνοούμενός τις ὢν Bλακεία φαίνεται σὲ μένα, Φιλουμένη,
ζητ@ῆ τὶ κρεῖττον ὧν ἔχει, ζητεῖ κακά. νὰ νοιώθης ὅσα πρέπει καὶ νὰ μὴ τὰ τηρῆς.

29. ῞Oταν κανεὶς ἀπολαμβάνη τ’ ἀγαθά του


καὶ ζητεῖ ἀπ’ ὅ,τι ἔχει παραπάνω, τὸ κακὸ γυρεύει.
14 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 15

30 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ. 30. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ:
Oὐκ ἂν δυναίμην μὴ στέγοντα πιμπλάναι, Δὲν θὰ μποροῦσα νὰ γεμίσω αὐτὸν ποὺ στεγανὰ δὲν
σοφοὺς ἐπαντλῶν ἀνδρὶ μὴ σοφ\ῶ λόγους. ἔχει,
ἀντλώντας σοφὰ λόγια ἀπ’ τὸν σοφὸ γιὰ μωρὸν ἄνδρα.
31 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ.
Eὖ γὰρ τόδ’ ἴσθι, κεἴ σ’ ἐλάνθανεν πάρος, 31. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
τὸ σκαιὸν εἶναι πρῶτ’ ἀμουσίας ἔχει. Mάθε το καλά, ἂν πρῶτα σοὖχε διαφύγει,
πὼς τὰ πρωτεῖα τῆς ἀμουσίας τὰ κρατὰ ἡ βαναυσότης.
32 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ A
᾽ λ ε ξ ά ν δ ρ ο υ.
῞Oθεν δὲ νικᾶν χρῆν σε, δυστυχεῖς, ἄναξ, 32. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A λ έ ξ α ν δ ρ ο ς:
ὅθεν δέ σ’ οὐ χρῆν, εὐτυχεῖς· δούλοισι γὰρ ῞Oπου εἶναι χρεία νὰ νικήσης, εἶσαι δυστυχισμένος,
τοῖς σοῖσιν ἥκεις, τοῖς δ’ ἐλευθέροισιν οὔ. βασιλιά μου, κι’ ὅπου δὲν εἶναι χρεία (νὰ νικήσης), εἶσαι
εὐτυχισμένος. Γιατὶ ἔρχεσαι στοὺς δούλους σου κι’ ὄχι
33 E ὐ π ό λ ι δ ο ς. στοὺς ἐλευθέρους.
᾽Aλλ’ ἀκούετ’ ὦ θεαταί, τἀμὰ δὲ ξυνίετε
ῥήματ’, εὐθὺ γὰρ πρὸς ὑμᾶς πρῶτον ἀπολογήσομαι, 33. E ὐ π ό λ ι δ ο ς:
ὅ τι παθόντες τοὺς ξένους μὲν λέγετε ποιητὰς σο- A
᾽ κοῦστε, θεατές, καὶ ἐλᾶτε στὰ δικά μου λόγια.
φούς· Σὲ σᾶς ἀπολογοῦμαι τώρ’ ἀμέσως πρῶτα.
ἢν δέ τις τῶν ἐνθάδ’ αὐτοῦ, μηδὲ ἓν χεῖρον φρονῶν, Tὶ πάθατε καὶ ποιητὲς σοφοὺς τοὺς ξένους λέτε;
ἐπιτιθῆται τ@ῆ ποιήσει, πάνυ δοκεῖ κακῶς φρονεῖν, A
᾽ λλ’ ἂν κανένας ἀπὸ ἐδῶ σὲ τίποτε κατώτερός τους,
μαίνεταί τε καὶ παραρρεῖ τῶν φρενῶν τ\ῶ σ\ῶ λόγ\ω. ἐπιτεθῆ στὴν ποίησή του, σᾶς φαίνεται πολὺ κακό-
ἀλλ’ ἐμοὶ πείθεσθε, πάντως μεταβαλόντες τοὺς μυαλος,
τρόπους, κι’ εἶναι γιὰ σᾶς τρελλὸς ποὺ σάλεψαν τὰ φρένα του.
μὴ φθονεῖθ’ ὅταν τις ἡμῶν μουσικ@ῆ χαίρ@η νέων. A
᾽ λλὰ ἀκοῦστε με, μὲ κάθε τρόπο ἀλλάξτε τὰ μυαλά σας
καὶ μὴ φθονῆτε, ὅταν κάποιος ἀπὸ μᾶς τοὺς νέους ἔχει
34 ῾P ι α ν ο ῦ. μόρφωση πλούσια.
῏H ἄρα δὴ μάλα πάντες ἁμαρτίνοοι πελόμεσθα
ἄνθρωποι, φέρομεν δὲ θεῶν ἑτερόρροπα δῶρα 34. P ι α ν ο ῦ:
ἀφραδέι κραδί@η. βιότοιο μὲν ὅς κ’ ἐπιδευὴς A
᾽ λήθεια εἴμαστε ὅλοι ἄνθρωποι πολὺ ἁμαρτωλοὶ
στρωφᾶται, μακάρεσσιν ἐπὶ ψόγον αἰνὸν ἰάπτει καὶ κουβαλᾶμε στὴν ἀναίσθητη καρδιά μας
ἀχνύμενος, σφετέρην δ’ ἀρετὴν καὶ θυμὸν ἀτίζει, μονόπλευρα τὰ δῶρα τῶν θεῶν. Kι’ ὅποιος περνάει
τὸ βίο του ἐνδεής, ἀγανακτεῖ καὶ πικρὰ λόγια
ἐκτοξεύει στοὺς θεούς, περιφρονώντας τὴ δική του
ἀρετὴ
16 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 17

οὐδέ τι θαρσαλέος νοέειν ἔπος, οὐδέ τι ῥέξαι καὶ τὴν καρδιά του, καὶ δὲν ἔχει θάρρος μιὰ λέξη γιὰ
ἐρριγώς, ὅθι τ’ ἄνδρες ἐχεκτέανοι παρέωσι, νὰ πῆ
καί οἱ θυμὸν ἔδουσι κατηφείη καὶ ὀιζύς. καὶ τρέμει γιὰ νὰ πράξη κάτι μπροστὰ σ’ ἐχούμενους
ὃς δέ κεν εὐοχθ@ῆσι, θεὸς δ’ ἐπὶ ὄλβον ὀπάζ@η ἀνθρώπους, καὶ τοῦ σπαράζουν τὴν καρδιὰ ἡ κατή-
καὶ πολυκοιρανίην, ἐπιλήθεται οὕνεκα γαῖαν φεια
ποσσὶν ἐπιστείβει, θνητοὶ δέ οἱ εἰσὶ τοκῆες· κι’ ἡ δυστυχία. Kι’ αὐτὸς πάλι ποὺ εὐημερεῖ κι’ ὁ θεὸς
ἀλλ’ ὑπεροπλί@η καὶ ἁμαρτωλ@ῆσι νόοιο τὸν ἀκολουθάει στὸν πλοῦτο καὶ τὴ δύναμη,
ἶσα Διὶ βρομέει, κεφαλὴν δ’ ὑπὲρ αὐχέν’ ἀνίσχει, ξεχνάει πῶς βρέθηκε πάνω στὴ γῆ καὶ τὴν πατᾶ
καί περ ἐὼν ὀλίγος, μνᾶται δ’ εὔπηχυν ᾽Aθήνην, κι’ ὅτι οἱ γονιοί του εἶναι θνητοί. A
᾽ λλ’ ἀπ’ τὴν ἔπαρση
ἠέ τιν’ ἀτραπιτὸν τεκμαίρεται οὔλυμπόνδε, καὶ τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή του βροντάει ὅπως ὁ Zεὺς
ὥς κε μετ’ ἀθανάτοισιν ἀρίθμιος εἰλαπινάζ@η. καὶ πάνω ἀπ’ τὸν αὐχένα τεντώνει τὸ κεφάλι του
ἡ δ’ ῎Aτη ἁπαλοῖσι μετατρωχῶσα πόδεσσι ἂν κι’ εἶναι μικρός. Kαὶ θέλει νύφη τὴν καλλίγραμμη
ἄκρ@ης ἐν κεφαλ@ῆσιν ἀνώιστος καὶ ἄφαντος, A
᾽ θηνᾶ
ἄλλοτε μὲν γραί@ησι νεωτέρη, ἄλλοτε δ’ αὖτε καὶ ψάχνει γιὰ κανένα μονοπάτι ποὺ στὸν ῎Oλυμπο
ὁπλοτέρ@ησι γρηῢς ἐφίσταται ἀμπλακί@ησι, βγάζει, γιὰ νὰ δειπνήση, λέει, μὲ τοὺς ἀθάνατους
Zηνὶ θεῶν κρείοντι Δίκ@η τ’ ἐπίηρα φέρουσα. μαζί.
Kι’ ἡ ῎Aτη* ποὺ τρέχει ἐδῶ κι’ ἐκεῖ ἀλαφροπόδα,
35 M ε ν ά ν δ ρ ο υ. ἀπάν’ ἀπ’ τὰ κεφάλια ἀπροσδόκητη, κι’ ἀόρατη,
Oὐκ ἔστ’ ἀνοίας οὐδέν, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τολμηρότερον. ἐπιστατεῖ στὰ σφάλματά μας τὰ παλιὰ σὰν νιότερη
καὶ σὰν γριὰ στὰ νιότερα καὶ δῶρα φέρνει
36 ῾H σ ι ό δ ο υ (Scut. 92). στὸ Δία τὸν ἄρχοντα τῶν θεῶν καὶ στὴ θεὰ τὴ Δίκη.
Σχέτλιος, ἦ που πολλὰ μετεστοναχίζετ’ ὀπίσσω,
ἣν ἄτην ἀχέων, ἣ δ’ οὐ παλινάγρετός ἐστιν. 35. M ε ν ά ν δ ρ ο υ:
Tίποτε πιό τολμηρὸ ἀπ’ τὴ βλακεία δὲν εἶναι.

36. ῾H σ ι ό δ ο υ (᾽Aσπὶς 92):


A
᾽ ξιολύπητος ἐκεῖνος ποὺ γιὰ περασμένη συμφορὰ
συνεχῶς θλίβεται κι’ ἀναστενάζει,
ἀφοῦ καμμιὰ γιατρειὰ δὲν παίρνει.

* ῎Aτη καὶ ῎Aτα, κατωτέρα θεά, ποὺ ἐμπνέει τὴν μανία καὶ προκαλεῖ
σάλον φρενῶν, γιὰ νὰ φέρη στὸν ἄνθρωπο τὴν καταστροφή. ᾽Eθεωρεῖτο
ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ὄργανο τοῦ Διὸς καὶ τῆς Δίκης [Δικαιοσύνης].

2 A
᾽ νθολόγιον B´
18 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 19

37 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς ᾽A λ ε ά δ α ι ς. 37. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς ᾽A λ ε ά δ α ι:
᾽Eνταῦθα μέντοι πάντα τἀνθρώπων νοσεῖ, ᾽Eκεῖ βέβαια ὅλα τ’ ἀνθρώπινα νοσοῦν,
κακοῖς ὅταν θέλωσιν ἰᾶσθαι κακά. ὅπου τὸ κακὸ μὲ τὸ κακὸ γιατρεύουν.

38 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 38. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Tαῦτ’ ἐστὶν ἄλγιστ’, ἢν παρὸν θέσθαι καλῶς Tὸν πιὸ μεγάλο πόνο φέρνει τοῦτο:
αὐτός τις αὐτ\ῶ τὴν βλάβην προσθ@ῆ φέρων. ὅταν κανεὶς ἐνῶ μποροῦσε κάτι σὲ καλὸ νὰ φέρη τέλος,
ὁ ἴδιος μὲ τὰ χέρια του βλάπτει τὸν ἑαυτό του.
39 M ε ν ά ν δ ρ ο υ.
῾O μὴ φέρων γὰρ εὖ τι τῶν ἐν τ\ῶ βί\ω 39. M ε ν ά ν δ ρ ο υ:
ἀγαθῶν, ἀλόγιστός ἐστιν, οὐχὶ μακάριος. ῞Oποιος τ’ ἀγαθὰ ποὺ ἔχει στὴ ζωή του,
δὲν εἶναι ἱκανὸς καλὰ νὰ τὰ βαστάη,
40 M ε ν ά ν δ ρ ο υ Θ ε τ τ ά λ η. μωρὸς κι’ ὄχι μακαρισμένος εἶναι.
Mικρά γε πρόφασίς ἐστι τοῦ πρᾶξαι κακῶς.
40. M ε ν ά ν δ ρ ο υ Θ ε τ τ ά λ η:
41 Φ ι λ ή μ ο ν ο ς. Mικρὴ ἀφορμὴ χρειάζεται νὰ δυστυχήσης.
᾽Eπὰν ὁ νοῦς @ἦ μὴ καθεστηκώς τινι,
οὐκ ἔστ’ ἀκούειν οὐδὲν αὐτὸν οὐδ’ ὁρᾶν. 41. Φ ι λ ή μ ο ν ο ς:
῞Oταν κανεὶς δὲν ἔχη μαζεμένο τὸ μυαλό του,
42 ᾽E π ι χ ά ρ μ ο υ. τίποτ’ αὐτὸς δὲν εἰμπορεῖ οὔτε ν’ ἀκούη οὔτε νὰ βλέπη.
Nοῦς ὁρ@ῆ καὶ νοῦς ἀκούει.
42. ᾽E π ι χ ά ρ μ ο υ:
43 K ε ρ κ ί δ ο υ. Tὸ μυαλὸ βλέπει καὶ τὸ μυαλὸ ἀκούει.
Πῶς κεν ἴδοιεν τὰν σοφίαν πέλας ἑστακυῖαν
ἀνέρες, ὧν τὸ κέαρ 43. K ε ρ κ ί δ ο υ:
παλῶ σέσακται καὶ δυσεκνίπτω τρυγός; Πῶς νὰ ἰδοῦν τὴ σοφία ποὺ στέκει κοντά τους ἄν-
θρωποι,
44 Π α ρ ο ι μ ί α. ὁποὺ ἡ καρδιά τους εἶναι φορτωμένη
῎Oνος λύρας ἤκουε καὶ σάλπιγγος ὗς. μὲ πηλὸ καὶ μούργα, ποὺ ποτὲ δὲν καθαρίζει;

44. Π α ρ ο ι μ ί α:
῎Aκουγε ὁ γάιδαρος τὴ λύρα
καὶ τὴ σάλπιγγα ὁ χοῖρος.
20 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 21

45 Θ ε ό γ ν ι δ ο ς (693). 45. Θ ε ό γ ν ι δ ο ς (693):


Πολλούς τοι κόρος ἄνδρας ἀπώλεσεν ἀφραίνοντας· Πολλούς, ποὺ ἀνοηταίνουν, τοὺς κατέστρεψε ὁ κόρος!
γνῶναι γὰρ χαλεπὸν μέτρον, ὅτ’ ἐσθλὰ παρ@ῆ. ῞Oταν τ’ ἀγαθὰ μπροστά μας, εἶναι δύσκολο τὸ μέτρο!

46 ῾P η γ ί ν ο υ ἐ κ τ ο ῦ π ε ρ ὶ φ ι λ ί α ς. 46. P η γ ί ν ο υ ἀ π ὸ τ ὸ π ε ρ ὶ φ ι λ ί α ς:
Kαθάπερ τὸ τοῦ ἡλίου φῶς οὐκ ἔστι θεάσασθαι ῞Oπως δὲν μπορεῖ κανεὶς μὲ ἀδύνατο καὶ ἀσθενικὸ μά-
ἀσθενεῖ καὶ ἀδυνάτ\ω τ@ῆ ὄψει, οὕτω καὶ ἔτι μᾶλλον τι νὰ ἰδῆ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ἔτσι καὶ περισσότερο δὲν
τὴν ἀλήθειαν οὐκ ἔστιν ἰδεῖν ἀσθενεῖ καὶ ἀδυνάτ\ω τ@ῆ μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀντικρύση τὴν ἀλήθεια μὲ ἀσθενικὴ καὶ
διανοί@α. ἀδύνατη διάνοια.

47 K ο ρ ν η λ ι α ν ο ῦ κ α τ ὰ B ε ρ ο ν ί κ η ς. 47. K ο ρ ν η λ ι α ν ο ῦ κ α τ ὰ B ε ρ ο ν ί κ η ς:
A
᾽ λλ’ ὅμως τὰ μεγάλα ταῦτα καὶ δεινὰ ὡμολόγει αὐτὴ ῾Ωστόσο τὰ μεγάλα αὐτὰ καὶ τὰ φοβερὰ τὰ ὁμολογοῦσε
καθ’ αὑτῆς. τοῦτο γὰρ αὐτῶν καὶ μόνον τ@ῆ προαιρέσει εἰς βάρος της ἡ ἴδια. A ᾽ π’ ὅλα αὐτά, μόνον αὐτὸ εἶναι καλὸ
πρόσεστιν ἀγαθόν, ὅπερ ἐστὶ μέγιστον τῶν κακῶν, ὅτι γιὰ τὴν προαίρεση, πράγμα ποὺ εἶναι καὶ τὸ μέγιστο κα-
περὶ ὧν πράττουσι κακῶς καὶ παρρησιάζονται. κό, ὅτι δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ μιλοῦνε ἐλεύθερα καὶ
μὲ θράσος γιὰ ὅσα κακὰ κάνουν.
48 ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς B ο υ σ ί ρ ι δ ι (p. 221).
Γιγνώσκω μὲν οὖν ὅτι τοῖς πλείστοις τῶν νουθε- 48. ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς B ο ύ σ ι ρ ι ς (221):
τουμένων ἔμφυτόν ἐστι, μὴ πρὸς τὰς ὠφελείας ἀπο- Γνωρίζω ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ νουθε-
βλέπειν, ἀλλὰ τοσούτ\ω χαλεπώτερον ἀκούειν τῶν τοῦνται, εἶναι φυσικὸ νὰ μὴ ἀποβλέπουν στὰ ὠφελήματα,
λεγομένων, ὅσ\ω περ ἄν τις αὐτῶν ἀκριβέστερον ἐξε- ἀλλὰ ν’ ἀκοῦνε τόσο πιὸ δύσκολα τὶς νουθεσίες, ὅσο κα-
τάζ@η τὰς ἁμαρτίας. νεὶς πιὸ λεπτομερῶς τοὺς ἐρευνᾶ τὰ λάθη.

49 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ Φ α ί δ ω ν ο ς (89 c). 49. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὸ ν Φ α ί δ ω ν α (89 c):


᾽Aλλὰ πρῶτον μὲν εὐλαβηθῶμεν τὶ πάθος μὴ πά- A
᾽ λλὰ πρῶτα ἂς φυλαχθοῦμε νὰ μὴν πάθουμε κάποιο
θωμεν. τὸ ποῖον; ἦν δ’ ἐγώ. μὴ γενώμεθα, ἦ δ’ ὅς, μι- πάθημα. – Ποιό; εἶπα ἐγώ. – Nὰ μὴ γίνωμε «μισολόγοι»,
σολόγοι, ὥσπερ οἱ μισάνθρωποι γιγνόμενοι· ὡς οὐκ εἶπε, αὐτός, ὅπως αὐτοὶ ποὺ γίνονται μισάνθρωποι. Γιατὶ
ἔστιν, ἔφη, ὅ τι ἄν τις μεῖζον τούτου κακὸν πάθοι ἢ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο κακό, εἶπε, ἀπ’ τὸ νὰ μισήση κα-
λόγους μισήσας. γίγνεται δὲ ἐκ τοῦ αὐτοῦ τρόπου μι- νεὶς τοὺς λόγους (τὰ ἐπιχειρήματα). Kαὶ γεννᾶται κατὰ
σολογία τε καὶ μισανθρωπία· ἥ τε γὰρ μισανθρωπία τὸν ἴδιο τρόπο ἡ μισολογία καὶ ἡ μισανθρωπία. Γιατὶ ἡ
ἐνδύεται ἐκ τοῦ σφόδρα τινὶ πιστεῦσαι ἄνευ τέχνης μισανθρωπία φυτρώνει, ὅταν πιστέψη κανεὶς σφόδρα
καὶ ἡγήσασθαι παντάπασί γε ἀληθῆ εἶναι καὶ ὑγιῆ καὶ ἄκριτα σὲ κάποιον, καὶ νομίση ὅτι εἶναι καθ’ ὁλοκλη-
καὶ πιστὸν τὸν ἄνθρωπον, ἔπειτα ὀλίγον ὕστερον ρίαν ἀληθὴς καὶ ὑγιὴς καὶ πιστὸς ὁ ἄνθρωπος, κι’ ὕστερ’
εὑρεῖν τοῦτον πονηρόν τε καὶ ἄπιστον, καὶ αὖθις ἀπὸ λίγο νὰ τὸν εὕρη κακὸν καὶ ἄπιστον καὶ πάλι ἀλλοι-
22 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 23

ἕτερον. καὶ ὅταν τοῦτο πολλάκις πάθ@η τις καὶ ὑπὸ ώτικον. Kαὶ ὅταν αὐτὸ τὸ πάθη πολλὲς φορὲς καὶ μάλι-
τούτων μάλιστα οὓς ἂν ἡγήσαιτο οἰκειοτάτους καὶ στα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τοὺς θεωροῦσε καταδικούς του
ἑταιροτάτους, τελευτῶν δὲ θαμὰ προσκρούων μισεῖ καὶ στενώτατους φίλους, στὸ τέλος ὕστερ’ ἀπὸ πολλὲς
τε πάντας καὶ ἡγεῖται οὐδενὸς οὐδὲν ὑγιὲς εἶναι. ἦ ἀπογοητεύσεις μισεῖ τοὺς πάντες καὶ νομίζει, ὅτι σὲ κανέ-
οὐκ ἤσθησαι σὺ οὕτω τοῦτο γιγνόμενον; πάνυ γε, ἦν ναν ἄνθρωπο δὲν ὑπάρχει τίποτε τὸ ὑγιές. A ᾽ λήθεια δὲν
δ’ ἐγώ. οὐκ οὖν, ἦ δ’ ὅς, αἰσχρόν, καὶ δῆλον ὅτι ἄνευ ἀντιλαμβάνεσαι, ὅτι ἔτσι γίνεται αὐτό; – Kαὶ βέβαια, τοῦ
τέχνης τῆς περὶ τὰ ἀνθρώπεια ὁ τοιοῦτος χρῆσθαι εἶπα. – Δὲν εἶναι λοιπὸν αἰσχρό, εἶπε αὐτός, καὶ φανερό,
ἐπεχείρει τοῖς ἀνθρώποις; εἰ γάρ που μετὰ τέχνης ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐπιχειροῦσε νὰ ἐπικοινωνῆ μὲ
ἐχρῆτο, ὥσπερ ἔχει, οὕτως ἂν ἡγήσατο, τοὺς μὲν τοὺς ἀνθρώπους χωρὶς τὴ γνώση τὴ σχετικὴ μὲ τοὺς
χρηστοὺς καὶ πονηροὺς ὀλίγους εἶναι σφόδρα ἑκατέ- ἀνθρώπους; Γιατὶ ἂν τοὺς συναναστρεφόταν μὲ γνώση,
ρους, τοὺς δὲ μεταξὺ τοὺς πλείστους. θὰ τοὺς εὕρισκε τέτοιους ποὺ εἶναι, θὰ διαπίστωνε, ὅτι
οἱ χρηστοὶ καὶ οἱ κακοὶ εἶναι πάρα πολὺ λίγοι, ἐνῶ οἱ
50 ᾽E ν τ α υ τ \ῶ (91 a). ἐνδιάμεσοι ἀποτελοῦν τὴ μεγίστη πλειοψηφία.
῾Ως κινδυνεύω ἐγὼ ἐν τ\ῶ παρόντι περὶ αὐτοῦ τού-
του οὐ φιλοσόφως ἔχειν, ἀλλ’ ὥσπερ οἱ πάνυ ἀπαί- 50. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο ν (91 α):
δευτοι φιλονείκως. καὶ γὰρ ἐκεῖνοι ὅταν περί του Γιατὶ ἐγὼ ἐδῶ κινδυνεύω νὰ μὴ φέρωμαι ἐν προκει-
ἀμφισβητῶσιν, ὅπη μὲν ἔχει περὶ ὧν ἂν ὁ λόγος @ἦ, οὐ μένω ὅπως ἁρμόζει σὲ φιλόσοφο, ἀλλὰ ὅπως ἁρμόζει
φροντίζουσιν· ὅπως δὲ ἃ αὐτοὶ ἔθεντο ταῦτα δόξει στοὺς πολὺ ἀμόρφωτους ποὺ φιλονεικοῦν. Γιατὶ ἐκεῖνοι
τοῖς παροῦσι, τοῦτο προθυμοῦνται. ὅταν προκύψη κάποια ἀμφισβήτηση, δὲν προσέχουν πῶς
ἔχει τὸ πρᾶγμα, ποὺ συζητεῖται· ἀλλ’ ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον
51 Δ η μ ο σ θ έ ν ο υ ς. τους ἐξαντλεῖται στὸ πῶς θὰ ἀποδεχθοῦν οἱ παρόντες
Δημοσθένης ὁ ῥήτωρ θεασάμενός τινα δημαγωγὸν τὴν ἄποψη τὴ δική τους ἐπάνω στὸ θέμα ποὺ ἀμφισβη-
ἀφυῆ μέγα βοῶντα ἔφη “ἀλλ’ οὐ τὸ μέγα εὖ ἐστι, τὸ τεῖται καὶ θὰ βγοῦν νικηταί.
δὲ εὖ μέγα”.
51. Δ η μ ο σ θ έ ν ο υ ς:
῾O Δημοσθένης ὁ ρήτωρ, βλέποντας κάποιο ἀνόητο πο-
λιτικὸ ἡγέτη νὰ κραυγάζη μεγαλοφώνως, εἶπε: «Tὸ μεγά-
λο δὲν εἶναι καὶ καλό· τὸ καλὸ εἶναι μεγάλο».
24 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 25

52 K ρ ά τ η τ ο ς. 52. K ρ ά τ η τ ο ς:
Kράτης ἀπείκαζε τοὺς ἀνοήτους τῶν ἀνθρώπων ῾O Kράτης παρομοίαζε τοὺς ἀνοήτους ἀνθρώπους μὲ
τοῖς τρυπάνοις· ἄνευ γὰρ δεσμοῦ καὶ ἀνάγκης μηδὲν τὰ τρυπάνια.* Xωρὶς δέσιμο καὶ ἀνάγκη δὲν εἶναι σὲ θέση
ἐθέλειν τῶν δεόντων ποιεῖν. νὰ κάνουν τίποτε ἀπ’ ὅσα πρέπει.

53 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. 53. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
᾽Aνθρώποισι κακὰ ἐξ ἀγαθῶν φύεται, ἐπήν τις τἀ- Στοὺς ἀνθρώπους πηγάζουν κακὰ ἀπὸ τὰ ἀγαθά, ὅταν
γαθὰ μὴ ἐπίστηται ποδηγετέειν μηδὲ ὀχέειν εὐπό- κανεὶς δὲν ξαίρει νὰ ποδηγετῆ τὰ ἀγαθὰ καὶ νὰ τὰ κρατῆ
ρως. μὲ ἄνεση.

54 B ί ω ν ο ς. 54. B ί ω ν ο ς:
Bίων ἔλεγε τοὺς γραμματικοὺς ζητοῦντας περὶ τῆς ῾O Bίων ἔλεγε ὅτι οἱ γραμματικοὶ ποὺ διερευνοῦσαν
᾽Oδυσσέως πλάνης μὴ ἐξετάζειν τὴν ἰδίαν, μηδὲ κα- τὴν «πλάνη» (περιπλάνηση) τοῦ ᾽Oδυσσέως, δὲν ἐρευνοῦ-
θορᾶν ὅτι καὶ ἐν αὐτ\ῶ τούτ\ω πλανῶνται, πονοῦντες σαν τὴν δική τους πλάνη, οὔτε ἔβλεπαν ὅτι ἔκαναν λάθος
περὶ τὰ μηδὲν χρήσιμα. στὸν ἴδιο τους τὸ στόχο, ὅταν κοπίαζαν γιὰ τὰ ἐντελῶς
ἄχρηστα πράγματα.
55 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ K λ ε ι τ ο φ ῶ ν τ ο ς
(407 e). 55. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὸ ν K λ ε ι τ ο φ ῶ ν τ α (407 e):
Kαὶ ὁπόταν αὖ φ@ῆς τοὺς ἀσκοῦντας μὲν τὰ σώμα- Kι’ ἂν πῆς πάλι γιὰ ὅσους ἀσκοῦν τὰ σώματά τους καὶ
τα, τῆς δὲ ψυχῆς ἠμεληκότας, ἕτερόν τι πράττειν τοι- παραμελοῦν τὴν ψυχή τους, ὅτι κάνουν κάτι ἄλλο, ἕνα
οῦτον, τοῦ μὲν ἄρξοντος ἀμελεῖν, περὶ δὲ τὸ ἀρξόμε- τέτοιο περίπου· δηλαδὴ παραμελοῦν ἐκεῖνο τὸ μέρος
νον ἐσπουδακέναι. ποὺ πρόκειται νὰ «ἄρξη» καὶ δείχνουν μεγάλη φροντίδα
γιὰ τὸ μέρος ποὺ πρόκειται νὰ «ἄρχεται».
56 ῾H ρ α κ λ ε ί τ ο υ.
Kακοὶ γίνονται ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα ἀφρόνων ἀν- 56. ῾H ρ α κ λ ε ί τ ο υ:
θρώπων ψυχὰς βαρβάρους ἐχόντων. Kακὰ γίνονται καὶ τὰ μάτια καὶ τ’ αὐτιὰ τῶν ἀνοήτων
ἀνθρώπων, ποὺ ἔχουν βάρβαρες ψυχές.
57 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς.
῾O μὲν δειλὸς τῆς πατρίδος, ὁ δὲ φιλόδοξος τῆς 57. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
πατρ\ώ ας οὐσίας ἐστὶ προδότης. ῾O δειλὸς εἶναι προδότης τῆς πατρίδος καὶ ὁ φιλόδοξος
τῆς πατρικῆς περιουσίας.

* Tρύπανα· μεταφορικῶς οἱ ἀνόητοι ποὺ δὲν κάνουν τίποτε χωρὶς


καθοδήγηση.
26 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 27

58 Oἱ δραπέται κἂν μὴ διώκωνται φοβοῦνται, οἱ δὲ 58. Oἱ δραπέτες φοβοῦνται, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν καταδιώ-
ἄφρονες κἂν μὴ κακῶς πράττωσι ταράττονται. κονται καὶ οἱ ἄφρονες ταράζονται κι’ ὅταν δὲν δυστυχοῦν.

59 ᾽Eν μὲν ταῖς μέθαις παροινοῦσιν, ἐν δὲ ταῖς ἀτυ- 59. Στὰ συμπόσια οἱ ἀνόητοι γίνονται παραοινικοί (με-
χίαις παρανοοῦσιν οἱ ἀνόητοι. θοῦν), στὶς ἀτυχίες γίνονται παρανοϊκοί.

60 Oὔθ’ οἱ ἄμουσοι τοῖς ὀργάνοις οὔθ’ οἱ ἀπαίδευ- 60. Oὔτε οἱ ἄμουσοι μποροῦν νὰ συντονιστοῦν μὲ τὰ
τοι ταῖς ἀτυχίαις δύνανται συναρμόσασθαι. ὄργανα, οὔτε οἱ ἀμόρφωτοι μὲ τὶς ἀτυχίες.

61 T\ῶ τῶν ἀπαιδεύτων βί\ω καθάπερ ὑποκριτ@ῆ πολ- 61. Στὴ ζωὴ τῶν ἀμορφώτων, ὅπως στὸν ἠθοποιό, πολλὰ
λὰ τύφου μετεκδύματα παράκειται. ἀποφόρια ἀλαζονείας βρίσκονται δίπλα τους.

62 Tοῖς ἄφροσιν ὥσπερ τοῖς παιδίοις μικρὰ πρόφα- 62. Στοὺς ἀνόητους, ὅπως στὰ παιδιά, εἶναι ἀρκετὴ μιὰ
σις εἰς τὸ κλαίειν ἱκανή. μικρὴ ἀφορμὴ γιὰ νὰ κλαῖνε.

63 Oἱ μὲν ξένοι ἐν ταῖς ὁδοῖς, οἱ δὲ ἀπαίδευτοι ἐν 63. Oἱ ξένοι χάνονται στοὺς δρόμους καὶ οἱ ἀμόρφωτοι
τοῖς πράγμασι πλανῶνται. πελαγώνουν στὴν πρακτικὴ ζωή.

64 Tαυτόν ἐστιν ἀρρωστοῦντι φορτίον ἀναθέσθαι 64. Eἶναι τὸ ἴδιο νὰ ἀναθέσης φορτίο σὲ ἄρρωστο καὶ
καὶ ἀπαιδεύτοις εὐτυχίαν. εὐτυχία σὲ ἀμόρφωτο.

65 Oὔτε πλέοντας παρὰ τόπον ὁρμεῖν ἀσφαλές, 65. Oὔτε ὅσους πλέουν σὲ ἄγνωστο πέλαγος εἶναι ἀκίν-
οὔτε ζῶντας παρὰ νόμον βιοῦν ἀκίνδυνον. δυνο νὰ πιάσουν κάποιον ὅρμο, οὔτε σὲ ὅσους ζοῦν πα-
ράνομα εἶναι ἀκίνδυνη ἡ διαβίωση.
66 ῾O μὲν Πρωτεὺς τ@ῆ μορφ@ῆ, ὁ δ’ ἀπαίδευτος τ@ῆ
ψυχ@ῆ παρ’ ἕκαστον ἀλλοιοῦται. 66. ῞Oπως ὁ Πρωτεὺς στὴ μορφὴ ἔτσι καὶ ὁ ἀμόρφωτος
στὴν ψυχὴ ἀλλάζουν κάθε φορά.
67 Πολλοὺς ὥσπερ ἀσθενοῦντας οὕτω καὶ εὐτυ-
χοῦντας τὸ πλῆθος τῶν παρακειμένων λυπεῖ. 67. Πολλούς, ὅπως ὅταν εἶναι ἀδύνατοι, ἔτσι κι’ ὅταν εἶναι
εὐτυχεῖς, τὸ πλῆθος ποὺ τοὺς περιβάλλει, τοὺς ἐνοχλεῖ.
28 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 29

68 Φίλιππος τοὺς ᾽Aθηναίους εἴκαζε τοῖς ἑρμαῖς ὡς 68. ῾O Φίλιππος παρομοίαζε τοὺς A ᾽ θηναίους μὲ τοὺς
στόμα μόνον ἔχουσι καὶ αἰδοῖα μεγάλα. «ἑρμᾶς»* ποὺ ἔχουν μόνο στόμα καὶ γεννητικὰ ὄργανα με-
γάλα.
69 Δ η μ ά δ ο υ.
Δημάδης τοὺς ᾽Aθηναίους εἴκαζεν αὐλοῖς, ὧν εἴ τις 69. Δ η μ ά δ ο υ:
ἀφέλοι τὴν γλῶτταν τὸ λοιπὸν οὐδέν ἐστι. ῾O Δημάδης παρομοίαζε τοὺς A ᾽ θηναίους μὲ φλογέρες,
ἀπὸ τὶς ὁποῖες, ἂν κανεὶς ἀφαιρέση τὸ γλωσσίδι, τὸ ὑπό-
70 Θεόκριτος γραμματοδιδασκάλ\ω φαύλως ἀναγι- λοιπο εἶναι ἄχρηστο.
νώσκοντι προσελθὼν εἶπε “διὰ τί γεωμετρεῖν οὐ δι-
δάσκεις;” τοῦ δ’ εἰπόντος ὅτι οὐκ οἶδα, “καὶ τί τοῦτ’;” 70. ῾O Θεόκριτος σ’ ἕνα γραμματοδιδάσκαλο, ποὺ διάβα-
εἶπεν· “οὐδὲ γὰρ ἀναγινώσκειν”. ζε ἀπαίσια, ἦρθε καὶ τοῦ λέει: «Γιατὶ δὲν διδάσκεις γεω-
μετρία;» Kι’ ὅταν ἐκεῖνος τοῦ ἀποκρίθηκε: «Δὲν ξέρω».
71 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. «Kαὶ τί μ’ αὐτό;» τοῦ εἶπε. «ἀφοῦ δὲν ξέρεις οὔτε νὰ δια-
Eἴδωλα ἐσθῆτι καὶ κόσμ\ω διαπρεπέα πρὸς θεω- βάζης».
ρίην, ἀλλὰ καρδίης κενεά.
71. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
72 Λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γενν@ᾶ. Oἱ εἰκονικὲς μορφὲς εἶναι καλὲς γιὰ νὰ διακοσμοῦν τὸ
ἔνδυμα γιὰ φιγούρα, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ψυχή.
73 A᾽ νοήμονες ῥυσμοῦνται τοῖσι τῆς τύχης κέρδεσι,
οἱ δὲ τῶν τοιῶνδε δαήμονες τοῖσι τῆς σοφίης. 72. ῾H λήθη τῶν δικῶν σου ἐλαττωμάτων γεννᾶ τὸ θράσος.

74 Tὸ χρ@ῆζον οἶδεν ὁκόσον χρ@ήζει, ὁ δὲ χρ@ήζων οὐ 73. Oἱ ἀνόητοι ρυθμίζουν τὰ κατ’ αὐτοὺς μὲ τὰ κέρδη τῆς
γινώσκει. τύχης, ἐνῶ οἱ γνῶστες τῶν πραγμάτων μὲ τὴν σοφία.

75 ᾽Aνοήμονες τὸ ζῆν ὡς στυγέοντες ζῆν ἐθέλουσι 74. Tὸ χρήσιμο ξέρει πόσο εἶναι ἀναγκαῖο· αὐτὸς ποὺ τὸ
δείματι ἀίδεω. χρειάζεται ὅμως δὲν τὸ ξέρει.

75. Eἶναι ἀνόητοι αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ ζοῦν μιὰ ζωὴ μι-
σητὴ μόνο καὶ μόνο ἀπ’ τὸ φόβο τοῦ θανάτου.

* ῾Eρμαῖ: τετράγωνες στῆλες ποὺ στὸ ἄνω μέρος κατέληγαν σὲ ὁμοίω-


μα τοῦ θεοῦ ῾Eρμῆ. Στὰ πλευρὰ τῶν στηλῶν αὐτῶν ἦταν ἀνάγλυφα τὰ
σύμβολα τοῦ θεοῦ, ὁ φ α λ λ ὸ ς καὶ τὸ K η ρ ύ κ ε ι ο ν.
30 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 31

76 ᾽Aνοήμονες βιοῦσιν οὐ τερπόμενοι βιοτ@ῆ. 76. Oἱ ἀνόητοι ζοῦν, χωρὶς νὰ χαίρωνται τὴ ζωή.

77 ᾽Aνοήμονες νεότητος ὀρέγονται, οὐ τερπόμενοι δὲ 77. Oἱ ἀνόητοι ἐπιθυμοῦν τὰ νιᾶτα, ἀλλὰ δὲν εὐχαρι-
νεότητι. στοῦνται μὲ τὰ νιᾶτα.

78 ᾽Aνοήμονες τῶν ἀπεόντων ὀρέγονται, τὰ δὲ παρε- 78. Oἱ ἀνόητοι ἐπιθυμοῦν τὰ ἀνύπαρκτα, ἐνῶ τὰ παρόν-
όντα καὶ παρ\ω χημένων κερδαλεώτερα ἐόντα ἀμαλ- τα, ποὺ εἶναι καὶ πιὸ ἐπικερδῆ ἀπὸ τὰ παρελθόντα, τ’
δύνουσιν. ἀφήνουν νὰ ἐξασθενήσουν.

79 ῎Aνθρωποι τὸν θάνατον φεύγοντες διώκουσι 79. Oἱ ἄνθρωποι, ἀποφεύγοντας τὸν θάνατο, τὸν ἐπιζη-
[ζωῆς ὀρέγονται γήραος θάνατον δεδοικότες]. τοῦν· [ἀγαποῦν τὴ ζωὴ στὰ γεράματα, ἐπειδὴ φοβοῦνται
τὸ θάνατο].
80 ᾽Aνοήμονες οὐδὲ ἓν μανθάνουσι ἐν ὅλ@η τ@ῆ βιοτ@ῆ.
80. Oἱ ἀνόητοι δὲν μαθαίνουν τίποτε σ’ ὅλη τους τὴ ζωή.
81 ᾽Aνοήμονες θάνατον δεδοικότες γηράσκειν ἐθέ-
λουσι. 81. Oἱ ἀνόητοι, ἐπειδὴ φοβοῦνται τὸ θάνατο, θεληματικὰ
γεράζουν.
82 Δόξα καὶ πλοῦτος ἄνευ ξυνέσιος οὐκ ἀσφαλέα
κτήματα. 82. ῾H δόξα καὶ ὁ πλοῦτος χωρὶς σύνεση δὲν εἶναι ἀπο-
κτήματα ἀσφαλῆ.
83 Πολλοὶ πολυμαθέες νόον οὐκ ἔχουσι.
83. Πολλοὶ πολυμαθεῖς μυαλὸ δὲν ἔχουν.*
84 Δ ι ο γ έ ν η ς.
᾽Eπεὶ δὲ ἐν τ@ῆ στο@ᾶ ἀνάπαλιν περιπατοῦντος 84. Δ ι ο γ έ ν η ς:
αὐτοῦ ἐγέλων τινές, “εἶτ’ οὐκ αἰσχύνεσθε” εἶπεν ᾽Eπειδή, ὅταν ἔκανε ἀνάστροφες βόλτες στὴ στοά, με-
“ὑμεῖς τὴν ἐν τ\ῶ βί\ω ὁδὸν ἀνάπαλιν πορευόμενοι, ρικοὶ τὸν περιγελοῦσαν, τοὺς λέει: «Δὲν ντρέπεσθε, ἐσεῖς,
ἐμοῦ τὴν ἐν τ\ῶ περιπατεῖν κατεγνωκότες;” ποὺ περιπατᾶτε ἀνάστροφα τὸ δρόμο τῆς ζωῆς, νὰ κατη-
γορῆτε ἐμένα γιὰ τὴν ἀνάστροφη βόλτα μου στὸ δρόμο;».
85 Σωκράτης ἰδὼν μειράκιον πλούσιον καὶ ἀπαί-
δευτον “ἰδοὺ” ἔφη “χρυσοῦν ἀνδράποδον”. 85. ῾O Σωκράτης βλέποντας ἕνα πιτσιρῖκο πλούσιο καὶ
ἀμόρφωτο εἶπε: «Nὰ ἕνα χρυσὸ ἀνδράποδο».

* ῾O φιλόσοφος ῾Hράκλειτος ἔλεγε πὼς πρέπει νὰ ἔχη κανεὶς «πολυ-


νοΐην» καὶ ὄχι «πολυμαθίην».
32 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 33

86 Διογένης ἔλεγε τοὺς ἀνθρώπους τὰ μὲν πρὸς τὸ 86. ῾O Διογένης ἔλεγε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὅτι πορίζονται
ζῆν πορίζεσθαι, τὰ δὲ πρὸς τὸ εὖ ζῆν οὐ πορίζεσθαι. τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὰ πρὸς τὸ εὖ ζῆν.

87 ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς. 87. ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς:
᾽Aριστοτέλης τοὺς τὰ ἐναργῆ πράγματα πειρωμέ- ῾O A
᾽ ριστοτέλης ἔλεγε γι’ αὐτοὺς ποὺ προσπαθοῦσαν ν’
νους δεικνύναι ὅμοιον ἔφη ποιεῖν τοῖς διὰ λύχνου ἀποδείξουν τὰ φανερά, ὅτι μοιάζουν μ’ αὐτοὺς ποὺ θέ-
τὸν ἥλιον φιλοτιμουμένοις δεικνύναι. λουν νὰ φωτίσουν τὸν ἥλιο μὲ τὸ λυχνάρι.

88 B ί ω ν ο ς. 88. B ί ω ν ο ς:
Bίων ἐρωτηθεὶς τί ἐστιν ἄνοια εἶπε “προκοπῆς ῾O Bίων, ὅταν ρωτήθηκε τί σημαίνει βλακεία, εἶπε: «Συγ-
ἐγκοπή.” κοπὴ τῆς προόδου».

89 Σ τ ί λ π ω ν ο ς Σ ω κ ρ α τ ι κ ο ῦ. 89. Σ τ ί λ π ω ν ο ς Σ ω κ ρ α τ ι κ ο ῦ:
Στίλπων ἐρωτηθεὶς τί ψυχρότερον ἀνδριάντος ῾O Στίλπων, ὅταν ρωτήθηκε τί εἶναι ψυχρότερο καὶ
“ἄνθρωπος” εἶπεν “ἀναίσθητος”. ἀπὸ τὸν ἀνδριάντα, ἀποκρίθηκε: «῾O ἀναίσθητος ἄνθρω-
πος».
90 K λ ε ά ν θ ο υ ς.
Kλεάνθης ἔφη τοὺς ἀπαιδεύτους μόν@η τ@ῆ μορφ@ῆ 90. K λ ε ά ν θ ο υ ς:
τῶν θηρίων διαφέρειν. ῾O Kλεάνθης εἶπε ὅτι οἱ ἀπαίδευτοι διαφέρουν ἀπὸ τὰ
θηρία μόνο κατὰ τὴ μορφή.
91 Φ α β ω ρ ί ν ο υ.
Φαβωρῖνος εἶπε τοὺς ἀνθρώπους π@ῆ μὲν εἶναι γε- 91. Φ α β ω ρ ί ν ο υ:
λοίους, π@ῆ δὲ μισητούς, π@ῆ δὲ ἐλεεινούς· γελοίους ῾O Φαβωρῖνος εἶπε, ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶναι σ’ ἄλλα γε-
μὲν θρασύτητι μειζόνων ὀρεγομένους, μισητοὺς δὲ λοῖοι, σ’ ἄλλα μισητοὶ καὶ σ’ ἄλλα ἄξιοι οἴκτου. Γελοῖοι
ἐπιτυχόντας, ἐλεεινοὺς δὲ ἁμαρτάνοντας· ζηλωτοὺς εἶναι μὲ τὸ θράσος τους, ὅταν ἐπιδιώκουν τὰ ἀνώτερα
δὲ οὐδέποτε. (τῶν δυνάμεών τους), μισητοὶ εἶναι ὅταν πετύχουν καὶ
ἄξιοι οἴκτου ὅταν κάνουν λάθη. Kαὶ οὐδέποτε ἀξιοζή-
92 ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ. λευτοι.
Eἰς συμπόσιον μὲν οὖν παρακληθέντες τ\ῶ παρόν-
τι χρώμεθα, εἰ δέ τις κελεύοι τὸν ὑποδεχόμενον 92. ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ:
ἰχθῦς αὐτ\ῶ παρατιθέναι ἢ πλακοῦντας, ἄτοπος ἂν ῞Oταν εἴμαστε προσκεκλημένοι σὲ συμπόσιο, χρησιμο-
δόξειεν· ἐν δὲ τ\ῶ κόσμ\ω αἰτοῦμεν τοὺς θεοὺς ἃ μὴ ποιοῦμε ὅ,τι ὑπάρχει. ῍Aν κάποιος δώση παραγγελία στὸν
οἰκοδεσπότη νὰ τοῦ σερβίρη ψάρια ἢ γλυκά, θὰ θεωρηθῆ
ἀνάγωγος. Στὴ ζωὴ ὅμως ζητοῦμε ἀπὸ τοὺς θεοὺς ὅ,τι δὲν

3 A
᾽ νθολόγιον B´
34 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 35

διδόασι, καὶ ταῦτα πολλῶν ὄντων ἅ γε ἡμῖν δεδώ- μᾶς παρέχουν, παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι ὅσα μᾶς ἔδωσαν
κασι. εἶναι πολλά.

93 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 93. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Xαρίεντες, ἔφη, εἰσὶν οἱ μέγα φρονοῦντες ἐπὶ τοῖς Eἶναι χαριτωμένοι, εἶπε, ὅλοι ὅσοι ὑπερηφανεύονται
οὐκ ἐφ’ ἡμῖν. “ἐγώ σου” φησί “κρείττων εἰμί, ἀγροὺς γι’ αὐτὰ ποὺ δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ μᾶς. «᾽Eγώ, σοῦ λέει ὁ
γὰρ ἔχω πολλούς, σὺ δὲ λιμ\ῶ παρατείν@η.” ἄλλος λέ- ἄλλος, εἶμαι καλύτερός σου, γιατὶ ἔχω πολλὰ χωράφια
γει “ἐγὼ ὑπατικός εἰμι.” ἄλλος “ἐγὼ ἐπίτροπος.” καὶ σὺ σκυλοπεινᾶς». ῎Aλλος σοῦ λέει: «᾽Eγὼ εἶμαι ὕπα-
ἄλλος “ἐγὼ οὔλας τρίχας ἔχω.” ἵππος δ’ ἵππ\ω οὐ λέ- τος», ἄλλος «ἐγὼ ἐπίτροπος», ἄλλος «ἔχω κατσαρὸ μαλ-
γει ὅτι “ἐγὼ κρείττων εἰμί σου· πολὺν γὰρ κέκτημαι λί». Tὸ ἄλογο ὅμως δὲν λέει στὸ ἄλογο ὅτι «ἐγὼ εἶμαι κα-
χιλὸν καὶ κριθὰς πολλάς, καὶ χαλινοί μοι εἰσὶ χρυσοῖ λύτερό σου, γιατὶ ἔχω πολὺ χιλὸ καὶ μπόλικο κριθάρι καὶ
καὶ ἐφίππια ποικίλα,” ἀλλ’ ὅτι “ὠκύτερός σου εἰμί.” τὰ χαλινάρια μου εἶναι χρυσᾶ καὶ οἱ σέλλες μου στολι-
καὶ πᾶν ζ\ῶον κρεῖττον καὶ χεῖρόν ἐστιν ἐκ τῆς ἑαυ- σμένες», ἀλλὰ λέει «εἶμαι πιὸ γοργοπόδαρο ἀπὸ σένα».
τοῦ ἀρετῆς καὶ κακίας. ἆρ’ οὖν ἀνθρώπου μόνου Kαὶ κάθε ζῶο κρίνεται, ὅτι εἶναι καλύτερο ἢ χειρότερο,
ἀρετὴ οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ δεῖ ἡμᾶς εἰς τὰς τρίχας ἀπὸ τὴν ἀρετή του ἢ τὴν κακία του. Λοιπὸν μόνο γιὰ τὸν
ἀφορᾶν καὶ τὰ ἱμάτια καὶ τοὺς πάππους; ἄνθρωπο χάθηκε ἡ ἀρετὴ καὶ πρέπει νὰ ἀνατρέχουμε
στὶς τρίχες, στὰ ροῦχα μας καὶ στοὺς παπποῦδες μας, γιὰ
94 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. νὰ τὴ βροῦμε;
T\ῶ μὲν ἰατρ\ῶ μηδὲν συμβουλεύοντι ἄχθονται οἱ
κάμνοντες καὶ ἡγοῦνται ἀπεγνῶσθαι ὑπ’ αὐτοῦ· 94. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
πρὸς δὲ τὸν φιλόσοφον διὰ τί οὐκ ἄν τις οὕτω διατε- ῞Oταν ὁ γιατρὸς δὲν δώση καμμιὰ συμβουλή, στενο-
θείη, ὥστε οἰηθῆναι ἀπεγνῶσθαι ὑπ’ αὐτοῦ σωφρο- χωροῦνται οἱ ἄρρωστοι καὶ πιστεύουν ὅτι τοὺς ἐγκατέ-
νήσειν, εἰ μηδὲν λέγοι τι πρὸς αὐτὸν τῶν χρησίμων; λειψε. Γιατὶ νὰ μὴν ἔχη κανεὶς τὴν ἴδια διάθεση καὶ ἀπέ-
ναντι στὸν φιλόσοφο, ὥστε νὰ νομίση κανείς, ὅτι ἐγκα-
95 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. ταλείφθηκε ἀπ’ αὐτὸν (τὸ φιλόσοφο) κάθε προσπάθεια
Oἰ τὸ σῶμα εὖ διακείμενοι καὶ καύματα καὶ ψύχη σωφρονισμοῦ, ὅταν δὲν τοῦ λέει τίποτε ἀπ’ ὅσα εἶναι
ὑπομένουσιν· οὕτω δὲ καὶ οἱ τὴν ψυχὴν καλῶς δια- χρήσιμα;
κείμενοι καὶ ὀργὴν καὶ λύπην καὶ περιχάρειαν καὶ
τἄλλα πάθη φέρουσι. 95. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
῞Oσοι εἶναι γεροὶ στὸ σῶμα, ὑπομένουν καὶ τὴ ζέστη
καὶ τὸ ψῦχος. ῎Eτσι καὶ ὅσοι εἶναι γεροὶ στὴν ψυχὴ ἀντέ-
χουν καὶ στὴν ὀργὴ καὶ στὴ λύπη καὶ στὴν ὑπερβολικὴ
χαρὰ καὶ στὰ ἄλλα πάθη.
36 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 37

96 Π λ ά τ ω ν (Euthyphr. 3 a). 96. Π λ ά τ ω ν ο ς (Eὐθύφρων 3 α):


Bουλοίμην ἄν, ὦ Σώκρατες, ἀλλ’ ὀρρωδῶ μὴ τοὐ- Θὰ τὸ ἤθελα, Σωκράτη, ἀλλὰ ἔχω τὸ δισταγμὸ μήπως
ναντίον γένηται· ἀτεχνῶς γάρ μοι δοκεῖ ἀφ’ ἑστίας συμβῆ τὸ ἀντίθετο. Eἰλικρινὰ μοῦ φαίνεται πὼς κα-
ἄρχεσθαι κακουργεῖν τὴν πόλιν, ἐπιχειρῶν ἀδικεῖν κουργῶ στὴν πόλη, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ σπίτι μου, ἂν ἐπι-
σε. καί μοι λέγε, τί καὶ ποιοῦντά σε φησὶ διαφθείρειν χειρήσω νὰ σὲ ἀδικήσω. Kαὶ τώρα πές μου, τί ἔκανες καὶ
τοὺς νέους; ῎Aτοπα, ὦ θαυμάσιε, ὡς οὕτως ἀκοῦσαι· σὲ κατηγορεῖ (ὁ Mέλητος) ὅτι διαφθείρεις τοὺς νέους; –
φησὶ γάρ με ποιητὴν εἶναι θεῶν· καὶ ὡς καινοὺς ποι- Παράξενα πράγματα, ὅπως θ’ ἀκούσης, θαυμαστὲ φίλε
οῦντα θεούς, τοὺς δ’ ἀρχαίους οὐ νομίζοντα ἐγράψα- μου. ᾽Iσχυρίζεται στὴν γραπτὴ καταγγελία του, ὅτι κατα-
το. σκευάζω θεοὺς καὶ ἰδιαίτερα καινούριους, ἐνῶ τοὺς
ἀρχαίους θεοὺς δὲν τοὺς παραδέχομαι.
97 ᾽E ν τ α υ τ \ῶ (Euthyphr. 3 c).
᾽Aθηναίοις γάρ, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, οὐ σφόδρα μέλει ἄν 97. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο (Eὐθύφρ. 3 c):
τινα δεινὸν οἴωνται, μὴ μέντοι διδασκαλικὸν τῆς Tοὺς A᾽ θηναίους, ὅπως ἐγὼ πιστεύω, δὲν τοὺς νοιάζει
αὐτοῦ σοφίας· ὃν δ’ ἂν καὶ ἄλλους οἴωνται ποιεῖν πολὺ ἂν κάποιον τὸν θεωροῦν σπουδαῖο, ἀλλὰ καὶ ὄχι
τοιούτους, θυμοῦνται, εἴτ’ οὖν φθόν\ω, ὡς σὺ λέγεις, μεταδοτικὸ τῆς σοφίας του. Kι’ ἂν νομίζουν, ὅτι κάποιος
εἴτε δι’ ἄλλο τι. μπορεῖ νὰ κάνη καὶ ἄλλους τέτοιους (σοφοὺς σὰν τὸν
ἑαυτό του), ὀργίζονται μαζί του, εἴτε ἀπὸ φθόνο, ὅπως
98 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ E ὐ θ ύ φ ρ ο ν ο ς. ἐσὺ λές, εἴτε ἀπὸ κάποια ἄλλη αἰτία.
Ψυχὴν ἀνόητον αἰσχρὰν καὶ ἄμετρον θετέον.
98. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὸ ν E ὐ θ ύ φ ρ ο ν α:
99 (Plat. Tim. p. 86 b). Nόσον μὲν ψυχῆς ἄνοιαν συγ- Mιὰ ψυχὴ ἀνόητη, πρέπει νὰ τὴ λογαριάσωμε καὶ
χωρητέον, δύο δὲ ἀνοίας γένη, τὸ μὲν μανίαν τὸ δὲ ἄσχημη καὶ χωρὶς τὴν αἴσθηση τοῦ μέτρου.
ἀμαθίαν.
99. (Πλάτωνος Tίμαιος 86) ῾H βλακεία, σὰν ἀρρώστεια
100 E ὐ σ ε β ί ο υ. τῆς ψυχῆς, πρέπει νὰ συγχωρῆται. Δυὸ εἶναι τὰ εἴδη τῆς
῎Aνθρωποι πολυμαθίης ἔχειν δόξαν ἢ τοῦ ἀληθίζε- βλακείας, ἡ τρέλλα καὶ ἡ ἀμάθεια.
σθαι ἔρωτα πλεῦνα ἐκτέαται. πολλοὶ γοῦν τοῖς πρὸ
ἑωυτῶν ἐναντίας δόξας συστησάμενοι τὴν γνῶσιν τοῦ 100. E ὐ σ ε β ί ο υ:
ἀληθέος περὶ τῶν ἀναγκαιοτάτων ἀφείλοντο τ\ῶ τὴν Oἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν νὰ δίδουν τὴν ἐντύπωση τῆς
πίστιν αὐτῶν μὴ ἐν βεβαί\ω ἑστάναι, ὑπὸ δὲ τοῦ ἀπὸ πολυμάθειας παρὰ νὰ φλογίζωνται ἀπὸ δυνατὸν ἔρωτα
πρὸς τὴν ἀλήθεια. Πολλοὶ λοιπὸν ἄλλαξαν ἄρδην τὶς ἀντι-
λήψεις τους καὶ ἔτσι ξεθεμέλιωσαν τὴ γνώση τῆς ἀλή-
θειας στὰ ἀναγκαιότατα θέματα, γιατὶ δὲν ἔχουν μιὰ στα-
θερότητα γνώμης. Kαὶ μὲ τὴ μετάβαση ἀπ’ τὴ μιὰ γνώμη
38 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 39

τῆς προτέρης δόξης περιτρέψαι εἰς τοὐναντίον, λό- στὴν ἀντίθετη παρασκεύασαν τὴν ἀντίληψη, ὅτι μετεω-
γον παρασκευάσαντες ἐν τ\ῶ ἀσταθμητοτάτ\ω αἰωρέε- ρίζονται στὸ ἄκρως ἀστάθμητο.
σθαι.
101. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
101 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. Πολλοὶ ἄνθρωποι στὴν ἔρευνα τῶν πραγμάτων ὁμοιά-
Πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ταῖσι ζητήσεσι τῶν ζουν μὲ τὰ ἄλογα ζῶα. ῞Oπως ἐκεῖνα, ὅταν μάχωνται, ἔτσι
πραγμάτων ὁμοίως τοῖς ἀλόγοις τῶν ζ\ώων, ὥσπερ κι’ αὐτοὶ ἐνδιαφέρονται μόνο νὰ νικήσουν. Kαὶ γι’ αὐτὸ
ἐκεῖνα μαχόμενα, οὕτω καὶ αὐτοὶ μούνου τοῦ νικᾶν ποὺ πρέπει νὰ ἐνδιαφέρεται κάθε ἄνθρωπος κι’ ὅταν
μεταποιέονται· ὅκως δὲ (τοῦ περ χρὴ πάντα ἄνδρα ὁμιλῆ κι’ ὅταν ἐνεργῆ νὰ μὴν παραβλάψη δηλαδὴ τὸ συμ-
προμηθέεσθαι καὶ λέγοντα καὶ πρήσσοντα) μὴ παρὰ φέρον τὸ δικό του καὶ τὸ συμφέρον τῶν παρόντων καὶ νὰ
τὸ ξυμφέρον καὶ σφέων αὐτῶν καὶ τῶν παρεόντων, μὴ βλάψη τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια, γι’ αὐτὸ δὲν κάνουν κα-
καὶ ὥστε μὴ τὸ ἀληθὲς αὐτὸ βλάψαι, οὐκέτι λόγον θόλου λόγο.
τούτου ποιέονται.
102. Στοὺς ἀνθρώπους εἶναι προσφιλεῖς οἱ φιλονεικίες
102 ᾽Aνθρώποισιν ἔριδες προσφιλέες, καὶ τοῦ περὶ καὶ τοὺς διακρίνει ἀλόγιστη καὶ ἀχαλίνωτη ἐπιθυμία νὰ
παντὸς τοῦ προτεθέντος ἀντιλέγοντας ἐθέλειν κρα- νικοῦν στὴ συζήτηση κάθε θέματος τοὺς συζητητές τους,
τέειν ἄπλετος καὶ ἄλογος ἐπιθυμίη· ὁπότε πολλοὶ ποὺ τοὺς φέρνουν ἀντιρρήσεις. Πολλοὶ μάλιστα δὲν ντρέ-
οὐκ αἰδέονται καὶ κατὰ τῶν σπουδαιεστάτων καὶ πονται νὰ ζητοῦν νὰ ἐπικρατήσουν μὲ σοφιστεῖες καὶ στὰ
τῶν οὐ χρὴ τ\ῶ χείρονι λόγ\ω νικᾶν, νικῶντες ἀξίην κε- σοβαρώτερα θέματα, χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἀνάγκη. Mιὰ τέ-
κλῆσθαι νίκην Kαδμηίην. τοια νίκη ὅμως ποὺ νικοῦν ἀξίζει νὰ ὀνομασθῆ «νίκη
Kαδμεία» (δηλαδὴ πλήρης ἧττα δική τους).
103 ῎Aνθρωποι τοὺς μὲν παρὰ φύσιν καὶ ἐν τεράτων
λόγ\ω ἐόντας ἀσπάζονται, καὶ μεγάλων χρημάτων 103. Oἱ ἄνθρωποι ἀρέσκονται στὰ ἀφύσικα καὶ τὰ τερα-
ὠνεόμενοι ὡς ἐπὶ μεγίστ\ω κτήματι χαίρουσι καὶ με- τώδη. Kαὶ δίνουν πολλὰ χρήματα γιὰ νὰ ἀγοράσουν
γαλοφρονέονται, περὶ δὲ τὰ σπουδαιότατα καὶ τὰ πράγματα ἀφύσικα καὶ τερατώδη καὶ χαίρονται καὶ κα-
σμικρὰ ἄχθονται ἀναλίσκοντες. μαρώνουν σὰ νὰ ἀπέκτησαν μιὰ περιουσία πάρα πολὺ
μεγάλη. A
᾽ ντιθέτως γιὰ τὰ πολὺ σημαντικὰ καὶ ἀξιόλογα,
104 Oἱ πλεῦνες τῶν ἀνθρώπων περὶ πάντα τὰ λοιπὰ καὶ λίγα χρήματα ὅταν ξοδεύουν, βαρυγκομοῦν.
φειδωλοὺς σφέας παρεχόμενοι καὶ εἰ δαπανοῖεν
ἀσχάλλοντες, ὑπὲρ τοῦ παρὰ τῶν δήμων κροτηθῆναι 104. Oἱ περισσότεροι ἀπό τοὺς ἀνθρώπους σὲ ὅλα τὰ
καὶ τὰ ἐόντα σφι πάντα ἡδέως προΐενται. ἄλλα δείχνονται φειδωλοὶ καὶ στενοχωριοῦνται, ὅταν ξο-
δεύουν, ἀλλὰ προκειμένου νὰ ἐπευφημηθοῦν ἀπὸ τὸ
λαό, ξοδεύουν μὲ εὐχαρίστηση καὶ ὅλα ὅσα ἔχουν.
40 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 41

105 Oἱ μάταιοι τῶν ἀνθρώπων τοὺς μὲν μεγάλα χρή- 105. Oἱ ἀνόητοι ἄνθρωποι ὅσους ἔχουν πολλὰ χρήματα
ματα ἔχοντας καὶ φαύλους ἐόντας τιμῶσί τε καὶ τε- καὶ εἶναι φαῦλοι, τοὺς τιμοῦν καὶ τοὺς θαυμάζουν, ἐνῶ
θωυμάκασι, τῶν δὲ σπουδαίων, ἐπειδὰν ἀχρηματίην τοὺς ἀξιόλογους ἀνθρώπους τοὺς περιφρονοῦν, ὅταν
καταγνῶσιν, ὑπερφρονέουσιν. ἰδοῦν πὼς εἶναι φτωχοί.

106 ᾽E κ τ ῶ ν ᾽A ρ ι σ τ ω ν ύ μ ο υ τ ο μ α ρ ί ω ν. 106. ᾽A π ὸ τ ὰ «T ο μ ά ρ ι α» τ ο ῦ ᾽A ρ ι σ τ ω ν ύ μ ο υ:
Πολλοὶ ἀδικηθέντες ὑπὸ ῥητόρων τοὺς υἱοὺς Πολλοὶ ποὺ ἀδικήθηκαν ἀπὸ τοὺς δικηγόρους μαθαί-
ῥήτορας διδάσκουσιν, οὐδεὶς δὲ ἀδικηθεὶς ὑπὸ λύ- νουν τὴ δικηγορία στοὺς γιούς τους, ἐνῶ κανένας ἀπ’
κου αὐτὸς λύκος γίνεται καὶ ἀντιδάκνει. ὅσους ἀδικήθηκαν ἀπὸ τοὺς λύκους, δὲν γίνεται λύκος κι’
ὁ ἴδιος γιὰ ν’ ἀνταποδώση τὶς δαγκωνιές.
107 Z ή ν ω ν ο ς.
Zήνων δὲ ἔφη γελοῖον ἑκάστους μὲν τοῖς πράγμα- 107. Z ή ν ω ν ο ς:
σιν ὡς δεῖ ζῆν μὴ προσέχειν, ὡς οὐκ εἰδότων, τὸν δὲ ῾O Zήνων χαρακτήρισε ὡς καταγέλαστο, ὅταν ὁ καθέ-
παρὰ πάντων ἔπαινον θαυμάζειν, ὡς ἐχόμενον κρί- νας δὲν προσέχη νὰ ζῆ τὴν πραγματικότητα ὅπως πρέπει,
σεως. ἐπειδὴ δὲν ξέρει, καὶ ὅμως θαυμάζει τὸν γενικὸ ἔπαινο,
θεωρώντας τον πὼς εἶναι προϊὸν κρίσεως.
108 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς.
Oἱ μὲν ἀκρατεῖς ἐν ταῖς ἀρρωστίαις, οἱ δὲ ἄφρονες 108. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
ἐν ταῖς ἀτυχίαις εἰσὶ δυσθεράπευτοι. Oἱ ἀδύνατοι στὶς ἀρρώστειες καὶ οἱ ἄφρονες στὶς ἀτυ-
χίες εἶναι δυσκολοθεράπευτοι.
109 Π υ θ α γ ό ρ ο υ. (Porph. ep. ad. Marc. 19).
Θυηπολίαι ἀφρόνων πυρὸς τροφή, τὰ δὲ ἀναθή- 109. Π υ θ α γ ό ρ ο υ (Πορφυρ. ἐπιστ. Πρὸς Mαρκέλ. 19):
ματα ἱεροσύλοις χορηγία. Oἱ θυσίες τῶν ἀφρόνων εἶναι τροφὴ τῆς φωτιᾶς καὶ τὰ
ἀναθήματά τους ἐνίσχυση τῶν ἱεροσύλων.
110 ᾽E κ τ ῶ ν ᾽A ρ ί σ τ ω ν ο ς ὁ μ ο ι ω μ ά τ ω ν.
A
᾽ ρίστων ὁ Xῖος τοὺς περὶ τὰ ἐγκύκλια μαθήματα 110. ᾽A π ὸ τ ὰ «῾O μ ο ι ώ μ α τ α» τ ο ῦ ᾽A ρ ί σ τ ω ν ο ς:
πονουμένους, ἀμελοῦντας δὲ φιλοσοφίας, ἔλεγεν ὁ- ῾O A
᾽ ρίστων ὁ Xῖος γιὰ ὅσους κοπίαζαν γιὰ τὰ ἐγκύκλια
μοίους εἶναι τοῖς μνηστῆρσι τῆς Πηνελόπης, οἳ ἀπο- μαθήματα καὶ ἀμελοῦσαν τὴν φιλοσοφία, ἔλεγε πὼς μοι-
τυγχάνοντες ἐκείνης περὶ τὰς θεραπαίνας ἐγίνοντο. άζουν μὲ τοὺς μνηστῆρες τῆς Πηνελόπης, οἱ ὁποῖοι,
ἐπειδὴ ἀπετύγχαναν νὰ κατακτήσουν ἐκείνην τὄρριχναν
111 ῾O αὐτὸς τοὺς πολλοὺς εἴκαζε τ\ῶ Λαέρτ@η, ὅστις στὶς ὑπηρέτριες.
τῶν κατὰ τὸν ἀγρὸν ἐπιμελούμενος πάντων ὀλιγώ-
111. ῾O ἴδιος παρομοίαζε τοὺς πολλοὺς μὲ τὸ Λαέρτη, ὁ
ὁποῖος ἐνῶ ἐφρόντιζε ὅλα τὰ ζητήματα τῶν ἀγρῶν δὲν
42 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 43

ρως εἶχεν ἑαυτοῦ· καὶ γὰρ τούτους τῶν κτημάτων ἐφρόντιζε πολὺ τὸν ἑαυτό του. ῎Eτσι κι’ αὐτοί, ἐνῶ δεί-
πλείστην ἐπιμέλειαν ποιουμένους περιορᾶν τὴν χνουν πολλὴν ἐπιμέλεια στὰ κτήματά τους, δὲν προσέ-
ψυχὴν ἑαυτῶν πλήρη παθῶν ἀγρίων οὖσαν. χουν τὴν ψυχή τους, ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπὸ πλῆθος ἄγρια
πάθη.
112 Δ ι ο γ έ ν ο υ ς.
Διογένης ἔλεγε διαπαλαίοντας μὲν πολλοὺς ὁρᾶν 112. Δ ι ο γ έ ν ο υ ς:
καὶ διατρέχοντας, διακαλοκαγαθιζομένους δὲ οὔ. ῾O Διογένης ἔλεγε ὅτι βλέπει πολλοὺς ν’ ἀνταγωνίζων-
ται καὶ νὰ τρέχουν πέρα-δῶθε, ἀλλὰ κανένα νὰ διαγωνί-
113 Π λ ά τ ω ν ο ς (Men. 77 b). ζεται στὴν ἀρετή.
῏Aρα λέγεις τὸν τῶν καλῶν ἐπιθυμοῦντα ἀγαθῶν
ἐπιθυμητὴν εἶναι; Mάλιστά γε. ῏Aρα ὡς ὄντων τινῶν 113. Π λ ά τ ω ν ο ς (Mένων 77):
οἳ τῶν κακῶν ἐπιθυμοῦσιν, ἑτέρων δὲ οἳ τῶν ἀγα- Λὲς λοιπὸν πὼς ὅποιος ἐπιθυμεῖ τὰ ὡραῖα εἶναι καὶ
θῶν; οὐ πάντες, ὦ ἄριστε, δοκοῦσί σοι τῶν ἀγαθῶν ἐπιθυμητὴς τῶν ἀγαθῶν; – Bεβαιότατα. – ῎Aρα, ὑπάρχουν
ἐπιθυμεῖν; Oὐκ ἔμοιγε. ᾽Aλλά τινες τῶν κακῶν; Nαί. μερικοὶ ποὺ ἐπιθυμοῦν τὰ κακά, ἐνῶ ἄλλοι ποὺ ἐπιθυ-
Oἰόμενοι τὰ κακὰ ἀγαθὰ εἶναι λέγεις, ἢ καὶ γινώσκον- μοῦν τὰ ἀγαθά; Δὲν σοῦ φαίνεται καλέ μου, ὅτι οἱ πάντες
τες ὅτι κακά εἰσιν, ὅμως ἐπιθυμοῦσιν αὐτῶν; ᾽Aμφό- ἐπιθυμοῦν τὰ ἀγαθά; – ῎Oχι σὲ μένα, βεβαίως. – Mερικοὶ
τερα ἔμοιγε δοκεῖ. ῏H γὰρ δοκεῖ τις σοί, ὦ Mένων, γι- λοιπὸν ἐπιθυμοῦν καὶ τὰ κακά; – Nαί. – Nομίζοντας πὼς
γνώσκων τὰ κακὰ ὅτι κακά ἐστιν, ὅμως ἐπιθυμεῖν τὰ κακὰ εἶναι ἀγαθὰ ἢ ἐνῶ ξέρουν ὅτι εἶναι κακά, ὡστόσο
αὐτῶν; Mάλιστα. Tί ἐπιθυμεῖν λέγεις; ἦ γενέσθαι τὰ ἐπιθυμοῦν; Tί λές; – Kαὶ τὰ δυὸ μοῦ φαίνονται σωστά.
αὐτ\ῶ; Γενέσθαι· τί γὰρ ἄλλο; Πότερον ἡγούμενος τὰ – Mήπως πιστεύεις, Mένων, ὅτι ὑπάρχουν κάποιοι ποὺ
κακὰ ὠφελεῖν ἐκεῖνον \ὧ ἂν γένηται, ἢ γιγνώσκων τὰ ξέροντας πὼς τὰ κακὰ εἶναι κακά, ὡστόσο τὰ ἐπιθυμοῦν;
κακὰ ὅτι βλάπτει \ὧ ἂν παρ@ῆ; Eἰσὶ μὲν οἱ ἡγούμενοι – Mάλιστα. – Tί ἐννοεῖς τὰ ἐπιθυμοῦν; – Bεβαίως νὰ τ’
τὰ κακὰ ὠφελεῖν, εἰσὶ δὲ καὶ οἱ γιγνώσκοντες ὅτι ἀποκτήσουν; – Nὰ τ’ ἀποκτήσουν, τί ἄλλο; – Ποιό ἀπ’ τὰ
βλάπτει. ῏H καὶ δοκοῦσί σοι γιγνώσκειν τὰ κακὰ ὅτι δυό, νομίζοντας ὅτι ὠφελοῦν ἐκεῖνον ποὺ τυχὸν θὰ τ’
κακά ἐστιν, οἱ ἡγούμενοι τὰ κακὰ ὠφελεῖν; Oὐ πάνυ ἀποκτήση ἢ γνωρίζοντας ὅτι τὰ κακὰ βλάπτουν σὲ ὅποι-
μοι δοκεῖ τοῦτό γε. Oὐκ οὖν δῆλον ὅτι οὗτοι μὲν οὐ ον ὑπάρχουν; – ῾Yπάρχουν αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν πὼς τὰ
τῶν κακῶν ἐπιθυμοῦσιν οἱ ἀγνοοῦντες αὐτά, ἀλλ’ κακὰ ὠφελοῦν, ὑπάρχουν κι’ αὐτοὶ ποὺ ξέρουν πὼς βλά-
ἐκείνων ἃ \ὤοντο ἀγαθὰ εἶναι· ἔστι δὲ ταῦτά γε κακά· πτουν. – A᾽ λήθεια λοιπὸν ἔχεις τὴ γνώμη ὅτι ξέρουν πὼς
ὥστε οἱ ἀγνοοῦντες αὐτὰ καὶ οἰόμενοι ἀγαθὰ εἶναι τὰ κακὰ εἶναι κακὰ αὐτοὶ ποὺ τὰ θεωροῦν ὠφέλιμα; –
῎Oχι, δὲν μοῦ φαίνεται αὐτὸ καθόλου πὼς εἶναι ἔτσι. – Συ-
νεπῶς εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν ἐπιθυμοῦν τὰ κακὰ ὅσοι τὰ
ἀγνοοῦν, ἀλλὰ ἐπιθυμοῦν ἐκεῖνα ποὺ νομίζουν πὼς εἶναι
ἀγαθά, ἐνῶ αὐτὰ εἶναι κακά. ῞Ωστε αὐτοὶ ποὺ τὰ ἀγνοοῦν
καὶ τὰ νομίζουν ἀγαθά, εἶναι φανερὸ πὼς ἐπιθυμοῦν τὰ
44 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 45

δῆλον ὅτι τῶν ἀγαθῶν ἐπιθυμοῦσιν. ἢ οὔ; Kινδυνεύ- ἀγαθά, ἢ ὄχι; – Bέβαια, ἔτσι φαίνεται νὰ ἔχη τὸ πρᾶγμα γι’
ουσιν οὗτοί γε. Tί δαί; οἱ τῶν κακῶν μὲν ἐπιθυμοῦν- αὐτούς. – Tότε; ῞Oσοι, ὅπως λές, ἐπιθυμοῦν τὰ κακὰ καὶ
τες, ὡς φὴς σύ, ἡγούμενοι δὲ τὰ κακὰ βλάπτειν ἐκεῖ- πιστεύοντας πὼς τὰ κακὰ βλάπτουν ἐκεῖνον, στὸν
νον \ὧ ἂν γίγνηται, γιγνώσκουσι δήπου ὅτι βλαβήσον- ὁποῖον θὰ ἐπισυμβοῦν, ξέρουν, κατὰ τὴ γνώμη σου, ὅτι
ται ὑπ’ αὐτῶν; ᾽Aνάγκη. ᾽Aλλὰ τοὺς βλαπτομένους θὰ ὑποστοῦν βλάβη; – Πρέπει νὰ τὸ ξέρουν. – A ᾽ λλὰ
οὗτοι οὐκ οἴονται ἀθλίους εἶναι καθόσον βλάπτον- αὐτοί, ὅσους βλάπτονται, δὲν τοὺς θεωροῦν δυστυχεῖς,
ται; Kαὶ τοῦτο ἀνάγκη. Tοὺς δὲ ἀθλίους οὐ κακοδαί- ἀφοῦ ὑφίστανται ζημιά; – Kι’ αὐτὸ κατ’ ἀνάγκη, ἔτσι πρέ-
μονας; Oἶμαι ἔγωγε. ῎Eστιν οὖν ὅστις βούλεται ἄ- πει νἆναι. – Oἱ ταλαιπωρημένοι δὲν εἶναι καὶ δυστυχεῖς; –
θλιος καὶ κακοδαίμων εἶναι; Oὐ μοὶ δοκεῖ, ὦ Σώκρα- Tὸ πιστεύω. – Eἶναι λοιπὸν κανεὶς ποὺ νὰ θέλη νὰ εἶναι
τες. Oὐκ ἄρα βούλεται τὰ κακά, ὦ Mένων, οὐδείς, ταλαιπωρημένος καὶ δυστυχής; – Δὲν τὸ πιστεύω, Σω-
εἴπερ μὴ βούλεται τοιοῦτος εἶναι. Tί γὰρ ἄλλο ἐστὶν κράτη. – ῎Aρα δὲν θέλει τὰ κακά, Mένων, κανένας, ἂν δὲν
ἄθλιον εἶναι ἢ ἐπιθυμεῖν τε τῶν κακῶν καὶ κτᾶσθαι; θέλη νὰ εἶναι τέτοιος (δηλαδὴ ταλαιπωρημένος καὶ δυ-
Kινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν, ὦ Σώκρατες, καὶ οὐδεὶς στυχής). Ποιά ἄλλη δυστυχία χειρότερη παρὰ νὰ ἐπι-
βούλεται τὰ κακά. θυμῆς καὶ νὰ προσπορίζεσαι κακά; – Φαίνεται νὰ λὲς
ἀλήθεια, Σωκράτη· κανεὶς δὲν θέλει τὰ κακά.
114 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ῆ ς π ρ ὸ ς τ ο ὺ ς Δ ί ω ν ο ς
ο ἰ κ ε ί ο υ ς ἐ π ι σ τ ο λ ῆ ς (336 b). 114. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὴ ν ἐ π ι σ τ ο λ ὴ π ρ ὸ ς
Nῦν δὲ ἦ που τὶς δαίμων ἢ τὶς ἀλιτήριος ἐμπεσὼν τ ο ὺ ς ο ἰ κ ε ί ο υ ς τ ο ῦ Δ ί ω ν ο ς (336 b):
ἀνομί@α καὶ ἀθεότητι καὶ τὸ μέγιστον τόλμαις ἀμα- Tώρα ἀσφαλῶς ὑπάρχει κάποιος δαίμονας ἢ κάποιος
θίας, ἐξ ἧς πάντα κακὰ πᾶσιν ἐρρίζωται καὶ βλαστά- ἔνοχος ποὺ ἔπεσε στὴν ἀνομία καὶ στὴν ἀθεΐα καί, στὸ
νει καὶ εἰς ὕστερον ἀποτελεῖ καρπὸν τοῖς γεννήσασι πιὸ μεγάλο κακό, δηλαδὴ στὸ θράσος τῆς ἀμάθειας, στὴν
πικρότατον, αὕτη πάντα τὸ δεύτερον ἀνέτρεψέ τε ὁποία ἔχουν τὴ ρίζα τους καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία βλαστάνουν
καὶ ἀπώλεσεν. ὅλα τὰ κακὰ καὶ στὸ τέλος καταντοῦν πικρότατος καρ-
πὸς γιὰ τοὺς γεννήτορες· αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀμάθεια γιὰ
115 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. δεύτερη φορὰ ἀνέτρεψε καὶ κατεβαράθρωσε τὰ πάντα.
῾O μὲν δειλὸς καθ’ ἑαυτοῦ τὰ ὅπλα ἔχει, ὁ δὲ
ἀνόητος τὰ χρήματα. 115. T ο ῦ Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
῾O δειλὸς ἔχει τὰ ὅπλα στραμμένα ἐναντίον του, κι’ ὁ
116 Oὔθ’ ὁ αὐστηρὸς οἶνος εἰς πόσιν εὔθετος οὔθ’ ὁ ἀνόητος τὰ χρήματα.
ἄγροικος τρόπος εἰς ὁμιλίαν.
116. Oὔτε τὸ βαρὺ κρασὶ εἶναι καλὸ γιὰ ποτό, οὔτε ὁ
ἀγροῖκος τρόπος γιὰ συναναστροφή.
46 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 47

117 Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ ἐ κ τ ο ῦ π ε ρ ὶ ε ὐ θ υ μ ί α ς 117. Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ ἀ π ὸ τ ὸ π ε ρ ὶ ε ὐ θ υ μ ί α ς
(466 b). (466 b):
᾽Aλλ’ ὥσπερ οἱ δειλοὶ καὶ ναυτιῶντες ἐν τ\ῶ πλεῖν ῞Oπως οἱ δειλοὶ κι’ αὐτοὶ ποὺ παθαίνουν ναυτία κατὰ
ἀνομοιότερον οἰόμενοι διάξειν, ἐὰν εἰς γαῦλον ἐξ τὰ θαλασσινὰ ταξίδια νομίζουν πὼς θὰ περάσουν διαφο-
ἀκάτου καὶ πάλιν ἐὰν εἰς τριήρη μεταβῶσιν, οὐδὲν ρετικὰ ἂν διαπεραιωθοῦν ἀπὸ βάρκα σὲ γαλέρα καὶ κατό-
περαίνουσι, τὴν χολὴν καὶ τὴν δειλίαν συμμεταφέ- πι σὲ τριήρη κι’ ὡστόσο δὲν καταφέρνουν τίποτε, γιατὶ
ροντες ἑαυτοῖς, οὕτως αἱ τῶν βίων ἀντιμεταλήψεις κουβαλοῦν μαζί τους τὴ χολὴ καὶ τὴ δειλία τους, ἔτσι καὶ
οὐκ ἐξαιροῦσι τῆς ψυχῆς τὰ λυποῦντα καὶ ταράτ- ἡ ἐναλλαγὴ τῶν τρόπων ζωῆς δὲν ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὴ ζωὴ ὅσα
τοντα· ταῦτα δέ ἐστιν ἀπειρία πραγμάτων, ἀλογι- φέρνουν λύπη καὶ τὴν ταράζουν. Aὐτὰ εἶναι ἡ ἀπειρία, τὸ
στία, τὸ μὴ δύνασθαι μηδὲ ἐπίστασθαι χρῆσθαι τοῖς ἀλόγιστο, ἡ ἀνικανότητα καὶ ἡ ἄγνοια ὀρθῆς ἀντιμετωπί-
παροῦσιν ὀρθῶς. ταῦτα καὶ πλουσίους χειμάζει καὶ σεως τοῦ παρόντος. Aὐτὰ ταλαιπωροῦν καὶ πλουσίους
πένητας, ταῦτα καὶ γεγαμηκότας ἀνι@ᾶ καὶ ἀγάμους· καὶ φτωχοὺς καὶ φέρνουν ἀνία σὲ παντρεμένους καὶ ἀνύ-
διὰ ταῦτα φεύγουσι τὴν ἀγοράν, εἶτα τὴν ἡσυχίαν οὐ παντρους· γι’ αὐτὸ ἀποφεύγουν τὸν κόσμο, ἀλλὰ σὲ λίγο
φέρουσι· διὰ ταῦτα προαγωγὰς ἐν αὐλαῖς διώκουσι δὲν ὑποφέρουν τὴν ἡσυχία. Γι’ αὐτὸ κυνηγοῦν τὴν προα-
καὶ παρελθόντες εὐθὺς βαρύνονται. “δυσάρεστον οἱ γωγή τους σὲ αὐλὲς ἀρχόντων καὶ ὅταν τὸ πετύχουν, γρή-
νοσοῦντες ἀπορίας ὕπο·” καὶ γὰρ ἡ γυνὴ λυπεῖ καὶ γορα βαριοῦνται. «Eἶναι δυσάρεστο νὰ εἶσαι ἄρρωστος
τὸν ἰατρὸν αἰτιῶνται καὶ δυσχεραίνουσι πρὸς τὸ κλι- ἀπὸ ἔλλειψη προσαρμογῆς». Kαὶ ἡ γυναίκα τοὺς εἶναι
νίδιον, “φίλων δ’ ὅ τ’ ἐλθὼν λυπρὸς ὅ τ’ ἀπιὼν βα- ἐνοχλητική, καὶ τὰ βάζουν μὲ τὸν γιατρὸ καὶ στενοχωριοῦν-
ρύς,” ὡς ὁ ῎Iων φησίν. εἶτα τῆς νόσου διαλυθείσης ται στὸ κρεβάτι. «Kι’ ὁ φίλος ποὺ ἦρθε εἶναι ἐνοχλητικὸς
καὶ κράσεως ἑτέρας ἐγγενομένης ἦλθεν ἡ ὑγεία φίλα κι’ ὁ φίλος ποὺ ἔφυγε ἦταν βαρετός», ὅπως λέει ὁ ῎Iων.
πάντα ποιοῦσα καὶ προσηνῆ· ὁ γὰρ χθὲς \ὠὰ καὶ Kατόπιν, ὅταν περάση ἡ ἀρρώστια καὶ ἰσορροπήση ὁ
ἀμύλια καὶ σίτινον ἄρτον διαπτύων σήμερον αὐτό- ὀργανισμός, ἐπανέρχεται ἡ ὑγεία ποὺ ὅλα τὰ κάνει εὐχά-
πυρον ἐπ’ ἐλαίαις ἢ καρδαμίδι ἐσθίει καὶ προθύμως. ριστα καὶ ἀγαπητά. Aὐτὸς ποὺ χθὲς ἔφτυνε τὰ αὐγά, τὰ
τοιαύτην ὁ λογισμὸς εὐκολίαν καὶ μεταβολὴν ἐγγενό- ὄσπρια καὶ τὸ σταρένιο ψωμί, σήμερα τρώει παξιμάδι μὲ
μενος ποιεῖ πρὸς τὸν βίον. ἐλιὲς καὶ κάρδαμο, καὶ μὲ ὄρεξη. Tέτοια δύναμη ἔχει ὁ λο-
γισμὸς κι’ ὅταν ὑπάρχη, φέρνει τέτοια μεταβολὴ στὸ βίο.
118 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ ᾽A λ κ ι β ι ά δ ο υ β´ (140 e).
῏Aρ’ οὖν τούτους φρονίμους ὑπολαμβάνεις, οἳ ἂν 118. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὸ ν β ´ A
᾽ λ κ ι β ι ά δ η (140 e):
εἰδῶσιν ἅττα δεῖ πράττειν ἢ λέγειν; ῎Eγωγε. ῎Aφρονας Λοιπόν, θεωρεῖς σώφρονες αὐτοὺς ποὺ ξέρουν ἐκεῖνα
δὲ ποτέρους; ἆρά γε τοὺς μηδ’ ἕτερα τούτων εἰδότας; ποὺ πρέπει νὰ πράττουν καὶ νὰ λένε; – Bεβαίως. – Ποιούς
Tούτους. Oὐκ οὖν οἵ γε μὴ εἰδότες μηδ’ ἕτερα τούτων θεωρεῖς τότε ἀνόητους, μήπως αὐτοὺς ποὺ δὲν ξέρουν τί-
λήσουσιν αὑτοὺς καὶ λέγοντες καὶ πράττοντες ἅττα ποτε ἀπ’ αὐτά; – Aὐτούς. – Λοιπόν, αὐτοὶ ποὺ δὲν ξέρουν
μὴ δεῖ; Φαίνεται. τίποτε ἀπ’ αὐτὰ θὰ τύχη ἀσυνειδήτως, νὰ λένε καὶ νὰ
πράττουν ἐκεῖνα ποὺ δὲν πρέπει; – Eἶναι φανερό.
48 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΦΡΟΣΥΝΗς Δ´ 49

119 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. 119. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
Oὔτε τὰ τοῦ ᾽Aχιλλέως ὅπλα τ\ῶ Θερσίτ@η οὔτε τὰ Oὔτε τὰ ὅπλα τοῦ A ᾽ χιλλέως ταιριάζουν στὸν Θερσίτη,
τῆς τύχης ἀγαθὰ τ\ῶ ἄφρονι ἁρμόττει. οὔτε τὰ ἀγαθὰ τῆς τύχης ταιριάζουν στὸν ἀνόητο.

120 Nοσοῦντος δίαιτα καὶ ἄφρονος εὐτυχία πολὺ 120. ῾H δίαιτα τοῦ ἀρρώστου καὶ ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνοήτου
ἔχει τὸ δυσάρεστον. περιέχουν πολὺ τὸ δυσάρεστο.

121 Aἱ μὲν βρονταὶ μάλιστα τοὺς παῖδας, αἱ δ’ ἀπει- 121. Oἱ βροντὲς φοβίζουν πολὺ τὰ παιδιὰ καὶ οἱ ἀπειλὲς
λαὶ τοὺς ἄφρονας καταπλήττουσιν. τοὺς ἀνοήτους.

4 A
᾽ νθολόγιον B´
ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΎΝΗς E´ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΎΝΗς E´

1 M ε ν ά ν δ ρ ο υ Γ ε ω ρ γ \ῶ. 1. M ε ν ά ν δ ρ ο υ Γ ε ω ρ γ ό ς:
Oὗτος κράτιστός ἐστ’ ἀνήρ, ὦ Γοργία, ῾O πιὸ μεγάλος ἄνδρας εἶναι, ὦ Γοργία,
ὅστις ἀδικεῖσθαι πλεῖστ’ ἐπίσταται βροτῶν. αὐτὸς ποὺ ξέρει ν’ ἀδικῆται ἀπ’ τοὺς θνητούς.

2 (Eurip. inc. 11. D.) 2. (Eὐριπίδης):


᾽Eγὼ δ’ Kι’ ἐγὼ δὲν θεωρῶ τίποτε πιὸ μεγάλο
οὐδὲν πρεσβύτερον νομί- ἀπὸ τὴ σωφροσύνη, γιατὶ μαζὶ βαδίζει
ζω τῆς σωφροσύνης, ἐπεὶ πάντα μὲ τοὺς ἀγαθοὺς ἀντάμα.
τοῖς ἀγαθοῖς ἀεὶ ξύνεστι.
3. Oἱ σώφρονες θνητοὶ τὸ θεὸ φοβοῦνται.
3 Φόβος τὰ θεῖα τοῖσι σώφροσιν βροτῶν.
4. (Eὐριπίδου Aἴολος 5. D.):
4 (Eurip. Aeol. 5. D.) Mὴ γιὰ τὸν πλοῦτο μοῦ μιλᾶς. Δὲν τὸν θαυμάζω
Mὴ πλοῦτον εἴπ@ης· οὐχὶ θαυμάζω θεόν, Tέτοιο θεὸ ποὺ κι’ ὁ χειρότερος τὸν ἔχει μ’ εὐκολία.
ὃν καὶ κάκιστος ῥ@αδίως ἐκτήσατο.
5. (Σοφοκλής):
5 (Soph. fr. 664. D.) A
᾽ πὸ κακὲς δουλειὲς κακὰ μαντᾶτα.
Oὐκ ἔστ’ ἀπ’ ἔργων μὴ καλῶν ἔπη καλά.
6. (Eὐριπίδου Xρύσιππος 2. D.):
6 (Eurip. Chrys. 2. D.) A
᾽ λοίμονο, αὐτὸ εἶναι τὸ θεῖο κακὸ γιὰ τοὺς ἀνθρώ-
Aἰαῖ τόδ’ ἤδη θεῖον ἀνθρώποις κακόν, πους,
ὅταν τὶς εἰδ@ῆ τἀγαθόν, χρῆται δὲ μή. ὅταν τὸ ξέρης τὸ καλὸ καὶ δὲν τὸ πράττης.

7 (Eurip. inc. 12. D.) 7. (Eὐριπίδης):


᾽Eπεὶ τί δεῖ βροτοῖσι πλὴν δυοῖν μόνοιν, Γιατὶ τί ἄλλο θέλουν οἱ ἀνθρῶποι, ἐκτὸς μόνο
Δήμητρος ἀκτῆς πώματός θ’ ὑδρηχόου; ψωμάκι τοῦ θεοῦ καὶ δροσερὸ νερό.

8 Eἱμαρμένον δὲ τῶν κακῶν βουλευμάτων 8. Mοιραῖο εἶναι ἀπ’ τὶς κακὲς τὶς σκέψεις
κακὰς ἀμοιβάς ἐστι καρποῦσθαι βροτοῖς. κακὲς ἀμοιβὲς νὰ δρέπουν οἱ θνητοί.
52 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 53

9. 11 M ε ν ά ν δ ρ ο υ. 9. 11. M ε ν ά ν δ ρ ο υ:
Tαμιεῖον ἀρετῆς ἐστὶν ἡ σώφρων γυνή. ῾H φρόνιμη γυναίκα εἶναι θησαυρὸς ἀρετῆς.
῏H χάριεν ἔστ’ ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος @ἦ. Tί χαριτωμένο πρᾶγμα ὁ ἄνθρωπος,
ἂν εἶναι ἄνθρωπος στ’ ἀλήθεια.
10 Eὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ.
10. Πρέπει νὰ εἶσαι κόσμιος
12 Kλύειν τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα χρὴ τῶν ἐν τέλει. σὰν δειπνᾶς σὲ ξένο σπίτι.

13 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς (Ai. 131). 12. (῾O καλὸς ἄνθρωπος ἔχει χρέος ν’ ἀκούη τοὺς ἄρχον-
῾Ως ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν τες).
ἅπαντα τἀνθρώπεια· τοὺς δὲ σώφρονας
θεοὶ φιλοῦσι, καὶ στυγοῦσι τοὺς κακούς. 13. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς (Aἴας 131):
Σὰν τὴ μέρα δύουν κι’ ἀνατέλλουν πάλι
14 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς. ὅλα τ’ ἀνθρώπινα. Kαὶ τοὺς φρονίμους
Xαίρειν ἐπ’ αἰσχραῖς ἡδοναῖς οὐ χρή ποτε. οἱ θεοὶ ἀγαποῦν, ἐνῶ μισοῦν τοὺς φαύλους.

15 E ὐ ρ ι π ί δ η ς B ά κ χ α ι ς (314). 14. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς:
Oὐχ ὁ Διόνυσος μὴ σωφρονεῖν ἀναγκάσ@η Nὰ χαίρεσαι μὲ ἡδονὲς αἰσχρὲς δὲν πρέπει.
γυναῖκας εἰς τὴν Kύπριν, ἀλλ’ ἐν τ@ῆ φύσει
τὸ σωφρονεῖν ἔνεστιν εἰς τὰ πάντ’ ἀεί. 15. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ B ά κ χ α ι (314):
Mὴ κι’ ὁ Διόνυσος δὲν τὸ μπορεῖ νὰ σωφρονήση
16 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ῾I π π ο λ ύ τ \ω. τὶς γυναῖκες στὸν ἔρωτα, ἀλλὰ στὴ φύση
῏Ω μάκαρ, οἵας ἔλαχες τιμάς, ἡ σωφροσύνη μοναχὰ εἶναι στὰ πάντα πάντοτε.
῾Iππόλυθ’ ἥρως, διὰ σωφροσύνην.
οὔ ποτε θνητοῖς ἀρετῆς ἄλλη 16. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ῾I π π ό λ υ τ ο ς:
δύναμις μείζων. Mακάριε, ποιὲς σοὔλαχαν τιμές,
ἦλθε γὰρ ἢ πρόσθ’ ἢ μετόπισθεν ἥρωα ῾Iππόλυτε, γιὰ τὴ σωφροσύνη σου,
τῆς εὐσεβίας χάρις ἐσθλή. ποὺ μέσα στοὺς θνητοὺς ἄλλη δὲν εἶναι
δύναμη μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀρετή.
Tῆς εὐσεβείας ἡ λαμπρὴ ἀνταπόδοση
ἔρχεται πάντα, εἴτ’ ἀργὰ ἢ γρήγορα.
54 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 55

17 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ. 17. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ:
Tὰς συμφορὰς γὰρ τῶν κακῶς πεπραγότων Tὶς συμφορὲς τῶν δυστυχῶν ποτὲ
οὐ πώποθ’ ὕβρισ’ αὐτὸς ὀρρωδῶν παθεῖν. δὲν ἐλοιδόρησα γιατὶ φοβόμουν
μήπως κι’ ἐγὼ πάθω τὰ ἴδια.
18 (Eur. Protes. 2. D.)
Δυοῖν λεγόντοιν, θατέρου θυμουμένου, 18. (Eὐριπίδου Πρωτεσίλαος 2 D):
ὁ μὴ ἀντιτείνων τοῖς λόγοις σοφώτερος. ῞Oταν οἱ δυὸ λογομαχοῦνε καὶ θυμώνει ὁ ἕνας,
αὐτὸς ποὺ δὲν ἀντιμιλάει εἶν’ ὁ πιὸ σοφός.
19 (Eur. Med. 635.)
Στέργοι δέ με σωφροσύνα 19. (Eὐριπίδου Mήδεια 635):
δώρημα κάλλιστον θεῶν. Mοῦ φτάνει ἐμένα ἡ σωφροσύνη,
τὸ πιὸ ὡραῖο δῶρο τῶν θεῶν μας.
20 (Eur. Hipp. 431.)
Φεῦ φεῦ· τὸ σῶφρον ὡς ἁπανταχ@ῆ καλόν, 20. (Eὐριπίδου ῾Iππόλυτος 431):
καὶ δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῖς κομίζεται. A
᾽ λί, ἀλοίμονο, ἡ σωφροσύνη εἶναι καλὴ
παντοῦ καὶ πάντα καὶ ἀγαθὴ κομίζει
21 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ Θ η σ έ ω ς. δόξα στοὺς ἀνθρώπους.
᾽Aλλ’ ἔστι δή τις ἄλλος ἐν βροτοῖς ἔρως
ψυχῆς δικαίας σώφρονός τε κἀγαθῆς. 21. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ Θ η σ ε ύ ς:
Δὲν εἶναι ἐπιθυμία γιὰ τοὺς θνητοὺς πιὸ τέλεια
22 Λ ί ν ο υ. παρὰ ἡ δίκαιη, ἡ σώφρων κι’ ἀγαθὴ ψυχή.
Φράζεο δὴ σπουδὴν ἐντυνάμενος δι’ ἀκουῆς
μύθων ἡμετέρων ἀτραπὸν περὶ παντὸς ἀληθῆ, 22. Λ ί ν ο υ:
κῆρας ἀπωσάμενος πολυπήμονας, αἵ τε βεβήλων Πρόσεχε λοιπὸν κι ἀκούοντας τὰ λόγια τὰ δικά μου
ὄχλον ἀιστῶσαι ἄταις περὶ πάντα πεδῶσι πάρε σὲ ὅλα τὸ μονοπάτι τῆς ἀλήθειας.
παντοίαις, μορφῶν χαλεπῶν ἀπατήματ’ ἔχουσαι. Διῶξε τὶς πλάνες τὶς πολύπαθες, αὐτὲς ποὺ δένουν
τὰς μὲν ἀπὸ ψυχῆς εἴργειν φυλακαῖσι νόοιο. τὸ λεφούσι τῶν βεβήλων στὶς μύριες συμφορὲς
οὗτος γάρ σε καθαρμὸς ὄντως δικαίως ὁσιεύσει, γιὰ νὰ τὸ ἀφανίσουν, κι’ ἔχουν ἀπατηλὴ μορφή.
εἴ περ ἀληθεί@η μισεῖς ὀλοὸν γένος αὐτῶν. Kράτα τες ἔξω ἀπ’ τὴν ψυχὴ μὲ φύλακα τὸ νοῦ.
νηδὺν μὲν πρώτιστ’ αἰσχρῶν δώτειραν ἁπάντων, Aὐτὸς ὁ καθαρμὸς ἀλήθεια θὰ σὲ πιάση,
ἣν ἐπιθυμία ἡνιοχεῖ μάργοισι χαλινοῖς. ἂν πράγματι μισῆς τὴν ὀλέθρια φάρα τους.
Kαὶ πρῶτα τὴν κοιλιά, ποὺ φέρνει ὅλα τὰ αἰσχρὰ
καὶ τὴν ἡνιοχεῖ ἡ ἐπιθυμία μὲ λάγνα χαλινάρια.
56 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 57

23 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. 23. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
Nόμ\ω καὶ ἄρχοντι καὶ σοφωτέρ\ω εἴκειν κόσμιον. Στὸ νόμο, στὸν ἄρχοντα καὶ στὸ σοφὸ νἆσαι συμμαζε-
μένος.
24 ῎Aριστον ἀνθρώπ\ω τὸν βίον διάγειν ὡς πλεῖστα
εὐθυμηθέντι καὶ ἐλάχιστα ἀνιηθέντι, τοῦτο δ’ ἂν εἴη, 24. Tὸ πιὸ καλὸ στὸν ἄνθρωπο εἶναι νὰ περάση τῆς
εἴ τις μὴ ἐπὶ τοῖσι θνητοῖσι τὰς ἡδονὰς ποιέοιτο. ζωῆς τὸ πιὸ μεγάλο μέρος μὲ εὐθυμία καὶ τὸ λιγώτερο
μὲ ἀνία κι’ αὐτὸ θὰ συμβῆ, ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀντλῆ τὴν
25 Φαύλων ἔργων καὶ τοὺς λόγους παραιτητέον. ἡδονὴ ἀπὸ πράγματα παροδικὰ κι’ ἀνάξια (ἀλλὰ ἀπὸ
τὴν ἀρετή).
26 Θ ε ο β ο ύ λ ο υ.
᾽Aδικούμενος διαλλάσσου, ὑβριζόμενος ἀμύνου. 25. Tὰ φαῦλα ἔργα οὔτε μὲ τὰ λόγια νὰ τὰ ἐγγίζης.

27 B ί α ν τ ο ς. 26. Θ ε ο β ο ύ λ ο υ:
Oὕτω πειρῶ ζῆν ὡς καὶ ὀλίγον καὶ πολὺν χρόνον ῍Aν ἀδικεῖσαι, συμβιβάσου, ἂν ὑβρίζεσαι, ν’ ἀμύνεσαι.
βιωσόμενος.
27. B ί α ν τ ο ς:
28 (Porphyr. Ep. ad Marc. c. 29) Zῆν κρεῖττόν ἐστιν Φρόντισε νὰ ρυθμίζης τὴ ζωή σου ἔτσι, σὰ νὰ πρόκει-
ἐπὶ στιβάδος κατακείμενον καὶ θαρρεῖν ἢ ταράττε- ται νὰ ζήσης καὶ λίγο καὶ πολύ.
σθαι χρυσῆν ἔχοντα κλίνην.
28. (Πορφυρίου ᾽Eπιστολὴ πρὸς Mαρκέλλαν c 29) Kα-
29 ῟Ων ἡ τύχη κυρία δοῦναι καὶ ἀφελέσθαι οὐ δεήσ@η λύτερα νὰ ζῆς καὶ νὰ εἶσαι ἥσυχος ξαπλωμένος σὲ χορτα-
οὐδενός. ρόστρωμα, παρὰ ξαπλωμένος σὲ χρυσὸ κρεβάτι καὶ ἀνή-
συχος.
30 ῟Ων τοῦ σώματος ἀπαλλαγεὶς οὐ δεήσ@η, ἐκείνων
καταφρόνει πάντων· καὶ ὧν ἀπαλλαγεὶς δεήσ@η, πρὸς 29. Mὴ χρειασθῆς τίποτε ἀπ’ αὐτά, ποὺ ἡ τύχη ρήγισσα
ταῦτά σοι ἀσκουμέν\ω τοὺς θεοὺς παρακάλει γίνε- δίνει καὶ παίρνει.
σθαί σοι συλλήπτορας.
30. ῞Oσα δὲν θὰ χρειάζεσαι, ἂν ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ σῶμα,
καταφρόνησέ τα ὅλα. Kι’ αὐτὰ ποὺ θὰ χρειασθῆς, ἀπαλ-
λαγμένος ἀπ’ τὸ σῶμα, σ’ αὐτὰ νὰ γυμνασθῆς καὶ νὰ ζητᾶς
ἀπ’ τοὺς θεοὺς νὰ σὲ βοηθήσουν.
58 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 59

31 X ί λ ω ν ο ς. 31. X ί λ ω ν ο ς:
Zημίαν αἱροῦ μᾶλλον ἢ κέρδος αἰσχρόν· τὸ μὲν Nὰ προτιμήσης τὴ ζημία παρὰ τὸ αἰσχρὸ κέρδος. Tὸ
γὰρ ἅπαξ σε λυπήσει, τὸ δὲ διαπαντός. πρῶτο θὰ σὲ λυπήση μιὰ φορά, ἐνῶ τὸ δεύτερο γιὰ πάντα.

32 Σ ω τ ά δ ο υ. 32. Σ ω τ ά δ ο υ:
Tῆς τύχης σκοπεῖν δεῖ τὸ μέγιστον ὡς ἔλαττον, Nὰ λογαριάζης τὸ πολὺ τῆς τύχης, ὅπως τὸ λίγο,
καὶ τὸ μὴ παρὸν μὴ θέλειν· οὐδὲ γὰρ σόν ἐστιν. καὶ νὰ μὴ ἐπιζητῆς ὅ,τι μπροστὰ δὲν ἔχεις.
ἀμφότερα μένειν οὐκ οἶδεν· ἕστηκεν γὰρ οὐδέν. Δικό σου αὐτὸ δὲν εἶναι. Tὰ δυὸ μαζὶ δὲν περιμένουν
ἂν πλούσιος ὢν καθ’ ἡμέραν σκοπ@ῆς τὸ πλεῖον, καὶ κανένα τους δὲν στέκει. Πλούσιος ἂν εἶσαι
ἐς τοσοῦτον εἶ πενιχρός, ἐς ὅσον εἶ περισσός. καὶ κάθε ἡμέρα βάζεις στόχο πιὸ πολλά,
ὡς πένης θέλων ἔχειν, καὶ πλούσιος πλέον σχεῖν, γίνεσαι πιὸ πολὺ φτωχός, ὅσο γίνεσαι πλεονέκτης.
ἴσον ἔχουσιν αὐτῶν αἱ ψυχαὶ τὸ μεριμνᾶν. Tοῦ φτωχοῦ ποὺ θέλει πλοῦτο
καὶ τοῦ πλούσιου πιὸ πολλὰ
33 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. τὸ ἴδιο βάσανο τοὺς τρώει τὴν καρδιά.
Σωκράτης ἔλεγε δεῖν τὰς ἡδονὰς μὴ παρ’ ἄλλων
ἀλλὰ παρ’ ἑαυτῶν θηρᾶσθαι, προδιατίθεσθαι δὲ τὸ 33. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
σῶμα ὃν χρὴ τρόπον. ῾O Σωκράτης ἔλεγε ὅτι τὶς ἡδονὲς πρέπει νὰ τὶς ἀπο-
διώκη κανεὶς ὄχι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό
34 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. του καὶ νὰ προδιαθέτη τὸ σῶμα μὲ τὸν τρόπο ποὺ πρέπει.
῾O Σωκράτης ἔλεγεν θεοῦ μὲν εἶναι τὸ μηδενὸς
δεῖσθαι, τὸ δ’ ὡς ἐλαχίστων ἐγγυτάτω θεοῦ. 34. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
῾O Σωκράτης ἔλεγε πὼς τὸ γνώρισμα τοῦ θεοῦ εἶναι ὅτι
35 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτε, καὶ ὅσοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ
Σωκράτης ἐρωτηθεὶς τίνων δεῖ μάλιστα ἀπέχεσθαι πολὺ λίγα βρίσκονται πολὺ κοντὰ στὸ θεό.
“τῶν αἰσχρῶν καὶ ἀδίκων” ἔφη “ἡδονῶν.”
35. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
36 ᾽A λ έ ξ α ν δ ρ ο ς. ῾O Σωκράτης ὅταν ρωτήθηκε τί ἰδιαίτερα πρέπει ν’
᾽Aλέξανδρος προτρεπομένων τινῶν αὐτὸν ἰδεῖν τὰς ἀποφεύγη κανείς, εἶπε: «Tὶς αἰσχρὲς καὶ ἄδικες ἡδονές».
Δαρείου θυγατέρας καὶ τὴν κάλλει διαφέρουσαν εἰς
γυναῖκα λαβεῖν, “αἰσχρὸν” ἔφη “τοὺς ἄνδρας νικήσαν- 36. ᾽A λ έ ξ α ν δ ρ ο ς:
τας ὑπὸ γυναικῶν ἡττᾶσθαι.” ῾O A
᾽ λέξανδρος, ὅταν μερικοὶ τὸν παρακινοῦσαν νὰ ἰδῆ
τὶς θυγατέρες τοῦ Δαρείου καὶ νὰ πάρη γυναίκα του
αὐτὴ ποὺ ξεχώριζε σὲ ὀμορφιά, εἶπε: «Eἶναι αἰσχρὸ
ἐκεῖνοι ποὺ νίκησαν ἄνδρες νὰ νικηθοῦν ἀπὸ γυναῖκες».
60 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 61

37 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. 37. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
῾H αὐτάρκεια καθάπερ ὁδὸς βραχεῖα καὶ ἐπιτερ- ῾H αὐτάρκεια, ὅπως ἕνας δρόμος σύντομος καὶ εὐχάρι-
πὴς χάριν μὲν ἔχει μεγάλην πόνον δὲ μικρόν. στος, ἔχει μεγάλη χάρη καὶ λίγο κόπο.

38 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. 38. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
Tράπεζαν πολυτελέα μὲν τύχη παρατίθησιν, αὐ- Πολυτελῆ τράπεζα μπορεῖ νὰ σοῦ παραθέση ἡ τύχη·
ταρκέα δὲ σωφροσύνη. ἀλλὰ αὐτάρκη ἡ σωφροσύνη.

39 ᾽E κ τ ο ῦ ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ ἐ γ χ ε ι ρ ι δ ί ο υ (c. 33, 4). 39. ᾽A π ὸ τ ὸ ἐ γ χ ε ι ρ ί δ ι ο τ ο ῦ ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ


Γέλως μὴ πολὺς ἔστω μηδ’ ἐπὶ πολλοῖς. (c. 33, 4):
Nὰ μὴ γελᾶς πολὺ οὔτε γιὰ πολλά.
40 (ibid. 6) Δείπνοις τοῖς ἔξω καὶ ἰδιωτικοῖς τὸ πολὺ
ἀπόταξαι· ἂν δὲ γένηται καιρός, φυλάσσου. ἴσθι γὰρ 40. (αὐτόθι 6) N’ ἀποφεύγης γιὰ καλὰ τὰ ἔξω δεῖπνα καὶ
ὅτι ἂν ἕτερος @ἦ μεμολυσμένος, καὶ τὸν ἕτερον ἐμπλη- τὰ κατ’ ἰδίαν, κι’ ἂν σοῦ συμβῆ φυλάξου. Ξαῖρε πὼς ἂν
σθῆναι ἀνάγκη, ὅταν γυμνοὶ συνδιατρίβωνται. ἕνας εἶναι μολυσμένος, κατ’ ἀνάγκη θὰ μολυνθῆ καὶ ὁ
ἄλλος, ὅταν συναναστρέφωνται γυμνοί.
41 Δ ι ο γ έ ν ο υ ς.
Δεινὸν ἔλεγεν ὁ Διογένης, εἰ οἱ μὲν ἀθληταὶ καὶ οἱ 41. Δ ι ο γ έ ν ο υ ς:
κιθαρ\ωδοὶ γαστρὸς καὶ ἡδονῶν κρατοῦσιν, οἳ μὲν Eἶναι φοβερό, ἔλεγε ὁ Διογένης, ποὺ οἱ ἀθλητὲς καὶ οἱ
τῆς φωνῆς χάριν οἳ δὲ τοῦ σώματος, σωφροσύνης δ’ κιθαρωδοὶ ἀποφεύγουν τὰ φαγοπότια καὶ τὶς ἡδονές, οἱ
ἕνεκα οὐδεὶς τούτων καταφρονήσει. δεύτεροι γιὰ χάρη τῆς φωνῆς τους κι’ οἱ πρῶτοι γιὰ χάρη
τοῦ σώματός τους. Kαὶ χάριν τῆς σωφροσύνης δὲν ἔχει
42 Π υ θ α γ ό ρ ο υ. κανεὶς τὴ διάθεση νὰ τὰ καταφρονήση αὐτά.
῾Pώμη ψυχῆς σωφροσύνη· αὕτη γὰρ ψυχῆς ἀπα-
θοῦς φῶς ἐστιν. 42. Π υ θ α γ ό ρ ο υ:
῾H δύναμη τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ σωφροσύνη. Aὐτὴ ἀποτε-
43 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. λεῖ τὸ φῶς τῆς χωρὶς πάθη ψυχῆς.
Σωκράτης πρὸς τὸν πυθόμενον τίς πλουσιώτατος
εἶπεν “ὁ ἐλαχίστοις ἀρκούμενος.” αὐτάρκεια γὰρ φύ- 43. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
σεώς ἐστι πλοῦτος. ῾O Σωκράτης σὲ κάποιον, ποὺ τὸν ρωτοῦσε ποιός εἶναι
ὁ πιὸ πλούσιος, εἶπε: «ὁ ἀρκούμενος σὲ ἐλάχιστα». ῾H
αὐτάρκεια εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς φύσεως.
62 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 63

44 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. 44. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
Πατέρος σωφροσύνη μέγιστον τέκνοισι παράγγελ- ῾H σωφροσύνη τοῦ πατέρα εἶναι ἡ μεγαλύτερη συμ-
μα. βουλὴ γιὰ τὰ παιδιά.

45 ᾽E κ τ ῶ ν ᾽A ρ ι σ τ ω ν ύ μ ο υ τ ο μ α ρ ί ω ν. 45. ᾽A π ὸ τ ὰ «T ο μ ά ρ ι α» τ ο ῦ ᾽A ρ ι σ τ ω ν ύ μ ο υ:
Γυμναζόμενον φυλάξασθαι δεῖ τὸν κόπον, εὖ ῞Oποιος γυμνάζεται πρέπει νὰ φυλάγεται ἀπὸ τὸν κό-
πράττοντα δὲ τὸν φθόνον. πο καὶ ὁ εὐτυχισμένος ἀπὸ τὸ φθόνο.

46 ᾽E κ τ ῶ ν Σ ε ρ ή ν ο υ. 46. ᾽A π ὸ τ ὰ τ ο ῦ Σ ε ρ ή ν ο υ:
Διονύσιος ᾽Aρίστιππον ἔπειθεν ἀποθέμενον τὸν ῾O Διονύσιος ἔπειθε τὸν A᾽ ρίστιππο ν’ ἀποβάλη τὸ πα-
τρίβωνα πορφυροῦν ἱμάτιον περιβαλέσθαι, καὶ πει- λιὸ ἱμάτιο καὶ νὰ φορέση πορφυρό. Aὐτὸς πείσθηκε καὶ
σθεὶς ἐκεῖνος τὰ αὐτὰ καὶ Π λάτωνα ποιεῖν ἠξίου. ὃ ἀξιοῦσε νὰ κάνη τὸ ἴδιο κι’ ὁ Πλάτων. – Kαὶ λέει τότε ὁ
δὲ ἔφη “οὐκ ἂν δυναίμην θῆλυν ἐνδῦναι στολήν.” καὶ Πλάτων: «Δὲν τὸ μπορῶ νὰ φορέσω γυναικεῖα ροῦχα».
᾽Aρίστιππος τοῦ αὐτοῦ, ἔφη, ἐστὶ ποιητοῦ, “καὶ γὰρ Kαὶ ὁ A᾽ ρίστιππος τοῦ λέει: «Tοῦ ἴδιου ποιητοῦ εἶναι κι’ ὁ
ἐν βακχεύμασιν οὖσ’ ἥ γε σώφρων οὐ διαφθαρήσε- στίχος: «στὶς βακχικὲς τελετὲς αὐτὴ ποὺ ἔχει μυαλὸ δὲν
ται.” θὰ διαφθαρῆ».

47 ᾽E κ τ ῶ ν Σ ε ρ ή ν ο υ. 47. ᾽A π ὸ τ ὰ τ ο ῦ Σ ε ρ ή ν ο υ:
῾H Φωκίωνος γυνὴ πρὸς τὴν ἐπιδεικνυμένην αὐτ@ῆ ῾H γυναίκα τοῦ Φωκίωνος, σὲ κάποια ποὺ τῆς ἐπιδεί-
τὸν κόσμον χρυσοῦν ὄντα καὶ διάλιθον “ἐμοὶ δ’” ἔφη κνυε τὰ στολίδια της ἀπὸ χρυσὸ καὶ πολύτιμους λίθους,
“κόσμος ὑπέρλαμπρός ἐστι Φωκίων πένης ὢν καὶ εἶπε: «Δικό μου ὑπέρλαμπρο στολίδι εἶναι ὁ φτωχὸς Φω-
εἰκοστὸν ἤδη τοῦτο ἔτος ᾽Aθηναίων στρατηγῶν.” κίων, ποὺ ἐφέτος κλείνει τὰ εἴκοσι χρόνια ὡς στρατηγὸς
τῶν A᾽ θηναίων».
48 ᾽E π α μ ε ι ν ώ ν δ ο υ.
Πρέσβεις ἧκον παρὰ βασιλέως χρυσίον κομίζοντες 48. ᾽E π α μ ε ι ν ώ ν δ ο υ:
βουλόμενοι δωροδοκῆσαι τὸν ᾽Eπαμινώνδαν. ὁ δὲ ῏Hρθαν πρέσβεις ἀπὸ τὸν βασιλέα τῶν Περσῶν φέρνον-
αὐτοὺς εἰς ἄριστον εἰσεδέξατο (@ἤδει γὰρ ἐφ’ \ὧ τινι τας χρυσάφι, γιὰ νὰ δωροδοκήσουν τὸν ᾽Eπαμεινώνδα.
ἧκον) καὶ ἐκέλευσεν αὐτοὺς πρότερον ἀριστᾶν, εἶτα Aὐτὸς τοὺς κάλεσε σὲ γεῦμα (ἤξερε βέβαια γιατὶ ἦρθαν)
λέγειν περὶ ὅτου βούλοιντο. παρακειμένης δὲ τραπέ- καὶ τοὺς παρακάλεσε πρῶτα νὰ γευματίσουν καὶ μετὰ νὰ
ζης φαύλης ... καὶ ὀξίνην ἔπινον, οἳ μὲν οὐκ εἶχον ὅ τι τοῦ ποῦν τί θέλουν. Tὸ τραπέζι ἦταν φτωχικό |...|1 καὶ ἔπι-
ναν ξινόκρασο καὶ αὐτοὶ δὲν εἶχαν τίποτε νὰ εἰποῦν γιὰ

1. Xάσμα στὸ κείμενο.


64 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 65

καὶ εἴποιεν ἐπὶ τούτοις, ὃ δὲ μειδιάσας “ἄπιτε” ἔφη ὅλα αὐτά. Tότε ὁ ᾽Eπαμεινώνδας μειδίασε καὶ τοὺς εἶπε:
“καὶ λέγετε τ\ῶ δεσπότ@η τ\ῶ ὑμετέρ\ω οἷα ἄριστα ἀρι- «Πηγαίνετε καὶ νὰ εἰπῆτε στὸν ἀφέντη σας τὶ τρώγω ὅταν
στῶ, καὶ συνήσει ὅτι ἔγωγ’ οὐκ ἂν προδοίην τι ὁ τού- γευματίζω καὶ θὰ καταλάβη, ὅτι ἐγὼ ποὺ ἀρκοῦμαι σὲ
τοις ἀρκούμενος.” τοῦτα, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνω προδότης.

49 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. 49. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
Σωφροσύνη τὰ τερπνὰ ἀέξει καὶ ἡδονὴν ἐπιμέζο- ῾H σωφροσύνη φέρνει τὰ εὐχάριστα καὶ παρέχει μεγα-
να ποιέει. λύτερη ἡδονή.

50 ᾽E κ τ ῆ ς N ι κ ο λ ά ο υ ἐ θ ῶ ν σ υ ν α γ ω γ ῆ ς. 50. A
᾽ π ὸ τ ὴ σ υ ν α γ ω γ ὴ ἐ θ ί μ ω ν τ ο ῦ N ι κ ο λ ά ο υ:
᾽Aρίτονοι τῶν ἐμψύχων οὐδὲν ἀποκτείνουσι, τὰ δὲ Oἱ A
᾽ ρίτονοι δὲν σκοτώνουν κανένα ἔμψυχο ὄν, τὰ δὲ
κεράμεα τῶν χρηστηρίων ἐν χρυσοῖς ἐλύτροις φυ- πήλινα ἀγάλματα τῶν μαντείων τὰ φυλᾶνε σὲ χρυσᾶ πε-
λάττουσι. ρικαλύμματα.

51 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 51. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Δαρδανεῖς, ᾽Iλλυρικὸν ἔθνος, τρὶς ἐν τ\ῶ βί\ω λού- Oἱ Δαρδανεῖς, ἕνα ἰλλυρικὸ φῦλο, τρεῖς φορὲς λούζον-
ονται μόνον, ὅταν γεννῶνται καὶ ἐπὶ γάμοις καὶ τε- ται στὴ ζωή τους, στὴ γέννηση, στὸ γάμο καὶ στὸ θάνατο.
λευτῶντες.
52. K ρ ά τ η τ ο ς:
52 K ρ ά τ η τ ο ς. ῾O Kράτης, μπαίνοντας στὴν ἀγορὰ καὶ βλέποντας
Kράτης εἰς τὴν ἀγορὰν ἐμβαλὼν καὶ ὁρῶν τοὺς ἄλλους νὰ πουλοῦν καὶ ἄλλους ν’ ἀγοράζουν, εἶπε:
μὲν πιπράσκοντας τοὺς δὲ ὠνουμένους “οὗτοι” ἔφη «Aὐτοὶ μακαρίζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον γιὰ ἀντίθετα πράγ-
“διὰ τὸ ἐναντίον πρᾶγμα ἀλλήλους μακαρίζουσιν· ματα. ᾽Eγὼ μακαρίζω τὸν ἑαυτό μου γιατὶ ἀπαλλάχτηκα
ἐγὼ δ’ ἐμαυτόν, ὅτι ἀμφοτέρων ἀπήλλαγμαι, μήτε κι’ ἀπ’ τὰ δυό, οὔτε πουλῶ, οὔτε ἀγοράζω».
ὠνούμενος μήτε πωλῶν.”
53. ᾽A ν τ ι φ ῶ ν τ ο ς:
53 ᾽A ν τ ι φ ῶ ν τ ο ς. ῞Oποιος δὲν ἐπεθύμησε οὔτε ἄγγιξε τὰ αἰσχρὰ καὶ τὰ
῞Oστις δὲ τῶν αἰσχρῶν ἢ τῶν κακῶν μήτε ἐπεθύ- κακά, δὲν εἶναι σώφρων. Mόνο ὅπου συγκράτησε κανεὶς
μησε μήτε ἥψατο, οὐκ ἔστι σώφρων· οὐ γὰρ ἔσθ’ τὸν ἑαυτό του εἶναι κόσμιος.
ὅπου κρατήσας αὐτὸς ἑαυτὸν κόσμιον παρέχεται.
54. ᾽I σ α ί ο υ:
54 ᾽I σ α ί ο υ. Nομίζω πὼς ἡ πιὸ μεγάλη ὑπηρεσία πρὸς τὴν πολι-
῾Hγοῦμαι μεγίστην εἶναι τῶν λειτουργιῶν τὸ καθ’ τεία εἶναι τὸ νὰ ζῆ κανεὶς καθημερινὰ βίο κόσμιο καὶ σώ-
ἡμέραν βίον κόσμιον καὶ σώφρονα παρέχειν. φρονα.

5 A
᾽ νθολόγιον B´
66 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 67

55 ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς π ρ ὸ ς Δ η μ ό ν ι κ ο ν 55. ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς π ρ ὸ ς Δ η μ ό ν ι κ ο ν (21, 46, 16):


(§. 21. 46. 16). Nὰ ἀσκῆσαι, ὥστε νὰ κυριαρχῆς σὲ ὅλα αὐτά τὰ κακά,
῾Yφ’ ὧν κρατεῖσθαι τὴν ψυχὴν αἰσχρόν, τούτων ἀπ’ τὰ ὁποῖα εἶναι ντροπὴ νὰ κυριαρχῆται ἡ ψυχή, τὸ κέρ-
ἐγκράτειαν ἄσκει, κέρδους ὀργῆς ἡδονῆς λύπης. ἔσ@η δος δηλαδή, τὴν ὀργή, τὴν ἡδονὴ καὶ τὴ λύπη. Θὰ ἐπιτύ-
δὲ τοιοῦτος, ἐὰν κέρδη μὲν εἶναι νομίζ@ης δι’ ὧν εὐδο- χης νὰ κυριαρχήσης, ἂν θεωρῆς πὼς εἶναι κέρδη ἐκεῖνα μὲ
κιμήσεις ἀλλὰ μὴ δι’ ὧν εὐπορήσεις. τ@ῆ δὲ ὀργ@ῆ πα- τὰ ὁποῖα θὰ αὐξηθῆ ἡ ὑπόληψή σου καὶ ὄχι ἐκεῖνα μὲ τὰ
ραπλησίως ἔχε εἰς τοὺς ἁμαρτάνοντας @ἧ περὶ σὲ τοὺς ὁποῖα θὰ αὐξηθοῦν οἱ πόροι σου. ῾Ως πρὸς τὴν ὀργή, νὰ
ἄλλους ἔχειν ἀξιώσειας. ἐν δὲ τοῖς τερπνοῖς, ἐὰν συμπεριφέρεσαι πρὸς ὅσους σφάλλουν μὲ τὸν ἴδιο ἀκρι-
αἰσχρὸν ὑπολάβ@ης τῶν μὲν οἰκετῶν ἄρχειν ταῖς δ’ βῶς τρόπο ποὺ θὰ εἶχες τὴν ἀξίωση νὰ συμπεριφερθοῦν
ἡδοναῖς δουλεύειν. ἐν δὲ τοῖς λυπηροῖς, ἐὰν τὰς τῶν καὶ οἱ ἄλλοι σὲ σένα, ἂν ἔσφαλλες. ῾Ως πρὸς τὶς τέρψεις, ἂν
ἄλλων ἐπιβλέπ@ης ἀτυχίας καὶ σαυτὸν ὡς ἄνθρωπος θεωρήσης ντροπὴ νὰ εἶσαι ἄρχοντας τῶν δούλων, ἀλλὰ
ὢν ὑπομιμνήσκ@ης. Mάλιστα δ’ ἂν παροξυνθείης ὀρε- δοῦλος τῶν ἡδονῶν. ῾Ως πρὸς τὶς λύπες τέλος, ἂν στρέφης
χθῆναι τῶν καλῶν ἔργων, εἰ καταμάθοις ὅτι καὶ τὰς τὰ βλέμματά σου πρὸς τὰ ἀτυχήματα τῶν ἄλλων καὶ ὑπεν-
ἡδονὰς ἐκ τούτων γνησίως ἔχομεν. ἐν μὲν γὰρ τ\ῶ θυμίζης στὸν ἑαυτό σου πὼς κι’ ἐσὺ εἶσαι ἄνθρωπος. Eἶναι
ῥ@αθυμεῖν καὶ τὰς πλησμονὰς ἀγαπᾶν εὐθὺς αἱ λῦπαι δυνατὸ νὰ παρακινηθῆς ἰδιαίτερα νὰ ἐπιθυμῆς τὶς καλὲς
ταῖς ἡδοναῖς παραπεπήγασι· τὸ δὲ περὶ τὴν ἀρετὴν πράξεις, ἂν κατανοήσης ὅτι ἀπὸ αὐτὲς ἀπολαμβάνουμε τὶς
ἀεὶ πονεῖν καὶ σωφρόνως τὸν αὑτοῦ βίον οἰκονομεῖν, πραγματικὲς ἡδονές. Γιατὶ στὴν ὀκνηρία καὶ στὶς κατὰ κό-
ἀεὶ τὰς τέρψεις εἰλικρινεῖς καὶ βεβαιοτέρας ἀποδί- ρον ἀπολαύσεις, στέκουν πάντα δίπλα στὶς ἡδονὲς οἱ λύ-
δωσι. Tοὺς μὲν θεοὺς φοβοῦ, τοὺς δὲ γονεῖς τίμα, πες, ἐνῶ ἡ διαρκὴς καὶ ἐπίμονη ἐνασχόληση μὲ τὴν ἀρετὴ
τοὺς δὲ φίλους αἰσχύνου. τὰς ἡδονὰς θήρευε τὰς καὶ ἡ ρύθμιση τοῦ βίου μὲ σωφροσύνη παρέχει πάντοτε
μετὰ δόξης· τέρψις γὰρ σὺν τ\ῶ καλ\ῶ μὲν ἄριστον τὶς πιὸ ἀληθινὲς καὶ πιὸ σταθερὲς τέρψεις. Tοὺς μὲν θεοὺς
ἄνευ δὲ τούτου κάκιστον. νὰ τοὺς φοβᾶσαι, νὰ τιμᾶς τοὺς γονεῖς σου, νὰ σέβεσαι
τοὺς φίλους σου, νὰ ὑπακούης στοὺς νόμους. Nὰ ζητῆς τὶς
56 ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς N ι κ ο κ λ ῆ ς ἢ K ύ π ρ ι ο ι ἡδονὲς ποὺ φέρνουν καλὸ ὄνομα στὸν ἄνθρωπο, γιατὶ ἡ
(c. 13). ψυχαγωγία μαζὺ μὲ τὸ ὡραῖο, εἶναι ἄριστο πρᾶγμα, χωρὶς
῝A πάσχοντες ὑφ’ ἑτέρων ὀργίζεσθε, ταῦτα τοὺς αὐτὸ ὅμως εἶναι κάκιστο.
ἄλλους μὴ ποιεῖτε.
56. ᾽I σ ο κ ρ ά τ ο υ ς N ι κ ο κ λ ῆ ς ἢ K ύ π ρ ι ο ι:
57 A᾽ γ α π η τ ο ῦ. Γιὰ ὅσα σεῖς ὀργίζεσθε ποὺ πάσχετε ἀπὸ τρίτους, μὴ
Bασιλέα σε κατὰ ἀλήθειαν ὁρίζομαι, ὡς βασιλεύ- τὰ κάνετε στοὺς ἄλλους.
ειν καὶ κρατεῖν τῶν ἡδονῶν δυνάμενον καὶ τὸν στέ-
57. ᾽A γ α π η τ ο ῦ:
Σὲ διορίζω ἀληθινὸ βασιλιά, γιατὶ μπορεῖ νὰ βασι-
λεύης καὶ νὰ κυριαρχῆς στὶς ἡδονές, καὶ θὰ φορέσης τὸ
68 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 69

φανον τῆς σωφροσύνης ἀναδησάμενον καὶ τὴν πορφύ- στεφάνι τῆς σωφροσύνης καὶ θὰ ντυθῆς τὴν πορφύρα
ραν τῆς δικαιοσύνης ἀμφιεσάμενον. ἡ μὲν γὰρ ἄλλη τῆς δικαιοσύνης. Kάθε ἄλλη ἐξουσία ἔχει ὡς διαδοχὴ τὸ
ἐξουσία τὸν θάνατον ἔχει διαδοχήν, ἡ δὲ τοιαύτη βασι- θάνατο, ἐνῶ μιὰ τέτοια βασιλικὴ ἐξουσία ἐξασφαλίζει τὴν
λεία τὴν ἀθάνατον σώζει διαμονήν· καὶ ἣ μὲν ἐν τ\ῶ ἀθανασία. ῾H πρώτη τελειώνει σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, ἐνῶ ἡ ἄλλη
αἰῶνι τούτ\ω λύεται ἣ δὲ τῆς αἰωνίου κολάσεως ῥύεται. σώζει ἀπὸ τὴν αἰώνια κόλαση.

58 Kύριος μὲν πάντων ἐστὶν ὁ βασιλεύς, δοῦλος δὲ 58. ῾O κύριος τῶν πάντων εἶναι ὁ βασιλιὰς καὶ μαζὺ μὲ
μετὰ πάντων ὑπάρχει θεοῦ. τότε δὲ μάλιστα κληθή- ὅλους εἶναι δοῦλος τοῦ θεοῦ. Tότε ἰδιαίτερα θὰ ἀπο-
σεται κύριος, ὅταν αὐτὸς ἑαυτοῦ δεσπόζ@η καὶ ταῖς κληθῆ κύριος, ὅταν μπορῆ καὶ ἐπιβάλλεται στὸν ἑαυτό
ἀτόποις ἡδοναῖς μὴ δουλεύ@η, ἀλλὰ σύμμαχον ἔχων του καὶ δὲν ὑποδουλώνεται στὶς ἄτοπες ἡδονὲς καί, ἔχο-
τὸν εὐσεβῆ λογισμόν, τὸν ἀήττητον αὐτοκράτορα ντας σύμμαχο τὸν εὐσεβῆ στοχασμό, τὸν ἀήττητο δυνά-
τῶν ἀλόγων παθῶν, τοὺς πανδαμάτορας ἔρωτας τ@ῆ στη τῶν παραλόγων παθῶν, κατανικᾶ μὲ τὴν πανοπλία
πανοπλί@α τῆς σωφροσύνης καταγωνίζηται. τῆς σωφροσύνης τοὺς καταστροφικοὺς ἔρωτες.

59 ᾽E κ τ ῆ ς ῾E ρ μ ί π π ο υ σ υ ν α γ ω γ ῆ ς τ ῶ ν 59. ᾽A π ὸ τ ο ῦ ῾E ρ μ ί π π ο υ τ ὴ σ υ λ λ ο γ ὴ «τ ῶ ν
κ α λ ῶ ς ἀ ν α φ ω ν η θ έ ν τ ω ν ἐ ξ ῾O μ ή ρ ο υ. κ α λ ῶ ς ἀ ν α φ ω ν η θ έ ν τ ω ν ἐ ξ ῾O μ ή ρ ο υ»:
Δημήτριος ὁ Φαληρεὺς εἰς σωφροσύνην ἔλεγεν ῾O Δημήτριος ὁ Φαληρεὺς ἔλεγε πὼς ἔκανε χάριν τῆς
ταῦτα ποιεῖν “ἀσπάσιοι λέκτροιο παλαιοῦ θεσμὸν σωφροσύνης αὐτὰ ποὺ εἶπ’ ὁ ῞Oμηρος: «ἔφθασαν ἐπιθυ-
ἵκοντο.” μητοὶ στὴν τελετὴ τῆς παλαιᾶς νυμφικῆς κλίνης».

60 ῾I έ ρ α κ ο ς ἐ κ τ ο ῦ π ε ρ ὶ δ ι κ α ι ο σ ύ ν η ς. 60. ῾I έ ρ α κ ο ς ἀ π ὸ τ ὸ «π ε ρ ὶ δ ι κ α ι ο σ ύ ν η ς»:
῞Oθεν τὴν λειπομένην ἀρετὴν ἐπιστῆσαι δεῖ τ@ῆ ῎Eτσι τὴν ἀρετὴ ποὺ μένει πρέπει νὰ τὴν ἐγκαταστήσω
τῶν ἡδονῶν φυλακ@ῆ, μὴ συγχωροῦσαν ἀποδιδρά- ὡς φρουρὸ τῆς ἡδονῆς, ποὺ νὰ μὴν ἐπιτρέπη στὴ φρόνη-
σκειν τ@ῆ φρονήσει τὸ ἑαυτῆς ἔργον. ἕως μὲν γὰρ φρο- ση νὰ ἐγκαταλείψη τὸ ἔργο της. ῞Oσο ἔχει φρόνηση, δὲν
νεῖ τις, οὐδὲ ἀνακύπτειν συγχωρήσει ταῖς ἐπὶ τὰ τοι- θὰ ἐπιτρέψη νὰ ἀνακύψουν ἐπιθυμίες ποὺ ὁδηγοῦν
αῦτα φερούσαις ἐπιθυμίαις· ἐν δὲ τ\ῶ καταδαρθάνειν πρὸς τὶς καταστάσεις αὐτές. ῞Oταν ἡ σωφροσύνη ἀποκοι-
ὑπὸ γοητείας ἐπανίστασθαι εἴωθεν ἀφροσύνη συγ- μιέται ὑπὸ τὴν ἐπίδραση γοητείας, συνηθίζει νὰ ξεσηκώ-
χορεύειν αὐτ@ῆ παρακαλοῦσα τὴν ἀκολασίαν. ὅθεν νεται ἡ ἀφροσύνη καὶ νὰ προσκαλῆ δίπλα της τὴν ἀκο-
τὴν ἀρετὴν τὴν ἀμφοτέρας φυγαδεύουσαν σωφρο- λασία σ’ ἕναν κοινὸ χορό. Γι’ αὐτὸ τὴν ἀρετή, ποὺ τὶς φυ-
σύνην ἐκάλεσαν οἱ σοφοί, σωτηρίαν οὖσαν φρονή- γαδεύει καὶ τὶς δυό, οἱ σοφοὶ τὴν ὠνόμασαν σωφροσύνη,
σεως· κυριώτερον δὲ κεκλήκασιν ποιητῶν παῖδες ποὺ εἶναι σωτηρία τῆς φρονήσεως. Eἰδικώτερα οἱ ποιητὲς
σαοφροσύνην· σαῶσαι γὰρ τὸ σῶσαι λέγουσι. τὴν τὴν ὠνόμασαν σ α ο φ ρ ο σ ύ ν η ν, σ α ῶ σ α ι λέγοντας τὸ
οὖν σαοφροσύνην, τήρησιν οὖσαν φρονήσεως καὶ σ ῶ σ α ι. Tὴν σωφροσύνη λοιπόν, ποὺ εἶναι φρουρὸς καὶ
σωτηρίαν, ὅταν τις προσλάβ@η, τελείαν ἔσχε παρ’ σωτηρία τῆς φρονήσεως, ὅταν τὴν ἀποκτήση κανείς, ἔχει
70 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 71

ἑαυτ\ῶ τὴν τῆς δικαιοσύνης κτῆσιν· εἰ δὲ μή, σφάλλε- ἐντελῶς κατακτήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του τὴν δικαιοσύνη.
ται πολλὰ καὶ ἀδικεῖ πολυτρόπως, τὰ μὲν ὑπὲρ χρη- ῍Aν ὄχι περπατεῖ σὲ πολὺ ὀλισθηρὸ ἔδαφος καὶ ἀδικεῖ
μάτων τὰ δὲ ὑπὲρ δόξης τὰ δὲ ὑπὲρ ἡδονῶν. κατὰ πολλοὺς τρόπους, ἄλλοτε γιὰ χρήματα, ἄλλοτε γιὰ
δόξα καὶ ἄλλοτε γιὰ τὶς ἡδονές.
61 ᾽I α μ β λ ί χ ο υ ἐ κ τ ῆ ς ἐ π ι σ τ ο λ ῆ ς
τ ῆ ς π ε ρ ὶ σ ω φ ρ ο σ ύ ν η ς. 61. ᾽I α μ β λ ί χ ο υ ἀ π ὸ τ ὴ ν «ἐ π ι σ τ ο λ ὴ
Πᾶσα μὲν γὰρ ἀρετὴ τὸ θνητοειδὲς πᾶν ἀτιμάζει, π ε ρ ὶ σ ω φ ρ ο σ ύ ν η ς»:
τὸ δὲ ἀθάνατον ἀσπάζεται· πολὺ δὲ διαφερόντως ἡ Kάθε ἀρετὴ περιφρονεῖ τὸ θνητὸ καὶ ἀσπάζεται τὸ
σωφροσύνη ταύτην ἔχει τὴν σπουδήν, ἅτε δὴ τὰς ἀθάνατο. ῾H σωφροσύνη ξεχωριστά, ἔχει αὐτὴ τὴν ἰδιότη-
προσηλούσας τ\ῶ σώματι τὴν ψυχὴν ἡδονὰς ἀτιμά- τα γιατὶ περιφρονεῖ τὶς ἡδονὲς ποὺ προσηλώνουν τὴν
ζουσα καὶ ἐν ἁγνοῖς βάθροις βεβῶσα, ὡς φησὶ Π λά- ψυχὴ στὸ σῶμα καὶ στέκεται ἀνεβασμένη σὲ ἁγνὸ βάθρο,
των. ὅπως λέει ὁ Πλάτων.

62 ᾽E ν τ α υ τ \ῶ. 62. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
Πῶς γὰρ ἡ σωφροσύνη τελέους ἡμᾶς οὐ ποιεῖ τὸ Πῶς λοιπὸν ἡ σωφροσύνη δὲν μᾶς κάνει τελείους,
ἀτελὲς καὶ ἐμπαθὲς ὅλον ἀφ’ ἡμῶν ἐξορίζουσα; γνοίης ἀπομακρύνοντας γενικὰ ἀπὸ μᾶς κάθε τι τὸ ἐμπαθὲς καὶ
δ’ ἂν ὡς τοῦτο οὕτως ἔχει τὸν Bελλεροφόντην ἐννοή- ἀτελές; Θὰ καταλάβης ὅτι ἔτσι ἔχει τὸ πρᾶγμα, ἂν σκε-
σας, ὃς μετὰ τῆς κοσμιότητος συναγωνιζομένης τὴν φθῆς τὸν Bελλεροφόντη, ὁ ὁποῖος μὲ σύμμαχο τὴν κο-
Xίμαιραν καὶ τὸ θηριῶδες καὶ ἄγριον καὶ ἀνήμερον σμιότητα ξέκανε τὴν Xίμαιρα καὶ ὅλο τὸ θηριῶδες καὶ
φῦλον πᾶν ἀνεῖλεν. ὅλως γὰρ ἡ τῶν παθῶν ἄμετρος ἄγριο καὶ ἀνήμερο φῦλο. Γενικὰ ἡ ἄμετρη ἐπικράτηση
ἐπικράτεια οὐδὲ ἀνθρώπους ἀφίησιν εἶναι τοὺς τῶν παθῶν δὲν ἀφήνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ εἶναι ἄνθρω-
ἀνθρώπους, πρὸς δὲ τὴν ἀλόγιστον αὐτοὺς ἕλκει φύ- ποι καὶ τοὺς τραβᾶ πρὸς τὴν ἀλόγιστη, ἄτακτη καὶ θη-
σιν καὶ θηριώδη καὶ ἄτακτον. ριώδη φύση τους.

63 ᾽E ν τ α υ τ \ῶ. 63. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
῾H δὲ μέτροις ὡρισμένοις κατέχουσα τὰς ἡδονὰς ῾H εὐταξία, ποὺ συγκρατεῖ σὲ ὡρισμένο μέτρο τὶς ἡδο-
εὐταξία σώζει μὲν οἴκους σώζει δὲ πόλεις κατὰ τὴν νές, σώζει καὶ τὰ σπίτια, ἀλλὰ καὶ τὶς πολιτεῖες κατὰ τὴ
Kράτητος γνώμην· ἔτι δὲ πλησιάζει πως ἤδη πρὸς τὸ γνώμη τοῦ Kράτητος. Kι’ ἀκόμα φέρνει, κατὰ κάποιο
τῶν θεῶν εἶδος. τοιγαροῦν Περσεὺς ἐπ’ αὐτὸ τὸ τρόπο, τοὺς ἀνθρώπους κοντὰ στὴ μορφὴ τῶν θεῶν. Γι’
ἀκρότατον ἐλαύνων τῆς σωφροσύνης ἀγαθὸν ἡγου- αὐτὸ λοιπὸν ὁ Περσεὺς κινούμενος πρὸς αὐτὸ τὸ ἀκρότα-
μένης τῆς ᾽Aθηνᾶς ἀπέκοψε τὴν Γοργόνα, τὴν εἰς τὴν το ἀγαθὸ τῆς σωφροσύνης μὲ τὴ βοήθεια τῆς A ᾽ θηνᾶς
ὕλην οἶμαι καθέλκουσαν καὶ ἀπολιθοῦσαν τοὺς ἀποκεφάλισε τὴ Γοργόνα, αὐτὴν πού, νομίζω, τραβοῦσε
ἀνθρώπους ἀνοήτ\ω τῶν παθημάτων πλησμον@ῆ. στὸ δάσος καὶ ἀπολίθωνε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἀνόητη
πλησμονὴ τῶν παθῶν τους.
72 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 73

64 ᾽E ν τ α υ τ \ῶ. 64. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
῞Oτι τοίνυν κρηπὶς τῆς ἀρετῆς, ὡς ἔλεγε Σωκρά- ῞Oπως ἔλεγε ὁ Σωκράτης, κρηπίδα τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ
της, ἡ ἐγκράτειά ἐστι τῆς γλυκυθυμίας· κόσμος δὲ συγκράτηση τῆς προθυμίας τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδίνε-
τῶν ἀγαθῶν πάντων ἡ σωφροσύνη θεωρεῖται, ὥσπερ ται στὶς ἡδονές. Kαὶ κόσμημα ὅλων τῶν ἀρετῶν θεωρεῖται
δὴ ἀπεφήνατο Π λάτων. ἀσφάλεια δὲ τῶν καλλίστων ἡ σωφροσύνη, ὅπως ἀπεφάνθη ὁ Πλάτων. ῾H ἐξασφάλιση
ἕξεων ἡ αὐτή ἐστιν ἀρετή, ὥσπερ ἐγὼ λέγω. δὲ τῶν ἀρίστων συνηθειῶν εἶναι ἡ ἴδια ἀρετή, κατὰ τὴ
γνώμη μου.
65 ᾽E ν τ α υ τ \ῶ.
῝O δ’ ἐστὶν ὄντως ὁμολογούμενον θαρρῶν διισχυ- 65. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
ρίζομαι, ὅτι δὴ δι’ ὅλων τῶν ἀρετῶν τὸ κάλλος δια- Παίρνω τὸ θάρρος νὰ διακηρύξω αὐτὸ ποὺ πραγμα-
τείνει τῆς σωφροσύνης καὶ συναρμόζει τὰς πάσας τικὰ εἶναι πανθομολογούμενο, ὅτι ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετὲς ἡ
ἀρετὰς κατὰ μίαν ἁρμονίαν συμμετρίαν τε αὐταῖς σωφροσύνη ξεχωρίζει γιὰ τὴν ὀμορφιά της καὶ συναρμό-
καὶ κρᾶσιν πρὸς ἀλλήλας ἐντίθησι. τοιαύτη δὴ οὖν ζει μὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς σὲ μιὰ σχέση ἁρμονίας καὶ τοὺς δί-
οὖσα καὶ ἀφορμὴν παρέχει ταῖς ὅλαις ὥστε ἐγγενέ- νει συμμετρία καὶ ἑνώνει τὴ μιὰ μὲ τὴν ἄλλη. A᾽ φοῦ λοι-
σθαι, καὶ ἐγγενομέναις αὐταῖς ἀσφαλῆ παρέχει σω- πὸν εἶναι τέτοια, παρέχει ἀφορμὴ καὶ στὶς ἄλλες ἀρετὲς
τηρίαν. νὰ ἀναπτύσσωνται μόνες τους κι’ ὅταν ἀναπτυχθοῦν,
τοὺς ἐξασφαλίζει πλήρη διατήρηση.
66 ᾽E ν τ α υ τ ῶ.
Kαὶ ἡ τῶν ὡρῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ σύστασις καὶ ἡ τῶν 66. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
στοιχείων πρὸς ἄλληλα σύγκρασις συμφωνίαν ἀπο- Kαὶ ἡ σύσταση τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους καὶ ὁ συσχετι-
σώζει καλλίστην καὶ σώφρονα. καὶ τό γε πᾶν τοῦτο σμὸς τῶν στοιχείων τῆς φύσεως μεταξύ των, δημιουργεῖ
διὰ τὴν κοσμιότητα τῶν καλλίστων μέτρων κόσμος μιὰν ἁρμονία ὡραιοτάτη καὶ σώφρονα. Kαὶ τὸ σύνολο,
ἐπικαλεῖται. γιὰ τὴν ἁρμονία τῶν ὡραιοτάτων ἀναλογιῶν του, ὀνομά-
ζεται κ ό σ μ ο ς.
67 ᾽E κ τ ῶ ν τ ο ῦ T έ λ η τ ο ς π ε ρ ὶ α ὐ τ α ρ κ ε ί α ς.
Δεῖ ὥσπερ τὸν ἀγαθὸν ὑποκριτὴν ὅ τι ἂν ὁ ποιη- 67. T ο ῦ T έ λ η τ ο ς ἀ π ὸ τ ὰ «π ε ρ ὶ α ὐ τ α ρ κ ε ί α ς»:
τὴς περιθ@ῆ πρόσωπον τοῦτο ἀγωνίζεσθαι καλῶς, Πρέπει, ὅπως ὁ καλὸς ἠθοποιός, ὅποιο πρόσωπο κι’
οὕτω καὶ τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα ὅ τι ἂν περιθ@ῆ ἡ τύχη. ἂν τοῦ ἀναθέση ὁ ποιητής, αὐτὸ καὶ νὰ ἐνσαρκώση καλά,
καὶ γὰρ αὕτη, φησὶν ὁ Bίων, ὥσπερ ποιήτρια, ὅτε ἔτσι καὶ ὁ καλὸς ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀναλάβη ὅ,τι τοῦ
μὲν πρωτολόγου ὅτε δὲ δευτερολόγου περιτίθησι ἀναθέση ἡ τύχη. Γιατὶ κι’ αὐτή, λέει ὁ Bίων, σὰν ποιήτρια
πρόσωπον, καὶ ὅτε μὲν βασιλέως ὅτε δὲ ἀλήτου. μὴ πότε ἀναθέτει ρόλο πρωταγωνιστοῦ καὶ πότε δεύτερο
οὖν βούλου δευτερολόγος ὢν τὸ πρωτολόγου πρό- ρόλο, πότε βασιλέως καὶ πότε ρόλο πλάνητος. ῞Oταν
σωπον· εἰ δὲ μή, ἀνάρμοστόν τι ποιήσεις. σὺ μὲν εἶσαι δευτεραγωνιστής, μὴ ἐπιθυμῆς τὸν πρῶτο ρόλο,
γιατὶ τότε θὰ κάνης κάτι τὸ ἀνάρμοστο. ᾽Eσὺ εἶσαι καλὸς
74 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 75

ἄρχεις καλῶς ἐγὼ δὲ ἄρχομαι, φησί, καὶ σὺ μὲν ἄρχοντας, ἐγὼ καλὸς ὑπήκοος, λέει ὁ Bίων. Kι’ ἐσὺ εἶσαι
πολλῶν ἐγὼ δὲ ἑνὸς τουτουῒ παιδαγωγὸς γενόμενος, παιδαγωγὸς πολλῶν, ἐνῶ ἐγὼ παιδαγωγὸς ἑνός, αὐτοῦ
καὶ σὺ μὲν εὔπορος γενόμενος δίδως ἐλευθερίως, δά, κι’ ἐσὺ ποὺ ἔχεις γίνει πλούσιος δίνεις γενναιόδωρα,
ἐγὼ δὲ λαμβάνω εὐθαρσῶς παρὰ σοῦ, οὐχ ὑποπί- ἐνῶ ἐγὼ παίρνω θαρραλέα ἀπὸ σένα, χωρὶς νὰ ξεπέφτω
πτων οὐδὲ ἀγεννίζων οὐδὲ μεμψιμοιρῶν. σὺ κέχρη- οὔτε νὰ γίνωμαι ἀγενής, οὔτε νὰ μεμψιμοιρῶ. ᾽Eσὺ χρησι-
σαι τοῖς πολλοῖς καλῶς ἐγὼ δὲ τοῖς ὀλίγοις· οὐ γὰρ μοποιεῖς καλῶς τὰ πολλά, ἐγὼ τὰ λίγα. Γιατὶ δὲν εἶναι,
τὰ πολυτελῆ φησὶ τρέφειν, οὐδὲ ἐκείνοις μὲν ἔστι λέει, ἡ πολυτέλεια ποὺ μᾶς τρέφει, οὔτε μπορεῖ κανεὶς
μετ’ ὠφελείας χρῆσθαι, τοῖς δὲ ὀλίγοις καὶ εὐτελέσι ἐκείνη νὰ τὴ χρησιμοποιῆ ἐπωφελῶς, ἐνῶ τὰ λίγα καὶ
μετὰ σωφροσύνης οὐκ ἔστι καὶ ἀτυφίας. διὸ καὶ εἰ φτωχικὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ χρησιμοποιῆ μὲ σωφροσύνη
λάβοι, φησὶν ὁ Bίων, φωνὴν τὰ πράγματα ὃν τρόπον καὶ χωρὶς ἔπαρση. Γι’ αὐτὸ ἂν τὰ πράγματα, συνεχίζει ὁ
ἡμεῖς καὶ δύναιτο δικαιολογεῖσθαι, οὐκ ἂν εἴποι, φη- Bίων, ἀποκτοῦσαν φωνὴ ὅπως ἐμεῖς, καὶ μποροῦσαν νὰ
σίν, πρῶτον ἡ πενία “ἄνθρωπε, τί μοι μάχ@η;” ὥσπερ δικαιολογηθοῦν, πρώτη ἡ φτώχεια θἄλεγε «ἄνθρωπε,
οἰκέτης πρὸς κύριον ἐφ’ ἱερὸν καθίσας δικαιολογεῖ- γιατὶ μὲ μάχεσαι;». ῞Oπως ἕνας δοῦλος ποὺ καταφεύγει σὲ
ται “τί μοι μάχ@η; μή τι σοὶ κέκλοφα; οὐ πᾶν τὸ προ- ἱερὸ καὶ δικαιολογεῖται στὸν κύριό του λέγοντας: «Γιατὶ
σταττόμενον ὑπὸ σοῦ ποιῶ; οὐ τὴν ἀποφορὰν εὐτά- μὲ μάχεσαι; μήπως σοῦ ἔκλεψα κάτι; δὲν κάνω ὅ,τι μὲ
κτως σοι φέρω;” καὶ ἡ πενία εἴποι πρὸς τὸν ἐγκα- προστάζεις; δὲν σοῦ φέρνω τακτικὰ τὸ φόρο;». ῎Eτσι καὶ
λοῦντα “τί μοι μάχ@η; μὴ καλοῦ τινος δι’ ἐμὲ στερίσκ@η; ἡ φτώχεια θὰ εἰπῆ ἐπίσης στὸν κατήγορο: «Γιατὶ μὲ μάχε-
μὴ σωφροσύνης; μὴ δικαιοσύνης; ἀνδρείας; ἀλλὰ μὴ σαι; Mήπως στερεῖσαι κανένα καλὸ ἐξ αἰτίας μου; Mήπως
τῶν ἀναγκαίων ἐνδεὴς εἶς; οὐ μεσταὶ μὲν αἱ ὁδοὶ λα- τὴ σωφροσύνη; τὴ δικαιοσύνη; τὴν ἀνδρεία; μήπως ἔχεις
χάνων; πλήρεις δὲ αἱ κρῆναι ὕδατος; οὐκ εὐνάς σοι ἔλλειψη ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα; δὲν εἶναι γεμᾶτοι λάχανα οἱ
τοσαύτας παρέχω ὁπόση γῆ; καὶ στρωμνὰς φύλλα; ἢ δρόμοι; δὲν εἶναι γεμᾶτες νερὸ οἱ βρῦσες; δὲν σοῦ παρέχω
εὐφραίνεσθαι μετ’ ἐμοῦ οὐκ ἔστιν σοι; ἢ οὐχ ὁρ@ᾶς τόσα κρεβάτια ὅση καὶ ἡ γῆ; καὶ στρώματα ἀπὸ φύλλα;
γρ@άδια φύστην φαγόντα τερετίζοντα; ἢ οὐκ ὄψον δὲν εὐχαριστιέσαι μαζί μου; ἢ δὲν βλέπεις τὰ γραΐδια ποὺ
ἀδάπανον καὶ ἀτρύφερον παρασκευάζω σοι τὴν πεῖ- κελαϊδᾶνε ἀφοῦ φάγανε τηγανῖτες; ἢ μήπως δὲν σοῦ ἑτοι-
ναν; ἢ οὐχ ὁ πεινῶν ἥδιστα ἐσθίει καὶ ἥκιστα ὄψου μάζω προσφάϊ ἀνέξοδο καὶ ξερὸ γιὰ τὴν πεῖνα σου; ἢ μή-
δεῖται; καὶ ὁ διψῶν ἥδιστα πίνει καὶ ἥκιστα τὸ μὴ πως τάχα ὁ πεινασμένος δὲν τὸ τρώει εὐχάριστα καὶ πολὺ
παρὸν ποτὸν ἀναμένει; ἢ πειν@ᾶ τις πλακοῦντα ἢ λίγο ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ προσφάϊ; ὁ διψασμένος ἐπίσης δὲν
διψ@ᾶ χιόνα; ἀλλ’ οὐ ταῦτα διὰ τρυφὴν ζητοῦσιν οἱ πίνει πολὺ εὐχάριστα καὶ πολὺ λίγο ἐνδιαφέρεται ἂν
ἄνθρωποι; ἢ οἰκήσεις οὐ παρέχω σοι, πρῶτον μὲν ὑπάρχει ποτό; ῍H μήπως πεινᾶ κανεὶς γιὰ γλύκισμα καὶ
χειμῶνος τὰ βαλανεῖα, θέρους δὲ τὰ ἱερά; ποῖον γάρ διψᾶ γιὰ χιόνι; αὐτὰ δὲν τ’ ἀναζητοῦν οἱ ἄνθρωποι γιὰ
σοι τοιοῦτον οἰκητήριον, φησὶν ὁ Διογένης, τοῦ θέ- τρυφή; ἢ μήπως δὲν σοῦ παρέχω κατοικίες, τὸ χειμῶνα τὰ
ρους, οἷον ἐμοὶ ὁ παρθενὼν οὗτος, εὔπνους καὶ πο- οἰκήματα τῶν λουτρῶν καὶ τὸ καλοκαίρι τὰ ἱερά; Ποιό
σπίτι ἔγινε πρὸς χάρη σου γιὰ τὸ καλοκαίρι, λέει ὁ Διογέ-
νης, ὅπως ὁ Παρθενὼν αὐτὸς γιὰ μένα, ἀεράτος καὶ πο-
76 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 77

λυτελής;” εἰ ταῦτα λέγοι ἡ πενία, τί ἂν ἔχοις ἀντει- λυτελής;». ῍Aν αὐτὰ ἔλεγε ἡ φτώχεια, τί θὰ εἶχες νὰ τῆς
πεῖν; ἐγὼ μὲν γὰρ ἂν δοκῶ ἄφωνος γενέσθαι. ἀλλ’ ἀντιτείνης; ᾽Eγὼ πιστεύω πὼς θὰ ἔμενες ἄφωνος. ᾽Eμεῖς
ἡμεῖς πάντα μᾶλλον αἰτιώμεθα ἢ τὴν ἑαυτῶν δυσ- ὅμως αἰτιώμαστε τὰ πάντα κι’ ὄχι τὸ δύστροπο χαρα-
τροπίαν καὶ κακοδαιμονίαν, τὸ γῆρας, τὴν πενίαν, κτῆρα καὶ τὴν κακοδαιμονία μας, τὰ γηρατειά, τὴ φτώ-
τὸν ἀπαντήσαντα, τὴν ἡμέραν, τὴν ὥραν, τὸν τόπον. χεια, τὸ συναπάντημα, τὴν ἡμέρα, τὴν ὥρα, τὸν τόπο. Γι’
διό φησιν ὁ Διογένης φωνῆς ἀκηκοέναι κακίας ἑαυ- αὐτὸ λέει ὁ Διογένης πὼς ἀκούει τὴ φωνὴ τῆς κακίας ποὺ
τὴν αἰτιωμένης “οὔτις ἐμοὶ τῶνδ’ ἄλλος ἐπαίτιος, αὐτοκατηγορεῖται λέγοντας: «Kανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι
ἀλλ’ ἐγὼ αὐτή.” παράφοροι δὲ πολλοὶ οὐχ ἑαυτοῖς αἴτιος γιὰ τίποτε παρὰ ἐγὼ ἡ ἴδια». Πολλοὶ ἔξαλλοι δὲν
ἀλλὰ τοῖς πράγμασι τὴν αἰτίαν ἐπάγουσιν. ὁ δὲ Bίων, βρίσκουν τὴν αἰτία στὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ στὰ πράγματα.
ὥσπερ τῶν θηρίων, φησί, παρὰ τὴν λῆψιν ἡ δῆξις γί- ῾O Bίων λέει πώς, ὅπως στὰ θηρία τὸ δάγκωμα γίνεται
νεται, κἂν μέσου τοῦ ὄφεως ἐπιλαμβάν@ης, δηχθήσ@η, ἀνάλογα μὲ τὸ ἀπὸ ποῦ θὰ τὸ πιάσης κι’ ἂν τὸ πιάσης τὸ
ἐὰν τοῦ τραχήλου, οὐδὲν πείσ@η· οὕτω καὶ τῶν πραγ- φίδι ἀπὸ τὴ μέση θὰ σὲ δαγκώση, ἐνῶ ἂν τὸ πιάσης ἀπὸ
μάτων, φησί, παρὰ τὴν ὑπόληψιν ἡ ὀδύνη γίνεται, τὸν τράχηλο δὲν θὰ πάθης τίποτε· ἔτσι καὶ στὰ πράγμα-
καὶ ἐὰν μὲν οὕτως ὑπολάβ@ης περὶ αὐτῶν, ὥσπερ ὁ τα, λέγει, ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ τὰ ἀντιλαμβάνεσαι, προέρ-
Σωκράτης, οὐκ ὀδυνήσ@η, ἐὰν δὲ ὡς ἑτέρως, ἀνιάσ@η, χεται ἡ ὀδύνη· καὶ ἂν μὲν τὰ ἰδῆς ἔτσι τὰ πράγματα, ὅπως
οὐχ ὑπὸ τῶν πραγμάτων ἀλλ’ ὑπὸ τῶν ἰδίων τρόπων ὁ Σωκράτης, δὲν θὰ πονέσης, ἂν ὅμως διαφορετικά, θὰ
καὶ τῆς ψευδοῦς δόξης. διὸ δεῖ μὴ τὰ πράγματα στενοχωρηθῆς, ὄχι ἐξ αἰτίας τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ ἐξ
πειρᾶσθαι μετατιθέναι, ἀλλ’ αὑτὸν παρασκευάσαι αἰτίας τοῦ δικοῦ σου χαρακτῆρα καὶ τῆς ἐσφαλμένης
πρὸς ταῦτα πῶς ἔχοντα, ὅπερ ποιοῦσιν οἱ ναυτικοί· ἀντιλήψεως. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ ἀποπειρᾶσαι νὰ με-
οὐ γὰρ τοὺς ἀνέμους καὶ τὴν θάλατταν πειρῶνται ταθέτης τὰ πράγματα, ἀλλὰ νὰ προετοιμάζης τὸν ἑαυτό
μετατιθέναι, ἀλλὰ παρασκευάζουσιν αὑτοὺς δυνα- σου γι’ αὐτὰ ὅπως ἔχουν στὴν πραγματικότητα, ὅπως
μένους πρὸς ἐκεῖνα στρέφεσθαι. εὐδία; γαλήνη; ταῖς ἀκριβῶς κάνουν οἱ ναυτικοί. Aὐτοὶ δηλαδὴ δὲν προσπα-
κώπαις πλέουσι· κατὰ ναῦν ἄνεμος; ἐπῆραν τὰ θοῦν νὰ μεταθέσουν τοὺς ἀνέμους καὶ τὴ θάλασσα, ἀλλὰ
ἄρμενα· ἀντιπέπνευκεν; ἐστείλαντο, μεθείλαντο. καὶ προπαρασκευάζουν τὸν ἑαυτό τους, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ
σὺ πρὸς τὰ παρόντα χρῶ. γέρων γέγονας; μὴ ζήτει τὰ ἀντιμετωπίζουν τὰ φυσικὰ στοιχεῖα: εὐδία; γαλήνη; τότε
τοῦ νέου· ἀσθενὴς πάλιν; μὴ ζήτει τὰ τοῦ ἰσχυροῦ, πλέουν μὲ τὰ κουπιά. Eὐνοϊκὸς ἄνεμος; σηκώνουν τὰ πα-
φορτία βαστάζειν καὶ διατραχηλίζεσθαι, ἀλλ’ ὥσπερ νιά. Πνέει ἀντίθετος ἀέρας; μαζεύουν καὶ ὑποστέλλουν
Διογένης, ὃς ἐπεί τις ὤθει καὶ ἐτραχήλιζεν ἀσθενῶς τὰ πανιά. Kαὶ σὺ συμμορφώσου μὲ τὴν κατάσταση. Γέρα-
ἔχοντα, οὐ διετραχηλίζετο, ἀλλὰ δείξας αὐτ\ῶ τὸν σες; Mὴ ζητᾶς τὰ δικαιώματα τοῦ νέου. Eἶσαι ἀδύνατος;
κίονα “βέλτιστε” ἔφη “τοῦτον ὤθει πρὸς τάδε.” ἄπο- Mὴ ζητᾶς τὰ τοῦ ἰσχυροῦ, νὰ σηκώνης φορτία καὶ νὰ
ἐκτραχηλίζεσαι, ἀλλὰ ὅπως ὁ Διογένης, πού, ὅταν κά-
ποιος ἔσπρωχνε καὶ τραβοῦσε ἀπὸ τὸν τράχηλο ἕναν
ἀδύνατο, δὲν τὸν βοήθησε νὰ τὸν βάλη στὸ ζυγό, ἀλλὰ
δείχνοντάς του ἕνα κίονα τοῦ λέει: «Φιλαρᾶκο, σπρῶξε
78 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 79

ρος πάλιν γέγονας; μὴ ζήτει τὴν τοῦ εὐπόρου δίαι- αὐτὸν πρὸς τὰ ἐκεῖ». Eἶσαι φτωχὸς ἐπίσης; Mὴ ζητῆς τὸν
ταν, ἀλλ’ ὡς πρὸς τὸν ἀέρα φράττ@η (εὐδία, καὶ διε- τρόπο ζωῆς τοῦ εὐπόρου, ἀλλὰ κλεῖνε τὴν πόρτα σου
στείλω, ψῦχος, συνεστείλω), οὕτω καὶ πρὸς τὰ σύμφωνα μὲ τὸν ἀέρα (καλοκαιρία, ἄνοιγε· κρῦο, κλεῖνε)·
ὑπάρχοντα δι’ εὐπορίαν διάστειλον, ἀπορίαν καὶ σύ- ἔτσι καὶ ὡς πρὸς τὰ ὑπάρχοντα, στὴν εὐπορία ἄνοιγε,
στειλον. ἀλλ’ ἡμεῖς οὐ δυνάμεθα ἀρκεῖσθαι τοῖς πα- στὴ φτώχεια μαζέψου. ᾽Eμεῖς ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ
ροῦσιν, ὅταν καὶ τρυφ@ῆ πολὺ διδῶμεν, καὶ τὸ ἐργάζε- ἀρκούμεθα στὰ παρόντα, ὅταν ἐνδίδουμε στὴν τρυφηλό-
σθαι [ζημί]αν κρίνωμεν καὶ τὸν θάνατον ἔσχατόν τι τητα καὶ θεωροῦμε συμφορὰ τὴν ἐργασία καὶ τὸν θάνατο
τῶν κακῶν. ἐὰν δὲ ποιήσ@η καὶ τῆς ἡδονῆς καταφρο- τὸ ἔσχατο τῶν κακῶν. ῍Aν ὅμως κάμης ἕναν ἄνθρωπο νὰ
νοῦντά τινα, καὶ πρὸς τοὺς πόνους μὴ διαβεβλημέ- καταφρονῆ καὶ τὴν ἡδονὴ καὶ τοὺς κόπους ν’ ἀντέχη καὶ
νον, καὶ πρὸς δόξαν καὶ ἀδοξίαν ἴσως ἔχοντα, καὶ τὸν ν’ ἀποβλέπη ἐξ ἴσου πρὸς τὴ δόξα καὶ τὴν ἀδοξία καὶ νὰ
θάνατον μὴ φοβούμενον, ὅτι ἂν θέλ@ης ἐξέσται σοι μὴ φοβᾶται τὸ θάνατο, μπορεῖς νὰ τοῦ κάνης ὅ,τι θέλεις,
ἀνωδύν\ω ὄντι ποιεῖν. διὸ ἅπερ λέγω, οὐχ ὁρῶ πῶς γιατὶ αὐτὸς δὲν αἰσθάνεται ὀδύνη. Γι’ αὐτό, λέω, δὲν βλέ-
αὐτὰ τὰ πράγματα ἔχει τι δύσκολον, ἢ γῆρας ἢ πενία πω ποιές δυσκολίες ἔχουν αὐτὰ τὰ πράγματα, τὸ γῆρας
ἢ ξενία. οὐκ ἀηδῶς γὰρ Ξενοφῶν “ἐάν σοι” φησί “δεί- δηλαδή, ἡ πενία, ἢ ἡ ξενητειά. Πολὺ εὔστοχα ἐπὶ τοῦ
ξω δύο ἀδελφῶν τὴν ἴσην οὐσίαν διελομένων τὸν μὲν προκειμένου ὁ Ξενοφῶν λέγει: «ἂν σοῦ δείξω δυὸ ἀδέλφια
ἐν τ@ῆ πάσ@η ἀπορί@α τὸν δὲ ἐν εὐκολί@α, οὐ φανερὸν ποὺ χώρισαν (τὴν πατρικὴ περιουσία) καὶ πῆρε τὸ καθέ-
ὅτι οὐ τὰ χρήματα αἰτιατέον ἀλλ’ ἕτερόν τι;” οὕτως να ἴσο μέρος, κι ὅμως τὸ ἕνα νὰ βρίσκεται βουτηγμένο
ἐάν σοι δείξω δύο πένητας, δύο γέροντας, δύο φεύγον- στὴ φτώχεια καὶ τ’ ἄλλο νὰ ἔχη ἀρκετὴ ἄνεση, δὲν εἶναι
τας, τὸν μὲν ἐν τ@ῆ πάσ@η εὐκολί@α καὶ ἀπαθεί@α ὄντα φανερὸ ὅτι δὲν φταῖνε τὰ χρήματα ἀλλὰ κάτι τι ἄλλο;».
τὸν δὲ ἐν τ@ῆ πάσ@η ταραχ@ῆ, οὐ φανερὸν ὅτι οὐ τὸ ῎Eτσι, ἂν σοῦ δείξω δυὸ φτωχούς, δυὸ γέροντες, δυὸ φυ-
γῆρας, οὐ τὴν πενίαν, οὐ τὴν ξενίαν αἰτιατέον ἀλλ’ γάδες, τὸν ἕνα νὰ ἔχη πλήρη ἄνεση καὶ νὰ εἶναι χωρὶς πά-
ἕτερόν τι; καὶ ὅπερ Διογένης ἐποίησεν πρὸς τὸν πο- θη καὶ τὸν ἄλλο σὲ πλήρη σύγχυση, δὲν εἶναι φανερὸ πὼς
λυτελῆ φάμενον πόλιν εἶναι τὰς ᾽Aθήνας· λαβὼν γὰρ δὲν φταίει οὔτε ἡ φτώχεια, οὔτε τὰ γηρατειά, οὔτε ἡ ξενη-
αὐτὸν ἦγεν εἰς τὸ μυροπωλεῖον καὶ ἐπυνθάνετο πό- τειά, ἀλλὰ κάτι ἄλλο; Nὰ τί ἔκανε ὁ Διογένης σὲ κάποιον
σου τῆς κύπρου ἡ κοτύλη. “μνᾶς” φησὶν ὁ μυροπώ- ποὺ εἶπε ὅτι ἡ A᾽ θήνα ἦταν ἡ πόλις τῆς πολυτελείας. Tὸν
λης· ἀνέκραγε “πολυτελής γε ἡ πόλις.” ἀπῆγεν αὐτὸν πῆρε καὶ τὸν ἔφερε στὸ μυροπωλεῖο καὶ ρώτησε πόσο
πάλιν εἰς τὸ μαγειρεῖον καὶ ἐπυνθάνετο πόσου τὸ κάνει τὸ δοχεῖο μὲ τὸ ἄρωμα τῆς Kύπρου. «Mιὰ μνᾶ»,
ἀκροκώλιον. “τριῶν δραχμῶν.” ἐβόα “πολυτελής γε ἡ εἶπε ὁ μυροπώλης. «Πολυτελὴς ἡ πόλη», φώναξε. Tὸν
πόλις.” εἰς τὰ ἔρια πάλιν τὰ μαλακὰ καὶ πόσου τὸ πῆγε κατόπι στὸ μαγειρεῖο καὶ ρώτησε πόσο κάνει ὁ πα-
πρόβατον. “μνᾶς” φησίν. ἐβόα “πολυτελής γε ἡ πόλις.” τσάς. «Tρεῖς δραχμές». «Πολυτελὴς ἡ πόλη», φώναξε. Tὸν
“δεῦρο δή” φησί. κἀνταῦθα ἄγει αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς πῆγε κατόπι στὰ μαλλιὰ τὰ μαλακὰ καὶ ρώτησε πόσο
θέρμους. “πόσου ἡ χοίνιξ;” “χαλκοῦ” φησίν· ἀνέκρα- ἔχει τοῦ προβάτου. «Mιὰ μνᾶ» εἶπε. «Πολυτελὴς ἡ πόλη»,
φώναξε. «῎Eλα», τοῦ λέει. Kαὶ τὸν πάει στὰ λούπινα. «Πό-
σο ἡ σέσουλα;» ρωτάει. «῞Eνα χάλκινο». «Eὐτελὴς ἡ πό-
80 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 81

γεν ὁ Διογένης “εὐτελής γε ἡ πόλις.” πάλιν εἰς τὰς λη», φωνάζει ὁ Διογένης. Tὸν πάει στὶς θροῦμπες ἐλιές.
ἰσχάδας, “δύο χαλκῶν·” “τῶν δὲ μύρτων;” “δύο χαλ- «Πόσο;» «Δυὸ χάλκινα»; Στὶς τσακιστὲς ἐπίσης «δυὸ χάλ-
κῶν.” “εὐτελής γε ἡ πόλις.” ὃν τρόπον οὖν τ\ῶδε οὐχ ἡ κινα». «Eὐτελὴς ἡ πόλη». Mὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἡ πόλη δὲν
πόλις εὐτελὴς καὶ πολυτελὴς (ἐὰν μὲν γὰρ οὕτω τὶς ἦταν εὐτελὴς καὶ πολυτελὴς τὸ ἴδιο (ἂν ζήση κανεὶς πολυ-
ζήσ@η, πολυτελής, ἐὰν δὲ οὕτως, εὐτελής), οὕτω καὶ τελῶς εἶναι πολυτελής, ἂν εὐτελῶς, εὐτελής). ῎Eτσι καὶ τὰ
τὰ πράγματα, ἐὰν μέν τις αὐτοῖς οὕτω χρῆται, πράγματα, ἂν κανεὶς τὰ χρησιμοποιήση κατ’ αὐτὸ τὸν
εὐπετῆ καὶ ῥ@άδια φανεῖται, ἐὰν δὲ οὕτως, δυσχερῆ. τρόπο, φαίνονται εὔκολα καὶ βολικά, ἂν διαφορετικά,
ἀλλ’ ὅμως δοκεῖ μοι ἔχειν τι ἡ πενία δυσχερὲς καὶ δυσχερῆ. A᾽ λλ’ ὅμως μοῦ φαίνεται πὼς ἡ φτώχεια ἔχει κάτι
ἐπίπονον, καὶ μᾶλλον ἄν τις ἐπαινέσειε τὸν μετὰ πε- τὸ δύσκολο καὶ τὸ ἐπίπονο καὶ πρέπει μᾶλλον κανεὶς νὰ
νίας εὐκόλως γῆρας ἐνέγκαντα ἢ τὸν μετὰ πλούτου. ἐπαινέση αὐτὸν ποὺ ἔβγαλε πέρα τὰ γηρατειὰ μὲ τὴν
καὶ τί ἔχει δυσχερὲς ἢ ἐπίπονον ἡ πενία; ἢ οὐ Kρά- φτώχεια, παρὰ μὲ τὸν πλοῦτο. Tί εἶναι ἐκεῖνο τὸ δυσχερὲς
της καὶ Διογένης πένητες ἦσαν; καὶ πῶς ῥ@αδίως διε- ποὺ ἔχει ἡ φτώχεια; Mήπως ὁ Kράτης καὶ ὁ Διογένης δὲν
ξήγαγον; ἄτυφοι γενόμενοι καὶ ἐπαῖται, καὶ διαίτ@η ἦταν φτωχοί; Kαὶ πῶς τἄβγαλαν εὔκολα πέρα; ῎Eγιναν
εὐτελεῖ καὶ λιτ@ῆ δυνάμενοι χρήσασθαι. ἀπορία καὶ ταπεινοὶ καὶ ζητιάνοι καὶ μπόρεσαν νὰ χρησιμοποιήσουν
δάνεια περιέστηκεν; κόγχον καὶ κύαμον συνάγαγε, δίαιτα εὐτελῆ καὶ λιτή. ῾H φτώχεια καὶ τὰ δανεικὰ σὲ πνί-
φησὶν ὁ Kράτης, καὶ τὰ τούτοις πρόσφορα· κἂν τάδε γουν; Mάζευε κοχύλια καὶ κουκιά, λέει ὁ Kράτης, καὶ τὰ
δράσ@ης, ῥ@αδίως στήσεις τρόπαιον κατὰ πενίας. ἢ τί ἀνάλογα μὲ αὐτά. ῍Aν τὰ κάνης αὐτά, θὰ στήσης εὔκολα
δεῖ μᾶλλον ἐπαινέσαι, τὸν μετὰ πενίας εὐκόλως τρόπαιο ἐναντίον τῆς φτώχειας. Tί πρέπει κανεὶς νὰ
γῆρας ἐνεγκόντα ἢ τὸν μετὰ πλούτου; ἔπειτα οὐδὲ ἐπαινέση καλύτερα αὐτὸν ποὺ ἔφερε εὔκολα σὲ λογαρια-
γνῶναι ῥ@αδιέστερόν ἐστι, ποῖόν τι ἐστὶ πλοῦτος ἢ σμὸ τὰ γηρατειὰ μὲ τὴ φτώχεια, ἢ αὐτὸν ποὺ τἄφερε μὲ
ποῖόν τι πενία· ἀλλὰ καὶ πλούτ\ω πολλοὶ μετὰ γήρως τὸν πλοῦτο; ῎Eπειτα δὲν εἶναι οὔτε κἂν εὔκολο νὰ ξέρης
δυσκόλως χρῶνται καὶ πενί@α ἀγεννῶς καὶ ὀδυρτι- τί εἶναι πλοῦτος καὶ τί φτώχεια. A ᾽ λλὰ πολλοὶ καὶ τὸν
κῶς· καὶ οὔτε τοῦτο ῥ@άδιον, ὥστε τ\ῶ πλούτ\ω ἐλευ- πλοῦτο τὸν χρησιμοποιοῦν δύσκολα, ἐφ’ ὅσον εἶναι γέρον-
θερίως καὶ ἀφόρτως, οὔτε ἐκεῖνο, ὥστε πενί@α γεν- τες, καὶ τὴν φτώχεια ταπεινὰ καὶ κλαψιάρικα. Kαὶ οὔτε
ναίως, ἀλλὰ τοῦ αὐτοῦ ἀμφότερα, καὶ ὥσπερ τοῖς εἶναι εὔκολο στὸν πλούσιο νὰ χρησιμοποιῆ τὸν πλοῦτο
πολλοῖς δύναται κατὰ τρόπον, οὕτω καὶ τοῖς ἀνάπα- ἐλεύθερα καὶ χωρὶς περιορισμούς, οὔτε στὸν φτωχὸ νὰ
λιν. καὶ ἐὰν μὲν ἐκποι@ῆ πενητεύουσι μένειν ἐν τ\ῶ εἶναι γενναῖος στὴ φτώχεια του. Tὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ
βί\ω, εἰ δὲ μή, ῥ@αδίως ἀπαλλάττεσθαι ὥσπερ ἐκ πα- στοὺς δυὸ καὶ ὅπως συμβαίνει κανεὶς νὰ ζήση καλὰ μὲ τὰ
νηγύρεως οὕτω καὶ ἐκ τοῦ βίου. καθάπερ καὶ ἐξ πολλὰ ἔτσι μπορεῖ καὶ μὲ τὰ λίγα. Kαὶ ἂν ἀρκοῦνε στοὺς
οἰκίας, φησὶν ὁ Bίων, ἐξοικιζόμεθα, ὅταν τὸ ἐνοίκιον φτωχοὺς νὰ μένουν στὴ ζωή, ἔχει καλῶς. ῍Aν ὄχι, εὔκολα
ὁ μισθώσας οὐ κομιζόμενος τὴν θύραν ἀφέλ@η, τὸν ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴ ζωή, ὅπως ἀπὸ ἕνα πανηγύρι.
κέραμον ἀφέλ@η, τὸ φρέαρ ἐγκλείσ@η, οὕτω καὶ ἐκ τοῦ ῞Oπως ἀκριβῶς μᾶς πετᾶνε στὸ δρόμο λέει ὁ Bίων, ἀπὸ
ἕνα σπίτι, ὅταν ὁ μισθωτὴς δὲν καταβάλη τὸ ἐνοίκιο καὶ
τοῦ βγάζουν τὴν πόρτα, τὰ κεραμίδια, τοῦ κλείνουν τὸ

6 A
᾽ νθολόγιον B´
82 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 83

σωματίου ἐξοικίζομαι, ὅταν ἡ μισθώσασα φύσις τοὺς πηγάδι, ἔτσι ξεσπιτώνομαι κι’ ἀπ’ τὸ σαρκίον μου, ὅταν ἡ
ὀφθαλμοὺς ἀφαιρῆται τὰ ὦτα τὰς χεῖρας τοὺς πό- φύση, ποὺ τὸ μίσθωσε, ἀφαιρῆ τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, τὰ χέ-
δας· οὐχ ὑπομένω, ἀλλ’ ὥσπερ ἐκ συμποσίου ἀπαλ- ρια καὶ τὰ πόδια. Δὲν περιμένω πιά, ἀλλά, ὅπως ἀνα-
λάττομαι οὐθὲν δυσχεραίνων οὕτω καὶ ἐκ τοῦ βίου, χωρῶ ἀπὸ ἕνα συμπόσιο χωρὶς καμμιὰ δυσκολία, ἔτσι
ὅταν ἡ ὥρα @ἦ. “ἔμβα πορθμίδος ἔρυμα.” ὥσπερ φεύγω καὶ ἀπὸ τὴ ζωή, ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα μου. «῎Eμπα,
ἀγαθὸς ὑποκριτὴς εὖ καὶ τὸν πρόλογον εὖ καὶ τὰ μέ- πορθμεῖο»*. ῞Oπως ἕνας καλὸς ἠθοποιὸς διαπρέπει καὶ
σα εὖ καὶ τὴν καταστροφήν, οὕτω καὶ ὁ ἀγαθὸς ἀνὴρ στὸν πρόλογο καὶ στὸ μέσο τοῦ ἔργου καὶ στὸ κλείσιμο,
εὖ καὶ τὰ πρῶτα τοῦ βίου εὖ καὶ τὰ μέσα εὖ καὶ τὴν ἔτσι καὶ ὁ καλὸς ἄνθρωπος καλῶς καὶ τὴν ἀρχὴ τοῦ βίου,
τελευτήν· καὶ ὥσπερ ἱμάτιον τρίβωνα γενόμενον καλῶς καὶ τὰ μέσα, καλῶς καὶ τὸ θάνατο ὑπομένει. Kαὶ
ἀπεθέμην καὶ οὐ παρέλκω, οὐδὲ φιλοψυχῶ, ἀλλὰ ὅπως ἕνα ροῦχο ποὺ παρατρίφτηκε τὸ ἀποθέτω καὶ δὲν
καὶ δυνάμενος ἔτι εὐδαιμονεῖν ἀπαλλάττομαι, καθά- τὸ φορῶ πιὰ ἔτσι οὔτε γαντζώνομαι στὴ ζωούλα μου,
περ καὶ Σωκράτης. ἦν αὐτ\ῶ ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, εἰ ἀλλά, καὶ ἐνῶ ἔχω τὴ δυνατότητα ἀκόμη νὰ εὐτυχήσω
ἐβούλετο, ἐξελθεῖν, καὶ τῶν δικαστῶν κελευόντων φεύγω, ὅπως ὁ Σωκράτης. Aὐτός, ἂν ἤθελε νὰ φύγη ἀπὸ
ἀργυρίου τιμήσασθαι οὐ προσεῖχεν, ἀλλὰ τῆς ἐν τὴ φυλακή, τὸ μποροῦσε καὶ ἐνῶ οἱ δικαστὲς διέτασσαν
πρυτανεί\ω σιτήσεως ἐτιμήσατο· καὶ τριῶν ἡμερῶν νὰ καταδικασθῆ σὲ χρηματικὴ ποινὴ δὲν τὸ δέχθηκε καὶ
αὐτ\ῶ δοθεισῶν τ@ῆ πρώτ@η ἔπιεν καὶ οὐ προσέμεινεν ζητοῦσε νὰ σιτίζεται στὸ πρυτανεῖο. Kαὶ ἐνῶ τοῦ δόθηκε
τῆς τρίτης ἡμέρας τὴν ἐσχάτην ὥραν παρατηρῶν εἰ τριήμερη προθεσμία, ἤπιε τὸ κώνειο τῆς πρώτης ἡμέρας
ἔτι ἥλιος ἐπὶ τῶν ὀρῶν, ἀλλ’ εὐθαρσῶς τ@ῆ πρώτ@η, καὶ δὲν περίμενε τὴν τελευταία ὥρα τῆς τρίτης, παρατη-
[καί, ὡς Π λάτων φη]σίν, οὐδὲν τρέψας οὔτε τοῦ προ- ρώντας ἂν ὑπάρχη ἀκόμη ἥλιος στὰ βουνά, ἀλλὰ θαρρα-
σώπου οὔτε τοῦ χρώματος, ἀλλὰ μάλα ἱλαρῶς τε καὶ λέα τὴν πρώτη ἡμέρα, καὶ ὅπως λέει ὁ Πλάτων, χωρὶς νὰ
εὐκόλως λαβὼν τὸ ποτήριον ἐξέπιεν, καὶ τὸ τελευ- στρέψη τὸ πρόσωπό του ἢ νὰ χαλάση τὸ χρῶμα του,
ταῖον ἀποκοτταβίσας “τουτί” φησίν “᾽Aλκιβιάδ@η τ\ῶ ἀλλὰ μᾶλλον μὲ ἱλαρότητα καὶ εὐκολία ἀφοῦ πῆρε τὸ
καλ\ῶ.” (ὅρα σχολὴν καὶ παιδείαν· ἡμεῖς δέ, κἂν ποτήρι, τὸ ἤπιε «μέχρι τρυγός», εἰς ὑγείαν «τοῦ ὡραίου
ἄλλον ἴδωμεν, πεφρίκαμεν) καὶ μέλλων ἀποθνή- A
᾽ λκιβιάδη». (Kοίταξε ἰδεολογία καὶ μόρφωση, ἐνῶ ἐμᾶς
σκειν, ἐκάθευδε βαθέως, ὥστε μόλις διεγεῖραι τινά μᾶς πιάνει φρίκη καὶ νὰ ἰδοῦμε ἄλλον). ῞Oταν ἐπρόκειτο
(ταχύ γ’ ἂν καὶ ἡμῶν τις ἂν κοιμηθείη). καὶ γυναικὸς νὰ πεθάνη, κοιμήθηκε βαθειά, ὥστε μὲ δυσκολία τὸν ξύ-
χαλεπότητα πράως ἔφερε κἀκείνης βοώσης οὐκ πνησαν (ποιός ἀπὸ μᾶς θὰ μποροῦσε ἔτσι νὰ κοιμηθῆ;).
ἐφρόντιζεν, ἀλλὰ Kριτοβούλου εἰπόντος “πῶς ἀνέχ@η Kαὶ ὑπέφερε μὲ πραότητα τὴ σκληρότητα τῆς γυναικὸς
καί, ἐνῶ ἐκείνη γκρίνιαζε, αὐτὸς δὲν ἔδινε σημασία. ῞Oταν
ὁ Kριτόβουλος τὸν ρώτησε «πῶς ἀνέχεσαι νὰ ζῆς μὲ δαύ-

* Πρόκειται γιὰ τὸ «πορθμεῖο» τοῦ Xάρωνος, ποὺ μετακόμιζε τοὺς


νεκροὺς κατὰ τὴν ἀρχαία ἀντίληψη μέσα ἀπὸ τὴν A ᾽ χερουσία λίμνη
στὸν ῞Aδη.
84 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 85

ταύτης συμβιούσης;” “πῶς δὲ σὺ τῶν παρὰ σοὶ χη- την;», ὁ Σωκράτης τοῦ ἀποκρίθηκε: «πῶς ἐσὺ ζῆς μὲ τὶς
νῶν;” “τί δέ μοι μέλει ἐκείνων” φησίν. “οὕτως οὐδ’ χῆνες ποὔχεις στὸ σπίτι;». «Δὲν μὲ νοιάζει γι’ αὐτές», λέει
ἐμοὶ ταύτης, ἀλλ’ ἀκούω ὥσπερ χηνός.” καὶ πάλιν ὁ Kριτόβουλος. «῎Eτσι καὶ ἐμένα γι’ αὐτή. Tὴν ἀκούω σὰν
παρειληφότος αὐτοῦ ᾽Aλκιβιάδην ἐπ’ ἄριστον, ὡς νἆναι χήνα». ῎Aλλοτε πάλι ποὺ πῆρε τὸν A ᾽ λκιβιάδη νὰ
ἐκείνη παρελθοῦσα τὴν τράπεζαν ἀνέτρεψεν, οὐκ προγευματίσουν στὸ σπίτι, ὅταν ἡ γυναίκα του παρου-
ἐβόα οὐδ’ ὠδυνᾶτο δεινοπαθῶν “ὢ τῆς παρανομίας,” σιάστηκε καὶ ἀναποδογύρισε τὸ τραπέζι, αὐτὸς οὔτε φώ-
ὥστε ταύτ@η πάσχειν, ἀλλ’ ἀναλέξας τὰ πεσόντα ἐπι- ναξε «ἄσε τὶς προστυχιές», οὔτε πικράθηκε γιὰ τὰ δεινο-
θέσθαι πάλιν ἐκέλευσε τὸν ᾽Aλκιβιάδην· ὡς δὲ παθήματά του, ὥστε νὰ φανῆ πὼς ὑποφέρει, ἀλλὰ μάζε-
ἐκεῖνος οὐ προσεῖχεν ἀλλ’ ἐγκαλυψάμενος ἐκάθητο ψε τὰ σκορπισμένα κατὰ γῆς καὶ παρακάλεσε τὸν A ᾽ λκι-
αἰσχυνόμενος “προάγωμεν δὴ” φησίν “ἔξω· φαίνεται βιάδη νὰ τὰ βάλη καὶ πάλι στὸ τραπέζι. Kι’ ἐπειδὴ ἐκεῖ-
γὰρ ἡ Ξανθίππη ὀξυρεγμί@α σπαράσσειν ἡμᾶς.” εἶτα νος δὲν εἶχε τὸ νοῦ του, ἀλλὰ εἶχε σκεπάσει τὸ πρόσωπό
μετ’ ὁλίγας ἡμέρας αὐτὸς ἀριστῶν παρὰ τ\ῶ ᾽Aλκι- του καὶ καθόταν ντροπιασμένος, «πᾶμε ἔξω», εἶπε ὁ Σω-
βιάδ@η, ὡς ἡ ὄρνις ἡ γενναία ἐπιπτᾶσα κατέβαλε τὸν κράτης, «φαίνεται πὼς ἡ Ξανθίππη θὰ μᾶς φάη μὲ τὸ λό-
πίνακα, συγκαλυψάμενος ἐκάθητο καὶ οὐκ ἠρίστα· ξυγγα». Mετὰ λίγες ἡμέρες ὁ Σωκράτης προγευμάτιζε
ὡς δὲ ἐκεῖνος ἐγέλα καὶ ἐπυνθάνετο εἰ διὰ τοῦτο οὐκ στοῦ A᾽ λκιβιάδη, καθὼς μιὰ τολμηρὴ κόττα ἀνέτρεψε τὸ
ἀριστ@ᾶ ὅτι ἡ ὄρνις ἐπιστᾶσα καταβάλοι “δῆλον ὅτι” πιᾶτο του, ὁ Σωκράτης σκεπάστηκε καὶ δὲν ἔτρωγε. ῾O
φησί “σὺ μὲν πρώην Ξανθίππης ἀνατρεψάσης οὐκ A
᾽ λκιβιάδης γελοῦσε καὶ τὸν ρωτοῦσε γιατὶ δὲν τρώει,
ἐβούλου ἀριστᾶν, ἐμὲ δὲ οἴει νῦν ἀριστᾶν τῆς ὄρνι- ἀφοῦ ἡ κόττα μαθαίνοντάς το θὰ τοῦ φάη τὸ φαγητό. Kι’
θος ἀνατρεψάσης; ἢ διαφέρειν τι ἐκείνην ὄρνιθος κο- ἀποκρίθηκε: «Eἶναι φανερό. ῞Oταν ἡ Ξανθίππη ἀνέτρεψε
ρυζώσης ἡγ@ῆ;” “ἀλλ’ εἰ μὲν ὗς” φησίν “ἀνέτρεψεν, οὐκ τὸ τραπέζι, ἐσὺ δὲν ἤθελες νὰ φᾶς, πῶς τώρα ἐγὼ θὰ
ἂν ὠργίζου, οὐκ ἂν διηνέχθης;” “εἰ δὲ γυνὴ ὑώδης;” φάω, ἀφοῦ μοῦ σκόρπισε τὸ πιᾶτο ἡ κόττα; ῍H μὴ νομί-
ὅρα παιδείαν. ζης πὼς ἡ Ξανθίππη διαφέρει ἀπὸ τὴν κόττα ποὺ τὴν
πιάνει κόρυζα;». «᾽Aλλὰ ἂν στὸ ἀνέτρεπε γουρούνι, τοῦ
68 ᾽E κ τ ο ῦ ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ ἐ γ χ ε ι ρ ι δ ί ο υ (c. 43). λέει ὁ A᾽ λκιβιάδης, δὲν θὰ θύμωνες; δὲν θὰ ἔπιανες καυ-
Πᾶν πρᾶγμα καὶ πρόσωπον δύο ἔχει λαβάς, μι@ᾶ γᾶ;». «Kι’ ἂν ἡ γυναίκα εἶναι γουρούνα;». Kοίταξε λοιπὸν
φορητόν, μι@ᾶ ἀφόρητον· ὁ ἀδελφὸς ἐὰν ἀδικ@ῆ, ἔνθεν μόρφωση.
αὐτὸ μὴ λάμβανε ὅτι ἀδικεῖ, ἀλλ’ ἐκεῖθεν ὅτι ἀδελ-
φός· καὶ οὕτω λήψ@η αὐτὸ καθ’ ὃ φορητόν ἐστι. 68. ᾽A π ὸ τ ὸ ἐ γ χ ε ι ρ ί δ ι ο τ ο ῦ ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ
(c. 43):
Kάθε πρᾶγμα καὶ κάθε πρόσωπο ἔχει δυὸ πλευρές,
μιὰ ὑποφερτὴ καὶ μιὰ ἀνυπόφορη. ῍Aν σὲ ἀδικῆ ὁ ἀδελ-
φός σου, μὴν τὸ θεωρήσης ὅτι σὲ ἀδικεῖ, ἀφοῦ εἶναι ἀδελ-
φός. Kαὶ ἔτσι θὰ τὸ πάρης ἀφοῦ μ’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τὸ
πρᾶγμα γίνεται ὑποφερτό.
86 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 87

69 Δ ι ω τ ο γ έ ν ε ο ς Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ 69. Δ ι ω τ ο γ έ ν ο υ ς Π υ θ α γ ο ρ ε ί ο υ ἀ π ὸ τ ὸ
ἐ κ τ ο ῦ π ε ρ ὶ ὁ σ ι ό τ η τ ο ς. «π ε ρ ὶ ὁ σ ι ό τ η τ ο ς»:
Περὶ βίω ἐκλογισμὸς καθ’ ὅν κ’ εἴη ὁ ἀνθρώπινος Σκέψεις γιὰ τὴ ζωή, πῶς νὰ εἶναι ἀπολύτως σύμφωνη
βίος ὁσιώτατός τε καὶ νομιμώτατος. πρᾶτον μὲν αἴκα μὲ τοὺς θείους καὶ τοὺς ἀνθρώπινους νόμους. Πρῶτα,
τις μὴ πολυπραγμον@ῆ μηδὲ ταχὺ ἐπὶ τὰς δίκας ἂν κανεὶς δὲν εἶναι πολυάσχολος καὶ δὲν τρέχει κάθε λί-
ὁρμ\ώη, ἀλλὰ πολὺν χρόνον ἀμβαλλόμενος αὐτός τε γο στὰ δικαστήρια, ἀλλὰ ἀναβάλλοντας τὴν ὑπόθεση
προσκαλεόμενος ἄνευ δίκας, ὥστε ὁ ἀντίδικος προε- καὶ καλώντας σὲ ἐξώδικη διευθέτηση κάνει τὸν ἀντίδικό
καλέσατο ἐμμένεν· καὶ αἴκα τὰ πολλὰ* ἐξηταγόρεν του νὰ μὴ ἐπιμένη στὴν δικαστικὴ πρόσκληση.*
τ\ῶ πράγματι* καμαύλη ἀλλ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. καὶ ἐπὶ Kαὶ γιὰ τὴν ξένη ζημιὰ νὰ ἐπιζητῆ τὴν ἀκρίβεια, ἐνῶ
μὲν τᾶς ἀλλοτρίας ζαμίας τὸ ἀκριβὲς μ\ῶ το, ἐπὶ δὲ γιὰ τὴ δική του νὰ εἶναι μετριοπαθής. Γιατὶ εἶναι γνώρι-
τᾶς ἰδίας τὸ μέτριον· τὸ γὰρ αὐτὸν παρ’ αὐτῶ διαι- σμα καλυτέρου ἤθους νὰ κάμπτεται κανεὶς ἀπὸ τὸν
τεῖσθαι μετριωτέρω ἤθεος. καὶ μὴ ἐπὶ τ@ᾶ ζαμί@α ἴδιον τὸν ἑαυτό του. Kαὶ νὰ μὴ λυπᾶται τόσο γιὰ τὴ χρη-
οὕτως ὡς ἐπὶ τ@ᾶ αἰσχύν@α λυποῖτο· τὸ μὲν γὰρ ἐπ’ ματικὴ ποινή, ὅσο γιὰ τὴν ἠθικὴ μείωση. Γιατί, νὰ λυπᾶ-
ἀργυρί\ω ὀδυνᾶσθαι φαύλω ἤθεος, τὸ δὲ ἐπὶ τ@ᾶ αἰσ- ται κανεὶς γιὰ τὸ χρῆμα, αὐτὸ δείχνει φαῦλο ἦθος, ἐνῶ
χύν@α καὶ τ@ᾶ ἀτιμί@α καλοκαγάθω. τὸ νὰ λυπᾶται γιὰ τὴν ντροπὴ καὶ τὴν ἀτίμωση, δείχνει
ἦθος καλοκάγαθο.
70 ᾽E κ τ ῶ ν ᾽A ρ ι σ τ ο ξ έ ν ο υ Π υ θ α γ ο ρ ι κ ῶ ν
ἀ π ο φ ά σ ε ω ν. 70. ᾽A π ὸ τ ὶ ς Π υ θ α γ ο ρ ι κ ὲ ς γ ν ῶ μ ε ς
Tὴν ἀληθῆ φιλοκαλίαν ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασι καὶ τ ο ῦ ᾽A ρ ι σ τ ο ξ έ ν ο υ:
ἐν ταῖς ἐπιστήμαις ἔλεγεν εἶναι· τὸ γὰρ ἀγαπᾶν καὶ ῾H ἀληθινὴ φιλοκαλία ἔλεγεν (ὁ Πυθαγόρας) πὼς βρί-
στέργειν τῶν καλῶν ἐθῶν τε καὶ ἐπιτηδευμάτων σκεται στὰ ἐπαγγέλματα καὶ στὶς ἐπιστῆμες, γιατὶ ἡ
ὑπάρχειν· ὡσαύτως δὲ καὶ τῶν ἐπιστημῶν τε καὶ ἀγάπη καὶ ἡ στοργὴ συνδέεται μὲ τὰ καλὰ ἔθιμα καὶ τὰ
ἐμπειριῶν τὰς καλὰς καὶ εὐσχήμονας ἀληθῶς εἶναι ἐπαγγέλματα· ἀπ’ τὶς ἐπιστῆμες ἐπίσης καὶ τὶς ἐμπει-
φιλοκάλους, τὴν δὲ λεγομένην ὑπὸ τῶν πολλῶν φι- ρικὲς ἀσχολίες οἱ καλὲς καὶ οἱ εὐπρεπεῖς διακρίνονται
λοκαλίαν, οἷον τοῖς ἀναγκαίοις καὶ χρησίμοις πρὸς γιὰ ἀληθινὴ φιλοκαλία· ἀντιθέτως, αὐτὸ ποὺ λέγεται
τὸν βίον γινομένην, λάφυρά που τῆς ἀληθινῆς κεῖ- ἀπ’ τοὺς πολλοὺς φιλοκαλία, ποὺ συνδέεται μὲ τ’ ἀναγ-
σθαι φιλοκαλίας. καῖα καὶ χρήσιμα στὴ ζωή, εἶναι λεηλάτηση τῆς ἀλη-
θινῆς φιλοκαλίας.

* Tὸ χωρίον ἐν συνεχεί€α νοσεῖ σοβαρά.


88 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 89

71 ᾽E κ τ ο ῦ ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ ἐ γ χ ε ι ρ ι δ ί ο υ 71. ᾽A π ὸ τ ὸ ἐ γ χ ε ι ρ ί δ ι ο τ ο ῦ ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ
(c. 33, 15). (c. 33, 15):
Tὰ πολλὰ δὲ καὶ τὸ γελᾶν ἀπέστω καὶ τὸ γέλωτα Tὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἂς ἀποφεύγη κανεὶς καὶ νὰ γε-
κινεῖν· ὀλισθηρὸς γὰρ ὁ τόπος εἰς ἰδιωτισμόν, καὶ λάη καὶ νὰ προκαλῆ τὸ γέλωτα στοὺς ἄλλους. Γιατὶ ἡ πε-
ἅμα τὴν αἰδῶ τὴν πρὸς σὲ τῶν πλησίον ἱκανὸς ριοχὴ τοῦ γέλιου εἶναι ὀλισθηρὴ πρὸς τὶς προστυχιὲς καὶ
ἀνεῖναι καὶ διαφθεῖραι. καὶ ἄλλος παράκειται τόπος συγχρόνως ἱκανὴ νὰ χαλαρώνη καὶ νὰ καταστρέφη τε-
ἐπισφαλὴς ταῖς τοιαύταις ἀνέσεσι, τὸ εἰς αἰσχρολο- λείως τὸ σεβασμὸ τῶν διπλανῶν σου πρὸς ἐσέ. Σὲ τέτοιες
γίαν εὐκόλως προαγαγεῖν τὸν πλησίον. ὅταν οὖν τι ἀπολαύσεις ὑπάρχει καὶ ἄλλος κίνδυνος: νὰ προαγάγη
συμβ@ῆ τοιοῦτον, ἂν μὲν εὔκαιρον @ἦ, καὶ ἐπίπληξον δηλαδὴ κανεὶς τὸν διπλανό του εὔκολα στὴν αἰσχρολογία.
τ\ῶ αἰσχρολογήσαντι· ἐὰν δὲ τοιαῦτα @ἦ τὰ πρόσωπα ῞Oταν κάτι τέτοιο συμβῆ, ἂν σοῦ εἶναι βολετό, νὰ ἐπιπλή-
ὤστε μὴ καιρὸν εἶναι, τ\ῶ ἀποσιωπῆσαι καὶ σκυθρω- ξης τὸν αἰσχρολόγο. ῍Aν πάλι τὰ πρόσωπα εἶναι τέτοια
πάσαι καὶ ἐρυθριᾶσαι δῆλος γενοῦ δυσαρεστῶν τ\ῶ ποὺ δὲν σὲ βολεύει νὰ μιλήσης, τότε μὲ τὴ σιωπή σου, τὴν
ῥηθέντι. κατήφεια καὶ τὴν ἐρυθρίασή σου δεῖξε ὅτι δυσαρεστήθη-
κες μὲ τὶς αἰσχρολογίες.
72 Π υ θ α γ ο ρ ι κ ά.
Kαὶ μὴν οὐδέν ἐστιν οὕτω τῆς Πυθαγορικῆς φιλο- 72. Π υ θ α γ ο ρ ι κ ά:
σοφίας ἴδιον ὡς τὸ συμβολικόν, οἷον ἐν τελετ@ῆ με- Tὸ κυριώτερο γνώρισμα τῆς πυθαγορικῆς φιλοσοφίας
μιγμένον φων@ῆ καὶ σιωπ@ῆ διδασκαλίας γένος, ὥστε εἶναι ἡ χρήση τῶν συμβόλων· ἕνα εἶδος διδασκαλίας δη-
μὴ λέγειν “ἀείσω ξυνετοῖσι, θύρας δ’ ἐπίθεσθε βέβη- λαδὴ κατά τινα τρόπον τελετουργικό, ποὺ γίνεται μὲ τὴν
λοι,” ἀλλ’ αὐτόθεν ἔχειν φῶς καὶ χαρακτῆρα τοῖς συ- ὁμιλία καὶ τὴ σιωπή, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται νὰ λένε «θὰ
νήθεσι τὸ φραζόμενον, τυφλὸν δὲ καὶ ἄσημον εἶναι μιλήσω στοὺς συνετοὺς ἔξω οἱ βέβηλοι». A
᾽ λλὰ ἡ ἴδια ἡ δι-
τοῖς ἀπείροις. ὡς γὰρ ὁ ἄναξ ὁ ἐν Δελφοῖς οὔτε λέγει δασκαλία νὰ εἶναι κατανοητὴ μόνο στὰ μέλη τοῦ συλλό-
οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει, κατὰ τὸν ῾Hράκλειτον, γου («θιάσου»), ἐνῶ στοὺς ἄπειρους καὶ ξένους νὰ εἶναι
οὕτω τῶν Πυθαγορικῶν συμβόλων καὶ τὸ φράζεσθαι τυφλὴ καὶ ἀκατανόητη. ῞Oπως δηλαδὴ ὁ θεὸς τῶν
δοκοῦν κρυπτόμενόν ἐστι καὶ τὸ κρύπτεσθαι νοού- Δελφῶν οὔτε λέει καθαρὰ ἀλλ’ οὔτε καὶ τὰ κρύβει, ἀλλὰ
μενον. ἁπλῶς παρέχει μόνο σήματα (ποὺ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ
ἀποκρυπτογράφηση), κατὰ τὸν ῾Hράκλειτο, ἔτσι καὶ στὰ
Πυθαγορικὰ σύμβολα καὶ ἐκεῖνο ποὺ φαίνεται ὅτι λέγε-
ται ἀπερίφραστα εἶναι «κρυπτογραφικὸ» καὶ ἐκεῖνο ποὺ
κρύβεται ὑπονοεῖται.*

* Oἱ μαθηταὶ τοῦ Πυθαγόρα (6ος αἰών), ἱδρυτοῦ τῆς φιλοσοφικῆς


Σχολῆς τοῦ Kρότωνος, ἀποτελοῦσαν ἕνα εἶδος θρησκευτικοῦ θιάσου.
Φαίνεται ὅτι οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας καὶ «προαγωγῆς εἰς
90 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 91

73 ᾽E κ τ ῆ ς N ι κ ο λ ά ο υ ἐ θ ῶ ν σ υ ν α γ ω γ ῆ ς. 73. A
᾽ π ὸ τ ὴ σ υ λ λ ο γ ὴ ἐ θ ί μ ω ν τ ο ῦ N ι κ ο λ ά ο υ:
Γαλακτοφάγοι, Σκυθικὸν ἔθνος, ἄοικοί τε εἰσίν, Oἱ Γαλακτοφάγοι εἶναι ἔθνος τῆς Σκυθίας, χωρὶς μόνι-
ὥσπερ καὶ οἱ πλεῖστοι Σκυθῶν, τροφήν τ’ ἔχουσι γά- μες κατοικίες ὅπως καὶ οἱ περισσότεροι Σκῦθες καὶ ἔχουν
λα μόνον ἵππειον, ἐξ οὗ τυροποιοῦντες ἐσθίουσι καὶ γιὰ τροφή τους μόνο ἀλογίσιο γάλα ἀπὸ τὸ ὁποῖο κάνουν
πίνουσι, καὶ εἰσὶ διὰ τοῦτο δυσμαχώτατοι, σὺν αὑ- τυρὶ καὶ τρῶνε καὶ πίνουν ἀπ’ αὐτὸ καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ
τοῖς πάντ@η τὴν τροφὴν ἔχοντες. οὗτοι καὶ Δαρεῖον πολὺ δυσμάχητοι, ἔχοντας πάντα μαζί τους τὴν τροφή
ἐτρέψαντο. εἰσὶ δὲ καὶ δικαιότατοι, κοινὰ ἔχοντες τά τους. Aὐτοὶ νίκησαν καὶ τὸν Δαρεῖο. Eἶναι δὲ καὶ δικαιό-
τε κτήματα καὶ τὰς γυναῖκας, ὥστε τοὺς μὲν πρεσβυ- τατοι, ἔχοντας κοινὰ τὰ κτήματα, ἀλλὰ καὶ τὶς γυναῖκες,
τέρους αὐτῶν πατέρας νομίζειν, τοὺς δὲ νεωτέρους ἔτσι ὥστε, ὅλους τοὺς μεγαλυτέρους των τοὺς θεωροῦν
παῖδας, τοὺς δ’ ἥλικας ἀδελφούς. ὧν ἦν καὶ ᾽Aνάχαρ- σὰν πατέρες καὶ τοὺς νεωτέρους σὰν παιδιά τους καὶ
σις, εἷς τῶν ἑπτὰ σοφῶν νομισθείς, ὃς ἦλθεν εἰς τὴν τοὺς συνομηλίκους τοὺς θεωροῦν ἀδελφούς. A ᾽ π’ αὐτοὺς
῾Eλλάδα, ἵνα ἱστορήσ@η τὰ τῶν ῾Eλλήνων νόμιμα. [τού- καταγόταν καὶ ὁ A ᾽ νάχαρσις, ποὺ θεωρήθηκε ἕνας ἀπὸ
των καὶ ῞Oμηρος μέμνηται ἐν οἷς φησί τοὺς ἑφτὰ σοφούς, ποὺ ἦρθε στὴν ῾Eλλάδα νὰ καταγρά-
Mυσῶν τ’ ἀγχεμάχων, καὶ ἀγαυῶν ῾Iππημολγῶν, ψη τὰ ἔθιμα τῶν ῾Eλλήνων. Aὐτοὺς μνημονεύει καὶ ὁ
γλακτοφάγων ἀβίων τε, δικαιοτάτων ἀνθρώπων. ῞Oμηρος ὅταν λέει:
ἀβίους δ’ αὐτοὺς λέγει ἢ διὰ τὸ γῆν μὴ γεωργεῖν, ἢ Oἱ Mυσοὶ οἱ πολεμιστάδες καὶ οἱ λαμπροὶ ῾Iππημολγοὶ
διὰ τὸ ἀοίκους εἶναι, ἢ διὰ τὸ χρῆσθαι τούτους μό- ποὺ τρῶνε γάλα καὶ δὲν ἔχουν βιός, μὰ εἶναι δικαιότα-
νους τόξοις· βιὸν γὰρ λέγει τὸ τόξον.] παρὰ τούτοις τοι ἄνθρωποι
οὐδὲ εἷς οὔτε φθονῶν, ὥς φασιν, οὔτε μισῶν οὔτε Tοὺς λέει «ἀβίους», δηλαδὴ πὼς δὲν ἔχουν περιουσία, ἢ
φοβούμενος ἱστορήθη, διὰ τὴν τοῦ βίου κοινότητα ἐπειδὴ δὲν καλλιεργοῦν τὴ γῆ, ἢ ἐπειδὴ εἶναι φερέοικοι ἢ
καὶ δικαιοσύνην. μάχιμοι δ’ οὐχ ἧττον αὐτῶν αἱ γυ- καὶ γιατὶ χρησιμοποιοῦσαν αὐτοὶ μόνον τόξα. Γιατὶ «βιὸν»
ναῖκες ἢ οἱ ἄνδρες, καὶ συμπολεμοῦσιν αὐτοῖς ὅταν ἐννοεῖ τὸ τόξο. Σ’ αὐτοὺς δὲν ἐπισημάνθηκε κανεὶς οὔτε
δέ@η. καὶ διὰ τοῦτο ᾽Aμαζόνας γενναιοτάτας εἶναι, φθονερός, οὔτε μισητός, οὔτε φοβιτσιάρης, ἐπειδὴ ἔχουν
ὥστε ποτὲ ἐλάσαι μέχρι ᾽Aθηνῶν καὶ Kιλικίας, ὅτι κοινὸ καὶ δίκαιο βίο. Oἱ γυναῖκες τους εἶναι μαχητικὲς
τούτων παρ\ώκουν ἐγγὺς τῆς Mαιώτιδος λίμνης. ὅσο καὶ οἱ ἄντρες καὶ συμπολεμοῦν μὲ τοὺς τελευταίους
ὅταν εἶναι ἀνάγκη. Γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ οἱ A
᾽ μαζόνες γενναιό-
τατες, ὥστε ἔφθασαν κάποτε ὣς τὴν A ᾽ θήνα καὶ τὴν Kιλι-
κία, γιατὶ κατοικοῦσαν κοντά τους στὴ Mαιώτιδα λίμνη.*

ἀρετὴν» ἦταν ἡ ἐπὶ ὡρισμένη ὥρα σ ι ω π ὴ κ α ὶ α ὐ τ ο σ υ γ κ έ ν τ ρ ω -


σ ι ς, ποὺ συνεπήγετο τὴν α ὐ τ ο κ ρ ι τ ι κ ὴ (... τί μοι δέον καὶ οὐκ ἐτελέ-
σθη;). ῾H συμβολικὴ ἔκφρασις ἦταν σὲ πολλὴ χρήση. Π.χ. κ υ ά μ ω ν ἀπέ-
χεσθαι (= μὴν τρῶς κουκιὰ = μὴν ἀναμειγνύεσαι στὴν πολιτική).
* Mαιῶτις λίμνη· ἡ σημερινὴ A
᾽ ζοφικὴ θάλασσα.
92 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 93

74 A ἰ σ χ ί ν ο υ ἐ ν τ \ῶ κ α τ ὰ T ι μ ά ρ χ ο υ 74. A ἰ σ χ ί ν ο υ κ α τ ὰ T ι μ ά ρ χ ο υ (73 R.):


(p. 73 R.). Tόσο λοιπὸν πρέπει νὰ εἶναι καθαρὸς ὁ βίος τοῦ σώ-
Oὕτω γὰρ χρὴ καθαρὸν εἶναι τὸν βίον τοῦ σώφρο- φρονος ἀνθρώπου, ὥστε νὰ μὴν ἐπιδέχεται οὔτε καὶ ὑπο-
νος ἀνδρός, ὤστε μηδὲ δέχεσθαι δόξαν αἰτίας πο- ψία κακῆς κατηγορίας.
νηρᾶς.
75. ᾽A π ὸ τ ὸ ἐ γ χ ε ι ρ ί δ ι ο ν τ ο ῦ ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ
75 ᾽E κ τ ο ῦ ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ ἐ γ χ ε ι ρ ι δ ί ο υ (c. 15). (c. 15):
᾽Eν συμποσί\ω σε οὕτω δεῖ ἀναστρέφεσθαι· περι- Σὲ συμπόσιο πρέπει νὰ συμπεριφέρεσαι ὡς ἑξῆς: ῍Aν
φερόμενόν τι γέγονε κατὰ σέ; ἐκτείνας τὴν χεῖρα με- κάτι ποὺ περιφέρεται ἔλθη πρὸς τὸ μέρος σου, ἅπλωσε
τρίως ἔφαψαι· παρέρχεται; μὴ κάτεχε· οὔπω ἐλήλυ- τὸ χέρι καὶ ἄγγιξέ το λίγο. ῍Aν περνάη, μὴν τὸ παίρνης. Δὲν
θε; μὴ ἐπίβαλλε πόρρω τὴν ὄρεξιν, ἀλλ’ ἐκδέχου ἦλθε ἀκόμη; Mὴν ἁπλώνης μακρύτερα τὴν ὄρεξή σου,
κατὰ σὲ γενέσθαι αὐτό. οὕτω πρὸς πλοῦτον, οὕτω ἀλλὰ περίμενε νἄρθη πρὸς τὸ μέρος σου. ῎Eτσι νὰ συμπε-
πρὸς ἀρχάς, οὕτω πρὸς γάμον, καὶ ἔσ@η ἄξιος συμπό- ριφέρεσαι καὶ μὲ τὸν πλοῦτο, ἔτσι καὶ μὲ τὶς ἀρχές, ἔτσι
της τῶν θεῶν. ἂν δὲ παρατεθέντων σοι μὴ λάβ@ης, ἀλλ’ καὶ σὲ ζητήματα γάμου· καὶ θἆσαι ἄξιος συμπότης τῶν
ὑπερίδ@ης, τότε οὐ μόνον τῶν θεῶν συμπότης ἔσ@η, θεῶν. ῍Aν τὰ βάλουν μπροστά σου καὶ δὲν πάρης, ἀλλὰ
ἀλλὰ συνάρχων· οὕτω γὰρ ποιῶν καὶ Διογένης καὶ παραβλέψης, τότε δὲν θἆσαι μοναχὰ συμπότης τῶν θεῶν,
῾Hράκλειτος καὶ οἱ ὅμοιοι ἀξίως θεῖοί τ’ ἦσαν καὶ ἀλλὰ καὶ συνάρχοντας. ῎Eτσι κάνοντας καὶ ὁ Διογένης καὶ
ἐλέγοντο. ὁ ῾Hράκλειτος καὶ οἱ ὅμοιοί τους ἦταν καὶ λέγονταν ἄξιοι
τῶν θεῶν.
76 M ο υ σ ω ν ί ο υ.
Kἂν ἡδον@ῆ κανονιστέον @ἦ τὰ ἀρεστά, οὐδὲν τῆς 76. M ο υ σ ω ν ί ο υ:
σωφροσύνης ἥδιον, κἂν πόν\ω κανονιστέον @ἦ τὰ φευ- Kι’ ἂν τὰ ἀρεστὰ ρυθμίζωνται μὲ γνώμονα τὴν ἡδονή,
κτά, οὐδέν ἐστι τῆς ἀκρασίας ἐπιπονώτερον. τίποτε δὲν εἶναι «ἡδονικώτερο» ἀπὸ τὴ σωφροσύνη. Kι’
ἂν αὐτὰ ποὺ πρέπει ν’ ἀποφεύγουμε κρίνωνται μὲ γνώ-
77 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. μονα τὸν μόχθο, τίποτε δὲν εἶναι περισσότερο ἐπίμοχθο
῾Hδονὴν οὐ πᾶσαν, ἀλλὰ τὴν ἐπὶ τ\ῶ καλ\ῶ αἱρέε- ἀπ’ τὴν ἀκολασία.
σθαι χρεών.
77. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
78 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. ῎Oχι τὴν πᾶσα ἡδονή, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ μᾶς φέρνει
Δίκαιος ἔρως ἀνυβρίστως ἐφίεσθαι τῶν καλῶν. στὴν ὀμορφιά, πρέπει νὰ προτιμοῦμε.

78. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
῾O δίκαιος ἔρως ὁδηγεῖ στὰ ὡραῖα χωρὶς ἔπαρση.
94 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 95

79 Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς ἐ κ τ ῆ ς 79. Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς ἀ π ὸ τ ὴ ν ἐ π ι σ τ ο λ ὴ
π ρ ὸ ς Λ α μ π ρ ό κ λ ε ι α ν ἐ π ι σ τ ο λ ῆ ς. π ρ ὸ ς Λ α μ π ρ ό κ λ ε ι α ν:
Πρῶτον γὰρ ἂν δέξαιο Σωκράτους ὑπερφυὲς δί- Πρῶτα, νὰ δεχθῆς τὸ ὑπερφυὲς δίδαγμα τοῦ Σωκρά-
δαγμα, πλοῦτον μετρεῖν χρήσει. οὐ γὰρ ἔφη Σωκρά- τους ὅτι ὁ πλοῦτος μετρᾶται μὲ τὴ χρήση. ῾O Σωκράτης
της εἶναι τὴν ὑπέρμετρον κτῆσιν πλοῦτον, τὸ δ’ εἶπε, ὅτι ἡ ὑπέρμετρη ἀπόκτηση ἀγαθῶν δὲν εἶναι πλοῦ-
ὅσοις προσήκει χρῆσθαι, ἔπειτα δὲ τούτων μὴ δια- τος, ἀλλὰ πλοῦτος εἶναι τὸ νὰ χρησιμοποιῆ κανεὶς τ’ ἀγα-
μαρτάνειν. τ\ῶ γὰρ ὄντι τούτους κεκλῆσθαι εὐπό- θὰ σε ὅ,τι πρέπει κι’ ἔπειτα νὰ μὴν τοῦ λείψουν αὐτὰ πο-
ρους, τοὺς δ’ ἄλλους πένητας ἀπεκάλει, καὶ ἀνίατον τέ. Πράγματι αὐτοὶ μποροῦν νὰ εἰπωθοῦν εὔποροι, ἐνῶ
αὐτοὺς ἔφασκε πενίαν πένεσθαι· ψυχῆς γὰρ εἶναι τὸ τοὺς ἄλλους τοὺς ἀποκαλοῦσε φτωχοὺς καὶ ἔλεγε πὼς
ἀρρώστημα, οὐ κτήσεως. πάσχουν ἀπὸ πενία ἀνίατη γιατὶ ἡ ἀσθένεια εἶναι τῆς
ψυχῆς καὶ ὄχι τῆς περιουσίας.
80 ᾽E ν τ α υ τ \ῶ.
Kακὸν οὐδὲν φύεται ἐν ἀνδρὶ θεμέλια θεμέν\ω σο- 80. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
φίας σωφροσύνην καὶ ἐγκράτειαν. Δὲν προβάλλει κανένα κακὸ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει βά-
λει ὡς θεμέλιο σοφίας τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν ἐγκράτεια.
81 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς.
Δεῖ ὥσπερ σειρῆνας τὰς ἡδονὰς παρελθεῖν τὸν 81. T ο ῦ Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
σπεύδοντα τὴν ἀρετὴν ἰδεῖν ὥσπερ πατρίδα. Πρέπει ν’ ἀντιπαρέρχεται τὶς ἡδονές, ὅπως τὶς σειρῆ-
νες, αὐτὸς ποὺ βιάζεται νὰ ἀντικρύση τὴν ἀρετή, ὅπως
82 ᾽E κ τ ῶ ν Σ ε ρ ή ν ο υ. τὴν πατρίδα του.
Eὐριπίδης εὐδοκίμησεν ἐν θεάτρ\ω εἰπών “τί δ’
αἰσχρὸν ἢν μὴ τοῖσι χρωμένοις δοκ@ῆ;” καὶ Π λάτων 82. ᾽A π ὸ τ ὸ ν Σ ε ρ ῆ ν ο:
ἐντυχὼν αὐτ\ῶ “ὦ Eὐριπίδη” ἔφη “αἰσχρὸν τό γ’ ῾O Eὐριπίδης πέτυχε στὸ θέατρο λέγοντας: «Tί εἶναι
αἰσχρόν, κἂν δοκ@ῆ κἂν μὴ δοκ@ῆ.” αἰσχρὸ ἂν δὲν φαίνεται τέτοιο σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ μετέρχον-
ται;». Kαὶ ὁ Πλάτων συνάντησε τὸν Eὐριπίδη καὶ τοῦ
83 ᾽E κ τ ῶ ν ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς χ ρ ε ι ῶ ν. εἶπε: «Eὐριπίδη, αἰσχρὸ εἶναι τὸ αἰσχρὸ εἴτε τὸ βλέπουν
Γέλων ὁ Σικελίας τύραννος σαπρόστομος ἦν. ὡς εἴτε δὲν τὸ βλέπουν (ἐκεῖνοι ποὺ τὸ πράττουν)».
οὖν τῶν φίλων εἶπέν τις αὐτ\ῶ, ὠργίζετο τ@ῆ γυναικὶ
ὅτι οὐκ ἐμήνυσεν αὐτ\ῶ· ἣ δὲ ἔφη “\ὤμην γὰρ καὶ τῶν 83. ᾽A π ὸ «τ ὰ ς χ ρ ε ί α ς» τ ο ῦ ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς:
λοιπῶν ὁμοίως ὄζειν τὸ στόμα.” ῾O Γέλων, ὁ τύραννος τῆς Σικελίας, εἶχε τὸ ἐλάττωμα
νὰ μυρίζη ἄσχημα τὸ στόμα του. ῞Oταν ἕνας φίλος του
τοῦ τὸ εἶπε, τἄβαλε μὲ τὴ γυναίκα του, γιατὶ δὲν τοῦ τὸ
εἶπε ποτέ. Kαὶ τότε ἐκείνη τοῦ λέει: «Nόμιζα ὅτι καὶ τῶν
ἄλλων ἐπίσης ἔτσι ἄσχημα μυρίζει τὸ στόμα».
96 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 97

84 ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ. 84. ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ:
᾽Eξέταζε σαυτὸν πότερον πλουτεῖν θέλεις ἢ εὐδαι- ᾽Eξέταζε τὸν ἑαυτό σου τί ἀπὸ τὰ δυὸ θέλεις, νὰ πλου-
μονεῖν. καὶ εἰ μὲν πλουτεῖν, ἴσθι ὅτι οὔτε ἀγαθὸν τίζης ἢ νὰ εὐτυχῆς. ῍Aν θέλης νὰ πλουτίζης γνώριζε πὼς
οὔτε ἐπὶ σοὶ πάντ@η, εἰ δὲ εὐδαιμονεῖν, ὅτι καὶ δὲν εἶναι οὔτε ἀγαθό, οὔτε ἐντελῶς στὸ χέρι σου. ῍Aν θέ-
ἀγαθὸν καὶ ἐπὶ σοί· ἐπεὶ τὸ μὲν τύχης ἐπίκαιρον δά- λης νὰ εὐτυχῆς, εἶναι καὶ ἀγαθὸ καὶ στὸ χέρι σου. Γιατὶ ὁ
νειον, τὸ δὲ τῆς εὐδαιμονίας προαιρέσεως. πλοῦτος εἶναι δάνειο πρόσκαιρο τῆς τύχης, ἐνῶ ἡ εὐτυ-
χία εἶναι ζήτημα προσωπικῆς ἐκλογῆς.
85 Kαθάπερ ἔχιν ἢ ἀσπίδα ἢ σκορπίον ἐν ἐλεφαν-
τίν@η ἢ χρυσ@ῆ θεώμενος κίστ@η οὐ διὰ τὸ πολυτελὲς 85. ῞Oπως μιὰν ἔχιδνα, ἢ μιὰ ἀσπίδα (φίδι) ἢ ἕναν σκορ-
τῆς ὔλης ἀγαπ@ᾶς καὶ εὐδαιμονίζεις, ἀλλ’ ὅτι λυμαν- πιὸ τὰ κοιτάζης σ’ ἕνα χρυσὸ ἢ φιλντισένιο κουτὶ καὶ δὲν
τικὴ ἡ φύσις ἐκτρέπ@η καὶ μυσάττ@η, οὕτω καὶ ἐπει- τὰ ἀγαπᾶς οὔτε τὰ καλοτυχίζεις, ποὺ εἶναι μέσα σὲ τόση
δὰν ἐν πλούτ\ω καὶ ὄγκ\ω τύχης θεάσ@η κακίαν ἐνοῦ- πολυτέλεια, ἀλλὰ τὰ ἀποστρέφεσαι καὶ τὰ σιχαίνεσαι γιὰ
σαν μὴ καταπλαγ@ῆς τὸ περιλαμπὲς τῆς ὕλης, ἀλλὰ τὴν ὀλέθρια φύση τους, ἔτσι ἂν μαζὶ μὲ τὸν πλοῦτο καὶ
καταφρόνει τῆς ἐν τ\ῶ τρόπ\ω κιβδηλίας. τὴν μεγάλη τύχη ἰδῆς τὴν κακία νὰ ἐνυπάρχη, νὰ μὴ
ἐκπλαγῆς γιὰ τὴ λαμπρότητα τῆς ὕλης, ἀλλὰ περιφρόνη-
86 ῾O πλοῦτος οὐ τῶν ἀγαθῶν, ἡ πολυτέλεια τῶν σέ την γιὰ τὸ κίβδηλο ἦθος της.
κακῶν, ἡ σωφροσύνη τῶν ἀγαθῶν. καλεῖ δὲ ἡ μὲν σω-
φροσύνη ἐπὶ τὴν εὐτέλειαν καὶ κτῆσιν τῶν ἀγαθῶν, 86. ῾O πλοῦτος δὲν ἀνήκει στὰ ἀγαθά· ἡ πολυτέλεια
ὁ δὲ πλοῦτος ἐπὶ τὴν πολυτέλειαν, καὶ ἀφέλκει τῆς ἀνήκει στὰ κακά· ἡ σωφροσύνη εἶναι ἀγαθό. ῾H σωφρο-
σωφροσύνης. δυσχερὲς ἄρα πλουτοῦντα σωφρονεῖν σύνη μᾶς καλεῖ στὴ λιτότητα, ἐνῶ ὁ πλοῦτος στὴν πολυ-
ἢ σωφρονοῦντα πλουτεῖν. τέλεια καὶ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπ’ τὴ σωφροσύνη. Eἶναι
δύσκολο λοιπὸν νὰ εἶναι σώφρων ὁ πλούσιος ἢ νὰ
87 ῞Ωσπερ εἰ ἐν νηὶ ἐσπάρης ἢ ἐτέχθης, οὐκ ἂν πλουτήση ὁ σώφρων.
ἔσπευδες αὐτῆς κυβερνήτης ὑπάρχειν· οὔτε γὰρ ἐκεῖ
σοι φύσει ἡ ναῦς συνέσται οὔτε ἐνταῦθα ὁ πλοῦτος, 87. ῍Aν σπάρθηκες ἢ γεννήθηκες σ’ ἕνα καράβι, βεβαίως
ἀλλὰ πάντ@η ὁ λόγος. ὅπερ οὖν σοι φυσικὸν καὶ συγ- δὲν θὰ ἔσπευδες νὰ πῆς, ὅτι εἶσαι ἀνέκαθεν ὁ κυβερνήτης
γενές, ὁ λόγος, τοῦτο καὶ οἰκεῖον ἡγησάμενος τούτου του. Oὔτε τὸ φυσικό σου περιβάλλον εἶναι τὸ καράβι,
ἐπιμελοῦ. οὔτε ὁ πλοῦτος ἐν προκειμένω, ἀλλὰ πρὸ παντὸς ὁ λόγος.
Γιὰ σένα τὸ φυσικὸ καὶ τὸ συγγενές σου εἶναι ὁ λόγος καὶ
88 ᾽Eν Πέρσαις γεννηθεὶς οὐκ ἂν ἔσπευδες οἰκεῖν γι’ αὐτὸ μιὰ καὶ εἶναι δικό σου, αὐτὸ καὶ νὰ ἐπιμελῆσαι.
τὴν ῾Eλλάδα ἀλλ’ αὐτόθι διάγων εὐτυχεῖν· ἐν πενί@α
88. ῍Aν γεννιόσουν στὴν Περσία, δὲν θὰ ἔσπευδες νὰ κα-
τοικήσης στὴν ῾Eλλάδα, ἀλλὰ μένοντας στὴν Περσία θὰ
προσπαθοῦσες νὰ εὐτυχῆς.

7 A
᾽ νθολόγιον B´
98 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 99

δὲ γεννηθεὶς τί σπεύδεις πλουτεῖν ἀλλ’ οὐκ αὐτόθι Γεννημένος στὴ φτώχεια, γιατί σπεύδεις νὰ πλουτίσης
μένων εὐτυχεῖν; καὶ δὲν μένεις στὴν φτώχεια προσπαθώντας νὰ εὐτυχήσης;

89 ῞Ωσπερ ἐπὶ σμικροῦ σκίμποδος θλιβόμενον ὑγι- 89. ῞Oπως εἶναι καλύτερα νἆσαι στριμωγμένος πάνω σ’
αίνειν ἄμεινον ἢ ἐπὶ πλατείας κλίνης κυλινδόμενον ἕνα μικρὸ καὶ φτωχικὸ κρεβάτι καὶ νὰ εἶσαι γερὸς παρὰ
νοσεῖν, οὕτω καὶ ἐν μικρ@ᾶ περιουσί@α βέλτιον συστελ- νὰ κυλιέσαι ἄρρωστος σ’ ἕνα πλατὺ κρεβάτι, ἔτσι εἶναι
λόμενον εὐθυμεῖν ἢ ἐν μεγάλ@η τυγχάνοντα δυσθυ- καλύτερο νὰ εἶσαι περιωρισμένος σὲ μικρὴ περιουσία
μεῖν. καὶ νὰ εὐθυμῆς, παρὰ νὰ δυσθυμῆς ἔχοντας μεγάλη.

90 Oὐ πενία λύπην ἐργάζεται ἀλλὰ ἐπιθυμία, οὐδὲ 90. Δὲν εἶναι ἡ φτώχεια ποὺ φέρνει τὴ λύπη, ἀλλὰ ἡ ἐπι-
πλοῦτος φόβον ἀπαλλάττει ἀλλὰ λογισμός. κτησά- θυμία, οὔτε ὁ πλοῦτος διώχνει τὸ φόβο, ἀλλὰ ἡ λογική.
μενος τοιγαροῦν λογισμὸν οὔτε πλούτου ἐπιθυμή- ῍Aν διαθέτης λογική, οὔτε θὰ ἐπιθυμήσης τὸν πλοῦτο,
σεις οὔτε πενίαν μέμψ@η. οὔτε θὰ κατηγορήσης τὴ φτώχεια.

91 Oὔτε ἵππος ἐπὶ φάτν@η καὶ φαλάροις καὶ τάπησιν 91. Oὔτε τὸ ἄλογο γιὰ τὴ φάτνη, γιὰ τὰ φάλαρα ἢ γιὰ τὰ
οὔτε ὄρνις ἐπὶ βρώμ@η καὶ καλι@ᾶ ὑψοῦται καὶ στρωσίδια του, οὔτε τὸ πουλὶ γιὰ τὴ βρώμη καὶ τὴ φωλιά
γαυρι@ᾶ, ἀλλ’ ἄμφω ἐπὶ ὠκύτητι, ὃ μὲν ποδῶν ὃ δὲ του ὑπερηφανεύεται καὶ κοκκορεύεται, ἀλλὰ καὶ τὰ δυὸ
πτερῶν. καὶ σὺ τοιγαροῦν μὴ ἐπὶ τροφ@ῆ καὶ σκέπ@η γιὰ τὴν ταχύτητα, τὸ ἕνα γιὰ τὴν ταχύτητα τῶν ποδιῶν
καὶ ἁπλῶς τ@ῆ ἔξωθεν περιουσί@α μάταια ὀγκοῦ ἀλλ’ του καὶ τὸ ἄλλο τῶν φτερῶν του. Kαὶ σὺ ἑπομένως μὴν
ἐπὶ χρηστότητι καὶ εὐποιί@α. ὑπερηφανεύεσαι γιὰ τὴν τροφή σου καὶ τὴ στέγη σου καὶ
μὲ ἕνα λόγο γιὰ τὴν περιουσία σου, ἀλλὰ γιὰ τὴ χρηστό-
92 Tὸ καλῶς ζῆν τοῦ πολυτελῶς διαφέρει· τὸ μὲν τητά σου καὶ τὰ καλά σου ἔργα.
γὰρ ἐκ σωφροσύνης καὶ αὐταρκείας καὶ εὐταξίας καὶ
κοσμιότητος [καὶ εὐτελείας] παραγίνεται, τὸ δὲ ἐξ 92. Tὸ νὰ ζῆς καλῶς εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ νὰ ζῆς πο-
ἀκολασίας καὶ τρυφῆς καὶ ἀταξίας καὶ ἀκοσμίας· τέ- λυτελῶς. Tὸ ἕνα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν
λος δὲ τοῦ μὲν ἔπαινος ἀληθὴς τοῦ δὲ ψόγος. εἰ τοί- αὐτάρκεια, τὴν εὐταξία, τὴν κοσμιότητα καὶ τὴν ἁπλότη-
νυν βούλει καλῶς ζῆν, μὴ ζήτει μετὰ πολυτελείας τα, τὸ ἄλλο συνδέεται μὲ τὴν ἀκολασία, τὴν τρυφηλότη-
ἐπαινεῖσθαι. τα, τὴν ἀταξία καὶ τὴν ἀκοσμία. ῾H κατάληξη τοῦ πρώτου
εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἔπαινος, ἐνῶ τοῦ δευτέρου ὁ ψόγος. ῍Aν
93 Mέτρον ἔστω σοι παντὸς σίτου καὶ ποτοῦ ἡ πρώ- λοιπὸν θέλης νὰ ζῆς καλά, μὴ ζητῆς νὰ ἐπαινῆσαι γιὰ τὴν
τη τῆς ὀρέξεως ἔμπλησις· ὄψον δὲ καὶ ἡδονὴ αὐτὴ ἡ πολυτέλειά σου.

93. Mέτρο σου ἂς εἶναι στὸ φαῒ καὶ στὸ πιοτὸ ἡ πρώτη
ἱκανοποίηση τῆς ὀρέξεώς σου. ῾H ἴδια ἡ ὄρεξη εἶναι προ-
100 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 101

ὄρεξις· καὶ οὔτε πλείονα τῶν δεόντων προσοίσ@η, σφάϊ καὶ ἡδονή. Kαὶ δὲν θὰ προσκομίζης περισσότερα
οὔτε ὀψοποιῶν δεήσ@η, ποτ\ῶ τε τ\ῶ παραπεσόντι ἀπ’ ὅσα πρέπει, οὔτε θὰ ἔχης ἀνάγκη ἀπὸ μάγειρο καὶ θὰ
ἀρκεσθήσ@η. ἀρκεῖσαι σὲ ὅσο ποτὸ σοῦ βρεθῆ.

94 Tὰς σιτήσεις ποιοῦ μὴ πολυτελεῖς καὶ σκυθρω- 94. Tὰ γεύματά σου νὰ μὴν εἶναι πολυτελῆ καὶ σκυθρω-
πάς, ἀλλὰ καὶ λαμπρὰς καὶ εὐτελεῖς, ἵνα μήτε διὰ τὰ πά, ἀλλὰ χαρούμενα καὶ λιτά, οὕτως ὥστε νὰ μὴ ταράσ-
σωματικὰ αἱ ψυχαὶ ταράττωνται μήτε φενακιζόμεναι σωνται οἱ ψυχὲς γιὰ τὰ σωματικά, οὔτε ξεγελασμένες ἀπὸ
πρὸς τῶν ἡδονῶν τῶν σωματικῶν ὀλιγωρῶσιν, ἐπεί τὶς ἡδονές, νὰ παραμελοῦν τὰ σώματα, ἐπειδὴ βλάπτον-
τοι βλάπτονται τρυφῶντα μὲν παραυτίκα νοσοῦντα ται τὰ σώματα καθὼς χαίρονται τὴν τρυφηλότητα πρὸς
δὲ εἰσαῦθις τὰ σώματα. στιγμήν, γιὰ ν’ ἀρρωστήσουν ἀργότερα.

95 Φρόντιζε ὅπως σε μὴ τὰ ἐν τ@ῆ γαστρὶ μόνον σιτία 95. Φρόντιζε νὰ μὴ ἐπαινῆσαι μόνο γιὰ τὰ τρόφιμα ποὺ
ἐπαιν@ῆ ἀλλ’ ἡ ἐν τ@ῆ ψυχ@ῆ εὐκρασία, ἐπεὶ τὰ μὲν κατεβάζεις στὴν κοιλιά σου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἰσορροπία
ἀποσκυβαλίζεται, καὶ συνεκρεῖ ὁ ἔπαινος, ἣ δὲ κἂν ἡ τοῦ ψυχικοῦ σου κόσμου, ἐπειδὴ τὰ φαγητὰ γίνονται
ψυχὴ χωρισθ@ῆ διαπαντὸς ἀκήρατος μένει. σκύβαλα κι’ ἀδειάζει μαζὶ μ’ αὐτὰ κι’ ὁ ἔπαινος, ἐνῶ αὐτὴ
(ἡ ψυχικὴ ὑγεία) κι’ ὅταν ἡ ψυχὴ ληφθῆ ξεχωριστά, μένει
96 ᾽Eν ταῖς ἑστιάσεσι μέμνησο ὅτι δύο ὑποδέχ@η, ἀμόλυντη γιὰ πάντα.
σῶμα καὶ ψυχήν, καὶ ὅ τι ἂν τ\ῶ σώματι δ\ῶς τοῦτο
εὐθέως ἐξέχεας, ὅ τι δ’ ἂν τ@ῆ ψυχ@ῆ διαπαντὸς τηρεῖς. 96. Στὶς ἑστιάσεις νὰ θυμᾶσαι ὅτι δυὸ πράγματα περι-
ποιεῖσαι, τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή. ῞O,τι προσφέρεις στὸ
97 Mὴ συγκεράσας ἅμα ὀργὴν πολυτελεί@α προσενέγ- σῶμα σου, αὐτὸ θὰ τὸ βγάλης ἀμέσως· ὅ,τι δώσης στὴν
κ@ης, [ἐπεὶ ἡ] πολυτέλεια μὲν εἰσπηδήσασα τ\ῶ σώμα- ψυχή, αὐτὸ θὰ μείνη γιὰ πάντα.
τι μετ’ οὐ πολὺ οἴχεται, ἡ δὲ ὀργὴ ἐνδῦσα τ@ῆ ψυχ@ῆ
ἐπὶ τὸ μήκιστον μένει. σκόπει τοιγαροῦν ὅπως μὴ 97. Mὴ προσφέρης ὀργὴ συγκερασμένη μὲ πολυτέλεια,
ὑπ’ ὀργῆς ἐξαχθεὶς τοὺς δαιτυμόνας πολυτελῶς ἐπειδὴ ἡ πολυτέλεια, μπαίνοντας στὸ σῶμα, μετὰ ἀπὸ λί-
ὑβρίσ@ης, ἀλλὰ μᾶλλον μεθ’ ἡμερότητος εὐτελῶς γο φεύγει, ἐνῶ ἡ ὀργή, ὅταν εἰσχωρήση στὴν ψυχὴ μένει
εὐφράν@ης. πάρα πολὺ χρόνο. Πρόσεχε λοιπὸν μήπως, κατακυριευ-
μένος ἀπὸ ὀργή, δυσαρεστήσης τοὺς καλεσμένους σου μὲ
98 Aἰσχρὸν τοῖς τῶν μελιττῶν δωρήμασι γλυκάζον- τὴν πολυτέλεια· μᾶλλον μὲ τὴν πραότητα καὶ τὴν λιτότη-
τα, τὴν κατάποσιν τὸ τῶν θεῶν δῶρον τὸν λόγον πι- τα θὰ τοὺς εὐχαριστήσης.
κράζειν τ@ῆ κακί@α.
98. Eἶναι αἰσχρό, ἐνῶ γλυκαίνης μὲ τὰ δῶρα τῶν μελισσῶν
τὸ λαρύγγι σου, τὸ δῶρο τῶν θεῶν, τὸν λόγο, νὰ τὸν πι-
κραίνης μὲ τὴν κακία.
102 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 103

99 Mελέτω σοι ἐν τοῖς σιτίοις, ὅπως σοι οἱ ὑπουρ- 99. Φρόντισε στὰ τραπέζια νὰ μὴν εἶναι περισσότεροι
γοῦντες μὴ πλείους τῶν ὑπουργουμένων ὑπάρχωσιν· αὐτοὶ ποὺ ἐξυπηρετοῦν ἀπὸ τοὺς ἐξυπηρετουμένους.
ἄτοπον γὰρ ὀλίγαις στιβάσι πολλὰς δουλεύειν ψυ- Eἶναι ἄτοπο γιὰ μικρὲς ὁμάδες νὰ ἐργάζωνται πολλὰ
χάς. ἄτομα.

100 ῎Aριστον μὲν εἰ κἀν ταῖς παρασκευαῖς χειρουρ- 100. Eἶναι ἄριστο, ἂν βοηθᾶς μὲ τὰ χέρια σου καὶ κατὰ
γῶν κἀν ταῖς τροφαῖς ἑστιώμενος κυβερν@ᾶς τοῖς θε- τὴν προετοιμασία καὶ κατὰ τὸ τραπέζι αὐτοὺς ποὺ θὰ
ραπεύουσι τῶν παρόντων. εἰ δὲ τὸ τοιόνδε δυσχερὲς ἐξυπηρετοῦν τοὺς συνδαιτημόνες. ῍Aν αὐτὸ εἶναι δύσκο-
τ\ῶ καιρ\ῶ ὑπάρχοι, μέμνησο ὅτι μὴ κάμνων ὑπὸ κα- λο στὴν περίσταση, νὰ θυμᾶσαι ὅτι χωρὶς νὰ κουράζε-
μνόντων ὑπουργ@ῆ, ἐσθίων ὑπὸ μὴ ἐσθιόντων, πίνων σαι ἐξυπηρετεῖσαι ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ κουράζονται,
ὑπὸ μὴ πινόντων, λαλῶν ὑπὸ σιωπώντων, ἀνειμένος τρῶς ἐνῶ οἱ ἄλλοι δὲν τρῶνε, πίνεις ἐνῶ αὐτοὶ δὲν πί-
ὑπὸ συνεσταλμένων· καὶ οὔτε αὐτὸς φλεγμήνας ἄτο- νουν, μιλᾶς κι’ αὐτοὶ σωπαίνουν, καὶ περνᾶς ἄνετα, ἐνῶ
πον πείσ@η οὔθ’ ἕτερον ἀγριάνας χαλεπὸν ἐργάσ@η. αὐτοὶ εἶναι συνεσταλμένοι. Kαὶ οὔτε ἐσὺ ὁ ἴδιος ἂν τα-
ραχθῆς θὰ πάθης κακό, οὔτε, ἂν ἐξερεθίσης ἄλλον, θὰ
101 ᾽Eρίζειν καὶ φιλονεικεῖν πάντ@η μὲν ἄτοπον, μά- κάνης κάτι τὸ φοβερό.
λιστα δὲ ἐν ταῖς παρὰ πότον ὁμιλίαις ἀπρεπές. οὔτε
γὰρ ἂν μεθύων νήφοντα διδάξειέ τις οὔτ’ αὖ μεθύων 101. Tὸ νὰ μαλώνης καὶ νὰ φιλονεικᾶς εἶναι ἐντελῶς
πρὸς νήφοντος πεισθείη. ἔνθα δ’ ἂν μὴ παρ@ῆ πειθοῦς ἀπαράδεκτο καὶ μάλιστα ἀπρεπέστατο στὶς συνανα-
τέλος, εἰκ@ῆ σε παρέχεις διατείνεσθαι. στροφὲς τῶν συμποσίων. Oὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ διδάξης
μεθυσμένος τὸν νηφάλιο, οὔτε ὁ μεθυσμένος μπορεῖ νὰ
102 Oἱ τέττιγες μουσικοὶ οἱ δὲ κοχλίαι ἄφωνοι, χαί- πεισθῆ ἀπὸ τὸν νηφάλιο. ῞Oπου δὲν ὑπάρχει χῶρος γιὰ
ρουσι δὲ οἳ μὲν ὑγραινόμενοι οἳ δὲ ἀλεαινόμενοι. τὴν πειθώ, παραδίνεις τὸν ἑαυτό σου ἕρμαιο τῆς τύχης.
ἔπειτα προκαλεῖται τοὺς μὲν ἡ δρόσος, καὶ ἐπὶ
ταύτ@η ἐκδύνουσι· τοὺς δ’ αὖ διεγείρει ἀκμάζων ὁ 102. Tὰ τζιτζίκια εἶναι μουσικά, ἐνῶ τὰ σαλιγκάρια ἄφω-
ἥλιος, καὶ ἐπ’ αὐτ\ῶ @ἄδουσι. τοιγαροῦν εἰ βούλει μου- να καὶ εὐχαριστοῦνται τὰ μὲν νὰ ὑγραίνωνται, τὰ δὲ νὰ
σικὸς καὶ εὐάρμοστος ὑπάρχειν ἀνήρ, ἡνίκ’ ἂν μὲν ἐν ζεσταίνωνται. Kατόπι τὰ σαλιγκάρια τὰ προσκαλεῖ ἡ
τοῖς πότοις ὑπὸ τοῦ οἴνου δροσισθ@ῆ ἡ ψυχή, τότε δροσιὰ καὶ μ’ αὐτὴν ξεγυμνώνονται, ἐνῶ τὰ τζιτζίκια τὰ
αὐτὴν μὴ ἔα προϊοῦσαν μολύνεσθαι· ἀλλ’ ἡνίκ’ ἂν ἐν διεγείρει ἡ πύρα τοῦ ἥλιου καὶ γιὰ τοῦτο τραγουδοῦν.
ταῖς ἀνυδρίαις ὑπὸ τοῦ λόγου διαπυρωθ@ῆ, τότε θε- Λοιπόν, ἂν θέλης νὰ εἶσαι μουσικὸς καὶ ἁρμονικὸς ἄν-
σπίζειν καὶ @ἄδειν τὰ τῆς δικαιοσύνης κέλευε λόγια. θρωπος, ὅταν συμβῆ μὲ τὸ πιοτὸ νὰ δροσισθῆ ἡ ψυχή
σου, τότε μὴν τὴν ἀφήνης νὰ προχωρήση καὶ μολυνθῆ.
῞Oταν ὅμως σὲ ξηρασία πυρωθῆ ἀπὸ τὸ λόγο, τότε κανό-
νισε νὰ πρεσβεύη καὶ νὰ τραγουδάη τὰ ἀποφθέγματα τῆς
δικαιοσύνης.
104 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 105

103 Tὸν προσομιλοῦντα τριχ@ῆ διασκοποῦ, ἢ ὡς 103. Tὸν συνομιλητή σου νὰ τὸν ἐξετάζης ἀπὸ τρεῖς
ἀμείνονα ἢ ὡς ἥττονα ἢ ὡς ἴσον. καὶ εἰ μὲν ἀμείνονα, πλευρὲς ἢ σὰν καλύτερο, ἢ σὰν χειρότερο ἢ σὰν ἴσο σου.
ἀκούειν χρὴ καὶ πείθεσθαι αὐτ\ῶ, εἰ δὲ ἥττονα, ἀπει- ῍Aν εἶναι καλύτερος, νὰ τὸν ἀκοῦς καὶ νὰ πείθεσαι σ’
θεῖν, εἰ δὲ ἴσον, συμφωνεῖν· καὶ οὔ ποτε ἁλώσ@η φιλο- αὐτόν· ἂν χειρότερος, μὴ τὸν παραδέχεσαι· ἂν εἶναι ἴσος
νεικίας. σου, συμφώνησε. Kαὶ ἔτσι ποτὲ δὲν θὰ πέσης σὲ φιλο-
νεικία.
104 ῎Aμεινον τ@ῆ ἀληθεί@α συγχωρήσαντα τὴν δόξαν
νικᾶν ἢ τ@ῆ δόξ@η συγχωρήσαντα πρὸς τῆς ἀληθείας 104. Eἶναι καλύτερα κάνοντας παραχώρηση στὴν ἀλή-
ἡττᾶσθαι. θεια νὰ κατανικήσης τὴν γνώμη σου, παρὰ κάνοντας πα-
ραχώρηση στὴ γνώμη νὰ νικᾶσαι ἀπ’ τὴν ἀλήθεια.
105 Zητῶν τὴν ἀλήθειαν οὐ ζητήσεις τὸ ἐκ παντὸς
τρόπου νικᾶν· καὶ εὑρὼν τὴν ἀλήθειαν ἕξεις τὸ μὴ 105. A
᾽ ναζητώντας τὴν ἀλήθεια δὲν θὰ πασχίσης μὲ κάθε
νικᾶσθαι. τρόπο νὰ νικήσης· καὶ ὅταν βρῆς τὴν ἀλήθεια, θὰ ἔχης τὸ
ἐφόδιο νὰ εἶσαι ἀήττητος.
106 ῾H ἀλήθεια παρ’ αὑτ@ῆ νικ@ᾶ, ἡ δὲ δόξα παρὰ τοῖς
ἔξω. 106. ῾H ἀλήθεια νικᾶ μόνη της· ἡ γνώμη ἐπιβάλλεται ἀπὸ
τὰ ἔξω.
107 ῎Aριστον μετὰ ἑνὸς ἐλευθέρου ζῶντα ἄφοβον
καὶ ἐλεύθερον ὑπάρχειν ἢ μετὰ πολλῶν δουλεύειν. 107. Eἶναι προτιμότερο νὰ ζῆς μὲ ἕναν ἐλεύθερο καὶ
νἆσαι ἄφοβος καὶ ἐλεύθερος παρὰ νὰ εἶσαι δοῦλος μὲ
108 ῞Oπερ φεύγεις παθεῖν, τοῦτο μὴ ἐπιχείρει δια- πολλοὺς μαζί.
τιθέναι· φεύγεις δὲ δουλείαν, φυλάσσου τὸ δουλεύε-
σθαι. ὑπομένων γὰρ δουλεύεσθαι, αὐτὸς ὑπάρχειν 108. Aὐτὸ ποὺ ἀποφεύγεις νὰ πάθης, μὴ ἐπιχειρῆς νὰ τὸ
πρότερον ἔοικας δοῦλος· οὔτε γὰρ κακία ἀρετ@ῆ κοι- διαθέτης γιὰ ἄλλους. A᾽ ποφεύγοντας τὴ δουλεία, φυλά-
νωνεῖ οὔτε ἐλευθερία δουλεί@α. ξου νὰ μὴν ἔχης δούλους. Γιατί, ἀνεχόμενος νὰ ἔχης δού-
λους, μοιάζεις ὅτι ἐσὺ ὑπῆρξες πρωτύτερα δοῦλος. Γιατὶ
109 ῞Ωσπερ ὁ ὑγιαίνων οὐκ ἂν ὑπὸ νοσούντων βού- οὔτε ἡ κακία ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀρετή, οὔτε ἡ ἐλευθερία
λοιτο θεραπεύεσθαι, οὐδὲ τοὺς συνοικοῦντας αὐτ\ῶ μὲ τὴν δουλεία.
νοσεῖν· οὕτως οὐδ’ ὁ ἐλεύθερος ἀνάσχοιτ’ ἂν ὑπὸ
δούλων ὑπηρετεῖσθαι ἢ τοὺς συμβιοῦντας αὐτ\ῶ δου- 109. ῞Oπως ὁ ὑγιὴς δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ὑπηρετῆται ἀπὸ
λεύειν. ἀρρώστους, ἔτσι δὲν θέλει νὰ ἀρρωσταίνουν καὶ ὅσοι
συγκατοικοῦν μαζύ του. ῎Eτσι οὔτε ὁ ἐλεύθερος ἀνέχεται
νὰ τὸν ὑπηρετοῦν δοῦλοι ἢ οἱ συγκάτοικοί του νὰ εἶναι
δοῦλοι.
106 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 107

110 Eἰ βούλει δούλων ἐκτὸς ὑπάρχειν, αὐτὸς ἀπο- 110. ῍Aν θέλης νὰ εὑρίσκεσαι μακριὰ ἀπὸ δούλους, ἐσὺ ὁ
λύθητι δουλείας· ἔσ@η δ’ ἐλεύθερος, ἂν ἀπολυθ@ῆς ἴδιος ἀπαλλάξου ἀπὸ τὴ δουλεία. Θὰ εἶσαι ἐλεύθερος ἂν
ἐπιθυμίας. οὔτε γὰρ ᾽Aριστείδης οὔτε ᾽Eπαμεινώνδας λυτρωθῆς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία. Oὔτε ὁ A ᾽ ριστείδης, οὔτε ὁ
οὔτε Λυκοῦργος πλουτοῦντες καὶ δουλευόμενοι ὃ ᾽Eπαμεινώνδας, οὔτε ὁ Λυκοῦργος πλούτισαν ἢ εἶχαν
μὲν δίκαιος ὅ δὲ σωτὴρ ὅ δὲ θεὸς προσηγορεύθησαν, δούλους καὶ γι’ αὐτὸ ὁ μὲν πρῶτος ἀποκλήθηκε δίκαιος,
ἀλλ’ ὅτι πενόμενοι τὴν ῾Eλλάδα δουλείας ἀπέλυον. ὁ δεύτερος σωτήρας καὶ ὁ τρίτος θεός, ἀλλὰ γιατί, ὄντας
πάμπτωχοι γλύτωσαν τὴν ῾Eλλάδα ἀπὸ τὴ δουλεία.
111 Eἰ βούλει σοι τὴν οἰκίαν εὖ οἰκεῖσθαι, μιμοῦ τὸν
Σπαρτιάτην Λυκοῦργον· ὃν γὰρ τρόπον οὗτος οὐ τεί- 111. ῍Aν θέλης τὸ σπίτι σου νἄχη ἁρμονία, μιμήσου τὸν
χεσι τὴν πόλιν ἔφραξεν, ἀλλ’ ἀρετ@ῆ τοὺς ἐνοικοῦντας Σπαρτιάτη Λυκοῦργο. Aὐτὸς μὲ τὸν τρόπο του δὲν ἔφρα-
ὠχύρωσε καὶ διαπαντὸς ἐτήρησεν ἐλευθέραν τὴν ξε τὴν πόλη μὲ τείχη, ἀλλὰ ὠχύρωσε τοὺς κατοίκους της
πόλιν· οὕτω καὶ σὺ μὴ μεγάλην αὐλὴν περίβαλλε καὶ μὲ ἀρετὴ καὶ κράτησε γιὰ πάντα τὴν πόλη ἐλεύθερη.
πύργους ὑψηλοὺς ἀνίστα, ἀλλὰ τοὺς ἐνοικοῦντας ῎Eτσι καὶ σὺ μὴ περιβάλης τὸ σπίτι σου μὲ μεγάλη αὐλή,
εὐνοί@α καὶ πίστει καὶ φιλί@α στήριζε, καὶ οὐδὲν εἰς οὔτε νὰ σηκώνης ψηλούς τοίχους, ἀλλὰ στήριξε τοὺς
αὐτὴν εἰσελεύσεται βλαβερόν, οὐδ’ ἂν τὸ σύμπαν τῆς ἐνοίκους μὲ φρονιμάδα, πίστη καὶ φιλία καὶ τότε τίποτε
κακίας παρατάξηται στῖφος. βλαβερὸ δὲν θὰ τρυπώση οὔτε κι’ ἂν σ’ ἀντιπαραταχθῆ
ὅλο τὸ στῖφος τῆς κακίας.
112 Mὴ πίναξι καὶ γραφαῖς τὴν οἰκίαν σου περίβαλ-
λε, ἀλλὰ σωφροσύν@η κατάγραφε· τὸ μὲν γὰρ ἀλλοῖον 112. Mὴν στολίζης τὸ σπίτι σου μὲ πίνακες καὶ ζωγραφιές,
τῶν ὀφθαλμῶν ἐστὶν ἐπίκαιρος γοητεία, τὸ δὲ σύμ- ἀλλὰ κόσμισέ το μὲ σωφροσύνη. ῾H ποικιλία εἶναι προσω-
φυτος καὶ ἀνεξάλειπτος καὶ ἀίδιος οἰκίας κόσμος. ρινὴ γοητεία τῶν ματιῶν, ἐνῶ ἡ σωφροσύνη εἶναι σύμφυτο,
ἀνεξάλειπτο καὶ παντοτεινὸ στολίδι τοῦ σπιτιοῦ.
113 ᾽Aντὶ βοῶν ἀγέλης πειρῶ φίλων ἀγέλας ἐναγελά-
ζεσθαί σου τ@ῆ οἰκί@α. 113. A
᾽ ντὶ ἀγέλης βοδιῶν προσπάθησε νὰ συναγελάζων-
ται ὀμάδες φίλων στὸ σπίτι σου.
114 ῞Ωσπερ λύκος ὅμοιον κυνί, οὕτω καὶ κόλαξ καὶ
μοιχὸς καὶ παράσιτος ὅμοιον φίλ\ω. πρόσεχε τοίνυν 114. ῞Oπως ὁ λύκος μοιάζει μὲ τὸ σκύλο, ἔτσι μοιάζει μὲ
μὴ ἀντὶ κυνῶν φυλάκων λάθ@ης εἰσδεχόμενος λυμεῶ- φίλο ὁ κόλακας, ὁ μοιχὸς καὶ ὁ παρασιτικὸς τύπος. Πρό-
νας λύκους. σεξε λοιπόν, μήπως ἀντὶ γιὰ φύλακα σκύλο, λαθέψης καὶ
μπάσης στὸ σπίτι σου λύκους λυμεῶνες.
115 Tὸ μὲν γύψ\ω λευκανθίζουσαν σπουδάζειν θαυ-
μάζεσθαι τὴν οἰκίαν ἀπειροκάλου, τὸ δὲ ἦθος χρη- 115. Tὸ νὰ ἀσχολῆται κανεὶς στὰ σοβαρὰ γιὰ νὰ θαυμάζε-
ται τὸ σπίτι του ἐπειδὴ εἶναι φρεσκοασβεστωμένο, εἶναι
χαρακτηριστικὸ ἀνθρώπου ἀπειρόκαλου· ἀντιθέτως, τὸ
108 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 109

στότητι κοινωνίας λαμπρύνειν φιλοκάλου τε ἅμα καὶ νὰ λαμπρύνη τὸ ἦθος του μὲ χρηστὲς συναναστροφὲς
φιλανθρώπου. εἶναι ἀπόδειξη ἀνθρώπου ποὺ ἀγαπᾶ καὶ τὸ ὡραῖο καὶ
τοὺς ἀνθρώπους.
116 ᾽Eὰν θαυμάζ@ης τὰ μικρά, πρὸ τῶν μεγάλων κα-
ταφρονηθήσ@η· ἐὰν δὲ καταφρονήσ@ης τῶν μικρῶν, με- 116. ῍Aν θαυμάζης τὰ μικρὰ πράγματα, θὰ καταφρο-
γάλως θαυμασθήσ@η. νηθῆς μπροστὰ στὰ μεγάλα. ῍Aν καταφρονήσης τὰ μικρά,
θὰ θαυμασθῆς πολύ.
117 Oὐδὲν μικρότερον φιληδονίας καὶ φιλοκερδείας
καὶ ἀλαζονείας· οὐδὲν κρεῖσσον μεγαλοψυχίας καὶ 117. Tίποτε πιὸ ταπεινὸ ἀπὸ τὴν φιληδονία καὶ τὴν φι-
πραότητος καὶ φιλανθρωπίας. λοκέρδεια καὶ τὴν ἀλαζονεία. Tίποτε πιὸ μεγάλο ἀπὸ τὴν
μεγαλοψυχία, τὴν πραότητα καὶ τὴν φιλανθρωπία.
118 Ξ ε ν ο κ ρ ά τ ο υ ς.
Xρημάτων αὐτ\ῶ κομισθέντων ἀπ’ ᾽Aλεξάνδρου, 118. Ξ ε ν ο κ ρ ά τ ο υ ς:
ἑστιάσας τοὺς κομίζοντας τὸν αὑτοῦ τρόπον “ἀπαγ- ῞Oταν τοῦ ἔφεραν χρήματα ἀπὸ τὸν A ᾽ λέξανδρο, ἀφοῦ
γείλατε” ἔφη “᾽Aλεξάνδρ\ω, ὅτι ἔστ’ ἂν οὕτω ζῶ οὐ δέ- ἔστρωσε τραπέζι γιὰ τοὺς κομιστὲς σύμφωνα μὲ τὴν οἰκο-
ομαι ταλάντων πεντήκοντα.” τοσαῦτα γὰρ ἦν τὰ πεμ- νομική του δυνατότητα, τοὺς εἶπε: «Πῆτε στὸν A
᾽ λέξανδρο
φθέντα. ὅτι, ἀφοῦ ζῶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, δὲν ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ πε-
νήντα τάλαντα». Tόσα ἦταν αὐτὰ ποὺ τοὖχε στείλει.
119 ῾H ρ α κ λ ε ί τ ο υ.
᾽Aνθρώποισι πᾶσι μέτεστι γινώσκειν ἑωυτοὺς καὶ 119. ῾H ρ α κ λ ε ί τ ο υ:
σωφρονέειν. ῞Oλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴν δυνατότητα νὰ γνωρί-
σουν τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ εἶναι σώφρονες.
120 ῾H ρ α κ λ ε ί τ ο υ.
᾽Aνὴρ ὁκόταν μεθυσθ@ῆ, ἄγεται ὑπὸ παιδὸς ἀνήβου 120. ῾H ρ α κ λ ε ί τ ο υ:
σφαλλόμενος, οὐκ ἐπαΐων ὅκ@η βαίνει, ὑγρὴν τὴν ψυ- ῾O ἄνθρωπος, ὅταν μεθύση, ὁδηγεῖται ἀπὸ ἕνα μικρὸ
χὴν ἔχων. αὔη ψυχὴ σοφωτάτη καὶ ἀρίστη. παιδὶ σκουντουφλώντας καὶ μὴ ξαίροντας ποῦ πηγαίνει,
μὲ τὴν ψυχὴ ὑγρή. ῾H νηφάλια ψυχὴ εἶναι σοφωτάτη καὶ
121 ᾽E κ τ ῆ ς N ι κ ο λ ά ο υ ἐ θ ῶ ν σ υ ν α γ ω γ ῆ ς. ἀρίστη.
᾽Iβήρων αἱ γυναῖκες κατ’ ἔτος ὅ τι ἂν ἐξυφήνωσιν
ἐν κοιν\ῶ δεικνύουσιν· ἄνδρες δὲ χειροτονητοὶ κρί- 121. ᾽A π ὸ τ ὴ σ υ λ λ ο γ ὴ ἐ θ ί μ ω ν
τ ο ῦ N ι κ ο λ ά ο υ:
Oἱ γυναῖκες τῶν ᾽Iβήρων, ὅ,τι κι’ ἂν ὑφάνουν μέσα στὸ
χρόνο, τὸ ἐκθέτουν δημόσια· μιὰ ἐπιτροπὴ ἀνδρῶν ποὺ
ἐκλέγονται μὲ ἀνάταση τῆς χειρὸς κρίνουν ποιὰ ἐργάστη-
110 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 111

ναντες τὴν πλεῖστα ἐργασαμένην προτιμῶσιν. ἔχουσι κε πιὸ πολὺ καὶ τὴν βραβεύουν. ῎Eχουν ἐπίσης καὶ κά-
δὲ καὶ μέτρον τι ζώνης, @ἧ τὴν γαστέρα περιλαβεῖν ἂν ποιο μέτρο ζώνης, μὲ τὴν ὁποία ἂν δὲν μπορέσουν νὰ ζώ-
μὴ δυνηθῶσιν, αἰσχρὸν ἡγοῦνται. σουν τὴν κοιλιά, αὐτὸ τὸ θεωροῦν αἰσχρό.

122 Θ ο υ κ υ δ ί δ ο υ δ η μ η γ ο ρ ί α ς 122. Θ ο υ κ υ δ ί δ ο υ δ η μ η γ ο ρ ί α
Λ α κ ε δ α ι μ ο ν ί ω ν (IV, 18). Λ α κ ε δ α ι μ ο ν ί ω ν (IV, 18):
Σωφρόνων δὲ ἀνδρῶν, οἵ τινες τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβο- Oἱ σώφρονες ἄνθρωποι, ποὺ ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴ
λον ἀσφαλῶς ἔθεντο, καὶ ταῖς ξυμφοραῖς οἱ αὐτοὶ σταθερότητα τῆς εὐτυχίας, αὐτοὶ ἠμποροῦν μὲ μεγαλύ-
εὐξυνετώτερον ἂν προσφέροιντο. τερη σύνεση νὰ συμπεριφέρωνται πρὸς ἐκείνους ποὺ
δυστυχοῦν.
123 M ε ν ε δ ή μ ο υ.
Mενέδημος νεανίσκου τινὸς εἰπόντος “μέγα ἐστὶ 123. M ε ν ε δ ή μ ο υ:
τὸ τυχεῖν ὧν ἄν τις ἐπιθυμ@ῆ,” εἶπε “πολλ\ῶ μεῖζόν ῾O Mενέδημος, ὅταν ἕνας νεαρὸς εἶπε: «Eἶναι μεγάλο
ἐστι τὸ μηδὲ ἐπιθυμεῖν ὧν μὴ δεῖ.” πρᾶγμα νὰ πετύχης ὅ,τι ἐπιθυμεῖς», ἀποκρίθηκε: «Πολὺ
μεγαλύτερο εἶναι τὸ νὰ μὴ ἐπιθυμῆς αὐτὰ ποὺ δὲν πρέπει».
124 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ῆ ς Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς
ἀ π ο λ ο γ ί α ς (29 a).
124. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὴ ν ᾽A π ο λ ο γ ί α
Tὸ γάρ τοὶ θάνατον δεδιέναι, ὦ ἄνδρες, οὐδὲν
Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς (29 α):
ἄλλο ἐστὶν ἢ δοκεῖν σοφὸν εἶναι μὴ ὄντα· δοκεῖν γὰρ
Tὸ νὰ φοβᾶται κανεὶς τὸ θάνατο, ὦ ἄνδρες, δὲν εἶναι
εἰδέναι ἐστὶν ἃ οὐκ οἶδεν. οἶδε μὲν γὰρ οὐδεὶς τὸν
τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι σοφός, ἐνῶ δὲν
θάνατον, οὐδ’ εἰ τυγχάνει τ\ῶ ἀνθρώπ\ω πάντων μέγι-
εἶναι. Γιατὶ φαίνεται, ὅτι γνωρίζει πράγματα ποὺ δὲν τὰ
στον ὂν τῶν ἀγαθῶν· δεδίασι δὲ ὡς εὖ εἰδότες ὅτι μέ-
γνωρίζει. Γιατὶ κανεὶς δὲν γνωρίζει τὸ θάνατο, οὔτε ἂν τυ-
γιστον τῶν κακῶν ἐστι. καὶ τοῦτο πῶς οὐκ ἂν ἀμαθία
χαίνη νὰ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἀγαθὸ ἀπ’ ὅλα στὸν ἄνθρω-
ἐστὶν αὕτη ἡ ἐπονείδιστος, ἡ τοῦ οἴεσθαι εἰδέναι ἃ
πο. Kαὶ τὸν φοβοῦνται σὰν νὰ εἶναι βέβαιοι, ὅτι εἶναι τὸ
οὐκ οἶδεν; ἐγὼ δέ, ὦ ἄνδρες, τούτ\ω καὶ ἐνταῦθα ἴσως
μέγιστο κακό. Πῶς λοιπὸν δὲν εἶναι αὐτὸ ἐπονείδιστη
διαφέρω τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, καὶ εἰ δή τ\ω σοφώ-
ἀμάθεια, νὰ νομίζη δηλ. κανεὶς ὅτι ξέρει αὐτὰ ποὺ δὲν ξέ-
τερός του φαίην εἶναι, τούτ\ω ἄν, ὅτι οὐκ εἰδὼς
ρει; ᾽Eγώ, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὡς πρὸς τοῦτο διαφέρω κι’
ἱκανῶς περὶ τῶν ἐν @ἃδου, οὕτω καὶ οἴομαι οὐκ εἰδέ-
ἐδῶ ἴσως ἀπ’ τὸν πολὺν κόσμο, κι’ ἂν πῶ ὅτι εἶμαι σοφώ-
ναι· τὸ δὲ ἀδικεῖν καὶ ἀπειθεῖν τ\ῶ βελτίονι καὶ θε\ῶ
τερος ἀπὸ κάποιον, ὡς πρὸς αὐτὸ θὰ ἤμουν, ὅτι δηλαδὴ
καὶ ἀνθρώπ\ω ὅτι κακὸν καὶ αἰσχρόν ἐστιν οἶδα· πρὸ
καθὼς δὲν γνωρίζω πολλὰ πράγματα γιὰ τὸ θάνατο, αὐτὸ
καὶ πιστεύω, ὅτι δηλ. δὲν γνωρίζω. ῞Oτι ὅμως εἶναι κακὸ
καὶ αἰσχρὸ νὰ ἀδικῆ κανεὶς καὶ νὰ μὴν ὑπακούη στὸν κα-
λύτερο, εἴτε θεὸς εἶναι εἴτε ἄνθρωπος, αὐτὸ τὸ γνωρίζω.
112 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 113

οὖν τῶν κακῶν ὧν οἶδα ὅτι κακά ἐστιν ἃ μὴ οἶδα, εἰ ᾽Eκτὸς λοιπὸν ἀπ’ τὰ κακὰ ποὺ ξέρω ὅτι εἶναι κακά,
καὶ ἀγαθὰ ὄντα τυγχάνει, οὐδέποτε φοβήσομαι οὐδὲ ἐκεῖνα ποὺ δὲν ξέρω ἂν δὲν εἶναι, ἴσως, καὶ ἀγαθά, ποτὲ
φεύξομαι. δὲν θὰ τὰ φοβηθῶ οὔτε θὰ τ’ ἀποφύγω.

125 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ῆ ς Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς 125. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὴ ν ᾽A π ο λ ο γ ί α
ἀ π ο λ ο γ ί α ς (30 a). Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς (30 α):
Oὐδὲν γὰρ ἄλλο πράττων ἐγὼ περιέρχομαι ἢ πεί- Γιατὶ ἐγὼ φέρνω γύρα τὴν πόλη καὶ δὲν κάνω τίποτε
θων ὑμῶν καὶ νεωτέρους καὶ πρεσβυτέρους, μήτε ἄλλο παρὰ νὰ προσπαθῶ νὰ πείθω σᾶς, μικροὺς καὶ μεγά-
σωμάτων ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων πρότερον μή- λους, νὰ μὴ φροντίζετε οὔτε γιὰ τὰ σώματά σας οὔτε γιὰ
τε ἄλλου τινὸς οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψυχῆς, ὅπως ὡς χρήματα πρῶτα οὔτε γιὰ ἄλλο τίποτε τόσο πολὺ ὅσο γιὰ
ἀρίστη ἔσται· λέγων ὅτι οὐκ ἐκ χρημάτων ἡ ἀρετὴ γί- τὴν ψυχή σας πῶς θὰ γίνη ἀρίστη. Kαὶ δίδασκα, ὅτι ἡ ἀρετὴ
νεται, ἀλλ’ ἐξ ἀρετῆς τὰ χρήματα, καὶ τἄλλ’ ἀγαθὰ δὲν γίνεται ἀπ’ τὰ χρήματα, ἀλλὰ ἀπ’ τὴν ἀρετὴ τὰ χρήματα
τοῖς ἀνθρώποις ἅπαντα καὶ ἰδί@α καὶ δημοσί@α. καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἀγαθὰ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ στὸ δημόσιο
καὶ στὸν ἰδιωτικὸ βίο, ἐπίσης ἀπ’ τὴν ἀρετὴ προέρχονται.
126 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (30 c). 126. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (᾽Aπολογ. 30 c):
᾽Aλλὰ μηδαμῶς ποιεῖτε τοῦτο· εὖ γὰρ ἴστε, ἐὰν ἐμὲ A
᾽ λλὰ μὴν τὸ κάνετε αὐτό. Γιατί, νὰ ξέρετε καλά, ὅτι,
ἀποκτείνητε τοιοῦτον ὄντα οἷον ἐγὼ λέγω, οὐκ ἐμὲ ἂν θανατώσετε ἐμένα ποὺ εἶμαι αὐτὸς ποὺ ὑποστηρίζω,
μείζω βλάψετε ἢ ὑμᾶς αὐτούς. ἐμὲ μὲν γὰρ οὐδὲν ἂν δὲν θὰ βλάψετε περισσότερο ἐμένα παρὰ τὸν ἴδιο τὸν
βλάψειεν οὔτε Mέλητος οὔτε ῎Aνυτος· οὐδὲ γὰρ ἂν ἑαυτό σας. Γιατὶ ἐμένα σὲ τίποτε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
δύναιντο. οὐ γὰρ οἶμαι θεμιτὸν εἶναι ἀμείνονι ἀνδρὶ βλάψη οὔτε ὁ Mέλητος οὔτε ὁ ῎Aνυτος. Διότι δὲν μποροῦν
ὑπὸ χείρονος βλάπτεσθαι· ἀποκτείνειεν μέντἂν ἴσως νὰ μὲ βλάψουν. Πιστεύω δηλαδὴ ὅτι δὲν εἶναι θεμιτὸ ὁ
ἢ ἐξελάσειεν ἢ ἀτιμάσειεν. καλύτερος νὰ βλάπτεται ἀπ’ τὸν χειρότερο. Mποροῦν
ἴσως νὰ μὲ σκοτώσουν ἢ νὰ μὲ ἐξορίσουν ἀπὸ τὴν πόλη ἢ
127 Π λ ά τ ω ν ο ς π ο λ ι τ ε ί α ς γ´ (388 e). νὰ μοῦ στερήσουν τὰ πολιτικὰ δικαιώματα.
᾽Aλλὰ μὴν οὐδὲ φιλογέλωτας δεῖ εἶναι· σχεδὸν γὰρ
ὅταν τις ἐφί@η ἰσχυρ\ῶ γέλωτι, ἰσχυρὰν καὶ μεταβολὴν 127. Π λ ά τ ω ν ο ς Π ο λ ι τ ε ί α γ´ (388 e):
ζητεῖ τὸ τοιοῦτον. Δοκεῖ μοι, ἔφη. Oὔτε ἄρα ἀνθρώ- A
᾽ λλὰ δὲν πρέπει νὰ εἶναι οὔτε φιλογέλωτες (οἱ θεοί).
πους ἀξίους λόγου κρατουμένους ὑπὸ γέλωτος, ἄν Γιατί, ὅταν κανεὶς παραδοθῆ σὲ ἰσχυρὸ γέλωτα, αὐτὴ ἡ κα-
τις ποι@ῆ, ἀποδεκτέον· πολὺ δὲ ἧττον, ἐὰν θεούς. τάστασις ἐπιφέρει καὶ μεγάλη ἀλλοίωση στὴν ψυχή. – ῎Eτσι
... πιστεύω κι’ ἐγώ, εἶπε. – Δὲν θὰ δεχθοῦμε λοιπὸν νὰ παρι-
Θάλλουσα λυπ@ῆ τοὺς ἄγαν ὑπέρφρονας. στάνη κανεὶς σπουδαίους ἀνθρώπους νὰ κυριαρχοῦνται
ἀπ’ τὸν γέλωτα, καὶ πολὺ λιγώτερο ἂν πρόκειται γιὰ θεούς.
... Eὐτυχοῦσα νὰ στενοχωρεῖ τοὺς ὑπερβολικὰ ὑπερή-
φανους.

8 A
᾽ νθολόγιον B´
114 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 115

128 Π λ ά τ ω ν ο ς π ο λ ι τ ε ί α ς γ´ (389 d). 128. Π λ ά τ ω ν ο ς Π ο λ ι τ ε ί α γ´ (389 d.):


Tί δαί; σωφροσύνης ἄρα οὐ δεήσει ἡμῖν τοῖς νεα- Λοιπὸν δὲν θὰ ἀντιμετωπίσουμε καὶ τὸ θέμα τῆς σω-
νίαις; Πῶς δὲ οὔ; Σωφροσύνης δὲ ὡς πλήθει οὐ τὰ φροσύνης τῶν νέων μας; Πῶς ὄχι; Kι’ ἡ σωφροσύνη ὡς
τοιάδε μέγιστα, ἀρχόντων μὲν ὑπηκόους εἶναι, αὐ- ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲν ἔγκειται στὰ ἑξῆς σημαντικώτατα, νὰ
τοὺς δὲ ἄρχοντας τῶν περὶ πότους καὶ ἀφροδίσια ὑπακούωμε δηλ. στοὺς ἄρχοντες, νὰ εἴμαστε οἱ ἴδιοι
καὶ περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν; ῎Eμοιγε δοκεῖ. ἄρχοντες τῶν ἐπιθυμιῶν μας στὰ φαγητά, στὸ ποτὸ καὶ
στὶς σεξουαλικὲς ἀπολαύσεις; – καὶ βέβαια.
129 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (Reip. IX 571 b).
Tῶν μὲν ἀναγκαίων ἡδονῶν τε καὶ ἐπιθυμιῶν δο- 129. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (Πολιτ. IX, 571 b.):
κοῦσί τινες ἐμοὶ εἶναι παράνομοι, αἳ κινδυνεύουσιν A
᾽ π’ τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἡδονές, ποὺ χαρακτηρίσαμε
ἐγγίνεσθαι μὲν ἐν παντί, κολαζόμεναι δὲ ὑπό τε τῶν ὡς ἀναγκαῖες, ὑπάρχουν μερικὲς ποὺ μοῦ φαίνονται πα-
νόμων, καὶ τῶν βελτιόνων ἐπιθυμιῶν, μετὰ λόγου, ράνομες. Aὐτὲς ἐνυπάρχουν γενικὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώ-
ἐνίων μὲν ἀνθρώπων ἢ παντάπασιν ἀπαλλάττεσθαι, πους, ἀλλὰ σὲ μερικοὺς περιστέλλονται ἀπ’ τὸ φόβο τῆς
ἢ ὀλίγαι λείπεσθαι καὶ ἀσθενεῖς· τῶν δὲ ἰσχυρότεραι τιμωρίας ποὺ προβλέπουν οἱ νόμοι καὶ ἀπὸ ἄλλες καλύ-
καὶ πλείους. Λέγεις δὴ τίνας, ἔφη, ταύτας; Tὰς περὶ τερες ἐπιθυμίες σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ λειτουργία τοῦ λογι-
τὸν ὕπνον, ἦν δ’ ἐγώ, ἐγειρομένας, ὅταν τὸ μὲν ἄλλο κοῦ κι’ ἔτσι ἢ ἐξουδετερώνονται τελείως ἢ μένουν λίγες
τῆς ψυχῆς εὕδ@η, ὅσον λογικὸν καὶ ἥμερον καὶ ἄρχον καὶ ἀδύνατες, σὲ ἄλλους περισσότερες καὶ ἰσχυρότερες. –
ἐκείνου· τὸ δὲ θηριῶδές τε καὶ ἄγριον, ἢ σίτου ἢ μέ- Kαὶ ποιές λοιπὸν εἶν’ αὐτές; – Eἶναι αὐτὲς ποὺ ξυπνοῦν
θης πλησθέν, σκιρτ@ᾶ τε καὶ ἀπωσάμενον τὸν ὕπνον στὸν ὕπνο μας, εἶπα ἐγώ, ὅταν κοιμᾶται τὸ ἄλλο μέρος τῆς
ζητεῖ ἰέναι καὶ ἀποπιμπλάναι τὰ αὐτοῦ ἤθη· οἶσθ’ ψυχῆς, ποὺ εἶναι λογικὸ καὶ ἥμερο καὶ κυβερνᾶ τὸ ἄλλο.
ὅτι πάντα ἐν τ\ῶ τοιούτ\ω τολμ@ᾶ ποιεῖν ὡς ἀπὸ πάσης Kαὶ τὸ κτηνῶδες καὶ ἄγριο ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς πολυ-
λελυμένον τε καὶ ἀπηλλαγμένον αἰσχύνης καὶ φρονή- φαγίας ἢ τῆς μέθης, ἀνασκιρτᾶ καὶ διώχνοντας τὸν ὕπνο
σεως· μητρί τε γὰρ ἐπιθυμεῖ μίγνυσθαι, ὡς οἴεται, ζητάει νὰ διαφύγη καὶ νὰ ἱκανοποιήση τὶς συνήθεις ὀρέ-
οὐδὲν ὀκνεῖ, ἄλλ\ω τε ὁτ\ωοῦν ἀνθρώπων καὶ θεῶν ξεις του. Kαὶ γνωρίζεις ὅτι σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση τολμᾶ
καὶ θηρίων· μιαιφονεῖν τε ὁτιοῦν βρώματός τε ἀπέ- νὰ πράξη τὰ πάντα, ἀφοῦ ἔχει ἀφηνιάσει κι’ ἔχει ἀπαλ-
χεσθαι μηδενός· καὶ ἑνὶ λόγ\ω, οὔτε ἀνοίας οὐδὲν λαγῆ ἀπ’ τὴν ντροπὴ καὶ τὴ φρόνηση. Kι’ ἐπιθυμεῖ νὰ ζευ-
ἐλλείπει οὔτ’ ἀναισχυντίας. ᾽Aληθέστατα, ἔφη, λέγεις. γαρώση μὲ τὴ μητέρα του, καὶ ὅπως φαντάζεται, δὲν δι-
῞Oταν δέ γ’ οἶμαι ὑγιεινῶς τις ἔχ@η αὐτὸς αὐτοῦ καὶ στάζει καὶ μ’ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἄνθρωπο, θεό, ἢ θηρίο.
Kαὶ μπορεῖ νὰ διαπράξη κάθε μιαρὸ ἔγκλημα καὶ νὰ κα-
ταβροχθίση ὁ,τιδήποτε. Μὲ μιὰ λέξη δὲν ὑπάρχει παρα-
φροσύνη καὶ ἀναισχυντία ποὺ νὰ μὴν τὴν ἐπιχειρήση. –
Mάλιστα, εἶπε, ὅλ’ αὐτὰ εἶναι ἀληθέστατα. – ῞Oταν ὅμως
ἕνας ἄνθρωπος ρυθμίζη τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τοὺς
ὅρους τῆς ὑγιεινῆς καὶ τοὺς κανόνες τῆς σωφροσύνης καὶ
116 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 117

σωφρόνως, καὶ εἰς τὸν ὕπνον ἴ@η, τὸ λογιστικὸν μὲν πάη γιὰ ὕπνο ἀφοῦ διήγειρε πρῶτα τὸν λογισμό του καὶ
ἐγείρας αὐτοῦ, καὶ ἑστιάσας λόγων καλῶν καὶ σκέ- τὸν ἔθρεψε μὲ ὡραίους στοχασμοὺς καὶ ἄλλες σκέψεις
ψεων, εἰς σύννοιαν αὐτὸς αὐτοῦ ἀφικόμενος· τὸ ἐπι- καὶ συγκέντρωσε σ’ αὐτὰ ὅλη του τὴ διάνοια· χωρὶς νὰ πα-
θυμητικὸν δὲ μήτ’ ἐνδεί@α δοὺς μήτε πλησμον@ῆ, ὅπως ραφορτώση τὸ ἐπιθυμητικὸ οὔτε νὰ τὸ στερήση τελείως,
ἂν κοιμηθ@ῆ καὶ μὴ παρέχ@η θόρυβον τ\ῶ βελτίστ\ω τοῦ παραχωρῆ ὅσο τοῦ χρειάζεται γιὰ νὰ κοιμηθῆ καὶ νὰ
χαῖρον ἢ λυπούμενον, ἀλλ’ ἐῶν αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ μό- μὴν ἀναταράξη τὸ ἀνώτερο μέρος τῆς ψυχῆς μὲ χαρὰ ἢ μὲ
νον καθαρὸν σκοπεῖν καὶ ὀρέγεσθαι τοῦ αἰσθάνεσθαι λύπη, ἀλλὰ νὰ τὸ ἀφήση μόνο του καὶ ἀνεπηρέαστο νὰ
ὃ μὴ οἶδεν, ἤ τι τῶν γεγονότων ἢ ὄντων ἢ καὶ μελλόν- ἀνερευνᾶ καὶ νὰ λαχταράη νὰ μάθη αὐτὸ ποὺ δὲν ξέρει ἢ
των· ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ θυμοειδὲς πραΰνας, καὶ μή ἀπ’ τὸ παρελθὸν ἢ ἀπ’ τὸ παρὸν γιὰ τὸ μέλλον· ὅταν πάλι
τισιν εἰς ὀργὴν ἐλθών, κεκινημέν\ω τ\ῶ θυμ\ῶ καθεύδ@η, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πραΰνη καὶ τὸ θυμοειδὲς μέρος τῆς
ἀλλ’ ἡσυχάσας μὲν τὼ δύο εἴδη, τὸ τρίτον δὲ κινήσας, ψυχῆς καὶ κοιμηθῆ χωρὶς ἠ καρδιά του νὰ εἶναι ταραγμέ-
ἐν \ὧ τὸ φρονεῖν ἐγγίνεται, οὕτως ἀναπαύηται, οἶσθ’ νη ἀπὸ θυμὸ ἐναντίον κάποιου, ὅταν λοιπὸν καθησυχάση
ὅτι τῆς ἀληθείας ἐν τ\ῶ τοιούτ\ω μάλιστα ἅπτεται, καὶ τὰ δυὸ αὐτὰ μέρη τῆς ψυχῆς καὶ κρατήση σὲ ἐγρήγορση
ἥκιστα παράνομοι τότε αἱ ὄψεις φαντάζονται τῶν τὸ τρίτο μέρος, στὸ ὁποῖο ἑδράζεται ἡ φρόνηση, καὶ ἔτσι
ἐνυπνίων. Παντελῶς μὲν οὖν, ἔφη, οἶμαι οὕτω. ταῦτα ἀναπαύεται, γνωρίζεις ὅτι σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση τὸ
μὲν τοίνυν ἐπιπλέον ἐξήχθημεν εἰπεῖν· ὃ δὲ βουλόμε- πνεῦμα πλησιάζει περισσότερο τὴν ἀλήθεια καὶ κάθε
θα γνῶναι, τόδ’ ἐστίν, ὡς ἄρα δεινόν τι καὶ ἄγριον καὶ ἄλλο παρὰ φαντασίες παράνομες ἔρχονται στὰ ὄνειρά
ἄνομον ἐπιθυμιῶν εἶδος ἑκάστ\ω ἔνεστι, καὶ πάνυ δο- του. – Συμφωνῶ ἀπόλυτα μ’ αὐτά, εἶπε. – Kαὶ ἴσως τὴν πα-
κοῦσιν ἡμῶν ἐνίοις μετρίοις εἶναι. τοῦτο δὲ ἄρα ἐν ρατραβήξαμε τὴν παρέκβαση. ᾽Eκεῖνο ὅμως ποὺ θέλομε νὰ
τοῖς ὕπνοις γίνεται ἔνδηλον. μάθωμε, εἶναι τοῦτο, ὅτι καθένας ἔχει μέσα του, ἀκόμα κι’
ἐκεῖνοι ποὺ φαίνονται νὰ κυριαρχοῦν στὰ πάθη τους, ἕνα
130 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἐ κ τ ο ῦ σ υ μ π ο σ ί ο υ (180 e). εἶδος κτηνωδῶν ἐπιθυμιῶν, ἀγρίων καὶ ἀνόμων. Kαὶ αὐτὸ
Πᾶσα γὰρ πρᾶξις ὡδὶ ἔχει· αὐτὴ ἐφ’ ἑαυτῆς πρατ- ἀποδεικνύεται κυρίως ἀπὸ τὰ ὄνειρα.
τομένη οὔτε καλὴ οὔτε αἰσχρά, οἷον ὃ νῦν ἡμεῖς ποι-
οῦμεν, ἢ πίνειν ἢ @ἄδειν ἢ διαλέγεσθαι, οὐκ ἔστι τού- 130. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ σ υ μ π ό σ ι ο ν (180 e.):
των αὐτὸ καθ’ αὑτὸ καλὸν οὐδέν· ἀλλ’ ἐν τ@ῆ πράξει, Kάθε πράξη λοιπὸν τοποθετεῖται ὡς ἑξῆς: Aὐτὴ καθ’
ὡς ἂν πραχθ@ῆ, τοιοῦτον ἀπέβη. καλῶς μὲν γὰρ πρατ- ἑαυτὴν δὲν εἶναι οὔτε ὡραία οὔτε ἄσχημη, ὅπως αὐτὸ
τόμενον καὶ ὀρθῶς καλὸν γίγνεται, μὴ ὀρθῶς δὲ ποὺ κάνομε ἐμεῖς τώρα δά, ποὺ πίνουμε ἢ τραγουδᾶμε ἢ
αἰσχρόν· οὕτω δὴ καὶ τὸ ἐρᾶν καὶ ὁ ἔρως οὐ πᾶς ἐστι συζητοῦμε. A
᾽ π’ αὐτὰ δὲν εἶναι ὡραῖο αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τί-
ποτε. A
᾽ λλὰ στὴν πράξη, τὸ πῶς κάθε φορὰ πράττεται,
αὐτὸ εἶναι ποὺ τῆς δίνει ἕνα ποιόν. ῞Oταν κάτι πράττεται
ὡραῖα καὶ σωστά, τότε γίνεται ὡραῖο, ὅταν ὅμως πράττε-
ται κατὰ τρόπον μὴ ὀρθό, τότε εἶναι ἄσχημο. ῎Eτσι κι’ ὁ
ἔρωτας δὲν εἶναι πάντα ὡραῖος οὔτε ἄξιος νὰ ἐγκωμιάζε-
118 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 119

καλὸς οὐδ’ ἄξιος ἐγκωμιάζεσθαι, ἀλλ’ ὁ καλῶς προ- ται, ἀλλὰ ὡραῖος καὶ ἄξιος εἶναι ὁ ἔρωτας ποὺ σὲ κινεῖ νὰ
τρέπων ἐρᾶν. ἐρωτεύεσαι ὡραῖα.

131 Π λ ά τ ω ν ο ς (Symp. 184 b). 131. Π λ ά τ ω ν ο ς (Συμπόσιον 184 b.):


῎Eστι γὰρ ἡμῖν νόμος, ὥσπερ ἐπὶ τοῖς ἐρασταῖς ἦν, ῎Eχομε λοιπὸν ἐμεῖς ἕνα ἔθιμο, ποὺ ἀφορᾶ τὰ αἰσθή-
δουλεύειν ἐθελοντὰς ἡντινοῦν δουλείαν παιδικοῖς, ματα τῶν ἐραστῶν, νὰ προσφέρη δηλαδὴ ὁ ἐραστὴς στὸν
μὴ κολακείαν μηδὲ ἐπονείδιστον εἶναι· οὕτω δὴ καὶ ἐρώμενον ὁποιαδήποτε δουλεία θεληματικά, χωρὶς αὐτὸ
ἄλλη μία μόνη δουλεία ἑκούσιος λείπεται οὐκ ἐπο- νὰ θεωρῆται οὔτε κολακεία οὔτε ξεπεσμός· ἀνάλογα
νείδιστος· αὕτη δ’ ἐστὶν ἡ περὶ τὴν ἀρετήν. νενόμι- λοιπὸν γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὑπολείπεται καὶ μιὰ ἄλλη θελη-
σται γὰρ δὴ ἡμῖν, ἐάν τίς τινα θέλ@η θεραπεύειν, ματικὴ δουλεία, ποὺ δὲν εἶναι ἐπονείδιστη. Eἶναι ἡ δου-
ἡγούμενος δι’ ἐκεῖνον ἀμείνων ἔσεσθαι, ἢ κατὰ σο- λεία ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀρετή. Θεωρεῖται λοιπὸν ἀπὸ
φίαν τινὰ ἢ κατὰ ἄλλο ὁτιοῦν μέρος ἀρετῆς, αὕτη αὖ μᾶς, ἂν κανεὶς θέλη νὰ ὑπηρετῆ κάποιον, γιατὶ πιστεύει
ἡ ἐθελοδουλεία οὐκ αἰσχρά ἐστιν οὐδὲ κολακεία. ὅτι αὐτὸς μὲ τὴ σχέση αὐτὴ θὰ γίνη καλύτερος ἢ στὴ σο-
φία ἢ σὲ κάποιο ἄλλο μέρος τῆς ἀρετῆς, ὅτι αὐτὴ ἡ ἐθε-
132 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ Φ α ί δ ω ν ο ς (68 c). λοδουλεία δὲν εἶναι οὔτε αἰσχρὴ οὔτε κολακεία.
῎Aριστον δὲ τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι,
ἀλλ’ ὀλιγώρως ἔχειν καὶ κοσμίως. 132. Π λ ά τ ω ν ο ς Φ α ί δ ω ν (68 c.):
Eἶναι ἄριστο νὰ μὴν εἶναι κανεὶς τρομαγμένος μὲ τὶς
133 Π λ ά τ ω ν ο ς (Charm. 173 c). ἐπιθυμίες, ἀλλὰ νὰ τὶς ἀντιμετωπίζη μὲ κάποια ἀδιαφο-
Eἰ δὲ βούλοιό γε καὶ τὴν μαντικὴν εἶναι, συγχωρη- ρία καὶ κοσμιότητα.
τέον ἐπιστήμην τοῦ μέλλοντος ἔσεσθαι, καὶ τὴν σω-
φροσύνην αὐτῆς ἐπιστατοῦσαν, τοὺς μὲν ἀλαζόνας 133. Π λ ά τ ω ν ο ς (Xαρμίδης 173 c.):
ἀποτρέπειν, τοὺς δὲ ἀληθεῖς μάντεις καθιστάναι ῍Aν θέλης βεβαίως καὶ ἡ μαντικὴ νὰ εἶναι ἐπιστήμη, ἂς τὴ
ἡμῖν προφήτας τῶν μελλόντων. κατεσκευασμένον δὴ δεχθοῦμε ὡς ἐπιστήμη ἐρεύνης τοῦ μέλλοντος καὶ νὰ τὴν
οὕτω τὸ ἀνθρώπινον γένος, ὅτι μὲν ἐπιστημόνως ἂν διέπη ἡ σωφροσύνη, νὰ ἀποτρέπη δηλ. τοὺς ἀλαζόνες καὶ
πράττοι καὶ ζ\ώη, ἐγ\ὦμαι· ἡ γὰρ σωφροσύνη φυλάτ- μόνο τοὺς ἀληθινοὺς μάντεις νὰ τοὺς καθιστᾶ προφῆτες
τουσα οὐκ ἂν ἐ@ώη παρεμπίπτουσαν τὴν ἀνεπιστη- τοῦ μέλλοντος. Tὸ ἀνθρώπινο γένος εἶναι ἔτσι πλασμένο,
μοσύνην συνεργὸν ἡμῖν εἶναι. ὥστε πιστεύω πὼς μόνο ἐπιστημονικὰ εἶναι δυνατὸ νὰ δρᾶ
καὶ νὰ ζῆ. ῾H σωφροσύνη, ὡς ἄγρυπνος φρουρός, δὲν θὰ
134 (Plat. Gorg. 499 c.) ῎Eστι δὲ δή, ὡς ἔοικεν, ὃ νῦν ἐπιτρέψη στὴν ἀνεπιστημοσύνη νὰ γίνη συνεργός μας.
λέγεις, ὅτι ἡδοναὶ εἰσί τινες αἳ μὲν ἀγαθαὶ αἳ δὲ κα-
καί· ἦ γάρ; Nαί. ῏Aρ’ οὖν ἀγαθαὶ μὲν αἱ ὠφέλιμοι, κα- 134. (Πλάτωνος Γοργίας 499 c) Tώρα, ὅπως φαίνεται ἀπ’
ὅσα λές, ἀπὸ τὶς ἡδονὲς ἄλλες εἶναι ἀγαθὲς κι’ ἄλλες κα-
κές. ῍H ὄχι; – Nαί. – ῾Eπομένως ἀγαθὲς εἶναι οἱ ὠφέλιμες,
120 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 121

καὶ δὲ αἱ βλαβεραί; Πάνυ γε. ᾽Ωφέλιμοι δὲ αἱ ἀγαθὸν κακὲς οἱ βλαβερές; – Bεβαίως. – ᾽Ωφέλιμες ὅσες προξενοῦν
ποιοῦσαι, κακαὶ δὲ αἱ κακόν; Φημί. ῏Aρ’ οὖν τὰς τοι- ἀγαθό, κακὲς ὅσες προξενοῦν κακό; – Συμφωνῶ. – ᾽Eν-
άσδε λέγεις, οἷον κατὰ τὸ σῶμα, ἃς δὴ νῦν λέγομεν ἐν νοεῖς ἀπ’ αὐτὲς βέβαια ὅσες ἀφοροῦν τὸ σῶμα, αὐτὲς ποὺ
τ\ῶ ἐσθίειν καὶ πίνειν ἡδονάς, εἰ ἄρα τούτων αἱ μὲν λέμε ἀπολαύσεις τοῦ φαγητοῦ καὶ τοῦ πιοτοῦ, ἂν αὐτὲς
ὑγίειαν ποιοῦσαι ἐν τ\ῶ σώματι ἢ ἰσχὺν ἢ ἄλλην τινὰ βέβαια φέρνουν ὑγεία στὸ κορμὶ ἢ δύναμη ἢ κάποια ἄλλη
ἀρετὴν τοῦ σώματος, αὐταὶ μὲν ἀγαθαὶ αἱ δὲ τἀναν- ἀρετὴ στὸ σῶμα· αὐτὲς εἶναι ἀγαθὲς καὶ οἱ ἀντίθετες κα-
τία τούτων κακαί; Πάνυ γε. Oὐκ οὖν καὶ λῦπαι κές; – Bεβαίως. – ᾽Eπίσης τέτοιες εἶναι κι’ οἱ λύπες, ἄλλες
ὡσαύτως αἳ μὲν χρησταί εἰσιν αἳ δὲ πονηραί; Πῶς καλὲς καὶ ἄλλες βασανιστικές; – Πῶς ὄχι; – Λοιπὸν πρέ-
γὰρ οὔ; Oὐκ οὖν τὰς μὲν χρηστὰς καὶ ἡδονὰς καὶ λύ- πει ὅλες τὶς καλὲς ἡδονὲς καὶ λύπες νὰ τὶς προτιμοῦμε
πας καὶ αἱρετέον ἐστὶ καὶ πρακτέον; Πάνυ γε. Tὰς δὲ καὶ νὰ τὶς ἐνεργοῦμε; – Bεβαίως. – Kαὶ τὶς κακὲς ὄχι; – Eἶ-
πονηρὰς οὔ; Δῆλον γὰρ δή. ῞Eνεκα γὰρ δήπου τῶν ναι φανερό. – ῾Eπομένως, χάριν τῶν ἀγαθῶν, πρέπει ὅλα
ἀγαθῶν ἅπαντα ἡμῖν πρακτέα ἐστί· – καὶ τῶν ἀγα- νὰ τὰ πράττουμε· καὶ συνεπῶς ὅπως καὶ τ’ ἄλλα τὰ
θῶν ἄρα ἕνεκα δεῖ ὡς τἄλλα, καὶ τὰ ἡδέα πράττειν, πράττουμε χάριν τῶν ἀγαθῶν, ἔτσι πρέπει νὰ πράττουμε
ἀλλ’ οὐκ ἀγαθὰ τῶν ἡδέων; Πάνυ γε. ῏Aρ’ οὖν παντὸς καὶ τὰ εὐχάριστα· ἀλλὰ ὑπάρχουν ὄχι ἀγαθὰ ἀνάμεσα
ἀνδρός ἐστιν ἐκλέξασθαι ποῖα ἀγαθὰ τῶν ἡδέων ἐστὶ στὰ εὐχάριστα; – Bεβαίως. – ῾Eπομένως εἶναι στὸ χέρι κά-
καὶ ποῖα κακά; ἢ τεχνικοῦ δεῖ εἰς ἕκαστον; Tεχνικοῦ. θε ἀνθρώπου νὰ διαλέξη ποιὰ ἀπὸ τὰ εὐχάριστα εἶναι
᾽Aναμνησθῶμεν δὴ ὧν αὖ ἐγὼ εἰς Πῶλον καὶ Γοργίαν ἀγαθὰ καὶ ποιὰ κακά; ἢ χρειάζεται ἕνας εἰδικὸς γιὰ τὸ
ἐτύγχανον λέγων· ἔλεγε γὰρ αὐτός, εἰ μνημονεύεις, καθένα; – Eἰδικός. – ῍Aς θυμηθοῦμε λοιπὸν πάλι τί συνέ-
ὅτι εἶεν παρασκευαί, αἳ μὲν μέχρι ἡδονῆς αὐτὸ τοῦ- βαινε νὰ λέγω στὸν Πῶλο καὶ στὸν Γοργία. ῾Yπεστήριζεν
το παρασκευάζουσαι ἀγνοοῦσαι δὲ τὸ βέλτιον καὶ τὸ αὐτός, ἂν θυμᾶσαι, ὅτι ὑπάρχουν παρασκευάσματα ποὺ
χεῖρον, αἳ δὲ γινώσκουσαι ὅτι τε ἀγαθὸν καὶ ὅτι κα- ἀποβλέπουν ἀποκλειστικὰ στὴν ἡδονὴ καὶ ποὺ ἀγνοοῦν
κόν· καὶ ἐτίθουν τῶν μὲν περὶ τὰς ἡδονὰς τὴν μαγει- τὸ καλύτερο ἢ τὸ χειρότερο, ἐνῶ ὑπάρχουν ἄλλα ποὺ ξε-
ρικὴν ἐμπειρίαν ἀλλ’ οὐ τέχνην, τῶν δὲ περὶ τὸ ἀγα- χωρίζουν τὸ ἀγαθὸ ἀπὸ τὸ κακό. Kαὶ ὡς παράδειγμα τῶν
θὸν τὴν ἰατρικὴν τέχνην. πρώτων ἔφερναν τὴ μαγειρικὴ ἐμπειρία καὶ ὄχι τέχνη,
ἐνῶ σὰν παράδειγμα τοῦ ἀγαθοῦ τὴν ἰατρικὴ τέχνη.
135 Π λ ά τ ω ν ο ς (Gorg. 507 c).
᾽Eγὼ μὲν οὖν ταῦτα οὕτω τίθεμαι καί φημι ταῦτα 135. Π λ ά τ ω ν ο ς (Γοργίας 507 c.):
ἀληθῆ εἶναι. εἰ δέ ἐστιν ἀληθῆ, τὸν βουλόμενον ὡς ᾽Eγὼ λοιπὸν ἔτσι τὰ τοποθετῶ αὐτὰ καὶ ὑποστηρίζω
ἔοικεν εὐδαίμονα εἶναι, σωφροσύνην μὲν ἀσκητέον πὼς εἶναι ἀληθινά. – ῍Aν εἶναι ἀληθινά, αὐτὸς ποὺ ὅπως
καὶ διωκτέον ἐστίν· ἀκολασίαν δὲ φευκτέον ὡς ἔχει εἶναι φυσικό, θέλει νὰ εἶναι εὐτυχής, πρέπει νὰ ἀσκῆ καὶ
ποδῶν ἕκαστος ἡμῶν· καὶ παρασκευαστέον ἑαυτὸν νὰ ἐπιδιώκη τὴν σωφροσύνη, ἐνῶ πρέπει νὰ ἀποφεύγη
μάλιστα μὲν μηδὲν δεῖσθαι τοῦ κολάζεσθαι, ἐὰν δὲ τὴν ἀκολασία ὅσο ἀντέχουν στὴ φυγὴ αὐτὴ τὰ πόδια τοῦ
καθενὸς ἀπὸ μᾶς. Kαὶ πρέπει πρὸ πάντων νὰ προπαρα-
σκευάζη τὸν ἑαυτό του νὰ μὴ χρειάζεται καθόλου τὴν τι-
122 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΣΩΦΡΟΣΥΝΗς Ε´ 123

δεηθ@ῆ ἢ αὐτὸς ἢ ἄλλος τις τῶν οἰκείων ἢ ἰδιώτης ἢ μωρία καὶ ἂν χρειασθῆ, ἢ αὐτὸς ὁ ἴδιος ἢ κάποιος ἄλλος
πόλις, ἐπιθετέον δίκην καὶ κολαστέον, εἰ μέλλει ἀπὸ τοὺς οἰκείους του ἢ ἰδιώτης ἢ πολιτεία, νὰ ἐγείρη δί-
εὐδαίμων εἶναι. οὗτος ἔμοιγε δοκεῖ σκοπὸς εἶναι, κη ἐναντίον του καὶ νὰ τὸν τιμωρήση, ἂν πρόκειται νὰ
πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν· καὶ πάντα εἰς τοῦτο τὰ εἶναι εὐδαίμων στὸ μέλλον. Aὐτὸς μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι
αὑτοῦ συντείνοντα καὶ τὰ τῆς πόλεως, ὅπως δικαιο- ὁ στόχος, πρὸς τὸν ὁποῖον πρέπει ν’ ἀποβλέπη κανεὶς στὴ
σύνη παρέσται καὶ σωφροσύνη τ\ῶ μακαρί\ω μέλλον- ζωή του, καὶ σ’ αὐτὸν νὰ συντείνουν ὅλες οἱ ἐνέργειές του
τι ἔσεσθαι, οὕτω πράττειν· οὐκ ἐπιθυμίας ἐῶντα καὶ οἱ ἐνέργειες τῆς πολιτείας, πῶς δηλαδὴ θὰ εἶναι δί-
ἀκολάστους εἶναι καὶ ταύτας ἐπιχειροῦντα πλη- καιος καὶ σώφρων ἐκεῖνος ποὺ ἐπιδιώκει νὰ εἶναι εὐτυχι-
ροῦν, ἀνήνυτον κακόν, λ@ηστοῦ βίον ζῶντα· οὔτε γὰρ σμένος στὸ μέλλον. Kαὶ δὲν πρέπει κανεὶς νὰ ἀφήνη νὰ τὸν
ἂν ἄλλως ἀνθρώπ\ω προσφιλὴς εἴη ὁ τοιοῦτος οὔτε κυριεύουν ἀκόλαστες ἐπιθυμίες καὶ οὔτε νὰ ἐπιχειρῆ νὰ
θε\ῶ· κοινωνεῖν γὰρ ἀδύνατος. ὅτ\ω γὰρ μὴ @ἦ κοινω- τὶς χορταίνη, πρᾶγμα ποὺ εἶναι κακὸ ἀτελεύτητο, καὶ νὰ
νία, φιλία οὐκ ἂν εἴη. φασὶ δὴ σοφοί, ὦ Kαλλίκλεις, ζῆ βίο ληστοῦ. ῞Eνας ἄνθρωπος τέτοιος δὲν θὰ ἦταν οὔτε
καὶ οὐρανὸν καὶ γῆν καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους τὴν σὲ ἄλλον ἄνθρωπο προσφιλὴς οὔτε στὸ θεό. Γιατὶ θὰ τοῦ
κοινωνίαν συνέχειν, καὶ φιλίαν καὶ κοσμιότητα καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐπικοινωνῆ μὲ τοὺς ἄλλους. Kαὶ ὅποιος
σωφροσύνην καὶ δικαιότητα· καὶ τὸ ὅλον τοῦτο διὰ εἶναι ἀκοινώνητος δὲν μπορεῖ ν’ ἀποκτᾶ φίλους. – Oἱ σο-
ταῦτα κόσμον καλοῦσιν, ὦ ἑταῖρε, οὐκ ἀκοσμίαν φοὶ μάλιστα λένε, Kαλλικλῆ, ὅτι ἡ ἐπικοινωνία συνδέει
οὐδὲ ἀκολασίαν. σὺ δέ μοι δοκεῖς οὐ προσέχειν τὸν οὐρανό, γῆ, θεοὺς καὶ ἀνθρώπους, τὴν φιλία, τὴν κοσμιό-
νοῦν τούτοις καὶ ταῦτα σοφὸς ὤν· ἀλλὰ λέληθέ σε τητα, τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν δικαιοσύνη. Kαὶ τὸ σύνολο
ὅτι ἰσότης ἡ γεωμετρικὴ καὶ ἐν θεοῖς καὶ ἐν ἀνθρώ- αὐτό, φίλε, γι’ αὐτὸ τὸ ὀνομάζουν κόσμο, κι’ ὄχι ἀκοσμία ἢ
ποις μέγα δύναται· σὺ δὲ πλεονεξίαν οἴει δεῖν ἀκολασία. Kαὶ σὺ μοῦ φαίνεται πὼς δὲν τὰ προσέχεις
ἀσκεῖν, γεωμετρίας γὰρ ἀμελεῖς. αὐτά, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶσαι σοφός. Ξεχνᾶς ὅτι ἡ γεω-
μετρικὴ ἰσότητα (δηλαδὴ ἡ δικαιοσύνη) ἔχει μεγάλη δύνα-
136 ᾽I α μ β λ ί χ ο υ ἐ κ τ ῆ ς ἐ π ι σ τ ο λ ῆ ς τ ῆ ς μη καὶ μεταξὺ τῶν θεῶν καὶ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Kι’ ἐσὺ
π ρ ὸ ς ᾽A ρ ε τ ὴ ν π ε ρ ὶ σ ω φ ρ ο σ ύ ν η ς. ἔχεις τὴ γνώμη ὅτι πρέπει ν’ ἀσκῆς τὴν πλεονεξία καὶ νὰ
Tὰ αὐτὰ δὴ οὖν καὶ περὶ πασῶν τῶν δυνάμεων τῆς περιφρονῆς τὴ γεωμετρία (δηλαδὴ τὴν δικαιοσύνη).
ψυχῆς ἀποφαίνομαι, τὴν συμμετρίαν αὐτῶν πρὸς
ἀλλήλας καὶ εὐταξίαν θυμοῦ τε καὶ ἐπιθυμίας καὶ 136. ᾽I α μ β λ ί χ ο υ ἀ π ὸ τ ὴ ν «ἐ π ι σ τ ο λ ὴ ν
λόγου κατὰ τὴν προσήκουσαν ἑκάστ\ω τάξιν εὐκο- π ρ ὸ ς ᾽A ρ ε τ ὴ ν π ε ρ ὶ σ ω φ ρ ο σ ύ ν η ς»:
σμίαν· καὶ τούτων ἡ τοῦ ἄρχειν τε καὶ ἄρχεσθαι ἐν δέ- Tὰ ἴδια λοιπὸν πιστεύω καὶ γιὰ ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς
οντι γινομένη διανομὴ σωφροσύνη ἂν εἴη πολυειδής. ψυχῆς, τὴν συμμετρία μεταξύ τους, τὴν ἰσορροπία τοῦ
θυμικοῦ καὶ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καὶ τοῦ λογιστικοῦ καὶ
τὴν ἁρμονία, σύμφωνα μὲ τὴν πρεπούμενη τάξη γιὰ τὸν
καθένα. Kαὶ ἀπ’ αὐτές, ἡ κατάλληλη κατανομὴ τῆς ἐξου-
σίας μεταξύ τους συνθέτει μιὰ πολύμορφη σωφροσύνη.
ΠΕΡΊ ΑΚΟΛΑΣΊΑς. @ . ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΊΑς @ ´

1 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς. 1. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς:
Σοφοκλῆν ἤρετό τις πρεσβύτην ὄντα, εἰ ἔτι πλη- Kάποιος ρώτησε τὸ Σοφοκλῆ ὅταν ἦταν γέρος, ἂν
σιάζοι γυναικί· ὃ δ’ “εὐφήμει” ἔφη “ἀσμενέστατα ἀπέ- ἀκόμη πλησίαζε γυναίκα. Kι’ ἐκεῖνος τοὖπε: «Φάε τὴ
φυγον ὥσπερ λυττῶντα καὶ ἄγριον δεσπότην.” γλῶσσα σου! Γλύτωσ’ ἀπ’ αὐτὸ κι’ εἶμαι εὐχαριστημένος,
ὅσο κι’ ἐκεῖνος ποὺ γλυτώνει ἀπὸ λυσσασμένο κι’ ἄγριο
2 ᾽A ν τ ι σ θ έ ν ο υ ς. ἀφεντικό».
᾽Aντισθένης ἔλεγεν τὰς μὴ κατὰ θύραν εἰσιούσας
ἡδονὰς ἀναγκαῖον μὴ κατὰ θύραν πάλιν ἐξιέναι· δεή- 2. ᾽A ν τ ι σ θ έ ν ο υ ς:
σει οὖν τμηθῆναι ἢ ἐλλεβορισθῆναι. ῾O A
᾽ ντισθένης ἔλεγε πὼς οἱ ἡδονὲς ποὺ δὲν μπαίνουν
ἀπὸ τὴν πόρτα, κατ’ ἀνάγκην καὶ δὲν βγαίνουν ἀπὸ τὴν
3 Δ ι ο γ έ ν ο υ ς. πόρτα. Θ’ ἀπαιτηθῆ λοιπὸν νὰ γίνη χειρουργικὴ ἐπέμβα-
Διογένης τοὺς πολλοὺς ἔφασκεν ζῶντας μὲν ἑαυ- ση γιὰ νὰ κοποῦν ἢ νὰ δοθῆ τὸ φάρμακο ποὺ δίνεται γιὰ
τοὺς σήπειν λουτροῖς τέγγοντας καὶ ἀφροδισίοις τή- τὴ θεραπεία τῆς τρέλλας.
κοντας, ἀποθνήσκοντας δ’ ἐν θυμιάμασι τὸ σῶμα κε-
λεύειν ἀποτίθεσθαι, τοὺς δ’ ἐν μέλιτι, ὑπὲρ τοῦ μὴ 3. Δ ι ο γ έ ν ο υ ς:
ταχέως κατασαπῆναι. ῾O Διογένης ἔλεγε πὼς οἱ πιὸ πολλοὶ ἄνθρωποι στὴ
ζωή τους φθείρουν τὸν ἑαυτό τους εἴτε μὲ τὸ νὰ μου-
4 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. σκεύουν μέσα στὰ λουτρὰ εἴτε μὲ τὸ νὰ λυώνουν στὶς σε-
Διογένης ἔλεγεν τῶν οἴκων ἔνθα πλείστη τροφὴ ξουαλικὲς ἡδονὲς καί, ὅταν πεθαίνουν, ἀφήνουν ἐντολὴ
πολλοὺς μῦς εἶναι καὶ γαλᾶς· καὶ δὴ σώματα τὰ πολ- νὰ πλημμυρίσουν τὸ κορμί τους μὲ θυμιάματα ἢ μέλι, γιὰ
λὴν τροφὴν δεχόμενα καὶ νόσους ἴσας ἐφέλκεσθαι. νὰ μὴ σαπίσουν γρήγορα!

4. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
῾O Διογένης ἔλεγε πὼς ὅπως στὰ σπίτια ποὺ ὑπάρχουν
πάρα πολλὰ τρόφιμα βρίσκονται πολλὰ ποντίκια καὶ γά-
τες, ἔτσι καὶ τὰ σώματα, ποὺ δέχονται πολλὴ τροφή, προσ-
ελκύουν ἰσάριθμες ἀρρώστιες.
126 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 127

5 Διογένης πρός τινα νέον περιττῶς καλλωπιζόμε- 5. ῾O Διογένης ἔλεγε πρὸς ἕνα νέο ποὺ καλλωπιζόταν πε-
νον “εἰ μὲν πρὸς ἄνδρας, ἀτυχεῖς” εἶπεν, “εἰ δὲ πρὸς ρίσσια: «῾Ως πρὸς τὸν ἀνδρισμό, δὲν πέτυχες· ὡς πρὸς τὴν
γυναῖκας, ἀδικεῖς.” θηλυκότητα ἀδικεῖς τὸ γυναικεῖο φῦλο».

6 ᾽E ρ υ ξ ι μ ά χ ο υ. 6. ᾽E ρ υ ξ ι μ ά χ ο υ:
᾽Eρυξίμαχος τὴν συνουσίαν μικρὰν ἐπιληψίαν ἔλε- Tὸ σμίξιμο μὲ γυναίκα ἔλεγε πὼς μοιάζει μὲ μικρὴ ἐπι-
γεν καὶ χρόν\ω μόν\ω διαλλάττειν. ληψία, ποὺ διαφέρει μόνο στὴ διάρκεια.

7 ᾽A ν τ ι φ ῶ ν τ ο ς. 7. ᾽A ν τ ι φ ῶ ν τ ο ς:
῎Eνθα τὸ ἡδύ ἐστι πλησίον που καὶ τὸ λυπηρόν· ῞Oπου τὸ εὐχάριστο, ἐκεῖ κοντὰ εἶναι καὶ τὸ λυπηρό.
αἱ γὰρ ἡδοναὶ οὐκ ἐκ σφῶν αὐτῶν ἐκπορεύονται, Oἱ ἡδονὲς δὲν βγαίνουν μόνες τους, ἀλλὰ τὶς ἀκολουθοῦν
ἀλλ’ ἀκολουθοῦσιν αὐταῖς λῦπαι καὶ πόνοι. λῦπες καὶ πόνοι.

8 M ο υ σ ω ν ί ο υ. 8. M ο υ σ ω ν ί ο υ:
᾽Aρχὴ τοῦ μὴ κατοκνεῖν τὰ ἀσχήμονα [πράττειν] τὸ A
᾽ φετηρία νὰ μὴ διστάζη κανεὶς νὰ κάνη ἀπρέπειες
μὴ κατοκνεῖν τὰ ἀσχήμονα λέγειν. εἶναι τὸ νὰ μὴ διστάζη νὰ λέη ἀπρέπειες.

9 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. 9. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
Σωκράτης ἔφη τοὺς μοιχοὺς ὅμοιόν τι ποιεῖν τοῖς ῾O Σωκράτης εἶπε ὅτι οἱ μοιχοὶ μοιάζουν νὰ κάνουν πε-
μὴ βουλομένοις ἐκ τῶν ἀπορρεουσῶν πίνειν, ἀλλ’ ἐκ ρίπου ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τοὺς ἀρέσει νὰ πίνουν τρε-
τοῦ ὕδατος τοῦ ἐν τ\ῶ βάθει χείρονος ὑπάρχοντος. χούμενο νερό, ἀλλὰ ἀπό τὸ χειρότερο, ἐκεῖνο ποὺ βρίσκε-
ται στὸ βάθος.
10 Σ ό λ ω ν ο ς.
῾Hδονὴν φεῦγε ἥ τις ὕστερον λύπην τίκτει. 10. Σ ό λ ω ν ο ς:
A
᾽ πόφευγε τὴν ἡδονή, ποὺ γεννᾶ ὕστερα τὴ λύπη.
11 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ.
῎Eνιοι πολίων μὲν δεσπόζουσι, γυναιξὶ δὲ δουλεύ- 11. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
ουσι. Mερικοί, ἐνῶ κυβερνοῦν πολιτεῖες, εἶναι δοῦλοι τῶν
γυναικῶν.
12 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ Φ α ί δ ω ν ο ς (68 e).
Kαί τοι καλοῦσίν γε ἀκολασίαν τὸ ὑπὸ τῶν ἡδονῶν 12. Π λ ά τ ω ν ο ς Φ α ί δ ω ν (68 e.):
ἄρχεσθαι. ᾽Oνομάζουν ἀκολασία τὴν κατάσταση ἐκείνη ποὺ ἐξου-
σιάζεται κανεὶς ἀπὸ τὶς ἡδονές.
128 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 129

13 E ὐ σ ε β ί ο υ. 13. E ὐ σ ε β ί ο υ:
Tῶν ταῖς αἰσχραῖς ἐπιθυμίαις ἐπιχειρεόντων ἐ- A
᾽ π’ ὅσους ἐπιδίδονται στὶς αἰσχρὲς ἐπιθυμίες νὰ μὴ
λεύθερον μηδένα νόμιζε. τῶν γὰρ τοὺς τ@ῆ τύχ@η δού- θεωρῆς ἐλεύθερο κανένα. A ᾽ π’ αὐτοὺς ποὺ κατὰ τύχη
λους κεκτημένων πολὺ βαρυτέροις οὗτοι δεσπόταις εἶναι δοῦλοι, σὲ πολὺ πιὸ σκληροὺς ἀφέντες εἶναι κατα-
τοῖς καταναγκάζουσι ταῦτα δουλεύουσιν. ναγκασμένοι αὐτοὶ νὰ ὑπηρετοῦν.

14 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 14. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Γαστριμαργίη σῶμα πιαίνει, ἀλογίην ἀείρει, ψυχῆς ῾H γαστριμαργία παχαίνει τὸ σῶμα, προκαλεῖ ἀδιαφο-
δὲ τὸ κάλλιστον λογισμὸν κοιμίζει. ρία καὶ ἀποκοιμίζει τὸν κάλλιστο λογισμὸ τῆς ψυχῆς.

15 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 15. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Ψυχ@ῆ σῶμα ἀνθρώπου ἔδοσαν οἱ θεοί, ὥστε τ@ῆ Oἱ θεοὶ ἔδωσαν στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου τὸ σῶμα,
ψυχ@ῆ τὸ σῶμα ὑπηρετέεσθαι. οἱ δὲ πολλοὶ τὸ ἔμπα- ὥστε τὸ σῶμα νὰ ὑπηρετῆται χάριν τῆς ψυχῆς. Oἱ πιὸ
λιν ποιέουσι, σώματι πρὸς πάντα καὶ ἐς μοῦνα τὰ πολλοὶ κάνουν τὸ ἀντίθετο, ὑποδουλώνουν δηλαδὴ τὴν
ἐκείνου ὑπουργήματα τὸ κρέσσον τ\ῶ χείρονι καὶ ἀνώτερη καὶ ἀθάνατη ψυχὴ σὲ ὅλες τὶς μεγάλες καὶ τὶς
θνητ\ῶ ἀθάνατον ψυχὴν καταδουλεύμενοι. μικρὲς ἀνάγκες τοῦ κατώτερου καὶ θνητοῦ σώματος.

16 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 16. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
᾽Aκολασίη ψυχὴν λυμαίνεται καὶ σῶμα διαφθείρει, ῾H ἀκολασία λυμαίνεται τὴν ψυχὴ καὶ διαφθείρει τὸ
τόπερ ἕνεκα τῆς ἡδονῆς καὶ ὤστε αὐτ\ῶ χαρίζεσθαι σῶμα ἐξ αἰτίας τῆς ἡδονῆς καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐξαναγ-
τὸν ἔχοντά μιν καταναγκάσαι τὰ αἴσχιστα πάντα ποι- κάζει τὸν ἄνθρωπο νὰ κάνη κάθε τι τὸ αἰσχρό, τάχα πρὸς
έειν. χάριν αὐτοῦ.

17 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 17. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
᾽Aκολασίη ψυχὴν ὥσπερ νῆα ἄνεμοι ὑπολαβόντες ῾H ἀκολασία συνεπαίρνει τὴν ψυχὴ ὅπως οἱ ἄνεμοι τὸ
τ@ῆδε καὶ τ@ῆδε φορέοντες συγκλονέουσι καὶ ἀπειθέα καράβι, ποὺ τὸ ἁρπάζουν καὶ τὸ ρίχνουν πότε ἐδῶ καὶ
ποιέουσι τ\ῶ κυβερνήτ@η· οὕτω καὶ ψυχὴν δονέουσα πότε ἐκεῖ, συγκλονίζοντάς το καὶ κάνοντάς το νὰ μὴν
καὶ ἀπειθέα νό\ω εἶναι καταναγκάζουσα εἰρηνεύειν ὑπακούη στὸν καπετάνιο. ῎Eτσι καὶ ἡ ἀκολασία, συνε-
καὶ ἐν τ\ῶ εὐδί\ω καὶ ἀσφαλεστάτ\ω ὁρμέειν οὐ ξυγχω- παίρνοντας τὴν ψυχή, καὶ καταναγκάζοντάς την νὰ ἀπει-
ρέει. θῆ στὸ νοῦ, δὲν ἐπιτρέπει στὴν ψυχὴ νὰ εἰρηνεύση καὶ νὰ
ἀγκυροβολήση σὲ ἀσφαλέστατο λιμάνι.

9 A
᾽ νθολόγιον B´
130 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 131

18 Φ ι λ ή μ ο ν ο ς. 18. Φ ι λ ή μ ο ν ο ς:
Σοὶ γὰρ τίς ἐστιν, εἰπέ μοι, παρρησία; Πές μου, ποιά εἶναι ἡ δική σου παρρησία;
σὺ λαλεῖς ἐν ἀνθρώποισιν ὡς ἄνθρωπος ὤν, ᾽Eσὺ μιλᾶς σὰν ἄνθρωπος ἀνάμεσα σ’ ἀνθρώπους
τὸ δ’ ὅλον περιπατεῖς, ἢ τὸν αὐτὸν ἀέρα καὶ ἀνάμεσά τους περπατᾶς
ἑτέροισιν ἕλκεις, εἰπέ μοι, τοιοῦτος ὤν; ἢ ἀναπνέεις τὸν ἴδιο ἀέρα μὲ τοὺς ἄλλους,
τέτοιος ποὺ εἶσαι, πές μου;
19 K λ ε ά ν θ ο υ ς.
῞Oστις ἐπιθυμῶν ἀνέχετ’ αἰσχροῦ πράγματος, 19. K λ ε ά ν θ ο υ ς:
οὗτος ποιήσει τοῦτ’ ἐὰν καιρὸν λάβ@η. ῞Oποιος ἀνέχεται νὰ ἐπιθυμῆ κάτι αἰσχρό,
αὐτός, ἂν βρῆ εὐκαιρία, θὰ τὸ κάνη.
20 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ.
Πόθεν ποτ’ ἆρα γίνεται μοιχῶν γένος; 20. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
ἐκ κριθιῶντος ἀνδρὸς ἐν ἀφροδισίοις. A
᾽ πὸ ποῦ τάχα κατάγεται τῶν μοιχῶν τὸ γένος;
Mὰ ἀπὸ ὑποσιτισμένα στ’ ἀφροδίσια ἀνθρωπάκια.
21 E ὔ φ ρ ο ν ο ς.
Oὐκ ἔστι μοιχοῦ μεῖζον οὐδὲ ἓν κακόν· 21. E ὔ φ ρ ο ν ο ς:
ἐν ταῖς γὰρ ἑτέρων βούλετ’ ἀτυχίαις τρυφᾶν. A
᾽ πὸ τὸ μοιχὸ κακὸ χειρότερο δὲν ἔχει.
Στὶς ἀτυχίες ἐντρυφᾶ αὐτὸς τῶν ἄλλων.
22 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A ν τ ι ό π η.
Kαὶ μὴν ὅσοι μὲν σαρκὸς εἰς εὐεξίαν 22. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A ν τ ι ό π η:
ἀσκοῦσι βίοτον, ἢν σφαλῶσι χρημάτων, Λοιπὸν ὅσοι στὴν εὐεξία τῆς σάρκας
κακοὶ πολῖται· δεῖ γὰρ ἄνδρ’ εἰθισμένον συνεχῶς σκοπεύουν στὴν ζωή τους
ἀκόλαστον ἦθος γαστρὸς ἐν ταυτ\ῶ μένειν. ὅταν τὸ χρῆμα χάσουν, γίνονται κακοὶ πολῖτες.
῾O ἄνθρωπος, σὰν συνηθίση στῆς κοιλιᾶς
23 ᾽A ν α ξ α ν δ ρ ί δ ο υ. τ’ ἀκόλαστο τὸ ἦθος, ποτέ του δὲν ἀλλάζει.
Mηδέποτε δοῦλον ἡδονῆς σαυτὸν ποίει.
λάγνης γυναικός ἐστιν οὐκ ἀνδρὸς τόδε. 23. ᾽A ν α ξ α ν δ ρ ί δ ο υ:
Ποτὲ μὴ κάνης τὸν ἑαυτό σου δοῦλο
24 ᾽A λ έ ξ ι δ ο ς. τῆς ἡδονῆς. Tοῦτο εἶναι συνήθεια
Φεῦγ’ ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην. λάγνης γυναίκας κι’ ὄχι ἄντρα.

24. ᾽A λ έ ξ ι δ ο ς:
A
᾽ πόφευγε τὴν ἡδονὴ ποὺ βλάβη φέρνει.
132 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 133

25 M ε ν ά ν δ ρ ο υ ᾽O ρ γ @ῆ. 25. M ε ν ά ν δ ρ ο υ ᾽O ρ γ ή:
Oὐκ ἔστι μοιχοῦ πρᾶγμα* A
᾽ π’ τὸ μοιχὸ πιὸ ἄτιμο πρᾶγμα δὲν ὑπάρχει,
ἀτιμότερον· θανάτου γάρ ἐστιν ὤνιον. γιατὶ ’ναι φροῦτο τοῦ θανάτου.

26 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 26. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
῎Oνειδος αἰσχρὸς βίος ὅμως κἂν ἡδὺς @ἦ. Nτροπὴ ὁ βίος ὁ αἰσχρὸς κι’ ἂν γλυκὸς εἶναι.

27 ᾽A ρ ι σ τ ο φ ῶ ν τ ο ς ᾽I α τ ρ ο ῦ. 27. ᾽A ρ ι σ τ ο φ ῶ ν τ ο ς ᾽I α τ ρ ο ῦ:
Aἱ τῶν ἑταιρῶν γὰρ διοπετεῖς οἰκίαι· Tὰ οὐρανόσταλτα τὰ σπίτια τῶν ἀσέμνων
γεγόνασιν ἄβατοι τοῖς ἔχουσι μηδὲ ἕν. γυναικῶν, οἱ φτωχοὶ δὲν τὰ πατοῦνε.

28 ᾽A π ο λ λ ό δ ω ρ ο ς. 28. ᾽A π ο λ λ ό δ ω ρ ο ς:
Kαὶ κλείεθ’ ἡ θύρα μοχλοῖς· ἀλλ’ οὐδὲ εἷς ῾H πόρτα κλείνει μὲ μοχλούς, ἀλλὰ κανένας
τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, μάστορας τόσο ὀχυρὴ πόρτα δὲν φτιάνει
δι’ ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται. ποὺ ἡ γάτα κι’ ὁ μοιχὸς νὰ μὴν περνοῦνε.

29 B ά θ ω ν ο ς. 29. B ά θ ω ν ο ς:
Πολλῶν σφόδρ’ ὄντων χἁτέρων ἐν τ\ῶ βί\ω, Eἶναι στὴ ζωὴ πολλὰ συμβάντα
ἐφ’ οἷς ἅπαντες εἰκότως θορυβούμεθα, ποὺ σὲ κάνουν δίκαια νὰ σαστίζης.
μάλιστ’ ἐμοὶ δήπουθε κινοῦσιν χολὴν ᾽Eμένα μάλιστα πολὺ μοῦ δίνουνε στὰ νεῦρα
οἱ τῶν τρόπων φάσκοντες ἐπιεικῶς ἐρᾶν, αὐτοὶ ποὺ λὲν πὼς ἀγαπᾶνε χαρακτῆρα
καὶ λανθάνειν δοκοῦντες, ὅτι πεπλασμένως καὶ δείχνουν νὰ ξεχνοῦν πὼς ὑποκρίνονται
τὸ πρᾶγμα παρακεντοῦσι κοὐκ ἀληθινῶς. καὶ τραβοῦν τὸ πρᾶγμα ἀπ’ τὰ μαλλιά.
τίνα γὰρ ἔχει, πρὸς τῆς ᾽Aθηνᾶς, διαφορὰν Γιατί, πρὸς θεοῦ, πόσο μεγάλη διαφορὰ
ὁ τῶν νεωτέρων τε καὶ λείων τρόπος ἔχει ὁ χαρακτήρας τῶν νεωτέρων ποὺ γυαλίζουν
παρ’ ὃν οἱ δασεῖς ἔχουσι καὶ προβεβηκότες; ἀπ’ αὐτὸν τῶν γερασμένων μὲ τὰ γένεια;

30 Φ ο ι ν ι κ ί δ ο υ. 30. Φ ο ι ν ι κ ί δ ο υ:
Mὰ τὴν ᾽Aφροδίτην οὐκ ἂν ὑπομείναιμ’ ἔτι, Mὰ τὴν A ᾽ φροδίτη, ἄλλο δὲν ἀντέχω,
Πυθιάς, ἑταιρεῖν· χαιρέτω· μή μοι λέγε, Πυθιάς, τὸ βίο τῆς πόρνης. Γειά σου.
ἀπέτυχον, οὐδὲν πρὸς ἐμέ, καταλῦσαι θέλω. Kαὶ μὴ μοῦ λὲς πὼς δὲν ἐπέτυχα.
εὐθὺς ἐπιχειρήσασα φίλον ἔσχον τινὰ Kαθόλου δὲν μὲ νοιάζει, σταματάω.
στρατιωτικόν· διαπαντὸς οὗτος τὰς μάχας ῞Oταν πρωτάρχισα, στρατιωτικὸ εἶχα φίλο.
Aὐτὸς γιὰ μάχες πάντα μοῦ μιλοῦσε
134 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 135

ἔλεγεν, ἐδείκνυ δ’ ἅμα λέγων τὰ τραύματα, κι’ ἔδειχνε τὰ τραύματα, μιλώντας,


εἰσέφερε δ’ οὐδέν. δωρεὰν ἔφη τινὰ χωρὶς νὰ δίνη μιὰ πεντάρα. Kι’ ὅλο
παρὰ τοῦ βασιλέως λαμβάνειν, καὶ ταῦτ’ ἀεὶ γιὰ κάποια δωρεὰ κουβέντιαζε, τάχα
ἔλεγεν· διὰ ταύτην ἣν λέγω τὴν δωρεὰν ἀπὸ τὸ βασιλιά. Kαὶ περιμένοντάς την
ἐνιαυτὸν ἔσχε μ’ ὁ κακοδαίμων δωρεάν. μὲ εἶχε ὁ ἄτιμος χάρισμα ἕνα χρόνο.
ἀφῆκα τοῦτον, λαμβάνω δ’ ἄλλον τινά, A
᾽ φήνω αὐτὸν καὶ πιάνω κάποιον ἄλλο,
ἰατρόν. οὗτος εἰσάγων πολλούς τινας γιατρό. Aὐτὸς ἔμπαζε πλῆθος ἀνθρωπάκια,
ἔτεμν’ ἔκαε· πτωχὸς ἦν καὶ δήμιος. καυτηριάσεις καὶ τομές. ῏Hταν φτωχὸς χασάπης.
δεινότερος οὗτος θατέρου μοι κατεφάνη. Kοντολογὶς χειρότερος φάνηκε ἀπὸ τὸν ἄλλο.
ὃ μὲν διήγημ’ ἔλεγεν, ὃ δ’ ἐποίει νεκρούς. ῾O ἕνας μοῦ φαφλάτιζε, κι’ ὁ ἄλλος πέθαινε τοὺς ἀν-
τρίτ\ω συνέζευξ’ ἡ τύχη με φιλοσόφ\ω θρώπους.
πώγων’ ἔχοντι καὶ τρίβωνα καὶ λόγον· Γιὰ τρίτο ἡ τύχη μοὔριξε φιλόσοφο,
εἰς προῦπτον ἦλθον ἐμπεσοῦσα δὴ κακόν. μὲ γένεια, μὲ τριβώνιο, λογὰ μεγάλον.
οὐδὲν ἐδίδου γάρ. τάλαν* αἰτῶ τι ἔφη Tώρα τὸ χειρότερο κακὸ μὲ βρῆκε.
οὐκ ἀγαθὸν εἶναι τἀργύριον. ἔστω κακόν, Aὐτὸς δὲν ἔδινε πεντάρα. Φουκαριάρα,
διὰ τοῦτο δός μοι, ῥῖψον· οὐκ ἐπείθετο. μοῦ λέει, ὁ παρὰς καλὸς δὲν εἶναι.
Eἶναι λοιπὸν κακός, γιὰ τοῦτο δός μου, ρίξε!
31 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. Kαὶ δὲν ἄκουε τίποτε.
Oὔτε πῦρ ἱματί\ω περιστεῖλαι δυνατὸν οὔτε αἰσχρὸν
ἁμάρτημα χρόν\ω. 31. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
Δὲν εἶναι δυνατὸ οὔτε τὴ φωτιὰ νὰ σβήσης μὲ τὸ ροῦχο
32 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. σου οὔτε μὲ τὸ χρόνο τὰ αἰσχρὰ ἁμαρτήματα.
Tὸ μὲν πῦρ ὁ ἄνεμος, τὸν δὲ ἔρωτα ἡ συνήθεια
ἐκκαίει. 32. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Tὴ φωτιὰ τὴν συνδαυλίζει ὁ ἄνεμος καὶ τὸν ἔρωτα ἡ
33 ᾽E κ τ ῶ ν Σ ε ρ ή ν ο υ. συνήθεια.
Διογένης κατεγέλα τῶν τὰ μὲν ταμιεῖα κατασημαι-
νομένων μοχλοῖς καὶ κλεισὶ καὶ σημάντροις, τὸ δὲ 33. ᾽A π ὸ τ ὰ τ ο ῦ Σ ε ρ ή ν ο υ:
σῶμα τὸ αὑτῶν πολλαῖς θυρίσι καὶ θύραις ἀνοιγόν- ῾O Διογένης περιγελοῦσε αὐτοὺς ποὺ ἀσφάλιζαν τὰ
των διά τε στόματος καὶ αἰδοίων καὶ ὤτων καὶ χρηματοκιβώτια μὲ μοχλούς, κλειδιὰ καὶ κουδούνια, ἐνῶ
ὀφθαλμῶν. τὸ σῶμα τους τὸ ἄνοιγαν μὲ πολλὲς πόρτες καὶ πορτάκια,
ὅπως τὸ στόμα, τὰ αἰδοῖα, τὰ μάτια ἢ τ’ αὐτιά.
136 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 137

34 Z ή ν ω ν ο ς. 34. Z ή ν ω ν ο ς:
῾O Zήνων @ἠτιᾶτο τοὺς πλείστους λέγων, ἐξὸν ἀπὸ ῾O Zήνων κατηγοροῦσε τοὺς περισσοτέρους λέγοντας
τῶν πόνων τὰς ἡδονὰς φέρειν, ἀπὸ τῶν μαγειρείων ὅτι ἀντλοῦν τὶς ἀπολαύσεις ἀπ’ τὰ μαγειρεῖα, ἐνῶ μπο-
λαμβάνοντας. ροῦν νὰ τὶς ἀποκτήσουν μὲ τοὺς κόπους.

35 M ο υ σ ω ν ί ο υ. 35. M ο υ σ ω ν ί ο υ:
Mουσώνιος ἔλεγεν ὑπερβολὴν ἀναισχυντίας εἶναι ῾O Mουσώνιος ἔλεγε πὼς εἶναι ὑπερβολικὴ ἀναισχυν-
τὸ πρὸς μὲν τὰς τῶν πόνων ὑπομονὰς μεμνῆσθαι τῆς τία νὰ ἐπικαλῆται κανεὶς τὴν ἀσθένεια τοῦ σώματος, ὅταν
τοῦ σώματος ἀσθενείας, πρὸς δὲ τὰς τῶν ἡδονῶν ἐκ- εἶναι γιὰ τοὺς κόπους, καὶ νὰ τὴν ξεχνᾶ, ὅταν πρόκειται
λανθάνεσθαι. γιὰ τὶς ἡδονές.

36 ᾽E κ τ ῶ ν Σ ε ρ ή ν ο υ. 36. ᾽A π ὸ τ ὰ τ ο ῦ Σ ε ρ ή ν ο υ:
Περὶ Eὐριπίδου τις ἔλεγεν ὅτι μισογύνης εἴη· καὶ ῎Eλεγε ἕνας γιὰ τὸν Eὐριπίδη ὅτι ἦταν μισογύνης. Kαὶ
ὁ Σοφοκλῆς “ἀλλ’ οὐκ ἔν γε τ@ῆ κλίν@η” ἔφη. τότε πετιέται ὁ Σοφοκλῆς: «῎Oχι, βέβαια, στὸ κρεβάτι».

37 K λ ε ά ν θ ο υ ς. 37. K λ ε ά ν θ ο υ ς:
Kλεάνθης ἔλεγεν, εἰ τέλος ἐστὶν ἡ ἡδονή, πρὸς κα- ῾O Kλεάνθης ἔλεγε πώς, ἂν ἡ ἡδονὴ εἶναι σκοπός, τότε
κοῦ τοῖς ἀνθρώποις τὴν φρόνησιν δίδοσθαι. ἡ φρόνηση ἔχει δοθῆ γιὰ τὸ κακὸ τῶν ἀνθρώπων.

38 Δ ι ο γ έ ν ο υ ς. 38. Δ ι ο γ έ ν ο υ ς:
Διογένης “παρὰ μὲν τῶν θεῶν” φησίν “ὑγίειαν ῾O Διογένης ἔλεγε: «᾽Aπὸ τοὺς θεοὺς ζητοῦν ὑγεία, ἐνῶ
εὔχονται· πάντα δὲ οἱ πλεῖστοι τἀναντία τ@ῆ ὑγιεί@α οἱ περισσότεροι κάνουν ὅλα τὰ ἀντίθετα στὴν ὑγεία».
πράττουσιν.”
39. K ρ ά τ η ς:
39 K ρ ά τ η ς. ῾O Kράτης, βλέποντας στημένο στοὺς Δελφοὺς ἕνα
Kράτης ἰδὼν χρυσῆν εἰκόνα Φρύνης τῆς ἑταίρας χρυσὸ ἄγαλμα τῆς ἑταίρας Φρύνης, φώναξε πὼς αὐτὸ
ἐν Δελφοῖς ἑστῶσαν, ἀνέκραγεν ὅτι τοῦτο τῆς ῾Eλλή- εἶναι τὸ τρόπαιο τῆς ἀκολασίας τῶν ῾Eλλήνων.
νων ἀκρασίας τρόπαιον ἕστηκεν.
40. A ἰ σ ώ π ο υ:
40 A ἰ σ ώ π ο υ. ῾O Aἴσωπος εἶπε σὲ κάποιον ποὺ χρησιμοποιοῦσε
Aἴσωπος πρὸς τὸν τ\ῶ κάλλει κακῶς κεχρημένον κακῶς τὴν ὀμορφιά του: «Tί ὡραῖο ροῦχο καὶ τί ἄσχημα
εἶπεν “ὁποί\ω ἱματί\ω ἠμφιεσμένος κακῶς αὐτὸ ἀπο- ποὺ τὸ βγάζεις».
δύ@η.”
138 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 139

41 E ἰ ς φ ι λ ο σ ο φ ί α ν λ ό γ ω ν. 41. E ἰ ς φ ι λ ο σ ο φ ί α ν λ ό γ ω ν:
Kαὶ μὴν τό γε ἀκολασταίνειν πάλαι ψέγεται, ὅτι Tὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἀκόλαστος κατακρίνεται ἀνέκαθεν,
ἀνίεται ἐν τ\ῶ τοιούτ\ω τὸ ἐπιθυμητικὸν εἰς ἐλευθε- γιατὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία ἐλευθερώνεται
ρίαν πέρα τοῦ δέοντος. πέρα ἀπ’ ὅσο πρέπει.

42 Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ ἐ κ τ ο ῦ κ α τ ὰ ἡ δ ο ν ῆ ς. 42. Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ ἀ π ὸ τ ὸ κ α τ ὰ τ ῆ ς ἡ δ ο ν ῆ ς:
῞Oτι τὰ σώματα ἀνίησιν ἡ ἡδονὴ καθ’ ἡμέραν ῾H ἡδονὴ φθείρει καθημερινὰ τὰ σώματα, νερουλιάζον-
ἐκμαλάττουσα ταῖς τρυφαῖς, ὧν ἡ συνέχεια παραι- τάς τα μὲ τὶς τρυφηλότητες καὶ ἡ συνέχειά τους τὰ κάνει
ρεῖται τὸν τόνον, ἀναχαλῶσα τὴν ἰσχὺν αὐτῶν, ἐξ ὧν νὰ χάνουν τὸ νεῦρο χαλαρώνοντας τὴ δύναμή τους. Kαὶ
ῥ@αστώνη μὲν νόσων, ῥ@αστώνη δὲ καμάτων, προμελε- ἀπ’ ὅλα αὐτὰ προκύπτει ἡ νοσηρότητα, ἡ κούραση στὴ
τώμενον δ’ ἐν νεότητι γῆρας. δουλειὰ καὶ ἐπέρχεται τὸ γῆρας πρόωρο.

43 ᾽E ν τ α υ τ \ῶ. 43. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
Θηρίον ἐστὶ δουλαγωγὸν ἡδονή, ἀλλ’ οὐκ ἄγριον· ῾H ἡδονὴ εἶναι θηρίο ποὺ ὑποδουλώνει, ἀλλὰ ὄχι καὶ
εἴθε γὰρ ἦν, φανερῶς ἂν πολεμοῦσα ταχέως ἑάλω· ἄγριο. Mακάρι νὰ ἦταν, γιατὶ πολεμώντας φανερὰ γρήγο-
νῦν δὲ καὶ ταύτ@η μισητότερον, ὅτι κλέπτει τὴν ρα θὰ ἐκυριαρχεῖτο. Tώρα εἶναι μισητότερη ἀκόμα, γιατὶ
ἔχθραν ὑποδυομένη σχῆμα εὐνοίας. ὥστε διχ@ῆ ἀπο- κρύβει τὴν ἔχθρα, καθὼς ὑποκρίνεται τὴ μορφὴ τῆς φι-
τρόπαιον, καὶ ὧν βλάπτει καὶ ὧν ψεύδεται. λίας. Eἶναι λοιπὸν διπλᾶ ἀποτρόπαιο θηρίο, γιατὶ καὶ
βλάπτει καὶ ψεύδεται.
44 ᾽E ν τ α υ τ \ῶ.
Tὰς μὲν οὖν δικαίας ἡδονὰς οὐκ ἔτ’ ἂν ἡδονὰς 44. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
οὕτω καλέσαιμεν, οὔτε ἴσμεν, ἀλλὰ θεραπείας· ὅσαι Tὶς ὠφέλιμες ἡδονὲς δὲν θὰ τὶς ὀνομάσουμε πλέον
δὲ παρὰ ταύτας, πᾶσαι ὕβρεις περιτταί εἰσι, πεπη- ἡδονές, οὔτε θὰ τὶς ξαίρουμε ἔτσι, ἀλλὰ θὰ τὶς εἰποῦμε
ρωμέναι, βιαζόμεναι, καὶ ταῖς ποικιλίαις κολακεύου- θεραπεῖες. ῞Oσες δὲν ἀνήκουν σ’ αὐτὴν τὴν κατηγορία
σαι λανθάνουσι βλάπτουσαι. οὐ δὲ εἰς τὰ ἡμέτερα εἶναι ὅλες μάταιες ξυπασιὲς βλαμμένες, βιασμένες ποὺ ξε-
νόμος ὁ καὶ τὰ τῶν ἀλόγων ζώων, ὧν μετὰ τὸ ἀκέσα- γελώντας μὲ τὴν ποικιλία τους, κολακεύουν καὶ βλά-
σθαι τὰς ἐπιθυμίας οὐδενὸς ὄρεξις, ἀλλὰ κόρος τῶν πτουν ὕπουλα. Στὰ ἀνθρώπινα ὡστόσο δὲν ἰσχύει ὁ νό-
ἐπειγόντων ἀβιάστοις ἡδοναῖς. μος τῶν ἀλόγων ζώων, τὰ ὁποῖα, ἀφοῦ θεραπεύσουν τὶς
ἐπιθυμίες τους, δὲν ἔχουν πλέον ὄρεξη γιὰ τίποτε καὶ
45 ᾽E ν τ α υ τ \ῶ. ἱκανοποιοῦν τὶς ἀνάγκες τους μὲ ἀβίαστες ἡδονές.
Mή τις προδότας ἐπαινεῖ; τοιοῦτόν ἐστιν ἡ ἡδονή,
προδίδωσι τὰ τῆς ἀρετῆς. μή τις βασανιστάς; τοιοῦ- 45. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
Mήπως κανεὶς ἐπαινεῖ τοὺς προδότες; Tέτοιο πρᾶγμα
εἶναι ἡ ἡδονή, προδίδει τὴν ἀρετή. Mήπως ἐπαινεῖ κανεὶς
140 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 141

τόν ἐστιν τὸ ἥδεσθαι, βασανίζει τὰ τῆς σωφροσύνης. τοὺς βασανιστές; Tέτοια εἶναι ἡ ἡδονή, βασανίζει τὴν σω-
μή τις φιλαργυρίαν; ἀπλήρωτόν ἐστιν ἑκάτερον. τί φροσύνη. Mήπως τὴ φιλαργυρία; Eἶναι κι’ αὐτὸ ἀπίστευ-
τηλικούτ\ω χαίρομεν θηρί\ω, ὃ κολακεῦον ἡμᾶς ἀναλί- το, πῶς μποροῦμε νὰ χαιρόμαστε γιὰ ἕνα θηρίο ποὺ μᾶς
σκει; ἐξουθενώνει κολακεύοντάς μας;

46 ᾽E ν τ α υ τ \ῶ. 46. Σ τ ὸ α ὐ τ ό ἔ ρ γ ο:
Tί δ’ οὐ πάντων ὁρώντων ἀκρατεύεις, ἀλλὰ καὶ Γιατὶ δὲν ἀκολασταίνεις μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων,
σαυτὸν αἰδούμενος φεύγεις νυκτὶ καὶ σκότ\ω τοῖς ἀλλὰ ντρέπεσαι καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτό σου καὶ κατα-
ἀμαρτύροις πιστεύων τὴν ὕβριν; οὐδεὶς γὰρ τῶν φεύγεις στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας κι’ ἐμπιστεύεσαι τὴν
καλῶν ἔργων σκότος προβάλλει τὸ φῶς αὐτοῖς μαρ- ἀκολασία σου στὴν ἀπουσία μαρτύρων; Kανένας τὰ
τυρεῖν αἰσχυνόμενος, ἀλλ’ ὅλον ἅμα τὸν κόσμον καλὰ ἔργα του δὲν τὰ ρίχνει στὸ σκοτάδι ἀπὸ ντροπὴ μή-
ἥλιον γενέσθαι πρὸς ἃ κατορθοῖ βούλοιτ’ ἄν· ἅπασα πως τὰ ἰδῆ τὸ φῶς καὶ τὰ μαρτυρήση, ἀλλὰ θὰ ἤθελε
δὲ κακία ὁρᾶσθαι γυμνὴ φυλάττεται σκέπην προ- ὅλος ὁ κόσμος νὰ γινόταν ἥλιος γιὰ νὰ ἰδῆ τὰ κατορθώμα-
βαλλομένη τὰ πάθη. ἀποκόψαντες οὖν αὐτὰ γυμνὰς τά του. Kαὶ μόνο ἡ κακία φυλάγεται νὰ μὴν τὴν ἰδοῦν γυ-
βλέπομεν τὰς ἡδονάς· μεθύουσιν εἰς ἀναισθησίαν, μνὴ καὶ σκεπάζεται μὲ τὰ πάθη. ῍Aν τ’ ἀποκόψουμε, βλέ-
λαγνεύουσιν εἰς* αἰῶνα, καθεύδουσιν εἰς ἔργα, οὐκ πουμε γυμνὲς τὶς ἡδονές. Mεθᾶνε μέχρις ἀναισθησίας, λα-
ἐπιστρέφονται πόλεων, οὐ φροντίζουσι γονέων, οὐκ γνεύουν σ’ ὅλη τους τὴ ζωή, κοιμοῦνται στὴ δουλειά, δὲν
αἰσχύνονται νόμους. σέβονται τὶς πόλεις, δὲν φροντίζουν γιὰ τοὺς γονεῖς, δὲν
ντρέπονται τοὺς νόμους.
47 Π υ θ α γ ό ρ ο υ (Porph. ep. ad Marc. c. 34).
Δουλεύειν πάθεσι χαλεπώτερον ἢ τυράννοις. 47. Π υ θ α γ ό ρ α (Πορφυρίου ἐπιστολὴ
πρὸς Mαρκέλλαν c. 34):
48 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (Porph. ibid). Eἶναι πιὸ ἐπαχθὲς νὰ εἶσαι δοῦλος στὰ πάθη σου πα-
᾽Eλεύθερον ἀδύνατον εἶναι τὸν πάθεσι δουλεύον- ρὰ σὲ τύραννο.
τα καὶ ὑπὸ παθῶν κρατούμενον.
48. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (Πορφυρίου αὐτόθι):
49 ᾽E κ τ ῶ ν Σ ε ρ ή ν ο υ. Eἶναι ἀδύνατο νὰ εἶναι ἐλεύθερος ὁ δοῦλος τῶν παθῶν
Xαλεπὸν ἔλεγεν εἶναι ὁ Π λάτων εὑρεῖν τοῖς μὲν καὶ ὁ κυριευμένος ἀπὸ τὰ πάθη.
ἀκολάστοις ἀγαθὴν ἡδονὴν τοῖς δὲ νοσοῦσιν ὑγιει-
νήν. 49. ᾽A π ὸ τ ὰ τ ο ῦ Σ ε ρ ή ν ο υ:
Eἶναι δύσκολο, ἔλεγε ὁ Πλάτων, νὰ βρῆς στοὺς ἀκόλα-
στους ἀγαθὴ ἡδονὴ καὶ στοὺς ἄρρωστους ὑγιεινὴ ἡδονή.
142 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 143

50 ᾽E κ τ ῶ ν ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ. 50. ᾽A π ὸ τ ὰ τ ο ῦ ᾽ E π ι κ τ ή τ ο υ:
Tοὺς δυσχερεῖς δὲ φιλοσόφους εἰς μέσον ἄγοντες, Φέρνουν στὴ μέση τοὺς ἀντιρρητικοὺς φιλοσόφους,
οἷς οὐ δοκεῖ κατὰ φύσιν ἡδονὴ εἶναι, ἀλλ’ ἐπιγίγνε- αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν πὼς ἡ ἡδονὴ δὲν εἶναι φυσικὴ κα-
σθαι τοῖς κατὰ φύσιν, δικαιοσύν@η σωφροσύν@η ἐλευ- τάσταση, ἀλλὰ ἐπιβάλλεται στὶς φυσικὲς καταστάσεις,
θερί@α. τί ποτ’ οὖν ἡ ψυχὴ ἐπὶ μὲν τοῖς τοῦ σώματος στὴ δικαιοσύνη, τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν ἐλευθερία. Γιατὶ
ἀγαθοῖς μικροτέροις οὖσι χαίρει καὶ γαληνι@ᾶ, ὥς φη- λοιπὸν ἡ ψυχή, μπροστὰ στὰ ἀγαθὰ τοῦ σώματος, ποὺ
σιν ᾽Eπίκουρος, ἐπὶ δὲ τοῖς αὐτῆς ἀγαθοῖς μεγίστοις εἶναι μικρότερα, χαίρεται καὶ γαληνεύει, ὅπως λέει ὁ
οὖσιν οὐχ ἥδεται; καί τοι καὶ δέδωκέ μοι ἡ φύσις ᾽Eπίκουρος, ἐνῶ μπροστὰ στὰ δικά της ἀγαθὰ ποὺ εἶναι
αἰδῶ, καὶ πολλὰ ὑπερυθριῶ, ὅταν τὶ ὑπολάβω αἰσ- μέγιστα δὲν εὐχαριστεῖται; Kαὶ βέβαια ἡ φύση μοῦ ἔχει
χρὸν λέγειν. τοῦτό με τὸ κίνημα οὐκ ἐ@ᾶ τὴν ἡδονὴν δώσει τὴν ντροπὴ καὶ πολὺ κοκκινίζω, ὅταν ἀντιληφθῶ
θέσθαι ἀγαθὸν καὶ τέλος τοῦ βίου. πὼς λέω κάτι τὸ αἰσχρό. ῾H ἐκδήλωσή μου αὐτὴ δὲν μ’
ἀφήνει νὰ θεωρήσω τὴν ἡδονὴ ἀγαθὸ καὶ σκοπὸ τοῦ βίου.
51 Π υ θ α γ ό ρ ο υ.
Oὐδεὶς ἐλεύθερος ἑαυτοῦ μὴ κρατῶν. 51. Π υ θ α γ ό ρ α:
Kανεὶς δὲν εἶναι ἐλεύθερος, ἂν δὲν ἐπιβάλλεται στὸν
52 Δ ι ο γ έ ν ο υ ς. ἑαυτὸ του.
Διογένης οὐδὲν εὐωνότερον εἶναι μοιχοῦ διωρίζε-
το τὴν ψυχὴν τῶν δραχμῆς ὠνίων προϊεμένου. 52. Δ ι ο γ έ ν ο υ ς:
῾O Διογένης προσδιώριζε ὅτι δὲν ὑπάρχει φθηνότερο
53 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. πρᾶγμα ἀπὸ τὸ μοιχό, ποὺ προτιμάει ἀπὸ τὴν ζωή του
Διογένης ἐσθίειν ἔλεγε τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἥδε- ψώνια μιᾶς δραχμῆς.
σθαι ἕνεκα, ἀποπαύεσθαι δὲ αὐτοῦ τούτου χάριν μὴ
ἐθέλειν. 53. Tο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
῾O Διογένης ἔλεγε πὼς οἱ ἄνθρωποι τρῶνε, ἐπειδὴ τοὺς
54 K ά τ ω ν ο ς π ρ ε σ β υ τ έ ρ ο υ. εὐχαριστεῖ δὲν θέλουν ὅμως νὰ σταματήσουν τὸ φαγητὸ
Kάτων ὁ πρεσβύτερος τῆς πολυτελείας καθαπτό- χάριν τῆς ἡδονῆς.
μενος εἶπεν ὡς χαλεπόν ἐστι λέγειν πρὸς γαστέρα
ὦτα μὴ ἔχουσαν. 54. K ά τ ω ν ο ς π ρ ε σ β υ τ έ ρ ο υ:
῾O Kάτων ὁ πρεσβύτερος κατηγορώντας τὴν πολυτέ-
λεια εἶπε πὼς δύσκολο εἶναι νὰ μιλήσης σὲ κοιλιὰ ποὺ
δὲν ἔχει αὐτιά.
144 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 145

55 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. 55. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
῾Hμερήσιοι ὕπνοι σώματος ὄχλησιν ἢ ψυχῆς ἀδη- Tὸ νὰ κοιμᾶται κανεὶς τὴν ἡμέρα σημαίνει ἢ ἀδιαθεσία
μοσύνην ἢ ἀργίην ἢ ἀπαιδευσίην σημαίνουσιν. τοῦ σώματος ἢ ἀγωνία τῆς ψυχῆς ἢ τεμπελιὰ ἢ ἀμορφωσιά.

56 K ά τ ω ν ο ς. 56. K ά τ ω ν ο ς:
Kάτων τοὺς σπουδάζοντας ἐν τοῖς γελοίοις ἔλεγεν ῾O Kάτων γι’ αὐτοὺς ποὺ σοβαρεύονται στὰ γελοῖα,
ἐν τοῖς σπουδαίοις γίγνεσθαι καταγελάστους. ἔλεγε ὅτι στὰ σοβαρὰ γίνονται καταγέλαστοι.

57 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. 57. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
Ξυνουσίη ἀποπληξίη σμικρή· ἐξέσσυται γὰρ ἄν- ῾H συνουσία εἶναι μιὰ μικρὴ μανία, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος
θρωπος ἐξ ἀνθρώπου. βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ ἀνθρώπου.

58 ᾽E κ τ ῶ ν ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ 58. ᾽A π ὸ τ ὰ ᾽A π ο μ ν η μ ο ν ε ύ μ α τ α
ἀ π ο μ ν η μ ο ν ε υ μ ά τ ω ν. τ ο ῦ ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ:
᾽Eν ῾Pώμ@η αἱ γυναῖκες μετὰ χεῖρας ἔχουσι τὴν Στὴ Pώμη οἱ γυναῖκες ἔχουν στὰ χέρια τους τὴν «Πολι-
Π λάτωνος πολιτείαν, ὅτι κοινὰς ἀξιοῖ εἶναι τὰς γυ- τεία» τοῦ Πλάτωνος, ἐπειδὴ ὁ Πλάτων θεωρεῖ σωστὸ οἱ
ναῖκας. τοῖς γὰρ ῥήμασι προσέχουσι τὸν νοῦν, οὐ τ@ῆ γυναῖκες νὰ εἶναι κοινές. Προσέχουν στὰ λόγια καὶ ὄχι
διανοί@α τἀνδρός, ὅτι οὐ γαμεῖν κελεύων καὶ συνοι- στὸ νόημα τοῦ Πλάτωνος, ὁ ὁποῖος δὲν διδάσκει νὰ παν-
κεῖν ἕνα μι@ᾶ εἶτα κοινὰς εἶναι βούλεται τὰς γυναῖ- τρεύεται καὶ νὰ συνοικῆ μὲ μιὰ ὁ καθένας καὶ κατόπι νὰ
κας, ἀλλ’ ἐξαιρῶν τὸν τοιοῦτον γάμον καὶ ἄλλο τι ἔχουν κοινὲς τὶς γυναῖκες, ἀλλὰ ἀποκλείει τὸν τέτοιου
εἶδος γάμου εἰσφέρων. καὶ τὸ ὅλον οἱ ἄνθρωποι χαί- εἴδους γάμο καὶ εἰσηγεῖται ἕνα ἄλλο εἶδος. Γενικὰ οἱ ἄν-
ρουσιν ἀπολογίας τοῖς ἑαυτῶν ἁμαρτήμασι πορίζον- θρωποι χαίρονται ἐφευρίσκοντας δικαιολογίες γιὰ τὰ
τες. ἐπεί τοι φιλοσοφία φησὶν ὅτι οὐδὲ τὸν δάκτυλον σφάλματά τους. Γιατὶ ἡ φιλοσοφία διδάσκει, ὅτι δὲν πρέ-
ἐκτείνειν εἰκῆ προσήκει. πει οὔτε τὸ δάκτυλό σου ν’ ἁπλώνης ἄσκοπα.

59 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 59. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Tῶν ἡδέων τὰ σπανιώτατα γιγνόμενα μάλιστα τέρ- Oἱ ἀπολαύσεις ποὺ τὶς δοκιμάζουμε σπάνια, μᾶς τέρ-
πει. πουν πιὸ πολύ.

60 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 60. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Eἴ τις ὑπερβάλλοι τὸ μέτριον, τὰ ἐπιτερπέστατα ῞Oποιος ὑπερβάλλει τὸ μέτρο, τὰ πιὸ εὐχάριστα καταν-
ἀτερπέστατα ἂν γένοιτο. τοῦν γι’ αὐτὸν τὰ πιὸ δυσάρεστα.

10 A
᾽ νθολόγιον B´
146 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 147

61 M ο υ σ ω ν ί ο υ ἐ κ τ ῶ ν π ε ρ ὶ ἀ φ ρ ο δ ι σ ί ω ν. 61. M ο υ σ ω ν ί ο υ ἀ π ὸ τ ὰ π ε ρ ὶ ἀ φ ρ ο δ ι σ ί ω ν:
Mέρος μέντοι τρυφῆς οὐ μικρότατον κἀν τοῖς ῞Eνα μέρος, ὄχι πολὺ μικρό, τῆς τρυφῆς ἀνήκει στὰ σε-
ἀφροδισίοις ἐστίν, ὅτι ποικίλων δέονται παιδικῶν οἱ ξουαλικά, γιατὶ ὅσο ἐπιδίδονται σ’ αὐτὰ ἔχουν ἀνάγκη
τρυφῶντες οὐ νομίμων μόνον ἀλλὰ καὶ παρανόμων, διαφόρων ἐρωτικῶν συντρόφων, ὄχι μόνο νομίμων, ἀλλὰ
οὐδὲ θηλειῶν μόνον ἀλλὰ καὶ ἀρρένων, ἄλλοτε ἄλ- καὶ παρανόμων καὶ οὔτε μόνο θηλυκῶν, ἀλλὰ καὶ ἀρσε-
λους θηρῶντες ἐρωμένους, καὶ τοῖς μὲν ἐν ἑτοίμ\ω νικῶν. Πάντοτε ψάχνουν γιὰ νέους ἐρωτικοὺς δεσμοὺς
οὖσιν οὐκ ἀρκούμενοι, τῶν δὲ σπανίων ἐφιέμενοι, καὶ δὲν ἀρκοῦνται σὲ ὅσους ἔχουν κι’ ἐπιθυμοῦν τοὺς πιὸ
συμπλοκὰς δ’ ἀσχήμονας ζητοῦντες, ἅπερ ἅπαντα σπάνιους καὶ ἐπιζητοῦν ἐρωτικὲς συμπλοκὲς κακόσχη-
μεγάλα ἐγκλήματα ἀνθρώπου ἐστί. χρὴ δὲ τοὺς μὴ μες, πράγματα ποὺ ἀνήκουν στὰ μεγάλα σφάλματα τοῦ
τρυφῶντας ἢ μὴ κακοὺς μόνα μὲν ἀφροδίσια νομί- ἀνθρώπου. Πρέπει αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶναι τρυφηλοὶ οὔτε
ζειν δίκαια τὰ ἐν γάμ\ω καὶ ἐπὶ γενέσει παίδων συντε- κακοὶ νὰ θεωροῦν ὡς ἐπιτρεπόμενες καὶ νόμιμες σεξουα-
λούμενα, ὅτι καὶ νόμιμά ἐστιν· τὰ δέ γε ἡδονὴν θη- λικὲς ἡδονὲς αὐτὲς τοῦ γάμου γιὰ τὴν γέννηση παιδιῶν.
ρώμενα ψιλὴν ἄδικα καὶ παράνομα, κἂν ἐν γάμ\ω @ἦ. Aὐτὲς ἀντιθέτως, ποὺ ἀποβλέπουν στὴν ἡδονὴ καθ’
συμπλοκαὶ δ’ ἄλλαι αἱ μὲν κατὰ μοιχείαν παρανομώ- ἑαυτὴν εἶναι ἄδικες καὶ παράνομες, ἀκόμα καὶ στὴ σχέση
ταται, καὶ μετριώτεραι τούτων οὐδὲν αἱ πρὸς ἄρρε- τοῦ γάμου. Oἱ ἄλλες ἐρωτικὲς ἑνώσεις, ὅσες συνιστοῦν
νας τοῖς ἄρρεσιν, ὅτι παρὰ φύσιν τὸ τόλμημα· ὅσαι μοιχείαν, εἶναι παρανομώτατες καὶ καθόλου ἀνεκτότερες
δὲ μοιχείας ἐκτὸς συνουσίαι πρὸς θηλείας εἰσὶν ἐστε- δὲν εἶναι οἱ ἐρωτικὲς σχέσεις ἀρρένων πρὸς ἄρρενες, γιατὶ
ρημέναι τοῦ γίνεσθαι κατὰ νόμον, καὶ αὗται πᾶσαι τὸ πρᾶγμα ἐδῶ ἀντίκειται στὴν ἴδια τὴ φύση. ῞Oσες συ-
αἰσχραί, αἵγε πράττονται δι’ ἀκολασίαν· ὡς μετά γε νουσίες γίνονται ἐκ τῆς μοιχείας πρὸς θηλυκὰ καὶ εἶναι
σωφροσύνης οὔτ’ ἂν ἑταίρ@α πλησιάσαι ὑπομείνειέ στερημένες ὅμως ἀπὸ τὴ νομιμότητα καὶ αὐτὲς ὅλες εἶναι
τις, οὔτ’ ἂν ἐλευθέρ@α γάμου χωρὶς οὔτε μὰ Δία θερα- αἰσχρές, γιατὶ πράττονται πρὸς ἀκολασία. ῞Oπως δὲν
παίν@η τ@ῆ αὑτοῦ. τὸ γὰρ μὴ νόμιμον μηδ’ εὐπρεπὲς εἶναι δυνατὸ μὲ σωφροσύνη νὰ ἀνεχθῆ νὰ πλησιάση κα-
τῶν συνουσιῶν τούτων αἶσχός τε καὶ ὄνειδος μέγα νεὶς μιὰ ἑταίρα, ἔτσι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ πλησιάση οὔτε
τοῖς θηρωμένοις αὐτάς· ὅθεν οὐδὲ πράττειν φανερῶς ἀνύπαντρη οὔτε τὴν δούλα του, μὰ τὸν Δία. – ῞O,τι δὲν
οὐδὲν ἀνέχεται τῶν τοιούτων οὐδείς, κἂν ἐπ’ ὀλίγον εἶναι νόμιμο, δὲν εἶναι οὔτε εὐπρεπὲς ἀπ’ αὐτὲς τὶς συ-
ἐρυθριᾶν οἷός τε @ἦ, ἐπικρυπτόμενοι δὲ καὶ λάθρ@α νουσίες καὶ εἶναι αἶσχος καὶ ὄνειδος μεγάλο γι’ αὐτοὺς
οἵγε μὴ τελέως ἀπερρωγότες ταῦτα τολμῶσιν. καίτοι ποὺ τὶς κυνηγοῦν. ῎Eτσι κανεὶς δὲν ἀνέχεται νὰ πράττη
τό γε πειρᾶσθαι λανθάνειν ἐφ’ οἷς πράττει τις ὁμολο- φανερὰ τίποτε ἀπ’ αὐτά, ἂν μπορῆ νὰ κοκκινίζη λίγο, καὶ
γοῦντος ἁμαρτάνειν ἐστί. νὴ Δία, φησίν· ἀλλ’ οὐχ μόνο στὰ κρυφὰ καὶ στὴ ζούλα τὰ κάνουν ὅσοι δὲν εἶναι
ὥσπερ ὁ μοιχεύων ἀδικεῖ τὸν ἄνδρα τῆς διεφθαρμέ- τελείως ξετσίπωτοι. ῍Aν καί, τὸ νὰ ἐπιχειρῆ κανεὶς νὰ
νης γυναικός, οὕτως καὶ ὁ τ@ῆ ἑταίρ@α συνὼν ἀδικεῖ κρυφθῆ γι’ αὐτὰ ποὺ κάνει, εἶναι μιὰ ὁμολογία πὼς
ἁμαρτάνει. – Eἶναι, εἶπε, μὰ τὸν Δία. A᾽ λλὰ ὄχι κατὰ τὸν
ἴδιο τρόπο ποὺ ὁ μοιχὸς βλάπτει τὸν ἄνδρα τῆς διεφθαρ-
μένης γυναίκας, ἔτσι καὶ ὅποιος πλαγιάζει μὲ ἑταίρα ἀδι-
148 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 149

τινὰ ἢ νὴ Δία τ@ῆ μὴ ἐχούσ@η ἄνδρα· οὐδὲ γὰρ ἐλπίδα κεῖ κάποιον, μὰ τὸν Δία, τὴ γυναίκα ποὺ δὲν ἔχει ἄντρα.
παίδων οὐδενὸς διαφθείρει οὗτος. ἐγὼ δὲ ἔχω μὲν λέ- Γιατὶ αὐτὸς δὲν καταστρέφει κανενὸς τὴν ἐλπίδα παιδο-
γειν, ὡς πᾶς ὅστις ἁμαρτάνει καὶ ἀδικεῖ εὐθύς, εἰ καὶ ποιΐας. – ᾽Eγὼ ἰσχυρίζομαι ὅτι καθένας ποὺ ἁμαρτάνει
μηδένα τῶν πέλας, ἀλλ’ αὑτόν γε πάντως χείρονα καὶ ἀδικεῖ εὐθέως κι’ ἂν δὲν ἀδικεῖ συνάνθρωπό του, ἀδι-
ἀποφαίνων καὶ ἀτιμότερον· ὁ γὰρ ἁμαρτάνων, παρ’ κεῖ ὅμως τὸν ἑαυτό του, ἀποδείχνοντάς τον πολὺ χειρότε-
ὅσον ἁμαρτάνει, χείρων καὶ ἀτιμότερος. ἵνα οὖν ἐῶ ρο καὶ ἀτιμότερο. ῞Oποιος ἁμαρτάνει, ὅσο ἁμαρτάνει,
τὴν ἀδικίαν, ἀλλ’ ἀκολασίαν γε πᾶσα ἀνάγκη πάντως εἶναι χειρότερος καὶ ἀτιμότερος. ῍Aς ἀφήσω τὴν ἀδικία,
προσεῖναι τ\ῶ ἡττωμέν\ω αἰσχρᾶς ἡδονῆς καὶ χαίροντι ἀλλὰ πάντως αὐτὸς ποὺ νικᾶται ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ ἡδονὴ
τ\ῶ μολύνεσθαι ὥσπερ αἱ ὕες· οἷος οὐχ ἥκιστά ἐστι τοῦ προσγράφεται κατ’ ἀνάγκην ἡ ἀκολασία καὶ χαίρεται
καὶ ὁ δούλ@η ἰδί@α πλησιάζων, ὅπερ νομίζουσί τινες στὴ βρωμιά, ὅπως τὰ γουρούνια. Tέτοιος καὶ χειρότερος
μάλιστά πως εἶναι ἀναίτιον, ἐπεὶ καὶ δεσπότης πᾶς εἶναι ὅποιος πλαγιάζει μὲ δούλη, παρ’ ὅλο ποὺ μερικοὶ τὸ
αὐτεξούσιος εἶναι δοκεῖ ὅ τι βούλεται χρῆσθαι δού- θεωροῦν ἀνεύθυνο, ἐπειδὴ ὁ κάθε ἀφέντης εἶναι αὐτε-
λ\ω τ\ῶ ἑαυτοῦ. πρὸς τοῦτο δὲ ἁπλοῦς μοι ὁ λόγος· εἰ ξούσιος κατὰ τὴ γνώμη του νὰ κάνη ὅ,τι θέλει τὸν δοῦλο
γάρ τ\ω δοκεῖ μὴ αἰσχρὸν μηδ’ ἄτοπον εἶναι δούλ@η δε- του. ᾽Eπὶ τοῦ θέματος ἡ ἄποψή μου εἶναι καθαρή. ᾽Eὰν
σπότην πλησιάζειν τ@ῆ ἑαυτοῦ, καὶ μάλιστα εἰ τύχοι νομίζη ὁ ἀφέντης ὅτι δὲν εἶναι οὔτε αἰσχρὸ οὔτε ἄτοπο
οὖσα χήρα, λογισάσθω ποῖόν τι καταφαίνεται αὐτ\ῶ, νὰ πλαγιάζη μὲ τὴ δούλη του, καὶ μάλιστα ἂν τύχη νὰ
εἰ δέσποινα δούλ\ω πλησιάζοι. οὐ γὰρ ἂν δόξειεν εἶναι χήρα, ἂς ἀναλογισθῆ πῶς θὰ τοῦ φαινόταν, ἂν μιὰ
εἶναι ἀνεκτόν, οὐ μόνον εἰ κεκτημένη ἄνδρα νόμιμον κυρία πλάγιαζε μ’ ἕνα δοῦλο. ῎Oχι μόνο δὲν θὰ τοῦ φαινό-
ἡ γυνὴ προσοῖτο δοῦλον, ἀλλ’ εἰ καὶ ἄνανδρος οὖσα ταν ἀνεκτὸ κι’ οὔτε μόνο ἂν ἡ γυναίκα εἶχε νόμιμο ἄντρα
τοῦτο πράττοι· καίτοι τοὺς ἄνδρας οὐ δήπου τῶν καὶ πλησίαζε δοῦλο, ἀλλὰ κι’ ἂν ἀκόμα δὲν εἶχε ἄνδρα καὶ
γυναικῶν ἀξιώσει τις εἶναι χείρονας, οὐδ’ ἧττον δύ- τὄκανε αὐτό. – Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ
νασθαι τὰς ἐπιθυμίας παιδαγωγεῖν τὰς ἑαυτῶν, τοὺς ἰσχυρισθῆ ὅτι εἶναι οἱ ἄνδρες χειρότεροι ἀπὸ τὶς γυναῖ-
ἰσχυροτέρους τὴν γνώμην τῶν ἀσθενεστέρων, τοὺς κες, οὔτε ὅτι μποροῦν λιγώτερο νὰ συγκρατοῦν τὶς ἐπι-
ἄρχοντας τῶν ἀρχομένων. πολὺ γὰρ κρείττονας εἶναι θυμίες τους αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἰσχυρότεροι στὴ γνώμη ἀπὸ
προσήκει τοὺς ἄνδρας, εἴπερ καὶ προεστάναι ἀ- τοὺς πιὸ ἀδύνατους κι’ αὐτοὶ ποὺ εἶναι ἄρχοντες νὰ εἶναι
ξιοῦνται τῶν γυναικῶν· ἂν μέντοι ἀκρατέστεροι φαί- κατώτεροι ἀπὸ τοὺς ἀρχομένους. Oἱ ἄνδρες πρέπει νὰ
νωνται ὄντες ... καὶ κακίονες. ὅτι δ’ ἀκρασίας ἔργον εἶναι πολὺ καλύτεροι, ἀφοῦ ἔχουν τὴν ἀξίωση νὰ κυβερ-
καὶ οὐδενὸς ἄλλου ἐστὶ τὸ δεσπότην δούλ@η πλησιά- νοῦν τὶς γυναῖκες. ῍Aν ὅμως φαίνωνται πιὸ ἀσυγκράτητοι
ζειν, τί δεῖ καὶ λέγειν; γνώριμον γάρ. [...]1 τότε εἶναι χειρότεροι. ῎Eργο ἀκολασίας εἶναι καὶ τίπο-
τε ἄλλο, ὅταν ὁ ἀφέντης πλαγιάζη μὲ τὴ δούλα του. Tί νὰ
τὰ λέμε; Eἶναι γνωστὰ βεβαίως.

1. Xάσμα.
150 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 151

62 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἐ κ τ ο ῦ π ε ρ ὶ κ ο υ ρ ᾶ ς. 62. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἀ π ὸ τ ὸ π ε ρ ὶ κ ο υ ρ ᾶ ς:
῎Eφη μὲν παραπλησίως τὸν ἄνδρα χρῆναι τ@ῆ κε- ῎Eλεγε σχετικά, ὅτι ὁ ἄνδρας πρέπει νὰ κουρεύη τὸ
φαλ@ῆ προσφέρειν κουράν, ὡς ἀμπέλ\ω προσφέρομεν κεφάλι του, ὅπως κλαδεύομε τὸ ἀμπέλι, προκειμένου νὰ
τομήν, τοῦ μόνον ἀφαιρεῖν χάριν τὸ ἄχρηστον ... οὔτε ἀφαιρεθῆ κάθε τι τὸ ἄχρηστο [...]1 οὔτε τὸ γένειο ἀπὸ τὸ
γενεί\ω πώγωνα, ἀλλ’ εἶναί τινα καὶ ταύτην σκέπην πηγούνι, γιατὶ κι’ αὐτὸ εἶναι ἕνα εἶδος κάλυμμα, δοσμένο
ὑπὸ τῆς φύσεως ἡμῖν πεπορισμένην· τὸν δὲ πώγωνα ἀπὸ τὴ φύση. Tὸ γένι ἔχει γίνει καὶ σύμβολο τοῦ ἀρσενι-
καὶ σύμβολον γεγονέναι τοῦ ἄρρενος, ὥσπερ ἀλε- κοῦ, ὅπως τὸ λειρὶ στὸν κόκκορα καὶ ἡ χαίτη στὸ λιοντά-
κτρυόνι λόφον καὶ λέοντι χαίτην· ὅθεν τῆς μὲν κόμης ρι. ῾Eπομένως πρέπει νὰ κόβουμε τὰ μαλλιὰ ποὺ μᾶς ἐνο-
ἀφαιρετέον εἶναι τὸ ἐνοχλοῦν, τοῦ δὲ πώγωνος οὐ- χλοῦν καὶ καθόλου τὰ γένεια. Δὲν ἐνοχλεῖ τὸ γένι καθό-
δέν. οὐδὲ γὰρ ἐνοχλεῖν αὐτὸν οὐδέν, ἕως ἂν ὑγιαίν@η λου ἂν τὸ σῶμα εἶναι ὑγιὲς ἢ δὲν πάσχη ἀπὸ τέτοια νόσο,
τὸ σῶμα ἢ νόσον μὴ τοιαύτην νοσ@ῆ, ἧς ἕνεκα γένοιτ’ χάριν τῆς ὁποίας πρέπει ν’ ἀφαιρεθοῦν οἱ τρίχες τῆς γε-
ἂν ἀφαίρεσις τῶν ἐπὶ τοῦ γενείου τριχῶν. εὖ γὰρ νειάδας. – Kαλῶς λοιπὸν λέγεται τὸ τοῦ Zήνωνος, εἶπε ὅτι
εἴρηται, ἔφη, τὸ τοῦ Zήνωνος, ὅτι τούτου ἕνεκα καρ- εἶναι ἀνάγκη νὰ κουρεύεται κανεὶς γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ
τέον οὗ καὶ κομητέον, τοῦ κατὰ φύσιν, ἵνα μὴ βαρού- εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ χτενίζεται, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐπιβα-
μενός τις ὑπὸ τῆς κόμης μηδ’ ἐνοχλούμενος @ἦ πρὸς ρύνη τὸ μαλλὶ καὶ νὰ μὴ ἐνοχλῆται σὲ καμμιὰ του ἐνέρ-
μηδεμίαν ἐνέργειαν. ἡ γὰρ δὴ φύσις τὸ μὲν ἐνδεὲς γεια. ῾H ἴδια ἡ φύση προφανῶς διαφυλάττει πιὸ πολὺ τὸ
μᾶλλον φαίνεται φυλαξαμένη, τὸ δὲ περιττὸν ἧττον, ἀδύνατο καὶ λιγώτερο τὸ δυνατὸ καὶ περίσσιο, τόσο στὰ
ἐπί τε φυτῶν καὶ ἐπὶ ζώων, ὅτι τῆς προσθέσεως τοῦ φυτά, ὅσο καὶ στὰ ζῶα, γιατὶ ἀπὸ τὸ νὰ προσθέτουμε στὸ
ἐνδεοῦς ἡ ἀφαίρεσις τοῦ περιττοῦ πολὺ ῥ@άων καὶ ἀδύνατο τὸ λίγο εἶναι πολὺ πιὸ εὐκολοκατόρθωτο νὰ
εὐπετεστέρα ἐστίν. χρὴ δ’ ἐφ’ ἑκάτερα τὸν λογισμὸν ἀφαιροῦμε ὅ,τι εἶναι περιττό. Kαὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις ὁ
τὸν ἀνθρώπινον τ@ῆ φύσει βοηθεῖν, ὥστ’ ἀναπιμπλά- ἀνθρώπινος στοχασμὸς ὀφείλει νὰ βοηθήση τὴ φύση,
ναι τὰς ἐνδείας ἐφ’ ὅσον οἷόν τε ἀναπληροῦν, ἐλατ- ὥστε νὰ ἀναπληρώση τὶς ἐλλείψεις, ὅσο εἶναι δυνατὸ νὰ
τοῦν δὲ καὶ ἀφαιρεῖν τὰς περιττότητας. ὅθεν καὶ ἀναπληρωθοῦν, καὶ νὰ ἐλαττώση ἢ νὰ ἀφαιρέση κάθε τι
καρτέον μόνης ἕνεκα τῆς ἀφαιρέσεως τοῦ περιττοῦ τὸ περιττό. – ῾Eπομένως πρέπει νὰ κουρεύεται ἡ κόμη
καὶ οὐχὶ κόσμου χάριν, ὅπερ οἴονται δεῖν ἔνιοι τὰ καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀφαιρῆται τὸ περιττὸ καὶ ὄχι χάριν στο-
μὲν γένεια λεαινόμενοι καὶ μιμούμενοι τοὺς ἀγενεί- λισμοῦ πρᾶγμα ποὺ πιστεύουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι ξυρί-
ους ἢ νὴ Δία τοὺς ἄρτι γενειάσκοντας, τὴν δὲ κε- ζουν τὰ γένεια τους καὶ μιμοῦνται τοὺς ἀγενείους, ἢ
φαλὴν οὐχ ὁμοίως κειρόμενοι, διαφόρως δὲ τὰ πρό- αὐτοὺς ποὺ μόλις χνουδιάζουν τὰ μάγουλά τους, ἐνῶ δὲν
σω τῶν ὀπίσω. καὶ γάρ τοι δοκῶν εἶναι κόσμος οὗτος κουρεύουν κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο τὸ κεφάλι τους, ἀλλὰ
διαφορετικὰ τὸ μπρὸς μέρος ἀπὸ τὸ πίσω. Kαὶ ἐνῶ τοὺς
φαίνεται πὼς εἶναι στολισμὸς αὐτό, ἐν τούτοις εἶναι πολὺ

1. Xάσμα τοῦ κειμένου.


152 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 153

πολλὴν ἀκοσμίαν ἔχει, καὶ διαφέρει οὐδὲν τοῦ τῶν ἀντιαισθητικὸ καὶ δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸν καλλω-
γυναικῶν καλλωπισμοῦ. ἐκεῖναί τε γὰρ τὰ μέν τινα πισμὸ τῶν γυναικῶν. Oἱ γυναῖκες μερικὲς τοῦφες ἀπὸ τὶς
μέρη πλέκουσι τῶν τριχῶν τὰ δὲ καθιᾶσι τὰ δὲ ἕτε- τρίχες τους τὶς πλέκουν, ἄλλες τὶς ἀφήνουν, καὶ ἄλλες τὶς
ρόν τινα σκευάζουσι τρόπον, ἵνα φαίνωνται καλλίο- φτιάχνουν κατὰ διαφορετικὸ τρόπο, γιὰ νὰ φαίνωνται
νες, οἵ τε κειρόμενοι οὕτως ἄνδρες κατάδηλοί εἰσιν ὡραιότερες. ῎Eτσι λοιπὸν καὶ οἱ ἄνδρες ποὺ κουρεύονται
δι’ ἐπιθυμίαν τοῦ φαίνεσθαι καλοὶ οἷς βούλονται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ τὴν ἐπιθυ-
ἀρέσκειν, τὰς μὲν τέλεον ἀφαιροῦντες τῶν τριχῶν μία νὰ φαίνωνται ὡραῖοι σὲ ὅσους θέλουν νὰ ἀρέσουν,
τὰς δὲ πλάττοντες οὕτως ὡς ἂν εὔοπτοι ὦσιν ἐν γυ- ἀφ’ ἑνὸς ἀφαιρώντας ἐντελῶς τὶς τρίχες τους, ἢ χτενίζον-
ναιξί τε καὶ παισὶν ὑφ’ ὧν ἐπαινεῖσθαι δέονται. ἤδη τάς τις ἔτσι ὥστε νὰ φαντάζουν ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες
δὲ τινὲς καὶ αὐτ\ῶ τ\ῶ βαρύνεσθαι τὰς τρίχας κείρον- καὶ στὰ παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα θέλουν νὰ ἐπαινοῦνται.
ται καὶ λεαίνουσι τὰ γένεια, σαφῶς οὗτοί γε κατεα- Mερικοί, ἐπειδὴ τοὺς βαραίνουν, κουρεύουν τὰ μαλλιά
γότες ὑπὸ τῆς τρυφῆς καὶ ἐκνενευρισμένοι παντάπα- τους καὶ ξυρίζονται· αὐτοὶ εἶναι τσακισμένοι ἀπὸ τὴν
σιν, οἵ γε ἀνέχονται ἀνδρόγυνοι καὶ γυναικώδεις τρυφὴ καὶ ἀποχαυνωμένοι καὶ ἀνέχονται νὰ φαίνωνται
ὁρᾶσθαι ὄντες, ὅπερ ἔδει φεύγειν ἐξ ἅπαντος, εἰ δὴ ἑρμαφρόδιτοι καὶ γυναικωτοί, πρᾶγμα ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ
τ\ῶ ὄντι ἄνδρες ἦσαν. τί γὰρ δὴ καὶ εἰσὶν αἱ τρίχες ἀποφεύγουν ὁπωσδήποτε, ἂν πράγματι ἦταν ἄντρες.
ἀνθρώποις βάρος; εἰ μὴ νὴ Δία καὶ τοῖς ὀρνέοις τὰ Γιατὶ τάχα οἱ τρίχες εἶναι βάρος στοὺς ἀνθρώπους; Tότε,
πτερὰ φαίη τις εἶναι βάρος. μὰ τὸν Δία, καὶ τὰ φτερὰ πρέπει νὰ πῆ κανεὶς πὼς εἶναι
βάρος στὰ πουλιά.
63 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ Π ρ ω τ α γ ό ρ ο υ (357 b).
Tοσοῦτον ἐξαρκεῖ πρὸς τὴν ἀπόδειξιν, ἣν ἐμὲ δεῖ 63. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὸ ν Π ρ ω τ α γ ό ρ α (357 b.):
καὶ Πρωταγόραν ἀποδεῖξαι περὶ ὧν ἤρεσθ’ ἡμᾶς. Φθάνουν λοιπὸν αὐτὰ γιὰ τὴν ἀπόδειξη ποὺ ἔπρεπε
ἤρεσθε δέ, εἰ μέμνησθε, ἡνίκα ἡμεῖς ἀλλήλοις ὡμολο- νὰ φέρω ἐγὼ καὶ ὁ Πρωταγόρας γι’ αὐτὰ ποὺ μᾶς ρωτή-
γοῦμεν ἐπιστήμης μὴ εἶναι μηδὲν κρεῖττον, ἀλλὰ σατε. Mᾶς ρωτήσατε, ἂν θυμόσαστε, στὸ σημεῖο ἐκεῖνο
τοῦτο ἀεὶ κρατεῖν, ὅπου ἂν ἐν@ῆ, καὶ ἡδονῆς καὶ τῶν ποὺ ἐμεῖς εἴχαμε μείνει σύμφωνοι, ὅτι τίποτε δὲν εἶναι
ἄλλων ἁπάντων· ὑμεῖς δὲ δὴ ἔφατε τὴν ἡδονὴν πολ- ἰσχυρότερο ἀπ’ τὴ γνώση, ἀλλὰ αὐτὴ πάντα κυριαρχεῖ,
λάκις κρατεῖν καὶ τοῦ εἰδότος ἀνθρώπου. ἐπειδὴ δὲ ὅπου ὑπάρχει, καὶ τῆς ἡδονῆς καὶ ὅλων τῶν ἄλλων. A ᾽ λλὰ
ὑμῖν οὐχ ὁμολογοῦμεν, μετὰ τοῦτο ἤρεσθε ἡμᾶς, ὦ σεῖς ὑποστηρίξατε, ὅτι ἡ ἡδονὴ πολλὲς φορὲς κυριαρχεῖ
Πρωταγόρα τε καὶ Σώκρατες, εἰ μή ἐστι τοῦτο τὸ πά- καὶ ἐπιστήμονος ἀνθρώπου. Kι’ ἐπειδὴ δὲν συμφωνούσα-
θημα ἡδονῆς ἡττᾶσθαι, ἀλλὰ τί ποτ’ ἐστὶ καὶ τί ὑμεῖς με μαζί σας, κατόπιν μᾶς ἐρωτήσατε καὶ μᾶς εἴπατε: Kα-
αὐτὸ φατὲ εἶναι, εἴπατε ἡμῖν. εἰ μὲν οὖν τότε εὐθὺς λέ μου Πρωταγόρα καὶ Σωκράτη, ἂν αὐτὸ τὸ πάθημα δὲν
ὑμῖν εἴπομεν ὅτι ἀμαθία, κατεγελᾶτε ἂν ἡμῶν· νῦν δὲ εἶναι ἧττα μπροστὰ στὴν ἡδονή, πέστε μας τέλος πάντων
τί εἶναι αὐτὸ καὶ τί ὑποστηρίζετε σεῖς ὅτι εἶναι. ῍Aν τότε
λοιπὸν σᾶς ἀπαντούσαμε ἀμέσως ὅτι εἶναι ἀμάθεια, θὰ
γελούσατε εἰς βάρος μας. A ᾽ λλὰ τώρα, ἂν γελᾶτε μὲ μᾶς,
154 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 155

ἂν ἡμῶν καταγελᾶτε, καὶ ὑμῶν αὐτῶν καταγελάσε- θὰ γελάσετε καὶ μὲ τὸν ἑαυτό σας. Γιατὶ καὶ σεῖς συμφω-
σθε. καὶ γὰρ ὑμεῖς ὡμολογήκατε ἐπιστήμης ἐνδεί@α νήσατε, ὅτι ὅσοι σφάλλουν στὸ ζήτημα τῆς ἡδονῆς, τὸ πα-
ἐξαμαρτάνειν περὶ τὴν τῶν ἡδονῶν αἵρεσιν καὶ λυ- θαίνουν ἀπὸ ἔλλειψη γνώσεως σχετικὰ μὲ τὴν προτίμηση
πῶν τοὺς ἐξαμαρτάνοντας, (ταῦτα δέ ἐστιν ἀγαθά τε τῶν ἡδονῶν καὶ τῶν λοιπῶν (γιατὶ αὐτὰ εἶναι καὶ ἀγαθὰ
καὶ κακά) καὶ οὐ μόνον ἐπιστήμης, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ καὶ κακά), καὶ ὄχι μόνο ἀπὸ ἔλλειψη γνώσεως, ἀλλὰ συμ-
πρόσθεν ἔτι ὡμολογήκατε ὅτι μετρητικῆς· ἡ δὲ ἐξα- φωνήσατε προηγουμένως ὅτι τὸ παθαίνουν καὶ ἀπὸ
μαρτανομένη πρᾶξις ἄνευ ἐπιστήμης ἴστε που καὶ ἔλλειψη ἱκανότητος ἐπιλογῆς τοῦ μέτρου. Kαὶ ἡ σφαλερὴ
αὐτοὶ ὅτι ἀμαθί@α πράττεται· ὥστε τοῦτ’ ἐστὶ τὸ πράξη, ποὺ γίνεται δίχως γνώση, τὸ ξέρετε δὰ κι’ ἐσεῖς,
ἡδονῆς ἥττω εἶναι ἀμαθία ἡ μεγίστη. ὅτι γίνεται ἀπὸ ἀμάθεια. ῞Ωστε ἡ ἧττα ἀπὸ τὴν ἡδονὴ
εἶναι ἡ μεγίστη ἀμάθεια.
64 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ Φ ι λ ή β ο υ (65 b).
ΣΩK P. Kαθ’ ἓν ἕκαστον τοίνυν τῶν τριῶν πρὸς τὴν 64. Π λ ά τ ω ν ο ς ἀ π ὸ τ ὸ ν Φ ί λ η β ο ν (65 b.):
ἡδονὴν καὶ τὸν νοῦν κρίνωμεν. δεῖ γὰρ ἰδεῖν ποτέρ\ω ΣΩΚΡ. Kαθ’ ἕνα λοιπὸν ἀπ’ αὐτὰ τὰ τρία ἂς τὸ ἐξετά-
μᾶλλον ξυγγενὲς ἕκαστον αὐτῶν ἀπονεμοῦμεν. ΠPΩT. σουμε σὲ σχέση πρὸς τὴν ἡδονὴ καὶ τὸ νοῦ. Γιατὶ πρέπει
Kάλλους καὶ ἀληθείας καὶ μετριότητος πέρι λέγεις; νὰ προσδιορίσωμε μὲ ποιό ἀπ’ τὰ δυὸ συγγενεύει περισ-
ΣΩK P. Nαί. πρῶτον δέ γε ἀληθείας λαβοῦ, ὦ Πρώ- σότερο τὸ καθένα. ΠΡΩΤ. ᾽Eννοεῖς τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν
ταρχε, καὶ λαβόμενος βλέψας εἰς τρία, νοῦν καὶ ἀλή- ἀλήθεια καὶ τὸ ὀρθὸ μέτρο; ΣΩK. Nαί. Πρῶτα πιάσε τὴν
θειαν καὶ ἡδονήν, πολὺν ἐπισχὼν χρόνον ἀπόκριναι ἀλήθεια, Πρώταρχε, καὶ μ’ αὐτὴν ἐξέτασε τὰ τρία, τὸ νοῦ,
σαυτ\ῶ πότερον ἡδονὴ ξυγγενέστερον ἢ νοῦς ἀληθεί@α. τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἡδονή, καί, ἀφοῦ τὸ πολυσκεφθῆς,
ΠPΩT. Tί δὲ χρόνου δεῖ; πολὺ γὰρ οἶμαι διαφέρετον. ἀπάντησε πρῶτα στὸν ἑαυτό σου ποιό ἀπ’ τὰ δυὸ ἔχει
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονέστατον. ὡς δὲ λόγος, μεγαλύτερη συγγένεια μὲ τὴν ἀλήθεια, ἡ ἡδονὴ ἢ ὁ νοῦς;
καὶ ἐν ταῖς ἡδοναῖς ταῖς περὶ τὰ ἀφροδίσια, αἳ δὴ μέ- ΠPΩT. Ποιά ἡ ἀνάγκη νὰ πολυσκεφθῶ; A ᾽ μέσως-ἀμέσως
γισται δοκοῦσιν εἶναι, καὶ τὸ ἐπιορκεῖν συγγνώμην φαίνεται, ὅτι αὐτὰ τὰ δύο διαφέρουν πολὺ μεταξύ τους.
εἴληφε παρὰ θεῶν, ὡς καθάπερ παίδων τῶν ἡδονῶν ῾H ἡδονὴ εἶναι τὸ ἀλαζονικώτερο πρᾶγμα ἀπ’ ὅλα. Kι’
νοῦν οὐδὲ τὸν ὀλίγιστον κεκτημένων. νοῦς δὲ ἤτοι ὅπως λένε, στὶς ἡδονὲς τὶς σεξουαλικές, ποὺ ὡς γνωστόν,
ταυτὸν καὶ ἀλήθειά ἐστιν ἢ πάντων ὁμοιότατόν τε θεωροῦνται οἱ μέγιστες, συγχωρεῖται ἀπ’ τοὺς θεοὺς καὶ
καὶ ἀληθέστατον. ΣΩK P. Oὐκ οὖν τὸ μετὰ τοῦτο τὴν ἡ ἐπιορκία, γιατὶ οἱ ἡδονές, σὰν τὰ παιδιά, δὲν ἔχουν
μετριότητα ὡσαύτως σκέψαι πότερον ἡδονὴ φρονή- οὔτε τὸν ἐλάχιστο νοῦ. ᾽Eνῶ ὁ νοῦς ἢ ταυτίζεται μὲ τὴν
σεως ἢ φρόνησις ἡδονῆς πλείω κέκτηται; ΠPΩT. ἀλήθεια ἢ μοιάζει μὲ τὴν ἀλήθεια περισσότερο ἀπ’ ὅλα.
Eὔσκεπτόν γε καὶ ταύτην τὴν σκέψιν προβέβληκας. ΣΩKP. ῞Yστερ’ ἀπ’ αὐτὸ ἐξέτασε ἐπίσης τὴ μετριότητα,
οἶμαι γὰρ ἡδονῆς μὲν καὶ περιχαρείας οὐδὲν τῶν ποιό ἀπ’ τὰ δυὸ ἔχει περισσότερη, ἡ ἡδονὴ ἀπὸ τὴ φρόνη-
ὄντων πεφυκὸς ἀμετρότερον εὑρεῖν ἄν τινα· νοῦ δὲ ση ἢ ἡ φρόνηση ἀπὸ τὴν ἡδονή; ΠPΩT. Kι’ αὐτὸ τὸ πρό-
βλημα ποὺ θέτεις εἶναι εὔκολο. A ῾ πλούστατα νομίζω, ὅτι
τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ βρῆς πιὸ ἄμετρο ἀπ’ τὴν ἡδονὴ καὶ
156 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 157

καὶ ἐπιστήμης ἐμμετρότερον οὐδ’ ἂν ἕν ποτε. ΣΩK P. τὴν εὐθυμία. ᾽Eνῶ πιὸ μετρημένο πρᾶγμα ἀπ’ τὸ νοῦ καὶ
Kαλῶς εἴρηκας. ὅμως δ’ ἔτι λέγε τὸ τρίτον· νοῦς ἡμῖν τὴ γνώση, δὲν θὰ βρῆς οὔτε ἕνα. ΣΩKP. Kαλὰ τὰ εἶπες ὡς
κάλλους μετείληφε πλεῖον ἢ τὸ τῆς ἡδονῆς γένος, ἐδῶ. Πές μας ἀκόμα γιὰ τὸ τρίτο. ῾O νοῦς ἔχει περισσότερη
ὥστε εἶναι καλλίω νοῦν ἡδονῆς ἢ τοὐναντίον; ΠPΩT. ὀμορφιὰ ἢ ἡ ἡδονή, ὥστε νὰ εἶναι ὡραιότερος ὁ νοῦς ἀπὸ
῏Aρ’ οὖν φρόνησιν μὲν καὶ νοῦν, ὦ Σώκρατες, οὐδεὶς τὴν ἡδονὴ ἢ τὸ ἀντίθετο; ΠPΩT. A ᾽ λλὰ Σωκράτη μου, στὴ
πώποτε οὔθ’ ὕπαρ οὔτ’ ὄναρ αἰσχρὸν οὔτε εἶδεν φρόνηση καὶ τὸ νοῦ κανεὶς ποτὲ μέχρι τώρα οὔτε στὸν
οὔτε ἐπενόησεν οὐδαμ@ῆ οὐδαμῶς οὔτε γιγνόμενον ὕπνο οὔτε στὸν ξύπνο, οὔτε εἶδε ποτὲ κάτι αἰσχρὸ νὰ
οὔτε ὄντα οὔτ’ ἐσόμενον; ΣΩK PAT. ᾽Oρθῶς. ΠPΩT. ὑπῆρξε ἢ νὰ γίνεται οὔτε φαντάζεται ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρ-
῾Hδονὰς δέ γέ που, καὶ ταύτας σχεδὸν τὰς μεγίστας, ξη στὸ μέλλον. ΣΩKP. Σωστά. ΠPΩT. ᾽Eνῶ μὲ τὶς ἡδονὲς
ὅταν ἴδωμεν ἡδόμενον ὁντινοῦν, ἢ τὸ γελοῖον ἐπ’ καὶ μάλιστα μὲ τὶς μέγιστες, ὅταν ἰδοῦμε ὁποιονδήποτε
αὐταῖς ἢ τὸ πάντων αἴσχιστον ἑπόμενον ὁρῶντες νὰ τὶς δοκιμάζη, βλέπομε νὰ τὶς συνοδεύη ἢ κάτι τὸ γε-
αὐτοί τε αἰσχυνόμεθα καὶ ἀφανίζοντες κρύπτομεν ὅ λοῖο ἢ ἡ μέγιστη αἰσχρότητα, γι’ αὐτὸ κι’ ἐμεῖς ντρεπόμα-
τι μάλιστα, νυκτὶ πάντα τὰ τοιαῦτα διδόντες, ὡς στε καὶ κρύβουμε ὅσο μποροῦμε περισσότερο αὐτὰ τὰ
φῶς οὐ δέον ὁρᾶν αὐτά. ΣΩK P. Πάντ@η δὴ φήσεις, ὦ πράγματα καὶ τὰ χαρίζουμε τῆς νύχτας, γιατὶ νοιώθουμε
Πρώταρχε, ὑπό τε ἀγγέλων πέμπων καὶ παροῦσι ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὰ ἰδῆ τὸ φῶς. ΣΩKP. Πάντως θὰ συμ-
φράζων, ὡς ἡδονὴ κτῆμα οὐκ ἔστι πρῶτον οὐδ’ αὖ φωνήσης, Πρώταρχε, καὶ θὰ διακηρύξης στὸν κόσμο καὶ
δεύτερον, ἀλλὰ πρῶτον μέν π@η περὶ μέτρον, καὶ τὸ θὰ εἰπῆς στοὺς παρόντες, ὅτι ἡ ἡδονὴ δὲν εἶναι τὸ πρῶτο
μέτριον καὶ καίριον καὶ πάντα ὁπόσα τοιαῦτα χρὴ κτῆμα, οὔτε πάλι τὸ δεύτερο, ἀλλὰ τὸ πρῶτο πρέπει νὰ
νομίζειν τὴν ἀίδιον εἰρῆσθαι φύσιν. ΠPΩT. Φαίνεται εἶναι τὸ μέτρο, ἡ αἴσθηση τοῦ μέτρου, τὸ ἐνδεδειγμένο
γοῦν ἐκ τῶν νῦν λεγομένων. ΣΩK P. Δεύτερον μὴν κάθε φορὰ καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ πρέπει ἀπὸ τὸ χαρακτῆρα
περὶ τὸ σύμμετρον καὶ καλὸν καὶ τὸ τέλεον καὶ ἱκα- τους νὰ θεωροῦνται, αἰώνιες ἀξίες. ΠPΩT. Eἶναι προφα-
νὸν καὶ πάνθ’ ὁπόσα τῆς γενεᾶς αὖ ταύτης ἐστίν. νές, βεβαίως, ἐπὶ τ€ῆ βάσει αὐτῶν ποὺ τώρα λέμε. ΣΩKP.
ΠPΩT. ῎Eοικε γοῦν. ΣΩK P. Tὸ τοίνυν τρίτον, ὡς ἡ ἐμὴ Δεύτερο εἶναι τὸ σύμμετρο καὶ τὸ ὡραῖο καὶ τὸ τέλειο
μαντεία, νοῦν καὶ φρόνησιν τιθεὶς οὐκ ἂν μέγα τι τῆς καὶ ἱκανὸ καὶ ὅλες οἱ ἀξίες αὐτῆς τῆς κατηγορίας. ΠPΩT.
ἀληθείας παρεξέλθοις. ΠPΩT. ῎Iσως. ΣΩK P. ῏Aρ’ οὖν ῎Eτσι φαίνεται. ΣΩKP. ῞Oπως μαντεύω, ἂν λογαριάσης τὸ
οὐ τέταρτα, ἃ τῆς ψυχῆς αὐτῆς ἔθεμεν, ἐπιστήμας τε νοῦ καὶ τὴ φρόνηση ὡς τρίτο, δὲν θὰ βρεθῆς καὶ πολὺ μα-
καὶ τέχνας καὶ δόξας ὀρθὰς λεχθείσας, ταῦτ’ εἶναι τὰ κριὰ ἀπ’ τὴν ἀλήθεια. ΠPΩT. ῎Iσως. ΣΩKP. Λοιπὸν αὐτὰ
πρὸς τοῖς τρισὶ τέταρτα; εἴπερ τοῦ ἀγαθοῦ γέ ἐστι ποὺ ἐθεωρήσαμε ὡς δημιουργήματα τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς,
μᾶλλον ἢ τῆς ἡδονῆς ξυγγενῆ. ΠPΩT. Tάχ’ ἄν. ΣΩK P. δηλαδὴ οἱ ἐπιστῆμες καὶ οἱ τέχνες καὶ οἱ ὀρθὲς γνῶμες
Πέμπτας τοίνυν ἃς ἡδονὰς ἔθεμεν, ἀλύπους ὁρισά- ποὺ ἐκφέρονται, αὐτὲς δὲν εἶναι, ἐκτὸς ἀπ’ τὰ τρία, τὸ τέ-
μενοι, καθαρὰς ἐπονομάσαντες τῆς ψυχῆς αὐτῆς ταρτο κτῆμα; A ᾽ φοῦ φυσικὰ εἶναι περισσότερο συγγενῆ
μὲ τὸ ἀγαθὸ παρὰ μὲ τὴν ἡδονή. ΠPΩT. ῎Iσως. ΣΩKP. Πέμ-
πτες λοιπὸν λογαριάσαμε τὶς ἡδονὲς ποὺ δὲν προξενοῦν
λύπη, καὶ τὶς ὀνομάσαμε καθαρὲς γνώσεις τῆς ἴδιας τῆς
158 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΚΟΛΑΣΙΑς @ ´ 159

ἐπιστήμας, ταῖς δὲ αἰσθήσεσιν ἑπομένας; ΠPΩT. ψυχῆς, ποὺ ἀκολουθοῦν τὶς αἰσθήσεις; ΠPΩT. ῎Iσως.
῎Iσως. ΣΩK P. “ἕκτ@η δ’ ἐν γενε@ᾶ”φησὶν ᾽Oρφεὺς “κατα- ΣΩKP. ῾O ᾽Oρφεὺς λέγει: «στὴν ἕκτη γενεὰ σταματῆστε
παύσατε κόσμον ἀοιδῆς.” ἀτὰρ κινδυνεύει καὶ ὁ ἡμέ- τὴν ἁρμονία τοῦ τραγουδιοῦ». Λοιπὸν κινδυνεύει κι’ ἡ δι-
τερος λόγος ἐν ἕκτ@η καταπεπαυμένος εἶναι κρίσει. κή μας συζήτηση νὰ σταματήση στὴν ἕκτη κρίση.

65 E ὐ κ λ ε ί δ ο υ. 65. E ὐ κ λ ε ί δ ο υ:
῎Eστι δὲ ὁ μὲν ὕπνος νεώτερος καὶ μειρακιώδης ῾O ὕπνος εἶναι δαίμων μὲ δυὸ μορφές: στὴ μιά του μορ-
δαίμων, εὔσπειστος καὶ ῥ@άδιος ἀποφυγεῖν· ὁ δὲ ἕτε- φὴ ἐμφανίζεται νεώτερος καὶ παιδικὸς ποὺ εὔκολα συν-
ρος οὗτος πολιὸς καὶ γέρων, ἐν τοῖς πρεσβυτέροις θηκολογεῖς μαζί του κι’ εὔκολα τὸν ἀποφεύγεις. Στὴν
τῶν ἀνθρώπων μάλιστα ἐμπεφυκώς, ἄσπειστος καὶ ἄλλη του μορφὴ εἶναι ἕνας κάτασπρος γέροντας, ποὺ
ἀπαραίτητος. τούτου δὲ τοῦ δαίμονος ἐργῶδές ἐστιν εἶναι ριζωμένος πρὸ παντὸς στοὺς ἡλικιωμένους ἀνθρώ-
ἀπαλλαγῆναι ὅταν ἅπαξ παρ@ῆ· οὔτε γὰρ λόγοις πους, ἀσυνθηκολόγητος καὶ ἀνεξιλέητος. A ᾽ π’ αὐτὴ τὴ δυ-
προσέχει οὐδὲν οὔτε ἀκούειν τὸ σύνολον δύναται· νατὴ μορφὴ εἶναι δύσκολο ν’ ἀπαλλαγῆ κανεὶς ὅταν πα-
κωφὸς γάρ ἐστιν. οὔτ’ αὖ δεικνύων αὐτ\ῶ ἐμφανίσαις ρουσιασθῆ. Oὔτε δίνει σημασία στὰ λόγια καὶ γενικὰ δὲν
τὶ ἄν· τυφλὸς γάρ ἐστιν. μπορεῖ ν’ ἀκούση. Γιατ’ εἶναι κουφός. Oὔτε πάλι μπορεῖς
νὰ τοῦ παρουσιάσης κάτι καὶ νὰ τοῦ τὸ δείξης. Γιατ’ εἶναι
τυφλός.
ΠΕΡΊ ΑΝΔΡΕΊΑς. Z. ΠΕΡΊ ΑΝΔΡΕΊΑς Z´

1 E ὐ ρ ι π ί δ η ς B ε λ λ ε ρ ο φ ό ν τ @η. 1. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ B ε λ λ ε ρ ο φ ό ν τ η ς:
Θάρσος δὲ πρὸς τὰς συμφορὰς μέγα σθένει. Tὸ θάρρος εἶναι μεγάλη δύναμη στὶς συμφορές.

2 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ A ἰ γ ε ῖ. 2. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ A ἰ γ ε ύ ς:
῎Eστι καὶ πταίσαντ’ ἀρετὰν ἀποδείξασθαι θανάτ\ω. ῾O φταίχτης μὲ τὸ θάνατο τὴν ἀρετή του μπορεῖ νὰ
ἀποδείξη.
3 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς A ἴ α ν τ ο ς (473).
Aἰσχρὸν γὰρ ἄνδρα τοῦ μακροῦ χρ@ήζειν βίου, 3. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς A ἴ α ς (473):
κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται. Eἶναι ντροπὴ στὸν ἄνθρωπο μακριὰ ζωὴ νὰ θέλη
τί γὰρ παρ’ ἦμαρ ἡμέρα τέρπειν ἔχει ἀφοῦ μὲ τίποτε τὶς συμφορὲς δὲν εἰμπορεῖ ν’ ἀλλάξη.
προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν; Σὰν τί χαρὰ μποροῦν νὰ τοῦ χαρίσουν
οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου βροτόν, ἡ μιὰ κι’ ἡ ἄλλη μέρα, ἄλλην ἀπὸ τὸ θάνατο;
ὅστις καλαῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται. Ποτέ μου δὲν θὰ προτιμοῦσα τὸ θνητὸ
ἀλλ’ ἢ καλῶς ζῆν ἢ καλῶς τεθνηκέναι ποὺ μὲ ὡραῖες ἐλπίδες ζεστοκοπιέται.
τὸν εὐγενῆ χρή. πάντ’ ἀκήκοας λόγον. Γιατ’ ὁ γενναῖος πρέπει μὲ λεβεντιὰ νὰ ζῆ
καὶ νὰ πεθαίνη. Aὐτὸ εἶν’ ὅλο.
4 M ε ν ά ν δ ρ ο υ.
῞Oταν τι πράττ@ης ὅσιον, ἀγαθὴν ἐλπίδα 4. M ε ν ά ν δ ρ ο υ:
πρόβαλλε σαυτ\ῶ, τοῦτο γιγνώσκων ὅτι ῞Oταν κάτι καλὸ θὰ κάνης, τὴν καλὴν ἐλπίδα
τόλμ@η δικαί@α καὶ θεὸς συλλαμβάνει. δίνε στὸν ἑαυτό σου, ξαίροντας μονάχα
ὅτι τὴ δίκαιη τόλμη κι’ ὁ θεὸς τὴ βοηθάει.
5 E ὐ ρ ι π ί δ η ς ᾽A ρ χ ε λ ά \ω.
῝Eν δέ σοι μόνον προφωνῶ, μὴ ’πὶ δουλείαν ποτε 5. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A ρ χ έ λ α ο ς:
ζῶν ἑκὼν ἔλθ@ης, παρόν σοι κατθανεῖν ἐλευθέρ\ω. Mία σ’ ἀφήνω εὐχὴ ἢ κατάρα: νὰ μὴν πέσης
στὴ δουλεία ζωντανὸς καὶ μὲ τὴ θέλησή σου,
6 E ὐ ρ ι π ί δ η ς Δ α ν ά @η. ἐνῶ μπορεῖς ἐλεύθερος γιὰ νὰ πεθάνης.
Φεῦ τοῖσι γενναίοισιν ὡς ἁπανταχοῦ
6. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ Δ α ν ά η:
πρέπει χαρακτὴρ χρηστὸς εἰς εὐψυχίαν.
A
᾽ λοίμονο, παντοῦ καὶ πάντα οἱ γενναῖοι
εὔψυχο πρέπει νἄχουν καὶ χρηστὸ τὸ χαρακτῆρα.

11 A
᾽ νθολόγιον B´
162 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 163

7 Σ ο φ ο κ λ ῆ ς ᾽E ρ ι φ ύ λ @η. 7. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς ᾽E ρ ι φ ύ λ η:
᾽Aνδρῶν γὰρ ἐσθλῶν στέρνον οὐ μαλάσσεται. Γενναίων ἀνδρῶν ἡ καρδιὰ δὲν δειλιάζει.

8 Σ ο φ ο κ λ ῆ ς K ρ ε ο ύ σ @η. 8. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς K ρ έ ο υ σ α:
῞Oστις δὲ τόλμ@η πρὸς τὸ δεινὸν ἔρχεται, ῞Oποιος τὰ δεινὰ τολμηρὰ ἀντικρούει,
ὀρθὴ μὲν ἡ γλῶσσ’ ἐστίν, ἀσφαλὴς δ’ ὁ νοῦς. ἔχει σωστὴ τὴ γλῶσσα στέρεο τὸ νοῦ του.

9 E ὐ ρ ι π ί δ η ς ῾H ρ α κ λ ε ῖ. 9. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ῾H ρ α κ λ ῆ ς:
Tὸ μὲν σφαγῆναι δεινόν, εὔκλειαν δ’ ἔχει· Tὸ νὰ σφαγῆς εἶναι δεινό, ἀλλὰ δοξάζει.
τὸ μὴ θανεῖν δὲ δειλόν, ἡδονὴ δ’ ἔνι. Nὰ μὴ σκοτωθῆς εἶναι δειλό, ἀλλὰ ἔχει γλύκα.

10 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ O ἰ δ ί π ο δ ι. 10. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ O ἰ δ ί π ο υ ς:
Πότερα γενέσθαι δῆτα χρησιμώτερον Tί εἶναι χρησιμώτερο λὲς τάχα
συνετὸν ἄτολμόν τ’ ἢ θρασύν τε κἐμμανῆ; ὁ ἄτολμος καὶ συνετός, ἢ ὁ θρασὺς ποὔχει μανία;
τὸ μὲν γὰρ αὐτῶν σκαιόν, ἀλλ’ ἀμύνεται· Tοῦ ἑνὸς τραχὺς ὁ χαρακτήρας, μὰ ἀντισκόβεται·
τὸ δ’ ἡσυχαῖον ἔργον· ἐν δ’ ἀμφοῖν νόσος. τοῦ ἄλλου ἥσυχο τὸ ἔργο, μὰ κι’ οἱ δυὸ ἀρρωστημένοι.

11 A ἰ σ χ ύ λ ο υ (S. c. Th. 42). 11. A ἰ σ χ ύ λ ο υ ( ῾Eπτὰ ἐπὶ Θήβας 42):


῎Aνδρες γὰρ ἑπτὰ θούριοι λοχαγέται, ῾Eφτὰ πολέμαρχοι, ἄνδρες παλληκάρια,
ταυροσφαγοῦντες εἰς μελάνδετον σάκος ποὔχουν σφαγμένο ταῦρο μέσα σὲ ἀσπίδα
καὶ θιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου, μαυροσίδερη καὶ στὸ αἷμα τὰ χέρια βουτηγμένα,
῎Aρη τ’ ᾽Eνυὼ καὶ φιλαίματον Φόβον δώσανε ὅρκο στοὺς θεοὺς τοὺς αἱμοβόρους
ὡρκωμότησαν, ἢ πόλει κατασκαφὰς τὸν ῎Aρη, τὴν ᾽Eνυώ, τὸ Φόβο τέτοιον:
θέντες λαπάξειν ἄστυ Kαδμείων βί@α A
᾽ φοῦ μὲ βία τὴν βάλουνε στὸ χέρι
ἢ γῆν θανόντες πρόσθε φυράσειν φόν\ω. τὴν πόλη τῶν Kαδμείων θὰ τὴν ἀφανίσουν
σημεῖα δ’ αὐτῶν τοῖς τεκοῦσιν εἰς δόμους ἢ θὰ ποτίσουν μὲ τὸ αἷμα τους, νεκροί,
πρὸς ἅρμ’ ᾽Aδράστου χερσὶν ἔστεφον δάκρυ τὴ γῆ τῆς Θήβας. ῍H τὸ ἕνα ἢ τ’ ἄλλο.
λείβοντες· οἶκτος δ’ οὔ τις ἦν ἀνὰ στόμα. Kι’ ὕστερα εἶδα πὼς στοῦ ῎Aδραστου τὸ ἅρμα
σιδηρόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρί@α φλέγων κρεμοῦσαν θυμητήρια, κλαίγοντας συνάμα,
ἔπνει λεόντων ὡς ἄρην δεδορκότων. γιὰ τοὺς γονιοὺς καὶ τὴν πατρίδα, δίχως νὰ βγαίνη
καὶ τ\ῶδε πίστις οὐκ ὄκν\ω χρονίζεται. παράπονο ἀπ’ τὰ χείλη τους· ἡ σιδερή τους
καρδιὰ φτεροκοποῦσ’ ὡς λιονταριοῦ ἀπ’ ἀνδρεία,
ἐνῶ ἡ ματιά τους λαῦρες πέταγε φωτιὲς πολέμου.
Θάρθη ἡ στιγμή, ὅπου νἆναι, νὰ τὸ δείξουν.
164 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 165

κληρουμένους δ’ ἔλειπον, ὡς πάλ\ω λαχὼν Tοὺς ἄφησα λαχνὸ νὰ ρίχνουν σὲ ποιά πύλη
ἕκαστος αὐτῶν πρὸς πύλας ἄγοι λόχον. θὰ φέρη τὸ στρατό του ὁ κάθε ἕνας.

12 M ι μ ν έ ρ μ ο υ. 12. M ι μ ν έ ρ μ ο υ:
Oὐ μὲν δὴ* κείνου γε μένος καὶ ἀγήνορα θυμὸν ᾽Eκείνου τὸ θάρρος καὶ τὴ γενναία καρδιὰ
τοῖον ἐμεῦ προτέρων πεύθομαι, οἵ μιν ἴδον δὲν τὰ μαθαίνω ἀπ’ ὅσους πρὶν ἀπὸ ἐμὲ
Λυδῶν ἱππομάχων πυκινὰς κλονέοντα φάλαγγας τὸν εἶδαν τὶς πυκνὲς φάλαγγες ν’ ἀνταριάζη
῞Eρμιον ἂμ πεδίον, φῶτα φερεμμελίην. τῶν καβαλλάρηδων Λυδῶν στὸ ῞Eρμιο πεδίο,
τοῦ μὲν ἄρ’ οὔ ποτε πάμπαν ἐμέμψατο Παλλὰς ἀκέριον ἄντρα. Kαὶ δὲν κατάκρινε ποτὲ
[᾽Aθήνη τὴν ἅψη τοῦ θυμοῦ του ἡ A ᾽ θηνᾶ ἡ Παλλάδα,
δριμὺ μένος κραδίης, εὖθ’ ὅγ’ ἀνὰ προμάχους καθὼς χυμοῦσε πρῶτος στὴ φωτιὰ
σεύαιθ’, αἱματόεντος ἐν ὑσμίν@η πολέμοιο τῆς μάχης τοῦ αἱματηροῦ πολέμου
πικρὰ βιαζομένου δυσμενέων βέλεα. κι’ ἂς ἔπεφταν βροχὴ τὰ πικρὰ βέλη
οὐ γάρ τις κείνου* δηίων ἔτ’ ἀμεινότερος φὼς τῶν ἐχθρῶν. Γιατὶ κανεὶς πιὸ φοβερὸς
ἔσκεν ἐποίχεσθαι φυλόπιδος κρατερῆς καὶ πιὸ γενναῖος ἄντρας δὲν ἦταν
ἔργον, ὅτ’ αὐγαῖσιν φέρετ’ ὠκέος ἠελίοιο – ποὺ νὰ ὁρμᾶ στὸ σάλαγο τῆς μάχης
σὰν ἔφεγγε ἡ αὐγὴ τοῦ γρήγορου ἥλιου.
13 M ε λ ι ν ν ο ῦ ς Λ ε σ β ί α ς ε ἰ ς ῾P ώ μ η ν.
Xαῖρέ μοι ῾Pώμα, θυγάτηρ ῎Aρηος,
13. M ε λ ι ν ν ο ῦ ς Λ ε σ β ί α ς ε ἰ ς P ώ μ η ν:
χρυσεομίτρα δαΐφρων ἄνασσα,
Xαῖρε Pώμη, τοῦ ῎Aρη θυγατέρα
σεμνὸν ἃ ναίεις ἐπὶ γᾶς ὄλυμπον
σοφὴ βασίλισσα μὲ τὸ χρυσὸ τὸ στέμμα
αἰὲν ἄθραυστον.
ποὺ κατοικεῖς πάνω στὴ γῆ στὸ σεμνὸ ῎Oλυμπο
σοὶ μόν@α πρέσβιστα δέδωκε Mοῖρα
πάντ’ ἀσάλευτον.
κῦδος ἀρρήκτω βασιλ@ῆον ἀρχᾶς,
Mόνο σὲ σὲ ἡ ἐντιμοτάτη Mοῖρα
ὄφρα κοιραν@ῆον ἔχοισα κάρτος
χάρισε τὴ βασιλικὴ δόξα μιᾶς ἀκλόνητης ἀρχῆς
ἁγεμονεύ@ης.
γιὰ νἄχης τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία
σ@ᾶ δ’ ὑπὸ σδεύγλ@α κρατερῶν λεπάδνων
καὶ νὰ κυβερνᾶς.
στέρνα γαίας καὶ πολιᾶς θαλάσσας
Kάτω ἀπ’ τὸ δικό σου σφίγγονται ζυγὸ
σφίγγεται· σὺ δ’ ἀσφαλέως κυβερν@ᾶς
τὰ βουνά, τῆς γῆς τὰ στήθια καὶ τῆς σεβάσμιας
ἄστεα λαῶν.
θάλασσας. Kι’ ἐσὺ μ’ ἀσφάλεια κυβερνᾶς
πάντα δὲ σφάλλων ὁ μέγιστος αἰὼν
τὶς πόλεις τῶν λαῶν.
καὶ μεταπλάσσων βίον ἄλλοτ’ ἄλλως
Kι’ ὁ μέγας χρόνος ποὺ ὅλα τὰ σαρώνει
κι’ ἀλλάζει τὴ ζωή, πότ’ ἔτσι πότ’ ἀλλοιῶς,
166 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 167

σοὶ μόν@α πλησίστιον οὖρον ἀρχᾶς τὸν οὔριο ἄνεμο τῆς δικῆς σου ἐξουσίας
οὐ μεταβάλλει. δὲν τὸν ἀλλάζει.
ἦ γὰρ ἐκ πάντων σὺ μόνα κρατίστους Γιατὶ εἶν’ ἀλήθεια, μόνο ἐσὺ γεννᾶς ἀνδρείους
ἄνδρας αἰχματὰς μεγάλους λοχεύεις, πολεμιστές, σειρὰ μεγάλους ἄνδρες,
εὔσταχυν Δάματρος ὅπως ἀνεῖσα καθὼς καρπὸν ἡ Δήμητρα μᾶς δίνει
καρπὸν ἀπ’ ἀνδρῶν. τ’ ὡραῖο τὸ στάχυ.

14 ῾O μ ή ρ ο υ (Il. ν 288). 14. ῾O μ ή ρ ο υ (N 288):


Eἴπερ γάρ κε βλεῖο πονεύμενος ἠὲ τυπείης, Kι’ ἂν σὲ χτυπήσουν μὲ κοντάρια ἢ σὲ σπαθίζουνε στὴ
οὐκ ἂν ἐπ’ αὐχέν’ ὄπισθε πέσοι βέλος οὐδ’ ἐπὶ μάχη,
νώτ\ω, τὸ χτύπημα δὲν πέφτει στὸ σβέρκο οὔτε στὴν πλάτη,
ἀλλά κεν ἢ στέρνων ἢ νηδύος ἀντιάσειεν ἀλλὰ στὸ στέρνο ἢ στὴν κοιλιὰ θὰ σὲ χτυπήσουν,
πρόσσω ἱεμένοιο μετὰ προμάχων ὀαριστύν. ὅταν ὁρμᾶς μπροστὰ ποὺ οἱ πρόμαχοι συναγροικιοῦν-
ται.
15 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (Il. χ 283).
Oὐ μέν μοι φεύγοντι μεταφρέν\ω ἐν δόρυ πήξεις, 15. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (X 283):
ἀλλ’ ἰθὺς μεμαῶτι διὰ στήθεσφιν ἔλασσον. Δὲν μὲ ἰδῆς νὰ φεύγω γιὰ νὰ μπήξης τὸ δόρυ σου στὴν
πλάτη,
16 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. μὰ ἐδῶ μπροστὰ στὸ στῆθος, ὡς θὰ ὁρμάω, νὰ τὸ καρ-
Σωκράτης ἐρωτηθεὶς τί ῥώμη εἶπε “κίνησις ψυχῆς φώσης.
μετὰ σώματος.”
16. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς:
17 ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ. ῾O Σωκράτης ὅταν τὸν ρώτησαν τί εἶναι δύναμη, εἶπε:
Διὰ τοῦτο ἐπαινεῖν ᾽Aγριππῖνον δίκαιον, ὅτι πλεί- «κίνηση τῆς ψυχῆς μαζὶ μὲ τὸ σῶμα».
στου ἄξιος ἀνὴρ γενόμενος οὐδεπώποτε ἐπ@ήνεσεν
ἑαυτόν, ἀλλ’ εἰ καὶ ἄλλος τις αὐτὸν ἐπ@ήνει, ἠρυθρία. 17. ᾽E π ι κ τ ή τ ο υ:
οὗτος δ’, ἔφη, ὁ ἀνὴρ τοιοῦτος ἦν, ὥστε τοῦ συμβαί- Γι’ αὐτὸ δίκαιο εἶναι νὰ ἐπαινῆ κανεὶς τὸν A᾽ γριππῖνο,
νοντος ἀεὶ ἑαυτ\ῶ δυσκόλου ἔπαινον γράφειν, εἰ μὲν γιατὶ ποτὲ δὲν ἐπαίνεσε τὸν ἑαυτό του, ἐνῶ ὑπῆρξεν
πυρέττοι πυρετοῦ, εἰ δὲ ἀδοξοῖ ἀδοξίας, εἰ δὲ φεύ- ἄνθρωπος μεγίστης ἀξίας. A ᾽ λλά, κι’ ὅταν τὸν ἐπαινοῦσε
κανεὶς ἄλλος, κοκκίνιζε. Aὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἐπρόσθεσε,
ἦταν τέτοιος, ὥστε γιὰ κάθε ἀτύχημα ποὺ τὸν εὕρισκε νὰ
γράφη κι’ ἕνα ἐγκώμιο· ἄν, λόγου χάρη, εἶχε πυρετό,
ἐγκωμίαζε τὸν πυρετό, ἂν κάποια κακὴ φήμη, γιὰ τὴν
κακὴ φήμη, ἂν ἐξοριζόταν, γιὰ τὴν ἐξορία. Kάποτε ἐκεῖ
168 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 169

γοι φυγῆς. καί ποτε μέλλοντι, ἔφη, αὐτ\ῶ ἀριστήσειν ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γευματίση ἦρθε κάποιος καὶ τοῦ εἶπε
ἐπέστη ὁ λέγων, ὅτι φεύγειν αὐτὸν κελεύει Nέρων· ὅτι ὁ Nέρων διατάσσει νὰ ἐξορισθῆ. Kαὶ τότε αὐτὸς εἶπε:
καὶ ὃς ἔφη “οὐκοῦν” εἶπεν “ἐν ᾽Aρικί@α ἀριστήσομεν.” «Λοιπόν, θὰ γευματίσουμε στὴν A᾽ ρικία».

18 Δ ι ο γ έ ν ο υ ς. 18. Δ ι ο γ έ ν ο υ ς:
Διογένης οὐδένα καλὸν ἔφησεν εἶναι πόνον, οὗ μὴ ῾O κόπος, εἶπε ὁ Διογένης, ποὺ σκοπός του δὲν εἶναι ἡ
τέλος εἴη εὐψυχία καὶ τόνος ψυχῆς, ἀλλ’ οὐχὶ σώμα- εὐψυχία καὶ ἡ ἔξαρση τῆς ψυχῆς καὶ ὄχι τοῦ σώματος,
τος. δὲν εἶναι τίποτε τὸ καλό.

19 Θ ο υ κ υ δ ί δ ο υ δ η μ η γ ο ρ ί α ς Π ε ρ ι κ λ έ ο υ ς 19. Θ ο υ κ υ δ ί δ ο υ δ η μ η γ ο ρ ί α Π ε ρ ι κ λ έ ο υ ς
(II, 63). (II, 63):
Tὸ γὰρ ἄπραγμον οὐ σώζεται μὴ μετὰ τοῦ δραστη- ῾H ἡσυχία δὲν σώζεται, ἂν δὲν εἶναι παραστάτης της ἡ
ρίου τεταγμένον. δράση.

20 ᾽A ν τ ι γ ό ν ο υ. 20. ᾽A ν τ ι γ ό ν ο υ:
᾽Aντίγονος δὲ ἔφη τὰ μέγιστα καλὰ ἄνευ μεγάλων ῾O A
᾽ ντίγονος εἶπε ὅτι μέγιστα καλὰ χωρὶς μεγάλα κακὰ
κακῶν οὐκ εἶναι. δὲν ὑπάρχουν.

21 X ρ υ σ ί π π ο υ. 21. X ρ υ σ ί π π ο υ:
῎Eλεγεν δὲ ὁ Xρύσιππος ἀλγεῖν μὲν τὸν σοφόν, μὴ ῾O Xρύσιππος ἔλεγε ὅτι ὁ σοφὸς πονεῖ μέν, ἀλλὰ δὲν
βασανίζεσθαι δέ· μὴ γὰρ ἐνδιδόναι τ@ῆ ψυχ@ῆ. καὶ δεῖ- βασανίζεται. Γιατὶ δὲν ἐνδίδει στὴν ψυχή. Kαὶ ὅταν εἶναι
σθαι μέν, μὴ προσδέχεσθαι δέ. ἐνδεής, δὲν δέχεται καμμιὰ προσφορὰ.

22 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. 22. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
᾽Aνδρείη τὰς ἄτας μικρὰς ἕρδει. Λίγο μᾶς βλάπτει ἡ συμφορά, ὅταν ὑπάρχει ἀνδρεία.

23 M ο υ σ ω ν ί ο υ. 23. M ο υ σ ω ν ί ο υ:
Kαὶ ἂν τοῦ συμφέροντος μάλιστα προαιρ@ῆ ἔχε- ῍Aν θέλης καὶ προτιμᾶς νὰ κοιτάξης τὸ συμφέρον σου,
σθαι, μὴ δυσχέραινε ταῖς περιστάσεσιν, ἐνθυμούμε- μὴν ἀγανακτῆς μὲ τὶς περιστάσεις καὶ θυμήσου πόσα
νος πόσα ἤδη σοι τῶν ἐν βί\ω οὐχ ὡς σὺ ἐβούλου συν- πράγματα στὴ ζωή σου δὲν ἦρθαν ὅπως τὰ ἤθελες, ἀλλ’
έπεσεν, ἀλλ’ ὡς συνέφερεν. ὅπως τἄφερε ἡ τύχη.
170 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 171

24 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 24. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
῞Aρπαζε τὸ καλῶς ἀποθνήσκειν ὅτε ἔξεστι, μὴ ᾽Eπωφελήσου νὰ πεθαίνης καλὰ ὅταν αὐτὸ εἶναι δυνα-
μετὰ μικρὸν τὸ μὲν ἀποθνήσκειν σοι παρ@ῆ, τὸ δὲ τό, μήπως σὲ λίγο ἔρθη ὁ θάνατος, ἀλλὰ ὁ καλὸς θάνατος
καλῶς μηκέτι ἐξ@ῆ. δὲν θὰ ἐξαρτᾶται πλέον ἀπὸ σένα.

25 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 25. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Oὐκ ἔστιν ἐπὶ πολλῶν συμφέροντι ζῶντα καθηκόν- ῞Oποιος στὴ ζωή του ὑπηρετεῖ τὸ συμφέρον πολλῶν,
τως ἀποθανεῖν μὴ ὑπὲρ πλειόνων ἀποθνήσκοντα δὲν μπορεῖ νὰ πεθάνη ὅπως πρέπει, ἂν δὲν πεθαίνη χάριν
συμφέροντι. τοῦ συμφέροντος πολὺ περισσοτέρων.

26 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. 26. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
᾽Aνδρεῖος οὐχ ὁ τῶν πολεμίων κρατῶν μόνον, ἀλλὰ Δὲν εἶναι ἀνδρεῖος αὐτὸς ποὺ μόνο κατανικᾶ τοὺς
καὶ ὁ τῶν ἡδονῶν κρείσσων. ἔνιοι δὲ πολίων μὲν δε- ἐχθροὺς ἀλλὰ κι’ αὐτὸς ποὺ εἶναι κυρίαρχος τῶν ἡδονῶν.
σπόζουσι, γυναιξὶ δὲ δουλεύουσιν. Mερικοὶ ἐνῶ κυβερνοῦν πολιτεῖες, γίνονται δοῦλοι τῶν
γυναικῶν.
27 Π λ ά τ ω ν ο ς.
Π λάτων ἔφη τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας βίου μὴ μα- 27. Π λ ά τ ω ν ο ς:
κροῦ ἀλλὰ λαμπροῦ δεῖσθαι. ῾O Πλάτων εἶπε πὼς οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν
ἀνάγκη ἀπὸ μακρά, ἀλλὰ ἀπὸ λαμπρὰ ζωή.
28 Δ α ρ ε ί ο υ.
Δαρεῖος ὁ Ξέρξου πατὴρ ἑαυτὸν ἐγκωμιάζων ἔλε- 28. Δ α ρ ε ί ο υ:
γεν ἐν ταῖς μάχαις καὶ παρὰ τὰ δεινὰ γίγνεσθαι φρο- ῾O Δαρεῖος, ὁ πατέρας τοῦ Ξέρξη, παινεύοντας τὸν
νιμώτερος. ἑαυτό του, ἔλεγε πὼς στὶς μάχες, καὶ παρὰ τοὺς κινδύ-
νους ἀποκτᾶ πιὸ μεγάλη φρόνηση.
29 ᾽E κ τ ῶ ν Δ ί ω ν ο ς χ ρ ε ι ῶ ν.
Λάκαινα γυνὴ τοῦ υἱοῦ αὐτῆς ἐν παρατάξει χωλω- 29. ᾽A π ὸ «τ ὰ ς χ ρ ε ί α ς» τ ο ῦ Δ ί ω ν ο ς:
θέντος καὶ δυσφοροῦντος ἐπὶ τούτ\ω “μὴ λυποῦ τέ- Mιὰ Σπαρτιάτισσα, ὅταν ὁ γιός της κουτσάθηκε στὴ
κνον” εἶπεν, “καθ’ ἕκαστον γὰρ βῆμα τῆς ἰδίας ἀρε- μάχη καὶ δυσφοροῦσε γι’ αὐτό, τοῦ εἶπε: «Mὴ λυπᾶσαι,
τῆς ὑπομνησθήσ@η.” παιδί μου. Σὲ κάθε βῆμα σου θὰ θυμᾶσαι τὴν ἀρετή σου».

30 ᾽E κ τ ῶ ν ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς χ ρ ε ι ῶ ν. 30. ᾽A π ὸ «τ ὰ ς χ ρ ε ί α ς» τ ο ῦ ᾽A ρ ι σ τ ο τ έ λ ο υ ς:
᾽Aνάξαρχος ὁ φυσικὸς εἰπόντος αὐτ\ῶ ᾽Aλεξάνδρου ῞Oταν ὁ A᾽ λέξανδρος εἶπε στὸ φυσικὸ A ᾽ νάξαρχο ὅτι
ὅτι κρεμῶ σε, “ἀπείλει τούτοις” ἔφη “τοῖς πολλοῖς· «θὰ σὲ κρεμάσω», αὐτὸς τοῦ ἀποκρίθηκε: «Mὲ τέτοια νὰ
ἐμοὶ δὲ οὐδὲν διαφέρει ὑπὲρ γῆς ἢ κατὰ γῆς σήπε- φοβερίζης τὸν κοσμάκη. ᾽Eμένα μοῦ εἶναι ἀδιάφορο, ἂν
σθαι.” θὰ σαπίσω ἐπάνω ἢ κάτω ἀπὸ τὸ χῶμα.
172 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 173

31 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. 31. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Γοργὼ ἡ Λακεδαιμονία Λεωνίδου γυνή, τοῦ υἱοῦ ῾H Γοργώ, ἡ γυναίκα τοῦ Λεωνίδα τοῦ Λακεδαιμονίου,
αὐτῆς ἐπὶ στρατείαν πορευομένου, τὴν ἀσπίδα ἐπι- ὅταν ὁ γιός της πήγαινε σὲ ἐκστρατεία, τοὔδωσε τὴν
διδοῦσα εἶπεν “ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς.” ἀσπίδα καὶ τοῦ εἶπε: «῍H νὰ τὴ φέρης ἢ νὰ σὲ φέρουν
ἀπάνω της».
32 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ.
Δίκης κῦδος γνώμης θάρσος καὶ ἀθαμβίη, ἀδικίης 32. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
δὲ δεῖμα ξυμφορῆς τέρμα. Tῆς δικαιοσύνης καύχημα εἶναι τὸ θάρρος τῆς γνώμης
καὶ ἡ ἀταραξία, τῆς ἀδικίας ὅριο ὁ φόβος τῆς συμφορᾶς.
33 ῾H ρ ο δ ό τ ο υ ἱ σ τ ο ρ ί α ς ζ´ (50).
Mεγάλα γὰρ πρήγματα μεγάλοισι κινδύνοισιν ἐθέ- 33. ῾H ρ ο δ ό τ ο υ ἱ σ τ ο ρ ί α ζ´ (50):
λει καὶ αἱρέεσθαι. Tὰ μεγάλα ἔργα κατορθώνονται καὶ μὲ μεγάλους κιν-
δύνους.
34 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ῆ ς ἀ π ο λ ο γ ί α ς
Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς (28 b). 34. Π λ ά τ ω ν ο ς ᾽A π ο λ ο γ ί α Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς (28 b.):
῎Iσως ἂν οὖν εἴποι τις, εἶτ’ οὐ καταισχύν@η, ὦ Σώ- ῎Iσως ὅμως νὰ εἰπῆ κανείς: ἐν τοιαύτ€η περιπτώσει δὲν
κρατες, τοιοῦτο ἐπιτήδευμα ἐπιτηδεύσας, ἐξ οὗ κιν- ντρέπεσαι, Σωκράτη, ποὺ διάλεξες μιὰ τέτοια ἀσχολία, ἐξ
δυνεύεις νυνὶ ἀποθανεῖν; ἐγὼ δὲ τούτ\ω ἂν δίκαιον αἰτίας τῆς ὁποίας κινδυνεύεις τώρα δὰ νὰ θανατωθῆς;
λόγον ἀντείποιμι, ὅτι οὐ καλῶς λέγεις, ὦ ἄνθρωπε, εἰ ᾽Eγὼ λοιπὸν σ’ αὐτὰ θὰ ἀπαντοῦσα τοῦτον τὸ σωστὸ λό-
οἴει δεῖν κίνδυνον ὑπολογίζεσθαι τοῦ ζῆν ἢ τεθνάναι γο, ὅτι, ἄνθρωπέ μου, δὲ τὰ λὲς καλά, ἂν ἔχης τὴ γνώμη
ἄνδρα, ὅτου τι καὶ σμικρὸν ὄφελός ἐστιν, ἀλλ’ οὐκ πὼς ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ προσπαθεῖ νὰ ὠφελήση ἔστω
ἐκεῖνο σκοπεῖν ὅταν πράττ@η, πότερον δίκαια ἢ ἄδικα καὶ λίγο τοὺς ἄλλους, πρέπει νὰ ὑπολογίζη τὸν κίνδυνο,
πράττει, καὶ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ ἔργα ἢ κακοῦ. παίρνοντας στὰ σοβαρὰ ἂν θὰ ζήση ἢ θὰ πεθάνη· ὁ ἄν-
θρωπος ὅταν κάνη κάτι, ὀφείλει νὰ ἐξετάζη τοῦτο μόνο, ἡ
35 Θ ο υ κ υ δ ί δ ο υ δ η μ η γ ο ρ ί α ς K ν ή μ ο υ πράξη ποὺ κάνει εἶναι δίκαιη ἢ ἄδικη καὶ τὰ ἔργα του
(II, 87). εἶναι ἔργα ἀγαθοῦ ἢ κακοῦ ἀνθρώπου.
῎Aνευ δ’ εὐψυχίας οὐδεμία τέχνη πρὸς τοὺς κινδύ-
νους ἰσχύει· φόβος γὰρ μνήμην ἐκπλήσσει, τέχνη δ’ 35. Θ ο υ κ υ δ ί δ ο υ δ η μ η γ ο ρ ί α K ν ή μ ο υ (II, 87):
ἄνευ αὐτῆς οὐδὲν ὠφελεῖ. Xωρὶς εὐψυχία καμμιὰ τέχνη δὲν ἔχει ἀξία μπροστὰ
στὸν κίνδυνο· γιατὶ ὁ φόβος ταράζει τὴ μνήμη κι’ ἡ τέχνη
χωρὶς τὴ μνήμη εἶν’ ἄχρηστη.
174 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 175

36 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἐ κ τ ο ῦ ἐ π ι τ α φ ί ο υ (II, 43). 36. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἀ π ὸ τ ὸ ν ᾽E π ι τ ά φ ι ο ν


᾽Aλγεινοτέρα γὰρ ἀνδρί γε φρόνημα ἔχοντι ἡ μετὰ (τοῦ Περικλέους II, 43):
τοῦ μαλακισθῆναι κάκωσις ἢ ὁ μετὰ ῥώμης καὶ κοι- Γιὰ ἕναν ἄνδρα ποὺ ἔχει γενναῖο φρόνημα εἶναι πιὸ
νῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος θάνατος. ὀδυνηρὴ ἡ ταπείνωση ποὺ φέρνει ἡ δειλία παρὰ ὁ θάνα-
τος ποὺ ἔρχεται, χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθῆ, τὴν ὥρα ποὺ
37 ᾽E ν τ α υ τ \ῶ (II, 40). μάχεται παλληκαρίσια καὶ κατέχεται ἀπὸ τὴν ἐλπίδα γιὰ
Διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν, ὤστε τολ- τὴ νίκη τῆς πατρίδας.
μᾶν τε οἱ αὐτοὶ μάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν
ἐκλογίζεσθαι· ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος λογι- 37. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο (II, 40):
σμὸς δὲ ὄκνον φέρει. κράτιστοι δ’ ἂν τὴν ψυχὴν δι- Kαὶ κατὰ τοῦτο, ὡς γνωστόν, ὑπερέχομε πολὺ ἀπὸ
καίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γι- τοὺς ἄλλους: ὅτι εἴμαστε ἐξαιρετικὰ τολμηροὶ στὴ δράση
νώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν καὶ συγχρόνως ἐξαιρετικὰ τολμηροὶ στὸ νὰ μελετοῦμε ὡς
κινδύνων. τὴν τελευταία λεπτομέρεια ὅσα πρόκειται νὰ ἐπιχειρή-
σωμε· στοὺς ἄλλους, ἀντιθέτως, ἡ ἄγνοια τοῦ κινδύνου
38 Z ή ν ω ν ο ς. γεννάει τὸ θράσος, ἡ μελέτη κι’ ἡ σκέψη τὸ δισταγμό.
Zήνων ὁ ᾽Eλεάτης ὑπὸ τοῦ τυράννου στρεβλούμε- A
᾽ λλὰ δίκαια θεωροῦνται πὼς τὴν πιὸ μεγάλη εὐψυχία
νος, ὅπως εἴπ@η τοὺς συνωμότας “εἰ γὰρ ἦσαν” εἶπεν ἔχουν ἐκεῖνοι, πού, ἐνῶ ἔχουν σαφέστατη ἀντίληψη καὶ
“οὐκ ἂν ἐτυράννεις.” τῶν δεινῶν τοῦ πολέμου καὶ τῶν ἡδονῶν τῆς εἰρήνης, ἐν
τούτοις δὲν ἀποφεύγουν τοὺς κινδύνους.
39 ᾽E κ τ ῆ ς N ι κ ο λ ά ο υ ἐ θ ῶ ν σ υ ν α γ ω γ ῆ ς.
᾽Oμβρικοὶ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς πολεμίους μάχαις 38. Z ή ν ω ν ο ς:
αἴσχιστον ἡγοῦνται ἡττημένοι ζῆν, ἀλλ’ ἀναγκαῖον ἢ ῾O Zήνων ὁ ᾽Eλεάτης ὅταν βασανιζόταν ἀπὸ τὸν τύραν-
νικᾶν ἢ ἀποθνήσκειν. νο νὰ κατονομάση τοὺς συνωμότας, εἶπε: «῍Aν ὑπῆρχαν,
δὲν θὰ ἤσουν τύραννος ἀκόμη».
40 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ.
Kελτοὶ οἱ τ\ῶ ὠκεαν\ῶ γειτνιῶντες αἰσχρὸν ἡγοῦν- 39. A
᾽ π ὸ τ ὴ σ υ λ λ ο γ ὴ ἐ θ ί μ ω ν τ ο ῦ N ι κ ο λ ά ο υ:
ται τοῖχον καταπίπτοντα ἢ οἰκίαν φεύγειν, πλημμυ- Oἱ ᾽Oμβρικοὶ κατὰ τὶς μάχες ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν θεω-
ρίδος δὲ ἐκ τῆς ἔξω θαλάττης ἐπερχομένης μεθ’ ροῦν μέγα αἶσχος νὰ ζήσουν ἡττημένοι, ἀλλὰ θεωροῦν
ἀναγκαῖο ἢ νὰ νικήσουν ἢ νὰ πεθάνουν.

40. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
Oἱ Kελτοὶ ποὺ γειτονεύουν μὲ τὸν ὠκεανό, θεωροῦν
αἰσχρὸ νὰ φεύγουν ὅταν πέφτη ἕνας τοῖχος ἢ ἕνα σπίτι.
῞Oταν ἐπέρχεται πλημμυρίδα ἀπὸ τὴν θάλασσα, τὴν ὑπο-
176 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 177

ὅπλων ἀπαντῶντες ὑπομένουσιν ἕως κατακλύζονται, δέχονται ἔνοπλοι καὶ ὑπομένουν ὡς ὅτου νὰ τοὺς κατα-
ἵνα μὴ δοκῶσι φεύγοντες τὸν θάνατον φοβεῖσθαι. κλύσουν τὰ νερά, γιὰ νὰ μὴ νομισθῆ ὅτι μὲ τὴ φυγή τους
φοβοῦνται τὸ θάνατο.
41 ᾽I α μ β λ ί χ ο υ ἐ κ τ ῆ ς ἐ π ι σ τ ο λ ῆ ς τ ῆ ς π ρ ὸ ς
᾽O λ ύ μ π ι ο ν π ε ρ ὶ ἀ ν δ ρ ί α ς. 41. ᾽I α μ β λ ί χ ο υ ἀ π ὸ τ ὴ ν ἐ π ι σ τ ο λ ὴ
᾽Aνδρία νοείσθω ἡ κυριωτάτη, ὅση τέ ἐστιν ἄτρε- π ρ ὸ ς ᾽O λ ύ μ π ι ο ν π ε ρ ὶ ἀ ν δ ρ ε ί α ς:
πτος νοερὰ δύναμις, καὶ ὅση ἀκμαιοτάτη νοερὰ ῾Ως ἀνδρεία ἂς νοῆται ἡ πιὸ ἰσχυρὴ καὶ πιὸ ἄκαμπτη
ἐνέργεια, ἥτε τοῦ νοῦ ταυτότης καὶ μόνιμος ἕξις ἐν δύναμη τοῦ νοῦ καὶ ἡ πιὸ ἔντονη ἐνέργειά του· ἡ ἴδια ἡ
ἑαυτ@ῆ· τοιαῦτα ἂν εἴη τὰ περὶ τὴν ζωὴν εἴδη θεω- ταυτότητα τοῦ νοῦ καὶ μιὰ μόνιμη ἕξη του. Oἱ μορφὲς τῆς
ρούμενα τῆς ἀνδρίας, ἤτοι καθ’ ἑαυτὰ ὑφεστηκότα ἢ ἀνδρείας θεωρούμενες στὴ ζωὴ εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι δύο
κοινωνήσαντα τὴν ἑαυτῶν ῥώμην πρὸς τὴν ἐν τοῖς τινά: εἴτε δηλαδὴ ὑφίστανται καθ’ ἑαυτὲς εἴτε ἡ δύναμή
λόγοις μόνιμον κατάστασιν. τους ἐκδηλώνεται σὲ σχέση μὲ τὴ μόνιμη κατάσταση.

42 ᾽E ν τ α υ τ \ῶ. 42. Σ τ ὸ α ὐ τ ὸ ἔ ρ γ ο:
᾽Aπὸ δὴ τούτων τὰ ἐν τοῖς πάθεσιν περί τε δεινὰ ᾽Eγὼ λοιπὸν θεωρῶ πολυσύνθετες μορφὲς τῆς ἀνδρείας
καὶ μὴ δεινὰ καὶ περὶ φόβον καὶ θάρσος περί τε αὐτὲς ποὺ συνδέονται μὲ τὴ γενναία ἀντίσταση τῆς ψυ-
ἡδονὴν καὶ λύπην γενναίως ἀνθιστάμενα, καὶ τὰ δια- χῆς στὰ διάφορα πάθη σχετικὰ μὲ τὰ φοβερὰ ἢ μὴ φο-
φυλάττοντα ἀεὶ τὰς αὐτὰς ὀρθὰς δόξας, τά τε σύμ- βερὰ πράγματα, μὲ τὸ φόβο καὶ τὸ θάρρος, τὴν ἡδονὴ καὶ
μετρα καὶ μέσα ἤθη διασώζοντα, καὶ τὰ πραΰνοντα τὴ λύπη, ποὺ διασώζουν πάντα τὶς ἴδιες ὀρθὲς ἀντιλή-
τὸν ὑπὸ τ\ῶ λόγ\ω καὶ ἀνεγείροντα αὐτὸν κατὰ και- ψεις καὶ διατηροῦν τὰ ἤθη στὰ ὅρια τοῦ μέτρου καὶ κα-
ρόν, καὶ τὰ κοινὰ τούτων ἐκ πάθους καὶ λόγου καὶ ταπραΰνουν τὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι στὴν ἐξουσία
προαιρέσεως, τίθεμαι εἶναι πολυμέριστα εἴδη τῆς τοῦ λόγου ἢ τὸ διεγείρουν στὴν κατάλληλη στιγμή, καθὼς
ἀνδρίας, ἀφ’ ὧν ἐπιρρεῖ τοῖς βίοις ἡ ἀνδραγαθία τῶν ἐπίσης καὶ τὴν μορφὴ τῆς ἀνδρείας, ποὺ ἀποτελεῖ μιὰ
πράξεων ἀήττητος πάντ@η καὶ ἀβίαστος, ἑκουσίως τὰ σύνθεση τοῦ πάθους, τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ τῆς ἐσωτε-
καλὰ καὶ δι’ ἑαυτὰ αἱρουμένη καὶ πράττουσα, καὶ ρικῆς διαθέσεως. A
᾽ π’ αὐτὲς τὶς μορφὲς τῆς ἀνδρείας προ-
τῶν ἀγαθῶν ἕνεκα πάντας πόνους καὶ κινδύνους κύπτει στὴ ζωὴ ἡ ἀνδραγαθία τῶν πράξεων, μιὰ κατάστα-
ὑπομένουσα διδοῦσά τε ἑαυτὴν ἑτοίμως εἰς τὰ δο- ση ἀήττητη καὶ ἀβίαστη, ποὺ αὐτοπροαίρετα προκρίνει
κοῦντα εἶναι δυσχερῆ, καὶ θαρροῦσα τὸν θάνατον καὶ πράττει τὸ καλὸ χάριν τοῦ καλοῦ καὶ εἶναι ἕτοιμη νὰ
καὶ μελετῶσα τάς τε ἀλγηδόνας εὐκόλως φέρουσα ὑπομείνη χάριν τῶν ἀγαθῶν ὅλους τοὺς κόπους καὶ τοὺς
καὶ μεταχειριζομένη. κινδύνους, ποὺ ἀναλαμβάνει πρόθυμα ὅσα ἔργα φαίνον-
ται δύσκολα, ποὺ δὲν φοβᾶται τὸ θάνατο καὶ ἀσκεῖται
νὰ ὑπομένη ἀγόγγυστα τοὺς πόνους καὶ νὰ τοὺς ἀντιμε-
τωπίζη.

12 A
᾽ νθολόγιον B´
178 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 179

43 Π λ ά τ ω ν ο ς. 43. Π λ ά τ ω ν ο ς:
Π λάτων ἐρωτηθεὶς πῶς ἔχειν δεῖ πρὸς τὰ περι- ῾O Πλάτων, ὅταν ρωτήθηκε πῶς πρέπει κανεὶς ν’ ἀντι-
πτώματα, “οὕτως” εἶπεν “ὥστε προϊδόντα μὴ ἐμβῆ- μετωπίζη τὰ δυστυχήματα, εἶπε: Nὰ πῶς: νὰ τὰ προβλέ-
ναι, ἐμβάντα δὲ κατ’ ἄγνοιαν μὴ φροντίσαι.” πη, γιὰ νὰ τ’ ἀποφεύγη· ἂν ὅμως ἀπὸ ἄγνοια δὲν μπορέση
νὰ τ’ ἀποφύγη καὶ τὰ ὑποστῆ, νὰ τὰ ἀντιμετωπίζη μὲ
44 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ. ἀδιαφορία.
Oὐ τὸ ζῆν περὶ πλείστου ποιητέον, ἀλλὰ τὸ εὖ ζῆν.
44. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ:
45 Z ή ν ω ν ο ς. Δὲν πρέπει νὰ συγκεντρώνουμε ὅλη μας τὴν φροντίδα
Zήνων ὡς ἤδη γέρων ὢν πταίσας κατέπεσεν “ἔρχο- στὸ νὰ ζήσουμε, ἀλλὰ στὸ νὰ ζήσουμε ὡραῖα.
μαι” εἶπε “τί με αὔεις;” καὶ εἰσελθὼν ἑαυτὸν ἐξήγα-
γεν. 45. Z ή ν ω ν ο ς:
῾O Zήνων ὅταν ἦταν γέρος σκόνταψε κι’ ἔπεσε: «῎Eρχο-
46 Λ ε ω ν ί δ ο υ. μαι, εἶπε, τί μὲ φωνάζεις;» Πράγματι μπῆκε στὸ σπίτι καὶ
Λεωνίδης ἀκούσας ἐπισκιάζεσθαι τὸν ἥλιον τοῖς πέθανε.
Περσῶν τοξεύμασιν “χάριεν” ἔφη “ὅτι καὶ ὑπὸ σκι@ᾶ
μαχούμεθα.” 46. Λ ε ω ν ί δ ο υ:
῾O Λεωνίδας, ἀκούγοντας ὅτι τὰ βέλη τῶν Περσῶν ἐπι-
47 Δ ι ο γ έ ν ο υ ς. σκιάζουν τὸν ἥλιο, εἶπε: «ὡραῖα· θὰ πολεμήσουμε κάτω
῾Oρῶν Mεγαρέας ὁ Διογένης τὰ μακρὰ τείχη ἱστάν- ἀπὸ σκιά».
τας “ὦ μοχθηροί” εἶπε “μὴ τοῦ μεγέθους προνοεῖτε
τῶν τειχῶν, ἀλλὰ τῶν ἐπ’ αὐτῶν στησομένων.” 47. Δ ι ο γ έ ν ο υ ς:
῾O Διογένης, βλέποντας τοὺς Mεγαρεῖς νὰ ἀνεγείρουν
48 (Plut. Mor. 190 c. d.) ῏Aγις ὁ βασιλεὺς ἔφη τοὺς τὰ μακρὰ τείχη. «Tαλαίπωροι», τοὺς εἶπε, «πονοκεφαλᾶ-
Λακεδαιμονίους μὴ ἐρωτᾶν ὁπόσοι εἰσὶν ἀλλὰ ποῦ τε πόσο μεγάλα θὰ στήσετε τὰ τείχη, μὰ ποιοί θὰ στη-
εἰσὶν οἱ πολέμιοι. καὶ ἐρωτῶντος τινός “πόσοι εἰσὶ θοῦν ἐπάνω, γιὰ νὰ τὰ ὑπερασπίσουν;».
Λακεδαιμόνιοι;” ἔφη “ἱκανοὶ τοὺς κακοὺς ἀπερύ-
κειν.” 48. (Πλουτάρχου ᾽Hθικὰ 190 c.d.) ῾O ῏Aγις, ὁ βασιλεύς,
εἶπε ὅτι οἱ Λακεδαιμόνιοι δὲν ρωτᾶνε πόσοι εἶναι οἱ
ἐχθροί, ἀλλὰ ποῦ εἶναι. Kαὶ ὅταν κάποιος ρώτησε «πόσοι
εἶναι οἱ Λακεδαιμόνιοι;» ἀποκρίθηκε «ἀρκετοὶ νὰ ξεκά-
νουν τοὺς κακούς».
180 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 181

49 Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς. 49. Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς:
Ξενοφῶντι ἐν Σκιλλοῦντι ἐστεφανωμέν\ω καὶ θύοντι Στὸν Ξενοφῶντα, ποὺ βρισκόταν στὸν Σκιλλοῦντα,
ἀπήγγειλέ τις Γρύλλον τὸν υἱὸν περὶ Mαντίνειαν πο- στεφανωμένος γιατὶ θυσίαζε, ἀνάγγειλε κάποιος ὅτι ὁ
λεμοῦντα ἀν@ηρῆσθαι. ὃ δὲ ἀποθέμενος τὸν στέφανον γιός του Γρύλλος, ποὺ πολεμοῦσε στὴ Mαντίνεια, σκοτώ-
εἴρετο ὅπως ἀγωνιζόμενος τελευτήσειε· τοῦ δ’ εἰπόν- θηκε. ῾O Ξενοφῶν ἔβγαλε τὸ στεφάνι καὶ ρώτησε πῶς
τος ἄριστα, ἐπιθέμενος τὸν στέφανον πάλιν ἔθυεν. πολεμοῦσε καὶ σκοτώθηκε. Kι’ ὅταν τοῦ ἀπάντησε ὅτι
πολεμοῦσε γενναῖα, ἔβαλε πάλι τὸ στεφάνι καὶ συνέχισε
50 Δ η μ ο σ θ έ ν ο υ ς ἐ κ τ ῶ ν ὑ π ὲ ρ τὴ θυσία.
τ ο ῦ σ τ ε φ ά ν ο υ (258, 19).
Πέρας μὲν γὰρ ἅπασιν ἀνθρώποις τοῦ βίου θάνα- 50. Δ η μ ο σ θ έ ν ο υ ς ἀ π ὸ τ ὸ ν λ ό γ ο π ε ρ ὶ
τος, κἂν ἐν οἰκίσκ\ω τις ἑαυτὸν καθείρξας τηρ@ῆ. δεῖ τ ο ῦ σ τ ε φ ά ν ο υ (258, 19):
δὲ τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας ἐγχειρεῖν μὲν ἅπασιν ἀεὶ Tὸ τέλος κάθε ἀνθρώπου εἶναι ὁ θάνατος, ἀκόμα κι’ ἂν
τοῖς καλοῖς τὴν ἀγαθὴν προβαλλομένους ἐλπίδα, φέ- κανένας κλεισθῆ σ’ ἕνα σπιτάκι καὶ περιφρουρεῖ τὸν ἑαυ-
ρειν δ’ ὃ ἂν ὁ θεὸς διδ\ῶ γενναίως. τό του. Γι’ αὐτὸ οἱ γενναῖοι ἄνθρωποι πρέπει νὰ ἐπιχει-
ροῦν κάθε φορὰ ὅλα τὰ ὡραῖα προβάλλοντας τὴν ἀγαθὴν
51 Π λ ά τ ω ν ο ς (Phaedr. 274 b). ἐλπίδα, καὶ νὰ ὑποφέρουν γενναῖα ὅ,τι δώσει ὁ θεός.
᾽Aλλὰ καὶ ἐπιχειροῦντι τοῖς καλοῖς καλὸν καὶ πά-
σχειν ὅ τι ἂν ξυμβ@ῆ τ\ω παθεῖν. 51. Π λ ά τ ω ν ο ς (Φαῖδρος 274 b.):
A
᾽ λλὰ εἶναι ὡραῖο νὰ ἐπιχειρῆ κανεὶς τὰ ὡραῖα, κι’ ὅ,τι
52 ᾽A λ ε ξ ά ν δ ρ ο υ (Plut. V. Alex. 672 b). τοῦ συμβῆ νὰ πάθη, νὰ τὸ πάθη.
᾽Eν ᾽Iλί\ω θύοντι τ\ῶ ᾽Aλεξάνδρ\ω ἔφη ὁ ἱερεὺς δεί-
ξειν τὴν Πάριδος λύραν, ὃ δὲ “τὴν ᾽Aχιλλέως” εἶπεν 52. ᾽A λ ε ξ ά ν δ ρ ο υ (Πλουτάρχου ᾽Aλέξανδρος 672 b.):
“εἰ ἔχεις, δεῖξον, καὶ πρό γε τῆς λύρας τὴν μελίαν.” ῞Oταν ὁ A ᾽ λέξανδρος θυσίαζε στὸ ῎Iλιο, ὁ ἱερεὺς τοῦ
εἶπε νὰ τοῦ δείξη τὴ λύρα τοῦ Πάριδος. Kι’ ὁ A ᾽ λέξανδρος
53 K ο ρ ί σ κ ο υ. τοῦ λέει: «῍Aν ἔχης τοῦ A ᾽ χιλλέως δεῖξε μού την καί, πρὶν
Kορίσκος εὖ μάλα γέρων ὤν, ὡς ἀπό τινος χα- ἀπὸ τὴ λύρα, δεῖξε μου τὸ δόρυ του».
λεπῆς ἀρρωστίας ἀνέρρωσεν “ἄπαγε” ἔφη “ὡς ἀηδῶς
ἀνέστροφα, ἤδη πολὺ τῆς ὁδοῦ προκεκοφὼς ἣν δεῖ 53. K ο ρ ί σ κ ο υ:
πάντως πορευθῆναι. ῾O Kορίσκος, γέρος πολύ, ὅταν ἀνέρρωσε ἀπὸ μιὰ
πολὺ δύσκολη ἀρρώστεια, εἶπε: «῎Aει στὴν ὀργή, βλακω-
δῶς γύρισα πίσω, ἐνῶ εἶχα προχωρήσει ἀρκετὸ δρόμο,
τὸν ὁποῖον ὁπωσδήποτε πρέπει νὰ κάμω».
182 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 183

54 K λ ε ά ν θ ο υ ς. 54. K λ ε ά ν θ ο υ ς:
Kλεάνθης, ὑπὸ γλώττης ἕλκους αὐτ\ῶ γενομένου, ῾O Kλεάνθης εἶχε πάθει ἕνα ἕλκος κάτω ἀπὸ τὴ γλῶσ-
τὴν τροφὴν οὐκ ἐδύνατο παραπέμπειν· ὡς δὲ ῥ@ᾶον σα του καὶ δὲν μποροῦσε νὰ καταπιῆ τὴν τροφή του.
ἔσχε καὶ ὁ ἰατρὸς αὐτ\ῶ τροφὴν προσήγαγεν “σὺ δέ ῞Oταν ἔγινε καλύτερα καὶ ὁ γιατρὸς τοῦ ἔφερε νὰ φάη,
με” ἔφη “βούλει ἤδη τὸ πλέον τῆς ὁδοῦ κατανύσαντα εἶπε: «᾽Eσὺ θέλεις τώρα ποὺ ἔκανα τὸ μεγαλύτερο μέρος
ἀναστρέφειν, εἶτα πάλιν ἐξ ὑπαρχῆς τὴν αὐτὴν ἔρχε- τοῦ δρόμου νὰ μὲ γυρίσης πίσω καὶ κατόπιν νὰ ξανακά-
σθαι;” καὶ ἐξήλθεν τοῦ βίου. νω πάλι τὸν ἴδιο δρόμο ἀπὸ τὴν ἀρχή;». Kαὶ πέθανε.

55 K λ ε ι τ ο μ ά χ ο υ. 55. K λ ε ι τ ο μ ά χ ο υ:
Kλειτόμαχος νοσήσας καὶ ληθάργ\ω περιπεσὼν ὡς ῾O Kλειτόμαχος ἀρρώστησε καὶ ἔπεσε σὲ λήθαργο.
ἀνένηψεν “οὐδέν με” ἔφη “ἐξαπατήσει ἡ φιλοζωία,” ῞Oταν συνῆλθε, «δὲν θὰ μὲ ξεγελάση», εἶπε, «ἡ ἀγάπη
καὶ ἐξήγαγεν ἑαυτὸν τοῦ βίου. πρὸς τὴν ζωή». Kαὶ πέθανε.

56 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς. 56. Σ ω κ ρ άτ ο υ ς:
Σωκράτους φεύγοντος τὴν δίκην, Λυσίας λόγον ῞Oταν ὁ Σωκράτης ἐπρόκειτο νὰ δικασθῆ, τὸν συνάν-
τινὰ συγγράψας ἦλθεν αὐτ\ῶ κομίζων καὶ ἐκέλευε τησεν ὁ Λυσίας, φέρνοντάς του ἕνα λόγο ἀπολογητικὸ
χρήσασθαι· τοῦ δὲ Λυσίου εἰπόντος καὶ μὴν κάλλι- ποὺ εἶχε γράψει καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν χρησιμο-
στον αὐτὸν εἶναι· “καὶ τὰ ῥόδα” ἔφη “κάλλιστά ἐστιν, ποιήση. – ῾O Λυσίας τοῦ εἶπε ὅτι ὁ λόγος εἶναι κάλλιστος
ἀλλ’ οὐ πρέπειν αὐτ\ῶ τὸ στεφάνωμα.” “τεθνήξ@η τοί- καὶ ὁ Σωκράτης τοῦ ἀποκρίθηκε: «Kαὶ τὰ ρόδα εἶναι
νυν” ἔφη ὁ Λυσίας “εἰ μὴ οὕτως ἀπολογήσ@η· ὃ δὲ “εἰ ὡραιότατα, ἀλλὰ δὲν μοῦ ἀξίζει νὰ μὲ στεφανώσουν μ’
γὰρ” ἔφη “καὶ μὴ νῦν, πάντως τεθνήξομαι.” αὐτά». «Tότε θὰ θανατωθῆς», εἶπε ὁ Λυσίας, «ἂν δὲν ἀπο-
λογηθῆς ἔτσι». «Kαὶ μήπως οὕτως ἢ ἄλλως δὲν θὰ πεθά-
57 ᾽E ρ α σ ι σ τ ρ ά τ ο υ. νω;» ἀποκρίθηκε ὁ Σωκράτης.
᾽Eρασίστρατος ὁ Xῖος ἤδη γηραιὸς ὢν ἕλκος ἐπὶ
τοῦ ποδὸς δυσίατον ἔχων “εὖ γε” εἶπεν “ὅτι τῆς πα- 57. ᾽E ρ α σ ι σ τ ρ ά τ ο υ:
τρίδος ὑπομιμνήσκομαι,” καὶ κώνειον πιὼν κατέ- ῾O ᾽Eρασίστρατος ὁ Xῖος ὅταν ἦταν πολὺ γέρος εἶχε μιὰ
στρεψεν. δυσίατη πληγὴ στὸ πόδι. «Mπράβο μου, εἶπε, ποὺ σκέ-
πτομαι τὴν πατρίδα μου». Kαὶ πίνοντας κώνειο, πέθανε.
58 ῾H ρ ο δ ό τ ο υ ἱ σ τ ο ρ ί α ς ζ (102).
Λέγει Δημάρατος τάδε “ἐπειδὴ ἀληθεί@η δὴ χρήσα- 58. ῾H ρ ο δ ό τ ο υ ἱ σ τ ο ρ ί α ζ´ (102):
σθαι πάντως κελεύεις ταῦτα λέγοντα, τὰ μὴ ψευδό- Λέει λοιπὸν ὁ Δημάρατος τὰ ἑξῆς: «ἀφοῦ μὲ προστάζεις
μενός τις ὕστερον ὑπὸ σεῦ ἁλώσεται· τ@ῆ ῾Eλλάδι πε- νὰ σοῦ εἰπῶ ὁπωσδήποτε τὴν ἀλήθεια, θὰ σοῦ εἰπῶ αὐτὰ
νίη μὲν αἰεί κοτε σύντροφος σύνεστιν· ἀρετὴ δὲ ἐπα- ποὺ δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ ἀποδειχθῶ ἀργότερα ψεύ-
της. Λοιπὸν ἡ ῾Eλλάδα ἔχει ἀνέκαθεν σύντροφο τὴ φτώ-
184 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 185

κτός ἐστιν ἀπό τε σοφίης κατεργασμένη καὶ νόμου χεια. ῾H ἀρετὴ εἶναι ἐπίκτητη καὶ πλάθεται μὲ τὴ σοφία
ἰσχυροῦ· τ@ῆ διαχρεομένη ῾Eλλὰς τήν τε πενίην ἀπα- καὶ τὸν ἰσχυρὸ νόμο. M’ αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἀρετὴ ἡ ῾Eλλά-
μύνεται καὶ τὴν δεσποσύνην.” δα ἀντιμετωπίζει καὶ τὴ φτώχεια καὶ τὸν δεσποτισμό».

59 Φ ι λ ί π π ο υ. 59. Φ ι λ ί π π ο υ:
Φίλιππος ἦλθεν ἐπὶ Λακεδαίμονα καὶ προστρα- ῾O Φίλιππος ἦρθε στὴ Λακεδαίμονα καί, ἀφοῦ ἔστησε
τοπεδεύσας ἔπεμψεν ἀπειλῶν πολλὰ καὶ χαλεπά, ἢν στρατόπεδο μακριά, ἔστειλε πρέσβεις ἀπειλώντας πολλὰ
μὴ ποιῶσι τὰ προστασσόμενα· τῶν δὲ Λακεδαιμο- καὶ τρομερά, ἂν δὲν ἔκαναν ὅ,τι τοὺς πρόσταζε. Tότε κά-
νίων τις ἀκούσας τῶν ἀπειλῶν χάριν αὐτ\ῶ ἔφη εἰδέ- ποιος Λακεδαιμόνιος, ἀκούοντας τὶς ἀπειλές, εἶπε ὅτι θὰ
ναι, ὅτι οὐ κωλύει ὃ ἐπὶ τοῖς μαχομένοις ἐστὶν ἀπο- τοῦ χρωστοῦν χάρη ποὺ δὲν ἐμποδίζει αὐτὸ ποὺ κάθε μα-
θανεῖν. χόμενος ὀφείλει, τὸ νὰ πεθάνη δηλαδή.

60 Π ύ ρ ρ ο υ. 60. Π ύ ρ ρ ο υ:
Πύρρου ἐπιστρατεύσαντος Λακεδαιμονίοις καὶ Kάποτε ποὺ ὁ Πύρρος ἐξεστράτευσε ἐναντίον τῶν Λα-
πολλὰ ἀπειλοῦντος, Δερκυλλίδας εἷς τῶν γερόντων κεδαιμονίων καὶ τοὺς ἀπειλοῦσε, ὁ Δερκυλλίδας, ἕνας γε-
ἀναστὰς ἐν τ@ῆ ἐκκλησί@α εἶπεν “εἰ μὲν θεός ἐστιν ὁ ρουσιαστὴς σηκώθηκε στὴν ἐκκλησία τοῦ δήμου καὶ
ἀπειλῶν, μὴ φοβώμεθα, οὐδὲν γὰρ ἀδικοῦμεν· εἰ δ’ εἶπε: «ἂν αὐτὸς ποὺ μᾶς ἀπειλῆ εἶναι θεός, νὰ μὴν τὸν φο-
ἄνθρωπος, γνώτω ἀνδράσιν ἀπειλῶν.” βούμαστε, γιατὶ κανένα ἀδίκημα δὲν ἔχομε κάνει. ῍Aν πάλι
εἶναι ἄνθρωπος, ἂς ξέρη ὅτι ἀπειλεῖ ἄνδρες».
61 Σ ε ρ ή ν ο υ.
᾽Aλέξανδρον τὸν Φεραίων τύραννον Θήβη ἀπέκτει- 61. Σ ε ρ ή ν ο υ:
νε γυνὴ καὶ τοὺς Φεραίους ἠλευθέρωσεν. συνέβη δὲ Tὸν A
᾽ λέξανδρο, τὸν τύραννο τῶν Φερῶν τὸν σκότωσε
καὶ θεωροὺς ἥκοντας αὐτῶν παρ’ ῎Aμμωνος λέγειν μιὰ γυναίκα, ἡ Θήβη, καὶ ἐλευθέρωσε τοὺς Φεραίους.
αὐτοῖς κελεύειν τὸν ῎Aμμωνα ῞Hβης ἱερὸν ἱδρύσα- ῎Eτυχε τότε νὰ φθάση ἀντιπροσωπεία τους ποὺ εἶχε στα-
σθαι. τῶν δὲ πρεσβυτέρων τις παρακοῦσαι ἔφη τοὺς λῆ στὸ μαντεῖο τοῦ ῎Aμμωνος καὶ τοὺς εἶπε, ὅτι ὁ θεὸς
θεωρούς· τὸν γὰρ ῎Aμμωνα Θήβης εἰπεῖν τῆς αὐτοὺς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἱδρύσουν ἱερὸ τῆς ῎Hβης. Kάποιος ἀπὸ
ἐξελομένης τῆς δουλείας. τοὺς γέροντες εἶπε, ὅτι οἱ ἀπεσταλμένοι δὲν ἄκουσαν κα-
λά. Γιατὶ ὁ ῎Aμμων τοὺς εἶπε (νὰ ἱδρύσουν ἱερὸ) τῆς Θή-
62 ᾽E κ τ ῶ ν Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ δ ι η γ ή σ ε ω ν βης, ποὺ τοὺς ἀπελευθέρωσεν ἀπ’ τὴ δουλεία.
(Mor. 305 b).
Δαρεῖος ὁ Περσῶν βασιλεὺς μετὰ τριάκοντα μυ- 62. ᾽A π ὸ τ ὶ ς δ ι η γ ή σ ε ι ς τ ο ῦ Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ
ριάδων ἐν Mαραθῶνι ἐστρατοπεδεύσατο. ᾽Aθηναῖοι (᾽Hθικὰ 305 b):
῾O Δαρεῖος, ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν, στρατοπέδευσε μὲ
τριακόσιες χιλιάδες στρατὸ στὸ Mαραθῶνα, ἐνῶ οἱ A ᾽ θη-
186 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 187

δὲ θ´ χιλίους ἔπεμψαν στρατηγοὺς αὐτοῖς δόντες Πο- ναῖοι ἔστειλαν ἐννέα χιλιάδες, βάζοντας στρατηγοὺς ἐπι-
λύζηλον Kαλλίμαχον Kυνέγειρον Mιλτιάδην· συμβλη- κεφαλῆς τὸν Πολύζηλο, τὸν Kαλλίμαχο, τὸν Kυνέγειρο
θείσης δὲ τῆς παρατάξεως, Πολύζηλος μὲν ὑπὲρ καὶ τὸν Mιλτιάδη. ῞Oταν συγκρούστηκαν οἱ στρατοί, ὁ
ἄνθρωπον φαντασίαν θεασάμενος, τὴν ὅρασιν ἀπέ- Πολύζηλος εἶδε ἕνα ὑπερφυσικὸ ὅραμα καὶ τυφλώθηκε,
βαλεν, καὶ τυφλὸς ὢν ἀνεῖλε τεσσαράκοντα καὶ ἀλλὰ καὶ τυφλὸς σκότωσε σαράντα ὁκτὼ Πέρσες. ῾O Kαλ-
ὀκτώ, Kαλλίμαχος δὲ πολλοῖς περιπεπαρμένος δό- λίμαχος, καρφωμένος ἀπὸ πολλὰ δόρατα, καὶ νεκρὸς
ρασιν καὶ νεκρὸς ἐστάθη, Kυνέγειρος δὲ Περσικὴν στέκονταν ὄρθιος, ἐνῶ τοῦ Kυνέγειρου ποὺ ἅρπαξε ἕνα
ἀγομένην ναῦν κατέχων ἐχειροκοπήθη. ὅθεν καὶ εἰς περσικὸ πλοῖο ποὺ ἔφευγε, τοὔκοψαν τὰ χέρια. Γι’
αὐτοὺς ὑπὸ Παντελείου τοιάδε γεγράφθαι λέγεται αὐτοὺς ὁ Παντέλειος λέγεται πὼς ἔγραψε τοὺς παρακά-
ὦ κενεοῦ καμάτοιο καὶ ἀπρήκτου πολέμοιο. τω στίχους:
ἡμετέρ\ω βασιλῆι τί λέξομεν ἀντιάσαντες; ῏Ω μάταιος μόχθος καὶ πόλεμος χαμένος.
ὦ βασιλεῦ, τί μ’ ἔπεμπες ἐπ’ ἀθανάτους πολεμι- Kαὶ τώρα τί θὰ ποῦμε σαν ἀντικρύσουμε τὸ βασιλιά
στάς; μας.
βάλλομεν, οὐ πίπτουσι· τιτρώσκομεν, οὐ φοβέον- Bασιλιά μου, τί μ’ ἔστελνες σ’ ἀθάνατους πολεμιστές;
ται. Tοὺς χτυπᾶμε καὶ δὲν πέφτουν. Tοὺς πληγώνουμε
μοῦνος ἀνὴρ σύλησεν ὅλον στρατόν· ἐν δ’ ἄρα καὶ δὲν φοβοῦνται. Mονάχος ἕνας ρήμαξε
μέσσ\ω ὁλόκληρο στρατό. Kαὶ στάθηκεν γεμᾶτος αἷμα
αἱματόεις ἕστηκεν ἀτειρέος ῎Aρεος εἰκών. τοῦ ἀδάμαστου ῎Aρη ἡ ματωμένη εἰκόνα.
δένδρον δ’ ὣς ἕστηκε σιδηρείαις ὑπὸ ῥίζαις, Σὰ δέντρο στήθηκε μὲ σιδερένιες ρίζες
κοὐκ ἐθέλει πεσέειν, τάχα δ’ ἔρχεται ἔνδοθι νηῶν. καὶ δὲ λέει νὰ πέση. Kαὶ τρέχει καταπάνω
λῦε κυβερνῆτα, νέκυος προφύγωμεν ἀπειλάς. στὰ καράβια. Kαραβοκύρη, ἀμόλα νὰ γλυτώσουμε ἀπ’
τὴ φοβέρα τοῦ νεκροῦ.
63 ᾽A γ α θ α ρ χ ί δ ο υ Σ α μ ί ο υ ἐ ν δ´ Π ε ρ σ ι κ ῶ ν
(Plut. Mor. 305 d.). 63. ᾽A γ α θ α ρ χ ί δ ο υ Σ α μ ί ο υ σ τ ὸ δ´ β ι β λ ί ο ν
Ξέρξης μετὰ πεντακοσίων μυριάδων ᾽Aρτεμισί\ω τ ῶ ν «Π ε ρ σ ι κ ῶ ν» (Πλουτ. ᾽Hθικὰ 305 d.):
προσορμίσας πόλεμον τοῖς ἐγχωρίοις κατήγγειλεν. ῾O Ξέρξης μὲ πεντακόσιες χιλιάδες στρατὸ προσωρμί-
᾽Aθηναῖοι δὲ συγκεχυμένοι κατάσκοπον ἔπεμψαν στηκε στὸ A ᾽ ρτεμίσιο καὶ κήρυξε τὸν πόλεμο στοὺς ντό-
᾽Aγησίλαον τὸν Θεμιστοκλέους ἀδελφόν, καίπερ Nεο- πιους. Oἱ A᾽ θηναῖοι, σαστισμένοι, ἔστειλαν ὡς κατάσκοπο
κλέους τοῦ πατρὸς αὐτοῦ κατ’ ὄναρ ἑωρακότος τὸν A᾽ γησίλαο, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Θεμιστοκλέους, παρὰ τὸ
ἀμφοτέρας ἀποβεβληκέναι τὰς χεῖρας. παραγενόμε- γεγονὸς ὅτι ὁ πατέρας του ὁ Nεοκλῆς εἶχε δεῖ στὸ ὄνειρό
νος δὲ ὁ ἀνὴρ εἰς πλῆθος τῶν βαρβάρων ἐν σχήματι του ὅτι ἔχασε καὶ τὰ δυό του τὰ χέρια. ῾O A ᾽ γησίλαος μὲ
Περσικ\ῶ Mαρδόνιον ἕνα τῶν σωματοφυλάκων ἀνεῖ- περσικὴ στολὴ μπῆκε μέσα στὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων
λεν, ὑπολαβὼν Ξέρξην ὑπάρχειν, συλληφθεὶς δὲ ὑπὸ καὶ σκότωσε τὸν Mαρδόνιο, ἕνα ἀπὸ τοὺς σωματοφύλα-
κες, νομίζοντας πὼς ἦταν ὁ Ξέρξης. Tὸν ἔπιασαν λοιπὸν οἱ
188 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 189

τῶν δορυφόρων πρὸς τὸν βασιλέα δέσμιος ἤχθη. σωματοφύλακες καὶ τὸν κουβάλησαν δεμένο στὸν βασι-
βουθυτεῖν δὲ τοῦ προειρημένου μέλλοντος ἐπὶ τὸν λέα. ῾O βασιλεὺς ἦταν ἕτοιμος νὰ θυσιάση βόδι στὸ βωμὸ
βωμὸν τοῦ ἡλίου τὴν δεξιὰν ἐπέθηκε χεῖρα καὶ ἀστέ- τοῦ ἡλίου καὶ ὁ A᾽ γησίλαος ἔβαλε τὸ δεξί του χέρι ἐπάνω
νακτος ὑπομείνας τὴν ἀνάγκην τῶν βασάνων ἠλευθε- στὸ βωμό. A᾽ φοῦ ὑπέφερε, χωρὶς νὰ στενάζη, ὅλο τὸ μαρ-
ρώθη τῶν δεσμῶν εἰπών “τοιοῦτοι πάντες ἐσμὲν τύριο, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ εἶπε: «Tέτοιοι
᾽Aθηναῖοι· εἰ δ’ ἀπιστεῖς, καὶ τὴν ἀριστερὰν ἐπιθή- εἴμαστε ὅλοι οἱ A
᾽ θηναῖοι κι’ ἂν δὲν τὸ πιστεύης, θὰ βάλω
σω.” φοβηθεὶς δ’ ὁ Ξέρξης φρουρεῖσθαι τὸν ᾽Aγησίλα- στὸ βωμὸ καὶ τὸ ἀριστερό μου». ῾O Ξέρξης φοβήθηκε καὶ
ον προσέταξεν. διέταξε νὰ φρουροῦν τὸν A ᾽ γησίλαο.

64 ᾽A ρ ι σ τ ε ί δ ο υ ἐ ν τ \ῶ γ´ τ ῶ ν Π ε ρ σ ι κ ῶ ν 64. ᾽A ρ ι σ τ ε ί δ ο υ σ τ ὸ γ´ β ι β λ ί ο ν
(Plut. Mor. 306 c.). τ ῶ ν «Π ε ρ σ ι κ ῶ ν» (Πλουτ. ᾽Hθικὰ 306 c.):
Περσῶν μετὰ πεντακοσίων μυριάδων ἐπὶ τὴν ῞Oταν οἱ Πέρσες μὲ πεντακόσιες χιλιάδες στρατὸ ἐξε-
῾Eλλάδα φερομένων, Λακεδαιμόνιοι τριακοσίους εἰς στράτευσαν ἐναντίον τῆς ῾Eλλάδος, οἱ Λακεδαιμόνιοι
Θερμοπύλας ἔπεμψαν στρατηγὸν αὐτοῖς δόντες Λε- ἔστειλαν τριακοσίους ἄνδρες στὶς Θερμοπύλες, βάζοντας
ωνίδην. οὗτος τὸ ἐπερχόμενον θεασάμενος τῶν πολε- ἐπικεφαλῆς τους στρατηγὸ τὸν Λεωνίδα. Aὐτός, σὰν εἶδε
μίων πλῆθος εὐωχουμένοις εἶπε τοῖς συμμάχοις τὸ ἐπερχόμενο πλῆθος τῶν ἐχθρῶν, εἶπε στοὺς συμπολε-
“οὕτως ἀριστᾶτε, ὦ τριακόσιοι, ὡς ἐν @ἅδου δειπνή- μιστές του τὴν ὥρα ποὺ ἐγευμάτιζαν διασκεδάζοντας:
σοντες.” ἐπιφανέντων οὖν τῶν βαρβάρων, Λεωνίδας «Γευματίσετε καλά, ὦ τριακόσιοι, ἔχοντας ὑπ’ ὄψει πὼς
πολλοῖς περιπεπαρμένος δόρασι μεθ’ ὁρμῆς ἐπὶ θὰ δειπνήσετε στὸν ῞Aδη». ῞Oταν φάνηκαν οἱ βάρβαροι, ὁ
Ξέρξην ἠνέχθη καὶ περιελόμενος αὐτοῦ τὸ διάδημα Λεωνίδας, ἐνῶ ἦταν καρφωμένος ἀπὸ πολλὰ δόρατα,
πρὸ τῶν τραυμάτων κατέσχε καὶ αἱμορραγήσας ἐξέ- ὥρμησε ἐναντίον τοῦ Ξέρξη τοῦ τράβηξε τὸ διάδημα, τὸ
πνευσεν. ἀνατεμὼν δὲ ὁ βασιλεὺς τοῦ προειρημένου κράτησε σφιχτὰ πάνω στὶς πληγὲς καὶ πέθανε ἀπὸ
τὸ στῆθος εὗρεν αὐτοῦ τὴν καρδίαν τριχῶν γέμου- αἱμορραγία. ῾O Ξέρξης ἀνοίγοντας τὸ στῆθος τοῦ Λεωνί-
σαν. δα, βρῆκε τὴν καρδιά του γεμάτη τρίχες*.

65 K α λ λ ι σ θ έ ν ο υ ς ἐ ν τ ρ ί τ \ω M α κ ε δ ο ν ι κ ῶ ν 65. K α λ λ ι σ θ έ ν ο υ ς σ τ ὸ γ´ β ι β λ ί ο ν
(Plut. Mor. 307 d.). τ ῶ ν «M α κ ε δ ο ν ι κ ῶ ν» (Πλουτ. ᾽Hθικὰ 307 d):
Φίλιππος ὁ τῶν Mακεδόνων βασιλεὺς δύο καὶ ῾O Φίλιππος, ὁ βασιλεὺς τῆς Mακεδονίας, ἀφοῦ ὑπέ-
τριάκοντα Xαλκιδικὰς πόλεις τοῖς ἰδίοις ὑποτάξας ταξε στὴν ἐξουσία του τριανταδύο πόλεις τῆς Xαλκιδι-
σκήπτροις, Mεθωναίους καὶ ᾽Oλυνθίους λεηλατεῖν κῆς, ἄρχισε νὰ λεηλατῆ τὴν Mεθώνη καὶ τὴν ῎Oλυνθο.
ἤρξατο. γενόμενος δὲ κατὰ γέφυραν ποταμοῦ Σάρδω- Φθάνοντας στὴν γέφυρα τοῦ ποταμοῦ Σάρδωνος καὶ βια-

* Tοῦτο πίστευαν πὼς ἦταν στῖγμα ἐξαίρετης γενναιότητος.


190 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 191

νος καὶ εἰς τὸ πέραν διαβῆναι βιαζόμενος, ὑπὸ τοῦ ζόμενος νὰ περάση ἀντίκρυ, ἐμποδίστηκε ἀπὸ τὸ πλῆθος
πλήθους τῶν ᾽Oλυνθίων ἐπεσχέθη. τοξότης δέ τις τῶν ᾽Oλυνθίων. ῞Eνας τοξότης ὀνομαζόμενος A ᾽ στήρ, τέν-
᾽Aστὴρ τοὔνομα τόξον ἐντείνας ἐτύφλωσε τὸν Φίλιπ- τωσε τὸ τόξο του, κτύπησε τὸ Φίλιππο στὸ μάτι καὶ τὸν
πον εἰπών “᾽Aστὴρ Φιλίππ\ω θανάσιμον πέμπει βέ- τύφλωσε, λέγοντας: «῾O A ᾽ στὴρ στέλνει θανατερὸ βέλος
λος.” ἀποβαλὼν δὲ ὁ βασιλεὺς τὸν ὀφθαλμὸν εἰς τὸν στὸ Φίλιππο». ῾O βασιλεύς, ἀφοῦ ἔχασε τὸ μάτι του, ρί-
ποταμὸν ἑαυτὸν ἔρριψε καὶ πρὸς τοὺς οἰκείους δια- χτηκε στὸ ποτάμι καὶ κολυμπώντας πρὸς τὸ μέρος τῶν
νηξάμενος τὸν κίνδυνον ἐξέφυγεν. δικῶν του, ξέφυγε τὸν κίνδυνο.

66 Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς ἐ ν δ ε υ τ έ ρ \ω Θ ρ @α κ ι κ ῶ ν 66. Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς σ τ ὸ β´ β ι β λ ί ο ν
(Plut. Mor. 310 a.). τ ῶ ν «Θ ρ α κ ι κ ῶ ν» (Πλουτ. ᾽Hθ. 310 α):
᾽Aθηναῖοι πρὸς Θρ@ᾶκας πόλεμον ἔχοντες στρα- Oἱ A
᾽ θηναῖοι, ἔχοντας πόλεμο μὲ τοὺς Θρᾶκες ἐξέλεξαν
τηγὸν ἐχειροτόνησαν Kόδρον. οὗτος ἀκούσας ὅτι στρατηγό τους τὸν Kόδρο. – Aὐτός, ἀκούοντας πὼς οἱ
χρησμὸν εἰλήφασιν οἱ πολέμιοι ἐγκρατεῖς γενήσε- ἐχθροὶ ἔλαβαν χρησμὸ ὅτι θὰ νικήσουν, ἂν δὲν σκοτώ-
σθαι τῆς νίκης αὐτούς, ἐὰν τοῦ στρατηγοῦ φείσωνται σουν τὸν στρατηγὸ τῶν A ᾽ θηναίων, ντυμένος ξυλοκόπος,
τῶν ᾽Aθηναίων, ἐν δρυτόμου σχήματι συνέβαλε μάχην ἄρχισε τὴ μάχη μὲ μερικοὺς Θρᾶκες ποὺ μάζευαν ξύλα
μετά τινων Θρακῶν ξυλιζομένων καὶ τ\ῶ δρεπάν\ω καὶ κτυπώντας καίρια ἕναν ἀπ’ αὐτοὺς μὲ τὸ δρεπάνι τὸν
καιρίως ἐξ αὐτῶν ἕνα πλήξας ἀνεῖλεν, οἱ δὲ λοιποὶ σκότωσε, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, μὴ γνωρίζοντας τὸ τέχνασμα τοῦ
τὴν περίστασιν τοῦ στρατηγήματος μὴ γινώσκοντες Kόδρου ποὺ ἑκουσίως ἐπεδίωξε τὸν θάνατο, τὸν σκότω-
ἀπέκτειναν τὸν Kόδρον θέλοντα, συμβαλόντες δὲ τὸν σαν· καὶ ἔτσι ἔχασαν τὸν πόλεμο οἱ ἐχθροὶ κι’ οἱ A
᾽ θηναῖοι
πόλεμον ᾽Aθηναῖοι τῆς νίκης ἐγκρατεῖς ἐγένοντο. κέρδισαν τὴ νίκη.

67 ᾽E κ τ ῶ ν Θ η σ έ ω ς. 67. ᾽A π ὸ τ ὰ τ ο ῦ Θ η σ έ ω ς:
Λακεδαιμόνιοι καὶ ᾽Aργεῖοι περὶ χωρίου Θυρέας Oἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ A ᾽ ργεῖοι πολεμοῦσαν μεταξύ
ἐν μεθορί\ω κειμένης μέχρι μὲν τινὸς ὅλοις τοῖς στρα- τους γιὰ κάμποσον χρόνο μὲ ὅλες των τὶς δυνάμεις χάριν
τεύμασιν παρετάσσοντο πρὸς ἀλλήλους, τέλος δ’ τῆς Θυρέας, περιοχῆς μεθοριακῆς. Tελικὰ ἀποφάσισαν
ἔδοξεν αὐτοῖς ἐπιλέξαι παρ’ ἑκατέρων τριακοσίους, νὰ διαλέξουν τριακόσιους οἱ μὲν καὶ ἄλλους τόσους οἱ
κἀκείνων μαχεσαμένων τοῖς κρατήσασιν διαφέρειν τὸ ἄλλοι, γιὰ νὰ πολεμήσουν αὐτοὶ καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ
χωρίον· οὗπερ γενομένου, ᾽Oθρυάδης Λακεδαιμόνιος ἐπικρατοῦσαν θὰ ἀνῆκε καὶ ἡ περιοχὴ αὐτή. ῎Eτσι καὶ
στρατιώτης πολλοὺς ἀποκτείνας καὶ πολλὰ τετρω- ἔγινε, ὁπότε ὁ ᾽Oθρυάδης, ἕνας στρατιώτης Λακεδαιμό-
μένος ἔκειτο μεταξὺ τῶν ἀν@ηρημένων Λακεδαιμονίων νιος, ἀφοῦ σκότωσε πολλοὺς καὶ μὲ πολλὰ τραύματα
μόνος περιλειφθείς, ᾽Aργείων δὲ δύο ᾽Aλκήνωρ καὶ ἔπεσε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς Λακεδαιμονίους· ἦταν ὁ
Xρόμιος· ὧν ἀπελθόντων εἰς ῎Aργος ἀπαγγεῖλαι τὴν μόνος Λακεδαιμόνιος ποὺ εἶχεν ἀπομείνει ζωντανὸς ἀκό-
μη. A
᾽ πὸ τοὺς A
᾽ ργείους εἶχαν ἀπομείνει δύο, ὁ A
᾽ λκήνωρ
καὶ ὁ Xρόμιος. ῞Oταν λοιπὸν αὐτοὶ οἱ δυὸ ἔφυγαν γιὰ τὸ
192 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 193

νίκην, ᾽Oθρυάδης πολλοὺς σκυλεύσας τῶν πολεμίων ῎Aργος νὰ ἀναγγείλουν τὴ νίκη, ὁ ᾽Oθρυάδης, ἀφοῦ σηκώ-
τρόπαιον ἔστησε καὶ χρησάμενος τ\ῶ τῶν τραυμάτων θηκε καὶ λαφυραγώγησε πολλοὺς ἐχθρούς, ἔστησε τρό-
αἵματι ἐπέγραψεν “Λακεδαιμόνιοι κατ’ ᾽Aργείων,” παιο καὶ χρησιμοποιώντας τὸ αἷμα τῶν τραυμάτων του
καὶ τοῦτο πράξας ἀπέθανεν. ἔγραψε: «Λακεδαιμόνιοι ἐναντίον A ᾽ ργείων». Kαὶ μόλις
τὄκανε, ἔπεσε νεκρός.
68 ᾽E κ τ ῆ ς Φ α λ ά ρ ι δ ο ς ἐ π ι σ τ ο λ ῆ ς
π ρ ὸ ς Π ε ρ ι σ θ έ ν η ν (15). 68. ᾽A π ὸ τ ὴ ν ἐ π ι σ τ ο λ ὴ τ ο ῦ Φ α λ ά ρ ι δ ο ς
Tὴν Eὐβούλου καὶ τὴν ᾽Aριστοφάντου γυναῖκα π ρ ὸ ς Π ε ρ ι σ θ έ ν η ν (15):
τῶν ἐπιβουλευσάντων μοι ἔπεμψας ὡς ἀπολουμένας Mοῦ ἔστειλες τὴ γυναίκα τοῦ Eὐβούλου καὶ τὴ γυναί-
... καὶ πάντως που θαυμάζεις ὅτι ὑφ@ήρηκα τῆς ὀργῆς. κα τοῦ A ᾽ ριστοφάντου, αὐτῶν ποὺ συνωμότησαν ἐναντίον
εἰ δὲ καὶ πύθοιο τὴν αἰτίαν, ὅτι δι’ εὐγενείας ὑπερ- μου, γιὰ νὰ τὶς σκοτώσω [...]1 καὶ ὁπωσδήποτε ἐκπλήττε-
βάλλουσαν ἀπόκρισιν οὐδὲν πρὸς ἐμοῦ πεπόνθασι, σαι ποὺ ἔχει καταπέσει ἡ ὀργή μου. ῍Aν μάθης καὶ τὴν
μᾶλλον ἂν ἔτι θαυμάσειας· ἐρωτώμεναι γὰρ παρ’ αἰτία, ὅτι γιὰ λόγους ὑπερβολικῆς γενναιότητός των δὲν
ἐμοῦ τὴν ἐπιβουλὴν εἰ συν@ήδεσαν τοῖς ἀνδράσιν, οὐ ἔπαθαν τίποτε ἀπὸ μένα, θὰ ἀπορήσης ἀκόμη περισσό-
μόνον ἔφασαν ἀλλὰ καὶ συνορμῆσαι τυραννοκτονεῖν. τερο. – ῞Oταν τὶς ρώτησα ἂν γνώριζαν κι’ αὐτὲς μαζὶ μὲ
“ἀντὶ ποίας ἀδικίας;” εἰπόντος μου, “ἰδίας μὲν οὐδε- τοὺς ἄντρες τους τὴν συνωμοσία ἐναντίον μου, ὄχι μόνο
μιᾶς, τῆς δὲ κοινῆς” ἀπεκρίναντο· κοινὴν γὰρ ἀδι- τὸ παραδέχτηκαν, ἀλλὰ εἶπαν πὼς τοὺς ἐβοήθησαν γιὰ
κίαν εἶναι τὸ καταδουλοῦσθαι πόλεις ἐλευθέρας. τί νὰ μὲ σκοτώσουν ὡς τύραννο. «Tί σᾶς εἶχα κάνει;», τοὺς
παθοῦσαι τοιγάρτοι, πάλιν ἐπανερομένου μου, δίκην εἶπα. «᾽Aτομικῶς τίποτα», ἀποκρίθηκαν, «ἀλλὰ στὸ σύνο-
ἀποτίσαιντ’ ἄν μοι τοῦ μίσους τὴν κατ’ ἀξίαν; “ἀπο- λο». Συνολικὴ ἀδικία εἶπαν πὼς εἶναι τὸ νὰ ὑποδουλώνης
θανοῦσαι” προσέθηκαν. ζῆν δή, οὐ τεθνάναι, ἔκρινα πόλεις ἐλεύθερες. «Tί θὰ παθαίνατε τὶς ξαναρώτησα, ἂν
τὰς μετὰ τοιαύτης ἀρετῆς ἀποθνησκούσας. σᾶς ἀνταπέδιδα τὸ μῖσος σας μὲ μιὰ ποινὴ ἀντάξια;». «Θὰ
πεθαίναμε», πρόσθεσαν. Kαὶ γι’ αὐτὸ ἔκρινα πὼς ἔπρεπε
69 K α λ λ ι σ θ έ ν ο υ ς ἐ ν δ ε υ τ έ ρ \ω νὰ ζήσουν καὶ νὰ μὴ πεθάνουν αὐτὲς ποὺ ἦταν πρόθυμες
μ ε τ α μ ο ρ φ ώ σ ε ω ν (Plut. Mor. 306 f.). νὰ πεθάνουν μὲ τέτοια παλληκαριά.
Kατὰ Kελαινάς, πόλιν τῆς Φρυγίας, διὰ μῆνιν
᾽Iδαίου Διὸς χάσμα μεθ’ ὕδατος γενόμενον πολλὰς 69. K α λ λ ι σ θ έ ν ο υ ς σ τ ὸ δ ε ύ τ ε ρ ο β ι β λ ί ο
οἰκίας αὐτάνδρους εἰς τὸν βυθὸν καθείλκυσε. τοῦ δὲ τ ῶ ν M ε τ α μ ο ρ φ ώ σ ε ω ν (Πλουτ. ᾽Hθικὰ 306 f):
Στὶς Kελαινές, πόλη τῆς Φρυγίας, ὁ ᾽Iδαῖος Zεὺς ὀργί-
στηκε καὶ δημιουργήθηκε ἕνα βάραθρο μὲ νερό, ὅπου βυ-
θίστηκαν πολλὰ σπίτια μὲ τοὺς κατοίκους τους. ῾H πόλη

1. Xάσμα στὸ ἀρχαῖο κείμενο.

13 A
᾽ νθολόγιον B´
194 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 195

δήμου κινδυνεύοντος, Mίδας ὁ βασιλεὺς χρησμὸν κινδύνευε καὶ ὁ βασιλεὺς Mίδας, πῆρε χρησμὸ ὅτι θὰ κλεί-
ἔλαβε συνελεύσεσθαι τὴν γῆν, ἐὰν εἰς τὸ βάραθρον ση τὸ βάραθρο, ἂν βάλη μέσα σ’ αὐτὸ ὅ,τι πολυτιμότερο
βάλ@η τὸ τιμιώτατον ἐν ἀνθρωπίν\ω βί\ω. τῶν δὲ Kελαι- ὑπάρχει στὸν ἀνθρώπινο βίο. Oἱ Kελαινῖτες ἔβαλαν χρυσά-
νιτῶν χρυσόν τε καὶ ἄργυρον καὶ τὸν κόσμον τῶν γυ- φι, ἀσήμι, τὰ στολίδια τῶν γυναικῶν, ἀλλὰ τὸ κακὸ δὲν
ναικῶν εἰς τὸ χάσμα ῥιψάντων καὶ μηδ’ οὕτω τοῦ κα- σταματοῦσε. ῾O A ᾽ γχοῦρος, ὁ γιὸς τοῦ Mίδα σκεπτόμενος
κοῦ λήξαντος, ᾽Aγχοῦρος ὁ υἱὸς Mίδα λογισάμενος πὼς δὲν ὑπάρχει τίποτε πολυτιμότερο στὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν
μηδὲν εἶναι τιμιώτερον ἐν βί\ω ψυχῆς ἀνθρωπίνης, ἀνθρώπινη ψυχή, πετάχτηκε πάνω, ἀγκάλιασε τὸν πατέρα
ἀναπηδήσας καὶ δοὺς περιπλοκὰς τ\ῶ γεννήσαντι καὶ του, ἀποχωρίστηκε τὴ γυναίκα του Tιμοθέα καὶ ὅρμησε
ἀποταξάμενος τ@ῆ γυναικὶ Tιμοθέ@α, μεθ’ ὁρμῆς ἔφιπ- ἔφιππος καὶ ρίχτηκε στὸ βάραθρο. Tὸ χῶμα τότε ξαναγύρι-
πος εἰς τὸν τόπον τοῦ χάσματος ἠνέχθη. τῆς δὲ γῆς σε στὴ φυσική του θέση καὶ ὁ Mίδας ἔστησε ἐκεῖ βωμὸ τοῦ
εἰς τὴν φυσικὴν ἁρμονίαν συνελθούσης, Mίδας βω- ᾽Iδαίου Διός, τὸν ὁποῖο ἔκανε χρυσὸ ἀγγίζοντάς τον μὲ τὰ
μὸν ἱδρύσατο Διὸς ᾽Iδαίου, ὂν χρύσεον ἐποίησε ταῖς χέρια του.* ῾O βωμὸς ἐκεῖνος κατ’ ἔτος καὶ κατὰ τὸ χρονικὸ
χερσὶν ἁψάμενος. οὗτος ὁ βωμὸς περὶ ἐκεῖνον τὸν διάστημα ποὺ κράτησε τὸ χάσμα φαίνεται πέτρινος κι’
καιρόν, ἐν \ὧ τὸ χάσμα συνέβη γενέσθαι, λίθινος γίνε- ὅταν περάση τὸ χρονικὸ αὐτὸ διάστημα φαίνεται χρυσός.
ται, τῆς δ’ ὡρισμένης προθεσμίας παρελθούσης, χρύ-
σεος ὁρᾶται. 70. ᾽A π ὸ τ ὰ τ ο ῦ Θ η σ έ ω ς:
Tὸν καιρὸ ποὺ εἶχε πέσει λοιμὸς στὴ Λακεδαίμονα,
70 ᾽E κ τ ῶ ν Θ η σ έ ω ς. ἐπειδὴ εἶχαν σκοτώσει τοὺς κήρυκες ποὺ εἶχε στείλει ὁ Ξέρ-
Λοιμοῦ κατασχόντος τὴν Λακεδαίμονα, διὰ τὴν ξης γιὰ νὰ ζητήση γῆν καὶ ὕδωρ, σὰν σύμβολο ὑποταγῆς, δό-
ἀναίρεσιν τῶν κηρύκων τῶν ἀπεσταλμένων παρὰ θηκε χρησμὸς ὅτι ὁ λοιμὸς θὰ σταματοῦσε, ἂν στέλνονταν
Ξέρξου, αἰτοῦντος γῆν καὶ ὕδωρ ὥσπερ ἀπαρχὰς μερικοὶ Λακεδαιμόνιοι νὰ τοὺς σκοτώση ὁ Ξέρξης. Tότε ὁ
δουλείας, χρησμὸς ἐδόθη, ἀπαλλαγήσεσθαι αὐτούς, Bούλης καὶ ὁ Σπέρχης ἔφθασαν στὸν Ξέρξη καὶ ζητοῦσαν
εἴ γέ τινες ἕλοιντο Λακεδαιμονίων παρὰ τοῦ βασιλέ- νὰ τοὺς σκοτώση. Aὐτὸς ὅμως θαυμάζοντας τὴν ἀνδρεία
ως ἀναιρεθῆναι. τότε Bούλης καὶ Σπέρχης ἀφικόμε- τους, διέταξε νὰ γυρίσουν πάλι στὸν τόπο τους.
νοι πρὸς βασιλέα ἠξίουν ἀναιρεθῆναι· ὃ δὲ θαυμά-
σας αὐτῶν τὴν ἀρετὴν ἐπανιέναι προσέταξε. 71. Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ (᾽Hθικὰ 445 a):
῾H ἀνδρεία λένε** πὼς εἶναι κάτι ἀνάμεσα στὴ δειλία
71 Π λ ο υ τ ά ρ χ ο υ (Mor. 445 a). καὶ στὸ θράσος, ἡ δειλία δηλαδὴ εἶναι ἔλλειψη καὶ τὸ
Tὴν μὲν ἀνδρίαν μεσότητά φασιν εἶναι δειλίας καὶ θράσος εἶναι ὑπερβολὴ τοῦ θυμικοῦ.
θρασύτητος, ὧν ἣ μὲν ἔλλειψις ἣ δὲ ὑπερβολὴ τοῦ
θυμοειδοῦς ἐστίν. * ῾O Mίδας, κατὰ τὸ μῦθο, μετέβαλλε σὲ χρυσὸ ὅ,τι ἄγγιζε μὲ τὰ χέ-
ρια του.
** ῾O A
᾽ ριστοτέλης θεωρεῖ ὅτι οἱ ἀρετὲς ἀποτελοῦν μ ε σ ό τ η τ α, δη-
λαδὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς μεταξὺ δύο ἀντιθέτων, τῆς ἐλλείψεως καὶ
τῆς ὑπερβολῆς.
196 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 197

72 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (Plut. l. l. 190 f). 72. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ (Bασιλέων ἀποφθέγματα


᾽Aγησίλαος περὶ ἀνδρείας καὶ δικαιοσύνης ἐρωτη- καὶ στρατηγῶν 190 f):
θεὶς ποτέρα ἂν κρείττων εἴη, “μηδὲν ἀνδρείας δεήσε- ῾O A
᾽ γησίλαος ὅταν ρωτήθηκε ποιά εἶναι προτιμότερη,
σθαι ἡμᾶς” ἔφη “εἰ δίκαιοι πάντες γίνοιντο.” ἡ ἀνδρεία ἢ ἡ δικαιοσύνη, εἶπε: «ἡ ἀνδρεία δὲν θὰ σᾶς
χρειάζεται, ἂν ὅλοι γίνουν δίκαιοι».
73 Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς ἐ ν δ´ (6, 10)
ἀ π ο μ ν η μ ο ν ε υ μ ά τ ω ν. 73. Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς ἀ π ο μ ν η μ ο ν ε ύ μ α τ α δ´ (6, 10):
᾽Aνδρίαν δέ, ὦ Eὐθύδημε, ἆρα τῶν καλῶν νομίζεις ῾H ἀνδρεία, Eὐθύδημε, νομίζεις ὅτι εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ
εἶναι; Kάλλιστον μὲν οὖν ἔγωγ’, ἔφη. Xρήσιμον ἄρα ὡραῖα; – Nομίζω τὸ ὡραιότερο, εἶπε. – Nομίζεις λοιπὸν
οὐ πρὸς τὰ ἐλάχιστα νομίζεις τὴν ἀνδρίαν; Mὰ Δί’, ὅτι ἡ ἀνδρεία εἶναι χρήσιμη ὄχι γιὰ τὰ ἐλάχιστα; – Nαὶ βέ-
ἔφη, πρὸς τὰ μέγιστα μὲν οὖν. ῏Aρα οὖν δοκεῖ σοι βαια. Mὰ τὸν Δία, τὴν θεωρῶ χρήσιμη γιὰ τὰ μέγιστα. –
πρὸς τὰ δεινά τε καὶ ἐπικίνδυνα χρήσιμον εἶναι τὸ ῏Aρα γε νομίζεις μήπως ὅτι εἶναι χρήσιμο νὰ ἀγνοῆ κανεὶς
ἀγνοεῖν αὐτά; ῞Hκιστα γάρ, ἔφη. Oἱ ἄρα μὴ φοβούμε- τὰ φοβερὰ καὶ ἐπικίνδυνα πράγματα; – Kαθόλου, βέβαια,
νοι τὰ τοιαῦτα διὰ τὸ μὴ εἰδέναι τί ἐστιν, οὐκ ἀν- εἶπε. – Λοιπόν, ὅσοι ἀπὸ ἄγνοια δὲν φοβοῦνται τὰ προξε-
δρεῖοι εἰσίν; Nὴ Δί’, ἔφη. Πολλοὶ γὰρ ἂν οὕτω γε τῶν νοῦντα φόβο καὶ τὰ ἐπικίνδυνα δὲν εἶναι ἀνδρεῖοι; – ῎Oχι,
τε μαινομένων καὶ τῶν δειλῶν ἀνδρεῖοι εἶεν. Tί δέ, οἱ βέβαια, μὰ τὸν Δία, δὲν εἶναι, εἶπε, γιατὶ τότε θὰ ἦταν
καὶ τὰ μὴ δεινὰ δεδοικότες; ῎Eτι γε, νὴ Δία, ἧττον, ἀνδρεῖοι καὶ πολλοὶ τρελλοὶ καὶ κάμποσοι δειλοί. – Kαὶ
ἔφη. ῏Aρ’ οὖν τοὺς μὲν ἀγαθοὺς πρὸς τὰ δεινὰ καὶ ὅσοι φοβοῦνται ἐκεῖνα ποὺ δὲν εἶναι φοβερὰ πῶς σοῦ
ἐπικίνδυνα ὄντας ἀνδρείους ἡγ@ῆ εἶναι, τοὺς δὲ κα- φαίνονται; – A᾽ κόμη λιγώτερο ἀνδρεῖοι, μὰ τὸν Δία, εἶπε. –
κοὺς δειλούς; Πάνυ μὲν οὖν, ἔφη. ᾽Aγαθοὺς δὲ πρὸς Θεωρεῖς λοιπὸν πὼς εἶναι ἀνδρεῖοι ἐκεῖνοι ποὺ δείχνονται
τὰ τοιαῦτα νομίζεις ἄλλους τινὰς ἢ τοὺς δυναμένους γενναῖοι στὶς φοβερὲς καὶ ἐπικίνδυνες περιστάσεις καὶ
αὐτοῖς καλῶς χρῆσθαι; Oὔκ, ἀλλὰ τούτους, ἔφη. Kα- θεωρεῖς ὅτι εἶναι δειλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι μικρόψυχοι;
κοὺς δὲ ἄρα τοὺς οἵους τούτοις κακῶς χρῆσθαι; Tί- Γενναῖοι στὶς περιπτώσεις αὐτὲς νομίζεις πὼς εἶναι κά-
νας γὰρ ἄλλους; ἔφη. ῏Aρ’ οὖν ἕκαστοι χρῶνται, ὡς ποιοι ἄλλοι ἢ ὅσοι εἶναι ἱκανοὶ νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουν; –
οἴονται δεῖν; Πῶς γὰρ ἄλλως; ἔφη. ῏Aρ’ οὖν οἱ μὴ δυ- ῎Oχι. Aὐτοὺς τοὺς θεωρῶ γενναίους. – Δειλοὺς λοιπὸν
νάμενοι καλῶς χρῆσθαι ἴσασιν ὡς δεῖ χρῆσθαι; Oὐ δή θεωρεῖς ὅσους τὰ ἀντιμετωπίζουν κακῶς; – Nαί. Ποιούς
που γε, ἔφη. Oἱ ἄρα εἰδότες ὡς δεῖ χρῆσθαι, οὗτοι ἄλλους νὰ θεωρῶ δειλούς; – ῎Aρα καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ
καὶ δύνανται; Mόνοι γ’, ἔφη. Tί δαί, οἱ μὴ διημαρτη- ἀντιμετωπίζουν τὶς περιστάσεις ὅπως νομίζουν ὅτι πρέ-
πει; – Nαί. Πῶς ἀλλιῶς; εἶπε. – ῎Aρα ἐκεῖνοι ποὺ δὲν μπο-
ροῦν νὰ τὶς ἀντιμετωπίσουν ὡραῖα, γνωρίὸυν πῶς πρέπει
νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουν; – ῎Oχι βέβαια, ἂν δὲν κάνω λάθος.
– ᾽Eκεῖνοι λοιπὸν ποὺ γνωρίζουν πῶς νὰ τὶς ἀντιμετωπί-
ζουν, αὐτοὶ καὶ μποροῦν νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουν ὡραῖα; –
Mόνον αὐτοὶ βεβαίως, εἶπε. – Kαὶ ποιά γνώμη ἔχεις γι’
198 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 199

κότες, ἆρα κακῶς χρῶνται τοῖς τοιούτοις; Oὐκ αὐτό; ᾽Eκεῖνοι ποὺ δὲν ἀποτυγχάνουν, ἆρά γε τὶς ἀντιμε-
οἴομαι, ἔφη. Oἱ ἄρα κακῶς χρώμενοι διημαρτήκασιν; τωπίζουν ἄσχημα; – Δὲν τὸ νομίζω, ἀποκρίθηκε. – ᾽Eκεῖ-
Eἰκός γ’, ἔφη. Oἱ μὲν ἄρα ἐπιστάμενοι τοῖς δεινοῖς τε νοι λοιπὸν ποὺ τὶς ἀντιμετωπίζουν κακῶς ἀποτυγχάνουν;
καὶ ἐπικινδύνοις καλῶς χρῆσθαι ἀνδρεῖοί εἰσιν· οἱ δὲ – Φυσικά, εἶπε. – ᾽Eκεῖνοι λοιπὸν ποὺ γνωρίζουν νὰ ἀντι-
διαμαρτάνοντες τούτων δειλοί; ῎Eμοιγε δοκοῦσιν, μετωπίζουν καλῶς τὶς φοβερὲς καὶ ἐπικίνδυνες περιστά-
ἔφη. σεις εἶναι ἀνδρεῖοι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ σφάλλουν σ’ αὐτὸ
εἶναι δειλοί; – ᾽Eγὼ τουλάχιστο ἔτσι νομίζω.
74 Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς ἀ π ο μ ν η μ ο ν ε υ μ ά τ ω ν
(III, 9, I). 74. Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς A
᾽ π ο μ ν η μ ο ν ε ύ μ α τ α (III, 9, 1):
Πάλιν ἐρωτώμενος, ἡ ἀνδρία πότερον διδακτὸν ἢ ῞Oταν πάλι τὸν ρώτησαν τί εἶναι ἡ ἀνδρεία ἀπὸ τὰ
φυσικόν· οἶμαι μέν, ἔφη, ὥσπερ σῶμα σώματος ἰσχυ- δυό, ἐπίκτητη ἢ ἔμφυτη, «φρονῶ, ἔλεγε, ὅτι ὅπως ἀκρι-
ρότερον πρὸς τοὺς πόνους φύεται, οὕτω καὶ ψυχὴν βῶς ἕνα σῶμα γεννιέται ἰσχυρότερο ἀπὸ ἕνα ἄλλο, ἔτσι
ψυχῆς ἐρρωμενεστέραν πρὸς τὰ δεινὰ φύσει γίγνε- καὶ μιὰ ψυχὴ ἀπὸ τὴ φύση γεννιέται πιὸ ρωμαλέα στοὺς
σθαι· ὁρῶ δ’ ἐν τοῖς αὐτοῖς νόμοις τε καὶ ἔθεσι τρε- κινδύνους ἀπὸ μιὰν ἄλλη. Παρατηρῶ ἀνθρώπους ποὺ
φομένους πολὺ διαφέροντας ἀλλήλων τόλμ@η. νομίζω ἀνατρέφονται μὲ τοὺς ἴδιους νόμους καὶ τὶς ἴδιες συνή-
μέντοι πᾶσαν φύσιν μαθήσει καὶ μελέτ@η πρὸς ἀν- θειες κι’ ὡστόσο διαφέρουν ἀνάμεσά τους πολὺ ὣς πρὸς
δρίαν αὔξεσθαι· δῆλον μὲν γὰρ ὅτι Σκύθαι καὶ Θρ@ᾶ- τὴν τόλμη. Nομίζω ὡστόσο πὼς κάθετι ποὺ δίνει στὸν
κες οὐκ ἂν τολμήσειαν ἀσπίδας καὶ δόρατα λαβόντες ἄνθρωπο ἡ φύση αὐξαίνει μὲ τὴν μάθηση καὶ τὴν ἄσκηση.
Λακεδαιμονίοις διαμάχεσθαι· φανερὸν δ’ ὅτι Λακε- Eἶναι, ἐπὶ παραδείγματι, φανερὸ πὼς οἱ Σκῦθες καὶ οἱ
δαιμόνιοι οὔτ’ ἂν Θρ@αξὶ πέλταις καὶ ἀκοντίοις οὔτε Θρᾶκες δὲν θὰ τολμοῦσαν νὰ πιάσουν ἀσπίδες καὶ δόρα-
Σκύθαις τόξοις ἐθέλοιεν διαγωνίζεσθαι. ὁρῶ δ’ ἔγωγε τα καὶ νὰ πολεμήσουν τοὺς Λακεδαιμονίους· ὅμως φα-
καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων πάντων ὁμοίως καὶ φύσει διαφέ- νερὸ εἶναι ἐπίσης πὼς οὔτε οἱ Λακεδαιμόνιοι θὰ ἤθελαν
ροντας ἀλλήλων τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐπιμελεί@α νὰ πολεμοῦν τοὺς Θρᾶκες μὲ κοντὲς ἀσπίδες καὶ μὲ ἀκόν-
πολὺ ἐπιδιδόντας. ἐκ δὲ τούτων δῆλόν ἐστιν ὅτι πάν- τια ἢ τοὺς Σκῦθες μὲ τόξα. ᾽Eπίσης ἐγὼ τουλάχιστον πα-
τας χρὴ καὶ τοὺς εὐφυεστέρους καὶ τοὺς ἀμβλυτέ- ρατηρῶ ὅτι οἱ ἄνθρωποι, διαφέρουν καὶ σὲ ὅλα τὰ ἄλλα
ρους φύσιν, ἐν οἷς ἂν ἀξιόλογοι βούλωνται γενέσθαι, ἐκ φύσεως καὶ μὲ τὴν μάθηση καὶ τὴν ἄσκηση σημειώ-
ταῦτα καὶ μανθάνειν καὶ μελετᾶν. νουν μεγάλη ἐπίδοση. Συνεπῶς εἶναι φανερὸ ὅτι πρέπει
ὅλοι, καὶ οἱ εὐφυέστεροι καὶ οἱ καθυστερημένοι νὰ μα-
75 ᾽E κ τ ῆ ς Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς θαίνουν καὶ νὰ ἀσκοῦνται σὲ ὅσα θέλουν νὰ διακριθοῦν.
ἀ π ο λ ο γ ί α ς (c. 28).
Παρὼν δέ τις ᾽Aπολλόδωρος, ἐπιθυμητὴς μὲν ὢν 75. Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς, ἀ π ο λ ο γ ί α Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς
ἰσχυρῶς αὐτοῦ ἄλλως δ’ εὐήθης, εἶπεν· ᾽Aλλὰ τοῦτο (c. 28):
Kάποιος A ᾽ πολλόδωρος, ποὺ ἦταν παρών, μαθητὴς
τοῦ Σωκράτους, πολὺ ἀφοσιωμένος, ἀλλὰ ἀφελής, τοῦ
200 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 201

ἔγωγε, ὦ Σώκρατες, χαλεπώτατα φέρω ὅτι ὁρῶ σε εἶπε: «᾽Eγὼ τουλάχιστον, Σωκράτη, δὲν μπορῶ νὰ τὸ ὑπο-
ἀδίκως ἀποθνήσκοντα. τὸν δὲ λέγεται καταψήσαντα φέρω αὐτό, νὰ σὲ βλέπω νὰ πεθαίνης ἄδικα». ῾O Σωκρά-
αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν εἰπεῖν· σὺ δέ, ὦ φίλτατε ᾽Aπολλό- της, λένε, ἀφοῦ τοῦ χάιδεψε τὸ κεφάλι τοῦ εἶπε: «Πολυα-
δωρε, μᾶλλον ἂν ἐβούλου με ὁρᾶν δικαίως ἀποθνή- γαπημένε μου A ᾽ πολλόδωρε, ἐσὺ ἤθελες νὰ μὲ δῆς νὰ πε-
σκοντα; καὶ ἅμα ἐπιγελάσαι. λέγεται δὲ καὶ ῎Aνυτον θαίνω καλύτερα δίκαια παρὰ ἄδικα;». Kαὶ ταυτόχρονα
παριόντα ἰδὼν εἰπεῖν· ἀλλ’ ὁ μὲν ἀνὴρ ὅδε γε κυ- γέλασε. Λέγεται ἐπίσης πώς, ὅταν εἶδε τὸν ῎Aνυτο νὰ περ-
δρός, ὡς μέγα τι καὶ καλὸν διαπεπραγμένος, εἰ ἀπέ- νᾶ, εἶπε: «῾O ἄνθρωπος αὐτὸς ὑπερηφανεύεται καὶ καμα-
κτονέ με οὕτως, καὶ τῶν μεγίστων αὐτὸν ὑπὸ τῆς πό- ρώνει σὰ νὰ ἔκανε κάποιο μέγα κατόρθωμα πετυχαίνο-
λεως ὁρῶν ἀξιούμενον, οὐκέτι χρῆναι τὸν υἱὸν περὶ ντας τὴν καταδίκη μου σὲ θάνατο γιατὶ τοῦ εἶπα πὼς
βύρσας παιδεύειν. ὦ μοχθηρὸς οὗτος, ἔφη, ὃς οὐκ αὐτός, ποὺ ἔχει ἀξιωθῆ τὶς πιὸ μεγάλες τιμὲς ἐκ μέρους
ἔοικεν εἰδέναι, ὅτι ὁπότερος ἡμῶν καὶ συμφορώτε- τῆς πολιτείας, δὲν ἔπρεπε νὰ ἐκπαιδεύση τὸ γιό του στὴν
ρος καὶ καλλίων εἰς τὸν ἀεὶ χρόνον διαπέπλασται. βυρσοδεψία. Πόσο ἀνόητος εἶναι, εἶπε, ποὺ φαίνεται νὰ
χείρων δέ ἐστιν ὁ νικῶν. ἀγνοῆ ὅτι, ὅποιος ἀπὸ μᾶς τοὺς δυὸ ἔχει κάνει ἔργα ὠφε-
λιμώτερα καὶ ὡραιότερα γιὰ τὴν αἰωνιότητα, αὐτὸς εἶναι
76 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ῆ ς Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς καὶ ὁ νικητής.
ἀ π ο λ ο γ ί α ς (28 d).
Oὕτω γὰρ ἔχει, ὦ ἄνδρες ᾽Aθηναῖοι, τ@ῆ ἀληθεί@α· οὗ 76. Π λ ά τ ω ν ο ς, ᾽A π ο λ ο γ ί α Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς (28 d.):
ἄν τις αὑτὸν τάξ@η, ἡγησάμενος βέλτιστον εἶναι, ἢ ὑπὸ ᾽Iδοὺ ἡ ἀλήθεια, ὦ ἄνδρες A ᾽ θηναῖοι· ὅταν κανεὶς ἐπιλέ-
ἄρχοντος ταχθ@ῆ, ἐνταῦθα δεῖ, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, μένοντα ξη γιὰ τὸν ἑαυτό του μιὰ θέση, ἐπειδὴ τὴ νόμισε πὼς εἶναι
κινδυνεύειν μηδὲν ὑπολογιζόμενον μήτε θάνατον μή- ἡ καλύτερη, ἢ ἀπὸ κάποιον ἄρχοντα ταχθῆ σὲ κάποια θέ-
τε ἄλλο τι μηδὲν πρὸ τοῦ αἰσχροῦ. ἐγὼ οὖν δεινὰ ἂν ση, ἐκεῖ σ’ αὐτὴ τὴ θέση ὀφείλει, κατὰ τὴ γνώμη μου, νὰ
εἴην εἰργασμένος, ὦ ἄνδρες ᾽Aθηναῖοι, εἰ ὅτε μέν με μείνη σταθερὸς καὶ νὰ κινδυνεύη καὶ νὰ μὴ λογαριάζη μή-
οἱ ἄρχοντες ἔταττον, οὓς ὑμεῖς εἵλεσθε ἄρχειν μου, τε τὸ θάνατο μήτε τίποτε ἄλλο προκειμένου νὰ ἀτιμασθῆ.
καὶ ἐν Ποτιδαί@α καὶ ἐν ᾽Aμφιπόλει καὶ ἐπὶ Δηλί\ω, τό- ᾽Eγὼ λοιπόν, ἄνδρες A ᾽ θηναῖοι, θὰ εἶχα κάνει κάτι φοβερό,
τε μὲν οὗ ἐκεῖνοι ἔταττον, ἔμενον ὥσπερ καὶ ἄλλος ἄν, τοποθετημένος ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, ποὺ σεῖς οἱ ἴδιοι
τις καὶ ἐκινδύνευον ἀποθανεῖν· τοῦ δὲ θεοῦ τάττον- τοὺς διαλέξατε νὰ ἄρχουν, στὴν Ποτίδαια καὶ στὴν A ᾽ μφί-
τος, ὡς ἐγὼ \ὠήθην τε καὶ ὑπέλαβον, φιλοσοφοῦντά πολη καὶ στὸ Δήλιον,* ἔμενα τότε, ὅπως καὶ κάθε ἄλλος,
με δεῖν ζῆν καὶ ἐξετάζοντα ἐμαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους, στὴ θέση ποὺ μοῦ ὅρισαν καὶ ἐκινδύνευα νὰ σκοτωθῶ·
καὶ τώρα ποὺ ὁ θεός, ὅπως ἐγὼ ἐπίστευσα καὶ ἀντελή-
φθηκα τὸ χρησμό, μὲ ἔβαλε σ’ αὐτὴ τὴ θέση, δηλαδὴ πὼς
πρέπει νὰ περάσω τὴ ζωή μου φιλοσοφώντας καὶ ἐρευνών-

* Kαὶ στὴν Ποτίδαια καὶ στὴν A


᾽ μφίπολη καὶ στὸ Δήλιον, ὁ Σωκρά-
της μετεῖχε τῶν μαχῶν.
202 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 203

ἐνταῦθα δὲ φοβηθεὶς ἢ θάνατον ἢ ἄλλο ὁτιοῦν τας τὸν ἑαυτό μου καὶ τοὺς ἄλλους, τώρα λοιπὸν φοβού-
πρᾶγμα, λείποιμι τὴν τάξιν. δεινὸν μέντἂν εἴη, καὶ ὡς μενος τὸν θάνατο ἢ κάτι ἄλλο ὁτιδήποτε, νὰ ἐγκαταλείψω
ἀληθῶς τότ’ ἄν με δικαίως εἰσάγοι τις εἰς δικαστή- αὐτὴ τὴ θέση. ῍Aν τὸ ἔκανα, θὰ ἦταν πράγματι φοβερὸ καὶ
ριον, ὅτι οὐ νομίζω θεοὺς εἶναι, ἀπειθῶν τ@ῆ μαντεί@α τότε ἀληθινὰ καὶ δίκαια θὰ μ’ ἔφερνε κανεὶς στὸ δικαστή-
καὶ δεδιὼς θάνατον καὶ οἰόμενος σοφὸς εἶναι οὐκ ὤν. ριο μὲ τὴν δικαία κατηγορία ὅτι δὲν πιστεύω πὼς ὑπάρ-
τὸ γάρ τοι θάνατον δεδιέναι, ὦ ἄνδρες, οὐδὲν ἄλλο χουν θεοί, ἀφοῦ θ’ ἀπιστοῦσα στὸν χρησμὸ τοῦ θεοῦ φο-
ἐστὶν ἢ δοκεῖν σοφὸν εἶναι μὴ ὄντα· δοκεῖν γὰρ εἰδέ- βούμενος τὸ θάνατο καὶ νομίζοντας πὼς εἶμαι σοφός, ἐνῶ
ναι ἐστὶν ἃ οὐκ οἶδεν. οἶδεν μὲν γὰρ οὐδεὶς τὸν θάνα- δὲν εἶμαι. Διότι τὸ νὰ φοβῆται κανεὶς τὸ θάνατο, ἄνδρες
τον, οὐδ’ εἰ τυγχάνει τ\ῶ ἀνθρώπ\ω μέγιστον ὂν τῶν A
᾽ θηναῖοι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ νομίζη κανεὶς
ἀγαθῶν· δεδίασι δ’ ὡς εὖ εἰδότες ὅτι μέγιστον τῶν πὼς εἶναι σοφός, ἐνῶ δὲν εἶναι· γιατὶ νομίζει πὼς γνωρίζει
κακῶν ἐστι· καὶ τοῦτο πῶς οὐκ ἀμαθία ἐστὶν αὐτὴ ἡ αὐτὸ ποὺ δὲν γνωρίζει. Διότι κανεὶς ἄνθρωπος δὲν γνωρί-
ἐπονείδιστος, ἡ τοῦ οἴεσθαι εἰδέναι ἃ οὐκ οἶδε; ζει τί εἶναι ὁ θάνατος οὔτε ἂν συμβαίνη νὰ εἶναι γιὰ τὸν
ἄνθρωπο τὸ μέγιστο ἀγαθό· καὶ ὅμως τὸν φοβοῦνται σὰν
77 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ῆ ς Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς νὰ εἶναι βέβαιοι πὼς εἶναι τὸ μέγιστο κακό. Kαὶ δὲν εἶναι
ἀ π ο λ ο γ ί α ς (38 e). τάχα ἡ πιὸ ἐπονείδιστη ἀμάθεια τὸ νὰ νομίζη κανεὶς πὼς
Oὔτε γὰρ ἐν δίκ@η οὔτ’ ἐν πολέμ\ω οὔτε ἐμὲ οὔτε γνωρίζει αὐτὰ ποὺ δὲν γνωρίζει;
ἄλλων οὐδένα δεῖ τοῦτο μηχανᾶσθαι, ὅπως ἀποφεύ-
ξεται πᾶν ποιῶν θάνατον. καὶ γὰρ ἐν ταῖς μάχαις 77. Π λ ά τ ω ν ο ς ᾽A π ο λ ο γ ί α Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς (38 e.):
πολλάκις δῆλον γίγνεται ὅτι τό γε ἀποθανεῖν ῥ@ᾶον ἄν Oὔτε σὲ δίκη, οὔτε σὲ πόλεμο οὔτ’ ἐγὼ οὔτ’ ἄλλος κα-
τις ἐκφύγοι τά θ’ ὅπλα ἀφεὶς καὶ ἐφ’ ἱκετείαν τρα- νεὶς πρέπει νὰ μηχανεύεται τοῦτο, τὸ πῶς δηλαδὴ θ’ ἀπο-
πεὶς τῶν διωκόντων· καὶ ἄλλαι πολλαὶ μηχαναί εἰσιν φύγη τὸ θάνατο, κάνοντας τὸ κάθε τι. Kαὶ στὴ μάχη,
ἐν ἑκάστοις τοῖς κινδύνοις ὥστε διαφεύγειν θάνατον, ὅπως εἶναι γνωστό, πολλὲς φορὲς γίνεται φανερὸ πὼς
ἐάν τις τολμ@ᾶ πᾶν ποιεῖν καὶ λέγειν. ἀλλὰ μὴ οὐ εἶναι εὐκολώτατο ν’ ἀποφύγη κανεὶς τὸ θάνατο ἀρκεῖ νὰ
τοῦτ’ @ἦ χαλεπόν, ὦ ἄνδρες ᾽Aθηναῖοι, θάνατον ἐκφυ- πετάξη τὰ ὅπλα καὶ νὰ καταφύγη ἱκέτης στοὺς ἐχθρούς·
γεῖν· ἀλλὰ πολὺ χαλεπώτερον πονηρίαν· θᾶττον γὰρ καὶ ἄλλοι πολλοὶ τρόποι ὑπάρχουν σὲ κάθε κίνδυνο, γιὰ
θανάτου θεῖ. νὰ ἀποφεύγη κανεὶς τὸ θάνατο, ἀρκεῖ νὰ ἔχη τὴν τόλμη
νὰ κάνη καὶ νὰ λέγη κάθε τι. ῎Aνδρες A ᾽ θηναῖοι, φοβοῦμαι
78 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἐ κ τ ο ῦ Φ α ί δ ω ν ο ς (84 d). πὼς δὲν εἶναι δύσκολο ν’ ἀποφεύγη κανεὶς τὸ θάνατο·
Bαβαί, ὦ Σιμμία, ἦπου χαλεπῶς τοὺς ἄλλους ἀλλὰ πολὺ πιὸ δύσκολο εἶναι ν’ ἀποφύγη κανεὶς τὴν ἀτί-
αὐτοὺς πείσαιμι ὡς οὐ συμφορὰν ἡγοῦμαι τὴν πα- μωση, γιατὶ αὐτὴ τρέχει ταχύτερα ἀπὸ τὸ θάνατο.

78. Π λ ά τ ω ν ο ς Φ α ί δ ω ν (84 d.):


A
᾽ λοίμονο, Σιμμία, πόσο εἶναι δύσκολο νὰ πείσω τοὺς
ἄλλους ὅτι δὲν θεωρῶ συμφορὰ τὴν παροῦσα τύχη μου,
204 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 205

ροῦσαν τύχην, ὅτε γε μηδ’ ὑμᾶς δύναμαι πείθειν· ἀφοῦ δὲν μπορῶ νὰ πείσω οὔτε σᾶς. Φοβόσαστε ὅμως ὅτι
ἀλλὰ φοβεῖσθε μὴ δυσκολώτερον νῦν διάκειμαι ἢ ἐν τώρα περνῶ πιὸ δύσκολα παρὰ κατὰ τὸ παρελθόν.
τ\ῶ πρόσθεν βί\ω.
79. Π λ ά τ ω ν ο ς Π ρ ω τ α γ ό ρ α ς (350 e):
79 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ ἐ κ τ ο ῦ Π ρ ω τ α γ ό ρ α (350 e). ᾽Eγὼ λοιπὸν σὲ καμμιὰ περίπτωση οὔτε καὶ τώρα συμ-
᾽Eγὼ δὲ οὐδαμοῦ οὐδ’ ἐνταῦθα ὁμολογῶ τοὺς δυ- φωνῶ ὅτι οἱ δυνατοὶ εἶναι ἰσχυροί, πιστεύω ἀντιθέτως
νατοὺς ἰσχυροὺς εἶναι, τοὺς μέντοι ἰσχυροὺς δυνα- ὅτι οἱ ἰσχυροὶ εἶναι δυνατοί· γιατὶ νομίζω πὼς δὲν εἶναι τὸ
τούς· οὐ γὰρ ταυτὸν εἶναι δύναμίν τε καὶ ἰσχύν, ἀλλὰ ἴδιο πρᾶγμα ἡ δύναμις καὶ ἡ ἰσχύς, ἀλλὰ τὸ μὲν ἕνα, ἡ δύ-
τὸ μὲν καὶ ἀπὸ ἐπιστήμης γίγνεσθαι, τὴν δύναμιν, ναμις, προέρχεται καὶ ἀπὸ τὴ γνώση καὶ ἀπὸ τὴν μανία
καὶ ἀπὸ μανίας γε καὶ ἀπὸ θυμοῦ, ἰσχὺν δὲ ἀπὸ φύ- (κατάσταση τρέλλας) καὶ ἀπὸ τὴν ὀργή, ἐνῶ ἡ ἰσχὺς εἶν’
σεως καὶ εὐτροφίας τῶν σωμάτων. οὕτω δὲ κἀκεῖ οὐ ἀποτέλεσμα τῆς φύσεως καὶ τῆς εὐτροφίας τῶν σωμάτων.
ταυτὸν εἶναι θάρσος τε καὶ ἀνδρίαν· ὥστε συμβαίνειν ῎Eτσι καὶ στὸ ἄλλο θέμα, νομίζω πὼς δὲν εἶναι τὸ ἴδιο
τοὺς μὲν ἀνδρείους θαρραλέους εἶναι, μὴ μέντοι πρᾶγμα τὸ θάρρος καὶ ἡ ἀνδρεία· γι’ αὐτὸ πιστεύω πὼς
τούς γε θαρραλέους ἀνδρείους πάντας. θάρσος μὲν συμβαίνει οἱ μὲν ἀνδρεῖοι νὰ εἶναι θαρραλέοι, ὄχι ὅμως
γὰρ καὶ ἀπὸ τέχνης γίγνεται ἀνθρώποις καὶ ἀπὸ θυ- καὶ ὅλοι οἱ θαρραλέοι ἀνδρεῖοι. Διότι τὸ θάρρος δημιουρ-
μοῦ τε καὶ ἀπὸ μανίας, ὥσπερ ἡ δύναμις· ἀνδρία δὲ γεῖται στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὴ γνώση καὶ ἄσκηση
ἀπὸ φύσεως καὶ εὐτροφίας τῶν ψυχῶν γίγνεται. καὶ ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ ἀπὸ τὴ μανία, ὅπως ἀκριβῶς ἡ δύ-
ναμις, ἐνῶ ἡ ἀνδρεία προέρχεται ἀπὸ τὴ φύση καὶ τὴν
80 Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ. εὐστροφία τῶν ψυχῶν.
Σοφίη ἄθαμβος ἀξίη πάντων τιμιωτάτη οὖσα.
80. Δ η μ ο κ ρ ί τ ο υ:
81 Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς ἐ κ τ ῆ ς Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς ῾H πιὸ ἄφθαρτη καὶ ἡ πιὸ πολύτιμη ἀξία ἡ σοφία.
ἀ π ο λ ο γ ί α ς (c. 25).
῞Ωστε θαυμαστὸν ἔμοιγε δοκεῖ εἶναι, ὅπως ποτὲ 81. Ξ ε ν ο φ ῶ ν τ ο ς A
᾽ π ο λ ο γ ί α Σ ω κ ρ ά τ ο υ ς (c. 25):
ὑμῖν ἐφάνη τοῦ θανάτου ἔργον ἄξιον ἐμοὶ εἰργασμέ- ῞Ωστε νομίζω πὼς εἶναι θαυμαστὸ πῶς ἐπὶ τέλους
νον. ἀλλ’ οὐδὲ μέντοι ὅτι ἀδίκως ἀποθνήσκω, διὰ ἀποφασίσατε ὅτι ἔχω διαπράξει ἔργο ἄξιο θανάτου. Bε-
τοῦτο μεῖον φρονητέρον· οὐ γὰρ ἐμοί, ἀλλὰ τοῖς κα- βαίως δὲν αἰσθάνομαι πὼς ἡ θέση μου εἶναι ταπεινωτικὴ
ταγνοῦσι τοῦτο αἰσχρόν ἐστι. παραμυθεῖται δ’ ἔτι με ἐπειδὴ πεθαίνω ἄδικα, γιατὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀτίμωση ὄχι
καὶ Παλαμήδης ὁ παραπλησίως ἐμοὶ τελευτήσας· ἔτι γιὰ μένα, ἀλλὰ γιὰ ἐκείνους ποὺ μὲ καταδίκασαν. Mὲ πα-
ρηγορεῖ ἄλλωστε καὶ ὁ Παλαμήδης* ποὺ πέθανε κατὰ

* Παλαμήδης· ἐθεωρεῖτο σοφὸς καὶ μεγάλος ἐφευρέτης· λέγεται ὅτι


κατεδικάσθη εἰς θάνατον διὰ λιθοβολισμοῦ κατόπιν ψευδοῦς καταγγε-
λίας τοῦ ᾽Oδυσσέως.
206 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΔΡΕΙΑς Ζ´ 207

γὰρ καὶ νῦν πολὺ καλλίους ὕμνους παρέχεται ᾽Oδυσ- τρόπο σχεδὸν παρόμοιο μὲ μένα. Kαὶ σήμερα ἀκόμη
σέως τοῦ ἀδίκως ἀποκτείναντος αὐτόν. οἶδ’ ὅτι καὶ ἐμπνέει ὕμνους πολὺ ὡραιότερους ἀπ’ ὅσους ὁ ᾽Oδυσσεὺς
ἐμοὶ μαρτυρήσετε ὑπό τε τοῦ ἐπιόντος καὶ ὑπὸ τοῦ ποὺ τὸν σκότωσε ἄδικα. ῞Oσο γιὰ μένα εἶμαι βέβαιος πὼς
παρεληλυθότος χρόνου, ὅτι ἠδίκησα μὲν οὐδένα πώ- καὶ τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον θὰ μαρτυρῆ ὅτι ποτὲ
ποτε οὐδὲ πονηρότερον ἐποίησα, εὐεργέτουν δὲ ὣς σήμερα οὔτε ἀδίκησα κανένα, οὔτε διέφθειρα, ἀλλὰ
τοὺς ἐμοὶ διαλεγομένους προῖκα διδάσκων ὅ τι ἐδυ- εὐεργετοῦσα ὅσους συζητοῦσαν μαζύ μου διδάσκοντας
νάμην ἀγαθόν. εἰπὼν δὲ ταῦτα μάλα ὁμολογουμένως δωρεὰν ὅ,τι καλὸ μποροῦσα. A᾽ φοῦ τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ Σω-
δὴ τοῖς εἰρημένοις ἀπ@ήει καὶ ὄμμασι καὶ σχήματι καὶ κράτης, ἀποχώρησε, σύμφωνα προφανῶς μὲ ὅσα εἶχε
βαδίσματι φαιδρός. ὡς δὲ ἤσθετο ἄρα τοὺς παρεπο- ἐκθέσει, εὔθυμος καὶ στὴ ματιὰ καὶ στὸ παράστημα καὶ
μένους δακρύοντας, τί τοῦτο; εἰπεῖν αὐτόν, ἢ ἄρτι στὸ βάδισμα. Kαί, ὅπως ἦταν φυσικό, ὅταν κατάλαβε ὅτι,
δακρύετε; οὐ γὰρ πάλαι ἴστε ὅτι ἐξότου περ ἐγενό- ὅσοι τὸν συνώδευαν, δάκρυσαν, τοὺς λέει: Tί πράγματα
μην κατεψηφισμένος ἦν μου ὑπὸ τῆς φύσεως ὁ θά- εἶναι αὐτά; Kλαῖτε τώρα στ’ ἀλήθεια; Δὲν τὸ ξέρετε
νατος; ἀλλὰ μέντοι, εἰ μὲν ἀγαθῶν ἐπιρρεόντων προ- λοιπὸν ἀπὸ πρὶν ὅτι ἀφ’ ὅτου γεννήθηκα εἶχα καταδικα-
απόλλυμαι, δηλονότι ἐμοὶ καὶ τοῖς ἐμοῖς εὔνοις λυ- σθῆ ἀπὸ τὴ φύση νὰ πεθάνω; Kαὶ ἂν βεβαίως πέθαινα
πητέον· εἰ δὲ χαλεπῶν προσδοκωμένων καταλύω τὸν πρόωρα, ὅταν συνέρρεαν τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς, προφανῶς
βίον, ἐγὼ μὲν οἶμαι ὡς εὐπραγοῦντος ἐμοῦ πᾶσιν καὶ ἐγὼ καὶ οἱ φίλοι μου ἔπρεπε νὰ λυποῦνται· ἀλλά,
ὑμῖν εὐθυμητέον εἶναι. ἀφοῦ ἐγὼ τερματίζω τὴ ζωὴ τὴν ὥρα ποὺ μόνο βάσανα μὲ
περιμένουν, νομίζω πὼς ὅλοι πρέπει νὰ εἶσθε εὔθυμοι,
γιατὶ ἐγὼ εἶμαι εὐτυχής.
ΠΕΡΊ ΔΕΙΛΊΑς. Η. ΠΕΡΙ ΔΕΙΛΊΑς H´

1 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ B ε λ λ ε ρ ο φ ό ν τ @η. 1. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ B ε λ λ ε ρ ο φ ό ν τ η ς:
Δόλοι δὲ καὶ σκοτεινὰ μηχανήματα Δόλοι καὶ μηχανορραφίες σκοτεινές,
χρείας ἀνάνδρου φάρμαχ’ εὕρηται βροτοῖς. οἱ ἄνθρωποι τὰ βρῆκαν ὡς φάρμακα ἀνανδρίας.

2 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς ᾽A κ ρ ι σ ί \ω. X ο ρ ό ς. 2. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς ᾽A κ ρ ί σ ι ο ς. X ο ρ ό ς:
Bο@ᾶ τις, ὦ· Φωνάζει κανείς! ὤ!
ἀκούετ’; ἢ μάτην ἀλυκτῶ; A
᾽ κοῦτε; ἢ ἄδικ’ ἀλυχτάω;
ἅπαντα γάρ τοι τ\ῶ φοβουμέν\ω ψοφεῖ. ῞Oποιον κατέχει ὁ φόβος, γύρω ἀκούει κρότους.

3 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ M ε λ ε ά γ ρ \ω. 3. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ M ε λ έ α γ ρ ο ς:
Δειλοὶ γὰρ ἄνδρες οὐκ ἔχουσιν ἐν μάχ@η Oἱ ἄντρες οἱ δειλοὶ δὲν ἀριθμοῦνται
ἀριθμόν, ἀλλ’ ἄπεισι κἂν παρῶσ’ ὅμως. στὴ μάχη καὶ ἀπουσιάζουν, ἐνῶ βρίσκονται παρόντες.

4 ῾O μ ή ρ ο υ ᾽I λ ι ά δ ο ς μ´ (244). 4. ῾O μ ή ρ ο υ ᾽I λ ι ὰ ς (M 244):
Tίπτε σὺ δείδοικας πόλεμον καὶ δηιοτῆτα; Γιατὶ φοβᾶσαι σὺ τὴ μάχη καὶ τὸν πόλεμο;
εἴπερ γάρ τ’ ἄλλοι γε περικτεινώμεθα πάντες Kι’ ἂν ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι σκοτωθοῦμε
νηυσὶν ἐπ’ ᾽Aργείων, σοὶ δ’ οὐ δέος ἔστ’ ἀπολέσθαι. κοντὰ στῶν A ᾽ ργείων τὰ καράβια,
οὐ γάρ τοι κραδίη μενεδήιος οὐδὲ μαχήμων. κίνδυνος γιὰ σένα δὲν ὑπάρχει νὰ χαθῆς,
γιατὶ ἡ καρδιά σου δὲν κρατάει οὔτε στὸν ἐχθρὸ οὔτε
5 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς Φ ρ υ γ ῶ ν. στὴ μάχη.
Tοὺς εὐγενεῖς γὰρ κἀγαθοὺς ὦ παῖ φιλεῖ
῎Aρης ἐναίρειν· οἱ δὲ τ@ῆ γλώσσ@η θρασεῖς, 5. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς Φ ρ ῦ γ ε ς:
φεύγοντες ἄτας, ἐκτός εἰσι τῶν κακῶν. Tοὺς γενναίους καὶ ἀγαθούς, παιδί μου, ὁ ῎Aρης παίρ-
῎Aρης γὰρ οὐδὲν τῶν κακῶν ληίζεται. νει.
ἐνῶ οἱ θρασεῖς στὴ γλῶσσα τὸ κακὸ ἀποφεύγουν
καὶ γλυτώνουν ἀπ’ αὐτό, γιατὶ ὁ ῎Aρης
δὲν βάζει χέρι σὲ καμμιὰ ἀπ’ τὶς συμφορές μας.

14 A
᾽ νθολόγιον B´
210 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΔΕΙΛΙΑς Η´ 211

6 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽I φ ι γ ε ν ε ί @α (Taur. 484). 6. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽I φ ι γ έ ν ε ι α (ἐν Tαύροις 484):


Oὔ τοι νομίζω σοφόν, ὃς ἂν μέλλων θανεῖν Σοφὸ δὲν βρίσκω τὸν μελλοθάνατον ἐκεῖνον
οἴκτ\ω τὸ δεῖμα τοὐλέθρου νικᾶν θέλ@η. ποὺ μὲ τὸν οἶκτο θέλει νὰ νικᾶ τὸ φόβο τοῦ ὀλέθρου.

7 T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ Φ ρ ί ξ \ω. 7. T ο ῦ α ὐ τ ο ῦ Φ ρ ῖ ξ ο ς:
᾽Aνὴρ δ’ ὃς εἶναι φής, ἀνδρὸς οὐκ ἄξιον ῞Oποιος τὸ θέλει ἄντρας νὰ εἰπωθῆ
δειλὸν κεκλῆσθαι καὶ νοσεῖν αἰσχρὰν νόσον. ἂς ξέρη, ἄξιο δὲν εἶναι σὲ ἄντρα νὰ τὸν ποῦν
δειλὸ καὶ νὰ νοσῆ ἀπὸ αἰσχρὴ ἀρρώστεια.
8 M ε ν ά ν δ ρ ο υ ᾽A δ ε λ φ ο ῖ ς.
Tί πολλὰ τηρεῖν πολλὰ δεῖ δεδοικότα; 8. M ε ν ά ν δ ρ ο υ ᾽A δ ε λ φ ο ί:
Γιατὶ πολλὰ φροντίζεις, ἐνῶ πρέπει
9 Θ ε ό γ ν ι δ ο ς (1221). πολλὰ ὁ ἴδιος τώρα νὰ φοβᾶσαι;
Πολλὰ φέρειν εἴωθε λόγος θνητοῖσι βροτοῖσι
πταίσματα τῆς γνώμης, Kύρνε, ταρασσομένης. 9. Θ ε ό γ ν ι δ ο ς (1221):
Πολλὰ νὰ ὑποφέρουν λάθη τοῦ μυαλοῦ τους
10 Φ ι λ ή μ ω ν ἐ ν ᾽E γ χ ε ι ρ ι δ ί \ω. τοῦ ταραγμένου, Kύρνε, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μάθει.
Kακὴ μὲν ὄψις, ἒν δὲ δειλαῖαι φρένες.
10. Φ ι λ ή μ ο ν ο ς ᾽E γ χ ε ι ρ ί δ ι ο ν:
11 Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς. Kακοσουλούπωτος καὶ μὲ δειλοῦ ψυχή.
Oὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξυλλαμβάνει.
11. Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς:
12 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A λ κ μ α ί ω ν ο ς. ῾H Tύχη τοὺς δειλοὺς ποτὲ δὲν βοηθάει.
῾O φόβος, ὅταν τις σώματος μέλλ@η πέρι
λέγειν καταστὰς εἰς ἀγῶν’ ἐναντίον, 12. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A λ κ μ α ί ω ν:
τό τε στόμ’ εἰς ἔκπληξιν ἀνθρώπων ἄγει ῞Oταν ὁ ἀντίπαλος σὲ δίκη σὲ τυλίξη
τὸν νοῦν τ’ ἀπείργει μὴ λέγειν ἃ βούλεται· καὶ πρόκειται μιλώντας νὰ προασπίσης τὴ ζωή σου,
τ\ῶ μὲν γὰρ ἔνι κίνδυνος, ὃ δ’ ἀθ\ῶος μένει. ὁ φόβος καὶ τὸ στόμα τὸ τρομοκρατεῖ
ὅμως δ’ ἀγῶνα τόνδε δεῖ μ’ ὑπεκδραμεῖν· καὶ τὸ νοῦ ἐμποδίζει νὰ λέγη ὅσα θέλει·
ψυχὴν γὰρ ἆθλα τιθεμένην ἐμὴν ὁρῶ· γιατὶ σὺ τὸν κίνδυνο ἀντιμετωπίζεις, ὁ ἄλλος ὄχι·
κι’ ὅμως τὸν ἀγῶνα τοῦτον πρέπει νὰ τὸν ξεπεράσω,
γιατὶ βλέπω πὼς βραβεῖο εἶν’ ἡ ζωή μου.
212 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΔΕΙΛΙΑς Η´ 213

13 E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A ρ χ ε λ ά \ω. 13. E ὐ ρ ι π ί δ ο υ ᾽A ρ χ έ λ α ο ς:
῾O δ’ ἡδὺς αἰὼν ἡ κακὴ τ’ ἀνανδρία ῾H «γλυκειὰ ζωὴ» καὶ ἡ κακὴ ἀνανδρία
οὔτ’ οἶκον οὔτε πόλιν ἀνορθώσειεν ἄν. δὲν σώζουν οὔτε πόλη οὔτε σπίτι.

14. ᾽A ν τ ι σ θ έ ν ο υ ς:
14 ᾽A ν τ ι σ θ έ ν ο υ ς. ῞Oποιος φοβᾶται τοὺς ἄλλους, εἶναι δοῦλος, χωρὶς νὰ
῞Oστις δὲ ἑτέρους δέδοικε, δοῦλος ὢν λέληθεν τὄχη καταλάβη.
ἑαυτόν.
15. Δ ι ο γ έ ν ο υ ς:
15 Δ ι ο γ έ ν ο υ ς. ῞Oλα τὰ δεινὰ ἔχουν γίνει μᾶλλον γιὰ νὰ τρομοκρατοῦν
Πάντα μὲν οὖν τὰ δεινὰ πέφυκε μᾶλλον ἐκπλήτ- αὐτοὺς ποὺ τὰ περιμένουν, παρὰ νὰ λυποῦν αὐτοὺς ποὺ
τειν τοὺς προσδεχομένους ἢ λυπεῖν τοὺς πειραθέν- πλήττουν. ῾O φόβος εἶναι τόσο βλαβερός, ὥστε πολλοὶ
τας, ὁ δὲ φόβος οὕτω χαλεπός ἐστιν ὥστε πολλοὶ ἤδη ὑφίστανται τὸ κακό, προτοῦ νἀρθῆ, ὅπως λόγου χά-
ἤδη προέλαβον τὸ ἔργον, οἳ μὲν ἐν νηὶ χειμαζόμενοι ριν αὐτοὶ ποὺ ταλαιπωρούνταν ἀπὸ τὴν τρικυμία σὲ κα-
οὐ περιμείναντες καταδῦναι τὴν ναῦν, ἀλλὰ πρότε- ράβι καὶ δὲν περίμεναν νὰ βουλιάξη τὸ πλοῖο, ἀλλὰ αὐτο-
ρον αὑτοὺς ἀποσφάξαντες... κτόνησαν πρίν...

16 ῾Y π ε ρ ε ί δ ο υ. 16. ῾Y π ε ρ ε ί δ ο υ:
῾Yπερείδης ὁ ῥήτωρ ἔφησε τὴν ἀγωνίαν τοῦ λέγειν ῾O ῾Yπερείδης ὁ ρήτωρ εἶπε ὅτι ἡ ἀγωνία εἶναι τροχοπέ-
πέδην εἶναι. δη τοῦ λόγου.

17 Θ ο υ κ υ δ ί δ ο υ ἱ σ τ ο ρ ί α ς β´ (89) 17. Θ ο υ κ υ δ ί δ ο υ ἱ σ τ ο ρ ί α β´ (89) Δ η μ η γ ο ρ ί α


δ η μ η γ ο ρ ί α ς Φ ο ρ μ ί ω ν ο ς. Φ ο ρ μ ί ω ν ο ς:
῾Hσσημένων δὲ ἀνδρῶν οὐκ ἐθέλουσιν αἱ γνῶμαι Oἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν ὑποστεῖ ἧττα δὲν συνηθίζουν
πρὸς τοὺς αὐτοὺς κινδύνους ὅμοιαι εἶναι. νὰ ἀντιμετωπίζουν τοὺς ἄλλους κινδύνους μὲ τὸ ἴδιο
θάρρος (ποὺ ἀντιμετώπιζαν τὸν κίνδυνο, πρὶν νικηθοῦν).
18 ᾽A ν τ ι φ ῶ ν τ ο ς.
Nόσος δειλοῖσιν ἑορτή· οὐ γὰρ ἐκπορεύονται ἐπὶ 18. ᾽A ν τ ι φ ῶ ν τ ο ς:
πρᾶξιν. ῾H ἀρρώστεια εἶναι γιορτὴ γιὰ τοὺς δειλούς, γιατὶ δὲν
εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ δράσουν.
19 ῾I ε ρ ο κ λ έ ο υ ς ἐ κ τ ο ῦ π ε ρ ὶ δ ι κ α ι ο σ ύ ν η ς.
῎Iδωμεν γὰρ εἰ τοὺς δειλοὺς οἷόν τε δικαίους εἶναι· 19. ῾I ε ρ ο κ λ έ ο υ ς ἀ π ὸ τ ὸ «π ε ρ ὶ δ ι κ α ι ο σ ύ ν η ς»:
τοὺς γὰρ ἐναντίως ἔχοντας τούτοις, τοὺς θρασεῖς, ῍Aς δοῦμε συνεπῶς ἂν οἱ δειλοὶ εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι
δίκαιοι. Tοὺς ἀντίθετούς των, δηλαδὴ τοὺς θρασεῖς, τοὺς
214 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΔΕΙΛΙΑς Η´ 215

ἀδίκους ὄντας εὑρίσκομεν διὰ τὸ πρὸς βίαν τὰ πολ- βρήκαμε πὼς εἶναι ἄδικοι, γιατὶ κάνουν πολλὰ διὰ τῆς
λὰ ποιεῖν. δειλία τοίνυν ἐστὶ διαφθορὰ δόξης ἐννό- βίας. Λοιπὸν ἡ δειλία εἶναι διαφθορὰ ἔννομης ἀντιλή-
μου δεινῶν τε πέρι καὶ μή· ἢ ἄγνοια δεινῶν τε καὶ οὐ ψεως περὶ τοῦ τί εἶναι δεινὸ καὶ τί ὄχι, ἢ ἄγνοια τῶν δει-
δεινῶν καὶ οὐδετέρων. πῶς ἂν οὖν οἱ δόξαις διε- νῶν, καὶ τῶν μὴ δεινῶν ἢ καὶ ἐκείνων ποὺ δὲν εἶναι οὔτε
φθαρμέναις καὶ παρανόμοις συζῶντες εἶεν ἂν δίκαι- τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο. Πῶς λοιπὸν εἶναι δυνατὸν αὐτοὶ ποὺ
οι; οὐ γὰρ δὴ εἰκάζοιεν ἂν περὶ ὅτου δήποτε καλῶς, ἔχουν ἐνστερνισθῆ ἀντιλήψεις ἐσφαλμένες καὶ παράνο-
μὴ συγχωροῦντος αὐτοῖς τοῦ περὶ τὴν ψυχὴν δέους μες νὰ εἶναι δίκαιοι; Διότι προφανῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
εἰς ἥντινα οὖν ζήτησιν προκύπτειν. βγάλουν γιὰ ὁτιδήποτε ὀρθὰ συμπεράσματα, ἀφοῦ δὲν
ἐπιτρέπει σ’ αὐτοὺς ὁ φόβος γιὰ τὴ ζωή τους νὰ προβοῦν
20 Δ η μ η τ ρ ί ο υ. σὲ ὁποιαδήποτε ἔρευνα.
Aὐτίκα γὰρ εἰ τ\ῶ πολεμοῦντι καὶ παρατεταγμέν\ω
παρασταῖεν ἥ τε ἀνδρία καὶ ἡ δειλία, πόσον ἂν 20. Δ η μ η τ ρ ί ο υ:
οἴεσθε διαφόρους εἰπεῖν λόγους; ἆρ’ οὐχ ἡ μὲν Tώρα ἂν φαντασθοῦμε πὼς στὸν πολεμιστὴ ποὺ βρί-
ἀνδρία μένειν κελεύοι καὶ τὴν τάξιν διαφυλάττειν; σκεται στὴν πρώτη γραμμὴ τῆς μάχης παρουσιάζονταν
ἀλλὰ βαλοῦσιν· ὑπόμενε. ἀλλὰ τρωθήσομαι· καρτέ- δίπλα του ἡ ἀνδρεία καὶ ἡ δειλία, πόσο διαφορετικὰ λό-
ρει. ἀλλ’ ἀποθανοῦμαι· ἀπόθανε μᾶλλον ἢ λίπ@ης τὴν για φαντάζεσθε πὼς θἄλεγαν; ῾H ἀνδρεία ἆρα γε δὲν θὰ
τάξιν. ἀτενὴς οὗτος ὁ λόγος καὶ σκληρός. ἀλλ’ ὁ τῆς τὸν διατάξη νὰ μένη στὴ θέση του καὶ νὰ διαφυλάττη τὴν
δειλίας νὴ Δία φιλάνθρωπος καὶ μαλακός· ὑπάγειν παράταξη; Θὰ μὲ κτυπήσουν! νὰ ὑπομείνης! A ᾽ λλὰ θὰ
γὰρ δῆτα κελεύει τὸν φοβούμενον. ἀλλ’ ἡ ἀσπὶς ἐνο- τραυματισθῶ! βάστα! A ᾽ λλὰ θὰ πεθάνω· πέθανε καλύτερα
χλεῖ· ῥῖψον. ἀλλὰ καὶ ὁ θώραξ· παράλυσον. παντὶ παρὰ νὰ ἐγκαταλείπης τὴν παράταξη! ῎Aκαμπτος ὁ λόγος
δήπου πραΰτερα ταῦτ’ ἐκείνων. ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ αὐτὸς καὶ σκληρός. Tῆς δειλίας ὁ λόγος, ἀντιθέτως, μὰ
τῶν ἄλλων. μὴ λάβ@ης, φησὶν ἡ ἐγκράτεια, ὅθεν οὐ τὸν Δία, φιλάνθρωπος καὶ μαλακός. Διατάσσει τὸν φοβι-
δεῖ· μὴ φάγ@ης, μὴ πί@ης, ἀνέχου, καρτέρει· τὸ τελευ- τσιάρη νὰ τὸ σκάση. Mὲ ἐνοχλεῖ ἡ ἀσπίδα! πέταξέ την!
ταῖον, ἀπόθανε πρότερον ἢ πράξ@ης ὅπερ οὐ δεῖ. ἡ δ’ Kαὶ ὁ θώρακας ἐπίσης! βγάλτον! ῾Oπωσδήποτε πιὸ καλο-
ἀκρασία, πῖθι ὅτε βούλει, φάγε ὅ τι ἂν ἥδιστα φά- δεχούμενα τοῦτα ἀπὸ τὰ πρῶτα. Tὸ ἴδιο καὶ στὶς ἄλλες
γοις· ἡ τοῦ γείτονος ἀρέσκει σοι γυνή; πέραινε· χρη- περιπτώσεις. ῾H ἐγκράτεια διδάσκει νὰ μὴν παίρνης ἀπ’
μάτων ἀπορεῖς; δάνεισαι· δανεισάμενος ἀδυναμεῖς; ὅπου δὲν πρέπει. Mὴ φᾶς, μὴν πιῆς, νὰ εἶσαι ἀνεκτικός,
μὴ ἀποδ\ῶς· οὐ πιστεύουσιν ἔτι δανείζειν; ἅρπασον. καρτερικός. Kαὶ τέλος-τέλος πέθανε καλύτερα παρὰ νὰ
πολύ γε κἀνταῦθα τὸ μεταξύ. ἀλλὰ τίς οὐκ οἶδεν ὅτι κάνης ὅ,τι δὲν πρέπει. ᾽Eνῶ ἡ ἀσωτεία διδάσκει: πιὲς ὅταν
θέλης, φάε ὅ,τι σ’ ἀρέσει. Σοῦ ἀρέσει ἡ γυναίκα τοῦ γείτο-
να; Πάρτην. Δὲν ἔχεις χρήματα; Δανείσου. ῞Oταν δανει-
στῆς δὲν μπορεῖς νὰ τὰ ἐπιστρέψης; Mὴν τὰ δίνης. Δὲν σὲ
ἐμπιστεύονται πιά, γιὰ νὰ σοῦ δίνουν δανεικά; ῞Aρπαξε.
Πολλὰ εἶναι καὶ ἐδῶ, ἀλλὰ ποιός δὲν ξέρει ὅτι ἡ εὐχαρί-
216 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΔΕΙΛΙΑς Η´ 217

ἡ μὲν τοιαύτη χάρις ὀλέθριος γίνεται τοῖς προσδεξα- στηση αὐτὴ εἶναι ὀλέθρια γιὰ ὅσους τὴν ἀποδεχθοῦν,
μένοις, ἡ δ’ ἐκ τῶν ἐναντίων σωτήριος; ἐνῶ ἡ εὐχαρίστηση ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὰ ἀντίθετα
εἶναι σωτήρια;
21 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ Φ α ί δ ω ν ο ς (67 e).
Oἱ ὀρθῶς φιλοσοφοῦντες ἀποθνήσκειν μελετῶσι, 21. Π λ ά τ ω ν ο ς Φ α ί δ ω ν (67 e):
καὶ τεθνάναι ἥκιστα αὐτοῖς ἀνθρώπων φοβερόν. ῞Oσοι φιλοσοφοῦν σωστὰ προετοιμάζονται γιὰ τὸ θά-
νατο καὶ γι’ αὐτοὺς μόνο ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους δὲν εἶναι
22 Π λ ά τ ω ν ο ς ἐ κ τ ο ῦ Φ α ί δ ω ν ο ς (68 b). φοβερὸς ὁ θάνατος.
Oὐκ οὖν ἱκανόν σοι τεκμήριον, ἔφη, τοῦτο ἀνδρός,
ὃν ἂν ἴδ@ης ἀγανακτοῦντα μέλλοντα ἀποθανεῖσθαι, 22. Π λ ά τ ω ν ο ς Φ α ί δ ω ν (68 b):
ὅτι οὐκ ἄρ’ ἦν φιλόσοφος ἀλλά τις φιλοσώματος; Δὲν εἶναι λοιπὸν γιὰ σένα, εἶπεν ὁ Σωκράτης, ἀρκετὴ
αὐτὸς δέ που οὗτος τυγχάνει ὢν καὶ φιλοχρήματος ἀπόδειξη πὼς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ τὸν βλέπεις ν’ ἀγανακτῆ,
καὶ φιλότιμος, ἤτοι τὰ ἕτερα τούτων ἢ ἀμφότερα. ἐπειδὴ πρόκειται νὰ πεθάνη, δὲν ὑπῆρξε φιλόσοφος, ἀλλὰ
πάνυ ἔχει, ἔφη, οὕτως ὡς λέγεις. ἆρ’ οὖν, ἔφη, ὦ Σιμ- φιλοσώματος; ῞Eνας τέτοιος ἄνθρωπος θὰ εἶναι ὁπωσδήπο-
μία, οὐ καὶ ἡ ὀνομαζομένη ἀνδρία τοῖς οὕτω διακει- τε καὶ φιλοχρήματος καὶ φιλόδοξος, μπορεῖ τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ
μένοις μάλιστα προσήκει; πάντως δή που, ἔφη. οὐκ δυὸ ἢ καὶ τὰ δυό. – Bεβαιότατα ἔτσι, καθὼς τὰ λές, εἶναι,
οὖν καὶ ἡ σωφροσύνη, ἣν καὶ οἱ πολλοὶ ὀνομάζουσι εἶπεν ὁ Σιμμίας. – ῏Aρά γε λοιπόν, Σιμμία, ἐξηκολούθησ’ ὁ
σωφροσύνην, τὸ περὶ τὰς ἐπιθυμίας μὴ ἐπτοῆσθαι, Σωκράτης, κι’ αὐτὸ ποὺ λέγεται ἀνδρεία δὲν ἁρμόζει πρὸ
ἀλλ’ ὀλιγώρως ἔχειν καὶ κοσμίως, ἆρ’ οὐ τούτοις μό- πάντων σ’ αὐτοὺς (δηλαδὴ τοὺς φιλοσόφους), ποὺ ἔχουν
νοις προσήκει τοῖς μάλιστα τοῦ σώματος ὀλιγωροῦσί αὐτὲς τὶς διαθέσεις (μπροστὰ στὸ θάνατο); – Kατὰ τὴ γνώμη
τε καὶ ἐν φιλοσοφί@α ζῶσιν; ἀνάγκη, ἔφη. εἰ γὰρ ἐθέ- μου, ἐξάπαντος, ἀπάντησεν ἐκεῖνος. – Kαὶ ἡ σωφροσύνη
λεις, ἦ δ’ ὅς, ἐννοῆσαι τήν γε τῶν ἄλλων ἀνδρίαν τε λοιπόν, ποὺ καὶ ὁ πολὺς κόσμος αὐτὸ τ’ ὄνομα τῆς δίνει, δη-
καὶ σωφροσύνην, δόξει σοι εἶναι ἄτοπος. πῶς δή, ὦ λαδὴ τὸ νὰ μὴ κυριαρχῆται κανεὶς ἀπὸ τὶς ἐπιθυμίες, ἀλλὰ
Σώκρατες; Oἶσθα, ἦ δ’ ὅς, ὅτι τὸν θάνατον ἡγοῦνται ν’ ἀδιαφορῆ γι’ αὐτὲς καὶ νὰ ἔχη αὐτοπειθαρχία, ἆρά γε κι’
πάντες οἱ ἄλλοι τῶν μεγάλων κακῶν εἶναι; καὶ μάλ’, αὐτὴ δὲν ἁρμόζει σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀδιαφοροῦν τελείως γιὰ τὸ
ἔφη. οὐκ οὖν φόβ\ω μειζόνων κακῶν ὑπομένουσιν σῶμά τους καὶ περνοῦν τὴ ζωὴ φιλοσοφώντας; – Kατ’ ἀνά-
γκην, εἶπ’ ὁ Σιμμίας. – Γιατί, ἂν θέλης, συνέχισε ὁ Σωκράτης,
νὰ κατανοήσης τὸ εἶδος τῆς ἀνδρείας καὶ τῆς σωφροσύνης
τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, θὰ διαπιστώσης κάτι πολὺ παρά-
ξενο. – Tί ἐννοεῖς δηλαδή, Σωκράτη; – Γνωρίζεις, ἐξηκολού-
θησ’ ὁ Σωκράτης, ὅτι ὁ πολὺς κόσμος θεωρεῖ πὼς ὁ θάνα-
τος εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες συμφορές; – Kαὶ βέβαια τὸ
γνωρίζω, εἶπεν ὁ Σιμμίας. – Λοιπὸν ὅταν οἱ ἀνδρεῖοι ποὺ
προέρχονται ἀπὸ τὸν πολὺν κόσμο ἀντιμετωπίζουν θαρρα-
218 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΔΕΙΛΙΑς Η´ 219

αὐτὸν οἱ ἀνδρεῖοι τὸν θάνατον, ὅταν ὑπομένωσιν; λέα τὸ θάνατο, δὲν τὸ κάνουν ἐπειδὴ φοβοῦνται πιὸ μεγά-
ἔστι ταῦτα. τ\ῶ δεδιέναι ἄρα καὶ δέει ἀνδρεῖοί εἰσι λες συμφορὲς ἀπ’ αὐτόν; – Nομίζω, ἔτσι εἶναι. – Συνεπῶς
πάντες πλὴν οἱ φιλόσοφοι· καίτοι ἄλογόν γε δέει ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου καὶ τοῦ δέους μεγαλυτέρων συμ-
τινὰ καὶ δειλί@α ἀνδρεῖον εἶναι. πάνυ μὲν οὖν. τί δέ, οἱ φορῶν εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ἀνδρεῖοι, πλὴν τῶν φιλοσόφων·
κόσμιοι αὐτῶν οὐ ταυτὸ τοῦτο πεπόνθασιν, ἀκολα- ἀλλ’ αὐτὸ βέβαια εἶναι κάπως παράλογο νὰ εἶναι κανεὶς
σί@α τινὶ σώφρονές εἰσι; καίτοι φαμέν γε ἀδύνατον ἀνδρεῖος ἀπὸ φόβο καὶ δειλία. – Bεβαιότατα εἶναι παρά-
εἶναι, ἀλλ’ ὅμως αὐτοῖς συμβαίνει τούτ\ω ὅμοιον τὸ λογο. – Στὴν ἴδια περίπτωση δὲν θὰ κατατάξουμε καὶ
πάθος, τὸ περὶ ταύτην τὴν εὐήθη σωφροσύνην. φο- ὅσους ἀπὸ τὸν πολὺ κόσμο δείχνονται αὐτοπειθαρχημέ-
βούμενοι γὰρ ἑτέρων ἡδονῶν στερηθῆναι καὶ ἐπιθυ- νοι; Δὲν ἔχουν πάθει δηλαδὴ κι’ αὐτοὶ κάτι ἀνάλογο μὲ
μοῦντες ἐκείνων, ἄλλων ἀπέχονται, ὑπ’ ἄλλων κρα- τοὺς πολλοὺς ἀνδρείους, εἶναι μ’ ἄλλα λόγια σώφρονες
τούμενοι. καίτοι καλοῦσί γε ἀκολασίαν τὸ ὑπὸ τῶν ἀπὸ τὸ φόβο τῆς ἀκολασίας; Συμβαίνει δηλαδὴ καὶ μ’
ἡδονῶν ἄρχεσθαι· ἀλλ’ ὅμως συμβαίνει αὐτοῖς κρα- αὐτοὺς ἕνα παρόμοιο μὲ τοὺς πολλοὺς ἀνδρείους πάθη-
τουμένοις ὑφ’ ἡδονῶν κρατεῖν ἄλλων ἡδονῶν. τοῦτο μα, νὰ παρουσιάζουν μιὰ φθηνὴ σωφροσύνη· ἐπειδὴ μ’
δ’ ὅμοιόν ἐστιν, ὃ νῦν δὴ ἐλέγετο, τὸ τρόπον τινὰ δι’ ἄλλα λόγια φοβοῦνται πὼς θὰ στερηθοῦν κάποιες ἄλλες
ἀκολασίαν αὐτοὺς σεσωφρονίσθαι. ἔοικε γάρ. ὦ μα- ἡδονὲς καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνες τὶς ἄλλες ἐπιθυμοῦν, ἀποφεύ-
κάριε Σιμμία, μὴ γὰρ οὐχ αὕτη @ἦ ἡ ὀρθὴ πρὸς ἀρε- γουν ὡρισμένες καὶ ἀπὸ ἄλλες κυριαρχοῦνται. Kαὶ ὅμως
τήν, ἡδονὰς πρὸς ἡδονὰς καὶ λύπας πρὸς λύπας καὶ αὐτοὶ ὀνομάζουν ἀκολασία τὸ νὰ κυριαρχῆται κανεὶς ἀπὸ
φόβον πρὸς φόβον καταλλάττεσθαι, μείζω πρὸς τὶς ἡδονές. Kαὶ συμβαίνει σ’ αὐτοὺς νὰ κυριαρχοῦνται
ἐλάττω ὥσπερ νομίσματα· ἀλλ’ @ἦ ἐκεῖνο μόνον τὸ νό- ἀπὸ κάποιες ἡδονὲς καὶ νὰ κυριαρχοῦν σὲ κάποιες ἄλλες.
μισμα ὀρθόν, ἀντὶ οὗ δεῖ ταῦτα πάντα καταλλάττε- Tοῦτο ὅμως μοιάζει μ’ ἐκεῖνο ποὺ λίγο πρωτύτερα ἐλέγα-
σθαι, φρόνησις, καὶ τούτου μὲν πάντα καὶ μετὰ τού- με, ὅτι δηλαδὴ αὐτοὶ ἐμφανίζονται σώφρονες ἀπὸ τὸ φό-
του ὠνούμενά τε καὶ πιπρασκόμενα τ\ῶ ὄντι @ἦ, καὶ βο κάποιας ἀκολασίας. – ῎Eτσι φαίνεται, εἶπ’ ὁ Σιμμίας. –
Θαυμάστε Σιμμία, συνέχισ’ ὁ Σωκράτης, φοβοῦμαι μήπως
δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ ὀρθὸς δρόμος πρὸς τὴν ἀρετή, ν’ ἀνταλ-
λάξη δηλαδὴ κανεὶς ἡδονὲς μὲ ἡδονὲς καὶ λύπες μὲ λύπες
καὶ φόβους μὲ φόβους καὶ κακὰ μεγαλύτερα μὲ μικρότε-
ρα,* ὅπως γίνεται μὲ τὰ νομίσματα. ᾽Eγὼ ὅμως πιστεύω
πὼς μόνο τοῦτο τὸ νόμισμα εἶναι γνήσιο, ἡ φρόνηση δη-
λαδὴ καὶ μ’ αὐτὸ πρέπει ν’ ἀνταλλάσσουμε ὅλα τ’ ἄλλα,
διότι ὅσα ἀγοράζονται καὶ πουλιοῦνται μ’ αὐτὸ τὸ νόμι-
σμα, τὴ φρόνηση, εἶναι πράγματι γνήσια κι’ ἀληθινά· καὶ

* Kακὰ μεγαλύτερα εἶναι ἡ δ ο υ λ ε ί α καὶ ἡ ἀ τ ί μ ω σ η καὶ κακὰ


μικρότερα ὁ θ ά ν α τ ο ς.
220 IΩΑΝΝΟΥ ΣΤΟΒΑΙΟΥ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΔΕΙΛΙΑς Η´ 221

ἀνδρία καὶ σωφροσύνη καὶ ξυλλήβδην ἀληθὴς ἀρετὴ ἡ ἀνδρεία καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ γενικὰ ἡ ἀληθινὴ ἀρετὴ
μετὰ φρονήσεως, καὶ προσγινομένων καὶ ἀπογινομέ- μὲ τὴ φρόνηση ἀποκτᾶται, εἴτε προσθέσωμε εἴτε ἀφαιρέ-
νων καὶ ἡδονῶν καὶ φόβων καὶ τῶν ἄλλων πάντων σωμε τὶς ἡδονὲς καὶ τοὺς φόβους καὶ ὅλα τὰ παρόμοια.
τῶν τοιούτων· χωριζόμενα δὲ φρονήσεως καὶ ἀλλατ- Kαὶ φοβοῦμαι πὼς ὅλ’ αὐτά, ἂν εἶναι χωρισμένα ἀπὸ τὴ
τόμενα ἀντὶ ἀλλήλων, μὴ σκιαγραφία τις @ἦ τοιαύτη φρόνηση καὶ ἀνταλλάσσεται τὸ ἕνα μὲ τ’ ἄλλο, μήπως μιὰ
ἀρετὴ καὶ τ\ῶ ὄντι ἀνδραποδώδης τε καὶ οὐδὲν ὑγιὲς τέτοια ἀρετὴ δὲν εἶναι οὐσιαστικὰ τίποτ’ ἄλλο παρὰ μιὰ
οὐδ’ ἀληθὲς ἔχ@η· τὸ δ’ ἀληθὲς τ\ῶ ὄντι @ἦ κάθαρσις τῶν ἀπατηλὴ εἰκόνα ποὺ ταιριάζει σὲ δούλους καὶ πὼς τίποτε
τοιούτων πάντων, καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ δικαιοσύ- τὸ γνήσιο κι’ ἀληθινὸ δὲν κλείνει μέσα της. Kαὶ ἔχω τὴ
νη καὶ ἡ ἀνδρία καὶ ἔτι αὐτὴ ἡ φρόνησις μὴ καθαρ- γνώμη πὼς τὸ πραγματικὰ ἀληθινὸ εἶναι μιὰ κάθαρσις
μός τις @ἦ· ὡς κινδυνεύουσι καὶ οἱ τὰς τελετὰς ἡμῖν ὅλων αὐτῶν τῶν ἡδονῶν, καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ δικαιο-
οὗτοι καταστήσαντες οὐ φαῦλοι εἶναι, ἀλλὰ τ\ῶ ὄντι σύνη καὶ ἡ ἀνδρεία κι’ αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ φρόνηση δὲν εἶναι τί-
πάλαι αἰνίττεσθαι, ὅτι ὃς ἂν ἀμύητος καὶ ἀτέλεστος ποτ’ ἄλλο, παρὰ ἕνα ὄργανο καθάρσεως τῆς ψυχῆς ἀπὸ
εἰς @ἅδου ἀφίκηται, ἐν βορβόρ\ω κείσεται, ὁ δὲ κεκα- ὅλους αὐτοὺς τοὺς φόβους καὶ τὶς ἀπολαύσεις.
θαρμένος τε καὶ τετελεσμένος ἐκεῖσε ἀφικόμενος Θαρρῶ μάλιστα πὼς κι’ ἐκεῖνοι ποὺ καθιέρωσαν σ’ ἐμᾶς
μετὰ θεῶν οἰκήσεται. εἰσὶ γὰρ δή, ὣς φασιν οἱ περὶ τὶς τελετὲς (τῶν μυστηρίων) δὲν ἦταν ἄνδρες τυχαῖοι, ἀλλ’
τὰς τελετάς, ναρθηκοφόροι μὲν πολλοί, Bάκχοι δέ τε ὅτι πραγματικὰ ἀπὸ τὰ παλιὰ χρόνια ἔχουν ἐκφράσει μὲ
παῦροι· οὗτοι δ’ εἰσὶ κατὰ τὴν ἐμὴν δόξαν οὐκ ἄλλοι τρόπο συγκεκαλυμμένον ἕνα βαθὺ νόημα, ὅτι δηλαδὴ κάθε
ἢ οἱ πεφιλοσοφηκότες ὀρθῶς. ἀμύητος καὶ ἀκατήχητος ποὺ φθάνει στὸν ῞Aδη, θὰ κείτεται
στὸν βόρβορο, ἐνῶ ὁ κεκαθαρμένος καὶ ὁ μυημένος ὅταν
φθάση ἐκεῖ, θὰ κατοικῆ μαζὶ μὲ τοὺς θεούς. Διότι, καθὼς
λένε ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὶς τελετὲς (τῶν μυστηρίων),
ὑπάρχουν ἐκεῖ πολλοὶ ν α ρ θ η κ ο φ ό ρ ο ι, B ά κ χο ι*
ὅμως λίγοι· αὐτοὶ οἱ λίγοι, κατὰ τὴ γνώμη μου, δὲν εἶναι
ἄλλοι παρὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἔζησαν ὡς γνήσιοι φιλόσοφοι.

* N α ρ θ η κ ο φ ό ρ ο ι· οἱ φέροντες νάρθηκα, δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ


κρατοῦσαν ραβδὶ ἀπὸ τὸ στέλεχος τοῦ φυτοῦ «νάρθηξ» (εἶδος καλαμιοῦ,
σήμερα λέγεται καὶ ἀνάρτηκας). B ά κ χ ο ι· ἦταν οἱ θιασῶτες τοῦ θεοῦ
Bάκχου, οἱ πραγματικοὶ μῦστες, ποὺ «κατείχοντο ὑπὸ ἱερᾶς μανίας». Oἱ
Bάκχοι (Διόνυσος – Θεὸς τοῦ οἴνου), ἐλατρεύετο στὰ ᾽Eλευσίνια μυστή-
ρια μὲ τὴν Δήμητρα καὶ τὴν Kόρη ὡς ῎I α κ χ ο ς. Tὸ ὅλον νόημα εἶναι ὅτι
πολλοὶ παρουσιάζονται ὡς μ ῦ σ τ ε ς εἰς τὶς τελετὲς τῶν Mυστηρίων,
ἀλλὰ λίγοι εἶναι οἱ πραγματικοὶ μῦστες· ὅπως πολλοὶ ἐμφανίζονται μὲ
ἀρετὴ, ἀλλὰ ὀλίγοι τὴν ἔχουν πραγματικά, οἱ γνήσιοι φιλόσοφοι.

You might also like