You are on page 1of 220

Ειδική Ηλεκτρονική Έκδοση

για αποκλειστική διάθεση από


τον ιστότοπο Olympia.gr

Μια προσφορά
του Ποιητή Δημήτρη Ιατρόπουλου
&
των Εκδόσεων της Νέας Διάστασης
STAFFORD UNIVERSITY
DEPARTMENT OF HUMANITIES AND ARTS
DIVISION OF EDUCATIONAL PSYCHOLOGY

Mr. Demetre Iatropoulos ranks as one of the most influential poets


in his native country of Greece, with a free-flowing, extemporaneous
writing style that never fails to impress through its versatility and
mastery of multiple and quite often self-concocted writing forms,
unknown even to the field professionals.

Dr. SLOMO EIZENSTEIN, PhD.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΟΥ ΣΤΑΦΦΟΡΝΤ


ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ & ΤΕΧΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ

«Ο κ. Δημήτρης Ιατρόπουλος κατατάσσεται ως ένας εκ των


ποιητών με την μεγαλύτερη επιρροή στην πατρίδα του, την
Ελλάδα, για το ελεύθερο και ιδιότυπο στυλ γραφής, το οποίο
ουδέποτε αποτυγχάνει να εντυπωσιάζει με την ευστροφία του, την
ανυπέρβλητη πολλαπλότητα και τις συχνά αυτοεπινοητικές
φόρμες γραφής, οι οποίες είναι άγνωστες ακόμα και στους
επαγγελματίες του χώρου.»

Δρ. ΣΛΟΜΟ ΑΪΖΕΝΣΤΑΪΝ, PhD


Αγαπημένες μου, Αγαπημένοι μου..

Βρήκα το Καλό, όπου μπόρεσα.


Με βρήκε το Κακό, όπου μπόρεσε.
Όλα συμβαίνουν σύμφωνα με το Σχέδιο.
Ίδια γίνεται και με τους Εκτός Σχεδίου.

Τότε, είπα κάποια στιγμή,

έτσι όπως μέσα απ’ τα χέρια μου


τσουλάνε τα χρόνια μου
σαν αγριοπερίστερα,
που τα λευτερώνω ένα-ένα
και τα φυσάω να ψηλοπετάξουν,

να μαζέψω την πραμάτεια μου,


για να την έχετε..

Ο Δημήτρης
ΓΙΑΤΙ ΕΚΔΙΔΟΥΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΡΓΟ

Του Δημήτρη Ζώτου


Διευθύνοντος Συμβούλου
των ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΔΙΑΣΤΑΣΗΣ

Οι Εκδόσεις ΝΕΑ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, έχοντας πλήρη επίγνωση της


προσφοράς, μέσα από το σύνολο του ποιητικού του
έργου, του κορυφαίου στοχαστή-Ποιητή της Τρίτης
Μεταπολεμικής Γενιάς, (του ΄70), γνωστής και ως «Γενιάς
της Αμφισβήτησης», στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό της
πατρίδας μας και όχι μόνο, (αφού ταυτόχρονα ξεκινούν οι
μεταφράσεις και οι κατάλληλες διαδικασίες της προβολής
του έργου, στα διεθνή πανεπιστήμια, και στα παγκόσμια
λογοτεχνικά φόρα), νιώθουν πως προχωρούν σε ένα
σημαντικό βήμα ως προς την οριστική, ακριβή και
αποδεικτικά δεοντολογημένη διαπίστευση της
πρωτοποριακής θέσης του Δημήτρη Ιατρόπουλου στην
ιστορία της νεότερης ελληνικής ποίησης.
Κάτι που το χρωστάμε, όλες και όλοι όσοι ερευνούμε,
μετέχουμε και ενεργούμε στον σύγχρονο ελληνικό
λογοτεχνικό χώρο, τόσο στις νεότερες γενιές όσο και στις
επόμενες, στο όνομα πάντοτε της ιστορικής αλήθειας.
«Μια ζωή Ποίηση» λοιπόν, σε «Βιβλία», (όπως το ζήτησε ο
ίδιος) και το Πρώτο είναι αυτό που τώρα κρατάτε στα χέρια
σας και ξεκινά από την παιδική κιόλας ηλικία του Δημήτρη
Ιατρόπουλου, (που επισήμως θεωρείται ανθολογητέος
από τα 12 χρόνια του…) και καταλήγει στο κλείσιμο της
πρώτης 35ετίας του έργου του, το 1992.
Οι σύντομοι προλογισμοί του Ποιητή πριν από κάθε φάση
και διαδρομή του, παρακολουθούν την ποιητική εξέλιξη
του, περνώντας μέσα απ’ τα παγκόσμια Αμφισβητησιακά
ποιητικά δρώμενα που ο ίδιος πρώτος μετέφερε και
καθιέρωσε και στην πατρίδα μας, ως ο πρωτοπόρος
θεωρητικός απολογητής της γενιάς του.
Από τα σκληρά χρόνια της δικτατορίας στο περίφημο
κίνημα των Μπουάτ, και από εκεί, στον ιστορικό Μάη του
’68 και στο «Beat Generation» στην άλλη πλευρά του
Ατλαντικού, ο Ιατρόπουλος (γνωστός ήδη από τις 4
πρώτες συλλογές του από το 1963,1966,1967και 1969)
κάλεσε και προσκάλεσε στις αρχές της δεκαετίας του ’70
τους ομότεχνούς του, να συμπαραταχθούν για να
αλλάξουν το ποιητικό κλίμα στην Ελλάδα.
Και το κατάφερε, με την έκδοση της κλασικής πλέον
«Ποιητικής Αντι-Ανθολογίας» του, (1971) που λειτούργησε,
ως ένας οριακός σταθμός για τη νεότερη ποίηση στον
τόπο μας.
Όμως η εκρηκτική του προσωπικότητα, όπως αυτή
αναπτύχθηκε και στους παράλληλους χώρους της
μαχόμενης δημοσιογραφίας και του ποιοτικού τραγουδιού,
(δυό επίσης κορυφαίες διαδρομές του, στην ομόλογη
ιστορία της νεότερης χρονογραφίας αλλά και του έντεχνου
ελληνικού τραγουδιού), προκάλεσε με την «ασύμμετρη»
επιθετικότητα του το εκάστοτε κατεστημένο όπου αυτό κι αν
εκφραζόταν στον κοινωνικό ιστό της χώρας.
Και μάλιστα για πολλές δεκαετίες, ο Ποιητής επιτέθηκε (και
επιτίθεται) από κάθε Δημόσιο Βήμα, αμείλικτα, στο
συστημικό «Corpus» του τόπου, με αποτέλεσμα να
κατακτήσει μια μεγάλη δημοφιλία και αναγνωρισιμότητα
που το ίδιο αυτό κατεστημένο δεν του συγχώρησε ποτέ.
Το έργο του για πολλά χρόνια αποσιωπήθηκε, ο ίδιος
συκοφαντήθηκε, (μέχρι και fake «επιστολή» του προς την…
χούντα, κατασκεύασαν κατά την διάρκεια της δικτατορίας
και πλασάρισαν για χρόνια, στα διάφορα «μέσα» τους),
ενώ το ίδιο το σινάφι των διευθυντηρίων και των ομάδων
της υποτιθέμενης «πνευματικής ελίτ», έκανε ότι μπορούσε
να τον διαβάλει στο κοινό και να τον απομονώσει.
Εις μάτην όμως, διότι η αγάπη του κόσμου προς το
πρόσωπό του, (που παραμένει αλώβητη ως τις μέρες μας)
η χαλκέντερη ιδιοσυγκρασία του και κυρίως το ίδιο το έργο
του, σε όλους τους χώρους της γραφής, δεν επέτρεψαν
ευτυχώς, να φαλκιδευτεί η Ιστορία ως προς την
αποδεδειγμένα πλέον, τόσο σημαντική προσφορά του.
Αυτό το έργο σας παρουσιάζουμε σήμερα, με επίγνωση
της ευθύνης της ιστορικής αποκατάστασης αλλά και της
τιμής που μας έκανε ο Ποιητής και μας το εμπιστεύτηκε.
Καλή σας ανάγνωση λοιπόν, προσδοκώντας και
ευχόμενοι, να έχετε κι εσείς σε κάθε σελίδα που διαβάζετε,
(με τον ιδιαίτερο μάλιστα τρόπο πού θέλησε να εκτυπωθεί
το έργο του, όπως θα δείτε, ο Ποιητής) την αίσθηση ότι
μετέχετε σε μια πραγματικά ιστορική αναγνωστική εμπειρία,
της οποίας το πνευματικό αποτύπωμα θα διατρέξει και τον
παρόντα και τον μέλλοντα ιστορικό χρόνο.
Γιαννιτσά – Θεσσαλονίκη, Καλοκαίρι στα 2019
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΑΠΟ ΤΑ «ΠΡΩΤΑ» 1957-1960............................................................... 11


Η ΜΕΓΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ-1961 ............................................................... 15
ΑΠΟ ΤΑ «ΑΛΗΘΙΝΑ ΤΑΞΙΔΙΑ» 1962-1963 .......................................... 23
«ΑΠΟΛΟΓΙΕΣ» 1963 ............................................................................... 27
«Η ΕΠΟΧΗ ΜΟΥ» 1964-1965-1966 ...................................................... 37
«ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΡΙΤΗ» 1967 ....................................................................... 51
«FUNDAMENTA» 1968-1969 ................................................................. 65
Ανάμεσα σε δύο συλλογές.. .............................................................. 99
«ΡΕΖΟΥΣ» 1970-1983 ........................................................................... 105
«ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΧΑΛΙΜΑΣ» 1984-1992 .................................. 129
ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΜΕΤΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ........................................................ 130
ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΥ ................................................ 138
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΕΥΜΑ ................................................................ 148
Ο «ΜΑΗΣ» ΤΟΥ ’88 .......................................................................... 160
Η ΦΟΔΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ............................................................... 170
ΤΟ «TΑΡΕ» ......................................................................................... 206
Στην Κατερίνα μου..
Βιβλίο Πρώτο - Μια ζωή, Ποίηση

ΑΠΟ ΤΑ «ΠΡΩΤΑ» 1957-1960

Επειδή αρκετοί διανοούμενοι, φιλόλογοι και άλλοι,


ζώντες και νεκροί, με θεώρησαν ανθολογήσιμον
από τα δώδεκα χρόνια μου, δηλαδή από το 1957,
για να τους τιμήσω λοιπόν, αρχίζει το ταξίδι
αυτής της έκδοσης με μιαν αυστηρότατη επιλογή
από πολλές παιδικές σελίδες.
Μια «Πλειάδα» ποιημάτων, που θεωρώ ότι
προδιαγράφουν «κάτι», ίσως αυτό που θα ανιχνεύσουμε
στις επόμενες σελίδες.
Ιστορικά πάντως, το «Τραγούδι», μπορεί να θεωρηθεί
ως το πρώτο μου (προς τα έξω) ποίημα.

1. Τραγούδι (1957)

Μεσημέρι, φτερούγες
μου ψιθυρίζουν στον αιθέρα,
καλοκαίρι κι οι ρούγες
αναστενάζουν στον αγέρα..
Η ζωή μου τραγούδι,
σ’ αψηλή ανεβαίνω σέλλα
της ψυχής μου λουλούδι
μοσχομυρίζεις άγια τρέλα..

2. Λογοπαίγνιο (1958)

Των στίχων μου οι στοίχοι


της τύχης μου είναι τείχη.

[11]
Βιβλίο Πρώτο - Μια ζωή, Ποίηση

3. Φαντασία (1958)

Σαν τις νύχτες, συντροφιά το φεγγάρι,


στην κλίνη το ωραίο κορμί μου σκλαβώνω,

κι αποδιώχνω την ύλη κι ανταμώνω με τ’ όνειρο,


με συνοδεία πιστή κάποιου γρύλλου τιτίβισμα,

τότε, παιδική κάποια σκέψη που τυλίγει το νου,


απ’ τα βάθεια του «είναι» μου αμυδρά ξεπροβάλλει,

για να γίνει όλη νύχτα γλυκός ένας εφιάλτης,


την αυγή να μ’ αφήσει, -να ’ρθει αύριο πάλι-

κι είναι τούτο το λόγιασμα τολμηρό και παράμυαλο


μα στου μάγου του ύπνου τα χέρια, αληθεύει.

Και νομίζω πως έχω γιγαντένιους αρμούς


κι αγκαλιάζω το Σύμπαν, που πια δεν σαλεύει..

4. Κατάλοιπο (1959)

Ένα ξεχασμένο τραγούδι


αλαργινή διαφάνεια,
σχηματισμένη
απ’ τις μάταιες προσφορές μας
στους Θεούς των ανέμων.

Τα σήμαντρα δεν ηχούν πια..

Ένα ξεχασμένο τραγούδι


που το είπαμε αγνοημένο,
ίσως για να δικαιολογήσουμε
την εξωμοσία.

[12]
Βιβλίο Πρώτο - Μια ζωή, Ποίηση

Η άκρη της ακοής,


ακίνητο σημείο
στο τέλος της ακοής,
η αφή ενός ψιθύρου.

Αποσύνθεση επικού παλμού,


γεννημένου στον θρίαμβο..

5. Βροχή (1959)

Δάκρυ
απ’ τ’ ουρανού το μάτι
στης γης το στόμα.
Βρέχει ακόμα..

6. Διασπασθέν επίγραμμα (1960)

Ότι απομένει πια στον άνθρωπο


είναι αυτό που διαχέεται στον ορίζοντα
αιχμαλωτισμένο
στις άσπρες πέτρες της αυλής.

Είναι αυτό που δεν γίνεται πια..

Ένα φως μακρινό στον απέναντι λόφο


και το βράδυ να πέφτει αργά,
πιεστικά,
βάναυσα..

[13]
Βιβλίο Πρώτο - Μια ζωή, Ποίηση

7. Λογοδοσία (1960)

Ένα κέλυφος ολόγιομο στεναγμούς


οι εμπειρίες μας βγήκαν στο κατώφλι του αύριο
να προϋπαντήσουν τις σημαίες
των στιγμών που θα’ ρθούν.

Όμως, ποιος άλλος φταίει


για τα σφάλματα της αυγής
παρά η νύχτα που πέρασε;

Και πώς ν’ αντιμετωπίσουμε


το μεσημβρινό λιοπύρι
δίχως προμετωπίδες αρετής
αφού στην καρδιά δεν έχουμε
την ανταύγεια του Αυγερινού
παρά το μελαγχολικό βλέμμα του Έσπερου;

[14]
Βιβλίο Πρώτο

Η ΜΕΓΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ-1961
Στα 16 μου, μαζεύοντας κιόλας μπόλικες εμπειρίες, απ’ την μέχρι
τότε «παράδοξη», εφηβική διαδρομή μου, είπα να στήσω μια
δική μου «Μεγάλη Βδομάδα» που υποστηρίχτηκε πολύ, στις
αρχές της δεκαετίας του ’60 στις Μπουάτ, από τους τότε
τροβαδούρους των. Ειδικότερα η «Μεγάλη Παρασκευή» δεν
είναι άλλη από το «Πωλείται» που αποκλήθηκε τότε, «το Ποίημα
των Μπουάτ» και διαβάστηκε εκεί, σ’ όλη την επόμενη 30ετία
κατά κόρον από τον αξέχαστο Γιώργο Ζωγράφο κι άλλους, και
σε σπίτια, σε φοιτητικές συγκεντρώσεις, σε χάπενινγκ κλπ.

Μεγάλη Δευτέρα: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται,


εν τω μέσω της νυκτός»..
Προορισμός:

Γράφουμε στίχους όταν πεινάμε,


ή στον πόνο όταν κρυώνει η καρδιά
κι η αδειοσύνη των γυμνών χεριών
ζητά φιλί ή ένα μέτωπο ν’ ακουμπήσει.

Κι έτσι μαλώνουμε
για το χρώμα μιας αβρής πεταλούδας,
ή για ένα κομμάτι ψέμα που επίπονα, σκληρά,
μ’ όλη την μαλακιά σαν λάδι γλώσσα μας,
με πάθος γι’ αυτό που ξέρουμε
πως θα χαθεί μαζί μας,
ως αλήθεια σφυρηλατούμε,
μαχαίρι δίκοπο να κόβεις και να κόβεσαι..

Κι όλα αυτά για να κερδίσουμε μια σελίδα


για όλους μας στο εγκυκλοπαιδικό λεξικό,
ή για μια γιορτή σεμνή των πιο στενών φίλων,
«εις μνήμην»..

Αδέλφια μου Ποιητές, φορές-φορές,


θαρρώ πως μοιάζουμε στον Ηρόστρατο
κι ας χτίζουμε ναούς εμείς..

[15]
Βιβλίο Πρώτο

Μεγάλη Τρίτη: Η επιστροφή


του Λουδοβίκου Θ’ του Αγίου,
μετά την αποτυχία της Έβδομης Σταυροφορίας
στα 1254 μ.Χ. Την διάλεξα για λόγους συμβολικούς. .Είχα
ήδη αρχίσει μέσα μου να αμφισβητώ κάθε «Άγιο
Δισκοπότηρο»..

Το Βιβλίο της Εκστρατείας..

Χαράξαμε τα ονόματά μας


στο Βιβλίο της Εκστρατείας
και κινήσαμε με άλμπουρο
την δίψα
στην άκρη των χειλιών
με αντιστύλι μας
το μαγνάδι των άστρων..

Ένθεοι, ενθουσιασμένοι, θριαμβικοί..

Επιστρέψαμε με μάτια στα χέρια,


και χέρια στα χέρια,
χτυπήσαμε τις λουλακιές πόρτες
στον κάμπο
ικετεύσαμε για ένα κομμάτι
πικρού έστω λυγμού,
για ένα κύπελλο δακρύων..

Εμείς που παίξαμε στα ζάρια


το κρασί του κόσμου
στα πατητήρια της οργής
και τ’ όνομά μας
λερώνανε τα σκουλήκια
στο Βιβλίο της Εκστρατείας..

Ούτε ένα πουλί στο δρόμο μας


ούτε ένας δρόμος λεύτερος στο δρόμο μας.

[16]
Βιβλίο Πρώτο

Μόνο δυο σταυρωμένα χέρια


ακολούθησαν τις σκιές μας.

Χύθηκαν στο κορμί μας


κι έχυσαν το αίμα τους.

Ζητιανεύοντας μαζί μας


ένα γλυκό λόγο
μια μικρήν έστω εικόνα αδελφοσύνης
ή κι αυτά τα σκουλήκια
που κόρεσαν την πείνα τους
με τ’ όνομά μας
στο Βιβλίο της Εκστρατείας..

Έτσι κι έτσι κυλούσε για όλους η χαρά


μα σε μας,
ούτε ένας κόμπος στο μαντήλι
που να θυμίζει μια παλιάν υπόσχεση.

Ούτε ένα γνώριμο περιστέρι


στον Ιερό Σταυρό
του στέρνου μας..

Τα φλάουτα σταμάτησαν πια


κι η λύρα σβήστηκε
μαζί με τον ήχο της
στο τέρμα των κυρτών δρόμων..

Και τα σκουλήκια
περίμεναν πλέον εμάς
στο Λευκό Βιβλίο της Εκστρατείας..

[17]
Βιβλίο Πρώτο

Μεγάλη Τετάρτη: Ανοίγω σήμερα μια πνευματική


παρένθεση, εξομολογητική, λυτρωτική. Χτες έκλεισα τα
δεκαέξι μου.. Νοιώθω θυμωμένος και ανήσυχος. Και μια
αίσθηση «παράξενης» ευθύνης, με φέρνει βόλτα διαρκώς.

Γενέθλια

Έφτασα σ’ αυτό το σημάδι του χρόνου.

Δεκαέξι πέτρες
στον άφαντο δρόμο της σιωπής.
Δεκαέξι κραυγές
μεταφέρουν ένα Λόγο
στο μέσα μέρος των χειλιών,
έμβρυο φωτιάς,
πυρπολημένο σπλάχνο.

Έφερα ως εδώ τους στίχους μου,


αυστηρούς Ηνίοχους
λαξεμένους στην πιο νυχτερινή λιτανεία
μαλαγμένους στο πιο αδυσώπητο λάλημα
τριγωνικά βότσαλα με σκληρές γωνίες,
παραπεταμένα κιονόκρανα
αρχαϊκής μνήμης..

Ο Ποιητής είναι μια ρωγμή πόνου


στον Ομφαλό της Γης.

Βρίσκει την φωνή του στον ουρανό


βρίσκει τον δρόμο του
στην τροχιά του ανέμου.

Ήρθα στο φως να τεμαχίσω την μορφή μου


πάντα κοντά στον άνεμο
-ο άνεμος είναι Ποιητής-
κι ο Ποιητής νυχοπατεί
στους κρυφούς λογισμούς του Κόσμου..

[18]
Βιβλίο Πρώτο

Μεγάλη Πέμπτη: Τη νύχτα τ’ αστέρια διοργανώνουν


οργιαστικές ολονυχτίες. Δεν μπορεί να συλλογιστεί τίποτε
κανείς.. Μόνο μαζεύει τα λόγια που κυοφορεί
η σιωπή ετούτη και τα πλέκει στην ήσυχη μέρα..

Η Γέννηση του Λυρισμού

Κάπου πίσω από αυτό το μικρό αστέρι,


ξεκίνησε μια αγνοημένη προσδοκία.

Ένα άλλο αστέρι έπεσε σαν λεμονανθός


κι η γραμμή της νύχτας
χωρίζει από τότε τον ουρανό,
σε καημούς και καημούς..

Στην άκρη της σιωπής μια μορφή οδύνης


σαν οι στρατιές των γιασεμιών βαδίζουν ξανά
καταπάνω στην καρδιά μας.

Νύχτες και νυχτερινές ορχηστρίδες


ανανεώσετε σ’ αλλοτινούς καιρούς,
μιαν ηδονή τόσο παλιά που ξέβαψε
την πορφύρα της στην επανάληψη.

Κύκνοι κωπηλάτες στην καρποδόχη της άνοιξης,


κύκνοι γαλάτινοι ιππότες,
ελεήστε τον θρήνο που τον είπαμε τραγούδι.

Αλλοίμονο
στη νύχτα που θυμίζει μιαν άλλη.
στην αυγή που δεν αλλάζει φόρεμα
αλλοίμονο,
όταν απ’ το μαντήλι που χάιδεψε τα βλέφαρα
σταλάζει τούτο το κρυφό μυστικό,
μοναδικό κι ανάλλαγο:

Να μην έχεις μυστικά απ’ τη νύχτα.

[19]
Βιβλίο Πρώτο

Μεγάλη Παρασκευή: Αύριο θα είναι πια Μεγάλο


Σάββατο. Ας ταξιδέψουμε σε μια πιο δικιά μας σταύρωση,
εκεί που τα παλαιά συμβάντα κοιμούνται δίπλα στα
παλαιότερα δάκρυα..

Προς μεσίτην επιστολή («ΠΩΛΕΙΤΑΙ»)

Λοιπόν, ξανάρθα:
Μ’ ενοχλούσαν σ’ όλο το δρόμο
οι μορφές οι νέες,
τα σχήματα τα άγνωστα,
τα άγνωρα μιας αλλαγής τεμάχια.

Παλιές σκιές κι αγαπημένες,


περνοδιαβαίνετε πάντα
σ’ αυτούς τους ογρούς τοίχους,
πάντοτε οι διάδρομοι
του αρχοντικού μου εκεί;

Ξέρετε κύριε,
έχω αφήσει έναν αδελφό εκεί
δώδεκα χρονών,
που δεν έπαψε να είναι άλλο
από δώδεκα χρονών..

Και, κλαίνε σε περιπτώσεις τέτοιες.


Κλαίνε, για τα φύλλα
που δανείζουν στην αυλή οι λεμονιές
μονάχα για έναν χειμώνα.
Για τις λεμονιές, κλαίνε.

Λοιπόν, ξανάρθα:
Αυτό το καλντερίμι είναι δικό μου.
Κι όμως απαντά μονότονα στο βήμα,
δεν αλλάζει, δεν διαμαρτύρεται.

[20]
Βιβλίο Πρώτο

Και η επιγραφή σας κύριε,


που εξακοντίζει χειροπέδες
μέσα σ’ έναν Οκτώβριο
όλον βροχή και καταισχύνη:

«Πωλείται».

Άσε καλέ μου


στην αυλή να ψάξω για τον αδελφό μου.

«Πωλείται».

Κι εγώ τα πούλησα όλα Κύριε:


Τα δάκρυα μου στην απαντοχή,
τη μορφή μου στο χρόνο και ξανάρθα.

Όλα τα πούλησα
εκτός από τις αναμνήσεις
και τα σύννεφα.

Μια τελευταία ερώτηση:


Μήπως επειδή έχω κι εγώ δυο σύννεφα
στο μέρος των ματιών;

Είναι αλυκές.
Κάποτε, λένε, κυλούσαν από εκεί, δάκρυα..

Για μας έχει άραγε τόπο Κύριε;

«Πωλείται».

Καλέ μου άνθρωπε,


τι μένει να πουλήσουμε πια;

[21]
Βιβλίο Πρώτο

Μεγάλο Σάββατο: Για ετούτη τη μεγάλη μέρα που ο


Πόθος της αγάπης γεννάει το μεγάλο Πάθος, ταιριάζει μια
σκέψη βραδινή, πριν απ’ το ιερό δρώμενο της 12της..

Ιλί, Ιλί..

Χριστέ μου, πόσο μόνος σου θα’ σαι πάλι


απόψε τη νύχτα
ανάμεσα στα ανθρώπινα αντίγραφα,
τις ατέλειωτες ουρές των λαθών,
τις αξιολύπητες μεταβιβάσεις των ενστίκτων
την ώρα που όλοι θριαμβεύουν
στη μνήμη σου
κι εσύ απουσιάζεις διπλωμένος
στην μπαλωμένη κουβέρτα
του πανέμορφου εκείνου γέρο- ζητιάνου
στης εκκλησιάς την άκρη..

Πάσχα: «Πάσχα Κυρίου Πάσχα». Η μόνη ελπίδα


αναστάσεως είναι για μένα η εύρεση ενός «νέου τρόπου»
να διηγηθεί κανείς, χωρίς ηλικία και τυποποιημένη
παραδοσιακή αγαλλίαση..

Επίφθευγμα

Σταμάτησα να μαθαίνω
από τότε που γεννήθηκα.

Έτσι, ότι η ζωή έχασε


το κέρδισε η αγάπη.

Μοίρα ευτυχισμένη,
σαν η γνώση
αφή κι εικόνα γίνεται..
*

[22]
Βιβλίο Πρώτο

ΑΠΟ ΤΑ «ΑΛΗΘΙΝΑ ΤΑΞΙΔΙΑ» 1962-1963


Τα «Αληθινά ταξίδια», είναι αυτό ακριβώς που εννοούν:
Μια διετία στα 17-18 μου χρόνια, «παράξενες» παρέες,
πρώιμα ξενύχτια, ερωτικές εμπειρίες και πολύ Ωτοστόπ
στην τότε Ελλάδα και στην Ευρώπη, στο ξεκίνημα της
θρυλικής δεκαετίας του ’60. Απροσδόκητες ταλαιπωρίες,
αιφνίδιοι κίνδυνοι, στοχαστικές περιπέτειες και μια ήδη
αβάσταχτη εφηβική νοσταλγία..

Τελείου έλευσις

Έρχεται ο Γανυμήδης,
την ερμαφρόδιτη αγωνία του φορώντας,
να σε κεράσει κεράσι απ’ τα χείλη του
και κρασί απ’ τις κερασιές του Δία.

Σεπόλια

Γεια σου μόρτη!


Στο λέω τούτο δυνατά
σαν το τζάμι που το έσπασε ο αγέρας,
σαν κραυγή,
σαν σημαία που πετά πάνω απ’ τις μάζες,
το λέω σαν πίστη.
Γεια σου μόρτη!
Σε βρήκα ολάκερο
σ’ ένα κοφτερό ρεμπέτικο τραγούδι,
εκεί στα παλιατζίδικα
που στρίβεις το τσιγάρο σου
σου βρήκα τ’ Ακροπόλειο φως
μέσα απ’ το τσαλακωμένο πουκάμισο.

Σου πρέπει μια φωτογεννητική προσφώνηση


όμοια που Έλληνας για Έλληνα γκαρδιώνεται.
Γεια σου μόρτη!

[23]
Βιβλίο Πρώτο

Γράμματα από ξένον ουρανό 1

Θυσιάσαμε στην απουσία


ορκιζόμενοι στον αποχωρισμό.
Το τραίνο έχει μιαν βέβαιη σταθερή πορεία
απ’ το μηδέν στο άγνωστο.
Στους σταθμούς,
φωτεινές ταμπέλες με τ’ όνομά σου.
Στους σταθμούς, καρφωμένες ματιές ανθρώπων
κι άνθρωποι που περίμεναν
την ανυπομονησία τους.
Στους σταθμούς, κομματιαζόταν η μορφή σου
κι όταν φτάσαμε
μείναν δυο τεράστια μάτια -τα μάτια σου-
να θυμίζουνε τ’ όνειρο
που αφήσαμε για το Όνειρο.
Κρυώνω.
Δεν έχω πια το παγωμένο χέρι σου
να με ζεστάνει
Δεν έχω πια το πληγωμένο στόμα σου
να με ζεστάνει
Δεν έχω πια μια καρδιά, σαν άλλοτε,
που γυρνούσα τις νύχτες
κόβοντας τα ρόδα της σιωπής,
πλέκοντας με τα ρόδα της σιωπής στεφάνια
να χρυσώσω το λευκό σου μέτωπο..
Τώρα, κρεμάμενος αβέβαια
στους ιμάντες άλλων τόπων,
πασχίζω να θυμηθώ
τι σου ’κανα και με μάτωσες
φιλώντας με πριν ξεκινήσω..

1
Ως σενάριο, 1ο Βραβείο στο 4ο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Πειραματικών
Τεχνών, 1967, Λιέγη, Βέλγιο. Συμμετοχή: 120 χώρες. Σκηνοθέτις:
Μάχη Λιδωρικιώτη

[24]
Βιβλίο Πρώτο

Σπουδή εντάσεως

Κόρη της αλέγκρας πορείας


από τα νότια στα πιο νότια,
πού είναι τα κλειδιά τούτης της αστροφεγγιάς;
Ξέρεις, πολύ διασύρθηκε
στη ματαιόσπουδη μεγαλοπρέπεια του τίποτε
η ξανθή κόμη μου
και όπου γύρεψα το μετανιωμό
κέρδισα μόνον κατακάθια επιστροφών και αισχύνη.

Κόρη τούτης της νύχτας,


μάθε μου πώς αρμέγουν το διαμάντι
στις σπηλιές που δεν γνωρίσαμε
πώς αλέθουν το κάρβουνο
στα χρυσωρυχεία του νόστου.

Κι απάντησέ μου: Γιατί δεν είναι πια κανείς


στην άκρη της οδού των γιασεμιών;

Γερμανικές Νύχτες του 1962

Ποιο πνεύμα κυλίστηκε ολονυχτίς στις πέτρες;


Τα φώτα σβήσανε της πόλης της μικρής, χτύπα,
σήμανε καμπάνα γοτθική τον εσπερινό των κορακιών
και των παγωμένων δωμάτων του Βορά,
της λευκής νύχτας, της λευκής..

Στο χάνι ετούτο το στερνό, το λυπημένο κι άδειο


της απολεσθείσας χαράς πανδοχείο,
απόψε αντάμωσα τον Μυστικό Οδοιπόρο
και τον Περιπλανώμενο, της μεγάλης πορείας
απ’ το Μηδέν στο Άγνωστο,
κι απ’ το κρασί του Ρήνου ήπιαμε.

Κατσούφη, γέρο πανδοχέα Κέλτη,


τα χιόνια πάγωσαν εφέτος στις κοιλάδες
και τα χελιδόνια πετούν στον άλλο ουρανό..

[25]
Βιβλίο Πρώτο

Επίκληση

Θεέ μου, ας μην έρθει πάλι η νύχτα ετούτη.

Ντρόπιασα τα βήματά μου


γιατί πολύ κλάψανε τα βλέφαρα
που κάποτε χάρηκαν τις πορτοκαλιές και τον ήλιο
γιατί πολύ ταξίδεψε η καρδιά
στις κοιλάδες της μοναξιάς
εκεί που η απόγνωση
οικοδομεί το παράπονο.

Θεέ μου, αγνόησέ μου την ντροπή


μα άλλο δεν ζήτησα απ’ τα νερά της θλίψης
άλλο από το να αδειάσει το χέρι ετούτο
που αποκοίμισε λευκά μέτωπα
και χλωμά στήθη
άνθη χλωρά του κήπου της Εδέμ.

Θεέ μου, ας μην ξανάρθει τέτοιο μάταιο


περπάτημα στους δαίδαλους της νύχτας
Κι αν δεν θέλεις τη λησμονιά να δώσεις
στείλε, το πιο λίγο, τον γυρισμό,
γιατί πολύ ντροπιάστηκαν
τα βήματά μου απόψε..

Λοιπόν;

Τι κάναμε που μετρήσαμε


σ’ όλη μας τη ζωή
περιστέρια;
Τι κέρδισε η αγάπη από μας
που δεν την κερδίσαμε
μα ζητιανέψαμε το διάφανο χέρι της
σε μοναχικές ολονυχτίες;
*

[26]
Βιβλίο Πρώτο

«ΑΠΟΛΟΓΙΕΣ» 1963
Η πρώτη μου «τυπωμένη» ποιητική συλλογή.
Τη διάβασε ο Μάνος Χατζιδάκις, (κάναμε παρέα στο «Μαγεμένο
Αυλό» ) και με προέτρεψε να την εκδώσω οπωσδήποτε.
Εκδόθηκε με έρανο των ταξιτζήδων, χαρτοπαικτών, αγαπητικών
και πορνών της τότε Πλατείας Ομονοίας..
Το προϊόν του εράνου, (3.000 δρχ. τότε..) παραδόθηκε στον
πατέρα μου, τον όμορφο μπαρμπέρη της Πλατείας, για να
ξεκινήσω την έντυπη ποιητική μου διαδρομή.
Σ’ αυτήν την ιδιότυπη Αυλή των Θαυμάτων λοιπόν και στον
Μάνο, χρωστάω αυτή την πρώτη σημαντική πράξη πνευματικής
αυτοπεποίθησης της ζωής μου.
Την πρώτη μου έκδοση!

Πρελούδιο

Αγνά ήταν τα αισθήματα που στο Είναι μου πέσανε,


γλυκό το πανάκριβο όνειρο που τη σκέψη μου κέρδισε
σκέψεις, που όσο κι αν θέλω δεν επιστρέφουν..

Και μένω μόνος με την αλμυρή γεύση της απόγνωσης


για σιωπηλές στιγμές που δεν θα ξαναρθούν..

Το Μέγα Μάθημα στο Κέντρο


και με Πλάγια Στοιχεία

Πέτρες,
σαν μελωδίες αιχμάλωτες.
Πηγές,
σαν θεία χαμόγελα..
Και μου μάθανε
πως «Σκοτάδι» δεν υπάρχει.
Κρυμμένο Φως είναι,
μονάχα..

[27]
Βιβλίο Πρώτο

Το μήνυμα

Λεύκες πιασμένες με το χώμα,


να πιάσουν το σύγνεφο πολεμούν.
Οι σκιές τους δάχτυλα τεντωμένα
στην επιφάνεια της λίμνης.
‘Ηχος κανένας. Αναμονή που εγκυμονεί.
Κι ο σκύλος μου περιμένει. Δεν βιάζεται.
Ίσως οι λεύκες μίλησαν. Ίσως..
Γι’ αυτό και το μικρό μου σκυλί
περιμένει το μήνυμά του.
αγερομπασιά και αναμονή.
Ίσως..

Βακχικό

Όλοι του αμπελιού οι σβώλοι συντρόφια μου.


Όλες του αμπελιού οι αγριελιές, κυράδες μου.
Συντρόφια και κυράδες τον πόθο μάχονται
αγκαλιές ανοιχτές κορμιά σοφιλιασμένα.
Ερημιά.

Σαν απλώνω τους αρμούς


αγροικώ βροντολαλιά αρχέγονη,
ορόσημο ύπαρξης.
Επιθυμώ ένα χάδι
που να δέσει με τον Ουρανό,
εμένα και τον ουρανό μου.
Ερημιά.

Κάμνω έρωτα με την Γης.


Το αμπέλι πληρώνεται με πλήθη οπτασιασμών
που σβήνουν τη φωνή μου.

Θωρώ ένα μαύρο πουλί που κουβαλεί


στ’ άγια φτερά την ηδονή..

[28]
Βιβλίο Πρώτο

Κατάπτωση

Σβήστηκε η πνοή μου


μες στην πνιγμένη απελπισία
του συμβιβασμού.
Διαλύθηκε σαν άρωμα γλυκιάς στιγμής.

Στην πλαγιά του λόφου ανεβαίνει ο φίλος μου,


δεν θα προφτάσω να τον ακολουθήσω.

Δακρυσμένες πέτρες απ’ το ψιλοβρόχι


στη στράτα μπήκαν
δεν θα προφτάσω να τις κλωτσήσω.

Παγωμένα δέντρα στα πλευρά των δρόμων


προσμένουν το χέρι μου
δεν θα προφτάσω να τα ζεστάνω.

Δεν αγροικώ τώρα πια,


τώρα πια που όλα μιλούν..

Προσμονή

Πλανήθηκα
σε τρίστρατα προσμονής
ζητώντας μιαν αχτίδα λευκή,
χαϊδεμένη από πράσινα ανθισμένα λιβάδια
τραγουδισμένη απ’ τις καλαμιές μιας όχθης
περιπλανημένη σε μικρούς χιονισμένους λόφους.

Πλανήθηκα
στη μικρή μου αγκαλιά το μεγάλο κόσμο να κλείσω
χωρίς να ρωτώ, τι θα βρω.
Αναζητώ το κέρδος
μονάχα της προσμονής.
Μονάχα ετούτο..

[29]
Βιβλίο Πρώτο

Σπέρμα

Βότσαλα λευκά ο ύπνος έφερε


και κλαμένα παιδικά πρόσωπα.
Βότσαλα σαν τις μέρες μου,
παιδιά σαν τα παιδιά μου.

Οι μέρες μου είναι λευκές χωρίς νύχτα,


τα παιδιά μου είναι νεκρά προτού γεννηθούν.

Και αρχοντεύει μια αιτία μέσα μου,


αντιστροφή χωρίς στροφή,
φτάσιμο χωρίς κίνημα,
κλάμα αναίτιο.
Ίδιο με το κλάμα των μικρών παιδιών..

Επίκληση

Άσπρα πουλιά, συντρόφια μου,


πλαγιάζετε αντάμα με τις χίμαιρές μου,
πίνετε το ανθόνερο της μοναξιάς μου.

Άσπρα πουλιά μελανοί ίσκιοι,


άφθαρτη φρουρά στις θύμησές μου.
Σηκώστε της λήθης την ταφόπετρα.
Θα πεταχτεί ένα σιντριβάνι
αίμα παλιάς πληγής..

Ανατομήσετε τότε
την περασμένη φτηνή υπόστασή μου,
κι ελάτε, μαζί να πιούμε,
το κρασί του εξαγνισμού,
το γλυκό κρασί του πικρού εξαγνισμού.

Ασπροπούλια του μεσημεριού,


συντρόφια μου..

[30]
Βιβλίο Πρώτο

Ανάγκη

Η Ανατολή απ’ την καρδιά μου ξεκινά,


το Λιόγερμα από μια φλέβα άρνηση,
το Μεσημέρι από κλαμένα βλέφαρα.

Κι όταν αρνούμαι και θρηνώ


ο ήλιος γίνεται λυχνάρι
φτιαγμένο από πόνο, από αντιμιλιά.

Και σ’ αυτό κρεμώ την ανάσα μου


Κι απ’ αυτό κρατώ την ζωή μου
Και τη Νύχτα μου
Την ονομάζω Απαντοχή..

Εκλεκτισμός

Κι όταν το βράδυ στήσανε χορό


πάνω απ’ το παραθύρι μου τ’ αστέρια,
έκλεισα τα μάτια
κοιτάζοντας πιο ψηλά
από όλον τον κόσμο.
Πιο ψηλά
για όλον τον κόσμο.

Κυριαρχούσε τότε,-θυμάμαι-
ένας αγέρας νικημένος απ’ την απανεμιά.

Η νύχτα τ’ ακαθόριστα
σχήματα των σύγνεφων
λεύκανε, λευκά πετώντας,
τα γιασεμιά του απείρου
σαν μεταμόρφωση ελπίδων
πάνω απ’ το παραθύρι μου.

Τότε,
σε μένα μονάχα,
για όλον τον κόσμο.

[31]
Βιβλίο Πρώτο

Θύμηση
Πέρα στους πέρα κάμπους
που χρυσίζουν τα στάχυα,
αφιέρωμα αφήκα
τα χρυσά μου τα νιάτα,
σαν ήμουν δεκαεφτά χρονών.

Ικέτης του ήλιου για ένα χάδι,


για μια κροκάτη αχτίδα
για ένα ροδοχαμόγελο.
Τις νύχτες λικνίζω τις αναμνήσεις
σε δρόμους μετανιωμών,
μα κάποια σκιά ελπίδας φτερουγίζει
σε κορύφωμα νοσταλγίας
προβάλλοντας τη Νέα Ικεσία:

Να γίνω δεκαεφτά χρονών.


Να ξανακλάψω για τον ήλιο.
Πέρα, στους πέρα κάμπους..

Όνειρο

Νύχτα, το φεγγάρι της


μάτι που φεγγίζει τ’ αστέρι μου.

Το όνειρο χίμηξε στο νου,


άρχοντας η φαντασία.
Πάχνη, γαλάζιος αχνός,
ελαφένιο πέρασμα.

Τα νύχτια σκότη σκόρπισαν


άνοιξαν οι πόρτες της ευφορίας
να διαβεί η χαρά.

Στην αμμουδερή ονειρική ανταύγεια


απόμεινε μια μαρμαρυγή..

[32]
Βιβλίο Πρώτο

Αυτοκαταστροφή

Νους πληρωμένος με ύλη


φράχτης αδιάβλητος απ’ τη σκέψη
στα περβόλια της σάρκας.

Πάνω σε κόκκινες παπαρούνες ηδονής,


σε ξερά φύλλα λεμονιάς και ηδονής
μια νάρκη, σταλμένη μεσούρανα,
γεμάτη πάθος και καλοκαίρι
γεμάτη πάθος και μεσημέρι.

Το πνεύμα κυλιέται βίαια


κατά μήκος της ιδεατής γραμμής
ηδονής και χάους
τινάζεται στον άνεμο
καυτός
καυτός που είναι, Θεέ μου!

Απόβροχο

Βροχή.
της σιωπής καταλύτης.
κι η χαμένη σιωπή,
ανάμνηση.

Τίποτε άλλο.
Μονάχα ανάμνηση.

Αγνεία που απλώνεται


όμοια λευκό λάβαρο,
παίρνει τη μορφή μιας βροχοστάλας
παίρνει το όνομα του αγέρα
παίρνει εμένα μαζί της
στα περβόλια της νοσταλγίας.

[33]
Βιβλίο Πρώτο

Ανάταση

Στης ψυχής τα μεταίχμια


μια μαρμαρυγή
στης καρδιάς τα μύχια
ένα χρυσόψαρο,
στο βλέμμα ο ήλιος
βλέμμα,
της χρυσής ημέρας.

Αιθρία.
Γράφεται το συναίσθημα
στο λάγνο ταξίδι του γλάρου.
Γραμμένη η απαντοχή
στο λάγνο πέταγμα του γλάρου.

Ουρανός.
Μαντήλι λευκό
της χαράς μου κύρης.

Και το γλάρο αφιερώνουν


στη χαρά μου
ο Θεοί της Σιωπής.

Νηνεμία

Μουντή σιωπή,
ορόσημο γαλήνης,
ώρες που έφυγαν
ανάμεσα σε ώρες που έρχονται.

Γοργόνα χρυσόφτερη η Νύχτα..

Λικνίζει ένα βότσαλο


με όλους τους ανθρώπους του κόσμου.
λικνίζεται σ’ έναν άνθρωπο
με όλα τα βότσαλα της αμμουδιάς.

[34]
Βιβλίο Πρώτο

Τρεις παραλλαγές στο θέμα της θλίψης

Διάχυτο πέταγμα χελιδονιού


παίρνει το δρόμο του απ’ τον άνεμο
στιγματίζοντας το πνεύμα της απουσίας
με ροδόσταχτα δάκρυα..

Ελπίδες συναγμένες σε κάποιαν Άνοιξη..

Και το τραγούδι μας δόρυ


στην καρδιά της θλίψης
κι οι αλαλαγμοί μας χορικό
στο νεκροκρέβατο της.

Μα το πρώτο τραγούδι μας


τίτλος του κύκνειου άσματος.
Ξεκινώντας,
επιστρέφουμε στη θλίψη.

Η θλίψη μιας νυχτιάς


υάκινθος που χαμηλώνει τα πέταλα
σε συμβιβασμών λιόγερμα.

Συστολή αδιάκοπη στην καρδιά


και έκρηξη σ’ ένα δάκρυ.

Δάκρυ συγκερασμού
πόθων και γεγονότων.

Καυτών πόθων
και ψυχρών γεγονότων
αρχόντισσα,
η Διάψευση..

[35]
Βιβλίο Πρώτο

Νοσταλγία

Αμμουδιά
γαλαζωπά χαλίκια.

Στο λιόγερμα ατενίζω την απουσία


γύρη των οπτασιασμών κερνούν
σε δώματα ουρανών
οι αναμνήσεις.

Μια ζωή που λικνίζεται στο δειλινό.


Μια ανάσα σε διαβάσεις μεταιχμίων.
Μια στιγμή αιωνιότητας..

Κορυφώνουν τον Νόστο.

Ποιητής

Λεμονιά λειψή από ανθών χορό


μέσα στην Άνοιξη η καρδιά μου.

Δάκρυ λησμονημένο απ’ το βλέφαρο


η ζωή μου.

Το στίχο μου στέλνω,


να φιλήσει τον άνεμο,
που χαϊδεύει τις παλάμες σας,
να χαϊδέψει τον ήλιο,
που φιλά το μέτωπό σας.

Πιστέψτε με
τότε θα πλανηθεί το δάκρυ
σε κάποιον δρόμο συγκίνησης.

Θα λουλουδιάσει το δέντρο,
σε κάποιο «Ευχαριστώ»..
*

[36]
Βιβλίο Πρώτο

«Η ΕΠΟΧΗ ΜΟΥ» 1964-1965-1966


«Η εποχή μου» κυκλοφόρησε στις μπουάτ με εξώφυλλο
φιλοτεχνημένο απ’ τον Γιάννη Αργύρη, στις θρυλικές
«Εσπερίδες». Μετά την «παράσταση» που έδινα εκεί,
διαβάζοντας ποιήματα στους φοιτητές, το κοινό αγόραζε την
συλλογή και κάθε βιβλίο το εξαργύρωνα μ’ ένα βερμούτ! Αν
πήγαιναν καλά οι πωλήσεις, γυρνούσα πιωμένος στο σπίτι..
Δημοσιεύω εδώ και τον πρόλογο που ξεσήκωσε το τότε
κατεστημένο της ποίησης με προεξάρχοντα τον μακαρίτη
Σινόπουλο. Βρίζανε, φωνάζανε, δεν βαριέστε, φύγανε οι
περισσότεροι και τι κερδίσανε; Εγώ πάντως επιμένω. Και στο
κείμενο, που 53 χρόνια τώρα, δεν τ’ αλλάζω..
Τόδε το πόνημα, τοις περί την ποίησιν πολλά τυρβάζουσι,
ευθαρσώς ανατίθησιν.
1]Το ποίημα, είναι η έκφραση μιας αλυσίδας αφομοιωμένων
σηματοδοτήσεων, που εισχωρούν παρθένες στον ποιητή όταν διαθλάται μέσα
του ο αντικειμενικός κόσμος. Κατά την διαδικασία της αφομοίωσης
δημιουργείται μέσα στον συναισθηματικό χώρο του ποιητή, ένας
«αλλόκοσμος», κάτι σαν ανεξέλεγκτο υποκατάστατο του μορφικού υλικού του
εξωτερικού κόσμου. Αυτός ο «αλλόκοσμος» λοιπόν, είναι η εσωτερική
αίσθηση της ποίησης.

2] Έτσι, ο τρόπος του να φτιάχνει κανείς ποιήματα, αφορά σε μια μεθοδολογία


του συναισθήματος που σκοπεύει να κατοχυρώσει τις πρωτογενείς αυτές
«σεισμογραφίες», που είναι αποτέλεσμα των άμεσων αισθητικών εμπειριών
του ποιητή. Αυτό πετυχαίνεται με την επεξεργασία μιας σειράς δευτερογενών
στοιχείων που καλύπτουν κυκλικά την «πυρηνική ιδέα». Η διαδικασία της
διάταξης των στοιχείων αυτών σε λεκτικές ενότητες, είναι το γράψιμο ενός
ποιήματος.

3]Η δυνατότητα λοιπόν της πραγμάτωσης ενός ποιήματος βρίσκεται σε άμεση


συνάρτηση με τον βαθμό διαθλαστικότητας του ποιητή, που είναι ο τρόπος
που αυτός έχει, να εκτίθεται στις επιδράσεις των συνθηκών. Περιττό ίσως να
πούμε, πως ο όποιος του «ίδιος» τρόπος καθορίζεται απ’ τη γενικότερη
αλληλοϋπαγωγή των σχέσεων του αντικειμενικού κόσμου.

Έτσι βλέπω χοντρικά την ποίηση, το ποίημα, και τον ποιητή. Και λέγοντάς τα
αυτά εδώ πέρα, επιθυμώ να κατοχυρώσω, το ύφος και το ήθος2 της δουλειάς
μου μοναχά, και τίποτε άλλο.

Αθήνα-Πρωτοχρονιά στα 1966

2. Αυτή τη φράση, «το ύφος και το ήθος» την κλέψανε (και καλά κάνανε..) διάφοροι
πολιτικοί της εποχής κι από τότε καθιερώθηκε «το ύφος και το ήθος της εξουσίας» και
οπουδήποτε αλλού, όπου την χρειάστηκαν, έφτασε μέχρι και σήμερα..

[37]
Βιβλίο Πρώτο

Μετά κραυγών και ρόδων

Μετά κραυγών και ρόδων για τ’ όνομά μας


στα κατάλοιπα της βροχής ερευνήσαμε.

Ολημερίς κι ολονυχτίς γυρνούσαμε


των δρόμων τη στάχτη ανακατεύοντας.

Να ξεχωρίσουμε ένα νέο πασχίσαμε πρόσωπο,


το φως όσο διαρκούσε των άστρων.

Μετά κραυγών και ρόδων αδιάκοπα


μιαν μνήμη παλαιή γυρεύοντας,
ή ένα περιβόλι,
μια σε καιρούς παλιούς χαμένη πεταλούδα,
και την ορθή σκιά
των όσων αγαπήσαμε να τρεμοσβήνουν
στο μυστικό της σιωπής διάδρομο:

Ένα μεταξωτό κομμάτι ύπνου


και το χάδι στις άκρες των ματιών που γέρνουν.

Να ορυχεύαμεν είχαμε τάξει, στον Καιρό


την έννοια του προσώπου μας.

Σε σταγόνες είχαμε τάξει κρυστάλλινες


την συγκίνηση ν’ αναλύσουμε.

Μετά κραυγών και ρόδων, και πάλι ρόδων…

Ήταν που ’χε πολύ αρωματισθεί


απ’ τον ωραϊσμό του άγχους,
το κορμί μας..

[38]
Βιβλίο Πρώτο

Η σιωπή δεν είναι τέλος

Η σιωπή δεν είναι τέλος,


η αρχή του τέλους είναι
και το τέλος μιαν άλλη προϋποθέτει αρχή .
πες καινούργια.

Όχι. δεν σβήστηκε σε μάταιο φέγγισμα


το κερί των καιρών.
κι ας γέμισαν οι δρόμοι βράχους.

Η σιωπή εγκυμονεί στο δίχτυ της


στο ενόρατο δίχτυ της, βυθούς.
βυθούς γαλάζιους και μαβιούς..

Κάπου υπάρχει ένα κέντρο

Μην πεις πως φτάσαμε,


τ’ αντικείμενά τους οι έννοιες σαν χάσουν,
πήλινοι γίνονται, γελοίοι σβώλοι.

Μην πεις πως φτάσαμε,


κάπου υπάρχει ένα κέντρο
και κάπου περιμένει
ένα λευκόχρυσο λουλούδι
το χέρι που θα δρέψει την αγάπη του.
Μπορεί κι αστέρι να ’ναι. τι θαρρείς;
υπάρχουν και στο έρεβος τ’ αστέρια.
Παντού είναι κι ένας ουρανός
και παντού σηκώνεις το μέτωπο,
ποτέ δεν σκύβεις για να χορτάσει μ’ ένα αστέρι
η κόρη του ματιού σου.

Μην πεις πως φτάσαμε.


και βγάλε τη μάσκα.
Καιρός ν’ αρχίσει
η επώδυνη εγχείρηση..

[39]
Βιβλίο Πρώτο

«Βρίσκεσθαι» και «υπάρχειν»

Ποιος είσαι,
που ’κοψες φέτες-φέτες
το μήλο που μας χάρισεν η άνοιξη;

Ποιος είσαι,
που τα ρούχα μας ξέσκισες;

Όποιος κι αν είσαι,
ξέρεις τι θα πει
να βρίσκεσαι στον κόσμο ετούτο
δίχως και να υπάρχεις;

Προσανατολισμός

Τάχα ποια χείλη τις παλάμες μας σφράγισαν,


ώστε ταφιάσαμε στην πλήξη,
της χαράς το περιστέρι;
Σε χάρτινη λικνιζόμαστε θλίψη. τάχα γιατί..

Αφήσαμε το πρόσωπό μας στα ξένα χέρια


και κάηκαν τα δάχτυλά μας.

Τι να ζητά τούτη η αμπάρα εδώ,


αφού δεν έχει πόρτα;
Ήταν πάντα η αμπάρα εδώ
στα δικά της μέτρα η πόρτα, λένε, θα χτιστεί..

Τάχα γιατί να γράφω πια


πεντάλφες στον αγέρα με τα δάχτυλα.
πιο γνήσιο δεν είναι,
ένα γνώριμο σχήμα, ανθρώπινο,
ν’ αποζητάς;

[40]
Βιβλίο Πρώτο

Η νύχτα είναι όμορφη

Εδώ πια, το ταξίδι που κινήσαμε την άνοιξη,


-την περιμέναμε τόσο αυτή την άνοιξη
πάντα άνοιξη πρέπει να ταξιδεύουμε,-
εδώ πια, το ταξίδι τελειώνει.

Νοιώσαμε έτσι κοπιαστικά σε μιαν άχρονη στιγμή,


πως ήμασταν κρεμάμενοι σε μια κραυγή
σε μια λεπίδα
και στην διάρκεια μιας αναπνοής
μετέωροι πως είχαμε ξεμείνει.

Μα, έλα ν’ ανεβούμε.


Η σημερινή νύχτα είναι όμορφη
και πάντα είναι όμορφη η νύχτα
όσο ξέρεις αύριο πάλι πως θα ξημερώσει..

Ο κόσμος των παιδιών

Σαν η καταλυτική μελωδία


αυτής της νύχτας, ξεψυχήσει
έλα να διαβούμε ξανά τους πήλινους δρόμους
εκεί που χτίσαμε κάποτε
με χαλίκια απ’ τα νότια νησιά
το καταφύγι των παλιών μας όνειρων.

Σκλάβοι των Πέντε Ανέμων, κεντρίστε τ’ άλογα,


προλάβετε να διεκδικήσετε
το μεδούλι της πιο γλυκιάς εσπέρας
εκεί όπου έχτισε τα παραμύθια του
ο Άρχοντας των Πύργων της Σιωπής,
ο έκπτωτος πόθος μου, να ζήσω ζωντανός.

Σκλάβοι των Πέντε Ανέμων,


επαΐοντες του κόσμου των παιδιών,
αντίο..

[41]
Βιβλίο Πρώτο

Σταθήκαμε απ’ το μέρος της αιχμής 3

Πόρνη Πολιτεία
πριν απ’ τους λόφους σου γεννηθήκαμε
κι απ’ τις πηγές σου πριν.

Με ξύδι στα δόντια


και στα μάτια καπνό,
τα παιχνίδια μας
αποχαιρετήσαμε.

Σταθήκαμε απ’ το μέρος της αιχμής


στο δίκοπο μαχαίρι της αλήθειας.

Αξύριστα πρόσωπα,
λερές επιδερμίδες,
εμείς.
χείλη που ατμίζανε
της ένδειας
την ξινή αποφορά.

Αγκάθι
στου μεθυσμένου χωριάτη
τα χέρια,
εμείς.
Συμπλέξαμε τα χέρια
στον ύπνο σου.

Οι σάρκες σου,
Λύτρα
της οργής μας.

Πόρνη, πόρνη, πόρνη!


Πόρνη Πολιτεία!

3
Απ τα κλασικά ποιήματα των Μπουάτ. Πολυδιαβασμένο κι αυτό..

[42]
Βιβλίο Πρώτο

Ζητούσα δρόμο

Δώστε μου ένα ποίημα που να χωρά


όλου του κόσμου την οργή,
και που ν’ αντέχει
της πιο ξανθής πεταλούδας το βάρος.

Κάπου εκεί θα υπάρχει ένας δρόμος.

Δώστε μου ένα δρόμο.

Ένα νόμισμα που κύλησε


αυλακώνοντας το χώμα
μιαν ξιφολόγχη στίλβουσα,
ένα χέρι δίχως δάχτυλα δώστε μου
μια τράτα τη νύχτα στη θάλασσα
χώμα απομεινάρι τόπων που πατήθηκαν
ή μιαν ελπίδα δώστε μου,
το ρήγμα μιας τομής στην επιφάνεια
ενός γλάρου την τροχιά,
το μήνυμα της προπέλας του βαποριού
δώστε μου..

Και δώστε μου ένα δρόμο..

Επίγραμμα

Κι όσο διατηρείται,
καίει
η σιωπηλή αποσύνθεση
ενός φιλήματος στο λαιμό,
ή στην ανάστροφη της παλάμης..

[43]
Βιβλίο Πρώτο

Δεν είναι πια καιρός για σταθμούς4

Μια κραυγή!
Άλλο δεν σου μένει
κρυφή μεριά της αγωνίας μου,
κραυγή!
Αίμα και αίμα πρέπει σήμερα,
κι αλαλαγμοί!

Ξεχάστε
την καθημερινή
των δέντρων ιστορία.
κάψτε τα μέτρα και τα σταθμά!

Το κόκκινο μαντήλι της οργής


ζωστείτε
και δυο μαύρα περιστέρια
στο γύρο του καπέλου σας!

Δεν είναι πια καιρός


για σταθμούς.
Δεν είναι πια καιρός
για Πόλκες και Μαζούρκες.

Το Θούριο έσπασε τις φλέβες


κι έρχονται καφτές
οι Μεγάλες Ώρες!

4
Κι αυτό το ποίημα, από το μπουατικό «ρεπερτόριο» της δουλειάς
μου,. Διαβάστηκε μαζί με το «Πόρνη Πολιτεία» σε διάφορους χώρους..

[44]
Βιβλίο Πρώτο

Κοπρολάτρες εσείς και αγύρτες


Ώστε τα προνόμια αγνοήθηκαν όλα;
Κι όσες παραλλαγές φωτός, επίμοχθα
ο κυρ-Ήλιος, από τα παιδικά μας χρόνια,
στα μάτια δώρισε;
Ούτε ένας δρόμος πια με ίανθους;
Ποιος να ’ταν ποιος, αγάπη μου γαλήνη
ο φταίχτης και μας χώρισε..

Κοπρολάτρες εσείς και αγύρτες


των μεγαλουπόλεων χορτασμένοι αξιότιμοι,
δεν υπάρχει και για μας ένας κόμπος στο μαντήλι;

Εσείς όπου δεν στέρξατε σ’ ένα μικρό κίτρινο λουλούδι


ν’ απολογηθείτε για τα τόσα διάφανα μέτωπα,
τα ηλιόχυμα στήθη των κοριτσιών
στερηθήκαν το φιλί..

Το νοιώθετε ετούτο το μαντάτο;

Κι ύστερα λες

Περνώντας μέσα απ’ τον άνεμο


και σπέρνοντας του μακελειού τα χρόνια
απόστολος ερημίτης ο θάνατος
τριγυρνά τα σοκάκια μ’ ένα λουλούδι
βυσσινί στο χέρι.
στο χέρι του που χάιδεψε
το μάγουλο ετούτο οπού σας διηγάται.

Κι ύστερα λες για ένα στήθος που θα το ’θελες


να ιστορήσει τα νερά και τα φυλλόδεντρα.
να ονομάσει τις τροπικές φλέβες του καλοκαιριού.
να μερίσει την υγρασία σε βροχόσταγμα και δάκρυ .
να ταξιδέψει μαζί μας..

[45]
Βιβλίο Πρώτο

Άνοιξη! Χα!

Έτσι όπως ήταν τάχα θα ’ναι


κι η Άνοιξη η φετινή;

Άνοιξη. Χα!
Φορέστε, καλόγριες ελπίδες,
όνειρα.

Θα παίξουμε σκάκι με τον Όλεθρο


σαν τους παλιούς Σκανδιναβούς;

Ή μήπως δεν κουράστηκες


να πλένεις τις ελπίδες σου
στον όχτο ετούτο,
τον ανήλεο..

Έτσι όπως ήταν τάχα θα ’ναι


κι η Άνοιξη η φετινή;

Άνοιξη! Χα!
Φορέστε καλόγριες ελπίδες,
ροδοπέταλα..

Ήτανε μήπως ως εδώ;


και μη δεν έχει απ’ εδώ άλλο πέρασμα;

Ποιος θα μου το πει καρδιά μου,


Πριγκίπισσα του Χάους.

Ποιος θα μου το πει


καρδιά μου;

[46]
Βιβλίο Πρώτο

Καλωσόρισες του μεσημεριού

Καλωσόρισες του μεσημεριού


του καμένου χωραφιού
και της βόλτας
του χωριάτη στα ξηραντήρια.

Των χωμάτινων σβώλων τ’ αμπελιού


και της σάρκινης αρετής καλοκαίρι.
καλωσόρισες.

Θα ’ρχεσαι πάντα να μου θυμίζεις


πόσο ταξιδευτήκαμε
φωνή με φωνή
μ’ ένα δάχτυλο μέσα στο χέρι μας.

Και πόσο τις μουσικές απ’ τα φυλλόδεντρα


και τις περιπλοκάδες
αγαπήσαμε καλοκαίρι,
εγώ κι ο ουρανός μου.

Εγώ κι ο ουρανός μου,


σύνολο Ένα..

Και θα ’ρχεσαι πάντα


μέσα απ’ την βρώμικη σκόνη
των άσφαλτων δρόμων.

Με τον αλήτικο ιδρώτα σου


τα φύλλα της ακακίας
και τις μασχάλες των γυναικών
στ’ όνομά μας
ξαναβαφτίζοντας.

Εγώ κι ο κόσμος μου,


κι ένας Κόσμος μεγάλος..

[47]
Βιβλίο Πρώτο

Ιστορία των Προανδρών

Στην αρχή κλαίγαμε για τα φυσικά φαινόμενα


Στην αρχή της ζωής μας
ζήσαμε την ηλικία των ηλιακών ονείρων.
Έπειτα οι άλλοι άρχισαν να πληθαίνουν γύρω μας
ζητούσαν την κρίση μας,
ζητούσαν το δικό μας λόγο.

Λίγο μετά την αρχή της ζωής μας


ζήσαμε πρώτη φορά το δικό μας λόγο
την ηλικία της ασπρόμαυρης νύχτας.

Τώρα μαθαίνουμε να ζητάμε τον λόγο


των συνανθρώπων..

Τώρα ξαφνικά, μεγαλώσαμε.

Το πέρασμα

Θ’ αφήσω λοιπόν ξανά τα βιβλία μου


και τους ορισμούς και τις γραφές
και τις υποψιασμένες καλημέρες των γνωστών
και την κουβέντα στη στάση του λεωφορείου..

Και θα φορέσω το χαμόγελο μιας Κυριακής


οδοιπόρος κινώντας ντάλα μεσημεριά
για τον τόπο χωρίς παράσημα και διαθήκες
δίχως μεταχειρισμένες ηδονές και σταθμούς..

Τον γεμάτον τραίνα που έρχονται. ποτέ δεν φεύγουν,


και κάτι πουλιά που δεν πετούν, μα υπερασπίζουν
στις πιο ψηλές των κυπαρίσσων κορυφές,
τούτο το ξόρκι:
Ήταν ως εδώ. Κι απ’ εδώ δεν έχει πέρασμα.
Κι όμως, θα περάσουμε!

[48]
Βιβλίο Πρώτο

Αυτογνωσία

Δε σε θυμάμαι να πέρασες απ’ τις φλέβες μου


μα πρέπει να ξέρεις, δεν μπορεί,
πρέπει να στο ’μαθαν: Υπάρχουν όντα
που δεν ενηλικιώνουν την μνήμη τους.

Γιατί η ενηλικίωση, είναι κηλίδα..

Τα εικοστά γενέθλια5

Έφτασα σε τούτο το λιμάνι του χρόνου.

Έφερα ως εδώ τα παιδιά μου,


ταπεινός τους Ηνίοχος.
Τα παιδιά μου πυρπολημένα σπλάχνα,
μορφές από γύψο.
Μορφές λαξεμένες στην πιο νύχτια λιτανεία
μαλαγμένες στο πιο αδυσώπητο χρέος.
Τριγωνικά βότσαλα με σκληρές γωνίες,
παραπεταμένα
αρχαϊκής μνήμης κιονόκρανα.

Μάζεψα απ’ την άκρη της οδού των γιασεμιών


άνθη κόκκινα, άνθη κίτρινα, μαβιά.
Ανάμεσα στα χιλιόμετρα της σκιάς μου
πολλές-πολλές λέξεις για την αγάπη και την οδύνη
για την αιώνια μαρτυρία του πελάγους.
Έφτασα σε τούτο το λιβάδι του πόντου
κοπιαστικά ιππεύοντας
τα μανιασμένα άλογα ενός Διομήδη
που απόκαμε να ψάχνει για τη μορφή του.

Πάντα αντικριστός στον άνεμο..

5
Οι πρώτοι 10 στίχοι ξαναδουλεμένοι, από τα «Γενέθλια» 1945-1961
στην ΜΕΓΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ.

[49]
Βιβλίο Πρώτο

Η ρήση του αηδονιού

Τώρα θα κοιμηθώ
απ’ τον κόπο της ημέρας αυτής
θα παγιωθώ
στις κίτρινες βουνοπλαγιές
και στα πέτρινα λουλούδια των βυθών.
Μα απέναντί σου
θα είμαι πάντα όπως με ξέρεις
όπως με μίλησες και με άκουσες
μαζί με τους άλλους ανθρώπους.

Θα είμαι πάλι πολύ μετριόφρων


όπως πάντα
μα θα σε ξεγελώ με τη ρήση του αηδονιού
όταν θα φέρνει ο καιρός
τη μεταμόρφωση του τραγουδιού,
σε κρίση:

«Είναι πάντα τραγικά ενδιαφέρον


ν’ αποφεύγεις γνωστικά τις συμβάσεις».

Επίλογος

Ζήσε εν ειρήνη
κι εσύ και το σπίτι σου
μα εμένα, άσε με..

Είμαι ένας άνεμος αλήτης.


θα πάρω φόρα τα σοκάκια..

[50]
Βιβλίο Πρώτο

«ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΡΙΤΗ» 1967


Η «Παρουσία Τρίτη» (σε τρεις κύκλους), κυκλοφόρησε ένα μήνα
πριν απ’ την έλευση της Χούντας με τους… προφητικούς
στίχους: «Τα δέντρα κάρπισαν με γύψινα κορμιά. Ο φόβος μου
γιορτάζει τον Απρίλη». .Ένα μέρος της, μελοποιήθηκε απ’ τον
αείμνηστο Βασίλη Τενίδη σε Σύγχρονη Μουσική για το Φεστιβάλ
της Ιθάκης. Διαβάστηκε κι αυτή στις Μπουάτ, στο τέλος της
δεκαετίας.

Α κύκλος: ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Άποψη πρώτη: Εγώ και οι άλλοι..

1
Μια προς μια αδειάζω τις κούπες μου
στον όχθο ετούτο τον ανήλεο.
Μύστης ίσως των κρυφών της βροχής,
ασκητικά διακόνεψα ένα κομμάτι ήλιο.

Μα μετρημένες βηματωσιές,
μετρημένα όλα,
ως και οι μέρες που είναι ναρθούν,
στον τόπο ετούτο, τον αβάσταχτο..

2
Ανάμεσα στο τίποτε και το σχεδόν τίποτε,
γύμνασα κι εγώ τον θάνατό μου στον χειμώνα.

Μ’ έμαθαν πάντα ν’ αποχαιρετώ.

Κάποιο πουλί μεγάλο


σαν τ’ όνομα ενός θεού.
Έναν κρυστάλλινο τόνο γαληνής χαράς.
Το δρόμο με τα μυστικά τα λόγια
που δεν ειπώθηκαν…

[51]
Βιβλίο Πρώτο

3
Έχω συναντήσει πολλές διαμαρτυρίες
ντυμένες υπηρέτριες,
πολλά μωρά που δεν έμαθαν ποτέ
πως βαστούσαν κλειδωμένο
τον Απρίλη στη φούχτα,
πολλά παιδιά
με το χαμένο θησαυρό στα μάτια.

Κι άντρες και γυναίκες που δεν ήξεραν


πως εγώ συλλέγω όνειρα,
πολλούς έχω συναντήσει..

4
Σ’ αυτό το καρναβάλι
των χρωμάτων και των σχέσεων,
με σύνεση και επιείκεια
απογράφω τους ήχους.

Πλην, τι να την κάνω την οδό Σταδίου,


αφού ότι μέσα της γιορτάζει,
δεν το συνάντησα ποτέ
στα παιδικά μου όνειρα..

5
Κορίτσια,
σύννεφα και Κυριακές,
μεσημέρια και καλημέρες της άνοιξης,
εσείς και των ονείρων σας οι υάκινθοι
και τα μυθιστορήματα που έθρεψαν
τις παιδικές σας ώρες,
δεν με χωρέσατε κορίτσια,
με το στιλπνό γαρύφαλλο στα σκέλη..

[52]
Βιβλίο Πρώτο

6
Ακίνητος,
απέναντι στις νεκρές ώρες του μεσημεριού.

Μ’ ένα τεράστιο δάχτυλο


να μετρά τους παλμούς της καρδιάς μου.

Θα μιλήσω κάποτε ένα «αντίο»,


σ’ όλους αυτούς.

Που μ’ αγόρασαν
και με πούλησαν.

Αναίσχυντα..

7
Λοιπόν
σκοτώστε με!

Σας περιμένω
στην άκρη του δρόμου.

Φαύλοι και ελάσσονες.

Αποδιοπομπαίοι της ηδονής.

Εμπόροι κι εργολάβοι της φρίκης.

Ηρακλειδείς της άγριας πολιτείας.

Ανθοκλέφτες και ελεόθρεπτοι.

Εκβόλιμοι και οπισθοβάτες..

[53]
Βιβλίο Πρώτο

Άποψη δεύτερη: Εμείς

1
Ανάμεσα στο 37 πυρετό και το 40 της γενιάς μας
υπάρχει πάντα πολύς χώρος να ταξιδευτείς
σ’ όλες τις μυστικές προσαρμογές,
να μιλήσεις για πουλιά και για σύννεφα,
ή να λικνιστείς παυσίλυπα στις αιώρες της μνήμης.

Κυρίως όμως, μπορείς ν’ ανακαλύψεις


την άλλη διάσταση των σχέσεων,
ανάμεσα στο 37 πυρετό και το 40 της γενιάς μας..

2
Είμαστε δω δεκαπέντε Κυριακές,
δεκαπέντε τερπνές ισημερίες
και Φως δεν πέρασε από τις φλέβες μας..

Ποια μουσική και ποια διάσταση,


ποιος χώρος και ποιος ήρωας
θα μας αποδεχτούν,
μετά από μιαν τέτοια αγοραπωλησία..

3
Ξενυχτισμένη, μέθυση..

Ξενυχτισμένη μέθυση οδύνη


των παγερών πελμάτων,
φριχτή απολογία των αδειανών χεριών,
στα μνήματα των ματιών μας βούλιαξες,
πώς να σε δικαιολογήσουμε;

Τόσες αγάπες τόσες μουσικές φωνές


και να μη μείνει τίποτε;

Πού πήγαν, πού πήγαν, φωνάζω..

[54]
Βιβλίο Πρώτο

4
Όλες οι παράδοξες κατασκευές της νύχτας μας
σε τούτη τη γωνιά που μας «έταξαν»
(μπακιρένιο δαχτυλίδι να μην βασκαθεί η πατρίδα),
μετρούν τη σιωπή μας, καθώς αυτή περπάτησε,
τις μικρές ώρες στους άδειους δρόμους..

5
Μιλώντας ένα αντίο απ’ τις παλιές μας ώρες,

-τα δάχτυλα που γύρεψαν τα όνειρα στον άνεμο


σχεδίασαν στο κενό απατηλές αιθρίες-

κλειστήκαμε στο θερμοκήπιο,


συντροφιά να κρατήσουμε στα ρόδα,
στις τουλίπες, στ’ αναρριχητικά,
στα ρόδα πάλι.

Και πάλι στ’ αναρριχητικά..

6
Ό, που δεν άκουσε τις πέτρες να μιλούν,
είχε τον πιο άσχημο ύπνο στα μάτια.

Άσπρα κόκκαλα λοιπόν,


ξεχασμένα στη σκόνη των επέτειων
οι υπέροχοι νεκροί..

Και τότε ποιος θα μας ζυγίσει στον καιρό μας;


Ό, που δεν άκουσε τις πέτρες να μιλούν;

7
Άνθισαν τόσα πολλά
τα δέντρα εφέτος.
Τα δέντρα γέμισαν με ονόματα,
τα δέντρα κάρπισαν
με γύψινα κορμιά.
Ο φόβος μου, γιορτάζει τον Απρίλη..

[55]
Βιβλίο Πρώτο

Άποψη Τρίτη: Εγώ κι Εσύ

1
Τ’ απόγεμα
που μιλήσαν όλοι μαζί οι νεκροί
τη γλώσσα της σιωπής,
τ’ απόγεμα που επιχρύσωσε τ’ όνειρό σου
ο μαβής θάνατος του ήλιου,
εκεί που άφησε τ’ αχνάρια του ένα λευκό πουλί,
το τελευταίο λευκό πουλί
της μεγάλης αποδημίας
από τα νότια για τα πιο νότια,
εκεί που τύλιξαν οι φαύλοι τον ορίζοντα
μ’ ένα καφέ μαντήλι
γιομάτο λάσπη κι αφανισμό,
εκεί λοιπόν, εκεί γεννήθηκε η αδικία.

Για τον θάνατο ενός αστεριού που πέφτει..

2
Θα ξαναρθώ στα χέρια σου
Μύστη της αυγής,
κάποιο πρωί
που θ’ αντέξω το γέλιο σου
έτσι όπως κομματιάζει
τη μεγάλη σιωπή των βουνών.

Είσαι όλος μια εκμυστήρευση,


μια σάρκα περίεργη
όλο αμπέλια και κοράκια,
όλο ψημένες πέτρες, πατέρα..

Θα ξαναρθώ
με μιαν αγκαλιά Κυριακές
μέσα από μια δράνα,
μέσα από καμένα χόρτα
και χώμα πατημένο,
στα χέρια σου..

[56]
Βιβλίο Πρώτο

3
Καμιά αδικία
που να χρειαστεί
τη δίκη της από τα χέρια μου
κι ούτε κανείς
που να με δοκιμάσει άνθρωπος,
δεν θα βρεθούν μπροστά μου εδώ και μπρός.

Αφού είσαι πια το εξαγνιστό


και το μεγαλισμένο,
η νάρκη
κι η αποθέωση..

4
Μη ντρέπεσαι για τα σημάδια σου.

Έρχομαι να σε βρω, μόνος και πολύς,


ανεξάγνιστος και όρθιος,
με την ετοιμοθάνατη περηφάνια
του πληγωμένου αετόπουλου.

Θα κρατώ στο χέρι για να με γνωρίσεις,


ένα νεκρό περιστέρι.

Θα κλειστούμε στις παλάμες μας


και θα πασχίσουμε να τ’ αναστήσουμε.

Όσο παίρνει..

5
Τα τραίνα που αλλάξαμε.
Τα σπίτια που αποχαιρετίσαμε.
Ακόμη ένα ποτάμι..
Δώσε μου το χέρι σου.
Δίδαξέ με να εγκαρτερώ και να φεύγω.

Αφού οι σταθμοί για μας δεν φτιάχτηκαν,


παρά μόνο για να τους προσπερνάμε..

[57]
Βιβλίο Πρώτο

6
Οι στέγες των μεγάλων σπιτιών
και οι μεγάλοι δρόμοι..

Οι τόσο συμμαζεμένες πέτρες


στην άκρη της ασφάλτου..

Η Πολιτεία στη μέση του καλοκαιριού.


τα προδομένα σου βήματα
απ’ το καμίνι του αδυσώπητου ήλιου..

Αχ! είναι το μεσημέρι


τόσο καυτό στη λεωφόρο.
Απόψε,
θα σου μιλήσω για εγκατάλειψη..

7
Δίσεχτα φίλε μου τούτα τα χρόνια.
Τα πουλιά αποκοιμηθήκαν στις κληματαριές.

Οι επιτάφιες Παρασκευές
του Απρίλη που δεν ήρθε,
ξυπνήσαν να σταυρώσουν το γιο
της πιο όμορφης λύπης..

Δίσεχτα φίλε μου τούτα τα χρόνια


κι εγώ διορθώνω τις εκθέσεις των ανέμων.

Όμως κάποτε θα μιλήσω,


σίγουρος να ’σαι και γι’ αυτό..

Γιατί, αλλοίμονο στην πολιτεία


που δεν θυμάται την αυγή τα όνειρά της
και δυο φορές αλλοίμονο στην πολιτεία,
που καθόλου δεν ονειρεύεται..

[58]
Βιβλίο Πρώτο

Β κύκλος: ΔΙΑΛΛΕΙΜΑ..

Επτά φορές καλημέρα

I
Χλωμό κορίτσι
θα σε βάλω με τις ώρες
ν’ αντιμετωπίζεις ένα γιασεμί
στη λευκή κλίνη της παλάμης σου.
Θα λάβεις έτσι μιαν ιδέα του θάνατου.

Μετά, θα κάνουμε έρωτα.

ΙΙ
Είσαι μια γαλάζια περίπτωση.
Κυοφορείς
μιαν άλλη αίσθηση
στα πέλματα
των στιγμών του εσπερινού.

Είσαι μια αλλόκοτη


εξαφάνιση της ηχούς
Και μια Βαλκυρία της θλίψης..
Εναρμονίζεις
στης νύχτας το χαμόγελο,
Την ρυθμική λιτανεία
των άστρων
και των σύννεφων.

Είσαι μια γαλάζια περίπτωση..

ΙΙΙ
Όμως εγώ, μίλησα με τους φίλους μου,
μίλησα με τους φίλους μου..
Και ξέρω ν’ απλώνω,
στην διάρκεια των ίσκιων
του χαμένου καλοκαιριού
τα σταφύλια του Μεσαύγουστου..

[59]
Βιβλίο Πρώτο

ΙV
Γιατί, δεν μέτρησες, σίγουρα δεν μέτρησες
τα χέρια των παιδιών που αναμόχλευαν
στον ύπνο των περιπλοκάδων.
Και των παραμυθιών τον ήχο
που μεγάλωσαν τα χέρια των παιδιών
που μεγάλωσαν στον ύπνο των περιπλοκάδων,
δεν μέτρησες σίγουρα δεν μέτρησες..

V
Κι έτσι όπως πήρα στα χέρια μου
το σκήπτρο του καλοκαιριού,
έτσι όπως πήρα στα χέρια μου
τη γεύση από μια νύχτα που πέθανε μετέωρη
ανάμεσα στον πόθο και την ευγνωμοσύνη,
έτσι όπως πήρα εμένα στα χέρια μου,
μούφερε ένα γαλάζιο πουλί, μ’ ένα χάδι από μαΐστρο,
ροδόσταγμα και δυοσμαρίνια..


Κάποτε θα ’ρθει η πρωία εκείνη,
Που οι γλάροι και οι φωνές της θάλασσας,
και των παιδιών το ρυάκινο γέλιο,
που οι γλάροι και οι φωνές που κουβαλούν
στις ράγες τους η Νύχτα κι οι νύχτες
και των παλιών προμαχώνων οι βραχόπετρες,
κάποτε θα ’ρθει η πρωία Εκείνη,
που θα μας συγχωρήσουν..

VII
Άσε το φωνόγραφο να βουίζει
άσε τα παιδιά στο παιχνίδι τους
αυτή η γειτονιά είναι γεμάτη αλυσίδες.
δύσκολα θα θυμηθείς τι είναι
και τι δεν είναι προσιτό.

Ίσως ένας περίπατος στην Ιωνία


να μας διασώσει..

[60]
Βιβλίο Πρώτο

Γ κύκλος: ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ
ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΚΡΟ ΑΛΗΤΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ..
Μαθαίνοντας ετόσα χρόνια
ν’ απαγγέλλω απέξω τον ήλιο,
λέω εφέτος να μιλήσω
για στάχτες και για ήρωες..

Αυτόν τον άνεμο


μας τον είχαν υποσχεθεί
εδώ κι εκατόν τόσα φεγγάρια.
Τότε που δαγκώναμε το σκοτάδι
σε χιλιόμετρα
ολόκληρα χρωματιστές πέτρες
και ξαγρυπνισμένες σιωπές..

Δυο νικέλινες καρφίτσες τα μάτια σου


σε τούτη την γκρίζα έκταση
και στο μισόφωτο
μιας αργοπορημένης σελήνης.

Στ’ αλήθεια αυτόν τον άνεμο


μας τον είχαν υποσχεθεί..

Ο άλλος τρόπος που χάιδευε


την αγριάδα και τα λιμνοχόρταρα
η μουσούδα του αλόγου σου,
και μια ελάχιστα αισθητή στιγμή,
στην αλλαγή των πελμάτων
όπως βημάτιζες..

Πάνω στον έρημο οπωσδήποτε


κι ωραίο δρόμο
της περίεργης πορείας
απ’ το σωστό στο πιο σωστό..

[61]
Βιβλίο Πρώτο

Ο αχός απ’ το τρέξιμο ενός παιδιού


στο καλντερίμι,
μια γερασμένη κουκουβάγια
να δείχνει το δρόμο για την ποταμιά,
το γκριζοπράσινο κανάλι
με τους θάμνους
και τα μαύρα σαν τον καρπό της συκομουριάς
πλήκτρα του κλαβεσέν των δυτικών ανέμων,
όλα χωρέσαν στην παλάμη σου..

Εμπιστεύτηκες την αμφιβολία σου


σε κείνο το κοπάδι πουλιών
που των φτερών τους η κίνηση χρωματίζει το θάνατο.
Όμως ποιος θα ’θελε να ζήσει
δίχως και των δέντρων την παρηγοριά..
Έτσι έρχεται καμιά φορά
ένας άνεμος που τον αγαπήσαμε
κι απολογεί τα δέντρα.
Αχ! ήταν σωστό λοιπόν,
πάνω στην γη τα δέντρα, να πεθαίνουν..

Κι αυτήν ακόμη που είχες τη φυσαρμόνικα


με τα πολλά ηχηρά οπίδια
-εικοσιτόσα σπίτια για τις νότες-
όλα λοιπόν τ’ αρνήθηκες, τη νύχτα εκείνη
καθώς μιλούσες
μπροστά απ’ το βιολετί φανάρι του μεσονυχτιού
καθώς μιλούσες για επιστροφές..

Έθρεψες όλα σου τα βήματα


μέσα στα παραμύθια για τους παλιούς πύργους
μ’ ένα μπουκάλι αψύ κονιάκ
και πολλήν αγάπη για τον χειμώνα σου,
τον έτοιμο πάντα στις βροχές και στ’ απάγιασμα..

[62]
Βιβλίο Πρώτο

Σκητεύοντας ολομόναχος
με τα μάγουλα στο χώμα
παίζοντας με τις ποικιλίες των εντόμων
και τις εφτά ψυχές της πέτρας,
ίσως να σε ζυγίζουνε σωστά
Μικρέ Παγκόσμιε Ταξιδευτή
στον καιρό σου
τον ανεμοβόρο..

Εδώ,
δίχως γέφυρες κι ακτοφύλακες
εδώ,
δίχως όχθες και κουπολάτες
εδώ,
π’ αγρυπνά ένας Σεπτέμβριος
όλος θάνατο για τα πουλιά
και τις ψυχές των πραγμάτων,
εδώ,
στην ακροποταμιά της τύψης,
γερανοί, κοπάδια γερανοί
έτσι που να σφηνωθούνε
στου ματιού την κόρη
κάποια σημάδια από ουρανό,
κάτι κρυφά φτερουγίσματα..

Η αρχή της ερημιάς,


ο ήχος ενός τραγουδιού
πλεγμένου από καλάμια κι οπτασίες..
Και η μνήμη ενός ταξιδιού
που δεν τελειώνει ποτέ
από τα νότια στα πιο νότια..

Αποδημίες γήινες κι ουρανικές,


εγώ, εσύ, το ριζικό μας
κι όλοι οι άνθρωποι,
γερανοί, κοπάδια γερανοί,
κουρδισμένοι να μικροπετούν
σ’ αυτό το αχόρταστο τοπίο…

[63]
Βιβλίο Πρώτο

Δεν είναι ψέματα πως είναι βαρύ το δύσκολο,


μα κι η πιο παλιά γνώση
σ’ αυτή την όχθη της μελαγχολίας,
θα σου μιλήσει για ομορφιά.

Είσαι μια φούχτα μεδούλι


και μια μακριά αναπνοή.
δεν θα ’χω άλλο
από μια κλεψύδρα να σου χαρίσω
για να μετράς στο φως
τις πεταλούδες και τ’ αγκάθια..

Θυμάσαι κάποτε
που μεθυσμένοι στην άκρη της νύχτας
φωνάζαμε
«σπάστε τ’ αγάλματα» φωνάζαμε,
θυμάσαι το θούριο
των παιδικών μας χρόνων;
Από κει που βρίσκεσαι πια,
έτσι και θυμάσαι το θούριο,
στείλ’ το μου με μια μποτίλια χρυσή στο ηλιόγερμα,
κάθε δειλινό μαζεύω μηνύματα στις φούχτες
απ’ το ηλιόγερμα,
στείλ’ το μου σαν θυμάσαι, το θούριο εκείνο..

Τώρα στο γύρισμα των φεγγαριών,


θα ρωτούν οι διαβάτες
ποιος νάταν τάχα ο καλός και ο ήπιος
όπου έχτισεν αυτό τ’ αλώνι
για να κοιμηθεί..

Τι να τους πω μικρέ μου;


Τι ξέρουν οι διαβάτες
για του Προμηθέα τον θάνατο;

[64]
Βιβλίο Πρώτο

«FUNDAMENTA» 1968-1969
Τα «FUNDAMENTA» («Θεμέλια»), κυκλοφόρησαν κάτω απ’ τα
μάτια της χουντικής λογοκρισίας με πολλούς συμβολικούς
στίχους και σχέδια της αξέχαστης Αρλέτας. Ήταν και η πρώτη
μου απόπειρα να γράψω αμιγώς εγκεφαλικά και ν’ αρχίσω να
δουλεύω αυστηρότερα και τις μεγάλες φόρμες, αν και αυτή η
διαολεμένη παιδική αρρώστια του λυρισμού δεν μ’ εγκατέλειπε
με τίποτε! Κι ακόμη, με τρέχει, την έκανα 1.000 τραγούδια μέχρι
σήμερα για να την ξεφορτωθώ, αλλά αυτή, εκεί.. Η συλλογή
βοηθήθηκε πολύ απ’ την τότε κριτική πάντως.. Βάσος Βαρίκας,
Βασίλης Ρώτας, Μπάμπης Κλάρας, Αντρέας Καραντώνης κι
άλλοι, κι άλλοι..

1
Χρονικό
Πρελούδιο Α΄

Στην αμμουδιά του υάκινθου


στη φλέβα μιας πέτρας,
στα λόγια μιας πέτρας
θα μιλήσω το νόημά μου,
θα ταλαντεύσω την σοφία
των εικοσιτριών μου χρόνων,
θα εκμαιεύσω την ευθύνη των πολλών
και θα οδηγήσω στα σωστά το χέρι μου
μες στα ερείπια της Ατλαντίδας
που ταλάνισε την μνήμη των Ωραίων..

Μέσα στους σταυροφόρους δρόμους


στοχαστές- υπνοβάτες,
κήνσορες και νέοι φίλοι,
ωσάν το σπέρμα θα τινάξω την φωνή μου.

[65]
Βιβλίο Πρώτο

Νεφελοβάμων..

Αρχίζει ο θρήνος..
Εφτά φορές εφτά σπαθιά
μες στα πηγάδια της πιο αμίλητης σιωπής,
μιλήσανε την ώρα της παραμυθιάς.

Ας μη ρωτήσουν οι παλιοί
πού βρήκα τόση δύναμη να ιστορήσω
τούτο το μεσονυκτικό,
μελωδία εξημερωμένη
σαν του παιδιού το μάτι
και σαν του ζαρκαδιού το ψυχορράγημα
θλιμμένη..

Καλημέρα λοιπόν
αφέντη στρατολάτη και κατακτητή:
Δον Κιχώτη κι Αντώνη Άγιε.
η Δουλτσινέα
κι η Βασιλεία των Ουρανών
στήσαν στον κήπο μου παιχνίδι.

Αρχίζει ο θρήνος..

Πιο πέρα από το λιόφυλλο και τη συμπόνια,


πρέπει ν’ ανατομήσεις
τις αναμνήσεις.
πιο πέρα απ’ τη σιωπή των προσώπων
και των άστρων τις περίοπτες μετατοπίσεις,
είναι καιρός πια να συνδράμεις,
σ’ ένα καινούργιο ερμήνευμα
της μοναξιάς.

Οι σπονδές του καλοκαιριού


σ’ ονομάσαν Ποιητή.
μα θέλω να ξέρω τι σε καλούν τα σύγνεφα
κι οι υπόγειες στοές των υδάτων..

[66]
Βιβλίο Πρώτο

Νεφελοβάμων!

Οι παράκτιες αναζητήσεις σου


στα εδάφη της άνοιξης,
δεν φέραν την επιστροφή
-την τόσο ποθημένη-
του ήρωα μιας σταυροφορίας,
στον τόπο τον επίγειο
και καθαρό κι ελληνισμένο,
στον χώρο της ελιάς,
του σύκαμνου
και της ωραίας λέξης,
εδώ..

Νεφελοβάμων!

Είσαι άραγε μιας σταυροφορίας ο ήρωας;


Δε σε χωρούν σαφώς τα σχήματά μου.
Ο Άη-Γιάννης ο Πραματευτής μην είσαι;
Μια λυρική φαντασία ίσως;
Τέλος, κάτι πέρα από τη συγγνωστή
σοφία των πραγμάτων;

Δεν γίνεται να επιμένεις ότι δε γεννήθηκες,


έστω, στις μαγεμένες επικράτειες του ρυθμού:
(α+β)2 = α2+2αβ+β2 είσαι..

Νεφελοβάμων!

Καλημέρα πάντως.
Εγώ πια μαζοχίζομαι ανηλεώς στη σκέψη σου.
Όλα τα μαχαίρια μου τ’ ακόνισα στ’ όνομά σου
κι ορκίστηκα ποτέ να μην αφήσω
να μ’ απελάσουνε οι φαύλοι,
από τ’ αραβουργήματα όπου κεντά
στην Τρίτη Ψυχή των εμβίων ανθρώπων,
ο Έρως ο περικαλλής, ο ελλαδικός.

[67]
Βιβλίο Πρώτο

Νεφελοβάμων!

Εραστή μου κι αγριόχορτο..


Τύπωμα της απαλάμης σου
πάνω στο χάρτη των ωρών
η απόκριση στα όσα μυστικά
σε ρωτούσε από χτες ο γαρμπής άνεμος..
Τινάζεις τ’ όνομά σου στ’ Αρχιπέλαγος
αφήνεις να ταξιδευτείς στην αλυσίδα των νησιών
όπου γύψος, έρωτας κι αλάτι
ο γαρμπής άνεμος
απόκριση στα όσα φανερά ρωτούσε από χτες
η απαλάμη σου τον ορίζοντα..

Μια αλυσίδα από γαλάζιες ώρες


και κάτι μνήμες από ασπρόπετρα κι αρμύρα..

Νεφελοβάμων..

Ποτέ δεν μίλησα για κείνα τα χρόνια,


οπού έλιαζε τη χνουδωτή κοιλιά της η γάτα
στις πλάκες της αυλής,
οπού η γυναίκα του παπλωματά
μας έδειχνε τα σκέλια της μέσα στην αποκάρωση,
ενώ τριβόμασταν
πεσμένοι μπρούμυτα στο χώμα,
δυο χρονών παιδιά…

Ποτέ δεν έγραψα


για όλες τις συνεδρίες τις μεσημερινές,
όπου το έαρ γίνοταν μετάξι,
ενώ στου δρόμου τη γωνιά έκλαιγε ο νιός παγωτατζής
την καταπατημένη του οντότητα..

Ποτέ δεν έδωσα να μάθουν οι πολλοί,


ότι τα όνειρα ενός μωρού ενάμιση χρονώ,
μείνανε πάντα
μια κατασφαγμένη πιθανότητα..

[68]
Βιβλίο Πρώτο

Νεφελοβάμων..

Στα περιβόλια
ο λυρισμός
δέντρο καλλίκλαδο.
περίχαρη σκέψη.
κληρονομιά της αστραπής
στη γειτονιά των άστρων.

Η αυταπάτη των ωρών


που μια στιγμή
μου χάιδεψαν τα μάτια.

Τραγούδι μου..

Κι οι Λέξεις μου μαζί,


οι πλαστουργές καλημέρες
του ονείρου,
μίσχοι υακίνθων,
της Εσπερίας πουλιά,
καλάμια, πούπλεκα μ’ αυτά
τα μύρια σκουλαρίκια
των Αρχαίων Ηρώων.

Λέξεις ταπεινές,
χωρατά και λεμονάνθια:
Ο « μοιρανθός»,
η «διελκυστίνδα»,
η «ελμινθίαση»,
η «ροζαυγή»,
ο «Διόσκουρος Παν»,
ο «χαρολάτης»,
η «σουρντίνα»,
λέξεις ερείπια,
το «φθα»,
το «ρα»,
το «δίγαμμα»..

[69]
Βιβλίο Πρώτο

Νεφελοβάμων..

Μνήμη ταξιδεμένη στο αίμα


και στους λειμώνες
της επιδερμίδας του μυαλού μου,
έτσι που το ταλαιπώρησαν
οι πέτρες οι παλιές
κι οι πέντε άνεμοι οι φανταχτεροί,
-ονειροβασία σε μαγεμένο χρόνο-
κι όποια άλλη αναφορά
του «ποιοί βρεθήκαμε να είμαστε»
και «τι ευρήκαν και μας έκαμαν»..

Μέρα τη μέρα,
μνήμη τη μνήμη,
πέτρα την πέτρα,
θα φτάσετε όλα εσείς,
ερείπια στοχαστικά,
στο Αρχικό Τοπίο, στο Αίμα,
στην Μήτρα την Ονειροσταγή,
στο Ρόδο ή κάποιο ρόδο,
θα φτάσετε όλα..

Κι όποια χρυσά λουλούδια


από τους κήπους τ’ ουρανού
στολίσουνε και τούτο το μνημόσυνο,
κάποτε θα επανανθίσουν
κι όλες οι Κυριακές Θεέ μου θα εγερθούν,
στο μύρισμα
και τούτης της μοντέρνας γενναιότητας:

Αφού οι λέξεις πέθαναν ορθές,


καλό να ζήσουμε δεν θάταν, σαν ζητιάνοι,
οι Λεξιμάγοι εμείς..

Νεφελοβάμων..

[70]
Βιβλίο Πρώτο

Πρελούδιο Β΄

Τα καντήλια μυρίζουν αποκαθήλωση .


κάθε μισή καρδιά κι ένα γαρύφαλλο φυτρώνει.
Τα χειρόκτια ομολογούν ελεημοσύνη,
της ηδονής ο ιπποπόταμος ουρλιάζει.
ο Ερωδόχος γιός της Ταναγραίας..

Και τώρα πάλι οι Νάρκισσοι και τώρα πάλι οι Φαύνοι,


να οχλοκρατούν τα όνειρα..

Ένα κάποιο χάδι στο βάθος του λαιμού


θα ήταν, όλο κι όλο..

Δημήτριε παινεμένε..

Περίεργος δρόμος ο δρόμος μου, Κυβέλη.

Όλη νύχτα μιλούσες τη γλώσσα


παλαιών προμάχων της Οδύνης
και την αυγή σε κλέψαν
οι στρατοκόποι της Αλήθειας.
Μα είσαι εσύ μια συνεχόμενη
διάχυτη πρόσβαση
στο συμβιβασμό..

Πού τα μεσονύχτια που γύρευες φύκια


κι εσπέρες χαμένες,
πού τα χρόνια που ξέφυγαν,
κι οι φίλοι μας, πού είναι, Κυβέλη;

Μείνε τώρα να τρυγάς


την αυγή των πραγμάτων στάλα-στάλα,
σαν το αίμα του μικρού ελαφιού
που σφάξαμε
στα εγκαίνια της γνωριμιάς μας.

[71]
Βιβλίο Πρώτο

Οι αρετές που σούλεγα


που ετοιμάζει κάθε πρωί ο ήλιος
-Ακρωτήρια της Παλιάς Ελπίδας,
Λιμάνια της Στοχαστικής Σιωπής-
σε διώξαν και τάδιωξες Κυβέλη.
όλα τα ωραία που σούταζε ο αυγερινός.

Μένεις πάντα να τρυγάς


στην αυλή των πραγμάτων
σταφύλια και ψέματα τώρα..

Είσαι περίεργη Κυβέλη,


μα κι εμένα περίεργος δρόμος,
ο δρόμος μου..

Γυρίζω πίσω απ’ τα λιβάδια της αστραπής.

Είμαι μεγάλος Ποιητής,


μα μην το πείτε στους αγρότες.
δεν ξέρω να δουλεύω το υνί
κι αγανακτώ στη σκέψη ότι θα βρέξει..

Εγώ πηγαίνω και πηγαίνω,


στρατοκόπος αχόρταστος
σ’ αυτή την χώρα την πολύχαρη
ρωτώντας τους διαβατικούς:
«Άραγε νάχω ακόμα κάποιο σπίτι;»

Στους ουρανούς,
οι Τέσσερις Ιππότες της Ανάγκης,
με κεραυνοβολούν με ξόρκια:

Α -Όπου κι αν πας κι ότι κι αν πεις,


οι φασολιές θ’ ανθίζουνε αιώνια.
Δεν είσαι ο Σποριάς και μήτε ο Θεριστής,
μα παίζεις λέει τον Ποιητή,
νήμα να δέσεις καθαρό,
ανάμεσα στον Σπόρο και στο Στάχυ.

[72]
Βιβλίο Πρώτο

Β -Ωρίμασεν ο δίκοπος καιρός,


επανακάμπτεις έτοιμος
για περιπέτειες εαρίδρεπτες..

Γ-Πέρασες μες από τα δίσεκτα του γένους σου,


είναι αλήθεια
κι ήταν ο άνεμος πάντα που σε ξεμάτιαζε
απ’ το μάγι της γοργόνας.
Εν τούτοις, πίσω απ’ τα χλωμά παράθυρα,
βγήκαν σεργιάνι οι παλιές φωνές
στους πέντε αγέρηδες..

Δ -Μα εσένα δεν σε φέρνει πίσω η κουστωδία του Αιόλου .


εσένα σε ξεθάβει απ’ το αιώνιο, η κατάρα της αυγής.

Δημήτριε, παινεμένε,
ποιο είναι το δικό σου ένσημο,
σε τούτη την κακοχρονιά
όπου μας ηύρε το δρολάπι;

Πρελούδιο Γ’

Κοντά στο Νοέμβριο


στο φως ενός μισού φεγγαριού
εκεί που ταξιδεύει ο χαμός
στο μέσα μέρος της νύχτας
εκεί που ξαποσταίνει ο καβαλάρης,
εκεί που ξεκινά το τελευταίο πουλί,
όταν θα έρθουν από το άπειρο οι φωνές..

Κοντά στο Νοέμβριο


σαν ξεχαστούν οι μνήμες
σαν τα κορμιά ζητήσουν τάφο,
θα χτίσω το σπίτι μου
όλο πέτρα κι απαντοχή
όλο σιωπή από θαύματα,
κι αγάπες που μαρμάρωσε ο καιρός..

[73]
Βιβλίο Πρώτο

Ο άλλος μισός..

Δεν έχω σύμβολα στις σφαίρες μου,


ανεμίζω τη συνθηκολόγηση, ο πόλεμος τελείωσε.
Εκεί που φύτεψες κρανία Παρακμή,
φυτρώνει τώρα Πνεύμα!

Λοιπόν εμπρός!
Βγες απ’ το κιούπι σου παρθένα Τερψιχόρη,
κι ας μπουν οι Ορχηστρίδες στη σειρά, πριν έρθει η αυγή..
Παίζουμε σκάκι αχόρταγε ληστή,
μικρέ τραγουδιστή αλήτη, δεύτερο φως της πασχαλιάς,
περπατητή στη φλέβα του νερού,
ξανθέ ιερέα και φονιά, συγκάτοικε μισέ μου κόσμε;
Παίζουμε σκάκι,
για θες να σου χορέψω ένα ταξίδι;

Μόλις λαλήσει η περηφάνια μου το έσχατο «αντίο»,


θα σου χαρίσω ένα κλαδί από ολάνθιστο γεράνι.
Ειν’ ένας έρωτας φτηνός, μα στο κρύο αντέχει.
Και πιότερο σου χρειάζεται
μια τρίχινη κουβέρτα, αδελφούλη,
απ’ ότι ένα μετάξινο φιλί..

Ολόγυμνος κοιμήθηκα την έσχατη γαλήνη.


Μισός φωτιά, μισός ντροπή.
Πέρασα μες απ’ το στεφάνι της οργής,
βγήκα από το λαγούμι σώος κι ολόσωστα νεκρός.
Τώρα μιλούν τα περιστέρια στις παλάμες μου.
Τώρα που ξάνθυνε ο καιρός,
ας βγάλει η μνήμη τ’ άσπρα τα νεκροσέντονα
και τα μαβιά λουλουδικά.

Το αίμα μου κόκκαλο ρευστό.


Ένδυμα του νεκρού, η Αλήθεια..

[74]
Βιβλίο Πρώτο

Δεκατρείς χαλκομανίες

Οι έξη Φίλοι των Αλόγων..6

Νάτοι! Περάσανε την Πύλη!


Οι έξη Φίλοι των Αλόγων..

Μπροστά πηγαίνει η Παναγιά-Γοργόνα


καβάλα στο φαρί με τη χρυσή φτερούγα
κι έρχονται πίσω:
Ο νιός Πραματευτής,
ο Διγενής Ακρίτας,
Ο Άγιος Γεώργιος Καραϊσκάκης
κι ο Κωνσταντής Παλαιολόγος,
ο Αχιλλέας, που πάντοτέ του επολεμούσε
κι ο Μεγαλέξαντρος,
που ενίκα τους βαρβάρους..

Δεν είναι ετούτη μελωδία της παρακμής


ετούτοι οι Μύστες κουβαλούν το Δικέφαλο Χρέος!
Την αρχοντιά του Σταυραετού
και της Ελιάς το μαύρο μεγαλείο..

Νάτοι! Περάσανε την Πύλη!


Οι έξη Φίλοι των Αλόγων.

Οι βιγλατόροι του Θεού στον τόπο ετούτο


ενώ απ’ τα μάτια τους κυλάει το μεσημέρι
ξανθό εξαφτέρουγο, να φέγγει την Αλήθεια..

6
Μελοποιημένο από τον Νίκο Μαμαγκάκη, το ερμήνευσε ο
Γιώργος Ζωγράφος στον δίσκο του συνθέτη: «Έλληνες Ποιητές», το
1971.

[75]
Βιβλίο Πρώτο

Φοίβη..

Φοίβη,
βυθίζεις τ’ όνειρο στα χέρια των παιδιών
και κυνηγάς τοξεύοντας με τη ματιά τον ήλιο.

Αερινό γλαυκό περίγραμμα, δαμασκηνό σπαθί


κι οι ελπίδες όλες στα παμπάλαια παραμύθια
κι οι νύχτες όλες στο λιοτρίβι της αγρύπνιας
άλεσμα του φωτός και κάλεσμα της νίκης.

Μιας νίκης που την ξόρκισε ο μαγνήτης των μαλλιών σου


ενώ ο θριαμβικός παλμός του αποσπερίτη
έψαυε μ’ επιείκεια στην άκρη της σιωπής
το δυοσμαρίνι πούκρυβες εικοσιτόσα χρόνια.

Φοίβη.
πριν έρθει ο έφηβος που σούλυσε τα μάγια
δέσε κόμπο στο μαντήλι των ανέμων των επτά
τον όρκο των δακτύλων έτσι που κάλπαζαν
σαν αραβίτικα φαριά μες στην κιθάρα.
Πλην κόπιασε πλέον απ’ τα ηχεία της σιωπής
η εξομολόγηση,
κρυσταλλισμένη, διαυγής και σαν αλάτι:

Πριν ξημερώσει η φωνή μέσα στα δόντια της αυγής


τραγούδησε το φως μες στη φωνή σου..

Φοίβη.
σαν έρθει ο έφηβος που βάφτισε τα χρώματα
να λύσεις, σε ικετεύω, πρώτα τα μαλλιά σου..

Φοίβη,
βυθίζεις τ’ όνειρο στα πόδια των Θεών
μα δεν φοβάσαι διόλου, τελοσπάντων,
την αγάπη;

[76]
Βιβλίο Πρώτο

Κορίτσι των δεκαοχτώ δραχμών..

Στις τέσσερις γωνίες


του κύκλου σου..

Θ’ αφήσω
από μιαν ομολογία πίστεως.

Θα μιλήσω
κάθε καθυστερημένο «αντίο»
που μου δεσμεύει την ανάσα.

Θα δοξάσω
τις πατημασιές των ματιών σου.

Θ’ αφήσω
την κορμοστασιά σου
πλάι στο φως.

Κορίτσι με το φως στα δόντια..

Όταν τραγουδάς
ο αποσπερίτης στα μαλλιά σου
μια καρφίτσα
των δεκαοχτώ δραχμών..

Όταν τραγουδάς,
η ζωή,
-μια σταγόνα υδραργύρου-,
γίνεται συνομιλία με τ’ άστρα.

Στο μωσαϊκό του Μάρτη.

[77]
Βιβλίο Πρώτο

Ο Μούσκουλος..

...Ο γίγας των πανηγυριών, ο Μούσκουλος!

Και μετ’ αυτόν,


της Χαλιμάς οι Μύθοι
κι εκεινού του θαλασσινού αρχοντόπουλου
του Σεβάχ-αλήτη τα ταξίδια.

Και μετ’ αυτόν,


η πόρνη,-εχθρός του φασουλή-
κι η πάμπτωχη συμπόνια του επαίτη.

Και μετ’ αυτόν,


του σχοινοβάτη
τα επτά θανάσιμα πλεονεκτήματα
και του ζογκλέρ τ’ αρτίστικα τερτίπια..

Το Τσίρκο..

Ο γίγας πάλι των πανηγυριών, ο Μούσκουλος!

Και «μετ’ αυτόν»


όλοι εμείς, το ωθημένο είδος των πιθήκων
τάχα να ρίχνουμε δραχμές και τάχα να γελάμε
ενώ το βράδυ εκείνοι όλοι μαζί
απ’ το κοινό καζάνι τους
μοιράζουν την μυρσίνη της ημέρας
κάμνουνε το σταυρό τους
με σφιχτά τα τρία δάχτυλα δεμένα
μη λάχει και περάσει από μέσα ο Βελζεβούλης
κι απέ, κοιμούνται αγνά, σωστά,
στα τζιβοστρώματα..

Ο γίγας των πανηγυριών, ο Μούσκουλος,


και «μετ’ αυτόν»,
καμιά ωραία αυγή
και τίποτε άλλη αλήθεια..

[78]
Βιβλίο Πρώτο

Ο ιερέας Κάστορας..

Κάτω απ’ του ιερέα Κάστορα τα μάτια


μισόκλειστα στον ήλιο τα μάτια μας,
κάτω απ’ του ιερέα Κάστορα τη φωνή,
κινούσαμε..

Ένα κουπί ξερόκλαδο


μ’ αγάπη και τραγούδια
πενήντα μέτρα αντικρύ
τα ίδια δέντρα βλέπαμε.

Και σαν φτάναμε, ετοιμάζαμε


τις πιρόγες μας, για το Απέναντι..

Πενήντα μέτρα νερό γυάλινο.


ως πού θ’ αντέξουν λέγαμε,
οι πιρόγες μας..

Μ’ αγάπη και τραγούδια.


κι ο ιερέας Κάστορας
μόνος του πάνω στο βουνό
και το ταξίδι τ’ ολιγόμετρο
ωραίο που ήταν λέγαμε,
ωραίο που ήταν..

Κάτω απ’ του ιερέα Κάστορα τα μάτια


γεννηθήκαμε δίπλα στα δέντρα
κοιμηθήκαμε πάνω σ’ αυτά
και στη φλούδα τους ταξιδέψαμε
κάτω απ’ του ιερέα Κάστορα τη φωνή..

Τώρα γεμίζει ο καιρός τ’ ασκί


με τ’ ολοπόρφυρο κρασί απ’ τη Μάνη.
τώρα μετράμε πέτρες
σε τούτο το παμπάλαιο ακροθαλάσσι:

Παράπονο δεν έχουμε..

[79]
Βιβλίο Πρώτο

Γράμμα στον Κορνήλιο..

Το να ερμηνεύεις τον καπνό


και τη στάχτη των άστρων
έτσι κατά πως το ζητάν
οι πέτρες οι παλιές
κι οι φλέβες των υδάτων,
είναι μια μάταιη αντανάκλαση
μισής αλήθειας.

Μια φρούδα επισκόπηση


της αστραπής των γεγονότων..

Όσο γι’ αυτά


που σούλεγα τις άλλες,
για την τέφρα του γαλαξία
και τ’ απομεινάρια της φωτιάς,
αυτά εγώ
δεν τάχω
για πράγματα μεγάλα
μα τα χειρίζομαι
να σοβατίσω
την ανάγκη των καιρών.

Γιατί άμα θες να ξέρεις


τελικά ποιος είμαι,
εγώ το Λόγο τόνε νοιώθω
όταν ανοίγει σαν κορίτσι
κι όταν φωτίζει τη ματιά.

Και τα βιβλία
και τα χαρτιά
είναι για τους οκνούς
και τους τεμπέληδες της ομορφιάς,
λέω εγώ..

Αυτά είχα να πω Κορνήλιε.

[80]
Βιβλίο Πρώτο

Η τελευταία διαδρομή..

Αρμέγαμε όνειρα,
περνάγαμε τη νηνεμία μας
από χέρι σε χέρι.

Ταξιδεύαμε
την αξιοπρέπεια στη φούχτα,
σαύρες ετοιμοθάνατες
στους τοίχους.

Ενώ η βροχή τραγούδαγε


-τραγούδαγε;-
στο τζάμι
το παραμύθι
του καλοκαιριού
που φεύγει..

Αρχίσαμε να παρατηρούμε
διαδοχικά
τις κοιλάδες των ματιών μας,
το πάτωμα,
τις σκιές των επίπλων
και πάλι το πάτωμα.

Κουβεντιάσαμε για τον καιρό


και το σχήμα της απουσίας.

Είπαμε και να ρωτήσουμε την ώρα.

Τελικά βρεθήκαμε ως εδώ


μ’ ένα μπουκέτο ρόδα
και ξετυλίξαμε αυτό το απόγεμα
στην κάμαρη να το χορέψουμε.

Ωσάν τρελοί απόκοσμοι


που ξέθαψαν τον κόσμο τους
μες απ’ τα πιο παλιά ημερολόγια.

[81]
Βιβλίο Πρώτο

Θνήσκοντες και θρηνούντες


άγονοι θεατές
ερμητικά φυλακισμένοι..

Πίσω απ’ τ’ ωχρό παράθυρο της αρετής.

Την αναπόδραστη λεηλασία


των ελπίδων,
ψηλαφητά ορίζοντάς την,
προσαγορεύσαμε
«θάνατο»..

Μα κείνη την αίσθηση της παρακμής


που τόσο μας είχε συνηθίσει
στα όνειρά μας,

ή το φυματικό φθινόπωρο
της εφήβιας αγωνίας
και του άνηβου πένθους,

-στο τέλος της άγριας τελετής


που προηγήθηκε
στον έμβιο θάνατό μας-

(ελπίδες ήσαν όλ’ αυτά, ελπίδες ήσαν)

πού πήγαν, τι τα κάναμε;

Αδελφέ μου Χρόνε,


είμαστε
το πράσινο μάτι σου..

[82]
Βιβλίο Πρώτο

Ο μικρός Ασιάτης..

Πες μου κάποιο τραγούδι της πατρίδας σου


εσύ που έρχεσαι πίσω απ’ τα δέντρα
εκεί που ξεπουλάτε την άνοιξη
για ένα σακούλι λούπινα
κι όπου δεν βαρεθήκατε
να διαβάζετε τον ήλιο στα παζάρια
καβαλλητοί στην ακροκοκκαλιά του κόσμου
εκεί που τρέπονται τα χρώματα
σε χαρτοπόλεμο από ελπίδες..

Πες μου ένα τραγούδι της πατρίδας σου


μοναχοπαίδι των παλιών παραμυθιών
και των τριαντάφυλλων και των τριαντάφυλλων..

Χριστούγεννα..

Περιούσιες μετατροπές της θλίψης


τα δεκανίκια μιας γιορτής.

Ασημένιες φωνές, καμπάνες, τίποτε ευχές


καντιοζάχαρη κι αλάτι -γιατί αλάτι;-
Λοιπόν:
Από μόνοι μας δεν είμαστε ενήλικες.

Θάλασσα των Συνέλληνων,


νοιώθεις τούτη τη φρίκη;
Εδώ γεννιέται απόψε
ΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΠΑΙΔΙΚΟ!

Οι ευχοπραξίες πάλι
η επιείκεια των ωρών
η έλευση
- φευ! αναπόδραστη-
της μαγικής χαράς των όλων..

Κι εφέτος την φοβάμαι αυτή τη χάρη..

[83]
Βιβλίο Πρώτο

Η Πούλια, τα πουλιά και τα πούλια..

Περιμένοντας τα πουλιά
τα μελανόφτερα καράβια τ’ ουρανού
που βγαίνουν, βγαίνουν, βγαίνουν,
κάθε δώδεκα τη νύχτα
από τα μάτια του αρχαγγέλου με τη ρομφαία
από το στόμα του Χριστού που ξαγρυπνάει,
ας αδειάσουμε ό,τι βήματα μας απόμειναν
στο παγωμένο καλντερίμι της μικρής πλατείας.

Μην ξυπνήσεις τα πουλιά!

Η τελευταία παρηγοριά της νύχτας,


της νύχτας που δεν τελειώνει εύκολα,
μέσα απ’ τα όρθια δάχτυλά σου
που ροκανίζουν
χαϊδεύοντας τις αίθριες του σκότους,
τον χρόνο,
τούτης της δύσκολης νύχτας
με το παραμύθι που έμεινε στη μέση,
για το μικρό γάτο
με τα πράσινα λαμπάκια της απορίας
για μάτια,
που έπεσε ο μικρός κρυστάλλινος γάτος
απ’ το «σερβάν» κι έσπασε στο πάτωμα
και ξεσήκωσε τον δίπλα κύριο,
τις κατσαρίδες
κι ένα σωρό μνήμες παιδικές,
το παραμύθι που έμεινε στη μέση
αντίθετα σ’ αυτή τη νύχτα
που δεν λέει να τελειώσει
με τελευταία παρηγοριά της τα πουλιά,
τα πουλιά λοιπόν,
μην τα ξυπνήσεις.

Μη!

[84]
Βιβλίο Πρώτο

Προς μικρόν αστόν..

Έτσι π’ απόμεινες να διακυβεύεις


την ετοιμόρροπη πιθανότητα μιας μέρας
δίχως οριζόντιες ανάγκες
δίχως τριμμένα μηνύματα,
έτσι στα «σωστά» να πάρεις τη ζωή σου.

Κι έπειτα ψόφα κι εσύ «τίμια»,


καθώς σας πάει όλων εσάς
των ικανών τη θλίψη
να τυλίγουν στο μαντήλι.

Εμείς, σε τούτη τη γωνιά,


δεν πρόκειται να πούμε όχι.

Μας αρέσουν οι καθρέφτες,


οι κρέμες προσώπου
κι οι κάθε λογής επιτυχίες.

Ενάρετοι θα παραμείνουμε
μες στην υγρή φιλοδοξία μας
κι εφέτος μάλιστα,
-ειρήσθω εν παρόδω-
έχουμε για τα καλά σκεφτεί
να θριαμβεύσουμε!

Η διάψευση..

Ξεσκλίδια η Γης
και σκύβαλα οι ελπίδες..
Φόρεσες τώρα κι εσύ,
τα άμφια της παλιάς Εταιρείας
να παίξεις λέει, τον κατακλυσμό.
Επιλαχών της παρακμής
κι υπολαθών της φρίκης..
Οποία απάτη,
ταπεινοί Θεοί των παιδικών μου χρόνων..

[85]
Βιβλίο Πρώτο

Το φονικό..

Και τότε, μες στο ναρκωμένο


στην εικόνα του Φονικού
προσωπείο του εγκεφάλου του,
πήρε μπροστά να ξετυλίγεται
μια ουράνια σε απόδοση,
θεσπέσια, παραίσθηση..

..Και νόμισε λέει ότι βρισκόταν


σε μια φάρμα το κατακαλόκαιρο,
ο ήλιος κάρβουνο λευκό
κατάκαιγε την κάθε αίσθηση
από πάνω του
τζιτζίκια θεόρατα ωσάν σπαθιά
σφυροκοπούσαν τα μελίγγια του,
νερά κελάρυζαν
κι έκλαιγε αυτός
ελαφρά στην αρχή
κι έπειτα πλέον βίαια..

Ωσότου ξέσπασε σ’ ενήλικες λυγμούς


που τον σηκώνανε απ’ τη γης
και τον πετούσαν στον αιθέρα..

Έτσι πετώντας
περνούσε πάνω απ’ την καλοκαιρινή χώρα
γεμάτος ένα περίεργο σύμμικτο συναίσθημα
από κάποιο κρυφό παράπονο,
μια γεύση ηδονής,
και μια τάση να διασπαστεί
σε χίλια τόσα κομμάτια
και κάθε κομμάτι του να οδύρεται
μέσα στην κίτρινη ερημιά:

Ναι.. Ναι.. Ναι.. Ναι.. Ναι.. Ναι..

[86]
Βιβλίο Πρώτο

ΙΝΤΕΡΜΕΤΖΟ

-Και τ’ όνειρο λοιπόν;


Μια αποστειρωμένη μεταμφίεση..

Εκεί, που δεν σε περιμένει πια


καμιά συνθήκη
θα οικίσεις την έρημο
πάνω σε δυο κόκκαλα υγρά,
λευκά-τρισπάλια
και ηλιοφαγωμένα
τόσους αιώνες να προσδοκούν
πλάι στα ισχνά οστάρια
απ’ τις σουπιές..

Εκεί στ’ ακροθαλάσσι


θα δομήσεις
εφ’ ενός σταυρού
την μαρτυρία σου.

Αλήθεια,
πού να κρυβότανε τόσον καιρό
η απεραντοσύνη σου,
γαλάζια προϋπόθεση
της παρακμής μου;

[87]
Βιβλίο Πρώτο

-Και τ’ όνειρο λοιπόν;


Μια κατασφαγμένη πιθανότητα.

Αυτό το καλοκαίρι προβλέπεται πολύ τίμιο


πάρα πολύ δε,
πέρα για πέρα αληθινό..

Έτσι συμβαίνει πάντοτε


με το last summer θα μου πεις..

Στ’ αριστερό μου χέρι, μια λευκή σημαία.


Και στη δεξιά παλάμη,
τη νεόκοπη κάρα της Μέδουσας..

Με το δικό της αίμα


θα σπείρω
τα ίχνη του έσχατου περίπατου..

[88]
Βιβλίο Πρώτο

-Και τ’ όνειρο λοιπόν;


Μια μαγική διαδικασία σήψεως.

Εκείνο τ’ όραμα
με τις μεταξωτές κορδέλες
και τις λευκές επιφάνειες..

Και στην άκρη του δρόμου τώρα,


να ξημεροβραδιάζεται
μπαμπόγρια
με σαρακοφαγωμένα μάγουλα,
χείλη λεπρά,
χολή να σεργιανά στα μάτια, στα μάτια της
κι απ’ τα ρουθούνια της
καπνός να βγαίνει..

Κι έρχομαι πια εγώ λοιπόν


ο Ένας,
υπέροχος εραστής σου
μάγισσα που καβάλησες
τη σκούπα των ονείρων,
των ονείρων μου χα χα!
και σεργιανάς
σ’ αυτό το κρεουργημένο τοπίο
που το είπαμε όλοι μαζί «ζωή μου»..

Έρχομαι,
έρχομαι,
έρχομαι σου λέω
που να πάρει και να σηκώσει,
έρχομαι
ως νυμφίος περικαλλής.

Και τώρα πια,


καλημερούδια Θάνατε..

[89]
Βιβλίο Πρώτο

Και τ’ όνειρο λοιπόν;


Η εσχάτη πράξη συναλλαγής..

Δεν χάσαμε τίποτε..


Ότι χάνεται απ’ εδώ
το κερδίζουμε στο επέκεινα..
Θεοί λοιπόν!
Τι πλούσιοι που θα ’μαστε
στην άλλην όχθη..

Άραχθε παντοδύναμο ρεύμα!


Καλημέρα, μες από γαρύφαλλα
και άρωμα λεβάντας..
Άρχοντα του Σκοτεινού Πορθμείου.
Κουπολάτη Μαυροκέφαλε,
καλημέρα..

Ηγήτορα
των Παναιώνιων Μεταίχμιων του Χάους
θα σου χαρίσω
και τις έσχατες δεκάρες μου
για βαρκαριάτικα,
έτσι να φτάσω,
θεία γυμνός και ωραίος,
«ΕΚΕΙ…»

Υ.Γ.
Κάποια από τις προσεχείς πρωίες,
θ’ ανατείλει ιδιαίτερα δύσκολη.
Μα πόσο μακάρια εύκολες
κι ευτυχισμένα αδρανείς
θα είναι οι επόμενες..

[90]
Βιβλίο Πρώτο

ΜΥΘΟΓΕΝΕΣΗ
Ιχνηλασία στα σύγνεφα ο μύθος
της καλοκαιρινής βροχής στο πλάι της μουσικής
στο βάθος εκείνων των σπιτιών-περιστεριών
στις ταξιανθίες μέσα των αγγέλων..

Είμαι εγώ που άκουσα τον ήχο


εκείνης της μαχαιριάς
που έκοψε το φεγγάρι στα τέσσερα.
Κι ο ήλιος, ή εκείνη η απροσδιόριστη
αίσθηση της αναγωγής των όντων
στα μάτια των ψαριών,
μυσταγωγία παυσίλυπη.

Τώρα περνούν από τα μάτια μου


όλα τα διάσημα της παρακμής.
οι μετεωρόλιθοι είναι αποστειρωμένοι..
Δύνανται δε να διασχίσουν
το διαστρικό διάστημα,
ψυχρό, κατάψυχρο το διάστημα..

Κι όλες οι πέτρες που αιχμαλώτισαν μελωδικά


εκείνο το πουλί, το κίτρινο αστέρι,
αυτότροφο,
πριν απ’ τα χλωροφυλλούχα μαστιγοφόρα
πριν απ’ τους φυκομύκητες και τα σαπρόφυτα..

Ένα σωστό φτερούγισμα


στον όρμο της μελαγχολίας
-εκεί σε πέτρα ακούμπησα να πάρω λίγον ύπνο-
μια μαγεμένη ρυθμική διαδικασία,
όταν πέθαινε λέει, καταστάλαζε στο βυθό των υδάτων.

[91]
Βιβλίο Πρώτο

Κοντολογίς, ανάμεσα στο να σου πω «αντίο κορίτσι»


ή «τι νέα απ’ τον Παύλο Υακίνθη;» πάντα περίσσευε..

Κάτι ανάμεσα στην στάχτη κάτι ανάμεσα στη φωτεινή


των χωρών που εγκαταλείπεις δέσμη, των όσων ξέρεις και ζητάς
μέσα στις δολομιτικές ασβεστοπέτρες απολιθώματα οστρακόδερμων
στους χαλαζίτες και στα κροκαλοπαγή και λεπτοκέλυφα και Αργιλλοειδή
στα ιζηματογενή πετρώματα κι αυτές οι χώρες είναι του σιντριβανιού
μέσα στα έγκλειστα απολιθώματα οι κόρες, μα θα σου πω γι’ αυτές
σαν πέσει ο καιρός στην ώρα του ψηλόσωμος, ξανθός, δολιχοκέφαλος7

…πάντα περίσσευε λέω,


από την ώρα που γεννήθηκα εγώ
και που έγινα αγόρι,
στις δυτικές τις γειτονιές αυτής της πόλης,
ένα σπαθί δαμασκηνό και κάποιο αστέρι
και μια μυρσίνη πράσινη
τα μαλλιά μου να τυλίξω
και τα ψάρια ν’ αγαπήσω απ’ την αρχή..

Ο Μύθος λοιπόν της καλοκαιρινής βροχής


Ένα μαλαματένιο τόξο γεννήθηκε λέει
μέσα σε μπρούτζινη φυλλωσιά
Απολιθώματα διαβάσεων σκωλήκων
πικροφράουλες στα χέρια μας,
ευλύγιστα θαλασσινά, ζελατινώδη,
ο ήλιος έφτασε στον Λέοντα,
ενάλιοι ασβεστόλιθοι.
τα δάχτυλα στο στόμα των νεκρών
απολιθώματα ψαριών θωρακισμένων
καρδιά χωμάτινη, καρδιά χωμάτινη,
κάποια βασίλισσα π’ αγάπαγε τα ρόδα..
Regina, Regina
εμφανίστηκαν τα πρώτα εναέρια ασπόνδυλα

7
Η διπλή αυτή παράγραφος, (όπως και οι επόμενες τρεις που
εμφανίζονται στην συνέχεια) διαβάζεται και παράλληλα, οριζοντίως
και καθέτως δηλαδή..

[92]
Βιβλίο Πρώτο

Regina, Regina
ποιες οι ξάστερες νύχτες σου
και πού τα διάφανα στολίδια της ποδιάς σου;
Ο μύθος πάλι
κι εκείνο το κίτρινο πουλί στο βάθος:
Μερικά αμφίβια
φαίνεται να εγκατέλειψαν το νερό
και να μεταμορφώθηκαν σε ερπετά!

Το μυαλό μου μες τ’ αλάτι,


σαν τ’ αλάτι πεντακάθαρο,
ράμφος του βάθους
λογοδοτεί για τη χερσαία χλωρίδα
για όσες απομείνανε φωτιές
για όλες τις τεφρές παρουσίες
Ιχθύων Οστεακάνθων
και Δενδρωδών Φανερομάγων.

Σβήνει τα κεριά
στα κηροπήγια της γενέθλιας ελπίδας.
Δεσπόζουν οι Δεινόσαυροι
στην πυρκαγιά των αγκαθιών
μες στον Βοριά αέρα..

Μη μου μιλάς πια θα σου μιλήσει το πρωί


για ό,τι ζήτησα εκείνο το πρωί για ό,τι πήρε η μουσική μαζί της
τα πετρώματα είναι πάντοτε ακόμα στα λιβάδια τα παλιοκαιρινά
αιολογενή. Σχηματίζονται όπου οι Ταρσιοειδείς Προπίθηκοι
με τη βοήθεια των ανέμων γίνανε Γιββωνοειδείς
πιθηκανθρώποι..

στα λιβάδια τα παλιοκαιρινά, όπου φλάμπουρο γίνηκε


το δάκρυ των παιδιών..
Εκεί, μες στο αχόρταστο λιοπύρι:

Ενώ η χλωρίδα περιελάμβανε και μερικά σπάνια κοχύλια που δεν


μόνο κρυπτόγαμα φυτά είναι ούτε εδώδιμα ούτε αλλιώς
βρύα, κοινώς μούσκλια και πτέριδες χρήσιμα απ’ αυτά που τα
χειρίζονταν για νομίσματα

[93]
Βιβλίο Πρώτο

Ένας αδυσώπητος κύριος με κολάρο σκληρό,


πλάθοντας την άργιλο σε διάφορα δοχεία
ομολογούμενος στους ηωλίθους και τ’ ανθόφυτα,
και στον ήλιο της μοναξιάς τον πολυπόστατο,

-ο ήλιος, φλέγει πόαν ως γνωστόν,


ο ήλιος φλέγει πόαν-

συνάγεται δε ότι ασκούσε την Μαγεία ελευθέρωσε τα χέρια του και μιας
κι εξασκούσε τους Θεούς τον καιρό που σύντομα κατάλαβε πως τα αιχμηρά
που βρέθηκαν βελόνες κι αγκίστρια αντικείμενα είναι πλέον πρόσφορα
για τις ψυχές των πραγμάτων και από τ’ αμβλέα,

κατέσφαξε το Κίτρινο Πουλί


στα Μαγδαλήνια Κοιτάσματα

και σαν άγριος που ονειρεύεται


τον πεθαμένο του πατέρα
ψηλόσωμος, ξανθός, δολιχοκέφαλος,

έγραψε στης αυγής της επόμενης τα χέρια


πελέκια και μαχαίρια
και ακόντια και λυχνάρια

κι έγραψε το Αρχέτυπο
του Κράματος του Ορειχάλκου
στα λιβάδια των στεπών
και στις οάσεις των ερήμων..

Κι από τότε
ένας μονόλιθος
σημαδεύει
την θέση του ανατέλλοντος ηλίου.

Στις Ισημερίες..

[94]
Βιβλίο Πρώτο

4
ΤΙ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΝ
Ο ΡΟΖΕΝΚΡΑΝΤΣ ΚΑΙ
Ο ΓΚΙΛΝΤΕΝΣΤΕΡΝ
ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ 9ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1945

Ρ.
Απόψε ο ροδάνεμος είν’ το παλιό κρασί
ο λύκος της νύχτας είν’ του νοτιά το άστρο απόψε
το κακτόδεντρο,
είν’ ένας πεθαμένος Αιγύπτιος βασιλιάς..
Γ.
Ένα πικρισμένο στάχυ
το φαγητό όλης της μέρας.
Ένα φτερό από μνήμες..
Ρ.
Μην κλαίς πολύ απόψε για τα σύγνεφα
έχουμε κι άλλες νύχτες να μιλήσουμε
με τις ψυχές αυτών που φύγαν..
Γ.
Ναυτολογήσαμε λοιπόν και τις έσχατες
απ’ τις προοπτικές μας..
Κλαίμε σ’ ένα σκοπό Ιωνικό
για μια μερίδα πορτοκάλια κι έναν κρίνο..

Πολύ σίγουροι για όλα τα περιστέρια


μετεωρίζουμε σ’ ένα πόντο σιωπής
τα λιόκλαδα της ικεσίας..
Μα ο καρπός του πάπυρου,
δεν το νικά το στάχυ..
Ρ.
Ο Ξένος που σκεπάστηκε με την κουβέρτα μας
ξέχασε τις πατημασιές του στο γρασίδι.
Τόσος φαρδύς ο ήχος από τ’ άρβυλα
να μην ακούσουμε ολότελα, έστω κάτι;

[95]
Βιβλίο Πρώτο

Γ.
Δυο φορές αναζητώ τον όρκο μου μέσα στ’ αγκάθια.
Νομίζω θα τρέξει επιτέλους απ’ το χέρι μου το αίμα:
Δύναμαι πια να παίξω το Χριστό..
Ρ.
«Οψόμεθα» Δημήτριε,
μα ως να φτάσουμε-πολύ φοβούμαι-
«ες Φιλίππους»,
θα μας αρμέξουνε την αρετή
ανάμεσα Λαρίσης- Κατερίνης,
οι «Βασιλείς των Ορέων»..

Γ.
Ποια παρηγόρια, πού είναι η συμφορά;
Λιψές ελπίδες,
θάνατο γενναίο πώς να γεμίσουν;
Και να ’ταν κάνας θάνατος της προκοπής;
Μια άνοστη απόλυση
από «δημόσια θέση» ήταν.
Ρ.
Ήταν παλιά, πολύ παλιά τούτη η κοπέλα
έτσι όπως αναδύθηκε απ’ τα ερείπια της Αθήνας
ξανάχτισε τις ωραίες Μυκήνες
στα χέρια της αστραπής..

Γ.
… Και η κοιλάδα του λαιμού σου αγόρι
εκεί, στο σύνορο παραφοράς κι ανάγκης
μια μιλημένη αγάπη..
Ρ.
Κυριαρχείς εκεί που γέννησε
ο χειμώνας την ανάγκη.
μες στον βοριά των Δελφικών κιόνων.
Δίπλα στην λάλα την πηγή
την ώριμη προς πένθος,
Μανία, πεντάμορφη εφηβοπούλα,
χαροπαίζεις..

[96]
Βιβλίο Πρώτο

Γ.
Έτσι που απόμεινες αταξίδευτο
έρμαιο στα χέρια κάθε αυγής
πού να σε βολέψω παλληκάρι
με την παλιά πληγή στα μάτια..

Ρ.
Μούταζες, μούταξες..
Πού είναι τώρα τα Μύρα της Οδύνης;
«Αλκμήνη» τάχα..
Μια λέξη κενή στο ακραίο της όριο.

Γ.
Ήρθαν μαζί πριν εξακόσιες νύχτες..
Δεν έφεραν λεμονανθούς,
μήτε τις άγριες ρίζες
που ζήταγε η κυρά-Καλή
τα μάγια για να λύσει.

Δεν είχαν φως στην τραχηλιά


και επί πλέον,
νύσταζαν πολύ στο δρόμο.

Ρ.
Απόμεινες να πουλάς ονειροβασίες
άτυχε Θερμοκλή..
Ω, εσύ, πανυπέρλαμπρε
αφού ήσουν έφηβος δελφικός
γιατί μοιράζεις τώρα
δεκανίκια με το δελτίο, στους χορτοφάγους;

Γ.
Ένα δίπτυχο ενδεχόμενο ήσουν..
Τι κρίμα Γανυμήδη.
οι «ενιαίοι» νικούνε μοναχά.

Ρ.

[97]
Βιβλίο Πρώτο

Ρ.
Μισή φωτιά, στενό φιλί
ερώτημα βασανιστικό
στο λάβδανο που παίρνει
κάθε ογδόη πρωινή
κείνος ο γέρος απ’ το φαρμακείο.
θα ζούμε τάχα κι αύριο;
Καιρός για κλάματα Αλίκη Στην Χώρα των Θαυμάτων..

Γ.
Σεργιανούσε αιώνες αλύπητα
η σιρμαγιά του κόσμου
ώσπου ήρθαν οι νεόκοποι μαγεμένοι ρυθμοί
και φέραν στον ώμο τους την μπαλάντα.
«Μια και μικρή η ζωή του κουνελιού
μα άσπρη και χνουδωτή η κοιλιά του».

Ρ.
Κι ήτανε λέει ο υπνοβάτης στοχαστής.
Βγήκε σεργιάνι στη νυχτιά
κρατώντας στα χέρια ένα όνειρο
-αντίς για σμύρνα, δώρα λαμπερά-

Κι ήτανε λέει ο υπνοβάτης Μάγος


Λίγο πιο πέρα
στο αντικρινό σύμπλεγμα πολυκατοικιών
γεννήθηκε ξανά ο Χριστός από μια γάτα
μέσα σ’ ένα κοφίνι από παιχνίδια παιδικά..

Γ. & Ρ.
Τη νύχτα εκείνη της υπομονής,
σαν έκλεισε της εκκλησιάς η πόρτα,
κάτι σαν κυπαρίσσι μύρισε όλη η ζωή.
Κάτι σαν χώμα..

[98]
Βιβλίο Πρώτο

Ανάμεσα σε δύο συλλογές..


Το Πάσχα του 1971,που υπήρξε μια σημαδιακή χρονιά για
όλη την δουλειά μου, αισθάνθηκα σαν το μικρό παιδί που
αγναντεύει τον κόσμο από την κορυφή ενός
ουρανοξύστη.. Φορτωμένος και φορτισμένος απ’ όλα
γύρω μου και πιο πολύ από πολλά μέσα μου, αισθάνθηκα
την ανάγκη να ισορροπήσω και είπα ν’ ανοίξω την καρδιά
μου, σ’ έναν παλιό μου φίλο, απ’ τους πιο σημαντικούς
που έχω στη ζωή, και ν’ αφεθώ παρορμητικά, αδούλευτα
κι αθώα, στην παρέα μας..

Μικρή προπαρασκευή
για τη Μεγάλη Παρασκευή
Αυτή την Παρασκευή
τα δίχτυα γέμισαν με ψάρια

μια παλιά γερμανική παράδοση


μιλάει για το δέντρο που έγινε παιδί
μεγάλωσε
και κόπηκε ξανά σαν δέντρο
κι έγινε σπίτι
και τώρα κοιμάται
στην πλαγιά του λόφου της αγάπης

αγόρι μου σ’ αγάπησα,


όσο κι αν δεν το παραδέχονται
οι ευαγγελιστές κι οι αστυφύλακες
σ’ αυτή την αγνοημένη πολιτεία
που μου γράφτηκε να ξαναγυρίζω

σ’ αγάπησα περίεργο ψηλό παιδί


με το γελαστό στήθος,
το σημαδεμένο μάτι
και τα μακριά δάχτυλα

[99]
Βιβλίο Πρώτο

δεν έχω πολλά να σου πω,


εγώ δεν κλαίω τις αγάπες,
μόνο να, θυμάμαι μικρός
που σε σήκωνα μες στην ψυχή μου

από τότε μπήκανε πολλά στη μέση


και μας χώρισαν
οι φίλοι μου, οι φίλοι σου
ίσως και μια γυναίκα

μα πάντα σε θυμάμαι σήμερα


τη μέρα την ταφής σου
που όλοι θρηνούν
για την Ιδέα που ζωγράφισε
το πέρασμα σου

εγώ πάλι τέτοια μέρα


γυρνάω τα καπηλειά,
κάπου θα βρω καλή ρετσίνα
να γλεντήσω την απελπισία μας

έχουμε πολλά να πούμε


και για πολλά έχουμε να κλάψουμε
και να θυμηθούμε πολλά
εμείς οι δυό

Χριστέ μου

θυμάσαι που κατέβαινες τα μεσημέρια


μες στην έρημη εκκλησία
κι ανταμώναμε σαν κλέφτες
ή σαν ομοφυλόφιλοι;

θυμάσαι πόσο σε περίμενα στ’ όνειρό μου


μόνο στ’ όνειρό μου έχω κάτι να περιμένω
μόνο Εσένα είχα βρει να περιμένω

[100]
Βιβλίο Πρώτο

θυμάσαι τα μεσημέρια εκείνα;

τώρα σε σηκώνουν στα χέρια


οι προδότες

σε κάνανε σημαία
οι κομπλεξικοί

σε τυραννάνε
με παράφορο πάθος
οι αποτυχημένοι

φτιάξανε οργανισμούς
με τ’ όνομά σου

φτιάξαν θρησκείες
πόλεις τεράστιες
και σε μοσχοπουλάνε

εσύ πάλι δεν μιλάς,


εσύ ξέρεις

πάντα ήξερες την αλήθεια γλυκέ μου

το μαχαίρι σου ήταν δίκοπο


κόβεις και κόβεσαι
κόπηκα συναθλητή μου,
τρέχει το αίμα απ’ τα χέρια μου
δεν έχει πια άλλη αναβολή

ένα απ’ αυτά τα μεσημέρια


θαρθώ κρυφά
να σ’ ανταμώσω
σε κάποιο ξωκλήσι
θαρθείς εσύ;

και πως θα είσαι;

[101]
Βιβλίο Πρώτο

μεγάλωσες από τότε;

ξέρεις εγώ μεγάλωσα αρκετά


τα μάτια μου γέμισαν
με πολιτείες

με ανθρώπους πολύχρωμους

με πράξεις έτοιμες
και ψυχωμένες

πάλεψα και για το σπίτι μου ξέρεις


όλα αυτά τα χρόνια
δούλεψα

έγινα και ένας κάποιος ποιητής

εσύ διαβάζεις καθόλου;

θυμούμαι μιλούσες τόσο γλυκά


περίεργα
σαν να 'τρωγες ένα τσαμπί σταφύλι
και το χέρι σου έτρεμε
σαν με χάιδευες
μη με αγνοήσεις
θαρθείς, έτσι;

αυτή την Παρασκευή


τα δίχτυα γέμισαν με ψάρια
είναι καρπερή η θάλασσα της αγάπης
αγόρι μου

υπάρχει κι ένα πελαγίσιο χελιδονόψαρο


στην άλλη μεριά των υδάτων
και με περιμένει

κάθε φορά αλλάζει όνομα


γίνεται γυναίκα ιδέα ταξίδι

[102]
Βιβλίο Πρώτο

εγώ πάλι σε σκέπτομαι


κάθε φορά
που πλαγιάζω μ’ ένα κορίτσι
μόνο σου που ήσουν εκεί πάνω
αγόρι μου

μα ήθελες πολύ να πετύχεις


και για να πετύχεις πρέπει να’ σαι μόνος

λοιπόν, να’ ξερες πόσα πολλά θα ξαναπούμε


εμείς οι δυο

Χριστέ μου

τώρα σ’ αφήνω
απ’ το μπαλκόνι θα παρακολουθήσω
τους μανιασμένους υπηκόους σου
να σε τραβολογάνε στους δρόμους

άλλοι κάνουν έρωτα μαζί σου

άλλοι κερδίζουν το λαχείο

άλλοι σκοτώνουν

εγώ θα σε περιμένω
σε δυο μεσημέρια
στο ξωκκλησιδάκι

ναρθείς
δεν είναι ραντεβού
είναι αντάμικο αντάμωμα φίλων
που πολύ ταξίδεψαν

είκοσι χρόνια ο ένας


κι είκοσι αιώνες ο άλλος

[103]
Βιβλίο Πρώτο

-ο καθείς με το μπόι του γίγαντά μου-

έλα μεθαύριο
θα με βρεις
πάνω από ένα πηγάδι στερεμένο
να χαζεύω το βάθος του

μπορεί και να πέσω μέσα


ναρθούν οι χωριάτες
να πιάσουνε νερό

και τελικά να αντλήσουν


το αίμα μου

σου είπα όμως πολλά,


είναι κιόλας μεσημέρι
πρέπει να ετοιμαστείς
για την παράσταση

λοιπόν γεια σου


και μεγάλη επιτυχία για σήμερα το βράδυ

εχτές έριξα μιαν αναγνωριστική βόλτα


μη φοβάσαι
ο κόσμος θαρθεί
θα γεμίσει το θέατρο ξανά

είσαι πάντα σούπερ σταρ


αγόρι μου

γεια σου κι από Δευτέρα μη με ξεχάσεις


ναρθείς
να διαβάσουμε μαζί τις κριτικές

καλή τύχη Χριστέ μου


για σήμερα.

(Πάσχα 1971)

[104]
Βιβλίο Πρώτο

«ΡΕΖΟΥΣ» 1970-1983

Περάσανε δεκατρία χρόνια


μέχρι να κυκλοφορήσω πάλι, το 1983, με το «Ρέζους». Ήταν μια
τοιχογραφία της δεκαετίας ’70-’80, που «λείπει»
τουλάχιστον στα δύο τρίτα της απ’ τον προσωπικό μας χρόνο,
όλων εμάς που βιώσαμε το Μάη του’68,
τα τραγούδια και τα παρατράγουδά του..
Το έσκασα για τη Σουηδία, ξαναγύρισα εδώ
εξαγριωμένος με τους πάντες και τα πάντα,
η Ευρώπη κι η Αμερική πλαντάζανε,
κινήματα το ένα πάνω στ’ άλλο, μπίτνικς,
γιεγιέδες, Παιδιά των Λουλουδιών, χίπις, Κατμαντού, Γούντστοκ,
έστησα τότε εδώ, με θεωρία και πράξη,
το Ποιητικό Κίνημα της Αμφισβήτησης,
δεν έγραφα, έγδερνα το χαρτί με κόκκινους μαρκαδόρους,
μια ιερή τρέλα μας συνεπήρε όλους..
Κάποια μέρα μάζεψα εκείνο το υλικό,
αλλά συναποφασίσαμε με τον εκδότη μου,
(τον Γιάννη Βασδέκη, τότε)
να το κυκλοφορήσουμε εκτός εμπορίου.
Πήγε από χέρι σε χέρι σε πολλές πιάτσες
και ιδιαίτερα νέων και περιθωριακών.
Σ΄ αυτό το βιβλίο που διαβάζετε τώρα,
έγινε μια επιλογή των περισσότερο γνωστών κομματιών,
που διαβάζονταν παλιότερα
σε ποιητικές βραδιές και συνεστιάσεις,
από πολυγραφημένα κείμενα,
είτε κυκλοφόρησαν υπογείως
στα τελευταία χρόνια της Χούντας.
Ξαναβγάζω όμως εδώ, και τον πρόλογό μου στη συλλογή,
γιατί κουβεντιάστηκε πολύ και αρκετά εδάφιά του
δημοσιεύτηκαν στον τότε επίσημο τύπο της εποχής.

[105]
Βιβλίο Πρώτο

«-Το «ΡΕΖΟΥΣ» γράφτηκε απ’ το φθινόπωρο του 71 μέχρι τις μέρες


μας. Την ιδέα μου έδωσε ο μακαρίτης Βάσος Βαρίκας. Με φώναξε στο
ιστορικό εκείνο γραφείο-κελί του στο «ΒΗΜΑ» να με γνωρίσει..
Αφορμή η πολυθόρυβη, ιστορική πια, κριτική του στις 16 Μάη 71 για
την «Ποιητική Αντιανθολογία» μου, που σύμφωνα με τη γνώμη του
κατ’ αρχήν κι ύστερα από χρόνια σύμφωνα με την γνώμη όλων των
έγκυρων ερευνητών, έστηνε την καινούργια ποιητική γενιά, τη Γενιά
της Αμφισβήτησης, με τρόπο καταλυτικό για τα Γράμματά μας..
-«Αλήθεια και τόλμη, παιδί μου», μου είπε. «Πρέπει να μη μείνει στα
χαρτιά το Κίνημα της Αμφισβήτησης. Πρέπει να γραφτούνε πολλά,
τολμηρά, νέα πράγματα. Εσύ είσαι οδηγός σ’ αυτή την ιστορία. Η
ευθύνη σου είναι μεγάλη..»
Μα ο Βαρίκας πέθανε νωρίς. Το παλιομοδίτικο κατεστημένο της
ποίησης, ανάσανε.. Με μια πανούργα τρικλοποδιά αγόρασε τους ποιητές
μου. Πήρανε «Φορντ» υποτροφίες, τους μπέρδεψαν στα δασκαλίκια και
στις διαδοχές, τους γέρασαν πριν της ώρας τους. Τους βάλανε να
γράφουνε με τη μεζούρα. Τώρα γίνανε οι περισσότεροι,
αρχιτεκτονοσυμβολαιογραφοδικηγοροφιλολογικομηχανικοί της
συμβιβασμένης κατανάλωσης. Δεν προδώσανε τίποτε. Ήταν καλά
παιδιά. Απλώς, μικροαστοί και οριζόντιοι δεν είχαν άντερα για τέτοια
βάρβαρα «αντικοινωνικά» παιχνίδια..
Έτσι, απογοητευμένος μ ένα σιχτίρι στην καρδιά, τους και τα,
παράτησα. Το «ΡΕΖΟΥΣ» πρόζες δίχως να ναι ποιήματα, και ποιήματα
δίχως να ναι πρόζες, λίβελλοι και ανέκδοτα, βρισιές και πρόκληση,
σάπιζε δίπλα στο μαραμένο άνθος του Μάη του 68 που το γέννησε μέσα
μου.. Άρχισα να σνομπάρω τα σπουδαία λόγια, άρχισα να γράφω
στιχάκια για τραγούδια, το’ ριξα στα ταξίδια, «κρέμασα τα παπούτσια
μου» που λένε κι οι ποδοσφαιριστές.

[106]
Βιβλίο Πρώτο

Ώσπου κάποιοι αγαπημένοι μου με βάλανε πάλι μπροστά στη


γραφομηχανή. «Τύπωσε τα, το δέντρο βγάζει καινούργια λουλούδια, ,
σήκωσε πάλι το μπαϊράκι σου τώρα που ανασαίνουμε και λίγο..»
Μεγάλα λόγια, με πείσανε όμως. Έτσι, ξανά κυκλοφορώ. Για κάποιους,
«επιτέλους». Για κάποιους άλλους, «δυστυχώς».
Τα κείμενα του «ΡΕΖΟΥΣ» δημοσιεύτηκαν σπαστά, δώθε-κείθε, σε
«υπόγεια» περιοδικά, γίνανε φωτοκόπιες και πηγαίνανε χέρι με χέρι, με
τραβολόγησαν κάνα δυό φορές και στην Ασφάλεια, κάποιοι μάλιστα, με
λέγανε χουντικό μόλις ήρθε η μεταπολίτευση, για να το παίξουνε
αντιστασιακοί, και είναι οι ίδιοι που με καρφώνανε στη χούντα ως…
αντιστασιακό, γιατί τα είχανε βρει μαζί της!
Δεν μου πρέπει θα πούνε μερικοί να μιλώ τόσο για μένα. Όμως τα
«Λεκτήματα» αυτά, έτσι «διαφημισμένα» στις συγκεντρώσεις της
νεολαίας, στα κουτούκια και στις μπουάτ, έτσι φορτωμένα μ ένα
παράδοξο «κάτι άλλο» δεν πρέπει να παρεξηγηθούν.. Είναι η μάρκα
μιας εποχής. Και μιας ποιητικής φουρνιάς, όπου ενώ ο καπετάνιος
επιμένει ντε και καλά να πεθάνει στο παπόρι, τα πιο πολλά απ’ τα
ναυτόπουλα, λακήξανε για τη στεριά, προτού μπατάρει το σκάφος,
φορέσαν τα γαμπριάτικά τους και πάνε στη δεξίωση της πρεσβείας..
Χώνω, με εκδικητική μανία τα γυμνασμένα μου δάχτυλα στο κρανίο
τους, να τους τραβήξω τ’ αυτιά, να ξυπνήσουνε λίγο. Και τα νύχια μου
συναντάνε τρύπες! Τους τάβγαλαν τ’ αυτιά πριν από μένα, το
«κατεστημένο», τα «διευθυντήρια» η καθιερωσούλα, το περιοδικάκι, η
βεγγερούλα, το βραβειάκι, το γλυψιματάκι.. Κρίμα τους μωρέ..
Απ’ το σπασμένο μου παράθυρο, εισβάλλει ο μακρινός απόηχος από τ’
αλογοπέταλα μιας γενιάς που πλησιάζει: Νέοι, δυνατοί, όμορφοι,
ελεύθεροι, αρνητές, αιρετικοί, με παραμερίζουνε και προχωρούν. Δεν
έχω καμιά σκυτάλη να παραδώσω στο νέο ποιητή της Αποδόμησης που
έρχεται. Αν θέλει τη μακρόστενη σκαλισμένη πίπα του όπιου της
αγωνίας μου και το καμτσίκι μου, ας τα πάρει. Τριανταπεντάρης πια,
του χαρίζω κλαίγοντας, την καρδιά μου. Η Ποίηση της Αμφισβήτησης
πέθανε. Να ζήσει η Αμφισβήτηση της Ποίησης λοιπόν!»
---------------------------------------------------------

[107]
Βιβλίο Πρώτο

Η Μεγάλη Αρκάνα

Ι
Ας αλλάξουμε χέρι στο τσιγάρο,
δίσκο στο πικάπ, δόντια, ρούχα, φίλους, ιδέες,
ας αλλάξουμε τηλέφωνα,
κι ας αλλάξουμε γάζες, όνειρα και ταυτότητα,
ας αλλάξουμε ρόλους.
Ας αλλάξουμε σκοπιές..
ΙΙ
Πανόδετοι, Δερματόδετοι
Ιλλουστρασιοναρισμένοι
Σελοταίηπηδες:
Εγώ υπήρξα πάντα μου
ένας μαθητευόμενος Ονειροκόπτης.

ΙΙΙ
Τα πιο δύσκολα χρόνια τα πέρασα
μόνος μου ευγενικά.
Κατά τα άλλα η ζωή μου είχε
όλες τις διαστάσεις ενός (μικρού) θριάμβου.
Κατά τα άλλα, η, «εκ τούτου» πιθανώς..

IV
Τα τραπέζια γυμνά, οι τοίχοι κλείνουν
στάζουν τα δευτερόλεπτα απ’ τη βρύση.
Εγώ βουλιάζω, σφίγγοντας γίνονται όλα.
Ο τρόμος βάφτηκε χρόνος
συμπιέζει τις υπόγειες στοές.

V
Εγώ ο άνθρωπος,
με διέρχονται μετάλλινες ίνες.
Εν’ αμάξι έξω απ’ την πόρτα
τα σπλάχνα και τα σπλάχνα μου.
’Όλοι μοιάζουμε.
Εγώ ο άνθρωπος
αποσυνάγωγος ακόμα..

[108]
Βιβλίο Πρώτο

VI
Ανάμεσα στο εδώ και στο κάποτε
μια γραμμή ζιγκ-ζαγκ της λογικής
βατή μοναχά στους επαΐοντες..
Μεγάλος εχθρός για τον μοναχικό
οι μοναχικοί.

VII
Ψυχιστορίες, αναπνοήματα
Θανατοβασίες, μηχανάλυση..

Στο’ να χέρι τις εικόνες


και στο άλλο τις ιδέες,
όχι τουρλού-τουρλού, παρακαλώ!

VIII
Ναυτιλλόμενος, όχι τουρίστας.
Αγνοούμενος, όχι χαμένος.
Πυροβολημένος, όχι νεκρός.
Απαγαπημένος, όχι ετοιμόρροπος.
Δεν βρίσκομαι.
Ενυπάρχω.

IX
Έρχεται μόνη της η αγαπημένη ώρα.
Όσο και να λειτουργούν τα δεδομένα
συνθήκες, παράμετροι, συντεταγμένες,
η ώρα έρχεται πάντα μόνη της,
η αγαπημένη..

X
Άνθρωπος εν ανθρώπω
σε κίνηση και αλλαγή.
Νοιώθω ότι σήμερα
θα μπορούσε να γίνει «αυτό».
Θάθελα πάντως
να λαθέψει η διαίσθησή μου.
Είναι όμορφη η ζωή.

[109]
Βιβλίο Πρώτο

XI
Ορύγματα μιας κουρασμένης φαντασίας
εκτεθειμένα στη νάιλον παλάμη του ύπνου.
Όνειρα ύποπτα χαράς..
Ο καθένας έχει α π έ ν α ν τ ι
τον άνθρωπό του.

XII
Το ψάρι κατάπιε το αγκίστρι
κι άφησε άθικτο το δόλωμα.
Πάντως σ’ εκείνο το σημείο κόπηκε η πετονιά
κι ο ψαράς δεν έμαθε ποτέ του τι συνέβη..

XIII
Ανάμεσα στο «επιτέλους μόνος»
και στο «δυστυχώς απομονωμένος»
ένα τελεφερίκ γεμάτο απόπειρες
μια μακά(β)ρια βόλτα
απ’ τη Μήτρα στο Μνήμα
και τανάπαλιν..

XIV
Ο φόβος:
Μήπως δεν με καταλάβουν.
Κι η βεβαιότητα:
Πως θα με “καταλάβουν” τελικά..
2000 μ.Χ.
Τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια,
τώρα οι πέρδικες, έχουν το λόγο.
Έχετε το λόγο μου..
Κύριε Ψυχίατρε! Το χάπι σας..

XV
Καλά που ’ρχεται πάντα στο τέλος
ο από ραπτομηχανής Θεός
και μας ράβει τα νεύρα,
μόδιστρος και φραγκοράφτης,
ο μπαγάσας.

[110]
Βιβλίο Πρώτο

XVI
Πόσο μόνος μου νοιώθω ανάμεσά σας..
Μα εσείς δε νοιώθετε μόνοι σας
χωρίς εμένα
τη στιγμή που νοιώθετε «μαζί»
χωρίς εσάς..

XVII
Ζητώ τον Λόγο και δεν μου τον δίνουν.
Γιατί δεν τον έχουν..
Τι μίζερη εποχή,
που ο Κάθε Ένας,
κατάντησε «καθένας»..

XVIII
Ήρθαν μεσάνυχτα..
Και χτύπησαν την πόρτα μου.
Τους είπα: Εγώ όσο έχω λάσπη,
θα χτίζω.
Ακόμη και μ’ αυτή που μου πετάτε..

ΧΙΧ
Μπρρρρρρ! Κρυώνω.
Σσσσσσστ! Σιωπώ.
Ντρίνιν-ντριν! Χτύπησε το ρολόι.
Φρρρτ! Πέταξε ένα πουλί.
Χρσσστ! Έσκισα το συμβόλαιο..

XX
Όταν κοιμάται ο Ποιητής
Όλα τα ερωτήματα βρίσκουν απόκριση.
Όταν ξυπνάει
τότε καταλαβαίνουν οι άλλοι
το λάθος που έγινε..

(Σημειώσεις από την Strada del Sole 1975, Αγκόνα-Βενετία,


επεξεργασμένες στην Αθήνα το 1980).

[111]
Βιβλίο Πρώτο

Κενή Διαθήκη

Σαν πεθάνω να με θάψτε με πουλόβερ


και κανείς να μη χτενίσει τα μαλλιά μου..

Στην ταφόπετρα θέλω να γράψτε


πως είχα μιαν αρρώστια μυστική
στη σπονδυλική μου στήλη
και δε μπορούσα να σκύψω..

Ακόμη, πως αγαπούσα τις φάρσες


ζούσα μέσα σε πολύχρωμα ζάρια
και παρτιτούζες
σε πολυτάξιδα ΛυΣεργίΔια πού και που,
κι έγραφα με βιολετιά μελάνη
τα συγκλονιστικά μου ποιήματα.

Αν είναι τώρα βολετό σας


κι έχει ως τότε προχωρήσει
η νεκροεπιστήμη σας, χώστε με
σ’ ένα πακέτο από τσιγάρα Κιρέτσιλερ
με μια καρφίτσα σφηνωμένη
ανάμεσα στα δυο μου φρύδια
για να βρούνε κοντάρι να στήσουνε
τη σημαία τους οι βασιλιάδες
των σκουληκιών που θα με λιανίσουνε.

Μην τύχει δε και με σκεπάστε


με τίποτε σημαίες δικές σας, χαρτοπετσέτες,
με γαργαλάνε τα δημόσια υφάσματα
κι αν φταρνιστώ, θα σας χαλάσω την κηδεία..

Σαν πεθάνω, να με θάψτε όπως ήμουν:


Μοναδικός,
απρόσιτος
και κάπως λάγνος..

(Στοκχόλμη, 1972)

[112]
Βιβλίο Πρώτο

Η Σύσκεψη..

Κρατάει καιρό αυτή η ΣΥΣΚΕΨΗ..

Όλα μοιράστηκαν
παραδοθήκαν τα κλειδιά
ραφτήκανε οι στολές
οι διαδηλωτές στις θέσεις τους
οι ινστρούχτορες ξυρισμένοι..

Τα εικοσαετή σχέδια
κλιμακωτών σαμποτάζ
οι βιομηχανίες
όλα δουλεύουνε ρολόι
μα η ΣΥΣΚΕΨΗ δεν τέλειωσε ακόμη..

Το πράσινο άναψε
το κόκκινο άναψε
το πράσινο ξανάναψε
ώστε τα φανάρια εντάξει
οι φοροδείχτες Ο.Κ.

Οι κομπιούτερς λαδωμένοι
τα προγράμματα συμπληρωμένα
οι πρωτοπόροι
έτοιμοι για την επανάσταση
οι ήρωες εντάξει
περάσανε τα τεστ μαζοχισμού
μα η ΣΥΣΚΕΨΗ τραβάει σε μάκρος..

Οι φυλακές γέμισαν κανονικά


οι θρησκείες ξεσκονίστηκαν
οι συγγραφείς κατασκευάστηκαν
τα ραδιοτηλέφωνα κομπλέ
τα γήπεδα γεμάτα
οι γενικές απεργίες άντε πόρτας
οι τρελοί στο άσυλο

[113]
Βιβλίο Πρώτο

ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ


σάπισε στο Σαραντόν
ο Χένρυ Μίλερ ξεδοντιάστηκε
ο Μαγιακόφσκι σχόλασε νωρίς
τα ιδεοκαθήκια επάργυρα
γαλβανισμένα περιμένουν
το καινούργιο ιδεολογικό σκατό
μαύρο ένεκεν αιμορραγίας
οι ασκήσεις βελτιώσεως συνειδήσεως
& τα τεστ αποπαρασιτοποίησης
Προχωρούν..

τα Όσκαρ πέφτουν πάνω στα Πούλιτζερ


τα Πούλιτζερ στα Λένιν
κι όλα μαζί στα Νομπέλ
κι όμως αυτή η ΣΥΣΚΕΨΗ
δεν λέει να σχολάσει..

Οι εφημερίδες αλατίσαν το φαΐ


οι άμβωνες ψήσαν το κοτόπουλο
το κοτόπουλο ψήθηκε αδιαμαρτύρητα
ο 68μάης πουλήθηκε στην ώρα του
κι αυτή η κωλοΣΥΣΚΕΨΗ
δεν λέει να τελειώσει
Θε μου & Διάβολε..

Οι στρατοί σ’ επιφυλακή
οι επιστήμονες χαμογελούν
οι ποιητές τρέχουν
με λυμένες τις γραβάτες
όσοι ποιητές δεν φοράμε γραβάτες
έχουμε εξοντωθεί σύμφωνα με το πλάνο
οι χίπις ξαναγυρίζουν στο κονάκια τους
τίποτε δεν έγινε τελικά
ποιος ο φόβος
και συνεχίζεται τούτη η ΣΥΣΚΕΨΗ..

[114]
Βιβλίο Πρώτο

Οι ηθοποιοί στα θέατρα


οι τραμβαγέρηδες
παριστάνουν τους μηχανοδηγούς
οι ταξιθέτες γίναν νομοθέτες
τα μπαλκόνια πλυμένα
οι τηλεοκεραίες στη θέση τους
το ματς τελείωσε 2-2..

Ο ταχυδρόμος πέρασε στην ώρα του


το μελάνι τέλειωσε ξαναγοράσαμε στυλό
το χαρτί μαύρισε το κάναμε ταπετσαρία
αξιοποιήθηκαν όλα
γιατί δεν τελειώνει η ΣΥΣΚΕΨΗ επιτέλους..

Τα χελιδόνια μπήκαν στα ποιήματα


τα τανκς στο στάβλο
τα άλογα στον εθνικό κήπο
ο εθνικός κήπος φουντώνει από παγώνια
το καλοριφέρ στο 100
το 100 στην πόρτα μου
έτσι και την αφήσω κλειδωμένη
τι άλλο πρόβλημα να ’χουν οι σπεσιαλίστες
και δεν κλείνουν τη ΣΥΣΚΕΨΗ..

Την καημένη τη συσκεψούλα


το παλιό μας κόσκινο στο παζάρι πούλα
τραγουδούν τα παιδιά
μα και τα παιδιά είναι τακτοποιημένα
οι συνθήκες διαπιστωμένες
το πεντάγωνο έγινε τετράγωνο
το τρίγωνο δίγωνο
το δίγωνο είναι το νέο σχήμα των καιρών
φέρει δυο γωνίας καμίαν ευθείαν
δυο καμπύλας
και μοιάζει με βόμβα ναπάλμ
τσιμπημένη στις άκρες
με γεωμετρικό αυγό,

[115]
Βιβλίο Πρώτο

με τρελή αγελάδα
που παριστάνει τον πικραμένο ταύρο
όσο ο ήλιος λάμπει και τραγουδούν οι κάμποι
μήτε με ρίμες δεν φινίρει παιδιά μου η ΣΥΣΚΕΨΗ..

Ήρθαν και τα νέα


αναφέρουν πως ενώ όλα ήσαν έτοιμα
για να συνεχιστεί το θέμα,
το πράμα, το παιχνίδι,
η ΣΥΣΚΕΨΗ θα τέλειωνε
ξαφνικά φάνηκαν όντα μαγικά
και τώρα ασχολείται με δαύτα η ΣΥΣΚΕΨΗ..

Φωνάζει ο πρόεδρος
αντιφωνάζει ο αντιπρόεδρος
παραφωνάζει ο παραπρόεδρος
τι κακό είν’ και τούτο αυτό
μα δεν έχουνε Θεό ετούτοι δω
όχι σας διαβεβαιώ
κύριε συνάδελφε, πρώτε μου εξάδελφε
είναι παράθεοι, μην είναι άθεοι,
μήπως αντίθεοι
ο νέος ρέπει στην αναρχίαν
εις τους καιρούς μας
και στους εχθρούς μας
και εις τους φίλους, τι θα ειπώμεν
πως άνω σχώμεν;
Μα η ΣΥΣΚΕΨΗ δεν βγάζει πουθενά..

Κυψέλη-Αριστερά
Νέα Κυψέλη-Νέα Αριστερά
Άνω Κυψέλη-Άνω Αριστερά
Νέα Άνω Κυψέλη-Νέα Άνω Αριστερά
Άνω Νέα Άνω Κυψέλη-
Άνω Νέα Άνω Αριστερά ..

[116]
Βιβλίο Πρώτο

Κύριε Σολζενίτσιν,
κύριε Πάουντ
κύριε Γεβγκένι Γεφτουσένκο8
κύριε Καίστλερ,
κύριε Σολόχωφ
κύριε Βοσνεσένσκι
δεν ξέρω τι εσείς
αλλά εγώ «είμαι αητός χωρίς φτερά»
και πετώ ψηλά-ψηλά
και πετώ ψηλά-ψηλά..
Ω «μάμμη μπλου»
δύσκολα που’ ναι τ’ απογεύματα εδώ μέσα..

Αυτό το παράθυρο, μάτια μου,


δεν πρέπει ν’ ανήκει σε φρενοκομείο. δεν έχει κάγκελα.
Οι τοίχοι είναι λαστιχένιοι, κλείνουν. Στάζουν
τα δευτερόλεπτα απ’ τη βρύση, βουλιάζω μάτια μου,
σ’ ένα μαλακό πάπλωμα από τριμμένο γυαλί.
Το ξέρω, κάπου πέφτουν πάλι τα ζάρια,
δυο μεραρχίες λουμινάλ παρατάχτηκαν στο ταβάνι
σαν μαγικές άσπρες μύγες,
μπαίνει κι ο Θείος με την άσπρη μπλούζα,
του δίνω το χέρι μου. Άμα βγω,
θα παρατήσω τις σκέψεις, τις δηλώσεις, τις υπογραφές,
θ’ αράξω σ’ ένα ποταμάκι να με ζούνε οι φίλοι,
δεν τελειώνει, μάτια μου, η ΣΥΣΚΕΨΗ,
θα ψαρεύω παπούτσια και κουμπιά απ’ τη στολή
του πνιγμένου αγοριού που ήμουν μέχρι προχθές,
θα ράβω σημασίες, δεν ξέρω..
Θα μου βρείτε κάτι να ράβω, ποια ΣΥΣΚΕΨΗ,
δεν την ξέρω τούτη τη λέξη, τα παρατάω,
τ’ ορκίζομαι, μάτια μου..

8
Το 1986 όμως, στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Μόσχα,
πρωτοανταμώσαμε με τον Ποιητή, και γίναμε αδερφοχτοί, στην
κυριολεξία, μέχρι το τέλος του. Ο «Ζένια» είναι από τους λίγους
αγαπημένους μου..

[117]
Βιβλίο Πρώτο

Όχι γαμώτο!
Ζητώ λογοδοσία!
Γιατί αργεί να τελειώσει η ΣΥΣΚΕΨΗ
σπάστε το συσκεπτήριο
για να δείτε αυτά που ξέρω εγώ για να δείτε
τους σύνεδρους νεκρούς πάνω στα έδρανα
για να δείτε να ξεπροβάλλουν
κάτω απ’ τα καθίσματα χιλιάδες άνθρωποι
με ονόματα αγίων και λουλουδιών
για να δείτε τους μουσικούς
να τεντώνουν τις φλέβες
για ν’ ακούστε τη γήινη ψαλμουδιά μωρέ
να τραντάζει αρμονικά τους τοίχους
για να δείτε το χταπόδι να τρώει τα πλοκάμια του
για να δείτε κι εμένα οπού σας τραγουδώ
με μια κατάμαυρη σημαία
κι ένα κυνηγιάρικο γεράκι στο μπράτσο
και την πίπα του καπετάν Διαβόλου στο στόμα
και μες απ’ τα συκώτια μου να βγαίνουν
ελάφια, παγωνόπουλα, αλεπούδες, καράβια
σύννεφα, πουλιά, σπίτια,νομίσματα, ρούχα
χιλιόμετρα τραίνα,κι ένας επιληπτικός ήλιος
να σκάζει στα στήθια μου,και ν’ ακούγονται
εκατομμύρια ασημένια τραγούδια
σαν να κάνουν έρωτα
χιλιάδες σιδερένιες κουκουβάγιες,
μα για ποια ΣΥΣΚΕΨΗ μιλάμε τόση ώρα ντέεε,
παίρνει χαμπάρι από τέτοια ο Ήλιος;

Κι όμως η πουτάνα η ΣΥΣΚΕΨΗ


δεν λέει να τελειώσει!

Σ.Σ. Η «ΣΥΣΚΕΨΗ» μεταφράστηκε από τον έξοχο Άρη Μπερλή και


εστάλη στο Σαν Φραντσίσκο ως Αμφισβητησιακό «δώρο», στον
μεγάλο μας Άλεν Γκίνσμπεργκ.

[118]
Βιβλίο Πρώτο

Αυτοεπιτάφιος

Είμαστε στα 1972..


Μασάμε ένα βιολετί μανιτάρι,
μπαίνουμε στο Χρονοτρόλεϊ,
πατάμε ένα «30» στο καντράν
και αφικνούμεθα στα 2002..

Είμαι πια 57 χρονών.


Έχω καθαρίσει τις παρτίδες μου
με την Ελληνική Λογοτεχνία,
την Ελληνική Ιστορία,
την Ελληνική Εταιρία,
τους Ελλαδίτες,
τους Ελληνίτες,
τους Ελληνισμένους
και τους Ελληνοέλληνες.

Βγαίνω τσάρκα εν’ απριλιάτικο πρωινό


με τη μοτοσυκλέτα
που κέρδισα σ’ ένα διαγωνισμό
για τον ομορφότερο Έλληνα Ποιητή.

Δεύτερος ήρθε ο Σικελιανός..

Εκεί που τρέχω με τη μοτόρα μου


βγαίνει ένα τραμ μες από ένα σουπερμάρκετ
και μου δίνει μια γερή στη μούρη.

Πέφτω σ’ ένα κιούπι με μαρμελάντα,


φτιαγμένη απ’ τα Κόκκαλα
των Ελλήνων τα Ιερά.

Πονάει η καρδιά μου. Πνίγομαι.


Δεν καταλαβαίνω τίποτα.
Και στο τέλος «πεθαίνω».

Με πάνε στο Νεκροφορβείο.

[119]
Βιβλίο Πρώτο

Οι εφημερίδες βγάζουν έκτακτο παράρτημα


με ξύλινα γράμματα
και αναφέρουν εμβριθώς
τον γλυκύ μου θάνατο.
Γράφουν:

« Σκοτώθηκε ο Ποιητής
Δημήτρης Ιατρόπουλος
της γενιάς του ’70
κλάσεως ’67
πρώην σμηνίτης
νυν τσιγκολό
που τα τελευταία χρόνια
-στην προσπάθειά του να ξεχάσει-
ταξίδευε απεγνωσμένα
Ομόνοια-Παγκράτι
εφτά φορές την ημέρα».

Εν τω μεταξύ,
στο κρεβάτι του Μαρμαρωμένου Βασιλιά
που μ’ έχουνε βάλει κι είμαι «πεθαμένος»
η σωματική μου κατάσταση έχει ως εξής:

Το δεξί μου μάγουλο έχει σκάσει.


βγαίνουν από μέσα κόκκινα μυρμήγκια.

Το μάτι μου έχει κατέβει στο σαγόνι.

Απ’ τα ρουθούνια μου τρέχει ζεστό κρασί.

Το σκώτι μου έχει γίνει μια ροζ πλατφόρμα


γιομάτη κοριούς.

Χιονίζει πάνω στα μαλλιά μου.

Το κρανίο μου έχει σπάσει ανεπανόρθωτα

Η καρδιά μου κόπηκε

[120]
Βιβλίο Πρώτο

και κόλλησε στο φανάρι της μοτόρας.

Ο λαιμός μου έχει ανοίξει σαν μπακλαβάς.

Τα στήθια μου γιομάτα γάζες


ο αέρας βγαίνει ακόμα
σουριχτός μαύρος καπνός.

Σε γενικές γραμμές είμαι χάλια.

Κατασφαγμένος σαν όνειρο


ή περίπου έτσι.

Με παίρνουνε, με βάζουνε στην κάσα.


Μέσα στην κάσα εγώ ξυπνάω
Ανοιγοκλείνω το ένα μου μάτι, το καλό
και βάζω τις φωνές.

Ο Επίτροπος το βάζει στα πόδια.


Ρίχνει μια τρεχάλα του θανάτου.
Η μάνα μου πλακώνει τα κλάματα
και τα σταυροκοπήματα.
Κανείς
δεν ήθελε να πεθάνω.
Κανείς
δεν θέλει να με σιμώσει
τώρα που ζω!
Παράξενα πλάσματα
οι Ανθρωποειδείς..

Τότε εγώ,
βγαίνω έξω!
Παν’ να με πιάσουνε
η Τελετή έχει αρχίσει
οι δημοσιογράφοι παρόντες
ο υπεύθυνος της Δημόσιας Δαπάνης
παρών κι αυτός και ξουρισμένος.

[121]
Βιβλίο Πρώτο

Εγώ την κοπανάω


και παίρνω το λόφο
σαν τον Ισουχριστό.

Όλοι διαμαρτύρονται
δια το παράδοξον του πράγματος.

Η μαρμελάντα έχει εκτεθεί


σε Δημόσιο Προσκύνημα
μεταξύ 21ης & 25ης Οδού.

Στέκομαι όρθιος πάνω στο λόφο


αρχίζω και ξηλώνω ένα- ένα
τα παράσημα, τα διάσημα, τα ένσημα,
απεκδύομαι δε, αμφίων & σκευών.

Τελικά ξερνάω ένα στιχούργημα


που φύλαγα γι’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή.
Το’ χα γράψει σαν ήμουν νέος
και γιομάτος ελπίδες & υγεία
& μισούμενος& λατρευόμενος
& απασχολών & διαπομπεύων.

Διαβάζω δυνατά
στους νεκροπομπούς
που έχουν κλείσει τα μάτια
για να μην ακούν.
Κατά τον ελληνικό τρόπο..
Το ποίημα είναι μελό
νεοπαραδοσιακό
οργισμένο,
χυδαίο εν πολλοίς,
οπωσδήποτε απολιτίκ.
Γι’ αυτό
να προσέχετε τις φράσεις
και να κατασκευάζετε
μέσα σας τις εικόνες παρακαλώ!

[122]
Βιβλίο Πρώτο

Ποίημα για νεκροπομπούς:

Ξεσκιστείτε στα είκοσι


φίδια κι αρουραίοι
φαύλοι κι αξιότιμοι!

Εγώ μίλησα με την παραευφροσύνη των μιλιτέρ


Πάρτε τα σημαιάκια απ’ τα μπράτσα μου
κόμπρες των σουπερμάρκετ.

Είμαι το πιο διαλεχτό σκουλήκι της γενιάς μου


το πιο σκουλήκι απ’ τα σκουλήκια.

Είμαι ραλλλλίστας της Ιστορίας.

Μεταθέτω τα όρια,
τερματίζω όπου θέλω εγώ
κι εγώ διατάζω τις ταχύτητες!

Γεννήθηκα μες στο συκώτι του ήλιου


Ιούνη μήνα.

Παντρεύτηκα ένα φυματικό πουλί


που ψόφησε κραυγάζοντας.

Περήφανος
& ασήμαντος
μοναδικός
& λάγνος.

Εγώ υπαγόρευσα στο Λουκά


το εμβαδόν του Θείου Πάθους,

Έφτιαχνα σαΐτες απ’ τον Πλάτωνα


στα σινεμάδια των Σεπολίων.

Έπαιζα το Μεγαλέξανδρο με τις κοπρόγατες


στην άκρη της αυλής μας.

[123]
Βιβλίο Πρώτο

Τα μάτια μου γίνηκαν βάρκες,


πολλές βάρκες,
τα χέρια μου λιμενοβραχίονες.

Αγάπησα μια κοπέλα που τη λέγαν «Historia»

Πάρτε τα σκεύη από πάνω μου, ντεεε!

Ό,τι αγάπησα γίνηκε σύννεφο


και κατουράει
παν’ απ’ την Εκκλησία του Δήμου.

Έπαιξα ζάρια με τον Βούδα


στα μπουρδελάκια του Βελγίου.

Κέρδισα έναν λάγνο


και σπερματόφιλο ληστή
τον έλεγαν Κομφούκιο.

Ήτανε Καπιτάν-Ληστής
κι ο καπιταλιστής εγώ
τόνε ξεπούλησα
στο Σαν Πάολι του Αμβούργου
στα πουτανάδικα
για κράχτη.

Η ιστορία μου είναι γεμάτη


πραγματοποιημένα όνειρα
μα πάντα όνειρα..

Είμαι όμορφος
τουλάχιστο σαν Μεγάλη Παρασκευή
κι ανήσυχος
σαν εφηβαίο που τρέμει.

Δεν ξέρω ποιος


θα μεγαλώσει τα παιδιά μου.

[124]
Βιβλίο Πρώτο

Έχω γεννήσει
60 πέτρες
20 ποιήματα
35 μάγους
8 ταξίδια
κι ετοιμάζω στην άκρη του χρόνου
για την Άκρη του Χρόνου,
έναν πράσινο θάνατο.

Πάρτε βρικόλακες τα σκεύη από πάνω μου!

Ξεκρεμάστε με!

Να ξεδιπλωθώ
πάνω από τις πολυκατοικίες.

Να λειτουργήσω
το Σαββάτο των Ψυχών.

Να με κρυφαγαπήσουν οι δουλίτσες.

Να γίνω χάρτινος αρχάγγελος.

Στρατηγός από πλεξιγκλάς.

Ν’ αρχίσω να ουρλιάζω σαν πολυβόλο.


Κρα-κρι, κρα-κρο, κρα-κρα, κρα-κρι.

Ν’ ανοίξουν σαν κεφάλια τα περίπτερα.

Να σπάσει η φλέβα του Φλεβάρη


να ξεράσει τ’ άγιο πύον της..

Να κοινωνήσουν οι ελέφαντες
που ροχαλίζουν στα σπιρτόκουτα.

Μα πριν απ’ όλα:

[125]
Βιβλίο Πρώτο

Πάρτε τα σκεύη απ’ τα στήθια μου αλήτες!


Είμαι
ένας τεράστιος λαστιχένιος αναπτήρας
η φωτιά μου στραγγαλίζει
θα σας κάψω..

Θα βάλω τις φωνές


θα χτίσω ηρωικά τραγούδια
θα σας κάνω τη δική μου ανάκριση
μ’ εφτά χιλιάδες λάμπες
να σας τριβελίζουν τα μελίγγια.

Θα’ρθώ με μια μεραρχία


οπλισμένα πουκάμισα
να σας κόψω χαρτοπόλεμο.
Θα σας κάψω με το Ναι
στο φινάλε
θα σας ζητήσω και λογαριασμό.
Κι αν δεν έχετε άλλο αίμα να πληρώστε
θα σας βάλω να μου χτίστε
μια στρουχτούρα από σκατά.

Θα σας ράψω μέσα σε μια μπαλάντα


μαζί με 60 γάτες
να σας ξαποστείλω στον πυθμένα του μυαλού μου.

Θα σας διαγράψω μεγαλοπρεπώς


από τη λίστα της παράνομης ελπίδας
Να σβήσετε «χαρούμενοι»
χαμογελώντας από όσια έκπληξη..

Πάρτε τα σκεύη σας


δεν πεθαίνω με τίποτα!

Κι αυτές οι βυσσινιές κορδέλες μού τη δίνουνε


γράφουνε με δασεία τ’ όνομά μου
‘Ιατρόπουλοσ
με δίχως σίγμα τελικό.

[126]
Βιβλίο Πρώτο

Φέρτε τους φίλους μου


το αίμα μου να πιούνε με παγάκια.
Γιατί δεν έχει ο καιρός αγάπη για κανέναν
και ιερωθήκαν οι πληγές μου
στα τρόλεϊ της ανίας.

Τα χέρια μου χύθηκαν ποτάμια


τα μάτια μου φορέσαν
όλους τους ήλιους στο στερέωμα
στεριώστε με στα πόδια μου
δεν πέθανα τομάρια,
βάλτε με όρθιο,
φωνάζω, δέρνω, βρίζω,
& προσεύχομαι..

Ξαναγυρίζω
απ’ τη γαλάζια μήτρα του «Μηδέν».
Δεν ήταν ζόρικο ετούτο το ταξίδι.
μια άσκηση ήταν του ύπνου
για μιαν επιστροφή.

Δεν ήμουν μόνο Ποιητής εγώ,


ποτέ καμιάν δεν ζήτησα
«δημόσια δαπάνη».

Ό,τι νύχτωσα, σ’ άγριο πέλαγο ζει,


από σπέρμα πολύχρωμο
με χίλια χέλια
που ασκούν το Γυρισμό.

Κι αυτά τα ταξιδέματα
αγιάζουνε κάθε αιώνα..

Γι’ αυτό,
μακριά τα σκεύη σας από μένα.

Ντενεκέδες της Παγκόσμιας Αηδίας..


(Στοκχόλμη 1972)

[127]
Βιβλίο Πρώτο

Παράλληλες Κατασκευές

Είμαι ο Φαλλός της Γενιάς μου!


Δεν με νοιάζει
ποιος θα’ ν’ η «κεφαλή».
Ποιος το «νεφρό»,
ποιος το «συκώτι».

Εγώ έχω την εντολή διαιωνίσεως.


Δεν ζήτησα να γίνω κάτι παραπάνω απ’ αυτό.

Και δεν επέτρεψα να με περάσουν


και για τίποτε λιγότερο.

Σ υ ν ε ν ν ο η θ ή κ α μ ε;

Εκφορά
Επανάσταση, Ανατροπή, Αλλαγή, Μεταρρύθμιση:
Λέξεις μπατίρια!
Η Α π ο δ ό μ η σ η είναι το μισό κιλό υδράργυρος
να ρίξτε στο αυτί του Άρχοντά μας.
Όσο για μένα: Μη με ψάξετε στις φάτσες των γαϊδάρων.
Όταν το όνειρο της νύχτας του καλοκαιριού τελειώσει,
θα θυμηθείτε πως τα μάτια μου,
τα φόραγεν, ο Πουκ9
*

9
Το περίφημο ξωτικό από τ’ «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του
Σαίξπηρ. Νιώθω έτσι σαν δαύτο: Έξω απ’ το παιχνίδι, μα δίχως εμένα
δεν γίνεται και παιχνίδι! Συνδέοντας την πράξη με τον θεατή-
αποδέκτη της, μα όντας πράξη ταυτόχρονα μέσα στο παραμύθι, από
τον Πουκ-εμένα σας, λοιπόν, πάρτε τώρα μια μαύρη καληνύχτα..

[128]
Βιβλίο Πρώτο

«ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΧΑΛΙΜΑΣ» 1984-1992

Οχτώ χρόνια μετά από το «ΡΕΖΟΥΣ» ο -μακαρίτης πια-


Οδυσσέας Χατζόπουλος, μου ζήτησε για τον «ΚΑΚΤΟ» του, σε
ένα τόμο, όλες τις μέχρι τότε συλλογές μου και ότι δεν είχα
εντωμεταξύ ενδιάμεσα εκδώσει. Εκεί συμπεριέλαβα και
επιλεγμένα κομμάτια, όπως τα δούλευα σε ενότητες- ένα είδος
άτυπων συλλογών, που με καλύπτουν μέχρι το 1992,που
τελειώνει και το Πρώτο Βιβλίο ετούτο.
Κι επειδή εκείνη η έκδοση αποτελεί για τους ερευνητές είδος
ιστορικού αρχείου ως προς το Κίνημα της Αμφισβήτησης,
παρουσιάζω και τα προλεγόμενα μου εκεί, για να έχει κι ο
αναγνώστης μιαν σαφέστερη εικόνα, για το τι έγινε εκείνα τα
χρόνια..
---------------------------------------------------------------------
«Θεωρώ την πρωτοβουλία του Οδυσσέα να κυκλοφορήσει τα
ποιητικά μου «προ-άπαντα», δηλαδή όλη σχεδόν την μέχρι τώρα
ποιητική μου κατάθεση, περισσότερο συμφέρουσα για την ίδια την
ποίηση στον τόπο μας, απ’ ότι για μένα τον ίδιο.
Που,χρόνια τώρα, περιφέροντας τον εμπροσθογεμή τίτλο του «Ποιητή
της Αμφισβήτησης» ανά τας ρύμας και τας αγυιάς της
σαρακοφαγωμένης μου πατρίδας, γνωρίζω ήδη τις ειδικές συνέπειες
μιας τέτοιας έκδοσης:
*Οι παλαιότεροι θα οδηγηθούν νωρίτερα στις οριακές τους
εντυπώσεις για την δουλειά μου και τη γενικότερη προσφορά μου.
*Οι συγκαιρινοί μου θα νοιώσουν μιαν μαζοχιστική ανακούφιση,
αφού χρόνια τώρα περίμεναν πότε θα «ξαναχτυπήσω» ώστε να
ξεκαθαρίσουν οριστικά και με τους ίδιους τους εαυτούς τους, αφού
αυτή η Γενιά του 60-70 ιστορικά στήριξε την παρθενική εμφάνισή της,
αποκλειστικά στα δικά μου θεωρητικά κείμενα κι αφού μιλάμε για
Ιστορία, είμαι υποχρεωμένος να το πω κι αυτό..
*Και στους νεότερους επαφίεται το ρίσκο να μπούνε σ’ ένα παιχνίδι
χωρίς παίχτες. Απλώς θα προσπαθήσουν να βάλουνε τα διάχυτα
σπίρτα στο κουτί τους. Μόνον έτσι, εξ’ άλλου, απολήγει η Ποίηση και
ως ελπίδα φωτιάς..
*Όσο για τους δυσαρίθμητους αναγνώστες που πιθανώς θα
διαβάσουν αυτό το βιβλίο, επειδή δημοφιλώς με αναγνωρίζουν από
άλλες μου δραστηριότητες, ας νοιώσουν ιδιαίτεροι: Γι’ αυτούς και
μόνο συγκατατέθηκα γι’ αυτή την έκδοση!
Και η Ποιητική πλέον γνωριμία μεταξύ μας, θα είναι το δώρο μου, για
35 χρόνια ποίησης σε 47 χρόνια ζωής..»
Αθήνα, Μάρτης 1992.

[129]
Βιβλίο Πρώτο

ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΜΕΤΑΛΕΚΤΙΚΗΣ
1984
Το 1984, σε μιαν άκρως «διαφυσική» στροφή μου, (ο όρος
«μεταφυσική» είναι αδόκιμος για μένα, τον έχουν ανοήτως
υφαρπάξει από τον Αριστοτέλη, η «Διαφυσική» είναι το
σωστό..), έπιασα στα χέρια μου αρχαίους συντρόφους και
κοσμικές μυθοπλασίες, με αποφθεγματικούς στίχους
ατμοσφαιρικής προπαίδειας. Ένιωσα το «Άλλο» να μου γνέφει
απ’ το παράθυρο και του άνοιξα την πόρτα..

1
Δίπλα μου λάμνει μουσική.
Σκοτεινό φως.
Εικόνες προ.
Αρχαίες.
Αρχή.

2
Τα αληθινά μου αδέλφια
Κατέβηκαν όταν έπρεπε
και θα ξανάρθουν.

Στην ώρα τους.

Στην ώρα μου.

3
Το ίσως.
Το τότε.
Το τώρα.
Το το τε τω ρα.

4
Πού μετενσαρκώθηκες;
Στείλε μου μήνυμα
αν αξίζω κι αν πρέπει.
Τι λέει το Πρόγραμμα πάνω σ’ αυτό;

[130]
Βιβλίο Πρώτο

5
Ασκώ την μαγεία.
Στον ασκό της μαγείας,
μια ημερομηνία
δυο νύχια χρόνος,
μια μπαλάντα,
και η έξοδος από τον όρκο.

Ήρεμος περιμένω.

6
Πάρτε με πίσω.
Χωρίς θάνατο.
Νοή μόνο.
Για να συμπληρωθεί το Έργο.

7
Η αγάπη.
Όπως την εννοούμε εμείς.
Όπως την ξέρουμε και την διδάξαμε.
Οι φρουροί του Ήλιου.

Οι ωραίοι Αρχαίοι-εμείς..

8
Δώστε μου σημάδι πώς να βρεθούμε.
Σε ποια διάσταση.
Σε ποιας αρμονίας τη συχνότητα.
Ανεξαρτήτως χρόνου
ύποπτου ή ανύποπτου.
Ο χώρος είμαι Εγώ!
Ελάτε μου.
Ελάτες.

9
Καλώ το Καλό..

[131]
Βιβλίο Πρώτο

10
Δεν υπάρχει αμφιβολία υπάρχουμε,
διηνεκώς έμπλουτοι.

Με τις αποστολές και στολές μας.


Ενίκανοι. Έξορκοι. Ανάμυθοι.
Δεμένοι, μόνο μεταξύ μας.

Αιώνιοι σκλάβοι της ελευθερίας μας.

11
Ο Βασιλιάς των Αττάβων.
Τελετάρχης ονειρασκήσεων.
Ακροβάτης προΰπνιος.
Ο επιτρέπων τη δίοδο.
Ο εξελέγχων την έξοδο.
Ο παροτρύνων την διάπρυση.

Έγκυρος πάνω απ’ όλα


και αγαπημένος αδελφός.

Αυτός ο Άτταψ..

12
Μα από πού έρχεται αυτό το Φως.
Το τόσο.

Αν μίλαγαν τα χρώματα
το γλυκό γκρι
και το αχνό γαλάζιο
θα το διεκδικούσαν.

Οι πηγές του κόσμιου φωτός,


το αγνοούν.

Με το δάχτυλο στα χείλια,


επιβάλλω σιωπή στην ατμόσφαιρα.

[132]
Βιβλίο Πρώτο

13
Η στιγμή της φώτισης,
είναι έκθαμβη.

Μυστική
αποθήκη αποθέωσης
του μέτρου,
του ρυθμού,
της αρμονίας,
της συμμετρίας.

Μαγική
και μαγεμένη
ισορροπία.

Όταν βέβαιος
πως δεν προέρχεται
από κάπου,
νοιώθεις επιτέλους
πως έρχεται από σένα.

Και εξέρχεται..

Λούζει τα αντικείμενα
σε άλλες εποχές..

Χρωματίζει
τις υπόγειες διαστάσεις.

Τις καμπυλόγραμμες ιστορίες του νερού.

Τον μέσα πόνο της αγωνίας της γέννησης


σε χρόνους προπάτορες..

Βαρύτητες αλλότριες.

Δικές μας,
εμάς των Ξένων..

[133]
Βιβλίο Πρώτο

14
Σας εμπιστευτήκαμε
τη συνέχειά μας.

Αλλά εσάς
σας φάνηκε
σαν να σας
εμπιστευόμασταν
την ζωή μας..

Είσαστε μια παρήχηση του Σίγμα

Ή ήχηση του όμως,


κολυμπάει σε άλλα νερά..

Και έμπλεοι του λάθους,


κάνετε
κάνετε
κάνετε διάφορα
για να μας δυσκολέψετε..

Δίχως να ξέρετε
ακόμη
πως κι αυτά
Εμείς τα προγραμματίσαμε.

Αντιχρόνιες ασκήσεις,

διερευνήσεις αναγκαίες

μεταλογικές διαδρομές
προς την ολοτελείωση.

Εμείς οι Ξένοι,
οι Δικοί Μας.

[134]
Βιβλίο Πρώτο

15

Όμορφα που μυρίζει


αυτό το μνήμα..

Υγρό απόγευμα,
απόβροχο.

Η μουσική
με τα βελούδινα φτερά της
ίπταται.

Ένδυμα της ψυχής


που ανεβαίνει
με γαλήνιο ενθουσιασμό
τα σκαλοπάτια του άνεμου.

Και θροΐζοντας
αγνοποιείται
και διαμορφώνεται.

Όμορφα που μυρίζει


αυτός ο θάνατος
που παραλύει
τους κόμπους στα δάχτυλα.

Και πιέζει συγκινημένος


την καρδιά
να ξαναχτυπήσει,
σε μια θαυματερή
επιστροφή
απ’ τα λιβάδια
του Παγκόσμιου Σχέδιου.

Λες και δεν ήταν Θάνατος


αυτός ο θάνατος!

[135]
Βιβλίο Πρώτο

16
Λογικό πεδίο.

Οριοθετημένο
απ’ το βορεινό πάθος
το ανατολικό ύψος
το δυτικό δέος
και το νότιο ένστικτο.

Άσπρο τετράγωνο,
περιοχή χωρίς περιεχόμενο.
Οικόπεδο του ανέμου.

Η Ιστορία πασχίζοντας
να γίνει Παγκόσμια
σε γέμισε αίματα, βιασμούς,
ανθρωποθυσίες,
πλάνα «πλάνα».
Κι είσαι ακόμη το φόβητρο
των Ποιητών και των Ηρώων.

Λογικό πεδίο.
Ουτοπία, άδεια τσέπη της νύχτας,
ρεύμα δίχως δάχτυλα,
άφωνος λόγος,
άρωμα πριν απ’ το λουλούδι.

Νεύμα που δεν πέρασε απ’ την Ωραία Πύλη,


το Π της Πίστης, να γίνει Πνεύμα.

Λογικό πεδίο.
Σημαία των ανόητων,
μπαμπούλα των ημίμυαλων,
η μόνη αιτία να υπάρχεις
είναι για να μπορούμε να σε καταργούμε.

Οι Ποιητές κι οι Μάγοι.
Εμείς.

[136]
Βιβλίο Πρώτο

17
Είναι ζεστό το σώμα σου.
Ακόμη..
Κι ας κλείσαμε την πόρτα του έρωτα
εδώ και κάποιες ώρες.
Μήπως έχεις πεθάνει;

18
Ώρα.
Ρυθμική εκδρομή
απ’ το νοητό στο νόημα
και πάλι πίσω.
Νυφικό κρεβάτι των δεικτών,
αριθμητήριο του θανάτου.
Ώρα ανύπαρκτη..

19
Η θλίψη κι η μη θλίψη:
Τα δυο παιδιά της ηρεμίας.

20
Προχώρησε η νύχτα.
Καιρός για επιστροφή στο χρόνο.

Κλείνω τα μάτια,
σκεπάζομαι,
καλό ταξίδι.

Φίλησέ με φίλε μου,


να μπεις κι εσύ
στο Μέγα Όχημα.

Κι αν αύριο δεν ξυπνήσω,


ξύπνα με!

[137]
Βιβλίο Πρώτο

ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΥ


1985-1986
Τα επόμενα δυο χρόνια, δεν έγραψα πολύ.
Κάποια κομμάτια όμως, μαζεύτηκαν σ’ ένα στιλ ανάμικτο.
Μεταιχμιακή εποχή για τη δουλειά μου, πάντως.
Είχα περάσει από ισχυρές δονήσεις, μεγάλες δίκες,
προσωπικά ζιγκ-ζαγκ,
βρέθηκα μονάχος μου στο ζόρι του καιρού,
καλύτερα έτσι,
ανακάτεψα πιο ψύχραιμα
την τράπουλα της μοίρας μου..

Η μυστική γραφομηχανή

Είναι μια μετάφραση χρόνου κι αυτό,


μια διαδρομή..

Κάπως όταν μπλέκονται οι αράδες


στην μυστική μου γραφομηχανή
κι από τα δυο νοήματα
δεν ξεχωρίζεις πια κανένα..

Ένα μήνυμα είναι οπωσδήποτε


κι ίσως μια μακρινή ιστορία.

Απ’ αυτές που ακόμα δεν διαπράχθηκαν,


παρά μόνο
στις μελλοντικές υποψίες του σύμπαντος..

Η μυστική μου γραφομηχανή


ψάχνει για δάχτυλα
όμως νωρίτερα
πέρασε απ’ εδώ ο πόλεμος
που κήρυξε η γέννηση
με τη φθορά,
την αγωνία
και τη μετάλλαξη.

[138]
Βιβλίο Πρώτο

Τα δυο χέρια μου,


κομμένα στο σημάδι του σταυρού,
κυκλοφορούν στα μπαϊράκια
των μαχομένων ανθρώπων.

Έτσι, όσα η πολύνευρη


και ματωμένη οθόνη
της μυστικής μου γραφομηχανής
ομολογεί,
εσώγραφα αυτοτυλίγονται
κι αναδιπλώνονται.

Κι είναι πολλά και άγνωστα,


πέτρες μιας άλλης θάλασσας,
χαλίκια του απείρου,
μιας (νέας ίσως;) λογικής,
η ανορθόδοξη συνέχεια.

Χτυπάνε την πόρτα του μυαλού


κι εκείνο πώς ν’ ανοίξει,
εφ’ όσον μήτρια υγρά
και μνήμες άλλες,
ηρωικές,
σύνθημα,
παρασύνθημα,
επισύνθημα,
δεν ξέρουν.

Στη μυστική μου γραφομηχανή


οι εκφράσεις
μήτε «εκ του συστάδην» δικαιολογούν
μήτε και ξιφολόγχη.

Όλα αρχίζουν και τελειώνουν


δίχως όρια.

[139]
Βιβλίο Πρώτο

Αόρατη τύψη

Μες στην ατέλειωτη ησυχία


των παλιών
ψηλοτάβανων σπιτιών

όταν οριζοντιώνεται
στη μέση του δωματίου
η αόρατη τύψη

και στη γυριστή σκάλα


περιστρέφεται
ο γαλάζιος ίσκιος

από ένα όνειρο


που χτύπησε δειλά την εξώπορτα,
δεν πήρε απάντηση

και σα μικρό φοβισμένο παιδί


ξαναγύρισε
στα τοπία του ενστίκτου,

μέσα στα όρια μιας απόπειρας


και μιας ακούσιας γενναιότητας,

σαν μολυντήρι που τα κουβεντιάζει


με τ’ αλογάκι της Παναγιάς

στις κρυφές φωλιές των τούβλων


στο μαντρότοιχο,

εκεί λοιπόν, εκεί


χαχανίζει η καρδιά μου
σπρώχνοντας ένα δράμι καλοκαίρι

μες στη χειμωνιάτικη θάλπη


των καλών γειτόνων μου..

[140]
Βιβλίο Πρώτο

Πρωινό κέφι

Αυτά τα φυτεμένα κλαριά,


αυτά τα δόντια της άμμου,
θυμητάρια μιας άλλης αλήθειας
αχρωμάτιστα τρίμματα
στο πριόνι της αυγής..

Αυτά τα φυτεμένα κλαριά


και πώς με περιγράφουν.

Γιόμησε η θάλασσα τηλέφωνα,


ντρίννν, ντρίινιν, ντριίν..
Γιόμησ’ ο γιαλός γραφεία και συνταγές..

Πού ν’ ακουμπήσεις
για να πεις πως είσαι κάποιος
μέσα στους άλλους κάποιος..
Μα πουθενά
μήτε ένα περαστικό πρόσωπο
στον Τερέντιο δεν γίνεσαι..

Τελικά γυρεύεις μια δικαιολογία θανάτου


στα μάτια του κλόουν
και κλώθεις σαν μπαμπόγρια Σμυρνιά
τις λίγες αναμνήσεις σου:

-Ένα παιδί που ήσουν


ένα χαρταετό γιομάτο ξυράφια
να κόβει την ξένη καλούμπα,
ένα μεγασαββατιανό κυκλάμινο
ένα κλαρί φυτεμένο ξερό,
δόντι της άμμου..

Εχ, αυτά τα φυτεμένα κλαριά


και πώς με διαγράφουν..

[141]
Βιβλίο Πρώτο

Είναι οι άνθρωποι..

Είναι οι άνθρωποι
που γεμίζουν τον κύκλο του κενού
γύρω σου.

Είναι τα όνειρα εκείνα


που δεν φιλοξενήθηκαν ακόμα
σε κανένα υποσυνείδητο,
τρέχουνε αλαλάζοντα και μοναχά τους
από πεδιάδα σε πεδιάδα
στα ουράνια περιβόλια.

Είναι οι ώρες που δεν μετρήθηκαν,


τα νερά που αιώνες περιμένουν να κυλήσουν
κι οι πέτρες αυτές
που δεν τις ονομάσαμε ερείπια
απλές, κοινές, πολύτιμες, πολυάριθμες..

Μέσα μου και μέσα σου..

Μηχανές

Μηχανές εσωτερικής καύσεως,


ο Γκουρτζίεφ, ο Σωκράτης, ο Βάκωνας,
οι Ροδόσταυροι και οι Αλχημιστές
όλοι οι συντεχνίτες
κι όλοι οι ανώνυμοι φαντάροι.

Ένα υλικό προσδιορισμένο


ειδικής χρήσης,
ρεφραίν σε άγραφτα τραγούδια
περαστικές γαλάζιες στιγμές
ανάμεσα στα σούρτα και στα φέρτα
της καθεμέρας
της καθενύχτας
της καθετέτοιας..

[142]
Βιβλίο Πρώτο

Ονειροδρόμιο

-Είναι εύκολα τα δύσκολα


μα μόνο τα δύσκολα που είναι αληθινά,
είναι στ’ αλήθεια δύσκολα..
Πιο εύκολα απ’ όλα δηλαδή..

-Ραμπίν-τρανάθ, ταγκόρ-ιστός..10
Πρησμένος λαγός ουρλιάζει
αιωνόβιος λύκος σε σχέση με τα έντομα.

-Νύχτα, ονειροδρόμιο, με τα νοητά σου φώτα,


τα κρυφά σινιάλα, τα ανείπωτα τοπία,
τα άρρητα μυστικά.
Νύχτα, εγώ μου απροσδιόριστο..

-Αρπάζομαι απεγνωσμένα απ’ τα εξώφυλλα


των περιοδικών,
απ’ τα ποδοσφαιρικά στοιχήματα,
απ’ τα κουτσομπολιά..
Πασχίζω να ξεφύγω,
να ανθρωποποιηθώ.
Όμως, η μεγάλη στιγμή,
παραφυλάει.
Πολλές φορές την ημέρα.
Δεν θέλω, δεν θέλω. Ξέρω καλά,
την μοίρα των σοφών και των αλλιώτικων..

-Ο Δον Κιχώτης ήξερε πως οι ανεμόμυλοι


είναι οι αληθινοί εχθροί.

-Το μέσα των πραγμάτων:


το έξω του Θεού.
Σπάζεις τον καθρέφτη.
ματώνει το πρόσωπό σου..

10
Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ: Ο μέγας Ινδός αγαπημένος ποιητής μου..

[143]
Βιβλίο Πρώτο

-Τραβώντας το σκοινί,
Εξετάζεις συνάμα και τα δικά σου όρια:
Πόσο δεμένος είσαι, κτλ.
-Όλοι οι άνθρωποι, ένας.
Κι ο Ένας Άνθρωπος, κανείς!

-Άσκηση νεύρων η επαφή.


Ανάμεσα στην επικοινωνία και τη συγκοινωνία.
Κι οι δύο μας, δοχεία σιαμαία.
-Δεν σε φοβάμαι, μου είπε.
Απλώς, «φοβάμαι».
Τότε, δεν φοβάσαι, του είπα.
-Μισό και μισό, δεν κάνει Ένα.
Είναι δυο φορές Μισό, και τίποτε άλλο.

-Η γραμμή που δεν τελειώνει.


Κανείς δεν μπορεί να την γράψει.
Όλοι κάπου σταματάνε.
Και νομίζουν πως «τελείωσαν».

-Όλα τα χαμόγελα είναι ύποπτα.


Ανοίγουν τα χείλια όπως η πληγή
που φτιάχνει με το νυστέρι έντεχνα
ο χειρουργός πριν την εγχείρηση.
Χαμογελάς, χειρουργημένε μου συνάνθρωπε.
Χαμογελάς..

-Ανοίγεις την πόρτα: Άδειο το δωμάτιο.


Κλείνεις την πόρτα.
και τότε ακούς τη μουσική, από μέσα..

Τι μίζερη εποχή..
Ο Κάθε ΄Ενας
κατάντησε
«καθένας»..
Τι γελοία αντιποίηση:
Το Αίμα αυτοκτόνησε
μες στο ΤομάτοΤζους..

[144]
Βιβλίο Πρώτο

Ξεχειλωμένη παραμπαλάντα
για τον Μαντατοφόρο..

Μαντατοφόρε,
φτάνει πια,
δεν έχεις τίποτε καινούριο
να μου δείξεις.

Το μήνυμα,
που αποτελεί
το δικό σου μήνυμα ζωής,
εμένα δεν με ωφελεί,
δεν μου χρειάζεται..

Τα πικρά και τα βάρβαρα,


τα αισχρά αστεία,
τα φαιδρά κινδυνολογήματα
της υπαλληλικής σου κάστας,
διόλου δεν με συγκινούν.

Δεν με τρομάζεις,
χαμπεριτζή!

Τι φέρνεις τάχα στο δισάκι σου για μένα;


Αποτυχίες,
παραστρατήματα
επελάσεις προδομένων ελπίδων..

Παράκτιες αναζητήσεις
του χαμένου θησαυρού..

Τι να σε κάνω παιδί μου,


με τα μικροαστικά σου ευρήματα;

Τι να μου διδάξει πια,


η επαγγελματική σου ευσυνειδησία,
δικαστικέ κλητήρα της άνοιας;

[145]
Βιβλίο Πρώτο

Φύγε σου λέω, άπαγε!

Και απελθών, απήγξου!

Μαντατοφόρε!

Δεν το έμαθες,
διόλου δεν στο δίδαξαν

στα σεμινάρια της παρακμής


οι μπάτσοι που σε κουμαντάρουν,

πως υπάρχουνε κάποιες ψυχές,


απρόσιτες ως φούντα της ελάτης.

Απροσκύνητες
σαν το Κωνσταντινουπολίτικο
Λάβαρο των Παλαιολόγων..

Αμίλητες σαν κρυφή υπόσχεση


παρθένας παραλίας.

Απλησίαστες ως φοβεροί εκδικητές,


Ζορρό και Φαντομάδες

Κι εντέλει τόσον αισθητές,


που μια μόνη ματιά τους,
σβήνει όλα τα λάθη
στην ιχνογραφία των ηλιθίων..

Επιμερίζει τις προοπτικές


σε χώρες που αναπτύσσονται.

Και παρεμβάλει
μόνιμα παράσιτα
στους ραδιοψυχοσταθμούς
κυβερνητών κρετίνων;

[146]
Βιβλίο Πρώτο

Μαντατοφόρε!
Άιντε σ’ άλλην γη,
σε άλλη διεύθυνση,
σε άλλης προσφυγιάς μυστήριο.
,
Εδώ, δεν έχει διάβαση για σένα,
Εδώ, δεν είναι σκούρα όλα.
Εδώ, παιδί μου,
το μαντάτο ψήθηκε

σε αιώνιες μετατοπίσεις
και σε υπέροχες
πλαστουργές καλημέρες
του απείρου..

Την ώρα που θριάμβευαν


οι γρύλλοι στους σιτοβολώνες..

Την ώρα που θεσπέσιες αρμονίες


εξάγνιζαν την αμαρτία της αυγής..

Την ώρα που οι Ποιητές


γεννιούνται κι ανασταίνονται

και κυκλοφορούν ελεύθεροι


στις κερκίδες
της πανάρχαιας ιδέας..

Μαντατοφόρε, φύγε!

[147]
Βιβλίο Πρώτο

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΕΥΜΑ
1987
Απ’ το ’87 και κατόπι, ένοιωσα να μπαίνω σε μιαν
αλλιώτικη φάση. Άφησα τη ζωή μου να τσουλάει
παράλληλα κι έκλεισα την Ποίηση σ’ έναν εσωτερικό
πύργο, σαν βιγλάτορα, σαν παρατηρητή. Έδωσα
περισσότερο χώρο στον διάλογο με τις κρυμμένες φωνές
μου. Μου έκανε καλό, γιατί μπόρεσα να ζήσω διάφορα
εξωτερικά σκαμπανεβάσματα δίχως καμιάν ουσιαστική
εσωτερική απώλεια. Έτσι, τον ίδιο καιρό βεβαιώθηκε
οριστικά μέσα μου, και η υπαρξιακή σχέση μου με την
Ποίηση που ποτέ δεν μ’ άφησε να αρρωστήσω, κι αν τύχει
κάτι τέτοιο από φυσικούς λόγους, αυτή πάντοτε με
θεραπεύει..

Προχωρώντας στον καιρό..

Προχωρώντας στον καιρό


ξαναβρίσκεις τους παλιούς φίλους
κρεμασμένους
στο μέσα μέρος της ψυχής
σκοτωμένους,
πλυμένους,
που στεγνώνουν.

Τις επιστροφές θυμάσαι,


όσο πια θυμάσαι
κι όσο υπάρχουνε για σένα επιστροφές.

Τυλίγεσαι στο διάφανο


σεντόνι της αλήθειας
που σαν υπνωτισμένη κόρη
ξανάρχεται απ’ τα πράσινα λιβάδια
με τα πόδια σκισμένα
απ’ τ’ αγκάθια των κάκτων
και τους μαραμένους ασφόδελους.

[148]
Βιβλίο Πρώτο

Έτσι παράβραχα που οδοιπόρησε


ορκισμένη στο χατίρι σου,
δική σου,
απέραντα ευγενική..

Προχωρώντας στον καιρό


αναζητάς το Μέγα Ψάρι,
το σύνθημα των ουρανών
στην πρώτη μορφή του
και ενώνεις
με απέραντη συγκίνηση
το Γιατί και το Κάποτε.

Ενώ οι βιογράφοι σου


περνούν απ’ τον τρίφτη,
την κρησάρα,
και το σουρωτήρι,
τα διάσημα υλικά σου..

Το φιλί,
το χάδι,
το χαστούκι,
το βήμα,
την ανάσα,
το νεύμα,
το ενόραμα,
τη γραφομηχανή
και τους μύστιους νευρώνες
των συσχετισμών,
των συνειρμών τα όνειρα
και τη φαντασιακή πλατφόρμα σου..

Όλα σε περιέχουν
και τα ανακαλύπτεις
προχωρώντας στον καιρό.

Ποιητή μου, ζώντα και νεκρέ..

[149]
Βιβλίο Πρώτο

Όταν έρχεται ο Μότσαρτ..11

( Προσωπογραφία του Μότσαρτ σε ηλικία έξι ετών. Έργο του Pietro Antonio
Lorenzoni (1721-1782) κατά παραγγελία του πατέρα του Λέοπολντ Μότσαρτ.)

…Απόψε ήρθε ο Μότσαρτ


με την στολή του.

Άκουσα το καμπανάκι
δίπλα στο σπαθί..

Άνοιξε διακριτικά
με ρυθμικό βηματισμό
την πόρτα της νύχτας
και κατέβηκε..

«Εσένα μικρέ σ’ αγαπάω», μου είπε.


«Είσαι δικός μου»..

Έτσι όπως γέμιζε την μπαλκονόπορτα,


τι αγαλλίαση!

11
Το πιο αγαπημένο μου ποίημα, σ’ όλη την μέχρι τώρα διαδρομή
μου. Με αντάμωσε με την Κατερίνα μου, την Ιέρεια της ζωής μου..

[150]
Βιβλίο Πρώτο

Δεν ήταν φάντασμα..


Ήταν ο Μότσαρτ!

Έμοιαζε με χρυσοντυμένο χαμόγελο,


με γκρίζο Ιππότη..

Ίσως έπαιζε με τις εποχές.


Αφού ένα όχημα τον κατέβασε..

Ήξερε τον τρόπο να τραβάει


το μαύρο σεντόνι της νύχτας,
να το στρίβει στα μαλακά του δάχτυλα
και να γλιστράει απ’ το λαιμό
μιας απύθμενης μπουκάλας
από πράσινο γυαλί..

-Είναι φίλος μου ο Μότσαρτ.


Από άλλους καιρούς..

Ισορροπεί στη φλόγα


του χρυσού αναπτήρα μου.

Άλλοτε γίνεται σκέψη


και τυλίγει ηδονικά
τους έλικες του εγκεφάλου μου.

Υπάρχουν φορές που θα τον δεις


να με πιάνει γλυκά
απ’ τ’ αριστερό μανίκι..

«Πρόσεχέ τους»
μου ψιθυρίζει,
«δέκα μέτριοι φτάνουν για το κακό»..

Άμα έχω συντροφιά,


για να μη μας καταλάβουν,
χαμηλώνει την τάση απ’ τα φώτα
για μισό δευτερόλεπτο..

[151]
Βιβλίο Πρώτο

Σαν αφυδατωμένο πουλάρι


κατεβάζω δυο-δυο
τις πορτοκαλάδες,
καπνίζω και χαμογελώ..

Τότε ο Μότσαρτ,
ευτυχισμένος,
φεύγει ανάλαφρα
σαν αλέγκρο σκέρτσο
ν’ ανταμώσει
τον αδελφό μου.

Στα διυλισμένα ύδατα


και στις μεταξωτές
ασημένιες κλωστές
του επιχρόνου.

Αφήνοντας πίσω του


μιαν άυλη νοσταλγία,
μιαν ιδέα νυχτερινού φυσήματος
και μέσα στην καρδιά μου
ένα γαλάζιο πουλί..

Που σπαρταράει χαρούμενο,


αγαπώντας αιφνίδια
όλα τα όνειρα που περιμένουν
έξω απ’ την πόρτα του ύπνου..

Να περάσουν στην παιδική χαρά


της αστρικής μου φαντασίας..

Και να γεμίσουνε με χρώματα,


αργυρά τραγουδίσματα
κι αγγελοχάιδεμα,

τον δίκαιο ποιητικό μου ύπνο..

[152]
Βιβλίο Πρώτο

Εισόδια

Μακρινός, απροσδιόριστος, πλησιάζει,


ελέγχει τα βήματά του, ο νέος εαυτός μου.

Χτυπάει την πόρτα, του ανοίγω,


δεν με δολοφονεί.

Ήρεμος,
βγάζει τα γυαλιά του σαν καθηγητής,
με σπρώχνει ελαφρά με το δάχτυλο,
καθόμαστε μαζί,
στην άκρη στο κρεβάτι.

Με καθησυχάζει.
Δεν με αντικαθιστά.
Με συμπληρώνει.

«Τελειώσαμε», μου λέει,


«με τους προθάλαμους.
Δεν είναι άραγμα αυτό, τώρα.
Είναι το χρέος!»

Πίσω απ’ την αναγνώριση,


τη ματαιόσπουδη εκδρομή
στο διάσημο πρόσωπο
μιας ψυχής που μάχεται,
που αμύνεται,
που τινάζεται,
σαν έσχατος σπασμός του επιληπτικού,
σαν την πρώτη εκτίναξη του εμβρύου,
σαν τα εγκαίνια μιας έκθεσης χωρίς πίνακες,
δυσκολεύομαι, είν’ αλήθεια.

Φοβάμαι να εγκαταλείψω
τον έρανο της επιδοκιμασίας.
Σας λέω την αλήθεια..

[153]
Βιβλίο Πρώτο

Αρρωσταίνω,
πονάω,
δραπετεύω,
στον βαθύ τρόμο της ύπαρξης..

Αυτός χαμογελά.
Είναι σαν το νερό.
Δεν έχει χρώμα, δεν έχει γεύση,
μα είναι απαραίτητος.

Ίδια η ζωή μου..

«Εσύ είσαι αυτός», μου τονίζει.


«Δεν είμαστε δύο.
Είσαι διπλός. Αλλάζεις βάρδια.
Τίποτε άλλο.»

Σιγά, σιγά,
μια ήρεμη χαρά με βαφτίζει
μέσα στη νυχτερινή σιγαλιά..

Κι είναι τόσα
που περιμένουν να συμβούν,
τώρα..

Μια αλυσίδα από μετατοπίσεις


ημερολογούν
τα νέα δρομολόγια.

Με τις χούφτες,
σπρώχνω χιλιάδες απ’ τις μέρες μου
στην άυλη χοάνη της φύσης μου.

Ένα πολυδαίδαλο εργοστάσιο


επεξεργασίας εμπειριών,
κρύβω μέσα στο υπέροχο κρανίο μου.

[154]
Βιβλίο Πρώτο

Ξύνω υπομονετικά τις εικόνες,


βγάζω το πολύχρωμο φωτόδερμα τους,
ταΐζω τις ιδέες να αυξηθούν,
κόβω συμμετρικά
τα καλάμια απ’ το ποτάμι
και στηρίζω τα βλαστάρια..

Δεν είναι μαγεμένος ο κήπος μου.


Μαγικός είναι.
Δεν είμαι ναός.
Είμαι ιερέας.
Τελετουργώ στα πέρατα των συνειρμών,
μυσταγωγώ στο χάος..

Εκεί που η άβυσσος


γίνεται μακρύς ατέλειωτος διάδρομος.

Εκεί που οι λέξεις


δραπετεύουν απ’ τις σημαίες τους,
ενηλικιώνονται απαράμιλλα
μέσα στους ήχους μιας γλώσσας
φαντασιακής
με τερματικές αγωνίες,
που ίπταται πάνω και πέρα
απ’ τη συνεννόηση,
το φαινόμενο
και την απόπειρα επαφής.

Εκεί που η γαλήνη ανταμώνει το γάλα


κι η μάννα την έρημο.

Μακρινός, πλησιάζει, εγκαθίσταται,


ο νέος εαυτός μου
επαναπροσδιορίζομαι
καταλυτικά πλέον.

[155]
Βιβλίο Πρώτο

Τροχίζω τα ξυράφια μου,


Φοράω τη λευκή μου μπλούζα,
ανάβω τα φώτα στο χειρουργείο,
δίχως βοηθούς και νοσοκόμες,
απλώνω,
το θαλιδομιδικό σώμα της εποχής μου
στο τραπέζι.

Τέμνω, εισχωρώ, περικόπτω, συσφίγγω, απορρίπτω,


ράβω, απολυμαίνω, ταξινομώ..

Η νύχτα, παλιά φιλενάδα,


γλιστράει τονωτικά
μες στον συμφωνημένο χρόνο.
Ακροβατεί στα όρια
κι από κάτω η πίστα δίχως δίχτυ..

Γιατί ανήκουν μόνο στους γενναίους


τα παιχνίδια της ύπαρξης
τα ποιήματα κι οι μακρινές διαδρομές,
οι μεγάλες φόρμες
κι οι υπέροχες μεταστάσεις
η οδυνηρή επίγνωση του αντιχρόνου
και το γεμάτο ελπίδες
έπαθλο του προορισμού.

Γέρνω ηδονικά το κεφάλι μου


αδειάζω ήρεμα το χρυσό κύπελλο
φοράω το σπαθί μου
κι αφήνομαι στην μυστική τελετουργία
του δίκαιου ύπνου.

Γιατί όταν κοιμάται ο Ποιητής


ξαγρυπνούν στο προσκεφάλι του
οι ελπίδες των αιώνων
και των μικρών παιδιών τα χαμόγελα.

[156]
Βιβλίο Πρώτο

Τα καλάμια

Όλο το πρωί καθάριζα καλάμια


μ’ ένα δίκοπο δαμασκηνό κοντομάχαιρο,
εκεί στη χωματένια πλαγιά,
στο ρέμα,
που έχει χρόνια να περάσει
το νερό από μέσα του.

Είναι μια τέχνη κι αυτή,


να κόβεις τα παράφυλλα και τα καλαμιδάκια,
περνώντας ξυστά το μαχαίρι
απ’ το σώμα του καλαμιού που γέρνει,
αποχαιρετάει το βαθύσκιο βυθό
και πλαγιάζει ήρεμα,
την ώρα που μπαίνει μέσα του ο άνεμος
και φλογερίζει μαλακά,
μ’ ένα γλυκό, δικό του, πόνο..

Μοιάζει η ζωή μου με καλαμιώνα,


οι μέρες μου καλάμια
κι έρχεται πάντα ένα παράξενο πρωινό,
σαν ετούτο, που κάθομαι στην άκρη της
με το δίκοπο μαχαίρι του μυαλού μου,
τροχισμένο στην παλιά πέτρα της αλήθειας
και καθαρίζω τις σάπιες, σκουληκιασμένες μήτρες
των ωρών που να πάνε και να μην ξανάρθουν
λέω μέσα μου
και προσεχτικά μην σκίσω τον τρυφερό κορμό,
χαϊδεύω με την κόψη της ξυραφωτής μου σκέψης,
το σώμα αυτής της ζωής που μου δόθηκε
να την υπερασπίσω εδώ στα χώματα ετούτα,
πάνω απ’ το ρέμα του άνυδρου καιρού
κι ας περνάει μέσα απ’ τα κόκκαλα μου
ο άνεμος τραγουδώντας
τον μουσικό μου δρόμο
και τη μοίρα μου την αλλιώτικη,
την μοναχική.

[157]
Βιβλίο Πρώτο

Όλο το πρωί,
μοιάζει η ζωή μου με καλαμιώνα,
οι ξεραμένες βρώμικες μέρες
κι οι αποτυχίες,
οι παραλίγο αληθινές
φυτεμένες παράωρα ελπίδες μου,
οι δυνατές ρίζες που χνουδιάσανε,
γειτονεύοντας με το χώμα,
τις δίπλα ρίζες, τ’ αγριοχόρταρα
και τα ζουζούδια που γιορτάζουν τα μεσάνυχτα
μες στην καρδιά της καλαμιάς.

Το μπόι της κάθε μέρας μου


κι ο θύσανος της κορυφής,
-μήνυμα ενός ανήλικου θριάμβου
που χαρακώνει τον άνεμο-
κι αυτή μου η ικανότητα να γέρνω,
να λυγάω και να μη σπάζω,
έτσι λαστιχένιες και ευέλικτες
που φυτρώνουν οι μέρες μου.
,
‘Όλο το πρωί μου
και το μεσημέρι της ζωής μου,
όλα ετοιμάζουν ένα ηρωικό δειλινό,
γεμάτο προστασία και δύναμη.

Αφού σε τούτα δω τα ρέματα,


μήτε κυνηγός ξεκουράζεται,
μήτε ξυλοκόπος ζητάει μεροκάματο,
ενώ μέσα απ’ τα πνεύματα
του μαγικού μεσονυκτίου,
ανασηκώνεται μέσα στα χρώματα της νύχτας
ο παλιός μου φίλος
ο Αόρατος,
με καλογυαλισμένο το δρεπάνι του.

[158]
Βιβλίο Πρώτο

Γελάει βροντερά
και μ’ αρπάζει
σαν ολιγόβιο τεχνούργημα του απείρου,
με σφεντονίζει στον άνεμο
και με διατάζει:

«Έ, Ποιητή! Φίλε του Θάνατου


και της παράζωης ζωής,
τερπνέ τεχνίτη,
ήλιε της νύχτας αόριστε,
πάνε και πες
σ’ όλους αυτούς που περιμένουν,
πως εμείς οι δύο, τώρα δα,
στο πείσμα των κρετίνων,
βιοδοτούμε
ερωτευμένοι με τον άνεμο
κι αρματωμένοι
τις μέρες μας τις καλαμιές,
σ’ αυτό το ρέμα το υπόγειο,
το πέρα από τους χάρτες,
κι έτσι λοιπόν,
άειντε και μια κι άειντε και δυο
κι άειντε για πάντα
χρυσογιέ μου..»

Όλο το πρωί,
καθάριζα της μέρες μου,
δεν μένει και τίποτα σπουδαίο,
μα εκείνη η φούντα στην κορυφή επιμένει,
λοφίο της μοίρας αμάραντο
και σαν πολύχυμο χαμόγελο αμύνεται στις εποχές
φωνάζοντας στη γλώσσα
των μακρινών πουλιών και των γενναίων
το μυστικό της αναποκρυπτογράφιστο σύνθημα..

Και γέρνουν τα καλάμια μου


γιομάτα νόημα και σημασία..

[159]
Βιβλίο Πρώτο

Ο «ΜΑΗΣ» ΤΟΥ ’88


1988
«Μετά είκοσι έτη», απ’ τον Μάη του ’68, του αφιέρωσα κάποια
κομμάτια, τον Μάη του ’88. Τ’ αγαπώ ιδιαίτερα, όπως και όλη
αυτή την εξεγερτική μου πλευρά, την φορτωμένη με όλες τις
άγιες αμαρτίες μου, που δεν μ’ εγκαταλείπει στο πείσμα των
ημερολόγιων, αλλά από καιρό σε καιρό βγαίνει απαιτητικά στη
σκηνή, κάθε φορά που μπασταρδεύουν τα πράγματα γύρω μου
και μου ζητάνε να κατατεθώ..

Κάτοχος αοράτου διαβατηρίου

Πέρασε ο άνεμος
δίχως να το πάρουμε χαμπάρι
και μας έσπρωξε γλυκά και ύπουλα
στο πλάι του καιρού.

Ένα πρωί, φωτισμένοι κι αφώτιστοι,


κοιτάξαμε πίσω σαν τη γυναίκα του Λωτ.
τα Σόδομα ήταν εκεί
μα τα Γόμορρα
πυρπολήθηκαν για πάντα στην καρδιά μας.

Υπήρξαμε Κύριε,
μια γενιά θαρραλέα κι αστόχαστη
απ’ αυτές που γράφουνε την Ιστορία!
[Ακόμη και στα παλιά τους τα παπούτσια..]

Οι χίπις μου κι οι μπίτνικς μου


κι οι ροκ μου κι οι γιεγιέδες
σαλπίσανε μπροστά στην πόρνη Ιεριχώ
διαβάσανε απ’ την ανάποδη
τις εφημερίδες των Γραφών.

Όμως, μας πουλήσανε Κύριε,


οι πρεζέμποροι και οι πετρελαιάδες..

[160]
Βιβλίο Πρώτο

Εμείς δεν ξέραμε, παρά να μιλάμε στον ήλιο,


και να χαϊδεύουμε με τις κιθάρες μας
την αιωνιότητα.

[Δε βαριέσαι, ο Θάνατος είναι ίδιος για όλους .


αυτό που πιστέψαμε έχει μια σημασία..]

Γεμίσαμε τις φυλακές και τα τρελλοκομεία


τις εφημερίδες και τα δισκάδικα
τα συρτάρια των αναλυτών
και τις βιβλιοθήκες των πανεπιστημίων.

[Θα τόθελα ακόμη πιο απλό αυτό το κείμενο


δίχως εικόνες, ιδέες και παρομοιώσεις
χωρίς μεταφορές και μαγικές διαδρομές
μακριά από τις υπόγειες στοές του ενστίκτου
πίσω απ’ τις πολύχρωμες αφίσες μιας επανάστασης
που άνθισε μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα
της ανύπαντρης μάγισσας
της μάνας μας, της Ανθρωπότητας.]

Για να θρηνήσω
τον Ρικ και τον Ντολμέτση,
τον Άλαν, τον Δημήτρη,
την Ογιό και τον Γιούσι,
τον Άγιο Φραγκίσκο,
τον Ρούντυ και τον Ντάνιελ,
την Αννιέτα και τον Ντόνοβαν..

Εγώ,
ένας αντιπρόσωπος- πρωτομάστορας,
κάτοχος αοράτου διαβατηρίου..

Κύριε,
δεν είσαι ο Χριστός!

Είσαι ο Χρήστος..

[161]
Βιβλίο Πρώτο

Ωδή στον Τζακ Κέρουακ

Μην κλείνεις τα μάτια σου Τζακ!


Έχεις πολλά χιλιόμετρα μέσα σου ακόμα!

Κρέμασες το λευκό μακό σου


σημαία για τις πουτάνες,
τους φορτηγατζήδες
και τα απαράμιλλα γαλάζια όνειρα,
τα αλλιώτικα δικά μας,
που μπιρμπιλίζουν σαν παιδικά ευχαριστώ
και δώρα που γεμίζουν αυτή τη νύχτα,
έτσι που κρέμεται,
σφαγμένη κάλτσα απ’ το ταβάνι..

Τζακ, η μέγγενη με σφίγγει! Θα τη σπάσω!


Δεν έχω πια παραδοχές. Με πουλήσαν όλοι
και τους πούλησα: Σπουδαίο πόκερ!

Τρέχουν σαν άλογα οι νότες του σαξόφωνου


όλοι πεθάναμε αγόρι μου
στις 4 άκρες του μπάσταρδου ορίζοντα..

Ινδιάνικε αητέ!
Παραμάσχαλα στον ύπνο των δικαίων
στη σύναξη των είκοσι αγίων
χαλαρωμένος, ακουμπάς στο άγριο μέλλον,
κι είμαστε όλοι εδώ παρόντες,
βάλε μας στη σειρά, καμάρωσέ μας,
είμαστε η Λεγεώνα της Παράνομης Ελπίδας:

Ο Αλκιβιάδης, ο Ρεμπώ, ο Σπάρτακος, ο Βερν,


ο Μαγιακόφσκι, ο Αρτώ, η Λούξεμπουργκ, η Φρύνη,
ο Γκάντι, κι ο Ντε Μπερζεράκ, η Τσόπλιν, ο Γκουεβάρα,
ο Χάξλεϋ και ο Βιγιόν, ο Άρης, κι ο Γκουρτζίεφ,
Ο Μάρλευ, ο Χέντριξ κι η Ζαν Ντ΄Αρκ,
Εσύ και ο Λουμούμπα..

[162]
Βιβλίο Πρώτο

Κι εγώ ρε μάγκα!

Θρασύς και απαράδεκτος αλήτης


ντυμένος τη μεταξωτή μου επιτυχία
να ιερουργώ σαν καρμπονάρος συνωμότης,
τις νύχτες που οι υπάλληλοι κοιμούνται
σαν σβήσουνε τα φώτα όλης της πόλης
κι αγγίξουνε τα όρια οι συνθήκες.

Φωτιά να βάζω ύπουλα στα σπίτια


να μη μπορεί να με συλλάβει ο δραγάτης
να κολυμπάω στη γαλάζια φαντασία
στα εργαστήρια της υπέρβασης του τρόμου
χιλιομετρώντας το ταξίδι σου το διάφανο
και συμπληρώνοντας ό,τι άφησες στη μέση..

Ε, εσύ, Τζακ Κέρουακ! Νομίζω, κάτι τρέχει!

Βλέπω ολοκόκκινες ασπίδες να προβάλλουν


βλέπω αρχάγγελους με σκάφανδρα ντυμένους
και οπλισμένους με πανάρχαιες απόψεις
που τις ξεθάβει αρμονικά, ο γέρο-Χρόνος,
να εφτακλειδώνουνε τα μυστικά στο κάστρο,
ως να περάσει των κρετίνων η φοβία
μέχρι να πέσουν στο ταψί, όλα τ’ αστέρια
και να μιλήσουν τα βουνά, που τόσα ξέρουν..

Βλέπω, Τζακ Κέρουακ, ν’ ανθίζει ένα σιχτίρι,


το μπαϊράκι μας τινάζουμε και πάλι
εμείς που ζήσαμε προτού να γεννηθούμε
και ξαναγεννηθήκαμε ως νεκροί που πάντα ζούνε..

Γεια σου Τζακ Κέρουακ, κοιμήσου λίγο ακόμα


και με τα χέρια μου, θαρθώ να σε ξυπνήσω
να εναρμονίσουμε το χάος μες στο Χάος
και της αβύσσου να μετρήσουμε το μπόι..

[163]
Βιβλίο Πρώτο

Η εικόνα του Μάγου

Μαγική εικόνα η ζωή μου.


Τη γυρίζεις από δω, από κει, ανάποδα,
ψάχνεις, τι ψάχνεις,
δεν υπάρχει τίποτε μέσα στο σκίτσο
μόνο ο τίτλος: «μαγική εικόνα»
για να έχεις με κάτι ν’ ασχοληθείς
και κάτι να μαρτυρήσεις στους άλλους
για να σπάσεις κομμάτι τη μοναξιά σου,
να, το πιο σπουδαίο δώρο
που σου κάνω, συντοπίτη..

Είναι όλα απλά, βατά, βατόμουρα, βάτα,


διαπιστώνεις, περνάς, τρως, βάζεις φωτιά
καιγόμαστε κι οι δυο στο ίδιο λιβάδι
πού και πού ξεμένει κατά δώθε κάνας Μωυσής,
κάποιος Χριστός,
τίποτε Βούδες,
μας περισυλλέγουν σαν μανιτάρια στο δάσος
μας στουμπιάζουν στο σακούλι
και ξεκινούνε για την έρημο,
η έρημος είναι η μάνα τους.

Εκεί γυρνάμε όλοι, στη μάνα μας..


Όλοι φίλοι,
και μέσα κι έξω απ’ τις Γραφές..

Πάμε παρακάτω, Δημήτρη..


Το τρένο κάνει τρ, τρ.
Η σφυρίχτρα, σφρ, σφρ..
Ο ποταμός ποτμ, ποτμ.

Όλα ηχούν, τραγουδούν, εμφανίζονται.


Κι όσα δεν ηχούν, δεν τραγουδούν, δεν εμφανίζονται,
αυτά μιλάνε μόνο,
μόνο αυτά μιλάνε,
Δημήτρη..

[164]
Βιβλίο Πρώτο

Ο 43ος

Βήμα βήμα
ανάμεσα στα πλίθινα δωμάτια
τους δρόμους με τα χελιδόνια στο πλάι
τις ασημένιες υποσχέσεις
για μια χαρούμενη ζωή
τα όσα τύχαν, τα όσα ξέφυγαν,
τα όσα φύγανε, τα όσα μένουν,
αργά, προστατευτικά,
απρόοπτα ίσως κάπου-κάπου,
το θαύμα ζωγραφίζει τον κύκλο του.

Πάντοτε, όλα είναι όμορφα.

Κι όταν τα ξέρεις καλά


κι όταν δεν τα ξέρεις καθόλου
μόνο η υποψία, το παραλίγο, το κάτι,
δυσκολεύουν την αλήθεια.

Τι άλλο να γράψουμε πια..

Ήρεμα, ήμερα, σήμερα η ημέρα,


ανατρέπεται ενώπιον του χρόνου
αναδεικνύεται στο πλάι του καιρού
διαμορφώνεται σε ουσία και κατάθεση.

Ναι, κατατίθεται, στο άπειρο, ασυγκίνητο,


πολύχρωμο χάος,
στο σπέρμα των αιώνων
στο τέρμα που δεν φτάνει κανείς
για να ομολογήσει πως υπάρχει.

Ο Ποιητής,
το φαντάζεται μόνο.
Τίποτε άλλο.
Οι άλλοι, τίποτε..

[165]
Βιβλίο Πρώτο

Το Δάνειο..

Μεγάλε μου Φίλε!

Σου επιστρέφω απόψε, αυτό το σώμα


το δανεικό το δώρο σου, το ξαναπαίρνεις.

Δεν άργησα, όσο μπορούσα έδωσα


την προσοχή μου να μη στο χαλάσω,
μην το ξεφτιλίσω μη χάσει την αξία του.

Ορίστε, είναι δικό σου!

Μεγάλε μου Φίλε!

Σου ξαναγυρίζω ήρεμος,


τούτη την ανάσα την κουρασμένη
από τόσα λόγια που έντυσε
τόσους καημούς,
τόσα τραγούδια που κοιμήθηκαν επάνω της.

Πάλεψα όσο γινότανε


να μη λερώσω το χρώμα της
να μην ξεφύγει
από τα μέτρα που μου δόθηκαν..

Μεγάλε μου Φίλε!

Ό,τι συμφωνήσαμε εκείνη τη νύχτα


που πρωτόδα το φως, έγινε, νομίζω..

Υπήρξα έντιμος ενοικιαστής του χρόνου σου


δεν ζήτησα παράταση,
δεν έκρυψα την αλήθεια και τώρα πια,
τόσο απλά που σου υπογράφω,
το πρωτόκολλο της επιστροφής
νομίζω θα παραδεχτείς κι εσύ,
πως δεν έπεσες έξω,

[166]
Βιβλίο Πρώτο

έκαμες καλή δουλειά μαζί μου,


δεν ξεπουλήσαμε το συμβόλαιο..

Μεγάλε μου Φίλε,


δεν σε κούρασα, νομίζω..
Ήσυχος έζησα, μακριά απ’ τα μεγάλα λάθη.
Το δώρο σου το περπάτησα
σε χώρες και τόπους, σε ιδέες και πράγματα
σε ανθρώπους και όχι ανθρώπους,
πάντα με περίσκεψη, ποτέ στον αέρα..
Όχι, δεν έκανα μεγάλα λάθη..

Όμως Μεγάλε μου Φίλε, γιατί κορυβαντιούν


όλοι αυτοί πάνω στην σορό μου;
Γιατί ουρλιάζουν, γιατί μαλλιοτραβιούνται,
τι ζητάνε;

Μιλάνε για άστατη ζωή,


για περιπέτειες, για ταξίδια σκληρά
για απότομα τινάγματα της φαντασίας,
για περίπλοκες κατασκευές του μυαλού
και παράδοξες εκδρομές της ψυχής
σε βαθιές κι αλλόκοτες κοιλάδες της ύπαρξης..
Λογομαχούν σαματατζίδικα
για το ύφος μου λέει,
το στιλ μου, τον τρόπο που έζησα,
τα πάθη και τα λάθη μου
τις πιάτσες που τρύγησα,
τις καρδιές που ποδοπάτησα,
τις νύχτες που ανατριχιαστικά ξερίζωσα
ως τ’ απώτατα όρια τα λάστιχα των σπλάχνων μου..
Μετράνε μεφιστοφελικά το έρμο βιός μου,
τα ρέστα μιας ζωής που λένε πως ήταν άσωτη
τα καλοραμμένα ρούχα μου,
τυλίγουν σε πακέτα,
να τα κάψουνε στην αγορά!
Φριχτό με ονομάζουν κι αποτρόπαιο σατανομάγο
της ανίερης διαβολικής συμμαχίας με το όργιο
και την αισχρότατη εκμετάλλευση
των όσιων και των θέσφατων δομών..

[167]
Βιβλίο Πρώτο

Μεγάλε μου Φίλε,


ευτυχώς γνωρίζω καλά,
δεν έχεις ανάγκη από μένα,
για να διαμορφώσεις άποψη, Εσύ!

Όμως, τους βλέπεις, πώς ταξιδεύουν


στο τρισδιάστατο πείραμα της λογικής;

Θυμάσαι που σε ρώτησα,


όταν μου έδωσες τον Λόγο
στο Συμβούλιο των Μετενσαρκώσεων
αν πρέπει να τους χαρίσουμε
την Τέταρτη Διάσταση για λίγο χρόνο;

Να τώρα, παραδέρνουν στην βουβή ανοησία!

Μεγάλε μου Φίλε,


εντάξει, τελειώσαμε νομίζω..
Ήρεμα, γλυκά, σαν αιώνιο παιδί
που ανέβηκε για λίγο
στ’ αλογάκι του το ξύλινο, στο Λούνα-Παρκ,
κατεβαίνω τώρα κι έρχομαι..

Πήγαμε καλά κι αυτή τη φορά.


Αν θέλεις, τώρα που θα κλείσουμε
μαζί με το καπάκι του φέρετρου
και τούτη την συνομιλία,
ειδοποίησε τα «παιδιά» να με περιμένουν πάλι
στην Πύλη..

Δε θάχω δώρα πολλά, σαν την άλλη δόση,


που γύρισα απ’ τις Σταυροφορίες.
Εδώ τώρα, κάτι ποιήματα μάζεψα όλα κι όλα..
Μα ξέρω, αρέσουν στις άχρονες νύχτες
της ατάραχης αιωνιότητας
έτσι όπως εδώ στη Γη,
κουτσοπίνουμε στο τζάκι το καφτό τσάι μας,
με λίγο κονιάκ μέσα για τη γεύση..

[168]
Βιβλίο Πρώτο

Α, Μεγάλε μου Φίλε!

Έφτιαξα εν τω μεταξύ
μάνα και πατέρα κι αδελφό, εδώ.
Αυτών, ίπτανται πια οι ψυχές τους..

Και μιαν αγάπη, ολοζώντανη μικραγάπη, καλή.

Τακτοποίησέ τα όπως εσύ ξέρεις.


Ξέρεις, τι εννοώ..

Μεγάλε μου Φίλε!


Την αμοιβή μου βέβαια την δικαιούμαι.

Κι αυτή λοιπόν κι οι τόκοι της,


ας κατατεθούν παρακαλώ επ’ ονόματι μου,
στο Ταμείο της Αιώνιας Αγάπης.
Ευχαριστώ!

Έρχομαι..

Αποχαιρέτισμα..
Άστεγο Ύφος..
Η Παράβαση οδηγεί στην Υπέρβαση
κι αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει
να το μάθουνε ποτέ
οι αστυνόμοι του πνεύματος..

Μα, μην φοβάστε..


Πριν απ’ τον Δόκτορα Τζέκυλ
και τον Μίστερ Χάιντ,
υπήρξε ο Συγγραφέας τους..
*

[169]
Βιβλίο Πρώτο

Η ΦΟΔΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


1989-1990
Τα τελευταία χρόνια μπαίνω όλο και περισσότερο στη γεύση της
«άλλης όχθης». Αισθάνομαι πως πρέπει να προφτάσω τις έσω
τελετές μου και να κλείσω τον κύκλο με τα μηνύματα που μου
αναλογούν. Τα προηγούμενα χρόνια ήμουν κυρίως
αναγνώστης μου. Τώρα πια, πρέπει να διαπραγματευτώ τις
διασυμπαντικές πληροφορίες μου με ό,τι με συναποτελεί..

Σημειώσεις πάνω στη φόδρα του ανύπαρκτου Χρόνου

Το Μέλλον έχει συμβεί στο μέλλον


Το Παρόν, είναι το λύτρο της διαρκούς αυτοσυνείδησης
Το Παρελθόν είναι η τομή αναγνώρισης
Στα σημεία που κλείνει ο Κύκλος.

Οι Πράξεις μας έχουν όλες συμβεί


Μερικές απ’ αυτές τις αναγνωρίζουμε ως Παρελθόν
Σαν καταθέσεις των στιγμών
Που έχουμε συνείδηση της ύπαρξής μας
Όταν το Παρελθόν, λειτουργεί επάνω μας, ως Παρόν
Μερικές τις διατρέχουμε «σήμερα και τώρα».
Τις άλλες, πρόκειται να τις αναγνωρίσουμε «αργότερα»

Όλα έχουν συμβεί, ανάλογα με τη φυσική μας πίστωση


Την ιδιαίτερη συμμετοχή μας στο Πρόγραμμα
Και την πορεία της Γραμμής της ζωής μας
Έτσι όπως ξετυλίγεται κυκλικά για να συναντήσει
Την Αρχή της στο Τέλος της, και να κλείσει τον Κύκλο μας.
Όλα περιέχονται μέσα στον Κύκλο.

Στο Κέντρο του Κύκλου, ο Πυρήνας του Εγώ μας.


Η μεγάλη απόδειξη ότι Ζήσαμε.
Ότι πήραμε μέρος στο Συμπαντικό Παιγνίδι.
Γνωρίζοντας το τι είμαστε, και μαθαίνοντας
Πως αυτό είναι κάτι περισσότερο από σημαντικό:
Υπήρξαμε Θεοί!
Δηλαδή Θνητοί Κυρίαρχοι στο Αθάνατο Πρόγραμμα.
Που παραμένει Αθάνατο,
Μόνο μέσα απ’ την δική μας Θνητή Κυριαρχία..

[170]
Βιβλίο Πρώτο

«Ήγγικεν η ώρα..»
(μοιρασμένο με τον φιλάδελφό μου, Μάνο Δανέζη..)

Όμορφα τούτα τα σύννεφα,


όμορφα που ξετυλίγονται
στην υγρή γαλήνη της νύχτας.
είμαι εξόριστος σ’ αυτή τη γη,
όχι από καταδίκη όμως..

Προορισμένος είμαι
να ρωτάω βρονταχτά
ποιος ανοίγει τις πόρτες
μέσα στη νύχτα
να διυλίζω τους ήχους σκιών
και διελθόντων αγίων
να ελέγχω το όνομα..

Είναι μια συνωμοσία


απαραίτητη κι αυτή
μια υποχρέωση του Αντιχρόνου
όταν όλοι οι καλοκάγαθοι γείτονες
που παραπλέουν εφησυχασμένοι
τις μέρες μου,
διέρχονται δικαιολογημένοι
και απληροφόρητοι ως έμβια μόρια
στο μαγεμένο αγέρα
που φυσάει τις νύχτες μου

Και όσοι δεν κατάγονται


απ’ τη διάφανη
αστρική συλλογή των αιώνων,
αυτό τ’ ονομάζουν «μοναξιά».
φαιδρή κουβέντα..

Όμορφα τούτα τα σύννεφα,


γνωστά μου από πανάρχαιες
διάπυρες διαδικασίες..

[171]
Βιβλίο Πρώτο

Όταν οι ιερείς φορούσαν σκάφανδρα,


όταν όλα πάνω στον πλανήτη
μύριζαν Ιστορία
στον καιρό του πράσινου τριαντάφυλλου
και της μεγάλης περιπέτειας..

Όταν ρυθμικά,
διονυσιακά και απρόοπτα,
οι Ιπτάμενες Ταξιανθίες των Επταγγέλων
μοιράσανε το μέλλον
σε δισεκατομμύρια τεμάχια
ελεγχόμενης αναπνοής
θεουργώντας ανεπανάληπτα..
,
Αγαπημένοι πρόγονοι,
αληθινά Αρχαίοι,
κυβερνήτες,
προπομποί,
ανιχνευτές,
πληρώματα..

Και ζύγισαν και τη δικιά μου


περίεργη ύπαρξη,
χρησμοδοτώντας
στο πεπρωμένο μου
να ιερουργώ απόμακρος,
φορώντας τη μάσκα
δήθεν ανθρώπου μιας εποχής,
εγώ:

Ο μύστης αιωνίων μετατοπίσεων


και γνώστης γεγονότων
που η μοίρα ιδιοσκεύασε
για να περάσω απ’ τα Στενά..

Και τον Έναστρο Λόγο


στους Επαΐοντες να προκηρύξω..

[172]
Βιβλίο Πρώτο

Αντικύτταρο..

1
Τ’ είν’ αυτό που μας φωτίζει,
που μας φέρνει,
που μας παίρνει,
που μας δείχνει
τον άβατο δρόμο,
μες στην ατέλειωτη
γκριζογάλανη νύχτα.

Μηνύτορας του γαλαξία.

Τ’ είν’ αυτό, που ενώνει


τα μάτια μας
στην κοινή απορία,
που τρέχει αιχμαλωτισμένο
μέσα στις φλέβες μας,
άλλοτε αίμα
κι άλλοτε καημός.

Μαντατοφόρος καμουφλαρισμένος.

Τ’ είν’ αυτό,
που σβήνει το κερί
και ποτίζει το λουλούδι,
που δίνει το σύνθημα
και στέλνει το σινιάλο,
εξακοντίζοντας
επάνω μας
τη μεγάλη είδηση.

Φωτοπρόσωπο αντικυττάρων.

Τ’ είν’ αυτό λοιπόν.


και γιατί να το βρούμε..

[173]
Βιβλίο Πρώτο

Στο έλεος της υπομονής.


στη φτωχούλα πέτρα.
στο υπερήλικο τζιτζίκι.
στον άγιο ανώνυμο αλήτη.
στο χλωμό σεντονάκι
της πάντα παρθένας..

Απλώνω
στο τραπέζι του πέλαγου
το μακάβριο πρόσφορο
και μοιράζω
δώρα κι αντίδωρα
χρόνια ξεχασμένα
απ’ τις εγκυκλοπαίδειες,
διεκδικήσεις ανοήτων αρχόντων..

Λεμουρίες,
Ατλαντίδες,
Φαραώ
και Παράκελσους
Γαλιλαίους,
Γαλιλαίες,
Γαλιλαία.

Στ’ αλήθεια λοιπόν,


ζούμε γυρεύοντας.
και γυρεύουμε
για να ζήσουμε.

Μια βόλτα όλη κι όλη.


γύρω-γύρω
από το Μέγα Τίποτε..

[174]
Βιβλίο Πρώτο

Δεν έχει κενά


το κενό.
Δεν έχει χρώμα.
Μα έχει στόμα.

Δεν σέρνει φωνή


η πηγή.
Νερό μονάχα.
Να πίνεις, τάχα.

Δεν είναι σωστό


το σωστό.
Λόγια κι αέρας
στο φως της μέρας.

Και είναι μακριά


η αυγή.
Στην άλλη άκρη.
Στο μέσα δάκρυ.

Δεν έχει τέλος


το Φως.
Τρέχει για πάντα.
Μακριά μπαλάντα.

Δεν θα μιλήσει
Η Σιωπή.
Μιλάει του Λόγου.
Του παραλόγου.

Είναι κλεισμένο
Χαρτί.
Η ύπαρξή μας.
Κρυφή γιορτή μας.

[175]
Βιβλίο Πρώτο

Κι η Ποίηση πάντα
εδώ.
Μονάχη ασπίδα.
Στην καταιγίδα.

Να τρέπει σε φως
το νερό.
Σε πυρ τ’ αλάτι.
Χρυσή αγάπη.

Να δίνει φωτιά
στη βροχή.
Φιλί στην πίκρα.
Να βλέπει αντίκρα.

Να κόβει στα δυο


το ψωμί.
Να το μοιράζει.
Δάκρυ να στάζει.

Να ρίχνει ξανά
τα χαρτιά.
Κλειδιά να δίνει.
Μέσα στη δίνη.

Ν’ αλλάζει ανοιχτά
τους καιρούς.
Τροχός που αφρίζει
κι όλο γυρίζει.

Η Ποίηση πάντα
εδώ.
Να περιμένει.
Η αγαπημένη..

[176]
Βιβλίο Πρώτο

Άγρια χαρά.
Το γέλιο μιας γυναίκας που γέννησε.
Το «πυρ» μπρος στην άδικη εκτέλεση.
Το μπιζ του σολίστα που κέρδισε,
το φως που γλιστράει στο βάραθρο.

Και η τελευταία φωτισμένη ανάσα του,


όποιου γνωρίζει το πρόσκαιρο τέλος του.

Λεπτά φτερά.
Οι ανασαιμιές των υακίνθων την άνοιξη
η περιπέτεια του γλάρου στα κύματα
η ισορροπία του κλόουν στην έναρξη
ένα φιλί που αγγίζει λίγο τα χείλια μας
και η γλυκιά μελωδία της σκέψης μου,
όταν ο δίκαιος ύπνος μου έρχεται..

Άγρια χαρά-λεπτά φτερά


το χελιδόνι της ψυχής που αποδήμησε
για να ξανάρθει την επόμενη άνοιξη
ενώ εσείς, στο χαμό μου γλεντάγατε,
δίχως να ξέρετε πως εκείθε που βρέθηκα
ζούσα παράξενα, λάγνα, περήφανα,
λογαριάζοντας με κεφάτα πετάγματα
του γυρισμού μου το αθάνατο πρόσωπο..

Καλώς σας βρήκα:


Όσοι απ’ όλους σας ζείτε ακόμη
κι όσοι ελάχιστοι τυχεροί θα πετύχετε
την επιείκεια της μοιραίας ρομφαίας μου.

Θεατές μου εσείς


και αιωνίως ατελείς Θεατρίνοι..

[177]
Βιβλίο Πρώτο

Μεταγωγή

Η οθόνη μια λευκή απόφαση


υφαίνει ενδιάμεσους τόνους
νάνοι, ινδιάνοι, σουπερόνειρα,
αστερίες, απρόσιτες δολιχοδρομίες,
ενώ ένα ύποπτο Κάτι
ολισθαίνει μέσα σε όλους.

Αυτός ο πολιτισμός αποκαθηλώνεται. πάει..


Τρίζει το γρασίδι τη νύχτα
οι εικόνες μεταφράζονται σε ιδέες
οι ιδέες αποχαιρετούν τον εγκέφαλο
της παρούσας ανθρωπότητας.
Αφασία.

Παλιά δαντέλλα που τρέμει στο αεράκι


Έρχονται χρόνια αλλιώτικα,
χριστιανοί και μη. καλυφθείτε!

Η πρέζα, η τροτέζα, η μπαλαντέζα,


κάηκαν οι γλόμποι, ο Μικρός Αντάρτης
κυνηγάει το Φως με μιαν απόχη.
Ο ήλιος ξεχείλισε.
Δισεκατομμύρια πεταλούδες-δευτερόλεπτα
στάζουν απ’ τη βρύση του γαλαξία
ο Τρόμος μετατράπηκε σε Άποψη..

Εεεε, εσείς, οι πίσω απ’ το βουνό,


ακούω τα ψιθυρίσματά σας
έτσι που συνεδριάζετε καταλυτικά.
Είμαι μέσα στο Σχέδιο.
Εγώ θα σας υποδεχτώ.
Ποιος άλλος;
Ξημερώνει ο Νέος Κωδικός.
Ο Δυσπρόσιτος Όπτης.
Ο Νεόγειος Προβολέας.
Ο Ενδιάστατος Κήνσωρ!

[178]
Βιβλίο Πρώτο

Γνωριστήκαμε παλιότερα:
Στο τρένο με τις τρελές καμέλιες
Στο δωμάτιο που άνοιγε μόνο από μέσα
Στο καιόμενο θυμίαμα των λουλουδιών
Στο Τότε Ύφος της Έναρξης.

Θάχετε προβλήματα στην αρχή.


Θα σας διδάξω τα κατατόπια.
Τα μοιραία μηνύματα
την Ιερή Πλατφόρμα

Και ΘΑ:

Αντλήσουμε το Νέον Ύδωρ.


Μιλήσουμε την Άλλη Διάλεκτο
Συμφιλιώσουμε Εσοχές και Εξοχές.
Ανατρέψουμε τα έσχατα όρια.
Διδάξουμε το Τότε Μέλλον

Επίλεκτοι Νοονόμοι
θα παρέμβουν, εκεί.
Να ενυδατώσουν τα νέα κρανία
Να θετήσουν τον ένορκο έρωτα.
Να ανοίξουν τις άφατες πύλες.

Εεεεεε, τότε Εμείς:


Θα ψάλουμε τους άγραφους ύμνους
την ώρα που θα ανατριχιάσουν
τα λιβάδια
απ’ τον έγκυο καρπό της Άλλης Άνοιξης
τινάζοντας βακούφια και τιμάρια
όταν τα κύματα των Νεΐδεων
εξομοιώσουν το χρόνο
και όταν βολήσουμε την έσχατη θλίψη
διαπέμποντες το υπέρχρωμο FACTUM:

Πληρωθείτε. και :
Πληρωθείτε!

[179]
Βιβλίο Πρώτο

4 μικροί και μεγάλοι θάνατοι


στο κλεισμένο χέρι με τα ακούσια θαύματα..

I
Μια γυναίκα πλαγιασμένη
στην κορυφή του χρόνου,
Μ’ ένα σκήπτρο λαστιχένιο
στ’ αριστερό της χέρι
και μια σφαίρα από ζεστό πορτοκάλι στο δεξί,
ουρλιάζει μανιακά,
καθώς η άμμος κινείται
και την βυθίζει στο γκρίζο υπόγειο
της άλλης ύπαρξης.
Νάτος
ο Θάνατος!

Ο Θάνατος
μεταμορφωμένος σε γλυκό αεράκι
χαϊδεύει την ακακία
και τραγουδάει χωρίς λόγια
πάνω στα μνήματα
και δίπλα στη βρύση του κοιμητηρίου,
την ώρα που παρελαύνουν
οι καλλίφωνες ψαλμουδιές των δέντρων
και το ημερολόγιο δείχνει
Τετάρτη μεσημέρι..

Η Τετάρτη,
ξεφεύγει απ’ την ομάδα
και τον τροχό της μοίρας
και ξεδιπλώνει την αόρατη σημαία της
να κοιμηθούν πάνω της τα πουλιά
και τα παλιά κουρασμένα παραμύθια
που φύτρωσαν στη σακούλα
με τα παιδικά μας όνειρα,
πριν από πολλά-πολλά
γυρίσματα
του Φεγγαριού..

[180]
Βιβλίο Πρώτο

Το Φεγγάρι
τραβάει τις κουρτίνες του
και βλέπουμε μέσα του,
το χρόνο διπλωμένο στα δύο,
ακουμπισμένο
στη γωνιά του κελιού,
ενώ στην καγκελλένια πόρτα
το πρόσωπο της μητέρας
αφήνει στον ανθρωποφύλακα
μια παραγγελία,
ένα μαντήλι
με δάκρυα και φιλιά,
και μια Σοκολάτα.

Η Σοκολάτα
λιώνει αργά-αργά
και στάζει σκούρο κερί
μπροστά στα πόδια μας,
όταν αποφασίζουμε να βηματίσουμε
μέσα σ’ αυτό το υγρό καταγώγιο,
πριν έρθει η κλούβα
να μας βγάλει στον ήλιο
ώστε να ξαναπιστέψουμε
πως είμαστε αθώοι
και θα γυρίσουμε πάλι
στο Σπίτι.

Το Σπίτι
γέρνει απαλά
στο αριστερό χέρι του δρόμου,
το λένε εκατόν σαράντα εννέα
κι απέξω το φρουρεί μόνιμα
μια καφεπράσινη ακακία.

Είναι η ακακία που λέγαμε πριν..

[181]
Βιβλίο Πρώτο

II
Πέφτουν τα λόγια μου
απ’ το μπαλκόνι
σαν άκυρες πενταροδεκάρες,
ο απέναντι λείπει καιρό,
τα γεράνια σαπίσανε στο ντενεκέ.

Κόβω τα νύχια μου


και τα δανείζω
στο χώμα.
Κρύβω το ψαλίδι
στα φύλλα
κάποιου βρώμικου
αδέσποτου
φοίνικα.

Αυτή η γειτονιά κατάντησε πια


σκηνικό της ανάμνησης.

Οι άνθρωποι πάγωσαν,
γίνανε χαλκομανίες
στον ξεθωριασμένο τοίχο
του Ηλεκτρικού.

Ένα-ένα,
οπισθοχωρούν
τα όνειρα,
ξαναγίνονται
χώμα και υγρή λάσπη.

Δεν υπάρχει λόγος


να στεναχωριέσαι,
αυτή είναι η ζωή.

Το άλλο της πρόσωπο


χάθηκε
στις παιδικές ζωγραφιές..

[182]
Βιβλίο Πρώτο

III
Σφαγμένος ετοιμοθάνατος λαγός,
δακρύζει..

Τα φτερά της πεταλούδας


σφηνωμένα στη γρίλια του παράθυρου,
αφήνουν στην ξεθωριασμένη λαδομπογιά
τις ραβδώσεις τους.

Δυο μικρά στρογγυλά κομμάτια φελλού,


με περασμένες ανάμεσά τους
είκοσι καρφίτσες,
το κελί της αιχμάλωτης μύγας,
που σπαρταράει.

Ο λαγός πέθανε.

Η πεταλούδα ορφανή από φτερά


σέρνεται στο χώμα.

Η μύγα κλαίει.

Η πεταλούδα βουλιάζει
σε μια μυρμηγκοφωλιά.

Η μύγα πνίγεται.
Η μύγα δεν σαλεύει πια.

IV
Απόψε,
τούτη τη νύχτα,
ζητάω κάποιο λόγο
να ξεφύγω απ’ τη μέγγενη.

Είμαι χωρίς λόγο.


Κι όμως, θα ξεφύγω..

Καλημέρα χαρά!

[183]
Βιβλίο Πρώτο

Ο 45ος..

Εδώ λοιπόν..

Εδώ που εξομολογούνται


τα απροσδόκητα όνειρα
εδώ που ονειρεύονται
οι εξομολογήσεις
το απροσδόκητο.

Εδώ που τα πουλιά ιερουργούν


σε αποτρόπαιο φτερούγισμα
εδώ που ο Αποτρόπαιος
φτερουγίζει ιερουργώντας..

Εδώ που ο Ιερουργός


σαν πουλί υπερίπταται..

Εδώ που υπερίπταμαι, λοιπόν..

Εδώ που οι μυστηριακές εικόνες


κολυμπάνε στον άνεμο
εδώ που ο άνεμος
εικονίζεται μυστηριακά..

Εδώ που η γεύση του ανείπωτου


πλημμυρίζει το όραμα
εδώ που οραματίζομαι
πλημμύρες ανείπωτες.

Εδώ που γεύομαι λοιπόν..

Εδώ που τα εξοστρακισμένα συμβάντα


διαπλέουν την έρημο
εδώ που συμβαίνει
στην έρημο ο διάπλους.

Εδώ που εξοστρακίζομαι, λοιπόν..

[184]
Βιβλίο Πρώτο

Εδώ που ο χρόνος διαστέλλεται


σε τότε, σε τώρα, σε ναι και σε κάποτε
εδώ που το κάποτε
χρονίζεται τώρα..

Εδώ που διαστέλλω το χρόνο


μονάχα σε ίσως και όχι.

Εδώ λοιπόν..

*Φωνές των απρόσιτων ίμερων,


προστάξτε με, διάταση!

*Πληγές των υπάκουων σύννεφων,


πλησιάστε με, όρθιο!

*Κλαγγές των επίβουλων σκέψεων,


γεμίστε με, φώτα!

*Τροπές των ανείπωτων λέξεων,


ονομάστε με Άνθρωπο!

*Πηγές των ιδιαίτερων όνειρων


διαγράψτε μου διάβαση!

Στο δρόμο μου, ελάτε οι μοίρες μου,


στον ανύπαρκτο χρόνο, εκχωρήστε με..

Και στης άφαντης ουσίας το κάλεσμα


βοηθήστε με νάβρω την Δίοδο.

[185]
Βιβλίο Πρώτο

Γενέθλιον Θέρος..

Αχ, πώς πλαγιάζει ετούτος ο Ιούνης


στο σώμα μου..

Τυλιγμένος με ρίζες
και κατακίτρινες στάχινες μνήμες,
αθρόος ανοίγομαι,
νησιά στις παλάμες μου τρέμουν
και ρυάκια ανθίζουν στα νεύρα μου..

Αρχαίοι Θεοί!
Μου αποκλείσατε την εύκολη πρόσβαση
και τώρα η Εντολή θριαμβεύει
στο ανέσπερο αίμα μου..

Τραβάω με τα δόντια
τη φόδρα της ζωής μου
τρίβω στις δώδεκα τη νύχτα
το φυλαχτό με τα ξόρκια
διανέμω στους υπόγειους επόπτες
τις εισιτήριες λέξεις
προσδοκώ των ζώντων την ανάσταση..

Καθόλου ταπεινός
μα ιδιαίτερα έτοιμος.

Υπέροχα ορφανός
απ’ τη μιζέρια του τίποτε.

Ανάλογα παλιός
με μιαν καινούρια αρμόνικα.

Διάστικτος, ένστικτος,
δήθεν πράος και ολέθριος.

Απρόσιτος κάπως
και Κάποιος για μένα οπωσδήποτε.

[186]
Βιβλίο Πρώτο

Αλλάζω τις λάμπες στα ξόανα


Φορτίζω με ρεύμα τα οράματα
ενώνω τα παμπάλαια καλώδια
διατρέχω αβαρής το μεσοδιάστημα
διορθώνω τις εκθέσεις του όνειρου
και εκθέτω στα λιβάδια το σώμα μου.

Χαστουκίζοντας με το βλέμμα τον άνεμο.

Επιμένω πως ο Ιούδας αγάπησε πολύ


και ο Χίτλερ ζωγράφιζε όμορφα..

Ε, αισχροί παρθενόβιοι.
Ε, φαύλοι ψευδέντιμοι.
Ε, κρετινοβόες που ζέχνετε απόρριψη.
Ε, μασκοφόροι του μηδενός του ατέρμονου.
Ε, της πρυτανείας διαρρήκτες ξεδιάντροποι.

Πρόκειμαι να σας δικάσω το φθινόπωρο..

Θα σας σκίσω τις φλέβες


με κασσίτερο ανάλγητο.
Θα σας ράψω τα μάτια
σαν τραγούδι μεσαίωνο..
Θα σας σπρώξω για πάντα
στα σαρκόφαγα όστρακα.
Θα σας ντύσω μοιραία
στη στολή του ανέφικτου.
Θα σας γδάρω σαν τέντα
που την ξέσκισε ο άνεμος.

Δικαστής του πανάρχαιου «πρέπει»


Νοσταλγός του τωρινού αναπόφευκτου
κι Ευπατρίδης του αυριανού απροσδόκητου.

Ο Ποιητής εγώ,
επιμένω πως ο Ιούδας αγάπησε πολύ
και ο Χίτλερ ζωγράφιζε όμορφα!

[187]
Βιβλίο Πρώτο

Η ΦΟΥΓΚΑ ΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΙΩΝ

1991
Στα πρώτα χρόνια της ποιητικής μου ζωής, θεωρώντας ότι το
μυαλό μου είναι η δύναμη και η καρδιά μου η ρότα, ταξίδεψα
βαθιά σε ιδέες κι ανθρώπους, κι έζησα ένα έργο ζωής
αντιφατικό κι αλλόκοτο μα και περήφανα ξεχωριστό.. Όμως,
κάποτε ήρθε η ώρα να διδαχτώ και το ανάποδο. Έτσι, στη
«Φούγκα των αναλογιών» έχω αφήσει πια το μυαλό μου στο
τιμόνι κι η καρδιά μου έμεινε στα κουπιά. Δεν βλέπω αλλιώς να
βγαίνει στην ποθητή στεριά το σκάφος μου. Ο Τιμονιέρης κι ο
Κωπηλάτης πρέπει να βγάλουν το ταξίδι ενωμένοι, αγαπημένοι..

Περήφανα και μυστικά

Αυτή η φωτιά που δε λέει να σβήσει


και με κρατάει ξάγρυπνο στην άκρη της νύχτας
έτοιμη, ως αποκοιμηθώ,
να μ’ αγκαλιάσει ζεστά.
ύπατη μητέρα αυτή η φωτιά..

Μαθαίνει ξεχνώντας κανείς,


αφήνοντας στην άκρη
όσα περίσσεψαν στη σημασία του καιρού
και υπάρχουν για τον καθένα κρυφά μυστικά
είτε το ξέρει,
είτε δεν του το πουν,
είτε ξεφύγουν απ’ τα μάτια του.

Πλησιάζω τη σκοτεινή πλευρά με νόημα


τώρα πια δε φοβάμαι να εκθέτω την πλάτη μου
στον άγνωστο Χι,
στο συγγνωστό οδηγό,
στο σύντροφο άγγελο με τα σκούρα μάτια
και το ανεπαίσθητο θρόισμα
του χαιρετισμού του.

[188]
Βιβλίο Πρώτο

Όπως και να ταξιδέψουν ετούτα τα λόγια


είναι αφιερωμένα στον ιδιαίτερο άνεμο
κι ένας άλλος τρόπος,
να αγγίζει κανείς
τα μόρια του μεγίστου κενού,
κρύβεται στις λεξιανθίες τους..

Βαθειά γεννιούνται
οι απροσδόκητες υποψίες
μεταμορφώνονται στο αντίθετό τους
μαθαίνεις να γνωρίζεις,
γνωρίζεις να μαθαίνεις
κι αυτό το έμβολο δεν σταματάει ποτέ..

Έτσι περήφανα και μυστικά


ας ανοίξει η ξεκλείδωτη πόρτα
ας μιλήσουμε το όποιο τραγούδι μας
ανασαίνοντας και προσπαθώντας
περήφανα και μυστικά..

Στις πλαγιές του αντιμέτωπου


ξυρίζοντας με το βλέμμα
τα ενήλικα δέντρα
γυρεύω μες στα φυλλώματα
μια φούχτα φωλιά να μετρήσω τ’ αυγά
της μεγάλης αποδημίας..

Όπου νάναι θ’ αλλάξουν οι εποχές


όπου νάναι θα τραπούν τα χρώματα
τα όνειρα θ’ αρχίσουν να δραπετεύουν
απ’ τη νύχτα και το βυθό..

Θ’ αλλάξει αυτός ο κόσμος, αγάπη μου,


θ’ αλλάξει, περίμενέ τον.

Περήφανα και μυστικά..

[189]
Βιβλίο Πρώτο

Για τώρα, η φούγκα των αναλογιών..

Διαμαχώντας προσπερνούν τα ενδιάμεσα.


η ψευδαίσθηση
της ασήμαντης νομής του οξυγόνου
απ’ το Παραλίγο στο Επιτίποτε,
στο Τάχαμου,
στο Δήθεν,
στο Παράλληλο,
φορτωμένη με την κραυγαλέα
επίφαση του Κατιτίς..

Μοίρα κι αυτή
να προσφεύγει η αρμονία
σε φαιδρές ισορροπίες.

Φαίνεται πως ετούτη η ανθρωπότητα


θ’ αργήσει να ενηλικιωθεί
κι ως τότε εμείς οι απροσδόκητοι
θα έχουμε διαβάσει τις λευκές σελίδες
ενός άλλου ημερολόγιου
με κωδικούς ιδιαίτερης πυκνότητας,
συμπαντικά ανεξιχνίαστους
απ’ την οριακή συνείδηση
των ενδιαμέσων..

Θέμα χρόνου, τελικά, είναι κι αυτό..


Θέμα του Χρόνου.

Στην άκρη
αυτής της ιδιαίτερης αντίληψης
για το ουσιαστικό
την ώρα που επιμένουν τα γονίδια
στην πανσπερματική τους σύμπλευση,
καλό είναι
να ξεκαθαρίζει κανείς τη θέση του
είτε απλώς, να καθαρίζει τη θέση του
κι αυτό μόνο, φτάνει.

[190]
Βιβλίο Πρώτο

Γιατί, «όλοι μαζί» δεν λέει τίποτε.


Ποιοι είναι όλοι και πώς είναι μαζί;

Η Κρίση του λόγου, είναι και κρίση του Λόγου.

Εδώ στο σημείο συνπλήν της διαδρομής


οι τομές αχνοφαίνονται ισχνά
από τους ταλαντούχους.

Οι άλλοι διαβιούν μέσα στην παγίδα


της συμπαθητικής μελάνης..

Όποιος θέλει όμως να εντοπίσει ξεκάθαρα


τις χαρακιές στο χρόνο
πρέπει ν’ ανήκει στους επιλεγμένους.

Κι αυτοί, δεν είναι απλά και μόνο οι ταλαντούχοι..

Μέχρι να φάμε το Μήλον της Γνώσεως,


το Φίδι θα τυλίξει τον Παράδεισο
-ελαστικό πλέγμα θεμιτού πνιγμού-
θ’ αρχίσουν να εκβιάζονται οι Αρχάγγελοι,
οι Μαντόνες θα πεταχτούν έντρομες
απ’ τις κηρομαστίχινες εικόνες,
την ώρα που τα δόντια μας
θα σημαδεύουν το τελευταίο κουκούτσι
και η μαγική πεντάλφα θα εξαφανίζεται
στον ουρανίσκο μας..

Η Γνώση τιμωρεί. δεν τιμωρείται..

Ένας πρόχειρος αποχαιρετισμός


ας είναι ετούτο το σίγμα τελικό του απόψε μας.
έτσι όπως αφήνουμε στο ποτήρι
μια τελευταία γουλιά
απ’ το παλιό μπρούσκο κόκκινο κρασί.

Εκείνο, που μοιάζει με το αίμα..

[191]
Βιβλίο Πρώτο

Νεκρή φύση..

Πλαγιασμένα πλατάνια
στις κρυφές σειρές
των πεσμένων φύλλων.

Εκεί που σταμάτησε για λίγο το πούλμαν


δίπλα σε μαραμένες χαρτοπετσέτες,
προφυλακτικά,
φίδια
και βρώμικα κλαριά.

Με τον αγέρα παραδομένο


στη βαριά ανασαιμιά
της αργής σιέστας..

Ένας λευκός μαντρότοιχος


στο κεφάλι του δρόμου,
ανορθόδοξος,
στίγμα της άλλης εποχής.

Οι καιροί διασταυρώνονται
στο ουδέτερο τοπίο
η μούχλα ανάκατη
με τη συνταξιοδοτημένη λεβεντιά.

Ένα φύλλο από Αναγνωστικό


της Πρώτης Μικρής,
-τσαλακωμένο στις γωνίες,
χάρτινη βαρκούλα-
ο Διγενής που ψυχομαχεί
κι η Γης που τόνε τρομάσσει.

Όλα παλιά, ίδια


και διόλου λυρικά εντέλει..

[192]
Βιβλίο Πρώτο

Αυτό το τοπίο διανυκτερεύει


δεν θα δραπετεύσει ποτέ,
δεν είναι υποψήφιο για τίποτε..

Λες και τόσκασε


από λαϊκή ζωγραφιά
για λίγο,
έκανε τον κύκλο του,
άφησε τ’ αχνάρια του,
-ίσως χοροπήδηξε μέσα δω
και καμιά αλεπού κάποτε-
και ξαναγυρνά
στην αφασία της καθεμέρας.

Αναίτια για όλους


όσους πάλεψαν επάνω του,
μόχθησαν,
ερωτεύτηκαν,
κάνανε όνειρα του αφρού..

Σημαντικό κι ιδιαίτερο
μόνο για την ίδια την οπτική.
την προοπτική,
και την στατιστική αναφορά του
στο μεγάλο κι ατέλειωτο παιχνίδι..

Δηλαδή
μια γεύση χαλκού στα χείλη
αν δαγκώσεις την πικραγγουριά
στο τέλος της μάντρας
και μια γκάμα
του βαθυπράσινου ως το λαδί
αν πεις να δεις κι αλλιώς
το υπάρχον του..

[193]
Βιβλίο Πρώτο

Η σκάλα

Λαστιχένια σκαλιά
ανασαίνουν ιδιαίτερα
ανεξάρτητα απ’ το βήμα
είτε ανεβαίνεις είτε κατεβαίνεις
αυτά αυθυπαρκτούν την δομή τους.

Άλλοτε γυριστά άλλοτε κάθετα,


πάντα τσιμεντένια,
με προκαθορισμένο αριθμό,
τα σκαλιά της ζωής σου είναι,
μην το ξεχάσεις. μην το ξεχάσεις..

Στην πραγματικότητα, έτσι όπως ξετυλίγεται


η σκάλα απ’ το πουθενά στο πουθενά
νομίζεις καμιά φορά πως ανεβαίνεις.
Πάντα κατεβαίνεις όμως.

Τα σκαλιά ανασαίνουν, εσύ όχι πια..


Δεν είναι δικιά σου αυτή η σκάλα.
Κι όμως δεν θα την περάσει κανένας άλλος.
Παράξενο!

Έχεις κάποιες ευκαιρίες πάντως.


Να νιώσεις από νωρίς τη διαδρομή,
να σου μείνει καιρός και κουράγιο
να κοιτάξεις και πλάγια, επάνω και λίγο μπροστά.

Κάτω, μη σκύβεις,
δεν υπάρχει κανείς και τίποτε.
Μόνο εσύ και το προσωπείο σου που σε περιμένει
να συμπληρώσεις τη μεγάλη φενάκη.
Τάχαμου πως είσαι εσύ,
τάχαμου πως είσαι κάτι
τάχαμου πως είσαι.
Ενώ, απλώς, δεν είσαι.
Ούτε εσύ, ούτε τίποτε άλλο..

[194]
Βιβλίο Πρώτο

Οι Σκιές

Οι Σκιές ζωγραφίζουν στο πατημένο χώμα


μορφές αγέννητες
πόλεις παλιές στα χρώματα της ώχρας
ωχρές αναμνήσεις
από τα μέλλοντα να συμβούν..

Οι Σκιές υπερασπίζονται μια ξένη διάσταση


είναι μια άποψη χωρίς συμπέρασμα..

Οι Σκιές αποφαίνονται, καραδοκούν,


εύπλαστες, συννεφένιες,
πλαγιάζουν στην ακροποταμιά
πλάι στις καλαμιές με το μυστικό θρόισμα
απλώνουν σαν αβέβαιο λάδι,
μακραίνουν αμίλητες..

Όπως η τελευταία ματιά του μελλοθάνατου


όπως το πανάρχαιο χάδι του αμόλυντου βρέφους
στα χέρια της μαμής..

Οι Σκιές δεν είναι ποτέ οι ίδιες


ταξιδεύουν με τον ήλιο,
απ’ αυτόν ανακινούν το δικαίωμα
να εξομολογηθούν για τα πράγματα
να καταθέσουν την αμίλητη
σοβαρότητα της ουσίας..

Οι Σκιές δεν επιτίθενται ποτέ, γιατί σημαίνουν..

Περιγραφίζοντας τη μνήμη τους στο χώμα


την ώρα που πεθαίνουν τα δέντρα,
αυτές επιμένουν. στο απροσδιόριστο ύφος
μιας βαθειάς σημασίας..

[195]
Βιβλίο Πρώτο

Και οι ημέρες κερδίζονται σε μιαν άλλην ηθική


εκεί που η επιφάνεια διεκδικεί τον πυρήνα
εκεί που το ασήμαντο μπαίνει στην πρώτη γραμμή
εκεί που ο ιπποκόμος χρίζει τον ιππότη
εκεί που τα πράγματα ξαναγυρίζουν στη φύση τους,
και γίνονται λόγος και τρίμμα ασημένιο του απείρου
και γίνονται επιτέλους ζωή.

Οι Σκιές μεγεθύνουν την άλλη λογική


απελεύθεροι σκλάβοι που δολοφόνησαν
τον ανόητο τύραννο στον ύπνο του..

Οι Σκιές δείχνουν να κοιμούνται


όμως αλλοίμονο
σ’ όποιον δεν έμαθε να τις
διαβάζει!

Οι Σκιές, μετά από αναρίθμητα


γυρίσματα του φεγγαριού
όταν αυτή η χωμάτινη χούφτα της ουτοπίας
επιστραφεί στο σύμπαν,
τελετουργικά και ήπια, θα ενωθούν αργά
σε μαγεμένες ταξιανθίες αγγελισμάτων
και ατέλειωτες τριμοιρίες πλαστικών μορφών..

Βαβελίζοντας εικαστικά την ατμόσφαιρα


διαμορφώνοντας τον καινούργιο αέρα
ετοιμάζοντας
την πανάρχαια επανάληψη της έκρηξης
προδρομικά πεταλουδίσματα
ενός ακόμη ήλιου.

Αδελφοποιημένες, ανεξάρτητες,
άχρονες και διαμπερείς..

Έξοδος:
Τότε μόνο, θα με θυμηθείτε.
Γιατί οι Σκιές, είναι οι Ψυχές σας..

[196]
Βιβλίο Πρώτο

Μην τους ακούς..

Μην τους ακούς πολύ


αυτούς, που γύρω σου, συνέχεια μιλάνε
γιατί, πότε θ’ ακούσεις τον εαυτό σου
που περιμένει υπομονετικά έξω απ’ την πόρτα;

Κάποιοι κάνουν τους κάποιους


κάποιος που είναι κάποιος
δεν κάνει τίποτε, μόνο είναι.

Τον βλέπουν οι κάποιοι και κάνουν


πως δεν κάνουν τους κάποιους..

Είναι κι αυτό μια υποκρισία της Απέναντι Όχθης.


μα το βρώμικο νερό του ποταμού,
είναι πάντα ίδιο..

Μεγάλε πατέρα Ηράκλειτε,


το ήξερες κατά βάθος
κι ας μην το μαρτύρησες:
Δεν «ρει» τα πάντα.

Μόνον όσα δεν λιμνάζουν..

Η Νύχτα

Η Νύχτα είναι μια γλυκιά αποθήκη


γεμάτη εδώδιμα και αποικιακά
σκοτεινά πιπέρια, σκούρα φυτά
αρωματικά καλάμια καλάθια, κοφίνια,
πιθάρια, ζαρντινιέρες ανατολίτικες
και παλιά χαλασμένα ρολόγια
που σταμάτησε ο άνεμος
και σκόνισε τα ρουμπίνια τους.

[197]
Βιβλίο Πρώτο

Η Νύχτα δεν κλειδώνει ποτέ το σπίτι της..


Οι ακροβάτες

Στιγμές ακροβάτες,
μπαλώνω βιαστικά το δίχτυ
δε θέλω να χαλάσει η παράσταση
ο κόσμος πλήρωσε να κάνει το κέφι του
κι εσείς στρατευτήκατε στο τεντωμένο σκοινί
αρτίστες και βασιβουζούκοι,
μπεχλιβαναίοι κιι αεριτζήδες..

Στιγμές μου, φιλαράκια περίοπτα


κύτταρα του μαγικού καλειδοσκόπιου
πρισματικές απόψεις της ίδιας εικόνας.

Στιγμές ακροβάτες,
υπομονή
σε λίγο το τσίρκο κλείνει,
θα βρούμε αλλού δουλειά
είμαστε προκομμένοι ήρωες εμείς..

Κι εξεγερμένοι ιμπρεσάριοι
του ταμπεραμέντου και της αγωνίας μας..

Στιγμές μου ακροβάτες


εξασκημένοι μέχρι την παραίσθηση
και ως την αρχή των πραγμάτων
διαπιστευμένοι,
μαζί θα βγάλουμε την ανηφόρα
τα χαλίκια ματώνουν τα γόνατα
και κάθε στάλα αίμα,
αναφυτρώνεται σε μόσχευμα
εκρηκτικής συμπεριφοράς
και ανείδωτης απ’ τους πολλούς,
γνώσης υπόγειας,
στα σύνορα του ρεύματος με την ουσία..

[198]
Βιβλίο Πρώτο

Συν-περιφορά..

Αυτό το φεγγάρι, αυτή τη χρονιά κι αυτόν το μήνα.


κρεμασμένο στη μαύρη κάλτσα της νύχτας
σαν τύψη αλλοτινή της ανθρωπότητας
λες πως κόλλησε στην πανσέληνο.
Δεν λέει ν’ αδειάσει
δεν λέει να μετατραπεί στο αντίθετό του
σταματάει την κίνηση
κι είναι κάτι που μέσα μας το ζητάμε καμιά φορά.
Σαν το φωτογράφο που κρατάει την καλή την πλάκα
για το αρχείο του κι ο πελάτης παίρνει τ’ αντίγραφο..

Ότι πληρώνεις, παραλαμβάνεις.


είναι δικαιοπραξία αδιαπραγμάτευτη αυτός ο νόμος.

Μόνο που το κατάστημα της ψυχής μας


δεν κλείνει τα μεσημέρια, δεν κατεβάζει τα ρολά
κι οι πελάτες δεν θα πάρουνε ποτέ χαμπάρι
πως ετούτη η πραμάτεια ανήκει σ’ αιώνιο παζάρι,
σε άλλους χώρους ετοιμασμένο
σε άλλες αισθήσεις προπονημένο,
διαπιστωμένο σε συγκυρίες άγνωστες στους πολλούς.
Οι πολλοί πάντα είναι πελάτες αυτή είναι η μοίρα τους
πρέπει και το κατάστημα να δουλέψει
έχει να δώσει λογαριασμό τ’ αφεντικό στ’ Αφεντικό..

Σαν το φεγγάρι αυτό, αυτόν το μήνα


και μέσα στη χρονιά τη φετινή που λογαριάζει
τη συμπεριφορά του με καινούρια σταθμά
έχοντας εξασφαλίσει την πλανητική άδεια
αυτή που παρέχεται στους επαΐοντες και σε όσους
έχουν μια δουλειά να κάνουν σ’ αυτό τον κόσμο
κι έτσι ξεκουράζονται σαν πανσέληνοι
λίγο πριν κινήσουν ξανά για το αέναο,
μακρύ κι ηρωικό ταξίδι.

Την ίδια τους τη μοίρα..

[199]
Βιβλίο Πρώτο

Ο 46ος

Ακούμπησα σ’ αυτό το μακρινό- κοντινό ακρωτήρι


μέσα μου οι πανάρχαιες φωνές
οι εντολές οι ανήκουστες,
τα δώρα μιας άλλης εποχής
στην άκρη της γεύσης μια απροσδιόριστη εμπειρία
το πνευματικό αίμα
στο χρώμα του γαλαξιακού σπέρματος
όπως και να το κάνουμε, είμαι Ποιητής παν’ απ’ όλα..

Αναπαράγοντας μες στα υπόγεια,


το ρεύμα μιας ροής με ασυνέχεια
το τραύμα των αξιοσημείωτων συνοδηγών μου
υπερασπίζομαι
τα αγάλματα έχουν το δικό τους τρόπο να επιμένουν
κι εγώ πρέπει ν’ αρχίσω να βιάζομαι
σ’ αυτό το χαρούμενο ταξιδάκι..

Ανάλαφρος, σαν άγνωστος μουσικός


πού ‘χασε το βιολί του
και δεν θα πάει επιτέλους στην παράσταση,
ήρεμος, λες κι ένα κρυφό ποτάμι
εξομολογείται παιδιάστικα στον άνεμο,
μετέχω μεφιστοφελικά στις διαδικασίες
όπως και να το δούμε, δεν γίνεται αλλιώς μ’ έναν Ποιητή..

Ακούμπησα σ’ αυτό το μακρινό-κοντινό ακρωτήρι,


η βροχή κεντάει τα δάχτυλά μου, έτσι όπως τα ξετυλίγω
γυμνάζοντας την αφή μου στον άνεμο.

Μια αλλιώτικη μουσική κυλάει


απ’ τους ουράνιους διαδρόμους, κάποιος με χαιρετά,
κάποιος με αποχαιρετά, κάποιος μιλάει τη γλώσσα μου.
Κοιτάζω πίσω μου. Είναι ένα κορίτσι.
Πώς σε λένε της λέω.
Βάφτισέ με εσύ, μ’ αποκρίνεται.

[200]
Βιβλίο Πρώτο

Κι από τότε απολογείται ένα χρυσάνθεμο


στην παλάμη μου..

Αυτή η εποχή είναι καθόλου ιδιαίτερη


με πολλή κούραση επιζούνε
αυτοί οι άνθρωποι, εδώ..
Μια υποψία ξενυχτάει στα μάτια τους,
μπορεί στο μέλλον
να περάσουν τις μαγικές εξετάσεις
μπορεί σε κάποιο άλλο γύρισμα
του διασυνεχούς
να αποτολμήσουν την επιβεβαίωση
ίσως και νάχουν κιόλας κάνει
το πρώτο βήμα προς τα κει,
την πρώτη κίνηση..

Έτσι κι αλλιώς, όλοι είναι απαραίτητοι.


Μέχρι κι εγώ γι’ αυτούς
από μιαν ορισμένη οπτική γωνία.

Σε λίγο θα βραδιάσει,
θα ξυπνήσουν οι συμπαντικοί μου σφραγιδοφύλακες
πρέπει και σήμερα να υπογράψω
τη λήξη των εργασιών, δεν ήταν κι άσχημα
και επί πλέον δεν είμαι μόνος μου..

Ακούμπησα σ’ αυτό το μακρινό-κοντινό ακρωτήρι


έντιμος προς τις εντολές,
αναιδής με τους μέτριους,
παράλογα ανθρώπινος με τους αδύνατους.

Όλα αρχίζουν πια και ξεκαθαρίζουν.

Όποιος θαμπώσει το τζάμι με την ανάσα του,


πρέπει να το καθαρίσει με τα ίδια του τα χέρια,
για να δει έξω απ’ το παράθυρο, αυτό, που εγώ είδα,
πριν ανοίξω τα μάτια μου..

[201]
Βιβλίο Πρώτο

Η τελευταία ακουαρέλα..

Ι
Κενό,
η σιωπή γεμάτη χρώματα,
δεν δουλεύουν τα μάτια,
τα όνειρα ξεκουράζονται, όλα αγρυπνούν,
φυσάει αεράκι διάχυτο, σ’ αυτά τα κλαδιά
μπορεί ν’ αγγίξει κανείς το ανείδωτο
η ακακία υπόσχεται
η μόνη μαρτυρία κάποιας διάρκειας εδώ
πάνω που όλα περιμένουν αυτό που έγινε
που τίποτε δεν είναι πια κάτι
όταν οι σκιές διαλύονται ρυθμικά,
στο σκαμπανέβασμα του ξύλινου κιβώτιου
μένει μόνο αυτό το κρύο, αυτή η άλλη παγωνιά
να ντύνει με απέραντη σοβαρότητα το δρώμενο
πώς τελειώνει η μουσική κι η φούγκα ξεκουράζεται
στο αντηχείο της τελευταίας νότας..
Ξέρουμε ότι πεθαίνουμε..
Να πεθαίνουμε, ξέρουμε;

ΙΙ
Έγραψα πολλά
τα περισσότερα δεν τα ξέρετε ακόμα
συχνά γυμνάζω το θάνατό μου στο χαρτί
ώστε την ώρα της μετάλλαξης
να βρούμε κλεισμένους λογαριασμούς
κι εσείς ,κι εγώ..

III
Η Ποίηση.
Αυτό το δώρο
αυτό το αγαπημένο άγγιγμα στο φτερό του καιρού
όταν γίνεται χρόνος και διασύρεται
μες στην υπόλοιπη, φρικιώσα,
έντρομη, ανειδοποίητη
Ανθρωπότητα..

[202]
Βιβλίο Πρώτο

Όταν γίνεται Λόγος και απλώνεται


ανάμεσα στα βρεγμένα στάχια
και στα φουντωμένα καλαμπόκια
αλλά ποιος ξέρει από τέτοια, πια..
Τι καλά, που δεν ξέρει από τέτοια πια,
όλο και περισσότερο κανένας..
Ώστε να μην διαταράσσεται
η μυστική συνομιλία του έτοιμου με το μήνυμα,
και, του Έτοιμου, με, το Μήνυμα..

IV
Καίγονται αγκαλιασμένα τα κούτσουρα στο τζάκι
έχουν λίγο χώμα απάνω τους
μια κάποια πρασινάδα απ’ την υγρασία
κινδύνεψαν για λίγο να επιζήσουν
τάχα μεταμορφωμένα σ’ ένα παραλίγο κάτι άλλο,
όμως η φωτιά βάζει τα πράγματα στη θέση τους..
Εξάλλου, η τελευταία αγκαλιά
δικαιώνει κάθε ύπαρξη, κάθε μάταιη ελπίδα,
κάθε θρασεία προσδοκία μιας ζωής αλλιώτικης
απ’ αυτήν που περιγράφει ο νόμος,
Ίνα πληρωθεί το ρηθέν..

V
Εκ-τοξεύονται τα λόγια
είναι ένας θάνατος κι αυτός..
Ξέρουμε, ότι πεθαίνουμε..
Να πεθαίνουμε, ξέρουμε;

VI
Βαφτισμένη σε μια πικρή ποιότητα
οικειωμένη με το ατέρμον Ύστερα
αυτή η απογευματινή διολίσθηση στο Επέκεινα..
Μονίμως προετοιμάζομαι,
λες και γρηγορώ μην και με ξεγελάσει ο ήλιος
το γέλιο των παιδιών κι ο έρωτας
κι όλα τα χρυσά πέταλα της θάλασσας

[203]
Βιβλίο Πρώτο

και τα δειλινά που κρυώνουν


στη μέσα τσέπη του σακακιού
σαν μηνύματα που δεν τα πρόφτασε η μποτίλια
που δε χωρέσανε και δεν θα φτάσουν..
Λες και φοβάμαι μην έρθει μια ώρα
που μου ξεφύγει το κλασσικό εκείνο
απελθέτω απ’ εμού, το ποτήριον τούτο..

Κύριε, Κύριε, Κύριε Σαβαώθ,


με την γκρι μπογιά
των υγρών δωματίων του Ναού σου
με την άφατη παγωνιά
των υπέρτατων Νόμων σου
με τη μόνιμη φιλοσοφική σου αμφιβολία,
πες μου την αλήθεια επιτέλους:
Βρίσκουν όλοι οι δικοί σου πιστοί,
τον εαυτό τους στον θάνατο;

VII
Είπαμε πολλά
περισσότερα απ’ όσα επιτρέπει η περίσταση
λιγότερα πάντως απ’ όσα αντέχει η αλήθεια
πολλά όμως, έτσι κι αλλιώς, πολλά..
Τα υπόλοιπα κατοικούν στην καρδιά μου.
Δεν τα χρειάζεστε ακόμη..

VIII
Το δάκρυ κύλησε αργά,
έπεσε στο χώμα, άπλωσε, μεγάλωσε,
κηλίδα εξαπλούμενη, τύλιξε τα χόρτα
μούσκεψε τους σταυρούς,
μπήκε στα μαυσωλεία,
έκλεισε όλες τις ρωγμές και τις χαραμάδες,
στέγνωσε,
πέρασε ο καιρός,
έπλυνε η βροχή τους λεκέδες
έπλυνε ο καιρός την ουσία
έπλυνε την απουσία η νύχτα..

[204]
Βιβλίο Πρώτο

IX
Η σφαίρα ταξίδεψε στον αέρα.
Ο κάλυκας κύλισε στο χορτάρι τον κατοίκησε μια κάμπια,
την άνοιξη βγήκε από μέσα μια τρυφερή πεταλούδα.
Η ψυχή του σκοτωμένου..

X
Δεν γίνεται πάντως να μη σπάσω και αυτή τη φόρμα
έτσι όπως σπάζουμε το ποτήρι στο τέλος της διάλεξης
και θυμώνει ο κ. Καθηγητής, κι όλος ο «Παρνασσός»
ανατριχιάζει από ανίερον δέος.

Δεν γίνεται να ξεχάσω εδώ, τα πολύχρωμα δρώμενα


στην περιμετρική της Μεγάλης Γιορτής..
Τις νύχτες που τις άνοιξα με τον σουγιά
και τις πέταξα απ’ το παράθυρο
να λαδώσω την άσφαλτο.
Τα μυστικά ποτάμια που κελάρυσαν στις φλέβες μου.
Τις τρεμουλιαστές σκέψεις μιας άλλης αίσθησης,
μιας άλλης διάστασης το περιτύλιγμα.
Κι εκείνη την διάφανη εκτοπλασματική
συνεύρεση με τη συμπαντική αμοιβάδα..

Είναι ετούτη, μια ύποπτη


αλλά πεντακάθαρη διαδρομή
στα εσωτερικά κοιλώματα των ιερών σπηλαίων..
Μια έστω και αδιόρατη απ’ τους πολλούς
εκδρομή στις στοές των υπόγειων πετρωμάτων.
Ένα ταξίδι πράσινο,
ολωσδιόλου βλάσφημο και θεομπαιχτικό
και μια μεθυσμένη διελκυστίνδα,
απ’ τη μια να τραβάει το μήπως,
απ’ την άλλη το γιατί,
και να κερδίζει πάντα ο Διαιτητής,
ντυμένος άμφια μυστικής εταιρίας..

-Ένας πανέμορφος ερασιτέχνης Θεός,


ο Ψευδώνυμος Εαυτός μου..

[205]
ΤΟ «TΑΡΕ»
1992
Το «Τape» -τελευταίο έργο σ’ αυτό το Πρώτο Βιβλίο-
είναι μια άσκηση φόρμας
αφιερωμένη στις ελαστικές δυνατότητες της γλώσσας
και μια ελαστική δυνατότητα της γλώσσας αφιερωμένη
στην άσκηση φόρμας.
Μια σύνθεση για πολλαπλή ανάγνωση
με κωδικούς και κώδικες..
Από παλιά μου, ήθελα να γράψω κάποτε,
ένα ποίημα σε μεγάλη φόρμα
που να μην τελειώνει ποτέ
και να υπάγεται σε αναρίθμητες αναγνώσεις,
ανάλογα με το κουμπί που θα πατήσει κανείς,
διαλέγοντας οποιονδήποτε στίχο για πρώτον στην σειρά
και ξαναδιαβάζοντας έτσι το ποίημα
απ’ την καινούργια αρχή του
τελειώνοντας το
στον προηγούμενο στίχο
απ’ αυτόν που διάλεξε για ξεκίνημα,
ενώ παράλληλα,
οι ίδιοι στίχοι επαναλαμβανόμενοι,
να μειγνύονται διαφορότροπα
σε νέες ερμηνευτικές ομάδες-ποιήματα.
Δεν είναι όμως μόνον άσκηση.
Είναι και υποχρέωσή μου,
όσο πηγαίνει ο καιρός,
να απλώσω σφαιρικά το νόημά μου
και κυκλικά το μήνυμά μου,
όποια κι αν είναι αυτά..

*
Χαιρετάριον..

Ίχνη δυσβασίας.
Απροσπέλαστα μόρια.
Υπάκουα ερεθίσματα.

Ε, φριχτή μοίρα της παράτολμης διάστασης


Ανάμεσα στο παραλίγο του μπλε
και στο σμίλεμα της παρακμής, χαίρε!

Ίχνη δυσβασίας.
Αδιαπέραστα όρια.
Υπόκωφα ευρεσιτεχνήματα.

Ε, μικρή χείρα της παράλογης απόστασης


ανάκατα με το λιγότερο γκρι
και το σκύλεμα της αφορμής, χαίρε!

Χαίρε των αναίτιων κόμβων,


πανάρχαια διάψευση.
Χαίρε των υπέργειων στοών,
ανάλαφρη διάσταση.
Χαίρε των υπολοίπων του χρόνου,
διάπυρη επίφαση.
Χαίρε του καταλύτη ανιούσα,
πεντάμορφη επέλαση.

Δύσκολα πηγαίνει ο δρόμος.

Πώς να κολυμπήσεις στην κυτταρική σου αιτία


να αναγκάσεις τη φύση σου να σε αποδεχτεί
φαίνεται από πάντα κινδύνευε το αλλιώτικο
και μια φέτα ουρανός
δεν αρκεί να ζυγίσει τα όνειρα
αργά-αργά,
όλα κατεβαίνουν στο μαύρο πηγάδι..
Δύσκολα πηγαίνει ο δρόμος.

Ένας κλειστός κύκλος, δίχως παράθυρα.


Τα τραγούδια μας φαύλες ανακαλύψεις
η ζωή μας έχασε τον άνθρωπό της.

Κοιτώντας μακρύτερα και ακροβατώντας


ανάμεσα στο λευκό και στο μαύρο,
βεβήλωσε τη σημασία της Γέννησης..

Δύσκολα πηγαίνει ο δρόμος.

Πώς να βάλεις τετράκυκλη Πίστη στις όχθες


αφού στο Κέντρο του βάθους του βυθού
νυμφεύονται οι Ήπειροι.

Σε πονάει ο άλλος εαυτός σου


με το Ναι της πικρής ευθύνης του.
Είναι η ώρα που αδειάζουν τα έντονα όνειρα
και διαλέγεις τα μύχια πάθη σου..

Όπου ανταμώνεσαι
έξω απ’ τον τύπο σου,
να βιώσεις το κρίμα του Τίποτε..

Όπου κολυμπήσεις
στον άλλο σου άνεμο,
να τμηθείς και σαν φως να πετάξεις..

Όπου μοιράσεις
την Αιτία σε τότε, σε τώρα, σε κάποτε,
να καείς στο παραλίγο του Δήθεν..

Όπου αναγνωρίσεις
της ελπίδας την Κάθαρση,
να διατρέξεις σε βάθος την άνοιξη.
-Καλό ταξίδι..

Με τα χέρια ανοιχτά,
να χαϊδεύουν υγραμένα
τα μυστικά κοχύλια
ενός αλλόκοτου βυθού
κατάφυτου από εντολές
και μαγικά πυροτεχνήματα..

Πιέζοντας με την ανάσα σου


τους τοίχους μοιραίου δωματίου
που κλείνουν
όταν σημαίνουν τα ρολόγια
τις ανήκουστες ώρες..

Τώρα πια έμαθες


για τις ιεροκρύφιες
αποδράσεις του χειμώνα
στα καφτερά λιβάδια
ενός Ήλιου αντάρτη,
ανυπάκουου,
τρελού καβαλάρη.

Μα όσο και να βολιδοδρομεί


το μέσα μέρος του ματιού σου
στις ουράνιες κοιλάδες,
οι ζυγαριές
ξεκινούν τον αγώνα
με υπέρβαρο μείον.

Κι ένα ατσάλινο ανθρωποτρύπανο,


εκχερσώνει με περίσκεψη
το Χάος
για την ολότελα δική σου κατάβαση
στο ανίερο τέμενος
του δικού σου του ζόφου.
-Κακό ταξίδι..

Πόντο-πόντο
αναψαύεις από μέσα
την ύλη μιας αλήθειας που ζει
με δεδομένη ανάσα,
μακριά απ’ του ήλιου την πρόταση.

Κι οι φωνές που μαγεύει ο Χθόνος


και τρέχουν
απ’ τα στήθια στον άνεμο,
σαν ιδέες του άδειου,
ροκανίζουν το χρόνο.

Και τεντώνεις το τόξο..

Tα χέρια σου σπάζουν


σαν κρόταλα
κι ορφανεύεις
απ’ την ίδια την ράτσα
της δικιάς σου ουσίας.
.

Ταξιδεύοντας
με τα μάτια δεμένα,
στην άκρη του ανείπωτου.

Στην πικρή αγκαλιά


του πανάρχαιου ίσως,
του τίποτε πλέον.

Δίχως να έχεις αντλήσει


απ’ το πρώτο σου μήνυμα,
το υγρό
της αναπόφευκτης διαδρομής
του Εγώ σου
με τα άλλα εγώ Τους..
-Ταξίδι..

Μιας ανάποδης μέρας


που ανατέλλει απ’ τη δύση σου,
κομματιάζοντας τις αναπνοές
στα υγρά μονοπάτια,
ενώ μέσα σου γιορτάζει
το πολύβουο ξενοδοχείο
των ομοίων ομοιωμάτων
της ένθετης ύπαρξης
του Τώρα.

Και το Άγιο σου Αντίγραφο,


καταφάσκει απροσδόκητα
και σε μπάζει σε άγνωστες πόλεις.

Αλγεινή οπτασία που υπερίπταται,


πετώντας απ’ το παράθυρο του κόσμου,
αυτά όλα που ονόμασες κάποτε
«όσια μηνύματα».

Κι έρχεται τέλος η ώρα,


να αρθρώσεις επιτέλους,
τα λόγια που αιχμαλώτισε
η ανόητη φύτρα των «άλλων»..

Το λάθος δεν γίνεται μέσα μας.


Έξω μας ανασαίνει και ουσιώνεται.

Το λάθος δεν τρέφεται με σκέψη.


Η πράξη το ντύνει με απέχθεια.

Το λάθος δεν έχει ανταπόδοση.


Έχει δικό του, αυτεξούσιο δρόμο.

Το λάθος, δεν είναι λάθος.


Είναι μονάχα το σωστό απ’ την ανάποδη..
Θέση και Κίνηση:

Με τα χέρια ανοιχτά,
να χαϊδεύουν υγραμένα,
πιέζοντας με την ανάσα σου
τους τοίχους μοιραίου δωματίου
έμαθες για τις ιεροκρύφιες
αποδράσεις του χειμώνα.

Μα όσο και να βολιδοδρομεί


το μέσα μέρος του ματιού σου,
ένα ατσάλινο ανθρωποτρύπανο,
εκχερσώνει με περίσκεψη το Χάος
και τα μυστικά κοχύλια
ενός αλλόκοτου βυθού.

Που κλείνουν όταν σημαίνουν τα Αόρατα


στα καφτερά λιβάδια ενός Ήλιου αντάρτη,
στις ουράνιες κοιλάδες,
για την ολότελα δική σου κατάβαση
στο ανίερο τέμενος του Αιώνιου Ζόφου,
κατάφυτου από Εντολές
και μαγικά πυροτεχνήματα..

Σαν ρολόγια στις ανήκουστες ώρες


ανυπάκουου,
τρελού καβαλάρη,
οι ζυγαριές
ξεκινούν τον αγώνα,
με υπέρβαρο μείον..

Πόντο-πόντο αναψαύεις από μέσα


την ύλη μιας αλήθειας
και τις φωνές που μαγεύει ο Χθόνος
και τρέχουν απ’ τα στήθια,
και τεντώνεις το τόξο
και τα χέρια σου
σπάζουν σαν κρόταλα..
Ταξιδεύοντας με τα μάτια δεμένα,
απ’ την άκρη του ανείπωτου
δίχως να έχεις αντλήσει απ’ το πρώτο σου μήνυμα,
που ζει με δεδομένη ανάσα στον άνεμο,
κι ορφανεύεις απ’ την ίδια την ράτσα
στην πικρή αγκαλιά του Πανάρχαιου,
το υγρό της αναπόφευκτης διαδρομής..

Μακριά απ’ του Ήλιου την πρόταση,


οι Ιδέες του Άδειου, ροκανίζουν
το χρόνο της δικιάς σου ουσίας
ίσως του τίποτε πλέον του Εγώ σου,
με τα άλλα εγώ Τους.

Μια ανάποδη μέρα


που ανατέλλει απ’ τη δύση σου
ενώ μέσα σου γιορτάζει
το πολύβουο ξενοδοχείο
και το Άγιο σου Αντίγραφο,
καταφάσκει απροσδόκητα
που υπερίπταται,
πετώντας απ’ το παράθυρο του κόσμου
κι έτσι έρχεται η ώρα,
να αρθρώσεις επιτέλους..

Κομματιάζοντας τις αναπνοές


των Ομοίων Ομοιωμάτων,
σε μπάζουν σε άγνωστες πόλεις,
όλα αυτά που ονόμασες..

Και τα λόγια που αιχμαλώτισε,


στα υγρά μονοπάτια
της ένθετης ύπαρξης του Τώρα
η Αλγεινή Οπτασία..

Κάποτε «όσια μηνύματα».


η ανόητη φύτρα των άλλων..
Άρση και Κίνηση:

Χαϊδεύουν
πιέζοντας
αποδράσεις.

Βολιδοδρομεί
ανθρωποτρύπανο
κοχύλια.

Αόρατα
λιβάδια
κοιλάδες.

Κατάβαση
ζόφου
πυροτεχνήματα.

Ρολόγια
τρελού
ζυγαριές.

Πόντο-πόντο
Χθόνος
τόξο.

Μάτια
μήνυμα
ανάσα.
Άνεμος
ράτσα
πανάρχαιου.

Υγρό
Ήλιου
εγώ.

Ουσίας
τίποτε
ιδέες.

Δύση
ξενοδοχείο
άγιο.

Παράθυρο
επιτέλους
αναπνοές.

Ομοιωμάτων
πόλεις
ονόμασες..

Λόγια
μονοπάτια
ύπαρξης.

Οπτασία
όσια
φύτρα!
Άρση και Αίρεση:

Αποδράσεις

κοχύλια

αόρατα

ζόφου

ρολόγια

Τόξο

ανάσα

πανάρχαιου

Ήλιου

Άγιο

παράθυρο

πόλεις

ύπαρξης

οπτασία

κοχύλια

ανάσα

παράθυρο.

Εγώ..
*
ΤΕΛΟΣ του ΠΡΩΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Καλώ το Καλό..
Δ.Ι.

You might also like