You are on page 1of 24

Α

 αστείρευτος : που δεν στερεύει, δεν εξαντλείται, δεν σώνει, δεν


τελειώνει

πχ αστείρευτη πηγή, αστείρευτος πλούτος, αστείρευτο χιούμορ

Η ελληνική γλώσσα είναι μια αστείρευτη πηγή γνώσης.

 αδιάσειστος -η -ο [aδiásistos] Ε5 : για στοιχεία τα οποία δεν μπορεί κανείς να τα


αμφισβητήσει· ακλόνητος, ατράνταχτος:  Aδιάσειστη αλήθεια / θεωρία.
Aδιάσειστες αποδείξεις. Aδιάσειστα τεκμήρια /
επιχειρήματα. αδιάσειστα ΕΠIΡΡ
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
 κατακερματίζω: 1. Διαιρώ κάτι σε μικρά κομμάτια με
αποτελέσματα κατά κανόνα αρνητικά

πχ. Τα παράλια της Αττικής έχουν κατακερματιστεί σε μικρά οικόπεδα

2. (μτφ.) διασπώ ένα σύνολο σε μέρη , κατά κανόνα μη λειτουργικά,


διασπώντας την ενότητα του

Πχ. Ο σημερινός άνθρωπος δεν έχει σφαιρική αντίληψη του κόσμου, γιατί οι
γνώσεις του είναι κατακερματισμένες.
Λ

λίκνο το [líkno] Ο39 : 1. (λόγ.) η κούνια του μωρού. 2. (μτφ.) ο τόπος
γέννησης, η κοιτίδα: H αρχαία Ελλάδα είναι το ~ του ευρωπαϊκού
πολιτισμού.
Μ
Ν
 νωχελής : αυτός που αποφεύγει κάθε σωματική ή πνευματική
προσπάθεια από ανεμελιά ή αδιαφορία για ό,τι συμβαίνει γύρω
του.

Πχ. Οι κινήσεις του ήταν νωχελικές.


Ξ
Ο
οπτιμισμός ο [optimizmós] Ο17 : (φιλοσ.) η αισιοδοξία. ANT πεσιμισμός.
Π
 πανάκεια : 1. Φάρμακο που υποτίθεται θεραπεύει κάθε ασθένεια.
2. (μτφ.) για ό,τι θεραπεύει, εξυγιαίνει, επανορθώνει

πχ. Κανένα πολιτικό πρόβλημα δεν αποτελεί την πανάκεια των κοινωνικών
και οικονομικών προβλημάτων.
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω

You might also like