Professional Documents
Culture Documents
προσωπικές εγκλίσεις
προσωπικές εγκλίσεις
ενικός πληθυντικός
πρόσωπο
πρώτο δεύτερο τρίτο πρώτο δεύτερο τρίτο
οριστική ἐγώ σύ οὖτος ἡμεῖς ὑμεῖς οὗτοι
ενεστώτας εἰμί εἶ ἐστί ἐσμέν ἐστέ εἰσί(ν)
παρατατικός - - - - - -
μέλλοντας - - - - - -
παρακείμενος γεγονότες
γεγονώς ὦ γεγονώς ᾖς γεγονώς ᾖ γεγονότες ἦτε γεγονότες ὦσι(ν)
(περιφραστικά) ὦμεν
υπερσυντέλικος - - - - - -
ευκτική ἐγώ σύ οὖτος ἡμεῖς ὑμεῖς οὗτοι
ενεστώτας εἴην εἴης εἴη εἴημεν / εἶμεν εἴητε / εἶτε εἴησαν / εἶεν
παρατατικός - - - - - -
μέλλοντας - - - - - -
γενέσθων /
αόριστος β' - γενοῦ γενέσθω - γένεσθε
γενέσθωσαν
γεγονώς
παρακείμενος - γεγονώς ἴσθι - γεγονότες ἔστε γεγονότες ἔστων
ἔστω
υπερσυντέλικος - - - - - -
ονοματικοί τύποι
ενεστώτας παρατατικός μέλλοντας αόριστος β' παρακείμενος υπερσυντέλικος
απαρέμφατο
εἶναι - ἔσεσθαι γενέσθαι γεγονέναι -
μετοχή ενεστώτας παρατατικός μέλλοντας αόριστος β' παρακείμενος υπερσυντέλικος
αρσενικό ὤν - ἐσόμενος γενόμενος γεγονώς -
θηλυκό οὖσα - ἐσομένη γενομένη γεγονυῖα -
ουδέτερο ὄν - ἐσόμενον γενόμενον γεγονός -