Professional Documents
Culture Documents
Η Ακρόπολη και τα μνημεία της στα σχολικά εγχειρίδια του Δημοτικού την
περίοδο 1974-2011: αρχαιολογικές, ιδεολογικές και συμβολικές αναπαραστάσεις
ενός «ένδοξου παρελθόντος»1.
Εισαγωγή
Η έναρξη της πολιτισμικής βιογραφίας της Ακρόπολης τοποθετείται πολύ πριν από
τα σημαντικά, σύμφωνα με την κατεστημένη και προβεβλημένη άποψη, μνημεία του
5ου π.Χ. αιώνα. Ήδη από την προϊστορία (νεολιθική εποχή, μυκηναϊκά χρόνια)
παρατηρείται η συστηματική χρήση του χώρου, η οποία συνεχίζει με τη λατρευτική
οικοδομική δραστηριότητα της προκλασικής περιόδου και κορυφώνεται με το
οικοδομικό πρόγραμμα της κλασικής εποχής. Στη συνέχεια ο Παρθενώνας και τα
υπόλοιπα μνημεία της κλασικής εποχής στην Ακρόπολη βίωσαν πολλαπλές και
διαφοροποιημένες λατρευτικές και οικιστικές χρήσεις, υπέστησαν δραματικές
μετατροπές και επενδύθηκαν με διαφορετικές στο χρόνο νοηματοδοτήσεις και
συμβολισμούς2. Από τον 19ο αιώνα - με την ίδρυση του ελληνικού κράτους - και
εξής, στο πολιτικό και ιδεολογικό περιβάλλον του ρομαντισμού, της ανάδυσης των
εθνικών κρατών και της στροφής προς την αρχαιότητα, η Ακρόπολη αναδείχθηκε σε
σύμβολο του ελληνικού κράτους και συνιστά, πλέον, στις μέρες μας το κατεξοχήν
εθνικό μνημείο3. αθοριστικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία είχαν οι ανασκαφές της
Αρχαιολογικής υπηρεσίας στην Ακρόπολη και ο καθαρισμός από όσα αρχιτεκτονικά
λείψανα (ρωμαϊκά, βυζαντινά, λατινικά και οθωμανικά) παρέπεμπαν στην εικόνα
ενός παλίμψηστου της ανθρώπινης δραστηριότητας στον ιερό βράχο. Οι εργασίες
αυτές σε συνδυασμό με την σταδιακή αναστήλωση των κλασικών οικοδομημάτων,
ερμηνεύεται από πολλούς ως μια διαδικασία ακύρωσης της μνήμης των εποχών που
η Ακρόπολη δεν ήταν «ελληνική», «εξαγνισμού» της από τα «βάρβαρα»
αρχιτεκτονικά στοιχεία, και επιστροφής στην εικόνα της κλασικής καθαρότητας των
μνημείων της εποχής του Περικλή4. Παράλληλα ο αποθαυμασμός και η διαμόρφωση
της σύγχρονης εικόνας του Παρθενώνα και των άλλων μνημείων στην Ακρόπολη
συγκροτείται μέσα από γεγονότα όπως η φύλαξη των διάσπαρτων αρχαιοτήτων στον
Παρθενώνα αλλά και σε άλλους αρχαίους ναούς και νεότερα κτίσματα του λόφου5, η
πρόταση για την ανέγερση του ανακτόρου του Όθωνα στον ερό Βράχο6, η
υλοποίηση εκδηλώσεων, όπως επίσημες ομιλίες, επετειακοί εορτασμοί, γεύματα
εντός του Παρθενώνα, η δημιουργία του ουσείου Ακρόπολης (1874)7, ηρωικές
πράξεις, όπως η υποστολή της ναζιστικής σημαίας το άη του 1941 από τους
Έλληνες αγωνιστές . Γλέζο και . Σάντα8, η χρήση του Παρθενώνα ως οργάνου
εθνικής αναμόρφωσης ( ακρόνησος)9, η αξιοποίηση πιο πρόσφατα της Ακρόπολης
ως πεδίου πολιτικών διαμαρτυριών και διεκδικήσεων της ελληνικής κοινωνίας 10. H
εμβληματική θέση που κατέχει η Ακρόπολη στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και η
πολιτική και ιδεολογική της εργαλειοποίηση αποτυπώνεται πάνω από όλα με το
επίσημο αίτημα της Ελληνικής υβέρνησης το 1983 προς τη Βρετανία για την
επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα μετά από τις πρωτοβουλίες της Υπουργού
Πολιτισμού ελίνας ερκούρη, σε συνδυασμό με τη δημόσια συζήτηση και
αντιπαράθεση την τελευταία δεκαετία για διάφορα ζητήματα σχετικά με το νέο
μουσείο Ακρόπολης που φιλοδοξεί να στεγάσει κάποτε το συνολικό γλυπτό
διάκοσμο του ναού11. Τόσο το αίτημα όσο και ο δημόσιος λόγος που το συνοδεύει
υποδεικνύουν τον ιδιάζοντα ιερό και συμβολικό χαρακτήρα με τον οποίο έχουν επενδυθεί τα γλυπτά του Παρθενώνα
καθώς τα επιχειρήματα, πολλές φορές σε άκρως συναισθηματικό τόνο, εμπεριέχουν την άποψη ότι ανήκουν στο ιερότερο
μνημείο της χώραςΥπό δημοσίευση στα Πρακτικά του Συνεδρίου:
ΜΟΥΣΕΙΑ '11: «Με αφορμή το Νέο Μουσείο Ακρόπολης: Αρχιτεκτονική, Μουσειολογία, Ιδεολογία»
(Θεσσαλονίκη, 13 - 15 αΐου και Αθήνα, 20-22, αῒου 2011) που διοργάνωσε του Δ.Π. .Σ. ουσειολογίας)
ΧΑΜΗΛΑΚΗΣ, Γ.
276 ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟΥ
ανθρώπους που φέρουν τελετουργικά σκεύη και προσφορές, και ζώα τα οποία
προορίζονται για θυσία. Οι πιο αξιόλογες μετόπες απεικονίζουν τη μυθική
μάχη μεταξύ Κενταύρων και Λαπιθών, αλλά τα πιο θεαματικά και τα ευρύτε-
ρα αναπαραγόμενα είναι τα γλυπτά του ανατολικού αετώματος (Εικ. 7.2α, β).
Δεν υπάρχει συμφωνία σχετικά με το τι αναπαριστά η σκηνή, αλλά οι ελα-
φρώς μεγαλύτερες του φυσικού μεγέθους ανθρώπινες μορφές, κάποιες ανα-
κλινόμενες, κάποιες καθιστές και κάποιες εν κινήσει, από όλες εκ των οποίων
λείπουν είτε το κεφάλι είτε κάποιο άκρο, μαζί με ορισμένες κεφαλές αλόγων,
και ιδιαίτερα την εξαιρετικά ρεαλιστική κεφαλή αλόγου που έχει προσδιορι-
στεί ότι προέρχεται από το άρμα της θεάς Σελήνης, έχουν αναπαραχθεί κατά
κόρον και έχουν αποτελέσει το φόντο για αναρίθμητες φωτογραφίες και συλ-
λογικές τελετουργίες. Τέλος, υπάρχει η Καρυάτιδα, ένα από τα έξι αγάλματα
Κορών που στήριζαν στα κεφάλια τους την οροφή της νότιας πρόστασης του
Ερεχθείου.
Η κοινωνική βιογραφία αυτής της ομάδας τέχνεργων πρέπει αναπόφευ-
κτα να αρχίσει από τη στιγμή της δημιουργίας τους, στο πλαίσιο της αθηναϊ-
κής κοινωνίας του 5ου αιώνα π.Χ. Τα γλυπτά αποτελούσαν μέρος ενός εκτε-
ταμένου προγράμματος ανοικοδόμησης και εξωραϊσμού της αθηναϊκής ακρό-
πολης, με πρωτοβουλία του Περικλή, έπειτα από τη στρατιωτική νίκη κατά
των Περσών. Ο Περικλής χρησιμοποίησε τις εισφορές που κατέβαλλαν οι ελ-
ληνικές πόλεις-κράτη στο ταμείο της Δηλιακής Συμμαχίας, ουσιαστικά για να
εξασφαλίζουν την αθηναϊκή στρατιωτική προστασία έναντι της περσικής
απειλής. Το 454 π.Χ., ο Περικλής μετέφερε στην Αθήνα το ταμείο από το πα-
νελλήνιο ιερό νησί της Δήλου (Spivey 1996: 136. πρβλ. επίσης Osborne 1998:
158, 174). Στην υλοποίηση αυτού του μεγαλεπήβολου κατασκευαστικού προ-
γράμματος συμμετείχαν κάποιοι από τους πιο γνωστούς αρχιτέκτονες και
γλύπτες της εποχής, ενώ χρησιμοποιήθηκε μεγάλος αριθμός εργατών και τε-
ράστιες ποσότητες πρώτων υλών και πόρων, συμπεριλαμβανομένης σημαντι-
κής ποσότητας χρυσού. Ως εκ τούτου, το εγχείρημα αυτό αποτελούσε μια
πράξη επιδεικτικής κατανάλωσης, με σαφείς πολιτικές υποδηλώσεις και συμ-
βολισμό, που σχετίζονταν με την αθηναϊκή πολιτική ηγεμονία στον ελληνικό
χώρο, καθώς και με το πολιτικό γόητρο, τη φήμη και την επιθυμία για υστε-
ροφημία από πλευράς των κύριων πρωταγωνιστών. Ο Nigel Spivey (1996:
136-140. 1997: 237) έχει υποστηρίξει ότι το πολιτικό μήνυμα αυτού του εγχει-
ρήματος απευθυνόταν σε ένα κοινό πολύ πιο ευρύ από την αθηναϊκή κοινω-
νία και το πανελλήνιο. η Αθήνα πιθανώς αποδύθηκε σε μια προσπάθεια αντα-
γωνιστικής επίδειξης μεγαλείου έναντι των ηττημένων εχθρών των προηγού-
μενων πολέμων, των Περσών. Ίσως οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να επισκιά-
σουν το τεράστιο τελετουργικό κέντρο που είχαν οικοδομήσει οι πέρσες βα-
σιλείς στην Περσέπολη, επιχειρώντας έτσι να νικήσουν τους Πέρσες, έπειτα
3. Τέτοιες αναφορές, ωστόσο, απαντούν σε άλλους ναούς της Ακρόπολης, όπως στη ζω-
φόρο του ναού της Αθηνάς Νίκης.
4. Βλ. Spivey (1996: 150. 1997). Για την ευρέως παραδεδεγμένη ερμηνεία της χρησιμοποίη-
σης μυθολογικών θεμάτων σε αρχαιοελληνικές καλλιτεχνικές εκφράσεις ως συμβολισμού της
αντιδιαστολής Έλληνες–«Άλλοι», βλ., μεταξύ άλλων, Francis και Vickers (1990: 21-42), και
Hall (1989). Αξίζει να σημειώσουμε ότι η ερμηνεία των μαρμάρων του Παρθενώνα, και ιδιαίτε-
ρα της ζωφόρου, είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα στους κύκλους των μελετητών
των κλασικών σπουδών. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτή η συζήτηση έχει προσελκύσει την προ-
σοχή των διεθνών ΜΜΕ, όπως συνέβη με την πρόσφατη μελέτη της Joan Breton Connelly
(1996, όπου περιλαμβάνεται και μια κριτική επισκόπηση των απόψεων που έχουν διατυπωθεί
επί του θέματος), που προτείνει μια μυθολογική ερμηνεία η οποία εμπεριέχει ανθρωποθυσία.
Επιπλέον, η κεντρικότητα των γλυπτών στο φαντασιακό και την κουλτούρα της Δύσης έχει ως
επακόλουθο να ευνοούνται ορισμένες ερμηνείες (π.χ. εκείνες που τονίζουν τον ηρωικό και πα-
νηγυρικό χαρακτήρα των τέχνεργων) εις βάρος των άλλων (πρβλ. Connelly 1996: 55-56).
5. Σχετικά με την πρόσληψη και τον ρόλο του Παρθενώνα από τους μετακλασικούς χρό-
νους μέχρι τη σύγχρονη εποχή, βλ. πολλά δοκίμια στο Τουρνικιώτης (1994). επίσης Beard
(2002). για τις πιο πρόσφατες περιόδους του βίου της Ακρόπολης συνολικά, βλ. άλλα κεφά-
λαια στο παρόν βιβλίο, ιδίως Κεφ. 3 και 6. επίσης Yalouri (2001).
τά τον 5ο αιώνα. Αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία και επί πολλούς αιώνες
ήταν γνωστό ως Παναγία Αθηνιώτισσα (Κορρές 1994), απηχώντας πιθανώς
την αρχαία λατρεία της θεάς Αθηνάς. Εκείνη την εποχή, κάποια από τα γλυ-
πτά στις μετόπες απολαξεύθηκαν (Κορρές 1994: 147), επειδή τα εικονογρα-
φικά τους θέματα θεωρήθηκαν ασυμβίβαστα με τον νέο ρόλο και νόημα του
μνημείου, μολονότι κάποια διασώθηκαν, πιθανώς επειδή θύμιζαν βιβλικές
σκηνές (Beard 2002: 57). Τον 12ο αιώνα, ο Παρθενώνας ήταν ο μητροπολιτι-
κός ναός όπου ιερουργούσε ο μητροπολίτης Αθηνών και λόγιος Μιχαήλ Χω-
νιάτης (Beard 2002: 49-51) και τα γλυπτά συνυπήρχαν με χριστιανικές τοιχο-
γραφίες, οι οποίες εντάσσονταν στην ορθόδοξη εικονογραφική παράδοση
(Κορρές 1994: 148). Τον επόμενο αιώνα, έπειτα από την κατάκτηση της Ελ-
ληνικής χερσονήσου από τις στρατιές της Δ΄ Σταυροφορίας, ο Παρθενώνας
έγινε ρωμαιοκαθολική εκκλησία και ο καθεδρικός ναός της φραγκοκρατού-
μενης Αθήνας. Τον 15ο αιώνα, ύστερα από την κατάληψη της πόλης από τους
Οθωμανούς, μετατράπηκε σε τζαμί, στο οποίο μάλιστα προστέθηκε και ένας
μιναρές.
Για τους επόμενους δύο αιώνες, η Ελλάδα παρέμεινε σχετικά αποκομμένη
από τη Δύση, όμως, από τον 17ο αιώνα και μετά, όπως είδαμε σε προηγούμε-
να κεφάλαια του παρόντος βιβλίου, με την εδραίωση του κλασικισμού ως
ενός από τα κυριότερα ιδεολογικά ρεύματα που διέπνεαν τη δυτικοευρωπαϊ-
κή αριστοκρατία, ο Παρθενώνας, όπως και άλλα διάσημα κλασικά μνημεία
της Ελλάδας, βρέθηκε πάλι στο επίκεντρο της προσοχής. Το 1687, κατά τον
Ενετοτουρκικό πόλεμο, ο ναός και τα γλυπτά του υπέστησαν πιθανώς το πιο
καταστροφικό πλήγμα στην ιστορία τους, με τον βομβαρδισμό της Ακρόπο-
λης και την ανατίναξη του Παρθενώνα, ο οποίος, εκείνη την εποχή, χρησιμο-
ποιούνταν ως πυριτιδαποθήκη από τους Οθωμανούς (Hadjiaslani 1987. Κορ-
ρές 1994). Μετά την αποχώρηση των Ενετών, οι Οθωμανοί έχτισαν ένα νέο,
μικρότερο τζαμί, μέσα στον αρχαίο ναό. Η λαϊκή κοινωνική μνήμη κατέγραψε
το επόμενο κρίσιμο επεισόδιο της κοινωνικής βιογραφίας των γλυπτών. τη
βίαιη αφαίρεση μεγάλου μέρους του γλυπτού διάκοσμου της Ακρόπολης από
τους ανθρώπους του λόρδου Έλγιν, του τότε πρεσβευτή της Μεγάλης Βρετα-
νίας στην Υψηλή Πύλη, στις αρχές του 19ου αιώνα. Όπως αναφέραμε στο τρί-
το κεφάλαιο, οι σχετικές λαϊκές διηγήσεις, που καταγράφηκαν από βρετανούς
περιηγητές, όπως ο Hobhouse και ο Douglas (π.χ. Douglas 1813: 85), μιλούν
για τον άγγλο λόρδο και τους άνδρες του, που ενόχλησαν τα πνεύματα των
γλυπτών τα οποία έκλαιγαν και διαμαρτύρονταν. σε κάποιες άλλες διηγήσεις,
οι Καρυάτιδες του Ερεχθείου ακούγονται επίσης να θρηνούν για την απαγω-
γή της αδελφής τους, που την έκλεψαν οι άνθρωποι του Έλγιν.
Η ευρύτερη πολιτική συγκυρία, στο πλαίσιο της οποίας έλαβε χώρα η
αφαίρεση των γλυπτών, είναι λίγο ώς πολύ γνωστή (βλ. St Clair 1998. επίσης
Αθήνα, μέσα Σεπτεμβρίου, αλλά ο καιρός ακόμα αφόρητα ζεστός. μια από εκεί-
νες τις επίσημες συναντήσεις στο Υπουργείο Άμυνας. Σε μια χώρα η οποία δα-
πανά το μεγαλύτερο μέρος του κρατικού της προϋπολογισμού σε εξοπλισμούς,
συναντήσεις όπως αυτή αποτελούν ρουτίνα. Αυτή τη φορά είναι η σειρά βρετα-
νών αξιωματούχων (συμπεριλαμβανομένου του βρετανού υπουργού Άμυνας)
να πλασάρουν προϊόντα της βρετανικής αρματοβιομηχανίας. Μεταξύ των προ-
σεκτικά διατυπωμένων φράσεων της διπλωματικής γλώσσας, διαφαίνονται κά-
ποια παράπονα από πλευράς των βρετανών αξιωματούχων. Το υπονοούμενο γί-
νεται σύντομα σαφές: «Φαίνεται ότι δεν αγοράζετε πια όπλα από τη Βρετανία»
(ή κάτι τέτοιο). Λίγα λεπτά αργότερα, κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος,
όταν η συζήτηση στρέφεται σε κάποιο άσχετο θέμα, μια παρεμπίπτουσα παρα-
τήρηση των επισκεπτών: «Αν όλα πάνε καλά, η Βρετανία θα εξετάσει το ενδεχό-
μενο να επιστραφούν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα στην Ελλάδα με την ευκαι-
ρία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004» (βασίζεται στο Ανών. 1998).
Στο γνωστό άρθρο του για τις πολιτισμικές βιογραφίες των αντικειμένων,
ο Igor Kopytoff (1986) κάνει μια αντιδιαστολή ανάμεσα στις διαδικασίες της
εμπορευματοποίησης και της μοναδικοποίησης. Όπως γράφει ο ίδιος:
Η απάντηση σε αυτό τον κίνδυνο επέλασης της εμπορευματοποίησης είναι η
κουλτούρα. Αφ’ ης στιγμής η εμπορευματοποίηση ομογενοποιεί την αξία, ενώ
το ουσιώδες στοιχείο της κουλτούρας είναι η διαφοροποίηση, η υπέρμετρη
εμπορευματοποίηση είναι το αντίθετο της κουλτούρας […] Η κουλτούρα δια-
σφαλίζει ότι κάποια πράγματα παραμένουν αναμφίλεκτα μοναδικά, ανθίστα-
Και παρακάτω,