You are on page 1of 9

ΤΟΠΟΙ ΜΝΗΜΗΣ: Η ιστορική µνήµη περιλαµβάνει όσα θυµούνται οι άνθρωποι ως

µέλη µιας κοινότητας ανεξάρτητα από το εάν τα έχουν ζήσει ή όχι. Δεν πρόκειται
απαραίτητα για βιωµένη µνήµη, οι άνθρωποι µεταφέρουν και παράλληλα εκπαιδεύονται
στη συλλογική µνήµη της κοινότητας. Σε αυτή τη διαδικασία καθοριστικό ρόλο
διαδραµατίζουν οι τόποι µνήµης, όπως τα µνηµεία, τα µουσεία, τα αρχεία κ.ά. Σύµφωνα
µε τον γάλλο ιστορικό Πιέρ Νορά τόπος µνήµης είναι οτιδήποτε (µνηµείο, µουσείο ακόµη
και αρχείο) που έχει αποκτήσει για την κοινότητα συµβολικό χαρακτήρα. Η λειτουργία
του συνίσταται στο να διαµορφώσει τη µνήµη µε τρόπο που να ανταποκρίνεται σε µια
επιλεκτική και αναλλοίωτη (σταθερή) εκδοχή του παρελθόντος. Οι ανδριάντες του Ρήγα
Φεραίου, του Ιωάννη αποδίστρια, του Αδαµάντιου Κοραή, του Γρηγορίου του Ε ́
αποτελούν έναν τόπο µνήµης που αναδεικνύει µια συγκεκριµένη εικόνα για τους
πρωταγωνιστές και την Επανάσταση του 1821 µπροστά στα εκατοµµύρια περαστικούς που
έχουν περάσει από µπροστά τους. (Από «Εισαγωγή στις Ιστορικές Σπουδές» του Β.
Καραµανωλάκη.)

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ: Κοινός τόπος της στάσης των


διαδοχικών κοινωνιών έως το τέλος του 18ου αι. ήταν η προσέγγιση των κτηριακών
λειψάνων του παρελθόντος µόνον ως προς τη χρηστική/στενά ωφελιµιστική τους πλευρά,
µε αποτέλεσµα τη µεταχείρισή τους ως κοινού οικοδοµικού υλικού ή ως ευπροσάρµοστου
πλαισίου για τη στέγαση νέων λειτουργιών ή, ακόµη, την ιδεολογική οικειοποίησή τους
για την επικύρωση επίκαιρων σκοπιµοτήτων και επιδιώξεων. Επιπροσθέτως, η αίσθηση
της συνέχειας σε σχέση µε το παρελθόν, που διείπε τις ως άνω κοινωνίες, συντελούσε στην
προσαρµογή των καταλοίπων του παρελθόντος στις νέες επικρατούσες αισθητικές τάσεις
και προτιµήσεις.

Η νέα αντίληψη της µνηµειακής προστασίας, του τέλους του 18ου αι, διέφερε ριζικά σε
σχέση µε τις προγενέστερες στάσεις, καθώς προσέγγιζε τα κατάλοιπα του παρελθόντος ως
προς το ιδεολογικό, συµβολικό περιεχόµενό τους, θεωρώντας τα φορείς πολύτιµων
πνευµατικών οικουµενικών αξιών, που θα έπρεπε να κληροδοτηθούν στους
επιγενόµενους. … διαµορφώθηκε σταδιακά, στη διάρκεια µιας αργής πολιτιστικής
ωρίµανσης, που άρχισε από την Αναγέννηση για να αποκρυσταλλωθεί την περίοδο του
Διαφωτισµού. Καταλύτης για την πρώτη επίσηµη έκφραση αυτής της νέας αντίληψης η
Επανάσταση του 1789 µε τους µαζικούς βανδαλισµούς του µνηµειακού πλούτου της
Γαλλίας .... Σηµείο της η ιστορική Οδηγία που το 1794 η Γαλλική Εθνοσυνέλευση
απευθύνει στους επικεφαλής των διαµερισµάτων της χώρας καλώντας τους να
µεριµνήσουν για τη διατήρηση των µνηµείων της: «... Δεν είστε παρά οι φύλακες ενός
αγαθού, για το οποίο η ανθρωπότητα έχει το δικαίωµα να σας ζητήσει να λογοδοτήσετε.
Οι βάρβαροι και οι σκλάβοι αποστρέφονται τα µνηµεία της τέχνης, οι ελεύθεροι άνθρωποι
τα αγαπούν και τα προστατεύουν». Η εποχή της συνειδητής συντήρησης και προστασίας
των µνηµείων έχει πλέον αρχίσει. (Αποσπάσµατα από ΦΑΝΗ ΜΑΛΛΟΥΧΟΥ-TUFANO,
Προστασία και Διαχείριση Μνηµείων, Ιστορικές και Θεωρητικές Προσεγγίσεις)
Π. Λέκκας: Το παιχνίδι με το χρόνο, (2001)

μνημεία, έθνη και ιστορική συνείδηση


ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
Χαμηλάκης, Γ.

ΜΝΗΜΕΣ ΛΑΞΕΜΕΝΕΣ ΣΕ ΜΑΡΜΑΡΟ 51

χνά θεωρούνται και λειτουργούν ως οι ναοί του έθνους. Οι ξένες αρχαιολογι-


κές αποστολές, από το άλλο μέρος, εκφράζουν την αλληλένδετη συγκρότηση
της αποικιοκρατικής και της εθνικής αρχαιολογίας, ενώ το νομικό πλαίσιο
επιχειρεί να συμβιβάσει τη θεμελιώδη εθνική αποστολή και τον ρόλο των υλι-
κών καταλοίπων της αρχαιότητας, με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας,
τον τουρισμό και, κυρίως, με δημοσιονομικά και οικονομικά ζητήματα.
Το τρίτο κεφάλαιο λειτουργεί ως γενεαλογική εξέταση των σχέσεων και
των διαδικασιών που διερευνώνται σε όλη την έκταση του παρόντος βιβλίου.
Αναλύει την ιστορική συγκυρία η οποία επέφερε τη στενή σύνδεση μεταξύ
αρχαιοτήτων και ελληνικού εθνικού φαντασιακού κατά τον 19ο αιώνα. Για
τους σκοπούς της παρούσας πραγμάτευσης, ο 19ος αιώνας τελειώνει το 1922,
με την ελληνική ήττα στον πόλεμο της Μικράς Ασίας και την κατάρρευση
του ονείρου της «Μεγάλης Ελλάδας». Υποστηρίζεται ότι κατά τη διάρκεια
εκείνης της περιόδου οι αρχαιότητες κατέστησαν ένα ζωτικής σημασίας συμ-
βολικό κεφάλαιο και ότι η υλικότητά τους διαδραμάτισε καίριο ρόλο στη δια-
μόρφωση, την παραγωγή και την αναπαραγωγή του εθνικού φαντασιακού. Η
διαδικασία αυτή ήταν απόρροια της σύγκλισης μεταξύ αποικιοκρατίας και
εθνικισμού, καθώς η Βαλκανική αποικιοποιούνταν από τις ιδέες του εθνικι-
σμού, και διαμορφώθηκε έκτοτε σε σημαντικό βαθμό από τη δυτική νεωτερι-
κότητα. Πριν από την έλευση και την εδραίωση των ιδεών περί έθνους, οι
περισσότεροι κάτοικοι του τόπου αντιλαμβάνονταν τις αρχαιότητες κυρίως
ως θαυμαστά επιτεύγματα ανθρώπων οι οποίοι είχαν μεν ζήσει κατά το πα-
ρελθόν στον ίδιο με εκείνους χώρο, αλλά ήταν ξένοι προς αυτούς, και, κατά
συνέπεια, ως ισχυρά και άξια σεβασμού αντικείμενα με υπερφυσικές ιδιότη-
τες. Η εθνικοποίηση της κοινωνίας, που οφειλόταν εν πολλοίς στα συμφέρο-
ντα και τις κοσμοθεωρίες των αναδυόμενων, εξελληνισμένων μεσαίων τάξε-
ων, μετέβαλε αυτή την αντίληψη, μετατρέποντας τα αρχαία κατάλοιπα σε
ιερά λείψανα της προγονικής κληρονομιάς και, τελικά, στα συστατικά στοι-
χεία της εθνικής αρχαιολογικής μαρτυρίας (archaeological record). Όμως
αυτή η αλλαγή ήταν λιγότερο ριζική από ό,τι φαίνεται. η εθνικιστική στάση
απέναντι στις αρχαιότητες, σε όλες τις εκάστοτε εκφάνσεις της, ενσωμάτωσε
πολλά χαρακτηριστικά της προεθνικιστικής εποχής, όπως την τάση της προ-
σωποποίησης τέχνεργων και αντικειμένων, ενώ η κομβική θέση της ελληνι-
κής ορθοδοξίας στο εθνικό φαντασιακό ήταν ένας επιπλέον παράγοντας ο
οποίος συνετέλεσε στη συνεχή ιεροποίηση των αρχαιοτήτων. Οι διεργασίες
αυτές, εντούτοις, διαμορφώθηκαν από ποικίλους δρώντες και ιδέες, από τους
εθνικούς διανοούμενους μέχρι τους δυτικοευρωπαίους αξιωματούχους, μελε-
τητές και γραφειοκράτες οι οποίοι διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην
εγκαθίδρυση των δομών του νέου εθνικού κράτους, όπως η αρχαιολογική
υπηρεσία, τα πανεπιστήμια και το νομικό πλαίσιο. Δύο επιπλέον θέσεις ανα-

Hamilakis_TheNation.indd 1:51 3/10/2012 4:54:32 µµ


52 ΤΟ ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟΥ

πτύσσονται σε αυτό το κεφάλαιο. Η πρώτη είναι ότι οι αρχαιότητες στην Ελ-


λάδα υπήρξαν ανέκαθεν μια διαφιλονικούμενη παρακαταθήκη, η οποία ήταν
ανοιχτή σε ποικίλες αναγνώσεις και ερμηνείες, και η οποία χρησιμοποιήθηκε
σε πολυάριθμες, και συχνά αντικρουόμενες, απόπειρες κοινωνικής και πολιτι-
κής νομιμοποίησης. Η δεύτερη θέση υποστηρίζει πως, παρότι το εννοιολόγη-
μα του δυτικού ελληνισμού (δηλαδή της ευρωπαϊκής κατασκευής μιας εξιδα-
νικευμένης εκδοχής κλασικής αρχαιότητας ως γενεαλογικού θεμελίου του
δυτικού πολιτισμού) ήταν αυτό που έδωσε την ώθηση για τη χρησιμοποίηση
της αρχαιότητας στη διαμόρφωση του ελληνικού εθνικού φαντασιακού, οι
έλληνες διανοούμενοι ήταν κυρίως εκείνοι οι οποίοι αναδιατύπωσαν και επα-
νεπεξεργάστηκαν αυτή την αφήγηση για να παραγάγουν μια νεοφανή, εντό-
πια σύνθεση, αυτό που έχω αποκαλέσει εγχώριο ελληνισμό. η σύνθεση αυτή
εμπεριείχε την αποκατάσταση του Βυζαντίου και την καθιέρωση μιας αδιά-
σπαστης, εθνικής ιστορικής συνέχειας, καθώς και τον συγκερασμό του εθνι-
κισμού με την ελληνική ορθοδοξία.
Αν το όνειρο της «Μεγάλης Ελλάδας» θάφτηκε στις στάχτες της Σμύρνης
το 1922, εκεί ακριβώς γεννήθηκαν νέα όνειρα και σχήματα της εθνικής αφή-
γησης. Το τέταρτο κεφάλαιο παρακολουθεί την ιστορία ενός από τους εκατο-
ντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που έφυγαν εκείνη την περίοδο από τη Μικρά
Ασία για να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. ενός τρίχρονου αγοριού που έμελ-
λε να γίνει ο Μανόλης Ανδρόνικος, μια προσωπικότητα η οποία μπορεί να
θεωρηθεί ως η κατεξοχήν μορφή εθνικού αρχαιολόγου στη σύγχρονη Ελλά-
δα. Το κεφάλαιο αρχίζει με την κηδεία του, το 1992, και κατόπιν ιχνηλατεί τη
ζωή και το έργο του, που κορυφώθηκε με τη στιγμή του πεπρωμένου του, την
ανακάλυψη ενός ασύλητου αρχαίου μακεδονικού τάφου στη Βεργίνα – ενός
τάφου για τον οποίο ο Ανδρόνικος αποφάνθηκε ότι ανήκε στον Φίλιππο Β΄
της Μακεδονίας, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Εκφράζεται η γνώμη ότι
ο Ανδρόνικος ήταν ένας παραγωγός ιστορίας ο οποίος ονειρεύτηκε μια ανα-
διαταγμένη εθνική αφήγηση και την υλοποίησε: μια αφήγηση που αναοριοθε-
τεί την ελληνική πατρίδα αποκαθιστώντας οριστικά, και με τη βοήθεια κά-
ποιων από τα πιο εντυπωσιακά αρχαιολογικά ευρήματα που ανακαλύφθηκαν
ποτέ στην Ελλάδα, τόσο το αρχαίο μακεδονικό παρελθόν (τον Φίλιππο, ο
οποίος παλαιότερα εθωρείτο ο μέγιστος εχθρός της Ελλάδας), όσο και τη βό-
ρεια Ελλάδα γενικότερα. Επιπλέον, στη ζωή και στο έργο του Ανδρόνικου
συγκλίνουν και συμπυκνώνονται όλα τα θεμελιώδη συστατικά στοιχεία του
εθνικού μύθου, από την κλασική αρχαιότητα και το Βυζάντιο, μέχρι την άνο-
δο και την κατάρρευση του ονείρου της «Μεγάλης Ιδέας» και τους σύγχρο-
νους αγώνες για εθνική επιβίωση. Δεδομένων αυτών των ιδιοτήτων και χα-
ρακτηριστικών, και επειδή η ιστορική συγκυρία ενέπλεξε άμεσα τα ευρήματά
του στη διπλωματική και πολιτική διένεξη μεταξύ της Ελλάδας και της Γιου-

Hamilakis_TheNation.indd 1:52 3/10/2012 4:54:33 µµ


ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: ΤΟ ΕΝΔΥΜΑ
Απόσπασμα από κείμενο της Ε. Πετρίδου

You might also like