You are on page 1of 9

J.M. Hall, Αρχαία ελληνική ιστορία. Η αρχαϊκή εποχή: 1200-479 π.Χ. (μτφ. Ι. Κ.

Ξυδόπουλος), Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 284-292.

Excursus Αξιολογώντας
II τη σπαρτιάτικη χίμαιρα

M
ία κατηγορία που εκτοξεύεται συνήθως εναντίον των Ελλήνων
ιστορικών είναι ότι προχωρούν πολύ συχνά σε γενικεύσεις βασι-
ζόμενοι σε μία και μοναδική πόλη, την Αθήνα. Πράγματι τα περισ-
σότερα έργα για την Ελλάδα της αρχαϊκής εποχής –συμπεριλαμβανομένου και
αυτού– αφιερώνουν τουλάχιστον ένα κεφάλαιο στην ιστορία της Αθήνας, συμ-
βάλλοντας φαινομενικά στην «αθηνοκεντρική» προσέγγιση. Ωστόσο, ενώ θα
πρέπει να είμαστε προσεκτικοί προτού συμπεράνουμε αν η Αθήνα αποτελούσε
ή όχι μία χαρακτηριστική περίπτωση, το γεγονός ότι εστιάζουμε συγκριτικά πε-
ρισσότερο σε αυτήν την πόλη είναι δικαιολογητέο. Πρώτον, οι συνδυασμένες
γραμματειακές και αρχαιολογικές μαρτυρίες που αφορούν την αρχαϊκή Αθήνα
ξεπερνούν κατά πολύ τις αντίστοιχες οποιασδήποτε άλλης πόλεως. Οι περισσό-
τερες γραμματειακές πηγές είναι φυσικά μεταγενέστερες και δεν μπορούμε να
τις χρησιμοποιήσουμε άκριτα, αλλά ούτε βέβαια και να τις αγνοήσουμε. Δεύ-
τερον, η Αθήνα κατά την κλασική εποχή ήταν μία από τις πιο ισχυρές πόλεις
στον ελληνικό κόσμο και σαφώς η πιο σημαντική από πολιτιστική άποψη. Για
να κατανοηθούν οι αρχές της ανόδου της πόλης σε μία τόσο δεσπόζουσα θέση,
είναι απαραίτητο να εξεταστούν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την προ-
γενέστερη αρχαϊκή εποχή.
Στην ιδανική περίπτωση, τα τεκμήρια για την Αθήνα θα έπρεπε να συγκρι-
θούν με εκείνα που είναι διαθέσιμα από άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου.
παρόμοιες συγκρίσεις εστιάζουν συνήθως στη Σπάρτη, για την οποία διαθέτου-
με σχεδόν αντίστοιχο όγκο μαρτυριών με εκείνον της Αθήνας. Όμως, αν το υλι-
κό από την Αθήνα πρέπει να χρησιμοποιείται προσεκτικά, εκείνο που αφορά τη
Σπάρτη θα έπρεπε να φέρει μία επίσημη προειδοποίηση: ο λόγος έγκειται στο ότι
πολλά από αυτά που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε σχετικά με τη Σπάρτη –και ειδικό-
τερα την αρχαϊκή Σπάρτη– καλύπτονται από αυτό που κάποτε περιέγραψε ένας
Γάλλος μελετητής ως «σπαρτιατική χίμαιρα», δηλαδή μία εξιδανικευμένη εικόνα
μιας άθικτης, στάσιμης πολιτικής κοινότητας που είχε εγκωμιαστεί, μεγεθυνθεί
και διαστρεβλωθεί από διαδοχικούς στοχαστές –αρχαίους και μεταγενέστερους.

284
Excursus II: Αξιολογώντας τη σπαρτιάτικη χίμαιρα 285

Οι Ρωμαίοι, παραδείγματος χάριν, αρέσκονταν στον παραλληλισμό ανάμεσα


στο δικό τους πολίτευμα και σε εκείνο των Σπαρτιατών, ενώ Έλληνες συγγρα-
φείς, όπως ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσέας (Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία 2.13-14, 23, 49)
και ο Αθήναιος (6.273f), οι οποίοι είχαν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τον
Πολύβιο (6.3, 10-11), ισχυρίζονταν ότι οι Ρωμαίοι είχαν μιμηθεί επίτηδες τους
Σπαρτιάτες σε αυτό το θέμα. Η φημισμένη απλότητα και αυστηρότητα των αρ-
χαίων Σπαρτιατών εξυμνούνταν από Πατέρες της Εκκλησίας όπως τον Κλήμη
από την Αλεξάνδρεια και απετέλεσαν το πρότυπο για τον πρώιμο μοναχισμό.
Πολιτικοί άνδρες (όπως ο Niccolo Machiavelli και ο Sir Walter Raleigh) εξέφρα-
σαν τον θαυμασμό τους για το σταθερό και «μεικτό» πολίτευμα των Σπαρτιατών
(το οποίο αποτελούνταν από μία συνέλευση του δήμου, στην οποία προήδρευ-
αν οι βασιλείς και ένα αριστοκρατικό συμβούλιο). Η υποτιθέμενη απόρριψη της
ατομικής ιδιοκτησίας από τους Σπαρτιάτες επηρέασε τις ουτοπικές ιδέες του Sir
Thomas More και του Abbé de Mably και, πολύ αργότερα, την κομμουνιστική
φιλοσοφία του Friedrich Engels. Στον Γάλλο φιλόσοφο του 18ου αιώνα Jean-
Jacques Rousseau η υποταγή των ατομικών συμφερόντων των Σπαρτιατών στο
όφελος του κράτους προσέφερε ένα πρότυπο για το «κοινωνικό συμβόλαιο»,
ενώ η προφανής ελευθερία που χαρακτήριζε τις γυναίκες της Σπάρτης αποτε-
λούσε για τον Σουηδό ιστορικό του 19ου αιώνα Johann Jakob Bachofen κατά-
λοιπο του (παλιότερα γενικευμένου) θεσμού της μητριαρχίας. Όμως και ο Adolf
Hitler φαίνεται ότι είχε μία ιδιαίτερη εμμονή με τη Σπάρτη, καθώς βάσισε την
εκπαίδευση της Hitler Jugend στη σπαρτιατική ἀγωγή. Στις ασυνάρτητες σκέψεις
που εκφράζονται στο Tischgespräche –ο τίτλος δανεισμένος από τα Συμποσιακὰ
του Πλουτάρχου– ο Hitler θαύμαζε την αποφασιστικότητα των Σπαρτιατών να
θανατώνουν τα αδύναμα ή ανάπηρα παιδιά και σύγκρινε τη μοίρα της δικής του
6ης Στρατιάς που αποδεκατίστηκε στο Stalingrad με εκείνη του βασιλιά Λεωνίδα
και των 300 Σπαρτιατών οι οποίοι πολέμησαν μέχρι θανάτου ενάντια στους Πέρ-
σες το 480, υπερασπιζόμενοι το πέρασμα των Θερμοπυλών.
Η εικόνα της Σπάρτης επομένως έχει υπηρετήσει ποικίλους πολιτικούς, φι-
λοσοφικούς και ιδεολογικούς σκοπούς κατά τη διάρκεια των αιώνων, αλλά όλες
αυτές οι ιδέες επεκτείνονται ανάλογα σε μία συζήτηση που φαίνεται να ξεκινά τον
5ο αιώνα. Οι άρχοντες της Σπάρτης έπαιξαν αναμφισβήτητα έναν σημαντικό ρόλο
στην κατασκευή της εικόνας που προέβαλλαν στον έξω κόσμο, αλλά η πρόσληψη
αυτής της εικόνας έχει διαθλαστεί μέσα από τα πρίσματα μη Σπαρτιατών συγγρα-
φέων –ειδικά Αθηναίων με ολιγαρχικές τάσεις– για τους οποίους μία εξιδανικευ-
μένη απεικόνιση της Σπάρτης ως σταθερής, δίκαιης και αξιοκρατικής κοινωνίας
θα μπορούσε να αποτελεί ένα ουτοπικό προσχέδιο για την εγκαθίδρυση μίας νέας
πολιτικής τάξης που δεν θα ενέδιδε στον αθηναϊκό δήμο. Καθοριστικός στην αθη-
ναϊκή συμβολή στη σπαρτιατική χίμαιρα ήταν ο Κριτίας, ο οποίος λέγεται ότι είχε
286 Αρχαία ελληνική ιστορία: η αρχαϊκή περίοδος 1200-479 π.Χ.

συγγράψει δύο πραγματείες για τη Σπάρτη –μία σε πεζό λόγο και την άλλη σε
ποίηση. καμία δεν έχει σωθεί, πέρα από ελάχιστα αποσπάσματα– και ήταν συγγε-
νής του Πλάτωνα. Για τον τελευταίο, η Σπάρτη αποτελούσε ένα σημαντικό σημείο
αναφοράς στα πιο πολιτικά έργα του (στην Πολιτεία και ιδίως στους Νόμους).
Οι πιο λεπτομερείς περιγραφές που διαθέτουμε για την αρχαϊκή Σπάρτη είναι
μία πραγματεία με τίτλο Λακεδαιμονίων Πολιτεία και ο Λυκοῦργος του Πλουτάρ-
χου. Η πρώτη έχει διασωθεί στα άπαντα του Ξενοφώντα και, μολονότι η πατρό-
τητα του έργου έχει αμφισβητηθεί ορισμένες φορές, ο συγγραφέας με βεβαιότη-
τα θα ταίριαζε στο προφίλ του Ξενοφώντα. Όπως και ο Κριτίας, ο Ξενοφών ήταν
συνεργάτης του Σωκράτη και, την εποχή της θανάτωσης του Σωκράτη (το 399),
εξορίστηκε από τη γενέτειρά του Αθήνα και τελικά του δόθηκε ένα κτήμα στην
Ήλιδα, από τον Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαο Βʹ. Η ευγνωμοσύνη που χρωστού-
σε ο Ξενοφών στον Αγησίλαο εκφράστηκε επαρκώς στην εγκωμιαστική διήγηση
που έγραψε για τον Σπαρτιάτη ευεργέτη του, ενώ παρόμοιος έπαινος για τον
σπαρτιατικό τρόπο ζωής χαρακτηρίζει την Λακεδαιμονίων Πολιτεία. Ο Πλούταρ-
χος δεν συνδεόταν τόσο στενά με τη Σπάρτη, αν και το έργο του Ξενοφώντα
Λακεδαιμονίων Πολιτεία αποτελούσε σημαντική πηγή για τον Λυκοῦργο –μαζί
με τις αφηγήσεις διάφορων συγγραφέων της ελληνιστικής εποχής, οι οποίοι φαί-
νεται ότι ήταν ικανοποιημένοι που επέτρεψαν με την αρχαιοδιφική τους έρευνα
την προώθηση πιο σύγχρονων προπαγανδιστικών σκοπών.
Και τα δύο κείμενα διακατέχονταν ήδη από τη σπαρτιατική χίμαιρα. Και,
παρόλο που και τα δύο καταλήγουν απαισιόδοξα, σημειώνοντας την παρακμή
του κράτους από τα τέλη του 5ου αιώνα, σκιαγραφούν την εικόνα μίας σταθε-
ρής, αμετάβλητης ως τότε κοινωνίας, η οποία ζούσε σύμφωνα με τους νόμους
και τους θεσμούς που είχαν καθιερωθεί από τον περίφημο νομοθέτη Λυκούρ-
γο, «γιατί εκείνος, χωρίς να μιμηθεί τις άλλες πόλεις αλλά συλλαμβάνοντας τα
αντίθετα από αυτά που ίσχυαν σε αυτές, έκανε την πατρίδα του να υπερέχει σε
ευδαιμονία» (Ξενοφών, Λακεδαιμονίων Πολιτεία 1.2). Εκτός από τη σύνδεσή
του με τη Μεγάλη Ρήτρα (Λακεδαιμονίων Πολιτεία 14. Πλούταρχος, Λυκοῦργος
5-7), στον Λυκούργο αποδίδονται η θεσμοθέτηση σχέσεων μοιχείας, ώστε να
καταπολεμηθεί η δημογραφική ύφεση (Λακεδαιμονίων Πολιτεία 1.7-10. Λυ-
κοῦργος 15), η απαλλοτρίωση της ατομικής ιδιοκτησίας και ο αναδασμός της
γης σε 9.000 ίσους κλήρους (Λυκοῦργος 8), η καθιέρωση της ἀγωγῆς για τα
αγόρια (Λακεδαιμονίων Πολιτεία 2-3. Λυκοῦργος 16-25) και ενός εκπαιδευτι-
κού συστήματος για τα κορίτσια (Λυκοῦργος 14), η θέσπιση των συσσιτίων, στα
οποία οι Σπαρτιάτες πολίτες ήταν υποχρεωμένοι να συμβάλλουν με μηνιαίες
συνεισφορές (Λακεδαιμονίων Πολιτεία 5. Λυκοῦργος 10, 12), η απαγόρευση των
χρημάτων, εκτός από ένα βαρύ σιδερένιο νόμισμα (Λακεδαιμονίων Πολιτεία 7.
Λυκοῦργος 9) και η οργάνωση του στρατού (Λακεδαιμονίων Πολιτεία 11-12).
Excursus II: Αξιολογώντας τη σπαρτιάτικη χίμαιρα 287

Όπως είδαμε (σ. 261-264), τα θεμελιώδη στοιχεία του σπαρτιατικού πολι-


τεύματος τοποθετούνται χρονικά μάλλον στις αρχές του 7ου αιώνα, αν και η
απόδοσή τους στον Λυκούργο φαίνεται να είναι νεότερη επινόηση –σε αυτήν
την περίπτωση, η πεποίθηση ότι ο Λυκούργος ήταν υπεύθυνος σχεδόν για όλους
τους θεσμούς της Σπάρτης και ότι αυτοί είχαν παραμείνει ανέπαφοι για αρκε-
τούς αιώνες είναι εγγενώς απίθανη. Πιο πιθανή μοιάζει η υπόθεση ότι διάφορες
καινούριες νομικές και θεσμικές εξελίξεις παρουσιάζονταν ως ενσάρκωση των
ιδανικών του Λυκούργου και των επιταγών του, έτσι ώστε να φέρουν το παραδο-
σιακό κύρος. Το πιο σαφές παράδειγμα σε σχέση με αυτό αφορά τον υποτιθέμενο
αναδασμό της κοινοτικής γης από τον Λυκούργο, σε 9.000 αναπαλλοτρίωτους
κλήρους. Η αντίληψη ότι η ισότητα θα διατηρούνταν καλύτερα εάν η γη δεν
πωλούνταν ή δεν αγοραζόταν ήταν ήδη διαδεδομένη στον 4ο αιώνα (Αριστοτέ-
λης, Πολιτικὰ 1270a 17-18). Ωστόσο ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι η ιδιοκτησία
μεταβιβαζόταν επί των ημερών του και η διαδεδομένη αντίληψη ότι –πριν από
τη μεταρρύθμιση που είχε υποστηρίξει ο έφορος του 4ου αιώνα Επιτάδευς– η γη
ήταν βάσει νόμου αναπαλλοτρίωτη εντοπίζεται μόνο σε μεταγενέστερες πηγές
(π.χ. Πλούταρχος, Ἆγις 5). Επιπλέον, ο αριθμός των 9.000 κλήρων εγείρει αμέσως
υποψίες, δεδομένου ότι ο βασιλιάς του 3ου αιώνα Άγις Δʹ είχε προτείνει τον ανα-
δασμό της σπαρτιάτικης γης σε 4.500 κλήρους όταν η Σπάρτη είχε χάσει τη μισή
από τη διαθέσιμη επικράτειά της μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας (Ἆγις
8). Αυτή ήταν απλώς μία από τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που προώθησε ο
Άγις –μαζί με την αποκοπή των χρεών και τη χειραφέτηση των περιοίκων και των
ειλώτων– και κάποιος μπορεί εύκολα να φανταστεί ότι το όνομα του Λυκούργου
είχε επιλεγεί για τη συγκάλυψη του επαναστατικού χαρακτήρα των προτάσεων
(για τις οποίες ο Άγις δολοφονήθηκε τελικά). Αντιθέτως, οι οικονομικές διαφο-
ροποιήσεις που επισημαίνονται ανάμεσα στους Σπαρτιάτες, σε συνδυασμό με
την παρατήρηση του Αριστοτέλη ότι η γη είχε συγκεντρωθεί στα χέρια λίγων,
καθιστούν σχεδόν βέβαιο ότι η ατομική ιδιοκτησία και το δικαίωμα της απαλλο-
τρίωσης υπήρχαν στη Σπάρτη, όπως και στις περισσότερες ελληνικές πόλεις.
Σίγουρα υπήρχε κάποιο πρόγραμμα δημόσιας εκπαίδευσης στη Σπάρτη
στο τελευταίο τρίτο του 5ου αιώνα: ο Θουκυδίδης (2.39.1) βάζει τον Περικλή να
αντιπαραβάλλει τους Αθηναίους με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι «επιδιώκουν να
γίνουν ανδρείοι από την παιδική ηλικία, μέσω επίπονης εκπαίδευσης». Ωστό-
σο είναι απίθανο το πρόγραμμα να ήταν το ίδιο με τη λεπτομερή εικόνα που
σκιαγραφεί ο Πλούταρχος, για τον απλό λόγο ότι η ἀγωγὴ είχε αναθεωρηθεί
εντελώς τουλάχιστον δύο φορές πριν από την εποχή του Πλουτάρχου. Η πρώτη
αποκατάσταση της ἀγωγῆς έγινε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κλεομένη
Γʹ (235-222), όταν ο στωικός φιλόσοφος Σφαίρος ο Βορυσθενίτης ανέλαβε να
επαναφέρει σε ισχύ ένα πρόγραμμα το οποίο είχε περιέλθει σε αφάνεια νωρίτερα
288 Αρχαία ελληνική ιστορία: η αρχαϊκή περίοδος 1200-479 π.Χ.

εκείνον τον αιώνα. Η ἀγωγὴ καταργήθηκε από τον Αχαιό στρατηγό Φιλοποίμε-
να το 188 και αποκαταστάθηκε εκ νέου από τους Ρωμαίους όταν κατέκτησαν την
Ελλάδα (146), αν και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πόσο πιστά αντέγραφε
τις προηγούμενες της κλασικής και της ελληνιστικής εποχής. Επίσης ο στρατός
πρέπει να άλλαξε και να εξελίχθηκε αρκετά κατά τη διάρκεια των αιώνων: σαφώς
ο στρατός που περιγράφει λεπτομερώς ο Ξενοφών είναι οργανωμένος σε διαφο-
ρετική βάση από εκείνον που αναφέρει ο Ηρόδοτος στις Πλαταιές το 479.
Η υποτιθέμενη απαγόρευση νομισμάτων από πολύτιμα μέταλλα έχει επίσης
υποστεί έναν κριτικό εξονυχιστικό έλεγχο. Ενώ αληθεύει ότι η Σπάρτη δεν εξέδω-
σε δικό της νόμισμα πριν από τα μέσα του 3ου αιώνα, υπολογίζεται πως περίπου
το 50% των πόλεων δεν έκοψαν ποτέ νόμισμα. Μάλιστα, το κράτος της Σπάρτης
πρέπει να διέθετε κάποια αποθέματα χρυσών και ασημένιων νομισμάτων που
είχαν κοπεί αλλού, για σκοπούς όπως η διατήρηση πρεσβευτών σε άλλες πόλεις,
η πληρωμή μισθοφόρων και η καταβολή λύτρων για αιχμαλώτους πολέμου, ενώ
πλήθος ιστοριών σχετικά με Σπαρτιάτες που αποδέχονταν ή προσέφεραν δω-
ροδοκίες από/σε ξένους σημαίνει πως ορισμένοι ιδιώτες κατείχαν χρυσά ή αση-
μένια νομίσματα. Ίσως η παράδοση ότι ο Λυκούργος απαγόρευσε το χρυσό και
αργυρό νόμισμα να δημιουργήθηκε ως τμήμα της ηθικολογικής αντίδρασης για
τις κατακτήσεις του Σπαρτιάτη στρατηγού Λυσάνδρου στην Aνατολή, στα τέλη
του 5ου αιώνα, όταν η Σπάρτη ξαφνικά κατακλύστηκε από λάφυρα που προέρχο-
νταν από υπερπόντιες περιοχές (Διόδωρος 14.10.2. Πλούταρχος, Λυκοῦργος 30).
Φαίνεται πως είχαν ληφθεί τότε ορισμένα –αναποτελεσματικά, εν τέλει– μέτρα,
προκειμένου να αποτραπεί η απόκτηση πλούτου από ιδιώτες.
Όσο για την ανάρμοστη ελευθερία που υποτίθεται ότι είχαν οι γυναίκες, οι
Σπαρτιάτισσες απολάμβαναν μάλλον ένα ανώτερο νομικό καθεστώς από ό,τι
–για παράδειγμα– οι Αθηναίες: υποθέτουμε βάσιμα ότι είχαν το νόμιμο δικαί-
ωμα να κληρονομήσουν τμήμα τουλάχιστον της περιουσίας του πατέρα τους.
Όμως οι πρακτικές που περιγράφει ο Ξενοφών κάπως αμήχανα –ότι οι ηλικιω-
μένοι Σπαρτιάτες σύζυγοι έπρεπε να εξασφαλίσουν νεότερους άνδρες εραστές
για τις συζύγους τους ή ότι οι άνδρες μπορούσαν να αποκτήσουν παιδιά με τις
συζύγους άλλων ανδρών– φαίνεται πως ήταν μία λύση στη δημογραφική ύφεση.
Όπως εξηγεί ο Ξενοφών (Λακεδαιμονίων Πολιτεία 1.9), «οι γυναίκες θέλουν να
ανήκουν σε δύο σπίτια και οι άνδρες να παρέχουν αδέλφια στα παιδιά τους, τα
οποία θα ανήκουν στην οικογένεια και θα συμμετέχουν στη δύναμή της, αλλά
δεν θα διεκδικούν την περιουσία». Μία πιθανή πρόταση είναι ότι αυτά τα μέτρα
είχαν ληφθεί μόνο μετά τον καταστρεπτικό σεισμό στη δεκαετία του 460 (Θου-
κυδίδης 1.101. Διόδωρος 11.63).
Τελικά, οι δύο πιο πλήρεις πηγές που διαθέτουμε για την αρχαϊκή Σπάρτη επη-
ρεάζονται ανεπανόρθωτα από τις μεταγενέστερες επινοήσεις και διαστρεβλώσεις,
Excursus II: Αξιολογώντας τη σπαρτιάτικη χίμαιρα 289

ώστε δεν διαθέτουν πρακτικά κάποια ιστορική αξία για την πρώιμη ιστορία της
Σπάρτης, ακόμη και αν μας παρέχουν σημαντικά στοιχεία για την επακόλουθη
δημιουργία της σπαρτιατικής χίμαιρας καθαυτής. Αυτό ισχύει εξίσου για τις πα-
λαιότερες πηγές του 5ου αιώνα. Έχει υποστηριχθεί ότι ο Ηρόδοτος ήταν σε μεγάλο
βαθμό ανεπηρέαστος από τις συνέπειες της χίμαιρας, εξαιτίας του ότι η γνωριμία
του με τη Σπάρτη προηγούνταν χρονικά των σοβαρών στρεβλώσεων που δημι-
ουργήθηκαν από την προκατάληψη και την εξιδανίκευση των Αθηναίων. Ωστόσο
φαίνεται ότι προκύπτει ένα διαφορετικό συμπέρασμα από τις διαμετρικά αντίθετες
περιγραφές του για την Αθήνα και τη Σπάρτη (1.56), καθώς και από το γεγονός
ότι η Σπάρτη είναι η μόνη ελληνική πόλις για την οποία ο Ηρόδοτος μας προσφέ-
ρει ένα «εθνογραφικό» πορτραίτο (6.56-60), συναφές με τους λόγους του για τους
Πέρσες, τους Αιγυπτίους και τους Σκύθες. Μάλιστα, συγκρίνει σαφώς ορισμένα
σπαρτιατικά έθιμα με εκείνα των Περσών και των Αιγυπτίων, φθάνοντας στο ση-
μείο να ισχυριστεί ότι οι Σπαρτιάτες ήταν ουσιαστικά απόγονοι των Αιγυπτίων.
όλα τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι ο εξωτικά «άλλος» χαρακτήρας της Σπάρ-
της –κεντρικό στοιχείο της χίμαιρας– αποτελούσε ήδη έναν τόπο στην εποχή του
Ηροδότου. Ο Θουκυδίδης ασχολείται κυρίως με τη σύγχρονη παρά με την πρώιμη
Σπάρτη. παρόλα αυτά, αναγκάζεται να παραδεχτεί ότι η παντελής ακρίβεια είναι
αδύνατη, λόγω της μυστικότητας της Σπάρτης (5.68.2). Όταν αναφέρεται στην
προγενέστερη ιστορία της Σπάρτης (1.18.1), το κάνει για να δείξει ότι οι Σπαρ-
τιάτες ήταν ισχυροί επειδή διέθεταν το ίδιο, σταθερό πολίτευμα, ελεύθερο από
τυραννικές παρεμβάσεις, για περίπου 400 χρόνια. Αυτή η αντίληψη, όπως είδαμε,
κατείχε κεντρική θέση στην εξιδανικευμένη εικόνα της Σπάρτης που προέκυψε
τον 5ο αιώνα. Θεωρείται εγγενώς απίστευτη, αλλά επίσης υποστηρίζεται ελάχιστα
από τα εκτενή αποσπάσματα των αρχαϊκών ποιητών Τυρταίου και Αλκμάνα.
Φαινομενικά, οι σοβινιστικές, πολεμικές παραινέσεις του Τυρταίου συμ-
φωνούν με το μιλιταριστικό πνεύμα που χαρακτήριζε τη Σπάρτη στην κλασική
εποχή. Ωστόσο είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι διαθέτουμε εκείνα τα απο-
σπάσματα της ποίησης του Τυρταίου, τα οποία οι μεταγενέστεροι συγγραφείς
θεώρησαν ότι ήταν κατάλληλα να τα καταγράψουν. Είναι πολύ πιθανό ο Τυρ-
ταίος να συνέθεσε στίχους για μία ολόκληρη ποικιλία θεμάτων, αλλά εκείνα τα
οποία κρίθηκαν ασυμβίβαστα με την κατοπινή ιδεολογία της Σπάρτης έπαψαν
να παρατίθενται και, τελικά, λησμονήθηκαν. Ο Αλκμάν αποτελεί μία εντελώς
διαφορετική περίπτωση. Μολονότι η εστίασή του σε χορωδίες, χορούς και εορ-
τασμούς ταιριάζει με τις μεταγενέστερες περιγραφές του πολιτισμού και της
κοινωνίας της Σπάρτης (πρβλ. Πλούταρχος, Λυκοῦργος 21), αυτά δεν είναι τα
πρώτα πράγματα που σκέπτεται κάποιος όταν φαντάζεται τη Σπάρτη. Η Σπάρ-
τη του Αλκμάνα δεν είναι η Σπάρτη της αυστηρής ισότητας ή του μιλιταριστι-
κού απομονωτισμού, αλλά εκείνη των ελίτ που ξεπερνούσαν τα στενά τοπικά
290 Αρχαία ελληνική ιστορία: η αρχαϊκή περίοδος 1200-479 π.Χ.

όρια1 και συμμετείχαν στα υψηλά πολιτιστικά δρώμενα. Οι ανασκαφές των Βρε-
τανών στο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος ανάμεσα στα 1906 και 1910, με τις οποίες
αποκαλύφθηκαν πλούσια αποθεμάτα κεραμικής, ειδώλια και μάσκες από πηλό,
σκαλιστά ελεφαντοστά, χάλκινα αγαλματίδια και αγγεία και δεκάδες χιλιάδες
μολύβδινα ειδώλια, κατέστησαν σαφές ότι ο κόσμος του Αλκμάνα δεν ήταν
τόσο φανταστικός τελικά. Όπως έχει υποστηριχθεί, η Σπάρτη δεν ήταν αρχικά
τόσο διαφορετική από τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις. Πρέπει να υπήρξε ένα
σημείο καμπής και, όταν οι αρχαιολόγοι παρατήρησαν ότι τα υψηλού επιπέδου
αναθήματα στα ιερά άρχισαν να φθίνουν γύρω στο 550, οι μελετητές έσπευσαν
να το ερμηνεύσουν ως συνέπεια σημαντικών πολιτικών, οικονομικών και ιδεο-
λογικών αλλαγών που έλαβαν χώρα στα μέσα του 6ου αιώνα και οδήγησαν στην
απομόνωση της Σπάρτης από τις κυρίαρχες τάσεις. Μερικοί, μάλιστα, απέδω-
σαν αυτές τις αλλαγές στον Σπαρτιάτη έφορο Χίλωνα, ο οποίος θεωρούνταν
ένας από τους επτά σοφούς της Ελλάδας (Πλάτωνας, Πρωταγόρας 343a. Παυ-
σανίας 3.16.4) και στον οποίο αποδίδεται η ενίσχυση της εξουσίας των εφόρων
(Διογένης Λαέρτιος 1.68).
Αρκετές δεκαετίες αργότερα η εικόνα φαίνεται λιγότερο ξεκάθαρη. Αφε-
νός, δεν υπάρχουν άλλα σχόλια για την τελική χρονολόγηση γύρω στο 550. Τα
αντικείμενα που υπήρχαν στο ιερό της Αρτέμιδος πριν από αυτή τη χρονολογία
είχαν σφραγιστεί κάτω από ένα στρώμα άμμου, λόγω μιας πλημμύρας του πο-
ταμού Ευρώτα. Χωρίς την προστασία αυτού του στρώματος, τα αναθήματα των
τελών του 6ου και του 5ου αιώνα θα μπορούσαν εύκολα να είχαν παρασυρθεί
από κατοπινές πλημμύρες ή να είχαν λεηλατηθεί. Μάλιστα, με το αρχαιολογικό
υλικό από τη Λακωνία που μας παρείχαν οι ανασκαφές, κατέστη εφικτό να ανα-
γνωριστούν οι λακωνικές εξαγωγές ακόμα πιο μακριά και αυτό υπονοούσε μία
τελείως διαφορετική ιστορία. Υπήρξε, παραδείγματος χάριν, μία αξιοσημείωτη
αύξηση κατά τον 6ο αιώνα στην παραγωγή και την κυκλοφορία των προϊόντων
της Λακωνίας όπως χάλκινων ειδωλίων και αγγείων και λεπτής μελανόμορφης
κεραμικής. Αν και η παραγωγή της διακοσμημένης κεραμικής παρήκμασε από
το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, παρέμενε υψηλότερη στο πρώτο τέταρτο του
5ου αιώνα από ό,τι ήταν τον 7ο αιώνα και πιο απλά αγγεία με μαύρο γάνωμα
συνέχισαν να εξάγονται για μεγάλο διάστημα αργότερα. Στο δεύτερο μισό του
6ου αιώνα ακμάζει η παραγωγή εντυπωσιακών χάλκινων αγγείων –συμπεριλαμ-
βανομένου, ίσως, και του μνημειακού χάλκινου κρατήρα, ύψους 1,64 μ., που
βρέθηκε στον τάφο μιας Κέλτισσας πριγκίπισσας στο Vix στην κοιλάδα του
Σηκουάνα (αν και αμφισβητείται η σπαρτιατική του προέλευση). Οι χάλκινοι
καθρέφτες και τα ειδώλια, αντιθέτως, συνέχισαν να κατασκευάζονται και στον

1. ΣτΜ. Αποδίδεται περιφραστικά ο αγγλικός όρος transregional.


Excursus II: Αξιολογώντας τη σπαρτιάτικη χίμαιρα 291

5ο αιώνα. Έχουν γίνει απόπειρες να προσαρμοστούν τα υλικά κατάλοιπα στις


μεταγενέστερες αναφορές των γραμματειακών πηγών, υποθέτοντας ότι η παρα-
γωγή ανήκε στους περιοίκους παρά στους Σπαρτιάτες πολίτες. όμως θεωρείται
σχεδόν βέβαιο ότι τα πιο ακριβά αντικείμενα στα ιερά τα αφιέρωναν οι πολίτες
και η πιθανή αναγνώριση της ταφής ενός αγγειοπλάστη στο κέντρο της ίδιας
της Σπάρτης υπαινίσσεται τη μακρινή πιθανότητα ότι η υποτιθέμενη απαγόρευ-
ση της χειρωνακτικής δραστηριότητας δεν ήταν τόσο ενδελεχής, όσο αρέσκο-
νταν να φαντάζονται οι μεταγενέστεροι Σπαρτιάτες ή οι θαυμαστές τους.
Από την άλλη, υπάρχει ο κίνδυνος να υπερβάλλουμε για το πόσο τυπική
ήταν η αρχαϊκή Σπάρτη. Ακόμα και αν η κατάκτηση της Μεσσηνίας διήρκεσε
περισσότερο και ήταν πιο περίπλοκη υπόθεση από ό,τι εικάζεται (σ. 246-251), η
περιοχή όπου η Σπάρτη ασκούσε ένα είδος –έμμεσου– ελέγχου ήταν εξαιρετικά
μεγάλη (περίπου 7.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα). Επιπλέον, μία πιο προσεκτι-
κή εξέταση στον υλικό πολιτισμό της Λακωνίας αποκαλύπτει ορισμένα κάπως
ασυνήθιστα και χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Οι τεχνικές που βρίσκονται πίσω
από την παραγωγή της κεραμικής με εικονιστικές παραστάσεις τον 6ο αιώνα
ίσως να ήταν δανεισμένες από την Κόρινθο και την Αθήνα, αλλά τα διακοσμη-
τικά θέματα είναι εντελώς αυθεντικά. Υπάρχουν τώρα κάποιες ενδείξεις ότι η
σχετικά ασυνήθιστη κατασκευή ενός ποδίου στο ιερό της Ελένης και του Με-
νελάου (χρονολογημένο στις αρχές του 5ου αιώνα), στη Θεράπνη (Εικόνα ΙΙ.2),

Εικόνα ΙΙ.2. Το ιερό της Ελένης και του Μενελάου κοντά στη Σπάρτη (φωτογραφία του συγ-
γραφέα).
292 Αρχαία ελληνική ιστορία: η αρχαϊκή περίοδος 1200-479 π.Χ.

αποτελούσε ένα χαρακτηριστικό και άλλων σπαρτιατικών ναών, το οποίο τους


διέκρινε από το κανονικό αρχιτεκτονικό στιλ που είχε υιοθετηθεί σε άλλες περι-
οχές. Παράξενα αντικείμενα, όπως ο ἅρπαξ (χάλκινη άρπαγα) και τα σιδερένια
δρεπάνια, είναι συνηθισμένα αναθήματα στα σπαρτιατικά ιερά, ενώ το γεγονός
ότι τα πλησιέστερα παράλληλα των πήλινων μασκών –οι οποίες βρέθηκαν στο
ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος και χρονολογούνται κυρίως στον 7ο και τον 6ο αιώ-
να– είναι τα φοινικικά ίσως παραπέμπει στα ανατολικά χαρακτηριστικά που δι-
έκρινε ο Ηρόδοτος στη Σπάρτη. Μία χίμαιρα, όσο διαστρεβλωμένη και αν είναι,
έχει ένα σημείο αναφοράς. είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι υπήρχαν κάποιες
ιδιαιτερότητες σχετικά με τη Σπάρτη, τις οποίες εκμεταλλεύτηκαν εξίσου (από
τον 5ο αιώνα κεξ.) οι Σπαρτιάτες και οι μη Σπαρτιάτες. Αν αυτό ισχύει, δεν θα
ήταν συνετό να υποθέσουμε ότι η αρχαϊκή Σπάρτη μπορεί να αποτελέσει ένα
σημείο αναφοράς, βάσει του οποίου μπορούμε να εκτιμήσουμε το πόσο τυπικές
ήταν οι άλλες ελληνικές πόλεις.

Περαιτέρω ανάγνωση
Η σπαρτιατική χίμαιρα: Tigerstedt 1965. Rawson 1969. Για την ιστορία της Σπάρτης,
γενικά: Cartledge 2002b. Για την αξιοπιστία της παράδοσης: C.G. Starr, «The cred-
ibility of early Spartan history,» στο Whitby 2002, 26-42. M. Flower, «The invention
of tradition in Classical and Hellenistic Sparta», στο Powell and Hodkinson 2002,
191-217. Για την ἀγωγή: S. Hodkinson, «Social order and the conflict of values in
Classical Sparta,» Chiron 13 (1983), 239-81. Kennell 1995. Νόμισμα: T.J. Figueira,
«Iron money and the ideology of consumption in Laconia,» στο Powel and Hod-
kinson 2002, 137-70. Γυναίκες: P. Cartledge, «Spartan wives: Liberation or licence?»
στο Whitby 2002, 131-60. Για μια επαναξιολόγηση του υλικού πολιτισμού της
Σπάρτης: S. Hodkinson, «Lakonian artistic production and the problem of Spartan
austerity,» στο Fisher and van Wees 1998, 93-117.

You might also like