You are on page 1of 2

Ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα μαθητείας για τον 21ο αιώνα

Η νέα έκδοση στα ελληνικά της Ανθρώπινης κατάστασης της Χάνα Άρεντ, τρεις και
πλέον δεκαετίες μετά την πρώτη ελληνική μετάφρασή της στη «Φιλοσοφική και
Πολιτική Βιβλιοθήκη» που διεύθυνε για τις εκδόσεις Γνώση ο Παναγιώτης
Κονδύλης, μοιάζει προορισμένη (και θα ήταν ευκταίο) να λειτουργήσει για μια
νεότερη γενιά όπως, βεβαιωμένα, είχε λειτουργήσει η πρώτη εκείνη έκδοση για τους
κάπως παλιότερους: σαν βιβλίο αναφοράς, διανοητικής και πολιτικής διάπλασης,
μέσα σε ένα άρδην αλλαγμένο πλαίσιο πρόσληψης – σε μια εχθρική ιδεολογική
συγκυρία, στα καθ’ ημάς και όχι μόνο, όπου δεσπόζει πια ένας επιθετικός
φιλελευθερισμός του οποίου οι υπέρμαχοι διεκδικούν εδώ και μερικά χρόνια ως
«δική τους» την Άρεντ.
Θα ήταν επομένως σκόπιμη μια επικαιροποίηση της παρατήρησης της
Μάργκαρετ Κάνοβαν, η οποία, στην –κατατοπιστική, αν και γραμμένη προ
εικοσαετίας– εισαγωγή της γι’ αυτή την έκδοση του έργου, υποστηρίζει ότι «η Άρεντ
δεν βρήκε κανέναν μιμητή, και το βιβλίο δεν ανήκει σε κανένα είδος» (σελ. 11).
Χωρίς να χρειάζεται να υπεισέλθουμε σε συζητήσεις περί μίμησης ή ειδολογικής
επίδρασης, θα μπορούσαμε με σχετική ασφάλεια να πούμε ότι η σημερινή
φιλελεύθερη πλαισίωση της Άρεντ, στην Ελλάδα και πολύ παραπέρα, με την οποία
καλείται πλέον να αναμετρηθεί η Ανθρώπινη κατάσταση, προετοιμάστηκε από
εγχειρήματα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο, για παράδειγμα, η μνημειώδης
Παρακμή του αστικού πολιτισμού του προαναφερθέντος Τάκη Κονδύλη (ένα από τα
ελάχιστα μεγάλα εγχώρια κείμενα του πολιτισμικού συντηρητισμού) και η φουκωικής
έμπνευσης και αγκαμπενικής συνέχειας θέση περί «βιολογικής νεωτερικότητας», η
οποία, άλλοτε έμμεσα και άλλοτε ρητά, βασίστηκε εν πολλοίς στις αναλύσεις της
Άρεντ για τη νίκη του animal laborans, του νεωτερικού ανθρώπου εννοούμενου ως
«μοχθούντος ζώου», και την επικράτηση της ζωής ως ύψιστου αγαθού και
κανονιστικού ορίζοντα των ανεπτυγμένων δυτικών κοινωνιών. Είναι χαρακτηριστική
αυτή η οικειοποίηση της Άρεντ από εκπροσώπους φαινομενικά αντίθετων
διανοητικών και πολιτικών τάσεων, που, συνήθως ανομολόγητα, βρίσκουν στη
σκέψη της ένα ιδιόμορφο σημείο σύγκλισης – κάτι σαν ενδιάμεσο χώρο όπου
μπορούν να εκφραστούν πολυποίκιλες post αφηγήσεις, κριτικοί και «κριτικοί» λόγοι,
αντιολοκληρωτικές θεωρίες, νοσταλγικά απαισιόδοξοι απολογισμοί όσο και
θριαμβολογικές αναγγελίες ενός λαμπρού παρόντος που θα όφειλε να διαιωνιστεί ως
διαρκές μέλλον.
Η ίδια η Ανθρώπινη κατάσταση εξηγεί καλύτερα από κάθε εξωτερική
αποτίμηση την έλξη που ασκεί η συγγραφέας της. Επιστρατεύοντας μια σειρά από
νεοαριστοτελικές (ή και βεμπεριανές, θα μπορούσε να πει κανείς) διακρίσεις, τριάδες
(μόχθος-εργασία-πράξη, δύναμη-βία-ισχύς) και δίπολα (vita contemplativa-vita
activa, γη-κόσμος, ιδιοκτησία-ιδιοποίηση/πλούτος), η Άρεντ αναπτύσσει με σπάνια
αφηγηματική δεινότητα –που ενίοτε παίρνει και χαρακτήρα πολεμικής: ξεχωρίζει εδώ
η αντιπαλότητα με τον Μαρξ ως κύριο εκπρόσωπο του καπιταλιστικού φαντασιακού
του μόχθου– την πραξεολογία της, μια πλήρη εννοιολογική εξιστόρηση του
«πρακτικού βίου» του ανθρώπου, στον οποίο σχεδίαζε να αντιδιαστείλει τη «ζωή του
νου», όπως ήταν ο τίτλος του τελευταίου της έργου που έμεινε ανολοκλήρωτο,
αφήνοντας για πάντα άγραφο το μέρος του που φιλοδοξούσε να συνδέσει τη θεωρία
με την πράξη: την κρίση. Η φιλοσοφία της ιστορίας που εκθέτει η Άρεντ θα
μπορούσε νομίμως να χαρακτηριστεί εγελιανού τύπου, καθώς τα συστατικά της
στοιχεία αλληλοδιαπλέκονται σε κάθε ιστορική φάση, μόνο ένα όμως αναδεικνύεται
1
κυρίαρχο κάθε φορά, βάσει μετατοπίσεων και αντιστροφών που φαντάζουν ασθενώς
οργανικές – όχι αναπόφευκτες, αλλά λογικά εξαρτημένες από τα προηγούμενα
στάδια, με εξαίρεση ένα σημείο τομής ή ρήξης στο οποίο συνίσταται η καινοτομία
κάθε περιόδου. Γι’ αυτό δεν προκαλεί έκπληξη η τελική αντιστροφή με την οποία η
σφαίρα της πράξης, η οποία κατά την Άρεντ παρακμάζει σταθερά από την
αρχαιότητα και μετά, καταλήγει μετουσιωμένη στη νεότερη επιστήμη, καθόσον αυτή
η τελευταία νοείται ως «έναρξη διεργασιών» χωρίς προκαθορισμένη έκβαση και με
αποδοχή άγνωστων κινδύνων – μια ρηξικέλευθη επιστημολογική θέση που ωστόσο
φέρνει την Άρεντ αναπάντεχα κοντά στον ενστερνισμό μιας ελιτίστικης τεχνοκρατίας
εν είδει υποκατάστατου της περιορισμένης αρχαιοελληνικής δημοσιότητας.
Από αυτή την άποψη, θα ταίριαζε στην Ανθρώπινη κατάσταση ο
χαρακτηρισμός του φιλοσοφικού μυθιστορήματος μαθητείας – όχι βέβαια επειδή
υπάρχει στο έργο η οιαδήποτε λογοτεχνίζουσα χαλαρότητα, αλλά επειδή η ηθική που
αναδίδεται από το κείμενο προσομοιάζει εντυπωσιακά στον κανόνα του
Bildungsroman: μια ωριμότητα που επιτυγχάνεται με τίμημα σοβαρές απώλειες, αλλά
εν τέλει ως ο καλύτερος δυνατός εαυτός. Είναι φανερό ότι το πνεύμα των καιρών
σήμερα ευνοεί τέτοιες μεταμοντέρνες (δηλαδή προσχηματικές) αναβιώσεις της
αστικής σοφίας, στις οποίες ωστόσο θα μπορούσε να αντιταχθεί γόνιμα ένα παρελθόν
που, αν και αποτελεί τη ρίζα του μοντέρνου, κατά κανόνα αποσιωπάται στις νεότερες
φιλοσοφίες της ιστορίας, της αρεντιανής συμπεριλαμβανομένης: ο λογοτεχνικός
κόσμος του πικαρέσκου, του οποίου η πληβειακότητα, η πολυσημία και η περήφανη
αδιαφορία για τις σταθερές διακρίσεις προβάλλουν ως οι απωθημένες αλήθειες ενός
παρόντος (του δικού μας) υπερβολικά μονοσήμαντου για να είναι αληθινό. Για μια
σκέψη τόσο επιβλητική όσο της Άρεντ, μια τέτοια «υποβάθμιση» θα μπορούσε να
σημαίνει απαλλαγή από περιττά δεσμά και ελευθέρωση μιας δυναμικής που
παραμένει έτσι κι αλλιώς απρόσβλητη.

Γιώργος Καράμπελας

You might also like