You are on page 1of 2

Ένας αλληγορικός του καπιταλισμού

Η φήμη του Ζωρζ Μπατάιγ σημείωσε αξιόλογη έξαρση τις πρώτες δύο δεκαετίες
μετά τον θάνατό του, για να περιοριστεί σήμερα σε εκείνη τη ζώνη του ημίφωτος
όπου βρίσκουμε συγγραφείς που, δικαίως ή αδίκως, υπήρξαν κάποτε «της μόδας» στα
πνευματικά πράγματα – κάποτε, αλλά όχι πια, δηλαδή, σύμφωνα με τις σαρδόνιες
προσταγές της μόδας, ποτέ ξανά (μέχρι αποδείξεως του εναντίου). Η ιστορία,
ωστόσο, της πρόσληψης είναι συχνά διαφωτιστική για το ουσιώδες περιεχόμενο ενός
έργου: εν προκειμένω, έχουμε έναν από τους αυθεντικότερους «ακραίους» στοχαστές
που εγκωμιάστηκε από, και επηρέασε, σημαντικές διανοητικές κι αισθητικές
πρωτοπορίες της εποχής των κινημάτων στη Δύση, τις δεκαετίες του ’60 και του ’70,
για να υποκύψει κι αυτός, ειρωνικώς πως, στην ιστορική μοίρα που θέλει «τον θάνατο
του υποκειμένου όρο της αρμονίας του με το αντικείμενο», όπως συνοψίζει ο
Μπατάιγ στην ημιτελή Θεωρία της θρησκείας (σελ. 122) τη βασική του διαφωνία με
τον μεγάλο του δάσκαλο, τον Χέγκελ.
Αυτό που προσπαθεί να επεξεργαστεί με τα μέσα της εγελιανής διαλεκτικής η
Θεωρία της θρησκείας είναι, αυστηρά μιλώντας, μη αναπαραστάσιμο: είναι η τάξη
της «μυχιότητας», κατά Μπατάιγ, πριν και πέρα από την πρωταρχική εκπραγμάτιση
που χωρίζει το εμμενές από το υπερβατικό, γεννώντας κατ’ αρχάς το θρησκευτικό
φαινόμενο ως πρώτη αλλοτριωμένη μορφή ενότητας μετά τον ιδρυτικό διαχωρισμό,
και στη συνέχεια τον Λόγο, την ηθική και τις θεσμικές ενσαρκώσεις τους.
Ακούραστος ερευνητής της ανθρώπινης ζωής ως «εμπειρίας που πρέπει να οδηγηθεί
όσο το δυνατόν μακρύτερα» (σελ. 108), ο Μπατάιγ αναζήτησε στον έρωτα, στον
θάνατο και στην τέχνη τα πεδία εκπλήρωσης της ενδόμυχης βίας που καταλύει τη
διαχωρισμένη ύπαρξη, υπερβαίνοντας την εγελιανού τύπου «ικανοποίηση» με το
υπάρχον. Με τη θεωρία του για την «παρανάλωση» (consummation), την οποία
βάσισε στις εθνολογικές μελέτες των Μως και Ιμπέρ, αλλά και στις έρευνες του
Ντιμεζίλ, του Συλβάν Λεβί και άλλων, θέλησε να αντιπαραθέσει στη βεμπεριανή
«προτεσταντική ηθική», ως «πνεύμα» της παραγωγικής χρήσης του πλούτου και της
καπιταλιστικής συσσώρευσης, μια πρακτική, ή διάθεση, ή λειτουργία (dispositif, θα
το λέγαμε φουκωικά) που φαντάζει σε πρώτη ανάγνωση αντικαπιταλιστική καθότι
αντιπαραγωγική, δεν ήταν όμως καθόλου τέτοια για τον εμπνευστή της, ο οποίος
μοιάζει να συγκεφαλαιώνει εκ των προτέρων όλη την αμφισημία των post μαθητών
του.
Πίσω από τα ερωτολογικά, θανατολογικά και καλλιτεχνικά επιφαινόμενα στα
οποία τον οδηγούσε η κλίση του, ο Μπατάιγ δείχνει να έχει πλήρη επίγνωση της
βαθύτερης καπιταλιστικής τάσης που αλληγορεί η θεωρία του, η οποία αφορά τη
θρησκεία μόνο και μόνο επειδή ακόμα και μια «σκέψη εν κινήσει», όπως περιγράφει
τη δική του (σελ. 15), πρέπει να έχει ένα στοιχειώδες αντικείμενο-πράγμα – ό,τι
ακριβώς δεν είναι ο καπιταλισμός. Γράφει λοιπόν: «Αν θέλουμε να διαφυλάξουμε την
κίνηση της οικονομίας, το ζητούμενο είναι να προσδιορίσουμε το σημείο όπου η
πλεονάζουσα παραγωγή θα κυλήσει σαν ποτάμι προς τα έξω. Το ζητούμενο είναι η
άεναη παρανάλωση –ή η καταστροφή– των παραγόμενων προϊόντων. Κάτι που θα
μπορούσε κάλλιστα να γίνει δίχως την παραμικρή συνείδηση. Ωστόσο, τα
αντικείμενα που όντως θα καταστραφούν δεν θα καταστρέψουν τους ίδιους τους
ανθρώπους στον βαθμό που θα υπερισχύσει η διαυγής συνείδηση» (σελ. 102-103).
Αυτή η συνείδηση που απομένει μετά τον κοινό θάνατο αντικειμένου και
υποκειμένου πρέπει να θεωρηθεί το μη αναπαραστάσιμο, το αληθινό πνεύμα του
καπιταλισμού, όπως διέβλεψε ο Σουμπέτερ με το δόγμα του περί «δημιουργικής
1
καταστροφής». Και είναι κρίμα που ο Μπατάιγ, πρώτος θεματοφύλακας της
πνευματικής διαθήκης του Βάλτερ Μπένγιαμιν, δεν γνώρισε έγκαιρα τις σκέψεις του
τελευταίου για τον καπιταλισμό ως θρησκεία: ως «λατρεία δίχως ανάπαυλα και δίχως
έλεος», ένα «παράσιτο» του χριστιανισμού που απορρόφησε πλήρως τον ξενιστή του,
μεταμορφώνοντάς τον σε μια απέραντη οικονομική μηχανή που αποικίζει τα πάντα,
από τον περιβάλλοντα κόσμο έως το ψυχικό ασυνείδητο. Κάπως έτσι, το μέσα
μετατρέπεται σε έξω και το θεωρητικό αντικείμενο διασώζεται μεν, αλλά μόνο
εφόσον αναγνωριστεί στον καθρέφτη της θεωρίας ως το πιο καταστροφικό
υποκείμενο που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία.

Γιώργος Καράμπελας

You might also like