You are on page 1of 2

Ξένο σώμα

Πριν από έναν χρόνο περίπου, όταν η πανδημία είχε μόλις ενσκήψει στην Ευρώπη, ο
Ζαν-Λικ Νανσί είχε αντιδικήσει με τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν με αφορμή τις θέσεις του
τελευταίου για τη βιοπολιτική διαχείριση μιας υγειονομικής κρίσης που, κατά τη
γνώμη του Αγκάμπεν, έπαιρνε διαστάσεις κρίσης ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού,
απειλώντας να αναγάγει οριστικά τον άνθρωπο σε ιατρικοποιημένη και απένθητη
«γυμνή ζωή» και την κατάσταση εξαίρεσης σε απαράβατο κανόνα της σύγχρονης
πολιτικής. Ο Νανσί θύμιζε τότε ότι ο παλιός του φίλος ήταν ένας από τους
ελάχιστους που, τρεις δεκαετίες νωρίτερα, τον είχαν παρακινήσει να μην κάνει μια
μεταμόσχευση καρδιάς η οποία εν τέλει τού έσωσε τη ζωή – υπονοώντας ότι μια
ορισμένη τεχνοφοβία, αλληλένδετη με την πίστη σε μια αναπαλλοτρίωτη ανθρώπινη
υπόσταση, αποτελούσε ανέκαθεν γι’ αυτόν σημείο διαφωνίας όχι μόνο με τον
ομότεχνό του, αλλά και με μια ολόκληρη παράδοση ταυτοτικής ή υποκειμενιστικής
σκέψης, στα καλύτερα ή στα χειρότερά της.
Στο μικρό δοκίμιο Ο παρείσακτος, το οποίο κυκλοφόρησε πρώτη φορά το
2000 και μας παρουσιάζεται στα ελληνικά με τρία υστερόγραφα που το φέρνουν
επικαιροποιημένο μέχρι το 2017, στο αποκορύφωμα της τελευταίας προσφυγικής
κρίσης, ο Νανσί ανατρέχει βιωματικά στην ιστορία της προαναφερθείσας
μεταμόσχευσής του και των διαφόρων επιπλοκών της μέσα στα χρόνια,
χρησιμοποιώντας την ως διαρκή αφορμή για να αναπτύξει έναν γοητευτικό στοχασμό
σχετικά με τη ριζική ετερότητα του «εγώ» και του «εαυτού» εν γένει: την ξενότητα
που έρχεται να διαρρήξει έξωθεν (σαν μόσχευμα, εμβόλιο, χημειοθεραπεία, αλλά
εξίσου σαν μετανάστης) και έσωθεν (σαν μεταμοσχευμένος, οροθετικός,
καρκινοπαθής, αλλά εξίσου σαν χώρα διέλευσης ή υποδοχής) κάθε αξίωση «υγιούς»
κλειστότητας. Στον κόσμο των ανθρώπων, υποστηρίζει ο Νανσί, δηλαδή τον κόσμο
ως τέτοιο, όλα είναι «μπολιασμένα», φύση και τέχνη διαπλέκονται μονίμως,
αξεδιάλυτα, και στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα έξω από αυτή τη διαπλοκή,
ή τουλάχιστον τίποτα που να μπορεί να το επικαλεστεί νομίμως ένας ομιλών.
Ρωτάει ο συγγραφέας: «Άραγε το μόσχευμα είναι αυτό που ζει για μένα ή
μήπως ζω εγώ γι’ αυτό; Και ποιο είναι εν τέλει το τέλος της ύπαρξης, ο σκοπός της
ζωής;». Και απαντάει: «Είμαστε εργαστήρια πειραμάτων, χώρες μετανάστευσης,
φορείς και ποιητές μιας νέας φωτιάς» (σελ. 55). Για τον Νανσί, «ριζοσπαστικότητα»
δεν θα πει εμμονή και ανάπτυξη ενός πυρηνικού στοιχείου –προσώπου, χώρας,
γλώσσας ή σκέψης, λέει– απέναντι στις απόπειρες απαλλοτρίωσής του, αλλά,
αντιστρόφως, αντίσταση ακριβώς σε αυτή την «κεντρική διάθεση της δυτικής
κουλτούρας μας» (σελ. 61), σε αυτόν τον ιδιοκτησιακό πυρήνα που άλλο δεν κάνει
παρά να εξαπλώνεται ιμπεριαλιστικά, όντας ο αληθινός ιός, η τεχνοκρατική «viral
εξαίρεση» που υπερβαίνει κατά πολύ κυβερνητικές πολιτικές και καταστάσεις
έκτακτης ανάγκης: αντίσταση εδώ σημαίνει αξιοποίηση της εξαίρεσης, πρόθυμη
αποδοχή της πανταχόθεν παρείσφρησης, εκούσια ριζική μετάλλαξη, αυτοεκρίζωση,
«ανησυχητική εμφάνιση του ανοίκειου, conatus ενός εκφύοντος απείρου» (σελ. 44).
Είναι μια πολιτική στάση αυτή που έχει πάψει να χαίρει δημοτικότητας, αν
υποθέσουμε ότι έχαιρε κάποτε (ίσως μόνο, αλλά και τότε ακόμα μάλλον
προσχηματικά, όταν κύριος εκφραστής της ήταν ή προβαλλόταν ο Ζακ Ντεριντά)· το
αποδεικνύουν περίτρανα οι αριστεροί και δεξιοί φονταμενταλισμοί των ημερών μας,
οι οποίοι καλύπτουν πλέον όλο το φάσμα της εναλλακτικής δημοσιότητας, της μόνης,
καλώς ή κακώς, που έχει ακόμα απήχηση εν είδει δημόσιας σφαίρας. Δεν φαντάζει
ενδεχομένως αρκετά «κριτική» ή πολιτικά τελεσφόρα η υπεράσπιση του
1
παρείσακτου, και ίσως πράγματι να μην είναι, στον βαθμό που αρνείται τόσο τις
λύσεις ιδιοποίησης όσο και τις «μεγάλες αρνήσεις», θέλοντας απλώς να δικαιώσει,
«κάτω από τα σύννεφα, μέσα σε ένα πεδίο δυνάμεων από καταστροφικά ρεύματα κι
εκρήξεις, το μικροσκοπικό, εύθραυστο ανθρώπινο σώμα», όπως έγραφε μετά τον Α΄
Παγκόσμιο Πόλεμο ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Αξίζει ωστόσο να λάβουμε υπόψη τι έχει
να πει, ειδικά στις μέρες μας, αυτό το τόσο ευπαθές και τόσο ξένο σώμα, αν
υιοθετήσουμε τη δική του οπτική και όχι τη «δική μας», που υπό κανονικές συνθήκες
–εκτός αν, για παράδειγμα, νοσούμε βαριά, είμαστε βιοτεχνολογικά cyborg,
βεβαιωμένα μολυσματικοί ή, ακόμα χειρότερα, μετανάστες σε καθεστώς «υποδοχής
και ταυτοποίησης»– αντιμετωπίζει με τη συγκατάβαση του γηγενούς, του ίδιου, αυτό
το άφωνο άλλο. Είναι πιθανό τότε να ακούσουμε το ξένο σώμα, το φαινομενικά
αδιάφορο για τις εγκόσμιες έγνοιες μας, να δηλώνει με κάθε διακριτικότητα, με
νεύματα, χειρονομίες και ψελλίσματα, την ανάγκη του, και τη «δική μας», για έναν
άλλον τρόπο σχέσης μαζί του, έναν τρόπο εφικτό όσο και αδιανόητο ακόμα.

Γιώργος Καράμπελας

You might also like