Professional Documents
Culture Documents
ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΕΚΤΕΤΑΜΕΝΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Γεωργόπουλος Νίκος
Εργατικό Δίκαιο: σύνολο κανόνων δικαίου, οι οποίοι ρυθμίζουν όλες τις σχέσεις που
διαμορφώνονται με αφορμή την παροχή εξαρτημένης εργασίας προς κάποιον εργοδότη.
Συνοπτικά πρόκειται για τη ρύθμιση σχέσεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία,
αξιοποίησης της δεύτερης από το πρώτο με τη μορφή της εξάρτησης.
Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΣΥΝΗΘΕΙΑ
2
και η δέσμευση να αφορά μόνο σε ένα συγκεκριμένο διάστημα (προβληματική
επικαίρων παροχών).
Νομική φύση / Γενεισιουργός λόγος της: διατυπώθηκαν τρεις θεωρίες με
κρατούσα τη δεύτερη: i) κανονιστική θεωρία : σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία
αποτελεί αυτοτελή πηγή του εργατικού δικαίου με κανονιστική ενέργεια. ii) συμβατική
θεωρία : υπάρχει πραγματικό σιωπηρής δήλωσης βούλησης και έτσι σιωπηρά
καθιερώνεται ή τροποποιείται όρος στη σύμβαση (πρόταση σιωπηρή και κατάρτιση).
Έτσι, η πρακτική καθίσταται περιεχόμενο της σύμβασης (επακόλουθα εφαρμόζονται
διατάξεις για ελαττώματα βούλησης πχ πλάνη). iii) θεωρία της εμπιστοσύνης
(venire contra factum proprium) : λόγος δεσμευτικότητας της πρακτικής είναι η
προστασία της εμπιστοσύνης των εργαζομένων στη συνέχιση της παροχής και πηγάζει
από τα 281 και 288 ΑΚ .
Πεδίο εφαρμογής: σύμφωνα με την κρατούσα συμβατική θεωρία, αντικείμενο της
μπορεί να είναι οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας σε ατομική
σύμβαση εργασίας.
Πρακτική και νεοπροσλαμβανόμενοι: εφόσον διαμορφώθηκε πριν την πρόσληψη , ΔΕΝ
εφαρμόζεται στους νεοπροσληφθέντες ενώ, αν διαμορφωθεί μετά την πρόληψη ενός
νέου εργαζομένου ισχύει και για εκείνον. Αντίθετη συμφωνία είναι βέβαια δυνατή.
Σε τι συνίσταται η εκδηλούμενη συμπεριφορά : α) θετική παροχή (χορήγηση επιδόματος
π.χ.), β) παράλειψη (π.χ. μη παρακράτηση εισφορών), γ) ανοχή (π.χ. ως προς τήρηση
ωραρίου).
Μεταβολή / Κατάργηση πρακτικής: η μεταβολή ή η κατάργηση μπορεί να προκύψει
κατόπιν συμφωνιών (τροποποιητικές/καταργητικές), ακόμη και σιωπηρών. Αν οι
εργαζόμενοι δεν διαμαρτυρηθούν σε ενδεχόμενη μεταβολή, θεωρείται πως την
αποδέχονται σιωπηρά. Βέβαια, η μονομερής εκ μέρους του εργοδότη μεταβολή ή
κατάργηση συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή. Μεταβολή και κατάργηση μπορεί να
προκύψει και από αντίθετη , δηλαδή «αρνητική» πρακτική (για τη δημιουργία της
οποίας θα πρέπει να συντρέχουν οι ίδιες προϋποθέσεις που αναλύθηκαν παραπάνω)
ενώ σταδιακή κατάργηση μπορεί να επιτύχει ο εργοδότης δηλώνοντας σε όσους
προσλαμβάνει τη μη εφαρμογή σε αυτούς της υφιστάμενης πρακτικής.
Μεταβολή / Κατάργηση με ΣΣΕ : κατά μία άποψη δεν επιτρέπεται τροποποίηση επί τα
χείρω ή κατάργηση της επιχειρησιακής συνήθειας με ΣΣΕ ή κανονισμό εργασίας
(Ζερδελής, Κουκιάδης). Υπάρχει και αντίθετη άποψη η οποία εστιάζει στο συλλογικό
χαρακτήρα που έχει η ρύθμιση των όρων εργασίας, επιτρέπεται (Λεβέντης -
Παπαδημητρίου).
3
ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ
Το στοιχείο της εξάρτησης είναι εκείνο το οποίο εξετάζουμε για να αποφανθούμε περί
της ύπαρξης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και άρα της επακόλουθης εφαρμογής
των κανόνων της εργατικής νομοθεσίας. Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας διακρίνεται
από τις υπόλοιπες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ωστόσο η διάκριση αυτή δεν είναι
πάντα ευχερής στην πράξη. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις στις οποίες η σύμβαση
χαρακτηρίζεται ευθέως ως εξαρτημένης εργασίας (τυπικό κριτήριο ) π.χ.
επαγγελματίες αθλητές (ν. 2725/1999) ή τεχνικοί βιομηχανίας
κινηματογράφου / τηλεόρασης (ν. 358/1976).
4
εργοδότη επαγγελματικών εξόδων, η έλλειψη διάθεσης επιχειρηματικής οργάνωσης εκ
μέρους του εργαζομένου.
Κάποιες ενδείξεις έχουν βαρύνουσα σημασία ωστόσο μας ενδιαφέρει η
συνολική εικόνα και αξιολόγηση των συνθηκών απασχόλησης. Η απουσία ενός
από τα παραπάνω στοιχεία ενδεχομένως αντισταθμίζεται από τη συνδρομή ενός άλλου
σε ιδιαίτερη ένταση. Σε κάθε λοιπόν περίπτωση, ο δικαστής θα αξιολογήσει το σύνολο
των πραγματικών συνθηκών που έχει μπροστά του ώστε να αποφανθεί αν υπάρχει
εξάρτηση και εάν μιλάμε για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Ο χαρακτηρισμός της
σύμβασης ως εξαρτημένης εργασίας ή ως σύμβασης παροχής υπηρεσιών από τα μέρη
ουδεμία επιρροή ασκεί στη δικαστική κρίση καθώς προέχει η συνολική στάθμιση και
αξιολόγηση όλων των ενδείξεων κατά τρόπο αντικειμενικό, ο οποίος δεν επηρεάζεται
στο ελάχιστο από τις επιθυμίες και τις εκτιμήσεις των συμβαλλομένων μερών.
5
Κριτήρια διάκρισης:
i) Ουσιαστικό κριτήριο: άρθρο 1 ν.δ 2655/1955: ορίζει ποιος είναι υπάλληλος. Ο
χαρακτηρισμός εξαρτάται από το είδος και τη φύση της εργασίας. Έτσι, εργάτης
είναι εκείνος του οποίου η εργασία συνίσταται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στη
χρησιμοποίηση των σωματικών του δυνάμεων ενώ υπάλληλος εκείνου που η δουλειά
του είναι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο προϊόν πνευματικού μόχθου και προϋποθέτει
ανάλογη κατάρτιση, εμπειρία, υπευθυνότητα και ανάληψη
πρωτοβουλίας/ευθύνης για το αποτέλεσμα(συμπληρωματικά κριτήρια
νομολογίας).
ii) Τυπικό κριτήριο: ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων χαρακτηρίζονται ευθέως
από το νόμο ως υπάλληλοι: i) Πτυχιούχοι σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων (ΑΝ
567/37), ii) Κατώτεροι υγειονομικοί (ΑΝ 199/36), iii) Ξενοδοχοϋπάλληλος (ΝΔ
3430/55), iv) Φοροτεχνικοί (ΑΝ 759/37), v) Πρόσθετοι αστυφύλακες-χωροφύλακες (ΝΔ
755/70). Εάν ένας εργαζόμενος δεν πληροί προϋποθέσεις ειδικής διάταξης νόμου
(τυπ.κριτήριο), μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπάλληλος αν προέχει το πνευματικό
στοιχείο στην εργασία του.
Παρατηρήσεις:
α) Η πνευματική ή σωματική εργασία προσδίδει την ιδιότητα του υπάλληλου ή του
εργάτη αν πρόκειται για την αποκλειστική ή κύρια απασχόληση του.
β) Πρόκειται για έννοιες νομικές και δεν ενδιαφέρει ο χαρακτηρισμός της σύμβασης.
γ) Οι ΜονΠρΝαυπλίου 77/1994 και ΜονΠρΠατ 915/200 είχαν κρίνει αντισυνταγματική
τη διάκριση αλλά δεν το δέχθηκε ο ΑΠ(1554/2003).
ΔΙΕΥΘΥΝΟΝΤΕΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ
Έννοια: στην Ελλάδα διαπλάστηκε νομολογιακά κυρίως. Απορρέει από το άρθρο 2 του
ν. 2269/1920 που κύρωσε τη σύμβαση της Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με τη διάταξη για την
έννοια του διευθύνοντος υπαλλήλου πρέπει να συντρέχει είτε θέση εποπτείας είτε
διευθύνσεως είτε εμπιστοσύνης.
Κατά τη νομολογία, διευθύνοντες υπάλληλοι είναι οι υπάλληλοι μεγάλης
επιχειρήσεως στους οποίους λόγω των εξαιρετικών προσόντων και της προς αυτούς
εμπιστοσύνης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως των υποθέσεων της
6
όλης επιχειρήσεως ή σημαντικού τομέα αυτής και εποπτείας του προσωπικού κατά
τρόπο ώστε να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της
επιχειρήσεως.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που καθιστούν εμφανές ότι ασκεί
επιχειρηματική ευθύνη στη θέση του εργοδότη (καθ’ υποκατάσταση εργοδότη / οιονεί
εργοδότες).
Παρατηρήσεις:
i) Πρόκειται για νομική έννοια άρα δεν μας ενδιαφέρει ενδεχόμενος χαρακτηρισμός
στη σύμβαση.
ii) Δεν εντάσσονται στην κατηγορία διευθυνόντων υπαλλήλων πρόσωπα που παρέχουν
υπηρεσίες με σχέση εντολής ως διοικητές, διευθύνοντες σύμβουλοι ή γενικοί διευθυντές
Α.Ε.
iii) Ο διευθύνων υπάλληλος εξακολουθεί να συνδέεται με την επιχείρηση με σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας ωστόσο η εξάρτηση είναι πιο χαλαρή.
7
ΕΙΔΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
8
είναι η παροχή εργασίας πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου
(επ’ ευκαιρία μαθητευόμενος) και εφαρμόζεται η εργατική νομοθεσία και οι
σχετικές για την εργασία αυτή διατάξεις. Αν κύριος σκοπός της σύμβασης είναι η
εκπαίδευση, κάνουμε λόγο για κυρίως μαθητευόμενους. Σε αυτές τις περιπτώσεις
ενδεχομένως συμφωνούνται ειδικοί όροι πχ λήψη μισθού κατώτερου όμως από
καταρτισμένο μισθωτό. Και σε αυτή την περίπτωση συμβάσεων εφαρμόζονται οι
διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας κατά τη νομολογία εφόσον δεν είναι αντίθετες στο
σκοπό και στη φύση της γνήσιας σύμβασης μαθητείας ενώ η θεωρία λέει πως
εφαρμόζονται αναλογικά οι ρυθμίσεις του ΑΚ καθώς δεν είναι ο μαθητευόμενος γνήσιος
μισθωτός εφόσον προέχει το στοιχείο της εκμάθησης.
Έννοια: ΔΕΝ πρόκειται για συμβάσεις μαθητείας. Επίσης, δεν πρέπει να συνδέονται
με συμβάσεις απόκτησης εργασιακής εμπειρίας(stage), οι οποίες δεν είναι συμβάσεις
εργασίας και είναι ενταγμένες στα προγράμματα του ΟΑΕΔ (άρθρο 20 ν. 2639/1998).
Προβλέπονται στο άρθρο 43 του ν. 3986/2011 και συνάπτονται από νέους από 18 έως
25 ετών. Σκοπός τους είναι η ταχύτερη είσοδος των νέων στην αγορά εργασίας με
αποδοχές μικρότερες έως και 20% από τις προβλεπόμενες για νεοπροσλαμβανόμενο. Η
διάρκειά τους μπορεί να είναι έως και 24 μήνες. Ο νόμος προβλέπει δυνατότητα
συνάψεις περισσότερη από μία τέτοιων συμβάσεων με τον ίδιο ή άλλο εργοδότη αρκεί
να συναφθούν εντός 24 μηνών από κατάρτιση της πρώτης. Οι προσλήψεις νέων
γίνονται πλέον του υφισταμένου προσωπικού και δεν μπορούν να συναφθούν αν εντός
προηγούμενου τριμήνου ο εργοδότης προέβη σε μείωση προσωπικού. Ούτε επιτρέπεται
μείωση προσωπικού όσο διαρκούν οι συμβάσεις αυτές.
Αντικείμενο της σύμβασης εργασίας δεν είναι μόνο η παροχή εργασίας αλλά και η
δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του εργαζομένου, δηλαδή η ετοιμότητα προς
παροχή εργασίας.
Γνήσια ετοιμότητα προς εργασία: ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια του ωραρίου του
δεν διαθέτει την παραμικρή δυνατότητα να αναπαύεται ή να χρησιμοποιεί την
εργασιακή του δύναμη διαφορετικά. Οι σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις πρέπει
να διατηρούνται σε εγρήγορση ώστε να είναι σε θέση να παρέχει την εργασία του
κάθε στιγμή που ζητείται. Πρόκειται επομένως για πλήρη δέσμευση ελεύθερου
9
χρόνου. Η γνήσια ετοιμότητα εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις εργατικής νομοθεσίας
και των ΣΣΕ.
ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
10
μπορεί να γίνει για αόριστο ή για ορισμένο χρόνο. Η παραχώρηση πρέπει να έχει
προσωρινό χαρακτήρα που εκφράζεται με τη διασφάλιση επανόδου του μισθωτού στον
αρχικό εργοδότη ειδάλλως μιλάμε για σύναψη νέας σύμβασης εργασίας και λύση της
παλαιάς ή για μεταβίβαση της και μεταβολή προσώπου εργοδότη.
Ιδιότητα εργοδότη: την αποκτά ο τρίτος που χρησιμοποιεί υπηρεσίες δανειζόμενου
αλλά δε τη χάνει ο άλλος. Έχουμε δύο εργοδότες που είναι μερικοί εργοδότες και όχι
συνεργοδότες.
Ο αρχικός εργοδότης είναι επιβαρυμένος με συμβατικές υποχρεώσεις (καταβολή
μισθού) ενώ ενδεχόμενη συμφωνία μεταφοράς ευθύνης στο δεύτερο εργοδότη είναι
έγκυρη. Ο νέος εργοδότης οφείλει να απασχολεί το μισθωτό σύμφωνα με τους όρους
εργασίας καθώς ως εκδοχέας είναι δανειστής της αξίωσης με το ίδιο περιεχόμενο.
Διευθυντικό δικαίωμα: ασκείται από τον εργοδότη που δανείζεται με το περιεχόμενο
και τους περιορισμούς που θα ασκούσε ο αρχικός εργοδότης (αυτόματη μεταβίβαση
όπως λέει η νομολογία)
Ο δευτερογενής εργοδότης βαρύνεται και με τήρηση των όρων δημοσίας τάξης για
εκτέλεση εργασίας αλλά και με υποχρέωση πρόνοιας.
Δικαιώματα και υποχρεώσεις που δεν απορρέουν από την καταρτισθείσα μεταξύ
αρχικού εργοδότη και εργαζομένου σύμβαση εργασίας όπως για παράδειγμα αμοιβή για
πρόσθετη εργασία, αμοιβή για υπερεργασία ή υπερωρίες κοκ. , δηλαδή υποχρεώσεις
που προκύπτουν το πρώτον κατά τη διάρκεια της σύμβασης δανεισμού δεσμεύουν μόνο
τον τρίτο και τον εργαζόμενο.
11
γ) Ο έμμεσος εργοδότης: πρόκειται για φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο κάνει
χρήση των παρεχόμενων από την Ε.Π.Α. υπηρεσιών, δηλαδή του εργαζομένου. Κατά τη
διάρκεια της παραχώρησης, το μεγαλύτερο μέρος των εργοδοτικών εξουσιών ασκείται
από τον έμμεσο εργοδότη.
Σχέση μεταξύ Ε.Π.Α. και έμμεσου εργοδότη : στηρίζεται στη σύμβαση που
υπογράφει η Ε.Π.Α. με τον έμμεσο εργοδότη βάσει της οποίας η πρώτη έναντι
ανταλλάγματος διαθέτει στον δεύτερο εργαζομένους για συγκεκριμένο χρονικό
διάστημα. Η σύμβαση περιβάλλεται τον έγγραφο τύπο που είναι συστατικός και οφείλει
να αναφέρεται πλην των άλλων ο τρόπος αμοιβής και ασφάλισης του εργαζομένου. Ο
έμμεσος εργοδότης αποκτά και το διευθυντικό δικαίωμα.
Σχέση μεταξύ Ε.Π.Α. και εργαζομένου: η σύμβαση προσωρινής απασχόλησης
καταρτίζεται εγγράφως και είναι συστατικός ( 122§1 ν.4052/2012). Πρέπει να
περιλαμβάνει όσα λέει το άρθρο. Μπορεί να είναι αόριστου ή ορισμένου χρόνου. Η
Ε.Π.Α. έχει όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις εργοδότη ( 122§2 ν.4052/14).
Σχέση εμμέσου εργοδότη και εργαζομένου: ο έμμεσος εργοδότης ασκεί το
διευθυντικό δικαίωμα ως αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την αξίωση παροχής εργασίας.
Βέβαια, ασκείται μέσα στα όρια που καθορίζει η σύμβαση προσωρινής απασχόλησης.
Με την ένταξη του εργαζομένου στην εκμετάλλευση του εμμ. εργ. δημιουργείται οιονεί
συμβατική σχέση. Ο έμμεσος υπέχει υποχρέωση πρόνοιας έναντι του εργαζομένου
(125§1 ν. 4052/2012). Ο έμμεσος εργοδότης καθίσταται εκ του νόμου
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΩΣ ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΜΕ ΤΗΝ Ε.Π.Α. έναντι
του προσωρινά απασχολούμενου για την ικανοποίηση μισθολογικών δικαιωμάτων του
(άρθρο 124§4 ν.4052/2014). Η ευθύνη όμως αυτή είναι επικουρική καθώς
αναστέλλεται εάν η σύμβαση προβλέπει πως υπόχρεος είναι ο άμεσος εργοδότης και τα
μισθολογικά δικαιώματα μπορούν να ικανοποιηθούν από την κατάπτωση των
εγγυητικών επιστολών που προβλέπει το άρθρο 126.
Διάρκεια της προσωρινής απασχόλησης : η διάρκεια της τοποθέτησης του μισθωτού
στον έμμεσο εργοδότη, στην οποία περιλαμβάνοντας και οι ενδεχόμενες ανανεώσεις
που γίνονται εγγράφως, δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από τους 36 μήνες.
(άρθρο 117§3 στ.α΄ ν.4052/2014).
Σε περίπτωση παραβίασης: ως κύρωση για την υπέρβαση της διάρκειας προβλέπεται η
εκ του νόμου μετατροπή της σύμβασης προσωρινής απασχόλησης σε σύμβαση αορίστου
χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη! Εξαίρεση, αν μεσολαβήσει διάστημα 23 ημερών από
τη λήξη της μάξιμουμ διάρκειας προσωρινής απασχόλησης, ΜΠΟΡΕΙ να λάβει χώρα νέα
παραχώρηση.
Προσωρινή απασχόληση και αρχή ίσης μεταχείρισης: α)ως προς την αμοιβή και τους
λοιπούς όρους εργασίας άρθρο 117§1 ν.4052/2012 β)ως προς κοινωνικές παροχές και
διευκολύνσεις άρθρο 118§4+5 ν.4052/2012.
Προσωρινή απασχόληση και προοπτική μόνιμης απασχόλησης: δύο πυλώνες
1)ενημέρωση για κενές θέσεις στον έμμεσο εργοδότη. Πρόκειται για υποχρέωση
12
ενημέρωσης και 2)ακυρότητα οποιασδήποτε ρήτρας που αποκλείει μόνιμη απασχόληση
μετά τη λήξη σύμβασης προσωρινής απασχόλησης άρθρο 118§1+2 ν.4052/2012.
Απαγόρευση προσφυγής στην προσωρινή απασχόληση: άρθρο 116 ν.4052/2012
α)προς αντικατάσταση εργαζομένου που απεργούν β)όταν είχαν προηγηθεί στον
έμμεσο εργοδότη εντός προηγούμενων τριμήνου απολύσεις των αυτών ειδικοτήτων για
οικονομοτεχνικούς λόγους ή ομαδικές απολύσεις των αυτών ειδικοτήτων εντός
προηγούμενου εξαμήνου γ)όταν ο έμμεσος υπάγεται στο ν.2190/1994 για προσλήψεις
μέσω ΑΣΕΠ δ)όταν η εργασία εγκυμονεί κινδύνους για υγεία/ασφάλεια εργαζομένων.
ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ
13
καταγγελίας είναι η άρνηση του εργαζομένου να απασχολείται μερικώς αντί για
πλήρως. Αν όμως είναι ηπιότερο μέσο από την απόλυση για οικονομοτεχνικούς λόγους,
η καταγγελία που ακολουθεί δεν προσκρούει στην απαγόρευση αυτή κατά μία άποψη.
Εναλλαγή πλήρους με μερική: άρθρο 38§12+13 ν.1892/1990.
Αμοιβή μερικής απασχόλησης: αρχή της ίσης μεταχείρισης αρ. 38§9
ν.1892/1990.
Εάν ο μερικώς απασχολούμενος απασχοληθεί για κάποιες ώρες πέραν της
συμφωνηθείσας διάρκειας απασχόλησης, δικαιούται προσαύξηση 12% στο
καταβαλλόμενο ωρομίσθιο για κάθε ώρα επιπλέον απασχόλησης μέχρι τη συμπλήρωση
του πλήρους ημερήσιου ωραρίου του συγκρίσιμου εργαζόμενου. (άρθρο 59 §10 ν.
4635/2019).
ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ
Έννοια: υπάρχει όταν ο εργαζόμενος απασχολείται μεν κατά πλήρες ωράριο αλλά
κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα, ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά
λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών (άρθρο 38§3 ν.1892/1920).
Σύναψη: με συμφωνία των μερών με έγγραφο συστατικό τύπο. Αν δεν
γνωστοποιηθεί εντός 8 ημερών στην Επιθεώρηση, έχουμε νόμιμο τεκμήριο πλήρους
απασχόλησης όπως και εάν δεν τηρηθεί ο συστατικός τύπος (βλ. και εδώ το άρθρο 50
του ν. 4611/2019).
Μονομερής επιβολή εκ περιτροπής εργασίας: εν αντιθέσει με τη μερική
απασχόληση, η οποία δεν επιβάλλεται μονομερώς, ο νόμος τη δυνατότητα στον
εργοδότη να επιβάλλει μονομερώς εκ περιτροπής εργασία από 3 προϋποθέσεις:
1)ουσιαστική προϋπόθεση: περιορισμός δραστηριοτήτων: ΔΕΝ απαιτείται η μείωση
των εσόδων άρα ζημιωμένο ισολογισμό. Πρόκειται για μείωση κύκλου εργασιών(πχ
παραγγελίες) περιορισμός παραγομένων προϊόντων κλπ. Πρέπει ο περιορισμός να είναι
οικονομοτεχνικός και σημαντικής βαρύτητας ώστε να δικαιολογεί καταγγελία, την
οποία προλαμβάνει ως ηπιότερη η εκ περιτροπής εργασία. 2) χρονική προϋπόθεση:
έως 9 μήνες στο ίδιο έτος ακόμα και σπαστά. Check για καταχρηστικότητα 3) τυπική
προϋπόθεση: προηγούμενη ενημέρωση και διαβούλευση με φορείς εργαζομένων
χωρίς να απαιτείται συμφωνία.
Η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να συνδυάζεται με άλλα μέτρα αναδιάρθρωσης
όπως απολύσεις. Υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας όταν υπερβαίνει σε έκταση,
ένταση και διάρκεια το επιβαλλόμενο από τον περιορισμό της δραστηριότητας της
επιχείρησης μέτρο.
Συλλογικός χαρακτήρας εκ περιτροπής εργασίας: ΑΠ 1252/2014 ο συλλογικός
χαρακτήρας θεωρείται υποχρεωτικό στοιχείο της μονομερούς εκ περιτροπής εργασίας
ωστόσο το στοιχείο αυτό ΔΕΝ ταυτίζεται με την καθολικότητα άρα δεν απαιτείται
επιβολή στο σύνολο της επιχείρησης αλλά μπορεί να επιβληθεί και σε ένα τμήμα αυτής.
14
Το τμήμα αρκεί να είναι και η παραγωγική μονάδα που εντοπίζεται ο περιορισμός της
δραστηριότητας.
ΤΗΛΕΡΓΑΣΙΑ
Έννοια: μια μορφή οργάνωσης και (ή) πραγματοποίησης της εργασία, με τη χρήση
των τεχνολογιών πληροφορικής, στο πλαίσιο μιας σύμβασης ή σχέσης εργασίας, στην
οποία μια εργασία, που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στους τόπους του εργοδότη,
πραγματοποιείται σε άλλους τόπους κατά τρόπο συνήθη.
Στοιχεία που τη συνθέτου: i) χρήση τεχνολογίας πληροφορικής αρκεί η
δυνατότητα ηλεκτρονικής υποστήριξης ii) εργασία εκτός τόπων επιχείρησης
καλύπτει όχι μόνο κατ’ οίκον εργασία αλλά κάθε εργασία από απόσταση. iii) κατά
τρόπο συνήθη ή κανονικό αποκλείονται μικρές μορφές τηλεργασίας και εργασίας στο
εσωτερικό.
Φύση τηλεργασίας: μπορεί να ‘ναι εξαρτημένη εργασία ή να έχει τη φύση άλλης
σύμβασης παροχής εργασίας. Και εδώ εφαρμόζεται το τεκμήριο εξαρτημένης εργασίας
του 2846/2010.
Σύναψη σύμβασης τηλεργασίας: μπορεί από τη μία να μετατραπεί κανονική
σύμβαση σε τηλεργασία ωστόσο προβλέπεται δοκιμαστική περίοδος τριών μηνών
(άρθρο 5§2 ν.2846/2010). Ο νόμος δεν προβλέπει έγγραφο τύπο ως συστατικό αλλά
πρέπει να τον δεχθούμε. Επίσης εντός 8 ημερών πρέπει να κοινοποιεί στον εργαζόμενο
εγγράφως όλες τους όρους της εργασίας χωρίς να θίγεται το κύρος της συμβάσεως αν
δεν συμβεί αυτό.
Συνθήκες εργασίας : τα ίδια δικαιώματα με συγκρίσιμους εργαζομένους αρχή
ίσης μεταχείρισης.
Κόστος εξοπλισμού το φέρει ο εργοδότης άρθρο 5§3 ν.3846/2010.
Προστασία υγείας είναι υπεύθυνος ο εργοδότης για προστασία υγείας και
ασφάλειας όπως λέει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση πλαίσιο για την τηλεργασία.
ΑΝΗΛΙΚΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ
Το προστατευτικό πεδίο διατάξεων, εφαρμόζεται σε κάθε μορφής απασχόληση.
15
η ανάπτυξη τους καθώς και η σχολική φοίτηση. Απαιτείται άδεια από Επιθεώρηση
Εργασίας που μόνο για εξαιρετικούς λόγους μπορεί να υπερβαίνει το τρίμηνο το χρόνο.
ii) Όσοι έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, δεν μπορούν να
απασχολούνται σε εργασίες που υπερβαίνουν αντικειμενικά τις δυνατότητές τους, τους
εκθέτουν σε κινδύνους για την υγεία, την ασφάλεια και την ηθική τους (άρθρο 52 ν.
3850/2010) .
iii) ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η νυχτερινή εργασία όπως και η υπερωριακή απασχόληση
(ν.3850/2010, άρθρο 54§5).
Αμοιβή: ρυθμίζεται με βάση το κατώτατο ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη κατ’
αναλογία ωρών απασχόλησης (ν. 3850/10, άρθρο 55§1).
Χρονικά όρια εργασίας : δεν επιτρέπεται να απασχολούνται περισσότερο από 6
ώρες την ημέρα και 30 ώρες την εβδομάδα ενώ η εργασία τους αρχίζει δύο τουλάχιστον
ώρες μετά τη λήξη των μαθημάτων ή λήγει δύο τουλάχιστον ώρες πριν την έναρξή τους.
Άδεια αναψυχής: χορηγείται κατά θερινές σχολικές διακοπές σε συνεχείς μέρες.
Χορηγείται όμως πάντα και άδεια συμμετοχής σε εξετάσεις.
Βιβλιάριο εργασίας: υποχρεωτικός όρος εργασίας για ανήλικο ειδάλλως η σύμβαση
είναι άκυρη (άρθρο 57 ν. 3850/2010). Εξαίρεση οι καλλιτεχνικές και παρεμφερείς
δραστηριότητες (57§2).
Επί ακυρότητας σύμβασης: οι ανήλικοι έχουν όλες τις αξιώσεις που προβλέπονται
επί έγκυρης σύμβασης (άρθρο 64 ν. 3850/2010).
Το πλαίσιο προστασίας, επεκτείνεται τόσο στο διάστημα της εγκυμοσύνης όσο και
σε εκείνο που ακολουθεί μετά τον τοκετό. Αφορά στην πρόσληψη, στις συνθήκες
εκτέλεσης της εργασίας, την προστασία από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας τη
χορήγηση αδειών αλλά και διευκολύνσεων προς εκπλήρωση των αυξημένων
οικογενειακών υποχρεώσεών της.
Απαγόρευση διάκρισης στην πρόσληψη: άρθρο 20§2 ν.3896/2010. Ο εργοδότης δεν
μπορεί να αρνηθεί πρόσληψη γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης. Επίσης, ΔΕΝ υποχρεούται η
έγκυος να αποκαλύψει εγκυμοσύνη, αν ερωτηθεί (δικαίωμα στο ψεύδος), ούτε
μπορεί ο εργοδότης να την αναγκάσει να υποβληθεί σε εξετάσεις. Η προστασία αυτή
ισχύει τόσο για συμβάσεις ορισμένου όσο και αορίστου χρόνου. Ο εργοδότης μπορεί να
αρνηθεί πρόσληψη εγκυμονούσας εάν κίνητρο δεν είναι η εγκυμοσύνη αλλά η
ακαταλληλότητα της γυναίκας για τη θέση, π.χ. θέση χορεύτριας.
Η προστασία κατά την εκτέλεση της σύμβασης: Π.Δ. 176/1997Εάν εργάζονται
νύχτα, πρέπει να μετακινούνται σε θέση ημέρας. Εάν αυτό δεν γίνεται, απαλλάσσονται
από την εργασία τους. Εφόσον απαλλάσσεται, καταβάλλεται επίδομα μητρότητας από
το φορέα ασθένειας. Επίσης, οι έγκυοι εργαζόμενες απαλλάσσονται από την εργασία
χωρίς περικοπή αποδοχών για να υποβληθούν σε εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου.
16
Η άδεια μητρότητας: Σήμερα έχει διάρκεια 17 εβδομάδων εκ των οποίων οι 8
χορηγούνται πριν την πιθανή ημερομηνία τοκετού ενώ οι 9 μετά τον τοκετό. Η άδεια
μπορεί να παραταθεί αν προκύψει ασθένεια που οφείλεται στον τοκετό. Κατά την άδεια
μητρότητας, η γυναίκα δικαιούται αμοιβή βάσει 657-658 Α.Κ. Δεν συμψηφίζεται με
κανονική άδεια ενώ θεωρείται χρόνος πραγματικής απασχόλησης για καταβολή
επιδομάτων εορτών, χορήγηση άδειας αναψυχής κλπ. Μετά τη λήξη της άδειας,
δικαιούται να επιστρέψει στη θέση εργασίας της ή σε ισοδύναμη θέση, με τους ίδιους
επαγγελματικούς όρους και να επωφεληθεί από οποιαδήποτε βελτίωση συνθηκών θα
εδικαιούτο κατά τη διάρκεια της απουσίας της.
Η καταγγελία στη σύμβαση της εγκύου: άρθρο 15 ν. 1483/1994 με τροποποίηση ν.
3996/2011 απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία τόσο κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης όσο και για 18 μήνες μετά τον τοκετό ή και για μεγαλύτερο
διάστημα εάν προκύψει ασθένεια που οφείλεται στην κύηση. Εξαίρεση προβλέπεται
μόνο για σπουδαίο λόγο, ο οποίος ΔΕΝ μπορεί να είναι μείωση της απόδοσης λόγω
εγκυμοσύνης. Σπουδαίο λόγο μπορεί να συνιστά η πλημμελής εκπλήρωση της εργασίας,
η συχνή αδικαιολόγητη απουσία, η απροθυμία συνεργασίας, ο κλονισμός της
εμπιστοσύνης, η διακοπή λειτουργίας στην επιχείρηση. Ακόμη όμως και αν υπάρξει
σπουδαίος λόγος, πρέπει να εξηγείται γραπτώς (εξαίρεση από κανόνα) ενώ η
καταγγελία πρέπει να κοινοποιηθεί στο ΣΕΠΕ. Αν δεν τηρηθεί κάτι από τα δύο, η
καταγγελία είναι άκυρη κατά μία άποψη ενώ κατά άλλη άποψη η μη κοινοποίηση του
εγγράφου επιφέρει μόνον διοικητικές κυρώσεις και όχι ακυρότητα της καταγγελίας.
Είναι άνευ σημασία η γνώση ή μη του εργοδότη για την εγκυμοσύνη!!! Αυτό ισχύει
ακόμη και αν δεν γνώριζε την εγκυμοσύνη ούτε η ίδια η μισθωτός (πληθώρα
αποφάσεων ΑΠ). Η γυναίκα προστατεύεται ακόμη και αν το έμβρυο γεννηθεί νεκρό
(ΑΠ 1362/2009) ενώ πρέπει να θεωρηθεί πως προστατεύεται και αν διακοπεί η
εγκυμοσύνη. Το βάρος απόδειξης της εγκυμοσύνης ή του τοκετού το φέρει η
απολυθείσα εργαζόμενη ενώ των περιστατικών που αποτελούν σπουδαίο λόγο το φέρει
ο εργοδότης.
ν. 1489/1984 Προβλέπει και άλλες ειδικές άδεις όπως η γονική άδεια, η άδεια
θηλασμού κλπ.
17
Ο εργοδότης μπορεί να υποβάλλει ερωτήσεις στον υποψήφιο προς πρόσληψη ωστόσο
όριο στις ερωτήσεις αυτές συνιστά η προστασία της προσωπικότητας του υποψήφιου.
Οι ερωτήσεις που θέτει ο εργοδότης θα πρέπει να είναι αναγκαίες κατά την καλή πίστη
για τη σύναψη και εύρυθμη λειτουργία της σύμβασης εργασίας για τη συγκεκριμένη
θέση εργασίας. Σε ερωτήσεις ανεπίτρεπτες ο υποψήφιος μπορεί να απαντήσει ψευδώς
αν πιστεύει πως εναλλακτικά υπάρχει βάσιμη πιθανότητα να μην προσληφθεί.
18
iii) Άδεια παραμονής και εργασίας για αλλοδαπούς υπηκόους τρίτων χωρών όχι
τέτοιες διατυπώσεις για υπηκόους κρατών μελών Ε.Ε. και μέλη της οικογενείας τους.
19
μπορεί να είναι ουσιώδης. Κατά τελολογική συστολή του ΑΚ 184, η επίκληση της
ακυρότητας ενεργεί για το μέλλον και ΟΧΙ αναδρομικά.
20
Παρατήρηση: Η επίκληση ακυρότητας σύμβασης εργασίας υπόκειται σε έλεγχο για
καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (ΑΠ 418/1984).
21
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΥΝΑΨΗΣ ΣΥΜΒ. ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ
ΧΡΟΝΟΥ
Τα μέρη έχουν κατ’ αρχήν ευχέρεια να συνάπτουν σύμβαση εργασίας ορισμένου ή
αορίστου χρόνου. Ωστόσο, η Εργατική νομοθεσία συνδέει την προστασία κατά της
καταγγελίας με τη σύμβαση αορίστου χρόνου. Στην σύμβαση ορισμένου χρόνου, η θέση
εργασίας διασφαλίζεται λιγότερο (όχι αποζημίωση ή άλλη προστασία). Επειδή ακριβώς
η σύμβαση αορίστου χρόνου παρέχει στον εργαζόμενο πληρέστερη προστασία
μπορεί στην πράξη να καταστρατηγείται αυτό το πλαίσιο προστασίας μέσω
συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Θεμελιώδης εδώ είναι η διάταξη του άρθρου 8§3
ν.2112/1920 σύμφωνα με την οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη σύμβαση
αορίστου χρόνου και σε σύμβαση ορισμένου χρόνου εάν εκείνη σκοπίμως συνήφθη
προς καταστρατήγηση της νομοθεσίας περί συμβάσεως αορίστου χρόνου. Βέβαια,
γίνεται δεκτό από νομολογία + θεωρία πως ΔΕΝ απαιτείται πρόθεση καταστρατήγησης
αλλά αρκεί η έρευνα αντικειμενικών στοιχείων όπως ο σκοπός και η φύση της εργασίας,
οι ανάγκες της εκμετάλλευσης ή οι λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης περίστασης.
Έλεγχο για την καταστρατήγηση της νομοθεσίας συνιστά και η θεμελιώδης διάταξη του
281 ΑΚ ώστε η συμβατική ελευθερία του εργοδότη να μην κεφαλαιοποιεί τη δομική
συμβατική ανισότητα που συνδέει εργαζόμενο και εργοδότη. Περίπτωση
καταστρατήγησης αποτελούν ενίοτε οι αλυσιδωτές συμβάσεις ορισμένου χρόνου
ένδειξη πως δεν δικαιολογούνται από αντικειμενικούς λόγους αλλά συνάπτονται προς
καταστρατήγηση της νομοθεσίας. Αποτέλεσμα είναι να θεωρούνται ως μία ενιαία
σύμβαση αορίστου χρόνου. Βέβαια, δεν απαιτείται αριθμός διαδοχικών συμβάσεων
για να υπάρχει καταστρατήγηση αλλά και μία μόνη σύμβαση ορισμένου χρόνου
θεωρείται ως αορίστου εφόσον δεν δικαιολογείται από αντικειμενικά στοιχεία. Η
ακυρότητα του όρου της σύμβασης για τη διάρκειά της δεν επιφέρει ακυρότητα όλης
της συμβάσεως γιατί μία τέτοια περίπτωση θα ήταν αντίθετη στο σκοπό της διάταξης
του άρθρου 8 του ν. 2112/1920 που είναι η προστασία του ασθενέστερου μέρους της
σύμβασης.
22
Χρονικό σημείο συνδρομής αντικειμενικού λόγου: πρέπει να συντρέχει κατά τη
σύναψη της σύμβασης.
Περιπτωσιολογία επιτρεπόμενων συμβάσεων ορισμένου χρόνου:
i) Ανάγκες (π.χ παροδικές) της επιχείρησης: πρέπει να είναι οι ανάγκες
περιορισμένης και προβλέψιμης διάρκειας (στοιχείο της πρόγνωσης)
ii) Παροχή εποχιακής εργασίας: μιλάμε για εργασία που προκύπτει κατά
συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
iii) Αναπλήρωση εργαζομένου: απαιτείται και εδώ η πρόγνωση ότι ο
αναπληρούμενος μισθωτός θα επιστρέψει στην εργασία του και η ανάγκη αναπλήρωσης
είναι προσωρινή. Επίσης απαιτείται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προσωρινής
απουσίας και της πρόσληψη με σύμβαση ορισμένου χρόνου.
iv) Δικαιολόγηση από συνθήκες λειτουργίας επιχείρησης: κατά την κατάρτιση
της σύμβασης πρέπει να συντρέχουν επαρκή και συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία να
στηρίζουν την ασφαλή πρόγνωση ότι μετά την πάροδο του συγκεκριμένου χρόνου θα
εκλείψουν οι λόγοι που επιβάλλουν την απασχόληση του εργαζομένου.
Ανανέωση σύμβασης ορ.χρ η 5§2 Π.Δ 81/2003 απαιτεί ΕΓΓΡΑΦΟ ΤΥΠΟ για
ανανέωση συμβ.ορ.χρ. σε νέα συμβ.ορ.χρ!
Η σιωπηρή ανανέωση του 671 ΑΚ: αν μετά τη λήξη συμβ.ορ.χρ. ο εργαζόμενος
εξακολουθεί να παρέχει την εργασία του με την ανοχή του εργοδότη, η σύμβαση
λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο. Έτσι, καθιερώνεται νομικό πλάσμα που
ΔΕΝ επιδέχεται ανατροπή με αντίθετη απόδειξη. Αν αποδειχθούν τα πραγματικά
περιστατικά, η σύμβαση ΚΑΘΕΣΤΗ αορίστου χρόνου.
23
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
25
Είναι νόμιμη η μετάθεση σε άλλη εκμετάλλευση ίδιας πόλης ή περιοχής και η
μετάθεση από ένα τμήμα της εκμετάλλευσης σε άλλο αρκεί να μη μεταβάλλονται
ουσιωδώς οι συμφωνημένες με τη σύμβαση υπηρεσίες.
Μόνο το γεγονός της μακροχρόνιας παροχής εργασίας σε έναν τόπο χωρίς τη
συνδρομή άλλων στοιχείων, δεν σημαίνει ότι προστέθηκε στην ατομική σύμβαση
σιωπηρός όρος για το αμετάθετο του εργαζομένου.
Σε κάθε περίπτωση, απαγορεύεται η μετάθεση του μισθωτού στο εξωτερικό (άρθρο
7 του ν. 2112/1920).
26
νομοθετικές ή συμβατικές ρυθμίσεις θα πρέπει να είναι προσανατολισμένες στην
εξυπηρέτηση των παραγωγικών σκοπών και της εν γένει οργάνωσης της επιχείρησης.
Παράλληλη απασχόληση:
Η υποχρέωση καλόπιστης συμπεριφοράς δεν απαγορεύει στον εργαζόμενο να μην
εργασθεί και σε άλλο εργοδότη. Ωστόσο, του επιβάλλει να καθιστά τον εργοδότη του
ενήμερο για παράλληλη απασχόληση όταν ο εργοδότης έχει ιδιαίτερο συμφέρον προς
τέτοια ενημέρωση. Η νομολογία δέχεται πως με ειδική ρήτρα μπορεί να απαγορευτεί η
παράλληλη απασχόληση (ΑΠ 1168/1976, 1192/92). Σε κάθε περίπτωση όμως
απαγορεύεται παράλληλη απασχόληση σε ανταγωνιστική επιχείρηση.
Ας εξετάσουμε όμως τώρα την προβληματική των συμβατικών όρων για παράλειψη
ανταγωνιστικών πράξεων για το διάστημα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας
(διάστημα μετενέργειας υποχρέωσης). Πρόκειται για όρους που δεσμεύουν την
επαγγελματική και οικονομική ελευθερία του εργαζόμενου για αυτό υπόκεινται σε
δικαστικό έλεγχο. Ο έλεγχος διενεργείται επί τη βάσει των 178, 179, 281 ΑΚ.
Τα κριτήρια ελέγχου είναι τα εξής:
27
i) Η συνομολόγηση τέτοιων ρητρών πρέπει να εξυπηρετεί τα δικαιολογημένα
επαγγελματικά συμφέροντα του εργοδότη (π.χ. προστασία απορρήτων ή
παρεμβολής στον κύκλο πελατών).
ii) Η απαγορευμένη ανταγωνιστική δραστηριότητα να τελεί σε εύλογη σχέση με
τα δικαιολογημένα συμφέροντα του εργοδότη.
iii) Ο περιορισμός να τηρεί τις επιταγές αρχής αναλογικότητας, δηλαδή κατά τη
στάθμιση ελέγχουμε: α) τη διάρκεια απαγόρευσης β) την τοπική έκταση γ)
την έκταση της απαγόρευσης (δηλαδή το εύρος του κύκλου των
απαγορευμένων πράξεων) δ) την καταβολή αντιπαροχής εκ μέρους του
εργοδότη όπως π.χ. καταβολή αποζημίωσης και το ύψος αυτής.
Η υποχρέωση εχεμύθειας:
Συμπλέκεται με την υποχρέωση παράλειψης ανταγωνισμού και προστατεύει τον
εργοδότη από την ανακοίνωση σε τρίτους επιχειρηματικών απορρήτων (κατ΄εξοχήν
παραδείγματα τα βιομηχανικά και τα εμπορικά απόρρητα). Συχνά η παραβίαση της
υποχρέωσης για παράλειψη ανταγωνιστικών πράξεων θα συνιστά και παραβίαση της
υποχρέωσης εχεμύθειας χωρίς ωστόσο αυτό να αίρει την αυτοτέλεια των δύο
υποχρεώσεων. Ο εργοδότης προστατεύεται από το νόμο περί αθέμιτου ανταγωνισμού
και συγκεκριμένα το άρθρο 16 του ν. 146/1914 όταν ο εργαζόμενος ανακοινώνει σε
τρίτους επιχειρηματικά απόρρητα. Η υποχρέωση εχεμύθειας μπορεί να
συγκεκριμενοποιηθεί στη σύμβαση εργασίας μέσω συνομολόγησης ρητρών εχεμύθειας.
Βέβαια, η υποχρέωση εχεμύθειας καλύπτει τα μυστικά εκείνα για την προστασία των
οποίων ο εργοδότης έχει ένα δικαιολογημένο συμφέρον. Μπορεί ο εργοδότης να
εμπιστεύεται πως ο εργαζόμενος δεν θα καταγγείλει τις παράνομες πρακτικές του αλλά
το κρίσιμο είναι αν είναι άξια προστασίας η εμπιστοσύνη αυτή. Αναφορικά με την
τελευταία περίπτωση ή την περίπτωση που η παράβαση αφορά συμπεριφορά που η
ολότητα έχει έντονο συμφέρον να γνωρίζει (π.χ. μόλυνση περιβάλλοντος) γίνεται δεκτό
πως η εμπιστοσύνη του εργοδότη για μη καταγγελία εκ μέρους του εργαζόμενου δεν
είναι άξια προστασίας. Πρέπει όμως και εδώ να τηρείται: η αρχή της αναλογικότητας
ως προς το ποιο μέσο είναι επαρκές για την προστασία συμφερόντων του εργαζομένου,
των τρίτων ή της ολότητας.
Όπως και η υποχρέωση παράλειψης διενέργειας ανταγωνιστικών πράξεων έτσι και η
υποχρέωση εχεμύθειας είναι δυνατόν με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων να
μετενεργήσει και μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας ενώ δεν μπορεί σε καμία
περίπτωση να λειτουργεί ως de facto απαγόρευση ανταγωνισμού. Για τις ρήτρες αυτές
ισχύουν ανάλογοι περιορισμοί όπως και για τις μετασυμβατικές ρήτρες απαγόρευσης
ανταγωνισμού.
28
ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Ορισμός: μισθός είναι η παροχή του εργοδότη σε όφελος του μισθωτού που αποτελεί
αντάλλαγμα για την προσωπική δέσμευση του δεύτερου σε όφελος του πρώτου.
Περιεχόμενο/Μορφές μισθού:
1) χρηματικός μισθός: καθορίζεται σε χρηματικές μονάδες και η καταβολή του
πρέπει να γίνει «τοις μετρητοίς». Απαγορεύεται η εξόφλησή του με χορήγηση
παροχών σε είδος.
2) μισθός σε είδος: κάθε αντικείμενο που έχει οικονομική αξία μπορεί να είναι
αντικείμενο παροχής σε είδος. Θα πρέπει όμως η παροχή να χορηγείται ως
αντάλλαγμα της εργασίας. Ωστόσο, ο μισθός σε είδος δεν μπορεί να καλύπτει το
σύνολο του μισθού (952 ΔΣΕ) αλλά μόνο τη μερική καταβολή του σε είδος. Οι
μισθολογικές παροχές σε είδος πρέπει να ληφθούν υπόψιν για τον καθορισμό των
αποδοχών που υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές ενώ πρέπει να λαμβάνονται
υπόψιν και για να προσδιορισθεί το συνολικό ύψος αποδοχών όταν συναρτήσει του
υπολογίζονται άλλα δικαιώματα όπως π.χ. η αποζημίωση λόγω καταγγελίας της
σύμβασης εργασίας ή τα δώρα εορτών κ.ο.κ.
29
κατώτατα όρια μισθού (ΣΣΕ, Κανονισμός) αλλά και από τη συνταγματικά
κατοχυρωμένη αρχή ίσης αμοιβής για ίση εργασία.
ii) συλλογικές συμβάσεις εργασίας
iii) διαιτητική απόφαση που αποτελεί επίσης συλλογικό τρόπο καθορισμού του
μισθού
iv) ο νόμος, π.χ. τον 4093/2012 που διαμόρφωσε δύο κατηγορίες γενικών κατώτατων
ορίων νομίμου μισθού πέρα από την ΕΓΣΣΕ.
v) ο ειθισμένος μισθός: όταν δεν προκύπτει νόμιμος μισθός λόγω έλλειψης
καθορισμού η μη εφαρμογής ΣΣΕ. Ειθισμένος είναι ο μισθός που καταβάλλεται σε
μισθωτούς με την ίδια ειδικότητα, τις ίδιες ιδιότητες και τα ίδια προσόντα, στον ίδιο
τόπο και με τις ίδιες συνθήκες για εργασία.
Συστήματα αμοιβής:
i) χρονικός μισθός: αποτελεί το συνηθέστερο τρόπο υπολογισμού. Χρονική μονάδα
ως βάση υπολογισμού μπορεί να είναι ο μήνας (μηνιαίος μισθός), η μέρα (ημερομίσθιο),
η εβδομάδα ή η ώρα (ωρομίσθιο).
ii) μισθός με βάση την απόδοση: κριτήριο η ποσότητα ή και η ποιότητα της
εργασίας. Συνηθέστερη μορφή η αμοιβή «με το κομμάτι» ή «κατά μονάδα παραγωγής
εργασίας». Άλλες περιπτώσεις η αμοιβή με ποσοστό επί πωλήσεων ή εισπράξεων ή με
ποσοστό επί της αξίας συναφθέντων συμβάσεων (προμήθεια)
iii) Συμμετοχή μισθωτών στα κέρδη: σε ποσοστό επί των κερδών επιχείρησης ή του
κύκλου εργασιών της.
iv) Φιλοδωρήματα: Σε ορισμένα επαγγέλματα η καταβολή τους είναι υποχρεωτική
ενώ σε άλλα είναι προαιρετική. Και στις δύο περιπτώσεις αποτελούν μέρος των
τακτικών αποδοχών εάν καταβάλλονται με βάρη ρητή ή σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των
μερών. Εάν η καταβολή είναι αβέβαιη και έκτακτη, ή λαμβάνονται χωρίς τη
συγκατάθεση του εργοδότη εν αγνοία του ή κατά τρόπο που αντίκειται στην καλή
πίστη, δεν αποτελεί μισθολογική παροχή.
Σύνθεση του μισθού: ο μισθός είναι δυνατόν να αποτελεί ένα συνολικό ποσό αλλά
και να διακρίνεται σε επί μέρους ποσά.
α) Βασικός μισθός: το τμήμα του μισθού που καταβάλλεται ανεξάρτητα από
οποιοδήποτε άλλη προϋπόθεση
β) Επιδόματα: έχουν ξεχωριστές ονομασίες που υποδηλώνουν τον ειδικότερο σκοπό
για τον οποίο χορηγούνται.
Τα σημαντικότερα είναι: β1) Επιδόματα προϋπηρεσίας: επιβραβεύουν
μακροχρόνια παραμονή στην επιχείρηση ή λαμβάνουν μισθολογικά υπόψιν την
εμπειρία β2) Οικογενειακά επιδόματα, όπως το επίδομα γάμου: για τις
οικογενειακές υποχρεώσεις β3) Επιδόματα εορτών: καταβάλλονται δύο φορές το
χρόνο. Ενδεχομένως, η καταβολής τους να συμψηφίζεται σε τμήμα συμβατικών
αποδοχών που είναι ανώτερες των νομίμων.
30
Διακρίσεις του μισθού:
i) Τακτικές αποδοχές: οι αποδοχές που καταβάλλονται στο μισθωτό σταθερά και
μόνιμα ως αντάλλαγμα για την τακτικά παρεχόμενη εργασία. Μια παροχή που
χορηγείται μία φορά το χρόνο και αποτελεί αντάλλαγμα τακτικώς παρεχόμενων
υπηρεσιών, μπορεί να συμπεριληφθεί τις τακτικές αποδοχές παρότι δεν
χαρακτηρίζεται από περιοδικότητα σε μικρά χρονικά διαστήματα. Σημασία έχει η
περιοδικότητα στην αντιστοιχία με παρεχόμενη εργασία.
ii) Έκτακτες αποδοχές: δεν χορηγούνται τακτικά και σταθερά αλλά είτε εφάπαξ είτε
σε άτακτα χρονικά διαστήματα. Μετατρέπονται σε τακτικές όταν αντιστοιχούν σε
εργασία που επαναλαμβάνεται τακτικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, π.χ.
εργασία την Κυριακή που παρέχεται σταθερά και τακτικά. Οι προσαυξήσεις για
παράνομη υπερωριακή εργασία ή παράνομη νυχτερινή εργασία δεν περιλαμβάνονται
στις τακτικές αποδοχές.
31
Δικαιώματα εργαζομένου αν δεν καταβάλλεται ο μισθός:
1. Άσκηση αγωγής: καταβολή καθυστερούμενων μισθών εντόκως από την ημέρα που
έπρεπε να καταβληθούν. Επίσης, ο εργαζόμενος μπορεί να ζητήσει την έκδοση
διαταγής πληρωμής εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 636Α του
ΚΠολΔ , που προσετέθη με το άρθρο 48 του ν. 4488/2017. Επίσης μπορεί να ζητηθεί
προσωρινή επιδίκαση των απαιτητών μισθών με ασφαλιστικά μέτρα (728 ΚΠολΔ).
2. Άσκηση επίσχεσης εργασίας : με δήλωση ο εργαζόμενος αρνείται να παράσχει
εργασία έως ότου ο εργοδότης εκπληρώσει τη δική του υποχρέωση (325 ΑΚ). Ο
εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία και οφείλει να καταβάλλει μισθό παρότι δεν
παρέχεται εργασία. Η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης ελέγχεται επί τη βάσει
του 281 ΑΚ.
3. Να ζητήσει την κήρυξη του εργοδότη σε κατάσταση πτώχευσης εφόσον η
καθυστέρηση είναι σημαντική και σημαίνει γενικότερη παύση πληρωμών.
4. Να το θεωρήσει ως μονομερή βλαπτική μεταβολή ή ως σπουδαίο λόγο
καταγγελίας αν είναι ορισμένου χρόνου η σύμβαση. Με τη διάταξη του
άρθρου 56 του νόμου 4487/2017, προστέθηκε τρίτο εδάφιο στο άρθρο 7 του
ν.2112/1920 , σύμφωνα με το οποίο : «Επίσης θεωρείται μονομερής βλαπτική
μεταβολή των όρων εργασίας η αξιόλογη καθυστέρηση καταβολής των
δεδουλευμένων αποδοχών του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της
αιτίας της καθυστέρησης». Η διάταξη προσπάθησε να ανατρέψει τη νομολογία του
ΑΠ περί μη ύπαρξης μονομερούς βλαπτικής μεταβολής επί αξιόλογης καθυστέρησης
αποδοχών αν η αιτία της καθυστέρησης είναι εύλογη ωστόσο έφερε στο προσκήνιο
την αόριστη νομική έννοια της «αξιόλογης» από άποψη χρόνου καθυστέρησης. Το
ζήτημα λύθηκε με τον πρόσφατο ν. 4635/2019, ο οποίος στο άρθρο 58 προέβλεψε
πως «θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η πέραν των
δύο (2) μηνών καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών
του εργαζομένου από τον εργοδότη, ανεξαρτήτως της αιτίας της καθυστέρησης».
Στη σύμβαση ορισμένου χρόνου, η μη εμπρόθεσμη καταβολή του μισθού μπορεί
να αποτελέσει σπουδαίο λόγο για πρόωρη λύση της σύμβασης σύμφωνα με το 672
ΑΚ.
5. Υποβολή μηνύσεως βάσει άρθρου 8§1 (ν. 2336/1995) χωρίς όμως η ποινική
ευθύνη του εργοδότη να καθιστά την καθυστέρηση καταβολής αποδοχών
αδικοπραξία.
32
εργαζομένων με σχέση ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, προβλέπεται διετής
παραγραφή η οποία εκκινεί από της γενέσεώς τους.
Αποδυνάμωση: το δικαίωμα αποδυναμώνεται και επομένως δεν μπορεί να ασκηθεί
στο μέλλον, δηλαδή ουσιαστικά αποσβέννυται , όταν η μακρά αδράνεια του
δικαιούχου συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, οι οποίες σε
συνδυασμό με τη μακρά αδράνεια, δημιούργησαν στον υπόχρεο την δικαιολογημένη
πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα και θεμελίωσαν υπέρ αυτού μια
πραγματική κατάσταση, η ανατροπή της οποίας προκαλεί τόσο επαχθείς συνέπειες
και ύφος αποτροπή των συνεπειών αυτών επιβάλλεται από την καλή πίστη η θυσία
του αξιουμένου δικαιώματος.
Την υποχρέωση προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των μισθωτών επιβάλλουν
πολλές διατάξεις ιδιωτικού και δημόσιου δικαίου. Διάταξη γενικής ισχύος αποτελεί το
662 ΑΚ, η οποία εξειδικεύεται επαρκώς από νομοθετικές ρυθμίσεις διαφορετικές
ανάλογα με τα επαγγέλματα ώστε στην ουσία να θεωρείται πλέον ξεπερασμένη.
Θεμελιώδης νόμος ο 3850/2010, ο οποίος συνιστά στην ουσία τον κώδικα για την
υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων με τα άρθρα 42+43 να καθιερώνουν γενικές και
ειδικές υποχρεώσεις του εργοδότη ενώ υπάρχει και πληθώρα άλλων διατάξεων είτε
γενικών είτε αφορώντων σε ειδικά επαγγέλματα όπως πχ. για εργαζόμενους σε
οικοδομικές εργασίες..
Η παράβαση αυτών των υποχρεώσεων θεμελιώνει συμβατική ευθύνη χωρίς αυτό να
αποκλείεται την συρροή και αδικοπρακτικής ευθύνης. Το γεγονός πως πλείονες
νομοθετικές ρυθμίσεις εξειδικεύουν το 662 ΑΚ δεν σημαίνει και πως εξαντλούν αυτές
τις ρυθμίσεις μιας και το φάσμα υποχρεώσεων που επιβάλει η καλή πίστη είναι ευρύ.
Στο άρθρο 42 του Κ.Υ.Α.Ε. καθιερώνεται η γενική υποχρέωση του εργοδότη να
εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων του ενώ στο άρθρο 43
προβλέπεται μία σειρά ειδικότερων υποχρεώσεων. Όλες αυτές οι υποχρεώσεις όμως δεν
αναιρούν και την υποχρέωση των ίδιων των εργαζομένων να τηρούν τους κανόνες και
τα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας, υποχρέωση που κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 49
του Κ.Υ.Α.Ε.
Εάν ο εργοδότης δεν εκπληρώνει τις απορρέουσες από το 662 ΑΚ και τις ειδικότερες
διατάξεις υποχρεώσεις του, ο εργαζόμενος μπορεί : α) να προβεί σε επίσχεση εργασίας
έως ότου ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει β)το δικαίωμα
άρνησης εκπλήρωσης της εργασίας του ή διακοπής και απομάκρυνσης από τη θέση του
όταν προκύπτει άμεσος και σοβαρός κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του και
προβλέπεται σαν δικαίωμα αυτοτελώς στο άρθρο 45§4 του Κ.Υ.Α.Ε. Εδώ δεν
ενδιαφέρει αν υπάρχει παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους του εργοδότη. γ)
αξίωση αποζημίωσης για τη ζημία που προκλήθηκε από την παραβίαση και
ενδεχομένως αξίωση για ηθική βλάβη.
33
ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Η υποχρέωση θεμελιώνεται στις διατάξεις που καθιερώνουν την υποχρέωση γενικής
πρόνοιας του εργοδότη σε συνδυασμό με τα άρθρα 57/59 ΑΚ και τις σχετικές
συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 5§1, 22§1, 25§1,2). Στο νομικό αυτό οπλοστάσιο
προσθέτουμε και τις οδηγίες για την καταπολέμηση των διακρίσεων όσο και εκείνες για
την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η προστασία της προσωπικότητας του
μισθωτού καλύπτει όλα τα στάδια της εργασιακής σχέσης , δηλαδή τόσο τη σύσταση και
τη λειτουργία της όσο και τη λύση της.
Στις εργασιακές σχέσεις, οι περιορισμοί στο δικαίωμα της προσωπικότητας δεν
προκύπτουν μόνο από τη συμβατική δέσμευση αλλά ενισχύονται και από το διευθυντικό
δικαίωμα του εργοδότη. Έχουμε σύγκρουση αντιτιθέμενων ιδιωτικών συμφερόντων
μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαίωμα στην
προσωπικότητα του εργαζομένου δεν είναι απεριόριστο. Για αυτό το λόγο και
ερευνούμε σε κάθε σύγκρουση συμφερόντων εάν:
α) Για οπουδήποτε περιορισμό χρειάζεται ένας νομικός λόγος που να συνδέεται με τα
αντικειμενικά συμφέροντα της επιχείρησης (εύλογη αιτία).
β) Κατά τη στάθμιση της προστασίας της προσωπικότητας και των αντικειμενικών
συμφερόντων της επιχείρησης εφαρμόζεται: i) η συνταγματικά καθιερωμένη αρχή
της αναλογικότητας ii) η αρχή της διαφοροποίησης στην έκταση των
περιορισμών ανάλογα με τη νομική βάση πάνω στην οποία θεμελιώνεται.
Αναφορικά με τον κύκλο των προστατευόμενων συμφερόντων του μισθωτού
μπορούμε να διαχωρίσουμε τις ακόλουθες κατηγορίες δικαιωμάτων:
1. Δικαίωμα για έκφραση γνώμης, πολιτικών πεποιθήσεων κ.λ.π. θεμιτός ο
περιορισμός για διασφάλιση εργασιακής ειρήνης.
2. Δικαιώματα ατομικότητας εργαζομένων όπως η εικόνα του, η φωνή του, ο
χαρακτήρας, η τιμή του, η επαγγελματική του ικανότητα.
3. Δικαίωμα διαφύλαξης από επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή και σφαίρα. Η ιδ.
σφαίρα περιλαμβάνει χώρο ιδιωτικής ζωής εκτός χρόνου εργασίας αλλά και
εντός.
4. Δικαίωμα διαφύλαξης επαγγελματικής φήμης και δικαίωμα για επαγγελματική
εξέλιξη.
5. Δικαίωμα στην επαγγελματική αξία και υπόληψη.
6. Δικαίωμα προστασίας της προσωπικότητας από προσβολές συναδέλφων.
7. Δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
34
Η αρχή της ίσης μεταχείρισης είναι μία από τις βασικές αρχές του εργατικού δικαίου
και απαγορεύει την αυθαίρετη χειροτέρευση από τον εργοδότη της θέσης ενός
μισθωτού σε σχέση με τους υπόλοιπους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με αυτούς,
δηλαδή προσφέρουν όμοια εργασία , έχουν τα αυτά προσόντα και εργάζονται υπό τις
αυτές συνθήκες. Απαγορεύει δηλαδή την άνιση μεταχείριση όμοιων
καταστάσεων, που συνιστά θεμελιώδη επιταγή της συναλλακτικής καλής
πίστης. Βασίζεται στο άρθρο 4 του Συντάγματος αλλά και στο 288 ΑΚ. Για να
κατανοήσουμε το ακριβές περιεχόμενο της δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την έννοια
της εκμετάλλευσης και το γεγονός πως σήμερα η εργασία είναι μία υπόθεση ομαδική.
Όταν βέβαια μία αξίωση θεμελιώνεται σε άλλη βάση, η αρχή της μεταχείρισης έχει
επικουρική λειτουργία. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν περιορίζεται σε ζητήματα
αμοιβής αλλά αποτελεί κριτήριο ελέγχου και άλλων μέτρων και αποφάσεων του
εργοδότη.
Προϋποθέσεις εφαρμογής:
1) Ύπαρξη ενεργούς σχέσης εργασίας η υποχρέωση δεν βαρύνει εργοδότη
πριν τη σύναψη της σύμβασης ή μετά τη λύση της.
2) Παροχή εκούσια: δεν εφαρμόζεται όταν μία παροχή επιβάλλεται από νόμο,
ΣΣΕ, ΔΑ, κανονισμό. Επίσης δεν εφαρμόζεται σε παροχές καταβληθείσες από
πλάνη ως προς την υποχρεωτικότητά τους.
3) Παροχή νόμιμη: ίση μεταχείριση στην παρανομία ΔΕΝ υφίσταται.
4) Ουσιωδώς όμοιες καταστάσεις: ο εργαζόμενος αξιώνει ίση μεταχείριση με
συγκρίσιμους προς αυτόν εργαζομένους. Αυτό βεβαία δεν σημαίνει πως
απαιτείται απόλυτη ομοιότητα. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, σε όμοια
κατάσταση βρίσκονται μόνο εργαζόμενοι της ίδιας εκμετάλλευσης. Η αρχή της
ίσης μεταχείρισης δεσμεύει τον εργοδότη όχι μόνο όταν εφαρμόζεται τον κανόνα
που ο ίδιος έχει διαμορφώσει και επιβάλλεται η συνεπής εφαρμογή του αλλά και
όταν θέτει τον κανόνα, όταν δηλαδή καθορίζει κατηγορία/ριες προσωπικού που
θα λάβουν την παροχή.
Η διαφορετική μεταχείριση ομάδων/κατηγοριών εργαζομένων κατά τη
χορήγηση οικειοθελών παροχών, για να είναι σύμφωνη με την αρχή της ίσης
μεταχείρισης θα πρέπει να δικαιολογείται αντικειμενικά από το σκοπό της
παροχής. Έτσι, το είδος εργασίας ή τα προσόντα δεν δικαιολογούν
διαφοροποίηση για παροχή που αφορά στις συνθήκες εργασίας.
5) Αρχή ίσης μετ. vs συμβατική ελευθερία: η αρχή της ίσης μεταχείρισης
απαγορεύει τον αποκλεισμό εργαζομένου σε μέτρα που έχουν γενικό-συλλογικό
χαρακτήρα και δημιουργούν μία συγκεκριμένη τάξη στην εκμετάλλευση. Δεν
απαγορεύει όμως την ευνοϊκότερη μεταχείριση βάσει ατομικών συμφωνιών
μεμονωμένων εργαζομένων σε σχέση με τους λοιπούς. Αν ωστόσο πίσω από
επιμέρους ατομικές συμφωνίες υποκρύπτονται κριτήριο που μπορούν να
γενικευτούν, προηγείται η ίση μεταχείριση και όχι η συμβατική ελ.
Είναι έγκυρη η συμφωνία με την οποία εργαζόμενος δέχεται την εξαίρεσή του
35
από μία γενικών ισχύουσα ρύθμιση αλλά όχι η εκ των προτέρων γενική
παραίτηση του μισθωτού από αξίωση για ίση μεταχείριση.
Από το πεδίο εφαρμογής της αρχής ίσης μετ. η νομολογία εξαιρεί τις
προσλήψεις όπου απόλυτο προβάδισμα έχει η συμβατική ελευθερία.
6) Έλλειψη σοβαρού και ειδικού λόγου για διαφοροποιήσεις: κατά την
πάγια νομολογία, είναι σύμφωνες με την αρχή διαφοροποιήσεις οι οποίες
δικαιολογούνται από ύπαρξη «ειδικού και σοβαρού κατ’ αντικειμενική κρίση
λόγους», ο οποίος καθιστά τη διαφορετική μεταχείριση «δίκαιη και εύλογη».
Τέτοια κριτήρια είναι η αρχαιότητα, τα προσόντα (τυπικά), η εμπειρία, η
κατάσταση υγείας, η οικογενειακή κατάσταση κοκ. Αυτά εξετάζονται συναρτήσει
σκοπού παροχής. Για τον προσδιορισμό του σκοπού εξετάζουμε τις προϋποθέσεις
υπό τις οποίες χορηγείται.
Ο χρόνος πρόσληψης δεν δικαιολογεί από μόνος του διαφοροποίηση. Και εδώ
πρέπει να συντρέχει αντικειμενικός λόγος. Η νομολογία δέχεται πως για
προσλήψεις σε διαφορετικούς χρόνους με διαφορετικές προϋποθέσεις
δικαιολογείται άλλη μεταχείριση.
Η διάκριση υπαλλήλων και εργατών δεν αρκεί από μόνη της για να
δικαιολογήσει εξαίρεση από μία παροχή αλλά θα πρέπει η διάκριση να
δικαιολογείται από το σκοπό της παροχής.
Μεταξύ μερικώς και πλήρως απασχολουμένων η διαφορετική μεταχείριση θα
πρέπει να δικαιολογείται από το σκοπό της παροχής.
7) Απασχόληση στον ίδιο εργοδότη. Πεδίο εφαρμογής της αρχής είναι κατά
κύριο λόγο η εκμετάλλευση, όπου αναπτύσσεται η κοινότητα των σχέσεων
εργασίας, ο δικαιολογητικός λόγος για την εφαρμογή της αρχής. Μπορεί όμως να
επεκταθεί και στις περισσότερες εκμεταλλεύσεις της επιχείρησης κατά μία
άποψη.
Καλύπτει κυρίως τις οικειοθελείς παροχές εργοδότη, όλα τα είδα μέτρων και
αποφάσεων εργοδότη (καλύπτει δηλαδή το διευθυντικό δικαίωμα), με τα οποία
εκδηλώνεται η εξουσία μονομερούς διαμόρφωσης όρων εργασίας αλλά ΔΕΝ
εφαρμόζεται στις προσλήψεις. Εφαρμόζεται και επί παροχών που δεν έχουν οικονομικό
χαρακτήρα αλλά και σε παροχές που αφορούν σε ωφελήματα άλλης μορφής όπως πχ
προαγωγές ή βαθμολογική ένταξη. Δεν εφαρμόζεται ούτε στην καταγγελία συμβάσεων
εργασίας κατά την ορθότερη γνώμη.
Και οι δύο θεσμοί έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία και έχουν ως βάση μία
γενική και απρόσωπη συμπεριφορά εκ μέρους του εργοδότη. Ωστόσο είναι δύο θεσμοί
που πρέπει να διακρίνονται αυστηρά μεταξύ τους καθόσον διαφέρουν τόσο στις
προϋποθέσεις εφαρμογής όσο και στον τρόπο εφαρμογής και την έκτασή του.
Η πρακτική της εκμετάλλευσης απαντά στο ερώτημα εάν κάτω από ποιες
προϋποθέσεις ο εργοδότης δεσμεύεται να συνεχίσει να χορηγεί και στο μέλλον
οικειοθελή παροχή, την οποία κατέβαλε για μακρό χρόνο σταθερά και ομοιόμορφα.
Εκείνο που ενδιαφέρει δηλαδή είναι κατά πόσον προκύπτει μία δέσμευση για το μέλλον
από μία επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά.
Αντίθετα, επί ίσης μεταχείρισης πρόκειται για ζήτημα ομοιόμορφης συμπεριφοράς
απέναντι σε εργαζομένους που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Ενεργοποιείται κατά
χορήγηση παροχών χωρίς καμία συμβατική δέσμευση και δεν έχει σημασία αν δόθηκε η
παροχή μία φορά ή επαναλαμβάνεται στο μέλλον.
Με άλλα λόγια, η δεσμευτικότητα της πρακτικής αναπτύσσεται «εις χρόνον»
(κάθετα), ενώ η αρχή της ίσης μεταχείρισης «εις σειρά» (οριζόντια). Είναι βέβαια
δυνατόν μία αξίωση του εργαζομένου να θεμελιώνεται σωρευτικά και στους δύο αυτούς
θεσμούς αλλά σε αυτή την περίπτωση η ίση μεταχείριση θα συνιστά την επικουρική
βάση της αγωγής του εργαζομένου.
Απαγορεύεται στον εργοδότη να αρνείται τις υπηρεσίες του μισθωτού ακόμη και αν
του καταβάλλει μισθό. Η υποχρέωση προκύπτει και εάν καταγγελία σύμβασης εργασίας
αναγνωριστεί ως άκυρη. Η μη απασχόληση αποτελεί προσβολή εννόμων συμφερόντων
του μισθωτού(βιοπορισμός, συμμετοχή στον οικονομικό βίο, εξέλιξη προσωπικότητας).
Αυτό αντικατοπτρίζεται νομοθετικά και στο 656§1 ΑΚ. Περιεχόμενο της υποχρέωσης
είναι η απασχόληση του εργαζομένου σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης και όχι η
απασχόληση σε συγκεκριμένη θέση εργασίας. Ο εργαζόμενος επί αγωγής για μονομερή
βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας μπορεί να ζητήσει εκτός από την αναγνώριση
37
της ακυρότητας της μεταβολής και την απασχόλησή του σύμφωνα με τους πριν τη
μεταβολή όρους.
Σε σύμβαση ορισμένου χρόνου η αδικαιολόγητη άρνηση του εργοδότη να απασχολεί
τον εργαζόμενο είναι δυνατό να θεωρηθεί ως σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της
σύμβασης εργασίας.
Αν ο εργοδότης δεν συμμορφώνεται, δημιουργούνται αξιώσεις βάση 59, 914 και 932
ΑΚ και ο εξαναγκασμός εργοδότη επιτυγχάνεται επ’ απειλεί χρηματικής ποινής και
προσωρινής κράτησης.
ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ
Ν. 551/1915 : Η εφαρμογή του νόμου περιορίζεται στους εργαζόμενους που
υπάγονται σε άλλα ασφαλιστικά ταμεία πλην του ΙΚΑ.
Έννοια εργατικού ατυχήματος: άρθρο 1 ν. 551/1915: ως εργατικό ατύχημα
θεωρείται κάθε βλάβη που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας η εξ’
αφορμής αυτής σε εργάτη ή υπάλληλο των εργασιών ή επιχειρήσεων των
αναφερόμενων στο άρθρο 2 του β.δ. 2417/258 1920 η οποία είναι αποτέλεσμα
βίαιου συμβάντος, δηλαδή βιαίας και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου
που δεν θα λάμβανε ύπαρξη χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της υπό τις
δεδομένες περιστάσεις εκτελέσεώς της και επιφέρει το θάνατο ή την
ανικανότητα προς εργασία, η οποία διήρκεσε περισσότερο από τέσσερις μέρες.
Ως ατύχημα από βίαιο συμβάν θεωρείται και η ασθένεια του εργαζομένου
εφόσον προκλήθηκε από γεγονός αιφνίδιο και απρόβλεπτο και είναι άσχετη με
την ιδιοσυστασία του παθόντος όπως και η επαγγελματική ασθένεια που
εκδηλώθηκε λόγω δυσμενών επαγγελματικών όρων. Αντίστοιχα εργατικό
ατύχημα υπάρχει όταν η ανικανότητα οφείλεται σε υπέρμετρη προσπάθεια εκ
μέρους του εργαζομένου προς ανταπόκριση στους ασυνήθεις όρους εργασίας ή
σε εργασία υπό εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες.
Δεν συνιστά εργατικό ατύχημα: η κατά την εκτέλεση της εργασίας εκδήλωση
προϋπάρχουσας, έστω και σε λανθάνουσα κατάσταση, ασθένειας ή επιδείνωσής
της. Η επαγγελματική νόσος η οποία λόγω φύσεως εργασίας και ελλείψει βίαιου
συμβάντος μπορεί να προσβάλλει το μισθωτό (διαφορετική η περίπτωση αν παρά
την εκδήλωση της ασθένειας ο εργοδότης συνέχισε να απασχολεί μισθωτό από
τις ίδιες συνθήκες). Οι περιπτώσεις αυτές προέρχονται από τη νομολογία.
Αιτιώδης συνάφεια: για να έχουμε εργατικό ατύχημα, το ατύχημα πρέπει να
επέλθει «εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ’ αφορμής αυτής», δηλαδή πρέπει να
διαπιστώνεται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ βιαίου συμβάντος και ατυχήματος.
Έτσι, εργατικό ατύχημα όχι μόνο όταν συμβαίνει στο τόπο και κατά τη διάρκεια
της εργασίας αλλά και όταν συνδέεται άμεσα με αυτήν. Έχουν κριθεί ως
εργατικά ατυχήματα: το ατύχημα κατά τη μετάβαση του μισθωτού από το σπίτι
38
προς τον τόπο εργασίας και αντίστροφα καθώς και το ατύχημα κατά τη διάρκεια
νομικής απεργίας. Για να υπάρξει αιτιώδης συνάφεια στο πρώτο παράδειγμα
βέβαια θα πρέπει να ακολουθηθεί η συνήθης διαδρομή.
Το σύστημα ευθύνης: σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, ο 551/1914
καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη. Ανεξαρτήτως, λοιπόν υπαιτιότητας ο
εργοδότης οφείλει να αποζημιώσει τον εργαζόμενο. Το ποσό της αποζημίωσης
καθορίζεται κατ’ αποκοπήν και είναι συνάρτηση τόσο της έκτασης της βλάβης
όσο και της διάρκειας της (άρθρο 3 ν. 551/1915). Σε περίπτωση θανάτου
εργαζομένου, η αποζημίωση συνίσταται σε μισθούς 5 ετών και λαμβάνεται από
την οικογένεια του θανόντος (άρθρο 6).
Ο εργοδότης, μπορεί να επικαλεστεί αμέλεια του εργαζομένου, η οποία αν
αποδειχθεί και γίνει δεκτή μειώνει το ποσό της οφειλόμενης αποζημίωσης.
Όταν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων αυτού
καθώς δεν τηρήθηκαν προδιαγραφές ασφαλείας από την ισχύουσα νομοθεσία
και εξαιτίας αυτής της παράλειψης επήλθε το ατύχημα, ο παθών μισθωτός
μπορεί εκλεκτικά να ασκήσει είτε την αξίωση από τον 551/1915 είτε την αξίωση
αδικοπραξίας (914,922,928 ,932 ΑΚ).
Παραγραφή: πάσα αξίωση από τον 551/1915 παραγράφεται μετά από την
3ετία αν εντός 10ημέρου ο εργοδότης αναγγείλει το ατύχημα στον Ειρηνοδίκη
του τόπου όπου τούτο έλαβε χώρα ειδάλλως χωρεί η κοινή παραγραφή η οποία
κατά την κρατούσα άποψη είναι η κοινή 20ετής.
Μισθωτοί υπαγόμενοι στην ασφάλιση του ΙΚΑ: αν ο μισθωτός υπάγεται
στην ασφάλιση του ΙΚΑ και υποστεί εργατικό ατύχημα, ο εργοδότης
απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αποζημιώσεως του εκτός από την
αξίωση ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, η οποία και διατηρείται.
Αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, εκείνος οφείλει να καταβάλλει
στον εργαζόμενο ή τα μέλη της οικογενείας του τη διαφορά μεταξύ του ποσού της
κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών που
χορηγεί το ΙΚΑ.
Η αξίωση για ικανοποίηση ηθικής βλάβης : ο παθών εργαζόμενος διατηρεί
κατά του εργοδότη του σε κάθε περίπτωση ακόμη και εάν αυτός απαλλάσσεται
της υποχρεώσεως προς αποζημίωση προκειμένου περί ασφαλιζόμενου στο ΙΚΑ
την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εφόσον το ατύχημα
οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη. Σε περίπτωση θανάτου, η χρηματική
ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (άρθρο 932 εδ. γ ΑΚ ) επιδικάζεται στην
οικογένεια του θύματος.
Υποχρέωση αναγγελίας : ο εργοδότης υποχρεούται να αναγγείλει στις
αρμόδιες Επιθεωρήσεις Εργασίας, τις πλησιέστερες αστυνομικές αρχές και στις
αρμόδιες υπηρεσίες του ασφαλιστικού οργανισμού εντός 24 ωρών όλα τα
εργατικά ατυχήματα ενώ οφείλει να τηρεί και ειδικό βιβλίο ατυχημάτων.
39
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
40
οποίο έπρεπε να είχε λάβει χώρα. Ωστόσο, δεν προσβάλλεται ούτε ακυρώνεται η
προαγωγή των ήδη προαχθέντων. Όπως επισημαίνεται στη ΑΠ 702/1993, «η
διάταξη του άρθρου 12 ν. 1082/1980» δεν κατέστησε το δικαίωμα προαγωγής
απόλυτο, δυνάμενο ν’ αντιταχθεί κατά τρίτου και να καταλήξει σε ακύρωση της
δικής του προαγωγής». Απλώς η διάταξη εισήγαγε νομικό πλάσμα
προαγωγής στον ανώτερο βαθμό υπό μορφή αυτούσιας αποζημίωσης
χωρίς να θίξει την προαγωγή του υπαλλήλου ή των υπαλλήλων έναντι
των οποίων αναγνωρίστηκε η κατάδηλη υπεροχή του ενάγοντος.
Παραγραφή αξιώσεων παραληφθέντος υπαλλήλου: για κανονισμό με ισχύ
νόμου έχουμε 5ετή καθώς μιλάμε για αδικοπραξία. Εάν έχουμε κανονισμό
συμβατικής ισχύος, 5ετή βάσει 250 άρθρο 17 ΑΚ.
Άμυνα του εργοδότη: α)άρνηση της αγωγής, β) διακωλυτική ένταση για
υπεροχή άλλων μη προαχθέντων μισθωτών, οι οποίοι προηγούνταν και του
ενάγοντος. Αρκεί απλή υπεροχή τους σε σχέση με ενάγοντα, γ)αποδυνάμωση
δικαιώματος.
41
ΠΛΗΜΜΕΛΗΣ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ
Έχουμε όταν ο εργαζόμενος εκπληρώνει μεν την υποχρέωσή του αλλά η παροχή είναι
ελαττωματική. Μπορεί να έχουμε και όταν η κύρια παροχή εκπληρώνεται ομαλά αλλά
παραβιάζεται κάποια παρεπόμενη υποχρέωση του οφειλέτη.
Γίνεται δεκτό πως ελλείψει διατάξεων για ειδική εγγυητική ευθύνη στη σύμβαση
εργασίας, ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα να μειώσει το μισθό (ανεξαρτήτως
υπαιτιότητας ή μη). Αν η πλημμελής εκπλήρωση είναι υπαίτια, ο εργαζόμενος οφείλει
να αποζημιώσει τον εργοδότη (330 + 652 ΑΚ). Επίσης, αν η πλημμέλεια είναι ουσιώδης,
μπορεί να χωρέσει καταγγελία της συμβάσεως.
Παύση υπερημερίας:
α) Με αποδοχή εργασίας
β) Με δήλωση που ανακαλεί προηγούμενη άρνηση αποδοχής
γ) Με λύση της σύμβασης
δ) Με την περιέλευση εργαζομένου σε αδυναμία προσφοράς
42
Συνέπειες υπερημερίας:
1) Ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να παράσχει την εργασία του σε άλλο χρόνο.
2) Η υποχρέωση εργοδότη να καταβάλει μισθούς για το διάστημα που δεν
αποδεχόταν τις υπηρεσίες του εργαζομένου (μισθοί υπερημερίας).
3) Ο εργαζόμενος δικαιούται να απαιτήσει από τον εργοδότη την πραγματική
απασχόλησή του.
43
κατακλυσμιαία βροχή, η έλλειψη ηλεκτρικής ενέργειας, η παύση λειτουργίας κλινικής
λόγω ανάκλησης άδειας της.
ΕΠΙΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Με βάση το 325 ΑΚ, αν ο εργαζόμενος έχει κατά του εργοδότη ληξιπρόθεσμη
απαίτηση συναφή με την παρεχόμενη εργασία, έχει δικαίωμα να αρνηθεί την
εκπλήρωση της έως ότου ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει. Με
την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης ο εργαζόμενος απαλλάσσεται από υποχρέωση
παροχής εργασίας για όσο ασκείται η επίσχεση. Επειδή μάλιστα κατά την επίσχεση και
τη μη παροχή εργασίας υπαίτιος είναι ο εργοδότης, εκείνος επέρχεται σε κατάσταση
υπερημερίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας.
Η επίσχεση ασκείται με σαφή δήλωση του μισθωτού στον εργοδότη. Η άσκηση του
δικαιώματος ελέγχεται για κατάχρηση με βάσει του 281 ΑΚ.
44
ανέλαβε. Ο βαθμός της επιμέλειας του εργαζομένου κρίνεται με βάση τη σύμβαση,
ενόψει του είδους της ανατεθείσας εργασίας, της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που
απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων του
εργαζομένου που ο εργοδότης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει. Ο εργαζόμενος
ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο. Σε περίπτωση
πρόκλησης ζημίας στον εργοδότη από αμέλεια του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της
εργασίας, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την ευθύνη, ιδίως σε
περίπτωση ελαφριάς αμέλειας, ή να κατανείμει τη ζημία μεταξύ εργοδότη και
εργαζομένου, καταλογίζοντας στον εργοδότη τη ζημία που αναλογεί στον
επιχειρηματικό του κίνδυνο ή που παρίσταται δυσανάλογη σε σχέση με την ωφέλεια του
εργαζομένου από τη σύμβαση». Με αυτή του την παρέμβαση, ο νομοθέτης αποδέχτηκε
την ανεπιείκεια που συνεπάγετο η απαρέγκλιτη εφαρμογή των διεπόντων την αστική
ευθύνη κανόνων με ευθύνη του εργαζόμενου ακόμη και για ελαφριά αμέλεια. Ο
νομοθέτης κατευθύνει πλέον ευθέως το δικαστή προς αξιοποίηση του άρθρου 300 ΑΚ
περί συντρέχοντος πταίσματος ως το κύριο εργαλείο στάθμισης του βαθμού πταίσματος
του εργαζομένου στην κάθε υπό εξέταση περίπτωση σε συνδυασμό με όλες τις
συντρέχουσες περιστάσεις ώστε να αποφεύγονται τα ανεπιεική αποτελέσματα της
προγενέστερης εφαρμογής του κανόνα «όλα ή τίποτε» αναφορικά με την αστική ευθύνη
που υιοθετούσε παγίως σε προγενέστερο χρόνο η ελληνική νομολογία.
ΧΡΟΝΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Χρόνος εργασίας πρόκειται για μία έννοια του κοινοτικού δικαίου και στην
εσωτερική έννομη τάξη βρίσκουμε τον ορισμό του στο άρθρο 2 του Π.Δ 88/1999,
το οποίο ενσωματώνει την οδηγία 93/104 (η οποία κωδικοποιήθηκε στη
ισχύουσα Οδηγία 2003/88). Χρόνο εργασίας, λοιπόν, συνιστά κάθε περίοδος
κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη
διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του,
σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις για κάθε κατηγορία εργαζομένων. Αρκεί,
δηλαδή, να είναι διαθέσιμος ο μισθωτός και όχι να προσφέρει ενεργά την
εργασιακή του δύναμη. Άρα, χρόνο εργασίας συνιστά και η κατάσταση κατά την
οποία ο εργαζόμενος τελεί σε κατάσταση απλής ετοιμότητας προς εργασία και
για αυτό του οφείλεται αμοιβή παρότι δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί
χρονικών ορίων εργασίας (ασχέτως που δεν εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις της
εργατικής νομοθεσίας βλ. πιο πάνω)
Τι δεν είναι χρόνος εργασίας i) οι διακοπές ή τα διαλείμματα εργασίας
εκτός αν έχει συμφωνηθεί ή προκύπτει κάτι άλλο (πχ από Κανονισμό ή ατ.
σύμβαση) ii) ο χρόνος μετάβασης του μισθωτού στην εργασία και ο χρόνος
επιστροφής του iii) ο χρόνος προ-παρασκευής των εργαζομένων.
45
Κρίσιμο είναι να διακρίνουμε το επί πόσες μέρες απασχολείται ένας εργαζόμενος
από τη λειτουργία της επιχείρησης η οποία μπορεί να είναι πενθήμερη,
εξαήμερη ή ακόμη και επταήμερη.
Εξαιρούμενοι εργαζόμενοι από τις διατάξεις για τήρηση ωραρίου εργασίας :
διευθύντοντες υπάλληλοι, οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί, εργαζόμενοι σε απλή
ετοιμότητα (εκτός και αν προσφέρουν εργασία όπου εφαρμόζονται όλες οι
αντίστοιχες διατάξεις)
Νόμιμος χρόνος εργασίας: ρυθμίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης με πράξη
της Πολιτείας και ισχύει ανεξάρτητα από το αν η σύμβαση είναι έγκυρη ή άκυρη.
Συμβατικός χρόνος εργασίας αυτός που καθορίζεται με συλλογικές
ρυθμίσεις (ΣΣΕ /ΔΑ) , με ατομικές συμβάσεις εργασίας, με κανονισμό εργασίας
με επιχειρησιακή συνήθεια.
Νόμιμο ωράριο εργασίας και κατανομή στις εργάσιμες ημέρες της
εβδομάδας με το 1§1 του ν.3385/2005 ορίσθηκαν οι 45 ώρες ως νόμιμο
εβδομαδιαίο ωράριο των μισθωτών που απασχολούνται σε σύστημα πενθημέρου
εργασίας και οι 48 ώρες ως το νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο των μισθωτών που
απασχολούνται σε σύστημα εξαημέρου εργασίας. Οι διατάξεις αυτές είναι ius
cogens και άρα η τήρηση τους υποχρεωτική.
Επί παραλλήλου απασχολήσεως του μισθωτού σε δύο εργοδότες, η δεύτερη
σύμβαση εργασίας είναι άκυρη μόνο ως προς το χρόνο υπερβαίνει το νόμιμο
ωράριο του.
Άρα: i) στο σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης: 8 ώρες
ημερησίως και 48 ώρες εβδομαδιαίως.
ii) στο σύστημα πενθήμερη εβδομαδιαίας απασχόλησης: 9 ώρες
ημερησίως και 45 ώρες εβδομαδιαίως.
Συμβατικό ωράριο εργασίας θεωρείται εκείνο που καθορίζεται με ΣΣΕ,
διαιτητικές αποφάσεις, κανονισμό εργασίας ή ατομική σύμβαση. Το ισχύον
συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο που προβλέπει η ΕΓΣΣΕ είναι οι 40 ώρες και με
ειδικότερες συλλογικές ρυθμίσεις είναι δυνατός ο καθορισμός εβδομαδιαίου
ωραρίου μόνο ίσου ή μικρότερου των 40 ωρών.
46
Η εν λόγω υπέρβαση μπορεί να εκτείνεται από την 41η έως την 45η ώρα
εβδομαδιαίας απασχόλησης με περίπτωση εφαρμογής συστήματος πενθήμερης
εβδομαδιαίας εργασίας και από την 41η έως την 48η ώρα σε περίπτωση εφαρμογής
εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας (ν. 3385/2005, άρθρο 1§1).
Ανώτατο όριο του χρόνου υπερεργασίας απασχόλησης αποτελεί το νόμιμο
εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας.
Η υπερεργασιακή απασχόληση συσχετίζεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ με την υπέρβαση του
συμβατικού εβδομαδιαίου ωραρίου που πραγματοποιείται μόνο κατά τις
ΕΡΓΑΣΙΜΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ. Ως εκ τούτου, εάν εξαντλείται το
ημερήσιο νόμιμο ωράριο κάποιες από τις εργάσιμες μέρες της εβδομάδας ενώ τις
υπόλοιπες η απασχόληση δεν φθάνει τα όρια του νόμιμου ημερήσιου και το σύνολο των
ωρών στις εργάσιμες ημέρες δεν ξεπερνά τις 40 δεν μπορεί να γίνει λόγος για
πραγματοποίηση υπερεργασίας πχ σε 5ημερο σύστημα ο Μ δούλεψε 3 μέρες 8 ώρες,
μία μέρα 9 ώρες, μία μέρα 7 ώρες = 40 ώρες άρα όχι υπερεργασία.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, η υπέρβαση του εβδομαδιαίου ωραρίου των 40 ωρών
μπορεί να μη συνιστά υπερεργασία πχ σε 5ημερο σύστημα και με εβδομαδιαίο
συμβατικό 40 ωρών, ο Μ δούλεψε 3/5 μέρες 8 ώρες, μία μέρα 10 ώρες και μία μέρα 7
ώρες(σύνολο 41). Εδώ ξεπεράσαμε τις 40 αλλά η μία ώρα πέραν των 9 που εργάστηκε
συνιστά υπέρβαση νόμιμου ημερήσιου ωραρίου άρα υπερωρία. Αν αφαιρεθεί, οι 9 ώρες
συμψηφίζονται με τις 7 της άλλης μέρας και έτσι δεν ξεπερνάμε τις 40 την εβδομάδα.
Στις περιπτώσεις εργαζομένων ή επιχειρήσεων που το νόμιμο εβδομαδιαίο ωράριο
απασχολήσεως είναι μικρότερο από τις 45 ώρες επί 5μερους ή από τις 48 ώρες επί
6μερου , ανώτατο όριο του χρόνου υπερεργασίας αποτελεί το μικρότερο αυτό νόμιμο
εβδομαδιαίο ωράριο.
Η αμοιβή για κάθε ώρα υπερεργασίας συνίσταται στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιο
του εργαζομένου προσαυξημένο κατά 20% και έχει το χαρακτήρα μισθού.
Έννοια συνιστά η εργασία καθ’ υπέρβαση είτε του μικρότερου των 40 ωρών
εβδομαδιαίου συμβατικού είτε του συμβατικού ημερησίου μέχρι την συμπλήρωση
των 40 ωρών εβδομαδιαίας απασχολήσεως.
Ανώτατο όριό της εντός της ημέρας είναι το νόμιμο ημερήσιο και εντός των
εργάσιμων ημερών της εβδομάδας το 40ωρο. Η υπέρβαση του νόμιμου ημερήσιου
συνιστά υπερωρία ενώ η υπέρβαση του εβδομαδιαίου των 40 ωρών, κατά κανόνα,
υπερεργασία.
Η παροχή πρόσθετης χρονικά εργασίας είναι δυνατή είτε κατόπιν συμφωνίας
ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο είτε κατόπιν μονομερούς επιβολής της
από τον εργοδότη αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της 659 ΑΚ.
47
Κάθε ώρα πρόσθετης χρονικά εργασίας αμείβεται με το καταβαλλόμενο στον
μισθωτό ωρομίσθιο χωρίς προσαυξήσεις.
Προϋποθέσεις:
α) Ύπαρξη ορισμένου λόγου που δικαιολογεί υπερωριακή απασχόληση. Οι λόγοι
αναφέρονται περιοριστικά στο νόμο (ν. 515/1970, 1037/1991).
β) Καταχώριση στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» πριν την πραγματοποίησή της.
γ) Μη υπέρβαση ενός ανώτατου ορίου που καθορίζεται σε ημερήσια και ετήσια βάση.
Αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 40%. Αν ξεπεράσει
τις 120 ώρες σε ετήσια βάση η υπερωριακή απασχόληση, αμείβεται με το
καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 60%.
48
ΤΟ ΚΑΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΩΡΟΜΙΣΘΙΟ ΩΣ ΒΑΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Κατά την παγιωμένη θέση της νομολογίας, η απασχόληση κατά την 6η μέρα
αναπαύσεως σε σύστημα πενθημέρου απασχόλησης είναι παράνομη και συνεπώς άκυρη
(ΑΠ 74/09, 1413/09, 2161/07). Η νομολογία λέει πως ο παράνομος χαρακτήρας
οφείλεται σε παραβίαση διατάξεων δημοσίας τάξης. Μεγάλη μερίδα της θεωρίας,
διαφωνεί με αυτή τη θέση.
Σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 3846/2010, η εργασία κατά την έκτη μέρα σε σύστημα
πενθημέρου αμείβεται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 30% χωρίς
αυτό να αναιρεί το προκύπτον από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης , ότι δηλαδή
η απασχόληση αυτή παραμένει παράνομη και συνεπώς άκυρη. Το ποσό που
καταβάλλεται στο μισθωτό για εργασία κατά την έκτη ημέρα κατά παράβαση του
πενθημέρου δεν έχει χαρακτήρα μισθού ούτε εντάσσεται στις τακτικές αποδοχές.
49
Σε περίπτωση υπερωριακής απασχόλησης (δηλαδή υπέρβαση του 8ωρου) ως βάση
υπολογισμού της αποζημίωσης αυτής λαμβάνουμε το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο
προσαυξημένο κατά 30% ενώ η υπερωρία αυτή συνιστά κατ΄εξαίρεση υπερωρία.
Πρόκειται για συμψηφισμό εκ του νόμου των ωρών εργασίας ενός χρονικού
διαστήματος με λιγότερες ώρες απασχόλησης σε άλλο χρονικό διάστημα (διευθέτηση
χρόνου εργασίας).
Άρθρο 42 του ν. 3896/2011 2 συστήματα διευθέτησης §1α σε περίοδο
αναφοράς 6 μηνών και §2α που αφορά σε διευθέτηση σε ετήσια βάση.
Η διευθέτηση μπορεί να αφορά στο σύνολο των εργαζομένων ή σε ορισμένο κλάδο ή
τμήμα της επιχείρησης.
Ενδεχόμενη άρνηση του εργαζομένου να εκτελέσει επί πλέον εργασία δεν μπορεί να
οδηγήσει σε καταγγελία της σύμβασης εκτός αντίκειται στην καλή πίστη.
51
Ο καθορισμός συστήματος διευθέτησης πραγματοποιείται κατά σειρά
προτεραιότητας με επιχειρησιακές ΣΣΕ, με συμφωνία εργοδότη/επιχ. σωματίου, με
συμφωνία εργοδότη/Συμβουλίου Εργαζομένων ή Ένωσης Προσώπων.
Για τα λοιπά βλ. νόμο.
ΑΔΕΙΑ ΑΝΑΨΥΧΗΣ
52
κατώτατο όριο γεννάται με τη συμπλήρωση του 12μηνου ωστόσο υπερισχύουν οι
τυχόν ευνοϊκότεροι όροι με συλλογική σύμβαση ή ατομική σύμβαση
εργασίας. Αυτά αναφορικά με το πρώτο ημερολογιακό έτος. Κατά το δεύτερο, η
άδεια επαυξάνεται κατά 1 εργάσιμη μέρα για κάθε έτος απασχόλησης μέχρι τις 26
εργάσιμες ή μέχρι τις 22 αν πρόκειται για σύστημα πενθήμερης εργασίας. Για κάθε
ένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη(τρίτο και πέραν αυτού), ο μισθωτός
δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου μέχρι 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους
πλήρη την κανονική ετήσια άδεια.
Σε περίπτωση μερικής απασχόλησης με μειωμένο ετήσιο ωράριο, χορηγείται
κανονικά η ετήσια άδεια (εφαρμόζονται και εδώ οι ΕΓΣΣΕ) ωστόσο οι αποδοχές θα
είναι μειωμένες ανάλογα με τον αριθμό μειωμένων ωρών απασχόλησης.
Θεωρούνται ως χρόνος απασχόλησης και τα διαστήματα κατά τα οποία ο
μισθωτός απείχε απασχολήσεως λόγω ανωτέρας βίας, απεργίας, βραχείας
ασθενείας, στρατεύσεως, τοκετού ή κυήσεως κ.ο.κ. Αντίθετα δεν θεωρούνται χρόνος
απασχόλησης και ενδεχομένως να συμψηφιζόνται με τις ημέρες κανονικής αδείας οι
μέρες αδικαιολόγητης απουσίας, η μακροχρόνια ασθένεια, η συμμετοχή σε
παράνομη απεργία.
2) Οι αποδοχές αδείας: ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τις συνήθεις αποδοχές, τις
οποίες θα δικαιούται να λάβει. Στην έννοια των αποδοχών συμπεριλαμβάνονται και
οι κάθε είδους πρόσθετες ή συμπληρωματικές τακτικές παροχές. Οι αποδοχές αδείας
υπολογίζονται με βάση τις πράγματι καταβαλλόμενες αποδοχές (με όλες τις
προσαυξήσεις) επιδόματα και προκαταβάλλονται στον εργαζόμενο κατά την έναρξη
της αδείας. Εφόσον δίδονται σταθερά και μόνιμα, συμπεριλαμβάνονται: αμοιβή για
νόμιμη υπερωριακή εργασία/υπερεργασία προσαύξηση για την εργασία την
Κυριακή/αργίες/νύχτα, ο ειθισμένος μισθός για πρόσθετη εργασία κοκ. Δεν
υπολογίζεται στις αποδοχές αδείας η αποζημίωση για παράνομη υπερωριακή
εργασία, πρόσθετες παροχές από ελευθεριότητα κοκ. Για αμειβόμενους κατ’
αποκοπήν ή με ποσοστά βλέπε άρθρο 3§2 + 4. Δεν επιτρέπεται ο συμψηφισμός
τους με τις υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές.
3) Επίδομα αδείας: ν. 4504/1996, άρθρο 3§16 είναι ίσο με σύνολο αποδοχών που
καθορίζεται από το ΑΝ 539/1945. Ωστόσο, ΔΕΝ μπορεί να υπερβαίνει αποδοχές
15μερου επί αμοιβής με μηνιαίο μισθό ή τα 13 ημερομίσθια για τους εργαζόμενους
που αμείβονται με ημερομίσθιο. Το επίδομα αδείας έχει μισθολογικό
χαρακτήρα με όλες τις σχετικές συνέπειες (παραγραφή, απαγόρευση
συμψηφισμού, κατάσχεση κλπ). Προκαταβάλλεται στο μισθωτό κατά την
έναρξη της αδείας. Δεν επιτρέπεται ο συμψηφισμός του με τις υπέρτερες
των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές.
53
και αυξημένης. Κανόνας είναι το αδιαίρετο της αδείας (αλλεπάλληλες μέρες) άρθρο
2 ΑΝ 539/1945 ωστόσο επιτρέπεται η κατάτμηση, εάν δικαιολογείται από ιδιαίτερα
σοβαρή ανάγκη της επιχείρησης.
Χρόνος χορήγησης άδειας: ο εργοδότης έχει υποχρέωση παροχής αδείας έστω
και αν δεν τη ζήτησε ο εργαζόμενος οπωσδήποτε μέσα στο ημερολογιακό έτος
(«έτος αδείας»). Μετά την τελευταία μέρα του ημερολογιακού έτους γίνεται
αυτόματα υπερήμερος καθώς ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ μεταφορά της στο επόμενο ή
στο επόμενο έτη. Ο εργοδότης υποχρεούται να τη χορηγήσει εντός 2μηνου αφ’ ής
στιγμής τη ζητά ο μισθωτός. Η άδεια πρέπει να χορηγείται ανεξάρτητα από το
εάν ο μισθωτός υπέβαλε σχετική αίτηση.
Συνέπειες από τη μη χορήγηση άδειας: αν δεν χορηγηθεί άδεια στο μισθωτό
έως 31/12, η αξίωση για παροχή αυτούσιας άδειας μετατρέπεται σε χρηματική, η
οποία συνιστάται στις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας.
Εάν η μη χορήγηση οφείλεται σε πταίσμα εργοδότη (έστω και ελαφρά αμέλεια),
οφείλει να τις καταβάλει προσαυξημένες κατά 100% (αστική ποινή). Γίνεται
νομολογιακά δεκτό πως ο μισθωτός που δεν ζήτησε να του χορηγηθεί η άδεια, δεν
δικαιούται να λάβει την προσαύξηση παρότι ο εργοδότης όφειλε να τη χορηγήσει. Το
ίδιο συμβαίνει και εάν ο μισθωτός αρνήθηκε να λάβει την άδειά του.
Λύση της σχέσης εργασίες: εάν η σχέση εργασίες λυθεί πριν ο μισθωτός λάβει
άδεια, προβλέπεται η καταβολή σε χρήμα των αποδοχών αδείας. Η ρύθμιση αυτή
εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση λύσης της σύμβασης εργασίας είτε με καταγγελία
εργοδότη είτε με οικειοθελή αποχώρηση.
Απαγορεύσεις κατά τη διάρκεια άδειας: 1)Απαγορεύεται η καταγγελία
κατά τη διάρκεια άδειας αναψυχής (άρθρο 5§6 ν.539/45 2)Απαγόρευση
απασχόλησης σε άλλο εργοδότη.
Συνέπειες από τη μη χορήγηση άδειας: οι αξιώσεις από άδεια έχουν
μισθολογικό χαρακτήρα υπόκεινται σε 5ετη παραγραφή (250§17 ΑΚ).
54
Για την ενσωμάτωση των Οδηγιών 2000/43 και 2000/78 στο εθνικό μας δίκαιο
ψηφίσθηκε αρχικά ο νόμος 3304/2005, ο οποίος στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το
ν. 4443/2016. Ο νόμος αυτός, εκτός από λόγους διάκρισης που περιλαμβάνονται στις
οδηγίες προσέθεσε και άλλους 8 λόγους. Προστέθηκαν οι λόγοι χρώμα, εθνική
καταγωγή, γενεαλογικές καταβολές, χρόνια πάθηση, οικογενειακή
κατάσταση, κοινωνική κατάσταση, ταυτότητα φύλου και χαρακτηριστικά
φύλου. Ως προς τις απαγορευμένες διακρίσεις λόγω φύλου, ο νόμος 3488/2006
αντικαταστάθηκε από τον 3896/2010 προς ενσωμάτωση της Οδηγίας 2006/54 και είναι
το ισχύον και σήμερα νομοθετικό καθεστώς.
Απαγόρευση διακρίσεων και συμβατική ελευθερία: οι εθνικοί νόμοι για τις
απαγορεύσεις των διακρίσεων έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί οι εργοδοτικές
αποφάσεις υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο και ο εργοδότης υποχρεούται πλέον, αν
θέλει να περάσει τον έλεγχο αυτό , να τις αιτιολογεί. Επίκληση συμβατικής
ελευθερίας δεν αρκεί. Αυτό ισχύει για όλες τις εργοδοτικές αποφάσεις και όχι μόνο
εκείνες κατά τη λειτουργία της εργασιακής σχέσης όπου η εφαρμογή της αρχής της
ίσης μεταχείρισης παρέχει ήδη μία προστασία στον εργαζόμενο. Η απαγόρευση
διακρίσεων καλύπτει και το στάδιο της πρόσληψης (όπου δεν εφαρμόζεται η αρχή
της ίσης μεταχείρισης) και εφόσον η καταγωγή ή οι πεποιθήσεις λόγου χάριν
αποτελέσαν κριτήριο επιλογής του προσώπου που θα προσληφθεί, ο εργοδότης δεν
επιτρέπεται να συλλέξει ως προς αυτά πληροφορίες ούτε μέσω ερωτήσεων, οι οποίες
αν υποβληθούν θεμελιώνουν δικαίωμα στο ψέμα. Και στο προσυμβατικό στάδιο,
λοιπόν, η ιδιωτική αυτονομία δεν νομιμοποιεί άνευ ετέρου κάθε διάκριση και
επιλογή με προσωπικά κριτήρια.
55
Η αρχή της ίσης μεταχείρισης προϋποθέτει μία γενική ρύθμιση ενώ οι απαγορεύσεις
διακρίσεων διεκδικούν εφαρμογή σε κάθε είδους ρύθμιση ή μετρό ανεξάρτητα αν
πρόκειται για γενική ή για εξατομικευμένη ρύθμιση, ακόμη και αν η τελευταία
αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συμφωνίας.
Ο εργαζόμενος δεν μπορεί να παραιτηθεί από την προστασία που του παρέχουν οι
διατάξεις για τις απαγορεύσεις διακρίσεων ενώ η αρχή της ίσης μεταχείρισης γίνεται
δεκτό πως υποχωρεί έναντι μίας διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και
εργαζομένου.
Μορφές διακρίσεων:
i) Άμεσες διακρίσεις: άρθρο 2 ν. 4443/2016 συντρέχουν όταν για έναν από τους
λόγους που σύμφωνα με το νόμο δεν επιτρέπεται να αποτελέσαν κριτήριο διάκρισης
ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας
τύγχανε, τυγχάνει ή έτυχε άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση. Άρα
προϋποτίθεται σύγκριση σε σχέση με άλλο πρόσωπο που πρέπει να βρίσκεται σε
ανάλογη κατάσταση χωρίς να απαιτείται το ίδιο χρονικό διάστημα με το πρόσωπο
που υφίσταται τη διάκριση. Η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση συνιστά άμεση
διάκριση όταν γίνεται λόγω ενός προστατευόμενου από το νόμο στοιχείου.
Απαιτείται, δηλαδή, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ δυσμενέστερης μεταχείρισης και
των προστατευόμενων από το νόμο στοιχείων.
Η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση μπορεί να συνίσταται σε απόρριψη υποψηφίου
για συγκεκριμένη θέση εργασίας, σε μη κλήση προς συνέντευξη, σε επιβολή
δυσμενέστερων όρων εργασίας, σε καταγγελία σύμβασης εργασίας και γενικά
μπορεί να προκύπτει είτε από θετικές ενέργειες είτε από παραλείψεις.
ii) Έμμεσες διακρίσεις: το πραγματικό της έμμεσης διάκρισης συντίθεται από
δυσμενέστερη μεταχείριση για ένα από τα προστατευόμενα στο νόμο στοιχεία
προσώπων από μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη και την έλλειψη ενός
αντικειμενικού λόγου που να δικαιολογεί. Η διαπίστωση έμμεσης διάκρισης
προϋποθέτει δημιουργία ομάδων προς σύγκριση, από την οποία σύγκριση προκύπτει
ότι μία φαινομενικά ουδέτερη ρύθμιση θέτει πράγματι ή μπορεί να θέσει σε
μειονεκτική θέση πρόσωπα του ενός φύλου ή πρόσωπα άλλων πεποιθήσεων κ/α.
56
αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική
επαγγελματική προϋπόθεση εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και ανάλογος. Η
προϋπόθεση αυτή κρίνεται αντικειμενικά με βάση το είδος της επαγγελματικής
δραστηριότητας και τους όρους άσκησής της. Βέβαια, ο εργοδότης μπορεί να
καθορίζει τα προσόντα που πρέπει να έχει ο υποψήφιος αλλά όχι αυθαίρετα καθώς
έτσι θα καταστρατηγούνταν η παρεχόμενη προστασία.
Βλ. άρθρο 6 ν. 4443/2016 για ηλικία και 4§2 για θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Με τη σύναψη νέας συμβάσεως που είναι οποτεδήποτε δυνατή (ΑΚ 361) μπορούν
να τροποποιούνται οι όροι εργασίας. Ωστόσο δεν επιτρέπεται να παραβιάζονται
διατάξεις ius cogens (κατώτατα όρια). Είναι άκυρη η συμφωνία ή η δήλωση με την
οποία ο μισθωτός παραιτείται από τα κατώτατα όρια προστασίας που συνιστούν
μονομερώς αναγκαστικό δίκαιο. Με τη σύναψη της νέας σύμβασης είναι δυνατή και η
λύση της παλαιάς εφόσον δεν καταστρατηγείται η νομοθεσία για την καταγγελία.
Η συμφωνία για τροποποίηση των όρων εργασίας μπορεί να είναι και σιωπηρή, κάτι
που συμβαίνει συχνά στην πράξη. Για τη σιωπηρή τροποποίηση δεν αρκεί η επί μακρό
διάστημα σταθερή άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος αλλά πρέπει να συντρέχουν
και άλλα επί μέρους στοιχεία τα οποία θα δηλώνουν τη βούληση του εργοδότη για
τροποποίηση της σύμβασης και την αποδοχή του εργαζομένου.
Κατά τη νομολογία μας (1455/2003, 1331/84 ΑΠ), αν ο εργαζόμενος καίτοι γνωρίζει
μία βλαπτική μεταβολή των όρων και τη δέχεται αδιαμαρτύρητα, τότε καταρτίζεται
57
σιωπηρά νέα σύμβαση. Εάν ο εργαζόμενος διαμαρτυρήθηκε, δεν πρόκειται για σιωπηρή
αποδοχή.
58
Ο δικαστικός έλεγχος τέτοιων ρητρών είναι από περιορισμένος έως ανύπαρκτος. Γι’
αυτό το λόγο προτείνεται ένας έλεγχος με φίλτρο την αντίθεση στα χρηστά ήθη αλλά η
αναλογική εφαρμογή των ρυθμίσεων για την προστασία του καταναλωτή που θα
στηρίζεται στις επιταγές της καλής πίστης (ΑΚ 281). Ωστόσο, ως καταχρηστικοί πρέπει
να απορρίπτονται οι όροι που παρέχουν δυνατότητα μεταβολής ουσιωδών στοιχείων, με
την οποία διαταράσσεται σημαντικά η ισορροπία δικαιωμάτων και
υποχρεώσεων εις βάρος του εργαζομένου. Οι επεμβάσεις στον πυρήνα της
εργασιακής σχέσης δεν ανήκουν στον περιεχόμενο του γενικού διευθυντικού
δικαιώματος και ούτε μπορούν να συμφωνηθούν ως περιεχόμενα ενός
διευρυμένου διευθυντικού δικαιώματος.
Εν πάσει περιπτώσει, οι συμβατικοί αυτοί όροι πρέπει να είναι σαφώς διατυπωμένοι
(αρχή της διαφάνειας που διέπει το δίκαιο των καταναλωτικών συμβάσεων ως προς
διατυπωμένους όρους) στη σύμβαση ενώ ενδεχόμενη άσκηση του δικαιώματος
ανακλήσεως πρέπει να συναρτάται με αντικειμενικούς λόγους προς το καλώς νοούμενο
συμφέρον της επιχείρησης αλλά και τη μη ανατροπή του συσχετισμού των βασικών
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από τη σύμβαση.
Ο εργοδότης δεν μπορεί να μεταβάλλει μονομερώς τους όρους της εργασίας σχέσεως
χωρίς να έχει δικαίωμα από το νόμο, τη ΣΣΕ, τον Κανονισμό προσωπικό ή την ατομική
σύμβαση εργασίας.
Η μονομερής αυτή μεταβολή είναι βλαπτική όταν έχει ως αποτέλεσμα επέλευση όχι
μόνο υλικής αλλά ενίοτε και ηθικής βλάβης.
Από εννοιολογική άποψη διακρίνουμε: τη μονομερή βλαπτική μεταβολή που
επέρχεται χωρίς τη συγκατάθεση του εργαζομένου και χωρίς παρεχόμενη ευχέρεια από
το νόμο ή τη σύμβαση και την καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού
δικαιώματος με την οποία επιχειρείται μονομερής μεταβολή σύμφωνα με τους όρους
της σύμβασης αλλά καθ’ υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα
χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος.
Όταν με την σύμβαση είχε συμφωνηθεί εκ των προτέρων δικαίωμα του εργοδότη για
μεταβολή των όρων εργασίας, η μεταβολή είναι συμφωνημένη και όχι μονομερής.
Δικαιώματα του εργαζομένου επί μονομερούς βλαπτικής μεταβολής:
1) Να αποκρούσει τη μεταβολή και να αξιώσει τήρηση των όρων εργασίας όπως ήταν
πριν τη μεταβολή. Σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν αποδέχεται την εργασία αυτή, ο
εργαζόμενος μπορεί να αρνηθεί την παροχή υπό νέες συνθήκες και να ζητήσει
59
καταβολή μισθών υπερημερίας. Δεν χρειάζεται εγκατάλειψη αλλά συνέχιση εργασίας με
επιφύλαξη των δικαιωμάτων του.
2) Να θεωρήσει τη μεταβολή ως καταγγελία της σύμβασης (άρθρα 7 ν.
2112/1920). Ισχύει για σύμβαση αορίστου χρόνου και εφαρμόζεται και επί εργατών
και επί υπαλλήλων. Η σχετική αγωγή πρέπει ν’ ασκηθεί εντός 6μηνης αποσβεστικής
προθεσμίας (6§2 του ν. 3198/55) που εκκινεί από απόκρουση μεταβολής. Αν
μιλάμε για σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρεί καταγγελία για σπουδαίο λόγο και
αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 673 ΑΚ.
3) Να αποδεχτεί τη μεταβολή θεωρείται τότε πως συνάπτεται νέα σύμβαση
εργασίας. Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Εάν πρόκειται για σιωπηρή
αποδοχή, πρέπει να μην αφήνει αμφιβολία. Η συνέχιση εργασιακής σχέσης κατόπιν
διαμαρτυρίας, ΔΕΝ συνιστά αποδοχή (δεν αρκεί πάντα η απλή διαμαρτυρία).
4) Να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Μόνο όμως αν η
μεταβολή συνοδεύεται από συνθήκες βλαπτικές για την προσωπικότητά του.
ΤΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ
60
Συνήθως ως νομιμοποιητικά στοιχεία φέρονται η ιδιοκτησία, η σύμβαση ή και η
ένταξη στην εκμετάλλευση.
Νομική φύση: κατά το μέρος που το διευθυντικό δικαίωμα ασκείται με διαταγές που
διαμορφώνουν μία νέα κατάσταση υπερισχύει η άποψη που το θεωρεί ως
διαπλαστικό δικαίωμα (κρατούσα άποψη) χωρίς όμως να αναλώνεται με άπαξ
άσκησή του όπως τα λοιπά διαπλαστικά δικαιώματα. Άλλη άποψη, το θεωρεί ως
εξουσιαστικό ή ενοχικό δικαίωμα. Παρότι θεωρείται διαπλαστικό δικαίωμα, δεν
αναλώνεται με την άπαξ άσκησή του όπως άλλα διαπλαστικά δικαιώματα.
Τα όρια άσκησής του 1)Η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος δεν πρέπει να
αντιτίθεται σε ΣΣΕ,ΔΑ, Κανονισμό Εργασίας ή πρακτική της εκμετάλλευσης.
2) Η ατομική σύμβαση εργασίας εκτός από νομιμοποιητική έχει και περιοριστική
του διευθυντικού δικαιώματος λειτουργία. Όσο γενικότερη είναι η διατύπωση της
σύμβασης, τόσο ευρύτερα είναι τα όρια του διευθυντικού δικαιώματος. Όσο
περισσότερο συγκεκριμενοποιούνται οι όροι εργασίας στη σύμβαση, τόσο
περιστέλλεται ο πυρήνας του διευθυντικού δικαιώματος.
3) Το άρθρο 281 ΑΚ. Αν ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας
εξυπηρετεί άλλου είδους κίνητρα, τα οποία αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη,
ασκείται καταχρηστικά. Η άσκησή του πρέπει να δικαιολογείται από το καλώς
ευνοούμενο συμφέρον της επιχείρησης. Βέβαια, η καλή πίστη επιβάλλει τη λήψη
υπόψιν και των δικαιολογημένων συμφερόντων και προσδοκιών του εργαζομένου
κατά την άσκησή του. Κριτήριο ελέγχου της καταχρηστικής άσκησης μπορεί ν’
αποτελέσει η αρχή της αναλογικότητας. Η μεταβολή όρων εργασίας κατά
καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος συνιστά μονομερή βλαπτική
μεταβολή των όρων εργασίας.
4) Γίνεται δεκτό πως περιορίζει τη λειτουργία του διευθυντικού δικαιώματος και
η αρχή της ίσης μεταχείρισης όπως και η ανάγκη προστασίας της προσωπικότητας
του εργαζομένου. Μέτρα του εργοδότη με γενικό χαρακτήρα δεν θα πρέπει να
προσβάλλουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
61
μισθολογικές παροχές. Ωστόσο δεν θα πρέπει να ανατρέπεται ολικά η σχέση παροχής –
αντιπαροχής.
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ
62
καταγγελία είναι έγκυρη καθώς δεν δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς τη λήξη της
εργασιακής σχέσης.
Ο εργαζόμενος μπορεί είτε ν’ αποδεχτεί είτε να αποκρούσει την προτεινόμενη
μεταβολή. Η μη απόκρουση και η συνέχιση της εργασίας χωρίς επιφύλαξη συνιστά
αποδοχή. Βέβαια, η αποδοχή με επιφύλαξη στο ελληνικό δίκαιο συνιστά αποποίηση
της αρχικής πρότασης και υποβολή νέας.
Τροποποιητική καταγγελία και άρθρο 7 ν. 2112/1920 η διάταξη του άρθρου 7 ν.
2112/1920 που εξομοιώνει μονομερή βλαπτική μεταβολή με καταγγελία δεν
αποκαθιστά την τροποποιητική καταγγελία . Καίτοι παραμένει αρρύθμιστη από τον
ελληνικό νομοθέτη είναι υπό το ισχύον δίκαιο δυνατή.
Η νομιμότητά της: πρέπει να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις νομιμότητας της
κοινής καταγγελίας. Πρέπει να είναι έγγραφη και να προσφέρεται στον
εργαζόμενο μαζί και η νόμιμη αποζημίωση. Εάν πρόκειται για τακτική
καταγγελία, πρέπει να τηρείται η προθεσμία προειδοποιήσεως.
Στην τροποποιητική καταγγελία, η προτεινόμενη μεταβολή η καταγγελία
συνιστούν μία αδιαίρετη ενότητα. Πρωταρχικός σκοπός της είναι η μεταβολή του
περιεχομένου της σύμβασης και όχι η λύση της σύμβασης. Αν επιδιώκει τη λύση της
σύμβασης με πρόσχημα τη μεταβολή των όρων εργασίας, ασκείται καταχρηστικά
και είναι μη νόμιμη. Κρίσιμο στοιχείο για την εγκυρότητά της είναι η πρόταση-
προτεινόμενη μεταβολή των όρων εργασίας. Η μεταβολή πρέπει να
δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους (πχ οικονομικοτεχνικές μεταβολές
κάποιες σπουδαιότητας, συμπεριφορά ή πρόσωπο μισθωτού). Ακόμη και αν η
πρόταση δικαιολογείται από επαρκείς λόγους οι προτεινόμενοι όροι πρέπει να ‘ναι
τέτοιοι ώστε κατά την καλή πίστη να μπορεί αξιωθεί η αποδοχή τους από τον
εργαζόμενο. Το περιεχόμενο των όρων προϋποθέτει συνολική εκτίμηση των
αντιτιθέμενων συμφερόντων και πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν: η θέση εργασίας,
τα προσόντα του μισθωτού, η οικογενειακή/οικονομική του κατάσταση και
αφετέρου η σοβαρότητα των λόγων που υπαγορεύουν τη μεταβολή.
Τέλος, η νομιμότητα της τροποποιητικής καταγγελίας εξαρτάται και από την
ορθή επιλογή των μισθωτών καθώς όταν ενεργούνται απολύσεις για
οικονομοτεχνικούς λόγους η επιλογή των απολυομένων γίνεται με κοινωνικά
κριτήρια.
Ο δικαστικός έλεγχος: τα δικαστήρια ελέγχουν την ύπαρξη ή μη των λόγων, που
επικαλείται ο εργοδότης για τη δικαιολόγηση προτεινόμενης μεταβολής χωρίς να
ελέγχουν τη σκοπιμότητα τους. Έπειτα, εξετάζουν την εύλογη σχέση των
προτεινόμενων όρων σε σχέση με τους λόγους που υπαγορεύουν τη μεταβολή αλλά
και την εύλογη σχέση με τις ικανότητες και τα προσωπικά στοιχεία του μισθωτού.
Σχέση κοινής και τροποποιητικής καταγγελίας: στο ελληνικό δίκαιο επιβάλλεται
σταδιακά η αντίληψη που επικρατεί στη Γερμανία σχετικά με τη χρήση της
καταγγελίας μόνο ως έσχατου μέσου ( ultima ratio). Όπως επισημαίνει ο ΑΠ σε
πληθώρα αποφάσεων (ΑΠ
63
1124/2007,573/2007,351/2004,397/2004,902/1998,279/1996), η καταγγελία
πρέπει να είναι αναπόφευκτη και να μην υπήρχαν διαθέσιμα αλλά ηπιότερα μέσα.
Άρα, της κοινής καταγγελίας προηγείται ως ηπιότερο μέσο η
τροποποιητική καταγγελία.
64
μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών καθώς και της αξίας τους (σήμα,
διακριτικοί τίτλοι, διπλώματα ευρεσιτεχνίας), η μεταβίβαση ή μη της
πελατείας, η πρόσληψη ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού
από το νέο επιχειρηματία, ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που
ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, η διάρκεια της τυχόν διακοπής
των δραστηριοτήτων αυτών. Όλα αυτά συνιστούν ενδείξεις για την ύπαρξη
μεταβίβασης οικονομικής οντότητας. Για να υπάρχει μεταβίβαση πρέπει να
μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία και κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα
μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό το νέο
φορέα και να είναι ικανά να πραγματοποιήσουν τον εργασιακό και τεχνικό σκοπό
της εκμετάλλευσης. Πρέπει με άλλα λόγια να έχουμε διατήρηση της ταυτότητας της
εκμετάλλευσης ως παραγωγικής μονάδας.
Επί διακοπής λειτουργίας της εκμετάλλευσης είναι δυνατόν να μεταβληθεί η
ταυτότητά της αναλόγως της διάρκειας της διακοπής και όλων των συνοδευουσών
περιστάσεων (στάθμιση ad hoc).
Το Π.Δ, εν αντιθέσει με την οδηγία, εφαρμόζεται και σε μεταβίβαση χάριν
σύμβασης αλλά και σε μεταβίβαση εκ του νόμου: πχ μεταβολή φορέα συνεπεία
συγχώνευσης/διάσπασης εταιρειών, κληρονομικής διαδοχής,
κατακύρωσης σε πλειστηριασμό, μετατροπής επιχείρησης σε άλλη
εταιρική μορφή κ.ο.κ. Δεν ενδιαφέρει ο τρόπος της μεταβίβασης αλλά ούτε και η
ύπαρξη ή το κύρος της νομικής αιτίας της μεταβιβάσεως αλλά αρκεί το πραγματικό
γεγονός ότι μεταβάλλεται το πρόσωπο που φέρει την ιδιότητα του εργοδότη.
Συνέπειες για τις εργασιακές σχέσεις : 1) Αυτοδίκαιη (ipso jure)
μεταβίβαση των εργασιακών σχέσεων στο διάδοχο στο σύνολό τους!.
Πρόκειται για μεταβίβαση δυνάμει νόμου (άρθρο 4 του ΠΔ). Μιλάμε για διατάξεις
ius cogens αλλά εφόσον ο εργαζόμενος επιθυμεί διακοπή της σύμβασης ή
συμφωνεί προς δυσμενή μεταβολή των όρων εργασίας δεν προκύπτει πρόβλημα.
Η παρεχόμενη από το νόμο προστασία, προϋποθέτει υπαρκτή εργασιακή
σχέση κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης.
Η υπεισέλευση του διαδόχου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις είναι πλήρης
και περιλαμβάνει σε εξέλιξη ευρισκόμενες ή υφιστάμενες έννομες καταστάσεις.
Κατ΄εξαίρεση, ο νέος εργοδότης μπορεί να μην αναλάβει τις υποχρεώσεις από τυχόν
υφιστάμενα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης (βλ. άρθρο
4 §3 του Π.Δ.)
Το Π.Δ εφαρμόζεται και επί διευθυνόντων υπαλλήλων και επί άκυρων
συμβάσεων εργασίας.
Σημειώνουμε επίσης, πως στο ελληνικό δίκαιο ΔΕΝ προβλέπεται το δικαίωμα
εναντιώσεως των εργαζομένων στην αυτοδίκαιη μεταβίβαση της εργασιακής τους
σχέσης εν αντιθέσει με άλλες έννομες τάξεις.
Άκυρη είναι η συμφωνία μεταξύ μεταβιβάζοντος και εργαζομένων για
παραίτηση από τις συμβατικές του αξιώσεις με αιτία τη μεταβίβαση.
65
Εάν ο νέος εργοδότης απασχολούσε ήδη δικό του προσωπικό πριν τη
μεταβίβαση, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ΔΕΝ τον υποχρεώνει να επεκτείνει και
σε αυτό τους καλύτερους όρους εργασίας του προσωπικού της μεταβιβαζόμενης
μονάδας. Το ίδιο ισχύει και για την αντίστροφη περίπτωση, δηλαδή, για παροχές
χορηγούμενες στο υφιστάμενο προσωπικό του μεταβιβάζοντος πριν τη μεταβίβαση.
2) Απόλυση που στηρίζεται στη μεταβίβαση είναι άκυρη. Το άρθρο 5§1
του Π.Δ καθιερώνει αυτοτελή λόγο ακυρότητας της απόλυσης, ο οποίος
ισχύει παράλληλα με τους υπόλοιπους. Απολύσεις που έχουν αιτία διαφορετική
από τη μεταβίβαση δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση. Δεν απαιτείται η μεταβίβαση
να ήταν η αποκλειστική αλλά έστω η κύρια αιτία («κινήσαν αίτιον»). Καταγγελίες
συμβάσεων εκ μέρους εργαζομένων ή συμφωνίες λύσης της σύμβασης για να
προσληφθεί από το νέο φορέα ελέγχονται αυστηρά προς καταστρατήγηση της
νομοθεσίας.
Η §2 του άρθρου 5 ορίζει ότι αν ο εργαζόμενος καταγγείλει τη σύμβαση λόγω
ουσιαστικής μεταβολής των όρων εργασίας, θεωρείται ότι έγινε καταγγελία εξαιτίας
του εργοδότη. Η μεταβολή των όρων εργασίας απαιτείται να είναι σημαντική.
Ευθύνη εργοδότη: άρθρο 4 καθιερώνεται απεριόριστη, εις ολόκληρον
ευθύνη και όχι μόνο μέχρι την αξία των μεταβιβασθέντων στοιχείων όπως
λέει το 479 ΑΚ μεταξύ μεταβιβάζονται και διαδόχου.
Το άρθρο 8 του Π.Δ καθιερώνει τα συμμετοχικά δικαιώματα των εργαζομένων
( πληροφόρηση + διαβούλευση), η μη τήρηση των οποίων όμως επιφέρει μονάχα
διοικητικές κυρώσεις στον εργοδότη.
66
Έκτακτη είναι η καταγγελία που γίνεται για σπουδαίο λόγο(672 ΑΚ). Σκοπός
της είναι η πρόωρη λύση της σύμβασης επειδή μεσολάβησαν περιστατικά με βάση
τα οποία δεν μπορεί να αξιωθεί κατά την καλή πίστη η συνέχιση της σύμβασης από
τον συμβαλλόμενο. Η έκτακτη καταγγελία προσβλέπει σε πρόωρη απελευθέρωση
των συμβαλλομένων μερών ενώ η τακτική/άτακτη δίνουν τέλος σε σύμβαση
αόριστης διάρκειας. Βέβαια και στη σύμβαση αορίστου χρόνου χωρεί έκτακτη
καταγγελία ωστόσο καθίσταται στην ουσία ανενεργός καθώς πρέπει να τηρηθούν οι
προϋποθέσεις της εργατικής νομοθεσίας (τύπος, αποζημίωση κλπ).
Η καταγγελία δεν θα πρέπει να είναι άκυρη για οποιαδήποτε λόγο (πχ έλλειψη
δικαιοπρακτικής ικανότητας) ενώ αν οφείλεται σε πλάνη/απάτη/απειλή είναι
ακυρώσιμη.
Μετά την περιέλευση της δήλωσης καταγγελίας στο πρόσωπο προς το οποίο
απευθύνεται, ο καταγγέλλων δεν μπορεί μονομερώς να την ανακαλέσει. Η ανάκληση
αναπτύσσει ενέργεια αν περιέλθει προηγουμένως ή ταυτόχρονα στον αποδέκτη με
την καταγγελία. Μετά την περιέλευση της στον αντισυμβαλλόμενο, μπορεί να
υπάρξει συμβατική ανάκλησή της. Έπειτα από συμβατική ανάκληση, η εργασιακή
σχέση αναβιώνει αναδρομικά σύμφωνα με τη θεωρία. Διαφωνεί η νομολογία.
67
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει χωρίς
αποζημίωση και τήρηση τύπου εκτός και εάν συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό. Η διάταξη
εφαρμόζεται και επί υπαλλήλων και επί εργατών, τεχνιτών.
Η αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται κατά την ημέρα λύσης της σύμβασης και η
καταβολή της να είναι πραγματική. Αν ο εργαζόμενος αποχωρήσει κατά τη διάρκεια της
περιόδου προειδοποιήσεως, δεν του οφείλεται αποζημίωση. Αν η αποζημίωση δεν
καταβληθεί η καταγγελία είναι άκυρη και η ακυρότητα δεν θεραπεύεται από
μεταγενέστερη καταβολή της αποζημιώσεως. Μόνο κατ΄εξαίρεση είναι δυνατή η
καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου χωρίς καταβολή αποζημιώσεως.
Σύμφωνα με το άρθρο 74§3 του ν. 3863/2010, είναι δυνατή η τμηματική καταβολή της
αποζημίωσης όταν το ποσό υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών.
Σε περίπτωση άρνησης του εργαζομένου να την εισπράξει, ο εργοδότης πρέπει να
προβεί σε δημόσια κατάθεση. Επίσης, είναι δυνατή η τμηματική καταβολή της
αποζημίωσης εφόσον υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών.
68
Υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που δεν δικαιολογείται καταβολή αποζημίωσης
στον εργαζόμενο. Οι περιπτώσεις αυτές είναι οι εξής:
1. Καταγγελία κατόπιν υποβολής μηνύσεως ή άσκησης ποινικής διώξεως
κατά του εργαζομένου άρθρο 5 ν. 2112/1920 θα πρέπει πριν καταγγείλει ο
εργοδότης, να υποβάλλει μήνυση για αδίκημα που τελέστηκε κατά την εργασία ή να
έχει απαγγελθεί εναντίον του εργαζομένου κατηγορία για τουλάχιστον πλημμέλημα
και έτσι επηρεάζεται δυσμενώς η ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης. Αν
αξιόποινη πράξη τελέσθηκε κατά την εκτέλεση της εργασίας, αρκεί να είναι και
πταίσμα. Η εργασιακή σχέση επηρεάζεται δυσμενώς σε κάθε περίπτωση που το
αδίκημα τελείται κατά την εκτέλεση της εργασίας ή στρέφεται κατά του ίδιου του
εργοδότη ενώ δεν είναι απαραίτητο να προσβάλλονται τα έννομα αγαθά του
εργοδότη καθώς μπορεί να στρέφονται και κατά τρίτων (π.χ. εξύβριση συναδέλφου).
Η έγκληση θα πρέπει να προηγείται της καταγγελίας έστω και για ελάχιστα
λεπτά. Η καταγγελία πρέπει να ασκηθεί μέσα σε εύλογο χρόνο αφ’ ής στιγμής το
αδίκημα κατέστη γνωστό στον εργοδότη ώστε να μην εκλείπει ο αιτιώδης σύνδεσμος
μεταξύ της εγκλήσεως/μηνύσεως και της καταγγελίας.
Η καταγγελία και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να είναι έγγραφη.
Αν ο κατηγορούμενος αθωωθεί με βούλευμα ή δικαστική απόφαση δεν αναβιώνει
η σύμβαση αλλά δημιουργείται αξίωση για καταβολή της αποζημίωσης (άρθρο 7§2 ν.
2112/1920). Ως απαλλαγή όμως νοείται σύμφωνα με την επικρατήσασα στη
νομολογία άποψη μόνο εκείνη που στηρίζεται στην κρίση πως δεν έλαβε χώρα η
πράξη για την οποία κατηγορήθηκε ο εργαζόμενος ή συνέτρεξαν λόγοι που
αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή αίρουν τον καταλογισμό και όχι αν
συνέτρεξε παραγραφή, έμπρακτη μετάνοια ή απαράδεκτο ποινικής δίωξης λόγω μη
έγκυρης υποβολής εγκλήσεως.
Η αποζημίωση πρέπει να καταβληθεί σε εύλογο χρόνο από την κοινοποίηση του
απαλλακτικού βουλεύματος ή της απόφασης. Αν δεν καταβληθεί η αποζημίωση, ο
εργοδότης καθίσταται υπερήμερος καθώς είναι άκυρη ex nunc (από την
κοινοποίηση δηλ.) η καταγγελία.
Να σημειώσουμε πως κατά την τήρηση του έγγραφου τύπου δεν απαιτείται να
εξειδικεύεται η αξιόποινη πράξη αλλά μόνο να αναφέρεται πως η καταγγελία έλαβε
χώρα λόγω υποβολής μήνυσης ή έγκλησης.
Αν ο εργοδότης γνωρίζει πως είναι ψευδείς οι κατηγορίες, η νομολογία δέχεται
πως μιλάμε για κατάχρηση δικαιώματος.
2. Καταγγελία λόγω ανωτέρας βίας 6§2 εδ. γ’ ν. 2112/1920 αν η διακοπή
εργασιών της επιχείρησης οφείλεται σε πυρκαγιά ή άλλο περιστατικό ανωτέρας βίας
και ο εργοδότης δεν είναι ασφαλισμένος κατά των κινδύνων αυτών, τότε
απαλλάσσεται πλήρως από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης. Η διακοπή
λειτουργίας της επιχείρησης πρέπει να είναι οριστική ή ολική. Σε κάθε περίπτωση
όμως, πρέπει να τηρείται ο έγγραφος τύπος.
69
3. Καταγγελία λόγω πτώχευσης επιχείρησης για τις μετά (και όχι πριν) της
πτώχευσης καταγγελίες της σύμβασης εργασίας δεν απαιτείται καταβολή
αποζημίωσης ώστε να είναι έγκυρες.
4. Καταγγελία λόγω σκόπιμης αντισυμβατικής συμπεριφοράς εκ μέρους του
εργαζομένου εάν ο εργαζόμενος δεν εκπληρώνει ή εκπληρώνει πλημμελώς τις
συμβατικές του υποχρεώσεις και αποσκοπεί στο να αναγκάσει τον εργοδότη να τον
απολύσει ώστε να εισπράξει την αποζημίωση, εκείνη ΔΕΝ οφείλεται κατά την
καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Στις παραπάνω περιπτώσεις δηλαδή ο
εργαζόμενος επιδιώκει την απόλυσή του αλλά δεν αποχωρεί οικειοθελώς ώστε να
λάβει την αποζημίωση απόλυσης.
Περιπτώσεις:
Η αποζημίωση του δικαίου της καταγγελίας ΔΕΝ αποτελεί μισθό και επομένως δεν
εμπίπτει στην απαγόρευση συμψηφισμού του 664 ΑΚ με ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση
του εργοδότη.
Ο εργοδότης πλέον οφείλει πέρα από την τήρηση του έγγραφου τύπου και την
καταβολή της αποζημίωσης να αναγγέλει την καταγγελία στον ΟΑΕΔ μέσω του
πληροφοριακού συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ». Η μη τήρηση αυτής της υποχρέωσης έχει
ως συνέπεια ποινικές κυρώσεις. Με το άρθρο 51 του ν. 4611/2019, θεσπίστηκε η
υποχρέωση του εργοδότη να καταθέτει την αποζημίωση απόλυσης (για
αποζημιώσεις απόλυσης από 1.7.2019 και εφεξής) καθώς και τον αντίστοιχο φόρο
μέσω λογαριασμού πληρωμών ώστε να μεταφέρονται από τον οικείο πάροχο
υπηρεσιών πληρωμών στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών και του
Δημοσίου. Η μη τήρηση αυτής της υποχρέωσης συνεπάγεται διοικητικές κυρώσεις
και δεν επιδρά στο κύρος της απόλυσης.
70
Άρθρο 5§3 ν. 3198/1955 εάν δεν καταβληθεί ολόκληρη η οφειλόμενη αποζημίωση,
η καταγγελία είναι άκυρη. Αν η καταβολή είναι ελλιπής, η νομολογία δέχεται πως με
βάση το 288 ΑΚ, η καταγγελία ΔΕΝ είναι άκυρη αν η ελλιπής καταβολή οφείλεται σε
εύλογη αμφιβολία, παραδρομή ή συγγνωστή πλάνη εκ μέρους του εργοδότη. Ο
ισχυρισμός αυτός θεμελιώνει ένσταση και προβάλλεται μέσω αυτής. Όταν η
αποζημίωση καταβάλλεται σε δόσεις, ακυρότητα επέρχεται και από τη μη καταβολή
μιας δόσης.
Εάν η καταγγελία είναι άκυρη και ο εργαζόμενος προσφέρει πραγματικά την
εργασία του, ο εργοδότης που δεν την αποδέχεται καθίσταται υπερήμερος και
οφείλει μισθούς υπερημερίας.
Η ακυρότητα σε όποιον λόγο και αν οφείλεται (τύπος, αποζημίωση, άλλος) είναι
σχετική υπέρ του μισθωτού, ο οποίος μπορεί και να παραιτηθεί από το δικαίωμα
προσβολής του κύρους της καταγγελίας ρητά ή σιωπηρά. Μόνη η ανεπιφύλακτη
είσπραξη της αποζημίωσης δεν συνιστά άνευ άλλου σιωπηρή παραίτηση από το
δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας.
1) Άρθρο 6§1 ν. 3198/1955 για αξιώσεις που πηγάζουν από την άκυρη καταγγελία της
σύμβασης (π.χ. αξιώσεις μισθών υπερημερίας, αναγνώριση ακυρότητας
καταγγελίας) καθιερώνεται αποσβεστική 3μηνη προθεσμία και αρχίζει από
την επομένη της ημέρας που περιήλθε η καταγγελία στο μισθωτό και
ισχύει και για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου και αφορά σε κάθε είδους
ακυρότητας της καταγγελίας.
Αξίωση για μισθούς υπερημερίας που δεν οφείλονται λόγω άκυρης καταγγελίας δεν
εμπίπτουν στην 3μηνη προθεσμία. Εάν η καταγγελία έγινε λόγω υποβολής μήνυσης,
η προθεσμία για μισθούς υπερημερίας εκκινεί από την κοινοποίηση απαλλακτικού
βουλεύματος ή απόφασης. Εάν προσβληθεί αυτή η καταγγελία ως καταχρηστική, η
προθεσμία εκκινεί από την επομένη της καταγγελίας.
Αν ασκήθηκε η αγωγή εντός της 3μηνης προθεσμίας, τότε νεότερη αγωγή με την
οποία διεκδικούνται αποδοχές υπερημερίας μεταγενεστέρου χρόνου δεν υπόκειται
στην προθεσμία αυτή. Άσκηση όμως δεύτερης αγωγής με την οποία προβάλλονται
νέοι λόγοι ακυρότητας της καταγγελίας μετά την πάροδο του τριμήνου , θα
απορριφθεί ως απαράδεκτη.
2) Άρθρο 6§2 ν. 3198/1955 σχετικά με την καταβολή ή τη συμπλήρωση της
αποζημίωσης, καθιερώνεται 6μηνη αποσβεστική προθεσμία που εκκινεί αφ’
ης στιγμής η αποζημίωση έγινε απαιτητή. Απαιτητή καθίσταται όταν
συμπληρώνεται η προθεσμία της προειδοποίησης (επί τακτικής καταγγελίας) ενώ
όταν πρόκειται για άτακτη, την ημέρα που λαμβάνει χώρα η καταγγελία.
71
Σύμφωνα με τη νομολογία αποζημίωση που οφείλεται βάσει ειδικών διατάξεων ή
διατάξεων κανονισμού με ισχύ νόμου ή βάσει ατομικής συμφωνίας δεν υπόκειται
στην 6μηνη αποσβεστική προθεσμία.
Επί μονομερούς βλαπτικής μεταβολής που λογίζεται από τον εργαζόμενο ως
καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη, η προθεσμία εκκινεί από την επομένη
απόκρουσης της μεταβολής και αποχής του εργαζομένου.
Η ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΠΟΛΥΣΗ
Γίνεται πλέον δεκτό πως η μη καταχρηστική άσκηση δικαιώματος συνιστά κατ’
ουσίαν μία αρνητική προϋπόθεση για τη νόμιμη άσκηση δικαιώματος καταγγελίας. Η
διάταξη του 281 δεν ανιχνεύει τα ελατήρια ή τα κίνητρα (animus alii nocendi) τα οποία
ώθησαν το δικαιούχο στην άσκηση του δικαιώματος αλλά θέτει αντικειμενικά κριτήρια,
η προφανής υπέρβαση των οποίων οδηγεί στη διαπίστωση της κατάχρησης.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η καταγγελία είναι αναιτιώδης δικαιοπραξία άρα
ο εργοδότης δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλείται κάποια αιτία κατά την καταγγελία
της σύμβασης. Βέβαια, ο αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης που
κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν.4359/2016, καθιστά υποχρεωτική την αιτιολόγηση
της καταγγελίας ωστόσο η θέσπιση της διάταξης που εξαρτούσε το κύρος της
καταγγελίας από την ύπαρξη βάσιμου λόγου με το νόμο 4611/2019 καταργήθηκε άμεσα
και μάλιστα αναδρομικά με αποτέλεσμα να έχουμε επανέλθει εδώ και αρκετούς μήνες
στο καθεστώς της αναιτιώδους καταγγελίας της σύμβασης εργασίας.
Όριο στο δικαίωμα καταγγελίας θέτει η καλή πίστη. Η παράβαση των επιταγών
της ή των χρηστών ηθών σημαίνει πως ο εργοδότης ωθείται στην καταγγελία από
κίνητρα που αποδοκιμάζει η έννομη τάξη. Το δικαίωμα της καταγγελίας ασκείται,
δηλαδή, χωρίς να εξυπηρετεί κανένα άξιο προστασίας συμφέρον του εργοδότη αλλά
προς βλάβη του εργαζομένου. Μία τέτοια «τιμωρία» του εργαζομένου συνιστά
κακόβουλη καταγγελία και δεν περνά τον έλεγχο του 281 ΑΚ. Ακόμη όμως και εάν
72
δεν υπάρχει πρόθεση βλάβης του εργαζομένου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας
λόγω νόμιμης συμπεριφοράς του εργαζομένου μη αρεστής στον εργοδότη θα πρέπει να
κριθεί καταχρηστική. Εξίσου καταχρηστική είναι και η καταγγελία που έχει ως αιτία ένα
προσωπικό στοιχείο όπως π.χ. το φύλο ή η καταγωγή.
Καταχρηστική κρίνεται και εκείνη η καταγγελία, η οποία ναι μεν δεν βασίζεται
σε επιλήψιμα κίνητρα αλλά αντικειμενικά είναι αδικαιολόγητη. Όπως λέει
χαρακτηριστικά η νομολογία «δεν δικαιολογείται από το καλώς νοούμενο
επαγγελματικό συμφέρον του εργοδότη». Επειδή και η συνέχιση της εργασιακής
σχέσης ανάγεται σε προστατευόμενη έννομη θέση, η καλή πίστη επιβάλλει στάθμιση
των αντικρουόμενων συμφερόντων.
Η προστασία που παρέχεται μέσω του 281 ΑΚ, ενισχύεται με τη θέση αρκετών
δικαστικών αποφάσεων (ΑΠ 573/2007, 203/2004, 351/2004, 397/2004, 279/1996
κοκ) , οι οποίες εξετάζουν αν οι λόγοι που οδήγησαν τον εργοδότη στην απόλυση
την καθιστούν αναγκαία. Ο εργοδότης οφείλει δηλαδή να εξετάζει αν υπάρχουν
ηπιότερα μέσα και να καταγγέλλει με φειδώ. Γι’ αυτό το λόγο η μετάθεση προηγείται
της απόλυσης ενώ η κατάργηση θέσης εργασίας συνεπεία αναδιάρθρωσης δεν
δικαιολογεί την απόλυση όταν κατά το χρόνο αυτό υπάρχουν κενές θέσεις σε άλλα
τμήματα της επιχείρησης. Η θέση αυτή της νομολογίας, που υιοθετεί άποψη θεωρίας,
καθιερώνει την αρχή πως η απόλυση είναι το έσχατο μέσο (ultima ratio). Η
αδικαιολόγητη επιλογή του επαχθέστερου μέτρου υπερβαίνει προφανώς τα όρια της
καλής πίστης και επομένως συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Ο παραπάνω
κανόνας εξειδικεύει την αρχή της αναγκαιότητας, η οποία αποτελεί κριτήριο
συγκεκριμενοποίησης της γενικής ρήτρας της καλής πίστης.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να προσέξουμε ότι όπως έχει επισημάνει σε πληθώρα
αποφάσεών του ο Άρειος Πάγος : «Δεν συντρέχει όμως περίπτωση καταχρηστικής
καταγγελίας όταν δεν υπάρχει για αυτήν κάποια αιτία αφού εν όψει όσων εκτέθηκαν
για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ΄υπέρβαση
των ορίων του 281 ΑΚ για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική , δεν
αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέσθηκε γι αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν
υπήρχε καμία εμφανής αιτία αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε
συγκεκριμένους λόγους που πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος»
73
3) Πιέσεις τρίτων προς τον εργοδότη: μόνο εφόσον αφορούν σε λόγους
συναρτώμενους με τη συμπεριφορά ή το πρόσωπο του εργαζομένου και οι οποίοι
αντικειμενικά κρινόμενοι δικαιολογούν τη λύση της σύμβασης, δεν καθιστούν
καταχρηστική η καταγγελία.
75
προκειμένου να καλύψει επείγουσες βιοτικές ανάγκες κατά το διάστημα από την
καταγγελία έως και την τελεσίδικη περάτωση της σχετικής δίκης.
76
Αποσβεστική προθεσμία: καίτοι ο ν. 3198/1955 δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις
ορισμένου χρόνου, η νομολογία δέχεται ότι ισχύει και εδώ η τρίμηνη αποσβεστική
προθεσμία του 6§1 ν. 3198. Κατά συνέπεια, αγωγή του εργαζομένου για αναγνώριση
κύρους καταγγελίας και καταβολή μισθών υπερημερίας είναι απαράδεκτη εφόσον
ασκηθεί μετά του 3μηνου.
77
καταγγελία. Η αξίωση αυτή του εργοδότη δεν υπόκειται στην εξάμηνη αποσβεστική
προθεσμία του 6§2 ν. 3198/1955.
78
Η αποχή από την εργασία μπορεί σιωπηρώς να εκφράζει βούληση αποχώρησης
από την εργασία. Προς διασάφηση της ενδεχόμενης αποχής η νομοθεσία
περιλαμβάνει ορισμένου κανόνες:
a) Αποχή λόγω ασθένειας βραχείας διάρκειας:
Άρθρο 5§3 ν. 2112/1920 θεσπίζεται αμάχητο τεκμήριο βάσει του οποίου η
αποχή που δεν ξεπερνά τα χρονικά όρια του νόμου δεν συνιστά καταγγελία.
Βέβαια, πλέον, η νομολογία δεν θεωρεί καταγγελία την υπέρβαση των χρονικών
ορίων αλλά εκτιμά όλα τα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης περίπτωσης
για να κρίνει αν υπάρχει σιωπηρή καταγγελία.
b) Αποχή λόγω ασθένειας μεγαλύτερης διάρκειας:
Αν η αποχή ξεπερνά τα όρια των παραπάνω διατάξεων, το δικαστήριο εξετάζει
τα εξής περιστατικά: διάρκεια, αιτία αποχής, υπαιτιότητα, ενδεχόμενη
επικοινωνία, προοπτική για σύντομη επάνοδο στην εργασία,
συμπεριφορά εργοδότη κατά την αποχή κοκ. Όλα όμως αυτά συνεκτιμώνται
κατ’ αντικειμενική κρίση.
Εξάλλου, αυθαίρετη αποχή από εργασία μπορεί να θεωρηθεί ως καταγγελία
ακόμη και αν σε διάρκεια υστερεί των ορίων των 5§3 ν. 2112/1920 και άρθρου 3 Ν.
4558/30.
Το αμάχητο τεκμήριο περί μη παραιτήσεως ισχύει μόνο για αποχή λόγω
ασθένειας.
Ως σιωπηρή καταγγελία μπορεί και να θεωρηθεί και η αποχή που δεν είναι
συνεχής αλλά διακοπτόμενη.
c) Συμμετοχή σε παράνομη απεργία:
Αυθαίρετη αποχή συνιστά η συμμετοχή σε παράνομη απεργία. Δεν αποκλείεται
όμως από τις ειδικές συνθήκες, υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η αποχή, από τη
διάρκεια και τα κίνητρά της και από τη μη συγγνωστή πλάνη των απεργών, να
προκύπτει κατ’ αντικειμενική κρίση, ότι η συμμετοχή συνιστά ακειοθελή
αποχώρηση.
ΟΜΑΔΙΚΕΣ ΑΠΟΛΥΣΕΙΣ
79
χρόνου ή σύμβαση που συνδέεται με εκτέλεση ορισμένου έργου ή συγκεκριμένων
εργασιών αυτού εκτός αν οι απολύσεις λάβουν χώρα πριν από τη λήξη της σύμβασης
ή την αποπεράτωση του έργου ή των εργασιών (άρθρο 2§2 ν. 1387/1983).
Η διαδικασία των ομαδικών απολύσεων εφαρμόζεται και σε επιχειρήσεις που
πτωχεύουν κατόπιν δικαστικής απόφασης ή τίθενται σε ειδική εκκαθάριση. Άρα, για
να απολύσει ομαδικώς θα πρέπει να τηρήσει σε κάθε περίπτωση αυτή τη διαδικασία.
Κριτήριο προσδιορισμού ομαδικών. απολύσεων: i) ποιοτικό κριτήριο
ομαδικές είναι οι απολύσεις που δεν αφορούν στο πρόσωπο των εργαζομένων,
προέρχονται δηλαδή από λόγους αναγόμενους στη σφαίρα δράσης και ευθύνης του
εργοδότη (οικονομοτεχνικοί λόγοι). Έτσι, δεν συναριθμούνται ώστε να εξευρεθεί ο
αριθμός των επιτρεπόμενων απολύσεων εκείνες που οφείλονται στο πρόσωπο ή τη
συμπεριφορά του εργαζομένου ii) ποσοτικό κριτήριο αφορά στη σχέση
ανάμεσα στον αριθμό των απολύσεων και το μέγεθος της επιχείρησης ή
εκμετάλλευσης. Όριο μέχρι 6 για επιχειρήσεις που απασχολούν από 20 έως 150
εργαζομένους (δηλαδή από 6 και πάνω έχουμε εφαρμογή του θεσμού
εφόσον συντρέχει και το ποιοτικό κριτήριο). Ποσοστό 5% και μέχρι 30
εργαζομένους για επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 150 εργαζομένους.
Δεν απαγορεύεται να απολυθούν πάνω από 30 εργαζόμενοι όπως ίσως συμπεραίνει
κάποιος από τη διατύπωση της §2 β’ αρ. 1 αλλά η διαδικασία των ομαδικών
απολύσεων που προβλέπει ο νόμος εφαρμόζεται όταν υπερβαίνουν τις 30 έστω και
αν αυτό συνιστά ποσοστό μικρότερο από το προβλεπόμενο στο νόμο. iii) Χρονική
μονάδα: ο ελάχιστος αριθμός απολυόμενων πρέπει να υπάρξει μέσα στο μήνα
(ημερολογιακό)!
Έννοια απόλυσης: ο όρος περιλαμβάνει κάθε λήξη της σύμβασης χωρίς τη
βούληση του εργαζομένου με την προϋπόθεση οι λόγοι λύσης να μην έχουν σχέση με
το πρόσωπό του και οι γνήσιες απολύσεις είναι 5. Δεν ενδιαφέρει επίσης αν
οφείλεται σε περιστάσεις ανεξάρτητες από τη βούληση του εργοδότη. Δεν συνιστά
απόλυση η καταγγελία εκ μέρους του εργαζομένου ή με συμφωνία των μερών λύση
της σύμβασης. Επομένως, όλοι οι τρόποι λύσης της σύμβασης εργασίας, εφόσον
γίνονται με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι
δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο του εργαζομένου, εξομοιώνονται με απολύσεις και
συναριθμούνται με τις απολύσεις υπό την προϋπόθεση ότι κατά τον ίδιο
ημερολογιακό μήνα συνέτρεξαν μαζί με τις λύσεις αυτές και πέντε «γνήσιες»
απολύσεις.
Γίνεται δεκτό ότι οι συμφωνημένες απολύσεις στο πλαίσιο εφαρμογής
προγράμματος εθελούσιας εξόδου, τα οποία παρέχουν κίνητρα για λύση της
σύμβασης, δεν υπάγονται στην εφαρμογή του ν . 1387/1983 και επομένως δεν
συναριθμούνται προκειμένου να εξευρεθεί ο αριθμός των επιτρεπόμενων κατά το ν.
1387/1983 απολύσεων εκτός και εάν οφείλονται σε πρωτοβουλία του εργοδότη και
συνεπώς μπορού να εξομειωθούν με απόλυση οπότε και συναριθμούνται αρκεί όπως
αναφέρθηκε και ανωτέρω να συντρέχουν και πέντε τουλάχιστον γνήσιες απολύσεις.
80
Με απόλυση δεν εξομοιώνονται και δεν συνυπολογίζονται οι λύσεις των
συμβάσεων εργασίας λόγο παρόδου ορισμένης διάρκειας.
Επιχείρηση και εκμετάλλευση η Οδηγία υιοθετεί τον όρο «επιχείρηση» αλλά η
υιοθέτηση και της έννοιας της εκμετάλλευσης από τον Έλληνα νομοθέτη δεν
παραβιάζει την Οδηγία. Όπως απάντησε το ΔΕΚ σε προδικαστικό ερώτημα του
Αρείου Πάγου στην υπόθεση της «Αθηναϊκής Χαρτοποιίας» και καθένα από τα
καταστήματα (εκμεταλλεύσεις) που διαθέτει μία εμπορική επιχείρηση σε διάφορες
πόλεις, μπορεί να αποτελεί «επιχείρηση» και συνεπώς το κάθε κατάστημα να
λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού τόσο του αριθμού των απολυομένων όσο και του
ελαχίστου αριθμού απασχολουμένων που είναι αναγκαίας για να εφαρμοσθεί η
διαδικασία των ομαδικών απολύσεων. Τα κριτήρια είναι να είναι διακριτή μονάδα
με ορισμένη διάρκεια/σταθερότητα , που χρησιμοποιείται για εκτέλεση
συγκεκριμένων καθηκόντων και διαθέτει σύνολο εργαζομένων, τεχνικά μέσα και
οργανωτική δομή προς εκτέλεση των καθηκόντων αυτών.
Υπολογισμός αριθμού απασχολούμενων: ως απασχολούμενο προσωπικό
θεωρούνται όσοι παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ανεξάρτητα από το
χαρακτηρισμό της σύμβασής τους στην αρχή ενός ημερολογιακού μήνα.
Δεν λαμβάνονται υπόψιν οι εργαζόμενοι που ανήκουν σε ΕΠΑ. Η διάρκεια της
σύμβασης δεν ενδιαφέρει. Το ότι οι εργαζόμενοι που αποχωρούν λόγω λήξης
σύμβασης ορισμένου χρόνου δεν εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας, δεν σημαίνει ότι
δεν συνυπολογίζονται.
Ως βάση λαμβάνεται ο αριθμός των απασχολούμενων στην αρχή κάθε μήνα.
Η διαδικασία των ομαδικών απολύσεων : βασικό στοιχείο είναι η υποχρέωση
για διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων (άρθρο 3). Οι
διαβουλεύσεις προϋποθέτουν ενημέρωση και πληροφόρηση. Στο πλαίσιο αυτών των
διαβουλεύσεων, ο εργοδότης μπορεί να θέσει υπόψιν των εργαζομένων ένα
κοινωνικό πλάνο, δηλαδή μέτρα άμβλυνσης των επιπτώσεων της απόλυσης. Η
διάρκειά τους ορίζεται σε 30 μέρες από την πρόσκληση. Το αποτέλεσμα τους
αποτυπώνεται σε πρακτικό που υποβάλλεται στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας.
Αν υπάρχει συμφωνία, 10 μέρες μετά την κατάθεση του πρακτικού στο Α.Σ.Ε.
μπορούν να διενεργηθούν οι απολύσεις. Αν όχι, πάμε στο στάδιο διοικητικής
παρέμβασης. Ποια όμως είναι η φύση του πρακτικού που καταγράφει τη συμφωνία;
Κατά μία άποψη, οι όροι της συμφωνίας δεν επιδρούν αυτόματα στο περιεχόμενο
της συμφωνίας και για την υλοποίηση της απαιτούνται περαιτέρω ενέργειες . Κατά
άλλη γνώμη οι όροι αυτοί έχουν κανονιστική ενέργεια και επιδρούν άμεσα στις
ατομικές συμβάσεις. Κατά τρίτη γνώμη, οι συμφωνίες είναι κανονιστικού
περιεχομένου κατά το μέρος που επιβάλλουν υποχρεώσεις σε βάρος των
εργαζομένων για τροποποίηση των συμβάσεών τους.
Διοικητική παρέμβαση: με το ν. 4472/2017 καταργήθηκε η δυνατότητα της
διοίκησης να απαγορεύσει τις ομαδικής απολύσεις αλλά και άλλαξε το αρμόδιο
όργανο μέσω του οποίου υλοποιείται η παρέμβαση. Το Α.Σ.Ε εάν οι διαβουλεύσεις
81
δεν καταλήξουν σε συμφωνία, διαπιστώνει με αιτιολογημένη απόφαση εντός 10
ημερών από κατάθεση του πρακτικού αν τηρήθηκαν οι υποχρεώσεις του εργοδότη.
Αν τηρήθηκαν οι υποχρεώσεις για διαβούλευση + ενημέρωση, οι απολύσεις ισχύουν
20 μέρες μετά την έκδοση της απόφασης. Αν όχι, παρατείνει διαβουλεύσεις ή τάσσει
προθεσμία στον εργοδότη ώστε να εκπληρωθούν οι υποχρεώσεις. Σε κάθε
περίπτωση, 60 ημέρες μετά την κοινοποίηση του πρακτικού ισχύουν οι απολύσεις.
Συνέπειες από μη τήρηση διατάξεων: άρθρο 6§1 ν. 1387/1983 η παράβαση
των διατάξεων, καθιστά άκυρες τις απολύσεις. Η ακυρότητα προβλέπεται ως η
κύρωση για παράβαση εν γένει της διαδικασίας. Η ακυρότητα είναι συνολική για
όλους τους απολυθέντες.
Η τήρηση των ειδικών αυτών διατάξεων δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από την
υποχρέωση τήρησης των γενικών διατάξεων για την καταγγελία σύμβασης αορίστου
χρόνου (6§2 ν. 1387/1983). Ο εργοδότης οφείλει επίσης να τηρήσει τις ειδικές
διατάξεις που απαγορεύουν τις απολύσεις όπως εκείνες για απαγόρευση
καταγγελίας προστατευόμενου συνδ. στελέχους, καταγγελία κατά την άδεια. Οι
απαγορεύσεις αυτές δεν ισχύουν επί οριστικής και πλήρους διακοπής των εργασιών
της επιχείρησης καθώς εκλείπει η δυνατότητα απασχόλησης του εργαζομένου.
Η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία για την προσβολή του κύρους της
καταγγελίας ισχύει και για την καταγγελία στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων.
82