Professional Documents
Culture Documents
Πολλαπλής Φυσιολογια Εξεταστική Σεπτεμβρίου 2021
Πολλαπλής Φυσιολογια Εξεταστική Σεπτεμβρίου 2021
Το πνευμονοταξικό κέντρο αποστέλλει ώσεις στους ραχιαίους αναπνευστικούς νευρώνες (αποτελούν μια ομάδα νευρώνων όπου περιλαμβάνονται κυρίως
εισπνευστικοί νευρώνες των οποίων οι νευράξονες καταλήγουν στους κινητικούς νευρώνες που ελέγχουν τους εισπνευστικούς μυς), που <<σβήνουν>>
τους εισπνευστικούς νευρώνες, περιορίζοντας έτσι τη διάρκεια της εισπνοής.
Κατα τη διέγερεση της κοιλίας και την έναρξη της κοιλιακής συστολής η ενδοκοιλιακή πίεση υπερβαίνει την ενδοκολπική πίεση και αυτό έχει ως αποτέλεσμα η διαφορά πίεσης που
αναπτύσσεται να αναγκάζει την κολποκοιλιακή βαλβίδα να κλείσει. Από την άλλη, οι θηλοειδείς μυς απλώς συσπώνται ταυτόχρονα με το μυοκάρδιο των κοιλιών και έλκουν τις
τενόντιες χορδές που μεταβιβάζουν την τάση τους στις γλωχίνες και τις συγκρατούν στη θέση τους εμποδίζοντας την αναστροφή τους κατά της συστολή των κοιλιών.
Ο τελοδιαστολικός όγκος είναι κατά μέσο όρο 135ml, ενώ ο
τελοσυστολικός όγκος ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 65ml.
Κατά το μεγαλύτερο μέρος της διαστολής της κοιλίας, ο κόλπος βρίσκεται επίσης σε διαστολή.
Οι πρωτεΐνες του πλάσματος που εξέρχονται από τα τριχοειδή σε παθολογικές καταστάσεις (πχ. όταν η ισταμινη διευρύνει τους τριχοειδικούς πόρους σε περιπτώσεις
τραυματος των ιστών) περνούν στο μεσοκυτταρικό υγρό και αυξάνουν την κολλοειδο-ωσμωτική πίεση του μεσοκυτταρικού υγρού. Οι εξερχόμενες από τα τριχοειδή πρωτεΐνες,
λοιπόν, ασκούν ωσμωτική δράση που τείνει να προκαλεί την κίνηση υγρού έξω από τα τριχοειδή προς το μεσοκυτταρικό υγρό.
Το ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle μεταφέρει ενεργά (εκκρίνει) NaCl από τον
αυλό των σωληναρίων στο παρακείμενο μεσοκυτταρικό υγρό. Οπότε η ελάττωση
της ροής του διηθήματος στο ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle θα προκαλεί
μείωση των επιπέδων του NaCl και επακόλουθα ο όγκος του εξωκυτταρικού υγρού
και τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης μειώνονται. Έτσι, ως απόκριση στα
παραπάνω θα αυξανόταν η έκκριση της ρενίνης απο τα κοκκιώδη κύτταρα της
παρασπειραματικής συσκευής, που αποσκοπεί στην μακροπρόθεσμη ρύθμιση της
αρτηριακής πίεσης. Επίσης, εφόσον μειώνεται η ροή του διηθήματος αυτό σημαίνει
ότι έχει μειωθεί ο GFR, άρα το προσαγωγό αρτηρίδιο διαστέλλεται προκειμένου να
αυξήσει τον ρυθμό της σπειραματικής ροής αίματος και να αποκαταστήσει τον GFR
(δλδ. δεν έχουμε αύξηση στην αντίσταση στο προσαγωγό αρτηρίδιο).
Οι βραχυπρόθεσμες προσαρμογές (οι οποίες πραγματοποιούνται εντός
δευτερολέπτων όπως πχ στην μεγάλη πτώση της αρτηριακής πίεσης από
αιμορραγία) επιτυγχάνονται τροποπιώντας την καρδιακή παροχή και την ολική
περιφερική αντίσταση, μέσω της επίδρασης του αυτόνομου νευρικού συστήματος
στην καρδιά, στις φλέβες και στα αρτηρίδια. Ο μακροπρόθεσμος έλεγχος (απαιτεί
από μερικά λεπτά της ώρας έως αρκετές ημέρες) αφορά την προσαρμογή του
συνολικού όγκου του αίματος και επιτυγχάνεται μέσω της αποκατάστασης της
φυσιολογικής ισορροπίας αλάτων και νερού με τη βοήθεια μηχανισμών ρύθμισης
Όταν η πίεση του αίματος μειωθεί κάτω από το φυσιολογικό , πχ. σε μια αιμορραγία, τότε της αποβολής ούρων και της δίψας.
η δραστηριότητα των τασεοϋποδοχέων μειώνεται, επάγοντας μέσω του καρδιαγγειακού
κέντρου ελέγχου την αύξηση της συμπαθητικής επίδρασης στην καρδιά και στα αγγεία και
τη μείωση της παρασυμπαθητικής. Έτσι, αφενός αυξάνεται ο καρδιακός ρυθμός και ο όγκος
παλμού και αφετέρου επιτυγχάνεται αγγειοσυστολή των φλεβών και των αρτηριδίων. Οι
αλλαγές αυτές αυξάνουν τόσο την καρδιακή παροχή όσο και την ολική περιφερική αντίστα-
ση, αυξάνοντας την πίεση του αίματος προς τα φυσιολογικά επίπεδα
Η διάρκεια της ανερέθιστης περιόδου στα καρδιακα κύτταρα είναι
περίπου ίση με τη διάρκεια της συστολής τους και διαρκεί κατά
μέσο όρο 300 msec. Κατα συνέπεια το μυοκάρδιο δεν μπορεί να
διεγερθεί και πάλι πριν ολοκληρωθεί η προηγούμενη συστολή
του, γεγονός που αποκλείει την άθροιση των συστολών και την
τετανική σύσπαση του μυοκαρδίου. Αυτό αποτελεί έναν πολύτιμο
προστατευτικό μηχανισμό, καθώς η άντληση του άιματος
προϋποθέτει εναλλασσόμενες περιόδους συστολής (εξώθησης)
και χάλασης (πλήρωσης) του μυοκαρδίου. Η παρατεταμένη
τετανική σύσπαση του μυοκαρδίου θα επέφερε τον θάνατο, αφού
οι κοιλότητες της καρδιάς δε θα μπορούσαν να πληρωθούν και
Ο κύριος παράγοντας που ευθύνεται για την παρατεταμένη διάρκεια της ανερέθιστης περίοδου να προωθήσουν το αίμα.
στα καρδιακά μυϊκά κύτταρα είναι η σύγκλειση των διαύλων Na+, οι οποίοι βρίσκονται στη διαμό-
ρφωση <<κλειστοί και μη ενεργοποιήσιμοι>>. Οι δίαυλοι αυτοί μπορούν να ανοίξουν και να πυρο-
δοτήσουν ένα νέο δυναμικό ενέργειας μόνο όταν η μεμβράνη έχει ανακάμψει πλήρως μετά το πέρας
της ανερέθιστης περιόδου (όταν δηλαδή έχει επαναπολωθεί σε επίπεδα δυναμικού ηρεμίας.
Εκτός από την πίεση που ασκείται από την καρδιακή συστολή, άλλοι πέντε
παράγοντες ενισχύουν τη φλεβική επιστροφή: η επαγόμενη από το συμπαθητικό
νευρικό σύστημα φλεβική αγγειοσυστολή, η δραστηριότητα των σκελετικών μυών, η
επίδραση των φλεβικών βαλβίδων, η αναπνευστική δραστηριότητα και η αντλητική
δραστηριότητα της καρδιάς.
Η επαναρρόφηση του H2O στο κατιόν σκέλος της αγκύλης του Henle δεν
υπόκειται σε ορμονικό έλεγχο. Η αντιδοιουρητικλη ορμόνη ή βασοπρεσίνη
επιδρά στην επαναρρόφηση του ύδατος που συμβαίνει στα άπω και στα
αθροιστικά σωληνάρια.
Το κατιόν σκέλος της αγκύλης του Henle δεν απομακρύνει ενεργά Na+ από το σωληναριακό υγρό, δηλαδή δεν επαναρροφά Na+ (αποτελεί το μοναδικό
τμήμα των νεφρικών σωληναριων στο οποίο δεν παρατηρείται ενεργός μεταφορά Na+).
Η πρόσληψη αλκαλικών φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει αλκάλωση, όπως όταν η
Μεταβολική αλκάλωση ή μη αναπνευστικη αλκάλωση μαγειρικη σόδα (NaHCO3, που διίσταται σε Na+ και HCO3-) χρησιμοποιείται ως
είναι η μείωση της {H+} του πλάσματος, η οποία προκαλείται πρακτικό εμπειρικό φάρμακο για την αντιμετώπιση της υπερβολικής γαστρικής
από μια σχετική έλλειψη μη ανθρακικών οξέων. οξύτητας. Εξουδετερώνοντας το περίσσιο οξύ του στομάχου, το HCO3- εξαλείφει τα
συμπτώματα της γαστρίτιδας και την καυσαλγία. Όταν όμως προσληφθεί
περισσότερο HCO3- απ`ότι χρειάζεται, το επιπλέον HCO3- απορροφάται από τον
πεπτικό σωλήνα και αυξάνεται η {HCO3-} του πλάσματος. Το επιπλέον HCO3- αντιδρά
με μια ποσότητα του ελεύθερου H+ που υπάρχει φυσιολογικά στο πλάσμα
(προέρχεται από τα μη ανθρακικά οξέα), μειώνοντας τη {H+}.
Το υγρό που εγκαταλείπει το ανιόν σκέλος και εισέρχεται στο άπω σωληνάριο έχει
ωσμωμοριακότητα 100 mOsm/L (το ένα τρίτο της φυσιολογικής ωσμωμοριακότητας και
συγκέντρωσης των σωματικών υγρών), δηλαδή είναι υποτονικό σε σχέση με το
παρακείμενο ισοτονικό (300 mOsm/L) μεσοκυτταρικό υγρό του νεφρικού φλοιού μέσα
στον οποίο εντοπίζεται το άπω σωληνάριο.
Κατά το τέλος της κοιλιακής εξώθησης οι κολποκοιλιακές βαλβίδες είναι κλειστές και παραμένουν
κλειστές καθώς η ενδοκοιλιακή πίεση είναι υψηλότερη από την ενδοκολπική. Οι κολποκοιλιακές
βαλβίδες ανοίγουν ξανά κατά τη φάση πλήρωσης των κοιλιών όπου η ενδοκολπική πίεση είναι και
πάλι υψηλοτέρη της ενδοκοιλιακής. Από την άλλη, η αορτική και η πνευμονική βαλβίδα είναι ανοιχτές
κατά το τέλος της κοιλιακής εξώθησης, καθώς η ενδοκοιλιακή πίεση είναι υψηλότερη από την αορτική
και την πνευμονική πίεση. Ωστόσο κατά τη φάση επαναπόλωσης, η κοιλία αρχίζει να χαλαρώνει και η
ενδοκοιλιακη πίεση μειώνεται και πέφτει κάτω από την αορτική και την πνευμονική, με αποτέλεσμα η
αορτική και η πνευμονική βαλβίδα να κλείνουν.
Το μεγαλύτερο ποσοστό της γλυκόζης επαναρροφάται με δευτερογενή ενεργό μεταφορά στο εγγύς
εσπειραμένο σωληνάριο. Κατα τη διαδικασία αυτή, εξειδικευμένοι συμμεταφορείς, όπως ο συμμεταφορέας
νατρίου-γλυκόζης, που εντοπίζονται μόνο στο εγγύς σωληνάριο μεταφέρουν ταυτόχρονα Na+ και ένα ειδικό
οργανικό μόριο από τον αυλό στο εσωτερικό των σωληναριακών κυττάρων. Μέσω αυτών των
συμμεταφορέων επιτυγχάνεται η παθητικη μεταφορά του Na+ δια μεσου της ενδοαυλικής μεμβράνης των
κυττάρων του εγγύς σωληναρίου. Η διαβάθμιση συγκέντρωσης του Na+ μεταξύ του αυλού και του
εσωτερικού των σωληναριακών κυττάρων συντηρείται απο την αντλία Na+-K+ της πλαγιοβασικής
μεμβράνης με κατανάλωση ενέργειας. Η διαβάθμιση συγκέντρωσης του Na+ αποτελεί την κινητήρια δύναμη
ή παρέχει την ενέργεια για το σύστημα συμμεταφοράς που μεταφέρει το οργανικό μόριο μέσα στο
σωληναριακό κυτταρο ενάντια στη διαβάθμιση συγκέντρωσής του χωρίς εξωτερική καταναλωση ενέργειας.
Επειδή η συνολική διεργασία της επαναρρόφησης της γλυκόζης και των αμινοξέων εξαρτάται τελικά απο
την κατανάλωση ενέργειας (από την αντλία Na+-K+ για τη συντήρηση της διαβάθμισης συγκέντρωσης του
Na+), αυτά τα οργανικά μόρια θεωρείται ότι επναρροφούνται ενεργά, παρόλου που δεν απαιτείται άμεσα η
κατανάλωση ενέργειας κατά τη μεταφορά τους από τον αυλό στο εσωτερικό των κυττάρων. Ουσιαστικά, η
γλυκόζη και τα αμινοξέα μπορούν να μεταφέρονται παθητικά λόγω της ενέργειας που έχει ήδη δαπανηθεί
για την επαναρρόφηση του Na+.
Ο πνευμονικός επιφανειοδραστικός παράγοντας είναι ένα πολύπλοκο μειγμα λιπιδίων και πρωτεϊνών που εκκρίνεται από τα κυψελιδικά
κύτταρα τύπου ll.
Κατά την εισπνοή.
Οι αναπτυσσόμενοι πνεύμονες του εμβρύου φυσιολογικα δεν είναι ικανοί να συνθέτουν τον
επιφανειοδρασικό παράγοντα παρά μόνο προς το τέλος της κύησης.
Τα νατριουρητικά πεπτίδια αποθηκεύονται σε κοκκία στο κυτταρόπλασμα των καρδιακών μυϊκών κυττάρων και απελευθερώνονται όταν τα καρδιακά μυϊκά
κύτταρα διατείνονται μηχανικά από τον αυξημένο όγκο του κυκλοφορούντος πλάσματος λόγω της αύξησης του συνολικού όγκου του εξωκυτταρικού υγρού. Η
αύξηση του όγκου του εξωκυτταρικού υγρού λόγω της κατακράτησης νερού και Na+ αυξάνει παράλληλα τον όγκο του πλάσματος και την αρτηριακή πίεση. Τα
νατριουρητικά πεπτίδια προάγουν την αποβολή Na+ στα ούρα και τη συνοδό διούρηση μειώνοντας τον όγκο του πλάσματος και επίσης επιδρούν άμεσα στο
καρδιαγγειακό σύστημα μειώνοντας την αρτηριακή πίεση.
Η αντιδιουρητική ορμόνη φτάνει με την κυκλοφορία του αίματος στην πλαγιοβασικη μεμβράνη των κύριων κυττάρων των άπω
και αθροιστικών σωληναρίων. Εκεί προσδένεται στους ειδικούς γι`αυτήν υποδοχείς V2. Η πρόσδεση της βασοπρεσίνης στους
υποδοχείς V2, οι οποίοι είναι υποδοχείς σύνδεσης πρωτεϊνών G, ενεργοποιεί το ενδοκυτταρικό σύστημα δεύτερου
αγγελιοφόρου της κυκλικής AMP (cAMP) στα κύρια κύτταρα. Αυτή η πρόσδεση αυξάνει τελικά τη διαπερατότητα της αντίπλευ-
ρης ενδοαυλικής μεμβράνης για το H2O προάγοντας την ενσωμάτωση
διαύλων υδατοπορινών (και ειδικότερα της AQP-2) σε αυτή μέσω
εξωκυττάρωσης. Μ`αυτόν τον τρόπο η βασοπρεσίνη αυξάνει την
επαναρρόφηση του H2O καθιστώντας τα άπω και τα αθροιστικά
σωληνάρια διαπερατά σ`αυτό.
Ονομάζομε τον επιπλέον όγκο αέρα που μπορεί να εκπνευστεί ενεργητικά με τη μέγιστη σύσπαση
των εκπνευστικών μυών, μετά τη φυσιολογική παθητική εκπνοή πέρα απο το εισπνεόμενο όγκο κατά
την ήρεμη αναπνοή. Μέση τιμή= 1.000 mL.
Κατά την κολποκοιλιακή καθυστέρηση. Η καθυστέρηση του ερεθίσματος στον κολποκοιλιακό κόμβο αντιστοιχεί στο
διάστημα μεταξύ του τέλους του P και της έναρξης του QRS. Το διάστημα αυτό του ΗΚΓ είναι γνωστό ως διάστημα PR (PR
segment). Ονομάζεται κανονικά <<διάστημα PR>> και όχι <<διάστημα PQ>>, επειδή το αρνητικό έπαρμα Q είναι μικρό και
μερικές φορές απουσιάζει, ενώ το κύμα R είναι το μεγαλύτερο κύμα του συμπλέγματος.
Η διαφορά των όγκων του αίματος στην κοιλία πριν και μετά τη συστολή της αντιστοιχεί στον όγκο του αίματος που προωθήθηκε
στην αορτή κατά τη φάση της εξώθησης, δηλαδή στον όγκο παλμού, επομένως:
Όγκος παλμού= Τελοδιαστολικός όγκος- Τελοσυστολικός όγκος= 135-65 => Όγκος παλμού= 70 mL.
Πριν από εισπνοή, στο τέλος της προηγούμενης εκπνοής, η ενδοκυψελιδική πίεση έχει
εξισωθεί με την ατμοσφαιρική και έτσι δεν παρατηρείται ροή αέρα.
Κατά την εισπνοή, οι πνεύμονες διογκώνονται, η ενδοκυψελιδική πίεση μειώνεται και
δημιουργείται διαβάθμιση πίεσης που προκαλεί την εισροή ατμοσφαιρικού αέρα στις
κυψελίδες.
Με τη χάλαση των εισπνευστικών μυών οι πνεύμονες επανέρχονται στο αρχικό τους
μέγεθος, η ενδοκυψελιδική πίεση αυξάνεται και δημιουργείται αντίστροφη διαβάθμιση
πίεσης που προκαλεί την εκροή του αέρα από τις κυψελίδες προς το εξωτερικό
περιβάλλον, δηλαδή την εκπνοή.
Μιτροειδής ή διγλώχινα βαλβίδα είναι η αριστερή κολποκοιλιακη βαλβίδα.
Το κύμα P αντιστοιχεί στην εκπόλωση των κόλπων. Το δυναμικό ενέργειας από τον φλεβόκομβο αρχικά διαδίδεται
στους δύο κόλπους και η μετάδοσή του γίνεται κατά κύριο λόγο από κύτταρο σε κύτταρο μέσω των χασμοσυνδέσμων.
Η μετάδοση των ερεθισμάτων στους κόλπους επιταχύνεται από κάποιες εξειδικευμένες οδούς. Η μεσοκολπική οδός
εκτείνεται από τον φλεβόκομβο στον δεξιό κόλπο έως τον αριστερό κόλπο. Η οδός αυτή μεταδίδει ταχύτατα τα
δυναμικά ενέργειας από τον φλεβοκομβο στον αριστερό κόλπο, με αποτέλεσμα η μετάδοση των ερεθισμάτων απο
κύτταρο σε κύτταρο μέσω των χασμοσυνδέσμων να εξελίσσεται ταυτόχρονα στους δύο κόλπους. Με τον τρόπο αυτό
εξασφαλίζεται η ταυτόχρονη και συντονισμένη σύσπαση των κόλπων. Στην περίπτωσή μας, από τη στιγμή που
υπάρχει αποκλεισμός των ερεθισμάτων στον φλεβόκομβο, το ερέθισμα δεν φτάνει ποτέ στους κόλπους μέσω της
μεσοκολπικής οδού και άρα δεν παρατηρείται εκπόλωσή τους και ούτε κύμα P στο ηλεκτροκαρδιογράφημα.
Ζωτική χωρητικότητα είναι ο μέγιστος όγκος αέρα που μπορεί να εκπνευστεί μετά τη μέγιστη εισπνοή. Για τον
υπολογισμό της ζωτικής χωριτηκότητας ζητείται από τον εξεταζόμενο να εισπνεύσει και στη συνέχεια να εκπνεύσει
με τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια. Η ζωτική χωρικότητα είναι η μέγιστη δυνατή μεταβολή του όγκου των
πνευμόνων. Χρησιμοποιείται σπάνια, επειδή απαιτεί επανειλημμένες προσπάθειες για την επίτευξη της μέγιστης
συστολής των αναπνευστικων μυών, διαδικασία που είναι εξαντλητική για τον ασθενή αλλά πολύτιμη για την
αξιολόγηση της λειτουργικής χωρητικότητας των πνευμόνων. Μέση τιμή = 4.500ml.
Η κοπλική πίεση είναι σχεδόν 0 mmHg.
Στον τραυματισμό πνευμοθώρακα, η διάτρηση του θωρακικού
τοιχώματος επιτρέπει την είσοδο ατμοσφαιρικού αέρα, σύμφωνα με τη
διαβάθμιση της πίεσής του, στην υπεζωκοτική κοιλότητα, καταργώντας
τη διαπνευμονική και τη διαθωρακική διαβάθμιση της πίεσης.
Λόγω της κατάργησης της διαθωρακικής διαβάθμισης πίεσης (έχουμε
αύξηση της υπεζωκοτικής πίεσης καθώς αναμιγνύεται με την
ατμοσφαιρική) το θωρακικό τοίχωμα διατείνεται προς τα έξω.
Οι περιφερικοί χημειοϋποδοχείς (καρωτιδικα σωμάτια και αορτικά σωμάτια)
διεγείρονται μόνο όταν η αρτηριακή Pο2 μειωθεί κάτω από 60 mmHg
(μείωση > 40%) και αποστέλλουν κεντρομόλες ώσεις στους νευρώνες του
αναπνευστικού κέντρου του προμήκους, αυξάνοντας έτσι αντανακλαστικά τον
αερισμό.
Κατά την εισπνοή προκαλείται ελάχιστη μείωση της ενδοθωρακικής (ενδοϋπεζωκοτικής πίεσης) της τάξης των 2 mmHg.