You are on page 1of 49

Το κολπικό νατριουρητικό πεπτίδιο παράγεται από τα

μυϊκά κύτταρα των καρδιακών κόλπων και


αποθηκεύεται σε κοκκία στο κυτταρόπλασμα των
καρδιακών μυϊκών κυττάρων. Απελευθερώνεται όταν
τα καρδιακά μυϊκά κύτταρα διατείνονται μηχανικά από
τον αυξημένο όγκο του κυκλοφορούντος πλάσματος
λόγω της αύξησης του συνολικού όγκου του
εξωκυτταρικού υγρού. Η κύρια δράση των
νατριουρητικών πεπτιδίων είναι η άμεση αναστολή της
επαναρρόφησης του Na+ στα άπω τμήματα του
νεφρώνα, αυξάνοντα έτσι την απέκκριση του Na+.
1)Μέση Αρτηριακη Πίεση= Διαστολική πίεση+ Πίεση Σφυγμού/3= 100+ (160-100)/3= 100+20=120 mmHg.
2)Πίεση Σφυμού= Συστολική Πίεση- Διαστολική Πίεση= 160-100= 60 mmHg.
Η διέγερση του συμπαθητικού ενισχύει τηε λειτουργία της καρδιάς ως αντλίας
αυξάνοντας την καρδιακή συχνότητα, μειώνοντας την καθυστέρηση μεταξύ της
συστολής των κόλπων και των κοιλιών, επιταχύνοντας τη μετάδοση του ερεθίσματος,
αυξάνοντας τη δύναμη της συστολής και επιταχύνοντας τη χάλαση, ώστε να υπάρχει
περισσότερος διαθέσιμος χρόνος για την πλήρωση.

Η ακετυλοχολίνη (ACh) αποτελεί τον κύριο νευροδιαβιβαστή του παρασυμπαθητικού


συστήματος και η δράση της είναι ν καταστέλλει την απελευθέρωση νοραδρεναλίνης
από τις γειτονικές νερυικές αποξήλξεις του συμπαθητικού.
Η κρεατινίνη αποτελεί ανεπιθύμητο μεταβολικό τοξικό προϊόν του οργανισμού που πρέπει να
απεκκριθεί. Η κρεατινίνη παραμένει στα σωληνάρια γιατί δεν μπορεί να διαπεράσει το σωληναριακό
τοίχωμα, με αποτέλεσμα να μην εκκρίνεται ούτε να επαναρροφάται, αλλά να απεκκρίνεται στα ούρα
σε υψηλές συγκενρώσεις. Συνεπώς, η κρεατινίνη θα έχει μέγιστη συγκέντρωση φυσιολογικά στο
τέλος του σωληναρίου, καθώς όσο το H2O μετακινείται από το διήθημα στο πλάσμα τόσο
συμπυκνώνεται και αυξάνεται η συγκέντρωση της κρεατινίνης.
Τα νατριουρητικα πεπτίδια αποθηκεύονται σε κοκκία στο κυτταρόπλασμα των
καρδιακών μυϊκών κυττάρων και απελευθερώνονται όταν τα καρδιακά μυϊκά
κύτταρα διατείνονται μηχανικά από τον αυξημένο όγκο του κυκλοφορούντος
πλάσματος λόγω της αύξησης του συνολικού όγκου του εξωκυτταρικού υγρού.
Η αύξηση του όγκου του εξωκυτταρικού υγρού λόγω της κατακράτησης H2O
και Na+ αυξάνει παράλληλα τον όγκο του πλάσματος και την αρτηριακή πίεση.
Συνεπώς, ερέθισμα αποτελούν η αύξηση του NaCl, του όγκου ECF
(εξωκυτταρικού όγκου) και της αρτηριακής πίεσης.
Η λεμφική ροή επιτυγχάνεται με δύο μηχανισμούς. Πρώτον, τα λεμφαγγεία, με εξαίρεση τα αρχικά
λεμφαγγεία, περιβάλλονται από λείους μύες, οι οποίοι συσπώνται ρυθμικά. Κάθε φορά που αυτοί οι
λείοι μύες εκτείνονται λόγω της διάτασης του λεμφαγγείου από τη λέμφο που εισέρχεται σ`αυτό,
συσπώνται πιο έντονα, σπρώχνοντας τη λέμφο. Αυτή η ενδογενής <<λεμφική αντλία>> αποτελεί
την κύρια δύναμη προώθησης της λέμφου. Η δίεγερση των λέιων μυών από το συμπαθητικό
νευρικό σύστημα αυξάνει περαιτέρω την αντλητική δραστηριότητα των λεμφαγγείων. Δεύτερον,
επειδή τα λεμφαγγεία εντοπίζονται ανάμεσα σε σκελετικούς μυς, η σύσπαση αυτών των μυών
συμπιέζει τη λέμφο. Οι μονής κατεύθυνσης βαλβιδες που βρίσκονται κατά διαστήματα στο
εσωτερικό των λεμφαγγείων κατευθύνουν τη λεμφο προς τη φλεβική έξοδό της στον θώρακα.
Η μεταφορά αυτή πραγματοποιείται στο εγγύς σωληνάριο και
όχι στο αθροιστικο σωληνάριο.
Οι κοιλιακοί αναπνευστικοί νευρώνες (VRG) είναι μια ομάδα νευρώνων στην οποία περιλαμβάνονται εισπνευστικοί και εκπνευστικοί νευρώνες,
που δεν ενεργοποιούνται φυσιολογικά κατά τη διάρκεια της ήρεμης αναπνοής.

όπως επίσης εντοπίζεται στην γέφυρα και το απνευστικό κέντρο.

Το πνευμονοταξικό κέντρο αποστέλλει ώσεις στους ραχιαίους αναπνευστικούς νευρώνες (αποτελούν μια ομάδα νευρώνων όπου περιλαμβάνονται κυρίως
εισπνευστικοί νευρώνες των οποίων οι νευράξονες καταλήγουν στους κινητικούς νευρώνες που ελέγχουν τους εισπνευστικούς μυς), που <<σβήνουν>>
τους εισπνευστικούς νευρώνες, περιορίζοντας έτσι τη διάρκεια της εισπνοής.
Κατα τη διέγερεση της κοιλίας και την έναρξη της κοιλιακής συστολής η ενδοκοιλιακή πίεση υπερβαίνει την ενδοκολπική πίεση και αυτό έχει ως αποτέλεσμα η διαφορά πίεσης που
αναπτύσσεται να αναγκάζει την κολποκοιλιακή βαλβίδα να κλείσει. Από την άλλη, οι θηλοειδείς μυς απλώς συσπώνται ταυτόχρονα με το μυοκάρδιο των κοιλιών και έλκουν τις
τενόντιες χορδές που μεταβιβάζουν την τάση τους στις γλωχίνες και τις συγκρατούν στη θέση τους εμποδίζοντας την αναστροφή τους κατά της συστολή των κοιλιών.
Ο τελοδιαστολικός όγκος είναι κατά μέσο όρο 135ml, ενώ ο
τελοσυστολικός όγκος ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 65ml.

Ο όγκος είναι σταθερός, αλλά η πίεση μειώνεται.


Η κοιλία δεν αδειάζει πλήρως από αίμα κατά τη φάση εξώθησης.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος της διαστολής της κοιλίας, ο κόλπος βρίσκεται επίσης σε διαστολή.
Οι πρωτεΐνες του πλάσματος που εξέρχονται από τα τριχοειδή σε παθολογικές καταστάσεις (πχ. όταν η ισταμινη διευρύνει τους τριχοειδικούς πόρους σε περιπτώσεις
τραυματος των ιστών) περνούν στο μεσοκυτταρικό υγρό και αυξάνουν την κολλοειδο-ωσμωτική πίεση του μεσοκυτταρικού υγρού. Οι εξερχόμενες από τα τριχοειδή πρωτεΐνες,
λοιπόν, ασκούν ωσμωτική δράση που τείνει να προκαλεί την κίνηση υγρού έξω από τα τριχοειδή προς το μεσοκυτταρικό υγρό.
Το ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle μεταφέρει ενεργά (εκκρίνει) NaCl από τον
αυλό των σωληναρίων στο παρακείμενο μεσοκυτταρικό υγρό. Οπότε η ελάττωση
της ροής του διηθήματος στο ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle θα προκαλεί
μείωση των επιπέδων του NaCl και επακόλουθα ο όγκος του εξωκυτταρικού υγρού
και τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης μειώνονται. Έτσι, ως απόκριση στα
παραπάνω θα αυξανόταν η έκκριση της ρενίνης απο τα κοκκιώδη κύτταρα της
παρασπειραματικής συσκευής, που αποσκοπεί στην μακροπρόθεσμη ρύθμιση της
αρτηριακής πίεσης. Επίσης, εφόσον μειώνεται η ροή του διηθήματος αυτό σημαίνει
ότι έχει μειωθεί ο GFR, άρα το προσαγωγό αρτηρίδιο διαστέλλεται προκειμένου να
αυξήσει τον ρυθμό της σπειραματικής ροής αίματος και να αποκαταστήσει τον GFR
(δλδ. δεν έχουμε αύξηση στην αντίσταση στο προσαγωγό αρτηρίδιο).
Οι βραχυπρόθεσμες προσαρμογές (οι οποίες πραγματοποιούνται εντός
δευτερολέπτων όπως πχ στην μεγάλη πτώση της αρτηριακής πίεσης από
αιμορραγία) επιτυγχάνονται τροποπιώντας την καρδιακή παροχή και την ολική
περιφερική αντίσταση, μέσω της επίδρασης του αυτόνομου νευρικού συστήματος
στην καρδιά, στις φλέβες και στα αρτηρίδια. Ο μακροπρόθεσμος έλεγχος (απαιτεί
από μερικά λεπτά της ώρας έως αρκετές ημέρες) αφορά την προσαρμογή του
συνολικού όγκου του αίματος και επιτυγχάνεται μέσω της αποκατάστασης της
φυσιολογικής ισορροπίας αλάτων και νερού με τη βοήθεια μηχανισμών ρύθμισης
Όταν η πίεση του αίματος μειωθεί κάτω από το φυσιολογικό , πχ. σε μια αιμορραγία, τότε της αποβολής ούρων και της δίψας.
η δραστηριότητα των τασεοϋποδοχέων μειώνεται, επάγοντας μέσω του καρδιαγγειακού
κέντρου ελέγχου την αύξηση της συμπαθητικής επίδρασης στην καρδιά και στα αγγεία και
τη μείωση της παρασυμπαθητικής. Έτσι, αφενός αυξάνεται ο καρδιακός ρυθμός και ο όγκος
παλμού και αφετέρου επιτυγχάνεται αγγειοσυστολή των φλεβών και των αρτηριδίων. Οι
αλλαγές αυτές αυξάνουν τόσο την καρδιακή παροχή όσο και την ολική περιφερική αντίστα-
ση, αυξάνοντας την πίεση του αίματος προς τα φυσιολογικά επίπεδα
Η διάρκεια της ανερέθιστης περιόδου στα καρδιακα κύτταρα είναι
περίπου ίση με τη διάρκεια της συστολής τους και διαρκεί κατά
μέσο όρο 300 msec. Κατα συνέπεια το μυοκάρδιο δεν μπορεί να
διεγερθεί και πάλι πριν ολοκληρωθεί η προηγούμενη συστολή
του, γεγονός που αποκλείει την άθροιση των συστολών και την
τετανική σύσπαση του μυοκαρδίου. Αυτό αποτελεί έναν πολύτιμο
προστατευτικό μηχανισμό, καθώς η άντληση του άιματος
προϋποθέτει εναλλασσόμενες περιόδους συστολής (εξώθησης)
και χάλασης (πλήρωσης) του μυοκαρδίου. Η παρατεταμένη
τετανική σύσπαση του μυοκαρδίου θα επέφερε τον θάνατο, αφού
οι κοιλότητες της καρδιάς δε θα μπορούσαν να πληρωθούν και
Ο κύριος παράγοντας που ευθύνεται για την παρατεταμένη διάρκεια της ανερέθιστης περίοδου να προωθήσουν το αίμα.
στα καρδιακά μυϊκά κύτταρα είναι η σύγκλειση των διαύλων Na+, οι οποίοι βρίσκονται στη διαμό-
ρφωση <<κλειστοί και μη ενεργοποιήσιμοι>>. Οι δίαυλοι αυτοί μπορούν να ανοίξουν και να πυρο-
δοτήσουν ένα νέο δυναμικό ενέργειας μόνο όταν η μεμβράνη έχει ανακάμψει πλήρως μετά το πέρας
της ανερέθιστης περιόδου (όταν δηλαδή έχει επαναπολωθεί σε επίπεδα δυναμικού ηρεμίας.
Εκτός από την πίεση που ασκείται από την καρδιακή συστολή, άλλοι πέντε
παράγοντες ενισχύουν τη φλεβική επιστροφή: η επαγόμενη από το συμπαθητικό
νευρικό σύστημα φλεβική αγγειοσυστολή, η δραστηριότητα των σκελετικών μυών, η
επίδραση των φλεβικών βαλβίδων, η αναπνευστική δραστηριότητα και η αντλητική
δραστηριότητα της καρδιάς.

Τα αγγεία που βρίσκονται χαμηλότερα από το ύψος τη καρδιάς υπόκεινται σε επιπλέον


πίεση από το βάρος της στήλης του αίματος. Αυτή η αυξημένη πίεση έχει 2 σημαντικές
συνέπειες. Πρώτον, οι διατάσιμες φλέβες διογκώνονται περαιτέρω υπό την επίδραση
της υδροστατικής πίεσης και αυξάνεται η χωρητικότητά τους. Έτσι, μεγάλη ποσότητα
από το αίμα που εισέρχεται στις φλέβες από τα τριχοειδή τείνει να λιμνάζει στις
περιφερικές διατεταμένες φλέβες των κάτω άκρων αντί να επιστρέφει στην καρδία,
δλδ. μειώνεται η φλεβική επιστροφή. Δεύτερον, η αξειοσημείωτη αύξηση της
τριχοειδικής πίεση λόγω της επίδρασης της βαρύτητας προκαλεί έντονη διήθηση
υγρού προς το εξωτερικό του τριχοειδικού δικτύου των κάτων άκρων, προκαλώντας
τοπικό οίδημα.
Η ωσμωτικότητα του σωληναριακού υγρού στο κατιόν σκέλος της αγκύλης του
Henle αυξάνεται από την αρχή (300 mOsm/L) προς το τέλος του (1200 mOsm/L).

Η επαναρρόφηση του H2O στο κατιόν σκέλος της αγκύλης του Henle δεν
υπόκειται σε ορμονικό έλεγχο. Η αντιδοιουρητικλη ορμόνη ή βασοπρεσίνη
επιδρά στην επαναρρόφηση του ύδατος που συμβαίνει στα άπω και στα
αθροιστικά σωληνάρια.

Το κατιόν σκέλος της αγκύλης του Henle δεν απομακρύνει ενεργά Na+ από το σωληναριακό υγρό, δηλαδή δεν επαναρροφά Na+ (αποτελεί το μοναδικό
τμήμα των νεφρικών σωληναριων στο οποίο δεν παρατηρείται ενεργός μεταφορά Na+).
Η πρόσληψη αλκαλικών φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει αλκάλωση, όπως όταν η
Μεταβολική αλκάλωση ή μη αναπνευστικη αλκάλωση μαγειρικη σόδα (NaHCO3, που διίσταται σε Na+ και HCO3-) χρησιμοποιείται ως
είναι η μείωση της {H+} του πλάσματος, η οποία προκαλείται πρακτικό εμπειρικό φάρμακο για την αντιμετώπιση της υπερβολικής γαστρικής
από μια σχετική έλλειψη μη ανθρακικών οξέων. οξύτητας. Εξουδετερώνοντας το περίσσιο οξύ του στομάχου, το HCO3- εξαλείφει τα
συμπτώματα της γαστρίτιδας και την καυσαλγία. Όταν όμως προσληφθεί
περισσότερο HCO3- απ`ότι χρειάζεται, το επιπλέον HCO3- απορροφάται από τον
πεπτικό σωλήνα και αυξάνεται η {HCO3-} του πλάσματος. Το επιπλέον HCO3- αντιδρά
με μια ποσότητα του ελεύθερου H+ που υπάρχει φυσιολογικά στο πλάσμα
(προέρχεται από τα μη ανθρακικά οξέα), μειώνοντας τη {H+}.
Το υγρό που εγκαταλείπει το ανιόν σκέλος και εισέρχεται στο άπω σωληνάριο έχει
ωσμωμοριακότητα 100 mOsm/L (το ένα τρίτο της φυσιολογικής ωσμωμοριακότητας και
συγκέντρωσης των σωματικών υγρών), δηλαδή είναι υποτονικό σε σχέση με το
παρακείμενο ισοτονικό (300 mOsm/L) μεσοκυτταρικό υγρό του νεφρικού φλοιού μέσα
στον οποίο εντοπίζεται το άπω σωληνάριο.
Κατά το τέλος της κοιλιακής εξώθησης οι κολποκοιλιακές βαλβίδες είναι κλειστές και παραμένουν
κλειστές καθώς η ενδοκοιλιακή πίεση είναι υψηλότερη από την ενδοκολπική. Οι κολποκοιλιακές
βαλβίδες ανοίγουν ξανά κατά τη φάση πλήρωσης των κοιλιών όπου η ενδοκολπική πίεση είναι και
πάλι υψηλοτέρη της ενδοκοιλιακής. Από την άλλη, η αορτική και η πνευμονική βαλβίδα είναι ανοιχτές
κατά το τέλος της κοιλιακής εξώθησης, καθώς η ενδοκοιλιακή πίεση είναι υψηλότερη από την αορτική
και την πνευμονική πίεση. Ωστόσο κατά τη φάση επαναπόλωσης, η κοιλία αρχίζει να χαλαρώνει και η
ενδοκοιλιακη πίεση μειώνεται και πέφτει κάτω από την αορτική και την πνευμονική, με αποτέλεσμα η
αορτική και η πνευμονική βαλβίδα να κλείνουν.
Το μεγαλύτερο ποσοστό της γλυκόζης επαναρροφάται με δευτερογενή ενεργό μεταφορά στο εγγύς
εσπειραμένο σωληνάριο. Κατα τη διαδικασία αυτή, εξειδικευμένοι συμμεταφορείς, όπως ο συμμεταφορέας
νατρίου-γλυκόζης, που εντοπίζονται μόνο στο εγγύς σωληνάριο μεταφέρουν ταυτόχρονα Na+ και ένα ειδικό
οργανικό μόριο από τον αυλό στο εσωτερικό των σωληναριακών κυττάρων. Μέσω αυτών των
συμμεταφορέων επιτυγχάνεται η παθητικη μεταφορά του Na+ δια μεσου της ενδοαυλικής μεμβράνης των
κυττάρων του εγγύς σωληναρίου. Η διαβάθμιση συγκέντρωσης του Na+ μεταξύ του αυλού και του
εσωτερικού των σωληναριακών κυττάρων συντηρείται απο την αντλία Na+-K+ της πλαγιοβασικής
μεμβράνης με κατανάλωση ενέργειας. Η διαβάθμιση συγκέντρωσης του Na+ αποτελεί την κινητήρια δύναμη
ή παρέχει την ενέργεια για το σύστημα συμμεταφοράς που μεταφέρει το οργανικό μόριο μέσα στο
σωληναριακό κυτταρο ενάντια στη διαβάθμιση συγκέντρωσής του χωρίς εξωτερική καταναλωση ενέργειας.
Επειδή η συνολική διεργασία της επαναρρόφησης της γλυκόζης και των αμινοξέων εξαρτάται τελικά απο
την κατανάλωση ενέργειας (από την αντλία Na+-K+ για τη συντήρηση της διαβάθμισης συγκέντρωσης του
Na+), αυτά τα οργανικά μόρια θεωρείται ότι επναρροφούνται ενεργά, παρόλου που δεν απαιτείται άμεσα η
κατανάλωση ενέργειας κατά τη μεταφορά τους από τον αυλό στο εσωτερικό των κυττάρων. Ουσιαστικά, η
γλυκόζη και τα αμινοξέα μπορούν να μεταφέρονται παθητικά λόγω της ενέργειας που έχει ήδη δαπανηθεί
για την επαναρρόφηση του Na+.
Ο πνευμονικός επιφανειοδραστικός παράγοντας είναι ένα πολύπλοκο μειγμα λιπιδίων και πρωτεϊνών που εκκρίνεται από τα κυψελιδικά
κύτταρα τύπου ll.
Κατά την εισπνοή.

Οι αναπτυσσόμενοι πνεύμονες του εμβρύου φυσιολογικα δεν είναι ικανοί να συνθέτουν τον
επιφανειοδρασικό παράγοντα παρά μόνο προς το τέλος της κύησης.

Ο επιφανειοδραστικός παράγοντας αυξάνει την ενδοτικότητα των πνευμόνων, μειώνοντας έτσι


το απαιτούμενο έργο για τη διάταση των πνευμόνων.
,όπως και της γλυκόζης.
Κατά μέσο όρο, το 67% του Na+ επαναρροφάται στο εγγύς σωληνάριο.

Υπάρχει αντιμεταφορά Na+-HCO3-.


Οι παράγοντες που επηρεάζουν τον ρυθμό ροής σ`ένα αγγείο αποτυπώνονται στον νόμο του Poiseuille:
Ρυθμός ροής= π*ΔP*r4/8*η*L
όπου:
1)ΔP: διαφορά πίεσης ή κλίσης πίεσης κατά μήκος του αγγείου.
2)r: η ακτίνα του αγγείου.
3)η: το ιξώδες του αίματος.
4)L: το μήκος του αγγείου.
Τέτοια ουσία είναι η ινουλίνη, η οποία διηθείται ελεύθερα στα σπειράματα και δεν επαναρροφάται,
ούτε εκκρίνεται, με αποτέλεσμα η τιμή πλασματοκάθαρσής της να ισούται με τον GFR.
Η συνηθέστερη αιτία στροβιλώδους ροής του αίματος είναι η δυσλειτουργία των καρδιακών βαλβίδων, που μπορεί να οφείλεται σε
στένωση ή σε ανεπάρκειά τους. Βαλβίδες συναντάμε στην καρδιά και στις φλέβες. Οπότε, στη συγκεκριμένη περίπτωση,
μεγαλύτερη τάση για στροβιλώδη ροή θα εμφανίζεται στην αορτή λόγω προβλήματος της αορτικής βαλβίδας.
Τα φυσιολογικά επίπεδα οξυγόνου στο αίμα είναι περίπου στο 97% (από το 94% έως το 100%). Όταν αυτά πέσουν κάτω από 94%,
ανησυχούμε για υποοξυγόνωση του οργανισμού ενώ όταν πέσουν κάτω από 92% μιλάμε πια για υποξία - μια παθολογική κατάσταση,
στην οποία το σώμα στερείται της απαραίτητης οξυγόνωσης προκαλώντας πονοκέφαλο, ζαλάδα, αίσθημα κούρασης, σύγχυση, λήθαργο
ή άλλες σοβαρότερες διαταραχές. Στην περίπτωση δε, που το οξυγόνο πέσει κάτω από το 80%, αυξάνεται ο κίνδυνος για βλάβη σε ζωτικά
όργανα, κώμα ή και θάνατο.
Το θωρακικό τοίχωμα δέχεται εξωτερικά την ατμοσφαρική πίεση των 760 mmHg που έχει φορά προς τα έσω και εσωτερικά
την ενδοϋπεζωκοτική πίεση των 756 mmHg με φορά προς τα έξω. Η διαφορά των 4 mmHg μεταξύ αυτών των πιέσεων
αποτελεί τη διαθωρακική διαβάθμιση πίεσης, που έχει φορά προς τα έσω και συμπιέζει το θωρακικό τοίχωμα. Κατά τη
διάρκεια ενός ήρεμου αναπνευστικού κύκλου δεν μεταβάλλεται ούτε η ατμοσφαρική πίεση ούτε η ενδοϋπεζωκοτική πίεση,
επομένως η ενδοθωρακική πίεση είναι διαρκώς ίση με 4 mmHg και έχει τιμή αρνητική.
Οι κολποκοιλιακές βαλβίδες είναι ανοιχτές καθ`όλη τη διάρκεια της φάσης πλήρωσης των κοιλιών.
Κατά τις βαθιές αναπνοές χρησιμοποιούνται επίσης οι επικουρικοί εισπνευστικοί μυς που εντοπίζονται
στον τράχηλο, ενώ κατά τη βίαιη εκπνοή χρησιμοποιούνται οι μύες του κοιλιακού τοιχώματως και οι έσω
μεσοπλεύριοι μυς (εκπνευστικοί μύες).
Ο GFR εξαρτάται από τρεις φυσικές δυνάμεις - την υδροστατική πίεση στα σπειραματικά
τριχοειδή, την κολλοειδο-ωσμωτική πίεση του πλάσματος και την υδροστατική πίεση στην
κάψα του Bowman- εκ των οποίων η πρώτη ευνοεί τη διήθηση και οι άλλες δύο αντιτίθενται
στη διήθηση. Συνολικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η καθαρή διαφορά πίεσης που ενοεί τη
διήθηση ονομάζεται δραστική πίεση διήθησης. Επιπρόσθετα εξαρτάται από την έκταση της
διαθέσιμης σπειραματικής επιφάνειας και τη διαπερατότητα της σπειραματικής μεμβράνης,
παράμετροι που σχετίζονται με τη σπειραματική μεμβράνη και αναφέρονται συνολικά ως
συντελεστης διήθησης (Kf).
 GFR= Kf * δραστική πίεση διήθησης.
Τα αρτηρίδια είναι τα αγγεία που ευθύνονται για το μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής αντίστασης του αγγειακού δικτύου, επειδή η ακτίνα τους
είναι μικρή, με αποτέλεσμα η ροή να συναντά σημαντική αντίσταση.

Η αντιδιουρητική ορμόνη ή βασοπρεσίνη παράγεται από τα κυτταρικά σώματα


διαφόρων ειδικών νευρώνων του υποθαλάμου και στη συνέχεια αποθηκεύεται στον
οπίσθιο λοβό της υπόφυσης, που συνδέεται με τον υποθάλαμο με έναν λεπτό μίσχο.

Τα νατριουρητικά πεπτίδια αποθηκεύονται σε κοκκία στο κυτταρόπλασμα των καρδιακών μυϊκών κυττάρων και απελευθερώνονται όταν τα καρδιακά μυϊκά
κύτταρα διατείνονται μηχανικά από τον αυξημένο όγκο του κυκλοφορούντος πλάσματος λόγω της αύξησης του συνολικού όγκου του εξωκυτταρικού υγρού. Η
αύξηση του όγκου του εξωκυτταρικού υγρού λόγω της κατακράτησης νερού και Na+ αυξάνει παράλληλα τον όγκο του πλάσματος και την αρτηριακή πίεση. Τα
νατριουρητικά πεπτίδια προάγουν την αποβολή Na+ στα ούρα και τη συνοδό διούρηση μειώνοντας τον όγκο του πλάσματος και επίσης επιδρούν άμεσα στο
καρδιαγγειακό σύστημα μειώνοντας την αρτηριακή πίεση.
Η αντιδιουρητική ορμόνη φτάνει με την κυκλοφορία του αίματος στην πλαγιοβασικη μεμβράνη των κύριων κυττάρων των άπω
και αθροιστικών σωληναρίων. Εκεί προσδένεται στους ειδικούς γι`αυτήν υποδοχείς V2. Η πρόσδεση της βασοπρεσίνης στους
υποδοχείς V2, οι οποίοι είναι υποδοχείς σύνδεσης πρωτεϊνών G, ενεργοποιεί το ενδοκυτταρικό σύστημα δεύτερου
αγγελιοφόρου της κυκλικής AMP (cAMP) στα κύρια κύτταρα. Αυτή η πρόσδεση αυξάνει τελικά τη διαπερατότητα της αντίπλευ-
ρης ενδοαυλικής μεμβράνης για το H2O προάγοντας την ενσωμάτωση
διαύλων υδατοπορινών (και ειδικότερα της AQP-2) σε αυτή μέσω
εξωκυττάρωσης. Μ`αυτόν τον τρόπο η βασοπρεσίνη αυξάνει την
επαναρρόφηση του H2O καθιστώντας τα άπω και τα αθροιστικά
σωληνάρια διαπερατά σ`αυτό.
Ονομάζομε τον επιπλέον όγκο αέρα που μπορεί να εκπνευστεί ενεργητικά με τη μέγιστη σύσπαση
των εκπνευστικών μυών, μετά τη φυσιολογική παθητική εκπνοή πέρα απο το εισπνεόμενο όγκο κατά
την ήρεμη αναπνοή. Μέση τιμή= 1.000 mL.
Κατά την κολποκοιλιακή καθυστέρηση. Η καθυστέρηση του ερεθίσματος στον κολποκοιλιακό κόμβο αντιστοιχεί στο
διάστημα μεταξύ του τέλους του P και της έναρξης του QRS. Το διάστημα αυτό του ΗΚΓ είναι γνωστό ως διάστημα PR (PR
segment). Ονομάζεται κανονικά <<διάστημα PR>> και όχι <<διάστημα PQ>>, επειδή το αρνητικό έπαρμα Q είναι μικρό και
μερικές φορές απουσιάζει, ενώ το κύμα R είναι το μεγαλύτερο κύμα του συμπλέγματος.
Η διαφορά των όγκων του αίματος στην κοιλία πριν και μετά τη συστολή της αντιστοιχεί στον όγκο του αίματος που προωθήθηκε
στην αορτή κατά τη φάση της εξώθησης, δηλαδή στον όγκο παλμού, επομένως:
 Όγκος παλμού= Τελοδιαστολικός όγκος- Τελοσυστολικός όγκος= 135-65 => Όγκος παλμού= 70 mL.
 Πριν από εισπνοή, στο τέλος της προηγούμενης εκπνοής, η ενδοκυψελιδική πίεση έχει
εξισωθεί με την ατμοσφαιρική και έτσι δεν παρατηρείται ροή αέρα.
 Κατά την εισπνοή, οι πνεύμονες διογκώνονται, η ενδοκυψελιδική πίεση μειώνεται και
δημιουργείται διαβάθμιση πίεσης που προκαλεί την εισροή ατμοσφαιρικού αέρα στις
κυψελίδες.
 Με τη χάλαση των εισπνευστικών μυών οι πνεύμονες επανέρχονται στο αρχικό τους
μέγεθος, η ενδοκυψελιδική πίεση αυξάνεται και δημιουργείται αντίστροφη διαβάθμιση
πίεσης που προκαλεί την εκροή του αέρα από τις κυψελίδες προς το εξωτερικό
περιβάλλον, δηλαδή την εκπνοή.
Μιτροειδής ή διγλώχινα βαλβίδα είναι η αριστερή κολποκοιλιακη βαλβίδα.
Το κύμα P αντιστοιχεί στην εκπόλωση των κόλπων. Το δυναμικό ενέργειας από τον φλεβόκομβο αρχικά διαδίδεται
στους δύο κόλπους και η μετάδοσή του γίνεται κατά κύριο λόγο από κύτταρο σε κύτταρο μέσω των χασμοσυνδέσμων.
Η μετάδοση των ερεθισμάτων στους κόλπους επιταχύνεται από κάποιες εξειδικευμένες οδούς. Η μεσοκολπική οδός
εκτείνεται από τον φλεβόκομβο στον δεξιό κόλπο έως τον αριστερό κόλπο. Η οδός αυτή μεταδίδει ταχύτατα τα
δυναμικά ενέργειας από τον φλεβοκομβο στον αριστερό κόλπο, με αποτέλεσμα η μετάδοση των ερεθισμάτων απο
κύτταρο σε κύτταρο μέσω των χασμοσυνδέσμων να εξελίσσεται ταυτόχρονα στους δύο κόλπους. Με τον τρόπο αυτό
εξασφαλίζεται η ταυτόχρονη και συντονισμένη σύσπαση των κόλπων. Στην περίπτωσή μας, από τη στιγμή που
υπάρχει αποκλεισμός των ερεθισμάτων στον φλεβόκομβο, το ερέθισμα δεν φτάνει ποτέ στους κόλπους μέσω της
μεσοκολπικής οδού και άρα δεν παρατηρείται εκπόλωσή τους και ούτε κύμα P στο ηλεκτροκαρδιογράφημα.
Ζωτική χωρητικότητα είναι ο μέγιστος όγκος αέρα που μπορεί να εκπνευστεί μετά τη μέγιστη εισπνοή. Για τον
υπολογισμό της ζωτικής χωριτηκότητας ζητείται από τον εξεταζόμενο να εισπνεύσει και στη συνέχεια να εκπνεύσει
με τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια. Η ζωτική χωρικότητα είναι η μέγιστη δυνατή μεταβολή του όγκου των
πνευμόνων. Χρησιμοποιείται σπάνια, επειδή απαιτεί επανειλημμένες προσπάθειες για την επίτευξη της μέγιστης
συστολής των αναπνευστικων μυών, διαδικασία που είναι εξαντλητική για τον ασθενή αλλά πολύτιμη για την
αξιολόγηση της λειτουργικής χωρητικότητας των πνευμόνων. Μέση τιμή = 4.500ml.
Η κοπλική πίεση είναι σχεδόν 0 mmHg.
Στον τραυματισμό πνευμοθώρακα, η διάτρηση του θωρακικού
τοιχώματος επιτρέπει την είσοδο ατμοσφαιρικού αέρα, σύμφωνα με τη
διαβάθμιση της πίεσής του, στην υπεζωκοτική κοιλότητα, καταργώντας
τη διαπνευμονική και τη διαθωρακική διαβάθμιση της πίεσης.
Λόγω της κατάργησης της διαθωρακικής διαβάθμισης πίεσης (έχουμε
αύξηση της υπεζωκοτικής πίεσης καθώς αναμιγνύεται με την
ατμοσφαιρική) το θωρακικό τοίχωμα διατείνεται προς τα έξω.
Οι περιφερικοί χημειοϋποδοχείς (καρωτιδικα σωμάτια και αορτικά σωμάτια)
διεγείρονται μόνο όταν η αρτηριακή Pο2 μειωθεί κάτω από 60 mmHg
(μείωση > 40%) και αποστέλλουν κεντρομόλες ώσεις στους νευρώνες του
αναπνευστικού κέντρου του προμήκους, αυξάνοντας έτσι αντανακλαστικά τον
αερισμό.
Κατά την εισπνοή προκαλείται ελάχιστη μείωση της ενδοθωρακικής (ενδοϋπεζωκοτικής πίεσης) της τάξης των 2 mmHg.

You might also like