You are on page 1of 12

ΝΟΜΟΣ 2690/1999

Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας

Άρθρο 4
Διεκπεραίωση υποθέσεων από τη Διοίκηση

1.α. Οι δημόσιες υπηρεσίες, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νομικά


πρόσωπα δημόσιου δικαίου, όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να
διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για τα
αιτήματά τους μέσα σε προθεσμία πενήντα (50) ημερών, εφόσον από ειδικές
διατάξεις δεν προβλέπονται μικρότερες προθεσμίες. Η προθεσμία αρχίζει από
την κατάθεση της αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία και την υποβολή ή
συγκέντρωση του συνόλου των απαιτούμενων δικαιολογητικών, πιστοποιητικών
ή στοιχείων. Αν η αίτηση υποβληθεί σε αναρμόδια υπηρεσία, η υπηρεσία αυτή
οφείλει, μέσα σε τρεις (3) ημέρες, να τη διαβιβάσει στην αρμόδια και να
γνωστοποιήσει τούτο στον ενδιαφερόμενο. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία
αρχίζει από τότε που περιήλθε η αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία. Για υποθέσεις
αρμοδιότητας περισσότερων υπηρεσιών, η προθεσμία του πρώτου εδαφίου
παρατείνεται κατά δέκα (10), ακόμη, ημέρες.

β. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και


Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού μπορεί να ορίζεται,
κατά περίπτωση, διαφορετική προθεσμία για τη διεκπεραίωση υποθέσεων,
εφόσον το επιβάλλουν ειδικοί λόγοι, που αναφέρονται ρητώς σ` αυτήν.

2.Εάν κάποια υπόθεση δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί λόγω αντικειμενικής


αδυναμίας, ειδικά αιτιολογημένης, η αρμόδια υπηρεσία οφείλει, εντός πέντε (5)
τουλάχιστον ημερών πριν από την εκπνοή τους, να γνωστοποιήσει εγγράφως
στον αιτούντα:

α) τους λόγους της καθυστέρησης,

β) τον υπάλληλο που έχει αναλάβει την υπόθεση και τον αριθμό τηλεφώνου του,
για την παροχή πληροφοριών και

γ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.

1
3.Οι υπηρεσίες απαλλάσσονται από τις κατά την παράγραφο 1 υποχρεώσεις αν
το αίτημα είναι εμφανώς παράλoγo, αόριστο, ακατάληπτο ή επαναλαμβάνεται
κατά τρόπο καταχρηστικό.

4.Οι διοικητικές αρχές οφείλουν, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, να


χορηγούν αμέσως πιστοποιητικά και βεβαιώσεις. Αν η άμεση χορήγηση τούτων
δεν είναι δυνατή, αυτά αποστέλλονται ταχυδρομικώς, μέσα σε προθεσμία δέκα
(10) ημερών, στη διεύθυνση που έχει δηλωθεί. Η υποχρέωση αυτή δεν υφίσταται
αν ο ενδιαφερόμενος, με την αίτησή του, δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την
ταχυδρομική αποστολή και ότι θα παραλάβει τα έγγραφα αυτά αυτοπροσώπως ή
με εξουσιοδοτημένον εκπρόσωπό του.

5.Η υπηρεσία στην οποία υποβάλλεται η αίτηση χορηγεί στον ενδιαφερόμενο


απόδειξη παραλαβής όπου περιλαμβάνονται ο οικείος αριθμός πρωτοκόλλου, η
προθεσμία εντός της οποίας υφίσταται υποχρέωση προς διεκπεραίωση της
υπόθεσης, καθώς και η επισήμανση ότι, σε περίπτωση υπέρβασης των χρονικών
ορίων που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου,
παρέχεται δυνατότητα αποζημίωσης κατά τις ρυθμίσεις των παραγράφων 7 και 8
του άρθρου 5 του Ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α`), όπως ισχύει.

6. Οι προθεσμίες των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για
αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, εφόσον υφίσταται σχετική
εκκρεμής δίκη, καθώς και για τις περιπτώσεις όπου απαιτείται εμφάνιση του
ενδιαφερομένου ενώπιον συλλογικού οργάνου, και η μη προσέλευσή του
οφείλεται σε υποκειμενικούς ή αντικειμενικούς λόγους.

Άρθρο 5
Πρόσβαση σε έγγραφα

1.Κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να


λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται
όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκθέσεις, μελέτες,
πρακτικά, στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιες οδηγίες, απαντήσεις της Διοίκησης,
γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις.

2
2.Όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται, ύστερα από γραπτή αίτησή
του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις
δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεσή του η οποία εκκρεμεί σε αυτές
ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές.

3.Το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις


περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή
αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις. Η
αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί την ικανοποίηση του δικαιώματος
τούτου αν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του Υπουργικού Συμβουλίου,
ή αν η ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού είναι δυνατόν να δυσχεράνει
ουσιωδώς την έρευνα δικαστικών, διοικητικών,αστυνομικών ή στρατιωτικών
αρχών σχετικώς με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης.

4.Το δικαίωμα των παρ. 1 και 2 ασκείται : α) με μελέτη του εγγράφου στο
κατάστημα της υπηρεσίας, ή β) με χορήγηση αντιγράφου, εκτός αν η
αναπαραγωγή τούτου μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο. Η σχετική δαπάνη
αναπαραγωγής βαρύνει τον αιτούντα, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Αν
πρόκειται για πληροφορίες ιατρικού χαρακτήρα, αυτές γνωστοποιούνται στον
αιτούντα με τη βοήθεια γιατρού, ο οποίος ορίζεται για το σκοπό αυτόν.

5.Η άσκηση του κατά τις παρ. 1 και 2 δικαιώματος γίνεται με την επιφύλαξη της
ύπαρξης τυχόν δικαιωμάτων πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας.

6.Η χρονική προθεσμία για τη χορήγηση εγγράφων κατά τις παραγράφους 1 και
2 ή την αιτιολογημένη απόρριψη της σχετικής αίτησης του πολίτη είναι είκοσι
(20) ημέρες.

Άρθρο 6
Προηγούμενη ακρόαση του ενδιαφερομένου

1.Οι διοικητικές αρχές, πριν από κάθε ενέργεια ή μέτρο σε βάρος των
δικαιωμάτων ή συμφερόντων συγκεκριμένου προσώπου, οφείλουν να καλούν
τον ενδιαφερόμενο να εκφράσει τις απόψεις του, εγγράφως ή προφορικώς, ως
προς τα σχετικά ζητήματα.

3
2.Η κλήση προς ακρόαση είναι έγγραφη, αναφέρει τον τόπο, την ημέρα και την
ώρα της ακρόασης, προσδιορίζει δε το αντικείμενο του μέτρου ή της ενέργειας. Η
κλήση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον πέντε (5) πλήρεις ημέρες
πριν από την ημέρα της ακρόασης. Ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να λάβει
γνώση των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων και να προβεί σε ανταπόδειξη. Η
τήρηση της προαναφερόμενης διαδικασίας, καθώς και η λήψη υπόψη των
απόψεων του ενδιαφερομένου, πρέπει να προκύπτουν από την Αιτιολογία της
διοικητικής πράξης. Το υιοθετούμενο μέτρο πρέπει να λαμβάνεται μέσα σε
εύλογο χρονικό διάστημα από την ακρόαση του ενδιαφερομένου.

3.Αν η άμεση λήψη του δυσμενούς μέτρου είναι αναγκαία για την αποτροπή
κινδύνου ή λόγω επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος, είναι, κατ` εξαίρεση,
δυνατή η, χωρίς προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου, ρύθμιση. Αν η
κατάσταση που ρυθμίστηκε είναι δυνατόν να μεταβληθεί, η διοικητική αρχή,
μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών, καλεί τον ενδιαφερόμενο να
εκφράσει τις απόψεις του σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, οπότε
και προβαίνει σε τυχόν νέα ρύθμιση. Αν η πιο πάνω προθεσμία παρέλθει
άπρακτη, το μέτρο παύει αυτοδικαίως, και χωρίς άλλη ενέργεια, να ισχύει.

4.Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται και όταν οι σχετικές με τη δυσμενή
διοικητική πράξη διατάξεις προβλέπουν δυνατότητα άσκησης διοικητικής
προσφυγής.

Άρθρο 7
Αμεροληψία των διοικητικών οργάνων

1. Τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις


αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

2. Τα μονομελή όργανα, καθώς και τα μέλη των συλλογικών οργάνων, οφείλουν


να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη
απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης εφόσον:

4
α) η ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντός τους συνδέεται με την έκβαση της
υπόθεσης, ή

β) είναι σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ΄ ευθεία μεν γραμμή


απεριορίστως, εκ πλαγίου δε έως και τέταρτου βαθμού, με κάποιον από τους
ενδιαφερομένους, ή

γ) έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους


ενδιαφερομένους.

3. Το όργανο ή το μέλος του συλλογικού οργάνου, εφόσον κρίνει ότι συντρέχει


στο πρόσωπό του λόγος που επιβάλλει την αποχή του, οφείλει να το δηλώσει
αμέσως στην προϊστάμενη αρχή ή στον προεδρεύοντα του συλλογικού οργάνου,
αντιστοίχως, και να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια. Στις περιπτώσεις αυτές, η
προϊσταμένη αρχή, ή το συλλογικό όργανο, αποφαίνεται το ταχύτερο δυνατόν.

4. Αίτηση εξαίρεσης μονομελούς οργάνου, ή μέλους συλλογικού οργάνου,


μπορούν να υποβάλουν οι ενδιαφερόμενοι σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Η
αίτηση υποβάλλεται στην προϊστάμενη αρχή, ή στον προεδρεύοντα του
συλλογικού οργάνου, ή στο αποφασίζον όργανο, κατά περίπτωση. Κατά τα
λοιπά, εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή τα οριζόμενα στην τελευταία
περίοδο της προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 13
Συγκρότηση

1. Για τη νόμιμη συγκρότηση συλλογικού οργάνου απαιτείται ο ορισμός, με


πράξη, όλων των μελών (τακτικών και αναπληρωματικών) που προβλέπει ο
νόμος. Ο ορισμός του ίδιου προσώπου με περισσότερες από μία ιδιότητες δεν
επιτρέπεται. Αν ορισμένα μέλη εκλέγονται ή υποδεικνύονται από τρίτους και τα
μέλη αυτά δεν έχουν ακόμη εκλεγεί ή υποδειχθεί από τα αρμόδια όργανα, η
συγκρότηση είναι νόμιμη αν έχει εγκαίρως ζητηθεί εγγράφως η εκλογή ή η
υπόδειξή τους και τα υπόλοιπα μέλη επαρκούν ώστε να υπάρχει απαρτία.

5
2. Τα συλλογικά όργανα, αν στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, συγκροτούνται
από τρία (3) τουλάχιστον μέλη.

3. Ο πρόεδρος και ο γραμματέας του συλλογικού οργάνου ορίζονται, μαζί με


τους αναπληρωματικούς τους, με την πράξη συγκρότησής του. Αν το συλλογικό
όργανο συγκροτείται αποκλειστικώς από αιρετά μέλη, ο πρόεδρος, ο
γραμματέας και τα λοιπά μέλη στα οποία ανατίθεται συγκεκριμένο αξίωμα, μαζί
με τους αναπληρωματικούς τους, εκλέγονται, με μυστική ψηφοφορία, από τα
μέλη του συλλογικού οργάνου.

4. Η τυχόν κατά παράνομο τρόπο κτήση της ιδιότητας υπό την οποία κάποιος
ορίζεται μέλος συλλογικού οργάνου δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της
συγκρότησης του οργάνου.

5. Το συλλογικό όργανο μπορεί να λειτουργήσει, όχι όμως πέρα από ένα τρίμηνο,
αν κάποια από τα μέλη του εκλείψουν ή αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο ή
απολέσουν την ιδιότητα βάσει της οποίας ορίστηκαν, εφόσον κατά τις
συνεδριάσεις του, τα λοιπά μέλη επαρκούν ώστε να υπάρχει απαρτία.

6. Όταν ο νόμος προβλέπει θητεία για τα μέλη του συλλογικού οργάνου, η


αντικατάσταση μέλους πριν από τη λήξη της θητείας του είναι δυνατή μόνο για
λόγον αναγόμενο στην άσκηση των καθηκόντων του, ο οποίος και πρέπει να
βεβαιώνεται στη σχετική πράξη.

Άρθρο 14
Σύνθεση - Συνεδριάσεις – Λειτουργία

1. Το συλλογικό όργανο συνεδριάζει νομίμως όταν στη σύνθεσή του μετέχουν,


ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη, περισσότερα από τα μισά των διορισμένων
τακτικών μελών (απαρτία). Η απαρτία πρέπει να υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της
συνεδρίασης. Αν, κατά την πρώτη συνεδρίαση διαπιστωθεί έλλειψη απαρτίας, το
όργανο καλείται εκ νέου σε συνεδρίαση, η οποία πραγματοποιείται το νωρίτερο
σε είκοσι τέσσερις ώρες (24) ώρες, στον ίδιο τόπο και με την ίδια ημερήσια
διάταξη. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, υπάρχει απαρτία αν μετέχουν στη σύνθεση
τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη που παριστούν τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3)
του συνόλου των διορισμένων τακτικών μελών του και εν πάση περιπτώσει όχι

6
λιγότερα των τριών (3) τακτικών ή αναπληρωματικών μελών. Στα τριμελή
συλλογικά όργανα, για την ύπαρξη στο απαρτίας, απαιτείται η παρουσία και των
τριών (3) τακτικών ή αναπληρωματικών μελών.

2. Ο πρόεδρος καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο των συνεδριάσεων και
καλεί τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη να συμμετάσχουν. Η πρόσκληση,
η οποία περιλαμβάνει την ημερήσια διάταξη, γνωστοποιείται, από το
γραμματέα, στα μέλη του συλλογικού οργάνου τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48)
ώρες πριν από τη συνεδρίαση, μπορεί δε να γίνει και με τηλεφώνημα,
τηλεγράφημα, τηλεομοιοτυπία ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον το γεγονός τούτο
αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία πρέπει να φέρει
χρονολογία και την υπογραφή του προσώπου που έκανε την πρόσκληση. Η
προθεσμία αυτή μπορεί, σε περίπτωση κατεπείγοντος, να συντμηθεί, η
πρόσκληση όμως, τότε, πρέπει να είναι έγγραφη και να βεβαιώνονται σε αυτήν
οι λόγοι που κατέστησαν τη σύντμηση αναγκαία. Πρόσκληση των μελών του
συλλογικού οργάνου δεν απαιτείται όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε
ημερομηνίες τακτές, που ορίζονται με απόφασή του, η οποία και γνωστοποιείται
στα μέλη του. Πρόσκληση δεν απαιτείται, επίσης, όταν μέλος έχει δηλώσει, πριν
από τη συνεδρίαση, κώλυμα συμμετοχής του σε αυτήν, ή όταν το κώλυμα τούτο
είναι γνωστό στον πρόεδρο του συλλογικού οργάνου.

3. Τα αναπληρωματικά μέλη καλούνται προς αναπλήρωση απόντων ή


κωλυόμενων μελών της ίδιας κατηγορίας, εκτός αν ο ορισμός τους δεν έχει γίνει
κατά τέτοια αντιστοιχία.

4. Αν κατά τη συνεδρίαση απουσιάσει τακτικό μέλος το οποίο δεν είχε


προσκληθεί, η συνεδρίαση είναι παράνομη. Το ίδιο ισχύει ακόμη και αν, αντ΄
αυτού, είχε μετάσχει το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος. Αν υπήρξαν
πλημμέλειες ως προς την κλήτευση μέλους, το συλλογικό όργανο συνεδριάζει
νομίμως αν αυτό είναι παρόν και δεν αντιλέγει για την πραγματοποίηση της
συνεδρίασης.

5. Η νομιμότητα της σύνθεσης του συλλογικού οργάνου δεν επηρεάζεται από την
τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών σε διαδοχικές συνεδριάσεις.

7
6. Μέλη συλλογικού οργάνου, τα οποία είναι σύζυγοι ή συνδέονται μεταξύ τους
με συγγένεια έως και τέταρτου βαθμού εξ αίματος ή αγχιστείας, δεν επιτρέπεται
να μετάσχουν στην ίδια συνεδρίαση.

7. Η σύγκληση του συλλογικού οργάνου προς συνεδρίαση είναι υποχρεωτική αν


το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον του συνόλου των τακτικών μελών του το ζητήσει
εγγράφως από τον πρόεδρο, προσδιορίζοντας και το προς συζήτηση θέμα.

8. Η ημερήσια διάταξη συντάσσεται από τον πρόεδρο, ο οποίος λαμβάνει προς


τούτο υπόψη του και απόψεις που τυχόν διατυπώνονται από μέλη του
συλλογικού οργάνου.

9. Αντικείμενο της συνεδρίασης είναι μόνο τα θέματα που περιλαμβάνονται στην


ημερήσια διάταξη. Κατ’ εξαίρεση, μπορούν να συζητηθούν και θέματα που δεν
περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη αν είναι παρόντα όλα τα τακτικά μέλη
και συμφωνούν για τη συζήτησή τους.

10. Οι συνεδριάσεις, αν στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, είναι μυστικές. Η


κατά τη συζήτηση παρουσία άλλων προσώπων, πλην των μελών και του
γραμματέα ή των τυχόν ειδικώς οριζόμενων στο νόμο προσώπων, δεν
επιτρέπεται Το συλλογικό όργανο, όμως, μπορεί να καλέσει, προς παροχή
πληροφοριών ή προσαγωγή στοιχείων, υπηρεσιακά ή άλλα πρόσωπα, τα οποία
και αποχωρούν πριν από την έναρξη της συζήτησης.

Άρθρο 15
Αποφάσεις

1. Οι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά,


λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Αν δεν
καθίσταται δυνατός ο σχηματισμός της πλειοψηφίας αυτής, η ψηφοφορία
επαναλαμβάνεται ωσότου σχηματιστεί απόλυτη πλειοψηφία με την
υποχρεωτική προσχώρηση, κάθε φορά, εκείνου ή εκείνων που διατυπώνουν την
ασθενέστερη γνώμη, σε μία από τις επικρατέστερες. Σε κάθε περίπτωση, αν
υπάρξει ισοψηφία, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου, εκτός αν η ψηφοφορία
είναι μυστική, οπότε αυτή επαναλαμβάνεται για μία ακόμη φορά, η τυχόν δε νέα

8
ισοψηφία ισοδυναμεί με απόρριψη. Το μέλος που απέχει από την ψηφοφορία ή
δίδει λευκή ψήφο θεωρείται απόν.

2. Αν η συζήτηση της υπόθεσης διαρκεί περισσότερες από μία συνεδριάσεις, η


απόφαση λαμβάνεται από τα μέλη που μετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση,
αφού προηγουμένως, τα μέλη που δεν μετείχαν στις προηγούμενες
συνεδριάσεις, ενημερωθούν πλήρως ως προς τα ουσιώδη σημεία των κατ΄ αυτές
συζητήσεων. Η ενημέρωση πρέπει να προκύπτει από δήλωση των μελών αυτών,
η οποία και καταχωρίζεται στα πρακτικά.

3. Η ψηφοφορία είναι φανερή, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο.

4. Για τις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου συντάσσεται πρακτικό, στο


οποίο μνημονεύονται, ιδίως, τα ονόματα και η ιδιότητα των παριστάμενων
μελών, ο τόπος και ο χρόνος της συνεδρίασης, τα θέματα που συζητήθηκαν με
συνοπτική αλλά περιεκτική αναφορά στο περιεχόμενό τους, η μορφή και τα
αποτελέσματα της ψηφοφορίας και οι αποφάσεις που λήφθηκαν.

5. Στο πρακτικό καταχωρίζονται οι γνώμες των μελών που μειοψήφησαν, σε


περίπτωση δε φανερής ψηφοφορίας και τα ονόματα τούτων.

6. Αν πρόκειται για συνεδρίαση οργάνου προς διατύπωση απλής γνώμης, στο


οικείο πρακτικό καταχωρίζονται υποχρεωτικώς όλες οι επί μέρους γνώμες που
διατυπώθηκαν και τέθηκαν σε ψηφοφορία.

7. Το πρακτικό συντάσσεται από το γραμματέα και επικυρώνεται από τον


πρόεδρο.

8. Η υπογραφή του προέδρου ή του αναπληρωτή του αρκεί για τη νόμιμη


υπόσταση κάθε πράξης του συλλογικού οργάνου.

Άρθρο 16
Περιεχόμενο και τύπος

1. Η διοικητική πράξη είναι έγγραφη, αναφέρει την εκδούσα αρχή και τις
εφαρμοζόμενες διατάξεις, φέρει δε χρονολογία, καθώς και υπογραφή του

9
αρμόδιου οργάνου. Στην ατομική διοικητική πράξη αναφέρεται, επίσης, η τυχόν
δυνατότητα άσκησης της, κατ΄ άρθρο 25, ειδικής διοικητικής, ή ενδικοφανούς,
προσφυγής, γίνεται δε μνεία του αρμόδιου για την εξέτασή της οργάνου, της
προθεσμίας, καθώς και των συνεπειών παράλειψης της άσκησής της. Προσφυγή
που ασκείται σύμφωνα με τις προαναφερόμενες πληροφορίες της υπηρεσίας δεν
μπορεί να παραγάγει συνέπειες σε βάρος του προσφεύγοντος. Η παράλειψη
αναφοράς των εφαρμοζόμενων διατάξεων, καθώς και των κατά τη δεύτερη
περίοδο στοιχείων, δεν επάγεται ακυρότητα της πράξης.

2. Η ατομική διοικητική πράξη μπορεί, κατ΄ εξαίρεση, να είναι προφορική


εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτήν
σκοπού. Προς τούτο, επιτρέπεται, επίσης, η χρήση συμβόλων εφόσον οι
αποδέκτες της πράξης έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν το περιεχόμενό της.

Άρθρο 17
Αιτιολογία

1. Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να


περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για
την έκδοσή της.

2. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική, επαρκής και να προκύπτει από τα


στοιχεία του φακέλου, εκτός αν προβλέπεται ρητώς στο νόμο ότι πρέπει να
περιέχεται στο σώμα της πράξης.

3. Όταν η διοικητική πράξη εκδίδεται αυτεπαγγέλτως, τα αποδεικτικά στοιχεία


συγκεντρώνονται με πρωτοβουλία του αρμόδιου για την έκδοσή της οργάνου.
Όταν την έκδοση της διοικητικής πράξης ζητά ο ενδιαφερόμενος, αυτός οφείλει
να υποβάλει τα δικαιολογητικά που καθορίζουν οι σχετικές διατάξεις, εκτός αν
τα στοιχεία αυτά υπάρχουν στην αρμόδια για την έκδοση της πράξης διοικητική
αρχή.

Άρθρο 18

10
Δημοσίευση

1. Η ατομική διοικητική πράξη τελειούται με την υπογραφή και τη χρονολόγησή


της, ή τη δημοσίευσή της αν είναι δημοσιευτέα κατά νόμο. Η κανονιστική
διοικητική πράξη τελειούται με τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, εκτός αν προβλέπεται ειδικός τρόπος δημοσιότητας.

2. Στην περίπτωση της δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ως


ημερομηνία δημοσίευσης λαμβάνεται εκείνη την οποία φέρει το σχετικό φύλλο
της Εφημερίδας, υπό την προϋπόθεση ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, είναι
δυνατή η χορήγηση, σε κάθε ενδιαφερόμενο, αντιτύπου του φύλλου ή
θεωρημένου φωτοαντιγράφου του οικείου δοκιμίου.

3. Οι αρμόδιες υπηρεσίες υποχρεούνται να χορηγούν βεβαίωση για τη συνδρομή


της προϋπόθεσης της προηγούμενης παραγράφου ή για την πραγματοποίηση
της δημοσίευσης με άλλο νόμιμον τρόπο.

4. Αν το κείμενο που δημοσιεύτηκε έχει γραφικά ή λογιστικά σφάλματα


επιτρέπεται η δημοσίευση διόρθωσης του, η οποία και περιορίζεται
αποκλειστικώς στα σφάλματα αυτά.

Άρθρο 19
Κοινοποίηση

1. Η ατομική διοικητική πράξη κοινοποιείται στο πρόσωπο το οποίο αφορά.

2. Με την επιφύλαξη των τυχόν οριζομένων σε ειδικές διατάξεις, η κοινοποίηση


γίνεται με κάθε πρόσφορον τρόπο.

Άρθρο 20
Γνώμη – Πρόταση

1. Όπου ο νόμος, για την έκδοση διοικητικής πράξης, προβλέπει προηγούμενη


γνώμη (απλή ή σύμφωνη) ή πρόταση άλλου οργάνου, η μεν γνώμη διατυπώνεται
ύστερα από ερώτημα του οργάνου που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα, η
11
δε πρόταση υποβάλλεται με πρωτοβουλία του προτείνοντος οργάνου. Η γνώμη ή
πρόταση, πρέπει να είναι έγγραφη, αιτιολογημένη και επίκαιρη κατά το
περιεχόμενό της.

2. Το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα δεν μπορεί να εκδώσει


πράξη με περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό της σύμφωνης γνώμης ή της
πρότασης. Η μη αποδοχή της θετικής σύμφωνης γνώμης ή της πρότασης, καθώς
και η απόκλιση από την απλή γνώμη, πρέπει να αιτιολογούνται ειδικώς.

3. Το αρμόδιο για την έκδοση διοικητικής πράξης όργανο μπορεί να ζητήσει τη


γνώμη άλλου οργάνου οικειοθελώς. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζονται όσα
ισχύουν για την απλή γνώμη.

4. Αν η απλή γνώμη δεν υποβληθεί μέσα στην προθεσμία που έχει τυχόν ταχθεί
προς τούτο από το νόμο από το αποφασίζον όργανο ή, σε κάθε περίπτωση, μέσα
σε εύλογο χρόνο, η διοικητική πράξη μπορεί να εκδοθεί και χωρίς αυτήν.

Άρθρο 21
Ανάκληση

1. Αρμόδιο για την ανάκληση ατομικής διοικητικής πράξης όργανο είναι εκείνο
που την εξέδωσε ή που είναι αρμόδιο για την έκδοσή της.

2. Για την ανάκληση δεν είναι απαραίτητο να τηρείται η διαδικασία που


προβλέπεται για την έκδοση της πράξης, εκτός αν ανακαλείται πράξη νόμιμη ή
πράξη παράνομη ύστερα από εκτίμηση πραγματικών περιστατικών.

12

You might also like