You are on page 1of 11

Μάθημα «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», B΄ εξάμηνο, 2020-21

Αναπλ.. Καθηγητής Β. Κονδύλης

Μάθημα της 29-3-2021

(Στοιχεία της παράδοσης)

Ενότητα Α:
Ίδρυση και κατάργηση των διοικητικών οργάνων

Α) Ίδρυση διοικητικών οργάνων

Ίδρυση σημαίνει καθορισμό :


α) της συγκεκριμένης δραστηριότητας της ΔΔ που πρέπει να ασκηθεί από ορισμένο ή
ορισμένα φυσικά πρόσωπα. Δηλαδή σημαίνει καθορισμό της αρμοδιότητας του
οργάνου.
β) των φυσικών προσώπων που θα ασκήσουν την ενλόγω δραστηριότητα.

Πώς γίνεται ο καθορισμός της δραστηριότητας/αρμοδιότητας ενός διοικητικού


οργάνου

Πώς καθορίζονται ποια φυσικά πρόσωπα ασκούν την ενλόγω δραστηριότητα

Διάκριση μεταξύ:
- Ίδρυσης (σύστασης) διοικητικού οργάνου
- Ολοκλήρωσης (συγκρότησης) και
- Νόμιμης υπόστασης ενός διοικητικού οργάνου
Οι οποίες αποτελούν προϋποθέσεις για την έκδοση νομίμων διοικητικών πράξεων.

Απαιτείται ειδική πράξη για την ολοκλήρωση (συγκρότηση): Λχ.


- Εκλογή ή
- Διορισμός ή
- Κλήρωση ή
- Ορισμός ex officio.

Ένα νομίμως ολοκληρωθέν όργανο έχει νόμιμη υπόσταση. Αν δεν έχει νομίμως
ολοκληρωθεί δεν έχει νόμιμη υπόσταση.
Δεν έχει νομίμως ολοκληρωθεί ένα διοικητικό όργανο, πχ :
- όταν δεν υπάρχει πράξη επιλογής του
- όταν η πράξη επιλογής προέρχεται από όργανο που έδρασε «καθ’υπέρβαση
καθηκόντων, ή «καθ’υπέρβαση της κατά κλάδο αρμοδιότητας» ή «κατά
νόσφιση εξουσίας».
- Εξαίρεση: η περίπτωση των de facto οργάνων.

Η νόμιμη υπόσταση του μονομελούς οργάνου διαρκεί έως


 την ανάκληση ή
 την ακύρωση ή
 γενικά την παύση της ισχύος της πράξης εκλογής ή διορισμού του προσώπου
που το αποτελεί (με παραίτηση ή έκπτωση) ή έως τη λήξη της θητείας του.

1
Πράξεις που εκδίδονται μετά τη λήξη της νόμιμης υπόστασης του οργάνου ή με
συμμετοχή του οργάνου αυτού είναι ακυρώσιμες.

Όταν δεν συντρέχει νόμιμη υπόσταση του οργάνου – Συνέπειες

Οι διοικητικές πράξεις που τυχόν εκδίδονται είναι ανυπόστατες

Τα de facto όργανα: Οι πράξεις του de facto οργάνου είναι έγκυρες και δεσμευτικές,
εάν βεβαίως δεν πάσχουν ακυρότητα από άλλο λόγο.

Πρβλ. το άρθρο 20 §3 του Υπαλληλικού Κώδικα: ο υπάλληλος του οποίου η πράξη


διορισμού ανακλήθηκε (ως εκδοθείσα κατά παράβαση νόμου) υπέχει τις ευθύνες των
δημοσίων υπαλλήλων για τον χρόνο κατά τον οποίο άσκησε τα καθήκοντά του και οι
πράξεις του είναι έγκυρες.

Β) Κατάργηση διοικητικών οργάνων.

Πότε υφίσταται κατάργηση ενός διοικητικού οργάνου.


Διάκριση σε άμεση και έμμεση κατάργηση.

Ενότητα Β
Οι ειδικοί κανόνες περί συλλογικών οργάνων.

Οι κανόνες που διέπουν τα συλλογικά όργανα της Διοίκησης περιλαμβάνονται στον


Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας [ν.2690/1999, «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής
Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 45), όπως ισχύει] (άρθρα 13, 14, 15),
αποσκοπούν δε:
 στην προστασία των διοικουμένων και
 στην εύρυθμη λειτουργία της Διοίκησης.
Για λόγους συστηματικούς, μπορούν να καταταγούν σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με
το αν ανάγονται
 στη συγκρότηση,
 τη σύνθεση ή
 τη λειτουργία του οργάνου.

Α) Συγκρότηση (άρθρο 13 ΚΔΔ/σίας)

Συγκρότηση είναι ο καθορισμός, με ατομική πράξη, όλων των μελών του οργάνου,
δηλαδή η αναφορά των ονομάτων των οριζομένων μελών.

Κατά το άρθρο 13 του ΚΔΔ/σίας:, το οποίο έχει ως τίτλο: «Συγκρότηση», ορίζει:

«1. Για τη νόμιμη συγκρότηση συλλογικού οργάνου απαιτείται ο ορισμός, με


πράξη, όλων των μελών (τακτικών και αναπληρωματικών) που προβλέπει ο
νόμος. Ο ορισμός του ίδιου προσώπου με περισσότερες από μια ιδιότητες δεν
επιτρέπεται. Αν ορισμένα μέλη εκλέγονται ή υποδεικνύονται από τρίτους και τα
μέλη αυτά δεν έχουν ακόμη εκλεγεί ή υποδειχθεί από τα αρμόδια όργανα, η

2
συγκρότηση είναι νόμιμη αν έχει εγκαίρως ζητηθεί εγγράφως η εκλογή ή η
υπόδειξή τους και τα υπόλοιπα μέλη επαρκούν ώστε να υπάρχει απαρτία.

2. Τα συλλογικά όργανα, αν στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, συγκροτούνται


από τρία (3) τουλάχιστον μέλη.

3. Ο πρόεδρος και ο γραμματέας του συλλογικού οργάνου ορίζονται, μαζί με


τους αναπληρωματικούς τους, με την πράξη συγκρότησής του. Αν το συλλογικό
όργανο συγκροτείται αποκλειστικώς από αιρετά μέλη, ο πρόεδρος, ο
γραμματέας και τα λοιπά μέλη στα οποία ανατίθεται συγκεκριμένο αξίωμα, μαζί
με τους αναπληρωματικούς τους, εκλέγονται, με μυστική ψηφοφορία, από τα
μέλη του συλλογικού οργάνου.

4. Η τυχόν κατά παράνομο τρόπο κτήση της ιδιότητας υπό την οποία κάποιος
ορίζεται μέλος συλλογικού οργάνου δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της
συγκρότησης του οργάνου.

5. Το συλλογικό όργανο μπορεί να λειτουργήσει, όχι όμως πέρα από ένα


τρίμηνο, αν κάποια από τα μέλη του εκλείψουν ή αποχωρήσουν για
οποιονδήποτε λόγο ή απωλέσουν την ιδιότητα βάσει της οποίας ορίστηκαν,
εφόσον, κατά τις συνεδριάσεις του, τα λοιπά μέλη επαρκούν ώστε να υπάρχει
απαρτία.

6. Οταν ο νόμος προβλέπει θητεία για τα μέλη του συλλογικού οργάνου, η


αντικατάσταση μέλους πριν από τη λήξη της θητείας του είναι δυνατή μόνο για
λόγον αναγόμενο στην άσκηση των καθηκόντων του, ο οποίος και πρέπει να
βεβαιώνεται στη σχετική πράξη.»

Κατά παγία νομολογία (βλ. πχ ΣτΕ Ε΄ Τμ. 413/2019), «οι διοικητικές πράξεις με τις
οποίες συγκροτούνται συλλογικά όργανα της Διοικήσεως, ήτοι οι πράξεις με τις οποίες
καθορίζονται τα συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, τα οποία θα απαρτίσουν τα όργανα
αυτά, διότι έχουν τα προσόντα ή την ιδιότητα που απαιτεί ο νόμος, είναι πράξεις
ατομικές και δεν δημοσιεύονται, κατ’ αρχήν, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός
αν αυτό ορίζεται ειδικώς από τον νόμο.»

Γ) Σύνθεση και Λειτουργία (άρθρο 14 ΚΔΔ/σίας)

α) Οι γενικοί κανόνες

Το άρθρο 14 ΚΔΔ/σίας, με τίτλο «Σύνθεση – Συνεδριάσεις – Λειτουργία»


προβλέπει:

«1. Το συλλογικό όργανο συνεδριάζει νομίμως όταν στη σύνθεσή του μετέχουν,
ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη, περισσότερα από τα μισά των
διορισμένων τακτικών μελών (απαρτία). Η απαρτία πρέπει να υπάρχει σε όλη
τη διάρκεια της συνεδρίασης. Αν, κατά την πρώτη συνεδρίαση, διαπιστωθεί
έλλειψη απαρτίας, το όργανο καλείται εκ νέου σε συνεδρίαση, η οποία
πραγματοποιείται το νωρίτερο σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες, στον ίδιο τόπο και
με την ίδια ημερήσια διάταξη. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, υπάρχει απαρτία αν

3
μετέχουν στη σύνθεση τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη που παριστούν
τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) του συνόλου των διορισμένων τακτικών μελών
του και εν πάση περιπτώσει όχι λιγότερα των τριών (3) τακτικών ή
αναπληρωματικών μελών. Στα τριμελή συλλογικά όργανα, για την ύπαρξη
απαρτίας, απαιτείται η παρουσία και των τριών (3) τακτικών ή
αναπληρωματικών μελών.

2. Ο πρόεδρος καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο των συνεδριάσεων
και καλεί τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη να συμμετάσχουν. Η
πρόσκληση η οποία περιλαμβάνει την ημερήσια διάταξη, γνωστοποιείται, από το
γραμματέα, στα μέλη του συλλογικού οργάνου τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48)
ώρες πριν από τη συνεδρίαση, μπορεί δε να γίνει και με τηλεφώνημα,
τηλεγράφημα, τηλεμοιοτυπία ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον το γεγονός τούτο
αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία πρέπει να φέρει
χρονολογία και την υπογραφή του προσώπου που έκανε την πρόσκληση. Η
προθεσμία αυτή μπορεί, σε περίπτωση κατεπείγοντος, να συντμηθεί, η
πρόσκληση όμως, τότε, πρέπει να είναι έγγραφη και να βεβαιώνονται σε αυτήν
οι λόγοι που κατέστησαν τη σύντμηση αναγκαία. Πρόσκληση των μελών του
συλλογικού οργάνου δεν απαιτείται όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε
ημερομηνίες τακτές, που ορίζονται με απόφασή του, η οποία και γνωστοποιείται
στα μέλη του. Πρόσκληση δεν απαιτείται, επίσης, όταν μέλος έχει δηλώσει, πριν
από τη συνεδρίαση, κώλυμα συμμετοχής του σε αυτήν, ή όταν το κώλυμα τούτο
είναι γνωστό στον πρόεδρο του συλλογικού οργάνου.

3. Τα αναπληρωματικά μέλη καλούνται προς αναπλήρωση απόντων ή


κωλυόμενων μελών της ίδιας κατηγορίας, εκτός αν ο ορισμός τους δεν έχει γίνει
κατά τέτοια αντιστοιχία.

4. Αν κατά τη συνεδρίαση απουσιάσει τακτικό μέλος το οποίο δεν είχε


προσκληθεί, η συνεδρίαση είναι παράνομη. Το ίδιο ισχύει ακόμη και αν, αντ`
αυτού, είχε μετάσχει το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος. Αν υπήρξαν
πλημμέλειες ως προς την κλήτευση μέλους, το συλλογικό όργανο συνεδριάζει
νομίμως αν αυτό είναι παρόν και δεν αντιλέγει για την πραγματοποίηση της
συνεδρίασης.

5. Η νομιμότητα της σύνθεσης του συλλογικού οργάνου δεν επηρεάζεται από την
τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών σε διαδοχικές συνεδριάσεις.

6. Μέλη συλλογικού οργάνου, τα οποία είναι σύζυγοι ή συνδέονται μεταξύ τους


με συγγένεια έως και τέταρτου βαθμού εξ αίματος ή αγχιστείας, δεν επιτρέπεται
να μετάσχουν στην ίδια συνεδρίαση.

7. Η σύγκληση του συλλογικού οργάνου προς συνεδρίαση είναι υποχρεωτική αν


το ένα τρίτο (1/3) τουλάχιστον του συνόλου των τακτικών μελών του το ζητήσει
εγγράφως από τον πρόεδρο, προσδιορίζοντας και προς συζήτηση θέμα.

8. Η ημερήσια διάταξη συντάσσεται από τον πρόεδρο, ο οποίος λαμβάνει προς


τούτο υπόψη του και απόψεις που τυχόν διατυπώνονται από μέλη του
συλλογικού οργάνου.

4
9. Αντικείμενο της συνεδρίασης είναι μόνο τα θέματα που περιλαμβάνονται
στην ημερήσια διάταξη. Κατ` εξαίρεση, μπορούν να συζητηθούν και θέματα που
δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη αν είναι παρόντα όλα τα τακτικά
μέλη και συμφωνούν για τη συζήτησή τους.

10. Οι συνεδριάσεις, αν στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, είναι μυστικές. Η


κατά τη συζήτηση παρουσία άλλων προσώπων, πλην των μελών και του
γραμματέα ή των τυχόν ειδικώς οριζόμενων στο νόμο προσώπων, δεν
επιτρέπεται. Το συλλογικό όργανο, όμως, μπορεί να καλέσει, προς παροχή
πληροφοριών ή προσαγωγή στοιχείων, υπηρεσιακά ή άλλα πρόσωπα, τα οποία
και αποχωρούν πριν από την έναρξη της συζήτησης.

11. Όταν ο νόμος προβλέπει δημόσια συνεδρίαση του συλλογικού οργάνου,


ανακοινώνονται εγκαίρως, και πάντως τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ώρες
πριν από τη συνεδρίαση, ο τόπος και ο χρόνος της συνεδρίασης, με πρόσφορο
τρόπο, ώστε να καθίσταται δυνατή η προσέλευση και η παρουσία των
ενδιαφερομένων. Η τήρηση της δημοσιότητας πρέπει να βεβαιώνεται στο οικείο
πρακτικό.

12. Ο πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη των συνεδριάσεων, διευθύνει
τις εργασίες και φροντίζει για την εφαρμογή του νόμου και την εύρυθμη
λειτουργία του συλλογικού οργάνου.

13. Τα συλλογικά όργανα είναι δυνατό να συνεδριάζουν και με τη χρήση


ηλεκτρονικών μέσων (τηλεδιάσκεψη). Στις περιπτώσεις αυτές, με απόφαση του
Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, καθορίζονται
ο τόπος της συνεδρίασης, ο τρόπος διαπίστωσης της απαρτίας και διασφάλισης
της μυστικότητας της συνεδρίασης, ο τρόπος τήρησης των πρακτικών και κάθε
άλλη λεπτομέρεια αναφορικά με τη λειτουργία των συλλογικών οργάνων.»

Επισημαίνεται ότι με το ν.4727/2020 [Ψηφιακή Διακυβέρνηση (Ενσωμάτωση στην


Ελληνική Νομοθεσία της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/2102 και της Οδηγίας (ΕΕ)
2019/1024) Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (Ενσωμάτωση στο Ελληνικό Δίκαιο της
Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972) και άλλες διατάξεις] η χρήση τηλεομοιοτυπίας (FAX)
καταργήθηκε.

«Άρθρο 99 – Κατάργηση τηλεομοιοτυπίας (FAX) στο δημόσιο

1. Καταργείται η διακίνηση, μέσω τηλεομοιοτυπίας (FAX), εγγράφων,


διοικητικών και μη, μεταξύ των φυσικών ή νομικών προσώπων ή νομικών
οντοτήτων και των υπηρεσιών του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

2. Καταργείται, από 1ης.10.2020 η διακίνηση μέσω τηλεομοιοτυπίας (FAX),


εγγράφων, διοικητικών και μη, μεταξύ των υπηρεσιών του Δημοσίου, των
Ν.Π.Δ.Δ. και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.»

Κατά παγία νομολογία (βλ. πχ ΣτΕ Ε΄ Τμ. 413/2019): «11. Επειδή, περαιτέρω, όπως
παγίως γίνεται δεκτό [ΣΕ 327/2012, 1505/2005 (7μ.), 3598/2002 κ.ά.], κατά τις
διατάξεις του άρθρου 14 του Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας [ΚΔΔ] (ν. 2690/1999,

5
Α΄ 45), οι οποίες ρυθμίζουν θέματα συνθέσεως, συνεδριάσεων και λειτουργίας των
συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως, για την νόμιμη σύνθεση των οργάνων αυτών δεν
αρκεί η παρουσία στην συνεδρίαση των μελών τα οποία αποτελούν την νόμιμη απαρτία,
αλλά απαιτείται να εξασφαλίζεται η δυνατότης συμμετοχής όλων των τακτικών μελών,
καθώς και των αναπληρωματικών, για την περίπτωση κωλύματος των πρώτων, με την
έγκαιρη και έγγραφη πρόσκλησή τους, η οποία πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία
προγενέστερα της συνεδριάσεως. Η τήρηση του τύπου αυτού δεν απαιτείται μόνον όταν
η ημέρα της συνεδριάσεως ωρίσθη σε προγενεστέρα συνεδρίαση, στην οποία μετείχαν
όλα τα τακτικά μέλη, ή όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε τακτές και εκ των προτέρων
καθορισμένες ημερομηνίες αποδεδειγμένως γνωστές σε όλα τα μέλη του συλλογικού
οργάνου, καθώς και όταν υπάρχει αντικειμενική αδυναμία προσελεύσεως του μέλους
στην συνεδρίαση, γνωστή εκ των προτέρων, ή όταν το μέλος έχει δηλώσει εγγράφως
προ της συνεδριάσεως κώλυμα συμμετοχής του σε αυτήν. Εάν δεν έχει τηρηθεί ο τύπος
αυτός και το συλλογικό όργανο συνεδριάσει χωρίς την συμμετοχή τακτικού μέλους, η
σχετική απόφαση είναι μη νόμιμη, λόγω κακής συνθέσεως, είναι δε αδιάφορο εάν τυχόν
παρέστη το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος. Περαιτέρω, κατά γενική αρχή του
διοικητικού δικαίου, τα συλλογικά όργανα, όταν επιλαμβάνονται υποθέσεως σε
περισσότερες συνεδριάσεις, πρέπει, κατά κανόνα, να λαμβάνουν την απόφαση ή να
διατυπώνουν την γνωμοδότησή τους με την ίδια σύνθεση την οποία είχαν κατά τις
προηγηθείσες συνεδριάσεις (ΣΕ 167, 1298, 1579/1979). Εν όψει δε της αρχής αυτής,
όπως έχει κριθεί (ΣΕ 4573/2011), επιτρέπεται, κατά τις διατάξεις του ιδίου άρθρου 14
του ΚΔΔ, η συμμετοχή σε επόμενες συνεδριάσεις του αναπληρωματικού μέλους, το
οποίο μετείχε στην αρχική συνεδρίαση λόγω κωλύματος του τακτικού μέλους, χωρίς να
απαιτείται να βεβαιώνεται κώλυμα συμμετοχής του τακτικού μέλους και στις
μεταγενέστερες αυτές συνεδριάσεις.»

β) Οι κανόνες περί αμεροληψίας

Το άρθρο 7 ΚΔΔ/σίας, με τίτλο: «Αμεροληψία των διοικητικών οργάνων» έχει ως


εξής:

«1. Τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις


αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

2. Τα μονομελή όργανα, καθώς και τα μέλη των συλλογικών οργάνων, οφείλουν


να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά συμμετοχή σε λήψη
απόφασης ή διατύπωση γνώμης ή πρότασης εφόσον:
α) η ικανοποίηση προσωπικού συμφέροντός τους συνδέεται με την
έκβαση της υπόθεσης, ή
β) είναι σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, κατ` ευθεία μεν
γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε έως και τέταρτου βαθμού, με
κάποιον από τους ενδιαφερόμενους, ή
γ) έχουν ιδιαίτερο δεσμό ή ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους
ενδιαφερομένους.

3. Το όργανο ή το μέλος του συλλογικού οργάνου, εφόσον κρίνει ότι συντρέχει


στο πρόσωπό του λόγος που επιβάλλει την αποχή του, οφείλει να το δηλώσει
αμέσως στην προϊστάμενη αρχή ή στον προεδρεύοντα του συλλογικού οργάνου,

6
αντιστοίχως, και να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια. Στις περιπτώσεις αυτές,
η προϊστάμενη αρχή, ή το συλλογικό όργανο, αποφαίνεται το ταχύτερο δυνατόν.

4. Αίτηση εξαίρεσης μονομελούς οργάνου, ή μέλους συλλογικού οργάνου,


μπορούν να υποβάλουν οι ενδιαφερόμενοι σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Η
αίτηση υποβάλλεται στην προϊστάμενη αρχή, ή στον προεδρεύοντα του
συλλογικού οργάνου, ή στο αποφασίζον όργανο, κατά περίπτωση. Κατά τα
λοιπά, εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή τα οριζόμενα στην τελευταία
περίοδο της προηγούμενης παραγράφου.

5. Η εξαίρεση μπορεί να διατάσσεται και αυτεπαγγέλτως από την προϊστάμενη


αρχή ή το συλλογικό όργανο.

6. Τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους δεν εφαρμόζονται σε


περίπτωση που δηλώνεται αποχή, ή ζητείται η εξαίρεση, τόσων μελών
συλλογικού οργάνου ώστε τα απομένοντα να μη σχηματίζουν την κατά την παρ.
1 του άρθρου 14 απαρτία.»

Κατά παγία νομολογία (βλ. ενδεικτικά, ΣτΕ (Ε΄Τμ.) 48/2020: «10. […]στο άρθρο 7
του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ΚΔΔ) ορίζεται ότι τα όργανα της Διοίκησης, είτε
ενεργούν ατομικώς είτε ως μέλη συλλογικών οργάνων, οφείλουν, κατά την ενάσκηση
των καθηκόντων τους, να παρέχουν τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης (παρ. 1). Τα
διοικητικά όργανα δεν παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των
αρμοδιοτήτων τους και πρέπει να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά
συμμετοχή σε λήψη απόφασης, όταν έχουν είτε προσωπικό συμφέρον από την έκβαση
της συγκεκριμένης υπόθεσης είτε ιδιαίτερο συζυγικό, συγγενικό ή άλλο δεσμό ή
ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους (παρ. 2), όταν, δηλαδή, δεν
έχουν την ιδιότητα του “τρίτου” έναντι των διοικουμένων που προσφεύγουν ενώπιόν
τους (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1237 -8/2017, σκ. 8). Όπως δε γίνεται δεκτό κατά την έννοια
των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 7 του ΚΔΔ, στο οποίο αποτυπώνεται η γενική
αρχή της αμεροληψίας των οργάνων της Διοίκησης, τα διοικητικά όργανα δεν παρέχουν
εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης, όχι μόνο στις προαναφερόμενες, ρητώς καθοριζόμενες
περιπτώσεις αλλά και γενικότερα, όταν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ευλόγως η
υπόνοια ότι έχουν ήδη σχηματισμένη και συνεπώς προειλημμένη γνώμη για την
υπόθεση, οπότε παύουν να είναι “ουδέτεροι” ως προς αυτήν (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2175/2004
και ΣτΕ 3757/2007 7μ., 2522/2001 7μ.). Όμως, τέτοια υπόνοια μεροληψίας δεν
δημιουργείται από μόνη την έκφραση της γνώμης του διοικητικού οργάνου κατά την
άσκηση των καθηκόντων του ή από τη λήψη απόφασης εκ μέρους του, ιδίως όταν η
γνώμη ή απόφαση διατυπώνεται επί τη βάσει αντικειμενικών (τεχνικών ή
επιστημονικών) δεδομένων και χωρίς τη συνεκτίμηση ή την αξιολόγηση της
υποκειμενικής κατάστασης του διοικουμένου (βλ. ΣτΕ 1397-8/2015, σκ. 18, 3199,
3200/2012, σκ. 7, ΣτΕ 4611/2009, σκ. 8, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 676/2005, 1412/2019 7μ.,
σκ. 10, 3757/2007 7μ., 3581/1972, 2083/1960). Τούτο ισχύει και στις περιπτώσεις
διατύπωσης κρίσης από το ίδιο όργανο στο πλαίσιο δύο βαθμών διοικητικής κρίσης,
εφόσον η σχετική αρμοδιότητα του οργάνου ορίζεται ρητώς ή συνάγεται από τις οικείες
διατάξεις, οπότε η απόκλιση από τη γενική αρχή της απαγόρευσης σύμπτωσης του
ελέγχοντος οργάνου με το ελεγχόμενο, ως αφορώσα σε διοικητικό και όχι σε δικαστικό
όργανο, δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6
παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του
ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αλλά ούτε και προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του

7
Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 2584/2018, σκ. 10-12, πρβλ. ΣτΕ 1994/2012, 3457/2009 7μ.
κ.ά.). Εξάλλου, ούτε στο προαναφερόμενο άρθρο 7 ούτε στο άρθρο 25 παρ. 1-2 του
Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που ρυθμίζει την αρμοδιότητα του προβλεπόμενου
από τις οικείες διατάξεις διοικητικού οργάνου να αποφαίνεται επί ενδικοφανούς
προσφυγής, περιλήφθηκε ρητώς λόγος εξαίρεσης από τη λήψη απόφασης ως
δευτεροβάθμιου μονομελούς διοικητικού οργάνου (ή από τη συμμετοχή του στη σύνθεση
δευτεροβάθμιου συλλογικού οργάνου), προσώπου, για μόνο το λόγο ότι αυτό είχε
εκδώσει την υποκείμενη στην ενδικοφανή διαδικασία πράξη ως μονομελές διοικητικό
όργανο (ή είχε συμμετάσχει στο πρωτοβάθμιο συλλογικό όργανο). Ομοίως δε, στις
διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 9 του ν. 1599/1986 (Α΄75), οι οποίες, ως ειδικές,
εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τη θέση σε ισχύ του Κώδικα Διοικητικής
Διαδικασίας, ορίζεται ρητώς ότι, όταν προβλέπονται δύο βαθμοί ουσιαστικής κρίσης
της υπόθεσης, δεν επηρεάζεται η νομιμότητα της σύνθεσης συλλογικού οργάνου ούτε
προκαλείται ακυρότητα των εκδιδόμενων πράξεων από τη συμμετοχή ως μέλους
δευτεροβάθμιου συλλογικού οργάνου, προσώπου που είχε μετάσχει στο πρωτοβάθμιο
συλλογικό όργανο (βλ. ΣτΕ 4078/2014 7μ., ΣτΕ 3457/2009 7μ.). Επομένως, υπό το
καθεστώς του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η άσκηση της αρμοδιότητας
απόφανσης επί ενδικοφανούς προσφυγής από το ίδιο όργανο που εξέδωσε την
ελεγχόμενη πράξη, δεν γεννά, από μόνη της, υπόνοια μεροληψίας, εφόσον παρίσταται
ως αναγκαία συνέπεια της εφαρμογής αναγκαίων και συναφών με την ομαλή λειτουργία
της Υπηρεσίας κανόνων περί αρμοδιότητας που διέπουν την οργάνωση της
συγκεκριμένης Υπηρεσίας.»

Βλ. και την απόφαση ΣτΕ 346/2020 (Γ΄ Τμ.): «6. Από τις ανωτέρω διατάξεις [του
άρθρου 7 ΚΔΔ/σίας], στις οποίες αποτυπώνεται γενική αρχή του διοικητικού δικαίου,
τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις
αμερόληπτης κρίσης, πράγμα που μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση και σε περιπτώσεις
που είναι δυνατό να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι το διοικητικό όργανο ήδη έχει
σχηματισμένη και, άρα, προκατειλημμένη γνώμη για την υπόθεση που πρόκειται να
κρίνει. Συνεπώς, ανεξαρτήτως αν υφίσταται θετική διάταξη που να προβλέπει την
εξαίρεση μέλους συλλογικού οργάνου για ειδικούς λόγους, η συμμετοχή του μέλους στη
συνεδρίαση του οργάνου αυτού, παρά τη συνδρομή τέτοιων λόγων, είναι ελαττωματική
και συνεπάγεται την ακυρότητα της διοικητικής πράξεως λόγω του τεκμηρίου
επηρεασμού του που δημιουργείται, έστω και αν δεν αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή
υπήρξε πραγματικά μεροληπτική (ΣτΕ 1940/2018, 2251/2013, 3758, 2695/2010, 3056,
664/2006, 2231/2005, 2522/2001 επταμελές κ.ά.). Σε περίπτωση δε που συντρέχουν
τέτοιοι λόγοι, μπορούν να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως από το πειθαρχικό συμβούλιο
χωρίς αίτηση του εγκαλούμενου, ο οποίος ενδέχεται να ευνοείται από την αποσιώπηση
της συνδρομής τους. Επομένως, ο λόγος, με τον οποίον προβάλλεται ότι κωλύματα
συμμετοχής στο πειθαρχικό συμβούλιο αναγόμενα σε έλλειψη αντικειμενικότητας και
αμεροληψίας συγκεκριμένων μελών του δεν μπορούν να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως,
αλλά μόνον κατόπιν αιτήσεως του εγκαλούμενου υπαλλήλου, πρέπει να απορριφθεί ως
αβάσιμος.»

Πρβλ. την απόφαση ΣτΕ (Γ΄ Τμ.) 2532/2020: «Κατά την έννοια των ανωτέρω
διατάξεων [του άρθρου 7 ΚΔΔ/σίας], στις οποίες αποτυπώνεται γενική αρχή του
διοικητικού δικαίου, τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν
εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης, πράγμα που μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση όχι μόνο
όταν υπάρχει είτε προσωπικό συμφέρον για την έκβαση της υπόθεσης είτε ιδιαίτερος
δεσμός ή ιδιάζουσα σχέση ή οξεία αντίθεση από έχθρα προς τα πρόσωπα που αφορά η

8
ενέργεια, αλλά και γενικότερα στις περιπτώσεις που είναι δυνατό να δημιουργηθεί
εύλογα η υπόνοια ότι το διοικητικό όργανο έχει ήδη σχηματισμένη και, άρα,
προκατειλημμένη γνώμη για την υπόθεση που πρόκειται να κρίνει (ΣτΕ 2666/2017,
2251/2013, 2244/2011 επτ. κ.ά.). Τέτοια, όμως, υπόνοια έλλειψης αμεροληψίας δεν
δημιουργείται από μόνη την άσκηση, εκ μέρους του διοικητικού οργάνου,
προβλεπόμενων από τον νόμο αρμοδιοτήτων (πρβλ. ΣτΕ 2237/2019, 419/2011,
2909/2004, 3607/1996 επτ., 2263/1991).»

γ) Η Μυστικότητα των συνεδριάσεων – Η παρουσία τρίτων προσώπων

Οι συνεδριάσεις είναι μυστικές, εκτός εάν στον νόμο ορίζεται διαφορετικά [άρθρο 14
§10 KΔΔ/σίας].
Από καμία συνταγματική διάταξη δεν επιβάλλεται η δημοσιότητα των συνεδριάσεων
των συλλογικών διοικητικών οργάνων.
Βλ. όμως ΣτΕ Ολ 3319/2010 κατά την οποία: «13. […] η γενικότερη αρχή της
φανεράς δράσεως των συντεταγμένων οργάνων της Πολιτείας, εφαρμοζόμενη
ειδικότερα στον τρόπο λειτουργίας των συνταγματικά προβλεπομένων και
κατοχυρωμένων ανεξαρτήτων αρχών, οι οποίες κατέχουν μία ιδιότυπη θέση στο
κλασικό τριμερές σχήμα της διάκρισης των εξουσιών, με την έννοια ότι, αν και είναι,
κατ’ αρχήν διοικητικές αρχές, εν ευρεία εννοία, και εκδίδουν διοικητικές πράξεις,
πάντως δεν εντάσσονται στη δομή της εν στενή εννοία Δημόσιας Διοίκησης, εφόσον δεν
υπόκεινται σε διοικητικό έλεγχο (αλλά μόνο κοινοβουλευτικό και δικαστικό), επιβάλλει
οι αποφάσεις αυτών, με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις εις βάρος διοικουμένων, να
εκδίδονται ύστερα από προηγηθείσα δημόσια συνεδρίαση, στην οποία θα είναι ελεύθερη
η είσοδος στο κοινό, να είναι δε το κείμενό τους προσιτό σε κάθε ενδιαφερόμενο
πολίτη. Απόκλιση από την αρχή αυτή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων επιτρέπεται
από το Σύνταγμα μόνο επί τη βάσει ειδικής διάταξης τυπικού νόμου, ή κανονιστικής
πράξης ερειδόμενης σε ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση, με την οποία θα
καθορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες είναι επιτρεπτό, για συγκεκριμένους λόγους,
αναγόμενους στην προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, της εθνικής άμυνας,
του ιδιωτικού βίου και των συμφερόντων των ανηλίκων, όπως η προστασία αυτή
νοείται σε μία σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, να διατάσσεται, με αιτιολογημένη
απόφαση της οικείας αρχής, η διεξαγωγή σε συγκεκριμένη υπόθεση της όλης
διαδικασίας, ή και μέρους αυτής, κεκλεισμένων των θυρών».

Κατά το άρθρο 61, παρ.1, ν.4055/2012, που τροποποίησε το άρθρο 2§7 του
ν.3051/2002:
«Κατά τη διαδικασία επιβολής διοικητικών κυρώσεων, οι συνεδριάσεις των
ανεξάρτητων αρχών είναι μυστικές, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από άλλη διάταξη
νόμου ή τον κανονισμό τους.»

δ) Ειδικοί κανόνες για την τηλεδιάσκεψη.

Τα συλλογικά όργανα είναι δυνατόν να συνεδριάζουν και με τη χρήση ηλεκτρονικών


μέσων (τηλεδιάσκεψη) [Άρθρο 14§13 ΚΔΔ/σίας]. Στις περιπτώσεις αυτές, με
απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής
Διακυβέρνησης, καθορίζονται ο τόπος της συνεδρίασης, ο τρόπος διαπίστωσης της
απαρτίας και της διασφάλισης της μυστικότητας της συνεδρίασης, ο τρόπος τήρησης

9
των πρακτικών και κάθε άλλη λεπτομέρεια αναφορικά με τη λειτουργία των
συλλογικών οργάνων.

Η ΚΥΑ αριθ. 429/2020 (ΦΕΚ B' 850/13.03.2020 στο άρθρο 1 ορίζει:

«Ως τηλεδιάσκεψη των συλλογικών οργάνων της διοίκησης νοείται η από


απόσταση διάσκεψη, η αμφίδρομη δηλαδή επικοινωνία μεταξύ δύο ή
περισσότερων ομάδων ή ατόμων μέσω συστημάτων ήχου, εικόνας και ήχου ή
ηλεκτρονικών υπολογιστών ή άλλων μέσων που παρέχουν οι τεχνολογίες
πληροφορικής και επικοινωνιών. Με την τηλεδιάσκεψη δίνεται η δυνατότητα σε
ένα ή περισσότερα ή σε όλα τα μέλη ενός συλλογικού οργάνου, αλλά και σε
πρόσωπα που συμμετέχουν ή καλούνται από συλλογικά όργανα, να λαμβάνουν
μέρος σε μία διάσκεψη χωρίς να είναι απαραίτητη η φυσική τους παρουσία στο
χώρο συνεδρίασης των υπόλοιπων μελών του συλλογικού οργάνου. Στόχος της
τηλεδιάσκεψης είναι η διευκόλυνση της λειτουργίας των συλλογικών οργάνων,
ιδίως σε περιπτώσεις που είναι δυσχερής η φυσική παρουσία κάποιων ή και
όλων των μελών των συλλογικών οργάνων, ιδίως λόγω αδυναμίας προσέλευσης
στον τόπο συνεδρίασης του συλλογικού οργάνου, λόγω καιρικών συνθηκών,
έλλειψης συγκοινωνιακών μέσων, ανωτέρας βίας ή άλλων λόγων που συνήθως
υπάρχουν σε απομακρυσμένες ή νησιωτικές περιοχές, με αποτέλεσμα να
καθίσταται δυσχερής ή ανέφικτη η σύγκληση ενός συλλογικού οργάνου.»

Δ) Λήψη αποφάσεων – Ψηφοφορία - Πλειοψηφία (άρθρο 15 ΚΔΔ/σίας).

Άρθρο 15 Αποφάσεις

«1. Οι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά,


λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Αν δεν
καθίσταται δυνατός ο σχηματισμός της πλειοψηφίας αυτής, η ψηφοφορία
επαναλαμβάνεται ωσότου σχηματιστεί απόλυτη πλειοψηφία με την υποχρεωτική
προσχώρηση, κάθε φορά, εκείνου ή εκείνων που διατυπώνουν την ασθενέστερη
γνώμη, σε μια από τις επικρατέστερες. Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρξει
ισοψηφία, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου, εκτός αν η ψηφοφορία είναι
μυστική, οπότε αυτή επαναλαμβάνεται για μια ακόμη φορά, η τυχόν δε νέα
ισοψηφία ισοδυναμεί με απόρριψη. Το μέλος που απέχει από την ψηφοφορία ή
δίδει λευκή ψήφο θεωρείται απόν.

2. Αν η συζήτηση της υπόθεσης διαρκεί περισσότερες από μια συνεδριάσεις, η


απόφαση λαμβάνεται από τα μέλη που μετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση,
αφού προηγουμένως, τα μέλη που δεν μετείχαν στις προηγούμενες συνεδριάσεις,
ενημερωθούν πλήρως ως προς τα ουσιώδη σημεία των κατ` αυτές συζητήσεων.
Η ενημέρωση πρέπει να προκύπτει από δήλωση των μελών αυτών, η οποία και
καταχωρίζεται στα πρακτικά.

3. Η ψηφοφορία είναι φανερή, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από το νόμο.

4. Για τις συνεδριάσεις του συλλογικού οργάνου συντάσσεται πρακτικό, στο


οποίο μνημονεύονται, ιδίως, τα ονόματα και η ιδιότητα των παριστάμενων
μελών, ο τόπος και ο χρόνος της συνεδρίασης, τα θέματα που συζητήθηκαν με

10
συνοπτική αλλά περιεκτική Αναφορά στο περιεχόμενό τους, η μορφή και τα
αποτελέσματα της ψηφοφορίας και οι αποφάσεις που λήφθηκαν.

5. Στο πρακτικό καταχωρίζονται οι γνώμες των μελών που μειοψήφησαν, σε


περίπτωση δε φανερής ψηφοφορίας και τα ονόματα τούτων.

6. Αν πρόκειται για συνεδρίαση οργάνου προς διατύπωση απλής γνώμης, στο


οικείο πρακτικό καταχωρίζονται υποχρεωτικώς όλες οι επί μέρους γνώμες που
διατυπώθηκαν και τέθηκαν σε ψηφοφορία.

7. Το πρακτικό συντάσσεται από το γραμματέα και επικυρώνεται από τον


πρόεδρο.

8. Η υπογραφή του προέδρου ή του αναπληρωτή του αρκεί για τη νόμιμη


υπόσταση κάθε πράξης του συλλογικού οργάνου.»

Βλ. ΣτΕ (Ε΄ Τμ.) 2597/2019: «Από τις […] διατάξεις του άρθρου 15 δεν συνάγεται ότι
τα ονόματα των παρισταμένων μελών και η ιδιότητά τους, καθώς και η μορφή και τα
αποτελέσματα της ψηφοφορίας, πρέπει να αναγράφονται στο ίδιο το σώμα της πράξης,
την οποία εκδίδει ένα συλλογικό όργανο κατά την άσκηση γνωμοδοτικής του
αρμοδιότητας, αλλά τα παριστάμενα κατά τη συνεδρίαση μέλη, η μορφή και τα
αποτελέσματα της ψηφοφορίας μπορεί να προκύπτουν από το πρακτικό της
συνεδρίασης, η δε ιδιότητα των μελών του συλλογικού οργάνου μπορεί να προκύπτει
από άλλα στοιχεία του φακέλου, όπως η πράξη συγκρότησής του (πρβλ. ΣτΕ 1418-
1433/2015, 248/2009, 3496/2006 επταμ, 2636/2005, 2248/2002).»

ΣτΕ (Γ΄ Τμ.) 2532/2020: «14. Επειδή, κατά τα ήδη κριθέντα, (ΣτΕ Ολ. 3632/2015),
επί συλλογικών διοικητικών οργάνων η βούληση αυτών εκφράζεται κατόπιν
ψηφοφορίας των μελών αυτού. Και ναι μεν στην ειδικότερη περίπτωση που το
συλλογικό όργανο έχει αρμοδιότητα προς διατύπωση απλής γνωμοδότησης, […], δεν
απαιτείται απαραιτήτως η διατύπωση τελικής ενιαίας κρίσης, δεδομένου ότι σκοπός της
γνωμοδότησης είναι η διαφώτιση του αποφασίζοντος οργάνου επί των ανακυπτόντων
ζητημάτων και διαμορφούμενων απόψεων, όμως, και στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα
με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η οποία
άλλωστε αποτυπώνει γενική αρχή (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2953/1967, 87/1947, 1423/1946), για
το έγκυρο της γνώμης απαιτείται να παρατεθούν οι διατυπωθείσες περισσότερες γνώμες
και να καταχωρισθούν οι ψήφοι που συγκέντρωσε κάθε γνώμη.»

11

You might also like