Professional Documents
Culture Documents
Ενότητα Α:
Ίδρυση και κατάργηση των διοικητικών οργάνων
Διάκριση μεταξύ:
- Ίδρυσης (σύστασης) διοικητικού οργάνου
- Ολοκλήρωσης (συγκρότησης) και
- Νόμιμης υπόστασης ενός διοικητικού οργάνου
Οι οποίες αποτελούν προϋποθέσεις για την έκδοση νομίμων διοικητικών πράξεων.
Ένα νομίμως ολοκληρωθέν όργανο έχει νόμιμη υπόσταση. Αν δεν έχει νομίμως
ολοκληρωθεί δεν έχει νόμιμη υπόσταση.
Δεν έχει νομίμως ολοκληρωθεί ένα διοικητικό όργανο, πχ :
- όταν δεν υπάρχει πράξη επιλογής του
- όταν η πράξη επιλογής προέρχεται από όργανο που έδρασε «καθ’υπέρβαση
καθηκόντων, ή «καθ’υπέρβαση της κατά κλάδο αρμοδιότητας» ή «κατά
νόσφιση εξουσίας».
- Εξαίρεση: η περίπτωση των de facto οργάνων.
1
Πράξεις που εκδίδονται μετά τη λήξη της νόμιμης υπόστασης του οργάνου ή με
συμμετοχή του οργάνου αυτού είναι ακυρώσιμες.
Τα de facto όργανα: Οι πράξεις του de facto οργάνου είναι έγκυρες και δεσμευτικές,
εάν βεβαίως δεν πάσχουν ακυρότητα από άλλο λόγο.
Ενότητα Β
Οι ειδικοί κανόνες περί συλλογικών οργάνων.
Συγκρότηση είναι ο καθορισμός, με ατομική πράξη, όλων των μελών του οργάνου,
δηλαδή η αναφορά των ονομάτων των οριζομένων μελών.
2
συγκρότηση είναι νόμιμη αν έχει εγκαίρως ζητηθεί εγγράφως η εκλογή ή η
υπόδειξή τους και τα υπόλοιπα μέλη επαρκούν ώστε να υπάρχει απαρτία.
4. Η τυχόν κατά παράνομο τρόπο κτήση της ιδιότητας υπό την οποία κάποιος
ορίζεται μέλος συλλογικού οργάνου δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της
συγκρότησης του οργάνου.
Κατά παγία νομολογία (βλ. πχ ΣτΕ Ε΄ Τμ. 413/2019), «οι διοικητικές πράξεις με τις
οποίες συγκροτούνται συλλογικά όργανα της Διοικήσεως, ήτοι οι πράξεις με τις οποίες
καθορίζονται τα συγκεκριμένα φυσικά πρόσωπα, τα οποία θα απαρτίσουν τα όργανα
αυτά, διότι έχουν τα προσόντα ή την ιδιότητα που απαιτεί ο νόμος, είναι πράξεις
ατομικές και δεν δημοσιεύονται, κατ’ αρχήν, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός
αν αυτό ορίζεται ειδικώς από τον νόμο.»
α) Οι γενικοί κανόνες
«1. Το συλλογικό όργανο συνεδριάζει νομίμως όταν στη σύνθεσή του μετέχουν,
ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη, περισσότερα από τα μισά των
διορισμένων τακτικών μελών (απαρτία). Η απαρτία πρέπει να υπάρχει σε όλη
τη διάρκεια της συνεδρίασης. Αν, κατά την πρώτη συνεδρίαση, διαπιστωθεί
έλλειψη απαρτίας, το όργανο καλείται εκ νέου σε συνεδρίαση, η οποία
πραγματοποιείται το νωρίτερο σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες, στον ίδιο τόπο και
με την ίδια ημερήσια διάταξη. Κατά τη συνεδρίαση αυτή, υπάρχει απαρτία αν
3
μετέχουν στη σύνθεση τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη που παριστούν
τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) του συνόλου των διορισμένων τακτικών μελών
του και εν πάση περιπτώσει όχι λιγότερα των τριών (3) τακτικών ή
αναπληρωματικών μελών. Στα τριμελή συλλογικά όργανα, για την ύπαρξη
απαρτίας, απαιτείται η παρουσία και των τριών (3) τακτικών ή
αναπληρωματικών μελών.
2. Ο πρόεδρος καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο των συνεδριάσεων
και καλεί τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη να συμμετάσχουν. Η
πρόσκληση η οποία περιλαμβάνει την ημερήσια διάταξη, γνωστοποιείται, από το
γραμματέα, στα μέλη του συλλογικού οργάνου τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48)
ώρες πριν από τη συνεδρίαση, μπορεί δε να γίνει και με τηλεφώνημα,
τηλεγράφημα, τηλεμοιοτυπία ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον το γεγονός τούτο
αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία πρέπει να φέρει
χρονολογία και την υπογραφή του προσώπου που έκανε την πρόσκληση. Η
προθεσμία αυτή μπορεί, σε περίπτωση κατεπείγοντος, να συντμηθεί, η
πρόσκληση όμως, τότε, πρέπει να είναι έγγραφη και να βεβαιώνονται σε αυτήν
οι λόγοι που κατέστησαν τη σύντμηση αναγκαία. Πρόσκληση των μελών του
συλλογικού οργάνου δεν απαιτείται όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε
ημερομηνίες τακτές, που ορίζονται με απόφασή του, η οποία και γνωστοποιείται
στα μέλη του. Πρόσκληση δεν απαιτείται, επίσης, όταν μέλος έχει δηλώσει, πριν
από τη συνεδρίαση, κώλυμα συμμετοχής του σε αυτήν, ή όταν το κώλυμα τούτο
είναι γνωστό στον πρόεδρο του συλλογικού οργάνου.
5. Η νομιμότητα της σύνθεσης του συλλογικού οργάνου δεν επηρεάζεται από την
τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών σε διαδοχικές συνεδριάσεις.
4
9. Αντικείμενο της συνεδρίασης είναι μόνο τα θέματα που περιλαμβάνονται
στην ημερήσια διάταξη. Κατ` εξαίρεση, μπορούν να συζητηθούν και θέματα που
δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη αν είναι παρόντα όλα τα τακτικά
μέλη και συμφωνούν για τη συζήτησή τους.
12. Ο πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη των συνεδριάσεων, διευθύνει
τις εργασίες και φροντίζει για την εφαρμογή του νόμου και την εύρυθμη
λειτουργία του συλλογικού οργάνου.
Κατά παγία νομολογία (βλ. πχ ΣτΕ Ε΄ Τμ. 413/2019): «11. Επειδή, περαιτέρω, όπως
παγίως γίνεται δεκτό [ΣΕ 327/2012, 1505/2005 (7μ.), 3598/2002 κ.ά.], κατά τις
διατάξεις του άρθρου 14 του Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας [ΚΔΔ] (ν. 2690/1999,
5
Α΄ 45), οι οποίες ρυθμίζουν θέματα συνθέσεως, συνεδριάσεων και λειτουργίας των
συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως, για την νόμιμη σύνθεση των οργάνων αυτών δεν
αρκεί η παρουσία στην συνεδρίαση των μελών τα οποία αποτελούν την νόμιμη απαρτία,
αλλά απαιτείται να εξασφαλίζεται η δυνατότης συμμετοχής όλων των τακτικών μελών,
καθώς και των αναπληρωματικών, για την περίπτωση κωλύματος των πρώτων, με την
έγκαιρη και έγγραφη πρόσκλησή τους, η οποία πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία
προγενέστερα της συνεδριάσεως. Η τήρηση του τύπου αυτού δεν απαιτείται μόνον όταν
η ημέρα της συνεδριάσεως ωρίσθη σε προγενεστέρα συνεδρίαση, στην οποία μετείχαν
όλα τα τακτικά μέλη, ή όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε τακτές και εκ των προτέρων
καθορισμένες ημερομηνίες αποδεδειγμένως γνωστές σε όλα τα μέλη του συλλογικού
οργάνου, καθώς και όταν υπάρχει αντικειμενική αδυναμία προσελεύσεως του μέλους
στην συνεδρίαση, γνωστή εκ των προτέρων, ή όταν το μέλος έχει δηλώσει εγγράφως
προ της συνεδριάσεως κώλυμα συμμετοχής του σε αυτήν. Εάν δεν έχει τηρηθεί ο τύπος
αυτός και το συλλογικό όργανο συνεδριάσει χωρίς την συμμετοχή τακτικού μέλους, η
σχετική απόφαση είναι μη νόμιμη, λόγω κακής συνθέσεως, είναι δε αδιάφορο εάν τυχόν
παρέστη το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος. Περαιτέρω, κατά γενική αρχή του
διοικητικού δικαίου, τα συλλογικά όργανα, όταν επιλαμβάνονται υποθέσεως σε
περισσότερες συνεδριάσεις, πρέπει, κατά κανόνα, να λαμβάνουν την απόφαση ή να
διατυπώνουν την γνωμοδότησή τους με την ίδια σύνθεση την οποία είχαν κατά τις
προηγηθείσες συνεδριάσεις (ΣΕ 167, 1298, 1579/1979). Εν όψει δε της αρχής αυτής,
όπως έχει κριθεί (ΣΕ 4573/2011), επιτρέπεται, κατά τις διατάξεις του ιδίου άρθρου 14
του ΚΔΔ, η συμμετοχή σε επόμενες συνεδριάσεις του αναπληρωματικού μέλους, το
οποίο μετείχε στην αρχική συνεδρίαση λόγω κωλύματος του τακτικού μέλους, χωρίς να
απαιτείται να βεβαιώνεται κώλυμα συμμετοχής του τακτικού μέλους και στις
μεταγενέστερες αυτές συνεδριάσεις.»
6
αντιστοίχως, και να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια. Στις περιπτώσεις αυτές,
η προϊστάμενη αρχή, ή το συλλογικό όργανο, αποφαίνεται το ταχύτερο δυνατόν.
Κατά παγία νομολογία (βλ. ενδεικτικά, ΣτΕ (Ε΄Τμ.) 48/2020: «10. […]στο άρθρο 7
του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ΚΔΔ) ορίζεται ότι τα όργανα της Διοίκησης, είτε
ενεργούν ατομικώς είτε ως μέλη συλλογικών οργάνων, οφείλουν, κατά την ενάσκηση
των καθηκόντων τους, να παρέχουν τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης (παρ. 1). Τα
διοικητικά όργανα δεν παρέχουν εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης κατά την άσκηση των
αρμοδιοτήτων τους και πρέπει να απέχουν από κάθε ενέργεια ή διαδικασία που συνιστά
συμμετοχή σε λήψη απόφασης, όταν έχουν είτε προσωπικό συμφέρον από την έκβαση
της συγκεκριμένης υπόθεσης είτε ιδιαίτερο συζυγικό, συγγενικό ή άλλο δεσμό ή
ιδιάζουσα σχέση ή εχθρότητα με τους ενδιαφερομένους (παρ. 2), όταν, δηλαδή, δεν
έχουν την ιδιότητα του “τρίτου” έναντι των διοικουμένων που προσφεύγουν ενώπιόν
τους (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1237 -8/2017, σκ. 8). Όπως δε γίνεται δεκτό κατά την έννοια
των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 7 του ΚΔΔ, στο οποίο αποτυπώνεται η γενική
αρχή της αμεροληψίας των οργάνων της Διοίκησης, τα διοικητικά όργανα δεν παρέχουν
εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης, όχι μόνο στις προαναφερόμενες, ρητώς καθοριζόμενες
περιπτώσεις αλλά και γενικότερα, όταν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ευλόγως η
υπόνοια ότι έχουν ήδη σχηματισμένη και συνεπώς προειλημμένη γνώμη για την
υπόθεση, οπότε παύουν να είναι “ουδέτεροι” ως προς αυτήν (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2175/2004
και ΣτΕ 3757/2007 7μ., 2522/2001 7μ.). Όμως, τέτοια υπόνοια μεροληψίας δεν
δημιουργείται από μόνη την έκφραση της γνώμης του διοικητικού οργάνου κατά την
άσκηση των καθηκόντων του ή από τη λήψη απόφασης εκ μέρους του, ιδίως όταν η
γνώμη ή απόφαση διατυπώνεται επί τη βάσει αντικειμενικών (τεχνικών ή
επιστημονικών) δεδομένων και χωρίς τη συνεκτίμηση ή την αξιολόγηση της
υποκειμενικής κατάστασης του διοικουμένου (βλ. ΣτΕ 1397-8/2015, σκ. 18, 3199,
3200/2012, σκ. 7, ΣτΕ 4611/2009, σκ. 8, πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 676/2005, 1412/2019 7μ.,
σκ. 10, 3757/2007 7μ., 3581/1972, 2083/1960). Τούτο ισχύει και στις περιπτώσεις
διατύπωσης κρίσης από το ίδιο όργανο στο πλαίσιο δύο βαθμών διοικητικής κρίσης,
εφόσον η σχετική αρμοδιότητα του οργάνου ορίζεται ρητώς ή συνάγεται από τις οικείες
διατάξεις, οπότε η απόκλιση από τη γενική αρχή της απαγόρευσης σύμπτωσης του
ελέγχοντος οργάνου με το ελεγχόμενο, ως αφορώσα σε διοικητικό και όχι σε δικαστικό
όργανο, δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 6
παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του
ανθρώπου (ΕΣΔΑ), αλλά ούτε και προς τα άρθρα 4 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του
7
Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 2584/2018, σκ. 10-12, πρβλ. ΣτΕ 1994/2012, 3457/2009 7μ.
κ.ά.). Εξάλλου, ούτε στο προαναφερόμενο άρθρο 7 ούτε στο άρθρο 25 παρ. 1-2 του
Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, που ρυθμίζει την αρμοδιότητα του προβλεπόμενου
από τις οικείες διατάξεις διοικητικού οργάνου να αποφαίνεται επί ενδικοφανούς
προσφυγής, περιλήφθηκε ρητώς λόγος εξαίρεσης από τη λήψη απόφασης ως
δευτεροβάθμιου μονομελούς διοικητικού οργάνου (ή από τη συμμετοχή του στη σύνθεση
δευτεροβάθμιου συλλογικού οργάνου), προσώπου, για μόνο το λόγο ότι αυτό είχε
εκδώσει την υποκείμενη στην ενδικοφανή διαδικασία πράξη ως μονομελές διοικητικό
όργανο (ή είχε συμμετάσχει στο πρωτοβάθμιο συλλογικό όργανο). Ομοίως δε, στις
διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 9 του ν. 1599/1986 (Α΄75), οι οποίες, ως ειδικές,
εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τη θέση σε ισχύ του Κώδικα Διοικητικής
Διαδικασίας, ορίζεται ρητώς ότι, όταν προβλέπονται δύο βαθμοί ουσιαστικής κρίσης
της υπόθεσης, δεν επηρεάζεται η νομιμότητα της σύνθεσης συλλογικού οργάνου ούτε
προκαλείται ακυρότητα των εκδιδόμενων πράξεων από τη συμμετοχή ως μέλους
δευτεροβάθμιου συλλογικού οργάνου, προσώπου που είχε μετάσχει στο πρωτοβάθμιο
συλλογικό όργανο (βλ. ΣτΕ 4078/2014 7μ., ΣτΕ 3457/2009 7μ.). Επομένως, υπό το
καθεστώς του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η άσκηση της αρμοδιότητας
απόφανσης επί ενδικοφανούς προσφυγής από το ίδιο όργανο που εξέδωσε την
ελεγχόμενη πράξη, δεν γεννά, από μόνη της, υπόνοια μεροληψίας, εφόσον παρίσταται
ως αναγκαία συνέπεια της εφαρμογής αναγκαίων και συναφών με την ομαλή λειτουργία
της Υπηρεσίας κανόνων περί αρμοδιότητας που διέπουν την οργάνωση της
συγκεκριμένης Υπηρεσίας.»
Βλ. και την απόφαση ΣτΕ 346/2020 (Γ΄ Τμ.): «6. Από τις ανωτέρω διατάξεις [του
άρθρου 7 ΚΔΔ/σίας], στις οποίες αποτυπώνεται γενική αρχή του διοικητικού δικαίου,
τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν εγγυήσεις
αμερόληπτης κρίσης, πράγμα που μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση και σε περιπτώσεις
που είναι δυνατό να δημιουργηθεί εύλογα η υπόνοια ότι το διοικητικό όργανο ήδη έχει
σχηματισμένη και, άρα, προκατειλημμένη γνώμη για την υπόθεση που πρόκειται να
κρίνει. Συνεπώς, ανεξαρτήτως αν υφίσταται θετική διάταξη που να προβλέπει την
εξαίρεση μέλους συλλογικού οργάνου για ειδικούς λόγους, η συμμετοχή του μέλους στη
συνεδρίαση του οργάνου αυτού, παρά τη συνδρομή τέτοιων λόγων, είναι ελαττωματική
και συνεπάγεται την ακυρότητα της διοικητικής πράξεως λόγω του τεκμηρίου
επηρεασμού του που δημιουργείται, έστω και αν δεν αποδεικνύεται ότι η πράξη αυτή
υπήρξε πραγματικά μεροληπτική (ΣτΕ 1940/2018, 2251/2013, 3758, 2695/2010, 3056,
664/2006, 2231/2005, 2522/2001 επταμελές κ.ά.). Σε περίπτωση δε που συντρέχουν
τέτοιοι λόγοι, μπορούν να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως από το πειθαρχικό συμβούλιο
χωρίς αίτηση του εγκαλούμενου, ο οποίος ενδέχεται να ευνοείται από την αποσιώπηση
της συνδρομής τους. Επομένως, ο λόγος, με τον οποίον προβάλλεται ότι κωλύματα
συμμετοχής στο πειθαρχικό συμβούλιο αναγόμενα σε έλλειψη αντικειμενικότητας και
αμεροληψίας συγκεκριμένων μελών του δεν μπορούν να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως,
αλλά μόνον κατόπιν αιτήσεως του εγκαλούμενου υπαλλήλου, πρέπει να απορριφθεί ως
αβάσιμος.»
Πρβλ. την απόφαση ΣτΕ (Γ΄ Τμ.) 2532/2020: «Κατά την έννοια των ανωτέρω
διατάξεων [του άρθρου 7 ΚΔΔ/σίας], στις οποίες αποτυπώνεται γενική αρχή του
διοικητικού δικαίου, τα διοικητικά όργανα, μονομελή ή συλλογικά, πρέπει να παρέχουν
εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης, πράγμα που μπορεί να τεθεί σε αμφισβήτηση όχι μόνο
όταν υπάρχει είτε προσωπικό συμφέρον για την έκβαση της υπόθεσης είτε ιδιαίτερος
δεσμός ή ιδιάζουσα σχέση ή οξεία αντίθεση από έχθρα προς τα πρόσωπα που αφορά η
8
ενέργεια, αλλά και γενικότερα στις περιπτώσεις που είναι δυνατό να δημιουργηθεί
εύλογα η υπόνοια ότι το διοικητικό όργανο έχει ήδη σχηματισμένη και, άρα,
προκατειλημμένη γνώμη για την υπόθεση που πρόκειται να κρίνει (ΣτΕ 2666/2017,
2251/2013, 2244/2011 επτ. κ.ά.). Τέτοια, όμως, υπόνοια έλλειψης αμεροληψίας δεν
δημιουργείται από μόνη την άσκηση, εκ μέρους του διοικητικού οργάνου,
προβλεπόμενων από τον νόμο αρμοδιοτήτων (πρβλ. ΣτΕ 2237/2019, 419/2011,
2909/2004, 3607/1996 επτ., 2263/1991).»
Οι συνεδριάσεις είναι μυστικές, εκτός εάν στον νόμο ορίζεται διαφορετικά [άρθρο 14
§10 KΔΔ/σίας].
Από καμία συνταγματική διάταξη δεν επιβάλλεται η δημοσιότητα των συνεδριάσεων
των συλλογικών διοικητικών οργάνων.
Βλ. όμως ΣτΕ Ολ 3319/2010 κατά την οποία: «13. […] η γενικότερη αρχή της
φανεράς δράσεως των συντεταγμένων οργάνων της Πολιτείας, εφαρμοζόμενη
ειδικότερα στον τρόπο λειτουργίας των συνταγματικά προβλεπομένων και
κατοχυρωμένων ανεξαρτήτων αρχών, οι οποίες κατέχουν μία ιδιότυπη θέση στο
κλασικό τριμερές σχήμα της διάκρισης των εξουσιών, με την έννοια ότι, αν και είναι,
κατ’ αρχήν διοικητικές αρχές, εν ευρεία εννοία, και εκδίδουν διοικητικές πράξεις,
πάντως δεν εντάσσονται στη δομή της εν στενή εννοία Δημόσιας Διοίκησης, εφόσον δεν
υπόκεινται σε διοικητικό έλεγχο (αλλά μόνο κοινοβουλευτικό και δικαστικό), επιβάλλει
οι αποφάσεις αυτών, με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις εις βάρος διοικουμένων, να
εκδίδονται ύστερα από προηγηθείσα δημόσια συνεδρίαση, στην οποία θα είναι ελεύθερη
η είσοδος στο κοινό, να είναι δε το κείμενό τους προσιτό σε κάθε ενδιαφερόμενο
πολίτη. Απόκλιση από την αρχή αυτή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων επιτρέπεται
από το Σύνταγμα μόνο επί τη βάσει ειδικής διάταξης τυπικού νόμου, ή κανονιστικής
πράξης ερειδόμενης σε ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση, με την οποία θα
καθορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες είναι επιτρεπτό, για συγκεκριμένους λόγους,
αναγόμενους στην προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, της εθνικής άμυνας,
του ιδιωτικού βίου και των συμφερόντων των ανηλίκων, όπως η προστασία αυτή
νοείται σε μία σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, να διατάσσεται, με αιτιολογημένη
απόφαση της οικείας αρχής, η διεξαγωγή σε συγκεκριμένη υπόθεση της όλης
διαδικασίας, ή και μέρους αυτής, κεκλεισμένων των θυρών».
Κατά το άρθρο 61, παρ.1, ν.4055/2012, που τροποποίησε το άρθρο 2§7 του
ν.3051/2002:
«Κατά τη διαδικασία επιβολής διοικητικών κυρώσεων, οι συνεδριάσεις των
ανεξάρτητων αρχών είναι μυστικές, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από άλλη διάταξη
νόμου ή τον κανονισμό τους.»
9
των πρακτικών και κάθε άλλη λεπτομέρεια αναφορικά με τη λειτουργία των
συλλογικών οργάνων.
Άρθρο 15 Αποφάσεις
10
συνοπτική αλλά περιεκτική Αναφορά στο περιεχόμενό τους, η μορφή και τα
αποτελέσματα της ψηφοφορίας και οι αποφάσεις που λήφθηκαν.
Βλ. ΣτΕ (Ε΄ Τμ.) 2597/2019: «Από τις […] διατάξεις του άρθρου 15 δεν συνάγεται ότι
τα ονόματα των παρισταμένων μελών και η ιδιότητά τους, καθώς και η μορφή και τα
αποτελέσματα της ψηφοφορίας, πρέπει να αναγράφονται στο ίδιο το σώμα της πράξης,
την οποία εκδίδει ένα συλλογικό όργανο κατά την άσκηση γνωμοδοτικής του
αρμοδιότητας, αλλά τα παριστάμενα κατά τη συνεδρίαση μέλη, η μορφή και τα
αποτελέσματα της ψηφοφορίας μπορεί να προκύπτουν από το πρακτικό της
συνεδρίασης, η δε ιδιότητα των μελών του συλλογικού οργάνου μπορεί να προκύπτει
από άλλα στοιχεία του φακέλου, όπως η πράξη συγκρότησής του (πρβλ. ΣτΕ 1418-
1433/2015, 248/2009, 3496/2006 επταμ, 2636/2005, 2248/2002).»
ΣτΕ (Γ΄ Τμ.) 2532/2020: «14. Επειδή, κατά τα ήδη κριθέντα, (ΣτΕ Ολ. 3632/2015),
επί συλλογικών διοικητικών οργάνων η βούληση αυτών εκφράζεται κατόπιν
ψηφοφορίας των μελών αυτού. Και ναι μεν στην ειδικότερη περίπτωση που το
συλλογικό όργανο έχει αρμοδιότητα προς διατύπωση απλής γνωμοδότησης, […], δεν
απαιτείται απαραιτήτως η διατύπωση τελικής ενιαίας κρίσης, δεδομένου ότι σκοπός της
γνωμοδότησης είναι η διαφώτιση του αποφασίζοντος οργάνου επί των ανακυπτόντων
ζητημάτων και διαμορφούμενων απόψεων, όμως, και στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα
με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, η οποία
άλλωστε αποτυπώνει γενική αρχή (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2953/1967, 87/1947, 1423/1946), για
το έγκυρο της γνώμης απαιτείται να παρατεθούν οι διατυπωθείσες περισσότερες γνώμες
και να καταχωρισθούν οι ψήφοι που συγκέντρωσε κάθε γνώμη.»
11