You are on page 1of 14

ΣΧΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ

Η αντιπροσωπευτική αρχή συνδέθηκε με τη δημοκρατική αρχή με την καθιέρωση της


καθολικής ψηφοφορίας, διαμορφώνοντας μια νέα πολιτειακή πραγματικότητα στην οποία
κυρίαρχος είναι ο λαός, εντός των ορίων που θέτει το Σύνταγμα το οποίο ο ίδιος έχει
θεσπίσει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αντιπροσωπευτική αρχή συνιστά πλέον οργανωτική βάση
ενός σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος.

Το αντιπροσωπευτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας


κυρίως από τη Βουλή, τα μέλη της οποίας αναδεικνύονται μέσω εκλογών που
διενεργούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σε αυτό το πλαίσιο, υποστηρίζει ότι η
αποξένωση της λαικής αντιπροσωπείας από την άσκηση της κύριας αρμοδιότητας της, την
εκπόνηση του νομοθετικού έργου, συνιστά υπονόμευση της δημοκρατικής αρχής.

Το αντιπροσωπευτικό σύστημα στη σκέψη του Αριστόβουλου Μάνεση και το αίτημα


διεύρυνσης της δημοκρατικής του νομιμοποίησης, Χαράλαμπος Κουρκουνδής, Διδάκτορας
Νομικής ΑΠΘ,

2.

Δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο τα μέλη μιας πολιτικής κοινότητας


αυτοκαθορίζονται πολιτικά. Η κυριαρχία θεωρείται ότι ενυπάρχει σε κάθε πολίτη
ξεχωριστά, και έτσι οι πολίτες στη δημοκρατία «αυτοκαθορίζονται» διότι στο πρόσωπο
καθενός συντρέχει τόσο η ιδιότητα του εξουσιάζοντος, η οποία κατεξοχήν εκδηλώνεται με
το πολιτικό δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, όσο και η ιδιότητα του εξουσιαζομένου.
Ωστόσο, ο πολιτικός αυτοκαθορισμός δεν σημαίνει σήμερα, στη συνταγματική, και άρα
αντιπροσωπευτική, δημοκρατία, ταύτιση αρχόντων και αρχομένων, αλλά αντιπροσώπευση
των τελευταίων από τους πρώτους.

Η δημοκρατική αρχή είναι η πρώτη θεμελιώδης συνταγματική αρχή, υπό την κανονιστική
πρόσληψη του Συντάγματος. Στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του
Συντάγματος, όμως, εκτός από τη δημοκρατική αρχή, εμπεριέχεται και μία διακήρυξη, αυτή
της βάσης του πολιτεύματος, ως δημοκρατίας, και της μορφής του ως προεδρευόμενης και
κοινοβουλευτικής. Η βάση του πολιτεύματος συνδέεται με το ερώτημα ποιος είναι ο
κυρίαρχος ή ο φορέας της κυριαρχίας, ο οποίος στη δημοκρατία είναι ο λαός. Παράλληλα,
το άρθρο αυτό συνδέεται με εκείνο που προβλέπει τον σκληρό, μη αναθεωρήσιμο πυρήνα
του Συντάγματος (άρθρο 110 Σ). Δηλώνοντας

Η αντιπροσωπευτική αρχή αποτέλεσε αντικείμενο διεκδίκησης των επαναστάσεων του


17ου αιώνα στο Ηνωμένο Βασίλειο και του 18ου στη Γαλλία και την Αμερική. Στο Ηνωμένο
Βασίλειο, το Κοινοβούλιο κατάφερε να επιβάλει στον Μονάρχη να δεχτεί τη σύμπραξή του
ως απαραίτητη προϋπόθεση της ισχύος των αποφάσεων του ίδιου. Στη Γαλλία, οι αστοί
ανέτρεψαν τον Λουδοβίκο τον XVI και τη μοναρχία . Απαύγασμα της αστικής αυτής
επανάσταση ήταν η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789, η
οποία αντιπροσωπεύει την αξίωση για ενεργητική συμμετοχή των ανθρώπων, ως πολιτών,
στην άσκηση της κρατικής εξουσίας. Η τελική αποτύπωση γίνεται στο Γαλλικό Σύνταγμα του
1791 όπου ορίζεται ότι το έθνος από το οποίο πηγάζουν όλες οι εξουσίες, ασκεί αυτές μόνο
διά πληρεξουσίων. Το γαλλικό πολίτευμα είναι αντιπροσωπευτικό. Έτσι, το συνταγματικό
κράτος ταυτίζεται με το αντιπροσωπευτικό σύστημα, ενώ η αντιπροσώπευση είναι
συστατικό στοιχείο του συνταγματισμού. Η αντιπροσώπευση, όπως και ο ίδιος ο
συνταγματισμός, προϋποθέτει τη διάκριση κράτους και κοινωνίας. Η δε επικοινωνία του
κράτους με την κοινωνία γίνεται διά της αντιπροσώπευσης, η οποία είναι προϋπόθεση της
ελευθερίας, αλλά είναι και σχετική γιατί μέσα από το Κοινοβούλιο προκύπτει η Κυβέρνηση.
Με αυτόν τον τρόπο, όμως, επιτυγχάνεται ο εκδημοκρατισμός του κράτους. Αυτός είναι και
ο λόγος εξάλλου για τον οποίο λέγεται ότι η δημοκρατία είναι εκείνο το πολίτευμα στο
οποίο υπάρχουν οι μηχανισμοί που εγγυώνται ότι η κρατική βούληση αντανακλά τη λαϊκή
βούληση.

Η αντιπροσωπευτική αρχή συμπληρώνει ή εξειδικεύει τη δημοκρατική αρχή στο πλαίσιο


του συνταγματικού κράτους. Με άλλα λόγια, η δημοκρατική αρχή και το αντιπροσωπευτικό
σύστημα ταυτίζονται θεωρητικά και ιστορικά και συναποτελούν το θεμελιώδες
χαρακτηριστικό του συνταγματικού κράτους και του συνταγματισμού. Εκ προοιμίου, θα
πρέπει να διευκρινιστεί πως, όταν γίνεται λόγος για το αντιπροσωπευτικό σύστημα,
σημαίνει ότι γίνεται αναφορά στην περιγραφική διάσταση της εν λόγω αρχής, δηλαδή στην
πολιτειακή πρόσληψη του Συντάγματος. Το ίδιο φαινόμενο εκφράζεται με κανονιστικούς
όρους όταν γίνεται λόγος για την αντιπροσωπευτική αρχή, ως θεμελιώδη αρχή του
Συντάγματος.

Ποιος είναι ο λόγος όμως για τον οποίο συνταγματική και αντιπροσωπευτική δημοκρατία
ταυτίζονται; Στην παραπάνω προβληματική, απάντηση μπορεί να δοθεί μέσω της
σύγκρισης της άμεσης και της έμμεσης δημοκρατίας. Πιο αναλυτικά, κατά τον Βέμπερ, η
άμεση δημοκρατία προϋποθέτει σωρευτικά μία μικρή εδαφική έκταση ή περιορισμένη
πληθυσμιακή συγκέντρωση, την απουσία μεγάλων κοινωνικών διαφοροποιήσεων,
διοικητικές υποθέσεις που να είναι σχετικά απλές και σταθερές και, τέλος, την ύπαρξη
σημαντικής παιδείας πάνω σε θέματα που αφορούν τη στάθμιση μέσω-σκοπών. Από αυτό
προκύπτει ότι η άμεση άσκηση της εξουσίας από τον λαό είναι κατά κανόνα, στη σύγχρονη
πολιτεία, ανέφικτη (θεσμοί άμεσης δημοκρατίας).239 Κατ’ αποτέλεσμα η οργάνωση της
Πολιτείας και η ανάδειξη των οργάνων της με τρόπο δημοκρατικό στα σύγχρονα
πολυπληθή και εκτεταμένα κράτη και λόγω της πολυπλοκότητας των κρατικών υποθέσεων
δεν είναι νοητή χωρίς αντιπροσωπευτική διαμεσολάβηση, δηλ. την εκλογή σε περιοδικά
διαστήματα αντιπροσώπων του λαού, οι οποίοι και λαμβάνουν τις ουσιαστικές αποφάσεις,
ιδίως με μορφή νόμων, στο όνομα του λαού. Ο τελευταίος παραμένει, ωστόσο, πηγή και
φορέας της κρατικής εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια, δεν υφίσταται αντίθεση μεταξύ της
λαϊκής κυριαρχίας και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά σύνθεση και
παραπληρωματικότητά τους

Πρώτο και κυριότερο στοιχείο της αντιπροσωπευτικής αρχής είναι σαφώς η ύπαρξη
αντιπροσωπευτικού σώματος, δηλαδή Βουλής, η οποία μάλιστα αναδεικνύεται περιοδικά
και έχει νομοθετικές αρμοδιότητες. Η εκλογή χαράσσει ένα πλαίσιο πολιτικής εντολής,
όπως αναλύθηκε παραπάνω, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στην ελεύθερη και στην
επιτακτική εντολή

Στο ελληνικό Σύνταγμα, η αντιπροσωπευτική αρχή τυποποιείται μέσα από τα άρθρα 53 §§1,
2, 3 και 60 §1, όπου αντίστοιχα θεσπίζονται οι περιοδικές εκλογές, η αντιπροσώπευση του
έθνους διά των βουλευτών, η άμεση και καθολική ψηφοφορία και το απεριόριστο
δικαίωμα γνώμης και ψήφου των βουλευτών κατά συνείδηση. Συμπεριλαμβάνεται και η
αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων της Βουλής (άρθρο 66§1 Σ), βάσει της οποίας το
εκλογικό σώμα μπορεί να παρακολουθεί και να ελέγχει τους αντιπροσώπους του.

Η αντιπροσωπευτική αρχή συνάγεται από το άρθρο 1 §1 Σ, το οποίο ορίζει ότι μορφή


πολιτεύματος είναι η προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κοινοβουλευτική αρχή
είναι ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίον η Κυβέρνηση που διορίζεται από τον Αρχηγό του
κράτους και ασκεί την εκτελεστική εξουσία εξαρτάται από την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Εφόσον λοιπόν υπάρχει Βουλή, είναι δυνατό να συνάγουμε ότι έχουμε και
αντιπροσωπευτικό σύστημα.

Όπως προελέχθη, κάθε κοινοβουλευτικό σύστημα είναι κατ’ ανάγκη και αντιπροσωπευτικό.
Η ύπαρξη Βουλής είναι αναγκαία προϋπόθεση του κοινοβουλευτικού συστήματος, δεν
είναι όμως και επαρκής, εφόσον η Κυβέρνηση είναι δυνατό να μην εξαρτάται από τη
Βουλή, όπως συμβαίνει λόγου χάρη σε ένα προεδρικό σύστημα. Επιπλέον, το
αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι στοιχείο της μορφής του κράτους, σε αντίθεση με το
κοινοβουλευτικό σύστημα το οποίο συνιστά μορφή της Κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση,
από το εν λόγω άρθρο συνάγεται ότι καθιερώνεται η αντιπροσωπευτική, η οποία αποτελεί
θεμελιώδη αρχή του πολιτεύματος μη υποκείμενη σε αναθεώρηση

Το κράτος δικαίου

Το κράτος δικαίου υπό την κανονιστική πρόσληψη του Συντάγματος συνιστά μια θεμελιώδη
συνταγματική αρχή. Υπό την πολιτειακή πρόσληψή του νοείται ως οργανωτική βάση του
συνταγματικού κράτους. Ήδη, από το άρθρο 26 του Συντάγματος, όπου κατοχυρώνεται η
αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, διαπιστώνουμε ότι όλα τα όργανα του κράτους
υπόκεινται στο Σύνταγμα, δηλαδή στο δίκαιο. Η υπαγωγή κάθε εξουσίας και κάθε
υποκειμένου στο δίκαιο είναι ο πυρήνας του κράτους δικαίου.

Συνεπώς, το συνταγματικό κράτος είναι κράτος δικαίου, είτε – βάσει του τυπικού
κριτηρίου– επειδή αυτό αναφέρεται ρητά στο συνταγματικό κείμενο είτε – βάσει του
ουσιαστικού κριτηρίου – λόγω δηλαδή του κεντρικού νοηματικού, πολιτικού και θεσμικού,
ρόλου που έχει στο όλο οικοδόμημα του Συντάγματος και του συνταγματικού κράτους.

Συνεπώς, το «κράτος δικαίου» αποβλέπει και στην προστασία της νομικής θέσης των
ατόμων. Τούτο συνιστά απόρροια της αναγνώρισης της αυξημένης τυπικής ισχύος του
Συντάγματος, όπου όλες οι κρατικές εξουσίες υποτάσσονται στο Σύνταγμα. Τα κρατικά
όργανα, λοιπόν, οφείλουν να ενεργούν εντός ορίων, που καθορίζει το Σύνταγμα και οι
αποφάσεις τους είναι ισχυρές μόνον εφόσον δεν αντιτίθενται σε διατάξεις του
Συντάγματος. Απόρροια είναι ο δικαστικός έλεγχος της αντισυνταγματικότητας των νόμων,
ο οποίος ασκείται κατασταλτικά.

Η αρχή του κράτους δικαίου σημαίνει μια δικαιοκρατικά οργανωμένη εξουσία, δηλαδή μια
εξουσία κανονιστικά οριοθετημένη και θεσμικά αντισταθμισμένη.173 Τούτο επιτυγχάνεται
και μέσω της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, σύμφωνα με την οποία τα κρατικά
όργανα δρουν βάσει των αρμοδιοτήτων που τους απονέμει το Σύνταγμα. Η ύπαρξη
περισσοτέρων του ενός οργάνων, όπως επιτάσσει η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών,
διασφαλίζει ότι πράγματι η εξουσία θα είναι θεσμικά αντισταθμισμένη, ενώ ο έλεγχος της
τήρησης των κανόνων που θέτουν όρια στη δράση των κρατικών οργάνων, αλλά και που
παράλληλα κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, εναπόκειται κυρίως στη δικαστική
λειτουργία. Είναι σαφές ότι δεν νοείται κράτος δικαίου χωρίς την εξασφάλιση και την
προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών του. Συνεπώς, η διάκριση
λειτουργιών αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό του κράτους δικαίου.

Άμεση απόρροια της αρχής του κράτους δικαίου είναι η αρχή της νομιμότητας. Περαιτέρω,
η αρχή του κράτους δικαίου έχει πολλές εκφάνσεις όπως είναι η αρχή της ασφάλειας και
της βεβαιότητας του δικαίου, η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και δικαστικών
αποφάσεων, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η αξίωση του γενικού, σαφούς και
απρόσωπου χαρακτήρα των νομοθετικών και κανονιστικών επιταγών, η αρχή της
αναλογικότητας, η απαγόρευση της επιβολής ποινών με αναδρομική ισχύ, η αναδρομική
ισχύς των νόμων μόνον εφόσον προβλέπεται τούτο ρητά και ειδικά και δεν ανατρέπονται,
απρόβλεπτα και ξαφνικά, χωρίς αποχρώντα λόγο δημοσίου συμφέροντος δικαιώματα
τρίτων καλοπίστως κτηθέντα ή έννομες καταστάσεις ή σχέσεις οι οποίες είχαν
δημιουργήσει στους ενδιαφερόμενους τη δικαιολογημένη πεποίθηση της σταθερότητας και
της διάρκειας. Περαιτέρω, απόρροια του τυπικού κράτους δικαίου, ως συνταγματικού
κράτους, και του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος είναι ο έλεγχος της
αντισυνταγματικότητας των νόμων. Ο έλεγχος αυτός διενεργείται προληπτικά από τη Βουλή
και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατασταλτικά δε από τα δικαστήρια. Ερείδεται αν σε
έλεγχο αντισυνταγματικότητας διάταξης νόμου μπορεί να προβεί και η διοίκηση. Από τα
παραπάνω προκύπτει ότι το κράτος δικαίου, υπό την τυπική του έννοια, στηρίζεται ένα
σύνολο γενικών αρχών και κανόνων που διέπουν και συνέχουν την έννομη τάξη, και τις
έννομες σχέσεις που συνάπτονται εντός της, και δεσμεύουν τόσο τη δικαιοπαραγωγική
λειτουργία του κράτους όσο και τη λειτουργία εξειδίκευσης, εφαρμογής και ερμηνείας των
κανόνων δικαίου, διοικητική και δικαιοδοτική

Κράτος δικαίου είναι το κράτος εκείνο στο οποίο η κρατική εξουσία, σε όλες τις εκφάνσεις
και λειτουργίες της, περιορίζεται και λειτουργεί βάσει κανόνων δικαίου.

Απέναντι στην παραπάνω, τυπική, αντίληψη για το κράτος δικαίου, προστίθεται και μια
ακόμη άποψη, όπως διατυπώνεται από τον Μανιτάκη,174 η οποία αφορά το ουσιαστικό
κράτος δικαίου. Σύμφωνα με τον ίδιο, κράτος δικαίου είναι: «Το σύνολο των αρχών και
αξιών που καθοδηγούν και νομιμοποιούν την δράση του κράτους, διέπουν τις έννομες
σχέσεις και προστατεύουν τα άτομα από άδικες ή δικαιολόγητες παρεμβάσεις του κράτους
στο χώρο της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας. Νομιμοποιούνται έτσι τα άτομα να
απαιτούν σεβασμό της αξίας τους ως προσώπων και φορέων ατομικών και κοινωνικών
δικαιωμάτων. Οι ίδιες αρχές δεσμεύουν και καθοδηγούν τον δικαστή, διότι χρησιμεύουν ως
κριτήρια αξιολόγησης πράξεων και θεμελίωσης νομικών κρίσεων».

Η θέση αυτή έχει το νόημα ότι το κράτος δικαίου δεν σημαίνει μόνον την τήρηση του νόμου
και του Συντάγματος, αλλά επιτάσσει και την ουσιαστικά δίκαιη αντιμετώπιση των πολιτών
μεταξύ τους, όχι μόνον την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου αλλά και του νόμου
έναντι των πολιτών. Με την κανονιστική αυτή επιταγή συνέχεται και η αναλογική ισότητα,
βάσει της οποίας επιτάσσεται η όμοια μεταχείριση των όμοιων καταστάσεων και η ανόμοια
των ανόμοιων καταστάσεων. Δεύτερη έκφανση της αρχής του ουσιαστικού κράτους δικαίου
είναι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία πλέον τυποποιείται και ρητά στο άρθρο 25 του
Συντάγματος.

Τόσο η αρχή του «κράτους δικαίου» όσο και η αρχή του «κοινωνικού κράτους» αποτελούν
δύο από τις πιο βασικές και θεμελιώδεις αρχές του σύγχρονου δημοκρατικού
πολιτεύματος, όπως αυτό ορίζεται συνταγματικά ως Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική
Δημοκρατία. Το κράτος δικαίου αντιδιαστέλλεται από το αστυνομικό ή το μοναρχικό
κράτος, στα οποία τα ατομικά δικαιώματα τελούν υπό την πλήρη και ασαφή διακριτική
ευχέρεια του Μονάρχη – Ηγέτη. Βάση για την κρατική εξουσία αποτελεί η λαϊκή
νομιμοποίηση και αυτή ασκείται βάσει του συντάγματος και των νόμων που είναι
σύμφωνοι με αυτό, σεβόμενη και προάγοντας τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα ειδικά
με τη μορφή των ατομικών δικαιωμάτων. Στην έννοια του κράτους δικαίου πρωταρχικό
ρόλο παίζει η έννοια «Κράτος», με την άσκηση μονομερούς επιβαλλόμενης και
εξαναγκαστικής εξουσίας. Ωστόσο το κράτος δικαίου μπορεί να εμφανίζεται τόσο με την
τυπική έννοια δηλαδή την τυπική νομιμοποίηση της κρατικής δράσης, όσο και με την

ουσιαστική, δηλαδή την πραγματική απονομή δικαιοσύνης στον πολίτη και το άτομο
(δηλαδή και στους αλλοδαπούς). Μέχρι την Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001, η αρχή
του κράτους δικαίου αποτελούσε γενική και άγραφη αρχή του δικαίου, που προέκυπτε από
τις εν γένει συνταγματικές διατάξεις. Με την αναθεώρηση του 2001, η αρχή του κράτους
δικαίου ορίζεται για πρώτη φορά ρητά και σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του
Συντάγματος «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού
συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του
Κράτους». Η αόριστη νομική έννοια του κράτους δικαίου βρίσκει εφαρμογή και νόημα σε
μια σειρά από συνταγματικές διατάξεις ρητά κατοχυρωμένες και πριν την συνταγματική
αναθεώρηση όπως, η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, η αρχή της νομιμότητας της
διοίκησης (95 παρ. 1 του Συντάγματος : «Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της
Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των
διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου».), το δικαίωμα παροχής
δικαστικής προστασίας ( 20 παρ. 1 του Συντάγματος : «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή
έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του
για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει».), το δικαίωμα προηγούμενης
ακρόασης του διοικουμένου προ έκδοσης επαχθούς για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του
πράξης (20 παρ. 2 του Συντάγματος : «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του
ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος
των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του».), τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων
από τα δικαστήρια (93 παρ. 4 Συντάγματος : «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην
εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα».) καθώς και
από την κατοχύρωση των εν γένει ατομικών δικαιωμάτων. Η ανωτέρω έννοια θα παρέμενε
κενό γράμμα συνταγματικής εφαρμογής από τη στιγμή που θα κατοχυρώνονταν μια μορφή
κράτους που «απλά δεν παρανομεί». Με την σύγχρονη μορφή του το κράτος οφείλει όχι
μόνο να περιορίζει το άτομο μέσα σε αναλογικά και λογικά πλαίσια προς εξυπηρέτηση του
δημοσίου συμφέροντος, αλλά και να το προάγει από ιδιώτη σε ενεργό και ευπρεπώς
διαβιούντα πολίτη. Σε αυτό το σημείο έρχεται η συμπληρωματική προς αυτή του κράτους
δικαίου έννοια του «κοινωνικού κράτους».

Το κράτος δικαίου, μέσω της αρχής της νομιμότητας, η οποία αποτελεί τη κύρια έκφανση
του, συνέβαλε στη δημιουργία ενός τέτοιου νομικού καθεστώτος, που περιορίζει την
κρατική δραστηριότητα μόνο στα ρητώς οριζόμενα από το νόμο, σε αντίθεση με την
ιδιωτική πρωτοβουλία η οποία αφέθηκε να δρα ελεύθερα με μόνο περιορισμό τις
αρνητικές κι όχι τις θετικές επιταγές του νόμου, όπως ισχύει για την κρατική εξουσία.
Συνεπώς, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το νομικό αυτό καθεστώς αποτέλεσε πρόκριμα για
τη διατήρηση ενός συγκεκριμένου κοινωνικοοικονομικού status quo διαποτισμένου από το
πνεύμα του οικονομικού φιλελευθερισμού. Ιδιαίτερα στην αρχή η έννοια του κράτους
δικαίου είχε κατ' εξοχήν φορμαλιστικό χαρακτήρα. Όπως τονίζει ο Δ. Τσάτσος, το κράτος
δικαίου δεν ήρθε να δημιουργήσει μια δικαιότερη ή ακόμη λιγότερο μια δίκαιη πολιτεία. Το
νόημα της αρχής είχε χαρακτήρα τυπικό κι ειδικότερα διαδικαστικό. Περιοριζόταν στη
διασφάλιση μιας ορισμένης διαδικασίας, χωρίς καμία αναζήτηση ουσιαστικής δικαιοσύνης.
Ο εμπλουτισμός της αρχής με επιπλέον διατάξεις όπως π.χ. οι ατομικές ελευθερίες κι η
μετάβαση στο λεγόμενο ουσιαστικό κράτος δικαίου, ήταν ακριβώς αποτέλεσμα του εν αρχή
τοιούτου χαρακτήρος του.

Κοινωνικό Κράτος

Η αρχή του κοινωνικού κράτους, όπως κατοχυρώνεται στο ισχύον Σύνταγμα αποτελεί μια
από τις λεγόμενες βάσεις του πολιτεύματος. Οι τρέχουσες πολιτικές και οικονομικές
εξελίξεις προσδίδουν σε αυτή ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μελέτη. Ο συγκερασμός της αρχής
αυτής με την αρχή του κράτους δικαίου διαμόρφωσε ένα ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο, αυτό
του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25§1 του Συντ.) το οποίο προσέλαβε ιδιαίτερα
σημαντικό χαρακτήρα για τη κοινωνική συνοχή και βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο του
πολιτικού αλλά κι ευρύτερα του κοινωνικού ενδιαφέροντος.

Κατ' αρχάς, στις διατάξεις, τις αφορώσες θεσμικές εγγυήσεις, περιλαμβάνονται το άρθρο
16§2 που θεσπίζει την υποχρέωση του κράτους να παρέχει παιδεία στους Έλληνες, το
άρθρο 17§1 που εισάγει περιορισμούς στην ιδιοκτησία υπέρ του γενικού συμφέροντος
καθώς και οι άλλες σχετικές ρυθμίσεις των άρθρων 17 και 18, το άρθρο 106§2 που
περιορίζει την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία υπό τους όρους του σεβασμού της
ελευθερίας κι αξιοπρέπειας του ανθρώπου και συγκεκριμένα ορίζει ότι δε μπορεί ν'
αναπτυχθεί σε βάρος της ελευθερίας ή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προκαλώντας
βλάβη στην εθνική οικονομία. Αυτή η διάταξη είναι σημαντικό

ανάχωμα σε φαινόμενα οικονομικής ασυδοσίας κι απολυτοποίησης του κέρδους ως


μοναδικού κριτηρίου και ως αποκλειστικού παράγοντα διαμόρφωσης της οικονομικής
δράσης. Ακόμη, το άρθρο 24§1,2,6 περί προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού
περιβάλλοντος, το άρθρο 25§2,4 που εισάγει αντιστοίχως την υποχρέωση της Πολιτείας για
προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, που απορρέουν από την ίδια του
τη φύση και την έννοια της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης καθώς και οι διατάξεις που
θεσπίζουν υποχρέωση εκ μέρους της Πολιτείας για τη λήψη μέτρων προκειμένου ν' αρθούν
οι ανισότητες ανάμεσα στα δύο φύλα, όπως ορίζεται στο άρθρο 116§2.

Όπως προκύπτει από τα ήδη λεχθέντα, η αρχή του κοινωνικού κράτους έρχεται σε αντίθεση
με το περιεχόμενο της αρχής του κράτους δικαίου και τ' αντίστοιχα προτάγματα τους, ήτοι
της ελευθερίας και της ισότητας, αναδεικνύοντας μια αντιφατικότητα εγγενή σε όλες τις
πολιτείες των οποίων τα Συντάγματα κατοχυρώνουν τις αρχές της ατομικής ιδιοκτησίας και
της ελευθερίας της ατομικής πρωτοβουλίας συγχρόνως με τις αρχές του κρατικού
παρεμβατισμού και της κοινωνικής πολιτικής. Η διάσταση αυτή και η σύγκρουση
αναμεταξύ τους δεν είναι διόλου επουσιώδης, διότι παρόλο που φαντάζει δεδομένο από
όσα έχουν ήδη λεχθεί ότι η αντίφαση αυτή αίρεται μ' ένα συγκερασμό των δύο αρχών εν
τούτοις, το ποιό από τις δύο θα υπερισχύσει εντός των πλαισίων αυτής της θεσμικής
σύζευξης θα καθορίσει τη τάση άσκησης πολιτικής, είτε υπέρ του σοσιαλισμού και του
κοινωνικού κράτους είτε υπέρ του φιλελεύθερου κράτους δικαίου. Εύστοχα θέτει το
πρόβλημα ο Κ. Μαυριάς λέγοντας “κεφαλαιώδες είναι το ερώτημα, αν μπορεί μια
κοινωνική δημοκρατία να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα πλήρως σχεδιαζόμενης και κοινωνικά
ελεγχόμενης οικονομίας, διατηρώντας ταυτόχρονα τη φιλελεύθερη δομή του πολιτικού
συστήματος.“

Συνεπώς, η φύση αλλά και η έκταση του κρατικού παρεμβατισμού στα πλαίσια του
σύγχρονου κοινωνικού κράτους, η οποία μάλιστα οδηγεί σε υπαρξιακή εξάρτηση των
πολιτών από το κράτος προκαλούν διάφορα προβλήματα στα πλαίσια της δυνατότητας της
κρατικής κατεύθυνσης των πολιτών κατά τη προαναφερθείσα δράση του. Έτσι, η ελευθερία
του ατόμου συναρτάται από τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά των κρατικών
παροχών, ενώ η μεταβολή ή άρση τους ενδέχεται να τη προσβάλουν. Στα πλαίσια ενός
σύγχρονου και λειτουργικού κοινωνικού κράτους, η κρατική δραστηριότητα θα πρέπει να
είναι τέτοια ώστε να διαμορφώνει κατάλληλες συνθήκες για την άσκηση των ατομικών
δικαιωμάτων των πολιτών κι όχι να ενθαρρύνει παρασιτικές σχέσεις πολίτη-κράτους. Για
παράδειγμα στο ζήτημα της ανεργίας, η αντιμετώπιση της θα πρέπει να γίνεται με άσκηση
τέτοιας πολιτικής, ώστε να δημιουργούνται θέσεις εργασίας κι όχι να γίνονται αθρόες
προσλήψεις στο δημόσιο τομέα. Θα πρέπει δηλαδή οι κρατικοί πόροι να διανέμονται κατά
τέτοιο τρόπο ώστε το κράτος να παραμένει λειτουργικό. Είναι εξαιρετικά απίθανο, αν όχι
αδύνατο, τα κρατικά έσοδα να μπορέσουν να καλύψουν το σύνολο των κοινωνικών και
προνοιακών αναγκών. Θα πρέπει όμως, όσο το δυνατόν περισσότερο να αξιοποιούνται σε
τέτοιες δράσεις που να επιλύουν τα γενεσιουργά αίτια ενός κοινωνικού προβλήματος κι όχι
τις διάφορες παράγωγες εκφάνσεις του

Συμπερασματικά, το κοινωνικό κράτος είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη κοινωνική


αλληλεγγύη, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι αποτελεί ουσιαστική εγγύηση της ελευθερίας.
Η έκταση κι η σημασία του είναι πολυεπίπεδη, σύνθετη αλλά συνάμα και ζωτική –
απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία του κοινωνικού συνόλου, ενώ οι πολίτες εξαρτώνται
από τη δράση του κοινωνικού κράτους σε βιοτικό επίπεδο, όχι μόνο ποιοτικά αλλά και
υπαρξιακά. Οι πρόσφατες εξελίξεις κατ' αρχάς σε οικονομικό επίπεδο, προκάλεσαν
ραγδαίες νομοθετικές μεταβολές, περιοριστικές των κοινωνικών παροχών, οι οποίες πέρα
από τα όποια ζητήματα εγείρουν σχετικά με τη συνταγματικότητα αυτών, θέτουν εν
αμφιβόλω την έως τώρα θεωρούμενη δεδομένη εξέλιξη του κοινωνικού κράτους. Ως
αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, η ακολουθούμενη πολιτική συντείνει στη μείωση του
κοινωνικού κράτους. Το πολυσύνθετο αυτό ζήτημα με τις πολλαπλές συνιστώσες τόσο σε
εσωτερικό πολιτειακό επίπεδο όσο και συναρτήσει των διεθνών επιρροών, ιδίως με την πιο
έντονη μορφή που προσλαμβάνουν στα ενωσιακά πλαίσια, θέτει υπό δοκιμασία τις δομές
του σύγχρονου κοινωνικού κράτους -δεδομένης και της δυσλειτουργικής αρχιτεκτονικής
του- η οποία θα διαμορφώσει και το μελλοντικό του χαρακτήρα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Κ.
Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, Έκδοση Δ', Εκδόσεις Α.Ν. Σάκκουλα, 2005 2. Δ. Τσάτσου,
Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β' “Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας, Έκδοση Β'
Εκδόσεις Α.Ν. Σάκκουλα, 1993 3. Κ. Τσουκαλά, Είδωλα Πολιτισμού : Ελευθερία, Ισότητα και
Αδελφότητα στη σύγχρονη

Πολιτεία, Έκδοση Β', Εκδόσεις Θεμέλιο 4. Α. Γέροντα, Επίκαιρα Προβλήματα του Κοινωνικού
Κράτους, ΤοΣ, 1987 5. Μ. Σταθόπουλου, Οικονομική Ελευθερία, Οικονομικό Σύστημα και
Σύνταγμα, ΤοΣ, 1981, Τεύχος Δ. 6. Α. Μανιτάκη, Η κανονιστική διάσταση των σχέσεων
κράτους δικαίου και κοινωνικού κράτους, ΤοΣ 19, 1993

Αρχή πολυκομματισμού

Η ελεύθερη ύπαρξη και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων ανήκει στο περιεχόμενο
της δημοκρατικής αρχής και συνιστά την αρχή του πολυκομματισμού. Το θεμέλιο του
πολυκομματισμού είναι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και η αντιπροσωπευτική αρχή,
που προϋποθέτει και τη συλλογικότητα, ιδίως μετά την καθιέρωση της καθολικής
ψηφοφορίας. Επίσης, θεμελιώδης αρχή είναι και η ελεύθερη ίδρυση και δράση των
πολιτικών κομμάτων. Με άλλα λόγια, η θεσμική διαρρύθμιση της λειτουργίας του
κοινοβουλευτικού συστήματος προϋποθέτει τη λειτουργία κομμάτων, δεδομένου ότι
το κόμμα λειτουργεί ως μηχανισμός υπέρβασης της διάκρισης κράτους και κοινωνίας.
Τα κόμματα είναι οι οργανωτικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν τη διασύνδεση κράτους
και κοινωνίας και, άρα, ως θεσμοί βρίσκονται εντός την κοινωνίας από τη μία πλευρά
και από την άλλη ασκούν δημόσια εξουσία μέσα από τους κρατικούς μηχανισμούς.
Με αυτόν τον τρόπο πραγματώνεται το αξίωμα ότι δημοκρατία είναι το πολίτευμα
που η κρατική βούληση απηχεί τη λαϊκή βούληση.

Στο άρθρο 29 §1 Σ, προβλέπεται η ελεύθερη –δηλαδή χωρίς περιορισμούς– ένωση


και το δικαίωμα ίδρυσης πολιτικών κομμάτων, η οποία συνδέεται με το δικαίωμα της
ελεύθερης και ανόθευτης βούλησης του εκλογέα. Στην ίδια διάταξη τίθεται το αξιακό
περιεχόμενο της δημοκρατίας, η οποία δεν αποτελεί μια στείρα διαδικασία και, άρα,
προϋποτίθεται ότι ένα κόμμα που φτιάχνεται για να λειτουργήσει στη δημοκρατία
οφείλει να υπηρετεί και το ίδιο την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού
πολιτεύματος.
Όπως προκύπτει και από το άρθρο 37 Σ, όλο το σύστημα σχηματισμού της
Κυβέρνησης στηρίζεται στον θεσμό του πολιτικού κόμματος. Στο ίδιο συμπέρασμα
μπορεί να καταλήξει κανείς και με την ανάγνωση άλλων συνταγματικών διατάξεων,
όπως το άρθρο 68 §3 Σ, το άρθρο 71 Σ, όπου θεσπίζονται οι κοινοβουλευτικές
εξεταστικές επιτροπές και τα τμήματα. Επίσης στα άρθρα 73 §4, 76 §4 και 113 που
αφορούν την οργάνωση της Βουλής καθώς και στον Κανονισμό της Βουλής, όπου
εκεί τα κόμματα αντιπροσωπεύονται από τους βουλευτές που συγκροτούν τις
κοινοβουλευτικές ομάδες.

Όπως προκύπτει και από το άρθρο 37 Σ, όλο το σύστημα σχηματισμού της


Κυβέρνησης στηρίζεται στον θεσμό του πολιτικού κόμματος. Στο ίδιο συμπέρασμα
μπορεί να καταλήξει κανείς και με την ανάγνωση άλλων συνταγματικών διατάξεων,
όπως το άρθρο 68 §3 Σ, το άρθρο 71 Σ, όπου θεσπίζονται οι κοινοβουλευτικές
εξεταστικές επιτροπές και τα τμήματα. Επίσης στα άρθρα 73 §4, 76 §4 και 113 που
αφορούν την οργάνωση της Βουλής καθώς και στον Κανονισμό της Βουλής, όπου
εκεί τα κόμματα αντιπροσωπεύονται από τους βουλευτές που συγκροτούν τις
κοινοβουλευτικές ομάδες.

Άρθρο 134
Εσχάτη προδοσία

1. Όποιος επιχειρεί με βία ή απειλή βίας να καταλύσει, να μεταβάλει, να αλλοιώσει ή να καταστήσει


ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή
θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού ή να αποστερήσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή
αυτόν που ασκεί την προεδρική εξουσία, τον Πρωθυπουργό, την Κυβέρνηση ή τη Βουλή από την εξουσία
που έχουν κατά το Σύνταγμα, τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών.
2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και: (α) όποιος επιχειρεί να τελέσει την πράξη της προηγούμενης
παραγράφου με κατάχρηση της ιδιότητάς του ως οργάνου του κράτους ή με σφετερισμό της ιδιότητας
αυτής, καθώς και (β) όποιος ασκεί την εξουσία που ο ίδιος ή άλλος κατέλαβε με τους τρόπους και τα μέσα
που προβλέπει το άρθρο αυτό.
3. Θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος θεωρούνται στο Κεφάλαιο αυτό: α) η ανάδειξη του
Αρχηγού του Κράτους με εκλογή, β) το δικαίωμα του λαού να εκλέγει τη Βουλή με γενικές, άμεσες,
ελεύθερες, ίσες και μυστικές ψηφοφορίες μέσα στα συνταγματικά χρονικά πλαίσια, γ) το κοινοβουλευτικό
σύστημα διακυβέρνησης, δ) η αρχή του πολυκομματισμού, ε) η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, όπως
προβλέπεται στο Σύνταγμα, στ) η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής
και της δικαστικής λειτουργίας από το Σύνταγμα και τους νόμους, ζ) η αρχή της ανεξαρτησίας της
δικαιοσύνης και η) η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα.

Επίτιμος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών


Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στην Κόρινθο
αναγορεύθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κ. Προκόπης
Παυλόπουλος, σε ειδική τελετή στο Δημοτικό Θέατρο Κορίνθου.
Αφού εξέφρασε τις ευχαριστίες του, ο κύριος Παυλόπουλος
απηύθυνε μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ομιλία με θέμα «Το Σύνταγμα
μεταξύ Διεθνούς και Ευρωπαϊκού δικαίου. Η ιεραρχία της έννομης
τάξης».
Η ομιλία παρατίθεται ολόκληρη, όπως δημοσιεύθηκε στην
ιστοσελίδα presidency.gr
Οι δημιουργικές πηγές του δικαίου αντιστοιχούν, κατ’ αποτέλεσμα, σ’
αυτούς τούτους τους κανόνες δικαίου, βεβαίως ύστερα από την
θεσμική διαμόρφωσή τους κι εφαρμογή τους στο πλαίσιο της έννομης
τάξης γενικώς. Κι αυτό διότι ο κανόνας δικαίου, ύστερα από την
διάπλασή του, αποκτά μέσ’ από την θεσμική του πλαισίωση και
κατοχύρωση διαστάσεις «πηγής», η οποία δια της ένταξής της στην
έννομη τάξη είναι σε θέση να ισχύσει και να παραγάγει περαιτέρω
έννομα αποτελέσματα. Υπ’ αυτήν την έννοια οι δημιουργικές πηγές
του δικαίου διαμορφώνουν, εμμέσως πλην σαφώς, και την όλη
ιεραρχία της έννομης τάξης, όπως αυτή αποτυπώνεται ιδίως στις
διατάξεις του άρθρου 28 του Συντάγματος. Κατά λογική αποτίμηση
των συνεπειών των θεωρήσεων που προεκτέθηκαν και των
προαναφερόμενων συνταγματικών διατάξεων, η ιεραρχία των
κανόνων δικαίου στο πεδίο της ελληνικής έννομης τάξης, κυρίως ως
προς την θεμελίωσή της σ’ ενιαία βάση, διαμορφώνεται ως
ακολούθως:
Ι. Στην κορυφή –αλλά και, κατά θεσμική λογική, στη βάση, της
έννομης τάξης βρίσκεται το Σύνταγμα, ως «Θεμελιώδης Νόμος»
στήριξής της και οργάνωσης των εν γένει πολιτικών θεσμών. Η
κανονιστική ιδιομορφία του Συντάγματος ως «κανόνα δικαίου-
γενάρχη» της όλης έννομης τάξης οδηγεί, αναποτρέπτως, στην
καθολική και αδιάστικτη υπεροχή του εντός της εσωτερικής έννομης
τάξης, όπως άλλωστε προκύπτει σαφώς από το γράμμα και το
πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 28 του Συντάγματος.
Συγκεκριμένα:
Α. Το Σύνταγμα, ως θεμελιώδης νόμος αποτελούμενος όχι μόνον
από τους κανόνες δικαίου που περιλαμβάνει αλλά και από τις γενικές
αρχές οι οποίες συνάγονται απ’ αυτούς, υπερισχύει αναποδράστως
κάθε άλλου κανόνα δικαίου. Είτε αυτός εντάσσεται στο εσωτερικό
δίκαιο είτε στους κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως
ενσωματώνονται κάθε φορά στην έννομη τάξη μας. Ιδιαίτερα
διαφωτιστική αυτής της νομικής λογικής είναι η νομολογία που
διαμόρφωσε η απόφαση (παραπεμπτική) του Συμβουλίου της
Επικρατείας 3242/2004 (πρβλ. όμως και τις αποφάσεις ΣτΕ (Ολ.)
3670/2006, 3470/2011).
Β. Και ως προς μεν το διεθνές δίκαιο, γραπτό ή προερχόμενο από
γενικά παραδεδεγμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου, ουδεμία
υφίσταται αμφιβολία: Το εθνικό Σύνταγμα υπέρκειται των κανόνων
του διεθνούς δικαίου. Όπως επίσης είναι προφανές, κατά το γράμμα
και το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 28 του Συντάγματος, ότι
και το ευρωπαϊκό δίκαιο –πάντοτε ως προς την δομή της ελληνικής
έννομης τάξης και της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή
Ένωση- υπέρκειται των κανόνων του διεθνούς δικαίου.
Γ. Ως προς τον «σκεπτικισμό» που ορισμένοι εκφράζουν σ’ ό,τι
αφορά την σχέση μεταξύ Συντάγματος και ευρωπαϊκού δικαίου
επισημαίνεται τούτο: Είναι λάθος, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει
προχωρήσει στο σημείο εκείνο πολιτειακής οργάνωσης που θα της
επέτρεπε να διαθέτει πραγματικά ενιαίο συνταγματικό θεμέλιο, να
επιχειρούν μια τέτοια σύγκριση και να θέτουν εν αμφιβόλω την
υπεροχή του Συντάγματος.
1. Έχοντας, προς το παρόν, δύο παράλληλες έννομες τάξεις –εκείνη
των κρατών-μελών κι εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης– με βάση την
κοινή νομική λογική οφείλουμε να δεχθούμε πως η άποψη των
ευρωπαϊκών οργάνων, και ιδίως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, κατά την οποία θεμέλιο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης είναι
το ευρωπαϊκό δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο (βλ. τις «ιστορικές»
αποφάσεις 15.7.1964, Costa c. ENEL, 17.12.1970, Internationale
Handelsgesellschaft, 9.3.1978, Simmenthal), ουδόλως επιδρά στην
υποχρέωση που έχουν τα όργανα των κρατών-μελών -άρα και της
Ελλάδας- να θέτουν ως αντίστοιχο θεμέλιο των επιμέρους έννομων
τάξεων το Σύνταγμά τους.
2.Οιαδήποτε άλλη εκδοχή -ακόμη και με ρητή συνταγματική
πρόβλεψη που, βεβαίως, δεν συντρέχει κατά το Σύνταγμά μας- με
βάση επίσης την κοινή νομική λογική αγνοεί την φύση του κανόνα
δικαίου ως μέσου ρύθμισης της πολιτειακής οργάνωσης και των
κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση,
αγνοεί την πεμπτουσία του Συντάγματος. Διότι αν υποθέσουμε, π.χ.,
στο πλαίσιο της έννομης τάξης μας ότι συντρέχει υπεροχή του
ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του Συντάγματος, αυτό θα σήμαινε ότι μια
τέτοια υπεροχή προβλέφθηκε, κατά κάποιον τρόπο, από το ίδιο το
Σύνταγμα κατά τη στιγμή εισόδου της Χώρας στην Ευρωπαϊκή
Ένωση, άλλοτε ΕΟΚ. Με τι είδους νομικό συλλογισμό, όμως, ένας
κανόνας δικαίου -άρα και το Σύνταγμα- θ’ αναγνώριζε σ’ άλλον
κανόνα δικαίου μεγαλύτερη κανονιστική ισχύ από εκείνη που ο ίδιος
διαθέτει, ως θεσμικό προϊόν της εθνικής κυριαρχίας; Οι υποστηρικτές
του αντιθέτου παραβλέπουν ότι, σύμφωνα με τη νομική ιδιοσυστασία
του κανόνα δικαίου, ισχύει και γι’ αυτόν, mutatis mutandis, η
θεμελιώδης αρχή του ρωμαϊκού δικαίου «nemo plus juris ad allium
transfere potest quam ipse habet».
ΙΙ. Αξίζει να σημειωθεί ότι προς την ίδια αυτή κατεύθυνση, αναφορικά
με την υπεροχή του Συντάγματος έναντι του ευρωπαϊκού δικαίου,
φαίνεται να κινούνται, εμμέσως πλην σαφώς:
Α. Πρώτον, η παραπεμπτική προς το ΔΕΕ απόφαση του Γερμανικού
Συνταγματικού Δικαστηρίου («Βundesverfassungsgericht») της
7.2.2014 (βλ. την ανακοίνωση τύπου αρ. 9/2014 της 7.2.2014).
1. Η ως άνω απόφαση, που είναι η πρώτη παραπεμπτική, την οποία
έχει απευθύνει το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο προς το ΔΕΕ,
εκδόθηκε υπό τις ακόλουθες συνθήκες: Στις 6.9.2012 -ήτοι μέσα στο
απόγειο της κρίσης δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη, αφού το
επιτόκιο π.χ. του ιταλικού και του ισπανικού δεκαετούς ομολόγου είχε
υπερβεί το 7%– ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι εξήγγειλε το
πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ΟΜΤ («Outright Monetary
Transactions»), δηλαδή το πρόγραμμα «Άμεσων Νομισματικών
Συναλλαγών», το οποίο αντικατέστησε το προηγούμενο -ανεπαρκές,
όπως έδειξε η πορεία εφαρμογής του- πρόγραμμα αγοράς ομολόγων
SMP («Securities Markets Program»). Ειδικότερα το πρόγραμμα
ΟΜΤ, σαφώς «ισχυρότερο» του SMP, προβλέπει την αγορά
απεριόριστου ύψους κρατικών ομολόγων ενός κράτους-μέλους της
Ευρωζώνης στην δευτερογενή αγορά, υπό την διπλή προϋπόθεση:
Πρώτον, ότι το αιτούν κράτος-μέλος έχει προηγουμένως απευθυνθεί
για την παροχή βοήθειας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας
(«ESM») και, δεύτερον, η βοήθεια θα έχει εγκριθεί από τα λοιπά
κράτη-μέλη της Ευρωζώνης.
2. Υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα το προδικαστικό ερώτημα του
Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου προς το ΔΕΕ είχε τα εξής
τρία σκέλη, που συμπυκνώνονται στον γενικότερο προβληματισμό αν
η απόφαση περί ΟΜΤ συνιστά ultra vires πράξη οργάνων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης:
α) Πρώτον, αν το πρόγραμμα ΟΜΤ παραβιάζει τις διατάξεις της ΣΕΕ
-ιδίως δε τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2- που κατοχυρώνουν τον
σεβασμό της κυριαρχίας των κρατών-μελών, επειδή το πρόγραμμα
τούτο μπορεί, εν δυνάμει, να προσβάλλει την δημοσιονομική
κυριαρχία και του Γερμανικού Κοινοβουλίου.
β) Δεύτερον, αν το πρόγραμμα ΟΜΤ παραβιάζει τις διατάξεις της
ΣΛΕΕ. Ιδίως δε τις διατάξεις των άρθρων 282 επ., σε συνδυασμό με
τις διατάξεις των άρθρων 119, 123 και 127, που καθορίζουν τις
αρμοδιότητες της ΕΚΤ και του «Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών
Τραπεζών» («ΕΣΚΤ»), επειδή έτσι η ΕΚΤ επεκτείνει υπερμέτρως –
και πέραν των ορίων του ευρωπαϊκού δικαίου– τις αρμοδιότητές της,
αφού το πρόγραμμα ΟΜΤ είναι ισοδύναμο με μια μορφή
«νομισματοποίησης του χρέους».
γ) Και, τρίτον, αν το πρόγραμμα ΟΜΤ είναι σύμφωνο με τις διατάξεις
των άρθρων 17-24 αυτού τούτου το Καταστατικού της ΕΚΤ.
Εξαιρετικά κρίσιμη όμως για τη θέση του Γερμανικού Συνταγματικού
Δικαστηρίου, ως προς την ιεράρχηση Συντάγματος και ευρωπαϊκού
δικαίου, είναι το ακροτελεύτιο σκεπτικό (αρ. 102) της παραπεμπτικής
απόφασης. Και τούτο διότι μέσω της προαναφερόμενης σκέψης του
το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αναγνωρίζει την προστασία
της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας ως υπέρτατη αρχή της
Ευρωπαϊκής Ένωσης επιφυλασσόμενο, συνακόλουθα, εν πάση
περιπτώσει να διατυπώσει, μετά την έκδοση της απόφασης του ΔΕΕ
επί της παραπομπής, την δική του άποψη ως προς το αν και κατά
πόσον η απόφαση της ΕΚΤ για το πρόγραμμα ΟΜΤ παραβιάζει,
πέραν του ευρωπαϊκού δικαίου, και το γερμανικό σύνταγμα.
3. Μ’ άλλες λέξεις στο προμνημονευόμενο σκεπτικό το Γερμανικό
Συνταγματικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, τα
όργανα του Γερμανικού Κράτους –άρα και η Bundesbank–
δεσμεύονται από το γερμανικό σύνταγμα. Επέκεινα, και ανεξάρτητα
από τις επιταγές του ευρωπαϊκού δικαίου –όπως και, κατά λογική
ακολουθία, ανεξάρτητα από την απόφαση του ΔΕΕ επί του
προδικαστικού ερωτήματος- τα όργανα αυτά οφείλουν να σεβασθούν
τις διατάξεις του γερμανικού συντάγματος. Πράγμα που σημαίνει,
περαιτέρω, ότι, εν τέλει, η Bundesbank, επικαλούμενη το γερμανικό
σύνταγμα, μπορεί –πέρα κι έξω από την κρίση του ΔΕΕ επί του
θέματος– ν’ αρνηθεί ενδεχόμενη συμμετοχή της σε προγράμματα
ΟΜΤ. Είναι, λοιπόν, πρόδηλο ότι με την ως άνω σειρά συλλογισμών
του το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο οδηγείται στο
συμπέρασμα πως, σε περίπτωση σύγκρουσης Συντάγματος και
ευρωπαϊκού δικαίου, τα όργανα του γερμανικού κράτους δεσμεύονται
από τις επιταγές του γερμανικού συντάγματος.
Β. Δεύτερον, η απόφαση 653/2012 του Συνταγματικού Συμβουλίου
της Γαλλίας («Conseil Constitutionnel»).
1. Η απόφαση αυτή αφορά παρεμφερές μ’ εκείνο του Γερμανικού
Συνταγματικού Δικαστηρίου ζήτημα. Ήτοι το ζήτημα του αν και κατά
πόσον ο κυρωτικός νόμος της Συνθήκης Σταθερότητας της
Ευρωπαϊκής Ένωσης της 2.3.2013 ήταν σύμφωνος με τις διατάξεις
του γαλλικού συντάγματος.
2. Στην απάντησή του αυτή το Γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο
στηρίχθηκε, κατά βάση, στις διατάξεις:
α) Αφενός του άρθρου 3, περί εθνικής κυριαρχίας, της Διακήρυξης
των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789, η οποία
διατηρεί πάντα την κανονιστική της εμβέλεια στο πλαίσιο της
γαλλικής έννομης τάξης.
β) Και, αφετέρου, του άρθρου 88 του ισχύοντος γαλλικού
συντάγματος, με βάση τις οποίες οριοθετείται το πώς η Γαλλική
Δημοκρατία μετέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
γ) Ειδικότερα δε, ερμηνεύοντας συνδυαστικώς τις ως άνω διατάξεις,
το Γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο δέχθηκε ότι η προς κύρωση
συνθήκη δεν συνεπάγεται –ούτε μπορεί να συνεπάγεται- μεταβίβαση
κυριαρχικών αρμοδιοτήτων του γαλλικού κράτους που σχετίζονται με
δημοσιονομικά θέματα. Δοθέντος ότι, κατά την γαλλική έννομη τάξη
και την ιεραρχία της, το γαλλικό σύνταγμα δεν επιτρέπει μεταβίβαση
τέτοιων αρμοδιοτήτων.
Συμπέρασμα
Όσον η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την σημερινή της μορφή, μιά οδός
υπάρχει για την επίλυση του προβλήματος της ιεράρχησης μεταξύ
Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Δικαίου. Δίχως βεβαίως να είναι
απολύτως αποτελεσματική κανονιστικώς:
Α. Από την πλευρά του ΔΕΕ, όσο το δυνατόν πιο σύμφωνη με τα
εθνικά Συντάγματα ερμηνεία των κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου.
Β. Και, από την πλευρά των εθνικών δικαστηρίων, όσο το δυνατόν
πιο σύμφωνη με το ευρωπαϊκό δίκαιο ερμηνεία των εθνικών
συνταγματικών κανόνων.
Αυτή η «μέση οδός» μπορεί να διευκολύνει την αρμονική συμβίωση
της ευρωπαϊκής έννομης τάξης με τις εθνικές έννομες τάξεις –και,
φυσικά, αντιστρόφως- ως την τελική, τουλάχιστον θεσμική,
ευρωπαϊκή ενοποίηση.-

You might also like