Professional Documents
Culture Documents
2.
Η δημοκρατική αρχή είναι η πρώτη θεμελιώδης συνταγματική αρχή, υπό την κανονιστική
πρόσληψη του Συντάγματος. Στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του
Συντάγματος, όμως, εκτός από τη δημοκρατική αρχή, εμπεριέχεται και μία διακήρυξη, αυτή
της βάσης του πολιτεύματος, ως δημοκρατίας, και της μορφής του ως προεδρευόμενης και
κοινοβουλευτικής. Η βάση του πολιτεύματος συνδέεται με το ερώτημα ποιος είναι ο
κυρίαρχος ή ο φορέας της κυριαρχίας, ο οποίος στη δημοκρατία είναι ο λαός. Παράλληλα,
το άρθρο αυτό συνδέεται με εκείνο που προβλέπει τον σκληρό, μη αναθεωρήσιμο πυρήνα
του Συντάγματος (άρθρο 110 Σ). Δηλώνοντας
Ποιος είναι ο λόγος όμως για τον οποίο συνταγματική και αντιπροσωπευτική δημοκρατία
ταυτίζονται; Στην παραπάνω προβληματική, απάντηση μπορεί να δοθεί μέσω της
σύγκρισης της άμεσης και της έμμεσης δημοκρατίας. Πιο αναλυτικά, κατά τον Βέμπερ, η
άμεση δημοκρατία προϋποθέτει σωρευτικά μία μικρή εδαφική έκταση ή περιορισμένη
πληθυσμιακή συγκέντρωση, την απουσία μεγάλων κοινωνικών διαφοροποιήσεων,
διοικητικές υποθέσεις που να είναι σχετικά απλές και σταθερές και, τέλος, την ύπαρξη
σημαντικής παιδείας πάνω σε θέματα που αφορούν τη στάθμιση μέσω-σκοπών. Από αυτό
προκύπτει ότι η άμεση άσκηση της εξουσίας από τον λαό είναι κατά κανόνα, στη σύγχρονη
πολιτεία, ανέφικτη (θεσμοί άμεσης δημοκρατίας).239 Κατ’ αποτέλεσμα η οργάνωση της
Πολιτείας και η ανάδειξη των οργάνων της με τρόπο δημοκρατικό στα σύγχρονα
πολυπληθή και εκτεταμένα κράτη και λόγω της πολυπλοκότητας των κρατικών υποθέσεων
δεν είναι νοητή χωρίς αντιπροσωπευτική διαμεσολάβηση, δηλ. την εκλογή σε περιοδικά
διαστήματα αντιπροσώπων του λαού, οι οποίοι και λαμβάνουν τις ουσιαστικές αποφάσεις,
ιδίως με μορφή νόμων, στο όνομα του λαού. Ο τελευταίος παραμένει, ωστόσο, πηγή και
φορέας της κρατικής εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια, δεν υφίσταται αντίθεση μεταξύ της
λαϊκής κυριαρχίας και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά σύνθεση και
παραπληρωματικότητά τους
Πρώτο και κυριότερο στοιχείο της αντιπροσωπευτικής αρχής είναι σαφώς η ύπαρξη
αντιπροσωπευτικού σώματος, δηλαδή Βουλής, η οποία μάλιστα αναδεικνύεται περιοδικά
και έχει νομοθετικές αρμοδιότητες. Η εκλογή χαράσσει ένα πλαίσιο πολιτικής εντολής,
όπως αναλύθηκε παραπάνω, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στην ελεύθερη και στην
επιτακτική εντολή
Στο ελληνικό Σύνταγμα, η αντιπροσωπευτική αρχή τυποποιείται μέσα από τα άρθρα 53 §§1,
2, 3 και 60 §1, όπου αντίστοιχα θεσπίζονται οι περιοδικές εκλογές, η αντιπροσώπευση του
έθνους διά των βουλευτών, η άμεση και καθολική ψηφοφορία και το απεριόριστο
δικαίωμα γνώμης και ψήφου των βουλευτών κατά συνείδηση. Συμπεριλαμβάνεται και η
αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων της Βουλής (άρθρο 66§1 Σ), βάσει της οποίας το
εκλογικό σώμα μπορεί να παρακολουθεί και να ελέγχει τους αντιπροσώπους του.
Όπως προελέχθη, κάθε κοινοβουλευτικό σύστημα είναι κατ’ ανάγκη και αντιπροσωπευτικό.
Η ύπαρξη Βουλής είναι αναγκαία προϋπόθεση του κοινοβουλευτικού συστήματος, δεν
είναι όμως και επαρκής, εφόσον η Κυβέρνηση είναι δυνατό να μην εξαρτάται από τη
Βουλή, όπως συμβαίνει λόγου χάρη σε ένα προεδρικό σύστημα. Επιπλέον, το
αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι στοιχείο της μορφής του κράτους, σε αντίθεση με το
κοινοβουλευτικό σύστημα το οποίο συνιστά μορφή της Κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση,
από το εν λόγω άρθρο συνάγεται ότι καθιερώνεται η αντιπροσωπευτική, η οποία αποτελεί
θεμελιώδη αρχή του πολιτεύματος μη υποκείμενη σε αναθεώρηση
Το κράτος δικαίου
Το κράτος δικαίου υπό την κανονιστική πρόσληψη του Συντάγματος συνιστά μια θεμελιώδη
συνταγματική αρχή. Υπό την πολιτειακή πρόσληψή του νοείται ως οργανωτική βάση του
συνταγματικού κράτους. Ήδη, από το άρθρο 26 του Συντάγματος, όπου κατοχυρώνεται η
αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, διαπιστώνουμε ότι όλα τα όργανα του κράτους
υπόκεινται στο Σύνταγμα, δηλαδή στο δίκαιο. Η υπαγωγή κάθε εξουσίας και κάθε
υποκειμένου στο δίκαιο είναι ο πυρήνας του κράτους δικαίου.
Συνεπώς, το συνταγματικό κράτος είναι κράτος δικαίου, είτε – βάσει του τυπικού
κριτηρίου– επειδή αυτό αναφέρεται ρητά στο συνταγματικό κείμενο είτε – βάσει του
ουσιαστικού κριτηρίου – λόγω δηλαδή του κεντρικού νοηματικού, πολιτικού και θεσμικού,
ρόλου που έχει στο όλο οικοδόμημα του Συντάγματος και του συνταγματικού κράτους.
Συνεπώς, το «κράτος δικαίου» αποβλέπει και στην προστασία της νομικής θέσης των
ατόμων. Τούτο συνιστά απόρροια της αναγνώρισης της αυξημένης τυπικής ισχύος του
Συντάγματος, όπου όλες οι κρατικές εξουσίες υποτάσσονται στο Σύνταγμα. Τα κρατικά
όργανα, λοιπόν, οφείλουν να ενεργούν εντός ορίων, που καθορίζει το Σύνταγμα και οι
αποφάσεις τους είναι ισχυρές μόνον εφόσον δεν αντιτίθενται σε διατάξεις του
Συντάγματος. Απόρροια είναι ο δικαστικός έλεγχος της αντισυνταγματικότητας των νόμων,
ο οποίος ασκείται κατασταλτικά.
Η αρχή του κράτους δικαίου σημαίνει μια δικαιοκρατικά οργανωμένη εξουσία, δηλαδή μια
εξουσία κανονιστικά οριοθετημένη και θεσμικά αντισταθμισμένη.173 Τούτο επιτυγχάνεται
και μέσω της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, σύμφωνα με την οποία τα κρατικά
όργανα δρουν βάσει των αρμοδιοτήτων που τους απονέμει το Σύνταγμα. Η ύπαρξη
περισσοτέρων του ενός οργάνων, όπως επιτάσσει η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών,
διασφαλίζει ότι πράγματι η εξουσία θα είναι θεσμικά αντισταθμισμένη, ενώ ο έλεγχος της
τήρησης των κανόνων που θέτουν όρια στη δράση των κρατικών οργάνων, αλλά και που
παράλληλα κατοχυρώνουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, εναπόκειται κυρίως στη δικαστική
λειτουργία. Είναι σαφές ότι δεν νοείται κράτος δικαίου χωρίς την εξασφάλιση και την
προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών του. Συνεπώς, η διάκριση
λειτουργιών αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό του κράτους δικαίου.
Άμεση απόρροια της αρχής του κράτους δικαίου είναι η αρχή της νομιμότητας. Περαιτέρω,
η αρχή του κράτους δικαίου έχει πολλές εκφάνσεις όπως είναι η αρχή της ασφάλειας και
της βεβαιότητας του δικαίου, η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και δικαστικών
αποφάσεων, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η αξίωση του γενικού, σαφούς και
απρόσωπου χαρακτήρα των νομοθετικών και κανονιστικών επιταγών, η αρχή της
αναλογικότητας, η απαγόρευση της επιβολής ποινών με αναδρομική ισχύ, η αναδρομική
ισχύς των νόμων μόνον εφόσον προβλέπεται τούτο ρητά και ειδικά και δεν ανατρέπονται,
απρόβλεπτα και ξαφνικά, χωρίς αποχρώντα λόγο δημοσίου συμφέροντος δικαιώματα
τρίτων καλοπίστως κτηθέντα ή έννομες καταστάσεις ή σχέσεις οι οποίες είχαν
δημιουργήσει στους ενδιαφερόμενους τη δικαιολογημένη πεποίθηση της σταθερότητας και
της διάρκειας. Περαιτέρω, απόρροια του τυπικού κράτους δικαίου, ως συνταγματικού
κράτους, και του αυστηρού χαρακτήρα του Συντάγματος είναι ο έλεγχος της
αντισυνταγματικότητας των νόμων. Ο έλεγχος αυτός διενεργείται προληπτικά από τη Βουλή
και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατασταλτικά δε από τα δικαστήρια. Ερείδεται αν σε
έλεγχο αντισυνταγματικότητας διάταξης νόμου μπορεί να προβεί και η διοίκηση. Από τα
παραπάνω προκύπτει ότι το κράτος δικαίου, υπό την τυπική του έννοια, στηρίζεται ένα
σύνολο γενικών αρχών και κανόνων που διέπουν και συνέχουν την έννομη τάξη, και τις
έννομες σχέσεις που συνάπτονται εντός της, και δεσμεύουν τόσο τη δικαιοπαραγωγική
λειτουργία του κράτους όσο και τη λειτουργία εξειδίκευσης, εφαρμογής και ερμηνείας των
κανόνων δικαίου, διοικητική και δικαιοδοτική
Κράτος δικαίου είναι το κράτος εκείνο στο οποίο η κρατική εξουσία, σε όλες τις εκφάνσεις
και λειτουργίες της, περιορίζεται και λειτουργεί βάσει κανόνων δικαίου.
Απέναντι στην παραπάνω, τυπική, αντίληψη για το κράτος δικαίου, προστίθεται και μια
ακόμη άποψη, όπως διατυπώνεται από τον Μανιτάκη,174 η οποία αφορά το ουσιαστικό
κράτος δικαίου. Σύμφωνα με τον ίδιο, κράτος δικαίου είναι: «Το σύνολο των αρχών και
αξιών που καθοδηγούν και νομιμοποιούν την δράση του κράτους, διέπουν τις έννομες
σχέσεις και προστατεύουν τα άτομα από άδικες ή δικαιολόγητες παρεμβάσεις του κράτους
στο χώρο της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας. Νομιμοποιούνται έτσι τα άτομα να
απαιτούν σεβασμό της αξίας τους ως προσώπων και φορέων ατομικών και κοινωνικών
δικαιωμάτων. Οι ίδιες αρχές δεσμεύουν και καθοδηγούν τον δικαστή, διότι χρησιμεύουν ως
κριτήρια αξιολόγησης πράξεων και θεμελίωσης νομικών κρίσεων».
Η θέση αυτή έχει το νόημα ότι το κράτος δικαίου δεν σημαίνει μόνον την τήρηση του νόμου
και του Συντάγματος, αλλά επιτάσσει και την ουσιαστικά δίκαιη αντιμετώπιση των πολιτών
μεταξύ τους, όχι μόνον την ισότητα των πολιτών έναντι του νόμου αλλά και του νόμου
έναντι των πολιτών. Με την κανονιστική αυτή επιταγή συνέχεται και η αναλογική ισότητα,
βάσει της οποίας επιτάσσεται η όμοια μεταχείριση των όμοιων καταστάσεων και η ανόμοια
των ανόμοιων καταστάσεων. Δεύτερη έκφανση της αρχής του ουσιαστικού κράτους δικαίου
είναι η αρχή της αναλογικότητας, η οποία πλέον τυποποιείται και ρητά στο άρθρο 25 του
Συντάγματος.
Τόσο η αρχή του «κράτους δικαίου» όσο και η αρχή του «κοινωνικού κράτους» αποτελούν
δύο από τις πιο βασικές και θεμελιώδεις αρχές του σύγχρονου δημοκρατικού
πολιτεύματος, όπως αυτό ορίζεται συνταγματικά ως Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική
Δημοκρατία. Το κράτος δικαίου αντιδιαστέλλεται από το αστυνομικό ή το μοναρχικό
κράτος, στα οποία τα ατομικά δικαιώματα τελούν υπό την πλήρη και ασαφή διακριτική
ευχέρεια του Μονάρχη – Ηγέτη. Βάση για την κρατική εξουσία αποτελεί η λαϊκή
νομιμοποίηση και αυτή ασκείται βάσει του συντάγματος και των νόμων που είναι
σύμφωνοι με αυτό, σεβόμενη και προάγοντας τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα ειδικά
με τη μορφή των ατομικών δικαιωμάτων. Στην έννοια του κράτους δικαίου πρωταρχικό
ρόλο παίζει η έννοια «Κράτος», με την άσκηση μονομερούς επιβαλλόμενης και
εξαναγκαστικής εξουσίας. Ωστόσο το κράτος δικαίου μπορεί να εμφανίζεται τόσο με την
τυπική έννοια δηλαδή την τυπική νομιμοποίηση της κρατικής δράσης, όσο και με την
ουσιαστική, δηλαδή την πραγματική απονομή δικαιοσύνης στον πολίτη και το άτομο
(δηλαδή και στους αλλοδαπούς). Μέχρι την Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001, η αρχή
του κράτους δικαίου αποτελούσε γενική και άγραφη αρχή του δικαίου, που προέκυπτε από
τις εν γένει συνταγματικές διατάξεις. Με την αναθεώρηση του 2001, η αρχή του κράτους
δικαίου ορίζεται για πρώτη φορά ρητά και σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του
Συντάγματος «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού
συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του
Κράτους». Η αόριστη νομική έννοια του κράτους δικαίου βρίσκει εφαρμογή και νόημα σε
μια σειρά από συνταγματικές διατάξεις ρητά κατοχυρωμένες και πριν την συνταγματική
αναθεώρηση όπως, η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, η αρχή της νομιμότητας της
διοίκησης (95 παρ. 1 του Συντάγματος : «Στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της
Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των
διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόμου».), το δικαίωμα παροχής
δικαστικής προστασίας ( 20 παρ. 1 του Συντάγματος : «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή
έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του
για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει».), το δικαίωμα προηγούμενης
ακρόασης του διοικουμένου προ έκδοσης επαχθούς για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του
πράξης (20 παρ. 2 του Συντάγματος : «Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του
ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται σε βάρος
των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του».), τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων
από τα δικαστήρια (93 παρ. 4 Συντάγματος : «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην
εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα».) καθώς και
από την κατοχύρωση των εν γένει ατομικών δικαιωμάτων. Η ανωτέρω έννοια θα παρέμενε
κενό γράμμα συνταγματικής εφαρμογής από τη στιγμή που θα κατοχυρώνονταν μια μορφή
κράτους που «απλά δεν παρανομεί». Με την σύγχρονη μορφή του το κράτος οφείλει όχι
μόνο να περιορίζει το άτομο μέσα σε αναλογικά και λογικά πλαίσια προς εξυπηρέτηση του
δημοσίου συμφέροντος, αλλά και να το προάγει από ιδιώτη σε ενεργό και ευπρεπώς
διαβιούντα πολίτη. Σε αυτό το σημείο έρχεται η συμπληρωματική προς αυτή του κράτους
δικαίου έννοια του «κοινωνικού κράτους».
Το κράτος δικαίου, μέσω της αρχής της νομιμότητας, η οποία αποτελεί τη κύρια έκφανση
του, συνέβαλε στη δημιουργία ενός τέτοιου νομικού καθεστώτος, που περιορίζει την
κρατική δραστηριότητα μόνο στα ρητώς οριζόμενα από το νόμο, σε αντίθεση με την
ιδιωτική πρωτοβουλία η οποία αφέθηκε να δρα ελεύθερα με μόνο περιορισμό τις
αρνητικές κι όχι τις θετικές επιταγές του νόμου, όπως ισχύει για την κρατική εξουσία.
Συνεπώς, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι το νομικό αυτό καθεστώς αποτέλεσε πρόκριμα για
τη διατήρηση ενός συγκεκριμένου κοινωνικοοικονομικού status quo διαποτισμένου από το
πνεύμα του οικονομικού φιλελευθερισμού. Ιδιαίτερα στην αρχή η έννοια του κράτους
δικαίου είχε κατ' εξοχήν φορμαλιστικό χαρακτήρα. Όπως τονίζει ο Δ. Τσάτσος, το κράτος
δικαίου δεν ήρθε να δημιουργήσει μια δικαιότερη ή ακόμη λιγότερο μια δίκαιη πολιτεία. Το
νόημα της αρχής είχε χαρακτήρα τυπικό κι ειδικότερα διαδικαστικό. Περιοριζόταν στη
διασφάλιση μιας ορισμένης διαδικασίας, χωρίς καμία αναζήτηση ουσιαστικής δικαιοσύνης.
Ο εμπλουτισμός της αρχής με επιπλέον διατάξεις όπως π.χ. οι ατομικές ελευθερίες κι η
μετάβαση στο λεγόμενο ουσιαστικό κράτος δικαίου, ήταν ακριβώς αποτέλεσμα του εν αρχή
τοιούτου χαρακτήρος του.
Κοινωνικό Κράτος
Η αρχή του κοινωνικού κράτους, όπως κατοχυρώνεται στο ισχύον Σύνταγμα αποτελεί μια
από τις λεγόμενες βάσεις του πολιτεύματος. Οι τρέχουσες πολιτικές και οικονομικές
εξελίξεις προσδίδουν σε αυτή ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μελέτη. Ο συγκερασμός της αρχής
αυτής με την αρχή του κράτους δικαίου διαμόρφωσε ένα ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο, αυτό
του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25§1 του Συντ.) το οποίο προσέλαβε ιδιαίτερα
σημαντικό χαρακτήρα για τη κοινωνική συνοχή και βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο του
πολιτικού αλλά κι ευρύτερα του κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Κατ' αρχάς, στις διατάξεις, τις αφορώσες θεσμικές εγγυήσεις, περιλαμβάνονται το άρθρο
16§2 που θεσπίζει την υποχρέωση του κράτους να παρέχει παιδεία στους Έλληνες, το
άρθρο 17§1 που εισάγει περιορισμούς στην ιδιοκτησία υπέρ του γενικού συμφέροντος
καθώς και οι άλλες σχετικές ρυθμίσεις των άρθρων 17 και 18, το άρθρο 106§2 που
περιορίζει την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία υπό τους όρους του σεβασμού της
ελευθερίας κι αξιοπρέπειας του ανθρώπου και συγκεκριμένα ορίζει ότι δε μπορεί ν'
αναπτυχθεί σε βάρος της ελευθερίας ή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προκαλώντας
βλάβη στην εθνική οικονομία. Αυτή η διάταξη είναι σημαντικό
Όπως προκύπτει από τα ήδη λεχθέντα, η αρχή του κοινωνικού κράτους έρχεται σε αντίθεση
με το περιεχόμενο της αρχής του κράτους δικαίου και τ' αντίστοιχα προτάγματα τους, ήτοι
της ελευθερίας και της ισότητας, αναδεικνύοντας μια αντιφατικότητα εγγενή σε όλες τις
πολιτείες των οποίων τα Συντάγματα κατοχυρώνουν τις αρχές της ατομικής ιδιοκτησίας και
της ελευθερίας της ατομικής πρωτοβουλίας συγχρόνως με τις αρχές του κρατικού
παρεμβατισμού και της κοινωνικής πολιτικής. Η διάσταση αυτή και η σύγκρουση
αναμεταξύ τους δεν είναι διόλου επουσιώδης, διότι παρόλο που φαντάζει δεδομένο από
όσα έχουν ήδη λεχθεί ότι η αντίφαση αυτή αίρεται μ' ένα συγκερασμό των δύο αρχών εν
τούτοις, το ποιό από τις δύο θα υπερισχύσει εντός των πλαισίων αυτής της θεσμικής
σύζευξης θα καθορίσει τη τάση άσκησης πολιτικής, είτε υπέρ του σοσιαλισμού και του
κοινωνικού κράτους είτε υπέρ του φιλελεύθερου κράτους δικαίου. Εύστοχα θέτει το
πρόβλημα ο Κ. Μαυριάς λέγοντας “κεφαλαιώδες είναι το ερώτημα, αν μπορεί μια
κοινωνική δημοκρατία να εγκαθιδρύσει ένα σύστημα πλήρως σχεδιαζόμενης και κοινωνικά
ελεγχόμενης οικονομίας, διατηρώντας ταυτόχρονα τη φιλελεύθερη δομή του πολιτικού
συστήματος.“
Συνεπώς, η φύση αλλά και η έκταση του κρατικού παρεμβατισμού στα πλαίσια του
σύγχρονου κοινωνικού κράτους, η οποία μάλιστα οδηγεί σε υπαρξιακή εξάρτηση των
πολιτών από το κράτος προκαλούν διάφορα προβλήματα στα πλαίσια της δυνατότητας της
κρατικής κατεύθυνσης των πολιτών κατά τη προαναφερθείσα δράση του. Έτσι, η ελευθερία
του ατόμου συναρτάται από τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά των κρατικών
παροχών, ενώ η μεταβολή ή άρση τους ενδέχεται να τη προσβάλουν. Στα πλαίσια ενός
σύγχρονου και λειτουργικού κοινωνικού κράτους, η κρατική δραστηριότητα θα πρέπει να
είναι τέτοια ώστε να διαμορφώνει κατάλληλες συνθήκες για την άσκηση των ατομικών
δικαιωμάτων των πολιτών κι όχι να ενθαρρύνει παρασιτικές σχέσεις πολίτη-κράτους. Για
παράδειγμα στο ζήτημα της ανεργίας, η αντιμετώπιση της θα πρέπει να γίνεται με άσκηση
τέτοιας πολιτικής, ώστε να δημιουργούνται θέσεις εργασίας κι όχι να γίνονται αθρόες
προσλήψεις στο δημόσιο τομέα. Θα πρέπει δηλαδή οι κρατικοί πόροι να διανέμονται κατά
τέτοιο τρόπο ώστε το κράτος να παραμένει λειτουργικό. Είναι εξαιρετικά απίθανο, αν όχι
αδύνατο, τα κρατικά έσοδα να μπορέσουν να καλύψουν το σύνολο των κοινωνικών και
προνοιακών αναγκών. Θα πρέπει όμως, όσο το δυνατόν περισσότερο να αξιοποιούνται σε
τέτοιες δράσεις που να επιλύουν τα γενεσιουργά αίτια ενός κοινωνικού προβλήματος κι όχι
τις διάφορες παράγωγες εκφάνσεις του
Πολιτεία, Έκδοση Β', Εκδόσεις Θεμέλιο 4. Α. Γέροντα, Επίκαιρα Προβλήματα του Κοινωνικού
Κράτους, ΤοΣ, 1987 5. Μ. Σταθόπουλου, Οικονομική Ελευθερία, Οικονομικό Σύστημα και
Σύνταγμα, ΤοΣ, 1981, Τεύχος Δ. 6. Α. Μανιτάκη, Η κανονιστική διάσταση των σχέσεων
κράτους δικαίου και κοινωνικού κράτους, ΤοΣ 19, 1993
Αρχή πολυκομματισμού
Η ελεύθερη ύπαρξη και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων ανήκει στο περιεχόμενο
της δημοκρατικής αρχής και συνιστά την αρχή του πολυκομματισμού. Το θεμέλιο του
πολυκομματισμού είναι η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και η αντιπροσωπευτική αρχή,
που προϋποθέτει και τη συλλογικότητα, ιδίως μετά την καθιέρωση της καθολικής
ψηφοφορίας. Επίσης, θεμελιώδης αρχή είναι και η ελεύθερη ίδρυση και δράση των
πολιτικών κομμάτων. Με άλλα λόγια, η θεσμική διαρρύθμιση της λειτουργίας του
κοινοβουλευτικού συστήματος προϋποθέτει τη λειτουργία κομμάτων, δεδομένου ότι
το κόμμα λειτουργεί ως μηχανισμός υπέρβασης της διάκρισης κράτους και κοινωνίας.
Τα κόμματα είναι οι οργανωτικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν τη διασύνδεση κράτους
και κοινωνίας και, άρα, ως θεσμοί βρίσκονται εντός την κοινωνίας από τη μία πλευρά
και από την άλλη ασκούν δημόσια εξουσία μέσα από τους κρατικούς μηχανισμούς.
Με αυτόν τον τρόπο πραγματώνεται το αξίωμα ότι δημοκρατία είναι το πολίτευμα
που η κρατική βούληση απηχεί τη λαϊκή βούληση.
Άρθρο 134
Εσχάτη προδοσία