You are on page 1of 27

ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η έννομη τάξη
Σο ελληνικό κράτος ιδρύει την έννομη τάξη του θέτοντας σύνταγμα με την επανάσταση του
1821 και την ανασυντάσσει για τελευταία φορά με το σύνταγμα του 1975.

Σο ΢ύνταγμα του 1975 όπως και τα προηγούμενα είναι αυστηρό. Δομεί την έννομη τάξη
πυραμιδοειδώς και καθορίζει την ιεραρχία των οργάνων (που παράγουν κανόνες δικαίου) και
τους κανόνες δικαίου. Σην ιεραρχία στην πυραμίδα την καθορίζει το ποιος κανόνας επικρατεί
αν δύο κανόνες περιέχουν διαφορετική ρύθμιση για το ίδιο θέμα. Έτσι, τα επίπεδα της
πυραμίδας των κανόνων δικαίου είναι εκ των άνω προς τα κάτω τα εξής:

1. Ευρωπαϊκό Δίκαιο
2. ΢ύνταγμα
3. Γενικώς παραδεδεγμένοι κανόνες δικαίου διεθνούς δικαίου και διεθνείς συμβάσεις
4. Εφ' άπαξ νόμοι (άρθρο 107 ΢)
5. Νομοθετικές πράξεις (νόμοι και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου)
6. Κανονιστικές πράξεις εκ του ΢υντάγματος (άρθρα 54 παρ. 2 και 83 ΢)
7. Εφ' άπαξ κανονιστικά διατάγματα
8. Κανονιστικά διατάγματα με νομοθετική εξουσιοδότηση (άρθρα 43 παρ. 2 εδ. α &
παρ. 4 ΢)
9. Κανονιστικές πράξεις άλλων οργάνων της διοίκησης με νομοθετική εξουσιοδότηση
(άρθρο 43 παρ. 2 εδ β ΢)
10. Εκτελεστικά κανονιστικά διατάγματα (άρθρο 43 παρ. 1 ΢)

Κάθε κανόνας δικαίου είναι έγκυρος όταν δημιουργείται σύμφωνα με ανώτερους κανόνες.
Κανόνες δικαίου παράγουν όλα τα όργανα του κράτους με ευρεία έννοια και οι ιδιώτες
σύμφωνα με την ισοτιμία των βουλήσεων και τη συμβατική ελευθερία. Εμείς θα
περιοριστούμε στους κανόνες δικαίου με κρατική προέλευση.

Σα διοικητικά όργανα εκτός από κανονιστικές πράξεις, θέτουν και ατομικούς κανόνες δικαίου
με (μονομερείς) ατομικές διοικητικές πράξεις ή διοικητικές συμβάσεις. Αυτές βρίσκονται σε
κατώτερο επίπεδο της πυραμίδας και τις μελετά το διοικητικό δίκαιο. Και τα δικαστήρια με
τις αποφάσεις τους θέτουν εξατομικευμένους κανόνες δικαίου.

Σο έθιμο, οι γενικές αρχές του δικαίου και η νομολογία έχουν τη δική τους θέση στην
ιεραρχία των κανόνων δικαίου.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 1


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σο ευρωπαϊκό δίκαιο
Διακρίνεται σε πρωτογενές και παράγωγο. Σο πρωτογενές περιλαμβάνει τους κανόνες των
ιδρυτικών συνθηκών των τριών Κοινοτήτων όπως ισχύουν μετά τη συνθήκη της Νίκαιας.

Σο παράγωγο (ή δευτερογενές) περιλαμβάνει τους κανόνες που παράγουν τα ευρωπαϊκά


όργανα σύμφωνα με το πρωτογενές. Πηγές του παράγωγου είναι οι κανονισμοί, οι οδηγίες και
οι αποφάσεις.

Και οι τρεις θεσπίζονται από το ΢υμβούλιο και από την Επιτροπή. Οι κανονισμοί είναι
άμεσης εφαρμογής στα κράτη μέλη και δεν χρειάζονται ενσωμάτωση. Οι οδηγίες δεσμεύουν
κάθε κράτος μέλος όσον αφορά τα αποτελέσματα που πρέπει να επιτευχθούν αλλά αφήνουν
σε κάθε κράτος την αρμοδιότητα να επιλέξει το νομικό ένδυμα. Οι αποφάσεις έχουν ατομικό
ή κανονιστικό χαρακτήρα και άμεση εφαρμογή.

Η ελληνική έννομη τάξη περιλαμβάνει ως μέρος της το ευρωπαϊκό δίκαιο (΢.Ε. 815/1984).
Οι κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου είναι ανώτεροι από όλους τους κανόνες εσωτερικού
δικαίου προγενέστερους ή μεταγενέστερους ακόμη και τους συνταγματικούς.

Η υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου αποτελεί περιορισμό ως προς την άσκηση της εθνικής
κυριαρχίας ο οποίος μάλιστα θίγει τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρο 28
παρ. 3 ΢), επειδή τους ευρωπαϊκούς κανόνες δικαίου τους παράγουν όργανα που δεν
αναδεικνύει τελικώς ο λαός. Εντούτοις μπορεί να αναγνωρισθούν με συνθήκη ή συμφωνία, σε
όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το ΢ύνταγμα (άρθρο 28
παρ. 2 ΢). Και είναι δεδομένο ότι δεν αναδεικνύονται με δημοκρατική διαδικασία τα όργανα
των διεθνών οργανισμών.

Χωρίς όμως την απόλυτη υπεροχή του, το ευρωπαϊκό δίκαιο χάνει την ενοποιητική του
λειτουργία στις 27 χώρες και για αυτό απαιτεί τα εθνικά δίκαια ακόμα και τα συντάγματα να
κάμπτονται μπροστά του.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 2


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σο σύνταγμα
Περιπτώσεις αυξημένης τυπικής ισχύος * ΢.Ο.΢.*

΢υνταγματικές διατάξεις

Ση θέσπιση του ΢υντάγματος δεν μπορεί να τη ρυθμίζουν κανόνες δικαίου αλλά το ίδιο το
΢ύνταγμα ορίζει πως αναθεωρείται (στο άρθρο 110 ΢ το ΢ύνταγμα προβλέπει ουσιαστικούς
και διαδικαστικούς περιορισμούς ώστε η αναθεώρησή του να είναι δυσκίνητη αλλά όχι
αδύνατη).

Σα προϊσχύσαντα ΢υντάγματα έκαναν αναφορά σε θεμελιώδης και μη διατάξεις, αυτή η


αναφορά σήμερα αποτελεί σφάλμα.

Ο όρος διάταξη σημαίνει περιορισμένο μέρος του συνταγματικού κειμένου και δεν ταυτίζεται
με το άρθρο, την παράγραφο και το εδάφιο. Μπορεί ένα άρθρο ή εδάφιο να έχει μία ή
περισσότερες διατάξεις π.χ. ο ΠτΔ εκλέγεται από τη βουλή όπως ορίζεται στα άρθρα 32 και
33 ΢, διακρίνουμε τις διατάξεις προεδρικής εκλογής, διάταξη για τη θητεία κ.λπ.

΢υντακτικές πράξεις λέγονται οι πράξεις με τις οποίες η εκτελεστική εξουσία θέτει κανόνες
δικαίου με τυπική ισχύ ίση με του συντάγματος. Σις υπογράφει ο αρχηγός του κράτους με
προσυπογραφή του υπουργικού συμβουλίου ή μόνο το υπουργικό συμβούλιο (1967).

Εκδίδονται σε ανώμαλες περιόδους δηλ όταν καταλύεται η δημοκρατική έννομη τάξη και
αφετέρου κατά τη διάρκεια de facto κυβερνήσεων με σκοπό να αποκαταστήσουν τη
δημοκρατική έννομη τάξη που καταλύθηκε προσωρινά.

Τπό το ισχύον σύνταγμα αποκλείεται η έκδοση συντακτικών πράξεων διότι αποτελεί θραύση
του συνταγματικού πλαισίου.

Ψηφίσματα είναι οι πράξεις συντακτικών ή αναθεωρητικών βουλών με τις οποίες αυτές οι


βουλές ασκούν τη συντακτική ή αναθεωρητική τους αρμοδιότητα. Οι κανόνες δικαίου των
ψηφισμάτων έχουν τυπική ισχύ ίση με του συντάγματος.

Τπό το ισχύον σύνταγμα ψηφίσματα μπορούν να εκδώσουν μόνο αναθεωρητικές βουλές και
μόνο εφόσον τους το επιτρέπουν οι ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις για την
αναθεώρηση του ΢υντάγματος.

΢ύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 2 εδ α ΢ συντακτικές πράξεις που εκδόθηκαν από τις 24
Ιουλίου 1974 έως τη σύγκληση της Ε' Αναθεωρητικής βουλής, καθώς και ψηφίσματά αυτής,
εξακολουθούν να ισχύουν και κατά τις διατάξεις τους που είναι αντίθετες προς το ΢ύνταγμα.
Σο περιεχόμενό τους κατά το μεγαλύτερο μέρος αφορούσε την αποκατάσταση του
δημοκρατικού πολιτεύματος.

Ερμηνευτικές δηλώσεις

Έχουν ακριβώς την ίδια τυπική ισχύ με τις παραγράφους των άρθρων. Είναι παράγραφοι με
άλλο όνομα π.χ. στα άρθρα 22, 24 και 28 και εξηγούνται πλέον από τη δύναμη της
αδράνειας. Ορισμένες μπήκαν μαζί με το ΢ύνταγμα του 1975!

΢υνταγματικές αρχές

Σο ΢ύνταγμα ορίζει ότι το πολίτευμα της Ελλάδας είναι προεδρευόμενη κοινοβουλευτική


δημοκρατία, θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία, όλες οι εξουσίες πηγάζουν
από το λαό και υπέρ του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το ΢ύνταγμα και ο σεβασμός και

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 3


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας
(άρθρα 1-2 ΢) (=αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αρχή της προστασίας των ατομικών
δικαιωμάτων, δημοκρατική αρχή, αντιπροσωπευτική και κοινοβουλευτική αρχή, αρχή της
προεδρευόμενης δημοκρατίας).

Περαιτέρω ορίζεται ο χωρισμός των εξουσιών στο άρθρο 26 ΢ (αρχή του χωρισμού των
εξουσιών).

Η αρχή του πολυκομματισμού αναφέρεται στο άρθρο 29 παρ. 1 ΢.

Εκκλησιαστικά κείμενα

Σο ΢ύνταγμα αναγνωρίζει αυξημένη τυπική ισχύ σε ορισμένα κείμενα της Ορθόδοξης


Εκκλησίας. Αυτά είναι οι ιεροί αποστολικοί και συνοδικοί κανόνες. Είναι επίσης ο
πατριαρχικός νόμος του 1850 και η συνοδική πράξη του 1928, εφόσον αφορούν τη
συγκρότηση της Διαρκούς Ιεράς ΢υνόδου (άρθρο 3 παρ. 1 εδ β-γ ΢). Ανάλογη αναγνώριση
έχουν και οι ιερές παραδόσεις που δεν είναι γραπτές.

Εφάπαξ νόμοι

Όταν το ΢ύνταγμα προβλέπει την έκδοση εφ' άπαξ νόμου (άρθρο 107 ΢) ο συντακτικός
νομοθέτης αναθέτει αρμοδιότητα στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος όμως μπορεί να την ασκήσει
μόνο μια φορά.

Οι εφ' άπαξ νόμοι έχουν αυξημένη τυπική ισχύ και δεν καταργούνται ούτε τροποποιούνται με
νεότερο κοινό νόμο, για να γίνει αυτό πρέπει να αναθεωρηθεί η διάταξη που τους προβλέπει.

Σέτοιοι νόμοι έχουν αντικείμενο την προστασία κεφαλαίων εξωτερικού και τη φορολογία
πλοίων κ.λπ. και παρέχουν μεγαλύτερη ασφάλεια σε επενδύσεις από το εξωτερικό, καθώς και
την αναθεώρηση διοικητικών πράξεων της δικτατορία για κεφάλαια εξωτερικού. ΢ήμερα εφ'
άπαξ νόμος δεν μπορεί να εκδοθεί. ότι ισχύει για τους εφ' άπαξ νόμους, ισχύει και για τα εφ'
άπαξ κανονιστικά διατάγματα.

Αναθεώρηση συντάγματος *΢.Ο.΢.*

Σι αναθεωρείται και τι όχι: Κατά γενικό κανόνα οι διατάξεις του συντάγματος υπόκειται σε
αναθεώρηση (άρθρο 110 παρ. 1 ΢). Τπάρχουν όμως εξαιρέσεις και συγκεκριμένα μία γενική
ρήτρα και λίγες διατάξεις που αναφέρονται με αριθμό άρθρου και παραγράφου δεν
υπόκεινται σε αναθεώρηση, ειδικότερα:

 Οι διατάξεις που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως


προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
 Οι διατάξεις για την αξία του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 ΢)
 Η διάταξη για την ισότητα των Ελλήνων ενώπιων του νόμου (άρθρο 4 παρ. 1 ΢)
 Η διάταξη για το ότι μόνο έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες
(άρθρο 4 παρ. 4 ΢)
 Η διάταξη για την απαγόρευση των τίτλων ευγένειας (άρθρο 4 παρ. 7 ΢)
 Η διάταξη για το δικαίωμα στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας (άρθρο 5
παρ. 1 ΢)
 Η διάταξη για το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία (άρθρο 5 παρ. 3 ΢)
 Η διάταξη για το δικαίωμα στη θρησκευτική ελευθερία (άρθρο 13 παρ. 1 ΢)
 Οι διατάξεις της αρχής του χωρισμού των εξουσιών (άρθρο 26 ΢)

Οι διατάξεις που αναφέρονται με το άρθρο τους δεν αναθεωρούνται, αλλά η διατύπωσή τους
μπορεί να τροποποιηθεί, αρκεί να διασώζεται το ουσιώδες ρυθμιστικό τους περιεχόμενο για

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 4


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

παράδειγμα στο άρθρο 26 παρ.1 ΢ που καθορίζει ότι τη νομοθετική λειτουργία την ασκούν ο
ΠτΔ και η βουλή θα μπορούσε να προστεθεί και γερουσία.

Οι διατάξεις που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος είναι θέμα ερμηνείας
που πρέπει να είναι στενή διότι αφορά εξαιρέσεις. Μορφή του πολιτεύματος είναι το σύστημα
σχηματισμού της κρατικής εξουσίας. Ση μορφή την καθορίζει η αριθμητική συγκρότηση του
κυρίαρχου οργάνου. Ως βάση του πολιτεύματος νοούνται οι τρεις οργανωτικές βάσεις,
δηλαδή η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, το αντιπροσωπευτικό σύστημα και ο
χωρισμός των εξουσιών. Έτσι καταλήγουμε να θεωρούμε ως βάση και μορφή του
πολιτεύματος ως προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Όμως, η προστασία των
ατομικών δικαιωμάτων αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 2 και 5 και ο χωρισμός των
εξουσιών στο άρθρο 26.

Πρέπει να είμαστε πολύ φειδωλοί στον αποκλεισμό των διατάξεων από τη δυνατότητα να
αναθεωρηθούν. Οπωσδήποτε τέτοιες διατάξεις είναι όσες θεσπίζουν τη λαϊκή κυριαρχία που
εκφράζεται με άμεση, καθολική και μυστική ψήφο, το τεκμήριο της αρμοδιότητας υπέρ
βουλής άμεσα εκλεγμένης από τον λαό, το αιρετό του αρχηγού του κράτους, τη διάκριση
αρχηγού και αρχηγού κυβερνήσεως, το κοινοβουλευτικό σύστημα και την υπουργική ευθύνη
ενώπιον βουλής εκλεγμένης με άμεση και καθολική ψηφοφορία.

Σο ΢ύνταγμα δεν περιέχει απαγόρευση για αναθεώρηση των διατάξεων του άρθρου 110 ΢. Αν
όμως δεχθεί κανείς να καταργηθούν ή να περιορισθούν οι διατάξεις αυτού του άρθρου που
ορίζουν ποιες διατάξεις δεν αναθεωρούνται τότε μια επόμενη αναθεώρηση μπορεί να τις θίξει.
Επίσης, οι διατάξεις για την διαδικασία της αναθεώρησης δεν μπορούν να απλοποιηθούν
παραπάνω διότι τότε χάνεται η διάκριση συντάγματος και νόμου και από αυστηρό ΢ύνταγμα
θα είναι ήπιο.

Η δυνατότητα της εκτελεστικής εξουσίας να διαλύει τη βουλή δεν μπορεί να καταργηθεί γιατί
τότε το σύστημα από κοινοβουλευτικό γίνεται κυβερνώσης βουλής. Η διάλυση της βουλής
μπορεί να αντικατασταθεί από δημοψήφισμα ή από συμμετοχή γερουσίας.

Η καθιέρωση άμεσης εκλογής του ΠτΔ επιτρέπεται εφόσον δεν θίγεται η τριγωνική
κοινοβουλευτική σχέση αφού το ημιπροεδρικό σύστημα είναι είδος του κοινοβουλευτικού.
Σέλος μπορεί μια διάταξη να υπόκειται σε αναθεώρηση αλλά σε συνδυασμό με άλλες όχι.

Ο χρονικός περιορισμός: Δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του ΢υντάγματος πριν περάσει


πενταετία από την περάτωση της προηγούμενης. Η διάταξη αυτή θέλει να αποτρέψει την
άμεση αμφισβήτηση των τροποποιήσεων στο ΢ύνταγμα και θεσπίστηκε στη συγκυρία του
1975.

Η πενταετία αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης που θέτει σε ισχύ
τις αναθεωρητέες διατάξεις. Όσο διαρκεί η πενταετία δεν επιτρέπεται αναθεώρηση του
συντάγματος η οποία γίνεται με τη ψήφισή της από την αναθεωρητική βουλή και τη
δημοσίευση του ψηφίσματος, το σύνταγμα όμως δεν ορίζει ότι δεν επιτρέπεται και η έναρξη
της αναθεωρητικής διαδικασίας, αυτή μπορεί να αρχίσει πριν εκπνεύσει η πενταετία αρκεί να
τελειώσει μετά.

Ο χρονικός περιορισμός αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα ότι "οι διατάξεις του συντάγματος
υπόκειται σε αναθεώρηση" (άρθρο 110 παρ. 1 ΢) και πρέπει να ερμηνεύεται στενά ακόμη
και συσταλτικά οπότε η πενταετία θα μπορούσε να ισχύει για όσες διατάξεις άγγιξε η
τελευταία αναθεώρηση και όχι για τις υπόλοιπες.

Η διαδικασία: Αρμόδιο όργανο είναι μόνο η βουλή. Από τη διαδικασία αποκλείεται κάθε
όργανο της εκτελεστικής εξουσίας.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 5


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η διαδικασία έχει δύο φάσεις ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται εκλογές ώστε ο λαός να
κρίνει με την ψήφο του τις θέσεις των υποψηφίων και των κομμάτων για την αναθεώρηση.
΢την πρώτη φάση η βουλή διαπιστώνει την ανάγκη της αναθεώρησης του συντάγματος και με
απόφασή της (τη λεγόμενη "πράξη για την αναθεώρηση") καθορίζει ειδικά τις διατάξεις που
μπορούν να αναθεωρηθούν. Μετά τις εκλογές η επόμενη βουλή που λέγεται αναθεωρητική
κατά την πρώτη σύνοδό της αποφασίζει σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις ("απόφαση για
την αναθεώρηση").

Η διαδικασία ξεκινά με γραπτή πρόταση 50 τουλάχιστον βουλευτών και ποτέ υπουργών που
δεν είναι και βουλευτές. Η πρόταση προσδιορίζει τις αναθεωρητέες διατάξεις, συνοδεύεται
από αιτιολογική έκθεση, παραπέμπεται για εξέταση σε ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή και
συζητείται στην ολομέλεια της βουλής, που αποφασίζει για την κήρυξη των αναθεωρητέων -
ορθότερα αναθεωρήσιμων - διατάξεων. Η αναθεωρητική βουλή συνιστά επίσης ειδική
επιτροπή και τελικά αποφασίζει για τις διατάξεις που αναθεωρούνται.

Η προτείνουσα βουλή αποφασίζει για τις αναθεωρητέες διατάξεις με πλειοψηφία 180/300


του όλου αριθμού των βουλευτών σε δύο ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους ένα
τουλάχιστο μήνα. Η δεύτερη ψηφοφορία αφορά τις ίδιες διατάξεις που εγκρίθηκαν κατά την
πρώτη. Οι βουλευτές ψηφίζουν με ονομαστική ψηφοφορία και χωριστά για κάθε διάταξη. ΢τη
συνέχεια η αναθεωρητική βουλή αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία (151/300) του όλου
αριθμού των βουλευτών. Η απόφαση της βουλής που περιέχει τις αναθεωρούμενες διατάξεις
λαμβάνεται με μία και μόνη ονομαστική ψηφοφορία και χωριστά για κάθε διάταξη.

Αν η πρόταση για αναθεώρηση του ΢υντάγματος έλαβε πλειοψηφία του όλου αριθμού των
βουλευτών (151/300) και όχι 180/300 τότε η επόμενη βουλή μπορεί να αποφασίσει για τις
αναθεωρητέες διατάξεις με την πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των μελών της. Με
άλλα λόγια κάθε διάταξη χρειάζεται πλειοψηφία 180/300 στη μία βουλή και 151/300 στην
άλλη. Όποια διάταξη έλαβε 180 ψήφους στην πρώτη βουλή χρειάζεται 151 στη δεύτερη και
όποια έλαβε 151 ψήφους στην πρώτη βουλή χρειάζεται 180 στη δεύτερη.

Κάθε ψηφιζόμενη αναθεώρηση διατάξεων των διατάξεων δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της
κυβερνήσεως μέσα σε 10 ημέρες αφότου επιψηφιστεί από τη βουλή και τίθεται σε ισχύ με
ειδικό ψήφισμά της. Σο ψήφισμα με τις αναθεωρημένες διατάξεις το δημοσιεύει ο ΠτΒ χωρίς
ανάμειξη της εκτελεστικής εξουσίας διότι εδώ δεν προβλέπεται έκδοση.

Δεν υπάρχει καμία υποχρέωση από την πρώτη βουλή όταν κηρύξει τις αναθεωρητέες
διατάξεις να διαλυθεί ούτε και η αναθεωρητική έχει τέτοια υποχρέωση όταν λάβει την
απόφαση για την αναθεώρηση. Η αναθεωρητική συνεχίζει μετά ως κοινή.

Σο εύρος της αρμοδιότητας της αναθεωρητικής βουλής: ΢την πράξη οι προς αναθεώρηση
συνταγματικές διατάξεις προσδιορίζονται μόνο αριθμητικά χωρίς οποιοδήποτε λεκτικό
προσδιορισμό. Η πρώτη βουλή κηρύσσει τις αναθεωρητέες διατάξεις και η δεύτερη καθορίζει
το περιεχόμενο των διατάξεων που αναθεωρούνται, ενώ μπορεί και να μη τις αναθεωρήσει
καν. Μόνο με λεκτικό περιορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων μπορεί η προηγούμενη
βουλή να περιορίσει την αρμοδιότητα της αναθεωρητικής. Π.χ. Λεκτικός περιορισμός: η
βουλή προτείνει την αναθεώρηση του άρθρου 57.

Δικαστικός έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων * ΢.Ο.΢.*

΢ύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 4 ΢ τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο


που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το ΢ύνταγμα.

Με βάση τη διάταξη αυτή όλα τα δικαστήρια (διάχυτος έλεγχος και όχι συγκεντρωτικός)
εξετάζουν και αυτεπαγγέλτως τη συνταγματικότητα των νομοθετικών πράξεων που πρέπει να
εφαρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση (συγκεκριμένος έλεγχος και όχι αφηρημένος) και

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 6


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

δεν εφαρμόζουν όσες θεωρούν αντισυνταγματικές χωρίς όμως να τις καταργούν


(παρεμπίπτων έλεγχος και όχι ad hoc).

Η έρευνα αφορά αφενός το αν οι νομοθετικές πράξεις τις έχουν εκδώσει τα αρμόδια όργανα
όπως ορίζει το ΢ύνταγμα (εξωτερικά τυπικά στοιχεία του νόμου) και αφετέρου το αν οι
κανόνες των νομοθετικών πράξεων δεν είναι με τους αντίστοιχους συνταγματικούς
(ουσιαστική συνταγματικότητα). Η έρευνα δεν επεκτείνεται στα interna corporis (δηλαδή
στην τήρηση των συνταγματικών κανόνων που ορίζουν για τη διαδικασία για την κατάρτιση
των νομοθετικών πράξεων =εσωτερικά τυπικά στοιχεία του νόμου, διότι τα δικαστήρια δεν
εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του και μόνο αντίκειται στις διατάξεις του
΢υντάγματος).

Σα δικαστήρια όλα ανεξαιρέτως ελέγχουν τη συνταγματικότητα όταν δικάζουν κάποια


υπόθεση και ανακύπτει ζήτημα συνταγματικότητας των διατάξεων που πρέπει να
εφαρμόσουν. Ο έλεγχος ασκείται είτε με ένσταση των διαδίκων είτε και αυτεπαγγέλτως από το
δικαστήριο. Διάταξη νόμου δεν μπορεί να προσβληθεί απευθείας ως αντισυνταγματική. Ένα
δικαστήριο μπορεί την ίδια διάταξη να τη θεωρήσει συνταγματική και ένα άλλο
αντισυνταγματική, όταν τα ζητήματα είναι σοβαρά αυτά φθάνουν στα ανώτατα δικαστήρια.

Αν για την ουσιαστική συνταγματικότητα διατάξεων τυπικού νόμου (και όχι διατάγματος
κ.λπ.) εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις του ΢τΕ, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού
΢υνεδρίου, αρμόδιο να άρει την αμφισβήτηση είναι το ΑΕΔ. Τπό αυτές τις προϋποθέσεις
ορισμένοι χαρακτηρισμοί ελέγχουν τον έλεγχο του ΑΕΔ συγκεντρωτικό, ad hoc και
αφηρημένο.

Από τα interna corporis υπάρχει κάτι που διαφέρει: αν ένας δημοσιευμένος νόμος περιέχει
διάταξη που δεν ψηφίστηκε, η διάταξη αυτή είναι άκυρη για τα δικαστήρια και υποχρεούνται
να μην την εφαρμόσου. Αν ο νόμος δεν περιέχει διάταξη που ψηφίστηκε τότε ολόκληρος ο
νόμος είναι άκυρος διότι το κείμενο ψηφίστηκε στο σύνολό του και όχι σε τμήμα του.

Σέλος, η αναθεώρηση του συντάγματος ελέγχεται δικαστικά αν και καμία συνταγματική


διάταξη που αναθεωρήθηκε δεν έχει κριθεί ότι πάσχει. Σον έλεγχο αυτό πρέπει να ασκούν
όλα τα δικαστήρια ακριβώς όπως ασκούν τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Σα
δικαστήρια πρέπει να ελέγχουν την τήρηση και των ουσιαστικών και των διαδικαστικών
περιορισμών για την αναθεώρηση του συντάγματος και να αρνούνται να εφαρμόσουν κάθε
διάταξη που θεσπίζεται κατά παράβαση των όρων του άρθρου 100 ΢.

Έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων από τις άλλες δύο εξουσίες * ΢.Ο.΢.*

Η αρχή της νομιμότητας (άρθρο 50) διέπει όλη τη δράση της εκτελεστικής εξουσίας και στην
ευρεία της έννοια περιλαμβάνει και τη συνταγματικότητα.

Από τα άρθρα 103 & 120 ΢ συνάγεται υποχρέωση και των διοικητικών οργάνων να ελέγχουν
τη συνταγματικότητα των νόμων που καλούνται να εφαρμόσουν. Αν λοιπόν υπάλληλος λάβει
διαταγή προδήλως παράνομη και αντισυνταγματική οφείλει να μην την εκτελέσει και να το
αναφέρει χωρίς αναβολή με δική του όμως ευθύνη. Για τις αντισυνταγματικές εντολές δεν
ισχύει αυτό που ισχύει για τις παράνομες ότι δηλαδή ύστερα από τη δεύτερη διαταγή και υπό
προϋποθέσεις ο υπάλληλος οφείλει να εκτελέσει τη διαταγή. Ο προϊστάμενος υπουργός και η
κυβέρνηση επιβάλλουν τη θέλησή τους σε όλη τη διοίκηση.

΢υμβουλευτική αρμοδιότητα έχει το ΢τΕ κατά την επεξεργασία των κανονιστικών διαταγμάτων
και το Ελεγκτικό ΢υνέδριο κατά τη γνωμοδότηση για τα νομοσχέδια που αφορούν συντάξεις.
Και ο ΠτΔ περιορίζεται στην έκδοση των νόμων αφού χρειάζεται προσυπογραφή.

Η βουλή επίσης μπορεί να ασκήσει προληπτικό έλεγχο αλλά με συμβολική μόνο αξία.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 7


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σο διεθνές δίκαιο
Σο διεθνές δίκαιο ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ κρατών και μόνο κατ' εξαίρεση αναγνωρίζει το
άτομο ως υποκείμενό του.

Περιλαμβάνει κανόνες εθιμικούς (άγραφους) και συμβατικούς (γραπτούς). Οι εθιμικοί


καταρχήν δεσμεύουν όλα τα κράτη ενώ οι κανόνες των διεθνών συμβάσεων μόνο τα
συμβαλλόμενα μέρη.

Με το άρθρο 28 ΢ εντάσσεται το διεθνές δίκαιο στην ελληνική έννομη τάξη και έχει επιτρέψει
την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας χωρίς συνταγματική αναθεώρηση. ΢ύμφωνα με το άρθρο οι
διεθνώς παραδεδεγμένοι κανόνες δικαίου δηλαδή το εθιμικό διεθνές δίκαιο αποτελεί μέρος
της έννομης τάξης χωρίς να απαιτείται πράξη για την ενσωμάτωσή τους. Οι συμβατικοί όμως
κανόνες πρέπει να κυρωθούν με νόμο και να επικυρωθούν κατά το διεθνές δίκαιο. Από την
επικύρωσή τους και μετά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ελληνικού δικαίου και
υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου (αυτό σημαίνει ότι το σύνταγμα ιδρύει
μια βαθμίδα κανόνων δικαίου ανάμεσα στους δικούς του και τους τυπικούς κανόνες).

Για τη ψήφιση του νόμου που κυρώνει τη συνθήκη ή συμφωνία απαιτείται πλειοψηφία
180/300 του όλου αριθμού των βουλευτών. Η Ελλάδα μπορεί να προβεί ελεύθερα σε
περιορισμούς της άσκησης της εθνικής κυριαρχίας της με νόμο που ψηφίζεται με 151/300
εφόσον αυτό υπαγορεύεται από εθνικό συμφέρον, δεν θίγει ατομικά δικαιώματα και δεν
γίνεται σε βάρος της δημοκρατίας σύμφωνα με τις αρχές της ισότητας και της αμοιβαιότητας.

Με την ερμηνευτική του άρθρου 28 η χώρα συμμετέχει στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης. Χωρίς υπερβολή σήμερα η διεθνής σύμβαση μαζί με το ευρωπαϊκό δίκαιο
τείνουν να γίνουν κατά κάποιο τρόπο ο κοινός νομοθέτης. Μεγάλη σημασία έχουν οι διεθνείς
συμβάσεις για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (Ε΢ΔΑ).

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 8


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Οι πράξεις των νομοθετικών οργάνων


Οι νόμοι

Σο τεκμήριο της αρμοδιότητας και τα δύο όργανα: Ενώ η εκτελεστική και η δικαστική
εξουσία έχουν αρμοδιότητες που προβλέπονται ειδικά στα άρθρα 50 & 94 επ. ΢ η
νομοθετική εξουσία που είναι η ομάδα των κρατικών οργάνων απολαμβάνει το τεκμήριο της
αρμοδιότητας.

Σα νομοθετικά όργανα τα περιορίζουν μόνο οι συνταγματικοί κανόνες, του εθιμικού και


συμβατικού διεθνούς δικαίου και του ευρωπαϊκού δικαίου. Αν οι κανόνες των νομοθετικών
πράξεων δεν σέβονται αυτούς τους περιορισμούς τότε υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο
συνταγματικότητας ή συμβατότητας προς το διεθνές και το ευρωπαϊκό δίκαιο.

Σο σύνταγμα ιδρύει δύο νομοθετικά όργανα, ένα κανονικό και ένα εξαιρετικό. Κανονικό
είναι η βουλή και οι πράξεις του λέγονται νόμοι. Εξαιρετικό είναι το σύνθετο όργανο που το
αποτελούν ο ΠτΔ και το υπουργικό συμβούλιο, δρα υπό προϋποθέσεις και εκδίδει πράξεις
νομοθετικού περιεχομένου. Ως νομοθετικές πράξεις νοούνται οι νόμοι και οι πνπ.

Συπικός και ουσιαστικός νόμος: Όπως το σύνταγμα νοείται υπό τυπική και ουσιαστική έννοια
έτσι και ο νόμος νοείται ως τυπικός και ως ουσιαστικός. Συπικός νόμος είναι η πράξη που
ψηφίζει η βουλή σύμφωνα με την συνταγματική διαδικασία και εκδίδει και δημοσιεύει ο ΠτΔ.
Ουσιαστικός νόμος είναι οποιοσδήποτε κανόνας δικαίου που έχει εγκύρως παραχθεί
μονομερώς σύμφωνα με την έννομη τάξη.

Τπάρχουν τυπικοί νόμοι που δεν περιέχουν κανόνες δικαίου όπως για παράδειγμα ο νόμος
του προϋπολογισμού. Όταν το σύνταγμα χρησιμοποιεί τον όρο "νόμος" τίθεται θέμα
ερμηνείας αν εννοεί τυπικό ή ουσιαστικό. Όταν υπάρχει η ρήτρα "όπου νόμος ορίζει" εννοεί
τον ουσιαστικό. Οι κανόνες του τυπικού νόμου είναι συνήθως αλλά όχι πάντα απρόσωποι.
Οφείλουν πάντως να σέβονται την αρχή της ισότητας.

Όλοι οι τυπικοί νόμοι έχουν την ίδια τυπική δύναμη, εξαιρούνται οι εφάπαξ νόμοι που έχουν
αυξημένη τυπική ισχύ.

Η τακτική νομοθετική διαδικασία: * ΢.Ο.΢.* Περιλαμβάνει τρία στάδια, (α) τη νομοθετική


πρωτοβουλία, (β) την επεξεργασία, συζήτηση και ψήφιση στη βουλή και (γ) την τελείωση του
νόμου (έκδοση και δημοσίευση) από τον ΠτΔ. Παράλληλα υπάρχουν και συνοπτικές
νομοθετικές διαδικασίες που αναφέρονται παρακάτω καθώς και ειδικές (κώδικες, διεθνείς
συνθήκες, προϋπολογισμός κ.λπ.).

Α. Νομοθετική πρωτοβουλία :

Λέγεται η αρμοδιότητα για την υποβολή στη βουλή σχεδίων ή προτάσεων νόμου. Σο δικαίωμα
πρότασης νόμων ανήκει στη βουλή και στην κυβέρνηση (άρθρο 73 παρ. 1 ΢). Ως βουλή και
κυβέρνηση δεν νοούνται τα συλλογικά όργανα αλλά κάθε μέλος τους. Σα κείμενα τα
υποβάλλουν οι βουλευτές και λέγονται προτάσεις νόμου και τα κείμενα που υποβάλλουν οι
υπουργοί λέγονται σχέδια νόμου. όλοι σχεδόν οι νόμοι προέρχονται από νομοσχέδια (από
1975-2007 έχουν γίνει μόνο 10 προτάσεις νόμου).

Σο ΢ύνταγμα προβλέπει ορισμένους περιορισμούς στην άσκηση της νομοθετικής


πρωτοβουλίας αφενός από βουλευτές και αφετέρου από υπουργούς. Οι βουλευτές δεν
μπορούν να υποβάλλουν πρόταση για συντάξεις ή που συνεπάγεται δαπάνες σε βάρος του
δημοσίου κ.λπ. για να δοθεί μισθός ή σύνταξη κ.λπ. Επίσης δεν μπορούν να υποβάλλουν
πνπ, διεθνείς συνθήκες, κώδικες, σχέδια για αύξηση δασμών ή φόρων, τον προϋπολογισμό,

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 9


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

τον απολογισμό, γενικό ισολογισμό του κράτους και τον ειδικό νόμο για διοίκηση εσόδων και
εξόδων. Από την άλλη μεριά μόνο ο υπουργός οικονομικών υποβάλλει νομοσχέδια για
συντάξεις ή που προβλέπουν τοπικούς ή ειδικούς φόρους κ.λπ.

Για να είναι ενημερωμένοι οι βουλευτές, τα σχέδια και τις προτάσεις νόμων τις συνοδεύουν
ορισμένες εκθέσεις. Αυτές είναι η αιτιολογική έκθεση που υπογράφει όποιος ασκεί τη
νομοθετική πρωτοβουλία, η έκθεση του ΓΛΚ που καθορίζει τη δαπάνη (άρθρο 75 παρ. 1 ΢).,
ειδική έκθεση του αρμοδίου υπουργού και του υπουργού των οικονομικών για τον τρόπο που
θα καλυφθεί η δαπάνη ή ελάττωση των εσόδων, γνωμοδότηση του ΕΕ και έκθεση της
επιστημονικής υπηρεσίας της βουλής.

Η αιτιολογική έκθεση πρέπει να περιέχει τους λόγους και τους σκοπούς των προτεινόμενων
ρυθμίσεων. Δεν εισάγεται για συζήτηση νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που αποσκοπεί στην
τροποποίηση διάταξης νόμου αν δεν έχει καταχωριστεί στην αιτιολογική έκθεση ολόκληρο το
κείμενο της διάταξης που τροποποιείται, και στο κείμενο του νομοσχεδίου ή της πρότασης
ολόκληρη η νέα διάταξη, όπως διαμορφώνεται με την τροποποίηση (άρθρο 74 παρ.4 ΢).
Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που περιέχει διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενό τους
δεν εισάγεται στη συζήτηση (άρθρο 74 παρ. 5 εδ β ΢).

Β. Επεξεργασία, συζήτηση και ψήφιση στη βουλή:

Σρεις τουλάχιστον ημέρες πριν αρχίσει η συζήτηση, οι βουλευτές και υπουργοί μπορούν να
καταθέσουν τροπολογίες, που περιέχουν τροποποιήσεις συγκεκριμένων άρθρων ή
συγκεκριμένων διατάξεων νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου είτε προσθήκες νέων άρθρων ή
διατάξεων. Για τις τροπολογίες ισχύουν τα ίδια που ισχύουν για τη νομοθετική πρωτοβουλία.

΢τη συνέχεια ο ΠτΒ εγγράφει το σχέδιο ή την πρόταση νόμου στην ημερήσια διάταξη της
Ολομέλειας της βουλής, διότι καταρχήν η βουλή ασκεί το νομοθετικό της έργο σε ολομέλεια
(άρθρο 70 παρ. 1 ΢). Αν η βουλή δεν είναι σε σύνοδο, επιλαμβάνεται το Σμήμα Διακοπής
των εργασιών. Για ορισμένα όμως θέματα έχει αποκλειστική αρμοδιότητα η Ολομέλεια, όλα
τα άλλα όμως νομοσχέδια ή προτάσεις επιτρέπεται να ψηφισθούν κατά τη σύνοδο από
επιτροπή και εκτός συνόδου από το Σμήμα.

΢την Ολομέλεια της βουλής συζητούνται και ψηφίζονται ο Κανονισμός της, τα νομοσχέδια και
προτάσεις για σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας, τη θρησκευτική ελευθερία, τα όρια της
επικράτειας και τη διαμονή ή διέλευση ξένης στρατιωτικής δυνάμεως, την κύρωση διεθνών
συνθηκών, τα οικονομικά των κομμάτων, περιορισμούς στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας,
το εκλογικό σύστημα, την κατάσταση πολιορκίας, την ποινική ευθύνη των υπουργών κ.λπ.

΢την Ολομέλεια ψηφίζεται επίσης ο προϋπολογισμός και ο απολογισμός του κράτους και της
βουλής.

Κάθε νομοσχέδιο και κάθε πρόταση νόμου συζητείται και ψηφίζεται μόνο μία φορά,
καταρχήν κατ' άρθρο και στο σύνολο (άρθρο 76 παρ. 1 ΢). Μία μόνο φορά σημαίνει ότι η
συζήτηση δεν επαναλαμβάνεται. Η συζήτηση αρχίζει ύστερα από προφορική εισήγηση του
αρμόδιου υπουργού ή του βουλευτή που υπογράφει την πρόταση νόμου. ΢τη συνέχεια
μιλούν οι εισηγητές πλειοψηφίας και μειοψηφίας, οι τυχόν ειδικοί αγορητές των
κοινοβουλευτικών ομάδων και τέλος οι βουλευτές που έχουν εγγραφεί στον κατάλογο των
ομιλητών.

Νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που ψηφίστηκε σε επιτροπή εισάγεται στην Ολομέλεια σε μία
συνεδρίαση και συζητείται και ψηφίζεται ενιαία επί της αρχής, επί των άρθρων και στο
σύνολο. ΢την Ολομέλεια επιτρέπονται νέες τροπολογίες.

Σαχείες διαδικασίες: Εκτός από την τακτική νομοθετική διαδικασία, το ΢ύνταγμα και ο
Κανονισμός προβλέπουν και άλλες ταχύτερες. Η δυνατότητα των Επιτροπών να ψηφίζουν

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 10


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

νομοσχέδια. Η οργανωμένη συζήτηση κατά την οποία η διάσκεψη των Προέδρων καθορίζει
τον χρόνο που θα διατεθεί για το νομοσχέδιο από τη βουλή.

Επίσης προβλέπονται συνοπτικές νομοθετικές διαδικασίες. ΢υγκεκριμένα είναι δυνατή η


ψήφιση χωρίς ή με περιορισμένη συζήτηση που αποφασίζει η βουλή ύστερα από ομόφωνη
πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων. Επίσης νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που
χαρακτηρίζεται από τη κυβέρνηση κατεπείγον εισάγεται στην Ολομέλεια για ψήφιση,
ύστερα από περιορισμένη συζήτηση σε μία συνεδρίαση, από την ολομέλεια ή το τμήμα
(άρθρο 76 παρ. 4 ΢). Σέλος η κυβέρνηση μπορεί να ζητήσει να συζητηθεί σε ορισμένο
αριθμό συνεδριάσεων νομοσχέδιο ή πρόταση νόμου που έχει επείγονται χαρακτήρα (άρθρο
76 παρ. 5 ΢).

Η ψήφιση: Όταν τελειώσει η συζήτηση επί της αρχής, γίνεται ψηφοφορία. Μετά αρχίζει η
συζήτηση και ψήφιση των άρθρων και τροπολογιών και ακολουθεί η ψήφιση του νομοσχεδίου
ή τις πρότασης νόμου στο σύνολο. Η βουλή αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία των
παρόντων μελών που όμως δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το 1/4 του όλου αριθμού των
βουλευτών. ΢ε περίπτωση ισοψηφίας επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία και ύστερα από νέα
ισοψηφία, η πρόταση απορρίπτεται.

Η βουλή μπορεί να ψηφίζει μόνο στο σύνολό τους (δηλαδή χωρίς δυνατότητα τροπολογιών)
δικαστικούς ή διοικητικούς κώδικες που συντάχθηκαν από ειδικές επιτροπές, οι οποίες
έχουν συσταθεί με ειδικούς νόμους. Σροποποιήσεις επιτρέπονται με μεταγενέστερο νόμο,
διότι οι κώδικες δεν έχουν αυξημένη τυπική ισχύ.

Κατά κανόνα η βουλή εγκρίνει ή απορρίπτει τα νομοσχέδια που κυρώνουν διεθνείς συνθήκες
χωρίς μεταβολή του περιεχομένου τους.

Σα νομοσχέδια που αφορούν κύρωση πνπ περιέχουν απαραιτήτως το άρθρο που κυρώνει
αυτούσια την πνπ.

Γ. Σελείωση του νόμου:

Για να γίνει το ψηφισμένο νομοσχέδιο τόμος, χρειάζεται έκδοση και δημοσίευση. Έκδοση
του νόμου λέγεται η πράξη με την οποία ο ΠτΔ βεβαιώνει ότι η κατάρτιση από τη βουλή
είναι έγκυρη και ότι το κείμενο είναι ακριβώς εκείνο που ψήφισε η βουλή. Με την έκδοση ο
ΠτΔ χάνει το δικαίωμα της αναπομπής που έτσι κι αλλιώς δεν το ασκεί ποτέ. Δημοσίευση
του νόμου λέγεται η διαταγή του ΠτΔ να καταχωρισθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο
νόμος που έχει αυτός εκδώσει. Έτσι ο νόμος γίνεται γνωστός σε όλους και αρχίζει η εφαρμογή
του.

Ο ΠτΒ εκδίδει και διαβιβάζει στους αρμόδιους υπουργούς απόσπασμα των επικυρωμένων
πρακτικών που περιέχει το κείμενο του ψηφισμένου στο σύνολο νομοσχεδίου ή πρότασης
νόμου. Σο απόσπασμα αυτό οι υπουργοί φροντίζουν να το υποβάλλουν στον ΠτΔ. Αυτός
εκδίδει και δημοσιεύει τους νόμους που έχουν ψηφιστεί από τη βουλή μέσα σε ένα μήνα από
την ψήφισή τους (άρθρο 42 παρ. 1 εδ α ΢). Η έκδοση και δημοσίευση γίνεται με μία
υπογραφή του ΠτΔ στο πρωτότυπο, στον πάπυρο. Σον νόμο προσυπογράφουν οι αρμόδιοι
υπουργοί και ο υπουργός δικαιοσύνης που θεωρεί, θέτει τη μεγάλη του κράτους σφραγίδα
και φυλάσσει τα πρωτότυπα. Σο κείμενο γίνεται νόμος μόνο από τη δημοσίευσή του στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 11


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αν ο ΠτΔ υπογράψει ή ο υπουργός προσυπογράψει και ή ο ένας ή ο άλλος χάσει την ιδιότητα
του οργάνου πριν δημοσιευτεί ο νόμος, τότε οι διάδοχοί τους οφείλουν να υπογράψουν εκ
νέου τον νόμο αλλιώς παρακωλύεται η λειτουργία του νομοθετικού οργάνου.

Σο ότι ένα κείμενο αποκτά τυπική ισχύ σημαίνει ότι γίνεται νόμος. Από την τυπική ισχύς
διαφέρει η ουσιαστική δηλαδή η δυνατότητα εφαρμογής του. ΢ύμφωνα με το άρθρο 103
ΕισΝΑΚ ο νόμος αρχίζει να ισχύει δέκα μέρες μετά από τη δημοσίευσή του αλλά κάθε νόμος
μπορεί να ορίζει διαφορετικά. ΢υνήθως η ουσιαστική ισχύς αρχίζει από τη δημοσίευση.

Αναγκαστικοί νόμοι και νομοθετικά διατάγματα: ΢ε ανώμαλες περιόδους και de facto


κυβερνήσεις και με βάση συντακτικές πράξεις εκδόθηκαν πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας
με τυπική ισχύ νόμου. Ήταν πράξεις του αρχηγού του κράτους με προσυπογραφή του
υπουργικού συμβουλίου.

Σο ίδιο έγινε και χωρίς συνταγματική κάλυψη αλλά με επίκληση του δικαίου της ανάγκης
ακόμη και όταν υπήρχε βουλή αλλά δεν ήταν σε σύνοδο και πάντως χωρίς εξουσιοδότησή
της. Οι πράξεις αυτές είχαν τον τίτλο αναγκαστικοί νόμοι ή νομοθετικά διατάγματα ή
αναγκαστικά διατάγματα. Τπό το ισχύον ΢ύνταγμα έκδοση τέτοιων πράξεων αποκλείεται.

Ποια η τύχη των πράξεων αυτών; Οι κανόνες δικαίου των πράξεων των ανώμαλων περιόδων
ρυθμίζονται μετά το τέλος τους είτε έμμεσα με αποδοχή τους είτε ρητά με συντακτικές
πράξεις ή ψηφίσματα. Οι κανόνες των πράξεων των de facto κυβερνήσεων θεωρούνται ισχυροί
ανεξάρτητα από το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δικαίου της ανάγκης. Οι κανόνες
πράξεων που εκδόθηκαν υπό δημοκρατική έννομη τάξη θεωρήθηκαν βάση του δικαίου της
ανάγκης σύμφωνοι με το ΢ύνταγμα και εφαρμοστέοι υπό τον όρο επιβολής του στη βουλή για
κύρωση.

Νομοθετικά διατάγματα ονομάζονται οι πράξεις του δεύτερου νομοθετικού οργάνου που


υπό το ΢ύνταγμα του 1952 αποτελούσε ο αρχηγός του κράτους με προσυπογραφή
υπουργικού συμβουλίου και σύμφωνη γνώμη ειδικής επιτροπής από βουλευτές.

Εκτελεστικοί και οργανικοί νόμοι: Επειδή το σύνταγμα παρέχει μόνο το σκελετό των
ρυθμίσεων, παραπέμπει συχνά για τις λεπτομέρειες σε τυπικούς νόμους. Οι νόμοι αυτοί
συνήθως λέγονται εκτελεστικοί και θεωρείται ότι εκτελούν επιταγές του. Ο όρος δεν έχει
καμία σχέση με την εκτελεστική εξουσία. Ρυθμίζουν πολλά και διάφορα θέματα μέσα στο
πλαίσιο που χαράσσεται από το ΢ύνταγμα. Είναι νόμοι όπως όλοι οι άλλοι και η κατάργησή
τους δεν αποκλείεται.

Εκτελεστικοί είναι και όλοι οι οργανικοί νόμοι που ρυθμίζουν τη συγκρότηση των άμεσων
οργάνων του κράτους ή την οργάνωση της λειτουργίας συνταγματικών θεσμών. Χωρίς αυτούς
το ΢ύνταγμα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί. Για αυτό οι οργανικοί που δεν έχουν αυξημένη
τυπική ισχύ δεν μπορούν να καταργηθούν αλλά μόνο να αντικατασταθούν.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 12


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Σο δημοψήφισμα * ΢.Ο.΢.*

Μετά την αναθεώρηση του 1986 το ΢ύνταγμα προβλέπει δύο ειδών δημοψηφίσματα: ένα
αποφασιστικό και νομοθετικό (αλλιώς: κοινωνικό) και ένα συμβουλευτικό (αλλιώς: εθνικό).
Σο ΢ύνταγμα του 1975/1986 είναι το δεύτερο ελληνικό ΢ύνταγμα (μετά του 1927, άρθρο 125
παρ. 5) που αναφέρεται στο θεσμό του δημοψηφίσματος αλλά το πρώτο που καθιερώνει το
νομοθετικό δημοψήφισμα. Σο ΢ύνταγμα του 1975 καθιέρωνε το προεδρικό δημοψήφισμα
όπου η προκήρυξη δημοψηφίσματος άνηκε στις αυτόνομες αρμοδιότητες του ΠτΔ χωρίς
προσυπογραφή. Αποτελούσε συνταγματικό μέσο το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο ΠτΔ
όταν διαφωνούσε με την κυβέρνηση και το εκλογικό σώμα καλούνταν ως διαιτητής για να
λύσει τη διαφορά αυτή (=ο Ν. 350/1976 «περί του τρόπου διεξαγωγής των κατά το Σύνταγμα
προκηρυσσομένων δημοψηφισμάτων» αναφέρεται μόνο στο συμβουλευτικό δημοψήφισμα όταν
το προκήρυσσε ο ΠτΔ χωρίς υπουργική προσυπογραφή).
Αποφασιστικό και νομοθετικό δημοψήφισμα
Ο κανόνας: ΢ύμφωνα με το άρθ. 44 παρ. 2 εδ β-δ του ΢υντάγματος, «Δημοψήφισμα
προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα .. για ψηφισμένα νομοσχέδια
που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό
αποφασιστεί από τα 3/5 του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των 2/5 του συνόλου
και όπως ορίζουν ο Κανονισμός της Βουλής και ο νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου
αυτής. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις
δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο. Αν νομοσχέδιο υπερψηφιστεί, η προθεσμία» για έκδοση και
δημοσίευση του νόμου «αρχίζει από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος». Αυτό το πάντοτε
προαιρετικό δημοψήφισμα αποτελεί εμβόλιμη φάση στη νομοθετική διαδικασία και
προϋποθέτει ψηφισμένο νομοσχέδιο, αποκλείονται οι προτάσεις νόμου και οι προτάσεις για
αναθεώρηση του ΢υντάγματος.
Εξαίρεση από τον κανόνα: Σο ψηφισμένο νομοσχέδιο πρέπει να ρυθμίζει «σοβαρό
κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά». Αυτό αποτελεί αόριστη νομική έννοια που δεν
υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο την οποία εξειδικεύει το όργανο που αποφασίζει τη διεξαγωγή
του δημοψηφίσματος δηλαδή η Βουλή. Νομοσχέδιο επομένως το οποίο καταργεί τη
φορολογία αυτοκινήτων δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δημοψηφίσματος διότι
αποτελεί δημοσιονομικό ζήτημα.
Η πρόταση δημοψηφίσματος: Η διαδικασία αρχίζει με πρόταση των 2/5 του συνόλου των
βουλευτών (120/300). Δεν έχει ορισθεί προθεσμία για την υποβολή της προτάσεως των
βουλευτών. ΢ήμερα αυτή λήγει με την έκδοση του νόμου διότι μετά από αυτό το χρονικό
σημείο δεν υπάρχει ψηφισμένο νομοσχέδιο. Αν η πρόταση υποβληθεί όταν η βουλή δεν είναι
σε σύνοδο τότε δεν υπάρχει καμία υποχρέωση της εκτελεστικής εξουσίας να καλέσει τη
Βουλή σε ειδική σύνοδο καθώς δεν προβλέπεται η διαδικασία αυτή από το ΢ύνταγμα.
Η απόφαση δημοψηφίσματος: Ύστερα από συζήτηση, «η πρόταση εγκρίνεται με» αυξημένη
πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των βουλευτών (180/300). Η απόφαση της βουλής «πρέπει
να περιέχει με σαφήνεια το ερώτημα ή τα ερωτήματα που θα τεθούν στο λαό και να αναφέρει
την προθεσμία μέσα στην οποία θα γίνει η προκήρυξη του δημοψηφίσματος» (άρθρο 116 παρ.
6 ΚτΒ). Η απόφαση δημοσιεύεται με παραγγελία του ΠτΒ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Από την πρόταση των βουλευτών αναστέλλεται η αρμοδιότητα του ΠτΔ να εκδώσει τον νόμο
και την ανακτά πάλι όταν η Βουλή απορρίψει την πρόταση ή όταν το αποτέλεσμα του
δημοψηφίσματος είναι οριστικό. Σο αποτέλεσμα γίνεται οριστικό όταν δεν ασκείται
εμπρόθεσμα ένσταση και λήγει η προθεσμία ή όταν ασκείται αλλά το ΑΕΔ την απορρίπτει.
Από την οριστικοποίηση του αποτελέσματος αρχίζει η προθεσμία του 1 μηνός που έχει ο ΠτΔ
να εκδώσει τον νόμο.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 13


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

&
ΑΠΟΥΑ΢Η ΢ΣΟ

ΑΠΟ

&
ΔΗΜΟ΢ΙΟΝΟΜΙΚ
ΔΗΜΟΧΗΥΙ΢ΜΑ

ΔΗΜΟΧΗΥΙ΢ΜΑ

ΔΗΜΟΧΗΥΙ΢ΜΑ

ΑΠΟΣΕΛΕ΢ΜΑΣ

ΑΠΟΣΕΛΕ΢ΜΑΣ
ΠΡΟ΢ΤΠΟΓΡΑΥ
ΝΟΜΟ΢ΦΕΔΙΟΤ

ΝΟΜΟ΢ΦΕΔΙΟΤ

ΣΟ΢ (120/180)

ΣΟ΢ (180/300)

ΝΟΜΟΘΕΣΙΚΟ

ΔΗΜΟ΢ΙΕΤ΢Η
ΔΗΜΟ΢ΙΕΤΕΙ

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ

΢ΤΝΟΛΙΚΟΤ
ΚΑΣΑΘΕ΢Η

ΔΙΑΣΑΓΜΑ

ΒΕΒΑΙΨ΢Η
ΑΠΟΥΑ΢Η
ΠΡΟΣΑ΢Η

ΕΛΕΓΦΟ΢
ΧΗΥΙ΢Η

ΕΚΔΟ΢Η
ΚΤΡΟΤ΢
ΗΜΕΝΟ

ΝΟΜΟΤ
ΕΚΣΟ΢

ΥΕΚ
ΠΣΒ

ΠΣΒ
ΨΝ

Ο΢

Ο΢
ΒΟΤΛΗ ΠΣΔ ΛΑΟ΢ ΑΝΨΣΑΣΗ ΑΕΔ ΠΣΔ
ΕΥΟΡΕΤΣΙΚΗ
ΕΠΙΣΡΟΠΗ
΢χήμα 1: Διαδικασία νομοθετικού δημοψηφίσματος
Έχει ο ΠτΔ δικαίωμα αναπομπής; Ανεξάρτητα από τη πρακτική συνθήκη του
πολιτεύματος με την οποία ο ΠτΔ δεν αναπέμπει ψηφισμένο νομοσχέδιο, ο ΠτΔ δεν έχει καν
την αρμοδιότητα αυτή αφότου υποβάλλεται η πρόταση των βουλευτών για δημοψήφισμα. Σο
νομοσχέδιο θεωρείται οριστικά ψηφισμένο μόνο όταν η βουλή απορρίψει την πρόταση
δημοψηφίσματος ή όταν ο λαός το εγκρίνει. Δεν νοείται ΠτΔ να αναπέμψει στη Βουλή
νομοσχέδιο εγκεκριμένο από το κυρίαρχο όργανο δηλαδή τον λαό.
Αν η βουλή διαλυθεί πριν την απόφαση: Αν η βουλή διαλυθεί ή αν η βουλευτική
περίοδος λήξει πριν η βουλή αποφασίσει τότε η έκδοση του νόμου ματαιώνεται διότι η
νομοθετική διαδικασία διακόπτεται πριν ολοκληρωθεί και συζητείται πάλι στην Ολομέλεια.
Αν η βουλή διαλυθεί μετά την απόφαση: Αν όμως έχει βγει απόφαση έγκρισης της
πρότασης δημοψηφίσματος από τη Βουλή πριν αυτή διαλυθεί τότε το δημοψήφισμα μπορεί
να λάβει μέρος την ίδια μέρα με τις εκλογές.
Προσυπογραφή του προεδρικού διατάγματος από ΠτΒ & ευθύνη: ΢ύμφωνα με το άρθ.
35 παρ. 3 του ΢υντάγματος, «το διάταγμα με το οποίο προκηρύσσεται δημοψήφισμα για
νομοσχέδιο ... προσυπογράφεται από τον Πρόεδρο της Βουλής». Η προσυπογραφή σημαίνει ότι
την ευθύνη για το διάταγμα δεν φέρει ο ΠτΔ ούτε κανένας υπουργός, ούτε και ο ΠτΒ έχει
ποινική ευθύνη διότι καλύπτεται από τις βουλευτικές ασυλίες και έχει δέσμια αρμοδιότητα
να συμμορφωθεί σε απόφαση άμεσου οργάνου του κράτους (=άμεσα όργανα του κράτους είναι
εκείνα των οποίων η οργανική θέση καθορίζεται απευθείας από το Σύνταγμα όπως το εκλογικό
σώμα, η κυβέρνηση, η βουλή, τα ανώτατα δικαστήρια, ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί). Ο ΠτΒ
έχει ευθύνη μόνο ενώπιον του σώματος το οποίο μπορεί να εκφράσει μομφή κατά του
προέδρου του, με αποτέλεσμα να λήξει η θητεία του (άρθ. 150 Κ.Β.). Η προσυπογραφή
απλά εξασφαλίζει ότι ο αρχηγός του κράτους θα εκτελέσει την απόφαση της βουλής. ΢ε
περίπτωση που ο ΠτΒ δεν προσυπογράφει και η βουλή τον καλύπτει, δεν μπορεί να γίνει
δημοψήφισμα.
Σι είδους νόμος είναι ο νόμος που ενέκρινε ο λαός: Ο νόμος που εγκρίνει ο λαός με
δημοψήφισμα δεν διαφέρει από τους νόμους που ψηφίζονται από τη βουλή (=τυπικοί νόμοι).
Τπόκειται και αυτός σε έλεγχο συνταγματικότητας, δεν έχει αυξημένη ισχύ και τροποποιείται
ή καταργείται με κάθε πράξη που έχει τυπική ισχύ νόμου. Πολιτικά πάντως, δύσκολα η
βουλή τροποποιεί νόμους που έχει εγκρίνει ο ίδιος ο λαός.
΢υμπέρασμα: Ο θεσμός αυτός έτσι όπως διαμορφώθηκε είναι δύσκολο έως απίθανο να
χρησιμοποιηθεί καθώς καμία πλειοψηφία δεν έχει 180 βουλευτές και υπάρχει το ερώτημα
γιατί η μειοψηφία να βοηθήσει την πλειοψηφία όταν αυτή έχει ήδη ψηφίσει τον νόμο στη
βουλή;
΢υμβουλευτικό δημοψήφισμα
Κανόνας: ΢ύμφωνα με το άρθ. 44 παρ. 2 εδ α του ΢υντάγματος, «Ο Πρόεδρος της
Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 14


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με
απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου».
΢ύμφωνα με το άρθ. 115 παρ. 2 Κ.Β., «Η πρόταση πρέπει να αναφέρει το εθνικό θέμα για το
οποίο ζητείται η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, καθώς και την προθεσμία διενέργειάς του, και να
προσδιορίζει με σαφήνεια το ερώτημα ή τα ερωτήματα στα οποία θα απαντήσει ο λαός». Σο
«δημοψήφισμα διενεργείται δι’ αμέσου, καθολικής και μυστικής δια ψηφοδελτίων ψηφοφορίας,
των κατά την κειμένων Εκλογικήν Νομοθεσίαν εχόντων το δικαίωμα του εκλέγειν Ελλήνων
πολιτών» (άρθ. 2 παρ. 1 Ν.350/1976).
Παράδειγμα: «Θέλετε να αυξηθεί η προεδρική θητεία;» Απαντήσεις: ΝΑΙ ή ΌΧΙ, «Εξαετής ή
επταετής;»
Βασικές διαφορές:
1. Σο συμβουλευτικό δημοψήφισμα σε αντίθεση με το νομοθετικό δεν παράγει κανόνες
δικαίου, αποτελεί απλή γνώμη που ο λαός απευθύνει στα αρμόδια όργανα. Αυτά
οφείλουν πολιτικά να τη σεβασθούν αφού το πολίτευμα είναι δημοκρατικό (=η
κυβέρνηση παράγει κανόνες δικαίου ώστε να εφαρμοστεί η γνώμη του λαού).
2. Αντικείμενο του νομοθετικού είναι ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό
κοινωνικό ζήτημα ενώ του συμβουλευτικού είναι κρίσιμο εθνικό θέμα. Ως σοβαρό
κοινωνικό ζήτημα νοείται οποιοδήποτε κοινωνικό ζήτημα εκτός δημοσιονομικών και
ως εθνικό κρίσιμο θέμα νοείται όχι μόνο κάθε θέμα που έχει σχέση με την εθνική
ολοκλήρωση αλλά και κάθε θέμα εφόσον αναλαμβάνουν πολιτική ευθύνη η
κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η κυβέρνηση. Βέβαια, η εννοιολογική σύγκριση του
σοβαρού κοινωνικού ζητήματος και του κρίσιμου εθνικού θέματος δεν παρουσιάζει
καμιά πρακτική χρησιμότητα.
3. Σην πρόταση του υπουργικού συμβουλίου προς την βουλή δεν την υποβάλλουν
βουλευτές όπως στο νομοθετικό δημοψήφισμα που σημαίνει ότι η εκάστοτε
αντιπολίτευση δεν μπορεί να ενοχλεί πολιτικά την κυβέρνηση προτείνοντας
δημοψήφισμα.
4. Η πρόταση συζητείται στην Ολομέλεια της βουλής και την εγκρίνει η απόλυτη
πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, ήτοι 151/300 ενώ στο νομοθετικό η
απόφαση νομοθετικού δημοψηφίσματος απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία ήτοι 180/300.
5. Σο νομοθετικό το προσυπογράφει ο ΠτΒ ενώ το συμβουλευτικό δεν ορίζει ούτε ο νόμος
ούτε το ΢ύνταγμα ποιος το προσυπογράφει. Σο ορθότερο είναι να το προσυπογράφει το
υπουργικό συμβούλιο που υποβάλλει την αίτηση και έχει την ευθύνη της διεξαγωγής.
6. Η ετυμηγορία και όχι η απόφαση διότι το συμβουλευτικό δημοψήφισμα δεν είναι
αποφασιστικό, λαμβάνεται με την πλειοψηφία συν ενός του συνόλου των εγκύρων
ψηφοδελτίων. Απαρτία για την έγκυρη έκφραση του λαού δεν προβλέπεται ίσως
επειδή η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική.
Βασικές ομοιότητες:
1. Και τα δύο δημοψηφίσματα αποτελούν προαιρετικά δημοψηφίσματα.
2. Οι νομικές έννοιες «σοβαρό κοινωνικό ζήτημα» και «κρίσιμο εθνικό θέμα» είναι και οι
δύο αόριστες. Και τις δύο τις εξειδικεύει το όργανο που αποφασίζει τη διεξαγωγή του
δημοψηφίσματος: η βουλή, και δεν ελέγχονται δικαστικά.
3. Η απόφαση της βουλής που δέχεται την πρόταση «δημοσιεύεται με παραγγελία του
Προέδρου της Βουλής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» (άρθ. 115 παρ. 6 Κ.Β.).
4. Η Ανώτατη Εφορευτική Επιτροπή βεβαιώνει το συνολικό αποτέλεσμα της ψηφοφορίας
με πρακτικό, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 19
Ν.350/1976).

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 15


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΜΕ

ΚΑΙ
ΠΡΟ΢ΤΠΟΓΡΑΥΗ

ΑΠΟΣΕΛΕ΢ΜΑΣΟ

ΑΠΟΣΕΛΕ΢ΜΑΣΨ
ΔΗΜΟΧΗΥΙ΢ΜΑ
΢ΤΜΒΟΤΛΙΟΤ
ΤΠΟΤΡΓΙΚΟΤ

ΔΗΜΟ΢ΙΕΤΕΙ

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ

΢ΤΝΟΛΙΚΟΤ
ΔΙΑΣΑΓΜΑ

ΒΕΒΑΙΨ΢Η
ΑΠΟΥΑ΢Η

ΑΠΟΥΑ΢Η
ΠΡΟΣΑ΢Η

ΕΛΕΓΦΟ΢
ΒΟΤΛΗ΢

ΚΤΡΟΤ΢
ΠΣΒ

ΠΣΒ

Ν
΢
ΒΟΤΛΗ ΠΣΔ ΛΑΟ΢ ΑΝΨΣΑΣΗ ΑΕΔ
ΕΥΟΡΕΤΣΙΚΗ
ΕΠΙΣΡΟΠΗ
΢χήμα 1: Διαδικασία συμβουλευτικού δημοψηφίσματος
΢υμπέρασμα: Ο προαιρετικός χαρακτήρας και η απαιτούμενη πλειοψηφία (151/300)στη
βουλή κάνει το συμβουλευτικό δημοψήφισμα ως έκφραση του λαού, να αποτελεί απόλυτο
πολιτικό όπλο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Βέβαια, το γεγονός ότι δεν έχει γίνει
κανένα ως τώρα δημοψήφισμα φανερώνει ότι το όπλο είναι δίκοπο (=τα όχι αθροίζονται και
έτσι είναι εύκολο να σχηματισθεί αρνητική λαϊκή πλειοψηφία παρά πλειοψηφία των ναι, η
αρνητική απάντηση του λαού υποχρεώνει σε προσωπική παραίτηση του φορέα του οργάνου
που αποφάσισε το δημοψήφισμα).
Γνήσιο και προσωπικό δημοψήφισμα
Ένα δημοψήφισμα παύει να είναι γνήσιο και χαρακτηρίζεται προσωπικό όταν στην πράξη το
χρησιμοποιούν για να προσλαμβάνει κάποιος λαϊκό χρίσμα και να γίνεται «αντιπρόσωπος»
του λαού. Η νόθευση αυτή αφαιρεί από το δημοψήφισμα το γνήσιο χαρακτήρα του και η
μορφή πολιτεύματος διολισθαίνει προς τον καισαρισμό (=όπου ο αρχηγός του κράτους ασκεί
την εξουσία στο όνομα του λαού που του την εμπιστεύεται με προσωπικό δημοψήφισμα και
ενίοτε του την ανανεώνει με τον ίδιο τρόπο, «καίσαρ» = εκλεκτός του λαού που συγκεντρώνει
στα χέρια του όλη την εξουσία). ΢το προσωπικό δημοψήφισμα ο λαός καλείται να αποφανθεί
σε χρονική στιγμή και υπό συνθήκες που καθιστούν την απάντησή του δεδομένη.
Η διάκριση μεταξύ γνήσιου και προσωπικού δημοψηφίσματος δεν είναι πάντοτε εμφανής
διότι είναι πολιτική και όχι νομική. Αντικείμενο της ψηφοφορίας δεν είναι το ερώτημα προς
τον λαό, αλλά η παραμονή συγκεκριμένου προσώπου στην εξουσία. Η ψηφοφορία καταντά
εκλογή χωρίς αντίπαλο.
΢την ελληνική συνταγματική ιστορία, όλα τα δημοψηφίσματα είναι προσωπικά, κάτι που
προδίδει και η εξωπραγματική επιτυχία του Ναι πχ 98,97% ΝΑΙ στο δημοψήφισμα για την
επάνοδο του Κωνσταντίνου το 1920. Εξαίρεση αποτελεί το δημοψήφισμα του 1974 που ήταν
γνήσιο διότι ο λαός αποφασίζει ανάμεσα στη βασιλευόμενη δημοκρατία και την αβασίλευτη
δημοκρατία χωρίς να εκφράζει εμπιστοσύνη στο πρόσωπο.
Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου

Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου λέγονται οι πράξεις του δεύτερου νομοθετικού οργάνου


που προβλέπεται από το ΢ύνταγμα. Αυτό το εξαιρετικό νομοθετικό όργανο παράγει κανόνες
δικαίου που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο της πυραμίδας με τους κανόνες του κανονικού
νομοθετικού οργάνου, της βουλής εφόσον ακολουθηθεί η συνταγματική διαδικασία.

Δηλαδή οι πνπ έχουν τυπική ισχύ νόμου. Σο άρθρο 44 παρ. 1 ΢ προβλέπει ότι σε έκτακτες
περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο ΠτΔ μπορεί ύστερα από
πρόταση του Τπουργικού συμβουλίου, να εκδίδει πνπ. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη
βουλή για κύρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 72 παρ. 1 μέσα σε 40 ημέρες από
την έκδοσή τους ή μέσα σε 40 ημέρες από την σύγκληση της βουλής σε σύνοδο. αν δεν

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 16


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

υποβληθούν στη βουλή μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν μέσα σε
αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους παύουν να ισχύουν.

Επειδή το τεκμήριο της αρμοδιότητας το έχει η βουλή το ΢ύνταγμα θέτει ουσιαστικές


προϋποθέσεις στην έκδοση πνπ. Επιτρέπεται μόνο για έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά
επείγουσας ανάγκης και για αυτό δεν επιτρέπεται ούτε διοικητικός ούτε δικαστικός έλεγχος
της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών. Μόνο πολιτικά η βουλή μπορεί να τις ελέγξει, όταν
ψηφίζει το νομοσχέδιο που τις κυρώνει. Οι πνπ δεν μπορούν να ρυθμίσουν μόνο τα θέματα
που επιφυλάσσονται στην αρμοδιότητα της ολομέλειας της βουλής.

Διαδικασία και συνέπειες: Σις πνπ τις εκδίδει ο ΠτΔ ύστερα από πρόταση του υπουργικού
συμβουλίου, δηλαδή με προσυπογραφή του. Σο ΢ύνταγμα χρησιμοποιεί την έκφραση "...ο
ΠτΔ μπορεί.. να εκδίδει.." οπότε δηλώνει ότι είναι στην διακριτική ευχέρεια του σύνθετου
οργάνου να εκδώσει πνπ. Μέσα στο σύνθετο όργανο ο ΠτΔ έχει δέσμια αρμοδιότητα και η
πρωτοβουλία προέρχεται από το υπουργικό συμβούλιο. Αρμόδια για την κύρωση είναι η
Ολομέλεια της βουλής και οι πνπ ισχύουν από τη δημοσίευσή τους μέχρι την εκπνοή της
προθεσμίας για την κύρωσή τους ή μέχρι την απόφαση της βουλής να μη τις κυρώσει. Αν η
βουλή τις κυρώσει εξομοιώνονται πλήρως με τυπικό νόμο.

Οι πνπ μπορούν να καταργούν ή να τροποποιούν κανόνες τυπικού δικαίου. Οι ίδιες μπορούν


να τροποποιηθούν ή καταργηθούν αναδρομικώς μόνο με νομοθετική πράξη ή διοικητική
πράξη ύστερα από νομοθετική εξουσιοδότηση.

Σέλος, οι πνπ δεν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεις διότι είναι πράξεις νομοθετικού οργάνου
και όχι εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Πνπ μπορεί να εκδίδονται και όσο διαρκεί η
κατάσταση πολιορκίας αλλά οι προθεσμίες για την υποβολή και κύρωσή τους είναι 15
ημέρες.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 17


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η κατάσταση πολιορκίας *΢.Ο.΢.*


Η κατάσταση πολιορκίας (άρθρο 48 παρ. 7 ΢) αποτελεί τη θεσμοποίηση του δικαίου της
ανάγκης. Όταν μεγάλοι κίνδυνοι απειλούν το κράτος και το δημοκρατικό πολίτευμα, γίνεται
ανεκτή κάποια προσωρινή κάμψη των δημοκρατικών κανόνων, ακριβώς για να συντηρηθούν
το κράτος και το πολίτευμα.

Ειδικότερα, συγκεντρώνονται μεγάλες αρμοδιότητες στην εκτελεστική εξουσία και μάλιστα


στη στρατιωτική αρχή κατά παρέκβαση από τον χωρισμό των εξουσιών και για να είναι αυτό
δυνατόν αναστέλλονται συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν ατομικά δικαιώματα.
Δημοκρατική εγγύηση για τν ταχεία αποκατάσταση των κανονικών συνταγματικών θεσμών
είναι ο συνεχής έλεγχος από τη βουλή.

Σο σύνταγμα επιτρέπει την προσφυγή στα μέτρα της κατάστασης πολιορκίας διαζευκτικά σε
τέσσερις περιπτώσεις (άρθρο 48 παρ. 1 εδ α ΢):

1. ΢ε περίπτωση πολέμου
2. ΢ε περίπτωση επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων
3. ΢ε περίπτωση άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας
4. ΢ε περίπτωση εκδήλωσης ενόπλου κινήματος για την ανατροπή του δημοκρατικού
πολιτεύματος

Η συνδρομή αυτών των ουσιαστικών προϋποθέσεων δεν ελέγχεται δικαστικά με αίτηση


ακυρώσεως διότι η προσφυγή στα μέτρα της κατάστασης πολιορκίας με προεδρικό διάταγμα
θεωρείται κυβερνητική πράξη.

Τπό την κατάσταση πολιορκίας ισχύουν όμως η αρχή της νομιμότητας και το δικαίωμα
παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια (άρθρα 50 και 20 παρ. 1 ΢). Αν τα μέτρα
ληφθούν κατά παράβαση του ΢υντάγματος ή του νόμου που τα προβλέπουν, ευθύνονται
ποινικά ο ΠτΔ και οι υπουργοί που τα υπογράφουν και προσυπογράφουν . Επίσης ευθύνεται
και το δημόσιο αστικά δηλαδή για αποζημίωση.

Σα μέτρα για την κατάσταση πολιορκίας είναι τρία (νομικά δεν είναι απαραίτητο να ληφθούν
και τα τρία μέτρα):

1. Αναστέλλεται η ισχύς του συνόλου ή μέρους αρκετών συνταγματικών διατάξεων οι


οποίες προστατεύουν ατομικά δικαιώματα
2. Σίθεται σε εφαρμογή, σε ολόκληρη την Επικράτεια ή σε τμήμα της ο νόμος για την
κατάσταση πολιορκίας
3. ΢υνιστώνται εξαιρετικά δικαστήρια

Οι διατάξεις που αναστέλλονται αφορούν την απαγόρευση εκτοπίσεως, της εγγυήσεις της
προσωπικής ασφάλειας, τον φυσικό δικαστή, το άσυλο της κατοικίας, τα δικαιώματα του
συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, την ελευθερία γνώμης, το απόρρητο των
ανταποκρίσεων, την απαγόρευση αναγκαστικής εργασίας, τη συνδικαλιστική ελευθερία, το
δικαίωμα της απεργίας, την απαγόρευση υπαγωγής ιδιωτών σε στρατιωτικά δικαστήρια και
την εκδίκαση κακουργημάτων και πολιτικών εγκλημάτων από μεικτά ορκωτά δικαστήρια ή
εφετεία. Κατά την αναστολή των ατομικών δικαιωμάτων δεν παύε να ισχύει και να δεσμεύει
την εκτελεστική εξουσία η αρχή της νομιμότητας. ΢ε αναστολή δεν υπόκειται διατάξεις που
προστατεύουν την αξία του ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας.

Ο νόμος περί κατάστασης πολιορκίας (566/1977 ο λεγόμενος στρατιωτικός νόμος) ισχύει


διαρκώς αλλά εφαρμόζεται μόνο εφόσον δημοσιευθεί με απόφαση της βουλής ή προεδρικό
διάταγμα. Ο νόμος δεν τροποποιείται όσο διαρκεί η εφαρμογή του.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 18


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η εφαρμογή του στρατιωτικού νόμου σημαίνει μεγάλη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της
στρατιωτικής αρχής για την προστασία της ασφάλειας του κράτους και την τήρηση της τάξης.
Επιπλέον η στρατιωτική αρχή έχει δικαίωμα να ενεργεί κατ' οίκον έρευνες ημέρα και νύχτα
με παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας, να εκτοπίζει υπόπτους, να προβαίνει σε
συλλήψεις χωρίς ένταλμα, να διαλύει σωματεία, να απαγορεύει απεργίες κ.λπ.

Αφού αναστέλλονται οι διατάξεις για τον φυσικό δικαστή συστήνονται διαρκή ή έκτακτα
στρατιωτικά δικαστήρια, ως έκτακτα νοούνται και τα εξαιρετικά. ΢την αρμοδιότητά τους
υπάγεται οποιοδήποτε έγκλημα αυτουργών ή συμμετόχων που κατά την κρίση τους
κινδυνεύει η εθνική ασφάλεια.

΢ύμφωνα με τον στρατιωτικό νόμο ν. 566/1977 τα εγκλήματα που ρυθμίζει μπορεί να είναι
και εκκρεμείς υποθέσεις τακτικών ποινικών δικαστηρίων που μεταβιβάζονται στα στρατιωτικά
δικαστήρια, όμως η δυνατότητα αυτή της στρατιωτικής αρχής πάσχει συνταγματικά γιατί
αντίκειται στην αρχή της ισότητας.

Η διαδικασία: Αρμόδιο όργανο για τα μέτρα κατάστασης πολιορκίας είναι καταρχήν η βουλή
και επικουρικώς ο ΠτΔ με προσυπογραφή.

Σα μέτρα τα λαμβάνει η βουλή με απόφασή της που λαμβάνεται μετά από πρόταση της
κυβέρνησης, ο ΠτΔ δημοσιεύει την απόφαση της βουλής. Με την απόφαση ορίζεται η
διάρκεια ισχύος των επιβαλλόμενων μέτρων η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τις 15 ημέρες
(άρθρο 48 παρ. 1 ΢). Η απόφαση της βουλής λαμβάνεται με πλειοψηφία των 3/5 του
συνολικού αριθμού των βουλευτών (άρθρο 48 παρ. 6 εδ α ΢). ΢ε περίπτωση που δεν
υπάρχει βουλή ή συντρέχει αντικειμενική αδυναμία να συγκληθεί εγκαίρως, τα μέτρα
λαμβάνονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του υπουργικού
συμβουλίου, το διάταγμα υποβάλλεται από την κυβέρνηση στη βουλή για έγκριση μόλις
καταστεί δυνατή η σύγκλησή της ακόμη και αν έληξε η βουλευτική περίοδος ή η βουλή έχει
διαλυθεί, και πάντως μέσα σε 15 ημέρες το αργότερο (άρθρο 48 παρ. 2 εδ β ΢). Η απόφαση
της βουλής για την έγκριση του προεδρικού διατάγματος λαμβάνεται με την πλειοψηφία του
όλου αριθμού των βουλευτών (151/300, άρθρο 48 παρ. 6 εδ α ΢) και από αυτό το σημείο
και μετά τα μέτρα παύουν να είναι κυβερνητικές πράξεις.

Σο ότι απαιτείται πλειοψηφία 151/300 για την απόφαση της βουλής όταν εγκρίνεται το
προεδρικό διάταγμα και πλειοψηφία 180/300 όταν η ίδια η βουλή προσφεύγει στην
κατάσταση πολιορκίας φανερώνει το πνεύμα του αναθεωρητικού νομοθέτη του 1986 που
αναθέτει μεν την αρμοδιότητα στην ολομέλεια της βουλής αλλά εμμέσως επαναφέρει στο
προσκήνιο τον ΠτΔ. Δεδομένου ότι η αντικειμενική αδυναμία να συγκληθεί εγκαίρως η βουλή
ελέγχεται μόνο πολιτικά από την ίδια τη βουλή και ότι σπανίως υπάρχει κυβερνητική
πλειοψηφία 180/300, η προσφυγή στην κατάσταση πολιορκίας έχει παραμείνει μετά το
1986 στα χέρια της εκτελεστικής εξουσίας. Πάντως στο σύνθετο όργανο για την έκδοση
διατάγματος ο ΠτΔ έχει ουσιαστικό ρόλο διότι τα μέτρα αλλοιώνουν το πολίτευμα και ο ΠτΔ
είναι ρυθμιστής του. Μέχρι να συγκληθεί η βουλή μοναδική εγγύηση ότι τηρούνται οι
συνταγματικοί κανόνες είναι η σύμπραξη ΠτΔ και υπουργικού συμβουλίου.

Η διάρκεια των μέτρων μπορεί να παρατείνεται ανά 15μερο μόνο με προηγούμενη απόφαση
της βουλής η οποία συγκαλείται ακόμα και αν έχει λήξει η βουλευτική περίοδος ή αν έχει
διαλυθεί η βουλή (άρθρο 48 παρ. 3 ΢). Και εδώ απαιτείται πλειοψηφία 151/300 του όλου
αριθμού των βουλευτών και η σύγκληση της βουλής είναι ειδική, διότι προβλέπεται ρητά. Η
σύνοδος αυτή έχει όλες τις αρμοδιότητες της βουλής εκτός από την ψήφιση προϋπολογισμού.
Ελεύθερες εκλογές υπό κατάσταση πολιορκίας είναι αδιανόητες. Πρόταση δυσπιστίας κατά
της κυβέρνησης μπορεί να υποβληθεί διότι η κυβέρνηση που θα καταψηφιστεί δεν μπορεί να
προσφύγει στο λαό, μόνο μια νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί. Ση δυσπιστία
ακολουθεί η διαδικασία για την ανάδειξη πρωθυπουργού (άρθρο 37 ΢) όμως εδώ ειδικά δεν
μπορεί να φθάσει σε διάλυση. Σα όρια αντοχής του ΢υντάγματος εξαντλούνται. Άλλωστε δεν

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 19


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

είναι λογικό η ίδια πλειοψηφία να υπερψηφίζει πρόταση δυσπιστίας πρόταση δυσπιστίας


χωρίς να σχηματίζει νέα δεδηλωμένη και να παρατείνει τα μέτρα. Όσο διαρκούν τα μέτρα
ισχύουν αυτοδίκαια οι διατάξεις περί ανεύθυνου και ακαταδίωκτου βουλευτών ακόμα και αν
έχει διαλυθεί η βουλή ή έχει λήξει η βουλευτική περίοδος (άρθρο 48 παρ. 7 ΢) (η
αυτοδίκαιη όμως σύνοδος καθιστά περιττή την παράγραφο αυτή που έπρεπε να έχει
διαγραφεί γιατί όταν η βουλή είναι σε σύνοδο οι βουλευτές απολαμβάνουν έτσι και αλλιώς
όλες τις ασυλίες.

Λήξη μέτρων: Η έγκριση του προεδρικού διατάγματος από την οποία αρχίζει η μέτρηση νέου
15μέρου ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεως του διατάγματος του οποίου το περιεχόμενο
ενσωματώνεται στην εγκριτική πράξη, η βουλή να εγκρίνει ολικώς ή μερικώς το διάταγμα ή
να αρνηθεί την έγκρισή της οπότε αυτό ακυρώνεται αναδρομικά. Σο ίδιο συμβαίνει αν
παρέλθει άπρακτο το 15μερο. Οι νομικές πράξεις που βασίζονται στο διάταγμα καθίσταται
και αυτές άκυρες.

Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου: ΢ύμφωνα με το άρθρο 48 παρ. 5 ΢ μόλις αρχίσουν


τα μέτρα της κατάστασης πολιορκίας ο ΠτΔ ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης μπορεί να
εκδίδει πνπ για να αντιμετωπισθούν επείγουσες ανάγκες ή για να αποκατασταθεί ταχύτερα η
λειτουργία των συνταγματικών θεσμών. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται για κύρωση στη
βουλή μέσα σε 15 μέρες από την έκδοσή τους ή από τη σύγκληση της βουλής σε σύνοδο και
παύουν να ισχύουν αν δεν υποβληθούν στη βουλή μέσα σε 15 ημέρες ή δεν εγκριθούν από
τη βουλή μέσα σε 15μερες. Οι πνπ που εκδίδονται είναι όμοιες με τις πνπ του άρθρου 44
παρ. 1 ΢ που εκδίδονται εκτός κατάστασης πολιορκίας. Διαφέρουν μόνο στις προϋποθέσεις
για την έκδοσή τους και στις προθεσμίες για την υποβολή και την έγκρισή τους από την
ολομέλεια της βουλής. Ειδικότερα:

΢ύγκριση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου


Άρθρο 48 παρ. 5 ΢ Άρθρο 44 παρ. 1 ΢
Εκδίδονται μόνο όταν η χώρα βρίσκεται υπό Εκδίδονται οποτεδήποτε εκτός κατάστασης
κατάστασης πολιορκίας πολιορκίας διότι τότε θα ακύρωναν τις
σύντομες προθεσμίες της πνπ του άρθρου 48
παρ. 5 ΢
Εκδίδονται για να αντιμετωπισθούν Εκδίδονται για έκτακτες περιπτώσεις
επείγουσες ανάγκες ή για να αποκατασταθεί εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης
ταχύτερα η λειτουργία των συνταγματικών ανάγκης
θεσμών
Πρέπει να υποβληθούν μέσα σε 15 ημέρες Πρέπει να υποβληθούν μέσα σε 40 ημέρες
από την έκδοσή τους στη βουλή και να από την έκδοσή τους στη βουλή και να
εγκριθούν πάλι σε 15 ημέρες αφότου εγκριθούν μέσα σε 3 μήνες αφότου
υποβληθούν υποβληθούν

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 20


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Οι κανονιστικές πράξεις της


εκτελεστικής εξουσίας
Η αρχή της νομιμότητας που διέπει όλη τη δράση της εκτελεστικής εξουσίας, εξασφαλίζει την
υποταγή της στο κυρίαρχο όργανο που είναι ο λαός. Όλες οι ενέργειες των οργάνων της
εκτελεστικής εξουσίας πρέπει να είναι σύμφωνες ή ισοδύναμες ή ανώτερες ή σε αρμονία με
τους νόμους που παράγει η νομοθετική εξουσία. Η αρμοδιότητα των διοικητικών οργάνων είτε
είναι δέσμια, οπότε το όργανο είναι υποχρεωμένο να εκδώσει μια ατομική πράξη, είτε
ασκείται κατά διακριτική ευχέρεια οπότε το όργανο επιλέγει μεταξύ περισσότερων νόμιμων
λύσεων.

Διοικητική πράξη είναι το νομικό μέσο με το οποίο τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας
ασκούν μονομερώς την κρατική εξουσία. Οι διοικητικές πράξεις είναι είτε ατομικές είτε
κανονιστικές.

Οι ατομικές αφορούν συγκεκριμένο πρόσωπο ή πρόσωπα που ορίζονται με τα στοιχεία της


ταυτότητάς τους πχ διορισμός του τάδε πρωθυπουργού και οι κανονιστικές θεσπίζουν κανόνες
δικαίου απρόσωπους που έχουν δηλαδή σε κάθε πρόσωπο με ορισμένα χαρακτηριστικά πχ
στον εκάστοτε πρωθυπουργό.

΢τη φύση της εκτελεστικής εξουσίας είναι να εκδίδει κανονιστικές διοικητικές πράξεις εντός
του νόμου και με κατώτερη τυπική δύναμη από αυτούς. Τπό δημοκρατικό πολίτευμα
κανόνες δικαίου με τυπική ισχύ νόμου καταρχήν δεν επιτρεπόταν να παράγει η εκτελεστική
εξουσία, παρόλα αυτά οι ανάγκες οδήγησαν να επιτρέπεται η παραγωγή τέτοιων κανόνων
φτάνει να προβλέπεται ρητά από το ΢ύνταγμα. Σην αρμοδιότητα να εκδίδει κανονιστικές
πράξεις (κανονιστική αρμοδιότητα) την παρέχει στην εκτελεστική εξουσία το ΢ύνταγμα με δύο
τρόπους:

 Δίνει την κανονιστική αρμοδιότητα απευθείας το ΢ύνταγμα


 Δίνει την κανονιστική αρμοδιότητα το νομοθετικό όργανο με πράξη του (νομοθετική
εξουσιοδότηση)

Κανονιστική αρμοδιότητα εκτελεστικής εξουσίας από το ΢ύνταγμα

Σο ΢ύνταγμα προβλέπει δύο ελάσσονες εξαιρέσεις στις οποίες η διοίκηση δρα χωρίς νόμο.
Πρόκειται αφενός για τα διατάγματα αναλογισμού των βουλευτικών εδρών και αφετέρου για
τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων των υπουργών χωρίς χαρτοφυλάκιο με απόφαση του
πρωθυπουργού και των υφυπουργών με κοινή απόφασή πρωθυπουργού και οικείου
υπουργού. Και στις δύο περιπτώσεις η κανονιστική αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας
είναι αποκλειστική και δεν συντρέχει με αρμοδιότητα από το νομοθετικό όργανο. Σο
΢ύνταγμα σε αυτές τις περιπτώσεις έχει κατανείμει αρμοδιότητες.

Εκτελεστικά διατάγματα

Όταν μια νομοθετική πράξη περιέχει διατάξεις με κάποιες ατέλειες και δεν προβλέπει
νομοθετική εξουσιοδότηση τότε για να την εφαρμόσει η εκτελεστική εξουσία ο ΠτΔ εκδίδει
διατάγματα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων (άρθρο 43 παρ. 1 ΢). Σα
εκτελεστικά διατάγματα καλύπτουν κενά του νόμου, περιέχουν μόνο κανόνες δευτερεύοντες ή
συμπληρωματικούς προς τους πρωτεύοντες δηλ δεν μπορούν να επιβάλουν νέες
υποχρεώσεις. Κινούνται πάντοτε μέσα στα όρια της νομοθετικής πράξης, θέτουν
λεπτομερέστερους κανόνες και δεν μπορούν να περιέχουν αντίθετη ρύθμιση προς τους

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 21


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

κανόνες τους, έχουν δηλ κατώτερη τυπική ισχύ από τους νόμους, έτσι παύουν μαζί με τη
νομοθετική πράξη που εκτελούν.

Νομοθετική εξουσιοδότηση

Νομοθετική εξουσιοδότηση είναι ο θεσμός με τον οποίο το νομοθετικό όργανο αναθέτει με


πράξη του σε ορισμένο διοικητικό όργανο την αρμοδιότητα να θεσπίζει με κανονιστικές
πράξεις πρωτεύοντες απρόσωπους κανόνες δικαίου. Οι κανόνες αυτοί ρυθμίζουν υποχρεώσεις
ή δικαιώματα των διοικούμενων. Χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση, αρμοδιότητα για τη
ρύθμιση τους έχει αποκλειστικά το νομοθετικό όργανο.

Σο ΢ύνταγμα προβλέπει δύο είδη νομοθετικής εξουσιοδότησης: τη συνήθη και με τη νόμο


πλαίσιο που δεν διαφέρουν κατά τη φύσης τους παρά μόνο την έκταση και τις αναγκαίες
προϋποθέσεις. Με τη συνήθη εξουσιοδοτείται κατ' αρχήν ο ΠτΔ και κατ' εξαίρεση τα άλλα
όργανα της διοίκησης αλλά με νόμο πλαίσιο μόνο ο ΠτΔ.

Η συνήθης νομοθετική εξουσιοδότηση: ΢ύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 εδ α ΢ ύστερα από


πρόταση του αρμόδιου υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων με ειδική
εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όρια της.

Η νομοθετική εξουσιοδότηση πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη (να προσδιορίζει ακριβώς
το αντικείμενό της και τις περιπτώσεις που ρυθμίζει). Νομική εξουσιοδότηση γενική και
αόριστη είναι αντισυνταγματική και οι αντίστοιχες κανονιστικές πράξεις πάσχουν ακυρότητα.

Ση νομοθετική εξουσιοδότηση τη δίνει το νομοθετικό όργανο, τη λαμβάνει καταρχήν ο ΠτΔ


και έχει αντικείμενο τη θέσπιση κανόνων δικαίου σε επίπεδο τυπικού νόμου δηλ μπορούν να
καταργούν ή να τροποποιούν διατάξεις νομοθετικών οργάνων.

Αντικείμενο ρυθμίσεων με κανονιστικές διοικητικές πράξεις ύστερα από νομοθετική


εξουσιοδότηση μπορεί να είναι κάθε θέμα εκτός αν το ΢ύνταγμα απαιτεί τυπικό νόμο. Σο
΢ύνταγμα καθιστά καταρχήν φορέα της νομοθετικής εξουσιοδότησης τον ΠτΔ επειδή αυτός
δρα με προεδρικά διατάγματα και όλα τα κανονιστικά διατάγματα τα επεξεργάζεται το ΢τΕ.
Έτσι οι κανόνες δικαίου που παράγονται από νομοθετική εξουσιοδότηση υπόκεινται
καταρχήν το προληπτικό έλεγχο συνταγματικότητας και νομιμότητας (αυτός ο έλεγχος
ενοχλεί τις εκάστοτε κυβερνήσεις και δίνουν την νομοθετική εξουσιοδότηση σε άλλα όργανα
της διοίκησης ώστε να τον αποφεύγουν). Η διαφορά που έγκειται εδώ είναι ο προληπτικός
έλεγχος γίνεται πριν την έκδοση του διατάγματος ενώ η ακύρωση κάθε διοικητικής πράξης με
δικαστική απόφαση γίνεται πολύ μεταγενέστερα, όταν ο υπουργός που την εξέδωσε μπορεί να
μην είναι πια υπουργός.

΢ύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 εδ β ΢ κατ' εξαίρεση επιτρέπεται νομοθετική


εξουσιοδότηση με έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης
προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με
χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Οι πράξεις των άλλων οργάνων επιτρέπονται υπό
προϋποθέσεις, δεν υπόκεινται σε επεξεργασία από το ΢τΕ. Άλλα όργανα της διοίκησης
αποτελούν οι υπουργοί, το υπουργικό συμβούλιο, τα περιφερειακά όργανα, όργανα ΝΠΔΔ, ο
διοικητής της Σράπεζας της Ελλάδος κ.λπ. Οι πράξεις τους λέγονται υπουργικές αποφάσεις,
πράξεις υπουργικού συμβουλίου κ.λπ.

Η εξουσιοδότηση σε άλλα όργανα ξεφεύγει από την επεξεργασία του ΢τΕ αλλά έχει αυξημένες
απαιτήσεις σε σύγκριση με την εξουσιοδότηση που δίδεται στον ΠτΔ. το όργανο που λαμβάνει
νομοθετική εξουσιοδότηση δεν μπορεί να αναθέσει την άσκησή της σε άλλο όργανο εκτός αν
η υπεξουσιοδότηση επιτρέπεται με ειδική διάταξη εξουσιοδοτικού νόμου.

Οι πνπ επιτρέπεται να παρέχουν νομοθετική εξουσιοδότηση αλλά ορθότερα μόνο σε άλλα


όργανα αλλιώς είναι σα να εξουσιοδοτεί ο ΠτΔ τον εαυτό του, βέβαια αυτές οι πράξεις

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 22


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

εκδίδονται σε περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας ανάγκης και η εξουσιοδότηση αποτελεί


αναβολή ρυθμίσεως.

Η νομοθετική εξουσιοδότηση με νόμο - πλαίσιο: ΢ύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 4 ΢ με


νόμους που ψηφίζονται από την ολομέλεια της βουλής μπορεί να παρέχεται νομοθετική
εξουσιοδότηση κανονιστικών διαταγμάτων για τη ρύθμιση των θεμάτων που καθορίζεται σε
αυτούς σε γενικό πλαίσιο. Η νομοθετική εξουσιοδότηση που παρέχεται από τον λεγόμενο
νόμο - πλαίσιο πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη και διαφέρει από τη συνήθης σε 4
σημεία.

 Δεν χρειάζεται εξειδίκευση των θεμάτων που ρυθμίζει


 Ο νόμος πλαίσιο πρέπει να ψηφιστεί από την Ολομέλεια της βουλής
 Σίθενται χρονικά όρια για τη χρήση της εξουσιοδότησης
 Μπορεί να είναι αντικείμενο της συνήθους νομοθετικής εξουσιοδότησης

Η προσφυγή σε νόμο πλαίσιο σημαίνει ότι μεγαλύτερη ποσότητα ρυθμίσεων ξεφεύγει από τη
δημοσιότητα της βουλής και αναλαμβάνει η εκτελεστική εξουσία. Οι νόμοι πλαίσιο είναι
σπανιότατοι ίσως επειδή η συνήθης νομοθετική εξουσιοδότηση χρησιμοποιείται κατά κόρον.

Κανόνες δικαίου που έχει εγκύρως εκδώσει ο ΠτΔ ύστερα από νόμο πλαίσιο ή συνήθη
νομοθετική εξουσιοδότηση έχουν την ίδια τυπική ισχύ.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 23


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Χάρη και αμνηςτία * Σ.Ο.Σ.*


Οι δύο θεσμοί της απονομής χάριτος και αμνηστίας αποτελούν τη χάρη υπό ευρεία έννοια
που άλλοτε ασκούσε ο απόλυτος μονάρχης στην Ευρώπη. Η χάρη υπό ευρεία έννοια
διασπάται μετά την επανάσταση στη Γαλλία όπου επικρατεί η αρχή του χωρισμού των
εξουσιών. Η χάρη παραμένει αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας ενώ την αμνηστία την
αναλαμβάνει η νομοθετική. ΢τον αγγλοσαξονικό κόσμο δεν γίνεται η ίδια διάσπαση. ΢την
Αγγλία η χάρη υπό ευρεία έννοια αποτελεί προνομία του στέμματος (με προσυπογραφή),
αλλά στην πράξη απονέμονται μόνο χάριτες υπό στενή έννοια και όχι αμνηστίες. Και στην
Ελλάδα από το 1975 και έπειτα δεν έχει δοθεί αμνηστία.

Ση χάρη τη δικαιολογεί η φιλανθρωπία και η επιείκεια. Σο ανθρώπινο πεπρωμένο οδηγεί


ενίοτε σε ακραίες καταστάσεις που μόνο με τη χάρη επιδέχονται κάθαρση. Η χάρη λειτουργεί
πέρα από την απονομή δικαιοσύνης και δεν αποτελεί δικαστική αρμοδιότητα. Σην αμνηστία
τη δικαιολογεί η εκτόνωση των πολιτικών παθών και η λήθη του παρελθόντος. Η αμνηστία
εμφανίζεται στην Αρχαία Αθήνα. Όταν ο Θρασύβουλος ανατρέπει τους Σριάκοντα Συράννους
(403 π.Χ.) η εκκλησία του δήμου δίνει αμνηστία και οι πολίτες ανταλλάσσουν όρκους "επί τω
μη μνησικακείν προς αλλήλους".

Σο ΢ύνταγμα αναθέτει την αρμοδιότητα για την παροχή χάριτος στον ΠτΔ και αμνηστίας στη
βουλή. Ειδικότερα:

Φάρη είναι η ολική ή μερική άρση της εκτέλεσης ποινής που έχει καταγνωσθεί από
δικαστήριο. ΢ύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 1 ΢ ο ΠτΔ έχει το δικαίωμα ύστερα από πρόταση
του υπουργού δικαιοσύνης και γνώμη συμβουλίου που συγκροτείται κατά πλειοψηφία από
δικαστές να χαρίζει, μετατρέπει ή μετριάζει τις ποινές που επιβάλλουν τα δικαστήρια, καθώς
και να αίρει τις κάθε είδους νόμιμες συνέπειες ποινών που έχουν επιβληθεί και εκτιθεί.

Η απονομή χάριτος προϋποθέτει αμετάκλητη ποινική καταδίκη κάθε είδους και δίδεται για
κάθε έγκλημα, κοινό ή πολιτικό. Χωρίς τη ρητή συνταγματική πρόβλεψη, θα ήταν αδύνατη,
διότι αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα ότι ο ΠτΔ δεν μπορεί ποτέ να εξαιρέσει κανέναν από
την εκτέλεση (άρθρο 43 παρ. 1 ΢).

Η διαδικασία κινείται ως εξής:

1. Απαιτείται αίτηση του καταδικασμένου άλλως σε κάθε περίπτωση μπορεί να


προκαλέσει τη διαδικασία και ο υπουργός δικαιοσύνης.
2. Ο φάκελος περιέχει τη γνώμη του διευθυντή της φυλακής, τα πρακτικά της δίκης, την
απόφαση και γνωμοδότηση του κατηγορήσαντος εισαγγελέως, την γνώμη του
΢υμβουλίου Χαρίτων.
3. Ο υπουργός δικαιοσύνης διατυπώνει τη πρότασή του στον ΠτΔ και του υποβάλει
ολόκληρο τον φάκελο.
4. Σην απόφαση λαμβάνει ο ΠτΔ ο οποίος δέχεται ολικώς ή μερικώς την πρόταση του
υπουργού δικαιοσύνης ή την απορρίπτει. Πάντως χωρίς προσυπογραφή δεν μπορεί να
δώσει χάρη.

Ο ΠτΔ σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 2 ΢ μπορεί να απονέμει χάρη σε υπουργό που


καταδικάστηκε κατά το άρθρο 86 μόνο με τη συγκατάθεση της βουλής.

Ο ΠτΔ ασκεί την αρμοδιότητα της απονομής χάριτος με απόλυτη διακριτική ευχέρεια και
αποκλειστικό γνώμονα τη συνείδησή του. Για αυτό η πράξη δεν αιτιολογείται. Ο ισχυρισμός
ότι ο ΠτΔ πρέπει να χαρίζει τις ποινές σύμφωνα με το λαϊκό περί δικαίου αίσθημα είναι
αντιδημοκρατικός.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 24


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Με τη χάρη αίρεται μόνο η υλική έκτιση της ποινής και όχι μέτρα ασφαλείας. Η άρση είναι
ολική ή μερική ή μεταβάλλεται το είδος της ποινής (π.χ. από κάθειρξη σε φυλάκιση).
Εκτιθείσες ποινές είναι αδύνατο να χαρισθούν. Άρση των συνεπειών είναι δυνατή και
παρέχεται μαζί με την άρση της κύριας ποινής ή μετά την έκτισή της. Επίσης αίρονται οι
πειθαρχικές ποινές.

Η απονομή χάριτος είναι πράξη ατομική. ΢ε ερώτηση ποια η νομική φύση της απονομής
χάριτος, η απάντηση είναι κυβερνητική πράξη. Για αυτό δεν μπορεί κανείς να την
αποποιηθεί. Ανάκλησή της αποκλείεται διότι ισοδυναμεί με επιβολή ποινής από την
εκτελεστική εξουσίας. Η χάρη δεν εξαφανίζει την καταδικαστική απόφαση, που εγγράφεται
στο ποινικό μητρώο, ακόμη και όταν δίδεται με άρση των συνεπειών της καταδίκης.

Αμνηστία είναι η αναδρομική εξάλειψη του αξιοποίνου για κάποια πράξη. ΢ύμφωνα με το
άρθρο 47 παρ. 3 ΢ η αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα με νόμο που
ψηφίζεται από την ολομέλεια της βουλής με πλειοψηφία των 3/5 του όλου αριθμού των
βουλευτών.

Ο περιορισμός αυτός (μόνο για πολιτικά εγκλήματα) οφείλεται σε καταχρήσεις ιδίως της
περιόδου 1920-1927. Η έννοια όμως του πολιτικού εγκλήματος δεν είναι σαφής, γενικά για
να χαρακτηριστεί ένα έγκλημα πολιτικό πρέπει οι πράξεις να στρέφονται κατά της πολιτικής
οργάνωσης του κράτους και να τείνουν σε αλλοίωση ή ανατροπή του πολιτεύματος (πχ εσχάτη
προδοσία) και επί πλέον ο δράστης να επιδιώκει τέτοιο πολιτικό σκοπό.

Επικρατεί επομένως η μεικτή θεωρία διότι απαιτείται και πολιτικό έννομο αγαθό που
προσβάλλεται (αντικειμενική θεωρία) και πολιτικό κίνητρο του δράστη (υποκειμενική
θεωρία). Η αμνηστία αποτελεί αντινομία στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και
οι σχετικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά.

Μη πολιτικά εγκλήματα συναφή με το πολιτικό δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο


αμνηστίας πχ ληστεία για χρηματοδότηση τρομοκρατικών δραστηριοτήτων, για αυτά
υπάρχουν άλλοι θεσμοί επιείκειας ιδίως η χάρη και η παραγραφή.

Κατά το άρθρο 47 παρ. 4 ΢ αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο. Η
παράγραφος αυτή είχε νόημα πριν την αναθεώρηση του 1986 όταν η αμνηστία δινόταν με
προεδρικό διάταγμα. Εκ παραδρομής η παράγραφος αυτή δεν έχει διαγραφεί ακόμα.

Για την παροχή αμνηστίας απαιτείται νόμος ψηφισμένο από την ολομέλεια της βουλής με
πλειοψηφία 180/300, η αυξημένη αυτή πλειοψηφία σχηματίζεται κατά κανόνα μόνο αν
βουλευτές της μειοψηφίας συμπράξουν με την κυβερνητική πλειοψηφία. Ση ρύθμιση την
επιβάλει το ΠΑ΢ΟΚ το 1986 ώστε να καταστήσει αδύνατη την αμνήστευση των χουντικών.

Η αμνηστία είναι καταρχήν απρόσωπη και αφορά κολάσιμες πράξεις. Σο έγκλημα θεωρείται
ότι δεν υπήρξε ποτέ. Η αμνηστία εξαφανίζει το αξιόποινο για όλους τους συμμέτοχους δηλαδή
αυτουργούς και συνεργούς. Μπορεί να δοθεί και σε κατηγορίες προσώπων πχ μη
στρατιωτικοί που διέπραξαν το τάδε έγκλημα. Επίσης δεν αποκλείεται να εξαιρεθεί ρητώς από
την αμνηστία ορισμένη κατηγορία ανθρώπων. Εκείνο που οπωσδήποτε δεν επιτρέπεται είναι
να αμνηστευθούν ή να εξαιρεθούν από την αμνηστία πρόσωπα που να αναφέρονται με το
όνομά τους, διότι κάτι τέτοιο αντιβαίνει προς την αρχή της ισότητας.

Ζήτημα γεννήθηκε αν ισοδυναμεί με αμνηστία η πρόωρη παραγραφή όμως η ρύθμιση της


παραγραφής είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αμνηστία που είναι οριστική αναστολή του
αξιοποίνου και δεν ανακαλείται ενώ στην παραγραφή συνεχίζεται η ποινική δίωξη. Ακόμη, η
αμνηστία επιφέρει αναδρομική εξαφάνιση του αξιοποίνου, ενώ η παραγραφή την εξάλειψή
του μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 25


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η αμνηστία δίδεται οποτεδήποτε δηλαδή πριν ή μετά την καταδίκη, αλλά ποτέ για το μέλλον.
΢υνεπάγεται ματαίωση ή παύση της ποινικής δίωξης ή εξαφάνιση της καταδικαστικής
απόφασης και των συνεπειών της. Άρα εξαλείφονται και οι παρεπόμενες ποινές ενώ η
καταδικαστική απόφαση δεν λαμβάνεται υπόψη για την υποτροπή.

Πράξη αμνηστευμένη διαγράφεται από το ποινικό δίκαιο. Η αμνηστία καταλαμβάνει και τις
ποινές που έχουν εκτιθεί. Εκτός αν ορίζεται ρητά, οι πειθαρχικές ποινές δεν αίρονται, διότι ο
πειθαρχικός έλεγχος είναι ανεξάρτητος από τον ποινικό.

Η αμνηστία εξαφανίζει το αξιόποινο όχι όμως τον άδικο χαρακτήρα της πράξης. Έτσι δεν
αίρει τις αστικές συνέπειες και ιδίως υποχρεώσεις όπως αποζημίωση και χρηματική
ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (914 και 932 ΑΚ). Από την άλλη μεριά δεν δημιουργεί
τέτοια δικαιώματα του αμνηστευθέντος.

Σην αμνηστία δεν μπορεί κανείς να την αποποιηθεί, διότι η απονομή της γίνεται για το
δημόσιο συμφέρον. Σέλος η αμνηστία δεν ανακαλείται, διότι ανάκλησή της ισοδυναμεί με
αναδρομική καθιέρωση αξιοποίνου.

΢ύγκριση απονομής χάριτος και αμνηστίας

ΦΑΡΗ ΑΜΝΗ΢ΣΙΑ
Αποτελεί ολική ή μερική άρση της εκτέλεσης Αποτελεί αναδρομική εξάλειψη του
ποινής. αξιοποίνου.
Αρμοδιότητα της εκτελεστικής εξουσίας. Αρμοδιότητα της νομοθετικής εξουσίας.
Δίδεται για κάθε έγκλημα (κοινό ή πολιτικό). Δίδεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα.
Διαδικασία: η αίτηση του καταδικασμένου Διαδικασία: ψηφισμένος νόμος από
και ο φάκελος του υποβάλλεται στον ΠτΔ ολομέλεια της βουλής με αυξημένη
ύστερα από πρόταση του Τπ. Δικαιοσύνης. πλειοψηφία 180/300 του όλου αριθμού των
βουλευτών).
Είναι πράξη ατομική (αφορά συγκεκριμένο Είναι πράξη απρόσωπη (δεν αναφέρεται το
κατάδικο). όνομα των προσώπων που αφορά).
Εκτιθείσες ποινές είναι αδύνατο να Καταλαμβάνει ποινές που έχουν εκτιθεί.
χαρισθούν.
Δεν εξαφανίζει την καταδικαστική απόφαση, Εξαφανίζει το αξιόποινο όχι όμως τον άδικο
που εγγράφεται στο ποινικό μητρώο. χαρακτήρα της πράξης, δεν αίρει δηλ τις
αστικές συνέπειες.
Αίρεται μόνο η υλική έκταση της ποινής και ΢υνεπάγεται ματαίωση ή παύση της ποινικής
όχι μέτρα ασφαλείας (μεταβάλλεται το είδος δίωξης ή εξαφάνιση της καταδικαστικής
της ποινής πχ από κάθειρξη σε φυλάκιση). απόφασης και συνεπειών της.
Οι πειθαρχικές ποινές αίρονται. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, οι
πειθαρχικές ποινές δεν αίρονται.
Ανάκλησή της αποκλείεται γιατί ισοδυναμεί Ανάκλησή της αποκλείεται διότι ισοδυναμεί
με επιβολή ποινής από την εκτελεστική με αναδρομική καθιέρωση αξιοποίνου.
εξουσία.
Δεν εξαφανίζει το αξιόποινο για τους Εξαφανίζει το αξιόποινο και για τους
συμμετόχους γιατί είναι ατομική πράξη. συμμετόχους.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 26


ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ

Οι άγραφεσ πηγέσ
Έθιμα, ιδίως συνταγματικά & συνθήκες του πολιτεύματος: Γενικά η έννομη τάξη
ανέχεται τη δημιουργία συμπληρωματικών και όχι καταργητικών εθίμων σε διάφορες
βαθμίδες της πυραμίδας.

Σο ελληνικό σύνταγμα που είναι αυστηρό δεν επιτρέπει τη δημιουργία καταργητικού εθίμου.
Μόνο συμπληρωματικό έθιμο μπορεί να δημιουργηθεί, όμως κάτι τέτοιο προϋποθέτει κενά
στο τυπικό ΢ύνταγμα. Από το 1975 δεν διαπιστώθηκε δημιουργία συνταγματικού εθίμου ίσως
επειδή οι συνταγματικές ρυθμίσεις είναι λεπτομερείς.

Αντίθετα, έχουν δημιουργηθεί αρκετές συνθήκες του πολιτεύματος πράγμα που δείχνει τη
ζωντάνια του.

Οι γενικές αρχές του δικαίου: Έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν
υπάρχει σχετικός κανόνας με την απαιτούμενη ισχύ. Δεν είναι διατυπωμένες σε
συγκεκριμένο κείμενο αλλά προκύπτουν από σύνολο κανόνων δικαίου.

Ιδιαίτερη σημασία έχουν στο διοικητικό δίκαιο όπου ρυθμίζουν θέματα σχετικά με την
οργάνωση και λειτουργία των διοικητικών οργάνων. Σις επικαλούνται δικαστικές αποφάσεις
στη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, τις θεωρούν ότι προϋπάρχουν και τις
εφαρμόζουν.

Π.χ. η αρχή της νομιμότητας δεν διατυπώνεται ρητά στο ΢ύνταγμα, ενυπάρχει όμως στο
άρθρο 50 και στα άρθρα 26, 43, 82, 83 και 95 του ΢υντάγματος.

Η νομολογία: Η κρατούσα γνώμη δε θεωρεί τη νομολογία πηγή του δικαίου. Μόνο στο πεδίο
του διοικητικού δικαίου (ιδίως η νομολογία του ΢τΕ) παράγει κανόνες δικαίου.

Γενική αναγνώριση της νομολογίας ως πηγής του δικαίου θα περιόριζε αναποτελεσματικά την
αυθαιρεσία των κυβερνώντων.

Βιβλιογραφία: Α. Παντελήσ "Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου" ςελ. 402-444 Page 27

You might also like