You are on page 1of 11

Η ιδέα του αγαθού και το πρόβλημα της γνώσης στην Επιστήμη της Λογικής του G. W. F.

Hegel.

Εισαγωγή: Η αντικειμενική νόηση

Σύμφωνα με τον Χέγκελ, η φιλοσοφία που δεν οδηγεί στην παραγωγή ενός συστήματος,
δεν μπορεί να ονομάζεται αληθινή επιστήμη. Η απουσία συστηματικότητας αφήνει την
φιλοσοφία έκθετη στην κριτική πως πρόκειται για απλή υποκειμενική θεώρηση εφόσον δεν
αναλαμβάνει να καταδείξει διεξοδικά την αναγκαιότητα και την αντικειμενικότητα των
εννοιακών της προσδιορισμών. Κατ’ ανάλογο τρόπο, η μη συστηματική φιλοσοφία, εγείρει
εύλογη δυσπιστία απέναντι στο περιεχόμενο που πραγματεύεται, το οποίο αν δεν τίθεται
στην σχέση του με την ολότητα παραμένει τυχαίο και η αναγκαιότητά του μη
αποδεδειγμένη. Κάθε μη συστηματική φιλοσοφία θα άφηνε χώρο για την άρνησή της και
έτσι θα σχετικοποιούσε τόσο την μέθοδό της, δηλαδή το κατεξοχήν έλλογο στοιχείο της,
όσο και το περιεχόμενό της. Όμως, το αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι το απόλυτο. Το
απόλυτο συνδέεται άρρηκτα με την μορφή της ολότητας, με την έννοια ότι διαλεκτικοποιεί
τον άκαμπτο διαχωρισμό υποκειμένου και αντικειμένου. Στη φιλοσοφία του απολύτου δεν
εξαλείφεται η διαφορά υποκειμένου και αντικειμένου αλλά τίθεται υπό το πρίσμα της
ολότητας: κάθε όρος της σχέσης διατηρεί την αυτοτέλεια εντός της αναφοράς του προς τον
άλλο όρο. Με άλλα λόγια, το απόλυτο προσδιορίζεται εν προκειμένω ως η ιδέα, δηλαδή ως
η ταυτότητα της υποκειμενικής έννοιας με το προς πραγμάτευση αντικείμενό της. Ως εκ
τούτου η ιδέα είναι το περιεχόμενο κάθε αληθινής επιστήμης. Στο εγελιανό σύστημα η
Φιλοσοφία της Φύσης έχει για περιεχόμενο την ιδέα στην ετερότητά της και η Φιλοσοφία
του Πνεύματος την ιδέα που έχει επιστρέψει από την οικεία της ετερότητα πίσω στον εαυτό
της. Η Επιστήμη της Λογικής (ΕτΛ) είναι εκείνο το τμήμα της επιστήμης που πραγματεύεται
την ιδέα όπως είναι καθ’ εαυτή και προς εαυτή, ή, η ιδέα ως τέτοια αποτελεί το
περιεχόμενο της. Η ΕτΛ δεν μπορεί να προσποριστεί το αντικείμενό της ως ήδη δεδομένο,
εξωτερικό προς την ίδια, διότι έτσι θα μετατρεπόταν αμέσως σε τυπική θεώρηση, δηλαδή
θα πραγματευόταν αυθαίρετα και με αφηρημένο τρόπο την αλήθεια του αντικειμένου της.
Εξίσου, δεν μπορεί να προσδιορίσει το αντικείμενό της ευθύς εξαρχής, έστω και αν έχει μια
γενική παράσταση περί αυτού, ως το απόλυτο. Οφείλει επομένως να αποδείξει τόσο την
αναγκαιότητα του περιεχομένου της όσο και την δυνατότητα μιας επιστήμης του. Η πρώτη
θα καταδειχθεί μόνο διαμέσου της πλήρους έκθεσης της ΕτΛ όπου θα αναπτυχθεί
αποδεικτικά το αντικείμενό της με όλους τους προσδιορισμούς του. Προηγουμένως, όμως,
οφείλει να αποδειχθεί η ίδια η δυνατότητα της ΕτΛ, με άλλα λόγια η δυνατότητας μιας
επιστήμης για την οποία η νόηση δεν θα αποτελεί μόνο ψιλή μορφή αλλά και το
περιεχόμενο της ίδιας της της μορφής. Η ΕτΛ εκκινεί από την προϋπόθεση ότι έχει
αποδειχθεί η δυνατότητα μιας επιστήμης της καθαρής νόησης. Αυτό στην εγελιανή
φιλοσοφία σημαίνει την αναίρεση της συνειδησιακής διαφοράς, δηλαδή, την αναίρεση της
διαφοράς ανάμεσα στην υποκειμενική γνώση και στην αλήθεια του αντικειμένου το οποίο
η γνώση επιδιώκει να γνωρίσει. Ως εισαγωγή στο σύστημα της Επιστήμης η
Φαινομενολογία του Πνεύματος αποτελεί την εμμενή κριτική όλων των διαδοχικών
μορφών του συνειδέναι που οδηγεί μέσω της προσδιορισμένης άρνησης κάθε μίας από
αυτές στην απόδειξη της δυνατότητας της καθαρής επιστήμης. Αποκαθαρμένη από κάθε
εμπειρικό ή συνειδησιακό περιεχόμενο η καθαρή επιστήμη έχει ως περιεχόμενό της την
αντικειμενική νόηση, δηλαδή την νόηση που παράγει αυτενεργώς το οικείο της
περιεχόμενο που δεν είναι άλλο από την ίδια την απόλυτη μορφή του έλλογου.

1
Στην κριτική φιλοσοφία ο όρος δυνατότητας της γνώσης ενός αντικειμένου ταυτίζεται με
τον όρο δυνατότητας της ύπαρξης του ίδιου του αντικειμένου. Ωστόσο ο Καντ εκκινεί από
μία καίρια προϋπόθεση που μειώνει δραστικά την εμβέλεια της προηγούμενης πρότασης.
Πρόκειται για την διάκριση διάνοιας και εποπτείας, αλλά και την ακόμη σημαντικότερη
διάκριση ανάμεσα στην πρωταρχική ενότητα της κατάληψης και στο πράγμα καθ’ εαυτό. Η
γνώση αναγνωρίζει εκ των προτέρων ένα εξωτερικό όριο στον ίδιο της τον εαυτό· αυτό κατά
τον Χέγκελ θα σήμαινε αυτόχρημα και την διάσχιση αυτού του ορίου, αλλά ο Καντ δεν
προχωρά σε αυτό το βήμα. Η ταυτότητα της υποκειμενικής βεβαιότητας από την μία,
δηλαδή της γνώσης που συγκροτείται διαμέσου της ενεργηματικότητας του «Εγώ νοώ» και
των κατηγοριών που ρηξικέλευθα ο Καντ αποδίδει σε αυτό, και της αντικειμενικής αλήθειας
από την άλλη, παραμένει ημιτελής· μολονότι η καντιανή αυτοσυνείδηση συνοδεύει
υποχρεωτικά κάθε υποκειμενική παράσταση ως το συνθετικό απριορικό της θεμέλιο,
εντούτοις, όχι μόνο δεν αναιρεί αλλά αντιθέτως αναβαθμίζει την συνειδησιακή διαφορά σε
απόλυτη. Η έννοια και το αντικείμενό της δεν συναντιούνται παρά μόνο στο άπειρο και η
αντικειμενική γνώση δεν είναι παρά γνώση των φαινομένων και μόνο. Ο Χέγκελ στην
εισαγωγή της ΕτΛ υπογραμμίζει ακριβώς αυτό το παράδοξο: ο Καντ αρνείται στην νόηση
την δυνατότητα να γνωρίσει το άπειρο, που είναι το ίδιο το έλλογο, το κατεξοχήν νοητικό.
Ειδικότερα, μέμφεται τον Καντ για φόβο ενώπιον του αντικειμένου, συμπεριλαμβανομένης
φυσικά της ίδιας της νόησης. Ενώ αναγνωρίζεται στην υπερβατολογική διαλεκτική η
αντιφατικότητα των εννοιών της διάνοιας, ο υπερβατολογικός ιδεαλισμός αρνείται στο
αντικείμενο την αυτοαντιφατικότητα, δηλαδή του αρνείται την διαλεκτική στιγμή της
αρνητικότητας και έτσι δεν το αφήνει ελεύθερο. Αυτό έχει επίπτωση στην ελευθερία του
υποκειμένου που είναι συναρτημένη με την ελευθερία του αντικειμένου. Οι ιδέες του
Καθαρού Λόγου που θα ενοποιούσαν τους ενάντιους προσδιορισμούς και θα παρήγαγαν το
αληθές ως ταυτότητα του υποκειμενικού και του αντικειμενικού αναγορεύονται σε ιδεώδη,
αιτήματα του Καθαρού Λόγου κοκ. Η παραίτηση του Καντ από το θεωρησιακό στοιχείο της
νόησης στις παρυφές του οποίου έχει φτάσει, κληροδοτεί μια ιδέα ελευθερίας χωρίς
αντικείμενο και κατά συνέπεια απεράτωτη και όχι αληθώς άπειρη.

Στην ΕτΛ η ταυτότητα της έννοιας και του αντικειμένου της εκλαμβάνεται ως ήδη
αποδεδειγμένη και γίνεται η αφετηρία της έκθεσης της επιστήμης της καθαρής νόησης. Η
Λογική είναι νόηση νοήσεως, είναι η νόηση που νοεί τον εαυτό της, η νόηση που έχει ως
αντικείμενό της τον εαυτό της ως καθαρή μορφή της σχέσης με τον κόσμο. Η αφετηρία της
ΕτΛ είναι το είναι που δεν είναι παρά η έννοια καθ’ εαυτήν. Αυτή η ταυτότητα που
αποδείχθηκε στην Φαινομενολογία ανευρίσκεται στην απαρκτήρια κατηγορία της ΕτΛ. Η
διδασκαλία περί του Είναι είναι η διδασκαλία περί της Έννοιας όπως αυτή υπάρχει καθ’
εαυτήν, στην αμεσότητά της. Μολονότι εδώ λανθάνει ήδη η ταυτότητα της αμεσότητας («το
είναι, καθαρό είναι, χωρίς κανέναν περαιτέρω προσδιορισμό») και της μεσολάβησης (το
είναι ως η έννοια ειλημμένη καθ’ εαυτήν), εντούτοις αυτή είναι μόνο άμεση, δεν έχει τεθεί
ως τέτοια. Από το είναι αναπτύσσονται βαθμηδόν όλοι οι προσδιορισμοί του. Η
δραστηριότητα της διαλεκτικής που εμψυχώνει όλη την κίνηση του συλλαμβάνεται ως
μετάβαση στο έτερο. Η αυτενέργεια της νόησης, δηλαδή το υποκειμενικό ή το εννοιακό
στοιχείο της που κινητοποιεί την εν λόγω μετάβαση είναι εξωτερική προς το είναι, η
ταυτότητά τους δεν έχει ακόμα τεθεί. Παρόλο που οι προσδιορισμοί μεταβαίνουν ο ένας
στον άλλο, η μεταξύ τους σχέση ετερότητας κατά κάποιον τρόπο διατηρείται. Μόνο η
μετάβαση στην ουσία καταδεικνύει αναδρομικά πως εκείνη η αφετηριακή άμεση
ταυτότητα είναι και έννοιας δεν ήταν παρά μεσολαβημένη από την αρνητικότητα της
νόησης. Η διδασκαλία της Ουσίας είναι ακριβώς αυτή η μεσολάβηση μεταξύ της έννοιας ως

2
είναι και της έννοιας ως έννοιας. Πρόκειται για το δεύτερο μέρος τόσο της ΕτΛ και όσο και
της Αντικειμενικής Λογικής, πρώτο μέρος της οποίας αποτελεί η Διδασκαλία του Είναι. Στην
ουσία οι προσδιορισμοί είναι σχετικοί, αναλογισμένοι ο καθένας στον εαυτό του και
συσχετιζόμενοι με τον αντίθετό τους. Το είναι δεν έχει εκμηδενιστεί αλλά τίθεται εφεξής
ρητά ως σχέση αμεσότητας και μεσολάβησης. Πιο αναλυτικά, η ουσία είναι αφενός το είναι
ως αυτοσυχετιζόμενη αρνητικότητα, δηλαδή αυτομεσολάβηση, και, αφετέρου, αυτό που
πάντοτε προκύπτει ως οιονεί άμεσο υπόλειμμα της επιστρεπτικής κίνησης της
αρνητικότητας, δηλαδή ως φαινομενικότητα. Η ουσία είναι η ενότητα αυτών των δύο
στιγμών. Παρόλο που εδώ η αρνητικότητα έχει επιστρέψει στον εαυτό της προσδιορισμένη
ως αρνητική αυτοαναφορά, η πραγμάτευση της ουσίας εγγράφεται στην αντικειμενική
λογική. Ο έλλογος προσδιορισμός, μολονότι έχει θέσει τον εαυτό του ως αρνητική
αυτοαναφορά δεν είναι ακόμα ακραιφνής αυτοπροσδιορισμός, δεν έχουμε διαβεί το
κατώφλι της Υποκειμενικής Λογικής. Ο αναλογισμός ανασυγκροτεί με κάθε του ενέργημα
ένα εξωτερικό προς τον ίδιο μη εννοιακό άμεσο έτερο το οποίο ανθίσταται στην ισχύ της
αρνητικότητάς του. Στην ουσία η έννοια είναι για εμάς, όχι ακόμη για τον εαυτό της.

Η Έννοια: Υποκειμενικότητα και αντικειμενικότητα

Η έννοια ως έννοια είναι το μέρος της Λογικής που αποκαλείται υποκειμενική και
προκύπτει γενετικά από την υπόσταση, της οποία αποτελεί την άρνηση. Σε αυτό το σημείο
φαίνεται να εκπληρώνεται η διακήρυξη του προλόγου της ΦτΠ. Το απόλυτο που έχει ήδη
προσδιοριστεί ως υπόσταση κατά το πρότυπο του σπινοζισμού 1, παραπέμπει εγγενώς πέρα
από τον εαυτό του στην έννοια, στο υποκείμενο. Όλοι οι προσδιορισμοί του απολύτου που
στην υποστασιακή σχέση παραμένουν εσωτερικοί υπό τον ζυγό μιας αναγκαίας αιτιώδους
συνάφειας, στη συνέχεια θα τεθούν υπό το φως της έννοιας. Ο Χέγκελ είναι σαφής: η
μετάβαση από την υπόσταση στην έννοια είναι η μετάβαση από την αναγκαιότητα στην
ελευθερία. Η ελευθερία είναι η αλήθεια της αναγκαιότητας καθώς κάθε σχέση στην σφαίρα
της έννοιας τελεί υπό τον προσδιορισμό της ελευθερίας. Το αντικείμενο της νόησης δεν έχει
πλέον την μορφή του άμεσου είναι ή της μεσολαβημένης αμεσότητας που είναι η
φαινομενικότητα. Αντ’ αυτού, ανευρίσκεται τώρα στο στοιχείο της καθολικότητας ως της
αφηρημένης αυτοαναφοράς της νόησης. Η έννοια συνιστά την αλήθεια και την ενότητα του
είναι και της ουσίας· εδώ το λογικό στοιχείο είναι καθεαυτό και προς εαυτό, ως εκ τούτου
κάθε προσδιορισμός είναι αυτοπροσδιορισμός. Αυτό σημαίνει πως πρόκειται πάντα για
εμμενή διαφοροποίηση ενύπαρκτων προσδιορισμών αφού στην σφαίρα της έννοιας δεν
υπάρχει πραγματική ετερότητα, οντολογική ή ουσιακή. Ο μετασχηματισμός στην φύση της
διαφοράς στην πορεία της ΕτΛ είναι ριζικός. Η σχέση προς έτερο, δηλαδή η αντικειμενική
στιγμή, στον ορίζοντα της οποίας αρθρώνεται η αυτοσυσχέτιση της νόησης, δηλαδή η
υποκειμενική στιγμή, προσδιορίζεται διαδοχικά κατά τρόπο διαφορετικό. Η μετατόπιση
από τους προηγούμενους λογικούς τρόπους σύλληψης της σχέσης αυτοσυσχέτισης και
ετεροσυσχέτισης, δηλαδή από την μετάβαση του προσδιορισμού στο άλλο εντός του είναι
και τον αναλογιστικό αλληλοκαθορισμό των προσδιορισμών εντός της ουσίας, στον
αυτοπροσδιορισμό της έννοιας, μεταβάλλει το καθεστώς της γνωστικής διαδικασίας στην
οποία η νόηση προσπαθεί να θεματοποιήσει τον εαυτό της. Στην σφαίρα της έννοιας η

1
Η εσωτερική ανασκευή του σπινοζισμού στην ΕτΛ είναι με αντίστροφο τρόπο παραδειγματική ενός
σημείου που αναφέρθηκε παραπάνω. Η συστηματικότητα είναι αναγκαία για το επιστημονικό
καθεστώς της φιλοσοφίας. Ωστόσο, όταν η συστηματικότητα δεν έχει αποδείξει την ίδια της την
παραγωγική αρχή, όπως συμβαίνει με τα αξιώματα που θεμελιώνουν την φιλοσοφία του Σπινόζα,
είναι εκτεθειμένη στην διαλεκτική της ανασκευή. Έτσι, η υπόσταση δεν αρκεί να λάβει και την μορφή
του υποκειμένου, πρέπει και η ίδια να αποδειχθεί παραγωγικά· αυτό έγινε στην λογική της Ουσίας.

3
λογική κίνηση λαμβάνει την μορφή της ανάπτυξης καθώς το περιεχόμενο βρίσκεται άνευ
όρων εντός του λογικού στοιχείου της έννοιας.

Η έννοια όπως είναι στην απαρκτήρια αφηρημένη αμεσότητά της ως υποκειμενική έννοια
φέρει εντός της ανηρημένους όλους τους προσδιορισμούς της λογικής του είναι και της
ουσίας. Από την αφηρημένη αυτοσυχετιζόμενη καθολικότητα που είναι η ίδια θα
αναπτυχθούν βαθμηδόν όλοι οι εννοιακοί προσδιορισμοί διά των οποίων θα συλλάβει τον
εαυτό της στην αυτοαλλοτρίωσή της. Σε αντιδιαστολή με το καντιανό υπερβατολογικό
υποκείμενο η έννοια συνιστά ελεύθερο υποκείμενο που δεν αποτελεί ψιλή μορφή αλλά
παράγει το ίδιο την αντικειμενικότητά του. Η υποκειμενικότητα που έχει γίνει έννοια
χαρακτηρίζεται από την απερίσταλτη παρώθηση να προσδώσει αντικειμενικότητα στον ίδιο
της τον εαυτό και να λάβει μέσω της αυτοσυσχετιζόμενης άπειρης αρνητικότητάς της το
προσφυές της περιεχόμενο. Τούτο το περιεχόμενο είναι η μόνη πραγματικότητα που
αναλογεί στην Έννοια διότι σε αυτό δεν βρίσκει παρά τον εαυτό της ως αποτέλεσμα της
αυτενέργειάς της. Ένα από τα ζητούμενα της παρούσας πρότασης θα είναι να επιχειρήσει
να καταδείξει πως η εγελιανή προσπάθεια δεν απολήγει, όπως θα μπορούσε κάποιος να
αντιτείνει με βάση τα προηγούμενα, στον ύψιστο φορμαλισμό μιας ταυτολογίας ή της
αναλυτικής γνώσης. Την ταυτότητα που σκιαγραφείται εδώ και αποτυπώνει αντεστραμμένο
τον κλασικό ορισμό της αλήθειας ως adequatio, οφείλουμε να την σκεφτούμε ως
θεωρησιακή και όχι ως την τετριμμένη ταυτότητα της τυπικής λογικής. Μόνο έτσι θα
καταστεί δυνατή η σύλληψη της νόησης στο στοιχείο της ελευθερίας που δεν ερείδεται
στην ανελευθερία ή στην καθυπόταξη του αντικειμένου της αλλά στην αυτοαπελευθέρωσή
του. Η διαδικασία αυτή όμως προϋποθέτει την παραγωγή της αντικειμενικότητας μέσα από
την αντικειμενοποίηση της ίδιας της νόησης στο πεδίο της καθαρής της αυτοαναφοράς,
δηλαδή στον συλλογισμό.

Ο συλλογισμός είναι η έννοια που έχει αναπτύξει το εσωτερικό της περιεχόμενο, είναι η
ολοκλήρωση της υποκειμενικής της διάρθωσης όπως είναι καθ’ εαυτή, χωρίς την
αντικειμενικότητά της. Οι στιγμές της καθολικότητας, της μερικότητας και της
καθεκαστότητας αποτελούν ολότητα η καθεμία για τον εαυτό της καθώς στον συλλογισμό
τίθενται ως ολότητες που μεσολαβούνται αμοιβαία μεταξύ τους: κάθε μία εμπεριέχει τις
άλλες έτσι ώστε να εναλλάσσονται στις θέσεις των ακραίων και του μέσου όρου. Τίποτα δεν
προϋποτίθεται και τίποτα δεν έρχεται θύραθεν στον συλλογισμό. Δεδομένου ότι κάθε όρος
είναι το όλον, δεν είναι μόνο οι όροι του συλλογισμού που παραπέμπουν ο ένας στον άλλο,
αλλά και κάθε μία από τις προκείμενες καθώς και το συμπέρασμα. Μόνο έτσι έχει
αντικειμενικά αποδεικτική ισχύ η μορφή του συλλογισμού, δηλαδή χάρη στην τριπλή
μεσολάβηση του συλλογισμού ειλημμένου όχι στην τυπικότητά του, αλλά ως
αυτοσυσχέτιση της έννοιας. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν συλλογισμό συλλογισμών στον
βαθμό που κάθε μορφή του αναιρείται στην άλλη· καμία δεν παγιώνεται γιατί κάθε μία
παρωθείται από την ίδια της την μονομέρεια να αναιρέσει τον εαυτό της. Η
υποκειμενικότητα καθ’ εαυτή εξαντλεί στον συλλογισμό το περιεχόμενό της με αποτέλεσμα
η αφηρημένη απαρκτήρια αμεσότητα της έννοιας να πετύχει την πλήρη και εντελή
μεσολάβηση κάθε στιγμής της με τις υπόλοιπες· αμοιβαία μεσολάβηση που έχει πλέον
τεθεί. Η εξάντληση της μεσολάβησης οδηγεί στην αναίρεση αυτής της ίδιας της
υποκειμενικής έννοιας ως καθαρής μορφής, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο την
αλλοτρίωση της έννοιας αφού η διαφορά της προσδιορίζεται πλέον ως αντικειμενικότητα.
Η αποδεικτική ισχύς του συλλογισμού είναι απόλυτη συνεπώς το ίδιο του το περιεχόμενο
αποκτά τον προσδιορισμό του γεγονότος. Η έννοια είναι τώρα αντικειμενική έννοια.

4
Η τυπικότητα που την παρώθησε πέραν του εαυτού της χάρη στην προσπάθεια να
διαρρήξει την διανοητική εμμονή που κρατά τους προσδιορισμούς αποκομμένους μεταξύ
τους είναι τώρα το αντικειμενικό περιεχόμενο της αυτοκινησίας της μορφής της. Η εν λόγω
προσπάθεια της έννοιας να θέσει σε κίνηση του παγιωμένους προσδιορισμούς της διάνοιας
στις λογικές μορφές της έννοιας, της κρίσης και του συλλογισμού υποκινείται από το
εγχείρημα της έλλογης σύλληψης της καθεκαστότητας. Εδώ βρίσκεται το οιονεί
αντικειμενικό στοιχείο εντός της σφαίρας της υποκειμενικής έννοιας. Δεδομένου ότι η
έννοια δεν μπορεί να προσποριστεί από έξω το υλικό της και να εφαρμόσει έπειτα σε αυτό
κατά τρόπο τυπικό την κρίση και τον συλλογισμό, οφείλει η ίδια να το παράξει μέχρι το
καθέκαστο. Αν αυτό παραμείνει εξωτερικό προς την έννοια τότε αυτή δεν θα είναι
ελεύθερη διότι ο αυτοπροσδιορισμός της θα είναι κενός και υπό όρους. Αυτήν την
εξωτερικότητα επιχειρεί η έννοια να συλλάβει αλλοτριωνόμενη η ίδια στην εξωτερικότητα
και την αδιαφορία της αντικειμενικότητας.

Η μετάβαση της αυτοσυσχετιζόμενης αρνητικότητας στην σφαίρα της αντικειμενικότητας


δεν είναι παρά η ανάπτυξη μιας νέας αμεσότητας. Η αντικειμενικότητα φέρει εντός της
όλους τους προσδιορισμούς της υποκειμενικής έννοιας, αλλά καθ’ εαυτούς. Με άλλα λόγια
είναι αμοιβαία αδιάφοροι ενώ η αδιαφορία τους μετασχηματίζεται αφενός στον
κατακερματισμένο κόσμο των αντικειμένων, αφετέρου στον κατακερματισμό των τρόπων
σύλληψής τους. Η αντικειμενικότητα, καίτοι παράγωγη της υποκειμενικής έννοιας,
φαινομενικά εναντιώνεται σε αυτήν. Η έννοια έχει καταβυθιστεί εντός της
αντικειμενικότητας, η ελευθερία της μοιάζει να χάνεται ενόσω η αδιάφορη για το
περιεχόμενο αναγκαιότητα αποτελεί τον καθολικό προσδιορισμό του αντικειμενικού
κόσμου ο οποίος γίνεται κατά ανάλογο τρόπο ανελεύθερος και ο ίδιος. Η έννοια περιπίπτει
στο καθεστώς τυπικής αυτοαναφοράς αφού μόνο με τον τρόπο της αφηρημένης
καθολικότητας μπορεί να προσπελάσει το αντικείμενο που εκείνη έχει παράξει. Η σχέση της
προς την αντικειμενικότητα προσδιορίζεται τυπικά ως διαδικασία, κέντρο, νόμος,
αφηρημένη καθολικότητα κοκ. Η οξύτητα και το βάθος της αντίθεσης ανάμεσα στην
υποκειμενική έννοια και την αντικειμενικότητα φθάνει στον ύψιστο βαθμό ακριβώς επειδή
η αντικειμενικότητα έχει ανηρημένους εντός της όλους τους προσδιορισμούς της
υποκειμενικότητας. Η αυθυποστασία και η αυτοτέλειά της φέρουν όλη την ισχύ της
υποκειμενικής έννοιας. Η αμεσότητα της αντικειμενικότητας είναι η αμεσότητα που έχει
οικειοποιηθεί την ίδια την νοητική αυτενέργεια και την έχει εγκιβωτίσει στην εδραία
ολότητα της αδιαφορίας της. Προηγούμενες μορφές αμεσότητας όπως το προσδιορισμένο
είναι, η ύπαρξη, το πράγμα αποτελούσαν είτε άμεσους προσδιορισμούς του είναι, είτε
αναλογιστικά προϊόντα της ουσίας. Εδώ όμως πρόκειται για την πιο σκληρή
αντικειμενικότητα, η αυθυποστασία της οποίας είναι τόσο εντελής που φαινομενικά είναι
απροσπέλαστη. Η ετερότητα έχει γίνει ολότητα, ενώ η έννοια υποχωρεί πλήρως από τον
ορίζοντα του αντικειμένου. Η αδυναμία κριτικής σύλληψης του αντικειμένου
μεγιστοποιείται διότι φαίνεται να μην υπάρχει τίποτα εντός της υποκειμενικής έννοιας που
να μην είναι ήδη προσδιορισμός του αντικειμένου. Με άλλα λόγια, το αντικείμενο μπορεί
να προσπελαστεί μόνο δια της βίας! Η βία λαμβάνει την μορφή της σχέσης της τελεολογίας.

Ο σκοπός είναι η ανασύσταση της έννοιας στην αντικειμενικότητα που αφέθηκε ελεύθερη
να αναπτύξει τους προσδιορισμούς της. Σε αυτήν την διαδικασία βαθμηδόν τέθηκαν και
αναιρέθηκαν οι προσδιορισμοί της εξωτερικότητας και της αδιαφορίας, καθώς η
αντικειμενικότητα στην ανάπτυξή της παραπέμπει σε μια ολότητα που δεν έχει ως
προϋπόθεσή της την εξωτερικότητα, δηλαδή είναι ελεύθερη από αυτήν. Μία τέτοια
ολότητα υποβαθμίζει την εξωτερική αντικειμενικότητα σε επουσιώδη και τεθειμένη

5
αίροντας της αρχική της αυθυποστασία και αναδράμοντας στην αυτοαναφορική
αρνητικότητα της υποκειμενικής έννοιας που ανακαλείται ως αντικειμενική ελεύθερη
έννοια: είναι ο υποκειμενικός σκοπός. Καθώς ο υποκειμενικός σκοπός προβαίνει στην
πραγματοποίησή του, η προαναφερθείσα βία αποκαλύπτεται πως δεν είναι παρά η
πανουργία του έλλογου, δηλαδή του συλλογισμού, στους όρους του οποίου
συμπεριλαμβάνεται ο ίδιος ο υποκειμενικός σκοπός, ως η έννοια που επέστρεψε στον
εαυτό της εντός της αντικειμενικότητας. Το αντικείμενο αντιστέκεται πολύ λιγότερο από
όσο η έννοια προϋπέθετε, ενώ είναι ακριβώς ο προσδιορισμός της εξωτερικότητάς του
αντικειμένου που της επιτρέπει τώρα να επενεργήσει πάνω του ως εξωτερικός
υποκειμενικός σκοπός.

Η πραγματοποίησή του σκοπού εκτίθεται παραδειγματικά ως ένας συλλογισμός που


συμφύρει την αντικειμενικότητα με την ελεύθερη έννοια. Ο ένας ακραίος όρος είναι η
αντικειμενικότητα που ως μηχανισμός (και χημισμός) επιδιώκει καθ’ εαυτόν την ολότητα
(των νόμων, των δυνάμεων, των αιτίων), ενώ ο δεύτερος ακραίος όρος είναι η έννοια που
επιδιώκει να αναιρέσει την εξωτερική αντικειμενικότητα που μοιάζει να προϋποτίθεται και
να την θέσει ως προσδιορισμένη από την ίδια. Μέσος όρος της συλλογιστικής διαδικασίας
είναι ένα αντικείμενο· το εργαλείο, ή το μέσον. Με άλλα λόγια ο υποκειμενικός σκοπός
μεταχειρίζεται ένα αντικείμενο όμοιο και εξίσου προσδιορισμένο ως εξωτερικό με αυτό στο
οποίο διά του πρώτου επιδιώκει να πραγματοποιήσει τον εαυτό του, το περιεχόμενο της
αρνητικής του αυτοαναφοράς. Το μόνο που διαφοροποιεί αυτό το αντικείμενο από το
αντικείμενο στο οποίο ο σκοπός βρίσκει την πραγμάτωσή του είναι ο προσδιορισμός του
από την έννοια ως μέσου. Η έννοια έχει ανακτήσει την προσδιορίζουσα ισχύ της χάρη
ακριβώς στην αδιαφορία του αντικειμένου. Αλλιώς, η έννοια αναγνωρίζει για πρώτη φορά
την αντικειμενικότητα ως τον εαυτό της συλλαμβάνοντας την οικεία της αυτομεσολάβηση
ως εξωτερική προς την ίδια, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, ο σκοπός συλλαμβάνει την
αντικειμενικότητα ως μεσολάβηση του εαυτού του με τον εαυτό του. Ο μέσος όρος, το
εργαλείο, είναι διασπασμένος διότι τελεί αφενός σε άμεση ταυτότητα με την αρνητικότητα
του υποκειμενικού σκοπού, μιας και ο ίδιος είναι η ενότητα της έννοιας και, αφετέρου, ως
μηχανικό αντικείμενο βρίσκεται σε ενότητα με το αντικείμενο που είναι ο σκοπός ως
πραγματοποιημένος. Η συλλογιστική εργασία της ελεύθερης έννοιας βρίσκει το
αντικειμενικό της σύστοιχο σε αυτόν τον διασπασμένο μέσο, στο εργαλείο. Σε αυτό η
έννοια είναι για πρώτη φορά αντικειμενικός ελεύθερος αυτοπροσδιορισμός. «Έτσι η έννοια
είναι ουσιωδώς αυτό: ως ταυτότητα που υπάρχει προς εαυτήν διακρίνεται από την καθ’
εαυτήν υπάρχουσα αντικειμενικότητα και έτσι αποκτά εξωτερικότητα, αλλά σε αυτήν την
εξωτερική ολότητα δεν είναι παρά η αυτοπροσδιοριζόμενη ταυτότητα αυτής της ολότητας.
Έτσι η έννοια είναι πλέον η ιδέα».2

Η Ιδέα: Θεωρία και πράξη

Στην σφαίρα της Ιδέας η έννοια είναι η ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου. Το
υποκείμενο και το αντικείμενο πρέπει ήδη να νοούνται ως έννοιες που αναφέρονται σε
τρόπους σχέσης υποκειμένου και αντικειμένου και όχι ως αυθύπαρκτες ενάντιες έννοιες. Η
άμεση αντίθεσή τους είναι ανηρημένη έπειτα από την πρώτη άρνηση της διαφοράς της
έννοιας από τον εαυτό της που εκτέθηκε προηγουμένως στον συλλογισμό της τελεολογίας.
Το υποκείμενο και το αντικείμενο είναι προσδιορισμοί της ολότητας της σχέσης
υποκειμένου και αντικειμένου. Πρόκειται για έναν οικείο στην εγελιανή σκέψη
αναδιπλασιασμό των όρων. Κάθε όρος εδώ είναι συγχρόνως ο όρος και σχέση και κατ’
2
ΕτΛ σελ 669 (της αγγλικής έκδοσης).

6
ανάλογο τρόπο υπάρχει η σχέση και η σχέση σχέσεων. Αυτή η διττή σημασιοδότηση του
όρου κάθε άλλο παρά τετριμμένη και επιφανειακή είναι. Αντιθέτως, βρίσκεται σε άμεση
συνάφεια με το διαλεκτικό στοιχείο της εγελιανής μεθόδου, δηλαδή με την ρευστοποίηση
της άκαμπτης αντίθεσης των διανοητικών προσδιορισμών. Εξού και όροι όπως το
υποκείμενο και το αντικείμενο είναι κατουσίαν διαδικασίες· εν προκειμένω πρόκειται για
την διαδικασία υποκειμενοποίησης της έννοιας.

Η ιδέα ως η ταυτότητά τους είναι στην αρχή άμεση. Κατά συνέπεια, πριν την βαθμίδα της
απόλυτης ιδέας προηγείται η ανάπτυξη του ενδιάθετου προσδιορισμού της ως άμεσης
ταυτότητας, δηλαδή ως ζωής, και, κατόπιν, η έκθεση του προσδιορισμού της ιδέας στην
σφαίρα του αυτοδιαφορισμού της. Εδώ η ιδέα προσδιορισμένη ως ιδέα της γνώσης
διακρίνεται στην ιδέα του αληθούς ή θεωρητική ιδέα και στην ιδέα του αγαθού ή πρακτική
ιδέα. Αυτές οι δύο τροπές της ολότητας της σχέσης υποκειμένου και αντικειμένου στο
επίπεδο της ιδέας της γνώσης εξετάζονται στον ορίζοντα της διαφοράς τους. Η ιδέα
διακρίνεται στην μη ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου προσδιορισμένη πρώτα ως
ιδέα του αληθούς και ακολούθως ως ιδέα του αγαθού. Σε αυτήν την δεύτερη στιγμή της
ανάπτυξης της ιδέας θα εστιάσουμε τώρα ολοκληρώνοντας την παρούσα πρόταση.

Η θεωρητική ιδέα είναι η ιδέα ως αυτοσυσχέτιση του υποκειμένου στο αντικείμενο. Η


αντικειμενικότητα προς την οποία στρέφεται με γνωστικό τρόπο η θεωρητική ιδέα έχει η
ίδια την μορφή της υποκειμενικότητας, ή, διατυπωμένο αλλιώς, η θεωρητική ιδέα είναι η
σχέση του υποκειμένου με το αντικείμενο από την σκοπιά του πρώτου. Η μορφή της
θεωρητικής ιδέας είναι η καθολικότητα στην οποία επιχειρεί να ανυψώσει το αντικείμενό
της, δηλαδή τον πραγματικό κόσμο που βρίσκει απέναντί της ως αντιτιθέμενο στην ίδια,
προκειμένου να αναδείξει την αλήθεια του. Η θεωρητική ιδέα γνωρίζει ότι ο εναντιούμενος
σε αυτήν κόσμος δεν είναι παρά η ίδια· οι προσδιορισμοί της είναι αντικειμενικοί
προσδιορισμοί που συγκροτούν την αλήθεια του αντικειμένου της συλλαμβάνοντάς το στην
καθολικότητά του, ενώ, εξίσου, προσδίδουν αντικειμενικό είναι στην ίδια. Μέσω της
αναλυτικής και της συνθετικής γνώσης ο Χέγκελ εκθέτει συλλογιστικά την εμμενή
αυτοδιαφοροποίηση και ανασύσταση της θεωρητικής ιδέας. Ο συλλογισμός επιδιώκει να
συμφύρει την βέβαιη για τον εαυτό της αντικειμενική γνώση με το αληθές περιεχόμενο. Η
εξωτερικότητα του αντικειμενικού κόσμου ως μορφικός εννοιακός προσδιορισμός έχει
αναιρεθεί, όμως αυτό που εξακολουθεί να αντιστέκεται στην θεωρητική ιδέα είναι το
περιεχόμενο. Δηλαδή, το περιεχόμενο της γνώσης, το καθέκαστο που εκείνη επιχειρεί να
συλλάβει παραμένει εξωτερικό προς την ίδια, δοσμένο ήδη πριν την αυτενεργό της
δραστηριότητα. Ως εκ τούτου, ό,τι ανασυστήνεται μαζί με την θεωρητική ιδέα είναι το
πράγμα καθ’ εαυτό, η έσχατη σύλληψη του αντικειμένου της γνώσης που δεν προκύπτει
από την παραγωγική ισχύ της αυτοαναφορικής καθολικότητας. Στην σφαίρα της
θεωρητικής ιδέας η ταυτότητα του υποκειμένου και του αντικειμένου παραμένει ένα δέον,
ένας σκοπός που επικαθορίζεται από την αναγκαιότητα που εισάγει η μη αναιρέσιμη
ασυμμετρία ανάμεσα στην έννοια και την πραγματικότητά της. Από την εν λόγω μη
ταυτότητα η γνώση επιστρέφει στον εαυτό της ως ταυτότητα της μη ταυτότητάς της·
αναδράμοντας στην αρνητική της αυτοαναφορά καθίσταται προς εαυτή. Παραιτούμενη
από την θεωρητική της αξίωση της λαμβάνει τον προσδιορισμό του υποκειμένου που είναι
καθέκαστο υποβαθμίζοντας τον κόσμο σε κάτι επουσιώδες και αναληθές· γίνεται πράξη.

Η πρακτική ιδέα είναι η ιδέα του αγαθού. Ως πρακτική η ιδέα το υποκείμενο προσδιορίζεται
για πρώτη φορά ως το καθέκαστο. Στην αρνητική του αυτοαναφορά το υποκείμενο ως
καθέκαστο είναι ενεργώς πραγματικό όπως ο κόσμος στον οποίο αντίκειται. Υπό τον

7
προσδιορισμό του αγαθού ο οποίος είναι ήδη αληθής καθ’ εαυτόν διατηρείται η άπειρη
παρώθηση του υποκειμένου να υπερκεράσει την διαφορά του από τον εξωτερικό κόσμο
και να πραγματώσει τον εαυτό του ως το αγαθό. Πρόκειται, ξανά, για έναν συλλογισμό που
ακολουθεί το υπόδειγμα του συλλογισμού του σκοπού, με την διαφορά ότι ο υποκειμενικός
σκοπός εδώ είναι το προς εαυτό αληθές και όχι κάποια τυχαία ως προς το περιεχόμενο
υποκειμενική πρόθεση. Μια δεύτερη διαφορά ερείδεται στην αυτοαντιφατικότητα του
προσδιορισμού της ιδέας ως γνώσης, και αφορά την ίδια την διάκρισή της σε θεωρητική και
πρακτική ιδέα. Αναλυτικότερα, στον βαθμό που το υποκείμενο είναι γνωρίζον υποκείμενο,
του λείπει η καθεκαστότητα, το περιεχόμενο υπάρχει ως κάτι δοσμένο. Από την άλλη, για
το υποκείμενο της πράξης το περιεχόμενο είναι αληθές. Ωστόσο, στην δραστηριότητα της
πράξης το υποκείμενο χάνει την απολυτότητα της αυτοαναφοράς του και ως
πραγματοποιημένο αγαθό διανοίγεται σε κάθε λογής συντυχιακότητα και εξωτερικότητα
ενός αναληθούς κόσμου, διότι αυτός δεν έχει τεθεί για το υποκείμενο ως προσδιορισμένος
στην καθολικότητά του. Έτσι, το πραγματοποιημένο αγαθό δεν είναι ποτέ καθολικό καθ’
εαυτό. Η θεωρητική και η πρακτική ιδέα είναι ελλιπείς η μία χωρίς την άλλη. Η πρώτη είναι
καθολική, η δεύτερη είναι καθέκαστη. Ωστόσο η πρακτική ιδέα επιτελεί την λύση την
αυτοαντίφασής της εμμενώς μέσω του οικείου της συλλογισμού. Πρόκειται για έναν
συλλογισμό που διαθέτει δύο προκείμενες, εκ των οποίων η πρώτη είναι η επενέργεια της
ιδέας του αγαθού σκοπού στην ενεργό πραγματικότητα την οποία οικειοποιείται ως μέσον
ή εργαλείο και η δεύτερη είναι η μεταχείριση του μέσου με εξωτερικό τρόπο προς την
ενεργό πραγματικότητα για την πραγμάτωση του σκοπού. Η δεύτερη προκείμενη μπορεί να
θεωρηθεί ανάπτυξη και θέση του περιεχομένου της πρώτης. Σε ολόκληρο τον συλλογισμό,
όμως, λανθάνει μία προϋπόθεση: ότι ο υποκειμενικός σκοπός είναι μόνο υποκειμενικός.
Ωστόσο, στην πρώτη προκείμενη, η δυνατότητα της αναφοράς της ιδέας στην ενεργό
πραγματικότητα αναιρεί την ίδια την ανωτέρω προϋπόθεση. Ο υποκειμενικός σκοπός ως η
ιδέα του αγαθού είναι ήδη σύμμετρος προς την ενεργό πραγματικότητα που το υποκείμενο
υποβαθμίζει ως επουσιώδη, μηδαμινή και εξωτερική. Η πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα
της πράξης. Συνεπώς, η αναίρεση της προϋπόθεσης επαναπροσδιορίζει την
πραγματικότητα ως την πραγματοποιημένη ιδέα του αγαθού με αποτέλεσμα να προσδίδει
στην ενεργό πραγματικότητα την αντικειμενικά αληθή ύπαρξη που είχε ήδη για την
θεωρητική ιδέα· η τελευταία με αυτόν τον τρόπο αποκαθίσταται και ταυτίζεται με την
πρακτική. Η ταυτότητα θεωρίας και πράξης απελευθερώνει το υποκείμενο το οποίο
αποτελεί πλέον καθολική ταυτότητα μεθ’ εαυτόν. Η ταυτότητα της θεωρητικής και της
πρακτικής ιδέας είναι η απόλυτη ιδέα που έχει την μορφή του υποκειμένου.

Κατακλείδα

Θα διατυπώσουμε την υπόθεση πως σε αυτό το σημείο είναι που το εγελιανό εγχείρημα
επιτυγχάνει την υπέρβαση της υπερβατολογικής φιλοσοφίας. Μόνο τώρα αναιρέθηκε η
αγεφύρωτη διαφορά υποκειμένου και αντικειμένου της καντιανής κριτικής και «ο Καντ
απέκτησε συνείδηση του εαυτού του», με τα λόγια του Αντόρνο 3. Η τέλεια μεσολάβηση
υποκειμένου αντικειμένου αποδεικνύεται μόνο στην απόλυτη ιδέα διότι μόνο σε αυτήν το
περιεχόμενο της θεωρίας και της πράξης είναι απότοκο της αυτοκινησίας της απόλυτης
μορφής της ιδέας, η έκθεση της οποίας τώρα ολοκληρώθηκε. Η ταυτότητα υποκειμένου και
αντικειμένου, ή, αλλιώς, της θεωρητικής και πρακτικής ιδέας, ή, τέλος, της άπειρης μορφής
και του περιεχομένου της έννοιας είναι καθ’ εαυτή και προς εαυτή στην απόλυτη ιδέα. Η
ταυτότητα που προκύπτει είναι θεωρησιακή, δηλαδή κρατά εντός της ως ανηρημένη την

3
Τ. Αντόρνο, Τρεις μελέτες για τον Χέγκελ, σελ. 20.

8
στιγμή της διαφοράς, δηλαδή της κατεξοχήν διαλεκτική στιγμής της μεθόδου. Συνεπώς
είναι λανθασμένο να ειπωθεί πως πρόκειται αποκλειστικά για σχέση ταυτότητας
υποκειμένου και αντικειμένου στον βαθμό που παραμένει ενεργή ως ανηρημένη και η
διαφορά τους. Η θετικότητα της εγελιανής φιλοσοφίας, για την οποία η τελευταία έχει
δεχθεί κριτική, δεν είναι παρά η άλλη όψη της προσδιορισμένης άρνησης. Η αρνητικότητα
παραμένει στην καρδιά της απόλυτης ιδέας. Στην ολότητα που έχει τώρα αποκτήσει τον
προσδιορισμό της απόλυτης ατομικής υποκειμενικότητας ή αλλιώς της προσωπικότητας, η
αρνητικότητα διατηρείται ακριβώς υπό τον προσδιορισμό της ατομικότητας. Ως ατομική
ολότητα το υποκείμενο εξακολουθεί να είναι αυτοσυσχετιζόμενη αρνητικότητα που όμως
έχει πια απωλέσει τον μονομερή και εξωτερικό της χαρακτήρα. Αυτό είναι καίριο υπό την
έννοια πως η απόλυτη ιδέα δεν αποτελεί την απορρόφηση κάθε διαφοράς στην απόλυτη
ταυτότητα. Η απόλυτη ιδέα δεν συνιστά την κατάργηση της διαφοράς στην αδιαφανή
ταυτότητα, ούτε είναι η έκθεση στο πεδίο της καθαρής νόησης του υποδείγματος που
εφαρμοσμένο μετέπειτα στην φιλοσοφία του πνεύματος θα παράξει τον εμπράγματο
κόσμο στην ολότητά του ως περατωμένο. Αντιθέτως, αυτό που έχει συντελεστεί στην
απόλυτη ιδέα είναι πως η ολότητα των προσδιορισμών της λογικής έχει
συγκεκριμενοποιηθεί και έχει λάβει την μορφή του υποκειμένου. Η απόλυτη ιδέα δεν είναι
ο μόνος δυνατός τρόπος να συλληφθεί το υποκείμενο, αλλά είναι η ολότητα των τρόπων να
συλληφθεί έλλογα κάθε προσδιορισμός του. Πρόκειται για το υποκείμενο που
ανασυστήθηκε από το Είναι και την αυτενέργεια της αρνητικότητάς του. Η
υποκειμενικότητα δεν τέθηκε εξαρχής, αλλά προέκυψε ως το αποτέλεσμα του
αυτοπροσδιορισμού της αρνητικής αυτοαναφοράς. Μόνο ως η έκβαση της ελεύθερης και
απροϋπόθετης κίνησης που εμψυχώνει η διαλεκτική αρνητικότητα προκύπτει το
υποκείμενο και μόνο γι’ αυτό είναι ελεύθερο χωρίς τίποτα να του αντιστέκεται κατά τρόπο
που δεν έχει ήδη εμμενώς αναιρεθεί. Το αντικείμενο μελέτης αυτής της διατριβής θα είναι,
σύμφωνα με τα προηγούμενα, το εξής: η σχέση του υποκειμένου και του αντικειμένου στην
διδασκαλίας της έννοιας της ΕτΛ, και, στην συνάφεια αυτού, η ελευθερία του υποκειμένου
στο φως του προσδιορισμού του ως απόλυτης ιδέας.

9
Πρωτεύουσα Βιβλιογραφία:

Hegel, G.W.F.: Επιστήμη της Λογικής, Η υποκειμενική Λογική ή η Διδασκαλία περί της
Έννοιας, εισαγωγή, μετάφραση Δημήτρης Τζωρτζόπουλος, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα,
2005.

Hegel, G.W.F.: Η Επιστήμη της Λογικής, Η διδασκαλία περί της Ουσίας (α και β),
Μετάφραση, σημειώσεις, επιλεγόμενα: Θεόδωρος Πενολίδης, Εκδόσεις Κράτερος, 2010 και
2014.

Hegel, G.W.F.: Φαινομενολογία του Νου, πρόλογος, μετάφραση, σχόλια: Γιώργος


Φαράκλας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2007.

Hegel, G.W.F.: Οι αποδείξεις περί της ύπαρξης του Θεού, μετάφραση: Παύλος Κλιματσάκης
και Δημήτρης Υφαντής, Ροές / Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2015.

Hegel, G.W.F.: Πίστη και Γνώση, μετάφραση, εισαγωγή, επιμέλεια: Περικλής Σ. Βαλλιάνος,
Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2010.

Hegel, G.W.F.: Η διαφορά των συστημάτων φιλοσοφίας του Φίχτε και του Σέλλινγκ,
Μετάφραση, σχόλια, επίμετρο: Γιώργος Η. Ηλιόπουλος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα,
2006.

Hegel, G.W.F.: The Science of Logic, μετάφραση και επιμέλεια: George di Giovanni,
Cambridge University Press, 2010.

Hegel, G.W.F.: Encyclopedia of the Philosophical Sciences in Basic Outline, Part I: Science of
Logic, μετάφραση και επιμέλεια: Klaus Brinkmann και Daniel O. Dahlstrom, Cambridge
University Press, 2010.

Hegel, G.W.F.: Philosophy of Right, μετάφραση: T. M. Knox, Oxford University Press, New
York, 1952.

Δευτερεύουσα Βιβλιογραφία:

Αντόρνο, Τ.: Αρνητική Διαλεκτική, μετάφραση σημειώσεις: Λευτέρης Αναγνώστου,


Αλεξάνδρεια, 2006.

Αντόρνο, Τ.: Τρεις μελέτες για τον Χέγκελ, μετάφραση, επιμέλεια: Νικόλαος Λίβος,
Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 1992.

Λούκατς Γκ.: Η πραγμοποήση και η συνείδηση του προλεταριάτου, εισαγωγή, μετάφραση,


σχόλια: Κώστας Καβουλάκος, Εκκρεμές, Αθήνα, 2006.

Λούκατς Γκ.: Ψευδής και αληθής οντολογία στον Χέγκελ, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια:
Δημήτρης Τζωρτζόπουλος, Ηριδανός, Αθήνα, 2015.

Μαρκούζε, Χ.: Λόγος και επανάσταση. Ο Χέγκελ και η γένεση της κοινωνικής θεωρίας,
μετάφραση: Γ. Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα, 1985.

Πενολίδης Θ.: Μέθοδος και συνείδηση, Μεταίχμιο, 2004.

10
Φαράκλας, Γ.: Γνωσιοθεωρία και μέθοδος στον Έγελο, Αθήνα, 2000.

Χένριχ Ντ.: Μεταξύ Καντ και Χέγκελ. Διαλέξεις για τον γερμανικό ιδεαλισμό, επιμέλεια,
πρόλογος: Ντέιβιντ Σ. Πατσίνι, μετάφραση: Θοδωρής Δρίτσας, επιμέλεια ελληνικής
έκδοσης: Γιώργος Ξηροπαΐδης, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 2018.

Brinkman, K.: Idealism without limits, Hegel and the problem of objectivity, Springer, 2010.

Houlgate, S.: Freedom, Truth and History: An Introduction to Hegel’s Philosophy, London,
1991.

Houlgate, S.: The Opening of Hegel's Logic from Being to Infinity, Indiana, 2006.

Karen, NG.: Hegel’s Concept of Life. Self-consciousness, Freedom, Logic, Oxford University
Press, 2020.

Pippin, R. B.: Hegel's Idealism, The Satisfactions of Self-Consciousness, Cambridge University


Press, Cambridge, 1989.

Pippin, R. B.: Hegel's Realm of Shadows, Logic as Metaphysics in The Science of Logic,
Chicago/London, 2019.

Rosen, S.: The Idea of Hegel’s Science of Logic, The University of Chicago Press, Chicago,
2014.

Winfield, R. D.: Hegel’s Science of Logic, a critical rethinking in thirty lectures, Rowman &
Littlefield Publishers, Inc., Maryland US, 2012.

11

You might also like