You are on page 1of 269

ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ Η

ΡΗΞΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΙΣΤΟΥ,


∆ΩΡΙΚΟΣ, 1999

1
1. ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗ

Το αντικείµενο αυτής της µελέτης1 κσι η µεθοδολογική


θεµελίωση. Ξεκινάµε από την παρακάτω υπόθεση εργασίας:
τα αφηγηµατικά κείµενα που ανανέωσαν την έννοια του
µυθιστορήµατος µετά το 1970 µπορούν να διαβαστούν µέσω
της βιωµένης έννοιας της διαδραστικής οπτικής.2
Το µυθιστόρηµα αµφισβήτησης είναι ό,τι νέο υπήρξε στην
αφηγηµατική παραγωγή κατά την περίοδο 1970-1993 και η
ανάλυση διαπίστωσε ότι είναι ένα φαινόµενο συγχρόνως
γλωσσικό, κοινωνικό και αισθητικό. Ως αισθητικό, θέτει,
κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών της
λογοτεχνικής ζωής στην Ελλάδα, προβλήµατα γραφής, γιατί
θέτει υπό αµφισβήτηση τον “στρεβλό κοινό λόγο”3 από
λογοτεχνική σκοπιά. Ως κοινωνικό φαινόµενο, θέτει τα
προβλήµατα της ρήξης του κοινωνικού ιστού, που
εµφανίζεται ως αµφισβήτηση ηθικής τάξης µέσα στο
“στρεβλό κοινό λόγο”. Τέλος ως γλωσσικό φαινόµενο
αµφισβητεί την ίδια την καρδιά του “στρεβλού κοινού
λόγου” της ελληνικής κοινωνίας. Αυτές οι διαπιστώσεις
µας οδήγησαν στην ιδέα ότι µια πολλαπλή εξέταση
επιβάλλεται. Ετσι οι στόχοι αυτής της εργασίας, που
είναι µια εργασία συνόλου, αναφέρονται στον εντοπισµό
αµοιβαίων σχέσεων ανάµεσα στα νεωτερικά κείµενα και τις
κοινωνικές συνθήκες της Ελλάδας κατά τη δοσµένη περίοδο
1970-1993 και στον προσδιορισµό σε κάθε φάση αυτής της
περιόδου των σχέσεων ανάµεσα στους ιστορικούς,
οικονοµικούς ή άλλους παράγοντες και στην παραγωγή των
νέων µορφών της εξεταζόµενης λογοτεχνίας. Για τους
λόγους αυτούς η µελέτη µας αντλεί τα αντικείµενα και τις
πληροφορίες της από τη σύγχρονη κριτική, τη φιλοσοφία,
τη γλωσσολογία και την κοινωνιολογία.

Ετσι, αν θέλουµε να ακολουθούµε τις απαιτήσεις της


επιστηµονικής έρευνας πρέπει να ακυρώσουµε την
ψευδαίσθηση ότι είναι δυνατόν να είναι έγκυρες όλες οι
µορφές λογοτεχνικής κριτικής, σα να υπήρχε µια ουσία της
µορφής, µια ουσία του περιεχοµένου, ή µια ουσία του
ύφους, πράγµα που θα νοµιµοποιούσε τις ανάλογες
προσεγγίσεις. Οµως δεν υπάρχει µια ουσία του ύφους της
λογοτεχνίας, που να δικαιολογεί τις αυτόνοµες
στυλιστικές µελέτες, ούτε µια ουσία του περιεχοµένου που
1
Λίγοι κριτικοί στην Ελλάδα δουλεύουν µε ένα σύστηµα κατηγοριών καλά επεξεργασµένων,
για να κρίνουν κάθε έργο µε τρόπο συνεκτικό και οµοιογενή. Αυτός είναι ο λόγος άλλωστε που
η συζήτηση ανάµεσα στους Αργυρίου, ∆άλλα, Λ. Γουλιάµο, Αλέξη Ζήρα και Σ. Τσακνιά
κατέληξε ότι δεν υπάρχει σήµερα κριτική στην Ελλάδα.
2
Ο όρος διαδραστική οπτική ερµηνεύεται πιο κάτω.
3
Ο όρος “στρεβλός κοινός λόγος” ερµηνεύεται κυρίως στο τρίτο κεφάλαιο. Είχαµε να
επιλέξουµε ανάµεσα στα καθηµερινή ζωή στην Ελλάδα, κοινή διοικητική γλώσσα, καθηµερινό
δηµόσιο λόγο και στρεβλό κοινό λόγο. Προτιµήσαµε το τελευταίο, γιατί ανταποκρίνεται στις
απαιτήσεις του αντικειµένου µας.

2
να δικαιολογεί τις οποιεσδήποτε αυτόνοµες
κοινωνιολογικές µελέτες του περιεχοµένου. Γιατί δεν
υπάρχει µια ουσία του στυλ, ή µια ουσία του περιεχοµένου
ή τούτης ή εκείνης της πλευράς της λογοτεχνίας, που να
µπορούν να οριστούν έξω από κάθε ανάλυση του συνόλου του
λογοτεχνικού έργου. Τα εισαγωγικά αυτά σχόλια είναι τα
πορίσµατα που προέκυψαν στο τέλος της επίπονης και
πολυεπίπεδης µελέτης µας. Για να αποφύγουµε τον παραπάνω
διαµελισµό της λογοτεχνικής κριτικής, θέσαµε ως κύριο
στόχο της µελέτης µας την επεξεργασία µιας τυπολογίας
της εξέλιξης του αφηγηµατικού γένους στην Ελλάδα µέσα
σε µια συγκεκριµένη περίοδο που αρχίζει µε µια συλλογική
έκδοση, τα 18 Κείµενα του 1970 και τελειώνει συµβατικά
το 1993 µε τη συλλογική πάλι έκδοση µε τίτλο Εκ των
Υστέρων. 4
Ετσι, εκτιµώντας το ρόλο του συστήµατος, µε το οποίο
δοµούµε την έρευνά µας σε σχέση µε το αντικείµενο που
µελετάµε, επιχειρήσαµε την ερµηνεία των µεταβολών µέσα
στην αφηγηµατική ελληνική λογοτεχνία της περιόδου 1970-
19935 και µόνο µέσα από αυτήν νοµιµοποιείται η ερµηνεία
του κάθε χωριστού έργου που ανήκει στο µελετώµενο
σύνολο.

Το αντικείµενο το ίδιο µας επιβάλλει τη µέθοδο και


όχι µια τεχνική, ή µια επιστηµονική µάθηση υιοθετηµένες
από τα πριν από το µελετητή, όπως γίνεται µε τις
περισσότερες µελέτες αυτού του είδους. Χωρίς αυτά δεν
κάνουµε επιστήµη. Γιατί, αν τα παρατηρούµενα φαινόµενα
είναι ποικίλα και διαφορετικά, η απλή περιγραφή δε θα
ήταν αρκετή για να τα εξηγήσουµε µε έναν ικανοποητικό
τρόπο.
Μέσα στα πλαίσια αυτά, µια τυπολογία των µοντέρνων
αφηγηµατικών κειµένων που δηµοσιεύτηκαν κατά τις
τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα επιβαλλόταν εκ των
πραγµάτων.

Ο εντοπισµός µέσα στα εξεταζόµενα µυθιστορήµατα µια


σειράς ποικίλων γνωρισµάτων, όπως τα ναρκωτικά (
Χατζιδάκη, ∆εληολάνης), ο φεµινισµός (Χατζιδάκη,
Γερωνυµάκη), η χαρτοπαιξία ( Σουρούνης, Γερωνυµάκη), η
καταγγελία της ποίησης και του µυθιστορήµατος (Βαγενάς,
Χατζιδάκη, ∆ούκα, Σουρούνης), η καταγγελία των
επιβαλλόµενων σχέσεων του ενός µε τον άλλο (Χατζιδάκη,
∆ούκα, Ησαϊα, Παπαχρήστος), η διάπραξη εγκληµάτων που δε
συνοδεύεται από τύψεις (Σαραντόπουλος, ∆εληολάνης,
Σουρούνης, Γκιµοσούλης), δεν µπορούσε να εξηγηθεί µόνο
µε εσωτερικά κριτήρια κατανόησης.
Ζητήσαµε τότε να βρούµε τι οδήγησε τα βήµατά των
συγγραφέων αυτών, τι υπήρξε κριτήριο επιλογής των
θεµάτων και των µορφών τους.

4
Βλ. ΠΑΠΑΧΡΉΣΤΟΣ, 1993.

3
Και ταυτόχρονα η εξέταση λογοτεχνικών έργων έκανε να
αναδυθεί ένα ολόκληρο πλέγµα στοιχείων, που βρίσκονται
σε διαφορετικά επίπεδα του επιστητού.
Γι’ αυτό καταλήξαµε ότι είναι ανάγκη διεπιστηµονικής
προσέγγισης της λογοτεχνίας.

Η εποχή µας δεν είναι εποχή επιστηµονικών στεγανών. Το


ιδεώδες της διεπιστηµονικής προσέγγισης διέπει την
σύγχρονη επιστηµονική σκέψη και πρακτική. Η
διεπιστηµονική επικοινωνία ενθαρρύνει δύο είδη έρευνας:
την πολυεπιστηµονική έρευνα και την διεπιστηµονική
έρευνα
Σήµερα, παρατηρείται µια επιστροφή σ’ αυτούς τους
σφαιρικότερους προβληµατισµούς που η κοινωνιολογία των
µέσων του αιώνα µας είχε εγκαταλείψει για να αφιερωθεί
σε στενή συνεργασία µε την στατιστική επιστήµη στην
εµπειρική διερεύνηση των κοινωνικών φαινοµένων.

Στο χώρο της φιλολογίας, δεν υπάρχουν πολλές


διεπιστηµονικές µελέτες ούτε στο εξωτερικό, ούτε στην
Ελλάδα, γιατί το κύριο εµπόδιο παραµένει η κάθετη
οργάνωση των των πανεπιστηµιακών εδρών, πράγµα που
αποτρέπει τη διαλεκτική τους σύνθεση.

Συνοψίζοντας λέµε ότι, σύµφωνα µε το σχέδιό µας, η


σπουδή ενός λογοτεχνικού είδους, του µυθιστορήµατος,
καθώς το παρακολουθούµε στην εξέλιξή του µέσα σε ένα
τµήµα χρόνου προσδιορισµένο και µέσα σε µια δοσµένη
κοινωνία, θα όφειλε να εξετάσει παράλληλα όχι βέβαια όλα
τα δηµοσιευµένα έργα, γιατί η απλή αναφορά λογοτεχνικών
έργων δε συνιστά επιστηµονικό εγχείρηµα, αλλά ένα
ποιοτικό δείγµα που δε θα παραλείψει κανένα αντιπρόσωπο
των κυριότερων λογοτεχνικών ρευµάτων στη δοσµένη
κοινωνία. Με τέτοιες µεθοδικές επιχειρήσεις η υπόθεση,
που θέσαµε στο προοίµιο, έγινε πιο πολύ συγκεκριµένη,
και το αντικείµενό µας δοµήθηκε συστηµατικά, γιατί δεν
µπορεί να αρκείται κανείς σε µια αυθαίρετη περιοδολόγηση
µε βάση τεχνητή.
Τεχνητές περιοδολογήσεις είδαµε για παράδειγµα σε
µελέτες του Γιάννη Μπασκόζου, του ∆ηµοσθένη Κούρτοβικ,
της Μαρίας Σακαλάκη, του Γιώργου Θαλάσση, του Βαγγέλη
Χατζηβασιλείου. Ο πρώτος6 εξοµοιώνει τα αφηγηµατικά έργα
που παρουσιάζει µε βάση ένα αδιαφοροποίητο σύνολο
κριτηρίων υφολογικών, ιστορικών και συναισθηµατικών.
∆ιαιρεί δηλαδή τα έργα της σύγχρονης πεζογραφίας σε δύο
περιόδους, σ’εκείνα της δεκαετίας του ’70 και σ’εκείνα
της δεκαετίας του ’80. Υπάγει τα γνωρίσµατα της
δεκαετίας του ’70 σε µια γενική κατηγορία, που τη
χαρακτηρίζει η γαλλική επίδραση.7 Τα πρώτα

6
Βλ. ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ, 1990.
7
Στο ίδιο: “Ασχολούνται µε τις ιδεολογίες, δεν παίζουν µε την ελεύθερη φαντασία.
Υπάρχουν αναφορές στο ιστορικό παρελθόν της Ελλάδας, δεν ηδονίζονται για την παιδική
ηλικία σαν εποχή ευτυχισµένης και συγκινητικά κωµικής άγνοιας. Το χιούµορ δεν είναι
ακίνδυνο, κάποτε γίνεται παρωδία. ∆εν επιδιώκουν την απόλαυση του κειµένου. Αν και ξέρουν

4
χαρακτηρίζονται από την “επιτηδευµένη, βαρύγδουπη γλώσσα
των παλιότερων, αλλά και (από) γλωσσικούς πειραµατισµούς
και ακροβασίες”. Αντίθετα για τα έργα της δεκαετίας του
’80 ο Κούρτοβικ λέει ότι είχαν επίδραση αγγλοσαξονική,
ξαναγύρισαν στην απλότητα της αφήγησης, ξαναβρήκαν τη
δροσιά της άµεσης, ανεπιτήδευτης έκφρασης και ανακάλυψαν
ξανά τη χαρά της αφήγησης µιας ιστορίας, της πλοκής.
Θεωρεί ότι η ουσία τους έγκειται στην απόρριψη των
ιδεολογιών, και στην απουσία ιστορικών αναφορών, µε την
επιφύλαξη ότι η απόρριψη των ιδεολογιών και η αδιοφορία
για την ιστορική παράδοση, όταν απορρέουν από ένα βολικό
αµοραλισµό και όχι από µια δηµιουργική δυσπιστία,
εµπεριέχουν και το σπέρµα της ευτέλειας, της
ευκολογραφίας, της κενολογίας, της µηχανικής µίµησης,
της εντυπωσιοθηρίας. “Μπορούν όντως να γίνουν άλλοθι και
σύνθηµα ενός λογοτεχνικού ωχαδερφισµού: Το ότι ο
κίνδυνος είναι υπαρκτός και όχι απλώς θεωρητικός, το
φανερώνουν τα έργα µερικών (όχι απαραίτητα ατάλαντων)
νέων λογοτεχνών.”
Βεβαίως ο µελετητής αυτός έχει οριοθετήσει το
αντικείµενο της µελέτης του µε τρόπο εντελώς διαφορετικό
από το δικό µας, εφόσον ξεκινάει από αυτονόητα.
Πολλοί άλλοι κριτικοί και θεωρητικοί της λογοτεχνίας
κινούνται σ’έναν άπειρο χώρο δίνοντας τώρα ένα
παράδειγµα από το Σεφέρη, έπειτα συγκρίνοντάς το µε ένα
χωρίο του Αλµπέρ Καµύ κ.ο.κ. Αλλά χωρίς ένα συνολικό
ερµηνευτικό σύστηµα δεν είναι δυνατό να βγάλουµε
αξιόπιστες παρατηρήσεις.

Αντίθετα εµείς για χάρη της αντικειµενικότητας


παρακολουθήσαµε τις συσχετικές αλλαγές (ταυτόχρονες σε
δυο παράλληλους χώρους) στο αφηγηµατικό είδος και στους
παράγοντες, που αναδεικνύονται συναφείς µε τη
λογοτεχνική παραγωγή.

Ετσι αναζητώντας µεταβολές στα λογοτεχνικά γνωρίσµατα


των αφηγηµατικών κειµένων µετά το 1970, παρατηρούµε,
ceteris paribus, παράλληλες αλλαγές µέσα σε δύο σειρές
γεγονότων:
καταρχήν διαπιστώνουµε ότι η λογοτεχνική αφηγηµατική
παραγωγή της περιόδου 1970-1993 παρουσιάζει έκδηλες
διαφορές σε σύγκριση µε εκείνη της προηγούµενης
περιόδου.
Ειδικότερα, το αντικείµενο της µελέτης µας απαιτεί να
προσδιορίσουµε αρχικά µέσα σε ποιο πλαίσιο πολιτιστικό
και πολιτικό εµφανίστηκε ο νέος χαρακτήρας της µοντέρνας
ελληνικής αφηγηµατικής λογοτεχνίας.

ότι η σοβαρότητα θα φανεί ως σοβαροφάνεια και σπουδαιοφάνεια...Με δούλεµα της


γλώσσας, κάτι που σύγχρονοι αλλά και µεταγενέστεροι θα το πουν επιτηδευµένη,
βαρύγδουπη γλωσσα, και θα µιλήσουν για γλωσσικούς πειραµατισµούς και τις ακροβασίες
της δεκαετίας του ’70, τα άχαρα, φλύαρα, “αυτοαναφορικά” και εγκεφαλικά λογοτεχνήµατα των
προκατόχων τους, που όχι µόνον έκαναν πολύ κόσµο να νιώσει αποστροφή για τη
λογοτεχνία, αλλά και δεν ήταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρά µια παρτίδα σκάκι
ανάµεσα στον συγγραφέα και τον εαυτό του.”

5
Κάναµε τις εξής υποθέσεις: ότι η αλλαγή της λογοτεχνίας
επηρεάζεται είτε από την εµφάνιση ενός λαϊκού κινήµατος
αλλαγής (πολιτικοποίηση και ιδεολογικοποίηση) , είτε από
την εµφάνιση ενός στρώµατος νέου τύπου διανοουµένων, ή
και από τα δύο.
Η πρώτη διαπίστωση είναι α) ότι η νέα λογοτεχνία δεν
επηρεάζεται θετικά από την πολιτικοποίηση, δεν την
εκφράζει, πράγµα που είναι και το παράδοξο της
υποθέσεως.
Αναρωτηθήκαµε επίσης αν η µικρή µέση ηλικία των νέων
συγγραφέων και το πλήθος µεταφράσεων έργων του
αντεργκράουντ, του ντανταϊσµού και του σουρρεαλισµού
είχαν αποφασιστική σχέση µε τη νέα λογοτεχνική παραγωγή.
Αναρωτηθήκαµε και για τη σχέση της παραγωγής νέου ύφους
µυθιστορηµάτων µε την ίδρυση νέων εκδοτικών οίκων, την
είσοδο νέου τύπου διανοούµενων στο χώρο του αναγνωστικού
κοινού, τη δράση του κυκλώµατος των χορηγιών Φορντ.
∆ιαπιστώσαµε ότι όλα αυτά µαζί επηρεάζουν τη νέα
λογοτεχνία, αλλά όχι αποφασιστικά.

Ανάλογες υποθέσεις κάναµε και για το εσωτερικό της


συνολικής περιόδου που εξετάζουµε (1970-1993).
Ειδικότερα, παρατηρήσαµε τις αλλαγές των αµφισβητησιακών
κειµένων που εµφανίστηκαν µετά το 1982 σε σχέση µε
εκείνα που δηµοσιεύτηκαν πριν από τη χρονολογία αυτή.
Και εντοπίσαµε δύο διακριτά χρονικά τµήµατα, που
συµπίπτουν µε τις λογοτεχνικές φάσεις 1970-1982 και
1982-1993. Συγκρίναµε τη δοσµένη κατάσταση του
λογοτεχνικού πεδίου και την κατάσταση της κοινωνικής
θέσης των νέων διανοούµενων, που αποτέλεσαν τους
αναγνώστες και συγγραφείς των κειµένων που εξετάζουµε.
Το αποτέλεσµα των συγκρίσεων των δύο αυτών σειρών
φαινοµένων, κοινωνικών και λογοτεχνικών µας έδειξε ότι
το πρώτο σύνολο φαινοµένων περιλαµβάνει ως σταθερά
στοιχεία την επίδραση που ασκούν στην εξέλιξη της
λογοτεχνίας η ύπαρξη ενός λογοτεχνικού πεδίου και ενός
αναγνωστικού κοινού.
Το λογοτεχνικό πεδίο πριν από το 1970 το συνέθεταν
εκδότες, συγγραφείς, κριτικοί ορισµένου τύπου και
ορισµένης νοοτροπίας, επικεντρωµένης στις ηθικές αξίες
και τα ζητήµατα κύρους. Ανάλογα ψυχολογικά και ηθικά
γνωρίσµατα χαρακτήριζαν και το κοινό.
Αντίστοιχα, το δεύτερο σύνολο συναφών φαινοµένων, που
ορίστηκε από την τοµή του 1982, παρουσιάζει όµοια όλα τα
άλλα γνωρίσµατα ( κλίµα, χώρα, εθνικότητα, γλώσσα κλπ.)
εκτός από ένα, την αυξανόµενη υποβάθµιση των νέων και
νέου τύπου διανοουµένων, που συνιστούν το µείζον
κοινωνικό πρόβληµα σύµφωνα µε την ανάλυσή µας και που
τροφοδοτούν τη µοντέρνα λογοτεχνία και µε αναγνώστες και
µε συγγραφείς.
Αυτοί οι υποβαθµισµένοι διανοούµενοι κατά τη δοσµένη
περίοδο είναι εξεγερµένοι εξαιτίας των οδυνηρών
εµπειριών τους, που πηγάζουν από τη δικτατορία, τη
µαζικοποίησή τους, τη χειροτέρευση της κοινωνικής τους

6
θέσης και τις συγκρούσεις στο πολιτικό και ιδεολογικό
πεδίο.

Οι παραπάνω λοιπόν συγκρίσεις έδειξαν ότι όλες οι άλλες


παράµετροι είναι κοινές και στη λογοτεχνική περίοδο που
µελετάµε και στην προηγούµενή της, εκτός από τις
παραµέτρους της εµφάνισης του νέου αναγνωστικού κοινού,
της βαθµιαίας εµπορευµατοποίησης της παραγωγής και
διανοµής συµβολικών προϊόντων και της καθολικής
επιθυµίας του λαού για αλλαγή.

Είµαστε λοιπόν υποχρεωµένοι να συνδέσουµε την


αµφισβητησιακή λογοτεχνία της δοσµένης περιόδου µε τα
παραπάνω.

Την έµµεση και σύνθετη σχέση της νέας λογοτεχνίας δεν


µπορούσαµε να την τυποποιήσουµε χωρίς να εισαγάγουµε
ορισµένους νέους όρους στη λογοτεχνική κριτική.
Εξειδικεύουµε εδώ τον όρο “διαδραστική αµφισβητησιακή
οπτική”. Μ’ αυτόν εννοούµε τις πιο κάτω σχέσεις ανάµεσα
στη γλώσσα των µελετώµενων έργων και τη στρεβλή
καθηµερινή γλώσσα στην ελληνική κοινωνία. Η στρεβλή αυτή
γλώσσα γίνεται εσωτερικό πρόβληµα καθενός από τα έργα
της αµφισβήτησης.

1.1 ΤΟ CORPUS ΤΩΝ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (1970-1993)


ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΟΤΙΚΟ ∆ΕΙΓΜΑ

Πάνω σ’ένα θέµα τόσο ευρύ και µια περίοδο τόσο µακρά, ο
εξαντλητικός αρχικός πληθυσµός των έργων της δοσµένης
λογοτεχνικής παραγωγής (όλα τα “αποκλίνοντα” αφηγηµατικά
έργα που δηµοσιεύτηκαν στην Ελλάδα σε µια περίοδο είκοσι
ετών) θα έφτανε ένα τόσο µεγάλο αριθµό, ώστε η λήψη ενός
δείγµατος8 επιβαλλόταν εκ των πραγµάτων.
Ενώ στην κοινωνιολογία ένα δείγµα µπορεί να
αντιπροσωπεύει την οργάνωσή του σε ένα αρχικό σύνολο, τα
λογοτεχνικά έργα ως ενότητες δεν προσφέρονται εύκολα σε
ποσοτικές επεξεργασίες, αφού η ποιοτική πλευρά που τα
χαρακτηρίζει δεν µπορεί να µετρηθεί.
Εκείνο που θέλαµε να δούµε στο δείγµα µας ήταν η
ουσιώδης, άρα συνθετική πλευρά των µελετώµενων έργων,
και επειδή ο σκοπός µας δεν ήταν η εξαντλητική περιγραφή
όλων των νεωτερικών αφηγηµατικών έργων της εποχής, αλλά
η µελέτη ενός σχήµατος που απεικονίζει την εξέλιξη του
αφηγηµατικού γένους.
Η ανάγκη να επιλέξουµε κείµενα που παρουσιάζουν µεταξύ
τους διαφορές οφείλεται στη φροντίδα να πετύχουµε ένα
µεγάλο βαθµό αντικειµενικότητας.
Ανάλογη ήταν η µέριµνά µας για τον αρχικό κατάλογο
µυθιστορηµάτων. Και αναζητήσαµε έργα, που δηµοσιεύτηκαν
8
Βλ. GALISSON, 1978, σελ. 40-50.

7
ανάµεσα στο 1970 και το 1993, που βαφτίστηκαν ως
πρωτοποριακά από µια µερίδα κριτικών, εκδοτών και άλλων
παραγόντων της λογοτεχνικής κίνησης και που παρουσιάζουν
µια ρήξη ή στη µορφή, ή στο περιεχόµενο, ή και στα δύο.

Ανάλογη λύση δώσαµε και στο ότι το νέο που προσκόµισαν


τα λογοτεχνικά έργα της αµφισβήτησης δεν είναι κάτι που
πρέπει να κατασκευαστεί απριόρι από τον ερευνητή, αλλά
κάτι που υπάρχει και απλώς πρέπει να διαπιστωθεί ότι
υπάρχει.9

Τα έργα που επιλέξαµε για το δείγµα ήταν:


Α) Κείµενα που αποκλίνουν από την καθιερωµένη ως αυτή τη
στιγµή λογοτεχνία., η οποία παρουσίασε έργα ψυχολογικού
ρεαλισµού, νατουραλισµού και ενός ελληνικού τύπου
σοσιαλιστικού ρεαλισµού.
Β) Μεταφέρουν µια σκόπιµη ανοµοιότητα ως προς τον κοινό
λόγο της καθηµερινής ζωής της ελληνικής κοινωνίας, όπου
τα έργα αυτά γεννήθηκαν. Εννοούµε ότι τα έργα ως
γλωσσικές συνθέσεις αποµακρύνονται από την καθηµερινή
γλώσσα σε ότι έχει ουσιώδες.
Γ) Είναι επίσης γεγονότα επικοινωνιακά και ως τέτοια
έχουν έναν αισθητικό χαρακτήρα, αφού ανταποκρίνονται στη
συλλογική µνήµη, φορτωµένη µε αξίες.
∆) Υποβάλλουν τη σύγχρονή τους ελληνική κουλτούρα σε µια
µεταµόρφωση στο επίπεδο των συµβόλων.
Ε) Τέλος τα διαπνέει µια “αµφισβητησιακή οπτική”.
Η λογοτεχνική απόκλιση στη σύγχρονη λογοτεχνική
παραγωγή στην Ελλάδα ήταν µια παραµόρφωση του κλασικού
αφηγηµατικού κανόνα, ενώ παράλληλα παραπέµπει στα
κοινωνικά συµφραζόµενα.
Σύµφωνα µε τις παραπάνω προϋποθέσεις ο αρχικός πληθυσµός των
αφηγηµατικών κειµένων αµφισβήτησης είναι ο εξής :
ΑΛΕΞΑΚΗΣ Βασίλης, 1980, Τάλγκο, 1979, Το κεφάλι της γάτας, ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΟΥ
Αρης, 1974, Το κιβώτιο, ΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ Πέτρος, 1990, Παύλος και Ελένη,
ΑΡΚΟΥ∆ΕΑΣ Κώστας, 1992, Το παλιό δέρµα του φιδιού, ΒΑΓΕΝΑΣ Νάσος, 1980,
“Πάτροκλος Γιατράς ή οι ελληνικές µεταφράσεις του Ελιοτ” στο Η Συντεχνία,
ΒΑΛΤΙΝΟΣ Θανάσης, 1986, Μπλε βαθύ σχεδόν µαύρο, Αθήνα, ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ
ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Μάρω, 1980, Ο κύκνος και αυτός, ΒΑΡΛΑΜΗΣ Ευθύµης, 1988,
Μια νύχτα στη Σαντορίνη, Βέροια, ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ Πόπη, 1980, ∆ε βγαίνει τίποτα,
ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ Γιώργος, 1982, Ιστορία, ΓΚΑΝΑΣ Μιχάλης, 1981, Μητριά
πατρίδα, ΓΚΙΜΟΣΟΎΛΗΣ Κώστας, 1990, Ο άγγελος της µηχανής, 1995, Μια νύχτα
µε την κόκκινη, ∆ΕΛΗΓΙΩΡΓΗ Αλεξάνδρα, 1982, Οι φωνές, ή το απάτητο µονοπάτι
των µυστηρίων του φόνου, ∆ΕΛΗΟΛΑΝΗΣ ∆ηµήτρης, 1983, Pusher, το βήµα της
αλεπούς, ∆ΗΜΑΣΟΣ Αλέξανδρος, 1980, Ο γόνος, ∆ΟΎΚΑ Mάρω, 1977, Η αρχαία
σκουριά, ∆ΡΑΚΟΝΤΑΕΙ∆ΗΣ Φίλιππος, 1978, Σχόλια ανάλογα µε την περίπτωση,
ΕΥΘΥΜΙΑ∆Η Νένη, 1988, Το χρώµα του µέλλοντος, ΖΑΤΕΛΗ Ζυράννα, 1993
(1985), Και µε το φως του λύκου επανέρχονται, ΗΣΑΪΑ Νανά, 1982, Στην τακτική του
πάθους, ΘΕΟΦΙΛΟΥ Φαίδωνας, 1980, Το δακτυλίδι του ήλιου, ΙΩΑΝΝΟΥ Γιώργος,
1971, Η σαρκοφάγος, 1978, Το δικό µας αίµα, ΚΑΚΙΣΗΣ Σωτήρης, 1983, Τρόµος

9
Ο Στάθης ∆αµιανάκος κάνει το ίδιο πράγµα. Βλ. ∆αµιανάκος, 1975, στο κεφάλαιο για τη µέθοδο.

8
στο κολλέγιο και άλλα αστυνοµικά δοκίµια, ΚΑΛΙΟΤΣΟΣ Παντελής, 1972, Μάθηµα
δολοφονίας, 1973, Η τριλογία της λεωφόρου, 1978, ∆εκεµβριανή νύχτα,
ΚΑΛΙΦΑΤΙ∆ΗΣ Θοδωρής, 1983, ∆ούλοι και αφέντες, ΚΑΠΕΡΝΑΡΟΣ Τάσος, 1992,
Λουτρά, ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ Μαργαρίτα, 1979, Η Κασσάνδρα και ο λύκος, ΚΑΤΟΣ
Γιώργος, 1980, Τα καλά παιδιά, ΚΑΡΑΛΗ Μαλβίνα, 1991, Τα κορίτσια στη Σαβάνα
ΚΟΝΤΕΑ Ρούλα, 1982, Το ρηχό πηγάδι, ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ Μάνος, ∆ΑΝΕΛΛΗ Τιτίνα,
1981, Ενα και ένα κάνουν όσα θες, ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ Μένης, 1975, Βιοτεχνία
υαλικών, ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ ∆ηµοσθένης, 1985, Ο τελευταίος σεισµός,
ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ Αρης, 1983, Ψυχοµπουρδέλο, ΜΑΤΕΣΙΣ Παύλος, 1990, Η
µάνα του σκύλου, ΜΑΝΙΩΤΗΣ Γιώργος, 1984, Τα µαύρα παραµύθια, 21 παραµύθια
για µεγάλους, 1992, Η τροµερά προστασία, ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ Βαγγέλης, 1981, Ιωνίες,
ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ Πρόδροµος, 1980, Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη,
ΜΑΤΕΣΙΣ Παύλος, 1990, Η µάνα του σκύλου, ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΕΦΕΡΙΑ∆Η Λία,
Εξάλλου ο Λένιν ήταν καλής οικογενείας, ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ Κωστούλα, 1973, Η
εκτέλεση, ΜΗΤΣΟΡΑ Μαρία, 1978, Αννα, νά ένα άλλο, 1982, Σκόρπια δύναµη,
1985, Η περίληψη του κόσµου, ΜΗΤΣΟΥ Ανδρέας, 1993, Τα ανίσχυρα ψεύδη του
Ορέστη Χαλκιόπουλου, ΝΙΚΟΛΑΪ∆ΗΣ Αρης, 1974, Η εξαφάνιση, ΝΟΛΛΑΣ
∆ηµήτρης, 1974, Νεράιδα της Αθήνας, ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ Γιάννης, 1985, Το πεθαµένο
λικέρ, ΞΕΝΟΣ Στέφανος, 1979, Τρυφερή κόλαση, ΠΑΪΖΗΣ Νίκος, 1984, Απέναντι.
Ιστορίες από απόσταση, ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ Αλέξης, 1985, Η µεγάλη ποµπή, Αθήνα,
ΠΑΠΑ∆ΗΜΗΤΡΙΟΥ Σάκης, 1978, Κωδικοπληκτρονικά, ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ ∆ηµήτρης,
1983, Το µοναστήρι νάν’ καλά, ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ ∆ηµήτρης, 1992, Το άγριον όρος
της ψυχής, ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Ηλίας, 1980 (1975), Ιωάννου Αποκάλυψις
παραφρασθείσα υπό του προφήτου Ηλιού του Πετροπούλου, ΠΛΑΣΣΑΡΑ Κατερίνα,
1972, Μικρός ιδιωτικός φόνος, ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ Βαγγέλης, 1982, ∆ιόδια,
ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Θόδωρος, 1983, “Η νύχτα”, στο Τριακόσιοι τρόποι θανάτου,
ΣΙΜΙΤΖΗΣ Αντώνης, 1980, Γη και εραστές, ΣΚΑΡΟΣ Ζήσης, 1980, Ο σηµερινός
κόσµος, ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ Αντώνης, 1980, Οι συµπαίχτες, ΣΤΕΡΙΑ∆ΗΣ Βασίλης, 1979,
Η κατηγορία Α1, ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ Ερση, 1982, Εορταστικό τριήµερο στα Γιάννινα
ΤΑΒΑΝΗΣ Αντώνης, 1983, Κάθε βράδυ το πρωί πάµε για ύπνο, ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ
Πέτρος, 1983, Οι ανήλικοι, ΤΣΑΚΝΙΑΣ Σπύρος, 1980 1976, Ιστορίες για το Στέργιο
ΤΣΙΡΚΑΣ Στρατής, 1976, Χαµένη άνοιξη, ΦΑΚΙΝΟΥ Ευγενία, 1984, Η µεγάλη
πράσινη, ΧΑΚΚΑΣ Μάριος, 1979, Τυφεκιοφόρος του εχθρού, ΧΑΤΖΗ∆ΑΚΗ Νατάσα,
1985, Ιβύσκοι και νάρκισσοι, ΧΙΩΤΑΚΗΣ Κώστας, 1981, Κακοκαιρία, Αθήνα,
ΧΡΙΣΤΟ∆ΟΥΛΟΥ ∆ηµήτρης, 1982, Το πεζοδρόµιο, ΧΡΙΣΤΟΦΗΣ Χριστόφορος,
1993, Ηµερολόγιο για περαστικούς, ΧΡΟΝΑΣ Γιώργος, 1981, Ελληνορωµαϊκή πάλη,
ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΑΝΟΣ Γιώργος, 1983, Η συνέχεια στο επόµενο
ΧΩΜΕΝΙ∆ΗΣ Χ., 1993, Το σοφό παιδί, 1995, Το ύψος των περιστάσεων,ΨΥΧΟΓΙΟΣ
∆ηµήτρης, 1982, Μεροληπτική κατάθεση

Η επιλογή από τον πιο πάνω κατάλογο ενός δείγµατος είχε


προβλήµατα, εξαιτίας της ποικιλίας τους. Για να µην
αφήσουµε απέξω έργα που παρουσίασαν κάτι διαφορετικό,
ήταν αναγκαίο να επιλέξουµε κείµενα διαφορετικά µεταξύ
τους βάσει της αρχής της µεγιστοποίησης των διαφορών,
ώστε να επιτύχουµε τη µεγαλύτερη δυνατή
αντικειµενικότητα στα συµπεράσµατά µας γύρω από την
αξιολόγηση των οµοιοτήτων και των ποικιλιών των
αναλυόµενων έργων. Μπορούµε να πούµε προκαταβολικά ότι
τα πρώτα πέντε αφηγηµατικά κείµενα του δείγµατός µας
είδαν το φως από το 1970 ως το 1982, µέσα σε ένα
περιβάλλον έντονης πολιτικοποίησης και
ιδεολογικοποίησης, ενώ τα υπόλοιπα δηµοσιεύτηκαν µέσα σε
10
ένα περιβάλλον αποϊδεολογικοποίησης που εγκαθίσταται
10
Βλ. CHOMSKY , 1995.

9
µόνιµα µετά το 1982. Ετσι, το ποιοτικό δείγµα που πήραµε
ανάµεσα στα παραπάνω έργα ήταν το εξής:
ΧΑΤΖΗ∆ΑΚΗ Νατάσα, 1979, Συνάντησέ την το βράδυ
∆ΟΎΚΑ Μάρω 1977, Η αρχαία σκουριά, Αθήνα.
ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ Πόπη, 1980, ∆ε βγαίνει τίποτα, Αθήνα.
ΗΣΑΪΑ Νανά, 1982, Στην τακτική του πάθους, Αθήνα, έκδ.
Αιγόκερως.
ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ ∆ηµήτρης, 1983, Το µοναστήρι νάν’ καλά, Αθήνα,
έκδ. Θεωρία.
ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Θόδωρος, 1983, “Η νύχτα”, στο Τριακόσιοι τρόποι
θανάτου, Αθήνα, έκδ. Υάκινθος.
ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ Ερση, 1982, Εορταστικό τριήµερο στα Γιάννινα,
έκδ. Νεφέλη.
ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ Αντώνης, 1980, Οι συµπαίχτες, Θεσσαλονίκη, έκδ.
Μικρή Εγνατία.
ΒΑΓΕΝΑΣ Νάσος, 1980, “Πάτροκλος Γιατράς ή οι ελληνικές
µεταφράσεις του Ελιοτ” στο Η Συντεχνία, Αθήνα, έκδ. Κέδρος.
∆ΕΛΗΟΛΑΝΗΣ ∆ηµήτρης, 1983, Pusher, το βήµα της αλεπούς, Αθήνα,
έκδ. Στοχαστής.
ΓΚΙΜΟΣΟΎΛΗΣ Κώστας, 1990, Ο άγγελος της µηχανής, Αθήνα, έκδ.
Κέδρος.

Μπορούµε να πούµε προκαταβολικά ότι τα πρώτα πέντε


αφηγηµατικά κείµενα του δείγµατός µας είδαν το φως από
το 1970 ως το 1982, µέσα σε ένα περιβάλλον έντονης
πολιτικοποίησης και ιδεολογικοποίησης, ενώ τα υπόλοιπα
δηµοσιεύτηκαν µέσα σε ένα περιβάλλον
αποϊδεολογικοποίησης11 που εγκαθίσταται µόνιµα µετά το
1982. Ετσι, πήραµε το παρπάνω ποιοτικό δείγµα.

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΡΗΞΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1970


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Εκείνο λοιπόν που βλέπουµε µε την πρώτη µατιά στους


νέους έλληνες πεζογράφους είναι το ξεµασκάρεµα της
σύγχυσης που χαρακτηρίζει τα σύγχρονά τους έργα µε θέση,
επειδή ακόµη και έργα που περνιούνται για έργα
σοσιαλιστικού ρεαλισµού διαπνέονται από ένα εθνικιστικό
πνεύµα.
Η νέα αφηγηµατική παραγωγή µετά το 1970 κυριαρχείται από
την αµφισβήτηση, που είναι µια προβληµατική γύρω από το
νόηµα.
Χαρακτηριστικό της οπτικής αµφισβήτησης ήταν το ότι οι
νέοι λογοτέχνες περιφρονούν τις ερµηνείες των άλλων για
την πραγµατικότητα και τη λογοτεχνία που περνάνε για
αληθινές. ∆ηλαδή τη λογική του ιστορισµού, του
παραδοσιακού ανθρωπισµού, του απλοϊκού σοσιαλιστικού
ρεαλισµού. Σε όλα αυτά τα γνωρίσµατα των επίσηµων έργων
κυριαρχούσε η τάση να περάσει η αναπαράσταση ως η ίδια η
κατάσταση, ενώ δεν πρόκειται παρά για ερµηνείες, άρα
απατηλές, ή προπαγανδιστικές απεικονίσεις.

11
Βλ. CHOMSKY , 1995.

10
Ως προς τις ειδικές µορφές, οι µοντερνιστές έλληνες
συγγραφείς εγκαταλείπουν λιγότερο ή περισσότερο την
αναπαράσταση µέσα στην αφήγηση.
Στο επίπεδο του λογοτεχνικού γένους οι κανόνες που
παραβιάζονται είναι:
Ο κανόνας της ενότητας του χρόνου
Ο κανόνας της αληθοφάνειας
Ο κανόνας της ενότητας των στυλ.
Ο κανόνας της προτεραιότητας του σοβαρού έναντι του
φτηνού.
Ο κανόνας της προτεραιότητας του καλού έναντι του
κακού.
Οι πιο σοβαρές παραβιάσεις γίνονται πάνω στη διάσταση
του χρόνου και στο αντωνυµικό σύστηµα. Είναι δεδοµένο
ότι τα θεµελιώδη γνωρίσµατα του αφηγηµατικού χρόνου
είναι κανονικά τα εξής: η διπλή χρονικότητα και η
χρησιµοποίηση του αορίστου, ο οποίος συνενώνει µια δέσµη
συνοδευτικών σηµείων που αποµακρύνουν την άµεση εκφορά
της αφήγησης. Υπογραµµίζουµε τη σπουδαιότητα αυτών των
κανόνων, εφόσον η αφήγηση πραγµατοποιείται ακριβώς µε το
διαχωρισµό ανάµεσα στον αφηγητή και την ιστορία και
µάλιστα σε τρόπο που ο χρόνος του ρήµατος µέσα στο
αφήγηµα χαράζει ορισµένες διαφορές σε σχέση µε την άµεση
εκφορά. Αντίστροφα, στην άµεση οµιλία, ή στις περιγραφές
ποδοσφαιρικών αγώνων ο παροντικός γραµµατικός χρόνος
δηλώνει έναν προσδιορισµό ενδοκειµενικό, ο παρατατικός
φανερώνει τη χρονική διάρκεια, ο παρελθοντικός χρόνος
υποδηλώνει το αποτέλεσµα µια προγενέστερης πράξης ως
προς τον άξονα του αφηγούµενου γεγονότος και ο
υπερσυντέλικος δηλώνει το προτερόχρονο ως προς ένα
σηµείο του παρελθόντος. Μια ανάλογη διάκριση ρυθµίζει
την κατάσταση των αντωνυµιών: στην άµεση οµιλία έχουµε
το “εγώ”, το “εµείς” του οµιλητή και το “εσύ”, “εσείς”
του αποδέκτη. Οµως στην κλασική αφήγηση έχουµε πάντα
“εκείνος, εκείνοι, εκείνη, εκείνες και το αφηγηµατικό
πρόσωπο”. Η σπουδαία συνέπεια αυτής της σύµβασης είναι
ότι έχουµε δύο “παρόντα”. Πράγµατι, η διπλή χρονική
πραγµατοποίηση προϋποθέτει ένα παρόν της δράσης που
ονοµάζεται “ιστορία” (µύθος ) και ένα παρόν της
αφήγησης, ρητό ή υπονοούµενο. Στο συµβατικό αφήγηµα οι
δύο χρονικότητες δε συγχέονται ποτέ, γιατί η σύγχυσή
τους θα οδηγούσε σ’ένα αληθινό παρόν, πράγµα που θα
κατέστρεφε την αφήγηση.

Το ονοµάσαµε το µυθιστόρηµα για το οποίο µιλάµε


«µυθιστόρηµα αµφισβήτησης», γιατί η ύπαρξη του στοιχείου
της αµφισβήτησης µέσα στα δοσµένα έργα µας οδήγησε να
χαρακτηρίσουµε αυτή τη λογοτεχνία µε τον όρο της
αµφισβήτησης.12
Αυτός ο όρος έχει ήδη χρησιµοποιηθεί από γάλλους
ερευνητές, για να χαρακτηρίσει το κίνηµα του Μάη του
΄68. Σύµφωνα µε τον Antoine Casanova :

12
Βλ. CASANOVA, 1970, σελ. 92.

11
“Η αµφισβήτηση είναι το αντίθετο της διεκδίκησης, αλλά
δεν έχει περιεχόµενο συγκεκριµένο. Η αντίθεση ανάµεσα
στην αµφισβήτηση και τη διεκδίκηση δε συµπίπτει µε την
αντίθεση ανάµεσα στη µεταρρύθµιση και την επανάσταση,
γιατί η αµφισβήτηση επιτίθεται στις δοµές, αλλά
παραµένοντας λεκτική και τυφλή. Αντιτίθεται σε αυτό που
υπάρχει χωρίς µια ανάλυση της ιδιαίτερης ιστορικής
αναγκαιότητας.”
Ο όρος έχει επίσης εισαχθεί µέσα στη λογοτεχνική
¨αργκό¨ λίγο µετά το 1970.13 Εισαγάγαµε τον όρο αυτό
γιατί έχει µια αρνητική έννοια και εποµένως έννοια
απροσδιόριστη, πράγµα που τον κάνει κατάλληλο να
χαρακτηρίσει έργα τόσο διαφορετικά όπως αυτά που
µελετάµε µέσα στην εργασία αυτή.

Στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται Αναλύσεις δείχνουµε πώς


καθένα από τα εξεταζόµενα πρωτοποριακά νεοελληνικά
αφγηγηµατικά κείµενα παραβιάζει ένα µέρος ή το σύνολο
από τις συµβάσεις αυτές.

ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ 1977-1982


ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΤΖΗ∆ΑΚΗ, «ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΗΝ ΤΟ ΒΡΑ∆Υ»
Συνήθως σε κάθε λογοτεχνικό έργο υπάρχει µία κατανοµή
οµοιογενών στοιχείων κατά µήκος του συνταγµατικού άξονα
που εξασφαλίζει τη λογική αλληλουχία των ακολουθιών,
καθώς επίσης τη σηµασιολογική της συνοχή στο
συνταγµατικό επίπεδο.
Ωστόσο όλα αυτά τα θεµέλια της κειµενικής συνοχής
απορρίπτονται από τη Χατζιδάκη, της οποίας το κείµενο
στο σύνολό του παρουσιάζει µια πολυσηµία.14
Υπάρχει επίσης µια µορφική απόκλιση, που προκαλείται από
την όσµωση τµηµάτων λόγου, που παρουσιάζουν τις
µεγαλύτερες υφολογικές διαφορές το ένα µε το άλλο και
που έρχονται σε αντίθεση µε την ανάγκη συµφωνίας ανάµεσα
στις λειτουργίες του αφηγηµατικού µοντέλου.
Αυτή η διαδικασία ωθείται στα άκρα για να πολλαπλασιάσει
τα νοήµατα.
Το αποτέλεσµα είναι ότι στα διάφορα τµήµατα του κειµένου
της Χατζιδάκη δεν υπάρχει καµιά ισοτοπία µοναδική, αλλά
αντιθέτως µπορούµε να διακρίνουµε πολλές ισοτοπίες χωρίς
καµιά σχέση µεταξύ τους.
Σε ορισµένα µοντέρνα αφηγηµατικά κείµενα ο χρόνος
παίρνει µια κάθετη µορφή διάταξης, σε τρόπο που το πιο
παλιό γεγονός παρουσιάζεται ταυτόχρονα µε το πιο
πρόσφατο. Αυτό γίνεται και στο αφηγηµατικό κείµενο της
Χατζιδάκη.
Έτσι, έχουµε µια κυκλική παρέλαση εικόνων: του σώµατος
του πατέρα της στην Κρήτη, της φιγούρας του νεαρού άντρα

13
Ο Βαγγέλης Xατζηβασιλείου αναφέρει ότι τον όρο αµφισβήτηση τον χρησιµοποιούσε παλιότερα ο
Βαρίκας, και τον εισήγαγε πρώτος ο Βασίλης Στεριάδης και κατόπιν ο Αλέξης Ζήρας, βλ. ΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ, ∆εκέµβρης 1982 ).
14
Βλ. KLINKENBERG, 1990, σελ. 114-116.

12
µε τα ψηλά τακούνια και των φευγαλέων εικόνων των νεαρών
περιθωριακών γυναικών που συναντιώνται στο ασήµαντο
ξενοδοχείο όπου η αφηγήτρια διαµένει κατά την παραµονή
της στο Λονδίνο.
Σε κάποιο σηµείο του ξετυλίγµατος του κουβαριού αυτής
της αφήγησης η αφηγήτρια αποφασίζει να µαζέψει τις
διασκορπισµένες σηµειώσεις που είχε κρατήσει κατά τη
διάρκεια των ταξιδιών της στο Λονδίνο, και διηγείται
τις µικρές ιστορίες των τεσσάρων γυναικών, που σύχναζαν
στο ίδιο ξενοδοχείο. ∆ηλώνει εντούτοις ότι η συσχέτιση
των ιστοριών αυτών, όπως τις παρουσιάζει, είναι
αυθαίρετη.
Ξεδιπλώνονται, λοιπόν, γεγονότα φανταστικά σα να ήταν
αληθινά και αντίστροφα, γιατί η συγγραφέας θέλει τα
πιθανά γεγονότα να έχουν την ίδια πυκνότητα µε τα
αληθινά γεγονότα. Οι διαφορές ανάµεσα στο πραγµατικό και
το πιθανό, στην αντίληψη και το όνειρο, στο παρελθόν και
τη φαντασία δεν έχουν σηµασία.
∆εν αναλώνεται στις εικόνες της, αλλά εµφανίζει διαρκώς
την άλλη πλευρά που είναι πάντα µια ενδιάµεση εικόνα.
Αλλά, οι εικόνες που παρουσιάζονται σ’αυτό το κείµενο,
παρότι δε δείχνουν εικόνες συνθετικές και λογικά
συνεκτικές, αναπαριστούν ανάγλυφα τη λεπτοµέρεια µε τόση
γλαφυρότητα, ώστε η εικόνα της λεπτοµέρειας να κατέχει
ένα είδος αυτονοµίας: “Είπα ότι δε µπορούσε να βασιστεί
σε µένα, ΑΥΤΟΣ Ο ΒΗΧΑΣ ΜΕ ΒΑΣΑΝΙΖΕΙ ΟΛΗ ΤΗΝ ΩΡΑ...”

Μια άλλη µορφή παρέµβασης πάνω στα ίδια τα υλικά του


µυθιστορήµατος αποτελεί η κατάλυση του αντωνυµικού
συστήµατος.
Μάλιστα δεν πρόκειται για ένα παιγνίδι της γλώσσας, αφού
αποδίδει την ουσία ενός καταστροφικού έρωτα. Γιατί ο
έρωτας στη Χατζιδάκη χωρίζει αντί να ενώνει και οι
σχέσεις είναι σαδοµαζοχιστικές µε τη φιλοσοφική έννοια
του όρου. Θα επανερχόµαστε συχνά στην αντίληψη των
σχέσεων όλο και περισσότερο καθώς αποτελεί κύρια
κατηγορία της αναλύσεώς µας. Αλλά αυτό που πρέπει να
υπογραµµίσουµε αφορά τους ιµπρεσσιονιστικούς τρόπους που
παράγουν το νόηµα αυτού του έργου:
“Μετά άρχίζει νά τήν πιέζει νά πάρουν δωµάτιο γιά τή
νύχτα. Το αίµα άφρίζει στίς σκοτεινές γωνίες τών χειλιών
τους Τδτε προσέχω πώς τδ χέρι του είναι άτροφικό. Εiχα
τήν τροµερή έλπίδα πώς Θά ήταν ξύλινο, το έχει συνεχώς
κολληµένο στο πλευρο του, Της το είπα καγχάζοντας δυνατά
στο αυτί µε άκουσε δεν ύπήρξε άµφιβολία καί χωρίς
δισταγµο ορµησε έξω σέρνοντας την τσάντα της, το σουτιέν
και τη φούστα τον έγκατέλειψε µε το αυτοκίνητό του και
το χέρι του µέσα στην άγρια νύχτα” 15
Το υποκείµενο του εκφωνήµατος “της το είπα καγχάζοντας”
είναι ο άντρας, µολονότι το υποκείµενο των σκέψεων που
εκφράστηκαν λίγο πρωτύτερα (είχα την ελπίδα πως θα ήταν
ξύλινο) αναφερόταν στη γυναίκα. Έτσι το βίαιο σύµπλεγµα
των δύο κορµιών στην ερωτική σκηνή και η διαπλοκή των
15
Βλ. ΧΑΤΖΙ∆ΑΚΗ, σελ 10

13
δύο θελήσεων συµβαδίζουν µε τη συνεχή αντιµετάθεση των
γραµµατικών υποκειµένων.16
Η σεξουαλική περιπλάνηση παρουσιάζεται από τη συγγραφέα
ως µια καταγγελία των θεσµών που επιτρέπουν τη νόµιµη
βία στις συζυγικές σχέσεις.
Μια άλλη µορφή της µεταγλωσσικής παρέµβασης στο ίδιο
έργο είναι η εξαφάνιση της ιστορικότητας. Είναι γνωστό
ότι η αναπαράσταση έχει ως θεµέλια το χρόνο, το χώρο και
το πρόσωπο, που τα ενώνει σε µια συγκροτηµένη ιστορία.
Στο έργο της Χατζιδάκη οι αναπαραστάσεις των πραγµατικών
γεγονότων συγχέονται µε τις µεταφορές και µε τις
µνηµονικές εικόνες, µε τρόπο που καταργεί τη λειτουργία
του χρόνου και υπονοµεύει τα ίδια τα θεµέλια της
αναπαράστασης. Εννοείται ότι µια τέτοια χρήση µπορεί να
καταγγείλει τη συµβατικότητα των στερεότυπων εκφράσεων
και την αντιφατικότητα του “στρεβλού κοινού λόγου” και
να τις κάνει ανυπόφορες.
Θα λέγαµε ότι η Χατζιδάκη επιχειρεί το αντίστροφο
εγχείρηµα προς εκείνο που επιχειρείται από τα
ιδεολογήµατα του κοινού λόγου, απογυµνώνοντας κάθε
αντικείµενο και κάθε συνήθεια της καθηµερινής ζωής από
την αξία που τους πρόσθεσε η φετιχιστική δραστηριότητα
της ιδεολογίας.
Εξάλλου η Χατζιδάκη ανακαλώντας µνήµες από το προσωπικό
και το συλλογικό παρελθόν επαναφέρει όλα όσα είχε
αισθανθεί παλαιότερα, αλλά τα φαντάσµατά της δεν την
οδηγούν σ’έναν τόπο ευτυχίας, γιατί τα αισθήµατα που
είχε άλλοτε αισθανθεί ήταν βιωµένα µε οδύνη.
Συνεπώς η διάθεση της αφηγήτριας δεν είναι η διάθεση
ενός σουρεαλιστή που αναζητά την ευχαρίστηση στο
παιχνίδι των σηµαινόντων, αλλά µια περιφρόνηση για
καθετί που είναι καταπιεστικό. Μέσω της διαρκούς
αντιπαράθεσης των εικόνων, η αφηγήτρια φέρνει κοντά
πλευρές της ζωής που θεωρούνται αποµακρυσµένες η µια από
την άλλη.
Έτσι, υποχρεώνει τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει το
κείµενο µε κάποιον άλλον τρόπο και ν’ανακαλύψει ένα
διαφορετικό νόηµα.
Κατά βάθος, αυτό που απασχολεί την προσοχή της είναι το
γεγονός ότι η αναπαράσταση συχνά παραποιεί την εµπειρία
και το φταίξιµο βρίσκεται στα κοινωνικά στερεότυπα.
«Βυθιζόµαστε στην αµφιβολία,έλεγε ο Πλάτωνας, εάν τα
πράγµατα δεν επικοινωνούν µεταξύ τους».17

ΝΑΝΑ ΗΣΑΪΑ
Η αφηγήτρια του µυθιστορήµατος Στην τακτική του πάθους
(1981) ταυτίζεται µε τη συγγραφέα. Αρχίζει την αφήγησή
της λέγοντας ότι δεν πρόκειται για την αφήγηση
γεγονότων, αλλά σκέψεων. Γι’αυτό το κάθε τι λέγεται στο
πρώτο ενικό πρόσωπο. Αναφέρει µάλιστα το µυθιστόρηµα A
Fairly Honorouble Defeat της αµερικανίδας Irish Murdock,

16
Βλ. WILSON et SPERBER (1992)
17
ΠΛΑΤΩΝΟΣ, Σοφιστής, Αθήνα, εκδ. Φέξης, µη χρονολογηµένο, σελ. 105.

14
γιατί πραγµατεύεται µε τον ίδιο τρόπο το θέµα του
έρωτα.18 Το βιβλίο είναι διαιρεµένο σε δύο µέρη, το
πρώτο σε πεζό και το δεύτερο σε στίχους. Και η
συγγραφέας µας εξηγεί ότι το πρώτο πεζό µέρος µιλάει για
αυτά που αποκαλεί γεγονότα του χρόνου, ενώ το δεύτερο,
γραµµένο σε στίχους, εκφράζει τις καταστάσεις της
ουσίας, µέσα στις οποίες φτάνει ωριµάζοντας η
αφηγήτρια.19 Η συγγραφέας µη σεβόµενη τη σύµβαση του
µυθιστορηµατικού χρόνου παρουσιάζεται να ζει στην
πραγµατική κατάσταση της οµιλίας (την ώρα της
συγγραφής). Το µεγαλύτερο µέρος του κειµένου λοιπόν
δίνει την εντύπωση της προέκτασης µιας συνέντευξης, που
η συγγραφέας-αφηγήτρια δίνει στο ραδιόφωνο πάνω στην
ποίηση. Το θέµα της αφήγησης αναφέρεται στις καταστάσεις
συνείδησης της αφηγήτριας, οι οποίες προηγούνται και
έπονται σε µια ερωτική σχέση τριών µηνών ανάµεσα στην
αφηγήτρια, που είναι σαρανταπέντε ετών, και ένα
βολεµένο έλληνα ποιητή. 20 Εξάλλου η γραφή αυτού του
κειµένου γίνεται το ουσιαστικό όργανο της συγγραφέα, για
να κάνει τον απολογισµό των αναβαθµών της
συνειδητοποίησης, ή µάλλον της αυτοµύησής της. Ετσι οι
χρονικές αναφορές, οι αναφορές του χώρου και των
προσώπων είναι σπάνιες και τα πάντα είναι κλιµακωµένα
στην προσωπική κλίµακα ενός χρόνου σχετικού, που
χρησιµεύει απλά για να συνδέει τις σκέψεις της
αφηγήτριας, που µε τη σειρά τους δεν είναι παρά σχόλια
πάνω στις καταστάσεις ψυχής, που προηγούνται ή έπονται
στα πολύ λίγα συµβάντα της ερωτικής σχέσης.
Πιο ειδικά στην πρώτη αφηγηµατική ακολουθία η αφηγήτρια
αρχίζει το εσωτερικό της οδοιπορικό21διερωτώµενη γιατί
τη στιγµή της πρώτης συνάντησης µε τον άντρα, που έγινε
ο εραστής της αργότερα, παρότι αντιλήφθηκε από µέρους
του µια ερωτική αντίδραση απέναντί της, ωστόσο αυτή
σιώπησε, όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι στην αρχή των
σχέσεών τους.22
Η Νανά Ησαϊα συνεχίζει να σπουδάζει, όπως λέει, τι διπλό
της εγχείρηµα, τη δόµηση του κειµένου της µε ανάµειξη
του πεζού και της ποίησης
πιστεύει ότι η ποίηση αποκαλύπτει καλύτερα από το πεζό
την πραγµατικότητα.
Η επόµενη αφηγηµατική ακολουθία23είναι αφιερωµένη στην
πρώτη συνάντηση µε το ∆ηµήτρη, έναν ποιητή και
επιχειρηµατία, που αφού έζησε και έκανε λεφτά στη Νότια
Αφρική, µοιράζει το χρόνο του ανάµεσα στην οικογένειά
του, τη φιλενάδα του και την “ποίηση”.
Πάνω σ’αυτό το σηµείο η αφηγήτρια κάνει ένα ξεδιάλεγµα
των ελλήνων λογοτεχνών. Οσοι βολεύονται µε την “ποίηση”

18
Βλ. ΗΣΑΪΑ, 1981, σελ. 5.
19
Στο ίδιο, σελ. 22.
20
Στο ίδιο, σελ. 9.
21
Βλ. MAISTRE Xavier de, Voyage autour de ma chambre, Paris, ιdition (non datιe) Nilsson, chapitre
premier.
22
Στο ίδιο, σελ. 21-26.
23
Στο ίδιο, σελ. 27-32.

15
δεν είναι κατά τη δική της εκδοχή άξιοι γι’αυτό το
λειτούργηµα. Εξάλλου εξίσου αρνητική γνώµη έχει και για
το σύνολο των βολεµένων Ελλήνων.
Πάντως ενδιαφέρεται γι’αυτόν τον άνδρα και γράφει για
χάρη του ένα ποίηµα τιτλοφορούµενο “Στην τακτική του
πάθους”. Το ίδιο αυτό ποίηµα έδωσε τον τίτλο του
αφηγηµατικού της κειµένου. Οπως διευκρινίζει η ίδια, το
ποίηµα είχε γραφτεί δυο µέρες πριν από το τέλος του
βραχυχρόνιου δεσµού της µε το ∆ηµήτρη και προέβλεπε την
ολέθρια έκβαση αυτού του δεσµού. Οσο για τη φράση “στην
τακτική του πάθους”, της ήρθε στο νου κατά την επιστροφή
τους από µια µικρή εκδροµή, που το ζευγάρι
πραγµατοποίησε στην παραλία του Σαρωνικού. Για την
αφηγήτρια όλες οι βόλτες του παρελθόντος, όπως και αυτή
που πραγµατοποιήθηκε τη συγκεκριµένη µέρα, της φάνηκαν
ξαφνικά σάν φαντασµαγορία του κενού:
“Είµαστε καθισµένοι πάνω σε κάτι που δεν υπάρχει, που
πάει να εκραγεί στο κενό και να µας τινάξει και τους δυο
στον αέρα”
Λίγο αργότερα, η αφηγήτρια αντιλαµβάνεται ότι οι στίχοι
του ποιήµατος που έγραψε περιείχαν ήδη κάτι το
ουσιαστικό που προλάβαινε την µετέπειτα εξέλιξη της
συνειδητής διακοπής του δεσµού.
Στην προτελευταία αφηγηµατική ενότητα24 η αφηγήτρια
εκθέτει τις καθόλου ουσιαστικές γι’αυτήν αιτίες του
χωρισµού. Απλούστατα ο ∆ηµήτρης, ποιητής και
οικογενειάρχης, της λέει ότι δεν µπορεί να βγαίνει µαζί
της τα βράδυα, γιατί τον απασχολεί πολύ η οικογένειά
του-και βέβαια πρόκειται για ένα ταπεινό πρόσχηµα. Εχει
πολλά να κάνει, να ασχολείται µε τη δουλειά του, την
“ποίηση” και την οικογένειά του. Εκείνη του ζήτησε, µέσα
σ’ένα ξέσπασµα οργής, ένα τουλάχιστο βράδυ τη βδοµάδα,
καθώς συνειδητοποιούσε ότι είχε απέναντί της έναν
άνθρωπο απόλυτο ξένο. Εκείνος έχοντας το φόβο του κενού
της δήλωσε ότι δεν µπορούσε να συνεχίσει τη σχέση τους:
“∆εν µπορώ να εργαστώ, ούτε να γράψω και επί πλέον έχω
και µια οικογένεια στην πλάτη µου”
Μετά την αναχώρησή του η αφηγήτρια άρχισε να κλαίει και
να κατεβάζει τα ποτήρια το ουίσκυ, το ένα µετά το άλλο.
Τέλος, ο τρόπος µάγισσας της αφηγήτριας γίνεται φανερός,
όταν του γράφει ένα γράµµα, επιλέγοντας συνειδητά τον
“µονόλογο που καµιά αντίρρηση δε θα µπορούσε να
αλλοιώσει.”25 Ετσι συνειδητοποιεί ότι η οργή είναι
ισοδύναµη µε τη σιωπή, αφού τα λόγια αµβλύνουν και
εξατµίζουν πάντα τα πάθη. Η συγγραφέας δείχνει να
πιστεύει ότι η κατάσταση της οργής, όπως και των άλλων
αισθηµάτων, οδηγεί στη βαθιά γνώση του κόσµου πολύ
περισσότερο απότι ο ορθός λόγος.
Είναι και αυτή η πλευρά µια από τις συνιστώσες της
φαινοµενολογικής της στάσης απέναντι στη ζωή.
Το γράµµα συγκεφαλαιώνει όσα συνέβησαν ως αυτή τη
στιγµή: η αφηγήτρια µέµφεται το ∆ηµήτρη για µια

24
Στο ίδιο, σσ. 45-51
25
Στο ίδιο, σσ. 52-71.

16
συνηθισµένη συµπεριφορά, που σκοπεύει να επωφεληθεί από
µια σχέση βασισµένη σε ενδιάµεσα αισθήµατα, που
χαρακτηρίζουν την καθηµερινή ζωή. Αντίθετα, εκείνη
προχώρησε αυτή τη σχέση µε ελεύθερη κρίση, γνωρίζονται
ότι οι σχέσεις αγάπης καταστρέφουν την τέχνη, που γι’
αυτήν βρίσκεται στην κορυφή κάθε δραστηριότητας. Μέσα
σε µια προσπάθεια να δώσει προνοµιακή θέση σε ό,τι είναι
ουσιαστικό στη ζωή, η αφηγήτρια προσθέτει ότι έχει
διαψευσθεί από εκείνον, γιατί είναι τόσο διαφορετικός
από αυτό που εκείνη ήθελε και απογοητεύεται από την
ψεύτικη εντύπωση που της είχε δώσει. Ηθελε να τον κάνει
να κατανοήσει ότι ό,τι κατείχε, η εργασία του, η
οικογένειά του, η θέση κύρους ανάµεσα στους
λογοτεχνικούς κύκλους και η επιχείρησή του δεν έχουν
τόση σηµασία, επειδή η “πραγµατική ζωή” απουσιάζει από
όλα αυτά. Εξάλλου είχε το δικαίωµα να ζητήσει µιαν
ισότητα στη σχέση τους. Για κείνη ήταν η τελευταία
ευκαιρία. Μετά την αποστολή της επιστολής, η αφηγήτρια
διαπιστώνει ότι όντας µια κακή µαθήτρια του βουδδισµού,
δε θα µπορούσε ποτέ να συλλάβει την οµορφιά του µηδενός.
Καθώς είναι εντελώς αποµονωµένη στην αναζήτηση του
βαθύτερου νοήµατος αυτού που της συνέβη, η αφηγήτρια
ξαναβρίσκει σιγά-σιγά τη δική της πραγµατική εικόνα στο
ρίσκο να είναι ξένη ανάµεσα στους ανθρώπους. Αλλά
αισθάνεται ότι η αφήγηση είναι ασύµβατη µε την κλίση της
ως ποιήτρια και γι’αυτό στο δεύτερο µέρος το κείµενο
είναι γραµµένο σε στίχους. Εκεί τα σταθερά σηµεία µέσα
στα ανεξερεύνητα βάθη της ζωής χαράζονται µέσα στα
σαράντα τρία ποιήµατα και καθένα τους επαναλαµβάνει τις
ίδιες αντιθέσεις ανάµεσα στη ζωή και το θάνατο, το
σκοτάδι και το φως. Και η µόνη παράθεση των τίτλων τους
αρκεί, για να αναδείξει το νόηµά τους: Στην τακτική του
πάθους, Χρόνος, ο Αλλος εαυτός, Νύχτα των συναντήσεων,
Η απόφαση του χρόνου, Σύλληψη της στιγµής, Ποτέ πια,
Αίνιγµα, Ερωτική παράγραφος, Λαχάνιασµα, Κατάσταση
ψυχής, Επιστροφή, Σκιές, Αποχαιρετισµός, Κόλαση,
Επικίνδυνη, Αλλαγή εραστών, Πυροβολισµός, Περιοχή
ονείρου, Εκλαµψη.26 Οπως ο Heidegger, έτσι και η Ησαϊα
κάνει αναγωγή του όντος στην άµεση παρουσία και η
λειτουργία της ποιήτριας αντικαθιστά τώρα τη λειτουργία
του φιλοσόφου. Και είναι ο Heidegger, που υποστηρίζει
ότι µόνος ο ποιητής µπορεί να πει το είναι, όπως οι
προσωκρατικοί που έγραφαν σε στίχους και οι
θρησκευτικοφιλοσοφικοί όµιλοι που απάγγελλαν τις αιώνιες
ουσίες. Είναι λοιπόν η φαινοµενολογική σκοπιά της
αφηγήτριας, που την εµποδίζει να απολαύσει τις χαρές των
αισθηµάτων και των ωραίων ποιητικών µορφών, αφού η ιδέα
του Heidegger διέπει τη σκέψη της:
“∆εν µπορούµε να πραγµατευθούµε το πρόβληµα του είναι
εξαιτίας της παραδοσιακής γλώσσας, που είναι σηµαδεµένη
από ένα προπατορικό λάθος και εµποδίζει να εκφράσουµε το
νόηµα του είναι. Τα διάφορα όντα, τα πράγµατα, τα ζώα,
τα φυτά, οι άνθρωποι έχουν ένα είναι. Οταν λέµε “αυτό το

26
Στο ίδιο, σσ. 73-142.

17
πράγµα είναι”, προσθέτουµε ένα κατηγόρηµα που ορίζει το
πράγµα. Αλλά δεν εξετάζουµε ποτέ τη λέξη είναι, της
οποίας το νόηµα χάνεται µέσα στην καθηµερινή χρήση. Κι’
όµως ο άνθρωπος δεν είναι ένα πράγµα, αλλά ένα άνοιγµα
στον κόσµο, που πραγµατοποιείται µέσω των αισθηµάτων
του, καθώς αισθάνεται εγκαταλειµµένος και µια γλώσσα που
τα δοµεί. Είναι µέσω αυτών των τρόπων, που
ενδιαφερόµαστε για τον κόσµο, πράγµα που αναλύεται στο
χρόνο που κάνει δυνατή την πράξη.”27
Ετσι, επιβεβαιώσαµε τη θέση µας ότι το κείµενο της Ησαϊα
ακολουθεί µέσα από τις αµερικανικές πηγές της Σούζαν
Σόνταγκ το πρόγραµµα του Heidegger: µέσα από την ποίησή
της αποκαλύπτε το είναι µέσα στη σιωπή µακριά από τα
ανθρώπινα λόγια, για να ξαναπιάσει εκείνο που άλλοτε της
είχε ξεφύγει.
Για τους λόγους αυτούς το κείµενό της έχει γραφεί σαν
ένα ποίηµα που αναζητά την “αλήθεια” της ζωής στη
µοναξιά και το θάνατο, ενώ όλο το υπόλοιπο είναι
περιττός θόρυβος. Εξάλλου το γεγονός ότι το κείµενο
περιλαµβάνει δύο µέρη, το ένα πεζό και το άλλο ποιητικό,
αποτελεί τξ δική της λογοτεχνική απόκλιση από την
παραδοσιακή φόρµα του µυθιστορήµατος. Ο φαινοµενολογικός
διαλογισµός της συγγραφέα, καθώς προσανατολίζεται προς
το υπερβατικό,28 συγκρούεται µε το στρεβλό κοινό λόγο,29
που θεωρείται ως απόκρυψη του όντος. 30 Αυτός που δε
γνωρίζει τη φιλοσοφία του Husserl δε θα µπορούσε να
καταλάβει το κείµενο αυτό. Εκ πρώτης όψεως, αυτή η γραφή
είναι αντιδραστική, γιατί ενδιαφέρται για την
υποκειµενική συνείδηση. Οµως στη φάση της νεοελληνικής
κοινωνίας, που µελετάµε, δε µετράει τόσο το τι λένε οι
συγγραφείς, όσο το πώς λειτουργεί το έργο τους µέσα στο
λογοτεχνικό πεδίο, όταν ο “προοδευτικός λόγος” γίνεται
υπόθεση του κράτους και των πολιτικών κοµµάτων. Επειδή
τίποτα το αντικειµενικό δεν τη βοηθάει, γι’αυτό αναζητεί
µια αφετηρία, για να σκεφθεί την ουσία των σχέσεών της
µε τους άλλους και µε τον εραστή της, πέρα από τα
σλόγκαν της καθηµερινής ζωής στην Ελλάδα. ∆εδοµένου του
ότι κατά την άποψή µας τα σύµβολα που επαναλαµβάνονται
από την Ησαΐα, όπως ο ήλιος, η νύχτα και η σελήνη,
ανήκουν στο τεκτονικό τάγµα,31 παρουσιάζουµε µε δύο
λόγια τη σηµασία της λατρείας του ζώντος πυρός, που
27
Βλ. HEIDEGGER, σελ. 278.
28
Βλ.FARBER, 1971, σελ. 12-15.
29
Βλ. HEIDEGGER , σελ. 278. “ ∆εν µπορούµε να πραγµατευτούµε το πρόβληµα του όντος εξαιτίας
της παραδοσιακής γλώσσας που είναι σηµαδεµένη από ένα αρχικό λάθος εµποδίζοντας έτσι την
έκφραση της έννοιας του όντος. Όλα τα διάφορα όντα, τα πράγµατα, τα ζώα, τα φυτά, οι άνθρωποι
έχουν µια ουσία. Αφού λέµε “αυτό το πράγµα είναι” προσθέτουµε ένα κατηγορούµενο που προσδιορίζει
το πράγµα. Αλλά δεν εξετάζουµε ποτέ τη λέξη έιναι της οποίας η έννοια χάνεται στην κοινή χρήση.
Εντούτοις ο άνθρωπος δεν είναι ένα πράγµα, αλλά ένα άνοιγµα προς τον κόσµο µέσω των
συναισθηµάτων του (γιατί αισθάνεται εγκαταλελειµένος), ενώ η ευφυϊα και η γλώσσα του διαρθρώνουν
εξίσου καλά τον κόσµο και τη νόηση. Μ’αυτούς τους τρόπους φροντίζουµε τον κόσµο, που αναλύεται
από το χρόνο ο οποίος κάνει δυνατή την πράξη”.

30
Ο αναγνώστης µπορεί να δει την έννοια αυτού του όρου στην εισαγωγή
31
Βλ. HUTIN, 1970, σελ. 75.

18
εξασφαλίζει την επαφή µε τις πνευµατικές δυνάµεις, όπως
υποστηρίζει ο Πλούταρχος:
“Μπορούµε να πούµε ότι συµβαίνει τα ιερά αγάλµατα να
αποκτούν ζωή και να πραγµατοποιούν την προφητεία του
Θεού. Αυτό τους δίνει ζωή. Ετσι ένα άψυχο αιγυπτιακό
άγαλµα γίνεται έµψυχο και αποκτά µια πνευµατική
υπόσταση”.
Αυτή η µετάλλαξη, σύµφωνα µε τον Πλούταρχο, ακολουθούσε
δύο στάδια: Α) το στάδιο της κάθαρσης, κατά τη διάρκεια
του οποίου η ύλη µετασχηµατιζόταν στα τέσσερα στοιχεία,
γη, αέρα, νερό και φωτιά, περνώντας σταδιακά από το ένα
στο άλλο και Β) το στάδιο της ζωοποίησης. Ετσι και η
Ησαΐα, περνώντας από το πεζό στο ποιητικό σε µια
διαδικασία αυτοµύησης, προσπαθεί να εξευγενίσει την ύλη
και να εκτελέσει το τεκτονικό πρόγραµµα, συµβολιζόµενο
µε τα αρχικά VITRIOL, που αντιστοιχούν στη λατινική
φράση Visita interiora terrae rectificando invenies
occultum lapidem, και σηµαίνουν “Να επισκεφθείς το
εσωτερικό της γης, θα βρεις τον κρυµµένο λίθο”. Αυτό
κάνει η Ησαϊα, αναζητώντας στο εσωτερικό της ταξίδι το
βαθύτερο εγώ της µέσα στη σιωπή.32
Η ουσία του έργου Στην τακτική του πάθους εξηγείται ως
“παιχνίδι ελλιπούς πληροφορίας.”
Ο ίδιος ο τίτλος του έργου παραπέµπει στη “διαδραστική
κοινωνιολογική µεθοδολογία” που χρησιµοποιεί ακριβώς
έννοιες όπως τακτική, στρατηγική, παιχνίδι και
διαδραστική οπτική. Η ιδέα του ποιήµατος που φέρει τον
τίτλο Στην τακτική του πάθους της ήρθε στο νου, κατά την
επιστροφή από έναν περίπατο που το ζευγάρι είχε
πραγµατοποιήσει στην ακρογυαλιά. Λοιπόν, εάν η ζωή όπως
παρουσιάζεται στον κοινό καθηµερινό λόγο θεωρείται ως
ένα παιχνίδι, του οποίου οι παράµετροι είναι γνωστές,
αντιθέτως η ζωή είναι ακατανόητη για την αφηγήτρια του
έργου:
Να το ποίηµα που φέρει το κύριο νόηµα του αφηγήµατός
της:
“ΣΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ33
Ασε µε έστω και σε πλαστή απόσταση από σένα.
Ασύλληπτος ήλιος καίει τη φύση,
Λύπη το πάθος του σώµατος.
Ο χρόνος διαστρέφεται στο παρόν
σ΄ένα µέλλον διπλού σώµατος στην άµµο.
Ερηµος το ωραίο λάθος.
Οπως το χέρι µου µετέωρο στρέφεται και στο φώς
αποφασίζει τον τόπο.”34
Ο αναγνώστης µπορεί τώρα να καταλάβει πώς λειτουργούν
και τα υπόλοιπα ποιήµατα µέσα στο έργο αυτό. Είναι τα
σταθερά σηµεία µέσα στα αδιέξοδα βάθη της ζωής που
περιγράφονται σ’αυτά τα σαράντα τρία ποιήµατα που

32
Βλ. MALLINGER JEAN, 1949, Τα εσωτερικά απόρρητα εις τον Πλούταρχον, Αθήνα, έκδ.
“Βιβλιοθήκης της Σφιγγός”, ελλ. εκδ. του 1961.
33
Βλ. ΗΣΑΪΑ, 1981, σελ. 81.
34
Στο ίδιο, σσ. 45-51

19
επαναλαµβάνουν τις ίδιες αντιθέσεις ανάµεσα στη ζωή και
το θάνατο.35
Σύµφωνα µε την ως τώρα ανάλυση, η θέληση της αφηγήτριας-
θέληση µάγου ή αλχηµιστή- αποτελεί την αφετηρία για µια
σειρά πράξεων ελεύθερων πέρα από την αιτιολογική αλυσίδα
της πραγµατικότητας. Πρόκειται γι’ αυτό που λέει ο
Adler,36 επαναλαµβάνοντας τους Kant, Chopenhauer και
Huysmans, ότι ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου εξαρτάται
από την επιλογή που κάνει ανάµεσα στο πραγµατικό γεγονός
και στο φανταστικό, διότι η επιλογή µιας εκδοχής
φανταστικής, εάν ακολουθείται από µια αλυσίδα πράξεων
προσαρµοσµένων σ’αυτή την επιλογή, λειτουργεί στη ζωή ως
πραγµατικό γεγονός. Ετσι, απ’ την αρχή κιόλας του
βιβλίου της, η Ησαΐα διατυπώνει το ιδεολογικό της
πρόγραµµα, σύµφωνα µε το οποίο η ποίηση αποκαλύπτει την
ουσία του κόσµου καλύτερα από το πεζό. Και επεκτείνει
αυτήν την επιλογή παντού. Προτιµά την πνευµατική
παρουσία και υποτιµά την πραγµατική συντροφιά του
εραστή της, όταν του λέει:
“ Καθόµαστε πάνω σε κάτι που δεν υπάρχει ”, του είπα,
“ που αναπόφευκτα θα εκκραγεί σε περισσότερο κενό και θα
µας τινάξει και τους δυό στον αέρα.”37
Ξαναβρίσκουµε εδώ ένα είδος σκέψης που είναι αγαπητό για
την αφηγήτρια. Πρόκειται για τις σχέσεις ανάµεσα στο
πραγµατικό και το φανταστικό. Η πραγµατική ζωή στα µάτια
της αφηγήτριας χάνει σιγά σιγά τον εµπειρικό της
χαρακτήρα.
Στο τέλος “εκατό πραγµατικά τάληρα δεν περιέχουν τίποτα
παραπάνω από εκατό φανταστικά.”38
Αν µεταφέρουµε τη φόρµουλα του Kant στο διήγηµα της
Ησαΐα, ξανασυναντούµε την ιδέα της Ποίησης που
καταστρέφει την ίδια την πραγµατικότητα. Η έννοια της
Ποίησης ως έννοια δε θέτει παρά µόνο κάτι που είναι
δυνατό, ενδεχόµενο, και αυτό είναι σωστό. Οµως, µε το να
θέτουµε µόνο την έννοια της ποίησης δεν κάνουµε τίποτα
άλλο από το να θέτουµε το θέµα µόνο του ανεξάρτητα όµως
από την ύπαρξη, δηλαδή από την πραγµατική ζωή. Αυτό
φυσικά δεν ενοχλεί καθόλου την Ησαϊα.
Η αισθητική της Ησαϊα είναι η αισθητική της σιωπής.39
Σύµφωνα µε τη φαινοµενολογική άποψη της Ησαΐα, τα
συγκεκριµένα έργα τέχνης δεν είναι παρά ψέµατα. Γι’αυτό
το λόγο δίνει στο κείµενό της τη µορφή της αναζήτησης
µιας απόλυτης υπαρξιακής κατάστασης, της Ποίησης ως
ιδέας πλατωνικής. H άποψή της ενισχύεται από τη Susan
Sontag,40 φηµισµένη αµερικανίδα κριτικό, η οποία προτιµά
τη λογοτεχνία που οδηγεί σε µια αισθητική της σιωπής

35
Στο ίδιο, σελ. 73-142.
36
Βλ. ADLER, 1974, σελ. 11
37
Βλ. ΗΣΑΪΑ, 1982, p, 42-43.
38
Βλ. KANT, σελ. 451.
39
Βλ. SONTAG, 1975, σσ.125-155
40
Πρέπει να σηµειωθεί ότι η Ησαϊα γνωρίζει σε βάθος τις θεωρίες της Sontag, αφού
µετέφρασε την αισθητική της σιωπής στα ελληνικά.

20
µέσω της κατάργησης της εικόνας και εποµένως της
διάκρισης µεταξύ του υποκειµένου και του αντικειµένου.
Στην πραγµατικότητα, η Νανά Ησαΐα αποκαθιστά µια σχέση
ανάµεσα στη σιωπή που συνοδεύει την έκρηξη οργής και την
προσέγγιση στη σύλληψη του “όντος”. Το βαθύ συναίσθηµα
που συνοδεύει τη σιωπή προσφέρει τη δυνατότητα
ν’αντιληφθεί το ον κατά τρόπο ενορατικό, να γνωρίσει
δίχως τη µεσολάβηση της λογικής. Η συγγραφέας
απαλλάσσεται έτσι από καθετί που προκαλεί θόρυβο και
οφείλεται στα αισθήµατα και την κίνηση:
“ Είχα καταφέρει να σιωπήσω για µια δεύτερη φορά. Και
µετά την επιστροφή µου κατάφερα να σιωπήσω και για µια
τρίτη φορά ακόµα.. Εστω κι από µακρυά, αφού δεν ήταν
δυνατόν από κοντά, µ΄ ένα γράµµα. Ο µονόλογος ενός
γράµµατος που κανένα αποτρεπτικό ύφος, καµµιά φράση
άκαιρη, κανείς λόγος διακοπής του δεν θα ήταν δυνατόν να
αλλοιώσει. Και ο θυµός µε όποιον τρόπο και αν θα
εκδηλωθεί, στην πρώτη του ένταση, σηµαίνει ένα µόνο, τη
σιωπή.. Γιατί τα λόγια που σε µια τέτοια κατάσταση
µπορεί να πει κανείς, είναι δυνατόν να θρυµµατίσουν και
την πιο ολόκληρη και µεγάλη αλήθεια…”41
Για να βάλει µια δική της τάξη σ’αυτό το χάος χιλιάδων
λέξεων και των ευµετάβολων αισθηµάτων της καθηµερινής
ζωής, η αφηγήτρια τα ανάγει όλα σε δύο σειρές αντίθετων
λέξεων-εννοιών: σώµα και ψυχή, φως και σκοτάδι, εφόσον
το αντικείµενο του στρεβλού κοινού λόγου ή της κοινής
γνώµης µετασχηµατίζεται σε αντικείµενο της µαγικής της
θέλησης, γιατί ως φαινοµενολογική η συνείδηση
ανασκευάζει ελεύθερα την εξωτερική αιτιότητα. Και είναι
βέβαια δυνατό. Αρκεί να εξαντληθεί ολόκληρη η ύπαρξή της
στη συγκέντρωση της προσοχής, για να αναδυθεί µια νέα
χρονική τάξη. Υπάρχουν στιγµές που τα γεγονότα
αντιστοιχούν στην πιο έντονη προσοχή. Είναι η ευνοϊκή
στιγµή, αφού µέσα στο πιο µικρό διάστηµα του χρόνου
υπάρχει η πιο µεγάλη δραστηριότητα της συνείδησης.
Μέσα στην καθηµερινή κουβέντα, τη φλυαρία, χάνονται
βέβαια και η επικοινωνία και το νόηµα, καθώς πηγαίνουµε
από το γνωστό στο γνωστό, από τον κοινό τόπο στον κοινό
τόπο.
Πέρα από το όριο προς τα κάτω, η γλώσσα στρέφεται προς
τον εαυτό της, στην κοινοτοπία, την ταυτολογία, τον
πλεονασµό, τη στρεψοδικία. Επειτα σταµατάει στη σιωπή
προς τα κάτω.
Στον άλλο πόλο, στο άλλο όριο, η ανταλλαγή µηνυµάτων
γίνεται αφόρητη έκπληξη, θάµβος µπροστά στο εξαιρετικό
και µοναδικό. Εκεί βρίσκεται η σιωπή προς τα πάνω.
Ο πόλος της σιωπής προς τα κάτω αντιπροσωπεύεται στο
δείγµα µας από το κείµενο Συνάντησέ-την το βράδυ, ενώ η
Τακτική του πάθους προσεγγίζει τον πάνω πόλο της σιωπής.
Το άλλο βασικό γνώρισµα της δοµής του έργου της Ησαϊα
είναι η καταστροφή του χρονικού άξονα του συµβατικού
µυθιστορήµατος. Το θέµα του κειµένου αναφέρεται στις
καταστάσεις της συνείδησης της αφηγήτριας που

41
ΗΣΑΪΑ, 1981, σσ . 52-53.

21
προηγούνται και έπονται µιας ερωτικής σχέσης µεταξύ της
αφηγήτριας και ενός έλληνα ποιητή που διήρκησε τρεις
µήνες, το 1979, τότε που η αφηγήτρια ήταν σαράντα πέντε
ετών.42 Αυτό που ενδιαφέρει την αφηγήτρια είναι το
απόλυτο µέλλον, η ένωσή της µε το ένα του οποίου η
διήγηση είναι η σιωπή.
“Πρέπει πάντως να πω ότι γράφοντας εδώ είναι που
συνειδητοποίησα αυτήν την γι΄ακόµα µια φορά διπλή
υπόσταση των πραγµάτων. Ξαφνικά, σαν αίσθηση του εαυτού
µου, είχα την ύπαρξη ενός αποτρόπαιου προσώπου..Ανατρέχω
στην πρώτη, µετά την όποια του ανατροπή, σαν από µακριά
συνειδητοποίησή µου, όπως υπάρχει στο ηµερολόγιο που
ανέφερα ήδη. Οι γραµµές που θα παραθέσω γράφτηκαν µετά
από µια συνέντευξή µου στο ραδιόφωνο, που, αν και
µεταδόθηκε αργότερα, είχε ωστόσο δοθεί στις πρώτες µέρες
που είµαστε µαζί, µέρες στις οποίες ήδη ήξερα ότι η
σχέση αυτή µε είχε σχεδόν ανατρέψει.”43
Έτσι, η αφηγήτρια εκφράζει την πρόθεσή της να δώσει τον
πρώτο ρόλο στον κόσµο των σκέψεων, που σαν τέτοιες
τοποθετούνται πέραν και έξω του πραγµατικού χρόνου και
χώρου. Τότε, η Ησαϊα αποστασιοποιηµένη από την αλυσίδα
της χρονικής αιτιότητας και εγκαινιάζοντας µε τον τρόπο
της µια σειρά πράξεων ελευθερίας εφαρµόζει, δίχως να το
γνωρίζει, τη δεύτερη αντινοµία του Kant.44
Η γραφή αυτού του κειµένου παρουσιάζεται ως το βασικό
µέσο που χρησιµοποίησε η συγγραφέας για να εξηγήσει τις
κρίσεις της συνειδήσεώς της. Εξάλλου, οι δείξεις του
χρόνου, του χώρου και των προσώπων είναι πολύ σπάνιες
και όλα επικεντρώνονται στην προσωπική κλίµακα ενός
χρόνου σχετικού που συνδέει τις σκέψεις της αφηγήτριας,
οι οποίες σχολιάζουν τις καταστάσεις της ψυχής της πριν
και µετά το περιστατικό της σχέσης της.
Στη δεύτερη σειρά του κειµένου της, η αφηγήτρια
αντιλαµβάνεται ότι το κεντρικό της πρόβληµα δεν ήταν η
απάντηση στον τρόπο µε τον οποίο ο εραστής της τής
προέτεινε να της κάνει έρωτα, αλλά η θέλησή της να
περιγράψει την προσωπικότητά του κατά βάθος.45
Αντιλαµβάνεται λοιπόν ότι ένας άξονας τέµνει τον
φανταστικό της χώρο σε δύο πόλους ξεκάθαρα ορισµένους:
από τη µία πλευρά υπάρχει ο βαθύς εαυτός της, που
ταυτίζεται µε το φως και την ποιητική στάση απέναντι
στον κόσµο, και από την άλλη πλευρά η επιφάνεια της
ύπαρξής της που συλλαµβάνεται ως η φιγούρα του
σκοταδιού.46
Το αρχέτυπο παράδειγµα του περάσµατος προς το φανταστικό
µέσα στο µυθιστόρηµα εικονογραφείται από το µυθιστόρηµα

42
Στο ίδιο, σελ. 9.
43
Βλ. ΗΣΑΪΑ, 1981, σελ. 17.
44
Βλ. KANT , σελ.347.
“ Τρίτη αντίφαση µεταξύ των υπερβατικών ιδεών.Θέση. Η αιτιότητα, σύµφωνα µε τους νόµους της
φύσης, δεν είναι η µόνη δυνατή πηγή όλων των φαινοµένων του κόσµου. ∆ιότι είναι εξίσου αναγκαίο
ν’αποδεχθούµε µια ελεύθερη αιτιότητα για την εξήγηση αυτών των φαινοµένων”.
45
Βλ. ΗΣΑΪΑ, 1981, σελ. 16-21.
46
Στο ίδιο, σελ. 7.

22
A rebours (Ανάποδα) του J.-K. Huysmans. Η αφηγήτρια
παραιτείται από τον κόσµο, για να περνάει µια ζωή
σύµφωνη µε τις ιδέες της γύρω από την ουσία της ζωής,
όπως είχε κάνει και ο Des Esseintes, ο ήρωας του J.-K.
Huysmans.47
Η επιχειρηµατολογία του Huysmans είναι πολύ
ενδιαφέρουσα, διότι υπονοείται σ’όλη σχεδόν τη
λογοτεχνία που εξετάζουµε. “Εάν ο κόσµος είναι η
παράστασή, εάν οι εικόνες που αντιλαµβάνοµαι, φρικτά
παραµορφωµένες από τον σύγχρονο επιστηµονισµό, µου είναι
µισητές, γιατί να µην τις αντικαταστήσω, χάρη σε
ασκήσεις επιστηµονικά οργανωµένες, µ’ άλλες παραστάσεις,
που τις αποδέχοµαι ευχαρίστως;”
Ετσι η ζωή του Des Esseintes έγινε µια ζωή εκούσιων
απεικονίσεων. Τις προκαλεί και τις επεκτείνει µέσω του
παιχνιδιού των συνειρµών. Μέσω της προσοχής και της
πνευµατικής συγκέντρωσης, µε τον τρόπο των αλχηµιστών,
µορφοποιεί ακόµα και την ίδια την ύλη κατά βούληση.
Παραδείγµατος χάριν, ένα µπάνιο στην µπανιέρα του τού
επιτρέπει να κάνει το µπάνιο του στις ακτές της Μάγχης.
Η Νανά Ησαϊα κάνει το ίδιο πράγµα.
Αυτό που ήθελε, ήταν να δώσει στον εραστή της να
καταλάβει ότι όλα όσα είχε στην κατοχή του, η δουλειά
του, η οικογένειά του, η υπόστασή του στους
λογοτεχνικούς κύκλους και η επιχείρησή του δεν είχαν
τόση σηµασία, γιατί η “πραγµατική” ζωή απουσιάζει απ’όλα
αυτά τα σύµβολα της κοινωνικής επιτυχίας. Για την ίδια
αυτός ο δεσµός ήταν η τελευταία ευκαιρία που είχε για να
ξεπεράσει το φράγµα των αναστολών της.

Ο ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΦΟΡΜΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ

Η συγγραφέας εισάγει στη σκηνή τη µόνη “ηρωϊδα” που


διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία και επηρεάζεται από αυτά,
επειδή αισθάνεται πιο ελεύθερη στο χώρο της λογοτεχνίας.
Πρόκειται για την αφηγήτρια, τη Βιψανία, που
επαναλαµβάνει κατά κάποιο τρόπο και βέβαια διαφορετικά
την ιστορία της Madame Bovary. Είναι µια µικροαστή που
ζει µέσα σε µια τυπική µικροαστική οικογένεια της Αθήνας
λίγο µετά τη δικτατορία. Μια διαδοχή από είκοσι περίπου
αφηγηµατικές ακολουθίες παρουσιάζει δύο παράλληλες
ιστορίες, την “πραγµατική” ιστορία και την φανταστική
ιστορία, που φτιάχνει η αφηγήτρια-ηρωϊδα µέσα στο
ηµερολόγιό της. ∆εν υπάρχει ωστόσο µια πλοκή µε την
αυστηρή σηµασία του όρου.
Ολα συµβαίνουν µέσα στο εσωτερικό δωµάτιο της
αφηγήτριας, όπως είχε κάνει ο Xavier de Maistre πριν από
εκατό πενήντα χρόνια:
“Πόσο είναι ένδοξο να εγκαινιάσει κανείς µια νέα καριέρα
και να εµφανιστεί ξαφνικά µέσα στον κόσµο των
καλλιεργηµένων κρατώντας ένα βιβλίο για ανακαλύψεις στο
47
Βλ. DUBOIS, 1996, σελ. 23

23
χέρι, σαν ένας κοµήτης, µια απροσδόκητη λάµψη στο
διάστηµα. Οχι, δε θα κρατήσω πια κρυµµένο το βιβλίο µου.
Νάτο, κύριοι, διαβάστε. Επιχείρησα και εκτέλεσα ένα
ταξίδι σαρανταδύο ηµερών γύρω στο δωµάτιό µου. Οι
ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις που έκανα και η διαρκής
ευχαρίστηση που δοκίµασα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού
µε κάνουν να επιθυµώ να τις δηµοσιεύσω. Και η
ευχαρίστηση που βρίσκει κανείς να ταξιδεύει µέσα στο
δωµάτιό του είναι προφυλαγµένη από την ανήσυχη
ζηλοφθονία των ανθρώπων, είναι ανεξαρτητη από την
τύχη”.48
Στην περίπτωση της Γερωνυµάκη, εκείνο που χαρακτηρίζει
τη στάση της ηρωϊδας προς τη ζωή δεν είναι η ρήξη µε το
καθηµερινό για να βρει ένα καταφύγιο στο φανταστικό και
το όνειρο, αλλά η θέληση να κάνει να συµπέσουν το
φανταστικό µε το καθηµερινό, και αυτό είναι το δύσκολο.
Η πρώτη αφηγηµατική ακολουθία λοιπόν εισάγει στη σκηνή
τη Βιψανία49την ώρα που βάζει τις φωνές στον άντρα της,
το ∆αυίδ, που τον σκουντάει, για να ξυπνήσει και να πάει
στη δουλειά του. Ο ∆αυίδ είναι ένας συνηθισµένος τύπος
υπαλλήλου ταξιδιωτικής εταιρίας, που στα χρόνια της
δικτατορίας µεγάλωσαν µέσα στη φάση της απόρριψης της
ανέχειας από ένα µεγάλο µέρος της νεοελληνικής
κοινωνίας, που ρίχνεται στην υποστασιακή κατανάλωση,
όπως την εννοεί ο Καραποστόλης.50
Ο ∆αυίδ θαυµάζει τα φασιστικά καθεστώτα, ονειρεύεται
ταξίδια στο Μόντε-Κάρλο και ακούει αµερικάνικη µουσική.
Η Βιψανία του γκρινιάζει, όπως γκρινιάζει και στα δυο
της παιδιά, που ήδη έχουν ξυπνήσει. Η µέρα περνάει µε το
συνηθισµένο τρόπο, αλλά το βράδυ, την ώρα που όλοι
κοιµούνται, η Βιψανία βγάζει το “βιβλίο” της και
συνεχίζει να γράφει από εκεί, όπου είχε σταµατήσει, από
το πέµπτο κεφάλαιο. Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας της
και µετωνυµικές προεκτάσεις του εαυτού της, ο Γκρούσυ
και η Λιώνα, ζουν κάπου στον κόσµο. Υστερότερα θα
µάθουµε ότι πρόκειται για το Λονδίνο. Στο πραγµατικό
επίπεδο της ιστορίας, ένας παλιός φίλος, ο Θεοδωράκης,
που ζούσε έντεκα χρόνια στην Αγγλία, έρχεται για µια
επίσκεψη στην Ελλάδα µαζί µε το γιο του, τον Αντη, και
ζητάει να δει το ζευγάρι. Πάνε όλοι σε µια ταβέρνα. Μια
άλλη βόλτα της συντροφιάς ήταν στο Μον Παρνές, τριάντα
χιλιόµετρα από την Αθήνα. Εκεί ο ∆αυίδ ζώντας µια
προκαταβολική µικρογραφία του ονείρου της ζωής του, να
βρεθεί να ζει στο Λος Αντζελες και να κάνει τη µεγάλη
ζωή, ρίχνεται στο παιγνίδι, στη ρουλέτα. Και η γυναίκα
του προσέχει θαυµάζοντας τους συνδυασµούς που κάνει ο
∆αυίδ, όταν ποντάρει, γιατί στο βάθος και αυτή
ονειρεύεται την άνετη ζωή.51 Αλλά δεν εξαντλείται µόνο
σ’αυτό. Ολόκληρη η ζωή, που κινείται στις σελίδες του
βιβλίου, αλλά και τα όνειρά της, είναι το προϊόν του

48
Βλ. DE MAISTRE , πρώτο κεφάλαιο.
49
Βλ. ΓΕΡΩΝΥΜΆΚΗ, 1980, σελ. 9.
50
Βλ. ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ, 1984, σσ. 251-270.
51
Βλ. ΓΕΡΩΝΥΜΆΚΗ, 1980, σελ.40.

24
λόγου της αφηγήτριας. Συνήθως δίνει το γεγονός και
ακολουθούν τα σχόλιά της, καθώς τα εγγράφει στο
προσωπικό της ηµερολόγιο. Εκεί άρχισε ένα νέο κεφάλαιο,
που το τιτλοφορεί οι Καθρέφτες. Εκτός από τους δύο
πρωταγωνιστές, το Γκρούσυ και τη Λιώνα, τα άλλα πρόσωπά
της είναι κοινά και στην πραγµατική και στη φανταστική
ιστορία.52 Παράλληλα η πρωταγωνίστρια τρέφει µια λατρεία
για τις γαλλικές λογοτεχνικές πρωτοπορίες και στις
φιλίες της µε γυναίκες που ανήκουν σε ανώτερη κοινωνική
τάξη. Στην πρώτη της αγαπηµένη ασχολία αναφέρεται το
γαλλικό περιοδικό Digraphe, του οποίου παραθέτει
τέσσερις ολόκληρες σελίδες στο πρωτότυπο. Παράλληλα η
αφηγήτρια αρέσκεται να επαναλαµβάνει λέξεις-σύµβολα
µυστικών εταιριών, όπως Σίβα, Αχερουσία και άλλες. Η
άλλη πτυχή της ζωής της, δηλαδή η καλλιέργεια της φιλίας
µε γυναίκες που φαντάζουν στα µάτια της επιτυχηµένες
συγκεκριµενοποιείται µε την επίσκεψή της αφηγήτριας στην
Ξένια,53µια φίλη της µεσαίας τάξης, για την οικογένεια
της οποίας η Βιψανία σκέφτεται: “ Είναι µια οικογένεια
ονειρεµένη και ο Ιησούς από ψηλά την ευλογεί ”.
Επανέρχεται στο “προσωπικό της ηµερολόγιο” και
εγκαταλείπεται ξανά στους ρεµβασµούς της καταλήγοντας
στη σκέψη ότι η πραγµατική µορφή της πραγµατικότητας δεν
είναι ποτέ “πραγµατική”.54 Στην επόµενη ενότητα η
Βιψανία σκιαγραφεί το πορτρέτο του άντρα της.55 Είναι
ένας άνθρωπος ψηλός, µε ωραία εµφάνιση, αλλά το ηθικό
του είναι πεσµένο µπροστά στη µιζέρια της ζωής και
γι’αυτό ονειρεύεται µια φυγή στο Μόντε-Κάρλο. Του αρέσει
να παίζει χαρτιά σπίτι του, ή αλλού και συνήθως χάνει
στα χαρτιά. Αλλά το πρόσωπο που γοητεύει τη Βιψανία,
γιατί ενσαρκώνει το µικροαστικό της όνειρο είναι η
Εσµα.56 Μια µέρα, επειδή είχε απαυδήσει από τα
καθηµερινά, αποφασίζει να τηλεφωνήσει στη φίλη της και
να κανονίσει να τη δει. Η Εσµα τρέχει συνεχώς µε τη
µοτοσυκλέτα της, πάντα απασχοληµένη µε κάτι, το πρωί στο
γραφείο της πολιτικής οργάνωσης, όπου ήταν µέλος και το
απόγευµα στο σπίτι ενός ζωγράφου.57 Οταν η Εσµα έρχεται
σπίτι της αφηγήτριας, γίνεται γιορτή. Οι δυο γυναίκες
απλώνουν παντού ποτήρια µε ποτό και χαρτιά. Το κορυφαίο
σηµείο της απόλαυσης εστιάζεται στο λεττριστικό
περιοδικό Digraphe. Τέσσερις αυτούσιες σελίδες του
περιοδικού παρατίθενται. Ο λόγος είναι για την
συνδυαστική ψυχολογία, όπως µεταγράφεται από τη δοµική
ανθρωπολογία. Η αφηγήτρια διαβάζοντας ένα συνδυασµό
σηµείων εντελώς παράταιρων, όπως “ Cogito ”, “ ένα
άλογο; ” και “ somnus XY= A2:2 ”, και γεµάτη έκσταση
αναρωτιέται αν σε αντιστάθµισµα θα µπορούσε να γράψει
ένα βιβλίο που να βγάζει µουσική. Ωστόσο υπάρχουν και
52
Στο ίδιο, σελ. 35
53
Στο ίδιο, σελ. 44.
54
Στο ίδιο, σελ. 62.
55
Στο ίδιο, σελ. 99.
56
Στο ίδιο, σελ.93.
57
Μετά το 1974 πολλοί εγγράφονται στις πολιτικές οργανώσεις.

25
άλλες φίλες που συµβουλεύουν την αφηγήτρια να φροντίζει
το σύζυγό της, που είναι τόσο καλός και ανέχεται τόσες
παραξενιές της. Για παράδειγµα η Γλυκερία, σε µια της
επίσκεψη, της λέει: “Καλά κάνει ο άντρας σου, όταν
πηγαίνει µε άλλες γυναίκες, αφού εσύ δεν του φτιάχνεις
που και που κανένα τσουρέκι”58Αλλά η Βιψανία σκέφτεται:
“Εγώ θέλω να γελάω και θέλω να κλαίω, γιατί η ζωή δεν
είναι τσουρέκια”
Μετά από αυτή την επίσκεψη η αφηγήτρια ανακαλεί στη
µνήµη µια ολόκληρη σειρά γνωστών της που τρελάθηκαν
εξαιτίας της καταπίεσης εκ µέρους της οικογένειάς
τους.59 Ο κύκλος του “ταξιδιού µέσα σ’ένα δωµάτιο”
κλείνει µε το θάνατο από δυστύχηµα της Βιψανίας.60 Η
τελική σκηνή του έργου δείχνει το σπίτι και το ∆αυίδ
ύστερα από έντεκα χρόνια. Στα έντεκα αυτά χρόνια που
πέρασαν µετά το θάνατο της Βιψανίας το ξετύλιγµα του
χρόνου ακολουθούσε τον κανονικό ρυθµό του, το καλοκαίρι
ακολουθούσε την άνοιξη και µετά απ’αυτό ερχόνταν ο
χειµώνας. Αλλά η Βιψανία δεν ήταν εκεί, για να τον
απορρυθµίζει. Ο ∆αυίδ συνεχίζει να ζει ως συνήθως, αλλά
κάθε φορά που αποµένει µόνος στο σπίτι, βγάζει και
βλέπει µελαγχολικά τη φωτογραφία της Βιψανίας. Και την
τελευταία φορά, η Βιψανία του λέει:
“Ξέχασέ τα όλα αυτά, ∆αυίδ. Κοιµήσου τώρα. Ακόµα και να
καταλάβαινες, τίποτε δε θ’άλλαζε. ∆ε βγαίνει τίποτα. ∆εν
υπάρχει πια η Βιψανία, που έσπερνε παντού την αταξία και
αποσταθεροποιούσε τις εποχές.” 61

ΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ


Πειραµατικές τεχνικές που προτείνονται από το OuliPo62

Στο κείµενο της Γερωνυµάκη, εντοπίσαµε το µεγαλύτερο


µέρος των πειραµατικών τεχνικών που προτείνονται από το
OuliPo63: κενές σελίδες, λογοπαίγνια, δύο αφηγήσεις
παράλληλες και ανατροπή των σηµείων. Εντούτοις, ο
φορµαλισµός εδώ δεν είναι ατόφιος, εφόσον περιγράφονται
ψυχικά πάθη και ανθώπινοι χαρακτήρες.64 Η µεταγλωσσική
παρέµβαση της Γερωνυµάκη αντιστοιχεί σ’αυτό που
υποστηρίζει η θεωρία των θορύβων, ότι το λογοτεχνικό
έργο είναι το τελικό άθροισµα ποικίλων συµβολών, που
συνθέτουν τα τυχαία και δευτερεύοντα γνωρίσµατά τους. Η
ιδέα που υπόκειται εδώ είναι ότι η φάση κατασκευής ενός
έργου τέχνης είναι τυχαία, προσωρινή και όχι
κωδικοποιηµένη.65 Το έργο της Γερωνυµάκη, στην

58
Στο ίδιο, σελ.127.
59
Βλ. ΓΚΙΖΕΛΗΣ, 1971, pp 76-92.
60
Στο ίδιο, σελ.142
61
Στο ίδιο, σελ. 145.
62
Βλ. OuLiPo, 1988.
63
Βλ. OuLiPo, 1988.
64
Βλ. ΞΕΝΑΚΗΣ, 1976, σελ. 91-108
65
Βλ. PEIRCE, σελ.173-204.

26
πραγµατικότητα, δίνει ύπαρξη σ’ένα ολόκληρο φάσµα
γλωσσικών στοιχείων, που αποκλείονται από τη σωσσυρική
αντίληψη της γλώσσας, αλλά που είναι ζωντανά µέσα στον
ελληνικό πολιτισµό. Πρόκειται εποµένως για έναν
φορµαλισµό που δεν είναι εντελώς απογυµνωµένος από
σηµασίες και που αντιστοιχεί στην εκδοχή του πιο
πρόσφατου φορµαλισµού, που απορρίπτει την απεικόνιση
για χάρη της λογικής των υπολογιστών, που την ονοµάζουν
ορισµένοι “λογική υπολογιστών” (compulogique).66
Βρίσκουµε εδώ το φιλοσοφικό θεµέλιο του µοντέρνου
φορµαλισµού. Ο µοντέρνος φορµαλισµός ξεκινά µε τους
Boole The Laws of Thought (1854) και Frege Ideographie
(1879). Το βασικό ήταν ότι αποµάκρυνε από τα µαθηµατικά
τις ύποπτες έννοιες του απείρου και από εκείνη τη στιγµή
οι αριθµοί θεωρούνται ως πεπερασµένες σειρές συµβόλων
και αναφέρονται σε αισθητές οντότητες. Ο ενηµερωµένος
αναγνώστης µπορεί να βρει εδώ την πηγή της σκέψεως του
Levi-Strauss, που έχουµε ήδη αναφέρει στο πρώτο κεφάλαιο
αυτής της εργασίας.
Μετά τον Goedel,το 1931, ο φορµαλισµός κατασκεύασε τη
θεωρία της συµβολικής ανάλυσης (symbolisation). Ο Goedel
έδωσε έναν ορισµό σ’έναν πραγµατικό υπολογισµό και αυτό
συνέπιπτε µε την αντίληψη του Hobbes ότι η λογική είναι
υπολογισµός. Ο Goedel κωδικοποίησε επίσης περίπλοκες
αφηρηµένες οντότητες, τις φόρµουλες, µε ακέραιους
αριθµούς. Έτσι, ενώ αρχικά ο συµβολισµός δούλευε µε το
αφηρηµένο, περνά στο υλικό παράγοντας την τυπική µηχανή
που υπολογίζει τις συγκεκριµένες µορφές. Στη συνέχεια,
τα µαθηµατικά, η αναλογική λογική και η στοιχειώδης
αριθµητική παίρνουν υλική υπόσταση στις ηλεκτρονικές
αυσκευές.

Η ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ


ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΣΤΗ ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ ΚΑΙ ΣΕ ΠΛΗΘΟΣ ΑΛΛΟΥΣ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ67

Το έργο της Γερωνυµάκη είναι οικοδοµηµένο πάνω σε µια


σειρά συσχετίσεων εικόνων που καταλήγουν στην ιδέα µιας
γυναίκας “που έσπερνε παντού την αταξία”.68
Αλλά, εάν δεν υπάρχουν ουσίες και όλα αποτελούνται από
σχέσεις, αυτές οι σχέσεις υφαίνουν ένα παιχνίδι
συνδυασµών:
“Στο καζίνο δεν υπάρχουν διαχωρισµοί, δυο χιλιάδες
ποντάρει στο µηδέν το αφεντικό, τρεις χιλιάδες ο ∆αβίδ
στο 32, οι τάξεις έχουνε καταργηθεί αυθόρµητα χωρίς
κανένα νόµο η θεωρία....Τότε η Βιψανία γύρισε στον
∆αβίδ µ΄ένα ύφος αποβλακωµένο, εγώ του είπα το 23,
ψιθύρισε και ήρθε...Γιατί ο ∆αβίδ έπαιζε φιγούρες,

66
Βλ. ANDLER, 1992, σελ. 9-46.

67
Βλ. ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ, 1980, σελ. 36-37.
68
Στο ίδιο, σελ. 144.

27
έπαιζε µε καλλιτεχνικό µεράκι, συγκινητικά και
εκφραστικά. Αν ερχόταν π.χ το 12 έπαιζε µετά το 21...
Υστερα από το µηδέν ποντάριζε στο 8, στο 11, στο 23 και
στο 3Ο. Αν ερχόταν το 23, έπαιζε τα κόκκινα νούµερα της
µεσαίας στήλης: 5, 14, 23, 32. Εόν όµως ερχόταν το 11,
έπαιζε µετά το 22 (11+11=22) και το 33 ( 11+11+11=33).
Μετά το 36 πάλι, έπαιζε τον άσο που βρίσκεται ακριβώς
απέναντι από το 36...∆εκάδες συνδυασµούς για το κάθε
νούµερο.. Και η Βιψανία έµενε πάντα µε το στόµα ανοιχτό
γιατί ο ∆αβίδ λες και τις µάγευε τις φιγούρες κι
έρχονταν.”69
Στην πραγµατικότητα, όλο το κείµενο της Γερωνυµάκη είναι
οργανωµένο σα µια “οµάδα συνδυασµών”, η οποία σύµφωνα µε
τη θεωρία των πιθανοτήτων σηµαίνει ένα σύνολο αριθµών,
µε τους οποίους µπορούµε να σχηµατίσουµε άλλους
διαφορετικούς αριθµούς. Έτσι, εάν έχουµε τη σειρά
αριθµών 1,2,3,4,5, µπορεί από αυτούς να σχηµατιστούν µε
άλλους συνδυασµούς οι αριθµοί 54321 ή 21345 ή 51234.
Εδώ, η απόκλιση της γλώσσας της Γερωνυµάκη σε σχέση µε
τον “στρεβλό κοινό λόγο” συνίσταται στην ιδέα της ότι
όλα είναι ασυνεχή σαν ένα ατελείωτο παιχνίδι
διαφορετικών συνδυασµών. Αυτό βέβαια ακυρώνει τη
χρονοχωρική συνέχεια και την αναπαράσταση. Έτσι, τα
ιδανικά µέσα, για ν’αρθρώσει τον αποσπασµατικό λόγο της,
είναι γλωσσικά κοµµάτια που µοιάζουν µε σηµειώσεις,70
τµήµατα του κειµένου αποµονωµένα και απογυµνωµένα από
συντακτική λειτουργία.
Ενώ η Βιψανία µαζί µε µια φίλη της παρακολουθούν στο
σινεµά τις σκηνές µαρτυρίου που παρουσιάζονται σε µια
ταινία του Wajda και εκφράζουν συναισθήµατα φρίκης, ένας
άγνωστος, προφανώς ένα µέλος του ΚΚΕ, τους λέει:
“Σύντροφοι, τίποτα δεν µπορεί να γίνει µε τα κλάµατα.
Είναι µια µάχη που αξίζει τον κόπο...”
Μιλώντας κατ’αυτόν τον τρόπο ο “σύντροφος” ακυρώνει την
αλήθεια µε τον ισχυρισµό του και η αφηγήτρια κάνει το
σχόλιό της λέγοντας στη φίλη της: “Και αυτοί επίσης
είναι συναισθηµατικοί µε τη διαφορά ότι το συναίσθηµά
τους είναι οργανωµένο”. 71 Το περιεχόµενο των όσων είπε
ο σύντροφος είναι αλήθεια, αλλά το ερώτηµα είναι εάν και
κατά πόσο έχει προσαρµόσει τη ζωή και το πνεύµα του σε
σχέση µ’αυτά.

Ο ΝΕΟ-ΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΡΟΥΝΗ

Οι συµπαίχτες (1979 )

Η πρώτη αφηγηµατική ακολουθία στους Συµπαίχτες αρχίζει µε


ένα όνειρο. Ο αφηγητής ταυτισµένος µε το Νούση, ξυπνάει
γεµάτος αγωνία. Αυτό που τον ταράζει είναι η απόσταση
69
Στο ίδιο, σελ. 36-37
70
Βλ. DUPRIEZ, 1984, σελ.314.

71
Βλ. ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ, 1980, σελ. 137.

28
ανάµεσα στην αθλιότητα της ζωής του ως εργάτης στη
Γερµανία και στις προσδοκίες του για µια άλλη ζωή. Πολύ
φτωχικό είναι το διαµέρισµα της Φρανκφούρτης που ο Νούσης
µοιράζεται µε τον Πέτρο, έλληνα εργάτη. Ποτήρια και πιάτα
σκορπισµένα στο πάτωµα είναι τα σηµάδια της κακοµοιριάς.
Αυτή η κατάσταση εµπνέει το φανταστικό διάλογο που ο
Νούσης κάνει µε έναν κύριο May , που είναι µάνατζερ στο
εργοστάσιο, όπου εργάζεται ο Νούσης. Ο Νούσης αγανακτεί
εναντίον αυτού του κυρίου, γιατί δεν πραγµατοποιήθηκε
ακόµα η κοινωνική του άνοδος στη θέση του εργάτη-
επισκέπτη, που του είχε υποσχεθεί. Η δεύτερη ενότητα
τοποθετεί τη δράση στο εργοστάσιο, όπου ο Νούσης αφού
έχει µεταφέρει και έχει δέσει τη µια µε την άλλη τις
τελευταίες σιδερόβεργες, που του αναλογούσαν, µόλις
τελειώνει το ντουζ, για να καθαριστεί, να ντυθεί και να
σχολάσει. Οµως εκείνη τη στιγµή δέχεται την άδικη
επίθεση ενός άλλου Ελληνα, που είναι επόπτης, του Μιχάλη.
Γίνεται καυγάς και ο Νούσης νικάει. Στην επόµενη ενότητα,
ο Νούσης απολύεται άδικα και πηγαίνει να διασκεδάσει
σ’ένα ελληνικό εστιατόριο της Φρανκφούρτης, στο
Ακρόπολις, που ανήκει στο Βαγγέλη. Περνάει το µεγαλύτερο
µέρος του ελεύθερου χρόνου του σ’αυτό το µέτριο
εστιατόριο, γιατί εκεί συναντάει τους έλληνες φίλους του.
Ολα τα πρόσωπα του έργου ανήκουν σ’αυτό το περιβάλλον,
όπου ο Νούσης διατηρεί σχέσεις µε ταπεινούς ανθρώπους,
όπως κι’αυτός. Αυτό το απόγευµα συναντάει το Τζιοβάνι,
τον αδελφικό του φίλο, που εργάζεται ως µποξέρ σε µατς
σικέ, όπου αφήνει να το δέρνουν, για να βγάλει το
µεροκάµατο. 72 Ο Τζοβάνι αυτό τον καιρό έχει βάσανα, γιατί
η πρώην γυναίκα του η Γκρέτα αρνείται να βοηθήσει το γιο
τους, που ζει ακόµα σ’ένα δηµόσιο ορφανοτροφείο. Στη
συνέχεια, εµφανίζεται η Ντόρα73που ανεβαίνει τα
σκαλοπάτια των τεσσάρων ορόφων, ώσπου να φτάσει στο
διαµέρισµα του Νούση. Η Ντόρα έχει βοηθήσει ως δικηγόρος
εκατοντάδες Ελληνες µετανάστες και έχει δοθεί στον
καθένα, που της έχει αφηγηθεί τη θλιβερή ιστορία του. Ο
έρωτας εξάλλου µοιάζει να είναι το µόνο πράγµα, που
ενδιαφέρει όλα τα πρόσωπα αυτής της ιστορίας, το Νούση,
τη Ντόρα και τον Πέτρο, το συγκάτοικο του Νούση. Εκείνο
το βράδυ, όταν επιστρέφει ο Πέτρος στο κοινό τους
διαµέρισµα, ο Νούσης του αφηγείται τον καυγά µε το Μιχάλη
και την απόλυσή του, κι’εκείνος παίρνει το µέρος του
µιλώντας µε περιφρονητικά λόγια για τους συµπατριώτες
του:
“Εξαιτίας των συµπατριωτών µας θα µας διώξουν από τα
εργοστάσια, όπως µας έδιωξαν από τις κρεβατοκάµαρές τους.
Αν είχα διαφορετικό χρώµα στο δέρµα, θα είχα κιόλας
αλλαξοπιστήσει”.
Την εποµένη ο Νούσης δέχεται την επίσκεψη ενός γερµανού
φίλου, του Σβάρτς,74ο οποίος βλέπει όλους τους µετανάστες
να βρίσκονται λίγο πιο πάνω από το επίπεδο του

72
Βλ. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, 1979, σελ. 23.
73
Στο ίδιο, σελ.32.
74
Στο ίδιο, σελ. 62

29
πρωτογονισµού. Ο Νούσης αναλογίζεται χίλια πράγµατα, που
χωρίζουν τους Ελληνες από τους Γερµανούς. Κατά την
τελευταία επίσκεψη του Σβάρτς ο Νούσης µε τη λαϊκή του
σοφία του ζωγραφίζει το πορτρέτο του Ελληνα. Το ίδιο
βράδυ ο Νούσης θέλοντας να ξεχάσει την απόλυσή του από τη
δουλειά, αποφασίζει να κάνει µια βόλτα στην Ρούντολφπλατς
της Φρανκφούρτης, για να βρει καµιά γυναίκα. Καταλήγει
σ’ένα ιταλικό ρεστοράν και αρχίζει να πίνει ουίσκυ. Είναι
τότε που ακούει τη φωνή ενός παλιού φίλου, του Παπαλιά,
ενός άντρα τριάντα χρονώ, ντυµένου µε ένα ριγέ κοστούµι
και µε ύφος τόσο επιβλητικό, ώστε ο ιταλός ιδιοκτήτης
του ρεστοράν του κάνει τεµενάδες. Από αυτή τη συνάντηση
και µετά µέχρι το τέλος της αφήγησης τα πάντα
οργανώνονται γύρω από ένα χαρτοπαίγνιο.75Το σχέδιο του
Παπαλιά προβλέπει να πάνε στην Κολωνία, όπου σε κάποιο
σπίτι έχει οργανώσει ένα χαρτοπαίγνιο. Προτείνει νάρθει
και ο Νούσης και θα πάρει µερτικό. Ο Νούσης δέχεται
παρά τις επιφυλάξεις του και φεύγουν για την Κολωνία. Στο
σπίτι του ραντεβού συναντούν ένα πλήθος συµπαικτών,
ανάµεσα στους οποίους δύο είναι Γερµανοί, ο Βάλτερ και ο
Μανουέλ.
Αυτό το παιγνίδι συγκεφαλαιώνει τη ζωή αυτών των
ανθρώπων. Καθώς δεν έχουν µόνιµη δουλειά, για να
επιζήσουν αναγκάζονται να δεχτούν µικροδουλειές και να
ριχτούν συχνά σε κόλπα επικίνδυνα. Κάτω από αυτές τις
συνθήκες είναι λογικό να συλλαµβάνουν το “παιγνιδι” σαν
την ουσία της ζωής τους. Για το Νούση υπάρχει και κάτι
παραπάνω: η Μάρλο, η όµορφη πόρνη που του δίνει την
εντύπωση ότι ανταποδίδει τα γεµάτα λαγνεία βλέµµατά του.
Γύρω από το τραπέζι του πόκερ είναι καθισµένοι κάποιοι
Ελληνες κοντοχωριανοί µεταξύ τους. Αυτοί κάνουν µπλόφες
απρόσµενες και παράλογες, γιατί επιδιώκουν να
εντυπωσιάσουν και να επιβληθούν. Πρόκειται λοιπόν για
ένα παιγνίδι χωρίς κανόνες. Σ’ένα κόλπο, καθώς το ποσό
που έχει µαζευτεί στο κέντρο του τραπεζιού φτάνει τις
πέντε χιλιάδες µάρκα, ο Νούσης περιµένει έναν άσο, για
να κερδίσει. Ο Παπαλιάς, που µοιράζει του έχει περάσει
έναν άσο από το κάτω µέρος της τράπουλας, αλλά τη στιγµή
ακριβώς που γίνεται αυτή η χειρονοµία, νιώθει ένα βαρύ
χέρι να χουφτώνει το δικό του και µια αγριεµένη φωνή να
του ζητάει να δει το χαρτί που βρίσκεται κάτω από την
τράπουλα. Καθώς φανερώνεται ότι πρόκειται για άσο,
αρχίζει ένας καυγάς και ο Νούσης τραυµατίζεται και
λιποθυµάει. Οταν ξυπνάει βρίσκει το φίλο του, το
Τζοβάνι, νεκρό. Γύρω από το πτώµα του φίλου, ο Παπαλιάς
προτείνει να καλέσουν την αστυνοµία, ενώ οι δύο
Γερµανοί, οι αυτουργοί του φόνου, προτείνουν να δώσουν
τριανταπέντε χιλιάδες µάρκα, για να καλυφθεί η υπόθεση.
Ο Νούσης, µε τρόπο αναπάντεχο, παζαρεύει το ύψος του
ποσού, για το οποίο οι δύο γερµανοί φονιάδες θα
εξαγοράσουν όχι µόνο τη σιωπή των φίλων του θύµατος, του
Τζοβάνι, αλλά και τη συνείδησή τους. Η συµφωνία κλείνει
στα τριανταδύο χιλιάδες µάρκα. Μπροστά σ’αυτή την

75
Στο ίδιο, σελ.104.

30
αποκρουστική κατάσταση, ο Παπαλιάς, ο αληθινός υπεύθυνος
της τραγικής εξέλιξης των πραγµάτων, το παίζει τίµιος
και διαρρηγνύει τα ιµάτιά του, επειδή πάνε να
ξεπουλήσουν το φίλο τους, έστω το θάνατό του, για µερικά
µάρκα. Κι’ας ήταν αυτός που όπλισε το χέρι του φονιά. Ο
Νούσης όµως συµβιβάζεται µε την απόρριψη της ηθικής της
τιµής, αφού ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται και προτιµά να
επωφεληθεί από το θάνατο του συντρόφου του για να
τσεπώσει τα µάρκα, εξευτελίζοντας έτσι την έσχατη αξία
των φτωχών ανθρώπων, τη συντροφικότητα. Με τον τρόπο
αυτό, το θύµα µπαίνει στη λογική των ανταλλαγών
χρηµάτων, εµπορευµάτων και πτωµάτων.76Στη συνέχεια
µεταφέροντας µαζί του τη µικρή του περιουσία, ο Νούσης,
επισκέπτεται τη Μάρλο στο σπίτι της, αλλά εκεί χάνει τα
λεφτά του. Το ίδιο βράδυ, ο Νούσης µπαίνει κρυφά στο
διαµέρισµα της Μάρλο, ανακαλύπτει την κρυψώνα της, όπου
η Μάρλο είχε κρύψει όλα του τα χρήµατα, τα παίρνει, τα
βάζει σε µια τσάντα και ξαναβγαίνει. Στον οδηγό του ταξί
ζητάει να κάνει τρεις στάσεις: στην πρώτη, χώνει ένα
φάκελο, που περιείχε τριανταπέντε χιλιάδες µάρκα κάτω
από την πόρτα του διαµερίσµατος, όπου έµενε ο Πέτρος.
Στη δεύτερη αναζητάει το παιδί του σκοτωµένου Τζοβάνι
και του παραγγέλνει ότι την επαύριο θα έφευγαν µαζί µε
το τρένο για την Ελλάδα. Οµως δεν είναι τυχερός, γιατί ο
Μανουέλ και ο Βάλτερ, το στριµώχνουν στο διάδροµο του
τρένου και του αποσπούν τη τσάντα µε τα χρήµατα.
Παρένθεση: εφόσον ο Νούσης στο τρένο της επιστροφής στην
Ελλάδα έχει µαζί του τα χρήµατα, που είχε αφήσει για τον
Πέτρο, ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι ο αφηγητής τον
ξεγέλασε και ότι ο Πέτρος και ο Νούσης είναι το ίδιο
πρόσωπο. Και δεν είναι µόνον αυτό το στοιχείο, που µας
δείχνει ότι ο συγγραφέας χτίζει µια διπλή κατάσταση.
Στον επίλογο, ενώ το πρώτο πρόσωπο του αφηγητή παραµένει,
ο λόγος φέρεται από ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο επίσης
έρχεται από τη Γερµανία, φτάνει στην Εδεσσα και βρίσκει
ένα παλιό σπίτι, για να µείνει. Βρίσκει µια απασχόληση σε
µια µικρή αγροτική επιχείρηση, όπου κόβει τα κοτόπουλα
και τα ξεντεριάζει. Και όταν πέφτει η νύχτα κάθεται έξω
από την πόρτα του σπιτιού και συζητάει µε το γέρο
ιδιοκτήτη του, που του δείχνει µε το δάχτυλο µια
φωτογραφία στο τοίχο, που απεικονίζει ένα µικρό ρεστοράν
στη Γερµανία. Και γαυριά ο γέρος, γιατί το µικρό αυτό
ρεστοράν ανήκει στο γιο του, εγκαταστηµένο στη χώρα του
µύθου.
Η µαύρη τρύπα στο τέλος της ζωής77
Όλο το κείµενο του Σουρούνη οικοδοµείται πάνω σε µια
προτεινόµενη από τον αφηγητή αντίθεση : από τη µια
πλευρά δεν υπάρχει παρά ο βούρκος που χαρακτηρίζει την
κατάσταση του αφηγητή και από την άλλη τοποθετείται η
πίστη στο Θεό:
“ ∆ικαίωµά σου να µε πεις αγράµµατο, ηλίθιο, αλλά εγώ
πιστεύω και ελπίζω. Αν είναι έτσι τα πράµατα και η

76
Στο ίδιο, 128.
77
Βλ. JACOBSON , 1977, σελ. 26.

31
ανθρωπότητα φτιάχτηκε από λάσπη, εµένα αυτό σήµερα µε
βολεύει. Γιατί από λάσπη, µάγκα µου, είµαι φουλ.. Ο
µόνος που µου λείπει είναι ο Θεούλης. Αν πάψω να ελπίζω
και το πάρω απόφαση, πως θα τη βγάλω µονάχα µε τη λάσπη,
θα πρέπει να πάω να ζήσω παρέα µε τα γουρούνια.”78
Ο Νούσης λοιπόν, όταν απολύθηκε από τη δουλειά του στο
εργοστάσιο της Φρανκφούρτης, λέει στον φίλο του, τον
Πέτρο, ότι αν δεν υπήρχε ο Θεός, τότε όλος ο “βούρκος”
της ζωής τους θα ήταν αδικαιολόγητος. Για να αποδώσουµε
καλύτερα το νόηµα του έργου, δανειζόµαστε την έννοια της
“παλιοζωής” από το Roman Jacobson,που τη χρησιµοποίησε,
για να ερµηνεύσει το έργο του Μαγιακόφσκυ. Παρότι ο
µύθος του επιτυχηµένου µετανάστη ήταν ενσωµατωµένος στο
σύστηµα των συµβολικών αναπαραστάσεων της κυρίαρχης
ελληνικής ιδεολογίας, ωστόσο ο Νούσης, το κεντρικό
πρόσωπο στους Συµπαίχτες, ζει τη ζωή του µέσα στο
“βούρκο”, που είναι όµως µια καρικατούρα της καθόδου στην
κολάση του Dante.79 Και καθώς αισθάνεται απογυµνωµένος
από κάθε αξιοπρέπεια ως εργάτης στη Γερµανία, δεν έχει
παρά ένα όνειρο, ταπεινό σαν τη ζωή του. Να γίνει
επιστάτης:
“ Ο Πέτρος εργάτης, ο Πέτρος εργατοεπισκέπτης, ο Πέτρος
Κιοτσέκογλου επισκέπτης! Ονειρο σπέσιαλ.Ο θείος του ο
Βίλυ ακόµα του γράφει πως σαν εργατοεπισκέπτης βρίσκεται
πολύ κοντά στη λύση της ζωής, φτάνει να βρει έναν τρόπο ή
µια χώρα και “ να πετάξει από πάνω του συτό το εργάτης,
που µοιάζει µε κακοραµµένο ελληνικό πανωφόρι σε ευρωπαϊκό
ντύσιµο ”.
Ο θείος Μπίλυ (µετωνυµία για το γερµανικό κράτος)
συµβουλεύει το Νούση, λέγοντάς του ότι ως
εργατοεπισκέπτης θα βρεθεί κοντά στη λύση του προβλήµατος
της ζωής του, αρκεί ν’ανακαλύψει έναν τρόπο ζωής ή µια
χώρα για να ξεκολλήσει από πάνω του την ετικέττα του
“εργάτη”.80 Παρόλα αυτά, ολόκληρη η ζωή του Νούση στη
Γερµανία βιώνεται ως µια κάθοδος στην κόλαση. Για να
πούµε την αλήθεια, δεν είναι παρά µια νόθα κάθοδος στην
κόλαση, εφόσον παρουσιάζεται ως βέβηλη παρωδία, διότι,
εάν η πτώση δεν ακολουθείται από καµία ανάταση είναι
απλώς µια “πτώση στο βούρκο”, όπως συνέβαινε µε τους
ανθρώπους του λαού που δεν είχαν κριθεί ικανοί για
συµµετοχή στα Ελευσίνια µυστήρια και στους οποίους
αναφερόταν η φράση “άλλαδε µύσται”.81 Συνεπώς θα
συµφωνήσουµε µε το Guιnon ότι δεν πραγµατοποιείται στο
Σουρούνη η ερµηνεία του κατώτερου µε το ανώτερο, αλλά

78
Στο ίδιο, σελ. 116
79
Βλ. ΖΩΡΑΣ, 1952. Στις σελίδες 219-221 γίνεται ειδικός λόγος για τον Απόκοπο του Μπεργαδή και
για τη Ρίµα θρηνητική εις τον πικρόν και ακόρεστον Αδην του Ιωάννου Πικατόρου.Πρόκειται για
ελληνικές εκδοχές ταξιδιού στον Κάτω κόσµο, συχνές στο πρώτο µισό του 15ου αιώνα. Ηταν βέβαια
επηρεασµένες από τη Θεία Κωµωδία. Βλ. επίσης την έκδοση του Απόκοπου από το Στυλιανό Αλεξίου
το 1971. Βλ. και TONNET, 1995, σελ. 102-110).

80
Βλ.ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, 1979, σελ. 11.
81
Βλ. Ρισπέν, 1952, τόµος 2, σελ. 56.

32
αντίθετα η εξήγηση του ανώτερου µε το κατώτερο.82 Για
πρώτη φορά µε τέτοιο συνειδητό τρόπο παρουσιάζεται µια
λογοτεχνία που δίνει την κυριαρχία στα κατώτερα µέρη της
συνείδησης, χωρίς καµιά µεταφυσική. Αυτή την πνευµατική
στάση είναι που συµβολίζει η “εις Αδου κατάβασις” χωρίς
ένα στήριγµα ανώτερων ιδεών. Αυτή η πλευρά της µοντέρνας
λογοτεχνίας δεν έχει προσεχθεί όσο έπρεπε. Θα
επανέλθουµε στην ανάλυση παρόµοιων ιδεών, όταν θα
ασχοληθούµε µε το νεοληστρικό µυθιστόρηµα. Αν είναι
έτσι, τότε έχουµε εδώ µια αλλοίωση του συµβολισµού, ένα
οµοίωµα δηλαδή χωρίς καµιά αναφορά στο βάθος. Οι
επικλήσεις του θεού εκ µέρους του αντιήρωα Νούση είναι
απλώς συναισθηµατικές εκφράσεις. Πρόκειται λοιπόν για
αντι-µύηση, αφού πρόκειται για το αντίθετο στη µύηση
νόηµα, όπως γίνεται µε τη µαγεία. Για τους λόγους αυτούς
το µυθιστόρηµα του Σουρούνη δίνει µια βιωµένη εικόνα της
“παλιοζωής” των ελλήνων µεταναστών. Ανάµεσα στους
χαρακτήρες, που σκιαγραφούνται στο κείµενο, εκτός από
τους γεννηµένους σκλάβους83 και τους κονφορµιστές
σκλάβους που αποκτούν την ελευθερία από τον γενναιόδωρο
αφέντη τους, υπάρχουν και οι πρόσκαιροι σκλάβοι, οι
οποίοι πριν σηµαδευτούν από την ατίµωση, κατορθώνουν να
σκεφτούν την ιδέα µιας ζωής διαφορετικής. Απ’αυτήν την
άποψη, το µυθιστόρηµα του Σουρούνη µοιάζει να είναι ένα
λεπτοµερές σχόλιο πάνω στο µύθο του σπηλαίου του
Πλάτωνα:
“ Μετά ταύτα δη, είπον, απείκασον τοιούτω πάθει την
ηµετέραν φύσιν παιδείας πέρι και απαιδευσίας…Φαντάσου
ανθρώπους εγκαταστηµένους από τη γέννησή τους σ’ένα
υπόγειο σπήλαιο. Και τώρα φαντάσου µια πηγή φωτός που
έρχεται από την άλλη άκρη του λόφου και στο ενδιάµεσο
µια ποµπή που αποτελείται από ανθρώπους και από
οµοιώµατα ανθρώπων, από ζώα και από οµοιώµατα ζώων έτσι
ώστε η σκιά τους προβάλλεται στο τοίχωµα της σπηλιάς,
µπροστά στους σκλάβους που ήταν αιώνια γυρισµένοι προς
το βάθος του σπηλαίου… Αυτό λοιπόν θα είναι η εικόνα του
κόσµου που αυτοί οι σκλάβοι µπορούσαν να δουν.”
Ο αφηγητής του Σουρούνη δίνει µε τον τρόπο του το
αίσθηµα ιλίγγου που του προκαλεί η απότοµη επαφή µε το
ασύλληπτο φως µιας άλλης εκδοχής της ζωής:
“ Τι απόγινε το αύριο του χτες, κυρία, έχετε καµιά ιδέα;
Ποιος µας έψαξε καθώς µπαίναµε στη ζωή και µας το
πήρε..Ποτέ δε θα το µάθουµε...Ζούµε για λίγο ένα µέρος
κάποιας ατέλειωτης προαιώνιας γιορτής και όταν ζυγώνει η
ώρα να φύγουµε, τότε αναλογιζόµαστε τη νύχτα, το κρύο που
µας περιµένει και το δρόµο, τον άγνωστο δρόµο, εκεί που
θα κυλιστούµε πέφτοντας. Και όσο πλησιάζουµε το σκοτάδι
που µέσα του θα αφανιστούµε, προσπαθούµε κάτι να
διακρίνουµε, να ξεχωρίσουµε ένα νανούρισµα, έναν ίσκιο,
την κραυγή ενός αντάρτη, µα όλα εκεί πέρα σαπίζουν

82
Βλ. GUENON, 1945 , σελ.. 310.
83
Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Πολιτεία, Z, 514-517.

33
µουγγά, σκεπασµένα από χώµα, από νύχτα κα από
ανυπαρξία.” 84
Εξάλλου τα οδυνηρά βιώµατα του αφηγητή προσδιορίζονται
και από την αντιπαράθεση των αξιών των Ελλήνων και των
αξιών των Γερµανών. Απέναντι στους Γερµανούς που θεωρούν
τους µετανάστες ως πρωτόγονους, ο Νούσης σκέφτεται τις
διαφορές ανάµεσα στους Έλληνες και τους Γερµανούς. Μια
φορά ο Νούσης απαντώντας σε σχετική ερώτηση του γερµανού
άσπονδου φίλου του σχεδιάζει το πορτρέτο του Έλληνα:
“ Ο Ελληνας, κατέληξε, περνάει ένα πολύ µεγάλο µέρος της
ζωής του γερµένος σε γωνιές, στην αρχή ψιθυρίζοντας
ερωτόλογα, έπειτα πολιτικά και στο τέλος ψιθυρίζοντας
µόνος του, χωρίς κανένας να ξέρει τι.. O κάθε Ελληνας
έχει το δικό του ατοµικό θεό, που τον παίζει µέσα στο
στόµα ανάλογα µε το κέφι του, έτσι όµως και του τον
πειράξει κάποιος άλλος, είναι ικανός να τον σκοτώσει...Ο
Ελληνας έχει εµπιστοσύνη σε όλους τους άλλους εκτός από
τους πατριώτες του.” 85

Η ΑΥΤΟΫΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΑ∆ΙΚΟΥ Ι∆ΕΩ∆ΟΥΣ, ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ ΤΩΝ


ΦΤΩΧΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Ο φίλος του Νούση σκοτώθηκε: γύρω από το πτώµα του, ο


Παπαλιάς θέλει να φωνάξει την αστυνοµία από σεβασµό προς
το νεκρό φίλο, παρόλο που οι υπαίτιοι της σφαγής
προτείνουν να εξαγοράσουν τη σιωπή του Νούση και του
Παπαλιά. Ο Νούσης παζαρεύει για το ύψος του ποσού που
συµφωνείται στις τριάντα δύο χιλιάδες µάρκα. Προτιµά να
επωφεληθεί από το θανάτο του συντρόφου του, για να
τσεπώσει τα µάρκα, εξευτελίζοντας την τελευταία αξία των
φτωχών ανθρώπων, τη συντροφικότητα. Κατ’αυτόν τον τρόπο,
το θύµα εισέρχεται στη λογική των συναλλαγών του
χρήµατος, των εµπορευµάτων και των πτωµάτων.86

ΟΙ ∆ΥΟ ΙΣΤΟΡΙΕΣ : ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Αφού ο Νούσης στο τρένο της επιστροφής στην Ελλάδα έχει


µαζί του τα χρήµατα, που είχε αφήσει για τον Πέτρο, ο
αναγνώστης καταλαβαίνει ότι ο αφηγητής τον ξεγέλασε και
ότι ο Πέτρος και ο Νούσης είναι το ίδιο πρόσωπο.
Συνεπώς, κατά τη διάρκεια όλης της αφήγησης, ο αφηγητής
µετακινείται διαρκώς από την πραγµατικότητα στο όνειρο.
Έτσι ο αναγνώστης αντιλαµβάνεται ότι πρόκειται για δύο
ιστορίες. Στην πραγµατικότητα, στην αρχή της αφήγησης,87
σηµειώνουµε το άνοιγµα µιας παρένθεσης που εκφράζει την
άφιξη του Νούση και της παρέας του στη Θεσσαλονίκη.
Λέγεται ακόµα ότι ο Νούσης διάγει µια πολύ ευχάριστη ζωή
στην Ελλάδα, δεκατέσσερα χρόνια πριν. Επιπλέον στη
σελίδα 163, ο Πέτρος, ο συγκάτοικος του Νούση, έχοντας

84
Βλ. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, 1979, σελ. 44.
85
Στο ίδιο, σελ. 59-62
86
Στο ίδιο, σελ. 128.
87
Βλ. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, 1979, σελ. 15.

34
µια κόρη µε µια Γερµανίδα, αφού έλαβε το φάκελο µε τις
τριάντα χιλιάδες µάρκα, ετοιµάζει τη βαλίτσα του και
φεύγει για να πάει εκεί όπου τον περιµένουν εδώ και πολύ
καιρό. Τέλος, στη σελίδα 124 ο Νούσης ξυπνά µετά από την
παρτίδα πόκερ που αναφέραµε πρωτύτερα και συζητά µε το
Μάρλο σα να µην είχε συµβεί τίποτα. Στον επίλογο, ενώ το
πρώτο πρόσωπο του αφηγητή παραµένει, ο λόγος φέρεται από
ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο επίσης έρχεται από τη
Γερµανία, φτάνει στην Εδεσσα και βρίσκει ένα παλιό σπίτι,
για να µείνει. Βρίσκει µια απασχόληση σε µια µικρή
αγροτική επιχείρηση, όπου κόβει τα κοτόπουλα και τα
ξεντεριάζει. Και όταν πέφτει η νύχτα κάθεται έξω από την
πόρτα του σπιτιού και συζητάει µε το γέρο ιδιοκτήτη του,
που του δείχνει µε το δάχτυλο µια φωτογραφία στο τοίχο,
που απεικονίζει ένα µικρό ρεστοράν στη Γερµανία. Και
γαυριά ο γέρος, γιατί το µικρό αυτό ρεστοράν ανήκει στο
γιο του, εγκαταστηµένο στη χώρα του µύθου.88
“ Φτάσαµε ξηµερώµατα στην Εδεσσα κι΄όπως φανερώθηκε η
πόλη από ψηλά, έµοιαζε σαν να την είχες βουτήξει στα
λασπόνερα και τώρα απλωµένη στέγνωνε. Το καφενείο δίπλα
στο πρακτορείο µόλις άνοιγε, ήπιαµε καφέ κι έπειτα πήγαµε
και πλυθήκαµε στη βρύση του πάρκου. Το κορίτσι µπήκε στις
γυναικείες τουαλέτες και φόρεσε ένα καθαρό φουστάνι και
την ώρα που έβγαινε, ξεπρόβαλε από το βάθος του κάµπου
και ο ήλιος και για µια στιγµή πιστέψαµε πως θά ΄ρθει
ίσια καταπάνω µας. Ολη τη µέρα έψαχνα για δουλειά και το
απόγεµα αποκαµωµένοι πιάσαµε ένα δωµάτιο σε κάποιο
ετοιµόρροπο σπίτι και ο γέρος που το είχε, µας έφερε
καθαρές πετσέτες και ένα κανάτι µε νερό και µας εξήγησε
πως το µαγειρείο που βλέπαµε στη φωτογραφία, βρίσκεται
πίσω από τούτο τον κόσµο-στη Γερµανία!..-και πως ανήκει
στο γιο του. ∆ίπλα κοιµόταν ένας µεσόκοπος γυρολόγος και
ακούγαµε την κούρασή του όλη νύχτα, καθώς άδειαζε µε
θόρυβο από τις τρύπες του κορµιού του.
Την εποµένη µέρα βρήκα µια θέση ανάµεσα σε δυο γύφτους,
που οληµερίς έσφαζαν και ξεπουπούλιζαν κοτόπουλα και µετά
τά ΄παιρνα εγώ, έχωνα στον πισινό τους ένα καλάµι και τα
φούσκωνα πασαλείβοντάς τα και µε ένα κουρελόπανο
βουτηγµένο στο λίπος.
Τα βράδια καθόµασταν έξω από την πόρτα πάνω σε κάτι
µαυρισµένα καφάσια παρέα µε το γέρο και µας µιλούσε για
τη ζωή του χωρίς κακία πια, χωρίς µίσος, χωρίς ελπίδα,
σαν να είχε µόλις βγει από τον κινηµατογράφο και µας
ιστορούσε το έργο που είδε. Πού και πού κάποιο αχνό
χαµόγελο, όπως αν σκάλιζε µε τη µασιά σβησµένο τζάκι και
µε την εµφάνιση µιας καινούργιας σπίθας πάλι να τρέχει
από δω κι από κει µέσα στα χρόνια του, ξηλώνοντας τη
νοικοκυρεµένη του πουκαµίσα και πασχίζοντας να πλέξει από
το νήµα της χιτώνα πολεµικό, να τυλιχτεί και να το κάνει
σάβανο στη στερνή του ώρα. Σαν τέλειωναν αυτά τα βράδια,
ο γέρος κοιτούσε πέρα στον κάµπο τις ρίζες της νύχτας,
λες και διέκρινε πάνω τους κάποια απειλή πο µας είχε
στόχο και γυρνώντας έλεγε αντί καληνύχτα

88
Βλ. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, 1979, σελ. 15.

35
-Να µου το θυµηθείς, εγώ θα πάω σκοτωτός.
Πώς να πήγε άραγε ο γέρος; Και τι νά ΄γιναν τα µαυρισµένα
µας καφάσια; Κι εκείνο το κορίτσι τι νά ΄γινε ;” 89
Μεταξύ των επεισοδίων παρεµβάλλονται οι ονειροπολήσεις
που παίζουν το ρόλο, τον οποίο έπαιζαν στον Όµηρο η
εµφάνιση του Θεού ή του δαίµονα. Έτσι, στο Σουρούνη, κάθε
κατάσταση της ζωής του ήρωά του ακολουθείται από ένα
φάντασµα, όπως το φάντασµα της “γριάς Τασίας”, της
γιαγιάς του που κατοικούσε στην πιο στερηµένη περιοχή
της Θεσσαλονίκης.
Μια άλλη σκηνή, όπου η ονειροπόληση συνοδεύει οδυνηρά
βιώµατα, παρουσιάζει το Νούση µέσα στο φτηνό ρεστοράν της
Φρανκφούρτης να παίζει ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι και να
ονειροπολεί: 90
“ Ο Νούσης κάνει λίγα βήµατα πέρα και ρίχνει ένα κέρµα
στο ‘ληστή µε τόνα χέρι’. Πέφτει µια καµπάνα και σε
δευτερόλεπτα µένει ακίνητη µπροστά του. Αµέσως δεύτερη
καµπάνα ακούγεται και παίρνει θέση δίπλα από την πρώτη.
Ενας περίεργος έρχεται και στέκεται πίσω από το Νούση.
-Αν πέση και τρίτη καµπάνα, κερδίζεις δυο µάρκα, του
λέει. Α αχλάδι ήλθε..
-Αυτό ήθελα...λέει ο Νούσης. ∆υο καµπάνες, ένα αχλάδι.
Εχω κερδίσει εκατό µάρκα .91 από εκείνον εκεί.
Τη στιγµή αυτή εισέρχεται στον αφηγηµατικό λόγο η εικόνα
από τα περασµένα.
“Ελα γιε, σήκω...Είν΄ώρα να κινήσεις..
Ο κόσµος κρατάει την ανάσα του και µε µετράει. Πίσω από
το Χορτιάτη η µέρα ανθίζει σαν ρόδο ευωδιαστό και
γεµάτο αγκάθια.
-Χώµα να πιάνεις, γιε και µάλαµα να γίνεται. Ν’ αγαπάς
και ν’αγαπιέσαι απ’ όλα τα ζωντανά που θ’ ανταµώνεις και
σαν ανοίγεις το στόµα σου, µέλι να στάζει, γιόκα µου.
Και άκου, να µε γράφεις. Να µε γράφεις, να µαθαίνω.
-Μα πως θα διαβάζεις, γιαγιά Τασία;
Η πρώτη µέρα του σχολειού...
-Και άκου, να µε φέρεις τη σάκα γεµάτη γράµµατα!
Η γιαγια Τασία στην κορυφή του δρόµου, εγώ στον πάτο
του, µα τη φορά αυτή κρατώ βαλίτσα.
(Κρατώ και τα όνειρά σου, γιαγιά Τασία. Να, τα βάζω εδώ
στο πέτο, σαν µικρολούλουδα πού ‘ναι γραφτό να µαραθούν.
Μα εγώ θα τα κρατώ πάντα. Θα τα κουβαλώ πάνω στη γη,
µαζί µε τα όνειρα του αγοριού εκείνου που φυτεύτηκε
βαθιά µέσα στην κοπριά, για να δέσω εγώ και να πετάξω τα
κλωνάρια µου.”

ΕΝΑΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΕΝΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΜΑΡΩΣ


∆ΟΥΚΑ

89
Βλ. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, 1979, σελ. 164.
90
Βλ. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, 1979, σελ. 30.
91
Εδώ ανοίγουν παρενθέσεις που παραµένουν ανοιχτές. Ο προσεκτικός αναγνώστης κατανοεί ότι η
ιστορία αρχίζει να γίνεται φανταστική.

36
Η περίληψή µας παρουσιάζεται σε τρόπο που να κάνει να
αναδυθούν σε διάφορα ύψη της αφήγησης οι στιγµές, όπου η
αφηγήτρια εκθέτει τις φάσεις συνειδητοποίησης σε σχέση
µε τα αφηγούµενα γεγονότα. Και αυτό δεν µπορεί να γίνει
αν υιοθετήσουµε την τεχνική του αφηγηµατικού τετραγώνου.
Οσο για τις σκέψεις της αφηγήτριας πάνω σε κάθε γεγονός
που της συµβαίνει, πρόκειται µάλλον για µια
συναισθηµατική διαλεκτική,92παρά για έναν έλλογο
στοχασµό.
Το µυθιστόρηµα της Μάρως ∆ούκα είναι το πιο συγγενικό µε
το µοντέλο του κριτικού ρεαλισµού, αλλά η συγγραφέας
αναζητεί τα δικά της µέσα, ώστε η νέα φόρµα να µπορέσει
να αποδώσει και τα δύο, την εποποιία της εξέγερσης του
Πολυτεχνείου και τις στιγµές συνειδητοποίησης των
γεγονότων, που αφηγείται.
Στην εισαγωγή της η αφηγήτρια αρχίζει την ιστορία της
κάνοντας αναδροµή στο παρελθόν, µετά από την πρόταση
που της έκανε µια παλιά φίλη να γίνει µέλος του ΚΚΕ,
αφού συµπληρώσει προηγουµένως ένα ερωτηµατολόγιο.93 Αυτό
το περιστατικό της δίνει την ευκαιρία να ζωγραφίσει το
ίδιο της το πορτρέτο. Καθώς όµως έχει το συνήθειο να
µιλάει στον εαυτό της, χάνει τον έλεγχο των σκέψεών της,
γιατί µιλάει χωρίς νάχει ένα συγκεκριµένο σκοποό να
καταλήξει κάπου, όπως συµβαίνει σε µια κατάσταση µέθης.
Μέσα από αυτό το πρίσµα η αφηγήτρια αρχίζει να σκέφτεται
πάνω στα ερωτήµατα του ερωτηµατολογίου, πράγµα που την
κάνει να υποφέρει για το στενοκέφαλο πνεύµα που το
διαπερνά. Το ερώτηµα, από πότε άρχισε να ανήκει στην
αριστερά, την οδηγεί να αρχίσει να σκέφτεται την ερωτική
της ιστορία µε τον Παύλο, ένα φοιτητή της Ιατρικής και
µέλος του ΚΚΕ, πράγµα που η αφηγήτρια το έµαθε αργότερα.
Μέσα σε µια σειρά τριάντα περίπου αφηγηµατικών
ακολουθιών, τα αποσπάσµατα όπου εκτυλίσσεται η πλοκή
εναλλάσσονται µε αποσπάσµατα αφιερωµένα στα
ονειροπολήµατα και τις στιγµές συνειδητοποίησης της
αφηγήτριας, όπως συµβαίνει στα περισσότερα από τα
αφηγηµατικά κείµενα που έχουµε επιλέξει. Η πρώτη λοιπόν
ακολουθία ξεκινάει µε τη συνάντηση της αφηγήτριας µε τον
Παύλο, ένα γοητευτικό νέο, φοιτητή της Ιατρικής. Η νέα
γυναίκα µοίραζε την αγάπη της ανάµεσα στον Παύλο και στα
διαβάσµατα του Ρίτσου και του Ελύτη. Καθώς δεν την είχε
βρει παρθένα, άρχισε να τη ρωτάει πώς συνέβη, αλλά όταν
εκείνη τον ρωτάει αν την αγαπάει, αυτός αποφεύγει να της
απαντήσει. Η επόµενη ακολουθία αφιερώνεται στην
περιγραφή της οικογένειάς της.94Στο πατρικό της σπίτι οι
γονείς της ετοιµάζονται να δεχθούν επισκέπτες. Τα
πρόσωπα που συγκεντρώνονται εκεί είναι ο πατέρας της, η
µητέρα της, η θεία και νονά της Βικτορία, η Ξένια, πρώην
φιλενάδα του πατέρα της, η Λουκία, παιδική φίλη της

92
Οι περισσότεροι από τους συγγραφείς που µελετάµε επιδίδονται σε µια διαλεκτική των
συναισθηµάτων. Για το λόγο αυτό νοµιµοποιείται το γεγονός ότι δε φτάνουν σε µια αναπαραστατική
σύλληψη της πλασµατικής εµπειρίας τους. Με άλλα λόγια πρόκειται για ένα λογοτεχνικό επινόηµα.
93
Βλ. ∆ΟΥΚΑ, σελ. 9
94
Στο ίδιο, σελ. 20

37
µητέρας της, ένας πρώην κοµµουνιστής, ο Ανέστης, η
Τόνια, νέα µυθιστοριογράφος, η Τζούλια, φίλη της
οικογένειας. Ο πατέρας είναι αντιπροσωπευτικός τύπος
αστού µε αριστοκρατική καταγωγή.95Το 1947 ταξίδεψε στο
Παρίσι, για να αποφύγει τη στρατιωτική του θητεία σε µια
περίοδο, όπου οι Ελληνες πολεµούσαν οι µεν εναντίον των
δε. Ο πατέρας έχει την τύχη να συναντήσει στο Παρίσι το
Jean Paul Sartre. Ετσι ο πατέρας της, ιδιοκτήτης
ορυχείων στο Λαύριο και διευθυντής µιας µεγάλης
εφηµερίδας, αντιπροσωπεύει τη “φωτισµένη” αστική τάξη
της Ελλάδας, αφού αυτή η οικογένεια διακηρύσσει την
πίστη της µε τρόπο επιφανειακό στην αριστερά. Το πρωί
της επόµενης µέρας, ο πατέρας αναγγέλλει µε ένα
δραµατικό ύφος στην οικογένεια ότι είχε ξεσπάσει ένα
πραξικόπηµα, που έδωσε σε µια χούντα µεσαίων αξιωµατικών
την εξουσία.96
Ακολουθούν οι στοχασµοί της αφηγήτριας πάνω στην
πολιτική κατάσταση της Ελλάδας. Μέχρι τώρα άκουγε να
µιλούν για πραξικοπήµατα, αλλά δεν είχε άµεση εµπειρία.
Παρά τις επιφυλάξεις του πατέρα της εναντίον της
γραφειοκρατικής δοµής της αριστεράς, είχε οργανωθεί στην
οργάνωση νεολαίας του Γεωργίου Παπανδρέου και στη
συνέχεια στην οργάνωση των λαµπράκηδων. Η αφηγήτρια
δέχεται συνέχεια πληροφορίες από δύο πλευρές, από την
πλευρά του πατέρα της και από την πλευρά του Παύλου.
Εκείνη τη µέρα το ραδιόφωνο µετέδιδε συνέχεια πολεµικά
εµβατήρια. Οι συντηρητικές και υποκριτικές αντιδράσεις
όλων των προσώπων, που συνθέτουν το µωσαϊκό των σχέσεων
της αφηγήτριας προκαλούν µια συνειδησιακή µεταστροφή στο
πνεύµα της αφηγήτριας. Είναι η στιγµή της αλήθειας:
συνειδητοποιεί ότι τα µέλη της πλούσιας οικογένειάς της
και οι φίλοι της συνέθεταν έναν παράξενο κόσµο, κάτι που
µέχρι τώρα περνούσε απαρατήρητο µέσα στη ρουτίνα της
καθηµερινής ζωής. Ζούσαν ο ένας πλάι στον άλλο χωρίς να
κοιτάζονται και χωρίες να σκέφτονται. Αφήνονταν να
σύρονται από τη ροή των πραγµάτων. Το µόνο πρόσωπο που
γλίτωσε από την εικονοκλασική της µατιά ήταν ο Ανέστης,
αντάρτης εναντίον των Γερµανών, στρατιώτης στο
στρατόπεδο της αριστεράς κατά τη διάρκεια του εµφυλίου,
ριγµένος µετά την ήττα στις φυλακές ή στις εξορίες,
αποφυλακισµένος το 1958, ξανά στις φυλακές το 1967. Μια
ζωή στην κόλαση, ήρωας και µάρτυρας. Στο άλλο άκρο, ο
θείος της, στρατηγής, αποτελεί µέρος της άρχουσας τάξης
των ταγµαταρχών. Σε µια φάση στοχασµού η αφηγήτρια µε
µια φαινοµενολογική µατιά περιγράφει λεπτοµερώς τα
αδύνατα σηµεία και την πλήξη της οικογένειάς της. Στην
επόµενη ακολουθία, η αφηγήτρια ξαναπιάνει το οδηγητικό
νήµα της πλοκής, για να αφηγηθεί τις προσπάθειές της να
βρει τα ίχνη του χαµένου εραστή της, του Παύλου, ο
οποίος είχε εξαφανιστεί µόλις ξέσπασε το πραξικόπηµα.97
Τελικά βρίσκει το σπίτι του Παύλου κάπου στον Περισσό

95
Στο ίδιο, σελ. 40
96
Στο ίδιο, σελ. 27
97
Στο ίδιο, σελ. 48

38
και µαθαίνει από τη µητέρα του ότι ο Παύλος κρύβεται,
γιατί ανήκε στη µυστική οργάνωση ΠΑΜ. 98 Η αφηγήτρια
απογοητεύεται πάντως από τη γνωριµία της µε τη µάνα και
τον πατέρα του αγαπηµένου της και τροποποιεί την αρχική
της εικόνα. Στη συνέχεια περιγράφεται η φοιτητική ζωή
της αφηγήτριας στην Ιατρική, όπου κάνει τη γνωριµία του
Φώντα. Η αριστερή φοιτητική οργάνωση της έχει αναθέσει
να καταγράφει τα θύµατα της χούντας και κυρίως τους
πολιτικούς κρατουµένους. Η εµπειρία που αποκτά από τη
δραστηριότητά της αυτή της αποκαλύπτει ότι η αληθινή
γενναιότητα υπήρχε ανάµεσα στους ταπεινούς ανώνυµους,
που ήταν αληθινοί αντιστασιακοί. Εχουµε εδώ µια νέα
ενότητα συνειδητοποίησης, που οδηγεί σε νέα όραση των
στερεότυπων της καθηµερινής ζωής. Η επόµενη ακολουθία
µας µεταφέρει ξανά στην εξέλιξη των οικογενειακών
υποθέσεων.99 Γίνεται περιγραφή του πορτρέτου του Ντόρη,
ενός νέου φίλου της θείας Βικτώριας, ταλαντούχου
ηθοποιού, φασίστα και φαλλοκράτη. Η αφηγήτρια µαθαίνει
από τις ακριτοµύθειες της Νάνσυ, φίλης της οικογένειας,
ότι ο Ντόρης είχε ερωτικές σχέσεις ακόµα και µε τον
πατέρα της. Στο εσωτερικό της οδοιπορικό 100η αφηγήτρια
εµπλουτίζει τις σκέψεις της, όταν εµβαθύνει στο νόηµα
της συµπεριφοράς της υπηρέτριας του σπιτιού, της κυρίας
Πόπης. Η Πόπη κάνει αυτό που κάνουν όλοι οι µέτριοι
άνθρωποι, δηλαδή κηρύσσεται εναντίον της ισότητας,
“γιατί δε θα υπήρχε δουλειά, αν είµαστε όλοι ίσιο”. Η
αφηγήτρια βλέπει µέσα σε παρόµοιες τοποθετήσεις των
λαϊκών ανθρώπων τα ίχνη της ηγεµονεύουσας ιδεολογίας,
που εγχαράσσεται στα παιδιά από το σχολείο. Στο άλλο
άκρο του φάσµατος της κοινής γνώµης ο Ανέστης, πρόσφατα
αποφυλακισµένος, κάνει µε την ταπεινή συµπεριφορά του
τον πατέρα της αφηγήτριας να το βλέπει µε οίκτο. Η
αφηγήτρια βλέπει στη σκηνή αυτή την αντιστροφή της
αληθινής εικόνας. Αντί να είναι περήφανος ο Ανέστης
καταλήγει να δίνει την εντύπωση ενόχου. Ωστόσο αυτός
είναι ο αληθινά γενναίος άνθρωπος. Μια νέα αφηγηµατική
ακολουθία αφιερώνεται στην πολιτική δραστηριότητα της
οµάδας των συντρόφων, όπου ανήκει και η αφηγήτρια.
Περιγράφονται οι διάφορες τοποθετήσεις κάθε µέλους της
οµάδας, του Γιώργου, του ∆ηµήτρη και του Φώτη. Ο Φώτης
αντιπροσωπεύει τη σταλινική τάση, γιατί υπερεκτιµά την
προτεραιότητα της πολιτικής οργάνωσης και περιφρονεί τη
θέση της Ε∆Α, το νόµιµο µεταπολεµικά υποκατάστατο του
ΚΚΕ, γιατί έδινε προτεραιότητα στην πλευρά της µόρφωσης
του λαού. Αλλά αυτή ακριβώς η θέση είναι που αρέσει
περισσότερο στην αφηγήτρια, που όµως δε βρίσκει την
επιχειρηµατολογία, για να στηρίξει την προτίµησή της.
Εξάλλου, διαπιστώνει ότι το µεγαλύτερο µέρος από αυτούς
τους νέους φοιτητές υπερασπίζουν τις ιδέες τους µε
θέρµη, όχι γιατί παθιάζονται για την αλήθεια των ιδεών
αυτών, αλλά για να νικήσουν τον ιδεολογικό τους

98
Στο ίδιο, σελ. 55
99
Στο ίδιο, σελ. 58
100
Στο ίδιο, σελ. 65

39
αντίπαλο. Ετσι η αφηγήτρια επιδίδεται σ’ένα είδος
“κοινωνιολογίας της γνώσης”, αφού ανατρέπει την
αδιαφιλονείκητη ανάµεσα στους Ελληνες αξία του
“φιλότιµου”, του αισθήµατος τιµής, που διευθύνει τη
συµπεριφορά του µέσου Ελληνα, λέγοντας ότι στο βάθος
είναι µια δουλική συµπεριφορά, που το σχολείο και η
οικογένεια επιβάλλουν στους µαθητές. Εχοντας µάθε ότι ο
Γιώργος, ένας από τους συντρόφους της αντιστασιακής
οµάδας, είχε συλληφθεί,101 η Μυρσίνη (η αφηγήτρια)και ο
Φώντας αλλάζουν τόπο κατοικίας, για να αποφύγουν και τη
δική τους σύλληψη. Ωστόσο η Μυρσίνη δεν είχε τύχη, γιατί
έκανε το λάθος να έλθει σε επαφή µε κάποιους από την
οικογένειά της και σε καµιά εικοσαριά µέρες τη συνέλαβαν
και αυτή. Φυλακισµένη102 για τρεις µήνες, η αφηγήτρια
υφίσταται την ταπείνωση και τα βασανιστήρια, όπως
συνέβαινε µε όσους είχε οδηγήσει η χούντα στις φυλακές.
Στις πρώτες µέρες οι βασανιστές ήταν πιο σκληροί, γιατί
έλπιζαν να την κάνουν να µαρτυρήσει τις διασυνδέσεις
της. Ο ένας µάλιστα απ’αυτούς έφτασε στο σηµείο να
σβήσει το τσιγάρο του στον ουρανίσκο της. Στο τµήµα
συνειδητοποίησης που ακολουθεί, η αφηγήτρια ονειροπολεί
και σκέφτεται κυρίως ένα πράγµα: µπροστά στην πληµµύρα
ιδεών, που κάθε σύντροφος υποστήριζε, το πιο σπουδαίο
ήταν να διακρίνει το περιεχόµενο των ιδεών αυτών από τη
λειτουργία τους, δηλαδή από τον τρόπο που κάθε σύντροφος
µεταχειριζόταν τις ιδέες του. Τέλος, µετά από τρεις
µήνες βασανιστήρια, ο θείος της, ο στρατηγός, µεσολαβεί
για να προσπαθήσει να τη βγάλουν από τη φυλακή.103Τελικά
η αποφυλάκισή της πραγµατοποιείται χωρίς να αναγκαστεί η
ηρωϊδα να κάνει οποιαδήποτε υποχώρηση. Στη συνέχεια,
µαθαίνει ότι ο πατέρας της και η µητέρα της χώρισαν,
γιατί ο πατέρας ήθελε να παντρευτεί µε τη Νάνσυ, µε την
οποία µαθεύτηκε ότι είχε ήδη ένα παιδί έντεκα χρονών.104
Οταν η Μυρσίνη επισκέπτεται τον πατέρα στο γραφείο του,
ένας νέος άνθρωπος, κουτσός, ζητούσε επίµονα από τον
πατέρα της δουλειά, λέγοντας ότι ήταν στο ορυχείο, όπου
ο κύριος Παναγιώτου ήταν συνιδιοκτήτης, που έχασε το
πόδι του. Μπροστά στις επιφυλάξεις, τις αόριστες
υποσχέσεις και την αδιαφορία του πατέρα της, ο ανάπηρός
του θυµίζει ότι δεν είναι δίκαιο να αφήσει να πεθάνει
στην ψάθα εκείνος που εξόρυξε µια µεγάλη ποσότητα
πολύτιµων λίθων, ανάµεσα στους οποίους είναι και αυτός
που ονοµάζεται “αρχαία σκουριά”. Στην επόµενη
αφηγηµατική ακολουθία, η Ελένη, µια φοιτήτρια,
πληροφορεί τη φίλη της, τη Μυρσίνη ότι τρεις χιλιάδες
φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο κτίριο της Νοµικής Σχολής
του Πανεπιστηµίου Αθήνας, για να διαδηλώσουν εναντίον
της χούντας.105 Η αφηγήτρια µοιάζει να µοιράζεται τις
διαθέσεις της µεγάλης πλειοψηφίας των σπουδαστών ότι

101
Στο ίδιο, σελ.96
102
Στο ίδιο, σελ.113
103
Στο ίδιο, σελ.120.
104
Στο ίδιο, σελ.158.
105
Στο ίδιο, σελ. 167.

40
µόνη η στρατηγική της ρήξης ήταν ινανή, για να κάνει να
ταρακουνηθούν οι κοιµισµένες συνειδήσεις του λαού.
Σχεδόν όλοι οι φοιτητές της εποχής πίστευαν στον Τσε
Γκεβάρα. Ωστόσο, όταν η Μυρσίνη µίλησε στο φυλακισµένο
ακόµα Γιώργο για αυτή την εκδήλωση των σπουδαστών µέσα
στην καρδιά της Αθήνας, ο Γιώργος την αποκάλεσε
αριστερίστρια: “Τι ξέρεις εσύ από λαό;” Οµως η
εικοσάχρονη Μυρσίνη είχε ήδη να σκέφτεται σοβαρά ότι ο
λαός ακριβώς ήταν το πρόβληµα.
Στο οικογενειακό πεδίο, η αυτοκτονία της µητέρας της,
ανέτρεψε τη ζωή της Μυρσίνης. Είχε πάει στο Λονδίνο µετά
το διαζύγιο και εκεί αυτοκτόνησε. Τώρα στην απογοήτευση
για τις “αξίες” της κοινωνίας, στην οποία ζει,
προστίθεται η απογοήτευση που της προκαλεί η επίσκεψη
του Ανέστη, που ξαφνικά συµπεριφέρεται σα να ήταν ο
τυχαίος τύπος του µεσήλικα ερωτύλου, που επιδιώκει ένα
ραντεβού µε τη Μυρσίνη. Ο Ανέστης ήταν γι’αυτήν ο
“ήρωας” µέχρις εκείνη τη στιγµή, αλλά η χυδαία
συµπεριφορά του για να την κάνει να δεχτεί να κάνει
έρωτα µαζί του, καθώς και τα τριµµένα κόλπα, που
µεταχειρίστηκε για να την καταφέρει, αµαύρωσαν την
εικόνα, που η αφηγήτρια είχε γι’αυτόν. Μετά την έξοδο
του Γιώργου από τη φυλακή, η αφηγήτρια ελπίζει ότι θα
µπορούσε επιτέλους να κάνει έρωτα µε εκείνον, που η
κοινή τους µοίρα την είχε δέσει. Οµως η σχέση δεν
εξελίσσεται, όπως το επιθυµούσε. ∆εν αισθάνεται καλά,
όταν ο Γιώργος της µιλάει, γιατί υπάρχει απόσταση
ανάµεσα στα πολιτιστικά τους πρότυπα. Πάντως, επειδή
αισθάνεται γι’αυτόν θαυµασµό, επειδή είναι ήρωας,
αποφασίζει να κάνει µια προσπάθεια, µολονότι ο Γιώργος,
όπως οι περισσότεροι φοιτητές, που είχε γνωρίσει, δεν
αισθάνεται καθόλου καλά να του προβάλλουν αντιρρήσεις,
όταν εκθέτει την ιδεολογία του, την κοµµουνιστική
ιδεολογία. Οµως, τόσο η εισβολή του ρωσικού στρατού στην
Τσεχοσλοβακία, όσο και η διάσπαση της ελληνικής
αριστεράς, µπαίνουν στις καθηµερινές συζητήσεις όλου του
κόσµου. Η ένταση στη σχέση της µε το Γιώργο γινόταν
αβάσταχτη, κάθε φορά που η αδελφή του η Ελένη µιλούσε µε
περιφρόνηση για τους Τουπαµάρος, για να προσβάλει έτσι
τα αισθήµατα της Μυρσίνης γι’αυτούς. Η Μυρσίνη
αναρωτιέται πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που κάνουν στην
Ελλάδα την “επανάσταση”, θα µπορούσαν πραγµατικά να
αλλάξουν τη ζωή στην Ελλάδα, αφού ό,τι κόµιζαν στην
κοινότητα δεν ήταν παρά το πνεύµα του συγγενικού
συστήµατος, η νοοτροπία της ελληνικής οικογένειας, µε το
σεξουαλικό της συντηρητισµό και την απουσία
ανεκτικότητας. Στην τελευταία ακολουθία του
µυθιστορήµατος, η Μυρσίνη βρίσκεται µέσα στο
Πολυτεχνείο, στις 17 Νοέµβρη του 1973. Στις τελευταίες
αυτές σελίδες απεικονίζεται στις λεπτοµέρειές του ένα
ολόκληρο πανόραµα των κινήσεων των εξεγερµένων φοιτητών
και του λαού. ∆ίνεται προσοχή τόσο σε λεπτοµέρειες
συγκεκριµένες, όσο και σε σχηµατισµούς γενικούς,
επιτελικούς. Πάνω σε ένα θρανίο ένα παιδί ολοκόκκινο από
το αίµα του που έβγαινε από µια πληγή στο στήθος. Η

41
αφηγήτρια βγαίνει από την αίθουσα, που οι φοιτητές είχαν
µετατρέψει σε πρόχειρο νοσοκοµείο. Πιο πέρα, στην οδό
Πατησίων, στο κέντρο της Αθήνας, ένα ελαφρό θωρακισµένο
όχηµα της αστυνοµίας έριχνε προς το κτίριο του
Πολυτεχνείου δακρυγόνες βόµβες. Ο λαός συγκεντρωµένος
έξω από το Πολυτεχνείο βοηθάει τους φοιτητές, Οι κραυγές
των φοιτητών επικοινωνούσαν το µήνυµα της µέρας: “Σήµερα
πεθαίνει ο φασιµός” Οταν η αφηγήτρια διακρίνει έναν άλλο
νέο στο µέσο της λεωφόρου να ταλαντεύεται και να πέφτει,
σκέφτεται τους ποιητές, που σήµερα παρακολουθούν στο
απυρόβλητο µε τις παντόφλες τα δρώµενα και θάρθουν
αργότερα για να απαγγείλουν τους µικρούς τους στίχους
για τους ήρωες, όταν όλα θα έχουν πια ησυχάσει. Και η
αγανάκτησή της είναι ακόµα πιο µεγάλη, όταν βλέπει τα
µέλη της συντονιστικής επιτροπής, αποτελούµενης κυρίως
από νέους κοµµουνιστές, να κριτικάρουν όλους εκείνους,
που είχαν συχαθεί τη σύνεση και την ηττοπάθεια του ΚΚΕ,
καθώς κατηγορούσαν όλους τους άλλους ως αριστεριστές και
αναρχικούς. Και ενώ ένα πελώριο τανξ κατευθύνεται προς
την πύλη του Πολυτεχνείου µε τα κανόνια του στραµµένα
προς το κτίριο της Αρχιτεκτονικής, το πλήθος των
σπουδαστών και των άλλων συγκεντρωµένων στη µεγάλη αυλή
άρχισε να τρέχει. Ο πανικός τους κινούσε προς το
εσωτερικό των εγκαταστάσεων. Η αφηγήτρια αρχίζει να
κλαίει, ώσπου άρχισε η υποχώρηση των εξεγερµένων, που
έβγαιναν µε τα χέρια σηκωµένα. Οι αστυνοµικοί που ήταν
έξω κτυπούν τη Μυρσίνη και τη ρίχνουν µέσα σ’ένα
αστυνοµικό λεωφορείο. Μέσα στις εγκαταστάσεις της
αστυνοµίας, ένας αστυνοµικός φώναζε χλευαστικά:
“Πουτάνες, τι κάνατε τρεις µέρες µέσα στο µπουρδένο; Σας
διατάζω να επαναλάβετε µετά από µένα ότι ο λαός είναι
τίποτα, ζήτω ο στρατός. Ο Αλλιέντε είναι νεκρός.”106
Η αφηγήτρια επιστρέφοντας από την Αστυνοµία αρχίζει να
δοµεί µε το δικό της τρόπο εξαρχής την κατάσταση.
Σκέφτεται όπως όλοι εκείνοι που συµµετείχαν σε σηµαντικά
γεγονότα, ότι οι άλλοι που θα έλθουν θα δηµιουργήσουν
µύθους µικρούς και εύκολους, οι µουσικοί θα
δηµιουργήσουν τραγούδια και οι πολιτικές οργανώσεις θα
επωφεληθούν από τη θυσία των επαναστατηµένων. Απέναντι
στην πολυπλοκότητα των καταστάσεων η αφηγήτρια
συνειδητοποιεί ότι δεν µπορεί να βάλει τάξη στα
γεγονότα.107 Σκέφτεται ότι η αγωνία της συνίσταται ίσως
στη διαφορά ανάµεσα σ’ όλους τους γνωστούς κοµµουνιστές,
στραµµένους στο µέλλον, και σ’αυτήν, αγκιστρωµένη καθώς
είναι στο παρόν και στην ανάγνωση του Χάιντεγγερ. Και ως
προς την εξέλιξη της ιστορίας στο προσωπικό επίπεδο,
καταλαβαίνει ότι ο Γιώργος της κρύβεται. Μαθαίνει ότι
είναι µε την Ξένια, κοπέλα της µεσαίας τάξης,
γοητευτική και άπιστη, που ωστόσο τραβάει σα µαγνήτης
ακόµα και έναν κοµµουνιστή ήρωα, όπως είναι ο
Γιώργος.108 Ο στοχασµός της ∆ούκα πήγε ακόµα πιο µακριά,
106
Στο ίδιο, σελ. 237.
107
Ο αναγνώστης µπορεί να βρει εδώ µια από τις εφαρµογές της διαδραστικής οπτικής.
108
Στο ίδιο, σελ. 254.

42
όταν είδε ότι η χούντα αποφάσισε, τον Ιούλη του 1974. να
παραχωρήσει την εξουσία στους πολιτικούς, στον Αβέρωφ
και τον Καραµανλή. Παρουσιάζει µια φιγούρα γνωστή εξ
όψεως στις συχνές συγκεντρώσεις του λαού στο κέντρο της
Αθήνας να λέει στη Μυρσίνη:
“Τι θα κάνε η Ελλάδα χωρίς τους Τούρκους;”109
Ετσι η διανοητική σύλληψη της ολικής κατάστασης στην
Ελλάδα επιτρέπει να παρουσιαστούν υπό γωνία οι
προετοιµασίες των κοµµάτων για τις πρώτες εκλογές µετά
τη χούντα. Η ανελέητη κριτική της αφηγήτριας δεν έχει
φειδώ για κανένα, ούτε για τον ίδιο της τον εαυτό. Η
διαδραστική της στάση απέναντι στα δρώµενα είναι σαφής.
Επιτίθεται εναντίον των λαϊκών συγκεντρώσεων, γιατί
µοναδικός σκοπός των διοργανωτών είναι η άγρα ψήφων. Με
το ίδιο πνεύµα κριτικάρει τις πρακτικές των κοµµάτων,
την παθητική στάση του κόσµου. Από δω και πέρα καθένας
πρέπει να είναι ή ινστρούκτορας ή µαθητευόµενος, αλλά
ποτέ συνειδητός. Στο προσωπικό επίπεδο κυριαρχούν οι
συµφεροντολογικοί γάµοι των ηρώων. Ο γάµος του Φώτη,
στελέχους του ΚΚΕ, µε την Ελβίρα και του Γιώργου µε την
Ξένια. Για την αφηγήτρια υπάρχει µια αντίφαση στους
γάµους αυτούς, αφού οι νύφες έχουν σπίτια και εξοχικές
κατοικίες στα νησιά. Ο Φώτης εξηγεί τον κονφορµισµό του
λέγοντας:
“Οφείλουµε να ξεχωρίζουµε το κοινωνικό όραµα για τη
µελλοντική κοινωνία από την καθηµερινή ζωή”
Οσο για το Γιώργο, προχωράει τη σχέση του µε την Ξένια,
που τον είχε προδώσει στο πρόσφατο παρελθόν, γιατί είναι
“όµορφη και ευχάριστη και δε σπαταλάει τον καιρό της σε
στοχασµούς”. Ο κύκλος κλείνει µε το περίφηµο
ερωτηµατολόγιο, που συνοψίζει όλα τα αφηγηµένα γεγονότα
και όλες τις σκέψεις που τα συνοδεύουν. Η Ελένη, το
ιδεώδες µέλος του ΚΚΕ, περιµένει να µάθει από τη
Μυρσίνη, αν δέχεται τους όρους που θέτει αυτό το
ερωτηµατολόγιο, για να θεωρηθεί άξια να οργανωθεί στο
κόµµα. Αλλά η αφηγήτρια, θεωρώντας ότι δεν είναι δυνατό
να κάνει να χωρέσουν όσα είχε περάσει µέσα σε µια κόλλα
χαρτί, αρνείται.
Ετσι το έργο της Μάρως ∆ούκα τοποθετείται πολύ κοντά στο
ρεαλισµό.110 Αλλά δεν µπορεί να είναι ένας αµιγής
ρεαλισµός, γιατί το πρόβληµα που απασχολεί το πνεύµα της
είναι η σχέση ανάµεσα στην επαναστατική ιδεολογία και
στην εντιµότητα αυτών που την παράγουν. Ύστερα από
πολλές σκέψεις καταλήγει στην ιδέα ότι τουλάχιστον µέσα
στις ελληνικές συνθήκες το πολιτιστικό στοιχείο

109
Αναγνωρίζουµε σ’αυτή τη διαπίστωση της αφηγήτριας τους όρους της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα.
Η ηγεµονική ιδεολογία µε το πρόσχηµα του εθνικού κινδύνου διατηρεί αµετάβλητους δύο άξονες, τον
ελληνοχριστιανικό πολιτισµό και τον εθνικισµό. Ο Ιωάννης Συκουτρής, παλιός µαθητής του E.
Spranger και “δάσκαλος” του Ιωάννη Μεταξά, είχε ορίσει το 1935 την κατάσταση της Ελλάδας έτσι:
“ Ο πόλεµος είναι αναγαίος στην Ελλάδα, γιατί είναι απαραίτητος για να διατηρεί την ενότητα ανάµεσα
στα µέλη της κοινωνίας µέσα στα πλαίσια της οµάδας. Πρόκειτα βέβαια για ένα αρνητικό στοιχείο,
αλλά έχει θετικά αποτελέσµατα, γιατί έτσι µπορεί να διευθύνεις τα άτοµα σε πράξεις αυταπάρνησης”.
Βλ. ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ, 1958, σελ.415..
110
Βλ. AUERBACH Erich, 1946, Mimesis, Berne, ιd. Francke Verlag, premier chapitre.

43
προηγείται του οικονοµικού και του πολιτικού και θεωρεί
τον Τσε Γκεβάρα ως τον ιδανικό επαναστάτη, που
αντιπροσωπεύει τις ιδέες της. Πρέπει να πούµε εδώ ότι η
αφίσα του Τσε Γκεβάρα κοσµούσε τους τοίχους σχεδόν όλων
των δωµατίων των νέων κατά τη δεκαετία του ’70. Είναι
εξάλλου γνωστό ότι για τον γκεβαρισµό οι ένοπλες
επαναστατικές οµάδες υποκαθιστούν τις πολιτικές
οργανώσεις των κοµµουνιστικών κοµµάτων. Ο αναγνώστης
γνωρίζει ήδη από την περίληψη του έργου της ∆ούκα ότι
για την αφηγήτρια του έργου Η αρχαία σκουριά το πρώτο
καθήκον της αντίστασης ενάντια στη χούντα ήταν ο
παράνοµος αγώνας, ο κλεφτοπόλεµος, που γινόταν από µια
χούφτα ανθρώπους, γιατί µια τέτοια στρατηγική µπορούσε
να δώσει µια συνείδηση επαναστατική στα κοινωνικά
στρώµατα που ήταν αντικείµενο εκµετάλλευσης. Πάνω στο
ίδιο θέµα, η µελέτη της κοινωνικής ψυχολογίας των
Ελλήνων οδηγεί την αφηγήτρια στην προτίµηση της θεωρίας
του Gramsci για την πολιτιστική ηγεµονία, την οποία
επιβάλλουν οι άρχουσες τάξεις σ’ένα λαό ελάχιστα
καλλιεργηµένο.111 Γι’ αυτό, παρατηρώντας τη συµπεριφορά
και το χαρακτήρα των φίλων και συντρόφων της,
καταλαβαίνει ότι η πολιτιστική ηγεµονία στην Ελλάδα
είναι τόσο στέρεη, επειδή ακριβώς ταυτίζεται µε την
κοινή λογική και γίνεται έτσι τροχοπέδη για κάθε αλλαγή.
Μάλιστα η ίδια κοινή λογική διέπει όλη την πολιτική
κοινωνία, την εκκλησία, την εκπαίδευση, τους
πολιτιστικούς συλλόγους και τους λογοτεχνικούς θεσµούς.
Ανακαλύπτει επίσης ότι ακόµα και στην περίπτωση που ο
θεσµός του κράτους υποχωρεί, προστατεύεται απ’αυτούς
τους µηχανισµούς, την εκκλησία, το σχολείο, ακόµα και
από την εργατική τάξη. Ο συντηρητισµός της εργατικής
τάξης εστιάζεται στον τρόπο µε τον οποίο λειτουργεί το
“φιλότιµο” στο ελληνικό πολιτιστικό σύστηµα, δηλαδή το
αίσθηµα τιµής και σεβασµού που χαρακτηρίζει τη συλλογική
ψυχολογία του Έλληνα.
Απέναντι στην “πραγµατικότητα” των αντιφάσεων που
χαρακτηρίζουν τις ιδέες και τη συµπεριφορά των φίλων
της, ορθώνει τη δύναµη της σκέψης της η οποία τη βοηθά
να καταλάβει την εχθρότητα του ΚΚΕ στην Ελλάδα απέναντι
στους οπαδούς του αυθόρµητου αγώνα κατά τη διάρκεια του
Κινήµατος του Πολυτεχνείου. Το ακόλουθο απόσπασµα
αποτελεί µια περαιτέρω απόδειξη του γεγονότος ότι αυτό
που µετράει περισσότερο για τη Μάρω ∆ούκα, αλλά και για
τους περισσότερους από τους συγγραφείς που εξετάζουµε
είναι οι σχέσεις του ενός µε τον άλλο. Αυτές οι σχέσεις
είναι το µέτρο, µε το οποίο κρίνουν τις ιδεολογίες και
τις συµπεριφορές των ηρώων τους. Σε µια ευτυχισµένη
στιγµή της δηµιουργικής της ορµής, η Μάρω ∆ούκα ανάγει
ένα συστατικό στοιχείο των πολιτικών πρακτικών της
εποχής σε λογοτεχνικό επινόηµα. Πρόκειται για το
ερωτηµατολόγιο που έπρεπε να συµπληρώσουν οι υποψήφιοι
που επιθυµούσαν εγγραφούν στο Κοµµουνιστικό Κόµµα της
Ελλάδας. Η συγγραφέας ανάγει τα παρόµοια ερωτηµατολόγια
111
Βλ. ∆ΟΎΚΑ, 1993, σελ. 109..

44
σε στοιχεία του στρεβλού κοινού λόγου της καθηµερινής
ζωής.
“Ηµουν λοιπόν µαθηµένη, ούτε ένδοιασµούς είχα, καί πήρα
το ερωτηµατολογιο σαν αφετηρία: Πώς µε λένε; Πού και
πότε γεννήθηκα Πού και µε ποιον κατοικώ; Τι δονλειά
κάνονν οι γονείς µου; Εχω αάγωνιστεί στην παρανοµία ή
στη νοµιµότητα και πώς; Είµαι γραµµένη σε σύλλογο,
σωµατείο και σε ποιο; Πολιτικά τι είναι η οικογένειά
µου. Πώς και γιατί έγινα αριστερή; Μ' ένοχλησε ποτέ η
Ασφάλεια, Ποιο το µελλοντικό µου επάγγελµα Τι βιβλία έχω
διαβάσει; Τι ικανότητες και τι αδυναµίες νοµίζω πως έχω.
Τι βοήθεια περιµένω από την Οργάνωση. Πώς βλέπω την
Οργάνωση καί γιατί Θέλω να οργανωθώ σ' αυτή. Ψαλµουδούσα
τις ερωτήσεις προσπαθώντας να τις χωρέσει το µυαλό µου.
Μ' εξουθένωνε η αρτιότητά τους και ταυτόχρονα µε
πεισµάτωνε. "Οσο κι αν προσπάθησα να τις ακολουΘήσω κατά
γράµµα, οδηγο καί µπούσουλα, δεν το κατάφερα. Μόνο που
σιγά σιγά έπηζαν µέσα µου συµπαγής µάζα. Πριν πόσα
χρόνια. Εγώ παράδερνα µε τον Παύλο - έτσι αρχίζει η
χρονολογησή µου γενικά, λέω: Πρίν απ' τον Παύλο, Μετά
τον Παύλο. Κι ας µην πολυπιστεύω στα οροσηµα, ξαναγυρίζω
πάντα ακριβώς από κει που χωρίζαµε.”112
Είναι φανερό ότι η συγγραφέας προχωρεί πολύ περισσότερο
από την περιγραφή µιας απλής διαφοράς ανάµεσα στην
τοποθέτηση της αφηγήτριας και στη θέση ενός στελέχους
του Κοµµουνιστικού Κόµµατος. Είναι η µορφή, το επίπεδο
της διαφοράς που την ενδιαφέρει, γιατί είναι η ίδια η
δοµή της ψυχολογίας του Ελληνα, κοινή τόσο σε ένα
στέλεχος της αριστεράς, όσο και σε έναν επιχειρηµατία, ή
σε µια υπηρέτρια. Η Μάρω ∆ούκα προβάλλει αυτήν ακριβώς
τη βασική διάσταση, γιατί εξετάζει τις δοµικές σχέσεις
της κοινωνίας και όχι το τάδε ή το δείνα τοπικό σκηνικό
της ζωής.
“..Είχαµε κλείσει εγώ και η Μάρω συνάντηση κάπου να
πιούµε έναν καφέ καί νά τά πούµε µόνες µας. 'Αλλά δέν τά
'χαµε πεί. 'Επειδή ήταν βιαστική. Πάντα έτρεχε καί
βιαζόταν αυτή ή κοπέλα γιά νά προλάβει, χρόνια τήν
έβλεπα νά τρέχει κι έλεγα µέσα µου µπράβο ζωτικοτης.
Τώρα πού νά ξανατρέξει, βρίσκεται µαθαίνω σ'
ένδιαφέρουσα κι ήδη περπάτησε το πρώτο της παιδί κι ήδη
ο άντρας της άποχτησε καί γκόµενα. 'Ηταν λοιπόν πολύ
βιαστική έκείνη τήν ήµέρα, άλλωστε καί τί νά πεί µαζί
µου, µέ Θεωρούσε, είπε, πολύ δική της, εννοεί
ίδεολογικά, τόσα χρόνια κι έγώ στο κουρµπέτι. Κι εγώ την
άκουγα κι έλεγα µέσα µου ότι δε στέκει στα καλά της.
Κουνούσα το κεφάλι µου καταφατικά, ολο ναι, ναι, της
έλεγα, λες και φοβοµουν µην την εξοργίσω περισσότερο κι
αρχίσει να βγανει άφρούς. Πάντως κρατούσα καί το
έρωτηµατολογιο άνοιχτο µπροστά µου, το χοίταζα στά
κλεφτά καί σάν νά βιαζοµονν νά το άποστηθίσω. "Ηθελα νά
τής έξηγήσω ότι δέ µέ πείΘει, όσο πιο µαλακά καί φιλικά
νά τής δώσω νά καταλάβει ότι έµένα άπο καιρό δέ µ'
άφορούν οί µετοχές του πατέρα µου κι ούτε πως το σκοπεύω

112
Βλ. ∆ΟΎΚΑ, σσ. 10-11.

45
να περάσω τα χρόνια που µού άποµένουν άκόµη, νά τά
περάσω άπαρνούµενη τάχα τήν τάξη µου, έµένα όλα αυτά µού
φαίνονται πιά κοροϊδία.Μού άρκεί το προσωπο µου, ήΘελα
νά τής πώ, κι έτσι θά ζήσω. Αλλ' όπως πάντα πού άφήνω
τούς άλλους, κατάληξε αύτή γιά λογαρcασµο µου. Τήν εϊχε
ένοχλήσει πολύ το υφος µου, µα πως λάΘεψε έτσι ! Εκαµε
όλο απορία. Μου ζητούσε χολιασµένη πίσω το
ερωτηµατολογιο. Της το 'δωσα. Το δίπλωσε στα τέσσερα και
το 'χωσε στο ταγάρι της. Μετά χωρίσαµε, από τότε δεν την
ξανάδα. 0µως µου 'χε κάνει καλό η συνάντηση µαζί της.
Αυτο κυρίως, το έρωτηµατολόγιο. Τόσο µ’ είχε ταράξει σαν
νάβλεπα ξαφνικά όλη µου τη ζωή απλοποιηµένη σε µερικές
ερωτήσεις. Καί κατανεµηµένη σε l,2,3 ως το 14. Υπήρχε
και µια δέκατη πέµπτη έρώτηση, άλλ' αυτή δε µ' αφορούσε,
αν έκαµα ή όχι το στρατιωτικό µου. Ετσι επιτέλους
χωρούσα σε µια κόλλα χαρτί”113
Το πρόβληµα λοιπόν για κάθε όραµα µιας πραγµατικής
αλλαγής της ζωής στην Ελλάδα εντοπίζεται στο είδος των
κινήτρων που ωθούν τα στρατευµένα στελέχη των κοµµάτων
για την προώθηση µιας τέτοιας αλλαγής.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ, ΤΗΣ ΤΥΠΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ


ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟ∆ΟΞΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ114

Ο πατέρας της περιγράφεται ως αστός, του οποίου η


αφηγήτρια σχολιάζει την αριστοκρατική καταγωγή, το
ταξίδι του στο Παρίσι το 1947 για ν’αποφύγει τη
στρατολόγηση στον ελληνικό στρατό, ο οποίος εκείνον τον
καιρό αναλωνόταν στις µάχες του εµφυλίου πολέµου, το
γάµο µε τη µητέρα της και τη γνωριµία µε τον Jean Paul
Sartre στο Παρίσι. Έτσι ο πατέρας της, ιδιοκτήτης
ορυχείων και διευθυντής µιας σηµαντικής εφηµερίδας,
αντιπροσωπεύει τη “φωτισµένη” αστική τάξη της Ελλάδας,
εφόσον αυτή η οικογένεια επικαλείται την αριστερά, αλλά
κατά τρόπο επιφανειακό. Το µοτίβο του πατέρα
επαναλαµβάνεται και σ’άλλες επόµενες σειρές. Μια
απ’αυτές µας µεταφέρει εκ νέου στην εξέλιξη των
πραγµάτων µέσα στην οικογένεια.115 Τα µελανά χρώµατα του
χρωστήρα της δεν εξαντλούνται στο γεγονός ότι ο πατέρας
της είχε σχέσεις µε το Ντόρη. Γιατί το κύριο γεγονός
είναι η περιφρόνηση του ανάπηρου εργάτη, που αφού έχασε
την αρτιµέλειά του δουλεύοντας στο ορυχείο, δεν παίρνει
για αντάλλαγµα από τον εκµεταλλευτή του ούτε καν την
τοποθέτησή του σε κάποια άλλη εργασία. Η κριτική της
εργατικής οικογένειας δίνεται όταν περιγράφεται η
αναζήτηση του Παύλου από την αφηγήτρια.116 Στο σπίτι του
Παύλου, που βρίσκεται σε εργατική συνοικία της Αθήνας,
µαθαίνει ότι ο Παύλος κρυβόταν γιατί ανήκε στην παράνοµη
οργάνωση ΠΑΜ. Η αφηγήτρια απογοητεύεται από τη γνωριµία

113
Βλ. ∆ΟΎΚΑ, σσ. 270-271
114
Στο ίδιο, σελ. 40
115
Στο ίδιο, σελ. 58
116
Στο ίδιο, σελ. 48

46
της µητέρας και του πατέρα του Παύλου και τροποποιεί την
αρχική εικόνα που είχε σχηµατίσει.
Ο Ανέστης εξάλλου, παλιός αντάρτης του ΕΛΑΣ, έχοντας
πρόσφατα βγει από τη φυλακή επιτρέπει στον πατέρα της
αφηγήτριας να τον αντιµετωπίζει µε οίκτο, σα φτωχό
συγγενή. Αντί να αισθάνεται υπερήφανος, καταλήγει να
φαίνεται ένοχος. “Ο Ανέστης επιστρέφει από το Παρθένι;
δεν ήταν πλέον παρά η σκιά του εαυτού του.”117 Ένας
ανάµεσα σε τόσους κοµµουνιστές που δεν υπέγραψε. Αυτό
που του συνέβη δε µειώνει διόλου την αξιοπρέπειά του.
Αντίθετα αποτελεί ένα ζωντανό σηµάδι ενός καθεστώτος που
δεν µπορούσε να υπάρχει παρά µέσα από την ταπείνωση όλου
του πληθυσµού, γιατί εάν υπάρχουν ταπεινωµένοι, υπάρχουν
επίσης και τύραννοι, καθώς επίσης και όλοι εκείνοι που
αποδέχονται µια τέτοια κατάσταση.
Η κριτική των άλλων αντιστασιακών: µια από τις
αφηγηµατικές ακολουθίες του κειµένου παρουσιάζει τη ζωή
της αφηγήτριας ως φοιτήτριας της ιατρικής. Οντας µέλος
της οργάνωσης του ΠΑΜ,118 έχει ως αποστολή να καταγράφει
τα θύµατα της χούντας και ιδίως τους πολιτικούς
κρατουµένους, ώστε να τους δίνεται βοήθεια από τις
αντιστασιακές οργανώσεις. Αυτή η εµπειρία την έκανε
ν’ανακαλύψει ανάµεσα στους ταπεινούς εκείνους που ήταν
πραγµατικοί αντιστασιακοί. Πρόκειται για µια ακόµα
τροποποίηση των στερεότυπων περιεχοµένων της συνείδησής
της. Μία άλλη ενότητα είναι αφιερωµένη στην πολιτική
δραστηριότητα της παρέας, στην οποία ανήκει η αφηγήτρια
και στις διαφορετικές τοποθετήσεις του κάθε µέλους της
οµάδας αυτής, του Γιώργου, του ∆ηµήτρη και του Φώτη. Ο
Φώτης, αντιπροσωπεύει τη σταλινική τάση, αφού
υπερασπίζει την προτεραιότητα της πολιτικής οργάνωσης
και περιφρονεί την θέση της Ε∆Α, επειδή εµµένει στη
σηµασία της µόρφωσης για οποιοδήποτε προοδευτικό κίνηµα.
Είναι αυτή η τελευταία θέση που αρέσει στην αφηγήτρια, η
οποία όµως παρουσιάζεται να µη διαθέτει την κατάλληλη
επιχειρηµατολογία, για ν’αντιµετωπίσει τα επιχειρήµατα
των φίλων της. Παρατηρεί µάλιστα ότι η πλειοψηφία αυτών
των νέων φοιτητών, υπερασπίζονται τις ιδέες τους µε
φανατισµό, όχι επειδή παθιάζονται µε την αλήθεια τους,
αλλά για να νικήσουν τον αντίπαλο. Με τον τρόπο αυτό, η
αφηγήτρια αντιστρέφει την αξία που έχει το “φιλότιµο”,
δηλαδή το αίσθηµα τιµής που κυριαρχεί στη συµπεριφορά
του Έλληνα, λέγοντας ότι κατά βάθος πρόκειται για µια
στάση δουλοπρεπή την οποία εµφυσούν στα παιδιά το
σχολείο και η οικογένεια.

Ο ΠΟΛΥΤΙΜΟΣ ΛΙΘΟΣ “ΑΡΧΑΙΑ ΣΚΟΥΡΙΑ” ΩΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ


ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Αναφέραµε ήδη στη περιληπτική αναδιήγηση του κειµένου,


το περιστατικό της επίσκεψης στο γραφείο του πατέρα της

117
Στο ίδιο, σελ. 65
118
Στο ίδιο, σελ. 55

47
ενός νέου εργάτη, που είχε γίνει ανάπηρος, ενώ εξόρυσσε
πολύτιµους λίθους στα ορυχεία του πατέρα της στο Λαύριο.
Το ουσιαστικό, αλλά και το αισθητικό κέντρο ολόκληρου
του έργου βρίσκεται στη στιγµή αυτή, όταν ο ανάπηρος
υπενθυµίζει στο αφεντικό του, ότι δεν είναι δίκαιο
ν’αφήσει να πεθάνει αυτός που έδωσε και την ψυχή του στη
δουλειά, για να εξορύσσει την πολύτιµη “αρχαία
σκουριά”.119
Το αισθητικό πρόβληµα για τη συγγραφέα εντοπίζεται στη
λογοτεχνική απεικόνιση της αταξίας µέσα στα γεγονότα.
Εκεί έγκειται η διαφορά ανάµεσα σ’όλους τους γνωστούς
κοµµουνιστές, που είναι προσκολληµένοι στο µέλλον και
στην αφηγήτρια, που είναι αγκυροβοληµένη στο παρόν και
στα αναγνώσµατα του Heidegger, όπως η ίδια δηλώνει. Για
να αποδώσει τη διπλή όψη του κόσµου, τα γεγονότα και την
οπτική της, η αφηγήτρια παρουσιάζει καθηµερινά συµβάντα
της ζωής και πάνω σ’αυτά κάνει δεύτερες σκέψεις. Για
παράδειγµα, σκέπτεται το νόηµα της συµπεριφοράς της
κυρίας Πόπης, της οικιακής βοηθού, η οποία όπως όλοι οι
απλοί άνθρωποι δε βλέπει µε καλό µάτι την ισότητα:
“Γιατί δε θα υπήρχε δουλειά, αν είµαστε όλοι ίσοι”.120
Η αφηγήτρια διαβλέπει κάτω από τέτοιες τοποθετήσεις τα
ίχνη µιας κυρίαρχης ιδεολογίας, η οποία χαλκευεται στο
σχολείο.
Για όλους αυτούς τους λόγους το µυθιστόρηµα αµφισβήτησης
της Μάρως ∆ούκα ακολουθεί την ιστορία ενός προσώπου, της
αφηγήτριας, που καταλήγει στο ν’ αποκοπεί από το δοσµένο
κοινωνικό σύνολο. Αναρωτιέται αν η κοινωνική συνείδηση
που αντιπροσωπεύεται στις διάφορες ιδεολογίες είναι
αληθινή ή ψεύτική, γιατί έχει την εντύπωση ότι η έννοια
της σφαιρικής κοινωνίας της Ελλάδας, διογκωµένη από τα
εθνικιστικά και τα φιλελεύθερα κοινωνικά στρώµατα,
κατέληξε να είναι ψέµα, στο µέτρο που δε συνοδεύεται από
την ιδέα µιας κοινωνικής δικαιοσύνης και από ενα άλλο
είδος ανθρώπινων σχέσεων.

Ο ΕΙΡΩΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΣΟΥ ΒΑΓΕΝΑ


Πάτροκλος Γιατράς ή οι ελληνικές µεταφράσεις της “Ερηµης
χώρας”(1980)

Η γλώσσα του κειµένου του Βαγενά είναι η τεχνική εκείνη


γλώσσα, που χρησιµοποιείται στα φιλολογικά δοκίµια. Το
κείµενο αρχίζει ως εξής:
“Ανάµεσα στις µεταφράσεις της Ερηµης χώρας εκείνη του
Γιώργου Σεφέρη είναι φυσικά η καλύτερη”.121
Ο αναγνώστης λοιπόν θα µπορούσε να πιστέψει ότι ο
συγγραφέας, πανεπιστηµιακός καθηγητής, αναλύει αλήθεια
τις µεταφράσεις της περίφηµης Ερηµης χώρας του Τόµας
Ελιοτ. Πράγµατι, ακολουθούµε τις παρατηρήσεις του

119
Στο ίδιο, σελ.158.
120
ΣΒλ. ∆ΟΎΚΑ, 1993, σελ. 65.
121
Στο ίδιο, σελ. 12.

48
αφηγητή-κριτικού µε προσοχή, όταν υποστηρίζει ότι η
µετάφραση είναι στο βάθος το πιο δύσκολο από τα είδη της
λογοτεχνικής κριτικής και συγκρίνει τις διάφορες
µεταφράσεις του Ελιοτ στα ελληνικά. Αναφέρει γνωστούς
µεταφραστές, όπως είναι ο Σαραντής και ο Σεφέρης. Αλλά
εισάγει και ένα πρόσωπο πλασµατικό, τον Πάτροκλο Γιατρά,
ως έναν σηµαντικό µεταφραστή της ποίησης του Ελιοτ.
Υπογραµµίζει ότι η νέα αυτή µεταφραστική απόπειρα αν
ολοκληρωνόταν, θα µπορούσε να αποβεί αποφασιστικής
σηµασίας για την εξέλιξη της ίδιας της ποίησης. Ο
Πάτροκλος Γιατράς µόλις εξήντα στίχους µετέφρασε, που
πνίγηκαν µέσα στις σελίδες µιας ασήµαντης λογοτεχνικής
επιθεώρησης. Από µόνοι τους αυτοί οι στίχοι δεν είναι
βέβαια αρκετοί, για να αναδείξουν την αξία της εργασίας
του Γιατρά, αλλά ο αφηγητής προσθέτει ότι διαβάζοντας το
ηµερολόγιο του µεταφραστή εκτίµησε την εντιµότητα και
την ακεραιότητά του. Ετσι, το γεγονός αυτό υποχρέωσε τον
αφηγητή να εκτιµήσει την αξία της µεταφραστικής εργασίας
του Γιατρά, που την αξιολογεί ως εξαιρετική. Οµως οι
ανάγκες της καθηµερινής ζωής απορρόφησαν όλη τη
δραστηριότητα του Γιατρά, ο οποίος µόλις που είχε
τελειώσει το γυµνάσιο. Αυτοδίδακτος, εργάστηκε σε
τυπογραφεία, όπου σελιδοποίησε εκατοντάδες βιβλία.
Αργότερα, πολιτικός κρατούµενος, έµαθε να επεξεργάζεται
ένα ύφος συνεκτικό, λιτό και ταυτόχρονα µεστό από
νοήµατα. Στη φυλακή ή στην εξορία, όπου είχε περάσει το
µεγαλύτερο µέρος της γόνιµης περιόδου της ζωής του,
έµαθε σιγά-σιγά τα αγγλικά και έκανε ασκήσεις
µεταφράζοντας Μίλτον, Μπάυρον και Ελιοτ. Ετσι, όταν
έπεσε πάνω στην Ερηµη χώρα, έµεινε έκθαµβος από τη
µαγεία αυτής της υπέροχης ποίησης και η συνάντηση µε το
πνεύµα του Ελιοτ υπήρξε κρίσιµη γι’αυτόν. Κατάληξε να
πιστεύει ότι οι ποιητές δεν είναι άλλο παρά τα όργανα
αυτής της απρόσωπης και υπέρτατης δύναµης που είναι η
ποίηση. Εφτασε στο σηµείο να θεωρεί τα αριστουργήµατα ως
τους µεγάλους ευαγγελισµούς της Ποίησης, που τους
απευθύνει προς την ανθρωπότητα. Γι’αυτό, παρότι η Ερηµη
χώρα ήταν γι’αυτόν ένας τέτοιος ευαγγελισµός, είχε την
εντύπωση ότι ο Τόµας Ελιοτ ψεύτισε αυτό το θείο δώρο.
Εχοντας µια τέτοια ιδέα για την αποστολή του ο Γιατράς
συµβιβάζεται µε τις αρχές και υπογράφει τη δήλωση
µετανοίας, όπου δηλώνει ότι αποκηρύσσε την ιδεολογία,
για την οποία είχε θυσιάσει τα πάντα. Βγαίνει έτσι από
τη φυλακή και αρχίζει να εργάζεται µέρα και νύχτα πάνω
στη µετάφραση του περίφηµου ποιήµατος του Ελιοτ.
Σπρωγµένος από ένα αίσθηµα δικαιοσύνης, ο αφηγητής
απαριθµεί τις διαφορές ανάµεσα στις δύο προσωπικότητες,
την προσωπικότητα του Ελιοτ και την προσωπικότητα του
Πάτροκλου Γιατρά. Ο ένας, ο Ελιοτ, ήταν αρκετά πλούσιος,
πετυχηµένος, βασιλόφρων και θαυµαστής του Μεσαίωνα, ενώ
ο άλλος ήταν ένας αποτυχηµένος επαναστάτης. Οταν ο
Ελιοτ περνούσε τον καιρό του ταξιδεύοντας σε διάφορες
χώρες, ο Γιατράς εργαζόταν σε µια ταβέρνα, στο Λαγκαδά,
κοντά στη Θεσσαλονίκη. Στα 1935 ο Γιατράς διάβαζε τη

49
Μάνα του Γκόρκι και την “Κριτική της πολιτικής
οικονοµίας” του Καρλ Μαρξ, ενώ ο Ελιοτ δηµοσίευε το Φόνο
στη Μητρόπολη. Και το 1948 ο Ελιοτ ταξίδευε στη
Στοκχόλµη, για να παραλάβει το βραβείο Νόµπελ, ενώ ο
Γιατράς µεταφέρθηκε από τις φυλακές της Μακρονήσου στις
φυλακές της Αίγινας. Εξαιτίας όλων αυτών ο Γιατράς ήταν
πεισµένος ότι ο Ελιοτ συνειδητά απέτυχε να δηµιουργήσει
ένα “αληθινό έργο” και χρησιµοποίησε ένα σκοτεινό ύφος,
ώστε να εµποδίσει το λαό να προσεγγίσει την αληθινή
ποίηση. Με τους στοχασµούς του ο αφηγητής κατασκεύασε
µια ιστορία, όπου τα αντικειµενικά δεδοµένα και τα
φανταστικά αντικείµενα δεν κάνουν αντίφαση. Κάτω από το
πρίσµα αυτό, αν ο κόσµος είναι κατασκευασµένος µε τέτοιο
άδικο τρόπο, τότε είναι καλύτερα να µη µιλάς και να µη
γράφεις ποίηση, γιατί µόνον έτσι ο µύθος της ποίησης θα
ανατραπεί. Ετσι το παιχνίδι του Μπόρχες χαρακτηρίζει το
έργο του Βαγενά. Εκείνο που πραγµατικά θέτει είναι το
ζήτηµα της αλήθειας. Ο αφηγητής προσποιείται ότι
αναφέρεταιι σ’ ένα γνήσιο µεταφραστή, που επεξεργάστηκε
την καλύτερη ελληνική µετάφραση του Ελιοτ, αλλά διέπραξε
µια λογοτεχνική αυτοκτονία, αποφασίζοντας να µην τυπώσει
το αριστούργηµά του. Ο Βαγενάς καταγγέλλει µε το µέσο
της ειρωνείας όλους τους αµφίβολους συµβιβασµούς που
συνοδεύουν την άνοδο ενός ανθρώπου των γραµµάτων στην
κορυφή του λογοτεχνικού γοήτρου.
Αυτό το κείµενο, κατά την άποψή µας, αποτελεί µια µεγάλη
στιγµή για την ελληνική λογοτεχνία. Παρακολουθεί µε
επιστηµονική µεθοδικότητα το πώς κατασκευάζεται
κοινωνικά ένα λογοτεχνικό φετίχ, που επαναλαµβάνει in
vitro όλη τη διαδικασία της πνευµατικής αλλοτρίωσης της
ανθρωπότητας.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΩΣ ΑΠΑΤΗΛΟ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΖΩΗΣ

Ο Γιατράς είναι πρώην µέλος του Κοµµουνιστικού Κόµµατος,


που µέσα στη φυλακή, αρχίζει να διαβάζει ποιήµατα. Σιγά
σιγά, µε σκοπό να µεταφράσει το έργο του Eliot, µαθαίνει
την αγγλική γλώσσα.
Όταν έπεσε πάνω στην Ερηµη Χώρα, θαµπώθηκε από τη µαγεία
αυτής της υπέροχης ποίησης και αυτή η συνάντηση µε το
πνεύµα του Eliot στάθηκε αποφασιστική γιαυτόν. Ο
αφηγητής παίζει εδώ µε τα παραθέµατα. Σε µια υποσηµείωση
λέει:
“Από µια σηµείωση του Γιατρά συµπέρανα ότι θεωρούσε το
Θάνατο του Ιβάν Ιλιτς του Τολστόι ως µια ακύρωση της
Εισαγωγής του ανθρώπινου πνεύµατος του Luc Clapier122
και του Μυθιστορήµατος του Γιώργου Σεφέρη που
εκλαµβανόταν ως η οριστική γραφή των Αργοναυτών του
Απολλλώνιου του Ρόδιου.”123

70
∆εν υπάρχει συγγραφέας που να φέρει αυτό το όνοµα.
71
Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος γεννήθηκε το 283 και το έπος του πραγµατεύεται σε 6000 στίχους τις
περιπέτειες του Ιάσονα.

50
Πρόκειται για ένα σχήµα ειρωνείας, γιατί ο Γιατράς δεν
είναι παρά ένας φανταστικός χαρακτήρας που δεν υπήρξε
ποτέ. Ωστόσο η κατάσταση που παρουσίαζει είναι
πραγµατική, γιατί υπήρχαν πολλοί στρατευµένοι στην
αριστερά που θυσίασαν τα πάντα στο όνοµα της Ποίησης.

Η ∆ΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ 1982-1993

Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΣΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ


Εορταστικό τριήµερο στα Γιάννινα (1982)

Μια κοπέλα, σερβιτόρα σ’ένα ταβερνάκι της Αµφιλοχίας,


συναντάει έναν άντρα, που έκανε στάση για να φάει εκεί.
Τα φτιάχνουν και το ζευγάρι ταξιδεύει στα Γιάννινα την
παραµονή της Εθνικής Γιορτής της 28ης Οκτωβρίου.
Η 28η Οκτωβρίου ως επέτειος της ελληνικής νίκης εναντίον
των Ιταλών όφειλε κανονικά να ανακαλεί την οµοθυµία του
ελληνικού λαού εναντίον του εισβολέα. Ωστόσο ούτε αυτή η
αξία, ούτε καµιά άλλη δεν προσελκύει το ενδιαφέρον του
ζευγαριού, που απεικονίζεται στο έργο αυτό. Η αφηγήτρια
ανναφέρεται στον άνδρα χρησιµοποιώντας απλά αόριστες ή
πρσωπικές αντωνυµίες στο τρίτο ενικό πρόσωπο. Αλλοτε τον
αποκαλεί Ροβινσόν παρά τις διαµαρτυρίες του.124
Το περιβάλλον το συγκροτούν άνθρωποι απλοί της
καθηµερινής ζωής της επαρχιακής πόλης, χωρίς κανένα
βάθος. Η υλική πλευρά και η φυσική κάνουν πιο ασήµαντο
και ταπεινό το σκηνικό. ∆εν υπάρχει καµιά πολυτέλεια στο
ξενοδοχείο και η βροχή κάνει την ατµόσφαιρα ακόµα πιο
θλιβερή. Είναι όλα αυτά ο πιο κατάλληλος διάκοσµος, ώστε
να αναδειχθεί µε τρόπο αρχετυπικό µια ιστορία, που
αρχίζει ως ερωτική και καταλήγει σε φανταστική. Μόλις το
ζευγάρι έφτασε στο ξενοδοχείο, ο άντρας δηλώνει ότι έχει
να πάει κάπου, για να κλείσει µια δουλειά. Καθώς η
αφηγήτρια ήταν µόνη στο ξενοδοχείο, αισθάνθηκε την
ανάγκη να βγει για να κάνει µια βόλτα στην πόλη. Και
στην κεντρική πλατεία των Ιωαννίνων τη συνάντησε ένας
φαντάρος, που της πρότεινε να την κεράσει ένα ριζόγαλο
σε µια καφετέρια και στη συνέχεια της ζήτησε να της
κάνει έρωτα µέσα σ’ένα γιαπί. Η αφηγήτρια περιγράφοντας
το οδοιπορικό της στα Γιάννινα απεικονίζει µερικές
σκηνές εντελώς παράλογες, σαν αυτές που υφαίνουν την
καθηµερινότητα χωρίς ωστόσο να εκπλήσσουν κανένα.
Μάλιστα και η ίδια η αφηγήτρια συµµετέχει σε µια τέτοια
σκηνή δίνοντας µια σφαλιάρα σε ένα άγνωστο παιδί,
συνοδευόµενο από τη µητέρα του, επειδή είχε σχίσει το
σταυρό της µικρής του ελληνικής σηµαίας. Η µητέρα του,

124
Βλ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, 1982, σελ. 21

51
καθώς άκουσε το κίνητρο της χειρονοµίας αυτής από την
αφηγήτρια, άρχισε κι’αυτή να τραβάει το αυτί του παιδιού
της. Αργότερα σε µια ταβέρνα, όπου κατάλυσε το ξευγάρι,
η ταβερνιάρισσα άρχισε να παρασκευάζει το τραπέζι για να
σερβίρει, παρότι η αφηγήτρια της είχε δηλώσει ότι δεν
είχαν πάει εκεί για να φάνε. Μετά την επιστροφή της στο
ξενοδοχείο125 η αφηγήτρια περιγράφει τα πρωτόγονα
συναισθήµατα, που ένιωσε κατά τη διάρκεια µιας αρχαϊκής
ερωτικής σκηνής, καθώς ο σύντροφός της µεταµορφωνόταν σε
ένα πελώριο πράγµα, που την ακολουθεί παντού τυλίγοντάς
την µε τα πλοκάµια του. Την κυνηγάει ακόµα και µέσα στο
µπάνιο, όπου κατέφυγε για να γλυτώσει. Η περιγραφή
συνεχίζει να χρησιµοποιεί όρους από το λεξιλόγιο του
φαγητού, για να απεικονίσει τις σκηνές του έρωτα. Στη
συνέχεια η ηρωϊδα πραγµατοποιεί ένα γύρο µεταµορφωµένη
σε µια µπάλα και όταν επιστρέφει βρίσκει το σύντροφό της
να κοιµάται.
Στο τέλος, η ηρωϊδα έχει την εντύπωση ότι δεν είναι παρά
ένας πάσσαλος καρφωµένος στη γη, που τα πουλιά
καταβρόχθισαν κάθε του χυµό, θα µείνει ωστόσο εκεί
καρφωµένος.126 Αλλά το πρωϊ της επόµενης µέρας, όταν ο
σύντροφός της της ανακοίνωσε ότι θάφευγαν για
Θεσσαλονίκη, εκείνη έµοιαζε πολύ ευχαριστηµένη, παρότι
είχε χάσει τη δουλειά της, για να πραγµατοποιήσει αυτό
το εορταστικό τριήµερο στα Γιάννινα.127

Ο ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΚΑΝΝΙΒΑΛΙΣΜΟΣ

Ο φανταστικός χαρακτήρας της σκηνής όπου η ηρωίδα τρώει


τον εραστή της παραπέµπει στους γλωσσικούς κώδικες που
χρησιµοποιούνται στην Ελλάδα. Πρόκειται για µια
υπερβολή του νοήµατος, γιατί στο βάθος υπερβολές όπως
“τρώει το φύλο µου” δεν είναι παρά κοιµισµένες
υπερβολές της προφορικής γλώσσας. Αλλωστε το λεξιλόγιο
της ελληνικής γλώσσας και µάλιστα της αργκό είναι
γεµάτο από τέτοιες υπερβολές: άνοιξε η γη και τον
κατάπιε, του ήπιε το αίµα. Ο Charles Boucovski το 1973
στο Ερωτικές ιστορίες της καθηµερινής τρέλας παρουσιάζει
επίσης µια σκηνή καννιβαλισµού, στην οποία µια γυναίκα
αποκόβει το ανδρικό µόριο του συντρόφου της και αυτή η
σκηνή έχει µεγάλες οµοιότητες µε την ανάλογη σκηνή στη
Σωτηροπούλου. Μια γυναίκα έκοψε το ανδρικό µόριο του
συντρόφου της. Στo Εορταστικό τριήµερο128 η γραµµική
ιστορία διακόπτεται συνεχώς από την προβολή
αρχετυπικών εικόνων. Εποµένως η ανιστορικότητα του
κειµένου της Σωτηροπούλου βασίζεται ακριβώς σ’αυτή
την πλευρά. Η ανθρωπολογία διδάσκει ότι ο

125
Στο ίδιο, σελ. 26.
126
Στο ίδιο, σελ.27-38.
127
Στο ίδιο, σελ.42.
128
Βλ. ELIADE, 1957, σελ. 273.

52
πρωτόγονος κατά τη διάρκεια της γιορτής παραβιάζει
τους θεσµούς, έτσι ώστε να γίνει δυνατή η αναδροµή στην
απόλυτη αρχή του χρόνου. Και ο χρόνος δεν µπορεί να
έχει παρόν, παρελθόν ή µέλλον, αν λείψει η σκοπιά
του υποκειµένου, µέσα στο πνεύµα του οποίου ο χρόνος
υπολογίζεται. Τότε ο χρόνος δεν είναι άλλλο παρά το
αποτέλεσµα των αισθηµάτων. Στον ανθρωπολογικό αυτό κόσµο
χωρίς χρόνο, ξαναβρίσκουµε την ιεραρχική σχέση των
προσώπων που είναι µια σχέση κυριαρχίας και υποταγής.
Μπορούµε λοιπόν να υποστηρίξουµε µαζί µε τον
Zιraffa129 ότι το Εορταστικό τριήµερο στα Γιάννινα
υπακούει στην ίδια αρχή, στην οποία υπακούει η
µυθολογική λογοτεχνία, που είναι ταυτόχρονα οργανική και
ανιστορική. Αυτός είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος για ν’
απεικονιστεί η νίκη της φύσης πάνω στον πολιτισµό,
πράγµα που φαίνεται ν’απασχολεί τη σκέψη της
Σωτηροπούλου.
Το φανταστικό στη Σωτηροπούλου εξαρθρώνει τον
ορθολογιστικό λόγο. Εντούτοις ο ρεαλισµός παραµένει το
θεµέλιο του φανταστικού. Οι σκηνές που περιγράφονται από
την αφηγήτρια είναι πραγµατικές και εκτυλίσσονται σ’ένα
πλαίσιο πραγµατικό: η πόλη των Ιωαννίνων, οι πλατείες, η
λίµνη και τα καφενεία στο κέντρο της πόλης. Αυτό που
απορρίπτει εδώ η Σωτηροπούλου είναι η οριζόντια αφήγηση
και οι ηθικές συµβάσεις. Τα δύο κυρίαρχα µοτίβα, η
εικόνα της Μαινάδας και το “πράγµα” εξουδετερώνουν τις
παραπάνω συµβάσεις. Υπάρχει µια διάλυση της ηρωίδας, που
απεικονίζει την κατάσταση µιας γυναίκας χωρίς αξία, και
χωρίς ρίζα, αφού πράγµατι η ηρωϊδα δεν ανήκει πουθενά.
Και η µεταµφίεση του άντρα σε πράγµα και της γυναίκας σε
µπάλα αγκαθωτή παραµένει στην περιοχή του µυστηρίου,
γιατί σ’αυτό το κείµενο η “αιτιότητα” είναι φανταστική.
Εάν η ηρωίδα του Εορταστικού τριήµερου στα Γιάννινα
έφαγε το φίλο της, δεν είναι γιατί ο φίλος της κοιµόταν
µε την αδελφή της, κάτι το οποίο θα ήταν µια τυπική
δικαιολογία σε δικαστικές υποθέσεις. Αντίθετα,
καταλαβαίνουµε ότι η ιδέα της συγγραφέα για τη ζωή και
την τέχνη εκφράζεται µε τρόπο συµβολικό. Η Σωτηροπούλου
είναι µία από τις συγγραφείς που κατά τη διάρκεια της
δεκαετίας του ’80 δεν ενδιαφέρονται για τα πολιτικά
πράγµατα και δεν κοιτάζουν την πραγµατικότητα µε τα
µάτια της κοινής λογικής, αλλά µέσα από µια διαδραστική
οπτική, που νοηµατοδοτεί µε το δικό της τρόπο την κοινή
γλώσσα. Εάν δεν υπάρχει µέσα στο έργο ενότητα της σκέψης
µε την πράξη ή µε το υπάρχον, τότε τα πραγµατικά κίνητρα
των πράξεων των ηρώων είναι ασαφή. ∆εν προβάλλει βέβαια
µια συγκεκριµένη πρόταση ζωής µπροστά στην κοινοτυπία
της πραγµατικής ζωής. Πρόκειται µόνο για µια εξέλιξη στο
εσωτερικό της ψυχής. Η αντίθεση που αναδύεται σ’αυτήν
την περίπτωση δεν είναι παρά µια αφηρηµένη αντίθεση,
δηλαδή µια αντίθεση γενικά ενάντια στ
ην καθηµερινή ζωή. Σε κείµενα σαν και αυτό της
Σωτηροπούλου δεν υπάρχουν σκοποί, ο κόσµος είναι
129
Βλ. ZERAFFA, 1975, σελ.95

53
ανεξήγητος, η προσωπικότητα διαλύεται και αυτό που
λείπει είναι η συνείδηση που θα µπορούσε να δώσει στον
κόσµο µια λογική µορφή. Γιατί όλα όσα συµβαίνουν σ’αυτό
το διήγηµα απέχουν πολύ από την καρτεσιανή σκέψη που
συνοψίζεται στην περίφηµη φράση: “ Quelqu'un de tout-
puissant qui serait capable de constituer le monde comme
songe ne saurait κtre que trompeur ” (Κάποιος
παντοδύναµος που θα ήταν ικανός να συγκροτήσει τον κόσµο
ως όνειρο δεν θα ήταν παρά απατεώνας.)
Αντίθετα µε το πνεύµα του Καρτέσιου, εδώ το όνειρο και η
φαντασία δεν κατηγορούνται ως απατηλά. Και αυτό ισχύει
στο Εορταστικό τριήµερο στα Γιάννινα, αφού το αµφίσηµο
διατηρείται ως το τέλος.
ΤΈΛΟς Θυµίζουµε τα δύο περιστατικά του αφηγήµατος, που
χαρακτηρίζουν τον παραλογισµό της ελληνικής
καθηµερινότητας. Σ’ έναν περίπατο στους δρόµους της
πόλης, η αφηγήτρια δίνει ένα χαστούκι σ’ ένα άγνωστο
παιδί, γιατί είχε σχίσει το σταυρό από την ελληνική
σηµαιούλα του. Η µητέρα του, αφού κατάλαβε το κίνητρο
της χειρονοµίας, άρχισε, και αυτή επίσης, να κάνει
παρατηρήσεις στο παιδί τραβώντας του το αυτί. Και
αργότερα, σε µια ταβέρνα, η σερβιτόρα άρχισε να
ετοιµάζει το τραπέζι για να σερβίρει, παρόλο που η
αφηγήτρια της είχε δηλώσει ότι δεν είχαν πάει για να
φάνε.130 Βλέπουµε λοιπόν ότι στην πρώτη περίπτωση η
συγγραφέας παρωδεί τον τρόπο, µε τον οποίο οι γονείς
εµφυσούν την πίστη στα σύµβολα. Στη δεύτερη περίπτωση,
υπογραµµίζει την παράλογη κατάσταση που χαρακτηρίζει τις
πιο απλές δραστηριότητες της καθηµερινότητας. Στο
ακόλουθο κείµενο, η αφηγήτρια χρησιµοποιεί λέξεις
απαγορεύµενες σε δηµόσιους χώρους από την ελληνική
κουλτούρα.
“∆ιέκρινα στο λυκόφως ένα κουβάρι µαύρης κλωστής ανάµεσα
στα σαγόνια της. Ένα κοκκινωπό λειρί του πετεινου
ξεπρόβαλλε ανάµεσα στις τρίχες. Αυτός τρώει το µουνί
µου, σκέφτηκα. Είδα ότι η κλειτορίδα µου ήταν ροζ και
άµορφη όπως η γλώσσα ενός εµβρύου. ”131

ΑΠΟ-ΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ∆ΗΜΗΤΡΗ ∆ΕΛΗΟΛΑΝΗ


Pusher, το βήµα της αλεπούς(1983)

Ο Μπαµπουλές, ο αφηγητής, πουλάει ναρκωτικά στους


φοιτητές, Ελληνες και Ιταλούς, που συµµετέχουν στις
βίαιες διαδηλώσεις της Ρώµης. Μόλις έχει φτάσει εδώ από
την Περούτζια και στο διαµέρισµα του Στέφανου, µε τον
οποίο συµµετείχε στην ίδια τροµοκρατική οργάνωση,
συναντάει µια όµορφη σπουδάστρια, τη Foxtrot, φοιτήτρια
µιας πανεπιστηµιακής σχολής της Ρώµης, που του ζητάει
µια µικρή ποσότητα ηρωϊνης. Ο αφηγητής έχει µια νέα
130
Βλ. Σωτηροπούλου, 1982, σελ. 26
131
Στο ίδιο, σελ. 30.

54
συνάντηση µαζί της, και εκείνη του οµολογεί την αηδία
της για έναν άλλο έµπορο ναρκωτικών, το Αγριόγατο, που
είναι ο τύπος του “κακού και φασίστα εµπόρου
ναρκωτικών”. Ο Αγριόγατος δεν ενδιαφέρεται αν οι πελάτες
πεθάνουν εξαιτίας της νοθευµένης ηρωϊνης, που τους
πουλάει. Ο Μπαµπουλές αναζητώντας τη Foxtrot
επισκέπτεται διαδοχικά το ένα µετά το άλλο τα αµφιθέατρα
του πανεπιστηµίου, που έχει καταληφθεί από τους
φοιτητές.
Στην επόµενη αφηγηµατική ακολουθία η Foxtrot
εξοµολογείται στον Μπαµπουλέ ότι έχει στην κατοχή της,
στο σπίτι της, µια µεγάλη ποσότητα ηρωϊνης. Στα µάτια
του κεντρικού προσώπου αυτό το πακέτο ηρωϊνης θεωρείται
σαν ένας εφικτός στόχος. Κάνει σχέδια για να βάλει στο
χέρι το πακέτο, αλλά η αναγγελία της κατάληψης των
εγκαταστάσεων του Πανεπιστηµίου της Ρώµης τον οδηγεί να
ξανασκεφθεί τους στόχους του. Κατά την επίσκεψή του στο
πανεπιστήµιο, πρόσωπα γνωστά του από παλιότερα, από το
Μάη του ’68 και από το ’73 περνούν µπροστά του σαν µια
θλιβερή παρέλαση. Σκηνές από φοιτητικά πάρτυ και από
χρήσεις ναρκωτικών διαδέχονται ενότητες απεικόνισης των
φοιτητικών εξεγέρσεων, των συνελεύσεων και των πολιτικών
λόγων. Ο Μπαµπουλές παίρνει τις αποστάσεις του σε σχέσηη
µε την ιδεολογία και τη δράση των Ερυθρών ταξιαρχιών.
Στην επόµενη ενότητα, η Αλεξάνδρα, µια ωραία και πλούσια
φοιτήτρια, του ζητάει ηρωϊνη γι’αυτήν και για τη φίλη
της. Θα ήταν η πρώτη της φορά. Αλλά κατά τη “µύηση” το
ένα από τα δυο κορίτσια λιποθυµάει. Στη συνέχεια ο
Μπαµπουλές βρίσκει το πακέτο µε την ηρωϊνη της Φοξτρότ
και αναχωρεί για τη Μπολώνια. Εκεί βρίσκει το Μινού,
έναν παλιό φίλο, στρατευµένο στα κοινωνικά κινήµατα. Ο
Μινού άλλοτε πίστευε στη σπουδαιότητα της εργατικής
τάξης, αλλά τώρα περιορίζει τους στόχους του και
διευθύνει µια οµάδα, που δρά για τα δικαιώµατα των
άστεγων. Κατά τη διάρκεια µιας συνέλευσης των φοιτητών,
ο Μινού, αφού αγόρευσε για τη σηµασία των φοιτητικών
εκδηλώσεων στις µεγάλες πόλεις της Ιταλίας, δίνει το
µικρόφωνο στον Μπαµπουλέ, για να εξιστορήσει το τι
συνέβη στη Ρώµη. Ο Μπαµπουλές, µπροστά σ’ένα
επαναστατηµένο ακροατήριο, εκθέτει την ιδέα, ότι δεν
πρέπει να αναζητούν τις αιτίες του σπουδαστικού
κινήµατος στα λάθη του σοσιαλδηµοκρατικού κράτους, αλλά
στις ανάγκες των περιθωριοποιηµένων µαζών, που
αναγκάζονται να αφοµοιωθούν στην παραγωγή. Πρόκειται
λοιπόν για ένα ζήτηµα σύγκρουσης και εξουσίας. Γι’αυτό
οι µάζες δεν πρέπει να απορρίψουν τη δυνατότητα
ανατροπής και καταστροφής του καπιταλιστικού συστήµατος.
Αργότερα στο διαµέρισµα του Μινού οι τοξικοµανείς φίλοι
του διασκεδάζουν παίρνοντας ναρκωτικά και µια γυναίκα
κλέβει από το Μπαµπουλέ το πακέτο ηρωϊνης, που είχε στην
κατοχή του. Ο Μπαµπουλές αρχίζει νέα αναζήτηση και
φτάνει στο διαµέρισµα του Αγριόγατου, που ήταν ο ντήλερ
χωρίς αναστολές και που προµήθευε όλη τη γειτονιά, ακόµη
και το Μινού. Στη συνέχεια κατά τις σπουδαστικές

55
ταραχές, ο Μπαµπουλές πουλάει σχεδόν όλο το εµπόρευµα
στα µέλη των αναρχικών οµάδων, που είχαν καταλάβει ένα
κτίριο στο κέντρο της πόλης. Σε µια νέα συνέλευση µια
γυναίκα µιλούσε για την τάξη των αγροτών και για την
κουλτούρα τους, που κατά την άποψή της ήταν θεµελιωµένη
στη µαγεία, που είναι µια κοσµοθεωρία πιο πλούσια από
την κοσµοθεωρία, που θεµελιώνεται στη λογοκρατία του
βιοµηχανικού πολιτισµού. Και πρόσθεσε ότι οι µυηµένοι
στη χρήση ναρκωτικών είναι οι πιο ικανοί να κατανοήσουν
το νόηµα της µαγικής κουλτούρας των αγροτών.
Κατά τη διάρκεια της κατάληψης αυτού του κτιρίου, οι
αναρχικές οµάδες σχεδιάζουν να λεηλατήσουν µαγαζιά, ενώ
άλλοι σπουδαστές προτείνουν να κάνουν διαδηλώσεις στο
κέντρο της πόλης. Ο αφηγητής κρατάει αποστάσεις και από
τους εξτρεµιστές, γιατί δε θέλει να αφοµοιωθεί από τον
όχλο. Ολη η απεικόνιση των εκδηλώσεων αυτών διαπνέεται
από ένα τόνο ειρωνείας και κριτικής διάθεσης. Αργότερα,
η κατάληψη της πανεπιστηµιακής σχολής της Ιατρικής από
µια χριστιανική οργάνωση προκαλεί την αντίδραση των
εξτρεµιστών και η µάχη καταλήγει σε ακρότητες. Τέλος,
όταν αρχίζουν οι αστυνοµικές διώξεις, ο Μπαµπουλές, ο
Μινού και µια γυναίκα, το σκάνε µε αυτοκίνητο προς τη
Ρώµη. Και καθώς τρέχανε προς τον αυτοκινητόδροµο,
αστυνοµικοί πυροβόλησαν εναντίον τους. Ο αφηγητής ακούει
τους πυροβολισµούς γύρω του και βλέπει τους δύο
συντρόφους του να καταρρέουν και τα ασθενοφόρα να
φτάνουν επί τόπου.

Ο ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ Ι∆ΩΜΕΝΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΟΥ


ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ

Ο αφηγητής τοποθετείται στο µέσο ανάµεσα στις δύο


φάσεις των φοιτητικών αγώνων της Ιταλίας: η πρώτη ήταν η
εικόνα των εξεγέρσεων του 1968 και του 1973, γεµάτη από
ελπίδα και κουράγιο, και η δεύτερη είναι η εικόνα ενός
κινήµατος που υποβαθµίζεται σε στόχους ολοένα και
περισσότερο εξτρεµιστικούς και πιο εξευτελιστικούς από
τη χρήση ναρκωτικών. Κάνουµε µνεία της σκηνής, όπου ο
Μπαµπουλές ψάχνοντας για τη Foxtrot επισκέπτεται
διαδοχικά τα αµφιθέατρα του Πανεπιστηµίου της Ρώµης και
τα σπίτια, όπου οι φίλοι κάνουν ενέσεις ηρωίνης. Ο
Μπαµπουλές δεν αυτοπαρουσιάζεται σαν ήρωας, αλλά σαν
κάποιος που πουλάει ναρκωτικά στους φοιτητές, Έλληνες
και Ιταλούς που συµµετέχουν σε βίαιες διαδηλώσεις στη
Ρώµη. Οταν µάλιστα επιστρέφει από την Περούτζια, στο
διαµέρισµα του Στέφανου, µε τον οποίο συµµετείχε στην
ίδια τροµοκρατική οργάνωση, συναντά µια όµορφη
φοιτήτρια, τη Foxtrot:
“ Τη συνάντησα για πρώτη φορά στο σπίτι του Στέφανου.
Είχα µόλις γυρίσει από µια πολύ επικερδή επιχείριση στην
Περούτζα κι αισθανόµουν τη µεγάλη επιθυµία να
ξανασυναντήσω την αγέλη, τους φιλαράκους µου. Ήταν
ακουµπισµένη στο κρεβάτι και κοιτούσε σιωπηλά τους
πάντες. Κάθε τόσο µιλούσε µε κάποιον άγνωστο, της

56
συνοικίας Appio, όπως έµαθα αργότερα. Είχε κοντά µαλλιά
µε µωβ και ροζ φράντζες που της έπεφταν στα µάτια... Μού
απάντησε ότι την λένε Foxtrot…Σηκώθηκα απογοητευµένος
και πήγα κοντά στο Στέφανο, για να τον βοηθήσω να
ρολλάρει ένα. Ανάψαµε το τζόιντ και βάλαµε τους Βαν
ντερ Γράαφ στο στέρεο... Ο Στέφανος σηκώθηκε για να πάει
να δει τι γίνεται κι έκατσε δίπλα µου ο ∆ιπλός...
Αρχίσαµε ένα κατεβατό για το θεώρηµα του Φερµά, αλλά
µετά από ώρες η συζήτηση κατέληξε ως συνήθως στην ήρω.
∆εν ήθελα να ξανοιχτώ, παρόλο που όλοι εκεί µέσα ήξεραν
ότι ντηλάριζα χωρίς ενδοιασµούς.”132
Μια κάποια εφηµερίδα δηµοσίευσε ένα άρθρο που σχολίαζε
την πώληση ηρωίνης που περιείχε στριχνίνη. Ετσι στη
συνάντηση µε την Foxtrot, εκείνη δήλωσε ότι γνώριζε
ποιοι είναι οι ανταγωνιστές που έβαλαν στρυχνίνη στην
ηρωίνη που πούλησε ο Μπαµπουλές και τον ενηµερώνει
σχετικά:
“Ξέρω, ξέρω, έχω σουτάρει κι εγώ απ’το πράµµα του
Μαλλιά. Γιατί όµως στριχνίνη αυτοί οι πούστηδες;
-Είναι µέρος του σχεδίου. Τους πληρώνει η κυβέρνηση για
να λύσουν µια για πάντα το πρόβληµα της τοξικοεξάρτησης
στην Ιταλία.”133

Η ΖΩΗ ΩΣ ΠΑΙΓΝΙ∆Ι ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΟΝΕΣ

Παρατηρούµε λοιπόν ότι ο αφηγητής του έργου αυτού


ζωγραφίζει το αυτοπορτρέτο του χωρίς την παραµικρή
προσπάθεια να ωραιοποιήσει τα πράγµατα. Ο κυνισµός του
κατακλύζει κάθε δραστηριότητα της ζωής του, αφού ακόµα
και οι ερωτικές σκηνές αποτελούν µέρος του άθλιου
εµπορίου ναρκωτικών. Σε µια ερωτική σκηνή που έλαβε χώρα
στο σπίτι του Χριστιανού, η ερωτική επικοινωνία
αντικαθίσταται από την έγνοια για την ηρωίνη:
“Ηταν πραγµατικά όµορφη, χωρίς εκείνο το χαρακτηριστικό
σπασµό του προσώπου των τοξικών, που δίνει µια δραµατική
εµφάνιση και στην πιο απλή τους κίνηση. Την πήρα και την
πήγα σπίτι µου. Στο δρόµο δεν έκανε αδιάκριτες
ερωτήσεις..Ετσι µοιραία, γδύθηκε κι έπεσε στο κρεβάτι
µου χωρίς να κάνει έκκληση στη λίµπιντο κανενός. Το πρωϊ
ξύπνησε πρώτη και την άκουσα ν’ανακατεύει τα πράγµατα
στο δωµάτιό µου.-Εχω δύο χρυσόχαρτα µέσα στο βαζάκι της
είπα. Πήρε ένα κουταλάκι από την κουζίνα κι άρχισε την
ιεροτελεστία”134
Αλλά το εµπόριο ναρκωτικών στους φοιτητικούς κύκλους
διαπνέεται από ένα σκληρό ανταγωνισµό χωρίς κανόνες,
ιδίως όταν ένας άλλος έµπορος, ο Αγριόγατος, εµφανίζεται
στην αγορά των φοιτητών. Πρόκειται για τον τύπο του
“φασίστα εµπόρου”, που δεν ενδιαφέρεται αν οι πελάτες
του πεθάνουν εξαιτίας των ναρκωτικών που πουλάει. Αυτός
ο ανταγωνισµός προκαλεί τη σύµπτωση των τεσσάρων
132
Βλ. ∆εληολάνης, σελ.17-18.
133
Στο ίδιο, σελ. 9.
134
Στο ίδιο, σελ. 11.

57
επιπέδων της ζωής σ’ένα: Το επίπεδο της προσωπικής ζωής,
το επίπεδο των πολιτικών δραστηριοτήτων, το επίπεδο των
σπουδών και το επίπεδο του εµπορίου. Αλλά οι όροι
χαρακτηρίζονται από την απουσία κανόνων. Για παράδειγµα
η Foxtrot που είχε αρχίσει µια ερωτική σχέση µε τον
Μπαµπουλέ του εξοµολογείται ότι έχει στην κατοχή της,
στο σπίτι της, µια µεγάλη ποσότητα ηρωίνης. Η σκηνή που
παραθέτουµε καταδεικνύει την υποβάθµιση των προσώπων που
δε νιάζονται πια για αξιοπρέπεια και δεν έχουν ηθικούς
ενδοιασµούς:
“-Το θέµα είναι τι κάνουµε τώρα. Έχω περίπου ένα κιλό
στο σπίτι µου...’. Ξαφνιαστήκαµε. Η µικρή είχε δικτυωθεί
για τα καλά, γι’αυτό ενοχλούσε τους µάγκες του Σαν
Λορέντζο. Ο Στέφανος της επιτέθηκε: -‘ Τότε τι µιλάµε
τόση ώρα, ρε τσούλα; Φανέρωσε τα χαρτιά σου. Ποιο είναι
το κύκλώµά σου; ’ Κοίταζα αυστηρά το Στέφανο. Στο κάτω
κάτω αυτός τι σχέση είχε. Αλλά δεν είπα τίποτα.
Ενδιαφερόµουν κι εγώ να καταλάβω πώς τό ‘παιζε η
Foxtrot..Ο Στέφανος της όρµησε χτυπώντας την...Μου είπε:
Ωραίες γκόµενες πας και πετυχαίνεις…Μετά από λίγο
βγήκαµε για το πανεπιστήµιο.”135

Η ΑΠΟΪ∆ΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

Η τυπική συγκέντρωση των φοιτητών σε µια µεγάλη ιταλική


πόλη γίνεται ο χώρος που πραγµατικά ενώνει τους
φοιτητές, ιδεολόγους και εµπόρους ναρκωτικών. Το
κεντρικό µοτίβο του κειµένου που ακολουθεί είναι η
κατάληψη των πανεπιστηµιακών σχολών της Ρώµης. Μ’αυτή
την εικόνα ο συγγραφέας φτάνει στο σκοπό του οδηγώντας
τον πρωταγωνιστή να σκεφτεί τους στόχους και το νόηµα
της ζωής του. Αυτό το στοιχείο είναι που εισάγει εδώ τη
διαδραστική οπτική, η οποία αποτελεί το γενικό
ερµηνευτικό σχήµα των εξεταζόµενων έργων. Κατά την
παρουσία του στο πανεπιστήµιο, συναντά τους ήρωες του
χθες που είναι οι παγιδευµένοι του σήµερα.
“Από µπροστά µου πέρασε ολόκληρη γκαλλερί από ζωντανούς
νεκρούς, ατίθασους φυλακισµένους, πρώην πελάτες µου,
αποµεινάρια του κινήµατος του ‘60, του ’68, του ’73,
φεµινίστριες της άµπωτης που έψαχναν για καµάκι και άλλα
διάφορα όντα του περίεργου αυτού ζωολογικού
κήπου…Ξαφνικά, ο Στέφανος πέταξε τη γόπα του τζόιντ και
άρχισε να τραγουδάει δυνατά, όρθιος δίπλα στο πολύ
αξιότιµο προεδρείο. ‘Στο µετρό βίασε, βίασέ µε και
ακόµα λίγο βίασε, βίασέ µε’ χοροπηδώντας πάνω στις
µαύρες µπότες του. Οι πολιτικοί του προεδρείου
χαµογέλασαν συγκαταβατικά. Από την άλλη γωνία της
αίθουσας ορισµένοι πουντραρισµένοι πιτσιρικάδες, µε
βαµµένα µάτια και µάγουλα, βρήκαν την ευκαιρία
ν’αρχίσουν κι αυτοί σαµατά, φωνάζοντας στα αγγλικά:
‘Σκότωσε το φτωχό, σήµερα το βράδυ’. Η Χίνα σήκωσε δύο
δάχτυλα στον αέρα σαν µπιστόλι, ουρλιάζοντας Εργατική
135
Στο ίδιο, σελ. 15.

58
αυτονοµία, Οργάνωση, Ένοπλη Πάλη, Επανάσταση’. Η
βαρυσήµαντη συνέλευση είχε πια διαλυθεί. Κάθε οµάδα είχε
αρχίσει πια το µπουρδέλο για λογαριασµό της κι ιδιαίτερα
οι Αυτόνοµοι αιστάνθηκαν την έκκληση της αγέλης και
συγκεντρώθηκαν κάτω από το πολύ αξιότιµο προεδρείο. ”
136

Από δω και στο εξής η βία και η υποψία αποτελούν µέρος


του παιχνιδιού της ζωής:
“Το φιλµ ‘The Rocky Horror Picture Show’ το είχαµε ήδη
δει τουλάχιστον τέσσερις φορές ο καθένας. Αλλά ήταν µια
ευκαιρία για σαµατά…Εγώ και η Foxtrot καθίσαµε λίγο
απόµερα. Ο Αγριόγατος είχε εξαφανιστεί. ∆εν µπορώ να πω
ότι η προβολή ήταν χωρίς επεισόδια: ο Ριχάρδος και η
Ισπανίδα στην αρχή παίζαν κυνηγητό µέσα στη σκοτεινή
αίθουσα. Υστερα έκαναν εµετό. Ο Στέφανος ούρλιαζε σε
κάθε τραγούδι της ταινίας. Αλλά τα πράγµατα παραέγιναν
όταν ύστερα από µια σύντοµη συµπλοκή µε δυο άσχετους, το
Φίδι άρχισε να ξηλώνει τις πολυθρόνες. Η προβολή
διακόπηκε και µπήκε µέσα κάποιος µε δύο µπάτσους.
Φοβόµουν ότι το Φίδι ήταν φορτωµένο µε κανένα εννιάρι κι
έτσι σκούντησα την Φοξτρότ για να φύγουµε.-Αντε, µου
κάνει, πάµε να ξεσκίσουµε τους µπάτσους.. και µου
δείχνει ένα στιλέτο εφτά δάχτυλα περίπου, που κρατούσε
ανάµεσα στα σκέλια της. -Θα µας γαµήσουν όλους, της
κάνω.. Και πράγµατι όταν βγήκαµε είδα άλλα δύο
περιπολικά να έρχονται…Οταν κάναµε καµιά εικοσαριά µέτρα
ακούσαµε από πίσω µας ένα βουητό, µια πολεµική ιαχή, κι
αµέσως ύστερα πυροβολισµούς…Ο Ριχάρδος, το Φίδι και
µερικοί άγνωστοι γυρνούσαν κάθε τόσο και ρίχναν προς
τους αστυνοµικούς που τους κυνηγούσαν. Ο Στέφανος έριξε
µια κλωτσιά στη βιτρίνα του κινηµατογράφου και ύστερα
άρχισε να τρέχει σα λαγός προς το µέρος µας.”137
Το ίδιο συµβαίνει και στη Μπολόνια όπου ο πρωταγωνιστής
κρατά τις αποστάσεις του σε σχέση µε την ιδεολογία και
τη δράση των “ Ερυθρών Ταξιαρχίων”. Εκεί συναντά τον
Minou, έναν παλιό φίλο, στρατευµένο στα κοινωνικά
κινήµατα. Ο Minou πίστευε άλλοτε στην κεντρική σηµασία
της εργατικής τάξης, αλλά τώρα είχε µειώσει τους στόχους
του και διηύθυνε µια οµάδα που ενεργούσε για τα
δικαιώµατα της S.D.F. Η κύρια σκηνή του διηγήµατος που
αναπαριστά µια τέτοια συγκέντρωση δυσφηµίζει το
φοιτητικό κίνηµα:
“ΜΙΑ ∆ΙΦΟΡΟΥΜΕΝΗ ΟΥΤΟΠΙΑ ΕΦΤΑΣΑ στην Μπολόνια κατά τις
µία. 'Εβρεχε. Είχα έναν φίλο, το Μινού, που το 'χε
σκάσει από τη Ρώµη εδώ και πολλά χρόνια για κάτι
ιστορίες µε φασίστες κι είχε εγκατασταθεί στην
Μπολόνια… Ο Μινού είχε αχδµη το τριπ της πολιτικής. Απ
οτι ήξερα είχε εγκαταλείψει τους νεανικούς
ενθουσιασµούς για την κεντρικότητα της εργατικής τάξης
για να αφοσιωθεί στην οικοδόµηαη ενός κινήµατος
άστεγων..[Μια τύπισσα] Μου εξήγησε δτι ο Μινού ήταν στο
πανεπιστήµιο, κι δτι αν ήθελα έπρεπε να τον ψάξω εκεί.
136
Στο ίδιο, σσ. 17-18.
137
Στο ίδιο, σσ. 32-33.

59
Αδιαφορώντας για τις έντονες διαµαρτυρίες της, χώθηκα
στο σπίτι και κατευθύνθηκα στο δωµάτιο του Μινού… Ο
Μινού επέµενε ατην αναγκαιοτητα να επεκταθει το κiνηµα
των χαταλήψεων και στην Μπολόνια. 'Ηταν πολύ
συγκεκριµένος, συνδικαλιατικός θα έλεγα, στην απαρίθµηαη
των διεκδικήσεων που έπρεπε να προβάλει το κίνηµα και
που αφορούααν ως επί το πλείατον, τις κοινωνικές
υπηρεσίες, τη στέγη ιδιαίτερα, που ο κόκκινος δήµος
αρνούνταν να προαφέρει ατους εκτός έδρας φοιτητές… Τότε
η πλατεία διαιρέθηκε στα δύο κι άρχισε να ουρλιάζει
συνθήµατα: η µία πλευρά εναντίον της άλλης. Ο Μινού
διέκοψε ήρεµα την οµιλία του….Πλησίασα τον Μινού και του
έκανα νόηµα πάνω από τα κεφάλια οριαµένων που είχαν
στρογγυλοκαθίσει γύρω από το βήµα. Μdλις µε είδε µου
φώναξε: -Τι κάνει η Ρώµη; ∆εν κατάλαβα αν αναφερόταν
στην κατάληψη ή στο επεισόδιο του σινεµά. ∆ίστασα να του
απαντήσω µπροστά σ’ δλους αυτούς τους άγνωστους
πιτσιρικάδες κι άρχισε να µε ειρωνεύεται φωναχτά
λέγοντας ότι ως συνήθως εγώ δεν ήξερα τίποτα, δεν είδα
τίποτα, δεν άκουαα τίποτα σαν τα γνωστά τρία πιθηκάκια.
Καθώς δεν απαντούσα, σκαρφάλωσε πάλι ατο βήµα και,
διακόπτοντας τον οµιλητή, που επεξηγούσε πόσο κακιά ήταν
η σοσιαλδηµοκρατία που, όπως στη Γερµανία, σκοτώνει τους
συντρόφους στη φυλακή, άρχισε να φωνάζει από το
µικρόφωνο:-Σύντροφοι, µόλις τώρα ήρθε ένας σύντροφος από
τη Ρώµη που θέλει να ανακοινώσει κάτι ατη συνέλευση εν
ονόµατι του κινήµατος της Ρώµης”. Ο σύντροφος από την
Ρώµη ήµουν βέβαια εγώ… Αφού έριξα µε πολύ κακία µία
µατιά στον Μινού, που είχε στρογγυλοκαθίσει κάτω από το
βήµα, δεν µπόρεσα να απαγορεύσω στον εαυτό µου να
εκτοξεύσει και µερικά βέλη εναντίον της Αυτονοµίας. Mόvo
η άγνοια, υποστήριξα, επιτρέπει να µιλάµε για
καταπιεστική σοαιαλδηµοκρατία ατην Ιταλία, από τη στιγµή
που αυτός ο όρος βασίζεται ακριβώς στην οργάνωση ενός
κάποιου “γουέλφεαρ” για να αµβλυνθεί η κοινωνική ένταση.
Το παιχνίδι παίζεται στο επίπεδο της κυριαρχίας, της
τακτοποίησης του κοινωνικού ιστού…Πάντως, κατέληξα, η
αποσύνθεση δεν πρέπει να απορριφθεί, όπως υποστηρίζουν
ορισµένοι βετερο-λενινιατές, αλλά να Θεωρηθεί σαν το
πρωτεύον επίπεδο αναµέτρηαης µεταξύ του κεφαλαίου και
των ανερχόµενων κοινωνικών στρωµάτων σήµερα, στ!ς
ιµπεριαλιστικές µητροπόλεις. Είχα καταφέρει, παρόλο που
το ακροατήριο προφανώς δεν το κατάλαβε, αν κρίνω από τα
µουδιασµένα χειροκροτήµατα που συνόδευσαν τη λήξη της
οµιλίας µου, να πλήξω τους Αυτόνοµους από τα αριστερά,
πράγµα που µου έδινε ιδιαίτερη ικανοποίηαη.”138
Εγκαθιδρύεται έτσι από τον αφηγητή µια αιτιώδης σχέση
ανάµεσα στην αµφισβήτηση της ίδιας της ουσίας της
ουτοπίας και στον κυνισµό του εµπορίου ναρκωτικών.

ΜΑΓΙΚΟΣ ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ∆ΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ


Το µοναστήρι νάν’ καλά. Μυθιστόρηµα ορθοδοξίας, πίστης
και αναρχίας (1983 )

138
Στο ίδιο, σσ. 38-41

60
Ο αφηγητής µε τους συντρόφους του, την Ελβίρα, το
Γιάννη, το Σόλωνα, το Μίλτον και το Μάκη, όλους
αηδιασµένους εξαιτίας της αποτυχίας των κοινωνικών
κινηµάτων, αποφασίζουν να πάνε να κάνουν προσκύνηµα στο
Αγιο Ορος.139
Ο αφηγητής δηλώνει ότι είναι ήδη τριάντα τριών ετών,
όταν αρχίζει αυτή την αφήγηση, αλλά η ιστορία του
τοποθετείται σε µια προγενέστερη φάση της ζωής του. Στη
διάρκεια του ταξιδιού µε το φέρυ-µπωτ, ο ένας απ’αυτούς,
ο Μάκης, βγάζει από τη σάκα του140µερικές µπροσούρες µε
θρησκευτικό περιεχόµενο και αρχίζει να διαβάζει τις
προβλέψεις για το τέλος του κόσµου ενός καλόγερου,
πεθαµένου από το 1913. Οι περισσότεροι από τους
συντρόφους κοροϊδεύουν ακούγοντας όλες αυτές τις
ιστορίες και ο αφηγητής βρίσκεται σε µια κατάσταση
αµφιθυµίας για το νόηµα της ζωής. Αλλοτε γελάει µ’αυτές
τις βλακείες και άλλοτε αισθάνεται να αναζητεί κάτι
χωρίς να µπορεί να προσδιορίσει τι θα είναι αυτό. Κυρίως
ένα άρθρο από αυτά που διάβαζε τον εντυπωσίασε. Είχε τον
τίτλο “Το νόηµα της ελληνοχριστιανικής παράδοσης στην
εποχή µας”. Το συµπέρασµα του άρθρου ήταν ότι αν οι
Ελληνες γινόντουσαν πραγµατικά µοντέρνοι, θα µπορούσαν
να νιώσουν τη δηµιουργική αξία του µηδενός. Ακόµα, στη
διάρκεια των σκέψεών του, ο αφηγητής αναφέρεται στη
συνήθεια ορισµένων κύκλων στην Ελλάδα µετά τη
µεταπολίτευση να επιδίδονται σε ένα στοχασµό που
επιτυγχάνεται µε την καλλιέργεια των ανατολικών
θρησκειών.141
Μετά την άφιξή τους στην “Ουρανούπολη”, ο αφηγητής
εγκαταλείπεται σε µια λεπτοµερειακή περιγραφή του χώρου,
όπου είναι χτισµένα τα εικοσιδύο βυζαντινά µοναστήρια
και ανοίγει τη βεντάλια όλων εκείνων των τρούλων, των
κιόνων, των τεχνοτροπιών, των ναρθήκων και των αψίδων.
Αυτό το απόσπασµα µοιάζει µε µια βυζαντινή εικόνα, που
παρουσιάζει σε µια συγχρονική περιγραφή εκκλησίες,
καµπαναριά, σταυρούς, ξυλόγλυπτα, τρίπτυχα και
πολυελαίους, που είναι σηµεία ταυτόχρονα υλικά,
ενδοκοσµικά και, στα µάτια ενός πιστού, σηµάδια ενός
εξωκόσµιου όντος. Ο αφηγητής ωστόσο θα ευχόταν να δει
σ’αυτά τα σηµεία το κέντρο του νοήµατος, αλλά καθώς δεν
παρουσιάζεται ως µυηµένος, αλλά ως ένα εµπειρικό άτοµο
όπως όλος ο κόσµος, έχει ανάγκη από µια απόδειξη, που
µόνος ο µοναχός Μακάριος, για τον οποίο είχε ακούσει να
µιλούν µε µεγάλο θαυµασµό, µπορούσε να του προσκοµίσει.
Γενικότερα, απέναντι στη θρησκευτική διάσταση, οι
περισσότεροι από τους επισκέπτες “προσκυνητές” υψώνουν
µια βέβηλη διάσταση, αφού η οµιλία τους είναι γεµάτη
από εκφράσεις βέβηλες, λόγια της πιάτσας και
βρωµόλογα.142Εκείνη τη στιγµή ο αφηγητής εκφράζει ξανά
139
Στο ίδιο, σελ.13-15
140
Στο ίδιο, σελ. 33-35.
141
Στο ίδιο, σελ. 64
142
Στο ίδιο, σελ. 13.

61
την απογοήτευσή του από τα κοινωνικά κινήµατα και
εξοµολογείται ότι στα τριαντατρία του χρόνια
αντιµετωπίζει ένα υπαρξιακό πρόβληµα.143 Απογοητευµένος
από τις αριστερές πολιτικές οργανώσεις, κριτικάρει
ειδικά τους λόγους και τον τρόπο σκέψης των νέων που
ήταν οργανωµένοι στο ΚΚΕ. ∆ηλώνει ότι αυτή του η
απογοήτευση ήταν το κίνητρο, που τον έσπρωξε στο
Προσκύνηµα στο Αγιο Ορος. Αυτό το σχόλιο έρχεται σε
συνέχεια της διαπίστωσης ότι µετά την Εξέγερση του
Πολυτεχνείου εναντίον της χούντας,144 ήταν της µόδας οι
νέοι διανοούµενοι να αναδιπλώνονται στον εαυτό τους και
να ασχολούνται µε τις ανατολικές θρησκείες.145 Είναι για
το λόγο αυτό, λοιπόν, που αναζητεί το σηµάδι µιας
θεότητας στα µοναστήρια του Αθω, αλλά δεν ανακαλύπτει
εκεί παρά ψευδο-σηµεία, όπως για παράδειγµα µια εικόνα
που δακρύζει και µια συνηθισµένη µορφή ενός ανθρώπου
απλού, του µοναχού Μακάριου, που δεν έχει τίποτα το
πραγµατικά εξωκόσµιο. Γι’ αυτό τα σηµεία που αντιφάσκουν
τον οδηγούν σε µια κατάσταση ενδιάµεση, ανάµεσα στο
µυστικισµό και τον κυνισµό. Στο τέλος µάλιστα της
αφήγησης, απογοητευµένος από το βέβηλο παιγνίδι της
µακριάς γαϊδόυρας των καλόγερων του Αγίου Ορους,
καταλήγει σε ένα όνειρο,146στο οποίο η εικόνα της
Παναγίας και της αρραβωνιαστικιάς του συµπίπτουν.
Ωστόσο, η αφήγηση κάτω από την επίδραση του σκεπτικισµού
της καθηµερινής ζωής αρνείται να συλλάβει το θείον µε τη
λογική σκέψη και ζητάει να φτάσει προς αυτήν µέσω της
έκστασης. ∆ηλώνει ότι είναι το χάος147 της κοινωνίας που
απασχολεί το πνεύµα του, αφού του φαίνεται αδύνατο να
σκεφθεί µαζί την ενότητα των όντων και την ιδιαιτερότητά
τους. Τα δυο µαζί είναι ανυπόφορα στο πνεύµα του
αφηγητή, ενώ τα άλλα πρόσωπα του έργου δεν φτάνουν
σ’αυτό το επίπεδο στοχασµού και αφήνουν τα πράγµατα, το
ένα και τα πολλά, χωρισµένα. Εκείνο που βλέπει σίγουρο
πάντως είναι ότι οι καλόγεροι και οι τοξικοµανείς
βρίσκονται στα περιθώρια της κοινωνίας. Στη συνέντευξη
που παραχώρησε στην εφηµερίδα ΑΥΓΗ ο ∆ηµήτρης
Παπαχρήστος θεωρεί ως αναγκαία την αναζήτηση καινούριων
µορφών, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό εναπόκειται σε µια

143
Στο ίδιο, σελ. 15.
144
Στο ίδιο, σελ. 69.
145
Θάταν χρήσιµο να παραπέµψουµε εδώ σε όσα έλεγε ο Παπαχρήστος στις 17/11/1984, κατά τη
διάρκεια της επετειακής εκποµπής της ΕΡΤ (στις 10 το βράδυ), για το αληθινό νόηµα της Εξέγερσης
του Πολυτεχνείου. “Αυτό που συνέβη στο Πολυτεχνείο εξέφραζε την απελευθέρωση της ποιητικής
γλώσσας του λαού. Οταν κραύγαζα στους στρατιώτες που έστρεφαν τα όπλα εναντίον µας “Αδέλφια
φαντάροι µήν πυροβολείτε”, είχα αυτό το συναίσθηµα της απελευθέρωσης της γλώσσας. Αλλά σήµερα
τα κόµµατα έχουν ψευτίσει αυτό το νόηµα. Η απόδειξη είναι ότι όταν µια κοπέλα, η Κανελλοπούλου,
και ένα αγόρι, ο Ιάκωβος Κουµής, σκοτώθηκαν από την αστυνοµία κατά τις διαδηλώσεις για την
επέτειο του Πολυτεχνείου, τα κόµµατα δεν έκαναν τίποτα δεχόµενοι ότι οι δύο νεκροί ήταν
αριστεριστές.” Κατά τη γνώµη µας, ο Παπαχρήστος αναζητεί συνεχώς µέσα στην ψυχή του, γιατί και
για ποιον ήταν έτοιµος να πεθάνει εκείνη την κορυφαία στιγµή της ζωής του. Εξάλλου, δεν είναι ο
µόνος που σκεφτόταν έτσι. Ο Κώστας Λαλιώτης, υπουργός και φίλος του Παπαχρήστου, γράφει
ανάλογα στο κείµενό του, που περιλαµβάνεται επίσης στη µνηµονευόµενη έκδοση Εκ των υστέρων.
146
Βλ.ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ, 1993.
147
Βλέπε τα σχόλια που κάνουµε για το βίωµα του χάους στα έργα που εξετάζουµε.

62
βαθιά ανάγκη του συγγραφέα που διακινδυνεύει χωρίς αυτή
να µιµηθεί ένα ύφος που του είναι άγνωστο.
Πραγµατοποίησε ένα ταξίδι στο Άγιο Όρος το 1983, εποχή
κατά την οποία υπήρχε µια αύξηση του ενδιαφέροντος γύρω
από το χριστιανισµό. Ο αφηγητής πιστεύει ότι η κρίση της
σχέσης του ενός µε τον άλλο αποτελούν την αιτία της
αναβίωσης του θρησκευτικού πνεύµατος.
“Ακούγαµε σιωπηλοί και το κόκκινο κρασί θόλωνε µε τη
σπιρτάδα του τη διήγηση και γίνονταν νόστιµες και
όµορφες οι κουβέντες του Μακαρίου, σαν µπουκιές,
χορταίναµε.. ‘Μια φορά ένας µοναχός ήτανε πολύ
στενοχωρηµένος. Τον πλησίασα και τον ρώτησα τι έχει.
Αυτός αναστέναξε και µε τα πολλά µού είπε πως η αδελφή
του η µικρότερη έγινε πόρνη, εκδίδεται στον Πειραία. ‘Να
τώρα τη βλέπω µε τα µάτια µου’ και µου περιέγραφε το
µέρος, το σπίτι που δεχόταν τους πελάτες. Μέχρι εδώ η
ιστορία Μίλτωνα απλώς φαίνεται περίεργη. Ο µοναχός όµως
αυτ΄΄ος είχε να επικοινωνήσει µε το σπίτι του δεκαπέντε
ολόκληρα χρόνια… Αν δεν επιβεβαιώνονταν όλα τούτα, γιατί
µετά από δυό µέρες κατέβηκε κάτω και τα πράγµατα ήτανε,
όπως τα είχε οραµατιστεί, θα τον έπαιρνες για παλαβό το
λιγότερο…Ακούγαµε σαν να µας διηγιόταν κάποιος παραµύθια
και θέλαµε να τα πιστεύουµε. Η µπουκάλα είχε φτάσει στη
µέση. Ο Σπύρος δεν αντιδρούσε, ο Μίλτωνας είχε βυθιστεί
σε σκέψεις. Ο Γιάννης χαµογελούσε και ρούφαγε τα λόγια
και την αγάπη του Μακαρίου, σαν χαµένος. Ο Σόλωνας έπινε
και συνέχεια µου γέµιζε το ποτήρι µου: ‘Να µας έβλεπαν
από καµιά µεριά έτσι στην κατάσταση που βρισκόµαστε, να
πίνουµε, είπε πονηρά, σκάανδαλο στο µοναστήρι µε ένα
µπεκρή κι αλλόκοτο καλόγερο...’ ‘Που δε σέβεται το σχήµα
του,’ συµπλήρωσε γελώντας ο Μακάριος.∆εν ξέρω γιατί
µπήκα στη µέση, πάντως όχι από σκοπού. Περισσότερο για
να τσιγκλίσω. ‘Ωραία είναι τους λέω , αλλά αν υπήρχαν
και γυναίκες έτσι για την άλλη αίσθηση, δε θα ήτανε
καλύτερα;” 148
Ήδη απέχουµε πολύ από το να έχουµε το απόλυτο ως
περιεχόµενο, διότι εδώ το περιεχόµενο δεν είναι παρά
κάτι προσδιορισµένο τοπικά και χρονικά, µε άλλα λόγια
ένα θαύµα προαναγγελµένο και ένα ταξίδι µερικών φοιτητών
στο Άγιο Όρος. ∆εν πρόκειται λοιπόν για ένα λογοτεχνικό
έργο που εκφράζει το υπερβατικό, γιατί δεν υπάρχει µια
φαντασία πανθεϊστική που να βλέπει κάτω από την
εξωτερική έκφραση την υπερβατική ουσία όλων των
πραγµάτων. Ωστόσο επειδή η πρόθεση του συγγραφέα είναι
να περιγράψει ένα προσκύνηµα, η αναπαράσταση
καταργείται, γιατί καµιά αναλογία ανάµεσα στο θαυµαστό
και την απεικόνισή του δε δικαιολογείται, εφόσον
πρόκειται για µια σχέση τυχαία, αφού η πηγή της είναι η
υποκειµενικότητα του συγγραφέα. Ο συγγραφέας παίρνει ως
σηµείο αφετηρίας ένα φαινόµενο αισθητό, ένα ταξίδι προς
µια τοποθεσία που αποτελούσε µέρος της βυζαντινής
θεοκρατικής κουλτούρας, αλλά παρά την προσπάθεια δεν
κατορθώνει να βρει σ’αυτό το ταξίδι µια πνευµατική

148
Βλ. Παπαχρήστος, σσ. 96-97

63
σηµασία. Αντίθετα φτάνει σε µια κατάσταση αλχηµιστή,
γιατί στ’όνειρό του η πραγµατικότητα µετουσιώνεται και η
αρραβωνιαστικιά του µετατρέπεται σε εναλλακτική εικόνα
της µητέρας του Χριστού.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Η κοινή εµφάνιση του ενδοκοσµικού και του θείου


τοποθετείται στο τέλος του διηγήµατος του Παπαχρήστου
και γι’αυτό κατέχει µια πρωτεύουσα θέση στη διάρθρωση
του νοήµατος του έργου.
“[Ο Μακάριος] µιλούσε συνέχεια µε µια γλuκα στη φωνή
του, σαν να έψελνε. Το γέλιο του φεγγοβολούσε στα µaτια
µου κι είχε µια ηρεµία και µια γαλήνη στο πρaσωπό του
που µε τρόµαζε για τη σιγουριa της επιλογής του. ∆εν
υπήρχε περίπτωση να γυρίσει πίσω. Το τελευταίο ταξίδι
για τον εαυτό του Θα aρχιζε απ'τη σκήτη του κι ένιωθε
γι'αυτό πανέτοιµος...
0 Μίλτωνας ξανaφερε την Παναγία την Πορταίτισσα, στη
συζήτηση. Ζητούσε απ'τον Μακάριο να του απαντήσει αν
πίστευε σ’αυτές τις δοξασίες. Το κελί φωτίζονταν αµυδρά
από τα κηροπήγια και τη λάµπα. 'Αρχισε να γυρίζει αργά
κι ευχάριστα. Ανοιξε σαν αερόστατο. Αρχισα να απο-
γειώνοµαι, σαν να ξεκολλούσε από µέσα µου κάτι. Την ίδια
στιγµή άκουσα να χτυπούνε καµπaνες δυνατά και γρήγορα,
σαν να καλούσαν συναγερµό. Οι µοναχοί ξεπετάγονταν
απ'όλες τις µεριές κι απ'όλα τα µοναστήρια κι έτρεχαν να
σωθούν λες και είχε πάρει φωτιά το 'Ορος. Ξύπνησα απ'το
βαθύ µου ύπνο. Είχα βρεθεί στη µovή Ιβήρων πάνω σε ένα
βράχο. Κοντά µου βρίσκονταν ο Μακάριος. Αγνάντευε το
πέλαγος µε περίσκεψη, το γέλιο του όµως το διατηρούσε µε
ειρωνεία. ∆ίπλα ο Πέτρος έστεκε γαλήνιος λες και γνώριζε
από τα πριν το τέλος... Παραδίπλα ο Παίσιος είχε ένα
αινιγµατικό βλέµµα, νόµιζες πως διαπερνούσε τα παντα κι
έβλεπε πίσω απ'ότι φαίνονταν. Μια αλεπού τρίβονταν στο
ράσο του, υπέθεσα πως ήταν γάτα, αλλά η ουρά µεγάλωσε
ξαφνικά και τα δυο της µάτια γυάλισαν τόσο πολύ που
γύρισα αλλού. Είδα τον Γιώργο να κάθεται πάνω στο
σακίδιό του. Αλλοι έτρεχαν σαν τυφλοί µε ένα πόδι.
Αναγνώρισα κάποιον που έµοιαζε στον Μίλτωνα. Γύρισε και
µε κοίταξε λυπηµένα µε τα µάτια του Μάκη που γίναν
αυστηρά. Υστερα είδα τον Γιάννη, ένα καλόγερο που µου
χαµογέλασε συγκρατηµένα κι έκανε µια στροφή να δω αν του
πάνε τα ράσα, πρόσεξα πως ήτανε καινούρια και
σιδερωµένα. ∆εν περίµενε απαντηση. χaθηκε...
Ολη η περιοχή λες και ήτανε φωταγωγηµένη, ενα τανκ είχε
ρίξει τους προβολείς πάνω-µας.
Φοβόµουνα, προσπαθούσα να τραβηχτώ. Μια λaµψη τώρα
έρχονταν απ'την εικόνα της Παναγίας που ξεµάκραινε πάνω
από τα κύµατα. Περπατούσε κυµατικά κι αέρινα µέσα στο
κaδρο της, που την ακολουθούσε σαν φωτοστέφανο. Ξωπίσω
της νόµιζα πως βάδιζαν rαι κολυµπούσαν οι καλaγεροι.
Προχώρησα στην άκρη του βράχου να δω καλύτερα. Μ'αυτοί
τώρα βούλιαζαν ένας ένας..δεν υπήρχε σωτηρία.

64
Ξανακοίταξα στο κάδρο από µέσα µου τώρα χαµογελούσε η
Χριστίνα και µε καλούσε κοντά της...Το µάτι µου µε την
aκρη του, πήρε τον Αντώνη να κάθεται δίπλα στον Γιώργο,
σκάλιζε µε τό ραβδί του το χώµα. Πού και πού σήκωνε το
κεφaλι του και µιλούσε στον Λάµπρο που τον ρωτούσε κάτι
επίµονα.
'Ηταν κι ο Σωκρaτης µαζί τους, τους είδα να παίζουνε
ξαφνικά µε τους καλογέρους µακριa γαϊδούρα κι ήταν ένας
πίσω απ'τον άλλον κολιτσασµένοι...0 Συµεών ήτανε κι
αυτός εκεί, κρατούσε στην αγκαλιά του µια νέγρα Παναγία
και τη χάιδευε περίπαθα. Προσπέρασε από δίπλα µας χωρίς
να πει κουβέντα, µου έγνεψε θαρρώ µε τα µάτια του, να
τον ακολουθήσω, µα δεν µπορούσα να κουνηθώ, λες και
ήτανε καρφωµένα τα πόδια µου.
'Υστερα απλώθηκε ησυχία απόλυτη. ∆εν ακούγονταν ούτε τα
κύµατα. Η Θάλασσα και η ακρογιαλιa είχαν γεµίσει από
µαύρα κουφάρια. Στον ορίζοντα φαίνονταν ακόµα µια λάµψη,
σαν αχτίδα που είχε ξεφύγει απ'τα σύννεφα τα µαύρα, που
έκρυβαν τον ήλιο. 'Ολοι γύρω µου είχαν εξαφανιστεί.
Αισθάνθηκα τόσο µόνος που άρχισα να φωνάζω δυνατά προς
τη µεριά της λάµψης. Να παρακαλάω, δεν ήξερα πώς και
γιατί, την Παναγία και τη Χριστίνα, µε µια λέξη
Παναγιώτααα...”149

Βλέπει λοιπόν ο αφηγητής σε ξυπνητό όνειρο τη φίλη του


που λεγόταν Χριστίνα να έχει µια διπλή υπόσταση,
Παναγιώτα και µητέρα του Χριστού ταυτόχρονα. Ετσι η
Παρθένος Μαρία έγινε ένα αµάλγαµα από ένα συνηθισµένο
και ένα θεϊκό όν. Παραµένοντας σ’αυτήν την αµφίσηµη
κατάσταση, ο αφηγητής είναι µια ελευθερία αφηρηµένη, µια
άρνηση κάθε περιορισµού, εφόσον είναι τοποθετηµένος στο
φανταστικό επίπερο και όχι στο πραγµατικό.

Ωστόσο στο βάθος ο συγγραφέας ήθελε να συλλάβει το


πεπρωµένο του συντριµµένου ανθρώπου στην αντιφατική
ελληνική κοινωνία. Η βαθιά δοµή του κειµένου του
αποτελείται ουσιαστικά από δύο φράσεις: “Η σύγχρονη
στρεβλή ζωή δεν αξίζει τον κόπο” στο ένα άκρο και “ο
ήλιος του Πολυτεχνείου”89 στο άλλο. Και θέλει να
ξαναβρεί αυτή την προνοµιακή στιγµή που την έζησε άλλοτε
ως εκφωνητής στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι η
δική του αναζητήση του χαµένου καιρού.
Λοιπόν η ερµηνεία όλων των συστατικών του ολικού του
κειµένου πρέπει ν’αρχίσει από κει. Για να ξαναβρεί τον
“ήλιο του Πολυτεχνείου”, η γραφή του Παπαχρήστου
εστιάζεται σ’ένα ταξίδι προς το θαύµα, αλλά δεν
αποκαλύπτει παρά µια εικόνα αγίου που “κλαίει”, ένα
ψευδο-σηµάδι της ένωσης του συγκεκριµένου µε το
οικουµενικό. Παρόλο που είναι παράλογο να σκέφτεται ότι
ένας άυλος θεός δηµιούργησε ξαφνικά τον υλικό κόσµο από
το τίποτα, ο συγγραφέας φαίνεται να οδηγείται από την
ανάγκη ν’αναζητήσει άν το µεσσιανικό δόγµα “πιστεύω εις
ένα θεό” είναι αλήθεια, ή άν πρόκειται για ένα
149
Στο ίδιο, σσ. 98-100.

65
φανταστικό µύθο. Κατά βάθος ο συγγραφέας αναρωτιέται άν
υπάρχουν υπερβατικά φαινόµενα και επιπλέον εάν υπάρχουν
εκ των προτέρων εµπειρικές γνώσεις για τα υπερβατικά
φαινόµενα. Το νόηµα των πρώτων τριάντα σελίδων του
κειµένου συνοψίζεται στα παρακάτω λόγια του αφηγητή:
“ ∆εν αισθανόµαστε καλά µέσα στο πετσί µας και επιπλέον
τα ρούχα µας παραήταν στενά. Το µπαρ, καταθλιπτικό, µας
έπνιγε, θέλαµε να φύγουµε και να ξεφύγουµε από κάτι που
δε γνωρίζαµε καλά.”
Η σηµασία της ορθόδοξης ελληνικής παράδοσης στις µέρες
µας σε τελική ανάλυση δεν πείθει τον αφηγητή. Ενώ στην
αρχή της πνευµατικής του περιπέτειας είχε εκδηλώσει ένα
ενδιαφέρον για τον Εφραίµ το Σύρο, αυτό που αποµένει
είναι µια κάποια πιθανότητα για ένα µυστικιστικό
άνοιγµα προς µια αµφίβολη Γη της Επαγγελίας.
“Ξεφύλλιζα διάφορα θρησκευτικά περιοδικά κοντά στο
παράθυρο… Αρχισα να ξεφυλλίζω πιο προσεκτικά το
περιοδικό… Ενας τίτλος µου χρύπησε στο µάτι σαν
βαρύγδουπος, «Η σηµασία της ελληνοοθοδόξου παραδόσεως
στην εποχή µας». Ρίχνω µια µατιά στην πρώτη παράγραφο.
Ξανακοίταξα το περιοδικό. “Στη µητριαρχική κοινωνία”,
έγραφε το άρθρο,”του Αγίου Ορους, όπου η Μητέρα του
Λόγου αισθητά δεσπόζει, οι πέτρες στο καλντερίµι
τοποθετούνται πλάι πλάι, η µια µετά την άλλη. Εχουµε το
προνόµιο να ζούµε σε µια εποχή, όπου δε µένει πλέον
λίθος επί λίθου. Από καιρό άνθρωποι στη ∆ύση κατάλαβαν
το αδιέξοδο του πολιτισµού τους. Πρέπει οι Ελληνες να
γίνουν πραγµατικά µοντέρνοι, για να καταλάβουν την αξία
της παραδόσεώς τους. Αυτό έχει σχέση µε τη γονιµότητα
του µηδενός..Γύρισα µια δυο σελίδες µε την κρυφή αίσθηση
πως αυτά ήτανε λόγια του Συµεών {Γρηγοριάτη}, δεν έπεσα
έξω..Στρεφόταν ενάντια στον ορθολογισµό της ∆ύσης και
τον εκφυλισµένο πολιτισµό της. ‘Φωνές σαν τον Rimbaud,
τους Maudits, τους Dadaistes, τους Surrealistes
διαµαρτυρήθηκαν κατά την πορεία της ιστορίας για το
ψεύτικο του πολιτισµού τους. Οι Ελληνες πίστευαν σε
συγκεκριµένες µορφές και τις ερωτεύονταν..” Και τέλειωνε
έτσι: “Ηταν των πατέρων µας συνήθεια η στους Αγίους και
µοναχούς αναφορά και τιµή. Η εσωτερική νοερά καρδιακή
προσευχή παραµένει η όντως ερωτική πράξη.”150
Ψάχνει στο µοντέρνο του προσκύνηµα ένα µήνυµα
χριστιανισµού και δεν παίρνει ως απάντηση παρά µια
αφήγηση, διότι αυτό που αποµένει από το χριστιανισµό
είναι αφήγηση της σταύρωσης και η ονειρική περιγραφή της
Παρθένου Μαρίας και όχι το µήνυµά της, γιατί στα µάτια
του Παπαχρήστου, που ήταν ένας από τους ήρωες της
αντίστασης στο Πολυτεχνείο, όλοι οι δυστυχισµένοι που
σταυρώνονται κάθε µέρα µπροστά στα µάτια µας είναι ο
Ιησούς Χριστός.

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΤΟΡΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑ ( που γράφτηκε το 140


µ.Χ.) ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ

150
Στο ίδιο, σσ. 34-35.

66
Ο Ερµάς, άγνωστος στον Παπαχρήστο, είχε ονειρευτεί εδώ
και 1850 χρόνια τη µητέρα του Ιησού µε τον ίδιο τρόπο
που την ονειρεύτηκε και ο Παπαχρήστος151:
“Ο αφέντης µου µε πούλησε σε µια κυρία, που λεγόταν
Ροδή, στη Ρώµη. Μετά από µερικά χρόνια άρχισα ν’αγαπώ
την καινούρια µου αφέντρα ως αδελφή. Μια φορά την είδα
να πλένεται στο ποτάµι και της έδωσα το χέρι, για να τη
βοηθήσω να βγει από το ποτάµι. Έχοντας δει την οµορφιά
της έλεγα στον εαυτό µου: θα ήµουν ευτυχισµένος εάν είχα
µια τέτοια γυναίκα. Η σκέψη µου σταµατούσε εκεί. Μετά
από λίγο καιρό, ενώ ταξίδευα προς την Κύµη δοξάζοντας τα
δηµιουργήµατα του Θεού, αποκοιµήθηκα και ένα πνεύµα µ’
ανύψωσε πάνω από ένα γκρεµό. Τη στιγµή της προσευχής µου
οι ουρανοί άνοιξαν και βλέπω αυτή τη γυναίκα ( τη Ροδή
που γίνεται η Παρθένος Μαρία ), την οποία είχα
επιθυµήσει, να µ’αγκαλιάζει και να µε χαιρετά. ”152
Μπορούµε τώρα να συγκρίνουµε το παραπάνω απόσπασµα µε το
απόσπασµα του Παπαχρήστου. Οι οµοιότητες είναι
αξιοσηµείωτες:
“Αισθάνθηκα τόσο µόνος που άρχισα να φωνάζω δυνατά προς
τη µεριά της λάµψης. Να παρακαλάω, δεν ήξερα πώς και
γιατί, την Παναγία και τη Χριστίνα, µε µια λέξη
Παναγιώτααα...”153
Παρατηρούµε εδώ την ίδια µετατροπή µιας κοσµικής
γυναίκας σε ∆έσποινα θεϊκή, όπως στον Dante και στον
Παπαχρήστο. Στον Παπαχρήστο, ένώ από τη µια πλευρά µια
σκέψη κοσµική ασκεί κριτική στην εκκλησία, ταυτόχρονα
όµως ψάχνει για µια πραγµατική και µυστικιστική αξία
ανάµεσα στους µοναχούς των µοναστηριών του Άγιου Όρους.
Φαίνεται ότι τόσο για τον Παπαχρήστο, όπως επίσης και
για την πλειοψηφία των συγγραφέων της λογοτεχνίας της
αµφισβήτησης, δεν είναι αρκετό να σκεφτόµαστε λογικά τον
κόσµο. Πάµε λοιπόν στην ανθρωπολογία. Ο αφηγητής
µεταβαίνει από µια κατάσταση ενθουσιασµού σε µια
επιθυµία χωρίς αντικείµενο, όταν αισθάνεται
απογοητευµένος από τη συνάντησή του µε το µοναχό
Μακάριο, για να περάσει στη συνέχεια στη λατρεία της
∆έσποινας, της εξιδανικευµένης γυναίκας. Η αίρεση που
συντελείται συνίσταται στην ανατροπή του χριστιανικού
δυαδισµού από µια ιδέα, σύµφωνα µε την οποία η θηλυκή
αρχή είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση του κόσµου.94
Εάν ερµηνεύσουµε µε τον τρόπο της ανθρωπολογίας τις
εικόνες που είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι των
µυθιστορηµάτων του Παπαχρήστου και του Γκιµοσούλη, θα
λέγαµε ότι εδώ έχουµε την απεικόνιση της ψυχικής
επανάστασης και θ’ανακαλύπταµε µια ανατροπή των
συµβατικών συµβολικών αξιών και την αρνητική
χρησιµοποίηση των εικόνων της νύχτας. Η συµβολική
αµφισηµία του Έρωτα, του Θανάτου και του Χρόνου

151
Βέβαια και οι δύο συναντούν το µύθο της τύφλωσης του Τειρεσία, γιατί είδε γυµνή την
Αθηνά, την ώρα που λουζόταν.
152
Το κείµενο πάρθηκε από το βιβλίο του Καρλ Γιουγκ, Ψυχολογικοί τύποι.
153
Στο ίδιο, σσ. 98-100.

67
βρίσκεται στη βάση των µετατροπών µε τις οποίες
ολοκληρώνονται τα έργα των Γκιµοσούλη και Παπαχρήστου.

Κατά την άποψή µας, ο συγγραφέας που υπήρξε ένας ήρωας


της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ενδιαφέρεται να βρει
λύση στο πολιτικό πρόβληµα της Ελλάδας: πώς να
συνδυάσουµε και τα δύο ταυτοχρόνως, το γενικό και το
ειδικό. Αυτό ισοδυναµεί µε το ερώτηµα άν το ψωµί µπορεί
να αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα την ύλη και την υπερβατική
γενική έννοια. Η θαυµατουργή δράση του άρτου και του
οίνου στη Θεία Ευχαριστία είναι αληθινή; Το συµπέρασµα
του αφηγητή είναι να παραµείνει στην αµφισηµία, ακόµα
και αν πρόκειται να προκύψει µια θεολογία αρνητική,
σύµφωνα µε την οποία από τη µια πλευρά, ο Θεός δεν είναι
ένα ον, ούτε τίποτα απ’όλα αυτά που είναι όντα, και από
την άλλη πλευρά ο θεός είναι το καθαρό ον και η πηγή
όλων των όντων, χωρίς καµιά υποψία ύπαρξης του µη όντος.
κανένα περιορισµό από το όρια του µη-όντος. Αλλά, ο
αφηγητής του Παπαχρήστου φαίνεται να προϋποθέτει ότι ο
Θεός δεν είναι τίποτα χωρίς τα δηµιουργήµατά του, διότι
δηµιουργώντας τα δηµιουργήµατά του δηµιουργείται και ο
ίδιος. Γι’ αυτό και δε καταλήγει σε προτάσεις που
αποδίδουν το ακατανόητο, γιατί φαίνεται ότι για τον
Παπαχρήστο δεν υπάρχουν φράσεις που ενώνουν το ναι και
το όχι. Τα ασυµβίβαστα λοιπόν παραµένουν σε διάσταση
εξαιτίας της αποτυχίας του να ξαναβρεί το “άκτιστο φως”
(φως που δεν έχει δηµιουργηθεί).
Ο αφηγητής του προσκυνήµατος στο Αγιο Ορος βρίσκεται
στην αναζήτηση µιας απόδειξης που µόνο ο µοναχός
Μακάριος θα µπορούσε να του παρέχει. Ο µοναχός Μακάριος
θα µπορούσε να πάρει τη θέση του µυστικιστή Ιωάννη της
Κλίµακος, που επανέρχεται συχνά στο πνεύµα του αφηγητή.
Εντούτοις, ο Μακάριος δεν έφερε µαζί του το “άκτιστο
φως” και η παρέα των “προσκυνητών” κατακρίνει την
αµφίβολη ηθική των µοναχών, όπως το έκανε πιο πριν για
τα µέλη του Κοµµουνιστικού Κόµµατος.
Έτσι, αφού ο λόγος του Παπαχρήστου δεν µπορεί να πει
τίποτα για το Θεό, περιορίζεται στη συσσώρευση
ιδιαίτερων σηµαδιών όπως η “εικόνα που κλαίει”. Αλλά
αυτά τα σηµάδια που αλλληλοσυγκρούονται τον οδηγούν σε
µια κατάσταση ανάµεσα στο µυστικισµό και τον κυνισµό,
κάτι που εκφράζεται στ’όνειρό του όπου κάνει να
συµπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο η εικόνα της
αρραβωνιαστικιάς του και της Παρθένου Μαρίας. Έτσι,
τελικά, στ’ όνειρό του η φίλη του Παναγιώτα αποκτά µια
διπλή ουσία, Παναγιώτα και µητέρα του Χριστού
ταυτόχρονα. Κατ’αυτό τον τρόπο, αφού εγκατέλειψε την
Αγία Τριάδα και το Άγιο Πνεύµα, διστάζει ανάµεσα σ’ένα
κόσµο υλικό και σ’ένα κόσµο δυαδικό, συνοδευόµενο από
την απουσία του πνεύµατος, το κοινό προϊόν του Πατρός
και του Υιού.99

Ωστόσο όποιος διαβάσει το µυθιστόρηµα του Παπαχρήστου


σαν ένα καθαρό πνευµατικό προσκύνηµα θα κάνει λάθος. Ο
ίδιος ο τίτλος Το µοναστήρι νάν’ καλά. Μυθιστόρηµα

68
ορθοδοξίας, πίστης και αναρχίας, αλλά και πλήθος άλλα
σηµεία αποδείχνουν ότι το έργο είναι στην ουσία του ένα
πολιτικό λογοτεχνικό δοκίµιο. ∆ίπλα στα σηµεία
ορθοδοξίας και πίστης ανακύπτει το σηµείο αναρχίας, που
δίνει στο σύνολο ένα εντελώς διαφορετικό νόηµα από το
άθροισµα των τριών. Οταν οι κινητοποιήσεις ενός
ολόκληρου λαού εδώ και αιώνες δεν ολοκληρώνουν µια µορφή
διάρκειας, τότε η συνείδηση, η ψυχή, που δεν µπορεί παρά
να είναι ατοµική, συλλαµβάνει το όλο και νιώθει να
σπαρταράει µπροστά στο δίληµµα να µείνει στα ενδοκόσµια
προβλήµατα, ή να βγει στο εξωκόσµιο χώρο, έξω από την
ιστορία, ώστε να κρίνει τη ζωή γι’ αυτό που της λείπει.
Ειδικότερα, ο συγγραφέας ο ίδιος σχολιάζει τόσο το έργο
του, όσο και τον τίτλο :
“Το βιβλίο µου αυτό άρχισα να το γράφω από τις αρχές του
1983, µετά από ένα ταξίδι που έκανα το ∆εκέµ6ρη του 1982
στο Άγιο Όρος. ∆εν είχε αρχίσει ακόµα ο λεγόµενος
διάλογος νεοορθόδοξων και µαρξιστών. ∆εν έχει καµιά
σχέση µ' αυτή τη φιλολογία. Θα µπορούσε όµως να
προκαλέσει µια πιο προωθηµένη συζήτηση πάνω στην
ορθοδοξία και την αναρχία, καθ' ότι ο Θεός είναι
άναρχος και ο µοναχός ορθόδοξος συνάναρχος και ενάντια
στα πάντα (π.χ. κράτος, εξουσία, επίσηµη εκκλησία,
οικογένεια, πατρίδα κλπ.) και η ύστατη
“αυτοκαταστροφική” έπιλογή τον φέρνει µέσω της πίστης
κοντά στη θέωση, όπου γίνεται ο ίδιος Θεός που “µπορεί
να είναι τα πάντα ακόµα και το τίποτα”, που λέει και ο
Νικόδηµος νοµίζω. Τότε η θέση του Ζουράρη, του Μοσκώφ,
του Ράµφου, του Γιανναρά ή του Νέλα θα γινόταν δύσκολη,
θα τους 6γαίναµε από αριστερά. Στο κάτω κάτω ο
αγιορείτης µοναχός και ο σκηνίτης παραδέχεται πως είναι
αναρχικός όπως και ο Ιησούς Χριστός και ποτέ δεν είπε
πως είναι µαρξιστής... Μ' άλλα λόγια, “αραµπάδες και
καρούλια δύσκολη που είναι η αγάπη...“Το µοναστήρι νά ν'
καλά” αλλά και ο υπότιτλος “ Ένα µυθιστόρηµα ορθοδοξίας,
πίστης και αναρχίας” είναι εύστοχοι προσδιορισµοί µιας
ανάγκης να σατιρίσουµε, ακόµα και το λίγο χιούµορ να
λειτουργήσει απελευθερωτικά µέσα απ' την αλήθεια... Αυτό
δεν σηµαίνει πως το περιεχόµενο του βιβλίου απλώς
σατιρίζει, νοµίζω όλα δένουν, και η ορθοδοξία και η
αναρχία, και εκφράζονται µε επιτυχία απ' τον τίτλο. Στο
κάτω κάτω ο τίτλος δεν είναι µικρό πράγµα για ένα
βιβλίο... Σ' αυτό το βιβλίο γίνεται µια προσπάθεια να
ξεφύγω απ' το παραδοσιακό µυθιστόρηµα, χωρίς να το
αρνούµαι. Μέσα στην αντίφαση αυτή, εντελώς ροµαντικά και
λυρικά, περιγράφεται αλλά και µπλέκεται η υπόθεση πάνω
σε πραγµατικά και φανταστικά γεγονότα µιας οµάδας πέντε
νέων που µπουχτισµένη από τα εγκόσµια πάνε να δούνε τι
γίνεται στο Άγιο Όρος και να συναντήσουν εκεί ένα φίλο
τους που έγινε καλόγερος. Προσπάθησα να λειτουργήσω όχι
προκλητικά κι όταν χρησιµοποιώ µια γλώσσα αργκό, σε ένα
χώρο που εµπνέει το σεβασµό. Σε ένα χώρο που υπάρχει
κάτι διαφορετικό όσο και παράλογο. Χρειάζεται ελευθερία
απόλυτη σήµερα και άρνηση σ' όλους τους δογµατισµούς.
∆εν ζούµε στην εποχή του θ. Κορνάρου και της

69
προκατάληψης..Έχουµε ανάγκη την αξιοπρέπεια, - το
σε6ασµό, την πίστη. Αυτό δεν σηµαίνει ότι πρέπει να
γίνει µεταφυσική, να στραφεί στο Θεό, γιατί πάνω απ' όλα
µετράει ο άνθρωπος..”
Η γενίκευση των σκέψεων αυτών εξηγείται από τις
ερµηνευτικές µας κατηγορίες.

Ο ΝΕΟ-ΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗ


Ο Αγγελος της µηχανής (1990 )

Ο ήρωας, ο Παϊρής, οδηγός φορτηγού, είναι ένας άνθρωπος


βίαιος και παθιασµένος, γιατί πέρασε τα νιάτα του σε
χώρους έρηµους και εχθρικούς, στο εργοστάσιο λιπασµάτων
της ∆ραπετσώνας.
Η πρώτη αφηγηµατική ακολουθία περιγράφει µια σκηνή ενός
καυγά ανάµεσα στον Παϊρή και την πρώην γυναίκα του. Μια
σχέση µίσους και περιφρόνησης. Στην επόµενη ακολουθία, ο
αφηγητής ακολουθεί τον ήρωά του στο γήπεδο, όπου ο
Παϊρής, φανατικός οπαδός, ταυτίζεται µε την οµάδα του,
κι’αυτό του επιτρέπει να κραυγάζει και να βρίζει το
διαιτητή και τους παίκτες της αντίπαλης οµάδας.
Οργισµένος πάντα φεύγοντας από το γήπεδο πάει να βρει
µια γνωστή του πόρνη. Αλλά µισεί και την πόρνη, αλλά
βρίσκει την ευκαιρία να εκφράσει το µίσος του και για
τους συναδέλφους του εργάτες, µέλη του ΚΚΕ, που έρχονται
να τον βρουν, µόνον όταν πλησιάζουν οι εκλογές και
γυρεύουν την ψήφο του.
Το µοναδικό ιδανικό της ζωής του είναι ο Αγγελος, φίλος
του από τα παιδικά του χρόνια. Ο Παϊρής αφού πέρασε µια
κρίση κατάθλιψης πηγαίνει τώρα να βρει το ιδανικό του,
τον Αγγελο. Οµως µαθαίνει από το Σερίφη, ότι ο φίλος του
ο Αγγελος εκδίδεται, σε κάποια επιχείρηση µασσάζ, στην
οδό ∆ώρου, για να µπορεί να αγοράζει κοκαϊνη. Οµως ο
Παϊρής έχει ανάγκη από την εικόνα του Αγγελου και τρέχει
να δει τι γίνεται. Αφού διαπιστώνει µε τα µάτια του ότι
το ίνδαλµα της ζωής του κατάντησε σε τέτοια ταπείνωση,
το ιδανικό του καταρρέει και παύει να πιστεύει σε
οτιδήποτε. Ο αφηγητής είναι κοντά στον ήρωά του,
συµπάσχει:
“Πάω λοιπόν και βρίσκω πάλι τον Παϊρή, µαζί µε το
φορτηγό του, µε την καρότσα γεµάτη πεπόνια και
καρπούζια, εκεί που τον είχα αφήσει. Νύχτα κοντά στο
Αργος. ∆εν του κάνω ερωτήσεις. Τίποτα δεν του ζητάω να
µου εξηγήσει, γιατί καταλαβαίνω.”154
Την εποµένη ο Παϊρής µαθαίνει ότι ο Αγγελος είχε
σκοτωθεί σε ατύχηµα καθώς έτρεχε µε τη µοτοσυκλέτα του.
Μετά απ’αυτό, χωρίς να συνειδητοποιεί το γιατί ο Παϊρής
πηγαίνει στη σάλλα του µπιλιάρδου, όπου ήξερε ότι θα
έβρισκε το Σερίφη, τον καλοθελητή, για να τον εκδικηθεί
και να τον τιµωρήσει. Αρχίζει να παίζει µαζί του µια
παρτίδα µπιλιάρδο και όταν σε µια στιγµή ο Σερίφης, ο
αντίπαλος και εχθρός του, κάνει έναν αισχρό υπαινιγµό
154
Βλ. Γκιµοσούλης, σελ. 105.

70
για τον Αγγελο, νιώθει σαν ένας ντερβίσης που βρίσκεται
σε κατάσταση έκστασης και λυσσασµένος κτυπάει αλύπητα µε
τη στέκα του µπιλιάρδου το Σερίφη στο κεφάλι. Του
καταφέρνει συνέχεια κτυπήµατα, ώσπου εκείνος σωριάζεται
στο άψυχος στο πάτωµα.
Επειτα, σαν άγριο ζώο παγιδευµένο, αρχίζει να τρέχει
ώρες ατελείωτες µε το φορτηγό και στο τέρµα της
περιπλάνησής του βρίσκεται στις εγκαταστάσεις του
εργοστασίου λιπασµάτων της ∆ραπετσώνας, όπου εργαζόταν.
Εξαντληµένος σταµατάει και πέφτει σε βαθύ ύπνο. Ενώ
βρισκόταν στο καµιόνι, κάνει την εµφάνισή του το
περιπολικό της αστυνοµίας. Κάποιος συνάδελφός του
έδειχνε µε το δάχτυλο προς το µέρος του Παϊρή. Σ’αυτή
την αποφασιστική στιγµή για όλη τη ζωή του, ο Παϊρής
αισθάνεται για πρώτη φορά ότι πρέπει να επιλέξει: ή να
ριχτεί µε το τριαξονικό καµιόνι του πάνω στο περιπολικό,
ή να µείνει εκεί που ήταν, παθητικά στην αυτοεγκατάλειψή
του, ώσπου να το συλλάβουν. Ηθελε επιτέλους να πάψει να
µεταφέρει το σώµα του, να πάψει αυτό το παρανοϊκό
κυνήγι, γιατί είχει κουραστεί να προκαλεί φόβο στον
εαυτό του και στους άλλους. Και τη στιγµή αυτή ο φύλακας
άγγελός του (ο Αγγελος) το λυπήθηκε και κατέβηκε στο
πλευρό του. Εφτιαξε ένα βαθύ λάκκο µέσα στη γη και
έκρυψε εκεί πέρα τον Παϊρή. Ολος ο τόπος είχε γίνει ένα
πηγάδι, που κατάπιε τον Παϊρή. Ο αφηγητής τελειώνοντας
την αφήγησή του εξοµολογείται:
“Οπως κι εγώ ποτέ µου δεν κατάλαβα γιατί µπλέχτηκα
σ’αυτή την ιστορία. Γιατί διάλεξα τον Παϊρή για ήρωα. Τι
ήθελα ν’αποδείξω στον εαυτό µου.”155
Η συµπάθεια αυτή του συγγραφέα για τον ήρωά του µοιάζει
µε τις οµηρικές εικόνες : ο ∆ίας θρηνεί τον Εκτορα και
το Σαρπηδόνα, ο Αχιλλέας κλαίει τον Πάτροκλο και τα
άλογα του Αχιλλέα θρηνούν τον ηνίοχό τους.156
Θα καταλάβουµε καλύτερα τον εξπρεσσιονισµό του
Γκιµοσούλη άν συγκρίνουµε το αφήγηµά του µε εκείνο του
Kerouac, γιατί και τα δύο κείµενα πραγµατεύονται το θέµα
της περιπλάνησης και της φιλίας. Πρέπει να σηµειωθεί ότι
το έργο του Kerouac µεταφράστηκε και εκδόθηκε στην
Ελλαδα το 1981 και ήταν γνωστό στο Γκιµοσούλη.
Εντούτοις, η οµοιότητα µεταξύ των δύο κειµένων δεν είναι
παρά επιφανειακή. Ο Dean Moriarty, o ήρωας του έργου On
the road, δεν είναι παρά ένας νοµιναλιστής, εφοσόν
δηλώνει:
‘Η ανωνυµία στους ανθρώπους αξίζει περισσότερο από τη
δόξα των ουρανών. Σε τελική ανάλυση τι είναι ο ουρανός,
αν όχι µια κενή ιδέα;’
Από την άλλη πλευρά στον Γκιµοσούλη είναι οι
συναισθηµατικές σχέσεις που παίζουν τον πρώτο ρόλο. Στην
πραγµατικότητα, για τον Παϊρή, η µνήµη είναι ένα µέσο
για µια βαθύτερη αναζήτηση: ο Παϊρης ωθείται πάντα από
µια εµµονή και από τα οδυνηρά βιώµατα που του έρχονται
στο νου χωρίς τη µεσολάβηση της λογικής. Αυτή η σύγχυση
155
Στο ίδιο, σελ.123..
156
Βλ. DODDS, σελ. 30

71
που χαρακτηρίζει τις πράξεις του περνά και στη γλώσσα
του αφηγήµατος, που λειτουργεί σαν υπόσταση.
“Είχε περάσει καιρός που είχε σκοτωθεί ο Αγγελος µε τη
µοτοσυκλέτα του, όταν του ήρθε του Παϊρή ξαφνικά η
επιθυµια να περάσει από τα µπιλιάρδα. Κι έγώ, που δεν
πcστεύω σ' αυτού του είδους τις συµπτώσεις, τον
παρακολούθησα. Είδε απ' έξω τη Χάρλεϊ Ντάβιντσον και
µπήκε µέσα. 0 Σεριφης έπαιζε µόνος του στο ακριανό.
Μολις είδε τον Παϊρή του είπε:
- Πάµε έυα γρήγορο στα τρία κορδόνια;
Ο Παϊρής διάλεξε µια βαριά στέκα. Πρόσεξε να πάρει την
πιο γερή. Ο Σερίφης έπαιξε µια τετράσποντη. 0 Παϊρής
άναψε τσιγάρο.
- 'Ο "Αγγελος δε θα την έπαιζε έτσι, είπε. Ηταν η σειρά
του να παίξει. Τράβηξε τόσο δυνατή στεκιά που η µπίλια
έκανε γκελ κι έπεσε στο πατωµα. - ∆εν είναι νταλίκα το
µπιλιάρδο, ρε! ειρωνεύτηκε ο Σερίφης. Επιασε την µπίλια
και την ξανάστησε. Πλησίασε τον Παϊρή.
- Αντε, ξαναπαίξε, του είπε.
Ο Παϊρής δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Το πρόσωπό του
τεντώθηκε. Μάκρυνε. Ο τόπος κοκκίνισε γύρω του. Μια
τεράστια ενέργεια τον πίεζε από µέσα. Εϊχε υπερκαλύψει
τον όγκο του και ήθελε να βγεί προς τα έξω. Το κρεµαστδ
φως που ήταν αναµµένο πάνω από την τσόχα άρχισε να
κουνιέται, χωρίς να το εχει φυσήξει κανένα ρεύµα: ήταν ο
Παϊρής που επικοινωνούσε µε τον "Αγγελο, όπως µε το
παιχνίδι του σπασµένου τηλεφώνου. Ακουγε τα µισά και
ερµήνευε τα υπόλοιπα όπως τον βόλευε Ο Παϊρης ήθελε να
σκοτώσει. Εκανε µια το αναµµένο του τσιγάρο και το
τίναξε µε δύναµη πάνω στο στήθος του Σερίφη. Εγινε
ανάφλεξη. Ο Σερίφης άνοιξε το στόµα κάτι για να πει. 0
Παϊρής άρπαξε τη στέκα, τή σήκωσε και του την κατέβασε
µε φοβερή δύναµη πάνω στο κεφάλι. Τόσο αναπάντεχα και
τόσο γρήγορα που ο Σερίφης δεν πρόλαβε ούτε τη φράση του
να αποτελειώσει. Την ανεβοκατέβασε ξανά και ξανά.
Χτυπούσε µε µανία. Τον βάραγε µέχρι και πεσµένο κάτω στο
πάτωµα. Οταν στο τέλος είδε αίµατα στο κεφάλι του, ο
Παϊρής έγινε έξαλλος. Βλαστήµησε. 'Επειδή ο Παϊρής δεν
είχε ακόµα ξεθυµάνει.”157

Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΗ ΣΤΗΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΟΥ


ΚΛΕΦΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥ∆ΙΟΥ

Παραθέτουµε την ανάλυση του Γιάννη Αποστολάκη για τη


γλώσσα του κλέφτικου τραγουδιού:
“∆ύο είναι τα χαρακτηριστικά του “ κλέφτικου ”
τραγουδιού : το πραγµατικό άτοµο και το συγκεκριµένο
επεισόδιο. Ένα παράδειγµα είναι το “τραγούδι του
Μηλιώνη” που αφηγείται τη µονοµαχία ανάµεσα στον ήρωα
και το Σουλεϊµάν..Γιατί; Αν δεν υπήρχε κανένα πραγµατικό
περιστατικό στη βάση του έργου, θα έλειπε η επιβεβαίωση
της ανδρείας από την οµάδα. Στους παλιότερους, ό,τι

157
Βλ. ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ, σσ. 114-115.

72
γινόταν µπροστά στα µάτια της οµάδας, διαπνέονταν από
µια υπέρτατη αξία, γιατί ήταν σα να πετούσε το πνεύµα
του Θεού πάνω από τον κόσµο.”
Προσθέτει ότι ο εθνικισµός που χαρακτηρίζει τη νοοτροπία
του µέσου Έλληνα οφείλεται επίσης στη σηµασία της λαϊκής
κουλτούρας στην εθνική εκπαίδευση. Ο συντηρητικός
χαρακτήρας104 του πνεύµατος των δηµοτικών τραγουδιών
οφείλεται στο ότι δεν παραχωρούν καµία θέση για σκέψεις
και σχόλια µέσα σ’αυτό το οργανικό συµπάν των ελληνικών
κοινοτήτων κατά την εποχή που οι Έλληνες ήταν υποτελείς
της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. ∆ε συγκράτουµε εδώ παρά το
γνώρισµα της υπόστασης, που χαρακτηρίζει τη γλώσσα των
ελληνικών δηµοτικών τραγουδιών, γιατί όλα όσα λέγονται
σ’αυτά τα προϊόντα του λαϊκού πνεύµατος είναι αναγκαία,
ουσιώδη και υποχρεωτικά, εφόσον είναι πανοµοιότυπα στο
πνεύµα του κάθε µέλους της κοινωνίας.105 Έτσι, στον
Γκιµοσούλη, η γλώσσα παραπέµπει στα σύµβολα της
κουλτούρας των απόκληρων που ζουν στις υποβαθµισµένες
συνοικίες του αστικού κέντρου. Μπροστά στις δυσκολίες,
που αντιµετωπίζουν αυτοί οι άνθρωποι, η τιµή, το
“φιλότιµο”,106 αντιπροσωπεύει γι’ αυτούς το µόνο πλούτο
που, ενώ είναι συµβολικός, ωστόσο έχει ζωτική σηµασία.
Αυτά τα κείµενα µοιάζουν να λένε: “Ο ληστής είναι ο
πραγµατικός και ο µόνος επαναστάτης, χωρίς τη ρητορική
και την πολυλογία του διανοούµενου.” Οι λέξεις τους
παραπέµπουν στη γλώσσα της πιάτσας των υποπρολεταριακών
στρωµάτων που κατοικούν τις γειτονιές του Μεταξουργείου.
Οι λογοτεχνικές πηγές αυτού του ύφους παραπέµπουν στο
κλέφτικο και στις γερµανικής προέλευσης ιδέες του Γιάννη
Αποστολάκη, για τον οποίο το ουσιαστικό και το ρήµα
χαρακτήριζαν πάντα αυτό που είναι ουσιώδες στη
µεταφυσική τέχνη. Εξάλλου η συµµετοχή του συγγραφέα-
αφηγητή στο πάθος του ήρωά του εξηγεί την επιλογή του
εξπρεσσιονιστικού ύφους και του είδους της γλώσσας που
ονοµάζουµε γλώσσα-υπόσταση.
“Πάω λοιπόν και βρίσκω πάλι τον Παϊρή, µαζί µε το
φορτηγό του, µε την καρότσα γεµάτη πεπόνια και
καρπούζια, εκεί που τον είχα αφήσει. Νύχτα κοντά στο
Αργος. ∆εν του κάνω ερωτήσεις. Τίποτα δεν του ζητάω να
µου εξηγήσει, γιατί καταλαβαίνω.”158
Αυτά τα χαρακτηριστικά γίνονται πιο ξεκάθαρα άν
συγκρίνουµε αυτό που ο αφηγητής109 δηλώνει στο τέλος του
αφηγήµατός του µε τις δηλώσεις του Κώστα Γκιµοσούλη στο
περιοδικό ∆έντρο110:
“Η σύγχρονη πεζογραφία δεν ενδιαφέρεται πλέον για την
έκφραση της ψυχής, αλλά περιορίζεται στο να περιγράφει
µόνο την επιφάνεια των πραγµάτων. ”

Ο ΝΕΟ-ΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ

Η νύχτα (1983 )

158
Στο ίδιο, σελ. 105.

73
Μέσα σ’αυτό το αφηγηµατικό κείµενο, ο αφηγητής κρατάει
το ρόλο του αρχηγού µιας σπείρας µηχανόβιων, που
περιλαµβάνει τέσσερα µέλη. Οι “ήρωες” είναι πρόσωπα
βίαια και άξεστα: Ο αρχηγός λέγεται Καίσαρ. Ο Λώρης
είναι ο αντίζηλος. Υπάρχουν ακόµα ο Λουκία και ο Ντενίζ,
που έχουν γυναικεία παρατσούκλια. Το αντωνυµικό σύστηµα
σ’αυτό το αφηγηµατικό κείµενο παίζει έναν κυρίαρχο ρόλο,
γιατί επιτρέπει στον αφηγητή να περνά από το πρώτο
πρόσωπο του εσωτερικού µονολόγου στο τρίτο πρόσωπο της
αφήγησης, σε τρόπο που του επιτρέπει να εκφράζει τη
σκέψη του άµεσα κάθε φορά που παίρνει συνείδηση των
γεγονότων που συµβαίνουν σ’αυτή την πρωτογενή και
πρωτόγονη οµάδα. Η αφήγηση διαιρείται σε επτά
αφηγηµατικές ακολουθίες και η δράση τοποθετείται σ’ένα
τόπο απροσδιόριστο. Παρότι δύο αναφορές, η µια της “
35ης λεωφόρου” και η άλλη µιας πόλης που ονοµάζεται
“ Roa ”,159δείχνουν αόριστα ότι πρόκειται για τις ΗΠΑ,
όµως ο χώρος της δράσης φαίνεται να είναι ουτοπικός.
Εξάλλου το όνοµα πόλης “ Roa” συναντιέται συχνά σε
ηλεκτρονικά παιγνίδια.
Στην πρώτη ενότητα,160 ο Καίσαρ, µέσα από την κουβέντα
του µε τους άλλους παρουσιάζει την κατάσταση στέρησης,
στην οποία βρίσκονται οι τέσσερις φίλοι. Τους λείπει η
ναρκωτική ουσία, στην οποία είναι εθισµένοι. Ολοι
περιµένουν µέσα στο δωµάτιο του Καίσαρα ώσπου νάρθει ο
“Κουφός”, ένας έµπορος ναρκωτικών. Μετά την άφιξή του
και την παράδοση της ηρωϊνης αρχίζει η απόλαυση. Η
δεύτερη ενότητα αφιερώνεται στην περιγραφή της βόλτας µε
τις µοτοσυκλέτες.161 Ο αρχηγός, ο Καίσαρ, σε εσωτερικό
µονόλογο περιγράφει το πορτρέτο του. Παρουσιάζεται ως
ένας απελευθερωµένος από όλους τους κοινωνικούς κανόνες
και διαρκώς εγκαταλείπεται σε στοχασµούς για το νόηµα
των γεγονότων, που του συµβαίνουν. Αυτό το
χαρακτηριστικό λοιπόν διαφοροποιεί αυτή την ιστορία από
µια απλή εγκληµατική υπόθεση τεντυµπόυδων και µας
υποχρεώνει να αναζητήσουµε τη συµβολική πλευρά του
έργου. Τα άλλα µέλη της σπείρας µε εξαίρεση το Λώρη
είναι στην αρχή αφοσιωµένα στον Καίσαρα, γιατί
ενσαρκώνει το µοντέλο ζωής που τους γοητεύει, είναι πιο
δυνατός και πιο σοφός από τους άλλους. Τώρα καθώς ο
έρωτας της µοτοσυκλέτας τους ενώνει, ο αρχηγός τους
οδηγεί προς τον αυτοκινητόδροµο και όλοι απολαµβάνουν
καθώς διασχίζουν µε µεγάλη ταχύτητα τις απότοµες
στροφές. Χαίρονται καθώς πατηµένοι µπαίνουν στη στροφή
µε τις µπάντες, αγκαλιασµένοι µε τις υπάκουες µηχανές
τους. Χάζευαν έτσι για κάµποση ώρα, ώσπου µπλέχτηκαν
άθελά τους σε µια περιπέτεια, που άρχισε σαν καθηµερινό
παιγνίδι και κατέληξε σε τραγωδία. Αντίµαχος και στόχος
ήταν µια κόκκινη Αλφα Ροµέο, που την οδηγεί ένας
διοπτροφόρος, που ανήκει στην καλή κοινωνία και

159
Βλ. ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, 1983, σελ. 26.
160
Στο ίδιο, σελ.11.
161
Στο ίδιο pσελ. 13-17.

74
συνοδεύεται από µια πανέµορφη κούκλα, καθισµένη στη θέση
του συνοδηγού. Οι νεαροί της παρέας προσπερνούν κάνοντας
φιγούρες, που κάποτε γίνονται επικίνδυνοι ελιγµοί. Ο
οδηγός της Αλφα Ροµέο φάνταζε στα µάτια τους σαν κόκκινο
πανί, σύµβολο της κοινωνικής επιτυχίας, η οποία
γι’αυτούς είναι αυτόχρηµα µηχανισµός περιθωριοποίησής
τους. Στην αρχή ο “γυαλάκιας” δεν αντιλήφθηκε τους
τέσσερις µηχανόβιους, αλλά στη συνέχεια αναγκάστηκε να
τους προσέξει, γιατί περνώντας από το πλάι έκαναν σήµα
στην όµορφη συνοδό του κουνώντας τα χέρια τους. Τότε
αντιδρά επιθετικά, στρίβοντας το τιµόνι του απότοµα,
ώστε να στριµώξει τον ένα από την παρέα πάνω στην
προστατευτική µπάρα της άκρης του δρόµου. Μετά από το
ατύχηµα αυτό, οι τέσσερις, πεισµατωµένοι, αρχίζουν ένα
λυσσασµένο κυνηγητό καταδιώκοντας την Αλφα Ροµέο. Οταν
την φτάνουν και καθώς ο Καίσαρ έκανε στον οδηγό σήµα, να
σταµατήσει, ο οδηγός της, επιθετικός, στρίβει ξανά το
τιµόνι στα δεξιά και ο Καίσαρ γκρεµοτσακίζεται στο
κράσπεδο του αυτοκινητόδροµου. Στη συνέχει η σκηνή
εκτυλίσσεται µε όρους αληθινού πολέµου, καθώς οι
τέσσερις εξαγριωµένοι νεαροί κτυπώντας µε τις αλυσίδες
το παρµπρίζ της Αλφα Ροµέο προκαλούν το ντεραπάρισµά
της. Το αµάξι ανατρεπόµενο πήρε φωτιά και ο οδηγός
σκοτώθηκε επί τόπου. Η επόµενη αφηγηµατική ακολουθία
περιγράφει την απαγωγή της κοπέλας και τον οµαδικό
βιασµό της από τους τέσσερις κακοποιούς.162 Ολοι
περιµένουν τι θα πει ο αρχηγός κι’αυτός τελικά δίνει την
άδειά του και αρχίζει µια παράξενη σκηνή. Η γυναίκα
ελπίζοντας ότι µπορούσε να εγκαταστήσει µια γλώσσα κοινή
για όλους και για να γλυτώσει από το χειρότερο τους λέει
ότι θα τους ικανοποιήσει όλους. ∆εν παρέλειψε να τους
πει ότι ήταν µια γνωστή ηθοποιός. Ωστόσο οι µηχανόβιοι
δε θέλουν να επικοινωνήσουν, αρνούνται την κοινή γλώσσα
και εκτελούν βίαια το βιασµό. Μάλιστα ο Λώρης τη
µαχαιρώνει στο µαστό. Αλλά παράλληλα µε την εξωτερική
δράση εξελίσσεται και µια εσωτερική διαφοροποίηση στις
σχέσεις εξουσίας ανάµεσά τους. Ο Λώρης, ανίκανος
σεξουαλικά, αφήνει την αντιζηλία του να εκδηλωθεί
εναντίον του αρχηγού. Καθώς µάλιστα επιχειρούσε να κάνει
έρωτα στην κοπέλα, έβγαλε το µαχαίρι του χωρίς λόγο και
την κάρφωσε επιπόλαια στο στήθος. Προτού να εξελιχθούν
παραπέρα τα γεγονότα, ο Καίσαρ αρχίζει να στοχάζεται
πάλι σε εσωτερικό µονόλογο τα όσα τους συµβαίνουν.
Σκέφτεται ακόµα να πάρει απόφαση να σώσει την κοπέλα από
τα χέρια του Λώρη, και προσπαθεί να προβλέψει τις
κινήσεις που θα έκανε αυτός ο µσκιαβελικός αντίµαχος.
Νιώθει λοιπόν πως αυτή η νύχτα ήταν η πιο σηµαντική
νύχτα για τη ζωή όλων, όσοι ήταν µπλεγµένοι σ’ αυτή την
ιστορία. Κι’ αυτό, γιατί ήταν αναγκασµένος να πάρει
αποφάσεις. Ετσι η επόµενη ακολουθία είναι αφιερωµένη
στον αρχηγό.163 Είναι η στιγµή που ο Καίσαρ οφείλει να
αποφασίσει. Και τελικά αποφασίζει να σώσει τη ζωή της

162
Βλ. ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, 1983, σσ. 17-25.
163
Στο ίδιο, 1983, σελ. 26.

75
γυναίκας, τη βάζει να κάτσει πίσω του στη µοτοσυκλέτα
και κατευθύνεται προς τον αυτοκινητόδροµο µε σκοπό να
την αφήσει σε κάποιο µέρος. Η βιασµένη γυναίκα στη
διάρκεια του ταξιδιού του ρίχνεται και του ζητάει να την
οδηγήσει σπίτι του. Ο Καίσαρ, ενώ διασχίζει µέσα στη
νύχτα τον αυτοκινητόδροµο, θυµάται το βίαιο θάνατο του
πρώην αρχηγού του και φίλου, του Ινδιάνου. Στη διάρκεια
µιας καταδίωξης από τους αστυνοµικούς ο Ινδιάνος έπεσε
µε τη µοσοσυκλέτα του πάνω σ’ένα τοίχο και έγινε λυώµα.
∆ε δέχεται λοιπόν την πρόταση της γυναίκας και την
αφήνει σ’ένα ξέφωτο, στα χωράφια, πλάι στον
αυτοκινητόδροµο. Ξαναβρίσκει τους συντρόφους του, που
όµως είχαν κάνει συνωµοσία µε το Λώρη, που τους είχε
ξεσηκώσει και είχε βρει την εγκαταλειµµένη γυναίκα, την
οποία και σκότωσε. Ο Καίσαρ µπροστά στη συνωµοσία
προσπαθεί να αποφύγει την αναµέτρηση και φεύγει µε την
Τράιοµφ, πάλι για τον αυτοκινητόδροµο, την πατρίδα του
πουθενά. Σε µια στροφή αντιλαµβάνεται ότι τρεις χιλιάρες
Χόντα τον καταδιώκουν. Γνωρίζει ότι είναι οι
παραγγελιοδόχοι του νέου αρχηγού της σπείρας και τη
στιγµή που νιώθει ένα µυστήριο προαίσθηµα, σαν ένα
βιβλίο που κλείνει, η πρώτη σφαίρα βρίσκει το ρεζερβουάρ
της Τράιοµφ και οι δύο τους, αυτός και η µοτοσυκλέτα
γίνονται ένα απειροελάχιστο φως ανάµεσα σε µυριάδες φώτα
µέσα στο σκοτάδι της νύχτας.164
Το έργο αυτό είναι η αποτύπωση µιας καταγγελίας που του
επιτρέπει ν’αµφισβητήσει τον “ηθικό και κοινωνικό
κώδικα”. Η σύγκριση ανάµεσα στο αφήγηµα που παρουσιάσαµε
και το µύθο του Hiram επιτρέπει να κατανοήσουµε το νόηµα
της ανατροπής κάθε αξίας που στηρίζει µια κοινωνία: στο
µύθο του Hiram, τρεις φίλοι σκοτώνουν τον Hiram111
θάβουν το πτώµα, εκεί φυτεύουν µια ακακία, στη σκαµµένη
γη. Κάποιοι άλλοι φίλοι ανακάλυψαν το πτώµα. Η σηµασία
αυτού του συµβολικού δράµατος συνίσταται στο γεγονός ότι
ένας άνθρωπος πεθαίνει θύµα µιας κακής δύναµης, αλλά
ανασταίνεται και κατά συνέπεια δοξάζεται σε µια ύπαρξη
µεταµορφωµένη. Ο Hiram είναι ο Osiris, ο ήλιος, και οι
µασόνοι υποδεικνύονται από τον όρο “τα παιδιά της χήρας
”, διότι χήρα είναι η Isis. Αντιθέτως, αυτό που
συµβαίνει στο κείµενο του Σαραντόπουλου είναι η
αντιστροφή του µύθου του Hiram. Οι τρεις δολοφόνοι που
σκοτώνουν τον Καίσαρα έχουν σταλθεί από το Λώρη, το
χειρότερο από τους πρώην φίλους του που σκότωσε χωρίς
λόγο τη γυναίκα όµηρο, το θύµα του οµαδικού βιασµού. ∆εν
υπάρχει νόηµα σ’αυτό το φόνο, γιατί η πλασµατική
κοινωνία που πλαισιώνει αυτό το κείµενο δεν παρέχει
κανένα σύστηµα αξιών στα µέλη αυτής της συµµορίας.
Εποµένως, δεν υπάρχει καµιά ελπίδα ανάστασης:
“Καβαλλάω τήν TRIUMPH καί ξεκολλάω άπό το βρώµικο
πεζοδρόµιο τής Ντίσκο. Αύτή τή φορά, άδελφέ, ξεκολλάω
γιά καλά, γιά πάντά, καί φεύγω µόνος, Θεός καί δαίµονας

164
Βλέπε πιο κάτω ανάλυση του χάους, της µαύρης τρύπας, της καθόδου στον Αδη, του BEANT. Το
γνώρισµα αυτό συναντιέται στο Σουρούνη, το Γκιµοσούλη, το Σαραντόπουλο, στον Παπαχρήστο και
στο ∆εληολάνη.

76
πάνω στή µηχανή µου. 'Ανοίγω τά φτερά µου καί σηκώνοµαι
στον άέρα καβάλα στο πρώτο µαύρο σύννεφο πού βλέπω. Πίσω
µον τά φώτα τής Ντίσκο χάνονται στδ σκοτάδι..
Σηκώνω τή ρόδα µου στον άέρα καί µπαίνω µέ τρίτη και µε
90 σέ µιά στροφή άριστερά πού άνοίγεται µπροστά µου.
Κατεβάζω τόν τροχό καί µπαίνω µέ άνάποδο. Ξαφνικά, άπό
το καθρεφτάκι πίσω µον τά φώτα άπό τρεϊς µηχανές πού
έρχονται.
"Εχει γούστο νa είναι οί τρείς µαλάκες!” Στρίβω καί
κόβω. Προβάλλουν στη στροφή..
Είναι τρεις κόκκινες HONDES εφτάµιση και τρεις τύποι µε
µαύρα κράνη και τζάκετ.
“Γαµήσου!” Πετάω δευτέρα, την τερµατίζω και φεύγω. Για
τρία δευτερδλεπτα. “Φτου!” Τερµατίζω και την τρίτη,ίσα
που να ξεκολλήσω. Οι τύποι από πίσω µου. Στηµένη
δουλειά. Με περιµένανε. `Ο Λώρης..!
Κολλάω κάτω το µαρσπιέ, µπαίνω µέ 120 καϊ φεύγω.”165
Η συµµορία της οποίας ο Καίσαρ είναι αρχηγός, όντας στο
περιθώριο της κοινωνίας, συµπεριφέρεται σα µια πρωτόγονη
φυλή. Η άρνηση της εξουσίας του αρχηγού από τα µέλη της
συµµορίας έχει πολλές οµοιότητες µε την άρνηση του
αρχηγού από τους Ινδιάνους. Σύµφωνα µε τον Clastres, οι
Ινδιάνοι καθορίζουν τον αρχηγό και ταυτόχρονα του
αρνούνται κάθε εξουσία. Η λογική αυτής της στάσης
συγγενεύει µε τη στάση των µελών της συµµορίας απέναντι
στον Καίσαρα. Οπως οι Ινδιάνοι ουδετεροποιούν την
επιθετικότητα του αρχηγού, διαδικασία που ταυτίζεται µε
µια επάνοδο της φύσης στο χώρο που εγκαταστάθηκε η
κουλτούρα, ώστε να αποφύγουν τον καταναγκασµό που
συνδέεται µε την εξουσία, όµοια και οι αντάρτες της
συµµορίας αυτής επιτίθενται στον Καίσαρα, γιατί σώζοντας
τη γυναίκα όµηρο οικειοποιήθηκε τη δοτή του εξουσία και
ξέφυγε από τα συνήθισµένα µοντέλα δράσης.
Το τέλος του αφηγήµατος του Σαραντόπουλου παραπέµπει
επίσης στο είδος τιµωρίας που συνηθιζόταν στις
πρωτόγονες οµάδες.114 Εκεί, ανάµεσα στις υπερφυσικές
τιµωρίες είναι και εκείνες που ακολουθούν την παραβίαση
ενός ταµπού. Μια τέτοια τιµωρία είναι αυτόµατη και
παίρνει τη µορφή ασθενειών ή θανάτου, που οφείλουν να
ακολουθήσουν ένα έγκληµα. Ωστόσο στο ακόλουθο
απόσπασµα, δεν υπάρχει καµιά ιδέα µιας οποιασδήποτε
λογικής τάξης. Ούτε οι όροι µιας πρωτόγονης δικαιακής
τάξης δε συναντιώνται στην ιστορία του Σαραντόπουλου:
“Οι τύποι µένονε πίσω. "Οµως σέ λίγο προβάλλοννε ξανά.
Ερχονται ακροβολισµένοι καί µέ τίς µηχανές τονς νά µουγ-
κρίζοννε. ∆έν µπορώ νά τούς φύγω. Φτού! Θα µε πιάσουνε!
Πέφτω ψαράκι πάνω στη µηχανή, έχει µια ευθεία γύρω στα
300 µέτρα µπροστά και µια στροφή δεξιά κλειστή, και
φεύγω. Τους αφήνω 50 µέτρα, µπαίνω δπως είµαι, ψαράκι,
στη στροφή, η TRIUMPH κρατάει, και τους ρίχνω 100 µέτρα
στη µάπα. ∆εύτερη στροφή, ευθεία, ψαράκι ξανά, και
φεύγω. Οι τύποι έρχονται πίσω µου µακριά. `Η TRIUMPH
βογγάει τερµατισµένη η φουκαριάρα! Οµως τα έφτάµιση
165
Βλ. Σαραντόπουλος, σελ.47.

77
µένουνε πίσω κι αυτό είναι που µετράει. Καθώς πέφτω
ψαράκι στην ευθεία βλέπω 200 µέτρα πίσω µου τους µάγκες
να πέφτουνε κι αυτοί. Το µάθανε το µάθηµα! Θα φάνε
καµµιά τούµπα όµως και τότε να δεις γέλια! Κι έτσι
πάµε, που λες, και πάµε, µια ψαράκι, µια άπάνω. Εγώ
µπαίνω ψάρακι όπου µπορώ και όπου δε µπορώ. "Οµως η
άλήθεια είναι ότι δεν µπορώ να τούς φύγω πάνω από 200
µέτρα κι ούτε κι αυτοί να µε πλησιάσοννε και τώρα που Θα
φτάσουµε στην πδλη και τα διόδια, γάµησέ τα! Θα µε
στριµώξουνε πουθενά και τη χάσαµε τη δουλειά!
……………
Καλύτερα πίσω. Καλύτερα στο Λώρη και τους µαλάκες παρά
σε τρεις τύπους. Πρέπει να καθαρίσω απόψε! Απόψε πρέπει
να ξεκαθαρίσω. ∆εν είχα κάνει ούτε τη µισή απόσταση,
όταν ακούω πίσω µου το γνώριµο πράάά..!
Οι τύποι έρχονται ξανά. Θα φτάσανε µέχρι τα διόδια, Θα
είδανε ότι δεν ήµουνα εκεί κι δτι ούτε φασαρία γινδταν,
ούτε η aστυνοµία κυνηγούσε κανένα - άρα δεν πέρασα µε
τσαµπουκά - και θα γυρίσανε πίσω. Φτού! ∆ώστου κυνηγητό
πάλι! Τούτη, όµως, η εύθεία η µεγάλη είναι γι' αυτούς κι
όχι για µένα κι έχω ένα προαίσθηµα µυστήριο, σα να
κλείνει ένα βιβλίο, καθώς οι τύποι πλησιάζουνε. Η
καηµένη η Τράιοµφ τάχε φτύσει! ∆εν έχει άλλα να µου
δώσει! 180 εγώ, 180 κι αυτοί. Και πλησιάζουνε... και
πλησιάζουνε... κι εγώ δεν µπορώ να φύγω... και
έρχονται... και σβίίίν... σφυρίζει ή πρώτη σφαίρα δίπλα
µου... καί πέφτω ψαράκι, µπας και γλυτώσουµε... και
δεύτερη σφαίρα, τρίτη... και µπαίνω σε µια στροφή... και
ευθεία... κι άλλες σφαίρες... και νέα στροφή...
ησυχία... ευθεία... σφαίρες... στροφή, στροφή, στροφή
και καθώς βγαίνω απ' αύτή τη στροφή, µια σφαίρα χτυπάει
το τεπόζιτο της TRIUMPH και η καηµένη µου η TRIUMPH και
γω γινόµαστε ένα ακόµα φωτάκι, µια πυγολαµπίδα στα
σκοτάδια της νύχτας”166
Αν ο πλασµατικός κόσµος του αφηγήµατος θεωρούσε δοσµένη
µια αντικειµενική δικαιοσύνη, είτε κοσµική, είτε θεία,
αυτό θα επέτρεπε στον περιθωριακό µηχανόβιο
ν’αµφισβητήσει τον ηθικό κώδικα των “ανωτέρων” του και
να επικαλεσθεί µια πιο υψηλή δικαιοσύνη, από την οποία
θα ζητούσε δικαιολογία και σωτηρία και από τη οποία θα
αποδεχόταν φυσικά και την καταδίκη. Αλλά, η ταύτιση του
ανθρώπινου όντος µε την ασηµαντότητα της σπίθας που
ξεπετάγεται από το αµόνι σηµαίνει ότι καµιά δικαιοσύνη
δεν είναι δυνατή στον κόσµο.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Τα αδιέξοδα των αυθαίρετων ερµηνειών της παραπάνω


λογοτεχνίας οδηγούν στη θέση ότι η προσέγγιση του
λογοτεχνικού έργου πρέπει να είναι µια κατανοούσα
εξήγηση και δεν µπορεί παρά να είναι συνάρτηση και της
αισθητικής διάστασης των λογοτεχνικών έργων.

166
Στο ίδιο, σελ. 48-49.

78
Βέβαια η αόριστη διαπίστωση µιας σειράς συσχετικών
αλλαγών και στο λογοτεχνικό επίπεδο και στις στάσεις των
νέων ελλήνων αναγνωστών δεν αρκεί από µόνη της να
εγκαθιδρύσει ένα θεµελιώδες γνώρισµα της εξεταζόµενης
λογοτεχνικής παραγωγής.
Γι’ αυτό το σκοπό µας χρειάστηκε ο µέσος όρος, ένα
κοινό µέτρο, που είναι η “διαδραστική οπτική
αµφισβήτησης”, όπως είπαµε στην αρχή.
Οι λογοτεχνικές αποκλίσεις στα εξεταζόµενα έργα δεν
µπορούν να ερµηνευθούν ούτε ως ψυχαναλυτικής υφής
προκλήσεις αισθηµάτων στον αναγνώστη, ούτε ως εφαρµογές
ενός συστήµατος κανόνων, που κατανοείται από τους
αναγνώστες, γιατί οι λογοτεχνικές αποκλίσεις είναι
ακριβώς παραβίαση κανόνων.
Οι επιµέρους πλευρές του έργου δεν είναι αποκοµµένες από
τα λοιπά στοιχεία του συνολικού έργου, γιατί συνεργούν
µαζί µ’αυτά, για να βγει το ολικό του νόηµα.
Ούτε τέλος µπορεί κάθε χωριστό έργο να εξαντλήσει την
ερµηνεία του στα όρια του, γιατί και πολλά άλλα έργα µε
ανάλογα γνωρίσµατα είδαν το φως στη δοσµένη κοινωνία,
οπότε επιβάλλεται η συνεξέτασή τους.

Ιδού, γιατί εµείς χρειάστηκε να αναζητήσουµε την


ουσιαστική εξήγηση της λογοτεχνικής απόκλισης στα έργα
που αναλύουµε έξω από τη γλώσσα, στην ιστορικά δοσµένη
κοινωνία.
Ας πάρουµε για παράδειγµα ένα έργο, όπως η Συντεχνία του
Βαγενά. Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς το νόηµα
µένοντας σε χωριστά αποσπάσµατα του κειµένου του.
Χρειάζεται να εξηγηθούν µε βάση την ανάγνωση ολόκληρου
του κειµένου. Και πάλι κάτι θα µείνει ανεξήγητο.
Αλλά τότε ο κριτικός βρίσκεται σε αδιέξοδο, όταν βλέπει
ότι η γραφή του έργου αποκαλύπτει τα µυστικά του ίδιου
του συγγραφέα την ώρα που συνθέτει το αφήγηµα.
Συνεπώς η ερµηνεία κάθε στοιχείου, κάθε φράσης, κάθε
λογοτεχνικής απόκλισης µέσω της συσχέτισής τους µε όλα
τα άλλα µας οδήγησε στη βαθιά δοµή, που θεωρούµε ότι
είναι το δίπολο της οπτικής αµφισβήτησης έναντι στρεβλής
καθηµερινής γλώσσας.
Αλλά το γεγονός της ύπαρξης µιας ολόκληρης ποικιλίας
σύγχρονων έργων στη δοσµένη χώρα και στη δοσµένη εποχή
ζητούσε να τα κάνουµε να δείξουν το τι σηµαίνουν οι
διαφορές τους για τους συγγραφείς και τους αναγνώστες
τους, διότι αυτά τα έργα κάνουν σχόλια πάνω στο ίδιο
τους το νόηµα. Και αυτό το νόηµα ήταν η αµφισβήτησή τους
εξαιτίας του ότι οι συγγραφείς τους νιώθουν απαράδεκτους
τους νέους τρόπους συναλλαγής µέσα στο λογοτεχνικό
πεδίο, κάτι που µεταφέρθηκε στη γραφή τους. Βρήκαµε όµως
ότι η ίδια διαδραστική οπτική χαρακτήριζε τόσο τη στάση
των µελετώµενων συγγραφέων, όσο και των αναγνωστών.
Μπροστά στο χάος που προκαλεί το συνεχές των
λογοτεχνικών φαινοµένων, που στην εποχή αυτή δίνουν την
εντύπωση τυχαίων εναλλαγών, η έννοια της διαδραστικής
οπτικής, καθώς προέκυψε από τη παρατήρηση των συχνοτήτων
των νέων λογοτεχνικών γνωρισµάτων, ήταν το πιο κατάλληλο

79
κοινό µέτρο, για να εξηγήσει το πνεύµα άρνησης των νέων
έργων να τους επιβληθούν από το κατεστηµένο µια
ταυτότητα και ένα νόηµα.

Οταν συγκρίναµε τη γλώσσα των έργων µε εκείνη


των αναγνωστών της εποχής, δηλαδή µε τον κοινό λόγο της
καθηµερινής ζωής, βρήκαµε ότι οι νέοι λογοτέχνες
αναζήτησαν συνειδητά ή ασυνείδητα να λύσουν την πιο πάνω
σύγκριση και σύγκρουση µέσα στο χώρο της ίδιας της
λογοτεχνίας. Με άλλα λόγια εγκαινίασαν µια επιχείρηση να
αλλάξουν την ίδια τη γραφή, το χώρο των συµβόλων, εφόσον
µέσα στα νεωτερικά έργα ο αφηγητής/ήρωας κάνει µια
διαδικασία επανακαθορισµού των εξωτερικών συµβόλων, αλλά
αυτό δε γίνεται παρά ενδοατοµικά.

Αλλά στο βάθος, η λογοτεχνική απόκλιση µεταφράζει το


µειωµένο κοινωνικό γόητρο των νέων
συγγραφέων.(Βλ.Dubois,1986,σελ.51).

80
ΓΕΝΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

ΤΑ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ∆ΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ


ΕΡΜΗΝΕΥΤΟΥΝ ΠΑΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΙΝΟ
ΣΤΡΕΒΛΟ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ

Οπως συµπεράναµε στο τέλος του τρίτου κεφαλαίου, και


καθώς βρισκόµαστε κοντά στο τέλος του δρόµου µας για την
εξήγηση των λογοτεχνικών αλλαγών, η λογοτεχνική
διαδραστική οπτική του αφηγητή/ήρωα είναι το µέτρο για
να µετρήσουµε τα πράγµατα. Αλλά είναι επιπλέον και η πιο
κοινωνιοκεντρική από τις κοινωνιοψυχολογικές σχολές,
µορφοκρατική, συµπεριφορική και ψυχαναλυτική, γιατί
θεωρεί ότι κύριο ρόλο παίζει η αλληλεπίδραση ανάµεσα
στους ανθρώπους, στις οµάδες, στις τωρινές και χθεσινές
συλλογικές µνήµες, δηλαδή η επικοινωνία, όπου
εµπλέκονται ο νοµοθέτης ή ποµπός, ο δέκτης και το
µήνυµα. Και από αυτήν την αλληλεπίδραση αναδύεται το
ατοµικό εγώ.167
Η διαδραστικά αναδυόµενη συνείδηση έχει ένα προαίσθηµα
για την πολυσύνθετη φύση του αντικειµένου, ακόµα και
πριν από την κατοίκηση από τον ορθό λόγο. ∆ιαπερνά µε
την αλήθεια της το κενό µεταξύ ρητορικής απάτης και των
κυρίαρχων των συµβόλων. Αλλά κυρίως η διαδραστική οπτική
βλέπει ότι οι συµπεριφορές και η επικοινωνία
προσδιορίζονται όχι µόνο από τις ορατές µεταβλητές, τα
ερεθίσµατα της καθηµερινής ζωής. Αντίθετα
προσδιορίζονται και από την ύπαρξη των νοηµάτων, των
συµβόλων, του σηµαντικού άλλου, τών στάσεων και των
οµάδων αναφοράς. Γιατί καµιά επικοινωνία δεν είναι
δυνατή χωρίς τη µεσολάβηση τουλάχιστο ενός άλλου
προσώπου. Θετικά ή αρνητικά τα έργα της αµφισβητησιακής
λογοτεχνίας επηρεάζονται από την παραπάνω προβληµατική,
έστω και αν δίνουν διαφορετική εντύπωση, ιδίως τα πιο
αναρχικά από τα έργα αυτά. Ωστόσο είναι γνωστό ότι η
αµφισβήτηση168 εν ονόµατι αξιών και σκοπών εξαρτάται από
τη γνώµη του καθενός, από τη συνείδησή του. Αλλ’ όταν
στην ελληνική κοινωνία υπάρχει σύγχυση σκοπών και µέσεων,
ο αµφισβητών αρνιέται να υπακούσει στους νόµους. Αυτή η
διάκριση θέτει ζήτηµα αξιών και σκοπών, κάτι που πάει
στην αβέβαια περιοχή των αξιών και της µεταφυσικής. Και,
µολονότι η διαδραστική οπτική κάποτε ξεφεύγει προς την
περιοχή των αξιών, κάτι που είναι µεταφυσικής τάξης, όµως
πιο µεταφυσικός είναι ο υπαρκτός στην ελληνική κοινωνία
στρεβλός βολονταρισµός, όπως το δείχνουν οι µαρτυρίες των

167
Βλ. Κ.Λ. UNESCO, το λήµµα “κοινωνική αλληλεπίδραση”, σελ..435

168
BATIFOL,1966.

81
πιο έγκριτων κοινωνιολόγων, τις οποίες και
επικαλούµαστε.169

4.2 ΤΟ ΝΕΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΗ ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΩΣ


ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΜΙΑΣ ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ

Ολες οι επιµέρους παρατηρήσεις µας οδηγούν στη γενική


διαπίστωση ότι κάτω από όλες τις φανερώσεις αυτής της
τέχνης διαφαίνεται ότι τα λογοτεχνικά έργα που µελετάµε
είναι το αποτέλεσµα µιας διαδικασίας αφαίρεσης.
Πρόκειται για µια λογοτεχνία που αµφισβητεί τόσο το
περιεχόµενο, όσο και τη µορφή του κλασικού και του
συνηθισµένου ώς τότε µυθιστορήµατος και αυτό σηµαίνει
ότι οι συγγραφείς έβαλαν ανάµεσα στη συνείδησή τους και
τη ζωή γύρω τους τη φαντασία, τους συνδυασµούς, τις
αποκλίσεις. Αλλά δεν επρόκειτο για µια γενικά και
στερεότυπα διατυπωµένη από την πανεπιστηµιακή κριτική
λογοτεχνικότητα του παραξενιάσµατος (dιfamiliarisation).
Οι λογοτεχνικές εικόνες που έχουµε µπροστά µας δεν είναι
απλά σκηνές από τη ζωή παρµένες έτοιµες απ’ έξω, αλλά
εικόνες σε µια ορισµένη σειρά και διάταξη, στις οποίες
κατέληξε ο στοχασµός του κάθε συγγραφέα, έτσι ώστε να
µεταφέρει το στίγµα της σχέσης του µε το λογοτεχνικό
χώρο και µε τη συλλογική συνείδηση της δοσµένης εποχής.
Είναι φορτωµένο µε ένα πνεύµα άρνησης, που παίρνει νόηµα
από την κατάσταση, από το στρεβλό καινό λόγο.
Περιεχόµενό της είναι η δοµική σχέση της διαδραστικής
οπτικής µε τον κοινό λόγο. Αυτό το σχήµα είναι που έχει
την προτεραιότητα ανάµεσα σ’όλα τα άλλα στοιχεία των
έργων αυτών, θέµα, πρόσωπα, γλώσσα, και τα προσδιορίζει.
Μείζον γνώρισµα της εν λόγω αφαίρεσης είναι το ότι
συγκίνησε το συγκεκριµένο αναγνωστικό κοινό και αυτό
ακριβώς είναι ο αισθητικός χαρακτήρας της λογοτεχνίας
αυτής. Γιατί εξαιτίας του ότι τα µοντέρνα αφηγηµατικά
κείµενα µετά το 1970 συνελήφθησαν ως διαφορά σε σχέση µε
τον παλαιότερο τρόπο γραφής γίνονται ενδιαφέροντα και
συγκινούν. Με άλλα λόγια, το να µεταφέρει ένας
συγγραφέας µια νέα πρόταση πάνω στους κανόνες του
αφηγήµατος σηµαίνει ότι έχει επεξεργαστεί ορισµένη
αφαίρεση, ότι έχει στοχαστεί τα πράγµατα και τους έχει
δώσει τους δικούς του συνδυασµούς. Αναλύεται δε, στην
περίπτωση των εξεταζόµενων έργων, ως ανάγκη αυτής της
παραγωγής να εξηγήσει την αξία της και να δείξει τη
διαφορά ανάµεσα στις αξίες της καθηµερινής ζωής και του
λογοτεχνικού πεδίου της Ελλάδας και τις αξίες που η
λογοτεχνία αυτή προτείνει. Ειδικότερα η αφαίρεση
διαµαρτυρίας εκδηλώνεται στο ίδιο το αισθητικό πεδίο ως
µορφές απόκλισης, που ανάγονται στην ευρύτερη γενίκευση
της αντίθεσης ανάµεσα στο στρεβλό κοινό καθηµερινό λόγο

169
BATIFOL 1966, σελ. 19.

82
και τη διαδραστική οπτική. Και αυτό είναι ζήτηµα
ηθική.170
Ο κύριος ενδοκειµενικός αντιπρόσωπος της αντίθεσης
ανάµεσα στην οπτική και τον στρεβλό λόγο ήταν η
προοπτική του αφηγητή. Από κει και πέρα, οι ειδικές
εκφραστικές τεχνικές περιλάµβαναν λιγότερο ή περισσότερο
το αντιαναπαραστατικό, τις φανταστικές ιστορίες, τις
µεταλογλωσσικές παρεµβάσεις, τα λογοτεχνικά τους
πλάσµατα που θέλουν να είναι ανόµοια ως προς το
λογοτεχνικό γούστο του µέσου Ελληνα. Και καθένα από τα
έργα του corpus συνδέει τα κοµµάτια της πραγµατικότητας
µε έναν ειδικό τύπο γλώσσας, πλοκής, σχέσεων των
πλασµατικών προσώπων, χρόνου και χώρου, δηλαδή δείξης.
Τέλος, οι συγκρίσεις µας και όσα αναφέρονται στο
κεφάλαιο περί του ελληνικού λογοτεχνικού πεδίου µας
επέτρεψαν να φανερώσουµε αυτή την αφαίρεση ως βιωµένη
κατηγορία. Οι συγγραφείς τους βάζοντας ήρωες ή αφηγητές
να βιώνουν κάτι που να εξαρτάται από ένα µέλλον, από την
προσδοκία µιας κοινωνίας διαφορετικής από αυτή που
υπάρχει στο περιβάλλον της ελληνικής κοινωνίας και του
λογοτεχνικού κόσµου.
Ετσι δε δουλέψαµε µε ανάλυση της σχέσης171 του
αφηγηµατικού έργου µε την πραγµατική ιστορία, που
είναι κατηγορία µερική που αποκτήθηκε απριόρι, αλλά µε
σύνθεση της σχέσης ανάµεσα στον γενικό γνώρισµα των
έργων και το στρεβλό κοινό λόγο.

4.3 Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΤΡΕΒΛΟΥ ΛΟΓΟΥ


ΩΣ Η ΒΑΘΙΑ ∆ΟΜΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ

Οποια ερµηνευτική σχολή και αν πάρουµε, θα δούµε ότι στο


τέλος αποµένουν ανερµήνευτα και αµφίσηµα πολλά από τα
στοιχεία των ερµηνευόµενων έργων. Αυτά ακριβώς τα
χαρακτηριστικά παραµένουν αµφίσηµα στη συµβατική
ερµηνευτική µέθοδο, επειδή εστιάζεται κάθε φορά σ’ ένα
συγκεκριµένο έργο, ή σε ένα γνώρισµα που ο ερµηνευτής το
“γνωρίζει” από τα πριν και το αναζητεί σε µια οµάδα
έργων που το επιβεβαιώνουν. Γι’ αυτό άλλωστε οι κλασικές
ερµηνευτικές µέθοδοι χρεοκόπησαν, ιδίως στην Ελλάδα,
όπου χρησιµοποιούνται από εφαρµοστές των ξένων µοντέλων.
Αντίθετα, τα δυσερµήνευτα στοιχεία της λογοτεχνικής
παραγωγής µέσα στο δικό µας συνολικό ερµηνευτικό
σύστηµα, εµπειρικό και ορθολογικό, µπορούν να εξηγηθούν
αφήνοντας να φανούν τα κοινά σηµεία τους, αλλά και η
σχέση όλων των συνεξεταζόµενων έργων µε τον κοινό λόγο,
που µιλιέται στη χώρα και είναι το γλωσσικά
σηµειοδοτηµένο πολιτιστικό σύµπαν. Αν δεν αναδεικνύαµε
τα κοινά στοιχεία των έργων αυτών, τότε οι σηµασίες τους
θα παρέµεναν διφορούµενες και αόριστες. Είναι
αξιοσηµείωτο ωστόσο το γεγονός ότι η ανάλυση που

170
Βλέπε και το υποκεφάλαιο για την ηθική στάση του συγγραφέα ως αισθητικό στοιχείο του έργου.
Αποψη που υπάρχει και στο Λούκατς.
171
∆ηλαδή τη σχέση που θέτει µια ορισµένη αφηγηµατολογία ανάµεσα στην ιστορία και το θέµα.

83
προηγήθηκε έδειξε ότι οι σχέσεις που ενώνουν τις πλευρές
της µορφής και του περιεχοµένου των κειµένων αυτών είναι
δοµικής τάξης και οι σχέσεις που ενώνουν τα συνδηλωτικά
χαρακτηριστικά τους είναι κοινωνικής-πολιτισµικής τάξης.
Με άλλα λόγια είναι στοιχεία της µορφής, ως δοµικά,
δηλαδή όχι επιµέρους, και του περιεχοµένου, ως
κοινωνιοπολιτιστικά. Ετσι, το δοµικό γνώρισµα, που
αναζητήσαµε ως κοινό παρονοµαστή των έργων που
εξετάζουµε, δεν µπορούσε να είναι ένα τοπικό γνώρισµα
που συναντιέται σε µερικά µόνο από τα έργα που
δηµοσιεύτηκαν σε µια δοσµένη περίοδο. Αν ήταν ένα
επιµέρους γνώρισµα το ουσιαστικό στοιχείο κάθε έργου,
τότε και θα ήταν ασύγκριτα, και δε θα µπορούσαµε να
κάνουµε καµιά γενίκευση γι’ αυτά. Οµως, όπως το
αναλύσαµε στο πρώτο κεφάλαιο, η κοινή τους αντίθεση στην
καθηµερινή ελληνική ζωή ήταν η βάση, που µας οδήγησε στη
στήριξη της συγκρισιµότητας των έργων που επιλέξαµε.
Αφού το κοινό γνώρισµα δεν είναι τοπικό, βρήκαµε ότι
είναι µια σχέση. Πρόκειται για τη σχέση που τα ολικά
γνωρίσµατα κάθε έργου διατηρούν µεταξύ τους. Η υπόθεσή
µας ήταν από την αρχή να βεβαιώσουµε µέσα σε κάθε
αφηγηµατικό κείµενο αµφισβήτησης και σε όλα µαζί τη
σχέση αντίθεσης ανάµεσα στην διαδραστική οπτική του
αφηγητή ή του συγγραφέα και στην εκπροσώπηση του κοινού
στρεβλού λόγου της ελληνικής κοινωνίας µέσα στα κείµενα.
Μετά την ανακάλυψη της γενικής οπτικής που ενώνει τις
σχέσεις µεταξύ των έργων αυτών τη συσχετίσαµε µε την
κοινωνική κρίση της δοσµένης ελληνικής κοινωνίας, αλλά
και του λογοτεχνικού πεδίου. Πρόκειται για την έννοια
της “διαδραστικής οπτικής”, που µας επιτρέπει να
οµαδοποιήσουµε αυτά τα φαινόµενα κάτω από ένα κοινό
παρανοµαστή. Αυτή η κατηγορία της “διαδραστικής οπτικής”
δεν είναι η έκφραση µιας κοινής υφολογικής τάσης, γιατί
δεν υπάρχουν συγκλίσεις των διαφόρων υφών στην
εξεταζόµενη λογοτεχνία. Ωστόσο µια τέτοια οµογενοποίηση
των έργων γίνεται δυνατή, αν πάρουµε ως βάση τον
αρνητικό τους χαρακτήρα: κείµενα αµφισβήτησης
καθοδηγούµενα από µια οπτική διαδραστική δεν έχουν κοινό
παρά την άρνησή τους απέναντι σε µια κοινή
πραγµατικότητα. Και η κλασσική λογική µας µαθαίνει ότι η
άρνηση δεν είναι ένας ορισµός κατηγορουµένου και, όντας
απροσδιόριστη, µπορεί να περιλάβει φαινόµενα
διαφοροποιηµένα.
Όπως παρατηρήσαµε ήδη, οι οµοιότητες µεταξύ των έργων
που µελετήθηκαν αντιπροσωπεύουν τις δοµικές τους
σχέσεις. Η έννοια που τις γενικεύει µπορεί να
καταδειχθεί σα µια µορφή δράσης βασισµένη στην
επικοινωνία που πραγµατοποιείται µέσω των πολιτιστικών
συµβόλων. Πρόκειται σίγουρα για µια έννοια επιστηµονική
που µε δυο λόγια θέλει να πει αυτό: όταν δυο άτοµα
συνοµιλούν, ανταλλάσσουν λόγια που δεν ανταποκρίνονται
µόνο στις παροντικές ανάγκες, αλλά παραπέµπουν είτε στη
συλλογική µνήµη της κουλτούρας, είτε στην ατοµική µνήµη
των συνοµιλητών.

84
Μεταφερµένη στο αντικείµενο που µελετάµε η έννοια της
διαδραστικής οπτικής σηµαίνει ένα τρόπο λογικότητας, µια
στάση στοχασµού, που νοηµατοδοτεί µε ειδικό τρόπο τα
στοιχεία του µυθιστορήµατος, δηλαδή χρόνο, πλοκή,
γλώσσα, χαρακτήρα, γραµµική αφήγηση, πραγµατικότητα,
θέληση, ηθικές αξίες. Αυτό είναι όλο. Αλλά µετά από αυτή
τη θέση αλλάζει το παν. Είναι σα να περνάµε από το
κλειδί του ντο στο κλειδί του φα. Εξάλλου, αφού ο
χαρακτήρας των δεδοµένων κειµένων είναι µια άρνηση,
λοιπόν είναι ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται για µια σχέση
αποκλειστικά γνωστικής τάξης, όπως συµβαίνει µε την
αναπαράσταση, αλλά για µια σχέση πρακτικής τάξης. ∆εν
είναι το παιδί που µεταφέρει τα γνωρίσµατα του πατέρα
του, αλλά το παιδί που συγκρούεται µε τον πατέρα του.
Αυτή η σχέση αναπτύσσεται στα πλαίσια του ίδιου του
κειµένου, χώρο στον οποίο ο συγγραφέας ενσαρκώνει τη
διαδραστική οπτική µε τέτοιο τρόπο, ώστε ν’ απαντά στα
γενικά προβλήµατα της επικαιρότητας ή καλύτερα στη
λογική που τα συνοδεύει.

Λοιπόν, η έννοια της διαδραστικής οπτικής δεν


συναντιέται µόνη της, αλλά προϋποθέτει µια σχέση
αντίθεσης. Ο συγγραφέας και ο ήρωάς του βρίσκονται σε
µια διαδικασία σύγκρουσης, όπου αντιµετωπίζοντας τον
“αντίπαλο” υιοθετούν µια στρατηγική προσπαθώντας ν’
αξιοποιήσουν τις πηγές ανεφοδιασµού τους και τις
πληροφορίες τους, έννοιες που επεξεργάζεται επίσης η
ιντεραξιονιστική (διαδραστική) κοινωνιολογική σχολή.
Έτσι, ο αφηγητής ή ο χαρακτήρας του ελληνικού κειµένου
αµφισβήτησης κάνει ορισµένες επεξεργασίες σηµασίας,
δηλαδή επιλογές λέξεων και κινήτρων, για να κάνει την
καλύτερη δυνατή ερµηνεία της κατάστασης. Ειδικότερα
µετατρέπει τις φόρµες και τα νοήµατα των λογοτεχνικών
του θεµάτων, για να τα διαφοροποιήσει σε σχέση µε το
νόηµα της κονφορµιστικής λογοτεχνίας, δεξιάς ή και
αριστερής, που συνεχίζουν µετά τη µεταπολίτευση να
κυριαρχούν στο λογοτεχνικό πεδίο.

Σ’ αυτό το σηµείο πρέπει να υπογραµµίσουµε το γεγονός


ότι στην Ελλάδα µετά τη µεταπολίτευση172 οι κύκλοι της
προοδευτικής διανόησης, της νεολαίας και των
περιθωριακών υιοθετούν µια παραλλαγή της κοινής νέας
ελληνικής που τονίζει µε ιδιαίτερη έµφαση, και µε
συµβολικές προεκτάσεις, πολλά στοιχεία από την αργκό και
από τη λεγόµενη µαλλιαρή, που εκφράζουν µια αναρχική
αµφισβήτηση µε συγκεχυµένο πάντως πολιτικό και κοινωνικό
µήνυµα.24 Με τέτοιες ιδιολεκτικές εκφράσεις από την
πλευρά τους οι προοδευτικοί διανοούµενοι θέλουν να
δυσφηµίσουν το µοντέλο της κυρίαρχης ιδεολογίας, που
εκπέµπεται από ην γλωσσική µεταρρύθµιση του 1976 και του
1982 και συγχρόνως να διαµορφώσουν µια άλλη προοπτική
για την κοινωνική αλλαγή. Από την άλλη πλευρά η γλώσσα

172
Βλ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ Ερατοσθένης, 1993, “Η γλώσσα των περιθωριακών και οι έλληνες διανοούµενοι”,
στο Εκθεση-Εκφραση Α λυκείοου, Αθήνα, ΟΕ∆Β, σελ. 67.

85
της πιάτσας των περιθωριακών εκφράζει την αντίδραση των
περιθωριακών οµάδων που δεν µπορούν να ενταχθούν στην
κοινωνία. Με την παρεκκλίνουσα γλώσσα οι περιθωριακοί
σκοπεύουν να εξουδετερώσουν το αίσθηµα του κοινωνικού
τους αποκλεισµού. Και η κλειστή τους γλώσσα γίνεται
επίσης ένα σηµείο αναγνώρισης και κοινωνικής ταυτότητας,
η οποία συνίσταται στην απόκλιση.
Για τους λόγους αυτούς, καθώς η εµπειρική µας έρευνα
βεβαιώνει το χαρακτήρα αµφισβήτησης των έργων που
εξετάσθηκαν, µπορούµε να συµπληρώσουµε τον ορισµό τους
µε βάση την έννοια της διάδρασης της θεωρίας των
παιγνιδιών, από τη στιγµή που τα έργα αυτά
παρουσιάζονται ως πράξεις κριτικής, δηλαδή αµφισβήτησης.
Παρακάτω, οµαδοποιούµε τα λογοτεχνικά σχήµατα των
εξεταζόµενων έργων ιδωµένα από την οπτική γωνία του
κοινού τους παρονοµαστή, που είναι η έννοια της
“διαδραστικής οπτικής”. Αυτά τα σχήµατα περιλαµβάνουν
και τις µορφές επικοινωνίας ανάµεσα στους αφηγηµατικούς
ήρωες, όπου διακρίνονται τα παρακάτω γνωρίσµατα:
Το γεγονός ότι η ζωή, στα µάτια των συγγραφέων που
µελετάµε, είναι γεµάτη από συγκρούσεις. Η φύση των
αναπαραστάσεων, µέσω των οποίων οι άνθρωποι κάνουν
ορισµούς των άλλων και της κατάστασης, στην οποία
βρίσκονται:
Τη λογοτεχνική απόκλιση.
Τη διάκριση ανάµεσα στα σύµβολα και τις συµβολιζόµενες
καταστάσεις.
Την ακύρωση της βεβαιότητας του µέσου ανθρώπου ότι η
γνώση είναι δοσµένη.
Τη συνήθεια των κυρίαρχων οµαδοποιήσεων στην ελληνική
κοινωνία να κατηγοριοποιεί τους ανθρώπους.
Τον τρόπο παρουσίασης (παράστασης) του εαυτού.
Την έννοια του παιγνιδιού, µέσω της οποίας ορισµένα
µοντέρνα µυθιστορήµατα παρουσιάζουν τη ζωή σαν στηµένο
παιγνίδι.
Την αµφισβήτηση και τη διαµαρτυρία ως κίνηµα, οφειλόµενο
στην περιθωριοποίηση των διανοουµένων στην παρούσα φάση
της ελληνικής κοινωνίας.
Την αρνητικότητα των “ηρώων” στα µνηµονευόµενα έργα.
Τη διαπίστωση ότι τα σύµβολα της ελληνικής κουλτούρας
αµφισβητούνται.173

4.4 Ο ΣΤΡΕΒΛΟΣ ΚΟΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΩΣ Ο ΕΤΕΡΟΣ ΠΟΛΟΣ ΤΗΣ


∆ΟΜΗΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ

Η έρευνα αποκάλυψε µια ολόκληρη σειρά κοινών


χαρακτηριστικών που αναφέρονται στη συλλογική µνήµη και
προϋπάρχουν σε σχέση µε την εµφάνιση των έργων, που
µελετάµε.127
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να διαχωρίσουµε τον τύπο της
ελληνικής κουλτούρας από τους τύπους πολιτισµού, που
173
Βλ. ISER, 1976, σελ..290.

86
συναντιώνται στις βιοµηχανοποιηµένες χώρες. Ξεκινώντας
από τη διαπίστωση ότι έχουµε εδώ έναν τύπο κουλτούρας
ειδικό δεν µπορούµε να εφαρµόσουµε τις συµβατικές
αντιθέσεις-µαϊντανό µεταξύ ορθολογισµού και ανθρωπισµού,
αφού η Ελλάδα δεν έχει φτάσει στη βιοµηχανική ολοκλήρωση
και ο τεχνικός επιστηµονικός λόγος δε διαπερνά το σώµα
και το πνεύµα της ελληνικής κοινωνίας. Όσον αφορά την
Ελλάδα, αυτό που είναι αποφασιστικής σηµασίας είναι το
γεγονός ότι µετά τον παγκόσµιο πόλεµο το κράτος που
σχηµατίστηκε από τους συντηρητικούς συνέχισε τον πόλεµο
µε άλλα µέσα, για να θυµηθούµε την περίφηµη φόρµουλα του
Κλαούζεβιτς. Ο αντικοµµουνισµός σε συνδυασµό µε την
“ελληνο-χριστιανική” ιδεολογία αποτέλεσε τη βάση κάθε
πολιτικής, της εκπαίδευσης και της επίσηµης λογοτεχνίας.
Ωστόσο, η πολιτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας από το
1974 έως το 1982 και η αποϊδεολογικοποίηση που την
ακολούθησε παραµόρφωσαν τις έννοιες της ηθικής και της
αισθητικής αξίας. Ενώ, στο πρόσφατο παρελθόν, οι φόρµες
της πολιτιστικής ζωής της ελληνικής κοινωνίας είχαν ένα
συνεκτικό περιεχόµενο, που συνίστατο στην προφορική
παράδοση του λαού, από το 1960 ο ιστός της προφορικής
παράδοσης διαρρηγνύεται, γιατί η παράδοση ξεπεράστηκε
ιστορικά, χωρίς ν’ αντικατασταθεί από τη γραπτή
παράδοση, η οποία θα ήταν ικανή ν’ αντιµετωπίσει και να
καλύψει το νέο τρόπο ζωής.128 Η ανάλυση των φολκλορικών
και εθνολογικών φαινοµένων της ελληνικής κοινωνίας
αποδεικνύει ότι το ξεθώριασµα των δύο παραδόσεων,
προφορικής και γραπτής, οδηγεί στον αφανισµό της λαϊκής
κουλτούρας. Ο νεοσοσιαλισµός του ΠΑΣΟΚ µετά το 1974
έδωσε ώθηση εκφράζοντας το λαϊκό σίσθηµα σε µια αληθινά
πρωτότυπη παραγωγή σκέψης, που άσκησε µια αποφασιστική
επιρροή πάνω σε πολλούς διανοούµενους, σοσιαλιστές και
µη. Πρόκειται βέβαια για έναν σοσιαλισµό βολονταριστικό,
που µπόλιασε το σοσιαλισµό µε αξίες ηθικές και
θρησκευτικές. ∆εν περιορίζεται µόνο στο προλεταριάτο,
ενώ ρίχνει το ενδιαφέρον του και σε άλλα στοιχεία,
παραµεληµένα από τη µαρξιστική παράδοση, όπως ήταν η
µεσαία τάξη και άλλες κατηγορίες µη προνοµιούχων. Αυτός
ο τύπος πολιτεύµατος συνδυάζει σοσιαλισµό και έθνος και
προσελκύει έτσι και τους φιλελεύθερους. Μια διαίρεση
νέα εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ: από τη µια αφήνεται ένας τοµέας
ελεύθερος για τις βιοµηχανίες και την οικονοµική
δραστηριότητα και απ’ την άλλη αυξάνεται ο ρόλος του
κράτους. Τα πλεονεκτήµατα: τίθεται ένα τέρµα στην
εκµετάλλευση της κατώτερης τάξης από την άρχουσα τάξη.
Τα µειονεκτήµατα: ο κίνδυνος που παρουσιάζει για το
άτοµο ένα κρατικοποιηµένο καθεστώς. Στο ίδιο το
εσωτερικό του κόµµατος πολλοί διαµαρτύρονται εναντίον
της υποταγής του ατόµου σε ένα οιονεί ολοκληρωτικό
κράτος. Ετσι η εικόνα που περιγράφει ο Βασίλης Φίλιας
είναι πολύ αντιπροσωπευτική:174 “Στη χώρα µας, η κρίση
παρουσιάζει µια ιδιαιτερότητα που προκύπτει από το
γεγονός ότι γίναµε µια κοινωνία “µεταβιοµηχανική” χωρίς
174
Βλ. ΦΙΛΙΑΣ, 1986, σελ. 99.

87
να έχουµε προηγουµένως περάσει από τη βιοµηχανιή
ανάπτυξη. Η συνέπεια ήταν οι θεσµοί να µη λειτουργούν
καλά και να µη δηµιουργηθούν µεσαία στελέχη ικανά να
αντισταθούν στην πληµµύρα της διαφήµισης και στους
πειρασµούς της καταναλωτικής κοινωνίας. Ετσι η κοινωνία
παρέµεινε µια κοινωνία όχι δοµηµένη, που καταστρέφει η
ίδια τις δηµιουργικές της δυνάµεις.” Ο Φίλιας
διαπιστώνει επίσης το γεγονός ότι η παραγωγή από έλληνες
συγγραφείς πρωτότυπων έργων αναφερόµενων στην ελληνική
πραγµατικότητα είναι πολύ χαµηλή και αυτό οφείλεται στην
ελληνική κρίση του πολιτισµού.175 Αλλά και κατά το Νίκο
Μουζέλη, η υπανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας
συνίσταται στο γεγονός ότι ο καπιταλιστικός τρόπος
παραγωγής κυριαρχεί στη µεγάλη µόνο βιοµηχανία, αλλά η
µικρή παραγωγή χαρακτηρίζει τη γεωργία και τη
βιοτεχνία.176 Εξάλλου από τη στιγµή που η
πολιτικοποίηση εισέβαλε στην καθηµερινή ζωή, κάθε αλλαγή
της κορυφής έχει αντίχτυπο στη βάση, επειδή η νέα τάξη
πραγµάτων οδηγεί τους αξιωµατούχους και πολλούς από τους
πολίτες να τοποθετούν την αντίθεσή τους πάνω στο
πολιτικό πεδίο.177 Ετσι στην κατώτερη βαθµίδα της
κοινωνίας οι εµπειρίες της ζωής εξαρτώνται από τα µεσαία
στελέχη.

Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΑ


ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΩΣ ΜΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΤΩΝ


ΑΠΟΨΕΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΑΞΙΕΣ

Οπως φαίνεται από τις µέχρι τώρα αναλύσεις, ο αφηγητής


ή ο ήρωας των έργων που εξετάζουµε δεν έχει µισ δική του
απάντηση στο ερώτηµα τι είναι οι αξίες, αλλά κρίνει
τους ορισµούς και τις ερµηνευτικές συρραφές, που δίνουν
οι άλλοι για τις αξίες. Και είναι αυτό το νέο
χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας τόσο συχνό και τόσο
σπουδαίο, ώστε µας προσανατόλισε να αναζητήσουµε το
γενικό ερµηνευτικό µας σχήµα στη διαδραστική178
(ιντεραξιονιστική) κοινωνιολογική µέθοδο. Εκείνο δηλαδή
που κυριαρχεί στην οπτική των έργων της εποχής αυτής
είναι η αντιιδεολογική κριτική των ιδεολογηµάτων, η
ανάδειξη της αβέβαιης και πρόσκαιρης φύσης των επίσηµων
αιώνιων αξιών, που προβάλλει κάθε φορέας του στρεβλού
κοινού λόγου µέσα στα µυθιστορήµατα αυτά. Εξαίρεται έτσι

175
Βλ. στο ίδιο, 1986, σελ. 178.
176
Βλ. ΜΟΥΖΕΛΗΣ, 1978, σελ.120
177
Βλ. ΦΙΛΙΑΣ, 1986, σελ. 181.
178
Βλ. ΑΣΤΡΙΝΑΚΗΣ Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ∆Η Λ, 1996. Επίσης Matza, D. και G.M. Sykes (1961):
"Delinquency and Subterranean Values", στο American Sociological Review, Vo1.26, Νο.5, Oct.,
ρρ.712-19. Και πολλούς άλλους.

88
η τάση να παρουσιάζονται οι αξίες της επίσηµης τάξης
πραγµάτων ως ερµηνείες. Με την έννοια αυτή είναι που ο
αµφισβητίας συγγραφέας υιοθετεί µια οπτική που
αντιστοιχεί σ’αυτό που ονοµάζουµε διαδραστική οπτική,
γιατί ενοχλείται από τον επιφανειακό τρόπο, µε τον οποίο
παίρνονται οι αποφάσεις και γίνονται οι χαρακτηρισµοί
από τους υπεύθυνους µέσα στην ελληνική κοινωνία, τους
ισχυρούς στην κάθε κοινωνική περίσταση.
Ειδικότερα στο χώρο του πνεύµατος η λογοτεχνία περνούσε
για ιερή αξία κυρίως χάρη στην απροσδιόριστη σύγχυσή της
µε τις αξίες της ηθικής. Και αυτό λοιπόν το ζήτηµα της
σύγχυσης ανάµεσα στην αισθητική αξία και τις ευρύτερες
δηµόσιες σχέσεις των ένδοξων συγγραφέων εντάσσεται στα
γενικότερα στοιχεία της κουλτούρας που αµφισβητούνται
από τους νέους συγγραφείς και τους νέους αναγνώστες. Η
καταλυτική τους µάλιστα αµφισβήτηση προχωράει στην
άποµυθοποίηση του συστήµατος παραγωγής λογοτεχνικών σταρ
στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι η λογοτεχνική αξία
συγχεόταν σκόπιµα µε την ηθική αξία του συγγραφέα
µάρτυρα (Γιάννης Ρίτσος, ∆ηµήτρης ∆ουκάρης, Τάσος
Λειβαδίτης), οδηγούσε στην πρακτική να αναγνωρίζεται και
να καθιερώνεται κάποιος ως µεγάλος συγγραφέας εξαιτίας
των προσωπικών του σχέσεων. Στο τέλος η βαθιά σηµασία
του έργου δε µετράει. Εδώ ο αναγνώστης πρέπει να
ξαναδεί τις αναλύσεις του κεφαλαίου για το ελληνικό
λογοτεχνικό πεδίο. Παράλληλα ξαναβρίσκουµε το ερώτηµα,
γιατί η γλώσσα αναδεικνύεται στη φάση αυτή ως η περιοχή,
όπου οι δύο πλευρές, η κυρίαρχη ιδεολογία και οι
αµφισβητίες συγγραφείς ερµηνεύουν διαφορικά τις λέξεις-
κλειδιά, που ορίζουν τις κύριες συνθήκες της τρέχουσας
ζωής:
Α) Τη λέξη-κλειδί κοινωνική δοµή, θεωρούµενη από τον
κυρίαρχο στο δυτικό κόσµο φονξιοναλισµό ως σύστηµα ρόλων
και από τον κουλτουραλισµό ως σύστηµα υποπολιτισµών.
Β) Τη λέξη-κλειδί γόητρο, θέση κύρους, θεωρούµενη από το
φονξιοναλισµό ως κοινωνική θέση και αποτέλεσµα ενός
συµβολαίου, ενώ για τους κουλτουραλιστές σήµαινε το
γόητρο, το κύριο κίνητρο της ανθρώπινης συµπεριφοράς.
Γ) Τη λέξη-κλειδί κίνητρο, που οι φονξιοναλιστές την
εξηγούν ως προσδοκία, ενώ για τον κουλτουραλισµό
σηµαίνει ηθικούς κανόνες.
Η διαδραστική οπτική συµπίπτει στη χρονική της εµφάνιση
µε την ιντεραξιονιστική κοινωνιολογία (διαδραστική), που
αποτέλεσε στη ∆ύση την αντιπολίτευση στον κυρίαρχο
φονξιοναλισµό και που χωρίς να ξαναγυρνάει στον
κουλτουραλισµό επιµένει ότι η ανθρώπινη συµπεριφορά
πρέπει να εξετάζεται στον ίδιο της το φυσικό χώρο, που
περιλαµβάνει τα σύµβολα, και τη γλώσσα. Το ίδιο
κοινωνικό φαινόµενο του κινήµατος της αµφισβήτησης των
καιρών µας βρίσκεται στην καταγωγή της ανάδειξης σε
ουσιαστικό ζήτηµα της γλωσσικής και συµβολικής πλευράς
της µοντέρνας λογοτεχνίας στην Ελλάδα, όπως επίσης και
της στροφής της θεωρητικής έρευνας στο νόηµα των
κοινωνικών γεγονότων.

89
Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΩΣ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΟΤΙ Η ΓΛΩΣΣΑ ΕΙΝΑΙ Ο
ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΣΤΑ ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ

Για την κατασκευή της έννοιας της στρεβλής γλώσσας της


καθηµερινής ζωής, ως προς την οποία προσδιορίστηκε η
αντίθεσή του, η οπτική αµφισβήτησης, αναζητήσαµε τα
χαρακτηριστικά της δηµόσιας ελληνικής καθηµερινής ζωής
και της γλώσσας της στα στοιχεία που επανέρχονται µε τη
µεγαλύτερη συχνότητα στις δηµόσιες εκδηλώσεις της
δοσµένης περιόδου.179 Η έννοιά της καθηµερινής ζωής δεν
αποδίδει απλά την κοινωνική ψυχολογία, αλλά το πώς αυτή
εγγράφεται µέσα στους αντικειµενοποιηµένους λόγους του
συντάγµατος, των κοµµάτων, των αναλυτών. Με αυτό τον όρο
του κοινού στρεβλού λόγου οµογενοποιήσαµε τα στοιχεία
που εξετάζουµε.180
Αν σχηµατίσουµε µια κλίµακα των χρήσεων της γλώσσας µε
βάση την “καµπύλη του Zipf”,181 όσοι λένε λίγα θα
καταλάµβαναν το ένα άκρο, τη “σιωπή προς τα πάνω”,182
ενώ οι φλυαρίες των λαϊκών εφηµερίδων θα καταλάµβαναν το
άλλο, τη “σιωπή προς τα κάτω.
Οι συνέπειες από τη γενίκευση στην ελληνική κοινωνία του
κοινού στρεβλού λόγου είναι:
1) Οτι το “πράγµα καθαυτό’ µπαίνει σε αµφισβήτηση,
πράγµα που οδηγεί τον κάθε βουληφόρο άνδρα στη διηνεκή
παρουσίαση ‘ενδιάµεσων µορφών’, δηλαδή µορφών που δεν
αναφέρονται απευθείας σε µια ολότητα (το θεό, το είναι,
τη συνολική κοινωνία). Αν δε συνέβαινε αυτό, τότε δε θα
είχαµε µετά τη µεταπολίτευση παρά ρεαλιστικές
αναπαραστάσεις.
2) Η δεύτερη συνέπεια είναι η διαµορφωµένη πεποίθηση ότι
κανείς δε νοµιµοποιείται να ξέρει τι είναι η
πραγµατικότητα. Αυτό είναι άλλωστε ο εσωτερικός λόγος,
για τον οποίο οι συµµετέχοντες στο “λόγο” αρκούνται να
φτιάχνουν ενδιάµεσες µορφές αντί για αναπαρααστάσεις.
Η θεσµοθέτηση της κοινής νέας ελληνικής (1976) επέτεινε
τις αναζητήσεις άλλοτε εν ονόµατι της πολυφωνίας και
άλλοτε εν ονόµατι της µυστικής επικοινωνίας µέσα στη
δεκαετία του ’70 και συµπορεύτηκε µε µια πρωτοφανή
πολιτιστική επανάσταση της δεκαετίας του 1970. Η κοινή
νέα ελληνική γίνεται πια η επίσηµη γλώσσα ως γλώσσα-
όχηµα, που όλοι χρησιµοποιούν, παίρνοντας το ρόλο που
είχε ώς τότε η καθαρεύουσα. Από τότε η κοινή νέα

179
Ενα ολοκληρωµένο σενάριο αποτέλεσε όλη η βεντάλια
των διατυπώσεων γύρω από το θέµα Οτσαλάν, το Φλεβάρη του
1999.
180
Βλ. RIESMAN, 1964.

181
Η καµπύλη του Ζιπφ στηρίζεται στο γενικό νόµο της οικονοµίας, δηλαδή στο νόµο της ελάχιστης
προσπάθειας, σύµφωνα µε τον οποίο ανακαλύπτουµε το νόµο της.

182
Βλ. LEFEBVRE, 1966, σελ.215..

90
ελληνική χρησιµοποιείται από το διοικητικό µηχανισµό, τα
πανεπιστήµια και τους λοιπούς θεσµούς σε τρόπο που
καλύπτονται οι επικοινωνιακές ανάγκες του πληθυσµού,
γιατί διαφέρει από την τεχνητή γλώσσα, που είναι γνωστή
ως καθαρεύουσα κυρίως στη µορφολογία και στη σύνταξη.
Εννοείται ότι οι διάφορες ποικιλίες της ελληνικής
γλώσσας, µαζί και η καθαρεύουσα, αποκλείονται, γιατί η
τυποποίηση και η κωδικοποίηση έχει πλέον επιβληθεί µε
νόµο και στηρίζεται στη γραµµατική του Μανώλη
Τριανταφυλλίδη, που δηµοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1941.
Βεβαίως η πολιτική αυτή πράξη ήταν σωστή, γιατί ένα
έθνος δεν µπορεί να δηµιουργήσει τίποτα κοινό, χωρίς ένα
κώδικα οικονοµικό, συστηµατικό, ενιαίο. Εν τούτοις,
είναι αλήθεια ότι µε την ίδια αυτή κίνηση ένα σπουδαίο
µέρος της ελληνικής λογοτεχνίας και γλώσσας δεν είναι
πια προσιτό στους νέους Ελληνες. Πρέπει όµως να
τονίσουµε ότι η αλλαγή αυτή επηρεάζει σηµαντικά τη
λογοτεχνία που µελετάµε, όπως φαίνεται στις αναλύσεις.
Και ήταν αναµενόµενο, αφού το γλωσσικό είχε αναχθεί σε
µείζον πρόβληµα στην Ελλάδα, γιατί συνδέθηκε µε ταξικά
συµφέροντα, καθώς η καθαρεύουσα είχε συνδεθεί µε τα
συµφέροντα της άρχουσας τάξης και της δηµοσιοϋπαλληλικής
γραφειοκρατίας. Ετσι, οι εντάσεις στους χώρους της
ελληνικής διανόησης οξύνονται εξαιτίας της γλωσσικής
µεταρρύθµισης του 1976 και της εισαγωγής του µονοτονικού
συστήµατος το 1982.
Από τη σκοπιά της επικοινωνίας η νοµοθέτηση της κοινής
νέας ελληνικής ήταν θετικό βήµα, γιατί εφάρµοσε την αρχή
της κωδικοποίησης µε βάση την αναλογία, που θα
λειτουργήσει στο µέλλον ευεργετικά. Το ζήτηµα ήταν να
απαλλαγεί ο λαός από τους στενόκαρδους σε κάθε βήµα
γραµµατοδιδάσκαλους. Εξάλλου, µετά τη νοµοθέτηση της
αδιαφοροποίητης σύνταξης, που διασφαλίζει την
επικοινωνία, καµιά συµβολή λεκτική ή εκφραστική δεν
αποκλείεται, ώστε να πορευθεί η γλώσσα σε µια ολοένα και
µεγαλύτερη τελειοποίηση. Αλλά, στηριγµένοι πολλοί στο
γεγονός της θεσµοθέτησης διεκδικούν ακόµα και σήµερα το
ρόλο να είναι οι θεµατοφύλακες της καθαρότητας της
γλώσσας, όπως έγινε και σε άλλες χώρες, κυρίως στη
Γαλλία. Ετσι οι σύγχρονοι ελληνίζοντες στο βάθος είναι
γαλλίζοντες, γιατί η επιχειρηµατολογία τους πήρε την
εναρκτήρια κίνησή της από τον Etiemble, που είναι
γνωστός στην Ελλάδα από τη φράση parlez-vous
franglais.183
Γεγονός πάντως είναι ότι η θεσµοθέτηση της “κοινής νέας
ελληνικής” εισπράχθηκε αρνητικά από πολλούς συγγραφείς.
Ορισµένοι είπαν ότι η θεσµοθέτηση θα κατέληγε να
καταργήσει κάθε ελευθερία στις ειδικές και τοπικές
γλώσσες. Μάλιστα ένα όµιλος, ο Ε.Γ.Ο, που ιδρύθηκε από
τη συντηρητική ελίτ του πνεύµατος, ξεκίνησε ένα
αντίστροφο κίνηµα. Αλλά ο Ε.Γ.Ο θα µπορούσε να δει και
άλλες πλευρές πέρα από τη στενά γλωσσολογική. Και όσον
αφορά τον πλούτο της γλώσσας, από τον καιρό ήδη του

183
Βλ. ETIEMBLE, 1991(1973).

91
Κοραή184 ένα µεικτό όργανο αναπτυσσόταν στις πόλεις και
πλουτιζόταν, καθώς το λεξιλόγιο αντλεί από όλες τις
προγενέστερες φάσεις της ελληνικής γλώσσας (Βλ.
BAKHTINE, 1978, σελ.95.).
Αλλά, το ζήτηµα της τύχης της γλώσσας δεν είναι ζήτηµα
γλωσσολογικό, δεν είναι θέµα διατήρησης ενός
καθαρευουσιάνικου συντακτικού, ή µιας έστω διακριτικής
χρήσης των γενικών σε -εως από εκείνους, που χωρίς
πνευµατικό µόχθο θέλουν µια αναγνώριση πνευµατικής
ανωτερότητας. Το ζήτηµα αφορά την κοινωνική ζωή. Η δε
εµπειρική κατηγορία µας “στρεβλός κοινός λόγος” δεν έχει
να κάνει µε την ορθή καθιέρωση της κοινής νέας
ελληνικής, αλλά εξάγεται από µια µέθοδο που αντλεί τα
επιχειρήµατά της και τις πληροφορίες της από την
κριτική, τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία και µπορεί
να θεωρείται διαµεθοδική. Ετσι ο κοινός στρεβλός λόγος
στηρίζεται και γεννιέται από τη δύναµή του να επιβάλλει
ρετσινιές, να κατηγοριοποιεί. Στο ελληνικό πολιτιστικό
σύστηµα, χρησιµοποιούνται µ’ ένα τόνο περιφρόνησης όλες
τις λέξεις που αναφέρονται στη σεξουαλική ζωή, στους
κοµµουνιστές και σε περιθωριακούς. Οι κοµµουνιστές, για
παράδειγµα, παρουσιάζονταν παλιότερα ως ληστοσυµµορίτες.
Τέτοιες λέξεις είναι φορτισµένες µ’ όλες τις
προγενέστερες σηµασίες τους, που ανήκαν σ’ ένα παλιό
κώδικα, προγενέστερο της σύγχρονης µορφής, που πήρε ο
κοινωνικός σχηµατισµός. Η απονοµή τώρα τέτοιων λέξεων
εναντίον κάποιου κάνει τις λέξεις αυτές σύµβολα. Και
µολονότι τα σύµβολα δεν κατέχουν µια υλική
πραγµατικότητα, εντούτοις οι επιδράσεις που προκαλούν
στη ζωή των ανθρώπων, είναι πραγµατικές, γιατί το να
βαφτίζονται ορισµένα πρόσωπα ως αποκλίνοντα καταλήγει να
είναι πράξη αποκλεισµού και τιµωρίας, εφόσον αυτά τα
άτοµα χάνουν πολύ περισσότερα από ένα φορολογικό
πρόστιµο. Χάνουν τη φήµη τους. Το ίδιο συµβαίνει και µε
τη χρήση γλωσσικών µορφών, που χρησιµοποιούνται από τα
ανώτερα κοινωνικά στρώµατα ως σύµβολα κοινωνικού κύρους.
Οι γλωσσικές αυτές µορφές όντας φορτισµένες µε µια
εµπειρία κοινωνικών διακρίσεων, έγιναν σύµβολα
διάκρισης.

Γενικότερα ο κοινός στρεβλός λόγος στην Ελλάδα οφείλεται


στο ότι είναι σε µεγάλο βαθµό µια ολική κοινωνία. Η
εφαρµογή της έννοιας της ολότητας επιβάλλει σε κάθε
ιστορική µορφή, πχ στον ελληνικό κόσµο, τα επιµέρους
επίπεδά της-η τέχνη της, η οικονοµία της-να έχουν ως
κοινό παρονοαστή µια έννοια ολότητας, η οποία συγκροτεί
την ενότητά τους. Κάθε τι επηρεάζεται από την ολότητα,
κάτι που είναι αδιανόητο στη ∆υτική Ευρώπη. Και τα κύρια
είδη ολικών κοινωνιών είναι τρία, το έθνος, η φυλή, ο
λαός. Καθένα προβάλλεται ασφυκτικά από την εξουσία των
ολιστικών χωρών ως ουσία. Οσοι δέχονται την έννοια της
ολικής κοινωνίας, εφαρµόζουν µια συγχρονική εξέταση,
γιατί η ολότητα είναι σταθερή. Εδώ θεωρείται ότι χωρίς

184
Βλ. ΚΟΡ∆ΑΤΟΣ, 1927, σελ. 55.

92
την ύπαρξη των κοινών αξιών οι κοινωνικές σχέσεις δεν
µπορούν να υπάρχουν.185 Στις σφαιρικές κοινωνίες οι
άνθρωποι δεν µπορούν να αποφύγουν τα σηµειακά συστήµατα
αναπαραστάσεων. Μάλιστα, η ύπαρξη των τάξεων δεν
ακυρώνει αυτό το γεγονός, ούτε οι εκπρόσωποι της
αριστεράς βρίσκουν την αλήθεια, επειδή οι κοινωνικές
οµάδες µένουν υπό την επιρροή του κυρίαρχου συστήµατος
αναπαραστάσεων, γιατί τέτοιο είναι η ολική κοινωνία,
αφου εκλαµβάνεται ως ψυχοκοινωνική πραγµατικότητα. Ολα
µέσα στα σπλάχνα της σφαιρικής κοινωνίας αλλοιώνονται: η
Ιστορία χρησιµοποιείται ως µύθος, που εγγράφεται µέσα
στα ηµερολόγια, σ’ όλα τα σπίτια, σ’ όλο τον τύπο, και
εµπεδώνει στα πνεύµατα των µελών την ιδέα της κοινής
καταγωγής.186 Το ρόλο µάλιστα αυτό δεν τον παίζει µόνο
ο χριστιανισµός, αλλά ακόµα και η επαναστατική ιδέα,
όπως αυτή της Γαλλικής Επανάστασης, αρκεί να µην
αντιµετωπίζονται παρά συναισθηµατικά.187 Παραπέρα, η
έννοια της σφαιρικής κοινωνίας βρίσκεται και στη στάση
των µικρών οµάδων, των τοπικών συλλόγων, των καθηµερινών
οργανώσεων, των οικογενειών. Με το πνεύµα αυτό
ερµηνεύεται το ελληνικό φιλότιµο.188 Είναι φανερό ότι
όλοι οι άνθρωποι που ανήκουν και επηρεάζονται από την
ολική κοινωνία δε νοούνται και δε νοµιµοποιούνται και
δεν ορίζονται παρά ως άτοµα που έχουν άµεσες σχέσεις,
αυθόρµητες, σχέσεις µάνας και γιου, όχι σχέσεις
συλλογιστικές.189 Μάλιστα η πολιτιστική λειτουργία της
ολικής κοινωνίας190 απαιτεί την εσωτερίκευση.
Από την ολική κοινωνία στο βάθος λείπει η ιστορία,191
αφού οι επικεφαλής παρουσιάζουν το χρόνο οµοιογενή µε
τεχνητό τρόπο, ενώ η κοινωνία είναι γεµάτη από
ετερογένειες. Και µάλιστα εξηγούν τα ιστορικά γεγονότα
µε την επίδραση του φαντασιακού κοινωνικού παράγοντα,
δηλαδή βλέπουν την κοινωνία ως κοινότητα θέλησης, ως
προσδοκία µελλοντικών ονείρων. Η ιδέα µιας ολικής
κοινωνίας κατοικεί στη συλλογική συνείδηση για κοινές
αξίες, δεν είναι κάτι αντικειµενικό. Οταν το εξετάζουµε,
εξετάζουµε το φαντασιακό τρόπο δια του οποίου τα άτοµα
συλλαµβάνουν τις πραγµατικές πρακτικές και τα σκόρπια
γεγονότα τα ενώνουν σε µύθους.192
Πάντως, το βαθύτερο κίνητρο και η πηγή της επιµονής µιας
κοινωνίας να είναι ολιστική εντοπίζεται στην ταξική

185
Merton.1965, Elιments de thιorie et de mιthode sociologique
186
Βλ. Akoun, sel. 382.
187
Ο Durkheim 1912, Formes ιlιmentaires de la vie religieuse. Εδώ ο
Ντυρκέµ µιλάει για το µυστικό στοιχείο των επαναστατηµένων τότε.
188
Βλ. MIROGLIO.
189
Ωστόσο όλα αυτά επιβάλλουν την ηγεµονία των
ultramontaines, των βασιλοφρόνων.
190
Βλ. Erich Fromm, 1944, Individual and social origins of nevrosis.
191
F, Braudel (1958) Histoire et sciences sociales, La longue durιe,
Annales no quatre, 1958.
192
Michel Foucault, 1969, L’archιologie du savoir, Paris, Gallimard.

93
πυραµίδα. Γιατί δίνεται έµφαση στις κάθετες193
διαιρέσεις της κοινωνίας, στην ιεράρχηση στους ανώτερους
αξιωµατούχους των θεσµών της εκκλησίας, του
πανεπιστηµίου, του κράτους. ∆ιαιρέσεις που υπάρχουν και
αναπαράγονται χάρη στη χρήση των αναπαραστάσεων. Οι
θεσµοί που περιλαµβάνονται εδώ, το κράτος, ο στρατός, το
κόµµα, η εκκλησία, που καθένα έχει την ίδια δοµή µε τα
άλλα, αφοµοιώνουν τους ανθρώπους µεσω της δοµής αυτής,
δηλαδή τους κάνουν κάπως κονφορµιστές και ανεβάζουν νέα
µέλη στα αξιώµατα µε αδιαφανείς διαδικασίες.
Ωστόσο, επειδή, κατ’ αντίστροφο τρόπο, οι οριζόντιες
κοινωνικές οµάδες, τα διάφορα επαγγέλµατα, οι κοινωνικές
οµάδες, έχουν τις δικές τους στωµατοποιήσεις για το
κύρος των ανθρώπων, θεµελιωµένες σε λειτουργίες που
αντιτίθενται στην εξουσία αφοµοίωσης της ολικής
κοινωνίας. Γι’ αυτό καµιά αυταρχική πίεση εκ των άνω δεν
µπόρεσε να αποτρέψει τους δυο εθνικούς διχασµούς, αλλά
αντίθετα τους προκάλεσε. Αν µάλιστα η στρωµάτωση της
κοινωνίας είναι περισσότερο οριζόντια παρά κάθετη,
γίνεται, όπως λένε οι ειδικοί, επανάσταση, δηλαδή η
κατάσταση είναι επαναστατική. Αν τώρα η διαδικασία
αφοµοίωσης γίνεται στο επίπεδο των µέσων στρωµάτων, τότε
η κατάσταση γίνεται φασιστική.194
Ετσι, η εξήγηση του στρεβλού κοινού λόγου σχετίζεται µε
την ιδεολογική µετατροπία της γλώσσας από το κράτος. Αν
το κράτος άφηνε ελεύθερη γλώσσα, θα κυριαρχούσε το
τυχαίο. Οµως έρχεται και τα ασυνεχή τα κάνει συνεκτική
ερµηνεία της κατάστασης. Με άλλα λόγια τυποποιεί τα
γλωσσικά φαινόµενα, έτσι ώστε να ικανοποιούν τα
συµφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Μόνο µε τους σοφούς,
που εισάγουν τα νοήµατα στη γλώσσα, η γλώσσα θα ήταν
απλώς συλλογική µνήµη. Αντίθετα, για την

193
Βλ. Akoun, σελ. 391. Oι κάθετες οργανώσεις έχουν το γνώρισµα ότι
αφοµοιώνουν τα µέλη σε µια ολική κοινωνία, διότι τους εµπεδώνουν το
κοινό σύστηµα αναπαραστάσεων, µολονότι σε πρώτο πλάνο αυτό το
σύστηµα είναι της τάξης τους, και παρουσιάζουν το πεδίο ως ενοποιητικό.
Αυτό έρχεται σε συµφωνία µε την έννοια του Ελιοτ.
Κινητικότητα. Τα οριζόντια αντίστροφα στρώµατα έχουν το ιδίωµα να
ενσωµατώνουν-κάτι που είναι σε
αντίθεση µε την ολική κοινωνία, επειδή έχουν δική τους κουλτούρα
λανθάνουσα. Εάν η στρωµατοποίηση είναι πιο πολύ οριζόντια, τότε η
κοινωνία είναι κοντά σε επαναστατική διαδικασία. (Ακούν, 388).
Αυτό το συνδυάζω µε όσα γράφονται για τον κορπορατισµό από τον Ζαν
Λαζουζί.95 Με το να µην αφήνονται να οργανωθούν άτοµα διαφορετικών
επαγγελµάτων αποφεύγεται η πάλη των τάξεων. Υπάρχει λοιπόν ένα
συνδικάτο εργοδοτών, ένα εργατών και πάνω η κορπορασιόν η οποία
τονίζει την αλληλεγγύη στο ίδιο επάγγελµα. Χαρακτηριστικό είναι η ενότητα
των κοινωνικών καιι των οικονοµικών µε προβολή κυρίως των οικονοµικών
από τον κόσµο των εργοδοτών. Κριτική: Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η
σταθερότητα των προνοµίων.
194
Βλ. Ακούν, σελ.388, και H. Janne, Le systθme social, 1958, Minuit

94
ιδεολογικοποίηση της γλώσσας χρησιµοποιούνται και η βία
και η πειθώ. Συνοψίζουµε, έτσι, στα παρακάτω έντεκα
γνωρίσµατα το χαρακτήρα του κοινού ελληνικού στρεβλού
λόγου .
Γνώρισµα 1: Ο κοινός λόγος της καθηµερινής ζωής
περιλαµβάνει καταρχήν το χαρακτήρα των σχέσεων που
έχουν οι Ελληνες µε την πραγµατικότητα. Η ανάλυση του
κοινού λόγου της καθηµερινής ζωής στην Ελλάδα δείχνει
ότι: η σχέση των Ελλήνων µε την πραγµατικότητα είναι
κυρίως φαντασιακής µορφής,195 διότι συγχέουν τις
επιθυµίες τους µε την πραγµατικότητα. Παράδειγµα ήταν η
µεγάλη ιδέα.196 Είναι λογικό λοιπόν κάθε µέλος της
κοινωνίας, που µπαίνει σε µια αντίθεση, φιλονεικία,
σύγκρουση, να καταφεύγει στους βασικούς µύθους που
χρησιµοποιούνται στην καθηµερινή ζωή. Με άλλα λόγια
καµιά από τις παραπάνω επικοινωνιακές µορφές δε λαµβάνει
υπόψη σε τελευταία ανάλυση τις πραγµατικές κοινωνικές
σχέσεις, ούτε έχει λόγο να επεξεργαστεί τις σωστές
αναπαραστάσεις της πραγµατικότητας. Ακόµα περισσότερο,
οι ίδιες οι δοµές της αντίληψης καταλήγουν να είναι
συντηρητικές, αφού το άτοµο συνηθίζει να έχει µια
ορισµένη αντίληψη για το αντικείµενό του. Η ίδια η
λογικότητα αλλοιώνεται. Και, ενώ για τη ∆ύση είναι κοινό
αγαθό η αυτονοµία του ατόµου, η δηµοκρατική λειτουργία,

195
Θρησκειοποίηση ακόµα και της εργασίας θέλει ο Ελληνας.
Κατά τα πορίσµατα του Φόρουµ των ∆ελφών, οι έλληνες µετανάστες έχουν στόχους διαφορετικούς από
την ανάµειξη στην οργάνωση της επιχείρησης,όπως είναι για παράδειγµα η απόκτηση του δικαιώµατος
να επιτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα µέσα σ' αυτήν. Η διαφορά αυτή, αποτελεί πράγµατι µια
αληθινή διαχωριστική γραµµή, στο εσωτερικό της ΕΟΚ, ανάµεσα στις δυτικές κοινωνίες από τη µια
µεριά, και στις παραδοσιακές κοινωνίες από την άλλη, οι οποίες πλησιάζουν, σ' αυτό το επίπεδο, τις
κοινωνίες του Τρίτου Κόσµου.
196
Βλ. Λίποβατς 1989, επίσης ΓΚΕΜΕΡΕΫ, Η δύση της ∆ύσης.
Επίσης βλ. ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ , 1958, Ειδικότερα στο µελέτηµα “Η επιστήµη ως επάγγελµα” ο Συκουτρής
εκφράζει τη νεοκαντιανή θέση για τη δευτερεύουσα θέση του ορθολογικού επιστηµονικού πνεύµατος,
διότι ο άνθρωπος κατ’αυτόν διέπεται κυρίως από συναίσθηµα και φαντασία). Αυτό οφείλεται στο
γεγονός ότι στην Ελλάδα τα πάντα είναι στρατηγική, απόφαση, υπολογισµός, σύγκρουση, άρα ζήτηµα
πρακτικής κι΄όχι σκέψης. Υπενθυµίζουµε ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια στα δελτία ειδήσεων
καθηµερινά γίνεται κάποιο γεγονός ή κάποιο σχόλιο που αφορά τη συγκρουσιακή σχέση της Ελλάδας
µε την Τουρκία. Για το θέµα αυτό έχουν ανέβει και έχουν πέσει πολλές κυβερνήσεις. Ο κοινός λόγος
εξάλλου σφραγίζεται από την υπέρµετρη σηµασία που δίνεται στις πολιτικές συγκρούσεις. Κατά την
γνώµη του Alain Touraine η υπερπολιτικοποίηση χαρακτηρίζει τη χώρα. ( Βλ. Touraine απάντηση στο
Λευτέρη Παπαδόπουλο.). Οπως µας λέει ο Λίποβατς, η σχέση των Ελλήνων µε την Πραγµατικότητα
είναι φαντασιακής µορφής, γιατί
συγχέουν τις επιθυµίες τους µε την “πραγµατικότητα. Η σχέση των Ελλήνων µε το Νόµο: δεν τον
αναγνωρίζουν ως εδραίωση τόσο της Ισότητας και ελευθερίας όσο και της δικαιωµένης
∆ιαφοροποίησης,
Ο Ελληνας χαρακτηρίζεται συνήθως µε την έννοια της παρανοµίας, που δεν είναι κυρίως η παράβαση
νοµου, όσο είναι η αγνόηση και η περιφρόνησή του.Τέλος οι Έλληνες έχουν το σύµπλεγµα του
νησιώτη”, εκούσια αποµονωµένοι. Αυτό οφείλεται στη µη συνειδητοποίηση των οδυνηρών συνεπειών
της ιστορικής τους µοιρας, έτσι ώστε η κυριαρχούσα αναξιοπιστία, η θρησκευτική µισαλλοδοξία
παραµένουν εµπόδιο στον πραγµατικό εξευρωπαϊσµό.Την κατάσταση αυτή επιδεινώνει η λαϊκιστική
ιδεολογία, που δυσφηµεί κάθε προσπάθεια ορθολογισµού της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους ως
“ξενική” και “αντιλαϊκή”.

95
η βασιλεία του ορθού λόγου,197 αυτά για τους Ελληνες
είναι στοιχεία που στερούνται νοήµατος.
Γνώρισµα 2: Μέσα από την κυκλική επάνοδο ποικίλης
προελεύσεως λόγων ο κοινός στρεβλός λόγος της
καθηµερινής ζωής αποτελεί ένα είδος νεφελώµατος όπου τα
πράγµατα δεν είναι ούτε άσπρα ούτε µαύρα, αλλά είναι
ασπρόµαυρα. Σ΄αυτό το χώρο, η ίδια λέξη, η ίδια φράση-
για παράδειγµα η λέξη δέντρο- ερµηνεύεται διαφορετικά
από τα διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα. Την ίδια εικόνα
δίνουν οι θέσεις των διαφόρων κοµµάτων πάνω σε ένα φάσµα
θεµάτων. Ετσι οι κατηγορίες Ευρωπαϊκή Ενωση, πατρίδα,
φόρος, ανεργία, κοινωνική πολιτική παίρνουν διαφορετική
σηµασία σε τούτο ή εκείνο το κόµµα. Οταν όµως η ελληνική
κοινωνία αλλάζει από τη ρίζα της, όπως συµβαίνει σήµερα,
ακόµα και ο ίδιος ο κώδικας του ίδιου κόµµατος ή του
ίδιου κοινωνικού στρώµατος αλλάζει, καθώς η κοινωνική
διαλεκτική οδηγεί σε κοινωνικές µεταβολές. Τότε η παλιά
λέξη, για παράδειγµα η λέξη δηµοκρατία ή η λέξη
δικαιοσύνη σε µια µεταγενέστερη περίοδο της ιστορίας
γίνεται ψέµα, αν δεν ανταποκρίνεται στα νέα κοινωνικά
δεδοµένα. Αρκεί να σκεφθούµε ότι οι λέξεις ορθολογική
αντιπολίτευση, δηµοκρατική διαδικασία ανάδειξης στελεχών
µέσα στα κόµµατα, ανάλυση της πολιτικής που αναγνωρίζει
και κάποιες αξίες στον αντίπαλο οδηγούν συχνά σε
διαγραφές δοκιµασµένων πολιτικών προσώπων.
Γνώρισµα 3: Απουσία ενός κοινού κώδικα198 και πρόβληµα
κοινωνικής συνοχής.
Γνώρισµα 4: Αφθονία µηνυµάτων χωρίς ενότητα. Το
παγκόσµιο αυτό φαινόµενο των τελευταίων χρόνων στην
Ελλάδα παίρνει µεγάλες διαστάσεις, εξαιτίας του ότι στην
Ελλάδα αποφασίζεται η θεσµοποίηση της δηµοτικής ως
επίσηµης κοινής γλώσσας. Το γεγονός ότι κινητοποιούνται
τελευταία οι γλωσσολόγοι, για να δηµιουργήσουν κώδικες
και να εξηγήσουν τα νέα µηνύµατα δείχνει ότι υπάρχει
πρόβληµα. Μέσα στην τελευταία εικοσαετία διαπιστώνουµε
ότι δεν υπάρχει πια κώδικας γενικός, αλλά µια αδιάκοπη
παράταξη µιας µεγάλης ποσότητας λεκτικών µηνυµάτων,
εξαιτίας της γενίκευσης της διαφήµισης στην καθηµερινή
ζωή και της εισόδου της εικόνας. Το αποτέλεσµα είναι ότι
στο συνολικό πεδίο των κάθε λογής σηµείων, λεκτικών και
µή λεκτικών, πλήθος σηµασιών παραπέµπουν οι µεν στις δε
χωρίς σταµατηµό.
Γνώρισµα 5: Ολα αυτά µάλιστα σφραγίζονται από τη ρήξη
του λαϊκού πολιτισµού.199 Η εικόνα ήλθε και επέτεινε το
πρόβληµα των τεχνητών συρραφών ιδεών που δίνουν
µονόπλευρες και οπισθόβουλες ερµηνείες για το χαοτικό
και ασυνεχές του κόσµου. Ετσι το λεκτικό σχόλιο200

197
Βλ. Μάππα , σελ.40.
198
Βλ. Σχολικό βιβλίο Εκθεση-Εκφραση της Α λυκείου, ειδικότερα το κεφάλαιο για τις γλωσσικές
ποικιλίες.
199
Βλ. ΚΙΟΥΡΤΣΑΚΗΣ Γιάννης,1979, Η Ελλάδα και η ∆ύση στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, έκδ.
Κέδρος. Επίσης στο “Ο καραγκιοζοπαίκτης και το κοινό του” , στο ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ,
Μάρτης 1982.
200
Βλέπε σχολικό Εκθεση Εκφραση Β΄λυκείου, το κεφ.που αναφέρεται στην είδηση.

96
διαλέγει στη θέση του αναγνώστη και επιβάλλει µια
ερµηνεία, διαλέγει πριν από µας για µας. Αλλά τον
προσανατολίζει πάντα σε σχέση µε εικόνες. Αυτή η
κατάσταση δεν είναι κανονική. Αρκεί να παρατηρήσουµε ότι
στη συνταγµένη οµιλία η επιλογή των όρων από τον καθένα
µας γίνεται κατά µήκος της οµιλούµενης αλυσίδας. Αυτή
ακριβώς η επιλογή χάνεται κατά την ανάγνωση εικόνων,
γιατί γίνεται µε αναφορά στις εικόνες. Πράγµα που
προκαλεί µια ταλάντευση ανάµεσα στις εικόνες και τη
γραφή που τις συνοδεύει και καταλήγει σε ένα συµπέρασµα
εκ των προτέρων καθορισµένο: “Αγοράστε αυτό για να είστε
ευτυχισµένοι σ΄αυτή την κοινωνία της κατανάλωσης.”201.
Χωρίς τη διαφήµιση τα πράγµατα θα ήσαν µόνο πράγµατα
και όχι αγαθά. Το πρόβληµα βέβαια δεν είναι στην ύπαρξη
της εικόνας και της διαφήµισης. Αυτά ας υπάρχουν. Το
πρόβληµα είναι ότι η εικόνα δε βάζει όρια στη γλώσσα η
οποία σχολιάζει την εικόνα, και αντίστροφα, όπως
συµβαίνει συχνά στην τηλεόραση. Τότε χάνει η γλώσσα τη
ρύθµισή της από µέσα της. Ετσι όµως ο λογικός άνθρωπος
δεν µπορεί να ξεχωρίσει το χυδαίο, το ασήµαντο, αφού
πάντα η κοινή οµιλία σέρνεται από τη ροή εικόνων και από
το κάθε νέο ερέθισµα και δεν έχει σταθερό σηµείο
αναφοράς.
Γνώρισµα 6: Το όλον ταυτίζεται ψευδώς µε το µέρος µέσα
στα τηλεοπτικά προγράµµατα. Το γνώρισµα αυτό η Ελλάδα το
µοιράζεται µε πολλές άλλες χώρες: το ότι η κουλτούρα
είναι ταυτόσηµη µέσα σ’ όλα τα πολιτιστικά φαινόµενα,
που παρουσιάζονται µέσα στα τηλεοπτικά προγράµµατα,
πράγµα που κάνει ακόµα και οι πιο διαφορετικές
καλλιτεχνικές εκδηλώσεις αντίθετων τάσεων να καταλήγουν
να αφοµοιωθούν στη µαζική κουλτούρα. Συνεπώς, αυτά
δίνουν την ψευδή εικόνα της ταυτότητας του όλου και του
µέρους.
Γνώρισµα 7: Οι πολίτες έτσι χάνουν τη συνείδηση ότι
ανήκουν ως µέλη στην καθολική κοινωνία. ∆εν είναι αρκετό
να καταφεύγουν οι άνθρωποι στην οικογένεια, να ζουν σε
οικογένεια, γιατί οι ενώσεις αυτές των ανθρώπων έχουν
µια δοµή που δεν αφορά τις παραγωγικές δραστηριότητες,
ούτε τους θεσµούς. Ως γνωστόν οι οικογένειες είναι στο
σύνολο ανάµεσα στη βιολογία και την κοινωνία. Ετσι,
οικογενειοκεντρικές είναι οι περισσότερες στάσεις της
καθηµερινής ζωής στην Ελλάδα.202 Ακόµα και η εργασία εδώ
δεν αποτελεί αυτόνοµη αξία, αλλά υπάγεται στις
οικογενειακές οχέσεις και στρατηγικές. Ετσι οι Ελληνες

201
Βλ. Πολύ εύγλωττο παράδειγµα του Θ. Λιανού στο δοκίµιό του για τη ∆ιαφήµιση, που περιλαµβάνεται
στα Νεοελληνικά αναγνώσµατα της Γ΄λυκείου : µια µάνα είναι µάνα, µόνον αν δίνει στο παιδί της γάλα
Νουνού.
202
Βλ.Ενρικες Εζέν, 1995, Η ταύτιση ως διαδικασία ενσωµάτωσης ή αποκλεισµού, στο ΜΑΠΠΑ, 1995:
“Στο κοινωνικό επίπεδο, αυτές οι διαδικασίες ταύτισης µε την κυρίαρχη κουλτούρα ευνοούν
µεγαλύτερη εξάρτηση από τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες και ένα τόπο σχέσης όπου δεσπόζουν οι
ενορµήσεις επιβολής, εξάρτησης/υποταγής ή διαστροφής, µε άλλα λόγια, η άρνηση της ίδιας της
ετερότητας. Η επιστροφή της θρησκευτικότητας σε συνδυασµό µε την άνοδο των εθνικισµών αποτελεί
αναµφισβήτητα ένα βασικό µηχανισµό των µαζικών ταυτίσεων και των επίφοβων αποκλεισµών (σελ.
50).

97
ανήκουν µόνο σε κάποια δίκτυα, οικογένειες, παρέες, τα
οποία χρησιµοποιούν ορισµένα κανάλια και κώδικες.203
Γνώρισµα 8: Επειδή εξάλλου η πηγή εκποµπής της πληθώρας
σηµείων είναι αδιαφανής, διότι τα δίκτυα πληροφόρησης
δεν εκπέµπουν µηνύµατα που να αφορούν αυτά τα ίδια, γι’
αυτό η µεταγλωσσική λειτουργία που να τα εξηγεί λείπει.
Ο µέσος άνθρωπος δεν µπορεί να βρει τις µυστικές
αφετηρίες της διάδοσης των µαζικών σηµείων, γιατί τα
κανάλια δεν αφήνουν να φανούν τα µυστικά τους. Ετσι αυτό
που χαρακτηρίζει την καθηµερινή ζωή είναι η αφθονία των
µηνυµάτων και ο χαρακτήρας της τυχαιότητας που έχει τόσο
η ροή, όσο και ο τρόπος αντίληψής τους. Η καθηµερινή
αυτή πραγµατικότητα περνάει στον κοινό στρεβλό λόγο.
Γνώρισµα 9: Ετσι, η απουσία ενός γενικού κώδικα
επιτρέπει τις πονηριές, τις παρεξηγήσεις, τις
ιδεολογικές αποκρύψεις.204 Αυτό σηµαίνει µια αποµάκρυνση
των σηµαινόντων από τις σηµασίες.
Γνώρισµα 10: Η διοικητική γλώσσα άλλα λέει και άλλα
εννοεί. Ενώ η κοινή νέα ελληνική στο µέρος της, που
αποτελεί γλώσσα της διοίκησης, µετά το 1976 υπόσχεται
διαφάνεια και ελευθερία συνειδητής έκφρασης, όµως αυτό
στο αφαιρεί στην πράξη. Είναι όµως και γλώσσα, αφού
µεταφέρει πληροφορία. Η έξαρση όµως αυτής της πλευράς
θέλει να ξεγελάσει. Στην επιφάνεια σου µεταδίδει µια
απλή πληροφορία, όπως τα σήµατα της τροχαίας. Αλλά
στο βάθος είναι υπαινικτική, γιατί υπονοεί την εκτέλεση
διαταγών. Αν πάντως η ∆ιοίκηση θέλει να δείξει
φιλικότητα στο λαό, δεν έχει να καταφύγει παρά στη
γλώσσα εξαιτίας των συµβολικών της ιδιοτήτων, διότι και
η διοικητική γλώσσα είναι αρθρωµένη σα µια φυσική
γλώσσα. Αρκεί να αφήσει να απορρέουν οι εντολές από τους
κανόνες της ίδιας της γλώσσας που είναι και η ίδια
παντού και τείνει να γίνεται διαφανής και ουδέτερη
µπροστά στις συγκρούσεις. Οµως, η αµφισηµία της
υπάρχουσας διοικητικής γλώσσας κρύβει µια αυθαίρετη
ιεραρχία. Παρουσιάζεται όµως ως δηµοκρατική γλώσσα. Οπως
γίνεται στη σχέση ανάµεσα στο συγγραφέα και τον αφηγητή
ενός µυθιστορήµατος, έτσι και η διοικητική γλώσσα είναι
ο τόπος, όπου παράγονται ορισµένες σηµασίες τέτοιες, που
να κάνουν να φανούν ταυτισµένα η µυθική διάθεση του
αφηγητή, του κυβερνητικού εκπροσώπου, και η πραγµατική
κατάσταση του λόγου του συγγραφέα.205

203
Βλ. ΓΚΡΆΜΣΙ Αντόνιο, 1981, Λογοτεχνία και εθνική ζωή, Αθήνα, έκδ. Στοχαστής; σελ. 105. Ο
Γκράµσι διαπιστώνει ότι κάθε συγγραφέας ξέρει ότι οι διανοούµενοι, οι συγγραφείς έχουν διασπαστεί
σε κύκλους αποτελούµενες από διαφορετικές παρέες και σε αιρέσεις, και αυτό το φαινόµενο εξαρτάται
από τη µη συµµετοχή των διανοουµένων στο λαό-έθνος και ο λογοτεχνικός κόσµος είναι αποκοµµένος
από τα βαθιά ρεύµατα της λαϊκής ζωής, που είναι διασπασµένη.
204
Βλ.την απόκρυψη της ιδεολογίας µέσα στα διαφηµιστικά µηνύµατα που εντοπίζει το Θ. Λιανός στο
δοκίµιό του για τη ∆ιαφήµιση, που περιλαµβάνεται στα Νεοελληνικά αναγνώσµατα της Γ΄λυκείου.
205
Βλ. ΜΟΥΖΕΛΗΣ Ν. 1996, “Η διοικητική µεταρρύθµιση”, Αθήνα, Το Βήµα, 6-10-96. “Η αιτία της
οπισθοδρόµησης της χώρας είναι η δοµή και λειτουργία της διοίκησης…”
Βλ. Επίσης ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΤΥΠΟΥ, 1997, “Η
εικόνα της Ελλάδας στην Ευρώπη: έρευνα στη Γαλλία, Γερµανία και Αγγλία για την εικόνα που έχουν
εκεί για την Ελλάδα”, στο άρθρο των Στρατή Λιαρέλλη και Βασίλη Σιούτη µε τίτλο “Ευρω-χαστούκι”,
Αθήνα, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 19-10-1997. Σύµφωνα µε την επίσηµη αυτή µαρτυρία οι Ευρωπαίοι

98
Γνώρισµα 11. Τελικά, όλες οι συχνά επανερχόµενες λέξεις
είναι αλλοιωµένες.206 Είναι χαρακτηριστικό ένα ανάλογο
φαινόµενο στις ΗΠΑ, µνηµονευόµενο από το Γιώργο
Μπαµπινιώτη.207 Μια νέα ξύλινη γλώσσα, κατά τον
Μπαµπινιώτη, αντί να αποκαλύπτει την αλήθεια συγκαλύπτει
την αλήθεια. Για µας λοιπόν η ερµηνεία της λογοτεχνίας
δε σταµατάει στη γλωσσολογική και σηµασιολογική ερµηνεία
των γλωσσικών νεωτερισµών.

Σε τελευταία ανάλυση, λοιπόν, η πραγµατικότητα, η οποία


υπονοείται στα λογοτεχνικά έργα της περιόδου 1970-1993
περιλαµβάνει ως αιτία, από την οποία όλα αρχίζουν, τη
στρεβλή ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας, τη στρεβλή
γλώσσα της καθηµερινής ζωής που της αντιστοιχεί και την
επικράτηση µέσα στο λογοτεχνικό πεδίο των εξωτερικών και
όχι των εσωτερικών κριτηρίων καθιέρωσης. Αυτά όµως
διαφοροποιούν την ελληνική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία
των µεγάλων δυτικών χωρών, έστω και αν κάποιες

θεωρούν ότι η Ελλάδα παρουσιάζει τοπικισµό, υπερβολική ανησυχία για τα εθνικά θέµατα, απρόβλεπτη
πολιτική κατάσταση, ανορθολογισµό.
Βλ. και ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Θ, 1996, “Η ξύλινη γλώσσα της γραφειοκρατίας”, Αθήνα, Το Βήµα, 6-
10-1996. Αναφέρεται σε έρευνα της Σχολής ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης της Γενικής Γραµµατείας ∆ηµόσιας
∆ιοίκησης. Η έρευνα διενεργήθηκε από τον ερευνητή Π. Καρκατσούλη. Η έρευνα αυτή διαπιστώνει ότι
η διοίκηση δεν έχει συνειδητοποιήσει το νόηµα της γλωσσικής µεταρρύθµισης στη διοίκηση και
εντοπίζει όλη την προσπάθεια στο ξεκαθάρισµα της γλώσσας της από κάποια αρχαιοπρεπή στοιχεία,
ενώ έχει αφήσει ανέπαφα τα νοήµατα και τις αξίες. Η ανάλυση έγινε πάνω στο Ν. 2190/94, που
θεωρήθηκε αντιπροσωπευτικός για τους λοιπούς νόµους. Ο νόµος αυτός είναι πρόχειρα γραµµένος, δε
λαµβάνει υπόψη τη λογική του µέσου πολίτη, περιλαµβάνει πλήθος από περιπτώσεις
επαναπροσλήψεων όλων εκείνων που απολύθηκαν για πολιτικούς λόγους κοκ. Ο νόµος αυτός κρίνεται
συνονθύλευµα ετερογενών θεµάτων και ως ασαφής, διότι περιέχει 60 προτάσεις αόριστες, 15
αναλογίες, 20 πλάσµατα δικαίου (πχ. Ως υπάλληλοι νοούνται και όσοι διέπονται από τη σχέση της
έµµισθης εντολής), 57 παρεµβολές µεταξύ του άρθρου και του προσδιοριζόµενου ουσιαστικού ( Οι
κατά την περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 της κυρουµένης απόφασης προθεσµίας).
Επίσης ΜAΝΕΣΗΣ Α, 1985, “Η εξέλιξη των πολιτικών θεσµών στην Ελλάδα : Αναζητώντας µια
δύσκολη νοµιµοποίηση” στο ΕΞΆΝΤΑΣ. 1985, Η Ελλάδα σε εξέλιξη, Αθήνα, σ.15
“Στην Ελλάδα παρατηρείται ως το 1970 η αναντιστοιχία ανάµεσα στο προοδευτικό των θεσµών της
πολιτικής και στην κοινωνική και οικονοµική δοµή της χώρας. Επίσης υπάρχει αναντιστοιχία ανάµεσα
στο πολίτευµα και την αντιπροσώπευση, άρα δεν υπάρχει απόλυτη νοµιµοποίηση. Η κρίση
νοµιµοποίησης ήταν χρόνια εδώ και 150 χρόνια. Η κρίση νοµιµότητας ανανεώνεται µε τον εµφύλιο και
πλάι στο Σύνταγµα του 1952 υπήρχε και το παρασύνταγµα. Η κρίση εντείνεται µε την εγχάραξη της
“εθνικής ιδεολογίας”. Το σχέδιο συντάγµατος του Κ. Καραµανλή έρχεται, για να αµβλύνει την κρίση,
γιατί θέλει να κάνει τον πρωθυπουργό κυρίαρχο και να παραµερίσει το στρατό και άρα και το βασιλιά.
(σελ. 25). Αντίθετα ο Γ. Παπανδρεόυ δεν αµφισβητεί το υπάρχον Σύνταγµα και ζητάει µόνο αλλαγή
άσκησης της εξουσίας. Το Σύνταγµα του 1975 στηρίζεται στο σχέδιο συντάγµατος του Κ. Καραµανλή
και µολονότι είναι αρκετά δηµοκρατικό, ψηφίζεται µόνο από την κυβέρνηση, ενώ η αντιπολίτευση
απέχει. Η αυταρχικότητα δηλαδή συνεχίζεται (σελ. 30). Η ύπαρξη διατάξεων περί κράτους προνοίας
λειτουργεί µόνο στο φαντασιακό.” (σελ. 35)”.
206
Ο Τσουκαλάς συµφωνεί µε το πνεύµα µας, όταν γράφει:
“Λέξεις αρραγείς διαρρηγνύονται µετά το 1970. Ολες, όµως, αυτές οι λέξεις- βεβαιότητες έχουν ήδη
αρχίσει να κλονίζονται. Ούτε οι “εργαζόµενοι”, ούτε οι “απασχολονµενοι” αποτελούν πια αυτονόητες
κοινωνικές κατηγορίες, και τα ακατάτακτα, ενδιάµεσα και αντιφατικά κοινωνικά υπόλοιπα ορθώνονται
πεισµατικά µπροστά µας, Ετσι σήµερα µετά από ενάµιση αιώνα σηµασιολογικής υπηρεσίας στον
καπιταλισµό η λέξη αποκτά την προκαπιταλιστική αµφισηµία της, και γίνεται και αντικείµενο
διεκδικήσεων και αγώνων.”
207
Η ανεργία µεταµφιέστηκε σε διαθέσιµο εργατικό δυναµικό, οι χρεοκοπηµένες επιχειρήσεις
χαρακτηρίστηκαν υπερχρεωµένες ή προβληµατικές και η απόλυση εργατών ονοµάστηκε επανεπιλογή
(reselection). Στα τέλη της επόµενης δεκαετίας του ’80 εµφανίστηκε νέα πολιτικοκοινωνική έξαρση
στις ΗΠΑ, το κήρυγµα το γνωστό ως politicaly correct.

99
λογοτεχνικές µορφές συµπίπτουν. ∆ηλαδή δεν είναι ορθό να
µιλάµε για σουρρεαλισµό στην Ελλάδα των τελευταίων
δεκαετιών.

Η µεγάλη κρίση και το κενό του σύγχρονου ελληνικού


πολιτισµού οφείλεται στην αναντιστοιχία ανάµεσα στους
κοµµατικούς και ιδεολογικούς λόγους και ατις αληθινές
στάσεις των Ελλήνων.208 Απόδειξη η εικόνα των πολιτικών
στάσεων των Ελλήνων στα χρόνια 1998-1999.
Ο ορθός λόγος εµποδίζεται έτσι, γιατί το υπάρχον σύστηµα
δεν έχει µέσα του στοιχεία αυτοδιόρθωσης.
Συνεπώς, τόσο εµείς στη µελέτη µας, όσο και οι
συγγραφείς που εξετάζουµε, χρειάστηκε να ερευνήσουµε
πέρα από τα υποκειµενικά αισθήµατα στις πραγµατικά
υπάρχουσες οικογένειες ιδεολογιών, για να βρούµε τις
βαθύτερες στάσεις των ατόµων,209 πέρα από αυτό που
παρουσιάζουν τον καθένα οι ετικέττες της κάθε εξουσίας.
Είναι µεγάλη η σύγχυση στις εικόνες που δηµιουργούνται
από τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα των ελληνικών κοµµάτων
εξουσίας. Και η αναπαράσταση της κατάστασης όλων των
τάξεων είναι συγκεχυµένη,210 καθώς διαφορετικά την
παρουσιάζουν οι ορισµοί και οι ετικέττες των επιµέρους
συγκρουόµενων οµάδων. Συγκεχυµένες είναι και οι έννοιες
της τάξης και του έθνους µέσα στον "κοινό κοινωνικό
λόγο". Και αυτά τα ζητήµατα αφορούν τον κάθε πολίτη,
γιατί ο τέτοιος κοινός λόγος µπορεί ακόµη να διεισδύσει
µε τρόπο ύπουλο στις στάσεις καθενός, καθώς παίρνει τις
διαστάσεις του ίδιου του πολιτισµού. Την κατάσταση αυτή
επιδεινώνει η λαϊκιστική ιδεολογία που ακυρώνει κάθε
προσπάθεια ορθολογισµού της ελληνικής κοινωνίας και του
κράτους ως “ξενική” και “αντιλαϊκή”, ενώ ο λόγος, το
τρίτο στοιχείο που θα βοηθούσε κάποιον να ανακαλύψει
και ν' αποδεχθεί ορισµένες αντικειµενικές αλήθειες και

208
Βλ. Φίλιας, 1976, σ.99. Ο Φίλιας διαπιστώνει: Στη χώρα µας καλλιεργήθηκε ένα πνεύµα
αριοτοκρατιοµού και αποσταοιοποίηοης των επιοτηµόνων και των διανοουµένων. Εκείνο, που αφήνει
τους ξένους άναυδους είναι η µεγαλοστοµία του Ελληνο διανοούµενου, που δεν συνοδεύετοι από καµιά
ικανότητα εφαρµογής στην πράξη, καµιό ικανότητητα θυσίος για χάρη των ιδανικών που υποτίθετοι ότι
υπηρετεί. Στη χώρα αυτή των ποραδόξων τα προβλήµατα ή υπεραπλουστεύονται σε βαθµό
εκχυδοϊσµού ή “πνευµατικοποιούνται” σε βαθµό ολοκληρωτικής ακατονοησίας Παρατηρείται η
βαρύγδουπη κενολογία, το αυτονόητο και πασίγνωστο ειπωµένο µε στόµφο, η περιπλοκή της
περιπεπλεγµένης περιπλοκής- Ο παπαγαλισµός των φτασµένων διανοουµένων. Προτείνουν φάρµακα -
λύοεις έτοι όπως τις διάβαοαν οε κάποιο ξένο βιβλίο ή τις άκουοαν σ’ ένα αλλοδαπό Πανεπιοτήµιο: Και
τις προτείνουν αυτούοιες, “έτοιµες” χωρίς µελέτη της ελληνικής πραγµατικότητας, χωρίς ανάλυοη της
εοωτερικής κατάοταοης, χωρίς προοπάθεια πρακτικής εφαρµογής. .
∆εν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα λειτουργεί ένα τύπος διανοούµενου που έχει ξεφύγει από τη ρίζα του,
είναι µεσολαβητής σχολών σκέψης - της γαλλικής, της γερµανικής, της αγγλικής κλπ. - ή ιδεολογικός
µεσάζων των διαφόρων µαρξιστικών η µαρξολογικών, υπαρξιστικών ή αντιµαρξιστικών κλπ. τάσεων,
άσχετος µε τα πραγµατικά και άµεσα προβλή µατα του τόπου. Φυσικά δεν φταίνε οι Ελληνες
διανοούµενοι.
209
Αρκεί να δούµε το φαινόµενο της δηµιουργίας νέων κοµµάτων τα
τελευταία χρόνια.
210
Βλ. ΦΊΛΙΑΣ Βασίλης, 1976, ∆οκίµια κοινωνιολογίας, εκδ. Μπουκουµάνης,κεφάλαιο για το
Αυταρχισµό, σσ. 67-68

100
να τις υπερβεί, ξερριζώνεται τη στιγµή της γέννησής
του.211
Η δε αναπαραγωγή του στρεβλού κοινού λόγου οφείλεται
στην επικράτηση των οµάδων πίεσης, Σύµφωνα µε τον Ανδρέα
Παπανδρέου:212 “Η ιδέα σήµερα είναι ότι στη θέση της
πάλης των τάξεων θα διεξάγεται ένας αγώνας ανάµεσα στις
διάφορες κοινωνικές οµάδες για την κατάκτηση της
εξουσίας. Από την πάλη αυτή θα εξαρτάται αν οι
τεχνοκράτες, ή οιι γραφειοκράτες θα κατακτήσουν την
ηγεµονία. Είναι δυνατό τα εργατικά συνδικάτα να
µπορέσουν να ασκήσουν έναν έλεγχο πάνω στο κράτος πιο
αποτελεσµατικό από τον έλεγχο των επιχειρηµατιών. Οι
ηγέτες της πάλης θα είναι οι τεχνοκράτες που θα
υποκαταστήσουν τους παραδοσιακούς καπιταλιστές.”
Μετά τη µεταπολίτευση µέσα στο γενικό κλίµα της ορµής
για αλλαγή δηµιουργούνται µια σειρά από οµάδες πίεσης:
συνδικαλιστικές ενώσεις, εκκλησιαστικές οργανώσεις,
πολιτιστικές οργανώσεις, καλλιτεχνικές οργανώσεις.213
Βέβαια ήταν µεροληπτική όλη η σειρά εργασιών που
εµπνεύστηκε από το φιλοσοφικό κείµενο του Ortega-Y-
Gasset και σφράγισε όλη την αµερικανική κοινωνιολογία
από τη δεκαετία του ’20 ως τη δεκαετία του ’60.214 Τα
παραπάνω βεβαιώνονται στα κείµενα του Βασίλη Φίλια,
Κωνσταντίνου Τσουκαλά, Κώστα Βεργόπουλου, Γρηγόρη
Γκιζέλη και άλλων.
Αλλά ο στρεβλός λόγος της καθηµερινής ζωής είναι
αποτέλεσµα και της δύσµορφης οικονοµικοκοινωνικής
ανάπτυξης. Γιατί οι παραγωγικές δυνάµεις της Ελλάδα
εΙναι καθυστερηµένες, δηλαδή εΙναι πίσω από τις
απαιτήσεις της εποχής µας η αργή οικονοµική, κοινωνική
και πολιτιστική εν γένει ανάπτυξη της χώρας.215 Πιο

211
Βλ. ΛΙΠΟΒΑΤΣ Θάνος, 1990, Η απάρνηση του Πολιτικού. 1989, Αθήνα, Οδυσσέας , σελ. 382 .στο
∆ιαβάζω, αρ. 232, Φεβρ. 1990)
212
Βλ. ΠΑΠΑΝ∆ΡΕΟΥ Ανδρέας, 1972, Η ελευθερία του ανθρώπου, σελ. 31,
213
Σύµφωνα µε το πασίγνωστο κείµενο του Ortega-Y-Gasset, ο άνθρωπος της µάζας
αναδείχτηκε µέσα στις µεγάλες συγκεντρώσεις ανθρώπων εξαιτίας της εκβιοµηχάνισης. Αλλά
αυτός ο ερχοµός των µαζών υπήρξε δραµατικός, γιατί, οι µάζες καθώς δε δέχονται
υποχρεώσεις που θα ήταν αναγκαίες για την προκοπή τους και είναι ανίκανες να έχουν
αυτόνοµη σκέψη και δράση, δεν έχουν ούτε ιδεώδη, ούτε προοπτική, ούτε σχέδια. Αξιολογούν
µόνο την ξέγνοιαστη νιότη, την καθηµερινή απόλαυση. Γι’αυτό όταν κατακτούν την εξουσία,
µεταφέρουν την ίδια πνευµατική στάση και µέσα στις δηµόσιες υποθέσεις, κάνουν κατάχρηση
εξουσίας και δεν είναι ικανές να διασφαλίοσυν το δικαίωµα των µειοψηφιών και της
αντιπολίτευσης, γιατί αγνοούν το διάλογο. Επιβάλλονται, αντίθετα µε τη βία των όπλων και
των λέξεων.
214
Βλ. RIESMAN 1964.
215
Βλ. ΒΑΚΑΛΙΟΣ, 1993, σς. 362-401 “ Ξεκινούµε από το δεδοµένο ότι η κοινωνΙα µας εΙναι µια
αστική κοινωνΙα µε δικές της αστικές αρχές συγκρότησης και λειτουργΙας. Ωστόσο, οι δοµές, οι θεσµοί
και το σύστηµα αξιών πάνω στα οποΙα στηρίζεται βρίσκονται σε κρίση. Όχι όµως επειδή οι
παραγωγικές της δυνάµεις εΙναι πολύ προχωρηµένες - όπως συµβαΙνει µε άλλες χώρες - αλλά ακριβώς
για τον αντίθετο λόγο: επειδή οι παραγωγικές της δυνάµεις εΙναι καθυστερηµένες, δηλαδή εΙναι πίσω
από τις απαιτήσεις της εποχής µας, αλλά και επειδή όλο το οικοδόµηµα είναι πίσω από τις προσδοκίες
και τις απαιτήσεις του σύγχρονου κόσµου…Αυτή η ιδιοτυπία της σηµερινής ελληνικής κοινωνίας έχει
τις αιτίες της στη νεότερη πρώτ’ απ’ όλα ιστορία της και συναρτάται µε τον τρόπο που έχει
πραγµατοποιηθεί η µετάβαση από τις προκαπιταλιστικές στις καπιταλιστικές σχέσεις και δοµές, έχει
σχέση µε την καθυστέρηση της εκβιοµηχάνισης και την αργή οικονοµική, κοινωνική και πολιτιστική εν
γένει ανάπτυξη της χώρας µας”

101
συγκεκριµένα η δύσµορφη ανάπτυξη της κοινωνίας κατά τη
δοσµένη περίοδο216παρουσιάζει ένα είδος υπανάπτυξης που
συνίσταται σ’ ένα τύπο άρθρωσης δύο διαφορετικών τρόπων
παραγωγής: της µικρής εµπορικής παραγωγής στον αγροτικό
και βιοτεχνικό τοµέα και του καπιταλιστικού τρόπου στη
µεγάλη βιοµηχανία, που ωστόσο στο σύνολο έχει µικρή
συµβολή. Ετσι ο τοµέας της µεγάλης βιοµηχανίας και η
τεχνοκρατική ιδεολογία δεν πετυχαίνουν να υποτάξουν τον
τοµέα της µικρής παραγωγής και της γεωργικής παραγωγής.
Ετσι ο τύπος του ελληνικού καπιταλισµού είναι δύσµορφος
και εξαρτηµένος.217 Παράλληλα δε µε τη δυσµενή επίδραση
του ξένου παράγοντα (οικονοµική και πολιτική),
αποφασιστική ήταν και η παρουσία των προκαπιταλιστικών
δοµών στην οικονοµία και ο ρόλος της τάξης των
γαιοκτηµόνων στην πολιτική. 218
Ετσι, ο στρεβλός καθηµερινός λόγος είναι προσαρµοσµένος
στον τύπο του ελληνικού κράτους και κοινωνίας. ∆ηλαδή
υπάρχει µια παράλογη ανάπτυξη του τοµέα των
υπηρεσιών,219 και τερατώδεις ανισότητες στην ελληνική
κοινωνία..220 Γι’αυτό διαρκής είναι η συλλογική
προσδοκία των Ελλήνων για αλλαγή. 221 Παράλληλα όµως
διαπιστώνεται η αποξένωσή του έλληνα πολίτη από το
κράτος.222 Και όσο για τις σχέσεις του ενός µε τον άλλο,

216
Βλ. ΜΟΥΖΕΛΗΣ, 1978, σελ.120.
217
Βλ. ΜΟΥΖΕΛΗΣ, 1978, σελ.120
218
Βλ. ΒΑΚΑΛΙΟΣ, 1993, σ. 362-401. “ Σε χώρες που αναπτύχθηκαν στην περιφέρεια των προηγµένων
χωρών του καπιταλισµού, τα πράγµατα ακολούθησαν άλλο δρόµο. Εδώ, παράλληλα µε την
καθοριστική για τις πιο πολλές από αυτές παρουσία του ξένου παράγοντα (οικονοµική και πολιτική),
αποφασιστική ήταν η παρουσία των προκαπιταλιστικών δοµών στην οικονοµία και ο ρόλος της τάξης
των γαιοκτηµόνων στην πολιτική, µε ανάλογη έκφραση στον τρόπο ζωής της κοινωνίας”Βλ. επίσης
Meynaud, Κεφ. για τις ξένες φατρίες
219
Βλ. ΒΑΚΑΛΙΟΣ, 1993, σ. 362-401 “Εξάλλου, η ανάπτυξη του τοµέα των υπηρεσιών,
συµπεριλαµβανοµένων και των κρατικών υπηρεσιών, δε συνοδεύτηκε απ’ την κατακορυφη πτώση του
ποαοστού των απασχολουµένων στον αγροτικδ τοµέα. Υπάρχει µια σηµαντική µείωση του αριθµού
τους αλλά αυτή δεν προέκυψε από την ανάπτυξη της βιοµηχανίας, δηλαδή του δευτερογενούς τοµέα.
∆εκαετία 1971-1980. η χώρα µας εµφανίζει στο επίπεδο της απασχόλησης την εξής εικόνα:µείωση του
ποσοστού των απασχολουµένων στον αγροτικό τοµέα. το 1981 το 30,6% του ενεργού πληθυσµού
εργαζόταν στον αγροτικό τοµέα.µικρή αύξηση των απασχολουµένων στη βιοµηχανία (17, 2% το 1971
και 19,4% το 1981) θεαµατική αύξηση της απασχόλησης στον τριτογενή τοµέα από 25,2%. το 1971 σε
33,3% το 1981, δηλαδή αύξηση 8,1 εκατοστιαίες µονάδες. Λίγοι οι µισθωτοί στη χώρα µας, πράγµα
που δε συµβαίνει στις άλλες ευρωπαίκές χώρες. Έτσι, ενώ το ποσοστό των µισθωτών στον ενεργδ
πληθυσµδ στην Ελ-λάδα το 1981 ήταν 48,1%, τον ίδιο χρδνο ήταν 671% στην Πορτογαλία κοκ.
220
ΒΑΚΑΛΙΟΣ, 1993, σ. 362-401 Ο Βακαλιός κάνει αναφορά σε µια τερατώδη κοινωνική ανισότητα
πλούτου και εισοδηµάτων, ανισότητα που υψώνει φραγµούς συνεννόησης σε καίρια θέµατα µεταξύ των
κοινωνικών οµάδων που ανήκουν στις ανιπαρατιθέµενες κατηγορίες των πολύ πλούσιων και των πολύ
φτωχών. Η ανισότητα αυτή εκφράζεται και οικιστικά και χωροταξιακά-οικολογικά.
221
Για παράδειγµα ακόµα και το σχολικό εγχειρίδιο της Κοινωνιολογίας διατυπώνει το συµπέρασµα
που βγαίνει από την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας. Βλ. ΒΑΚΑΛΙΟΣ, 1993, σ. 362-401 “Η ριζική
υπερβασή αυτής της κατάστασης είναι ιστορική αναγκαιδτητα”

222
ΒΑΚΑΛΙΟΣ, 1993, σ. 362-401 Ας πούµε εδώ ότι η στάση των πολιτών απέναντι στη φορολογική
παλιτική του κράτους αποτελεί σαφή ένδειξη του βαΘµού συνοχής των πολιτών µιας χώρας. Βέβαια, ο
ψηλός βαθµός συνοχής των πολιτών απέναντι στη φορολογική πολιτική δεν αποτελεί ασφαλή ένδειξη
αναπτυγµένης κοινοτικής συνείδησης, πολύ λιγότερο αποτελεί ασφαλή ένδειξη για την υψηλή πολιτική
ωριµότητά τους. Πάντως, όπως και να έχει το πράγµα θα µπορούσε να πει κανείς ότι η στάση του
µέσου .Ελληνα πολίτη και στο θέµα της φοροδιαφυγής δείχνει την αποξένωσή του από το κράτος. Ότι

102
κατά την περίοδο 1970-1993, αυτές παρουσιάζουν aύξηση
των εντάσεων.223
Καθηµερινά, λοιπόν, στη µαζική πληροφόρηση επανέρχονται
κυκλικά, η εργαλειακη ορθολογικότητα, και το τυφλό πάθος
των λαικιστών.224 Ο στρεβλός αυτός καθηµερινός λόγος
γίνεται έτσι µορφωτικό εµπόδιο και αποτελεί στοιχείο
ενεργό που καταστρέφει κάθε διάθεση ορθολογικής
στάσης.225

Σε µια λογοτεχνική µελέτη ενδιαφέρει κυρίως η


µικροκοινωνιολογική εικόνα των φαινοµένων αυτών.
Ειδικότερα, ο µέσος έλληνας πολίτης δεν κάθεται να το
ψάξει, επειδή ο κοινός λόγος της καθηµερινής ζωής είναι
δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί. Αλλά στο τέλος, επειδή ο
κοινός λόγος στο βάθος είναι ζήτηµα πρακτικής, δηλ.
ζήτηµα βολονταριστικό, ο µέσος πολίτης συλλογίζεται ότι
πίσω από τους ισχυρισµούς οποιουδήποτε υπάρχει κάτι
άλλο. Οι γνώµες χωρίζονταν σε αριστερά και δεξιά µέχρι
το 1982. Και ενώ παλιότερα η διχοτοµία αριστερά δεξιά
θεωρούνταν ως τεχνητή µόνο από τους δεξιούς και
κεντρώους, ενώ βιωνόταν ως πραγµατική από τους
αριστερούς, σήµερα ο καθένας αναζητεί τι κρύβεται πίσω
από αυτές τις λέξεις. Γιατί, µια εκρηκτική πολλαπλότητα
απόψεων και αισθηµάτων που υπαρχει στο βάθος της
καθηµερινής ζωής ζητάει την επεξεργασία της καθώς
άρχισαν να αναφύονται προβλήµατα πολυσύνθετα που δεν
βρίσκουν λύση στο υπάρχον διχοτοµικό πλαίσιο. Και ενώ η
ως το 1970 φύση των προβληµάτων φαινόταν πολιτική,
ξαφνικά έγινε κοινωνική.
Συνεπώς, ο σύγχρονος έλληνας συγγραφέας, που διεκδικεί
την αλήθεια, για να δώσει µια ουσιαστική εικόνα της ζωής
της κοινωνίας, θάπρεπε να προβληµατιστεί κυρίως γύρω από
το βασανιστικό ερώτηµα ποια είναι η πιο κατάλληλη
µέθοδος αναζήτησης και παρουσίασης της αλήθειας, ή της
αλήθειας του. Αρχισε να νιώθει σαν το προσωπικό πρόβληµα
του καθενός, και κατά µείζονα λόγο του διανοούµενου, το
να αποκαταστήσει τη συνοχή του ίδιου του του προσώπου,
του πόσο είναι πιστός στον εαυτό του. Και αυτό δεν
µπορούσε να γίνει παρά σε αντιπαράθεση µε τις ιδεολογίες
του κοινού στρεβλού λόγου, που παρουσιάζονται ότι λύνουν
αυτό το πρόβληµα για λογαριασµό του.
Στην πορεία ο νέος συγγραφέας συναντήθηκε µε το γιγάντιο
βολονταρισµό των οµάδων των οργανωµένων πολιτών που
επιχειρεί µια πολιτιστική και πολιτική επανάσταση µε
ρητό στόχο την επικράτηση της ηθικής στην πολιτική. Με

δηλαδή δεν είναι εξοικειωµένος µαζί του, δεν το θεωρεί δικό Όχι ένα κλίµα συνεργασίας, φιλίας και
συνοχής κράτους -πολίτη σχετικά µε ό,τι θεωρείται ότι εξυπηρετεί (ή βλάπτει) το κοινό συµφέρον. ∆εν
υπάρχει αυτό το στοιχείο της κοινοτικής αγωγής και συ µπεριφοράς παρά µόνο περιπτωσιακά.
Κυριαρχεί ο ατοµικισµός όχι µόνο στον τοµέα του οικονοµικού συµφέροντος, αλλά και στα ζητήµατα
της κοινωνικής πρόνοιας και της στάσης απέναντι στην κοινοτική και την εθνική περιουσία.
223
ΒΑΚΑΛΙΟΣ, 1993, σ. 362-401 “Το αποτέλεσµα είναι να αυξάνουν οι εντάσεις και οι αντιθέσεις
µεταξύ των ανθρώπων για όλο και περισσότερες απολαύσεις”
224
βλ. Σ. Μάππα σσ. 41, 75
225
Βλ. Lancelot, 118

103
τον τρόπο αυτό, το υποκειµενικό θα µπορούσε να
δηµιουργήσει το αντικειµενικό µε µέσο τις οµάδες αυτές
της πολιτικής και συνδικαλιστικής πρωτοπορίας, που
γίνονται µισ συλλογική ενέργεια. Στόχος να ενεργοποιηθεί
η µαζική ενέργεια, διότι εξασφαλίζεται µια νέα
συµπεριφορά για να συµβάλει στην αλλαγή των συνθηκών της
οικονοµίας. Πράγµατι οι µάζες κινητοποιούνται, για να
µεταµορφώσουν όλη την κοινωνία µε βάση την κουλτούρα και
τα ήθη του λαού.
Επειδή όµως οι εµψυχωτές, τα στελέχη, που θα κρατούσαν
την επαφή των ατόµων µε το γενικό βαρέθηκαν, το
κατάλοιπο που παρέµεινε υπήρξε η επιβολή της οµάδας
πάνω σε κάθε ατοµική θέληση. Ειδικότερα, µέσα σ’ένα
κλίµα ευφορίας, µετά το 1974, οι εθνικοποιήσεις και το
παλλαϊκό αίτηµα για αλλαγή προσφέρουν δύναµη στα
συνδικάτα, ενώ, µετά το 1982, η χώρα µπαίνει στον
αστερισµό του σοσιαλισµού. Ο σοσιαλιστικός λόγος γίνεται
ο διανοητικός ορίζοντας για τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Ωστόσο, η πολιτικοποίηση εισάγει το κράτος σε όλα τα
επίπεδα της ζωής. Λόγω των ειδικών ιστορικών συνθηκών
και των ιδιοτήτων του συστήµατος που επιβάλλει τον κοινό
στρεβλό λόγο, οι πολιτικοί λόγοι γρήγορα παύουν να
µιλούν για το βάθος των πραγµάτων και αρχίζουν να
ασχολούνται µε τους λόγους των άλλων. Πολλά από τα
πολιτικά στελέχη, ενώ διακηρύσσουν σοσιαλιστικές ιδέες,
δεν τις εφαρµόζουν στην καθηµερινή τους ζωή. Πολλοί από
τους ταγούς αντλούν προσωπικά ωφέλη από τις θέσεις που
κατέχουν µέσα στο λαϊκό κίνηµα. Μεγάλος αριθµός µεσαίων
στελεχών των κοµµάτων της αριστεράς χειρίζονται δηµόσιες
υποθέσεις για προσωπική τους ωφέλεια. Και πολλοί από
τους πολιτικούς ηγέτες προβαίνουν σε πράξεις που
βρίσκονται σε φανερή αντίθεση µε τις ιδέες που
προπαγανδίζουν.
Από τη στιγµή µάλιστα που η καθηµερινή ζωή εισέρχεται
στον πολιτισµό, µέσω των νέων µέσων επικοινωνίας, ο
πολιτισµός διχοτοµείται. Με την έννοια αυτή η κουλτούρα
των µαζών πολλαπλασιασµένη από τα µέσα επικοινωνίας
γίνεται καταπιεστική, γιατί οι µάζες για ειδικούς
ιστορικούς λόγους δε διαθέτουν ένα υψηλό επίπεδο
πολιτισµού.
Αλλά, εκείνο που γίνεται περισσότερο απωθητικό για τους
νέους συγγραφείς είναι η αδιαφανής διαδικασία ανάδειξης
των ταλέντων. Σ’ ό,τι αφορά τα κριτήρια της καθιέρωσης
των συγγραφέων δεν αρκεί η ανωτερότητά τους να
στηρίζεται τόσο στις αρετές τους, όσο στις προσωπικές
τους σχέσεις.226 Ετσι, δεν είναι αναµενόµενο ότι η
κριτική µπορεί να εκδηλωθεί µέσα στην κοινωνία, γιατί η
ανεξάρτητη κριτική ξερριζώνεται τη στιγµή της γέννησής
της, ή περιορίζεται η διάδοσή της.Ολα αυτά φαίνονται
σκανδαλώδη στα µάτια των αµφισβητούντων διανοουµένων,
των οποίων εξετάζουµε εδώ τα λογοτεχνικά

226
ΕΞΆΝΤΑΣ ( εκδόσεις), 1985, Η Ελλάδα σε εξέλιξη, Αθήνα. Ειδικότερα ΜΟΥΖΈΛΗΣ, Ν.,
“Παράδοση και αλλαγή στην ελληνική πολιτική : Από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στον Ανδρέα
Παπανδρέου”, σελ. 149-155.

104
ενδιαφέροντα.227 Και στον ορίζοντα αυτής της εικόνας,
κάθε συλλογικότητα (συνδικάτα, οργανώσεις των πολιτικών
κοµµάτων, πολιτιστικές κοινότητες) γεννά, σχεδόν
προκαλεί στοιχεία που αµφισβητούν, διανοούµενους
περιθωριοποιηµένους και διαγραµµένους από πολιτικά
κόµµατα. Αυτή η κατάσταση ωθεί λογικά ορισµένους
λογοτέχνες να εγγράψουν την αντίθεσή τους µέσα στον
πολιτικό στίβο και ένα τέτοιο φαινόµενο γενικεύεται στην
Ελλάδα από το 1982 µέχρι το 1993. Η ίδια κατάσταση
συντελεί επίσης στο να αντηχεί κάθε µεταµόρφωση στην
κορυφή της πολιτικής ζωής στην ίδια τη βάση, στο επίπεδο
της καθηµερινής ζωής, κάτι που το διαπιστώνει και ο
Alain Touraine.228 Πράγµατι η εξέλιξη των πραγµάτων
οδηγεί στην αυτονόµηση της πολιτικής διάστασης, σε τρόπο
που οι τάξεις και οι κοινωνικές οµάδες τα βρίσκουν
µάλλον µε σλόγκαν νασιοναλιστικά και λαϊκίστικα παρά µε
τις οικονοµικές και κοινωνικές διεκδικήσεις. Τελικά, τα
πράγµατα µέσα στο κοινωνικό πεδίο δεν οδηγούνται στην
ισορροπία, αλλά στη ρήξη του κοινωνικού ιστού, αφού οι
κανόνες της ηθικής δε γίνονται σεβαστοί. Ετσι, εκείνοι
που ιδιοποιούνται τη συµβολική εξουσία προσανατολίζονται
περισσότερο στη συντήρηση παρά στην ανανέωση και δεν
εξασφαλίζουν ένα δίκαιο µηχανισµό για τους
νεοεισερχόµενους.
Μπροστά σ’αυτή την κατάσταση, το µείζον πρόβληµα γίνεται
ο διανοούµενος : όπως οι νέες κοινωνικές πρακτικές
θέλουν το άτοµο υποταγµένο στην οµάδα και στα οικονοµικά
και ατικειµενικά κίνητρα, ο διανοούµενος δεν έχει τον
καιρό να σκεφθεί αν τα κίνητρα της πολιτικής και
ιδεολογικής στράτευσης οφείλουν να συµµορφώνονται στους
εξωτερικούς προσδιορισµούς ή αν έχει τη δυνατότητα να
σκεφθεί τα πράγµατα διαφορετικά.
Συνεπώς, η πλήρης ελευθερία της σκέψης και της
δηµιουργίας δεν εξασφαλίζεται. Μπορούµε να
διασταυρώσουµε αυτό το είδος “λογοκρισίας” στις
λογοτεχνικές σελίδες της Πανελλήνιας Πολιτιστικής του
Ριζοσπάστη και πολλών άλλων λογοτεχνικών εντύπων. Η
πολιτική παρέµβαση των κοµµάτων πάνω στις λογοτεχνικές
κατευθύνσεις είναι συχνή κατά τη δοσµένη περίοδο, κατά
την οποία το πνεύµα της αµφισβήτησης αντιστέκεται και το
φαινόµενο της διαγραφής από τα κόµµατα επιβεβαιώνει το
γεγονός ότι τα τελευταία προσανατολίζονται προς τα άµεσα
αποτελέσµατα της πολιτικής δράσης.
Τελικά, τα αισθήµατα δισπιστίας χαρακτηρίζουν όχι µόνο
ορισµένους αµφισβητίες συγγραφείς, αλλά και ένα µεγάλο
µέρος του αναγνωστικού κοινού, αποτελούµενου από νέους
διανοουµένους.

227
Βλ. παραλληλισµό της ελληνικής λογοτεχνίας της αµφισβήτησης και
τη τεράστιας αµερικάνικης κίνησης γύρω από το περιοδικό TRANSACTION
MAGAZINE”.
228
Βλ. TOURAINE Alain, “Απάντηση στο Λευτέρη Παπαδόπουλο”, Αθήνα, ΤΑ ΝΕΑ, 24/8/1989.

105
Ενώ λοιπόν, βάζοντας το µέρος στη θέση του συνόλου, η
επίσηµη ιδεολογική και πολιτιστική πολιτική τόσο η
µαρξιστοφανής όσο και η συντηρητική δεν ενδιαφέρεται για
το ποιο κίνητρο φέρνει κάποιον στη λογοτεχνία, αλλά
ενδιαφέρεται, προπαγανδιστικά, µόνο να παράγεται µια
φαινοµενικά αντικειµενική αναπαράσταση, όπου ο ήρωας να
ξεπερνάει τον αυθόρµητο εαυτό του και να αποκτάει
συνείδηση, ώστε τελικά να υπακούσει σε συνειδητά
ελατήρια, είτε στην τιµή, είτε στην πείνα(οπότε µόνη
έγνοια η πάλη των τάξεων) και στην αντιµετώπιση της
οικονοµικής εκµετάλλευσης και να κάνει φύση του το
προσωπείο του (δηλαδή ιδανικά, όπως οι λέξεις έθνος,
πόλεµος και κοινωνική τάξη), πράγµα που ελαχιστοποιεί
τόσο τα ερωτικά κίνητρα, όσο και την επιθυµία και τη
φαντασία.
Και ενώ, πάλι το µέρος βάζοντας στη θέση του συνόλου,
µια τρίτη κατεύθυνση, η ψυχαναλυτική, ενδιαφέρεται να
αντανακλά όχι τις διασχίζουσες όλη την κοινωνία σχέσεις,
αλλά τις ειδικές σχέσεις των σεξουαλικών ή των
εξουσιαστικών ενδιαφερόντων των αναγνωστών και των
συγγραφέων, έτσι ώστε να εξηγείται η λογοτεχνική
αµφισβήτηση µε βάση την ατοµική ψυχολογία του συγγραφέα/
αναγνώστη.

Η γλώσσα των νέων µυθιστορηµάτων µετά το 1970 µε το να


γίνει πρωταγωνιστής δίνει στο βάθος το µήνυµα της
πτώχευσης των αξιών, που προβάλλουν όσοι αφήνονται στον
κοινό στρεβλό λόγο. Κάνοντας τη γλώσσα θέαµα, κάνουν
ύποπτα τα πράγµατα, την κοινή στρεβλή ιδεολογία, τις
σχέσεις του ενός µε τον άλλο, του πονηρού ξενοδόχου στο
Λονδίνο µε την φευγάτη κοπέλα, µε το άτοµο που δεν έχει
καµιά δυνατότητα να ξεφύγει από την έσχατη ανάγκη.
∆ιαλύοντας το αντωνυµικό σύστηµα.και µαζί του το χρόνο,
τη δείξη, διαλύουν τα συστήµατα παγίωσης των κοινωνικών
σχέσεων. Η γλώσσα στα έργα αυτά λειτουργεί µε ένα τρόπο
που θα το λέγαµε καταστασιακό. ∆ηλαδή δεν περιγράφει
στατικά ό,τι υπάρχει, αλλά προβάλλει την κάθε κατάσταση,
αναζητώντας τις αντιθέσεις που τη χαρακτηρίζουν, και που
γενικευόµενες µας δίνουν την αντίθεση ανάµεσα στον κοινό
στρεβλό λόγο και τη διαδραστική οπτική. Και η γλώσσα
έτσι αποδεικνύεται ότι είναι ανοιχτή προς το χάος, προς
το χαοτικό και όχι κλειστή µε δοσµένες τις αντιθέσεις.
Ανάµεσα στις συνήθεις µορφές αυτής της καταστασιακής
λειτουργίας της γλώσσας, είναι η αντίθεση ανάµεσα στην
εκλαϊκευση του λόγου και τη σιωπή., που προβληµάτισε τη
λογοτεχνία της Νανάς Ησαϊα. Από τη µια ο στρεβλός κοινός
λόγος αποδέχεται να ζει µε την απάτη, δε διανοείται να
φτάσει στην αλήθεια, κάνει το χρόνο βέβηλο και στόχο
έχει να αρέσει και να πείθει. Αντίθετα υπήρξαν όµιλοι
που έθεσαν το θέµα της διάκρισης λήθης και αλήθειας.229
Η υιοθέτηση µιας τέτοιας αµφισβήτησης από τους

229
Ο Πλάτωνας είχε θέσει το ζήτηµα της καταγγελίας της απάτης µε το Σοφιστή.

106
µοντέρνους έλληνες συγγραφείς εξηγείται κοινωνιολογικά,
γιατί οι διανοούµενοι που στοχάζονται δηµιουργικά έχουν
υποβαθµιστεί στην κοινωνία και αναγκαστικά δεν έχουν
κοινωνική λειτουργία.230 Οι συγγραφείς µας λοιπόν
εκούσια ή ακούσια βάζουν τη γλώσσα σε πρώτο πλάνο, διότι
η γλώσσα, αντί να είναι το στήριγµα κάποιου πράγµατος
που βρίσκεται πέρα απ’αυτή, γίνεται ο παραγωγός κάθε
κατάστασης. Για άλλους η λογοτεχνία δεν επιχειρεί να
περάσει για πραγµατικότητα, ενώ για άλλους η γλώσσα
γίνεται αισθητή ως υπόσταση. Αλλά και στις δύο
περιπτώσεις τα όρια της πλοκής έχουν ξεπεραστεί.231 Ολα,
λοιπόν, τα κείµενα που εξετάστηκαν ασχολούνται λίγο πολύ
µε σηµεία και σύµβολα.232 Γι’ αυτό η λογοτεχνία της
αµφισβήτησης είναι κυρίως µια λογοτεχνία σηµαντική ή
γλωσσοκεντρική, εφόσον ανέβασε σε προνοµιακή θέση το
ρόλο της γλώσσας στα συµβολικά της προϊόντα.
Ετσι, η ανάδειξη σε πρώτο πλάνο των σηµείων επιβεβαιώνει
τις παραπάνω παρατηρήσεις για τον κοινό στρεβλό λόγο.
Εφόσον κανείς δε νοµιµοποιείται να ξέρει τι είναι το
λογοτεχνικό έργο, ποια είναι η φύση του, τότε οι νέοι
συγγραφείς αρκούνται να φτιάχνουν ενδιάµεσες µορφές αντί
για αναπαρααστάσεις. Εξηγεί επίσης το γεγονός ότι ένα
µέρος των έργων που µελετήθηκαν παρουσιάζουν τη µορφή
ενός υβρίδιου, για το οποίο µιλούσε ο Bakhtine,233 και
το οποίο τόσο νωρίς διαπίστωσε ο Αλέξης Ζήρας σε πολλά
από τα νέα αφηγηµατικά έργα. Ενα υβρίδιο που
παρουσιάζεται:
Ως άµεση διήγηση. Σε όλους τους συγγραφείς υπάρχουν
µεγαλύτερα ή µικρότερα τµήµατα άµεσης αφήγησης.
Ως υφοποίηση διάφορων µορφών λαϊκής προφορικής αφήγησης
(Πρβλ. τις αφηγήσεις των καλόγερων στο Μοναστήρι
νάν’καλά, τις αφηγήσεις του Νούση στους Συµπαίχτες, τις
αφηγήσεις του Μπαµπουλέ γις τις φοιτηρικές εξεγέρσεις
στη Ρώµη, την αφήγηση του τρελού στο Ο Αγγελος της
µηχανής, τις αφηγήσεις της Βιψανίας για τις επισκέψεις
της φίλης της, ή για τη βόλτα στη θάλασσα και στο Mont-
Parnθs,
Ως υφοποίηση διάφορων µορφών γραπτής παραλογοτεχνικής
αφήγησης, που συναντιέται στις επιστολές, στις
εφηµερίδες, στα προσωπικά ηµερολόγια. Το στοιχείο αυτό
εκµεταλλεύτηκαν στο έπακρο η Χατζιδάκη και Γερωνυµάκη.
Το στοιχείο άλλωστε της επιστολής βρίσκεται στο κέντρο
του έργου της Ησαϊα.

230
Βλ. Συζήτηση για την ποίηση ανάµεσα στη ∆ήµητρα Χριστοδούλου και τους άλλους.
231
Βλ. BARTHES, 1977, σελ. 12

233
Βλ. BAKHTINE, 1978, σελ.88.

107
Ως υφοποίηση της φιλοσοφικής γραφής. Τέτοιο ύφος
καλύπτει σχεδόν εξολοκλήρου το έργο του Βαγενά, που
παρουσιάζεται έντεχνα ως κείµενο λογοτεχνικής κριτικής.
Και τέλος ως υφοποίηση ατοµικών λόγων των
µυθιστορηµατικών προσώπων. Οι ατοµικοί λόγοι των
µυθιστορηµατικών προσώπων υπάρχουν σε όλα τα εξεταζόµενα
έργα και αποτελούν την κορωνίδα της τεχνικής των έργων
που µελετάµε.
Η χρήση πολλών από τα παραπάνω στοιχεία από νεώτερους
συγγραφείς συνιστά ένα είδος γλωσσολογικού αναρχισµού,
καθώς φαίνεται να ότι η ενιαία και µοναδική γλώσσα δεν
είναι κάτι δοσµένο,234 αλλά κάτι θεσµοθετηµένο και
βρίσκεται σε κάθε περίσταση αντιµέτωπη µε τον
πολυγλωσσισµό, που την αµφισβητεί.235 Αν σχηµατίσουµε
µια κλίµακα των χρήσεων της γλώσσας από τους µοντέρνους
έλληνες συγγραφείς µε βάση την “καµπύλη του Zipf”,236 το
έργο της Νανάς Ησαϊα θα καταλάµβανε το ένα άκρο, τη
“σιωπή προς τα πάνω”,237 ενώ το έργο της Χατζιδάκη θα
καταλάµβανε το άλλο, τη “σιωπή προς τα κάτω.
Γενικεύοντας τα στοιχεία αυτά, βρήκαµε ότι µπορούν να
αναχθούν σε µια “διαδραστική οπτική”, που φανερώνεται
κυρίως ως µια “µεταγλωσσική παρέµβαση”, αφού αυτά τα
κείµενα εξαντλούνται σε σχόλια πάνω στο ίδιο το νόηµά
τους.238
Λοιπόν, η ουσία των νέων αφηγηµατικών κειµένων είναι µια
σχέση. Πρόκειται για τη σχέση ανάµεσα στη διαδραστική
οπτική και το στρεβλό κοινό λόγο, σχέση που ανήκει
ταυτόχρονα στον κόσµο, στην ελληνική κοινωνία και τη
λογοτεχνία. Αυτή η σχέση αποτελεί τη βάση της
λογοτεχνικής παραγωγής για την οποία µιλάµε, που είναι
µια λογοτεχνία “γλωσσοκεντρική”, αφού η γλώσσα κρατά τον
πρωταγωνιστικό ρόλο. Στα έργα της Χατζιδάκη και της
Γερωνυµάκη, για παράδειγµα, τοποθετούν τη γλώσσα σε
πρώτο πλάνο, σε τρόπο που η γλώσσα, αντί να είναι το
στήριγµα κάποιου πράγµατος που τίθεται πέρα απ’αυτή,
γίνεται ο δηµιουργός κάθε κατάστασης, έτσι που να µη
µπορεί να εκληφθεί η λογοτεχνία σαν πραγµατικότητα.

Από τη σκοπιά της επικοινωνίας η νοµοθέτηση της κοινής


νέας ελληνικής ήταν θετικό βήµα, γιατί εφάρµοσε την αρχή
της κωδικοποίησης µε βάση την αναλογία, που θα
λειτουργήσει στο µέλλον ευεργετικά. Το ζήτηµα ήταν να
απαλλαγεί ο λαός από τους στενόκαρδους σε κάθε βήµα
γραµµατοδιδάσκαλους. Εξάλλου, µετά τη νοµοθέτηση της
234
Βλ. ZELLER, σελ.92-103. Υπενθυµίζουµε ότι ο Bakhtine επαναλαµβάνει τη διάκριση ανάµεσα στο
φύσει και θέσει, που πρωτοέθεσαν οι έλληνες σοφιστές, ο Πρωταγόρας, ο Ιππίας και ο Γοργίας.

235
Βλ. ΚΑΛΙΟΡΗΣ, 1981, ΑΝΤΙ, τεύχος 207, Αθήνα, 11/6/1981
236
Η καµπύλη του Ζιπφ στηρίζεται στο γενικό νόµο της οικονοµίας, δηλαδή στο νόµο της ελάχιστης
προσπάθειας, σύµφωνα µε τον οποίο ανακαλύπτουµε το νόµο της.

237
Βλ. LEFEBVRE, 1966, σελ.215..

238
Βλ. όσα λέµε για Χατζιδάκη.

108
αδιαφοροποίητης σύνταξης, που διασφαλίζει την
επικοινωνία, καµιά συµβολή λεκτική ή εκφραστική δεν
αποκλείεται, ώστε να πορευθεί η γλώσσα σε µια ολοένα και
µεγαλύτερη τελειοποίηση. Αλλά, στηριγµένοι πολλοί στο
γεγονός της θεσµοθέτησης διεκδικούν ακόµα και σήµερα το
ρόλο να είναι οι θεµατοφύλακες της καθαρότητας της
γλώσσας, όπως έγινε και σε άλλες χώρες, κυρίως στη
Γαλλία. Ετσι οι σύγχρονοι ελληνίζοντες στο βάθος είναι
γαλλίζοντες, γιατί η επιχειρηµατολογία τους πήρε την
εναρκτήρια κίνησή της από τον Etiemble, που είναι
γνωστός στην Ελλάδα από τη φράση parlez-vous
franglais.239
Γεγονός πάντως είναι ότι η θεσµοθέτηση της “κοινής νέας
ελληνικής” εισπράχθηκε αρνητικά από πολλούς συγγραφείς.
Ορισµένοι είπαν ότι η θεσµοθέτηση θα κατέληγε να
καταργήσει κάθε ελευθερία στις ειδικές και τοπικές
γλώσσες. Μάλιστα ένα όµιλος, ο Ε.Γ.Ο, που ιδρύθηκε από
τη συντηρητική ελίτ του πνεύµατος, ξεκίνησε ένα
αντίστροφο κίνηµα. Αλλά ο Ε.Γ.Ο θα µπορούσε να δει και
άλλες πλευρές πέρα από τη στενά γλωσσολογική. Και όσον
αφορά τον πλούτο της γλώσσας, από τον καιρό ήδη του
Κοραή240 ένα µεικτό όργανο αναπτυσσόταν στις πόλεις και
πλουτιζόταν, καθώς το λεξιλόγιο αντλεί από όλες τις
προγενέστερες φάσεις της ελληνικής γλώσσας (Βλ.
BAKHTINE, 1978, σελ.95.).
Αλλά, το ζήτηµα της τύχης της γλώσσας δεν είναι ζήτηµα
γλωσσολογικό, δεν είναι θέµα διατήρησης ενός
καθαρευουσιάνικου συντακτικού, ή µιας έστω διακριτικής
χρήσης των γενικών σε -εως από εκείνους, που χωρίς
πνευµατικό µόχθο θέλουν µια αναγνώριση πνευµατικής
ανωτερότητας. Το ζήτηµα αφορά την κοινωνική ζωή. Αυτό
δείχνουµε στο παρακάτω κεφάλαιο. Η δε εµπειρική
κατηγορία µας “στρεβλός κοινός λόγος” δεν έχει να κάνει
µε την ορθή καθιέρωση της κοινής νέας ελληνικής µια
µέθοδο που αντλεί τα επιχειρήµατά της και τις
πληροφορίες της από την κριτική, τη φιλοσοφία και την
κοινωνιολογία και µπορεί να θεωρείται διαµεθοδική.
Πάντως, έχοντας συνείδηση αυτού του γεγονότος, πολλοί
έλληνες συγγραφείς εισάγουν αρχαϊκά στοιχεία στην
καθοµιλουµένη γλώσσα241 και φαίνονται ν’απορρίπτουν την
άποψη ότι η ενιαία γλώσσα είναι “δεδοµένη”. Ο επιφανής
κριτικός, Αλέξης Ζήρας,242 είναι από τους πρώτους, που
έπιασαν το νέο πνεύµα της µοντέρνας λογοτεχνίας και την
επικέντρωσή του προς µια διαφορική νοηµατοδότητση της
γλώσσας. Σε κριτικό του κείµενο για τον πολυγλωσσισµό
ορισµένων νέων συγγραφέων παρατηρεί ότι το κείµενο της
Χατζιδάκη, όπως και πολλά άλλα σύγχρονα κείµενα,
ανοίγουν τα σύνορα του αφηγηµατικού γένους προς ένα
πλήθος γλωσσικών κωδίκων. Επιπλέον, ακολουθώντας τις
αναλύσεις του Bakhtine, εντοπίζει ότι, στα κείµενα της
239
Βλ. ETIEMBLE, 1991(1973).
240
Βλ. ΚΟΡ∆ΑΤΟΣ, 1927, σελ. 55.
241
Βλ. BAKHTINE, 1978, σελ.95.
242
Βλ.ΖΗΡΑΣ, 1980.

109
Χατζιδάκη, του Σουρούνη και της ∆ούκα, συνυπάρχουν οι
διαφορετικοί γλωσσικοί κώδικες σε ένα και το αυτό
πρόσωπο, το οποίο έχει και το ρόλο του αφηγητή και το
ρόλο του κύριου προσώπου. Αυτή η θεληµατική και
ευρηµατική σύγχυση οφείλεται και στο γεγονός ότι η εποχή
µας ζητάει να αναµείξει τον αφηγηµατικό λόγο µε τον
ποιητικό λόγο, γιατί αυτό εκφράζει την ανάγκη του
συγγραφέα να εκφραστεί προσωπικά, για λόγους, που µόνο
µια διεπιστηµονική µελέτη της λογοτεχνίας µπορεί να
δείξει. Ειδικότερα, η Χατζιδάκη δεν αντιπροσωπεύει, στη
γλώσσα, τη γραµµική ακολουθία των γεγονότων µιας
ιστορίας. Συχνά ανακαλεί κάποιο πράγµα και συγχρόνως
επαναφέρει τις συγκεκριµένες περιστάσεις, γιατί κάνει να
εµφανιστούν µε συµπεριφορικό τρόπο η υπεροχή του πεδίου
των κινήσεων πάνω στο πεδίο των νοητικών συλλήψεων, των
εννοιών, γιατί δεν υπάρχει µέσα στον πλασµατικό κόσµο
του έργου της διαφοροποίηση ανάµεσα στο βασίλειο της
πραγµατικότητας και το βασίλειο των εννοιών. Με άλλα
λόγια δε θα βρούµε αφηρηµένες γενικεύσεις στη Χατζιδάκη:
ούτε “κάτω η χούντα”, ούτε “ζήτω η δηµοκρατία”. Αυτά
αναδύονται µέσα από τις συγκεκριµένες εικόνες της.
Πρόκειται, βέβαια, για µια πολύ δύσκολη δουλειά, να
κάνει να εµφανίζονται τα ίδια τα πράγµατα,
αντιπροσωπευόµενα από τα γλωσσικά τους ισοδύναµα µέσα
σ’ένα κείµενο. Καθώς είναι το αποτέλεσµα µιας επίπονης
εργασίας, οι φράσεις των έργων της διεισδύουν στο νόηµα
µ’ένα τρόπο εκπληκτικό. Συχνά, τα πάντα µέσα στο κείµενό
της αποτελούν ένα νεφέλωµα, όπου συγχωνεύονται ο χώρος
και τα πράγµατα, σε ένα πίνακα της καθηµερινής ζωής,
χωρίς να κάνουν παραχωρήσεις στο αληθοφανές. Το κείµενο
µε τα µέσα της λογοτεχνικής της µεθόδου, κατορθώνει να
σχεδιάσει µια σφαιρική αντίληψη του κόσµου. Το αφήγηµά
της δείχνει ενότητες διαδοχικές και ανεξάρτητες,
επιχειρώντας ένα είδος απαρίθµησης σε µια διάρθρωση
σκόπιµα άµορφη.243 Το ακόλουθο απόσπασµα, για
παράδειγµα, περιέχει γραπτές φράσεις στη Καθαρεύουσα:
“ Η Αστυνοµία ανακοίνωσεν ότι κατόπιν ανακρίσεων και
ερευνών, απεδείχθη ότι ο Γεώργιος Τασόπουλος
ηυτοκτόνησεν. Οι λόγοι δεν εγνώσθησαν, 244 υφυπουργός
παρά τω πρωθυπουργό οµίλησε χθες προς τους σπουδαστάς
της Σχολής Εθνικής Αµύνης µε θέµα Μέσα ενηµερώσεως και ο
ρόλος των εις την διαµόρφωσιν της Εθνικής Πολιτικής ”245
Άλλες στη γλώσσα της Βίβλου:
“Πίετε εξ αυτού
πάντες, τούτο εστί το αίµα µου το υπέρ υµών και πολλώ
εκχυνόµενον, αποστερούµενον και ανοικτίρµον.. Λάβετε,
φάγετε, τούτο εστί το πτώµα µου το της Καινής ∆ιαθήκης,
κλώµενον, διαµελιζόµενον και ανίδεον εις άφεσιν
αµαρτιών.”246
243
Βλ. ΧΑΤΖΙ∆ΑΚΗ, 1979, σελ.12-13.
244
Στο ίδιο, 1979, σελ.36.
245
Στο ίδιο, 1979, σελ. 37.
246
Απόσπασµα από το ευαγγέλιο.

110
Και άλλες στη δηµοτική:
“ Θα πάω στο “ Ένα ”, να πιω ένα σκέτο ουίσκι µε πάγο,
σού είπα και µού γύρισες την πλάτη και κοιµήθηκες άνετα,
µου έβαλες όµως αµέσως µετά ένα χαρτονόµισµα ανάµεσα στα
γυµνά µου σκέλη και εγώ πήγα στην κουζίνα και ξάπλωσα
στις κρύες πλάκες ως το πρωί.” 247
Και βέβαια δεν πρόκειται για την αγαπηµένη ασχολία µια
µεσοαστής, που επιθυµεί να παίζει ταξιδεύοντας µέσα σε
µια ποικιλία γλωσσικών κωδίκων, αλλά επιδιώκει να γίνει
η οδύνη της παλίµψηστο, για να µην αφήνει κανένα άλλοθι
για την αυθεντικότητά της.
Αλλοτε, στα εξεταζόµενα κείµενα, η άϋλη σκέψη
παρουσιάζεται ως ταυτόσηµη µε την υλική γλωσσική της
διατύπωση. Παίρνουµε για παράδειγµα ένα απόσπασµα της
Χατζιδάκη: “Είχα την ελπίδα ότι το µπράτσο του ήταν από
ξύλο.”248 Πρόκειται για τη σκηνή της πρώτης ερωτικής
εµπειρίας της αφηγήτριας µ’ένα Κρητικό, βίαιο και
σακάτη. Καθώς η αφηγήτρια βλέπει το µπράτσο του,
σκέφτεται ότι αυτό το µπράτσο ήταν τεχνητό, αλλά δεν
εξωτερικεύει τη σκέψη αυτή. Πρόκειται για µια απλή
σκέψη, η οποία δεν βγαίνει έξω από το κρανίο της
αφηγήτριας, δεν εκφράζεται µε λόγια. Οµως ο άνδρας,
χωρίς να έχει ακούσει βέβαια τη σκέψη της ερωµένης του,
απαντά µεγαλόφωνα: “Της το είπα καγχάζοντας”. (ότι το
µπράτσο µου είναι ξύλινο).
Έχουµε λοιπόν ένα διάλογο µεταξύ της άϋλης σκέψης και
της υλικής γλωσσικής έκφρασης. Αλλά η απάντηση του
άντρα είναι απροσδόκητη, εκτός αν δεχτούµε ότι µπορεί
και διαβάζει τη σκέψη της συνοµιλήτριάς του. Η
συγγραφέας για µια ακόµα φορά, θέτει το θέµα της µη-
λεκτικής επικοινωνίας, που βασίζεται στην εξίσωση
ανάµεσα σε µια σκέψη και µια ρηµατική ανταπόκριση.
Βεβαίως το ζήτηµα δεν αφορά τα τηλεπαθητικά φαινόµενα,
αλλά ενδιαφέρει το πώς αυτή η µετάβαση από το νοητικό
στο λεκτικό φαίνεται αυτονόητη στην αντίληψη ενός
ακροατή. Αυτό το κεντρικό φαινόµενο της επικοινωνίας
µελετήθηκε από τη σύγχρονη γνωσιολογία και ιδιαίτερα από
την Deindre Wilson:
“Η οµοιότητα παίζει ένα σηµαντικό ρόλο στη µη-γλωσσική
επικοινωνία. Κάποιος ζητά από τη γυναίκα του να πιει,
κάνοντας την αντίστοιχη χειρονοµία. Οποιοδήποτε
αντικείµενο µπορεί να χρησιµοποιηθεί για
ν’αντιπροσωπεύσει ένα άλλο αντικείµενο, µε το οποίο
µοιράζεται εµφανείς ιδιότητες. Αλλά και µια γλωσσική
διατύπωση µπορεί επίσης να χρησιµοποιηθεί για ν’
αντιπροσωπεύσει ένα αντικείµενο, µε το οποίο µοιάζει. Ο
ελεύθερος πλάγιος λόγος το χρησιµοποιεί συχνά. Εστω ότι
κάποιος λέει στη γυναίκα του “ λέει την αλήθεια ”, και
εννοεί τον πολιτικό, που τον βλέπει στην τηλεόραση. Και
χωρίς να αναφέρει τις λεπτοµέρειες της οµιλίας του
πολιτικού αυτού, συνοψίζει για χάρη του συνοµιλητή του,
το περιεχόµενο του λόγου που άκουσε. Ενα τέτοιο ύφος στη

248
Βλ. ΧΑΤΖΙ∆ΑΚΗ, 1979, σελ.9-10.

111
λογοτεχνία, αντιπροσωπεύει, όχι το λόγο, αλλά τη σκέψη
του αφηγηµατικού προσώπου. Στην περίπτωση αυτή, η
διατύπωση αντιπροσωπεύει µε σιωπηρό τρόπο τη σκέψη ενός
τρίτου. Η οµοιότητα εδώ εγκαθίσταται ανάµεσα στο
περιεχόµενο της γλωσσικής διατύπωσης και στο περιεχόµενο
της σκέψης, όπως συµβαίνει στις µεταφορές, τις κατά
προσέγγιση εκφράσεις σε µια συνοµιλία.” 249
Η επικοινωνία ανάµεσα στην άυλη σκέψη και την υλική
γλωσσική εκφορά συµβαίνει και στις περιλήψεις κειµένων,
που είναι σε µεγάλο βαθµό πιστές, µολονότι το
περιεχόµενό τους µοιάζει µόνο µε το περιεχόµενο της
σκέψης, που τα κείµενα αυτά εκφράζουν. Και η Deindre
Wilson, αναρωτιέται πώς µπορεί ο ακροατής ν’αναγνωρίσει
µια τέτοια οµοιότητα. Ποιο είναι το αντικειµενικό
κριτήριο; Για να καταλήξει στη θεωρία του Πλάτωνα, την
οποία εµείς δε συµµεριζόµαστε, ότι σε τελική ανάλυση, η
λογοτεχνία δεν αποτελεί παρά µια περίπτωση οµοιότητας.
Σ’ ό,τι αφορά την πρόσφατη ελληνική πεζογραφία,
βρίσκουµε την παραπάνω προβληµατική στα κείµενα των
εξπρεσιονιστών µας, οι οποίοι εγκαθιστούν µια ιδανική
ταυτότητα πάνω σταθερότητα και την επανάληψη των
βιωµάτων τους, όπως το είχε κάνει άλλοτε, µε το δικό του
µεγαλοφυή τρόπο, ο Marcel Proust. Ο αναγνώστης µπορεί να
θυµηθεί για παράδειγµα τη βιωµατική ταυτότητα που
εισάγουν τα γλυκίσµατα µαντλέν και τα καµπαναριά που
επανέρχονται στο κείµενο του Proust. Οι ίδιοι οι
συγγραφείς επιβεβαιώνουν την ερµηνεία µας µέσω της
διαδραστικής οπτικής ως καλά θεµελιωµένη. Ας δούµε για
παράδειγµα τις ιδέες της Μάρως ∆ούκα για το στρεβλό
κοινό λόγο: “Το πρόβληµα της γλώσσας ήταν πάντα
συνδεδεµένο µε τους κοινωνικούς αγώνες. Εποµένως, η
παρούσα υποβάθµιση του γλωσσικού µας οργάνου συνδέεται
µε την υποβάθµιση της ζωής µας... µια υποβάθµιση που
γίνεται αισθητή όπως η ακύρωση των οραµάτων µας και που
επιβάλλεται ως άµεση συνέπεια της απατηλής µεταπολεµικής
ευηµερίας. Όταν οι ιδέες των στρατευµένων µετατρέπονται
σε αναγγελίες ευτυχίας και οι αναφορές σε ιστορικές
µετατροπές υποβαθµίζονται σε λαϊκιστικούς χρησµούς, τότε
οι ίδιες οι αξίες που εµπνέουν τη συµπεριφορά του λαού
δεν εφαρµόζονται στη ζωή. Η επίσηµη εκπαίδευση του
Έλληνα αντανακλά πιο συγκεκριµένα τα πολιτικά και
ιδεολογικά συµφέροντα της εκάστοτε κυβέρνησης.. Αλλά
σήµερα αυτή η διαδικασία εµποτίζει όλη την επιφάνεια του
προβλήµατος.. γιατί οι σύγχρονοι γνώστες και οι
διδάσκοντες της γλώσσας επιβάλλουν τον εκσυγχρονισµό από
την κορυφή. ”250 Ας δούµε επίσης τις δηλώσεις του Κώστα
Γκιµοαούλη, που δηµοσιεύονται στο περιοδικό ∆έντρο: “Μού
ζητάτε να σας µιλήσω για τη δεκαετία του ’80. ∆εν µπορώ
ν’απαντήσω σε κάθε ερώτηση ξεχωριστά.. Μέσα στις αγκύλες
της δεκαετίας, η λογοτεχνία αποτελεί µια παρένθεση. Η
άρνηση της πολιτικής είναι µια άλλη παρένθεση. Η
249
Βλ. WILSON, 1992, σελ.226.

250
Βλ. ∆ούκα, 1986, “Κράτος και γλώσσα”, ∆ΕΝ∆ΡΟ, τεύχος 27, ∆εκέµβρης 1986, σελ. 28.

112
υποχώρηση των αξιών µια άλλη.” Θεωρεί µάλιστα ότι η άνευ
όρων αποδοχή της τεχνολογίας καταστρέφει τη δυνατότητα
να δούµε καθαρά τον πολιτισµό. Η εισβολή της εικόνας
µείωσε το ρόλο του εγκεφάλου. Αλλά η γλώσσα δεν
εξαφανίστηκε. Ακολουθεί µια υπόγεια διαδροµή για να
σωθεί. Πρέπει να περιµένουµε για να βρούµε καινούριους
ήχους. Αλλά υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν παρεµβολές
παρασίτων. Εγκαταστάσεις χρηµατοδοτούνται για να
εξυφάνουν πιο ισχυρά δίκτυα εξουσίας ούτως ώστε ο κόσµος
να είναι ενωµένος υπό την κυριαρχία µιας παντοδύναµης
οικουµενικής αστυνοµίας. Ο σκοπός τους είναι να
διαχωρίσουν τη γλώσσα από το σώµα, για να σταµατήσει ο
λόγος να σηµαίνει. Η λογοτεχνία αποτελεί µέρος ενός
άρρωστου σώµατος. Το τείχος του Βερολίνου έπεσε, αλλά η
“ αντίδραση ” προς το παρόν δεν έχει προσδιορισµένο
νόηµα251 και είναι πάντα εκεί. Οι πολιτικοί απέτυχαν. Η
ενότητα λείπει από τη σηµερινή λογοτεχνία. ∆εν έχει
αντιληφθεί το χρόνο ως µοναδικό. Η νέα ελληνική
λογοτεχνία δε στηρίζεται σε µια παράδοση, όπως αυτή του
Βιζυηνού και του Ροϊδη. Η σύγχρονη πεζογραφία δεν
ενδιαφέρεται πλέον για τις εκφράσεις της ψυχής, αλλά
περιορίζεται να περιγράφει την επιφάνεια µόνο των
πραγµάτων.”252 Οσα θεωρητικά υποστηρίζει στο παραπάνω
κείµενο ο Γκιµοσούλης γίνονται πράξη µέσα στο Ο Αγγελος
της µηχανής. Μπορούµε να δούµε ότι η γλώσσα του
Γκιµοσούλη επιχειρεί µια γενίκευση των οδυνηρών
βιωµάτων. Ειδικότερα, κάθε φορά που επανέρχεται µέσα στο
κείµενο µια καινούρια κατάσταση, που θυµίζει το οδυνηρό
βίωµα, ο ήρωας αντιδρά µε µια πανοµοιότυπα
επαναλαµβανόµενη συµπεριφορά και δεν προσαρµόζεται στην
κατάσταση. Αυτό το γεγονός αποδίδεται µέσα στο έργο µε
µια γλώσσα που παραµορφώνει την ίδια την αντίληψη της
κατάστασης, γιατί το υποκείµενο της δράσης της προσδίδει
µια σηµασία ιδιαίτερη, εξπρεσσιονιστική. Και εξακολουθεί
να το κάνει, κάθε φορά που βρίσκεται αντιµέτωπος µε την
“παλιοζωή”.253 “ - "Αντε, ξαναπαίξε, τού είπε. 0 Παϊρής
δέν κουνήθηκε.. Το πρόσωπό του τεντώθηκε. Μάκρυνε. '0
τόπος κοκκίνισε γύρω του. Μία τεράστια ένέργεια τον
πίεζε άπό µέσα. Είχε ύπερκαλύψει τον όγκο του καί ήθελε
νά βγεί προς τά έξω. Το κρεµαστδ φώς πού ήταν άναµµένο
πάνω άπό την τσόχα άρχισε να κουνιέται, χωρίς να το εχει
φνσήξει κανένα ρεύµα: ήταν ό Παϊρής πού έπικοινωνούσε µέ
τδν "Αγγελο, dπως µέ τδ παιχνίδι τον σπασµένου
τηλεφώνου. "Ακουγε τά µισά καί έρµήνευε τά ύπδλοcπα όπως
τδν βόλευε. Ο Παϊρης ήθελε να σκοτώσει. Εκανε µια το
αναµµένο τον τσιγάρο καί το τίναξε µέ δύναµη πάνω στο
στήθος τού Σερίφη. "Εγινε άνάφλεξη. Ο Σερίφης άνοιξε το

251
Βλέπουµε εδώ ότι και τα δυο στοιχεία που µνηµονεύει ο Γκιµοσούλης, δηλ. η αντίδραση προς το
παρόν και ο ροµαντισµός ( χαρακτηρίσαµε πιο πάνω το έργο του νεο-εξπρεσσιονιστικό) της
διατύπωσης “όχι προσδιορισµένο νόηµα”, είναι αναγώγιµα στην έννοια της διαδραστικής οπτικής,
χωρίς να την εξαντλούν.
252
Βλ. ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ, 1990, “Ο λόγος δεν έχει χαθεί” ∆ΕΝ∆ΡΟ, τεύχος, 50-51, Γενάρης 1990 .
253
Την έννοια της “παλιοζωής” την έχει χρησιµοποιήσει και ο Jacobson. Βλ. (1977) Το πρόβληµα
Μαγιακόφσκι. Μια γενιά που σπατάλησε τους ποιητές της.

113
στόµα κάτι για να πεί. 0 Παϊρής άρπαξε τή στέκα, τή
σήκωσε καί τού τήν κατέβασε µέ φοβερή δύναµη πάνω στο
κεφάλι. Τόσο αναπάντεχα και τόσο γρήγορα που ο Σερίφης
δεν πρόλαβε ούτε τή φράση του νά άποτελειώσει. Τήν
άνεβοκατέβασε ξανά καί ξανά. Χτυπούσε µέ µανία. Τον
βάραγε µέχρι καί πεσµένο κάτω στο πάτωµα.”254 Ας
προσέξουµε πώς ο τόπος, ο χρόνος και η “ψυχή” του
περιβάλλοντος αυτής της σκηνής αλλοιώνονται σαν να
τραβιούνται από έναν τεράστιο µαγνήτη. Η λάµπα που
κουνιέται, το πρόσωπο που µακραίνει, η σάλα που
φλέγεται. Οπως το κλιµακωτό σχήµα του δηµοτικού
τραγουδιού. Τα κόκκινα χείλη και η κόκκινη θάλασσα. Ενας
µάγος, η θέληση του ήρωα, αλλοιώνει τον τόπο και το
χρόνο. Αλλά θάταν λίγο να νοµίσουµε ότι το εγχείρηµα
σταµατάει εδώ. Αντίθετα έχουµε µια νέα πρόταση για το τι
είναι λογοτεχνία. Ο Παϊρης µέσα από την παράξενη
κατάσταση, στην οποία έχει εµπλακεί, µας κάνει
ν’αναθεωρήσουµε τις ιδέες µας γύρω από την έννοια της
λογοτεχνίας και τη δοµή της ίδιας µας της αντίληψής,
όταν σχηµατίζουµε µια ιδέα για τη λογοτεχνία. Και πρώτα-
πρώτα το κείµενο υπογραµµίζει τον τρόπο µε τον οποίο η
γλώσσα στην καθηµερινή της χρήση µάς εξαπατά, δηλαδή ο
κοινός στρεβλός λόγος µας προδίδει. Ενώ άλλοτε, πριν από
τη βιοµηχανική κοινωνία, η γλώσσα µε τη µεσολάβηση της
θεϊκής εξουσίας παρουσίαζε τις λέξεις ως µάρτυρες κάποιου
πράγµατος που υπερβαίνει αυτό που παρουσιάζεται στην
καθηµερινή ζωή ως αλήθεια. Και το περιεχόµενο των
συµβόλων ήταν πάντα κάτι το οικουµενικό. Τα σύµβολα
αντιπροσώπευαν τον κοινωνικό εξαναγκασµό και οι λέξεις
ήταν αποτυπώµατα που αντιπροσώπευαν τα universalia255 (τα
καθολικά). Είναι µια τέτοια αλήθεια της γλώσσας, που ο
Γκιµοσούλης αναζητά να παρουσιάσει στο έργο του. Ας
δούµε ξανά την τελευταία σκηνή του έργου. Ο Παϊρης
φτάνει στο εργοστάσιο της ∆ραπετσώνας µετά τη δολοφονία
του εχθρού του. Μπαίνει σ’ένα συναισθητικό µείγµα
ταυτόχρονα οπτικό, ακουστικό γευστικό και απτικό :
σ’έναν ατµό από άσπρους καπνούς µέσα στο θόρυβο
κινητήρων και µηχανών. Οι δονήσεις του εργοστασίου
διεπότιζαν το κορµί του. Το βιοµηχανικό τοπίο αποτελούσε
µέρος του κορµιού του. Η υψικάµινος ξεκινούσε από τον
ουρανοό και έφτανε στο λαιµό του τον ίδιο, σε µια άµεση
επαφή, καθώς ανέπνεε βαθιά το θειάφι. Πρέπει, εποµένως,
να χαρακτηρίσουµε υπαρξιακές σχέσεις του πρωταγωνιστή µε
τον κινητήρα, τους ατµούς και το θειάφι. Αν και ο ήρωας
δεν µπορεί ν’αντιληφθεί την ατοµική του περίπτωση σε
σχέση µε τη γενική κατάσταση, δεν είναι φιλόσοφος,
ωστόσο η γλώσσα του αφηγητή την υπαινίσσεται µια τέτοια
επαφή σε διαισθητικό επίπεδο. Θεωρούµε για όλα αυτά την
εκδοχή του Γκιµοσούλη για γλώσσα είναι εξπρεσσιονιστική
και φαινοµενολογική. Αλλά και η Νατάσα Χατζιδάκη
βεβαιώνει ότι παρουσιάζει σκόπιµα την αντίθεση ανάµεσα

254
Βλ. ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ, 1990, σελ. 105.
255
Βλ. ADORNO, Η διαλεκτική του διαφωτισµού.

114
στη διαδραστική οπτική και τον κοινό στρεβλό λόγο,256
λέγοντας µάλιστα ότι η γραφή είναι το πιο παράξενο
πράγµα του κόσµου, διότι είναι σα µια αντίδραση σ’αυτό
το “στατικό ηλεκτρισµό” που προέρχεται από το εσωτερικό
της ψυχής. Λέει ακόµα ότι το “τι” της γραφής εξαρτάται
από την “ακρυλική” συµπεριφορά του συγγραφέα και η
ποίηση είναι η αυτοκαταστροφική απάντηση στη
µικροπρέπεια της καθηµερινής ζωής µιας ελληνίδας.
Σχετικά µε την ίδια προβληµατική, είναι επίσης
ενδιαφέρον να δούµε και την άποψη του Νάσου Βαγενά257
όσον αφορά στη γλώσσα: “Στις µέρες µας, η γλώσσα µας
περνά µια από τις πιο αποφασιστικές φάσεις της ιστορίας
της. Η σύγχρονη κρίση οφείλεται σε δύο παράγοντες: α)
στη θεσµοθέτηση της δηµοτικής και β) στις βαθιές
κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές. Αλλά δεν ήταν
ανάγκη να καταργήσουµε το µάθηµα των αρχαίων ελληνικών
στη δηµόσια Εκπαίδευση.. Είναι αντιθέτως αναγκαίο να
εισάγουµε εκ νέου τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών,
διότι µπορεί να µας βοηθήσει στην άσκηση της ευαισθησίας
µας ούτως ώστε να µπορούµε ν’αντιληφθούµε αυτό που είναι
ουσιαστικό µέσα στο χείµαρρο των πολιτιστικών προϊόντων
που επιχειρούν µια πραγµατική εισβολή στη χώρα µας. Η
διαχρονικότητα της γλώσσας µας θα συµβάλλει στη
διαµόρφωση του αισθητικού µας γούστου που είναι πάντα
ζήτηµα βάθους.” Αλλά και η Νανά Ησαϊα258 από τη δική
της σκοπιά εκφράζει την προτίµησή της για την
κωδικοποιηµένη γλώσσα και υπερβαίνει και αυτή µε τον
τρόπο της τον κοινό στρεβλό λόγο, που όπως το αποδείξαµε
στο προηγούµενο κεφάλαιο δεν είναι απλό ζήτηµα της
γλωσσικής έκφρασης: “Πρέπει να κωδικοποιήσουµε µόνο τις
λέξεις που είναι πιο συχνές και ν’απορρίψουµε τις
υπόλοιπες. ∆ε συµφωνώ µ’ αυτούς που αρέσκονται να
επιλέγουν γλωσσικά στοιχεία απ’ όλες τις φάσεις της
γλώσσας.. Αυτή η συνήθεια αφήνει όλα τα στοιχεία της
γλώσσας σε µια κατάσταση νεφελώδη, ενώ επιβάλλεται να
διακρίνουµε µεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας,
γιατί το κέντρο είναι ανώτερο και κατοικείται από το
λόγο των συγγραφέων.”
Τα παραπάνω θεµελιώνουν και µια άλλη πλευρά της
διαπίστωσης ότι στους ανανεωτές συγγραφείς των
τελευταίων δεκαετιών η γλώσσα έχει γίνει πρωταγωνιστής.
Πρόκειται για το συνειδητό χαρακτήρα της σχέσης τους
τόσο µε την καθηµερινή γλώσσα, όσο και µε την παλαιότερη
λογοτεχνική γλώσσα. Πρόκειται για αυτό που ονοµάζουµε
“µεταγλωσσική παρέµβαση” των µοντερνιστών συγγραφέων
πάνω στους γλωσσικούς κώδικες της καθηµερινότητας και
της παραδοσιακής λογοτεχνίας. Γιατί, όπως δείχνουµε πιο
κάτω, εκείνο που χαρακτηρίζει τους γλωσσικούς κώδικες
της καθηµερινότητας στην ελληνική κοινωνία των

256
Βλ. ∆ΙΑΒΑΖΩ 18/5/1983
257
Βλ. Βαγενάς Nάσος, 1986, “Γλωσσική σύγχυση και το µάθηµα των αρχαίων”, Αθήνα, TΟ
∆ΕΝ∆ΡΟ, τεύχος 27, Νοέµβρης 1986, σελ.130.
258
Βλ. ΗΣΑΙΑ Νανά, 1986, “Μια απλή διευκρίνιση”, Αθήνα, TO ∆ΕΝ∆ΡΟ, τεύχος 27, Νοέµβρης 1986,
σελ. 145.

115
τελευταίων χρόνων, είναι µια κοινότητα επιφανειακή και
τεχνητή, που διέπεται από το κέρδος, τη διαφήµιση και
την προπαγάνδα. ∆εν υπάρχει ενοποιητικός κώδικας
επικοινωνίας και τα µέλη των ιδιαίτερων οµάδων χάνουν τη
συνείδηση του ν’ανήκουν σε µια τάξη ή στο έθνος. Με τη
σειρά της, αυτή η κατάσταση επιτρέπει µια σειρά από
απάτες, ψέµατα και χειραγωγήσεις. Οι λέξεις χρόνος,
χώρος, νόµος, κράτος, κόσµος, αλήθεια, δηµοκρατία,
κεφάλαιο, ενέργεια, γίνονται µη-πραγµατικότητα.259

Ο κοινός στρεβλός λόγος, που λαµβάνεται υπόψη από το νέο


µυθιστόρηµα στηρίζεται και γεννιέται από τη δύναµή του
να επιβάλλει ρετσινιές, να κατηγοριοποιεί. Στο ελληνικό
πολιτιστικό σύστηµα, χρησιµοποιούνται µ’ ένα τόνο
περιφρόνησης όλες τις λέξεις που αναφέρονται στη
σεξουαλική ζωή, στους κοµµουνιστές και σε περιθωριακούς.
Οι κοµµουνιστές, για παράδειγµα, παρουσιάζονταν
παλιότερα ως ληστοσυµµορίτες. Τέτοιες λέξεις είναι
φορτισµένες µ’ όλες τις προγενέστερες σηµασίες τους, που
ανήκαν σ’ ένα παλιό κώδικα, προγενέστερο της σύγχρονης
µορφής, που πήρε ο κοινωνικός σχηµατισµός. Τότε οι
λέξεις αυτές γίνονται σύµβολα. Και µολονότι τα σύµβολα
δεν κατέχουν µια υλική πραγµατικότητα, εντούτοις οι
επιδράσεις που προκαλούν στη ζωή των ανθρώπων, είναι
πραγµατικές, γιατί το να βαφτίζονται ορισµένα πρόσωπα ως
αποκλίνοντα καταλήγει να είναι πράξη αποκλεισµού και
τιµωρίας, εφόσον αυτά τα άτοµα χάνουν πολύ περισσότερα
από ένα φορολογικό πρόστιµο. Χάνουν τη φήµη τους. Το
ίδιο συµβαίνει και µε τη χρήση γλωσσικών µορφών, που
χρησιµοποιούνται από τα ανώτερα κοινωνικά στρώµατα ως
σύµβολα κοινωνικού κύρους. Όντας φορτισµένες µε µια
εµπειρία κοινωνικών διακρίσεων, έγιναν σύµβολα
διάκρισης.
Το βαθύτερό κοινό γνώρισµα των νεώτερων µυθιστορηµάτων,
δηλαδή η διαδραστική οπτική, εκφράζεται και ως
αρνητικότητα απέναντι στον πιο πάνω στρεβλό καθηµερινό
λόγο, που χρησιµοποιείται στις καθηµερινές πρακτικές από
τους Έλληνες. Για παράδειγµα, στον ελεύθερο πλάγιο λόγο
τους, οι αφηγήτριες των κειµένων της Χατζιδάκη και της
Γερωνυµάκη, ανακαλούν πάνω στην αφηγηµατική σκηνή
εικόνες της ζωής, όπου χρησιµοποιείται η ίδια γλώσσα,
που χρησιµοποιείται στις αντίστοιχες πραγµατικές
συναλλαγές, άλλοτε σοβαρά και άλλοτε, τις περισσότερες
φορές, ειρωνικά. Και η Μάρω ∆ούκα χρησιµοποιεί φράσεις,
που συνηθίζονται στο πανεπιστήµιο, στην εκκλησία, στον
επαγγελµατικό χώρο και στη σφαίρα της διοίκησης. Συχνά
µάλιστα, σε πολλούς σύγχρονους συγγραφείς, η γλωσσική
ποικιλία, που χρησιµοποιείται από τον κόσµο της
διοίκησης και της πολιτικής, εισάγεται στο έργο µε
ειρωνική διάθεση τις περισσότερες φορές. Επιπλέον,
παρατηρούµε µια στενή σχέση ανάµεσα στη γλώσσα που

259
Ετσι, όταν οι εξεγερµένοι ήρωες, ο Παϊρης, η αφηγήτρια της Χατζιδάκη, ο Μπαµπουλές
του ∆εληολάνη και ο Καίσαρ του Σαραντόπουλου, αποµακρύνονται από τις κοινωνικές, ηθικές
και θρησκευτικές αξίες, είναι γιατί η κοινωνία το είχε κάνει νωρίτερα.

116
χρησιµοποιείται σε συγκεκριµένες καταστάσεις από τα
πλασµατικά πρόσωπα και στη συµπεριφορά, που αντιστοιχεί
σ’αυτές. Θα βρούµε πολλά παραδείγµατα στα κείµενα των
Χατζιδάκη, Γερωνυµάκη, ∆ούκα, Γκιµοσούλη, Σουρούνη και
Σαραντόπουλου, ενώ η γλώσσα του λογοτεχνήµατος δεν
προσαρµόζεται πραγµατικά στις περιγραφόµενες καταστάσεις
στα κείµενα των Σωτηροπούλου, Ησαϊα και Βαγενά. Στο
σηµείο αυτό, η κοινωνιογλωσσολογία έρχεται αρωγός, γιατί
υποδεικνύει ότι η πιο µικρή κοινωνιογλωσσολογική
οντότητα είναι µια πράξη οµιλίας (acte de parole) και
εντοπίζεται σε κάποια γωνιά της κοινωνικής
ζωής:260αστεϊσµοί, επιφωνήµατα, υπαινιγµοί, θρήνοι.
Πράγµατι, παρατηρήσαµε σε κείµενα των σύγχρονων
συγγραφέων ότι όχι η ίδια γλωσσική έκφραση, αλλά
διάφορες γλωσσικές ποικιλίες χρησιµοποιούνται, όταν
γίνεται πέρασµα από µια κατάσταση σε άλλη. Τόσο εµφανές
είναι αυτό, ώστε θάλεγε κανείς ότι οι παραπάνω
συγγραφείς κάνουν µια διαδραστική γλωσσολογική σπουδή,
µια γλωσσολογία σε µικρο-επίπεδο, όπως την αποκαλεί ο
Fishman στο βιβλίο που µνηµονεύσαµε πιο πάνω.
Υπενθυµίζουµε εδώ στον αναγνώστη ότι ο Erving Goffman,
από τον οποίο δανειστήκαµε την κατηγορία της διάδρασης,
εφαρµόζει µια παρόµοια µέθοδο. Για παράδειγµα, στους
Χατζιδάκη, Γερωνυµάκη, ∆εληολάνη και Γκιµοσούλη, ο
ήρωας-αφηγητής και τα πλασµατικά πρόσωπα περνάνε από τη
µια γλώσσα στην άλλη σε χαρακτηριστικές στιγµές, κατά
τις οποίες εισάγεται µια σηµαντική αντίθεση. Η
αφηγήτρια της Χατζιδάκη περνώντας από το σαρκασµό στη
λυρική διάθεση διαφοροποιείται σύµφωνα µε τις
καταστάσεις που αναπολεί: “Εγνώσθη ότι το ευρεθέν εις
την οδόν Βαλτετσίου πτώµα, ανήκει εις τον Γεώργιον
Τασόπουλον, ετών εικοσιτεσσάρων., φοιτητήν της ΑΣΚΤ του
Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Η αστυνοµία ανακοίνωσεν
ότι κατόπιν ανακρίσεων και ερευνών απεδείχθη ότι ο
Γεώργιος Τασόπουλος ηυτοκτόνησεν. Οι λόγοι δεν
εγνώσθησαν...” 261 Συχνά µάλιστα, µέσα στο κείµενο, το
πέρασµα από τη µια ιδιόλεκτο στην άλλη οφείλεται στους
κοινωνικά καθορισµένους262 ρόλους που η συγγραφέας
αναφέρει κάθε φορά. Όταν αναφέρεται στις οµάδες των
παντρεµένων γυναικών, στα σύγχρονα ζευγάρια, στις
συµπεριφορές στο σεξουαλικό επίπεδο, επιλέγει την
παραλλαγή που χρησιµοποιούν τα µέλη της αντίστοιχης
κοινωνικής πρακτικής, για να συνεννοούνται. Οι
Γερωνυµάκη, Χατζιδάκη και ∆ούκα, παίζουν συχνά µε τις
διαφορές ανάµεσα στην καθαρεύουσα και τη δηµοτική. Η
δηµοτική χρησιµοποιείται στις προσωπικές σχέσεις, ενώ,
στις επίσηµες σχέσεις των πολιτών µε τη διοίκηση, η
καθαρεύουσα προσδίδει στις διατυπώσεις µια ειρωνική
χροιά. Εξάλλου, το είδος των απεικονιζόµενων στα έργα

260
Βλ. FISHMAN, 1971, σελ. 55.
261
Βλ. ΧΑΤΖΙ∆ΑΚΗ, 1979, σελ.36.
262
Βλ. FISHMAN, 1971, σελ. 35-50..

117
αυτά σχέσεων ανάµεσα στα πρόσωπα, καθορίζουν τη γλωσσική
παραλλαγή που θα χρησιµοποιηθεί: σχέσεις µε τους φίλους,
µε τους εραστές ή µε τα µέλη των κοµµατικών οργανώσεων.
Παρατηρήσαµε επίσης ότι ειδικές γλωσσικές ποικιλίες
χρησιµοποιούνται, ανάλογα µε τον τόπο και το ρόλο του
αφηγηµατικού προσώπου: πόλη, ξενοδοχείο, δρόµος, ρόλος
φίλου, ρόλος συντρόφου, ρόλος εραστή. Επιπλέον, είναι
µέσα στη γλώσσα, που τα πλασµατικά πρόσωπα χωρίζουν το
ένα από το άλλο, έρχονται σε ρήξη και νοηµατοδοτούν
διαφορετικά την κατάσταση. Στα κείµενα της Χατζιδάκη,
της Γερωνυµάκη και άλλων, η σχέση γίνεται χαοτική, έτσι
που οι αντιθέσεις της κατάστασης οδηγούνται στην
διαφωνία, όπως συµβαίνει όταν δύο φίλοι στη διάρκεια
µιας συνάντησης συνειδητοποιούν ξαφνικά ότι είναι δύο
ξένοι.
4.5.3 Η ∆ΙΑ∆ΡΑΣΤΙΚΉ ΟΠΤΙΚΗ ΩΣ ΜΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ
ΤΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΑΞΙΕΣ

Οπως φαίνεται από τις µέχρι τώρα αναλύσεις, ο αφηγητής


ή ο ήρωας των έργων που εξετάζουµε δεν έχει µισ δική του
απάντηση στο ερώτηµα τι είναι οι αξίες, αλλά κρίνει
τους ορισµούς και τις ερµηνευτικές συρραφές, που δίνουν
οι άλλοι για τις αξίες. Και είναι αυτό το νέο
χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας τόσο συχνό και τόσο
σπουδαίο, ώστε µας προσανατόλισε να αναζητήσουµε το
γενικό ερµηνευτικό µας σχήµα στη διαδραστική263
(ιντεραξιονιστική) κοινωνιολογική µέθοδο. Εκείνο δηλαδή
που κυριαρχεί στην οπτική των έργων της εποχής αυτής
είναι η αντιιδεολογική κριτική των ιδεολογηµάτων, η
ανάδειξη της αβέβαιης και πρόσκαιρης φύσης των επίσηµων
αιώνιων αξιών, που προβάλλει κάθε φορέας του στρεβλού
κοινού λόγου µέσα στα µυθιστορήµατα αυτά. Εξαίρεται έτσι
η τάση να παρουσιάζονται οι αξίες της επίσηµης τάξης
πραγµάτων ως ερµηνείες. Με την έννοια αυτή είναι που ο
αµφισβητίας συγγραφέας υιοθετεί µια οπτική που
αντιστοιχεί σ’αυτό που ονοµάζουµε διαδραστική οπτική,
γιατί ενοχλείται από τον επιφανειακό τρόπο, µε τον οποίο
παίρνονται οι αποφάσεις και γίνονται οι χαρακτηρισµοί
από τους υπεύθυνους µέσα στην ελληνική κοινωνία, τους
ισχυρούς στην κάθε κοινωνική περίσταση.
Ειδικότερα στο χώρο του πνεύµατος η λογοτεχνία περνούσε
για ιερή αξία κυρίως χάρη στην απροσδιόριστη σύγχυσή της
µε τις αξίες της ηθικής.
Και αυτό λοιπόν το ζήτηµα της σύγχυσης ανάµεσα στην
αισθητική αξία και τις ευρύτερες δηµόσιες σχέσεις των
ένδοξων συγγραφέων εντάσσεται στα γενικότερα στοιχεία
της κουλτούρας που αµφισβητούνται από τους νέους
συγγραφείς και τους νέους αναγνώστες. Η καταλυτική τους
µάλιστα αµφισβήτηση προχωράει στην άποµυθοποίηση του

263
Βλ. ΑΣΤΡΙΝΑΚΗΣ Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ∆Η Λ, 1996.
Matza, D. και G.M. Sykes (1961): "Delinquency and Subterranean
Values", στο American Sociological Review, Vo1.26, Νο.5, Oct.,
ρρ.712-19. Και πολλούς άλλους.

118
συστήµατος παραγωγής λογοτεχνικών σταρ στην Ελλάδα. Το
γεγονός ότι η λογοτεχνική αξία συγχεόταν σκόπιµα µε την
ηθική αξία του συγγραφέα µάρτυρα (Γιάννης Ρίτσος,
∆ηµήτρης ∆ουκάρης, Τάσος Λειβαδίτης), οδηγούσε στην
πρακτική να αναγνωρίζεται και να καθιερώνεται κάποιος ως
µεγάλος συγγραφέας εξαιτίας των προσωπικών του σχέσεων.
Στο τέλος η βαθιά σηµασία του έργου δε µετράει. Εδώ ο
αναγνώστης πρέπει να ξαναδεί τις αναλύσεις του Β’
κεφαλαίου για το ελληνικό λογοτεχνικό πεδίο.
4.5.4 Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΖΗΤΗΜΑ ΜΟΡΦΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΟΡΜΑΛΙΣΤΕΣ

Στους έλληνες φορµαλιστές,264 το αφηγηµατικό κείµενο δε


γράφεται παρά για να συγκροτεί διαφορές. Μόνο που δεν
πρόκειται για ένα απλό παιχνίδι, γιατί οι φόρµες
µεταφέρουν αξίες, πτυχές της ζωής γεµάτες από αναφορές.
Στη Γερωνυµάκη, τα πρόσωπα παρουσιάζονται ως το προϊόν
του ίδιου του λόγου. Η τεχνική της Γερωνυµάκη
συνοψίζεται στο πρόσωπο του συζύγου της αφηγήτριας. Ο
σύζυγος, ψάχνοντας τα πράγµατα της νεκρής του γυναίκας,
προσπαθεί να κάνει αυτό, το οποίο εφάρµοζε και η ίδια
στη ζωή της: να επικοινωνεί µε τον άλλο µέσω συµβόλων.
Αλλά, ο ∆αβίδ δεν µπορεί να το πετύχει, γιατί πάντα
περιοριζόταν στις στερεότυπες εκφράσεις της καθηµερινής
ζωής και στις ανάγκες της πρακτικής επικοινωνίας, χωρίς
επαφή µε τα σύµβολα της κουλτούρας. Ετσι, όλα αυτά τα
ερείπια του παρελθόντος, αυτές οι αναµνήσεις, το
προσωπικό ηµερολόγιο της γυναίκας του, ακόµα και η
φωτογραφία της, εξακολουθούν να µη σηµαίνουν τίποτα γι
αυτόν. Και, αντί να θρηνεί αυτός τη νεκρή του γυναίκα,
είναι η νεκρή που θρηνεί γι αυτόν, γιατί είναι
δυστυχισµένος, εφόσον δεν µπορεί να καταλάβει τίποτα,
ακόµα και τώρα.
“ Κι αυτός; Στο πάτωµα ανοιγµένο το παλιό βαλιτσάκι,
αγορά της Βιψανίας από κάποιο παλιατζίδικο, αράχνες
αναδυόµενες των πηγαδιών, γράµµατα, φωτογραφίες, το
“ βιβλίο ” της µισοτελειωµένο, το ηµερολόγιό της,
ελαφρές σκιές, θροϊσµατα, τι πλήξη ( ). Πόσο τα
βαριόταν πάντοτε όλ΄αυτά. Αλλά σήµερα, νά, πέρασε η ώρα
του, ίσως για κάτι τέτοιες ώρες χρησιµεύουν, έ Βίψυ; ...
Α, νά κι΄αυτή η φωτογραφία...Την έβαλε µπροστά στα µάτια
του ο ∆αβίδ καιτην κοιτούσε, την κοιτούσε...
Αν τον έβλεπε η Βιψανία θα τού ΄λεγε δεν κάνει να κοιτάς
πολλή ώρα στον καθρέφτη ∆αβίδ, ζαλίζει ο καθρέφτης. Ω,
παραξενιές, περάσανε πια. Κι όµως σα κάτι νά ΄λαµψε στο
µυαλό του, εύθραυστο κι ευαίσθητο, µια υποψία φλόγας,
κάτι πώς να το πει, σα διαύγεια, υπέροχη κι αστραπιαία.
Θέ µου τι τού ΄ρθε τώρα... ∆εν µπόρεσε να το συλλάβει,
πάει.
Η φωτογραφία τώρα είναι πεσµένη στο χαλί, δίπλα στη
µεγάλη πολυθρόνα. Ενας άντρας όρθιος έξω από τον τοίχο
του νεκροταφείου σαν κάποιον να περιµένει. Με µαύρα
γυαλιά του ήλιου. Γύρω-γύρω όλα είναι χιονισµένα. Οµως
τώρα έχουµε Μάη. Κάνας συγγενής της θά ΄ναι, κάποιος

264
Βλ. για τη φορµαλιστική σχολή στο παράρτηµα.

119
απ΄το σόι της, χασµουρήθηκε ο ∆αβίδ, άαααχ, µια φάρα
ήταν όλοι, θεοσχωρέστους, ασυνεννόητοι, καλά τό ΄λεγε ο
θείος του. Αλλα τους έλεγες, άλλα καταλαβαίνανε. Κακήν
κακώς πήγανε, φάγαν το κεφάλι τους.
Εγειρε στον ώµο του, το τελευταίο του βλέµα έπεσε στα
κιτρινισµένα χαρτιά της, οι καθρέφτες, ψιθύρισε. Απ΄την
πόλη έρχοµαι και στην κορφή κανέλα. Ούτε για ένα
καθρέφτη δεν είδα να γράφει µέσα. Τον πήρε ο ύπνος στην
πολυθρόνα, βράδυασε. Ούτε φωτογραφίες ξεχώριζες πια ούτε
γράµµατα.
Ξέχασέ τα όλα αυτά ∆αβίδ, κοιµήσου. Και να καταλάβαινες,
ποιο το όφελος. Τίποτα. ∆ε βγαίνει τίποτα. ”265
Στο κείµενο, επαναλαµβάνονται πολλές φορές οι όροι της
αντίθεσης ανάµεσα στις δύο µορφές γλώσσας, τη συµβατική
γλώσσα της καθηµερινής ζωής που χρησιµοποιεί ο σύζυγος
και της σηµειωτικά κορεσµένης γλώσσας της νεκρής, η
οποία µιλάει ακόµα και µετά θάνατον: από τη µια πλευρά,
η ανοιχτή βαλίτσα, η περαστική σπίθα στο µυαλό του του
∆αβίδ, η υποψία µιας φλόγας, η φωτογραφία, οι
αναστατωµένοι γονείς, η ανικανότητά τους να
επικοινωνήσουν άµεσα ο ένας µε τον άλλο, οι καθρέφτες,
φορτισµένοι µε µια ιδιαίτερη σηµασία και το προσωπικό
ηµερολόγιο; από την άλλη πλευρά, ο κοινός άνθρωπος,
ανυποψίαστος, που δεν εκτιµά τους “καθρέφτες”, ούτε τα
προσωπικά ηµερολόγια, ούτε τη διεύρυνση του πνεύµατος
προς άλλους ορίζοντες. Λοιπόν, είναι η νεκρή που τον
κλαίει, γιατί αυτός είναι ο πραγµατικός νεκρός. Εκεί
έγκειται και το νόηµα του τίτλου ∆ε βγαίνει τίποτα. Εδώ
έχουµε µια από τις πιο χαρακτηριστικές υποστασιοποιήσεις
εκείνου, που ονοµάσαµε διαδραστική οπτική.
Εξάλλου, ο απειθάρχητος λόγος της Χατζιδάκη, φανερώνει
ανάγλυφα τις εκφραστικές δυνατότητες της γλώσσας. Σε µια
και µόνη παράγραφο, οι συνειδητά λαθεµένες συντάξεις
των προτάσεων, που µάλιστα παραβιάζουν τους βασικούς
κανόνες του συνταγµένου λόγου, αντλούν το νόηµά τους,
πέρα από τα ίδια τα σηµαινόµενα, από το σύµπλεγµα των
γραµµατικών προσώπων. Για παράδειγµα το ξεπαρθένεµα του
κοριτσιού, παρουσιάζεται µέσα από τη µορφοσυντακτική
δοµή πιο αληθινό και πιο βίαιο απότι θα πετύχαινε µια
σωστά συνταγµένη παράγραφος.
“ Στην κουζίνα µαλώσαµε. Μ’έπιασε από τα µαλλιά και µε
χτύπησε. Με χτυπά µε το πόδι της - πρέπει επιτέλους να
πάρεις την απόφασή σου - και µού έσκισε το µάγουλό µου
µε το νύχι της ως τα ούλα, ο Θωµάς τη βοήθησε να
σκουπίσει το αίµα µ’ένα κοµµάτι βαµβάκι. ” Παρουσιάζουµε
παρακάτω στα ελληνικά και στα γαλλικά, το σύνολο της
οντότητας, ούτως ώστε ο γνώστης των ελληνικών να
µπορέσει να εκτιµήσει την τεχνική του πρωτότυπου.
Ας προσέξουµε επίσης την τεχνικής της εναλλαγής των
κεφαλαίων µε τα µικρά γράµµατα, που υπογραµµίζει την
παρωδία των µεγάλων λόγων του Ευαγγελίου. Εξάλλου, η
ερωτική πράξη εδώ αποτελεί την ακύρωση κάθε
επικοινωνίας: “ ΛΕΩ ΛΟΙΠΟΝ, ακολουθείστε το πνεύµα και

265
Βλ. ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ, σελ. 145-148.

120
µην υπακούετε στη σαρκική επιθυµία και, ενώ κοιτάζω µε
κατάπληξη, ξαπλωµένη στο πάτωµα, ΑΥΤΟΣ ΕΠΕΣΕ πάνω µου. ”
Στην ερµηνεία της γραφής αυτής πρέπει να συνεξετάσουµε
και τις δύο φιλολογικές αναφορές, τη µια σε στίχους του
∆ιονύσιου Σολωµού, του εθνικού ποιητή της Ελλάδας ( ο
οποίος µε τη σειρά του, τη δανείστηκε από τον
Shakespeare ): “ Το µπαµπάκι που λες και ξεκολλιέται ”
και την άλλη στο Ευαγγέλιο: “ Περιπατείτε κατά το
πνεύµα”.
Αλλά υπάρχει και κάτι ακόµα. Με την τεχνική της
εναλλαγής των αντωνυµιών εσύ και αυτός, ένα µέρος της
επικοινωνίας περνά από το γραµµατικό υποκείµενο στο
υποκείµενο που µιλάει, που ζει την οµιλία του (σαν εγώ
που µιλάω τώρα δα). Το εγώ ως κατηγορία γραµµατική και
αντικειµενική, δίνει τη θέση του στο εµένα που είναι η
ίδια η αφηγήτρια πριν από την αντικειµενοποίηση του εγώ
της σε κάποιο τρίτο πρόσωπο. Συνεπώς, πρόκειται για ένα
πέρασµα από την αντικειµενικότητα στην υποκειµενικότητα,
που όσο κοντά και να βρίσκεται στη λυρική ποίηση, δεν
έχει καµιά σχέση µε τη λυρική πεζογραφία της Παρακµής,
γιατί αποτελεί πράξη κριτικής της κοινωνικής ζωής.
Με τρόπους σαν κι’αυτούς που αναλύουµε, οι έλληνες
αµφισβητίες συγγραφείς υπερβαίνουν τον ορισµό της
επικοινωνίας, σύµφωνα µε τον οποίο, η επικοινωνία
προϋποθέτει έναν οµιλητή, έναν ακροατή και ένα τρίτο
όρο, το πρόσωπο ή το πράγµα, για το οποίο γίνεται λόγος.
Αυτά ακριβώς είναι αµφίσηµα, χωρίς βέβαια υπόσταση µέσα
στα έργα που µελετάµε.
Με άλλα λόγια στα κορυφαία σηµεία τους τα φορµαλιστικά
έργα της της µεταπολίτευσης δείχνουν ότι το υποκείµενο
που µιλά είναι εντελώς διαφορετικό πράγµα από το εγώ. Με
ανάλογο τρόπο το εσύ διαχωρίζεται από το εσένα που ακούς
τώρα δα µπροστά µου και το εκείνος διαφοροποιείται από
αυτόν που µιλάει τώρα δα µπροστά µας. Πρόκειται λοιπόν
για ένα πρόσωπο υποκειµενικό, που νιάζεται για το ό,τι
συµβαίνει µέσα του. Αντίθετα το σύστηµα των αντωνυµιών-
και το κλασικό µυθιστόρηµα δεν είναι ουσιαστικά παρά µια
υποστασιοποίηση του συστήµατος αυτού- αποτελεί ένα
αντικειµενικό σύστηµα δήλωσης. Μέσα από αυτό ο οµιλών
παρατηρεί τον εαυτό του σαν ένα τρίτο, που το αποσπά
απ’αυτόν τον ίδιο, για να του προσδώσει ένα χρόνο, ένα
χώρο και τους άλλους όρους της οµιλούσας ύπαρξής του.
Ενώ η εκφραστικότητα είναι ένα γνώρισµα του οµιλητή τη
στιγµή ακριβώς που µιλάει. Για παράδειγµα, όταν ο
αφηγητής λέει “ Φύγε”, µ’ένα θυµωµένο τόνο, ο θυµός266
δε βγαίνει από το εκείνος, αλλά από αυτόν που προφέρει
τώρα δα αυτές τις λέξεις. Εποµένως, η εκφραστικότητα
είναι εξ ορισµού υποκειµενική, αλλά µε µια
υποκειµενικότητα που είναι αυτή του υποκειµένου που
µιλά, γιατί το γραµµατικό υποκείµενο είναι πάντα
αντικειµενικό. Όπως το εγώ του αφηγητή είναι πιο

266
Βλ. το θυµό της Νανάς Ησαϊα που καθώς εγκλείεται µέσα σε επιστολή κόβει τις γέφυρες µε κάθε τι
που θα τον προσδιόριζε και συνεπώς θα τον περιόριζε.

121
υποκειµενικό από το εκείνος, ή το εσύ, είναι το εγώ που
χρησιµοποιείται στην εξπρεσιονιστική λογοτεχνία. 267
Ας δούµε τώρα ένα παράδειγµα από το κείµενο της
Χατζιδάκη, όπου η αφηγήτρια παίζει µε την εναλλαγή των
γραµµατικών προσώπων:
“Υποκρίθηκα πως δυστυχώς δεν µπορούσε να υπολογίζει σε
µένα ΑΥΤΟΣ Ο ΒΗΧΑΣ ΜΕ ΒΑΣΑΝΙΖΕΙ ∆ΙΑΡΚΩΣ και τα ζεστά που
πίνω επιδεινώνουν γενικώς την κατάσταση. Τότε χτύπησε το
κουδούνι. Ηταν ένα αγόρι µε γυαλιά, τον έλεγαν όντως
Θωµά. Στην κουζίνα τσακωθήκαµε. Με άρπαξε από τα µαλλιά
και µου χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο. Με χτυπά µε το
πόδι της-πρέπει τέλος πάντων να το πάρεις απόφαση και µε
το νύχι της µου έσκαψε το µάγουλο ώσπου το δάχτυλό της
συνάντησε τα σφιγµένα µου ούλα, ο Θωµάς τη βοήθησε και
µάζεψαν το αίµα σε ένα βαµβάκι. Ύστερα κάτω από τη λάµπα
το µοιράστηκαν σιγά σιγά κόβοντας αργές µπουκιές...ΛΕΓΩ
ΛΟΙΠΟΝ περιπατείτε κατά το πνεύµα και δε θέλετε εκπληροί
την επιθυµίαν της σαρκός.. και καθώς τον κοιτάζω µε
απορία και προσπαθώ να του χαµογελάσω όπως είναι
ριγµένη στο πάτωµα ΕΠΕΣΕ επάνω µου. ”268
Η ιδέα, λοιπόν, που υπόκειται εδώ, µεταθέτει τον τόνο
στην ελευθερία της γραφής στο επίπεδο της σύνταξης.
Έτσι, έχουµε την εντύπωση ότι είναι η γλώσσα που
καθορίζει το περιεχόµενο, και όχι το αντίστροφο. Η
συγγραφέας θεωρεί τις χειρονοµίες, τα λόγια και τις
συµπεριφορές της ζωής ως γελοίες και ακατανόητες, γιατί
τις παρατηρεί κάτω από µια άλλη προοπτική, απ’αυτή που
χρησιµοποιείται στην καθηµερινή ζωή. Όλα αυτά που είναι
συνήθως κατανοητά, της φαίνονται παράλογα. Η
πραγµατικότητα είναι όχι οικεία. Είναι µε αυτόν τον
τρόπο που η συγγραφέας αποκαλύπτει στον αναγνώστη τη µη-
πραγµατικότητα του κόσµου, στον οποίο ζούµε.
Συνεπώς σύµφωνα µε την υπόθεσή µας, η Γερωνυµάκη και η
Χατζιδάκη απελευθερώνουν τον άνθρωπο από τη γραµµική
υποταγή του και προκαλούν την έκρηξη του κλειστού
συστήµατος της τρέχουσας αντίληψης, εισάγοντας την
πολλαπλότητα των εκδοχών, το οµόχρονο του χρόνου και την
“πραγµατικότητα” ενός κόσµου, στον οποίο όλα συµβαίνουν
την ίδια στιγµή. Με µια τέτοια πορεία, το εγώ των
συγγραφέων αυτών που µιλά (ego loquens) µπορεί επιτέλους
να εκφραστεί χωρίς µεσολαβητές και χωρίς µεσολαβήσεις,
γιατί η γλώσσα τους γίνεται ζωντανή και τα νόηµατά τους
αποκτούν µια επιδιωκόµενη συναισθησία, µέσω της
εναλλαγής λέξεων που δηλώνουν ποικίλες αισθήσεις µέσα
στην ίδια παράγραφο.

4.5.5 Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΤΕΣ

Μπορούµε να σηµειώσουµε προκαταβολικά, ότι ο όρος του


φατικού λόγου, τον οποίο εφαρµόζουµε στα
267
Βλ. GUIRAUT, 1962, σελ. 101-105.

268
Βλ. ΧΑΤΖΙ∆ΆΚΗ, 1979, σελ.12-13.

122
εξπρεσσιονιστικά από τα αφηγηµατικά έργα που αναλύουµε,
έχει εισαχθεί στην επιστήµη από την πιο αντικειµενική
κοινωνιολογική έρευνα.
Αντίθετα απότι συµβαίνει στα κείµενα της Χατζιδάκη και
της Γερωνυµάκη, η γλώσσα λειτουργεί ως υπόσταση στα
τρία εξπρεσιονιστικά έργα των Σουρούνη, Σαραντόπουλου
και Γκιµοσούλη. Αυτό επιβεβαιώνεται, αν σκεφτούµε ότι η
γλώσσα αποκτά την υφή µιας ουσίας, σ’εκείνους τους
κοινωνικούς χώρους των πρωτογενών κοινωνικών οµάδων,
εφόσον αποτελεί µέρος µιας συγκεκριµένης σφαίρας δράσης
µέσα στα πλαίσια µιας παραδοσιακής κοινότητας. Μάλιστα
ο Joshua Fishman, κοινωνιογλωσσολόγος, έχει διαπιστώσει
ότι στις παραδοσιακές κοινότητες, η γλώσσα είναι µια
ουσία. Εκεί ο τρόπος επικοινωνίας είναι πράγµατι φατικός
και εµπρόθετος, γιατί, κατά βάθος, πρόκειται για µια µη-
γλωσσική επικοινωνία, η οποία διαφέρει από τη συντακτική
ή την συνειδητά επιτελούµενη επικοινωνία.
Ο όρος της φατικής επικοινωνίας εισάγεται στην επιστήµη
το 1930 από τον Malinowski στο δοκίµιό του “Το Πρόβληµα
του Νοήµατος στις Πρωτόγονες Γλώσσες”, που
συµπεριλαµβάνεται στο βιβλίο των C. K. Ogden και I. A.
Richards, Το Νόηµα του Νοήµατος. Εκεί λέγεται ότι ο
τρόπος επικοινωνίας ανάµεσα στα µέλη µιας τέτοιας
κοινότητας, ορίζεται ως φατικός και εµπρόθετος,269επειδή
στο βάθος πρόκειται για µια επικοινωνία όχι λεκτική,
διαφορετικής από τη συντακτική επικοινωνία, όπου
παρεµβαίνει η µεσολάβηση της διανοητικής σκέψης. Μ’αυτό
το νόηµα, οι φράσεις “ γεια σου, τι κάνεις, καληµέρα ”,
δεν έχουν άλλο σκοπό, παρά να δηµιουργήσουν µια ζεστασιά
και µια κατάλληλη ατµόσφαιρα.270Ο άγγλος µπηχαιβιοριστής
Μάικλ Αρτζυλ περιγράφει διεξοδικά τη φατική επικοινωνία
στο έβδοµο κεφάλαιο του βιβλίου του. Χαρακτηριστικοί
είναι οι εξής υπότιτλοι: Σχέσεις µεταξύ δύο προσώπων,
συντονισµός των κοινωνικών ικανοτήτων, διάρκεια οµιλίας,
κυριαρχία, οικειότητα, αισθηµατικός τόνος, σχέσεις των
ρόλων και ορισµός της κατάστασης, σειρά αντιδράσεων,
ψευδοκοινωνική επικοινωνία, αντιδραστική, ασυµµετρική.
Εξάλλου η γλωσσολογία µας δείχνει ότι για κάθε µια από
τις µορφές επικοινωνίας, τόσο τις φατικές, όσο και τις
συντακτικές, αντιστοιχεί µια µορφή γλώσσας.271
Στα έργα του νεώτερου εξπρεσσιονισµού ο εξωτερικός
κόσµος γίνεται αντιληπτός κάτω από το πρίσµα του
εσωτερικού κόσµου του συγγραφέα. Είναι κάτω από την
επίδραση µιας τέτοιας χρήσης της γλώσσας, που ο αφηγητής
µιλά άµεσα, χωρίς να περνά το λόγο του µέσα από το
αφηγηµατικό σύστηµα των αντωνυµιών. Ετσι συµβαίνει στους
συγγραφείς του Η Νύχτα και Οι συµπαίκτες. Παρουσιάζονται
ως “αφηγητές οµιλούντες άµεσα” ου µιλούν” και

269
Βλ. ΛΕΞΙΚΟ ΟΥΝΕΣΚΟ, 1971, σσ. 412 , 1026.
270
Βλ. σχετικά στο ARGYLE Michael, 1967, The phychology of interpersonal behavior, London ( η
αγγλική έκδοση δεν αναφέρεται στην ελληνική έκδοση). Ελληνική έκδοση του 1981, Ψυλολογία της
συµπεριφοράς, Αθήνα, έκδ. Θυµάρι, σσ. 164-178..
271
Βλ. ΤΣΟΛΑΚΗΣ κ.ά. , Εκθεση, έκφραση, Αθήνα, ΟΕ∆Β, κεφάλαιο για τις γλωσσικές ποικιλίες και
για την επικοινωνία..

123
εκφράζονται µέσα από ένα όχι αφηγηµατικό εγώ.272 Συνήθως
ο λόγος σ’αυτά τα τρία κείµενα µοιάζει µε την
καθοµιλουµένη γλώσσα και είναι διάσπαρτος από
προστακτικές, επιφωνήµατα και ελλειπτικές φράσεις.
Επιπλέον, πολλές σκηνές από τα έργα που παραθέσαµε,
περιέχουν εκφράσεις που ασκούν την επιρροή τους όχι µέσω
του λόγου, αλλά µέσω πραγµατικών γεγονότων, όπως η
απαγωγή ( Σαραντόπουλος ), τα βασανιστήρια (
Σαραντόπουλος ), οι αποστερήσεις ( Σουρούνης ), οι
προσβολές και το “φιλότιµο”, το οποίο σηµαίνει αίσθηµα
τιµής273 (Γκιµοσούλης), η απώλεια της περιουσίας (
Σουρούνης ), η περιθωριοποίηση (Χατζιδάκη,274
275
Σουρούνης ), η ταπείνωση (Γκιµοσούλης), ο χλευασµός
από τη µεριά του περίγυρου ( Σουρούνης276). Γι’ αυτό,
σ’αυτά τα κείµενα, ο κανόνας της κυριολεξίας συνήθως
παραβιάζεται, γιατί η αρχή της οµοιότητας277 κυριαρχεί
πάνω στην αρχή της ταυτότητας της κλασσικής γραµµατικής.
Έτσι, ανακαλύψαµε στα κείµενα που σχολιάζουµε ένα µεγάλο
αριθµό υπαινικτικών διατυπώσεων,278 οι οποίες εκφράζουν
δύο πράγµατα συγχρόνως: ο χαρακτήρας λέει κάτι και
παράλληλα εκδηλώνει κάτι άλλο, για παράδειγµα ένα
οποιοδήποτε συναίσθηµα. Ανακαλύψαµε επίσης ενότητες µέσα
στα κείµενα, όπου οι χαρακτήρες απαντούν ή ρωτούν µε
χειρονοµίες. Για παράδειγµα, ένας µηχανόβιος που
ακολουθεί τον Καίσαρα στη Νύχτα, του εκφράζει την
επιθυµία του να τον προσπεράσει, κάνοντας χειρονοµίες
και κινήσεις µε τη µοτοσικλέτα του. Η εξήγηση που
υποβόσκει στον ουσιαστικό χαρακτήρα της γλώσσας των
“νεο-εξπρεσιονιστικών” κειµένων, προκύπτει από µια
φιλοσοφική θέση, η οποία αναλύεται ως εξής: εάν τα
γλωσσολογικά σηµεία είναι συµβατικά και µόνο ο λόγος
είναι ουσιαστικός, τότε δεν υπάρχει οµοιότητα παρά στις
ονοµατοποιίες και στις µεταφορές, όπου το όνοµα ενός
πράγµατος σηµαίνει ένα άλλο. Τα περισσότερα από τα
παραπάνω γνωρίσµατα θα βρεθούν στο εξής απόσπασµα του
Σουρούνη.279
“Θα σούρνεται οχτώ ολόκληρες ώρες στις σιδερόβεργες της
στέγης τσιµπολογώντας απο τη µια και την άλλη µηχανή
σίδερα και βρισίδι. Κάνει ένα καυτό ντουζ περνώντας δυο
σαπούνια το κορµί του κι έτσι οπως το χαίρεται µε
φουσκωµένους τους µυς, του ρίχνει ακόµα ένα σαπούνι
ελπίζοντας συνάµα να βλάψει λίγο και την εταιρεία.

272
Βλ. GUIRAUD, 1962, σελ.95.
273
Βλ. ΓΚΙΖΕΛΗΣ, 1974, σελ.13-15, 25. Βλ. FISHMAN, 1971, σελ.61-71.

274
Βλ. ΧΑΤΖΙ∆ΆΚΗ, 1979, σελ. 102..
275
Βλ. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, 1979, σελ. 62, 72, 103.
276
Στο ίδιο, σελ. 62-63.
277
Για παράδειγµα ο Νούσης, στους Συµπαίχτες του Σουρούνη, στη διάρκεια της συµπλοκής του µε το
Μανόλη, τον εχθρό του, λέει : “ Πειθήνιος έκείνος άφήνεται νά συρθεϊ σφίγγοντας τή γροθιά στο
πλευρό του σάν µαυριτάνικο κέρατο πού οδηγείται νά γκρεµίσει ισπανική καστρόπορτα. ”. Βλ.
ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ Antonis, 1979, σελ. 18.
278
Στην αγγλική και γαλλική βιβλιογραφία ο όρος είναι illocutoire, illocutory.
279
Βλ. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, 1979, σελ. 18,

124
Βγαίνοντας από το µπάνιο, πέφτει πάνω στον Μανόλη από
τον Πύργο της Ηλείας και δεύτερο στη µηχανή, που
συµπεριφέρεται στον Νούση µε την περηφάνεια της
καταγωγής και της θέσης του.
- Τα 'διωξες τα τελευταία; - Τα 'διωξα...
- Πάει και σήµερα η µέρα... Τα 'δεσες καλά; Ακου,
παρόλο που ξέρω, πως τα χεράκια σου εiναι από γνήσιο
χωριάτικο γουρουνόδερµα, δε νοµίζω να τα 'βλαπτε αν µε
βοηθοϋσες κάπου κάπου στο δέσιµο.
- Ακου και µένα τώρα, Βουλγαροµερίτη για να µη χάνεις κι
άλλη από την άχρηστη ώρα σου, µια που µπανιαρίστηκες δεν
πας πίσω από κει να πηδηχτείς µε κανένα Γερµαναρά; Σε
ξαναρωτώ, τά 'δεσες καλά; Χτές λίγο ακόµα και θα 'βρεχε
σίδερα.
' Ο Νούσης αισθάνεται ξαφνικά, πως βρίσκεται ακόµα µέσα
σε κείνο το µπάνιο και κάποιος παίζει µαζί του
ανοίγοντας µισ το καυτό και µισ το παγωµένο νερό.
- Ξέρεις, αν σποφασίσω ργώ νσ γίνω βροχοποιος, δρ θσ
βρέχει σίδερα σλλά σφαλιάρες και δε θσ σε γλιτώνει ούτε
σιδερένια οµπρέλα. Ανοιξέ µου τώρα το δρδµο, νσ περάσω.
Ο Μανόλης µε κάποιο παλικαρίσιο παρελθόν σε πολυσύχναστα
αθηναϊκά πεζοδρόµια, άργεί κάπως να χωνέψει, ότι σ'
αυτόν απευθύνονται τούτα τα λόγια. Το χωνεύει
υποφέροντας -µπορείς να το δεις στα µούτρα του. Για
όσους βρίσκονται παραπέρα και δεν µποροϋν να το δοϋν,
βγάζει µια τραυµατισµένη κραυγή και όλοι σιγουρεύονται
πια, ότι πονάει στ' αλήθεια. Αδράχνει τον Νούση από την
πετσέτα που έχει δεµένη µπροστά και τον τραβάει µε
δύναµη προς το µέρος του. Πειθήνιος εκείνος αφήνεται να
συρθεϊ σφίγγοντας τη γροθιά στο πλευρό του σαν
µαυριτάνικο κέρατο που οδηγείται να γκρεµίσει ισπανική
καστρόπορτα… O Νούσης περνάει µέσα από τις φυλές του
κόσµου που ντύνονται και δέχεται φιλικές βρισιές και
ικανοποιητική κριτική για τα χτυπήµατά του. Φοράει
γρήγορα τα ροϋχα του και φεύγει. Το έδαφος εiναι
λασπωµένο -πάλι έβρεξε χωρίς να το µάθω. Σύννεφα βαριά
και ετοιµόρροπα στέκονται πάνω στις καµινάδες σαν
σκουριασµένα χριστουγεννιάτικη παιχνίδια.”
Σ’αυτό το ζήτηµα, είναι ενδιαφέρον να δούµε τις απόψεις
ενός ξένου ελληνιστή, του Beaton, για τη σύλληψη της
γλώσσας ως υπόσταση από τους περισσότερους Ελληνες, όχι
µόνο τους απλούς φιλότεχνους, αλλά και από επώνυµους
γλωσοολόγους και φιλολόγους: 280
“Οι λέξεις είναι εδώ καθαυτό οντότητες, χωριστά απο τα
πράγµατα στα οποία αναφέρονταi. Εχει παρατηρηθεί από
ανθρωπολογους έλλειψη αντιστοιχίας ανάµεσα στις λέξεις
και τα πράγµατα, στον τρόπο, µε τον οποίο
χρησιµοποιείται η γλώσσα σε συγχεκριµένες περιστάσεcς
απο γονείς ή στενους συγγενείς οταν µιλουν σε µικρά
παιδιά….∆ελεαστικές υποσχέσεις και τροµακτικές απειλές,
που γίνονται στα µικρά παιδιά, πολλές φορές αντί να
υποδηλώνουν µια πράξη που προκειται να ακολουθήσει,

280
BEATON RODERICK, 1996, Εισαγωγή στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα, έκδ. Νεφέλη,
σελ., 437

125
λειτουργουν στην πραγµατικοτητα ως υποκατάστατο της
πράξης: η υποσχεση για παγωτό είναι η ίδια µια
επιβράβευση, η απειλή για ξύλο µια τιµωρία… Το διήγηµαΤα
ρέστα του Κώστα Ταχτσή, αρχίζει: “'Εφτυσα! Αλίµονο σου
αν χαζέψεις πάλι στο δροµο! ∆εν έφτυνε ποτέ στ' αλήθεια,
µόνο µε λόγια, µα το νοηµα της απειλής ήταν καθαρό:
'Επρεπε νάχεις γυρίσει πίσω πριν στεγνώσεc το
σάλιο.”281.
Η πράξη του φτυσίµατος, µε την οποία.αρχίζει το διήγηµα,
ποτέ δε συνέβη στη µυθιστορηµατική πραγµατικότητα,
δηµιουργεί οµως µια πραγµατιότητα για το παιδί, στην
οποία το νόηµα της απειλής είναι εντελώς καθαρο… Χρόνια
αργότερα, σύµφωνα µε το τέλος του διηγήµατος, η τακτική
της µητέρας θεωρείται πως έφερε τα αντίθετα
αποτελέσµατα: ο ήρωας δεν τα καταφέρνεc να γίνει άντρας,
οπως τον προτρέπει η µητέρα του, και η αποτυχία αυτή
αποδίδεται στις απειλές µε τις οποίες άρχισε η ιστορία.
Μολαταύτα, η αφηγούµενη ιστορία προέρχεταc απο το χώρο
της καθηµερcνής εµπειρίας.. το γλωσσικό σηµείο τείνει να
θεωρείται απο τους Ελληνες ότι µπορεί να αντικαθίσταται
απο ένα άλλο που ανήκει σε διαφορετικο ύφος..Η
πραγµατικότητα της απειλής της µητέρας στο διήγηµα του
Ταχτσή, αλλά και στην καθηµερινή γλώσσα προκαθορίζει τη
µελλοντική αποκλίνουσα στάση του νεαρού άνδρα στον κοσµο
των ενηλίκων.”
Τα έργα που µελετάµε διαλύοντας το αντωνυµικό σύστηµα
και µαζί του το χρόνο και τη δείξη, διαλύουν τα
συστήµατα παγίωσης των κοινωνικών σχέσεων. Η γλώσσα στα
έργα αυτά λειτουργεί µε ένα τρόπο που θα το λέγαµε
καταστασιακό. ∆ηλαδή δεν περιγράφει στατικά ό,τι
υπάρχει, αλλά προβάλλει την κάθε κατάσταση, αναζητώντας
τις αντιθέσεις που τη χαρακτηρίζουν, και που
γενικευόµενες µας δίνουν την αντίθεση ανάµεσα στον κοινό
στρεβλό λόγο και τη διαδραστική οπτική. Ετσι δίνει στο
βάθος το µήνυµα της πτώχευσης των αξιών που προβάλλουν
όσοι αφήνονται στον κοινό στρεβλό λόγο.
Κάνοντας τη γλώσσα θέαµα, κάνουν ύποπτα τα πράγµατα, την
κοινή στρεβλή ιδεολογία και τις σχέσεις του ενός µε τον
άλλο.
4.5.6 Η ΚΑΜΠΥΛΗ ΤΟΥ ZIPF ΩΣ ΜΕΣΟ ΕΞΗΓΗΣΗΣ ΤΟΣΟ ΤΗΣ
ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ, ΟΣΟ ΚΑΙ ΤΗΣ
ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ282

Σύµφωνα µε τη φαινοµενολογική άποψη της Ησαΐα, τα


συγκεκριµένα έργα τέχνης δεν είναι παρά ψέµατα. Γι’αυτό
το λόγο δίνει στο κείµενό της τη µορφή της αναζήτησης
µιας απόλυτης υπαρξιακής κατάστασης, της Ποίησης ως
ιδέας πλατωνικής. H άποψή της ενισχύεται από τη Susan
Sontag,283 φηµισµένη αµερικανίδα κριτικό, η οποία
προτιµά τη λογοτεχνία που οδηγεί σε µια αισθητική της

281
Κ. Ταχτσής, Τα Ρέστα (Κέδρος, Αθήνα 1974), σ. 9.
282
Βλ. SONTAG, 1975, σσ.125-155
283
Πρέπει να σηµειωθεί ότι η Ησαϊα γνωρίζει σε βάθος τις θεωρίες της Sontag, αφού
µετέφρασε την αισθητική της σιωπής στα ελληνικά.

126
σιωπής µέσω της κατάργησης της εικόνας και εποµένως της
διάκρισης µεταξύ του υποκειµένου και του αντικειµένου.
Στην πραγµατικότητα, η Νανά Ησαΐα αποκαθιστά µια σχέση
ανάµεσα στη σιωπή µετά από µια έκρηξη θυµού και την
πρόσβαση στην έννοια του “όντος”. Κατά την άποψή της, το
βαθύ συναίσθηµα που έπεται της σιωπής προσφέρει τη
δυνατότητα ν’αντιληφθούµε το ον κατά τρόπο ενορατικό, να
γνωρίζουµε δίχως τη µεσολάβηση της λογικής. Ο συγγραφέας
απαλλάσσεται έτσι από καθετί που προκαλεί θόρυβο και
οφείλεται στα αισθήµατα και την κίνηση:
“ Είχα καταφέρει να σιωπήσω για µια δεύτερη φορά. Και
µετά την επιστροφή µου κατάφερα να σιωπήσω και για µια
τρίτη φορά ακόµα.. Ο µονόλογος ενός γράµµατος που κανένα
αποτρεπτικό ύφος, καµµιά φράση άκαιρη, κανείς λόγος
διακοπής του δεν θα ήταν δυνατόν να αλλοιώσει, ήταν ο
µόνος τρόπος µε τον οποίο θα µπορούσα να διατυπώσω τα
όσα δεν είχαν πάρει ακόµα µία συγκεκριµένη µορφή και για
µένα την ίδια....Ωστε λοιπόν ο µεγάλος, ο ανυπέρβλητος
λόγος της σιωπής µου ήταν ο θυµός. Και ο θυµός µε όποιον
τρόπο και αν θα εκδηλωθεί, στην πρώτη του ένταση,
σηµαίνει ένα µόνο, τη σιωπή.. Γιατί τα λόγια που σε µια
τέτοια κατάσταση µπορεί να πει κανείς, είναι δυνατόν να
θρυµµατίσουν και την πιο ολόκληρη και µεγάλη
αλήθεια…”284
Για να βάλει µια δική της τάξη σ’ αυτό το χάος χιλιάδων
λέξεων και ποικίλων αισθηµάτων, η αφηγήτρια τα ανάγει
όλα σε δύο σειρές αντίθετων λέξεων: σώµα και ψυχή, φως
και σκοτάδι. Αλλά, εφόσον αυτό που είναι αυθόρµητο
αντικείµενο του στρεβλού κοινού λόγου ή της κοινής
γνώµης µετασχηµατίζεται σε αντικείµενο της µαγικής της
θέλησης, γιατί ως φαινοµενολογική η συνείδηση
ανασκευάζει ελεύθερα την εξωτερική αιτιότητα. Και είναι
βέβαια δυνατό. Αρκεί να εξαντληθεί ολόκληρη η ύπαρξή της
στη συγκέντρωση της προσοχής, για να αναδυθεί µια νέα
χρονική τάξη. Υπάρχουν στιγµές που τα γεγονότα
αντιστοιχούν στην πιο έντονη προθετικότητα. Είναι η
ευνοϊκή στιγµή, αφού µέσα στο πιο µικρό διάστηµα του
χρόνου υπάρχει η πιο µεγάλη δραστηριότητα της
συνείδησης.
Αναφορικά µε την αντίθεση ανάµεσα στο σπάνιο και το
συχνό έχει διατυπωθεί ένας νόµος, ο νόµος του ZIPF.285 Ο
νόµος αυτός είναι µια καµπύλη που υπολογίζει την
ταξινόµηση των λέξεων και αντικειµένων ανάλογα µε τη
συχνότητά τους. Στη µια πλευρά ταξινοµείται η µοναδική
λέξη όπως για παράδειγµα Ιπποκαµπελεφαντοκάµηλος, και
στην άλλη πλευρά τοποθετούνται λέξεις όπως το και, το
ναι και άλλες ανάλογες.286 Αυτή η αρχή έχει
χρησιµοποιηθεί στην ενδιαφέρουσα µελέτη για τους
εικοσιεπτά προλόγους των θετικών επιστηµών του
νεοελληνικού διαφωτισµού, στα οποία οδήγησε η µελέτη

284
ΗΣΑΪΑ, 1981, σσ . 52-53.
285
LEFEBVRE, σσ. 215-216.
286
Βλ. Σχετικά το Λέξεις άπαξ στο Σεφέρη του Ξ. Κοκκόλη.
Βλ. ΜΠΕΧΡΑΚΗΣ, 1990, σσ. 100-101.

127
τους µέσω ενός προγράµµατος επεξεργασίας λεξικών
δεδοµένων. ∆ιαπιστώθηκε ότι οι πρόλογοι διακρίνονται
στους εµπνεόµενους από το πνεύµα του ουµανισµού (Ασάνης
Σπαρµιώτης ‘Εκθεσις µαθηµατική’, Ανθρακίτης Βασιλόπουλος
‘Οδός µαθηµατική’, Ευγένιος Βούλγαρης ‘Στοιχεία
γεωµετρίας’, Γοδβελάς ‘Αλγεβρα’, Θεοτόκης ‘Φυσική’,
Κούµας, Μπαλάνος, Μπαλάνος Βασιλόπουλος) και στους
εµπνεόµενους από το πνεύµα του ∆ιαφωτισµού (Καστοριανός
‘Αριθµητική’, Μοισιόδαξ ‘Απολογία’, Βενιαµίν Λέσβιος,
∆ανιήλ Φιλιππίδης, Αθανάσιος Ψαλλίδας, Βαρδαλάχος). Η
πρώτη οµάδα υπερέχει τέσσερις φορές ως προς τον πλούτο
του λεξιλογίου της σε σχέση µε τη δεύτερη. Μέσα σ’ένα
πλήθος 22 περίπου χιλιάδων λέξεων σταχυολογήθηκαν
οχτώµιση χιλιάδες διαφορετικοί τύποι λέξεων, που
αντιπροσωπεύουν το 39% των λέξεων των κειµένων. Οι
αντίστοιχοι αριθµοί για τη δεύτερη κατηγορία είναι
έντεκα χιλιάδες λέξεις συνολικά, στις οποίες
ανθολογήθηκαν 2230 διαφορετικοί λεξικοί τύποι. Είναι
χαρακτηριστική εξάλλου η τέσσερις φορές συχνότερη
αναφορά στα ουµανιστικά κείµενα του τύπου “Ελλήνων”, που
αναφέρεται στον αρχαίο πολιτισµό και η υπεροχή του τύπου
“ελληνική”, που αναφέρεται στην ελληνική γλώσσα, στα
κείµενα τα εµπνευσµένα από το πνεύµα του ∆ιαφωτισµού.
Η καµπύλη του ZIPF στηρίζεται στη γενική αρχή της
οικονοµίας, της ελάχιστης προσπάθειας. Εφαρµοσµένη η
αρχή στη γραµµατική και τη γλώσσα παίρνει τη µορφή του
γενικού νόµου της χυδαιότητας, της κοινοτοπίας. ∆ηλαδή
οι άνθρωποι χρησιµοποιούν τις πιο κοινές λέξεις, για να
µη σπαταλούν πολλή εγκεφαλική ενέργεια. Σε αντίθετη
περίπτωση, θα χρειαζόταν να εξηγήσουν τις δύσκολες
λέξεις. Μέσα στην καθηµερινή κουβέντα, τη φλυαρία
χάνονται βέβαια και η επικοινωνία και το νόηµα, καθώς
πηγαίνουµε από το γνωστό στο γνωστό, από τον κοινό τόπο
στον κοινό τόπο. Πέρα από το όριο προς τα κάτω, η γλώσσα
στρέφεται προς τον εαυτό της, στην κοινοτοπία, την
ταυτολογία, τον πλεονασµό, τη στρεψοδικία. Επειτα
σταµατάει στη σιωπή προς τα κάτω. Στον άλλο πόλο, στο
άλλο όριο, η ανταλλαγή µηνυµάτων γίνεται αφόρητη
έκπληξη, θάµβος µπροστά στο εξαιρετικό και µοναδικό.
Εκεί βρίσκεται η σιωπή προς τα πάνω.

Ο πόλος της σιωπής προς τα κάτω αντιπροσωπεύεται στο


δείγµα µας από τα έργα Συνάντησέ-την το βράδυ και ∆ε
βγαίνει τίποτα, ενώ το έργο Στην τακτική του πάθους
προσεγγίζει τον επάνω πόλο της σιωπής.

Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑ∆ΕΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ


ΕΑΥΤΟΥ

Στην πλειονότητα των κειµένων, το ουσιώδες είναι µια


τέτοια απεικόνιση του ρόλου του µυθιστορηµατικού
προσώπου, ώστε ο “εαυτός” να µην προδίδεται.
Εξω από τα σύνορα των λογοτεχνικών έργων, στη σύγχρονη
ελληνική κοινωνία το κέντρο βάρους φεύγει από τη λατρεία

128
της προσωπικότητας (κάτι που στην Ελλάδα συµβαίνει
καθυστερηµένα) και µεταφέρεται στο δίκτυο των κοινωνικών
θέσεων και ρόλων, γιατί, επειδή πια οι ρόλοι του κάθε
ατόµου είναι πολύ διαφορετικοί και συχνά συγκρουόµενοι ο
ένας µε τον άλλο, δεν είναι δυνατό η κοινωνία, που
διέπεται από το λειτουργισµό, να στηρίξει την εκµάθησή
τους στην εσωτερίκευση των κοινών αξιών του ελληνικού
πολιτισµού. ∆εν έχει νόηµα, γιατί δε χρησιµεύει, αφού
κάθε θέση στο δηµόσιο ή τον ιδιωτικό τοµέα απαιτεί
ειδική γνώση και το µόνο που χρειάζεται είναι να
λειτουργεί. Η ζωή λοιπόν γίνεται πλέον θέµα προσδοκιών
(που έχουν οι άλλοι από τη θέση µας) και ρόλων, οι
οποίοι καθορίζονται σε σχέση µε τους άλλους ρόλους και
δε θεµελιώνονται σε κάποια ουσία της προσωπικότητας του
φορέα τους. Εποµένως, η καλλιέργεια της ηθικής
προσωπικότητας µε µια εσωτερίκευση του ρόλου δεν έχει
καµιά αξία στη σηµερινή κοινωνία.
Αυτό το γεγονός διαπιστώνεται και µέσα στη λογοτεχνία
της εποχής 1970-1993, γιατί εισάγεται ως πρώτη ύλη, την
οποία κατόπιν ο αφηγητής την ανατρέπει µε το δικό του
κάθε φορά τρόπο. Πράγµατι, ο εαυτός, στα έργα αυτά,
αναδύεται µέσα από τη διάδραση ανάµεσα στους
πρωταγωνιστές των καταστάσεων της ζωής.287 Ετσι, τη
στιγµή που ο πλασµατικός χαρακτήρας ενός µυθιστορήµατος
είναι υποχρεωµένος να αποµακρυνθεί από τις αξίες του
περιβάλλοντός του, αυτό σηµαίνει ότι είναι εξαιτίας των
άλλων, που ωθείται στην απόκλιση.
Ετσι λοιπόν οι αναλύσεις µας ανάγουν στο εξής: για τη
νέα ελληνική λογοτεχνία, η “διαδραστική οπτική” είναι
µια µορφή σχέσης που πετυχαίνει ο συγγραφέας/αφηγητής µε
το παρόν, δηλαδή µε τη ζωή γύρω του και τώρα, και κυρίως
ένας τρόπος σχέσης, που ο καθένας νιώθει ότι πρέπει να
σφυρηλατήσει µε τον ίδιο του τον εαυτό. ∆εν πρόκειται
πάντοτε για µια υπαρξιακή στάση, µε το νόηµα που έδινε η
υπαρξιακή λογοτεχνία µέχρι το Σαρτρ. Η υπαρξιακή αγωνία
πάντως δε λείπει από το αντιπροσωπευτικό δείγµα της
µοντέρνας ελληνικής πεζογραφίας.
Οι συγγραφείς αυτοί γράφουν όπως θάθελαν να ζουν και
συχνά ζουν, όπως γράφουν. Αναφέρουµε για παράδειγµα
ανάµεσα στους συγγραφείς και τους αναγνώστες της
αµφισβήτησης πολλούς που συµµετείχαν στην εξέγερση του
Πολυτεχνείου, στις 17 Νοεµβρίου 1973. Ο ∆ηµήτρης
Παπαχρήστος αξίζει ν’αναφερθεί εδώ. Επιπλέον, τα κείµενα
είκοσι περίπου ανθρώπων, που αντιστάθηκαν στη
δικτατορία, και τα οποία δηµοσιεύτηκαν από το συγγραφέα
∆ηµήτρη Παπαχρήστου, στη συλλογή “ Εκ των υστέρων ”,
επιβεβαιώνουν την εικόνα των νέων αµφισβητιών,
αναγνωστών ή συγγραφέων, την οποία παρουσιάσαµε σ’αυτή
τη εργασία. Στον πίνακα των ανθρώπων του πνεύµατος που
στις µέρες αυτές εκφράζουν την αµφισβήτησή τους,
µπορούµε να προσθέσουµε τα ονόµατα µιας πλειάδας
καθηγητών παναπιστηµίου, όπως ο ∆ηµήτρης Μαρωνίτης, ο

287
Βλ.. HERPIN, 1973, σελ.71.

129
Αριστοτέλης Μάνεσης, ο ∆ηµήτρης Τσάτσος και ο ∆ηµήτρης
Φατούρος. 288
Ωστόσο πρέπει να ξεκαθαρίσουµε περισσότερο την έννοια
του εαυτού, που αναδύεται µέσα από τη µοντέρνα ελληνική
πεζογραφία. Ο αφηγητής-ήρωας των έργων που αναλύουµε
είναι όχι κοινωνικό άτοµο, ακόµα και στις περιπτώσεις
της ανθρωπολογικής και της νεοεξπρεσσιονιστικής
λογοτεχνίας, επειδή αναγκάζεται να ξεφύγει από τους
άτυπους καταναγκασµούς της ελληνικής πραγµατικότητας,
και δεν του δίνεται άλλη δυνατή λύση µέσα από τον
αφηγηµατικό κοινωνικό µηχανισµό, που αντιµετωπίζει παρά
να αµφισβητήσει την ίδια την καρδιά αυτού του στρεβλού
λόγου.
Η ανθρωπολογική εξήγηση υποστηρίζει ότι ακόµα και στην
περίπτωση που το άτοµο σε µια παραδοσιακή κοινωνία, όπως
αυτή των Ινδιών, βρίσκεται σε σχέσεις απόλυτης
εξάρτησης, έχει την εναλλακτική λύση, να απαρνηθεί την
κοινωνία στο σύνολό της, να αµφισβητήσει και να γίνει
εξωκόσµιο.289 Τότε µόνο µπορεί να ζει κανείς έξω από
καταναγκασµούς. Αυτό κάνει όχι µόνο ο περιθωριακός
παραβάτης του νόµου, αλλά και ο άγιος και ο φιλόσοφος,
όταν είναι αφοσιωµένος στις αιώνιες αλήθειες και
καλλιεργεί την υπόστασή του.
Ωστόσο, στη σύγχρονη κοινωνία, επειδή το πνευµατικό και
το πολιτικό ενώνονται στο πρόσωπο του πολιτικού ηγέτη,
κάθε ηθική ιδέα αποµακρύνεται από το κράτος.
Από µια άλλη σκοπιά ο Μαρξ εξηγεί την παράδοξης
“αυτονοµία” της κριτικής αυτοσυνείδησης ως εξής:290 Τα
άτοµα ξεκινάνε πάντα από τον εαυτό τους, αλλ’ όχι από το
κaθαρό άτοµο µε τήν εννοια τών ιδεολόγων, µα από τον
εαυτό τους, µπλεγµένο µέσα στις δοσµένες ιστορικές δοµές
και σχέσεις τους. Μέσα στη ροή της ιστορικής ανέλιξης
και ακριβώς από τήν ανεξαρτησία που αποκτούν oι
κοινωνικές σχέσεις ως προιόν του καταµερισµού της
εργασίας εµφανίζεται µια διαφορά ανάµεσα στη ζωή του
κάθε ατόµου, όσο είναι προσωπική, και στη ζωή του στο
µέτρο πού αυτή είναι εξαρτηµένη από κάποιον κλάδο
εργασίας. Και ο ανταγωνισµός ανάµεσα στα άτοµα παράγει
το ενδεχόµενο της ύπαρξής του κάθε ατόµου. Τότε κάτω απδ
την κυριαρχία της µπουρζουαζίας τα άτοµα είναι πιο
έλεύθερα από πρώτα στην ιδέα τους για τον κόσµο, γιατί
oι όροι ύπαρξής τους είναι ενδεχόµενοι γι’ αυτά.
Στο βάθος όµως, λέει ο Μαρξ, είναι λιγότερο ελεύθερα,
γιατί είναι υποταγµένα σε µια αντικειµενική δύναµη, την
αστική τάξη, που έχει υποτάξει τη µικροαστική τάξη, στην
οποία ανήκουν τα εν λόγω άτοµα. Το δίχως άλλο οι
δουλοπάροικοι, που τό ‘σκαγαν από τον αφέντη τους,
θεωρούσαν τήν προηγούµενη δουλεία τους σάν κάτι

288
Βλ. ΠΑΝΟΥ, 1978.

289
Βλ. DUMONT, 1988, σελ. 82.
290
Βλ. ΜΑΡΞ Καρλ και ΕΝΓΚΕΛΣ Φρήντριχ, Γερµανική ιδεολογία, Αθήνα, έκδ. Αναγνωσίδη, σσ.74-
80. ∆εν είναι τυχαίο που ο Μαρξ αποκαλεί κοροϊδευτικά το Μαξ Στίρνερ και το Μπρούνο Μπάουερ
αγίους.

130
ενδεχόµενο στήν ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Ωστόσο
και αυτοί δέν απελευθερώνονταν σαν τάξη, αλλά καθένας
χωριστά. Επειδή όµως, αντίθετα, στους προλετάριους είναι
δύσκολο να έχουν ποτέ τους όρους ευνοϊκούς, για να
ανέβουν σε άλλη τάξη, γι’ αυτό, το µόνο που θα τους
ελευθέρωνε είναι να αλλάξουν τον όρο που τους καθορίζει
και που είναι ταυτόχρονα όρος της ύπαρξής τους και όρος
της κοινωνίας, δηλαδή την εργασία και το κράτος που
εκφράζει αυτόν τον όρο.
Είναι αξιοσηµείωτο µάλιστα να επισηµανθεί ότι πάντοτε οι
συλλογικές σχέσεις ανάµεσα στα άτοµα µιας τάξης
καθορίζονται από τα κοινά τους συµφέροντα απέναντι στους
τρίτους και η τάξη περιλάµβανε πάντα τα άτοµα µέλη της
µόνο ως µέσα άτοµα. Αρα εκεί στην οµάδα τα άτοµα
συµµετέχουν όχι µόνο σαν άτοµα αλλά και σαν µέλη µιας
τάξης. Με τον τρόπο αυτό αφαιρείται από τους κριτικούς
διανοούµενους η ψευδαίσθηση ότι αυτοπροσδιορίζονται.
.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΣΤΑ ΕΡΓΑ, ΟΠΟΥ ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ


ΕΙΝΑΙ ΚΕΝΑ ΑΠΟ ΟΥΣΙΑ

Το παραπάνω πρόβληµα, το ζήτηµα δηλαδή της ανάδυσης της


έννοιας του εαυτού, που έθεσε η εξεταζόµενη λογοτεχνία,
αντιµετωπίζεται µε διαφοροποιηµένο τρόπο από την
ιδιαίτερη άποψη του κάθε αναλυόµενου εδώ συγγραφέα.
Σ’έναν αριθµό κειµένων, οι χαρακτήρες δε δηµιουργούνται
από ψυχολογικές καταστάσεις,291 αλλά από τη γλωσσική
δραστηριότητα των συγγραφέων. Πιο συγκεκριµένα, στους
Χατζιδάκη, Σωτηροπούλου, Γερωνυµάκη και Βαγενά, δεν
εξυψώνονται διόλου προς την ύπαρξη, αλλά, αντίθετα,
µειώνονται σε κενά ονόµατα, όπως οι σκιές.292Αλλά την
ψυχολογική υπόσταση του προσώπου την αρνείται και η
δοµική σχολή. Ο Barthes για παράδειγµα θεωρεί τα πρόσωπα
των αφηγηµατικών έργων σαν προϊόντα της γλώσσας, σα
γραµµατικές κατηγορίες.293
Παρουσιάζουµε τη σύµφωνη µε τη νεοθετικιστική
σηµασιολογία εξήγηση για τα µυθιστορηµατικά ονόµατα του
Τζαίσον Ξενάκη και για τη σαφήνειά της, αλλά και γιατί
πιστεύουµε ότι επηρέασε κατά τη δεκαετία του ’70 όλους
εκείνους τους κύκλους νέων, που παρακολουθούσαν τις
εκδηλώσεις του Deree College και την Αντεργκράουντ
λογοτεχνία, αγόραζαν ένα πλήθος πρωτοποριακών
λογοτεχνικών περιοδικών και αποτελούσαν ένα σηµαντικό
τµήµα του κοινού, που διάβαζε τη µοντέρνα ελληνική
λογοτεχνία.
Ο Ξενάκης στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται Αφηρηµένη
αγάπη, αφηρηµένο άτοµο, εξωπέφτης (Abstract Love,
Αbstract individual, Dropout") αναρωτιέται: Τί
συµβαίνει στίς έρωτικές σχέσεις; 'Ερωτsύεται Γιάννης τήν
Μαίρη; Η έρωτεύεται τήν κατάσταση τής Μαίρης, που

292
Βλ. ΞΕΝΑΚΗΣ, 1976, σελ.91-108
293
Βλ. BARTHES, 1977, σελ. 35.

131
περιλαµβάνει µια σειρά ιδιότητες, µουσική, ή βουνά, ή
θάλασσα κοκ. Οι καταστάσεις είναι πιο αφηρηµένες από το
άτοµο. Είναι άκοµα και πιο µοναδικές, έφ'όσον κυρίαρχο
στοιχείο τους ειναι ή κάθε συγκεκριµένη καί φευγαλέα
στιγµή. Στήν πραγµατικοτητα το άτοµο αύτό καθαυτό µένει
απ εξω, ενώ είναι οι ιδιότητές του (της) πού περιέχονται
στο µωσαϊκό..Η προσωπικότητα της Μαίρης στο µωσαϊκο έχει
µειωθεί καί ίσοπεδωθεί.Το "ο Γιάννης αγαπά τήν Μαίρη"
σηµαίνει πρωταρχικά οτι ο Γιάννης αγαπά ένα µωσαϊκο τής
Μαίρης.294
Και στο κεφάλαιο µε τίτλο Η λειτουργικότητα και το νόηµα
των ονοµάτων, απορρίπτει την ύπαρξη νοήµατος στα
ονόµατα, δεχόµενος µόνο τη λειτουργικότητά τους.
Υπάρχουν έµµεσες και άµεσες λειτουργίες τους.
Συνεχίζοντας ο Ξενάκης λέει: “Αποκαλώ άµεσο όνοµα ένα
κυριο ονοµα που βρίσκεται σέ άµεση (ή προσωπική) σχέση
µέ κάποιο άντικείµενο. Το ίδιο κύριο όνοµα µπορεί νά
είναι άµεσο γιά τον Α καί έµµεσο γιά τον Β. Ετσι το
"Αϊζενχάονερ είναι αµεσο ονοµα για τον Νταλλες η τον
Τρούµαν και γι’αυτό µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως ετικέττα
από τους γνωστούς του. Εξάλλου οι έµµεσες λειτουργίες
αφορούν τα ονόµατα προσωπικοτήτων όχι άµεσα γνωστών και
φανταστικά πλάσµατα, όπως το Πήγασος. Για παράδειγµα το
Αιζενχάουερ λειτουργεί έµµεσα γιά όσους δεν το γνώρισαν
και όταν µιλούν για τον Αιζενζάουερ είναι ανάγκη να το
συσχετίσουν µε κάτι τυπικά δικό του, πχ. µε µια φράση
του. Με άλλα λόγια, όταν κάποιος χρησιµοποιεί ονοµατα
πού λειτουργούν σάν έµµεσα ονόµατα, συνδέει έτικέττες ή
χρησιµοποιεί έτικέττες συνδεδεµένες µέ ένα σκέτο τίποτα…
Υπάρχει συνεπώς διαφορά ανάµεσα στα κύρια δνοµατα,
πραγµατικά ή µυθιστορηµατικά και τις περιγραφές, γιατί
τα κύρια ονόµατα, µυθιστορηµατικά και µη, δέν είναι
περιγράψουν κάτι, αλλά απλώς δίνουν σέ κάποιον τη
δυνατοτητα να περιγράψει αντικείµενα, πού προτίθενται νά
κατονοµαστούν. Λοιπόν τα ονοµατα χρησιµεύουν σάν γέφυ-
ρες. Εκεί ή προσοχή µας στρέφεται οχι στο άντικείµενο,
άλλά σέ µιά έννοια. Αυ κάποιος µας πεί ότι αυτός είναι ο
Ζαπάτα, πού σηµαίνει: το "Ζαπάτα" άναφέρεται σ 'αυτόν
στ' αριστερά του αλόγου, τότε προσέχουµε ενα προσωπο.
Μολιs περασουµε τή γέφυρα ξεχνάµε τ' όνοµα. Τά κύρια
ονοµατα λειτουργούν µ' αυτόν τον κενό τρόπο.”
Αντιπροσωπευτικό παράδειγµα των πιο πάνω επισηµάνσεων
αποτελεί το έργο της Χατζιδάκη. Ο ενηµερωµένος
αναγνώστης µπορεί να καταλάβει εύκολα το γεγονός ότι στη
Χατζιδάκη τα κύρια ονόµατα δεν είναι παρά σκιές, “κενά
ρήµατα” (nomina flata ), χωρίς ιστορία και χωρίς
εξέλιξη, παρότι οι αισθητικές λεπτοµέρειες που
συνδέονται µ’αυτά τα κύρια ονόµατα, είναι τόσο αληθινές,
που σχίζουν την καρδιά. Κι έπειτα, είναι γνωστό ότι ο
σκεπτικισµός και ο εµπειρισµός, ξεκινώντας από τους
σοφιστές, δε δέχονται την αλήθεια παρά µόνο στα αισθητά
πράγµατα. Στη Χατζιδάκη, πρόκειται για κάτι περισσότερο,
εφόσον η αφηγήτρια διαµέσου του ύφους της καταγγέλλει τη
294
Βλ. ΞΕΝΑΚΗΣ, σελ. 91.

132
φτώχεια του “στρεβλού κοινού καθηµερινού λόγου”, αφού το
θεωρεί υπεύθυνο ακόµα και για την αλλοίωση της ίδιας της
αντιληπτικής µας λειτουργίας. Είναι αλήθεια ότι η
πλειοψηφία των ανθρώπων δεν σκέπτονται πολύ τον πλούτο
του νοήµατος που περιλαµβάνουν οι λέξεις, εφόσον
επαναλαµβάνουν τυφλοσούρτικα την εικόνα της γραπτής
λέξης295 και περιορίζουν το νόηµά της.
Οταν λοιπόν η Χατζιδάκη ονοµάζει µια σειρά πρόσωπα:
Μάριον, τον Τζώνυ, τη Χόλυ, τη Μωκαι τη Φύλλις, τα
ονόµατα είναι κενά, αλλά οι καταστάσεις που
περιγράφονται είναι συγκλονιστικές.
Συναντάµε την ίδια απουσία υπόστασης στα κύρια ονόµατα
στη Σωτηροπούλου. Με ανάλογο τρόπο, η αφηγήτρια του
Εορταστικού Τριήµερου στα Γιάννινα, αποκαλεί το φίλο της
µ’ένα αρχετυπικό όνοµα, Ροβινσών, που ωστόσο δε
µεταφέρει καµιά ουσία:
“Κράτησα ένα δωµάτιο’ λέει ο φίλος δίπλα µου. -
‘Ροβινσόνα’. - ‘Σκάσε’. Καθίσαµε γύρω από το τραπέζι. Η
γυναίκα µας σέρβιρε και εξαφανίστηκε. Αυτός, δεν έτρωγε
σχεδόν τίποτα. Ο άντρας στεκόταν όρθιος, µερικά βήµατα
µακριά από µένα.” 296
Το ίδιο συµβαίνει σε όλα τα πρόσωπα που εµφανίζονται
σ’αυτό το έργο, αφού ούτε οι φορτηγατζήδες, ούτε οι
πελάτες του εστιατορίου, χαρακτηρίζονται µε κύρια
ονόµατα. ∆εν υπάρχουν κύρια ονόµατα σ’αυτό το αφήγηµα,
γιατί οι σχέσεις παρουσιάζονται ως αρχετυπικές.

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΣΤΑ ΕΡΓΑ, ΟΠΟΥ ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΟΝΟΜΑΤΑ


ΕΙΝΑΙ ΓΕΜΑΤΑ ΟΥΣΙΑ

Στον αντίποδα των φορµαλιστικών κειµένων, ξαναβρίσκουµε


στους Γκιµοσούλη, Σαραντόπουλο και Σουρούνη, κύρια
ονόµατα γεµάτα ουσία. Αυτό συµβαίνει, γιατί η σχέση
ανάµεσα στο νόηµα του ονόµατος και στο αποτέλεσµά του,
συνίσταται στο γεγονός ότι η σηµασία εξαρτάται από τη
συναισθηµατική της αξία και όχι από τη µορφική της αξία.
Εδώ δηλαδή, τα νεοεξπρεσσιονιστικά αφηγηµατικά κείµενα
τα κύρια ονόµατα συλλαµβάνονται ως υποστάσεις.
Εννοούν ότι η έννοια του Αιζενχάουερ είναι αυτό που
ονοµάζεται Αιζενχάουερ. Και υποθέτουν ότι οσάκις κάποιος
µιλάει, παίζει, κοιτάζει, αγγίζει, γνωρίζει, γεύεται,
ακούει, τραβάει, φιλάει, ακούει, κοιτάει τον
Αιζενχάουες, αυτός ο ίδιος ο Αιζενχάουερ µιλάει. Και
όταν ο Αιζενχάουερ πεθάνει, η έννοια πεθαίνει επίσης.
Υπάρχουν περισσότερα. Εφόσον, συνήθως, στην περίπτωση
ενός κύριου ονόµατος, όπως Γιώργος, υπάρχει µια σύµπτωση
ανάµεσα στο αρσενικό χαρακτηριστικό, το οποίο είναι
σηµασιολογικό, και στο αρσενικό χαρακτηριστικό, το οποίο
είναι γραµµατικό, βρίσκουµε στο κείµενο του

295
Βλ. SAUSSURE, 1979, σελ.80-100

296
Βλ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ , σελ. 21, 22, 25.

133
Σαραντόπουλου δύο αλήτες, τους πρωταγωνιστές ενός
βιασµού, οι οποίοι έχουν µικρά ονόµατα γένους θηλυκού:
Λουκία και Ντενίζ. Το θηλυκό γένος τονίζει τη
σηµασιολογική πλευρά του ονόµατος και του αποδίδει µια
ακραία εκφραστικότητα. Παραθέτουµε ένα από τα πολλά
χωρία, που δείχνουν αυτή την ιδιότητα των κύριων
ονοµάτων στους νεοεξπρεσσιονιστές συγγραφείς. Εδώ ο
συγγραφέας ταυτίζεται µε ένα τρόπο µυστικό µε τον ήρωα
του µυθιστορήµατος.
“Πάω λοιπόν και βρίσκω πάλι τον Παϊρή, µαζί µε το
φορτηγό του, µε την καρότσα γεµάτη πεπόνια και
καρπούζια, εκεί που τον είχα αφήσει. Νύχτα κοντά στο
Αργος. ∆εν του κάνω ερωτήσεις. Τίποτα δεν του ζητάω να
µου εξηγήσει, γιατί καταλαβαίνω.”297
Εχουµε λοιπόν εδώ την περίφηµη συµπάθεια ( Einfuhlung,
Empathie, sympathie symbolique). Ο συγγραφέας γίνεται
άλλοτε λύκος, άλλοτε πρόβατο, µέσα σε µια διαδικασία
υποκατάστασης. Το τοπίο στην οπτική αυτή είναι µια
ψυχική κατάσταση του ήρωα. Και το ωραίο είναι αυτή
ακριβώς η συµπάθεια. Εξάλλου το αισθητό είναι πάντα
σύµβολο ενός πνευµατικού περιεχοµένου.
Ο ήρωας των νεοεξπρεσσιονιστικών µυθιστορηµάτων δε θα
µπορούσε να µην είναι υπόσταση, αφού η ίδια του η ύπαρξη
προϋποθέτει επιβολή µιας θέλησης πάνω στην άλλη. Και η
επιβολή µιας θέλησης πάνω σε µια άλλη προϋποθέτει µια
ιεραρχία ανθρώπων και αξιών που είναι µεταφυσική.298

ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ


ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙ∆ΙΟΥ

Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΙΓΝΙ∆ΙΟΥ ΩΣ ΑΠΟ∆ΕΙΞΗ ΤΗΣ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ


ΖΩΗΣ .

Στα κείµενα που εξετάσαµε, η πλειονότητα των φανταστικών


χαρακτήρων δε δέχονται να κρίνονται µε βάση τους κανόνες
των λογοτεχνικών θεσµών και των κοινωνικών δεδοµένων.
Εδώ, πρόκειται πάλι για την έννοια της “ διαδραστικής
οπτικής ” και της ισοδύναµής της, της έννοιας των
παιχνιδιών, τα οποία µπορούν να εξηγήσουν την καρδιά της
προβληµατικής των κειµένων που µελετήθηκαν. Ας πάρουµε
ένα απόσπασµα της Γερωνυµάκη:
“Και δεν ξέρω πού πάει αυτό το τρένο. ∆εν ξέρω εάν
κινείται συγχρόνως προς τα µπρος και προς τα πίσω. Και
εκεί, όπου θα φτάσει, θα είναι συγχρόνως η αφετηρίακαι
το τέρµα. ∆εν υπάρχει πια επικοινωνία µεταξύ του ∆αβίδ
και µένα..” 299
Εδώ λοιπόν, δεν υπάρχει διαχωρισµός µεταξύ µέσου και
σκοπού. Οι δύο καταστάσεις ταυτίζονται. Η αφηγήτρια το

297
Βλ. ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ, σελ. 105.
298
BATIFOL Henri, 1966,19,
299
Βλ. ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ, σελ. 52.

134
εκφράζει µ’ένα τρόπο ξεκάθαρο. Το τρένο ταυτίζεται µε τη
ζωή γενικά, και αν το τρένο κατευθύνεται προς ένα
αόριστο σηµείο, πρέπει να καταλάβουµε ότι και η ζωή για
τη Βιψανία είναι κάτι το αόριστο, και τα κοµµάτια ζωής
δεν είναι τακτοποιηµένα, σύµφωνα µε µια κλίµακα σκοπών
και µέσων. Πρέπει να παρατηρήσουµε ότι η αφηγήτρια
εκφράζει αυτές τις σκέψεις στο προσωπικό της ηµερολόγιο,
το οποίο χρησιµεύει ως πνευµατικό καταφύγιο. Επιπλέον,
αυτή η σκέψη αντιτίθεται στο “ κοινό καθηµερινό λόγο ”,
ο οποίος θέτει τις δύο έννοιες, του µέσου και του
σκοπού, ως εντελώς ξεχωριστές. Είναι αυτό που
αντιπροσωπεύει το σύζυγό της, γιατί, διαφορετικά, δεν θα
ήταν αναγκαίο να δηλώσει στο τέλος ότι δεν επικοινωνεί
µαζί της. Για να έχουµε ένα συνεκτικό εξηγητικό σύστηµα
του δικτύου των περίπλοκων σχέσεων µέσα στο ελληνικό
λογοτεχνικό πεδίο, χρησιµοποιούµε τον παραλληλισµό
ανάµεσα στο παιγνίδι και την καθηµερινή ζωή,
παραλληλισµό, που έχει εισαχθεί από τη διαδραστική
σχολή. Είναι µετάθεση της θεωρίας των παιγνίων, όπως
προτάθηκε από τον Erving Goffman. Στο βάθος αυτό που µας
ενδιαφέρει είναι να χρησιµοποιήσουµε τον παραλληλισµό
ανάµεσα στο παιγνίδι και την καθηµερινή ζωή, πραγµατική
ή αφηγηµατική, γιατί είναι η µόνη γενίκευση που µας
παρέχει ένα δίκτυο αναγκαίων εννοιών για τον ορισµό των
ποικίλων µορφών της λογοτεχνίας που παρουσιάζουµε εδώ.
Εξάλλου µε την προσδιορισµένη αυτή έννοια αποφεύγουµε
τον κίνδυνο να καταφύγουµε σε έννοιες µεταφυσικές όπως
το Ωραίο, ή το Απόλυτο. Στην έννοια του παιγνιδιού
βλέπουµε ένα µοντέλο, που µετράει µε κάποιον τρόπο τους
τύπους της κοινωνικής δράσης και µέσα στα λογοτεχνικά
αφηγηµατικά έργα και µέσα στην καθηµερινή ζωή της
ελληνικής κοινωνίας. Με αυτήν περιγράφουµε τις πράξεις
που αναδύονται µέσα από την επικοινωνία, από τις σχέσεις
του ενός µε τον άλλο, για παράδειγµα τις κρίσεις για
τους καλούς και τους κακούς και άλλες πράξεις, µε τις
οποίες τα πρόσωπα συνδέονται µεταξύ τους και µπαίνουν σε
µια σχέση µε τους θεσµούς της κοινωνίας.300 Πράγµατι, το
λογικό µοντέλο των παιγνιδιών είναι κατάλληλο να δείξει
ολόκληρο το δίκτυο διαδικασιών, που συνοδεύουν τα
ετικεταρίσµατα, τις ρετσινιές, που ορίζουν τις
αφηγηµατικές καταστάσεις µέσα στα αναλυόµενα έργα, αλλά
και τις σχέσεις των έργων µε το λογοτεχνικό πεδίο,
κυρίως επειδή αποδίδει µια αποφασιστική σπουδαιότητα στο
νόηµα των αξιών, δηλαδή στις πληροφορίες που µας είναι
απαραίτητες για να ορίσουµε την πλασµατική ζωή και τον
αφηγηµατικό κόσµο. Αλλά πρέπει να τονίσουµε ότι το
µοντέλο των παιγνιδιών λογοδοτεί µόνο για τους κανόνες
κάθε παιγνιδιού,301 που περιγράφουν για κάθε
συµµετέχοντα πώς να συµπεριφέρεται και ποιες επιλογές θα
κάνει σε κάθε δυνατή κατάσταση. Η εφαρµογή αυτών των
αρχών εξαρτάται από την εκτίµηση της κατάστασης σε όρους

300
Βλ. Αρτζυλ, για µορφές επικοινωνίες
301
Βλ. Αρτζυλ, για µορφές επικοινωνίες, τη φυσική, τη συµβατική µέσα στην κοινωνία, όπου
προστίθενται ειδικοί κανόνες σε κάθε παραπέρα πεδίο.

135
πιθανοτήτων. Είναι η διάκριση ανάµεσα στα είδη
παιγνιδιών, που ενδιαφέρει τη µελέτη µας. ∆ηλαδή από τη
µια υπάρχουν παιγνίδια, όπου η αξιολόγηση της κατάστασης
δεν προκαλεί προβλήµατα. Είναι τα παιγνίδια πλήρους
πληροφορίας. Απ’ την άλλη υπάρχουν τα παιγνίδια ατελούς
πληροφορίας, οσάκις η κατάσταση είναι προβληµατική. Η
ίδια η ζωή παραλληλίζεται µε παιγνίδι ατελούς
πληροφορίας. Μπορούµε λοιπόν να δούµε, γιατί η δέσµη
ενννοιών, που περιλαµβάνονται στο µοντέλο των παιγνιδιών
είναι κατάλληλο, για να το χρησιµοποιήσουµε ως εργαλείο
για να ορίσουµε το γνώρισµα της “διαδραστικής οπτικής”
της λογοτεχνίας που µελετάµε. Συγκεκριµένα, αν κάθε
συµπαίχτης στο παιγνίδι αποφασίζει να παίξει λοτικά, θα
διαλέξει την κίνηση, που αντιπροσωπεύει το µέγιστο των
κερδών για το ελάχιστο του ρίσκου. Οταν το παιγνίδι
είναι πλήρους πληροφορίας ή µε µηδενικό αποτέλεσµα, η
κατάσταση δεν προκαλεί προβλήµατα για τους
πρωταγωνιστές, όπως συµβαίνει µε το παιγνίδι του
σκακιού. Αντίθετα στα παιγνίδια ατελούς πληροφορίας,
όπως το µπριτζ, δεν είναι δυνατό ο πρωταγωνιστής να
προβλέψει όλες τις δυνατότητες των συµπαιχτών του. Τότε,
συµβαίνει αυτό που είναι ουσιώδες για τη µελέτη µας,
δηλαδή το γεγονός ότι σύµφωνα µε τη µαθηµατική επιστήµη,
οι τρόποι ορισµού της καθηµερινής ζωής ποικίλλουν, γιατί
δεν υπάρχει θέση ιδανική, απ’όπου θα ήταν δυνατό να
διαθέσει κανείς όλη την αναγκαία πληροφορία, γιατί κάθε
θέση είναι µοναδική στο ότι δίνει πρόσβαση σε ένα
περιορισµένο πεδίο πληροφοριών. Ετσι, η έννοια του
παιγνιδιού επιτρέπει να καταλάβουµε ποιος τύπος
λογικότητας διέπουσας τα µνηµονευόµενα έργα, οδηγεί στην
ιδέα ότι η κοινωνική πραγµατικότητα δεν ορίζεται από τα
έξω, αλλά είναι υπόθεση εκτίµησης από την πλευρά των
ατόµων και των οµάδων. Καθένας αναζητεί να του επιβάλλει
έναν ορισµό και όλοι εκείνοι, οι οποίοι εµπλέκονται µέσα
στην κατάσταση βαδίζουν µε τον ίδιο τρόπο. Και ο λογικός
ορισµός της κατάστασης πραγµατοποιείται, όταν οι
αλληλεπιδρώντες (οι επικοινωνούντες ) πετυχαίνουν να
ετοιµάσουν την κοινή στρατηγική, που µεγιστοποιεί τα
κέρδη για όλους και ελαχιστοποιεί το ρίσκο για όλους.
Λοιπόν, ο “κοινός στρεβλός καθηµερινός λόγος” αναλύεται
εδώ σε µια µορφή κοινωνικής δράσης, όπου η έννοια του
µέσου διαχωρίζεται από την έννοια του σκοπού. Εφόσον η
οικονοµική αρχή κυριαρχεί στη σύγχρονη ζωή, όλες οι
συµπεριφορές ακολουθούν την αρχή του του µικρότερου
ρίσκου για το µεγαλύτερο κέρδος, η οποία στερεί από κάθε
άτοµο την επιλογή του τρόπου της ζωής του, αφού πρέπει
να επιλέξει το µικρότερο ρίσκο για το µεγαλύτερο κέρδος.
Ο παραλληλισµός ανάµεσα στη ζωή και το παιχνίδι είχε
επιχειρηθεί από τον Blaise Pascal:
“ Ένας τέτοιος άνθρωπος περνά τη ζωή του χωρίς έγνοιες,
παίζοντας έστω για λίγο κάθε µέρα. ∆ώστε του κάθε πρωί
τα χρήµατα, που µπορεί να κερδίσει, υπό τον όρο να µην
παίξει καθόλου: θα τον κάνετε δυστυχισµένο. Θα λέγαµε
ίσως ότι, αυτό που ψάχνει είναι η διασκέδαση του

136
παιχνιδιού, και όχι το κέρδος. Βάλτε τον λοιπόν να
παίξει για το τίποτα και σίγουρα θα ενοχληθεί.302
Ο Πασκάλ λέει παραπέρα ότι ευχάριστη είναι µια ζωή, που
έχει ως κίνητρο την ελπίδα και τη διασκέδαση. Αλλά για
να το επιτύχει κανείς, πρέπει να ξεχάσει τη σαφή
διάκριση ανάµεσα σε σκοπούς και σε µέσα, γιατί το παν
στηρίζεται στην αµφισηµία, οπότε κανένας παίκτης δεν
µπορεί να ξεκαθαρίσει αν παίζει για να πετύχει µια
ανάλαφρη κατάσταση εκνευρισµού, ή εάν παίζει για να
κερδίσει.
Είναι προφανές ότι η ελληνική κοινωνία, που βγαίνει από
την παράδοση, αρχίζει να γίνεται λίγο παραδοσιακή, λίγο
µοντέρνα. Συνδυάζει δε τα κακά και των δύο. Και τότε,
ιδίως µετά το 1970 η ανάµειξη της ιεραρχικής
παραδοσιακής δοµής και του οικονοµικού εργαλειακού
υπολογισµού υποβαθµίζει κάθε αξία της κουλτούρας σε
οικονοµική αξία και έχουµε µια υποβάθµιση της ζωής. Οι
αξίες υποβαθµίζονται κυρίως στα πλαίσια της οµάδας, στην
οποία ανήκει ο καθένας, γιατί τώρα η στρατηγική του
µικρότερου ρίσκου για το µεγαλύτερο κέρδος εξαρτάται από
τη εκτίµηση, που λαβαίνει χώρα µέσα σε κάθε κοινότητα,
σε κάθε οµάδα. Έτσι, ο χαρακτήρας της πραγµατικότητας
αλλάζει ριζικά στον κοινωνικό χώρο, γιατί, εφόσον το
κριτήριο που θα επιλέξουµε είναι η αιτιολογηµένη στάση,
δεν είναι δυνατός πια ένας πλούσιος και ελεύθερος
ορισµός της κατάστασης, αλλά όλοι υποχρεώνονται να
προσαρµόζονται καθηµερινά µε τις απαιτήσεις των κανόνων,
που επιβάλλονται από το “κοινό καθηµερινό λόγο”. Αλλά,
για τους συγγραφείς της αµφισβήτησης η ζωή αυτή δεν
είναι παρά µια από τις δυνατές µορφές της ζωής, γιατί η
καθηµερινή ζωή δεν είναι ένα εργαλειακά λογικό παιχνίδι,
στο οποίο οι πληροφορίες είναι πολύ καλά
προσδιορισµένες, εφόσον στην καθηµερινή ζωή η πληροφορία
είναι ατελής και δεν µπορούµε πάντα ν’αποφασίσουµε, ποιο
είναι το µέσο και ποιος είναι ο σκοπός. Εποµένως ο
καθένας µπορεί να ερµηνεύει διαφορέτικά την πληροφορία
για την κάθε κατάσταση.
Βέβαια γίνεται δύσκολο οι άνθρωποι, µπλεγµένοι καθώς
είναι στην κρούστα της κοινής στρεβλής γλώσσας, να δουν
στο βάθος της, όπου κρύβεται η διαίρεση της εργασίας και
ο κοινωνικός καταναγκασµός. Γιατί δε δίνεται στο νόηµα
καµιά αξία ουσιαστική, από τη στιγµή που η κοινή στρεβλή
γλώσσα δεν εγκαθιστά παρά σχετικές διαφορές. Η καλοσύνη
είναι το αντίθετο της κακίας, η εξουσία είναι το αντίθετο
της υποταγής κοκ. Κρύβεται όµως η σιωπή, η άρνηση, η άλλη
διάσταση της γλώσσας και η σκέψη χάνει τη διάσταση της
αναδροµικής κίνησης.
Γι’αυτό, ρητά ή υπονοούµενα, οι συγγραφείς της
αµφισβήτησης επιµένουν στο ότι η γλώσσα πρέπει να έχει
πάντα µια επιπλέον διάσταση, η µια διαφορετική διάσταση
από τον κοινό στρεβλό λόγο.

302
Βλ. PASCAL, σελ.35.

137
ΤΟ ΣΤΗΜΕΝΟ ΠΑΙΓΝΙ∆Ι ΣΤΟ ∆ΕΛΗΟΛΑΝΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΟΥΡΟΥΝΗ ΩΣ
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΖΩΗΣ

Το παιγνίδι είναι στηµένο, όταν ο παίχτης ποντάρει


σύµφωνα µε το µέγεθος του στοιχήµατος και όχι σύµφωνα µε
το νόηµα του ίδιου του παιγνιδιού. Για παράδειγµα το
αφηγηµατικό κείµενο του ∆εληολάνη παρουσιάζει τη ζωή σαν
ένα στηµένο παιχνίδι. Ένας φοιτητής που είναι παράλληλα
και έµπορος ναρκωτικών, προσπαθεί να µας δώσει να
καταλάβουµε, γιατί η µάζα δεν µπορεί να έχει πρόσβαση
στην ταξική συνείδηση κάτω από τις σηµερινές συνθήκες.
“ Η ίδια η ύπαρξη αυτού του συστήµατος ( του κράτους-
πρόνοιας ) στηρίζεται στην οργάνωση µιας κάποιας
αγαθοεργίας, που αποσκοπεί στην αποφόρτιση της
κοινωνικής έντασης. Αλλά, το παιχνίδι διεξάγεται στο
επίπεδο της κυριαρχίας, της συνοχής του κοινωνικού ιστού
στη βάση της παραγωγής, αποκλείοντας τεράστιες µάζες,
για να γνωρίζουµε όλο το πιθανό εργατικό δυναµικό.”303
Εξάλλου, στο βάθος, το έργο του Σουρούνη Οι Συµπαίχτες
είναι µια αλληγορία, που παρουσιάζει τη σύγχρονη ζωή σαν
ένα στηµένο παιχνίδι χαρτιών, επειδή ακριβώς
κυριαρχείται από την αρχή του µεγαλύτερου οικονοµικού
κέρδους µε το µικρότερο ρίσκο, χωρίς οι συµπαίχτες να
έχουν κατασταλάξει, αν το νόηµα της ζωής εξαντλείται
στην οικονοµία. Ο Σουρούνης κάνει αυτό τον υπαινιγµό
ρητά. Επιπλέον, στο αφηγηµατικό κείµενο του Σουρούνη,
ξεκινώντας από τη συνάντηση του Νούση µε τον Παπαλιά, ως
το τέλος του, όλα είναι οργανωµένα γύρω από ένα παιχνίδι
χαρτιών. Για παράδειγµα ο Παπαλιάς, δαιµόνιος
µικροαπατεώνας, που ζει στη Γερµανία, προτείνει στο
Νούση να συµµετάσχει σε ένα στηµένο παιγνίδι στην
Κολωνία, όπου σκοπεύει να ξεπουπουλιάσει όσους θα λάβουν
µέρος σ’αυτό. Ο διάλογός τους, για να κλείσει η
συµφωνία, είναι κι’αυτός ένα παιγνίδι, που µάλιστα
ανακαλεί την πρώτη αρχαία ελληνική συστατική πράξη της
ρητορικής.
“Έκανα περιουσία, ( λέει ο Παπαλιάς στο Νούση, ενώ
πίνουν, καθισµένοι σ’ένα ελληνικό εστιατόριο της
Φρανκφούρτης ), όπως βλέπεις.
-Είναι προφανές.
-Εντελώς αυθόρµητα, ο Παπαλιάς ρίχνει µια µατιά στον
εαυτό του, λέγοντας: - Κοµψός! Εγκρίνεις;.. Υπάρχει µια
µικρή που τρελαίνεται να δουλεύει για µένα.. Και συ, πώς
τα πας;
-Εγώ, δουλεύω για δικό µου λογαριασµό.
-Στο εργοστάσιο, ε;
-Μµµ...
-Και γω, αναρωτιόµουν, πώς γίνεται και πολλαπλασιάστηκαν
τόσο πολύ τα κορόιδα! Και δεν παίζεις πια χαρτιά; Σε µια
ωρίτσα, θα γίνει ένα παιχνίδι χαρτιών. Θέλεις να έρθεις;
-Πού;
303
Βλ. ∆ΕΛΗΟΛΑΝΗΣ, 1983, σελ. 42.

138
-Στο σπίτι µιας φίλης γερµανίδας. Ένα πρόσωπο
εµπιστοσύνης...
-Έχω διακόσια µάρκα. Φτάνουν;
-Όχι ιδιαίτερα. Θα σου προσθέσω ακόµα χίλια. Αν
κερδίσεις, θα µου δώσεις το είκοσι τοις εκατό. Σύµφωνοι;
-Και αν χάσω; Εξάλλου, δεν έχω πια δουλειά.
-Μα όχι. Εάν είναι έτσι, τότε θα κερδίσεις σίγουρα.
-Ας βάλουµε ένα στοίχηµα, για να είµαστε σίγουροι.
-Τι είδους στοίχηµα, εννοείς;
Εσύ, ποντάρεις στη νίκη µου. εποµένως, αν χάσω, χάνεις
και συ. Αν κερδίσω, θα κερδίσεις το είκοσι τοις εκατό,
όπως εσύ πρότεινες...
-Εντάξει, µανίτσα µου, όπως θέλεις... Το πάω το
ξεφτιλισµένο σου το στοίχηµα, αλλά σε προειδοποιώ ότι θα
το χάσεις. Θα τσεπώσεις τα λεφτά τους, θέλω να πω.” 304
Πρώτα απ’όλα, λοιπόν, πρέπει να υπογραµµίσουµε εδώ µια
αξιοσηµείωτη οµοιότητα ανάµεσα στο στοίχηµα του Νούση και
το στοίχηµα του ρήτορα Τισία, µαθητή του Κόρακα από τις
Συρακούσες, που υπήρξε ο πρώτος ρητοροδιδάσκαλος. Ανάλογο
ήταν και το στοίχηµα του Πρωταγόρα και του οπαδού του,
του Εύαθλου. Ο Κόρακας, λοιπόν, είχε κάνει µια συµφωνία,
για το πώς θα πλήρωνε την αµοιβή του ο µαθητής του
Τισίας. Εάν ο Τισίας κέρδιζε στην πρώτη του δίκη, τότε θα
πλήρωνε το δάσκαλό του. Οµως ο Τισίας καθυστερούσε να
εξασκήσει το επάγγελµά του ως δικηγόρος, κάτι που
υποχρέωσε το δάσκαλό του να υποβάλει µήνυση εναντίον του,
για να πάρει την αµοιβή του. Λοιπόν, ο Τισίας υποστήριξε
τ’ακόλουθα ενώπιον του δικαστηρίου:
“∆εν πρέπει να πληρώσω το δάσκαλό µου, γιατί, εάν χάσω
αυτή τη δίκη, τότε, σύµφωνα µε τη συµφωνία δεν του οφείλω
τίποτα, και εάν κερδίσω, επίσης δεν του οφείλω τίποτα,
επειδή το νίκησα.” Και ο Κόρακας όµως απάντησε µε την
ίδια στρεψόδικη πονηριά. “ Εάν κερδίσω αυτή την υπόθεση,
τότε ο Τισίας πρέπει να µε πληρώσει, σύµφωνα µε την
απόφαση του δικαστηρίου, και εάν χάσω, πρέπει επίσης να
µε πληρώσει σύµφωνα µε τη συµφωνία.” 305
Ο Νούσης πάντως δέχεται την πρόταση του φίλου του
Παπαλιά, παρόλους τους δισταγµούς του, και οι τρεις
“φίλοι”, ο Παπαλιάς, ο Jovani και ο Νούσης αναχωρούν για
το µέρος της συνάντησης. Συναντούν εκεί ένα πλήθος
παικτών, µεταξύ των οποίων δύο Γερµανούς, τον Βάλτερ και
το Μάνουελ, και πολλούς Έλληνες. Αυτό το παιχνίδι
παρουσιάζεται να ανακεφαλαιώνει όλη τη ζωή αυτών των
ανθρώπων. Είναι εποµένως προφανές ότι η αναπαράσταση
µιας παρτίδας πόκερ χωρίς κανόνες είναι µια παραβολή του
νοήµατος που δίνει το έργο στη σύγχρονη ζωή.
Θα παλουκωθούν ένα οχτάωροκαι θα σηκωθούν µε έξι
µηνιάτικα στην τσέπη. Χτες, Σάββατο, τα κοτόπουλα
έπαιξαν µεταξύ τους, ξεκαθάρισαν µόνα τους, απόµειναν
για να τα αναλάβουν οι σφάχτες τής Κολονίας. Γελάνε. Εγώ
τδ λέω πάντα, Σάββατο παίζουν µόνο oι καψούρηδες, µόλις
πιάσουν το µηνιάτικο στά χέρια τρέχουν καί το άκουµπάνε
304
Βλ. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, 1979, σελ.104.
305
Βλ. ΜΙΣΤΡΙΩΤΗΣ, 1894, σελ.875..

139
σέ άλλους καψούρηδες, πού µέχρι το πρωί θά έχουν γίνει
σάν λείψανα καί ίσα πού θά στρώνονται γιά ύπνο, έρχεσαι
εσύ φρέσκος καί ωραίος καί βρίσκοντας ένα πηγάδι
πτώµατα, το µδνο που κάνεις είναι να τα θάψεις καί νά
γυρίσεις σπιτάκι σου µε τις περιουσίες τους στδ πορτo-
φδλι σου. Ετσι, µανίτσα µου; Τους οδηγεί σε έναν
οικισµό στην άκρη της πόλης που µοιάζει µέ στρατώνα.
Τρία παραπήγµατα από τσιµέντο σχηµατίζουν ένα µεγάλο Π
καί ατη µέση τού αύλ6γυρου ένα τέταρτο έχει χτιστεϊ
βιαστικά γιά νά καλύψει άπρόσµενες ανάγκες. Μπαίνουν σ'
αυτό το τελευταίο, το νεόχτιστο και ο Νούσης µυρίζει τήν
εποχή που ήταν φαντάρος. Αριστερά καί δεξιά στη σειρά
διώροφα κρεβάτια καί σκύβει νά δεϊ µήπως και ύπάρχουν
στά κρεµαστάρια σακίδια καί ντουφέκια. Οχι δέν δπάρχουν
µόνο καρφιτσωµένες φωτογραφίες στούς τοίχους µέσα σέ
έλληνικές αύλές, µέ γυναικείες άγκαλιές yεµάτες µωρά, µέ
άντρδγυνα πού στηρίζονται ο ένας πλάι στον άλλο, µέ
κοπέλες πού γιά άγνωστο λδγο γελανε και µε γέρικα
πρδσωπα που δεν έχουν λδγο να γελάσουν. Ο Νούσης
αισθάνεται σαν να του βάλανε τρικλοποδιά. Το στοµάχι του
ταράζεται αε ίσα διαατήµατα, λες και κάποιος καρφώνει
εκεί όλες τοϋτες τίς φωτογραφίες µέ πρδκες µεγάλες,
πατερδπροκες. Μέρα έξδδου σήµερα, δ Θάλαµος εiναι άδειος
εκτός από δυδ τρεϊς πού βρίσκονται στά κρεβάτια
ξαπλωµένοι µέ τά ρούχα καί άλλους καµιά δεκαριά πού
κάθονται στο βάθος γύρω από ένα τραπέζι. Πηγαίνουν προς
τδ µέρος τους και ο Παπαλιάς κάνει τίς συστάσεις σάν
άρχάγγελος. Εiναι αυτός που τους προµηθεύει γυναίκες,
λεφτά µέ τδ αζηµίωτο καί άπδ καµιά φορά καί ένα σφάχτη.
Τδ χέρι τοϋ Νούση σκληρδ το ίδιο, ταξιδεύει µέσα σέ
παλάµες γρανίτινες; Είναι σαν να ανεβαίνει ένα πέτρινο
βουνδ κι δταν φτάνει στήν κορυφή και αντικρύζει τα
πρδσωπα, καταλαβαίνει δτι δυδ λύσεις υπάρχουν ή νά πέσει
από κει πάνω καί ό,τι γίνει ή να καθήσει στην καρέκλα
που τοϋ φέρνουν καί νά περιµένει τδ θάνατό του γιά νά
τδν κατεβάσουν εϋγενικά στούς ώµους τους και όχι
τραυµατισµένο σέρνοντάς τον από τα ποδάρια. Τά παιδιά
από δω δε θα παίξουν, είναι χαµένοι από τα χτές, αν δε
σας ενοχλεί θα 'θελαν να παρακολουθήσουν το παιχνίδι, να
δούνε ποϋ Θά καταλήξουν τά λεφτά τους. Τά παιδιά άπδ δώ
εϊναι περίπου οί µισοί. Βέβαια καί δικαίωµά τους καί
µεϊς στή Θέση τους... Μόνο λίγο µακριά, ε, µάνα µου, καί
παρακαλώ τά µέγιστα όχι κρίσεις καί σχόλια. Ο Παπαλιάς
παίρνει θέση απέναντι απδ τον Νούση, ο Τζοβάνι πίσω του.
Πρώτος γύρος καί κάποιος κάνει ένα µαµουθάκι, ο Νούσης
µπαίνει πιο πολύ από ευγένεια καί προτού να κατλάβει τι
γίνεται, βγαίνει φτωχότερος κατά τετρακδστα µάρκά.
Μαθαίνει όµως ότι όλοι τους είναι συγχωριανοί ή
κοντοχωριανοί καί δτι συνεχίζεται µεταξύ τους ένας
αγώνας που είχε αρχίσει στήν πλατεία τοϋ χωριοϋ τους.
Βλέπει νά γίνονται χτυπήµατα άγρια, ασυλλδγιστα, πού δέν
άντλουν τή δύναµή τους άπδ τά φύλλα πού έχει δ άλλος στά
χέρια του, άλλά άπδ τά χρήµατα πού έχει µπροστά του.
Νιώθει πίσω στδ λαιµδ του τήν άγανάχτηση τοϋ Τζοβάνι
καθώς ξεφυσάει κάθε τδσο άπδ τή µύτη καί εiναι σάν νά

140
τοϋ άνοίγουν τρύπες στδ σβέρκο καί του εµφυσοϋν µε
καλαµάκι στδν έγκέφαλο δλες τίς πράξεις καί τίς λέξεις
που κατά καιρούς τδν έκαναν µπαρούτι. Θυµάται πού τδν
ρώτησε στο τρένο, αν σέ περίπτωση καβγά πρέπει νά
καβγαδίσει σύµφωνα µέ τούς κανδνες της πυγµαχίας και
νοσταλγεί εκείνο τδ τρένο.” 306
Σ’αυτή, λοιπόν, την ενότητα επανέρχονται όλοι οι όροι
που σηµαίνουν ότι στα µάτια του συγγραφέα, το στηµένο
παιχνίδι είναι η ίδια η ζωή. Το αποκορύφωµα έρχεται τη
στιγµή που ένα ποσό πέντε χιλιάδων πεντακοσίων µάρκων
έχει ήδη σχηµατίσει µια µεγάλη στοίβα πάνω στο τραπέζι,
ο Νούσης περιµένει έναν άσσο, για να κερδίσει. Ο
Παπαλιάς, που µοιράζει τα φύλλα, του έδωσε κλεφτά έναν
άσσο σπαθί, αλλά εκείνη τη στιγµή, ένα χέρι του αρπάζει
το δικό του και µια φωνή αλαφιασµένη, του ζητά να δείξει
το χαρτί, που βρίσκεται στο κάτω µέρος της τράπουλας.
Ένας άσσος εµφανίζεται και ο καβγάς αρχίζει, κατά τη
διάρκεια του οποίου ο Νούσης τραυµατίζεται και λιποθυµά.
Όταν συνήρθε, βρήκε τον Jovani, τον καλύτερό του φίλο,
νεκρό. 307
Πού βρίσκεται η απάτη εδώ; Σύµφωνα µε τα µαθηµατικά “
κάθε παίκτης στα παιχνίδια καθαρής τύχης, ο οποίος θέλει
να κερδίσει ένα µεγάλο ποσό µ’ένα µικρό κεφάλαιο, είναι
σίγουρο ότι θα χάσει αυτό το κεφάλαιο, εάν το παιχνίδι
δεν είναι ευνοϊκό. Αυτός είναι ο λόγος , για τον οποίο
οι διοργανωτές παιχνιδιών ( παιχνίδια µε µπάλες,
ρουλέτα, κορώνα ή γράµµατα ) έχουν επιβάλλει συνθήκες
που τους ευνοούν ιδιαίτερα: είναι σίγουροι ότι θα
κερδίσουν στο τέλος και ότι θα κερδίσουν πολλά, ότι θα
κερδίζουν σε κάθε στιγµή που θα παρουσιάζονται
περισσότεροι παίκτες, ακόµα περισσότερα.” 308
Πρώτα απ’όλα ο αφηγητής και οι συµπαίκτες του οργανώνουν
µια απάτη κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού που
περιγράψαµε. Οι αντίπαλοι τους είναι επίσης απατεώνες.
Εξάλλου, αυτοί που επιβάλλουν πάντα τους όρους τους στην
καθηµερινή ζωή, είναι και στο χαρτοπαίγνιο απατεώνες.
Οµως, σε τελευταία ανάλυση, η πιο µεγάλη απάτη
ολοκληρώνεται, όταν ο αφηγητής παραιτείται από την
εκδίκηση για το θάνατο του φίλου του, σε αντάλλαγµα ενός
χρηµατικού ποσού. Οµως, το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής
δέχεται χρήµατα εκ µέρους των δολοφόνων του φίλου του,
ως αντάλλαγµα για τη σιωπή του, δεν αποτελεί µια
αποζηµίωση για την απώλεια, γιατί η φιλία έπρεπε να
µείνει εκτός παιχνιδιού.

ΤΟ ΠΑΙΓΝΙ∆Ι ΩΣ ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ


ΤΙΜΗΣ ΣΤΑ ΜΟΝΤΕΡΝΑ “ΛΗΣΤΡΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ”

Το παράδειγµα της περιθωριοποίησης ενός αφηγηµατικού


ήρωα εξαιτίας της στρεβλής κοινής γλώσσας εξηγείται
επίσης µε το µοντέλο του παιγνιδιού..

306
Βλ. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, 1979, σελ. 120
307
Στο ίδιο, σελ.104-105.
308
Βλ. BOLL Marcel, 1931, Qu’est-ce que le hasard etc, Paris, Librairie Larousse, σελ. 38

141
Ο στρεβλός κοινός λόγος λειτουργεί µε τον τρόπο που
υποδεικνύει ο Greimas, δηλαδή µέσα από τα σηµειωτικά
συστήµατα συνδήλωσης, που ολοκληρώνουν τους ανθρώπους
µέσα στην κουλτούρα.309 Οι άνθρωποι κρίνονται,
επαινούνται ή κατακρίνονται, περνούν από ένα χώρισµα σε
ένα άλλο µε βάση αυτή την ταξινδµηση.
Στα ληστρικά έργα του δείγµατός µας το έγκληµα δεν
είναι η αιτία της περιθωριοποίσησης του ήρωα, αλλά το
γεγονός ότι οι γύρω τον ρετσινάρουν ως αποκλίνοντα. Η
απόδειξη βρίσκεται στο ότι η παράβαση του νόµου δεν
πραγµατοποιείται στιγµιαία, αλλά µε µια µακρόχρονη
διαδικασία, που ο αφηγητής τη βλέπει σαν ένα πέρασµα
ασαφές, απροσδιόριστο, γιατί ο αποκλίνων υπάρχει µε έναν
τρόπο µεταβατικό, ανάµεσα στα όρια ανάµεσα στο συµβατικό
κανόνα και το έγκληµα, επειδή αναβάλλει για πιο αργά την
επιβεβαίωση του ότι γίνεται εγκληµατίας.310
Μάλιστα η κοινή γλώσσα ταξινοµεί τους ανθρώπους σε
τάξεις κσι σε τύπους. Ετσι, δυο παράγοντες παράγουν και
επιβάλλουν νόηµα, η ολική κοινωνία και η οµάδα των
γνωρίµων311µέσα από τις κατηγοριοποιήσεις. Η κατηγορία
της διαδραστικής οπτικής των έργων της λογοτεχνίας
εξάγεται επαγωγικά, οσάκις ο αφηγηµατικός ήρωας
βρίσκεται µπροστά στις διαστρεβλώσεις εκείνου που είναι
το ουσιαστικό, έτσι όπως ο καθένας το ορίζει για τον
εαυτό του. Το ιδιαίτερο της διαδραστικής σχολής είναι
ότι εντοπίζει ότι στην καθηµερινή ζωή οι κανόνες
εξάγονται ως µια σχέση διαδραστική ανάµεσα στις στάσεις
των µελών κάθε οµάδας, κατά τη διάρκεια των καθηµερινών
συναναστροφών. Επειδή µάλιστα η διαδικασία αυτή στην
Ελλάδα, σύµφωνα µε τις παρατηρήσεις των πιο έγκυρων
κοινωνιολόγων, είναι άτυπη και µεροληπτική, την
ονοµάααµε “κοινό στρεβλό λόγο της καθηµερινής ζωής”.
Οµως η διαδραστική οπτική θεωρεί ότι κύριο ρόλο παίζει η
αλληλεπίδραση ανάµεσα στους ανθρώπους, στις οµάδες, στις
τωρινές και χθεσινές συλλογικές µνήµες, δηλαδή η
επικοινωνία, όπου εµπλέκονται ο νοµοθέτης ή ποµπός, ο
δέκτης και το µήνυµα. Και από αυτήν την αλληλεπίδραση
αναδύεται το ατοµικό εγώ.312 Η διαδραστικά αναδυόµενη
συνείδηση έχει ένα προαίσθηµα για την πολυσύνθετη φύση
του αντικειµένου, ακόµα και πριν από την κατοίκηση από
τον ορθό λόγο. ∆ιαπερνά µε την αλήθεια της το κενό
µεταξύ ρητορικής απάτης και των κυρίαρχων των συµβόλων.
Αλλά κυρίως η διαδραστική οπτική βλέπει ότι οι
συµπεριφορές προσδιορίζονται όχι από τις ορατές αιτίες,
που είναι τα ερεθίσµατα. Αντίθετα η συµπεριφορά
προσδιορίζεται από την ύπαρξη των νοηµάτων, των
συµβόλων, του σηµαντικού άλλου, τών στάσεων και των
309
Βλ. Α. J. Greimas, Για µια κοινωνιολογία της κοινής έννοιας , 1970, Du sens, Paris, ιd. Du Seuil, pp:
93-102

310
Βλ. HOOD
311
Βλ. GREIMAS
312
Βλ. ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ UNESCO, σελ. 435.

142
οµάδων αναφοράς. Ισχύει για τη διαδραστική οπτική η
διαπίστωση: “Η απλούστερη κοινωνική δράση δεν µπορεί να
γίνει χωρίς τη µεσολάβηση τουλάχιστο ενός άλλου
προσώπου. ∆ηλαδή η αντίληψη, ο σκοπός της πράξης,
παίζει κύριο ρόλο στην εξέλιξη της δράσης.”
Η Αµφισβήτηση δε εν ονόµατι αξιών και σκοπών εξαρτάται
από τη γνώµη του καθενός, από τη συνείδησή του. Αλλ’όταν
στην ελληνική κοινωνία υπάρχει σύγχυση σκοπών και µέσεων,
ο αµφισβητών αρνιέται να υπακούσει στους νόµους. Αυτή η
διάκριση θέτει ζήτηµα αξιών και σκοπών, κάτι που πάει
στην αβέβαια περιοχή των αξιών και της µεταφυσικής. Και
είναι µεταφυσική η επιβολή µιας θέλησης πάνω σε µια άλλη,
εφόσον προϋποθέτει µια ιεραρχία ανθρώπων και αξιών που
είναι µεταφυσική.313

ΤΟ ΠΑΙΓΝΙ∆Ι ΩΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

Στη Γερωνυµάκη, ξαναβρίσκουµε την εικόνα της ζωής σαν


ένα “σύνολο συνδυασµών”. Η ιδέα που κρύβεται εδώ είναι
ότι η ζωή και ο κόσµος αποτελούν ασυνεχείς οντότητες,
σαν ένα άπειρο παιχνίδι διαφορετικών συνδυασµών. Η
αταξία του κόσµου δεν εµποδίζει την περιοδική επανάληψη
αριθµητικών αρµονιών, κάτι που κάνει τη ζωή µια από τις
ενσαρκώσεις µιας όχι θρησκευτικής τέχνης. Παραπέµπουµε
στην παράθεση του αποσπάσµατος από το µυθιστόρηµα της
Γερωνυµάκη, στο οποίο η αφηγήτρια εξυµνεί την ικανότητα
του άντρα της, όταν παίζει στο καζίνο της Πάρνηθας. Ο
αναγνώστης θυµάται ότι στο απόσπασµα της παραποµπής 402,
η Βιψανία, η αφηγήτρια, παρατηρεί το ∆αβίδ να εξασκεί
µια µαγική εξουσία πάνω στην περιοδική επανάληψη των
αριθµών της ρουλέτας.
“Στο καζίνο δεν υπάρχουν διαχωρισµοί, δυο χιλιάδες
ποντάρει στο µηδέν το αφεντικό, τρεις χιλιάδες ο ∆αβίδ
στο 32, οι τάξεις έχουνε καταργηθεί αυθόρµητα χωρίς
κανένα νόµο η θεωρία....Τότε η Βιψανία γύρισε στον
∆αβίδ µ΄ένα ύφος αποβλακωµένο, εγώ του είπα το 23,
ψιθύρισε και ήρθε...Γιατί ο ∆αβίδ έπαιζε φιγούρες,
έπαιζε µε καλλιτεχνικό µεράκι, συγκινητικά και
εκφραστικά. Αν ερχόταν π.χ το 12 έπαιζε µετά το 21...
Υστερα από το µηδέν ποντάριζε στο 8, στο 11, στο 23 και
στο 3Ο. Αν ερχόταν το 23, έπαιζε τα κόκκινα νούµερα της
µεσαίας στήλης: 5, 14, 23, 32. Εόν όµως ερχόταν το 11,
έπαιζε µετά το 22 (11+11=22) και το 33 ( 11+11+11=33).
Μετά το 36 πάλι, έπαιζε τον άσο που βρίσκεται ακριβώς
απέναντι από το 36...∆εκάδες συνδυασµούς για το κάθε
νούµερο.. Και η Βιψανία έµενε πάντα µε το στόµα ανοιχτό,
γιατί ο ∆αβίδ λες και τις µάγευε τις φιγούρες κι
έρχονταν.”314
Αυτό, λοιπόν, που ενδιαφέρει τη Βιψανία κατά βάθος,
είναι το παιχνίδι των µορφών. Στα µάτια της, ο ∆αβίδ
συνδύαζε τις φιγούρες µ’έναν τρόπο µαγικό, παραδινόµενος

313
BATIFOL Henri. 1966, σελ. 19.
314
Στο ίδιο, σελ. 36-37

143
σε συνδυασµούς µαθηµατικής οµορφιάς. Εάν, για
παράδειγµα, ερχόταν το 12, το επόµενο ποντάρισµά του θα
ήταν στο 21. Είναι σίγουρο ότι η Γερωνυµάκη εφαρµόζει
σ’αυτό το απόσπασµα τις αισθητικές της ιδέες.

Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚ∆ΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΩΣ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ


ΓΡΑΜΜΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Εχουµε ήδη αναφερθεί στο χρόνο ως µεταβλητή του


αφηγηµατικού κειµένου. Εδώ περιοριζόµαστε να
παρουσιάζουµε ορισµένες απ’αυτές τις αναλύσεις, για να
εξηγήσουµε τις µορφές της έννοιας του χρόνου στα
αφηγηµατικά κείµενα, που εξετάζουµε εδώ.
Η χρήση του χρόνου µέσα σε τόσο διαφορετικά κείµενα έχει
ως κοινό χαρακτηριστικό την απόκλιση σε σχέση µε τον
πραγµατικό χρόνο, όπως τον επιβάλλει ο κοινός λόγος της
καθηµερινής ζωής. Από κει και πέρα, υπάρχουν διαφορές
µεταξύ των κειµένων. Υπάρχουν από τη µια κείµενα που
φαίνεται να χρησιµοποιούν τον αντικειµενικό χρόνο και
τότε η χρονολογική σειρά γίνεται σεβαστή. Αυτό συµβαίνει
στους Γκιµοσούλη, Σαραντόπουλο, ∆ούκα, ∆εληολάνη.
Απ’την άλλη έχουµε κείµενα, που δε σέβονται τους κανόνες
της χρονικής ακολουθίας και ο χρόνος είναι ένας χρόνος
βιωµένος, όχι γραµµικός. Ετσι, οι Χατζιδάκη, Γερωνυµάκη,
Σωτηροπούλου παρουσιάζουν µια διαρκή παλινδρόµηση του
χρόνου, κάτι που προκαλεί την αλλαγή και τον
πολλαπλασιασµό των συναισθηµάτων, ενώ το παραδοσιακό
µυθιστόρηµα έκανε προνοµιακές ορισµένες µόνο στιγµές της
ζωής, οι οποίες ξεφεύγουν µε τεχνητό τρόπο από το χάος
των φαινοµένων.
Ο χρόνος ως συνισταµένη της αφηγηµατικής λογοτεχνίας,
στηρίζεται στη γραµµατική. Έτσι, σ’ένα µεγάλο αριθµό
µοντέρνων αφηγηµατικών κειµένων, παραβιάζονται οι
κανόνες στο επίπεδο του χρόνου και του αντωνυµικού
συστήµατος. Είναι γνωστό ότι τα σηµάδια του αφηγηµατικού
χρόνου είναι: α) η διπλή χρονικότητα και β) η χρήση του
παρελθόντος χρόνου, που συνδέει µια δέσµη ταυτόχρονων
σηµείων, τα οποία αντιτίθενται στην ευθεία εκφορά της
αφήγησης και εµποδίζουν τη διάχυσή της στην πραγµατική
κατάσταση της οµιλίας. Υπογραµµίζουµε τη σηµασία αυτών
των κανόνων, εφόσον η αφήγηση πραγµατοποιείται ακριβώς
µε το διαχωρισµό του αφηγητή από την ιστορία, έτσι ώστε
ο χρόνος του ρήµατος στην αφήγηση να µας µεταφέρει σε
ένα άλλο επίπεδο ζωής αποµακρυσµένο από το παρόν του
αφηγητή.
Αντίθετα, στον ευθύ λόγο ο ενεστώτας υποδηλώνει ένα
χρόνο αυτόνοµο από τους καταναγκασµούς του γραµµατικού
κώδικα, ο παρατατικός δείχνει τη χρονική διάρκεια στο
παρελθόν, ο αόριστος δείχνει το συντέλεση µιας
προγενέστερης πράξης σε σχέση µε το µηδενικό σηµείο ή
τον άξονα του χρόνου, που είναι το παρόν του οµιλητή.
Στη συµβατική λοιπόν αφήγηση ο αόριστος και ο ιστορικός
ενεστώτας είναι το κέντρο, το οποίο δείχνει µια σχέση µε
το εξωτερικό γεγονός και ο παρατατικός δείχνει το

144
χρονικό πλαίσιο του ταυτόχρονου για όσα γίνονται στο
παρελθόν.
Εξάλλου, σχετικά µε τους τρόπους εισαγωγής του
αντωνυµικού συστήµατος έχουµε ήδη πει ότι στον ευθύ
λόγο, έχουµε τις αντωνυµίες “ εγώ ”, “ εµείς ” του
οµιλητή και τα “ εσύ ”, “εσείς ” του ακροατή-δέκτη, ενώ
στην αφήγηση έχουµε πάντα τις αντωνυµίες αυτός, αυτοί,
αυτή, αυτές και το όνοµα του κύριου προσώπου.
Συνεπώς, ενώ στη συµβατική αφήγηση οι δύο χρονικότητες,
του αφηγητή και της ιστορίας, δε συγχέονται, αντίθετα,
σε µεγάλο αριθµό µοντέρνων αφηγηµατικών κειµένων, αυτές
οι δύο χρονιότητες συγχέονται συχνά, κάτι που οδηγεί
σ’ένα πραγµατικό ενεστώτα και στην κατάργηση της
αφήγησης της ίδιας. Ειδικότερα στα εξεταζόµενα κείµενα
αυτές οι συνθήκες παραβιάζονται µε τον ένα ή τον άλλο
τρόπο. Στο ένα άκρο, στα εξπρεσιονιστικά µυθιστορήµατα,
έχουµε το χρόνο που αποφεύγει τη νατουραλιστική
πραγµατικότητα, για ν’ανασυγκροτηθεί στα βάθη της ψυχής.
Στο άλλο άκρο, υπάρχει ένα καλειδοσκόπιο και µια έκρηξη
χρόνων στις Χατζιδάκη και Γερωνυµάκη.

5.10.2. Η διακοπή του γραµµικού χρόνου, πού είναι το


θεµέλιο του στρεβλού κοινού λόγου της καθηµερινής ζωής

Ακόµα και µε τον παρακάτω γραφισµό, αλλά βέβαια και µε


το νόηµα αυτής της ενότητας, η αφηγήτρια στο έργο της
Γερωνυµάκη παίζει µε το χρόνο, παρουσιάζοντάς τον σα
σιδηρόδροµο, που κατευθύνεται ταυτόχρονα και µπρος και
πίσω. Και βέβαια αν το επιχείρηµά της στέκει και ο
χρόνος δεν είναι ανεπίστρεπτος, τότε όλα µπορούν να
ξαναγεννηθούν, και τίποτε δεν έχει νόηµα :
“ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΒΙΨΑΝΙΑΣ
Τρίτη
Η ζωή µας λάβει πια από καιρό τιστών. Το χάζεµα
φεύγει έτσι σα πως προορισµοί και είναι ο προορισµός
τραίνο αδειανό τέτοια, αέρας µου. Και δεν ξέρω
κι όπου και αν κοπανιστός. Κάθοµαι πού πάει αυτό το
πάει κάνει το κι εγώ στο παράθυρο τραίνο µόνο ξέρω
ίδιο. Εχω του τρένου, χαζεύω πως κινείται
κατα- απ΄έξω τον τόπο των ταυτόχρονα και
πανικοβληµένων µπρος και πίσω.
αλεξιπτω- Και όπου και να
φτάσει θά΄ναι και
τέλος και αρχή.

Ο ∆αβίδ είναι απλησίαστος πια... ”315


Ο αναγνώστης µπορεί να συγκρίνει αυτή την εικόνα του
τρένου που αναιρεί τα όρια ανάµεσα στην αρχή και το
τέλος. Είναι προφανές ότι έµφαση δίνεται στην απόρριψη
της καθηµερινής ζωής και η αφηγήτρια αναζητά έναν

315
Βλ. ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ, 1980, σελ. 52.

145
τόπο,316 όπου οι χρονικοί καταναγκασµοί δε θα υπάρχουν
πια.
Μ’αυτό το νόηµα είναι που η αφηγήτρια λέει ότι
αισθάνεται πιο ελεύθερη στο χώρο της λογοτεχνίας. Εδώ,
δεν υπάρχει πια ρήξη ανάµεσα στο όνειρο και την
πραγµατικότητα. Έτσι, βρίσκει καταφύγιο µέσα στο
φανταστικό ή µέσα στη λογοτεχνία, δηλαδή δηµιουργεί έναν
εναλλακτικό χώρο, για να ζει εκεί µια άλλη ζωή. Η
Βιψανία είχε δηµιουργήσει ένα κόσµο ξεχωριστό µέσα στο
ηµερολόγιό της, όπου έβρισκε συχνά καταφύγιο: “ ∆εν
υπάρχει πια η Βιψανία, που σκορπούσε παντού την αταξία
και αποσταθεροποιούσε τις εποχές”. 317
Ξανασυναντούµε το ίδιο συναίσθηµα για ένα χρόνο χωρίς
αρχή και τέλος, στην αφήγηση της Χατζιδάκη :
“ ∆εν ήξερα λοιπόν πού βρισκόµουν, δεν ήξερα εάν ήταν
βράδυ ή πρωί.”318

4.9 Ο ΧΡΟΝΟΣ-ΧΑΟΣ ΣΤΗ ΧΑΤΖΗ∆ΑΚΗ

Σαν ένα παιδί που απορροφάται από τις εντυπώσεις της


στιγµής και που βυθίζεται µέσα στις εναλλαγές, η
αφηγήτρια µοιάζει αµήχανη ν’αντιληφθεί τη διαδοχή, η
οποία βέβαια έχει ανάγκη από ένα σταθερό χρονικό
πλαίσιο, για να παρατηρηθεί. Εάν δεν έχουµε κάτι το
σταθερό, στο οποίο ν’αντιτάξουµε το “τώρα”, ζούµε εκεί
διαρκώς και η αλλαγή δεν αναγνωρίζεται. Έτσι, η
αφηγήτρια µοιάζει να µη γνώριζε τον τρόπο να
συναρµολογήσει τις διάφορες στιγµές. Και αυτό είναι η
µεγάλη τέχνη της. Είναι γνωστό βέβαια ότι τα
χαρακτηριστικά του αφηγηµατικού χρόνου είναι: α) η διπλή
χρονικότητα και β) η χρήση του παρελθόντος που συνδέει
τη δέσµη ταυτόχρονων σηµείων που αντιτίθενται στο σηµείο
µηδέν του τώρα της αφήγησης.319 Υπογραµµίζουµε τη
σηµασία αυτών των κανόνων, εφόσον το διήγηµα
πραγµατοποιείται από το διαχωρισµό του ποµπού-αφηγητή
και της ιστορίας έτσι, ώστε ο παρελθοντικός χρόνος του
ρήµατος µέσα στο κείµενο να υποδηλώνει τις αποστάσεις
του από το σηµείο µηδέν της αφήγησης.
Αλλά για τη Χατζιδάκη ο γραµµικός χρόνος και η συµβατική
αφήγηση είναι απαράδεκτα, γιατί κατά την άποψή της η
παραδοσιακή συµβατική αφήγηση δεν είναι παρά µια
απαρίθµηση δεδοµένων. Γι’αυτό η αφηγήτρια κοροϊδεύει τα
αστικά µυθιστορήµατα, επειδή βασίζουν την αληθοφάνεια
της αφηγηµένης ιστορίας σε ασήµαντες λεπτοµέρειες, όπως
στην ώρα άφιξης της ηρωίδας στο αεροδρόµιο:
“ Έφτασα στις δώδεκα το µεσηµέρι όπως συµβαίνει σε όλα
τα κοινότυπα αστικά µυθιστορήµατα.”

316
Βλ. BOURDIEU, 1992, σελ.445.
317
Στο ίδιο, σελ. 142.
318
Βλ. ΧΑΤΖΙ∆ΑΚΗ, 1979, σελ. 38.
319
Βλ. DUBOIS, 1972, σελ.207. Βλ. επίσης DUPRIEZ, 1984, σελ. 383-386.
Στην Ελλάδα αντί για τους όρους εγωκεντρικός και αλλοκεντρικός χρησιµοποιούµε τους όρους
“ενδοκειµενικός” και “εξωκειµενικός”.

146
Σ’ένα άλλο απόσπασµα η Χατζιδάκη απορρίπτει το συµβατικό
χρόνο των παραδοσιακών µυθιστορηµάτων :
“∆ΟΚΙΜΑΣΤΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΕ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
-να πάρει ο διάβολος ήταν ο πιο νόστιµος-ο άλλος είχε
µια γκόµενα καλή όπως έλεγε
ΑΠΑΡΑ∆ΕΚΤΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ
∆ΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ∆Ε∆ΟΜΕΝΩΝ
ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΠΛΗΡΗΣ Α∆ΥΝΑΜΙΑ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΩΝ
ΤΕΛΙΚΑ όλοι οι Ελληνες
επιχειρούν τις πολιορκίες
αυτού του είδους
µε αφάνταστη έλλειψη καλού γούστου
ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ∆Ε∆ΟΜΕΝΩΝ
Ι: Ξενοδοχείον Lancashire::
1) Αίθουσα τηλεόρασης-άνετος βικτωριανός χώρος
δυνατότητα εξυπηρέτησης περιοδευόντων εµπορικών
αντιπροσώπων.
2) των καµαριερών -που φορούν µακριές κόκκινες φούστες
από συνθετικό γυαλιστερό βελούδο.
3) των τριών υπαλλήλων της ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΟΣ…”

Βλέπουµε ότι Το Συνάντησέ την το βράδυ δεν απέχει πολύ


από το Trίstam Shandy,320 που είχε καταργήσει όλες µαζί
τις συµβάσεις της πλοκής:
“Η µητέρα µου, θα πρέπει να ξέρετε, -προηγουµένως όµως
οφείλω να σας πω πενήντz άλλα πιο έπείγουτα πράγµατα,έχω
έκατό προβλήµzτα και έδωσα τον λόγο µου να τα ξεχαθα-
ρίσω, χίλιες στενοχώριες κι άναποδιές στο σπίτι που µέ
χαταπιέζουν όλα τους µπερδεµέυα, τα ένα πάνω στ' άλλο -
µια γελάδα µπήκε (αύριο το πρωί) σταν πύργο τοϋ θείου
Toby κι έφαγε δυόµισυ οργές ξερό χορτάρι, ξεριζώνοντας
το γρασίδι στον πρόβολο και στο λιθόστρωτο. -Ο Trim
επιµένει να περάσει στρατοδικείο - ή γελάδα υά
τουφεκιαθεί, - o Slop νά σταυρωθεί, - έγώ νά ονοµασθώ
Tristam καί την ώρα τής βάπτισης νά πεθάνω ώς µάρτυρας
γιά τον-φτωχοί καί δύστυχοι διάολοι πού είµαστε ! - θέλω
σπαργάνωµα, - οµως δεν έχουµε καιρό γιά φωνές. Αφησα τον
πατέρα µου ξαπλωµένο στο κρεβάτι και ταν Θε:ο Toby να
κάθεται δίπλα του, στην παλιά καρέκλα µε τα κρόσια και
τους έδωσα τον λόγο µου πως θα γυρίσω σε µισή ώρα κι
έχουν περάσει κιολας πεντέµισυ. -Από τις χαοτικές
συνθήκες που έζησε ποτέ συγγραφέας, - αύτή είναι σίγουρα
η χειρότερη, - γιατί, κύριε, πρέπει νά τελειώσω τά
χειρογραφα τοϋ Ηα fen Slawkenbergius - ένα διάλογο
άνάµεσα ατον πατέρα µου καί τον θεϊο Toby νά διηγηθώ την
έκβαση τοϋ Prignitz, του Scroderus, του Ambrose Paraeus,
του Ponocrates και του Grangousier - να µεταφράσω ένα
παραµύθι του Slawken6ergius, και όλα τούτα σε λιγότερο
από πέντε λεπτά - µα τι κεράλι ! - αν, Θεέ µου, έβλεπαν
οι έχθροί µου τι κρύβει!”

320
Βλ. DIPPLE, σελ. 37.

147
Ο Laurence Sterne (Ιρλανδία, 1713-1769), άγγλος
πάστορας, έγραφε για είκοσι χρόνια το The Life and
Opinions of Tristram Shandy, Gentleman (Ζωή και ιδέες
του Tristram Sandy, αριστοκράτη). (1759-1767). Το έργο
αυτό παρουσίαζε µάλλον τις σκέψεις και τα αισθήµατα του
συγγραφέα, παρά περιέγραφε εξωτερικά περιστατικά. Ηταν
ένα πρωτότυπο έργο, όπου εκφράζονταν µοναδικές σκέψεις
για την αντίληψη, το νόηµα και το χρόνο. Γι’αυτό ο Στερν
θεωρείται πρόδροµος του µοντέρνου αφηγήµατος και του
ρεύµατος της συνείδησης ( stream of consciousness).
Εκεί, ο αφηγητής παραπονιόταν τάχα, γιατί, µολονότι είχε
ήδη γράψει τέσσερις τόµους, ωστόσο η αφήγηση βρισκόταν
µόλις στη µέρα της γέννησής του. Παράλληλα είχε και
άλλες ανησυχίες εξαιτίας του έργου, που θέλησε να
ολοκληρώσει: Νοιαζόταν για τις συνέπειες που θα είχε η
ανάγνωση στον αναγνώστη του και στο εµπόριο χαρτιού και
φτερών χήνας. Αναµειγνύοντας τις γνώµες και τα γεγονότα
της ηµέρας µε την αφηγούµενη περασµένη του ζωή, ο
αφηγητής στο 13ο κεφάλαιο του 4ου βιβλίο του Ζωή και
ιδέες του Tristram Sandy, αριστοκράτη, δεν έχει
αφηγηθεί παρά τη µέρα της γέννησής του :
“Εξάλλου, καθώς ζω τριακόσιες εξήντα τέσσερις φορές πιο
γρήγορα απότι γράφω, έπεται ότι θα είναι δυσάρεστο στην
Εξοχότητά σας το γεγονός ότι όσο περισσότερο γράφω, τόσο
περισσότερα θα έχω να γράφω και όλο και πιο πολλά θα
έχει να διαβάζει η Εξοχότητά σας.”
Ανησυχεί λοιπόν για την καθυστέρηση στην εργασία του και
για τις συνέπειες που θάχει αυτό πάνω στον αναγνώστη
του, στον ίδιο, στο εµπόριο του χαρτιού και των φτερών
χήνας.Ο συγγραφέας κάνοντας να αντιπαρατεθούν ο χρόνος
της γραφής και ο χρόνος της ανάγνωσης προκαλεί τον
ίλιγγο και αναδεικνύει τον απατηλό χαρακτήρα της
λογοτεχνίας µέσα από µια ευφυή παρωδία της ίδιας της
λογοτεχνίας.
Πολλοί από τους νέους έλληνες συγγραφείς είτε άµεσα,
είτε έµµεσα, έδωσαν κάτι από τον ίλιγγο των
πρωτοποριακών εικονοκλαστών συγγραφέων άλλων εποχών. Και
ιδίως µέσα στην εποχή που µελετάµε το ρεύµα συνείδησης
είχε ερεθίσει την ανήσυχη ελληνική σκέψη.

ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΣΗ ΣΚΕΨΕΩΝ ΣΤΗ


ΝΑΝΑ ΗΣΑΪΑ

Στο ακόλουθο απόσπασµα από το βιβλίο Η τακτική του


πάθους, οι παραθέσεις του χρόνου, του χώρου και των
προσώπων είναι πολύ σπάνιες και όλα τακτοποιούνται στην
προσωπική κλίµακα ενός σχετικού χρόνου, ο οποίος ενώνει
µεταξύ τους τις σκέψεις της αφηγήτριας, αναπολώντας τις
καταστάσεις της ψυχής της, πριν και µετά από µια ερωτική
σχέση.
Το θέµα του κειµένου αναφέρεται στις καταστάσεις της
συνείδησης της αφηγήτριας, που προηγούνται και έπονται
µιας ερωτικής σχέσης ανάµεσα στην αφηγήτρια και έναν
έλληνα ποιητή, που διήρκησε τρεις µήνες και έλαβε χώρα

148
το 1979, όταν η αφηγήτρια ήταν σαράντα πέντε χρονών.321
Αυτό που ενδιαφέρει την αφηγήτρια είναι το απόλυτο
µέλλον, η ένωσή της µε το ένα, του οποίου το διήγηµα
είναι η σιωπή. Εποµένως, η Ησαϊα αποµακρύνεται από την
αλυσίδα της χρονικής αιτιότητας. Από την αρχή του
κειµένου της, η αφηγήτρια ξεκινά την εσωτερική της
διαδροµή, 322 ενώ αναρωτιέται γιατί, τη στιγµή της πρώτης
της συνάντησης µε τον άντρα που έγινε εραστής της, αν
και αισθάνθηκε µια ειρωνική αντίδραση εκ µέρους του,
δέχεται να τα φτιάξει µαζί του.
Από τη δεύτερη σειρά του “ διηγήµατος ”, η αφηγήτρια
αντιλαµβάνεται ότι το κεντρικό της πρόβληµα δεν ήταν η
απάντησή της στον τρόπο µε τον οποίο ο εραστής της της
πρότεινε να της κάνει έρωτα, αλλά η θέλησή της να
περιγράψει σε βάθος την προσωπικότητά του.323
Αντιλαµβάνεται εποµένως ότι ένας άξονας τέµνει το
φανταστικό της χώρο σε δύο πόλους ξεκάθαρα
προσδιορισµένους: από τη µια πλευρά, υπάρχει ο βαθύς
εαυτός της, που ταυτίζεται µε το φως,324 την κατάσταση
του δηµιουργού, και, από την άλλη πλευρά, υπάρχει η
επιφάνεια της ύπαρξής της, που εκλαµβάνεται ως η φιγούρα
του σκοταδιού.
Εδώ ο χρόνος περικλείνει από τα τώρα το µέλλον και το
παρελθόν του ηρωα. Μάλιστα το µέλλον του ήρωα σε πολλά
κείµενα παραπέµπει σ’ένα βολονταρισµό του τύπου του
µάγου-αλχηµιστή, γιατί η αλλαγή της φύσης του “πολύτιµου
αντικειµένου” πραγµατοποιείται στο φαντασιακό επίπεδο.
Οι πιθανότητες του µέλλοντος για έναν αριθµό συγγραφέων
είναι αναρίθµητες, γιατί το ιδανικό είναι η ολότητα της
ψυχής: τέτοια είναι η περίπτωση της Γερωνυµάκη.
Πρόκειται για µια συναισθηµατική στάση, γιατί έναντια
στο σήµερα, αντιπαρατάσσουν την απελπισία τους, την
κατάθλιψη και το µίσος τους. Αντίθετα, εάν ο συγγραφέας
είχε παρουσιάσει τον ήρωά του σ’ένα κοινωνικό
περιβάλλον, θα έπρεπε να θέσει την πολιτική
προβληµατική, στοιχείο αδιαχώριστο από την κοινωνική
πραγµατικότητα.

4.10 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΑ ΜΟΝΤΕΡΝΑ


ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Όσον αφορά στο πολιτικό νόηµα αυτής της έννοιας της


ασυνέχειας του χρόνου, την ερµηνεύουµε εξίσου σε σχέση
µε την ενότητα ενός λογοτεχνικού έργου: δεν πρόκειται
για µια απλή ρήξη της παράδοσης, µια αίσθηση της
καινοτοµίας ή ένας ίλιγγος γιαυτά που περνάνε. Αντίθετα,

321
Στο ίδιο, σελ. 9,
322
Βλ. MAISTRE.
323
Στο ίδιο, σελ. 16-21.
324
Στο ίδιο, σελ. 7.

149
πρέπει να την εξηγήσουµε σε σχέση µε τη δυσλειτουργία
της ελληνικής κοινωνίας.
Παρατηρήσαµε ότι στην πλειοψηφία των κειµένων που
µελετήσαµε, δεν υπάρχει συνεχής χρόνος, ο οποίος
προηγείται των πράξεων των φανταστικών χαρακτήρων, γιατί
είναι πότε το εφήµερο, πότε το ασυνεχές που τονίζεται.
Έτσι, δεν υπάρχει ένα πριν που θα µπορούσε ν’αλλάξει την
ιστορία τους, γιατί είναι ακριβώς η ιστορία που
απουσιάζει. Αυτό το δοµικό χαρακτηριστικό των έργων που
εξετάζουµε, αντιστοιχεί στην αµεσότητα που χαρακτηρίζει
τη ζωή της µάζας των ανέργων.
Η περιθωριοποίηση ως θέµα σ’αυτά τα κείµενα είναι µόνο η
αφορµή ή µεταφράσεις των συναισθηµάτων των συγγραφέων
και της τάξης τους, γιατί αν επρόκειτο για µια περιγραφή
των ηθών των περιθωριακών, θα είχαµε έναν απλό
νατουραλισµό. Είναι αυτή η απόχρωση των σηµείων στα
κείµενα, η οποία µας οδηγεί στο να τα θεωρούµε ως
σύµβολα και όχι ως νατουραλιστικές περιγραφές.
Εντούτοις, πρέπει να διακρίνουµε την πολιτική και
αισθητική χρήση του χρόνου στα κείµενα απ’αυτή που
συναντάµε σε ορισµένους συντηρητικούς, των οποίων η
φιλοσοφία κρατούσε ένα πολύ σηµαντικό ρόλο κατά τη
διάρκεια της δικτατορίας: στην Ελλάδα, από την
παλινόρθωση της δηµοκρατίας, υπήρχαν ορισµένοι άνθρωποι
των γραµµάτων, οι οποίοι ασπαζόµενοι τον υπαρξισµό,
προσέγγιζαν το χρόνο µε τρόπο που θυµίζει τους
συγγραφείς της αµφισβήτησης: αυτή είναι η περίπτωση του
Μαλεβίτση και του Μουτσόπουλου. Ο πρώτος, εκδότης του
περιοδικού Ευθύνη, έλεγε: “ Η σύγχρονη κοινωνία είναι
υποχρεωµένη να βλέπει το χρόνο ως έναν εξωτερικό
ορίζοντα, γιατί εξαρτάται από την αναγκαιότητα της
προόδου. Στο παιχνίδι που διεξάγεται, αυτοί που χάνουν
είναι ξεπερασµένοι, γιατί ο εξωτερικός χρόνος είναι
άπειρος και ο άνθρωπος σταµάτησε να είναι ο ίδιος
χρόνος. Αυτό σηµαίνει ότι όλα τα άλλα νοήµατα της ζωής,
εκτός από το νόηµα που επιβάλλεται από την κατανάλωση,
αποκλείονται. Αντίθετα, ο άνθρωπος, έχοντας ανάγκη από
ένα πνευµατικό χρόνο που να περιέχει το παρελθόν, το
παρόν και το µέλλον για να προσδώσει ένα νόηµα στο
παρελθόν του, πρέπει να ζει στο περιθώριο της κοινωνίας.
Μόνο µια τέτοια επιθυµητή περιθωριοποίηση θα µπορούσε να
οδηγήσει στην αυτοτελειοποίηση.”325 Από την πλευρά του,
ο Μουτσόπουλος,326καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήµιο
Αθηνών, ενισχύει επίσης στα µαθήµατά του µια βαθιά
ροµαντική ιδέα πάνω στο νόηµα του χρόνου. 327

325
Βλ. ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ, 1976, σελ. 624-626.

326
Βλ. GABAUDE, 1988, σελ. 84-86. Ο Ευάγγελος Μουτσόπουλος, πανεπιστηµιακός, µέλος της
Ακαδηµίας Αθηνών, επεξεργάστηκε µια θεωρία στηριγµένη στη σύλληψη του καιρού. Πρόκειται για
µια φιλοσοφία του χρόνου, στην οποία συνδυάζει πρωτότυπα το Χάιντεγγερ µε το µπερξονικό πνεύµα.

327
Βλ. GABAUDE, 1988, σελ. 84-86. “Ο Μουτσόπουλος µας προσκαλούσε να σκεφθούµε µε
αφετηρία το επίγραµµα του ποιητή Ποσείδιππου, που δοξολογούσε το άγαλµα του Καιρού, που
φιλοτέχνησε ο Λύσιππος (Ελληνική Ανθολογία, XVI, 275), από τη µια πλευρά το στατικό χρόνο,

150
Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΩΣ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ
ΕΛΕΓΧΟΥ

Στην έννοια του “κοινού στρεβλού καθηµερινού λόγου”,


υπονοούµε τους κανόνες του ελληνικού πολιτιστικού
συστήµατος, όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί στην καθηµερινή
ζωή εξαιτίας των ιδεολογικών παρεµβάσεων.
Οι λέξεις παρουσιάζονται στο περιβάλλον ως διάµεσος
µεταξύ του µέοου ανθρώπου και των “οικουµενικών
εννοιών”.328 Είναι ακριβώς αυτή η µάζα σηµείων, που
γνωρίζουµε αρχικά και αυτό γίνεται µε την ενόραση, γιατί
η πρώτη επαφή µε τη γνώση έχει ως αντικείµενο όχι τα
συγκεκριµένα πράγµατα, αλλά τα είδη τους, τα οποία
εκπέµπονται από την κοινή γλώσσα, µε αφετηρία την οποία
η γνώση του καθενός αποκτιέται σιγά-σιγά, ή δεν
αποκτιέται καθόλου. Είναι προφανές ότι αυτός που
κατοικεί στο σύµπαν του “κοινού καθηµερινού λόγου”,
εφόσον υφίσταται την επήρεια χιλιάδων πραγµάτων που
ερεθίζουν το πνεύµα του, έχει συγκεχυµένα συναισθήµατα
για όλες τις ιδιότητες των πραγµάτων, τα χρώµατα, τα
σχήµατα, τις κινήσεις και το χρόνο. Αυτό το ασαφές
σύνολο νοηµάτων το αποδίδει εύστοχα η παρατήρηση του
Bergson :
“Το σηµείο αφετηρίας µας δεν είναι ούτε το ειδικό, ούτε
το γενικό, αλλά υβριδικά, ενδιάµεσα αισθήµατα, που είναι
ασπρόµαυρα. Αυτά τα αισθήµατα, από τα οποία υφαίνεται η
καθηµερινή ζωή και γλώσσα, είναι αισθήµατα συγκεχυµένα,
γιατί ξεκινούν απ’αυτή την οµοιότητα, για να γεννήσουν
στη συνέχεια και το ένα και το άλλο, το µερικό και το
γενικό. Είναι ακριβώς αυτό που συµβαίνει, οσάκις
αναφερόµαστε σε κάποιο ζώο. Γιατί πράγµατι, δεν βλέπουµε
το σκύλο, ή τη γάτα ως άτοµα, αλλά ως είδη”. 329
Πιο συγκεκριµένα, αυτό που κάνει τη διαφορά στον “κοινό
καθηµερινό λόγο” της Ελλάδας εξαρτάται από µια ορισµένη
σύγχυση, η οποία οφείλεται στις ιστορικές συνθήκες.
Ιστορικές διαµάχες προκαλούν συχνά πάθη: για παράδειγµα,
στην αρχή της δεκαετίας του ’80, παρατηρούµε µια έκρηξη
µεγάλων συζητήσεων σχετικά µε τη γλώσσα και κυρίως µε τη
διακοπή της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών σ’όλες τις
τάξεις της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης, σχετικά µε την
αντίθεση µεταξύ της εκκλησίας και του λαϊκισµού, σχετικά
µε τις εκτεταµένες αλλαγές, τις οποίες το Σοσιαλιστικό
Κόµµα είχε υποσχεθεί στο σύνολο της δηµόσιας ζωής,
σχετικά µε την ανεξαρτητοποίηση του γάµου από την
κηδεµονία της εκκλησίας330 και σχετικά µε τη διαφορά
ανάµεσα στην παραδοσιακή αριστερά και τη σύγχρονη

αντικειµενικό και τρισδιάστατο. Και από την άλλη, το καιρό ή το χρόνο της διακύβευσης, της
αµφιβολίας, του ανεπανάληπτου, δηλαδή το χρόνο της δυναµικής χρονικοποίησης, υποκειµενικής και
παραπλανητικής.”

328
Βλ. SIWEK, 1937, σελ. 121-123.
329
Βλ. ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ, 1956, σελ. 39.
330
Βλ. ΧΡΙΣΤΟ∆ΟΥΛΟΣ, Μητροπολίτης, 1995, “Η δυτικόφρων διανόηση”, ΤO BHMA, 20/8/1995.

151
αριστερά. Ηταν επόµενο µια τέτοια εµπειρία δυσπιστίας να
χαρακτηρίζει τον ελληνικό “κοινό καθηµερινό λόγο” από το
1970 ως το 1990.
Μπορούµε να παρατηρήσουµε ότι το νόηµα, που βγαίνει από
τις γλωσσικές πρακτικές της καθηµερινής ζωής, τείνει να
υποβαθµιστεί σε µια πρακτική διαδραστική µεταξύ των
µελών της κοινωνίας, γιατί στην Ελλάδα, από τη δεκαετία
του ’70, η κουλτούρα γίνεται σιγά σιγά ταυτόσηµη σ’όλα
τα πολιτιστικά φαινόµενα: Τηλεόραση, Ραδιόφωνο, Τύπος.
Ακόµα και οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις των
αντιπολιτευόµενων καταλήγουν να ενσωµατωθούν στη µαζική
κουλτούρα. Όλα εµφανίζονται ως απόδειξη µιας κίβδηλης
ταυτότητας µεταξύ του όλου και του µέρους. Ένα µεγάλο
µέρος των συµβολικών αγαθών γίνονται αξίες συναλλαγής
και η ζωή γίνεται ένα µέσο για την κυκλοφορία
εµπορευµάτων, γιατί η κουλτούρα των µαζών µεταµορφώνει
τις αξίες σε πολιτιστικά εµπορεύµατα.
Μέσα στη λογοτεχνία που µελετάµε, είναι όλα αυτά τα
κοινωνικά συµπτώµατα και ο ρόλος των ενδιάµεσων ανάµεσα
στον αφηγητή και το κράτος που καταστρέφουν την αληθινή
επικοινωνία.
Ο αφηγηµατικός ήρωας των αφηγηµατικών έργων αισθάνεται
παγιδευµένος στις ενώσεις, οι οποίες παίζουν το ρόλο του
µεσάζοντα µεταξύ του ατόµου και της ολικής κοινωνίας.331
Ελαύνεται από µια αγανάκτηση προς αυτούς που
αντιπροσωπεύουν οµάδες ενδιάµεσες ανάµεσα στους σκοπούς
των επαγγελµατικών, συνδικαλιστικών ή πολιτικών
οργανισµών, και έτσι αυτές οι ενώσεις γίνονται ένα είδος
ανοµίας, γιατί ωθούν το άτοµο στην αποµόνωση. Σ’αυτές
τις περιπτώσεις, οι οµάδες κρύβουν µια πολιτιστική
διάκριση. 332
Αλλά, αυτό το γεγονός υπογραµµίζει την ανεπάρκεια
ακριβώς των οργανισµών και των ενώσεων, που θα µπορούσαν
να εξασφαλίσουν µια επαφή µεταξύ της κοινωνικής κορυφής
και της κοινωνικής βάσης, επειδή το προσωπικό συµφέρον
σιγά-σιγά παραµερίζει το ενδιαφέρον για τον άλλο. Το
άτοµο της βάσης θα µπορούσε να αισθάνεται ενταγµένο στην
κοινωνία, αν τα ενδιάµεσα στελέχη ενσάρκωναν κάποιες
αξίες. Και γενικά, το πρόβληµα στην Ελλάδα είναι, αν η
προσωπικότητα εκείνων, που στην κοινωνία λειτουργούν
σαν οργανωτές στις διάφορες κοινωνικές ενώσεις,
διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα, για να εκπληρώσουν το
ρόλο του, κυρίως αποφεύγοντας να καταντήσει η οµάδα µια
κλίκα, µια συντεχνία ή µια γραφειοκρατία σε µικρογραφία.
Σύµφωνα µε το ελληνικό πολιτιστικό σύστηµα, η ίδια η
λαϊκή αφήγηση επικεντρώνεται στο χλευασµό του συστήµατος
των αντίπαλων αξιών. Και µάλιστα η διαδικασία αυτού του
χλευασµού τροποποιεί συγχρόνως την πραγµατικότητα που
ευνοείται και την πραγµατικότητα που κατακρίνεται από
τον αφηγητή. Σύµφωνα µε τις παρατηρήσεις του καθηγητή
Γρηγόρη Γκιζέλη: α) Ο Έλληνας αγωνίζεται για να
κερδίζει, και όχι για να δηµιουργεί. β) Προτιµά τη
331
Βλ. DUMAZEDIER, 1966, σελ.283.
332
Βλ. ΦΙΛΙΑΣ, 1986, σελ. 181.

152
ρητορική στη θέση της διαλεκτικής, µε την έννοια ότι του
αρέσει να βρίσκει αντιθέσεις σ’ένα διαρκές παιχνίδι. γ)
Έχει τη συνήθεια να συγκρίνει την κατάστασή του µε
εκείνη όλων των άλλων. Ετσι, το ελληνικό πολιτιστικό
σύστηµα φαίνεται να αναπαράγει το ίδιο τη σύγκρουση,
γιατί ο καθένας εκτιµά ότι έχει το δικαίωµα να
κατακρίνει οποιαδήποτε επιτυχία, η οποία κατορθώνεται
από ένα άλλο µέλος της κοινωνικής οµάδας.333
Σ’όλες τις περιπτώσεις που µελετήσαµε, ο εαυτός του
πρωταγωνιστή αναδύεται µέσω της άρνησής του ν’αποδεχτεί
τις αξίες που προέρχονται από τον κοινωνικό του περίγυρο
µε το µηχανισµό της γλώσσας. Στις περιπτώσεις των
Βαγενά, Γερωνυµάκη, Χατζιδάκη, Σαραντόπουλου, Ησαϊα και
Γκιµοσούλη, ο αφηγητής εισέρχεται σε µια διαδραστική
στάση, που οδηγεί µακριά από τους ορισµούς της οµάδας.
Οπως το έχουµε ήδη δείξει η οπτική της αµφισβήτησής τους
δεν έχει απάντηση ως προς το ερώτηµα του τι είναι οι
αξίες, αλλά εκτιµά τους ορισµούς, που δίνουν οι άνθρωποι
στις αξίες, ασκώντας τους κριτική.
∆εδοµένου του ότι κάτω από τις ιδιάζουσες συνθήκες της
Ελλάδας, δεν ήταν στην εξουσία των αρχουσών τάξεων ν’
αρνηθούν ή να καταργήσουν τους ανταγωνισµούς, το κίνηµα
κατευθύνθηκε από το ΠΑΣΟΚ και έκανε τους ανταγωνισµούς
το σηµείο ένωσης της πολιτικής του.
Σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο, ο ανοργάνωτος διανοούµενος
ή ο αγανακτισµένος δρα στο περιθώριο των κοµµάτων της
αριστεράς ή της δεξιάς. Επιπλέον, από τη νίκη του ΠΑΣΟΚ
το 1981, το κυβερνητικό ενδιαφέρον για την κουλτούρα των
µαζών απαιτεί µια ακόµα σηµαντικότερη περιθωριοποίηση
στους διανοούµενους. Αυτό το γεγονός επιβεβαιώνεται
ακόµα και από τα ίδια τα στελέχη του κυρίαρχου κόµµατος
στην Ελλάδα, από το 1981. Τέτοια είναι η περίπτωση του
Μενέλαου Γκίβαλου,334 πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ. Η
µαρτυρία του λοιπόν προέρχεται από τα ενδότερα της
αριστεράς και της κυβέρνησης:
“Η υποβάθµιση των αξιών είναι µια πραγµατικότητα.
Οφείλεται στο γεγονός, ότι στη σύγχρονη Ελλάδα
εφαρµόζεται το µοντέλο του Max Weber, σύµφωνα µε το
οποίο υπάρχουν πολλά κέντρα λήψεως αποφάσεων, τα οποία
ονοµάζονται υποσυστήµατα. Η επιρροή αυτού του µοντέλου
διοίκησης συνίσταται στον τεµαχισµό της κοινωνίας, η
οποία παύει ν’αποτελεί ένα όλο. Το µόνο πράγµα που
πραγµατοποιείται απ’όλες αυτές τις οµάδες πίεσης είναι η
λειτουργία και η εµµονή στις ίδιες τις διαδικασίες.
Συνεπάγεται µια ασυµφωνία σε κάθε βήµα, εφόσον όλες
αυτές οι οµάδες δε συµφωνούν σε τίποτα.”
Ας δούµε τώρα αυτό τον χαρακτήρα των ενώσεων στην
Ελλάδα, στο διήγηµα του Γκιµοσούλη. Πρόκειται ακριβώς
γι’αυτή την ασυµφωνία που δεν οδηγεί πουθενά:
Ο Κούλης είναι ένας τύπος της γειτονιάς.
333
Βλ. ΓΚΙΖΕΛΗΣ, 1971, σελ. 76-92.

334
Βλ. ΓΚΙΒΑΛΟΣ M., 1988, “Πολυκεντρισµός και πλουραρισµός”,
Αθήνα, Ta Nea 6.8.1988.

153
‘-Πώς µε βλέπεις;’ ρωτάει τον Παϊρη. ‘Κοίταξέ µε! Μοιάζω
για ηλίθιος; Έχω ήδη καταπιεί ένα χάπι. Αν δεν το πάρω,
τότε κοιτάζω τους ανθρώπους µε διαφορετική οπτική. Μού
φαίνονται σα γέροι εξακοσίων χρονών, απαίσιοι και
άσχηµοι, ιδιαίτερα οι γέροι.
-‘ Μού φαίνεσαι µια χαρά ’, λέει ο Παϊρης χωρίς
ενδιαφέρον. -‘ Μη σκέφτεσαι πολύ ’, λέει ο ανόητος µ’ένα
συνοµωτικό ύφος. ‘ Αυτό µού συνέβη και µένα, γιατί
σκεφτόµουν υπερβολικά, όπως λέει ο γιατρός. ’ ‘Ηταν το
βλέµµα των άλλων που επαγρυπνούσε πάνω στον Κούλη, ο
οποίος πρισπαθούσε να τους ξεφύγει. Το βλέµµα των άλλων
ήταν Σα µια φωτογραφική µηχανή. Επαγρυπνούσε επίσης πάνω
στον Παϊρη, και τον ακολουθούσε παντού, από τότε που
σκότωσε το Σερίφη, σπάζοντάς του το κεφάλι. ”335
Ακριβώς όπως οι συγγραφείς της αµφισβήτησης, και άλλοι
παράγοντες επίσης της πνευµατικής ζωής στην Ελλάδα
κατακρίνουν τους τρόπους, µε τους οποίους οι Έλληνες
βλέπουν τις κοινωνικές αξίες. Για παράδειγµα, αναφέρουµε
το σχόλιο του Μάνου Χατζιδάκη, του διάσηµου συνθέτη, για
τους φοιτητές, οι οποίοι το 1984 είχαν καταλάβει τους
εσωτερικούς χώρους της Χηµικής Σχολής στο κέντρο της
Αθήνας. Ας προσθέσουµε ότι ο Χατζιδάκης εξέδιδε εκείνο
το διάστηµα ένα λογοτεχνικό περιοδικό, για να ασκεί
κριτική τις κυρίαρχες πολιτικές και πολιτιστικές
πρακτικές της εποχής.
“Εµείς οι Έλληνες, αγωνιστήκαµε ενάντια σε τρείς
δικτατορίες και εντούτοις, από τον Πόλεµο, έχουµε
κατασκευάσει άλλες τριάντα τρεις... Γιατί οι αστυνοµικοί
σπάζουν στο ξύλο, στ’ όνοµα της Πατρίδας, της Θρησκείας
και της Οικογένειας, µερικές εκατοντάδες παιδιά, τα
οποία διαµαρτύρονται γύρω από το κτίριο της Χηµικής
Σχολής. Έτσι, αυτές οι ιερές έννοιες δυσφηµίζονται.” 336
Πώς αντιδρούν οι συγγραφείς της αµφισβήτησης σ’αυτή την
κατάσταση; Απέναντι στις οµάδες γνωριµιών, οι οποίες
ορίζουν το συνεχές της ζωής ως ένα “παιχνίδι τέλειας
πληροφορίας”, οι φανταστικοί χαρακτήρες αποκλείνουν. Η
Μάρω ∆ούκα εκφράζει σαφώς αυτή την ιδέα, ότι δηλαδή η
ζωή δεν επιδέχεται µια και µοναδική ερµηνεία.
“Γιατί έχουν απόλυτο δίκιο, τα διάφορα κλασσικά. Η ζωή
ακολουθεί την πορεία της. Ακόµα και αν µού είναι αδύνατο
να βρω κάποιο νόηµα σ’αυτή, να πω, ότι η ζωή είναι αυτό
ή εκείνο, και αυτό και εκείνο ταυτοχρόνως, ή ακόµα ούτε
εκείνο, ούτε το άλλο-ό,τι και αν είναι, δε σταµατά. Ο
Απόστολος ονοµάστηκε παρουσιαστής των πληροφοριών. Ο
Γιώργος παντρεύεται την Ξένια, µε παράνυµφο την Κατερίνα
και για µάρτυρα, τη Νάνσυ. Ένα σκοτάδι απαλό, βελούδινο,
που συναρπάζει και αποκοιµίζει-όλο τον κόσµο, εντούτοις,
αγωνίζεται και παλεύει στους κόλπους αυτού του
σκοταδιού. Συνενοούµαστε τώρα καλά µε τους απατεώνες, οι
οποίοι δεν είναι εξάλλου ακριβώς απατεώνες, βεβαίως, και

335
Στο ίδιο, σελ. 118-119.
336
Βλ. ΧΑΤΖΗ∆ΑΚΗΣ Μάνος, 1985, “ Μια µωβ σκιά του Μάη” , Αθήνα, ΤΕΤΡΑ∆ΙΟ, τεύχος 2,
Ιούνης 1985, σελ. 3.

154
είναι αυτό ακριβώς που το καθιστά λυπηρό: να τους ακούµε
ξανά πάντα τους ίδιους.”337
Είναι προφανές ότι η προβληµατική αυτού του κειµένου
στηρίζεται στην αναζήτηση ενός νοήµατος της ζωής. Η
αφηγήτρια γνωρίζει ότι πρέπει ν’αγωνισθεί ενάντια σε
απατεώνες για ν’αναζητήσει αυτό το νόηµα. Και ο
αναγνώστης θα καταλάβει ότι δεν πρόκειται εδώ για µια
αναδίπλωση στον εαυτό, όπως συνέβαινε µε τους ντεκαντάν,
γιατί το έργο της αποτελεί τη συνέχεια του κοινωνικού
της αγώνα σ’ένα άλλο επίπεδο. Σε πολλά από τα µοντέρνα
µυθιστορήµατα, η αντίθεση στον κοινωνικό έλεγχο παίρνει
τη µορφή της άρνηση του αφηγητή ή του ήρωα να συµπλεύσει
µε την αντιποιητική περιρρέουσα ατµόσφαιρα της σύγχρονης
κοινωνίας. Παραπέµπουµε για παράδειγµα στη Χατζιδάκη,338
η οποία στη συνέντευξη που αναφέραµε πιο πάνω,
υποστηρίζει ότι το να γράφει κανείς είναι µια αντίδραση
στην αθλιότητα της καθηµερινής ζωής µιας ελληνιδας
γυναίκας. Ξαναβρίσκουµε µέσα στο έργο της Νανάς Ησαϊα τη
σπουδαιότητα που αποδίδει στην ποίηση σαν τρόπο ζωής, σα
µια µορφή του είναι.339 Αλλοτε η αντίθεση στον κοινωνικό
έλεγχο εµπνέεται από φεµινιστικό πνεύµα. Για παράδειγµα
στην Αρχαία σκουριά επισηµαίνουµε την άρνηση της
αφηγήτριας να τη χαρακτηρίζουν οι άλλοι. Κατά την
διάρκεια ενός ραντεβού µε τον Γιώργο η Μυρσίνη
προσποιείται την αδιάφορη, επειδή δε δέχεται να είναι το
γυναικάκι που οι άλλοι το κάνουν ότι θέλουν και το
εγκαταλείπουν όποτε θέλουν. Κριτικάρει επίσης τις
σηµασίες κατά προσέγγιση που ο φίλος της δίνει στις
λέξεις της καθηµερινής ζωής.
“Λίγες µέρες µετά από κείνο το Πάσχα ο Γιώργος µέ πήρε
στο τηλέφωνο καί µού έκλεισε συνάντηση κάπου στην
Πατησίων. ..Θά µείνουµε καλοί φίλοι. Επέµενε να του το
ύποσχεΘώ, σάν νά 'Θελε νά µοϋ το έπιβάλει. ..”
Στο παρακάτω απόσπασµα της Αρχαίας Σκουριάς η Μυρσίνη
αισθάνεται ότι την έχουν απορρίψει, επειδή το περιβάλλον
όπου προσπαθεί να ενταχθεί την απορρίπτει.
“Με µένα δεν ξέρω που στράβωνε κι είχα τόσες δυσκολίες.
Απ' τη µια µε απωθούσα το περιβάλλον που µ' ανάθρεψε,
απ' την άλλη µ' απωΘουσε ο χώρος, όπου προσπαθούσα να
ενταχτώ. Kι αναρωτιόµουν, γιατί διαρκώς να δυσκολεύω τη
θέση µου ..Γιατί νά κλείνουν οι δρόµοι πίσω µου, αλλά
και η φυγή προς τα µπρος να χαντακώνεται στα τόσα
αδιέξοδα.”340
Στο ίδιο κείµενο επανέρχονται µε µεγάλη συχνότητα όροι,
που σηµαίνουν άρνηση του ρόλου που οι άλλοι περιµένουν
από µας.
“Εγώ, για να 'µαι ειλικρινής, καρφί δε µου καιγόταν µε
τη διάσπαση. Μου ήταν κι οι µεν και oι δε αδιάφοροc,
τους είχα βάλει στο ίδιο σακί και το 'χα ρίξει στην
παλαβή. Με λέγαν τροτσκίστρια αλλά δεν ήµουν. Ούτε ήξερα
337
Βλ. ∆ΟΎΚΑ, 1993, σελ. 288.
338
Βλ.ΧΑΤΖΙ∆ΑΚΗ, 1983, Συνέντευξη στο ∆ΙΑΒΑΖΩ, 18-5-83
339
Βλ. ΗΣΑΙΑ, 1981, σελ. 17.
340
Στο ίδιο, σελ. 248

155
τι ήµουν-διάβαζα για τ' απελευθερωτικά κινήµατα, τον
'Αντάρτη στά βουνά της Ρούµελης, και µου αρκούσε το
κίτρινο πουκάµισο του Μαγιακόβσκι. Μ' εiχε ενθουσιάσει
ένα βcβλιαράκι για τους τουπαµάρος, µεταφρασµένο απ' τον
Βασίλη Βασιλικό.. Η Ουρανία είχε άλλάξει πολύ από τότε
που σφυρίζαµε Θεοδωράκη και πηγαίναµε φροντιστήριο. Κάθε
φορά έρχοταν αλλιώτικη, πότε µε την ποίηση, πότε µε την
ψυχολογία, πέρσι άκοµα µε ρωτούσε τη γνώµη µου για τον
Ρίλκε, εγώ δεν ήξερα, κι εiχε γίνει έξω φρενών µαζτ
µου. Απίστευτο να µην έχω ακούσει ποτέ το όνοµα
Ρίλκε.”341
Σε ένα άλλο απόσπασµα το πνεύµα της αφηγήτριας
ενοχλείται πάλι από τις ετικέττες που κολλάνε στον
καθένα οι άλλοι µέσα στις παρέες. “Μέ ποιούς είµαι; το
πρώτο πού µ' είχε ρωτήσει ο 'Ανέστης.”342 Στα µάτια της
αφηγήτριας ο Γιώργος, ο αρραβωνιαστικός της, µολονότι
ήταν µέλος του ΚΚΕ, συµπεριφέρεται σαν ένας µέσος
άνθρωπος, που ζητάει πάντα να καταστρέψει αυτό που ήταν
ουσιαστικό στην προσωπικότητα της φίλης του. “Και µου
'λεγε µία φορά ή µητριά µου, ή Λουκία, πόσες υποχωρήσεις
κι αµοιβαίες παραχωρήσεις απαιτούνται, όσο να τα
ταιριάξουν και να συχνωτιστούν δυο άνθρωποι. Μου τα
'λεγε και κουνούσε µοιρολατρικά το κεφάλι της. Αλλά εγώ
δεν µπορούσα να γίνω άλλη απ’ τον εαυτό µου. ∆εν
µπορούσα να νιώθω διαρκώς ότι ο Γιώργος µε χαλάει. Μου
φάνηκε κάπως σαν να 'κανε νεύµατα στην ώριµη κυρία
απέναντι µας. Όµως εγώ ανάσαινα κανονικά. Και το γελούσα
µέσα µου. Μ' αντιλήφτηκε και µαζεύτηκε. Πήρε το χέρι µου
και το χάιδευε.”343
Ας πάρουµε ένα άλλο παράδειγµα που θέτει το ίδιο
πρόβληµα ιδωµένο µε τα µάτια της Νανάς Ησαϊα. Αυτή η
ενότητα του κειµένου της Ησαϊα αφιερώνεται στην πρώτη
της συνάντηση µε τον ∆ηµήτρη, που είναι ταυτόχρονα
ποιητής και επιχειρηµατίας και µοιράζει τον χρόνο του
ανάµεσα στην οικογένεια του, τις δουλειές του και την
ποίηση. Αυτό το µοίρασµα είναι ακατανόητο για την
αφηγήτρια.
“ Όµως και πάλι ποιος ήταν αυτός που ηθεληµένα αγνόησε
κάθε άλλη µου διάσταση εκτός από τη γυναικεία, στην
αρχή, για να ειρωνευτεί λίγο µετά από µία από τις πολλές
εκδηλώσεις κάποιας άλλης υπόστασης, που δεν ήταν
δυνατόν παρά να του διαφεύγει; Γιατί όπως ίσως ως τώρα
δεν άφησα να φανεί, τα θέµατα αυτά και η συζήτησή τους
δεν ήταν µόνο ένας τρόπος να έλθω σε σύγκρουση µε τους
πολλούς άλλους, τους περισσότερους, που ξέρω ότι
κοιµούνται ύπνο βαθύ σ΄ αυτόν τον τόπο.”344
Ετσι η αφηγήτρια κάνει υπαινιγµό για το µεγαλύτερο µέρος
των ελλήνων λογοτεχνών, οι οποίοι κατά την γνώµη της δεν
είναι άξιοι για το λειτούργηµα που επιτελούν. Επιπλέον,
οι γνώµες της που αφορούν το µέσο Έλληνα είναι
341
Στο ίδιο, σελ. 125.
342
Στο ίδιο, σελ. 134.
343
Στο ίδιο, σελ. 225.
344
Βλ. ΗΣΑΙΑ, σελ. 27

156
αρνητικές. Η άρνηση ης να δεχτεί τον τρόπο, µε τον οποίο
οι άλλοι µας παρατηρούν, είναι εµφανής και στην
προτελευταία ενότητα του κειµένου της, όπου παραθέτει
τις αιτίες του χωρισµού της από τον εραστή της.345
Εκείνος ισχυρίζεται ότι δεν µπορεί να βγαίνει µαζί της
όλα τα βράδια, γιατί έχει πολλές ασχολίες, µια
οικογένεια να φροντίσει, την εργασία του και την
“ποίηση”. Του ζητήσε µέσα σε µια έκρηξη θυµού να τον
βλέπει µια φορά την εβδοµάδα και από την άρνηση του και
την γενικότερη συµπεριφορά του συνειδητοποιεί ξαφνικά
ότι είχε απέναντι της τόσο καιρό έναν ξένο. Της είπε ότι
δεν µπορούσε να συνεχίσει το δεσµό τους : “∆εν µπορώ πια
να εργαστώ, ούτε να γράψω”. Μετά την αναχώρηση του, η
αφηγήτρια άρχισε να κλαίει και το ‘ριξε στο ουίσκι. Τα
σαδοµαζοχιστικά της αισθήµατα ξεσπούν, παρά το ιδανικό
της να προσεγγίσει σ’ ένα καθαρό, αφηρηµένο και
υποστασιακό µηδέν.
Το πνεύµα αποκλεισµού του άλλου δεν ήταν αποκλειστικά
ενδολογοτεχνικό χαρακτηριστικό, αφού µέσα στα χρονικά
πλαίσια της περιόδου που µελετάµε οι αποκλεισµοί και οι
διαγραφές ήταν στην ηµερήσια διάταξη. Το γεγονός των
διαγραφών χιλιάδων διανοουµένων από τα κόµµατα της
αριστεράς επιβεβαιώνουν την υπόθεσή µας ότι το πνεύµα
της αµφισβήτησης προσδιορίζει τα λογοτεχνικά γούστα της
πρωτοπορίας και ότι οι διευθύνουσες οµάδες των πολιτικών
οργανώσεων της εποχής διαπνέονται από τη σπουδή να
επιδιώκουν την αποτελεσµατικότητα και την εκλογοθηρία,
αντί να ευνοούν την αργή και συνειδητή επεξεργασία των
πολιτικών τους θέσεων. Αυτές µας οι παρατηρήσεις πρέπει
να συνδεθούν µε τα όσα υποστηρίζουµε στο τρίτο κεφάλαιο
για το κοινό, τη στρεβλή καθηµερινή γλώσσα και τη
δυσλειτουργία της λογοτεχνίας µέσα στην ελληνική
κοινωνία.
Στον κοινωνικό έλεγχο συχνά αντιπαρατίθεται η πορεία του
αφηγητή ή του ήρωα προς την αυτοσυνείδηση. Ετσι, το
σύστηµα ελέγχου, που προϋποθέτουν και αποδέχονται όλα
τα πρόσωπα, που κατοικούν µέσα στο µυθιστόρηµα της Μάρως
∆ούκα, παρουσιάζεται από την αφηγήτρια σαν επιφανειακό
και καταπιεστικό. Αντίθετα, η αφηγήτρια επιχειρεί να
φτάσει στην αυτοσυνείδηση, για να δώσει ένα νόηµα στη
ζωή και από την στιγµή αυτή βρίσκεται σε αναζήτηση µιας
αληθινής επικοινωνίας µε την ενεργοποίηση τον συµβόλων,
ατοµικών ή συλλογικών.346
“Σκέφτηκα τον πατέρα µου - την προηγούµενη εiχε έρθει
και µ' έψαχνε, µ' εiχε κατασυγκινήσει όταν σε µια στιγµή
µε πήρε στην αγκαλιά του τραυλίζοντας τα µάτια µου δεν
είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το άλωνάκι, και µε
φίίλησε στα µαλλιά κι εγώ το καταλάβαινα µια για πάντα
πως θα τον αδικώ και θα τον κρίνω, αλλ' όµως αυτός
είναι o πατέρας µου, κι εγώ σ' εύχαριστώ, του ψιθύρισα,
που µ' έµαΘες να διαβάζω Σολωµό….ήµουν ύποχρεωµένη νά

345
Στο ίδιο, σελ. 45 - 51.
346
Βλ. ∆ΟΥΚΑ, σελ. 228.

157
χαµογελώ ήλίθια καί µέ τά χέρια ψηλά, κάτω άπ' τή µάταιη
ίδέα τής είκονας µου πού άγωνιζοµουν νά κρατήσω.” 347
Μπροστά στην απεικονιζόµενη από την Μάρω ∆ούκα κατάσταση
στην Ελλάδα, η αφηγήτρια αποµακρύνεται µε τρόπο επίπονο
από τους όρους του σοσιαλισµού όπως παρουσιάζονται µέσα
από τις τυχαίες συρραφές των συντρόφων, οι οποίοι στο
βάθος της φαίνονται ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά
πρόσωπα φυλακισµένα στην άρχουσα ιδεολογία, εθνικιστική,
παραδοσιακή και οικογενειοκρατική. Όλο το έργο είναι
δοµηµένο επάνω σ’ αυτήν την βαθµιαία ανάβαση της
αφηγήτριας προς την αυτοσυνείδηση.348

4.11.1 Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ


ΚΑΡ∆ΙΑ ΤΩΝ ΜΟΝΤΕΡΝΩΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΩΝ

Σ’ όλα τα κείµενα που εξετάσαµε, υπάρχει, κατά τρόπο


έµµεσο ή άµεσο, µια νοσταλγία για τις γεµάτες νόηµα
ανθρώπινες σχέσεις.
Για παράδειγµα, η αφηγήτρια της Τακτικής του πάθους,
χωρίζει από τον εραστή της, γιατί αντιπροσωπεύει τον
προσαρµοσµένο άντρα, που δε δίνει κανένα αυθεντικό
νόηµα στον ερωτικό τους δεσµό. Είναι προφανές ότι έχει
φανταστεί ένα µέτρο, για να µετράει όλες τις µορφές
επικοινωνίας. Και το µέτρο αυτό θα µπορούσε να αποδοθεί
µε την ανάλυση της φιλίας από τον Αριστοτέλη.
Αριστοτέλης. Ηθικά Νικοµάχεια, Θ 1155β
“Οσα δέ εστιν ανθρωπικά και ανήκει εις τα ήθη και τα
πάθη, ταύτα επισκεψώµεθα, οίον πότερον εν πάσιν γίνεται
φιλία ή ούχ οίόν τε µοχθηρούς όντας φίλους είναι, και
πότερον έν είδος της φιλίας έστιν ή πλείω. Τάχα δ’ άν
γένοιτο περί αυτών φανερόν γνωρισθέντος του φιλητού.
δοκεί γαρ ού παν φιλείσθαι αλλά το φιλητόν, τούτο δ’
είναι αγαθόν ή ηδύ ή χρήσιµον. ”
Θ, 1156, α
“ Τρία δή και τα της φιλίας είδη. Οι δέ φιλούντες
αλλήλους βούλονται τάγαθά αλλήλοις ταύτη ή φιλούσιν. Οι
µεν ούν δια το χρήσιµον φιλούντες αλλήλους ού καθ΄
αυτούς φιλούσιν, αλλ΄ ή γίνεταί τι αυτοίς παρ’ αλλήλων
αγαθόν. Οµοίως δε και οι δι΄ ηδονήν.”
Ο Iser349 διατηρεί το αριστοτελικό πνεύµα στις τέσσερις
µορφές που παίρνει η ανθρώπινη διάδραση: ψευδοεπαφή,
ασυµµετρική επαφή, αντιδραστική επαφή, που οδηγεί στην
αποτυχία και αµοιβαία επαφή. Εχει σηµασία η διαδραστική
εξήγηση που δίνει στην επικοινωνία, τονίζοντας τη χρήση
που κάνουν οι αντίπαλοι των ερµηνειών της κατάστασης.

Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΩΣ ΟΡΓΑΝΟ ΞΕΜΑΣΚΑΡΕΜΑΤΟΣ ΤΗΣ


ΜΥΘΙΚΑ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

347
Βλ. στο ίδιο, σελ. 229.
348
Βλ. στο ίδιο, σσ. 289, 134
349
Βλ. ISER Wolfgang , 1976, L’acte de lecture,thιorie de l’effet esthιtique, Bruxelles, ιd.Mardaga,
σελ. 270

158
∆εν υπάρχει µια εικόνα συνολική για την σύγχρονη Ελλάδα
350
. Ακόµα και οι κοινωνιολόγοι οι πιο σηµαντική
οµολογούν ότι δεν υπάρχει ένα πανόραµα ταξινοµηµένο και
σφαιρικό της ελληνικής κοινωνίας.351
Σύµφωνα µε αυτούς τους επιστήµονες, η ελληνική κοινωνία
δεν µπορεί να χαρακτηριστεί σα µια δοµή συνεκτική 352.
Επιπλέον οι υπάρχουσες κοινωνιολογικές εργασίες τις
περισσότερες φορές µεταφέρουν για τα ελληνικά πράγµατα
έννοιες που είχαν εφαρµοστεί στο εξωτερικό. Τα πιο συχνά
λάθη των ελλήνων κοινωνιολόγων οφείλονται στους
“πολιτικούς µονισµούς”, οι οποίοι παραµελούν άλλοτε την
ανθρώπινη και ιστορική διάσταση και άλλοτε τη δυνατότητα
γενίκευσης, και αυτή η έλλειψη αποτελεί απόδειξη του
κενού που χαρακτηρίζει την σπουδή των καθαρά ελληνικών
προβληµάτων. Για παράδειγµα η ελληνική κοινωνιολογία δεν
έχει ακόµα µελετήσει σε όλο το πλάτος του το πρόβληµα
της διανόησης, µολονότι αυτό αποτελεί το µείζον πρόβληµα
της σύγχρονης κοινωνίας. Αρκεί να σηµειώσουµε ότι, κατά
την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η αύξηση των
µισθωτών διανοουµένων ανεβαίνει στο 85% της συνολικής
αύξησης των ελλήνων µισθωτών. Αλλά η ελληνική
κοινωνιολογία δνε έχει µια οριστική εικόνα για την
κοινωνική θέση των διανοουµένων, των οποίων το
µεγαλύτερο µέρος απασχολείται στο δηµόσιο τοµέα. ∆εν
είναι αλήθεια ότι πρέπει να ταξινοµήσουµε τους
διανοούµενους στην µικροαστική τάξη, την στιγµή που στην
πλειοψηφία τους είναι υπάλληλοι του δηµόσιου τοµέα. Ο
Ελευθερίου περιγράφει ώς εξής τη δυσλειτουργία της
διανόησης µέσα στη σύγχρονη κοινωνία ώς το πιό σηµαντικό
πρόβληµα της Ελλάδας.353

4.12.1 Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Παρότι ξεχωρίζουµε την καθηµερινή εµπειρία από την


αισθητική εµπειρία, γιατί πρόκειται για ετερογενείς
πραγµατικότητες υποθέτουµε ότι παρότι ο συγγραφέας
προσθέτει τους µετασχηµατισµούς του πάνω στις
φαντασιώσεις του, ωστόσο φαίνεται ότι µοιράζεται στην
εποχή αυτή τις φαντασιώσεις του µε το κοινό.
Υπήρχε αµφισβήτηση των πάντων µετά το 1970- Μετά την
πτώση του καθεστώτος των συνταγµαταρχών κυριαρχούν τα
αντιχουντικά συναισθήµατα στην ελληνική κοινωνία. Αυτό
το µείζον γεγονός έδωαε θέση στήν ανάπτυξη ενός
κινήµοτος της κουλτούρος καί τής διανόησης. Η
απειλούµενη προλεταριοποίηση των διανοούµενων είναι από
τις κύριες αιτίες της στροφής τους προς τα αριστερά.354

350
Βλ. Kέντρο Μαρξιστικών σπουδών, 1985, Εισήγησεις των Μαρίας Αντωνοπούλου, Ελένης Λαµπίρη
∆ηµάκη, Γ.Καββαδία, Λ. Ελευθερίου και Α. Ρήγου. Οι περισσότεροι από τους κοινωνιολόγους αυτούς
υποστήριξαν ότι δεν υπάρχει µια συνεκτική ειόνα της νεοελληνικής κοινωνίας, και γι’αυτό δεν µπορεί
να θεωρηθεί δοµή.
351
Βλ. Kέντρο Μαρξιστικών σπουδών, 1985, Εισήγηση της Μαρίας Αντωνοποούλου, σελ. 25
352
Στο ίδιο, σελ. 15
353
Στο ίδιο, σελ. 101.

159
Αλλά, στήν 'Ελλάδα, άλλαξαν οι ιδιόµορφες
κοινωνικοοικονοµικές συνθήκες που έδιναν στον υπάλληλο-
διανοούµνο ενα ψεύτικο γόητρο,355 που θεωρείται
ανώτερος, γιατί κατέχει µια ξεχωριστή κοινωνική θέση,
ακόµα καί στήν περίπτωση πού κερδίζει λιγώτερα απο έναν
ειδικευµένο έργατη, γιατί εχει το φωτοστέφανο τής
πνευµατική έργασίας. Ο Α. Ανδριανόπουλος περιγράφει το
κλίµα αυτό ως εξής : “Καταφέρονται οι έλληνες φοιτητές
κατα του αµερικάνικου ιµπεριαλιαµού και κατέχονται από
αναρχικέc ιδέες. Μιλοϋν για εκδηµοκρατισµδ και ελευθερία
καί αρνούνται356 την ιεραρχία και την ϋπαρξη κάθε µορφής
αυθεντίας... Η επιδίωξη στόχων δηµοκρατικών µε τη χρήση
µαζικών εκδηλώσεων, που περφρονούν την έννοµη τάξη, oι
εκδηλώσεις µαζικής περιφρόνησης του δικαίου συνθέτουν
µιαν ανοικτή πρόκληση προς µια κοινωνία να δεχθεί τη βία
και την τροµοκρατία σαν το πιο αποδοτικό µέσο για τη
διευθέτηση των εµφανιζόµενων διαφορών...Στο χώρο της
νεολαίας το φαινόµενο αυτό έκανε ιδιαiτερη εντύπωση σε
σηµείο που ο χαροκτηρισµός και η νοοτροπία του
διανοούµενου” και κουλτουριάρη να περάσει σαν µόδα στους
νέους µας, πάνω σε ρυθµους παράλληλους µε τη διαδοση του
“µπλου -τζιν ή τού σπδρ τής µοτοσυκλέττας... Kai ή
νεολαία, παρασυρόµενη απ' αυτήν τηv µόδα, εντάσσεται
στις γραµµές των κοµµάτων της αριστεράς”.
Ετσι, µετά το 1974 πλήθος Ελληνες γράφονται στα
πολιτικά κόµµατα.357 Η µικροαστική διανόηση γίνεται
σηµαντική κυρίως µε την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ.358 στην
εξουσία. Το νέο γνώρισµα στην κοινωνία µετά το 1974
εντοπίζεται στην άνθιση των οργανώσεων βάσης. Αυτό
οδήγησε και το συντηρητικό κόµµα να υιοθετήσει παρόµοιες
µορφές οργάνωσης και κινητοποίησης. Οµως “Το ΠΑ.ΣΟ.Κ.δεν
τείνει να µεταβληθεί σε µη αρχηγικό µαζικό κόµµα
δυτικοευρωπαϊκού τύπου. Οµοιάζει περισσότερο στα
λαϊκιστικά κινήµατα της Λατινικής Αµερικής παρά µε τα
κόµµατα της σοσιαλιστικής Ευρώπης. Αντίθετα µε τα µαζικά
κόµµατα της ∆υτικής Ευρώπης, κύριος συνεκτικός
παράγοντας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. είναι µάλλον ο χαρισµατικός του
ηγέτης παρά η οργάνωσή του.” Επειδή λοιπόν η δοµή όλων
των ελληνικών πολιτικών κοµµάτων ήταν ολιγαρχικη,
υπήρξαν αµφισβητήσεις.
Οι υποτιθέµενοι αγώνες για τις ιδέες γίνονται την εποχή
αυτή πολιτικές συγκρούσεις, που στο βάθος περιορίζονται

355
Βλ. ΚΟΤΖΙΑΣ, σελ.238
356
Βλ. ΑΝ∆ΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, 1977,141
357
Ν. Μουζέλης, 1985, “ Παράδοση και αλλαγή στην ελληνική πολιτική : Από τον Ελευθέριο Βενιζέλο
στον Ανδρέα Παπανδρέου” στο Εξάντας (εκδοτικός οίκος). 1985, Η Ελλάδα σε εξέλιξη, Αθήνα σελ.
149. “Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. µε τη διείσδυσή του στις επαρχίες, τις µαζικές στρατολογίες µελών και τις
κινητοποιήσεις του είναι το πρώτο αστικό µαζικό κόµµα στον ελληνικό χώρο. Και αυτή η µαζική
οργάνωση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν αποδυνάµωσε µόνο τα παραδοσιακά πελατειακά δίκτυα..”

358
Βλ. Μουζέλης. Εξάντας (εκδοτικός οίκος). 1985, Η Ελλάδα σε εξέλιξη, Αθήνα.
“Παράδοση και αλλαγή στην ελληνική πολιτική : Από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στον Ανδρέα
Παπανδρέου” στο Εξάντας (εκδοτικός οίκος). 1985, Η Ελλάδα σε εξέλιξη, Αθήνα σελ. 149.

160
στα όρια του πολιτιστικού και οικογενειακού τύπου.
Είναι ακριβώς αυτό που σκέφτονται τα πρόσωπα του
µεγαλύτερου µέρους των αναλυόµενων κειµένων. Η Μάρω
∆ούκα κριτικάρει µε σκληρή ειρωνεία την ξύλινη γλώσσα,
που χρησιµοποιείται από το µεγαλύτερο µέρος των στελεχών
των κοµµάτων της αριστεράς :
“Κι έφτασε έλαύνουσα η ∆ηµοκρατία εφαµάξης κι εµείς συν
τοίς συνθήµασι. 'Ο λαος δέν ξεχνά, οργανώνεται νικά. M’
άγώνες τιµάµε τούς νεκρούς µας καί λοιπά. Θά πούν λίγος
σεβασµος έπί τού Θέµατος δέ βλάπτει. Καλά λοιπον καί χα-
µηλοφωνα: έπειδή εϊχαν µολις προηγηΘεί οί µαλακίες οι
χουντικές στην Κυπρο και µπουκάραν µετά οί Τούρκοι, οχι
δηλαδή να πάθουµε κι άµνησία, µπούκαραν µετά οι Τούρκοι,
ενότης σού λένε και καλή καρδιά - τί θα γινόµαστε γαµώ
το και χωρίς τους Τούρκους; ρωτούσε ένας έξαλλος
άνάρχας.359
Από το 1974 οι έννοιες του συντηρητισµού και της
αριστεράς θαµπώνουν σιγά σιγά και αυτό θολώνει την
εικόνα της πραγµατικότητας. Παρουσιάζουµε τα γενικά
γνωρίσµατα των δύο αυτών µεγάλων ιδεολογικών χώρων για
να δείξουµε ότι η πρωτοποριακή και νεωτερική ελληνική
λογοτεχνία δεν ταυτίζεται εξ ολοκλήρου ούτε µε τον ένα,
ούτε µε τον άλλο. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι οι
εξεταζόµενοι συγγραφείς δυσπιστούν απέναντι σε κάθε
πολιτική ιδεολογία, µολονότι στην πλειοψηφία τους είναι
στραµµένοι πρός την αριστερά.
Ο συντηρητισµός προτιµά την αυθόρµητη εξέλιξη των θεσµών
και θεωρεί κάθε προγραµµατισµό σ’ αυτό το ζήτηµα σαν
ουτοπία.360Η συντηρητική σκέψη προτιµά να υπάρχουν
αρκετές ενδιάµεσες κοινωνικές ενώσεις, ώστε η εξουσία να
διαιρείται σε πολλές κοινωνικές ενώσεις και η δύναµη να
µοιράζεται. Μια τέτοια σκέψη συναντιέται αρκετά συχνά
στα έργα των συγγραφεών που µελετάµε. Ο συντηρητισµός
εξάλλου υποστηρίζεται από τους ιδιοκτήτες. Ο άνθρωπος
σύµφωνα µε την συντηρητική οπτική δεν έχει ανάγκη, ούτε
είναι χρήσιµο να εκπαιδεύεται µε ένα ολοκληρωµένο τρόπο.
Ο συντηρητισµός διαδίδει την αυταρχική ιδέα ότι οι
εξουσίες υπάρχουν, για να ελέγχουν και να καταναγκάζουν
τα απείθαρχα άτοµα. Οι πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές
δεν είναι επιθυµητές και πρέπει να γίνει επιστροφή στις
αρχαιότερες µορφές διακυβέρνησης.
Αντίθετα η αριστερή οπτική : Θεωρεί ότι ο άνθρωπος και
έχει την τάση, αλλά και πρέπει να µπορεί να
µορφώνεται.Έχει εµπιστοσύνη στη δυνατότητα των θεσµών να
επηρεάσουν την συµπεριφορά πρός το κοινό καλό. Μια άλλη
προοδευτική θέση αφορά την υπεράσπιση των ατοµικών
δικαιωµάτων, εκτός από εκείνα που ευνοούνται από τις
παραδοσιακές δυνάµεις όπως είναι η εκκλησία. Στην
αριστερά υπάρχει ακόµα το πάθος για µια γρήγορη αλλαγή
της κοινωνίας. Για την αριστερά η βία είναι αναπόφευκτη
στο µέτρο που συνοδεύει τις επαναστατικές αλλαγές. Μια
άλλη ιδέα της αριστεράς συνίσταται στην ανάγκη

359
Στο ίδιο, σελ. 257.
360
Βλ. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΕΞΙΚΟ, σελ. 68

161
κυβερνητικής παρέµβασης για τον έλεγχο τόσο της
παραγωγής όσο και της κατανάλωσης των αγαθών. Επίσης η
αριστερά τάσσεται υπέρ της προστασίας της ατοµικής
ελευθερίας και της ισότητας. Η αριστερά απορρίπτει κάθε
εθνικισµό. Μόνο το δικαίωµα άµυνας για χάρη της πατρίδας
γίνεται αποδεκτό, ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις τα
εθνικιστικά αισθήµατα απορρίπτονται.
Με δεδοµένο ότι κανένα από τα παραπάνω αιτήµατα δεν
παρουσιάζεται µε ένα τρόπο σαφή µέσα στην δοσµένη
κοινωνία, τα αφηγηµατικά κείµενα της αµφισβήτησης
καταγγέλουν ακριβώς τις συγκεχυµένες ιδέες που υπάρχουν
στη θέση των σαφών και καθαρών ιδεών. Εξάλλου ακόµα και
τα πιο “πολιτικά” από τα µοντέρνα έργα κατά την περίοδο
αυτή δεν ασχολούνται µε τις µακροδοµές, όπως είναι η
πολιτική, η οικονοµία και η ιδεολογία γενικά, αλλά
ενδιαφέρονται περισσότερο για την καθηµερινή ζωή, δηλαδή
για την ψυχολογία των ανθρώπων, την αλλοτρίωση, για την
περιθωριακότητα και για την αµφισβήτηση. Γι’αυτά, πιο
κοντά στις εξτρεµιστικές κινήσεις θα τοποθετούσαµε τα
έργα της αµφισβήτησης.
Το άνοιγµα των πολιτικών κοµµάτων προς τους
αµφισβητούντες διανοουένους είναι µια επιπλέον µαρτυρία
υπέρ των υποθέσεών µας. Μετά τη µεταπολίτευση, µέσα στη
διχοτοµία που εισάγει το Πασόκ ανάµεσα σε προνοµιούχους-
µη προνσµιούχους, οι διανοούµενοι που συµπλέουν
καλούνται να παίξουν το ρόλο του διαφωτιστή του
κινήµατος.361 Το ΚΕΜΕ∆ΙΑ γράφει:
“Μέ λlγα λόγια, κcθήκον ενός διανοοουµένου σήµερα είναι
να αντιστέκεται σrην επίδραση της ιδεολογίας του εχθρού
και έπειτα να βοηθήοει καi άλλους να σηκώσουν το βαρύ
φορτίο της ιδεολοyίας.”
Συνεπώς βολονταριστική ερµηνεία δίνει το Πασόκ στο
ζήτηµα τι θέση παίρνει ο διανοούµενος απέναντι στην πιο
πάνω αντίθεση, επειδή η επιλογή του διανοουµένου είναι
απόφαση, στήν οποία παίζουν ρδλο υποκειµενικοί
παράγσντες, άσχετοι µε την κοινωνική θέση του
διανοούµενου.362 Προϋπόθεση είναι ότι οι διανοούµενοι
της εποχής νιώθουν τον παραλογισµό του συστήµατος και
µε ατοµική προσέλευση οργανώνονται στο Πασόκ.363
Η στάση του ΚΚΕ (εσ.) είναι πιο ενδιαφέρουσα, γιατί το
κόµµα αυτό αποτελείτοι σέ µεγάλο βαθµό από
διανοούµενους. Στις Θέσεις τής πλειοψηφίας Επιτροπής
για το 2ο Συνέδριο διαπιστώνεται ότι πράγµατι το κόµµα

361
ΚΕΜΕ∆ΙΑ [κέντρο Μελετων καί ∆ιαφωτισης του ΠΑΣΟΚ) πού δηµοσιεύτηκε στήν Εξδρµηση στίς
αρχές του 1978,

362
Παπανδρέου Αντρέας : λόγος στή συνεστίααη επιστηµόνων και καλλιτεχνων του ΠΑΣΟΚ το Γενδρη
του 1978“Ο επιστήµονας λοιπδν βρίακεται µπροστά στο δίληµµα µιας επιλογής. Να διαλέξει δηλοδή
ανάµεσα στήν ταύτισή του µε το λαϊκό κίνηµα ή στην τοποθέτησή του στο κατεστηµένο. Απο τις
συνθήκες της κοινωνίας µέσα στην οποία βρίσκεται, θα εξαρτηθεί, αv θδ κινηθεί πρδς τα δεξιά ή προς
τα αριστερά.”

363
Βλ. ΚΟΤΖΙΑΣ, σελ. 258.

162
αυτό συγκεντρώνει κυρίως διανοουµένους: “Το ΚΚΕ εσ. στα
3 τελευταία χρόνια κατέκτησε σ χ ε τ ι κ ά ι σ χ υ ρ έ
ς θέσεις στο κίνηµα των διανοουµένων και των επιστηµόνων
καί µια α ρ κ ε τ α ίσχυρή παρουσία στο γυναικείο κίνη-
µα και στο κίνηµα γύρω από την Τοπική Αυτοδιοίκηση.”
Μάλιστα εντοπίζει την αιτία αυτής της προσέλκυσης στην
παραγωγή εργασιών πάνω στις ιδέες, δηλ. θεωρεί κυρίως
ιδεολογικά τα κίνητρα των διανοουµένων για τή στροφή
τους στα αριστερά. Στο “Προγραµµα του ΚΚΕ έσωτερικού του
Ιου Συνεδρίου”, αναφέρεται : “Η διαδικασία της
συνειδητοποίησης των διανοουµένων καί ή ένταξή τους στο
προοδευτικό στρατόπεδο γίνεται µέσα από διανοητικές
διεργασίες. Η κρίση της αστικής ιδεολογίας και ιδιαίτερα
η ιδεολογική φτώχεια της ελληνικής αστικής τάξης οδηγούν
τους διανοούµενους στην υιοθέτηση των θέσεων της
Αριστερας. Η ταξική προέλευση τυν φοιτητών στήν
πλειοψηφία τους προέρχονται από λαϊκά στρώµατα. Η τάση
προλεταριοποίησης της διανόησης βεβαιώνεται και στο φ α
ι- νόµ ε ν ο τής ανεργίας των ε π ι σ τ η µ ό ν ω ν .
Οι διανοούµενοι, αρχίζουν τελευταία να υφίστανται oι
ίδιοι τις άµεσες συνέπειες της καπιταλιστικής
εκµετάλλευσης.” Οσο για τη λογοτεχνική αµφισβήτηση των
οπαδών του κόµµατος.364 διαπιστώνουµε ότι οι οργανωµένοι
στο Ρήγα ήταν ανοιχτοί και αµφισβητίες από το 1972. Ηταν
ανοιχτοί στη µη κοµµατική τέχνη, στη ροκ και στο
γυναικείο κίνηµα.
Αµφισβήτηση άλλου τύπου υπήρξε και στην άλλη πλευρά,
στην ιδεολογία της Ν.∆. και της ∆ΑΠ – Ν∆ΦΚ, που
περιλαµβάνει και στοιχεία των παραδοσιακων συντηρητικων
ίδεολογιων καί των τεχνοκρατικών ιδεολογιών, στοιχεία
από την Ελληνική Πορεία του Κ. Τοάτσου, από το
θεοδωρακόπουλο, τον Π.Κανελλόπουλο, το Σολζενiτσιν και
τον Ανδριανόπουλο:365
Παρά τις µεταβολές της πολιτικής µετά το 1974 ο κοινός
στρεβλός λόγος αποτελούσε ακόµα µια πραγµατικότητα. Ο
Μουζέλης παρατηρεί σχετικά:366 “Παρ' όλα αυτά στα
δυτικοευρωπαϊκά κόµµατα, η εξουσία του αρχηγού
περιορίζεται σηµαντικά από θεσµοποιηµένες διαδικασίες,
διοικητικά όργανα και κοµµατικές συνελεύσεις. Κάτι
τέτοιο βέβαια δε συµβαίνει στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., όπου οι
κεντρικές και νοµαρχιακές επιτροπές, παρότι έχουν µια
κάποια επιρροή δεν είναι σε θέση να περιορίζουν σοβαρά
τις αποφαστιστικές εξουσίες του αρχηγού. Η σχέση του
Παπανδρέου µε τους βουλευτές του κόµµατος επιβεβαιώνει
την παραπάνω διαπίστωση. Ο αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ. αφενός
δεν ελέγχεται σηµαντικά από ιαχυρές γραφειοκρατικές
διοικητικές δοµές, όπως συµβαίνει µε αυτές των
δυτικοευρωπαϊκών µαζικών κοµµάτων, και αφετέρου δεν
περιορίζεται από την ύπαρξη παραδοσιακών κοµµαταρχών µε
αυτόνοµη εκλογική δάση σε τοπικό επίπεδο.”
364
Βλ. ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ, 1995.
365
Βλ.Νέα Πολιτική τεύχος Μάρτη 1976,

366
Ν. Μουζέλης, 1985, σελ. 149.

163
Η πολιτική αµφισβήτηση εναντίον και των κοµµάτων της
αριστεράς οφείλονταν και στην υπερπολιτικοποίηση, αλλά
και στην παρεµπόδιση της ανόδου σε ηγετικές θέσεις νέων
διανοουµένων. Ετσι, το φαινόµενο των πολυάριθµων
διαγραφών σφράγισε την ελληνική κοινωνία των τελευταίων
δεκαετιών σχετίζεται µε την αµφισβήτηση. Για παράδειγµα
πολλά µέλη από την οργάνωση νεολαίας του Πασόκ
διαγράφτηκαν.367Το 1975 Ο Αντώνης Κούρτης, διευθυντής
της εφηµερίδας Θεσσαλονίκη δηµιουργεί ένα κύκλωµα, που
συγκεντρώνει πολλούς αµφισβητίες του Πασόκ. ∆ιαγράφτηκαν
αρκετοί µεταξύ των οποίων ο Στέλιος Νέστωρ και ο Ντίνος
Τριαρίδης. Οι διαγραφές αυτές ακολούθησαν την
αµφισβήτηση των προερχόµενων από τη ∆ηµοκρατική Αµυνα.
Μέσα σε έντεκα χρόνια, από το 1975 ως το 1984 3500 µέλη
του ΠΑΣΟΚ διαγράφτηκαν, επειδή στην πλειονότητά τους
ήθελαν να διαφυλάξουν την καθαρότητα της ιδεολογίας
τους. Μπορούµε να απαριθµήσουµε ανάµεσά τους πολύ
σπουδαίους διανοουµένους, όπως η Αµαλία Φλέµιγκ, ο Σάκης
Καράγιωργας, ο Κώστας Σηµίτης, ο Γιώργος Αρσένης, ο
Κώστας Λαλιώτης, ο Βασίλης Φίλιας.368Είχε προηγηθεί στις
αρχές του 1975 η απόφαση του Αντρέα Παπανδρέου να
διαλυθεί η προσωρινή Κ.Ε. και να γίνει το πρώτο Συνέδριο
του ΠΑΣΟΚ µέσα σε τρεις µήνες. Στη συνεδρίαση του Ε.Γ.
της 31-1-1975 οι Κ. Σηµίτης, Βασίλης Φίλιας και Κ.
Μανωλκίδης είχαν καταδικάσει αυτή την απόφαση ως
αυθαίρετη. Το Μάη του 1975 διαγράφτηκαν 15 στελέχη της
ΠΑΣΠ, γιατί τάχθηκαν υπέρ της αυτονοµίας του
συνδικαλισµού και εναντίον της συνεργασίας ΠΑΣΠ και
Πανσπουδαστικής. Αυτό γινόταν συνέχεια ως το 1985.
Ανάλογες διαγραφές γίνονταν και στο ΚΚΕ
Αλλά το κλίµα που δηµιουργούνταν σιγά σιγά ήταν ότι η
ελεύθερη δηµιουργία και η ελευθερία της σκέψης δεν ήταν
ανεκτά µέσα σ’αυτή τη διαδικασία σχηµατισµού του νέου
πολιτικού συστήµατος που συνδύαζε στοιχεία
νεοκορπορατισµού και κρατικού σχεδιασµού. Οι προσωπικές
κλίσεις πνίγονταν σε όλα τα επίπεδα, και αυτό φαίνεται
στις σελίδες των περιοδικών και των εφηµερίδων του ΚΚΕ
και του ΠΑΣΟΚ.369Τις παρατηρήσεις µας επιβεβαιώνουν
πρόσφατα δηµοσιεύµατα του Γ. Λακόπουλου και του Γ.
Πρετεντέρη: οι πιο πιστοί ιδεολόγοι του ΠΑΣΟΚ
διαγράφτηκαν. Μάλιστα επισηµαίνουµε την παρατήρηση του
Πρετεντέρη ότι όσα µέλη των κοµµάτων της αριστεράς
διάβαζαν πολύ, για να τελειοποιήσουν τις θεωρητικές τους
απόψεις, οδηγήθηκαν από τις κοµµατικές διαδικασίες στη
ρήξη και τη διαγραφή. Αυτό επιβεβαιώνει και το καλά
τεκµηριωµένο βιβλίο του Σπουρδαλάκη, στο οποίο επίσης
παραπέµπουµε. Πράγµατι ο Σπουρδαλάκης στις σελίδες 123-

367
Βλ.ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. 1995.

368
Βλ. ΛΑΜΣΑΣ, 1985, σελ. 165. Βλέπε επίσης ΣΠΟΥΡ∆ΑΛΑΚΗΣ, 1988, σσ. 130-160.
369
Βλ. Γ. ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, 1995, “Οι πρασινοφρουροί µετά από είκοσι χρόνια”, Αθήνα, Το Βήµα, 9-7-
1995.
Βλ. επίσης ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ Γιάννης, 1995, “Πολιτικές οργανώσεις της νεολαίας”, Το Βήµα,
28.5.1995.

164
130 περιγράφει τον αποκλεισµό από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ
όλης της οµάδας της ∆Α, που είχε το πιο ψηλό µορφωτικό
επίπεδο από όλες τις άλλες οµάδες του κόµµατος αυτού.
Αλλά και στο ΚΚΕεσ. όσοι στελέχωναν την νεολαιίστικη
οργάνωση του Ρήγα ήταν αµφισβητούντες, σύµφωνα µε τη
µαρτυρία του καθηγητή Ι. Βούλγαρη και του Στ, Σωτηριάδη,
που καθοδηγούσαν τότε την οργάνωση αυτή. Το 1978 η
οργάνωση νεολαίας του ΚΚΕ(εσ.)370αριθµούσε 25000 µέλη.
Η συµµετοχή της στα φοιτητικά συµβούλια κυµαινόταν γύρω
στο 10%. Η οργάνωση ολόκληρη διαγράφεται από το Κόµµα.
Το κύριο χαρακτηριστικό των µελών της οργάνωσης του Ρήγα
ήταν ότι διάβαζαν πολλά βιβλία και αµφισβητούσαν τον
κοµµατικό µηχανισµό. Ο Μάνος Σωτηριάδης, στέλεχος της
οργάνωσης, καταθέτει σχετικά: “Ελεγαν ότι οι ρηγάδες
αποτελούσαν µια αυτόνοµη φυλή, ανεξάρτητη από το
ΚΚΕ(εσ.). Οι ρηγάδες αποτελούν πάντα µια κοινότητα που
ασκεί µια ηθική λειτουργία.”
Οι νέοι διανοούµενοι της ίδιας οργάνωσης θεωρούνταν ότι
µετέφεραν στην Ελλάδα το πνεύµα του Μάη του 68 και το
κίνηµα αµφισβήτησης των ΗΠΑ. Η ίδια η ιδεολογία της
οργάνωσης των Ρηγάδων ήταν βασισµένη στην αµφισβήτηση, η
οποία διέπνεε την “Εθνική ∆ηµοκρατική Αντιδικτατορική
Ενότητα”. Το 1978, το ΚΚΕεσ. σχηµάτισε µια επιτροπή υπό
τη διεύθυνση του Βασίλη Αρδίτη µε το σκοπό να αποµονώσει
τους αµφισβητίες. Και αντίστροφα επιφύλασσε τις
κυριότερες θέσεις για τους ανθρώπους της παρέας του. Και
όταν το 1982 τα µέλη της οργάνωσης της νεολαίας του
ΚΚΕεσ είχαν ζητήσει να περάσουν στο Κόµµα, ώστε να
συµµετάσχουν στην πολιτική ζωή, η διεύθυνση του κόµµατος
τους το αρνήθηκε. Τα µέλη λοιπόν της νεολαίας
επαναστάτησαν και δηµιούργησαν µια νέα οργάνωση µε την
ονοµασία Β΄Πανελλαδική.
Η αµφισβήτηση των Ρηγάδων ήταν εµφανής και από το ότι
έκαναν οµηρικές µάχες για να αλλάξουν τις ετικέττες, που
άλλες πολιτικές οργανώσεις τους είχαν κολλήσει.
Οσον αφορά τους ανένταχτους της αριστεράς, εκεί η
αµφισβήτηση ήταν πολύ πιο έντονη. Το 1974 δηµιουργείται
η κίνηση των εβδοµηνταεφτά, στην οποία συµµετέχουν οι
Γιάννης Μπανιάς και Αντρέας Λεντάκης. Τον ίδιο χρόνο
δηµιουργείται η κίνηση των τετρακοσίων του Παρισιού,
όπου πρωτοστατούν οι Αγγελος Ελεφάντης και Χρόνης
Μίσιος, και οι δυο συγγραφείς της αµφισβήτησης.
∆ηµιουργείται επίσης µια οµάδα πολυσυλλεκτική µε τους
Βασίλη Φίλια, Νέστορα, ∆ιονύση Καράγιωργα. Τα περιοδικά
που ίδρυσαν οι ανένταχτοι ήταν: ο Σχολιαστής, περιοδικό
που εκφράζει τη Β πανελλαδική. Γράφουν οι Γιάννης Μηλιός
και Παναγιώτης Παναγιώτου. Οι Θέσεις, που ήταν θυγατρικό
του περιοδικού Σχολιαστής και όπου έγραφε ο Γιάννης
Μηλιός, µε προσήλωση στις θέσεις του Αλτουσέρ. Οι
Αντιθέσεις µε το ∆. Ψυχογιό. Η Ρήξη, που τη διευθύνει ο
Γιώργος Καραµπελιάς. Ο Πολίτης, µε διευθυντή τον Αγγελο
Ελεφάντη. Εκεί γράφουν οι Μιχάλης Παπαγιαννάκης
370
Βλ. ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ, 1995.

165
Λουλούδης. Το Ξεκίνηµα, που συντάσσεται από την
Τροτσκιστική φράξια του Πασόκ.
Αλλά η λογοτεχνία της αµφισβήτησης συµπορεύεται και µε τα
εξτρεµιστικά ρεύµατα της εποχής, που χρωµατίζονται από
µια αναρχοφιλελεύθερη ιδεολογία. Εχουµε ήδη
συνυπολογίσει και αυτό τον παράγοντα στις αρχικές µας
υποθέσεις και έχουµε µιλήσει τόσο για την οργάνωση του
Ρήγα, όσο και για τις περισσότερες κινήσεις της νεολαίας
της εποχής. Οι ιδέες που επανέρχονται στα κινήµατα αυτά
είναι : Μια γενική εναντίωση κατά του νόµου και των
εξουσιών του Κράτους.
Μια παραλλαγή του γενικού αναρχοφιλελεύθερου ρεύµατος
δίνει µεγάλη σπουδαιότητα στη σηµασία του λόγου, που
πρέπει να κατακτηθεί, ως δικαίωµα στο λόγο και δικαίωµα
στο µικρόφωνο. Μια διάχυτη επίσης ιδέα για µια
δηµοκρατία άµεση αθηναϊκής έµπνευσης, όπου όλοι µπορούν
να εκφραστούν. Και µια έξαρση της αξίας του
ψυχοδράµατος, όπου όσοι άνθρωποι βυθίζονται στην
αλλοτρίωση µπορούν να ελευθερωθούν συλλογικά. Πέρα από
τις αυτοτελείς οργανώσεις, πολλοί µέσα στο Πασόκ πριν
από το 1977, ιδίως οι της ∆.Α, πάλευαν για δηµοκρατικές
διαδικασίες.371Ε
Μια άλλη παραλλαγή επικεντρώνεται περισσότερο στην
ανθρωπολογία και στο ΛεβίΣτρως, στην αθώα κοινότητα που
οραµατίζεται, όπου όλοι έχουν το δικαίωµα να µιλούν µέσα
σε ελευθερία. Ο Dιrrida δεν είναι µακριά από τους
ουτοπικούς αυτούς σοσιαλισµούς. Εδώ είναι βέβαια και ο
Heidegger. Οι δηµοφιλείς αντιθέσεις είναι: άτοµο-
κοινωνία, καταπίεση-ελευθερία, ετερονοµία-αυτονοµία,
καθαυτό-δι’εαυτό. Μια πιο ακραία παραλλαγή αποτελούν οι
µαοϊστές µε κύριο σύνθηµα είναι η αντιαυταρχικότητα. Εδώ
υπάρχει η λύπη για την σποτυχία της επανάστασης, για την
οποία το κύριο εµπόδιο είναι η κοιµισµένη συνείδηση των
παραδοσιακών τάξεων, ιδίως των προλετάριων, κάτι που
οφείλεται στους δασκάλους, στα σχολικά βιβλία, στο
εκπαιδευτικό πρόγραµµα. Οι τροτσκιστές εξάλλου, που
έχουν, πέρα από τις αυτόνοµες οργανώσεις τους, και µια
παρουσία µέσα στο ΠΑΣΟΚ,372 κατηγορούν όλα τα ενδιάµεσα
όργανα, τα οποία µπορούν να απορροφήσουν τις εκρήξεις,
πράγµα το οποίο δεν επιθυµούν. Προτιµούν λοιπόν τη
σκλήρυνση του κράτους, ώστε να αφεθεί η κρίση να
αναπτυχθεί αυτόµατα. Να αδιαφορούν για τις κοµµατικές
παρεµβάσεις. ∆ε δέχονται µέσες λύσεις και θεωρούν ότι το
πρόβληµα είναι στον αυταρχισµό του κράτους, οφειλόµενο
στην αυθαιρεσία του τυράννου.Αισθάνονται τον εαυτό τους
ως πνεύµα που θα παρέµβει την κρίσιµη στιγµή, γιατί το
πνεύµα γεννάει την ύλη.
Ο εξτρεµισµός που λίγο ως πολύ χαρακτηρίζει τις πιο πάνω
κινήσεις στην ελληνική κοινωνία από το 1970 ως το 1989
περίπου ζητάει κάτι το απόλυτο, την καθαρή βία, τον πιο
σύντοµο δρόµο, γιατί δίνουν προτεραιότητα στο

371
Βλ. ΣΠΟΥΡ∆ΑΛΑΚΗΣ, σελ. 140. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1975 οι Καράγιωργας, Σηµίτης και
Φίλιας καταψήφισαν την πρόταση του Α. Παπανδρέου για σύγκληση προσυνεδρίου.
372
Βλ. ΣΠΟΥΡ∆ΑΛΑΚΗΣ, σελ. 140, 159. Στο κεφάλαιο Η προαγγελία του προσυνεδρίου (του 1975),

166
επαναστατικό κίνηµα και όχι στο σκοπό του. Κυρίως
παρατάνε την ιστορική αναγκαιότητα.
Βεβαίως η “δοµή” της νέας ελληνικής κοινωνίας µπέρδεψε
πολύ κόσµο και οδήγησε σε ρήξεις, επειδή, ενώ ήταν µια
κοινωνία βασισµένη στο άλογο, έδινε µια επιφάνεια
λογοκρατίας, µε την προβολή της τεχνολογίας, της
κυβερνητικής και του δοµισµού. Γι’ αυτό προτιµήσαµε να
χαρακτηρίσουµε τη γλώσσα της “δοµής” αυτής ως κοινό
στρεβλό λόγο.
Ο αναγνώστης µπορεί να βεβαιωθεί γαι τις διαπιστώσεις
που κάνουµε σχετικά µε την σύγχυση που στην εποχή αυτή
χαρακτηρίζει την δηµόσια ζωή, αν διαβάσει σχετικά µε τις
ταλαντεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης γύρω από το θέµα
των βάσεων373.
Η εκµετάλλευση της µυθοποίησης των ηρωϊκών πράξεων της
εξέργεσης του Πολυτεχνείου έχει περάσει σε µέρος της
λογοτεχνίας που µελετάµε:
“Τότε έµαθα και τη δολοφονία τού Θέµη. Μά αύτος ο Θάνα-
τος µού φαινόταν οcπίστευτος. Οταν έπρεπε νά τον
φανταστώ σταµατούσε το µυαλό µου. Πάντα τά πήγαινα καλά
µαζί του, σάν νά 'ταν από άλλη πάστα άνθρωπος, δέν είχε
καµιά σχέση µ' όλους τούς άλλους, τούς πολιτικούς φίλους
καθώς λένε. 'Εκεiνο το µεσηµέρι πού µού το 'πανε,
ξαφνικά σάν ν' άσπρισε ο κοσµος. Κι έτσι o θέµης Θά
µείνει το µυστικό µου, ο πρώτος νεκρός κι ο πρώτος
άταφος σύντροφος σ' ενα δροµο πού χάνεται σαίτα στο
µελλον. ………Κι έφτασε έλαύνουσα η ∆ηµοκρατία εφαµάξης κι
εµείς συν τοίς συνθήµασι. 'Ο λαος δέν ξεχνά, οργανώνεται
νικά. M’ άγώνες τιµάµε τούς νεκρούς µας καί λοιπά. Θά
πούν λίγος σεβασµος έπί τού Θέµατος δέ βλάπτει. Καλά
λοιπον καί χαµηλοφωνα: έπειδή εϊχαν µολις προηγηΘεί οί
µαλακίες οι χουντικές στην Κυπρο και µπουκάραν µετά οί
Τούρκοι, οχι δηλαδή να πάθουµε κι άµνησία, µπούκαραν
µετά οι Τούρκοι, ενότης σού λένε και καλή καρδιά - τί θα
γινόµαστε γαµώ το και χωρίς τους Τούρκους; ρωτούσε ένας
έξαλλος άνάρχας.”374
Ο εντονότερα ατοµιστικός χαρακτήρας της λογοτεχνίας της
αµφισβήτησης µετά το 1982, σχετίζεται µε την
αποϊδελογικοποίησης και την πορεία προς τη συντηρητική
στάση.375Σε σχετική έρευνα βρέθηκαν τα εξής: Ανάµεσα στα
παιδιά 15-18 χρονών, µόνο το 29% των νέων και το το 14%
των κοριτσιών συµµετέχουν πια σε κάποια πολιτική
οργάνωση. Για τους νέους 19-24 χρονών τα ποσοστά είναι
47 και 38% .Οι απαντήσεις των νέων χαρακτηρίζονταν από
µια περιφρόνηση προς τα πολιτικά κόµµατα, γιατί σύµφωνα
µε την άποψή τους τα κόµµατα ζητούν οι γραµµές τους να
γίνονται σεβαστές, πράγµα το οποίο απωθεί τους νέους,
που δε δέχονται να ακολουθήσουν τη γραµµή σα να ήταν
αχυρένια κοµµατικά µέλη. Μια κοπέλα είπε: “∆εν είµαι
γραµµένη σε κάποια πολιτική οργάνωση, εξαιτίας της
373
Βλ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, 1997, τόµος 12ος.
374
Στο ίδιο, σελ. 257.
375
Βλ. Ερευνα του EKKE,Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, που έχει αναφερθεί και πιο πάνω.

167
κατάστασης των κοµµάτων που προδιαγράφουν τις
ντιρεκτίβες, ενώ εµείς δεν συµµετέχουµε σε καµιά
δηµιουργική δραστηριότητα.”Μια άλλη κοπέλα είπε: “∆ε
γνωρίζω πολλά πράγµατα πάνω στις οργανώσεις. ∆εν µπορώ
ούτε να τις δεχθώ, ούτε να τις απορρίψω. Ενας νέος:
“∆ηµιουργούν µάταια. Ολοι αποβλέπουν στην προσωπική τους
επιτυχία. ∆ε βγαίνει τίποτα” Ενας άλλος: “Οι οργανώσεις
δεν µε συγκινούν και δε βρίσκω γιατί όφειλα να ενταχθώ
κάπου. Καµιά οργάνωση δε µου αρέσει, αλλά ασχολούµαι
µόνο µε σχολικά προβλήµατα”.
Μετά το 1982 και η µουσική, που πριν έδειχνε περισσότερο
ενδιαφέρον για την αλτρουϊστική αντίληψη της ζωής,
γίνεται πιο πολύ ατοµιστική : “η εγωϊστική αντίληψη της
ζωής κατακτά έδαφος.376Οι νέοι ροκάδες κοιτάνε µόνο τον
εαυτό τους. Η έννοια του κακού µπαίνει µε µεγαλοπρέπεια
και µαζί οι έννοιες του διαβόλου, της µαγείας, της βίας
και του θανάτου...∆εν ακούνε όπως τα φρικιά, δηλαδή οι
παλιοροκάδες, τα παλιά συγκροτήµατα χέβυ µέταλ των
Zeppelin, Sabbath, Deep Purple, αλλά φανατίζονται µε τα
νεώτερα συγκροτήµατα που βγήκαν µετά το 1975, δηλαδή
τους Motorhead, Scorpions, Ozzie… Τα παιδιά αυτά ξέρουν
να απολαύσουν την άγρια οµορφιά του µεταλλικού ροκ, που
απαλλαγµένο από διανόηση και κουλτούρα εκφράζει ένα
πρωτόγονο ερωτισµό και µια χειµαρρώδη ορµή για δύναµη,
ηρωϊσµό και µεγαλείο…Τις ίδιες ακριβώς φιγούρες βλέπουµε
και στην Αθήνα. Οι χεβυµεταλάδες, όσο και αν είναι
δηµιούργηµα της µόδας, σαν άτοµα είναι τολµηροί.
Εκφράζουν ίσως περισσότερο από κάθε άλλη ροκ νεολαία τη
δραµατική αντίφαση και το αδιέξοδο όπου έχει εµπλακεί το
ροκ, από τη µια να θέλει να αµφισβητεί το σύστηµα
χρησιµοποιώντας τη βία, το σεξ, το σατανισµό η τη
χυδαιότητα και απ’την άλλη να παρασύρεται στις
καταναλωτικές παγίδες του κεφαλαίου.”
Μέσα στη δεκαετία αυτή άρχισε και η εισβολή των
χούλιγκανς:“Η αλήθεια είναι ότι η εµφάνιση των
χούλιγκανς συµπίπτει µε τη θεαµατική εισβολή του νέου
χέβυ µέταλ στην παγκόσµια µουσική σκηνή την άνοιξη του
80.”377 Οι νέοι της εποχής έχουν µια τάση για ηρωϊσµό,
για απόκτηση δύναµης και γοήτρου. Μια προτίµηση για τη
φαλλοκρατία, τη µοτοσυκλέτα, τα µαύρα µπουφάν. Ανάλογες
στάσεις βλέπουµε και στα αφηγηµατικά κείµενα µετά το
1982. Για παράδειγµα στο έργο του ∆εληολάνη, ο αφηγητής
στη συνέλευση των φοιτητών συναντά τους ήρωες του χθες
που είναι οι παγιδευµένοι του σήµερα.
“Από µπροστά µου πέρασε ολόκληρη γκαλλερί από ζωντανούς
νεκρούς, ατίθασους φυλακισµένους, πρώην πελάτες µου,
αποµεινάρια του κινήµατος του ‘60, του ’68, του ’73,
φεµινίστριες της άµπωτης που έψαχναν για καµάκι και άλλα
διάφορα όντα του περίεργου αυτού ζωολογικού κήπου…Κάθε
οµάδα είχε αρχίσει πια το µπουρδέλο για λογαριασµό της
κι ιδιαίτερα οι Αυτόνοµοι αιστάνθηκαν την έκκληση της

376
Βλ. ΤΟΥΡΚΟΒΑΣΙΛΗΣ, σελ. 18.
377
Βλ. ΤΟΥΡΚΟΒΑΣΙΛΗΣ, σελ. 24

168
αγέλης και συγκεντρώθηκαν κάτω από το πολύ αξιότιµο
προεδρείο.” 378
Από δω και στο εξής η βία και η υποψία αποτελούν µέρος
του παιχνιδιού της “µυθιστορηµατικής ζωής”.
Το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός τεχνητά πολώνεται γύρω
από την αντίθεση αριστεράς δεξιάς µπορεί να εξηγηθεί,
µόνον αν αναζητήσουµε τους πραγµατικούς ιδεολογικούς
προσανατολισµούςτου και τα παράδοξα της
υπερπολιτικοποίησης που εξαφάνισε τις κοινωνικές
αντιθέσεις πίσω από την πολιτική διχοτοµία. Συνεπώς, αν
θέλουµε να φτάσουµε στην αλήθεια, χρειάζεται να βρούµε
αυτό που αναδύεται πίσω από τα κυρίαρχα ιδεολογικά
δίπολα. Η ουσία της πραγµατικής αντίθεσης στο επίπεδο
των ιδεών και των γενικώς ενδιαφερόντων βρίσκεται στην
αντίθεση ανάµεσα στο κοινό στρεβλό λόγο και τη
διαδραστική οπτική. Κάτι τέτοιο συµβαίνει σε κοινωνίες,
που επιµένουν πριν από τα γεγονότα για το µε ποια
ονόµατα θα τα ορίσουν. Η συγκεχυµένη µορφή της ελληνικής
κοινωνίας µετά το 1970 µπορεί να αποδοθεί µε την έννοια
του κοινωνικού σχηµατισµού, που συνδυάζει και την
αντικειµενική κατασκευή µε τα οικονοµικά στοιχεία, αλλά
και τη θέληση και συναισθηµατικές δυνάµεις.379
Μόνον έτσι εξηγείται η αµφισβήτηση µέρους της διανόησης.
Στο βάθος, τα λογοτεχνικά κείµενα, για το οποία µιλάµε,
θέτουν το ερώτηµα, αν, προτού να κάνει ένας διανοούµενος
επιλογή αριστερά ή δεξιά, στοχάζεται αν θεωρεί ως
αληθινή την αντίθεση αυτή στο πολιτικό επίπεδο, που
καθοδηγείται από τα κόµµατα και το εκλογικό σύστηµα.
Οπως το έχει δείξει η κοινωνιολογία, το συνολικό φάσµα
δυνατών στάσεων περιλαµβάνει πέρα από τους δύο πόλους,
αριστερά- δεξιά, επίσης και την εντατική πλευρά, δηλαδή
το βαθµό αδιαλλαξίας ή διαλλακτικότητας. Αλλιώς, το ήθος
της προσωπικότητας δε µετριέται στον άξονα της αριστερής
ή δεξιάς κατεύθυνσης, αλλά στον άλλο άξονα του βαθµού
ανοχής.380 Οµως οι απλοϊκές επιλογές αφήνουν απέξω το
ουσιώδες αυτό στοιχείο της ζωής. Λοιπόν, κυρίως αυτός ο
άξονας µπορεί να εξηγήσει τις εκ πρώτης όψεως παράδοξες
αµφισβητήσεις της πρωτοπορίας. Αυτή η πλευρά
επιβεβαιώνεται, αν δούµε ότι οι αντιθέσεις µετά το 1974
παύουν σιγά-σιγά να είναι πολιτικές, και γίνονται
κοινωνικές. Μέσα στο πλαίσιο αυτό εντοπίσαµε µια ειδική
σχέση ανάµεσα στη µελετώµενη λογοτεχνία και τις
ιδεολογίες381. Ο συγγραφέας δε θεωρεί τον εαυτό του ως
ένα κοινωνικό παράγοντα που τοποθετείται απέναντι σε µια
γενική λειτουργία, για την οποία κάνει απολογισµό, και
αυτό γιατί σήµερα υπάρχουν πολλοί ενδιάµεσοι, όπως είναι
η οργάνωση που ρυθµίζει τις ποικίλες λογοτεχνικές
εκδηλώσεις.382 Ετσι, η πολιτικοποίηση της ελληνικής
378
Στο ίδιο, σσ. 17-18.
379
Βλ. ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
380
Βλ. LANCELOT, σελ. 95,
381
Βλ. DUBOIS, 1986, σσ.61-75
382
Στο ίδιο, σσ. 10-11.

169
κοινωνίας από το 1974 ως 1982 και η αποϊδεολογικοποίηση
που τη διαδέχτηκε έµπλεξαν τις έννοιες της ηθικής και
της αισθητικής αξίας. Στο βάθος σύµφωνα µε την οπτική
των παραπάνω συγγραφέων ο στρεβλός καθηµερινός λόγος
αποτελεί µια αυθαίρετη συρραφή διαφόρων σκόρπιων όψεων
της ζωής και την παρουσιάζει σαν να’ναι αληθινή
απεικόνιση της πραγµατικότητας. Συνοψίζοντας τα
συµπεράσµατα των αναλύσεων µας πάνω στην αλλαγή της
λογικής που διέπει τον κοινό καθηµερινό λόγο της
ελληνικής κοινωνίας και πάνω στην κριτική της λογικής
που διαπερνούσε την παλαιότερη αφηγηµατική λογοτεχνία
στην Ελλάδα, βρήκαµε ότι ο στρεβλός καθηµερινός λόγος
δεν γίνεται πια αποδεκτός από τους συγγραφείς αυτούς.
4.13 Η ∆ΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Με τον προσδιορισµό της διανόησης από την πολιτική
κατάσταση πρέπει να συνδεθεί και η εξέλιξη των ιδεών
µετά το 1982, όταν η αποϊδελογικοποίηση αρχίζει να
επηρεάζει τις πολιτικές στάσεις των Ελλήνων. Οι
αναγνώστες αρχίζουν να καταφεύγουν ολοένα και
περισσότερο στον ατοµικισµό και αναζητούν στη λογοτεχνία
µια νέα προβληµατική.
Είναι χαρακτηριστική η εντυπωσιακή µετατόπιση της
πλειοψηφίας των φοιτητών προς τα συντηρητικά κόµµατα
µετά το 1985,383 τη στιγµή που ως τότε η αντίθεσή τους
µε το κατεστηµένο ήταν ριζική. Το φαινόµενο ιδωµένο από
τα αριστερά µας το περιγράφει ένα µέλος της ΚΕ της
νεολαίας του Ρήγα: “Στην παρούσα συγκυρία οι νέοι έπαψαν
να έχουν ιδεολογικές αυταπάτες, δυσπιστούν για τα
ιδεολογήµατα. Η ρήξη που υπήρχε πριν το 1983 αµβλύνεται.
Η δεξιά εξάλλου δεν έχει καταφέρει να προσελκύσει τη
νεολαία µε τη δύναµη των επιχειρηµάτων της, αλλά για
λόγους που οφείλονται στην οικονοµική κρίση. Οι
προοπτικές του νεοφιλελευθερισµού φαίνονται στα µάτια
των νέων πιο πραγµατοποιήσιµες απότι οι αριστερές
ιδεολογίες, που δεν έχουν πρόταση να κάνουν, ενώ ο
ατοµικισµός φαίνεται πια πιο δελεαστικός. Μάλιστα το
σχήµα που ο νεοφιλελευθερισµός υπόσχεται είναι το εξής:
Αφού η ισότητα δεν είναι δυνατή, γιατί δε θέλεις να
αποτελείς µέρος της άρχουσας τάξης; Αυτό βέβαια δεν
προσφέρει µια συλλογική ιδεολογία και συµβαδίζει µε την
απουσία ενδιαφέροντος τελευταία των νέων για το
διάβασµα, γιατί καταπτοηµένος καθώς είναι από την αγωνία
που γεννά ο ανταγωνισµός, ο νέος θεωρεί από τώρα και στο
εξής κάθε γνώση έξω από την εξεταζόµενη ύλη ως περιττή.
Οι νέοι σήµερα αµφισβητούν εξίσου την αριστερά και τη
δεξιά και στην πλειοψηφία τους είναι απολιτικοί.
Το ίδιο φαινόµενο της νέας αµφισβήτησης των νέων ιδωµένο
από τη σκοπιά του κέντρου µας του παρουσιάζει η έγκυρη
εφηµερίδα Το Βήµα και συγκεκριµένα ο Γ. Λακόπουλος, που
αποδίδει την αλλαγή στην απογοήτευση που προκλήθηκε από
το γεγονός της µεγάλης απόστασης ανάµεσα στον ισχυρισµό
των κοµµάτων ότι είναι δηµοκρατικά και την πρακτική τους
383
Βλ. ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ., 1988, “Οι φοιτητές ψηφίζουνν δεξιά”, Αθήνα, To Vima, 20/3/1988.

170
στην καθηµερινή ζωή.384Οι φοιτητές µετά το 1985
δυσπιστούν για τα µεγάλα λόγια και, απογοητευµένοι, δε
δέχονται να παίξουν το ρόλο των ιεροκηρύκων υπέρ µιας
µεγάλης υπόθεσης. Ας δούµε ωστόσο και την ερµηνεία του
ίδιου φαινοµένου από τη δεξιά. 385
“Μετά την πτώση της χούντας ήταν φυσικό να αναπτυχθεί
ένα ισχυρό κίνηµα των νέων υπέρ της δηµοκρατίας και
εναντίον του ΝΑΤΟ. Ηταν ένα κίνηµα που πίστευε στον Τσε
Γκεβάρα, στο Μάη 68 και στο Μάο. Το νέο σοσιαλιτικό
κόµµα εκµεταλλεύτηκε το όνειρο της νεολαίας για µια
καλύτερη ζωή και δηµιούργησε έναν ψεύτικο λόγο, και ένα
πολιτικό βερµπαλισµό, ώσπου να πάρει την εξουσία το
1981. Αλλά µετά από λίγο φάνηκε ότι η νέα κυβέρνηση
παίρνει µέτρα εξίσου καταπιεστικά, όπως και η
προηγούµενη κυβέρνηση. Ετσι οι συλλογικές ιδέες
υποχώρησαν και η αποϊδεολογικοποίηση υποκατέστησε το
βερµπαλισµό.”
Οµως η σωστή ερµηνεία του φαινοµένου της
αποϊδεολογικοποίσης, που διαπιστώνεται κατά τη Β΄ φάση
της περιόδου που εξετάζουµε, πρέπει να αναζητηθεί στον
υποβιβασµό της θέσης των διανοουµένων, πράγµα που
συνδέεται µε τη µορφή που πήρε η λογοτεχνία της
αµφισβήτησης στη φάση αυτή. 386
Ετσι µετά το 1982, οι αναγνώστες αρχίζουν και παρατούν
το πολιτικό βιβλίο.387 Η αποµάκρυνση από το πολιτικό
βιβλίο συνοδεύεται από µια αποµυθοποίηση τόσο της
πρακτικής της αριστεράς, όσο και της πρακτικής του
κυβερνώντος κόµµατος. Είναι χαρακτηριστικό ότι το best-
seller της περιόδου αυτής είναι το “Καλά εσύ σκοτώθηκες
νωρίς”του Χρόνη Μίσσιου. Το βιβλίο αυτό αφηγείται τις
αναµνήσεις του αφηγητή από τον εµφύλιο πόλεµο µε τρόπο
που θέτει ερωτηµατικά πάνω στις συµπεριφορές των αρχηγών
και των στελεχών του κοµµουνιστικού κόµµατος. Αντίθετα,
κατά την ίδια περίοδο παρατηρείται µια αύξηση των
πωλήσεων βιβλίων που αναφέρονται στον αποκρυφισµό και
την αναρχία.
Επιπλέον, ο τύπος που απευθύνεται στα µεσαία στρώµατα
οδηγεί το λογοτεχνικό γούστο προς την αµερικανική
λογοτεχνία αµφισβήτησης. Η λογοτεχνική στήλη της
εφηµερίδας Τα Νέα διαπίστωνε ότι υπήρχε τεράστιο
ενδιαφέρον τα χρόνια αυτά για τον Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο
οποίος έστηνε στη σκηνή της αφήγησης τύπους
περιθωριακούς, αλκοολικούς και µανιακούς γύρω από το
σεξ. Μάλιστα το έργο του Ταχυδροµείο πρόβαλλε έναν ήρωα
εκφυλισµένο, που περιφρονεί όσα οι κανονικοί άνθρωποι
εκτιµούν. Ο Μπουκόφσκι έλεγε άλλωστε “Συµπαθούσα πάντοτε
τους παρεκκλίνοντες, τους αλήτες και τους άχρηστους”.
Κοντά στο Μπουκόφσκι µια πλειάδα ολόκληρη συγγραφέων

384
Βλ. πιο πάνω.
385
Βλ. ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ Γιώργος, 1987, “Η ιδεολογία της νέας γενιάς“, Αθήνα, Tο Βήµα, 14/6/1987.
386
Βλ. ΜΑΧΙΑΣ θανάσης, 1984, “Η σηµερινή νεολαία”, Αθήνα, περιοδικό Η Αριστερά σήµερα.
Σεπτέµβρης 1984.
387
Βλ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ Κώστας, 1987, “ Το βιβλίο σήµερα”, Αθήνα, Tα Νέα, 10-10-1987.

171
του αµερικάνικου αντεργκράουν µεταφράζονταν στα ελληνικά
και προσέλκυαν το ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Τέλος και η δεξιά, µολονότι δεν προσελκύει στη φάση αυτή
παρά ελάχιστους καλλιτέχνες, όπως αναφέρουµε παρακάτω,
πάντως ευρισκόµενη στην αντιπολίτευση ασκεί µια ανοιχτή
πολιτιστική πολιτική, αφού ευνοεί και αυτή όλες τις
φιλελεύθερες και αναρχικές ιδέες.
Οπως και να έχουν τα πράγµατα, είναι φανερό ότι µπροστά
σ’αυτά τα δίκτυα σχέσεων και πολιτικών κυρίως δυνάµεων
ένας νεοεισερχόµενος συγγραφέας δύσκολα µπορεί να πει τη
δική του εκδοχή χωρίς να υποκύψει σ’ένα από τους
παράγοντες, οι οποίοι κυριαρχούν στη λογοτεχνική και
ευρύτερα πολιτιστική ζωή της Ελλάδας.

4.14 ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ


ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Το συνολικό πλέγµα των παραγόντων που περιγράψαµε στα
προηγούµενα και στο 2ο κεφάλαιο επέδρασε πάνω στη
διαµόρφωση του λογοτεχνικού πεδίου και των κανόνων
καθιέρωσης των λογοτεχνών
Εξάλλου, επειδή η αντικειµενική αλήθεια για την κοινωνία
είναι δύσκολη, αφού δεν ευνοείται από την επίσηµη και
από τις κοµµατικές εικόνες της κοινωνίας, γι’ αυτό µια
πολιτιστική ανοµία άρχισε να επικρατεί στους
λογοτεχνικούς κύκλους. Κάτω από τις παραπάνω συνθήκες η
εξέλιξη των ιδεών δεν είναι απρόσκοπτη. Ειδικότερα, µέσα
σ’ένα κλίµα ευφορίας, µετά το 1974, οι εθνικοποιήσεις
και το παλλαϊκό αίτηµα για αλλαγή προσφέρουν δύναµη στα
συνδικάτα, ενώ, µετά το 1982, η χώρα µπαίνει στον
αστερισµό του σοσιαλισµού. Ο σοσιαλιστικός λόγος γίνεται
ο διανοητικός ορίζοντας για τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Παράλληλα στο κοινωνικό πεδίο πολλές µεταρρυθµίσεις
βλέπουν το φως. Ωστόσο η πορεία των ιδεών εξαρτάται από
µια σειρά νέα φαινόµενα:
Η πολιτικοποίηση εισάγει το κράτος σε όλα τα επίπεδα
της ζωής.
Λόγω των ειδικών ιστορικών συνθηκών και των νέων
ισορροπιών οι πολιτικοί λόγοι γρήγορα παύουν να µιλούν
για το βάθος των πραγµάτων και αρχίζουν να ασχολούνται
µε τους λόγους των άλλων.
Πολλά από τα πολιτικά στελέχη, ενώ διακηρύσσουν
σοσιαλιστικές ιδέες, δεν τις εφαρµόζουν στην καθηµερινή
τους ζωή. Πολλοί από τους ταγούς αντλούν προσωπικά ωφέλη
από τις θέσεις που κατέχουν µέσα στο λαϊκό κίνηµα.
Μεγάλος αριθµός µεσαίων στελεχών των κοµµάτων της
αριστεράς χειρίζονται δηµόσιες υποθέσεις για προσωπική
τους ωφέλεια. Και πολλοί από τους πολιτικούς ηγέτες
προβαίνουν σε πράξεις που βρίσκονται σε φανερή αντίθεση
µε τις ιδέες που προπαγανδίζουν.
Από τη στιγµή µάλιστα που η καθηµερινή ζωή εισέρχεται
στον πολιτισµό, µέσω των νέων µέσων επικοινωνίας, ο
πολιτισµός διχοτοµείται. Με την έννοια αυτή η κουλτούρα
των µαζών πολλαπλασιασµένη από τα µέσα επικοινωνίας
γίνεται καταπιεστική, γιατί οι µάζες για ειδικούς

172
ιστορικούς λόγους δε διαθέτουν ένα υψηλό επίπεδο
πολιτισµού.
Σηµειωτέον ότι το νέο πολιτικό σύστηµα υιοθετεί ένα
στρατήγηµα που συνίσταται στην αναγνώριση του
δικαιώµατος κριτικής, του οποίου όµως ακυρώνεται η χρήση
στο περιβάλλον των γνωστών, στις σχέσεις του ενός µε τον
άλλο και σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση.388
Αλλά, απ’ όλα τα γνωρίσµατα του λογοτεχνικού κόσµου,
εκείνα που γίνονται περισσότερο απωθητικά, κατά την
τρέχουσα κρίση της ελληνικής κοινωνίας, είναι η ψευδής
ιδεολογία και η αδιαφανής διαδικασία ανάδειξης των
ταλέντων. Σ’ ό,τι αφορά τα κριτήρια της καθιέρωσης των
συγγραφέων δεν αρκεί η ανωτερότητά τους να στηρίζεται
τόσο στις αρετές τους, όσο στις προσωπικές τους
σχέσεις.389 Ετσι, δεν είναι αναµενόµενο ότι η κριτική
µπορεί να εκδηλωθεί µέσα στην κοινωνία, γιατί η
ανεξάρτητη κριτική ξερριζώνεται τη στιγµή της γέννησής
της, ή περιορίζεται η διάδοσή της. Ολα αυτά φαίνονται
σκανδαλώδη στα µάτια των αµφισβητούντων διανοουµένων,
των οποίων εξετάζουµε εδώ τα λογοτεχνικά ενδιαφέροντα.
Ετσι, εκείνοι που ιδιοποιούνται τη συµβολική εξουσία
προσανατολίζονται περισσότερο στη συντήρηση παρά στην
ανανέωση και δεν εξασφαλίζουν ένα δίκαιο µηχανισµό για
τους νεοεισερχόµενους.
Μπροστά σ’αυτή την κατάσταση, το µείζον πρόβληµα γίνεται
ο διανοούµενος : όπως οι νέες κοινωνικές πρακτικές
θέλουν το άτοµο υποταγµένο στην οµάδα και στα οικονοµικά
και ατικειµενικά κίνητρα, ο διανοούµενος δεν έχει τον
καιρό να σκεφθεί αν τα κίνητρα της πολιτικής και
ιδεολογικής στράτευσης οφείλουν να συµµορφώνονται στους
εξωτερικούς προσδιορισµούς ή άν έχει τη δυνατότητα να
σκεφθεί τα πράγµατα διαφορετικά.
Συνεπώς, η πλήρης ελευθερία της σκέψης και της
δηµιουργίας δεν εξασφαλίζεται. Μπορούµε να
διασταυρώσουµε αυτό το είδος “λογοκρισίας” στις
λογοτεχνικές σελίδες πολλών λογοτεχνικών εντύπων. Η
πολιτική παρέµβαση των κοµµάτων πάνω στις λογοτεχνικές
κατευθύνσεις είναι συχνή κατά τη δοσµένη περίοδο, κατά
την οποία το πνεύµα της αµφισβήτησης αντιστέκεται και το
φαινόµενο της διαγραφής από τα κόµµατα επιβεβαιώνει το
γεγονός ότι τα τελευταία προσανατολίζονται προς τα άµεσα
αποτελέσµατα της πολιτικής δράσης.
Ωστόσο τα αισθήµατα δισπιστίας χαρακτηρίζουν όχι µόνο
ορισµένους αµφισβητίες συγγραφείς, αλλά και ένα µεγάλο
µέρος του αναγνωστικού κοινού, αποτελούµενου από νέους
διανοουµένους.

388
Βλ. ΕΞΆΝΤΑΣ ( εκδόσεις), 1985, Η Ελλάδα σε εξέλιξη, Αθήνα. Ειδικότερα
ΜΆΝΕΣΗΣ Α., “Η εξέλιξη των πολιτικών θεσµών στην Ελλάδα : Αναζητώντας µια δύσκολη
νοµιµοποίηση”, σελ. 35.
389
Βλ. ΕΞΆΝΤΑΣ ( εκδόσεις), 1985, Η Ελλάδα σε εξέλιξη, Αθήνα. Ειδικότερα
ΜΟΥΖΈΛΗΣ, Ν., “Παράδοση και αλλαγή στην ελληνική πολιτική : Από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στον
Ανδρέα Παπανδρέου”, σελ. 149-155.

173
Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚ∆ΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΩΣ
ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΟ ΛΗΣΤΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (1982-1993)

Καθώς λοιπόν προχωρούσε στην ελληνική κοινωνία η παρακµή


των ιδεολογιών, αυξανόταν το ενδιαφέρον για ένα νέου
τύπου ληστρικό µυθιστόρηµα. Το µεγάλο πρόβληµα για την
ερµηνεία του µυθιστορήµατος των τελευταίων χρόνων είναι
γιατί µέσα στα κείµενα του Σουρούνη, Γκιµοσούλη,
∆εληολάνη και Σαραντόπουλου ο αφηγητής δεν κρατάει
αποστάσεις σε σχέση µε το κακό, αλλά από την µια µεριά
ταυτίζεται µε το πρόσωπο του κακού και από την άλλη
µεριά δεν προβάλλει µια άλλη ηθική. Αλλά σύµφωνα µε την
δική µας ερµηνευτική µέθοδο το “ληστρικό πρόσωπο”
αρνείται να αποδώσει οποιαδήποτε σοβαρότητα σ’ αυτό τον
κόσµο και στον εαυτό του, επειδή η µεταφυσική
δικαιολογία που υπήρχε στα παλιότερα ληστρικά
µυθιστορήµατα απουσιάζει εντελώς. Τα ληστρικά έργα της
σύγχρονης εποχής καταγγέλουν το γεγονός ότι ορισµένες
πλευρές του ελληνικού συστήµατος κοινωνικού ελέγχου
σπρώχνει πρός τη ληστρική κατάσταση. Η ανάλυση µας
έδειξε ότι και στα έργα της δεύτερης φάσης (1982-1993) η
βαθιά λογική που τα χαρακτηρίζει είναι η διαδραστική
οπτική. Πράγµατι οι δεσµοί που ενώνουν αυτά τα
διαφορετικά στοιχεία των µοντέρων µυθιστορηµάτων µετά το
1982 γενικεύονται επίσης στην κατηγορία της αντίθεσης
ανάµεσα στην διαδραστική οπτική και το στρεβλό κοινό
λόγο της καθηµερινής ζωής. Όταν το 1981 το ΠΑΣΟΚ
ανεβαίνει στην πολιτική εξουσία κάνει να εισέλθουν στη
δηµόσια ζωή οµάδες πίεσης κάθε είδους, η ζωή και η
εξέλιξη του καθενός εξαρτώνται πια από τις
αναπαραστάσεις που πραγµατοποιούν τα µέλη αυτών των
οµάδων, που συναρµολογούν ασυνεχείς πληροφορίες σε µια
δοµηµένη ιστορία. Είναι µέσα από τέτοιες οµαδοποιήσεις,
ερµηνευόµενες µε ενα αυθαίρετο τρόπο, που η
πραγµατικότητα είναι φτιαγµένη.
Και όπως σιγά σιγά ο ενθουσιασµός που συνόδευε την
ελπίδα για την µεγάλη αλλαγή µειώνεται σιγά-σιγά,390 τη
στιγµή που το σύστηµα των κατηγοριοποιήσεων του
κοινωνικού ελέγχου παραµένει, µπορούµε να καταλάβουµε
την αγανάκτηση µε την οποία οι συγγραφείς των νεωτερικών
έργων προσεγγίζουν την κοινωνική πραγµατικότητα.
Τέτοιο είναι το νόηµα που δίνουν στην πραγµατικότητα τα
νέα ελληνικά αφηγηµατικά κείµενα που ανανεώνουν το
ληστρικό µυθιστόρηµα. Πρόκειται για την µορφή εκείνη
λυστρικού µυθιστορήµατος που αποµακρύνεται από το
“γλαφυρό αφήγηµα” των περιπετειών ενός ληστή, που ήταν
διασκεδαστικό. Αυτό ακριβώς το στοιχείο της διακέδασης
καταγγέλεται στα σύγχρονα έργα. Το σύνολο των σχέσεων
ανάµεσα στα πρόσωπα και τα πράγµατα του αφηγήµατος µε
εµφανή την απουσία των αξιών αρνείται µια κοινωνία που
το καταδικάζει. Γιατί ο ηθικός κώδικας των ανώτερων του
και η δυνατότητα σε µια δικαιοκρισία ενός υψηλότερου
επιπέδου σε ένα δεύτερο βαθµό, από τα οποία περιµένει

390
Βλ. ΣΠΟΥΡ∆ΑΛΑΚΗΣ, σελ.

174
δικαίωση και σωτηρία, όλο αυτό το θεµέλιο δεν υπάρχει
καθόλου µέσα στα µοντέρνα κείµενα. Αποτέλεσµα αυτής της
κατάστασης όταν ο “ληστής” ξεπερνάει την αντίθεση
ανάµεσα στην τιµή και την ατιµία που επιβάλλει η
σύγχρονη κοινωνία µέσα από τον µηχανισµό της να προκαλεί
αποκλίνοντες και να παράγει περιθωριακότητα, τότε η
παραπάνω αντίθεση εξαφανίζεται κι’ αυτή. Σήµερα όταν η
ρήξη έχει πραγµατοποιηθεί, η αντίθεση επανεµφανίζεται,
γιατί η κοινωνία αναθεµατίζει και εξορίζει τον κριτή
της, και το ρίχνει έτσι µέσα σε µια συνθήκη που ήταν
εκείνη του ληστή. Γιατί ; Γιατί καθώς είναι επίπλαστη
και τεχνητή, εφόσον στηρίζεται επάνω στο σύστηµα των
κατηγοριοποιήσεων (αυτά που λέµε ρετσινιά και ταµπέλες),
δεν υπάρχει πιά µέσα στο πνεύµα του κοινού. Και κυρίως
άν η ιδέα της ευτυχίας επιτρέπεται και δίνεται ώς
υπόσχεση εξαιτίας της ανάγκης για τη λειτουργία της
κατανάλωσης στη σύγχρονη κοινωνία και άν η ισότητα
υπάρχει ώς υπόσχεση µέσα στην κοινωνία αυτή, ακόµα και
άν η ευτυχία φαίνεται να είναι µια απάτη, το πρόσωπο του
µυθιστορήµατος ξαναβρίσκει την στάση του ληστή, για να
συµµετάσχει σ΄αυτήν την ευτυχία. Μέσα στο έργο του
Σαραντόπουλου ο µηχανόβιος αλήτης εκτελεί όλο αυτό το
πρόγραµµα : 391
“Πρώτα ο γυαλάκιας! Πάει αυτος. Καλά, αυτόν τον έτρωγε o
κώλος του. Τήν έπαθε. Κι ύστερα, η ζωή είναι ένα φύσηµα
τού ανέµου... Μιά κακιά ώρα,... κι ήρθε η σειρά σου...
Μια ατυχία... εκεί που περπατάς κάποος σε στριµώχνει
µε το αύτοκίνητο, πηδάς το χαντάκι, πέφτεις από τη
µηχανή, τέλειωσες. Η, οπως τρέχεις, σού βγαίνει κάποιος
 µπροστά σον. ∆έν πρδλαβες, πέθανες. Σάν τον
'Ινδιάνο.”392
“'Ω, άγάπη µου! Ο δροµος!
Ο δρόµος ξανοίγεται µπροστά µας σκοτεινος σαν τρύπα,
σά φίδι, σάν τί δέν ξέρω. Μον 'ρχεται ένα τραγουδάκι393
στο
µυαλό:
∆ρδµε, δρόµε, δρόµε,
που µέ πάς καί που µέ φέρνεις
άγάπα µε οπως σ' άγαπώ,
καί µή µέ πάς ικαι µή µέ φέρνεις. ∆ρόµε, δροµε, δρδµε,
κι άλλοι πέΘαναν έδώ. ∆ρόµε, δρδµε, δρδµε, Νυχτα καί
µέρα µον, 'Ανάσα µον
καί τον χαµένου µου κορµιού άνάπαυλα. ∆ρόµε.
Ετσι όπως το τραγονδάνε οι SILKYRATS. Και, αδελφέ µον,
τή βρίσκω. Καί αυτο φαίνεται στο γκάζι µου, αδελφέ.
Γιατί ξαφνικά βλέπω το δείχτη νά χτνπάει 160, 180 καί ν'
άνεβαίνει, ν' άνεβαίνει. Κι έγώ άκδµα τή βρίσκω, κι
άφήνω το γκάζι νά µιλήσει αυτό γιά µένα, κι ο δείχτης
κολλάει στά 180, µένει εκεϊ σταθερδς. καί µιά-µιά οί

391
Βλ.ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, σ.σ. 27-28.
392
Στο ίδιο, σελ 25
393
Υπενθυµίζουµε ότι ένα χρόνο µετά τη δηµοσίευση του βιβλίου αυτού του Σαραντόπουλου, ένα
τραγούδι του Παπακωνσταντίνου ηρωοποιούσε το µηχανόβιο, που έβρισκε τυχαίο θάνατο στη
λεωφόρο. Πρόκειται για το Κουρσάρος.

175
κούρµπες του δρόµον περνάνε από κάτω µου κι ένα οcγριο
µπαλλέτο αρχίζει πάνω στή λεωφόρο, µέ µένα καί τή
γκοµενα, τή Λοντσία καί τή Ντενίζ νά αίωρονµαστε δυδ
εκατοστά πάνω άπ' τήν άσφαλτο καί νά πετάµε σάν βιδωµένα
άνθρωπάκια πάνω σέ µαγικδ χαλί.394
Η θέση του Σαραντόπουλου απέναντι στους “ήρωές” του έχει
αναλογίες µε τον οµηρικό ήρωα, που διέπραττε κάποιο
έγκληµα, χωρίς να το θέλει. Ο Dodds, στις περιπτώσεις
αυτές, επεσήµανε ότι η ελληνική κοινότητα θεωρούσε ότι
οι πράξεις που ανήκουν στο χαρακτήρα του ήρωα είναι
γνώση. Η τιµή και η ατιµία ήταν εγχαραγµένα στο
χαρακτήρα του κάθε µέλους της κοινότητας και είχαν
αντικειµενική υπόσταση. Αν όµως ο ήρωας έκανε ένα
έγκληµα χωρίς να το θέλει, αυτό δεν ήταν γνώση, γιατί
δεν ανήκε στο χαρακτήρα του ήρωα, αλλά ερχόταν απέξω και
η πράξη δεν ήταν δική του. Γι’αυτό και απέδιδε το
έγκληµα σε κάποιο θεό, ή στην άτη. Τέτοιες πράξεις
προκαλούσαν ντροπή. Η άτη στον Οµηρο ήταν εξωτερική
ντροπή. Η αναδροµή στους θεούς αποτελούσε µια
φυσιολογική ψυχολογική εξήγηση. Αυτό σηµαίνει το “µένος
έµβαλε θυµώ”. 395 Το χαρακτηριστικό αυτό το είχε
εντοπίσει κάπως διαφορετικά και ο Κουρέτας στο Ανώµαλοι
χαρακτήρες στο αρχαίο δράµα. Ο Αίας δεν τρελάθηκε για
άλλο λόγο, παρά γιατί η παραµεληµένη Αθηνά τον
τιµώρησε. Η Αθηνά, η φρόνηση, έφταιγε που ο Αίας
κυνηγούσε τα πρόβατα σα να ήταν εχθρικός στρατός.
Βλέπουµε ότι το αφηγηµατικό κείµενο του Σαραντόπουλου
τελειώνει µε την απεικόνιση του χαρακτήρα της αµεσότητας
που έχει η ζωή του περιθωριακού, κάτι που κάνει τη ζωή
ισοδύναµη και εναλλάξιµη µε το θάνατο.396 Περιθωριακός
θεωρείται κάθε άνθρωπος που συµµετέχει σε δύο
διαφορετικές οµάδες. Ο βαθµός της διαφοράς εξαρτάται από
την διαφορετική αντιµετώπιση της απόκλισης και της
παραβατικότητας εκ µέρους της οµάδας που διενεργεί την
αποµάκρυνση των περιθωριακών. Εάν το πλασµατικό πρόσωπο
δεν έχει τίποτε να περιµένει, τότε µόνο ο δρόµος και η
περιπέτεια µετράνε περισσότερο. Έτσι το αίσθηµα
αµεσότητας του Καίσαρα χωρίζει το πρόσωπο από την
κοινότητα και µετατρέπει το θάνατο σε κάτι οικείο. Μέσα
σ΄αυτή την ενότητα, ο Καίσαρ προσπαθεί να σώσει την
γυναίκα όµηρο, αλλά δεν προχωράει καθόλου καµµιά
συναισθηµατική σχέση µαζί της µολονότι εκείνη τον
παρακαλέι και τον προκαλεί για αυτό. Το πνεύµα του
Haidegger διαπερνά αυτούς τους στοχασµούς, ή µε άλλα
λόγια οι στοχασµοί του περιθωριακού κάνουν να γεννηθούν
οι χαϊντεγγεριανές ιδέες. Αυτό θέλει να πεί ότι ο
Καίσαρ, ο αρχηγός ώς τώρα της συµµορίας του, µέσα σε µια
και µόνη νύχτα πρέπει για πρώτη φορά στη ζωή του να
στοχαστεί και να πάρει µια απόφαση, να σώσει τη γυνάικα-
όµηρο. Έχει ακόµα µπροστά του να αντιµετωπίσει το Λώρη,
τον αντίζηλο του, που είναι πραγµατικά κακός εξαιτίας
394
Στο ίδιο, σσ. 26, 27
395
DODDS σελίδα 30
396
Βλ. ΚΟΙΝΟΝΙΟΛΕΞΙΚΟ, σελ. 699.

176
της σεξουαλικής του ανικανότητας, και που σκοτώνει τη
γυναίκα-όµηρο χωρίς κανένα λόγο και σπέρνει ζιζάνια
ανάµεσα στα µέλη της σπείρας εναντίον του Καίσαρα :
397
“ “
Παρατηρούµε µέσα σ’ αυτό το απόσπασµα ότι σ’ αντίθεση µε
την πραγµατική συµπεριφορά ενός κακοποιού 398 ο Καίσαρ
παίρνει τον δρόµο πρός την αυτοσυνείδηση, σα να ήθελε
ασυνείδητα να εφαρµόσει το µοντέλο της γνήσιας
επικοινωνίας, όπως το βλέπει η σύγχρονη
φαινοµενολογία.399
∆ιαπιστώνουµε λοιπόν ότι τα ελληνικά ληστρικά
µυθιστορήµατα δεν έχουν ούτε το διασκεδαστικό τόνο ούτε
τα άλλα χαρακτηριστικά αυτού του αφηγηµατικού είδους.
Στην κατηγορία των διασκεδαστικών θα µπορούσαµε να
µνηµονεύσουµε τα λαϊκά µυθιστορήµατα, τα φωτοροµάντζα,
τα αστυνοµικά µυθιστορήµατα, τα τραγούδια, τις παροιµίες
και γενικά όλα τα στοιχεία της ασυνείδητης σκέψης που
ρυθµίζουν την καθηµερινή ζωή. Αντίθετα τα κείµενα µας
παραβιάζουν τους “κοινούς τόπους” της κουλτούρας ή του
κοινού στρεβλού καθηµερινού λόγου.

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΗΣΤΡΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ ΩΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ


ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΘΕΣΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΤΙΜΙΑ

Οταν στο κλασικό ληστρικό µυθιστόρηµα γίνεται ένα


έγκληµα, έρχεται η τιµωρία, που ενώνει τις δυο έννοιες,
την τιµή, που χαρακτηρίζει την κοινωνική τάξη και την
ατιµία. Η σύνθεση των δυο αντίθετων κανονικά αίρει την
αντίθεση, γιατί η τιµή βασιλεύει ξανά στην κοινωνία.
Σήµερα ωστόσο, και όταν ακόµα έρχεται η τιµωρία ενός
εγκλήµατος, η τιµή δεν αποκαθίσταται. Αρα δεν υφίσταται
πραγµατική αντίθεση ανάµεσα στην τιµή και την ατιµία.
Αυτό είναι που επισηµαίνει η θεµατολογία της κοινωνικής
απόκλισης στα ληστρικά έργα. Εδώ, είναι η κοινωνιολογία,
που µας πληροφορεί ότι η απόκλιση στην κοινωνία δεν
είναι ένα στιγµιαίο γεγονός. Η κριτική στάση των
εξεταζόµενων έργων µοιάζει να εφαρµόζει την κριτική
πρακτική της µοντέρνας κοινωνιολογίας, γνωστής µε την
ονοµασία “εθνοµεθοδολογία” και “ιντεραξιονισµός”. Το
σηµείο αφετηρίας της ανάλυσης της κοινωνικής τάξης και
των θεσµών θεµελιώνεται επάνω στο γεγονός ότι η απόκλιση
ενός προσώπου, το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις
δεν είναι ένας εγκληµατιάς από την φύση του, δε
συντελείται την στιγµή κατά την οποία το άτοµο
παραβιάζει ένα κανόνα, αλλά µια ολόκληρη διαδικασία στην
διάρκεια της οποίας το άτοµο χαρακτηρίζεται τελικά ώς
αποκλίνων, και αυτό επειδή ενδιάµεσες φάσεις

397
Στο ίδιο σελ. 46
398
Βλ. RACINE A. SOMERHAUSEN C. DEBUYSTE C. DE BOCK G. DE BRAY L., 1966, Les
blousons noirs, Bruxelles, ιd. Cujas, p.129. Σύµφωνα µε τους παραπάνω Βέλγους Κοινωνιολόγους η
προσωπικότητα του παραβατικού ατόµου σηµαίνει αδιάφορος, χωρίς κανένα αίσθηµα ηθικής, τύπος
του κακοµαθηµαίνου παιδιού, καβγατζής, κ.ο.κ

177
παρεµβαίνουν όπου χρειάζεται να ολοκληρωθούν ορισµένες
συνθήκες. Λοιπόν δεν είναι η πρώτη αντιπαράθεση του
υποκειµένου µε τους άλλους που είναι καθοριστική, αλλά η
ενεργοποίηση των κοινωνικών µηχανισµών κατηγοριοποίησης
(το να ρίχνουν τη ρετσινιά σε κάποιον). Συνεπώς, το
κεντρικό φαινόµενο το αποτελούν η ίδιες οι αντιδράσεις
της κοινωνίας, οι οποίες τείνουν να αποδοκιµάσουν, να
υποβαθµίσουν και να αποµονώσουν το άτοµο το οποίο όντας
µε αυτό τον τρόπο σεσηµασµένο αµύνεται.400
Ο αφηγητής-ήρωας του 300 τρόποι θανάτου του
Σαραντόπουλου βεβαιώνει την ανάλυση της
περιθωριακότητας, όπως την επεξεργαζόµαστε εδώ.
“...∆εν µε βρίσκεις πουθενά... Μπορεί να µε βρής στήν
άρχή τής Βουλιαγµένης ή χαµηλά στή Συγγρού... µετά από
τίς άδελφές καί τούς τραβεστί... Μετά...Πάντα µετά...
Μετά άπό όλους...έσάς... Νά κυττάω όλo τούτο το χάος πού
όνοµάσατε Πόλη, καί νά σκέφτοµαι διάφορα περίεργα καί
ένοχλητικά συνήθως, όπως: Τί σκατοπόλη πού είναι ή
Αθήνα...! Στέκοµαι καί τήν κυττάζω, άκουµπισµένος στη
σέλλα του ΚΑΤΑΝΑ, εδώ, στην αρχή της Βουλιαγµένης,
περιµένοντας τον Λύκο.
Οπου καί νά κυττάξεις τσιµέντα, καυσαέρια καί αυτοκίνη-
τα. Ζούν σάν τά ποντίκια όλοι, ό ένας πάνω στδν
άλλο...Εχει κι έκείνη τήν µόστρα, τήν Ακρδπολη, πού έχει
µαδήσει, έχει µείνει τσουρούτικη καί βρωµερή, η
φουκαριάρα.”401

Τα άτοµα τα οποία εισέρχονται σε µια νέα κατάσταση


αλλάζουν το νόηµα των προηγούµενων εµπειριών τους. Είναι
φυσικό λοιπόν σε µια Ελλάδα που µετά το 1970 αλλάζει µε
τρόπο ραγδαίο, όλοι εκείνοι που είναι λίγο απ’ όλα, λίγο
παραδοσιακοί, λίγο αστοί, λίγο καταναλωτές, να
βρίσκονται σε µια τέτοια θέση. Και έχουµε ήδη αναφέρει
καθώς η οµάδα είναι µια πραγµατικότητα στην Ελλάδα,
είναι φανερό ότι κάθε διαφορετική συµπεριφορά θεωρείται
ώς ατοµικισµός και ξεριζώνεται την ίδια τη στιγµή της
γέννησής του.402
Μπορούµε να καταλάβουµε καλύτερα το νόηµα του ληστρικού
µυθιστορήµατος της Ελλάδας και της κοινωνικής απόκλισης,
εάν ξεχωρίσουµε την πρωτεύουσα απόκλιση από την
δευτερεύουσα. Η πρωτεύουσα απόκλιση συµβαίνει µέσα σε
µια σειρά κοινωνικών και πολιτιστικών χώρων, αλλά αυτό
δεν προκαλεί παρά µόνο περιθωριακές επιδράσεις πάνω στην
ψυχολογική δοµή του ατόµου, γιατί αυτό δεν οδηγεί σε µια
νέα συµβολική οργάνωση της στάσης του. Αλλά είναι η
δευτερεύουσα απόκλιση κυρίως εκείνη που γίνεται ένα µέσο
άµυνας, επίθεσης ή προσαρµογής στα προβλήµατα που
δηµιουργεί η κοινωνική αντίδραση για την πρωτεύουσα
απόκλιση. Αλλά το γεγονός ότι µέσα στην κοινωνία την
ελληνική η δευτερούσες αποκλίσεις υψώνονται σε
πρωτεύουσες είναι το πιό σοβαρό από τα προβλήµατα. Καθώς

400
Βλ. LEMERT, 1979. σελ. 635.
401
Βλ. ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, 300 τρόποι θανάτου, σελ. 56
402
Στο ίδιο σελ. 643.

178
η δοµή των κοινωνικών τάξεων είναι ένας παράγοντας
απόκλισης, το ίδιο όπως και η τεχνολογία και η παρέα, τα
ψυχολογικά όρια. Τα δύο τελευταία γνωρίσµατα οδηγούν στο
συµπέρασµα ότι η δευτερεύουσες αποκλίσεις ανάγονται σε
πρωτεύουσες εξαιτίας των υποκειµενικών και των
κοινωνικών αντιδράσεων. Κάτω από το φώς αυτών των
παρατηρήσεων καταλαβαίνουµε την απόλυτη ρήξη ανάµεσα στα
πρόσωπα των αφηγηµατικών κειµένων που εξετάζουµε. Για
παράδειγµα ο Καίσαρ, το κύριο πρόσωπο της Νύχτας
βρίσκεται σε ρήξη µε την κοινωνία στο σύνολό της.
Πρόκειται για µια ρήξη φιλολογική βέβαια. ‘Αλλωστε το
όνοµα της πόλης που είναι το σκηνικό αυτής της ιστορίας,
είναι ένα όνοµα φανταστικό µάλιστα η ονοµασία Ρόα
χρησιµοποιείται στα ηλεκτρονικά παιχνίδια και στα
κόµικς. Από την άλλη επειδή πολύ λίγα κατηγορήµατα
αποδίδονται στα τέσσερα πρόσωπα που συγκροτούν την
σπείρα, µπορεί ο αναγνώστης να προσθέσει τα δικά του
κατηγορήµατα γι΄αυτούς. Καθένας απ’ αυτούς θα µπορούσε
να είναι ένας άνεργος, ένας µαστροχαλαστής, ένας
λιποτάκτης. Η ακόµα θα µπορούσε να είναι βίαιος,
καβγατζής, κτηνώδης, απείθαρχος, ατίθασος, ανυπάκουος,
πονηρός, εκµαβλιστής, µισαλόδοξος, χωρίς οίκτο για
τίποτε και για κανένα, αποκλεισµένος, εµπλεκόµενος σε
συγκρούσεις µε τους ανωτέρους του. Όµως τα
µυθιστορηµατικά πρόσωπα του κειµένου αυτού µας οδηγούν
σε άλλα νοήµατα. Η απουσία του ζεύγους αντιθέσεων τιµής
και ατιµίας χαρακτηρίζει στο βάθος και το έργο αυτό του
Σαραντόπουλου αλλά και τα έργα του Σουρούνη, του
Γκιµοσούλη και του ∆εληολάνη. Μάλιστα ο τελευταίος
εισάγει το πρόσωπό του µέσα σε µια βρώµικη υπόθεση
εµπορίου ναρκωτικών, που αµαυρώνει κάθε ιδεολογικό
περιεχόµενο των φοιτητικών αγώνων. Εξάλλου είναι
εκπληκτικό το γεγονός ο Μπαµπουλές, το πρόσωπο του
Pusher, το βήµα της Αλεπούς δεν αισθάνεται υποχρεωµένος
να ακολουθήσει τον κοινωνικό κώδικα ηθικής, όταν από την
µια µεριά πουλάει ναρκωτικά στους φοιτητές και από την
άλλη δηµηγορεί µπροστά στη συνέλευση των φοιτητών για τα
κακά του καπιταλιστικού συστήµατος. Κανονικά ο ήρωας του
ληστρικού µυθιστορήµατος δεν δίνει εξήγηση για τον εαυτό
του, δεν κάνει σχόλια για τον εαυτό του. Αλλά εδώ
συµβαίνει το αντίθετο. “Λέγοντας αυτό, λέει ο Μπαµπουλές
µονολογώντας, γελούσα στα βάθη της καρδιάς µου”. Το
απόσπασµα που απεικονίζει τη συνέλευση των φοιτητών από
το έργο του ∆εληολάνη βεβαιώνει τις αναλύσεις µας επάνω
στην απόκλιση.403
Η συγγένεια της οπτικής που εκφράζεται µέσα σ’ αυτό το
κείµενο µε τη µέθοδο της εθνοµεθοδολογίας είναι
εντυπωσιακή. Όπως είπαµε πιό πάνω, σύµφωνα µε αυτή τη
κοινωνιοψυχολογική σχολή ο κοινωνικός έλεγχος είναι ένας
από τους κύριους παράγοντες που προκαλούν την απόκλιση
404
. Στη θέση µιας δοµικής θεώρησης υπάρχει η εκτίµηση
της απόκλισης σαν µια συνέπεια του εκτεταµένου και
403
Βλ. ∆ΕΛΗΟΛΑΝΗΣ, σελ. 42.
404
Βλ. LEMERT 1979, σελ. 643.

179
τυπικού κοινωνικού ελέγχου. Έτσι αντιµετωπιζόµενος ο
κοινωνικός έλεγχος, που ασκείται µέσα στην ελληνική
κοινωνία, γίνεται µάλλον µια αιτία παρά ένα αποτέλεσµα
των µορφών απόκλισης. Κι αυτό σηµαίνει ότι είναι η ίδια
η κοινωνία που βρίσκεται σε κρίση και όχι τα προϊόντα
που δηµιουργούνται µέσα στα πλαίσια της.

4.15.1 Η ΘΕΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ Ο∆ΥΝΗΡΩΝ ΒΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΑ


ΝΕΟΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΤΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ

Στα έργα τα οποία ονοµάζουµε νεοεξπρεσιονιστικά το


βασικό κοινονιοδοµικό γνώρισµα είναι το σχήµα της
γενίκευσης ενός οδυνηρού βιώµατος, που το προκαλεί η
“παλιοζωή”. Για παράδειγµα ο Παϊρής, το κεντρικό πρόσωπο
του Άγγγελου της µηχανής µεταφέρει µαζί του την οδυνηρή
εικόνα του φίλου του, ο οποίος πορνεύεται και στο τέλος
αυτοκτονεί. Αλλά και στο αφήγηµα του Σαραντόπουλου ο
Καίσαρ, κάθε φορά που βρίσκεται µπροστά σε µια κατάσταση
καταδίωξης, θυµάται τον πρώην αρχηγό της σπείρας, τον
“Ινδιάνο”.
“Πρώτα ο γυαλάκιας! Πάει αυτος. Καλά, αυτδς τον έτρωγε o
κώλος του. Τήν έπαθε. Κι ύστερα, ή ζωή είναι ένα φύσηµα
τού άνέµου... Μιά κακιά ώρα,... κι ήρθε ή cειρά σου...
Μια άτυχία... έκεϊ πού περπατάς πέφτεις πάνω σ’ένα
µπάτσο..σε στριµώχνει µε το αύτοκίνητο, πηδάς το
χαντάχι, πέφτεις άπό τη µηχανή, τέλειωσες. "Η, όπως
τρέχεις, σού βγαίνει κάποιος µπροστά σου. ∆έν πρδλαβες,
πέθανες. Σαν τον Ινδιάνο. Ξαφνικά βγαίνει µπροστά του
µια Τζάγκουαρ. Φεύγει ο Ινδιάνος... 'Η Τζάγκουαρ δέν
παθαίνει τίποτα... Μιά γρατζουνιά. Τον Ινδιάνο τον
ξεκολλήσανε µε το σκαρπέλο από τον τοίχο. Το κράνος του
κατρακύλαγε ώρες. Πώς τήν Θυµάµαι αυτή τη σκηνή! Εγώ κι
ο 'Ινδιάνος παλιά... Εκείνος άρχηγος, εγώ φρούτο. Μόλις
είχα πάρει τήν TRIUMPH. Καί κατεβαίναµε τήν 35η λεωφορο.
Ξαφνικά µπροστά µας µιά Τζάγκουαρ.....
Από ένα πλαϊνό δροµάκι... Πάει ο Ινδιάνος... άει,
γαµήσον λοιπόν, γυαλάκια. Καλύτερα έζησες από αυτόν,
καλύτερα πέΘανες... Το ίδιο πέθανες... Καί τώρα τούτη
δώ... Απο καιρο ψάχνω µιά γκοµενα. Βασίλισσα... Γιά τον
Καίσαρα... Τής άρεσε οµως το τσιµπούκι... Καί το 'πε, το
µαλακισµένο!... Φτου! Θά τήν παρατήσω κάπου στο Ρόα.
Μέχρι νά φτάσει στήν πολη, θά ' χουµε γυρίσει στο
στέκι...”405
Τέλος, ο Νούσης στους Συµπαίκτες κυνηγιέται συνεχώς από
τα φαντάσµατα της παιδικής του ηλικίας στην Θεσσαλονίκη,
όπου ζούσε µε τη γιαγιά του µέσα σε µια λασπογειτονιά.
Έτσι, αυτά τα πρόσωπα αλλοιώνουν την αντίληψη της
κατάστασης και θεµατοποιούν µε επιθετικότητα και αίσθηµα
µαταίωσης όλες τις παρόµοιες καταστάσεις. Ανάµεσα στις
µορφές λογοτεχνικής απόκλισης που χρησιµοποιούνται για
να εκφράσουν την οδυνηρή θεµατοποίηση είναι τα σχήµατα

405
Βλ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, σελ. 25

180
του ονείρου και της καθόδου στον Άδη,406 όπου καταλήγουν
τα περισσότερα από τα εξεταζόµενα έργα. Μια τέτοια
κάθοδος στον Άδη είναι η πτώση µέσα στην λάσπη του
Σουρούνη, πράγµα που ανακαλεί στην µνήµη µια βέβηλη
τελετουργία των αρχαίων ελλήνων. Πρόκειται για τους όχι
µυηµένους Αθηναίους που δεν µπορούσαν να πάνε στα
Ελευσίνια µυστήρια και έπεφταν µέσα στην θάλασσα για να
εξαγνιστούν. Αυτό το γνώρισµα συνοδεύει τις
εξπρεσσιονιστικές αναφορές στα βιώµατα του ήρωά τους, τα
οποία εγκαθιστούν ταυτότητες συνείδησης που δίνουν το
αίσθηµα της διάρκειας, όπως συµβαίνει µε τις
“madeleines” του Proust. Αυτές οι ταυτότητες συνείδησης
µέσα σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους αποτελούν το
θεµέλιο κάθε φαινοµενολογικής επιχειρηµατολογίας.407
Πράγµατι, όταν ο ήρωας/αφηγητής λέει πως του ΄ρχεται
κάτι στο νου, που δεν το αναγνωρίζει σε κάποιο
συγκεκριµένο εξωτερικό αντικείµενο, αλλά θα το ξαναβρεί
πιο αργά, κάποου στο µέλλον, έχουµ το µηχανισµό του
σχηµατισµού των πλατωνικών ιδεών. Κάποτε µάλιστα τέτοιες
αόριστες σκέψεις δεν ανακαλούν τίποτε, όπως για
παράδειγµα συµβαίνει στις µουσικές φράσεις που έρχονται
στο νου του αφηγητή του Μαρσέλ Προυστ.
Φέρνουµε για παράδειγµα τρία αποσπάσµατα, το ένα από τον
Σαραντόπουλο, που το παραθέσαµε στην υποσηµείωση 663 και
τα άλλα δύο από το Σουρούνη 408. Η ανάµνηση της οδού
των Μουσών της Θεσσαλονίκης ώς µόνιµη πνευµατική εικόνα
που επανέρχεται µε µεγάλη συχνότητα στο έργο αυτό είναι
το ισοδύναµο της εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα των Αγρών
και των γλυκισµάτων “madeleines”, που επανέρχονται
συχνά στις σελίδες του Marcel Proust. Μια τέτοια
ταυτότητα συνείδησης αποτελεί ένα αδυνατισµένο
πλατωνισµό, όπως είναι του Bergson και Husserl, επειδή η
ιδέα σ΄αυτούς δεν υπάρχει στον αντικειµενικό κόσµο αλλά
µόνο στην µνήµη.
“Κι’ έπειτα ερχόταν η νύχτα. Ηταν η ίδια εκείνη νύχτα
της Κυριακής που ερχόταν παντού, σε όλα τα µέρη που
βρέθηκα. Και το κρασί είχε την ίδια γεύση κι ας ήταν
αλλιώτικο. Και οι θύµησες ήταν οι ίδιες. Κι’εγώ ήµουν ο
ίδιος. Κι’ όταν ξηµέρωνε η άλλη µέρα, ήταν πάντα
∆ευτέρα).409
“(Καί τώρα άκόµα πού έµείς βρισκδµαστε έδώ, τδ Καφέ-
Κουλέ εiναι πάντα ή καρδιά γιά τήν Πάνω Πδλη τής
Σαλονίκης, όπως ήταν και τότε.
Εφτά οχτώ δρόµοι ξεκινούν από δώ προσπαθώντας νά
κρατήσονν στή ζωή ένα κορµί κατάξερο, γεµάτο από χώµα
και ήλιο. Μαζί τους καί η οδός Μουσών...Ξεκινάει τον
ανήφορό της µέσα σέ βρισιές, ζαριές καί φασαρία µε
µεγάλη αίσιοδοξία, περνάει καναδυό µπακάλικα, µια

406
Βλ. GUENON, 1945, σελ.310.
407
VEZIN Franηois, 1982, Ο Προύστ και οι φιλόσοφοι, στο αφιέρωµα του ∆ιαβάζω για το Marcel
Proust, Αθήνα, τεύχος 52, Απρίλιος 1982, σ.σ. 64-68.
408
Βλ. Σουρούνης,
409
Βλ. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, σελ. 52.

181
εκκλησιά, ένα φούρνο, παράγκες, λουλούδια καί καηµούς,
γιά νά χαθεί πολύ άδοξα µέσα σέ κάτι βρώµικα σοκάκια.
Η βρύση έξω άπδ τήν έκκλησιά δέν ύπάρχει πιά, οµως ή
πλάκα πού πάνω της άραδιάζαµε τους τενεκέδες εiναι ακόµη
εκεϊ µε σκαλισµένα τα ονδµατά µας, σαν ταφόπετµα µιας
εποχής που µπερδεύαµε το ονειρο µε την πραγµατικότητα.”
410

4.15.2 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΒΙΩΜΕΝΗ ΟΠΤΙΚΗ


ΓΩΝΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ
Η βιωµένη οπτική, µε αφετηρία την οποία καθένας από τους
νεοεξπρεσσιονιστές συνδύασε τα άλλα στοιχεία του έργου
του είναι η διαδραστική οπτική.
Οι αναλύσεις µέχρις εδώ πάνω στην εξεταζόµενη λογοτεχνία
θεµελιώνουν τη θέση µας ότι επιβάλλεται να συνεξετάζουµε
τη λογοτεχνία της αµφισβήτησης και το σφαιρικό της
περιβάλλον και να δείχνουµε ότι στην δοσµένη κοινωνία η
µόνη πιθανότητα για µια ειλικρινή κοινωνία ήταν η
δυσλειτουργία. Μέσα στα λογοτεχνικά και κοινωνικά
συµφραζόµενα µόνο µια λογοτεχνία χωρίς κοινωνικό σκοπό
θα µπορούσε να είναι γνήσια, όπως η ίδιοι οι συγγραφείς
άλλωστε υποστηρίζουν. Εξάλλου η έρευνά µας µας οδήγησε
στο συµπέρασµα ότι πρίν απ’ όλα η παραγωγή της
λογοτεχνίας αυτής είναι ένα κοινωνικό ενέργηµα,
εκφραζόµενο µε την άρνηση της να συναινέση µε τους
παράγοντες των λογοτεχνικών κυκλωµάτων, που επιβάλλουν
ένα παιχνίδι συµβιβασµών χωρίς κανόνες, για να
προωθήσουν τον ένα συγγραφέα στη θέση του άλλου. Έτσι οι
αµφισβητίες συγγραφείς µε τα έργα τους αρνούνται να
πετύχουν µια θέση γοήτρου σε βάρος της ακαιρεότητας
τους. Εκφράσαµε αυτό το γεγονός µε την κατηγορία της
διαδραστικής οπτικής, που µας πρόσφερε την βιωµένη
αφετηρία, από την οποία ξεκινώντας κάθε συγγραφέας
συνδύασε τις υπόλοιπες συνιστώσες του έργου του δηλαδή
τους τύπους ήρωα, γλώσσας, χρόνου και αξιών.

5. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ Ι∆ΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Το ειδικά λογοτεχνικό ζήτηµα που µένει για εξήγηση τώρα


να εξηγηθεί είναι γιατί να µην ακολουθήσουµε τη
φιλολογική ρουτίνα, η οποία αντιµετωπίζει όλα τα δίκτυα
σχέσεων που παρουσιάσαµε ώς τώρα σαν να ήταν δοσµένα έξ
αρχής. Γιατί να πούµε όχι στον ιστορικό ατοµικισµό, στην
τύχη, στη βιογραφία και στον κοινωνιολογισµό ;

5.1 ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΠΕ∆ΙΟΥ


Ο∆ΗΓΗΣΕ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ Ι∆ΙΟΥ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ
ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΗΣ, ΤΟΥ Ι∆ΙΟΥ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΣΚΕΨΗΣ ΤΗΣ

410
Βλ. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, σελ. 15,

182
Ο νέος συγγραφέας της δοσµένης περιόδου θέτει το εξής
διπλό ερώτηµα : 1) εάν οι ίδιοι οι έλληνες κοινωνιολόγοι
δεν έχουν εξαιτίας της ειδίκευσης µια συνολική εικόνα
αυτού που είναι η Ελλάδα και 2) αν οι κριτές του
λογοτεχνικού πεδίου βγάζουν τις κριτικές τους
ετυµηγορίες µε τον τρόπο που έχουµε ήδη επισηµάνει,
γιατί ο νέος συγγραφέας οφείλει να είναι εξαρτώµενος
µέσα στις λογοτεχνικές του δηµιουργίες ; Με άλλα λόγια,
ο αµφισβητίας συγγραφέας διαπιστώνει ότι µέσα στο
λογοτεχνικό πεδίο τα προκατασκευασµένα στυλ
προδιαγράφουν πώς οφείλει κανείς να προχωρήσει στη
συγγραφή ενός έργου και θέτει τότε το εξής ερώτηµα
:411
” Άραγε ο νέος συγγραφέας µπορεί να επιλέξει το είδος
της γραφής του, την αξία των ανακαλύψεων του ;” Ξαφνικά,
η “αλήθεια” των επίσηµων ιδεών µέσα στην ελληνική
κοινωνία µπαίνει σε αµφισβήτηση σηµείο αφετηρίας ήταν
των 18 Κειµένων. Η έρευνά µας µας οδήγησε ότι στη ρίζα
της λογοτεχνίας της αµφισβήτησης ήταν η κρίση της ίδιας
της ελληνικής κοινωνίας που οξύνθηκε από την
δικτακτορία. Ο στόχος των νέων συγγραφέων είναι εκείνοι,
οι οποίοι θέτουν την λογοτεχνία στην υπηρεσία της
διαχείρισης της κοινωνίας και οι επαγγελµατίες της
λογοτεχνίας, οι οποίοι είναι προσκολληµένοι είτε στα
κόµµατα, είτε στην εκκλησία, είτε στο κράτος, είτε σε
κάποια από τις πολυάριθµες οµάδες πίεσης που κυριαρχούν
µετά από την χούντα στην Ελλάδα. Αυτές µάλιστα στην
δοσµένη περίοδο άγγιξαν τα όριά τους και το γεγονός αυτό
είναι στην πηγή της τρέχουσας κρίσης µέσα στο πεδίο.
Αντίθετα, για τους αµφισβητίες το ζήτηµα ήταν ηθικής
τάξεως : ένας συγγραφέας δεν µπορεί να υπακούει
συγχρόνως σε στόχους υποκειµενικούς και να διατηρεί και
την ελευθερία του. Στο συγγραφεά παρουσιάζεται η
δυσκολία να συνδυάσει πολιτική στράτευση και αλήθεια
στην εποχή αυτή. Και στα µάτια των νεοεισερχόµενων µέσα
στο λογοτεχνικό πεδίο οι λογοτέχνες που διαθέτουν την
συµβολική εξουσία διατηρούν µε την κοινωνία µια σχέση
όχι καθαρή παράγοντας έτσι µια ψευδαίσθηση πάνω σ΄αυτό
που κάνουν. Για όλους αυτούς τους λόγους αυτά τα
γνωρίσµατα οδηγούν πρώτο στα κίνητρα που βρίσκονται στη
ρίζα της δηµιουργίας των πετυχηµένων έργων, ακόµα και άν
πρόκειται για έργα που τάσονται υπέρ του σοσιαλισµού,
επειδή ο συνειδητός ή ασυνείδητος κοµφορµισµός
διασφαλίζει πιο εύκολα τη δόξα. ∆εύτερο, στο κίνητρο της
συµπεριφοράς του συγγραφέα της αµφισβήτησης, ο οποίος
επιλέγοντας την αµφισβήτηση κινδυνεύει να αποκλειστεί
από τους ισχυρούς λογοτεχνικούς κύκλους. Να η αιτία της
πρωτοτυπίας της µοντέρνας ελληνικής λογοτεχνίας. Σύµφωνα

411
FOUCAULT Michel, 1993, “ Qu’est-ce que les Lumiθres? ” , Paris, Magazine Littιraire, no 309,
avril 1993, σ.σ. 62-69.
“Ο Κant δίνει τρία παραδείγµατα για να ορίσει την ανηλικότητα. ∆ίνει τρία παραδείγµατα. Είµαστε σε
κατάσταση ανηλικότητας, όταν ένα βιβλίο παίζει το ρόλο της νόησής µας, όταν ένας πνευµατικός
οδηγός παίζει το ρόλο της συνείδησής µας και όταν ένας γιατρός αποφασίζει αντί για µας για τη δίαιτά
µας.”

183
µε την προβληµατική τους, όλα τα εύκολα έργα φαίνονται
σα µια µεταφορά ενός συµβατικού σχήµατος, κάτι σαν
αντιγραφή δηλαδή. Και αντιµετωπίζονται τα εύκολα έργα
σαν µια παράτερη συρραφή εµπνευσµένη από ξένα πρός την
λογοτεχνία συµφέροντα. Ειδικότερα για το µυθιστόρηµα, τα
θέµατα και η πραγµάτευσή τους από τον ψυχολογισµό και
τον αφελή ρεαλισµό είχαν γίνει ψέµµατα µπροστά στις νέες
ανάγκες της κοινωνίας και υπήρχε ένα συµβολικό κενό. Η
αµφισβήτηση λοιπόν, µέσα στο πλαίσιο που περιγράψαµε,
αναδύεται από την αντίθεση ανάµεσα στα επιµέρους
κριτήρια που κυριαρχούσαν στη νέα κοινωνική κατάσταση
της Ελλάδας µετά το 1970 και στο γενικό συµφέρον. Τα
προβλήµατα λοιπόν έχουν ένα γενικό χαρακτήρα είναι
προβλήµατα δηλαδή αξιών και σκοπών. Εξάλλου η
αµφισβήτηση στο λογοτεχνικό πεδίο αφορά τον επανορισµό
όλης της κουλτούρας σε βάρος των επιµέρους ενδιαφερόντων
που εκδηλώνουν οι κυρίαρχοι λογοτεχνικοί κύκλοι. Η
λογοτεχνία ώς αυθεντικότητα, σύµφωνα µε τα αναλυόµενα
έργα, όφειλε να στηρίζεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό
και όχι στα κυκλώµατα, στα παρεκκλήσια και στην
λογοτεχνική γραφειοκρατία. Η δυσπιστία προς την ίδια τη
λογοτεχνία ώς τρέχουσα πρακτική οφείλεται στο γεγονός
ότι η ελληνικές λογοτεχνικές πρακτικές, που είχαν
ξεµασκαρεφθεί κατά την διάρκεια της χούντας είχαν
αντικαταστήσει το κριτήριο της αξίας µε το συµβιβασµό
ανάµεσα σε λογοτέχνες της ίδιας λογοτεχνικής φατρίας,
επειδή οι λογοτέχνες που βρίσκονταν στην κορυφή δέχονταν
σαν αυτονόητο ότι τα πολιτικά και άλλα κίνητρα είναι
αναγκαία για να επιτύχει κανείς. Παραθέτουµε δυο
µαρτυρίες επάνω σ΄αυτήν την κατάσταση της λογοτεχνίας
και της κριτικής στην Ελλάδα, του M.Vitti 412 και της R.
Debaisieux. Ο πρώτος σχολιάζει :
“Επισηµαίνουµε πάντως µια κάποια επιφύλαξη στους έλληνες
κριτικούς στο να εγκαταστήσουν µια σαφή λίστα των πιο
αξιόλογων ποιητών. Προσπαθούν πάντως να το κάνουν µε
τρόπο στρεβλό, διαλέγοντας ως αντικείµενο της µελέτης
τους µάλλον αυτούς που προτιµούν παρά τους άλλους.”
Και η Debaisieux λέει το ίδιο µε τρόπο πιο απροκάλυπτο:
“Ο Α. Σαχίνης, ο οποίος στο κριρικό του βιβλίο Η
πεζογραφία του αισθητισµού κριτικάρει την πεζογραφία
του αισθητισµού παρουσίασε την ουσία των ελληνικών έργων
της παρακµής, παρατήρησε σωστά ότι ορισµένοι
µυθιστοριογράφοι επιλέγουν συχνά για µια αισθητίζουσα
γραφή χωρίς να περάσουν κατόπιν σε µια ρεαλιστική γραφή
( αυτό συνέβη µε τον Καζαντζάκη και το Νιρβάνα). Αλλά η
επιλογή του Σαχίνη για να στήσει το κόρπους των έργων
της παρακµής θεµελιώνεται σ’ενα µόνο κριτήριο, αυτό της
ποιητικής πρόζας”. 413
Βλέπουµε ότι στη σκέψη των παραπάνω η απουσία γενικών
και κυρίως συστηµατικών κριτηρίων από τους έλληνες
κριτικούς αντιµετωπίζεται αρνητικά. Εξάλλου η απουσία
κριτηρίων µέσα στο ελληνικό λογοτεχνικό πεδίο, όπως το
412
Βλ. VITTI, 1989, σελ. 379..
413
Βλ. DEBAISIEUX,1995, σελ. 12.

184
είπαµε ήδη αρκετές φορές, είναι η αιτία που οδηγεί τους
εξεταζόµενους συγγραφείς να κάνουν σχόλια επάνω στο ίδιο
το νόηµα της δηµιουργικής τους δραστηριότητας. Είναι
αυτό που ονοµάζουµε µεταγλωσσική παρέµβαση των
συγγραφέων. Ανάλογα συµβαίνει και µε την απλοϊκή µορφή
ρεαλισµού που χαρακτήριζε τα µυθιστορήµατα στην Ελλάδα
πρίν από το 1970. Αυτό το είδος ρεαλισµού συνειδητά
αποφεύγεται από τους νέους συγγραφείς. Το παράδειγµα του
Γιάννη Ρίτσου είναι εδώ διαφωτιστικό. Η καθιέρωση και η
ηρωοποίηση των µεγάλων ιδανικών που έφερε στην ποίηση ο
Ρίτσος και η εκµετάλλευση αυτού του γεγονότος από την
κυρίαρχη ιδεολογία των τελευταίων δεκαετιών σφραγίζει
ολόκληρη την λογοτεχνική σκηνή. Μπορούµε να
παρατηρήσουµε ότι ανάµεσα στα καταπιεστικά µέτρα των
ελληνικών κυβερνήσεων µετά τον Εµφύλιο Πόλεµο εναντιόν
οποιουδήποτε µπορούσε να αποτελέσει µια απειλεί για την
εθνική ασφάλεια, ήταν και η εξορία ή η φυλάκιση πολλών
συγγραφέων της αριστεράς. Για παράδειγµα το 1950 ο
Ρίτσος βρισκόνταν στην εξορία, στο στρατόπεδο του Αϊ
Στράτη, απ’ όπου έγραψε το “Γράµµα στον Joliot-Curie.
Ο Άρης Αλεξάνδρου έγραψε επίσης στη φυλακή πολλά από τα
έργα του. Εµπειρίες τέτοιου είδους πολλά έργα µιας
ολόκληρης σειράς ελλήνων συγγραφέων. Η λογοτεχνία δηλαδή
είχε για τα καλά στρατευτεί στους κοινωνικούς αγώνες και
περνούσε το µήνυµα ότι το µεγάλο λογοτεχνικό έργο
περιγράφει τα µεγάλα προβλήµατα του λαού. Ωστόσο τα
προϊόντα µιας τέτοιας λογοτεχνίας χρησιµοποιήθηκαν σαν
ντοκουµέντα µιας ηθικολογικής λογοτεχνίας και µάλιστα
χρησιµοποιήθηκαν από την επίσηµη ιδεολογία και από την
ιδεολογία των πολιτικών κοµµάτων. Η αντίδραση γ’ αυτή τη
χρήση της λογοτεχνίας ήταν να µετατεθεί ο τόνος στην
δυσκολία της γραφής ενός γνήσιου και αυθεντικού έργου.
Η η τέτοια διάθεση της λογοτεχνικής αµφισβήτησης γίνεται
ακόµα πιο έντονη, από τη στιγµή που τα κατ’ απονοµήν
σπουδαία και επίσηµα έργα δεν κοµίζουν µαζί τους το
αποτέλεσµα των αναζητήσεών τους, ούτε τις δυσκολίες της
δηµιουργίας τους. Αντίθετα, µε την άρνησή τους οι νέοι
έλληνες συγγραφείς ήθελαν να δείξουν το πόσο σπουδαίο
είναι να στοχάζονται πάνω στα γλωσσικά τους µέσα και
πάνω στις σχέσεις ανάµεσα στα σύµβολα και στα
συµβολιζόµενα µέσα στο λογοτεχνικό κείµενο. Έτσι, ο
συγγραφέας που θέλει να είναι ειλικρινής και αυθεντικός
δεν αποδέχεται τη λογικότητα την ίδια, η οποία διέπει τα
λογοτεχνικά προϊόντα, µε το να απορρίπτει την
αναπαράσταση και τα καθιερωµένα θέµατα της “δοξασµένης”
λογοτεχνίας από συγγραφείς µάρτυρές και ήρωες, όπως ο
Ρίτσος και ο Σεφέρης. Θα υπάρξουν λοιπόν αλλαγές µετά το
1970. Όλα τα σύµβολα που χρησιµοποιήθηκαν από
συγγραφείς, που κατηγορήθηκαν για δοσοληψίες µε το
καθεστώς της χούντας, περιφρονούνται και παραµερίζονται.
Ο ποιητής Θέµελης ξαφνικά µετά το 1974 παύει να
συζητιέται. Εξάλλου από το 1974 ώς το 1982 υπήρξε ένα
λαϊκό κίνηµα υπέρ της αλλαγής και µια κραυγαλέα ανατροπή
της συντηρητικής ιδεολογίας, ταυτισµένης µε την
ιδεολογία της χούντας. Επιπλέον ο πνευµατικός ορίζοντας

185
είχε σφραγιστεί από την απροσδιόριστη και παράφορη
ελπίδα για την Μεγάλη Αλλαγή, που υπόσχονταν τα κόµµατα
της αριστεράς και του κέντρου. Τέλος η ανατροπή της
ρεαλιστικής αναπαράστασης στα έργα των µοντέρνων πάει
παράλληλα µε την άνοδο των δυνάµεων της αυτόνοµης
αριστεράς, που αγκάλιασε όλες τις µορφές αµφισβήτησης
στην Ελλάδα ώς τις εκλογές του Οκτώµβρη 1981. Και
εµφανίζεται παράλληλα µε τη βαθµιαία διάδοση της
τεχνοκρατικής ιδεολογίας, που παραδόξως αναπτύσσεται
παράλληλα µε µια πανίσχυρη εθνικιστική και θρησκευτική
ιδεολογία. Αλλά µετά τις σηµαντικές αλλαγές του 1982
στην πολιτική σκηνή και στο επίπεδο των θεσµών, η
διάψευση των ελπίδων του κόσµου που είχε ψηφίσει
αριστερά οδήγησε σε µια αποϊδεολογικοποίηση, που
µαταίωσε την ελπίδα. Κι η αριστερά, που ως το 1981
βρισκόταν στην αντιπολίτευση, µετά τις εκλογές του 1981
χρησιµοποιεί µε την σειρά της τη στρεβλή γλώσσα της
εξουσίας, ενώ η δεξιά αρχίζει και υποστηρίζει όλες τις
διεκδικήσεις του λαού, επειδή πια βρέθηκε στην
αντιπολίτευση.

5.2 ΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΠΟΥ ∆Ε ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ

Από όλες τις µέχρι τώρα αναλύσεις, ήταν φανερό ότι η


αµφισβήτηση της ίδιας της λογικότητας του στρεβλού
κοινού λόγου, που κάνει την εµφάνισή της µέσα στα
κείµενα της Χατζιδάκη και του Βαγενά, της Γερωνυµάκη και
του Σαραντόπουλου, δεν µπορούσε να είναι λειτουργική
µέσα στην δοσµένη κοινωνία. Χρησιµοποιήσαµε τον ορισµό
του λειτουργικού και του δυσλειτουργικού, που κάνει A.
Mendras 414 και του Πανταζή Τερλεξή415 καθηγητή του
Πανεπιστηµίου Αθηνών “όµως υπάρχουν στοιχεία λειτουργικά
και άλλα δυσλειτουργικά και όπως είναι φανερό υπάρχουν
και στοιχεία α-λειτουργικά”. Η λογοτεχνία λοιπόν που
έχουµε µελετήσει δεν µπορούσε να επιτελέσει µέσα στην
δοσµένη κοινωνία µια θετική ιδεολογική και πολιτική
λειτουργία. Επισηµαίνουµε ωστόσο ότι τίθεται πολύ συχνά
το ερώτηµα αν η δοσµένη λογοτεχνία δεν είναι παρά ένα
καθαρό αισθητικό παιχνίδι. Η απάντηση που εµείς µπορούµε
να δώσουµε είναι αρνητική, γιατί αυτή η παραγωγή
κοντράρει την κουλτούρα και την συµβατική λογοτεχνία,
που είναι οντότητες υπαρκτές και δεν περιορίζονται µόνο
σε αισθητικούς στοχασµούς ενός κλειστού κύκλου
λογοτεχνών. Και ότι είναι άρνηση κάποιου υπαρκτού
φαινοµένου είναι και αυτό υπαρκτό και πραγµατικό. Η
φονξιοναλιστική θέση λοιπόν για το είδος της λογοτεχνίας
που µελετάµε, όπως αυτή του Μ. Peckham, 416 οφείλει να
απορριφθεί. Ο τελευταίος αυτός ορίζει την

414
Βλ. MENDRAS, 1975, σσ. 111-120
415
Βλ.ΤΕΡΛΕΞΗΣ, 1971, σ.σ. 103-112.
416
Βλ. PECKHAM Morse, 1965, Man’s Rage for Chaos: Biology, Behavior and the Arts, στο
REICHERT, 1977, σσ 138-150.

186
φονξιοναλιστική θέση για την λειτουργία της λογοτεχνίας
µέσα στην κοινωνία ώς αταξία.
Το κριτήριο, στο οποίο στηρίζεται κάθε λειτουργική
θεώρηση είναι εκείνο της καλύτερης βιολογικής
προσαρµογής. Ετσι, σύµφωνα µε αυτόν, η λογοτεχνία
οφείλει να κάνει να αναδυθούν γυµνά τα προβλήµατα της
κοινωνίας και του πολιτισµού, αλλά να µην πηγαίνει
παραπέρα, για να αφήνει τον αναγνώστη µέσα στην
αµφιβολία και ότι η πλοκή οφείλει να είναι απρόβλεπτη
και η συµπεριφορά του κεντρικού προσώπου να είναι
ασυνεχής δηλαδή µη προβλέψιµη. Εξάλλου αυτό το
λογοτεχνικό µοντέλο δεν µπορεί να εξασφαλιστεί παρά µε
την χρήση της αντιγραµµατικότητας στη χρήση της
λογοτεχνικής γλώσσας. Και µάλιστα ο Penckham ζητάει και
από το κράτος να διδάσκει έτσι τον αναγνώστη, ώστε να
µην περιµένει πάντα το καταφανές και το κανονικό µέσα
στη λογοτεχνία. Μπορούµε να κριτικάρουµε την άποψη του
M. Penckham, καταρχήν επειδή εµείς δεν επιχειρούµε
κάποια κανονιστική κριτική, αλλά περιγράφουµε το τι
υπάρχει, αλλά και επειδή στην περίπτωση τηςε ελληνικής
λογοτεχνίας της αµφισβήτησης δεν πρόκειται για απλή
επιθυµία ανανέωσης. Το µεγαλύτερο µέρος των νέων ελλήνων
συγγραφέων µεταφέρουν στο έργο το αποτέλεσµα που πέτυχαν
αλλού, στις αναζητήσεις τους στην κοινωνική ζωή, χωρίς
να δίνουν βέβαια ένα έργο - αντανάκλαση της
πραγµατικότητας. Οι αµφισβητίες συγγραφείς δεν είναι
µόνο συγγραφείς που επιχειρούν ανανεώσεις. Οι κάποιες
οµοιότητές τους µε την σχολή της παρακµής ή µε τον
σουρεαλισµό είναι εξωτερικές. Με άλλα λόγια τα έργα αυτά
δεν είναι µόνο λογοτεχνία, είναι και πράξεις άρνησης να
συµβιβαστούν µε τα κυκλώµατα, που ελέγχουν τη
λογοτεχνική διαδικασία. Είναι αρνήσεις των συγγραφέων να
πετύχουν µια θέση γοήτρου σε βάρος της ακεραιότητάς
τους.

Αν αυτό ισχύει, τότε αντί να αναζητούµε τι είναι η


εξεταζόµενη λογοτεχνία, είναι αναγκαίο να ζητάµε τι
είναι εκείνο που την προσδιορίζει και τι η ίδια
επηρεάζει. Αν για παράδειγµα έχει τη δύναµη να αλλάξει
την καθηµερινή στρεβλή γλώσσα και σκέψη. Πάντως η
λογοτεχνία αυτή και τα κοινωνικά συµφραζόµενα δεν είχαν
σχέσεις ισοµορφίας, αλλά σχέσεις δυο µερών, που
βρίσκονται σε διάλογο.

5.3 ΚΡΙΣΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Έτσι το κίνητρο αυτών των συγγραφέων φαίνεται να


προέρχεται και από την κρίση του λογοτεχνικού πεδίου και
της αγοράς του λογοτεχνικού βιβλίου, αλλά και από την
συµµετοχή των πολιτικών κοµµάτων στη µεγάλη συζήτηση που
ξεκίνησε το 1970 για το νόηµα της τέχνης και των θεσµών.
Αυτό το γεγονός προκάλεσε την συζήτηση για την
νοµιµοποίηση της ίδιας της λογοτεχνικής πρακτικής στην
Ελλάδα. Φαίνεται ότι αυτό που χρειάζονταν οι σύγχρονοι

187
συγγραφείς, ήταν µια κριτική σκέψη επάνω στον τρόπο µε
τον οποίο συλλαµβάνουµε την σχέση µας µε τα λογοτεχνικά
έργα. Τα προβλήµατα νοµιµοποίησης αναδύονται µέσα από
τις δοκιµές των συγγραφέων προκειµένου να θεµελιώσουν
τους πειραµατισµούς τους και από αυτό βγαίνει ότι δε
δέχονται µια αντικειµενική κρίση του ωραίου, αλλά µια
κρίση που συσχετίζει το αφηγηµατικό κείµενο µε τον
αναγνώστη και µε την αγορά των συµβολικών αγαθών. Το
πρόβληµα νοµιµοποίησης της ελληνικής λογοτεχνίας µετά το
1970 οξύνεται εξαιτίας της δυσλειτουργίας στη διαδικασία
της αξιολόγησης, µε την οποία οι κριτικοί και οι εκδότες
αποφασίζουν την καθιέρωση ή την εξαφάνιση ενός
συγγραφέα. Σύµφωνα µε έναν µεγάλο αριθµό ελλήνων
συγγραφέων της δοσµένης περιόδου το ενδιαφέρον για το
ύφος γίνεται αντιληπτό σα µια έκφραση των κοινωνικών
συγκρούσεων και της υπαρξιακής αγωνίας. Ωστόσο δεν
υπάρχει τίποτε που να ανακαλεί άµεσα τους τρόπους και το
ύφος της “παρακµής”. Η σύγχρονη λογοτεχνία δεν είναι
ζήτηµα καλλιέργειας ενός αργόσχολου ύφους, που αποσκοπεί
µόνο στην ανανέωσει της µορφής, αλλά επιχειρεί µια
αµφισβήτηση και των κοινωνικών και των λογοτεχνικών
αξιών µε το µέσο των κατάλληλων λογοτεχνικών µορφών,
όπως ο σαρκασµός και η ειρωνία από την µια, η απελπισία
και ο νιχιλισµός από την άλλη.417 Είναι φανερό ότι η
ελληνική λογοτεχνία σηµειώνει µια ρήξη σε σχέση µε την
προηγούµενη λογοτεχνία και µε την ιδεολογία που εκείνη
µετέφερε. Τότε, το αίτηµα των νέων συγγραφέων για µια
γλώσσα ελεύθερη από καταναγκασµούς είναι κυρίως ένα
ζήτηµα ηθικής τάξεως. Οι νέοι συγγραφείς επεξεργάζονται
το λόγο τους ώς απάντηση στο τρεβλό κοινό λόγο, ο οποίος
αναπαράγει τις συνθήκες της στειρότητας της ποιητικής
γλώσσας και διαδίδουν την ιδέα ότι συχνά η γλώσσα
προσδιορίζει το κοινωνικό περιεχόµενο.

5.3.1 ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ


ΣΗΜΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΡΟΥΠΟΘΕΤΕΙ

ΠΑΡΩ∆ΙΑ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΚΑΘΙΕΡΩΜΕΝΩΝ

Βρίσκουµε πολύ συχνά µέσα στα κειµενά µας υπαινιγµούς


που αναφέρονται στα ζητήµατα του λογοτεχνικού πεδίου και
της κοινωνίας. Ας δούµε για παράδειγµα τα σχόλια της
Μάρως ∆ούκα. 418 Οι συγγραφείς για τους οποίους µιλάµε
και ειδικότερα η Νατάσα Χατζιδάκη καταγγέλουν έντονα την
άποψη, σύµφωνα µε την οποία το κείµενο δεν είναι παρά το
άθροισµα ιδεών εκφραζµένων µε την µορφή λογοτεχνικών
εικόνων, ενώ για την ίδια το σωστό είναι ο συγγραφεάς να
συγκεντρώσει ολόκληρη την προσοχή του στην αποφασιστική
στιγµή της αφοµοίωσης της πραγµατικότητας, µε άλλα λόγια
να ξεκαθαρίσει τον ίδιο τον τρόπο της αντίληψης των

417
Συζήτηση οργάνωµένη από την επιθεώρηση Γράµµατα και Τέχνες, 1984 ,“Η σύγχρονη ποίηση στην
Ελλάδα”, Αθήνα, Νοέµβρης - ∆εκέµβρης 1984.
418
Βλ. ∆ΟΥΚΑ, σελ.

188
πραγµάτων. 419 Οι συγγραφείς λοιπόν που δεν δίνουν παρά
µια διδακτική µορφή στις προκατασκευασµένες τους σκέψεις
περιφρονούνται µε τρόπο ρητό ή υπονοούµενο µέσα στα
κείµενα που εξετάζουµε. Υπάρχουν παραδείγµατα σχεδόν
µέσα σε όλα αυτά τα κείµενα, για παράδειγµα της
Γερωνυµάκη, 420της Χατζιδάκη και του Βαγενά. Σύµφωνα µε
την αποψή τους, η πραγµατικότητα, µέσα στην οποία ζεί ο
συγγραφεάς, έχει εκφραστεί άπειρες ήδη φορές µέσα σε
µορφές που πια έχουν παλιώσει και δε θα µπορούσε να
είναι η ουσία του µυθιστορήµατος, αφού δεν µπορεί µια
τέτοια πραγµατικότητα να είναι πηγή µιας αυθεντικής
δηµιουργίας. Αντίθετα, η πραγµατικότητα που έχει
προβληθεί ανάγλυφα µέσα σ’ αυτά τα αφηγήµατα είναι η
ατοµική πραγµατικότηατ του συγγραφεά, η δική του
πραγµατικότητα που δεν µοιάζει µε την κοινή
πραγµατικότητα µε το στρεβλό κοινό λόγο. Έτσι, η
πραγµατικότητά τους παρουσιάζεται εσκεµµένα ώς
ασυνεχείς:
“-Σε παρακαλώ, άφησέ µε να φύγω, αύριο πρέπει να ξυπνήσω
νωρίς για το γραφείο, έχω µια µικρή υδρία µε τέφρα, και
ότε έγινεν εσπέρα έφερον προς αυτόν δαιµονιζοµένους
πολλούς. Εφτασα νύχτα, γύρω στις δώδεκα τα µεσάνυχτα,
όπως γίνεται σε όλα τα ευτελή και πλήρη αστικά
µυθιστορήµατα, η δωδεκάτη νυχτερινή είναι µία ώρα
ευκάµπτου ανάγκης, µια ώρα µε πολλά περιθώρια
ανταποκρίσεων, στον ανατολικό αερολιµένα κι έκλαιγα
καθώς χάναµε ύψος µε το σαγόνι µου βυθισµένο στη νάυλον
σακούλα του εµετού. ∆εν ήξερα λοιπόν που βρισκόµουν. δεν
ήξερα αν ήταν βράδυ ή µόλις πρωί.”421

Ένας άλλος συγγραφεάς, ο Αντώνης Σουρούνης, βάζει τον


πρωταγωνιστή του έργου του, να κριτικάρει τις υπαρκτές
λογοτεχνικές πρακτικές, θέτοντας έτσι σε αµφισβήτηση όλη
την προηγούµενη λογοτεχνία, της οποίας σχεδιάζει να
αλλάξει ακόµα και τα σηµεία στίξης.
“ Τις µέρες αυτές ο Νούσης σκέφτεται έµµονα να
ξαναπιάσει χαρτί και µολύβι. ∆ιαβάζοντας για πολλοστή
φορά εκείνο το αποτυχηµένο βιβλίο, έχει συλλάβει
ολοκάθαρα τα αίτια της αποτυχίας του και έχει
διαπιστώσει, ότι εντός του έχουν συντελεστεί ριζικές
µεταβολές, µεταβολές τέτοιες που θα µπορούσαν σήµερα να
οδηγήσουν ένα βιβλίο από διαφορετικούς δρόµους. Αυτό δεν
είναι σχήµα λόγου, είναι η αλήθεια χωρίς βρακί. Οι
µεταβολές του έχουν γίνει από την βάση, δηλαδή από τα
σηµεία στίξεως, δηλαδή από τα κυκλοφοριακά σηµεία στην
πορεία της γραµµής ενός βιβλίου. Με σπάνια αυτοκριτική
οµολογεί, πως αν ξανάγραφε το ίδιο βιβλίο, εκεί όπου
υπάρχουν θαυµαστικά, σήµερα θα αρκούνταν στην τοποθέτηση
αποσιωπητικών.
Πανικόβλητος κάνει µεταβολή κι’ αντικρύζει τη µιζέρια
του. Νούση, µάγκα µου, άφησε τις στέγες στην ασπρίλα
419
Βλ. ΧΑΤΖΙ∆ΑΚΗ σελ. 17-19.
420
Βλ. ΓΕΡΟΝΥΜΑΚΗ σ.σ. 98-100.
421
Βλ. ΧΑΤΖΙ∆ΑΚΗ, 1979, σελ 38.

189
τους και φρόντισε να ξεµαυρίσεις το δικό σου χάλι....Και
µην ξεχνάς πως υπάρχουν κάτι άλλα παιδάκια, ειδικοί στο
να µαυρίζουν στέγες, µια και οι ίδιοι ξούνε πάντα κάτω
από στέγες κάτασπρες”422.
Με µεγαλύτερη αµεσότητα εκφράζεται η Μάρω ∆ούκα στην
Αρχαία Σκουριά. Προβλέπει ότι µετά την θυσία των
εξεγερµένων εναντίον της χούντας φοιτητών θα έρθουν οι
ποιητές για να εκµεταλλευθούν τον µύθο του
Πολυτεχνείου.423

ΠΑΡΩ∆ΙΑ ΤΗΣ ΤΡΕΧΟΥΣΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ

Το έργο του Βαγενά εµψυχώνεται από ένα ειρωνικό στυλ. Ο


Βαγενάς επιχειρεί στο κειµενό του µια βαθυστόχαστη
κριτική όχι µόνο των ελληνικών λογοτεχνικών πρακτικών
αλλά και της ίδια της καρδιάς της ποίησης. Ίσως µάλιστα
να δανείστηκε το θέµα του από τον Donald,424 ειρωνιστή
συγγραφεά, ο οποίος κάνει εκτενή περιγραφή ενός Μουσείου
Τολστόι, που στην πραγνατικότητα δεν υπάρχει. Το
ειρωνικό πνεύµα του Μπόχες επιβιώνει µέσα στο παρακάτω
απόσπασµα από το αφήγηµα του τιτλοφορείται Θεόφιλος
Γιατράς ή η ελληνικές µεταφράσεις της Έρηµης Χώρας. Όλες
οι µεταφράσεις από την Έρηµη Χώρα στις οποίες παραπέµπει
ο αφηγητής είναι πραγµατικές, εκτός από εκείνη του
Θεόφιλου Γιατρά, γιατί ο Θεόφιλος Γιατράς δεν υπήρξε
ποτέ ώς πραγµατικό πρόσωπο, αλλά αντίθετα είναι
δηµιουργηµένος από τον αφηγητή του παραπάνω έργου :
“'Η φιλολογιχή δεοντολογία δέ µου έπcτρέπει ν'
άποσιωωπήσω µιά τέταρτη µεταφραστική προσπάθεια, πού άν
τελικά κατόρθωνε νά ολοχληρωθεί ίσως ν' άποδειχνδταν
άποφασιστική όχι µδνο για τήν πορεία ολόκληρης τής
έλληνικής ποιησης αλλά και γιά τήν ουσία του ίδιου τού
όρου µετάφραση. Προκειται γιά τήυ άπόπειρα ένδς σεµνού
λοyοτέχνη, τού Πάτροκλου Γιατρά…'Ο Γιατράς ήταν
αύτοδίδακτος.”425
“Η µετάφραση τού Σαραντή ('Εκδόσεις “Νέα Τέχνη”, 1958)
δέν παρονσιάζεται µε µεγάλες φιλοδοξίες. 'Ωστοσο άξίζει
νά µελετηθεί γιά τά κίνητρα που τήν ύπαγόρευσαν. '0
Σαραντής µεταφράζει ένα έργο, πού δέν είναι βέβαιος άν
το άποδέχεται ή το άρνιέται (Πρόλογος, σ. 20 - 22). Αύ-
τος ο βαθύς φυχολογιχδς διχασµος καθορίζει καί τή
σηµασία τής προσπάθειάς του, µιάς προσπάθειας πού µάς
άφήνει τελικά µέ τίς άπορίες µας, γιατί ο µεταφραστής
κάνει ο,τι µπορεί γιά ν' άγνοήσει τη δοκιµασία τον. 'Απο
'δώ προέρχεται, άν δέν χάνω λάθος, και ή κάποια ένταση
αύτής τής µετάφρασης, πού δυστυχώς δε γiνεται αίσθητή
παρά µόνο στά πιδ άνώδυνα σηµεία της. Οί στlχοι π.χ.

422
Βλ. ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ σελ. 76
423
Βλ. ∆ΟΥΚΑ σελ.
424
Βλ. SAPORTA , 1976, σελ. 426.
425
Βλ. ΒΑΓΕΝΑΣ, 1980, σελ. 14.

190
The meal is ended, she is bored and tired, Endeavours to
engαge her ίη cαresses Which still are unreproaed, if
undesired. Flushed and deεided, he assaults at οπεe ;
Eτploring hands encounter πο defence; His vanity
requires ηο response,And mαkes α welcome of
ίndίfference.
(236 - 242)
είναι φανερό πώς στον Σαραντή λειτουργούν µέ µιά δική
τονς αύτονοµία:
Το δείπνο τελείωσε κι αυτή αποσταµένη µοιάζει, µε
προστυχοχαιδέµατα ζητάει να τήνε µπλέξει που ακόµα είν’
ελαφρά, ώσµε κι αυτή να στέρξει, ανάβοντας της ρίχνεται
στα ίσα,τα χέρια του την ψάχνουνε µε λύσσα, η
µαταιοδοξία του τον πόθο της δεν απαιτεί,ακόµα και η
αδιαφορία της του είναι καλοδεχτή.
Ο Σεφέρης µένει πιστός στη θερµοκρασία του πρωτοτύπου :
Απόφαγε, βαριέται και είναι κουρασµένη,
Κάνει µια απόπειρα να την µπλεξει σε χάδια
Που εκείνη δεν ποθεί µήτε αποδοκιµάζει.
Πυρός και αποφασιστικός, ρίχνεται αµέσως,
Χέρια ερευνητικά δε συναντούν αντίσταση,
Η µαταιοδοξία του δεν απαιτεί ανταπόκριση,
Και παίρνει για παραδοχή την αδιαφορία.” 426
Ο πληροφορηµένος αναγνώστης µπορεί να αποκρυπτογραφήσει
όλους τους υπαινιγµούς του Βαγενά µέσα στα αποσπάσµατα
αυτά. Κάθε σχολιαζόµενος όρος, όπως για παράδειγµα
φιλολογική δεοντολογία, δέ µου έπcτρέπει ν'
άποσιωωπήσω, προσπάθεια..αποφασιστική, πορεία ολόκληρης
της ποίησης, αυτοδίδακτος έχει διφορούµενο, βαθιά
ειρωνικό νόηµα. Μάλιστα η ειρωνεία γίνεται φανερή εκεί
κυρίως, όπου ο αφηγητής φαίνεται να θέλει να φανεί
απόλυτα σοβαρός. Οταν για παράδειγµα µιλάει για το νόηµα
της ίδιας της Ποίησης, και για τη λειτουργία του ποιητή
στους καιρούς µας:
“Τον κατηγορούσε (ο Γιατράς τον Ελιοτ) γιά κάτι φοβερδ.
Τον κατηγορούσε γιά έσκεµµένη αποτυχία. Η διαδικααία τών
συλλογισµών του ήταν κατά βάθος άπλή : 0 "Ελιοτ
διαστρέβλωσε τδ νδηµα τής “Ερηµης Χώρας” γιά τήν
έξυπηρέτηση σκοπών άλλότριων πρδς τήν Ποίηση. 'Από
µεγαλειώδη έξαγγελία του θριάµβου τής Ιστορlας την
παραποίησε σε µιά σειρά ύστερικών χρησµολογιών, πού
έπέβαλλαν τήν προαωπική του ηττοπάθεια σάν µιάν άπρόσωπη
καί άντικειµενική άπεικόνιση τής πραγµατικότητας. Αντδς
που δέν έπαυε νά διαχηρύττει πώς η πρόοδος του
καλλιτέχνη εlναι µιά διαρκής αυτοθυσία, µιά διαρκής
απόσβεση τής προσωπικότητας, έργάστηκε όσο κανεiς άλλος
γιά τήν άποθέωση ενδς άκρατου ύποκειµενισµού. `Ο σκοπός
του ήταν φανερός : άπδ τήν µιά ν' αποτρέψει το λαό νά
έπικοινωνήσει µέ το µήνυµα τής Ποίησης δίνοντας ένα έργο
ακοτεινό καί δυσπρόσιτο - και άπό την άλλη νά ένθαρρύνει
τήν αύταρέσκεια σέ µιά φούχτα διανοουµένων πώς µόνο

426
Στο ίδιο, σελ. 12.

191
αύτοί έχουν άποµείνει Θεµατοφύλακες ενδς πολιτισµού, πού
βεβηλώνεται άπό τiς ορδές τών ούγχρονων βαρβάρων”427
Για όποιον αµφιβάλλει για τη συνεχή υπονόµευση όλων των
ισχυρισµών τόσο του Θεόφιλου Γιατρά, του αφηγηµατικού
ήρωα, όσο και του αφηγητή/συγγραφέα, ας προσέξει πώς στα
παρακάτω η φράση θρησκευτικοί αδένες υπονοµεύει όσα
λέγονται για τη µεταφυσική διάθεση που διαπνέει την
εικόνα του Ελιοτ, όπως παρουσιάζεται εδώ.
“Μέσα του (στην ψυχή του Ελιοτ) πάλευαν ο ποιητής καί ο
θρησκευόµενος. "Εβλεπε πώς ή άφοσίωσή του στην ποιηση
άπειλοϋσε το πνευµατικδ ίδεώδες του' πώς έβαζε σέ
κίνδυνο τδ θρησκευτικδ οίκοδόµηµα πού ένιωθε τήν άνάγκη
νά ύπηρετεϊ.
Από τήν άλλη, ή πίστη του στή θρησχεία θά τραυµάτιζε,
ίσως άνεπανόρθωτα, τήν Ποίηση. Θά πρέπει νά βασανίστηκε
πολύ. Τελικά οι υπερτροφικοί θρησκευτικοί αδένες
υπερίσχυσαν. Αποφάσισε νά γινει όχι µονο ο εχτελεστής
αλλά καί τδ θυµα τής θεολογικής έξαγγελίας του.”428
….
“`0 Γιατράς πίστευε πώς ή πραγµατική φύση τοϋ "Ελιοτ
ήταν Θεολογική. Αύτδ που κατά βάθος λαχταρούσε ή ψυχή
του ήταν δ αρχιεπισκοπικός θρ6νος τής Καντερβουρίας. ∆εν
κατόρθωνε ν' απαλλαγεί απδ τήν ύποψία πώς ο Θωµάς "Ελιοτ
ήταν µετeµψύχωση τοϋ Οωµά Μπέκετ.”429
Και δεν αφήνει αµφιβολία για το πόσο ειρωνικά µιλάει για
το παράδοξα αυξηµένο ενδιαφέρον στην Ελλάδα για τις
µεταφράσεις των έργων, που έγιναν σπουδαία αλλού και για
άλλους λόγους. Το ειρωνικό σχήµα της συµπαράθεσης πλάι
στα παγκοσµίου ενδιαφέροντος κοσµοϊστορικά γεγονότα και
του γεγονότος ότι στην Ελλάδα µόνο κυκλοφόρησαν τρεις
µεταφράσεις της Ερηµης Χώρας θυµίζει τις καλύτερες
στιγµές της Πάπισσας Ιωάννας του Ροίδη.
“`0 σκοπός του Γιατρά ήταν, όπως άνέφερα, νά ξαναβάλει
το ποίηµα στή σωστή του βάση…
'Αλλά στήν προσπάθειά του αύτή βρέθηκε άντιµέτωπος µ'
ένα πρόβληµα. Θά έπρεπε νά καταπιαστεϊ µέ την "Ερηµη
Χώρα, σάν νά βρισκόταν στα 1922, τή στιγµή τής πρώτης
γραφής της, ή νά περιλάβει καί τήν παγκόσµια έµπειρία
που µεσολάβησε στδ µεταξύ ; ∆έ χρειάστηκε νά διστάσει
καί πολύ πρίν άπορρίψει τήν πρώτη λυση. Πώς θά µποροϋσα
νά άγνοήσω, γράφει, τά γεγονδτα πού δηµιούργησαν τήν
ίστορία τής έποχής µας ; την κρίση τοϋ '29, τίς δίκες
τής Μδσχας, τήν 4η Αύγούστου, τήν κατάληξη τής Πολωνίας,
το "Αουσβιτς, τήν Κατοχή, τήν άτοµική βόµβα, τον έµφύλιο
πδλεµο, τον ψυχρό πόλεµο, τον πόλεµο τοϋ Βιετνάµ καί
τέλος, τήν ίδια τήν "Ερηµη Χώρα, πού στήν `Ελλάδα µδνο
κυκλοφόρησε σέ τρεις µεταφράσεις, από τίς οποϊες ή µία
σέ τέσσερεις έκδδσεις;”430
Μάλιστα προσποιείται ο αφηγητής ότι δήθεν συµφωνεί για
τον επίµονο διαχωρισµό της θρησκευτικής από την ποιητική
427
Στο ίδιο, σελ. 19.
428
Στο ίδιο, σελ.21.
429
Στο ίδιο, σελ. 21
430
Στο ίδιο, σελ. 21,

192
στάση και για την υπεροχή της ποίησης σε σχέση µε τη
θρησκεία, τη στιγµή που τα ίδα τα κατηγορήµατα και των
δύο αυτών µορφών δράσης ταυτίζονται, αφού και στις δυο
περιπτώσεις το άτοµο φεύγει από τα κοινωνικά δεσµά και
γίνεται εξωκόσµιο. Η ειρωνεία συνεχίζεται, όταν συγχέει
επίτηδες την ποιητική δηµιουργία που εκφράζεται κάποτε
και µέσα από τη µεταφυσική και θρησκευτική διάθεση µε
την κοσµική και πολιτική δραστηριότητα των συναντήσεων
του Ελιοτ µε τους αντιπροσώπους της παπικής πολιτικής,
λίγα χρόνια µετά το Rerum Novarum (1891) και λίγα χρόνια
πριν από το Quadragesimo Anno (1931). Το ότι υπονοµεύει
όσα λέγονται όχι για τη γνήσια ποίηση, αλλά για τη
µυθοποίηση της Ποίησης, που παίρνει τη θέση της
θρησκείας, πλάι στις τυπικές αρχές και για την
ιδεολογική λειτουργία της ως αντιπάλου της αλήθειας
φαίνεται από την κοινωνιολογία της ποίησης που υποθέτει
στη πιο πάνω περιλαµβανόµενη φράση : 'Αλλά στήν
προσπάθειά του αύτή βρέθηκε άντιµέτωπος µ' ένα πρόβληµα.
Θά έπρεπε νά καταπιαστεϊ µέ την "Ερηµη Χώρα, σάν νά
βρισκόταν στα 1922, τή στιγµή τής πρώτης γραφής της, ή
νά περιλάβει καί τήν παγκόσµια έµπειρία που µεσολάβησε
στδ µεταξύ ;
Ο αναγνώστης θα πρέπει να διαβάσει την ανάγνωση της
ποίησης τοποθετηµένης µέσα στην “παγκόσµια εµπειρία που
µεσολάβησε στο µεταξύ” µε όσα γράφονται σε ένα άλλο
απόσπασµα για το αριστοκρατικό κοινό που θέλει µια έτσι
νοούµενη ποίηση απέναντί της.
“Το ότι οι άνθρωποι που µπορούν ν' άποκρυπτογραφήσουν
τους στίχους του είναι τόσο λίγοι, είναι άποτέλεσµα της
πολιτιστικής κατάστααης που δηµιουργεί το ίδιο το ποίηµα
και όχι εκείνης που ύποτίθεται πως απεικονίζει.
Γράφοντας την “Ερηµη Χώρα”, λέει ο Γιατράς, ο Ελιοτ
έφτασε σ' ένα φοβερδ αδιέξοδο. Με το ποίηµα αποφάσισε ν'
αναπαραστήσει την πνευµατική ερηµία και τη στειρότητα
των καιρών µας σε αντίθεση µε τον Μεσαίωνα, όπου η
ιεραρχικά διαρθρωµένη κοινωνία και ο ανάλογος πολιτισµός
της ύψωναν µιαν υπέροχη µεταφυσική κλίµακα ως τον
ουρανό.”431

Θάλεγε κανείς µετά από όλες αυτές τις αποσαφηνίσεις ότι


το έργο αυτό του Βαγενά είναι µια δοµηµένη
ανακεφαλαίωση όλης της µοντέρνας λογοτεχνίας, όπως την
αναδεικνύουµε εδώ. Μάλιστα από µια άποψη ο Βαγενάς
δίνει αλληγορικά αυτά,
που εµείς δίνουµε µε τον αναλυτικό στοχασµό.

ΠΑΡΩ∆ΙΑ ΤΟΥ Ι∆ΙΟΥ ΤΟΥ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΥ ΕΙ∆ΟΥΣ

Στο Συνάντησέ την το βράδυ το σχήµα παρωδίας συγκροτεί


από µόνο του µια υπονόµευση του ίδιου του αφηγηµατικού
είδους. Παραθέτουµε ένα χαρακτηριστικό απόσπασµα : 432

431
Στο ίδιο, σελ. 19
432

193
“Τρεις νεαροί υπάλληλοι της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΟΣ έχουν
σταλεί από το τµήµα της µηχανογραφήσεως να
παρακολουθήσουν ένα σεµινάριο για κοµπιούτερς. Ο ένας
είναι αρραβωνιασµένος.
∆ΟΚΙΜΑΣΤΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΣΕ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
-να πάρει ο διάβολος ήταν ο πιο νόστιµος-ο άλλος είχε
µια γκόµενα καλή όπως έλεγε
ΑΠΑΡΑ∆ΕΚΤΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ
∆ΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ∆Ε∆ΟΜΕΝΩΝ
ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΠΛΗΡΗΣ Α∆ΥΝΑΜΙΑ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΩΝ
ΤΕΛΙΚΑ όλοι οι Ελληνες
επιχειρούν τις πολιορκίες
αυτού του είδους
µε αφάνταστη έλλειψη καλού γούστου
ΑΠΑΡΙΘΜΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ∆Ε∆ΟΜΕΝΩΝ
Ι: Ξενοδοχείον Lancashire::
1) Αίθουσα τηλεόρασης-άνετος βικτωριανός χώρος
δυνατότητα εξυπηρέτησης περιοδευόντων εµπορικών
αντιπροσώπων.
2) των καµαριερών -που φορούν µακριές κόκκινες φούστες
από συνθετικό γυαλιστερό βελούδο.
3) των τριών υπαλλήλων της ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΟΣ
4) του Αιγυπτίου εξ Αλεξανδρείας νυκτερινού τηλεφωνητή
και πληροφοριοδότη
5) της ηµερήσιας βάρδιας ρεσεψιονίστ και
6) των γυναικών του µαγειρίου, χλωµών µε πλατύγυρα
βαµβακερά φουστάνια
7) της Κέητ µε το κοµµένο χέρι ύστερα από µια έκρηξη
βόµβας στο Μπέλφαστ
8) του Ιωάννη Στράους που κρατά µια κονσέρβα µπύρας ο
ΜΑΥΡΟΣ ΚΟΚΚΟΡΑΣ και
9) του υπερκόσµιου χίπυ Χίθκλιφ µε την Εµιλυ Μπροντέ στα
γόνατά του ενώ η Φιλολογική ∆όξα των πέριξ είναι
ριγµένη στον καναπέ και διαβάζει την πρωινή έκδοση της
Ηβνινγκ Στάνταρτ. ”

Παρατηρούµε ότι καταρχήν η ελληνική γλώσσα γράφεται


εσκεµµένα µε τρόπο ανορθόδοξο. Εξάλλου βλέπουµε ότι η
αφηγήτρια κοροϊδεύει τους παραδοσιακούς
µυθιστοριογράφους οι οποίοι φαλκιδεύουν την ίδια την
ζωή, τον πλούτο των καταστάσεων, τις µυριάδες αποχρώσεις
τις αντίληψης, βάζοντας τα σε µια αυθαίρετη ιστορική και
γραµµική διαδοχή και επιβάλλοντας τους µια αυθαίρετη
επίσης αιτιολόγηση, σε τρόπο που το προηγούµενο συµβάν
να γίνεται µε το έτσι θέλω αιτία του επόµενου συµβάντος.
Αυτό το νόηµα έχει η δήλωση µε τα κεφαλαία γράµµατα,
όπου η αφηγήτρια παρουσιάζεται να ξεκινάει µια
δοκιµαστική αφήγηση γεγονότων µε ιστορική σειρά, αλλά
ευθείς αµέσως ο νούς της πάει σε άλλες αυθόρµητα
αναβιώµενες πραγµατικές σκέψεις της “να πάρει ο διάβολος
ήταν ο πιο νόστιµος”. Για αυτό ακριβώς το λόγο δηλώνει
παρακάτω την διαπίστωση ότι υπάρχει πλήρης αδυναµία

194
πρόσληψης ερεθισµάτων. Βρίσκει όµως ότι όλοι οι έλληνες
επιχειρούν συµβατικές αφηγηµατικές συρραφές µε αφάνταστη
έλλειψη καλού γούστου. Η παρωδία της συµβατικής µορφής
αφήγησης συνεχίζεται, όταν δηλώνει ότι θα κάνει
απαρίθµηση και επαναπεριγραφή δεδοµένων και κατασκευάζει
µια λίστα στηην οποία εγγράφει τις περιγραφές των χώρων
του ξενοδοχείου, του υπαλληλικού προσωπικού και κοντά
σ΄αυτά προσθέτει και φανταστικούς ήρωες από την αγγλική
λογοτεχνία. Για παράδειγµα ο αριθµός εννέα της λίστας
που κατασκεύασε αναφέρεται στον “υπερκόσµιο χίπυ Χίθκλιφ
µε την Έµιλυ Μπροντέ στα γονατά του ενώ η Φιλολογική
∆όξα των πέριξ είναι ριγµένη στον καναπέ και διαβάζει
την πρωινή έκδοση της Ηβνινγκ Στάνταρτ”.

ΠΑΡΩ∆ΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ “ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ”

Με το σχήµα της αβύσσου πολλοί συγγραφείς υλοποιούν το


χωρισµό της γλώσσας από τη σκέψη.433Το σχήµα της αβύσσου
έχει χρησιµοποιήθει από πολλούς έλληνες µοντέρνους
συγγραφείς, για να αποκαλύψει το µηχανισµό µε τον οποίο
κατασκευάζεται ένα µυθιστόρηµα. Με άλλα λόγια ο
συγγραφέας αποκαλύπτει τα µυστικά των σκέψεών του, καθώς
επεξεργάζεται την πλοκή του µυθιστορήµατος. Ας πάρουµε
για παράδειγµα την Τακτική του Πάθους της Νανάς Ησαϊα. Η
αφηγήτρια αρχίζει την αφήγησή της λέγοντας ότι δεν
πρόκειται για µια αφήγηση γεγονότων, αλλά σκέψεων 434.
Είναι φανερό ότι κάθε φορά που ο συγγραφέας αποκαλύπτει
τα µυστικά της συγγραφείς του, έχουµε ένα σχήµα
λογοτεχνικής απόκλισης που ονοµάζεται “σχήµα της
αβύσσου”. Έτσι σε πολλά χωρία του κειµένου της, η Νανά
Ησαϊα πηδάει έξω από τα σύνορα του σφηγήµατος
παραβιάζοντας το ίδιο το αντωνυµικό σύστηµα. Αναφέρουµε
την υπόµνηση που κάνει η αφηγήτρια για µια συνέντευξη
που έδωσε στην εθνική ραδιοφωνία - και µάλιστα η
συνέντευξη αυτή έγινε πραγµατικά - την οποία εισάγει
χωρίς µετατροπή στον πλάγιο λόγο µέσα στο αφήγηµά της.
Έχουµε δηλαδή εδώ µια πλήρη περιφρόνηση του κύριου
κανόνα κάθε αφήγησης, της απόστασης δηλαδή ανάµεσα στο
τώρα του οµιλητή και το τότε του αφηγούµενου
περιστατικού. Σπάζοντας την ακολουθία των χρόνων και την
ενδοκειµενική αλληλοσυσχέτιση των χρόνων των κύριων και
δευτερευουσών προτάσεων εγκαταλείπει τη σύµβαση του
γραµµατικού επιφανειακού επιπέδου και βγαίνει στις
πραγµατικές συνθήκες της οµιλίας µέσα στο τώρα, όπως
κάνει ο σπήκερ του ραδιοφώνου, όταν περιγράφει έναν
ποδοσφαιρικό αγώνα. Εξάλλου το κάθετι εδώ λέγεται στο
πρώτο ενικό πρόσωπο και µε την τεχνική αυτή η συγγραφέας
έχει την ευκαιρία να εκφράζει άµεσα τα πράγµατα που
βασανίζουν το πνεύµα της. Επιπλέον, υπάρχει µέσα στο
κείµενο ένα απόσπασµα όπου η συγγραφέας ταυτιζόµενη µε
την αφηγήτρια δίνει την εντύπωση ότι το σύνολο δεν είναι
αφήγηµα, αλλά συνέντευξη. Ανάλογα βλέπουµε σχεδόν σε

433
Βλ. DUPRIEZ, 1984, σελ 295.
434
Βλ. ΗΣΑΙΑ, 1981, σελ. 5.

195
όλους τους εξεταζόµενους συγγραφείς. Κάπως ξεφευγουν από
τον κανόνα ο ∆εληολάνης και ο Γκιµοσούλης. Όµως σε όλους
τους άλλους βρίσκουµε το σχήµα της αβύσσου, άλλοτε ώς
µετατόπιση της όλης αφήγησης σε µια άλλη αφήγηση
(Γερωνυµάκη - Σουρούνης - Παπαχρήστος - Σαραντόπουλος),
άλλοτε ώς ξαφνική και απροειδοποίητη µετακίνηση του
αφηγητή από την κύρια αφηγηµατική γραµµή σε µια
παρένθεση φανταστική, σε µια αναπόληση, σε µια
ονειροφαντασία (Μάρω ∆ούκα, Χατζιδάκη). Η σηµασία µιας
τέτοιας τεχνικής είναι πολύ µεγάλη για την λογοτεχνία
που εξετάζουµε, γιατί αποτελεί απόδειξη ότι η ανάγλυφη
ανάδειξη του εσωτερικού λόγου µε το σχήµα της αβύσσσου
κάνει να αναδυθεί ένας χωρισµός ανάµεσα στο σηµείο της
γλώσσας και τη σκέψη την ίδια. Έτσι το νόηµα του
λογοτεχνικού έργου αποµακρύνεται για τα καλά από το
απεικονιζόµενο θέµα, για να εγκατασταθεί λιγότερο ή
περισσότερο µέσα στη διαδικασία της ίδια της στιγµής της
δηµιουργίας.435
Αν το ψάξουµε βαθύτερα, οι κυρίαρχοι λογοτεχνικοί
κώδικες στην δοσµένη περίοδο δεν ενδιαφέρονται για τον
πραγµατικό συγγραφέα και για τον πραγµατικό αναγνώστη
και αυτό είναι µια από τις αιτίες που ώθησαν τους νέους
συγγραφείς να καλιεργήσουν µια γλωσσοκεντρική
λογοτεχνία. Έχουµε πραγµατικά παρατηρήσει ότι και στα
δύο επίπεδα, το επίπεδο της δηµόσιας ζωής ή του κοινού
στρεβλού λόγου και το επίπεδο της επίσηµης λογοτεχνίας,
δεν υπάρχει ενδιαφέρον ούτε για τον πραγµατικό και
συγκεκριµένο συγγραφέα, ούτε για τον πραγµατικό και
συγκεκριµένο αναγνώστη. Παρά την θεσµοποίηση της κοινής
νέας ελληνικής το 1976 και την διάδοση της πολιτικής
λογοτεχνίας και µολονότι το κράτος δέχτηκε να περιορίσει
τη φυσική βία και να αυτοπεριοριστεί σε µια ήπια
συµβολική βία, καλλιεργώντας µια ουδέτερη δηµόσια
γλώσσα, στο βάθος επρόκειτο για µια ελευθερία µάλλον
θεωρητική και όχι πρακτική. Συνεπώς, για τους
εξεταζόµενους συγγραφείς το πρόβληµα γεννιέται, όταν
αναρωτηθούµε αν όλες τις ποικιλίες της γλώσσας, που
απελευθερώνονται, διέπονται από κανόνες, είτε της
θεσµοποιηµένης γλώσσας, είτε της επιβαλλόµενης κατά
κάποιο τρόπο λογοτεχνίας. Η ανάλυση του Barthes επάνω
στην προτεραιότητα του κώδικα σε σχέση µε το λόγο είναι
αρκετά σαφής :
“Το αφήγηµα δεν έχει σκοπό να µας κάνει να δούµε, δεν
µιµείται. Το πάθος που µπορεί να µας προτρέψει στην
ανάγνωση ενός µυθιστορήµατος δεν είναι εκείνο το πάθος
ενός οράµατος (στην πραγµατικότητα δεν βλέπουµε τίποτε)
αλλά είναι εκείνο του νοήµατος, δηλαδή µιας τάξης
υψηλότερης, η οποία διέπει τις συγκινήσεις της, τις
ελπίδες της, τις απειλές της, τους θριάµβους της : αυτό
που συµβαίνει µέσα στο αφήγηµα, από την αναφορική,
ρεαλιστική άποψη, κυριολεκτικά δεν είναι τίποτε. Αυτό
που συµβαίνει είναι η γλώσσα και µόνο, η περιπέτεια της

435
Βλ. ΘΕΟΣ, σελ 73.

196
γλώσσας, της οποίας η έλευση δεν παύει ποτέ να
γιορτάζεται.436
Οπως κι’αν έχει το πράγµα, η µοντέρνα ελληνική
λογοτεχνία έσπασε τους περιορισµούς που αφορούσαν τις
σχέσεις ανάµεσα στο λόγο και το µυθιστόρηµα,
εκµεταλλευόµενη το γεγονός ότι ο αφηγήτης δεν είναι ο
συγγραφέας. Οι συγγραφείς της αµφισβήτησης στηριζόµενοι
στο γεγονός ότι ο αφηγητής δεν είναι ο συγγραφέας, αλλά
ένας επινοηµένος ρόλος, ανοίγονται σε πολλές δυνατότητες
: ο τάδε συγγραφέας είναι ένας ειρωνιστής, ένας άλλος
αφήνεται στις συγκινήσεις, ένας τρίτος ασχολείται µε το
στοχασµό. Το θέλγητρο της γλώσσας εξηγείται και από το
ότι στη λογοτεχνία µας πρόκειται για αφηγηµατικό
κείµενο ενός ατοµικού οµιλητή, που δε γράφει πάντα στο
όνοµα κάποιας συλλογικότητας. Αλλά αυτές οι δυνατότητες
έχουν ένα κοινό παρανοµαστή, όπως το έχουµε ήδη
διαπιστώσει, την αµφισβήτηση. Γι’ αυτό, πολλές είναι οι
µορφές των παρεµβάσεων, που επιχειρούν οι µοντέρνοι
έλληνες πεζογράφοι πάνω στα σχήµατα της πλοκής. Η
λογοτεχνική απόκλιση γίνεται υπόθεση τον ίδιων των
καλουπιών του αφηγήµατος, αφού εκµεταλλεύεται τη σύγχυση
των διαφορετικών λειτουργιών του λόγου, ανοιχτών και
ελεύθερων, σε αντίθεση µε την περιχαράκωση των
λειτουργιών του µηνύµατος. Και οι τροποποιήσεις της
πλοκής, που επιχειρούνται από τους νέους συγγραφείς
αφορούν τα κίνητρα της µυθιστορηµατικής πράξης, την
προοπτική, το εγκιβωτισµένο αφήγηµα, την ανάµειξη της
πρόζας µε την ποιητική γλώσσα, τον ψυχολογικό ή
αντισυνειρµικό χρόνο, τις µορφές αλλοίωσης της
πραγµατικότητας

Ο ΕΙΡΩΝΙΣΜΌΣ ΤΟΥ ΒΑΓΕΝΑ ΩΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗΣ


ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΠΕ∆ΙΟΥ

Ο Βαγενάς αξιολογεί συγκεκριµένα τη µεγάλη τέχνη του


Μπόρχες και του Καβάφη, γιατί και οι δυο έλαβαν µέρος
στη µεγάλη επανάσταση του εικοστού αιώνα που ήταν εκείνη
του συναισθηµατος, αλλά το έκαναν χρησιµοποιώντας τη
διάνοια. Και φαίνεται ότι και αυτός θέλει µε το
αφηγηµατικό του κείµενο να πραγµατοποιήσει το αισθητικό
πρόγραµµα του Μπόρχες που “κάνει ποίηση µε τα µέσα του
δοκιµίου”. 437 Το παιγνίδι του Μπόρχες χαρακτηρίζει
ολόκληρο το κείµενό του, γιατί µέσα από µορφή δοκιµίου
θέλει µε µεταφυσικό πάθος να φτάσει στην ουσία της
λογοτεχνίας και της ζωής, που λανθάνει κάτω από την
ειρωνική απόσταση από την περίπτωση του Γιατρά και του
Ελιοτ κατά τη γνώµη µας. Ο Βαγενάς επιχειρεί µια κριτική
που θεωρούµε ότι στρέφεται εναντίον των πρακτικών των
λογοτεχνικών κύκλων του ελληνικού λογοτεχνικού πεδίου.
Επικαλείται κάποιον ανύπαρκτο Θεόφιλο Γιατρά ως
µεταφραστή του Ελιοτ, και θυµίζει έναν αµερικανό

436
Βλ. BARTHES 1977, σελ. 62
437
Βλ. ΒΑΓΕΝΑΣ, 1994, σσ. 91-98, 107.

197
ειρωνιστή συγγραφέα, τον Barthelme Donald,438 ο οποίος
σε ένα του κείµενο αναφέρεται στο Μουσείο Τολστόι, που
δεν υπάρχει.

ΕΜΜΕΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Οι παραπάνω παρατηρήσεις µας αφορούν και το Εορταστικό


τριήµερο στα Γιάννινα της Έρσης Σωτηροπούλου. Όµως
τίθεται ένα ερώτηµα, το γιατί το έργο αυτό είναι
δοµηµένο σαν ένας µύθος καταβρόχθισης του άνδρα από την
γυναίκα ; ∆εν αρκεί να το εξηγήσουµε µε την απλή
περίληψη της εκτύλιξης του αφηγήµατος. Αντίθετα αυτό δεν
είναι παρά η αρχή της ανάλυσής µας. Σε πρώτη µατιά, το
αφήγηµα µοιάζει να επαναλαµβάνει τον πατρογονικό µύθο
της συµβολικής επιστροφής στην κατάσταση της
εγκυµοσύνης, που προηγείται πρίν από καθε ύπαρξη µέσα
στο χρόνο, όπως ισχυρίζεται ο µεγάλος εθνολόγος Mircea
Eliade 439. Ωστόσο, το γεγονός ότι τέτοια αφηγηµατικά
έργα παρουσιάζονται συχνά µέσα στην δυτική λογοτεχνία
των τελευταίων δεκαετιών και το ότι η συγγραφέας είναι
διπλωµατούχος στην ανθρωπολογία, µας οδηγεί να
θεωρήσουµε ότι το έργο έχει συνειδητά γραφτεί για να
δώσει την απόδειξη της κατάργησης του ιστορικού χρόνου
και της λογοκρατικής µας κουλτούρας. Με αυτή την
απόσταση, η συγγραφέας µπορεί να εκφράσει την σφαιρική
της σκέψη στον κόσµο άντι να ασχολείται µε την πάλη των
κοινονικών τάξεων. Η ποίηση της προσφέρει την δυνατότητα
να κάνει συνθέσεις επάνω στις µεγάλες αξίες της ζωής, η
οποίες εξάλλου είναι κοινές για όλες τις τάξεις της
κοινωνίας : την αγάπη, το φυσικό κόσµο, τις σχέσεις
ανάµεσα στον άνδρα και την γυναίκα, ανάµεσα στο αρσενικό
και το θηλυκό. Τέτοιο είναι λοιπόν το νόηµα των ερωτικών
σκηνών µέσα από αρχετυπικές εικόνες που ακολουθούν:440
Κάτι λασπερό σάν χλιαρή µελάσα τύλιξε το κεφάλι µου.
"Ενιωσα ζαλάδα καί µούδιασµα. Βρισκόταν τόσο κοντά µον
πον µπορούσα ν' άκούω τδ αϊµα νά τρέχει σφνροκοπώντας
στά µηνίγγια τον. ..
Μιά ήχηρή ριπή σάν σφνριγµα φιδιού διαπέρασε το κρανίο
µον. "Ανοιξα τά µάτια. 'Ο άντρας εϊχε άποµακρννθεί
µερικά βήµατα. Στεκδταν
όρθιος άπέναντί µον µέ τά ποδια άνοιγµένα. "Ενα
χοντρό, λαστιχωτό πλοκάµι γλιστρούσε από µιά στενή
σχισµή άνάµεσά τονς. ∆νο νγρές, κόκκινες µεµβράνες
ανοιγόκλειναν µέ κόπο προωθώντας το πράγµα µέ µιά άργή
έξωθητική κίνηση. Το σφνριγµα έξακολονθουσε τώρα µέ
µεγαλντερη ένταση. Εϊδα δτι το πλοκάµι κοντενε νά φτάσει
στο πάτωµα….
Τδν άκονσα νά έρχεται πίσω µον µέ τή σιγονριά µιάς
βαριάς, άλλά ενκίνητης µάζας. Τδ πράγµα µέ άκολονθονσε
παφλάζοντας νπόκωφα.
438
Βλ. SAPORTA , 1976, σ. 426.
439
Βλ. ELIADE, 1957 σελ. 273.
440
Βλ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, 1982, σ.σ. 24,25.

198
Πίσω άπό τήν κλειδωµένη πόρτα τού µπάνιον τον ακουσα νά
άνασαίνει βαριά. Το σάλιο εϊχε ξεραθεί στό στόµα µον.
'Ωραίο άντάλλαγµα γιά µιά έκδροµή στά Γιάννενα,σκέφτηκα.
"Ανοιξέ µον, βόγκηξε. Εµεινα σιωπηλή.”441
“Σννέχισε νά µένει βουβός. Μιά κατσαρίδα πέρασε
τρέχοντας δίπλα στο κρεβάτι κι έξαφανίστηκε κάτω άπό το
κοµοδίνο. Κωλοξενοδοχείο, είπα µέσα µον. Τσιγκοννεύονται
το κατσαριδοκτόνο. ∆οκίµασα νά άλλάξω πλευρό. ∆νο πλατιά
καί ίσια δόντια βνθίστηκαν στή φτέρνα µον.
- Ροβινσώνα.
Ηξερα δτι µέ έτρωγε. Στήν άρχή άποφυγα νά κοιτάξω. Τδ
ρολόι κάποιας έκκλησίας χτύπησε τρείς φορές καί κάποιο
άλλο τον άπάντησε άπό µακριά µέ άλλες τρείς σταθερές
καµπανοκρονσίες. Κάτω άπό τή µέση µον τά σεντόνια είχαν
άρχίσει νά µουσκεύονν. Μιά ξυνή µυρονδιά χτύπησε τά
ρονθούνια µου. Αίµα, σκέφτηκα. Καθόµονν ήσυχη κι
άφονγκραζόµονν προσεχτικά τον πνιχτό ήχο τής κατάποσης.
'Ηταν σάν µικρό άλλά άρπακτικά πονλιά νά ορµάνε µέ µανία
πάνω σέ ένα µεγάλο άχυρένιο σκιάχτροο. Το σκιάχτρο κα-
ταβροχθίζεται σιγά σιγά, λονρίδες από το παντελδνι καί
το πονκάµισο άνεµίζονν στον άέρα ή πέφτονν στο χωράφι,
άλλά ή νεροκολοκύθα - το κεφάλι τον - διατηρεί τήν ίδια
ήλίθια έκφραση. 'Εγώ αίσθανόµονν περίπον σάν σκιάχτρο.
'Ηξερα δτι σέ λίγο Θά 'µενε µδνο ο πάσσαλος πού µέ
στήριζε άλλά ή ίστορία δέν µέ άφορονσε. "Ηµονν
εύχαριστηµένη έπειδή ο πάσσαλος Θά έµενε µπηγµένος γερά
στο χωράφι, έπειδή τά πονλιά είχαν χορτάσει γιά καλά κι
έπειτα αργά ή γρήγορα κάποιο άλλο σκιάχτρο θα µε
αντικαθιστούσε.”442
Μέσα σ’ αυτά τα αποσπάσµατα λοιπόν βλέπουµε ότι
εφαρµόζεται ένα είδος αναλογικού συλογισµού και φαίνεται
ότι η Σωτηροπούλου υιοθετεί τον τύπο σκέψεις των
προεπιστηµονικών και παρά επιστηµονικών σχολών, που
εγκαθιστά µια ανταπόκριση ανάµεσα στον µακρόκοσµο του
σύµπαντος και το µικρόκοσµο του ανθρώπινου σώµατος. Στο
βάθος πρόκειται για µια διαισθητική γνώση η οποία
στηρίζεται στις οµοιότητες και τις αναλογίες. Τέλος,
παρατηρούµε εδώ την απουσία των σηµείων του πολιτισµού
για χάρη των σηµείων της φύσης σε τρόπο που το φυσικό
υπερνικάει το πολιτιστικό.

5.4 Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ


ΑΠΟΥΣΙΑΖΕ ΑΠΟ ΤΟ ΡΕΑΛΙΣΜΟ

Μπορούµε να πάρουµε σαν παράδειγµα ενός τέτοιου


ρεαλισµού δύο µυθιστορήµατα, το ένα Α. ∆ηµάσου και το
άλλο του Κώστα Χιωτάκη, που εκδόθηκαν από την Σύγχρονη
Εποχή το 1980 και 1981. Το πρώτο κείµενο που είναι
προικισµένο µε κάποια λογοτενική αξία, αναφέρεται στους
κοινωνικούς αγώνες του παρελθόντος, για να καταγράψει τη
διχοτοµία ανάµεσα στην πλούσια οικογένεια του χωριού και
στη φτωχολογιά των αγροτών, υιοθετώντας ένα τετριµµένο
441
Στο ίδιο, σελ. 29,30.
442
Στο ίδιο. σελ. 29.

199
νατουραλισµό, που δεν έχει παρά µια µακρινή οµοιότητα µε
τον ανυπέρβλητο νατουραλισµό του Εµιλ Ζoλά. Το άλλο
βάζει πάνω στην αφηγηµατική σκηνή όλο εκείνο τον οπλισµό
του επίπεδου και ψευτικού λόγου του δόγµατος : την πάλη,
τον οπτιµισµό, τους θετικούς ήρωες, που τραγουδούν την
νίκη του λαού κάθε φορά που επισκέπτονται ο ένας τον
άλλον. Απειλούν λεκτικά την άρχουσα τάξη, εξορίζονται,
κρίνονται και καταδικάζονται. ∆υστυχώς τίποτε δεν έχει
το σωστό τόνο, τη σωστή διάσταση. Ο λόγος είναι
στρογγυλεµένος και ψεύτικος µέσα σε µια αυθαίρετη
συρραφή. Η καλή υπόθεση του σοσιαλισµού χάνει εδώ το
νόηµά της. Αντίθετα, την ίδια εποχή, ο επαναστατικός
φορµαλισµός ήταν µια από τις µορφές άρνησης του
ρεαλισµού και της αναπαράστασης. Μ’ αυτή την έννοια τα
κείµενα της Χατζιδάκη και της Γερωνυµάκη, µολονότι
ανατρέπουν την αναπαράσταση, δεν ανήκουν ούτε στην
ντεκαντάνς ούτε στον “αληθινό ρεαλισµό”. Εξάλλου όταν
µιλάµε για ρεαλισµό, πρέπει να σκεφτόµαστε τα “realia”,
τις ιδέες του Πλάτωνα και τον ρεαλισµό του Μπαλζάκ, ώστε
να µην συγχέουµε τον ρεαλισµό µε τον απλό
ιµπρεσσιονισµό.

5.5 ΠΑΡΩ∆ΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΏΝ ΕΜΒΛΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΘΙΚΏΝ


ΑΞΙΏΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Στην τελευταία σκηνή του έργου της Χατζιδάκη, η


αφηγήτρια κοροϊδεύει το άγαλµα του Nelson, που βρίσκεται
στην πλατεία Trafalgar του Λονδίνου, και µ’αυτή την
πράξη, θυµίζει αυτό που έλεγε ο φιλόσοφος Στίλπων ο
Μεγαρεύς σχετικά µε το άγαλµα της Αθηνάς, που βρισκόταν
έξω από τον Παρθενώνα:
“ η Αθήνα είναι η κόρη του Φειδία και όχι του ∆ία ”.
Και στις δύο περιπτώσεις, οι γενικές έννοιες (έθνος,
Θεός, εθνικός ήρωας) δεν έχουν ουσία. Στη Χατζιδάκη η
παρωδία προχωρεί πολύ περισσότερο, εφόσον καταγγέλλει το
ίδιο το κοινωνικό σύστηµα, το οποίο βασίζεται στις
πατριαρχικές σχέσεις.
“ Η Ντόρα αποφάσισε να την επισκεφθεί… Η µητέρα του
συζύγου της ήταν όντως εκεί. Καθισµένη µε την πλάτη στην
πολυθρόνα ακουµπούσε το αριστερό της πόδι σ΄ ένα µαλακό
πουφ και το άλλο σε ορθή γωνία πατούσε σταθερά στο
πάτωµα. Στα χέρια της ένα πελώριο µωρό, τυλιγµένο σε
φίνες φαρδιές πάνες, µε τα αντρικά του πόδια σε πλήρη
ανθοφορία τριχών, θήλαζε αργά και µε απόλαυση από τον
καταρρακτώδη µαστό 443 της µητέρας του. Είχαν και οι δύα
τα µάτια κλειστά παραδοµένα σε µια σιωπηλή ένταση. Η
Ντόρα οπισθοχώρησε αργά. Στάθηκε για λίγο στο διάδροµο.
Υστερα πήγε στο δωµάτιό της και στάθηκε στο δικό της
παράθυρο. Στο βάθος του ορίζοντα, όχι πολύ µακριά, ο
443
Υπογραµµίζουµε τη συνδήλωση που γίνεται εδώ µε τη λέξη µαστά που λέγεται για τις αγελάδες.

200
ναύαρχος Νέλσων444 ήταν όπως πάντα γενναίος και µόνος
στην κορυφή της φαλλικής στήλης του. Νόµισε πως τα
χαρακτηριστικά του της ήταν οικεία. Κάτω από το
ναυαρχικό του πηλήκιο, σκουπίζει µε τη γλώσσα λίγο γάλα
που στάζει στα χείλη του και της ψιθυρίζει κλείνοντάς
της το µάτι: -Θηλάζω, άρα υπάρχω. 445
Επίλογος: Αυτά τα λόγια είπε η γυναίκα που φορούσε δυο
χρυσές αράχνες στ΄αυτιά της. Αλλωστε η Κριστιάνα δεν
είχε συναντήσει ακόµη τον Ντόριαν Γκάλβεστον, αλλά είχε
τη χειρότερη γνώµη γι΄αυτόν. Στο κάτω-κάτω, αυτός ο
Ντόριαν, δεν ήταν παρά ένας πλούσιος, κακοµαθηµένος
πλαίη-µπόυ, που κολλούσε θρασύτατα σ΄όλες τις κοπέλες
των καλών, αλλά ξεπεσµένων οικογενειών. ”
Στην ακόλουθη παράφραφο, από το κείµενο του Σουρούνη,
εµφανίζονται οι έννοιες του µπακάλικου και τις εκκλησίας
στο ίδιο σύνολο, σ’ένα γελοίο συνδυασµό.
“ Καθόµασταν τότε σε τούτη τη χαραγµένη πλάκα της βρύσης
στην κορυφή του δρόµου, µε κουρεµένα κεφάλια και
περιµέναµε να πέσει ο ήλιος...Σήµερα, εκτός από την
εκκλησία και το σπίτι του µπακάλη, ελάχιστα πράµατα θα
βρεις να έχουν αλλάξει. Οµως αυτά τα δυο δικαιολογούνται.
Και τα δυο είναι απαραίτητα, γιατί πουλούν µε πίστωση.
Και έχουν ανάγκη από Θεό και από λάδι οι άνθρωποι του
δρόµου αυτού για να κρατηθούν στη ζωή.”446
Στο κείµενο της Χατζιδάκη, ξαναβρίσκουµε µια τάση του
Έλληνα να κάνει ειρωνικούς υπαινιγµούς για όλα όσα µισεί
ή περιφρονεί. Αλλά, η αφηγήτρια προχωρεί παραπέρα,
βάζοντας µαζί µια πράξη που είναι πολύ περιφρονηµένη από
το λαό και ένα προϊόν του Εθνικού Οργανισµού Βιοτεχνίας,
τον οποίο διαχειρίζονταν άλλοτε οι πιο συντηρητικοί
κύκλοι.
“ Ετσι ξέχασα τα πάντα γύρω από σένα και τη νοσηρή σου
µανία για την Ακρόπολη, µε κοίταξαν καλά καλά όλοι και
δεν είπαν τίποτα, 447 ύστερα αυτός σηκώθηκε και
κρατώντας σφικτά το πέος του άνοιξε ένα µπαούλο και
έβγαλε ένα πακέτο από γκλασέ χαρτί του Εθνικού
Οργανισµού Χειροτεχνίας. Το άνοιξε προσεκτικά, πάντα µε
το ένα χέρι ενώ µε το άλλο εξακολουθούσε να
αυνανίζεται ”.448
Η αναφορά του ανδρικού σεξουαλικού οργάνου στην
καθαρεύουσα και της ερωτικής πράξης µέσα σε εικόνες
γελοίες, αντιπαραβαλλόµενες µε εκφράσεις της λαϊκής
γλώσσας οδηγεί σε µια δηκτική παρωδία της σεµνότυφης
συµπεριφοράς της µικροαστικής τάξης και της λογοτεχνίας
της, που χαρακτηρίζεται από ένα µοραλισµό γύρω από τις
σεξουαλικές σχέσεις. Εξάλλου, ας σηµειώσουµε ότι η

444
Βλ. ΧΑΤΖΙ∆ΆΚΗ, 1979, σελ.107.

445
Στο ίδιο, σελ.107.
446
Στο ίδιο, σελ.15- 16.
447
Η σύνταξη είναι συνειδητά λαθεµένη.
448
Στο ίδιο, σελ. 40.

201
περιγραφή ή η αναφορά λέξεων και πράξεων βέβηλων µέχρι
τη δεκαετία του ’70, ήταν κάτι ασύλληπτο, ιδίως στην
περίπτωση που τέτοιες πράξεις πραγµατοποιούνταν από
γυναίκες-συγγραφείς. Ακριβώς αυτό, η αθρόα δηλαδή
εισαγωγή της σκατολογικής γλώσσας, είναι ένα από τα
ιδιαίτερα γνωρίσµατα της λογοτεχνίας της αµφισβήτησης.
Αυτό κάνουν σχεδόν όλοι οι µελετώµενοι συγγραφείς:
Χατζιδάκη, Σωτηροπούλου, ∆εληολάνης, Γερωνυµάκη,
Σουρούνης, Σαραντόπουλος, ∆ούκα.
Στο Συνάντησέ την το βράδυ της Χατζιδάκη, η λόγια γλώσσα
(καθαρεύουσα) των αναγγελιών της Αστυνοµίας συµβαδίζει
µε την ωµότητα των πρακτικών της και δίνει ένα
συγκλονιστικό αποτέλεσµα. Οι αναγγελίες της Αστυνοµίας
στην Ελλάδα, πριν από τη µεταρρύθµιση του 1976,
γράφονταν στο ύφος της λόγιας γλώσσας, ακατανόητης και
µακρινής για τον Έλληνα των κατώτερων κοινωνικών
στρωµάτων. Το γεγονός ότι τα βασανιστήρια που
πραγµατοποιούσε η αστυνοµία σε βάρος των κρατουµένων,
περιγράφονται σ’αυτή τη γλώσσα, προσδίδει ένα τόνο πικρά
ειρωνικό.
“παρουσιάζοντα ηυξηµένην ευαισθησίαν επί της έδρας και
ειδικώτερον ευαισθησίαν εντοπιζοµένην εις το δακτύλιον
του πρωκτού: όθεν συνιστάται ο έλεγχος δια του
αντίχειρος.”). Σηµείωση: η γυναίκα που βασανίστηκε,
θεωρεί ότι είναι χρήσιµο να προσθέσουµε τα παρακάτω
χαρακτηριστικά, για την διευκόλυνση του αναγνώστη: είναι
είκοσι εννιά χρονών, δεν έχει σταθερή κατοικία, ούτε
επάγγελµα, ούτε εισοδήµατα, ούτε λογαριασµό στην
τράπεζα. ” 449
Στη χρήση του µορφήµατος δαχτύλιον, το χ της δηµοτικής
αντί για δακτύλιον, χλευάζει ολόκληρο το ιδεολογικό
οικοδόµηµα της καθαρεύουσας. Οχι την καθαρεύουσα ως
καθαρά γλωσσική επιλογή, αλλά τις συνδηλώσεις, που οι
συντηρητικοί υποστηρικτές της υπονοούσαν.

ΠΑΡΩ∆ΙΑ ΤΟΥ ΠΟΥΡΙΤΑΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗΣ


ΤΆΞΗΣ

Αλλά τα έργα αµφισβήτησης προχωρούν και στην παρωδία της


ίδιας της ηθικής βάσης της µικροαστικής τάξης. Το
παρακάτω απόσπασµα450 παρωδεί για παράδειγµα την κενή
και υποκριτική ηθικολογία, που χαρακτήριζε την τάξη
αυτή. Επειδή µάλιστα η ηθική των Ελλήνων της µέσης
τάξης, πριν και µετά τη δικτατορία, επικεντρώνεται στη
σεξουαλική συµπεριφορά της γυναίκας, η χρήση της γλώσσας
της πιάτσας από µια γυναίκα, για να περιγράψει
σεξουαλικές πράξεις µικροαστών, αποτελεί µια πράξη
θάρρους, που στα χρόνια αυτά έχει ένα χαρακτήρα
απελευθερωτικό.
“ Ησαν µαζί κάθε βράδυ, ζωγράφιζαν όρθια πέη στα στόµατα
αφελών νοικοκυρών, στις διαφηµιστικές σελίδες
εβδοµαδιαίων περιοδικών, αγόραζαν λαδερά από την ταβέρνα
449
Στο ίδιο, σελ.80
450
Στο ίδιο, σελ. 8.

202
της γωνίας-είναι καλό να έχετε µερικά πέη στο δωµάτιό
σας έστω και ζωγραφιστά-Παιδί µου Βέτα πως έγινε έτσι η
φωνή σου από τα τσιµπούκια, πότε επιτέλους θα κόψεις
όλες αυτές τις ακάθαρτες συνήθειες,
Τώρα θυµούµαι το θάνατό σου, θέλω να πω την ήρεµη και
απαθή κατάκλισή σου στη µέση της σάλας. Σου τραβώ το
σεντόνι και είσαι γυµνός. µ΄ένα µεταλλικό καθετήρα στο
πεθαµένο σου πέος451, η κοιλιά σου σαν βούτυρο λιώνει
µέσα στη λεκανοειδή της κοιλότητα, κρύα καλύπτονται τα
γεµάτα σου έντερα, πάρε ένα σταφύλι να το έχεις στο
χριστιανικό σου νεκροταφείο για υγρασία, πάρε και ένα
χάρτινο κουτί να φτύνεις όταν σου έρχεται βήχας ή να
εκσπερµατώνεις στον τελευταίο ασπασµό ”.452

5.6 Ο “∆ΙΠΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ” Ή ΤΟ ΧΑΟΣ ΣΤΟ ΤΕΡΜΑ ΤΗΣ


ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ

Η ανάδειξη της προοπτικής από τους εξεταζόµενους


συγγραφείς στριµώχνει λιγότερο ή περισσότερο την
αναπαράσταση πρός το παρασκήνιο. Για τους λόγους που
έχουµε εκθέσει παραπάνω, καταλήξαµε στο συµπέρασµα ότι
ανάµεσα στα συστατικά στοιχεία του µοντέρνου
αφηγηµατικού κειµένου, το οποίο εξετάζουµε, είναι η
προοπτική που παίζει τον πρώτο ρόλο και αναδεικνύεται ο
φορέας της συµβολικής επικοινωνίας. Οι τύποι του ήρωα ή
του αφηγητή µέσα από τους οποίους υλοποιείται η
προοπτική είναι οι παρακάτω : έχουµε καταρχήν
αφηγηµατικά κείµενα µε αφηγητή ενδοαφηγηµατικό. Α)Στη
Νύχτα του Σαραντόπουλου ο Καίσαρ είναι ταυτόχρονα
πρωταγωνιστής και αφηγητής, που αφηγείται την προσωπική
του ιστορία.
Β) Ο Μπαµπουλές, που είναι αφηγητής και πρωταγωνιστής
στο έργο του ∆εληολάνη.
Γ) Η αφηγήτρια της Χατζηδάκη είναι ταυτόχρονα και
πρωταγωνίστρια
∆) Η ηρωϊδα αφηγήτρια του κειµένου της Γερωνυµάκη.
Ε) Ο ήρως αφηγητής στους συµπαίκτες του Σουρούνη.
Ζ) Η ηρωϊδα αφηγήτρια του Εορταστικού τριηµέρου στα
Γιάννινα.
Η) Ο ήρωα αφηγητής του στο Μοναστήρι ναν’ καλά.
Θ) Η ηρωίδα αφηγητρια στην Αρχαία Σκουριά της Μάρω
∆ούκα.
Στην άλλη κατηγορία έχουµε αφηγήµατα µε αφηγητή
εξοαφηγηµατικό.
Α) Ο αφηγητής στο κείµενο του Βαγενά.
Β) Ο αφηγητής στον Αγγελο της µηχανής του Γκιµοσούλη.
Είναι µέσα από την προοπτική που ο συγγραφέας κάνει τα
σχόλια του για τα γεγονότα που παρουσιάζει και για τις

451
Η αφηγήτρια υποκαθιστά τώρα το πρόσωπο, προς το οποίο απευθυνόταν στην προηγούµενη ενότητα,
για να απευθυνθεί στον πατέρα της, αλλά αυτό δεν το κάνει µε ρητό τρόπο.
452
Ο τελευταίος ασπασµός είναι βέβαια και παρωδία της σχετικής θρησκευτικής εικόνας, που
εξωραϊζει το θάνατο.

203
δυνατότητες αλλαγής της κατάστασης. Λογοδοτεί επίσης για
τις µορφές σχέσεις ανάµεσα στο υποκείµενο και το
πολύτιµο αντικείµενο και κάνει δυνατή την αξέταση των
δύο διαστάσεων των αφηγηµάτων, της πραγµατικής και της
γνωστικής, του φαίνεσθαι και του είναι. Ο αφηγητής
γίνεται συνένοχος του ήρωα σε πολλές περιπτώσεις. Για
παράδειγµα ο αφηγητής στο έργο του Γκιµοσούλη συµµετέχει
στο δράµα του ηρωά του.453
Στα κείµενα της Γερωνυµάκη και του Σουρούνη υπάρχει µια
σχέση ανάµεσα σε ένα αφήγηµα εγκιβωτισµένο και στο
κύριο αφήγηµα, Σε άλλα κείµενα όπως αυτά της Μάρως ∆ούκα
της Σωτηροπούλου και του Παπαχρήστου ο “δεύτερος
κόσµος”454 παριστάνεται µε ένα όνειρο. Τέλος, στα
κείµενα του Σαραντόπουλου και του Γµιµοσούλη είναι οι
θεµατοποιήσεις µιας ψυχικής αφόρητης πίεσης, η οποίες
λειτουργούν όπως λειτουργούσαν οι φωνές της Ζαν Ντ’ Αρκ
και όπως τα γλυκίσµατα madeleines του Marcel Proust και
χρησιµεύουν σαν υποκατάστατο ενός εγκιβωτισµένο
αφηγήµατος. Κάτι ανάλογο συµβαίνει µε τον Πάτροκλο
Γιατρά του Βαγενά, γιατί και αυτός µε το να χτίσει
ολοµόναχος το µύθο της Ποίησης σαν φυλακή του δηµιουργεί
και αυτός µε την σειρά του ένα διπλό κόσµο. Επιπλέον,
είχε δώσει µια σωµατική φύση στα φαντάσµατα που τον
κυνηγούσαν. Ακόµα και µε την άρνησή του βουτάει ακόµα
πιο βαθιά µέσα στην ψευδαίσθηση της Μεγάλης Ποίησης. 455
Ο Γιατράς κατηγορούσε τον Έλιοτ επειδή είχε επίτηδες
αφήσει µέσα στην σκιά την αποστολή της Ποίησης µέσα στον
κόσµο, επειδή είχε διαλέξει ένα σκοτεινό ύφος για να
εµποδίσει έτσι το λαό να καταλάβει το µήνυµα της
Ποίησης. Βέβαια ο Γιατράς κανοντάς το αυτό υποβάλλει ο
ίδιος την Ποίηση σε µια διαδικασία φετιχισµού. Ο πρώην
εξόριστος στον Αϊ Στράτη Θεόφιλος Γιατράς πέφτει στην
παγίδα της υποστασιοποίησης των ιδεωδών της άρχουσας
τάξης δεχόµενος ένα βασίλειο της Ποίησης και αυτό τον
κάνει να ξεχάσει τη µοίρα του και να υπογράψει δήλωση
µετάνοιας για να καλλιεργεί την ποίηση. Έτσι οι
συγγραφείς µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο επιβεβαιώνουν
τις θέσεις µας ότι αυτή τη φορά στην Ελλάδα ήταν ο ίδιο
ο λογοτεχνικός θεσµός που έµπαινε σε αµφισβήτηση.

Είναι φανερό ότι υπήρξε µια ισχυρή τάση στους µοντέρνους


λογοτέχνες να πραγµατοποιήσουν µέσα στα κείµενά τους µια
παράλληλη κοινωνία, πέρα από την υπάρχουσα. Ετσι, είχαµε
από τη µια το όνειρο του Σουρούνη, την ονειροπόληση της
∆ούκα, το προσωπικό ηµερολόγιο της Γερωνυµάκη και του
Σουρούνη, το φανταστικό ταξίδι της Σωτηροπούλου, την
αποικία στο νησί της Ποίησης της Ησαϊα και του Βαγενά,
τη βύθιση στο χάος του Γκιµοσούλη και του Σαραντόπουλου.
Παρά τις διαφορές των παραπάνω καταστάσεων υπάρχει κάτι

453
Βλ. ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ, τελευταία παράγραφο του κειµένου του.
454
Βλ. BARTHES, 1977, σελ. 52.
455
Βλ. ΒΑΓΕΝΑΣ σελ. 19

204
που τις συνδέει: η συνύπαρξη ενός δεύτερου κόσµου πλάι
στον πραγµατικό κόσµο.
Από τη σκοπιά του αφηγηµατικού προσώπου αυτό παρουσιάζει
ανάλογες µορφές. Κάθε πρόσωπο µοιράζεται συµµετέχει σε
δυο ζωές. Η Βιψανία του ∆ε βγαίνει τίποτα, µοιράζεται τη
ζωή της ανάµεσα στη συνηθισµένη νοικοκυρά, τη σύζυγο του
∆αυϊδ και σε µια ονειροπαρµένη οραµατίστρια µιας ζωής
διαφορετικής και γεµάτης µε πνευµατικές εµπειρίες. Ο
ήρωας του Παπαχρήστου µοιράζεται ανάµεσα στον
περιπλανώµενο των κοινωνικών αγώνων και τον µυούµενο
ενδοκόσµιο ασκητή. Ο Νούσης των Συµπαιχτών είναι άλλοτε
ο προσγειωµένος δάσκαλος, που επέστρεψε από τη Γερµανία
για να ενσωµατωθεί στη µικροαστική τάξη της
συµπρωτεύουσας, και άλλοτε ο περιθωριακός χαρτοκλέφτης,
που επαναστατεί εναντίον όλου του “ηθικού κόσµου”.
Στο βάθος τα αφηγηµατικά αυτά πρόσωπα δε ζουν, ή δε ζουν
παρά µέσα στις σκέψεις τους. Αντιπροσωπευτικό παράδειγµα
είναι η στάση της αφηγήτριας της Νανάς Ησαϊα, που τη
διατυπώνει λέγοντας ότι οφείλει να πει ότι γράφοντας
συνειδητοποίησε τη διπλή υπόσταση των πραγµάτων, ότι
αισθάνθηκε ξαφνικά το εγώ της σαν ασήµαντο και τη ζωή
της αναστατωµένη, ακριβώς τον καιρό, που βρισκόταν µε
τον αγαπηµένο της. Ηταν µια σκέψη που την κατέκτησε και
από τη στιγµή που την κατέγραψε στο προσωπικό της
ηµερολόγιο άλλαξε τη ζωή της.456
Ο αναγνώστης µπορεί να αναγνωρίσει τα σηµάδια ενός
διπλού κόσµου και στην εικόνα του τρένου της Γερωνυµάκη,
που αναιρεί τα όρια ανάµεσα στην αρχή και το τέλος.
Είναι προφανές ότι έµφαση δίνεται στην απόρριψη της
καθηµερινής ζωής και η αφηγήτρια αναζητά έναν τόπο,457
όπου οι χρονικοί καταναγκασµοί δε θα υπάρχουν πια.
Μ’αυτό το νόηµα είναι που η αφηγήτρια λέει ότι
αισθάνεται πιο ελεύθερη στο χώρο της λογοτεχνίας. Εδώ,
δεν υπάρχει πια ρήξη ανάµεσα στο όνειρο και την
πραγµατικότητα. Έτσι, βρίσκει καταφύγιο µέσα στο
φανταστικό ή µέσα στη λογοτεχνία, δηλαδή δηµιουργεί έναν
εναλλακτικό χώρο, για να ζει εκεί µια άλλη ζωή. Η
Βιψανία είχε δηµιουργήσει ένα κόσµο ξεχωριστό µέσα στο
ηµερολόγιό της, όπου έβρισκε συχνά καταφύγιο: “∆εν
υπάρχει πια η Βιψανία, που σκορπούσε παντού την αταξία
και αποσταθεροποιούσε τις εποχές.”458 Ξανασυναντούµε το
ίδιο συναίσθηµα για ένα χρόνο χωρίς αρχή και τέλος, στην
αφήγηση της Χατζιδάκη :
“∆εν ήξερα λοιπόν πού βρισκόµουν, δεν ήξερα εάν ήταν
βράδυ ή πρωί.”459
Ενα µοντέλο του διπλού κόσµου της καλλιτεχνικής
µποεµαρίας µπορεί να περιγραφεί ως εξής: Μπροστά στη
διαπιστωµένη υποβάθµιση της ελευθερίας και του κύρους
του διανοουµένου αναζητείται ένας τρίτος δρόµος
ανεξαρτησίας από τους καταναγκασµούς, φυσικούς και
456
Βλ. ΗΣΑΙΑ, σελ. 17.
457
Βλ. BOURDIEU, 1992, σελ.445.
458
Στο ίδιο, σελ. 142.
459
Βλ. ΧΑΤΖΙ∆ΆΚΗ, 1979, p38.

205
πολιτικούς. Είναι ο χώρος της αισθητικής και της
παραγωγής της, που είναι παιγνίδι µορφών ή καλλιτεχνικό
υποκατάστατο παθών, όπου µια ανεξάρτητη µποεµαρία
απελευθερώνεται. Γιατί ενώ τα αντικείµενα ανήκουν µόνο
στον εαυτό τους, η θέα τους, η µορφή τους ανήκει στον
άνθρωπο. Αλλά οι µέχρι τώρα υπάρχουσες αισθητικές σχολές
απορρίπτονται ως µονόπλευρες, γιατί είναι χωριστές, τη
στιγµή που ο κόσµος πέρα από τα έτοιµα σχήµατα είναι
χαοτικός, που δεν προσφέρεται σαν έτοιµο ωραίο σύµπαν.
Από κει και πέρα διαφαίνονται πάντως τέσσερις
παραλλαγές στο λογοτεχνικό γούστο. Μια πρώτη στάση,
εκείνη των φορµαλιστών (Χατζιδάκη), µοιάζει να κλίνει
προς την ιδέα του συστήµατος των στρουκτουραλιστών ότι η
λογοτεχνία είναι χώρος συµβολικών ανταλλαγών, µια ιδέα
που αναχαιτίζει την εξήγηση της λογοτεχνίας από την
κοινωνιιολογία.
Υπάρχει µια δεύτερη τάση, που σήµερα έχει θεωρητικό το
Bourdieu, που λέει ότι η λογοτεχνία είναι α πριόρι µια
πολιτική οικονοµία του πεδίου των συµβολικών ανταλλαγών
και εξαρτάται η πορεία του γούστου ανάλογα µε το αν στην
κορυφή βρίχκονται οι αριστεροί ηθικολόγοι, που έχουν τις
σωστές απόψεις.
Μια τρίτη, η φαινοµενολογική, βλέπει στη λογοτεχνία την
πάλη µε την καθηµερινή διαµεσολάβηση, που ενώ κάποτε
τοποθετούνταν µακριά, στο θεό, σήµερα έγινε κάτι άπειρα
κοντινό, γιατί είναι η κοινή γνώµη της οµάδας, που
αντιµετωπίζει καθηµερινά ο διανοούµενος. Εδώ θα βάζαµε
τη Νανά Ησαϊα.
Και µια τέταρτη, η ροµαντική, θεωρεί ότι η συλλογικότητα
είναι που δηµιουργεί το µεγάλο έργο. Είναι η κατεύθυνση
του γενετικού δοµισµού του Lucien Goldmann.

5.7 ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΜΕ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ

5.7.1 ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ

Το νέο στην κοινωνία εντοπίζεται στην εµφάνιση ποικίλων


χωριστικών εκδηλώσεων από όλα τα µέλη της, στις νέες
σχέσεις που γεννιούνται απ' τήν οiκονοµική έπικοινωνία,
από τη φτώχεια τής µάζας καί σοσιαλιστική προσπάθεια,
και στην όξυνση της πάλης τών κοινωνικών τάξεων.
Με το πέρασµα από την προδικτατορική στη µεταδικτατορική
εποχή ο κυρίαρχος πολιτιστικός προσανατολισµός της
κοινωνίας δίνει τη θέση του στην κυριαρχία του
λειτουργισµού.
Οι βασικές διαδικασίες της ζωής αλλάζουν ριζικά σηµασία.
Το “κίνητρο”460 και εποµένως και η εσωτερίκευση των

460
Πρβλ. το νέο τοπίο της ανάπτυξης της οργάνωσης στις σύγχρονες
κοινωνίες, που εκφράστηκε στην ογκώδη παραγωγή κοινωνιολογικών µελετών
και πολιτικών φονξιοναλιστικού τύπου.

206
αξιών δε µετράνε τόσο µετά το 1970, αλλά υποβαθµίζονται
σε ζήτηµα προβλέψεων, γιατί είναι ο ρόλος που επικρατεί
στις κοινωνικές σχέσεις. Και επειδή κάθε ρόλος δεν
καθορίζεται από µόνος του, αλλά σε σχέση µε τους άλλους
ρόλους, η διαµόρφωση ενός τύπου προσωπικότητας µε µια
εσωτερίκευση του ρόλου, δεν ενδιαφέρει πλέον την
κοινωνία.
Εξάλλου η “κοινωνικοποίηση” είναι πλέον µια προσαρµογή
των ατόµων στις προβλέψεις, πράγµα το οποίο ακυρώνει το
ρόλο της συνείδησης, γιατί κάθε άτοµο αφήνει να
κατευθύνεται από τις προβλέψεις των άλλων. Επειδή ο
κοινωνικός έλεγχος ασκείται µε βάση αυτές τις
προβλέψεις, όλες οι λέξεις-κλειδιά της καθηµερινής ζωής
αντλούν από εκεί το νόηµά τους.

Στο βάθος, είναι αυτές οι κοινωνικές αλλαγές που


αµφισβητούνται από τη λογοτεχνία της αµφισβήτησης, που
κριτικάρουν τον τρόπο, µε τον οποίο οι άνθρωποι
προσεγγίζουν τις αξίες, όπως έχουµε ήδη πει.
Ολα αυτά αφορούν την έννοια της καθηµερινής ζωής, που
περιλαµβάνει τα στοιχεία της ψυχολογίας των µελών της
κοινωνίας (την αλλοτρίωση, την ανθρωπιά, την
αµφισβήτηση, τη στρεβλή καθηµερινή γλώσσα, την
πραγµοποίηση, τη στάση απέναντι στο θάνατο, την ανοµία,
την εγκληµατικότητα, περιθωριακότητα, αυτοκτονία, γενικά
τη σχέση µε το χρόνο και τον τόπο), που είναι τα
λανθάνοντα φαινόµενα, που τελικά γίνονται η αιτία για να
αλλάξουν οι κοινωνίες. Με τη διευκρίνιση ότι δε πρέπει
να εξαντλήσουµε την ανάλυσή µας στην κοινωνική
ψυχολογία, γιατί και αυτής της καθηµερινής ζωής
απαιτείται επιστηµονικά να βρούµε την εξήγηση στην
κοινωνιολογία των µακροδοµών, όπως είναι η πολιτική, η
οικονοµία και οι κοινωνικές σχέσεις. 461
Ετσι στην καθηµερινή ζωή των Ελλήνων αναδύονται ο
διαπροσωπικός και υποκειµενικός κόσµος από τη µια και
µακροσκοπικά στοιχεία της κοινωνικής διάδρασης από την
άλλη. ∆ιαµεσολαβεί δε η υποκουλτούρα των διάφορων οµάδων
παρέκκλισης που προτείνει ηθικές αντιαξίες των νέων,
όπως:το υπαρξιακά ενδιαφέρον,
η τάση ενδοσκοπησης,
η αποστασιοποίηση απά τον κάσµο και
ο λανθάνων µυστικισµδς,
η σηµασία της αποστολής,
η απάρριψη της κοινωνικής ανάδου και της επαγγελµατικής
επιτυχίας ως µέσου για την αναγνώριση του χαρίσµατος.462
Οι εθνολογικές παρατηρήσεις του Αστρινάκη και συνεργατών
του πάνω στο µαθητικό πληθυσµό της Αθήνας διαπίστωσαν,
ότι όσο µειωνόταν το πολιτικό κίνηµα της νεολαίας,

461
Βλ. ΦΙΛΙΑΣ Βασίλης, 1985, “Η κοινωνιολογία της καθηµερινής ζωής”, Αθήνα, περιοδικό
∆ΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 119, 25 Μάη 1985.

462
Βλ. ΑΣΤΡΙΝΑΚΗΣ κλπ. κεφ.3, σελ. 226.

207
αυξάνονταν τα ενδιαφέροντα για τη ροκ µουσική και το
ποδόσφαιρο. Μάλιστα µετά το 1983 οι πιο δρσαστήριοι
µαθητές προχωρούσαν σε οµαδοποιήσεις Α) αντίστασης (
υπάγονται τα φρικιά), Β)αντίδρασης ( υπάγονται οι
χούλιγκανς) και Γ) σχόλης (υπάγονται οι ροκαµπίλι).463

5.7.2 ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΥΣ

Επειδή πολλά γνωρίσµατα των έργων που µελετάµε


αναφέρονται στην περιθωριακή κατάσταση, αναζητήσαµε τα
συναισθήµατα των συγγραφέων και του αναγνωστικού κοινού
προς τους περιθωριακούς και προς τις µεσαίες τάξεις της
ελληνικής κοινωνίας. Σύµφωνα µε την υπόθεσή µας οι
συναισθηµατικές σχέσεις των νέων διανοουµένων, που
συνθέτουν το νέο κοινό, µε τις άλλες κοινωνικές
κατηγορίες είναι µια από τις αιτίες της επιλογής θέµατος
και οπτικής. Για τους σκοπούς της µελέτης
χρησιµοποιήσαµε τις κοινωνιολογικές έννοιες της “οµάδας
αναφοράς” και της “οµάδας σύγκρισης”.464
Η πρώτη έννοια είναι ένα κριτήριο για να εντοπίσουµε τα
συναισθήµατα των νέων λογοτεχνών προς τους
περιθωριακούς. Καταρχήν διαπιστώσαµε ότι οι αµφισβητίες
έλληνες διανοούµενοι τρέφουν µια συµπάθεια προς τους
περιθωριακούς, γιατί βλέπου στην κοινωνική ανοµία που
χαρακτηρίζει την περιθωριακή ζωή ως σύµβολο της δικής
τους κοινωνικής κατάστασης.465
Οι περιθωριακοί όντας απελπισµένοι για οποιαδήποτε λύση
της µαρτυρικής τους κατάστασης διατηρούν µια στάση
δυσπιστίας εναντίον της εξουσίας. Και σι προλεταροειδείς
διανοούµενοι από την πλευρά τους βρίσκονται σε παρόµοιες
συνθήκες και καθώς βρίσκονται έξω από την εργασία
αναπτύσοουν µια νοοτροπία ανοµική. Οποιος περιδιαβάζει
στα χρόνια αυτά τη γειτονιά των Εξαρχείων και της
Νεάπολης, µπορεί να δει ένα πλήθος ολόκληρο διανοουµένων
που κατοικούν σε παλιά σπίτια και συχνάζουν στα καφενεία
και τις καφετέριες της περιοχής. Μερικοί προχωρούν σε
καταλήψεις άδειων σπιτιών, παίρνουν ναρκωτικά από χόµπυ,
ή από απελπισία, ή από την επιθυµία να ξεχωρίσουν από
τον παθητικό πληθυσµό. Αυτό το σηµείο της Αθήνας είναι ο
τόπος διασταύρωσης των περιθωριακών, των φοιτητών και
των καλλιτεχνών, γιατί ο χώρος βρίσκεται ανάµεσα στο
Πανεπιστήµιο, το Πολυτεχνείο και το Λυκαβηττό. Εδώ
άλλωστε διεξάγονται και οι συχνές συγκρούσεις των κάθε
φύσεως διαδηλωτών µε την αστυνοµία.
Ετσι η παράταση του φαινοµένου της ανεργίας των
διανοουµένων και της περιθωριοποίησης είναι µια πρόκληση
για τις ηθικές αξίες της κοινωνίας.
Το ουσιώδες στις οµοιότητες συνθηκών ύπαρξης των άνεργων
διανοούµενων και των φτωχών του κοινωνικού περιθωρίου

463
Βλ. ΑΣΤΡΙΝΑΚΗΣ, σελ.. 25.
464
Βλ. Dictionnaire de l’ UNESCO, σελ.654.
465
Βλ.ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ UNESCO, σ.41.

208
βρίσκεται στον τρόπο βίωσης του χρόνου,466 που ως
στοιχείο και αυτό προλογοτεχνικό περνάει µέσα στη
λογοτεχνία που εξετάζουµε. Είναι γιατί και οι δύο αυτές
κατηγορίες ζουν µέσα στην αµεσότητα του
καθηµερινού.467Αυτό το είδος του χρόνου παίρνει ποικίλες
µορφές στα µυθιστορήµατα που ανανεώνουν το είδος στη
δοσµένη περίοδο.
Ενα συναφές κοινωνικό φαινόµενο που λαµβάνει χώρα την
ίδια εποχή εντείνει την πολιτιστική περιθωριοποίηση του
µέρους εκείνου της διανόησης που αναζητεί την
αυθεντικότητα και την αλήθεια. Πρόκειται για τις µεγάλες
συγκεντρώσεις του αγροτικού πληθυσµού στις µεγάλες
πόλεις και στην Αθήνα. Ετσι ένας µεγάλος αριθµός αγροτών
περνούν σε µια νέα κατάσταση, για να γίνουν κάτοικοι της
πόλης που ενώ ξεχνούν σιγά-σιγά το λαϊκό τους πολιτισµό
δεν τον αντικαθιστούν µε ένα νέο συγκροτηµένο
πολιτιτισµικό σύστηµα. Είναι οι εθνοχωρικοί, που από
τον πολιτισµό του χωριού κρατούν µόνο την “εχθρότητα
προς τον άλλο”.468
Μέσα σ’αυτά τα κοινωνικά δεδοµένα ένας νέος διανοούµενος
που θέλει να έχει γνώση, εκεί που οι γύρω αρκούνται στις
προφάνειες, θεωρείται ως κάτι περιθωριακό µέσα στα
διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα και στην καθηµερινή ζωή,
η δε γλώσσα του εκλαµβάνεται ως παράδοξη ιδιόλεκτος. Και
είναι πολλοί νέοι που σχηµατίζουν
µια ανώφελη υποκουλτούρα, συχνά επιθετική. ∆εν είναι
σπάνιες οι διαδηλώσεις που καταλήγουν συχνά σε φασαρίες
µε την αστυνοµία, η οποία δείχνει ανάλογη επιθετικότητα
χρησιµοποιώντας βόµβες δυκρυγόνες, για να αντιµετωπίσει
τα σπασίµατα και τις φωτιές. Παράλληλα µε το λαϊκό,
συνδικαλιστικό και πολιτικό κίνηµα για την Αλλαγή,
αναπτύσσεται και µια µικρότερη σε όγκο, αλλά πολύ έντονη
και θορυβώδης αρνητική κουλτούρα, διότι ανατρέπει την
έννοια των προτύπων της κυρίαρχης κουλτούρας. Και ενώ
µετά το 1973 πέραν των άλλων κρίσεων η οικονοµική κρίση
επηρεάζει τη χώρα, η υπεραξία από την παραγωγή και τα
κονδύλια από την ΕΟΚ µεταφράζονται σε υπερκατανάλωση των
κυρίαρχων τάξεων, ενώ οι άνεργοι και οι περιθωριακοί,
συνεχώς αυξανόµενοι, στερούνται τα πάντα.
Απέναντι στον ανορθολογισµό του συστήµατος και µιας
καθηµερινής ζωής που αρκείται στα αυτονόητα που
εκπέµπουν ορισµένα κόµµατα και η τηλεόραση, οι µεν
εργάτες βρίσκουν κατά ένα µέρος τους µια διέξοδο στην
κοµµατική στράτευση, αλλά αφοµοιώνονται από ένα σύστηµα
που τους καλεί στον καθαρό καταναλωτισµό, και αφήνονται
να αντλούν τα πλεονεκτήµατα του συστήµατος. Και ενώ
θύµατα του ανορθολογισµού του ελληνικού συστήµατος είναι
όλοι γενικά, τα ειδικά θύµατα είναι οι άνεργοι, οι

466
Βλ. Τρίτο κεφάλαιο, ειδικότερα τις αναλύσεις του τύπου χρόνου στα έντεκα εξεταζόµενα έργα.
467
.
468
Βλ. ΜΑΠΠΑ Σοφία(διευθύνουσα), 1994, Ευρωπαϊκή ενοποίηση, οι µηχανισµοί ενσωµάτωσης και
αποκλεισµού, Αθήνα, ΕΞΑΝΤΑΣ.∆ηµοσιεύονται εισηγήσεις στο Φορουµ των ∆ελφών των: Σοφία
Μάππα, Εζέν Ενρικέζ, Νίκου Βερναρδάκη, Τσαγλάρ Κεϋντέρ, Κριστιάν Καµελιό κια Φιλίπ Υγκόν.

209
ανίκανοι, οι κάτοικοι των υποβαθµισµένων περιοχών, και
µεγάλο µέρος της νεολαίας.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η περιθωριακή κατάσταση των
“προσώπων” της λογοτεχνίας της αµφισβήτησης που
εξετάζουµε απαιτεί τη χρήση της κοινωνιολογικής
κατηγορίας της “οµάδας αναφοράς” για να εξηγηθεί µε
αυτήν η λογοτεχνική µεταφορά εικόνων παρµένων από την
κοινωνική συνθήκη των περιθωριακών. Οι περιθωριακοί
ήρωες µέσα στα έντεκα αντιπροσωπευτικά είναι οι
ακόλουθοι:
Ο Παϊρής στο Ο Αγγελος της µηχανής
Η Μυρσίνη στο Η αρχαία σκουριά
Ο Πάτροκλος Γιατράς στο Ο Πάτροκλος Γιατράς και οι
ελληνικές µεταφράσεις του Τόµας Ελιοτ.
Ο Νούσης στο Οι Συµπαίχτες
Το βαποράκι στο Pusher,το βήµα της αλεπούς
Ο αφηγητής στο Το µοναστήρι νάν’ καλά.
Ο Καίσαρ στο Η νύχτα
Η Βιψανία στο ∆ε βγαίνει τίποτα
Η αφηγήτρια στο Συνάντησέ την το βράδυ
Η αφηγήτρια στο Στην τακτική του πάθους

Οπως µνηµονεύθηκε στην αρχή αυτής της ενότητας, ο όρος


“οµάδα αναφοράς” προσδιορίζει µια κοινωνική οµάδα µε την
οποία ένα άτοµο αισθάνεται ταυτισµένο. Στην περίπτωση
αυτή, το πρόσωπο που συµπάσχει µε τους περιθωριακούς
αντλεί από την οµάδα αναφοράς τους κανόνες, τις αξίες
και τα κοινωνικά αντικείµενα που η οµάδα έχει
δηµιουργήσει.469
Οσον αφορά τις σχέσεις της ανανεωτικής λογοτεχνικής
παραγωγής των δεκαετιών του ’70 και του ’80 µε τις
περιθωριακές αξίες, αυτές έχουν επαληθευτεί από τα ίδια
τα πράγµατα. Αρκεί να προσέξουµε το γεγονός της
οµοιότητας ανάµεσα στη λειτουργία των ιδιολέκτων που
χρησιµοποιούν στη δοσµένη περίοδο οι νέοι έλληνες
διανοούµενοι και τη λειτουργία της ιδιολέκτου των
περιθωριακών.
Η επιλογή αυτή αποτελεί µια εχθρική στάση απέναντι στην
απέχθεια της άρχουσας τάξης για ό,τι περιθωριακό.
Καταρχήν απέναντι στο ιδίωµα των κατώτερων κοινωνικών
στρωµάτων (τα µάγκικα ή η γλώσσα της πιάτσας) οι
ιθύνουσες τάξεις έτρεφαν µια απέχθεια.470 Είναι
χαρακτηριστικός ο πρόλογος του Καπετανάκη στο βιβλίο του
Το λεξικό της πιάτσας γύρω στο 1950. Απ’ τη µια µεριά ο
συντάκτης του λεξικού εκφράζει την επιθυµία του να
διαγράψει όλες τις καταγραµµένες λέξεις από την ελληνική
γλώσσα, για να την καθαρίσει. Αντίθετα ο Κώστας
∆ηµαράς471 χαιρέτησε την έκδοση του λεξικού, γιατί
“προσφέρει µια αληθινή συµβολή στη γνωριµία µιας από τις
πηγές που εµπλουτίζουν τη γλώσσα µας.. Ασύλληπτοι είναι

469
Βλ. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ UNESCO, σελ.654.
470
Βλ. ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ, 1962, σελ.5.
471
Βλ. ∆ΗΜΑΡΑΣ, 1950, σελ. 4.

210
οι ορίζοντες που το λεξικό ανοίγει στους κόσµους της
λαϊκής ψυχής.”
Λίγο πιο αργά, κατά τη δεκαετία του ’80, µιά νέα κίνηση
της νεανικής αργκό εµφανίζεται, καθώς πολλαπλασιάζονται
οι νέοι µηχανόβιοι. Ο Κυριάκος Κασσίµης παρουσιάζει ένα
κατάλογο νέων ιδιωµατικών λέξεων ή νέων χρήσεων των
παλαιών :
µηχανάκι, γκόµενα, µοτόρα, τζάµι (κατακαίνουργια
µηχανή), τζιτζιλόνι, κοµπρεσσέρια (µηχανή µε ακανόνιστο
ήχο), τρακτέρια (όµοια σηµασία µε το προηγούµενο),
βολίδα (µηχανή “ φτιαγµένη ”), σφαίρα (µηχανή γρήγορη),
το πιο σφαίρα ( ουσιαστικό σε συγκριτικό βαθµό!), ένα
πεντέµισι, πενηντάρι, το εξήµισι, το χίλια, χιλιάρα,
µηχανάκι ( seul son propriιtaire peut utiliser ce mot
diminutif pour sa motocyclette. Les autres ne le peuvent
pas ). Εφαγα ένα µπίστο ( έπεσα), σουπιάστηκα, εδώ έχει
ένα φραγµένο ( κάποιος έπεσε εδώ), κλεφτρόνι, την έχουν
σταµπάρει, τουριστάδικη (µηχανή θεωρούµενη σαν εύκολη
λεία για κλοπή), την ψειρίσανε ( πήρανε µόνο
εξαρτήµατα), κόντρες, τα κολλητήρια (concours), πας µια
κόντρα, είσαι για µια κόντρα, σε τρέχω, ανάποδο τιµόνι,
τα γκάζια, της τα δίνω, δος της τα, ρίχνω τις γκαζιές
µου, γκαζωµένος, πλακωµένος, πλακωτός, µε χίλια, τον
έγλειψα, καρφωτές (τις ταχύτητες), έφυγε µε κωλιές (
αστάθεια πίσω). 472
Υπογραµµίζουµε, εντούτοις, ότι αυτές οι νέες εκφράσεις
της νεανικής αργκό δεν είναι ουδέτερες εκφράσεις, όπως
λέει ο Κασσίµης. Η αργκό δεν είναι µια ακόµη ιδιόλεκτος
πλάι στις άλλες ιδιολέκτους. Υποστηρίζουµε αντίθετα µαζί
µε τον Ερατοσθένη Καψωµένο473ότι µέσα στη χρήση τέτοιων
ιδιολέκτων καταγράφεται η διαµαρτυρία των κοινωνικών
οµάδων, οι οποίοι αρνούνται να προσαρµοστούν στους
θεσµικούς κώδικες. Αυτό γίνεται και µε τους κύκλους της
προοδευτικής διανόησης, και µε τη νεολαία και µε τους
περιθωριακούς. Το κοινό γνωρισµα των ιδιολέκτων των
περιθωριακών και των νέων διανοουµένων είναι πράγµατι η
απόκλιση από τον κοινό κώδικα. Ως σηµείο διάκρισης σε
σύγκριση µε το λοιπό πληθυσµό και ως έκφραση µιας
επιθετικότητας. Ειδικότερα στους διανοουµένους η
αµφισβητησιακή τους ιδιόλεκτος σηµαίνει τη θέση τους ως
πρωτοπορία και ως καταγγελία της κατεστηµένης
ιδεολογίας, πράγµα που τους ωθεί στα χρόνια αυτά να
απογυµνώσουν την ηγεµονική εργαλειακή ορθολογικότητα µε
τη χρήση αυτού του ιδιώµατός τους.
Και το ιδίωµα των περιθωριακών από την άλλη εκφράζει την
αντίδραση των πριθωριακών οµάδων, που δεν µπορούν να
ενσωµατωθούν στην ελληνική κοινωνία και γι’αυτό µε τη
γλώσσα τους ασυνείδητα αποσκοπούνν να εξουδετερώσουν το
αίσθηµα της κοινωνικής τους εξορίας και να ενισχύσουν
τους δεσµούς ανάµεσα στα µέλη της οµάδας τους.

472
Βλ. ΚΑΣΣΙΜΗΣ Κυριάκος, 1984, “ Μηχανόβιοι, µια ειδική γλώσσα ”,
Αθήνα, ANTI, 28/9/1984. (Κασσίµης Κυριάκος, 1984, “ Μηχανόβιοι, µια ειδική γλώσσα ”, Αθήνα,
ΑΝΤΙ, 28/9/1984.
473
Βλ. ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ, 1993. .

211
Καλούµε λοιπόν τον αναγνώστη να συδυάσει αυτές τις
παρατηρήσεις πάνω στις χρήσεις της γλώσσας µε τα σχόλια
του πρώτου κεφαλαίου για το ίδιο θέµα και να δει την
αναλογία που βρήκαµε ανάµεσα σ’αυτές τις χρήσεις των
ιδιολέκτων και στη µοντέρνα ελληνική λογοτεχνία.
Στην περίοδο αυτή ο διανοούµενος ως αναγνώστης ή
συγγραφέας σχετίζεται µε δυο κοινωνικές τάξεις, µε τη
δική του και µε την τάξη από την οποία εµπνέεται
ιδεολογικά. Οι σχέσεις των νέων διανοουµένων-αναγνωστών
µε τη µεσαία τάξη, ως “οµάδα σύγκρισης” είναι σχέσεις
αντίθεσης.474 Μέσα στο περιβάλλον που κινούνται οι νέοι
έλληνες διανοούµενοι µετά το 70, ένα µέρος του πληθυσµού
έχει φτάσει σ’ένα υψηλό επίπεδο ζωής. Οποιος ανήκει
σ’αυτή την κατηγορία θέλει να δείξει µε τον πιο στεγνό
κονφορµισµό ότι είναι άξιος για την κοινωνική του
επιτυχία. Παρατηρείται παντού ένας καταναλωτικός
µιµητισµός µε έναν τρόπο εξωτερικό.475 Τα σηµάδια της
επιτυχίας είναι : το αυτοκίνητο, τα µαζικά σπορ, µε
κορυφαίο το ποδόσφαιρο. Επιµένουµε σε τέτοια φαινόµενα,
γιατί οι απηχήσεις τους πάνω στην εξέλιξη της
λογοτεχνίας είναι σηµαντικά. Η ηθική αυτών των
στρωµάτων έχει δοκιµαστεί από τις συνέπειες του εµφύλιου
πολέµου που τυπικά έληξε το 1949, αλλά η κατάσταση
πολέµου παρατείνεται και τα παιδιά των Ελλήνων για να
πιάσουν µια οποιαδήποτε θέση στο ∆ηµόσιο υποχρεώνονται
να υπογράψουν δήλωση κοινωνικών φρονηµάτων. Ολόκληρος ο
πληθυσµός εξάλλου συνηθίζει σιγά-σιγά µε καταστάσεις
νοσηρές, όπως είναι η εσωτερική και η εξωτερική
µετανάστευση που οδηγεί το µισό πληθυσµό στην Ευρώπη,
την Αυστραλία και στις µεγαλουπόλεις. Η πλειοψηφία του
λαού παραµένει σιωπηλή και µάλιστα συχνά εµποδίζει το
λόγο, καθώς αποδέχεται την κατεστηµένη τάξη, που δεν
είναι σε σηµείο ισορροπίας, αφού πουθενά στη ∆υτική
Ευρώπη δεν ισχύουν παρόµοιες συνθήκες.
Στους κόλπους των µεσαίων αυτών στρωµάτων ο κοινός λόγος
της καθηµερινής ζωής εκλαµβάνεται ως εµπόρευµα, αφού οι
ανθρώπινες σχέσεις γίνονται ανταλλάξιµες. Αλλά
ταυτόχρονα αντί να εξαφανιστούν οι σχέσεις κοινότητας,
όπως έγινε στις χώρες που δηµιούργησαν τον καπιταλισµό,
αντίθετα παραµένουν όχι στα καλά, αλλά στα καταπιεστικά
γνωρίσµατά τους. Ετσι η συνήθεια του αποδιοποµπαίου
τράγου476 χαρακτηρίζει ακόµα τις πολιτιστικές και µεγάλο
µέρος από τις κοινωνικές σχέσεις και εξηγεί, το γιατί η
πλειοψηφία εκτοπίζει κάθε διαφωνούντα, πράγµα που
βλάπτει περισσότερο τους πνευµατικούς ανθρώπους που
διαµσρτύρονται µε αυθεντικότητα.
Στο σηµείο αυτό υπενθυµίζουµε ότι οι αθρόοι και σχετικοί
µε το φονταµανταλισµό της ελληνικής κοινωνίας
αποκλεισµοί από τα κόµµατα που διενεργήθηκαν από το 1974
µέχρι και το 1993 έχουν γίνει στην Ελλάδα στοιχείο της
καθηµερινής ζωής.

474
Βλ. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ UNESCO, σελ.654
475
Βλ. ΤΣΟΥΓΙΌΠΟΥΛΟΣ, 1981, pp, 71-81.
476
Βλ. ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ, 1984, σελ. 245-250.

212
Αυτές οι όψεις της κοινωνικής ζωής περνούν ως στοιχεία
που κατακρίνονται στις σελίδες της σύγχρονης λογοτεχνίας
και ειδικότερα στα κείµενα που εξετάζουµε εδώ. Αυτό
σηµαίνει ότι το µεγαλύτερο µέρος των συγγραφέων
συλλαµβάνουν τις συγκρούσεις µέσα στην κοινωνία
περισσότερο ως πολιτικές και συµβολικές συγκρούσεις παρά
ως συγκρούσεις της ταξικής πάλης. 477
Ετσι οι νέοι διανοούµενοι συγκρίνουν την κατάστασή τους
µε τη µεσαία τάξη, τα µέλη της οποίας δεν εξεγείρονται,
και συχνά αντιπαλεύουν εκείνους που το τολµούν. Η
επίσηµη αριστερά και ο στρατευµένος συνδικαλισµός
αρνούνται βέβαια αυτή την εικόνα, αλλά δεν κάνουν τίποτα
να την καταλάβουν και µε κατηρορίες
µικροκοινωνιολογικές, γιατί ποτέ τους δεν τις
φαντάστηκαν. Αρκούνται να τις απορρίπτουν.

5.7.3 ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΠΕ∆ΙΟΥ

Ωστόσο οι συνθήκες για την αποδοχή και καθιέρωση ενός


νέου κυρίως συγγραφέα είναι τόσο απογοητευτική, ώστε
αναζητήσαµε µήπως η εντελώς νέου τύπου αρνητική γραφή
των νέων λογοτεχνών σχετίζεται µε τους όρους κάτω από
τους οποίους διεξάγεται η κοινωνική κινητικότητα. Μήπως
δηλαδή η βίωση αυτής της συνθήκης είναι ένα
προλογοτεχνικό στοιχείο της λογοτεχνίας της αµφισβήτησης
Αλλά υπάρχει και ένα άλλο πρόβληµα πολύ σοβαρότερο, που
χαρακτηρίζει την κοινωνική κατάσταση των νέων ελλήνων
διανοουµένων. Πρόκειται για το ότι στη νέα εποχή της
ελληνικής κοινωνίας η κοινωνική τους θέση είναι
υποβαθµισµένη. Και µάλιστα η κατάσταση γίνεται σχεδόν
αφόρητη για τους παρακάτω λόγους: Οι κανόνες µιας
δίκαιης κυκλοφορίας των ελίτ στην Ελλάδα δεν υπάρχουν
και όπου υπάρχουν δεν γίνονται σεβαστοί. Οι ανισότητες
κύρους ανάµεσά τους βιώνονται µε τρόπο οδυνηρό. Η
πολιτικοποίηση, την οποία οι νέοι διανοούµενοι προωθούν
µε όλη τη δύναµη της ψυχής τους, οδηγεί σε νέες αδικίες
και η κυριαρχία της οµάδας στην καθηµερινή ζωή (και όχι
µόνο στο επίπεδο των πολιτικών συγκεντρώσεων) οδηγεί σε
κάθετα και κλειστά κυκλώµατα γνώµης, καθώς επίσης και
στον αναθεµατισµό των διαφωνούντων. Υπενθυµίζουµε τις
µαρτυρίες που καταγράφονται στα οικεία τµήµατα αυτής της
µελέτης. Τα λόγια της Ησαϊα συγκεφαλαιώνουν παρόµοιες
στάσεις και πολλών άλλων συγγραφέων της δοσµένης
κοινωνίας :
Είµαι εναντίον κάθε κριτικής478 της τέχνης από τη σκοπιά
του κοινωνικού αντικρύσµατος, από την οποία µόνο οι

477
Βλ. ARON, 1965, σελ.26 et DUVERGER, 1964, σελ.21. Επαναλαµβάνουµε ότι τα ελληνικά
µοντέρνα αφηγηµατικά κείµενα µοιάζουν να βλέπουν την κοινωνία ως σχέση εξουσίας, άρα ως
ψυχολογική και συµβολική σχέση , του αφηγητή ( ήρωα) µε το περιβάλλον των θεσµών. ∆ηλαδή όχι ως
οικονοµικές σχέσεις παραγωγής.
478
Βλέπουµε εδώ ένα βασικό σηµείο της δικής µας εξήγησης για το βαθύτερο νόηµα της “οπτικής της
αµφισβήτησης”, την αντίθεση µε τη λογική του ελληνικού λογοτεχνικού πεδίου, που διαπνέει το πώς
επιλέγουν οι νεοέλληνες κριτικοί και εκδότες. Σχετικά στο τέταρτο κεφάλαιο.

213
µέτριοι λογοτέχνες έχουν να κερδίσουν. Τα κέρδη των
µετρίων βέβαια είναι, πρόσκαιρα, καθώς όµως οι µέτριοι
είναι σαν τη Λερναία Ύδρα τους κόβεις ένα κεφάλι και δεν
ξέρω πόσα δγαίνουν. Η παρουσία µέτριων κάνει ζηµια στην
υπόθεση της τέχνης.
Η διαστρεβλωµένη αξιολόγηση (που γίνεται εν ονόµατι του
κοινωνικού αντικρύσµατος) πχ του Σινόπουλου και του
Ρίτσου σε βάρος άλλων, όπως ο Παπαδίτσας και ο Καρούζος
και ο Ελύτης κάνει ώστε να έρχονται άλλα κριτήρια σχεδόν
πολιτικά...Ζω σ' έναν τόπο , όπου από τα δύο χειρότερα
διδλία που έχω ανοίξει ποτέ µου, το µεν ένα πήρε το
πρώτο δραδείο.της πεζογραφίας, το δε άλλο έγινε µια
µεγάλη επιτυχία µε µία πώληση χιλιάδων αντιτύπων. Το
περίεργο είναι. πάντως, ότι αυτή η σκέψη, αντί να µε
καταρρακώνει, αντίθετα, µε τονώνει! Κάθε φορά'που την
κάνω, γελάω λίγο και µετά πάω ήσυχη και κάνω .τη δουλειά
µου!
Οι συγγραφείς µας λοιπόν συµµερίζονταν την οπτική των
νέων διανοουµένων που εξαιτίας µιας δύσµορφης ανάπτυξης
και µιας τερατώδους αστικοποίησης, έµεναν και µένουν έξω
από την εργασία και έξω από τις δυνατότητες παραπέρα
σπουδών. Σιγά-σιγά πείθονται ότι δεν µπορούν να
προοδεύσουν µέσα στον κοινωνικό στίβο. Αλλες µερίδες
διανοούµενων, προερχόµενες από τις µεσαίες τάξεις
βλέπουν να θάβεται το όνειρο µια γρήγορης κοινωνικής
ανόδου. Αυτή η αστάθεια συντελεί στον πολλαπλασιασµό των
ατόµων που δεν αφοµοιώνονται, αλλά απορρίπτονται ανάλογα
µε τις διακυµάνσεις της συγκυρίας. Στην Ελλάδα, η
κυκλοφορία των ελίτ πραγµατοποιείται µ’ ένα τρόπο
κραυγαλέα άδικο. Η Λαµπίρη-∆ηµάκη, στην υποδειγµατική
µελέτη της Προς µίαν Κοινωνιολογίαν της Εκπαιδεύσεως
εντοπίζει τα αισθήµατα της πλειοψηφίας των νέων φοιτητών
της εποχής για την αδιαφάνεια και την αναρρίχηση των
ανάξιων, που διαθέτουν γνωριµίες στις ηγετικές θέσεις
της κοινωνίας. Επιπλέον, ένας αριθµός διανοουµένων
χάνουν συχνά την εργασία τους εξαιτίας της ιδεολογίας
τους. Εξάλλου, καθώς οι κυβερνήσεις µετά τη δικτατορία
ισοπεδώνουν τους µισθούς και το κύρος των διανοουµένων,
το φωτοστέφανο που συνόδευε άλλοτε τους δικηγόρους, τους
γιατρούς και ακόµα και τους εκπαιδευτικούς εξαφανίζεται
πια. Η εκπαίδευση, που πριν από τη δικτατορία ήταν το
µόνο µέσο για την κοινωνική άνοδο, µετά τη δικτατορία
παραµένει βέβαια ο κύριος µοχλός της κοινωνικής
κινητικότητας, αλλά τα περιθώρια σιγά-σιγά µικραίνουν,
καθώς η ζήτηση για εκπαίδευση µειώνεται δραµατικά µετά
το 1982.
Αλλά, όλη αυτή η εξέλιξη βιώνεται οδυνηρά από τους
γνήσιους ανθρώπους των γραµµάτων και της επιστήµης,
γιατί το ζήτηµα ποιοι θα καταλάβουν τις δηµιουργούµενες
θέσεις απασχόλησης δεν ενδιαφέρει το σύστηµα, το οποίο
καταφέρνει να επιτύχει την αρχική διαίρεση ανάµεσα σε
χειρωνακτική και διανοητική εργασία.
Στην Ελλάδα η απουσία ίσων ευκαιριών διαψεύδει το µύθο
της ισότητας και οι προερχόµενοι από τις οικογένειες της
κατώτερης τάξης έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες να

214
αναδειχθούν απότι οι καταγόµενοι από τις ανώτερες
τάξεις. Αναζητήσαµε κάποια συσχέτιση ανάµεσα στα
προβλήµατα αυτά και στην καταφυγή πολλών διανοουµένων
στο σκεπτικισµό και την αµφισβήτηση µετά το 1970.
Ειδικά για τους νέους λογοτέχνες, µετά το 1970, µπορεί
εύκολα να διαπιστωθεί ότι η κύρια φροντίδα τους ήταν να
διεκδικούν τη λογοτεχνική επιτυχία, αλλά να είναι
στηριγµένη σε κριτήρια καθαρά λογοτεχνικά.
Είναι ένα µείζον πρόβληµα κυρίως ηθικής τάξεως, που
παίζει τον πρώτο ρόλο σε ό, τι αφορά τηνν εξέλιξη της
λογοτεχνίας προς την έκρηξη των συµβατικών ορίων της
γραφής. Το γεγονός ότι το κοινωνικό γόητρο των ελλήνων
διανοουµένων χαρακτηρίζεται από πρωτοφανείς ανισότητες
προσδιορίζει τις τοποθετήσεις στο λογοτεχνικό πεδίο των
νέων λογοτεχνών. Πλάι στους άνεργους διανοουµένους,
υπάρχουν υπάλληλοι που παίρνουν ένα µισθό έντεκα και
παραπάνω φορές από το µέσο µισθό ενός υπαλλήλου. Αλλά
εκείνο που είναι πολύ σπουδαίο είναι το γεγονός ότι
αρκετοί ιδεολόγοι της αριστεράς έχουν τοποθετηθεί στις
υπηρεσίες του δηµόσιου τοµέα.479.
Βέβαια από τη µια πλευρά µια τέτοια πολιτική είναι πολύ
επωφελής, γιατί ο διοικητικός µηχανισµός ανανεώνεται µε
τον τρόπο αυτό. Για παράδειγµα ο υπουργός Κώστας Σηµίτης
τοποθέτησε πλήθος αριστερών διανοουµένων στο υπουργείο
γεωργίας, ο Κώστας Λάζαρης έκανε το ίδιο στέλνοντας
πολλούς ανένταχτους στις διάφορες υπηρεσίες της ΕΟΚ, και
ανάλογη πορεία ακολούθησε και ο Κώστας Λαλιώτης
διορίζοντας πολλούς στο υπουργείο νέας γενιάς. Ανάµεσα
στους τοποθετηθέντες είναι ο Κώστας Χατζηµπίρος, ο
Γιώργος Χατζηγώγος, ο Νίκος Μάργαρης, ο Σπύρος Ασδραχάς,
ο Φίλιππος Ηλιού, ο Σπύρος Ευθυµίου, η Τόνια Μωροπούλου,
ο Τάκης Παπάς, ο ∆ηµήτρης Παπαχρήστος ( ένας από τους
µελετώµενους συγγραφείς), ο Νίκος Τσιλιχρήστος και
σωρεία άλλων. Εξάλλου στο Γραφείο Τύπου στις Βρυξέλλες
τοποθετείται ο Σπύρος Βέργος, στέλεχος της
εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Τέλος ο Λεωνίδας Ζενάκος
και ο Ιάκωβος Καµπανέλλης, συγγραφείς, τοποθετούνται στη
διεύθυνση της ΕΡΤ .
Πάντως εξετάζοντας το ζήτηµα από µια άλλη πλευρά
φαίνεται ότι η κοινωνική κινητικότητα δεν
πραγµατοποιείται πάνω στη βάση ενός δίκαιου και ίσου
συστήµατος κανόνων.
Συνεπώς, ο “έντιµος και ελεύθερος” διανοούµενος
αισθάνεται µια πικρία µπροστά στο φαινόµενο της
ανάδειξης διανοούµενων ευνοούµενων από το πελατειακό
σύστηµα, που διαφθείρει τις συνειδήσεις.
Με άλλα λόγια ο διανοούµενος της φάσης της κρίσης µπορεί
να ορισθεί ως στοιχείο περιθωριακό σε αναστολή της
κοινωνικής του ενσωµάτωσης και σε κατάσταση ανοµίας
(τάση για αναρχία, τρόπο ζωής που τοποθετείται εκτός
νόµου, στάση εξτρεµιστική). Οι ίδιοι οι διανοούµενοι που
περνούν κρίση συνήθως δεν εκφράζουν το ίδιο το πρόβληµα.
Ιδού τι γράφει σχετικά για ανάλογα φαινόµενα απουσίας
479
Βλ. ΛΑΜΨΑΣ, 1985, σελ.560

215
διεξόδων για τους νέους διανοούµενους της Γαλλίας πριν
από το Μάη του 1968 ο επιφανής γάλλος κοινωνιολόγος
Raymon Boudon : “Με τρόπο φαινοµενικά παράδοξο, το
πρόβληµα των διεξόδων δεν εµφανίστηκε καθόλου στα θέµατα
της σπουδαστικής αµφισβήτησης του Μάη -Ιούνη 1968. Οι
σπουδαστές επιτέθηκαν στους µανδαρίνους, στην απουσία
επικοινωνίας µεταξύ καθηγητών και σπουδαστών, στο
σύστηµα εξετάσεων και στην καταναλωτική κοινωνία. Ο
παραγκωνισµός αυτός ίσως προέρχεται από το γεγονός πως
οι σπουδαστε΄ς προερχόµενοι κυρίως από εύπορα στρώµατα
είναι λιγότερο ευαίσθητοι στο πρόβληµα των διεξόδων. Και
ήταν αυτοί ακριβώς που έθεταν ιδεολογικά θέµατα
αµφισβήτησης. Αλλά αυτούς ειδικά περισσότερο από το
πρόβληµα διεξόδων του απασχολεί το πρόβληµα του
κοινωνικού υποβιβασµού. Οµως ο κοινωνικός υποβιβασµός
είναι ένα ανοµολόγητο κακό, που γι’αυτό ακριβώς είναι
δύσκολο να παραπονεθεί κανείς δηµόσια και που πρέπει να
το εκφράζει µε τη βοήθεια µιας ιδεολογικής
µετατόπισης.480
Ετσι περιγράφουµε ένα από τα συστατικά των
προλογοτεχνικών στοιχείων που τα συναποτελούν τα
αισθήµατα των νέων διανοουµένων, που µετά τη δικτατορία
διαπνέονται από µια βαθιά απογοήτευση για την καθηµερινή
ζωή και µετά το 1982 για τη διάψευση των ελπίδων που
γέννησε η πολιτικοποίηση και η σοσιαλιστική ελληνικού
τύπου οργάνωση της κοινωνίας. Τα αισθήµατα
περιθωριοποίησης χαρακτηρίζουν έκτοτε τη στάση τους.

Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟ∆ΟΜΙΚΟ ΓΝΩΡΙΣΜΑ


Στη µελέτη µας εξηγήσαµε το γιατί συνέπεσαν χρονικά
τόσες ατοµικές περιπτώσεις αµφισβήτησης, άρνησης και
ρήξης και δείξαµε ότι µια έκρηξη λογοτεχνική δεν ήταν
αποτέλεσµα τυχαίο, δεν ήταν ζήτηµα τυχαίων ταλέντων. Το
ότι συνέπεσαν στην ίδια χρονική περίοδο τόσες πολλές
παρουσιάσεις βιωµάτων αµφισβήτησης µέσα στις νεωτερικές
σελίδες της λογοτεχνίας, οφείλεται στην κοινωνική κρίση
και την κρίση του λογοτεχνικού πεδίου.
Από τη σκοπιά της συνείδησης του νεοεισερχόµενου στο
λογοτεχνικό πεδίο της µεταδικτατορικής Ελλάδας η
τρέχουσα λογοτεχνική πρακτική ήταν αναντίστοιχη µε τις
νέες µορφές δυστυχίας και αλλοτρίωσης στην ελληνική
κοινωνία και το λογοτεχνικό πεδίο, γιατί επρόκειτο για
ψευδείς αναπαραστάσεις. Και αποφασίζει να κάνει να
επιβληθεί η εσωτερική του εικόνα πάνω στην εξωτερική,
και να παρουσιάσει µε µια διαδραστική οπτική την
αντίθεσή του.481 Με άλλα λόγια ο συγγραφέας που

480
Βλ. BOUDON Raymon, 1969, ‘La crise universitaire franηaise:essai de diagnostic sociologique’,
Paris, Annales, mai-juin 1969. Επίσης στο Καζανοβά κλπ, σελ. 127-138. Βλ. Επίσης Λαµπίρη ∆ηµάκη,
1975, Για µια κοινωνιολογία της εκπαίδευσης

481
Η ίδια εικόνα, για παράδειγµα η εικόνα του γεωργού που αροτριά τη γη και φαντάζεται ότι
ερωτεύεται τη µητέρα Γη, µπορεί να λειτουργεί διπλά : η αροτρίωση µπορεί να µπει στη σειρά των
οικονοµικών φαινοµένων, αλλά παράλληλα η βίωση του συµβολικού µπορεί να µπει στη βιωµατική
σειρά. (Σαπίρ, 1975, σελ.32}.Η βιωµατική σειρά λειτουργεί µε βάση την αναλογία, την οµοιότητα. Η

216
διαµαρτυρήθηκε αναρωτιιόταν στο βάθος για τη θέση του
στις σχέσεις παραγωγής της λογοτεχνίας και σε τι
χρησιµεύουν όλες εκείνες οι λογοτεχνικές ετικέττες, που
είχαν επίσηµα καθιερωθεί, αν δεν γνωρίζει τι νόηµα
δίνουν στη δουλειά του και στα έργα του οι φορείς του
λογοτεχνικού πεδίου, που έγιναν στα µάτια του ύποπτοι
για έλλεµµα αυθεντικότητας και αγωνίας τόσο για την
τέχνη την ίδια, όσο και για το αντικείµενό της. Ο
αναγνώστης µπορεί να δει στο σηµείο αυτό τα σχετικά µε
το λογοτεχνικό πεδίο και τις συνεντεύξεις των
συγγραφέων. Εξαιτίας αυτού του πρωτοφανούς φαινοµένου, ο
νέος συγγραφέας µεταφράζει τις σχέσεις του µε το
λογοτεχνικό πεδίο και την κοινωνική ζωή µε µια µορφή
µυθιστορήµατος, που αναζητεί τη σηµασία της ίδιας της
αναπαράστασης και των γενικών αξιών και τη σχέση της
γλώσσας µε το νόηµα. Αυτό δε το ερώτηµα ισοδυναµεί µε
τη σκέψη πάνω στην ίδια τη φύση του γλωσσικού µέσου, µε
το οποίο οι άνθρωποι πλησιάζουν την αλήθεια και που
βοηθάει ή δε βοηθάει την επικοινωνία.
Επαληθεύουµε λοιπόν την υπόθεση που διατυπώσαµε στο
πρώτο κεφάλαιο ότι δοµοκοινωνικό είναι το κοινό γνώρισµα
των έργων. ∆οµικό, γιατί βρήκαµε στη βαθιά δοµή του
καθενός από αυτά έναν αριθµό γνωρισµάτων µε µεγάλη
συχνότητα που συνδέονται µε ορισµένες σηµαντικές
σχέσεις. Και κοινωνικό, γιατί όλα αυτά τα στοιχεία
περιέχουν µια αντίθεση ανάµεσα στην καθηµερινή γλώσσα
της τρέχουσας ζωής και τη διαδραστική οπτική.
Περιεχόµενό της είναι η αµφισβήτηση, γιατί εννοεί ότι οι
καθιερωµένοι θεσµοί έχουν διαφθαρεί λόγω της καπηλείας
υψηλών ιδεών, παρουσιάζει την απογύµνωση από κάθε µορφή
καλλωπισµού των κατεστηµένων µορφών πολιτισµού και
θεµατοποιεί κατά περίπτωση το υπαρξιακά ενδιαφέρον, την
τάση ενδοσκοπησης, την αποστασιοποίηση απά τον κάσµο
και τον λανθάνοντα µυστικισµδ, την απάρριψη της
κοινωνικής ανάδου και της επαγγελµατικής επιτυχίας ως
µέσου. Κάτω από όλα αυτά το γενικότατο δοµικό γνώρισµα
είναι η αντίθεση διαδραστική οπτική/ στρεβλή καθηµερινή
γλώσσα, ο προβληµατισµος για το σύνορο ανάµεσα στον
ίδιο το συγγραφέα και τη συµβολική εξουσία, το θεσµό ή
την αξία, µε την οποία έρχεται σε σχέση. Εκεί γίνεται
µια διαπραγµάτευση ποιος θα δώσει νόηµα στη λογοτεχνία
και σε κάθε στοιχείο της, ο συγγραφέας ή η επίσηµη αρχή.
Ετσιι τα υφολογικά γνωρίσµατα στο βάθος λειτουργούν ως
δείκτες, που για τους φίλους αυτής της λογοτεχνίας
σηµαίνουν θάρρος, ενώ για τους κυρίαρχους κύκλους
σηµαίνουν περιθωριακότητα.
Τα εργα δηλαδή αυτή τη φορά διαπραγµατεύονται το νόηµα
της διαφοροποίησής τους µέσα απλι την πρακτική των
αλληλεπιδράσεων στο πλαίσιο του επίσηµου λογοτεχνικού
πεδίου. Αρα υπάρχει και µια ηθική διάσταση στη συγγραφή
των έργων αυτών. Γιατί, πολύ συχνά, οι συγγραφείς που

ανθρωπολογία περιορίζεται στην παράθεση άπειρων τέτοιων αναλογιών. Βέβαια η ψυχαναλυτική θέση
είναι ότι η συντηρητική άρχουσα ιδεολογία παραµερίζοντας τη σεξουαλική επιθυµία κάνει επίσης
εκµετάλλευση της µειοψηφίας, ανάλογη µε την οικονοµική εκµετάλλευση της πλειοψηφίας.

217
κάνουν συµβιβασµούς, για να πετύχουν, γίνονται το
στόχαστρο της κριτικής των κύκλων της αµφισβήτησης. Για
παράδειγµα, εισάγοντας τη διάκριση λογοτέχνης συγγραφέας
( ecrivain/ιcrivant), ο Λεωνίδας Χρηστάκης482 κατακρίνει
τους συγγραφείς, που στρατεύονται σε πολιτικά κόµµατα,
για να πετύχουν στη σταδιοδροµία τους, που καταλαµβάνουν
θέσεις στα υπουργεία, ή προσκολλώνται στα εµπορικά
κυκλώµατα των εκδοτών. Και αναφέρει τα παραδείγµατα των
Χρήστου Βέη, Γιάννη Κακουλίδη, Ερσης Λάνγκε και Γ.
Κατσίγερα, που ξεκίνησαν από τον όχι εµπορικό τοµέα της
λογοτεχνίας και υποχώρησαν στους όρους των σαλονιών ή
των εκδοτικών οίκων. Ανάλογα καταµαρτυρούν και άλλοι
νέοι λογοτέχνες εναντίον όσων υπέταξαν την ποιητική τους
εργασία στα διάφορα σαλόνια µε αντάλλαγµα µιας µικρής
εξουσίας ή κάποιου γοήτρου. Αυτό στα µάτια των
αµφισβητιών λογοτεχνών τους ευνουχίζει και µειώνει τη
λογοτεχνική τους αξία.483 Και ενώ το µήνυµα της
σύγχρονης λογοτεχνίας είναι το αίσθηµα της
περιθωριακότητας, παρόλα αυτά οι συµβιβασµένοι
λογοτέχνες κάνουν εµφανίσεις ως δηµόσια πρόσωπα, πράγµα
που χαρακτηρίζεται από αντίφαση. Οµοίως κρίνεται κάθε
συγγραφέας που συµµετέχει συχνά σε δηµόσιες απαγγελίες
έργων του, δηµοσιεύει συχνά, γράφει κριτικές για άλλους
συγγραφείς και µε µια λέξη επιδιώκει να γίνει γνωστός.
Σύµφωνα πάντα µε την ίδια λογοτεχνική ηθική, που την
εντοπίσαµε στην πλειονότητα των µαρτυριών που
διαθέτουµε, θεωρείται κακή η απόσταση ανάµεσα στον
διαµαρτυρόµενο ποιητικό λόγο και την επιδίωξη κοινωνικού
κύρους, γιατί αυτό οδηγεί σε ένα κονφορµισµό και
συντηρητισµό, εφόσον δηµιουργεί την ιδεολογία της
επιτυχίας, του επιτυχηµένου ανθρώπου.484
Οµως, σύµφωνα µε την ίδια οπτική, ένας τέτοιος
συγγραφέας δεν µπορεί να παίξει το ρόλο του ανανεωτή,
γιατί οι πειραµατισµοί στη λογοτεχνική δηµιουργία πρέπει
να έχουν γίνει πρωτύτερα στην πραγµατική ζωή, προτού να
εισαχθούν στο λογοτεχνικό έργο, γιατί δεν αρκεί να
πειραµατίζεσαι µπροστά στη γραφοµηχανή χωρίς να
απορρίπτεις και να καταγγέλλεις τον κονφορµισµό µιας
παρόµοιας πρακτικής.485
Στη λογική του µυθιστορήµατος του µεσοπολέµου, στην Αργώ
για παράδειγµα του Θεοτοκά, αντιστοιχούσε ένα κοινό
διανοουµένων διαφορετικό από το σύγχρονο κοινό. Οι
παλαιότεροι διανοούµενοι ήταν µε µια λέξη φιλελεύθεροι
διανοούµενοι µε γενική µόρφωση. Από ένα σηµείο και µετά
δεν προσδιορίζονταν από την οικονοµική υποδοµή παρά µόνο
ως προς το πλαίσιο, γιατί οι σχέσεις ανάµεσα στους
διανοούµενους και την υποδοµή οργανώνονταν από την
δουλειά τους να µορφώσουν σε τοπικό επίπεδο το
δηµοσιοϋπαλληλικό στρώµα, να υποτάσσουν τον πληθυσµό σε

482
Βλ.ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ, 1983. Περ. ∆ιάβασε για να διαβάσεις, τεύχος 6, Σεπτέµβρης 1983.
483
Βλ. ΚΑΡΥΠΙ∆ΗΣ 1990, ∆ΕΝ∆ΡΟ, Μάρτης 1990, σελ. 140..
484
Βλ. ΧΡΙΣΤΟ∆ΟΥΛΟΥ, 1984.
485
Βλ. ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΑΝΟΣ Γιώργος, 1984, “Συνέντευξη στην εφ. Αυγή, Αθήνα, ΑΥΓΗ, 23/9/1984.

218
µια οµοιογενή βάση.486Χρησιµοποιούσαν δε ως µόνο µέσο τη
ρητορική. Μάλιστα οι διανοούµενοι δευτέρου βαθµού είχαν
ως λειτουργία να κατασκευάζουν για όλη την τάξη τα µέσα
της συνείδησής της. Ηταν εξαιτίας της λειτουργίας τους
ενηµερωµένοι για την παράδοση ώστε να παίρνουν κάποια
απόσταση από τις τρέχουσες συγκρούσεις. Η χώρα των
δασκάλων και των νοµικών κυβερνιόταν και δικαιολογούνταν
µε το λόγο. Εκτός από τα άλλα συγκέντρωνουν τα πυρά τους
εναντίον κάποιου τµήµατος που παρουσίάζε ιδιαιτερότητα,
ώστε να το ευθυγραµµίσουν. Μετά όµως από τη χούντα -στη
Γαλλία αυτό έγινε αµέσως µετά από τον πόλεµο-οι
διανοούµενοι χάνουν την παλιά τους λειτουργία.Οι νέου
τύπου διανοούµενοι λειτουργούν µέσα στο εργοστάσιο, για
το οποίο έχουν να πουν ειδικά πράγµατα..
Λίγοι από τις κατώτερες τάξεις ανέρχονται. Οι µόνες
καριέρες που είναι ανοιχτές είναι των εκπαιδευτικών και
λίγων άλλων, αρκεί να µην έχει η απασχόλησή τους σχέση
µε την εξουσία. Τα κατώτερα στρώµατα της διανόησης
µπορεί σε καιρό κρίσης να αποσπαστούν από την άρχουσα
τάξη και να συνταχθούν µε κινήσεις.

Συµπέρασµα: «Τα έργα αµφισβήτησης» άλλαξαν τις έννοιες


της πραγµατικότητας, της ηθικής του συγγραφέα και των
λογοτεχνικών κανόνων.

Ειδικότερα ο συγγραφέας της αµφισβήτησης αναζητεί από τη


µια τους αληθινούς δεσµούς ανάµεσα στα πράγµατα της
πραγµατικότητας και από την άλλη ζητεί τις διαφορές του
σε σχέση µε την προηγούµενη λογοτεχνία.
Η ιδέα της διάκρισης ανάµεσα στην γλώσσα και στην σκέψη
αποδεικνύεται σαν ένα επιπλέον επιχείρηµα ανάµεσα σ’
άλλα, που θεµελιώνει τη θέση µας ότι η εξεταζόµενη
λογοτεχνία βάζει σε πρώτο πλάνο τη φροντίδα των ελλήνων
συγγραφέων της αµφισβήτησης να κάνει να φανούν οι
δυσκολίες, τις οποίες ξεπέρασε η γραφή τους, ώστε να
πραγµατοποιήσει µια προσωπική σχέση του συγγραφέα µε το
έργο του. Το νόηµα αυτών των έργων γίνεται τότε η ίδια η
διαδικασία της ανάδειξης της πράξης της δηµιουργίας, της
συγγραφής την ώρα που αυτή εκτελείται. Ξαναβρίσκουµε εδώ
την θέση µας επάνω στην προτεραιότητα της γλώσσας µέσα
στα κείµενα αυτά.
Θάλεγε κανείς ότι το άθροισµα των κοινών και των
διαφορετικών γνωρισµάτων των έργων, που εξετάσαµε,
υπαινίσσεται όχι την εικόνα της πραγµατικότητας, που
βλέπει ο ανυποψίαστος µέσος άνθρωπος, αλλά µια θολή,
συγκεχυµένη ιδέα µιας ολότητας, όπου δεσπόζουν τα
στοιχεία του φαντασιακού, της διαίσθησης, του ονείρου
και της διαδραστικής οπτικής και όλα αυτά µέσω της
γλώσσας.
Σε αρκετά από τα έργα εντοπίζονται πολλές ενδείξεις, που
παραπέµπουν στην κοινωνία, αλλά αυτές δε συνιστούν
αντανάκλασή της. Αντίθετα η πραγµατικότητα παρουσιάζεται

486
Βλ. BON F. , BURNIER M., 1971, σσ. 22.

219
σα µια σύνθετη έννοια, όχι πάντα µε σαφήνεια
προσδιορισµένη σ’όλο το εύρος της. Καταρχήν δεν υπάρχουν
µόνον ο φυσικός κόσµος και οι συνθήκες ζωής του
ανθρώπου, οι µορφές της καθηµερινής ζωής, οι κοινωνικές
και πολιτικές σχέσεις. Αυτή η πραγµατικότητα θεωρείται
συχνά τετριµµένη και το παραδοσιακό µυθιστόρηµα την
καθρέφτισε σε τρόπο, που το κοινό κουράστηκε. Αντίθετα,
στην ιδέα της πραγµατικότητας µέσα στα αναλυόµενα έργα
περιλαµβάνεται επίσης η πνευµατική διάσταση. Μέσα σε
πολλά από τα έργα αυτά, πέρα από τον ορατό κόσµο, η
πραγµατικότητά τους περιλαµβάνει και φαινόµενα άγνωστα,
γιατί αυτοί οι συγγραφείς αναζητούν την εξέλιξη των
πραγµάτων και την κίνηση. Βέβαια αυτά όλα ανήκουν σε µια
ατοµιστική πραγµατικότητα, εκείνη του συγγραφέα, που δε
µοιάζει µε τη γνωστή πραγµατικότητα. Γιατί, αντί να
εγκαθιστούν µια σχέση ανάµεσα στο υποκειµενικό και το
αντικειµενικό, πολλοί σύγχρονοι συγγραφείς καταφεύγουν
σε µορφές µαγικές ή στην ιδέα της θέλησης, που γίνεται
αντιληπτή σαν αρχή κάθε πράγµατος. Για τη Σωτηροπούλου,
για παράδειγµα, η δράση της θέλησης ταυτίζεται µε την
ενέργεια του σώµατός της αφηγήτριας. Η πραγµατικότητα
στις περιπτώσεις αυτές είναι τέτοια, που τη διδάσκει η
ψυχολογία. Η σταθερή εικόνα δεν είναι όλη η
πραγµατικότητα. Στο επίπεδο της κοινωνικής ψυχολογίας,
τα σλόγκαν εισάγουν συχνά µια πρόσθετη συµβολική αξία σ’
αυτό που βλέπει ο µέσος άνθρωπος, γιατί η συλλογική
ψυχολογία του το έχει εγχαράξει. Αλλωστε η ανιµιστική
εποχή δεν είναι πολύ µακριά µας. Αναγνωρίζουµε εδώ το
κοµβικό σηµείο της λογοτεχνίας της αµφισβήτησης, δηλαδή
την καταγγελία που κάνει µιας άλλης λογοτεχνίας,
βασισµένης σε ψεύτικα σλόγκαν, που αφήνουν ελεύθερο το
πεδίο στην αδικία εκείνων, που κατέχουν την εξουσία, και
µάλιστα στο όνοµα της αλήθειας.
Μέσα σ’αυτό το πλαίσιο στοχασµών είναι που πολλοί
αµφισβητίες συγγραφείς θεµελιώνουν τα έργα τους στη
διαίσθηση, γιατί επιτρέπει τη σύγχυση ανάµεσα στο
πραγµατικό και το δυνατό. Ετσι, η εικόνα γίνεται
ανεξάρτητη από τις έννοιες, που εισέρχονται στην
καλλιτεχνική διαίσθηση, αφού έχουν προηγουµένως χάσει το
γήινο βάρος τους και γίνονται στοιχεία µιας διαισθητικής
εικόνας. Μάλιστα, συχνά το γενικό αποτέλεσµα του
λογοτεχνικού έργου είναι µια ενόραση-απεικόνιση. Είναι
γνωστό ότι η διαίσθηση δεν είναι αντίληψη, αφού δεν
αποτελείται από εντυπώσεις, προκαλούµενες τώρα από τα
αντικείµενα ερεθίσµατα. Γιατί είναι δυνατό να έχει
κάποιος διαισθητική εικόνα για τα πιθανά του µέλλοντος ή
του παρελθόντος. Και πρόκειται ακριβώς γι’αυτό. Πολλοί
συγγραφείς αποδίδουν µεγάλη σηµασία στη διαίσθηση και
στη φαντασία, για να αγκαλιάσουν τις µνήµες και τις
προσδοκίες. Είναι πάντως γεγονός, αποδεκτό και από τους
αντιιδεαλιστές, ότι η διαίσθηση συνίσταται στις
εντυπώσεις, που συσσωρεύονται µέσα στη µνήµη και που το
υποκείµενο δεν τις έχει ακόµα οργανώσει. Ετσι λοιπόν,
παρότι οι διαισθήσεις υπάρχουν στο µυαλό χωρίς τους
συνδετήρες, που βάζει η νόηση, ωστόσο δεν είναι

220
αποµακρυσµένες από την αλήθεια. Τα ίδια ισχύουν για τη
δηµιουργική φαντασία, παντοτινή σηµαία των ροµαντικών.
Είναι σηµαντικά και τα δυο, γιατί είναι το νέο που ο
συγγραφέας οφείλει να αναζητήσει στη φύση και την
κοινωνία. Ετσι, από τη µια οι Σωτηροπούλου, η
Γερωνυµάκη, η Χατζιδάκη και άλλοι αποδίδουν στη
διαίσθηση την πρώτη θέση ανάµεσα στις ικανότητες της
ανθρώπινης γνώσης και απ’την άλλη οι εξπρεσσιονιστές
εκµεταλλεύονται περισσότερο τη δύναµη της δηµιουργικής
φαντασίας. Αλλά στο τέλος όλοι καταλήγουν στην άρνηση.
Ενώ λοιπόν η συνήθης κριτική ερµηνεία της λογοτεχνίας
παρακολουθεί χωριστά την αφηγηµατική και τη
σηµασιολογική διάσταση του κειµένου, καταγράφοντας απλώς
τις διαφορές στο επίπεδο της σηµασίας µέσα στη διαδοχή
των καταστάσεων του αφηγηµατικού κειµένου και δείχνοντας
τις πιθανότητες αλλαγής των καταστάσεων του είναι και
της δράσης, εµείς οφείλαµε να φωτίσουµε και τη
λειτουργία της αµφισβήτησης στα έργα που µας απασχολούν.
Είναι γνωστό ότι στο παραδοσιακό ρεαλιστικό µυθιστόρηµα
η σχέση υποκειµένου αντικειµένου που εξαίρεται
περισσότερο είναι η πραγµατική, δηλαδή εκείνη που
τίθεται η ίδια και στην επιφάνεια και στο βάθος.
Αντίθετα στα εξεταζόµενα έργα αµφισβήτησης η σχέση
υποκειµένου-αντικειµένου είναι άλλοτε µυστική, αν η
σχέση τίθεται µόνο στο επιφανειακό επίπεδο, άλλοτε
λαθεµένη και απατηλή, αν η σχέση δεν τίθεται πουθενά και
άλλοτε ψεύτικη, αν η σχέση τίθεται µόνο στην επιφάνεια
και όχι στο βάθος. 487
Επίσης, στο παραδοσιακό µυθιστόρηµα ίσχυαν οι
αναγνωρισµένες δρώσες δυνάµεις : υποκείµενο ήταν ο
φιλόσοφος, o ήρωας, καθοδηγούµενος δράστης, αντικείµενο
ήταν ο κόσµος, το πολύτιµο αντικείµενο, η πριγκήπισσα, ο
θεός ήταν αποστολέας, δωρητής, παραγγελιοδότης, κριτής,
η ανθρωπότητα ήταν ο αποδέκτης, ο ευεργετούµενος,
αντίµαχος, ή εισβολέας, ή ψευδοήρωας ήταν η ύλη και
βοηθός ήταν το πνεύµα.
Οµως στο µοντέρνο ελληνικό µυθιστόρηµα αµφισβήτησης
αυτές οι ταυτότητες δεν είναι δεδοµένες. Στα έργα αυτά η
διαδραστική οπτική αµφισβητεί και γι’αυτό εξαίρεται η
γνωστική λειτουργία της αφήγησης. Η γνωστική πλευρά
αφορά τις αναζητήσεις του αφηγητή για τη σχέση του
υποκειµένου της αφήγησης µε ένα αντικείµενο και αυτή η
σχέση αποτελεί τη κατάσταση στα έργα που εξετάζουµε.
Ειδικότερα ο αφηγητής επιχειρεί µια αναζήτηση του
αληθινού και του ψεύτικου, του φαίνεται και είναι. Με
άλλα λόγια το αφηγηµατικό πρόσωπο µέσα στο αφήγηµα κάνει
εκτός των άλλων και πράξεις ερµηνείας, δηλαδή
ετυµηγορίας για το αληθινό, το απατηλό, το µυστικό και
το ψέµα. Ο αφηγητής/ήρωας κατακτά µια γνώση, είτε πάνω
στο πολύτιµο αντικείµενο, είτε πάνω στο υποκείµενο, είτε

487
Βλ. GROUPE D’ENTREVERNE, 1987, Analyse sιmiotique des textes, Maroc, ιd.Toubcal.σ.
Βλέπε στο βιβλίο Εκθεση Εκφραση της Α Λυκείου τις γλωσσικές ποικιλίες, τις κοινωνιολέκτους κοκ

221
πάνω στον αποστολέα (που µπορεί να είναι η κοινωνία, ο
θεός). ∆εν ήταν δυνατό να ανιχνευθεί µια οµοιογενής
απεικόνιση για τις πολιτισµικές ή υποπολιτισµικές
ενότητες της ελληνικής κοινωνίας: για το λαϊκό
πολιτισµό, το λαϊκό κίνηµα, την αντιστασιακή κουλτούρα,
την αναρχίζουσα φοιτητική κουλτούρα, την κουλτούρα της
εργατικής τάξης. Οι αφηγητές/ήρωες εδώ δεν είναι
κονφορµιστές που έχουν ένα µοναδικό ρόλο, αλλά έχουν µια
προοπτική για το µέλλον, που ωστόσο παρουσιάζεται ως
χαοτικό. Γι’αυτό και µεταβάλλονται εσωτερικά µέσα στην
εξέλιξη του έργου.
Ετσι, ως προς το πολύτιµο αντικείµενο, δηλαδή τις αξίες
του πολιτισµού, στα αναλυόµενα έργα, εκείνο που
εντοπίζουµε είναι ένα ψευδοπολύτιµο αντικείµενο, που
είναι οι αξίες του στρεβλού λόγου, δηλαδή οι ερµηνείες
συρραφές για τον κόσµο των ανθρώπων που είναι στα
πράµατα..
Για παράδειγµα, στους ∆εληολάνη, Σαραντόπουλο,
Παπαχρήστο, Γκιµοσούλη, αξίες του αντικειµενικού
πνεύµατος δεν υπάρχουν. Ούτε είναι ορατή µια διέξοδος σε
µια µελλοντική κοινωνία στηριγµένη σε κάποιο είδος
ουµανισµού. Αντίθετα είτε έχουµε αντιαξίες, όπως τα
ναρκωτικά, η φτιαγµένη τράπουλα, ο φόνος, είτε έχουµε
αξίες εξωκόσµιες (ποίηση, άσκηση ψυχής), όπως συµβαίνει
µε την Ησαϊα, τον Παπαχρήστο και το Βαγενά.
Αλλά εκεί που τα περισσότερα έργα συµπίπτουν είναι στην
αποµυθοποίηση της ίδιας της έννοιας της λογοτεχνίας.
∆είχνουν ότι η λογοτεχνία δε λειτουργία στη σηµερινή
κοινωνία. Με άλλα λόγια ο αµφισβητίας λογοτέχνης
αποκαλύπτει µε τη µεταγλωσσική του παρέµβαση ότι η
κοινωνία αποκρύπτει ότι το µυθιστόρηµα οφείλεται σε µια
κωδικοποίηση εσκεµµένη, άρα ιδεολογική ή ιδιοτελή. Ο
αφηγητής/ήρωας αµφισβητεί, επειδή στην Ελλάδα των
τελευταίων χρόνων ο άλλος έχει γίνει λαϊκιστής και
έρχεται κατεπάνω στον αφηγητή/ήρωα, λέγοντάς του ότι η
διαταγή του είναι ο σοσιαλισµός ή η ελληνικότητα ή η
τάξη, ενώ εκµεταλλεύεται τη σχέση του µε τον αφηγητή για
νάχει την εξουσία ή άλλο όφελος. .Γιατί, οι κάτοχοι της
συµβολικής εξουσίας στους λογοτεχνικούς κύκλους δεν
φροντίζουν αποτελεσµατικά να καλλιεργηθεί το
επιστηµονικό πνεύµα στον πληθυσµό των διανοουµένων, ώστε
να πάψει το έθνος να ασχολείται µε τον εχθρό, µε τον
πόλεµο και µε τη θυσία της ζωής του και να αποκοπεί από
το παρόν, κάνοντας τη λογοτεχνία υπόθεση του
παρελθόντος. Μάλιστα η πνευµατική εικόνα της επίσηµης
ελληνικής σκέψης δε διαφέρει πολύ από το πρόγραµµα του
Συκουτρή, ο οποίος έλεγε ότι, µετά τον πόλεµο του 1914-
1918, επειδή η επιστήµη έγινε ύποπτη, ο εθνικισµός έγινε
ύποπτος, η θρησκεία δεν µπορούσε να καλύψει το απόλυτο,
και επειδή ο κόσµος αντιµετωπίζει σε µεγάλη συχνότητα
µεγάλες στιγµές, που θέλουν άµεσες αποφάσεις, αφήνουν
όλες οι χώρες κατά µέρος το λόγο, γιατί δεν έχουν το
κουράγιο να υιοθετήσουν τη στάση του θεωρητικού, θέλουν
ακτιβισµό, τη φροντίδα για το τώρα. (Συκουτρής, σελ.
299). Και σ’αντίθεση µε τους ηλικιωµένους, που είναι

222
αναλυτικοί, επειδή βλέπουν το πολυσύνθετο της ζωής, οι
νέοι θέλουν µια συνθετική αντίληψη ζωής, τη σχέση µε ένα
απόλυτο, όπου υπάρχει το συναίσθηµα. Το κράτος λοιπόν ας
κινείται στο επίπεδο της σκέψης και της στάσης των νέων,
ώστε να µπορούν οι νέοι να προσαρµόζονται εύκολα. Νάναι
δηλαδή συνθετικό, όχι αναλυτικό.488 Και οι επίσηµοι
επιστήµονες του κράτους πρέπει να δείχνουν µόνο το αν οι
τωρινές πράξεις συµφωνούν µε την εντατική αξία, το
απόλυτο, τον εθνισµό, αλλά δε θα κρίνουν τον πολιτισµό
αυτό, δε θα τον βαθµολογήσουν.489 Αντίθετα η
“επιστηµονική” επιστήµη κάνει πειράµατα και µελετάει και
µιλάει για µεταβλητότητα της µεθόδου ανάλογα µε το
αντικείµενο, αλλά δεν εξηγεί γιατί έγινε το
φαινόµενο.490 Ας γίνουν οι Ελληνες σχετικιστές για τη
θέση της επιστήµης (η επιστήµη για την επιστήµη) και ας
κρίνουν την εποχή ως εποχή χωρίς γενικά ιδεώδη, ενότητα
χωρίς σύνθεση, κοµµατιασµένη ηθικά, µε αναρχία και
χάος. Ο επιστήµονας πρέπει να είναι αυτός που µέσα του
γνώση αίσθηµα και σκέψη δεν είναι χωρισµένα, γιατί η ζωή
είναι που χαρακτηρίζει τον αιώνα µας.. Ιδανικό δε είναι
ένα τρίπτυχο, η γνώση, ο έρωτας και ο θάνατος. Συνιστά
δε να µη λείψει κανένα, γιατί αλλιώς είναι αίρεση.
Αυτό δε είναι ένα απόλυτο, αφού δε συλλαµβάνεται µε
επιστηµονικές έννοιες.
Ενώ λοιπόν η ελληνική πραγµατικότητα µετά το 1970 είναι
αντιφατική, σα ζωντανή που είναι, όµως οι ιδεολογικές
γραµµές στη χώρα την παρουσιάζουν ως συνεκτική, µε
συνεχές νόηµα. Από αυτό το γεγονός είναι που αρχίζει µια
κατάσταση έλλειψης για τους νέους έλληνες διανοουµένους,
ανάµεσα στους οποίους συγκαταλέγονται και οι νέοι
συγγραφείς. Η αµφισβήτησή τους δηµιουργεί το ανοιχτό, το
υβριδικό. Και οδηγεί στο να ερευνηθεί το αντικείµενο, η
συνολική κοινωνία. Επειδή πάντως τα έργα παραµένουν µόνο
στην άρνηση, η σκέψη µένει υποταγµένη στις αρνητικές
προκείµενες.
Γι’αυτό ο αναγνώστης δεν πρέπει να θεωρήσει ότι στα έργα
που αναλύουµε τίθεται µια σφαιρική έκθεση για την
κοινωνία και την τέχνη. Αντίθετα, η άρνησή τους είναι
άµεση, άρα απροσδιόριστη, χωρίς διαφορές. Η ελευθερία
τους είναι αφηρηµένη, γιατί τίθεται σε φαντασιακό πεδίο,
όχι πραγµατικό. Αν θάθελε να γίνει µια πραγµατική
διαφορά θάπρεπε να αναπτυχθεί.
Οι συγγραφείς της αµφισβήτησης εξάλλου αποφεύγουν να
µορφώσουν µια κοσµοθεωρία µέσα στα έργα τους, επειδή
όπως το είδαµε αποµακρύνονται από µια διανοητική
προσέγγιση της πραγµατικότητας. Σε πολλά έργα µάλιστα ο
άνθρωπος είναι ένα µοναχικό ον. ∆εν υπάρχει δηλαδή
κανένας χρόνος ούτε πριν, ούτε µετά την ύπαρξή του. ∆εν
υπάρχει µια ιστορία που θα µπορούσε στο πραγµατικό να
αλλάξει τη ζωή του. Κάτι τέτοιο συµβαίνει στους Ησαϊα,
Χατζιδάκη, Παπαχρήστο, Σαραντόπουλο. Συνεπώς ο µοναχικός
488
Βλ.ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ,1958, σελ. 299.
489
Στο ίδιο, σελ. 290
490
Στο ίδιο, σελ.292.

223
άνθρωπος δεν µπορεί να κάνει αγώνα µε τον κόσµο, για να
τον αλλάξει..Η ιστορία απουσιάζει, γιατί οι ανθρώπινες
σχέσεις απορρίπτονται. Στο βάθος βέβαια, παρά τη λατρεία
του ήρωα για αιώνιες αξίες, είναι το στιγµιαίο και το
παροντικό που προσδιορίζει τα πάντα στη µοίρα του.
Απαλλαγµένος από το παρελθόν βλέπει το µέλλον του µέσα
από µια θέληση του τύπου ενός µάγου-αλχηµιστή. Η
µεταβολή της φύσης του πολύτιµου αντικειµένου γίνεται
µέσα στη φαντασία, που κινείται από την προσοχή-θέληση,
και όχι µέσα στη ζωή. Πάντως οι δυνατότητες του
µέλλοντος µε την παραπάνω έννοια σε πολλούς
πρωτοποριακούς είναι αναρίθµητες, επειδή το ιδεώδες έχει
µετακοµίσει από την αλλαγή της ζωής στην εξασφάλιση της
ολότητας της ζωής.491 Πρόκειται στις περισσότερες
περιπτώσεις για µια στάση συναισθηµατική απέναντι στο
σήµερα. Ελπίδα, µίσος, απελπισία. Αν αντίθετα ο
συγγραφέας είχε παρουσιάσει τον ήρωά του µέσα σ’ένα
κοινωνικό περιβάλλον, θα όφειλε να θέσει την πολιτική
προβληµατική, στοιχείο αναφαίρετο της κοινωνικής
πραγµατικότητας.
Η ιδέα της διάκρισης ανάµεσα στην γλώσσα και στην σκέψη
αποδεικνύεται σαν ένα επιπλέον επιχείρηµα ανάµεσα σ’
άλλα, που θεµελιώνει τη θέση µας ότι η µελετώµενη
λογοτεχνία βάζει σε πρώτο πλάνο τη φροντίδα των ελλήνων
συγγραφέων της αµφισβήτησης, για να κάνει να φανούν οι
δυσκολίες, τις οποίες ξεπέρασε η γραφή τους, ώστε να
πραγµατοποιήσει µια προσωπική σχέση του συγγραφέα µε το
έργο του. Το νόηµα αυτών των έργων γίνεται τότε η ίδια η
διαδικασία της ανάδειξης της πράξης της δηµιουργίας, της
συγγραφής την ώρα που αυτή εκτελείται. Ξαναβρίσκουµε εδώ
την θέση µας επάνω στην προτεραιότητα της γλώσσας µέσα
στα κείµενα αυτά. Είναι επειδή οι νέοι συγγραφείς της
Ελλάδας µετά το ‘70 θέτουν µε τρόπο βασανιστικό το
βασικό δίληµµα της αισθητικής, αν το λογοτεχνικό έργο
µας δείχνει απλά εκείνο που υπήρχε ήδη µέσα στην
κοινωνία, ή µήπως είναι αυτόνοµη δηµιουργία ; Παρά τις
διαφορές τους τα κείµενα αυτά µοιάζουν να υποστηρίζουν
την ιδέα ότι σαν ένα σφαιρικό αντικείµενο το έργο
ανατρέπει την τάξη των σηµείων που βασιλεύει µέσα στον
κοινό λόγο της κοινωνίας, µολονότι πολλοί συγγραφείς και
αναγνώστες νιώθουν ότι εφαρµόζουν την ιδέα ότι η γλώσσα
δεν εκφράζει την υπαρκτή πραγµατικότητα, αλλά την
επινοεί..
Ηδη η περιπλάνησή µας στο τοπίο της µοντέρνας ελληνικής
αφηγηµατικής λογοτεχνίας έχει δείξει ότι η προσοχή µας
έπεσε στον πραγµατικό κοινό λόγο, στον οποίο αναφέρονται
τα εξεταζόµενα κείµενα και όχι στην αυτόνοµη ερµηνεία
των κειµένων µε βάση το θέµα τους, την “ιστορία” και τις
λειτουργίες της πλοκής µε την έννοια, που τους δίνει ο
δοµισµός. Οµως στα έργα που µελετάµε, το ενδιαφέρον δεν
είναι µόνο στο τι κάνει ο ήρωας, αλλά και στο τι σηµασία
έχουν τα όσα γίνονται εκεί. Οχι µόνο τι κάνει, αλλά και

491
Ο αναγνώστης µπορεί να δει την προβληµατική αυτή στον Επαναστατηµένο Ανθρωπο του Αλµπέρ
Καµύ και στο Ατοµικισµός του Λουί Ντυµόν.

224
για τι πράγµα µας µιλάει. Αυτά τα στοιχεία παραπέµπουν
αλλού, και θυµίζουν άλλα πράγµατα στους νέους
διανοουµένους της εποχής, γιατί παραπέµπουν στην κοινή
γλώσσα, πέρα από την πλοκή της ιστορίας.
To 1970 ήταν το σηµείο καµπής στην ιστορία του
νεοελληνικού πνεύµατος. Στο διεθνή χώρο της τέχνης
σηµειώθηκε ένα πέρασµα από τη Σχολή της δηµιουργίας, που
είχε κορυφαίο εκπρόσωπο το Bazin µε τη µαρξιστική-
φαινοµενολογική κατεύθυνση, στη Σχολή της επικοινωνίας,
που ρίχνει το βάρος στην εκτέλεση.492 Αυτό το πέρασµα
στην Ελλάδα προσαρµόστηκε στην υπάρχουσα ιεραρχική δοµή
του λογοτεχνικού πεδίου, αλλά και ακολούθησε τις νέες
απαιτήσεις του νέου αναγνωστικού κοινού. Από τότε το
κάθε έργο είνα σηµείο συλλογικής παραγωγής, διότι ο
ποµπός/λογοτέχνης έχει ανάγκη από ένα µεταδότη, τον
εκδότη. Το µήνυµα λοιπόν ρυθµίζεται από εκδότες,
µεγάλους βιβλιοπώλες, ταξικά συµφέροντα, κράτος και
υπερβολικές πολιτικές επιρροές. Παρότι ο αναµεταδότης
του έργου-µηνύµατος είναι ο εκδότης, ωστόσο η σχέση του
έργου µε το µεταδότη δεν είναι ορατή άµεσα στο έργο,
αλλά είναι ανιχνεύσιµη µέσα στην επιλογή θεµάτων,
τεχνικών και στάσεων, που έκανε κάθε συγγραφέας.
Από τα παραπάνω βγαίνει ότι το γούστο για το ωραίο στην
Ελλάδα µετά το 1970 ήταν υποκειµενικό, αφού ωραίο έργο
ήταν εκείνο που του έδωσαν µια θέση κύρους όσοι
θεωρούνται ειδήµονες ή αντιπρόσωποι του καλλιτεχνικού
κόσµου, δηλαδή οι εκδότες, οι κριτικοί, οι
αναγνωρισµένοι καλλιτέχνες, οι διευθυντές προγραµµάτων
στα µαζικά µέσα, εκπρόσωποι υπουργείων, οι κοµµατικοί
λογοτέχνες, οι διευθυντές ιδρυµάτων, όπως το Ιδρυµα
Φορντ.
Από την άλλη επαναλαµβάνουµε ότι µετά το 1970 µεγάλωσε η
σηµασία του κοινού, όταν έγινε µαζικό και συνεπώς το
νόηµα της λογοτεχνίας άλλαξε, έπαψε πια να είναι ό,τι
αρέσει στη φιλότεχνη ελίτ. Μετά το 1970 επρόκειτο
ακριβώς γι’αυτήν την περίπτωση.
Αλλά, όπως αναφέραµε και στο δεύτερο κεφάλαιο, µπροστά
στη µεταβατική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας το
µείζον πρόβληµα γίνεται ο διανοούµενος, που
υποβιβάζεται. Και ενώ ο βολεµένος στην
υπερπολιτικοποιηµένη ζωή διανοούµενος δεν είχε τον καιρό
να σκεφθεί αν τα κίνητρα της πολιτικής και ιδεολογικής
στράτευσης όφειλαν να συµµορφώνονται στην
αποτελεσµατικότητα ή άν µπορούσε να σκεφθεί τα πράγµατα
διαφορετικά, αντίθετα πολλοί εξαιτίας του κοινωνικού
υποβιβασµού, ενδιαφέρθηκαν για µια συνολική µατιά για το
για το σύνολο της κοινωνικής ζωής, πράγµα που αργότερα
αναγκάστηκε να το κάνει και η επιστηµονική
κοινωνιολογία, για να εξηγήσει τις αντιφάσεις.493
Για µας λοιπόν η αντίθεση ανάµεσα στις κατηγορίες µας,
στη διαδραστική οπτική και στον κοινό στρεβλό λόγο δεν

492
Βλ. WOLLEN, κεφάλαια αφιερωµένα στη σχολή του auteur και τη σχολή του σκηνοθέτη.
493
Βλ. ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗ.

225
αφορά το ανθρώπινο γένος-ας το υποστηρίζουν αυτό οι
κουλτουραλιστές- αλλά είναι ιστορικά εντοπισµένη.
Γι’ αυτό δε δεχόµαστε την επιστηµονικότητα στις
ερµηνείες του Βέλτσου:494 Κατά το Βέλτσο πέρα από τους
πολιτικοποιηµένους του Πασόκ και της Αριστεράς υπάρχει
και ένας τρίτος τύπος διανοουµένου, στον οποίο δίνει
την ονοµασία του διανοουµένου της διασποράς. Άλλοτε
ηθεληµένα εξόριστος από την Ελλάδα. άλλοτε εξόριστος
στην ίδια του την πατρίδα είναι ο άπιστος των µεγάλων
λόγων, των “µεγάλων αφηγηµάτων”. Γι’αυτό αποδοµεί µε µια
γενεαλογική εργασία όλες τις µεταφορικές συσσωρεύσεις
του “χαµένου κέντρου”, της “καταγωγής”, τις οποίες τις
βλέπει ως συρραφές-ψεύδη ελληνοκεντρικών νοηµάτων.
Μάλιστα θεωρεί ότι ο σοσιαλισµός στην Ελλάδα είναι του
ιδίου τύπου µε τον ελληνοκεντρισµό. Ακόµα ο διανοούµενος
της αµφισβήτησης ξεµασκαρεύει τα µεγάλα λόγια της
πολιτικής, ως ένα “παίγνιο λόγου”. Ισχυρίζεται επίσης ο
Βέλτσος ότι αυτός ο προοδευτικός επιστηµονικός λόγος,
(που εµείς ονοµάζουµε κοινό στρεβλό λόγο) νοµιµοποιεί
σήµερα µια άλλη µορφή κυριαρχίας. Και αντί για την
ιστορικά εντοπισµένη αµφισβήτηση ο Βέλτσος προβάλλει
αυθαίρετα ζεύγη ιδεών λέγοντας ότι µια χαϊντεγγεριανή
αριστερά µε µια νέα έννοια για την εξουσία είναι
εναντίον του Πασόκ, που το ταυτίζει µε τη λογοκρατία.
Μάλιστα δίνει και νιτσεϊκό νόηµα στον αµφισβητία
διανοούµενο, αφού υπάρχει όχι ως πόθος για την εξουσία,
αλλά ως θέληση για δύναµη. Η µορφή λογοτεχνίας, που
µετράει για ένα τέτοιο διανοούµενο, είναι ένα τρίτο
µεικτό είδος γραφής, µεταξύ λογοτεχνίας και δοκιµίου,
που είναι το είδος που επιδέχεται γραφή, ενώ ο
µοντερνισµός δε µετράει πια, γιατί η περίοδος των
“µεγάλων λόγων” παρέρχεται ανεπιστρεπτί.495
Βεβαίως εµείς δε θα βάζαµε ποτέ κάτω από την ίδια
ετικέττα συγγραφείς διαφορετικούς και ακριβώς για να
αποφύγουµε να δώσουµε την εντύπωση ότι υπήρξε στην
Ελλάδα ένα ενιαίο λογοτεχνικό ρεύµα µετά το 1970, κάναµε
εφαρµογή της αρχής της µεγιστοποίησης των διαφορών και
δουλέψαµε επαγωγικά, κάτι που κόστισε πολύ κόπο.
Εκείνο που αποκοµίζουµε από το κείµενο του Βέλτσου είναι
ότι µια από τις τάσεις της νέας λογοτεχνίας παρουσίαζε
ανάµεσα στα λογοτεχνικά της γνωρίσµατα και κάποιες από
τις ιδέες, που εκείνος αναφέρει.
Και για να ξεκαθαρίσουµε το τοπίο της κριτικής,
παρουσιάζουµε πιο κάτω την αδυναµία κάθε χωριστής
κριτικής προσέγγισης να ορίσει τη λογοτεχνία. Το
κίνητρο όλης αυτής της εργασίας µας προέρχεται από το
διφορούµενο χαρακτήρα και τον επαγγελµατισµό των
σύγχρονων κριτικών µελετών. Το πρόβληµα αναδύεται από
την στιγµή που τίθεται η ανάγκη ορισµού της λογοτεχνίας.
Γι αυτό θα αντιπαραθέσουµε παρακάτω τον ορισµό που
δώσαµε µε τις κυρίαρχες σήµερα σχολές κριτικής και
494
Βλ. Βέλτσος, “Μπορούµε να είµαστε διανοούµενοι σήµερα στην Ελλάδα;” σελ. 320
495
Βλ. ΒΕΛΤΣΟΣ, σελ. 321

226
αισθητικής και θα δείξουµε τα σηµεία διαφοροποίησης
ανάµεσα στην µέθοδό µας και τις άλλες µεθόδους.
∆ιαιρούµε τις κύριες κριτικές σχολές στις προσεγγίσεις
που προσανατολίζονται προς την κατανόηση και την
αξιολόγηση, πρός εκείνες που επικεντρώνονται στην
περιγραφή και την κριτική και σ’ εκείνες που ξεκινούν
από την φιλοσοφία της ιστορίας.

227
ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΤΩΝ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ∆ΕΙΓΜΑΤΟΣ ΠΑΝΩ
ΣΤΟ ΑΡΧΙΚΟ CORPUS ΤΩΝ ΟΓ∆ΟΝΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ
ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΝΕΩΣΑΝ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης, ήλθε η ώρα να επαληθεύσουµε το


ουσιώδες λογοτεχνικό σχήµα που αποκτήσαµε και στα υπόλοιπα έργα του
αρχικού πληθυσµού των αφηγηµατικών έργων, του corpus.
Η επαλήθευση σε µια επαγωγική µελέτη ολοκληρώνεται, όταν εξαντλώντας
τον αρχικό κατάλογο των έργων, δεν βρίσκεται κανένα που να διαψεύδει τον
τύπο της διαδραστικής οπτικής, που εντοπίσαµε ως τον κοινό παρονοµαστή
των έργων της ανανέωσης του αφηγηµατικού είδους στην Ελλάδα µετά το
1970.
∆ίνουµε ορισµένα παραδείγµατα από τη διαδικασία επαλήθευσης.
496
Παίρνουµε το έργο του Θανάση Βαλτινού Μπλέ βαθύ σχεδον µαύρο και
βλέπουµε ότι επιβεβαιώνει ότι όσα βρήκαµε να συµβαίνουν στο δείγµα της
έρευνάς µας συναντιώνται και στον αρχικό πληθυσµό αφηγηµατικών
κειµένων νέου τύπου, που γράφτηκαν µετά το 1970. Καταρχήν ο Βαλτινός
δηλώνει τον προνοµιακό χώρο που έδωσε στη γλώσσα. Αν έγραφε, λέει,
αργότερα το Μπλέ βαθύ σχεδον µαύρο, η έξοµολογηση της ήρωίδας θά
γινοταν σέ µιά άλλη γλώσσα µε διαφορετικό λεξιλόγιο, γιατί θα ήταν άλλες oι
ορίζουσες του προφορικού λόγου, διότι ο προφορικός λόγος πάντοτε
αλλοιώνεται και οχι αναγκαστικά επειδή φτωχαίνει.. Εξάλλου, συναντάµε και
το γνώρισµα της ανάδυσης του ατόµου :
497
“Ξέρω πάντως ότι µια µέρα δεν ξύπνησα καλά. Το κρεβάτι δεν µε
χωρούσε αλλά αυτό γινόταν κατά εποχές. Μετά έγινε µονιµότης, σά να µην
µπορούσα να απαλλαγώ από τον ίδιο τον εαυτόν µου. Στην αρχή νόµιζα ότι
τον ξεφορτωνόµουν στους άλλους. Επειτα και αυτό µε κούρασε. Τι θα µου
έλεγαν οι άλλοι που δεν το ήξερα. Επιµένουν ότι δουλεύοντας ξεχνιέσαι
αλλά ένα ψέµα, είναι και αυτό σαν τα χάπια. Μόλις τελειώσει η επίδρασή
τους, πάλι εκεί ξαναρχίζουν όλα. Θά ‘πρεπε κανείς να δουλεύει είκοσι
τέσσερες ώρες το εικοσιτετράωρο, αλλά ποιος αντέχει; Κάπως έτσι. Είναι
πράγµατα που σηµειώνω εδώ κι εκεί…Πως έδωσα το σκύλο. Πώς έδωσα
εκείνο το σκύλο που ‘τρωγε µονάχα σοκολατάκια. Αυτό είναι το τέλος.
Υστερα καθώς δεν µπορούσα να δώσω τον ποιητή, αποφάσισα νατου
χαρίσω το σκυριανό καναπέ και να γυρίσω στο πατρικό µου…(Ο ποιητής)
498
φρόντιζε πολύ το ντύσιµό του..Ηταν νάρκισσος και το πίστευε..”
Εχουµε να παρατηρήσουµε άλλωστε ότι και αρκετοί άλλοι συγγραφείς τις
τελευταίες δεκαετίες κατέφυγαν σε ανάλογο τρόπο αυτό για να αρχίσουν την
αφήγησή τους. Και είναι φανερή η επίδραση του Προυστ που ξεκινούσε την
αφήγησή του Αναζητώντας το χαµένο χρόνο µε τον ίδιο τρόπο:
“Γιά χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, µόλις εσβηνα το κερί, τα µάτια
µου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα ν' αναλογιστώ: Με παίρνει
ο ύπνος. Καί, µισή ώρα αργότερα, η σκέψη πως καιρός ήταν πια ν'

496
Βαλτινός Θανάσης (1986) “Για τη γλώσσα” στο ∆έντρο, Αφιέρωµα για τη
Γλώσσα, Αθήνα, τεύχος 27, Χριστούγεννα 1986
497
Βλ. ΠΡΟΥΣΤ ΜΑΡΣΕΛ, 1909 Αναζητώντας το χαµένο χρόνο, Αθήνα, ελλ.
έκδ. Ηριδανός, χρονολογία δεν αναφέρεται, τόµος Α. Γκερµάντ, σελ. 10.
498
Μπλέ βαθύ σχεδον µαύρο, σελ. 9, 10.

228
αναζητήσω τον ύπνο µε ξυπνοϋσε. Ηθελα ν' άκουµπήσω το βιβλίο που νό-
µιζα πως κρατούσα ακόµα στα χέρια µου και να σβήσω το φως. ∆έν εiχα
πάψει, όσο κοιµόµουν, να κάνω συλλογισµούς πάνω σ’ ό,τι είχα µόλις
διαβάσει, οi συλλογcσµοΙ όµως αυτοί είχαν ακολουθήσει έναν κάπως
παράξενο δρόµο. Εiχα την εντύπωαη πως είµουν εγώ ο ίδιος αυτό για το
οποiο µιλούσε το βcβλίο: µια εκκληαcά, ένα κουαρτέτο, ο ανταγωνισµός του
ου
Φραγκίσκου 1 και του Καρόλου Κουίντου. Αυτή η πεποίθηση βαστούσε
λiγα δευτερόλεπτα ύστερα από τον ξύπνο µου. ∆έν µου φαινόταν
παράλογη, αλλά βάραcνε τα µάτια µου σαν αχλή και τα εµπόδιζε ν'
άντιληφθούνε πως το κερί δεν ήταν πια αναµµένο. Υστερα η πεποίΘηση
αυτή άρχιζε να µου γίνεται ακατανόητη, όπως οε σχέσεις µιάς προγενέ-
στερης ζωής στη µετεµψύχωση, το θέµα του βιβλίου µου γινόταν ξένο,
εΙµουν ελεύθερος να ταυτίζοµαι µαζί του ή όχι. Την ίδια στιγµή ξανάβρισκα
το φως µου και απορούσα βλέποντας γύρω µου ένα σκοτάδι, απαλδ καί
ξεκουραστικό για τά µάτια µου, κι ίσως πιότερο ακόµα για το µυαλό µου,
που του φαινόταν σαν κάτι αδικαιολόγητο, ακατανόητο, σαν κάτι αληθινά
σκοτεινό.“
Επίσης, το κείµενο αυτό του Βαλτινού είναι από εκείνα που χαρακτηρίζονται
499
από τον “πολυγλωσσισµό”. Το ύφος δε είναι και δω έκφραση του
νοήµατος, αλλά του νοήµατος που βγαίνει από την ολότητα του έργου,
όπως προσφυώς παρατηρεί για ανάλογες περιπτώσεις ο Αλέξης Ζήρας και
όπως υποστηρίζουµε και µεις σ’αυτή τη µελέτη. Σύµφωνα µε τα λόγια του
ίδιου του Βαλτινού, ο συγγραφέας θέλει να καταγράψει τον προφορικό λόγο
σε µια δεδοµένη στιγµή. “Γιατί θα µποροϋσε να µε ενδιαφέρει η ιστορία των
δυο αυτών νέων, ως αποτέλεσµα µιας καλλιτεχνικής διεργασίας, άν ο
συγγραφέας, δεν ήταν να προσθέτει στοιχεία που καλύπτουν ή ερµηνεύουν
ή τοποθετοϋν σε ένα πλαίσιο όπου να αναιρείται αυτή η αφασία; Ενας
ικανος συγγραφέας βρίσκει πάντα λύσεις, για να ξεπεράσει το φτωχο ύλικο
του.”
Βλέπουµε και δω τη διπολική δοµή ανάµεσα στη στρεβλή καθηµερινή
γλώσσα και στην προβληµατική γύρω από το νόηµα. Γιατί, γλώσσα δέν
είναι µόνο η τρέχουσα φάση της γλώσσας για αρκετούς από τους νεώτερους
λογοτέχνες.
Στο έργο της Μάρως Βαµβουνάκη-Σταυροπούλου Η µοναξιά είναι από
χώµα, η δοµική βιωµένη κατηγορία της αντίθεσης ανάµεσεα στον κοινό
στρεβλό λόγο και τη διαδραστική οπτική συναντιέται στα 18 ανεπίδοτα
γράµµατα ενός συγγραφέα προς τη γυναίκα που τον είχε πείσει να
ασκητέψει. Η νέα ανάγνωση του ενός γράµµατος µετά το άλλο υπονοµεύει
την εικόνα της γυναίκας αυτής, που ήταν άλλοτε το αντικείµενο της αγάπης
του συγγραφέα και τώρα αποκαλύπτεται σιγά σιγά “µια τρελέγκω, από
κείνες που φεύγουν από τη διαδήλωση για τα παιδιά της Αιθιοπίας, για να
πάνε να βασανίσουν µε τα τερτίπια τους τον ταλαίπωρο, που τις πόθησε.”
Θάπρεπε να προσθέσει και την υπονόµευση του µύθου του συγγραφέα,
που δεν αρκεί να υπάρχει σαν τέτοιος , για να αποτελεί µύθο, που δεν έχει
δικαίωµα καµιά γυναίκα να του κάνει τερτίπια. Ο Καλιότσος λέει ρητά ότι ο
λογοτέχνης επιδιώκει να βρει τη συµβολική επικοινωνία και αλληλεπίδραση,
500
δηλαδή µιλάει µε όρους της διαδραστικής οπτικής µας. “Επειδή η φράση
499
Βλ. ΖΗΡΑΣ Αλέξης (1980) “Προβλήµατα ύφους στη νεώτερη πεζογραφία”,
Αθήνα, περ. ΑΝΤΙ, τεύχος 159, 29/8/1980.
500
Παντελή Καλιότσου Γλώσσα εµπράγµατη στο ∆έντρο, Αφιέρωµα για τη
Γλώσσα, Αθήνα, τεύχος 27, Χριστούγεννα 1986

229
αφορά στη οχέση γλώσσας καί άνθρώπου, γλώσσας καί λογοτέχνη,
αποτελει ένα µεγάλο θέµα πού έπιδέχεται πολλή συζήτηση. Η τέχνη τοϋ
λογου εiναι ουσιαστικά ή τέχνη τής ζωής..Οταν µπορεiς νά µιλάς σωστά και
µε ακρίβεια σηµαίνει οτι ξέρεις να ζεις σωστά και µε ακρίβεια…Ευλογηµένος
είναι αυτός που µπορει και µιλάει, δηλ. νιώθει την ανάγκη να περάσει τον
εσωτεpικό του κόσµο στον άλλον. Αυτός που διαθέτει την τέχνη του λόγου
δεν είναι είναι µόνο το άτοµο που έχει µέσα του, αλλά και τα άλλα άτοµα.
Μπορεί και ταυτίζεται µε τους άλλους, συµπάαχει µε την πλατωνική έννοια,
διαθέτει κατά κάποιο τρόπο τη συλλογική ψυχή.” Στη Συµπεριφορά του
κενού που είναι ένα από τα κείµενα που συναποτελούν την Τριλογία της
λεωφόρου τα γνωρίσµατά του επαληθεύουν το δείγµα µας. Το κεντρικό
πρόσωπο, ο Γιούρας είναι και ο αφηγητής, πρωτοπρόσωπος και
τριτοπρόσωπος, και ταξιδεύει µε τραίνο από το Λονδίνο για την Αθήνα τη
χρονιά του Μάη του 68. Επαναφέροντας µνήµες για ένα πρόσωπο που
ονοµάζεται Μιχάηλοφ, λέει ότι “Ο Μιχάηλοφ δεν έχει χαρακτήρα. Οχι ο
501
Γιούρας δεν έχει χαρακτήρα” Μια ασυνεχής, συνειρµική και χρησµολογική
µορφή αφήγησης εκτυλίσσεται και µας θυµίζει τη Νατάσα Χατζιδάκη. Η
µανία της αµφισβήτησης περνά στην εικόνα κάποιου τυχαίου Παριζιάνου,
του κυρίου Ερνέστ, που στο µπαλκόνι του σπιτιού του, βλέποντας την
περιουσία του να καταστρέφεται, φωνάζει: “Αυτό είναι η επανάσταση.
Επάνω τους παιδιά µου. Αιµίλιε, ρίχτε τα κάτω αυτά τα πράγµατά µου,
γκρεµίστε τα.” Εξάλλου το όνειρο που διατυπώνει ο αφηγητής, ο Γιούρας,
είναι να ξαναβρεί την Αλεξάνδρα, που τα είχε φτιάξει µε το Ζακί και ζούσε
στο Βέλγιο, ώστε το παιδί τους να είναι ένα καινούργιο ον, η Συµπεριφορά
του κενού. Γι’ αυτό άλλωστε εκείνο που χαιρετίζει στην εξέγερση του Μάη
είνια όχι αυτό που συµβαίνει στην πραγµατικότητα, αλλά η επανάσταση της
φαντασίας και της ποίησης. Επιθυµεί διακαώς όλες τις επαναστάσεις, την
επανάσταση του Μάο, την επανάσταση του Τσε Γκεβάρα, ακόµα και τη
χριστιανική επανάσταση.
502
Και το έργο Η Κασσάνδρα και ο λύκος της Μαργαρίτας Καραπάνου
επαληθεύει επίσης το δείγµα µας, Η αφηγήτρια είναι ένα κορίτσι, που
περιγράφει την πρώτη ασαφή σεξουαλική αίσθηση, καθώς έχει εξαρτηθεί
από την εικόνα του τριχωτού λύκου, ήρωα ενός εικονογραφηµένου βιβλίου.
Οι πενηνταοκτώ µικρές ενότητες του βιβλίου αποτελούν µετασχηµατισµούς
αυτού του πρώτου βιώµατος και µεταφέρονται από τις ανάλογες γλωσσικές
εκφράσεις.
Σην Εκτέλεση της Κωστούλας Μητροπούλου εντοπίσαµε το ειδοποιό
γνώρισµα του µυθιστορήµατος αµφισβήτησης στην αφήγηση σε δεύτερο
πρόσωπο, που εκτυλίσσεται επίσης στη µνήµη. Και αυτό το έργο, όπως και
το Κιβώτιο του Αρη Αλεξάνδρου µιµούνται κατά κάποιο τρόπο το Στο δρόµο
της Φλάνδρας του Κλωντ Σιµόν, ενός από τους εκπροσώπους του Νέου
Μυθιστορήµατος. Ο ήρωας, ο Αλέξης, ξεχωρίζει µέσα από την επιστολή της
αφηγήτριας προς ένα φίλο του του άντρα της.. Είναι ένας κοµµουνιστής
αντάρτης που, ενώ οι πέντε αντάρτες που ήταν υπό τις διαταγές του
σκοτώθηκαν, ο ίδιος σώθηκε, αλλά η ζωή του σφραγίστηκε από το αίσθηµα
ενοχής. Η δε αφηγήτρια κάνει προσπάθεια για να εξαλείψει το αίσθηµα
ενοχής από τη φιγούρα του κοµµουνιστή αντάρτη, προβάλλοντάς την σαν

501
Βλ.ΚΑΛΙΟΤΣΟΣ, 1973, σελ. 12.
502
Βλ.ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ, 1979.

230
την πραγµατική αξία της µεταπολεµικής ελληνικής πραγµατικότητας. Το
στυλ κουβεντούλας, όµοιο µε εκείνο του πρώτου διδάξαντος, του Κώστα
Ταχτσή, στο Τρίτο Στεφάνι, αποµυθοποιεί τις µεγάλες λέξεις, όπως
ηρωϊσµός, αγώνας, ελευθερία : “Οι λέξεις αγώνας, εκτέλεση, διαταγή,
προδοσία, λάθος, πτώµατα, θα µείνουν για πολύ καιρό στη µνήµη µου
503
χωρίς κανένα περιεχόµενο”.
Η οπτική ενός εκρηκτικού πολυγλωσσισµού διαπνέει το αριστουργηµατικά
γραµµένο νεοντανταϊστικό κείµενο του ∆ηµήτρη Νόλλα, τη Νεράιδα της
504
Αθήνας. Στην προµετωπίδα του βιβλίου αναγράφονται φράσεις από τον
Εγελο και το Σαντ. Ο ήρωας κάνει την εµφάνισή του κόβοντας τα νύχια του
και η εικόνα σκόπιµα παραπέµπει σε ανάλογη σκηνή από την αρχή του
έργου του Τζαίηµς Τζόυς Ενα πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία. Ο
αφηγητής µιλάει άλλοτε στο πρώτο και άλλοτε στο τρίτο ενικό και εξεγείρεται
κατά της σύγχρονης απρόσωπης ζωής. Ο γιατρός του συνιστά να παίρνει
τρία βάλιουµ την ηµέρα, όπως ο γιατρός στο Σήµα Κινδύνου του Σαµαράκη
συνιστούσε πασιφλορίνη στον ήρωα του έργου. Αλλά ο ήρωας προτιµάει να
µπλεχτεί σε µια συντροφιά Ελλήνων στο Αµστερνταµ, που µηχανεύονται
τρόπους, για να κτυπήσουν τη χούντα. Η λογική διαίρεση του χώρου της
Νεράιδας δίνει από τη µια τους φοιτητές που προβληµατίζονται για να πέσει
η χούντα και για µια µελλοντική κοινωνία αταξική και από την άλλη τον
κόσµο που περιδιαβάζει το βολικό χώρο του κήπου του Μουσείου και
µερακλώνεται µε τους ήχους του Στέλιου Καζαντζίδη. Οι αφηγηµατικές
ενότητες της κεντρικής υπόθεσης διακόπτονται από την ωραιότατη
παρεµβολή ιντερµεδίων, που αναφέρονται σε µια υπόθεση διαφορετική.
Χωρίς καµιά χρονική συνέχεια ο ήρωας συναντάει µια γυναίκα, στην οποία
λέει “Πώς την αφήσαµε αυτή τη σχέση να φθαρεί. ∆εν πατάµε πουθενά,
αιωρούµαστε”. Ο αναγνώστης θα θυµάται τη µνηµόνευση µιας ανάλογης
φράσης που απευθύνει η αφηγήτρια της Τακτικής του πάθους στο φίλο της.
Η εικονοκλαστική µανία του αφηγητή είναι τόσο µεγάλη, ώστε δεν
αναγνωρίζει καµιά αλήθεια σε κάθε µορφή σύγχρονης τέχνης, των οποίων η
λειτουργία είναι να αναπαράγουν τον αστικό τρόπο σκέψης. Σε µια άλλη
φάση ο ήρωας από το Αµστερνταµ βρίσκεται ξαφνικά στην Αθήνα ως
ξεναγός και συµµετέχει σε µια σύγκρουση της αστυνοµίας µε
διαδηλωτές.Από ένα µπαλκόνι της Πλατείας Συντάγµατος κατουράει πάνω
στο πλήθος, όπως ο θεός έβρεχε στο κοίλωµα των χεριών του µέσα στη
φαντασία των Εβραίων προφητών. Τελειώνει µε ένα κατηγορητήριο εναντίον
των κοµµουνιστικών κοµµάτων, επειδή εµποδίζουν την πραγµατική
επανάσταση που οραµατίζεται, αυτό το όργιο της αλήθειας, όπου κανείς δε
µένει ξεµέθυστος, οι βάκχοι δεν είναι παύροι, και όπου συµµετέχουν µε βία ο
Μουλέλε, η Πέτρα Σελµ, ο Σίρχαν Σίρχαν, σε τρόπο που τα προηγούµενα
µατοκυλίσµατα θα µοιάζουν µε βαφτίσια.
Οτι ο προβληµατισµός γύρω από το νόηµα κυβερνά ως ολικό δοµικό σχήµα
505
και το έργο Το πεθαµένο λικέρ του Γιάννη Ξανθούλη φαίνεται από τη
διαπίστωση που κάνει ο αφηγητής για την αντίθεση των δυο φάσεων της
γλωσσικής του συνείδησής : της προσυντακτικής, όταν οι αφυπνιζόµενες
σεξουαλικές ορµές βιώνονται και τελούνται σαν σύµβολα, αλλά χωρίς

503
Βλ. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ, 1973, σελ. 27.
504
Βλ. ΝΟΛΛΑΣ, 1974.
505
Βλ. ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ, 1985, σσ. 21, 24, 147,148.

231
συνταγµένο λόγο και της συντακτικής φάσης όπου το αντικείµενο έχει
υποκατασταθεί από τις ιδέες. .
“Κατόπιν, γέρος και ακόλαστος ή καθαγιασµένος ή στερηµένος ή
ερωτευµένυς µε τα φαντάσµατά µου, αναρωτιόµουν πόσο διαφορετικά ήταν
τότε απ' το µετά και το τώρα.
Η παραβίαση εξάλλου των πατροπαράδατων ταµπού της σεξουαλικής
ηθικής προχωράει στην περιγραφή καταστάσεων, που χθές ήταν ου
φωνητές.
“Τότε, όµως, µε την παιδική µας στύση, ήταν σαν να ψηλώναµε έξι ή οκτώ πόντους ξαφνικά
και ίσως γι αυτό δεν τη νιώσαµε ποτέ σαν ενοχο συναίσθηµα, αλλά σαν µέρος µιας
πανηγυρικής σκοτεινής διαδικασίας που αφορούσε εµένα, τον Φώτη και την αδελφή µας τη
Ραλλού. Έπρεπε ίσως επιτακτικά να µεγαλώσουµε τότε, στα δέκα µας χρόνια, γιατί το βράδυ
των Χριστουγέννων του 1957 παντρευτήκαµε κι οι δυο ταυτόχρονα τη Ραλλού. ∆ε γινόταν πια
ν' αποφύγουµε εκείνη τη συνεύρεση, πρυ έγινε γάµος κάτω στο υπόγειο του σπιτιού µας,
όπου ακριβώς µπήκαµε για πρώτη πρώτη φορά το απόγευµα των Χριστουγέννων του '57…
Ξαπλωµένη ανάσκελα πάνω στο δικό της χαλί, αυτό το περσικό απ. την επαρχία Μπαχρεντίν,
που απεικόνιζε δείες Βασιλιάδων και Σάχηδων, ανάµεσα από γαλάζιες τουλίπες µε κίτρι.νη
φαρµακερή γύρη, µας ζητούσε επιτακτικά το απόγευµα των Χριστουγέννων του 57 να της
ξυπνήσουµε το στήθος της γυναίκας-Ραλλούς, που κοιµόταν κάτω απ' την ερεθισµένη
επιδερµίδα µιας παιδούλας δεκατριών χρόνων.506 ..Σκηνοθετηµένα όλα τέλεια απ' τη Ραλλού,
παύσεις, τρόπος εκφοράς των κειµένων, που συναρµολόγησε ολοµόναχη νύχτες ολόκληρες,
κάνοντας κολάζ φράση µε φράση και νόηµα µε νόηµα, άρχισαν εκείνο το χριστουγεννιάτικο
απόγευµα του Ι957 να υποβάλλουν ακόµη περισσότερο. Μαγεµένοι, και ίσως µεγαλωµένοι
απότοµα µέσα σε ατµόσφαιρα µιας ασυνάρτητης λαγνείας, δώσαµε τους πιο ισχυρούς κι
507
άρρηκτους όρκους ζωής και θανάτου στην αδελφή µας.”
508
Ο ήρωας της Μεγάλης Ποµπής του Αλέξη Πανσέληνου είναι ο Νότης
ΣεΒαστόπουλος, ένας περιθωριακός νέος, του οποίου ο ορίζοντας φτώχειας
δεν επιτρέπει καµιά επιλογή. Ο µετωνυµικός του χώρος, στον οποίο
µεγαλώνει, είναι το σύνορο του ρέµατος του Αγίου ∆ηµητρίου στο
Μπραχάµι, το τρίτο σκαλωµένο στην κοίτη του σπιτόπουλο µε το συρµάτινο
φτάχτη και τις χωριστές για το κάθε δωµάτιο στέγες ελενίτ. Οι υπόλοιπες
380 σελίδες του κειµένου είναι διάστικτες από µετασχηµατισµούς αυτής της
509
αρχικής εικόνας του περιθωρίου. Ολοι οι ήρωες µοιάζουν χάρτινοι. Ο
περιθωριακός Νότης, µηχανόβιος και απολιτικός από αντίδραση στον
στρεβλό δηµόσιο λόγο που λάθρα εισδύει και στα κόµµατα της αριστερά,
βρίσκεται χωρίς να το θέλει σε επαφή µε τις πολιτικές νεολαίες του 80, αλλά
διαπιστώνει ότι τα µέλη τους “στις συζητήσεις τους αφαιρούσαν τα αληθινά
προβλήµατα και συζητούσαν για θεωρίες που δεν είχαν να κάνουν τίποτα µε
αυτά”.
Ο αισθητικός άξονας του έργου συνοψίζεται σε ένα γράµµα που θυµίζει το
ανάλογο γράµµα-επινόηση της Ησαϊα. Αλλά το κύριο αισθητικό επινόηµα
είναι η διπλή δράση. Η περιορισµένη στο ρέµα ζωή του ήρωα από τη µια, η
φανταστική δράση µέσα στο κόµικ, που διαβάζει σε συνέχειες ο Νότης απ’
την άλλη..
“Ένα είδος βαρύτητας τραβάει το Νότη Σεβαστόπουλο στο έδαφος και δεν
τον αφήνει να απογειωθεί προς τα εκεί που η ορµητικότητα και τα όνειρα της

506
Βλ. το ποίηµα του Παύλου Κριναίου Ο ύπνος µιας µικρής εταίρας :
“Κοιµάται τόσο ανάλαφρα και τόσο τρυφερά, που αργά και µόλις τ’ άγουρο
τρεµοανασαίνει στήθος..”.
507
Η λογοτεχνική αυτή τελετουργική λαγνεία επαναλήφθηκε δέκα χρόνια
αργότερα στη γνωστή ιστορία των σατανιστών.
508
Βλ. ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ, 1985.
509
Ricardou J. 1971, σσ. 142-151

232
ηλικίας τον στρέφουν. Το µόνο σηµείο αναφοράς του, είναι η µηνιαία
εικονογραφηµένη σειρά του ιππότη Λάνσετρις-εκεί µεσα στα πολύχρωµα
τεύχη µόνο µοιάζει να ξεδιψάει. Ενώ οι φίλοι χάνονται ένας ένας και οι
έρωτες αποδείχνονται πρόσκαιροι και απατηλοί, το κόµικς απαλύνει κάθε
απογοήτευση. Και όπως συµβαίνει µε όλες τις απλές, καθηµερινές
συνήθειες, που µοιάζουν χωρίς σηµασία, πολύ αργά αντιλαµβάνεται πως
µέσα από τις εικόνες της σειράς, το πρόσωπο του ιππότη παρακολουθεί
,σαν σε κόµικς, τη ζωή του Νότη Σεβαστόπουλου. Μέσα από διαρκείς
αντιστροφές των ειδώλων και από κρυµµένες αναφορές που περιµένουν την
αποκάλυψή τους, ο αναγνώστης της “Μεγάλης Ποµπής” δεν είναι απίθανο
να αισθανθεί µερικές φορές πως κάτι παρόµοιο αρχίζει να συµβαίνει
ανάµεσα στον ίδιο καθώς διαβάζει αυτό το µυθιστόρηµα και στο Νότη
510
Σεβαστόπουλο, τον ήρωά του..”
Οι δυο δράσεις παρουσιάζονται παράλληλα. Ο αναγνώστης µπορεί να
συγκρίνει αυτήν την παράλληλη αφήγηση µε εκείνη των έργων της
Γερωνυµάκη και του Νόλλα. Οι αφηγήσεις ακολουθούν παράλληλες και
διασταυρωµένες πορείες. Στο κόµικ εκτυλίσσεται ο πόλεµος του
διαστήµατος, που είναι και πάλη µεταξύ ιδεολογιών. Πρόκειται για ένα
µορφικό επινόηµα που λειτουργεί έτσι ώστε να αποδώσει τη σχέση
ανάµεσα στην αριστερή ιδεολογία, όπως βιώνεται από τις χορτάτες
φοιτήτριες και στην περιθωριακή πραγµατικότητα του Νότη. Αυτό το
επινόηµα µεταποιεί το έργο σε λογοτεχνία και πετυχαίνει να δείξει ότι οι
µόνοι υπαρκτοί ήρωες είναι οι χάρτινοι ήρωες. Χάρτινες αποδεικνύονται οι
ιδέες, γιατί εδώ, οι ήρωες κουβαλούν ιδέες που δε µεταφράζονται σε
κοινωνικές σχέσεις και πράξεις,
Συνεπώς, το συσιαστικό, δοµικό, γνώρισµα του έργου αυτού είναι επίσης η
προβληµατική γύρω από το τι είναι νόηµα. Η ουσία της ζωής αλλοιώνεται
από τους µηχανισµούς ενσωµάτωσης που το κράτος χαλκεύει για τη
νεολαία. Η παρακολούθηση του Νότη στην εφηβική του περιπλάνηση, από
τα θρανία στις παρέες, στις εξετάσεις, στο Στρατό και από εκεί στην
ενσωµάτωση και στο συµβιβασµό είναι, κατά κάποιο τρόπο, η επόµενη
µέρα σε σχέση µε το “ελεγειακό έπος σε πρώτο πρόσωπο” της της Μάρως
∆ούκα,
Το έργο του Πανσέληνου είναι έµµεση ιδεολογική και ταξική ανάλυση της
ζωής του 80: “0 Νότης ήταν ολοφάνερο πως ήταν ένας λαθραίος εκεί µέσα
(στις συνελεύσεις µιας ΚΟΒΑΣ, όπου συµµετείχε το κορίτσι που αγαπούσε
χωρίς ανταπόκριση ), συνεπώς ένας περιθωριακός, που έµενε σε ένα
αυθαίρετο στο ρέµα, ένας που την είχε κιόλας µια φορά πατήσει στις
Πανελλήνιες και θα την πάταγε σίγουρα ξανά - άρα ένας υποψήφιος
φαντάρος από τώρα".
Και στο γράµµα του στη συντρόφισσα της ΚΝΕ που τον παράτησε, επειδή
τον θεωρούσε πολιτικά παρακατιανό, ο Νότης εκπέµπει το ανορθόγραφο,
αλλά τραγικό, δικό του S.Ο.S.: "Εδώ είνε η µηχανή του κιµά. µπένουµε
κοµµάτι κρέας ένα-ένα και βγαίνουµε µάζα. Να το υλικό για να χτίσεται τον
παράδεισο του κοµουνισµού σας και του σοσιαλισµού σας." Η οµοιότητα µε
το “Βιογραφικό” της Μάρως ∆ούκα είναι φανερή. Αυτή η αυθόρµητη
κοινωνιολογία της γνώσης δε διαφέρει από την ανάλυση του Ενγκελς για τον
ατοµικό παραγωγό, που µπορεί να µη γνωρίζει ότι η οργή του για την

510
Βλ. Οπισθόφυλλο του βιβλίου αυτού.

233
πτώση των αγροτικών τιµών είναι αποτέλεσµα µιας παγκόσµιας
διαδικασίας, αλλά δεν παύει να είναι γνώση µε άλλο τρόπο.
Οπως και άλλοι σύγχρονοί του συγγραφείς, ο Πανσέληνος έδωσε µια τοπική
(δηλαδή όχι κεντρική, ούτε παγκόσµια) εικόνα της νεολαίας που εγκατέλειψε
την κοινωνία για να εγκατασταθεί στο δωµάτιό της, επιστρέφοντας για µια
ακόµα φορά στο ταξίδι γύρω από το δωµάτιο του Ξαβιέ ντε Μαιστρ.
511
Στους Ανήλικους του Πέτρου Τατσόπουλου η αντίθεση ανάµεσα στον
κοινό στρεβλό λόγο και τη διαδραστική οπτική βρίσκεται επίσης στην
εικονοκλαστική απογύµνωση των µεγάλων ιδεών. Η αργκό µιας παρέας
νέων, που παίζουν µπιλιάρδο και καβαλάνε µοτοσυκλέτες έρχεται σε
αντίθεση µε τη γλώσσα µιας παρωδίας κοµµατικής συνεδρίασης, όπου το
τυπικό θυµίζει πραγµατικές συνελεύσεις που γίνονταν κατά τη µεταχουντική
περίοδο, αλλά το περιεχόµενο των λόγων είναι τα τσιµπούσια και τα
512
γεµιστά. Στο τέλος, περιγράφεται η καταδικασµένη από την αρχή σε
αποτυχία ερωτική ένωση του αφηγητή µε τη Τζένη και τελικά η Τζένη
διαγράφεται από το κόµµα της.
Η παράθεση ενός αποσπάσµατος από το αφηγηµατικό κείµενο της Ευγενίας
513
Φακίνου Η Μεγάλη Πράσινη είναι αρκετή να δείξει ότι ακόµα και έργα που
ακολουθούν έναν βατό οικολογικό νατουραλισµό διαπνέονται επίσης από
την ίδια προβληµατική της αντίθεσης της διαδραστικής οπτικης προς τον
κοινό στρεβλό λόγο. “Υπακούοντας για πρώτη φορά στη ζωή της σε µια
εσωτερική της παρόρµηση, έκανε αυτό που τόσο καιρό τώρα επιθυµούσε.
Ενάντια σε κάθε λογική, η Ιωάννα παράτησε τις σακούλες µε τα φρούτα και
τα λαχανικά στο πάτωµά της κουζίνας της και λέγοντας δυνατά-για να την
ακούσει άραγε ποιος; - “φεύγω”, άνοιξε την πόρτα του διαµερίσµατός της και
βγήκε.”
Ο ήρωας του Κιβωτίου διαπραγµατεύεται το νόηµα απέναντι στην
προβληµατική της εποχής, και αγωνίζεται να δείξει ότι όλα είναι συρραφές
και όχι αλήθεια. Πιάνει λοιπόν και καθιστά ύποπτα όλα τα σύµβολα, που
κυκλοφορούν στο έργο. Από αυτή την πλευρά το έργο είναι το κατεξοχήν
αστυνοµικό µυθιστόρηµα. Για παράδειγµα στο πουκάµισό του Νικήτα ήταν
καρφιτσωµένο το αντικείµενο/α, το µεγάλο γυαλιστερό παράσηµο. “ Οταν
λέω παράσηµο είναι βέβαια σχήµα λόγου, δεν είχαµε τότε τη δυνατότητα να
λυώνουµε το µέταλλο… Αν είχαµε µετλλοκοπείο, θα το µετατρέπαµε σε
νοµισµατοκοπείο.”
Το παράσηµο λοιπόν δεν είναι παρά ένα σχήµα λόγου, flatum vocis. Το
πολύτιµο αντικείµενο συνεπώς θα είναι επίσης σχήµα λόγου, αν γίνει
αποδεκτός ο επίσηµος λόγος. Η ουσιαστική ανδρεία χαρακτηρίζει µόνο την
καρδιά του ήρωα.
Απλό σηµείο, άρα συµβατικό είναι και το επισκεπτήριο: “Οχι µια λέξη λοιπόν
µα οχτώ γράµµατα, που µπορεί να µεταδίνανε το οποιοδήποτε
φραξιονιστικό, αντιφραξιονιστικό µήνυµα και αν επρόκειτο, για µια µόνο
λέξη, να το µεταδίνανε µε ένα ρήµα στην προστακτική λόγου χάρη..ή µε ένα
αφηρηµένο ουσιαστικό.. ή µε ένα κύριο όνοµα.. ή µε µια λέξη ανύπαρκτη,
514
συνθηµατική (“τραλαλάξ”), “κερκιλία”, βωτικόνι” κοκ….”.

511
ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ, 1983.
512
Στο ίδιο, σελ. 94.
513
Βλ. ΦΑΚΙΝΟΥ, 1984, σελ. 24.
514
Βλ. ΑΛΕΞΑΝ∆ΡΟΥ, σελ. 274.

234
Γίνεται ένας αναγραµµατισµός-παρωδία. Το βωτικόνι αναγραµµατιζόµενο
δίνει το κιβώτιον και τελικά ξεγυµνώνεται σαν ένα κενό σηµαίνον. ∆εν είναι
τυχαίο ότι η κεντρική ιδέα του περίφηµου έργου του SIMON
515
επαναλαµβάνεται σ’αυτά εδώ.
Επιβεβαιώνουν ακόµα το δείγµα µας το “.Από το στόµα της παλιάς
516
Remington” , όπου µέσα από την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο ο
αφηγητής αλχηµιστής ξανασκέφτεται τις περιπέτειες της χώρας στον 20
αιώνα, µε εσωτερικό µονόλογο χρωµατισµένο µε διάθεση παρωδίας και µε
µορφικά επινοήµατα, όπως είναι η εισαγωγή δοκιµιακών τµηµάτων στο
λόγο.
Στο Πεθαίνω σαν χώρα του ∆ηµήτρη ∆ηµητριάδη, που απαντά στον κοινό
στρεβλό λόγο µε µια συρραφή, δηλαδή µε ένα µωσαϊκό, που ενσωµατώνει
τµήµατα της ιστορίας σε ένα µυθικό βάθος.
Ο Γιατροµανωλάκης στην Ιστορία θέτει από την πρώτη παράγραφο τα
στοιχεία µιας “αστυνοµικής” ιστορίας: Το θύµα που πυροβολήθηκε έχει
ταυτότητα : Ο Μανώλης Ζερβός. Το όταν εισάγει ένα συγκεκριµένο
γραµµατικό χρόνο και µια προσδοκία της ακολουθίας των χρόνων που θα
επακολουθήσει. Η δείξη του χρόνου παρουσιάζεται µε το κύρος της πολύ
συγκεκριµένης ηµεροµηνίας: Τετάρτη 8 Αύγούστου 1928. Η δείξη του τόπου
και του σηµείου του σώµατος. Σηµείο του σώµατος που πυροβολήθηκε :
χαµηλά στην κοιλιά.
Ωστόσο η αξιοπιστία της απόλυτης µαρτυρίας, που βγαίνει από τη
διατύπωση “άλλος µάρτυρας έκτός άπό τόν φονιά δέν ύπήρχε", αρχίζει να
υπονοµεύεται. Η συχνή επαναφορά (περισσότητα) µιας ολόκληρης σειράς
γεγονότων αποδιδόµενης µε τυπικά αξιόπιστο ύφος υπονοµεύει το ίδιο το
σηµειοδοτικό σύστηµα : “0 Ζερβός, όπως παρατήρησε ό φονιάς, ένιωσε
µεγάλη έκπληξη, έπειδή λύθηκε άστραπιαϊα τό ζωνάρι του, άλλά κυρίως
έπειδή έχασε κάθε φυσική στήριξη µέ τή γή...`0 νόµος τής βαρύτητας πού,
καθώς λένε, κρατεί στή θέση τους τά πράγµατα, τά ζώα καί τούς
άνθρώπους, καταλύθηκε, έτσι ώστε δηµιουργήθηκε άνάµεσα στό χώµα και
στ γόνατα τοϋ πυροβοληµένου ένα κενό πού iσως έφτανε τά δύο µέτρα,
iσως όµως καί περισσότερα.” (σ. 9) “Για την αιώρηση όµως του Ζερβοϋ ο
∆ίκαιος (ο δολοφόνος) έπανειληµµένοι έδωσε πληροφορίες.. Και ένα
πράγµα παρέµενε σίγουρο καί άναλλοίωτο. Οτι ο φονιάς.. παρακολούθησε
την ίδια τη σφαίρα του µάνλιχερ να φεύγει και να κτυποϊ την κοιλιά του
θύµατος, λίγο χάτιυ από το ζωνάρι!.Οτι, επιπλέον, έδιυσε µια τέτοια κλίτη
στό όπλο, ώστε η σφαίρα να ακολουθήσει τροχιά όχι ευθύγραµµη, αλλά
καµπύλη και µε κατεύθυνση τον ουρανό.. έτσι, ώστε ανασήκωσε τον Ζερβό
και τον ανέβασε σε µεγάλο ύψος..” (140) “Η επίσκεψη αυτή του Γρηγόρη
(στη φυλακή όπου είδε τον πατέρα του, το φονιά), το πρωινό της ∆ευτέρας
20 Αύγούστον την ηµέρα της πληµµύρας και της καταστροφής, έγινε ύστερα
από σχετική άδεια της χωροφυλακής καί διήρκεσε τέσσερις ώρες, από τες
επτά το πρωί ώς τες πρώτες σταγόνες τής βροχής ένδεκα πρό µεσηµβρίας.
ΙΙατέρας και γιός εϊχαν την ευκαιρία να συζητήσουν ανενόχλητα επί ένα
τετράωρο για όλα τα γεγονότα από την ήµέρα του φόνου, 8 Αύγούστου, ως
την ωρα εκείνη της επίσκεψης...Μεσα οµως σε τούτο το χρονικό διάστηµα

515
Βλ.RICARDOU Jean (1960) “Un ordre dans la decadence ”, dans SIMON
Claude (1960) La route des Flandres, Paris, éd. du Minuit,
pp..271-302. 1971
516
Βλ. ΠΑΝΟΥ, 1981.

235
οι ∆ικαιάκηδες µε τους διάφορους τρόπους σύντµησης και ανακόλλησης του
χρόνου όχι µόνο ανασκόπησαν τα γεγονότα του τελευταίου δωδεκαήµερου,
αλλά συµπεριέλαβαν στη συζήτησή τους όλα όσα συνέβησαν από το 1901
ώς το 1928. Με τις συχνές αναφορές στο παρελθόν, µε τα τρίγωνα, τα τε-
τράγωνα και τους κύκλους της άφήγησης αναφέρθηκαν σε όλα τα γεγονότα
των ετών που άρχιζαν άπό τή γέννηση τοϋ Γρηγόρη και τον θάνατο της
Μαρίας της σιγανής και έφταναν ώς τον φόνο του Ζερβού(141).
Ο Γιατροµανωλάκης ωστόσο ειρωνεύεται. ∆εν προσυπογράφει στο βάθος
τη θέση του αλχηµιστή για τη σύντµηση του χρόνου: Ο Ελιάντ υποστηρίζει
ότι ο διανοητής που είναι µέσα του ζητάει να βγει έξω από το χρόνο, διότι
όλη η γενιά του από τους µαρξιστές µέχρι το Sartre, κυριαρχείται από την
ανακάλυψη της ιστορίας και της iστορικδτητας, κάτι που είναι αναπόφευκτο
στο βαθµό, στον οποίο ο άνθρωπος είναι ένα πλάσµα που ζει σε ένα
αµετάκλητο ιστορικο χρόνο. Εναντιώθηκε σε µια τέτοια άναγωγή, όχι γιατί
φοβόταν την ιστορία, αλλά γιατί ο άνθρωπος είναι επίσης και σε ένα µη
ιστορικό χρόνο: το χρόνο των ονείρων, το χρόνο της φαντασίας, κοσµικό
χρόνο, κυκλικό και όχι αµετάκλητο. Ενα παράδειγµα. Στην κινεζική α
λχηµεία ο αλχηµιστής ονειρεύεται κάτι πιο επιθυµητό γι’ αυτόν από την
κατασκευή χρυσού, που ήταν το ελιξήριο της µακροζωϊας. Το εργαστήρι του
είναι σαν το ασκηταριό του γιόγκι, γιατί κάνει ασκήσεις για να αποκτήσει τον
έλεγχο του σώµατος και του πνεύµατός του. Ο αλχηµιστής δηλαδή ελέγχει
το χρόνο αυξοµειώνοντάς τον, διότι αναλαµβάνει το έργο της φύσης και
καταφέρνει να µεταβάλει το υλικό του, πχ το µολύβι σε χρυσάφι, µέσα σε
κάποιο διάστηµα µηνών ή ηµερών, ενώ η αντίστοιχη φυσική µεταβολή στη
517
φύση είχε γίνει σε χιλιάδες χρόνια.
Για τον αφηγητή του Γιατροµανωλάκη όµως “ο ∆ίκαιος δεν έπαψε να υποστηρίζει
ούτε στιγµή πως η έννοια της θεϊκής λεγόµενης δικαιοσύνης υφίσταται µόνο σε συνάρτηση µε
την ανθρώπινη δικαιοσύνη, έτσι που η πρώτη δεν υπάρχει χωρίς τη δεύτερη... o Γρηγόρης
παρατήρησε πως δέν είναι πάντοτε εύκολο νά διακρίνουµε ποτέ µια ανθρώπινη πράξη είναι
δίκαιη και πότε όχι, αλλά ο πατέρας του γέλασε και του απάντησε πως αυτό είναι το
ευκολότερο πράγµα του κόσµου. Οταν, λόγου χάρη, διαπράξει κάποιος φόνο και το θύµα όχι
µόνο δεν πέφτει κάτω στο χώµα, αλλά αντιθέτως σηκώνεται ψηλά και αφού νικήσει τον νόµο
της βαρύτητας µετεωρίζεται κάµποση ύιρα, τότε ο φόνος εiναι απολύτως δίκαιος και µπορεi να
χαρακηριστεί πράξη θεϊκής δικαιοσύνης. Καί έφερε ως παράδειγµα τον Ζερβό που
αναλήφθηκε πάνω από το αµπέλι και έµεινε στον αέρα δέκα λεπτα “(σελ. 153)

Οταν, στη φάση αυτή της επαλήθευσης του δείγµατός µας στον αρχικό
πληθυσµό, είναι πια ανώφελο να συνεχίσουµε την παρουσίαση όλων των
έργων του αρχικού πληθυσµού έργων, τότε η επαλήθευση παραµένει.

ΤΕΛΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Να που η κοινωνιοκριτκή µας ανάλυση ολοκληρώθηκε. Από τη µια


αποκάλυψε ένα σύνολο γεγονότων, που περιορίσαµε, ταξινοµήσαµε και
εξηγήσαµε. Από την άλλη αυτά τα γεγονότα είχαν µια άνιση σπουδαιότητα
και ήταν συχνά αντιφατικά. Τώρα ήρθε η στιγµή να εξαγάγουµε την
απάντηση, που φέρνουν στα πέντε µείζονα προβλήµατα, που ζητούσαµε να
λύσουµε.

517
MIRCEA ELIADE, 1980, σελ. 633-643

236
Πώς έπρεπε να επιχειρήσουµε µια εξήγηση αντικειµενική ενός σύγχρονου
έργου, ή ενός συνόλου έργων, χωρίς να υποχωρήσουµε στις ευκολίες των
επιµέρους ερµηνειών;
Ποιες ήταν οι µεθοδολογικές µας ενέργειες, που µας επέτρεψαν να
συνδέσουµε τα λογοτεχνικά έργα µε ένα σύνολο κοινωνικών και
λογοτεχνικών γεγονότων, τα οποία υποθέσαµε ότι είναι σχετιζόµενα µεταξύ
τους;
Ποιο είναι το επιστηµονικό κέρδος µιας συνεξέτασης παράλληλης ενός
δοσµένου έργου µε έργα του ίδιου γένους, που είδαν το φως σε µια δοσµένη
εποχή και µια δοσµένη κοινωνία;
Ποιες διαστάσεις, πληµµελώς ή ανεπαρκώς γνωστές ως τώρα,
αποκαλύφθηκαν µε την επαγωγική, εµπειρική εξαγωγή της σύγκρουσης
ανάµεσα στη «συµβολική οπτική» και τον κοινό λόγο, που βρέθηκε σαν ο
µόνος κοινός παρονοµαστής σε τόσο διαφορετικά έργα;
Πώς ξετυλίχτηκε η διαλεκτική σχέση ανάµεσα στη λογοτεχνία της
αµφισβήτησης και τις διάφορες πλευρές του ελληνικού λογοτεχνικού πεδίου;
Ο αναγνώστης θυµάται ότι απαντήσαµε στο πρώτο ερώτηµα µε
µια σειρά από υποθέσεις και εγχειρήµατα. Καταρχήν
επιχειρήσαµε να ακολουθήσουµε τις µεθόδους κριτικής των
κύριων λογοτεχνικών σχολών, αλλά πέσαµε σε δυο
ανυπέρβλητες αντιφάσεις: Α) ο αριθµός των διαφορετικών,
αντιφατικών και συχνά ιδεολογικών ερµηνειών ήταν
αρκετός, για να µας βεβαιώσει την ιδέα ότι δεν είναι
δυνατό να επιχειρήσουµε µια ακαταµάχητη “ερµηνεία” ενός
λογοτεχνικού έργου. Β) Κάθε φορά που αρχίζουµε να
διαβάζουµε ένα λογοτεχνικό έργο, συνειδητοποιούµε ότι το
κλειδί της ερµηνείας του δε βρίσκεται µέσα στα ίδια του
τα όρια.
Το ουσιαστικό µας εύρηµα ήταν ότι υπήρξε µια σύγχρονη δηµοσίευση
έργων, που παρουσιάζουν παράδοξα για αφηγηµατική λογοτεχνία
γνωρίσµατα και αβίαστα γεννήθηκε το ερώτηµα, γιατί όλα αυτά τα έργα
εµφανίστηκαν στην ίδια κοινωνία, την ελληνική, και στην ίδια εποχή, τη
µεταπολίτευση. Και αν ακόµη κάθε χωριστή περίπτωση θα αναχόταν µια
ερµηνεία ψυχαναλυτική, ή ανθρωπολογική, ή άλλη, όµως όλες αυτές οι
περιπτώσεις συγκεντρωµένες στη δοσµένη κοινωνία δεν µπορούν παρά να
απαιτούν µια ανάλυση µε ενιαίο σύστηµα ερµηνείας, που να ισχύει για όλα
αυτά κατά τα άλλα διαφορετικά έργα.
Ετσι το πρώτο πράγµα που µπορούσαµε να σκεφτούµε για τα παραπάνω
ερωτήµατα, που το ίδιο το αντικείµενο µας έθεσε, ήταν ότι έπρεπε να
εξεταστούν όλα µαζί και να προσεγγιστούν µέσα στις συστηµατικές τους
σχέσεις. Η παραγωγή του τύπου έργων, για τον οποίο µιλάµε, µοιάζει να
είναι ένα φαινόµενο ταυτόχρονα γλωσσολογικό, κοινωνικό και αισθητικό.
Από την αισθητική τους πλευρά τα έργα αυτά θέτουν προβλήµατα
γραφής,που επιβάλλει η ελληνική κοινωνία και το λογοτεχνικό πεδίο. Ως
κοινωνικό φαινόµενο, θέτουν το ζήτηµα της ρήξης του κοινωνικού ιστού.
Τέλος, ως γλωσσολογικό φαινόµενο, θέτουν σε αµφισβήτηση τον “κοινό
στρεβλό λόγο της καθηµερινής ζωής”. Αυτές οι διαπιστώσεις µας οδήγησαν
στην ιδέα ότι ήταν επιβληµένη µια διεπιστηµονική εξέταση. Εγκαθίδρυση
αµοιβαίων συσχετίσεων ανάµεσα στα λογοτεχνικά κείµενα και τις κοινωνικές
καταστάσεις στην Ελλάδα της µεταπολίτευσης, προσδιορισµός για κάθε
φάση της δοσµένης περιόδου σχέσεων ανάµεσα σε ιστορικούς παράγοντες
και στην παραγωγή νέων µορφών της αφηγηµατικής λογοτεχνίας,

237
επεξεργασία ενός όσο είναι δυνατό αντικειµενικού ορισµού : Αυτά ήταν οι
στόχοι µιας συνολικής εξέτασης.
Στην αρχή βέβαια ήταν αναγκαίο να κάνουµε µια περιγραφική εργασία
αναζήτησης, που κατέληξε στον εντοπισµό του νέου στοιχείου στη νέα
λογοτεχνική παραγωγή. Και βρέθηκε ότι το νέο γνώρισµα της αισθητικής ή
λογοτεχνικής απόκλισης εξέφρασε την αµφισβήτηση του πιο ανήσυχου
κοµµατιού της ελληνικής διανόησης. Ταυτόχρονα ωστόσο διαπιστώθηκε ότι
το λογοτεχνικό αυτό µήνυµα πέρασε στους λογοτεχνικούς τρόπους κάτω
από την πίεση (δε µιλήσαµε βέβαια παρά για σχέσεις κυκλικής αιτιότητας)
δυνάµεων, που ασκήθηκαν πάνω στο λογοτεχνικό πεδίο.
Μια άλλη προϋπόθεση, για να πετύχει το στόχο της η µελέτη µας, ήταν ο
περιορισµός της αφετηρίας µας σε όρια συστηµατοποιηµένα από τα πριν.
Ετσι η ανάγκη ορίων στη σπουδή του αντικειµένου περιόρισε το εγχείρηµά
µας στην παρατήρηση της αλλαγής της αφηγηµατικής παραγωγής µέσα
στο χρονικό πλαίσιο µιας εικοσαετίας και στα όρια της ελληνικής κοινωνίας.
Ολη η αξία αυτής της εργασίας εξαρτάται από αυτό το κρίσιµο σηµείο, που
µόνο αυτό µπορούσε να θεµελιώσει την απόδειξη ότι η αλλαγή της
ελληνικής αφηγηµατικής λογοτεχνίας δεν ήταν το αποτέλεσµα εγγενών
µεταβολών, εσωτερικών προς την εξέλιξη του λογοτεχνικού γένους, πράγµα
που θα σήµαινε ότι η αλλαγή προκλήθηκε από τον κορεσµό του κυρίαρχου
ως τότε λογοτεχνικού γούστου, αλλά ήταν το αποτέλεσµα µιας σειράς
λογοτεχνικών και κοινωνικών γεγονότων, που συνδέονται µε την εµφάνιση
ενός νέου κοινού, αποτελούµενου από περιθωριοποιηµένους
διανοούµενους για λόγους πολύ συγκεκριµένους. Από τη στιγµή που
εγκαθιδρύσαµε αυτή τη συσχέτιση, ό,τι ήταν παράδοξο στη σύγχρονη
λογοτεχνική παραγωγή στην Ελλάδα, ήταν δυνατό πια να βρει µια συνεκτική
εξήγηση. Και αυτό σηµαίνει ότι στις συνθήκες της κοινωνικής και
πολιτιστικής κρίσης της Ελλάδας, οι νέοι διανοούµενοι αλλοίωσαν τους
ίδιους τους κανόνες της αφηγηµατικής λογοτεχνίας µε τέτοιο τρόπο και σε
τέτοιο βαθµό, ώστε έθεσαν υπό αµφισβήτηση το νόηµα κάθε
αναπαράστασης. Οι αλλαγές στο αφηγηµατικό σώµα της νέας ελληνικής
λογοτεχνίας δε θα µπορούσαν να δεχθούν την προσέγγιση µιας συγκριτικής
λογοτεχνίας, που θα εύρισκε παράλληλα σχήµατα ανάµεσα στην ελληνική
και την αµερικάνικη ή τη γαλλική λογοτεχνία της εποχής. Γιατί η ελληνική
λογοτεχνία της αµφισβήτησης σηµάδεψε Α) το τέλος του ελληνοχριστιανικού
ιδεώδους, που από τότε θα έπαιρνε αναγκαστικά µια άλλη µορφή, Β) τη
σύγκρουση ανάµεσα στην παραδοσιακή νοοτροπία και τους αµφισβητίες
διανοουµένους και Γ) την κατάσταση απελπισίας χιλιάδων διανοουµένων,
που δεν µπορούν να βρουν απασχόληση.
Συνεπώς, η προσέγγιση που προτείνουµε απαιτεί να µείνουµε στο
αποµονωµένο έργο, αλλά να αναζητήσουµε σχέσεις ανάµεσα στο κάθε
φορά δοσµένο λογοτεχνικό έργο, στα άλλα έργα του ίδιου χρονικού και
τοπικού πλαισίου και στα δοµικά τους χαρακτηριστικά. Αυτό το σηµείο είναι
εξίσου αποφασιστικό, γιατί για πετύχουµε τον πιο µεγάλο βαθµό
αντικειµενικότητας, περιορίσαµε το αντικείµενο της µελέτης σε ένα
λογοτεχνικό γένος και στα πλαίσιά του πήραµε έργα που όφειλαν να είναι
διαφορετικά το ένα προς το άλλο µε βάση τη µεγιστοποίηση των διαφορών.
Ετσι, το γεγονός ότι στο δείγµα µας υπήρχε πλάι πλάι ένα έργο
φορµαλιστικό µε ένα έργο εξπρεσσιονιστικό ή ένα έργο νατουραλιστικό, µε
µια σύλληψη το καθένα τους εντελώς διαφορετική, µας υποχρέωσε να τα
εξηγήσουµε µε βάση την κατηγορία της αντίθεσης ανάµεσα στη διαδραστική

238
οπτική και τον κοινό στρεβλό λόγο, που την εξαγάγαµε από τα ίδια τους τα
γνωρίσµατα.
Εξάλλου, η ανάγκη αντικειµενικότητας µας επέβαλε να µην κατασκευάσουµε
κατηγορίες παραγωγικά, εφόσον το αντικείµενό µας είναι προσιτό στην
εµπειρία, αλλά να εφαρµόσουµε ταυτόχρονα µια µέθοδο αναλυτική, όταν
ξεκινάµε από τα εξεταζόµενα έργα και µια µέθοδο συνθετική, που εφαρµόζει
τις έννοιες που αποκτήσαµε εµπειρικά πάνω στο µελετώµενο αντικείµενο.
Επίσης η σπουδή ενός γένους στην εξέλιξή του σε µια δοσµένη περίοδο
µιας δοσµένης κοινωνίας δεν όφειλε να είναι εξαντλητική, γιατί η λίστα δε
συνιστά µια επιστηµονική ενέργεια. Αντίθετα η µέθοδός µας διαπίστωσε ότι
ανάµεσα στα µείζονα αισθητικά σχήµατα των αναλυόµενων έργων, όπως
είναι η “λυρική αφήγηση” και στο ελληνικό και λογοτεχνικό πεδίο υπάρχει µια
σχέση αµοιβαίας εξάρτησης. Η γέφυρα που ένωσε τα στοιχεία αυτής της
σχέσης ήταν η βιωµένη κατηγορία της διαδραστικής οπτικής, κατηγορία που
ήταν ταυτόχρονα στάση ζωής, ιδέα και αισθητική τοποθέτηση. Με τη µέθοδό
µας λοιπόν, που στην εισαγωγή την ονοµάσαµε συνολικό ερµηνευτικό
σύστηµα µε δύο άξονες, εξηγήσαµε τα αµφίσηµα στοιχεία, που οι
ξεχωριστές κριτικές σχολές τα αφήνουν αµφίσηµα µε τις αυθαίρετες
αναγωγές, που επιχειρούν. Και βεβαιώσαµε επίσης την αυθεντικότητά τους,
που καµιά απολογητική ερµηνεία δεν µπορεί να τη στηρίξει.
Εξάλλου, η µέθοδός µας επέτρεψε να αντιµετωπίσουµε τις λογοτεχνικές
τεχνικές στον τρόπο τους να παρουσιάζουν τα πράγµατα, επειδή βρήκαµε
το νόηµα, που κάθε συγγραφέας έδωσε στις διαφοροποιήσεις του σε σχέση
µε τα άλλα έργα της εποχής. Ετσι στο τέλος της εξέτασής µας έχουµε
πάντοτε µπροστά στα µάτια µας τις ζωντανές µορφές των έργων χωρίς να
τα αναγάγουµε σε αφηρηµένες έννοιες. Η γέφυρα, που συνέδεσε κάθε
ιδιαίτερο έργο µε το ελληνικό λογοτεχνικό πεδίο εντοπίστηκε στις σχέσεις
του µε τους κριτικούς και τους εκδότες. Συνεπώς δε βρέθηκε η “αλήθεια” ή η
ουσία στο επίπεδο του αποµονωµένου έργου, αλλά κάνει την αλήθεια µαζί
µε τα παραπάνω συµφραζόµενα, έργα και παράγοντες, µε τα οποία
συνδέεται. Μάλιστα ο βιωµένος αυτός δεσµός αποκάλυψε όψεις, που ήταν
µέχρι σήµερα πληµµελώς γνωστές, ή πληµµελώς παρουσιασµένες µέσα
στα επίσηµα αναγνωρισµένα έργα, γιατί η φροντίδα της συνοχής έβαζε
φρένο στις κριτικές προσεγγίσεις. Αυτές οι όψεις ήταν στοιχεία ενδιάµεσα,
προλογοτεχνικά, µε άλλα λόγια ήταν η αντίθεση ανάµεσα στη διαδραστική
οπτική και τον κοινό στρεβλό λόγο, οι άσχηµες επικοινωνιακές σχέσεις και η
έννοια του παιγνιδιού. Θέλουµε να επιµείνουµε στην ηµιλογοτεχνική υφή
αυτής της διαδραστικής οπτικής, γιατί συναντιέται τόσο σε έργα λογοτεχνικά,
όσο και σε κοινωνικές στάσεις και αισθητικές τοποθετήσεις. Αυτό το σηµείο
είχε µεγάλη αξία, για την εύρεση του κριτηρίου ανάλυσης και ταξινόµησης
των µελετώµενων έργων, γιατί δεν ήταν ένα γνώρισµα αυθαίρετα παρµένο
µέσα από ορισµένο ή ορισµένα έργα και επιβληµένο στην ερµηνεία και
έργων διαφορετικών, αλλά το ίδιο το πρακτικό κριτήριο, που προσανατόλισε
πραγµατικά τα έργα προς µια κατεύθυνση. Αυτή ήταν η αξία της
διαδραστικής οπτικής, που θεµελιώσαµε. Και αυτή συνδύαζε άνετα, χωρίς
να κάνει να συνωστίζονται ετερογενείς αξίες, Α) ένα συνδυασµό
αφηγηµατικού τύπου, Β) µια τοποθέτηση αµφισβήτησης θεσµών και αξιών
της κοινωνίας και Γ) µια αντίληψη αιρετική για το νόηµα της λογοτεχνίας,
που ήταν παρέµβαση µεταγλωσσική των συγγραφέων για το νόηµα του
αφηγηµατικού γένους. Κάθε λογοτεχνική µελέτη που παραµελεί αυτή τη
σχέση ανάµεσα στο συγγραφέα, τον αναγνώστη και την κατάσταση και που

239
την παρουσιάζει σαν ένα µακρινό παιγνίδι, που γίνεται κάπου αλλού, θα
περάσει ξώφαλτσα από τη βιωµένη λογοτεχνία του σήµερα και θα
αξιολογήσει τεχνητά την κοινωνική λειτουργία και αποτελεσµατικότητα του
κάθε συγγραφέα. Και κυρίως οι φορµαλιστικές ερµηνείες της λογοτεχνίας,
που παραµελούν τη λογοτεχνία σαν ένα παιγνίδι που οφείλει να αναπτυχθεί
σ’ένα πλαίσιο ενδολογοτεχνικό µε ειδικές ιδιότητες και χωρίς σχέσεις µε την
τρέχουσα ζωή και το λογοτεχνικό πεδίο, θα αφήσει να ξεφύγει ένα σπουδαίο
µέρος της λογοτεχνίας.
Το νέο λοιπόν. Αλλά αυτός ο ενδιάµεσος χώρος, συγκροτούµενος από
γλώσσα, ιδέες εκλαϊκευµένες και αισθήµατα, έκανε ανάγλυφη την παρουσία
του µετά την πτώση της δικτατορίας. Και ενώ παλιότερα, πριν από τη
δικτατορία, οι ιδέες της κορυφής του λογοτεχνικού πεδίου ήταν αρκετά
σαφείς-ποιος δε γνώριζε τις αντιπαρατιθέµενες σαφείς ιδέες των Κ. Τσάτσου
και Γ. Σεφέρη;- τώρα µετά τη δικτατορία µια άνευ προηγουµένου πολυφωνία
των νέων διανοουµένων ανεβάζει το ρόλο του αυθόρµητου τοµέα του
λογοτεχνικού πεδίου, δηλαδή του κοινού, σε βάρος του οργανωµένου του
τοµέα, σε τρόπο που οι διάφοροι λόγοι κάνουν την αντίστροφη δουλειά µε
ό,τι γινόταν παλιά µε τις συνεκτικές και σχεδόν επιβαλλόµενες ιδεολογίες της
κορυφής του λογοτεχνικού πεδίου. Και αυτοί οι λόγοι, στο επίπεδο της
καθηµερινής ζωής, µεταφράζουν τις ιδέες της κορυφής της κοινωνίας σε
συγκεχυµένες ιδέες µέσα σε µια διαδικασία συγκρητισµού. Στο ενδιάµεσο
αυτό επίπεδο, τα πράγµατα είναι αµφίσηµα. Στην ελληνική καθηµερινή ζωή,
οι όχι καθαρές καπιταλιστικές οικονοµικές µορφές κάνουν ορισµένους να
συµµετέχουν στην κατανάλωση και όχι στην παραγωγή. Αυτό το γεγονός
δεν αφήνει ανεπηρέαστη την ιδεολογία, κυρίως εκείνο το νεφέλωµα, που
ονοµάσαµε κοινό στρεβλό λόγο της ελληνικής δηµόσιας καθηµερινής ζωής,
όπως φαίνεται στην περίπτωση της προλεταριοποίησης των διανοουµένων.
Λοιπόν η αλήθεια δεν εµφανίζεται χωριστά στα πλαίσια της οικονοµίας,
αφού απρόβλεπτοι παράγοντες επηρεάζουν την προλεταριοποίηση αυτή,
και αυτό δίνει προτεραιότητα στους πνευµατικούς παράγοντες (τους ψευδείς
λόγους), για να εξηγηθεί. Εποµένως οφείλαµε να συνεξετάσουµε σε µια
ενότητα την ιδεολογία, την πολιτική και την οικονοµία. Γιατί αναµειγνύονται
και πολλές µορφές εξουσίας στην κοινωνία, όπως οι οµάδες πίεσης, ο
λογοτεχνικός θεσµός, το κράτος, και µάλιστα τη στιγµή που σήµερα η
ιδεολογία είναι συγκεχυµένη και διεισδύει παντού. Ετσι οι µεσολαβήσεις της
πολιτικής ζωής επηρέασαν και αυτές άµεσα τη δηµιουργία των πνευµατικών
έργων και ο επηρεασµός δεν είναι προνόµιο µόνο της οικονοµικής ζωής.
Στο κρίσιµο αυτό σηµείο, ο αναγνώστης µπορεί να θυµηθεί ότι θεωρήσαµε
ότι όλα τα παραπάνω εισρέουν µέσα στην καθηµερινή γλώσσα και εκεί είναι
που τα αντιµετωπίζει ο συγγραφέας της αµφισβήτησης.
Τελικά, όντας δεδοµένο ότι το έργο υπερβαίνει την εποχή του και τις
συνθήκες όπου γεννήθηκε και γίνεται το αντικείµενο εκτίµησης από πιο
µακρινά ακροατήρια, γι’ αυτό για να το κατανοήσουµε είναι αναγκαίο να
βρούµε και την ιστορική του εξήγηση, δηλαδή τις λεπτοµέρειες του
περιβάλλοντος του συγγραφέα και των κύκλων του, γιατί µέσα στον κύκλο
της παρέας του αυτά που λέει αποκτούν το συγκεκριµένο τους νόηµα.
Χωρίς ένα αναγνωστικό κοινό, όσα λέει κάθε έργο δε θα είχαν νόηµα. Το
αποκτούν, όταν γίνουν γνωστές οι συµβάσεις που ίσχυαν µέσα στο κοινό,
δηλαδή οι λογοτεχνικοί κανόνες, που θεωρούνταν σωστοί και εκείνοι που
θεωρούνταν ξεπερασµένοι. Γνωρίζοντας λοιπόν ο αναγνώστης τις
λεπτοµέρειες της κατάστασης, ως προς την οποία αυτοπροσδιοριζόταν ο

240
συγγραφέας πριν και κατά τη στιγµή της δηµιουργίας, µπορεί να ερµηνεύσει
τα διφορούµενα στοιχεία του έργου. Μάλιστα, η ανάγκη συµπλήρωσης της
ερµηνείας µε την εξήγηση γίνεται επιτακτική, από τη στιγµή που εδώ και
εβδοµήντα χρόνια η τέχνη δεν ακολουθεί τα κλασικά πρότυπα, αλλά έχουµε
µια συνεχή αλλαγή γούστου και κατευθύνσεων. Ειδικά στη λογοτεχνική
παραγωγή που εξετάζουµε και για την οποία νοµιµοποιούµαστε να
εκφέρουµε γνώµη, η ιδεολογική και αισθητική στάση ενός διαµαρτυρόµενου
τµήµατος περιθωριοποιηµένων διανοούµενων καθώς και οι γνώσεις τους
γύρω από τη λογοτεχνία, επιβεβαιώνουν ότι έργα ανταποκρινόµενα σε
τέτοιου είδους προσδοκίες διευκόλυναν το ¨µυθιστόρηµα αµφισβήτησης¨ να
υπάρξει και να κάνει τις λεγόµενες µεταγλωσσικές του παρεµβάσεις πάνω
στον κανόνα του αφηγηµατικού λογοτεχνικού είδους. Η λογοτεχνία άλλωστε
στην Ελλάδα µετά τη χούντα δεν απευθύνεται πλέον στους αναγνώστες που
είναι ανηµέρωτοι γύρω από τα νεωτερικά ρεύµατα. Αντίθετα ένα
αναγνωστικό κοινό άσχετο και όχι επαρκές δε θα µπορούσε να κατανοήσει
τα νεωτερικά ρεύµατα, που προέκυψαν στη ∆ύση µετά τη χαλάρωση της
πολιτιστικής ενότητας του 1900.
Και είναι ακριβώς τα ανανεωµένα στοιχεία της αφηγηµατικής παραγωγής
µετά το 1970 που συγκινώντας το νέο κοινό των αµφισβητιών διανοούµενων
δείχνουν ότι είναι φορτισµένα µε µνήµες συλλογικές. Το γεγονός ότι αυτά τα
στοιχεία προκαλούν γοητεία τα κάνει αισθητικά και το γεγονός ότι η γοητεία
προέρχεται από την ευαισθητοποίηση της συλλογικής µνήµης τα κάνει
κοινωνικώς σηµαντικά. Μάιλιστα, όπως το αποδεικνύουµε στο αποδεικτικό
τµήµα αυτής της µελέτης, τα στοιχεία που είναι και αισθητικά και κοινωνικώς
σηµαντικά δεν είναι απλά επιµέρους γνωρίσµατα, αλλά αποτελούν την ίδια
την καρδιά της ανανέωσης του νεοελληνικού αφηγήµατος. Γιατί πρόκειται
όχι για µια πλευρά των εξεταζόµενων έργων, αλλά για µια σχέση σύνθετη,
τη σχέση που συνδέει τα µέρη-µορφής, ή περιεχοµένου-σε µια οπτική
διαδραστική, σε µια αµφισβήτηση της κυρίαρχης οπτικής των παραδοσιακά
αποδεκτών λογοτεχνηµάτων. Γιατί ο νέος αµφισβητίας συγγραφέας της
περιόδου 1970-1993 αλλάζει την προγενέστερη λογοτεχνία. Και αυτή η
αλλαγή δεν µπορεί να κατανοηθεί από τον αναγνώστη, παρά αν στο πνεύµα
του υπάρχει ο κανόνας της παλαιότερης αφηγηµατικής λογοτεχνίας καθώς
518
παραβιάζεται από τα νέα εισαγόµενα αµφισβητησιακά στοιχεία. Είναι
αναγκαίο λοιπόν οι αναγνώστες του νέου στη νεωτερική ελληνική πεζογραφία
να είναι σε θέση να αναγνωρίζουν και τα δύο µέσα στο παρόν έργο : α) το
µέρος της παλαιότερης λογοττεχνίας, κάποτε πολιτικής χωρίς ειλικρίνεια,
άλλοτε νατουραλιστικής µε στερεότυπο τρόπο και άλλοτε υπαρξιστικής. Αυτό
το µέρος µπορεί άλλοτε να εκπροσωπείται περισσότερο ή λιγότερο και
άλλοτε να εξυπονοείται από τα συµφραζόµενα µέσα στο έργο. β) το
νεωτεριστικό τους δοµικό στοιχείο. Σε τελευταία ανάλυση, ο διανοούµενος-
αναγνώστης ή συγγραφέας- λειτούργησε αισθητικά και ηθικά απέναντι σε κάτι
υπαρκτό που ήταν ο κανόνας του παλαιότερου αφηγηµατικού έργου. Μεγάλο
ήταν εξάλλου το κόστος από την αµφισβήτηση αυτού του κανόνα τόσο στο
ηθικό επίπεδο-αφού η αµφισβήτηση µέσα σε µια κοινωνία συντηρητική
στοιχίζει, όσο και στο αισθητικό επίπεδο, αφού η υιοθέτηση µιας τέτοιας
θάσης σηµαίνει ότι αυτός που την υποστηρίζει δε θα δει ποτέ τα έργα του να

518
Βλ. ΜΟΤΣΙΟΣ Γιάννης, 1983, ∆οµική ανάλυση των ποιητικών κειµένων,
Αθήνα, δε σηµειώνεται έκδοση. Σελ. 15-20.

241
φιγουράρουν στα Νεοελληνικά Αναγνώσµατα της επίσηµης εκπαίδευσης.
Αλλά και το πλεόνασµα ικανότητας, αφού ο συγγραφέας του
αµφισβητησιακού έργου γνωρίζει τόσο τον παλαιό κανόνα, όσο και τον κανόνα
που εισάγει ο ίδιος στο λογοτεχνικό γένος.
Τελικά, η αισθητική απόλαυση κερδίζει γνωρίζοντας και την κοινωνική
εξήγηση της γένεσης των λογοτεχνικών έργων. Η απόλαυση ενός έργου είναι
πληρέστερη, όταν παρακολουθεί τη συγκίνηση εκείνου που γνωρίζει την
ατµόσφαιρα και τις οπτικές της εποχής και της κοινωνίας που γέννησε το
έργο. Οποιος δεν µπορεί να ζήσει τα αισθήµατα των νέων
ριζοσπαστικοποιηµένων διανοούµενων της µεταχουντικής περιόδου, δεν
µπορεί να καταλάβει µυθιστορήµατα όπως Η αρχαία σκουριά της Μάρως
∆ούκα, ή τη Χαµένη Ανοιξη του Στρατή Τσίρκα.
Και αντίστροφα, ο µέσος, όχι ενηµερωµένος αναγνώστης δεν µπορεί παρά να
θαυµάσει τα επιφανειακά γνωρίσµατα του µοντέρνου αφηγήµατος, αλλ’ όχι τα
σηµεία εκείνα, τα δοµικά, που είναι πραγµατικά άξια να εκτιµηθούν. Ετσι
αντικρύζει το έργο µόνον από την οπτική γωνία της επικαιρότητας, άρα του
πλατιού κοινού.

242
243
244
245
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α∆ΑΛΟΓΛΟΥ Κ, ΑΥ∆Η,Α. ΛΟΠΠΑ, Γ. ΤΑΝΗΣ, Α, ΤΣΟΛΑΚΗΣ,


ΧΡ.,1996, Εκφραση-Εκθεση για το λύκειο, τεύχος Α, Αθήνα,
ΟΕΣΒ.
ADLER Alfred (1974) Το κοινωνικό ενδιαφέρον, Αθήνα,
εκδ. Μπουκουµάνης.
AKOYN Roger, “Ολικές κοινωνίες”, στο ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΕΞΙΚΟ,
σσ. 382-404.
ΑΛΕΞΙΟΥ Νίκος ( 1977) “Ο σοσιαλιστικός ρεαλισµός”,
Αθήνα, Ριζοσπάστης, 31/7/77.
(1979), “Αµφισβήτηση και κατεστηµένο”, Αθήνα,
Ριζοσπάστης 4 /5/1987.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ Μανώλης, 1981, “ Αγώνας για ανανέωση ή
υποταγή στο δόγµα;”, Αθήνα, ΑΥΓΗ, 27/9/1981.
ΑΝΑΣΤΑΣΤΑΣΑΤΟΣ Νίκος (1987) “Οι νέοι και ο ελεύθερος
χρόνος”, Αθήνα, Ριζοσπάστης, 4 /5/1987
ANDLER Daniel (1992 ) “Compulogique et representation”,
στο βιβλίο Introduction aux sciences cognitives, υπό τη
διεύθυνση Daniel Andler, Παρίσι, Gallimard, σσ. 9-46.
ΑΝ∆ΡΙΟΠΟΥΛΟΣ ∆ηµήτρης (1990) Ιστορία της νεοελληνικής
αισθητικής, Αθήνα, έκδ. Παπαδήµας.
ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ Μαρία, ΛΑΜΠΙΡΗ-∆ΗΜΑΚΗ Ελένη, ΚΑΒΑ∆ΙΑΣ Γ,
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ Λ, ΡΗΓΟΣ Α.(1985) Η δοµή της ελληνικής
κοινωνίας, Αθήνα, εκδ. Κένταυρος. Πρόκειται για
σεµινάριο του ΚΜΑΣ ( Κέντρο µαρξιστικών σπουδών ).
ΑΝ∆ΡΙΟΠΟΥΛΟΣ ∆ηµήτρης ( 1990) Ιστορία της νεοελληνικής
αισθητικής, Αθήνα, εκδ. Παπαδήµας.
ANDERSON Lynn (1980) Προσωπικότητα και στάσεις των
φοιτητών των ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυµάτων, Αθήνα,
έκδ. ΕΚΚΕ
ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ (1950) Το κλεφτικό τραγούδι. Το
πνεύµα του και η εποχή του, Αθήνα, εκδ. Εστίας.
ΑΠΟΣΤΟΛΙ∆ΗΣ Ρένος (1962) Κριτική της µεταπολεµικής
λογοτεχνίας, Αθήνα, η έκδοση δεν
αναφέρεται.
Τετράµηνα, Ανάτυπο του τεύχους του Ιουλίου 1974, Αθήνα.
(1966) Ο Γρασσαδόρος, στο Τα Νέα Ελληνικά, Αθήνα, 1966,
σελ. 379.
ΑΡΓΥΡΙΟΥ Αλέξης, ΖΙΡΑΣ, Αλέξης, ΚΟΥΛΟΥΦΑΚΟΣ,
Κώστας.(1977) Η πολιτικοποίηση της τέχνης”(συζήτηση),
Αθήνα, ∆ιαβάζω, Φεβρουάριος 1977.
ΑΡΓΥΡΙΟΥ Αλέξης (1983) ∆ιαδοχικές αναγνώσεις των
ελλήνων σουρρεαλιστών, Αθήνα, εκδ. Γνώση.
(1976) “Ελληνική πεζογραφία εντός και εκτός
παρενθέσεως”, στο περ. Νέα ∆οµή, τεύχος 1, σσ.70-78.
ARGYLE Michael ( 1967) The psychology of interpersonal
behavior , Middlesex , ed . Penguin Books. Ελληνική

246
έκδοση:Αρτζυλ Μάικλ, 1981, Ψυχολογία της Συµπεριφοράς,
Αθήνα, εκδ. Θυµάρι.
ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ Γιώργος (1981) Εισαγωγή στο έργο του
Γιώργου Χειµωνά, Αθήνα, εκδ. Κέδρος.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ 384-322 Ποιητική, with an english
trranslation by W. Hamilton Fyfe, Massachusets, Harvard
University Press (1960).
ARON Raymon (1965) Dιmocratie et totalitarisme,
Παρίσι , εκδ.Gallimard.
(1976 ) Penser la guerre, Clawsevitz, Παρίσι,
εκδ.Gallimard. Ελληνική έκδοση: (1977) Σκέψεις για τον
πόλεµο, Αθήνα, εκδ. ∆εκάς.
Association Internationale de Caractιrologie (1969)
Actes du VI sιminaire international de
caractιrologie,Caractθres, conduites et cultures, Lisbon,
ιd. Association Internationale de Caracterologie.
ΑΣΤΡΙΝΑΚΗΣ Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ∆Η Λ. (1996) Χέβυ µέταλ,
Ροκαµπίλι, Φανατικοί οπαδοί, Αθήνα, εκδ. Ελληνικά
Γράµµατα.
AUERBACH Erich (1946) Mimesis, Βέρνη, εκδ. Francke
Verlag.
ΒΑΚΑΛΙΟΣ Θανάσης (1993) “ Η Ελλάδα στο σύγχρονο κόσµο”,
στο ΒΕΪΚΟΥ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ Χριστίνα (επιµελήτρια έκδοσης),
1993, Προβλήµατα της κοινωνίας και του ατόµου, Αθήνα,
Οργανισµός Εκδόσεως σχολικών βιβλίων.362-401
ΒΑΓΕΝΑΣ Νάσος (1994) Η ειρωνική γλώσσα, Αθήνα, έκδ.
Στιγµή.
BAKHTINE Mikhaοl (1978) Esthιtique et thιorie du
roman, Παρίσι, εκδ. Gallimard. Ελληνική έκδοση ΜΠΑΧΤΙΝ
Μιχαήλ, 1980, Προβλήµατα λογοτεχνίας και αισθητικής,
Αθήνα, εκδ. Πλέθρον
ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Νάνος (1982) “ Βρισκόµαστε στην εποχή του
µεταµοντερνισµού ”, Μεσηµβρινή, 28/6/1982.
“ Πρέπει ν’ αφαιρέσουµε το φόβο από το θάνατο ”,
συνέντευξη στη
Νατάσα Χατζηδάκη, ∆ιαβάζω, τεύχος 79, Οκτώβριος 1983,
σσ. 60-72.
ΒΑΡΒΕΡΗΣ Γιάννης (1982) “∆ηµήτρης ∆ούκαρης, ο ταξιδιώτης
της καθηµερινήης επανάστασης ”, Αθήνα, ΑΥΓΗ,29/7/1982
BARTHES Roland (1953) Le dιgrι zιro de l’ ιcriture,
Παρίσι, εκδ. du Seuil.
Ελληνική έκδοση: 1970, O βαθµός µηδέν της γραφής,
Αθήνα, εκδ. E70.
( 1966 ) Critique et vιritι, Παρίσι, εκδ. du Seuil.
(1967 ) “L’analyse rhιtorique”; dans Universitι
Libre de Beuxelles, Institut de Soxiologie, Roman et
sociιtι, Bruxelles:
( 1973) Le plaisir du texte, Παρίσι, εκδ. du Seuil.
( 1981) “Introduction ΰ l’ analyse structurale des
rιcits, dans R. Barthes, W. Kayser, W. C. Booth, Ph.
Hamon, Poιtique du rιcit (recueil), Παρίσι, εκδ. du
Seuil.

247
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ Βασίλης (1980) “Συνέντευξη στην
Ελευθεροτυπία”, Αθήνα, Ελευθεροτυπία 11/6/1980
BASIN Yevgeny (1979) Semantic philosophy of art, Μόσχα,
εκδ. Progress Publishers.
BEATON Rodercick (1996) Εισαγωγή στη νεώτερη ελληνική
λογοτεχνία, Αθήνα, έκδ. Νεφέλη.
BEER I: (1977) Μυθιστορία, Αθήνα, ελλ. Έκδ. Ερµής.
ΒΕΪΚΟΣ Θεόφιλος (1977) Ο µύθος της Λογικής, Αθήνα,
έκδοση Παπαζήσης.
ΒΕΪΚΟΥ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ Χριστίνα (επιµελήτρια έκδοσης)(1993)
Προβλήµατα της κοινωνίας και του ατόµου, Αθήνα,
Οργανισµός Εκδόσεως σχολικών βιβλίων, σσ. 367-401.
ΒΕΛΛΙΟΣ Κώστας (1974) “ Ο σκεπτικισµός στην ελληνική
αριστερά ”, Το Βήµα, 6, 10/5/ 1974.
ΒΕΛΤΣΟΣ Γιώργος (1976) Κοινωνία και γλώσσα, Αθήνα, εκδ.
Παπαζήσης.
(1976) Κοινωνιολογία των θεσµών: Θεσµικός λόγος και
εξουσία, Αθήνα, εκδ. Παπαζήσης.
(1985) “ Μπορούµε να είµαστε διανοούµενοι σήµερα στην
Ελλάδα;”, στο ΕΞΆΝΤΑΣ (εκδοτικός οίκος), 1985, Η
Ελλάδα σε εξέλιξη, Αθήνα, σελ 309
(1990) Η φιλονικία: κείµενα σχετικά µε το µοντερνισµό (
συλλογή ), Αθήνα, εκδ. Πλέθρον.
Inventio, Αθήνα, εκδ. Πλέθρον.

BENET Tony (1983) Formalism and marxism, Λονδίνο, εκδ.


Methuen and co.
( 1989) Φορµαλισµός και µαρξισµός, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη.
BENJAMIN Walter (1977) ∆οκίµια για το Μπρεχτ, Αθήνα,
ελλ. Έκδ. Πύλη.
Θέσεις για τη Φιλοσοφία της ιστορίας, Ο σουρρεαλισµός,
Για την εικόνα του Προυστ, Αθήνα, έκδ. Ουτοπία.
BENSE M. 1965 Aesthetica, (ch. Zusammenfassende
Grundlegung der modernen Aestetik), Baden-Baden,ed.
Agis..
(1978), “Συνοπτική θεµελίωση της σύγχρονης αισθητικής”,
Αθήνα, στο περ. ∆ευκαλίων, τεύχος 6, σελ.141.
ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ Κώστας (1985) “Εθνισµός και οικονοµική
ανάπτυξη”, στο ΕΞΆΝΤΑΣ(εκδοτικός οίκος, Η Ελλάδα σε
εξέλιξη, Αθήνα, έκδ. Εξάντας.
BERGSON Henri (1925) Η δηµιουργός εξέλιξις, Αθήνα,
µετάφραση Αρης Παπαλεξάνδρου.
BERNARD Vincent (υπό τη διεύθυνση) (1988) Οι
περιθωριακοί, Αθήνα, έκδ. Ροές.
BLUM H William (1986) The CIA: a forgotten History: US
global Intervention since War 2, London, εκδ. Zed Books.
Trouvι dans cd-rom The CIA papers, ιd. Chestnut,
Cambrige
Selon un article de Newsweel de 12/8/1974, la CIA
achetait des politiciens en Grθce avant le coup d’Etat.
D’ailleurs l’Amnesty International a dιnoncι les
tortures en Grθce pendant la pιriode 1967-1974. Blum
rapporte aussi que la KYP grecque (Service des

248
Informations) a ιtι fondιe par la C.I.A. En plus,
plusieurs des officiers de l’armιe grecque ont ιtι
traξnιs aux Etats-Unis. Enfin, le prιsident des Etats-
Unis Spyros Agnew, grec d’origine, a dit ΰ l’ambassadeur
grec: “ Je m’en fous de votre parlement et de votre
constitution ”.
BON F. , BURNIER M. (1971) Les nnouveaux intellectuels,
(La fin des intellectuels libιraux, l’avθnement des
intellectuels technocrates, la rιvolte des intellectuels
techniciens), Paris, ιd. Du Seuil.
BOTTOMORE T.B. (1975) Κοινωνιολογία, Αθήνα, έκδ.
Gutemberg:
(1971) Ελίτ και κοινωνία, Αθήνα, έκδ. E70.
ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ Γιώργος (1987) “ Η ιδεολογία της νέας
γενιάς ,“ Το Βήµα, 14/6/1987.
BOURDIEU Pierre 1992 Les rθgles de l’art, Paris,
ιd. du Seuil.
BRECHT Bertold (1961) “Το µοντέρνο θέατρο είναι το επικό
θέατρο” και “Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την
αλήθεια”, στο περ. Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 14, 1961,
σελ. 400.
BRUNEL P., MADELENAT D., GLIKSOHN J.-M ET COUTY D. (
1977), La critique littιraire, Παρίσι, Presses
Universitaires de France
BUTOR Michel ( 1964 ) Essais sur les modernes, Παρίσι,
εκδόσεις Gallimard.
CASANOVA A. κ. α. (1972) ∆ιανοούµενοι και ταξικοί
αγώνες, Αθήνα, ελλ. Έκδ. Ορίζοντες.
CASENEUVE J. (1968) Κοινωνιολογία της ραδιοτηλεόρασης,
Αθήνα, ελλ. έκδ. Ζαχαρόπουλος.
(1979) Ο άνθρωπος τηλεθεατής, Αθήνα, ελλ. εκδ. Πύλη.
CASSOTAKIS Michel (1979) Le dιveloppement ιconomique et
le problθme de l”orientation scolaire et
prrofessionnelle en Grθce, Athθnes, ιd. Par le
Laboratoire de pιdagogie expιrimentale de l’Universitι
d”Athθnes:
ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ Κώστας 1984 Κλειδιά και κώδικες του
θεάτρου, Αθήνα, εκδόσεις Εστία.
ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ Χρήστος 1972 Ορθοδοξία και ∆ύση: Η θεολογία
στην Ελλάδα σήµερα, Αθήνα, εκδ.Σύνορο.
(1983) “ Η πληµµυρίδα του χριστιανισµού ”, Αθήνα,
Αντί, 5/8/1983.
ΓΚΙΖΕΛΗΣ Γρηγόρης 1971 Η ρητορική της σύγκρουσης στο
ελληνικό και ελληνο-αµερικάνικο πολιτιστικό σύστηµα,
Αθήνα, εκδ. E.K.K.E.
1974 Narrative rhetorical devices of persuasion,
Αθήνα, έκδ. EKKE.
ΓΚΙΖΕΛΗΣ Γρηγόρης, ΚΑΥΤΑΝΤΖΟΓΛΟΥ Ρωξάνη, ΤΕΠΕΡΟΓΛΟΥ
Αφροδίτη και ΦΙΛΙΑΣ Βασίλης (1984) Παράδοση και
νεωτερισµός στις πολιτιστικές δραστηριότητες της
ελληνικής οικογενείας, Αθήνα, εκδ. ΕΚΚΕ
CHATMAN Seymour (1978) “ Iστορία και λόγος, διηγηµατική
δοµή στις φανταστικές ιστορίες και τις ταινίες ”,

249
Cornell University Press στο βιβλίο Θεωρία της αφήγησης
(συλλογή), Αθήνα, εκδ. Εξάντας, σελ. 47-70.
Centre d’Etude de la Dιlinquence Juvenile (1966) Les
blousons noirs, Bruxelles, ιd.Cujas
CHOMSKY Noam 1957 Syntactic structures, The Hague,
Mouton
(1965) Aspects of the theorie of syntax, Cambridge,
εκδ. Mass.M.I.T, Ross.
(1995) “ Ο Noam Chomsky µιλά για το τέλος των
ιδεολογιών και των φαινοµένων του γλωσσικού
σωβινισµού: Συνεντεύξη στον Τάκη Μίχα ”, Αθήνα,
Ελευθεροτυπία, 21/7/1995.
COHEN Jean (1979) Le haut langage: thιorie de la
poιticitι, Παρίσι, Flammarion
COSER Louis 1963 Sociology through literature, N.Y.,
Prentice Hall.
∆ΑΜΙΑΝΑΚΟΣ Στάθης (1976) Κοινωνιολογία του “ρεµπετικού”
(λαϊκά τραγούδια), Αθήνα, εκδ. Ερµείας.
(1987) Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισµός, Αθήνα,
εκδ. Πλέθρον.
DAVAL Roger 1958 Histoire des idιes en France,
Παρίσι, εκδ. PUF
DEBAISIEUX Renιe-Paule (1995) Le dιcadentisme grec
dans les oeuvres en prose 1884-1912, Παρίσι, εκδ.
l’Armatan.
DEBOR Guy (1975) “ Le sens de l’anιantissement de l’art ;
Thθses pour une rιvolution
culturelle ”, dans Internationale Situationniste, col.
Paris, ιd. Champ Libre. Ελλ.
έκδ. (1985) Kαταστασιακή ∆ιεθνής, Αθήνα,ελλ. έκδ. Υψιλον,
σσ. 58-63, 101-14.
∆ΕΛΙΒΑΝΗ-ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ Μαρία (1990) Οικονοµία, κοινωνία,
ελληνική πολιτική…αυτό το χάος, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση.
∆ΗΜΑΡΑΣ Κ. Θ. (1950) “ Σχόλια για την έκδοση του
Λεξικού της Πιάτσας ”, Αθήνα, Το Βήµα 15/12/1950.
∆ΗΜΗΤΡΙΟΥ Σωτήρης (1980) Λεξικό όρων επικοινωνίας και
σηµειωτικής, Αθήνα, έκδ. Καστανιώτης.
(1971) Μύθος, κινηµατογράφος, σηµειολογία, κρίση της
αισθητικής. Ανθρωπολογική µελέτη, Αθήνα, έκδ. Αλµα.
DICTIONNAIRES MARABOU (1974) Anthropologie, Verviers,
ιd. Centre d’ Etude et de Promotion de la Lecture,
Paris, et pour la prιsente ιdition, marabout s.a.
Verviers (Belgique).
∆ΙΖΕΛΟΣ Θαλής (1961) “Ο πρωτοποριακός Ιονέσκο και η
θύελλα”, Αθήνα, Επιθεώρηση Τέχνης, Ιούλης 1961.
(1978) Θεωρία των κοινωνικών πληροφοριών, Αθήνα, έκδ.
Παπαζήση.
∆ΙΖΙΚΙΡΙΚΗΣ Γιώργος (1980) Για τη γλώσσα και την
επιστήµη της λογοτεχνίας, Αθήνα, έκδ. Νέα Σύνορα.
DIPPLE Elisabeth (1970) The Plot, Λονδίνο, εκδ.
Methuen & Co. Lmd. ελλ. έκδ. (1972) Πλοκή, Αθήνα, έκδ.
Ερµής..

250
DODDS E. R. 1951 The Greeks and the Absurd, εκδ.
Πανεπιστήµιο της Καλιφόρνια. Ελλ. έκδ.
(1978) Οι Έλληνες και το παράλογο, Αθήνα, εκδ.
Καρδαµίτσα.
DOLLE Jean-Paul 1975 Le dιsir de rιvolution, Paris,
ιd.Union Gιnιrale d’Editions.
DOMMERGUES Pierre 1976 L’ aliιnation dans le roman
amιricain contemporain, Παρίσι, UNION GENERALE D’
EDITIONS.
DON H. ZIMMERMAN D. LAWRENCE WIEDER 1979
“Ethnomethodology and the Problem of Order”dans WORSLEY
Peter, Modern Sociology, N. Y, Penguin Books
∆ΟΥΚΑΣ Στρατής (1971) Μαρτυρίες και κριτικές, Αθήνα,
εκδ. Ιωλκός
DUBOIS Jacques (1986) L’institution de la littιrature,
Βρυξέλλες, εκδ. Labor/Fernand Nathan.
(1992) Le roman policier ou la modernitι,
Βρυξέλλες, έκδ. Nathan.
DUBOIS Jacques, BERTRAND Jean-Pierre, BIRON Michel,
PAQUE Jeannine
(1996) Le roman cιlibataire, d’A Rebours Ή Paludes,
Παρίσι, εκδ. Josι Corti.
DUMAZEDIER J. et RIPERT A. 1966 Le loisir et la
ville. Loisir et culture, Παρίσι, εκδόσεις du Seuil.
DUMONT Louis 1988 ∆οκίµια για τον ατοµικισµό,
Αθήνα, έκδ. Ευρύαλος.
DUPRIEZ Bernard 1984 Gradus; les procιdιs
littιraires: dictionnaire, Union Gιnιrale d’Editions
DUVERGER Maurice 1964 Introduction ΰ la politique,
Παρίσι, εκδ. Gallimard.
DUVAL Roger 1953 Histoire des idιes en France,
Παρίσι, Presses Universitaires de France
(PUF).
EAGLETON Tery (1981) Ο µαρξισµός και η λογοτεχνική
κριτική, Αθήνα, ελλ. Έκδ. Υψιλον.
ECO Umberto (1981) The poetics of the open work,
Λονδίνο, εκδ. Hutchinson.
(1976) A theory of Semiotics, Indiana University
Press Ελληνική έκδοση: (1989) Θεωρία της σηµειωτικής,
Αθήνα, έκδ. Γνώση.
(1990) I limiti dell’Interpretazione, Milano, Gruppo
Editoriale Fabbri, Bompiani, Sonzogno, Etas S.p. A.
Ελληνική έκδοση: (1993) Tα όρια της ερµηνείας,
Αθήνα, εκδ. Γνώση.
EDITIONS DU PROGRES (1972) Esthιtique marxiste et
actualitι, συλ., Μόσχα:
ELIADE Mircea (1957) Mythes, rŸves et mystθres,
Παρίσι, εκδ. Gallimard, σειρά Ιδέες.sιrie Idιes.
ELIOT Thomas (1948) Notes towards the definition of
culture, Λονδίνο, εκδ. Faber & Fa
(1971) Επτά δοκίµια για την ποίηση, Αθήνα, ελλην. Έκδ.
Κλεψύδρα
ΕΛΥΤΗΣ Οδυσσέας, Γιώργος Μπαµπινιώτης, Αρης Νικολαϊδης,
Γιάννης Ντεγιάννης, Αριστόξενος Σκιαδάς, Ν. Γκίκας και

251
Γιώργος Χειµωνάς (1982) “Ο ‘E.Γ.Ο’ και η γλωσσική µας
απελευθέρωση”, Αθήνα, ΑΥΓΗ, 11/4/1982
ΕΞΆΝΤΑΣ(εκδοτικός οίκος) (1985) Η Ελλάδα σε
εξέλιξη, Αθήνα.
ESCARPIT Robert (υπό τη διεύθυνση του) (1970) Le
littιraire et le social, Παρίσι, εκδ. Flammarion.
(1964) Κοινωνιολογία της λογοτεχνίας, Αθήνα, ελλ. έκδ.
Ζαχαρόπουλος.
ETIEMBLE (1991) Parlez-vous franηais?, Paris, Gallimard.
EUDES Dominique (1970) Οι καπετάνιοι, Ο ελληνικός
εµφύλιος πόλεµος 1943-1949, Αθήνα, εκδ.Εξάντας.
EVANS-PRITCHARD E. (1971) La religion des primitifs,
Παρίσι, εκδ.Payot.
ΖΕΒΕΛΑΚΗΣ Γιώργος (1981) “H ζωή τών περιοδικών το
1980”, Αθήνα, ∆ΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 40, Μάρτης 1981, σελ.25,
ΖΗΡΑΣ Αλέξης (1980) “ Προβλήµατα ύφους στη σύγχρονη
αφηγηµατική λογοτεχνία ”, Αθήνα, Aντί, 29-8-1980.
ΖΗΡΑΣ Αλέξης, ΚΟΥΛΟΥΦΑΚΟΣ Κώστας, ΑΡΓΥΡΙΟΥ Αλέξανδρος,
ΚΟΤΖΙΑΣ Αλέξανδρος (1977) “Η πολιτικοποίηση της τέχνης”
(συζήτηση), Αθήνα, ∆ΙΑΒΑΖΩ, Φλεβάρης 1977.
(1984) “Λόγια προσβλητικά”, Αθήνα, ΑΥΓΗ, 21/10/1984.
Του απάντησε ο ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ ∆ηµήτρης, (1984) “Απάντηση στον
Αλέξη Ζηρα”, Αθήνα, ΑΥΓΗ, 28/10/1984. Στη συζήτηση µπήκε
και ο ΓΑΥΡΟΓΛΟΥ Κώστας (1984) “Σχόλιο εναντίον του
Αλέξη Ζήρα”, Αθήνα, ΑΥΓΗ, 30/9/1984
ΖΗΤΟΥΝΙΆΤΗ Γιούλη (1991) “ Λαϊκισµός”, Αθήνα, Καθηµερινή
6/4/91
ΖΩΡΑΣ Γεώργιος(1952) Ιστορία της νεας ελληνικής
λογοτεχνίας, Αθήνα, έκδοση για τις ανάγκες της
Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών. Στις
σελίδες 219-221 γίνεται ειδικός λόγος για τον Απόκοπο
του Μπεργαδή και για τη Ρίµα θρηνητική εις τον πικρόν
και ακόρεστον Αδην του Ιωάννου Πικατόρου.
FADHILA Yahiaoui (1985) Roman et sociιtι coloniale
dans l’Algιrie de l’entre-deux-guerres,
Βρυξέλλες, εκδ. Gam.
FARBER Martin (1971) Οι σκοποί της φαινοµενολογίας,
Αθήνα. .
FAULKNER Peter (1977) Modernism, Λονδίνο, εκδ.
Methuen & Co.
FISHMAN Joshua (1971) Sociolinguistique, Παρίσι, εκδ.
Labor Nathan.
FISHER Ernst (1966) Η αναγκαιότητα της τέχνης, Αθήνα,
έκδ. Θεµέλιο
FORD Ι∆ΡΥΜΑ (1975) “ Ο κατάλογος των ανθρώπων των
γραµµάτων που έλαβαν υποτροφία ”, Τα Νέα 2/6/1975.
FOUCAULT Michel (1993) “ Qu’est-ce que les
Lumiθres? ” , Paris, Magazine Littιraire, no 309, avril
1993, pp. 62-69.
FOULQUIE Paul (1953) La dialectique, Paris,
ιd.Presses Universitaires de France.

252
FREYE Northrop (1982) “∆ραµατική θεωρία και
κριτικισµός ”, στο ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ, ∆εκέµβρης 1982,
σσ. 19-21.
FREYER Hans (1943) Εισαγωγή στην κοινωνιολογία,
(µετάφραση Αθ. Κανελλόπουλος και ∆ηµήτριος Τράκωνας),
Αθήνα, εκδ. Αναγνωστίδη.
GABAUD Jean-Marc (1988) "Ευάγγελος Μουτσόπουλος,
φιλόσοφος του “καιρού”, Αθήνα, στο γαλλικά: “Evanghιlos
Moutsopoulos philosophe du ‘kairos’", Diotima, revue de
recherche philosophique, Αθήνα, σελ. 84- 86.
GALISSON Robert (1978) Recherchez de lexicologie
descriptive; La banalisation lexicale, Paris, ιd.
Nathan.
GENNETTE Gerard (1966) Figures I, Paris, ιd. du
Seuil.
GOFFMAN Erving (1959) The presentation of self in
every day life, Νέα Υόρκη, εκδόσεις Anchor Books.
(1980) Asylums : Essays on the social situation of
mental patients and other immates , Peguin Books
GOLDMAN Lucien (1959) Le dieu cachι, Παρίσι, εκδ.
Gallimard
(1973) Pour une sociologie du roman, Παρίσι, εκδ.
Gallimard.
GOULD Julius et KOLB Williams ( υπό τη διεύθυνση ) 1972
Dictionnaire des Sciences Sociales, υπό την προστασία
της Unesco, Αθήνα, εκδόσεις Ελληνική Παιδεία.
GRAMSCI Antonio 1955 Gli Intellettuali e
l’organizzazione della cultura, Μιλάνο, εκδ. Einaudi.
Ελληνική έκδοση: 1972 Οι ∆ιανοούµενοι, Αθήνα, έκδ.
Στοχαστής.
(1981) Λογοτεχνία και εθνική ζωή, Αθήνα, eκδ. Στοχαστής
GRANT Damian 1972 Realism, Methuen and Co Ltd,
Ελληνική έκδοση: Ρεαλισµός, Αθήνα, εκδ. Ερµής.
GREIMAS Algirdas 1966 Sιmantique structurale,
Παρίσι, έκδοση Larousse.
1970 Du sens, Παρίσι, έκδοση du Seuil.
GROUPE D’ENTREVERNE 1987 Analyse sιmiotique des
textes, Μαρόκο, εκδ. Toubcal.
GROS Bernard 1976 Le terrorisme, Παρίσι, εκδ. Hatier.
GUDET G. 1969 “ La destinιe de Beaudelaire: expression
de son caractθre ou de son choix originel? ”, dans Actes
du VIθme sιminaire international de caractιrologie,
Caractθres, conduites et cultures, Lisbon, ιd.
Association Internationale de Charactιrologie
GUENON Rιnι 1945 Le rθgne de la quantitι et les
signes des temps,. Paris, ιd. Gallimard, sιrie Idιes.
GUILBAUD G 1954 La cybernιtique, Παρίσι, εκδ.
Presses Universitaires de France (PUF).
GUIRAUD Pierre 1962 La syntaxe du franηais, Παρίσι,
Editions Universitaires de
France(P.U.F)
(1975) Η σηµειολογία, Αθήνα, ελλ. εκδ. Ζαχαρόπουλος.

253
HEGEL Georg Friedrich 1979 Esthιtique, Παρίσι, εκδ.
Flammarion Ελληνική έκδοση: Αισθητική, Αθήνα, έκδ.
Αναγνωστίδης ( χρονολογία δεν αναφέρεται ).
Φιλοσοφία του πνεύµατος, Αθήνα, έκδ. Αναγνωστίδης.
Ιστορία της φιλοσοφίας. Αθήνα, έκδ. Αναγνωστίδης.
HEIDEGGER Martin Είναι και χρόνος, Αθήνα, έκδοση
Αναγνωστίδης ( χρονολογία δεν αναφέρεται ).
HERPIN Nicolas (1973) Les sociologues Amιricains et le
siθcle, Παρίσι, εκδ. PUF.
HOOD R και SPARKE R. (1970) La dιlinquence, Παρίσι,
έκδοση Hachette.
HORN K. (1971) “Προβλήµατα µιας ψυχαναλυτικής
κοινωνιολογίας”, Αθήνα, στο περ. ∆ευκαλίων, τεύχος 2
1971,
HUTIN Serge (1970) Les sociιtιs secrθtes, Παρίσι, εκδ.
Presses Universitaires de France
ΘΑΛΆΣΣΗ Αλεξάνδρα (1990) Η απειλή κατά του ελληνισµού ως
παράγοντας για τη διαµόρφωση του ιδεώδους νέου στο
µυθιστόρηµα της γενιάς του 1930”, Αθήνα, ∆ιαβάζω, αρ.
232, Φεβρ. 1990
ΘΑΛΆΣΣΗΣ Γιώργος (1990) “Νέα πεζογραφία και ανανέωση”,
Αθήνα, ∆ιαβάζω, αρ. 232, Φεβρ. 1990
(1992) “Η άρνηση του λόγου στο ελληνικό µυθιστόρηµα
µετά το 1974”, Αθήνα, εκδ. Γνώση.
ΘΕΟΣ ∆ηµήτρης (1981) Ο φορµαλισµός, Αθήνα, έκδοση
Αιγόκερως.
JACOBSON Roman (1963) Essais de linguistique gιnιrale ,
πρόλογος του J.Ruwet, Παρίσι, έκδοση de Minuit.
(1977) Το πρόβληµα Μαγιακόφσκι. Μια γενιά που σπατάλησε
τους ποιητές της, Αθήνα, ελληνική έκδ. Έρασµος ( ρωσσική
έκδοση 1931 ).
Ιδεοδρόµιο 1982 “ Εκδότες, οι υπηρέτες των υπερδοµών
”, Ιδεοδρόµιο, τεύχος 10, Ιούνιος 1982.
Ι∆ΡΥΜΑ ΦΟΡΝΤ (1973) “Το ίδρυµα Ford και οι υποτροφίες
του ”, Αθήνα, Παρουσίες, τεύχος
Φεβρουαρίου 1973.
INSTITUT FRANΰAIS D’ ATHENES (1993) La Grθce en
Franηais, Αθήνα, εκδ. Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών,
συλλογή του Κέντρου Λογοτεχνικής Μετάφρασης υπό τη
διεύθυνση της Κατερίνας Βελισσάρη.
ISER, Wolfgang (1976) L’acte de lecture ,thιorie de
l’effet esthιtique, Βρυξέλλες, εκδ. Mardaga.
KAHN Herman et WIENER Antony (1967) L’an 2000, Παρίσι,
εκδ. Laffont, Εισαγωγή του Daniel Bell.
ΚΑΛΙΑΝΕΣΗ ΝΑΝΑ (1981) “Απάντηση για το πώς επιλέγει τα
βιβλία που είναι να εκδώσει” Αθήνα, ∆ΙΑΒΑΖΩ, 1981,
τεύχος 40, Μάρτης 1981, σελ.21
ΚΑΛΙΟΡΗΣ Γιώργος (1981) “Γλώσσα και λαϊκισµός ”,
Αντί, τεύχος 207, Αθήνα, 11/6/1981.
KANT Immanuel (1867), Immanuel Kants sδmmtlische Werke.
Kritik der reinen Vernunft, Leipsig, εκδ. από τον G.
Hartenstein ( Leopold Voss ) Ελληνική έκδοση: Καντ
Ιµµάνουελ. Κριτική του καθαρού λόγου, Αθήνα, έκδοση
Αναγνωστίδης ( χρονολογία δεν αναφέρεται ).

254
ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ Βρασίδας (1962) Το λεξικό της πιάτσας,
Αθήνα, εκδ. Ε. Νοµικός ( Πρώτη έκδοση 1950).
ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ Βασίλης (1984) Η καταναλωτική συµπεριφορά
στην ελληνική κοινωνία, Αθήνα, έκδ. ΕΚΚΕ
ΚΑΣΣΙΜΗΣ Κυριάκος (1984) ‘Μηχανόβιοι, µια ειδική
γλώσσα’, Αθήνα, ΑΝΤΙ, 28/9/1984.
ΚΑΣΣΟΣ Βαγγέλης (1989) Ασφυξία του βλέµµατος, Αθήνα,
Νέα Σύνορα
ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ Ερατοσθένης (1979) Το σύγχρονο κρητικό
τραγούδι. Η δοµή του και η ιδεολογία του, Αθήνα, εκδ.
Θεµέλιο.
(1987) Αφηγηµατολογία, Ιωάννινα, εκδ. Πανεπιστήµιο
Ιωαννίνων.
KAYSER Bernard (1968) Anthropo-gιographie de la Grθce,
Αθήνα, έκδοση ΕΚΚΕ:
ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ, Γ. (1987) “ Οι ελληνικές περιπέτειες της
µορφολογίας του διηγήµατος ”, στο
PROPP Vladimir, 1987, Η µορφολογία του ρωσικού
παραµυθιού, Αθήνα, ελληνική έκδοση Καρδαµίτσα, σελ.
331-365.
ΚΙΟΥΡΤΣΑΚΗΣ, Γιάννης (1979) Η Ελλάδα και η ∆ύση στο
έργο του Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα, εκδ. Κέδρος.
(1982) “Ο καραγκιοζοπαίχτης και το κοινό του ”,
Γράµµατα και τέχνες, Μάρτιος 1982.
KLINKENBERG Jean-Marie (1990) Le sens rhιtorique,
Βρυξέλλες, έκδοση les Eperonniers.
Kέντρο Μαρξιστικών Σπουδών Η δοµή της ελληνικής
κοινωνίας, Αθήνα, έκδ. Κένταυρος
KOHLER Wolfgang 1964 Psychologie de la forme,
Παρίσι, έκδ. Gallimard, σειρά Ιδέες.
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΕΞΙΚΟ, Μετάφραση του Dictionnaire des savoirs
modernes, Αθήνα, έκδ. ∆.Τζόφλης, Μαυροµιχάλη 7.
KONIG, Renι (1969) Sociologie de la mode, Παρίσι, εκδ.
Petite Bibliothθque Payot.
ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ Γιώργος (1979) Η ελληνική λαϊκή
ιδεολογία, Αθήνα, έκδοση Λιβάνης.
ΚΟΝΤΟΣ Γιάννης (1994) Ευγενή µέταλλα, Αθήνα, έκδ. Κέδρος
ΚΟΡ∆ΑΤΟΣ Γιάννης (1927) ∆ηµοτικισµός και
Λογιοτατισµός, κοινωνιολογική µελέτη του
προβλήµατος της γλώσσας, Αθήνα, εκδόσεις Γκοβόστης.
1962 Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα,
έκδοση Βιβλιοεκδοτική.
ΚΟΤΖΙΑΣ Νίκος και άλλοι (1980) Η διανόηση στην Ελλάδα,
Αθήνα, έκδοση Σύγχρονη Εποχή.
ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ ∆ηµοσθένης (1990) “Οι νέοι λογοτέχνες και η
νέα πέζογραφία”, Αθήνα, ∆ιαβάζω, αρ. 232, Φεβρ. 1990
KRAPTCHENKO Mikhael (1974) La personnalitι de
l’ιcrivain et l’ιvolution de la littιrature, Moscou,
Editions du progrθs:
ΚΥΡΟΥ Αδωνις (1976) Ο σουρρεαλισµός στον κινηµατογράφο,
Αθήνα, έκδ. Κάλβος.
ΚΩΒΑΙΟΣ Κώστας (1987) Η γραµµατική του αισθητικού λόγου,
Θεσσαλονίκη, έκδοση Σαρίπολος.

255
ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γιώργος 1988 “ Οι φοιτητές ψηφίζουν δεξιά ”,
Το Βήµα 20/3/1983.
ΛΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗ Γεωργία 1993 Κοινωνική κρίση και αισθητική
αναζήτηση στο µεσοπόλεµο, Αθήνα, εκδ. Οδυσσέας.
LAJUGIE, J. (1956) Histoire des doctrines ιconomiques,
Paris, ιd. P.U.F
ΛΑΛΙΩΤΗΣ Κώστας (1993) “ 19+1 ”, περιλαµβάνεται στη
συλλογική έκδοση Εκ των υστέρων, υπό τη διεύθυνση του
∆ηµήτρη Παπαχρήστου, Αθήνα, έκδ. Νέα Σύνορα, σσ. 235-251
LALO Charles Elιments d’esthιtique, ελλ. έκδ. ∆αρεµάς,
Αθήνα.
ΛΑΜΠΙΡΗ-∆ΗΜΑΚΗ Ιωάννα, 1990, Η κοινωνιολογία και η
µεθοδολογία της, Αθήνα-Κοµοτηνή, εκδ. Αντ. Σάκκουλα
(1974) Προς µίαν ελληνικήν κοινωνιολογίαν της παιδείας,
Αθήναι, έδκ.ΕΚΚΕ.
ΛΑΜΣΑΣ Γιάννης (1985) Η ελληνική νοµενκλατούρα, Αθήνα,
εκδ. Ροές.
LEFEBVRE Henri (1966) Le langage et la sociιtι,
Paris, ιd: Gallimard, σειρά Ιδέες.
LELEU Michθle (1969) “Franηois Mauriac“, dans Actes du
VIθme sιminaire de Caractιrologie, Caractθres, conduites
et cultures, Lisbon, ιd. Organisation internationale de
caractιrologie pp. 259-285.
LEMERT Edwin (1964) Human Deviance, Social Problems and
SocialControl, Prentice-Hall, 1967, pp. 7-26. First
published in Marshall B. Clinard (ed.),ic and Deviant
Behavior, Free Press, 1964 dans WORSLEY Peter (1979)
Modern Sociology, N. Y, Penguin Books
LEVI-STRAUSS Claude (1974) Le totιmisme d’aujourd’hui,
Paris; ιd: PUF.
(1954) “Τα µαθηµατικά του ανθρώπου”, Αθήνα, ∆ευκαλίων,
τεύχος 16, Μάρτης 1978, σσ. 169-186.
LINTVELT Jaap (1981) “∆οκίµια αφηγηµατικής τυπολογίας”,
Αθήνα, εκδ. Εξάντας, σσ. 97-125.
LIDZ T. (1971) “Οικογένεια, γλώσσα και σχιζοφρένεια”,
στο περ. ∆ευκαλίων, τεύχος 2 1971, σελ.94.
ΛΙΟΝΤΗΣ Κωστής (1984) “Πόσο διαφέρει η νεώτερη
πεζογραφία µας από την προηγούµενη;” Αθήνα, Αυγή,
10.11.84
ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ή ∆ΙΟΝΥΣΙΟΣ, γύρω στα 260 µΧ. Peri tou uyouV,
Massechusetts, ιd.Harvard University Press, 1927
(reprinted 1960) ( L’ιdition est basιe sur le manuscrit
2036 de Paris datι du 10θme siθcle et connu comme
manuscrit P.
LΦWY Max (1983) Μαρξισµός και επαναστατικός
ροµαντισµός, Αθήνα, εκδ. ΟΥΤΟΠΙΑ.
LOTMAN Jury (1983) Αισθητική και σηµειωτική του σινεµά.
Αθήνα, ελλ. έκδ. Θεωρία.
LUCACS Georg (1950) Studies in European Realism: a
sociological survey of the writtings of Balzac,
Stendhal, Zola, Tolstoy, Gorki and others, Λονδίνο,
Hillway Publishing. Ελληνική έκδοση: 1957 Μελέτες για
τον ευρωπαϊκό ρεαλισµό, Αθήνα, Εκδοτικό Ινστιτούτο
Αθηνών.

256
Σολζενίτσυν, Χάινε, πρωτοποριακοί, Αθήνα, ελλ. έκδ.
Αναγνωστίδης.
ΛΥΚΙΑΡ∆ΟΠΟΥΛΟΣ Μ. (1961) “Θύελλα στο µελανοδοχείο ή ο
πρωτοποριακός Ιονέσκο”, Αθήνα, Επιθεώρηση Τέχνης. Ιούλης
1961.
ΜΑΚΡΥ∆ΗΜΗΤΡΗΣ Αντώνης (1996) Η ∆ιοίκηση σε κρίση.
Κείµενα σχετικά µε τη διοίκηση και την κοινωνία, µε
πρόλογο του Γεωργίου Ράλλη, Αθήνα, εκδ. Νέα Σύνορα.
ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ Χρήστος (1976) “Η ιδέα της προόδου”, Αθήνα,
στο περιοδικό Ευθύνη, τεύχος 6, ∆εκέµβρης 1976, σελ.
624-626.
ΜΑΛΙΟΣ Μιχάλης (1976) Η σύγχρονη φάση της ανάπτυξης του
καπιταλισµού στην Ελλάδα, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
ΜAΝΕΣΗΣ Α (1985) “Η εξέλιξη των πολιτικών θεσµών στην
Ελλάδα : Αναζητώντας µια δύσκολη νοµιµοποίηση” στο
ΕΞΆΝΤΑΣ (εκδ. Οίκος) (1985), Η Ελλάδα σε εξέλιξη, Αθήνα,
σ.15.
ΜΑΝΙΑΤΗΣ Γιώργος, 1982, “ Η κρίση της τέχνης και η τέχνη
της κρίσης ”, Αθήνα,ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 23/9/1982. Απάντησε ο
ΠΛΩΡΙΤΗΣ Μάριος, 1983, “Αυτονοµία της τέχνης και
αστυνοµία” , Αθήνα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 28/8/1983
MANTEL Oscar (1979) ”Το ποιητικό θέατρο”, ∆ιάλογος,
τεύχος 2 του 1979 ( περιοδικό που
εξέδωσε η πρεσβεία των Ηνωµένων Πολιτείων ), Αθήνα.
ΜΑΠΠΑ Σοφία (διευθύνουσα) 1994 Ευρωπαϊκή ενοποίηση, οι
µηχανισµοί ενσωµάτωσης και αποκλεισµού, Αθήνα,
ΕΞΑΝΤΑΣ.∆ηµοσιεύονται εισηγήσεις στο Φόρουµ των ∆ελφών
των: Σοφία Μάππα, Εζέν Ενρικέζ, Νίκου Βερναρδάκη,
Τσαγλάρ Κεϋντέρ, Κριστιάν Καµελιό κια Φιλίπ Υγκόν
ΜΑΡΤΙΝΙ∆ΗΣ Πέτρος (1982) Συνηγορία της παραλογοτεχνίας,
Αθήνα, έκδοση Πολύτυπο.
ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ ∆ηµήτρης (1978 ) “ Ελεύθερος διάλογος για την
παιδεία ”, στη συλλογή Για µια παιδεία δηµοκρατική,
υπό τη διεύθυνση του Σταύρου Πάνου..
(1985) “ Γλώσσα και ιδεολογία ”, Το Βήµα, 29/2/1985.
MATHELOT Pierre (1969) L’informatique, Paris, ιd: PUF.
MEAD George (1934) Mind, Self and Society, Chicago.
ΜΕΛΑΣ Σπύρος (1948) “ Κριτική εναντίον της κλίκας Πέτρου
Χάρη”, Αθήνα, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ∆ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, Σεπτ. 1948, σελ. 178.
MENDRAS Henri (1975) Elιments de sociologie, Paris, ιd.
Colin. Ελληνική έκδ. (1991) Στοιχεία κοινωνιολογίας,
Αθήνα, έκδ. ΕΚΚΕ.
ΜΕΡΑΚΛΗΣ Μιχάλης (1986) Προσεγγίσεις της σύγχρονης
πεζογραφίας, Αθήνα, έκδοση Καστανιώτης
(1987) Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα.
(1990) “ Οι νέοι στη λογοτεχνία της Αντίστασης”, Αθήνα,
∆ιαβάζω, αρ. 232, Φεβρ. 1990
MEYNAUD Jean (1962) Les groupes de pression , Παρίσι,
εκδ. PUF.
Πολιτικές δυνάµεις στην Ελλάδα, Αθήνα, έκδοση Βύρων.
ΜΗΤΣΑΚΗΣ Κάρολος (1977) Αναδροµικό βλέµµα στις ρίζες:
Γεώργιος Βιζυηνός, Αθήνα, έκδοση Ελληνική Παιδεία.
Η γενιά του ’30, Αθήνα , εκδ. Νεοελληνική Παιδεία.

257
MIDDLETON John (1984) Anthropologie religieuse, Παρίσι,
έκδοση Larousse.
ΜΙΧΑΗΛΙ∆ΗΣ Γιώργος (1980) Καινούριοι θεατρικοί
συγγραφείς, Αθήνα, έκδοση Κάκτος.
ΜΙΧΑΗΛΙ∆ΗΣ (Κριναίος) Μπάµπης (1982) Η αλλαγή της δοµής
του µεταπολεµικού µυθιστορήµατος και η
νεοελληνική κοινωνία, Αθήνα, εκδ.
Κέδρος ( ∆ιατριβή διδακτορικού ).
MIDDLETON John (1984) Anthropologie religieuse, Παρίσι,
έκδοση Larousse.
ΜΗΛΙΟΣ Γιάννης (1984) Εξουσία και εκπαίδευση, Αθήνα,
έκδοση Θεωρία.
ΜΙΣΤΡΙΩΤΗΣ Γιώργος (1884) Ελληνική γραµµατολογία,
Αθήνα, Τυπογραφείο Π. Σακελλαρίου.
ΜΟΣΚΩΦ Κωστής (1978) Η κοινωνική συνείδηση στην ποίηση
της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη.
(1983) “ Πτώση και ανάσταση: σκέψεις ενός ορθόδοξου
κοµµουνιστή πάνω στη χριστιανική ορθοδοξία ”, Αντί,
19/8/1983. Του απάντησε ο ΝΕΛΛΑΣ Παναγιώτης (1983) “Ενας
ορθόδοξος χριστιανός απαντά στον Κωστή Μοσκώφ”, Αθήνα,
ΑΝΤΙ, 19/8/1983
ΜΟΤΣΙΟΣ Γιάννης (1983) ∆οµική ανάλυση των ποιητικών
κειµένων, Αθήνα.
MOULOUD Noλl (1972) ”La science du langage et les
problθmes philosophiques du sens” dans Epistιmologie et
marxisme (collection), Paris, Union Gιnιrale d’Editions,
pp.181-2O9
ΜΟΥΖΕΛΗΣ Νίκος (1978) Νεοελληνική κοινωνία. Όψεις της
υπανάπτυξης, Αθήνα, εκδ. Εξάντας.
ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Γιώργος (1978) “Η γλώσσα µας εξελίσσεται
πέρα από την καθαρεύουσας και της δηµοτικής”, Αθήνα,
∆ΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 13, 1978.
(1980) Θεωρητική γλωσσολογία, Αθήνα.
(1982) Γλωσσολογία και λογοτεχνία, Αθήνα.
(1985) “Η υποβάθµιση της γλώσσας στην επικοινωνία“,
Οµιλία στο Σεµινάριο για τη γλώσσα του ΚΚΕ(εσ.), Αυγή,
22/1/1985.
ΜΠΕΡΓΑ∆ΗΣ ( άγνωστο µικρό όνοµα , 1519 ) Απόκοπος,
εξεδόθη από τον ΑΛΕΞΙΟΥ Στυλιανό, µε τίτλο ΜΠΕΡΓΑ∆ΗΣ,
Απόκοπος. Η Παστορέλα, Αθήνα, εκδ. Ερµής, 1971
Βλέπε επίσης TONNET Henri, 1995, Ιστορία της νέας
ελληνικής γλώσσας, Αθήνα, εκδ. Παπαδήµα, σσ. 102-110.
MUREY Philippe (1994) “La littιrature ΰ dormir debout”,
στο Atelier du roman, Paris, no 3, novembre 94, σσ. 5-
24.
NADEAU Maurice (1963) Le roman franηais depuis la
guerre, Παρίσι, εκδ. Gallimard.
ΝΕΛΛΑΣ Παναγιώτης (1983) “Ένας χριστιανός ορθόδοξος
απαντά στον Κωστή Μοσκώφ, έναν
κοµµουνιστή χριστιανό ”, Αθήνα, Αντί, 19/8/1983
ΝΙΚΟΛΑΪ∆ΗΣ Άρης (1982) “E.Γ.Ο ( Ελληνικός Γλωσσικός
Οµιλος) ”, Αθήνα, Αυγή 11/4/1982.

258
ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ Γιάννης (1979) “Κουλτουριάρης”,
Ελευθεροτυπία, 3/1/1979.
ΞΕΝΑΚΗΣ Τζαίησον (1976) Χίππυδες και κυνικοί,
Θεσσαλονίκη, εκδ. University Studio Press.
OLERON Pierre ( 1977) Le raisonnement, Παρίσι, PUF.
OuLiPo (Ouvroir de Littιrature Potentielle) (1988) Atlas
de littιrature potentielle, Paris, ιd. Gallimard, sιrie
Folio/ Essais. Textes de Raymon Queneau, Italo Calvino,
Jacques Bens, Jacques Rouboud, Harry Mathews et Paul
Braffort
ΠΑΝΟΥ Σταύρος (υπό τη διεύθυνση του) (1978) Για µία
παιδεία δηµοκρατική, συλλογή, Αθήνα, έκδοση Παπαζήσης.
ΠΑΠΑ∆ΟΠΟΥΛΟΣ Γεώργιος (1970), Το πιστεύω µας, έκδοση
Γενικής ∆ιευθύνσεως Τύπου, τόµος Ε΄ Αθήνα, Κεφάλαιο µε
τίτλο Εξαγγελία φιλελευθερων µέτρων, σελ. 28
ΠΑΠΑ∆ΟΠΟΥΛΟΣ Λευτέρης (1976) “Υπάρχουν αναρχικοί στην
Ελλάδα;”, Αθήνα, ΤΑ
ΝΕΑ 19.5.1976
ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ Κώστας (1981) Κείµενα σηµειολογίας ( συλλογή
), Αθήνα, έκδοση Νεφέλη.
ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ Γιάννης (1988) Φιλολογικά σαλόνια και
καφενεία της Αθήνας (1880-1930), Αθήνα, έκδ. Εστία.
ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ Ευάγγελος (1956) Αισθητική, Αθήνα, έκδοση
Ίκαρος.
(1954) Γνωσιολογία, Αθήνα, έκδ. Ικαρος.
ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ ∆ηµήτρης (1983) Το µοναστήρι νάν’ καλά,
Αθήνα, έκδοση Θεωρία.
(1992) Το άγριο όρος της ψυχής, Αθήνα, έκδοση Νέα
Σύνορα.
(1993) Εκ των υστέρων ( συλλογή ), Αθήνα, έκδοση Νέα
Σύνορα.
ΠΑΡΟΥΣΙΕΣ ( 1973) “ Το ίδρυµα Ford και οι υποτροφίες
του ”, Αθήνα, Παρουσίες, τεύχος
Φεβρουαρίου 1973. σσ.214, 225.
PASCAL Blaise Pensιes, Paris; ιd: PUF.
ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ Τίτος (1977) “Η αµφισβήτηση µας βρίσκει ακόµα
και αν δεν την αναζητούµε ”, Τα
Νέα, 26/5/1977.
PEIRCE Charles (1955) “Η λογική ως σηµειωτική: η θεωρία
των σηµείων”, απόσπασµα από τα φιλοσοφικά γραπτά του
Peirce, Ν.Υ. , εκδ. Dover publications, στο 1981 Κείµενα
σηµειολογίας, συλλογή µε επιµέλεια του Κώστα Παπαγιώργη,
Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, σσ. 173-204.
PIAGET Jean (1968) Le structuralisme, Παρίσι, Presses
Universitaires de France (P.U.F). Ελληνική έκδοση:
(1972) Στρουκτουραλισµός, Αθήνα, έκδ. Καστανιώτης.
ΠΗΛΙΧΟΣ Γιώργος (1975) “Οι εξουσίες είναι εχθρικές προς
την τέχνη ”, Αθήνα, Τα Νέα, 9 20/5/1975.
(1982) “ Το ελληνικό βιβλίο: Ποιες είναι οι αιτίες της
εκδοτικής έκρηξης ”, Τα Νέα 8/6/82.
ΠΛΑΤΩΝ Πολιτεία, Λονδίνο, εκδ. Oxonii ( Οξφόρδη )
1902

259
PLEKHANOV Georgy (1912) Art and Social Life, ed. at
1953, London, ed. Lawrence and Wishart.
Ελλ. έκδ. Αισθητική, Αθήνα, έκδ. Αναγνωστίδης (έτος
εκδόσεως δεν αναφέρεται)
ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ Γιώργος (1978) “∆ιανοούµενε, ποιος είσαι;”,
Τα Νέα 16.8.1978
Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισµό, Παρίσι,
εκδ. du Seuil. Ελληνική έκδοση:
(1977) “Αµφισβήτηση, αλλά ποια;”, Αθήνα, ΤΑ ΝΕΑ,
6/5/1977
Κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισµό, Αθήνα, έκδ.
Θεµέλιο.
ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ Μανώλης, 1983, “ Ο λόγος κατά τη δεύτερη
κοσµογονική εποχή ”, Αθήνα, KΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 20/10/1983.
PROPP Vladimir (1983) Les racines historiques du conte
merveilleux., Πρόλογος των Daniel Fabre και Jean-Claude
Schmitt, Παρίσι,εκδ. Gallimard. Ελληνική έκδοση: 1987 Η
µορφολογία του ρωσικού παραµυθιού. Αθήνα, έκδ.
Καρδαµίτσα.
RACIONERO Louis (1977) Filosofias del Underground,
editorial Anagrama. ελλ. έκδ. (1983) Οι φιλοσοφίες του
Underground, Αθήνα, έκδ. Οδυσσέας
RADCLIFFE-BROWN. J. (1968) Structures et fonctions dans
la sociιrι prirnirive, Παρίσι, Seuil.
RAPPOPORT Anatol (1977) “ Εχουν οι διανοούµενοι ταξικό
συµφέρον; ”, στο ∆ιανοούµενοι και πολιτική, Αθήνα, έκδ.
Μπουκουµάνης, σσ. 26-61
REICHERT John (1977) Making sense of literature,
Σικάγο, The University Chicago Press.
RICARDOU Jean (1960) “Un ordre dans la dιcadence ”,
στον SIMON Claude (1960) La route
des Flandres, Παρίσι, εκδ. du Minuit, σειρά 10/18,
σσ..271-302. 1971 “Esquisse d’ une thιorie des
gιnιrateurs ”, 142-150 στο Le roman contemporain: actes
du colloque de Strassbourg, Παρίσι, εκδ. Klincksieck,
σσ. 142-151
(1978) Nouveaux problθmes du roman, Παρίσι, Seuil.
RIESMAN David (1964) La foule solitaire, Παρίσι, εκδ.
Arthaud.
ROBINE Nicole (1970) “ La lecture ”, dans ESCARPIT
Robert ( υπό τη διεύθυνση του )
Le littιraire et le social, Παρίσι, εκδ. Flammarion, σσ.
220-244.
ΡΟ∆ΑΚΗΣ Περικλής (1975) Τάξεις και στρώµατα, Αθήνα, (
η έκδοση δεν αναφέρεται ).
RONY J.A. (1965) Η µαγεία, Αθήνα, έκδ. Ζαχαρόπουλος.
ΣΑΒΒΙ∆ΗΣ Γιώργος (1972) “Η αυτοκαλούµενη προοδευτική
τροµοκρατία”, Αθήνα, Τα Νέα, 16/12/1972.
ΣΑΚΑΛΑΚΗ Μαρία (1984) Κοινωνικές ιεραρχίες και συστήµατα
αξιών. Ιδεολογικές δοµές στο
νεοελληνικό µυθιστόρηµα 1900-1980, Αθήνα, έκδοση Κέδρος.
ΣΑΠΙΡ Ι., (1975) Μαρξισµός ή φροϋδισµός, Αθήνα, εκδ.
Νέος Κόσµος.

260
(1972) Το νέο µυθιστόρηµα, Θεσσαλονίκη, εκδ.
Κωνσταντινίδη.
SAPORTA Marc (1976) Histoire du roman amιricain, Παρίσι,
έκδοση Gallimard.
SAUNIER M. (1978) “Η αναβίωση του δηµοτικού τραγουδιού
στη σύγχρονη ποίηση ”, στο
Η διδασκαλία της σύγχρονης ποίησης στη Μέση Εκπαίδευση,
1978, Αθήνα, εκδ. Σχολείο Ζηρίδη.
SAUSSURE Ferdinand (1972) Cours de linguistique
gιnιrale, ιd. Payot. Ελληνική έκδοση: (1979), Μαθήµατα
γενικής γλωσσολογίας, Αθήνα, έκδ. Παπαζήσης.
SCHάCKING Y. (1931) Sociologie der literqrischen
Geschmqcksbildung, Leipsig, ed. Teubner. ελλ. έκδ. (1970)
Κοινωνιολογία του φιλολογικού γούστου, Αθήνα, έκδ.
Κόλβος.
ΣΑΧΙΝΗΣ Απόστολος (1965) Νέοι Έλληνες µυθιστοριογράφοι,
Αθήνα, εκδ. Εστία.
SCHMIDT A.-M (1960) La littιrature symboliste, Παρίσι,
PUF.
ΣΕΤΑΤΟΣ Μιχάλης (1976) “Η φαινοµενολογία της
καθαρεύουσας ”, Αθήνα, Λόγος και Πράξη, Ανοιιξη 1976.
SHAEFFER Jean-Marie (1993) “L'esthιtique kantienne et
son destin”, Paris, Magazine littιraire, avril 1993.
SHKLOVSKY Victor (1973) “Η ανάσταση της λέξης”, στη
συλλογή BANN Stephen και
BOWEL John ( εκδότες ) Formalism. A collection of
articles and texts in translation, Εδιµβούργο, εκδ.
Scottish Academic Press. Ελληνική έκδοση: 1979, “ Η
ανάσταση της λέξης ”, στο Για το φορµαλισµό, Αθήνα,
εκδ. Έρασµος, σσ.27-88.

SIMON Claude (1960) La route des Flandres, Παρίσι,


εκδ. du Minuit, σειρά 10/18, σσ..271-302. introduction
de Jean Ricardou
SIMON FRANηOIS (1969) “Les ιpoques littιraires et leurs
dominantes caractθrologiques ”, dans Actes du VIθme
sιminaire international de caractιrologie, Caractθres,
conduites et cultures, Lisbon, ιd. Association
Internationale de Caracterologie, pp.291-319.
ΣΚΑΡΟΣ Ζήσης (1979) “Ο ενεργός χαρακτήρας της τέχνης”,
Αθήνα, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 21.10.1979
SONTAG Susan (1975) “Η αισθητική της σιωπής”, Αθήνα,
Σπείρα, τεύχος 2, Ιούνιος 1975, σσ.
125-155.
SOUROVSTEV Y. (υπό τη διεύθυνση του) (1975) “Σοσιαλισµός
και κουλτούρα: πέντε δοκίµια” Αθήνα, έκδ. Πλανήτης.
SPILLNER Bernd (1982) Methoden der
stilanalyse.Linguistik und Literaturwissenschaft, Αθήνα,
εκτύπωση Φιλοσοφική Σχολή Αθήνας.
ΣΠΟΥΡ∆ΑΛΑΚΗΣ Μιχάλης (1988) ΠΑΣΟΚ, δοµή, εσωκοµµατικές
κρίσεις και συγκέντρωση εξουσίας, Αθήνα, έκδ. Εξάντας.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ Κώστας (1977) “Οι νέοι έχουν το δικαίωµα και
την υποχρέωση της αµφισβήτησης” Τα Νέα 28/3/ 1977.

261
(1977) “ Το συµπόσιο Σοσιαλισµός και κουλτούρα ”, Τα
Νέα 9/5/1977.
“ Τα βιβλία στην Ελλάδα ”, Τα Νέα 1/2/1982.
STANZEL F.K (1982) “ Les composantes des situations
narratives typiques: personnage, perspective, mode ”,
extrait du livre Theorie des Erzδhlens, Vandenhoeck und
Ruprecht, Gτttigen,
ελλ. έκδ. (1991) “ Οι συνιστώσες των αφηγηµατικών
καταστάσεων: πρόσωπο, προοπτική, τρόπος ” στο Θεωρία της
Αφήγησης, συλλογή, Αθήνα, έκδ. Εξάντας, σσ. 70-95.
ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ Ιωάννης (1958) Μελέτες και άρθρα, Αθήνα,
εκδόσεις του Αιγαίου.
ΣΦΥΡΙ∆ΗΣ Περικλής (1997) “Ο κύκλος της ∆ΙΑΓΩΝΙΟΥ”,
Αθήνα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2,2,1997.
Tel Quel (1968) Thιorie d’ensemble(collection ), Paris,
ιd. du Seuil.
ΤΑ ΝΕΑ (1977) “Συµπόσιο ‘Σοσιαλισµός και πολιτισµός’,
Αθήνα, Τα Νέα, 16.8.1977
ΤΕΡΛΕΞΗΣ Πανταζής (1971) “ Η δοµική-λειτουργική µέθοδος
ανάλυσης των κοινωνικών και πολιτικών φαινοµένων ”,
Αθήνα, εκδ. ΕΚΚΕ στο Περιοδικό κοινωνικών ερευνών,
Αθήνα, τεύχος 13, Ιούλιος-Σεπτέµβριος 1971.
(1975) Πολιτικοί προσανατολισµοί και κοινωνική
αλλαγή, Αθήνα, εκδ. ΕΚΚΕ.
ΤΖΟΛ Τζαίηµς (1975) Οι αναρχικοί, Αθήνα, έκδ. Επίκουρος
TODOROV Tzvetan (1971) Poιtique de la prose, Παρίσι,
έκδ. du Seuil.
TOFFLER Alvin (1964) The culture consumers, St.Martin’s
press.
TONNET Henri (1993) Histoire du grec moderne. La
formation d’une langue, Παρίσι,
εκδ. L’ASIATEQUE.
1995, Ιστορία της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα, εκδ.
Παπαδήµα.
TOURAINE Alain (1976) Les sociιtιs dιpendantes, Παρίσι,
εκδ. J.Duculot.
ΤΟΥΡΚΟΒΑΣΙΛΗΣ Γιώργος (1984) Τα ροκ ηµερολόγια, Αθήνα,
έκδ. Οδυσσέας.
ΤΡΟΤΣΚΙ Λέων (1982) Λογοτεχνία και επανάσταση, Αθήνα,
έκδ. Θεωρία.
ΤΣΑΚΩΝΑΣ ∆ηµήτριος (1971) Προβλήµατα του νέου
ελληνισµού, Αθήνα.
ΤΣΑΟΥΣΗΣ ∆.Γ. (1985) Η κοινωνία του ανθρώπου, Αθήνα,
έκδ. Γκούτεµπεργκ.
ΤΣΟΥΓΙΟΠΟΥΛΟΣ Γιώργος (1981) Το ελληνικό αστικό κέντρο,
Αθήνα, έκδοση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών.
TROTSKI Leon (1982) Λογοτεχνία και Επανάσταση,, Αθήνα,
ελληνική έκδοση Θεωρία.
ΤΣΑΤΣΟΣ ∆ηµήτρης (1977) “Αµφισβητώ την πολιτεία”, Τα
Νέα, 4/5/1977.
ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ Κώστας (1977) “ Αµφισβήτηση και κρίση του
πολιτισµού ”, Τα Νέα, 16/5/1977.
ΤΩΜΑ∆ΑΚΗΣ Νικόλαος (1943) Ο Σολωµός και οι Αρχαίοι,
Αθήνα.

262
VEZIN Franηois (1982) Proust et les philosophes, στο
∆ιαβάζω, τεύχος αφιερωµένο στο
Marcel Proust, Αθήνα, ∆ιαβάζω, τεύχος 52, Απρίλιος,
1982, σσ. 64-68.
VINCENT Bernard (1988) Οι περιθωριακοί και οι
αποκλεισµένοι στην ιστορία, Αθήνα, Ροές.
VITTI Mario (1974) Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής
ηθογραφίας, Αθήνα, έκδοση Κείµενα.
1989 Histoire de la littιrature grecque moderne,
Παρίσι, εκδ. Hatier.
ΦΑΣΣΗΣ Γιάννης (1979) ”∆υσπιστείτε στα λογοτεχνικό
ψώνιο”, ΑΥΓΗ, 22/1/1979.
ΦΙΛΙΑΣ Βασίλης (1974) Κοινωνία και εξουσία στην
Ελλάδα. Νόθα αστικοποίηση
(1976) ∆οκίµια, Αθήνα, έκδ. Παπαζήσης
(1985) Η κοινωνιολογία της καθηµερινής ζωής”, Αθήνα,
περιοδικό ∆ΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 119, 25 Μάη
(1986) Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις , Αθήνα, εκδ.
Σύγχρονη Εποχή.
ΦΡΑΓΚΟΥ∆ΑΚΗ Άννα (1978) Τα αναγνωστικά του δηµοτικού
σχολείου: ιδεολογικός εξαναγκασµός και παοδαγωγική βία,
Αθήνα, εκδ. Θεµέλιο.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ (1992) Νεοελληνικός λόγος,
µελέτες για τη λογοτεχνία και το ύφος, 1992, Αθήνα, εκδ.
Νεφέλη.
ΧΑΤΖΙΝΗΣ Γιάννης (1972) “Το λογοτεχνικό πάθος”, Αθήνα,
στο Νέα Εστία, τεύχος 92, σσ.1745-1750.
ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ Λεωνίδας (1982) “Εκδότες οι υπάλληλοι των
υπερδοµών”, στο Ιδεοδρόµιο, τεύχος 10, Ιούνης 1982
(1982) “Ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου κσι ο εκδότης που
τον καθιέρωσε”, στο Ιδεοδρόµιο, τεύχος 10, Ιούνιος
1982, σ. 8
ΨΥΧΑΡΗΣ Σταύρος (1976) Οι 70 κρίσιµες µέρες, Αθήνα,
εκδ. Παπαζήσης.
WAGNER Guilelmus (1874) Carmina Graeca Medii Aevi,
Leipsig, εκδ. Teubner.
WALLACE Martin (1991) “Αφηγηµατική δοµή: µια σύγκρουση
µεθόδων ” στο Θεωρία της Αφήγησης, συλλογή, Αθήνα, έκδ.
Εξάντας, σσ. 11-47.
WARREN Neil and JAHODA Marie (1979) Attitudes ( συλλογή
), έκδοση Penguin Books.
WEBER Max (1905) “ Die protestantische Ethik und der
Geist der Kapitalismus, στο Archiv fόr
Sozialwissenschaft und Sozialpolitik, Ελληνική έκδοση:
(1978) H ηθική του προτεσταντισµού και το πνεύµα του
καπιταλισµού. Αθήνα, έκδ. Κόλβος.
(1972) ∆οκίµια επί της θεωρίας των κοινωνικών επιστηµών,
µετάφρ. Α.Γρηγορογιάννης, Αθήνα, έκδ. ΕΚΚΕ
WELLEK Renι et WARREN Austin (1948) Theory of
Literature, New York, εκδ. Harcourt, Brace & World.
Ελληνική έκδοση: (1965) Θεωρία της λογοτεχνίας, Αθήνα,
έκδ. ∆ίφρος.

263
WIDDOWSON, H. G. (1975) Stylistics and the Teaching of
Literature, Λονδίνο, εκδ. Longman.
WILLIAMS Roy 1963 Culture and society, Pelican Books
WILSON Deirdre et SPERBER Don (1992) “ Similaritιs et
communications ”, στο Introduction aux sciences
cognitives, υπό τη διεύθυνση του Daniel Andler, Παρίσι,
Gallimard, σσ. 219-239.
WOLLEN Peter (1969) Signs and Meaning in the Cinema, η
χρονολογία της έκδοσης δεν
αναφέρεται. Ελληνική έκδοση: 1971 Σηµειολογία του
κινηµατογράφου, Αθήνα, έκδ. Κάλβος.
WORSLEY Peter (1979) Modern Sociology, Ν.Υ., Penguin
Books.
ZELLER Eduard et NESTLE Wilhelm (1883) Histoire de la
philosophie hellιnique, έκδοση του Πανεπιστηµίου
Θεσσαλονίκης. Ελληνική έκδοση 1943 Ιστορία της ελληνικής
φιλοσοφίας, Θεσσαλονίκη; έκδ. Πανεπιστηµίου
Θεσσαλονίκης
ZERAFFA Michel (1971) Roman et sociιtι, Paris, PUF.
ZIMA Pierre (1978) Pour une sociologie du texte
littιraire, Paris, Union Gιnιrale d”Editions:

ΤΥΠΟΣ, ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΚΡΙΤΙΚΗ

ΑΥΓΗ ( 1981) “∆ιακήρυξη καλλιτεχνών που υποστηρίζουν


το ΚΚΕ(εσ.), Αθήνα, 16/10/1981
ΑΥΓΗ ( 1981), “Φασαρίες στην ΕΕΛ, 1/3/1981
ΑΥΓΗ (1985) “Εκατοντάδες καλλιτέχνες εκφράζονται υπέρ
του ΚΚΕ (εσ.), 24/5/1985
ΑΥΡΙΑΝΗ (1985) “173 καλλιτέχνες ψηφίζουν υπέρ του
ΠΑΣΟΚ, 24/5/85
∆ΕΝΤΡΟ (1994) “Οψεις του ελληνικού βίου “,Αθήνα, Ιούλης
1994.
∆ΙΑΛΙΜΑ (1974 ), “ Οι εκδότες της Αθήνας απαντούν σε
ερωτήµατα”, Αθήνα, Μάης 1974.
∆ΙΑΒΑΖΩ (1982) “Το βιβλίο και µεις”, Αθήνα, Ιανουάριος
1982.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ (1985) “Οι καλλιτέχνες χαιρετίζουν τη
µεγάλη συγκέντρωση”, Αθήνα, 7/4/1985.
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ (1960) “Τα λογοτεχνικά βραβεία”,
Αθήνα, Μάρτης 1960.
Ι∆ΕΟ∆ΡΟΜΙΟ (1982) “Ελληνική βιβλιογραφία για το Νταντά
και το Σουρρεαλισµό µετά το 1964”, Αθήνα, τεύχος 10,
Ιούνης 1982, σελ. 20. Καταγράφονται πάνω από εξήντα
βιβλία, που εκδόθηκαν στην Ελλάδα.
ΤΑ ΝΕΑ (1982) “Ερευνα για το ελληνικό βιβλίο”, Αθήνα,
9/6/82
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ (1963) “Τα βραβεία των ∆ώδεκα”, Αθήνα, Μάης
1963.
ΠΑΝΤΕΡΜΑ ( 1979) “Το λογοτεχνικό κοινό”, Αθήνα,, τεύχος
11.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (1978) “ Οι προσωπικότητες προτείνουν
βιβλία”, Αθήνα, 17/12/1978.

264
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (1981) “Οι καλλιτέχνες που ψηφίζουν το
ΚΚΕ”, Αθήνα, 27/9/1981.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ (1973) “Συζήτηση για το µυθιστόρηµα των
αντιστασιακών µυθιστοριογράφων καί κριτικών (Αλέξανδρος
Αργυρίου, Κώστας Κουλουφάχος, Σπύρος Πλασκοβίτης,
Στρατής Τσίρκας και Αλέξανδρος Κοτζιάς), τεύχος 4
Ιούνιος 1973, σ. 172-173
ΤΟ ΒΗΜΑ (1975) “Τα βιβλία που διάβασαν οι επώνυµοι”,
Αθήνα, 1/12/1975
ΤΟ ΒΗΜΑ (I976) “Βιβλία προτεινόµενα από
προσωπικότητες” , Αθήνα, 19/12/1976
ΤΟ ΒΗΜΑ (1976) “Το µέλλον του ελληνικού βιβλίου:
Ελληνες εκδότες µιλούν για το µέλλον του ελληνικού
βιβλίου”, Αθήνα, 23/12/1976
ΤΟ ΒΗΜΑ (1978), “Βιβλία προτείνουν προσωπικότητες”,
Αθήνα, 17/12/1978

VITTI Mario, 1989, Histoire de la littιrature grecque


moderne, Paris, ιd. Hatier.
Αθήνα, εκδ. Καστανιώτης
ΓΚΙΜΟΣΟΎΛΗΣ Κώστας, 1990, “Ο λόγος δε χάθηκε”, Αθήνα,
∆ένδρο, αρ. 50/51, Γενάρης-Μάρτης 1990, σελ. 138.
∆ΑΒΒΕΤΑΣ Γιώργος (1990) “Η απατηλή λογοτεχνία της
δεκαετίας του 80”, Αθήνα, ∆ένδρο, αρ. 50/51, Γενάρης-
Μάρτης 1990, σελ. 154.
∆ΕΝ∆ΡΟ, 1990, “Το ∆ένδρο ερωτά”, Αθήνα, ∆ΕΝ∆ΡΟ, τεύχ.
50/51 επαναπροσδιορισµών ”, Αθήνα, ∆ΕΝ∆ΡΟ, τεύχος
50/51, Γενάρης-Μάρτης 1990, σσ.147-149.
ΖΗΡΑΣ Αλέξης, 1977, “Σχόλιο για τον Τόλη Καζαντζή ”,
Αθήνα, Χρονικό της Ωρας, τεύχος του 1977.
ΖΗΡΑΣ Αλέξης, 1978, “Σχόλιο για την Αλεξάνδρα
∆εληγιώργη”, Θεσσαλονίκη, ΤΡΑΜ, τεύχος 8.
ΖΗΡΑΣ Αλέξης, 1979, “Μια θεώρηση της νεας ελληνικής
κοινωνίας και της λογοτεχνίας”, Αθήνα, ∆ΟΜΗ, τεύχος 17,
Φεβρ. 1979, σσ.48-52.
ΖΗΡΑΣ Αλέξης, 1980, “Προβλήµατα ύφους στη µοντέρνα
πεζογραφία”, ΑΝΤΙ, τεύχος 159, της 29-8-1980.
ΖΗΡΑΣ Αλέξης, 1981, “Σχόλιο για το Σάκη Παπαδηµητρίου”,
Αθήνα, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 3/12/1981.
ΘΑΛΆΣΣΗ Αλεξάνδρα 1990 Η απειλή κατά του ελληνισµού
ως παράγοντας για τη διαµόρφωση του ιδεώδους νέου στο
µυθιστόρηµα της γενιάς του 1930”, Αθήνα, ∆ιαβάζω, αρ.
232, Φεβρ. 1990
ΘΑΛΑΣΣΗΣ Γιώργος (1990) “Νέα πεζογραφία και ανανέωση”,
στο ∆ιαβάζω, αρ. 232, Φεβρ. 1990
(1990) “Νέα πεζογραφία και ανανέωση”, Αθήνα, ∆ιαβάζω,
αρ. 232, Φεβρ. 1990
ΚΑΡΑΤΖΑΣ Νίκος (συλλογή), 1980, Πεζογράφοι της
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, έκδ. δε σηµειώνεται.
ΚΑΡΥΠΙ∆ΗΣ Γιώργος, 1990, “Η απεχθής εικόνα”, Αθήνα,
∆ένδρο, αρ. 50/51, Γενάρης-Μάρτης 1990, σελ. 140.
ΚΑΣΣΟΣ Βαγγέλης, 1989, Ασφυξία του βλέµµατος, Αθήνα, Νέα
Σύνορα

265
ΚΕΦΑΛΑΣ Ηλίας, 1990, “Το ιδιωτικό όραµα”, Αθήνα, ∆ένδρο,
αρ. 50/51, Γενάρης-Μάρτης 1990, σελ.135.
Κούρτοβικ ∆ηµοσθένης:, 1990, “Οι νέοι λογοτέχνες και η
νέα πέζογραφία”, Αθήνα, στο ∆ιαβάζω, αρ. 232, Φεβρ. 1990
ΜΕΡΑΚΛΗΣ Μιχάλης, 1986, Προσεγγίσεις στη σύγχρονη
πεζογραφία,
ΜΕΡΑΚΛΗΣ Μιχάλης, 1987, Η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία,
Αθήνα, εκδ. Καστανιώτης
Μερακλής: Μιχάλης, 1990, Οι νέοι στη λογοτεχνία της
Αντίστασης, Αθήνα, στο ∆ιαβάζω, αρ. 232, Φεβρ. 1990
ΜΗΤΡΑΣ Μιχάλης, 1978, “Σχόλιο για τον Αντώνη Σουρούνη”,
Αθήνα, ∆ΙΑΒΑΖΩ, τεύχος 11.
Μπασκόζος Γιάννης, 1990, “Τρεις γενιές νεολαίας µέσα στη
λογοτεχνία”, Αθήνα, στο ∆ιαβάζω, αρ. 232, Φεβρ. 1990
ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ Νίκος (1990) “ ∆εν υπήρξαν κατά τη δεκαετία
1980-1990 αριστουργήµατα”, Αθήνα, ∆ένδρο, αρ. 50/51,
Γενάρης-Μάρτης 1990, σσ. 145-146.
ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ Παντελής (1990) “Η απαρέµφατη γλώσσα”, Αθήνα,
∆ένδρο, αρ. 50/51, Γενάρης-Μάρτης 1990, σσ. 156.
ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Κώστας, 1990, “ 1980-90: Μια δεκαετία
συνεχών
ΡΟΖΑΝΗΣ Στέφανος, 1990, “ Η άρνηση του πνεύµατος της
επιφυλλίδας ”, Αθήνα, ∆ΕΝ∆ΡΟ τεύχος 50/51, Γενάρης-
Μάρτης 1990, σσ.142-144.
ΣΤΡΙΓΓΑΡΗ Ελενα (1974) “Ανοιχτή επιστολή στους:
Αργυρίου, Ζάννα, Αλ. Κοτζιά, Σινόπουλο και CIA. Ανάτυπο
από τα Τετράµηνα, τεύχος 2, σελ.181-190, Αµφισσα, 1974.
ΤΣΑΚΝΙΑΣ Σπύρος, 1994, “ Το µυθιστόρηµα µετά τη
δικτατορία στην Ελλάδα ”, Αθήνα, ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ ,
τεύχος 71.
ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Βαγγέλης (1990) “Εικόνες του πρόσφατου
παρελθόντος”, Αθήνα, ∆ένδρο, αρ. 50/51, Γενάρης-Μάρτης
1990, σσ, 132-134.
ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ Λεωνίδας, σχόλια σκόρπια στα περιοδικά που
εξέδωσε κατά καιρούς: ΚΟΥΡΟΣ, ∆ΙΑΒΑΣΕ ΓΙΑ ΝΑ
∆ΙΑΒΑΣΕΙΣ, ΠΑΝΤΕΡΜΑ, Ι∆ΕΟ∆ΡΟΜΙΟ, ∆ΙΑΛΙΜΑ (∆ιατηρήσαµε
την ορθογραφία του πρωτοτύπου). Ο Χρηστάκης διαδίδει όλα
τα µοντέρνα ρεύµατα, από το αντεργκράουντ µέχρι το
ντανταϊσµό.

266
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
1. 1. ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗ 2
1.1 1.1 ΤΟ CORPUS ΤΩΝ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ (1970-
1993) ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΟΤΙΚΟ ∆ΕΙΓΜΑ 7
2. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΡΗΞΗΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 1970
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 10
ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ 1977-1982 12
3. ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΤΖΗ∆ΑΚΗ, «ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΗΝ ΤΟ ΒΡΑ∆Υ» 12
Έτσι, υποχρεώνει τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει το
κείµενο µε κάποιον άλλον τρόπο και ν’ανακαλύψει ένα
διαφορετικό νόηµα. 14
3.1 ΝΑΝΑ ΗΣΑΪΑ 14
1.2 Ο ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΣ ΦΟΡΜΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ 23
1.3 3.3.4 Ο ΝΕΟ-ΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΡΟΥΝΗ 28
Η µαύρη τρύπα στο τέλος της ζωής 31
1.4 ΕΝΑΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΕΝΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΜΑΡΩΣ
∆ΟΥΚΑ 36
1.5 Ο ΕΙΡΩΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΑΣΟΥ ΒΑΓΕΝΑ 48
Η ∆ΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ 1982-1993 51
1.6 Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΡΣΗΣ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
51
1.7 ΑΠΟ-ΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ∆ΗΜΗΤΡΗ
∆ΕΛΗΟΛΑΝΗ 54
1.8 ΜΑΓΙΚΟΣ ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ∆ΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ 60
1.9 Ο ΝΕΟ-ΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗ 70
1.10 Ο ΝΕΟ-ΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ 73
1.11 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 78
4. ΓΕΝΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ 81
4.1 4.1 ΤΑ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ∆ΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ
ΝΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΟΥΝ ΠΑΡΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΙΝΟ
ΣΤΡΕΒΛΟ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ 81
1.2 4.2 ΤΟ ΝΕΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΗ ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΩΣ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΜΙΑΣ ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ 82
1.3 4.3 Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΤΡΕΒΛΟΥ
ΛΟΓΟΥ ΩΣ Η ΒΑΘΙΑ ∆ΟΜΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ 83
1.4 4.4 Ο ΣΤΡΕΒΛΟΣ ΚΟΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ ΩΣ Ο ΕΤΕΡΟΣ ΠΟΛΟΣ ΤΗΣ
∆ΟΜΗΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 86
1.1 Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΑ
ΣΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ 88
Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΩΣ ΜΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΤΩΝ
ΑΠΟΨΕΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΑΞΙΕΣ 88
1.2 Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΩΣ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΟΤΙ Η ΓΛΩΣΣΑ
ΕΙΝΑΙ Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΣΤΑ ΜΟΝΤΕΡΝΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 90
4.5.3 Η ∆ΙΑ∆ΡΑΣΤΙΚΉ ΟΠΤΙΚΗ ΩΣ ΜΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ
ΤΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΡΧΕΣ ΑΞΙΕΣ
118
4.5.4 Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΖΗΤΗΜΑ ΜΟΡΦΗΣ ΣΤΟΥΣ ΦΟΡΜΑΛΙΣΤΕΣ
119
4.5.5 Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΤΕΣ
122

267
4.5.6 Η ΚΑΜΠΥΛΗ ΤΟΥ ZIPF ΩΣ ΜΕΣΟ ΕΞΗΓΗΣΗΣ ΤΟΣΟ ΤΗΣ
ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ, ΟΣΟ ΚΑΙ ΤΗΣ
ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ 126
1.3 Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑ∆ΕΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ
ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ 128
1.4 ΠΡΟΣ∆ΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΠΤΙΚΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ
ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙ∆ΙΟΥ 134
1.5 Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚ∆ΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΩΣ
ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ 144
1.6 4.9 Ο ΧΡΟΝΟΣ-ΧΑΟΣ ΣΤΗ ΧΑΤΖΗ∆ΑΚΗ 146
1.7 4.10 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΑ
ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 149
1.8 Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΩΣ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ
ΕΛΕΓΧΟΥ 151
4.11.1 Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ
ΚΑΡ∆ΙΑ ΤΩΝ ΜΟΝΤΕΡΝΩΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΩΝ 158
1.9 Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΩΣ ΟΡΓΑΝΟ ΞΕΜΑΣΚΑΡΕΜΑΤΟΣ ΤΗΣ
ΜΥΘΙΚΑ ΑΛΛΟΙΩΜΕΝΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ 158
4.12.1 Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ 159
1.10 4.13 Η ∆ΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 170
1.11 4.14 ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΤΩΝ
ΚΑΝΟΝΩΝ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 172
1.12 Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΚ∆ΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΩΣ
ΑΝΑΝΕΩΜΕΝΟ ΛΗΣΤΡΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ (1982-1993) 174
4.15.1 Η ΘΕΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ Ο∆ΥΝΗΡΩΝ ΒΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΑ
ΝΕΟΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΤΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ 180
4.15.2 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΒΙΩΜΕΝΗ ΟΠΤΙΚΗ
ΓΩΝΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΞΠΡΕΣΣΙΟΝΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ 182
5. 5. ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΣΧΕΤΙΚΗΣ Ι∆ΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 182
5.1 5.1 ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΟΡΑ Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΠΕ∆ΙΟΥ
Ο∆ΗΓΗΣΕ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ Ι∆ΙΟΥ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ
ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΗΣ, ΤΟΥ Ι∆ΙΟΥ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΣΚΕΨΗΣ ΤΗΣ
182
1.2 5.2 ΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΠΟΥ ∆Ε ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ 186
1.3 5.3 ΚΡΙΣΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ 187
5.3.1 ΟΙ ΜΟΡΦΕΣ ΑΠΟΡΡΙΨΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ
ΣΗΜΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΠΟΥ ΤΗΝ ΠΡΟΥΠΟΘΕΤΕΙ 188
1.4 5.4 Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ
ΑΠΟΥΣΙΑΖΕ ΑΠΟ ΤΟ ΡΕΑΛΙΣΜΟ 199
1.5 5.5 ΠΑΡΩ∆ΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΏΝ ΕΜΒΛΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΘΙΚΏΝ
ΑΞΙΏΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 200
1.6 5.6 Ο “∆ΙΠΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ” Ή ΤΟ ΧΑΟΣ ΣΤΟ ΤΕΡΜΑ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 203
1.7 5.7 ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΜΕ ΤΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ 206
5.7.1 ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ 206
5.7.2 ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΟΥΣ 208
5.7.3 ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΠΕ∆ΙΟΥ
213
1.8 Η ΟΠΤΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗΣ ΩΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟ∆ΟΜΙΚΟ ΓΝΩΡΙΣΜΑ
216

268
5.8.1 Κριτική της φαινοµενολογικής κριτικής Σφάλµα!
∆εν έχει οριστεί σελιδοδείκτης.
5.8.2 Κριτική της φορµαλιστικής και δοµιστικής κριτικής
Σφάλµα! ∆εν έχει οριστεί σελιδοδείκτης.
5.8.3 Κριτική της κατανοητικής κριτικής Σφάλµα! ∆εν
έχει οριστεί σελιδοδείκτης.
5.8.4 Κριτική των θεωριών της λογοτεχνίας. Σφάλµα!
∆εν έχει οριστεί σελιδοδείκτης.
6. 6. ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΤΩΝ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ∆ΕΙΓΜΑΤΟΣ ΠΑΝΩ
ΣΤΟ ΑΡΧΙΚΟ CORPUS ΤΩΝ ΟΓ∆ΟΝΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΟΥ
ΑΝΑΝΕΩΣΑΝ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Σφάλµα! ∆εν
έχει οριστεί σελιδοδείκτης.
7. 7. ΤΕΛΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Σφάλµα! ∆εν έχει οριστεί
σελιδοδείκτης.
8. 8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 246

269

You might also like