Professional Documents
Culture Documents
Θωμάς Ακινάτης (Tommaso d' Aquino), φιλόσοφος και θεολόγος, μέλος του
Τάγματος των Δομινικανών Μοναχών, θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της
σχολαστικής φιλοσοφίας κατά τον Μεσαίωνα, προάγγελος ενός αναγεννησιακού
πνεύματος.
Η φιλοσοφική του σκέψη άσκησε τεράστια επιρροή και στη μετέπειτα χριστιανική
θεολογία, ειδικά της Καθολικής Εκκλησίας, διευρύνοντας τη δυτική φιλοσοφική
σκέψη[5]. «Αγγελικός Διδάσκαλος» (Doctor Angelicus), «Οικουμενικός Διδάσκαλος»
(Doctor Universalis), «Διδάσκαλος της Εκκλησίας» (Doctor of the Church) είναι τίτλοι
που η Καθολική Εκκλησία τιμητικά του αποδίδει.
Στην επιστημονική προσέγγιση και τη μεταφυσική, καθώς και στη σχέση φιλοσοφίας,
θεολογίας και φυσικών επιστημών, ο Ακινάτης ήταν βαθειά επηρεασμένος από τον
δάσκαλό του Αλβέρτο τον Μέγα (Albertus Magnus)[7]. Επωφελούμενος δε από τις
αριστοτελικές διδασκαλίες των Αράβων, συνέλαβε την ιδέα της συστηματικής
οργάνωσης της γνώσης σε συμφωνία με τη δομή του Όντος -από τη γνώση του Θεού
μέχρι τη γνώση της πολιτικής τάξης[8].
Είναι γεγονός ότι ανέπτυξε ένα θεολογικο-φιλοσοφικό σύστημα ιδεών εκ των πλέον
σημαντικών, επίσημα αναγνωρισμένο από τον Καθολικό αλλά και τον ευρύτερο
κόσμο, μέχρι σήμερα. Εντρύφησε στις διδασκαλίες της εποχής του και τις
επεξεργάστηκε, θέτοντας ως στόχο την ανάδειξη της ενότητας ανάμεσα στη φύση
και το πνεύμα, στη λογική και την πίστη[9].
Ο Ακινάτης γεννήθηκε το 1224 (ή το 1225), στο Ακουίνο, εξού και το όνομά του,
βόρεια της Νάπολης, από αριστοκρατική οικογένεια. Έκανε τις πρώτες σπουδές του
στο αβαείο των Βενεδικτίνων Μοναχών του Μόντε Κασσίνο. Έπειτα ακολούθησε το
πανεπιστήμιο της Νάπολης, ένα από τα ελάχιστα νέα πανεπιστήμια της Ευρώπης,
που δινόταν έμφαση στη φυσική φιλοσοφία και τη μελέτη των έργων του
Αριστοτέλη. Στη Νάπολη, ήλθε σε επαφή και με το Τάγμα των Δομινικανών
Μοναχών, στο οποίο εντάχθηκε το 1244, για να υπηρετήσει με αφοσίωση ολόκληρη
τη ζωή του, ως απλό μέλος, χωρίς να δεχθεί τις ανώτερες θέσεις που κατά καιρούς
του είχαν προταθεί.
Το 1245 πήγε στο Παρίσι, στο μοναστήρι του Αγίου Ιακώβου (Saint-Jacques), το
μεγάλο πανεπιστημιακό κέντρο των Δομινικανών, όπου συνέχισε τις σπουδές του
υπό την εποπτεία του Μεγάλου Αλβέρτου, τον οποίο συνόδευσε αργότερα (1248)
στην Κολωνία, προσφέροντας τη βοήθειά του στη νέα σχολή των Δομινικανών.
Αργότερα, το 1252, επέστρεψε στο πανεπιστήμιο των Παρισίων για να
προετοιμαστεί για το διδακτορικό του στη θεολογία, που έλαβε το 1256. Έκτοτε η
ζωή του αφιερώθηκε σε διδακτικά καθήκοντα[10].
Το 1567, ο Πάπας Πίος Β ανακήρυξε τον Άγιο Θωμά Ακινάτη «Διδάσκαλο της
Εκκλησίας» και καθιέρωσε τον εορτασμό του μαζί με τους τέσσερις μεγάλους
Λατίνους πατέρες: Αμβρόσιο, Αυγουστίνο Ίππωνος, Ιερώνυμο και Γρηγόριο[13].
Πρόκειται για τίτλο που αποδίδεται από την Καθολική Εκκλησία σε αγίους, που
αναγνωρίζονται για την ιδιαίτερη συμβολή τους στη θεολογία ή το δόγμα, μέσω της
έρευνας, της μελέτης ή της γραφής τους[14]. Έξι αιώνες μετά τον θάνατό του, το
1879, με την περίφημη εγκύκλιο «Aeterni Patris» του πάπα Λέντος ΙΓ' και λίγο
αργότερα, με ανάλογα κείμενα, του πάπα Πίου Γ, το 1914, η Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία ανήγαγε τη διδασκαλία του Θωμά σε επίσημη χριστιανική διδασκαλία.
Το Έργο του
Υπήρξε ένας από τους παραγωγικότερους συγγραφείς του μεσαίωνα και της
ιστορίας του πνεύματος εν γένει, ένα πνεύμα ισχυρό με πρωτότυπο στοχασμό[17].Το
φιλοσοφικό-θεολογικό έργο του είναι ογκώδες και περιλαμβάνει πολυάριθμα
συγγράμματα, που χαρακτηρίζονται από ακρίβεια μεθόδου, σαφήνεια και
οξύνοια[18].
Τα θέματα που ο Ακινάτης διερευνά αφορούν, για παράδειγμα, στον Θεό, την Αγία
Τριάδα, τη σάρκωση και τη μέλλουσα ανάσταση, τους αγγέλους και την ανθρώπινη
ψυχή, τα μυστήρια της εκκλησίας και τον μοναστικό βίο. Μελετά διεξοδικά ζητήματα
που αφορούν στην αλήθεια και τη γνώση της, τον προορισμό του ανθρώπου, τις
αρετές και τη θεία χάρη, τον λόγο και την πίστη, την ουσία, την ύπαρξη και τα
συμβεβηκότα, την ύλη και τη μορφή, τη συνείδηση και το αυτεξούσιο, τη νόηση και
το συναίσθημα, τις εκστάσεις και την προφητεία, αλλά και τις φυσικές επιστήμες, τα
μαθηματικά, τη μεταφυσική, την παιδαγωγική και πολλά άλλα[19].
Ένα από τα μείζονα θέματα της φιλοσοφίας του Ακινάτη υπήρξε η διάκριση ανάμεσα
στη βαθύτερη ουσία και την ύπαρξη των όντων. Πίστευε πως ένα ον μπορεί να
υφίσταται ως ουσία και μόνο, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει ως εκδήλωση. Μπορεί,
κάλλιστα, να μιλάει κανείς για την ουσία ενός ανύπαρκτου ανθρώπου ή ενός
ανύπαρκτου βράχου, πώς, δηλαδή, θα έπρεπε ή θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος
αυτός ή ο βράχος αυτός, αν πράγματι υπήρχαν[20]. Με άλλα λόγια, η ουσία μπορεί
να αναχθεί στη δυνατότητα για ύπαρξη και η ύπαρξη στην πραγμάτωση αυτής της
δυνατότητας, όπως ακριβώς η διάκριση μεταξύ δύναμης και ενέργειας[21]. Ταύτιση
μεταξύ ουσίας και ύπαρξης υφίσταται μόνο στην περίπτωση του Θεού, που η ουσία
Του είναι η ύπαρξή Του και δεν μπορεί να επέλθει κανένας διαχωρισμός ανάμεσά
τους[22].
Πολλές, ωστόσο, από τις βασικές έννοιες της μεταφυσικής του Ακινάτη δεν
αποτελούν επινόηση του ίδιου, αλλά προέρχονται από μία μακρά παράδοση, που
ανάγεται στον Αριστοτέλη και φτάνει ως τους δασκάλους των σχολών και των
πανεπιστημίων του μεσαίωνα. Αποτελούν, θα λέγαμε, κοινό κληροδότημα του
Σχολαστικισμού, όπως ονομάζεται η φιλοσοφία αυτών των δασκάλων[23].
Μεταξύ των έργων του αξίζει να αναφερθούν τα «Σύνοψη εναντίον των Εθνικών»
(Summa Contra Gentiles), «Σύνοψη Θεολογίας» (Summa Theologica), που θεωρείται
αριστούργημα μεθοδικής και εξαντλητικής ανάπτυξης, «Περί της Ουσίας και της
Ύπαρξης» (De Ente et Essentia) και το «Αμφισβητούμενα Ζητήματα» (Quaestion es
Disputatae), που αντανακλά ζωηρά τις ιδέες και τις λογομαχίες της εποχής. Στο
μνημειώδες έργο του συμπεριλαμβάνεται και μία ιδιαίτερα μεγάλη συλλογή
σχολίων σε κύρια έργα του Αριστοτέλη, μεταξύ αυτών και του ψευδο-αριστοτελικού
έργου «Βιβλίο περί των Αιτιών» (Liber de Causis)[25].
Ωστόσο, το έτος 1273 υπήρξε καθοριστικό για την πορεία του συγγραφικού του
έργου. Λέγεται πως έπειτα από κάποια ιδιαίτερη μυστικιστική εμπειρία που είχε δεν
θέλησε να ξαναγράψει. Διέκοψε μια για πάντα τη συγγραφή των πολύτομων έργων
και σχολίων του, ως πράξη μάταιη, άνευ ουσίας. Ενώ παροιμιώδης θεωρείται η
απάντηση προς τον φίλο του Ρεγινάλδο, που τον προέτρεπε να συνεχίσει:
«Ρεγινάλδε, δεν μπορώ πλέον να συγγράψω, γιατί όλα αυτά που έχω συγγράψει μου
φαίνονται σαν άχυρο».
Ο Ακινάτης αποδέχεται πως ο Θεός είναι ο δημιουργός των πάντων, η πρώτη και
αρχική αιτία όλων των πραγμάτων. Η γενική αυτή αρχή είναι σύμφωνη τόσο με τη
χριστιανική αποκάλυψη, όσο και με την αυθεντία του Αριστοτέλη[31].
Ο κόσμος καθρεφτίζει τον Θεό ως δημιουργό του. Είναι μία «ordo», ένα όλον με τάξη
και νόημα, επειδή είναι δημιούργημα του Θεού, που είναι τέλειος[32]. Για να
υπάρξει, ωστόσο, τελειότητα και δυνατότητα επιστροφής στον Θεό, η Δημιουργία
δεν περιορίζεται στα σωματικά αλλά εκτείνεται και στα νοερά όντα. Επιπλέον, για
την επιστροφή στον Θεό χρειάζεται και η ενέργεια, δηλαδή η γνώση και η βούληση,
που ενυπάρχει και στον Δημιουργό.
Αναφέρονται, λοιπόν, δύο τάξεις όντων, τα σωματικά και τα νοερά. Στα σωματικά
ανήκουν τα στοιχεία, τα σύνθετα σώματα, τα φυτά, τα ζώα και οι άνθρωποι, εκ των
οποίων τα στοιχεία ανήκουν στην κατώτερη βαθμίδα. Τα νοερά είναι οι άγγελοι.
Πρόκειται για όντα άυλα, αυτοτελή, που υπάρχουν «καθαυτά και δι’ αυτών»,
βρίσκονται εγγύτερα στον Θεό και κινούν τα σωματικά. Έτσι, η κίνηση των επίγειων
πραγμάτων ξεκινά από τα ουράνια και κατ’ αυτόν τον τρόπο το Σύμπαν αποτελεί ένα
αρμονικό σύστημα.
Συνοψίζοντας, ο Ακινάτης αναγνωρίζει σε ολόκληρη τη Δημιουργία μία ιεραρχική
δομή, με τον Θεό τοποθετημένο στην κορυφή, πέρα από τον κόσμο των σωμάτων,
να κυβερνά τον κόσμο πάνω από καθετί. Ακολουθούν, ιεραρχικά, εννέα τάξεις
αγγέλων, αγνές νοήμονες οντότητες, που λειτουργούν ως κινητήρια δύναμη των
ουρανών, μετά τις οποίες ακολουθούν οι ανθρώπινες ψυχές και ούτω καθεξής.
Ο άνθρωπος διαφοροποιείται από τα άλλα όντα εξαιτίας της νόησής του, που
αποτελεί την κύρια ενέργειά του[34]. Αξίζει, ωστόσο, να αναρωτηθεί κανείς εάν
αυτό το θαυμαστό «εργαλείο» εκπληρώνει τον υψηλό πνευματικό ρόλο που
καλείται να διαδραματίσει στην διαδικασία της εξέλιξης, ή χρησιμοποιείται με
διαστρεβλωμένο τρόπο.
Θεμελιώδη ζητήματα που μεταξύ άλλων είχαν απασχολήσει τον Ακινάτη ήταν η
πολυπόθητη ευτυχία και το έσχατο τέλος της ανθρώπινης ζωής. Στο έργο του
«Summa Contra Gentiles» διαπραγματεύεται την ανθρώπινη ευτυχία, θεωρώντας ότι
«δεν βρίσκεται στις ηδονές των αισθήσεων, στις τιμές, τη δόξα, τα πλούτη ή την
κοσμική δύναμη, ούτε στην άσκηση διαφόρων δεξιοτήτων ή στην ηθική αρετή»
Στη συνήθη κατάσταση που βρίσκεται ο άνθρωπος, στην παρούσα ζωή, η ευτυχία
δεν μπορεί παρά να είναι ατελής. «Η ευτυχία μπορεί να επιτευχθεί με πληρότητα
μόνο με τη θέαση της ουσίας του Θεού», που είναι δυνατόν να συμβεί στον
άνθρωπο εν ζωή, μέσω μιας ανώτερης θείας φώτισης, οδηγώντας τον σε αληθινή
ευδαιμονία και μακαριότητα[35].
Ωστόσο, ως μυστικιστής, ο Ακινάτης πίστευε ότι η τέλεια ένωση με τον Θεό, που
είναι και ο απώτερος σκοπός της Ανθρώπινης Ζωής, μπορεί να επιτευχθεί μετά
θάνατον, από τις ανθρώπινες ψυχές που βίωσαν σωτηρία και λύτρωση μέσω του
Χριστού[36].
Περί Αρετών
Σύμφωνα με τον Ακινάτη, οι αρετές κάθε ύπαρξης φανερώνουν και τον βαθμό της
τελειότητάς της. Αυτό σημαίνει πως εφαρμόζει με τον καλύτερο τρόπο εκείνο για το
οποίο η φύση την έχει προορίσει. Έτσι ο ενάρετος βίος προσφέρει εσωτερική
ευδαιμονία στον άνθρωπο. Παρόλα αυτά οι αρετές δεν είναι κάτι έμφυτο, θα πρέπει
να κατακτηθούν μέσω διαρκούς εξάσκησης. Επιπλέον, αποτελούν πηγή ζωής και
δράσης, εκφράζοντας την υγεία και την ευεξία της ψυχής.
Εφόσον, λοιπόν, το κράτος και η κοινωνία απορρέουν από την ίδια τη φύση του
ανθρώπου, οφείλει ο άνθρωπος, στηριζόμενος και στις δικές του δυνάμεις, να
οργανώσει μία τάξη που θα βασίζεται στην αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη (an order
of right and justice), επιβεβαιώνοντας την ελευθερία του. Εδώ το βασίλειο της φύσης
και της θείας χάριτος συνενώνονται σε μια τέλεια ενότητα και η δύναμη της θείας
χάριτος βρίσκει δρόμους έκφρασης και εκδήλωσης[40].
Κάθε κυβερνήτης οφείλει, με τη σειρά του, να μοχθεί για την ευημερία εκείνων που
αναλαμβάνει να κυβερνήσει. Η ευημερία, αλλά και η ασφάλεια σε μια κοινωνία
έγκειται στη διατήρηση της ενότητάς της, η οποία ονομάζεται ειρήνη. Εάν αυτή
απουσιάσει, το όφελος της κοινωνικής ζωής χάνεται και η διαφωνία που επικρατεί
ανάμεσα στους ανθρώπους, γίνεται βάρος για τον ίδιο τους τον εαυτό. Επομένως,
κύριο μέλημα του κυβερνήτη είναι η εξασφάλιση της ενότητας της ειρήνης[41].
Η δύναμη του φιλοσοφικού στοχασμού και της πίστης, καλεί την ανθρώπινη ύπαρξη
να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με τη Θεότητα, με την ιδέα της «εν Χριστώ»
ανθρωπότητας, αλλά και με τη Δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Με τον τρόπο αυτό
φωτίζεται ο δρόμος, για την αναζήτηση της αλήθειας και της ανθρώπινης
μετουσίωσης, καλλιεργώντας έναν ορθό τρόπο σκέψης, εναρμονισμένο με τους
πνευματικούς κόσμους.
Σημειώσεις
Βιβλιογραφία
Σύνδεσμοι
Α.Μ.