You are on page 1of 36

Ψυχολογία & ∆ιατροφή

Πανταζής Α. Ιορδανίδης
Ψυχίατρος
∆ιδάκτωρ Ψυχιατρικής Πανεπιστηµίου Α.Π.Θ.

ΤΕΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

1
ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΡΟΦΩΝ 43

Μάθηση µιας γεύσης όταν συνδυάζεται


µε άλλη γεύση (flavor-flavor learning) 43

∆ΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΑΙ∆ΙΩΝ:


ΕΠΙΛΌΓΗ ΚΑΙ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΡΟΦΩΝ 44

Πρώτες Γευστικές Εµπειρίες των Παιδιών


και Έλεγχος του Χρονικού ∆ιαστήµατος
Μεταξύ των Γευµάτων 44

Όταν τα βρέφη γίνονται παιδιά... 45

Μάθηση, Εµπειρία και Έλεγχος του Μεγέθους


του Γεύµατος 45

Επίδραση των Πρώτων Εµπειριών του Παιδιού


στη Σίτιση 46

∆ιατροφική Προτίµηση Παιδιών:


Μάθηση και Κοινωνικό Πλαίσιο 47

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 49

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 49

∆ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ∆ΙΑΤΡΟΦΗΣ:


ΒΙΟΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 52

ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ 52

Επιδηµιολογία 52

ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ 53

Γενετικές Θεωρίες 53

Η όρεξη και ο ρόλος της λεπτίνης 54

Περιβάλλον που προάγει την παχυσαρκία 54

Σωµατικές επιπτώσεις παχυσαρκίας 54

Ψυχολογικά προβλήµατα και παχυσαρκία 55

2
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 6

Ψυχαναλυτική ερµηνεία της παχυσαρκίας 56

∆ιαταραχή υποτίµησης εικόνας σώµατος


ατόµων µε σοβαρή παχυσαρκία 56

Κατανάλωση τροφής για


συναισθηµατικούς λόγους 57

Κοινωνικά αίτια της παχυσαρκίας 57

Ψυχοκοινωνικά αίτια της παχυσαρκίας 58

Οικονοµικοκοινωνικοπολιτιστικά
αίτια της παχυσαρκίας 59

∆ΙΑΤΑΡΑΧΗ ΕΠΕΙΣΟ∆ΙΑΚΗΣ ΥΠΕΡΦΑΓΙΑΣ 61

Επιδηµιολογία 62

Ψυχολογικά προβλήµατα και


∆ιαταραχή Επεισοδιακής Υπερφαγίας 62

ΓΝΩΣΙΑΚΗ/ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ 64

Συνδυασµός ∆ιαιτολογικής και Ψυχολογικής


(Γνωσιακής/Συµπεριφορικής Αντιµετώπισης
της Παχυσαρκίας 66

ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑ 67

∆ιαγνωστικά κριτήρια 67
Επιδηµιολογία 68

3
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 7

Σωµατικά και Εργαστηριακά Ευρήµατα


στην Ψυχογενή Ανορεξία 68
∆ιαφορική ∆ιάγνωση Ψυχογενούς Ανορεξίας 69
Ψυχολογικά Προβλήµατα (Συνοσηρότητα)
και Ψυχογενής \Ανορεξία (ΨΑ) 69
Ψυχοκοινωνικά Αίτια Ψυχογενούς Ανορεξίας 70

ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑ 72
Επιδηµιολογία 72
Σωµατικά και Εργαστηριακά Ευρήµατα
Ψυχογενούς Βουλιµίας 73
∆ιαφορική ∆ιάγνωση Ψυχογενούς Βουλιµίας 73
Ψυχολογικά Προβλήµατα (Συνοσηρότητα)
και Ψυχογενής Βουλιµία 73

ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ


ΑΝΟΡΕΞΙΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑΣ 74
Α. Η Συµβολική σηµασία των συµπτωµάτων 74
Β. Ο ρόλος της παιδικής ηλικίας 75

ΓΝΩΣΙΑΚΗ/ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑΣ (ΨΑ) 75

ΓΝΩΣΙΑΚΗ/ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΗΣ ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑΣ (ΨΒ) 75

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ 77


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 77

4
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 44

ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΡΟΦΩΝ

Ατοµικές διαφορές στην προτίµηση τροφής έχουν σχέση µε την εµπειρία που είχαν τα
άτοµα µε τις συγκεκριµένες τροφές. Άτοµα που διαφέρουν σε βάρος διαφέρουν στην
προτίµησή τους για συγκεκριµένες τροφές όπως αυτές που περιέχουν λίπη. Παχύσαρκα
άτοµα έχουν µεγαλύτερη προτίµηση για τροφές που περιέχουν λίπη από τα φυσιολογικά
άτοµα ενώ άτοµα που έχουν ανορεξία έχουν µικρότερη προτίµηση για τροφές που
περιέχουν λίπη (Drewnowski, 1988).
Η έκθεση σε ιδιαίτερη ένταση της γεύσης επηρεάζει την προτίµηση της τροφής. Η
προτίµηση σε αυξηµένες ποσότητες αλατιού είναι αποτέλεσµα µαθηµένης
συµπεριφοράς. Η αλλαγή προτίµησης σε µεγαλύτερη ή µικρότερη ποσότητα αλατιού
χρειάζεται 2-4 µήνες (Capaldi, 1997 ). Παίζει ρόλο η αυξηµένη γεύση του αλατιού και
όχι η ποσότητα του αλατιού που θα µπορούσε να προσληφθεί µε χάπι (Beauchamp,
1987)

Μάθηση µιας γεύσης όταν συνδυάζεται µε άλλη γεύση (flavor-flavor


learning)

Οι περισσότερες τροφές είναι συνδυασµός γλυκού-λιπώδους (π.χ. παγωτό, µπισκότα)


(Drewnowski, 1991). Κάθε φορά που τρωµε παγωτό ή µπισκότα µαθαίνουµε να
συνδυάζουµε το λιπώδες µε το γλυκό και έτσι να προτιµούµε και να συνηθίζουµε το
λιπώδες (flavor-flavor learning) (Capaldi, 1977). Κάθε φορά που τρωµε αλµυρές
πατάτες ή κρέας µαθαίνουµε να συνδυάζουµε τα λιπώδη και άλλα συστατικά των
τροφών αυτών µε το αλµυρό και να προτιµούµε τελικά τα λιπώδη αυτά συστατικά.
Τρώγοντας ένα επιδόρπιο στο τέλος του γεύµατος µαθαίνουµε να συνδυάζουµε τα
λιπώδη συστατικά του επιδορπίου µε το γλυκό και να προτιµούµε αυτά τα λιπώδη
συστατικά
5
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 45

∆ΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΑΙ∆ΙΩΝ: ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΙ


ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΡΟΦΩΝ

Η µάθηση της προτίµησης και της απόρριψης ορισµένων τροφών στα παιδιά οφείλεται
στην α) επαναλαµβανόµενη έκθεσή τους σε συγκεκριµένες τροφές και την β) σύνδεση
αυτής της έκθεσης µε: αισθητικά ερεθίσµατα και συναισθήµατα που είναι αποτέλεσµα
του κοινωνικού περιβάλλοντος και των φυσιολογικών συνεπειών της διατροφής

Πρώτες Γευστικές Εµπειρίες των Παιδιών και Έλεγχος του Χρονικού


∆ιαστήµατος Μεταξύ των Γευµάτων

Η σίτιση του βρέφους «όταν το ζητήσει» δείχνοντας σηµάδια (κλάµα, ανησυχία) βοηθάει
το βρέφος να αποκτήσεις εκούσιο έλεγχο του χρόνου και του µεγέθους του γεύµατος.
Θα πρέπει τα σηµάδια αυτά να αναγνωρίζονται σωστά από τους γονείς και να µην είναι
σηµεία απλής δυσφορίας . Το βρέφος έτσι µαθαίνει να τρώγει µε σύνεση και να
συσχετίζει την έναρξη του γεύµατος µε την πείνα και το τέλος µε φυσιολογικό κορεσµό
(Fommon, 1993).
Στα βρέφη που θηλάζονται και τρέφονται «όταν το ζητήσουν», υπάρχει θετική
συσχέτιση µεταξύ µεγέθους γεύµατος και χρονικού διαστήµατος µεταξύ γευµάτων
(Matheny et al, 1990). Στα βρέφη που τρέφονται µε εξανθρωποποιηµένο γάλα σκόνη
(formula) το µέγεθος το γεύµατος δεν επηρεάζει το χρονικό διάστηµα µεταξύ γευµάτων
γιατί τα βρέφη αυτά δεν τρέφονται «όταν το ζητήσουν» αλλά όταν θέλουν οι γονείς
(συγκεκριµένες φορές την ηµέρα) (Wright et al, 1980)

6
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 46

Όταν τα Βρέφη Γίνονται Παιδιά...

Η κοινωνικοποίηση και µάθηση σίτισης σε σταθερά χρονικά διαστήµατα έχει σχέση µε


την κουλτούρα στην οποία ζει (π.χ. τρεις φορές την ηµέρα). Όταν τα χρονικά
διαστήµατα σίτισης είναι σταθερά, οι επιλογές του παιδιού περιορίζονται στο µέγεθος
των γευµάτων και στο είδος του φαγητού.
Η «επιθυµητή σίτιση µικρογευµάτων» (snacking on demand) το παιδιού, στα
µεσοδιαστήµατα των προγραµµατισµένων γευµάτων είναι συνήθης. Ο χρόνος
«επιθυµητής σίτισης µικρογευµάτων» δεν ελέγχεται αποκλειστικά από ερεθίσµατα
πείνας. Περιβαλλοντολογικά και κοινωνικά ερεθίσµατα αρχίζουν να παίζουν ρόλο στην
επιθυµία για φαγητό (Birch, McPhee, Sullivan & Johnson, 1989).

Μάθηση, Εµπειρία και Έλεγχος του Μεγέθους του Γεύµατος

Αν και οι γονείς έχουν την ευθύνη να παρέχουν στα παιδιά υγιεινές τροφές, τα παιδιά θα
πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη της ποσότητας του φαγητού που θα φάνε (ή το αν θα
φάνε καθόλου) (Satter, 1986, 1987, 1990). Αν τα παιδιά αφεθούν µόνα τους, µπορούν να
ρυθµίσουν πόσο θα φάνε για να διατηρήσουν θετικό ενεργειακό ισοζύγιο για ανάπτυξη
και υγεία (Davis, 1939)
Τα παιδιά µπορούν να φάνε ένα συγκεκριµένο φαγητό ή µερικά φαγητά για
πολλές ηµέρες και να το αφήσουν για να το αντικαταστήσουν µε κάποιο άλλο. Οι
ενήλικες όµως επηρεάζονται περισσότερο από την ποικιλία των διαθέσιµων φαγητών. Η
µεγαλύτερη ποικιλία προκαλεί µεγαλύτερη λήψη τροφής (Rolls, 1986). Στους ενήλικες η
προτίµηση για φαγητό που τρώγουν µειώνεται κατά την διάρκεια της σίτισης, αλλά η
προτίµηση για φαγητό που δεν έχουν φάγει ακόµη παραµένει αρκετά υψηλή. Όταν
υπάρξει κορεσµός για ένα φαγητό µπορεί να συνεχίσει να τρώγει ένα άλλο φαγητό. Έτσι
αυξάνει το µέγεθος του γεύµατος.
Τα παιδιά µαθαίνουν να συσχετίζουν τα γευστικά ερεθίσµατα των τροφών µε τις
συνέπειες που έχουν οι τροφές µετά τη λήψη τους. Μαθαίνουν να προσαρµόζουν
7
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 47

ανάλογα την πρόσληψη τροφής όταν αυτή είναι υψηλής ενεργειακής πυκνότητας
(Johnson et al 1991, Kern at al 1993).
Ο κορεσµός επηρεάζεται από τη µάθηση (Booth 1985). Μαθαίνουµε την αξία
κορεσµού (satiety value) γνωστών τροφών και αυτό εξηγεί πως σταµατάµε να τρωµε
γνωστές τροφές πριν δηµιουργηθούν µηνύµατα κορεσµού από την εισαγωγή τροφών στο
στοµάχι. Μαθαίνουµε την «ικανότητα κορεσµού και πάχυνσης» των τροφών και
ανάλογα προσαρµόζουµε την ποσότητα της τροφής (Stunkard, 1975)
Το µέγεθος του γεύµατος επηρεάζεται έντονα από την ενεργειακή πυκνότητα του
γεύµατος. Τα βρέφη και τα παιδιά απαντούν σε ερεθίσµατα που προέρχονται από την
ενεργειακή πυκνότητα του γεύµατος στον προσδιορισµό του µεγέθους του γεύµατος
(Birch et al, 1991).
Σε µελέτη της Davis (1928, 1939) τα παιδιά που διάλεγαν την διατροφή τους
µόνα τους αναπτύσσονταν καλά, ήταν υγειά, και είχαν φυσιολογική ενεργειακή
πρόσληψη αλλά η λήψη των γευµάτων δεν ήταν τακτική και µπορεί να ήταν ακανόνιστη
και απρόβλεπτη. Αν και υπήρχε ποικιλία στα διάφορα γεύµατα όσον αφορά το µέγεθος
και τη συχνότητα των γευµάτων η τελική ενεργειακή πρόσληψη ήταν σταθερή για κάθε
παιδί. Η προσαρµογή της ενεργειακής πρόσληψης γίνονταν µε εναλλαγές λήψης τροφών
υψηλής ενεργειακής πρόσληψης µε τροφές χαµηλής ενεργειακής πρόσληψης µε
αποτέλεσµα η συνολική 24ωρη ενεργειακή πρόσληψη να είναι σταθερή.
Συµπερασµατικά, ένας µηχανισµός ελέγχου πρόσληψης τροφής στα παιδιά είναι ο
έλεγχος του µεγέθους του γεύµατος ανάλογα µε την ενεργειακή πρόσληψη.

Επίδραση των Πρώτων Εµπειριών του Παιδιού στη Σίτιση

Οι πρώτες εµπειρίες του παιδιού µέσα από τις διατροφικές συνήθειες της οικογένειας
µπορεί να επηρεάσουν το βαθµό στο οποίο το παιδί επηρεάζεται από το ενεργειακό
περιεχόµενο του φαγητού. Οι πρώτες διατροφικές συνήθειες της οικογένειας µπορούν να
επηρεάσουν την απαντητικότητα του παιδιού στην ενεργειακή πυκνότητα και µέγεθος
του γεύµατος. Τα παιδιά που εστιάζονται σε εσωτερικά ερεθίσµατα πείνας και κορεσµού
παρουσιάζουν προσαρµογή της ενεργειακής πρόσληψης σε ανταπόκριση της ενεργειακής
8
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 48

περιεκτικότητας των τροφών. Τα παιδιά που εστιάζονται σε εξωτερικούς παράγοντες


(π.χ. πόσο φαγητό παραµένει στο πιάτο, επιβράβευση όταν το παιδί φάγει όλο το
φαγητό) δεν παρουσιάζουν απαντητικότητα στην ενεργειακή πυκνότητα των τροφών
(Birch, McPhee, Shoba, Steinberg and Krehbiel, 1987).
Η ρύθµιση της ενεργειακής πρόσληψης µέσω της διατροφής από το παιδί
συσχετίζεται αρνητικά µε τον «απολυταρχικό τρόπο» ελέγχου της διατροφής του παιδιού
από τους γονείς και µε την ποσότητα λίπους (adiposity) του σώµατος (Johnson and
Birch, 1994). Η ρύθµιση της ενεργειακής πρόσληψης των κοριτσιών συσχετίζονταν
αρνητικά µε την ποσότητα λίπους του σώµατος. ∆υσκολίες ελέγχου της πρόσληψης
τροφής των γονέων συσχετίζονταν άµεσα µε την ικανότητα των παιδιών τους να
ρυθµίζουν την δική τους πρόσληψη τροφή.
Τα παιδιά απαντούν στην ενεργειακή πυκνότητα των τροφών. Η ενεργειακή
πυκνότητα µπορεί να λειτουργήσει σαν έλεγχος του µεγέθους του γεύµατος. Η
ενεργειακή πυκνότητα επηρεάζει την επιλογή των τροφών µε δύο τρόπους: α) Η
ενεργειακή πυκνότητα των τροφών που καταναλώνονται σαν πρώτο πιάτο του γεύµατος
µπορεί να επηρεάσει τις επιλογές τροφής στα επόµενα πιάτα του γεύµατος (Birch,
McPhee & Sullivan, 1989), β) Η προτίµηση τροφών µε υψηλή ενεργειακή πυκνότητα
επηρεάζεται και από την εξαρτηµένη µάθηση (associative conditioning/associative
learning) και τη δηµιουργία συσχετίσεων µεταξύ αισθητικών ερεθισµάτων
(γευστικών, οπτικών των τροφών και του περιεχοµένου και των
γαστρεντερικών συνεπειών (θετικών ή αρνητικών) των τροφών (Birch, 1992).

∆ιατροφική Προτίµηση Παιδιών: Μάθηση και Κοινωνικό Πλαίσιο

Το φαγητό είναι µια κοινωνική εκδήλωση για τα παιδιά. Τα αδέλφια, οι συνοµήλικοι,


και οι ενήλικες λειτουργούν σαν µοντέλα ρόλου. Η µάθηση συµβάλλει στη δηµιουργία
προτιµήσεων τροφών µε τη συσχέτιση αισθητικών ερεθισµάτων των τροφών µε το
κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο γίνεται η λήψη τροφών.
Τα παιδιά προτιµούν τροφές που σχετίζονται µε θετικό κοινωνικό πλαίσιο και να
µη αρέσουν τροφές που παρουσιάζονται σε αρνητικό κοινωνικό πλαίσιο. Τροφές που
9
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 49

δεν είναι «εύγευστες» (χωρίς ζάχαρη, λίπος, αλάτι) παρουσιάζονται σε αρνητικό


κοινωνικό πλαίσιο και τα παιδιά µαθαίνουν να µη τις προτιµούν (π.χ. «φάγε τα λαχανικά
σου!»). Τροφές που είναι «εύγευστες» (µε πολύ ζάχαρη, λίπος και αλάτι)
παρουσιάζονται σε θετικό κοινωνικό πλαίσιο και πολλές φορές σαν επιβράβευση και τα
παιδιά µαθαίνουν να τις προτιµούν (γλυκά στις γιορτές, «διάβασε και θα σου δώσω
σοκολάτα» (Birch, Zimmerman, Hind, 1980)
Τα παιδιά δεν δέχονται εύκολα καινούργιες τροφές εκτός από αυτές που είναι
γλυκές γιατί δεν χρειάζεται να µάθουν να αρέσουν γλυκές τροφές. Η επανειληµµένη
έκθεση καινούργιων τροφών στα παιδιά επηρεάζει θετικά την προτίµησή τους. Μια
καινούργια τροφή για να επηρεάσει θετικά πρέπει να δοκιµαστεί από τα παιδιά 8-10
φορές (Birch & Marlin, 1982) (Birch, McPhee. Shoba, Pirok & Steinberg 1987).
Η αρχική άρνηση προτίµησης νέου είδους τροφής είναι α) φυσιολογική, β) είναι
αποτέλεσµα µιας προσαρµοστικής διεργασίας και γ) µπορεί να ακολουθηθεί από
αυξηµένη αποδοχή της τροφής αν το παιδί έχει επανειληµµένες ευκαιρίες να δοκιµάσει
το φαγητό (Capaldi 1996)

Συµπερασµατικά...

Τα παιδιά πρέπει να µαθαίνουν να ελέγχουν την λήψη τροφής και ιδιαίτερα το µέγεθος
του γεύµατος.
Οι γονείς
α. πρέπει να ρυθµίζουν σιγά-σιγά την ώρα λήψης τροφής σύµφωνα µε τις ώρες
που τρώγουν οι ενήλικες («η οικογένεια τρώγει µαζί στο τραπέζι»
β. πρέπει να παρέχουν µια ποικιλία από τροφές στο παιδί
γ. ∆εν πρέπει να βάζουν περιορισµούς στο φαγητό µε αυταρχικό τρόπο και να
επιβραβεύουν συµπεριφορές µε τροφές που δεν είναι υγιείς (γλυκά)
δ. Πρέπει να περιορίσουν τον έλεγχο στην διατροφή των παιδιών στον τύπο
τροφών που παρέχουν στα παιδιά

10
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 50

ε. Πρέπει να επιτρέπουν στα παιδιά να αποφασίζουν αν θα φάνε και πόσο θα


φάνε γιατί έχουν την ικανότητα να ελέγχουν την ενεργειακή πρόσληψη και µπορούν να
µάθουν να παίρνουν από την τροφή επαρκή θρεπτικά συστατικά και να ρυθµίζουν το
µέγεθος του γεύµατος

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ


1. Μάθηση γεύσης συνδυαζόµενη µε άλλη γνωστή γεύσης (flavor-to-flavor learning
2. Πρώτες Γευστικές Εµπειρίες των Παιδιών και Έλεγχος του Χρονικού
∆ιαστήµατος Μεταξύ των Γευµάτων
3. Μάθηση, Εµπειρία και Έλεγχος του Μεγέθους του Γεύµατος
4 . Επίδραση των Πρώτων Εµπειριών του Παιδιού στη Σίτιση
5. ∆ιατροφική Προτίµηση Παιδιών: Μάθηση και Κοινωνικό Πλαίσιο

11
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 53

∆ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ∆ΙΑΤΡΟΦΗΣ:
ΒΙΟΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Οι πιο συχνές διαταραχές διατροφικής συµπεριφοράς είναι η Παχυσαρκία, η ∆ιαταραχή


Επεισοδιακής Υπερφαγίας, η Ψυχογενής Ανορεξία και η Ψυχογενής Βουλιµία. Οι
έρευνες της τελευταίας δεκαετίας έχουν βοηθήσει σηµαντικά στην ψυχολογική
κατανόηση, την διαγνωστική διερεύνηση και αντιµετώπιση των διαταραχών αυτών.

ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑ

Παχυσαρκία είναι η διαταραχή που χαρακτηρίζεται από αύξηση του σωµατικού


λίπους. Σύµφωνα µε την Παγκόσµιο Οργάνωση Υγείας, στην παχυσαρκία ο ∆είκτης
Μάζας Σώµατος (∆ΜΣ) που εκφράζεται µε τον λόγο βάρος σε κιλά προς ύψος2 σε
µέτρα2 είναι >30.

Επιδηµιολογία

Η παχυσαρκία γίνεται ολοένα και πιο συχνότερη σε όλο τον κόσµο. Θεωρώντας
παχύσαρκα τα άτοµα που έχουν ∆ΜΣ >30, στο Ηνωµένο Βασίλειο 6% των ανδρών και
8% των γυναικών ήταν παχύσαρκοι το 1980, ενώ το ποσοστό ανήλθε σε 13% για τους
άνδρες και 16% για τις γυναίκες το 1993 και σε 16% για τους άνδρες και 18% για τις
γυναίκες το 1996 (Department of Health1995, Prescott-Clarke and Primastera 1998.
Προβλέπεται ότι, µέχρι το 2005, 18% των ανδρών και 24% των γυναικών στο Ηνωµένο
Βασίλειο θα είναι παχύσαρκοι (Ogden 2003).

12
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 54

Όσον αφορά τα παιδιά της Αγγλίας, το 1994, 9% των αγοριών και 13.5% των
κοριτσιών ήσαν υπέρβαρα και 1.7% των αγοριών και 2.7% των κοριτσιών ήταν
παχύσαρκα, συχνότητες που ήταν 50% µικρότερες πριν δέκα χρόνια (Chinn and Rona,
2001)
Έρευνα που έκαναν οι Bertsias, Mammas, Linardakis and Kafatos (2003) σε
τριτοετείς φοιτητές της Ιατρικής του Πανεπιστηµίου της Κρήτης ηλικίας 22±2 ετών
έδειξε ότι 40% των ανδρών και 23% των γυναικών είχαν ∆ΜΣ >25.
Πρόσφατες µελέτες στην Ελλάδα έδειξαν µια αυξανόµενη τάση της παχυσαρκίας
σε παιδιά και εφήβους (Mamalakis and Kafatos 1996, Krassas, Tzotzas, Tsametis and
Kostantinidis 2001). Σε ένα πληθυσµό 2,500 παιδιών ηλικίας 7-17 ετών που
εξετάστηκαν στο Νοσοκοµείο Παναγία της Θεσσαλονίκης 25,9% των αγοριών ήταν
υπέρβαρα και 5,1% παχύσαρκα και 19.1% των κοριτσιών ήταν υπέρβαρα και 3.2%
παχύσαρκα.
Η παχυσαρκία των ενηλίκων στην Ελλάδα είναι η δεύτερη συχνότερη σε ποσοστό
στην Ευρώπη και υπερβαίνει το 25% για στους άνδρες και 35% στις γυναίκες (James
2001)

ΑΙΤΙΟΠΑΘΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

Γενετικές Θεωρίες

Η ύπαρξη ενός παχύσαρκου ατόµου στην οικογένεια έχει σαν αποτέλεσµα 40%
πιθανότητα να γίνει ένα παιδί παχύσαρκο ενώ η πιθανότητα αυξάνει σε 80% όταν και οι
δύο γονείς είναι παχύσαρκοι. Η πιθανότητα αδύνατοι γονείς να παράγουν ένα υπέρβαρο
παιδί είναι πολύ µικρή, περίπου 7% (Garn et al 1981)
Μελέτες διδύµων έδειξαν ότι γενετικοί παράγοντες είναι σηµαντικά υπεύθυνοι
για την εκδήλωση της παχυσαρκίας (Stunkard et al 1990, Allison et al 1996). Όσον
αφορούσε το βάρος τους, υιοθετηµένα παιδιά έµοιαζαν µε τους βιολογικούς τους γονείς

13
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 55

και κυρίως µε τη βιολογική τους µητέρα, παρά µε τους γονείς που τα υιοθέτησαν
(Stunkard , Sorensen and Schulsinger 1983).
Η κύρια κατανοµή του βάρους στο άνω ή κάτω µέρος του σώµατος
κληρονοµείται (Bouchard et al 1990).
Σε µερικά άτοµα η παχυσαρκία φαίνεται να επηρεάζεται από ένα γονίδιο ενώ σε
άλλα µπορεί να οφείλεται σε ένα πολύπλοκο συνδυασµό πολλών γονιδίων (Kopelman
1999)

Η όρεξη και ο ρόλος της λεπτίνης

Η λεπτίνη πιστεύεται ότι αναστέλλει τη λήψη τροφής και ρυθµίζει την


κατανάλωση ενέργειας. Τα επίπεδα της λεπτίνης σχετίζονται θετικά µε τον ∆ΜΣ και το
ποσοστό λίπους του σώµατος και είναι υψηλά σε παχύσαρκα άτοµα και µειώνονται σε
εκείνα που πάσχουν από ανορεξία.
Τα επίπεδα της λεπτίνης πέφτουν στους παχύσαρκους όταν χάνουν βάρος (
Ferron et al 1997). Πιστεύεται ότι η παχυσαρκία µπορεί να είναι αποτέλεσµα της
αντίστασης στη λεπτίνη. Φαίνεται ότι υψηλά επίπεδα λεπτίνης στο αίµα αγνοούνται από
τους µηχανισµούς κορεσµού (Ogden 2003).

Περιβάλλον που προάγει την παχυσαρκία

Το πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον επηρεάζει την λήψη τροφής. Η


παρακολούθηση της τηλεόρασης και οι διαφηµίσεις αυξάνουν την κατανάλωση τροφών
χαµηλής θρεπτικής αξίας.

14
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 56

Σωµατικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας

Η παχυσαρκία σχετίζεται µε τον σακχαρώδη διαβήτη, καρδιαγγειακή νόσο,


υπέρταση και αυξηµένη θνησιµότητα (Bray 1986, Chan et al 1994, World Health
Organization 1998)
Υπάρχει άµεση σχέση µεταξύ αύξησης του ∆ΜΣ και υπέρτασης (National
Institute of Health 1998), σακχαρώδη διαβήτη (Ford, Williamson and Liu, 1997) και
καρδιακής προσβολής (Willet et al., 1995).

Ψυχολογικά προβλήµατα και παχυσαρκία

Τα παχύσαρκα άτοµα, γενικά, δεν έχουν περισσότερα ψυχιατρικά ή ψυχολογικά


προβλήµατα από τον γενικό πληθυσµό (Stunkard and Wadden 1992). Ερευνητικές
εργασίες συνηγορούν υπέρ µιας σχέσης µεταξύ παχυσαρκίας και κατάθλιψης (Roberts et
al 2000). Καταθλιπτικοί έφηβοι έχουν αυξηµένο κίνδυνο ανάπτυξης και διατήρησης της
παχυσαρκίας κατά την εφηβεία (Goodman and Whitaker 2002),
Σε µελέτη των Stunkard, Faith and Allison (2003) η κατάθλιψη µεταξύ των
εφήβων ήταν παράγοντας πρόβλεψης µεγαλύτερου ∆ΜΣ στην ενήλικη ζωή από ότι σε
άτοµα που δεν είχαν κατάθλιψη. Στις γυναίκες, η παχυσαρκία σχετίζεται µε την µείζονα
κατάθλιψη και η σχέση αυτή αυξάνει σε γυναίκες µε υψηλότερο κοινωνικοοικονοµική
θέση. Στους άνδρες υπάρχει µια αρνητική σχέση µεταξύ κατάθλιψης και παχυσαρκίας
και δεν υπάρχει σχέση µε την κοινωνικοοικονοµική θέση. Μια γενετική ευαισθησία
τόσο στην κατάθλιψη όσο και στην παχυσαρκία µπορεί να εκφραστεί λόγω
περιβαλλοντολογικών επιδράσεων. ∆υσµενή γεγονότα στη ζωή του παιδιού µπορεί να
προάγουν την εξέλιξη και της κατάθλιψης και της παχυσαρκίας και την συνύπαρξή τους.
Η κατάθλιψη µπορεί να ακολουθήσει χρονικά την παχυσαρκία όπως
διαπιστώθηκε σε προοπτική µελέτη των Roberts et al (2003) σε 2123 άτοµα ηλικίας >50
ετών που µελετήθηκαν από το 1994 µέχρι το 1999 στις ΗΠΑ.
15
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 57

Μεγαλύτερες πιθανότητες για κατάθλιψη διαπιστώθηκαν σε παχύσαρκα άτοµα,


γυναίκες, ανύπαντρα, µε περισσότερα χρόνια εκπαίδευσης, χρόνιες σωµατικές
διαταραχές και ήταν παιδιά παχύσαρκων γονέων (Dong, Sanchez and Price 2004).
Η παχυσαρκία σχετίζεται µε υψηλότερο βαθµό άγχους, κατάθλιψης και
χαµηλότερης ποιότητας ζωής σε γυναίκες αλλά όχι σε άνδρες (Jorm et al 2003).

Ψυχαναλυτική ερµηνεία της παχυσαρκίας

Σύµφωνα µε την ψυχαναλυτική θεώρηση της παχυσαρκίας, υποσυνείδητες συγκρούσεις


οδηγούν στην υπερφαγία. Το παχύσαρκο άτοµο χαρακτηρίζεται από παθητική
εξάρτηση, συναισθηµατική απογοήτευση, έντονη επιθυµία να αγαπηθεί, και ελλιπείς
ικανότητες αντιµετώπισης προβληµάτων (McReynolds 1982, Brownell and Foreyt 1986).
Η υπερφαγία είναι αποτέλεσµα συναισθηµατικής δυσφορίας, άγχους και κατάθλιψης
(Abramson and Wunderlich 1972).

∆ιαταραχή υποτίµησης εικόνας σώµατος ατόµων µε σοβαρή


παχυσαρκία

Μερικά παχύσαρκα άτοµα πιστεύουν ότι το σώµα τους είναι άσχηµο και
σιχαµερό και ότι οι άλλοι το βλέπουν µε εχθρικότητα και περιφρόνηση. Τα άτοµα αυτά
πάσχουν από ∆ιαταραχή Υποτίµησης της Εικόνας του Σώµατος (Body Image
Disparagement) (Stunkard and Mendelson, 1961). Παρατηρείται κυρίως σε νεαρά
λευκά κορίτσια ανωτέρας κοινωνικοοικονοµικής τάξης και είναι πιο σοβαρή σε άτοµα
που ήταν παχύσαρκα από την παιδική τους ηλικία και των οποίων το σώµα υποτιµούσαν
οι γονείς όταν ήταν παιδιά. Χρήσιµες ερωτήσεις κατά τη λήψη του ιστορικού του/της
ασθενούς για να διευκρινισθεί αν υπάρχει ∆ιαταραχή Εικόνας Σώµατος είναι: α) πως

16
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 58

βλέπει το άτοµο τον εαυτό του στον καθρέπτη, β) πως νοµίζει ότι το βλέπουν οι άλλοι, γ)
πως αισθάνεται ότι είναι, δ) πως θα ήθελε ιδανικά να είναι.

Κατανάλωση τροφής για συναισθηµατικούς λόγους

Το φαγητό, πολλές φορές, γίνεται υποκατάστατο άλλων συναισθηµατικών


ικανοποιήσεων που δεν έχει το άτοµο οδηγώντας το άτοµο να τρώγει όχι για να
ικανοποιηθούν οι σωµατικές αλλά οι ψυχικές του ανάγκες. Μπορεί κανείς να
καταφεύγει στο φαγητό όχι λόγω πείνας αλλά λόγω ανίας ή δυσφορίας για τις δυσκολίες
της ζωής. Το φαγητό γίνεται σύντροφος, µια εύκολη λύση στη µοναξιά. Το φαγητό
γίνεται µια µορφή διασκέδασης και η ευχαρίστηση της πρόσληψης τροφής µπορεί να
υποκαθιστά την απουσία της ευχαρίστησης ενεργού σεξουαλικής ζωής.
Το φαγητό γίνεται υποκατάστατο της αγάπης και της προστασίας. Η
προετοιµασία του γεύµατος αποτελεί µια µοναδική εµπειρία αγάπης και φροντίδας του
εαυτού. Η παχυσαρκία αποτελεί δικαιολογία απουσίας σηµαντικών ανθρώπων στη ζωή
του ατόµου. Η αύξηση του βάρους µπορεί να αποτελεί ένα τρόπο προστασίας και
αποµάκρυνσης άλλων ανθρώπων γιατί το άτοµο µπορεί να νιώθει αδύναµο και
εύθραυστο στο να κάνει µια σχέση. Η αύξηση του βάρους µπορεί να αποτελεί τρόπο
προστασίας από σεξουαλική κακοποίηση. Άτοµα που έχουν υποστεί σεξουαλική
κακοποίηση γίνονται µη ελκυστικά για να αποφύγουν επανάληψη της κακοποίησης.
(McFarland & Baker-Baumann 1996)

Κοινωνικά αίτια της παχυσαρκίας

Σηµαντικά κοινωνικά αίτια της παχυσαρκίας είναι:


• η µεγάλη ανάπτυξη της βιοµηχανίας τροφίµων,
• ή αύξηση της ποικιλίας τροφίµων που διατίθεται στο κοινό,
• το γεγονός ότι το φαγητό έγινε µια συνηθισµένη µορφή διασκέδασης,
• η τιµή του καλού φαγητού που είναι πιο ακριβή από το παχυντικό,
17
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 59

• η µεγάλη διαφήµιση για τρόφιµα που οδηγεί τον κόσµο να τρώγει


περισσότερο,
• η αλλαγή τρόπου ζωής µε τους ανθρώπους να µαγειρεύουν λιγότερο και να
τρώγουν έξω,
• η έλλειψη χρόνου για µαγείρεµα υγιών γευµάτων στο σπίτι,
• η διαφήµιση για αγορά περισσότερων προπαρασκευασµένων τροφών,
• η έλλειψη άσκησης
• η χρησιµοποίηση της τηλεόρασης σαν το κύριο µέσο διασκέδασης που
αποτελεί µια παθητική µορφή διασκέδασης που έχει συνοδεύεται από
φαγητό.

Ψυχοκοινωνικά αίτια της παχυσαρκίας

Αύξηση του αριθµού των ανθρώπων που τρώγουν για συναισθηµατικούς λόγους
λόγω:

o Αύξησης του αριθµού των διαζυγίων


o Αύξησης αριθµού διαλυµένων οικογενειών
o Αύξησης της µοναξιάς
o Έλλειψης φίλων και στενών σχέσεων µε ανθρώπους
o Αύξησης του στρες στο σπίτι και στον εργασιακό χώρο
o Αύξησης του αριθµού ανύπανδρων γονέων
o Αύξησης της ανασφάλειας στην εργασία

18
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 60

Οικονοµικοκοινωνικοπολιτιστικά αίτια της παχυσαρκίας

• Το φαγητό έχει µια κοινωνικοπολιτιστική ιδιότητα

o Το φαγητό αποτελεί µια µορφή ένδειξης προσωπικής και


οικογενειακής ευτυχίας
o Το φαγητό γίνεται τρόπος να βρεθούν άνθρωποι σε ένα χώρο
o Σηµαντικά πολιτιστικά γεγονότα συνοδεύονται από φαγητό
o Οι κοινωνικές επαφές και εορτασµοί έχουν γίνει συνώνυµα µε φαγητό

• Η παχυσαρκία αποτελεί πολιτισµικό/κοινωνικοοικονοµικό φαινόµενο

o Το αυξηµένο βάρος µπορεί να έχει σχέση µε κοινωνικές


αλληλοεπιδράσεις των ανθρώπων: Η παχυσαρκία µπορεί να
θεωρείται φυσιολογική σε παιδιά που ζουν σε περιβάλλον όπου οι
γονείς, συγγενείς ή γείτονες είναι παχύσαρκοι (Goblatt, Moore and
Stunkard, 1973)
o Υπάρχει µια αντίστροφη σχέση µεταξύ κοινωνικοοικονοµικής
κατάστασης και παχυσαρκίας
o Για του πλουσιότερο οικονοµικά µέρος του γυναικείου πληθυσµού η
παχυσαρκία µπορεί να αποτελεί «σοβαρό κοινωνικό µειονέκτηµα»
o Η παχυσαρκία µπορεί να µη θεωρείται πρόβληµα σε µεγάλο µέρος του
χαµηλότερου οικονοµικά τµήµατος του πληθυσµού (Goblatt, Moore
and Stunkard, 1973)
o Άτοµα υψηλότερου εισοδήµατος φαίνεται να αποδέχονται
περισσότερο τα πολιτιστικά πρότυπα ενός αδύνατου σώµατος
o οι πλουσιότεροι ξοδεύουν περισσότερα χρήµατα για να προσέχουν το
βάρος τους
o τα χαµηλού εισοδήµατος άτοµα προτιµούν φαγητό µεγάλης
ενεργειακής δύναµης στις χαµηλότερες τιµές
19
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 61

o η έλλειψη εκπαίδευσης των χαµηλού εισοδήµατος ατόµων τους


εµποδίζει να γνωρίζουν τους κινδύνους της παχυσαρκίας
o τα χαµηλότερου εισοδήµατος άτοµα έχουν λιγότερες ευκαιρίες για
άσκηση
o οι πλουσιότεροι ξοδεύουν περισσότερα χρήµατα για να προσέχουν το
βάρος τους
o τα χαµηλού εισοδήµατος άτοµα προτιµούν φαγητό µεγάλης
ενεργειακής δύναµης στις χαµηλότερες τιµές
o η έλλειψη εκπαίδευσης των χαµηλού εισοδήµατος ατόµων τους
εµποδίζει να γνωρίζουν τους κινδύνους της παχυσαρκίας
o τα χαµηλότερου εισοδήµατος άτοµα έχουν λιγότερες ευκαιρίες για
άσκηση

20
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 62

∆ΙΑΤΑΡΑΧΗ ΕΠΕΙΣΟ∆ΙΑΚΗΣ ΥΠΕΡΦΑΓΙΑΣ

Η ∆ιαταραχή Επεισοδιακής Υπερφαγίας (Binge Eating Disorder) (∆ΕΥ)


κατά την Ταξινόµηση των Ψυχικών ∆ιαταραχών της Αµερικανικής Ψυχιατρικής
Εταιρίας (DSM-IV, 1994) παρουσιάζει τα εξής χαρακτηριστικά:
Α. Επαναλαµβανόµενα επεισόδια υπερφαγίας. Ένα επεισόδιο υπερφαγίας
χαρακτηρίζεται και
από τα δύο ακόλουθα:
(1) η κατανάλωση µέσα σε µια συγκεκριµένη χρονική περίοδο (π.χ. µέσα σε δύο
ώρες) µιας ποσότητας τροφής που είναι σαφώς µεγαλύτερη από ότι οι
περισσότεροι άνθρωποι θα µπορούσαν να φάνε µέσα σε µια παρόµοια χρονική
περίοδο κάτω από τις ίδιες συνθήκες,
(2) ύπαρξη µιας αίσθησης απώλειας του ελέγχου στην πρόσληψη τροφής στη
διάρκεια του επεισοδίου (π.χ. αίσθηµα ότι το άτοµο δεν µπορεί να σταµατήσει να
τρώει ή να ελέγξει το τι ή το πόσο πολύ τρώει)
Β. Τα επεισόδια υπερφαγίας συνδέονται µε τρία (ή περισσότερα) από τα
ακόλουθα:

(1) ο ρυθµός πρόσληψης τροφής είναι πολύ πιο ταχύς από το φυσιολογικό,
(2) η πρόσληψη τροφής συνεχίζεται µέχρι του σηµείου δυσάρεστης αίσθησης
κορεσµού
(3) η πρόσληψη µεγάλων ποσοτήτων τροφής γίνεται ενώ απουσιάζει η σωµατική
αίσθηση της πείνας
(4) το άτοµο τρώει µόνο του επειδή ντρέπεται για το πόσο πολύ τρώει
(5) το άτοµο αισθάνεται απέχθεια για τον εαυτό του, κατάθλιψη ή έντονη ενοχή
µετά το επεισόδιο υπερφαγίας.
Γ. Υπάρχει µεγάλη δυσφορία και ενόχληση για τα επεισόδια υπερφαγίας
∆. Το επεισόδιο υπερφαγίας συµβαίνει, κατά µέσο όρο, σε τουλάχιστον δύο
µέρες την εβδοµάδα για 6 µήνες.
Ε. Η επεισοδιακή υπερφαγία δεν συνδέεται µε τακτική χρήση ακατάλληλων
αντιρροπηστικών συµπεριφορών (π.χ. χρήση υπακτικών, νηστεία, υπερβολική
21
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 63

άσκηση) και δεν συµβαίνει κατά την διαδροµή της ψυχογενούς ανορεξίας ή
της ψυχογενούς βουλιµίας.

Επιδηµιολογία

Ο Spitzer και συνεργάτες (1993) διαπίστωσαν ότι ο επιπολασµός της ∆ΕΥ σε


δείγµατα οµάδων που συµµετείχαν σε προγράµµατα αντιµετώπισης του αυξηµένου
βάρους ήταν 30%, µε υψηλότερη συχνότητα στον γυναικείο πληθυσµό. Οι ίδιοι
ερευνητές ανέφεραν ότι ο επιπολασµός της ∆ΕΥ στον γενικό πληθυσµό ήταν 3.3-4.6%
(5.3% στις γυναίκες και 3.1% στους άνδρες).
Οι παχύσαρκοι ασθενείς µε ∆ΕΥ που παρακολουθούν προγράµµατα
αντιµετώπισης της παχυσαρκίας έχουν µεγαλύτερη δυσκολία να παραµείνουν στα
προγράµµατα και να χάσουν βάρος (Keefe et al 1984, Marcus and Wing 1987). Οι Ho
και συν (1995) σε µια ελεγχόµενη µε µάρτυρες µελέτη που σύγκρινε παχύσαρκα άτοµα
µε ∆ΕΥ και χωρίς ∆ΕΥ παρατήρησαν ότι η παρουσία ∆ΕΥ δεν επηρέαζε το αποτέλεσµα
της απώλειας βάρους και τη διακοπή από τα προγράµµατα αντιµετώπισης. Οι Ferguson
and Spitzer (1995) παρατήρησαν ότι άτοµα που έκαναν δίαιτα χωρίς επιτυχία είχαν
µεγαλύτερες πιθανότητες να πληρούν τα κριτήρια της ∆ΕΥ από ότι εκείνα που είχαν
επιτυχία.

Ψυχολογικά προβλήµατα και ∆ιαταραχή Επεισοδιακής Υπερφαγίας


(∆ΕΥ)

Άτοµα µε ∆ΕΥ έχουν µεγαλύτερη τάση να τρώγουν για συναισθηµατικούς


λόγους από ότι τα άλλα παχύσαρκα άτοµα (Ganley 1989, Terch and Agras 1994,
Eldredge and Agras 1996) και µεγαλύτερο ποσοστό συναισθηµατικών, αγχωδών
διαταραχών και διαταραχών της προσωπικότητας (de Zwan et al 1994, Marcus et al
1990, Fichter et al 1993, Yanovski et al 1993, Antony et al 1994, Kuehnel and Wadden
1995).
22
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 64

Οι Dansky και συν (1996) παρατήρησαν ότι ο επιπολασµός κατά την διάρκεια της
ζωής (lifetime prevalence) της µείζονος κατάθλιψης σε άτοµα µε ∆ΕΥ ήταν 31% και σε
άτοµα µε ψυχογενή βουλιµία ήταν 36%, συχνότητες πολύ υψηλότερες από την
συχνότητα του 15% κατάθλιψης που παρατηρήθηκε σε άτοµα που δεν έπασχαν από
∆ΕΥ.
Το ποσοστό Συνδρόµου Μετατραυµατικού Στρες είναι 21% στην ∆ΕΥ σε
σύγκριση µε 9% στην παχυσαρκία (Dansky και συν 1996).
Άτοµα µε ∆ΕΥ έχουν συχνά ιστορικό σηµαντικής οικογενειακής δυσλειτουργίας
υπό την µορφή των συγκρούσεων µέσα στην οικογένεια (Hodges, Cohrane, Brewerton
1998)
Σύµφωνα µε τους Wadden and Stunkard (1993) άτοµα µε ∆ΕΥ αποτελούν 25-
45% των ατόµων που συµµετέχουν σε προγράµµατα αντιµετώπισης της παχυσαρκίας,
έχουν σηµαντικά υψηλότερο ποσοστό ψυχολογικών προβληµάτων, µεγαλύτερη
συχνότητα άρσης διαιτητικών αναστολών, χαµηλότερου βαθµού αίσθησης της
αυτοπραγµάτωσης σχετικά µε την ικανότητά τους να κάνουν δίαιτα, σηµαντικά
µεγαλύτερη συχνότητα διακοπής των προγραµµάτων αντιµετώπισης της παχυσαρκίας
και χάνουν σηµαντικά λιγότερο βάρος.

23
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 65

ΓΝΩΣΙΑΚΗ/ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
ΤΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ

Η Γνωσιακή/Συµπεριφοριστική αντιµετώπιση της παχυσαρκίας συνίσταται σε:

• Καταγραφή των διαιτητικών συνηθειών του ατόµου από το ίδιο το άτοµο


• Ανάλυση των συναισθηµάτων που προηγούνται ή έπονται της υπερφαγίας
• Μάθηση τεχνικών ελέγχου της υπερφαγίας
• Αυτοενίσχυση του ατόµου για την απώλεια του βάρους και διατήρηση της
απώλειας αυτής

Η Λειτουργική ανάλυση της διατροφικής συµπεριφοράς περιλαµβάνει καταγραφή και


ανάλυση:
• του είδους και ποσότητα τροφής για απόκτηση επίγνωσης της ποσότητας, της
ποιότητας και της θερµιδικής αξίας της τροφής που καταναλώνεται
• του χώρου κατανάλωσης και της ώρα της ηµέρας
• της συναισθηµατικής κατάστασης του ατόµου πριν και µετά την λήψη τροφής
ώστε να µπορούν να αναγνωρίζονται παρόµοιες συναισθηµατικές καταστάσεις
στο µέλλον και να προλαµβάνεται η αντίδραση της υπερφαγίας
• την εκτίµηση του αν η λήψη τροφής ήταν δικαιολογηµένη ή ήταν επεισόδιο
υπερφαγίας, αν ένιωσε πείνα ή όχι πριν φάγει

Στόχος της λειτουργικής ανάλυσης της διατροφικής συµπεριφοράς είναι:


• Απόκτηση επίγνωσης της ποσότητας, της ποιότητας και της θερµιδικής της αξίας
της τροφής που καταναλώνεται
• Αναγνώριση συναισθηµατικής κατάστασης που έχει σχέση µε την υπερβολική
λήψη τροφής

Η µάθηση τεχνικών ελέγχου της υπερφαγίας συνίσταται

24
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 66

• στον έλεγχο εξωτερικών ερεθισµάτων


-αποµάκρυνση περιττών τροφίµων από το σπίτι
-λήψη τροφής σε καθορισµένες µόνο ώρες, στον ίδιο χώρο, στο τραπέζι
-χρήση µικρών πιάτων
-αποκλεισµός άλλης ενασχόλησης την ώρα του φαγητού (τηλεόραση, διάβασµα
εφηµερίδας)
• στη µείωση της ταχύτητας λήψης τροφής

Η ενίσχυση (επιβράβευση) του ατόµου γίνεται


• Από το ίδιο το άτοµο (αγορά καινούργιων ρούχων όταν χάσει βάρος)
• Από σηµαντικά για αυτό άτοµα (σύντροφο, φίλους, µέλη της οικογένειας)

Η Γνωστική αντιµετώπιση (Cognitive therapy) συνίσταται


• Στην γνωστική αναδόµηση σκεπτικών λαθών του τύπου:
«χρειάζεται µεγάλη προσπάθεια για να χάσει κανείς βάρος, δεν θα
µπορέσω να τα καταφέρω...», «τώρα που έβαλα βάρος δεν πειράζει αν
τρώγω πολύ» (Collins 1986)
• Στον προγραµµατισµό εφικτών στόχων απώλειας βάρους
• διερεύνηση του ατόµου για υπερβολικούς, γρήγορους και
ανέφικτους στόχους
• καθησυχασµό και ενθάρρυνση όταν αισθάνονται αποτυχηµένα,
λόγω των προηγούµενων ανέφικτων στόχων
• αύξηση της αυτοπεποίθησης του ατόµου που θα διαπιστώσει ότι
είναι ικανό να χάσει βάρος όταν οι στόχοι είναι εφικτοί
• ∆ιόρθωση αντιθεραπευτικού διαλόγου του ατόµου:
• «όλα εξαρτώνται από την δίαιτα, όταν κάνω χάνω, όταν δεν κάνω
βάζω» µε τη σκέψη:
«αναγνωρίζω ότι χρειάζοµαι προσωπική προσπάθεια και µόνιµη
τροποποίηση της διατροφικής συµπεριφοράς µου»
• «πρέπει να έχω ταχύτατα αποτελέσµατα»
25
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 67

µε τη σκέψη:
«αναγνωρίζω ότι χρειάζεται υποµονή και κουράγιο»
• «έχω κάνει τόσες δίαιτες και απέτυχα, και αυτή παρόµοια θα
είναι»
µε τη σκέψη:
«ας δώσω στον εαυτό µου την ευκαιρία να πειθαρχήσει σε ένα
πρόγραµµα»
• ∆ιόρθωση αρνητικών σκέψεων που είναι αποτέλεσµα:
o τελειοµανίας («όταν κάνω δίαιτα δεν πρέπει να κάνω καµία
απολύτως παρεκτροπή και την σταµατάω αν κάνω κάποια
παρεκτροπή»
o σκέψης του «όλα ή τίποτα» (υψηλά πρότυπα, απογοήτευση
και επιστροφή στην υπερφαγία όταν γίνει και το παραµικρό
λάθος)
• Γνωστική αναδόµηση µε σκοπό την ελάττωση των υποτροπών
λόγω της τελειοµανίας:
o εκµάθηση στο να µη βιώνουν ως καταστρεπτικές τις
οποιεσδήποτε παρεκτροπές στην δίαιτα ή στην τυχόν µη
άµεση επίτευξη του αποτελέσµατος
o προετοιµασία αντιµετώπισης «καταστάσεων υψηλού
κινδύνου» ή συναισθηµάτων ενοχής όταν συµβεί κάποια
αποτυχία.

Συνδυασµός ∆ιαιτολογικής και Ψυχολογικής (Γνωσιακής/Συµπεριφορικής


Αντιµετώπισης της Παχυσαρκίας
Ενισχύεται:
• Η επιθυµία και τα κίνητρα του ατόµου να χάσει βάρος
• Ο ενεργητικός ρόλος που λαµβάνει το ίδιο το άτοµο στην τροποποίηση της
διατροφικής του συµπεριφοράς ακολουθώντας τις συµβουλές της θεραπευτικής
οµάδας

26
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 68

ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑ

∆ιαγνωστικά κριτήρια

Η Ψυχογενής Ανορεξία (Anorexia Nervosa) σύµφωνα µε τα κριτήρια της


Ταξινόµησης των Ψυχικών ∆ιαταραχών της Παγκοσµίου Οργάνωσης Υγείας (ICD-10,
Απόδοση-Επιµέλεια: Στεφανής, Σολδάτος και Μαυρέας, 1993) χαρακτηρίζεται από τα
ακόλουθα:
“(α) Το σωµατικό βάρος παραµένει τουλάχιστον 15% κάτω από το αναµενόµενο
(είτε λόγω απώλειας είτε επειδή ποτέ δεν επιτεύχθηκε) ή ο δείκτης της σωµατικής µάζας
κατά Quatelet [∆είκτης σωµατικής µάζας Quatelet=Βάρος (Kg)/΄Υψος (m2),
χρησιµοποιούµενος µόνο µετά την ηλικία των 16 ετών] είναι 17,5 ή λιγότερο. Σε
ασθενείς προεφηβικής ηλικίας, µπορεί να παρατηρείται αδυναµία να επιτευχθεί η
προσδοκώµενη για την ηλικία αύξηση του σωµατικού βάρους.
(β) Η απώλεια βάρους αυτοπροκαλείται µε την αποφυγή «παχυντικών τροφών».
Είναι δυνατόν επίσης να υπάρχουν ένα ή περισσότερα από τα επόµενα:
αυτοπροκαλούµενοι έµετοι, αυτοπροκαλούµενες κενώσεις µε καθαρτικές ουσίες,
υπερβολική σωµατική άσκηση, χρήση φαρµάκων κατασταλτικών της όρεξης ή/και
διουρητικών.
(γ) Υπάρχει παραµόρφωση της εικόνας του σωµατικού εγώ υπό τη µορφή
ειδικής ψυχοπαθολογίας, κατά την οποία ο φόβος του πάχους επιδιαρκεί ως παρέµβλητη,
υπεραξιολογούµενη ιδέα και ο ασθενής επιβάλλει στον εαυτό του χαµηλό επίπεδο
σωµατικού βάρους.
(δ) Υπάρχει εκτεταµένη ενδοκρινική διαταραχή, του
υποθαλαµουποφυσιογοναδικού άξονα εκδηλούµενη στις γυναίκες ως αµηνόρροια και
στους άνδρες ως απώλεια του σεξουαλικού ενδιαφέροντος και της ικανότητάς των
(Προφανή εξαίρεση αποτελεί η επίµονη κολπική αιµορραγία σε ανορεκτικές γυναίκες, οι
οποίες λαµβάνουν ορµονική θεραπεία υποκατάστασης, συνηθέστερα υπό τη µορφή του
27
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 69

αντισυλληπτικού χαπιού). ∆υνατόν επίσης να υπάρχουν αυξηµένα τα επίπεδα της


αυξητικής ορµόνης και κορτιζόλης, µεταβολές στον περιφερικό µεταβολισµό των
θυρεοειδικών ορµονών και ανωµαλίες στην έκκριση ινσουλίνης.
(ε) Αν η έναρξη της ψυχογενούς ανορεξίας τοποθετείται στην προεφηβική
ηλικία, η διαδοχή των διαφόρων γεγονότων της ήβης καθυστερεί ή αναστέλλεται (η
ανάπτυξη του ατόµου σταµατά, στα κορίτσια οι µαστοί δεν αναπτύσσονται και υπάρχει
πρωτογενής αµηνόρροια, στα αγόρια τα γεννητικά όργανα παραµένουν παιδικά). Μετά
την ανάρρωση, η ήβη συχνά συµπληρώνεται φυσιολογικά, αλλά η εµµηναρχή
καθυστερεί”.

Επιδηµιολογία

Η Ψυχογενής Ανορεξία είναι 10 φορές πιο συχνή σε συγγενείς ασθενών µε ΨΑ


(Strober et al 1990). Ο επιπολασµός (prevalence) (ο ολικός αριθµός των περιστατικών
σε µια δεδοµένη στιγµή ή σε µια χρονική περίοδο) της ψυχογενούς ανορεξίας
υπολογίζεται ότι είναι 0,5% στους εφήβους και νεαρές γυναίκες στις ΗΠΑ (American
Academy of Pediatrics Committee on Adolescence, 2003)
Όσον αφορά την Ελληνική πραγµατικότητα, ο Σίµος (1996) διαπίστωσε ότι ο
επιπολασµός της Ψυχογενούς Ανορεξίας για κορίτσια ηλικίας 17 ετών στην Ελλάδα είναι
1,7% και για κορίτσια 18 ετών είναι 2,2%.

Σωµατικά και Εργαστηριακά Ευρήµατα στην Ψυχογενή Ανορεξία


• Αµηνόρροια
• Οστεοπόρωση (έλλειψη οιστρογόνων & ανεπαρκής πρόσληψη ασβεστίου)
• Άποιος ∆ιαβήτης (διαταραχή έκκρισης βασοπρεσσίνης)
• Υποθερµία (λόγω απώλειας λίπους)
• Έλλειψη ψευδαργύρου και µαγνησίου (απώλεια βάρους, αµηνόρροια, γαστρική
διάταση, κατάθλιψη)

28
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 70

• Καρδιοαγγειακές διαταραχές (µείωση όγκου αριστεράς κοιλίας, βραδυκαρδία,


υπόταση, αρρυθµίες)
• Αύξηση ουρίας, µείωση της σπειραµατικής διήθησης, οίδηµα
• Αύξηση ηπατικών ενζύµων, αναιµία, λευκοπενία, θροµβοκυτταροπενία
• «Μείωση» του όγκου του στοµάχου, καθυστέρηση της κένωσης του στοµάχου
και πρώϊµη αίσθηση κορεσµού

∆ιαφορική ∆ιάγνωση Ψυχογενούς Ανορεξίας

Η διαφορική διάγνωση γίνεται από τις παρακάτω ψυχολικές και σωµατικές διαταραχές:
• Ψυχολογικές ∆ιαταραχές
o Κατάθλιψη, ∆ιπολική ∆ιαταραχή (Μανιοκατάθλιψη),
o ∆ιαταραχές Προσωπικότητας (έντονη ενασχόληση µε την εικόνα του
σώµατος µε την οποία µετρούν την αυτοεκτίµησή τους)
o Σχιζοφρένεια, Αγχώδεις διαταραχές, Ψυχαναγκαστική διαταραχή
o Κατάχρηση ουσιών (κοκαΐνη, αµφεταµίνη)
• Σωµατικές διαταραχές
o AIDS, Υπερθυρεοειδισµός, Σακχαρώδης ∆ιαβήτης, Καρκίνος,
Υποσιτισµός

Ψυχολογικά Προβλήµατα (Συνοσηρότητα) και Ψυχογενής Ανορεξία


(ΨΑ)

Παρατηρήθηκε αυξηµένο ποσοστό κατάθλιψης σε άτοµα µε ΨΑ (41-68%) και η


συχνότητα κατάθλιψης υψηλότερη σε άτοµα που έκαναν εµετούς ή είχαν επεισοδιακή
υπερφαγία. (Cantwell et al 1977, Toner et al 1988, Halmi et al 1991). To ποσοστό
άγχους είναι αυξηµένο σε άτοµα µε ΨΑ σε ποσοστό 60-65% (Toner et al 1988, Halmi et
al 1991).

29
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 71

Σύµφωνα µε τη «Θεωρία Μείωσης του Άγχους» της Ψυχογενούς Ανορεξίας,


θεωρείται ότι το φαγητό προκαλεί άγχος στο ανορεκτικό άτοµο που και η αποφυγή της
τροφής µειώνει το άγχος. Η αποφυγή της τροφής και οι εµετοί ενισχύονται µε τη µείωση
του άγχους (Brady and Rieger, 1972)
Το άγχος και η κατάθλιψη στη ΨΑ µπορούν να προδιαθέσουν ένα άτοµο για τη
διατροφική διαταραχή και µπορούν να διαιωνίσουν το πρόβληµα αλλά δεν το προκαλούν
απαραίτητα (Strober and Katz 1987)

Ψυχοκοινωνικά Αίτια Ψυχογενούς Ανορεξίας

Τα άτοµα που πάσχουν από Ψυχογενή Ανορεξία χαρακτηρίζονται από¨

• Τελειοµανία (αισθάνονται άτοµα ανεπαρκή και χωρίς αυτοεκτίµηση γενικά και


ειδικά για το σώµα τους)
• Μεγάλη ανάγκη για επιτυχία µέσα από µια τελειοµανιακή συµπεριφορά
• Ανάγκη για απόκτηση ελέγχου στη ζωή τους. «Το µόνο πράγµα που µπορούν να
ελέγξουν είναι το σώµα τους»
• Αποφυγή της σεξουαλικότητάς τους
• Προβλήµατα στον σχηµατισµό ταυτότητας
• Προβλήµατα προσαρµογής στην εφηβεία

Η οικογένεια των ατόµων που πάσχουν από Ψυχογενή Ανορεξία παρουσιάζει τα εξής
χαρακτηριστικά:

• Οικογένεια υπερπροστατευτική, αυστηρή, µη αποτελεσµατική στη λύση


προβληµάτων
• Οικογενειακό περιβάλλον ψυχρό και τελειοµανικό
• Τα παιδιά αισθάνονται ότι δεν πρόκειται να φθάσουν τις υψηλές προσδοκίες των
γονέων τους

30
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 72

• Αισθάνονται ότι δεν µπορούν να µιλήσουν µε τους γονείς τους για τους
προβληµατισµούς τους, φόβους τους και ατέλειές τους
• Οι γονείς κρίνουν δυσµενών το σώµα των παιδιών τους και ασχολούνται µε αυτό
• Η στροφή προς την ενασχόληση µε το βάρος του σώµατος και τον έλεγχο της
ποσότητας της τροφής είναι πολλές φορές ένας τρόπος λύσης συγκρούσεων στην
οικογένεια και προσπάθειας ικανοποίησης των γονέων

Οι κοινωνικοί παράγοντες που συµβάλλουν στην αιτιοπαθογένεια της Ψυχογενούς


Ανορεξίας είναι:
• Κοινωνικοί παράγοντες πιέζουν τις γυναίκες να είναι πολύ αδύνατες
• Τα µηνύµατα των µέσων ενηµέρωσης είναι ότι «τα πλεονεκτήµατα» του να είσαι
αδύνατος είναι η επιτυχία, δύναµη, δηµοτικότητα, ροµαντικές σχέσεις, φίλοι ενώ
άνθρωποι που δεν είναι αδύνατοι παρουσιάζονται σαν τεµπέληδες, αδύναµοι και
όχι έξυπνοι

31
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 73

ΨΥΧΟΓΕΝΗΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑ

Η Ψυχογενής Βουλιµία (Bulimia Nervosa) (ΨΒ), σύµφωνα µε τα κριτήρια της


Ταξινόµησης των Ψυχικών ∆ιαταραχών της Παγκοσµίου Οργάνωσης Υγείας (ICD-10,
Απόδοση-Επιµέλεια: Στεφανής, Σολδάτος και Μαυρέας, 1993) χαρακτηρίζεται από τα
ακόλουθα:
«(α) Επιµένουσα υπεραπασχόληση µε τη διατροφή και ακατανίκητη επιθυµία για
λήψη τροφής. Ο ασθενής υποκύπτει στην επιθυµία του να τρώει υπερβολικά, µε
επεισόδια υπερφαγίας κατά τα οποία πολύ µεγάλες ποσότητες τροφής καταναλίσκονται
σε βραχείς χρονικές περιόδους.
(β) Ο ασθενής προσπαθεί να αντιρροπήσει την «παχυντική» επίδραση της
τροφής µε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: αυτοπροκαλούµενοι έµετοι, κατάχρηση
καθαρτικών ουσιών, εναλλασσόµενες περίοδοι αποχής από τη λήψη τροφής, χρήση
φαρµάκων, όπως ανορεκτικών, θυρεοειδικών σκευασµάτων ή διουρητικών. ∆ιαβητικοί
ασθενείς µε βουλιµία δυνατόν να παραµελήσουν τη θεραπεία τους µε ινσουλίνη.
(γ) Η ψυχοπαθολογία εκφράζεται ως νοσηρός φόβος πάχυνσης. Ο ασθενής
επιβάλλει στον εαυτό του ένα αυστηρά καθορισµένο όριο σωµατικού βάρους, πολύ κάτω
από το προνοσηρό επίπεδο, το οποίο και αποτελεί το άριστο ή κατά τη γνώµη του
γιατρού συµβατό µε την υγεία σωµατικό βάρος. Συχνά, αλλά όχι πάντοτε, αναφέρονται
στο ιστορικό επεισόδια ψυχογενούς ανορεξίας. Τυχόν προηγούµενο επεισόδιο µπορεί να
είχε πλήρη κλινική έκφραση ή να είχε προσλάβει ελάσσονα λανθάνουσα µορφή µε
µέτρια µόνο απώλεια βάρους ή/και παροδική φάση αµηνόρροιας. Το µεσοδιάστηµα
µεταξύ ενός επεισοδίου ψυχογενούς ανορεξίας και ενός ψυχογενούς βουλιµίας µπορεί να
κυµαίνεται από λίγους µήνες µέχρι µερικά χρόνια».

Επιδηµιολογία

32
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 74

Ο επιπολασµός της ψυχογενούς βουλιµίας υπολογίζεται ότι είναι 1-5% στους


εφήβους και νεαρές γυναίκες στις ΗΠΑ (American Academy of Pediatrics Committee
on Adolescence, 2003).

Σωµατικά και Εργαστηριακά Ευρήµατα Ψυχογενούς Βουλιµίας

Τα κυριότερα σωµατικά και εργαστηριακά ευρήµατα σε άτοµα που πάσχουν από


Ψυχογενή Βουλιµία είναι:

• Ηλεκτρολυτικές διαταραχές και βλάβες λόγω των εµετών


-Υποκαλιαιµία, υποχλωραιµία, µεταβολική αλκάλωση
-∆ιαταραχή της οξεοβασικής ισορροπίας λόγω των καθαρτικών (υποκαλιαιµική,
υποχλωραιµική µεταβολική οξέωση)
• Οισοφαγικές βλάβες λόγω των εµετών
• ∆ιόγκωση των παρωτίδων και µερικές φορές των υπογναθίων αδένων
• ∆ιάβρωση των οδόντων

∆ιαφορική ∆ιάγνωση Ψυχογενούς Βουλιµίας

Οι Ψυχολογικές διαταραχές που θα πρέπει να διαφοροδιαγνωσθούν µε την Ψυχογενή


Βουλιµία είναι παρόµοιες µε αυτές που αναφέρθηκαν στην διαφορική διάγνωση της
Ψυχογενούς Ανορεξίας
Η Ψυχογενής Βουλιµία θα πρέπει επίσης να διαφοροδιαγνωστεί µε οργανικές
διαταραχές που προκαλούν εµετούς όπως λοιµώξεις, υποθυρεοειδισµό, και Σακχαρώδη
∆ιαβήτη. Άλλες διαταραχές είναι όγκοι του εγκεφάλου, γατροεντερολογικές παθήσεις
και η χρήση της χηµειοθεραπείας

Ψυχολογικά Προβλήµατα (Συνοσηρότητα) και Ψυχογενής Βουλιµία


33
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 75

Σε 80% των ασθενών µε ΨΒ έχουν παρατηρηθεί ενοχές, άγχος, υπερένταση και


ψυχαναγκαστικές ιδέες, ενώ σε 60% των ασθενών µε ΨΒ παρατηρήθηκε απελπισία και
δυσκολίες στη σκέψη (Fairburnand Cooper 1984). Η κατάθλιψη διαπιστώθηκε σε
ποσοστό 36-70% (Piran et al 1985, Laessle et al 1987). Παρατηρείται επίσης υψηλότερο
ποσοστό κατάχρησης οινοπνεύµατος και ουσιών (Bulik 1987).

ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑΣ


(ΨΑ) ΚΑΙ ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑΣ (ΨΒ)

Α. Η Συµβολική σηµασία των συµπτωµάτων

Σύµφωνα µε την Ψυχαναλυτική προσέγγιση, ο εµετός αποτελεί µια «προσπάθεια


εξολόθρευσης του ανεπιθύµητου πέους µιας τραυµατικής σεξουαλικής εµπειρίας.», ο
φόβος πάχυνσης θεωρείται σαν µια συµβολική απόρριψη της ιδέας της εγκυµοσύνης και
το υπερβολικό αδυνάτισµα: αντιπροσωπεύει τον πραγµατικό φόβο θανάτου (Ogden
2003)
Η πείνα για το άτοµο µε ψυχογενή ανορεξία είναι µια «αόρατη ενοχλητική δύναµη»
που πρέπει να αντισταθεί κανείς αλλά, όσο την αντιστέκεται τόσο γίνεται πιο επιθυµητή
και εποµένως πιο επίφοβη (Sandler and Dare 1970, Dare and Crowther 1995)
Ο υπερβολικός περιορισµός της λήψης τροφής δίνει στο άτοµο µε ΨΑ µια «αίσθηση
ελέγχου», επειδή αυξάνει την αίσθηση της «προσωπικής αποτελεσµατικότητας» ή
«αυτοπραγµάτωσης» µέσω της επιτυχίας του στον να κατορθώσει να αποφύγει τη λήψη
τροφής. Η απώλεια βάρους λειτουργεί έτσι ώστε να αποφεύγεται η έναρξη της
σεξουαλικής ζωής προκαλώντας απίσχνανση στα σηµεία εκείνα του σώµατος που
σχετίζονται µε τη σεξουαλικότητα (Bruch 1965, Bruch 1974)
Κεντρικά σηµεία της ψυχαναλυτικής προσέγγισης της αποφυγής τροφής είναι ότι το
άτοµο λέγει «Αυτό είναι ένα κοµµάτι της ζωής µου που ελέγχω» και «Είµαι απλώς ένα

34
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 76

µικρό παιδί, δεν µπορώ να ζήσω µόνη µου, πρέπει να µε φροντίζουν» (Dare and
Crowther, 1995)

Β. Ο ρόλος της παιδικής ηλικίας

Παιδιά που µεγαλώνουν αισθανόµενα ανεπαρκή µπορεί να αναπτύξουν ψυχογενή


ανορεξία σαν τρόπο επαναπόκτησης ισχύος στην οικογένεια. Είναι παιδιά των οποίων η
«τέλειες» µητέρες προέβλεπαν και φρόντιζαν για κάθε ανάγκη των παιδιών και
«καταλάβαιναν εκείνες» πότε τα παιδιά πεινούσαν, διψούσαν ή ήταν κουρασµένα. Τα
παιδιά αυτά δεν µπορούν να κατανοήσουν τις δικές τους εσωτερικές καταστάσεις.
(Bruch 1985)
Η ερµηνεία της χρήσης καθαρτικών και εµετού από βουλιµικά και µερικά
ανορεκτικά άτοµα συµβολίζει τη συγκρουσιακή σχέση µεταξύ της ασθενούς και της
µητέρας. Η υπερφαγία συµβολίζει την επιθυµία να είναι κοντά στη µητέρα και ο εµετός
αντανακλά την επιθυµία να την απορρίψει. (Goodsitt 1977)

ΓΝΩΣΙΑΚΗ/ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ


ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΑΝΟΡΕΞΙΑΣ (ΨΑ)

Ο de Silva (1995) περιέγραψε τις ακόλουθες γνωσιακές δυσλειτουργίες που ερµηνεύουν


την εµφάνιση της Ψυχογενούς ανορεξίας:

• Εκλεκτική αφαίρεση
«Είµαι ξεχωριστή αν είµαι αδύνατη»
«Ο µόνος τρόπος που µπορώ να έχω τον έλεγχο των πραγµάτων είναι µέσα από
το φαγητό»
• ∆ιχότοµη λογική (σκέψη στα δύο άκρα)
«Αν δεν έχω τον απόλυτο έλεγχο θα χάσω κάθε έλεγχο»
«Αν βάλω ένα κιλό θα παχύνω»

35
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ & ∆ΙΑΤΡΟΦΗ ΠΑΝΤΑΖΗΣ Α. ΙΟΡ∆ΑΝΙ∆ΗΣ 77

• Υπεργενίκευση
«Απέτυχα χθές, σίγουρα θα αποτύχω σήµερα»
• Υπεµεγύνθυση
«Αν κερδίσω ένα κιλό θα µε κάνει να πέσω στο χείλος της παχυσαρκίας»
• ∆εισιδαιµονική σκέψη
«Αν το φάω θα µετατραπεί σε πάχος αµέσως»
• Προσωποποίηση
«Γελούσαν, για εµένα θα γελούσαν»

Η µεγάλη έµφαση που δίνεται στο λεπτό σώµα και ο φόβος της πάχυνσης εδραιώνεται
και διαιωνίζεται µε τα ανωτέρω «γνωσιακά σφάλµατα» των ανορεξικών ασθενών.

ΓΝΩΣΙΑΚΗ/ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ


ΨΥΧΟΓΕΝΟΥΣ ΒΟΥΛΙΜΙΑΣ (ΨΒ)

Σύµφωνα µε το «Γνωσιακο/κοινωνικό» µοντέλο της Ψυχογενούς Βουλιµίας του Wilson


(1989) η ΨΒ οφείλεται στους ακόλουθους παράγοντες:

• Γνωσιακά σφάλµατα για το βάρος, σχήµα σώµατος και φαγητό µε δυσλειτουργική


σκέψη
• Φόβος παχυσαρκίας
• Επεισοδιακή Υπερφαγία που ακολουθείται από περιόδους περιορισµού της λήψης
τροφής που προκαλούνται από κακή διάθεση, θυµό και στρες
• Εµετοί και χρήση υπακτικών και ψυχολογικές επιπτώσεις που ακολουθούν
Α. Αρχική ανακούφιση (σωµατική και ψυχολογική)
Β. Ανησυχία για τις ψυχολογικές επιπτώσεις, υποσχέσεις να µη το ξανακάνουν,
περιορισµός
της διατροφής

36

You might also like