You are on page 1of 28

Η προσωπικότητα

Παλαιολόγος Δούρος
Εννοιολογικός προσδιορισμός της προσωπικότητας Βέλο, Αύγουστος, 2017

Η καθημερινή χρήση της λέξης προσωπικότητα αποδίδει ένα χαρακτηρισμό για ένα
άτομο ή για μιαν ομάδα ατόμων και δε δείχνει να δημιουργεί ιδιαίτερο πρόβλημα (Lee,
McCauley & Draguns, 1999). Η έννοια της προσωπικότητας όμως, δεν είναι αρκετά σαφής,
καθώς προσεγγίζεται γλωσσικά και εννοιολογικά με ποικίλους τρόπους. Όταν ερμηνεύεται ως
μέρος του λόγου, ως ένα ουσιαστικό, αποδίδεται με ένα σύνολο στοιχείων, τα οποία καθορίζουν
τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις ενός ατόμου. Ακόμα προσωπικότητα ονομάζεται και ένα
πρόσωπο που κατέχει υψηλό αξίωμα ή είναι διαπρεπής στο χώρο της δραστηριότητάς του.
Συχνά χρησιμοποιούμε τους χαρακτηρισμούς άτομο με ή χωρίς προσωπικότητα με την έννοια ότι
το συγκεκριμένο άτομο δεν έχει δική του βούληση ή δεν έχει δικά του ενδιαφέροντα. Στη λέξη
προσωπικότητα (personality) αποδίδουμε δύο έννοιες ή κατηγορίες εννοιών. Με τη πρώτη έννοια
η προσωπικότητα δηλώνει την επίδραση που ασκεί ένα άτομο πάνω σ’ ένα άλλο άτομο και η
αξία της υπερτιμάται. Η έννοια αυτή, τουλάχιστον μ’ αυτή την τόσο απόλυτη μορφή της δεν
προσφέρεται καθόλου για μία αντικειμενική προσέγγιση του ζητήματος της προσωπικότητας.
Ακόμα μπορεί να σημαίνει την εξωτερική εμφάνιση που διαλέγουμε να της δώσουμε. Αυτή η
εμφάνιση δεν είναι παρά μία μορφή της προσωπικότητας ως σύνολο και δεν θα της
απασχολήσει. Επιπρόσθετα προσωπικότητα σημαίνει το ιδανικό που έχει το άτομο για τον εαυτό
του και τέλος η προσωπικότητα είναι η μεταφυσική και υποθετική ουσία του ανθρώπινου όντος,
έννοια που κυρίως σχετίζεται με την «ηθική». Με τη δεύτερη έννοια ονομάζουμε
«προσωπικότητα» το σύνολο των χαρακτηριστικών του ατόμου, που ορίζουν την ατομικότητα
του και τον διαφοροποιούν απ’ όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους (Κανελλοπούλου, 2007).
Δηλαδή στην κοινή αντίληψη των ανθρώπων ο όρος «προσωπικότητα» αναφέρεται στα στοιχεία
και τις ιδιότητες, στα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου, στα ιδιαίτερα
χαρίσματα αυτού (Ρούσση - Βέργου, 2008).
O όρος προσωπικότητα (personality) προέρχεται ετυμολογικά από τις λέξεις πρόσωπο και
προσωπείο. Η λέξη πρόσωπο είναι ελληνική και σημαίνει την όψη, τα φυσιογνωμικά
χαρακτηριστικά του προσώπου ενός ατόμου (Παπαδόπουλος, 1994). Η λέξη προσωπείο
προκύπτει από τη λατινική λέξη persona, η οποία αναφέρεται στην έννοια της μάσκας (Schultz
& Schultz, 2012:9). Όπως οι μάσκες διαχώριζαν τον ένα χαρακτήρα από τον άλλο στα αρχαία
3

ελληνικά και ρωμαϊκά θέατρα, έτσι και η προσωπικότητα διαφοροποιεί το άτομο και το καθιστά
μοναδικό (Sdorow, 1998). Αν και η προσωπικότητα (personality) ως έννοια, είναι γνωστή από
παλαιότερες εποχές τόσο από τη φιλοσοφία και τη φυσιολογία όσο και από τη νομική επιστήμη
και τη λογοτεχνία (Ποταμιάνος & Παπαστάμου, 2002) και για την οριοθέτηση αυτού του όρου
φαίνεται ότι υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ των επιστημόνων για τον ακριβή ορισμό της. Ο κάθε
θεωρητικός εστιάζει σε διαφορετικές πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τις ερμηνεύει
μέσα σε ένα διαφορετικό θεωρητικό πλαίσιο, κατά συνέπεια ο κάθε ορισμός εξαρτάται από τη
θεωρία που ο μελετητής έχει διαμορφώσει ή υιοθετήσει (Νασιάκου, 2007). Οι Hall και Lindzey
(1957) σημείωσαν πως υπάρχουν τόσοι ορισμοί όσοι και οι θεωρητικοί που ασχολούνται με την
προσωπικότητα. Ο επιστημονικός ορισμός της προσωπικότητας (Pervin & John, 2013)
παρουσιάζει δυσκολίες στην ερμηνεία του και αποτελεί ένα σύνθετο πεδίο μελέτης. Η
πολυπλοκότητα της μελέτης και του ορισμού της προσωπικότητας σχετίζεται με τις
διαφορετικές θέσεις των θεωρητικών απέναντι σε βασικά ζητήματα που αφορούν στην
προσωπικότητα, όπως είναι η δομή, τα βασικά συστατικά της, οι διεργασίες ως δυναμικές
πλευρές της, η ανάπτυξη και η εξέλιξη του ατόμου ως μοναδικό, καθώς και η αλλαγή και η
προσαρμογή του στο περιβάλλον και όπως έχει διατυπώσει ο Fontana η προσωπικότητα
δύσκολα ορίζεται. Επιπρόσθετα ο Χασάπης αναφέρει ότι η προσωπικότητα είναι μια φυσική και
πνευματική συνέργεια, πολύπλοκη, ποικίλη και μοναδική με πολλές διαφοροποιήσεις από άτομο
σε άτομο που δεν είναι τόσο εύκολο να ερευνηθεί και να μελετηθεί. Αποτελεί έναν από τους πιο
συχνά χρησιμοποιούμενους όρους στην ψυχολογία, αλλά και μια από τις πιο δυσνόητες έννοιες
της (Χασάπης, 1980).
Από τους διαφορετικούς ορισμούς που έχουν δοθεί κατά το πέρασμα του χρόνου στην
ελληνική και στη διεθνή βιβλιογραφία αναφορικά με την προσωπικότητα που αντανακλούν και
τις ποικίλες θεωρίες οι οποίες έχουν δημιουργηθεί παραθέτουμε μερικούς.
Ο Χασάπης (1980) αναφέρει ότι η προσωπικότητα είναι το μέσο με το οποίο κάθε άτομο
εκφράζει κατά ένα μοναδικό τρόπο το ψυχικό του κόσμο, ενεργεί και αντιδρά στους διάφορους
ερεθισμούς του περιβάλλοντος, αντιμετωπίζει τη ζωή γενικά, εκπληρώνει τις ανάγκες του,
πετυχαίνει τις επιδιώξεις του και αναπτύσσει τα ιδεώδη και τις αξίες που κατευθύνουν τη
δραστηριότητα του. Ο Παρασκευόπουλος (1994) ορίζει την προσωπικότητα ως το σύνολο των
σωματικών και ψυχικών χαρακτηριστικών του ατόμου με ιδιαίτερη αναφορά στον τρόπο με τον
4

οποίο τα χαρακτηριστικά αυτά συνδέονται και οργανώνονται σε ένα ενιαίο δυναμικό σύνολο. Ο
Φράγκος (1995) αναφέρει ότι η προσωπικότητα ενός ατόμου είναι των σύνολο όλων εκείνων
των ιδιαίτερων στοιχείων που τον χαρακτηρίζουν, όπως ικανότητες, γνωστικές και κοινωνικές
δεξιότητες, στάσεις και άξιες. Ο Ποταμιάνος και συν. (2002) αναφέρει ότι η προσωπικότητα
αντιπροσωπεύει εκείνα τα χαρακτηριστικά του ατόμου που καλύπτουν σταθερά σχήματα
συναισθημάτων, σκέψης και συμπεριφοράς. Η Γεωργαντά (2003) παραθέτει για την
προσωπικότητα ότι αποτελεί ένα σύνθετο σχήμα συμπεριφοράς που αναπτύσσει κάθε άτομο
συνειδητά και ασυνείδητα σαν στυλ ζωής ή τρόπο ύπαρξης κατά την διαδικασία προσαρμογής
του στο περιβάλλον. Ο Demetriou (2004) ορίζει την προσωπικότητα ως «τις προδιαθέσεις του
ατόμου, με τις οποίες το άτομο σχετίζεται κι αλληλεπιδρά με τον ευρύτερο κόσμο, με ποικίλους
τρόπους» . Γι’ αυτό και μπορεί να ειπωθεί ότι η προσωπικότητα θέτει τα πλαίσια μέσα στα οποία
η νοημοσύνη και το μυαλό μπαίνουν σε λειτουργία. Σύμφωνα με τον Batta (2002: 19) η
προσωπικότητα ορίζεται ως «ο συνδυασμός των βιολογικών κληρονομιών του ανθρώπου μαζί με
τις τυχόν περιβαλλοντικές επιδράσεις στις οποίες το άτομο εκτίθεται κατά τη διάρκεια της ζωής
του». Οι Robbins & Judge (2011: 120) ορίζουν την προσωπικότητα ωε τους συνολικούς τρόπους
με τους οποίους ένα άτομο αντιδρά και αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα άτομα. Ο Mischel (1976)
ορίζει την προσωπικότητα ως τις ξεχωριστές μορφές συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένων των
σκέψεων και συναισθημάτων, που χαρακτηρίζουν την προσαρμογή του κάθε ατόμου στις
διάφορες καταστάσεις της ζωής του. Ο Eysenck (1952) ορίζει την προσωπικότητα ως τη
σταθερή και διαρκή οργάνωση του χαρακτήρα, της συναισθηματικής ιδιοσυγκρασίας, της
διανοητικής κατάστασης και της φυσικής διάπλασης ενός ατόμου, στοιχεία, που καθορίζουν τον
μοναδικό, για το άτομο τρόπο προσαρμογής του στο περιβάλλον. Ο Hilgard (1977) την ορίζει ως
το σύνολο των χαρακτηριστικών και των τρόπων συμπεριφοράς τα οποία καθορίζουν τη
μοναδικότητα της προσαρμογής ενός ατόμου στο περιβάλλον του. Ο Allport (1961) αναφέρει ότι
η προσωπικότητα είναι η δυναμική οργάνωση που κάνει το άτομο, όλων εκείνων των
ψυχοφυσικών συστημάτων που καθορίζουν τη χαρακτηριστική του συμπεριφορά και σκέψη
(Παρασκευόπουλος, 1994: 70). Οι Eysenck & Eysenck (1985) σε ένα γενικό ορισμό για την
προσωπικότητα αναφέρουν : «προσωπικότητα είναι η σχετικά σταθερή και διαρκής οργάνωση του
χαρακτήρα, της ιδιοσυγκρασίας, της νόησης και της φυσιολογίας, η οποία καθορίζει το μοναδικό
τρόπο με τον οποίο το άτομο προσαρμόζεται στο περιβάλλον». Ο Pervin (1996:414) ορίζει την
5

προσωπικότητα ως μια πολυσύνθετη οργάνωση αντιλήψεων, παρορμήσεων και συμπεριφορών,


η οποία δίνει κατεύθυνση και σχήμα στη ζωή ενός ατόμου. Η προσωπικότητα όπως και το σώμα
απαρτίζεται από διαρθρώσεις και διαδικασίες και αντανακλά τα γενετικά χαρακτηριστικά του
ατόμου και τα εμπειρικά του βιώματα. Επιπρόσθετα, περιλαμβάνει τις επιδράσεις που έχει δεχτεί
το άτομο στο παρελθόν, μεταξύ άλλων και τις μνήμες του, καθώς και τις εμπειρίες του από το
παρόν και τους στόχους για το μέλλον της ζωής του. Ο Ποταμιανός (2002) σε έναν ευρύ ορισμό
που επιτρέπει να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε πολλές διαφορετικές πλευρές του ατόμου
ενώ υποδηλώνει ότι εξετάζουμε σταθερά σχήματα συμπεριφοράς και ιδιότητες ατόμου, όπως
σκέψεις, συναισθήματα και εμφανείς μορφές συμπεριφοράς, αναφέρει ότι «η προσωπικότητα
αντιπροσωπεύει εκείνα τα χαρακτηριστικά του ατόμου που καλύπτουν σταθερά σχήματα
συναισθημάτων, σκέψης και συμπεριφοράς». Τελευταία αναφέρουμε τον ορισμό των Hogan &
Benson (2009: 12-13), που αναφέρει ότι η προσωπικότητα ορίζεται με δύο πλευρές, από την
πλευρά του ηθοποιού και από την πλευρά του θεατή. Η προσωπικότητα από την πλευρά του
ηθοποιού αφορά στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι βλέπουν τον εαυτό τους και από την
πλευρά του παρατηρητή που αφορά στον τρόπο με τον οποίο οι άλλοι άνθρωποι αναγνωρίζουν και
εκτιμούν τον ηθοποιό.

Οι θεωρίες για την προσωπικότητα

Η προσωπικότητας ως έννοια μας απασχολεί από τα χρόνια της Αρχαίας Ελλάδας. Ο


Πλάτωνας ο Σωκράτης και αρκετοί ακόμα φιλόσοφοι επιχείρησαν να προσδιορίσουν και να
αναλύσουν τα κομμάτια εκείνα που συνθέτουν την ανθρώπινη προσωπικότητα. Κατά τη
διάρκεια των αιώνων πλήθος φιλοσόφων, ψυχολόγων, ανθρωπολόγων και ψυχιάτρων μελέτησαν
συστηματικά το θέμα της προσωπικότητας. Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα έγιναν
πολλές και σοβαρές απόπειρες και για να προσδιοριστεί η ανθρώπινη προσωπικότητα. Ιδιαίτερα
σημαντικοί ερευνητές κρύβονται πίσω από πολύ γνωστές θεωρίες, οι οποίες έριξαν άπλετο φως
στην προσπάθεια μελέτης, καταγραφής και ανάλυσης όλων των πιθανών χαρακτηριστικών της
προσωπικότητας του ατόμου. Ως συνέπεια αυτού πολλές θεωρίες έχουν επιχειρήσει να
περιγράψουν και να ερμηνεύσουν την προσωπικότητα, με τη κάθε θεωρία να μελετά την
προσωπικότητα και να επεξηγεί τη συμπεριφορά ανάλογα με το θεωρητικό υπόβαθρο της
προσέγγισης της. Ο Ποταμιάνος και συν. (2002) σημειώνει ότι η θεωρία της προσωπικότητας
6

πρέπει να απαντά στα ερωτήματα τί, πώς και γιατί. Το «τί» αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του
ατόμου, και στον τρόπο με τον οποίο αυτά είναι οργανωμένα, το ένα σε σχέση με το άλλο. Το
«πώς» έχει να κάνει με τις παραμέτρους της προσωπικότητας ενός ατόμου. Το «γιατί»
αναφέρεται στα αίτια της συμπεριφοράς του. Οι απαντήσεις παραπέμπουν στα κίνητρα του
ατόμου, δηλαδή τι είναι αυτό που κάνει το άτομο να κινείται και γιατί προς μια συγκεκριμένη
κατεύθυνση. Στη συνέχεια, θα επιχειρήσουμε πολύ σύντομα να παρουσιάσουμε κάποιες από τις
πιο γνωστές και επικρατούσες θεωρίες για την προσωπικότητα.

Η τυποβιολογική θεωρία του Γαληνού

Η προσπάθεια για τη σύλληψη των ατομικών διαφορών στην προσωπικότητα με τη


χρησιμοποίηση των τύπων, έχει την πηγή της στην αρχαία Ελλάδα. Στην εποχή του Ιπποκράτη, οι
επιστήμονες πίστευαν, ότι η ύλη αποτελούνταν από 4 στοιχεία : τον αέρα, το πυρ, τη γαία και το
ύδωρ. Σε αντιστοιχία ο Ιπποκράτης διέκρινε τέσσερις τύπους ανθρώπων, στον καθένα από τους
οποίους επικρατούσε ένας από τους παρακάτω χυμούς του σώματος: το αίμα (αιματώδης τύπος),
η κίτρινη χολή (μελαγχολικός τύπος), η μέλαινα χολή (χολερικός τύπος) και το φλέγμα
(φλεγματικός τύπος)(Μελανίτης, 1972:47).
Ο Γαληνός, ο περίφημος Έλληνας γιατρός και χειρούργος του δεύτερου αιώνα που
εργάσθηκε στη Ρώμη, συνέλαβε την ιδέα, ότι διαφορές στη συμπεριφορά των ανθρώπων θα
έπρεπε να αποδοθούν στη διαφορετική κατανομή στους ανθρώπους των τεσσάρων στοιχείων
τους σώματος. Καθοδηγούμενος από αυτή την ιδέα διέκρινε τους ανθρώπους σε 4 κατηγορίες με
βάση το στοιχείο που υπερείχε στον οργανισμό (Χασάπης, 1980). Ο αιματώδης τύπος όπου
υπάρχει υπεροχή του αίματος στον οργανισμό και περιγράφεται ως καλοκαιρινός και ευχάριστος.
Ο φλεγματικός τύπος πού αποδόθηκε σε υπεροχή φλέγματος στον οργανισμό. Οι άνθρωποι του
τύπου αυτού περιγράφονται σαν άτομα δυσκίνητα, αλλά σταθερά στη συμπεριφορά τους. Ο
χολερικός τύπος που οφείλεται σε υπεροχή κίτρινης χολής και περιγράφονται ως ευερέθιστα και
ότι αντιδρούν με ταχύτητα. Ο μελαγχολικός τύπος που αποδόθηκε σε περίσσεια μέλαινας χολής
στον οργανισμό. Χαρακτηρίζεται από σκυθρωπότητα και κατήφεια. Τα άτομα αυτά παθαίνουν
εύκολα μελαγχολία.
Οι ιδέες του Γαληνού θα περιγράφονταν στην εποχής μας ως απλοϊκές αλλά αναμφισβήτητα
αποτέλεσαν μεγάλη σύλληψη για την εποχή τους, γι αυτό καθιερώθηκαν και παρέμειναν κλασικοί
7

ψυχιατρικοί όροι. Πέρα όμως από αυτό, στον Γαληνό ανήκει η τιμή, ότι πρώτος αυτός συνέλαβε
την ιδέα της ταξινόμησης των ατομικών διαφορών της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε ένα λογικό
σύστημα τύπων. Στην πρώτη αυτή τυπολογική ταξινόμηση της προσωπικότητας, ο Γαληνός
έλαβε υπόψη του τη συναισθηματική ιδιοσυστασία του ατόμου, που η τεράστια σημασία της στην
προσωπικότητα έχει σήμερα γενικά αναγνωριστεί (Χασάπης, 1980).

Η θεωρία του Sheldon

Ο William Sheldon ο αμερικανός ερευνητής, στην δεκαετία του 1940 ταξινόμησε την
προσωπικότητα σύμφωνα με τον τύπο σωμάτων που ονομάστηκε σωματότυπο (somatotypes)
(Παπαδόπουλος, 1996). Υποστήριζε ότι η ιδιοσυγκρασία και ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου
και η επακόλουθη συμπεριφορά του συνδέονται άμεσα µε τη σωματική του διάπλαση, την
κατασκευή του σκελετού, τους μύες και άλλα σωματικά χαρακτηριστικά (Χυτήρης, 1994).
Ο Sheldon κατέταξε τους τύπους σώματος σε τρεις βασικές κατηγορίες, τον ενδόμορφο
(Endomorphic), τον μεσόμορφο (Mesomorphic) και τον εκτόμορφο (Ectomorphic) (Schultz &
Schultz, 2012). Η θεωρία του αναφέρει ότι ο σωματότυπος έχει γενετική προέλευση και
προκαθορίζει την ιδιοσυγκρασία του ατόμου. Καθαρός τύπος σώματος συναντιέται σπάνια. Οι
περισσότεροι άνθρωποι συνδυάζουν στοιχεία και από τους τρεις τύπους σώματος και
ταξινομούνται σε διάφορες κατηγορίες. Σύμφωνα με τον Sheldon (1940), ο ενδόμορφος τύπος
σώματος χαρακτηρίζεται από στρογγυλό κεφάλι, φαρδύς γοφούς και ώμους. Έχει αυξημένο
ποσοστό λίπους στο σώμα και κυρίως στο πάνω μέρος. Δεν ευνοείται σε αθλήματα που
απαιτούν ευλυγισία και ταχύτητα. Αθλήματα καθαρής δύναμης, όπως αυτά που απαιτούν
χαμηλό κέντρο βάρους, όπως η άρση βαρών είναι ιδανικά για τους ενδόμορφους τύπους.
Συσσωρεύει εύκολα λίπος κυρίως στην περιοχή της κοιλιάς και των γοφών και έχει γενικά
πλαδαρό σώμα. Ο μεσόμορφος τύπος χαρακτηρίζεται από τετράγωνο κεφάλι και συμμετρικό
σώμα. Το πρόσωπο του έχει έντονες γωνίες και συνήθως αρκετά βαριά χροιά φωνής. Έχει
μυώδη άκρα και στενούς γοφούς και αρκετά ανεπτυγμένο μυϊκό σύστημα, το μέτριο ύψος του σε
συνδυασμό με την ικανότητα να παίρνει εύκολα μυϊκή μάζα αλλά και η δυνατότητα δύναμης,
τον καθιστά συνήθως αθλητή υψηλού επιπέδου σε κάθε αγώνισμα. Είναι εξαιρετικά
εξωστρεφής, σφριγηλός και μαχητικός. Δε χρειάζεται ιδιαίτερα συμβουλές λόγω της φυσικής
του κατάστασης. Τα μεσομορφικά άτομα χαρακτηρίζονται από επιθετικότητα, εξωστρέφεια και
8

ενεργητικότητα. Τέλος, ο εκτόμορφος τύπος σώματος διακρίνεται από μακρόστενο κεφάλι,


στενούς ώμους και γοφούς, λεπτά και μακρά άκρα και συνήθως το ύψος του είναι πάνω από τον
μέσο όρο. Παίρνει πολύ δύσκολα λίπος αλλά και βάρος και ακόμα δυσκολότερα μυς. Η
μικρότερη επιφάνεια σώματος τους ευνοεί στην αντοχή και την καλύτερη θερμορύθμιση. Τα
εκτόμορφα χαρακτηρίζονται άτομα από εγκεφαλοτονία και είναι διανοούμενοι, εσωστρεφείς
ντροπαλοί και υπερευαίσθητοι (Sheldon et al, 1941). Στο βιβλίο του «Atlas of men» (1954) ο
Sheldon κατηγοριοποιείσαι όλες οι δυνατές μορφές σώματος, σύμφωνα με μία κλίμακα που
κυμαίνεται από 1 έως 7 για κάθε ένα από τα σωματότυπα, όπου καθαρός ενδομορφικός τύπος
είναι 7-1-1, το 1-7- 1 είναι καθαρός μεσομορφικός ενώ 1-1-7 είναι καθαρός εκτομορφικός. Ως
παραδείγματα παραθέτουμε:
Ένα ελαφρώς ψηλόλιγνο άτομο 5-2-3 (λίγο εκτόμορφος).
Ένα άτομο του μέσου ύψους που είναι σχετικά μυώδες 4-5-3 (λίγο μεσόμορφος).
Ένα άτομα που είναι ελαφρώς σωματώδες 3-3-5-(λίγο ενδόμορφος).
Από τους αριθμούς των τύπων υποτίθεται ότι μπορεί να προβλεφθούν τα ατομικά ψυχικά
χαρακτηριστικά.
Οι εργασίες του Sheldon προκάλεσαν αναστάτωση, όμως σε κατοπινές έρευνες με
μεγάλο αριθμό ατόμων δε βρέθηκε τέτοιου είδους συνάφεια, όπως νόμισε ο Sheldon. Μια
προσωπικότητα έχει ως βάση μια πολύπλευρη δομή, η οποία δεν μπορεί να κατανοηθεί με
σωματικές διαστάσεις και εκτάσεις. Πολλά που αφορούν την προσωπικότητα είναι κρυμμένα
στον εγκέφαλο, όπου βρίσκονται αποθηκευμένα εμπειρίες και γενικά μαθημένη συμπεριφορά.
Τέτοια χαρακτηριστικά μπορούν να συγκεντρωθούν με διερεύνηση ή παρατήρηση της
συμπεριφοράς, πράγμα που εξηγεί, γιατί υπάρχουν τόσα πολλά ερωτηματολόγια και για την
προσωπικότητα (Παπαδόπουλος, 1996). Η θεωρία του Sheldon δεν κατάφερε να κερδίσει την
παραδοχή και την υποστήριξη ευρύτερου φάσματος ερευνητών και θεωρητικών, παρ’ όλα αυτά
η ανθρώπινη συμπεριφορά επηρεάζεται εν μέρει και από τα σωματικά χαρακτηριστικά. Για
παράδειγμα, ο αδύνατος άνθρωπος γνωρίζοντας τις μυϊκές του αδυναμίες προσαρμόζει τις
δραστηριότητές του µέσω λιγότερο επίπονων και τολμηρών ενεργειών. Ο μικρόσωμος τύπος
ανθρώπων, εξάλλου, μπορεί να προσαρμόσει τις ενέργειές του έτσι, ώστε να εξισορροπεί τη
φυσική του έλλειψη µε ξεσπάσματα ενεργητικότητας συνοδευόμενα από δυνατό ενθουσιασμό
(Χυτήρης, 1994).
9

Η ψυχαναλυτική θεωρία του Sigmund Freud

Οι ψυχαναλυτικές θεωρίες εξηγούν την ανθρώπινη συμπεριφορά στα πλαίσια της


αλληλεπίδρασης των ποικίλων συστατικών της προσωπικότητας. Ο κύριος εκπρόσωπος της
ψυχαναλυτικής ή ψυχοδυναμικής προσέγγισης αλλά και θεμελιωτής της ψυχανάλυσης ήταν ο
Sigmund Freud (Γεωργαντά, 2003). Η θεωρία του αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη σημαντική
προσέγγιση για την προσωπικότητα στη νεωτερική εποχή. Σημαντικό ρόλο στη θεωρία του
παίζουν οι συγκρούσεις του ασυνειδήτου οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το
«γενετήσιο ένστικτο», ειδικά στα πρώτα χρόνια της ζωής του ατόμου (Φράγκος, 1995). Η
ψυχαναλυτική θεωρία του Freud, τοποθετεί την έννοια του ασυνείδητου στο επίκεντρο. Η
θεωρία του προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο, έγινε για δεκαετίας αντικείμενο ειρωνείας και σε
ορισμένες περιόδους αποσιωπήθηκε, απαγορεύτηκε και οι οπαδοί της προπηλακίστηκαν.
Κυρίαρχη αιτία της τρομερής αντίδρασης ήταν, το έντονα προκλητικό για την ηθική μιας
συγκεκριμένης εποχής περιεχόμενο που είχε η θεωρία, αποκαλύπτοντας τη σημασία και τις
επιπτώσεις της σεξουαλικής ορμής και δείχνοντας πως ο πολιτισμός οικοδομείται πάνω σε
αυτήν την καταπίεση των ορμών αυτών.
Ο Freud παρουσίασε και όρισε τρία επίπεδα συνείδησης στον άνθρωπο: το
ασυνείδητο, το προ-συνειδητό και το συνειδητό. Το συνειδητό, η συνείδηση, είναι το μικρότερο
μέρος του ψυχισμού. Στο περιεχόμενο του εντάσσονται οι αντιλήψεις, οι παραστάσεις της
εξωτερικής πραγματικότητας, οι συγκινήσεις και τα αισθήματα, οι προθέσεις, οι σκοποί, οι
σκέψεις (Σερδάρης, 2002). Το συνειδητό επίπεδο περιλαμβάνει όλα αυτά των οποίων ο
άνθρωπος έχει επίγνωση σε σχέση με τον εαυτό του και το περιβάλλον του. Το προ-συνειδητό
αποτελείται από σκέψεις και αισθήματα, τα οποία σε δεδομένη στιγμή δεν
συνειδητοποιούνται, αλλά δυνητικά μπορούν να αποκτήσουν επαφή με τη συνείδηση. Η
μνήμη είναι η τυπικότερη μορφή του προ-συνειδητού, σε αυτήν διατηρούνται εικόνες, ιδέες,
βιώματα (Pervin & John, 2013). Το προ-συνειδητό είναι η "λογοκρισία", από την οποία
περνούν όλες οι αναμνήσεις του ασυνείδητου για να αποφασισθεί αν θα τους επιτραπεί η
είσοδος στη συνείδηση ή αν, αντίθετα, απωθηθούν στο ασυνείδητο. Το ασυνείδητο είναι ένα
μεγάλο μέρος του ψυχισμού, του οποίου ο άνθρωπος δεν έχει επίγνωση. Περιλαμβάνει τις
βασικές ορμές ψυχικής ενέργειας καθώς και τα γεγονότα, επιθυμίες και παρορμήσεις που έχουν
10

απωθηθεί από τη συνείδηση και τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας που ο άνθρωπος έχει
λησμονήσει. Το ασυνείδητο είναι παρόν κατά τη γέννηση και υπάρχει σε όλη τη ζωή του
ανθρώπου λειτουργώντας πάντα ως μια μεγάλη κινητήρια δύναμη στη ζωή του. Το ασυνείδητο
από την άλλη, αποτελείται από βαθιά ένστικτα και έννοιες, που ποτέ δεν είναι προσιτά στη
συνείδηση. Είναι μεγάλο μέρος του ψυχισμού, του οποίου ο άνθρωπος δεν έχει επίγνωση,
περιλαμβάνει ορμές ψυχικής ενέργειας καθώς και γεγονότα, επιθυμίες και παρορμήσεις που
έχουν απωθηθεί από τη συνείδηση και τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας που ο άνθρωπος έχει
λησμονήσει (Νασιάκου, 2007).
To 1923, o Freud, δημοσίευσε το βιβλίο «Το Εγώ και το Εκείνο» και εγκατέλειψε αυτήν
ταξινόμηση. Σύμφωνα με τον ίδιο, η προσωπικότητα ως προς τη δομή της συνίσταται από τρία
στοιχεία: το Εκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ. Τα τρία αυτά επίπεδα της προσωπικότητας είναι
αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα. Η ψυχική ενέργεια που ενεργοποιεί και παρακινεί τον
άνθρωπο και η οποία ονομάζεται λίμπιντο (libido), επενεργεί και στα τρία αυτά επίπεδα.
Το Εκείνο (id) είναι σκοτεινό και απροσπέλαστο μέρος της προσωπικότητας από το
οποίο πηγάζουν οι βασικές ανάγκες για την επιβίωση καθώς και οι ενορμήσεις και η
επιτακτική ανάγκη της ικανοποίησης τους. Δεν υπάρχουν λογικοί νόμοι και οι
αντικρουόμενες επιδιώξεις συμβιώνουν, χωρίς να απορρίπτονται. Δεν υπάρχει άρνηση
και μη αποδοχή, ούτε αντιλήψεις για τη ροή του χρόνου και την ασυμβατότητα των
γεγονότων. Η λειτουργία του έγκειται στο να παρέχει την ψυχική ενέργεια που κάνει τον
άνθρωπο να θέλει να ζήσει. Αυτή μπορεί να τον ωθήσει σε δύο κατευθύνσεις: είτε προς
μια εποικοδομητική, ερωτική και συναισθηματική συμπεριφορά, είτε προς μια επιθετική,
εχθρική και καταστρεπτική (Κουλάκογλου, 1998). Το Εγώ (ego) σχηματίζεται λίγο μετά
τη γέννηση μας, ο ρόλος του είναι η μεσολάβηση μεταξύ Εκείνου και της
πραγματικότητας. Το Εγώ ακολουθώντας την αρχή της πραγματικότητας ψάχνει για
ρεαλιστικές και ασφαλείς διεξόδους για την εκτόνωση των ενορμήσεων. Περιλαμβάνει
λειτουργίες όπως τη λογική σκέψη, την επίλυση προβλημάτων και την εποικοδομητική και
δημιουργική σκέψη. Οφείλει να συνεργάζεται και με το Υπερεγώ (superego), το οποίο
αποτελεί το ηθικό μέρος της προσωπικότητας που σχηματίζεται περίπου στον πέμπτο
χρόνο της ζωής ενός παιδιού, αφού επιλύσει το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, δηλαδή στην ηλικία
που αρχίζει να νιώθει ενοχές. Το παιδί τότε θα αντλήσει δύναμη από τους γονείς του
11

ταυτιζόμενο μαζί τους και έτσι θα αρχίσει να αναπτύσσεται το Υπερεγώ. Οι γονείς θα του
επιβάλουν αξίες και ιδανικά μέσα από την ανταμοιβή και την τιμωρία. Το Υπερεγώ
εγκρίνει ή απορρίπτει επιθυμίες ή συμπεριφορές, αυτό-τιμωρεί αλλά και αυτό-αμείβει τον
άνθρωπο. Ο ρόλος του δηλαδή, είναι να περιορίζει τις απόπειρες ικανοποίησης του Εκείνου
και του Εγώ (Σερδάρης, 2002). Όταν το Εκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ ισορροπούν,
τότε υπάρχει προσαρμογή. Αν η ισορροπία αυτή διαταραχθεί, έχουμε συμπτώματα
δυσπροσαρμοστικότητας. Το γεγονός αυτό καταλήγει στην ανάπτυξη κατηγοριών τύπων
προσωπικότητας, όπως του στοματικού, πρωκτικού, του φαλλικού, του σταδίου της
λανθάνουσας σεξουαλικότητας και του σταδίου της γενετήσιας σεξουαλικότητας (Pervin &
John, 2013).
Η ψυχαναλυτική θεωρία και πράξη διαδόθηκαν ευρύτερα και συνεχίζουν να
εξελίσσονται και στη σύγχρονη περίοδο. Ο Freud δέχθηκε ισχυρή κριτική για το έργο του. Η
κριτική αφορούσε τόσο τα συμπεράσματα των μελετών του όσο και την επιστημονική
φύση των διαδικασιών ψυχική ερμηνείας και θεραπείας. Οι κυριότερες αδυναμίες της
ψυχανάλυσης είναι η υπερβολική βαρύτητα που δίνεται στη σεξουαλική έλξη, η οποία
θεωρείται ως μόνη κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και η ανυπαρξία
λειτουργικών ορισμών βασικών εννοιών (Σερδάρης, 2002).

Η λεξικολογική υπόθεση

Λεξικολογική (γλωσσική) προσέγγιση ή λεξικολογική υπόθεση (lexical hypothesis)


ονομάζεται η εξαγωγή όλων των επιθέτων που αφορούν την προσωπικότητα από το λεξικό. Η
ανάγκη για τη δημιουργία ενός ιεραρχικού συστήματος της προσωπικότητας του ατόμου, είναι
ένα θέμα που έχει απασχολήσει όπως προείπαμε από τα αρχαία χρόνια. Κατά καιρούς, οι
διάφοροι μελετητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια
συστηματική ταξινόμηση ώστε να μπορούν να κατηγοριοποιούν και να ονομάζουν τα ιδιαίτερα
εκείνα χαρακτηριστικά που κάνουν τους ανθρώπους να ξεχωρίζουν και να διαφοροποιούνται ο
ένας από τον άλλο. Η πρώτη άποψη πάνω στην ιεραρχικά δομημένη προσωπικότητα βρίσκεται
στην Πλατωνική αξιοκρατική αντίληψη, όπου η «ψυχή» χωρίζεται σε τρεις στοιβάδες
(στρώματα), ιεραρχικά και με αξιολογικό περιεχόμενο. Η ανώτερη στοιβάδα, (το Λογιστικόν)
είναι η «έδρα» της λογικής σκέψης, η μεσαία (το Θυμοειδές) είναι η έδρα των ελεγχόμενων και
12

κοινωνικά αποδεκτών λειτουργιών (θάρρος, θέληση κ.τ.λ.), ενώ στην κατώτερη στοιβάδα (το
Επιθυμητικόν) ανήκουν οι ορμές και τα ένστικτα (Παπαδοπούλου & Ζάχου, 1985).
Από την εποχή όμως που η ψυχολογία απέκτησε δική της ξεχωριστή οντότητα ως
επιστήμη, η προσπάθεια αυτή έγινε πιο συστηματική. Πρώτος ο Sir Fransis Galton (1884) ο
πατέρας των ψυχολογικών τεστ, διατύπωσε τη λεξικολογική υπόθεση σύμφωνα με την οποία τα
πιο σημαντικά από τα στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς έχουν κωδικοποιηθεί ως
χαρακτηριστικά στις περισσότερες ή σε όλες τις γλώσσες του κόσμου (Τσαούσης, 1999). Ήταν
μάλιστα ο πρώτος που χρησιμοποίησε το λεξικό ως εργαλείο για να υπολογίσει και να
ταξινομήσει τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που περιείχε η αγγλική γλώσσα. Παρόλο
όμως που ο Galton αναγνώρισε περίπου 1000 επιθετικούς προσδιορισμούς, η προσπάθειά του
δεν είχε μεγάλη επίδραση στο χώρο καθώς δεν ακολούθησε συστηματική μεθοδολογία.
(Τσαούσης, 1999).
Αντίθετα, η δουλειά των Allport και Odbert (1936) χαρακτηρίζεται ως η πρώτη
συστηματική προσπάθεια στη μελέτη της ταξινόμησης των βασικών χαρακτηριστικών της
ανθρώπινης συμπεριφοράς. Χρησιμοποιώντας το λεξικό ως βασικό εργαλείο δημιούργησαν έναν
κατάλογο με 18000 λέξεις, από τις οποίες όμως μόνο το ένα τέταρτο περιέγραφαν
χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Αν και ο κατάλογός τους ήταν αρκετά αόριστος, αφού δεν
υπήρχαν ξεκάθαρα όρια μεταξύ των διάφορων κατηγοριών, βοήθησε πολύ στην εξέλιξη της
έρευνας καθώς λειτούργησε ως βάση για επόμενες έρευνες πάνω στη μελέτη της
προσωπικότητας και στη δημιουργία ενός ιεραρχικού συστήματος ταξινόμησης. Η θεωρία
εξελίχθηκε από τον Goldberg (1993), αναζητώντας τις ατομικές διαφορές που κωδικοποιούνται
στη γλώσσα. Ωστόσο, οι σημαντικότερες από τις δομικές θεωρίες που εξετάζουν τα
χαρακτηριστικά της προσωπικότητας είναι αυτές των Allport, Guilford, Cattel, και Eysenk. Ο
Cattell (1943), ο οποίος στην προσπάθειά του να περιγράφει τις βασικές διαστάσεις της
προσωπικότητας και να αναπτύξει τη δική του θεωρία, χρησιμοποίησε τον κατάλογο των Allport
και Odbert. Μετά από μια σειρά σταδιακών μειώσεων του αρχικού αριθμού των επιθέτων του
καταλόγου, κατέληξε σε 171 συστάδες από διπολικά επίθετα, τις οποίες ομαδοποίησε σε 35
παράγοντες και τις ανάλυσε χρησιμοποιώντας παραγοντική ανάλυση. Από την ανάλυση
διαπιστώθηκαν δώδεκα βασικοί παράγοντες της προσωπικότητας, οι οποίοι αργότερα
αυξήθηκαν σε δεκαέξι. Η πρόταση του Cattell για τη δομή της προσωπικότητας κυριάρχησε επί
13

μακρόν στο χώρο ως ένα πολύ καλά δομημένο και άρτια ιεραρχημένο μοντέλο
χαρακτηριστικών.

Θεωρίες των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας

Οι θεωρίες των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας υποθέτουν ότι υπάρχουν


ορισμένα ψυχολογικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα (traits) του ατόμου που ερμηνεύουν τη
σταθερότητα και τις ατομικές διαφορές της προσωπικότητας του και η προσωπικότητα
μπορεί να περιγραφεί επαρκώς μέσα από ένα αριθμό χαρακτηριστικών γνωρισμάτων (Pervin,
1989). Τα χαρακτηριστικά αυτά θεωρούνται οι βασικές μονάδες ανάλυσης και κατανόησης
της προσωπικότητας, σε αντίθεση με τις τυπολογικές θεωρίες, όπου η προσπάθεια ήταν να
δημιουργηθούν ιδεώδεις τύποι, οι δημιουργοί των θεωριών αυτών έδωσαν έμφαση στη
μοναδικότητα κάθε ατόμου (Πιπερόπουλος, 2005). Η θεωρία των χαρακτηριστικών βασίζεται
στη γενική υπόθεση ότι οι άνθρωποι εκδηλώνουν συγκεκριμένες συμπεριφορές εξαιτίας
κάποιων γενικών προδιαθέσεων, τα οποία ονομάζονται χαρακτηριστικά (Pervin & John,
2013). Ουσιαστικά δηλαδή, η προσωπικότητα περιγράφεται με βάση τα γνωρίσματα ή τα
χαρακτηριστικά μιας συμπεριφοράς (Ζέρβας, 1992), οπότε οι θεωρίες αυτές αναζητούν εκείνα
τα γνωρίσματα, τα οποία είναι σταθερά στο πέρασμα του χρόνου και σε διαφορετικές
συνθήκες.

Τα γνωρίσματα (χαρακτηριστικά) θεωρούνται βασικά, θεμελιώδη στοιχεία της ανθρώπινης


προσωπικότητας (Pervin, 1989). Είναι νοητικές δομές – σχήματα για την ερμηνεία και την
πρόβλεψη κανονικοτήτων στη συμπεριφορά, ή και προδιαθέσεις που ωθούν το άτομο να
συμπεριφερθεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο (Παυλόπουλος, 1998). Ένα γνώρισμα (trait) της
προσωπικότητας θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τη χαρακτηριστική τάση που έχει ένα άτομο να
ενεργεί και να συμπεριφέρεται σύμφωνα με έναν ορισμένο τρόπο.
Οι κυριότεροι εκπρόσωποι της περιγραφής της ανθρώπινης προσωπικότητας με τη μέθοδο
των ψυχολογικών γνωρισμάτων (θεωρία των χαρακτηριστικών ή γνωρισμάτων της
προσωπικότητας) είναι ο G.W. Allport, J.P. Guilford ,o R.B. Cattell και o H.J. Eysenk. Στη
συνέχεια θα επιχειρηθεί να παρουσιαστούν αναλυτικότερα οι πιο σημαντικές θεωρίες για τα
χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.
14

Η θεωρία των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του Gordon Allport

Ο Gordon Allport είναι από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς των χαρακτηριστικών της
προσωπικότητας και θεωρείται ο πρόδρομος της συγκεκριμένης θεωρίας (Pervin & John, 2013).
Η πιο σημαντική προσφορά του βρίσκεται στην εννοιολογική σύλληψη της οργάνωσης της
έννοιας του χαρακτηριστικού η οποία αποδείχθηκε πολύ σημαντική αλλά και παραγωγική για
την ανάπτυξη πολλών ερευνών (Ewen, 2003). Ήταν ο πρώτος που ισχυρίστηκε ότι τα
χαρακτηριστικά είναι οι βασικές μονάδες της προσωπικότητας. Κατά τη γνώμη του, τα
χαρακτηριστικά όχι μόνο είναι υπαρκτά αλλά βασίζονται στο νευρικό σύστημα. Ο ίδιος όρισε
την έννοια του χαρακτηριστικού ως «ένα γενικευμένο και εστιασμένο νευροψυχικό σύστημα με τη
δυνατότητα να καθιστά πολλά ερεθίσματα λειτουργικά ισοδύναμα και να ωθεί και να καθοδηγεί
ακόλουθες (ισοδύναμες) μορφές προσαρμοστικής και εκφραστικής συμπεριφοράς» (Allport, 1937).
Από τον παραπάνω ορισμό καταλαβαίνουμε πως τα χαρακτηριστικά αφενός μεν έχουν την
ευελιξία να τροποποιούνται ανάλογα με τη περίσταση και τις απαιτήσεις της στιγμής, αφετέρου
δε, έχουν μία παρακινητική επίδραση στη συμπεριφορά. Το τελευταίο βέβαια δεν σημαίνει πως
όλα τα χαρακτηριστικά είναι κίνητρα ούτε βέβαια πως όλα τα κίνητρα είναι χαρακτηριστικά.
Ο Allport (1937) θεωρεί τα χαρακτηριστικά βασικούς δομικούς λίθους της
προσωπικότητας που είναι εγγεγραμμένοι στο νευρικό σύστημα του ανθρώπου. Εκφράζουν την
προδιάθεση του ατόμου να συμπεριφέρεται με ορισμένο τρόπο σε διαφορετικές καταστάσεις
μέσα στο χρόνο. Προσδιορίζονται από τη συχνότητα εκδήλωσής τους, την έντασή τους και την
ευρύτητα του φάσματος των καταστάσεων στις οποίες εκδηλώνονται. Ο Allport επισήμανε ότι
τα χαρακτηριστικά δεν εκδηλώνονται ανεξάρτητα από τις επικρατούσες συνθήκες, αλλά
ανάλογα με την ιδιαιτερότητα της κατάστασης. Ακόμα έδωσε έμφαση στη μοναδικότητα του
ατόμου και διερεύνησε την ατομική ιδιαιτερότητα για την καλύτερη κατανόηση της
συμπεριφοράς. Τον ενδιέφερε ο τρόπος οργάνωσης των χαρακτηριστικών ενός συγκεκριμένου
ατόμου και ο βαθμός εκδήλωσής τους σε σχέση με τα άλλα άτομα. Για τον ίδιο η συμπεριφορά
αποτελεί εκδήλωση πολλών χαρακτηριστικών, είναι δυνατή η ύπαρξη αλληλοσυγκρουόμενων
προδιαθέσεων σε ένα άτομο, τα χαρακτηριστικά εκδηλώνονται περισσότερο με την ατομική
επιλογή των καταστάσεων παρά με την ατομική ανταπόκριση στις καταστάσεις (Ποταμιάνος και
συν., 2002).
15

Κατά τον Allport (1937, 1961) η συμπεριφορά καθορίζεται από τη δομή της
προσωπικότητας κι όχι τόσο από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος. Διέκρινε τρία είδη
χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τα πρωτεύοντα, τα κεντρικά γνωρίσματα και τις δευτερεύουσες
προδιαθέσεις. Τα πρωτεύοντα ή κύρια (cardinal traits) χαρακτηριστικά γνωρίσματα της
προσωπικότητας είναι προδιαθέσεις του ατόμου οι οποίες, οργανώνουν τη συμπεριφορά του και
επηρεάζουν σχεδόν κάθε πράξη του. Ο άνθρωπος με αυταρχική προσωπικότητα, για
παράδειγμα, έχει ένα στερεότυπο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων. Τα άτομα που παρουσιάζουν
πρωτεύοντα γνωρίσματα είναι ελάχιστα. Τα κεντρικά χαρακτηριστικά (central traits) οι λιγότερο
ισχυρές προδιαθέσεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν προδιαθέσεις που αφορούν ένα εύρος
καταστάσεων πιο περιορισμένο σε σχέση με εκείνο του πρώτου είδους χαρακτηριστικών καθώς
και οι δευτερογενείς προδιαθέσεις ή στάσεις (secondary despositions), που αντιπροσωπεύουν τις
λιγότερο γενικευμένες προδιαθέσεις και δρουν ως ιδιαίτερα γνωρίσματα του ατόμου
(Ποταμιάνος και συν., 2002). Η θεωρία στηρίζεται στην ύπαρξη ατομικών διαφορών, δηλαδή ότι
δύο άνθρωποι δεν είναι ίδιοι κι έτσι δεν αντιδρούν ίδια στο ίδιο γεγονός, γι αυτό και η μελέτη
της συμπεριφοράς τους δεν μπορεί να γίνει με βάση τη σύγκριση μεταξύ τους άλλα μέσα από
την μελέτη ατομικών περιπτώσεων στο χρόνο. Επιπλέον ο Allport επισήμανε τη χρησιμότητα
της ιδιογραφικής έρευνας (idiographic research) ή αλλιώς, της σε βάθος μελέτης των ατόμων, με
στόχο να μάθουμε περισσότερα για τους ανθρώπους γενικά (Pervin & John, 2013). Πιο
συγκεκριμένα, ο Allport υποστηρίζει ότι η δομή της προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από ένα
σχετικά μικρό αριθμό σταθερών χαρακτηριστικών από τρία έως δέκα και ότι υπάρχουν μοναδικά
χαρακτηριστικά που η επιστήμη ακόμα δεν μπορεί να συλλάβει.

Η θεωρία των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του Raymond Cattell

Ένας άλλος σημαντικός εκπρόσωπος της θεωρίας των χαρακτηριστικών είναι ο Raymond
Cattel του οποίου η συνεισφορά στην επιστήμη της ψυχολογίας αφορά κυρίως τη μελέτη της
προσωπικότητας. Αν και η θεωρία του δεν έχει ποτέ αντιγραφεί, η συνεισφορά του στην
παραγοντική ανάλυση έχει υπάρξει υπερβολικά πολύτιμη στη μελέτη τη ψυχολογίας. Το
μοντέλο των δεκαέξι παραγόντων της προσωπικότητας, το οποίο παρουσίασε, στόχευε στο να
δομήσει μία συνηθισμένη ταξινόμηση γνωρισμάτων, χρησιμοποιώντας μία λεξιλογική
16

προσέγγιση, ώστε να περιορίσει τη φυσική γλώσσα σε εφαρμόσιμους αντικειμενικούς στόχους


της προσωπικότητας (Fehriinger, 2004). Ισχυρίζεται ότι η προσωπικότητα είναι «αυτό που μας
δίνει τη δυνατότητα να προβλέψουμε πως θα φερθεί ένα άτομο σε καταστάσεις της
πραγματικής ζωής». Χρησιμοποίησε την ανάλυση παραγόντων, δηλαδή τη στατιστική μέθοδο
που διερευνά τις συσχετίσεις ανάμεσα σε ένα αριθμό μετρήσεων και τις ομαδοποιεί έτσι ώστε
να υπάρχει ένας μικρός αριθμός διαστάσεων που ονομάζονται παράγοντες. Δηλαδή
συναντούμε λέξεις που μετρούν τον ίδιο παράγοντα και για αυτό ομαδοποιούνται. (Pervin &
John, 2013).
Οι κύριες διαστάσεις της προσωπικότητας μπορούν να εκτιμηθούν ποσοτικά, να
μετρηθούν με τεχνικές και να υποβληθούν σε ανάλυση. Με βάση τον πυρήνα των
χαρακτηριστικών και μια βαθμολογική κλίμακα για το καθένα, ο Cattell υποστήριξε ότι θα
μπορούσε επαγωγικά να δημιουργήσει ένα προφίλ χαρακτηριστικών του καθενός. Σύμφωνα με
τη θεωρία του, τα διάφορα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας περιγράφονται ως αντιθετικές
έννοιες και χαρακτηρίζονται ως πηγαία ή πρωτογενή που αποτελούν τα θεμέλια της ατομική μας
προσωπικότητας και πηγή έκφρασης συγκεκριμένης συμπεριφοράς, αν και δεν είναι άμεσα
ορατά και επιφανειακά που είναι ευδιάκριτα στην καθημερινή και συνηθισμένη συμπεριφορά
του ατόμου (Πιπερόπουλος, 2005). Τα πρωτογενή χαρακτηριστικά ή παράγοντες σχετίζονται με
τις δεξιότητες και τις ικανότητες του ατόμου, όπως είναι η ευφυΐα, τα χαρακτηριστικά της
ιδιοσυγκρασίας, τα οποία σχετίζονται με τη συναισθηματική ζωή και τη συμπεριφορά του
ατόμου, και τα δυναμικά χαρακτηριστικά, τα οποία σχετίζονται με τις προσπάθειες, τα κίνητρα
και τους στόχους που θέτει το άτομο. Τα επιφανειακά χαρακτηριστικά αναφέρονται σε
συμπεριφορές που δεν απορρέουν από κοινή αιτία και μόνον επιφανειακά συγκλίνουν
(Ποταμιάνος και συν., 2002; Pervin & John, 2013). Ο ίδιος ο Cattell (1979) δίνει μεγαλύτερη
σημασία στα πρωτογενή χαρακτηριστικά, διότι είναι λιγότεροι σε αριθμό και έτσι επιτρέπουν
μεγαλύτερη οικονομία στην περιγραφή της προσωπικότητας και κυρίως γιατί είναι σταθεροί,
σχετικά ανεξάρτητοι μεταξύ τους και συνιστούν τη βασική δομή της προσωπικότητας. Αντίθετα,
τα επιφανειακά γνωρίσματα είναι πολυάριθμα, λιγότερο σταθερά και η εμφάνισή τους είναι
αποτέλεσμα της συνεργίας δύο ή περισσότερων πρωτογενών παραγόντων.
Ο Cattell έχει αφοσιωθεί στη χρήση ερωτηματολογίων που έχουν προέλθει από
παραγοντική ανάλυση. Επιδίωξε δηλαδή να απομονώσει ένα μικρό αριθμό ανθρώπινων
17

χαρακτηριστικών που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ιδεώδη τύπο αναφοράς,


προσφέροντας ταυτόχρονα ικανοποιητικές ερμηνείες για την ατομική ανθρώπινη
προσωπικότητα (Pervin & John, 2013).Ο ίδιος χρησιμοποιεί τρεις πηγές πληροφόρησης: την
παρατήρηση, τα ερωτηματολόγια και τις αντικειμενικές δοκιμασίες . Μέσω της παρατήρησης,
συλλέγονται πληροφορίες για τη συμπεριφορά το ατόμου σε πραγματικές, καθημερινές
καταστάσεις. Μέσω των ερωτηματολογίων προσωπικότητας συλλέγονται πληροφορίες που
αναφέρει το άτομο για τον εαυτό του. Στις αντικειμενικές δοκιμασίες καταγράφεται η
συμπεριφορά του υποκειμένου κάτω από ελεγχόμενες συνθήκες εργαστηρίου, στις οποίες το
υποκείμενο αδυνατεί να προβλέψει τη σχέση μεταξύ της απόκρισής του και του
χαρακτηριστικού προσωπικότητας που μετριέται. Ο Cattell ανέμενε να προκόψουν οι ίδιοι
παράγοντες, δηλαδή, τα ίδια χαρακτηριστικά προσωπικότητας, από την παραγοντική ανάλυση
των πληροφοριών κάθε πηγής δημιούργησε ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο συμπληρώθηκε από
δείγμα υγιών υποκειμένων. Η ανάλυση παραγόντων που ακολούθησε έδωσε συνολικά 16
πρωτογενείς παράγοντες ή χαρακτηριστικά προσωπικότητας. Τα 16 χαρακτηριστικά
προσωπικότητας που προκύπτουν από το ερωτηματολόγιο του Cattell αναφέρονται κυρίως στις
ικανότητες και την ιδιοσυγκρασία του ατόμου. Το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε είναι
το ευρέως γνωστό και διαδεδομένο το Ερωτηματολόγιο των 16 Παραγόντων Προσωπικότητας
(16PF) του Cattell (16 Personality Factor Questionnaire) (Ποταμιάνος και συν., 2002).

Αν και ο Cattell συνέβαλε σημαντικά στην έρευνα της προσωπικότητας έχει δεχθεί έντονη
κριτική κυρίως για το γεγονός, αν και επιχειρήθηκε, η θεωρία του δεν μπορεί να αντιγραφεί
πιστά. Αμφισβητήθηκε ακόμη και η αξιοπιστία της αυτό-αναφοράς των στοιχείων του
Cattell (Schuerger, Zarrella & Hotz, 1989).

Η θεωρία των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του Hans Eysenck

Μία από τις θεωρίες προσωπικότητας που έχουν αναπτυχθεί είναι και η θεωρία που
προτάθηκε από τον Hans J. Eysenck (Αλεξόπουλος, 2004), που ομοίως με τον Cattel,
χρησιμοποίησε την παραγοντική ανάλυση είναι. Η θεωρία του έχει προσελκύσει ιδιαίτερη
προσοχή καθώς θεωρείται επαρκώς επεξεργασμένη. Ο Eysenck παρότι υποστήριξε τη θεωρία
των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, τόνισε ιδιαίτερα την ανάγκη να αναπτυχθούν
18

επαρκείς μετρήσεις των χαρακτηριστικών, την ανάγκη να διατυπωθεί μια θεωρία που να μπορεί
να ελέγχεται και να είναι ανοιχτή στην ανασκευή και τέλος το πόσο σημαντικό είναι να
αναγνωριστούν τα βιολογικά θεμέλια για την ύπαρξη κάθε χαρακτηριστικού. Η στατιστική
τεχνική της παραγοντικής ανάλυσης αποτελεί τη βάση της έμφασης που δίνει ο ερευνητής στη
μέτρηση και στην ανάπτυξη μιας ταξινόμησης των χαρακτηριστικών (Pervin & John, 2013;
Eysenck & Eysenck, 1985). Ο Eysenck είναι υποστηρικτής της σημασίας που έχουν οι γενετικοί
παράγοντες στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και εξέφρασε μία λεπτομερώς επεξεργασμένη
θεωρία της προσωπικότητας. Πρόκειται για μία θεωρία τύπων. Σύμφωνα με αυτήν, οι τύποι της
προσωπικότητας διακρίνονται από θεμελιώδεις διαφορές στο νευρικό σύστημα, οι οποίες
κληρονομούνται. Ο τύπος του ατόμου είναι αυτός που επιφέρει συνέπεια – συνοχή στη
συμπεριφορά του και, επομένως, γεννά την προσωπικότητά του (Δημητρακοπούλου & Κολιάδη,
2008). Η θεωρία του βασίζεται πρωταρχικά στη φυσιολογία και στη γενετική. Θεωρούσε ότι οι
εμπεδωμένες συνήθειες έχουν εξαιρετική σημασία, όπως επίσης ότι οι διαφορές της
προσωπικότητας αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τη γενετική μας προδιάθεση (Γριμπαβιώτη &
Ζήντρος, 2009).
Στην αρχική του μελέτη ο Eysenck όπως περιγράφεται στο κλασικό πλέον βιβλίο του
«Dimensions of Personality» όρισε δύο βασικές διαστάσεις της προσωπικότητας την
Εσωστρέφεια / Εξωστρέφεια (Extraversion) και το Νευρωτισμός (Neuroticism) ή
συναισθηματική ισορροπία (Δημητρακοπούλου & Κολιάδη, 2008:85). Τα άτομα που
χαρακτηρίζονται από τον παράγοντα Νευρωτισμός είναι συναισθηματικά σταθεροί
χαρακτηρίζονται από ηρεμία, δεν αλλάζουν συναισθήματα από τη μια στιγμή στην άλλη,
είναι άνετοι και φιλικοί Οι εσωστεφείς από την άλλη είναι ήσυχοι, σκεπτικοί και μη
εκδηλωτικοί αποφεύγοντας τις πολλές κοινωνικές συναλλαγές και δεν τους αρέσει η
αλλαγή. Αργότερα συμπεριέλαβε και μια τρίτη διάσταση, αυτή του Ψυχωτισμού (Psychotism)
(Pervin & John, 2013). Τα άτομα που χαρακτηρίζονται από τον παράγοντα Ψυχωτισμός
είναι ψυχροί, περίεργοι, αντικοινωνικοί και εχθρικοί. Ενώ οι εξωστρεφείς είναι κοινωνικοί,
ενδιαφέρονται για κοινωνικές δραστηριότητες, αγαπούν την αλλαγή. Οι τρεις διαστάσεις
είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους (Eysenck, 1953)
Η θέση ενός σε κάθε μια διάσταση καθορίζει τον τύπο στον οποίο αυτό το πρόσωπο
ανήκει, και ο οποίος, με τη σειρά του, καθορίζει τα γνωρίσματα της προσωπικότητας αυτού
19

του ατόμου. Αυτά τα γνωρίσματα καθορίζουν τις συνήθεις αντιδράσεις του και αυτές οι
συνήθειες καθορίζουν τις εξειδικευμένες επιμέρους αντιδράσεις του (Δημητρακοπούλου &
Κολιάδη, 2008). Οι παραπάνω τρείς βασικοί παράγοντες που προέκυψαν χρησιμοποιώντας
πρόσθετες παραγοντικές αναλύσεις των χαρακτηριστικών ο Eysenck τους ονόμασε
υπερπαράγοντες (superperfactions) ή ανώτερους παράγοντες και περιγράφουν τις βασικές
διαστάσεις στις οποίες βασίζονται οι παράγοντες εκείνοι που προκύπτουν στην αρχική φάση
των αναλύσεων και ορίζονται μέσα από ένα χαμηλό και ένα υψηλό άκρο, ώστε τα άτομα να
τοποθετούνται κάπου ανάμεσα (Eysenck,1970). Στη συνέχεια συμπεριέλαβε και την κλίμακα
του Ψεύδους ή προσποίησης (Lie), με την πρόθεση να αξιολογήσει τις τάσεις των
εξεταζομένων να «προσποιηθούν ότι είναι καλοί», δηλαδή να εντοπίσει τις μη ειλικρινείς
απαντήσεις των εξεταζόμενων. Αυτές οι διαστάσεις θεωρήθηκαν από τον Eysenck ότι δε
συσχετίζονται, δηλαδή είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη (Αλεξόπουλος, 2004: 403).
Η θεωρία του Eysenck έχει ορισμένες ομοιότητες με τη θεωρία του Γαληνού, ο οποίος
πίστευε όπως προείπαμε ότι ο χαρακτήρας του ατόμου καθορίζεται από τα τέσσερα υγρά του
σώματος, το αίμα, το φλέγμα, την κίτρινη χολή και τη μαύρη χολή (Δημητρακοπούλου &
Κολιάδη, 2008:85). Να επισημάνουμε ότι η θεωρία του Eysenck παραμένει έως και σήμερα
σημαντική και είναι ο ψυχολόγος με τις περισσότερες αναφορές και δημοσιεύσεις μετά τον
Freud και τον Piaget. Τα ερωτηματολόγιά του είναι σημαντικά βοηθήματα, γιατί βασίστηκαν
σε μια καλά αναπτυγμένη θεωρία των χαρακτηριστικών προσωπικότητας, είναι ευρέως
χρησιμοποιούμενα και διαθέσιμα εδώ και δεκαετίες, συγκλίνουν με άλλα ευρέως
χρησιμοποιούμενα ερωτηματολόγια και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (Γλάνια,
Αντωνίου & Διγγελίδης, 2008).
Τέλος όπως αναφέρουν οι Pervin & John (2013) οι παραπάνω τρείς θεωρίες ενώ έχουν
αρκετά κοινά από την άλλη παρατηρούμε και αρκετές διαφορές μεταξύ τους, κυρίως ως προς
το πώς προσεγγίζουν τη μελέτη των χαρακτηριστικών και τη θέση της θεωρίας των
χαρακτηριστικών σε σχέση με τις άλλες θεωρίες προσωπικότητας. Μία σημαντική διαφορά
βρίσκεται στη χρήση της παραγοντικής ανάλυσης για τον καθορισμό του αριθμού και της
φύσης των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Έτσι λοιπόν, ο Allport αποδοκίμασε τη
μέθοδο αυτή, ενώ ο Eysenck και ο Cattell ήταν σημαντικοί υποστηρικτές. Παράλληλα ο Cattell
έδωσε έμφαση σε πολλά χαρακτηριστικά ενώ ο Eysenck τόνισε λίγα. Επίσης ο Allport
20

προχώρησε ακόμη περισσότερο από τον Cattell επισημαίνοντας ότι για κάθε άτομο υπάρχουν
μοναδικά χαρακτηριστικά, ανοίγοντας το δρόμο για τη διερεύνηση απείρων χαρακτηριστικών
(Pervin & John, 2013).

Η θεωρία – μοντέλο των Πέντε Παραγόντων της Προσωπικότητας

Το Μοντέλο των Πέντε Παραγόντων (Five-Factor Model) συγκεντρώνει µία ευρεία


συναίνεση η οποία θεωρεί ότι το συγκεκριμένο μοντέλο αντιπροσωπεύει µία ενοποιημένη
θεωρία για την προσωπικότητα, παρέχοντας µία φειδωλή αλλά περιεκτική ταξινόμηση των
χαρακτηριστικών της προσωπικότητας (Lounsbury et al., 2003) και αποτελεί στις μέρες μας το
κυρίαρχο μοντέλο της θεωρίας των γνωρισμάτων της προσωπικότητας.
Μετά από επισκόπηση της ελληνικής και της διεθνής βιβλιογραφίας, θα μπορούσαμε να
διατυπώσουμε την άποψη ότι υπάρχουν δύο όψεις του μοντέλου των πέντε παραγόντων (Five-
Factor Model) γνωστό και ως η Μεγάλη Πεντάδα (Big Five). Το πρώτο είναι αυτό που
αναπτύχθηκε από τους Paul Costa και Robert McCrae, μέσα από την κατασκευή ειδικών
ερωτηματολογίων οι οποίοι χρησιμοποιούν το NEO-PI-R(1992) ως βασικό τους εργαλείο, ενώ
το δεύτερο σχετίζεται με τη λεξικολογική υπόθεση, η οποία χρησιμοποιεί καταλόγους επιθέτων
προερχόμενες από λεξικά (Τσαούσης, 1999). Όσον αφορά τις ρίζες του μοντέλου από τη
λεξικολογική υπόθεση ο Goldberg (1993) αναφέρει ότι πρώτος ο Donald Fiske (1949),
αναλύοντας 22 από τις μεταβλητές του Cattell σε μια πιο απλή τους μορφή ανακάλυψε τους
πέντε διαφορετικούς παράγοντες όμως δεν συνέχισε την ερευνά ώστε να ολοκληρώσει την
προσέγγιση του. Έτσι οι περισσότεροι μελετητές αποδίδουν την πατρότητα του μοντέλου στους
Ernest Tupes και Raymond Christal (1958) οι οποίοι σε εργασία τους για την πολεμική
αεροπορία των Η.Π.Α. εξέτασαν διάφορες ομάδες ατόμων, από πιλότους μέχρι και φοιτητές
πανεπιστημίων συγκεντρώνοντας εκτιμήσεις από γνωστούς, φίλους, δασκάλους, εργοδότες και
κλινικούς ψυχολόγους των ατόμων που εξέταζαν. Σε όλες τις αναλύσεις βρήκαν τους ίδιους,
σταθερά επαναλαμβανόμενους παράγοντες, τους οποίους ονόμασαν: Ορμητικότητα (Surgency),
Προσήνεια (Agreeableness), Αξιοπιστία (Dependability), Συναισθηματική σταθερότητα
(Emotional Stability), και Διανόηση (Culture). Επιπρόσθετα ο Goldberg στο Ινστιτούτο
Ερευνών του Oregon και ο Cattell στο Πανεπιστήμιο του Illinois κατέληξαν στο συμπέρασμα
21

ότι πέντε παράγοντες ως βασικές μονάδες μπορούν να περιγράψουν την ανθρώπινη


προσωπικότητα.
Ωστόσο, καθοριστική για τη θεωρητική και ερευνητική τεκμηρίωση του μοντέλου των
πέντε παραγόντων, ήταν η εργασία των Costa και McCrae (1985) στην οποία η διερεύνηση της
δομής της προσωπικότητας, δε βασίσθηκε στη λεξιλογική υπόθεση και στην ανάλυση
καταλόγων επιθέτων, αλλά στις απαντήσεις των υποκειμένων ή συσχετιζόμενων τους προσώπων
μέσα από ένα ερωτηματολόγιο μέτρησης της προσωπικότητας (ΝΕΟ Personality Inventory -
Costa & McCrae, 1985).
Αρχικά μετρούσαν τρεις παράγοντες, το Νευρωτισμό ή κατά τη λεξιλογική υπόθεση ‘τη
Συναισθηματική σταθερότητα’ (Fiske, 1949), την Εξωστρέφεια ή ‘Ορμητικότητα’ σύμφωνα με
τη λεξικολογική υπόθεση (Digman, 1988; Eysenck & Eysenck, 1975; Goldberg, 1990) και τη
Δεκτικότητα στην Εμπειρία ή ‘Κουλτούρα’ ή ‘Διανόηση’ από τους υποστηρικτές της
λεξικολογικής υπόθεσης, οι οποίοι υπαινίσσονται κάποια συσχέτιση με τις νοητικές ικανότητες
του ατόμου (Fiske, 1949). Για την Δεκτικότητα στην εμπειρία, οι Costa και McCrae (1985)
θεωρούν ότι εκτός από τις διανοητικές ικανότητες και τη δημιουργικότητα, ο παράγοντας αυτός
μετρά και άλλες διαστάσεις όπως τα πνευματικά ενδιαφέροντα, την εκδήλωση συναισθημάτων,
την αισθητική, την ανάγκη για ποικιλία και για πρωτοποριακές ιδέες και αξίες. Το
χαρακτηριστικό αυτό περιλαμβάνει μετρήσεις και αξιολόγηση μιας σειράς άλλων διαφορετικών
χαρακτηριστικών όπως αυτά της φαντασίας, της αισθητικής, της δυνατότητας εκδήλωσης
συναισθημάτων, των θεωρητικών αναζητήσεων, της ανάγκης για δράση και ένταση (Tsaousis &
Kerpelis, 2004). Εκτός όμως από τον αρχικό εντοπισμό των τριών παραπάνω παραγόντων
πραγματοποίησαν νεώτερες έρευνες όπου η ανάλυση τους εμφάνισε εκτός των τριών αρχικών
παραγόντων ακόμη δύο, την Προσήνεια ή Φιλικότητα ή ‘Φιλική προσαρμογή - Εχθρική
προσαρμογή’ καθώς και τη Συνέπεια ή ‘Επιθυμία για επιτυχία’, ή απλά ‘Επιθυμία’ ή ‘Σύνεση’ ή
‘Συστολή’. Παράγοντες, τους οποίους και πρόσθεσαν στο Αναθεωρημένο ΝΕΟ
Ερωτηματολόγιο Προσωπικότητας (Revised NEO Personality Inventory (NEO-PI-R) (Costa &
McCrae, 1992).
Οι Costa και McCrae (1992) και ο Digman (1989) για να θεωρηθεί ένας παράγοντας
βασικός διατύπωσαν ότι είναι αναγκαίο να πληροί κάποιες προϋποθέσεις και όρισαν τέσσερα
22

κριτήρια σύμφωνα με τα οποία αξιολογείται η σημαντικότητα ενός παράγοντα. Τα κριτήρια


αυτά είναι τα ακόλουθα:
• Ο παράγοντας να παραμένει σταθερός για μεγάλο χρονικό διάστημα και να να δίνει
σταθερά τα ίδια αποτελέσματα όταν αξιολογούνται από διαφορετικούς παρατηρητές σε
διαφορετικές έρευνες,
• Τα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με κάθε παράγοντα να επιβεβαιώνονται από
επιστημονικές έρευνες αλλά και σε καθημερινό πλαίσιο μέσα από τις διαπροσωπικές σχέσεις.
• Η επιβεβαίωση της εμφάνισης των παραγόντων σε διάφορα κοινωνικά πλαίσια δηλαδή να
εμφανίζεται και στα δύο φύλα, σε όλες τις φυλές, σε διαφορετικές ηλικιακές κατηγορίες και σε
διαφορετικές πολιτισμικές συνθήκες και
• Ο κάθε παράγοντας να έχει σταθερό βιολογικό υπόβαθρο (Τσαούσης, 1999; Παυλόπουλος,
1998).
Το μοντέλο των πέντε παραγόντων φαίνεται να συγκεντρώνει αυτά τα τέσσερα κριτήρια.
Πιο συγκεκριμένα, εάν μελετήσουμε την αξιοπιστία των επαναληπτικών μετρήσεων διαφόρων
εργαλείων μέτρησης της προσωπικότητας, μπορούμε να διακρίνουμε μια σταθερότητα στην
εμφάνιση των παραγόντων, ενώ τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν τον κάθε παράγοντα
συνδέονται και με άλλα θεωρητικά μοντέλα (Digman, 1989).
Στη συνέχεια παραθέτουμε τους πέντε παράγοντες - διαστάσεις που αποτελούν το
μοντέλο καθώς και τα γνωρίσματα τους (Goldberg, 1990):

1. Δεκτικότητα στην Εμπειρία (Openness - O). Η Δεκτικότητα στην Εμπειρία παραπέμπει


στην φαντασία, την πρωτοτυπία, την καλαισθησία, την περιέργεια, τις ιδέες, τις αξίες κ.α.
(Pervin & John, 2013:347). Η Δεκτικότητα στην Εμπειρία είναι ο βαθμός στον οποίο ένας
άνθρωπος είναι διερευνητικός, αυθεντικός, διανοούμενος, δημιουργικός και ανοιχτός σε νέες
ιδέες. (Barrick & Mount, 1991). Ο παράγοντας αυτός σχετίζεται με όρους όπως πρωτότυπος,
ευφάνταστος και περίεργος, επινοητικός, πνευματικά καλλιεργημένος, ανεκτικός σε άλλες
απόψεις, έξυπνος και φιλότεχνος (Goldberg, 1990). Τα άτομα με αυξημένη βαθμολόγηση σε
αυτό τον παράγοντα έχουν εύρος ενδιαφερόντων, είναι περίεργα, δημιουργικά, εφευρετικά,
πρωτότυπα, µη παραδοσιακά και έχουν καλλιτεχνική ροπή. Ενώ άτομα με χαμηλή
βαθμολόγηση τείνουν να είναι συντηρητικά, συμβατικά, με έλλειψη αναλυτικής σκέψης,
έλλειψη καλλιτεχνικού αισθητηρίου πολύ προσεχτικά στη συμπεριφορά τους, και δείχνουν
23

προτίμηση στο απλό, το άμεσο και το προφανές. Δεν τους αρέσουν οι αλλαγές συνεπώς
προτιμούν δοκιμασμένες μεθόδους για να αντεπεξέρχονται στις υποχρεώσεις τους, ενώ γενικά
θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συντηρητικά άτομα, τόσο στις πράξεις όσο και στις ιδέες
τους.

2. Συνέπεια ή Ευσυνειδησία (Conscientiousness - C). Η Ευσυνειδησία αναφέρεται στο


βαθμό στον οποίο ένας άνθρωπος είναι οργανωμένος, συστηματικός, ακριβής,
προσανατολισμένος ως προς τα επιτεύγματα του και αξιόπιστος (Barrick & Mount, 1991). Όπως
αναφέρει ο Goldberg (1990) η ευσυνειδησία σχετίζεται με όρους όπως όπως αποτελεσματικός,
οργανωτικός, αξιόπιστος, προσεκτικός, υπεύθυνος και αντίθετος στο αβέβαιο. Τα άτομα με
αυξημένη βαθμολόγηση σε αυτό τον παράγοντα έχουν την ικανότητα να ελέγχουν τις επιθυμίες
τους, τις ορμές τους και τις ανάγκες τους, μπορούν να οργανώνουν, να σχεδιάζουν και να
επιτυγχάνουν τους στόχους που θέτουν. Είναι άτομα με προσήλωση στους στόχους που έχουν
θέσει και εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά της σχολαστικότητας, της τακτικότητας, της
καρτερικότητας, της μεθοδικότητας, της οργάνωσης, της αξιοπιστίας, της εργατικότητας, της
αυτοπειθαρχίας, της ακρίβειας και της φιλοδοξίας. Τα άτομα με χαμηλή βαθμολόγηση αντίθετα
τείνουν να είναι πιο χαλαροί, με έλλειψη προσανατολισμού σε στόχους, είναι απρόσεχτα,
αναξιόπιστα, ασυνεπή στις υποχρεώσεις τους αμελή, άβουλα και αναξιόπιστα (Pervin & John,
2013; Piedmont, 1998).

3. Εξωστρέφεια (extraversion-E). Εξωστρέφεια είναι ο βαθμός στον οποίο ένας άνθρωπος


είναι εξωστρεφής, ομιλητικός, κοινωνικός, ενεργητικός και απολαμβάνει αλληλεπίδρασή του µε
τους άλλους (Barrick & Mount, 1991).Ο παράγοντας αυτός αναφέρεται σε χαρακτηριστικά όπως
η φιλοδοξία η τρυφερότητα, η κοινωνικότητα, η σιγουριά, η ενεργητικότητα, η ευθυμία, η
επιδίωξη συγκινήσεων, τα θετικά συναισθήματα, η εμπιστοσύνη, ο ενθουσιασμός για τη ζωή και
τις καταστάσεις της στο ένα άκρο αλλά και η επιφυλακτικότητα, η άτολμη αντιμετώπιση, η
οποία τείνει να μετατραπεί σε παραίτηση από την άλλη (Digman, 1989). Τα άτομα με υψηλή
βαθμολόγηση σε αυτό τον παράγοντα έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, είναι
ομιλητικοί, έχουν θετική στάση για τη ζωή και τους αρέσει η περιπέτεια, ενώ τις περισσότερες
φορές χαρακτηρίζονται από τους άλλους ως ζεστοί και ευχάριστοι άνθρωποι. Οι εξωστρεφείς
περιγράφονται ως τολμηροί, κοινωνικοί, ενεργητικοί, δραστήριοι και δυναμικοί, ομιλητικοί, ,
ενθουσιώδεις, θετικοί και αισιόδοξοι (Pervin & John, 2013). Τα άτομα με χαμηλή βαθμολόγηση
24

σε αυτόν τον παράγοντα είναι περισσότερο επιφυλακτικοί και λιγότερο ομιλητικοί, περισσότερο
παθητικοί με συστολή, νηφάλιοι, εσωστρεφείς και γενικότερη συγκρατημένη συμπεριφορά και
δεν προσαρμόζονται εύκολα σε διάφορα πλαίσια (Costa & McCrae 1997).

4. Προσήνεια (agreeableness - A). Η προσήνεια είναι ο βαθμός στον οποίο ένας


άνθρωπος είναι καταδεκτικός, ανεκτικός, ευαίσθητος, αξιόπιστος, ευγενικός και θερμός. Με
άλλα λόγια, οι άνθρωποι με μεγάλη προσήνεια είναι αγαπητοί άνθρωποι, που τα πηγαίνουν καλά
με τους άλλους (Barrick & Mount, 1991). Ο παράγοντας αυτός αναφέρεται σε χαρακτηριστικά
όπως η ευγένεια, η καλοσύνη, η εμπιστοσύνη, ο αλτρουισμός, η ευθύτητα, η συμμόρφωση, η
μετριοφροσύνη και ο ιδεαλισμός. Τα άτομα με αυξημένη βαθμολόγηση σε αυτό τον παράγοντα
είναι γενναιόδωροι, συνεργάσιμοι, υποχωρητικοί, μετριόφρονες ευχάριστοι στις συναναστροφές
τους και πρόθυμοι να προσφέρουν τρυφερότητα και εμπιστοσύνη ενώ δεν τους λείπει η
ευσπλαχνικότητα, καλοκαρδία, ο ιδεαλισµός, η ευπιστία, η ευθύτητα και η ικανότητα να
συγχωρούν (Pervin & John, 2013; McCrae & John, 1992). Άτομα με χαμηλό βαθμό προσήνειας
τείνουν να είναι καχύποπτα, επιθετικά και προσκολλημένα σε απόψεις που ίσως να είναι
λανθασμένες (Costa & McCrae 1997).

5. Νευρωτισμός (neurotism - N). Ο παράγοντας αυτός εμπεριέχει χαρακτηριστικά όπως


το άγχος, η έκρυθμη εχθρότητα, η ατολμία, η παρορμητικότητα, η ευαισθησία. η κατάθλιψη, η
επιθετικότητα, η ντροπή, η ανασφάλεια και η ανησυχία. Ο Νευρωτισμός αναφέρεται στο βαθμό
στον οποίο ένας άνθρωπος είναι αγχωμένος, οξύθυμος, ευέξαπτος και ιδιότροπος (Barrick &
Mount, 1991). Σχετίζεται με όρους όπως ανήσυχος, εχθρικός, καταθλιπτικός δειλός,
παρορμητικός και υποχόνδριος. Ο Νευρωτισμός αξιολογεί την προσαρμογή σε αντίθεση προς
τη συναισθηματική αστάθεια και προσδιορίζει την τάση των ατόμων προς κατάθλιψη, τις
ουτοπικές ιδέες και τους ακατανίκητους πόθους και τις ορμές (Pervin & John, 2013). Τα άτομα
με αυξημένη βαθμολόγηση σε αυτόν το παράγοντα δεν εμπιστεύονται εύκολα άλλα άτομα,
έχουν υψηλά επίπεδα ανησυχίας, εχθρότητας, κατάθλιψης, αυτοσυνείδησης είναι
συναισθηματικά αντιδραστικοί και ευάλωτοι στο στρες, διακατέχονται από το αίσθημα της
έλλειψης ικανοποίησης σχετικά ανήσυχο, νευρικό, ανασφαλή, ανεπαρκή, υποχόνδριο (Pervin &
John, 2013:347; McCrae & John, 1992). Συνήθως ο υψηλός νευρωτισμός αντανακλά έλλειψη
εμπιστοσύνης σε άλλα άτομα, υποψίες για τα κίνητρα των άλλων και υψηλή ανησυχία
(Goldberg, 1990). Τα άτομα με χαμηλή βαθμολόγηση σε αυτόν τον παράγοντα είναι πιο
25

ευσταθή ψυχικά και λιγότερο ευερέθιστα στο άγχος και συνήθως χαρακτηρίζονται από μια
συναισθηματική σταθερότητα. Είναι ήρεμοι, δύσκολα χάνουν την ψυχραιμία τους και δείχνουν
αισιοδοξία για τα μελλούμενα.

Ερωτηματολόγια προσωπικότητας

Οι μέθοδοι που σχεδόν καθολικά χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της


προσωπικότητας του ατόμου είναι η παρατήρηση της συμπεριφοράς, η συλλογή πληροφοριών
από τρίτους, η συλλογή πληροφοριών από το ίδιο το άτομο και η μελέτη του τρόπου αντίληψης
από το άτομο, του έμψυχου και άψυχου περιβάλλοντος. Η παρατήρηση παρουσιάζεται με τη
μορφή της άμεσης παρατήρησης και των ερωτηματολογίων. Η συλλογή πληροφοριών από
τρίτους παρουσιάζεται με τη μορφή βαθμολογίας τύπου κλίμακας. Η συλλογή πληροφοριών από
το εξεταζόμενο υποκείμενο γίνεται με τα ερωτηματολόγια και η μελέτη του τρόπου αντίληψης
από υποκείμενο, του έμψυχου και άψυχου κόσμου που το περιβάλλει γίνεται με τις μεθόδους
προβολής (Πετρουλάκης, 1993).
Όσο φορά τη χρήση της τεχνικής του ερωτηματολογίου, πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε
στις αρχές του 19ου δέκατου ένατου αιώνα στη Γαλλία από τον Fransis Galton που εφάρμοσε
την τεχνική του ερωτηματολογίου, για να ερευνήσει την εσωτερική δομή της αντίληψης και των
αισθημάτων και θεωρούσε τον μοναδικό τρόπο για να φανερωθούν οι εσωτερικές διεργασίες.
Αργότερα ο Stanley Hall χρησιμοποίησε ερωτηματολόγια για ερευνητικούς σκοπούς, και
απέφευγε έτσι την απώλεια χρόνου. Μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ο Woodworth με τις
ερωτήσεις στο φύλλο προσωπικών στοιχείων κατέγραψε τις αποκλίσεις από τη φυσιολογική
συμπεριφορά. Στην συνέχεια η τεχνική ακολουθήθηκε από πλήθος ερευνητών (Τσιμπούκης,
1980).
Για την εκτίμηση των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας έχουν σχεδιαστεί αρκετά
ερωτηματολόγια. Μερικά από αυτά που χρησιμοποιούνται κυρίως στην Ελλάδα και την Κύπρο
είναι τα ακόλουθα:
• BFI-10 (Βig Five Inventory, 10 items ή TIPI) (Rammstedt & John, 2007). Το
ερωτηματολόγιο BFI-10 αποτελεί μια συντομογραφία του Big Five Inventory (BFI-44) σε μία
έκδοση με δέκα στοιχεία και βαθμολογείται σε 5-βάθμια κλίμακα τύπου Likert και αξιολογεί
τους πέντε μεγάλους παράγοντες της προσωπικότητας με δύο ισορροπημένες ερωτήσεις κλειδιά
26

για κάθε διάσταση, καλύπτοντας έτσι τους δύο αντίθετους πόλους της κάθε διάστασης. Οι
υποκλίμακες του ερωτηματολογίου είναι ο νευρωτισμός, η εξωστρέφεια , η δεκτικότητα στην
εμπειρία, η προσήνεια και η ευσυνειδησία. Η ψυχομετρική ποιότητα της κλίμακας έχει
αποδειχθεί σε διάφορες έρευνες και το έχουν χρησιμοποιήσει ως ένα αποδεδειγμένο και ευρείας
χρήσης, βραχεία κλίμακα για την αξιολόγηση των πέντε μεγάλων παραγόντων (Rammstedt &
John, 2007). Το ερωτηματολόγιο BFI-10 το δημιούργησαν οι Gosling, Rentfrow & Swann
(2003), είναι σύντομο και μπορεί να συμπληρωθεί μέσα σε ένα λεπτό και είναι το
ερωτηματολόγιο που τελικά χρησιμοποιήσαμε στην έρευνα μας.
• The Big Five Inventory (BFI) (John, Donahue, και Kentle (1991). To BFI το
δημιούργησαν οι John, Donahue, και Kentle (1991) για να καλύψουν την ανάγκη για ένα μικρό
όργανο μέτρησης των δομικών στοιχείων του μοντέλου των πέντε χαρακτηριστικών της
προσωπικότητας. Το ερωτηματολόγιο των περιέχει 44 ερωτήσεις και αναπτύχθηκε για να
αντιπροσωπεύσει τους ορισμούς του μοντέλου οι οποίοι αναπτύχθηκαν μέσα από αξιολογήσεις
εμπειρογνωμόνων και μετέπειτα επαληθεύτηκαν αναλυτικά από αξιολογήσεις παρατηρητών
προσωπικότητας. Το BFI χρησιμοποιεί σύντομες φράσεις με βάση τα χαρακτηριστικά που είναι
πρωτότυποι δείκτες του μοντέλου Big Five.
• Τεστ Χαρακτηριστικών Προσωπικότητας (Traits Personality Questionnaire - TPQue)
(Tsaousis, 1999)
• Τεστ Χαρακτηριστικών Προσωπικότητας 5 (ΤΕΧΑΠ5) (Tsaousis & Kerpelis, 2004) που
είναι βασισμένο στο Τεστ Χαρακτηριστικών Προσωπικότητας (Traits Personality Questionnaire)
(TPQue) (Tsaousis, 1999), καθώς αποτελεί συντομευμένη εκδοχή του. Το θεωρητικό υπόβαθρο
τόσο του ΤΕΧΑΠ5, όσο και του Τεστ Χαρακτηριστικών Προσωπικότητας, εδράζεται στο
μοντέλο των πέντε μεγάλων παραγόντων της προσωπικότητας που είναι κατά τα τελευταία
χρόνια το πιο διαδεδομένο μοντέλο προσωπικότητας (Costa & McCrae, 1992). Το μοντέλο αυτό
θεωρείται και ως το πιο τεκμηριωμένο ερευνητικά μοντέλο στο επιστημονικό αυτό πεδίο. Το
TΕΧΑΠ5 (Tsaousis & Kerpelis, 2004) αξιοποιήθηκε μέχρι σήμερα σε αρκετές έρευνες, στις
οποίες χρησιμοποιήθηκε ως μέτρο της ανθρώπινης προσωπικότητας. To TΕΧΑΠ5 (Tsaousis &
Kerpelis, 2004) αξιολογεί, μέσα από μια σειρά προτάσεων ή δηλώσεων, τη δομή της
προσωπικότητας του ατόμου μετρώντας ξεχωριστά το βαθμό των πέντε γνωρισμάτων της. Είναι
ένα ερωτηματολόγιο που περιλαμβάνει 101 δηλώσεις τύπου Likert, για τις οποίες οι
27

συμμετέχοντες καλούνται να δηλώσουν, σε κλίμακα από το 1 μέχρι το 5, το βαθμό συμφωνίας


τους με αυτές ή το βαθμό στον οποίο αληθεύουν οι συγκεκριμένες δηλώσεις σε σχέση με τον
εαυτό τους. Οι 75 από τις δηλώσεις αφορούν στους πέντε παράγοντες προσωπικότητας και ο
χρόνος συμπλήρωσής του είναι γύρω στα 15 λεπτά.
• NEO-PI-R, το οποίο μεταφράστηκε σε πάνω από 40 γλώσσες, είναι το NEO
Αναθεωρημένο Ερωτηματολόγιο της Προσωπικότητας (Revised NEO Personality Inventory –
NEO-PI-R), από τους Costa και McCrae (1992).
• Το ερωτηματολόγιο «Διαστάσεις Προσωπικότητας Παιδιών και Εφήβων» (Ε-ΔΙΠΡΟΠΕ)
των Μπεζεβέγκη και Παυλόπουλου (Μπεζεβέγκης & Παυλόπουλος, 1998) το οποίο στηρίζεται
και αυτό θεωρητικά, στο μοντέλο των Πέντε Παραγόντων (Costa & McCrae, 1997).
• Το Ερωτηματολόγιο Τύπων Προσωπικότητας Myers-Briggs Type Indicator (MBTI -
Μyers-Briggs, 1962) (Stalikas & Fitopoulos, 1998). Το ερωτηματολόγιο αυτό μεταφράστηκε και
στα ελληνικά και τυποποιήθηκε από τους Σταλίκα και Φυτόπουλο (1998). Το Myers-Briggs
Type Indicator (MBTI) αποτελεί ένα ψυχομετρικό εργαλείο και μέσο διερεύνησης των τύπων
της προσωπικότητας και ή έκδοση G του Myers-Briggs Type Indicator (MBTI) περιλαμβάνει
126 ερωτήσεις. Το MBTI διακρίνει τις ψυχολογικές διαφορές στην προσωπικότητα των ατόμων
σε τέσσερις διχοτομήσεις που φέρουν ως αποτέλεσμα 16 τύπους προσωπικότητας. Οι 16 τύποι
της προσωπικότητας προκύπτουν από τη σύντμηση των τεσσάρων αρχικών γραμμάτων των
λέξεων Εξωστρέφεια (Extraversion-E), Εσωστρέφεια (Introversion-I), Νόηση (Sensing-S),
Διαίσθηση (Intuition-N), Σκέψη (Thinking-T), Συναίσθημα (Feeling-F), Αντίληψη (Perception-
P), Κρίση (Judgment-J). Το MBTI συμπληρώνεται κάθε χρόνο από περισσότερα από 2
εκατομμύρια άτομα σε όλον τον κόσμο (Coffield et al., 2004).
• Το Minnesota Multiphasic Personality Inventory (M.M.P.I.), που εκτιμά υποχονδρία,
κατάθλιψη, υστερία, ψυχοπαθητικότητα, ανδροπρέπεια/θηλυπρέπεια, παρανοϊκότητα,
ψυχασθένεια, σχιζοφρένια, υπομανία και κοινωνική εσωστρέφεια Το ΜΜΡΙ έχει μεταφραστεί
σε 140 γλώσσες και είναι ένα από τα περισσότερο χρησιμοποιούμενα ερωτηματολόγια.
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1943 και αναθεωρήθηκε το 1989 για να προσαρμοστεί στη
σύγχρονη γλώσσα και να επαλειφθούν λέξεις που που με την πάροδο του χρόνου είχαν
αποκτήσει εναλλακτικές ερμηνείες . Μια από τις αδυναμίες του M.M.P.I. είναι το μεγάλο του
μέγεθος, με συνέπεια να χρειάζεται πολύ χρόνο για να απαντηθεί με επιμέλεια και τα
28

υποκείμενα χάνουν το ενδιαφέρον και το κίνητρο πολύ πριν τελειώσει. Παρ 'όλα αυτά το
M.M.P.I. είναι ένα έγκυρο τεστ και παραμένει ένα εξαιρετικά πολύτιμο διαγνωστικό εργαλείο
(Schultz & Schultz, 2012). Η μετάφραση και προσαρμογή του Μ.Μ.Ρ.Ι. για την Ελλάδα έγινε
από τους Manos και Butcher (1982) και από την Κοκκέβη και τους συνεργάτες της (Κοκκέβη,
Τυπάλδου, Ρεπαπή, Αδάμου, & Στεφανής, 1981.).
• Το ερωτηματολόγιο 16PF, Sixteen Personality Factor Questionnaire (Cattell, Eber,
Tatsuoka, 1970). Η πρώτη έκδοση του ερωτηματολογίου ήλθε στο φως της δημοσιότητας το
1949 (Cattell, Eber & Tatsuoka 1970), από τον επιφανή επιστήμονα και ερευνητή Raymond
Cattell του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις της Αμερικής. Το ερωτηματολόγιο υπάρχει διαθέσιμο σε
6 μορφές (A, B, C, E, F) ανάλογα με το είδος του πληθυσμού που εξετάζεται. Το 16PF έχει
επικρατήσει παγκοσμίως και αποτελεί μέτρο αναφοράς διότι έχει αποδειχθεί ικανό να
προσδιορίζει με ακρίβεια τις παραμέτρους που διαμορφώνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και
να αποκαλύπτει τις πτυχές της προσωπικότητας των εξεταζομένων. Λόγω των ειδικών κλιμάκων
που διαθέτει για την αναγνώριση της τυχόν παραποίησης της εικόνας του που επιχειρεί ο
εξεταζόμενος αποτελεί μέρος των επίσημων διαδικασιών αναγνώρισης προσωπικών
χαρακτηριστικών σε πολλές χώρες και την Ελλάδα. Το τεστ έχει μεταφραστεί σε 35 γλώσσες και
διαλέκτους και χρησιμοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα. Η στάθμιση και η μετάφραση του τεστ
έχει γίνει στα ελληνικά από την εταιρία Ison Psychometrica
(http://www.isonpsy.com/reports/site/test, http://www.ison.gr/el/tests-59/test-epaggelmatikoy-
prosanatolismoy/16pf-5). Η επεξεργασία των αποτελεσμάτων γίνεται αυτόματα μέσω
ηλεκτρονικού υπολογιστή, χρησιμοποιώντας τις νόρμες του ελληνικού πληθυσμού.
• Το ερωτηματολόγιο προσωπικότητας Eysenck Personality Questionnaire - E.P.Q.
(Eysenck & Eysenck, 1975). Το Ερωτηματολόγιο Προσωπικότητας του Eysenck (Eysenck
Personality Questionnaire, EPQ) δημιουργήθηκε για να μετρήσει τις διαστάσεις της
φυσιολογικής και της διαταραγμένης προσωπικότητας. Σκοπός του ερωτηματολογίου είναι η
διερεύνηση τεσσάρων διαστάσεων της προσωπικότητας του ατόμου: νευρωτισμός (N),
εξωστρέφεια-εσωστρέφεια (E), ψυχωτισμός (P), και ψεύδος (L). Το ερωτηματολόγιο
αποτελείται από 90 ερωτήσεις. Ωστόσο, κατόπιν πολυπαραγοντικής ανάλυσης η Ελληνική
έκδοση του ερωτηματολογίου αποτελείται από 84 ερωτήσεις. Η στάθμιση του σε ελληνικό
πληθυσμό έγινε από τον Δημητρίου (Δημητρίου, 1977, Δημητρίου, 1986).
29

• Tο International Personality Item Pool (IPIP), που δημιούργησε ο Goldberg (1999) και
μετράει και αυτό τους παράγοντες του μοντέλου Big-Five και διατίθεται δωρεάν και ελεύθερα
μέσω του ιστοτόπου http://ipip.ori.org. Σε αυτόν το δικτυακό τόπο περιλαμβάνονται
μεταφράσεις του τεστ σε διάφορες γλώσσες (και στα ελληνικά). Αξίζει να σημειωθεί πως η
κλίμακα αυτή είναι αξιόπιστη και έχει προγνωστικό χαρακτήρα
• Big Five Factor Markers (BFFM) (Goldberg, 1992)
• Five Factor Personality Inventory (FFPI) (Hendricks et al., 1995)
• IP44-item BFI (John & Srivastava, 1999)
• 208-item HEXACO-PI (Lee & Ashton, 2004)

You might also like