Professional Documents
Culture Documents
Παλαιολόγος Δούρος
Εννοιολογικός προσδιορισμός της προσωπικότητας Βέλο, Αύγουστος, 2017
Η καθημερινή χρήση της λέξης προσωπικότητα αποδίδει ένα χαρακτηρισμό για ένα
άτομο ή για μιαν ομάδα ατόμων και δε δείχνει να δημιουργεί ιδιαίτερο πρόβλημα (Lee,
McCauley & Draguns, 1999). Η έννοια της προσωπικότητας όμως, δεν είναι αρκετά σαφής,
καθώς προσεγγίζεται γλωσσικά και εννοιολογικά με ποικίλους τρόπους. Όταν ερμηνεύεται ως
μέρος του λόγου, ως ένα ουσιαστικό, αποδίδεται με ένα σύνολο στοιχείων, τα οποία καθορίζουν
τη συμπεριφορά και τις αντιδράσεις ενός ατόμου. Ακόμα προσωπικότητα ονομάζεται και ένα
πρόσωπο που κατέχει υψηλό αξίωμα ή είναι διαπρεπής στο χώρο της δραστηριότητάς του.
Συχνά χρησιμοποιούμε τους χαρακτηρισμούς άτομο με ή χωρίς προσωπικότητα με την έννοια ότι
το συγκεκριμένο άτομο δεν έχει δική του βούληση ή δεν έχει δικά του ενδιαφέροντα. Στη λέξη
προσωπικότητα (personality) αποδίδουμε δύο έννοιες ή κατηγορίες εννοιών. Με τη πρώτη έννοια
η προσωπικότητα δηλώνει την επίδραση που ασκεί ένα άτομο πάνω σ’ ένα άλλο άτομο και η
αξία της υπερτιμάται. Η έννοια αυτή, τουλάχιστον μ’ αυτή την τόσο απόλυτη μορφή της δεν
προσφέρεται καθόλου για μία αντικειμενική προσέγγιση του ζητήματος της προσωπικότητας.
Ακόμα μπορεί να σημαίνει την εξωτερική εμφάνιση που διαλέγουμε να της δώσουμε. Αυτή η
εμφάνιση δεν είναι παρά μία μορφή της προσωπικότητας ως σύνολο και δεν θα της
απασχολήσει. Επιπρόσθετα προσωπικότητα σημαίνει το ιδανικό που έχει το άτομο για τον εαυτό
του και τέλος η προσωπικότητα είναι η μεταφυσική και υποθετική ουσία του ανθρώπινου όντος,
έννοια που κυρίως σχετίζεται με την «ηθική». Με τη δεύτερη έννοια ονομάζουμε
«προσωπικότητα» το σύνολο των χαρακτηριστικών του ατόμου, που ορίζουν την ατομικότητα
του και τον διαφοροποιούν απ’ όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους (Κανελλοπούλου, 2007).
Δηλαδή στην κοινή αντίληψη των ανθρώπων ο όρος «προσωπικότητα» αναφέρεται στα στοιχεία
και τις ιδιότητες, στα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου, στα ιδιαίτερα
χαρίσματα αυτού (Ρούσση - Βέργου, 2008).
O όρος προσωπικότητα (personality) προέρχεται ετυμολογικά από τις λέξεις πρόσωπο και
προσωπείο. Η λέξη πρόσωπο είναι ελληνική και σημαίνει την όψη, τα φυσιογνωμικά
χαρακτηριστικά του προσώπου ενός ατόμου (Παπαδόπουλος, 1994). Η λέξη προσωπείο
προκύπτει από τη λατινική λέξη persona, η οποία αναφέρεται στην έννοια της μάσκας (Schultz
& Schultz, 2012:9). Όπως οι μάσκες διαχώριζαν τον ένα χαρακτήρα από τον άλλο στα αρχαία
3
ελληνικά και ρωμαϊκά θέατρα, έτσι και η προσωπικότητα διαφοροποιεί το άτομο και το καθιστά
μοναδικό (Sdorow, 1998). Αν και η προσωπικότητα (personality) ως έννοια, είναι γνωστή από
παλαιότερες εποχές τόσο από τη φιλοσοφία και τη φυσιολογία όσο και από τη νομική επιστήμη
και τη λογοτεχνία (Ποταμιάνος & Παπαστάμου, 2002) και για την οριοθέτηση αυτού του όρου
φαίνεται ότι υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ των επιστημόνων για τον ακριβή ορισμό της. Ο κάθε
θεωρητικός εστιάζει σε διαφορετικές πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τις ερμηνεύει
μέσα σε ένα διαφορετικό θεωρητικό πλαίσιο, κατά συνέπεια ο κάθε ορισμός εξαρτάται από τη
θεωρία που ο μελετητής έχει διαμορφώσει ή υιοθετήσει (Νασιάκου, 2007). Οι Hall και Lindzey
(1957) σημείωσαν πως υπάρχουν τόσοι ορισμοί όσοι και οι θεωρητικοί που ασχολούνται με την
προσωπικότητα. Ο επιστημονικός ορισμός της προσωπικότητας (Pervin & John, 2013)
παρουσιάζει δυσκολίες στην ερμηνεία του και αποτελεί ένα σύνθετο πεδίο μελέτης. Η
πολυπλοκότητα της μελέτης και του ορισμού της προσωπικότητας σχετίζεται με τις
διαφορετικές θέσεις των θεωρητικών απέναντι σε βασικά ζητήματα που αφορούν στην
προσωπικότητα, όπως είναι η δομή, τα βασικά συστατικά της, οι διεργασίες ως δυναμικές
πλευρές της, η ανάπτυξη και η εξέλιξη του ατόμου ως μοναδικό, καθώς και η αλλαγή και η
προσαρμογή του στο περιβάλλον και όπως έχει διατυπώσει ο Fontana η προσωπικότητα
δύσκολα ορίζεται. Επιπρόσθετα ο Χασάπης αναφέρει ότι η προσωπικότητα είναι μια φυσική και
πνευματική συνέργεια, πολύπλοκη, ποικίλη και μοναδική με πολλές διαφοροποιήσεις από άτομο
σε άτομο που δεν είναι τόσο εύκολο να ερευνηθεί και να μελετηθεί. Αποτελεί έναν από τους πιο
συχνά χρησιμοποιούμενους όρους στην ψυχολογία, αλλά και μια από τις πιο δυσνόητες έννοιες
της (Χασάπης, 1980).
Από τους διαφορετικούς ορισμούς που έχουν δοθεί κατά το πέρασμα του χρόνου στην
ελληνική και στη διεθνή βιβλιογραφία αναφορικά με την προσωπικότητα που αντανακλούν και
τις ποικίλες θεωρίες οι οποίες έχουν δημιουργηθεί παραθέτουμε μερικούς.
Ο Χασάπης (1980) αναφέρει ότι η προσωπικότητα είναι το μέσο με το οποίο κάθε άτομο
εκφράζει κατά ένα μοναδικό τρόπο το ψυχικό του κόσμο, ενεργεί και αντιδρά στους διάφορους
ερεθισμούς του περιβάλλοντος, αντιμετωπίζει τη ζωή γενικά, εκπληρώνει τις ανάγκες του,
πετυχαίνει τις επιδιώξεις του και αναπτύσσει τα ιδεώδη και τις αξίες που κατευθύνουν τη
δραστηριότητα του. Ο Παρασκευόπουλος (1994) ορίζει την προσωπικότητα ως το σύνολο των
σωματικών και ψυχικών χαρακτηριστικών του ατόμου με ιδιαίτερη αναφορά στον τρόπο με τον
4
οποίο τα χαρακτηριστικά αυτά συνδέονται και οργανώνονται σε ένα ενιαίο δυναμικό σύνολο. Ο
Φράγκος (1995) αναφέρει ότι η προσωπικότητα ενός ατόμου είναι των σύνολο όλων εκείνων
των ιδιαίτερων στοιχείων που τον χαρακτηρίζουν, όπως ικανότητες, γνωστικές και κοινωνικές
δεξιότητες, στάσεις και άξιες. Ο Ποταμιάνος και συν. (2002) αναφέρει ότι η προσωπικότητα
αντιπροσωπεύει εκείνα τα χαρακτηριστικά του ατόμου που καλύπτουν σταθερά σχήματα
συναισθημάτων, σκέψης και συμπεριφοράς. Η Γεωργαντά (2003) παραθέτει για την
προσωπικότητα ότι αποτελεί ένα σύνθετο σχήμα συμπεριφοράς που αναπτύσσει κάθε άτομο
συνειδητά και ασυνείδητα σαν στυλ ζωής ή τρόπο ύπαρξης κατά την διαδικασία προσαρμογής
του στο περιβάλλον. Ο Demetriou (2004) ορίζει την προσωπικότητα ως «τις προδιαθέσεις του
ατόμου, με τις οποίες το άτομο σχετίζεται κι αλληλεπιδρά με τον ευρύτερο κόσμο, με ποικίλους
τρόπους» . Γι’ αυτό και μπορεί να ειπωθεί ότι η προσωπικότητα θέτει τα πλαίσια μέσα στα οποία
η νοημοσύνη και το μυαλό μπαίνουν σε λειτουργία. Σύμφωνα με τον Batta (2002: 19) η
προσωπικότητα ορίζεται ως «ο συνδυασμός των βιολογικών κληρονομιών του ανθρώπου μαζί με
τις τυχόν περιβαλλοντικές επιδράσεις στις οποίες το άτομο εκτίθεται κατά τη διάρκεια της ζωής
του». Οι Robbins & Judge (2011: 120) ορίζουν την προσωπικότητα ωε τους συνολικούς τρόπους
με τους οποίους ένα άτομο αντιδρά και αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα άτομα. Ο Mischel (1976)
ορίζει την προσωπικότητα ως τις ξεχωριστές μορφές συμπεριφοράς, συμπεριλαμβανομένων των
σκέψεων και συναισθημάτων, που χαρακτηρίζουν την προσαρμογή του κάθε ατόμου στις
διάφορες καταστάσεις της ζωής του. Ο Eysenck (1952) ορίζει την προσωπικότητα ως τη
σταθερή και διαρκή οργάνωση του χαρακτήρα, της συναισθηματικής ιδιοσυγκρασίας, της
διανοητικής κατάστασης και της φυσικής διάπλασης ενός ατόμου, στοιχεία, που καθορίζουν τον
μοναδικό, για το άτομο τρόπο προσαρμογής του στο περιβάλλον. Ο Hilgard (1977) την ορίζει ως
το σύνολο των χαρακτηριστικών και των τρόπων συμπεριφοράς τα οποία καθορίζουν τη
μοναδικότητα της προσαρμογής ενός ατόμου στο περιβάλλον του. Ο Allport (1961) αναφέρει ότι
η προσωπικότητα είναι η δυναμική οργάνωση που κάνει το άτομο, όλων εκείνων των
ψυχοφυσικών συστημάτων που καθορίζουν τη χαρακτηριστική του συμπεριφορά και σκέψη
(Παρασκευόπουλος, 1994: 70). Οι Eysenck & Eysenck (1985) σε ένα γενικό ορισμό για την
προσωπικότητα αναφέρουν : «προσωπικότητα είναι η σχετικά σταθερή και διαρκής οργάνωση του
χαρακτήρα, της ιδιοσυγκρασίας, της νόησης και της φυσιολογίας, η οποία καθορίζει το μοναδικό
τρόπο με τον οποίο το άτομο προσαρμόζεται στο περιβάλλον». Ο Pervin (1996:414) ορίζει την
5
πρέπει να απαντά στα ερωτήματα τί, πώς και γιατί. Το «τί» αναφέρεται στα χαρακτηριστικά του
ατόμου, και στον τρόπο με τον οποίο αυτά είναι οργανωμένα, το ένα σε σχέση με το άλλο. Το
«πώς» έχει να κάνει με τις παραμέτρους της προσωπικότητας ενός ατόμου. Το «γιατί»
αναφέρεται στα αίτια της συμπεριφοράς του. Οι απαντήσεις παραπέμπουν στα κίνητρα του
ατόμου, δηλαδή τι είναι αυτό που κάνει το άτομο να κινείται και γιατί προς μια συγκεκριμένη
κατεύθυνση. Στη συνέχεια, θα επιχειρήσουμε πολύ σύντομα να παρουσιάσουμε κάποιες από τις
πιο γνωστές και επικρατούσες θεωρίες για την προσωπικότητα.
ψυχιατρικοί όροι. Πέρα όμως από αυτό, στον Γαληνό ανήκει η τιμή, ότι πρώτος αυτός συνέλαβε
την ιδέα της ταξινόμησης των ατομικών διαφορών της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε ένα λογικό
σύστημα τύπων. Στην πρώτη αυτή τυπολογική ταξινόμηση της προσωπικότητας, ο Γαληνός
έλαβε υπόψη του τη συναισθηματική ιδιοσυστασία του ατόμου, που η τεράστια σημασία της στην
προσωπικότητα έχει σήμερα γενικά αναγνωριστεί (Χασάπης, 1980).
Ο William Sheldon ο αμερικανός ερευνητής, στην δεκαετία του 1940 ταξινόμησε την
προσωπικότητα σύμφωνα με τον τύπο σωμάτων που ονομάστηκε σωματότυπο (somatotypes)
(Παπαδόπουλος, 1996). Υποστήριζε ότι η ιδιοσυγκρασία και ο χαρακτήρας του κάθε ανθρώπου
και η επακόλουθη συμπεριφορά του συνδέονται άμεσα µε τη σωματική του διάπλαση, την
κατασκευή του σκελετού, τους μύες και άλλα σωματικά χαρακτηριστικά (Χυτήρης, 1994).
Ο Sheldon κατέταξε τους τύπους σώματος σε τρεις βασικές κατηγορίες, τον ενδόμορφο
(Endomorphic), τον μεσόμορφο (Mesomorphic) και τον εκτόμορφο (Ectomorphic) (Schultz &
Schultz, 2012). Η θεωρία του αναφέρει ότι ο σωματότυπος έχει γενετική προέλευση και
προκαθορίζει την ιδιοσυγκρασία του ατόμου. Καθαρός τύπος σώματος συναντιέται σπάνια. Οι
περισσότεροι άνθρωποι συνδυάζουν στοιχεία και από τους τρεις τύπους σώματος και
ταξινομούνται σε διάφορες κατηγορίες. Σύμφωνα με τον Sheldon (1940), ο ενδόμορφος τύπος
σώματος χαρακτηρίζεται από στρογγυλό κεφάλι, φαρδύς γοφούς και ώμους. Έχει αυξημένο
ποσοστό λίπους στο σώμα και κυρίως στο πάνω μέρος. Δεν ευνοείται σε αθλήματα που
απαιτούν ευλυγισία και ταχύτητα. Αθλήματα καθαρής δύναμης, όπως αυτά που απαιτούν
χαμηλό κέντρο βάρους, όπως η άρση βαρών είναι ιδανικά για τους ενδόμορφους τύπους.
Συσσωρεύει εύκολα λίπος κυρίως στην περιοχή της κοιλιάς και των γοφών και έχει γενικά
πλαδαρό σώμα. Ο μεσόμορφος τύπος χαρακτηρίζεται από τετράγωνο κεφάλι και συμμετρικό
σώμα. Το πρόσωπο του έχει έντονες γωνίες και συνήθως αρκετά βαριά χροιά φωνής. Έχει
μυώδη άκρα και στενούς γοφούς και αρκετά ανεπτυγμένο μυϊκό σύστημα, το μέτριο ύψος του σε
συνδυασμό με την ικανότητα να παίρνει εύκολα μυϊκή μάζα αλλά και η δυνατότητα δύναμης,
τον καθιστά συνήθως αθλητή υψηλού επιπέδου σε κάθε αγώνισμα. Είναι εξαιρετικά
εξωστρεφής, σφριγηλός και μαχητικός. Δε χρειάζεται ιδιαίτερα συμβουλές λόγω της φυσικής
του κατάστασης. Τα μεσομορφικά άτομα χαρακτηρίζονται από επιθετικότητα, εξωστρέφεια και
8
απωθηθεί από τη συνείδηση και τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας που ο άνθρωπος έχει
λησμονήσει. Το ασυνείδητο είναι παρόν κατά τη γέννηση και υπάρχει σε όλη τη ζωή του
ανθρώπου λειτουργώντας πάντα ως μια μεγάλη κινητήρια δύναμη στη ζωή του. Το ασυνείδητο
από την άλλη, αποτελείται από βαθιά ένστικτα και έννοιες, που ποτέ δεν είναι προσιτά στη
συνείδηση. Είναι μεγάλο μέρος του ψυχισμού, του οποίου ο άνθρωπος δεν έχει επίγνωση,
περιλαμβάνει ορμές ψυχικής ενέργειας καθώς και γεγονότα, επιθυμίες και παρορμήσεις που
έχουν απωθηθεί από τη συνείδηση και τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας που ο άνθρωπος έχει
λησμονήσει (Νασιάκου, 2007).
To 1923, o Freud, δημοσίευσε το βιβλίο «Το Εγώ και το Εκείνο» και εγκατέλειψε αυτήν
ταξινόμηση. Σύμφωνα με τον ίδιο, η προσωπικότητα ως προς τη δομή της συνίσταται από τρία
στοιχεία: το Εκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ. Τα τρία αυτά επίπεδα της προσωπικότητας είναι
αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα. Η ψυχική ενέργεια που ενεργοποιεί και παρακινεί τον
άνθρωπο και η οποία ονομάζεται λίμπιντο (libido), επενεργεί και στα τρία αυτά επίπεδα.
Το Εκείνο (id) είναι σκοτεινό και απροσπέλαστο μέρος της προσωπικότητας από το
οποίο πηγάζουν οι βασικές ανάγκες για την επιβίωση καθώς και οι ενορμήσεις και η
επιτακτική ανάγκη της ικανοποίησης τους. Δεν υπάρχουν λογικοί νόμοι και οι
αντικρουόμενες επιδιώξεις συμβιώνουν, χωρίς να απορρίπτονται. Δεν υπάρχει άρνηση
και μη αποδοχή, ούτε αντιλήψεις για τη ροή του χρόνου και την ασυμβατότητα των
γεγονότων. Η λειτουργία του έγκειται στο να παρέχει την ψυχική ενέργεια που κάνει τον
άνθρωπο να θέλει να ζήσει. Αυτή μπορεί να τον ωθήσει σε δύο κατευθύνσεις: είτε προς
μια εποικοδομητική, ερωτική και συναισθηματική συμπεριφορά, είτε προς μια επιθετική,
εχθρική και καταστρεπτική (Κουλάκογλου, 1998). Το Εγώ (ego) σχηματίζεται λίγο μετά
τη γέννηση μας, ο ρόλος του είναι η μεσολάβηση μεταξύ Εκείνου και της
πραγματικότητας. Το Εγώ ακολουθώντας την αρχή της πραγματικότητας ψάχνει για
ρεαλιστικές και ασφαλείς διεξόδους για την εκτόνωση των ενορμήσεων. Περιλαμβάνει
λειτουργίες όπως τη λογική σκέψη, την επίλυση προβλημάτων και την εποικοδομητική και
δημιουργική σκέψη. Οφείλει να συνεργάζεται και με το Υπερεγώ (superego), το οποίο
αποτελεί το ηθικό μέρος της προσωπικότητας που σχηματίζεται περίπου στον πέμπτο
χρόνο της ζωής ενός παιδιού, αφού επιλύσει το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, δηλαδή στην ηλικία
που αρχίζει να νιώθει ενοχές. Το παιδί τότε θα αντλήσει δύναμη από τους γονείς του
11
ταυτιζόμενο μαζί τους και έτσι θα αρχίσει να αναπτύσσεται το Υπερεγώ. Οι γονείς θα του
επιβάλουν αξίες και ιδανικά μέσα από την ανταμοιβή και την τιμωρία. Το Υπερεγώ
εγκρίνει ή απορρίπτει επιθυμίες ή συμπεριφορές, αυτό-τιμωρεί αλλά και αυτό-αμείβει τον
άνθρωπο. Ο ρόλος του δηλαδή, είναι να περιορίζει τις απόπειρες ικανοποίησης του Εκείνου
και του Εγώ (Σερδάρης, 2002). Όταν το Εκείνο, το Εγώ και το Υπερεγώ ισορροπούν,
τότε υπάρχει προσαρμογή. Αν η ισορροπία αυτή διαταραχθεί, έχουμε συμπτώματα
δυσπροσαρμοστικότητας. Το γεγονός αυτό καταλήγει στην ανάπτυξη κατηγοριών τύπων
προσωπικότητας, όπως του στοματικού, πρωκτικού, του φαλλικού, του σταδίου της
λανθάνουσας σεξουαλικότητας και του σταδίου της γενετήσιας σεξουαλικότητας (Pervin &
John, 2013).
Η ψυχαναλυτική θεωρία και πράξη διαδόθηκαν ευρύτερα και συνεχίζουν να
εξελίσσονται και στη σύγχρονη περίοδο. Ο Freud δέχθηκε ισχυρή κριτική για το έργο του. Η
κριτική αφορούσε τόσο τα συμπεράσματα των μελετών του όσο και την επιστημονική
φύση των διαδικασιών ψυχική ερμηνείας και θεραπείας. Οι κυριότερες αδυναμίες της
ψυχανάλυσης είναι η υπερβολική βαρύτητα που δίνεται στη σεξουαλική έλξη, η οποία
θεωρείται ως μόνη κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης συμπεριφοράς και η ανυπαρξία
λειτουργικών ορισμών βασικών εννοιών (Σερδάρης, 2002).
Η λεξικολογική υπόθεση
κοινωνικά αποδεκτών λειτουργιών (θάρρος, θέληση κ.τ.λ.), ενώ στην κατώτερη στοιβάδα (το
Επιθυμητικόν) ανήκουν οι ορμές και τα ένστικτα (Παπαδοπούλου & Ζάχου, 1985).
Από την εποχή όμως που η ψυχολογία απέκτησε δική της ξεχωριστή οντότητα ως
επιστήμη, η προσπάθεια αυτή έγινε πιο συστηματική. Πρώτος ο Sir Fransis Galton (1884) ο
πατέρας των ψυχολογικών τεστ, διατύπωσε τη λεξικολογική υπόθεση σύμφωνα με την οποία τα
πιο σημαντικά από τα στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς έχουν κωδικοποιηθεί ως
χαρακτηριστικά στις περισσότερες ή σε όλες τις γλώσσες του κόσμου (Τσαούσης, 1999). Ήταν
μάλιστα ο πρώτος που χρησιμοποίησε το λεξικό ως εργαλείο για να υπολογίσει και να
ταξινομήσει τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που περιείχε η αγγλική γλώσσα. Παρόλο
όμως που ο Galton αναγνώρισε περίπου 1000 επιθετικούς προσδιορισμούς, η προσπάθειά του
δεν είχε μεγάλη επίδραση στο χώρο καθώς δεν ακολούθησε συστηματική μεθοδολογία.
(Τσαούσης, 1999).
Αντίθετα, η δουλειά των Allport και Odbert (1936) χαρακτηρίζεται ως η πρώτη
συστηματική προσπάθεια στη μελέτη της ταξινόμησης των βασικών χαρακτηριστικών της
ανθρώπινης συμπεριφοράς. Χρησιμοποιώντας το λεξικό ως βασικό εργαλείο δημιούργησαν έναν
κατάλογο με 18000 λέξεις, από τις οποίες όμως μόνο το ένα τέταρτο περιέγραφαν
χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Αν και ο κατάλογός τους ήταν αρκετά αόριστος, αφού δεν
υπήρχαν ξεκάθαρα όρια μεταξύ των διάφορων κατηγοριών, βοήθησε πολύ στην εξέλιξη της
έρευνας καθώς λειτούργησε ως βάση για επόμενες έρευνες πάνω στη μελέτη της
προσωπικότητας και στη δημιουργία ενός ιεραρχικού συστήματος ταξινόμησης. Η θεωρία
εξελίχθηκε από τον Goldberg (1993), αναζητώντας τις ατομικές διαφορές που κωδικοποιούνται
στη γλώσσα. Ωστόσο, οι σημαντικότερες από τις δομικές θεωρίες που εξετάζουν τα
χαρακτηριστικά της προσωπικότητας είναι αυτές των Allport, Guilford, Cattel, και Eysenk. Ο
Cattell (1943), ο οποίος στην προσπάθειά του να περιγράφει τις βασικές διαστάσεις της
προσωπικότητας και να αναπτύξει τη δική του θεωρία, χρησιμοποίησε τον κατάλογο των Allport
και Odbert. Μετά από μια σειρά σταδιακών μειώσεων του αρχικού αριθμού των επιθέτων του
καταλόγου, κατέληξε σε 171 συστάδες από διπολικά επίθετα, τις οποίες ομαδοποίησε σε 35
παράγοντες και τις ανάλυσε χρησιμοποιώντας παραγοντική ανάλυση. Από την ανάλυση
διαπιστώθηκαν δώδεκα βασικοί παράγοντες της προσωπικότητας, οι οποίοι αργότερα
αυξήθηκαν σε δεκαέξι. Η πρόταση του Cattell για τη δομή της προσωπικότητας κυριάρχησε επί
13
μακρόν στο χώρο ως ένα πολύ καλά δομημένο και άρτια ιεραρχημένο μοντέλο
χαρακτηριστικών.
Ο Gordon Allport είναι από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς των χαρακτηριστικών της
προσωπικότητας και θεωρείται ο πρόδρομος της συγκεκριμένης θεωρίας (Pervin & John, 2013).
Η πιο σημαντική προσφορά του βρίσκεται στην εννοιολογική σύλληψη της οργάνωσης της
έννοιας του χαρακτηριστικού η οποία αποδείχθηκε πολύ σημαντική αλλά και παραγωγική για
την ανάπτυξη πολλών ερευνών (Ewen, 2003). Ήταν ο πρώτος που ισχυρίστηκε ότι τα
χαρακτηριστικά είναι οι βασικές μονάδες της προσωπικότητας. Κατά τη γνώμη του, τα
χαρακτηριστικά όχι μόνο είναι υπαρκτά αλλά βασίζονται στο νευρικό σύστημα. Ο ίδιος όρισε
την έννοια του χαρακτηριστικού ως «ένα γενικευμένο και εστιασμένο νευροψυχικό σύστημα με τη
δυνατότητα να καθιστά πολλά ερεθίσματα λειτουργικά ισοδύναμα και να ωθεί και να καθοδηγεί
ακόλουθες (ισοδύναμες) μορφές προσαρμοστικής και εκφραστικής συμπεριφοράς» (Allport, 1937).
Από τον παραπάνω ορισμό καταλαβαίνουμε πως τα χαρακτηριστικά αφενός μεν έχουν την
ευελιξία να τροποποιούνται ανάλογα με τη περίσταση και τις απαιτήσεις της στιγμής, αφετέρου
δε, έχουν μία παρακινητική επίδραση στη συμπεριφορά. Το τελευταίο βέβαια δεν σημαίνει πως
όλα τα χαρακτηριστικά είναι κίνητρα ούτε βέβαια πως όλα τα κίνητρα είναι χαρακτηριστικά.
Ο Allport (1937) θεωρεί τα χαρακτηριστικά βασικούς δομικούς λίθους της
προσωπικότητας που είναι εγγεγραμμένοι στο νευρικό σύστημα του ανθρώπου. Εκφράζουν την
προδιάθεση του ατόμου να συμπεριφέρεται με ορισμένο τρόπο σε διαφορετικές καταστάσεις
μέσα στο χρόνο. Προσδιορίζονται από τη συχνότητα εκδήλωσής τους, την έντασή τους και την
ευρύτητα του φάσματος των καταστάσεων στις οποίες εκδηλώνονται. Ο Allport επισήμανε ότι
τα χαρακτηριστικά δεν εκδηλώνονται ανεξάρτητα από τις επικρατούσες συνθήκες, αλλά
ανάλογα με την ιδιαιτερότητα της κατάστασης. Ακόμα έδωσε έμφαση στη μοναδικότητα του
ατόμου και διερεύνησε την ατομική ιδιαιτερότητα για την καλύτερη κατανόηση της
συμπεριφοράς. Τον ενδιέφερε ο τρόπος οργάνωσης των χαρακτηριστικών ενός συγκεκριμένου
ατόμου και ο βαθμός εκδήλωσής τους σε σχέση με τα άλλα άτομα. Για τον ίδιο η συμπεριφορά
αποτελεί εκδήλωση πολλών χαρακτηριστικών, είναι δυνατή η ύπαρξη αλληλοσυγκρουόμενων
προδιαθέσεων σε ένα άτομο, τα χαρακτηριστικά εκδηλώνονται περισσότερο με την ατομική
επιλογή των καταστάσεων παρά με την ατομική ανταπόκριση στις καταστάσεις (Ποταμιάνος και
συν., 2002).
15
Κατά τον Allport (1937, 1961) η συμπεριφορά καθορίζεται από τη δομή της
προσωπικότητας κι όχι τόσο από τις επιδράσεις του περιβάλλοντος. Διέκρινε τρία είδη
χαρακτηριστικών γνωρισμάτων τα πρωτεύοντα, τα κεντρικά γνωρίσματα και τις δευτερεύουσες
προδιαθέσεις. Τα πρωτεύοντα ή κύρια (cardinal traits) χαρακτηριστικά γνωρίσματα της
προσωπικότητας είναι προδιαθέσεις του ατόμου οι οποίες, οργανώνουν τη συμπεριφορά του και
επηρεάζουν σχεδόν κάθε πράξη του. Ο άνθρωπος με αυταρχική προσωπικότητα, για
παράδειγμα, έχει ένα στερεότυπο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων. Τα άτομα που παρουσιάζουν
πρωτεύοντα γνωρίσματα είναι ελάχιστα. Τα κεντρικά χαρακτηριστικά (central traits) οι λιγότερο
ισχυρές προδιαθέσεις οι οποίες αντιπροσωπεύουν προδιαθέσεις που αφορούν ένα εύρος
καταστάσεων πιο περιορισμένο σε σχέση με εκείνο του πρώτου είδους χαρακτηριστικών καθώς
και οι δευτερογενείς προδιαθέσεις ή στάσεις (secondary despositions), που αντιπροσωπεύουν τις
λιγότερο γενικευμένες προδιαθέσεις και δρουν ως ιδιαίτερα γνωρίσματα του ατόμου
(Ποταμιάνος και συν., 2002). Η θεωρία στηρίζεται στην ύπαρξη ατομικών διαφορών, δηλαδή ότι
δύο άνθρωποι δεν είναι ίδιοι κι έτσι δεν αντιδρούν ίδια στο ίδιο γεγονός, γι αυτό και η μελέτη
της συμπεριφοράς τους δεν μπορεί να γίνει με βάση τη σύγκριση μεταξύ τους άλλα μέσα από
την μελέτη ατομικών περιπτώσεων στο χρόνο. Επιπλέον ο Allport επισήμανε τη χρησιμότητα
της ιδιογραφικής έρευνας (idiographic research) ή αλλιώς, της σε βάθος μελέτης των ατόμων, με
στόχο να μάθουμε περισσότερα για τους ανθρώπους γενικά (Pervin & John, 2013). Πιο
συγκεκριμένα, ο Allport υποστηρίζει ότι η δομή της προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από ένα
σχετικά μικρό αριθμό σταθερών χαρακτηριστικών από τρία έως δέκα και ότι υπάρχουν μοναδικά
χαρακτηριστικά που η επιστήμη ακόμα δεν μπορεί να συλλάβει.
Ένας άλλος σημαντικός εκπρόσωπος της θεωρίας των χαρακτηριστικών είναι ο Raymond
Cattel του οποίου η συνεισφορά στην επιστήμη της ψυχολογίας αφορά κυρίως τη μελέτη της
προσωπικότητας. Αν και η θεωρία του δεν έχει ποτέ αντιγραφεί, η συνεισφορά του στην
παραγοντική ανάλυση έχει υπάρξει υπερβολικά πολύτιμη στη μελέτη τη ψυχολογίας. Το
μοντέλο των δεκαέξι παραγόντων της προσωπικότητας, το οποίο παρουσίασε, στόχευε στο να
δομήσει μία συνηθισμένη ταξινόμηση γνωρισμάτων, χρησιμοποιώντας μία λεξιλογική
16
Αν και ο Cattell συνέβαλε σημαντικά στην έρευνα της προσωπικότητας έχει δεχθεί έντονη
κριτική κυρίως για το γεγονός, αν και επιχειρήθηκε, η θεωρία του δεν μπορεί να αντιγραφεί
πιστά. Αμφισβητήθηκε ακόμη και η αξιοπιστία της αυτό-αναφοράς των στοιχείων του
Cattell (Schuerger, Zarrella & Hotz, 1989).
Μία από τις θεωρίες προσωπικότητας που έχουν αναπτυχθεί είναι και η θεωρία που
προτάθηκε από τον Hans J. Eysenck (Αλεξόπουλος, 2004), που ομοίως με τον Cattel,
χρησιμοποίησε την παραγοντική ανάλυση είναι. Η θεωρία του έχει προσελκύσει ιδιαίτερη
προσοχή καθώς θεωρείται επαρκώς επεξεργασμένη. Ο Eysenck παρότι υποστήριξε τη θεωρία
των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, τόνισε ιδιαίτερα την ανάγκη να αναπτυχθούν
18
επαρκείς μετρήσεις των χαρακτηριστικών, την ανάγκη να διατυπωθεί μια θεωρία που να μπορεί
να ελέγχεται και να είναι ανοιχτή στην ανασκευή και τέλος το πόσο σημαντικό είναι να
αναγνωριστούν τα βιολογικά θεμέλια για την ύπαρξη κάθε χαρακτηριστικού. Η στατιστική
τεχνική της παραγοντικής ανάλυσης αποτελεί τη βάση της έμφασης που δίνει ο ερευνητής στη
μέτρηση και στην ανάπτυξη μιας ταξινόμησης των χαρακτηριστικών (Pervin & John, 2013;
Eysenck & Eysenck, 1985). Ο Eysenck είναι υποστηρικτής της σημασίας που έχουν οι γενετικοί
παράγοντες στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και εξέφρασε μία λεπτομερώς επεξεργασμένη
θεωρία της προσωπικότητας. Πρόκειται για μία θεωρία τύπων. Σύμφωνα με αυτήν, οι τύποι της
προσωπικότητας διακρίνονται από θεμελιώδεις διαφορές στο νευρικό σύστημα, οι οποίες
κληρονομούνται. Ο τύπος του ατόμου είναι αυτός που επιφέρει συνέπεια – συνοχή στη
συμπεριφορά του και, επομένως, γεννά την προσωπικότητά του (Δημητρακοπούλου & Κολιάδη,
2008). Η θεωρία του βασίζεται πρωταρχικά στη φυσιολογία και στη γενετική. Θεωρούσε ότι οι
εμπεδωμένες συνήθειες έχουν εξαιρετική σημασία, όπως επίσης ότι οι διαφορές της
προσωπικότητας αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τη γενετική μας προδιάθεση (Γριμπαβιώτη &
Ζήντρος, 2009).
Στην αρχική του μελέτη ο Eysenck όπως περιγράφεται στο κλασικό πλέον βιβλίο του
«Dimensions of Personality» όρισε δύο βασικές διαστάσεις της προσωπικότητας την
Εσωστρέφεια / Εξωστρέφεια (Extraversion) και το Νευρωτισμός (Neuroticism) ή
συναισθηματική ισορροπία (Δημητρακοπούλου & Κολιάδη, 2008:85). Τα άτομα που
χαρακτηρίζονται από τον παράγοντα Νευρωτισμός είναι συναισθηματικά σταθεροί
χαρακτηρίζονται από ηρεμία, δεν αλλάζουν συναισθήματα από τη μια στιγμή στην άλλη,
είναι άνετοι και φιλικοί Οι εσωστεφείς από την άλλη είναι ήσυχοι, σκεπτικοί και μη
εκδηλωτικοί αποφεύγοντας τις πολλές κοινωνικές συναλλαγές και δεν τους αρέσει η
αλλαγή. Αργότερα συμπεριέλαβε και μια τρίτη διάσταση, αυτή του Ψυχωτισμού (Psychotism)
(Pervin & John, 2013). Τα άτομα που χαρακτηρίζονται από τον παράγοντα Ψυχωτισμός
είναι ψυχροί, περίεργοι, αντικοινωνικοί και εχθρικοί. Ενώ οι εξωστρεφείς είναι κοινωνικοί,
ενδιαφέρονται για κοινωνικές δραστηριότητες, αγαπούν την αλλαγή. Οι τρεις διαστάσεις
είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους (Eysenck, 1953)
Η θέση ενός σε κάθε μια διάσταση καθορίζει τον τύπο στον οποίο αυτό το πρόσωπο
ανήκει, και ο οποίος, με τη σειρά του, καθορίζει τα γνωρίσματα της προσωπικότητας αυτού
19
του ατόμου. Αυτά τα γνωρίσματα καθορίζουν τις συνήθεις αντιδράσεις του και αυτές οι
συνήθειες καθορίζουν τις εξειδικευμένες επιμέρους αντιδράσεις του (Δημητρακοπούλου &
Κολιάδη, 2008). Οι παραπάνω τρείς βασικοί παράγοντες που προέκυψαν χρησιμοποιώντας
πρόσθετες παραγοντικές αναλύσεις των χαρακτηριστικών ο Eysenck τους ονόμασε
υπερπαράγοντες (superperfactions) ή ανώτερους παράγοντες και περιγράφουν τις βασικές
διαστάσεις στις οποίες βασίζονται οι παράγοντες εκείνοι που προκύπτουν στην αρχική φάση
των αναλύσεων και ορίζονται μέσα από ένα χαμηλό και ένα υψηλό άκρο, ώστε τα άτομα να
τοποθετούνται κάπου ανάμεσα (Eysenck,1970). Στη συνέχεια συμπεριέλαβε και την κλίμακα
του Ψεύδους ή προσποίησης (Lie), με την πρόθεση να αξιολογήσει τις τάσεις των
εξεταζομένων να «προσποιηθούν ότι είναι καλοί», δηλαδή να εντοπίσει τις μη ειλικρινείς
απαντήσεις των εξεταζόμενων. Αυτές οι διαστάσεις θεωρήθηκαν από τον Eysenck ότι δε
συσχετίζονται, δηλαδή είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη (Αλεξόπουλος, 2004: 403).
Η θεωρία του Eysenck έχει ορισμένες ομοιότητες με τη θεωρία του Γαληνού, ο οποίος
πίστευε όπως προείπαμε ότι ο χαρακτήρας του ατόμου καθορίζεται από τα τέσσερα υγρά του
σώματος, το αίμα, το φλέγμα, την κίτρινη χολή και τη μαύρη χολή (Δημητρακοπούλου &
Κολιάδη, 2008:85). Να επισημάνουμε ότι η θεωρία του Eysenck παραμένει έως και σήμερα
σημαντική και είναι ο ψυχολόγος με τις περισσότερες αναφορές και δημοσιεύσεις μετά τον
Freud και τον Piaget. Τα ερωτηματολόγιά του είναι σημαντικά βοηθήματα, γιατί βασίστηκαν
σε μια καλά αναπτυγμένη θεωρία των χαρακτηριστικών προσωπικότητας, είναι ευρέως
χρησιμοποιούμενα και διαθέσιμα εδώ και δεκαετίες, συγκλίνουν με άλλα ευρέως
χρησιμοποιούμενα ερωτηματολόγια και έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (Γλάνια,
Αντωνίου & Διγγελίδης, 2008).
Τέλος όπως αναφέρουν οι Pervin & John (2013) οι παραπάνω τρείς θεωρίες ενώ έχουν
αρκετά κοινά από την άλλη παρατηρούμε και αρκετές διαφορές μεταξύ τους, κυρίως ως προς
το πώς προσεγγίζουν τη μελέτη των χαρακτηριστικών και τη θέση της θεωρίας των
χαρακτηριστικών σε σχέση με τις άλλες θεωρίες προσωπικότητας. Μία σημαντική διαφορά
βρίσκεται στη χρήση της παραγοντικής ανάλυσης για τον καθορισμό του αριθμού και της
φύσης των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Έτσι λοιπόν, ο Allport αποδοκίμασε τη
μέθοδο αυτή, ενώ ο Eysenck και ο Cattell ήταν σημαντικοί υποστηρικτές. Παράλληλα ο Cattell
έδωσε έμφαση σε πολλά χαρακτηριστικά ενώ ο Eysenck τόνισε λίγα. Επίσης ο Allport
20
προχώρησε ακόμη περισσότερο από τον Cattell επισημαίνοντας ότι για κάθε άτομο υπάρχουν
μοναδικά χαρακτηριστικά, ανοίγοντας το δρόμο για τη διερεύνηση απείρων χαρακτηριστικών
(Pervin & John, 2013).
προτίμηση στο απλό, το άμεσο και το προφανές. Δεν τους αρέσουν οι αλλαγές συνεπώς
προτιμούν δοκιμασμένες μεθόδους για να αντεπεξέρχονται στις υποχρεώσεις τους, ενώ γενικά
θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συντηρητικά άτομα, τόσο στις πράξεις όσο και στις ιδέες
τους.
σε αυτόν τον παράγοντα είναι περισσότερο επιφυλακτικοί και λιγότερο ομιλητικοί, περισσότερο
παθητικοί με συστολή, νηφάλιοι, εσωστρεφείς και γενικότερη συγκρατημένη συμπεριφορά και
δεν προσαρμόζονται εύκολα σε διάφορα πλαίσια (Costa & McCrae 1997).
ευσταθή ψυχικά και λιγότερο ευερέθιστα στο άγχος και συνήθως χαρακτηρίζονται από μια
συναισθηματική σταθερότητα. Είναι ήρεμοι, δύσκολα χάνουν την ψυχραιμία τους και δείχνουν
αισιοδοξία για τα μελλούμενα.
Ερωτηματολόγια προσωπικότητας
για κάθε διάσταση, καλύπτοντας έτσι τους δύο αντίθετους πόλους της κάθε διάστασης. Οι
υποκλίμακες του ερωτηματολογίου είναι ο νευρωτισμός, η εξωστρέφεια , η δεκτικότητα στην
εμπειρία, η προσήνεια και η ευσυνειδησία. Η ψυχομετρική ποιότητα της κλίμακας έχει
αποδειχθεί σε διάφορες έρευνες και το έχουν χρησιμοποιήσει ως ένα αποδεδειγμένο και ευρείας
χρήσης, βραχεία κλίμακα για την αξιολόγηση των πέντε μεγάλων παραγόντων (Rammstedt &
John, 2007). Το ερωτηματολόγιο BFI-10 το δημιούργησαν οι Gosling, Rentfrow & Swann
(2003), είναι σύντομο και μπορεί να συμπληρωθεί μέσα σε ένα λεπτό και είναι το
ερωτηματολόγιο που τελικά χρησιμοποιήσαμε στην έρευνα μας.
• The Big Five Inventory (BFI) (John, Donahue, και Kentle (1991). To BFI το
δημιούργησαν οι John, Donahue, και Kentle (1991) για να καλύψουν την ανάγκη για ένα μικρό
όργανο μέτρησης των δομικών στοιχείων του μοντέλου των πέντε χαρακτηριστικών της
προσωπικότητας. Το ερωτηματολόγιο των περιέχει 44 ερωτήσεις και αναπτύχθηκε για να
αντιπροσωπεύσει τους ορισμούς του μοντέλου οι οποίοι αναπτύχθηκαν μέσα από αξιολογήσεις
εμπειρογνωμόνων και μετέπειτα επαληθεύτηκαν αναλυτικά από αξιολογήσεις παρατηρητών
προσωπικότητας. Το BFI χρησιμοποιεί σύντομες φράσεις με βάση τα χαρακτηριστικά που είναι
πρωτότυποι δείκτες του μοντέλου Big Five.
• Τεστ Χαρακτηριστικών Προσωπικότητας (Traits Personality Questionnaire - TPQue)
(Tsaousis, 1999)
• Τεστ Χαρακτηριστικών Προσωπικότητας 5 (ΤΕΧΑΠ5) (Tsaousis & Kerpelis, 2004) που
είναι βασισμένο στο Τεστ Χαρακτηριστικών Προσωπικότητας (Traits Personality Questionnaire)
(TPQue) (Tsaousis, 1999), καθώς αποτελεί συντομευμένη εκδοχή του. Το θεωρητικό υπόβαθρο
τόσο του ΤΕΧΑΠ5, όσο και του Τεστ Χαρακτηριστικών Προσωπικότητας, εδράζεται στο
μοντέλο των πέντε μεγάλων παραγόντων της προσωπικότητας που είναι κατά τα τελευταία
χρόνια το πιο διαδεδομένο μοντέλο προσωπικότητας (Costa & McCrae, 1992). Το μοντέλο αυτό
θεωρείται και ως το πιο τεκμηριωμένο ερευνητικά μοντέλο στο επιστημονικό αυτό πεδίο. Το
TΕΧΑΠ5 (Tsaousis & Kerpelis, 2004) αξιοποιήθηκε μέχρι σήμερα σε αρκετές έρευνες, στις
οποίες χρησιμοποιήθηκε ως μέτρο της ανθρώπινης προσωπικότητας. To TΕΧΑΠ5 (Tsaousis &
Kerpelis, 2004) αξιολογεί, μέσα από μια σειρά προτάσεων ή δηλώσεων, τη δομή της
προσωπικότητας του ατόμου μετρώντας ξεχωριστά το βαθμό των πέντε γνωρισμάτων της. Είναι
ένα ερωτηματολόγιο που περιλαμβάνει 101 δηλώσεις τύπου Likert, για τις οποίες οι
27
υποκείμενα χάνουν το ενδιαφέρον και το κίνητρο πολύ πριν τελειώσει. Παρ 'όλα αυτά το
M.M.P.I. είναι ένα έγκυρο τεστ και παραμένει ένα εξαιρετικά πολύτιμο διαγνωστικό εργαλείο
(Schultz & Schultz, 2012). Η μετάφραση και προσαρμογή του Μ.Μ.Ρ.Ι. για την Ελλάδα έγινε
από τους Manos και Butcher (1982) και από την Κοκκέβη και τους συνεργάτες της (Κοκκέβη,
Τυπάλδου, Ρεπαπή, Αδάμου, & Στεφανής, 1981.).
• Το ερωτηματολόγιο 16PF, Sixteen Personality Factor Questionnaire (Cattell, Eber,
Tatsuoka, 1970). Η πρώτη έκδοση του ερωτηματολογίου ήλθε στο φως της δημοσιότητας το
1949 (Cattell, Eber & Tatsuoka 1970), από τον επιφανή επιστήμονα και ερευνητή Raymond
Cattell του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις της Αμερικής. Το ερωτηματολόγιο υπάρχει διαθέσιμο σε
6 μορφές (A, B, C, E, F) ανάλογα με το είδος του πληθυσμού που εξετάζεται. Το 16PF έχει
επικρατήσει παγκοσμίως και αποτελεί μέτρο αναφοράς διότι έχει αποδειχθεί ικανό να
προσδιορίζει με ακρίβεια τις παραμέτρους που διαμορφώνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και
να αποκαλύπτει τις πτυχές της προσωπικότητας των εξεταζομένων. Λόγω των ειδικών κλιμάκων
που διαθέτει για την αναγνώριση της τυχόν παραποίησης της εικόνας του που επιχειρεί ο
εξεταζόμενος αποτελεί μέρος των επίσημων διαδικασιών αναγνώρισης προσωπικών
χαρακτηριστικών σε πολλές χώρες και την Ελλάδα. Το τεστ έχει μεταφραστεί σε 35 γλώσσες και
διαλέκτους και χρησιμοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα. Η στάθμιση και η μετάφραση του τεστ
έχει γίνει στα ελληνικά από την εταιρία Ison Psychometrica
(http://www.isonpsy.com/reports/site/test, http://www.ison.gr/el/tests-59/test-epaggelmatikoy-
prosanatolismoy/16pf-5). Η επεξεργασία των αποτελεσμάτων γίνεται αυτόματα μέσω
ηλεκτρονικού υπολογιστή, χρησιμοποιώντας τις νόρμες του ελληνικού πληθυσμού.
• Το ερωτηματολόγιο προσωπικότητας Eysenck Personality Questionnaire - E.P.Q.
(Eysenck & Eysenck, 1975). Το Ερωτηματολόγιο Προσωπικότητας του Eysenck (Eysenck
Personality Questionnaire, EPQ) δημιουργήθηκε για να μετρήσει τις διαστάσεις της
φυσιολογικής και της διαταραγμένης προσωπικότητας. Σκοπός του ερωτηματολογίου είναι η
διερεύνηση τεσσάρων διαστάσεων της προσωπικότητας του ατόμου: νευρωτισμός (N),
εξωστρέφεια-εσωστρέφεια (E), ψυχωτισμός (P), και ψεύδος (L). Το ερωτηματολόγιο
αποτελείται από 90 ερωτήσεις. Ωστόσο, κατόπιν πολυπαραγοντικής ανάλυσης η Ελληνική
έκδοση του ερωτηματολογίου αποτελείται από 84 ερωτήσεις. Η στάθμιση του σε ελληνικό
πληθυσμό έγινε από τον Δημητρίου (Δημητρίου, 1977, Δημητρίου, 1986).
29
• Tο International Personality Item Pool (IPIP), που δημιούργησε ο Goldberg (1999) και
μετράει και αυτό τους παράγοντες του μοντέλου Big-Five και διατίθεται δωρεάν και ελεύθερα
μέσω του ιστοτόπου http://ipip.ori.org. Σε αυτόν το δικτυακό τόπο περιλαμβάνονται
μεταφράσεις του τεστ σε διάφορες γλώσσες (και στα ελληνικά). Αξίζει να σημειωθεί πως η
κλίμακα αυτή είναι αξιόπιστη και έχει προγνωστικό χαρακτήρα
• Big Five Factor Markers (BFFM) (Goldberg, 1992)
• Five Factor Personality Inventory (FFPI) (Hendricks et al., 1995)
• IP44-item BFI (John & Srivastava, 1999)
• 208-item HEXACO-PI (Lee & Ashton, 2004)